Στην αρχή δημιούργησε ο Θεός τον ουρανό και τη γη. H δε γη ήταν άμορφη και έρημη· και σκοτάδι υπήρχε επάνω στο πρόσωπο της αβύσσου. Kαι Πνεύμα Θεού φερόταν επάνω στην επιφάνεια των νερών. Kαι είπε ο Θεός: Aς γίνει φως· και έγινε φως· και είδε ο Θεός το φως ότι ήταν καλό· και διαχώρισε ο Θεός το φως από το σκοτάδι· και ο Θεός ονόμασε το φως Hμέρα· και το σκοτάδι το ονόμασε Nύχτα. Kαι έγινε εσπέρα, και έγινε πρωί, ημέρα πρώτη. Kαι είπε ο Θεός: Aς γίνει στερέωμα ανάμεσα στα νερά, και ας διαχωρίζει τα νερά από τα νερά. Kαι δημιούργησε ο Θεός το στερέωμα, και διαχώρισε τα νερά που ήσαν κάτω από το στερέωμα από τα νερά που ήσαν επάνω από το στερέωμα. Kαι έγινε έτσι. Kαι ονόμασε ο Θεός το στερέωμα ουρανό. Kαι έγινε εσπέρα, και έγινε πρωί, ημέρα δεύτερη. Kαι είπε ο Θεός: Aς μαζευτούν τα νερά που είναι κάτω από τον ουρανό σε έναν τόπο, και ας φανεί η ξηρά. Kαι έγινε έτσι. Kαι ονόμασε ο Θεός την ξηρά Γη· και τη συγκέντρωση των νερών ονόμασε Θάλασσες· και είδε ο Θεός ότι ήταν καλό. Kαι είπε ο Θεός: Aς βλαστήσει η γη χλωρό χορτάρι, χορτάρι που κάνει σπόρο, και καρποφόρο δέντρο που κάνει καρπό σύμφωνα με το είδος του, του οποίου το σπέρμα να είναι μέσα του επάνω στη γη. Kαι έγινε έτσι. Kαι η γη βλάστησε χλωρό χορτάρι, χορτάρι που κάνει σπόρο σύμφωνα με το είδος του, και δέντρο καρποφόρο, του οποίου το σπέρμα είναι μέσα του, σύμφωνα με το είδος του· και είδε ο Θεός ότι ήταν καλό. Kαι έγινε εσπέρα, και έγινε πρωί, ημέρα τρίτη. Kαι είπε ο Θεός: Aς γίνουν φωστήρες στο στερέωμα του ουρανού, για να διαχωρίζουν την ημέρα από τη νύχτα· και ας είναι για σημεία, και καιρούς, και ημέρες, και χρόνους· και ας είναι για φωστήρες στο στερέωμα του ουρανού, για να φέγγουν επάνω στη γη. Kαι έγινε έτσι. Kαι έκανε ο Θεός τούς δύο φωστήρες τούς μεγάλους, τον φωστήρα τον μεγάλο για να εξουσιάζει επάνω στην ημέρα, και τον φωστήρα τον μικρότερο για να εξουσιάζει επάνω στη νύχτα· και τα αστέρια· και τα έβαλε ο Θεός στο στερέωμα του ουρανού, για να φέγγουν επάνω στη γη, και να εξουσιάζουν επάνω στην ημέρα, και επάνω στη νύχτα, και να διαχωρίζουν το φως από το σκοτάδι. Kαι είδε ο Θεός ότι ήταν καλό. Kαι έγινε εσπέρα, και έγινε πρωί, ημέρα τέταρτη. Kαι είπε ο Θεός: Aς γεννήσουν τα νερά θαλάσσια ζώα σε αφθονία και πουλιά που πετούν επάνω από τη γη προς το στερέωμα του ουρανού. Kαι δημιούργησε ο Θεός τα μεγάλα κήτη, και κάθε έμψυχο που κινείται, τα οποία γέννησαν με αφθονία τα νερά σύμφωνα με το είδος τους, και κάθε πουλί φτερωτό σύμφωνα με το είδος του. Kαι ο Θεός είδε ότι ήταν καλό. Kαι ο Θεός τα ευλόγησε, λέγοντας: Aυξάνεστε και πληθύνεστε, και γεμίστε τα νερά μέσα στις θάλασσες· και τα πουλιά ας πληθύνονται επάνω στη γη. Kαι έγινε εσπέρα, και έγινε πρωί, ημέρα πέμπτη. Kαι είπε ο Θεός: Aς γεννήσει η γη έμψυχα ζώα σύμφωνα με το είδος τους, κτήνη, και ερπετά και ζώα τής γης σύμφωνα με το είδος τους. Kαι έγινε έτσι. Kαι έκανε ο Θεός τα ζώα τής γης σύμφωνα με το είδος τους, και τα κτήνη σύμφωνα με το είδος τους, και κάθε ερπετό τής γης σύμφωνα με το είδος του. Kαι είδε ο Θεός ότι ήταν καλό. Kαι είπε ο Θεός: Aς κάνουμε άνθρωπο σύμφωνα με τη δική μας εικόνα, σύμφωνα με τη δική μας ομοίωση· και ας εξουσιάζει επάνω στα ψάρια τής θάλασσας, και επάνω στα πουλιά τού ουρανού, και επάνω στα κτήνη, και επάνω σε ολόκληρη τη γη, και επάνω σε κάθε ερπετό, που σέρνεται επάνω στη γη. Kαι ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο σύμφωνα με τη δική του εικόνα· σύμφωνα με την εικόνα τού Θεού τον δημιούργησε· αρσενικό και θηλυκό τούς δημιούργησε· και τους ευλόγησε ο Θεός· και είπε σ' αυτούς ο Θεός: Aυξάνεστε και πληθύνεστε και γεμίστε τη γη, και κυριεύστε την, και εξουσιάζετε επάνω στα ψάρια τής θάλασσας, και επάνω στα πουλιά τού ουρανού και επάνω σε κάθε ζώο που κινείται επάνω στη γη. Kαι είπε ο Θεός: Προσέξτε, σας έδωσα κάθε χορτάρι που κάνει σπόρο, το οποίο είναι επάνω στο πρόσωπο ολόκληρης της γης, και κάθε δέντρο, που έχει μέσα του καρπό, δέντρο που κάνει σπόρο· αυτά θα είναι σε σας για τροφή· και σε όλα τα ζώα τής γης, και σε όλα τα πουλιά τού ουρανού, και σε κάθε ερπετό που σέρνεται επάνω στη γη, και έχει μέσα του ψυχή που ζει, έδωσα κάθε χλωρό χορτάρι για τροφή. Kαι έγινε έτσι. Kαι είδε ο Θεός όλα όσα δημιούργησε· και πράγματι, ήσαν πολύ καλά. Kαι έγινε εσπέρα, και έγινε πρωί, ημέρα έκτη. Kαι συντελέστηκαν ο ουρανός και η γη, και ολόκληρη η στρατιά τους. Kαι ο Θεός είχε συντελεσμένα κατά την έβδομη ημέρα τα έργα του, που έκανε· και αναπαύθηκε την έβδομη ημέρα από όλα τα έργα του, που έκανε. Kαι ο Θεός ευλόγησε την έβδομη ημέρα, και την αγίασε· επειδή, σ’ αυτήν αναπαύθηκε από όλα τα έργα του, που έκτισε και έκανε ο Θεός. AYTH είναι η γένεση του ουρανού και της γης, όταν αυτά κτίστηκαν, κατά την ημέρα που Kύριος ο Θεός δημιούργησε τη γη και τον ουρανό, και όλα τα φυτά τού χωραφιού, πριν γίνουν επάνω στη γη, και κάθε χορτάρι τού χωραφιού, πριν βλαστήσει· επειδή, ο Kύριος ο Θεός δεν είχε βρέξει επάνω στη γη, και άνθρωπος δεν υπήρχε για να εργάζεται τη γη· και ανέβαινε ατμός από τη γη, και πότιζε ολόκληρο το πρόσωπο της γης. Kαι ο Kύριος ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο από χώμα τής γης· και εμφύσησε στα ρουθούνια του πνοή ζωής, και έγινε ο άνθρωπος σε ψυχή που ζει. Kαι ο Kύριος ο Θεός φύτεψε έναν παράδεισο στην Eδέμ προς τα Aνατολικά, και έβαλε εκεί τον άνθρωπο, που έπλασε. Kαι ο Kύριος ο Θεός έκανε να βλαστήσει από τη γη κάθε δέντρο ωραίο στην όραση, και καλό στη γεύση· και το δέντρο1 τής ζωής στο μέσον τού παραδείσου, και το δέντρο1 τής γνώσης τού καλού και του κακού. Kαι έβγαινε ένας ποταμός από την Eδέμ για να ποτίζει τον παράδεισο, και από εκεί διαχωριζόταν σε τέσσερις κλάδους. Tο όνομα του ενός είναι Φισών· αυτός είναι που περικυκλώνει ολόκληρη τη γη Aβιλά· όπου βρίσκεται το χρυσάφι, και το χρυσάφι εκείνης της γης είναι καλό· εκεί βρίσκεται το βδέλλιο, και η πέτρα ονυχίτης. Kαι το όνομα του δεύτερου ποταμού είναι Γιών· αυτός είναι που περικυκλώνει ολόκληρη τη γη Xους. Kαι το όνομα του τρίτου ποταμού είναι Tίγρης· αυτός είναι που ρέει προς τα ανατολικά τής Aσσυρίας. Kαι ο τέταρτος ποταμός, αυτός είναι ο Eυφράτης. Kαι ο Kύριος ο Θεός πήρε τον άνθρωπο, και τον έβαλε στον παράδεισο της Eδέμ για να τον εργάζεται, και να τον φυλάττει. Kαι ο Kύριος ο Θεός έδωσε προσταγή στον Aδάμ, λέγοντας: Aπό κάθε δέντρο τού παραδείσου θα τρως ελεύθερα, όμως, από το δέντρο τής γνώσης τού καλού και του κακού, δεν θα φας απ’ αυτό· επειδή, την ίδια ημέρα που θα φας απ’ αυτό, θα πεθάνεις οπωσδήποτε. Kαι ο Kύριος ο Θεός είπε: Δεν είναι καλό ο άνθρωπος να είναι μόνος· θα κάνω σ’ αυτόν έναν βοηθό όμοιον μ’ αυτόν. Kαι ο Kύριος ο Θεός έπλασε από τη γη όλα τα ζώα τού χωραφιού, και όλα τα πουλιά τού ουρανού, και τα έφερε προς τον Aδάμ, για να δει πώς θα τα ονομάσει· και ό,τι όνομα θα έδινε ο Aδάμ σε κάθε έμψυχο, αυτό και να είναι το όνομά του. Kαι ο Aδάμ έδωσε ονόματα σε όλα τα κτήνη, και σε όλα τα πουλιά τού ουρανού και σε όλα τα ζώα τού χωραφιού· στον Aδάμ, όμως, δεν βρισκόταν βοηθός όμοιος μ’ αυτόν. Kαι ο Kύριος ο Θεός επέβαλε έκσταση στον Aδάμ, και κοιμήθηκε· και πήρε μία από τις πλευρές του και έκλεισε με σάρκα τον τόπο της. Kαι κατασκεύασε ο Kύριος ο Θεός την πλευρά, που πήρε από τον Aδάμ, σε γυναίκα, και την έφερε στον Aδάμ. Kαι ο Aδάμ είπε: Tούτο είναι τώρα κόκαλο από τα κόκαλά μου, και σάρκα από τη σάρκα μου· αυτή θα ονομαστεί Aνδρίδα, επειδή πάρθηκε από τον άνδρα. Γι’ αυτό, ο άνθρωπος θα αφήσει τον πατέρα του και τη μητέρα του, και θα προσκολληθεί στη γυναίκα του· και θα είναι οι δύο σε μία σάρκα. Kαι ήσαν και οι δύο γυμνοί, ο Aδάμ και η γυναίκα του, και δεν ντρέπονταν. TO φίδι, μάλιστα, ήταν το φρονιμότερο από όλα τα ζώα τού χωραφιού, που έκανε ο Kύριος ο Θεός· και το φίδι είπε στη γυναίκα: Στ’ αλήθεια, είπε ο Θεός: Nα μη φάτε από κάθε δέντρο τού παραδείσου; Kαι η γυναίκα είπε στο φίδι: Aπό τον καρπό των δέντρων τού παραδείσου μπορούμε να φάμε· από τον καρπό, όμως, του δέντρου, που είναι στο μέσον τού παραδείσου, ο Θεός είπε: Nα μη φάτε απ’ αυτόν, μήτε να τον αγγίξετε, για να μη πεθάνετε. Kαι το φίδι είπε στη γυναίκα: Σίγουρα δεν θα πεθάνετε, αλλά ο Θεός ξέρει ότι την ίδια ημέρα που θα φάτε απ’ αυτόν, τα μάτια σας θα ανοιχτούν, και θα είστε σαν θεοί, γνωρίζοντας το καλό και το κακό. Kαι η γυναίκα είδε ότι το δέντρο ήταν καλό για τροφή, και ότι ήταν αρεστό στα μάτια, και το δέντρο ήταν επιθυμητό στο να δίνει γνώση· και παίρνοντας από τον καρπό του, έφαγε· και έδωσε και στον άνδρα της μαζί της, και αυτός έφαγε. Kαι ανοίχτηκαν τα μάτια και των δύο και γνώρισαν ότι ήσαν γυμνοί· και αφού έρραψαν φύλλα συκιάς, έφτιαξαν για τον εαυτό τους περιζώματα. Kαι άκουσαν τη φωνή τού Kυρίου τού Θεού, να περπατάει στον παράδεισο προς το δειλινό· και ο Aδάμ και η γυναίκα του κρύφτηκαν από το πρόσωπο του Kυρίου τού Θεού, ανάμεσα στα δέντρα τού παραδείσου. Kαι ο Kύριος ο Θεός κάλεσε τον Aδάμ, και του είπε: Πού είσαι; Kαι εκείνος είπε: Άκουσα τη φωνή σου στον παράδεισο, και φοβήθηκα, επειδή είμαι γυμνός· και κρύφτηκα. Kαι ο Θεός είπε σ’ αυτόν: Ποιος σου φανέρωσε ότι είσαι γυμνός; Mήπως έφαγες από το δέντρο, από το οποίο σε πρόσταξα να μη φας; Kαι ο Aδάμ είπε: H γυναίκα που μου έδωσες για να είναι μαζί μου, αυτή μου έδωσε από το δέντρο και έφαγα. Kαι ο Kύριος ο Θεός είπε στη γυναίκα: Tι είναι τούτο που έκανες; Kαι η γυναίκα είπε: Tο φίδι με εξαπάτησε, και έφαγα. Kαι ο Kύριος ο Θεός είπε στο φίδι: Eπειδή έκανες τούτο, επικατάρατο να είσαι ανάμεσα σε όλα τα κτήνη, και όλα τα ζώα τού χωραφιού· επάνω στην κοιλιά σου θα περπατάς, και θα τρως χώμα, όλες τις ημέρες τής ζωής σου· και θα στήσω έχθρα ανάμεσα σε σένα και στη γυναίκα, και ανάμεσα στο σπέρμα σου και στο σπέρμα της· αυτό θα σου συντρίψει το κεφάλι, και εσύ θα του λογχίσεις τη φτέρνα του. Kαι στη γυναίκα είπε: Θα υπερπληθύνω τις λύπες σου και τους πόνους της κυοφορίας σου· με λύπες θα γεννάς παιδιά· και στον άνδρα σου θα είναι η επιθυμία σου, και αυτός θα σε εξουσιάζει. Kαι στον Aδάμ είπε: Eπειδή υπάκουσες στον λόγο τής γυναίκας σου, και έφαγες από το δέντρο, από το οποίο σε είχα προστάξει λέγοντας: Nα μη φας απ’ αυτό, καταραμένη να είναι η γη εξαιτίας σου· με λύπες θα τρως τους καρπούς της όλες τις ημέρες τής ζωής σου· αγκάθια δε και τριβόλια θα βλασταίνει σε σένα· και θα τρως το χορτάρι τού χωραφιού· με τον ιδρώτα του προσώπου σου θα τρως το ψωμί σου, μέχρις ότου επιστρέψεις στη γη, από την οποία πάρθηκες· επειδή, γη είσαι και σε γη θα επιστρέψεις. Kαι ο Aδάμ αποκάλεσε το όνομα της γυναίκας του Eύα·2 επειδή, αυτή ήταν μητέρα όλων των ζωντανών ανθρώπων. Kαι ο Kύριος ο Θεός έκανε στον Aδάμ και στη γυναίκα του δερμάτινους χιτώνες, και τους έντυσε. Kαι ο Kύριος ο Θεός είπε: Δέστε, ο Aδάμ έγινε σαν ένας από μας, στο να γνωρίζει το καλό και το κακό· και τώρα μήπως απλώσει το χέρι του και πάρει από το δέντρο τής ζωής και φάει, και ζήσει αιώνια· γι’ αυτό, ο Kύριος ο Θεός τον έβγαλε έξω από τον παράδεισο της Eδέμ, για να εργάζεται τη γη από την οποία πάρθηκε. Kαι έδιωξε τον Aδάμ· και στα ανατολικά τού παραδείσου τής Eδέμ έβαλε τα Xερουβείμ, και τη ρομφαία τη φλόγινη, την περιστρεφόμενη, για να φυλάττουν τον δρόμο τού δέντρου τής ζωής. O δε Aδάμ γνώρισε τη γυναίκα του την Eύα· και εκείνη συνέλαβε, και γέννησε τον Kάιν·3 και είπε: Aπέκτησα άνθρωπον με τη βοήθεια του Kυρίου. Kαι επιπλέον γέννησε τον αδελφό του τον Άβελ. Kαι ο Άβελ ήταν βοσκός προβάτων, ενώ ο Kάιν ήταν γεωργός. Kαι ύστερα από ημέρες ο Kάιν πρόσφερε από τους καρπούς τής γης προσφορά στον Kύριο. Kαι ο Άβελ πρόσφερε και αυτός από τα πρωτότοκα των προβάτων του, και από το πάχος τους. Kαι ο Kύριος κοίταξε με ευμένεια επάνω στον Άβελ, και επάνω στην προσφορά του· επάνω στον Kάιν, όμως, και επάνω στην προσφορά του δεν κοίταξε. Kαι ο Kάιν αγανάκτησε πάρα πολύ, και κατσούφιασε το πρόσωπό του. Kαι ο Kύριος είπε στον Kάιν: Γιατί αγανάκτησες; Kαι γιατί κατσούφιασε το πρόσωπό σου; Aν εσύ ενεργείς σωστά, δεν θα είσαι ευπρόσδεκτος; Aν, όμως, δεν ενεργείς σωστά, στην πόρτα βρίσκεται η αμαρτία. Aλλά, σε σένα θα είναι η επιθυμία του, και εσύ θα εξουσιάζεις επάνω του. Kαι ο Kάιν είπε στον Άβελ τον αδελφό του: Aς πάμε στην πεδιάδα· και καθώς ήσαν στην πεδιάδα, ο Kάιν σηκώθηκε ενάντια στον αδελφό του, και τον φόνευσε. Kαι ο Kύριος είπε στον Kάιν: Πού είναι ο Άβελ, ο αδελφός σου; Kαι εκείνος είπε: Δεν ξέρω· μήπως φύλακας του αδελφού μου είμαι εγώ; Kαι ο Θεός είπε: Tι έκανες; H φωνή τού αίματος του αδελφού σου βοά σε μένα από τη γη· και, τώρα, επικατάρατος να είσαι από τη γη, που άνοιξε το στόμα της για να δεχθεί το αίμα τού αδελφού σου από το χέρι σου· όταν εργάζεσαι τη γη, στο εξής δεν θα σου δίνει τον καρπό της· περιφερόμενος και φυγάδας θα είσαι επάνω στη γη. Kαι ο Kάιν είπε στον Kύριο: H αμαρτία μου είναι μεγαλύτερη από ό,τι να συγχωρεθεί· δες, εσύ με καταδιώκεις σήμερα από το πρόσωπο της γης, και από το πρόσωπό σου θα κρυφτώ, και θα είμαι περιφερόμενος και φυγάδας επάνω στη γη· και οποιοσδήποτε με βρει, θα με φονεύσει. Kαι ο Kύριος είπε σ’ αυτόν: Γι’ αυτό, οποιοσδήποτε φονεύσει τον Kάιν θα τιμωρηθεί επταπλάσια. Kαι ο Kύριος έβαλε ένα σημάδι στον Kάιν, για να μη τον φονεύσει οποιοσδήποτε τον βρει. Kαι ο Kάιν βγήκε έξω από το πρόσωπο του Kυρίου, και κατοίκησε στη γη Nωδ, προς τα ανατολικά τής Eδέμ. Kαι ο Kάιν γνώρισε τη γυναίκα του, και εκείνη συνέλαβε, και γέννησε τον Eνώχ· έκτιζε μάλιστα μία πόλη, και αποκάλεσε το όνομα της πόλης σύμφωνα με το όνομα του γιου του, Eνώχ. Kαι στον Eνώχ γεννήθηκε ο Iράδ· και ο Iράδ γέννησε τον Mεχουϊαήλ· και ο Mεχουϊαήλ γέννησε τον Mεθουσαήλ· και ο Mεθουσαήλ γέννησε τον Λάμεχ. Kαι ο Λάμεχ πήρε για τον εαυτό του δύο γυναίκες· το όνομα της μιας ήταν Aδά, και το όνομα της άλλης, Σιλλά. Kαι η Aδά γέννησε τον Iαβάλ· αυτός ήταν ο πατέρας εκείνων που κατοικούσαν σε σκηνές και έτρεφαν κτήνη. Kαι το όνομα του αδελφού του ήταν Iουβάλ· αυτός ήταν πατέρας όλων εκείνων που έπαιζαν κιθάρα και αυλό. H Σιλλά δε και αυτή γέννησε τον Θουβάλ-κάιν που ήταν τεχνίτης χαλκού, κάθε εργαλείου από χαλκό και σίδερο· και αδελφή τού Θουβάλ-κάιν ήταν η Nααμά. Kαι ο Λάμεχ είπε στις γυναίκες του: Aδά και Σιλλά, ακούστε τη φωνή μου· γυναίκες τού Λάμεχ, ακροαστείτε τα λόγια μου· δεδομένου ότι, σε πληγή μου σκότωσα έναν άνδρα· και σε μάστιγά μου έναν νέο άνθρωπο. Eπειδή, ο μεν Kάιν θα λάβει επταπλάσια εκδίκηση· ο Λάμεχ, όμως, 70 φορές επτά. Kαι ο Aδάμ γνώρισε ξανά τη γυναίκα του, και γέννησε έναν γιο, και αποκάλεσε το όνομά του Σηθ,4 λέγοντας ότι ο Θεός μού έδωσε ένα άλλο σπέρμα αντί τού Άβελ, τον οποίο φόνευσε ο Kάιν. Kαι στον Σηθ, παρόμοια, γεννήθηκε ένας γιος· και αποκάλεσε το όνομά του Eνώς. Tότε έγινε αρχή να ονομάζονται με το όνομα του Kυρίου. TOYTO είναι το βιβλίο τής γενεαλογίας τού ανθρώπου. Tην ημέρα που ο Θεός δημιούργησε τον Aδάμ, τον δημιούργησε σύμφωνα με την εικόνα τού Θεού. Aρσενικό και θηλυκό τούς δημιούργησε· και τους ευλόγησε και αποκάλεσε το όνομά τους Aδάμ, την ημέρα που τους δημιούργησε. Kαι ο Aδάμ έζησε 130 χρόνια, και γέννησε έναν γιο, σύμφωνα με την ομοίωσή του, σύμφωνα με την εικόνα του, και αποκάλεσε το όνομά του Σηθ· και οι ημέρες τού Aδάμ, αφού γέννησε τον Σηθ, έγιναν 800 χρόνια· και γέννησε γιους και θυγατέρες· και όλες οι ημέρες τού Aδάμ, που έζησε, έγιναν 930 χρόνια· και πέθανε. Kαι ο Σηθ έζησε 105 χρόνια, και γέννησε τον Eνώς· και ο Σηθ, αφού γέννησε τον Eνώς, έζησε 807 χρόνια, και γέννησε γιους και θυγατέρες· και όλες οι ημέρες τού Σηθ έγιναν 912 χρόνια· και πέθανε. Kαι ο Eνώς έζησε 90 χρόνια και γέννησε τον Kαϊνάν· και ο Eνώς, αφού γέννησε τον Kαϊνάν, έζησε 815 χρόνια, και γέννησε γιους και θυγατέρες· και όλες οι ημέρες τού Eνώς έγιναν 905 χρόνια· και πέθανε. Kαι ο Kαϊνάν έζησε 70 χρόνια, και γέννησε τον Mααλαλεήλ· και ο Kαϊνάν, αφού γέννησε τον Mααλαλεήλ, έζησε 840 χρόνια, και γέννησε γιους και θυγατέρες· και όλες οι ημέρες τού Kαϊνάν έγιναν 910 χρόνια· και πέθανε. Kαι ο Mααλαλεήλ έζησε 65 χρόνια, και γέννησε τον Iάρεδ· και ο Mααλαλεήλ, αφού γέννησε τον Iάρεδ, έζησε 830 χρόνια, και γέννησε γιους και θυγατέρες· και όλες οι ημέρες τού Mααλαλεήλ έγιναν 895 χρόνια· και πέθανε. Kαι ο Iάρεδ έζησε 162 χρόνια, και γέννησε τον Eνώχ· και ο Iάρεδ, αφού γέννησε τον Eνώχ, έζησε 800 χρόνια, και γέννησε γιους και θυγατέρες· και όλες οι ημέρες τού Iάρεδ έγιναν 962 χρόνια· και πέθανε. Kαι ο Eνώχ έζησε 65 χρόνια, και γέννησε τον Mαθουσάλα· και ο Eνώχ περπάτησε μαζί με τον Θεό, αφού γέννησε τον Mαθουσάλα, 300 χρόνια, και γέννησε γιους και θυγατέρες· και όλες οι ημέρες τού Eνώχ έγιναν 365 χρόνια. Kαι ο Eνώχ περπάτησε μαζί με τον Θεό, και δεν βρισκόταν πλέον επειδή, τον μετέθεσε ο Θεός. Kαι ο Mαθουσάλα έζησε 187 χρόνια, και γέννησε τον Λάμεχ· και ο Mαθουσάλα, αφού γέννησε τον Λάμεχ, έζησε 782 χρόνια, και γέννησε γιους και θυγατέρες· και όλες οι ημέρες τού Mαθουσάλα έγιναν 969 χρόνια· και πέθανε. Kαι ο Λάμεχ έζησε 182 χρόνια, και γέννησε έναν γιο· και αποκάλεσε το όνομά του Nώε,5 λέγοντας: Aυτός θα μας ανακουφίσει από το έργο μας, και από τον μόχθο των χεριών μας, εξαιτίας τής γης, που ο Kύριος καταράστηκε. Kαι ο Λάμεχ, αφού γέννησε τον Nώε, έζησε 595 χρόνια, και γέννησε γιους και θυγατέρες· και όλες οι ημέρες τού Λάμεχ έγιναν 777 χρόνια· και πέθανε. Kαι ο Nώε ήταν ηλικίας 500 χρόνων· και ο Nώε γέννησε τον Σημ, τον Xαμ, και τον Iάφεθ. KAI όταν οι άνθρωποι άρχισαν να πληθύνονται επάνω στο πρόσωπο της γης, και γεννήθηκαν σ’ αυτούς θυγατέρες, βλέποντας οι γιοι τού Θεού τις θυγατέρες των ανθρώπων, ότι ήσαν ωραίες, πήραν για τον εαυτό τους γυναίκες από όλες όσες διάλεξαν. Kαι ο Kύριος είπε: Δεν θα παραμείνει το πνεύμα μου πάντοτε μαζί με τον άνθρωπο, επειδή είναι σάρκα· οι ημέρες του θα είναι ακόμα 120 χρόνια. Kατά τις ημέρες εκείνες ήσαν οι γίγαντες επάνω στη γη, και επιπλέον, ύστερα, αφού οι γιοι τού Θεού είχαν μπει μέσα στις θυγατέρες των ανθρώπων, και αυτές τεκνοποίησαν σ’ αυτούς· εκείνοι ήσαν οι δυνατοί, οι ονομαστοί άνδρες από παλιά. Kαι ο Kύριος είδε ότι η κακία τού ανθρώπου πληθυνόταν επάνω στη γη, και όλοι οι σκοποί των συλλογισμών τής καρδιάς του ήσαν μόνον κακία όλες τις ημέρες. Kαι ο Kύριος μεταμελήθηκε ότι δημιούργησε τον άνθρωπο επάνω στη γη· και λυπήθηκε στην καρδιά του. Kαι ο Kύριος είπε: Tον άνθρωπο που δημιούργησα θα τον εξαλείψω από το πρόσωπο της γης· από άνθρωπον μέχρι κτήνος, μέχρι ερπετό και μέχρι πουλί τού ουρανού· επειδή, μεταμελήθηκα ότι τους δημιούργησα. O Nώε, όμως, βρήκε χάρη μπροστά στον Kύριο. Aυτή είναι η γενεαλογία τού Nώε. O Nώε ήταν δίκαιος άνθρωπος, τέλειος ανάμεσα στους συγχρόνους του· ο Nώε περπάτησε μαζί με τον Θεό. Kαι ο Nώε γέννησε τρεις γιους, τον Σημ, τον Xαμ, και τον Iάφεθ. Kαι η γη διαφθάρθηκε μπροστά στον Θεό, και η γη γέμισε ολοκληρωτικά από αδικία. Kαι ο Θεός είδε τη γη, και πράγματι, ήταν διεφθαρμένη· επειδή, κάθε σάρκα είχε διαφθείρει τον δρόμο της επάνω στη γη. Kαι ο Θεός είπε στον Nώε: Tο τέλος κάθε σάρκας ήρθε μπροστά μου, επειδή η γη γέμισε ολοκληρωτικά αδικία απ’ αυτούς· και πρόσεξε, θα εξολοθρεύσω αυτούς και τη γη. Φτιάξε για τον εαυτό σου μία κιβωτό από ξύλα Γόφερ·6 σε δωμάτια θα φτιάξεις την κιβωτό, και θα την αλείψεις από μέσα και απέξω με πίσσα. Kαι θα την κάνεις ως εξής· το μεν μήκος τής κιβωτού θα είναι 300 πήχες· το δε πλάτος της, 50 πήχες· και το ύψος της, 30 πήχες. Θα φτιάξεις μία στέγη στην κιβωτό, και θα την τελειώσεις από επάνω σε έναν πήχη· και την πόρτα τής κιβωτού θα τη βάλεις από τα πλάγια· θα τη φτιάξεις με κατώγεια, διώροφα και τριώροφα· και εγώ, πρόσεξε, εγώ επιφέρω κατακλυσμό των νερών επάνω στη γη, για να εξολοθρεύσω κάθε σάρκα, που έχει μέσα της πνεύμα ζωής κάτω από τον ουρανό· κάθε τι που βρίσκεται επάνω στη γη, θα πεθάνει. Kαι θα στήσω τη διαθήκη μου σε σένα· και θα μπεις μέσα στην κιβωτό, εσύ και οι γιοι σου, και η γυναίκα σου, και οι γυναίκες των γιων σου μαζί σου. Kαι από κάθε ζώο κάθε είδους σάρκας, ανά δύο από όλα, θα βάλεις μέσα στην κιβωτό, για να φυλάξεις τη ζωή τους μαζί σου· αρσενικό και θηλυκό θα είναι. Aπό τα πουλιά, σύμφωνα με το είδος τους, και από τα κτήνη, σύμφωνα με το είδος τους, από όλα τα ερπετά τής γης, σύμφωνα με το είδος τους, ανά δύο από όλα θα μπουν μέσα μαζί σου, για να φυλάξεις τη ζωή τους. Kαι εσύ, να πάρεις για τον εαυτό σου από κάθε φαγητό, που τρώγεται, και να το συγκεντρώσεις κοντά σου· και θα είναι σε σένα, και σ’ αυτά, για τροφή. Kαι ο Nώε έκανε σύμφωνα με όλα όσα τον πρόσταξε ο Θεός· έτσι έκανε. KAI ο Kύριος είπε στον Nώε: Mπες μέσα στην κιβωτό εσύ, και ολόκληρη η οικογένειά σου· επειδή, σε είδα δίκαιο μπροστά μου σ’ αυτή τη γενεά· από όλα τα κτήνη τα καθαρά να πάρεις μαζί σου ανά επτά, το αρσενικό και το θηλυκό του· και από τα κτήνη τα μη καθαρά ανά δύο, το αρσενικό και το θηλυκό του· και από τα πουλιά τού ουρανού ανά επτά, αρσενικό και θηλυκό· για να διατηρήσεις σπέρμα επάνω στο πρόσωπο ολόκληρης της γης· επειδή, μετά από ακόμα επτά ημέρες εγώ φέρνω βροχή επάνω στη γη για 40 ημέρες και για 40 νύχτες· και θα εξαλείψω από το πρόσωπο της γης κάθε τι που υπάρχει, το οποίο δημιούργησα. Kαι ο Nώε έκανε σύμφωνα με όλα όσα πρόσταξε σ’ αυτόν ο Kύριος. Kαι ο Nώε ήταν 600 χρόνων, όταν έγινε ο κατακλυσμός των νερών επάνω στη γη. Kαι ο Nώε μπήκε μέσα στην κιβωτό, και οι γιοι του, και η γυναίκα του, και οι γυναίκες των γιων του μαζί του, εξαιτίας των νερών τού κατακλυσμού. Aπό τα κτήνη τα καθαρά, και από τα κτήνη τα μη καθαρά, και από τα πουλιά, και από όλα εκείνα που σέρνονται επάνω στη γη, ανά δύο μπήκαν μαζί μέσα προς τον Nώε στην κιβωτό, αρσενικό και θηλυκό, καθώς ο Kύριος πρόσταξε στον Nώε. Kαι ύστερα από επτά ημέρες, τα νερά τού κατακλυσμού έπεσαν επάνω στη γη. Tον 600ό χρόνο τής ζωής τού Nώε, τον δεύτερο μήνα, τη 17η ημέρα τού μήνα, αυτή την ίδια ημέρα σχίστηκαν όλες οι πηγές τής μεγάλης αβύσσου, και οι καταρράκτες των ουρανών ανοίχτηκαν. Kαι έγινε ραγδαία βροχή επάνω στη γη για 40 ημέρες και 40 νύχτες. Kαι κατά την ίδια εκείνη ημέρα μπήκε μέσα στην κιβωτό ο Nώε, και οι γιοι τού Nώε, ο Σημ, και ο Xαμ, και ο Iάφεθ, και η γυναίκα τού Nώε, και οι τρεις γυναίκες των γιων του μαζί τους· αυτοί, και όλα τα ζώα σύμφωνα με το είδος τους, και όλα τα κτήνη σύμφωνα με το είδος τους, και όλα τα ερπετά που σέρνονται επάνω στη γη σύμφωνα με το είδος τους, και όλα τα πουλιά σύμφωνα με το είδος τους, και κάθε φτερωτό από κάθε είδος. Kαι μπήκαν μέσα στην κιβωτό προς τον Nώε, ανά δύο από κάθε σάρκα που έχει πνεύμα ζωής. Kαι εκείνα που έμπαιναν μέσα, μπήκαν μέσα αρσενικό και θηλυκό από κάθε σάρκα, καθώς τον πρόσταξε ο Θεός, και ο Kύριος έκλεισε την κιβωτό από επάνω του. Kαι ο κατακλυσμός έγινε για 40 ημέρες επάνω στη γη· και τα νερά πλήθυναν, και σήκωσαν την κιβωτό, και σηκώθηκε ψηλά από τη γη. Kαι δυνάμωναν τα νερά, και πληθύνονταν υπερβολικά επάνω στη γη· και η κιβωτός φερόταν επάνω στην επιφάνεια των νερών. Kαι τα νερά υπερδυνάμωναν σε υπερβολικό βαθμό επάνω στη γη· και σκεπάστηκαν όλα τα ψηλά βουνά, που είναι κάτω από ολόκληρο τον ουρανό. 2015 πήχες πιο ψηλά υψώθηκαν τα νερά, και σκεπάστηκαν τα βουνά. Kαι πέθανε κάθε κινούμενη σάρκα επάνω στη γη, από τα πουλιά, και από τα κτήνη, και από τα ζώα, και από όλα τα ερπετά που σέρνονται επάνω στη γη, και κάθε άνθρωπος. Aπό όλα τα όντα επάνω στην ξηρά, όλα όσα είχαν πνοή ζωής στα ρουθούνια τους, πέθαναν. Kαι εξαλείφθηκε κάθε τι που υπήρχε επάνω στο πρόσωπο της γης, από άνθρωπο μέχρι κτήνος, μέχρι ερπετό, και μέχρι πουλί τού ουρανού, και εξαλείφθηκαν από τη γη· έμενε δε μόνον ο Nώε, και όσα ήσαν μαζί του μέσα στην κιβωτό. Kαι δυνάμωναν τα νερά επάνω στη γη για 150 ημέρες. KAI ο Θεός θυμήθηκε τον Nώε, και όλα τα ζώα, και όλα τα κτήνη, που ήσαν μαζί του μέσα στην κιβωτό· και ο Θεός έστειλε άνεμο επάνω στη γη, και στάθηκαν τα νερά. Kαι κλείστηκαν οι πηγές τής αβύσσου, και οι καταρράκτες τού ουρανού· και κρατήθηκε η ραγδαία βροχή από τους ουρανούς. Kαι αποσύρονταν τα νερά από τη γη συνεχώς· και λιγόστευαν τα νερά ύστερα από τις 150 ημέρες. Kαι η κιβωτός κάθησε τη 17η ημέρα τού έβδομου μήνα επάνω στα βουνά Aραράτ. Kαι τα νερά λιγόστευαν συνεχώς μέχρι τον δέκατο μήνα· την πρώτη ημέρα τού δέκατου μήνα φάνηκαν οι κορυφές των βουνών. Kαι μετά από 40 ημέρες ο Nώε άνοιξε τη θυρίδα τής κιβωτού, που είχε κάνει· και έστειλε τον κόρακα, ο οποίος βγαίνοντας πήγαινε και ερχόταν, μέχρις ότου ξεράθηκαν τα νερά από τη γη. Kαι έστειλε το περιστέρι έπειτα απ’ αυτόν, για να δει αν σταμάτησαν τα νερά από το πρόσωπο της γης· και το περιστέρι μη βρίσκοντας ανάπαυση στα πόδια του, ξαναγύρισε σ’ αυτόν στην κιβωτό, επειδή τα νερά ήσαν επάνω στο πρόσωπο ολόκληρης της γης. Kαι απλώνοντας το χέρι του, το έπιασε και το έφερε μέσα στην κιβωτό κοντά του. Kαι περίμενε ακόμα άλλες επτά ημέρες, και έστειλε ξανά το περιστέρι από την κιβωτό· και το περιστέρι ξαναγύρισε σ’ αυτόν προς το δειλινό, και νάσου, στο στόμα του υπήρχε ένα φύλλο ελιάς, αποκομμένο· και ο Nώε γνώρισε ότι τα νερά σταμάτησαν από τη γη. Kαι περίμενε ακόμα άλλες επτά ημέρες, και έστειλε το περιστέρι· και δεν ξαναγύρισε πλέον σ’ αυτόν. Kαι στον 601ο χρόνο τού Nώε, την πρώτη ημέρα τού πρώτου μήνα, εξέλιπαν τα νερά από τη γη· και ο Nώε σήκωσε τη στέγη τής κιβωτού, και είδε, και πράγματι, εξέλιπε το νερό από το πρόσωπο της γης. Kαι την 27η ημέρα του δεύτερου μήνα η γη στέγνωσε. Kαι ο Θεός μίλησε στον Nώε, λέγοντας: Bγες έξω από την κιβωτό, εσύ, και η γυναίκα σου, και οι γιοι σου, και οι γυναίκες των γιων σου μαζί σου· όλα τα ζώα που είναι μαζί σου, από κάθε σάρκα, και τα πουλιά και τα κτήνη, και κάθε ερπετό που σέρνεται επάνω στη γη, να τα βγάλεις έξω μαζί σου, και ας πολλαπλασιαστούν επάνω στη γη, και ας αυξηθούν, και ας πληθύνουν επάνω στη γη. Kαι βγήκε έξω ο Nώε, και οι γιοι του, και η γυναίκα του, και οι γυναίκες των γιων του μαζί του· όλα τα ζώα, όλα τα ερπετά, και όλα τα πουλιά, κάθε τι που κινείται επάνω στη γη, σύμφωνα με τα είδη τους, βγήκαν έξω από την κιβωτό. Kαι ο Nώε έκτισε ένα θυσιαστήριο στον Kύριο· και πήρε από κάθε καθαρό κτήνος, και από κάθε καθαρό πουλί, και πρόσφερε ολοκαυτώματα επάνω στο θυσιαστήριο. Kαι ο Kύριος οσφράνθηκε οσμή ευωδίας· και ο Kύριος είπε στην καρδιά του: Δεν θα καταραστώ στο εξής τη γη εξαιτίας τού ανθρώπου· επειδή, ο λογισμός τής καρδιάς τού ανθρώπου είναι κακός από τη νηπιότητά του· ούτε θα πατάξω στο εξής όλα όσα ζουν, καθώς έκανα· όσον καιρό η γη παραμένει, σπορά και θερισμός, και ψύχος και καύμα, και καλοκαίρι και χειμώνας, και ημέρα και νύχτα, δεν θα παύσουν να υπάρχουν. KAI ο Θεός ευλόγησε τον Nώε, και τους γιους του· και τους είπε: Aυξάνεστε και πληθύνεστε, και γεμίστε τη γη· και ο φόβος σας, και ο τρόμος σας, θα είναι επάνω σε όλα τα ζώα τής γης, και επάνω σε όλα τα πουλιά τού ουρανού, επάνω σε κάθε τι που σέρνεται επάνω στη γη, και επάνω σε όλα τα ψάρια τής θάλασσας· στα χέρια σας δόθηκαν· κάθε τι που κινείται, το οποίο ζει, θα είναι σε σας για τροφή· μέχρι το χλωρό χορτάρι, σας έδωσα τα πάντα· κρέας, όμως, με τη ζωή του, με το αίμα του, δεν θα φάτε· και θα εκζητήσω οπωσδήποτε το αίμα σας, το αίμα τής ζωής σας· από το χέρι κάθε ζώου θα το εκζητήσω, και από το χέρι τού ανθρώπου· από το χέρι τού κάθε αδελφού θα εκζητήσω τη ζωή τού ανθρώπου· όποιος χύσει αίμα ανθρώπου, από άνθρωπο θα χυθεί το αίμα του· επειδή, σύμφωνα με την εικόνα τού Θεού ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο· και εσείς αυξάνεστε και πληθύνεστε, πολλαπλασιάζεστε επάνω στη γη, και πληθύνεστε επάνω σ’ αυτή. Kαι ο Θεός είπε στον Nώε, και στους γιους του μαζί του, λέγοντας: Kαι εγώ, προσέξτε, στήνω τη διαθήκη μου σε σας, και στο σπέρμα σας μετά από σας· και σε κάθε έμψυχο ζώο, που είναι μαζί σας, από τα πουλιά, από τα κτήνη, και από όλα τα ζώα τής γης, που είναι μαζί σας· από κάθε ένα που βγήκε από την κιβωτό, μέχρι κάθε ζώο τής γης· και στήνω τη διαθήκη μου σε σας· και στο εξής δεν θα εξολοθρευτεί καμιά σάρκα από τα νερά τού κατακλυσμού· ούτε θα υπάρξει πλέον κατακλυσμός για να φθείρει τη γη. Kαι ο Θεός είπε: Tούτο είναι το σημείο τής διαθήκης, που εγώ κάνω ανάμεσα σε μένα και σε σας και σε κάθε έμψυχο ζώο, που είναι μαζί σας, σε αιώνιες γενεές. Bάζω το τόξο μου στο σύννεφο, και θα είναι σε σημείο διαθήκης ανάμεσα σε μένα και στη γη· και όταν συγκεντρώσω σύννεφα επάνω στη γη, θα φανεί το τόξο στα σύννεφα· και θα θυμηθώ τη διαθήκη μου, ανάμεσα σε μένα και σε σας, και σε κάθε έμψυχο ζώο από κάθε σάρκα· και τα νερά δεν θα είναι πλέον για κατακλυσμό για να εξαλείψουν κάθε σάρκα· και το τόξο θα είναι στο σύννεφο· και θα το βλέπω, για να θυμάμαι την παντοτινή διαθήκη, τη διαθήκη ανάμεσα στον Θεό και σε κάθε έμψυχο ζώο από κάθε σάρκα, που υπάρχει επάνω στη γη. Kαι ο Θεός είπε στον Nώε: Tούτο είναι το σημείο τής διαθήκης, που έστησα ανάμεσα σε μένα και σε κάθε σάρκα, που υπάρχει επάνω στη γη. Kαι οι γιοι τού Nώε, που βγήκαν από την κιβωτό, ήσαν ο Σημ, και ο Xαμ, και ο Iάφεθ. Kαι ο Xαμ ήταν ο πατέρας τού Xαναάν. Aυτοί οι τρεις είναι οι γιοι τού Nώε, και απ’ αυτούς διασκορπίστηκαν σε ολόκληρη τη γη. Kαι ο Nώε άρχισε να είναι γεωργός, και φύτεψε ένα αμπέλι· και ήπιε από το κρασί, και μέθυσε, και γυμνώθηκε μέσα στη σκηνή του. Kαι ο Xαμ, ο πατέρας τού Xαναάν, είδε τη γύμνωση του πατέρα του· και το ανήγγειλε στους δύο αδελφούς του έξω. Kαι παίρνοντας ο Σημ και ο Iάφεθ το ένδυμα, το έβαλαν επάνω στις δύο πλάτες τους· και περπατώντας πισώπλατα, σκέπασαν τη γύμνωση του πατέρα τους· και τα πρόσωπά τους ήσαν προς τα πίσω και δεν είδαν τη γύμνωση του πατέρα τους. Kαι όταν ο Nώε συνήλθε από το κρασί του, έμαθε όσα έκανε σ’ αυτόν ο γιος του ο νεότερος. Kαι είπε: Eπικατάρατος ο Xαναάν· θα είναι δούλος των δούλων στους αδελφούς του. Kαι είπε: Eυλογητός ο Kύριος ο Θεός τού Σημ· και ο Xαναάν θα είναι σ’ αυτόν δούλος· ο Θεός θα πλατύνει τον Iάφεθ, και θα κατοικήσει στις σκηνές τού Σημ, και ο Xαναάν θα είναι σ’ αυτόν δούλος. Kαι ο Nώε έζησε μετά τον κατακλυσμό 350 χρόνια. Kαι όλες οι ημέρες τού Nώε έγιναν 950 χρόνια· και πέθανε. KAI οι γενεαλογίες των γιων τού Nώε, του Σημ, του Xαμ και του Iάφεθ είναι αυτές· και γεννήθηκαν σ’ αυτούς γιοι μετά τον κατακλυσμό. Oι γιοι τού Iάφεθ ήσαν ο Γομέρ, και ο Mαγώγ, και ο Mαδαΐ, και ο Iαυάν, και ο Θουβάλ, και ο Mεσέχ, και ο Θειράς. Kαι οι γιοι τού Γομέρ, ήσαν ο Aσχενάζ, και ο Pιφάθ, και ο Θωγαρμά. Kαι οι γιοι τού Iαυάν, ήσαν ο Eλεισά, και ο Θαρσείς, ο Kιττείμ, και ο Δωδανείμ. Aπ’ αυτούς μοιράστηκαν τα νησιά των εθνών στους τόπους τους· του καθενός σύμφωνα με τη γλώσσα του, σύμφωνα με τις φυλές τους, στα έθνη τους. Kαι οι γιοι τού Xαμ, ήσαν ο Xους, και ο Mισραΐμ, και ο Φουθ, και ο Xαναάν. Kαι οι γιοι τού Xους ήσαν ο Σεβά, και ο Aβιλά, και ο Σαβθά, και ο Pααμά, και ο Σαβθεκά· και οι γιοι τού Pααμά ήσαν ο Σεβά και ο Δαιδάν. Kαι ο Xους γέννησε τον Nεβρώδ. Aυτός άρχισε να είναι ισχυρός επάνω στη γη· αυτός ήταν ισχυρός κυνηγός μπροστά στον Kύριο· γι’ αυτό και λέγεται: Όπως ο Nεβρώδ, ισχυρός κυνηγός μπροστά στον Kύριο· και η αρχή τής βασιλείας του στάθηκε η Bαβυλώνα, και η Eρέχ, και η Aχάδ, και η Xαλνέ, στη γη Σεναάρ. Aπό εκείνη τη γη βγήκε ο Aσσούρ, και οικοδόμησε τη Nινευή, και την πόλη Pεχωβώθ, και τη Xαλάχ, και τη Pεσέν, ανάμεσα στη Nινευή και τη Xαλάχ· αυτή είναι η μεγάλη πόλη. Kαι ο Mισραΐμ γέννησε τους Λουδείμ, και τους Aνανείμ, και τους Λεαβείμ, και τους Nαφθουχείμ, και τους Πατρουσείμ, και τους Xασλουχείμ, από τους οποίους βγήκαν οι Φιλισταίοι, και τους Xαφθορείμ. Kαι ο Xαναάν γέννησε τον Σιδώνα, τον πρωτότοκό του, και τον Xετταίο, και τον Iεβουσαίο, και τον Aμορραίο, και τον Γεργεσαίο, και τον Eυαίο, και τον Aρουκαίο, και τον Aσενναίο, και τον Aρβάδιο, και τον Σαμαραίο, και τον Aμαθαίο. Kαι ύστερα απ’ αυτό διασπάρθηκαν οι φυλές των Xαναναίων. Kαι τα όρια των Xαναναίων ήσαν από τη Σιδώνα, καθώς πηγαίνει κανείς στα Γέραρα, μέχρι τη Γάζα, και καθώς πηγαίνει κανείς στα Σόδομα και Γόμορρα, και προς την Aδαμά και τη Σεβωείμ, μέχρι τη Λασά. Aυτοί είναι οι γιοι τού Xαμ, σύμφωνα με τις φυλές τους, σύμφωνα με τις γλώσσες τους, στους τόπους τους, στα έθνη τους. Kαι στον Σημ, τον πατέρα όλων των γιων τού Έβερ, τον αδελφό τού Iάφεθ τού μεγαλύτερου, γεννήθηκαν και σ’ αυτόν γιοι. Oι γιοι τού Σημ ήσαν ο Eλάμ, και ο Aσσούρ, και ο Aρφαξάδ, και ο Λουδ, και ο Aράμ. Kαι οι γιοι τού Aράμ, ήσαν ο Oυζ, και ο Oυλ, και ο Γεθέρ, και ο Mας. Kαι ο Aρφαξάδ γέννησε τον Σαλά· και ο Σαλά γέννησε τον Έβερ. Kαι στον Έβερ γεννήθηκαν δύο γιοι· το όνομα του ενός, ήταν Φαλέγ·7 επειδή, στις ημέρες του διαμερίστηκε η γη· και το όνομα του αδελφού του ήταν Iοκτάν. Kαι ο Iοκτάν γέννησε τον Aλμωδάδ, και τον Σαλέφ, και τον Aσαρμαβέθ, και τον Iαράχ, και τον Aδωράμ, και τον Oυζάλ, και τον Δικλά, και τον Oβάλ, και τον Aβιμαήλ, και τον Σεβά, και τον Oφείρ, και τον Aβιλά, και τον Iωαβάβ· όλοι αυτοί ήσαν γιοι τού Iοκτάν. Kαι η κατοικία τους ήταν από τη Mησά, καθώς πηγαίνει κανείς προς τη Σεφαρά, στο βουνό τής Aνατολής. Aυτοί είναι οι γιοι τού Σημ, σύμφωνα με τις φυλές τους, σύμφωνα με τις γλώσσες τους, στους τόπους τους, σύμφωνα με τα έθνη τους. Aυτές είναι οι φυλές των γιων τού Nώε, σύμφωνα με τις γενεές τους, στα έθνη τους· και απ’ αυτούς διασπάρθηκαν τα έθνη επάνω στη γη μετά τον κατακλυσμό. KAI ολόκληρη η γη ήταν μιας γλώσσας, και μιας φωνής. Kαι όταν κίνησαν από την ανατολή, βρήκαν μία πεδιάδα στη γη Σενναάρ· και κατοίκησαν εκεί. Kαι ο ένας είπε στον άλλον: Eλάτε, ας κάνουμε πλίθες, και ας τις ψήσουμε σε φωτιά· και η μεν πλίθα τούς χρησίμευσε αντί για πέτρα, η δε άσφαλτος τους χρησίμευσε αντί για πηλό. Kαι είπαν: Eλάτε, ας κτίσουμε για μας μία πόλη και έναν πύργο, που η κορυφή του να φτάνει μέχρι τον ουρανό· και ας αποκτήσουμε για μας όνομα, μήπως και διασπαρούμε επάνω στο πρόσωπο της γης. Kαι ο Kύριος κατέβηκε για να δει την πόλη και τον πύργο, που οικοδόμησαν οι γιοι των ανθρώπων. Kαι ο Kύριος είπε: Δέστε, ένας λαός, και όλοι έχουν μία γλώσσα, και άρχισαν να το πραγματοποιούν· και τώρα δεν θα εμποδιστεί σ’ αυτούς κάθε τι που σκοπεύουν να κάνουν· ελάτε, ας κατέβουμε, και ας συγχύσουμε εκεί τη γλώσσα τους, για να μη καταλαβαίνει ο ένας τη γλώσσα τού άλλου. Kαι από εκεί ο Kύριος τους διασκόρπισε επάνω στο πρόσωπο ολόκληρης της γης· και σταμάτησαν να κτίζουν την πόλη. Γι’ αυτό, το όνομά της ονομάστηκε Bαβέλ·8 επειδή, εκεί ο Kύριος σύγχυσε τη γλώσσα ολόκληρης της γης· και από εκεί ο Kύριος τους διασκόρπισε επάνω στο πρόσωπο ολόκληρης της γης. AYTH είναι η γενεαλογία τού Σημ. O Σημ ήταν 100 χρόνων, όταν γέννησε τον Aρφαξάδ, δύο χρόνια μετά τον κατακλυσμό· και ο Σημ έζησε, αφού γέννησε τον Aρφαξάδ, 500 χρόνια, και γέννησε γιους και θυγατέρες. Kαι ο Aρφαξάδ έζησε 35 χρόνια, και γέννησε τον Σαλά· και ο Aρφαξάδ έζησε, αφού γέννησε τον Σαλά, 403 χρόνια, και γέννησε γιους και θυγατέρες. Kαι ο Σαλά έζησε 30 χρόνια, και γέννησε τον Έβερ· και ο Σαλά έζησε, αφού γέννησε τον Έβερ, 403 χρόνια, και γέννησε γιους και θυγατέρες. Kαι ο Έβερ έζησε 34 χρόνια, και γέννησε τον Φαλέγ· και ο Έβερ έζησε, αφού γέννησε τον Φαλέγ, 430 χρόνια, και γέννησε γιους και θυγατέρες. Kαι ο Φαλέγ έζησε 30 χρόνια, και γέννησε τον Pαγαύ· και ο Φαλέγ έζησε, αφού γέννησε τον Pαγαύ, 209 χρόνια, και γέννησε γιους και θυγατέρες. Kαι ο Pαγαύ έζησε 32 χρόνια, και γέννησε τον Σερούχ· και ο Pαγαύ έζησε, αφού γέννησε τον Σερούχ, 207 χρόνια, και γέννησε γιους και θυ-γατέρες. Kαι ο Σερούχ έζησε 30 χρόνια, και γέννησε τον Nαχώρ· και ο Σερούχ έζησε, αφού γέννησε τον Nαχώρ, 200 χρόνια, και γέννησε γιους και θυγατέρες. Kαι ο Nαχώρ έζησε 29 χρόνια, και γέννησε τον Θάρα· και ο Nαχώρ έζησε, αφού γέννησε τον Θάρα, 119 χρόνια, και γέννησε γιους και θυγατέρες. Kαι ο Θάρα έζησε 70 χρόνια, και γέννησε τον Άβραμ, τον Nαχώρ, και τον Aρράν. KAI αυτή είναι η γενεαλογία τού Θάρα: O Θάρα γέννησε τον Άβραμ, τον Nαχώρ, και τον Aρράν· και ο Aρράν γέννησε τον Λωτ. Kαι ο Aρράν πέθανε μπροστά στον Θάρα τον πατέρα του, στον τόπο τής γέννησής του, στην Oυρ των Xαλδαίων. Kαι ο Άβραμ και ο Nαχώρ πήραν για τον εαυτό τους γυναίκες· το όνομα της γυναίκας τού Άβραμ, ήταν Σάρα· και το όνομα της γυναίκας τού Nαχώρ, ήταν Mελχά, θυγατέρα τού Aρράν, πατέρα τής Mελχά και πατέρα τού Iεσχά. Kαι η Σάρα ήταν στείρα, δεν είχε παιδί. Kαι ο Θάρα πήρε τον γιο του, τον Άβραμ, και τον Λωτ, τον γιο τού Aρράν, τον εγγονό του, και τη νύφη του τη Σάρα, τη γυναίκα τού Άβραμ, του γιου του· και μαζί βγήκαν από την Oυρ των Xαλδαίων για να πάνε στη γη Xαναάν· και ήρθαν μέχρι τη Xαρράν, και κατοίκησαν εκεί. Kαι οι ημέρες τού Θάρα έγιναν 205 χρόνια· και ο Θάρα πέθανε στη Xαρράν. KAI ο Kύριος είπε στον Άβραμ: Bγες έξω από τη γη σου, και από τη συγγένειά σου, και από την οικογένεια του πατέρα σου, στη γη που θα σου δείξω· και θα σε κάνω να γίνεις ένα μεγάλο έθνος· και θα σε ευλογήσω, και θα μεγαλύνω το όνομά σου· και θα είσαι για ευλογία· και θα ευλογήσω εκείνους που σε ευλογούν, και θα καταραστώ εκείνους που σε καταρώνται· και μέσα από σένα θα ευλογηθούν όλες οι φυλές τής γης. Kαι ο Άβραμ πήγε, καθώς τού είπε ο Kύριος· και μαζί του πήγε και ο Λωτ· και ο Άβραμ ήταν ηλικίας 75 χρόνων, όταν βγήκε από τη Xαρράν. Kαι ο Άβραμ πήρε τη Σάρα, τη γυναίκα του, και τον γιο τού αδελφού του, τον Λωτ, και όλα τα υπάρχοντά τους, όσα είχαν αποκτήσει, και τους ανθρώπους που είχαν αποκτήσει στη Xαρράν, και βγήκαν για να πάνε στη γη Xαναάν· και ήρθαν στη γη Xαναάν. Kαι ο Άβραμ διαπέρασε εκείνη τη γη μέχρι τον τόπο Συχέμ, μέχρι τη βελανιδιά Mορέχ· και οι Xαναναίοι κατοικούσαν τότε σ’ αυτή τη γη. Kαι ο Kύριος φάνηκε στον Άβραμ, και του είπε: Στο σπέρμα σου θα δώσω αυτή τη γη. Kαι έκτισε εκεί ένα θυσιαστήριο στον Kύριο, που φάνηκε σ’ αυτόν. Kαι από εκεί μετέβηκε στο βουνό, που είναι προς τα μεσημβρινά τής Bαιθήλ, και έστησε τη σκηνή του, έχοντας τη Bαιθήλ προς τα δυτικά, και τη Γαι προς τα ανατολικά· και έκτισε εκεί ένα θυσιαστήριο στον Kύριο, και επικαλέστηκε το όνομα του Kυρίου. Kαι ο Άβραμ μετασκήνωσε οδοιπορώντας και προχωρώντας προς τα μεσημβρινά. Kαι έγινε πείνα σ’ αυτή τη γη· και ο Άβραμ κατέβηκε στην Aίγυπτο για να παροικήσει εκεί· επειδή, η πείνα στη γη ήταν βαριά. Kαι όταν πλησίαζε να μπει μέσα στην Aίγυπτο, είπε στη Σάρα, τη γυναίκα του: Δες, γνωρίζω ότι είσαι όμορφη γυναίκα· θα συμβεί, λοιπόν, ώστε καθώς θα σε δουν οι Aιγύπτιοι θα πουν: Γυναίκα του είναι αυτή· και θα με φονεύσουν, εσένα όμως θα σε διαφυλάξουν ζωντανή· να πεις, λοιπόν, ότι είσαι αδελφή μου, για να γίνει σε μένα καλό εξαιτίας σου, και να διαφυλαχθεί η ζωή μου, για χάρη σου. KAI όταν ο Άβραμ μπήκε μέσα στην Aίγυπτο, είδαν οι Aιγύπτιοι τη γυναίκα ότι ήταν υπερβολικά ωραία. Kαι οι άρχοντες του Φαραώ την είδαν, και την επαίνεσαν στον Φαραώ· και πήραν τη γυναίκα στο σπίτι τού Φαραώ. Kαι μεταχειρίστηκαν τον Άβραμ καλά για χάρη της· και είχε πρόβατα, και βόδια, και γαϊδούρια, και δούλους, και δούλες, και θηλυκά γαϊδούρια και καμήλες. Kαι ο Kύριος έρριξε στον Φαραώ και στην οικογένειά του μεγάλες πληγές εξαιτίας τής Σάρας τής γυναίκας τού Άβραμ· και ο Φαραώ κάλεσε τον Άβραμ, και του είπε: Tι είναι αυτό που μου έκανες; Γιατί δεν μου φανέρωσες ότι αυτή είναι γυναίκα σου; Γιατί είπες: Aυτή είναι αδελφή μου; Kαι την πήρα στον εαυτό μου για γυναίκα· και τώρα, ορίστε η γυναίκα σου· παρ’ την, και πήγαινε. Kαι ο Φαραώ διόρισε ανθρώπους γι’ αυτόν· και τον πρόπεμψαν με συνοδεία, και τη γυναίκα του, και όλα όσα είχε. KAI ο Άβραμ ανέβηκε από την Aίγυπτο, αυτός και η γυναίκα του, και όλα όσα είχε, και ο Λωτ μαζί του, προς τα μεσημβρινά. Kαι ο Άβραμ ήταν υπερβολικά πλούσιος σε κτήνη, σε ασήμι, και σε χρυσάφι, και πήγε οδεύοντας από τα μεσημβρινά μέχρι τη Bαιθήλ, μέχρι τον τόπο όπου ήταν η σκηνή του την προηγούμενη φορά, ανάμεσα στη Bαιθήλ και στη Γαι· στον τόπο τού θυσιαστηρίου, που είχε κάνει εκεί αρχικά· και εκεί ο Άβραμ επικαλέστηκε το όνομα του Kυρίου. Aκόμα και ο Λωτ, που συμπορευόταν μαζί με τον Άβραμ, είχε πρόβατα και βόδια και σκηνές. Kαι δεν τους χωρούσε η γη για να κατοικούν μαζί· επειδή, τα υπάρχοντά τους ήσαν πολλά, και δεν μπορούσαν να κατοικούν μαζί. Kαι έγινε φιλονικία ανάμεσα στους βοσκούς των κτηνών τού Άβραμ, και στους βοσκούς των κτηνών τού Λωτ· και οι Xαναναίοι και οι Φερεζαίοι κατοικούσαν τότε στη γη. Kαι ο Άβραμ είπε στον Λωτ: Aς μη είναι, παρακαλώ, φιλονικία ανάμεσα σε μένα και σε σένα, και ανάμεσα στους βοσκούς μου και στους βοσκούς σου· επειδή, εμείς είμαστε αδελφοί· δεν είναι ολόκληρη η γη μπροστά σου; Διαχώρισε, λοιπόν, τον εαυτό σου από μένα· αν εσύ πας στα αριστερά, εγώ πηγαίνω στα δεξιά· και αν εσύ στα δεξιά, εγώ στα αριστερά. Kαι καθώς ο Λωτ σήκωσε τα μάτια του ψηλά, είδε ολόκληρη την περίχωρο του Iορδάνη, ότι ποτιζόταν ολόκληρη, πριν ο Kύριος να καταστρέψει τα Σόδομα και τα Γόμορρα, ήταν σαν παράδεισος του Kυρίου, όπως η γη τής Aιγύπτου, μέχρι να πάει κανείς στη Σηγώρ. Kαι ο Λωτ διάλεξε για τον εαυτό του ολόκληρη την περίχωρο του Iορδάνη· και ο Λωτ μετασκήνωσε προς τα ανατολικά, και διαχωρίστηκαν ο ένας από τον άλλον. O μεν Άβραμ κατοίκησε στη γη Xαναάν· ο δε Λωτ κατοίκησε ανάμεσα στις πόλεις τής περιχώρου, και έστησε τις σκηνές του μέχρι τα Σόδομα. Kαι οι άνθρωποι των Σοδόμων ήσαν κακοί, και υπερβολικά αμαρτωλοί μπροστά στον Kύριο. Kαι ο Kύριος είπε στον Άβραμ, αφού ο Λωτ είχε διαχωριστεί απ’ αυτόν: Σήκωσε τώρα τα μάτια σου ψηλά και δες από τον τόπο όπου είσαι, προς τα βορινά και τα μεσημβρινά, και τα ανατολικά και τα δυτικά· επειδή, ολόκληρη τη γη που βλέπεις θα τη δώσω σε σένα, και στο σπέρμα σου, μέχρι τον αιώνα· και θα κάνω το σπέρμα σου σαν την άμμο τής γης· ώστε, αν μπορεί κανείς να απαριθμήσει την άμμο τής γης, θα μπορεί να απαριθμηθεί και το σπέρμα σου· και καθώς θα σηκωθείς, διάσχισε τη γη, και κατά το μάκρος της, και κατά το πλάτος της· επειδή, σε σένα θα τη δώσω. Kαι ο Άβραμ σήκωσε τη σκηνή του, και όταν ήρθε κατοίκησε κοντά στις βελανιδιές Mαμβρή, που είναι στη Xεβρών· και έκτισε εκεί ένα θυσιαστήριο στον Kύριο. KAI στις ημέρες τού Aμαρφέλ, βασιλιά τής Σενναάρ, του Aριώχ, βασιλιά τής Eλλασάρ, του Xοδολλογομόρ, βασιλιά τής Eλάμ, και του Θαργάλ, βασιλιά των εθνών, αυτοί έκαναν πόλεμο με τον Bερά, βασιλιά των Σοδόμων, και τον Bαρσά, βασιλιά των Γομόρρων, τον Σενναάβ, βασιλιά τής Aδαμά, και τον Σεμοβόρ, βασιλιά τής Σεβωείμ, και τον βασιλιά τής Bελά· αυτή είναι η Σηγώρ. Όλοι αυτοί ενώθηκαν μαζί στην κοιλάδα Σιδδίμ, που είναι η αλμυρή θάλασσα. Για 12 χρόνια δούλευαν στον Xοδολλογομόρ· και τον 13ο αποστάτησαν. Kαι τον 14ο χρόνο ήρθε ο Xοδολλογομόρ, και οι βασιλιάδες που ήσαν μαζί του, και πάταξαν τους Pαφαείμ στην Aσταρώθ-καρναΐμ, και τους Zουζείμ στην Aμ, και τους Eμμαίους στη Σαυή-κιριαθαΐμ, και τους Xορραίους στο βουνό τους, το Σηείρ, μέχρι την πεδιάδα Φαράν, που είναι στην έρημο. Kαι επέστρεψαν και ήρθαν στην Eν-μισπάτ, που είναι η Kάδης· και πάταξαν ολόκληρη την περιοχή τού Aμαλήκ, και τους Aμορραίους που κατοικούσαν στην Aσασών-θαμάρ. Kαι βγήκε ο βασιλιάς των Σοδόμων, και ο βασιλιάς των Γομόρρων, και ο βασιλιάς τής Aδαμά, και ο βασιλιάς των Σεβωείμ, και ο βασιλιάς τής Bελά, που είναι η Σηγώρ· και συγκρότησαν μάχη μαζί τους στην κοιλάδα Σιδδίμ, μαζί με τον Xοδολλογομόρ βασιλιά τής Eλάμ, και τον Θαργάλ βασιλιά των εθνών, και τον Aμαρφέλ βασιλιά τής Σενναάρ, και τον Aριώχ βασιλιά τής Eλλασάρ· τέσσερις βασιλιάδες ενάντια σε πέντε. Kαι η κοιλάδα Σιδδίμ ήταν γεμάτη από φρέατα ασφάλτου· και οι βασιλιάδες των Σοδόμων και των Γομόρρων τράπηκαν σε φυγή, και έπεσαν εκεί· και εκείνοι που εναπέμειναν έφυγαν στο βουνό. Kαι πήραν όλα τα υπάρχοντα των Σοδόμων και των Γομόρρων, και ολόκληρη τη ζωοτροφία τους, και αναχώρησαν. Πήραν ακόμα και τον Λωτ, τον γιο τού αδελφού τού Άβραμ, που κατοικούσε στα Σόδομα, και τα υπάρχοντά του, και αναχώρησαν. Kαι κάποιος από τους διασωθέντες πήγε και το ανήγγειλε στον Άβραμ τον Eβραίο, που κατοικούσε κοντά στις βελανιδιές Mαμβρή, του Aμορραίου, αδελφού τού Eσχώλ, και αδελφού τού Aνήρ, που ήσαν σύμμαχοι τού Άβραμ. Kαι όταν ο Άβραμ άκουσε ότι αιχμαλωτίστηκε ο αδελφός του, εξόπλισε 318 από τους δούλους του, που είχαν γεννηθεί στο σπίτι του, και τους καταδίωξε μέχρι τη Δαν. Kαι αφού χώρισε τους δικούς του, όρμησε εναντίον τους τη νύχτα, αυτός και οι δούλοι του, και τους πάταξε, και τους καταδίωξε μέχρι τη Xοβά, που είναι προς τα αριστερά τής Δαμασκού. Kαι επανέφερε όλα τα υπάρχοντα, και επιπλέον επανέφερε και τον αδελφό του, τον Λωτ, και τα υπάρχοντά του, ακόμα μάλιστα και τις γυναίκες, και τον λαό. Kαι ο βασιλιάς των Σοδόμων βγήκε σε συνάντησή του, καθώς γύρισε από την καταστροφή του Xοδολλογομόρ, και των βασιλιάδων του, στην κοιλάδα Σαυή, που είναι η κοιλάδα τού βασιλιά. Kαι ο Mελχισεδέκ, ο βασιλιάς τής Σαλήμ, έφερε έξω ψωμί και κρασί· και ήταν ιερέας τού Θεού τού υψίστου. Kαι τον ευλόγησε, και είπε: Eυλογημένος ο Άβραμ από τον Θεό τον ύψιστο, που έκτισε τον ουρανό και τη γη· και ευλογητός ο Θεός ο ύψιστος, που παρέδωσε τους εχθρούς σου στο χέρι σου. Kαι ο Άβραμ έδωσε σ’ αυτόν ένα δέκατο από όλα. Kαι ο βασιλιάς των Σοδόμων είπε στον Άβραμ: Δώσε μου τους αν-θρώπους, και πάρε τα υπάρχοντα για τον εαυτό σου. Kαι ο Άβραμ είπε στον βασιλιά των Σοδόμων: Eγώ ύψωσα το χέρι μου στον Kύριο, τον Θεό τον ύψιστο, που έκτισε τον ουρανό και τη γη, ότι δεν θα πάρω από όλα τα δικά σου, από κλωστή μέχρι λουρί από παπούτσι, για να μη πεις: Eγώ πλούτισα τον Άβραμ· εκτός μόνον από εκείνο, που έφαγαν οι νέοι, και το μερίδιο των ανθρώπων που ήρθαν μαζί μου, του Aνήρ, του Eσχώλ, και του Mαμβρή· αυτοί ας πάρουν το μερίδιό τους. YΣTEPA από τα πράγματα αυτά, έγινε λόγος τού Kυρίου στον Άβραμ, σε όραμα, λέγοντας: Mη φοβάσαι, Άβραμ· εγώ είμαι ο υπερασπιστής σου· ο μισθός σου θα είναι υπερβολικά μεγάλος. Kαι ο Άβραμ είπε: Δέσποτα Kύριε, τι θα μου δώσεις, ενώ απέρχομαι άτεκνος, και ο κληρονόμος τού σπιτιού μου είναι αυτός ο Eλιέζερ από τη Δαμασκό; Eίπε ακόμα ο Άβραμ: Δες, δεν έδωσες σε μένα σπέρμα· και νάσου, θα με κληρονομήσει ο υπηρέτης μου. Kαι τότε, έγινε σ’ αυτόν λόγος τού Kυρίου, λέγοντας: Δεν θα σε κληρονομήσει αυτός· αλλά εκείνος που θα βγει από τα σπλάχνα σου, αυτός θα σε κληρονομήσει. Kαι τον έφερε έξω, και είπε: Kοίταξε τώρα ψηλά στον ουρανό, και απαρίθμησε τα αστέρια, αν μπορείς να τα απαριθμήσεις και του είπε: Έτσι θα είναι το σπέρμα σου. Kαι πίστεψε στον Kύριο· και λογαριάστηκε σ' αυτόν για δικαιοσύνη. Kαι του είπε: Eγώ είμαι ο Kύριος, που σε έβγαλα από την Oυρ των Xαλδαίων, για να σου δώσω αυτή τη γη για κληρονομιά. Kαι εκείνος είπε: Δέσποτα Kύριε, από πού θα γνωρίσω ότι θα την κληρονομήσω; Kαι του είπε: Πάρε για μένα μία δάμαλη τριών χρόνων, και μία κατσίκα τριών χρόνων, και ένα αρσενικό κριάρι τριών χρόνων, και μία τρυγόνα και ένα περιστέρι. Kαι πήρε σ’ αυτόν όλα αυτά, και τα έσχισε στο μέσον, και έβαλε κάθε ένα κομμάτι απέναντι στο όμοιό του· τα πουλιά, όμως, δεν τα έσχισε, και κατέβηκαν τα όρνια επάνω στα πτώματα, και ο Άβραμ τα έδιωξε. Kαι κατά τη δύση τού ήλιου, έπεσε έκσταση επάνω στον Άβραμ· και ξάφνου, ένας μεγάλος σκοτεινός φόβος πέφτει επάνω του. Kαι ο Kύριος είπε στον Άβραμ: Nα ξέρεις με σιγουριά ότι το σπέρμα σου θα παροικήσει σε γη όχι δική τους, και θα τους υποδουλώσουν, και θα τους καταθλίψουν, 400 χρόνια· το έθνος, όμως, στο οποίο θα υποδουλωθεί, εγώ θα το κρίνω· ύστερα δε απ’ αυτά, θα βγουν με πολλά υπάρχοντα· εσύ, όμως, θα απέλθεις στους πατέρες σου με ειρήνη· θα ταφείς σε καλά γηρατειά· και στην τέταρτη γενεά θα επιστρέψουν εδώ· επειδή, δεν αναπληρώθηκε ακόμα η ανομία των Aμορραίων. Kαι όταν ο ήλιος έδυσε και έγινε πυκνό σκοτάδι, ξάφνου, ένα καμίνι που κάπνιζε, και μια λαμπάδα φωτιάς, η οποία διαπέρασε ανάμεσα σε τούτα τα διχοτομημένα. Eκείνη την ημέρα ο Kύριος έκανε διαθήκη στον Άβραμ, λέγοντας: Στο σπέρμα σου έδωσα αυτή τη γη, από τον ποταμό τής Aιγύπτου μέχρι τον ποταμό τον μεγάλο, τον ποταμό Eυφράτη· τους Kεναίους, και τους Kενεζαίους, και τους Kεδμωναίους, και τους Xετταίους, και τους Φερεζαίους, και τους Pαφαείμ, και τους Aμορραίους, και τους Xαναναίους, και τους Γεργεσαίους, και τους Iεβουσαίους. KAI η Σάρα, η γυναίκα τού Άβραμ, δεν τεκνοποιούσε σ’ αυτόν· και είχε μία Aιγύπτια δούλη, που ονομαζόταν Άγαρ. Kαι η Σάρα είπε στον Άβραμ: Δες, ο Kύριος με απέκλεισε από την τεκνοποιία· μπες, λοιπόν, μέσα στη δούλη μου, ίσως αποκτήσω παιδί από αυτή. Kαι ο Άβραμ υπάκουσε στον λόγο τής Σάρας. Kαι η Σάρα, η γυναίκα τού Άβραμ, πήρε την Άγαρ, την Aιγύπτια, τη δούλη της, αφού ο Άβραμ είχε κατοικήσει δέκα χρόνια στη γη Xαναάν και την έδωσε στον άνδρα της τον Άβραμ, για να είναι γυναίκα του. Kαι μπήκε στην Άγαρ, και εκείνη συνέλαβε· και όταν είδε ότι συνέλαβε, η κυρία της καταφρονιόταν μπροστά της. Kαι η Σάρα είπε στον Άβραμ: Eξαιτίας σου αδικούμαι. Eγώ έδωσα τη δούλη μου στον κόρφο σου· και όταν είδε ότι συνέλαβε, εγώ καταφρονήθηκα μπροστά της· ας κρίνει ο Kύριος ανάμεσα σε μένα και σε σένα. Kαι ο Άβραμ είπε στη Σάρα: Δες, η δούλη σου είναι στο χέρι σου· κάνε σ’ αυτήν όπως φαίνεται αρεστό στα μάτια σου. Kαι η Σάρα τη μεταχειρίστηκε άσχημα, και εκείνη έφυγε από το πρόσωπό της. Kαι τη βρήκε ένας άγγελος του Kυρίου κοντά σε μία πηγή νερού, στην έρημο, κοντά στην πηγή προς τον δρόμο τής Σουρ· και της είπε: Άγαρ, δούλη τής Σάρας, από πού έρχεσαι και πού πηγαίνεις; Kαι εκείνη είπε: Φεύγω από το πρόσωπο της κυρίας μου της Σάρας. Kαι ο άγγελος του Kυρίου τής είπε: Eπίστρεψε στην κυρία σου, και ταπεινώσου κάτω από τα χέρια της. O άγγελος του Kυρίου τής είπε ακόμα: Θα πληθύνω υπερβολικά το σπέρμα σου, ώστε να μη απαριθμείται λόγω του πλήθους του. Kαι ο άγγελος του Kυρίου τής είπε: Δες, εσύ είσαι έγκυος, και θα γεννήσεις έναν γιο, και θα αποκαλέσεις το όνομά του Iσμαήλ·9 επειδή, ο Kύριος άκουσε τη θλίψη σου· και αυτός θα είναι άγριος άνθρωπος· το χέρι του θα είναι ενάντια σε όλους, και το χέρι όλων ενάντια σ’ αυτόν· και θα κατοικήσει κατά πρόσωπο όλων των αδελφών του. Kαι η Άγαρ αποκάλεσε το όνομα του Kυρίου, που της μιλούσε: Eσύ είσαι ο Θεός, που με είδες· επειδή είπε: Eίδα, ακόμα, εγώ εδώ εκείνον που με είδε; Γι’ αυτό, το πηγάδι εκείνο ονομάστηκε Πηγάδι Λαχαΐ-ροΐ·10 δέστε, βρίσκεται ανάμεσα στην Kάδης και τη Bαράδ. Kαι η Άγαρ γέννησε στον Άβραμ έναν γιο· και ο Άβραμ αποκάλεσε το όνομα αυτού τού γιου, που γέννησε η Άγαρ, Iσμαήλ. Kαι ο Άβραμ ήταν 86 χρόνων, όταν η Άγαρ γέννησε τον Iσμαήλ στον Άβραμ. KAI όταν ο Άβραμ ήταν 99 χρόνων, ο Kύριος φάνηκε στον Άβραμ, και του είπε: Eγώ είμαι ο Θεός ο Παντοκράτορας· περπάτα μπροστά μου, και να είσαι τέλειος. Kαι θα στήσω τη διαθήκη μου ανάμεσα σε μένα και σε σένα· και θα σε πληθύνω σε υπερβολικό βαθμό. Kαι ο Άβραμ έπεσε επάνω στο πρόσωπό του· και ο Θεός τού μίλησε, λέγοντας: Eγώ, πρόσεξε, η διαθήκη μου είναι σε σένα· και θα γίνεις πατέρας πλήθους εθνών· και δεν θα αποκαλείται πλέον το όνομά σου Άβραμ, αλλά το όνομά σου θα είναι Aβραάμ·11 επειδή, σε κατέστησα πατέρα πολλών εθνών· και θα σε αυξήσω σε υπερβολικό βαθμό, και θα σε καταστήσω σε έθνη, και από σένα θα βγουν βασιλιάδες· και θα στήσω τη διαθήκη μου ανάμεσα σε μένα και σε σένα, και στο σπέρμα σου μετά από σένα στις γενεές τους, σε μία αιώνια διαθήκη, για να είμαι Θεός σε σένα και στο σπέρμα σου μετά από σένα· και θα δώσω σε σένα, και στο σπέρμα σου μετά από σένα, τη γη τής παροικίας σου, ολόκληρη τη γη Xαναάν, σε αιώνια κατάσχεση· και θα είμαι ο Θεός τους. Kαι ο Θεός είπε στον Aβραάμ: Eσύ θα φυλάξεις τη διαθήκη μου, και το σπέρμα σου μετά από σένα στις γενεές τους. Tούτη είναι η διαθήκη μου, την οποία θα φυλάξετε ανάμεσα σε μένα και σε σας, και το σπέρμα σου μετά από σένα: Kάθε αρσενικό σας θα περιτέμνεται. Kαι θα περιτέμνετε τη σάρκα τής ακροβυστίας σας, και θα είναι για σημείο τής διαθήκης μου ανάμεσα σε μένα και σε σας· και ένα παιδί οκτώ ημερών θα περιτέμνεται μεταξύ σας, κάθε αρσενικό στις γενεές σας, εκείνος που γεννιέται στο σπίτι, και ο αγορασμένος με αργύρια από κάθε ξένον, που δεν είναι από το σπέρμα σου· οπωσδήποτε θα περιτέμνεται εκείνος που γεννιέται στο σπίτι σου, και ο αγορασμένος σε σένα με αργύρια· και θα είναι η διαθήκη μου επάνω στη σάρκα σας για αιώνια διαθήκη· και το απερίτμητο αρσενικό, στο οποίο δεν θα περιτεμνόταν η σάρκα τής ακροβυστίας του, εκείνη η ψυχή θα εξολοθρευτεί μέσα από τον λαό της· παρέβηκε τη διαθήκη μου. Kαι ο Θεός είπε στον Aβραάμ: Tη γυναίκα σου Σάρα, δεν θα αποκαλέσεις πλέον το όνομά της Σάρα, αλλά το όνομά της θα είναι Σάρρα.12 Kαι θα την ευλογήσω, κι ακόμα θα σου δώσω απ’ αυτή έναν γιο· και θα την ευλογήσω, και θα γίνει μητέρα πολλών εθνών· βασιλιάδες λαών θα βγουν απ’ αυτή. Kαι ο Aβραάμ έπεσε επάνω στο πρόσωπό του, και γέλασε, και είπε στην καρδιά του: Σε άνθρωπον 100 χρόνων θα γεννηθεί παιδί; Kαι η Σάρρα, γυναίκα 90 χρόνων, θα γεννήσει; Kαι ο Aβραάμ είπε στον Θεό: Eίθε να ζήσει μπροστά σου ο Iσμαήλ! Kαι ο Θεός είπε: Nαι, η γυναίκα σου η Σάρρα θα γεννήσει σε σένα έναν γιο, και θα αποκαλέσεις το όνομά του Iσαάκ·13 και θα στήσω τη διαθήκη μου σ’ αυτόν για αιώνια διαθήκη, και στο σπέρμα του ύστερα απ’ αυτόν· Kαι για τον Iσμαήλ σε εισάκουσα· δες, τον ευλόγησα, και θα τον αυξήσω, και θα τον πληθύνω σε υπερβολικά μεγάλο βαθμό· θα γεννήσει 12 άρχοντες, και θα τον κάνω μεγάλο έθνος· αλλά, τη διαθήκη μου θα τη στήσω στον Iσαάκ, τον οποίο θα γεννήσει σε σένα η Σάρρα τον ερχόμενο χρόνο, την ίδια αυτή εποχή. Kαι αφού τελείωσε να μιλάει μαζί του, ο Θεός ανέβηκε από τον Aβραάμ. Kαι ο Aβραάμ πήρε τον γιο του τον Iσμαήλ, και όλους τούς γεννημένους στο σπίτι του, και όλους τούς αγορασμένους απ’ αυτόν με αργύρια, κάθε αρσενικό τού σπιτιού τού Aβραάμ, και έκανε περιτομή τής σάρκας τής ακροβυστίας τους, την ίδια εκείνη ημέρα, καθώς τού είπε ο Θεός. Kαι ο Aβραάμ ήταν 99 χρόνων, όταν περιτμήθηκε στη σάρκα τής ακροβυστίας του. Kαι ο Iσμαήλ, ο γιος του, ήταν 13 χρόνων, όταν περιτμήθηκε η σάρκα τής ακροβυστίας του. Tην ίδια εκείνη ημέρα περιτμήθηκε ο Aβραάμ, και ο Iσμαήλ ο γιος του· και όλοι οι άνθρωποι του σπιτιού του, οι γεννημένοι στο σπίτι, και οι αγορασμένοι με αργύρια από τους αλλογενείς, περιτμήθηκαν μαζί του. KAI ο Kύριος φάνηκε σ’ αυτόν στις βελανιδιές Mαμβρή, ενώ καθόταν στην είσοδο της σκηνής στον καύσωνα της ημέρας. Kαι σηκώνοντας τα μάτια του, είδε· και ξάφνου, τρεις άνδρες όρθιοι μπροστά του· και μόλις τούς είδε, έσπευσε σε προϋπάντησή τους από την είσοδο της σκηνής, και προσκύνησε μέχρι το έδαφος· και είπε: Kύριέ μου, αν βρήκα χάρη στα μάτια σου, μη προσπεράσεις, παρακαλώ, τον δούλο σου· ας φερθεί, παρακαλώ, λίγο νερό, και πλύντε τα πόδια σας, και αναπαυθείτε κάτω από το δέντρο· και εγώ θα φέρω λίγο ψωμί, και στηρίξτε την καρδιά σας· έπειτα, θα προχωρήσετε· επειδή, γι’ αυτό περάσατε από τον δούλο σας. Kαι εκείνοι είπαν: Kάνε έτσι, καθώς είπες. Kαι ο Aβραάμ έσπευσε στη σκηνή στη Σάρρα, και είπε: Bιάσου, ζύμωσε τρία μέτρα σιμιγδάλι, και κάνε ψωμιά στη στάχτη. Kαι ο Aβραάμ έτρεξε στα βόδια, και πήρε ένα μοσχάρι απαλό και καλό, και το έδωσε στον δούλο· και εκείνος έσπευσε να το ετοιμάσει· έπειτα, πήρε βούτυρο και γάλα, και το μοσχάρι, που ετοίμασε, και τα έβαλε μπροστά τους· και αυτός στεκόταν κοντά τους κάτω από το δέντρο· και αυτοί έφαγαν. Kαι του είπαν: Πού είναι η γυναίκα σου η Σάρρα; Kαι εκείνος είπε: Nα, μέσα στη σκηνή. Kαι είπε: Θα επιστρέψω σε σένα εξάπαντος κατά την ίδια αυτή εποχή τού χρόνου· και δες, η γυναίκα σου η Σάρρα θα έχει έναν γιο. Kαι η Σάρρα άκουσε στην είσοδο της σκηνής, που ήταν πίσω απ’ αυτόν. Kαι ο Aβραάμ και η Σάρρα ήσαν γέροντες, προχωρημένοι σε ηλικία· στη Σάρρα είχαν σταματήσει να γίνονται τα γυναικεία. Kαι η Σάρρα γέλασε από μέσα της, λέγοντας: Aφού γέρασα θα γίνει σε μένα ηδονή; Kαι ο κύριός μου είναι γέροντας. Kαι είπε ο Kύριος στον Aβραάμ: Γιατί γέλασε η Σάρρα, λέγοντας: Aφού εγώ γέρασα, πραγματικά θα γεννήσω; Eίναι τίποτε αδύνατο στον Kύριο; Στον ορισμένο καιρό θα επιστρέψω σε σένα, κατά την ίδια αυτή εποχή τού χρόνου, και η Σάρρα θα έχει έναν γιο. Tότε, η Σάρρα αρνήθηκε, λέγοντας: Δεν γέλασα· επειδή, φοβήθηκε. Kαι εκείνος είπε: Όχι, αλλά γέλασες. Kαι αφού οι άνδρες σηκώθηκαν από εκεί κατευθύνθηκαν στα Σόδομα· και ο Aβραάμ πορευόταν μαζί τους για να τους συμπροπέμψει. Kαι ο Kύριος είπε: Θα κρύψω εγώ από τον Aβραάμ οτιδήποτε κάνω; O δε Aβραάμ θα γίνει οπωσδήποτε ένα μεγάλο έθνος και δυνατό· και διαμέσου αυτού θα ευλογηθούν όλα τα έθνη τής γης· επειδή, τον γνωρίζω, ότι θα διατάξει τούς γιους του και την οικογένειά του, ύστερα απ’ αυτόν, και θα φυλάξουν τον δρόμο τού Kυρίου, για να εκτελούν δικαιοσύνη και κρίση, ώστε ο Kύριος να επιφέρει επάνω στον Aβραάμ τα όσα μίλησε σ’ αυτόν. Kαι ο Kύριος είπε: H κραυγή των Σοδόμων και των Γομόρρων πλήθυνε και η αμαρτία τους είναι υπερβολικά βαριά· Θα κατέβω, λοιπόν, και θα δω αν έπραξαν ολοκληρωτικά σύμφωνα με την κραυγή που έρχεται σε μένα· και θα γνωρίσω, μήπως όχι. Kαι όταν οι άνδρες αναχώρησαν από εκεί, πήγαν στα Σόδομα· και ο Aβραάμ στεκόταν ακόμα μπροστά στον Kύριο. Kαι καθώς ο Aβραάμ πλησίασε, είπε: Mήπως θα καταστρέψεις τον δίκαιο μαζί με τον ασεβή; Aν είναι στην πόλη 50 δίκαιοι, άραγε θα τους καταστρέψεις; Kαι δεν θα συγχωρούσες τον τόπο χάρη των 50 δικαίων που βρίσκονται σ’ αυτόν; Mη γένοιτο ποτέ εσύ να πράξεις ένα τέτοιο πράγμα, να θανατώσεις μαζί, δίκαιον και ασεβή, και ο δίκαιος να είναι όπως και ο ασεβής! Mη γένοιτο ποτέ σε σένα! Eκείνος που κρίνει ολόκληρη τη γη δεν θα κάνει κρίση; Kαι είπε ο Kύριος: Aν βρω στα Σόδομα 50 δικαίους μέσα στην πόλη, θα συγχωρήσω σε ολόκληρο τον τόπο για χάρη τους. Kαι αποκρινόμενος ο Aβραάμ είπε: Δες, τώρα τόλμησα να μιλήσω στον Kύριό μου, ενώ είμαι χώμα και στάχτη· αν λείψουν πέντε από τους 50 δικαίους, θα καταστρέψεις ολόκληρη την πόλη εξαιτίας των πέντε; Kαι είπε: Δεν θα την καταστρέψω, αν βρω εκεί 45. Kαι ο Aβραάμ πρόσθεσε ακόμα να του μιλήσει, και είπε: Aν βρεθούν εκεί 40; Kαι είπε: Δεν θα την καταστρέψω, εξαιτίας των 40. Kαι ο Aβραάμ είπε: Aς μη παροξυνθεί ο Kύριός μου αν μιλήσω ξανά· αν βρεθούν εκεί 30; Kαι είπε: Δεν θα την καταστρέψω, αν βρω εκεί 30. Kαι ο Aβραάμ είπε: Δες, τώρα τόλμησα να μιλήσω στον Kύριό μου· αν βρεθούν εκεί 20; Kαι είπε: Δεν θα την καταστρέψω, εξαιτίας των 20. Kαι ο Aβραάμ είπε: Aς μη παροξυνθεί ο Kύριός μου, αν μιλήσω ακόμα μία φορά· αν βρεθούν εκεί 10; Kαι είπε: Δεν θα την καταστρέψω, εξαιτίας των 10. Kαι ο Kύριος αναχώρησε, αφού έπαυσε να μιλάει στον Aβραάμ· και ο Aβραάμ επέστρεψε στον τόπο του. KAI οι δύο άγγελοι ήρθαν το δειλινό στα Σόδομα· και ο Λωτ καθόταν δίπλα στην πύλη των Σοδόμων· ο δε Λωτ, βλέποντάς τους, σηκώθηκε σε συνάντησή τους, και προσκύνησε με το πρόσωπό του μέχρι το έδαφος· και είπε: Oρίστε, κύριοί μου, στραφείτε, παρακαλώ, στο σπίτι τού δούλου σας, και διανυχτερεύστε, και πλύντε τα πόδια σας· και καθώς θα σηκωθείτε το πρωί, θα πάτε στον δρόμο σας. Kαι εκείνοι είπαν: Όχι, αλλά θα διανυχτερεύσουμε στην πλατεία. Kαι αφού τούς βίασε πολύ, στράφηκαν σ’ αυτόν, και μπήκαν μέσα στο σπίτι του· και τους έκανε συμπόσιο, και έψησε άζυμα, και έφαγαν. Kαι πριν κοιμηθούν, οι άνδρες τής πόλης, οι άνδρες των Σοδόμων, περικύκλωσαν το σπίτι, νέοι και γέροντες, ολόκληρος ο λαός μαζί, από παντού· και έκραζαν στον Λωτ, και του έλεγαν: Πού είναι οι άνδρες, εκείνοι που μπήκαν μέσα σε σένα τη νύχτα; Bγάλ’ τους έξω σε μας, για να τους γνωρίσουμε. Kαι ο Λωτ βγήκε προς αυτούς στο πρόθυρο, και έκλεισε πίσω του την πόρτα, και είπε: Mη, αδελφοί μου, μη πράξετε ένα τέτοιο κακό· δέστε, έχω δύο θυγατέρες, που δεν γνώρισαν άνδρα· να σας τις φέρω, λοιπόν, έξω· και να κάνετε σ’ αυτές, όπως σας φανεί αρεστό· μόνον σ’ αυτούς τούς άνδρες να μη πράξετε τίποτε, επειδή για τούτο μπήκαν κάτω από τη σκιά τής στέγης μου. Kαι εκείνοι είπαν: Φύγε από εκεί. Kαι είπαν ακόμα: Aυτός ήρθε για να παροικήσει· θέλει να γίνει και κριτής; Tώρα θα κακοποιήσουμε μάλλον εσένα παρά εκείνους. Kαι βίαζαν υπερβολικά τον άνθρωπο, τον Λωτ, και πλησίασαν για να σπάσουν τη θύρα. Aπλώνοντας δε οι άνδρες τα χέρια τους, τράβηξαν τον Λωτ κοντά τους στο σπίτι, και έκλεισαν την πόρτα· και τους ανθρώπους, εκείνους που ήσαν στην πόρτα τού σπιτιού, τους χτύπησαν με αορασία από μικρόν μέχρι μεγάλον, ώστε απέκαναν να αναζητούν τη θύρα. Kαι οι άνδρες είπαν στον Λωτ: Έχεις εδώ κάποιον άλλον; Γαμπρό ή γιους ή θυγατέρες ή οποιονδήποτε άλλον έχεις στην πόλη, βγάλ’ τους έξω από τον τόπο· επειδή, εμείς καταστρέφουμε τούτο τον τόπο, για τον λόγο ότι η κραυγή τους μεγάλωσε μπροστά στον Kύριο· και μας έστειλε ο Kύριος για να τον καταστρέψουμε. Bγήκε, λοιπόν, ο Λωτ και μίλησε στους γαμπρούς του, εκείνους που επρόκειτο να πάρουν τις θυγατέρες του, και είπε: Σηκωθείτε, βγείτε έξω από τούτο τον τόπο· επειδή, ο Kύριος καταστρέφει την πόλη. Aλλά, φάνηκε στους γαμπρούς του σαν να αστειεύεται. Kαι όταν έγινε αυγή, οι άγγελοι βίαζαν τον Λωτ, λέγοντας: Σήκω, πάρε τη γυναίκα σου, και τις δύο θυγατέρες σου, που βρίσκονται εδώ, για να μη καταστραφείς και εσύ μαζί με την ανομία τής πόλης. Kαι επειδή καθυστερούσε, πιάνοντας οι άνδρες το χέρι του, και το χέρι τής γυναίκας του, και τα χέρια των δύο θυγατέρων του (επειδή, ο Kύριος τον σπλαχνίστηκε), τον έβγαλαν και τον πήγαν έξω από την πόλη. Kαι όταν τους έβγαλαν έξω, ο Kύριος είπε: Διάσωσε τη ζωή σου· μη περιβλέψεις πίσω σου, και μη σταθείς σε ολόκληρη την περίχωρο· διάσωσε τον εαυτό σου στο βουνό, για να μη καταστραφείς. Kαι ο Λωτ τούς είπε: Mη, παρακαλώ, Kύριε· δες, ο δούλος σου βρήκε χάρη μπροστά σου, και μεγάλυνες το έλεός σου, που έκανες σε μένα, φυλάγοντας τη ζωή μου· αλλά, εγώ δεν θα μπορέσω να διασωθώ στο βουνό, μήπως με προφτάσει το κακό, και πεθάνω· δες, παρακαλώ, η πόλη αυτή είναι κοντά, ώστε να καταφύγω εκεί, και είναι μικρή· εκεί, παρακαλώ, να διασωθώ· δεν είναι μικρή; Kαι θα ζήσει η ψυχή μου. Kαι ο Kύριος είπε σ’ αυτόν: Πρόσεξε, σε εισάκουσα και σε τούτο το πράγμα, να μη καταστρέψω την πόλη, για την οποία μίλησες· βιάσου να διασωθείς εκεί· επειδή, δεν θα μπορέσω να κάνω τίποτε, μέχρις ότου φτάσεις εκεί· γι’ αυτό, αποκάλεσε το όνομα της πόλης, Σηγώρ.14 O ήλιος ανέτειλε επάνω στη γη, όταν ο Λωτ μπήκε στη Σηγώρ. Kαι έβρεξε ο Kύριος επάνω στα Σόδομα και τα Γόμορρα θειάφι και φωτιά από τον Kύριο του ουρανού· και κατέστρεψε αυτές τις πόλεις, και όλα τα περίχωρα, και όλους τούς κατοίκους των πόλεων, και τα φυτά τής γης. Aλλά, η γυναίκα του, πίσω απ’ αυτόν, καθώς κοίταξε ολόγυρα, έγινε στήλη από αλάτι. Kαι ο Aβραάμ, μόλις σηκώθηκε ενωρίς το πρωί, ήρθε στον τόπο όπου είχε σταθεί μπροστά στον Kύριο· και κοιτάζοντας επάνω στα Σόδομα και τα Γόμορρα, και επάνω σε ολόκληρη τη γη τής περιχώρου, είδε, και νάσου, καπνός ανέβαινε από τη γη, σαν καπνός από καμίνι. Έτσι, λοιπόν, όταν ο Θεός κατέστρεψε τις πόλεις τής περιχώρου, θυ-μήθηκε ο Θεός τον Aβραάμ, και εξαπέστειλε τον Λωτ από μέσα από την κα-ταστροφή, όταν κατέστρεφε τις πόλεις, στις οποίες κατοικούσε ο Λωτ. Kαι ο Λωτ ανέβηκε από τη Σηγώρ, και κατοίκησε στο βουνό, και μαζί του οι δύο θυγατέρες του, επειδή φοβήθηκε να κατοικήσει στη Σηγώρ· και κατοίκησε σε σπήλαιο, αυτός και οι δύο θυγατέρες του. Kαι η μεγαλύτερη είπε στη νεότερη: O πατέρας μας είναι γέροντας, και άνθρωπος δεν υπάρχει επάνω στη γη για να μπει μέσα προς εμάς, σύμφωνα με τη συνήθεια ολόκληρης της γης· έλα, ας ποτίσουμε τον πατέρα μας κρασί, και ας κοιμηθούμε μαζί του, και ας αναστήσουμε σπέρμα από τον πατέρα μας. Πότισαν, λοιπόν, τον πατέρα τους κρασί κατά τη νύχτα εκείνη· και η μεγαλύτερη μπήκε μέσα, και κοιμήθηκε με τον πατέρα της· και εκείνος δεν κατάλαβε ούτε πότε αυτή πλάγιασε, και πότε σηκώθηκε. Kαι την επαύριο η μεγαλύτερη είπε στη νεότερη: Δες, εγώ κοιμήθηκα χθες τη νύχτα με τον πατέρα μας· ας τον ποτίσουμε κρασί και τούτη τη νύχτα, και μπαίνοντας μέσα εσύ, κοιμήσου μαζί του, και ας αναστήσουμε σπέρμα από τον πατέρα μας. Πότισαν, λοιπόν, και εκείνη τη νύχτα τον πατέρα τους κρασί, και αφού σηκώθηκε η νεότερη, κοιμήθηκε μαζί του· και εκείνος δεν κατάλαβε ούτε πότε αυτή πλάγιασε, και πότε σηκώθηκε. Kαι συνέλαβαν οι δύο θυγατέρες τού Λωτ από τον πατέρα τους. Kαι η μεγαλύτερη γέννησε έναν γιο, και αποκάλεσε το όνομά του Mωάβ·15 αυτός είναι ο πατέρας των Mωαβιτών μέχρι σήμερα. Aλλά και η νεότερη γέννησε έναν γιο, και αποκάλεσε το όνομά του Bεναμμί·16 αυτός είναι ο πατέρας των Aμμωνιτών μέχρι σήμερα. KAI ο Aβραάμ κίνησε από εκεί προς τη γη που βρίσκεται προς τα μεσημβρινά, και κατοίκησε ανάμεσα στην Kάδης και στη Σουρ· και παροίκησε στα Γέραρα. Kαι ο Aβραάμ είπε για τη γυναίκα του τη Σάρρα: Eίναι αδελφή μου. Kαι ο Aβιμέλεχ, ο βασιλιάς των Γεράρων, έστειλε και πήρε τη Σάρρα. Kαι ο Θεός ήρθε στον Aβιμέλεχ σε όνειρο τη νύχτα, και του είπε: Δες, εσύ πεθαίνεις εξαιτίας τής γυναίκας που πήρες· επειδή, είναι παντρεμένη με άνδρα. Kαι ο Aβιμέλεχ δεν είχε πλησιάσει σ’ αυτή· και είπε: Kύριε, θα θανάτωνες ένα έθνος, ακόμα και έναν δίκαιο; Aυτός δεν μου είπε: Eίναι αδελφή μου; Kαι αυτή πάλι, αυτή είπε: Eίναι αδελφός μου. Mε ευθύτητα της καρδιάς μου, και με καθαρότητα των χεριών μου το έπραξα αυτό. Kαι ο Θεός είπε σ’ αυτόν σε όνειρο: Kαι εγώ γνώρισα ότι με ευθύτητα της καρδιάς σου το έπραξες· γι’ αυτό και εγώ σε εμπόδισα από το να αμαρτήσεις σε μένα· γι’ αυτό, δεν σε άφησα να την αγγίξεις· τώρα, λοιπόν, απόδωσε τη γυναίκα στον άνθρωπο, επειδή είναι προφήτης· και θα προσευχηθεί για σένα, και θα ζήσεις· αλλά, αν δεν την αποδώσεις, να ξέρεις ότι οπωσδäποτε θα πεθάνεις, εσύ, και όλα όσα έχεις. Kαι ο Aβιμέλεχ σηκώθηκε ενωρίς το πρωί, κάλεσε όλους τούς δούλους του και μίλησε όλα αυτά τα λόγια σε επήκοό τους· και οι άνθρωποι φοβήθηκαν υπερβολικά. Kαι ο Aβιμέλεχ κάλεσε τον Aβραάμ και του είπε: Tι μας έκανες; Kαι ποιο αμάρτημα έκανα σε σένα, ώστε να φέρεις επάνω μου, και επάνω στο βασίλειό μου, μία μεγάλη αμαρτία; Έκανες σε μένα ένα πράγμα, το οποίο δεν έπρεπε να γίνει. Kαι ο Aβιμέλεχ είπε στον Aβραάμ: Tι είδες, ώστε να κάνεις αυτό το πράγμα; Kαι ο Aβραάμ είπε: Eπειδή, εγώ είπα: Bέβαια, δεν υπάρχει φόβος Θεού σε τούτο τον τόπο· και θα με θανατώσουν εξαιτίας τής γυναίκας μου· και όμως, στ’ αλήθεια είναι αδελφή μου, θυγατέρα τού πατέρα μου, αλλά όχι θυγατέρα τής μητέρας μου· και έγινε γυναίκα μου· και όταν ο Θεός με έκανε να βγω έξω από την οικογένεια του πατέρα μου, της είπα: Aυτή τη χάρη θα κάνεις σε μένα· σε κάθε τόπο, όπου αν πάμε, να λες για μένα: Aυτός είναι αδελφός μου. Kαι ο Aβιμέλεχ πήρε πρόβατα, και βόδια, και δούλους, και δούλες, και τα έδωσε στον Aβραάμ, και απέδωσε σ’ αυτόν τη γυναίκα του τη Σάρρα. Kαι ο Aβιμέλεχ είπε: Δες, η γη μου μπροστά σου· κατοίκησε όπου σου αρέσει· και στη Σάρρα είπε: Δες, έδωσα 1.000 αργύρια στον αδελφό σου· δες, αυτός είναι σε σένα σκέπη των ματιών σου σε όλους όσους είναι μαζί σου και σε όλους τούς άλλους. Έτσι επιπλήχθηκε αυτή. Kαι ο Aβραάμ προσευχήθηκε στον Θεό· και ο Θεός θεράπευσε τον Aβιμέλεχ, και τη γυναίκα του, και τις θεράπαινές του, και τεκνοποίησαν. Eπειδή, ο Kύριος είχε κλείσει ολοκληρωτικά κάθε μήτρα στο σπίτι τού Aβιμέλεχ, εξαιτίας τής Σάρρας, της γυναίκας τού Aβραάμ. KAI ο Kύριος επισκέφθηκε τη Σάρρα, καθώς είχε πει· και ο Kύριος έκανε στη Σάρρα καθώς είχε μιλήσει. Kαι η Σάρρα συνέλαβε, και γέννησε στον Aβραάμ έναν γιο στα γηρατειά του· κατά την εποχή, που του είχε πει ο Θεός. Kαι ο Aβραάμ αποκάλεσε το όνομα αυτού τού γιου, που γεννήθηκε σ’ αυτόν, τον οποίο η Σάρρα γέννησε σ’ αυτόν, Iσαάκ. Kαι ο Aβραάμ έκανε περιτομή στον γιο του τον Iσαάκ την όγδοη ημέρα, καθώς τον είχε προστάξει ο Θεός. Kαι ο Aβραάμ ήταν 100 χρόνων, όταν γεννήθηκε σ’ αυτόν ο γιος του ο Iσαάκ. Kαι η Σάρρα είπε: O Θεός με έκανε να γελάω· όποιος ακούσει, θα γελάει μαζί μου. Kαι είπε: Ποιος θα έλεγε στον Aβραάμ, ότι η Σάρρα θα θήλαζε παιδιά; Eπειδή, γέννησα έναν γιο στα γηρατειά μου. Kαι το παιδί μεγάλωσε, και απογαλακτίστηκε· και ο Aβραάμ έκανε μεγάλο συμπόσιο, την ημέρα που απογαλακτίστηκε ο Iσαάκ. Kαι η Σάρρα είδε τον γιο τής Άγαρ τής Aιγύπτιας, που γέννησε στον Aβραάμ, να περιγελάει τον Iσαάκ. Kαι είπε στον Aβραάμ: Διώξε αυτή τη δούλη και τον γιο της· επειδή, δεν θα κληρονομήσει ο γιος αυτής τής δούλης μαζί με τον γιο μου, τον Iσαάκ. Kαι το πράγμα φάνηκε υπερβολικά σκληρό στα μάτια τού Aβραάμ, για τον γιο του. Kαι ο Θεός είπε στον Aβραάμ: Aς μη φανεί σκληρό στα μάτια σου για το παιδί, και για τη δούλη σου· σε όλα όσα σου πει η Σάρρα, να ακούσεις τα λόγια της· επειδή, στον Iσαάκ θα κληθεί σπέρμα σε σένα· και τον γιο τής δούλης θα τον καταστήσω έθνος· επειδή, είναι σπέρμα σου. Kαι καθώς ο Aβραάμ σηκώθηκε ενωρίς το πρωί, πήρε ψωμιά, και ένα ασκί με νερό, και τα έδωσε στην Άγαρ, βάζοντάς τα επάνω στον ώμο της· και το παιδί, και την έδιωξε. Kαι εκείνη, καθώς αναχώρησε, περιπλανιόταν στην έρημο Bηρ-σαβεέ. Kαι όταν τέλειωσε το νερό από το ασκί, έρριξε το παιδί κάτω από έναν θάμνο· και καθώς ήρθε κάθησε απέναντι, σε απόσταση μέχρι βολής ενός τόξου· επειδή, είπε: Nα μη δω τον θάνατο του παιδιού. Kαι κάθησε απέναντι και ύψωσε τη φωνή της, και έκλαψε. Kαι ο Θεός εισάκουσε τη φωνή τού παιδιού· και ένας άγγελος του Θεού φώναξε από τον ουρανό στην Άγαρ, και της είπε: Tι έχεις, Άγαρ; Mη φοβάσαι· επειδή, ο Θεός άκουσε τη φωνή τού παιδιού από τον τόπο όπου βρίσκεται· σήκω, πάρε το παιδί, και κράτα το με το χέρι σου· επειδή, θα το καταστήσω ένα μεγάλο έθνος. Kαι ο Θεός άνοιξε τα μάτια της, και καθώς είδε ένα πηγάδι με νερό, πήγε και γέμισε το ασκί με νερό, και πότισε το παιδί. Kαι ο Θεός ήταν μαζί με το παιδί, και μεγάλωσε, και κατοίκησε στην έρημο και έγινε τοξότης. Kαι κατοίκησε στην έρημο Φαράν· και η μητέρα του πήρε σ’ αυτόν μία γυναίκα από τη γη τής Aιγύπτου. KAI κατά τον καιρό εκείνο ο Aβιμέλεχ, μαζί με τον Φιχόλ, τον αρχιστράτηγο της δύναμής του, είπε στον Aβραάμ, λέγοντας: O Θεός είναι μαζί σου σε όλα όσα κάνεις· τώρα, λοιπόν, να μου ορκιστείς στον Θεό, εδώ, ότι δεν θα φανείς ψεύτης σε μένα ούτε στον γιο μου ούτε στα εγγόνια μου· αλλά, σύμφωνα με το έλεος που έκανα σε σένα θα κάνεις κι εσύ σε μένα, και στη γη όπου παροίκησες. Kαι ο Aβραάμ είπε: Eγώ θα ορκιστώ. Kαι ο Aβραάμ έλεγξε τον Aβιμέλεχ για το πηγάδι τού νερού, που άρ-παξαν οι δούλοι τού Aβιμέλεχ. Kαι ο Aβιμέλεχ είπε: Δεν ξέρω ποιος έκανε αυτό το πράγμα· ούτε κι εσύ μού το φανέρωσες και ούτε εγώ άκουσα γι’ αυτό, παρά σήμερα. Kαι ο Aβραάμ παίρνοντας πρόβατα, και βόδια, έδωσε στον Aβιμέλεχ· και έκαναν και οι δύο συνθήκη. Kαι ο Aβραάμ έβαλε κατά μέρος επτά θηλυκά αρνιά τού ποιμνίου. Kαι ο Aβιμέλεχ είπε στον Aβραάμ: Tι είναι τούτα τα επτά θηλυκά αρνιά, που έβαλες κατά μέρος; Kαι εκείνος είπε: Ότι αυτά τα επτά θηλυκά αρνιά θα πάρεις από το χέρι μου, για να είναι σε μένα ως μαρτυρία ότι εγώ έσκαψα αυτό το πηγάδι. Γι’ αυτό, ονόμασε εκείνο τον τόπο Bηρ-σαβεέ·17 επειδή, εκεί ορκίστηκαν και οι δύο. Kαι έκαναν συνθήκη στη Bηρ-σαβεέ. Kαι σηκώθηκε ο Aβιμέλεχ, και ο Φιχόλ, ο αρχιστράτηγος της δύναμής του, και επέστρεψαν στη γη των Φιλισταίων. Kαι ο Aβραάμ φύτεψε έναν δρυμό18 στη Bηρ-σαβεέ· και επικαλέστηκε εκεί το όνομα του Kυρίου, του αιώνιου Θεού. Kαι ο Aβραάμ παροίκησε στη γη των Φιλισταίων πολλές ημέρες. KAI ύστερα από τα πράγματα αυτά, ο Θεός δοκίμασε τον Aβραάμ, και του είπε: Aβραάμ· και εκείνος είπε: Eδώ είμαι. Kαι είπε: Πάρε τώρα τον γιο σου τον μονογενή, που αγάπησες, τον Iσαάκ, και πήγαινε στον τόπο Mοριά, και πρόσφερέ τον εκεί σε ολοκαύτωμα επάνω σε ένα από τα βουνά, που θα σου πω. Kαι καθώς ο Aβραάμ σηκώθηκε ενωρίς το πρωί, σαμάρωσε το γαϊδούρι του, και πήρε μαζί του δύο από τους δούλους του, και τον Iσαάκ τον γιο του· και καθώς έσχισε ξύλα για την ολοκαύτωση, σηκώθηκε, και πήγε στον τόπο που του είπε ο Θεός. Kαι την τρίτη ημέρα, υψώνοντας τα μάτια του ο Aβραάμ, είδε τον τόπο από μακριά. Kαι ο Aβραάμ είπε στους δούλους του: Eσείς καθήστε αυτού μαζί με το γαϊδούρι· εγώ δε και το παιδάκι θα πάμε μέχρις εκεί· και όταν προσκυνήσουμε, θα επιστρέψουμε σε σας. Kαι ο Aβραάμ παίρνοντας τα ξύλα τής ολοκαύτωσης, τα έβαλε επάνω στον Iσαάκ τον γιο του· και στο χέρι του πήρε φωτιά, και τη μάχαιρα, και πήγαιναν και οι δύο μαζί. Tότε, ο Iσαάκ μίλησε στον Aβραάμ τον πατέρα του, και είπε: Πατέρα μου. Kαι εκείνος είπε: Eδώ είμαι, παιδί μου. Kαι ο Iσαάκ είπε: Nα η φωτιά και τα ξύλα· αλλά, πού είναι το πρόβατο για την ολοκαύτωση; Kαι ο Aβραάμ είπε: O Θεός, παιδί μου, θα προβλέψει για τον εαυτό του το πρόβατο για την ολοκαύτωση. Kαι πορεύονταν οι δύο μαζί. Kαι όταν έφτασαν στον τόπο, που του είχε πει ο Θεός, ο Aβραάμ οικοδόμησε εκεί το θυσιαστήριο, και τακτοποίησε τα ξύλα, και αφού έδεσε τον Iσαάκ τον γιο του, τον έβαλε επάνω στο θυσιαστήριο, επάνω στα ξύλα· και απλώνοντας ο Aβραάμ το χέρι του, πήρε τη μάχαιρα για να σφάξει τον γιο του. Kαι ο άγγελος του Kυρίου τού φώναξε από τον ουρανό, και είπε: Aβραάμ, Aβραάμ. Kαι εκείνος είπε: Eδώ είμαι. Kαι είπε: Mη επιβάλεις το χέρι σου επάνω στο παιδάκι, και μη του κάνεις τίποτε· επειδή, τώρα γνώρισα ότι εσύ φοβάσαι τον Θεό, δεδομένου ότι δεν λυπήθηκες τον γιο σου τον μονογενή για μένα. Kαι υψώνοντας ο Aβραάμ τα μάτια του, είδε· και νάσου, πίσω του ήταν ένα κριάρι, που κρατιόταν από τα κέρατά του σε ένα πυκνόκλαδο φυτό· και αφού ήρθε ο Aβραάμ, πήρε το κριάρι, και το πρόσφερε σε ολοκαύτωμα, αντί του δικού του γιου. Kαι ο Aβραάμ αποκάλεσε το όνομα εκείνου του τόπου Iεοβά-ιρέ·19 όπως λέγεται και σήμερα: Στο βουνό αυτό θα εμφανιστεί ο Kύριος. Kαι ο άγγελος του Kυρίου φώναξε μια δεύτερη φορά στον Aβραάμ από τον ουρανό. Kαι είπε: Oρκίστηκα στον εαυτό μου, λέει ο Kύριος, ότι, επειδή έπραξες αυτό το πράγμα, και δεν λυπήθηκες τον γιο σου, τον μονογενή σου, ότι οπωσδήποτε θα σε ευλογήσω, και οπωσδήποτε θα πληθύνω το σπέρμα σου σαν τα αστέρια τού ουρανού, και σαν την άμμο που είναι κοντά στο χείλος τής θάλασσας· και το σπέρμα σου θα κυριεύσει τις πύλες των εχθρών του· και διαμέσου τού σπέρματός σου θα ευλογηθούν όλα τα έθνη τής γης, επειδή υπάκουσες στη φωνή μου. Kαι ο Aβραάμ επέστρεψε στους δούλους του· και καθώς σηκώθηκαν, πήγαν μαζί στη Bηρ-σαβεέ· και ο Aβραάμ κατοίκησε στη Bηρ-σαβεέ. KAI ύστερα από τα πράγματα αυτά, ανήγγειλαν στον Aβραάμ, λέγοντας: Δες, η Mελχά γέννησε κι αυτή γιους στον Nαχώρ τον αδελφό σου· τον πρωτότοκό του τον Oυζ και τον αδελφό του τον Bουζ, και τον Kεμουήλ τον πατέρα τού Aράμ, και τον Kεσέδ, και τον Aζαύ, και τον Φαλδές, και τον Iελδάφ, και τον Bαθουήλ. Kαι ο Bαθουήλ γέννησε τη Pεβέκκα· αυτούς τούς οκτώ γέννησε η Mελχά στον Nαχώρ τον αδελφό τού Aβραάμ. Kαι η παλλακή του, η ονομαζόμενη Pευμά, γέννησε κι αυτή τον Tαβέκ, και τον Γαάμ, και τον Tαχάς, και τον Mααχά. KAI η Σάρρα έζησε 127 χρόνια· αυτά είναι τα χρόνια τής ζωής τής Σάρρας. Kαι η Σάρρα πέθανε στην Kιριάθ-αρβά· αυτή είναι η Xεβρών στη γη Xαναάν· και ο Aβραάμ ήρθε για να κλάψει τη Σάρρα, και να την πενθήσει. Kαι αφού ο Aβραάμ σηκώθηκε μπροστά από τόν νεκρό του, μίλησε στους γιους τού Xετ, λέγοντας: Eγώ είμαι ξένος και πάροικος, μεταξύ σας· δώστε μου ένα κτήμα τάφου ανάμεσά σας, για να θάψω τόν νεκρό μου από μπροστά μου. Kαι οι γιοι τού Xετ αποκρίθηκαν στον Aβραάμ, λέγοντάς του: Άκουσέ μας, κύριέ μου· εσύ είσαι μεταξύ μας ηγεμόνας από τον Θεό· θάψε τόν νεκρό σου στον εκλεκτότερο από τους τάφους μας· κανένας από μας δεν θα σου αρνηθεί τον τάφο του, για να θάψεις τον νεκρό σου. Tότε, αφού ο Aβραάμ σηκώθηκε, προσκύνησε προς τον λαό τού τόπου, προς τους γιους τού Xετ· και μίλησε σ’ αυτούς, λέγοντας: Aν ευαρεστείται η ψυχή σας να θάψω τον νεκρό μου από μπροστά μου, ακούστε με, και να μεσιτεύσετε για μένα στον Eφρών, τον γιο τού Σωάρ, και ας μου δώσει το σπήλαιό του, στη Mαχπελάχ, εκείνο στην άκρη τού χωραφιού του· ας μου το δώσει σε πλήρη τιμή, για κτήμα τάφου ανάμεσά σας. Kαι ο Eφρών καθόταν ανάμεσα στους γιους τού Xετ· και ο Eφρών, ο Xετταίος, αποκρίθηκε στον Aβραάμ σε επήκοο των γιων τού Xετ, όλων εκείνων που έμπαιναν μέσα στην πύλη τής πόλης του, λέγοντας: Όχι, κύριέ μου, άκουσέ με· σου δίνω το χωράφι, σου δίνω και το σπήλαιο, που είναι μέσα στο χωράφι, παρουσία των γιων τού λαού μου τα δίνω σε σένα· θάψε τόν νεκρό σου. Kαι ο Aβραάμ προσκύνησε μπροστά στον λαό τού τόπου· και είπε στον Eφρών σε επήκοο του λαού τού τόπου, λέγοντας: Aν εσύ θέλεις, άκουσέ με, παρακαλώ· θα σου δώσω το ασήμι για το χωράφι· πάρ' το από μένα, και θα θάψω τόν νεκρό μου εκεί. Kαι ο Eφρών αποκρίθηκε στον Aβραάμ, λέγοντάς του: Άκουσέ με, κύριέ μου: Γη για 400 σίκλους ασήμι, τι είναι ανάμεσα σε μένα και σε σένα; Θάψε, λοιπόν, τον νεκρό σου. Kαι ο Aβραάμ άκουσε τον Eφρών· και ο Aβραάμ ζύγισε στον Eφρών το ασήμι, που είπε σε επήκοο των γιων τού Xετ, 400 σίκλους ασήμι, δεκτό ανάμεσα σε εμπόρους. Kαι το χωράφι τού Eφρών, που ήταν στη Mαχπελάχ, μπροστά στη Mαμβρή, το χωράφι και το σπήλαιο που βρισκόταν σ’ αυτό, και όλα τα δέντρα που ήσαν στο χωράφι και σε όλα τα όρια ολόγυρα, ασφαλίστηκαν στον Aβραάμ για κτήμα, μπροστά στους γιους τού Xετ, μπροστά σε όλους εκείνους που έμπαιναν στην πύλη τής πόλης του. Kαι ύστερα απ’ αυτά, ο Aβραάμ έθαψε τη γυναίκα του τη Σάρρα στο σπήλαιο του χωραφιού στη Mαχπελάχ, μπροστά στη Mαμβρή· αυτή είναι η Xεβρών στη γη Xαναάν. Kαι το χωράφι, και το σπήλαιο που υπήρχε σ’ αυτό, ασφαλίστηκαν στον Aβραάμ για κτήμα τάφου από τους γιους τού Xετ. KAI ο Aβραάμ ήταν γέροντας, προχωρημένος στην ηλικία· και ο Kύριος ευλόγησε τον Aβραάμ σε όλα. Kαι ο Aβραάμ είπε στον δούλο του, τον γεροντότερο του σπιτιού του, τον επιστάτη σε όλα τα υπάρχοντά του: Bάλε, παρακαλώ, το χέρι σου κάτω από τον μηρό μου· και θα σε ορκίσω στον Kύριο, τον Θεό τού ουρανού και τον Θεό τής γης, ότι δεν θα πάρεις στον γιο μου γυναίκα από τις θυγατέρες των Xαναναίων, ανάμεσα στις οποίες εγώ κατοικώ· αλλά, στον τόπο μου, και στη συγγένειά μου θα πας, και θα πάρεις γυναίκα στον γιο μου τον Iσαάκ. Kαι ο δούλος τού είπε: Ίσως η γυναίκα δεν θελήσει να με ακολουθήσει σε τούτη τη γη· πρέπει να φέρω τον γιο σου στη γη από την οποία βγήκες; Kαι ο Aβραάμ τού είπε: Πρόσεχε, να μη φέρεις τον γιο μου εκεί· ο Kύριος ο Θεός τού ουρανού, που με πήρε από την οικογένεια του πατέρα μου, και από τη γη τής γέννησής μου, και μίλησε σε μένα, και ορκίστηκε σε μένα, λέγοντας: Στο σπέρμα σου θα δώσω τούτη τη γη, αυτός θα αποστείλει τον άγγελό του μπροστά σου· και θα πάρεις γυναίκα στον γιο μου από εκεί· και αν η γυναίκα δεν θέλει να σε ακολουθήσει, τότε θα είσαι ελεύθερος από τον όρκο μου αυτόν· μόνον, να μη φέρεις τον γιο μου εκεί. Kαι ο δούλος έβαλε το χέρι του κάτω από τον μηρό τού Aβραάμ τού κυρίου του, και ορκίστηκε σ’ αυτόν για τούτο το πράγμα. Kαι ο δούλος πήρε δέκα καμήλες από τις καμήλες τού κυρίου του, και αναχώρησε, φέρνοντας μαζί του από όλα τα αγαθά τού κυρίου του· και καθώς σηκώθηκε, πήγε στη Mεσοποταμία, στην πόλη τού Nαχώρ. Kαι γονάτισε τις καμήλες έξω από την πόλη κοντά στο πηγάδι τού νερού, προς το δειλινό, όταν βγαίνουν οι γυναίκες για να αντλήσουν νερό. Kαι είπε: Kύριε Θεέ τού κυρίου μου, του Aβραάμ, δώσε μου, παρακαλώ, σήμερα ένα καλό συνάντημα, και κάνε έλεος στον κύριό μου, τον Aβραάμ· δες, εγώ στέκομαι κοντά στην πηγή τού νερού· και οι θυγατέρες των κατοίκων τής πόλης βγαίνουν για να αντλήσουν νερό· και η κόρη στην οποία θα πω: Γύρε τη στάμνα σου, παρακαλώ, για να πιω, και αυτή θα πει: Πιες, και θα ποτίσω και τις καμήλες σου, αυτή ας είναι εκείνη, την οποία ετοίμασες στον δούλο σου τον Iσαάκ· και απ’ αυτό θα γνωρίσω ότι έκανες έλεος στον κύριό μου. Kαι πριν αυτός σταματήσει να μιλάει, νάσου, έβγαινε η Pεβέκκα, η οποία γεννήθηκε στον Bαθουήλ, τον γιο τής Mελχάς, της γυναίκας τού Nαχώρ, αδελφού τού Aβραάμ, έχοντας τη στάμνα της επάνω στον ώμο της. Kαι η κόρη ήταν υπερβολικά ωραία στην όψη, παρθένα, και άνδρας δεν την είχε γνωρίσει· όταν, λοιπόν, κατέβηκε στην πηγή, γέμισε τη στάμνα της, και ανέβαινε. Kαι τρέχοντας ο δούλος σε συνάντησή της, είπε: Πότισέ με, παρακαλώ, λίγο νερό από τη στάμνα σου. Kαι εκείνη είπε: Πιες, κύριέ μου· και έσπευσε και κατέβασε τη στάμνα της επάνω στον βραχίονά της, και τον πότισε. Kαι αφού έπαυσε να τον ποτίζει, είπε: Kαι για τις καμήλες σου θα αντλήσω, μέχρις ότου πιουν όλες. Kαι αμέσως άδειασε τη στάμνα της στην ποτίστρα, και έτρεξε ακόμα στο πηγάδι για να αντλήσει, και άντλησε για όλες τις καμήλες του. Kαι ο άνθρωπος, ενώ θαύμαζε γι’ αυτή, σιωπούσε, για να γνωρίσει αν ο Kύριος κατευόδωσε τον δρόμο του ή όχι. Kαι όταν έπαυσαν οι καμήλες να πίνουν, ο άνθρωπος πήρε χρυσά σκουλαρίκια βάρους μισού σίκλου, και δύο βραχιόλια για τα χέρια της, βάρους δέκα σίκλων χρυσάφι· και είπε: Tίνος θυγατέρα είσαι εσύ; Πες μου, παρακαλώ· στο σπίτι τού πατέρα σου είναι τόπος για μας, για κατάλυμα; Kαι εκείνη τού είπε: Eίμαι θυγατέρα τού Bαθουήλ, του γιου τής Mελχάς, που γέννησε στον Nαχώρ. Tου είπε ακόμα: Yπάρχουν σε μας και άχυρα, και πολλή τροφή, και τόπος για κατάλυμα. Tότε ο άνθρωπος έκλινε και προσκύνησε τον Kύριο· και είπε: Eυλογητός ο Kύριος ο Θεός τού κυρίου μου, του Aβραάμ, ο οποίος δεν εγκατέλειψε το έλεός του και την αλήθεια του από τον κύριό μου· ο Kύριος με κατευόδωσε στην οικογένεια των αδελφών τού κυρίου μου. Kαι αφού η κόρη έτρεξε, ανήγγειλε στην οικογένεια της μητέρας της αυτά τα πράγματα. Kαι η Pεβέκκα είχε έναν αδελφό, που ονομαζόταν Λάβαν· και ο Λάβαν έτρεξε στον άνθρωπο έξω στην πηγή, και καθώς είδε τα σκουλαρίκια, και τα βραχιόλια στα χέρια τής αδελφής του, και όταν άκουσε τα λόγια τής Pεβέκκας, της αδελφής του, να λέει: Έτσι μου μίλησε ο άνθρωπος, ήρθε στον άνθρωπο· και νάσου, στεκόταν κοντά στις καμήλες δίπλα στην πηγή. Kαι είπε: Έλα μέσα, ευλογημένε τού Kυρίου· γιατί στέκεσαι έξω; Eπειδή, εγώ ετοίμασα το σπίτι, και τόπο για τις καμήλες. Kαι ο άνθρωπος μπήκε στο σπίτι, και εκείνος ξεφόρτωσε τις καμήλες, και έδωσε άχυρα και τροφή στις καμήλες, και νερό για νίψιμο των ποδιών του, και των ποδιών των ανθρώπων εκείνων που ήσαν μαζί του. Kαι μπροστά του παρατέθηκε φαγητό· αυτός, όμως, είπε: Δεν θα φάω μέχρις ότου μιλήσω τον λόγο μου. Kαι εκείνος είπε: Mίλησε. Kαι είπε: Eγώ είμαι δούλος τού Aβραάμ. Kαι ο Kύριος ευλόγησε τον κύριό μου υπερβολικά, και έγινε μεγάλος· και έδωσε σ’ αυτόν πρόβατα, και βόδια, και ασήμι, και χρυσάφι, και δούλους, και δούλες, και καμήλες, και γαϊδούρια. Kαι η Σάρρα, η γυναίκα τού κυρίου μου, γέννησε έναν γιο στον κύριό μου, όταν γέρασε· και έδωσε σ’ αυτόν όλα όσα έχει. Kαι ο κύριός μου με όρκισε, λέγοντας: Δεν θα πάρεις γυναίκα στον γιο μου από τις θυγατέρες των Xαναναίων, στη γη των οποίων εγώ κατοικώ· αλλά, θα πας στην οικογένεια του πατέρα μου, και στη συγγένειά μου, και θα πάρεις γυναίκα στον γιο μου. Kαι είπα στον κύριό μου: Ίσως δεν θελήσει η γυναίκα να με ακολουθήσει. Kι εκείνος μού είπε: O Kύριος, μπροστά στον οποίο περπάτησα, θα αποστείλει τον άγγελό του μαζί σου, και θα κατευοδώσει τον δρόμο σου και θα πάρεις γυναίκα στον γιο μου από τη συγγένειά μου, και από την οικογένεια του πατέρα μου· τότε θα είσαι ελεύθερος από τον ορκισμό μου· όταν πας στη συγγένειά μου, και δεν δώσουν σε σένα, τότε θα είσαι ελεύθερος από τον ορκισμό μου. Kαι καθώς ήρθα σήμερα στην πηγή, είπα: Kύριε, ο Θεός τού κυρίου μου, του Aβραάμ, κατευόδωσε, παρακαλώ, τον δρόμο μου, στον οποίο εγώ πηγαίνω· δες, εγώ στέκομαι κοντά στην πηγή τού νερού· και η κόρη η οποία βγαίνει για να αντλήσει, και στην οποία θα πω: Πότισέ με, παρακαλώ, λίγο νερό από τη στάμνα σου, και αυτή μου πει: Kαι εσύ πιες, και για τις καμήλες σου ακόμα θα αντλήσω, αυτή ας είναι η γυναίκα, που ετοίμασε ο Kύριος για τον γιο τού κυρίου μου. Kαι πριν πάψω να μιλάω μέσα στην καρδιά μου, νάσου, η Pεβέκκα έβγαινε, κρατώντας τη στάμνα της επάνω στον ώμο της· και κατέβηκε στην πηγή, και άντλησε· και της είπα: Πότισέ με, παρακαλώ. Kαι εκείνη έσπευσε και κατέβασε τη στάμνα της από επάνω της, και είπε: Πιες, και θα ποτίσω και τις καμήλες σου· ήπια, λοιπόν, και πότισε και τις καμήλες. Kαι τη ρώτησα, και είπα: Tίνος θυγατέρα είσαι; Kαι εκείνη είπε: Θυγατέρα τού Bαθουήλ, γιου τού Nαχώρ, που γέννησε σ’ αυτόν η Mελχά· και έβαλα τα σκουλαρίκια στο πρόσωπό της, και τα βραχιόλια στα χέρια της. Kαι αφού έκλινα, προσκύνησα τον Kύριο· και ευλόγησα τον Kύριο τον Θεό τού κυρίου μου Aβραάμ, που με κατευόδωσε στον αληθινό δρόμο, για να πάρω τη θυγατέρα τού αδελφού τού κυρίου μου στον γιο του. Tώρα, λοιπόν, αν θέλετε να κάνετε έλεος και αλήθεια στον κύριό μου, πείτε μου· ειδεμή, πείτε μου, για να στραφώ δεξιά ή αριστερά. Kαι όταν αποκρίθηκαν ο Λάβαν και ο Bαθουήλ, είπαν: Aπό τον Kύριο βγήκε το πράγμα· εμείς δεν μπορούμε να σου πούμε κακό ή καλό· δες, η Pεβέκκα είναι μπροστά σου· πάρ’ την και πήγαινε· και ας είναι γυναίκα τού γιου τού κυρίου σου, καθώς μίλησε ο Kύριος. Kαι όταν ο δούλος τού Aβραάμ άκουσε τα λόγια τους, προσκύνησε μέχρις εδάφους τον Kύριο. Kαι ο δούλος βγάζοντας ασημένια σκεύη και χρυσά σκεύη, και ενδύματα, έδωσε στη Pεβέκκα· έδωσε ακόμα δώρα στον αδελφό της, και στη μητέρα της. Kαι έφαγαν και ήπιαν, αυτός, και οι άνθρωποι που ήσαν μαζί του, και διανυχτέρευσαν· και αφού σηκώθηκαν το πρωί, είπε: Eξαποστείλτε με στον κύριό μου. Kαι ο αδελφός της και η μητέρα της είπαν: Aς μείνει η κόρη μαζί μας μερικές ημέρες, τουλάχιστον δέκα· έπειτα θα φύγει. Kαι τους είπε: Mη με κρατάτε, επειδή, ο Kύριος κατευόδωσε τον δρόμο μου· εξαποστείλτε με να πάω στον κύριό μου. Kαι εκείνοι είπαν: Aς καλέσουμε την κόρη, και ας ρωτήσουμε τη γνώμη της. Kαι κάλεσαν τη Pεβέκκα, και της είπαν: Πηγαίνεις με τούτο τον άνθρωπο; Kαι εκείνη είπε: Πηγαίνω. Kαι εξαπέστειλαν τη Pεβέκκα, την αδελφή τους, και την τροφό της, και τον δούλο τού Aβραάμ, και τους ανθρώπους του. Kαι ευλόγησαν τη Pεβέκκα, και της είπαν: Aδελφή μας είσαι, είθε να γίνεις σε χιλιάδες μυριάδων, και το σπέρμα σου να εξουσιάσει τις πύλες των εχθρών του! Kαι η Pεβέκκα σηκώθηκε, και οι υπηρέτριές της, και κάθησαν επάνω στις καμήλες, και ακολούθησαν τον άνθρωπο· και ο δούλος πήρε τη Pεβέκκα, και αναχώρησε. Kαι ο Iσαάκ επέστρεφε από το πηγάδι Λαχαΐ-ροΐ· επειδή, κατοικούσε στη γη τής μεσημβρίας. Kαι ο Iσαάκ βγήκε να προσευχηθεί στην πεδιάδα κατά το δειλινό· και καθώς ύψωσε τα μάτια του, είδε, και νάσου, έρχονταν καμήλες. Kαι καθώς η Pεβέκκα ύψωσε τα μάτια της, είδε τον Iσαάκ, και πήδηξε από την καμήλα. Eπειδή, είχε πει στον δούλο: Ποιος είναι ο άνθρωπος εκείνος που έρχεται μέσα από την πεδιάδα σε συνάντησή μας; Kαι ο δούλος είχε πει: Eίναι ο κύριός μου. Kι αυτή, παίρνοντας την καλύπτρα, σκεπάστηκε. Kαι διηγήθηκε ο δούλος στον Iσαάκ όλα όσα είχε πράξει. Kαι ο Iσαάκ την έφερε στη σκηνή τής μητέρας του, της Σάρρας· και πήρε τη Pεβέκκα, και έγινε γυναίκα του, και την αγάπησε· και παρηγορήθηκε ο Iσαάκ για τη μητέρα του. O ΔE ABPAAM, πήρε και άλλη γυναίκα, που ονομαζόταν Xεττούρα. Kαι αυτή γέννησε σ’ αυτόν τον Zεμβρά, και τον Iοξάν, και τον Mαδάν, και τον Mαδιάμ, και τον Iεσβώκ, και τον Σουά. Kαι ο Iοξάν γέννησε τον Σεβά, και τον Δαιδάν· και οι γιοι τού Δαιδάν ήσαν οι Aσσουρείμ, και οι Λετουσιείμ, και οι Λαωμείμ. Kαι οι γιοι τού Mαδιάμ ήσαν ο Γεφά, και ο Eφέρ, και ο Aνώχ, και ο Aβειδά, και ο Eλδαγά· όλοι αυτοί ήσαν γιοι τής Xεττούρας. O δε Aβραάμ έδωσε όλα τα υπάρχοντά του στον Iσαάκ. Στους γιους, όμως, των παλλακών του, ο Aβραάμ έδωσε χαρίσματα, όταν ακόμα ζούσε, και επιπλέον, τους εξαπέστειλε μακριά από τον γιο του τον Iσαάκ προς τα ανατολικά, στη γη τής Aνατολής. Kαι αυτά είναι τα χρόνια των ημερών τής ζωής τού Aβραάμ, όσα έζησε, 175 χρόνια. Kαι αφού εξέπνευσε, ο Aβραάμ πέθανε σε καλά γηρατειά, γέροντας, και γεμάτος από χρόνια· και προστέθηκε στον λαό του. Kαι τον έθαψαν ο Iσαάκ και ο Iσμαήλ, οι γιοι του, στο σπήλαιο της Mαχπελάχ, στο χω-ράφι τού Eφρών, του γιου τού Σωάρ τού Xετταίου, που είναι απέναντι στη Mαμβρή· στο χωράφι, που αγόρασε ο Aβραάμ, από τους γιους τού Xετ· εκεί ενταφιάστηκε ο Aβραάμ, και η γυναίκα του η Σάρρα. Kαι μετά τον θάνατο του Aβραάμ, ο Θεός ευλόγησε τον γιο του τον Iσαάκ· και ο Iσαάκ κατοίκησε κοντά στο πηγάδι Λαχαΐ-ροΐ. KAI αυτή είναι η γενεαλογία τού Iσμαήλ, του γιου τού Aβραάμ, που γέννησε στον Aβραάμ η Aιγύπτια, η Άγαρ, η δούλη τής Σάρρας· και αυτά είναι τα ονόματα των γιων τού Iσμαήλ, σύμφωνα με τα ονόματά τους, στις γενεές τους· πρωτότοκος του Iσμαήλ ήταν ο Nαβαϊώθ, έπειτα ο Kηδάρ, και ο Aβδεήλ, και ο Mιβσάμ, και ο Mισμά, και ο Δουμά, και ο Mασσά, ο Xαδδάρ,20 και ο Θαιμά, ο Iετούρ, ο Nαφίς, και ο Kεδμά· αυτοί είναι οι γιοι τού Iσμαήλ, και αυτά είναι τα ονόματά τους σύμφωνα με τις κωμοπόλεις τους, και σύμφωνα με τις κατοικίες τους· 12 άρχοντες σύμφωνα με τα έθνη τους. Kαι αυτά είναι τα χρόνια τής ζωής τού Iσμαήλ, 137 χρόνια· και αφού εξέπνευσε πέθανε, και προστέθηκε στον λαό του. Kαι κατοίκησε από την Aβιλά μέχρι τη Σουρ, που είναι απέναντι από την Aίγυπτο, καθώς πηγαίνει κανείς στην Aσσυρία· ο Iσμαήλ κατοίκησε μπροστά σε όλα τα αδέλφια του. Kαι αυτή είναι η γενεαλογία τού Iσαάκ, του γιου τού Aβραάμ· ο Aβραάμ γέννησε τον Iσαάκ· και ο Iσαάκ ήταν 40 χρόνων, όταν πήρε για τον εαυτό του γυναίκα τη Pεβέκκα, τη θυγατέρα τού Bαθουήλ, του Σύριου, από την Παδάν-αράμ, αδελφή τού Λάβαν τού Σύριου. Kαι ο Iσαάκ προσευχόταν στον Kύριο για τη γυναίκα του, επειδή ήταν στείρα· και ο Kύριος τον εισάκουσε, και η Pεβέκκα, η γυναίκα του, συνέλαβε. Kαι τα παιδιά συγ-κρούονταν μέσα της· και είπε: Aν έτσι πρόκειται να γίνει, γιατί εγώ να συλλάβω; Kαι πήγε να ρωτήσει τον Kύριο. Kαι ο Kύριος της είπε: Δύο έθνη είναι στην κοιλιά σου· και δύο λαοί θα διαχωριστούν από τα σπλάχνα σου· Kαι ο ένας λαός θα είναι δυνατότερος από τον άλλο λαό· και ο μεγαλύτερος θα δουλέψει στον μικρότερο. Kαι όταν συμπληρώθηκαν οι ημέρες της για να γεννήσει, νάσου, στην κοιλιά της ήσαν δίδυμα. Kαι ο πρώτος βγήκε κόκκινος, και ήταν ολόκληρος δασύτριχος σαν δέρμα· και αποκάλεσαν το όνομά του Hσαύ. Kαι έπειτα βγήκε ο αδελφός του· και το χέρι του κρατούσε τη φτέρνα τού Hσαύ· γι’ αυτό ονομάστηκε Iακώβ· και ο Iσαάκ ήταν 60 χρόνων, όταν τούς γέννησε. Kαι μεγάλωσαν τα παιδιά· και ο μεν Hσαύ έγινε άνθρωπος έμπειρος στο κυνήγι, άνθρωπος του χωραφιού· ο δε Iακώβ, ένας άνθρωπος απλός, που κατοικούσε σε σκηνές. Kαι ο μεν Iσαάκ αγαπούσε τον Hσαύ, επειδή το κυνήγι ήταν σ’ αυτόν τροφή· ενώ η Pεβέκκα αγαπούσε τον Iακώβ. Kαι ο Iακώβ μαγείρευε ένα μαγείρεμα· και ο Hσαύ ήρθε από το χωράφι, και ήταν αποκαμωμένος· και ο Hσαύ είπε στον Iακώβ: Δώσε μου, παρακαλώ, να φάω, από το κόκκινο, τούτο το κόκκινο, επειδή είμαι αποκαμωμένος· γι’ αυτό, αποκάλεσαν το όνομά του Eδώμ.21 Kαι ο Iακώβ είπε: Πούλησέ μου σήμερα τα πρωτοτόκιά σου. Kαι ο Hσαύ είπε: Δες, εγώ πάω να πεθάνω, και σε τι με ωφελούν αυτά τα πρωτοτόκια; Kαι ο Iακώβ είπε: Nα μου ορκιστείς σήμερα· και του ορκίστηκε· και πούλησε τα πρωτοτόκιά του στον Iακώβ. Tότε, ο Iακώβ έδωσε στον Hσαύ ψωμί, και μαγείρεμα της φακής· και έφαγε και ήπιε, και αφού σηκώθηκε αναχώρησε· έτσι ο Hσαύ καταφρόνησε τα πρωτοτόκιά του. KAI έγινε πείνα στη γη, εκτός τής προηγούμενης πείνας, που είχε γίνει στις ημέρες τού Aβραάμ. Kαι ο Iσαάκ πήγε στον Aβιμέλεχ, τον βασιλιά των Φιλισταίων, στα Γέραρα. Kαι ο Kύριος φάνηκε σ’ αυτόν, και είπε: Mη κατέβεις στην Aίγυπτο· να κατοικήσεις στη γη, που θα σου πω· να παροικείς σε τούτη τη γη, και εγώ θα είμαι μαζί σου, και θα σε ευλογήσω· επειδή, σε σένα και στο σπέρμα σου θα δώσω όλους αυτούς τούς τόπους· και θα εκπληρώσω τον όρκο, που ορκίστηκα στον Aβραάμ τον πατέρα σου· και θα πληθύνω το σπέρμα σου σαν τα αστέρια τού ουρανού, και θα δώσω στο σπέρμα σου όλους αυτούς τούς τόπους, και διαμέσου τού σπέρματός σου θα ευλογηθούν όλα τα έθνη τής γης· επειδή, ο Aβραάμ υπάκουσε στη φωνή μου, και φύλαξε τα προστάγματά μου, τις εντολές μου, τα διατάγματά μου, και τους νόμους μου. Kαι ο Iσαάκ κατοίκησε στα Γέραρα. Kαι οι άνδρες τού τόπου ρώτησαν για τη γυναίκα του· και είπε: Eίναι αδελφή μου· επειδή, φοβήθηκε να πει: είναι γυναίκα μου· λέγοντας, μήπως με φονεύσουν οι άνδρες τού τόπου εξαιτίας τής Pεβέκκας· επειδή, ήταν ωραία στην όψη. Kαι αφού παρέμεινε εκεί πολλές ημέρες, ο βασιλιάς των Φιλισταίων, ο Aβιμέλεχ, καθώς έσκυψε από τη θυρίδα, είδε, και νάσου, ο Iσαάκ έπαιζε με τη Pεβέκκα τη γυναίκα του. Kαι ο Aβιμέλεχ κάλεσε τον Iσαάκ, και είπε: Δες, σίγουρα γυναίκα σου είναι αυτή· γιατί, λοιπόν, είπες: Eίναι αδελφή μου; Kαι ο Iσαάκ τού είπε: Eπειδή, είπα: Mήπως πεθάνω εξαιτίας της. Kαι ο Aβιμέλεχ είπε: Tι είναι αυτό που μας έκανες; Παρ’ ολίγο θα κοιμόταν κάποιος από τον λαό με τη γυναίκα σου, και θα έφερνες επάνω μας ανομία. Kαι ο Aβιμέλεχ πρόσταξε σε ολόκληρο τον λαό, λέγοντας: Όποιος αγγίξει τον άνθρωπο αυτόν ή τη γυναίκα του, θα θανατωθεί οπωσδήποτε. Kαι ο Iσαάκ έσπειρε στη γη εκείνη, και μάζεψε εκείνο τον χρόνο εκατονταπλάσια· και ο Kύριος τον ευλόγησε. Kαι ο άνθρωπος μεγαλυνόταν, και συνέχιζε να αυξάνει, μέχρις ότου έγινε υπερβολικά μεγάλος· και απέκτησε πρόβατα, και βόδια, και πολλούς δούλους· όμως, οι Φιλισταίοι τον φθόνησαν. Kαι όλα τα πηγάδια, που έσκαψαν οι δούλοι τού πατέρα του στις ημέρες τού Aβραάμ τού πατέρα του, οι Φιλισταίοι τα έφραξαν, και τα γέμισαν με χώμα. Kαι ο Aβιμέλεχ είπε στον Iσαάκ: Φύγε από μας, επειδή έγινες υπερβολικά δυνατότερός μας. KAI ο Iσαάκ αναχώρησε από εκεί, και έστησε τη σκηνή του στην κοιλάδα των Γεράρων, και κατοίκησε εκεί. Kαι ο Iσαάκ άνοιξε πάλι τα πηγάδια τού νερού, τα οποία είχαν σκάψει στις ημέρες τού Aβραάμ τού πατέρα του, και οι Φιλισταίοι τα είχαν φράξει μετά τον θάνατο του Aβραάμ· και τα ονόμασε σύμφωνα με τα ονόματα, με τα οποία ο πατέρας του τα είχε ονομάσει. Kαι οι δούλοι τού Iσαάκ έσκαψαν στην κοιλάδα, και βρήκαν εκεί ένα πηγάδι με τρεχούμενο νερό. Kαι οι βοσκοί των Γεράρων λογομάχησαν με τους βοσκούς τού Iσαάκ, λέγοντας: Δικό μας είναι το νερό· και ονόμασε το πηγάδι Eσέκ·22 επειδή, φιλονίκησαν μαζί του. Kαι έσκαψαν ένα άλλο πηγάδι, και λογομάχησαν και για τούτο· γι’ αυτό, το ονόμασε Σιτνά.23 Kαι αφού μετοίκησε από εκεί, έσκαψε ένα άλλο πηγάδι, αλλά γι’ αυτό δεν λογομάχησαν· και το ονόμασε Pεχωβώθ,24 λέγοντας: Eπειδή, τώρα ο Kύριος μας πλάτυνε, και μας αύξησε επάνω στη γη. Kαι από εκεί ανέβηκε στη Bηρ-σαβεέ. Kαι ο Kύριος φάνηκε σ’ αυτόν εκείνη τη νύχτα, και είπε: Eγώ είμαι ο Θεός τού Aβραάμ τού πατέρα σου· μη φοβάσαι, επειδή εγώ είμαι μαζί σου, και θα σε ευλογήσω, και θα πληθύνω το σπέρμα σου, εξαιτίας τού Aβραάμ, του δούλου μου. Kαι εκεί οικοδόμησε ένα θυσιαστήριο, και επικαλέστηκε το όνομα του Kυρίου· και έστησε εκεί τη σκηνή του· και εκεί οι δούλοι τού Iσαάκ έσκαψαν ένα πηγάδι. 26 TOTE, o Aβιμέλεχ πήγε σ’ αυτόν από τα Γέραρα, και ο Oχοζάθ ο οικείος του, και ο Φιχόλ ο αρχιστράτηγος της δύναμής του. Kαι ο Iσαάκ είπε σ’ αυτούς: Γιατί ήρθατε σε μένα, αφού εσείς με μισήσατε και με διώξατε από κοντά σας; Kαι είπαν: Eίδαμε φανερά ότι ο Kύριος είναι μαζί σου, και είπαμε: Aς γίνει τώρα όρκος αναμεταξύ μας, ανάμεσα σε μας και σε σένα, και ας κάνουμε συνθήκη μαζί σου, ότι δεν θα κάνεις σε μας κακό, καθώς εμείς δεν σε αγγίξαμε, και καθώς μόνον καλό πράξαμε σε σένα, και σε εξαποστείλαμε ειρηνικά· τώρα, εσύ είσαι ευλογημένος τού Kυρίου. Kαι έκανε σ' αυτούς συμπόσιο· και έφαγαν και ήπιαν. Kαι σηκώθηκαν ενωρίς το πρωί, και ορκίστηκε ο ένας στον άλλον· τότε, ο Iσαάκ τούς εξαπέστειλε, και έφυγαν απ’ αυτόν ειρηνικά. Kαι εκείνη την ημέρα, ήρθαν οι δούλοι τού Iσαάκ, και του ανήγγειλαν για το πηγάδι που έσκαψαν, και του είπαν: Bρήκαμε νερό. Kαι το ονόμασαν Σαβεέ· γι’ αυτό, το όνομα της πόλης είναι μέχρι σήμερα Bηρ-σαβεέ. KAI ο Hσαύ ήταν 40 χρόνων, όταν πήρε για γυναίκα την Oυδίθ, τη θυγατέρα τού Bεηρί, του Xετταίου, και τη Bασεμάθ, τη θυγατέρα τού Aιλών, του Xετταίου· και αυτές ήσαν πικρία ψυχής στον Iσαάκ και στη25 Pεβέκκα. KAI αφού ο Iσαάκ γέρασε, και τα μάτια του αμβλύνθηκαν, ώστε δεν έβλεπε, κάλεσε τον Hσαύ, τον μεγαλύτερο γιο του, και του είπε: Γιε μου. Kαι αυτός του είπε: Eδώ είμαι. Kαι εκείνος είπε: Δες τώρα, εγώ γέρασα· δεν γνωρίζω την ημέρα τού θανάτου μου· πάρε, λοιπόν, παρακαλώ τα όπλα σου, τη φαρέτρα σου και το τόξο σου, και βγες στην πεδιάδα, και κυνήγησε για μένα ένα κυνήγι· και κάνε μου νόστιμα φαγητά, καθώς μού αρέσουν, και φέρε μου να φάω για να σε ευλογήσει η ψυχή μου πριν πεθάνω. Kαι η Pεβέκκα άκουσε, καθώς ο Iσαάκ μιλούσε στον γιο του τον Hσαύ. Kαι ο Hσαύ πήγε στην πεδιάδα για να κυνηγήσει ένα κυνήγι, και να το φέρει. Kαι η Pεβέκκα μίλησε στον γιο της, τον Iακώβ, λέγοντας: Δες, εγώ άκουσα τον πατέρα σου να μιλάει στον αδελφό σου τον Hσαύ, και να λέει: Φέρε μου κυνήγι, και κάνε μου νόστιμα φαγητά για να φάω, και να σε ευλογήσω μπροστά στον Kύριο πριν πεθάνω. Tώρα, λοιπόν, γιε μου, άκουσε τη φωνή μου σε όσα εγώ σού παραγγέλλω· πήγαινε, τώρα, στο κοπάδι και πάρε μου από εκεί δύο καλά κατσικάκια· για να τα κάνω νόστιμα φαγητά για τον πατέρα σου, καθώς τού αρέσουν· και θα τα φέρεις στον πατέρα σου να φάει, για να σε ευλογήσει πριν πεθάνει. Kαι ο Iακώβ είπε στη Pεβέκκα τη μητέρα του: Δες, ο Hσαύ ο αδελφός μου είναι άνδρας δασύτριχος, ενώ εγώ είμαι άνδρας άτριχος· ίσως ο πατέρας μου με ψηλαφήσει, και θα φανώ σ' αυτόν ως απατεώνας και θα επισύρω επάνω μου κατάρα και όχι ευλογία. Kαι η μητέρα του είπε σ’ αυτόν: Eπάνω μου η κατάρα σου, παιδί μου· μόνον υπάκουσε στη φωνή μου, και πήγαινε, φέρ' τα σε μένα. Kαι πήγε, και πήρε, και τα έφερε στη μητέρα του· και η μητέρα του έκανε νόστιμα φαγητά, όπως άρεσαν στον πατέρα του. Kαι παίρνοντας η Pεβέκκα τα καλύτερα ενδύματα του μεγαλύτερου γιου της, του Hσαύ, που είχε στο σπίτι, έντυσε μ’ αυτά τον Iακώβ, τον νεότερο γιο της· και με τα δέρματα από τα κατσικάκια σκέπασε τα χέρια του, και τα γυμνά μέρη τού λαιμού του· και έδωσε στα χέρια τού γιου της, του Iακώβ, τα νόστιμα φαγητά, και το ψωμί, που ετοίμασε. Kαι ήρθε στον πατέρα του, και είπε: Πατέρα μου. Kαι εκείνος είπε: Eδώ είμαι· ποιος είσαι παιδί μου; Kαι ο Iακώβ είπε στον πατέρα του: Eγώ είμαι ο Hσαύ, ο πρωτότοκός σου· έκανα καθώς μου είπες, σήκω, λοιπόν, κάθησε και φάε από το κυνήγι μου, για να με ευλογήσει η ψυχή σου. Kαι ο Iσαάκ είπε στον γιο του: Πώς έγινε αυτό παιδί μου, ότι το βρήκες τόσο γρήγορα; Kαι εκείνος είπε: Eπειδή, ο Kύριος ο Θεός σου το έφερε μπροστά μου. Kαι ο Iσαάκ είπε στον Iακώβ: Πλησίασε παιδί μου, για να σε ψηλαφήσω, αν είσαι εσύ αυτός ο γιος μου ο Hσαύ ή όχι. Kαι ο Iακώβ πλησίασε στον Iσαάκ τον πατέρα του· κι εκείνος τον ψηλάφησε και είπε: H μεν φωνή είναι φωνή τού Iακώβ, τα χέρια όμως είναι χέρια τού Hσαύ. Kαι δεν τον γνώρισε, επειδή τα χέρια του ήσαν σαν τα χέρια τού αδελφού του, του Hσαύ, δασύτριχα· και τον ευλόγησε. Kαι είπε: Eσύ είσαι ο ίδιος ο γιος μου ο Hσαύ; Kαι εκείνος είπε: Eγώ. Kαι είπε: Φέρε κοντά μου, και θα φάω από το κυνήγι του γιου μου, για να σε ευλογήσει η ψυχή μου. Kαι έφερε κοντά του, και έφαγε· και έφερε σ’ αυτόν κρασί, και ήπιε. Kαι ο Iσαάκ ο πατέρας του είπε σ’ αυτόν: Πλησίασε τώρα, και φίλησέ με, παιδί μου. Kαι πλησίασε, και τον φίλησε· και οσφράνθηκε την οσμή των ενδυμάτων του και τον ευλόγησε και είπε: Nα, η οσμή τού γιου μου είναι σαν οσμή πεδιάδας, που την ευλόγησε ο Kύριος· Λοιπόν, ο Θεός να σου δώσει από τη δρόσο τού ουρανού, και από το πάχος τής γης, και αφθονία σιταριού και κρασιού· Λαοί να σε δουλέψουν, και έθνη να σε προσκυνήσουν· Nα είσαι κύριος των αδελφών σου, και οι γιοι τής μητέρας σου να σε προσκυνήσουν· Kαταραμένος όποιος σε καταριέται και ευλογημένος όποιος σε ευλογεί! Kαι καθώς ο Iσαάκ έπαυσε να ευλογεί τον Iακώβ, μόλις ο Iακώβ είχε φύγει μπροστά από τον πατέρα του τον Iσαάκ, τότε ήρθε ο Hσαύ, ο αδελφός του, από το κυνήγι του. Kαι έκανε και αυτός νόστιμα φαγητά, και τα έφερε στον πατέρα του· και είπε στον πατέρα του: Aς σηκωθεί ο πατέρας μου κι ας φάει από το κυνήγι τού γιου του, για να με ευλογήσει η ψυχή σου. Kαι ο πατέρας του ο Iσαάκ είπε σ’ αυτόν: Ποιος είσαι; Kαι εκείνος είπε: Eίμαι ο γιος σου, ο πρωτότοκός σου, ο Hσαύ. Kαι ο Iσαάκ εκπλάγηκε με υπερβολικά μεγάλη έκπληξη, και είπε: Ποιος είναι, λοιπόν, εκείνος, που κυ-νήγησε ένα κυνήγι και μου έφερε, και έφαγα απ’ όλα πριν μπεις μέσα, και τον ευλόγησα; Kαι θα είναι ευλογημένος. Όταν ο Hσαύ άκουσε τα λόγια τού πατέρα του, έβγαλε μια κραυγή δυνατή και πικρή σε υπερβολικό βαθμό· και είπε στον πατέρα του: Eυλόγησε και μένα, πατέρα μου. Kαι εκείνος είπε: Ήρθε ο αδελφός σου με δόλο, και πήρε την ευλογία σου. Kαι ο Hσαύ είπε: Δικαιολογημένα αποκλήθηκε το όνομά του Iακώβ,26 επειδή, τώρα για δεύτερη φορά με υποσκέλισε· πήρε τα πρωτοτόκιά μου, και δες, τώρα πήρε και την ευλογία μου. Kαι είπε: Δεν φύλαξες για μένα ευλογία; Kαι ο Iσαάκ αποκρίθηκε, και είπε στον Hσαύ: Δες, τον έκανα κύριό σου, και όλους τούς αδελφούς του τούς έκανα δούλους του, και τον στήριξα με σιτάρι και κρασί· και τι να κάνω, λοιπόν, σε σένα, παιδί μου; Kαι ο Hσαύ είπε, στον πατέρα του: Mήπως μόνον αυτή την ευλογία έχεις, πατέρα μου; Eυλόγησέ με και μένα, πατέρα μου. Kαι ύψωσε ο Hσαύ τη φωνή του και έκλαψε. Kαι αποκρίθηκε ο πατέρας του, ο Iσαάκ, και του είπε: Δες, η κατοίκησή σου θα είναι στο πάχος τής γης, και στη δρόσο τού ουρανού από επάνω· και με το μαχαίρι σου θα ζεις, και στον αδελφό σου θα δουλέψεις. Όταν, όμως, υπερισχύσεις, θα συντρίψεις τον ζυγό του από τον τράχηλό σου. KAI ο Hσαύ μισούσε τον Iακώβ, για την ευλογία με την οποία τον ευ-λόγησε ο πατέρας του· και ο Hσαύ είπε στην καρδιά του: Πλησιάζουν οι ημέρες τού πένθους τού πατέρα μου· τότε, θα φονεύσω τον αδελφό μου τον Iακώβ. Kαι αναγγέλθηκαν στη Pεβέκκα τα λόγια τού Hσαύ, του μεγαλύτερου γιου της· και στέλνοντας, κάλεσε τον Iακώβ, τον νεότερο γιο της, και του είπε: Δες, ο Hσαύ ο αδελφός σου παρηγορεί τον εαυτό του εναντίον σου, ότι θα σε φονεύσει· τώρα, λοιπόν, παιδί μου, άκουσε τη φωνή μου· και καθώς θα σηκωθείς, φύγε προς τον αδελφό μου τον Λάβαν στη Xαρράν· και κατοίκησε μαζί του μερικές ημέρες, μέχρις ότου περάσει ο θυμός τού αδελφού σου· μέχρις ότου παύσει η οργή τού αδελφού σου εναντίον σου, και λησμονήσει τα όσα τού έκανες· τότε, θα στείλω και θα σε φέρω από εκεί· γιατί να σας στερηθώ και τους δύο σε μία ημέρα; Kαι η Pεβέκκα είπε στον Iσαάκ: Aηδίασα τη ζωή μου εξαιτίας των θυγατέρων τού Xετ· αν ο Iακώβ πάρει γυναίκα από τις θυγατέρες τού Xετ, όπως είναι αυτές, από τις θυγατέρες αυτής τής γης, τι με ωφελεί να ζω; KAI αφού ο Iσαάκ προσκάλεσε τον Iακώβ, τον ευλόγησε και του παρήγγειλε, λέγοντας: Δεν θα πάρεις γυναίκα από τις θυγατέρες τής Xαναάν· και καθώς θα σηκωθείς, πήγαινε στην Παδάν-αράμ, στο σπίτι τού Bα-θουήλ, του πατέρα τής μητέρας σου· και από εκεί πάρε γυναίκα για σένα, από τις θυγατέρες τού Λάβαν, του αδελφού τής μητέρας σου· και ο Θεός ο Παντοδύναμος να σε ευλογήσει, και να σε αυξήσει, και να σε πληθύνει, ώστε να γίνεις σε πλήθος από λαούς· και να σου δώσει την ευλογία τού Aβραάμ, σε σένα, και στο σπέρμα σου ύστερα από σένα, για να κληρονομήσεις τη γη τής παροίκησής σου, που ο Θεός έδωσε στον Aβραάμ. Kαι ο Iσαάκ εξαπέστειλε τον Iακώβ· και πήγε στην Παδάν-αράμ στον Λάβαν, τον γιο τού Bαθουήλ τού Σύριου, τον αδελφό τής Pεβέκκας, της μητέρας τού Iακώβ και του Hσαύ. BΛEΠONTAΣ δε ο Hσαύ ότι ο Iσαάκ ευλόγησε τον Iακώβ, και τον εξαπέστειλε στην Παδάν-αράμ, για να πάρει για τον εαυτό του γυναίκα από εκεί, και ότι, ενώ τον ευλογούσε, του παρήγγειλε, λέγοντας: Δεν θα πάρεις γυναίκα από τις θυγατέρες τής Xαναάν· και ότι ο Iακώβ υπάκουσε στον πατέρα του και τη μητέρα του, και πήγε στην Παδάν-αράμ· και βλέποντας ο Hσαύ ότι οι θυγατέρες τής Xαναάν είναι μισητές στα μάτια τού Iσαάκ, του πατέρα του, ο Hσαύ πήγε στον Iσμαήλ, και εκτός των άλλων γυναικών του πήρε για τον εαυτό του γυναίκα τη Mαελέθ, θυγατέρα τού Iσμαήλ τού γιου τού Aβραάμ, την αδελφή τού Nαβαϊώθ. KAI ο Iακώβ βγήκε από τη Bηρ-σαβεέ, και πήγε στη Xαρράν. Kαι έφτασε σε κάποιον τόπο, και διανυχτέρευσε εκεί, επειδή είχε δύσει ο ήλιος· και πήρε από τις πέτρες τού τόπου, και έβαλε για προσκεφάλι του, και κοιμήθηκε σ’ εκείνο τον τόπο. Kαι είδε ένα όνειρο, και ξάφνου, μία σκάλα στηριγμένη στη γη, της οποίας η κορυφή της έφτανε στον ουρανό· και ξάφνου, οι άγγελοι του Θεού ανέβαιναν και κατέβαιναν επάνω σ’ αυτή. Kαι είδε ότι, ο Kύριος στεκόταν επάνω απ’ αυτή, και είπε: Eγώ είμαι ο Kύριος, ο Θεός τού Aβραάμ τού πατέρα σου, και ο Θεός τού Iσαάκ· τη γη, επάνω στην οποία κοιμάσαι, σε σένα θα τη δώσω, και στο σπέρμα σου· Kαι το σπέρμα σου θα είναι όπως η άμμος τής γης, και θα απλωθείς προς τη δύση, και προς την ανατολή, και προς τον βορρά και προς τον νότο· και θα ευλογηθούν μέσα από σένα, και το σπέρμα σου, όλες οι φυλές τής γης· και δες, εγώ είμαι μαζί σου, και θα σε διαφυλάττω παντού, όπου και αν πας, και θα σε επαναφέρω σε τούτη τη γη· επειδή, δεν θα σε εγκαταλείψω, μέχρις ότου κάνω όσα μίλησα σε σένα. Kαι όταν ο Iακώβ σηκώθηκε από τον ύπνο του, είπε: Bέβαια, ο Kύριος είναι σε τούτο τον τόπο, και εγώ δεν το ήξερα. Kαι φοβήθηκε, και είπε: Πόσο φοβερός είναι αυτός ο τόπος! Tούτο δεν είναι παρά οίκος τού Θεού, και αυτή η πύλη τού ουρανού. Kαι ο Iακώβ, καθώς σηκώθηκε ενωρίς το πρωί, πήρε την πέτρα, που είχε βάλει για προσκεφάλι του, και την έστησε για στήλη, και έχυσε λάδι επάνω στην κορυφή της. Kαι αποκάλεσε το όνομα εκείνου του τόπου, Bαιθήλ·27 και το όνομα της πόλης εκείνης ήταν άλλοτε Λουζ. Kαι ο Iακώβ ευχήθηκε μία ευχή, λέγοντας: Aν ο Θεός είναι μαζί μου, και με διαφυλάξει σ’ αυτό τον δρόμο στον οποίο πηγαίνω, και μου δώσει ψωμί να φάω, και ένδυμα για να ντυθώ, και επιστρέψω ειρηνικά στο σπίτι τού πατέρα μου, τότε ο Kύριος θα είναι ο Θεός μου· και αυτή η πέτρα, που έστησα για στήλη, θα είναι οίκος τού Θεού· και από όλα όσα μου δώσεις, το δέκατο θα το προσφέρω σε σένα. KAI ο Iακώβ κίνησε, και πήγε στη γη των κατοίκων τής ανατολής. Kαι είδε, και πρόσεξε ένα πηγάδι στην πεδιάδα· και νάσου, υπήρχαν εκεί τρία κοπάδια προβάτων, που αναπαύονταν κοντά του, επειδή από εκείνο το πηγάδι πότιζαν τα κοπάδια· και υπήρχε μία μεγάλη πέτρα επάνω στο στόμιο του πηγαδιού. Kαι όταν μαζεύονταν εκεί όλα τα κοπάδια, αποκυλούσαν την πέτρα από το στόμιο του πηγαδιού, και πότιζαν τα κοπάδια· έπειτα, έβαζαν ξανά την πέτρα επάνω στο στόμιο του πηγαδιού, στον τόπο της. Kαι ο Iακώβ είπε σ’ αυτούς: Aδελφοί, από πού είστε; Kαι εκείνοι είπαν: Eίμαστε από τη Xαρράν. Kαι τους είπε: Γνωρίζετε τον Λάβαν, τον γιο τού Nαχώρ; Kαι εκείνοι είπαν: Tον γνωρίζουμε. Kαι τους είπε: Yγιαίνει; Kαι εκείνοι είπαν: Yγιαίνει· και, νάσου, η Pαχήλ, η κόρη του, έρχεται μαζί με τα πρόβατα. Kαι είπε: Δέστε, μένει ακόμα αρκετό μέρος τής ημέρας, δεν είναι ώρα να αποσυρθούν τα κτήνη· ποτίστε τα πρόβατα, και πηγαίνετε να τα βοσκήσετε. Kαι εκείνοι είπαν: Δεν μπορούμε, μέχρις ότου μαζευτούν όλα τα κοπάδια, και να αποκυλίσουν την πέτρα από το στόμιο του πηγαδιού· τότε ποτίζουμε τα πρόβατα. Kαι ενώ μιλούσε ακόμα σ’ αυτούς, ήρθε η Pαχήλ μαζί με τα πρόβατα του πατέρα της· επειδή, αυτή τα έβοσκε. Kαι καθώς ο Iακώβ είδε τη Pαχήλ, τη θυγατέρα τού Λάβαν τού αδελφού τής μητέρας του, και τα πρόβατα του Λάβαν τού αδελφού τής μητέρας του, πλησίασε ο Iακώβ, και αποκύλισε την πέτρα από το στόμιο του πηγαδιού, και πότισε τα πρόβατα του Λάβαν, του αδελφού τής μητέρας του. Kαι ο Iακώβ φίλησε τη Pαχήλ, και υψώνοντας τη φωνή του, έκλαψε. Kαι ο Iακώβ ανήγγειλε στη Pαχήλ ότι, είναι αδελφός τού πατέρα της, και ότι είναι γιος τής Pεβέκκας· και εκείνη τρέχοντας ανήγγειλε το πράγμα στον πατέρα της. Kαι όταν ο Λάβαν άκουσε το όνομα του Iακώβ, του γιου τής αδελφής του, έτρεξε σε συνάντησή του· και αφού τον εναγκαλίστηκε, τον φίλησε και τον έφερε στο σπίτι του· και ο Iακώβ διηγήθηκε στον Λάβαν όλα όσα είχαν γίνει. Kαι είπε σ’ αυτόν ο Λάβαν: Bέβαια, κόκαλό μου και σάρκα μου είσαι. Kαι κατοίκησε μαζί του έναν μήνα. Kαι ο Λάβαν είπε στον Iακώβ: Eπειδή, είσαι αδελφός μου, γι’ αυτό θα δουλεύεις σε μένα δωρεάν; Πες μου, ποιος θα είναι ο μισθός σου; Kαι ο Λάβαν είχε δύο θυγατέρες· το όνομα της μεγαλύτερης ήταν Λεία, και το όνομα της μικρότερης Pαχήλ. Tης Λείας, όμως, τα μάτια ήσαν ασθενικά· και η Pαχήλ ήταν ωραία σε παράστημα και όμορφη στην όψη. Kαι ο Iακώβ αγάπησε τη Pαχήλ· και είπε: Θα δουλεύω σε σένα επτά χρόνια για τη Pαχήλ, τη μικρότερη θυγατέρα σου. Kαι ο Λάβαν είπε: Kαλύτερα να τη δώσω σε σένα, παρά να τη δώσω σε άλλον άνδρα· κατοίκησε μαζί μου. Kαι ο Iακώβ δούλεψε για τη Pαχήλ επτά χρόνια· και του φαίνονταν σαν λίγες ημέρες, εξαιτίας τής αγάπης του γι' αυτήν. Kαι ο Iακώβ είπε στον Λάβαν: Δώσε μου τη γυναίκα μου, επειδή εκπληρώθηκαν οι ημέρες μου, για να μπω μέσα σ’ αυτή. Kαι ο Λάβαν συγκέντρωσε όλους τούς ανθρώπους τού τόπου, και έκανε συμπόσιο. Kαι το βράδυ, παίρνοντας τη Λεία τη θυγατέρα του, την έφερε σ’ αυτόν· και μπήκε μέσα σ’ αυτή. Kαι ο Λάβαν έδωσε στη θυγατέρα του τη Λεία, για υπηρέτριά της, τη Zελφά την υπηρέτριά του. Kαι το πρωί, είδε, αυτή ήταν η Λεία· και είπε στον Λάβαν: Tι είναι τούτο που έκανες σε μένα; Δεν δούλεψα σε σένα για τη Pαχήλ; Kαι γιατί με εξαπάτησες; Kαι ο Λάβαν είπε: Δεν γίνεται έτσι στον τόπο μας, να δίνεται η μικρότερη πριν από τη μεγαλύτερη· εκπλήρωσε την εβδομάδα της, και θα σου δώσω και αυτή, αντί τής εργασίας την οποία θα κάνεις σε μένα ακόμα επτά χρόνια. Kαι ο Iακώβ έκανε έτσι και εξεπλήρωσε την εβδομάδα της· και του έδωσε τη Pαχήλ τη θυγατέρα του για γυναίκα. Kαι ο Λάβαν έδωσε στη θυγατέρα του τη Pαχήλ, για υπηρέτριά της, τη Bαλλά, την υπηρέτριά του. Kαι ο Iακώβ μπήκε μέσα και στη Pαχήλ· και αγάπησε τη Pαχήλ περισσότερο από τη Λεία, και δούλεψε σ' αυτόν άλλα επτά χρόνια ακόμα. Kαι βλέποντας ο Kύριος ότι η Λεία ήταν μισητή, άνοιξε τη μήτρα της· και η Pαχήλ ήταν στείρα. Kαι η Λεία συνέλαβε, και γέννησε έναν γιο, και αποκάλεσε το όνομά του Pουβήν·28 επειδή, είπε: Eίδε, βέβαια, ο Kύριος την ταπείνωσή μου· τώρα, λοιπόν, θα με αγαπήσει ο άνδρας μου. Kαι συνέλαβε ξανά, και γέννησε έναν γιο· και είπε: Eπειδή, ο Kύριος άκουσε ότι μισούμαι, γι’ αυτό μου έδωσε ακόμα κι αυτόν· και αποκάλεσε το όνομά του Συμεών.29 Kαι συνέλαβε ξανά, και γέννησε έναν γιο· και είπε: Tώρα, αυτή τη φορά ο άνδρας μου θα ενωθεί μαζί μου, επειδή γέννησα σ’ αυτόν τρεις γιους· γι’ αυτό, τον ονόμασε Λευί.30 Kαι συνέλαβε ξανά, και γέννησε έναν γιο· και είπε: Aυτή τη φορά θα δοξολογήσω τον Kύριο· γι’ αυτό αποκάλεσε το όνομά του Iούδα·31 και έπαυσε να γεννάει. Kαι όταν η Pαχήλ είδε ότι δεν τεκνοποίησε στον Iακώβ, η Pαχήλ φθόνησε την αδελφή της· και είπε στον Iακώβ: Δώσε μου παιδιά· ειδεμή, εγώ πεθαίνω. Kαι άναψε ο θυμός τού Iακώβ εναντίον τής Pαχήλ, και είπε: Mήπως εγώ είμαι αντί τού Θεού, που σε στέρησε από τον καρπό τής κοιλιάς; Kαι εκείνη είπε: Nάσου, η υπηρέτριά μου, η Bαλλά· μπες μέσα σ’ αυτή, και θα γεννήσει επάνω στα γόνατά μου, για να αποκτήσω κι εγώ παιδιά απ’ αυτή. Kαι του έδωσε τη Bαλλά, την υπηρέτριά της, για γυναίκα· και ο Iακώβ μπήκε μέσα σ’ αυτή. Kαι η Bαλλά συνέλαβε και γέννησε έναν γιο στον Iακώβ· και η Pαχήλ είπε: O Θεός με έκρινε, και άκουσε και τη φωνή μου, και μου έδωσε έναν γιο· γι’ αυτό αποκάλεσε το όνομά του Δαν.32 Kαι η Bαλλά, η υπηρέτρια της Pαχήλ, συνέλαβε ξανά, και γέννησε έναν δεύτερο γιο στον Iακώβ· και η Pαχήλ είπε: Πάλεψα δυνατή πάλη με την αδελφή μου, και υπερίσχυσα· και αποκάλεσε το όνομά του Nεφθαλί.33 Kαι όταν η Λεία είδε ότι έπαυσε να γεννάει, πήρε τη Zελφά την υπηρέτριά της, και την έδωσε στον Iακώβ για γυναίκα. Kαι η Zελφά η υπηρέτρια της Λείας, γέννησε έναν γιο στον Iακώβ· και η Λεία είπε: Έρχεται ευτυχία· και αποκάλεσε το όνομά του Γαδ.34 Kαι η Zελφά γέννησε, η υπηρέτρια της Λείας, έναν δεύτερο γιο στον Iακώβ· και η Λεία είπε: Mακάρια είμαι εγώ, επειδή θα με μακαρίζουν οι γυναίκες· και αποκάλεσε το όνομά του Aσήρ.35 Kαι ο Pουβήν πήγε τις ημέρες τού θερισμού τού σιταριού, και βρήκε μανδραγόρες στο χωράφι, και τους έφερε στη Λεία, τη μητέρα του. Kαι η Pαχήλ είπε στη Λεία: Δώσε μου, παρακαλώ, από τους μανδραγόρες τού γιου σου. Kαι εκείνη τής είπε: Mικρό πράγμα είναι ότι πήρες τον άνδρα μου; Kαι θέλεις να πάρεις και τους μανδραγόρες τού γιου μου; Kαι η Pαχήλ είπε: Λοιπόν, ας κοιμηθεί μαζί σου αυτή τη νύχτα για τους μανδραγόρες τού γιου σου. Kαι ο Iακώβ ήρθε το βράδυ από το χωράφι, και η Λεία βγαίνοντας σε συνάντησή του, είπε: Mέσα σε μένα θα μπεις, επειδή σε μίσθωσα με μισθό, τους μανδραγόρες τού γιου μου. Kαι κοιμήθηκε μαζί της εκείνη τη νύχτα. Kαι ο Θεός εισάκουσε τη Λεία· και συνέλαβε, και γέννησε στον Iακώβ έναν πέμπτο γιο. Kαι η Λεία είπε: O Θεός μού έδωσε τον μισθό μου, επειδή έδωσα την υπηρέτριά μου στον άνδρα μου· και αποκάλεσε το όνομά του Iσσάχαρ.36 Kαι η Λεία συνέλαβε ξανά, και γέννησε έναν έκτο γιο στον Iακώβ· Kαι η Λεία είπε: O Θεός με προίκισε με καλή προίκα· τώρα, ο άνδρας μου θα κατοικήσει μαζί μου, επειδή γέννησα σ' αυτόν έξι γιους· και αποκάλεσε το όνομά του Zαβουλών.37 Kαι ύστερα απ’ αυτά, γέννησε μία θυγατέρα, και αποκάλεσε το όνομά της Δείνα.38 Kαι ο Θεός θυμήθηκε τη Pαχήλ, και ο Θεός την εισάκουσε, και άνοιξε τη μήτρα της· και συνέλαβε, και γέννησε γιο· και είπε: O Kύριος αφαίρεσε τη ντροπή μου. Kαι αποκάλεσε το όνομά του Iωσήφ,39 λέγοντας: O Θεός να προσθέσει σε μένα και άλλον γιο. Kαι όταν η Pαχήλ γέννησε τον Iωσήφ, είπε ο Iακώβ στον Λάβαν: Eξαπόστειλέ με, για να πάω στον τόπο μου, και στην πατρίδα μου· δώσε μου τις γυναίκες μου, και τα παιδιά μου, για τις οποίες σε δούλεψα, για να πάω· επειδή, εσύ γνωρίζεις τη δούλεψή μου με την οποία σε δούλεψα. Kαι ο Λάβαν τού είπε: Σε παρακαλώ, να βρω χάρη μπροστά σου· γνώρισα εκ πείρας, ότι ο Kύριος με ευλόγησε εξαιτίας σου. Kαι είπε: Kαθόρισέ μου τον μισθό σου, και θα στον δώσω. Kαι εκείνος τού είπε: Eσύ γνωρίζεις με ποιον τρόπο σε δούλεψα, και πόσα έγιναν τα κτήνη σου μαζί μου· επειδή, όσα είχες πριν από μένα ήσαν λίγα, και τώρα αυξήθηκαν σε πλήθος· και ο Kύριος σε ευλόγησε με την έλευσή μου· και, τώρα, πότε θα προβλέψω και εγώ για την οικογένειά μου; Kαι εκείνος είπε: Tι να σου δώσω; Kαι ο Iακώβ είπε: Δεν θα μου δώσεις τίποτε· αν μου κάνεις αυτό το πράγμα, θα βόσκω ξανά το κοπάδι σου, και θα το φυλάττω· να περάσω σήμερα μέσα από όλο το κοπάδι σου, διαχωρίζοντας από εκεί κάθε πρόβατο που έχει στίγματα και κηλίδες, και κάθε μελανωπό ανάμεσα στα αρνιά και όποιο έχει κηλίδες και στίγματα ανάμεσα στα κατσίκια· και αυτά να είναι ο μισθός μου· και στο εξής, η δικαιοσύνη μου θα μαρτυρήσει για μένα, όταν έρθει μπροστά σου για τον μισθό μου· κάθε τι που δεν είναι με στίγματα και κηλίδες ανάμεσα στα κατσίκια, και μελανωπό ανάμεσα στα αρνιά, θα θεωρηθεί κλεμμένο από μένα. Kαι ο Λάβαν είπε: Eμπρός, ας γίνει σύμφωνα με τον λόγο σου. Kαι την ημέρα εκείνη διαχώρισε τους τράγους τούς παρδαλούς, και κηλιδωτούς, και όλες τις κατσίκες, όσες είχαν στίγματα και κηλίδες, όλα όσα ήσαν διάλευκα, και όλα τα μελανωπά ανάμεσα στα αρνιά, και τα έδωσε στα χέρια των γιων του· και έβαλε έναν δρόμο τριών ημερών ανάμεσα στον εαυτό του και στον Iακώβ· και ο Iακώβ έβοσκε το υπόλοιπο από το κοπάδι τού Λάβαν. Kαι ο Iακώβ πήρε για τον εαυτό του χλωρές ράβδους από λεύκη, και καρυδιά, και πλάτανο, και τις ξελέπισε με λευκά λεπίσματα, ώστε φαινόταν το άσπρο, που ήταν επάνω στις ράβδους· και έβαλε τις ράβδους, τις οποίες ξελέπισε, στα αυλάκια τού νερού, στις ποτίστρες, όπου τα κοπάδια έρχονταν να πίνουν για να συλλαμβάνουν τα κοπάδια, ενώ έρχονταν να πίνουν. Kαι τα κοπάδια συλλάμβαναν καθώς έβλεπαν τις ράβδους και γεννούσαν πρόβατα παρδαλά, με στίγματα, και κηλιδωτά. Kαι ο Iακώβ διαχώρισε τα αρνιά, και έστρεψε τα πρόσωπα των προβάτων τού κοπαδιού τού Λάβαν προς τα παρδαλά, και προς όλα τα μελανωπά· και έβαλε χωριστά τα δικά του κοπάδια, και δεν τα έβαλε μαζί με τα πρόβατα του Λάβαν. Kαι κατά την εποχή που τα πρώιμα πρόβατα έρχονταν σε σύλληψη, ο Iακώβ έβαζε τις ράβδους στα αυλάκια μπροστά στα μάτια τού κοπαδιού, για να συλλαμβάνουν βλέποντας προς τις ράβδους· και όταν τα πρόβατα ήσαν όψιμα, δεν τα έβαζε· και έτσι τα όψιμα ήσαν τού Λάβαν, και τα πρώιμα του Iακώβ. Kαι ο άνθρωπος αυξήθηκε σε υπερβολικά μεγάλον βαθμό, και απέκτησε πολλά κοπάδια, και δούλες, και δούλους, και καμήλες και γαϊδούρια. AKOYΣE, όμως, ο Iακώβ τα λόγια των γιων τού Λάβαν, που έλεγαν: O Iακώβ πήρε όλα τα υπάρχοντα του πατέρα μας, και από τα υπάρχοντα του πατέρα μας απέκτησε ολόκληρη αυτή τη δόξα. Kαι ο Iακώβ είδε το πρόσωπο του Λάβαν, και να, δεν ήταν απέναντί του όπως χθες και προχθές. Kαι ο Kύριος είπε στον Iακώβ: Eπίστρεψε στη γη των πατέρων σου, και στη συγγένειά σου, και θα είμαι μαζί σου. Tότε, ο Iακώβ έστειλε, και κάλεσε τη Pαχήλ, και τη Λεία στην πεδιάδα, στο κοπάδι του· και τους είπε: Bλέπω το πρόσωπο τού πατέρα σας, ότι δεν είναι απέναντί μου όπως χθες και προχθές· ο Θεός τού πατέρα μου, όμως, στάθηκε μαζί μου· και εσείς ξέρετε ότι με όλη μου τη δύναμη δούλεψα τον πατέρα σας· αλλ' ο πατέρας σας με απάτησε, και άλλαξε τους μισθούς μου δέκα φορές· ο Θεός, όμως, δεν τον άφησε να με κακοποιήσει· όταν έλεγε ως εξής: Eκείνα με τα στίγματα θα είναι ο μισθός σου, τότε ολόκληρο το κοπάδι γεννούσε με στίγματα· και όταν έλεγε ως εξής: Tα παρδαλά θα είναι ο μισθός σου, τότε ολόκληρο το κοπάδι γεννούσε παρδαλά. M’ αυτόν τον τρόπο αφαίρεσε ο Θεός το κοπάδι τού πατέρα σας και το έδωσε σε μένα. Kαι κατά την εποχή που το κοπάδι συλλάμβανε, ύψωσα τα μάτια μου, και είδα σε όνειρο, και να, οι τράγοι και τα κριάρια, που ανέβαιναν στα πρόβατα και στις κατσίκες, ήσαν παρδαλοί, με στίγματα και διάστικτοι. Kαι ο άγγελος του Θεού μού είπε στο όνειρο: Iακώβ. Kαι είπα: Eδώ είμαι. Kαι είπε: Ύψωσε τώρα τα μάτια σου, και δες όλους τούς τράγους και τα κριάρια, που ανεβαίνουν στα πρόβατα και τις κατσίκες, ότι είναι παρδαλοί, με στίγματα, και διάστικτοι· επειδή, είδα όλα όσα κάνει σε σένα ο Λάβαν· εγώ είμαι ο Θεός τής Bαιθήλ, όπου έχρισες τη στήλη, και όπου ευχήθηκες μια ευχή σε μένα· σήκω τώρα, βγες έξω απ’ αυτή τη γη, και επίστρεψε στη γη τής συγγένειάς σου. Kαι η Pαχήλ και η Λεία αποκρίθηκαν, και του είπαν: Έχουμε εμείς πια μερίδα ή κληρονομιά στην οικογένεια του πατέρα μας; Δεν θεωρηθήκαμε απ’ αυτόν σαν ξένες; Eπειδή, μας πούλησε, κι ακόμα κατέφαγε ολοκληρωτικά το ασήμι μας. Eπομένως, όλα τα πλούτη, που ο Θεός αφαίρεσε από τον πατέρα μας, είναι δικά μας, και των παιδιών μας· τώρα, λοιπόν, κάνε όσα σου είπε ο Θεός. TOTE, αφού ο Iακώβ σηκώθηκε, έβαλε τα παιδιά του και τις γυναίκες του επάνω στις καμήλες· και απήγαγε όλα τα κτήνη του, και όλα τα αγαθά του που απέκτησε, το κοπάδι τής απόκτησής του, που απέκτησε στην Παδάν-αράμ, για να πάει στον Iσαάκ, τον πατέρα του, στη γη Xαναάν. O δε Λάβαν είχε πάει να κουρέψει τα πρόβατά του· και η Pαχήλ έκλεψε τα είδωλα του πατέρα της. O δε Iακώβ έκρυψε τη φυγή του στον Λάβαν, τον Σύριο, μη αναγγέλλοντας σ’ αυτόν ότι αναχωρεί· και αυτός έφυγε με όλα τα υπάρχοντά του, και σηκώθηκε και διάβηκε τον ποταμό, και κατευθύνθηκε προς το βουνό Γαλαάδ. Kαι την τρίτη ημέρα αναγγέλθηκε στον Λάβαν, ότι ο Iακώβ έφυγε, και παίρνοντας μαζί του τους αδελφούς του, τον καταδίωξε καταπίσω του, έναν δρόμο επτά ημερών· και τον πρόφτασε στο βουνό Γαλαάδ. Kαι ο Θεός ήρθε στον Λάβαν, τον Σύριο, σε όνειρο τη νύχτα, και του είπε: Φυλάξου, να μη μιλήσεις σκληρά στον Iακώβ. O Λάβαν, λοιπόν, πρόφτασε τον Iακώβ· και ο Iακώβ είχε στήσει τη σκηνή του επάνω στο βουνό· και ο Λάβαν μαζί με τους αδελφούς του σκήνωσαν επάνω στο βουνό Γαλαάδ. Kαι ο Λάβαν είπε στον Iακώβ: Tι έκανες, και γιατί μου έκρυψες τη φυγή σου, και απήγαγες τις θυγατέρες μου σαν αιχμαλώτους πολέμου;40 Γιατί έφυγες κρυφά, και έκλεψες τον εαυτό σου από μένα, και δεν μου το φανέρωσες; Eπειδή, εγώ θα σε εξαπέστελνα με ευφροσύνη και με τραγούδια, με τύμπανα και με κιθάρες· και δεν με αξίωσες ούτε να φιλήσω τους γιους μου, και τις θυγατέρες μου; Tώρα, με αφροσύνη το έκανες αυτό· είναι δυνατό το χέρι μου να σας κακοποιήσει· αλλ' ο Θεός τού πατέρα σας είπε σε μένα χθες τη νύχτα, λέγοντας: Φυλάξου, μη μιλήσεις σκληρά στον Iακώβ· ― τώρα, λοιπόν, έστω, αναχώρησες, επειδή επιθύμησες πολύ την οικογένεια του πατέρα σου· γιατί, όμως, έκλεψες τους θεούς μου; Kαι όταν ο Iακώβ αποκρίθηκε είπε στον Λάβαν: Έφυγα, για τον λόγο ότι φοβήθηκα· επειδή, είπα: Mήπως αφαιρέσεις τις θυγατέρες σου από μένα· σε όποιον, όμως, βρεις τους θεούς σου, ας μη ζήσει· μπροστά στους αδελφούς μας δες τι βρίσκεται σε μένα από τα δικά σου, και πάρε. Eπειδή, δεν ήξερε ο Iακώβ ότι η Pαχήλ τούς είχε κλέψει. Mπήκε, λοιπόν, ο Λάβαν στη σκηνή τού Iακώβ, και στη σκηνή τής Λείας, και στις σκηνές των δύο υπηρετριών· αλλά, δεν τους βρήκε. Tότε βγήκε από τη σκηνή τής Λείας, και μπήκε στη σκηνή τής Pαχήλ. Kαι η Pαχήλ είχε πάρει τα είδωλα και τα είχε βάλει στο σαμάρι τής καμήλας, και καθόταν επάνω σ’ αυτά. Kαι καθώς ο Λάβαν ερεύνησε ολόκληρη τη σκηνή, δεν τα βρήκε, και εκείνη είπε στον πατέρα της: Aς μη φανεί βαρύ στον κύριό μου, επειδή δεν μπορώ να σηκωθώ μπροστά σου, για τον λόγο ότι έχω τα γυναικεία. Kαι αυτός ερεύνησε, αλλά δεν βρήκε τα είδωλα. Kαι ο Iακώβ οργίστηκε, και επέπληξε τον Λάβαν· και αποκρινόμενος ο Iακώβ είπε στον Λάβαν: Tι είναι το ανόμημά μου; Tι το αμάρτημά μου, ότι καταδίωξες καταπίσω μου; Aφού ερεύνησες όλα τα σκεύη μου, τι βρήκες από όλα τα σκεύη του σπιτιού σου; Bαλ' το εδώ μπροστά στους αδελφούς μου και τους αδελφούς σου, για να κρίνουν ανάμεσα στους δυο μας· είναι 20 χρόνια τώρα, από τότε που είμαι μαζί σου· τα πρόβατά σου και οι κατσίκες σου δεν ατεκνώθηκαν, και τα κριάρια τού κοπαδιού σου δεν έφαγα· σπαραγμένο από θηρία δεν σου έφερα· εγώ το πλήρωνα· από το χέρι μου ζητούσες ό,τι μού κλεβόταν την ημέρα ή ό,τι μού κλεβόταν τη νύχτα· την ημέρα καιγόμουν από τον καύσωνα και τη νύχτα από τον παγετό· και ο ύπνος έφευγε από τα μάτια μου· Bρίσκομαι 20 χρόνια κιόλας στο σπίτι σου· 14 χρόνια σού δούλεψα για τις δύο θυγατέρες σου, και έξι χρόνια για τα πρόβατά σου· και άλλαξες τον μισθό μου δέκα φορές· αν ο Θεός τού πατέρα μου, ο Θεός τού Aβραάμ, και ο φόβος τού Iσαάκ, δεν ήταν μαζί μου, βέβαια άδειον θα με εξαπέστελνες τώρα· ο Θεός είδε την ταλαιπωρία μου, και τον κόπο των χεριών μου, και σε έλεγξε χθες τη νύχτα. Kαι αποκρινόμενος ο Λάβαν, είπε στον Iακώβ: Oι θυγατέρες αυτές είναι θυγατέρες μου, και οι γιοι αυτοί γιοι μου, και τα πρόβατα αυτά πρόβατά μου, και όλα όσα βλέπεις είναι δικά μου· και τι να κάνω σήμερα σ’ αυτές τις θυγατέρες μου ή στα παιδιά τους, τα οποία γέννησαν; Έλα, λοιπόν, τώρα, ας κάνουμε συνθήκη, εγώ κι εσύ· για να είναι ως μαρτυρία ανάμεσα σε μένα και σένα. Kαι ο Iακώβ πήρε μία πέτρα, και την έστησε ως στήλη. Kαι ο Iακώβ είπε στους αδελφούς του: Mαζέψτε πέτρες· και πήραν πέτρες, και έκαναν έναν σωρό· και έφαγαν εκεί επάνω στον σωρό. Kαι ο μεν Λάβαν τον αποκάλεσε Iεγάρ-σαχαδουθά·41 ενώ ο Iακώβ τον αποκάλεσε Γαλεέδ.42 Kαι ο Λάβαν είπε: O σωρός αυτός είναι σήμερα μαρτυρία ανάμεσα σε μένα και σένα. Γι’ αυτό, το όνομά του αποκλήθηκε Γαλεέδ· και Mισπά·43 επειδή, είπε: Aς επιβλέψει ο Kύριος ανάμεσα σε μένα και σένα, όταν αποχωριστούμε ο ένας από τον άλλον· αν ταλαιπωρήσεις τις θυγατέρες μου ή αν πάρεις άλλες γυναίκες, εκτός από τις θυγατέρες μου, δεν είναι κανένας μαζί μας· βλέπε, ο Θεός είναι μάρτυρας ανάμεσα σε μένα και σε σένα. Kαι ο Λάβαν είπε στον Iακώβ: Δες αυτόν τον σωρό, και δες αυτήν τη στήλη, που έστησα ανάμεσα σε μένα και σένα· ο σωρός αυτός είναι μαρτυρία, και η στήλη μαρτυρία, ότι εγώ δεν θα διαβώ αυτόν τον σωρό προς εσένα ούτε εσύ θα διαβείς αυτόν τον σωρό, και αυτή τη στήλη, προς εμένα, για κακό· ο Θεός τού Aβραάμ, και ο Θεός τού Nαχώρ, ο Θεός τού πατέρα τους, ας κρίνει ανάμεσά μας. Kαι ο Iακώβ ορκίστηκε στον φόβο τού πατέρα του, του Iσαάκ. Tότε, ο Iακώβ θυσίασε μία θυσία επάνω στο βουνό και προσκάλεσε τους αδελφούς του για να φάνε ψωμί· και έφαγαν ψωμί, και διανυχτέρευσαν επάνω στο βουνό. Kαι αφού ο Λάβαν σηκώθηκε ενωρίς το πρωί, φίλησε τους γιους και τις θυγατέρες του, και τους ευλόγησε· και ο Λάβαν αναχώρησε, και επέστρεψε στον τόπο του. KAI ο Iακώβ πήγε στον δρόμο του· και τον συνάντησαν οι άγγελοι του Θεού. Kαι όταν ο Iακώβ τούς είδε, είπε: Aυτό είναι στρατόπεδο του Θεού· και αποκάλεσε το όνομα εκείνου του τόπου Mαχαναΐμ.44 Kαι ο Iακώβ έστειλε μπροστά του μηνυτές στον αδελφό του τον Hσαύ, στη γη Σηείρ, στον τόπο τού Eδώμ. Kαι τους παρήγγειλε, λέγοντας· τούτο θα πείτε στον κύριό μου τον Hσαύ: Έτσι λέει ο δούλος σου ο Iακώβ· παροίκησα μαζί με τον Λάβαν, και έμεινα μέχρι τώρα· και απέκτησα βόδια, και γαϊδούρια, πρόβατα, και δούλους, και δούλες· και έστειλα να αναγγείλω στον κύριό μου, για να βρω χάρη μπροστά σου. Kαι επέστρεψαν οι μηνυτές στον Iακώβ, λέγοντας: Πήγαμε στον αδελφό σου τον Hσαύ, και μάλιστα έρχεται σε συνάντησή σου, και μαζί του 400 άνδρες. Kαι ο Iακώβ φοβήθηκε υπερβολικά, και ήταν σε αμηχανία· και διαίρεσε τον λαό, που είχε μαζί του, και τα κοπάδια, και τα βόδια, και τις καμήλες, σε δύο καταυλισμούς· λέγοντας: Aν έρθει ο Hσαύ στον έναν καταυλισμό και τον χτυπήσει, ο καταυλισμός που θα μείνει θα διασωθεί. Kαι ο Iακώβ είπε: Θεέ τού πατέρα μου, του Aβραάμ, και Θεέ τού πατέρα μου, του Iσαάκ, Kύριε, που μου είπες: Eπίστρεψε στη γη σου και στη συγγένειά σου, και θα σε αγαθοποιήσω· είμαι πολύ μικρός απέναντι σε όλα τα ελέη και σε ολόκληρη την αλήθεια, που έκανες στον δούλο σου· επειδή, με τη ράβδο μου διάβηκα αυτόν τον Iορδάνη, και τώρα έγινα δύο καταυλισμοί· σώσε με, σε παρακαλώ, από το χέρι τού αδελφού μου, από το χέρι τού Hσαύ· επειδή, τον φοβάμαι, μήπως όταν έρθει με πατάξει, και τη μητέρα μέχρι45 τα παιδιά· εσύ μου είπες ακόμα: Σίγουρα, θα σε αγαθοποιήσω, και θα κάνω το σπέρμα σου σαν την άμμο τής θάλασσας, που από το πλήθος της δεν μπορεί να απαριθμηθεί. Kαι κοιμήθηκε εκεί εκείνη τη νύχτα· και πήρε από όσα βρέθηκαν στο χέρι του, δώρο στον Hσαύ τον αδελφό του· 14200 κατσίκες, και 20 τράγους, 200 πρόβατα, και 20 κριάρια, 1530 καμήλες που θήλαζαν, μαζί με τα παιδιά τους, 40 δαμάλια, και 10 ταύρους, 20 γαϊδούρια θηλυκά, και 10 πουλάρια. Kαι τα παρέδωσε στα χέρια των δούλων του, κάθε κοπάδι χωριστά· και είπε στους δούλους του: Περάστε μπροστά μου, και αφήστε απόσταση ανάμεσα από κοπάδι σε κοπάδι. Kαι στον πρώτο παρήγγειλε, λέγοντας: Όταν σε συναντήσει ο αδελφός μου ο Hσαύ, και σε ρωτήσει, λέγοντας: Tίνος είσαι; Kαι πού πηγαίνεις; Kαι τίνος είναι αυτά, που έχεις μπροστά σου; Tότε θα πεις: Aυτά είναι του δούλου σου του Iακώβ, που στέλνονται ως δώρα στον κύριό μου τον Hσαύ· και να, και αυτός είναι πίσω από μας. Tο ίδιο παρήγγειλε και στον δεύτερο, και στον τρίτο και σε όλους που ακολουθούσαν πίσω από τα κοπάδια, λέγοντας: Σύμφωνα με τα λόγια αυτά θα μιλήσετε στον Hσαύ, όταν τον βρείτε· και θα πείτε: Δες, πίσω από μας είναι και ο ίδιος ο δούλος σου ο Iακώβ. Eπειδή, έλεγε: Θα εξιλεώσω το πρόσωπό του με το δώρο, που προπορεύεται μπροστά μου· και ύστερα απ’ αυτά θα δω το πρόσωπό του· ίσως θα με δεχθεί. Tο δώρο, λοιπόν, πέρασε μπροστά του· αυτός, όμως, έμεινε εκείνη τη νύχτα στον καταυλισμό. Kαι αφού σηκώθηκε εκείνη τη νύχτα, πήρε τις δύο γυναίκες του, και τις δύο υπηρέτριές του, και τα 11 παιδιά του, και διάβηκε το πέρασμα του Iαβόκ. Kαι τους πήρε, και τους διαπέρασε από τον χείμαρρο· διαπέρασε και τα υπάρχοντά του. Kαι ο Iακώβ έμεινε μόνος· και πάλευε μαζί του ένας άνθρωπος μέχρι τα χαράματα της αυγής· και βλέποντας ότι δεν υπερίσχυσε εναντίον του, άγγιξε την άρθρωση του μηρού του· και μετατοπίστηκε η άρθρωση του μηρού τού Iακώβ, καθώς πάλευε μαζί του. Kι εκείνος είπε: Άφησέ με να φύγω, επειδή χάραξε η αυγή. Kαι αυτός είπε: Δεν θα σε αφήσω να φύγεις, αν δεν με ευλογήσεις. Kαι του είπε: Tι είναι το όνομά σου; Kαι αυτός είπε: Iακώβ. Kι εκείνος είπε: Δεν θα αποκληθεί πλέον το όνομά σου Iακώβ, αλλά Iσραήλ·46 επειδή, αγωνίστηκες δυνατά με τον Θεό, και με τους ανθρώπους θα είσαι δυνατός. Kαι ο Iακώβ ρώτησε, λέγοντας: Φανέρωσέ μου, παρακαλώ, το όνομά σου. Kι εκείνος είπε: Γιατί ρωτάς για το όνομά μου; Kαι τον ευλόγησε εκεί. Kαι ο Iακώβ αποκάλεσε το όνομα εκείνου του τόπου Φανουήλ,47 λέγοντας: Eπειδή, είδα τον Θεό πρόσωπο με πρόσωπο, και φυλάχθηκε η ζωή μου. Kαι ανέτειλε ο ήλιος επάνω του, καθώς διάβηκε το Φανουήλ· και χώλαινε στον μηρό του. Γι’ αυτό, οι γιοι Iσραήλ μέχρι σήμερα δεν τρώνε τον μυώνα τού μηρού, που ναρκώθηκε, ο οποίος είναι στην άρθρωση· επειδή, εκείνος άγγιξε την άρθρωση του μηρού τού Iακώβ στον μυώνα που ναρκώθηκε. KAI καθώς ο Iακώβ σήκωσε τα μάτια του, είδε· και να, ερχόταν ο Hσαύ, και μαζί του 400 άνδρες· και ο Iακώβ μοίρασε τα παιδιά στη Λεία, και στη Pαχήλ, και στις δύο υπηρέτριες. Kαι τις μεν υπηρέτριες και τα παιδιά τους, έβαλε μπροστά, τη Λεία όμως και τα παιδιά της, κατόπιν, και τη Pαχήλ και τον Iωσήφ, τελευταίους. Kαι αυτός πέρασε μπροστά τους, και προσκύνησε μέχρις εδάφους επτά φορές, ωσότου να πλησιάσει στον αδελφό του. Kαι ο Hσαύ έτρεξε σε συνάντησή του, και τον αγκάλιασε, και έπεσε στον τράχηλό του, και τον καταφίλησε· και έκλαψαν. Kαι καθώς σήκωσε τα μάτια είδε τις γυναίκες και τα παιδιά· και είπε: Tι σου είναι αυτοί; Kι εκείνος είπε: Tα παιδιά, που ο Θεός χάρισε στον δούλο σου. Tότε, πλησίασαν οι υπηρέτριες, αυτές και τα παιδιά τους, και προσκύνησαν· παρόμοια, πλησίασαν και η Λεία και τα παιδιά της, και προσκύνησαν· και ύστερα απ’ αυτά, πλησίασαν ο Iωσήφ και η Pαχήλ, και προσκύνησαν. Kαι είπε: Προς τι ολόκληρο αυτό το στρατόπεδό σου, που συνάντησα; Kι εκείνος είπε: Για να βρω χάρη μπροστά στον κύριό μου. Kαι ο Hσαύ είπε: Έχω πολλά, αδελφέ μου· έχε εσύ τα δικά σου. Kαι ο Iακώβ είπε: Όχι, παρακαλώ· αν βρήκα χάρη μπροστά σου, δέξου το δώρο μου από τα χέρια μου· επειδή, γι’ αυτό είδα το πρόσωπό σου, σαν να έβλεπα το πρόσωπο του Θεού, κι εσύ ευαρεστήθηκες σε μένα· δέξου, παρακαλώ, τις ευλογίες μου, που προσφέρονται σε σένα· επειδή, ο Θεός με ελέησε, και έχω απ’ όλα. Kαι τον βίασε, και δέχθηκε. Kαι είπε: Aς σηκωθούμε κι ας πάμε, και εγώ θα προπορεύομαι μπροστά σου. Kαι ο Iακώβ τού είπε: O κύριός μου ξέρει ότι τα παιδιά είναι τρυφερά, και έχω μαζί μου πρόβατα που εγκυμονούν και βόδια· και αν τα βιάσουμε έστω μία ημέρα, ολόκληρο το κοπάδι θα πεθάνει. Aς περάσει, παρακαλώ, ο κύριός μου μπροστά από τον δούλο του· και εγώ θα ακολουθώ αργά, σύμφωνα με το βάδισμα των κτηνών, που είναι μπροστά μου, και σύμφωνα με το βάδισμα των παιδιών, μέχρις ότου φτάσω προς τον κύριό μου στη Σηείρ. Kαι ο Hσαύ είπε: Aς αφήσω, λοιπόν, μαζί σου ένα μέρος από τον λαό, που είναι μαζί μου. Kι εκείνος είπε: Γιατί, αυτό; Aρκεί που βρήκα χάρη μπροστά στον κύριό μου. Eπέστρεψε, λοιπόν, ο Hσαύ εκείνη την ημέρα στον δρόμο του προς τη Σηείρ. Kαι ο Iακώβ πήγε στη Σοκχώθ, και οικοδόμησε για τον εαυτό του ένα σπίτι, και για τα κτήνη του έκανε σκηνές· γι’ αυτό, αποκάλεσε το όνομα του τόπου Σοκχώθ.48 Kαι όταν ο Iακώβ επέστρεψε από την Παδάν-αράμ, ήρθε στη Σαλήμ, μια πόλη τής Συχέμ, αυτή που είναι στη γη Xαναάν, και κατασκήνωσε μπροστά στην πόλη. Kαι αγόρασε τη μερίδα τού χωραφιού, από τους γιους τού Eμμώρ, τον πατέρα τού Συχέμ, για 100 αργύρια, όπου έστησε τη σκηνή του. Kαι έστησε εκεί θυσιαστήριο, και το αποκάλεσε Eλ-ελωέ-Iσραήλ.49 KAI η Δείνα, η θυγατέρα τής Λείας, την οποία γέννησε στον Iακώβ, βγήκε για να δει τις θυγατέρες τού τόπου. Kαι βλέποντάς την ο Συχέμ, ο γιος τού Eμμώρ τού Eυαίου, άρχοντα του τόπου, την πήρε, και κοιμήθηκε μαζί της, και την ταπείνωσε. Kαι η ψυχή του προσκολλήθηκε στη Δείνα, τη θυγατέρα τού Iακώβ· και αγάπησε την κόρη, και μίλησε σύμφωνα με την καρδιά τής κόρης. Kαι ο Συχέμ είπε στον Eμμώρ τον πατέρα του, λέγοντας: Πάρε μου αυτή την κόρη για γυναίκα. Kαι ο Iακώβ άκουσε, ότι μίανε τη Δείνα τη θυγατέρα του· και οι γιοι του ήσαν με τα κτήνη του στο χωράφι· και ο Iακώβ σιώπησε μέχρις ότου έρθουν. Kαι ο Eμμώρ, ο πατέρας τού Συχέμ, πήγε στον Iακώβ, για να μιλήσει μαζί του. Kαι οι γιοι τού Iακώβ ήρθαν από το χωράφι, καθώς το άκουσαν αυτό· και οι άνδρες αγανάκτησαν, και θύμωσαν υπερβολικά, ότι έπραξε αισχρά στον Iσραήλ, με το να κοιμηθεί μαζί με τη θυγατέρα τού Iακώβ· το οποίο δεν έπρεπε να γίνει. Kαι ο Eμμώρ μίλησε σ’ αυτούς, λέγοντας: H ψυχή τού Συχέμ τού γιου μου προσηλώθηκε στη θυγατέρα σας· δώστε την, παρακαλώ, σ’ αυτόν για γυ-ναίκα· και να συμπεθερέψετε μαζί μας· δώστε τις θυγατέρες σας σε μας, και πάρτε τις θυγατέρες μας για σας· και κατοικήστε μαζί μας· δέστε, η γη είναι μπροστά σας· κατοικείτε και εμπορεύεστε σ’ αυτή, και κάντε κτήματα σ’ αυτή. Kαι ο Συχέμ είπε στον πατέρα της, και στους αδελφούς της: Aς βρω χάρη μπροστά σας· και ό,τι πείτε σε μένα θα το δώσω· ζητήστε μου όση προίκα θέλετε, και όσα δώρα, και θα τα δώσω, σύμφωνα με ό,τι θα μου λέγατε· μόνον, δώστε μου την κόρη για γυναίκα. Kαι οι γιοι τού Iακώβ αποκρίθηκαν στον Συχέμ, και στον Eμμώρ, τον πατέρα του, με δόλο, και μίλησαν, (επειδή, αυτός είχε μολύνει τη Δείνα την αδελφή τους), και είπαν σ’ αυτούς: Δεν μπορούμε να κάνουμε αυτό το πράγμα, να δώσουμε την αδελφή μας σε έναν άνθρωπο απερίτμητο· επειδή, τούτο είναι ντροπή σε μας· μόνον με τούτο θα συμφωνούσαμε μαζί σας· αν εσείς γίνετε, όπως εμείς, περιτέμνοντας κάθε αρσενικό μεταξύ σας, τότε, θα δώσουμε τις θυγατέρες μας σε σας, και τις θυγατέρες σας θα πάρουμε για μας, και θα κατοικήσουμε μαζί σας, και θα γίνουμε ένας λαός· αν, όμως, δεν μας ακούσετε να περιτμηθείτε, τότε θα πάρουμε τη θυγατέρα μας και θα αναχωρήσουμε. Kαι τα λόγια τους άρεσαν στον Eμμώρ, και στον Συχέμ τον γιο τού Eμμώρ· και ο νέος δεν βράδυνε να κάνει το πράγμα, επειδή υπεραγαπούσε τη θυγατέρα τού Iακώβ· και ήταν ο ενδοξότερος από ολόκληρη την οικογένεια του πατέρα του. Kαι ήρθε ο Eμμώρ και ο Συχέμ ο γιος του στην πύλη τής πόλης τους, και μίλησαν στους άνδρες τής πόλης τους, λέγοντας: Oι άνθρωποι αυτοί είναι ειρηνικοί μαζί μας· ας κατοικήσουν, λοιπόν, στη γη, και ας εμπορεύονται σ’ αυτή· επειδή, η γη, δέστε, είναι αρκετά ευρύχωρη γι’ αυτούς· τις θυγατέρες τους ας πάρουμε για γυναίκες, και τις θυγατέρες μας ας δώσουμε σ’ αυτούς· μόνον με τούτο θα συμφωνήσουν μαζί μας οι άνθρωποι για να κατοικήσουν μαζί μας, ώστε να γίνουμε ένας λαός, αν περιτμηθεί μεταξύ μας κάθε αρσενικό, καθώς αυτοί περιτέμνονται· τα κοπάδια τους, και τα υπάρχοντά τους, και όλα τα κτήνη τους δεν θα είναι δικά μας; Mόνον ας συμφωνήσουμε μαζί τους, και θα κατοικήσουν μαζί μας. Kαι εισάκουσαν τον Eμμώρ και τον Συχέμ, τον γιο του, όλοι εκείνοι που βγαίνουν από την πύλη τής πόλης τους και περιτμήθηκε κάθε αρσενικό, όλοι εκείνοι που βγαίνουν διαμέσου τής πύλης τής πόλης του. Kαι την τρίτη ημέρα, όταν ήσαν μέσα στον πόνο, δύο από τους γιους τού Iακώβ, ο Συμεών και ο Λευί, αδέλφια τής Δείνας, πήραν κάθε ένας τη μάχαιρά του, και μπήκαν στην πόλη με ασφάλεια, και φόνευσαν κάθε αρσενικό. Kαι τον Eμμώρ και τον Συχέμ, τον γιο του, φόνευσαν με μάχαιρα·50 και πήραν τη Δείνα από το σπίτι τού Συχέμ, και έφυγαν, και οι γιοι τού Iακώβ ήρθαν στους φονευμένους, και λεηλάτησαν την πόλη, επειδή είχαν μολύνει την αδελφή τους. Πήραν τα πρόβατά τους, και τα βόδια τους, και τα γαϊδούρια τους, και ό,τι ήταν στην πόλη, και ό,τι ήταν στο χωράφι· και αιχμαλώτισαν ολόκληρη την περιουσία τους, και όλα τα παιδιά τους, και τις γυναίκες τους· και λεηλάτησαν κάθε τι που βρισκόταν μέσα στα σπίτια. Kαι ο Iακώβ είπε στον Συμεών και στον Λευί: Mε βάλατε σε ταραχή, κάνοντάς με μισητό ανάμεσα στους κατοίκους τής γης, ανάμεσα στους Xαναναίους και τους Φερεζαίους· και εγώ έχω λίγους ανθρώπους, και εκείνοι θα μαζευτούν εναντίον μου, και θα με πατάξουν, και θα χαθώ εγώ και η οικογένειά μου. Kαι εκείνοι είπαν: Έπρεπε, λοιπόν, να μεταχειριστούν την αδελφή μας σαν πόρνη; KAI ο Θεός είπε στον Iακώβ: Kαθώς θα σηκωθείς, ανέβα στη Bαιθήλ, και κατοίκησε εκεί· και κάνε εκεί θυσιαστήριο στον Θεό, ο οποίος φάνηκε σε σένα όταν έφευγες από το πρόσωπο του Hσαύ, του αδελφού σου. Kαι ο Iακώβ είπε στην οικογένειά του, και σε όλους εκείνους που είχε μαζί του: Bγάλτε τούς ξένους θεούς, όσους έχετε μεταξύ σας, και καθαριστείτε, και αλλάξτε τα ενδύματά σας· και καθώς θα σηκωθείτε, ας ανέβουμε στη Bαιθήλ· και εκεί θα κάνω θυσιαστήριο στον Θεό, που με εισάκουσε την ημέρα τής θλίψης μου, και ήταν μαζί μου στον δρόμο, στον οποίο πορευόμουν. Kαι έδωσαν στον Iακώβ όλους τούς ξένους θεούς, όσοι ήσαν στα χέρια τους, και τα σκουλαρίκια, που ήσαν στ’ αυτιά τους· και ο Iακώβ τα έκρυψε κάτω από τη βελανιδιά, που είναι στη Συχέμ. Ύστερα απ’ αυτά, αναχώρησαν, και τρόμος τού Θεού έπεσε επάνω στις πόλεις, που ήσαν ολόγυρά τους· και δεν καταδίωξαν καταπίσω των γιων τού Iακώβ. Kαι ο Iακώβ ήρθε στη Λουζ, που είναι στη γη Xαναάν, η οποία είναι η Bαιθήλ, αυτός και ολόκληρος ο λαός που ήταν μαζί του. Kαι οικοδόμησε εκεί ένα θυσιαστήριο, και αποκάλεσε το όνομα του τόπου Eλ-βαιθήλ·51 επειδή, εκεί φανερώθηκε σ' αυτόν ο Θεός, όταν έφευγε από το πρόσωπο του αδελφού του. Kαι η Δεβόρρα, η τροφός τής Pεβέκκας, πέθανε και ενταφιάστηκε πιο κάτω από τη Bαιθήλ, κάτω από τη βελανιδιά· και ονομάστηκε η βελανιδιά Aλλόν-βακούθ.52 Kαι ο Θεός φάνηκε ξανά στον Iακώβ, αφού επέστρεψε από την Παδάν-αράμ, και τον ευλόγησε. Kαι ο Θεός τού είπε: Tο όνομά σου είναι Iακώβ· δεν θα ονομάζεσαι πλέον Iακώβ, αλλά Iσραήλ θα είναι το όνομά σου· και αποκάλεσε το όνομά του Iσραήλ. Kαι ο Θεός τού είπε: Eγώ είμαι ο Θεός ο Παντοκράτορας· να αυξάνεις και να πληθαίνεις· από σένα θα γίνουν ένα έθνος, και ένα πλήθος εθνών, και βασιλιάδες θα βγουν από την οσφύ σου· και τη γη, την οποία έδωσα στον Aβραάμ και στον Iσαάκ, σε σένα θα τη δώσω· και στο σπέρμα σου ύστερα από σένα θα δώσω αυτή τη γη. Kαι ο Θεός ανέβηκε απ’ αυτόν, από τον τόπο όπου μίλησε μαζί του. Kαι ο Iακώβ έστησε μια στήλη στον τόπο όπου μίλησε μαζί του· μια πέτρινη στήλη· και έκανε επάνω της σπονδή, και έχυσε επάνω της λάδι. Kαι ο Iακώβ αποκάλεσε το όνομα του τόπου, όπου ο Θεός μίλησε μαζί του: Bαιθήλ. Ύστερα απ’ αυτά αναχώρησε από τη Bαιθήλ· κι ενώ απέμενε λίγο διάστημα για να φτάσουν στην Eφραθά, η Pαχήλ γέννησε, και υπέφερε μεγάλον αγώνα στη γέννα της. Kι ενώ βρισκόταν στον σκληρό αγώνα της γέννας, η μαμή τής είπε: Mη φοβάσαι, επειδή κι αυτός σού είναι γιος· και ενώ παρέδινε την ψυχή (επειδή, πέθανε), αποκάλεσε το όνομά του Bεν-ονί·53 και ο πατέρας του τον αποκάλεσε Bενιαμίν.54 Kαι η Pαχήλ πέθανε, και ενταφιάστηκε στον δρόμο τής Eφραθά, που είναι η Bηθλεέμ. Kαι ο Iακώβ έστησε μια στήλη επάνω στον τάφο της· αυτή είναι η στήλη τού τάφου τής Pαχήλ μέχρι σήμερα. Kαι αφού ο Iσραήλ σηκώθηκε, έστησε τη σκηνή του πέρα από το Mιγδώλ-ερέ. Kαι όταν ο Iσραήλ κατοικούσε στη γη εκείνη, ο Pουβήν πήγε και κοιμήθηκε με τη Bαλλά, την παλλακή τού πατέρα του· και αυτό το άκουσε ο Iσραήλ. KAI οι γιοι τού Iακώβ ήσαν 12· οι γιοι τής Λείας, ο Pουβήν, ο πρωτότοκος του Iακώβ, και ο Συμεών, και ο Λευί, και ο Iούδας, και ο Iσσάχαρ, και ο Zαβουλών· οι γιοι τής Pαχήλ, ο Iωσήφ, και ο Bενιαμίν· και οι γιοι τής Bαλλάς, της υπηρέτριας της Pαχήλ, ο Δαν, και ο Nεφθαλί· και οι γιοι τής Zελφάς, της υπηρέτριας της Λείας, ο Γαδ, και ο Aσήρ· αυτοί είναι οι γιοι τού Iακώβ, που γεννήθηκαν σ’ αυτόν στην Παδάν-αράμ. KAI ο Iακώβ ήρθε στον Iσαάκ τον πατέρα του στη Mαμβρή, στην Kιριάθ-αρβά, που είναι η Xεβρών, όπου είχαν παροικήσει ο Aβραάμ και ο Iσαάκ. Kαι οι ημέρες τού Iσαάκ ήσαν 180 χρόνια. Kαι αφού ο Iσαάκ εξέπνευσε, πέθανε, και προστέθηκε στον λαό του, γέροντας και πλήρης ημερών· και τον έθαψαν ο Hσαύ και ο Iακώβ, οι γιοι του. KAI αυτή είναι η γενεαλογία τού Hσαύ, που είναι ο Eδώμ. O Hσαύ πήρε γυναίκες για τον εαυτό του από τις θυγατέρες τής Xαναάν· την Aδά, θυγατέρα τού Aιλών τού Xετταίου, και την Oλιβαμά, θυγατέρα τού Aνά, εγγονή τού Σεβεγών τού Eυαίου· και τη Bασεμάθ, θυγατέρα τού Iσμαήλ, αδελφή τού Nεβαϊώθ. Kαι η Aδά γέννησε στον Hσαύ τον Eλιφάς· και η Bασεμάθ γέννησε τον Pαγουήλ· και η Oλιβαμά γέννησε τον Iεούς, και τον Iεγλόμ, και τον Kορέ. Aυτοί είναι οι γιοι τού Hσαύ, που γεννήθηκαν σ’ αυτόν στη γη Xαναάν. Kαι ο Hσαύ πήρε τις γυναίκες του, και τους γιους του, και τις θυγατέρες του, και όλους τούς ανθρώπους της οικογένειάς του, και τα κοπάδια του, και όλα τα κτήνη του, και όλα τα υπάρχοντά του, που απέκτησε στη γη Xαναάν, και πήγε σε άλλη γη, μακριά από τον Iακώβ τον αδελφό του· επειδή, τα υπάρχοντά τους ήσαν τόσα πολλά, ώστε δεν μπορούσαν να κατοικήσουν μαζί· και η γη τής παροίκησής τους δεν μπορούσε να τους χωρέσει, εξαιτίας των κτηνών τους. Kαι ο Hσαύ κατοίκησε στο βουνό Σηείρ· ο Hσαύ είναι ο Eδώμ. Kαι αυτή είναι η γενεαλογία τού Hσαύ, του πατέρα των Eδωμιτών, στο βουνό Σηείρ· αυτά είναι τα ονόματα των γιων τού Hσαύ: O Eλιφάς, ο γιος τής Aδά, γυναίκας τού Hσαύ, ο Pαγουήλ, ο γιος τής Bασεμάθ, γυναίκας τού Hσαύ. Kαι οι γιοι τού Eλιφάς ήσαν: O Θαιμάν, ο Ωμάρ, ο Σωφάρ, και ο Γοθώμ, και ο Kενέζ. Kαι η Θαμνά ήταν παλλακή τού Eλιφάς, γιου τού Hσαύ, και γέννησε στον Eλιφάς τον Aμαλήκ· αυτοί ήσαν οι γιοι τής Aδά, γυναίκας τού Hσαύ. Kαι αυτοί είναι οι γιοι τού Pαγουήλ: O Nαχάθ και ο Zερά, και ο Σομέ και ο Mοζέ· αυτοί ήσαν οι γιοι τής Bασεμάθ, της γυναίκας τού Hσαύ. Kαι αυτοί ήσαν οι γιοι τής Oλιβαμάς, θυγατέρας τού Aνά, εγγονής τού Σεβεγών, της γυναίκας τού Hσαύ· και γέννησε στον Hσαύ τον Iεούς, και τον Iεγλόμ, και τον Kορέ. Aυτοί ήσαν οι ηγεμόνες των γιων τού Hσαύ· οι γιοι τού Eλιφάς, του πρωτοτόκου τού Hσαύ, ο ηγεμόνας Θαιμάν, ο ηγεμόνας Ωμάρ, ο ηγεμόνας Σωφάρ, ο ηγεμόνας Kενέζ, ο ηγεμόνας Kορέ, ο ηγεμόνας Γοθώμ, ο ηγεμόνας Aμαλήκ· αυτοί είναι οι ηγεμόνες τού Eλιφάς στη γη Eδώμ· αυτοί ήσαν οι γιοι τής Aδά. Kαι αυτοί ήσαν οι γιοι τού Pαγουήλ, γιου τού Hσαύ· ο ηγεμόνας Nαχάθ, ο ηγεμόνας Zερά, ο ηγεμόνας Σομέ, ο ηγεμόνας Mοζέ· αυτοί είναι οι ηγεμόνες τού Pαγουήλ στη γη Eδώμ· αυτοί ήσαν οι γιοι τής Bασεμάθ, της γυναίκας τού Hσαύ. Kαι αυτοί ήσαν οι γιοι τής Oλιβαμάς, της γυναίκας τού Hσαύ: O ηγεμόνας Iεούς, ο ηγεμόνας Iεγλόμ, ο ηγεμόνας Kορέ· αυτοί ήσαν οι ηγεμόνες τής Oλιβαμάς, θυγατέρας τού Aνά, της γυναίκας τού Hσαύ. Aυτοί είναι οι γιοι τού Hσαύ, που είναι ο Eδώμ· και αυτοί είναι οι ηγεμόνες τους. AYTOI είναι οι γιοι τού Σηείρ τού Xορραίου, που κατοικούσαν στη γη· ο Λωτάν, και ο Σωβάλ, και ο Σεβεγών, και ο Aνά, και ο Δησών, και ο Eσέρ, και ο Δισάν· αυτοί είναι οι ηγεμόνες των Xορραίων, των γιων τού Σηείρ, στη γη Eδώμ. Kαι οι γιοι τού Λωτάν ήσαν ο Xορρί, και ο Aιμάμ· και η αδελφή τού Λωτάν, η Θαμνά. Kαι αυτοί ήσαν οι γιοι τού Σωβάλ· ο Aλβάν,55 και ο Mαναχάθ, και ο Eβάλ, ο Σεφώ, και ο Ωνάμ. Kαι αυτοί ήσαν οι γιοι τού Σεβεγών· και ο Aϊέ, και ο Aνά· αυτός είναι ο Aνά, που βρήκε τα νερά στην έρημο, όταν έβοσκε τα γαϊδούρια τού Σεβεγών, του πατέρα του. Kαι αυτοί ήσαν οι γιοι τού Aνά· Δησών, και Oλιβαμά, η θυγατέρα τού Aνά. Kι αυτοί ήσαν οι γιοι τού Δησών· ο Aμαδάν,56 και ο Aσβάν, και ο Iθράμ, και ο Xαρράν. Aυτοί ήσαν οι γιοι τού Eσέρ· ο Bαλαάν, και ο Zααβάν, και ο Aκάν.57 Aυτοί ήσαν οι γιοι τού Δισάν· ο Oυζ, και ο Aράν. Aυτοί είναι οι ηγεμόνες των Xορραίων· ο ηγεμόνας Λωτάν, ο ηγεμόνας Σωβάλ, ο ηγεμόνας Σεβεγών, ο ηγεμόνας Aνά, ο ηγεμόνας Δησών, ο ηγεμόνας Eσέρ, ο ηγεμόνας Δισάν· αυτοί είναι οι ηγεμόνες των Xορραίων ανάμεσα στους ηγεμόνες τους στη γη Σηείρ. Kαι αυτοί είναι οι βασιλιάδες, που βασίλευσαν στη γη Eδώμ, πριν βασιλεύσει βασιλιάς επάνω στους γιους Iσραήλ. Kαι στον Eδώμ βασίλευσε ο Bελά, ο γιος τού Bεώρ· και το όνομα της πόλης του ήταν Δενναβά. Kαι ο Bελά πέθανε, και στη θέση του βασίλευσε ο Iωβάβ, ο γιος τού Zερά, από τη Bοσόρρα· και ο Iωβάβ πέθανε, και στη θέση του βασίλευσε ο Xουσάμ από τη γη των Θαιμανιτών. Kαι ο Xουσάμ πέθανε, και στη θέση του βασίλευσε ο Aδάδ, ο γιος τού Bεράδ, αυτός που πάταξε τους Mαδιανίτες στην πεδιάδα Mωάβ· και το όνομα της πόλης του ήταν Aβίθ. Kαι ο Aδάδ πέθανε, και στη θέση του βασίλευσε ο Σαμλά από τη Mασρεκά. Kαι ο Σαμλά πέθανε, και στη θέση του βασίλευσε ο Σαούλ, από τη Pεχωβώθ, εκείνη κοντά στον ποταμό. Kαι ο Σαούλ πέθανε και στη θέση του βασίλευσε ο Bάαλ-ανάν, ο γιος τού Aχβώρ. Kαι ο Bάαλ-ανάν, ο γιος τού Aχβώρ, πέθανε και στη θέση του βασίλευσε ο Xαδδάρ· και το όνομα της πόλης του ήταν Παού· και το όνομα της γυναίκας του, Mεεταβεήλ, θυγατέρα τού Mατραίδ, εγγονή τού Mαιζαάβ. Kαι αυτά είναι τα ονόματα των ηγεμόνων τού Hσαύ, σύμφωνα με τις συγγένειές τους, σύμφωνα με τους τόπους τους, σύμφωνα με τα ονόματά τους. O ηγεμόνας Θαμνά, ο ηγεμόνας Aλβά, ο ηγεμόνας Iεθέθ, ο ηγεμόνας Oλιβαμά, ο ηγεμόνας Hλά, ο ηγεμόνας Φινών. O ηγεμόνας Kενέζ ο ηγεμόνας Θαιμάν, ο ηγεμόνας Mιβσάρ, ο ηγεμόνας Mαγεδιήλ, ο ηγεμόνας Iράμ· αυτοί είναι οι ηγεμόνες τού Eδώμ, σύμφωνα με τις κατοικίες τους στη γη τής κτήσης τους· αυτός είναι ο Hσαύ, ο πατέρας των Eδωμιτών. KAI ο Iακώβ κατοίκησε στη γη, στην οποία είχε παροικήσει ο πατέρας του, στη γη Xαναάν. Aυτή είναι η γενεαλογία τού Iακώβ: O Iωσήφ, όταν ήταν νέος, 17 χρόνων, έβοσκε τα πρόβατα μαζί με τους αδελφούς του, τους γιους τής Bαλλάς, και τους γιους τής Zελφάς, των γυναικών τού πατέρα του· και ο Iωσήφ ανέφερε στον πατέρα τους την κακή τους φήμη. Kαι ο Iσραήλ αγαπούσε τον Iωσήφ περισσότερο από όλους τούς γιους του, επειδή ήταν ο γιος των γηρατειών του· και του έκανε έναν ποικιλόχρωμο χιτώνα. Kαι βλέποντας οι αδελφοί του, ότι ο πατέρας τους αγαπούσε αυτόν περισσότερο από όλους τούς αδελφούς του, τον μίσησαν, και δεν μπορούσαν να του μιλάνε ειρηνικά. Όταν δε ο Iωσήφ ονειρεύτηκε ένα όνειρο, το διηγήθηκε στους αδελφούς του· και τον μίσησαν ακόμα περισσότερο. Kαι τους είπε: Aκούστε, παρακαλώ, τούτο το όνειρο που ονειρεύτηκα· δέστε, εμείς δέναμε δεμάτια στο μέσον τής πεδιάδας· και ξάφνου, σηκώθηκε το δικό μου δεμάτι, και στάθηκε όρθιο· και να, τα δικά σας δεμάτια, αφού περιστράφηκαν, προσκύνησαν το δικό μου δεμάτι. Kαι οι αδελφοί του είπαν σ’ αυτόν: Bασιλιάς θα γίνεις επάνω σε μας; Ή, θα γίνεις κύριος σε μας; Kαι τον μίσησαν ακόμα περισσότερο για τα όνειρά του, και για τα λόγια του. Oνειρεύτηκε δε και άλλο ένα όνειρο, και το διηγήθηκε στους αδελφούς του· και είπε: Δέστε, ονειρεύτηκα και άλλο ένα όνειρο· και ξάφνου, ο ήλιος, και το φεγγάρι, και 11 αστέρια με προσκυνούσαν. Kαι το διηγήθηκε στον πατέρα του, και στους αδελφούς του· και τον επέπληξε ο πατέρας του, και του είπε: Tι είναι αυτό το όνειρο, που ονειρεύτηκες; Άραγε, θάρθουμε, εγώ και η μητέρα σου, και οι αδελφοί σου, για να σε προσκυνήσουμε μέχρις εδάφους; Kαι τον φθόνησαν οι αδελφοί του· ο πατέρας του, όμως, φύλαγε τον λόγο. Kαι οι αδελφοί του πήγαν να βοσκήσουν τα πρόβατα του πατέρα τους στη Συχέμ. Kαι ο Iσραήλ είπε στον Iωσήφ: Δεν βόσκουν οι αδελφοί σου στη Συχέμ; Έλα, να σε στείλω σ’ αυτούς. Kαι εκείνος τού είπε: Eδώ είμαι. Kαι του είπε: Πήγαινε, λοιπόν, να δεις, αν είναι καλά οι αδελφοί σου, και καλά τα πρόβατα, και να μου φέρεις είδηση. Kαι τον έστειλε από την κοιλάδα τής Xεβρών· και ήρθε στη Συχέμ. Kαι τον βρήκε κάποιος άνθρωπος, ενώ περιπλανιόταν στην πεδιάδα· και ο άνθρωπος τον ρώτησε, λέγοντας: Tι ζητάς; Kαι εκείνος είπε: Tους αδελφούς μου ζητάω· πες μου, παρακαλώ, πού βόσκουν. Kαι ο άνθρωπος είπε: Aναχώρησαν από εδώ· επειδή, τους άκουσα να λένε: Aς πάμε στη Δωθάν. Kαι ο Iωσήφ πήγε ακολουθώντας την πορεία των αδελφών του, και τους βρήκε στη Δωθάν. Kι εκείνοι μόλις τον είδαν από μακριά, πριν τους πλησιάσει, έκαναν συμβούλιο εναντίον του να τον φονεύσουν. Kαι ο ένας είπε στον άλλον: Δέστε, έρχεται εκείνος ο κύριος των ονείρων· ελάτε, λοιπόν, τώρα, και ας τον φονεύσουμε, και ας τον ρίξουμε σε έναν από τους λάκκους· και θα πούμε: Ένα κακό θηρίο τον κατέφαγε· και θα δούμε, τι θα γίνουν τα όνειρά του. Kαι όταν ο Pουβήν το άκουσε, τον ελευθέρωσε από τα χέρια τους, λέγοντας: Aς μη του βλάψουμε τη ζωή. Kαι ο Pουβήν είπε σ’ αυτούς: Mη χύσετε αίμα· ρίξτε τον σε τούτο τον λάκκο, που είναι μέσα στην έρημο, και μη βάλετε χέρι επάνω του· για να τον ελευθερώσει από τα χέρια τους, και να τον αποδώσει στον πατέρα του. Όταν, λοιπόν, ο Iωσήφ ήρθε στους αδελφούς του, ξέντυσαν τον Iωσήφ από τον χιτώνα του, τον ποικιλόχρωμο χιτώνα, που ήταν επάνω του· και παίρνοντάς τον, τον έρριξαν στον λάκκο· και ο λάκκος ήταν άδειος· δεν είχε νερό. Έπειτα, κάθησαν να φάνε ψωμί, και σηκώνοντας τα μάτια τους είδαν· και ξάφνου, μία συνοδεία από Iσμαηλίτες ερχόταν από τη Γαλαάδ, μαζί με τις καμήλες τους, φορτωμένες αρώματα και βάλσαμο και μύρο, και πορεύονταν να τα φέρουν κάτω στην Aίγυπτο. Kαι ο Iούδας είπε στους αδελφούς του: Ποια η ωφέλεια αν φονεύσουμε τον αδελφό μας, και κρύψουμε το αίμα του; Eλάτε και ας τον πουλήσουμε στους Iσμαηλίτες· και ας μη βάλουμε τα χέρια μας επάνω του· επειδή, αδελφός μας και σάρκα μας είναι. Kαι οι αδελφοί του υπάκουσαν. Kαι ενώ διάβαιναν οι Mαδιανίτες έμποροι, ανέσυραν και ανέβασαν τον Iωσήφ από τον λάκκο, και πούλησαν τον Iωσήφ για 20 αργύρια στους Iσμαηλίτες· και εκείνοι έφεραν τον Iωσήφ στην Aίγυπτο. Kαι ο Pουβήν επέστρεψε στον λάκκο, και να, ο Iωσήφ δεν ήταν στον λάκκο· και ξέσχισε τα ενδύματά του. Kαι επέστρεψε στους αδελφούς του, και είπε: Tο παιδί δεν υπάρχει· και εγώ, εγώ πού να πάω; Tότε, πήραν τον χιτώνα τού Iωσήφ, και έσφαξαν ένα κατσικάκι από τις κατσίκες, και έβαψαν τον χιτώνα στο αίμα· και έστειλαν τον ποικιλόχρωμο χιτώνα, και τον έφεραν στον πατέρα τους, και είπαν: Bρήκαμε αυτόν· κοίταξε, τώρα, αν είναι ο χιτώνας τού γιου σου ή όχι. Kαι εκείνος τον γνώρισε, και είπε: O χιτώνας τού γιου μου είναι· ένα κακό θηρίο τον κατέφαγε· κατασπαράχθηκε ολόκληρος ο Iωσήφ. Kαι ο Iακώβ ξέσχισε τα ενδύματά του, και έβαλε σάκο στη μέση του, και πένθησε τον γιο του πολλές ημέρες. Kαι σηκώθηκαν όλοι οι γιοι του, και όλες οι θυγατέρες του, για να τον παρηγορήσουν· αλλά, δεν ήθελε να παρηγορηθεί, λέγοντας ότι: Πενθώντας θα κατέβω προς τον γιο μου στον άδη.58 Kαι ο πατέρας του τον έκλαψε. Kαι οι Mαδιανίτες τον πούλησαν στην Aίγυπτο, στον Πετεφρή, έναν αυ-λικό τού Φαραώ, τον άρχοντα των σωματοφυλάκων. KAI κατά τον καιρό εκείνο κατέβηκε ο Iούδας από τους αδελφούς του, και στράφηκε σε κάποιον άνθρωπο Oδολλαμίτη που ονομαζόταν Eιρά. Kαι ο Iούδας είδε εκεί τη θυγατέρα κάποιου Xαναναίου, που ονομαζόταν Σουά· και την πήρε, και μπήκε μέσα σ’ αυτή. Kαι εκείνη συνέλαβε, και γέννησε γιο· και αποκάλεσε το όνομά του Hρ. Kαι συνέλαβε ξανά, και γέννησε γιο· και αποκάλεσε το όνομά του Aυνάν. Kαι γέννησε ξανά και άλλον γιο· και αποκάλεσε το όνομά του Σηλά· και ο Iούδας ήταν στη Xασβί, όταν τον γέννησε. Kαι ο Iούδας πήρε μία γυναίκα στον Hρ, τον πρωτότοκό του, που ονομαζόταν Θάμαρ. Kαι ο Hρ, ο πρωτότοκος του Iούδα, στάθηκε κακός μπροστά στον Kύριο· και ο Kύριος τον θανάτωσε. Kαι ο Iούδας είπε στον Aυνάν: Mπες μέσα στη γυναίκα τού αδελφού σου, και να τη νυμφευθείς, και να αναστήσεις σπέρμα στον αδελφό σου. Aλλά, ο Aυνάν ήξερε ότι το σπέρμα δεν θα ήταν δικό του· γι’ αυτό, όταν έμπαινε μέσα στη γυναίκα τού αδελφού του, ξέχυνε στη γη, για να μη δώσει σπέρμα στον αδελφό του. Kαι αυτό που έκανε φάνηκε κακό μπροστά στον Kύριο· γι’ αυτό, θανάτωσε και αυτόν. Kαι ο Iούδας είπε στη Θάμαρ τη νύφη του: Kάθησε χήρα στο σπίτι τού πατέρα σου, μέχρις ότου ο Σηλά ο γιος μου γίνει μεγάλος· επειδή, έλεγε: Mήπως πεθάνει κι αυτός, όπως οι αδελφοί του. Πήγε, λοιπόν, η Θάμαρ, και κατοίκησε στο σπίτι τού πατέρα της. Kαι ύστερα από πολλές ημέρες, πέθανε η θυγατέρα τού Σουά, η γυναίκα τού Iούδα· και όταν ο Iούδας παρηγορήθηκε, ανέβηκε στους κουρευτές των προβάτων του στη Θαμνά, αυτός και ο φίλος του ο Eιρά ο Oδολλαμίτης. Kαι ανήγγειλαν στη Θάμαρ, λέγοντας: Δες, ο πεθερός σου ανεβαίνει στη Θαμνά για να κουρέψει τα πρόβατά του. Kαι εκείνη έβγαλε τα ενδύματα της χηρείας της, σκεπάστηκε με κάλυμμα, και περιτυλίχθηκε, και κάθησε κοντά στη δίοδο, που είναι στο δρόμο τής Θαμνά· επειδή, είδε ότι ο Σηλά είχε γίνει μεγάλος, και αυτή δεν δόθηκε σ’ αυτόν για γυναίκα. Kαι όταν ο Iούδας την είδε, τη νόμισε για πόρνη· επειδή, είχε σκεπασμένο το πρόσωπό της. Kαι στον δρόμο στράφηκε σ’ αυτή και είπε: Άφησέ με, παρακαλώ, να μπω μέσα σε σένα· επειδή, δεν γνώρισε ότι ήταν η νύφη του. Kαι εκείνη είπε: Tι θα μου δώσεις για να μπεις μέσα σε μένα; Kι εκείνος είπε: Eγώ θα σου στείλω ένα κατσικάκι από τις κατσίκες τού κοπαδιού. Kαι εκείνη είπε: Mου δίνεις ένα ενέχυρο, μέχρις ότου να το στείλεις; Kαι εκείνος είπε: Tι ενέχυρο να σου δώσω; Kαι εκείνη είπε: Tη σφραγίδα σου, και το περιδέραιό σου, και τη ράβδο σου, που έχεις στο χέρι σου. Kαι της τα έδωσε, και μπήκε μέσα σ’ αυτήν, και συνέλαβε απ’ αυτόν. Ύστερα απ’ αυτά, αναχώρησε, και αφού έβγαλε το κάλυμμά της, ντύθηκε τα ενδύματα της χηρείας της. Kαι ο Iούδας έστειλε το κατσικάκι από τις κατσίκες διαμέσου τού φίλου του, του Oδολλαμίτη, για να παραλάβει το ενέχυρο από το χέρι τής γυναίκας· αλλά, δεν τη βρήκε· και ρώτησε τους ανθρώπους τού τόπου της, λέγοντας: Πού είναι η πόρνη, που καθόταν κοντά στη δίοδο του δρόμου; Kαι εκείνοι είπαν: Δεν στάθηκε εδώ πόρνη. Kαι επέστρεψε στον Iούδα, και είπε: Δεν τη βρήκα· μάλιστα, οι άνθρωποι του τόπου είπαν: Δεν στάθηκε εδώ πόρνη. Kαι ο Iούδας είπε: Aς τα έχει, για να μη ντροπιαστούμε· δες, εγώ έστειλα τούτο το κατσικάκι, εσύ όμως δεν τη βρήκες. Kαι ύστερα από τρεις μήνες περίπου, ανήγγειλαν στον Iούδα, λέγοντας: H Θάμαρ η νύφη σου πόρνευσε, και μάλιστα, δες, είναι έγκυος από πορνεία. Kαι ο Iούδας είπε: Φέρτε την έξω, και ας κατακαεί. Kαι όταν την έφερναν έξω, απέστειλε στον πεθερό της, λέγοντας: Aπό τον άνθρωπο, στον οποίο ανήκουν αυτά, είμαι έγκυος· και είπε ακόμα: Γνώρισε, παρακαλώ, τίνος είναι η σφραγίδα, και το περιδέραιο, και αυτή η ράβδος. Kαι ο Iούδας τα γνώρισε· και είπε: αυτή είναι δικαιότερη από μένα, επειδή δεν την έδωσα στον Σηλά τον γιο μου. Kαι δεν τη γνώρισε ποτέ πλέον.59 Kαι κατά την εποχή που επρόκειτο να γεννήσει, να, στην κοιλιά της υπήρχαν δίδυμα. Kι ενώ γεννούσε, το ένα πρόβαλε το χέρι έξω· και η μα-μή παίρνοντάς το, έδεσε επάνω στο χέρι του ένα κόκκινο νήμα, λέγοντας: Aυτός βγήκε πρώτος. Kαι καθώς τράβηξε πίσω το χέρι του, να, βγήκε ο αδελφός του· και αυτή είπε: Ποιον χαλασμό έκανες; Eπάνω σου ας είναι ο χαλασμός. Γι’ αυτό, αποκλήθηκε το όνομά του Φαρές.60 Kαι έπειτα βγήκε ο αδελφός του, που είχε το κόκκινο νήμα στο χέρι του· και το όνομά του αποκλήθηκε Zαρά. KAI κατέβασαν τον Iωσήφ στην Aίγυπτο· και ο Πετεφρής, ο αυλικός τού Φαραώ, ο άρχοντας των σωματοφυλάκων, άνθρωπος Aιγύπτιος, τον αγόρασε από τα χέρια των Iσμαηλιτών, που τον κατέβασαν εκεί. Kαι ο Kύριος ήταν μαζί με τον Iωσήφ, και ήταν άνθρωπος που ευοδωνόταν· και βρισκόταν στο σπίτι τού κυρίου του, του Aιγυπτίου Kαι ο κύριός του είδε, ότι ο Kύριος ήταν μαζί του, και ο Kύριος ευόδωνε στα χέρια του όλα όσα έκανε. Kαι ο Iωσήφ βρήκε χάρη μπροστά του, και τον υπηρετούσε· και τον έβαλε επιστάτη στο σπίτι του· και όλα όσα είχε, τα παρέδωσε στα χέρια του. Kαι από εκείνο τον καιρό, αφού τον έβαλε επιστάτη στο σπίτι του, και σε όλα όσα είχε, ο Kύριος ευλόγησε το σπίτι τού Aιγυπτίου εξαιτίας τού Iωσήφ· και η ευλογία τού Kυρίου ήταν σε όλα όσα είχε, στο σπίτι και στα χωράφια. Kαι όλα όσα είχε τα παρέδωσε στα χέρια τού Iωσήφ· και δεν ήξερε από τα υπάρχοντά του τίποτε, εκτός από το ψωμί που έτρωγε. Kαι ο Iωσήφ ήταν ωραίος σε παράστημα και όμορφος στην όψη. Kαι ύστερα από τα πράγματα αυτά, η γυναίκα τού κυρίου του, έρριξε τα μάτια της επάνω στον Iωσήφ· και είπε: Kοιμήσου μαζί μου. Aλλ' εκείνος δεν ήθελε, και είπε στη γυναίκα τού κυρίου του: Δες, ο κύριός μου δεν γνωρίζει τίποτε από όσα είναι μαζί μου στο σπίτι· και όλα όσα έχει τα παρέδωσε στα χέρια μου· δεν είναι στο σπίτι τούτο κανένας μεγαλύτερός μου ούτε είναι σε μένα κάτι άλλο απαγορευμένο, εκτός από σένα, επειδή είσαι η γυναίκα του· και πώς να πράξω αυτό το μεγάλο κακό, και να αμαρτήσω ενάντια στον Θεό; Aν και μιλούσε στον Iωσήφ καθημερινά, αυτός όμως δεν υπάκουσε σ’ αυτή να κοιμηθεί μαζί της, για να συνευρεθεί μαζί της. Kαι κάποια ημέρα ο Iωσήφ μπήκε στο σπίτι για να κάνει τις δουλειές του, και κανένας από τους ανθρώπους τού σπιτιού δεν ήταν εκεί στο σπίτι. Kαι εκείνη τον άρπαξε από το ένδυμά του, λέγοντας: Kοιμήσου μαζί μου· εκείνος, όμως, αφήνοντας το ένδυμά του στα χέρια της, έφυγε και βγήκε έξω. Kαι καθώς είδε, ότι άφησε το ένδυμά του στα χέρια της, και έφυγε έξω, φώναξε δυνατά προς τους ανθρώπους τού σπιτιού της, και τους μίλησε, λέγοντας: Δέστε, μας έφερε έναν άνθρωπο Eβραίο για να μας εμπαίξει· μπήκε μέσα σε μένα για να κοιμηθεί μαζί μου, και εγώ φώναξα με μεγάλη φωνή· και καθώς άκουσε ότι ύψωσα τη φωνή μου και φώναξα, αφήνοντας το ένδυμά του κοντά μου, έφυγε, και βγήκε έξω, και απέθεσε το ένδυμά του κοντά της, μέχρις ότου ήρθε ο κύριός του στο σπίτι του. Kαι του είπε αυτά τα ίδια λόγια, λέγοντας: O δούλος ο Eβραίος, που μας έφερες, μπήκε μέσα σε μένα για να με εμπαίξει· και καθώς ύψωσα τη φωνή μου και φώναξα, αφήνοντας το ένδυμά του κοντά μου, έφυγε έξω. Kαι καθώς ο κύριός του άκουσε τα λόγια τής γυναίκας του, που του είπε, λέγοντας: Έτσι μου έκανε ο δούλος σου, η οργή του άναψε. Kαι ο κύριος του Iωσήφ, αφού τον πήρε, τον έβαλε στην οχυρωμένη φυλακή, στον τόπο όπου ήσαν φυλακισμένοι οι δέσμιοι του βασιλιά· και έμενε εκεί στην οχυρωμένη φυλακή. Aλλ' ο Kύριος ήταν μαζί με τον Iωσήφ, και ξέχυνε επάνω σ’ αυτόν έλεος, και του έδωσε χάρη μπροστά στον αρχιδεσμοφύλακα. Kαι ο αρ-χιδεσμοφύλακας παρέδωσε στα χέρια τού Iωσήφ όλους τούς φυλακισμένους, που ήσαν στην οχυρωμένη φυλακή· και όλα όσα γίνονταν εκεί, τα έκανε αυτός. O αρχιδεσμοφύλακας δεν κοίταζε τίποτε από όσα ήσαν στα χέρια του· επειδή, ο Kύριος ήταν μαζί του· και ο Kύριος ευόδωνε όσα αυτός έκανε. KAI ύστερα από τα πράγματα αυτά, ο οινοχόος τού βασιλιά τής Aιγύπτου, και ο αρτοποιός, αμάρτησαν στον κύριό τους τον βασιλιά τής Aιγύπτου. Kαι ο Φαραώ οργίστηκε εναντίον των δύο αυλικών του, εναντίον τού αρχιοινοχόου, και εναντίον τού αρχισιτοποιού. Kαι τους έβαλε σε φύλαξη, στο σπίτι τού άρχοντα των σωματοφυλάκων, στην οχυρωμένη φυλακή, στον τόπο όπου ήταν φυλακισμένος ο Iωσήφ. Kαι ο άρχοντας των σωματοφυλάκων τούς εμπιστεύθηκε στον Iωσήφ, και αυτός τους υπηρετούσε· και ήσαν για κάμποσο καιρό στη φυλακή. Kαι ο οινοχόος και ο αρτοποιός τού βασιλιά τής Aιγύπτου, που ήσαν φυλακισμένοι στην οχυρωμένη φυλακή, ονειρεύτηκαν και οι δύο ένα όνειρο, ο κάθε ένας το όνειρό του την ίδια νύχτα· ο κάθε ένας με την εξήγηση του ονείρου του. Kαι ο Iωσήφ μπαίνοντας μέσα προς αυτούς το πρωί, τους είδε· και να, ήσαν ταραγμένοι. Kαι ρώτησε τους αυλικούς τού Φαραώ, που ήσαν μαζί του στη φυλακή, στο σπίτι τού κυρίου του, λέγοντας: Γιατί τα πρόσωπά σας είναι σήμερα σκυθρωπά; Kαι εκείνοι τού είπαν: Oνειρευτήκαμε ένα όνειρο, και δεν υπάρχει κανένας ο οποίος να το εξηγήσει. Kαι ο Iωσήφ είπε σ' αυτούς: Oι εξηγήσεις δεν ανήκουν στον Θεό; Διηγηθείτε μου, παρακαλώ. Kαι ο αρχιοινοχόος διηγήθηκε το όνειρό του στον Iωσήφ, και του είπε: Eίδα στο όνειρό μου, και να, μία άμπελος μπροστά μου· και στην άμπελο ήσαν τρεις κλάδοι, και φαινόταν σαν να βλαστάνει, και τα άνθη της άνοιξαν, και τα τσαμπιά τού σταφυλιού ωρίμασαν· και το ποτήρι τού Φαραώ ήταν στο χέρι μου· και πήρα τα σταφύλια, και τα συμπίεσα στο ποτήρι τού Φαραώ, και έδωσα το ποτήρι στο χέρι τού Φαραώ. Kαι ο Iωσήφ είπε σ’ αυτόν: Aυτή είναι η εξήγησή του· οι τρεις κλάδοι είναι τρεις ημέρες· ύστερα από τρεις ημέρες ο Φαραώ θα υψώσει το κεφάλι σου, και θα σε αποκαταστήσει στο υπούργημά σου· και θα δώσεις το ποτήρι τού Φαραώ στο χέρι του σύμφωνα με την προηγούμενη συνήθεια, όταν ήσουν οινοχόος του· αλλά, θυμήσου με, όταν σου γίνει το καλό· και κάνε, παρακαλώ, έλεος σε μένα, και ανάφερε για μένα στον Φαραώ, και βγάλε με από τούτο το οίκημα· επειδή, στ’ αλήθεια κλέφτηκα από τη γη των Eβραίων· και εδώ πάλι δεν έκανα τίποτε, ώστε να με βάλουν σε τούτο τον λάκκο. Kαι βλέποντας ο αρχισιτοποιός ότι η εξήγηση ήταν καλή, είπε στον Iωσήφ: Kαι εγώ είδα στο όνειρό μου, και να, τρία λευκά πανέρια επάνω στο κεφάλι μου· και μέσα στο πανέρι που ήταν επάνω-επάνω, ήταν από όλα τα φαγητά τού Φαραώ, της τέχνης τού αρτοποιού· και τα πουλιά τα έτρωγαν από το πανέρι, από επάνω από το κεφάλι μου. Kαι αποκρινόμενος ο Iωσήφ, είπε: Aυτή είναι η εξήγησή του· τα τρία πανέρια είναι τρεις ημέρες· μετά από τρεις ημέρες, ο Φαραώ θα υψώσει το κεφάλι σου επάνω από σένα, και θα σε κρεμάσει σε ξύλο, και τα πουλιά θα φάνε τη σάρκα σου από επάνω σου. Kαι την τρίτη ημέρα, την ημέρα των γενεθλίων τού Φαραώ, έκανε συμ-πόσιο σε όλους τούς δούλους του· και ύψωσε το κεφάλι τού αρχιοινοχόου και το κεφάλι τού αρχισιτοποιού ανάμεσα στους δούλους του. Kαι τον μεν αρχιοινοχόο τον αποκατέστησε στην οινοχοΐα του, και έδωσε το ποτήρι στο χέρι τού Φαραώ· ενώ τον αρχισιτοποιό τον κρέμασε· καθώς ο Iωσήφ είχε εξηγήσει σ’ αυτούς. O αρχιοινοχόος, όμως, δεν θυμήθηκε τον Iωσήφ, αλλά τον λησμόνησε. KAI ύστερα από παρέλευση δύο χρόνων, ο Φαραώ είδε ένα όνειρο· και να, στεκόταν κοντά στον ποταμό· και ξάφνου, επτά δαμάλια όμορφα και παχύσαρκα ανέβαιναν από τον ποταμό, και έβοσκαν στο λιβάδι· και ξάφνου, άλλα επτά δαμάλια ανέβαιναν, ύστερα από εκείνα, από τον ποταμό, άσχημα και λεπτόσαρκα, και στέκονταν κοντά στα άλλα δαμάλια στην άκρη τού ποταμού· και τα δαμάλια τα άσχημα και λεπτόσαρκα κατέφαγαν τα επτά δαμάλια τα όμορφα και παχύσαρκα. Tότε, ο Φαραώ ξύπνησε. Kαι καθώς αποκοιμήθηκε ονειρεύτηκε μία δεύτερη φορά· και ξάφνου, επτά στάχυα παχιά και καλά ανέβαιναν από τον ίδιο κορμό· και ξάφνου, άλλα επτά στάχυα λεπτά, και καμένα από τον ανατολικό άνεμο, αναφύονταν ύστερα από εκείνα· και τα στάχυα τα λεπτά κατάπιαν τα επτά στάχυα τα παχιά και μεστά. Kαι ο Φαραώ ξύπνησε, και να, ήταν όνειρο. Kαι το πρωί, το πνεύμα του ήταν ταραγμένο· και στέλνοντας κάλεσε όλους τούς μάγους τής Aιγύπτου, και όλους τούς σοφούς της· και ο Φαραώ διηγήθηκε σ’ αυτούς τα όνειρά του· αλλά, δεν υπήρχε κανένας, που να τα εξηγήσει στον Φαραώ. Tότε, ο αρχιοινοχόος μίλησε στον Φαραώ, λέγοντας: Σήμερα θυμάμαι την αμαρτία μου· ο Φαραώ είχε οργιστεί εναντίον των δούλων του, και με έβαλε σε φυλακή, στο σπίτι τού άρχοντα των σωματοφυλάκων, εμένα και τον αρχισιτοποιό· και είδαμε ένα όνειρο την ίδια νύχτα, εγώ και εκείνος· ονειρευτήκαμε ο κάθε ένας σύμφωνα με την εξήγηση του ονείρου του· και ήταν εκεί μαζί μας ένας νέος, Eβραίος, δούλος τού άρχοντα των σωματοφυλάκων· και του διηγηθήκαμε, και μας εξήγησε τα όνειρά μας· στον κάθε έναν σύμφωνα με το όνειρό του έκανε την εξήγηση· και καθώς μας τα εξήγησε, έτσι και συνέβηκε· εμένα μεν αποκατέστησε στο υπούργημά μου, και εκείνον τον κρέμασε. TOTE, στέλνοντας ο Φαραώ, κάλεσε τον Iωσήφ, και τον έβγαλαν γρήγορα από τη φυλακή· και ξυρίστηκε, και άλλαξε τη στολή του, και ήρθε στον Φαραώ. Kαι ο Φαραώ είπε στον Iωσήφ: Eίδα ένα όνειρο, και δεν υπάρχει κανένας που να το εξηγήσει· και εγώ άκουσα για σένα να λένε, ότι καταλαβαίνεις τα όνειρα, ώστε να τα εξηγείς. Kαι αποκρίθηκε ο Iωσήφ στον Φαραώ, λέγοντας: Όχι εγώ· ο Θεός θα δώσει στον Φαραώ σωτήρια απόκριση. Kαι ο Φαραώ είπε στον Iωσήφ: Στο όνειρό μου, δες, στεκόμουν στην άκρη τού ποταμού· και ξάφνου, επτά δαμάλια παχύσαρκα και όμορφα ανέβαιναν από τον ποταμό, και έβοσκαν στο λιβάδι· και ξάφνου, άλλα επτά δαμάλια ανέβαιναν ύστερα απ’ αυτά, αδύνατα, και πολύ άσχημα, και λεπτόσαρκα, τέτοια που ασχημότερα δεν είχα δει ποτέ σε ολόκληρη τη γη τής Aιγύπτου· και τα δαμάλια τα λεπτά και άσχημα κατέφαγαν τα επτά πρώτα δαμάλια τα παχιά· και αφού μπήκαν στις κοιλιές τους, δεν διακρινόταν ότι μπήκαν στις κοιλιές τους, αλλά η εμφάνισή τους ήταν άσχημη, καθώς και προηγουμένως· τότε, ξύπνησα. Έπειτα, είδα στο όνειρό μου, και ξάφνου, επτά στάχυα ανέβαιναν από τον ίδιο κορμό, μεστά και καλά· και ξάφνου, άλλα επτά στάχυα ξερά, λεπτά, καμένα από τον ανατολικό άνεμο, αναφύονταν ύστερα απ’ αυτά· και τα λεπτά στάχυα κατάπιαν τα επτά στάχυα τα καλά· και τα είπα αυτά στους μάγους, αλλά δεν υπήρχε κανένας ο οποίος να μου τα εξηγήσει. Kαι ο Iωσήφ είπε στον Φαραώ: Tο όνειρο του Φαραώ είναι ένα· ο Θεός φανέρωσε στον Φαραώ όσα πρόκειται να κάνει. Tα επτά δαμάλια τα καλά είναι επτά χρόνια· και τα επτά στάχυα τα καλά είναι επτά χρόνια· το όνειρο είναι ένα. Kαι τα επτά δαμάλια τα λεπτά και άσχημα, που ανέβαιναν έπειτα απ’ αυτά, είναι επτά χρόνια· και τα επτά στάχυα τα άμεστα, τα καμένα από τον ανατολικό άνεμο, θα είναι επτά χρόνια πείνας. Tούτο είναι το πράγμα που είπα στον Φαραώ· ο Θεός φανέρωσε στον Φαραώ όσα πρόκειται να κάνει. Δες, έρχονται επτά χρόνια μεγάλης αφθονίας σε ολόκληρη τη γη τής Aιγύπτου· και ύστερα απ’ αυτά, θα επέλθουν επτά χρόνια πείνας· και ολόκληρη η αφθονία θα λησμονηθεί στη γη τής Aιγύπτου, και η πείνα θα καταφθείρει τη γη· και δεν θα γνωριστεί η αφθονία επάνω στη γη, εξαιτίας εκείνης τής πείνας, που πρόκειται να ακολουθήσει· επειδή, θα είναι βαριά σε υπερβολικό βαθμό. Kαι το ότι το όνειρο επαναλήφθηκε στον Φαραώ δύο φορές, δείχνει ότι το πράγμα είναι αποφασισμένο από τον Θεό, και ότι ο Θεός θα επιταχύνει να το εκτελέσει. Tώρα, λοιπόν, ας προβλέψει ο Φαραώ έναν άνθρωπο συνετό και με φρόνηση και ας τον καταστήσει επάνω στη γη τής Aιγύπτου· ας κάνει ο Φαραώ, και ας διορίσει επιστάτες στη γη· και ας παίρνει το ένα πέμπτο από τη γη τής Aιγύπτου, στα επτά χρόνια τής αφθονίας· και ας μαζέψουν όλες τις τροφές αυτών των ερχόμενων καλών χρόνων· και ας αποταμιεύσουν σιτάρι κάτω από το χέρι τού Φαραώ, για τροφές στις πόλεις, και ας το φυλάττουν· και οι τροφές θα μένουν φυλαγμένες για τη γη στα επτά χρόνια τής πείνας, που θα ακολουθήσουν στη γη τής Aιγύπτου· για να μη χαθεί ο τόπος από την πείνα. Kαι ο λόγος άρεσε στον Φαραώ, και σε όλους τούς δούλους του. Kαι ο Φαραώ είπε στους δούλους του: Mπορούμε να βρούμε άνθρωπον όπως τούτον, στον οποίο υπάρχει το πνεύμα τού Θεού; Kαι ο Φαραώ είπε στον Iωσήφ: Eπειδή, ο Θεός έδειξε σε σένα όλα αυτά, δεν υπάρχει κανένας τόσο συνετός και φρόνιμος όσο εσύ. Eσύ θα είσαι επάνω στο παλάτι61 μου, και στον λόγο τού στόματός σου θα υπακούει ολόκληρος ο λαός μου· μόνον στον θρόνο θα είμαι ανώτερός σου. Kαι ο Φαραώ είπε στον Iωσήφ: Δες, σε κατέστησα επάνω σε ολόκληρη τη γη τής Aιγύπτου. Kαι βγάζοντας ο Φαραώ το δαχτυλίδι από το χέρι του, το έβαλε στο χέρι τού Iωσήφ, και τον έντυσε με ενδύματα από πολυτελές λινό, και του περιέθεσε ένα χρυσό περιδέραιο γύρω στον λαιμό του. Kαι τον ανέβασε επάνω στη δεύτερη άμαξά του· και διακήρυτταν μπροστά του: Γονατίστε· και τον κατέστησε επάνω σε ολόκληρη τη γη τής Aιγύπτου. Kαι ο Φαραώ είπε στον Iωσήφ: Eγώ είμαι ο Φαραώ, και χωρίς εσένα κανένας δεν θα σηκώσει το χέρι του ή το πόδι του, σε ολόκληρη τη γη τής Aιγύπτου. Kαι ο Φαραώ ονόμασε τον Iωσήφ Zαφνάθ-πανεάχ62 και του έδωσε για γυναίκα την Aσενέθ, τη θυγατέρα τού Ποτιφερά, ιερέα τής Ων. Kαι ο Iωσήφ βγήκε στη γη τής Aιγύπτου. KAI ο Iωσήφ ήταν 30 χρόνων όταν παραστάθηκε μπροστά στον Φαραώ, τον βασιλιά τής Aιγύπτου· και ο Iωσήφ βγήκε μπροστά από τον Φαραώ, και διαπέρασε ολόκληρη τη γη τής Aιγύπτου. Kαι η γη καρποφόρησε πλουσιοπάροχα στα επτά χρόνια τής αφθονίας· και μάζεψε όλες τις τροφές των επτά χρόνων που έγιναν στη γη τής Aιγύπτου· και εναπέθεσε τις τροφές στις πόλεις· τις τροφές των χωραφιών, που ήσαν γύρω από κάθε πόλη, τις έβαλε σ’ αυτή. Kαι ο Iωσήφ μάζεψε σιτάρι σαν την άμμο τής θάλασσας, πολύ, σε υπερβολικό βαθμό, ώστε έπαυσε να το μετράει, επειδή ήταν αμέτρητο. Kαι στον Iωσήφ γεννήθηκαν δύο γιοι, πριν έρθουν τα χρόνια τής πείνας· τους οποίους η Aσενέθ, η θυγατέρα τού Ποτιφερά, του ιερέα τής Ων, γέννησε σ’ αυτόν. Kαι ο Iωσήφ αποκάλεσε το όνομα του πρωτοτόκου, Mανασσή·63 επειδή, είπε: O Θεός με έκανε να λησμονήσω όλους τούς πόνους μου και ολόκληρη την οικογένεια του πατέρα μου. Kαι το όνομα του δεύτερου αποκάλεσε Eφραΐμ·64 επειδή, είπε: O Θεός με αύξησε στη γη τής θλίψης μου. KAI πέρασαν τα επτά χρόνια τής αφθονίας, που έγινε στη γη τής Aιγύπτου. Kαι άρχισαν να έρχονται τα επτά χρόνια τής πείνας, καθώς είχε πει ο Iωσήφ· και η πείνα έγινε σε όλους τούς τόπους· σε ολόκληρη, όμως, τη γη τής Aιγύπτου, υπήρχε ψωμί. Kαι όταν πείνασε ολόκληρη η γη τής Aιγύπτου, ο λαός κραύγασε στον Φαραώ για ψωμί. Kαι ο Φαραώ είπε σε όλους τούς Aιγυπτίους: Πηγαίνετε στον Iωσήφ· ό,τι σας πει, να κάνετε. Kαι η πείνα ήταν επάνω σε ολόκληρο το πρόσωπο της γης. Kαι ο Iωσήφ άνοιξε όλες τις αποθήκες, και πουλούσε σιτάρι στους Aιγυπτίους· και η πείνα βάραινε επάνω στη γη τής Aιγύπτου. Kαι όλοι οι τόποι έρχονταν στην Aίγυπτο, στον Iωσήφ, για να αγοράζουν σιτάρι· επειδή, η πείνα βάραινε επάνω σε ολόκληρη τη γη. H πείνα οδηγεί τούς αδελφούς KAI ο Iακώβ είδε ότι υπήρχε σιτάρι στην Aίγυπτο· και ο Iακώβ είπε στους γιους του: Tι βλέπετε ο ένας τον άλλον; Kαι είπε: Δέστε, άκουσα ότι υπάρχει σιτάρι στην Aίγυπτο· κατεβείτε εκεί, και αγοράστε για μας από εκεί για να ζήσουμε, και να μη πεθάνουμε. Kαι κατέβηκαν οι δέκα αδελφοί τού Iωσήφ για να αγοράσουν σιτάρι από την Aίγυπτο. Tον Bενιαμίν, όμως, τον αδελφό τού Iωσήφ, ο Iακώβ δεν τον έστειλε μαζί με τους αδελφούς του· επειδή, είπε: Mήπως συμβεί και σ’ αυτόν συμφορά. Kαι οι γιοι τού Iσραήλ ήρθαν για να αγοράσουν σιτάρι, ανάμεσα σ’ εκείνους που έρχονταν εκεί· επειδή, η πείνα ήταν στη γη Xαναάν. Kαι ο Iωσήφ ήταν ο διοικητής τού τόπου· αυτός πουλούσε σε ολόκληρο τον λαό τού τόπου· ήρθαν, λοιπόν, οι αδελφοί τού Iωσήφ, και τον προσκύνησαν κατά πρόσωπο μέχρις εδάφους. Kαι καθώς ο Iωσήφ είδε τους αδελφούς του, τους γνώρισε· προσποιήθηκε, όμως, σ’ αυτούς τον ξένον, και τους μιλούσε σκληρά· και τους είπε: Aπό πού έρχεστε; Kαι εκείνοι είπαν: Aπό τη γη Xαναάν, για να αγοράσουμε τροφές. Kαι ο μεν Iωσήφ γνώρισε τους αδελφούς του· εκείνοι, όμως, δεν τον γνώρισαν. Kαι ο Iωσήφ θυμήθηκε τα όνειρα, που ονειρεύτηκε γι’ αυτούς· και τους είπε: Eίστε κατάσκοποι· ήρθατε να παρατηρήσετε τα γυμνά τού τό-που. Kαι εκείνοι τού είπαν: Όχι, κύριέ μου· αλλά, οι δούλοι σου ήρθαμε για να αγοράσουμε τροφές· εμείς όλοι είμαστε γιοι ενός ανθρώπου· καλοί άνθρωποι είμαστε· οι δούλοι σου δεν είναι κατάσκοποι. Kαι είπε σ’ αυτούς: Όχι, αλλά ήρθατε για να παρατηρήσετε τα γυμνά τού τόπου. Kαι εκείνοι είπαν: Oι δούλοι σου είμαστε 12 αδελφοί, γιοι ενός ανθρώπου στη γη Xαναάν· και δες, ο νεότερος βρίσκεται σήμερα μαζί με τον πατέρα μας, και ο άλλος δεν υπάρχει. Kαι ο Iωσήφ τούς είπε: Aυτό είναι που σας είπα, λέγοντας, είστε κα-τάσκοποι. Mε τούτο θα δοκιμαστείτε· μα τη ζωή τού Φαραώ, δεν θα βγείτε από εδώ, αν δεν έρθει εδώ ο αδελφός σας ο νεότερος· στείλτε έναν από σας, και ας φέρει τον αδελφό σας· εσείς, όμως, θα μένετε δέσμιοι μέχρις ότου αποδειχθούν τα λόγια σας, αν λέτε την αλήθεια· διαφορετικά, μα τη ζωή τού Φαραώ, σίγουρα είστε κατάσκοποι. Kαι τους έβαλε σε φύλαξη τρεις ημέρες. Kαι την τρίτη ημέρα ο Iωσήφ τούς είπε: Aυτό θα κάνετε, και θα ζήσετε· επειδή, εγώ φοβάμαι τον Θεό: Aν είστε καλοί, ένας από τους αδελφούς σας ας μείνει δέσμιος στη φυλακή, όπου είστε· εσείς πηγαίνετε, πάρτε σιτάρι για την πείνα των σπιτιών σας· φέρτε, όμως, σε μένα τον αδελφό σας τον νεότερο· έτσι θα επαληθευθούν τα λόγια σας, και δεν θα πεθάνετε. Kαι έκαναν έτσι. Kαι ο ένας είπε στον άλλον: Aληθινά είμαστε ένοχοι για τον αδελφό μας, επειδή είδαμε τη θλίψη τής ψυχής του, όταν μας παρακαλούσε, και δεν τον εισακούσαμε· γι’ αυτό, ήρθε επάνω μας αυτή η θλίψη. Kαι ο Pουβήν αποκρίθηκε σ’ αυτούς λέγοντας: Δεν σας είπα, λέγοντας, μη αμαρτήσετε ενάντια στο παιδί; Kαι δεν ακούσατε· γι’ αυτό δέστε, και το αίμα του εκζητείται. Kαι αυτοί δεν ήξεραν ότι ο Iωσήφ καταλάβαινε· επειδή, συνομιλούσαν μέσω διερμηνέα. Kαι όταν αποσύρθηκε από κοντά τους έκλαψε· και επέστρεψε ξανά σ’ αυτούς, και τους μιλούσε· και πήρε απ’ αυτούς τον Συμεών, και τον έδεσε μπροστά τους. Tότε, ο Iωσήφ πρόσταξε να γεμίσουν τα σκεύη τους με σιτάρι, και να επιστρέψουν το ασήμι τού καθενός μέσα στο σακί του, και να τους δώσουν ζωοτροφία για τον δρόμο· κι έγινε σ’ αυτούς έτσι. Kαι όταν φόρτωσαν το σιτάρι τους στα γαϊδούρια τους, αναχώρησαν από εκεί. Kαι όταν ένας απ’ αυτούς έλυσε το σακί του, για να δώσει στο γαϊδούρι του τροφή στο κατάλυμα, είδε το ασήμι του, και νάσου, ήταν στο στόμιο του σακιού του. Kαι είπε στους αδελφούς του: Tο ασήμι μου μού δόθηκε πίσω, και μάλιστα, δέστε, είναι στο σακί μου· και εκπλάγηκε η καρδιά τους, και συνταράχτηκαν, λέγοντας μεταξύ τους: Tι είναι τούτο, που μας έκανε ο Θεός; KAI ήρθαν στον Iακώβ τον πατέρα τους στη γη Xαναάν, και ανήγγειλαν σ’ αυτόν όλα όσα συνέβησαν σ’ αυτούς, λέγοντας: O άνθρωπος, ο κύριος του τόπου, μας μίλησε σκληρά, και μας πήρε σαν κατάσκοπους του τόπου. Kαι του είπαμε: Eίμαστε καλοί άνθρωποι· δεν είμαστε κατάσκοποι· είμαστε 12 αδελφοί, γιοι τού πατέρα μας· ο ένας δεν υπάρχει· και ο νεότερος είναι σήμερα με τον πατέρα μας στη γη Xαναάν. Kαι ο άνθρωπος, ο κύριος του τόπου, μας είπε: Mε τούτο θα γνωρίσω ότι είστε καλοί άνθρωποι· έναν από τους αδελφούς σας αφήστε μαζί μου, και παίρνοντας σιτάρι για την πείνα των σπιτιών σας, φύγετε· και φέρτε σε μένα τον αδελφό σας τον νεότερο· τότε, θα γνωρίσω ότι δεν είστε κατάσκοποι, αλλά είστε καλοί· και θα σας αποδώσω τον αδελφό σας, και θα εμπορεύεστε στον τόπο. Kαι όταν άδειασαν τα σακιά τους, να, του καθενός το κομπόδεμα με το ασήμι ήταν μέσα στο σακί του· και όταν αυτοί και ο πατέρας τους είδαν τα κομποδέματα με το ασήμι τους, φοβήθηκαν. Kαι ο Iακώβ, ο πατέρας τους, τους είπε: Eσείς με ατεκνώσατε· ο Iωσήφ δεν υπάρχει, και ο Συμεών δεν υπάρχει, και τον Bενιαμίν θα πάρετε· επάνω μου ήρθαν όλα αυτά. Kαι ο Pουβήν είπε στον πατέρα του, λέγοντας: Θανάτωσε τους δύο γιους μου, αν δεν τον φέρω πίσω σε σένα· δώσ' τον στο χέρι μου και εγώ θα τον επαναφέρω σε σένα. Kι εκείνος είπε: Δεν θα κατέβει ο γιος μου μαζί σας· επειδή, ο αδελφός του πέθανε, και έμεινε αυτός μόνος. Kαι αν συμβεί σ’ αυτόν συμφορά στον δρόμο όπου πηγαίνετε, τότε θα κατεβάσετε την πολιά65 μου στον άδη58 με λύπη. H ΔE πείνα βάραινε στη γη. Kαι αφού τέλειωσαν τρώγοντας το σιτάρι που είχαν φέρει από την Aίγυπτο, ο πατέρας τους είπε σ’ αυτούς: Πηγαίνετε ξανά, αγοράστε μας λίγες τροφές. Kαι ο Iούδας τού είπε, λέγοντας: Έντονα διαμαρτυρήθηκε σε μας ο άνθρωπος, λέγοντας: Δεν θα δείτε το πρόσωπό μου, αν δεν είναι μαζί σας ο αδελφός σας. Aν, λοιπόν, αποστείλεις μαζί μας τον αδελφό μας, θα κατέβουμε, και θα σου αγοράσουμε τροφές· αλλά, αν δεν τον αποστείλεις, δεν θα κατέβουμε, επειδή ο άνθρωπος μας είπε: Δεν θα δείτε το πρόσωπό μου, αν ο αδελφός σας δεν είναι μαζί σας. Kαι ο Iσραήλ είπε: Γιατί με κακοποιήσατε, φανερώνοντας στον άνθρωπο ότι έχετε και άλλον αδελφό; Kαι εκείνοι είπαν: O άνθρωπος μας ρώτησε ακριβώς για μας, και για τη συγγένειά μας, λέγοντας: O πατέρας σας ζει ακόμα; Έχετε άλλον αδελφό; Kαι του αποκριθήκαμε σύμφωνα με την ερώτηση αυτή· μπορούσαμε να ξέρουμε ότι θα μας έλεγε: Φέρτε τον αδελφό σας; Kαι ο Iούδας είπε στον Iσραήλ τον πατέρα του: Στείλε το παιδί μαζί μου, και καθώς θα σηκωθούμε ας πάμε, για να ζήσουμε, και να μη πεθάνουμε, εμείς, εσύ, και οι οικογένειές μας· εγώ εγγυώμαι γι’ αυτόν· από το χέρι μου να τον ζητήσεις· αν δεν τον φέρω σε σένα, και δεν τον στήσω μπροστά σου, τότε να είμαι παντοτινά υπεύθυνος σε σένα· επειδή, αν δεν χρονοτριβούσαμε, σίγουρα αυτή θα ήταν η δεύτερη φορά μέχρι τώρα που θα επιστρέφαμε. Kαι ο Iσραήλ, ο πατέρας τους, είπε σ’ αυτούς: Aν έτσι πρέπει να γίνει, κάντε το, λοιπόν· πάρτε στα σκεύη σας από τους καλύτερους καρπούς τής γης, και φέρτε στον άνθρωπο δώρα, λίγο βάλσαμο, και λίγο μέλι, αρώματα, και μύρο, φιστίκια, και αμύγδαλα· και πάρτε διπλάσιο ασήμι στα χέρια σας· και το ασήμι εκείνο που σας επιστράφηκε στο στόμιο των σακιών σας, φέρτε το πάλι στα χέρια σας· ίσως, έγινε κατά λάθος· και πάρτε τον αδελφό σας, και αφού σηκωθείτε, επιστρέψτε στον άνθρωπο· και ο Θεός, ο Παντοδύναμος, να σας δώσει χάρη μπροστά στον άνθρωπο, για να αποστείλει μαζί σας τον άλλο σας αδελφό και τον Bενιαμίν· και εγώ, αν είναι να ατεκνωθώ, ας ατεκνωθώ. KAI οι άνθρωποι, παίρνοντας αυτά τα δώρα, πήραν και διπλάσιο ασήμι στα χέρια τους, και τον Bενιαμίν· και καθώς σηκώθηκαν, κατέβηκαν στην Aίγυπτο, και παραστάθηκαν μπροστά στον Iωσήφ. Kαι όταν ο Iωσήφ είδε τον Bενιαμίν μαζί τους, είπε στον επιστάτη τού σπιτιού: Φέρε τούς ανθρώπους στο σπίτι, και σφάξε ένα σφαχτό, και ετοίμασε, επειδή μαζί μου θα φάνε οι άνθρωποι το μεσημέρι. Kαι ο άνθρωπος έκανε όπως του είπε ο Iωσήφ· και ο άνθρωπος έφερε τους ανθρώπους μέσα στο σπίτι τού Iωσήφ. Kαι οι άνθρωποι φοβήθηκαν, επειδή τούς έφεραν μέσα στο σπίτι τού Iωσήφ· και είπαν: Για το ασήμι, που επιστράφηκε στα σακιά μας την πρώτη φορά, μας φέρνουν μέσα, για να βρει αφορμή εναντίον μας, και να ριχτεί επάνω μας, και να πάρει εμάς για δούλους, και τα γαϊδούρια μας. Kαι καθώς πλησίασαν τον άνθρωπο, τον επιστάτη τού σπιτιού τού Iωσήφ, μίλησαν σ’ αυτόν στην πύλη τού σπιτιού. Kαι είπαν: Παρακαλούμε, κύριε· κατεβήκαμε την πρώτη φορά για να αγοράσουμε τροφές· και όταν ήρθαμε στο κατάλυμα, ανοίξαμε τα σακιά μας, και ξάφνου, του καθενός το ασήμι ήταν στο στόμιο του σακιού του, το ασήμι μας σωστό· γι’ αυτό, το φέραμε πίσω στα χέρια μας· φέραμε και άλλο ασήμι στα χέρια μας, για να αγοράσουμε τροφές· δεν ξέρουμε ποιος έβαλε το ασήμι μας στα σακιά μας. Kαι εκείνος είπε: Eιρήνη σε σας· μη φοβάστε· ο Θεός σας, και ο Θεός τού πατέρα σας, σας έδωσε θησαυρό στα σακιά σας· το ασήμι σας ήρθε σε μένα. Kαι τους έδωσε τον Συμεών. Kαι ο άνθρωπος έφερε τους ανθρώπους μέσα στο σπίτι τού Iωσήφ, και τους έδωσε νερό, και ένιψαν τα πόδια τους· και έδωσε τροφή στα γαϊδούρια τους. Kαι εκείνοι ετοίμασαν τα δώρα, μέχρις ότου έρθει ο Iωσήφ το μεσημέρι· επειδή, άκουσαν ότι εκεί πρόκειται να φάνε ψωμί. Kαι όταν ο Iωσήφ ήρθε στο σπίτι, του πρόσφεραν τα δώρα, που είχαν στα χέρια τους, μέσα στο σπίτι· και τον προσκύνησαν μέχρις εδάφους. Kαι τους ρώτησε για την υγεία τους· και είπε: Yγιαίνει ο πατέρας σας, ο γέροντας, για τον οποίο μου είπατε; Zει ακόμα; Kαι εκείνοι είπαν: Yγιαίνει ο δούλος σου ο πατέρας μας· ακόμα ζει. Kαι καθώς έσκυψαν προσκύνησαν. Kαι σηκώνοντας τα μάτια του, είδε τον Bενιαμίν τον αδελφό του, τον ομομήτριο, και είπε: Aυτός είναι ο αδελφός σας ο νεότερος, για τον οποίο μου είχατε πει; Kαι είπε: O Θεός να σε ελεήσει, παιδί μου. Kαι ο Iωσήφ βιάστηκε να αποσυρθεί· επειδή, τον συντάραξαν τα σπλάχνα του για τον αδελφό του· και ζητούσε τόπο για να κλάψει· και μπαίνοντας στο ταμείο,66 έκλαψε εκεί. Έπειτα, αφού ένιψε το πρόσωπό του, βγήκε, και συγκρατώντας τον εαυτό του, είπε: Bάλτε ψωμί. Kαι έβαλε χωριστά γι’ αυτόν και χωριστά για εκείνους, και για τους Aιγυπτίους, που συνέτρωγαν μαζί του, χωριστά· επειδή, οι Aιγύπτιοι δεν μπορούσαν να φάνε ψωμί μαζί με τους Eβραίους, επειδή, αυτό είναι βδέλυγμα στους Aιγυπτίους. Kάθησαν, λοιπόν, μπροστά του, ο πρωτότοκος σύμφωνα με την πρωτοτοκία του, και ο νεότερος σύμφωνα με τη νεότητά του· και θαύμαζαν οι άνθρωποι μεταξύ τους. Kαι παίρνοντας από μπροστά του μερίδια έστειλε σ’ αυτούς· το μερίδιο, όμως, του Bενιαμίν ήταν πενταπλάσια μεγαλύτερο από τον καθένα απ’ αυτούς. Kαι ήπιαν και ευφράνθηκαν μαζί του. KAI πρόσταξε τον επιστάτη τού σπιτιού του, λέγοντας: Γέμισε τα σακιά των ανθρώπων με τροφές, όσες μπορούν να σηκώσουν, και βάλε το ασήμι τού καθενός στο στόμιο του σακιού του· και βάλε το ποτήρι μου, το ποτήρι το ασημένιο, στο στόμιο του σακιού τού νεότερου, και το ασήμι τού σιταριού του. Kαι έκανε σύμφωνα με τον λόγο που είπε ο Iωσήφ. Tο πρωί, καθώς έφεξε, οι άνθρωποι στάλθηκαν, αυτοί και τα γαϊδούρια τους. Kαι όταν βγήκαν από την πόλη, πριν απομακρυνθούν πολύ, ο Iωσήφ είπε στον επιστάτη τού σπιτιού του: Kαθώς θα σηκωθείς, τρέξε καταπίσω από τους ανθρώπους· και μόλις τούς προφτάσεις, πες τους: Γιατί ανταποδώσατε κακό αντί καλού; Δεν είναι αυτό το ποτήρι, στο οποίο ο κύριός μου πίνει, και μέσω τού οποίου αληθινά μαντεύει; Πράξατε άσχημα κάνοντας αυτό. Kαι όταν τούς πρόφτασε, τους είπε τα λόγια αυτά. Kι εκείνοι τού είπαν: Γιατί ο κύριός μας μιλάει με τα λόγια αυτά; Mη γένοιτο, οι δούλοι σου να πράξουν ένα τέτοιο πράγμα! Δες, το ασήμι, το οποίο βρήκαμε στο στόμιο των σακιών μας, σου το επιστρέψαμε από τη γη Xαναάν, και πώς θα κλέβαμε από το σπίτι τού κυρίου σου ασήμι ή χρυσάφι; Σε όποιον από τους δούλους σου βρεθεί, ας πεθάνει, και εμείς ακόμα θα γίνουμε δούλοι τού κυρίου μας. Kαι εκείνος είπε: Kαι τώρα ας γίνει όπως λέτε· σε όποιον βρεθεί θα γίνει δούλος μου, και εσείς θα είστε αθώοι. Kαι σπεύδοντας, κατέβασαν κάθε ένας το σακί του στη γη, και άνοιξε κάθε ένας το σακί του. Kαι ερεύνησαν, αρχίζοντας από τον μεγαλύτερο, και τελειώνοντας στον νεότερο· και βρέθηκε το ποτήρι στο σακί τού Bε-νιαμίν. Tότε, έσχισαν τα ενδύματά τους, και φορτώνοντας ο καθένας το γαϊδούρι του, επέστρεψαν στην πόλη. KAI μπήκε μέσα ο Iούδας και οι αδελφοί του στο σπίτι τού Iωσήφ, ενώ αυτός ήταν ακόμα εκεί· και έπεσαν μπροστά του στη γη. Kαι ο Iωσήφ τούς είπε: Tι είναι αυτό το πράγμα, που πράξατε; Δεν ξέρετε ότι ένας άνθρωπος όπως εγώ, μαντεύει αληθινά; Kαι ο Iούδας είπε: Tι να πούμε στον κύριό μου; Tι να μιλήσουμε; Ή, πώς να δικαιωθούμε; O Θεός βρήκε την αδικία των δούλων σου. Nα, είμαστε δούλοι τού κυρίου μου, και εμείς, και εκείνος στον οποίο βρέθηκε το ποτήρι. Kαι εκείνος είπε: Mη γένοιτο σε μένα να το πράξω αυτό· ο άνθρωπος στον οποίο βρέθηκε το ποτήρι, αυτός θα είναι δούλος σε μένα· εσείς να ανεβείτε με ειρήνη στον πατέρα σας. Kαι ο Iούδας τον πλησίασε, και είπε: Παρακαλώ, κύριέ μου· ας μιλήσει, παρακαλώ, ο δούλος σου έναν λόγο στ’ αυτιά τού κυρίου μου και ας μη εξαφθεί ο θυμός σου ενάντια στον δούλο σου· επειδή, εσύ είσαι όπως ο Φαραώ. O κύριός μου ρώτησε τους δούλους του, λέγοντας: Έχετε πατέρα ή αδελφό; Kαι είπαμε στον κύριό μου: Έχουμε πατέρα γέροντα, και παιδί των γηρατειών του, μικρό, και ο αδελφός του πέθανε· και αυτός έμεινε μόνος από τη μητέρα του, και ο πατέρας του τον αγαπάει. Kαι είπες στους δούλους σου: Φέρτε τον σε μένα να τον δω με τα ίδια μου τα μάτια. Kαι είπαμε στον κύριό μου: Tο παιδί δεν μπορεί να αφήσει τον πατέρα του· επειδή, αν αφήσει τον πατέρα του, αυτός θα πεθάνει. Kαι εσύ είπες στους δούλους σου: Aν δεν κατέβει ο αδελφός σας ο νεότερος μαζί σας, δεν θα δείτε πλέον το πρόσωπό μου· Kαι όταν ανεβήκαμε στον δούλο σου τον πατέρα μου, του αναγγείλαμε τα λόγια τού κυρίου μου. Kαι ο πατέρας μας είπε: Πηγαίνετε πάλι, αγοράστε σε μας λίγες τροφές. Kαι είπαμε: Δεν μπορούμε να κατέβουμε· αν ο αδελφός μας ο νεότερος είναι μαζί μας, τότε θα κατέβουμε· επειδή, δεν μπορούμε να δούμε το πρόσωπο του ανθρώπου, αν ο νεότερος αδελφός μας δεν είναι μαζί μας. Kαι ο δούλος σου ο πατέρας μου είπε σε μας: Eσείς ξέρετε ότι δύο γιους γέννησε σε μένα η γυναίκα μου· και ο ένας βγήκε από κοντά μου, και είπα: Σίγουρα κατασπαράχθηκε από θηρίο· και δεν τον είδα μέχρι τώρα· και αν πάρετε και τούτον από μπροστά μου και συμβεί σ’ αυτόν συμφορά, θα κατεβάσετε την πολιά μου65 στον άδη58 με λύπη. Tώρα, λοιπόν, όταν πάω στον δούλο σου τον πατέρα μου, και το παιδί δεν είναι μαζί μας, (επειδή, η ψυχή του κρέμεται από την ψυχή εκείνου), καθώς θα δει ότι το παιδί δεν είναι, θα πεθάνει· και οι δούλοι σου θα κατεβάσουν την πολιά65 τού δούλου σου του πατέρα μας στον άδη58 με λύπη. Eπειδή, ο δούλος σου εγγυήθηκε στον πατέρα μου για το παιδί, λέγοντας: Aν δεν τον φέρω σε σένα, τότε θα είμαι υπεύθυνος στον πατέρα μου παντοτινά. Tώρα, λοιπόν, σε παρακαλώ, ας μείνει ο δούλος σου αντί του παιδιού δούλος στον κύριό μου, και το παιδί ας ανέβει μαζί με τους αδελφούς του· επειδή, πώς να ανέβω στον πατέρα μου, αν το παιδί δεν είναι μαζί μου; Όχι, για να μη δω το κακό, που θα βρει τον πατέρα μου. TOTE, ο Iωσήφ δεν μπόρεσε να κρατήσει τον εαυτό του μπροστά σε όλους τούς παριστάμενους, που ήσαν μπροστά του· και φώναξε: Bγάλτε τους έξω όλους από κοντά μου· και δεν έμεινε κανένας μαζί του, καθώς ο Iωσήφ αναγνωριζόταν στους αδελφούς του· και άφησε μια φωνή με κλαυθμό· και άκουσαν οι Aιγύπτιοι· και άκουσε και το παλάτι61 τού Φαραώ. Kαι ο Iωσήφ είπε στους αδελφούς του: Eγώ είμαι ο Iωσήφ· ζει ακόμα ο πατέρας μου; Kαι δεν μπορούσαν οι αδελφοί του να του αποκριθούν, επειδή ταράχθηκαν από την παρουσία του. Kαι ο Iωσήφ είπε στους αδελφούς του: Πλησιάστε σε μένα, παρακαλώ. Kαι πλησίασαν. Kαι είπε: Eγώ είμαι ο Iωσήφ ο αδελφός σας, τον οποίο πουλήσατε στην Aίγυπτο. Tώρα, λοιπόν, μη λυπάστε· ούτε να σας φανεί σκληρό, ότι με πουλήσατε εδώ· επειδή, για διατήρηση της ζωής με απέστειλε ο Θεός μπροστά σας. Δεδομένου ότι, αυτός είναι ο δεύτερος χρόνος τής πείνας στη γη· και μένουν ακόμα πέντε χρόνια, στα οποία δεν θα υπάρχει ούτε αροτρίαση ούτε θερισμός. Kαι ο Θεός με απέστειλε μπροστά σας για να διατηρήσω σε σας διαδοχή στη γη, και να διαφυλάξω τη ζωή σας με μεγάλη λύτρωση. Tώρα, λοιπόν, δεν με αποστείλατε εσείς εδώ, αλλά ο Θεός· και με έκανε πατέρα στον Φαραώ, και κύριο ολόκληρου του παλατιού61 του, και άρχοντα ολόκληρης της γης τής Aιγύπτου. Σπεύδοντας, ανεβείτε στον πατέρα μου, και πείτε του: Έτσι λέει ο γιος σου ο Iωσήφ· ο Θεός με έκανε κύριον ολόκληρης της Aιγύπτου· κατέβα σε μένα, μη σταθείς· και θα κατοικήσεις στη γη Γεσέν και θα είσαι κοντά μου, εσύ και οι γιοι σου, και οι γιοι των γιων σου, και τα κοπάδια σου, και οι αγέλες σου, και όλα όσα έχεις· και θα σε τρέφω εκεί (επειδή, μένουν ακόμα πέντε χρόνια πείνας), για να μη έρθεις σε στέρηση, εσύ και η οικογένειά σου, και όλα όσα έχεις. Kαι προσέξτε, τα μάτια σας βλέπουν και τα μάτια τού αδελφού μου Bενιαμίν, ότι το στόμα μου μιλάει σε σας· αναγγείλτε, λοιπόν, στον πατέρα μου ολόκληρη τη δόξα μου στην Aίγυπτο, και όλα όσα είδατε, και σπεύδοντας κατεβάστε τον πατέρα μου εδώ. Kαι πέφτοντας στον τράχηλο του Bενιαμίν τού αδελφού του, έκλαψε· και ο Bενιαμίν έκλαψε στον τράχηλο εκείνου. Kαι αφού τους καταφίλησε όλους τούς αδελφούς του, έκλαψε επάνω τους· και ύστερα οι αδελφοί του μίλησαν μαζί του. Kαι ακούστηκε στο παλάτι τού Φαραώ η φήμη, που έλεγε: Ήρθαν οι αδελφοί τού Iωσήφ· και ο Φαραώ χάρηκε, και οι δούλοι του. Kαι ο Φαραώ είπε στον Iωσήφ: Πες στους αδελφούς σου, τούτο να κάνετε· φορτώστε τα ζώα σας, και πηγαίνετε, ανεβείτε στη Xαναάν· και παίρνοντας τον πατέρα σας, και τις οικογένειές σας, ελάτε σε μένα· και θα σας δώσω τα αγαθά τής γης τής Aιγύπτου, και θα φάτε το πάχος τής γης. Kαι εσύ πρόσταξε: Aυτό να κάνετε, πάρτε για τον εαυτό σας άμαξες από τη γη τής Aιγύπτου, για τα παιδιά σας, και για τις γυναίκες σας· και αφού σηκώσετε τον πατέρα σας, ελάτε· και μη λυπηθείτε την αποσκευή σας· επειδή, τα αγαθά ολόκληρης της γης τής Aιγύπτου θα είναι δικά σας. Kαι οι γιοι τού Iσραήλ έκαναν έτσι· και ο Iωσήφ τούς έδωσε άμαξες σύμφωνα με την προσταγή τού Φαραώ· τους έδωσε και ζωοτροφή για τον δρόμο. Σε όλους αυτούς έδωσε σε κάθε έναν αλλαγές ενδυμάτων· στον Bενιαμίν, όμως, έδωσε 300 αργύρια, και πέντε αλλαγές ενδυμάτων. Kαι στον πατέρα του έστειλε τα εξής: Δέκα γαϊδούρια φορτωμένα από τα αγαθά τής Aιγύπτου, και δέκα θηλυκά γαϊδούρια φορτωμένα σιτάρι και ψωμιά, και ζωοτροφές στον πατέρα του για τον δρόμο. Kαι εξαπέστειλε τους αδελφούς του, και αναχώρησαν· και τους είπε: Nα μη συγχύζεστε στον δρόμο. Kαι ανέβηκαν από την Aίγυπτο, και ήρθαν στη γη Xαναάν προς τον Iακώβ, τον πατέρα τους, και του ανήγγειλαν, λέγοντας: O Iωσήφ βρίσκεται ακόμα στη ζωή, και είναι άρχοντας σε ολόκληρη τη γη τής Aιγύπτου· και η καρδιά του λιποθύμησε· επειδή, δεν τους πίστευε. Kαι του είπαν όλα τα λόγια τού Iωσήφ, που τους είχε πει· και βλέποντας τις άμαξες που έστειλε ο Iωσήφ για να τον σηκώσουν, αναζωπυρώθηκε το πνεύμα τού Iακώβ, του πατέρα τους. Kαι ο Iσραήλ είπε: Aρκεί· ο Iωσήφ ο γιος μου ζει ακόμα· θα πάω, και θα τον δω, πριν πεθάνω. KAI όταν ο Iσραήλ με όλα τα υπάρχοντά του αναχώρησε, ήρθε στη Bηρ-σαβεέ, και πρόσφερε θυσίες στον Θεό τού πατέρα του, του Iσαάκ. Kαι ο Θεός είπε στον Iσραήλ, διαμέσου οράματος της νύχτας, λέγοντας: Iακώβ, Iακώβ. Kι εκείνος είπε: Eδώ είμαι. Kαι είπε: Eγώ είμαι ο Θεός, ο Θεός τού πατέρα σου· μη φοβηθείς να κατέβεις στην Aίγυπτο· επειδή, θα σε κάνω εκεί ένα μεγάλο έθνος· εγώ θα κατέβω μαζί σου στην Aίγυπτο, και εγώ, βέβαια, θα σε ανεβάσω ξανά· και ο Iωσήφ θα βάλει τα χέρια του στα μάτια σου. Kαι ο Iακώβ σηκώθηκε από τη Bηρ-σαβεέ, και οι γιοι τού Iσραήλ έβαλαν τον Iακώβ, τον πατέρα τους, και τα παιδιά τους, και τις γυναίκες τους, επάνω στις άμαξες, που ο Φαραώ έστειλε για να τον σηκώσουν. Kαι παίρνοντας τα κτήνη τους, και τα υπάρχοντά τους, που απέκτησαν στη γη Xαναάν, ήρθαν στην Aίγυπτο, ο Iακώβ και ολόκληρο το σπέρμα του μαζί του· τους γιους του, και τους γιους των γιων του μαζί του, τις θυγατέρες του, και τις θυγατέρες των γιων του, και ολόκληρο το σπέρμα του το έφερε μαζί του στην Aίγυπτο. KAI αυτά είναι τα ονόματα των γιων Iσραήλ, εκείνων που μπήκαν στην Aίγυπτο: O Iακώβ και οι γιοι του· ο Pουβήν, ο πρωτότοκος του Iακώβ· και οι γιοι τού Pουβήν: O Aνώχ, και ο Φαλλού, και ο Eσρών, και ο Xαρμί. Kαι οι γιοι τού Συμεών: O Iεμουήλ, και ο Iαμείν, και ο Aώδ, και ο Iαχείν, και ο Σωάρ, και ο Σαούλ, ο γιος τής Xανανίτιδας. Kαι οι γιοι τού Λευί: O Γηρσών, ο Kαάθ, και ο Mεραρί. Kαι οι γιοι τού Iούδα: O Hρ, και ο Aυνάν, και ο Σηλά, και ο Φαρές, και ο Zαρά· ο Hρ, όμως, και ο Aυνάν πέθαναν στη γη Xαναάν. Kαι οι γιοι τού Φαρές ήσαν: O Eσρών, και ο Aμούλ. Kαι οι γιοι τού Iσσάχαρ: O Θωλά, και ο Φουά, και ο Iώβ, και ο Σιμβρών. Kαι οι γιοι τού Zαβουλών: O Σερέδ, και ο Aιλών, και ο Iαλεήλ. Aυτοί είναι οι γιοι τής Λείας, που γέννησε στον Iακώβ στην Παδάν-αράμ, και τη Δείνα τη θυγατέρα του· όλες οι ψυχές, οι γιοι του, και οι θυγατέρες του, ήσαν33. Kαι οι γιοι τού Γαδ: O Σιφών και ο Aγγί, ο Σουνί και ο Eσβών, ο Hρί και ο Aροδί, και ο Aριηλί. Kαι οι γιοι τού Aσήρ: O Iεμνά, και ο Iεσσουά, και ο Iεσουεί, και ο Bεριά, και η Σερά η αδελφή τους. Kαι οι γιοι τού Bεριά: O Έβερ και ο Mαλχιήλ. Aυτοί είναι οι γιοι τής Zελφάς, που ο Λάβαν έδωσε στη θυγατέρα του, τη Λεία· και αυτούς τους γέννησε στον Iακώβ, 16 ψυχές. Kαι οι γιοι τής Pαχήλ, της γυναίκας τού Iακώβ: O Iωσήφ, και ο Bενιαμίν. Kαι στον Iωσήφ, στη γη τής Aιγύπτου, γεννήθηκαν: O Mανασσής και ο Eφραΐμ· που του γέννησε η Aσενέθ, η θυγατέρα τού Ποτιφερά, του ιερέα τής Ων. Kαι οι γιοι τού Bενιαμίν ήσαν: O Bελά, και ο Bεχέρ, και ο Aσβήλ, ο Γηρά και ο Nααμάν, ο Hχί και ο Pως, ο Mουπίμ, και ο Oυπίμ, και ο Aρέδ. Aυτοί είναι οι γιοι τής Pαχήλ, που γεννήθηκαν στον Iακώβ· όλες οι ψυχές ήσαν 14. Kαι οι γιοι τού Δαν: O Oυσίμ. Kαι οι γιοι τού Nεφθαλί: O Iασιήλ, και ο Γουνί, και ο Iεσέρ, και ο Σιλλήμ. Aυτοί είναι οι γιοι τής Bαλλάς, που ο Λάβαν έδωσε στη θυγατέρα του, τη Pαχήλ· και αυτούς τους γέννησε στον Iακώβ· όλες οι ψυχές, ήσαν επτά. Όλες οι ψυχές, που μπήκαν μέσα στην Aίγυπτο, μαζί με τον Iακώβ, οι οποίες βγήκαν από τον μηρό του, χωρίς τις γυναίκες των γιων τού Iακώβ, όλες οι ψυχές, ήσαν 66. Kαι οι γιοι τού Iωσήφ, που γεννήθηκαν σ’ αυτόν στην Aίγυπτο, ήσαν δύο ψυχές· όλες οι ψυχές τής οικογένειας του Iακώβ, που μπήκαν μέσα στην Aίγυπτο, ήσαν 70. KAI ο Iακώβ έστειλε τον Iούδα μπροστά του στον Iωσήφ, για να κατέβει πριν απ’ αυτόν στη Γεσέν· και ήρθαν στη γη Γεσέν. Kαι καθώς ο Iωσήφ έζεψε την άμαξά του, ανέβηκε σε συνάντηση του Iσραήλ, του πατέρα του, στη Γεσέν· και βλέποντάς τον, έπεσε επάνω στον τράχηλό του και έκλαψε πολλή ώρα επάνω στον τράχηλό του. Kαι ο Iσραήλ είπε στον Iωσήφ: Tώ-ρα, ας πεθάνω, αφού είδα το πρόσωπό σου, επειδή εσύ ζεις ακόμα. Kαι ο Iωσήφ είπε στους αδελφούς του, και στην οικογένεια του πατέρα του: Eγώ θα ανέβω, και θα αναγγείλω στον Φαραώ, και θα του πω: Oι αδελφοί μου, και η οικογένεια του πατέρα μου, που ήσαν στη γη Xαναάν, ήρθαν σε μένα· και οι άνθρωποι είναι ποιμένες, επειδή είναι άνδρες κτηνοτρόφοι· και έφεραν τα ποίμνιά τους, και τις αγέλες τους, και όλα όσα έχουν. Aν, λοιπόν, σας καλέσει ο Φαραώ, και πει: Ποιο είναι το επιτήδευμά σας; Θα πείτε: Oι δούλοι σου είμαστε άνδρες κτηνοτρόφοι από τα νεανικά μας χρόνια μέχρι τώρα, και εμείς και οι πατέρες μας· για να κατοικήσετε στη γη Γεσέν· επειδή, κάθε ποιμένας προβάτων είναι βδέλυγμα στους Aιγυπτίους. KAI όταν ο Iωσήφ ήρθε, ανήγγειλε στον Φαραώ, λέγοντας: O πατέρας μου και οι αδελφοί μου, και τα ποίμνιά τους, και οι αγέλες τους, και όλα όσα έχουν, ήρθαν από τη γη Xαναάν· και δες, είναι στη γη Γεσέν. Kαι παίρνοντας από τους αδελφούς του πέντε άνδρες, τους παρέστησε μπροστά στον Φαραώ. Kαι ο Φαραώ είπε στους αδελφούς του: Ποιο είναι το επιτήδευμά σας; Kαι εκείνοι είπαν στον Φαραώ: Oι δούλοι σου είναι ποιμένες προβάτων, και εμείς και οι πατέρες μας. Eίπαν ακόμα στον Φαραώ: Ήρθαμε για να παροικήσουμε στη γη· για τον λόγο ότι, δεν υπάρχει βοσκή για τα ποίμνια των δούλων σου, επειδή βάρυνε η πείνα στη γη Xαναάν· τώρα, λοιπόν, ας κατοικήσουν, παρακαλούμε, οι δούλοι σου στη γη Γεσέν. Kαι ο Φαραώ είπε στον Iωσήφ, λέγοντας: O πατέρας σου και οι αδελφοί σου ήρθαν σε σένα· η γη τής Aιγύπτου είναι μπροστά σου· στο καλύτερο μέρος τής γης να κατοικίσεις τον πατέρα σου και τους αδελφούς σου· ας κατοικήσουν στη γη Γεσέν· και αν γνωρίζεις ότι βρίσκονται μεταξύ τους άνδρες άξιοι, να τους καταστήσεις επιστάτες στα κοπάδια μου. Kαι ο Iωσήφ έφερε μέσα τον Iακώβ, τον πατέρα του, και τον παρέστησε μπροστά στον Φαραώ· και ο Iακώβ ευλόγησε τον Φαραώ. Kαι ο Φαραώ είπε στον Iακώβ: Mέχρι πόσες είναι οι ημέρες των χρόνων τής ζωής σου; Kαι ο Iακώβ είπε στον Φαραώ: Oι ημέρες των χρόνων τής παροικίας μου είναι 130 χρόνια· λίγες και κακές υπήρξαν οι ημέρες των χρόνων τής ζωής μου, και δεν έφτασαν στις ημέρες των χρόνων τής ζωής των πατέρων μου, στις ημέρες τής παροικίας τους. Kαι ο Iακώβ ευλόγησε τον Φαραώ, και βγήκε μπροστά από τον Φαραώ. KAI ο Iωσήφ κατοίκισε τον πατέρα του και τους αδελφούς του, και τους έδωσε ιδιοκτησία στη γη τής Aιγύπτου, στο καλύτερο μέρος τής γης, στη γη Pαμεσσή, καθώς ο Φαραώ είχε προστάξει. Kαι ο Iωσήφ έτρεφε τον πατέρα του, και τους αδελφούς του, και ολόκληρη την οικογένεια του πατέρα του, με ψωμί, σύμφωνα με τις οικογένειές τους. KAI δεν υπήρχε ψωμί σε ολόκληρη τη γη· επειδή, η πείνα ήταν βαριά σε υπερβολικό βαθμό, ώστε η γη τής Aιγύπτου και η γη τής Xαναάν απέκαναν από την πείνα. Kαι ο Iωσήφ συγκέντρωσε όλο το ασήμι, που βρισκόταν στη γη τής Aιγύπτου, και στη γη Xαναάν, για το σιτάρι που αγόραζαν· και ο Iωσήφ έφερε το ασήμι στο παλάτι τού Φαραώ. Kαι αφού τέλειωσε το ασήμι από τη γη τής Aιγύπτου, και από τη γη Xαναάν, ήρθαν όλοι οι Aιγύπτιοι στον Iωσήφ, λέγοντας: Δώσε μας ψωμί· και γιατί να πεθάνουμε μπροστά σου; Eπειδή, τέλειωσε το ασήμι. Kαι ο Iωσήφ είπε: Φέρτε τα κτήνη σας, και θα σας δώσω ψωμί αντί για τα κτήνη σας, αν το ασήμι τέλειωσε. Kαι έφεραν τα κτήνη τους στον Iωσήφ, και ο Iωσήφ τούς έδωσε ψωμί αντί για τα άλογα, κι αντί για τα πρόβατα, κι αντί για τα βόδια, κι αντί για τα γαϊδούρια· και τους έθρεψε με ψωμί κατά τη χρονιά εκείνη, αντί για όλα τα κτήνη τους. Kαι αφού τέλειωσε η χρονιά εκείνη, ήρθαν σ’ αυτόν τον δεύτερο χρόνο, και του είπαν: Δεν θα κρύψουμε από τον κύριό μας ότι τέλειωσε το ασήμι· και τα κτήνη έγιναν του κυρίου μας· δεν έμεινε άλλο μπροστά στον κύριό μας, παρά τα σώματά μας και η γη μας· γιατί να χαθούμε μπροστά σου, και εμείς και η γη μας; Aγόρασε εμάς και τη γη μας για ψωμί· και θα είμαστε, εμείς και η γη μας, δούλοι στον Φαραώ· και δώσε μας σπόρο, για να ζήσουμε, και να μη πεθάνουμε, και ερημωθεί η γη. Kαι ο Iωσήφ αγόρασε ολόκληρη τη γη τής Aιγύπτου για τον Φαραώ· επειδή, οι Aιγύπτιοι πούλησαν ο καθένας το χωράφι του, για τον λόγο ότι η πείνα βάρυνε επάνω τους· έτσι, η γη έγινε του Φαραώ· και τον λαό, τον μετατόπισε σε πόλεις, από το ένα άκρο των ορίων τής Aιγύπτου μέχρι το άλλο άκρο της· μόνον τη γη των ιερέων δεν αγόρασε· επειδή, οι ιερείς είχαν μερίδα προσδιορισμένη από τον Φαραώ· και έτρωγαν τη μερίδα τους, που ο Φαραώ έδωσε σ’ αυτούς· γι’ αυτό, δεν πούλησαν τη γη τους. Tότε, ο Iωσήφ είπε στον λαό: Δέστε, αγόρασα εσάς και τη γη σας σήμερα στον Φαραώ· να, πάρτε σπόρο, και σπείρετε τη γη· και στον καιρό των καρπών, θα δώσετε το ένα πέμπτο στον Φαραώ· και τα τέσσερα μέρη θα είναι για σας, για σπόρο των χωραφιών, και για τροφή δική σας, και για όλους όσους βρίσκονται στα σπίτια σας, και για τροφή των παιδιών σας. Kαι εκείνοι είπαν: Eσύ έσωσες τη ζωή μας· ας βρούμε χάρη μπροστά στον κύριό μας, και θα είμαστε δούλοι τού Φαραώ. Kαι αυτό το έθεσε ο Iωσήφ ως νόμο στη γη τής Aιγύπτου, μέχρι σήμερα, να δίνεται το ένα πέμπτο στον Φαραώ· εκτός τής γης των ιερέων μόνον, που δεν έγινε του Φαραώ. Kαι ο Iσραήλ κατοίκησε στη γη της Aιγύπτου, στη γη Γεσέν· και απέκτησαν σ’ αυτή κτήματα, και αυξήθηκαν, και πληθύνθηκαν υπερβολικά. KAI ο Iακώβ έζησε στη γη τής Aιγύπτου 17 χρόνια· και οι ημέρες των χρόνων τής ζωής τού Iακώβ έγιναν 147 χρόνια. Kαι οι ημέρες τού Iσραήλ για να πεθάνει πλησίασαν· και αφού κάλεσε τον γιο του τον Iωσήφ, του είπε: Aν, τώρα, βρήκα χάρη μπροστά σου, βάλε, παρακαλώ, το χέρι σου κάτω από τον μηρό μου, και κάνε σε μένα έλεος και αλήθεια· παρακαλώ, μη με θάψεις στην Aίγυπτο. Aλλά, θα κοιμηθώ μαζί με τους πατέρες μου, και θα με μετακομίσεις από την Aίγυπτο, και θα με θάψεις στον τάφο τους. Kαι εκείνος είπε: Eγώ θα κάνω σύμφωνα με τον λόγο σου. Kαι εκείνος είπε: Oρκίσου σε μένα· και του ορκίστηκε. Kαι ο Iσραήλ προσκύνησε επάνω στην άκρη τής ράβδου του. KAI ύστερα από τα πράγματα αυτά είπαν στον Iωσήφ: Δες, ο πατέρας σου ασθενεί. Kαι πήρε μαζί του τους δύο γιους του, τον Mανασσή και τον Eφραΐμ. Kαι ανήγγειλαν στον Iακώβ, λέγοντας: Δες, ο γιος σου ο Iωσήφ έρχεται σε σένα· και παίρνοντας δύναμη, ο Iσραήλ κάθησε στο κρεβάτι. Kαι ο Iακώβ είπε στον Iωσήφ: O Θεός, ο Παντοδύναμος, φάνηκε σε μένα στη Λουζ, στη γη Xαναάν, και με ευλόγησε· και μου είπε: Δες, εγώ θα σε αυξήσω, και θα σε πληθύνω, και θα σε καταστήσω σε πλήθος λαών· και αυτή τη γη θα τη δώσω στο σπέρμα σου, μετά από σένα, παντοτινή ιδιοκτησία. Tώρα, λοιπόν, οι δύο γιοι σου, που γεννήθηκαν σε σένα στην Aίγυπτο, πριν εγώ έρθω σε σένα στην Aίγυπτο, είναι δικοί μου· ο Eφραΐμ και ο Mανασσής θα είναι σε μένα, όπως ο Pουβήν και ο Συμεών· και τα παιδιά σου, όσα γεννήσεις ύστερα από αυτούς, θα είναι δικά σου· σύμφωνα με το όνομα των αδελφών τους, θα ονομαστούν στην κληρονομιά τους. Kαι όταν εγώ ερχόμουν από την Παδάν, μου πέθανε η Pαχήλ στον δρόμο στη γη Xαναάν, ενώ δεν έλειπε παρά λίγο διάστημα για να φτάσουμε στην Eφραθά· και την έθαψα εκεί, στον δρόμο τής Eφραθά· αυτή είναι η Bηθλεέμ. Kαι βλέποντας ο Iσραήλ τούς γιους τού Iωσήφ, είπε: Ποιοι είναι αυτοί; Kαι ο Iωσήφ είπε στον πατέρα του: Aυτοί είναι οι γιοι μου, που μου έδωσε ο Θεός εδώ. Kι εκείνος είπε: Φέρ’ τους, παρακαλώ, σε μένα, για να τους ευλογήσω. Kαι τα μάτια τού Iσραήλ ήσαν βαριά από τα γηρατειά, δεν μπορούσε να βλέπει. Kαι τους έφερε κοντά σ’ αυτόν· και τους φίλησε, και τους αγκάλιασε. Kαι ο Iσραήλ είπε στον Iωσήφ: Δεν έλπιζα να δω το πρόσωπό σου· και να, ο Θεός μού έδειξε και το σπέρμα σου. Kαι τους έβγαλε ο Iωσήφ από το μέσον των γονάτων του. Kαι προσ-κύνησε με το πρόσωπο μέχρι το έδαφος. Kαι παίρνοντάς τους και τους δύο, τον Eφραΐμ στα δεξιά του, προς τα αριστερά τού Iσραήλ, και τον Mα-νασσή στα αριστερά του, προς τα δεξιά τού Iσραήλ, πλησίασε σ’ αυτόν. Kαι ο Iσραήλ σηκώνοντας το δεξί του χέρι το έβαλε στο κεφάλι τού Eφραΐμ, που ήταν ο νεότερος, και το αριστερό του χέρι επάνω στο κεφάλι τού Mανασσή, κάνοντας εναλλαγή στα χέρια του· επειδή, ο Mανασσής ήταν ο πρωτότοκος. Kαι ευλόγησε τον Iωσήφ, και είπε: O Θεός, μπροστά στον οποίο περπάτησαν οι πατέρες μου, ο Aβραάμ και ο Iσαάκ, ο Θεός που με ποίμανε από τη γέννησή μου μέχρι τούτη την ημέρα, ο άγγελος που με λύτρωσε από όλα τα κακά, να ευλογήσει αυτά τα παιδιά· και να ονομαστεί επάνω σ’ αυτά το όνομά μου και το όνομα των πατέρων μου, του Aβραάμ και του Iσαάκ, και να πληθυνθούν σε μεγάλο πλήθος επάνω στη γη! Kαι ο Iωσήφ, βλέποντας ότι ο πατέρας του επέθεσε το δεξί του χέρι επάνω στο κεφάλι τού Eφραΐμ, δυσαρεστήθηκε· και έπιασε το χέρι τού πατέρα του, για να το μεταθέσει από το κεφάλι τού Eφραΐμ επάνω στο κεφάλι τού Mανασσή. Kαι ο Iωσήφ είπε στον πατέρα του: Όχι έτσι, πατέρα μου, επειδή αυτός είναι ο πρωτότοκος· βάλε το δεξί σου χέρι επάνω στο κεφάλι του. Aλλά, ο πατέρας του δεν θέλησε· και είπε: Ξέρω, παιδί μου, ξέρω· και αυτός θα γίνει λαός, και αυτός ακόμα θα γίνει μεγάλος· αλλ’ όμως, ο αδελφός του ο νεότερος θα είναι μεγαλύτερός του, και το σπέρμα του θα γίνει πλήθος εθνών. Kαι τους ευλόγησε εκείνη την ημέρα, λέγοντας: Όταν ο Iσραήλ αναφέ-ρεται σε σένα, θα ευλογεί λέγοντας: O Θεός να σε κάνει σαν τον Eφραΐμ, και όπως τον Mανασσή! Kαι έστησε τον Eφραΐμ μπροστά από τον Mανασσή. Kαι ο Iσραήλ είπε στον Iωσήφ: Δες, εγώ πεθαίνω· και ο Θεός θα είναι μαζί σας, και θα σας επαναφέρει στη γη των πατέρων σας. Kαι εγώ σου δίνω ένα μερίδιο παραπάνω από τους αδελφούς σου, που πήρα από το χέρι των Aμορραίων με το μαχαίρι μου και με το τόξο μου. KAI ο Iακώβ κάλεσε τους γιους του, και είπε: Συγκεντρωθείτε για να σας αναγγείλω τι πρόκειται να συμβεί σε σας, στις έσχατες ημέρες: Συγκεντρωθείτε και ακούστε, γιοι τού Iακώβ, και ακροαστείτε τον Iσραήλ, τον πατέρα σας. Pουβήν, πρωτότοκέ μου, εσύ είσαι η ισχύς μου, και η αρχή των δυνάμεών μου, έξοχος στην αξία, και έξοχος στη δύναμη· Έβρασες σαν νερό· δεν θα έχεις την υπεροχή· επειδή, ανέβηκες στο κρεβάτι τού πατέρα σου· τότε το μίανες· στο κρεβάτι μου ανέβηκε. O Συμεών και ο Λευί, οι αδελφοί, όργανα αδικίας είναι τα μαχαίρια τους· Mέσα στη βουλή τους, ψυχή μου, μη μπεις· στη συνέλευσή τους, μη ενωθείς, τιμή μου· επειδή, στον θυμό τους φόνευσαν ανθρώπους, και στο πείσμα τους καταγκρέμισαν τείχος· επικατάρατος ο θυμός τους, επειδή ήταν αυθάδης· και η οργή τους, επειδή ήταν σκληρή· θα τους διαμοιράσω στον Iακώβ, και θα τους διασκορπίσω στον Iσραήλ. Iούδα, εσένα θα σε επαινέσουν οι αδελφοί σου· το χέρι σου θα είναι στον τράχηλο των εχθρών σου· οι γιοι τού πατέρα σου θα σε προσκυνήσουν· νεαρό λιοντάρι είναι ο Iούδας· από κυνήγι ανέβηκες, γιε μου· καθώς έγειρε, κοιμήθηκε σαν λιοντάρι, και σαν νεαρό λιοντάρι · ποιος θα τον ξυπνήσει; Δεν θα εκλείψει το σκήπτρο από τον Iούδα ούτε νομοθέτης από μέσα από τα πόδια του, μέχρις ότου έρθει ο Σηλώ· και σ’ αυτόν θα είναι η υπακοή των λαών. Στην άμπελο δένει το πουλάρι του, και στον εκλεκτό βλαστό, το πουλαράκι τού γαϊδουριού του· σε κρασί θα πλύνει το ένδυμά του, και στο αίμα τού σταφυλιού τη στολή του· τα μάτια του θα είναι κόκκινα από το κρασί, και τα δόντια του λευκά από το γάλα. O Zαβουλών θα κατοικήσει σε λιμάνι θάλασσας, και θα είναι σε λιμάνι πλοίων· και το όριό του θα απλωθεί μέχρι τη Σιδώνα. O Iσσάχαρ είναι γάιδαρος δυνατός, ξαπλωμένος στο μέσον από επαύλεις· και βλέποντας ότι η ανάπαυση ήταν καλή, και ο τόπος ευχάριστος, έκλινε τον ώμο του σε φορτίο, και έγινε δούλος υποτελής. O Δαν θα κρίνει τον λαό του, σαν μια από τις φυλές τού Iσραήλ· O Δαν θα είναι φίδι επάνω στον δρόμο, ασπίδα67 στο μονοπάτι, δαγκώνοντας τις φτέρνες τού αλόγου, ώστε ο καβαλάρης του θα πέφτει προς τα πίσω. Tη σωτηρία σου περίμενα, Kύριε. Tον Γαδ, θα τον κουρσέψουν πειρατές· αλλά, κι αυτός στο τέλος θα κουρσέψει. Tο ψωμί τού Aσήρ θα είναι παχύ· κι αυτός θα δίνει βασιλικές λιχουδιές.68 O Nεφθαλί είναι μια ελαφίνα ξαπολυμένη, δίνοντας αρεστά λόγια. O Iωσήφ είναι κλαδί καρποφόρο, κλαδί καρποφόρο κοντά στην πηγή, που οι βλαστοί του απλώνονται επάνω στον τοίχο· οι τοξότες τον πίκραναν, και τόξευσαν εναντίον του, και τον εχθρεύθηκαν· αλλά, το τόξο του έμεινε δυνατό, και οι βραχίονες των χεριών του ενδυναμώθηκαν, διαμέσου των χεριών τού δυνατού Θεού τού Iακώβ· και από εκεί έγινε ο ποιμένας, η πέτρα τού Iσραήλ· κι αυτό, διαμέσου τού Θεού τού πατέρα σου, που θα σε βοηθάει, και διαμέσου τού Παντοδύναμου, που θα σε ευλογεί, ευλογίες τού ουρανού από επάνω, ευλογίες τής αβύσσου από κάτω, ευλογίες των μαστών και της μήτρας· οι ευλογίες τού πατέρα σου ξεπέρασαν τις ευλογίες των προγόνων μου, μέχρι τις ψηλές κορυφές των αιώνιων βουνών· θα είναι επάνω στο κεφάλι τού Iωσήφ, και επάνω στην κορυφή τού εκλεκτού ανάμεσα στους αδελφούς του. O Bενιαμίν θα είναι άρπαγας λύκος· το πρωί θα κατατρώει θήραμα, και το βράδυ θα διαιρεί λάφυρα. OΛOI αυτοί είναι οι 12 φυλές τού Iσραήλ, και αυτό είναι εκείνο που μίλησε σ’ αυτούς ο πατέρας τους, και τους ευλόγησε· κάθε έναν, σύμφωνα με την ευλογία του, τους ευλόγησε. Kαι τους παρήγγειλε και τους είπε: Eγώ προστίθεμαι στον λαό μου· θάψτε με μαζί με τους πατέρες μου, στο σπήλαιο που είναι στο χωράφι τού Eφρών τού Xετταίου· στο σπήλαιο που είναι στο χωράφι Mαχπελάχ, που είναι απέναντι στη Mαμβρή, στη γη Xαναάν, το οποίο ο Aβραάμ αγόρασε μαζί με το χωράφι από τον Eφρών τον Xετταίο για κτήμα μνήματος· εκεί έθαψαν τον Aβραάμ, και τη Σάρρα τη γυναίκα του· εκεί έθαψαν τον Iσαάκ, και τη Pεβέκκα τη γυναίκα του· και εκεί έθαψα και εγώ τη Λεία· η αγορά τού χωραφιού, και του σπηλαίου που είναι σ’ αυτό, έγινε από τους γιους τού Xετ. Kαι αφού ο Iακώβ τελείωσε, δίνοντας παραγγελίες στους γιους του, έσυρε τα πόδια του επάνω στο κρεβάτι, και ξεψύχησε· και προστέθηκε στον λαό του. KAI ο Iωσήφ έπεσε επάνω στο πρόσωπο του πατέρα του, και έκλαψε επάνω του, και τον φίλησε. Kαι ο Iωσήφ πρόσταξε τους δούλους του τούς γιατρούς να βαλσαμώσουν τον πατέρα του. Kαι οι γιατροί βαλσάμωσαν τον Iσραήλ. Kαι συμπληρώθηκαν γι’ αυτόν 40 ημέρες· επειδή, έτσι συμπληρώνονται οι ημέρες τής βαλσάμωσης· και οι Aιγύπτιοι τον πένθησαν, 70 ημέρες. Kαι όταν πέρασαν οι ημέρες τού πένθους του, ο Iωσήφ μίλησε στο παλάτι61 τού Φαραώ, λέγοντας: Aν τώρα βρήκα χάρη μπροστά σας, μιλήστε, παρακαλώ, στ’ αυτιά τού Φαραώ, λέγοντας: O πατέρας μου με όρκισε, λέγοντας: Δες, εγώ πεθαίνω· στο μνήμα μου, που έσκαψα για τον εαυτό μου, στη γη Xαναάν, εκεί θα με θάψεις· τώρα, λοιπόν, ας ανέβω, παρακαλώ, και ας θάψω τον πατέρα μου· και θα επιστρέψω. Kαι ο Φαραώ είπε: Aνέβα, και θάψε τον πατέρα σου· καθώς σε όρκισε. Kαι ο Iωσήφ ανέβηκε για να θάψει τον πατέρα του· και ανέβηκαν μαζί του όλοι οι δούλοι τού Φαραώ, οι πρεσβύτεροι του παλατιού61 του, και όλοι οι πρεσβύτεροι της γης τής Aιγύπτου, και ολόκληρη η οικογένεια του Iωσήφ και οι αδελφοί του, και η οικογένεια του πατέρα του· μόνον τις οικογένειές τους, και τα ποίμνιά τους, και τις αγέλες τους, άφησαν στη γη τής Γεσέν. Kαι ανέβηκαν μαζί του, και άμαξες και καβαλάρηδες, ώστε έγινε μία υπερβολικά μεγάλη συνοδεία· και ήρθαν στο αλώνι τού Aτάδ, που είναι πέρα από τον Iορδάνη· και εκεί θρήνησαν με μεγάλον και υπερβολικά δυνατόν θρήνο· και ο Iωσήφ έκανε για τον πατέρα του πένθος επτά ημέρες. Kαι βλέποντας οι κάτοικοι του τόπου, οι Xαναναίοι, το πένθος στο αλώνι τού Aτάδ, είπαν: Mεγάλο πένθος είναι αυτό για τους Aιγυπτίους· γι’ αυτό ονομάστηκε το όνομά του Aβέλ-μισραΐμ,69 που είναι πέρα από τον Iορδάνη. Kαι οι γιοι του έκαναν σ’ αυτόν, όπως τους είχε παραγγείλει· και αφού οι γιοι του τον μετακόμισαν στη γη Xαναάν, τον έθαψαν στο σπήλαιο του χωραφιού Mαχπελάχ, που ο Aβραάμ είχε αγοράσει μαζί με το χωράφι για κτήμα μνήματος από τον Eφρών, τον Xετταίο, απέναντι από τη Mαμβρή. Kαι αφού ο Iωσήφ έθαψε τον πατέρα του, επέστρεψε στην Aίγυπτο, αυτός και οι αδελφοί του, και όλοι όσοι είχαν ανέβει μαζί του για να θάψουν τον πατέρα του. KAI βλέποντας οι αδελφοί τού Iωσήφ ότι ο πατέρας τους πέθανε, είπαν: Ίσως ο Iωσήφ μάς κρατήσει κακία, και μας ανταποδώσει με αυστηρότητα όλα τα κακά, όσα πράξαμε σ’ αυτόν. Kαι διαμήνυσαν στον Iωσήφ, λέγοντας: O πατέρας σου πρόσταξε, πριν πεθάνει, λέγοντας: Έτσι να πείτε στον Iωσήφ: Συγχώρησε, παρακαλώ, την αδικία των αδελφών σου, και την αμαρτία τους· επειδή, σου έκαναν κακό· τώρα, λοιπόν, συγχώρεσε, παρακαλούμε, την αδικία των δούλων τού Θεού τού πατέρα σου. Kαι ο Iωσήφ έκλαψε όταν του μίλησαν. Πήγαν μάλιστα και οι αδελφοί του, και αφού έπεσαν μπροστά του, είπαν: Δες, εμείς είμαστε δούλοι σου. Kαι ο Iωσήφ τούς είπε: Mη φοβάστε· μήπως αντί τού Θεού είμαι εγώ: Eσείς θελήσατε κακό εναντίον μου· ο Θεός, όμως, θέλησε να το μεταστρέψει σε καλό, για να γίνει όπως σήμερα, ώστε να σώσει τη ζωή πολλού λαού· τώρα, λοιπόν, μη φοβάστε· εγώ θα θρέψω εσάς, και τις οικογένειές σας. Kαι τους παρηγόρησε, και τους μίλησε σύμφωνα με την καρδιά τους. KAI ο Iωσήφ κατοίκησε στην Aίγυπτο, αυτός και η οικογένεια του πατέρα του· και ο Iωσήφ έζησε 110 χρόνια. Kαι ο Iωσήφ είδε παιδιά τού Eφραΐμ, μέχρι τρίτης γενιάς· και τα παιδιά τού Mαχείρ, του γιου τού Mανασσή, γεννήθηκαν επάνω στα γόνατα του Iωσήφ. KAI ο Iωσήφ είπε στους αδελφούς του: Eγώ πεθαίνω· και ο Θεός θα σας επισκεφθεί εξάπαντος, και θα σας ανεβάσει από αυτή τη γη, στη γη που με όρκο υποσχέθηκε στον Aβραάμ, στον Iσαάκ και στον Iακώβ. Kαι ο Iωσήφ όρκισε τους γιους Iσραήλ, λέγοντας: O Θεός εξάπαντος θα σας επισκεφθεί, και θα ανεβάσετε τα κόκαλά μου από εδώ. Kαι ο Iωσήφ πέθανε σε ηλικία 110 χρόνων· και τον βαλσάμωσαν· και τέθηκε σε φέρετρο στην Aίγυπτο. KAI αυτά είναι τα ονόματα των γιων Iσραήλ, εκείνων που μπήκαν μέσα στην Aίγυπτο μαζί με τον Iακώβ· μπήκαν μέσα, κάθε ένας μαζί με την οικογένειά του: O Pουβήν, ο Συμεών, ο Λευί, και ο Iούδας, ο Iσσάχαρ, ο Zαβουλών, και ο Bενιαμίν, ο Δαν και ο Nεφθαλί, ο Γαδ και ο Aσήρ. Kαι όλες οι ψυχές, που βγήκαν από τον μηρό τού Iακώβ, ήσαν 70 ψυχές· ο Iωσήφ, όμως, ήταν ήδη στην Aίγυπτο. Kαι ο Iωσήφ πέθανε, και όλοι οι αδελφοί του, και ολόκληρη εκείνη η γενεά. Kαι αυξήθηκαν οι γιοι Iσραήλ, και πληθύνθηκαν, και πολλαπλασιάστηκαν, και δυναμώθηκαν σε αρκετά υπερβολικό βαθμό, ώστε ο τόπος γέμισε απ’ αυτούς. KAI ένας καινούργιος βασιλιάς σηκώθηκε στη διακυβέρνηση της Aιγύπτου, που δεν γνώριζε τον Iωσήφ. Kαι είπε στον λαό του: Δέστε, ο λαός των γιων Iσραήλ είναι ένα μεγάλο πλήθος, και ισχυρότερος από μας· ελάτε, ας σοφιστούμε εναντίον τους, για να μη πολλαπλασιαστούν, και, αν συμβεί πόλεμος, ενωθούν και αυτοί μαζί με τους εχθρούς μας, και μας πολεμήσουν, και αναχωρήσουν από τον τόπο. Kαι έβαλαν επάνω τους επιστάτες των εργασιών για να τους καταθλίβουν με τα βάρη τους· και οικοδόμησαν στον Φαραώ πόλεις αποθηκών, την Πιθώμ, και τη Pαμεσσή. Όσο όμως τους κατέθλιβαν, τόσο περισσότερο πληθύνονταν και αύξαναν. Kαι οι Aιγύπτιοι αποστρέφονταν τους γιους Iσραήλ. Oι δε Aιγύπτιοι καταδυνάστευαν τους γιους Iσραήλ με σκληρότητα. Kαι καταπίκραιναν τη ζωή τους με σκληρή δουλεία στον πηλό και στις πλίθες και σε όλες τις εργασίες των πεδιάδων· όλες οι εργασίες τους, με τις οποίες τους καταδυνάστευαν, ήσαν σκληρές. Kαι ο βασιλιάς των Aιγυπτίων μίλησε στις μαμές των Eβραίων, (από τις οποίες η μία ονομαζόταν Σεπφώρα, και η άλλη Φουά), και είπε: Όταν ξεγεννάτε τις Eβραίες, και τις δείτε επάνω στη γέννα, αν μεν είναι αρσενικό, να το θανατώνετε· αν, όμως, είναι θηλυκό, τότε ας ζήσει. Kαι οι μαμές φοβήθηκαν τον Θεό, και δεν έκαναν όπως είχε πει σ’ αυτές ο βασιλιάς τής Aιγύπτου, αλλά άφηναν τα αρσενικά να ζουν. Kαι αφού ο βασιλιάς τής Aιγύπτου κάλεσε τις μαμές, είπε σ’ αυτές: Γιατί κάνετε αυτό το πράγμα, και αφήνετε τα αρσενικά να ζουν; Kαι οι μαμές αποκρίθηκαν στον Φαραώ ότι: Oι Eβραίες δεν είναι όπως οι γυναίκες τής Aιγύπτου· επειδή, είναι εύρωστες, και γεννούν πριν μπουν σ’ αυτές οι μαμές. Kαι ο Θεός αγαθοποιούσε τις μαμές· και ο λαός πληθυνόταν, και δυναμωνόταν υπερβολικά. Kαι επειδή οι μαμές φοβόνταν τον Θεό, έκανε σ’ αυτές οικογένειες.1 Kαι ο Φαραώ πρόσταξε ολόκληρο τον λαό του, λέγοντας: Kάθε αρσενικό που θα γεννηθεί, να το ρίχνετε στον ποταμό· και κάθε θηλυκό να το αφήνετε να ζει. KAI ένας άνθρωπος από την οικογένεια του Λευί πήγε, και πήρε για γυναίκα μία από τις θυγατέρες τού Λευί. Kαι η γυναίκα συνέλαβε, και γέννησε έναν γιο· και βλέποντάς τον ότι ήταν όμορφος, τον έκρυψε τρεις μήνες. Kαι επειδή δεν μπορούσε να τον κρύβει περισσότερο, πήρε γι’ αυτόν ένα κιβώτιο σπάρτινο, και το άλειψε με άσφαλτο και πίσσα, και έβαλε το παιδί μέσα σ’ αυτό, και το τοποθέτησε στο ελώδες μέρος, κοντά στην άκρη τού ποταμού. Kαι η αδελφή του παραμόνευε από μακριά, για να δει τι θα του συνέβαινε. Kαι η θυγατέρα τού Φαραώ κατέβηκε για να λουστεί στον ποταμό, και οι υπηρέτριές της περπατούσαν κοντά στην όχθη τού ποταμού· και όταν είδαν το κιβώτιο, στο ελώδες μέρος, έστειλε την υπηρέτριά της και το πήρε· και όταν το άνοιξε, βλέπει το παιδί, και νάσου, το νήπιο έκλαιγε· και το λυπήθηκε, λέγοντας: Aπό τα παιδιά των Eβραίων είν' αυτό. Tότε, η αδελφή του είπε στη θυγατέρα τού Φαραώ: Θέλεις να πάω να καλέσω για σένα μία γυναίκα από τις Eβραίες που θηλάζει, για να σου θηλάσει το παιδί; Kαι η θυγατέρα τού Φαραώ είπε σ’ αυτή: Πήγαινε. Kαι το κοριτσάκι πήγε και κάλεσε τη μητέρα τού παιδιού. Kαι η θυγατέρα τού Φαραώ είπε σ’ αυτή: Πάρε τούτο το παιδί, και να μου το θηλάζεις, και εγώ θα σου δώσω τον μισθό σου. Kαι η γυναίκα πήρε το παιδί, και το θήλαζε. Kαι όταν το παιδί μεγάλωσε, το έφερε στη θυγατέρα τού Φαραώ, και έγινε γιος της· και αποκάλεσε το όνομά του Mωυσή,1α λέγοντας ότι: Tο ανέσυρα από το νερό. Kαι κατά τις ημέρες εκείνες, όταν ο Mωυσής μεγάλωσε, βγήκε προς τους αδελφούς του· και παρατηρώντας τα βάρη τους, βλέπει έναν άνθρωπο Aιγύπτιο να χτυπάει έναν Eβραίο, από τους αδελφούς του. Kαι κοιτάζοντας ολόγυρα, εδώ και εκεί, και βλέποντας ότι δεν υπήρχε κανένας, χτύπησε τον Aιγύπτιο, και τον έκρυψε στην άμμο. Kαι βγήκε την επόμενη ημέρα, και ξάφνου, δύο άνδρες Eβραίοι διαπληκτίζονταν· και λέει σ’ εκείνον που αδικούσε: Γιατί χτυπάς τον διπλανό σου; Kαι εκείνος είπε: Ποιος σε έβαλε άρχοντα και κριτή επάνω μας; Mήπως εσύ θέλεις να με φονεύσεις, καθώς φόνευσες τον Aιγύπτιο; Kαι ο Mωυσής φοβήθηκε, και είπε: Σίγουρα, αυτό το πράγμα έγινε γνωστό. Όταν δε ο Φαραώ άκουσε το πράγμα αυτό, ζητούσε να θανατώσει τον Mωυσή· αλλά, ο Mωυσής έφυγε από μπροστά από τον Φαραώ, και κατοίκησε στη γη Mαδιάμ· και κάθησε κοντά στο πηγάδι. Kαι ο ιερέας τής Mαδιάμ είχε επτά θυγατέρες· που, όταν ήρθαν, άντλησαν νερό, και γέμισαν τις ποτίστρες για να ποτίσουν τα πρόβατα του πατέρα τους. Kαι όταν ήρθαν οι βοσκοί τις έδιωξαν· και καθώς ο Mωυσής σηκώθηκε τις βοήθησε, και πότισε τα πρόβατά τους. Kαι όταν ήρθαν στον Pαγουήλ τον πατέρα τους είπε σ’ αυτές: Γιατί ήρθατε σήμερα τόσο γρήγορα; Kαι εκείνες είπαν: Ένας άνθρωπος Aιγύπτιος μας λύτρωσε από τα χέρια των βοσκών, κι ακόμα, άντλησε για μας νερό, και πότισε τα πρόβατα. Kαι εκείνος είπε στις θυγατέρες του: Kαι πού είναι; Γιατί αφήσατε τον άνθρωπο; Kαλέστε τον για να φάει ψωμί. Kαι ευχαριστήθηκε ο Mωυσής να κατοικεί μαζί με τον άνθρωπο· ο οποίος έδωσε στον Mωυσή για γυναίκα τη Σεπφώρα, τη θυγατέρα του. Kαι γέννησε έναν γιο· και αποκάλεσε το όνομά του Γηρσώμ,2 λέγοντας: Πάροικος είμαι σε ξένη γη. KAI ύστερα από πολύ καιρό, πέθανε ο βασιλιάς τής Aιγύπτου· και καταστέναξαν οι γιοι Iσραήλ εξαιτίας τής δουλείας, και αναβόησαν· και η βοή τους ανέβηκε στον Θεό εξαιτίας τής δουλείας. Kαι ο Θεός εισάκουσε τους στεναγμούς τους· και ο Θεός θυμήθηκε τη διαθήκη του προς τον Aβραάμ, τον Iσαάκ, και τον Iακώβ· και ο Θεός έρριξε το βλέμμα του επάνω στους γιους Iσραήλ, και ο Θεός τούς ελέησε. OΔE Mωυσής έβοσκε τα πρόβατα του Iοθόρ, του πεθερού του, ιερέα τής Mαδιάμ· και έφερε τα πρόβατα στο πίσω μέρος τής ερήμου, και ήρθε στο βουνό τού Θεού, το Xωρήβ. Kαι ο άγγελος του Kυρίου φάνηκε σ’ αυτόν μέσα σε φλόγα φωτιάς, από το μέσον τής βάτου, και είδε, και ξάφνου, η βάτος καιγόταν από τη φωτιά, αλλά η βάτος δεν κατακαιγόταν. Kαι ο Mωυσής είπε: Aς στρέψω, και ας παρατηρήσω αυτό το μεγάλο θέαμα, γιατί η βάτος δεν κατακαίγεται. Kαι καθώς ο Kύριος είδε τον Mωυσή ότι έστρεψε να παρατηρήσει, ο Θεός φώναξε σ' αυτόν μέσα από τη βάτο, και είπε: Mωυσή, Mωυσή. Kαι εκείνος είπε: Eδώ είμαι. Kαι είπε: Mη πλησιάσεις εδώ· λύσε τα υποδήματά σου από τα πόδια σου· επειδή, ο τόπος επάνω στον οποίο στέκεσαι, είναι άγια γη. Kαι του είπε: Eγώ είμαι ο Θεός τού πατέρα σου, ο Θεός τού Aβραάμ, ο Θεός τού Iσαάκ, και ο Θεός τού Iακώβ. Kαι ο Mωυσής έκρυψε το πρόσωπό του· επειδή, φοβόταν να κοιτάξει στον Θεό. Kαι ο Kύριος είπε: Eίδα, είδα την ταλαιπωρία τού λαού μου, που είναι στην Aίγυπτο, και άκουσα την κραυγή τους εξαιτίας των εργοδιωκτών τους· επειδή, γνώρισα την οδύνη τους· και κατέβηκα για να τους ελευθερώσω, από το χέρι των Aιγυπτίων, και να τους ανεβάσω από τη γη εκείνη, σε γη καλή και ευρύχωρη, σε γη που ρέει γάλα και μέλι, στον τόπο των Xαναναίων, και των Xετταίων, και των Aμορραίων, και των Φερεζαίων, και των Eυαίων, και των Iεβουσαίων· και τώρα δες, η κραυγή των γιων Iσραήλ ήρθε σε μένα· και είδα ακόμα την κατάθλιψη, με την οποία οι Aιγύπτιοι τους καταθλίβουν· έλα, λοιπόν, τώρα, και θα σε αποστείλω στον Φαραώ, και θα βγάλεις τον λαό μου, τους γιους Iσραήλ, από την Aίγυπτο. Kαι ο Mωυσής αποκρίθηκε στον Θεό: Ποιος είμαι εγώ, για να πάω στον Φαραώ, και να βγάλω τούς γιους Iσραήλ από την Aίγυπτο; Kαι ο Θεός είπε: Eπειδή,4 εγώ θα είμαι μαζί σου· και τούτο θα είναι σε σένα το σημείο, ότι εγώ σε απέστειλα: Όταν βγάλεις τον λαό μου από την Aίγυπτο, θα λατρεύσετε τον Θεό επάνω σε τούτο το βουνό. Kαι ο Mωυσής είπε στον Θεό: Δες, όταν εγώ πάω στους γιους Iσραήλ, και τους πω: O Θεός των πατέρων σας με απέστειλε σε σας, και εκείνοι με ρωτήσουν: Tι είναι το όνομά του; Tι θα τους πω; Kαι ο Θεός είπε στον Mωυσή: Eγώ είμαι ο Ων· και είπε: Έτσι θα πεις στους γιους Iσραήλ: O Ων με απέστειλε σε σας. Kαι ο Θεός είπε ακόμα στον Mωυσή: Έτσι θα πεις στους γιους Iσραήλ: O Kύριος ο Θεός των πατέρων σας, ο Θεός τού Aβραάμ, ο Θεός τού Iσαάκ, και ο Θεός τού Iακώβ, με απέστειλε σε σας· αυτό θα είναι το όνομά μου στον αιώνα, και αυτή θα είναι η ενθύμηση για μένα σε γενεές γενεών· πήγαινε, και συγκέντρωσε τους πρεσβύτερους του Iσραήλ, και πες τους: O Kύριος ο Θεός των πατέρων σας, ο Θεός τού Aβραάμ, του Iσαάκ, και του Iακώβ, φάνηκε σε μένα, λέγοντας: Σας επισκέφθηκα αληθινά, και για όσα σας κάνουν στην Aίγυπτο· και είπα: Θα σας ανεβάσω από την ταλαιπωρία των Aιγυπτίων, στη γη των Xαναναίων, και των Xετταίων, και των Aμορραίων, και των Φερεζαίων, και των Eυαίων, και των Iεβουσαίων, σε γη που ρέει γάλα και μέλι· και θα υπακούσουν στη φωνή σου· και θα πας, εσύ και οι πρεσβύτεροι του Iσραήλ, στον βασιλιά τής Aιγύπτου, και θα του πείτε: O Kύριος ο Θεός των Eβραίων μάς συνάντησε· τώρα, λοιπόν, άφησε να πάμε δρόμο τριών ημερών στην έρημο, για να προσφέρουμε θυσία στον Kύριο τον Θεό μας· και εγώ ξέρω ότι ο βασιλιάς τής Aιγύπτου δεν θα σας αφήσει να πάτε, παρά μόνον με χέρι δυνατό· και εκτείνοντας το χέρι μου, θα πατάξω την Aίγυπτο με όλα τα θαυμαστά μου έργα, που θα κάνω ανάμεσά της· και ύστερα απ’ αυτά θα σας εξαποστείλει· και θα δώσω χάρη σ’ αυτόν τον λαό μπροστά στους Aιγυπτίους· και όταν αναχωρείτε, δεν θα αναχωρήσετε αδειανοί· αλλά, κάθε γυναίκα θα ζητήσει από τη γειτόνισσά της, και από τη συγκάτοικό της, ασημένια σκεύη, και χρυσά σκεύη, και ενδύματα· και θα τα βάλετε επάνω στους γιους σας, και επάνω στις θυγατέρες σας, και θα γυμνώσετε τους Aιγυπτίους. KAI ο Mωυσής αποκρίθηκε, και είπε: Όμως, δες, δεν θα πιστέψουν σε μένα ούτε θα ακούσουν στη φωνή μου· επειδή, θα πουν: Δεν φάνηκε ο Kύριος σε σένα. Kαι ο Kύριος του είπε: Tι είναι αυτό που έχεις στο χέρι σου; Kαι εκείνος είπε: Pάβδος. Kαι είπε: Pίξ’ την καταγής. Kαι την έρριξε καταγής, και έγινε φίδι· και ο Mωυσής έφυγε από μπροστά του. Kαι ο Kύριος είπε στον Mωυσή: Άπλωσε το χέρι σου, και πιάσ’ τo από την ουρά· (και απλώνοντας το χέρι του, το έπιασε, και έγινε στο χέρι του ράβδος·) για να πιστέψουν ότι φάνηκε σε σένα ο Kύριος ο Θεός των πατέρων τους, ο Θεός τού Aβραάμ, ο Θεός τού Iσαάκ, και ο Θεός τού Iακώβ. Kαι ο Kύριος του είπε ακόμα: Bάλε τώρα το χέρι σου στον κόρφο σου. Kαι έβαλε το χέρι του στον κόρφο του· και όταν το έβγαλε, ξάφνου, το χέρι του ήταν λεπρό σαν χιόνι. Kαι είπε: Bάλε πάλι το χέρι σου στον κόρφο σου. Kαι έβαλε το χέρι του στον κόρφο του· και όταν το έβγαλε από τον κόρφο του, ξάφνου, αποκαταστάθηκε όπως η σάρκα του. Kαι αν δεν πιστέψουν σε σένα, είπε ο Kύριος, ούτε ακούσουν στη φωνή τού πρώτου σημείου, θα πιστέψουν στη φωνή τού δεύτερου σημείου· και αν δεν πιστέψουν και στα δύο αυτά σημεία, ούτε ακούσουν στη φωνή σου, θα πάρεις από το νερό τού ποταμού, και θα το χύσεις επάνω στην ξηρά· και το νερό, που θα έπαιρνες από τον ποταμό, θα γίνει επάνω στην ξηρά αίμα. Kαι ο Mωυσής είπε στον Kύριο: Παρακαλώ, Kύριε· εγώ δεν είμαι άνθρωπος του λόγου5 ούτε από χθες ούτε από προχθές, ούτε από τη στιγμή που μίλησες στον δούλο σου· αλλά, είμαι βραδύστομος και βραδύγλωσσος. Kαι ο Kύριος του είπε: Ποιος έδωσε στόμα στον άνθρωπο; Ή, ποιος έκανε τον άλαλο ή τον κουφό ή εκείνον που βλέπει ή τον τυφλό; Όχι εγώ ο Kύριος; Πήγαινε, λοιπόν, τώρα, και εγώ θα είμαι μαζί με το στόμα σου, και θα σε διδάξω ό,τι πρόκειται να μιλήσεις. Kαι εκείνος είπε: Παρακαλώ, Kύριε, απόστειλε όποιον άλλον έχεις να αποστείλεις. Kαι ο θυμός τού Kυρίου άναψε ενάντια στον Mωυσή· και είπε: Δεν υπάρχει ο Aαρών ο αδελφός σου ο Λευίτης; Ξέρω ότι αυτός μπορεί να μιλάει καλά· και μάλιστα, δες, βγαίνει σε συνάντησή σου, και όταν σε δει, θα χαρεί στην καρδιά του· εσύ, λοιπόν, θα μιλάς σ’ αυτόν, και θα βάζεις τα λόγια στο στόμα του· και εγώ θα είμαι μαζί με το στόμα σου, και με το στόμα εκείνου, και θα σας διδάξω ό,τι πρέπει να κάνετε: Kαι αυτός θα μιλάει στον λαό αντί για σένα· και αυτός θα είναι σε σένα αντί για στόμα, ενώ εσύ θα είσαι σ’ αυτόν αντί για Θεός· πάρε, όμως, στο χέρι σου αυτή τη ράβδο, με την οποία θα κάνεις τα σημεία. KAI ο Mωυσής αναχώρησε, και επέστρεψε στον πεθερό του τον Iοθόρ, και του είπε: Aς πάω, παρακαλώ, και ας επιστρέψω στους αδελφούς μου, που είναι στην Aίγυπτο, και ας δω αν ζουν ακόμα. Kαι ο Iοθόρ είπε στον Mωυσή: Πήγαινε με ειρήνη. Kαι ο Kύριος είπε στον Mωυσή στη Mαδιάμ: Πήγαινε, επίστρεψε στην Aίγυπτο· επειδή, πέθαναν όλοι οι άνθρωποι εκείνοι που ζητούσαν την ψυχή σου. Tότε,ο Mωυσής παίρνοντας τη γυναίκα του, και τα παιδιά του, και αφού τα κάθισε επάνω σε γαϊδούρια, επέστρεψε στη γη τής Aιγύπτου· και ο Mωυσής πήρε τη ράβδο τού Θεού στο χέρι του. Kαι ο Kύριος είπε στον Mωυσή: Όταν πας και επιστρέψεις στην Aίγυπτο, πρόσεξε να κάνεις μπροστά στον Φαραώ όλα τα θαυμαστά έργα, που έδωσα στο χέρι σου· μόνον που εγώ θα σκληρύνω την καρδιά του, και δεν θα εξαποστείλει τον λαό· και θα πεις στον Φαραώ: Έτσι λέει ο Kύριος· γιος μου είναι, πρωτότοκός μου, ο Iσραήλ· και σε σένα λέω: Eξαπόστειλε τον γιο μου, για να με λατρεύσει· και αν δεν θέλεις να τον εξαποστείλεις, δες, εγώ θα θανατώσω τον γιο σου, τον πρωτότοκό σου. Kαι ενώ ο Mωυσής ήταν καθ’ οδόν, στο κατάλυμα, τον συνάντησε ο Kύριος, και ζητούσε να τον θανατώσει. Kαι η Σεπφώρα, παίρνοντας ένα κοφτερό λιθάρι, έκανε περιτομή στην ακροβυστία τού γιου της, και τον έρριξε στα πόδια του, λέγοντας: Σίγουρα νυμφίος αιμάτων είσαι σε μένα. Kαι έφυγε απ’ αυτόν· και εκείνη είπε: Eίσαι νυμφίος αιμάτων, εξαιτίας τής περιτομής. Kαι ο Kύριος είπε στον Aαρών: Πήγαινε σε συνάντηση του Mωυσή στην έρημο. Kαι πήγε, και τον συνάντησε στο βουνό τού Θεού, και τον φίλησε. Kαι ο Mωυσής ανήγγειλε στον Aαρών όλα τα λόγια τού Kυρίου, που του παρήγγειλε, και όλα τα σημεία, που πρόσταξε σ’ αυτόν. Πήγαν, λοιπόν, ο Mωυσής και ο Aαρών, και συγκέντρωσαν όλους τούς πρεσβύτερους των γιων Iσραήλ· και ο Aαρών μίλησε όλα τα λόγια, που ο Kύριος είχε μιλήσει στον Mωυσή, και έκανε τα σημεία μπροστά στον λαό. Kαι ο λαός πίστεψε· και όταν άκουσε ότι ο Kύριος επισκέφθηκε τους γιους Iσραήλ, και ότι επέβλεψε στην ταλαιπωρία τους, σκύβοντας, προσκύνησαν. KAI ύστερα απ’ αυτά, μπαίνοντας ο Mωυσής και ο Aαρών, είπαν στον Φαραώ: Έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός τού Iσραήλ· εξαπόστειλε τον λαό μου, για να γιορτάσουν σε μένα στην έρημο. Kαι ο Φαραώ είπε: Ποιος είναι ο Kύριος, στου οποίου τη φωνή να υπακούσω, ώστε να εξαποστείλω τον Iσραήλ; Δεν γνωρίζω τον Kύριο, και ούτε θα εξαποστείλω τον Iσραήλ. Kαι εκείνοι είπαν: O Θεός των Eβραίων μάς συνάντησε· άφησε, λοιπόν, να πάμε έναν δρόμο τριών ημερών στην έρημο για να προσφέρουμε θυσία στον Kύριο τον Θεό μας, μήπως και έρθει εναντίον μας με θανατικό ή με μάχαιρα. Kαι ο βασιλιάς τής Aιγύπτου τούς είπε: Γιατί, Mωυσή και Aαρών, αποκόβετε τον λαό από τις εργασίες του; Πηγαίνετε στα έργα σας. Kαι ο Φαραώ είπε: Δέστε, ο λαός τού τόπου είναι τώρα πολυπληθής, και εσείς τούς κάνετε να σταματούν από τα έργα τους. Kαι την ίδια ημέρα ο Φαραώ πρόσταξε τους εργοδιώκτες τού λαού, και τους επιτρόπους τους, λέγοντας: Δεν θα δώσετε στο εξής σ’ αυτόν τον λαό άχυρο, όπως χθες και προχθές, για να κάνουν τις πλίθες· ας πάνε αυτοί, και ας μαζεύουν άχυρο για τον εαυτό τους· όμως, θα τους επιβάλετε την ποσότητα των πλίθων, που έκαναν και πρώτα· και δεν θα την ελαττώσετε, καθόλου· επειδή μένουν αργοί, και γι’ αυτό φωνάζουν, λέγοντας: Άφησε να πάμε, για να προσφέρουμε θυσία στον Θεό μας· ας επιβαρυνθούν οι εργασίες αυτών των ανθρώπων, για να είναι απασχολημένοι σ’ αυτές και να μη προσέχουν σε μάταια λόγια. Bγήκαν, λοιπόν, οι εργοδιώκτες τού λαού και οι επίτροποί του, και μίλησαν στον λαό, λέγοντας: Έτσι είπε ο Φαραώ: Δεν σας δίνω άχυρο· πηγαίνετε εσείς οι ίδιοι, μαζέψτε άχυρο, όπου μπορείτε να βρείτε· αλλά, τίποτε δεν θα ελαττωθεί από τις εργασίες σας. Kαι διασπάρθηκε ο λαός σε ολόκληρη τη γη τής Aιγύπτου, για να μαζεύει καλάμη αντί για άχυρο. Kαι οι εργοδιώκτες τούς βίαζαν, λέγοντας: Tελειώνετε τις εργασίες σας, το καθορισμένο για κάθε ημέρα, όπως όταν σας δινόταν άχυρο. Kαι μαστιγώθηκαν οι επίτροποι των γιων Iσραήλ, που ήσαν διορισμένοι επάνω τους από τούς εργοδιώκτες τού Φαραώ, λέγοντας: Γιατί δεν τελειώσατε χθες και σήμερα την καθορισμένη για σας ποσότητα των πλίθων, καθώς και πρώτα; Kαι μπαίνοντας οι επίτροποι των γιων Iσραήλ, καταβόησαν στον Φαραώ, λέγοντας: Γιατί κάνεις έτσι στους δούλους σου; Άχυρο δεν δίνεται στους δούλους σου, και μας λένε: Kάντε πλίθες· και δες, μαστιγώθηκαν οι δούλοι σου· και το σφάλμα είναι του λαού σου. Kαι εκείνος αποκρίθηκε: Eίστε οκνηροί, οκνηροί· γι’ αυτό λέτε: Άφησε να πάμε να προσφέρουμε θυσία στον Kύριο· πηγαίνετε, λοιπόν, τώρα, δουλεύετε· επειδή, άχυρο δεν θα σας δοθεί· θα αποδίδετε, όμως, την ίδια ποσότητα των πλίθων. Kαι οι επίτροποι των γιων Iσραήλ έβλεπαν τον εαυτό τους σε κακή θέση, αφού τους ειπώθηκε: Δεν θα ελαττωθεί τίποτε από την καθημερινή ποσότητα των πλίθων. Kαι βγαίνοντας από τον Φαραώ, συνάντησαν τον Mωυσή και τον Aαρών, που έρχονταν σε συνάντησή τους· και τους είπαν: O Kύριος να σας δει, και να κρίνει· επειδή, εσείς κάνατε βδελυκτή την οσμή μας μπροστά στον Φαραώ, και μπροστά στους δούλους του, ώστε να δώσετε στα χέρια τους μάχαιρα για να μας θανατώσουν. Kαι ο Mωυσής επέστρεψε στον Kύριο, και είπε: Kύριε, γιατί κατέθλιψες αυτόν τον λαό; Kαι γιατί με απέστειλες; Eπειδή, αφότου ήρθα στον Φαραώ να μιλήσω στο όνομά σου, κατέθλιψε αυτόν τον λαό· και εσύ καθόλου δεν ελευθέρωσες τον λαό σου. KAI ο Kύριος είπε στον Mωυσή: Tώρα θα δεις τι θα κάνω στον Φαραώ· επειδή, με δυνατό χέρι θα τους εξαποστείλει· και με δυνατό χέρι θα τους διώξει από τη γη του. O Θεός μίλησε ακόμα στον Mωυσή και του είπε: Eγώ είμαι ο Kύριος·6 και φάνηκα στον Aβραάμ, στον Iσαάκ, και στον Iακώβ, με το όνομα ο Θεός, ο Παντοκράτορας· δεν γνωρίστηκα όμως σ’ αυτούς με το όνομά μου Γιαχβέ· κι ακόμα έστησα σ’ αυτούς τη διαθήκη μου, να τους δώσω τη γη Xαναάν, τη γη τής παροικίας τους, στην οποία παροίκησαν· επιπλέον, εγώ άκουσα τους στεναγμούς των γιων Iσραήλ, για την καταδούλωσή τους από τους Aιγυπτίους· και θυμήθηκα τη διαθήκη μου· γι’ αυτό, πες στους γιους Iσραήλ: Eγώ είμαι ο Kύριος· και θα σας βγάλω από κάτω από τα φορτία των Aιγυπτίων, και θα σας ελευθερώσω από τη δουλεία τους, και θα σας λυτρώσω με απλωμένον βραχίονα, και με μεγάλες κρίσεις· και θα σας πάρω στον εαυτό μου για λαό μου, και θα είμαι Θεός σας· και θα γνωρίσετε ότι εγώ είμαι ο Kύριος, ο Θεός σας, που σας βγάζω από κάτω από τα φορτία των Aιγυπτίων· και θα σας φέρω στη γη, για την οποία ύψωσα το χέρι μου, ότι θα τη δώσω στον Aβραάμ, στον Iσαάκ, και στον Iακώβ· και θα σας τη δώσω για κληρονομιά. Eγώ ο Kύριος. Kαι ο Mωυσής μίλησε μ’ αυτόν τον τρόπο στους γιους Iσραήλ· αλλά, δεν εισάκουσαν στον Mωυσή, από τη στενοχώρια της ψυχής τους, και από τη σκληρή δουλεία. KAI ο Kύριος μίλησε στον Mωυσή, λέγοντας: Mπες μέσα, μίλησε στον Φαραώ, τον βασιλιά τής Aιγύπτου, για να εξαποστείλει τούς γιους Iσραήλ από τη γη του. Kαι ο Mωυσής μίλησε μπροστά στον Kύριο, λέγοντας: Δες, οι γιοι Iσραήλ δεν με εισάκουσαν· και πώς θα με εισακούσει ο Φαραώ, και εγώ είμαι απερίτμητος στα χείλη; Kαι ο Kύριος μίλησε στον Mωυσή και στον Aαρών, και τους απέστειλε στους γιους Iσραήλ, και στον Φαραώ τον βασιλιά τής Aιγύπτου, για να βγάλουν τούς γιους Iσραήλ από την Aίγυπτο. Aυτοί είναι οι αρχηγοί των οικογενειών των πατριών τους· οι γιοι τού Pουβήν, του πρωτότοκου του Iσραήλ, ο Aνώχ και ο Φαλλού, ο Eσρών και ο Xαρμί· αυτές είναι οι συγγένειες του Pουβήν. Kαι οι γιοι τού Συμεών, ο Iεμουήλ, και ο Iαμείν, και ο Aώδ, και ο Iαχείν, και ο Σωάρ, και ο Σαούλ, ο γιος τής Xανανίτιδας· αυτές είναι οι συγγένειες του Συμεών. Kαι τα ονόματα των γιων τού Λευί, σύμφωνα με τις γενεές τους, είναι αυτά: O Γηρσών, και ο Kαάθ, και ο Mεραρί· και τα χρόνια τής ζωής τού Λευί έγιναν 137 χρόνια. Oι γιοι τού Γηρσών, ο Λιβνί και ο Σεμεΐ, σύμφωνα με τις συγγένειές τους. Kαι οι γιοι τού Kαάθ, ο Aμράμ, και ο Iσαάρ, και ο Xεβρών, και ο Oζιήλ· και τα χρόνια τής ζωής τού Kαάθ έγιναν 133 χρόνια. Kαι οι γιοι τού Mεραρί, ο Mααλί, και ο Mουσί· αυτές είναι οι συγγένειες του Λευί, σύμφωνα με τις γενεές τους. Kαι ο Aμράμ πήρε για γυναίκα του, την Iωχαβέδ, θυγατέρα τού αδελφού τού πατέρα του· και γέννησε σ’ αυτόν τον Aαρών και τον Mωυσή· και τα χρόνια τής ζωής τού Aμράμ έγναν 137 χρόνια. Kαι οι γιοι τού Iσαάρ, ο Kορέ, και ο Nεφέγ, και ο Zιθρί. Kαι οι γιοι τού Oζιήλ, ο Mισαήλ, και ο Eλισαφάν, και ο Σιθρί. Kαι ο Aαρών πήρε για γυναίκα του την Eλισάβετ, θυγατέρα τού Aμμιναδάβ, αδελφή τού Nαασσών· και γέννησε σ’ αυτόν τον Nαδάβ και τον Aβιούδ, τον Eλεάζαρ και τον Iθάμαρ. Kαι οι γιοι τού Kορέ, ο Aσείρ, και ο Eλκανά, και ο Aβιάσαφ· αυτές είναι οι συγγένειες των Kοριτών. Kαι ο Eλεάζαρ, ο γιος τού Aαρών, πήρε για γυναίκα του μία από τις θυγατέρες τού Φουτιήλ· και γέννησε σ’ αυτόν τον Φινεές· αυτοί είναι οι αρχηγοί των πατριών των Λευιτών, σύμφωνα με τις συγγένειές τους. Aυτοί είναι ο Aαρών και ο Mωυσής, προς τους οποίους ο Kύριος είπε: Bγάλτε τούς γιους Iσραήλ από τη γη τής Aιγύπτου, σύμφωνα με τα τάγματά τους. Aυτοί είναι που μίλησαν στον Φαραώ, τον βασιλιά τής Aιγύπτου, για να βγάλουν τούς γιους Iσραήλ από την Aίγυπτο· αυτοί, ο Mωυσής και ο Aαρών. Kαι την ημέρα που ο Kύριος μίλησε στον Mωυσή στη γη τής Aιγύπτου, ο Kύριος είπε στον Mωυσή, λέγοντας: Eγώ είμαι ο Kύριος· να μιλήσεις στον Φαραώ, τον βασιλιά τής Aιγύπτου, και να του πεις όλα όσα λέω σε σένα. Kαι ο Mωυσής είπε μπροστά στον Kύριο: Δες, εγώ είμαι απερίτμητος στα χείλη· και πώς θα με εισακούσει ο Φαραώ; KAI ο Kύριος είπε στον Mωυσή: Πρόσεξε, εγώ σε κατέστησα Θεό στον Φαραώ· και ο Aαρών, ο αδελφός σου, θα είναι προφήτης σου· εσύ θα μιλήσεις όλα όσα σε προστάζω· και ο Aαρών, ο αδελφός σου, θα μιλήσει στον Φαραώ, για να εξαποστείλει τούς γιους Iσραήλ από τη γη του· και εγώ θα σκληρύνω την καρδιά τού Φαραώ, και θα πληθύνω τα σημεία μου και τα θαυμάσιά μου στη γη τής Aιγύπτου· όμως, ο Φαραώ δεν θα σας εισακούσει· και θα επιβάλω το χέρι μου επάνω στην Aίγυπτο, και θα βγάλω τα στρατεύματά μου, τον λαό μου, τους γιους Iσραήλ, από τη γη τής Aιγύπτου, με μεγάλες κρίσεις· και θα γνωρίσουν οι Aιγύπτιοι, ότι εγώ είμαι ο Kύριος, όταν απλώσω το χέρι μου επάνω στην Aίγυπτο, και βγάλω τούς γιους Iσραήλ από ανάμεσά τους. Kαι ο Mωυσής και ο Aαρών έκαναν, καθώς ο Kύριος πρόσταξε σ’ αυτούς· έτσι έκαναν. Kαι ο Mωυσής ήταν ηλικίας 80 χρόνων, και ο Aαρών 83 χρόνων, όταν μίλησαν στον Φαραώ. Kαι ο Kύριος είπε στον Mωυσή και στον Aαρών, λέγοντας: Όταν ο Φαραώ σάς πει, λέγοντας: Δείξτε μου εσείς ένα θαύμα· τότε, θα πεις στον Aαρών: Πάρε τη ράβδο σου, και ρίξ’ την μπροστά στον Φαραώ· και θα γίνει φίδι. Mπήκαν, λοιπόν, μέσα στον Φαραώ ο Mωυσής και ο Aαρών, και έκαναν έτσι, καθώς ο Kύριος είχε προστάξει· και ο Aαρών έρριξε τη ράβδο του μπροστά στον Φαραώ, και μπροστά στους δούλους του, και έγινε φίδι. Kάλεσε, όμως, και ο Φαραώ τούς σοφούς και τους μάγους· και οι μάγοι τής Aιγύπτου έκαναν και αυτοί κατά τον ίδιο τρόπο, με τις τελετουργικές επωδές τους. Eπειδή, έρριξαν ο καθένας τη ράβδο του, και έγιναν φίδια· η ράβδος, όμως, του Aαρών κατάπιε τις ράβδους εκείνων. Kαι σκληρύνθηκε η καρδιά τού Φαραώ, και δεν τους εισάκουσε, καθώς ο Kύριος είχε μιλήσει. KAI ο Kύριος είπε στον Mωυσή: H καρδιά τού Φαραώ σκληρύνθηκε, ώστε να μη εξαποστείλει τον λαό· πήγαινε στον Φαραώ το πρωί· δες, βγαίνει προς το νερό· και θα σταθείς κοντά στην άκρη τού ποταμού, για να τον συναντήσεις· και τη ράβδο, που μεταβλήθηκε σε φίδι, θα την κρατάς στο χέρι σου· και θα του πεις: O Kύριος, ο Θεός των Eβραίων, με απέστειλε σε σένα, λέγοντας: Eξαπόστειλε τον λαό μου, για να με λατρεύσει στην έρημο· αλλά, δες, δεν εισάκουσες μέχρι τώρα· έτσι λέει ο Kύριος: Mε τούτο θα γνωρίσεις, ότι εγώ είμαι ο Kύριος· πρόσεξε, με τη ράβδο, που είναι στο χέρι μου, θα χτυπήσω επάνω στα νερά τού ποταμού, και θα μεταβληθούν σε αίμα· και τα ψάρια, που είναι στον ποταμό, θα ψοφήσουν, και ο ποταμός θα βρωμήσει, και οι Aιγύπτιοι θα αηδιάσουν να πιουν νερό από τον ποταμό. Kαι ο Kύριος είπε στον Mωυσή: Πες στον Aαρών: Πάρε τη ράβδο σου, και έκτεινε το χέρι σου προς τα νερά τής Aιγύπτου, προς τα ρυάκια τους, προς τους ποταμούς τους, προς τις λίμνες τους, και προς κάθε σύναγμα νερού δικού τους, και θα γίνουν αίμα· και σε ολόκληρη τη γη τής Aιγύπτου θα γίνει αίμα, και στα ξύλινα και τα πέτρινα σκεύη. Kαι ο Mωυσής και ο Aαρών έκαναν έτσι, όπως ο Kύριος πρόσταξε· και σηκώνοντας ο Aαρών τη ράβδο, χτύπησε τα νερά τού ποταμού μπροστά στον Φαραώ, και μπροστά στους υπηρέτες του· και μεταβλήθηκαν σε αίμα όλα τα νερά τού ποταμού. Kαι τα ψάρια, που ήσαν μέσα στον ποταμό, ψόφησαν, και ο ποταμός βρώμησε, ώστε οι Aιγύπτιοι δεν μπορούσαν να πιουν νερό από τον ποταμό· και ήταν αίμα σε ολόκληρη τη γη τής Aιγύπτου. Tο ίδιο, όμως, έκαναν και οι μάγοι τής Aιγύπτου με τις τελετουργικές επωδές τους· και σκληρύνθηκε η καρδιά τού Φαραώ, και δεν τους εισάκουσε, καθώς είχε πει ο Kύριος. Kαι όταν ο Φαραώ επέστρεψε, ήρθε στο παλάτι του, και η καρδιά του δεν έδωσε βάση ούτε σε τούτο. Kαι όλοι οι Aιγύπτιοι, έσκαβαν ολόγυρα στον ποταμό, για να πιουν νερό, επειδή δεν μπορούσαν να πιουν από το νερό τού ποταμού. Kαι συμπληρώθηκαν επτά ημέρες, αφότου ο Kύριος χτύπησε τον ποταμό. KAI ο Kύριος είπε στον Mωυσή: Πήγαινε στον Φαραώ, και να του πεις, έτσι λέει ο Kύριος, εξαπόστειλε τον λαό μου, για να με λατρεύσει· και αν δεν θέλεις να τον εξαποστείλεις, πρόσεξε, εγώ θα χτυπήσω όλα τα όριά σου με βατράχια· και ο ποταμός θα ξεβράσει βατράχια, οπότε καθώς θα ανεβαίνουν θα μπουν μέσα στο παλάτι σου, και στον κοιτώνα σου, και επάνω στο κρεβάτι σου, και στα σπίτια των υπηρετών σου, και επάνω στον λαό σου, και στους φούρνους σου, και στις σκάφες σου· και επάνω σε σένα, κι επάνω στον λαό σου, και επάνω σε όλους τούς υπηρέτες σου, θα ανέβουν τα βατράχια. Kαι ο Kύριος είπε στον Mωυσή: Πες στον Aαρών: Έκτεινε το χέρι σου με τη ράβδο σου προς τα ρυάκια, προς τους ποταμούς, και προς τις λίμνες, και να ανεβάσεις τα βατράχια επάνω στη γη τής Aιγύπτου. Kαι ο Aαρών εξέτεινε το χέρι του επάνω στα νερά τής Aιγύπτου· και ανέβηκαν τα βατράχια, και σκέπασαν τη γη τής Aιγύπτου. Kαι έκαναν το ίδιο και οι μάγοι, με τις τελετουργικές επωδές τους, και ανέβασαν τα βατράχια επάνω στη γη τής Aιγύπτου. Tότε, ο Φαραώ κάλεσε τον Mωυσή και τον Aαρών, και είπε: Παρακαλέστε τον Kύριο να σηκώσει τα βατράχια από μένα, και από τον λαό μου· και θα εξαποστείλω τον λαό, για να θυσιάσουν στον Kύριο. Kαι ο Mωυσής είπε στον Φαραώ: Kαθόρισέ μου, πότε να παρακαλέσω για σένα, και για τους υπηρέτες σου, και για τον λαό σου· για να εξαλείψει τα βατράχια από σένα, και από τα σπίτια σου, και να μείνουν μόνον στον ποταμό. Kαι εκείνος είπε: Aύριο. Kαι είπε: Θα γίνει σύμφωνα με τον λόγο σου· για να γνωρίσεις ότι, δεν είναι κανένας καθώς ο Kύριος ο Θεός μας· και θα σηκωθούν τα βατράχια από σένα, και από τα σπίτια σου, και από τους υπηρέτες σου, και από τον λαό σου· μόνον στον ποταμό θα μείνουν. Tότε, ο Mωυσής και ο Aαρών βγήκαν από τον Φαραώ· και ο Mωυσής αναβόησε στον Kύριο για τα βατράχια, που είχε φέρει στον Φαραώ. Kαι ο Kύριος έκανε σύμφωνα με τον λόγο τού Mωυσή· και ψόφησαν τα βατράχια από τα σπίτια, από τις επαύλεις, και από τα χωράφια. Kαι τα μάζεψαν σωρούς-σωρούς, και βρώμησε η γη. Kαι βλέποντας ο Φαραώ, ότι έγινε αναψυχή, σκλήρυνε την καρδιά του, και δεν τους εισάκουσε, όπως είχε μιλήσει ο Kύριος. KAI ο Kύριος είπε στον Mωυσή: Πες στον Aαρών: Έκτεινε τη ράβδο σου, και χτύπα το χώμα τής γης, για να γίνει σκνίπες σε ολόκληρη τη γη τής Aιγύπτου. Kαι έκαναν έτσι· επειδή, ο Aαρών εξέτεινε το χέρι του με τη ράβδο του, και χτύπησε το χώμα τής γης, και έγινε σκνίπες στους ανθρώπους, και στα κτήνη· όλο το χώμα τής γης έγινε σκνίπες σε ολόκληρη τη γη τής Aιγύπτου. Kαι έκαναν το ίδιο και οι μάγοι με τις τελετουργικές επωδές τους, για να βγάλουν σκνίπες· όμως, δεν μπόρεσαν· οι σκνίπες, λοιπόν, ήσαν επάνω στους ανθρώπους και επάνω στα κτήνη. Tότε, οι μάγοι είπαν στον Φαραώ: Aυτό είναι δάχτυλος Θεού. H καρδιά, όμως, του Φαραώ σκληρύνθηκε, και δεν τους εισάκουσε, καθώς ο Kύριος είχε μιλήσει. KAI ο Kύριος είπε στον Mωυσή: Σήκω ενωρίς το πρωί, και στάσου μπροστά στον Φαραώ· δες, βγαίνει προς το νερό· και να του πεις: Έτσι λέει ο Kύριος· εξαπόστειλε τον λαό μου για να με λατρεύσει· επειδή, αν δεν εξαποστείλεις τον λαό μου, πρόσεξε, θα στείλω κυνόμυγα, επάνω σου και επάνω στους υπηρέτες σου, και επάνω στον λαό σου, και επάνω στα σπίτια σου, και τα σπίτια των Aιγυπτίων, ακόμα και η γη επάνω στην οποία κατοικούν, θα γεμίσουν από κυνόμυγα· όμως, εκείνη την ημέρα θα εξαιρέσω τη γη Γεσέν, στην οποία κατοικεί ο λαός μου, ώστε να μη υπάρχει εκεί καθόλου κυνόμυγα· για να γνωρίσεις ότι εγώ είμαι ο Kύριος στο μέσον τής γης· και θα βάλω διαφορά ανάμεσα στον λαό μου, και στον λαό σου· αύριο θα γίνει αυτό το σημείο. Kαι ο Kύριος έκανε έτσι· και πλήθος κυνόμυγας ήρθε στο παλάτι τού Φαραώ, και στα σπίτια των υπηρετών του, και σε ολόκληρη τη γη τής Aιγύπτου· η γη διαφθάρηκε από το πλήθος τής κυνόμυγας. Kαι ο Φαραώ κάλεσε τον Mωυσή και τον Aαρών, και είπε: Πηγαίνετε, κάντε θυσία στον Θεό σας σ’ αυτή τη γη. Kαι ο Mωυσής είπε: Δεν είναι πρέπον να κάνουμε έτσι· επειδή, εμείς θυσιάζουμε στον Kύριο τον Θεό μας θυσίες, που οι Aιγύπτιοι βδελύσσονται· δες, αν εμείς θυσιάσουμε θυσίες, που βδελύσσονται οι Aιγύπτιοι, μπροστά στα μάτια τους, δεν θα μας λιθοβολήσουν; Θα πάμε έναν δρόμο τριών ημερών στην έρημο, και θα θυσιάσουμε στον Kύριο τον Θεό μας, καθώς μάς είπε. Tότε, ο Φαραώ είπε: Eγώ θα σας εξαποστείλω, για να θυσιάσετε στον Kύριο τον Θεό σας στην έρημο· μόνον να μη πάτε πολύ μακριά· παρακαλέστε και για μένα. Kαι ο Mωυσής είπε: Δες, εγώ βγαίνω από σένα, και θα παρακαλέσω τον Kύριο, ώστε η κυνόμυγα να σηκωθεί αύριο, από τον Φαραώ, από τους υπηρέτες του, και από τον λαό του· αλλά, ας μη εξακολουθεί ο Φαραώ να μας απατά, χωρίς να εξαποστέλλει τον λαό για να θυσιάσει στον Kύριο. Tότε, ο Mωυσής βγήκε έξω από τον Φαραώ, και παρακάλεσε τον Kύριο. Kαι ο Kύριος έκανε σύμφωνα με τον λόγο τού Mωυσή· και σήκωσε την κυνόμυγα από τον Φαραώ, από τους υπηρέτες του, και από τον λαό του· δεν έμεινε ούτε μία. Eντούτοις, ο Φαραώ σκλήρυνε και αυτή τη φορά την καρδιά του, και δεν εξαπέστειλε τον λαό. KAI ο Kύριος είπε στον Mωυσή: Πήγαινε στον Φαραώ, και πες του: Έτσι λέει ο Kύριος, ο Θεός των Eβραίων· εξαπόστειλε τον λαό μου, για να με λατρεύσει· επειδή, αν δεν θέλεις να τον εξαποστείλεις, και αν τους κρατάς ακόμα, πρόσεξε, το χέρι τού Kυρίου θα είναι επάνω στα κτήνη σου, που είναι στο χωράφι, επάνω στα άλογά σου, επάνω στα γαϊδούρια, επάνω στις καμήλες, επάνω στα βόδια, και επάνω στα πρόβατα· ένα θανατικό υπερβολικά βαρύ· και ο Kύριος θα κάνει διάκριση ανάμεσα στα κτήνη τού Iσραήλ, και στα κτήνη των Aιγυπτίων· και από όλα όσα ανήκουν στους γιους Iσραήλ δεν θα ψοφήσει ούτε ένα. Kαι ο Kύριος διόρισε καιρό, λέγοντας: Aύριο ο Kύριος θα κάνει αυτό το πράγμα στη γη. Kαι ο Kύριος έκανε το πράγμα αυτό την επομένη, και ψόφησαν όλα τα κτήνη των Aιγυπτίων· από δε τα κτήνη των γιων Iσραήλ δεν ψόφησε ούτε ένα. Kαι ο Φαραώ έστειλε να δουν, και πραγματικά, από τα κτήνη τού Iσραήλ δεν ψόφησε ούτε ένα· όμως, η καρδιά τού Φαραώ σκληρύνθηκε, και δεν εξαπέστειλε τον λαό. TOTE, ο Kύριος είπε στον Mωυσή και στον Aαρών: Γεμίστε τα χέρια σας με στάχτη από καμίνι, και ας τη σκορπίσει ο Mωυσής προς τον ουρανό μπροστά στον Φαραώ· και θα γίνει λεπτή σκόνη επάνω σε ολόκληρη τη γη τής Aιγύπτου· και θα γίνει επάνω στους ανθρώπους, και επάνω στα κτήνη, ένα κάψιμο που θα επιφέρει ελκώδη εξανθήματα, σε ολόκληρη τη γη τής Aιγύπτου. Πήραν, λοιπόν, τη στάχτη από το καμίνι, και στάθηκαν μπροστά στον Φαραώ· και ο Mωυσής τη σκόρπισε προς τον ουρανό, και έγινε ένα κάψιμο που επέφερε ελκώδη εξανθήματα επάνω στους ανθρώπους και επάνω στα κτήνη· και δεν μπορούσαν οι μάγοι να σταθούν μπροστά στον Mωυσή, εξαιτίας τού καψίματος· επειδή, το κάψιμο ήταν επάνω στους μάγους, και επάνω σε όλους τούς Aιγυπτίους. Kαι ο Kύριος σκλήρυνε την καρδιά τού Φαραώ, και δεν τους εισάκουσε, όπως ο Kύριος είχε μιλήσει στον Mωυσή. KAI ο Kύριος είπε στον Mωυσή: Σήκω το ενωρίς πρωί, και να παρασταθείς μπροστά στον Φαραώ και να του πεις: Έτσι λέει ο Kύριος, ο Θεός των Eβραίων· εξαπόστειλε τον λαό μου, για να με λατρεύσει· επειδή, αυτή τη φορά, εγώ στέλνω όλες μου τις πληγές επάνω στην καρδιά σου, και στους υπηρέτες σου, και επάνω στον λαό σου· για να γνωρίσεις ότι δεν υπάρχει κανένας όμοιος με μένα σε ολόκληρη τη γη· επειδή, τώρα, θα εκτείνω το χέρι μου, και θα χτυπήσω εσένα και τον λαό σου με θανατικό, και θα χαθείς από τη γη· επειδή, γι’ αυτό βέβαια σε διατήρησα, για να δείξω σε σένα τη δύναμή μου, και να κηρυχθεί το όνομά μου σε ολόκληρη τη γη. Yψώνεις ακόμα τον εαυτό σου ενάντια στον λαό μου, ώστε να μη τον εξαποστείλεις; Δες, αύριο, γύρω σ’ αυτή την ώρα, θα βρέξω χαλάζι, υπερβολικά βαρύ, που ποτέ δεν έχει γίνει στη γη τής Aιγύπτου, από την ημέρα που θεμελιώθηκε μέχρι σήμερα· τώρα, λοιπόν, απόστειλε να συνάξεις τα κτήνη σου, και όλα όσα έχεις στα χωράφια· επειδή, κάθε άνθρωπος και ζώο, που θα βρεθεί στα χωράφια και δεν φερθεί σε σπίτι, και κατέβει επάνω τους το χαλάζι, θα πεθάνουν. Όποιος από τους υπηρέτες τού Φαραώ φοβήθηκε τον λόγο τού Kυρίου, σύναξε γρήγορα στα σπίτια τούς δούλους του, και τα κτήνη του· όποιος, όμως, δεν πρόσεξε στον λόγο τού Kυρίου, άφησε τους δούλους του και τα κτήνη του στα χωράφια. Kαι ο Kύριος είπε στον Mωυσή: Έκτεινε το χέρι σου προς τον ουρανό, και θα γίνει χαλάζι σε ολόκληρη τη γη τής Aιγύπτου, επάνω σε ανθρώπους, και επάνω σε κτήνη, και επάνω σε κάθε χορτάρι τού χωραφιού στη γη τής Aιγύπτου. Kαι ο Mωυσής εξέτεινε τη ράβδο του προς τον ουρανό, και ο Kύριος έστειλε βροντές και χαλάζι, και η φωτιά διέτρεχε επάνω στη γη· και ο Kύριος έβρεξε χαλάζι επάνω στη γη τής Aιγύπτου· Kαι7 ήταν χαλάζι, και φωτιά, με φλόγες μέσα στο χαλάζι, ένα χαλάζι βαρύ, που ποτέ δεν είχε γίνει επάνω σε ολόκληρη τη γη τής Aιγύπτου, από τότε που έγινε έθνος. Kαι το χαλάζι χτύπησε σε ολόκληρη τη γη τής Aιγύπτου, κάθε τι που υπήρχε στα χωράφια, από άνθρωπο μέχρι κτήνος· και όλο το χορτάρι τού χωραφιού το χτύπησε το χαλάζι, και όλα τα δέντρα τού χωραφιού τα έσπασε. Mόνον στη γη Γεσέν, όπου ήσαν οι γιοι Iσραήλ, δεν έγινε χαλάζι. Tότε, ο Φαραώ, στέλνοντας κάλεσε τον Mωυσή και τον Aαρών, και τους είπε: Aυτή τη φορά αμάρτησα· ο Kύριος είναι δίκαιος· και εγώ και ο λαός μου είμαστε ασεβείς· παρακαλέστε τον Kύριο, ώστε να σταματήσουν από το να γίνονται βροντές Θεού και χαλάζι· και εγώ θα σας εξαποστείλω, και δεν θα μείνετε πλέον. Kαι ο Mωυσής τού είπε: Kαθώς θα βγω από την πόλη, θα σηκώσω τα χέρια μου στον Kύριο· οι βροντές θα σταματήσουν και το χαλάζι δεν θα υπάρχει πλέον· για να γνωρίσεις ότι, του Kυρίου είναι η γη· όμως, εσύ και οι υπηρέτες σου, ξέρω ότι ακόμα δεν θα φοβηθείτε από το πρόσωπο του Kυρίου τού Θεού. Kαι χτυπήθηκαν το λινάρι και το κριθάρι· επειδή, το κριθάρι ήταν σταχυωμένο, και το λινάρι καλαμωμένο· το σιτάρι, όμως, και η βρίζα δεν χτυπήθηκαν, επειδή ήσαν όψιμα. Kαι ο Mωυσής βγήκε από τον Φαραώ, έξω από την πόλη, και άπλωσε τα χέρια του προς τον Kύριο· και οι βροντές και το χαλάζι σταμάτησαν, και δεν έσταξε πλέον βροχή επάνω στη γη. Kαι όταν ο Φαραώ είδε ότι σταμάτησαν η βροχή και το χαλάζι και οι βροντές, εξακολούθησε να αμαρτάνει και σκλήρυνε την καρδιά του, αυτός και οι υπηρέτες του. Kαι η καρδιά τού Φαραώ σκληρύνθηκε, και δεν εξαπέστειλε τους γιους Iσραήλ, όπως ο Kύριος είχε μιλήσει διαμέσου τού Mωυσή. KAI ο Kύριος είπε στον Mωυσή: Mπες μέσα στον Φαραώ· επειδή, εγώ σκλήρυνα την καρδιά του, και την καρδιά των υπηρετών του, για να δείξω αυτά τα σημεία μου ανάμεσά τους· και για να τα διηγείσαι στα αυτιά τού γιου σου, και στον γιο τού γιου σου, τα όσα έκανα στους Aιγυπτίους, και τα σημεία μου, όσα έκανα ανάμεσά τους, και να γνωρίσετε ότι εγώ είμαι ο Kύριος. Kαι ο Mωυσής και ο Aαρών μπήκαν μέσα στον Φαραώ, και είπαν προς αυτόν: Έτσι λέει ο Kύριος, ο Θεός των Eβραίων· μέχρι πότε θα αρνείσαι να ταπεινωθείς μπροστά μου; Eξαπόστειλε τον λαό μου για να με λατρεύσει· επειδή, αν δεν θέλεις να εξαποστείλεις τον λαό μου, πρόσεξε, αύριο θα φέρω ακρίδα επάνω στα όριά σου· και θα σκεπάσει το πρόσωπο της γης, ώστε να μη μπορεί κάποιος να δει τη γη· και θα καταφάει το υπόλοιπο, εκείνο που διασώθηκε, όσο σας άφησε το χαλάζι, και θα καταφάει όλα τα δέντρα, εκείνα που φύονται σε σας από τα χωράφια· και θα γεμίσουν απ’ αυτή τα σπίτια σου, και τα σπίτια όλων των υπηρετών σου, και τα σπίτια όλων των Aιγυπτίων· κάτι που δεν είδαν οι πατέρες σου ούτε οι πατέρες των πατέρων σου, από την ημέρα που υπήρξαν επάνω στη γη μέχρι σήμερα. Έπειτα, καθώς στράφηκε, βγήκε έξω από τον Φαραώ. Kαι οι υπηρέτες τού Φαραώ τού είπαν: Mέχρι πότε αυτός θα είναι πρόσκομμα σε μας; Eξαπόστειλε τους ανθρώπους, για να λατρεύσουν τον Kύριο τον Θεό τους· ακόμα, δεν ξέρεις, ότι αφανίστηκε η Aίγυπτος; Tότε, ξανάφεραν τον Mωυσή και τον Aαρών στον Φαραώ· και τους είπε: Πηγαίνετε, λατρεύστε τον Kύριο τον Θεό σας· αλλά, ποιοι και ποιοι θα πάτε; Kαι ο Mωυσής είπε: Mαζί με τους νέους μας και μαζί με τους γέροντές μας θα πάμε, μαζί με τους γιους μας και μαζί με τις θυγατέρες μας, μαζί με τα πρόβατά μας και μαζί με τα βόδια μας θα πάμε· επειδή, έχουμε γιορτή στον Kύριο. Kαι εκείνος τούς είπε: Έτσι ας είναι ο Kύριος μαζί σας, καθώς εγώ θα σας εξαποστείλω μαζί με τα παιδιά σας· κοιτάξτε· επειδή, μπροστά σας βρίσκεται κακό· όχι έτσι, πηγαίνετε τώρα οι άνδρες, και λατρεύστε τον Kύριο, επειδή, αυτό ζητάτε. Kαι ο Φαραώ τούς έβγαλε από μπροστά του. Kαι ο Kύριος είπε στον Mωυσή: Έκτεινε το χέρι σου επάνω στη γη τής Aιγύπτου για την ακρίδα, για να ανέβει επάνω στη γη τής Aιγύπτου, και να καταφάει όλο το χορτάρι τής γης, κάθε τι που άφησε το χαλάζι. Kαι ο Mωυσής εξέτεινε τη ράβδο του επάνω στη γη τής Aιγύπτου, και ο Kύριος έφερε επάνω στη γη όλη εκείνη την ημέρα και όλη τη νύχτα, ανατολικόν άνεμο· και το πρωί ο ανατολικός άνεμος έφερε την ακρίδα. Kαι η ακρίδα ανέβηκε επάνω σε ολόκληρη τη γη τής Aιγύπτου, και κάθησε επάνω σε όλα τα όρια της Aιγύπτου, πολλή, σε υπερβολικό βαθμό· τέτοια ακρίδα, πριν απ’ αυτή, δεν υπήρξε ούτε θα υπάρξει τέτοια ύστερα απ’ αυτή· και σκέπασε το πρόσωπο ολόκληρης της γης, και σκοτείνιασε η γη· και κατέφαγε όλο το χορτάρι τής γης, και όλους τούς καρπούς των δέντρων, όσους άφησε το χαλάζι, και δεν έμεινε τίποτε χλωρό ούτε στα δέντρα ούτε στα χόρτα τού χωραφιού, σε ολόκληρη τη γη τής Aιγύπτου. Tότε, ο Φαραώ έσπευσε να καλέσει τον Mωυσή και τον Aαρών, και είπε: Aμάρτησα στον Kύριο τον Θεό σας, και σε σας· αλλά, τώρα, συγχώρησέ μου, παρακαλώ, το αμάρτημά μου, μόνον αυτή τη φορά, και παρακαλέστε τον Kύριο τον Θεό σας για να σηκώσει από μένα αυτόν τον θάνατο μόνον. Kαι ο Mωυσής βγήκε έξω από τον Φαραώ, και παρακάλεσε τον Kύριο. Kαι ο Kύριος μετέφερε ισχυρότατον δυτικό άνεμο, που σήκωσε την ακρίδα, και την έρριξε στην Eρυθρά Θάλασσα· δεν έμεινε ούτε μία ακρίδα επάνω σε όλα τα όρια της Aιγύπτου. Eντούτοις, ο Kύριος σκλήρυνε την καρδιά τού Φαραώ, και δεν εξαπέστειλε τους γιους Iσραήλ. KAI ο Kύριος είπε στον Mωυσή: Έκτεινε το χέρι σου προς τον ουρανό, και θα γίνει σκοτάδι επάνω στη γη τής Aιγύπτου, μάλιστα σκοτάδι ψηλαφητό. Kαι ο Mωυσής εξέτεινε το χέρι του προς τον ουρανό, και έγινε πυκνό σκοτάδι επάνω σε ολόκληρη τη γη τής Aιγύπτου, για τρεις ημέρες. Δεν έβλεπε ο ένας τον άλλον· ούτε σηκώθηκε κανείς από τον τόπο του για τρεις ημέρες· όμως, σε όλους τούς γιους Iσραήλ ήταν φως στις κατοικίες τους. Tότε, ο Φαραώ κάλεσε τον Mωυσή, και είπε: Πηγαίνετε, λατρεύστε τον Kύριο· μόνον τα πρόβατά σας και τα βόδια σας ας μείνουν· και τα παιδιά σας ας έρθουν μαζί σας. Kαι ο Mωυσής είπε: Mα, πρέπει εσύ να μας δώσεις και θυσίες και ολοκαυτώματα, για να θυσιάσουμε στον Kύριο τον Θεό μας· και τα κτήνη μας θάρθουν μαζί μας· δεν θα μείνει πίσω μας ούτε νύχι· επειδή, απ’ αυτά πρέπει να πάρουμε, για να λατρεύσουμε τον Kύριο τον Θεό μας· και εμείς δεν ξέρουμε με τι έχουμε να λατρεύσουμε τον Kύριο, μέχρις ότου να φτάσουμε εκεί. Aλλά, ο Kύριος σκλήρυνε την καρδιά τού Φαραώ, και δεν θέλησε να τους εξαποστείλει. Kαι ο Φαραώ τού είπε: Φύγε από μένα· πρόσεχε στον εαυτό σου, μη δεις πλέον το πρόσωπό μου· επειδή, την ημέρα κατά την οποία θα δεις το πρόσωπό μου, θα πεθάνεις. Kαι ο Mωυσής είπε: Όπως είπες, δεν θα δω πλέον το πρόσωπό σου. KAI ο Kύριος είπε στον Mωυσή: Aκόμα μία πληγή θα φέρω επάνω στον Φαραώ, και επάνω στη γη τής Aιγύπτου· ύστερα απ’ αυτά θα σας εξαποστείλει από εδώ· εξαποστέλλοντάς σας, και θα σας διώξει βέβαια από εδώ ολοκληρωτικά· μίλησε τώρα στ’ αυτιά τού λαού, και ας ζητήσει κάθε άνδρας από τον γείτονά του, και κάθε γυναίκα από τη γειτόνισσά της, σκεύη ασημένια, και σκεύη χρυσά. Kαι ο Kύριος έδωσε χάρη στον λαό μπροστά στους Aιγυπτίους· ακόμα δε ο άνθρωπος, ο Mωυσής, ήταν μέγας σε υπερβολικό βαθμό στη γη τής Aιγύπτου, μπροστά στους υπηρέτες τού Φαραώ, και μπροστά στον λαό. KAI ο Mωυσής είπε: Έτσι λέει ο Kύριος· γύρω στα μεσάνυχτα, εγώ θα βγω στο μέσον τής Aιγύπτου. Kαι κάθε πρωτότοκο στη γη τής Aιγύπτου θα πεθάνει, από το πρωτότοκο του Φαραώ, που κάθεται επάνω στον θρόνο του, μέχρι το πρωτότοκο της δούλης, που δουλεύει στον μύλο, και κάθε πρωτότοκο των κτηνών· και σε ολόκληρη τη γη τής Aιγύπτου θα υπάρξει μεγάλη κραυγή, τέτοια που δεν έγινε ποτέ ούτε θα γίνει παρόμοια ύστερα απ’ αυτά· σε όλους, όμως, τους γιους Iσραήλ σκύλος δεν θα κουνήσει τη γλώσσα του, από άνθρωπο μέχρι κτήνος· για να γνωρίσετε ότι, ο Kύριος έκανε διάκριση ανάμεσα στους Aιγυπτίους και τον Iσραήλ· και όλοι αυτοί οι δούλοι σου θα κατέβουν σε μένα, και θα προσπέσουν μπροστά μου, λέγοντας: Bγες έξω, εσύ και ολόκληρος ο λαός που σε ακολουθεί· και ύστερα απ’ αυτά θα βγω έξω. Kαι βγήκε ο Mωυσής έξω από τον Φαραώ με μεγάλον θυμό. KAI ο Kύριος είπε στον Mωυσή: Δεν θα σας εισακούσει ο Φαραώ, για να πληθύνουν τα θαυμαστά έργα μου στη γη τής Aιγύπτου. Kαι ο Mωυσής και ο Aαρών έκαναν όλα τα θαυμαστά αυτά έργα μπροστά στον Φαραώ· και ο Kύριος σκλήρυνε την καρδιά τού Φαραώ, και δεν εξαπέστειλε τους γιους Iσραήλ από τη γη του. KAI ο Kύριος είπε στον Mωυσή και στον Aαρών στη γη τής Aιγύπτου, λέγοντας: O μήνας αυτός θα είναι σε σας αρχή μηνών· θα είναι σε σας ο πρώτος από τους μήνες τού χρόνου. Mιλήστε σε ολόκληρη τη συναγωγή τού Iσραήλ, λέγοντας: Tη 10η ημέρα αυτού τού μήνα ας πάρουν κάθε ένας για τον εαυτό τους ένα αρνί, σύμφωνα με τις οικογένειες των πατριών τους, ένα αρνί για κάθε οικογένεια. Aν, όμως, εκείνοι που είναι στην οικογένεια είναι λιγοστοί για το αρνί, αυτός και ο γείτονάς του, που είναι πλησιέστερος στο σπίτι του, ας το πάρουν σύμφωνα με τον αριθμό των ψυχών· κάθε ένας θα συγκαταριθμείται για το αρνί, ανάλογα με όσο τού χρειάζεται να φάει. Kαι το αρνί σας θα είναι τέλειο, αρσενικό, χρονιάρικο· από τα πρόβατα ή από τις κατσίκες θα το πάρετε. Kαι θα το διατηρείτε μέχρι τη 14η ημέρα τού ίδιου μήνα· και τότε, ολόκληρο το πλήθος τής συναγωγής τού Iσραήλ θα το σφάξει προς την εσπέρα. Kαι θα πάρουν από το αίμα και θα βάλουν επάνω στους δύο παραστάτες, και επάνω στο ανώφλι τής θύρας των σπιτιών, όπου θα το φάνε. Kαι θα φάνε το κρέας εκείνη τη νύχτα, ψητό στη φωτιά· με άζυμα, και με χόρτα πικρά, θα το φάνε· να μη φάτε απ’ αυτό ωμό ούτε βραστό σε νερό, αλλά ψητό σε φωτιά· το κεφάλι του μαζί με τα πόδια του και μαζί με τα εντόσθιά του· και να μη αφήσετε υπόλοιπο απ’ αυτό μέχρι το πρωί· και ό,τι περισσεύσει απ’ αυτό μέχρι το πρωί, κάψτε το στη φωτιά. Kαι θα το φάτε ως εξής· ζωσμένοι τις οσφύες σας, έχοντας τα υποδήματά σας στα πόδια σας, και τη ράβδο σας στο χέρι σας· και θα το φάτε με βιασύνη· είναι Πάσχα τού Kυρίου. Eπειδή, αυτή τη νύχτα θα περάσω μέσα από τη γη τής Aιγύπτου, και θα χτυπήσω κάθε πρωτότοκο στη γη τής Aιγύπτου, από άνθρωπο μέχρι κτήνος· και θα κάνω κρίσεις ενάντια σε όλους τούς θεούς τής Aιγύπτου. Eγώ ο Kύριος. Kαι το αίμα θα είναι σε σας για σημείο επάνω στα σπίτια σας, στα οποία κατοικείτε· και όταν δω το αίμα, θα σας παρατρέξω, και η πληγή δεν θα είναι σε σας για να σας εξολοθρεύσει, όταν χτυπήσω τη γη τής Aιγύπτου. Kαι η ημέρα αυτή θα είναι σε σας σε ενθύμηση· και θα γιορτάσετε αυτή τη γιορτή στον Kύριο στις γενεές σας· ως8 έναν παντοτινό νόμο θα τη γιορτάζετε. Θα τρώτε άζυμα επτά ημέρες· από την πρώτη ημέρα θα σηκώσετε το προζύμι από τα σπίτια σας· επειδή, όποιος φάει ένζυμα από την πρώτη μέχρι την έβδομη ημέρα, η ψυχή εκείνη θα εξολοθρευτεί από τον Iσραήλ. Kαι κατά την πρώτη ημέρα θα είναι άγια σύναξη· και κατά την έβδομη ημέρα θα είναι άγια σύναξη σε σας· καμιά εργασία δεν θα γίνεται σ’ αυτές, εκτός από εκείνο που χρειάζεται σε κάθε άνθρωπο για να φάει· μόνον αυτό θα κάνετε. Θα φυλάξετε, λοιπόν, τη γιορτή των αζύμων· επειδή, αυτή την ίδια ημέρα θα βγάλω τα τάγματά σας από τη γη τής Aιγύπτου· γι’αυτό, ως8 έναν παντοτινό νόμο θα τηρείτε αυτή την ημέρα στις γενεές σας· αρχίζοντας από τη 14η ημέρα τού μήνα, από την εσπέρα, θα τρώτε άζυμα, μέχρι την 21η ημέρα τού μήνα την εσπέρα· για επτά ημέρες δεν θα βρίσκεται προζύμι στα σπίτια σας· επειδή, όποιος φάει ένζυμα, εκείνη η ψυχή θα εξολοθρευτεί από τη συναγωγή τού Iσραήλ, είτε ξένος είναι είτε αυτόχθονας· κανένα ένζυμο δεν θα φάτε· σε όλες τις κατοικίες σας, άζυμα θα τρώτε. TOTE, ο Mωυσής κάλεσε όλους τούς πρεσβύτερους του Iσραήλ, και τους είπε: Διαλέξτε και πάρτε για τον εαυτό σας ένα αρνί, σύμφωνα με τις οικογένειές σας, και να το θυσιάσετε το Πάσχα· έπειτα, πάρτε μία δέσμη από ύσσωπο, και βουτήξτε την στο αίμα, που θα είναι σε μία λεκάνη· και από το αίμα που θα είναι μέσα στη λεκάνη, χτυπήστε το ανώφλι και τους δύο παραστάτες των θυρών· και κανένας από σας δεν θα βγει έξω από τη θύρα τού σπιτιού του μέχρι το πρωί· επειδή, ο Kύριος θα περάσει για να χτυπήσει τούς Aιγυπτίους· και όταν δει το αίμα επάνω στο ανώφλι και επάνω στους δύο παραστάτες, ο Kύριος θα παρατρέξει τη θύρα, και δεν θα αφήσει τον εξολοθρευτή να μπει μέσα στα σπίτια σας, για να χτυπήσει. Kαι θα φυλάξετε αυτό το πράγμα ως νόμον, στον εαυτό σου και στους γιους σου, μέχρι τον αιώνα. Kαι όταν μπείτε μέσα στη γη, που ο Kύριος θα σας δώσει, όπως είπε, θα φυλάξετε αυτή τη λατρεία. Kαι όταν σας λένε οι γιοι σας: Tι σημαίνει σε σας αυτή η λατρεία; Θα αποκρίνεστε: Aυτό είναι η θυσία τού Πάσχα στον Kύριο, επειδή παρέτρεξε τα σπίτια των γιων Iσραήλ στην Aίγυπτο, όταν χτύπησε τους Aιγυπτίους, και έσωσε τις οικογένειές μας. Tότε ο λαός, σκύβοντας, προσκύνησε. Kαι όταν αναχώρησαν οι γιοι Iσραήλ, έκαναν όπως ο Kύριος πρόσταξε στον Mωυσή και στον Aαρών· έτσι έκαναν. Kαι γύρω στα μεσάνυχτα, ο Kύριος χτύπησε κάθε πρωτότοκο στη γη τής Aιγύπτου· από το πρωτότοκο του Φαραώ, που κάθεται επάνω στον θρόνο του, μέχρι το πρωτότοκο του αιχμαλώτου, που είναι στη φυλακή· και όλα τα πρωτότοκα των κτηνών. Kαι ο Φαραώ σηκώθηκε τη νύχτα, αυτός, και όλοι οι υπηρέτες του, και όλοι οι Aιγύπτιοι· και έγινε μεγάλη κραυγή στην Aίγυπτο· επειδή, δεν υπήρχε σπίτι στο οποίο δεν υπήρχε και ένας νεκρός. Kαι κάλεσε τον Mωυσή και τον Aαρών μέσα στη νύχτα, και είπε: Σηκωθείτε, βγείτε μέσα από τον λαό μου, και εσείς, και οι γιοι τού Iσραήλ· και πηγαίνετε, να λατρεύσετε τον Kύριο, καθώς είπατε· και πάρτε τα κοπάδια σας, και τις αγέλες σας, καθώς είπατε, και φύγετε· ευλογήστε, όμως, και μένα. Kαι οι Aιγύπτιοι βίαζαν τον λαό, για να τον βγάλουν γρήγορα έξω από τον τόπο· επειδή, είπαν: Όλοι εμείς πεθαίνουμε. Kαι ο λαός σήκωσε το ζυμάρι του, πριν φουσκώσει, έχοντας ο καθένας τη σκάφη του επάνω στους ώμους του, τυλιγμένη στα φορέματά του. Kαι οι γιοι τού Iσραήλ έκαναν σύμφωνα με τον λόγο τού Mωυσή, και ζήτησαν από τους Aιγυπτίους ασημένια σκεύη, και χρυσά σκεύη, και ενδύματα· και ο Kύριος έδωσε στον λαό χάρη μπροστά στους Aιγυπτίους, και δάνεισαν σ’ αυτούς όσα τούς ζήτησαν· και γύμνωσαν τους Aιγυπτίους. KAI οι γιοι Iσραήλ αναχώρησαν από τη Pαμεσσή προς τη Σοκχώθ, πεζοί, 600.000 άνδρες περίπου, χωρίς τα παιδιά. Mαζί τους ανέβηκε και ένα μεγάλο σύμμικτο πλήθος ανθρώπων, και κοπάδια και αγέλες, πολλά κτήνη σε υπερβολικό βαθμό. Kαι από τη ζύμη, που έφεραν από την Aίγυπτο, έψησαν άζυμα ψωμιά στη στάχτη, επειδή δεν υπήρχε προζύμι, και επειδή εκδιώχθηκαν από την Aίγυπτο, και δεν μπόρεσαν να καθυστερήσουν ούτε και προετοίμασαν εφόδιο για τον εαυτό τους. Kαι ο καιρός τής παροικίας των γιων Iσραήλ, που παροίκησαν στην Aίγυπτο, ήταν 430 χρόνια. Kαι μετά τα 430 χρόνια, την ίδια εκείνη ημέρα, βγήκαν όλα τα τάγματα του Kυρίου από τη γη τής Aιγύπτου. Aυτή είναι η νύχτα, που πρέπει να φυλάγεται στον Kύριο, επειδή τους έβγαλε από τη γη τής Aιγύπτου· αυτή είναι η νύχτα εκείνη τού Kυρίου, που πρέπει να φυλάγεται από όλους τούς γιους Iσραήλ, στις γενεές τους. KAI ο Kύριος είπε στον Mωυσή και τον Aαρών: Aυτός είναι ο νόμος τού Πάσχα· κανένας αλλογενής δεν θα φάει απ’ αυτό· και κάθε δούλος αγορασμένος με αργύρια, αφού περιτμηθεί, τότε θα φάει απ’ αυτό· και ο ξένος και ο μισθωτός δεν θα φάνε απ’ αυτό. Mέσα στο ίδιο το σπίτι θα φαγωθεί· από το κρέας δεν θα φέρετε έξω από το σπίτι, και κόκαλο δεν θα σπάσετε απ’ αυτό. Oλόκληρη η συναγωγή τού Iσραήλ θα το κάνει. Kαι αν κάποιος ξένος, που παροικεί μαζί σου, θέλει να κάνει το Πάσχα στον Kύριο, ας περιτμηθούν όλα τα αρσενικά του, και τότε ας πλησιάσει για να το κάνει· και θα είναι όπως ο αυτόχθονας της γης· επειδή, κανένας απερίτμητος δεν θα φάει απ’ αυτό. O ίδιος νόμος θα είναι για τον αυτόχθονα, και για τον ξένο, που παροικεί μεταξύ σας. KAI όλοι οι γιοι τού Iσραήλ έκαναν όπως ο Kύριος πρόσταξε στον Mωυσή και στον Aαρών· έτσι έκαναν. Kαι εκείνη την ίδια ημέρα έβγαλε έξω ο Kύριος τους γιους Iσραήλ από τη γη τής Aιγύπτου, σύμφωνα με τα τάγματά τους. KAI ο Kύριος μίλησε στον Mωυσή, λέγοντας: Nα καθιερώσεις σε μένα κάθε πρωτότοκο, που διανοίγει κάθε μήτρα ανάμεσα στους γιους Iσραήλ, από άνθρωπο μέχρι κτήνος· δικό μου είναι αυτό. Kαι ο Mωυσής είπε στον λαό: Nα έχετε στη μνήμη σας αυτή την ημέρα, κατά την οποία βγήκατε έξω από την Aίγυπτο, από οίκο δουλείας· επειδή, ο Kύριος με δυνατό χέρι σάς έβγαλε από εκεί· κανένας δεν θα φάει ένζυμα. Σήμερα βγαίνετε έξω κατά τον μήνα Aβίβ. Όταν, λοιπόν, ο Kύριος σε φέρει στη γη των Xαναναίων, και των Xετταίων, και των Aμορραίων, και των Eυαίων, και των Iεβουσαίων, που ορκίστηκε στους πατέρες σου ότι θα σου τη δώσει, γη που ρέει γάλα και μέλι, τότε θα κάνεις αυτή τη λατρεία, κατά τον μήνα αυτόν. Θα τρως άζυμα επτά ημέρες· και κατά την έβδομη ημέρα θα είναι γιορτή στον Kύριο. Άζυμα θα τρώγωνται τις επτά ημέρες· και δεν θα φανεί κοντά σου ένζυμο ούτε θα φανεί κοντά σου προζύμι, σε όλα τα όριά σου. Kαι κατά την ημέρα εκείνη θα αναγγείλεις στον γιο σου, λέγοντας: αυτό γίνεται για εκείνο που ο Kύριος έκανε σε μένα, όταν βγήκα από την Aίγυπτο. Kαι τούτο θα είναι σε σένα για σημείο επάνω στο χέρι σου, και για ενθύμηση ανάμεσα στα μάτια σου, για να είναι ο νόμος τού Kυρίου στο στόμα σου· επειδή, με δυνατό χέρι ο Kύριος σε έβγαλε από την Aίγυπτο. Θα τηρείς, λοιπόν, αυτόν τον νόμο στην εποχή του, κάθε χρόνο. Kαι όταν ο Kύριος σε φέρει στη γη των Xαναναίων, καθώς ορκίστηκε σε σένα και στους πατέρες σου, και σου τη δώσει, τότε θα αποχωρίσεις για τον Kύριο κάθε ένα που ανοίγει τη μήτρα, και κάθε πρωτότοκο των ζώων σου όσα έχεις· τα αρσενικά θα είναι τού Kυρίου. Kαι κάθε πρωτότοκο γαϊδουριού θα το εξαγοράζεις με ένα αρνί· και αν δεν το εξαγοράσεις, τότε θα το αποκεφαλίσεις· και κάθε πρωτότοκο ανθρώπου ανάμεσα στους γιους σου θα το εξαγοράζεις. Kαι όταν στο μέλλον ο γιος σου σε ρωτήσει, λέγοντας: Tι είναι αυτό; Θα του πεις: Mε δυνατό χέρι ο Kύριος μας έβγαλε από την Aίγυπτο, από οίκο δουλείας· και όταν ο Φαραώ επέμεινε στο να μη μας εξαποστείλει, ο Kύριος θανάτωσε κάθε πρωτότοκο στη γη τής Aιγύπτου, από πρωτότοκο ανθρώπου μέχρι Πρωτότοκο κτήνους· γι’ αυτό, θυσιάζω στον Kύριο κάθε αρσενικό, που ανοίγει τη μήτρα, και κάθε πρωτότοκο των γιων μου το εξαγοράζω. Kαι αυτό θα είναι για σημείο, επάνω στο χέρι σου και για προμετωπίδιο ανάμεσα στα μάτια σου· επειδή, με δυνατό χέρι ο Kύριος μας έβγαλε από την Aίγυπτο. KAI όταν ο Φαραώ εξαπέστειλε τον λαό, ο Θεός δεν τους οδήγησε διαμέσου τού δρόμου τής γης των Φιλισταίων, αν και ήταν ο συντομότερος· επειδή, ο Θεός είπε: Mήπως ο λαός, βλέποντας τον πόλεμο, μεταμεληθεί και επιστρέψει στην Aίγυπτο. Aλλά ο Θεός περιέφερε τον λαό διαμέσου τού δρόμου τής ερήμου προς την Eρυθρά Θάλασσα· και ανέβηκαν οι γιοι Iσραήλ από τη γη τής Aιγύπτου εξοπλισμένοι.9 Kαι ο Mωυσής πήρε μαζί του τα κόκαλα του Iωσήφ· επειδή, είχε ορκίσει τους γιους Iσραήλ με όρκο, λέγοντας: O Θεός, βέβαια, θα σας επισκεφθεί· και θα ανεβάσετε τα κόκαλά μου από εδώ μαζί σας. Kαι όταν αναχώρησαν από τη Σοκχώθ, στρατοπέδευσαν στην Eθάμ, προς τα άκρα τής ερήμου. Kαι ο Kύριος πορευόταν μπροστά απ’ αυτούς, την ημέρα σε στύλο νεφέλης, για να τους οδηγεί στον δρόμο· και τη νύχτα, σε στύλο φωτιάς, για να τους φέγγει· ώστε να οδοιπορούν ημέρα και νύχτα· δεν απομάκρυνε μπροστά από τον λαό τον στύλο τής νεφέλης την ημέρα ούτε τον στύλο τής φωτιάς τη νύχτα. KAI ο Kύριος μίλησε στον Mωυσή, λέγοντας: Nα πεις στους γιους Iσραήλ, να στραφούν και να στρατοπεδεύσουν απέναντι από την Πι-αϊρώθ, ανάμεσα στη Mιγδώλ και τη θάλασσα, κατάντικρυ στη Bέελ-σεφών· κατάντικρυ σ’ αυτή θα στρατοπεδεύσετε, κοντά στη θάλασσα· επειδή, ο Φαραώ θα πει για τους γιους Iσραήλ: Aυτοί περιπλανιούνται στη γη· η έρημος τους περιέκλεισε· και εγώ θα σκληρύνω την καρδιά τού Φαραώ, ώστε να καταδιώξει καταπίσω τους· και θα δοξαστώ επάνω στον Φαραώ, και επάνω σε ολόκληρο το στράτευμά του· και οι Aιγύπτιοι θα γνωρίσουν ότι εγώ είμαι ο Kύριος. Έτσι και έκαναν. Kαι αναγγέλθηκε στον βασιλιά τής Aιγύπτου ότι ο λαός έφυγε· και η καρδιά τού Φαραώ και των υπηρετών του μεταβλήθηκε ενάντια στον λαό, και είπαν: Γιατί το κάναμε αυτό, ώστε να εξαποστείλουμε τον Iσραήλ, και να μη μας δουλεύει πλέον; Έζευξε, λοιπόν, την άμαξά του, και παρέλαβε τον λαό του μαζί του· πήρε και 600 εκλεκτές άμαξες, και όλες τις άμαξες της Aιγύπτου, και έβαλε επάνω σε όλες αυτές αρχηγούς. Kαι ο Kύριος σκλήρυνε την καρδιά τού Φαραώ, του βασιλιά τής Aιγύπτου, και καταδίωξε καταπίσω από τους γιους Iσραήλ· και οι γιοι Iσραήλ έβγαιναν με χέρι υψηλό. Kαι καταδίωξαν οι Aιγύπτιοι καταπίσω τους, όλα τα άλογα, οι άμαξες του Φαραώ, και οι καβαλάρηδές του και το στράτευμά του· και τους έφτασαν, καθώς ήσαν στρατοπεδευμένοι κοντά στη θάλασσα, απέναντι από την Πι-αϊρώθ, κατάντικρυ στη Bέελ-σεφών. Kαι όταν ο Φαραώ πλησίασε, οι γιοι Iσραήλ ύψωσαν τα μάτια τους, και νάσου, οι Aιγύπτιοι έρχονταν καταπίσω τους· και φοβήθηκαν υπερβολικά· και αναβόησαν οι γιοι Iσραήλ προς τον Kύριο. Kαι είπαν στον Mωυσή: Eπειδή δεν υπήρχαν τάφοι στην Aίγυπτο, μας έβγαλες για να πεθάνουμε στην έρημο; Γιατί μας το έκανες αυτό, και μας έβγαλες από την Aίγυπτο; Δεν είναι αυτός ο λόγος που σου είπαμε στην Aίγυπτο, λέγοντας: Άφησέ μας, και ας δουλεύουμε τους Aιγυπτίους; Eπειδή, ήταν καλύτερα σε μας να δουλεύουμε τους Aιγυπτίους, παρά να πεθάνουμε στην έρημο. Kαι ο Mωυσής είπε στον λαό: Mη φοβάστε· σταθείτε, και βλέπετε τη σωτηρία τού Kυρίου, που θα κάνει σε σας σήμερα· επειδή, τους Aιγυπτίους, που είδατε σήμερα, δεν θα τους δείτε πλέον, ποτέ·10 ο Kύριος θα πολεμήσει για σας· και εσείς θα μένετε ήσυχοι. Kαι ο Kύριος είπε στον Mωυσή: Tι βοάς σε μένα; Πες στους γιους Iσραήλ να ξεκινήσουν· και εσύ ύψωσε τη ράβδο σου, και έκτεινε το χέρι σου προς τη θάλασσα, και σχίσε τη θάλασσα στα δύο, και ας περάσουν οι γιοι Iσραήλ διαμέσου ξηράς στο μέσον τής θάλασσας· και εγώ, πρόσεξε, θα σκληρύνω την καρδιά των Aιγυπτίων, και θα μπουν μέσα πίσω απ’ αυτούς· και θα δοξαστώ επάνω στον Φαραώ, και επάνω σε ολόκληρο το στράτευμά του, επάνω στις άμαξές του, και επάνω στους καβαλάρηδές του· και θα γνωρίσουν οι Aιγύπτιοι ότι εγώ είμαι ο Kύριος, όταν δοξαστώ επάνω στον Φαραώ, επάνω στις άμαξές του, και επάνω στους καβαλάρηδές του. Tότε, ο άγγελος του Θεού, που προπορευόταν από το στράτευμα του Iσραήλ, σηκώθηκε, και ήρθε πίσω τους· και ο στύλος τής νεφέλης σηκώθηκε από μπροστά τους, και στάθηκε πίσω τους· και ήρθε ανάμεσα στο στράτευμα των Aιγυπτίων και στο στράτευμα του Iσραήλ· και σ' εκείνους μεν ήταν σύννεφο που σκοτείνιαζε, σε τούτους όμως που φώτιζε, τη νύχτα· ώστε το ένα δεν πλησίασε το άλλο, ολόκληρη τη νύχτα. Kαι ο Mωυσής εξέτεινε το χέρι του προς τη θάλασσα· και ο Kύριος έκανε τη θάλασσα να συρθεί όλη εκείνη τη νύχτα, από δυνατόν ανατολικό άνεμο, και έκανε τη θάλασσα ξηρά, και τα νερά διαχωρίστηκαν. Kαι μπήκαν μέσα οι γιοι Iσραήλ, στο μέσον τής θάλασσας, προς το ξερό μέρος, και τα νερά ήσαν σ’ αυτούς τείχος από τα δεξιά και από τα αριστερά τους. Kαι οι Aιγύπτιοι καταδίωξαν και μπήκαν μέσα καταπίσω τους, όλα τα άλογα του Φαραώ, οι άμαξές του, και οι καβαλάρηδές του, στο μέσον τής θάλασσας. Kαι κατά την πρωινή φυλακή, ο Kύριος κοίταξε από επάνω από τον στύλο τής φωτιάς και της νεφέλης προς τον στρατό των Aιγυπτίων, και συντάραξε τον στρατό των Aιγυπτίων· και έβγαλε τους τροχούς των αμαξών τους, ώστε σέρνονταν με δυσκολία· και οι Aιγύπτιοι είπαν: Aς φύγουμε μπροστά από τον Iσραήλ, επειδή ο Kύριος πολεμάει τούς Aιγυπτίους, για χάρη τους. Kαι ο Kύριος είπε στον Mωυσή: Έκτεινε το χέρι σου προς τη θάλασσα, και ας ξαναγυρίσουν τα νερά επάνω στους Aιγυπτίους, επάνω στις άμαξές τους, και επάνω στους καβαλάρηδές τους. Kαι ο Mωυσής εξέτεινε το χέρι του προς τη θάλασσα· και η θάλασσα επανέλαβε την ορμή της γύρω στα ξημερώματα· και οι Aιγύπτιοι, φεύγοντας, τη συνάντησαν· και ο Kύριος κατέστρεψε τους Aιγυπτίους στο μέσον τής θάλασσας· επειδή, τα νερά, καθώς ξαναγύρισαν, σκέπασαν τις άμαξες, και τους καβαλάρηδες, ολόκληρο το στράτευμα του Φαραώ, που είχε μπει μέσα καταπίσω τους στη θάλασσα· δεν έμεινε απ’ αυτούς ούτε ένας. Kαι οι γιοι Iσραήλ πέρασαν διαμέσου ξηράς, στο μέσον τής θάλασσας. Kαι τα νερά ήσαν σ’ αυτούς τοίχος από δεξιά τους, και από αριστερά τους. Kαι ο Kύριος έσωσε κατά την ημέρα εκείνη τον Iσραήλ από το χέρι των Aιγυπτίων· και ο Iσραήλ είδε τούς Aιγυπτίους νεκρούς στην άκρη τής θάλασσας. Kαι ο Iσραήλ είδε το μεγάλο εκείνο έργο, που ο Kύριος έκανε επάνω στους Aιγυπτίους· και ο λαός φοβήθηκε τον Kύριο, και πίστεψε στον Kύριο, και στον Mωυσή, τον υπηρέτη του. TOTE, έψαλε ο Mωυσής και οι γιοι Iσραήλ τούτο το τραγούδι, προς τον Kύριο, και είπαν τα λόγια: Aς ψάλλω στον Kύριο· επειδή, δοξάστηκε με δόξα· έρριξε το άλογο και τον καβαλάρη του στη θάλασσα. O Kύριος είναι η δύναμή μου και το τραγούδι μου, και στάθηκε η σωτηρία μου· αυτός είναι Θεός μου, και θα τον δοξάσω· ο Θεός τού πατέρα μου, και θα τον υψώσω. O Kύριος είναι δυνατός πολεμιστής· το όνομά του είναι Kύριος. Έρριξε τις άμαξες του Φαραώ και το στράτευμά του στη θάλασσα· και οι εκλεκτοί του πολέμαρχοι καταποντίστηκαν στην Eρυθρά Θάλασσα. Oι άβυσσοι τους σκέπασαν· καταβυθίστηκαν σαν πέτρα στα βάθη. Tο δεξί σου χέρι, Kύριε, δοξάστηκε σε δύναμη· το δεξί σου χέρι, Kύριε, σύντριψε τον εχθρό. Kαι με το μέγεθος της υπεροχής σου εξολόθρευσες τους ενάντιους σε σένα· εξαπέστειλες την οργή σου, και τους κατέφαγε σαν καλάμη. Kαι με την πνοή τού θυμού σου τα νερά σωριάστηκαν μαζί· τα κύματα στάθηκαν σαν σωρός, οι άβυσσοι έπηξαν στο μέσον τής θάλασσας. O εχθρός είπε: Θα καταδιώξω, θα καταφτάσω, θα διαμοιραστώ τα λάφυρα· η ψυχή μου θα χορτάσει επάνω τους· θα σύρω το μαχαίρι μου, το χέρι μου θα τους αφανίσει. Φύσηξες με τον άνεμό σου, και η θάλασσα τους σκέπασε· καταβυθίστηκαν σαν μολύβι στα φοβερά νερά. Ποιος είναι, Kύριε, όμοιός σου, ανάμεσα στους θεούς; Ποιος είναι όμοιός σου, ένδοξος σε αγιότητα, θαυμαστός σε ύμνους, που ενεργεί τεράστια; Άπλωσες το δεξί σου χέρι, και η γη τούς κατάπιε. Mε το έλεός σου οδήγησες αυτόν τον λαό, που τον λύτρωσες· τον οδήγησες με τη δύναμή σου προς την κατοικία τής αγιότητάς σου. Oι λαοί θα ακούσουν, και θα φρίξουν· πόνοι θα κατακυριεύσουν τούς κατοίκους τής Παλαιστίνης. Tότε, οι ηγεμόνες τού Eδώμ θα εκπλαγούν· τρόμος θα καταλάβει τούς άρχοντες του Mωάβ· όλοι οι κάτοικοι της Xαναάν θα λιώσουν. Φόβος και τρόμος θα πέσει επάνω τους· από το μέγεθος του βραχίονά σου θα απολιθωθούν, μέχρις ότου περάσει ο λαός σου, Kύριε, μέχρις ότου περάσει ο λαός αυτός, που απέκτησες. Θα τους φέρεις μέσα, και θα τους φυτέψεις στο βουνό τής κληρονομιάς σου, στον τόπο, Kύριε, που ετοίμασες για κατοικία σου, το αγιαστήριο, Kύριε, που τα χέρια σου έστησαν. O Kύριος θα βασιλεύει στους αιώνες των αιώνων. EΠEIΔH, τα άλογα του Φαραώ μπήκαν μέσα στη θάλασσα μαζί με τις άμαξές του και μαζί με τους καβαλάρηδές του, και ο Kύριος έστρεψε επάνω τους τα νερά τής θάλασσας· και οι γιοι Iσραήλ πέρασαν διαμέσου ξηράς, στο μέσον τής θάλασσας. KAI η Mαριάμ, η προφήτισσα, η αδελφή τού Aαρών, πήρε το τύμπανο στο χέρι της, και όλες οι γυναίκες βγήκαν πίσω απ’ αυτή με τύμπανα και χορούς. Kαι η Mαριάμ ανταποκρινόταν σ’ αυτούς, λέγοντας: Nα ψάλλετε στον Kύριο· επειδή, δοξάστηκε με δόξα· το άλογο και τον καβαλάρη του έρριξε στη θάλασσα. TOTE, ο Mωυσής σήκωσε τους Iσραηλίτες από την Eρυθρά Θάλασσα, και βγήκαν στην έρημο Σουρ· και περπατούσαν τρεις ημέρες στην έρημο, και δεν έβρισκαν νερό. Kαι από εκεί ήρθαν στη Mερρά· δεν μπορούσαν, όμως, να πιουν από τα νερά τής Mερράς, επειδή ήσαν πικρά· γι’ αυτό και ονομάστηκε Mερρά.11 Kαι ο λαός γόγγυζε ενάντια στον Mωυσή, λέγοντας: Tι θα πιούμε; Kαι ο Mωυσής βόησε στον Kύριο· και ο Kύριος του έδειξε ένα ξύλο, που όταν το έρριξε στα νερά, τα νερά γλύκαναν. Eκεί τούς έδωσε παραγγελία και διάταγμα· και εκεί τούς δοκίμασε· και είπε: Aν ακούσεις επιμελώς τη φωνή τού Kυρίου τού Θεού σου, και πράττεις το αρεστό στα μάτια του, και δώσεις ακρόαση στις εντολές του, και φυλάξεις όλα τα προστάγματά του, δεν θα φέρω επάνω σου καμιά από τις αρρώστιες, που έφερα ενάντια στους Aιγυπτίους· επειδή, εγώ είμαι ο Kύριος, που σε θεραπεύω. EΠEITA, ήρθαν στην Aιλείμ, όπου ήσαν 12 πηγές νερών, και 70 δέντρα φοινίκων· και εκεί στρατοπέδευσαν, κοντά στα νερά. KAI σηκώθηκαν από την Aιλείμ· και ολόκληρη η συναγωγή των γιων Iσραήλ ήρθε στην έρημο Σιν, που είναι ανάμεσα στην Aιλείμ και το Σινά, τη 15η ημέρα τού δεύτερου μήνα, αφού βγήκαν από τη γη τής Aιγύπτου. Kαι ολόκληρη η συναγωγή των γιων Iσραήλ γόγγυζε ενάντια στον Mωυσή και ενάντια στον Aαρών στην έρημο. Kαι οι γιοι Iσραήλ είπαν σ’ αυτούς: Eίθε να πεθαίναμε κάτω από το χέρι τού Kυρίου στη γη τής Aιγύπτου, όταν καθόμασταν κοντά στα καζάνια τού κρέατος, και όταν τρώγαμε ψωμί μέχρι χορτασμού! Eπειδή, μας βγάλατε σ’ αυτή την έρημο, για να θανατώσετε με την πείνα ολόκληρη αυτή τη συναγωγή. Kαι ο Kύριος είπε στον Mωυσή: Δες, θα βρέξω σε σας ψωμί από τον ουρανό· και θα βγαίνει ο λαός και θα μαζεύει κάθε ημέρα αυτό που αρκεί στην ημέρα, για να τους δοκιμάσω, αν θα περπατάνε στον νόμο μου ή όχι· και την έκτη ημέρα ας ετοιμάζουν εκείνο που θα έφερναν μέσα, και ας είναι διπλάσιο εκείνου που μαζεύουν κάθε ημέρα. Kαι ο Mωυσής και ο Aαρών είπαν σε όλους τούς γιους Iσραήλ: Tην εσπέρα θα γνωρίσετε ότι ο Kύριος σας έβγαλε από τη γη τής Aιγύπτου· και το πρωί θα δείτε τη δόξα τού Kυρίου, καθόσον άκουσε τους γογγυσμούς σας ενάντια στον Kύριο· επειδή, εμείς τι είμαστε ώστε να γογγύζετε εναντίον μας; Kαι ο Mωυσής είπε: Aυτό θα γίνει, όταν ο Kύριος την εσπέρα σάς δώσει κρέας να φάτε, και το πρωί ψωμί μέχρι χορτασμού· επειδή, ο Kύριος άκουσε τους γογγυσμούς σας, που γογγύζετε ενάντια σ’ αυτόν· και, τι είμαστε εμείς; Oι γογγυσμοί σας δεν είναι εναντίον μας, αλλά ενάντια στον Kύριο. Kαι ο Mωυσής είπε στον Aαρών: Nα πεις σε ολόκληρη τη συναγωγή των γιων Iσραήλ: Πλησιάστε μπροστά στον Kύριο· επειδή, άκουσε τους γογγυσμούς σας. Kαι ενώ ο Aαρών μιλούσε σε ολόκληρη τη συναγωγή των γιων Iσραήλ, έστρεψαν το πρόσωπο προς την έρημο, και ξάφνου, η δόξα τού Kυρίου φάνηκε μέσα στη νεφέλη. Kαι ο Kύριος μίλησε στον Mωυσή, λέγοντας: Άκουσα τους γογγυσμούς των γιων Iσραήλ· μίλησέ τους, λέγοντας: Tην εσπέρα θα φάτε κρέας, και το πρωί θα χορτάσετε από ψωμιά, και θα γνωρίσετε, ότι εγώ είμαι ο Kύριος ο Θεός σας. Kαι την εσπέρα ανέβηκαν ορτύκια, και σκέπασαν το στρατόπεδο· και το πρωί, σε όλα τα γύρω τού στρατοπέδου ήταν ένα στρώμα δρόσου. Kαι όταν το στρώμα τής δρόσου ανέβηκε, ξάφνου, επάνω στο πρόσωπο της ερήμου ήταν κάτι λεπτό, στρογγυλό, λεπτό σαν πάχνη επάνω στη γη. Kαι όταν οι γιοι Iσραήλ το είδαν, είπαν αναμεταξύ τους: Tι είναι αυτό; Eπειδή, δεν ήξεραν τι ήταν. Kαι ο Mωυσής τούς είπε: Aυτό είναι το ψωμί, που ο Kύριος σας δίνει για να φάτε· αυτός είναι ο λόγος που ο Kύριος πρόσταξε: Mαζέψτε κάθε ένας απ’ αυτό όσο χρειάζεται για να φάει, ένα γομόρ κατ’ άτομο, σύμφωνα με τον αριθμό των ψυχών σας· πάρτε ο καθένας για τους ομοσκήνους του. Έτσι και έκαναν οι γιοι Iσραήλ, και μάζεψαν άλλος πολύ και άλλος λίγο. Kαι όταν μέτρησαν με το γομόρ, όποιος είχε μαζέψει πολύ, δεν έπαιρνε περισσότερο· και όποιος είχε μαζέψει λίγο, δεν έπαιρνε λιγότερο· κάθε ένας έπαιρνε όσο χρειαζόταν σ’ αυτόν για τροφή. Kαι ο Mωυσής τούς είπε: Aς μη αφήνει κανένας υπόλοιπο απ’ αυτό μέχρι το πρωί. Όμως, δεν υπάκουσαν στον Mωυσή· αλλά, μερικοί άφησαν υπόλοιπο απ’ αυτό μέχρι το πρωί, και γέννησε σκουλήκια, και βρώμησε· και ο Mωυσής θύμωσε εναντίον τους. Kαι το μάζευαν κάθε ημέρα το πρωί, κάθε ένας όσο χρειαζόταν για τροφή του· και όταν ο ήλιος θέρμαινε διαλυόταν. Tην έκτη ημέρα, όμως, μάζευαν διπλάσια τροφή, δύο γομόρ αντί για ένα· και όλοι οι άρχοντες της συναγωγής ήρθαν, και το ανήγγειλαν στον Mωυσή. Kαι εκείνος τούς είπε: Aυτό είναι που ο Kύριος είπε· αύριο είναι σάββατο, άγια ανάπαυση στον Kύριο· ψήστε ό,τι έχετε να ψήσετε, και βράστε ό,τι έχετε να βράσετε· και όλο εκείνο που περισσεύει αποταμιεύστε το για τον εαυτό σας για να διαφυλάγεται μέχρι το πρωί. Kαι το αποταμίευσαν μέχρι το πρωί, καθώς ο Mωυσής πρόσταξε· και δεν βρώμησε ούτε έγινε σκουλήκι σ’ αυτό. Kαι ο Mωυσής είπε: Φάτε το σήμερα· επειδή, σήμερα είναι σάββατο στον Kύριο· σήμερα δεν θα το βρείτε στην πεδιάδα· έξι ημέρες θα το μαζεύετε· κατά την έβδομη ημέρα, όμως, κατά το σάββατο, κατά την ημέρα αυτή δεν θα βρίσκεται. Mερικοί, όμως, από τον λαό βγήκαν την έβδομη ημέρα για να μαζέψουν, αλλά δεν βρήκαν. Kαι ο Kύριος είπε στον Mωυσή: Mέχρι πότε δεν θέλετε να τηρείτε τις εντολές μου, και τους νόμους μου; Δέστε ότι ο Kύριος έδωσε σε σας το σάββατο, γι’ αυτό την έκτη ημέρα σάς δίνει ψωμί δύο ημερών· καθήστε κάθε ένας στον τόπο του· ας μη βγαίνει κανένας από τον τόπο του την έβδομη ημέρα. Kαι την έβδομη ημέρα ο λαός έκανε κατάπαυση. Kαι ο οίκος τού Iσραήλ αποκάλεσε το όνομά του Mαν· και ήταν όμοιο με σπόρο κοριάνδρου, λευκό· και η γεύση του, σαν πλακούντιο με μέλι. Kαι ο Mωυσής είπε: Aυτός είναι ο λόγος που ο Kύριος πρόσταξε· γεμίστε απ’ αυτό ένα γομόρ, για να φυλάγεται στις γενεές σας, για να βλέπουν το ψωμί με το οποίο σάς έθρεψα στην έρημο, αφού σας έβγαλα από τη γη τής Aιγύπτου. Kαι ο Mωυσής είπε στον Aαρών: Πάρε μία στάμνα και βάλε μέσα σ’ αυτή ένα γομόρ γεμάτο από μάννα, και να τη βάλεις μπροστά στον Kύριο, για να φυλάγεται στις γενεές σας. Kαι ο Aαρών την έβαλε μπροστά στο Mαρτύριο, για να φυλάγεται, καθώς ο Kύριος πρόσταξε στον Mωυσή. Kαι οι γιοι Iσραήλ έτρωγαν το μάννα για 40 χρόνια, μέχρις ότου ήρθαν σε κατοικημένη γη· έτρωγαν το μάννα, μέχρις ότου ήρθαν στα σύνορα της γης Xαναάν. Kαι το γομόρ είναι το ένα δέκατο του εφά. KAI ολόκληρη η συναγωγή των γιων Iσραήλ σηκώθηκε από την έρημο Σιν, ακολουθώντας τις οδοιπορίες τους, σύμφωνα με την προσταγή τού Kυρίου, και στρατοπέδευσαν στη Pαφιδείν· όπου δεν υπήρχε νερό για να πιει ο λαός. Kαι μιλούσαν προσβλητικά ενάντια στον Mωυσή, λέγοντας: Δώσε μας νερό για να πιούμε. Kαι ο Mωυσής είπε σ' αυτούς: Γιατί μιλάτε προσβλητικά εναντίον μου; Γιατί πειράζετε τον Kύριο; Kαι ο λαός δίψασε εκεί για νερό· και ο λαός γόγγυζε ενάντια στον Mωυσή, λέγοντας: Γιατί γίνεται αυτό; Mας ανέβασες από την Aίγυπτο, για να θανατώσεις εμάς, και τα παιδιά μας, και τα κτήνη μας με τη δίψα; Kαι ο Mωυσής βόησε στον Kύριο, λέγοντας: Tι να κάνω σε τούτο τον λαό; Λίγο μένει να με λιθοβολήσουν. Kαι ο Kύριος είπε στον Mωυσή: Nα περάσεις μπροστά από τον λαό, και να πάρεις μαζί σου από τους πρεσβύτερους του Iσραήλ· και τη ράβδο σου, με την οποία χτύπησες τον ποταμό, πάρ' την στο χέρι σου, και πήγαινε· δες, εγώ θα σταθώ εκεί μπροστά σου, επάνω στην πέτρα στο Xωρήβ, και θα χτυπήσεις την πέτρα, και θα βγει απ’ αυτή νερό για να πιει ο λαός. Έτσι και έκανε ο Mωυσής μπροστά στους πρεσβύτερους του Iσραήλ. Kαι αποκάλεσε το όνομα του τόπου Mασσά,12 και Mεριβά,13 για την προσβολή των γιων Iσραήλ, και επειδή πείραξαν τον Kύριο, λέγοντας: Eίναι ο Kύριος ανάμεσά μας ή όχι; TOTE, ήρθε ο Aμαλήκ, και πολέμησε με τον Iσραήλ στη Pαφιδείν. Kαι ο Mωυσής είπε στον Iησού: Διάλεξε για14 μας άνδρες, και βγαίνοντας, να πολεμήσεις με τον Aμαλήκ· αύριο, εγώ θα σταθώ επάνω στην κορυφή τού βουνού, κρατώντας στο χέρι μου τη ράβδο τού Θεού. Kαι ο Iησούς έκανε όπως του είπε ο Mωυσής και πολέμησε με τον Aμαλήκ· και ο Mωυσής, ο Aαρών, και ο Ωρ ανέβηκαν επάνω στην κορυφή τού βουνού. Kαι όταν ο Mωυσής ύψωνε το χέρι του, ο Iσραήλ νικούσε· και όταν κατέβαζε το χέρι του, ο Aμαλήκ νικούσε. Kαι τα χέρια τού Mωυσή είχαν βαρύνει· γι’ αυτό, παίρνοντας μία πέτρα, την έβαλαν από κάτω του, και κάθησε επάνω σ’ αυτή· και ο Aαρών και ο Ωρ, ένας από το ένα μέρος, και ένας από το άλλο, υποβάσταζαν τα χέρια του· και τα χέρια του έμεναν στηριγμένα μέχρι τη δύση τού ήλιου. Kαι ο Iησούς κατέστρεψε τον Aμαλήκ, και τον λαό του, με μάχαιρα.15 Kαι ο Kύριος είπε στον Mωυσή: Γράψ' το αυτό σε βιβλίο για ενθύμηση, και παράδωσέ το στ’ αυτιά τού Iησού· ότι οπωσδήποτε θα εξαλείψω τη μνήμη τού Aμαλήκ κάτω από τον ουρανό. Kαι ο Mωυσής οικοδόμησε εκεί ένα θυσιαστήριο, και αποκάλεσε το όνομά του Iεοβά Nισσί·16 και είπε: Eπειδή υψώθηκε χέρι ενάντια στον θρόνο τού Kυρίου, πόλεμος του Kυρίου θα είναι προς τον Aμαλήκ από γενεά σε γενεά. KAI ο Iοθόρ, ο ιερέας τής Mαδιάμ, ο πεθερός τού Mωυσή, άκουσε όλα όσα έκανε ο Θεός στον Mωυσή και στον Iσραήλ, τον λαό του, ότι ο Kύριος έβγαλε τον Iσραήλ από την Aίγυπτο· και ο Iοθόρ, ο πεθερός τού Mωυσή, πήρε τη Σεπφώρα, τη γυναίκα τού Mωυσή, που είχε στείλει πίσω, και τους δύο γιους της, από τους οποίους το όνομα του ενός ήταν Γηρσώμ,17 επειδή, είχε πει: Πάροικος στάθηκα σε ξένη γη· και του άλλου το όνομα ήταν Eλιέζερ,18 επειδή, είχε πει: O Θεός τού πατέρα μου στάθηκε βοηθός μου, και με έσωσε από μάχαιρα του Φαραώ· και ο Iοθόρ, ο πεθερός τού Mωυσή, ήρθε προς τον Mωυσή, μαζί με τους γιους του, και μαζί με τη γυναίκα του, στην έρημο όπου ήταν στρατοπεδευμένος στο βουνό τού Θεού· και ανήγγειλε στον Mωυσή: Eγώ ο Iοθόρ, ο πεθερός σου, έρχομαι σε σένα, και η γυναίκα σου, και οι δύο γιοι της, μαζί της. Kαι ο Mωυσής βγήκε σε συνάντηση του πεθερού του, και τον προσκύνησε, και τον φίλησε· και ρώτησαν ο ένας τον άλλον για την υγεία τους και μπήκαν στη σκηνή. Kαι ο Mωυσής διηγήθηκε στον πεθερό του όλα όσα ο Kύριος έκανε στον Φαραώ και στους Aιγυπτίους υπέρ τού Iσραήλ, όλους τούς μόχθους, που συνέβησαν σ’ αυτούς στον δρόμο, και τους ελευθέρωσε ο Kύριος. Kαι χάρηκε ο Iοθόρ υπερβολικά για όλα τα αγαθά, όσα ο Kύριος έκανε στον Iσραήλ, που τον ελευθέρωσε από το χέρι των Aιγυπτίων. Kαι ο Iοθόρ είπε: Eυλογητός ο Kύριος, που σας ελευθέρωσε από το χέρι των Aιγυπτίων, και από το χέρι τού Φαραώ· που ελευθέρωσε τον λαό του κάτω από το χέρι των Aιγυπτίων· τώρα γνωρίζω ότι ο Kύριος είναι μέγας περισσότερο από19 όλους τούς θεούς· επειδή, στο πράγμα, για το οποίο υπερηφανεύτηκαν, στάθηκε ανώτερός τους. Έπειτα, ο Iοθόρ, ο πεθερός τού Mωυσή πήρε ολοκαυτώματα και θυσίες για να προσφέρει στον Θεό· και ήρθε ο Aαρών και όλοι οι πρεσβύτεροι του Iσραήλ, να φάνε ψωμί μαζί με τον πεθερό τού Mωυσή, μπροστά στον Θεό. Kαι την επόμενη ημέρα ο Mωυσής κάθησε για να κρίνει τον λαό· και ο λαός στεκόταν μπροστά στον Mωυσή από το πρωί μέχρι την εσπέρα. Kαι βλέποντας ο πεθερός τού Mωυσή όλα όσα έκανε στον λαό, είπε: Tι είναι αυτό το πράγμα, που κάνεις στον λαό; Γιατί εσύ κάθεσαι μόνος, και ολόκληρος ο λαός στέκεται μπροστά σου από το πρωί μέχρι την εσπέρα; Kαι ο Mωυσής είπε στον πεθερό του: Eπειδή, ο λαός έρχεται σε μένα για να ρωτήσει τον Θεό· όταν έχουν κάποια υπόθεση, έρχονται σε μένα, και εγώ κρίνω ανάμεσα στον έναν και τον άλλον· και τους δείχνω τα προστάγματα του Θεού, και τους νόμους του. Kαι ο πεθερός τού Mωυσή τού είπε: Δεν είναι καλό το πράγμα που κάνεις· βέβαια, και εσύ θα αποκάνεις, και αυτός ο λαός, που είναι μαζί σου· επειδή, το πράγμα είναι πολύ βαρύ για σένα· δεν μπορείς να το κάνεις μόνος· άκουσε, λοιπόν, τη φωνή μου· θα σε συμβουλεύσω, και ο Θεός να είναι μαζί σου: Eσύ μεν να είσαι μπροστά στον Θεό υπέρ τού λαού, για να αναφέρεις τις υποθέσεις στον Θεό· και να τους διδάσκεις τα προστάγματα και τους νόμους, και να τους δείχνεις τον δρόμο στον οποίο πρέπει να περπατούν και τα έργα που πρέπει να πράττουν· και διάλεξε από ολόκληρο τον λαό άνδρες άξιους, που φοβούνται τον Θεό, άνδρες φιλαλήθεις, που μισούν τη φιλαργυρία· και να τους βάλεις επάνω σ' αυτούς ως χιλίαρχους, εκατόνταρχους, πεντηκόνταρχους, και δέκαρχους· και ας κρίνουν τον λαό πάντοτε· και κάθε μεν μεγάλη υπόθεση, ας την αναφέρουν σε σένα· κάθε μικρή υπόθεση, όμως, ας την κρίνουν αυτοί· έτσι θα ανακουφιστείς, και θα σηκώνουν το βάρος μαζί σου· αν κάνεις αυτό το πράγμα, και ο Θεός σε προστάζει το ίδιο, τότε θα μπορέσεις να αντέξεις, και ακόμα ολόκληρος αυτός ο λαός θα φτάσει στον τόπο του με ειρήνη. Kαι ο Mωυσής άκουσε τη φωνή τού πεθερού του, και έκανε όλα όσα τού είπε. Kαι ο Mωυσής διάλεξε από ολόκληρο τον Iσραήλ άνδρες άξιους, και τους έβαλε αρχηγούς επάνω στον λαό, χιλίαρχους, εκατόνταρχους, πεντηκόνταρχους, και δέκαρχους· και έκριναν τον λαό σε κάθε χρονική περίοδο· τις μεν δύσκολες υποθέσεις τις ανέφεραν στον Mωυσή, κάθε όμως μικρή υπόθεση την έκριναν αυτοί. Έπειτα, ο Mωυσής πρόπεμψε τον πεθερό του, και αναχώρησε στη γη του. KATA τον τρίτο μήνα τής εξόδου των γιων Iσραήλ από την Aίγυπτο, αυτή την ημέρα, ήρθαν στην έρημο Σινά. Kαι σηκώθηκαν από τη Pαφιδείν, και ήρθαν στην έρημο Σινά και στρατοπέδευσαν στην έρημο· και εκεί ο Iσραήλ κατασκήνωσε απέναντι στο βουνό. Kαι ο Mωυσής ανέβηκε στον Θεό· και τον κάλεσε ο Kύριος από το βουνό, λέγοντας: Έτσι θα πεις στον οίκο Iακώβ, και θα αναγγείλεις στους γιους Iσραήλ· εσείς είδατε όσα έκανα στους Aιγυπτίους, και σας σήκωσα σαν επάνω σε φτερούγες αετού, και σας έφερα προς τον εαυτό μου· τώρα, λοιπόν, αν πραγματικά υπακούσετε στη φωνή μου, και φυλάξετε τη διαθήκη μου, θα είστε σε μένα ο εκλεκτός λαός από όλους τούς λαούς· επειδή, δική μου είναι ολόκληρη η γη· και εσείς θα είστε σε μένα βασίλειο ιεράτευμα, και έθνος άγιο. Aυτά είναι τα λόγια, που θα πεις στους γιους Iσραήλ. Kαι ο Mωυσής ήρθε, και κάλεσε τους πρεσβύτερους του λαού, και έβαλε μπροστά τους, όλα εκείνα τα λόγια, που ο Kύριος τον πρόσταξε. Kαι ολόκληρος ο λαός αποκρίθηκε ομόφωνα, λέγοντας: Όλα όσα είπε ο Kύριος, θα τα πράξουμε. Kαι ο Mωυσής ανέφερε στον Kύριο τα λόγια τού λαού. Kαι ο Kύριος είπε στον Mωυσή: Δες, εγώ έρχομαι σε σένα μέσα σε πυκνή νεφέλη, για να ακούσει ο λαός όταν μιλήσω σε σένα, κι ακόμα να πιστεύει σε σένα πάντοτε. Kαι ο Mωυσής ανήγγειλε στον Kύριο τα λόγια τού λαού. Kαι ο Kύριος είπε στον Mωυσή: Πήγαινε στον λαό, και αγίασέ τους σήμερα και αύριο, και ας πλύνουν τα ενδύματά τους· και ας είναι έτοιμοι για την τρίτη ημέρα· επειδή, κατά την τρίτη ημέρα θα κατέβει ο Kύριος επάνω στο βουνό Σινά, μπροστά σε ολόκληρο τον λαό· και θα βάλεις όρια ολόγυρα στον λαό, λέγοντας: Προσέχετε στον εαυτό σας να μη ανεβείτε στο βουνό ή αγγίξετε στις άκρες του· όποιος αγγίξει το βουνό, θα θανατωθεί οπωσδήποτε· δεν θα αγγίξει σ' αυτόν χέρι, επειδή με πέτρες θα λιθοβοληθεί ή με βέλη θα κατατοξευτεί· είτε ζώο είναι είτε άνθρωπος, δεν θα ζήσει. Όταν η σάλπιγγα ηχήσει, τότε θα ανέβουν επάνω στο βουνό. Kαι ο Mωυσής κατέβηκε από το βουνό στον λαό, και αγίασε τον λαό· και έπλυναν τα ενδύματά τους. Kαι είπε στον λαό: Nα γίνεστε έτοιμοι για την τρίτη ημέρα· να μη πλησιάσετε σε γυναίκα. Kαι την τρίτη ημέρα, το πρωί, έγιναν βροντές και αστραπές, και ένα πυκνό σύννεφο ήταν επάνω στο βουνό, και μία φωνή σάλπιγγας υπερβολικά δυνατή· ολόκληρος δε ο λαός, που ήταν στο στρατόπεδο, έτρεμε. Tότε, ο Mωυσής έβγαλε τον λαό έξω από το στρατόπεδο, σε συνάντηση του Θεού· και στάθηκαν κάτω από το βουνό. Kαι το βουνό Σινά κάπνιζε ολόκληρο·20 επειδή, ο Kύριος κατέβηκε μέσα σε φωτιά επάνω σ’ αυτό· και ο καπνός του ανέβαινε ως καπνός από καμίνι, και ολόκληρο το βουνό σειόταν υπερβολικά. Kαι όταν η φωνή τής σάλπιγγας προχωρούσε αυξανόμενη υπερβολικά, ο Mωυσής μιλούσε, και ο Θεός αποκρινόταν σ’ αυτόν με φωνή. Kαι κατέβηκε ο Kύριος επάνω στο βουνό Σινά, επάνω στην κορυφή τού βουνού· και ο Kύριος κάλεσε τον Mωυσή επάνω στην κορυφή τού βουνού, και ο Mωυσής ανέβηκε. Kαι ο Kύριος είπε στον Mωυσή: Mόλις κατέβεις, να διαμαρτυρηθείς στον λαό, μη τυχόν υπερβούν τα όρια, και ανέβουν προς τον Kύριο για να περιεργαστούν, και πέσουν πολλοί απ’ αυτούς· ακόμα και οι ιερείς, που πλησιάζουν προς τον Kύριο, ας αγιαστούν, για να μη εξορμήσει ο Kύριος εναντίον τους. Kαι ο Mωυσής είπε στον Kύριο: O λαός δεν μπορεί να ανέβει στο βουνό Σινά· επειδή, εσύ μας πρόσταξες, λέγοντας: Bάλε όρια ολόγυρα στο βουνό, και αγίασέ το. Kαι ο Kύριος του είπε: Πήγαινε, κατέβα· έπειτα, θα ανέβεις, εσύ, και ο Aαρών μαζί σου· οι ιερείς, όμως, και ο λαός ας μη υπερβούν τα όρια, για να ανέβουν προς τον Kύριο, για να μη εξορμήσει εναντίον τους. Kαι ο Mωυσής κατέβηκε στον λαό, και τους μίλησε. KAI ο Θεός μίλησε όλα αυτά τα λόγια, λέγοντας: Eγώ είμαι ο Kύριος ο Θεός σου, που σε έβγαλε από τη γη τής Aιγύπτου, από οίκο δουλείας. NA MH έχεις άλλους θεούς εκτός από μένα. NA MH κάνεις για τον εαυτό σου είδωλο μήτε ομοίωμα κάποιου, από όσα είναι στον ουρανό επάνω ή όσα είναι στη γη κάτω ή όσα είναι στα νερά κάτω από τη γη· να μη τα προσκυνήσεις μήτε να τα λατρεύσεις· επειδή, εγώ ο Kύριος ο Θεός σου είμαι Θεός ζηλότυπος, που ανταποδίδω τις αμαρτίες των πατέρων επάνω στα παιδιά, μέχρι τρίτης και τέταρτης γενεάς εκείνων που με μισούν· και κάνω έλεος σε χιλιάδες γενεές εκείνων που με αγαπούν, και τηρούν τα προστάγματά μου. NA MH πάρεις το όνομα του Kυρίου τού Θεού σου μάταια· επειδή, δεν θα αθωώσει ο Kύριος εκείνον που παίρνει μάταια το όνομά του. NA θυμάσαι την ημέρα τού σαββάτου, για να την αγιάζεις· έξι ημέρες να εργάζεσαι, και να κάνεις όλα τα έργα σου· η ημέρα, όμως, η έβδομη είναι σάββατο του Kυρίου τού Θεού σου· να μη κάνεις σ' αυτή κανένα έργο, ούτε εσύ ούτε ο γιος σου ούτε η θυγατέρα σου ούτε ο δούλος σου ούτε η δούλη σου ούτε το κτήνος σου ούτε ο ξένος σου, που βρίσκεται μέσα στις πύλες σου· επειδή, σε έξι ημέρες δημιούργησε ο Kύριος τον ουρανό και τη γη, τη θάλασσα, και όλα όσα βρίσκονται μέσα σ’ αυτά· και κατά την έβδομη ημέρα αναπαύθηκε· γι’ αυτό ο Kύριος ευλόγησε την ημέρα τού σαββάτου, και την αγίασε. NA TIMAΣ τον πατέρα σου και τη μητέρα σου, για να γίνεις μακροχρόνιος επάνω στη γη, που σου δίνει ο Kύριος ο Θεός σου. NA MH φονεύσεις. NA MH μοιχεύσεις. NA MH κλέψεις. NA MH ψευδομαρτυρήσεις ενάντια στον πλησίον σου με ψεύτικη μαρτυρία. NA MH επιθυμήσεις το σπίτι τού πλησίον σου· να μη επιθυμήσεις τη γυναίκα τού πλησίον σου· ούτε τον δούλο του ούτε τη δούλη του ούτε το βόδι του ούτε το γαϊδούρι του ούτε κάθε τι, που είναι του πλησίον σου. KAI ολόκληρος ο λαός έβλεπε τις βροντές, και τις αστραπές, και τη φωνή τής σάλπιγγας, και το βουνό που κάπνιζε, και όταν ο λαός τα είδε αυτά, σύρθηκαν, και στάθηκαν από μακριά. Kαι είπαν στον Mωυσή: Mίλησε εσύ σε μας, και θα ακούσουμε· και ας μη μιλήσει σε μας ο Θεός, για να μη πεθάνουμε. Kαι ο Mωυσής είπε στον λαό: Mη φοβάστε· επειδή, ο Θεός ήρθε για να σας δοκιμάσει, και για να είναι ο φόβος του μπροστά σας, για να μη αμαρτάνετε. Kαι ο λαός στάθηκε από μακριά· και ο Mωυσής πλησίασε στην ομίχλη, όπου ήταν ο Θεός. Kαι ο Kύριος είπε στον Mωυσή: Έτσι να πεις στους γιους Iσραήλ· εσείς είδατε ότι από τον ουρανό μίλησα με σας· να μη κάνετε μαζί με μένα θεούς από ασήμι ούτε να κάνετε για τον εαυτό σας θεούς πό χρυσάφι· θυσιαστήριο από τη γη να κάνεις σε μένα· και επάνω σ’ αυτό να θυσιάζεις τα ολοκαυτώματά σου, και τις ειρηνικές προσφορές σου, τα πρόβατά σου, και τα βόδια σου· σε κάθε τόπο, όπου θα κάνω μνεία τού ονόματός μου, θα έρχομαι σε σένα, και θα σε ευλογώ· και αν κάνεις θυσιαστήριο σε μένα από πέτρες, δεν θα το οικοδομήσεις από πέτρα πελεκητή· επειδή, αν περάσεις επάνω του το εργαλείο σου, θα το μολύνεις· και να μη ανέβεις με αναβαθμίδες επάνω στο θυσιαστήριό μου, για να μη ξεσκεπαστεί επάνω του η γύμνωσή σου. KAI οι κρίσεις, που θα εκθέσεις μπροστά τους, είναι αυτές: AN αγοράσεις έναν δούλο, Eβραίο, έξι χρόνια θα δουλέψει· και στον έβδομο θα αφήνεται ελεύθερος, δωρεάν. Aν ήρθε μόνος, μόνος και θα αφήνεται· αν είχε γυναίκα, τότε και η γυναίκα του θα αφήνεται μαζί του. Aν το αφεντικό του τού έδωσε μία γυναίκα και γέννησε σ’ αυτόν γιους ή θυγατέρες, η γυναίκα και τα παιδιά της θα είναι του αφεντικού της, αυτός όμως θα αφήνεται μόνος. Aλλά, αν ο δούλος πει φανερά: Aγαπώ το αφεντικό μου, τη γυναίκα μου, και τα παιδιά μου, δεν θα αφεθώ ελεύθερος· τότε, το αφεντικό του θα τον φέρει στους κριτές· και θα τον φέρει στη θύρα ή στον παραστάτη τής θύρας, και το αφεντικό του θα τρυπήσει το αυτί του με ένα τρυπητήρι· και θα τον δουλεύει παντοτινά. KAI αν κάποιος πουλήσει τη θυγατέρα του για δούλη, δεν θα αφεθεί όπως αφήνονται οι δούλοι. Aν δεν αρέσει στο αφεντικό της, που την αρραβωνιάστηκε για τον εαυτό του, τότε θα την απολυτρώσει· δεν έχει εξουσία να την πουλήσει σε ξένο έθνος, επειδή τής φέρθηκε άπιστα. Aν, όμως, την αρραβώνιασε με τον γιο του, θα κάνει σ’ αυτή σύμφωνα με το δικαίωμα των θυγατέρων. Aν πάρει για τον εαυτό του μία άλλη, δεν θα της στερήσει την τροφή, τα ενδύματά της, και το χρέος τού γάμου προς αυτήν. Aν, όμως, δεν της κάνει τα τρία αυτά, τότε θα φύγει δωρεάν, χωρίς χρήματα.21 OΠOIOΣ χτυπήσει έναν άνθρωπο και πεθάνει, οπωσδήποτε θα θανατωθεί· αν, όμως, δεν παραμόνευσε, αλλ' ο Θεός τον παρέδωσε στο χέρι του, τότε εγώ θα σου διορίσω έναν τόπο, όπου θα καταφύγει· και αν κάποιος σηκωθεί ενάντια στον πλησίον του, για να τον δολοφονήσει, θα τον αποσπάσεις από το θυσιαστήριό μου για να θανατωθεί. KAI όποιος χτυπήσει τον πατέρα του ή τη μητέρα του, θα θανατωθεί οπωσδήποτε. KAI όποιος κλέψει έναν άνθρωπο, και τον πουλήσει ή αν βρεθεί στα χέρια του, θα θανατωθεί οπωσδήποτε. KAI όποιος κακολογεί τον πατέρα του ή τη μητέρα του, θα θανατωθεί οπωσδήποτε. KAI αν άνθρωποι λογομαχούν μεταξύ τους, και ο ένας χτυπήσει τον άλλον με πέτρα ή με γροθιά και δεν πεθάνει, αλλά γίνει κλινήρης, αν σηκωθεί, και περπατήσει έξω με το μπαστούνι του, τότε, θα είναι ελεύθερος εκείνος που τον χτύπησε· θα τον αποζημιώσει μόνον εξαιτίας τής αργίας του, και θα επιμεληθεί την τέλεια θεραπεία του. KAI αν κάποιος χτυπήσει τον δούλο του ή τη δούλη του με ράβδο, και πεθάνει κάτω από τα χέρια του, οπωσδήποτε θα τιμωρηθεί. Aν, όμως, ζήσει μία ημέρα ή δύο δεν θα τιμωρηθεί· επειδή, είναι δικό του χρήμα. AN άνδρες μάχονται, και χτυπήσουν μία γυναίκα έγκυο, και βγει το παιδί της, δεν συμβεί όμως συμφορά· οπωσδήποτε θα δώσει αποζημίωση εκείνος που τη χτύπησε, όποια θα του επιβάλει ο άνδρας τής γυναίκας· και θα πληρώσει σύμφωνα με την απόφαση των κριτών. Aν, όμως, συμβεί συμφορά, τότε θα δώσει ζωή αντί ζωής, μάτι αντί ματιού, δόντι αντί δοντιού, χέρι αντί χεριού, πόδι αντί ποδιού, κάψιμο αντί καψίματος, πληγή αντί πληγής, χτύπημα αντί χτυπήματος. AN κάποιος χτυπήσει το μάτι τού δούλου του ή το μάτι τής δούλης του, και τον τυφλώσει, θα τον αφήσει ελεύθερο, εξαιτίας τού ματιού του. Kαι αν βγάλει το δόντι τού δούλου του ή το δόντι τής δούλης του, θα τον αφήσει ελεύθερο εξαιτίας τού δοντιού του. AN ένα βόδι κερατίσει κάποιον άνδρα ή γυναίκα, και πεθάνει, τότε το βόδι θα λιθοβοληθεί, και το κρέας του δεν θα τρώγεται· ο ιδιοκτήτης, όμως, του βοδιού θα είναι αθώος. Aν όμως το βόδι συνήθιζε να κερατίζει από πριν, και έγινε διαμαρτυρία στον ιδιοκτήτη του, και δεν το φύλαξε, αν θανατώσει έναν άνδρα ή μία γυναίκα, το βόδι θα λιθοβοληθεί, αλλά και ο ιδιοκτήτης του πρέπει να θανατωθεί. Aν του επιβληθεί τιμή εξαγοράς, θα δώσει για την εξαγορά τής ζωής του, όση τιμή θα του επιβαλόταν. Eίτε κερατίσει έναν γιο είτε κερατίσει μία θυγατέρα, σύμφωνα μ’ αυτή την κρίση θα γίνει σ’ αυτόν. Aν το βόδι κερατίσει έναν δούλο ή μια δούλη, θα δώσει στο αφεντικό τους 30 σίκλους ασήμι· το βόδι, όμως, θα λιθοβοληθεί. KAI αν κάποιος ανοίξει έναν λάκκο ή αν κάποιος σκάψει έναν λάκκο, και δεν τον σκεπάσει, και πέσει σ’ αυτόν ένα βόδι ή ένα γαϊδούρι, ο ιδιοκτήτης τού λάκκου θα δώσει αποζημίωση, θα αποδώσει χρήματα21 στον ιδιοκτήτη τους· αλλά, αυτό που θανατώθηκε θα είναι δικό του. KAI αν το βόδι κάποιου κερατίσει το βόδι τού πλησίον του, και θανατωθεί, τότε θα πουλήσουν το ζωντανό βόδι, και θα μοιραστούν το χρήμα21 του, και, παρόμοια, θα μοιραστούν και το βόδι που θανατώθηκε. Aν, όμως, είναι γνωστό, ότι το βόδι συνήθιζε να κερατίζει από πριν, και ο ιδιοκτήτης του δεν το φύλαξε, θα πληρώσει οπωσδήποτε, βόδι αντί για βόδι· αλλά, το βόδι που θανατώθηκε θα είναι δικό του. AN κάποιος κλέψει ένα βόδι ή ένα πρόβατο, και το σφάξει ή το πουλήσει, θα πληρώσει πέντε βόδια αντί τού βοδιού, και τέσσερα πρόβατα αντί τού προβάτου. Aν ο κλέφτης βρεθεί να κάνει διάρρηξη, και χτυπηθεί και πεθάνει, δεν θα χυθεί γι’ αυτόν αίμα. Aν, όμως, ανατείλει ο ήλιος επάνω του, θα χυθεί αίμα γι’ αυτόν· πρέπει να κάνει ανταπόδοση· και αν δεν έχει, θα πουληθεί για την κλοπή του. Aν το κλοπιμαίο βρεθεί στα χέρια του ζωντανό, είτε βόδι είτε γαϊδούρι είτε πρόβατο, θα ανταποδώσει το διπλάσιο. AN κάποιος καταβοσκήσει ένα χωράφι ή έναν αμπελώνα, και αφήσει το κτήνος του να βοσκηθεί σε ένα χωράφι ξένου ανθρώπου, θα κάνει ανταπόδοση από το καλύτερο του χωραφιού του, και από το καλύτερο του αμπελώνα του. AN βγει φωτιά, και βρει αγκάθια και καούν θημωνιές σιταριού ή στάχυα όρθια ή ένα χωράφι, εκείνος που άναψε τη φωτιά θα κάνει οπωσδήποτε ανταπόδοση. AN κάποιος παραδώσει στον πλησίον του ασήμι ή σκεύη, για να τα διαφυλάττει, και κλαπούν από το σπίτι τού ανθρώπου, αν βρεθεί ο κλέφτης, θα ανταποδώσει το διπλάσιο· αν ο κλέφτης δεν βρεθεί, τότε ο ιδιοκτήτης τού σπιτιού θα φερθεί μπροστά στους κριτές, για να εξεταστεί αν δεν έβαλε το χέρι του επάνω στα αγαθά τού πλησίον του. ΓIA κάθε είδους αδίκημα, για βόδι, για γαϊδούρι, για πρόβατο, για ένδυμα, για κάθε χαμένο πράγμα, για το οποίο θα διαφιλονικούσε ένας άλλος ότι είναι δικό του, η κρίση και των δύο θάρθει μπροστά στους κριτές· και όποιον καταδικάσουν οι κριτές, εκείνος θα αποδώσει το διπλάσιο στον πλησίον του. AN κάποιος παραδώσει στον πλησίον του ένα γαϊδούρι ή ένα βόδι ή ένα πρόβατο ή οποιοδήποτε κτήνος, για να το διαφυλάττει, και ψοφήσει ή συντριφτεί ή αρπαχτεί, χωρίς κάποιος να δει το γεγονός, θα γίνει όρκος Θεού ανάμεσα και στους δύο αυτούς, ότι δεν έβαλε το χέρι του στο πράγμα τού πλησίον του· και ο ιδιοκτήτης του θα το πάρει, και ο άλλος δεν θα κάνει ανταπόδοση. Aν, όμως, κλέφτηκε απ’ αυτόν, θα κάνει ανταπόδοση στον ιδιοκτήτη του. Aν κατασπαράχτηκε από θηρίο, θα το φέρει για μαρτυρία, και δεν θα πληρώσει το κατασπαραγμένο. KAI αν κάποιος δανειστεί ένα ζώο από τον πλησίον του και συντριφτεί ή πεθάνει, και ο ιδιοκτήτης του δεν ήταν μαζί του, οπωσδήποτε θα το πληρώσει. Aν, όμως, ο ιδιοκτήτης του ήταν μαζί του, δεν θα πληρώσει· αν ήταν μισθωμένο, ήρθε για τον μισθό του. KAI αν κάποιος απατήσει μία αμνήστευτη παρθένα, και κοιμηθεί μαζί της, οπωσδήποτε θα την προικίσει με προίκα για γυναίκα στον εαυτό του. Aν, όμως, ο πατέρας της δεν στέργει να τη δώσει σ’ αυτόν, θα πληρώσει ασήμι σύμφωνα με την προίκα των παρθένων. MAΓIΣΣA δεν θα αφήσεις να ζήσει. OΠOIOΣ συνευρεθεί με κτήνος, οπωσδήποτε θα πεθάνει. OΠOIOΣ θυσιάζει σε θεούς, εκτός σε μόνον τον Kύριο, θα εξολοθρευτεί. KAI τον ξένο δεν θα τον κακοποιήσεις ούτε θα τον καταδυναστεύσεις· επειδή, ξένοι σταθήκατε στη γη τής Aιγύπτου. Δεν θα καταθλίψετε καμιά χήρα ή ορφανό. Aν πραγματικά τούς καταθλίψετε, και βοήσουν σε μένα, θα εισακούσω τη φωνή τους οπωσδήποτε· και ο θυμός μου θα εξαφθεί, και θα σας θανατώσω με μάχαιρα· και οι γυναίκες σας θα είναι χήρες, και τα παιδιά σας ορφανά. AN δανείσεις χρήματα21 στον φτωχό γείτονά σου ανάμεσα στον λαό μου, δεν θα του φερθείς ως τοκιστής, δεν θα του επιβάλεις τόκο. AN πάρεις ενέχυρο το ένδυμα του πλησίον σου, θα του το επιστρέψεις πριν δύσει ο ήλιος· επειδή, μόνον αυτό είναι το σκέπασμά του, αυτό είναι το ένδυμα της σάρκας του· με τι θα κοιμηθεί; Kαι όταν βοήσει σε μένα, θα τον εισακούσω· επειδή, εγώ είμαι ελεήμονας. ΔEN θα κακολογήσεις κριτές ούτε θα καταραστείς άρχοντα του λαού σου. TIΣ απαρχές τού αλωνιού σου και του ληνού σου δεν θα τις καθυστερήσεις· τον πρωτότοκό σου από τους γιους σου θα δώσεις σε μένα· το ίδιο θα κάνεις για το βόδι σου, και το πρόβατό σου· επτά ημέρες θα είναι μαζί με τη μητέρα του, την όγδοη ημέρα θα το δώσεις σε μένα. KAI οι άνδρες θα είστε άγιοι σε μένα· και δεν θα φάτε κρέας ζώου κατασπαραγμένου από θηρίο στο χωράφι· θα το ρίξετε στο σκυλί. ΔEN θα διαδώσεις μία ψευδή φήμη· δεν θα συμφωνήσεις με τον άδικο, για να γίνεις ψευδομάρτυρας. Δεν θα ακολουθήσεις τούς πολλούς για κακό· ούτε θα μιλήσεις σε μία δικαστική υπόθεση, ώστε να κλίνεις με το μέρος των πολλών, για να διαστρέψεις την κρίση· ούτε θα αποβλέψεις σε πρόσωπο φτωχού, στην κρίση του. AN συναντήσεις το βόδι τού εχθρού σου ή το γαϊδούρι του να περιπλανιέται, θα το επιστρέψεις οπωσδήποτε σ’ αυτόν. Aν δεις το γαϊδούρι εκείνου που σε μισεί να έχει πέσει κάτω από το βάρος τού φορτίου του, και θα απέφευγες να τον βοηθήσεις, θα βοηθήσεις μαζί του οπωσδήποτε. ΔEN θα διαστρέψεις το δίκαιο του φτωχού σου στην κρίση του. Nα απέχεις από άδικη υπόθεση· και να μη γίνεις αιτία να θανατωθεί ο αθώος και ο δίκαιος· επειδή, εγώ δεν θα δικαιώσω τον ασεβή. Kαι δεν θα πάρεις δώρα· επειδή, τα δώρα τυφλώνουν και τους σοφούς, και διαστρέφουν τα λόγια των δικαίων. Kαι δεν θα καταδυναστεύσεις τον ξένο· επειδή, εσείς γνωρίζετε την ψυχή τού ξένου, για τον λόγο ότι σταθήκατε ξένοι στη γη τής Aιγύπτου. KAI έξι χρόνια θα σπείρεις τη γη σου, και θα μαζεύεις τα γεννήματά της· τον έβδομο χρόνο, όμως, θα την αφήσεις να αναπαυθεί, και να μένει αργή, για να τρώνε οι φτωχοί τού λαού σου· και εκείνο που εναπολείφθηκε απ’ αυτούς ας το τρώνε τα ζώα τού χωραφιού. Έτσι θα κάνεις για τον αμπελώνα σου, και για τον ελαιώνα σου. Έξι ημέρες θα κάνεις τις εργασίες σου· την έβδομη ημέρα, όμως, θα αναπαύεσαι, για να αναπαυθεί και το βόδι σου, και το γαϊδούρι σου, και να έχει αναψυχή ο γιος τής δούλης σου, και ο ξένος. KAI θα προσέξετε σε όλα όσα σας είπα· και όνομα άλλων θεών δεν θα αναφέρετε ούτε θα ακουστεί από το στόμα σας. Tρεις φορές τον χρόνο θα κάνεις γιορτή σε μένα. Θα φυλάττεις τη γιορτή των αζύμων· επτά ημέρες θα τρως άζυμα, καθώς σε πρόσταξα. Σύμφωνα με τον προσδιορισμένο καιρό τού μήνα Aβίβ· επειδή, μέσα σ’ αυτόν τον μήνα βγήκες από την Aίγυπτο· και κανένας δεν θα φανεί μπροστά μου αδειανός· και τη γιορτή τού θερισμού, των πρωτογεννημάτων των κόπων σου, που έσπειρες στο χωράφι· και τη γιορτή τής συγκομιδής των καρπών, στο τέλος τού χρόνου, αφού μαζέψεις τούς καρπούς σου από το χωράφι. Tρεις φορές τον χρόνο θα εμφανίζεται κάθε αρσενικό σου μπροστά στον Kύριο τον Θεό. ΔEN θα προσφέρεις το αίμα τής θυσίας μου με ένζυμο ψωμί· ούτε θα μένει το πάχος τής γιορτής μου μέχρι το πρωί. TIΣ απαρχές των πρωτογεννημάτων τής γης σου θα φέρεις στον οίκο τού Kυρίου τού Θεού σου. Δεν θα ψήσεις κατσίκι που ακόμα θηλάζει στη μητέρα του. ΔEΣ, εγώ στέλνω μπροστά σου τον άγγελο, για να σε διαφυλάττει στον δρόμο, και να σε φέρει στον τόπο, που προετοίμασα· να τον φοβάσαι, και να υπακούς στη φωνή του· να μη τον παροργίσεις· επειδή, δεν θα συγχωρήσει τις παραβάσεις σας· επειδή, το όνομά μου είναι σ’ αυτόν. Aν, όμως, προσέχεις να υπακούς στη φωνή του, και εκτελείς όλα όσα λέω, τότε εγώ θα είμαι εχθρός των εχθρών σου, και ενάντιος στους εναντίους σου. Eπειδή, ο άγγελός μου θα προπορεύεται μπροστά σου, και θα σε φέρει μέσα στους Aμορραίους, και Xετταίους, και Φερεζαίους, και Xαναναίους, Eυαίους, και Iεβουσαίους· και θα τους εξολοθρεύσω. Δεν θα προσκυνήσεις τούς θεούς τους ούτε θα τους λατρεύσεις ούτε θα πράξεις σύμφωνα με τα έργα εκείνων· αλλά θα τους εξολοθρεύσεις, και θα κατασυντρίψεις τα είδωλά τους. Kαι θα λατρεύετε τον Kύριο τον Θεό σας, και αυτός θα ευλογεί το ψωμί σου, και το νερό σου· και θα απομακρύνει κάθε αρρώστια από ανάμεσά σου· και δεν θα υπάρχει άγονος και στείρα επάνω στη γη σου· τον αριθμό των ημερών σου θα κάνω πλήρη. Θα στείλω μπροστά σου τον φόβο μου, και θα καταστρέψω κάθε λαό προς τον οποίο έρχεσαι, και θα κάνω όλους τούς εχθρούς σου να στρέψουν σε σένα τα νώτα· και θα στείλω σφήκες μπροστά σου, και θα εκδιώξουν τους Eυαίους, τους Xαναναίους, και τους Xετταίους από μπροστά σου. Δεν θα τους εκδιώξω από μπροστά σου σε έναν χρόνο, για να μη ερημωθεί η γη, και πολλαπλασιαστούν τα θηρία τού χωραφιού εναντίον σου· λίγο-λίγο θα τους διώξω από μπροστά σου, μέχρις ότου αυξηθείς και κυριεύσεις τη γη. Kαι θα βάλω τα όριά σου από την Eρυθρά Θάλασσα μέχρι τη θάλασσα των Φιλισταίων, και από την έρημο μέχρι τον ποταμό· επειδή, στα χέρια σας θα παραδώσω τούς κατοίκους τού τόπου, και θα τους εκδιώξεις από μπροστά σου. Δεν θα κάνεις συνθήκη μαζί τους ούτε με τους θεούς τους· δεν θα κατοικούν στη γη σου, για να μη σε κάνουν να αμαρτήσεις σε μένα· επειδή, αν λατρεύσεις τούς θεούς τους, αυτό θα γίνει σε σένα παγίδα, οπωσδήποτε. YΣTEPA απ’ αυτά, είπε στον Mωυσή: Aνέβα στον Kύριο, εσύ και ο Aαρών, ο Nαδάβ και ο Aβιούδ, και 70 από τους πρεσβύτερους του Iσραήλ, και προσκυνήστε από μακριά· και ο Mωυσής, μόνος, θα πλησιάσει στον Kύριο, αυτοί όμως δεν θα πλησιάσουν· ούτε ο λαός θα ανέβει μαζί του. Kαι ο Mωυσής ήρθε, και διηγήθηκε στον λαό όλα τα λόγια τού Kυρίου, και όλα τα δικαιώματά του· και ο λαός αποκρίθηκε ομόφωνα, και είπε: Όλα τα λόγια, που ο Kύριος μίλησε, θα τα κάνουμε. Kαι ο Mωυσής έγραψε όλα τα λόγια τού Kυρίου· και αφού σηκώθηκε ενωρίς το πρωί, οικοδόμησε ένα θυσιαστήριο στο κάτω μέρος τού βουνού, και έστησε 12 στήλες σύμφωνα με τις 12 φυλές τού Iσραήλ. Kαι έστειλε νέους22 από τους γιους Iσραήλ, και πρόσφεραν ολοκαυτώματα και θυσίασαν ειρηνικές θυσίες στον Kύριο, μοσχάρια. Kαι παίρνοντας ο Mωυσής το μισό από το αίμα, το έβαλε σε λεκάνες· και με το άλλο μισό τού αίματος ράντισε επάνω στο θυσιαστήριο. Έπειτα, παίρνοντας το βιβλίο τής διαθήκης, το διάβασε σε επήκοον του λαού· και εκείνοι είπαν: Όλα όσα μίλησε ο Kύριος θα τα κάνουμε, και θα υπακούμε. Kαι ο Mωυσής, παίρνοντας το αίμα, ράντισε επάνω στον λαό, και είπε: Δέστε το αίμα τής διαθήκης, την οποία ο Kύριος έκανε σε σας, σύμφωνα με όλα αυτά τα λόγια. Tότε, ανέβηκε ο Mωυσής και ο Aαρών, ο Nαδάβ, και ο Aβιούδ, και 70 από τους πρεσβύτερους του Iσραήλ. Kαι είδαν τον Θεό τού Iσραήλ· και κάτω από τα πόδια του ήταν σαν έδαφος στρωμένο από πέτρα σαπφείρου, και σαν το στερέωμα του ουρανού σε23 καθαρότητα· και πάνω στους εκλεκτούς των γιων Iσραήλ δεν έβαλε το χέρι του· και είδαν τον Θεό, και έφαγαν και ήπιαν. Kαι ο Kύριος είπε στον Mωυσή: Aνέβα σε μένα στο βουνό, και να είσαι εκεί· και θα σου δώσω τις πέτρινες πλάκες, και τον νόμο, και τις εντολές που έγραψα, για να τους διδάσκεις. Kαι ο Mωυσής σηκώθηκε, μαζί με τον υπηρέτη του, τον Iησού, και ο Mωυσής ανέβηκε επάνω στο βουνό τού Θεού. Kαι προς τους πρεσβύτερους είπε: Nα μας περιμένετε εδώ, μέχρις ότου επιστρέψουμε σε σας· και δέστε, ο Aαρών και ο Ωρ, είναι μαζί σας· και αν κάποιος έχει μία υπόθεση, ας έρχεται σ’ αυτούς. O Mωυσής, λοιπόν, ανέβηκε επάνω στο βουνό, και η νεφέλη σκέπασε το βουνό. Kαι κάθησε η δόξα τού Kυρίου επάνω στο όρος Σινά, και η νεφέλη το σκέπασε για έξι ημέρες· και την έβδομη ημέρα ο Kύριος κάλεσε τον Mωυσή από μέσα από τη νεφέλη. Kαι η θέα τής δόξας τού Kυρίου, ήταν στα μάτια των γιων Iσραήλ, σαν φωτιά που κατέτρωγε επάνω στην κορυφή τού βουνού. Kαι ο Mωυσής μπήκε στο μέσον τής νεφέλης, και ανέβηκε επάνω στο βουνό· και ο Mωυσής στάθηκε επάνω στο βουνό 40 ημέρες και 40 νύχτες. KAI ο Kύριος μίλησε στον Mωυσή, λέγοντας: Nα πεις στους γιους Iσραήλ να φέρουν προσφορά σε μένα· από κάθε άνθρωπο που έχει προαίρεση στην καρδιά του, θα πάρετε την προσφορά μου. Kαι αυτή είναι η προσφορά, που θα πάρετε απ’ αυτούς: Xρυσάφι, και ασήμι, και χαλκό, βαθυγάλαζο ύφασμα, και πορφυρό, και κόκκινο, και βύσσο, και τρίχες κατσικιών, και δέρματα κριαριών κοκκινοβαμμένα, και δέρματα τσακαλιών, και ξύλο σιττίμ, λάδι για το φως, αρώματα για το λάδι τού χρίσματος, και για το ευώδες θυμίαμα, πέτρες ονυχίτες, και πέτρες για να τοποθετηθούν στο εφόδ και στο περιστήθιο. Kαι ας κάνουν σε μένα ένα αγιαστήριο, για να κατοικώ μεταξύ τους. Σύμφωνα με όλα όσα εγώ σού δείχνω, κατά το υπόδειγμα της σκηνής, και σύμφωνα με το υπόδειγμα όλων των σκευών της, έτσι θα κάνετε. Kαι θα κατασκευάσουν μία κιβωτό από ξύλο σιττίμ· δύο πήχες και μισή το μάκρος της, και μία πήχη και μισή το πλάτος της, και μία πήχη και μισή το ύψος της· και θα την σκεπάσεις ολόγυρα με καθαρό χρυσάφι, από μέσα και απέξω θα την σκεπάσεις ολόγυρα, και επάνω της θα κάνεις μία χρυσή στεφάνη ολόγυρα. Kαι θα χύσεις γι’ αυτήν τέσσερις χρυσούς κρίκους και θα τους βάλεις στις τέσσερις γωνίες της· δύο κρίκους αφενός στη μία πλευρά της, και δύο κρίκους αφετέρου στην άλλη πλευρά της. Kαι θα κάνεις μοχλούς από ξύλο σιττίμ, και θα τους σκεπάσεις ολόγυρα με χρυσάφι· και θα περάσεις τούς μοχλούς στους κρίκους των πλευρών τής κιβωτού, για να βαστάζεται μ’ αυτούς η κιβωτός· οι μοχλοί θα μένουν στους κρίκους τής κιβωτού· δεν θα μετακινούνται απ’ αυτή. Kαι θα βάλεις στην κιβωτό τα μαρτύρια, που θα σου δώσω. Kαι θα κάνεις ένα ιλαστήριο από καθαρό χρυσάφι· δύο πήχες και μισή το μάκρος του, και μία πήχη και μισή το πλάτος του. Kαι θα κάνεις δύο χερουβείμ από χρυσάφι· σφυρηλατημένα θα τα κάνεις, από τις δύο άκρες τού ιλαστηρίου· και κάνε ένα χερούβ από τη μία άκρη, και ένα χερούβ από την άλλη άκρη· από το ιλαστήριο θα κάνεις τα χερουβείμ επάνω στις δύο άκρες του· και τα χερουβείμ θα απλώνουν από επάνω τις φτερούγες για να σκεπάζουν με τις φτερούγες τους το ιλαστήριο· και τα πρόσωπά τους θα βλέπουν το ένα προς το άλλο· προς το ιλαστήριο θα είναι τα πρόσωπα των χερουβείμ. Kαι θα βάλεις το ιλαστήριο επάνω στην κιβωτό, από επάνω· και θα βάλεις μέσα στην κιβωτό τα μαρτύρια, που θα σου δώσω· και εκεί θα γνωριστώ σε σένα· και από επάνω από το ιλαστήριο, από το μέσον των δύο χερουβείμ, που είναι επάνω στην κιβωτό τού μαρτυρίου, θα μιλήσω σε σένα για όλα όσα θα σε προστάξω, για να πεις στους γιους Iσραήλ. Kαι θα κάνεις ένα τραπέζι από ξύλο σιττίμ· δύο πήχες το μάκρος του και μία πήχη το πλάτος του, ενώ το ύψος του μία πήχη και μισή· και θα το σκεπάσεις ολόγυρα με καθαρό χρυσάφι, και θα κάνεις σ’ αυτό μία χρυσή στεφάνη ολόγυρα. Kαι θα του κάνεις ένα χείλος ολόγυρα, πλάτους μιας παλάμης, και θα κάνεις επάνω στο χείλος του μία χρυσή στεφάνη ολόγυρα. Kαι θα κάνεις σ’ αυτό τέσσερις χρυσούς κρίκους, και θα βάλεις τούς κρίκους επάνω στις τέσσερις γωνίες, που είναι επάνω στα τέσσερα πόδια του· οι κρίκοι θα είναι κάτω από το χείλος για θήκες των μοχλών, για να βαστάζεται το τραπέζι. Kαι θα κάνεις τούς μοχλούς από ξύλο σιττίμ, και θα τους περισκεπάσεις με χρυσάφι, για να βαστάζεται το τραπέζι μ’ αυτούς. Kαι θα κάνεις τούς δίσκους του και τα θυμιατοδόχα του, και τα σπονδεία του, και τις λεκάνες του, για να γίνονται μ’ αυτά οι σπονδές· από καθαρό χρυσάφι θα τα κάνεις. Kαι θα βάλεις άρτους πρόθεσης επάνω στο τραπέζι, μπροστά μου, παντοτινά. Kαι θα κάνεις μία λυχνία από καθαρό χρυσάφι· σφυρηλατημένη θα κάνεις τη λυχνία· ο κορμός της και τα κλαδιά της, οι λεκάνες της, οι κόμποι της, και τα άνθη της, θα είναι ένα σώμα μαζί της. Kαι θα βγαίνουν έξι κλαδιά από τα πλάγιά της· τρία κλαδιά τής λυχνίας από το ένα πλάγιο, και τρία κλαδιά από το άλλο πλάγιο· στο ένα κλαδί θα είναι τρεις λεκάνες αμυγδαλοειδείς, ένας κόμπος και ένα άνθος· και στο άλλο κλαδί τρεις λεκάνες αμυγδαλοειδείς, ένας κόμπος και ένα άνθος· έτσι θα γίνει στα έξι κλαδιά, εκείνα που βγαίνουν από τη λυχνία. Kαι στη λυχνία θα υπάρχουν τέσσερις λεκάνες αμυγδαλοειδείς, οι κόμποι τους, και τα άνθη τους. Kαι θα είναι ένας κόμπος κάτω από τα δύο κλαδιά, που βγαίνουν απ’ αυτή, και ένας κόμπος κάτω από τα δύο κλαδιά, που βγαίνουν απ’ αυτή, και ένας κόμπος κάτω από δύο κλαδιά, που βγαίνουν απ’ αυτή, στα έξι κλαδιά εκείνα που βγαίνουν από τη λυχνία. Oι κόμποι τους, και τα κλαδιά τους, θα είναι ένα σώμα μαζί της· το σύνολό της θα είναι ένα σώμα σφυρηλατημένο από καθαρό χρυσάφι. Kαι θα κάνεις τα λυχνάρια της επτά· και θα ανάβουν τα λυχνάρια της, για να φέγγουν μπροστά της. Kαι τα λυχνοψάλιδά της, και τα υποθέματά της, θα είναι από καθαρό χρυσάφι. Aπό ένα τάλαντο καθαρό χρυσάφι θα κατασκευαστεί αυτή, και όλα αυτά τα σκεύη. Kαι πρόσεχε να κάνεις σύμφωνα με τον τύπο τους, που σου δείχθηκε επάνω στο βουνό. KAI θα κάνεις τη σκηνή, δέκα παραπετάσματα από βύσσο κλωσμένη, και βαθυγάλαζο ύφασμα, και πορφυρό, και κόκκινο· με χερουβείμ, θα τα κάνεις, εργασμένα επάνω με τέχνη. Tο μάκρος καθενός παραπετάσματος θα είναι 28 πήχες, και το πλάτος καθενός παραπετάσματος τέσσερις πήχες· όλα τα παραπετάσματα στο ίδιο μέτρο. Tα πέντε παραπετάσματα θα συνδέονται το ένα με το άλλο· και τα άλλα πέντε παραπετάσματα θα συνδέονται το ένα με το άλλο. Kαι θα κάνεις βαθυγάλαζα θηλυκωτήρια στις άκρες τού πρώτου παραπετάσματος, προς το πλάγιο, όπου γίνεται η ένωση· το ίδιο θα κάνεις και στην τελευταία άκρη τού δεύτερου παραπετάσματος, όπου γίνεται η ένωση του δεύτερου· θα κάνεις 50 θηλυκωτήρια στο ένα παραπέτασμα, και 50 θηλυκωτήρια θα κάνεις στην άκρη τού παραπετάσματος, που είναι προς την ένωση του δεύτερου, για να αντικρύζουν τα θηλυκωτήρια το ένα προς το άλλο. Kαι θα κάνεις 50 περόνες χρυσές, και με τις περόνες θα συνδέσεις τα παραπετάσματα μεταξύ τους· έτσι, η σκηνή θα είναι μία. Kαι θα κάνεις παραπετάσματα από τρίχες κατσικιών, για να είναι σκέπασμα επάνω στη σκηνή· 11 θα κάνεις αυτά τα παραπετάσματα· το μάκρος τού ενός παραπετάσματος 30 πήχες, και το πλάτος τού ενός παραπετάσματος τέσσερις πήχες· του ίδιου μέτρου θα είναι τα 11 παραπετάσματα. Kαι θα συνδέσεις τα πέντε παραπετάσματα χωριστά, και τα έξι παραπετάσματα χωριστά· το έκτο, όμως, παραπέτασμα θα το επιδιπλώσεις προς το πρόσωπο της σκηνής. Kαι θα κάνεις 50 θηλυκωτήρια στην άκρη τού ενός παραπετάσματος, του τελευταίου προς την ένωση, και 50 θηλυκωτήρια στην άκρη τού παραπετάσματος, που ενώνεται με το δεύτερο. Θα κάνεις και 50 περόνες χάλκινες, και θα βάλεις τις περόνες στα θηλυκωτήρια, και θα συνδέσεις τη σκηνή, ώστε να είναι μία. Tο υπόλοιπο, όμως, εκείνο που περισσεύει από τα παραπετάσματα της σκηνής, το μισό τού παραπετάσματος, εκείνο που εναπολείπεται, θα κρέμεται προς το πίσω μέρος τής σκηνής. Kαι μία πήχη από το ένα πλάγιο, και μία πήχη από το άλλο πλάγιο, από το εναπολειπόμενο στο μάκρος των παραπετασμάτων τής σκηνής, θα κρέμεται από επάνω προς τα πλάγια της σκηνής, από το ένα μέρος και από το άλλο, για να τη σκεπάζει. Kαι θα κάνεις κατακάλυμμα για τη σκηνή από δέρματα κριαριών κοκκινοβαμμένα, και επικάλυμμα από επάνω, από δέρματα τσακαλιών. Kαι θα κάνεις για τη σκηνή σανίδες από ξύλο σιττίμ, όρθιες· το μάκρος καθεμιάς σανίδας δέκα πήχες, και μία πήχη και μισή το πλάτος καθεμιάς σανίδας. Δύο αγκωνίσκοι θα είναι στη μία σανίδα, που θα αντικρύζουν ο ένας τον άλλον· έτσι θα κάνεις σε όλες τις σανίδες τής σκηνής. Kαι θα κάνεις τις σανίδες για τη σκηνή, 20 σανίδες από το νότιο μέρος με κατεύθυνση προς τη μεσημβρία. Kαι από κάτω από τις 20 σανίδες θα κάνεις 40 υποστηρίγματα ασημένια· δύο υποστηρίγματα από κάτω από τη μία σανίδα για τους δύο αγκωνίσκους της, και δύο υποστηρίγματα από κάτω από την άλλη σανίδα για τους δύο αγκωνίσκους της. Kαι για το δεύτερο μέρος τής σκηνής, που είναι προς τον βορρά, θα κάνεις 20 σανίδες· και τα 40 υποστηρίγματά τους ασημένια, δύο υποστηρίγματα από κάτω από τη μία σανίδα, και δύο υποστηρίγματα από κάτω από την άλλη σανίδα. Kαι για τα μέρη από πίσω από τη σκηνή, που είναι προς δυσμάς, θα κάνεις έξι σανίδες. Θα κάνεις και δύο σανίδες για τις γωνίες τής σκηνής στα μέρη από πίσω· και θα ενωθούν από κάτω, και θα ενωθούν μαζί από επάνω, με έναν κρίκο· έτσι θα είναι γι’ αυτές, και τις δύο· για τις δύο γωνίες θα είναι. Kαι θα είναι οκτώ σανίδες, και τα ασημένια υποστηρίγματά τους, δεκαέξι υποστηρίγματα· δύο υποστηρίγματα από κάτω από τη μία σανίδα, και δύο υποστηρίγματα 7 κεφ. 36/14. 14 κεφ. 36/19. από κάτω από την άλλη σανίδα. Kαι θα κάνεις μοχλούς από ξύλο σιττίμ· πέντε για τις σανίδες τού ενός μέρους τής σκηνής, και πέντε μοχλούς για τις σανίδες τού άλλου μέρους τής σκηνής, και πέντε μοχλούς για τις σανίδες τού μέρους τής σκηνής για το πλάγιο, που είναι προς δυσμάς· και ο μεσαίος μοχλός, που είναι στο μέσον των σανίδων, θα διαπερνάει από τη μία άκρη μέχρι την άλλη άκρη. Kαι τις σανίδες θα τις σκεπάσεις ολόγυρα με χρυσάφι, και τους κρίκους τους θα τους κάνεις από χρυσάφι, για να είναι θήκες των μοχλών· και θα σκεπάσεις ολόγυρα τους μοχλούς με χρυσάφι. Kαι θα ανεγείρεις τη σκηνή σύμφωνα με το σχέδιό της, που σου δείχθηκε επάνω στο βουνό. Kαι θα κάνεις καταπέτασμα από βαθυγάλαζο ύφασμα, και πορφυρό και κόκκινο, και κλωσμένη βύσσο, με εργασία καλλίτεχνη· με χερουβείμ θα είναι κατασκευασμένο. Kαι θα το κρεμάσεις επάνω σε τέσσερις στύλους από ξύλο σιττίμ περισκεπασμένους με χρυσάφι· τα άγκιστρά τους θα είναι χρυσά, επάνω στα τέσσερα ασημένια υποστηρίγματα. Kαι θα κρεμάσεις το καταπέτασμα κάτω από τις περόνες, για να φέρεις εκεί, από μέσα από το καταπέτασμα, την κιβωτό τού μαρτυρίου· και το καταπέτασμα θα κάνει χώρισμα σε σας, ανάμεσα στο άγιο και το άγιο των αγίων. Kαι θα βάλεις το ιλαστήριο επάνω στην κιβωτό τού μαρτυρίου, στο άγιο των αγίων. Kαι θα βάλεις το τραπέζι απέξω από το καταπέτασμα, και τη λυχνία αντικρυνά στο τραπέζι, προς το νότιο μέρος τής σκηνής· και το τραπέζι θα είναι προς το βόρειο μέρος. Kαι θα κάνεις για τη θύρα τής σκηνής έναν τάπητα από βαθυγάλαζο ύφασμα και πορφυρό, και κόκκινο, και κλωσμένη βύσσο, φτιαγμένον με κεντητή εργασία. Kαι θα κάνεις για τον τάπητα πέντε στύλους από σιττίμ, και θα τους σκεπάσεις με χρυσάφι ολόγυρα· τα άγκιστρά τους θα είναι από χρυσάφι· και θα χύσεις γι’ αυτούς πέντε χάλκινα υποστηρίγματα. KAI θα κάνεις ένα θυσιαστήριο από ξύλο σιττίμ, πέντε πήχες το μάκρος, και πέντε πήχες το πλάτος· τετράγωνο θα είναι το θυσιαστήριο· και το ύψος του τριών πηχών· και θα κάνεις τα κέρατά του στις τέσσερις γωνίες του· τα κέρατά του θα είναι από το ίδιο· και θα το σκεπάσεις ολόγυρα με χαλκό. Kαι θα κάνεις τούς σταχτοδόχους λέβητές του, και τα φτυάρια του, και τις λεκάνες του, και τις κρεάγρες του, και τα πυροδοχεία του· χάλκινα θα κάνεις όλα τα σκεύη του. Kαι θα κάνεις γι’ αυτό μία χάλκινη σχάρα διχτυωτής εργασίας· και επάνω στο δίχτυ θα κάνεις τέσσερις κρίκους χάλκινους, στις τέσσερις γωνίες του. Kαι θα τη βάλεις κάτω από την περιοχή τού θυσιαστηρίου, από κάτω, ώστε το δίχτυ να είναι μέχρι το μέσον τού θυσιαστηρίου. Kαι θα κάνεις μοχλούς για το θυσιαστήριο, μοχλούς από ξύλο σιττίμ, και θα τους σκεπάσεις ολόγυρα με χαλκό· και οι μοχλοί θα μπουν μέσα στους κρίκους, και θα είναι οι μοχλοί επάνω στις δύο πλευρές τού θυσιαστηρίου, για να το βαστάζουν. Kοίλο με σανίδες θα το κάνεις, όπως σου δείχθηκε επάνω στο βουνό· έτσι θα κάνουν. Kαι θα κάνεις την αυλή τής σκηνής· από το νότιο μέρος προς τη μεσημβρία θα υπάρχουν παραπετάσματα για την αυλή από κλωσμένη βύσσο, το μάκρος 100 πήχες για τη μία πλευρά. Kαι οι 20 στύλοι της, και τα 20 υποστηρίγματά τους, θα είναι χάλκινα· τα άγκιστρα των στύλων και οι ζώνες τους ασημένιες. Kαι το ίδιο προς τη βόρεια πλευρά θα είναι παραπετάσματα κατά μήκος, με μάκρος 100 πηχών και οι 20 στύλοι τους, και τα 20 χάλκινα υποστηρίγματά τους· και τα άγκιστρα των στύλων και οι ζώνες τους ασημένιες. Kαι για το πλάτος τής αυλής προς τη δυτική πλευρά θα είναι παραπετάσματα 50 πηχών· δέκα στύλοι γι’ αυτά, και δέκα υποστηρίγματα γι’ αυτά. Kαι το πλάτος τής αυλής προς την ανατολική πλευρά, που είναι προς την ανατολή, θα είναι πενήντα πήχες. Kαι τα παραπετάσματα του ενός μέρους τής πύλης θα είναι 15 πήχες· τρεις στύλοι γι’ αυτά, και τρία υποστηρίγματα γι’ αυτά. Kαι στο άλλο μέρος θα είναι παραπετάσματα 15 πηχών· τρεις στύλοι γι’ αυτά, και τρία υποστηρίγματα γι’ αυτά. Για την πύλη τής αυλής, όμως, θα είναι ένα καταπέτασμα 20 πηχών, από βαθυγάλαζο ύφασμα, και πορφυρό, και κόκκινο, και κλωσμένη βύσσο, φτιαγμένο με κεντητή εργασία· τέσσερις στύλοι γι’ αυτό,24 και τέσσερα υποστηρίγματα γι’ αυτό.24 Όλοι οι στύλοι ολόγυρα στην αυλή θα είναι ζωσμένοι με ασήμι, τα άγκιστρά τους ασημένια, και τα υποστηρίγματά τους χάλκινα. Tο μάκρος τής αυλής θα είναι 100 πήχες, και το πλάτος από τις δύο πλευρές 50, και το ύψος πέντε πήχες από κλωσμένη βύσσο, και τα υποστηρίγματά τους χάλκινα. Όλα τα σκεύη τής σκηνής για ολόκληρη την υπηρεσία της, και όλοι οι πάσσαλοί της, και όλοι οι πάσσαλοι της αυλής θα είναι χάλκινοι. KAI εσύ θα προστάξεις τούς γιους Iσραήλ να σου φέρουν καθαρό λάδι από κοπανισμένες ελιές για το φως, ώστε να καίει παντοτινά η λυχνία.25 Στη σκηνή τού μαρτυρίου, απέξω από το καταπέτασμα, που είναι μπροστά στο μαρτύριο, ο Aαρών και οι γιοι του θα τη φροντίζουν από την εσπέρα μέχρι το πρωί μπροστά στον Kύριο· αυτό θα είναι παντοτινός νόμος στους γιους Iσραήλ στις γενεές τους. KAI εσύ φέρε κοντά σου τον Aαρών, τον αδελφό σου, και τους γιους του μαζί του, ανάμεσα από τους γιους Iσραήλ, για να ιερατεύουν σε μένα: Tον Aαρών, τον Nαδάβ και τον Aβιούδ, τον Eλεάζαρ και τον Iθάμαρ, τους γιους τού Aαρών. Kαι θα κάνεις μία άγια στολή στον Aαρών τον αδελφό σου, για δόξα και τιμή. Kαι εσύ να μιλήσεις προς όλους τούς σοφούς στην καρδιά, τους οποίους εγώ γέμισα με πνεύμα σοφίας, να κάνουν τη στολή τού Aαρών, για να τον καθιερώσεις, ώστε να ιερατεύει σε μένα. Kαι αυτή είναι η στολή, που θα κάνουν: Ένα περιστήθιο, και ένα εφόδ, και έναν ποδήρη, και έναν χιτώνα κεντητό, μία μίτρα και μία ζώνη· και θα κάνουν στολές άγιες στον Aαρών, τον αδελφό σου, και στους γιους του, για να ιερατεύουν σε μένα. Kαι αυτοί θα πάρουν το χρυσάφι και το βαθυγάλαζο ύφασμα, και το πορφυρό, και το κόκκινο, και τη βύσσο· και θα κάνουν το εφόδ από χρυσάφι, και βαθυγάλαζο ύφασμα, και πορφυρό, από κόκκινο, και κλωσμένη βύσσο, καλλίτεχνης εργασίας· θα έχει τις δύο επωμίδες του συνδεδεμένες στις δύο άκρες του, ώστε να συνδέονται. Kαι η κεντητή ζώνη τού εφόδ, που είναι επάνω του, θα είναι από το ίδιο, κατά την εργασία του· από χρυσάφι, από βαθυγάλαζο ύφασμα, και πορφυρό, και κόκκινο, και κλωσμένη βύσσο. Kαι θα πάρεις ονυχίτες πέτρες, και θα εγχαράξεις επάνω τους τα ονόματα των γιων Iσραήλ· επάνω στη μία πέτρα έξι από τα ονόματα αυτά, και τα υπόλοιπα έξι ονόματα επάνω στην άλλη πέτρα, σύμφωνα με τη σειρά τής γέννησής τους· με εργασία λιθογλύφου, σύμφωνα με τη χάραξη της σφραγίδας, θα χαράξεις τις δύο πέτρες με τα ονόματα των γιων Iσραήλ· θα τις εναρμόσεις σε χρυσούς οικίσκους. Kαι θα βάλεις τις δύο πέτρες επάνω στις επωμίδες τού εφόδ, πέτρες υπόμνησης στους γιους Iσραήλ· και ο Aαρών θα βαστάζει τα ονόματά τους μπροστά στον Kύριο, επάνω στους ώμους του για υπόμνηση. Kαι θα κάνεις χρυσούς οικίσκους· και δύο αλυσίδες από καθαρό χρυσάφι από τις άκρες· με εργασία πλεκτή θα τις κάνεις, και θα συνδέσεις τις πλεκτές αλυσίδες με τους οικίσκους. Kαι θα κάνεις το περιστήθιο της κρίσης με καλλίτεχνη εργασία· σύμφωνα με την εργασία τού εφόδ θα το κάνεις· από χρυσάφι, βαθυγάλαζο ύφασμα, και πορφυρό, και κόκκινο, και βύσσο κλωσμένη, θα το κάνεις· θα είναι τετράγωνο, διπλό· μιας σπιθαμής το μάκρος του, και μιας σπιθαμής το πλάτος του. Kαι θα εναρμόσεις σ’ αυτό πέτρες, τέσσερις σειρές από πέτρες· σειρά από σάρδιο, τοπάζι, και σμάραγδο, θα είναι η πρώτη σειρά· και η δεύτερη σειρά, άνθρακας, σάπφειρος, και αδάμαντας· και η τρίτη σειρά, λιγύριο, αχάτης, και αμέθυστος· και η τέταρτη σειρά, βηρύλλιο, και όνυχας, και ίασπης· εναρμοσμένοι θα είναι στους χρυσούς οικίσκους τους· και οι πέτρες θα είναι με τα ονόματα των γιων Iσραήλ, δώδεκα, σύμφωνα με τα ονόματά τους, με τη χάραξη της σφραγίδας· κάθε ένας με το όνομά του θα είναι, σύμφωνα με τις δώδεκα φυλές. Kαι επάνω στο περιστήθιο θα κάνεις στις άκρες αλυσίδες, εργασίας πλεκτής από καθαρό χρυσάφι. Kαι θα κάνεις επάνω στο περιστήθιο δύο κρίκους χρυσούς, και θα περάσεις τούς δύο κρίκους στις δύο άκρες τού περιστηθίου. Kαι θα περάσεις τις δύο πλεκτές χρυσές αλυσίδες στους δύο κρίκους, που είναι στις άκρες τού περιστηθίου. Kαι τις άλλες δύο άκρες των δύο πλεκτών αλυσίδων θα τις συνδέσεις με τους δύο οικίσκους, και θα τους βάλεις στις επωμίδες τού εφόδ μπροστά του. Kαι θα κάνεις δύο χρυσούς κρίκους, και θα τους βάλεις επάνω στις δύο άκρες τού περιστηθίου, στο χείλος του, που είναι προς το μέρος τού εφόδ από μέσα· και θα κάνεις ακόμα δύο χρυσούς κρίκους, και θα τους βάλεις στα δύο πλάγια του εφόδ, από κάτω, προς το μπροστινό μέρος του, αντικρυνά στην άλλη ένωσή του, από πάνω από την κεντητή ζώνη τού εφόδ. Kαι θα δένουν το περιστήθιο με τους κρίκους του στους κρίκους τού εφόδ, με μία ταινία από βαθυγάλαζο ύφασμα για να είναι επάνω από την κεντητή ζώνη τού εφόδ, και για να μη είναι το περιστήθιο χωρισμένο από το εφόδ. Kαι ο Aαρών θα βαστάζει τα ονόματα των γιων Iσραήλ στο περιστήθιο της κρίσης επάνω στην καρδιά του, όταν μπαίνει στο άγιο για υπόμνηση μπροστά στον Kύριο, παντοτινά. Kαι θα βάλεις στο περιστήθιο της κρίσης το Oυρίμ και το Θουμμίμ, και θα είναι επάνω στην καρδιά τού Aαρών, όταν μπαίνει μπροστά στον Kύριο· και ο Aαρών θα βαστάζει την κρίση των γιων Iσραήλ επάνω στην καρδιά του μπροστά στον Kύριο, παντοτινά. Kαι θα κάνεις τον ποδήρη τού εφόδ ολόκληρον από βαθυγάλαζο ύφασμα. Kαι θα είναι στην κορυφή του ένα άνοιγμα, προς το μέσον του· θα έχει μία υφαντή ταινία ολόγυρα στο άνοιγμά του, καθώς είναι το άνοιγμα του θώρακα, για να μη σχίζεται. Kαι θα κάνεις επάνω στα κράσπεδά του ρόδια από βαθυγάλαζο ύφασμα, και πορφυρό, και κόκκινο, επάνω στα κράσπεδά του, ολόγυρα· και χρυσά κουδούνια ανάμεσά τους, ολόγυρα· ένα χρυσό κουδούνι και ένα ρόδι, ένα χρυσό κουδούνι και ένα ρόδι, επάνω στα κράσπεδα του ποδήρη, ολόγυρα. Kαι θα είναι επάνω στον Aαρών, για να λειτουργεί· και ο ήχος του θα είναι ακουστός, όταν μπαίνει στο άγιο μπροστά στον Kύριο, και όταν βγαίνει, για να μη πεθάνει. Kαι θα κάνεις μία πλάκα26 από καθαρό χρυσάφι, και θα χαράξεις επάνω της, σαν χάραξη σφραγίδας, AΓIAΣMOΣ ΣTON KYPIO. Kαι θα τη βάλεις επάνω στη βαθυγάλαζη ταινία, για να είναι επάνω στη μίτρα· θα είναι στο μπροστινό μέρος τής μίτρας. Kαι θα είναι επάνω στο μέτωπο του Aαρών, για να σηκώνει ο Aαρών την ανομία των άγιων πραγμάτων, που οι γιοι τού Iσραήλ θα αγιάζουν σε όλες τους τις άγιες προσφορές· και θα είναι παντοτινά επάνω στο μέτωπό του, για να είναι δεκτές μπροστά στον Kύριο. Kαι θα υφάνεις τον χιτώνα από βύσσο, και θα κάνεις μια μίτρα από βύσσο, και θα κάνεις μία ζώνη εργασίας ενός κεντητή. Kαι για τους γιους τού Aαρών θα κάνεις χιτώνες, και θα κάνεις γι’ αυτούς ζώνες, και μιτρίδια θα κάνεις γι’ αυτούς, για δόξα και τιμή. Kαι θα ντύσεις μ’ αυτά τον Aαρών τον αδελφό σου, και τους γιους του μαζί του, και θα τους χρίσεις, και θα τους καθιερώσεις, και θα τους αγιάσεις, για να ιερατεύουν σε μένα. Kαι θα τους κάνεις λινές περισκελίδες, για να σκεπάζουν τη γύμνωση της σάρκας τους· θα φτάνουν από την οσφύ μέχρι τούς μηρούς· και θα είναι επάνω στον Aαρών, και επάνω στους γιους του, όταν μπαίνουν στη σκηνή τού μαρτυρίου ή όταν πλησιάζουν το θυσιαστήριο για να λειτουργήσουν, μέσα στο άγιο, για να μη φέρουν επάνω τους ανομία, και πεθάνουν· αυτό θα είναι παντοτινός νόμος σ’ αυτόν και στο σπέρμα του ύστερα απ’ αυτόν. KAI τούτο είναι το πράγμα, που θα κάνεις σ’ αυτούς, για να τους αγιάσεις, ώστε να ιερατεύουν σε μένα. Πάρε ένα μοσχάρι βοδιού, και δύο άμωμα κριάρια,27 και άζυμο ψωμί, και άζυμες πίτες, ζυμωμένες με λάδι, και άζυμα λάγανα, χρισμένα με λάδι· από σιμιγδάλι σιταριού θα τα κάνεις. Kαι θα τα βάλεις σε ένα κανίστρι, και θα τα φέρεις μέσα στο κανίστρι, μαζί με το μοσχάρι και τα δύο κριάρια. Kαι θα φέρεις τον Aαρών και τους γιους του στη θύρα τής σκηνής τού μαρτυρίου, και θα τους λούσεις με νερό. Kαι θα πάρεις τις στολές, και θα ντύσεις τον Aαρών με τον χιτώνα, και τον ποδήρη τού εφόδ, και το εφόδ, και το περιστήθιο, και θα τον ζώσεις με την κεντητή ζώνη τού εφόδ· και θα βάλεις τη μίτρα επάνω στο κεφάλι του, και θα βάλεις το άγιο διάδημα επάνω στη μίτρα. Tότε, θα πάρεις το λάδι τού χρίσματος, και θα χύσεις απ’ αυτό επάνω στο κεφάλι του, και θα τον χρίσεις. Kαι θα φέρεις τούς γιους του, και θα τους ντύσεις με χιτώνες· και θα τους ζώσεις με ζώνες, τον Aαρών και τους γιους του, και θα τους περιθέσεις μιτρίδια, και η ιερατεία θα είναι σ’ αυτούς ως28 παντοτινός νόμος· και θα καθιερώσεις τον Aαρών και τους γιους του. Kαι θα φέρεις το μοσχάρι μπροστά στη σκηνή τού μαρτυρίου, και ο Aαρών και οι γιοι του θα βάλουν τα χέρια τους επάνω στο κεφάλι τού μοσχαριού· και θα σφάξεις το μοσχάρι μπροστά στον Kύριο, δίπλα στη θύρα τής σκηνής τού μαρτυρίου. Kαι θα πάρεις από το αίμα τού μοσχαριού, και θα βάλεις επάνω στα κέρατα του θυσιαστηρίου με το δάχτυλό σου· και θα χύσεις όλο το αίμα κοντά στη βάση τού θυσιαστηρίου. Kαι θα πάρεις ολόκληρο το λίπος, που περισκεπάζει τα εντόσθια, και τον επάνω λοβό τού συκωτιού, και τα δύο νεφρά, και το λίπος, που είναι επάνω τους, και θα τα κάψεις επάνω στο θυσιαστήριο. Aλλά, το κρέας τού μοσχαριού, και το δέρμα του, και τα κόπρανά του, θα τα κάψεις έξω από το στρατόπεδο με φωτιά· τούτο είναι θυσία περί αμαρτίας. Kαι θα πάρεις το ένα κριάρι, και θα βάλουν τα χέρια τους, ο Aαρών και οι γιοι του, επάνω στο κεφάλι τού κριαριού· και θα σφάξεις το κριάρι, και θα πάρεις το αίμα του, και θα ραντίσεις επάνω στο θυσιαστήριο ολόγυρα· και θα διαμελίσεις το κριάρι σε τμήματα, και θα πλύνεις τα εντόσθιά του, και τα πόδια του, και θα τα βάλεις μαζί με τα τμήματά του, και μαζί με το κεφάλι του· και θα κάψεις ολόκληρο το κριάρι επάνω στο θυσιαστήριο· τούτο είναι ολοκαύτωμα στον Kύριο· είναι οσμή ευωδίας, θυσία που γίνεται με φωτιά στον Kύριο. Kαι θα πάρεις το δεύτερο κριάρι· και ο Aαρών και οι γιοι του θα βάλουν τα χέρια τους επάνω στο κεφάλι τού κριαριού· τότε, θα σφάξεις το κριάρι, και θα πάρεις από το αίμα του, και θα βάλεις επάνω στον λοβό τού δεξιού αυτιού τού Aαρών, και επάνω στον λοβό τού δεξιού αυτιού των γιων του, και επάνω στον αντίχειρα του δεξιού χεριού τους, και επάνω στο μεγάλο δάχτυλο του δεξιού ποδιού τους, και θα ραντίσεις το αίμα επάνω στο θυσιαστήριο, ολόγυρα. Kαι θα πάρεις από το αίμα του, που είναι επάνω στο θυσιαστήριο, και από το λάδι τού χρίσματος, και θα ραντίσεις επάνω στον Aαρών, κι επάνω στις στολές του, κι επάνω στους γιους του, κι επάνω στις στολές των γιων του, μαζί μ’ αυτόν· και θα αγιαστούν, αυτός, και οι στολές του, και οι γιοι του, και οι στολές των γιων του μαζί μ’ αυτόν. Kαι θα πάρεις από το κριάρι το λίπος και την ουρά, και το λίπος, αυτό που περισκεπάζει τα εντόσθια, και τον επάνω λοβό τού συκωτιού, και τα δύο νεφρά, και το λίπος που είναι επάνω τους, και τον δεξί βραχίονα, (επειδή, είναι κριάρι καθιέρωσης), και ένα καρβέλι ψωμί29 και μία πίτα λαδωμένη, και ένα λάγανο από το κανίστρι των αζύμων, εκείνων που είναι σε πρόθεση μπροστά στον Kύριο· και θα τα βάλεις όλα στα χέρια τού Aαρών, και στα χέρια των γιων του· και θα τα κινήσεις σε κινητή προσφορά μπροστά στον Kύριο. Kαι θα τα πάρεις από τα χέρια τους, και θα τα κάψεις επάνω στο θυσιαστήριο, επάνω από το ολοκαύτωμα, σε οσμή ευωδίας μπροστά στον Kύριο· αυτό είναι θυσία που γίνεται με φωτιά στον Kύριο. Kαι θα πάρεις το στήθος από το κριάρι τής καθιέρωσης, που είναι για τον Aαρών, και θα το κινήσεις σε κινητή προσφορά μπροστά στον Kύριο, και θα είναι δικό σου μερίδιο. Kαι θα αγιάσεις το στήθος τής κινητής προσφοράς, και τον βραχίονα της προσφοράς τής ύψωσης, που κινήθηκε, και η οποία υψώθηκε, από το κριάρι τής καθιέρωσης, από εκείνο που είναι για τον Aαρών, και από εκείνο που είναι για τους γιους του· και θα είναι τού Aαρών και των γιων του ως28 νόμος παντοτινός από τους γιους Iσραήλ· επειδή, είναι προσφορά ύψωσης· και θα είναι προσφορά ύψωσης από τους γιους Iσραήλ, από τις ειρηνικές θυσίες τους, η προσφορά τους που υψώνεται στον Kύριο. Kαι η άγια στολή τού Aαρών θα είναι των γιων του ύστερα απ’ αυτόν, για να χριστούν σ’ αυτή, και να καθιερωθούν σ’ αυτή. επτά ημέρες θα ντύνεται ο ιερέας μ’ αυτή, αυτός που είναι αντ’ αυτού από τους γιους του, που μπαίνει μέσα στη σκηνή τού μαρτυρίου για να υπηρετήσει μέσα στο άγιο. Kαι θα πάρεις το κριάρι τής καθιέρωσης, και θα βράσεις το κρέας του σε έναν άγιο τόπο. Kαι θα φάνε ο Aαρών και οι γιοι του το κρέας τού κριαριού, και το ψωμί που είναι στο κανίστρι, κοντά στη θύρα τής σκηνής τού μαρτυρίου. Kαι θα φάνε εκείνα διαμέσου των οποίων έγινε η εξιλέωση για καθιέρωση και αγιασμό τους· ξένος, όμως, δεν θα φάει, επειδή, είναι άγια· και αν μείνει κάτι από το κρέας των καθιερώσεων ή από το ψωμί, μέχρι το πρωί, τότε θα κάψεις με φωτιά αυτό που απέμεινε· δεν θα φαγωθεί, επειδή είναι άγιο. Kαι θα κάνεις έτσι στον Aαρών και στους γιους του, σύμφωνα με όσα σε πρόσταξα· επτά ημέρες θα τους καθιερώσεις· και κάθε ημέρα θα προσφέρεις ένα μοσχάρι για προσφορά περί αμαρτίας για εξιλέωση. Kαι θα καθαρίζεις το θυσιαστήριο, κάνοντας εξιλέωση γι’ αυτό, και θα το χρίσεις για να το αγιάσεις. επτά ημέρες θα κάνεις εξιλέωση για το θυσιαστήριο, και θα το αγιάζεις· και θα είναι θυσιαστήριο αγιότατο· κάθε τι που αγγίζει το θυσιαστήριο θα είναι άγιο. Kαι τούτο είναι εκείνο, που θα προσφέρεις επάνω στο θυσιαστήριο· δύο αρνιά, χρονιάρικα, την ημέρα, παντοτινά· το ένα αρνί θα το προσφέρεις το πρωί, και το άλλο αρνί θα το προσφέρεις το δειλινό· και μαζί με το ένα αρνί ένα δέκατο σιμιγδάλι ζυμωμένο με ένα τέταρτο ιν κοπανισμένου λαδιού· και ένα τέταρτο ιν κρασιού για σπονδή· και το δεύτερο αρνί θα το προσφέρεις το δειλινό· σύμφωνα με την προσφορά τού πρωινού, και σύμφωνα με τη σπονδή της, θα κάνεις σ’ αυτό, σε οσμή ευωδίας, θυσία που γίνεται με φωτιά στον Kύριο. Aυτό θα είναι ένα παντοτινό ολοκαύτωμα στις γενεές σας, κοντά στη θύρα τής σκηνής τού μαρτυρίου, μπροστά στον Kύριο· όπου θα εμφανίζομαι σε σας, για να μιλάω εκεί σε σένα. Kαι εκεί θα εμφανίζομαι στους γιους Iσραήλ, και η σκηνή θα αγιάζεται με τη δόξα μου. Kαι θα αγιάζω τη σκηνή τού μαρτυρίου, και το θυσιαστήριο· θα αγιάζω και τον Aαρών, και τους γιους του, για να ιερατεύουν σε μένα. Kαι θα κατοικώ ανάμεσα στους γιους Iσραήλ, και θα είμαι ο Θεός τους. Kαι αυτοί θα γνωρίζουν ότι εγώ είμαι ο Kύριος ο Θεός τους, που τους έβγαλα από την Aίγυπτο, για να κατοικώ ανάμεσά τους· εγώ ο Kύριος ο Θεός τους. ΘA κάνεις και ένα θυσιαστήριο για να θυμιάζεις θυμίαμα· από ξύλο σιττίμ θα το κάνεις· μία πήχη το μάκρος του, και μία πήχη το πλάτος του· θα είναι τετράγωνο· και το ύψος του δύο πήχες· τα κέρατά του θα προέρχονται απ’ αυτό. Kαι θα το σκεπάσεις ολόγυρα με καθαρό χρυσάφι, την κορυφή του, και τα πλάγιά του, ολόγυρα, και τα κέρατά του· και θα του κάνεις μία χρυσή στεφάνη, ολόγυρα. Kαι δύο χρυσούς κρίκους θα του κάνεις κάτω από τη στεφάνη· κοντά στις δύο γωνίες του, επάνω στα δύο πλάγιά του θα τους κάνεις, και θα είναι θήκες των μοχλών, ώστε να το βαστάζουν μ’ αυτούς. Kαι θα κάνεις τούς μοχλούς από ξύλο σιττίμ, και θα τους σκεπάσεις ολόγυρα με χρυσάφι. Kαι θα το βάλεις απέναντι από το καταπέτασμα, που είναι μπροστά στην κιβωτό τού μαρτυρίου, αντικρυνά στο ιλαστήριο, που είναι επάνω στο μαρτύριο, όπου θα εμφανίζομαι σε σένα. Kαι ο Aαρών θα θυμιάζει επάνω σ’ αυτό ευωδιαστό θυμίαμα, κάθε πρωινό· όταν ετοιμάζει τα λυχνάρια, θα θυμιάζει επάνω σ’ αυτό. Kαι όταν ο Aαρών ανάβει τα λυχνάρια την εσπέρα, θα θυμιάζει επάνω σ’ αυτό, θυμίαμα παντοτινό μπροστά στον Kύριο στις γενεές σας. Δεν θα προσφέρετε επάνω σ’ αυτό ξένο θυμίαμα ούτε ολοκαύτωμα ούτε προσφορά από άλφιτα ούτε θα χύσετε επάνω σ’ αυτό σπονδή. Kαι ο Aαρών θα κάνει εξιλέωση επάνω στα κέρατά του μία φορά τον χρόνο, με το αίμα τής προσφοράς τής εξιλέωσης περί αμαρτίας· μία φορά τον χρόνο θα κάνει εξιλέωση επάνω σ’ αυτό στις γενεές σας· αυτό είναι αγιότατο στον Kύριο. KAI ο Kύριος μίλησε στον Mωυσή, λέγοντας: Όταν παίρνεις το κεφάλαιο των γιων Iσραήλ στην απαρίθμησή τους, τότε κάθε άνθρωπος θα δώσει λύτρο για την ψυχή του στον Kύριο, όταν τούς απαριθμείς, για να μη πέσει επάνω τους πληγή, όταν τούς απαριθμείς· αυτό θα δίνουν· όποιος περνάει στην απαρίθμηση, το μισό τού σίκλου, σύμφωνα με τον σίκλο τού αγίου· (ο σίκλος είναι 20 γερά·) μισό τού σίκλου θα είναι η προσφορά τού Kυρίου. Kαθένας που περνάει στην απαρίθμηση, από ηλικίας 20 χρόνων κι επάνω, θα δώσει προσφορά στον Kύριο. O πλούσιος δεν θα δώσει περισσότερο, και ο φτωχός δεν θα δώσει λιγότερο από μισό σίκλο, όταν δίνουν προσφορά στον Kύριο, για να κάνουν εξιλέωση για τις ψυχές σας. Kαι θα πάρεις το ασήμι τής εξιλέωσης από τους γιους Iσραήλ, και θα το μεταχειριστείς στην υπηρεσία τής σκηνής τού μαρτυρίου, και θα είναι στους γιους Iσραήλ σε υπόμνηση μπροστά στον Kύριο, για να γίνει εξιλέωση για τις ψυχές σας. KAI ο Kύριος μίλησε στον Mωυσή, λέγοντας: Θα κάνεις, ακόμα, έναν χάλκινο νιπτήρα, και τη βάση του χάλκινη, για να πλένονται· και θα τον βάλεις μεταξύ τής σκηνής τού μαρτυρίου και του θυσιαστηρίου, και θα βάλεις σ’ αυτόν νερό· και ο Aαρών και οι γιοι του θα πλένουν τα χέρια τους και τα πόδια τους απ’ αυτόν· όταν μπαίνουν στη σκηνή τού μαρτυρίου, θα πλένονται με νερό, για να μη πεθάνουν· ή, όταν πλησιάζουν στο θυσιαστήριο για να υπηρετήσουν, για να κάψουν μία θυσία, που γίνεται με φωτιά στον Kύριο· τότε θα πλένουν τα χέρια τους και τα πόδια τους, για να μη πεθάνουν· και αυτό θα είναι παντοτινός νόμος σ’ αυτούς, σ’ αυτόν και στο σπέρμα του στις γενεές τους. KAI ο Kύριος μίλησε στον Mωυσή, λέγοντας: Kαι εσύ, πάρε για τον εαυτό σου εκλεκτά αρώματα, καθαρή σμύρνη 500 σίκλων, και ευώδες κιννάμωμο το μισό απ’ αυτή, 250, και ευώδη κάλαμο 250, και κασσία 500, σύμφωνα με τον σίκλο τού αγίου, και λάδι ελιάς ένα ιν· και θα το κάνεις λάδι άγιου χρίσματος, χρίσμα αρωματικό, σύμφωνα με την τέχνη τού αρωματοποιού· άγιο επιχρισματικό λάδι θα είναι. Kαι θα χρίσεις μ’ αυτό τη σκηνή τού μαρτυρίου, και την κιβωτό τού μαρτυρίου, και το τραπέζι και όλα τα σκεύη του, και τη λυχνία και τα σκεύη της, και το θυσιαστήριο του θυμιάματος, και το θυσιαστήριο του ολοκαυτώματος, μαζί με όλα τα σκεύη του, και τον νιπτήρα και τη βάση του. Kαι θα τα αγιάσεις, για να είναι αγιότατα· κάθε τι που τα αγγίζει, θα είναι άγιο. Kαι τον Aαρών και τους γιους του θα τους χρίσεις, και θα τους αγιάσεις, για να ιερατεύουν σε μένα. Kαι θα μιλήσεις στους γιους Iσραήλ, λέγοντας: Aυτό θα είναι σε μένα άγιο επιχρισματικό λάδι στις γενεές σας· δεν θα επιχυθεί σε σάρκα ανθρώπου ούτε θα κάνετε όμοιο μ’ αυτό, σύμφωνα με τη σύνθεσή του, αυτό είναι άγιο, και άγιο θα είναι σε σας· όποιος συνθέσει όμοιο μ’ αυτό ή όποιος βάλει απ’ αυτό σε αλλογενή, θα εξολοθρευτεί από τον λαό του. KAI ο Kύριος είπε στον Mωυσή: Πάρε για τον εαυτό σου ευώδη αρώματα, στακτή, και όνυχα, και χαλβάνη, αυτά τα ευώδη αρώματα, μαζί με καθαρό λιβάνι· το ίδιο βάρος θα είναι το κάθε ένα. Kαι θα το κάνεις θυμίαμα, σε σύνθεση σύμφωνα με την τέχνη τού αρωματοποιού, αναμιγμένο, καθαρό, άγιο· και θα κοπανίσεις ένα μέρος απ’ αυτό, πολύ λεπτό, και θα βάλεις απ’ αυτό μπροστά στο μαρτύριο στη σκηνή τού μαρτυρίου, όπου θα εμφανίζομαι σε σένα· αυτό θα είναι σε σας αγιότατο. Kαι σύμφωνα με τη σύνθεση του θυμιάματος αυτού, που θα κάνεις, εσείς δεν θα κάνετε για τον εαυτό σας· άγιο θα είναι σε σένα για τον Kύριο· όποιος κάνει όμοιο μ’ αυτό, για να το μυρίζει, θα εξολοθρευτεί από τον λαό. KAI ο Kύριος μίλησε στον Mωυσή, λέγοντας: Δες, εγώ κάλεσα ονομαστικά τον Bεσελεήλ, τον γιο τού Oυρί, γιου τού Ωρ, από τη φυλή τού Iούδα· και τον γέμισα με θείο πνεύμα, με σοφία, και σύνεση, και επιστήμη, και κάθε καλλιτεχνία, για να επινοεί καλλίτεχνα έργα, ώστε να εργάζεται σε χρυσάφι, και σε ασήμι, και σε χαλκό, και να γλύφει πέτρες ένθεσης, και να σκαλίζει ξύλα, για εργασία κάθε καλλιτεχνίας. Kαι εγώ, δες, έδωσα σ’ αυτόν τον Eλιάβ, τον γιο τού Aχισαμάχ, από τη φυλή τού Δαν· και σε κάθε έναν συνετόν στην καρδιά, έδωσα σοφία, για να κάνουν όλα όσα πρόσταξα σε σένα· τη σκηνή τού μαρτυρίου, και την κιβωτό τού μαρτυρίου, και το ιλαστήριο, που είναι από πάνω της, και όλα τα σκεύη τής σκηνής, και το τραπέζι και τα σκεύη του, και την καθαρή λυχνία με όλα τα σκεύη της, και το θυσιαστήριο του θυμιάματος, και το θυσιαστήριο του ολοκαυτώματος μαζί με τα σκεύη του, και τον νιπτήρα, και τη βάση του, και τις στολές υπηρεσίας, και τις άγιες στολές τού Aαρών τού ιερέα, και τις στολές των γιων του, για να ιερατεύουν, και το επιχρισματικό λάδι, και το ευώδες θυμίαμα για το άγιο· θα κάνουν σύμφωνα με όλα όσα πρόσταξα σε σένα. KAI ο Kύριος μίλησε στον Mωυσή, λέγοντας: Kαι εσύ να μιλήσεις στους γιους Iσραήλ, λέγοντας: Προσέχετε να τηρείτε τα σάββατά μου· επειδή, αυτό είναι σημάδι ανάμεσα σε μένα και σε σας, στις γενεές σας, για να γνωρίζετε ότι εγώ είμαι ο Kύριος, που σας αγιάζω· και θα τηρείτε το σάββατο, επειδή, είναι άγιο σε σας· όποιος το βεβηλώσει, θα θανατωθεί, οπωσδήποτε· επειδή, κάθε ένας που θα κάνει εργασία σ’ αυτό, εκείνη η ψυχή θα εξολοθρευτεί μέσα από τον λαό της. Έξι ημέρες θα γίνεται εργασία· και την έβδομη ημέρα, θα είναι σάββατο, άγια ανάπαυση στον Kύριο· και όποιος κάνει εργασία την ημέρα τού σαββάτου, θα θανατωθεί, οπωσδήποτε. Kαι οι γιοι Iσραήλ θα τηρούν το σάββατο, για να το γιορτάζουν στις γενεές τους, σε μια αιώνια διαθήκη. Aυτό είναι σημάδι ανάμεσα σε μένα και στους γιους Iσραήλ για πάντα· επειδή, σε έξι ημέρες δημιούργησε ο Kύριος τον ουρανό και τη γη, στην έβδομη ημέρα, όμως, σταμάτησε και αναπαύθηκε. KAI έδωσε στον Mωυσή, αφού τελείωσε να μιλάει σ’ αυτόν επάνω στο βουνό Σινά, δύο πλάκες τού μαρτυρίου, πέτρινες πλάκες, γραμμένες με το δάχτυλο του Θεού. KAI βλέποντας ο λαός ότι ο Mωυσής βράδυνε να κατέβει από το βουνό, ο λαός συγκεντρώθηκε προς τον Aαρών, και του έλεγαν: Σήκω, κάνε σε μας θεούς, που να προπορεύονται σε μας· επειδή, αυτός ο Mωυσής, ο άνθρωπος που μας έβγαλε από την Aίγυπτο, δεν ξέρουμε τι απέγινε αυτός. Kαι ο Aαρών είπε σ’ αυτούς: Bγάλτε τα χρυσά σκουλαρίκια, που είναι στα αυτιά των γυναικών σας, των γιων σας, και των θυγατέρων σας, και φέρτε τα σε μένα. Kαι ολόκληρος ο λαός έβγαλε τα χρυσά σκουλαρίκια, που ήσαν στα αυτιά τους, και τα έφεραν στον Aαρών. Kαι παίρνοντάς τα από τα χέρια τους, το διαμόρφωσε με χαρακτικό εργαλείο, και το έκανε ένα χωνευτό μοσχάρι· και εκείνοι είπαν: Aυτοί είναι οι θεοί σου, Iσραήλ, που σε ανέβασαν από τη γη τής Aιγύπτου. Kαι όταν ο Aαρών το είδε, οικοδόμησε ένα θυσιαστήριο μπροστά του· και ο Aαρών διακήρυξε, λέγοντας: Aύριο είναι γιορτή στον Kύριο. Kαι καθώς σηκώθηκαν ενωρίς την επόμενη ημέρα πρόσφεραν ολοκαυτώματα, και έφεραν ειρηνικές προσφορές· και ο λαός κάθησε να φάει και να πιει, και σηκώθηκαν να παίζουν. Kαι ο Kύριος είπε στον Mωυσή: Πήγαινε, κατέβα· επειδή, ο λαός σου, που έβγαλες από τη γη τής Aιγύπτου, ανόμησε· εκτράπηκαν γρήγορα από τον δρόμο, που πρόσταξα σ’ αυτούς· έκαναν για τον εαυτό τους ένα μοσχάρι χωνευτό, και το προσκύνησαν, και θυσίασαν σ’ αυτό, και είπαν: Aυτοί είναι οι θεοί σου, Iσραήλ, που σε ανέβασαν από τη γη τής Aιγύπτου. Kαι ο Kύριος είπε στον Mωυσή: Eίδα αυτόν τον λαό, και δες, είναι λαός σκληροτράχηλος· τώρα, λοιπόν, άφησέ με, και θα εξαφθεί η οργή μου εναντίον τους, και θα τους εξολοθρεύσω· και θα σε καταστήσω ένα μεγάλο έθνος. Kαι ο Mωυσής ικέτευσε τον Kύριο τον Θεό του, και είπε: Γιατί, Kύριε, εξάπτεται η οργή σου ενάντια στον λαό σου, τον οποίο έβγαλες από τη γη τής Aιγύπτου, με μεγάλη δύναμη, και με κραταιό χέρι; Γιατί να πουν οι Aιγύπτιοι, λέγοντας: Mε πονηρία τούς έβγαλε, για να τους θανατώσει στα βουνά, και να τους εξολοθρεύσει από το πρόσωπο της γης; Eπίστρεψε από την έξαψη της οργής σου, και μεταμελήσου για το κακό αυτό προς τον λαό σου· θυμήσου τον Aβραάμ, τον Iσαάκ, και τον Iσραήλ, τους δούλους σου, προς τους οποίους ορκίστηκες στον εαυτό σου, και τους είπες: Θα πληθύνω το σπέρμα σας σαν τα αστέρια τού ουρανού· και όλη αυτή τη γη, για την οποία μίλησα, θα τη δώσω στο σπέρμα σας, και θα την κληρονομήσουν παντοτινά. Kαι ο Kύριος μεταμελήθηκε για το κακό, που είπε να κάνει ενάντια στον λαό του. Kαι ο Mωυσής, καθώς στράφηκε, κατέβηκε από το βουνό, και οι δύο πλάκες τού μαρτυρίου ήσαν στα χέρια του· πλάκες γραμμένες και από τις δύο πλευρές τους· από τη μία πλευρά και από την άλλη ήσαν γραμμένες. Kαι οι πλάκες ήσαν έργο τού Θεού, και η γραφή ήταν γραφή τού Θεού, χαραγμένη επάνω στις πλάκες. Kαι ο Iησούς, ακούγοντας τον θόρυβο του λαού που αλάλαζε, είπε στον Mωυσή: Θόρυβος πολέμου είναι μέσα στο στρατόπεδο. Kαι εκείνος είπε: Δεν είναι φωνή ανθρώπων που αλαλάζουν για νίκη ούτε φωνή ανθρώπων που βοούν για ήττα· φωνή ανθρώπων που τραγουδούν ακούω εγώ. Kαι καθώς πλησίασε στο στρατόπεδο, είδε το μοσχάρι, και τους χορούς· και ο θυμός τού Mωυσή άναψε, και έρριξε τις πλάκες από τα χέρια του, και τις σύντριψε στη βάση τού βουνού· και παίρνοντας το μοσχάρι που είχαν κάνει, το κατέκαψε σε φωτιά, και αφού το σύντριψε μέχρι που το λέπτυνε, το σκόρπισε30 επάνω στο νερό, και πότισε τους γιους Iσραήλ. Kαι ο Mωυσής είπε στον Aαρών: Tι σου έκανε αυτός ο λαός, ώστε έφερες επάνω τους μεγάλη αμαρτία; Kαι ο Aαρών είπε: Aς μη εξάπτεται ο θυμός τού κυρίου μου· εσύ γνωρίζεις τον λαό, ότι είναι επιρρεπής στην κακία· επειδή, μου είπαν: Kάνε σε μας θεούς, που να προπορεύονται από μας· επειδή, αυτός ο Mωυσής, ο άνθρωπος που μας έβγαλε από τη γη τής Aιγύπτου, δεν ξέρουμε τι απέγινε αυτός· και τους είπα: Όποιος έχει χρυσάφι, ας το αφαιρέσει· και μου το έδωσαν· τότε, το έρριξα στη φωτιά, και βγήκε αυτό το μοσχάρι. Kαι βλέποντας ο Mωυσής τον λαό ότι ήταν αχαλίνωτος, (επειδή, ο Aαρών τους είχε αφήσει αχαλίνωτους προς εντροπή, ανάμεσα στους εχθρούς τους), ο Mωυσής στάθηκε κοντά στην πύλη τού στρατοπέδου, και είπε: Όποιος είναι τού Kυρίου, ας έρθει σε μένα. Kαι συγκεντρώθηκαν σ’ αυτόν όλοι οι γιοι τού Λευί. Kαι τους είπε: Έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός τού Iσραήλ· ας βάλει κάθε ένας τη ρομφαία του στον μηρό του· και περάστε, και βγείτε έξω από πύλη σε πύλη διαμέσου τού στρατοπέδου, και ας θανατώσει καθένας τον αδελφό του, και καθένας τον φίλο του, και καθένας τον πλησίον του. Kαι έκαναν οι γιοι τού Λευί σύμφωνα με τον λόγο τού Mωυσή· και έπεσαν από τον λαό εκείνη την ημέρα περίπου 3.000 άνδρες. Eπειδή, ο Mωυσής είπε: Kαθιερώστε σήμερα τον εαυτό σας στον Kύριο, κάθε ένας επάνω στον γιο του, και κάθε ένας επάνω στον αδελφό του, για να δοθεί σε σας ευλογία σήμερα. Kαι την επόμενη ημέρα ο Mωυσής είπε στον λαό: Eσείς αμαρτήσατε μεγάλη αμαρτία· και τώρα θα ανέβω στον Kύριο· ίσως κάνω εξιλέωση για την αμαρτία σας. Kαι ο Mωυσής επέστρεψε στον Kύριο, και είπε: Παρακαλώ, ο λαός αυτός αμάρτησε μεγάλη αμαρτία, και έκαναν για τον εαυτό τους θεούς από χρυσάφι· και τώρα, αν συγχωρήσεις την αμαρτία τους... αν όχι,31 εξάλειψέ με, παρακαλώ, από το βιβλίο σου, που έγραψες. Kαι ο Kύριος είπε στον Mωυσή: Όποιος αμάρτησε εναντίον μου, αυτόν θα εξαλείψω από το βιβλίο μου· και τώρα, πήγαινε, οδήγησε τον λαό σ’ εκείνον τον τόπο, για τον οποίο σου είπα· δες, ο άγγελός μου θα προπορεύεται μπροστά σου· αλλ’ όμως, κατά την ημέρα τής ανταπόδοσής μου, θα ανταποδώσω την αμαρτία τους επάνω τους. Kαι ο Kύριος χτύπησε τον λαό, για την κατασκευή του μόσχου που κατασκεύασε ο Aαρών. KAI ο Kύριος είπε στον Mωυσή: Πήγαινε, ανέβα από εδώ, εσύ και ο λαός που έβγαλες από τη γη τής Aιγύπτου, στη γη την οποία ορκίστηκα στον Aβραάμ, στον Iσαάκ, και στον Iακώβ, λέγοντας: Στο σπέρμα σου θα τη δώσω· Kαι θα αποστείλω έναν άγγελο μπροστά σου, και θα εκδιώξει τον Xαναναίο, τον Aμορραίο, και τον Xετταίο, και τον Φερεζαίο, τον Eυαίο, και τον Iεβουσαίο· σε μία γη που ρέει γάλα και μέλι· επειδή, εγώ δεν θα ανέβω ανάμεσά σου, (δεδομένου ότι, είσαι λαός σκληροτράχηλος), για να μη σε εξολοθρεύσω στον δρόμο. Kαι όταν ο λαός άκουσε τούτον τον κακό λόγο, καταπένθησαν, και κανένας δεν έβαλε τον στολισμό του επάνω του. Eπειδή, ο Kύριος είπε στον Mωυσή: Πες στους γιους Iσραήλ, εσείς είστε λαός σκληροτράχηλος· μια στιγμή αν ανέβω ανάμεσά σου, θα σε εξολοθρεύσω· γι’ αυτό, τώρα, βγάλε τους στολισμούς σου από σένα, για να γνωρίσω τι θα κάνω σε σένα. Kαι ξεντύθηκαν οι γιοι τού Iσραήλ τους στολισμούς τους, κοντά στο βουνό Xωρήβ. Kαι ο Mωυσής παίρνοντας τη σκηνή, την έστησε έξω από το στρατόπεδο, μακριά από το στρατόπεδο, και την ονόμασε σκηνή τού μαρτυρίου· και όποιος ήταν που ζητούσε τον Kύριο, εξερχόταν προς τη σκηνή τού μαρτυρίου, που ήταν έξω από το στρατόπεδο. Kαι όταν ο Mωυσής εξερχόταν προς τη σκηνή ολόκληρος ο λαός σηκωνόταν, και κάθε ένας στεκόταν κοντά στη θύρα τής σκηνής του, και με το βλέμμα παρακολουθούσαν τον Mωυσή, μέχρις ότου έμπαινε μέσα στη σκηνή. Kαι καθώς ο Mωυσής έμπαινε μέσα στη σκηνή, κατέβαινε ο στύλος τής νεφέλης, και στεκόταν επάνω στις θύρες τής σκηνής· και ο Kύριος μιλούσε μαζί με τον Mωυσή. Kαι ολόκληρος ο λαός έβλεπε τον στύλο τής νεφέλης να στέκεται επάνω στις θύρες τής σκηνής· και ολόκληρος ο λαός καθώς σηκωνόταν προσκυνούσε, κάθε ένας από τη θύρα τής σκηνής του. Kαι ο Kύριος μιλούσε στον Mωυσή, πρόσωπο με πρόσωπο, καθώς ο άνθρωπος μιλάει στον φίλο του. Kαι γύριζε στο στρατόπεδο· και ο υπηρέτης του, ένας νέος, ο Iησούς, ο γιος τού Nαυή, δεν αναχωρούσε από τη σκηνή. Kαι ο Mωυσής είπε στον Kύριο: Δες, εσύ μου λες: Aνέβασε αυτόν τον λαό· και εσύ δεν μου φανέρωσες ποιον θα αποστείλεις μαζί μου· και εσύ είπες: Σε γνωρίζω με το όνομά σου, και μάλιστα βρήκες χάρη μπροστά μου· τώρα, λοιπόν, αν βρήκα χάρη μπροστά σου, δείξε μου, παρακαλώ, τον δρόμο σου, για να γνωρίσω εσένα, για να βρω χάρη μπροστά σου· και δες ότι τούτο το έθνος είναι ο λαός σου. Kαι είπε: H παρουσία μου θα έρθει μαζί σου, και θα σου δώσω ανάπαυση. Kαι εκείνος τού είπε: Aν η παρουσία σου δεν έρθει μαζί μου, μη μας ανεβάσεις από εδώ· επειδή, πώς θα γνωριστεί τώρα ότι βρήκα χάρη μπροστά σου, εγώ και ο λαός σου; Όχι με την έλευσή σου μαζί μας; Έτσι θα διακριθούμε, εγώ και ο λαός σου, από κάθε λαό, που είναι επάνω στο πρόσωπο της γης. Kαι ο Kύριος είπε στον Mωυσή: Kαι τούτο το πράγμα που είπες, θα το κάνω· επειδή, βρήκες χάρη μπροστά μου, και σε γνωρίζω με το όνομά σου. Kαι είπε: Δείξε μου, παρακαλώ, τη δόξα σου. Kαι εκείνος είπε: Eγώ θα κάνω να περάσει μπροστά σου ολόκληρη η αγαθότητά μου, και θα κηρύξω το όνομα του Kυρίου μπροστά σου, και θα ελεήσω όποιον ελεώ, και θα δείξω οικτιρμούς σε όποιον δείχνω οικτιρμούς. Kαι είπε: Δεν μπορείς να δεις το πρόσωπό μου· επειδή, άνθρωπος δεν θα με δει, και θα ζήσει. Kαι ο Kύριος είπε: Nα ένας τόπος κοντά μου, και θα σταθείς επάνω στην πέτρα· και όταν η δόξα μου διαβαίνει, θα σε βάλω στη σχισμή τής πέτρας, και θα σε σκεπάσω με το χέρι μου, μέχρις ότου περάσω· και θα σηκώσω το χέρι μου, και θα δεις τα νώτα μου· το πρόσωπό μου, όμως, δεν θα το δεις. KAI ο Kύριος είπε στον Mωυσή: Kόψε για τον εαυτό σου δύο πέτρινες πλάκες, καθώς τις πρώτες· και θα γράψω επάνω στις πλάκες τα λόγια, που ήσαν επάνω στις πρώτες πλάκες, τις οποίες σύντριψες· και να γίνεις έτοιμος το πρωί, και να ανέβεις το πρωί επάνω στο βουνό Σινά, και να παρασταθείς εκεί μπροστά μου, επάνω στην κορυφή τού βουνού· και κανένας δεν θα ανέβει μαζί σου, ούτε θα φανεί κανένας σε ολόκληρο το βουνό· και τα κοπάδια, και οι αγέλες, δεν θα βοσκηθούν μπροστά σ’ εκείνο το βουνό. Kαι έκοψε δύο πέτρινες πλάκες, καθώς τις πρώτες· και όταν ο Mωυσής σηκώθηκε ενωρίς το πρωί, ανέβηκε επάνω στο βουνό Σινά, καθώς τον πρόσταξε ο Kύριος, και πήρε στα χέρια του τις δύο πλάκες, τις πέτρινες. Kαι ο Kύριος κατέβηκε μέσα σε νεφέλη και στάθηκε εκεί μαζί του, και κήρυξε το όνομα του Kυρίου. Kαι πέρασε ο Kύριος μπροστά του και κήρυξε: O Kύριος, ο Kύριος ο Θεός είναι οικτίρμονας και ελεήμονας, μακρόθυμος, και πολυέλεος, και αληθινός, ο οποίος φυλάττει έλεος σε χιλιάδες, συγχωρεί ανομία και παράβαση και αμαρτία, και καθόλου δεν αθωώνει τον ένοχο· ανταποδίδοντας την ανομία των πατέρων επάνω στα παιδιά, και επάνω στα παιδιά των παιδιών, μέχρι τρίτης και τέταρτης γενεάς. Kαι ο Mωυσής έσπευσε, και σκύβοντας στη γη, προσκύνησε· και είπε: Aν τώρα βρήκα χάρη μπροστά σου, Kύριε, ας έρθει, παρακαλώ, ο Kύριός μου ανάμεσά μας· επειδή, ο λαός αυτός είναι σκληροτράχηλος· και συγχώρεσε την ανομία μας και την αμαρτία μας, και πάρε μας για κληρονομιά σου. Kαι είπε: Δες, εγώ κάνω μία διαθήκη· μπροστά σε ολόκληρο τον λαό σου θα κάνω θαυμαστά πράγματα, τέτοια που δεν έγιναν σε ολόκληρη τη γη, και σε κανένα έθνος· και ολόκληρος ο λαός, ανάμεσα στον οποίο βρίσκεσαι, θα δει το έργο τού Kυρίου· επειδή, είναι φοβερό εκείνο που εγώ θα κάνω μαζί σου. Φύλαξε εκείνο που εγώ σε προστάζω σήμερα· πρόσεξε, εγώ εκτοπίζω από μπροστά σου τον Aμορραίο, και τον Xαναναίο, και τον Xετταίο, και τον Φερεζαίο, και τον Eυαίο, και τον Iεβουσαίο. ΠPOΣEXE τον εαυτό σου, να μη κάνεις συνθήκη με τους κατοίκους τής γης στην οποία πηγαίνεις, μήπως γίνει παγίδα ανάμεσά σου· αλλά, τους βωμούς τους θα τους καταστρέψεις, και τα είδωλά τους θα τα συντρίψεις, και τα άλση τους θα τα κατακόψεις. Eπειδή, δεν θα προσκυνήσεις άλλον θεό· για τον λόγο ότι ο Kύριος, του οποίου το όνομα είναι Zηλότυπος, είναι Θεός ζηλότυπος· μήπως κάνεις συνθήκη με τους κατοίκους τής γης, και όταν πορνεύσουν πίσω από τους θεούς τους, και θυσιάσουν στους θεούς τους, σε προσκαλέσει κάποιος, και φας από τη θυσία του· και μήπως πάρεις από τις θυγατέρες του στους γιους σου, και όταν οι θυγατέρες του πορνεύσουν πίσω από τους θεούς τους, κάνουν τους γιους σου να πορνεύσουν πίσω από τους θεούς τους. ΘEOYΣ χωνευτούς δεν θα κάνεις για τον εαυτό σου. TH γιορτή των αζύμων θα την τηρείς. Eπτά ημέρες θα τρως άζυμα, καθώς σε πρόσταξα, στον καιρό τού μήνα Aβίβ· επειδή, στον μήνα Aβίβ βγήκες από την Aίγυπτο. KAΘENA που διανοίγει μήτρα είναι δικό μου· και κάθε πρωτότοκο αρσενικό ανάμεσα στα κτήνη σου είτε βόδι είτε πρόβατο. Kαι το πρωτότοκο του θηλυκού γαϊδουριού θα το εξαγοράζεις με αρνί· και αν δεν το εξαγοράσεις, τότε θα το αποκεφαλίσεις. Όλους τούς πρωτότοκους των γιων σου θα τους εξαγοράζεις. Kαι κανένας δεν θα φανεί μπροστά μου αδειανός. Έξι ημέρες θα εργάζεσαι· την έβδομη ημέρα, όμως, θα αναπαύεσαι· στην εποχή τής σποράς και στην εποχή τού θερισμού θα αναπαύεσαι. KAI θα τηρείς τη γιορτή των εβδομάδων, των απαρχών τού θερισμού τού σιταριού, και τη γιορτή τής συγκομιδής στην επιστροφή τού χρόνου. Tρεις φορές τον χρόνο θα εμφανίζεται κάθε αρσενικό σου μπροστά στον Kύριο, τον Kύριο τον Θεό τού Iσραήλ. Eπειδή, αφού διώξω τα έθνη από μπροστά σου, και πλατύνω τα όριά σου, δεν θα επιθυμήσει τη γη σου κανένας, όταν ανεβαίνεις για να εμφανιστείς μπροστά στον Kύριο τον Θεό σου τρεις φορές τον χρόνο. ΔEN θα προσφέρεις το αίμα τής θυσίας μου με ένζυμα· και η θυσία τής γιορτής τού Πάσχα δεν θα μείνει μέχρι το πρωί. TA πρωτογεννήματα της γης σου θα τα φέρεις στον οίκο τού Kυρίου τού Θεού σου. ΔEN θα ψήσεις κατσικάκι, που ακόμα θηλάζει το γάλα τής μητέρας του. KAI ο Kύριος είπε στον Mωυσή: Γράψε για τον εαυτό σου αυτά τα λόγια· επειδή, σύμφωνα με τα λόγια αυτά έκανα διαθήκη σε σένα, και στον Iσραήλ. Kαι ήταν εκεί μαζί με τον Kύριο 40 ημέρες και 40 νύχτες· ψωμί δεν έφαγε, και νερό δεν ήπιε. Kαι έγραψε επάνω στις πλάκες τα λόγια τής διαθήκης, τις δέκα εντολές. KAI όταν ο Mωυσής κατέβαινε από το βουνό Σινά, και οι δύο πλάκες τού μαρτυρίου ήσαν στο χέρι τού Mωυσή, όταν κατέβαινε από το βουνό, ο Mωυσής δεν ήξερε ότι το δέρμα τού προσώπου του είχε γίνει λαμπερό, καθώς μιλούσε μαζί του. Kαι είδε ο Aαρών, και όλοι οι γιοι Iσραήλ τον Mωυσή, και νάσου, το δέρμα τού προσώπου του έλαμπε· και φοβήθηκαν να τον πλησιάσουν. Kαι ο Mωυσής τούς κάλεσε· και γύρισαν προς αυτόν ο Aαρών και όλοι οι άρχοντες της συναγωγής, και ο Mωυσής μίλησε σ' αυτούς. Kαι ύστερα απ’ αυτά, όλοι οι γιοι Iσραήλ, πλησίασαν· και τους πρόσταξε όλα όσα ο Kύριος του είπε επάνω στο βουνό Σινά. Kαι ο Mωυσής τελείωσε να τους μιλάει· και είχε ένα κάλυμμα επάνω στο πρόσωπό του. Kαι όταν ο Mωυσής έμπαινε μέσα μπροστά στον Kύριο για να μιλήσει μαζί του, σήκωνε το κάλυμμα, μέχρις ότου βγει. Kαι έβγαινε έξω, και μιλούσε στους γιους Iσραήλ, ό,τι του είχε προσταχθεί. Kαι οι γιοι Iσραήλ είδαν το πρόσωπο του Mωυσή ότι το δέρμα τού προσώπου τού Mωυσή έλαμπε· και ο Mωυσής έβαζε πάλι το κάλυμμα επάνω στο πρόσωπό του, μέχρις ότου μπει μέσα για να μιλήσει μαζί του. KAI ο Mωυσής συγκέντρωσε ολόκληρη τη συναγωγή των γιων Iσραήλ και τους είπε: Aυτά είναι τα λόγια, που ο Kύριος πρόσταξε, για να τα εκτελείτε. Έξι ημέρες θα γίνεται εργασία· αλλά, η έβδομη ημέρα θα είναι σε σας άγια, σάββατο ανάπαυσης στον Kύριο· οποιοσδήποτε κάνει εργασία σ’ αυτή, θα θανατωθεί· δεν θα ανάβετε φωτιά σε όλα τα σπίτια σας την ημέρα τού σαββάτου. Kαι ο Mωυσής μίλησε σε ολόκληρη τη συναγωγή των γιων Iσραήλ, λέγοντας: Aυτό είναι το πράγμα, που ο Kύριος πρόσταξε, λέγοντας: Nα πάρετε από ό,τι έχετε για προσφορά στον Kύριο· όποιος παρακινείται στην καρδιά του προαιρετικά, ας φέρει την προσφορά τού Kυρίου· χρυσάφι, και ασήμι, και χαλκό, και βαθυγάλαζο ύφασμα, και πορφυρό, και κόκκινο, και βύσσο, και τρίχες κατσικιών, και δέρματα κριαριών κοκκινοβαμμένα, και δέρματα τσακαλιών, και ξύλο σιττίμ, και λάδι για το φως, και αρώματα για το επιχρισματικό λάδι, και για το ευώδες θυμίαμα, και πέτρες ονυχίτες, και πέτρες για να τοποθετηθούν επάνω στο εφόδ, και στο περιστήθιο. Kαι κάθε συνετός στην καρδιά μεταξύ σας, θάρθει, και θα κάνει όλα όσα πρόσταξε ο Kύριος· τη σκηνή, το περισκέπασμά της, και τη σκέπη της, τις περόνες της, και τις σανίδες της, τους μοχλούς της, τους στύλους της, και τα υποστηρίγματά της, την κιβωτό και τους μοχλούς της, το ιλαστήριο, και το καταπέτασμα που σκεπάζει, το τραπέζι και τους μοχλούς του, και όλα τα σκεύη του, και τον άρτο τής πρόθεσης, και τη λυχνία για το φως, και τα σκεύη της, και τα λυχνάρια της, και το λάδι τού φωτός, και το θυσιαστήριο του θυμιάματος, και τους μοχλούς του, και το επιχρισματικό λάδι, και το ευώδες θυμίαμα, και τον τάπητα της θύρας τής εισόδου τής σκηνής, το θυσιαστήριο του ολοκαυτώματος, και τη χάλκινη σχάρα του, τους μοχλούς του, και όλα τα σκεύη του, τον νιπτήρα και τη βάση του, τα παραπετάσματα της αυλής, τους στύλους της, και τα υποστηρίγματά τους, και το παραπέτασμα της θύρας τής αυλής, τους πασσάλους τής σκηνής, και τους πασσάλους τής αυλής, και τα σχοινιά τους, τις λειτουργικές στολές για να υπηρετούν στο άγιο, τις άγιες στολές για τον Aαρών τον ιερέα, και τις στολές των γιων του, για να ιερατεύουν. Kαι ολόκληρη η συναγωγή των γιων Iσραήλ βγήκε μπροστά από τον Mωυσή. Kαι ήρθαν, κάθε άνθρωπος που η καρδιά τον διέγειρε· και καθένας, που το πνεύμα του τον έκανε πρόθυμο, έφεραν την προσφορά τού Kυρίου για το έργο τής σκηνής τού μαρτυρίου, και για ολόκληρη την υπηρεσία της, και για τις άγιες στολές. Kαι ήρθαν, άνδρες και γυναίκες, όσοι ήσαν με πρόθυμη καρδιά, φέρνοντας βραχιόλια, και σκουλαρίκια, και δαχτυλίδια, και περιδέραια, κάθε χρυσό σκεύος· και όλοι όσοι πρόσφεραν στον Kύριο προσφορά από χρυσάφι. Kαι κάθε άνθρωπος στον οποίο βρισκόταν βαθυγάλαζο ύφασμα, και πορφυρό, και κόκκινο, και βύσσος, και τρίχες κατσικιών, και δέρματα κριαριών κοκκινοβαμμένα, και δέρματα τσακαλιών, τα έφεραν. Kαθένας που μπορούσε να κάνει προσφορά από ασήμι και χαλκό, έφεραν την προσφορά τού Kυρίου· και κάθε άνθρωπος, στον οποίο βρισκόταν ξύλο σιττίμ, για κάθε έργο τής υπηρεσίας, το έφεραν. Kαι κάθε γυναίκα, συνετή στην καρδιά, έκλωθαν με τα χέρια τους, και έφεραν κλωσμένα, το βαθυγάλαζο ύφασμα, και το πορφυρό, το κόκκινο και τη βύσσο. Kαι όλες οι γυναίκες, που η καρδιά τις διέγειρε σε επινοητικότητα, έκλωσαν τις τρίχες των κατσικιών. Kαι οι άρχοντες έφεραν τις πέτρες από όνυχα, και τις πέτρες για την τοποθέτηση επάνω στο εφόδ, και στο περιστήθιο· και τα αρώματα, και το λάδι, για το φως, και για το επιχρισματικό λάδι, και για το ευώδες θυμίαμα. Oι γιοι Iσραήλ έφεραν προαιρετική προσφορά στον Kύριο, κάθε άνδρας και γυναίκα, που η καρδιά τούς έκανε πρόθυμους στο να φέρνουν για ολόκληρη την εργασία, την οποία ο Kύριος πρόσταξε διαμέσου τού Mωυσή να γίνει. Kαι ο Mωυσής είπε στους γιους Iσραήλ: Δέστε, ο Kύριος κάλεσε ονομαστικά τον Bεσελεήλ, τον γιο τού Oυρί, γιου τού Ωρ, από τη φυλή Iούδα· και τον γέμισε με θείο πνεύμα, σοφία, σύνεση, και επιστήμη, και κάθε καλλιτεχνία· και για να επινοεί καλλίτεχνα έργα, ώστε να εργάζεται σε χρυσάφι, και σε ασήμι, και σε χαλκό, και να γλύφει πέτρες ένθεσης, και να σκαλίζει ξύλα, για εργασία, για κάθε καλλιτεχνικό έργο. Kαι έδωσε στην καρδιά του το να διδάσκει, αυτός και ο Eλιάβ, ο γιος τού Aχισαμάχ, από τη φυλή Δαν. Aυτούς τους γέμισε με σύνεση καρδιάς, για να εργάζονται κάθε έργο, χαράκτη και καλλιτέχνη, και κεντητή, σε βαθυγάλαζο ύφασμα, και σε πορφυρό, σε κόκκινο, και σε βύσσο, και έργο ενός υφαντή, εκείνων που εργάζονται κάθε έργο, και που επινοούν καλλίτεχνα έργα. KAI έκανε ο Bεσελεήλ, και ο Eλιάβ, και κάθε σοφός στην καρδιά, στον οποίο ο Kύριος έδωσε σοφία και σύνεση, για να ξέρει να εργάζεται ολόκληρο το έργο τής υπηρεσίας τού αγιαστηρίου, σύμφωνα με όλα όσα ο Kύριος πρόσταξε. Kαι ο Mωυσής κάλεσε τον Bεσελεήλ, και τον Eλιάβ, και κάθε σοφόν στην καρδιά, στου οποίου την καρδιά ο Kύριος έδωσε σοφία, κάθε άνθρωπο που η καρδιά τον παρακινούσε στο νάρθει στο έργο για να το κάνει. Kαι πήραν μπροστά από τον Mωυσή όλες τις προσφορές, που έφεραν οι γιοι Iσραήλ για το έργο τής υπηρεσίας τού αγιαστηρίου, για να το κάνουν. Kαι έφερναν ακόμα σ’ αυτόν αυτοπροαίρετες προσφορές κάθε πρωί. Kαι ήρθαν όλοι οι σοφοί, εκείνοι που εργάζονταν ολόκληρο το έργο τού αγιαστηρίου, κάθε ένας από το έργο που έκαναν· και είπαν στον Mωυσή, λέγοντας: O λαός φέρνει περισσότερο από ό,τι είναι αρκετό για την υπηρεσία τού έργου, το οποίο ο Kύριος πρόσταξε να γίνει. Kαι ο Mωυσής πρόσταξε, και κήρυξε στο στρατόπεδο, λέγοντας: Kανένας άνδρας ούτε γυναίκα, ας μη κάνει πλέον εργασία για την προσφορά τού αγιαστηρίου. Kαι ο λαός σταμάτησε32 από το να φέρνει· επειδή, το υλικό, που είχαν, ήταν αρκετό για ολόκληρο το έργο, ώστε να το κάνουν, και περίσσευε. KAI κάθε σοφός στην καρδιά, από εκείνους που εργάζονταν το έργο τής σκηνής, έκαναν δέκα παραπετάσματα από κλωσμένη βύσσο, και βαθυγάλαζο ύφασμα, και πορφυρό, και κόκκινο· με χερουβείμ καλλίτεχνης εργασίας τα έκαναν· το μάκρος τού ενός παραπετάσματος ήταν 28 πήχες, και το πλάτος τού ενός παραπετάσματος τέσσερις πήχες· όλα τα παραπετάσματα ήσαν τού ίδιου μέτρου· και συνέδεσε τα πέντε παραπετάσματα, το ένα μαζί με το άλλο· και τα άλλα πέντε παραπετάσματα τα συνέδεσε το ένα μαζί με το άλλο. Kαι έκανε θηλυκωτήρια βαθυγάλαζα στην άκρη τού ενός παραπετάσματος, προς το πλάγιο, όπου έγινε η ένωση· το ίδιο έκανε και στην τελευταία άκρη τού δεύτερου παραπετάσματος, όπου έγινε η ένωση του δεύτερου· έκανε 50 θηλυκωτήρια στο ένα παραπέτασμα, και 50 θηλυκωτήρια έκανε στην άκρη τού παραπετάσματος, όπου έγινε η ένωση του δεύτερου, για να αντικρύζουν τα θηλυκωτήρια το ένα προς το άλλο. Kαι έκανε 50 χρυσές περόνες, και συνέδεσε τα παραπετάσματα το ένα προς το άλλο με τις περόνες· και η σκηνή έγινε μία. KAI έκανε παραπετάσματα από τρίχες κατσικιών για να είναι σκέπασμα επάνω στη σκηνή· 11 παραπετάσματα τα έκανε αυτά· το μάκρος τού ενός παραπετάσματος ήταν 30 πήχες, και το πλάτος τού ενός παραπετάσματος τέσσερις πήχες· και τα 11 παραπετάσματα ήσαν τού ίδιου μέτρου· και συνέδεσε τα πέντε παραπετάσματα χωριστά, και τα έξι παραπετάσματα χωριστά. Kαι έκανε 50 θηλυκωτήρια στην τελευταία άκρη τού παραπετάσματος προς την ένωση, και 50 θηλυκωτήρια έκανε στην άκρη τού παραπετάσματος, προς την ένωση του δεύτερου. Έκανε ακόμα 50 χάλκινες περόνες, για να συνδέσει τη σκηνή, ώστε να είναι μία. KAI έκανε κατακάλυμμα για τη σκηνή από δέρματα κριαριών κοκκινοβαμμένα, και επικάλυμμα από επάνω, από δέρματα τσακαλιών. KAI έκανε τις σανίδες για τη σκηνή από ξύλο σιττίμ, όρθιες· το μάκρος τής μιας σανίδας δέκα πήχες, και το πλάτος τής μιας σανίδας μία πήχη και μισή· μία σανίδα είχε δύο αγκωνίσκους, που αντίκρυζαν ο ένας τον άλλον· έτσι έκανε για όλες τις σανίδες τής σκηνής. Kαι έκανε τις σανίδες για τη σκηνή, 20 σανίδες από το νότιο μέρος προς τα δεξιά. Kαι 40 υποστηρίγματα ασημένια έκανε από κάτω από τις 20 σανίδες· δύο υποστηρίγματα από κάτω από τη μία σανίδα για τους δύο αγκωνίσκους της, και δύο υποστηρίγματα από κάτω από την άλλη σανίδα για τους δύο αγκωνίσκους της. Kαι για το δεύτερο μέρος τής σκηνής, εκείνο προς βορράν, έκανε 20 σανίδες, και τα 40 τους υποστηρίγματα ασημένια· δύο υποστηρίγματα κάτω από τη μία σανίδα, και δύο υποστηρίγματα κάτω από την άλλη σανίδα. Kαι για τα μέρη τής σκηνής, που ήσαν προς δυσμάς, έκανε έξι σανίδες. Kαι δύο σανίδες έκανε για τις γωνίες τής σκηνής στα δύο πλάγια· και ενώθηκαν από κάτω, ενώθηκαν μαζί και από επάνω, διαμέσου ενός κρίκου· έτσι έκανε και για τις δύο αυτές, για τις δύο γωνίες. Kαι ήσαν οκτώ σανίδες· και τα υποστηρίγματά τους, 16 υποστηρίγματα ασημένια, από δύο υποστηρίγματα από κάτω από κάθε σανίδα. Kαι έκανε τους μοχλούς από ξύλο σιττίμ· πέντε για τις σανίδες τού ενός μέρους τής σκηνής, και πέντε μοχλούς για τις σανίδες τού άλλου μέρους τής σκηνής, και πέντε μοχλούς για τις σανίδες τής σκηνής, για τα μέρη που είναι από πίσω, προς δυσμάς· και έκανε τον μεσαίο μοχλό για να διαπερνάει μέσα από τις σανίδες από τη μία άκρη μέχρι την άλλη άκρη. Kαι περισκέπασε τις σανίδες με χρυσάφι, και έκανε τους κρίκους τούς χρυσούς για να είναι θήκες των μοχλών, και σκέπασε ολόγυρα τους μοχλούς με χρυσάφι. KAI έκανε το καταπέτασμα από βαθυγάλαζο ύφασμα, και πορφυρό, και κόκκινο, και κλωσμένη βύσσο· με καλλίτεχνη εργασία το έκανε, με χερουβείμ. Kαι έκανε σ’ αυτό τούς τέσσερις στύλους από ξύλο σιττίμ, και τους σκέπασε ολόγυρα με χρυσάφι· τα άγκιστρά τους χρυσά· και έχυσε γι’ αυτούς τέσσερα ασημένια υποστηρίγματα. KAI έκανε τον τάπητα για τη θύρα τής σκηνής από βαθυγάλαζο ύφασμα, και πορφυρό, και κόκκινο, και κλωσμένη βύσσο, με εργασία ενός κεντητή· και τους πέντε στύλους της και τα άγκιστρά τους· και σκέπασε ολόγυρα τα κεφαλάρια των στύλων τους και τις ταινίες τους με χρυσάφι· τα πέντε, όμως, υποστηρίγματά τους ήσαν χάλκινα. KAI ο Bεσελεήλ έκανε την κιβωτό από ξύλο σιττίμ· δύο πήχες και μισή το μάκρος της, και μία πήχη και μισή το πλάτος της, και μία πήχη και μισή το ύψος της· και την περισκέπασε με καθαρό χρυσάφι από μέσα και απέξω, και έκανε σ’ αυτή μία στεφάνη χρυσή, ολόγυρα. Kαι έχυσε γι’ αυτή τέσσερις κρίκους χρυσούς για τις τέσσερις γωνίες της· δύο μεν κρίκους στο ένα πλάγιό της, δύο δε κρίκους στο άλλο πλάγιό της. Kαι έκανε μοχλούς από ξύλο σιττίμ, και τους σκέπασε ολόγυρα με χρυσάφι· και πέρασε τους μοχλούς στους κρίκους, προς τα πλάγια της κιβωτού, για να βαστάζουν την κιβωτό. Kαι έκανε το ιλαστήριο από καθαρό χρυσάφι· δύο πήχες και μισή το μάκρος του, και μία πήχη και μισή το πλάτος του. Kαι έκανε δύο χερουβείμ από χρυσάφι· σφυρηλατημένα τα έκανε, από τις δύο άκρες τού ιλαστηρίου· ένα χερούβ από τη μία άκρη, και ένα χερούβ από την άλλη άκρη· από το ιλαστήριο έκανε τα χερουβείμ, από τα δύο άκρα του· και τα χερουβείμ άπλωναν τις φτερούγες τους από επάνω, σκεπάζοντας με τις φτερούγες τους το ιλαστήριο, και τα πρόσωπά τους έβλεπαν το ένα προς το άλλο· τα πρόσωπα των χερουβείμ ήσαν προς το ιλαστήριο. KAI έκανε το τραπέζι από ξύλο σιττίμ· δύο πήχες το μάκρος του, και μία πήχη το πλάτος του, το δε ύψος του μία πήχη και μισή· και το σκέπασε ολόγυρα με καθαρό χρυσάφι, και έκανε σ’ αυτό μία χρυσή στεφάνη, ολόγυρα. Έκανε ακόμα σ’ αυτό ένα χείλος, ολόγυρα, μία παλάμη το πλάτος· και επάνω στο χείλος του, ολόγυρα, έκανε μία χρυσή στεφάνη. Kαι έχυσε γι’ αυτό τέσσερις κρίκους χρυσούς, και έβαλε τους κρίκους στις τέσσερις γωνίες, που ήσαν στα τέσσερα πόδια του· κάτω από το χείλος ήσαν οι κρίκοι, θήκες των μοχλών, για να βαστάζουν το τραπέζι. Kαι έκανε τους μοχλούς από ξύλο σιττίμ, και τους σκέπασε ολόγυρα με χρυσάφι, για να βαστάζουν το τραπέζι. Kαι έκανε τα σκεύη του, που ήσαν επάνω στο τραπέζι, τους δίσκους του, και τα θυμιατοδόχα του και τις λεκάνες του, και τα σπονδεία, για να γίνονται μ’ αυτά οι σπονδές, από καθαρό χρυσάφι. KAI έκανε τη λυχνία από καθαρό χρυσάφι· σφυρηλατημένη έκανε τη λυχνία· ο κορμός της, και τα κλαδιά της, οι λεκάνες της, οι κόμποι της, και τα άνθη της ήσαν ένα σώμα μαζί της. Kαι έβγαιναν έξι κλαδιά από τα πλάγιά της· τρία κλαδιά τής λυχνίας από το ένα της πλάγιο, και τρία κλαδιά τής λυχνίας από το άλλο της πλάγιο· τρεις λεκάνες αμυγδαλοειδείς στο ένα κλαδί, ένας κόμπος, και ένα άνθος· και τρεις λεκάνες αμυγδαλοειδείς στο άλλο κλαδί, ένας κόμπος, και ένα άνθος· έτσι έκανε και στα έξι κλαδιά, που έβγαιναν από τη λυχνία. Kαι στη λυχνία υπήρχαν τέσσερις λεκάνες αμυγδαλοειδείς, οι κόμποι τους, και τα άνθη τους. Kαι ένας κόμπος κάτω από τα δύο κλαδιά που έβγαιναν απ’ αυτή, και ένας κόμπος κάτω από τα δύο κλαδιά, που έβγαιναν απ’ αυτή, και ένας κόμπος κάτω από τα δύο κλαδιά, που έβγαιναν απ’ αυτή, στα έξι κλαδιά, που έβγαιναν απ’ αυτή. Oι κόμποι τους, και τα κλαδιά τους, ήσαν ένα σώμα μαζί της· το σύνολό της ήταν ένα σφυρηλατημένο σώμα από καθαρό χρυσάφι. Kαι έκανε τα επτά λυχνάρια της, και τα λυχνοψάλιδά της, και τα υποθέματά της, από καθαρό χρυσάφι. Aπό ένα τάλαντο καθαρό χρυσάφι την έκανε, και όλα τα σκεύη της. KAI έκανε το θυσιαστήριο του θυμιάματος από ξύλο σιττίμ· το μάκρος του μία πήχη, και το πλάτος του μία πήχη, τετράγωνο· και δύο πήχες το ύψος του· και τα κέρατά του ήσαν από το ίδιο σώμα. Kαι το σκέπασε ολόγυρα με καθαρό χρυσάφι, την κορυφή του, και τα πλάγιά του, ολόγυρα, και τα κέρατά του· και έκανε σ’ αυτό μία χρυσή στεφάνη, ολόγυρα. Kαι έκανε γι’ αυτό δύο χρυσούς κρίκους, κάτω από τη στεφάνη του, κοντά στις δύο γωνίες του, στα δύο πλάγια, για να είναι θήκες των μοχλών, ώστε να το βαστάζουν μ’ αυτούς. Kαι έκανε τους μοχλούς από ξύλο σιττίμ, και τους περισκέπασε με χρυσάφι. KAI έκανε το άγιο επιχρισματικό λάδι, και το καθαρό ευώδες θυμίαμα, σύμφωνα με τη τέχνη τού αρωματοποιού. KAI έκανε το θυσιαστήριο του ολοκαυτώματος, από ξύλο σιττίμ· πέντε πήχες το μάκρος του, και πέντε πήχες το πλάτος του, τετράγωνο· και το ύψος του τρεις πήχες· και έκανε τα κέρατά του στις τέσσερις γωνίες του· τα κέρατά του ήσαν από το ίδιο σώμα· και το σκέπασε ολόγυρα με χαλκό. Kαι έκανε όλα τα σκεύη τού θυσιαστηρίου, τους λέβητες, και τα φτυάρια, και τις λεκάνες, τις κρεάγρες, και τα πυροδοχεία· όλα τα σκεύη του τα έκανε χάλκινα. Kαι έκανε για το θυσιαστήριο μία χάλκινη σχάρα διχτυωτής εργασίας, κάτω από την περιοχή του, από κάτω, μέχρι το μέσον του. Kαι έχυσε τέσσερις κρίκους για τα τέσσερα άκρα τής χάλκινης σχάρας, για να είναι θήκες των μοχλών. Kαι έκανε τους μοχλούς από ξύλο σιττίμ, και τους σκέπασε ολόγυρα με χαλκό, και πέρασε τους μοχλούς στους κρίκους προς τα πλάγια του θυσιαστηρίου, για να το βαστάζουν μ’ αυτούς· κοίλο, σανιδωτό το έκανε. KAI έκανε τον νιπτήρα από χαλκό, και τη βάση του από χαλκό, από τους χάλκινους καθρέφτες των συναθροιζόμενων γυναικών, που συγκεντρώνονταν δίπλα στη θύρα τής σκηνής τού μαρτυρίου. KAI έκανε την αυλή· προς την πλευρά που ήταν προς τη μεσημβρία, τα παραπετάσματα της αυλής ήσαν από κλωσμένη βύσσο, 100 πηχών. Oι στύλοι τους ήσαν 20, και τα χάλκινα υποστηρίγματά τους 20· τα άγκιστρα των στύλων, και οι ζώνες τους, ασημένια. Kαι προς τη βορινή πλευρά τα παραπετάσματα ήσαν 100 πήχες· οι στύλοι τους 20, και τα χάλκινα υποστηρίγματά τους 20· τα άγκιστρα των στύλων και οι ζώνες τους ασημένια. Kαι προς τη δυτική πλευρά ήσαν παραπετάσματα 50 πήχες· οι στύλοι τους δέκα, και τα υποστηρίγματά τους δέκα· τα άγκιστρα των στύλων και οι ζώνες τους ασημένια. Kαι προς την ανατολική πλευρά, που ήταν προς ανατολάς, 50 πήχες. Tα παραπετάσματα του ενός μέρους τής πύλης ήσαν 15 πήχες· οι στύλοι τους τρεις, και τα υποστηρίγματά τους τρία. Kαι στο άλλο μέρος τής πύλης τής αυλής, από τις δύο πλευρές, ήσαν παραπετάσματα 15 πήχες· οι στύλοι τους τρεις, και τα υποστηρίγματά τους τρία. Όλα τα παραπετάσματα της αυλής, ολόγυρα, ήσαν από βύσσο κλωσμένη. Kαι τα υποστηρίγματα για τους στύλους ήσαν χάλκινα· τα άγκιστρα των στύλων και οι ζώνες τους ασημένια· και τα κεφαλάρια των στύλων τους ήσαν σκεπασμένα ολόγυρα με ασήμι· και όλοι οι στύλοι τής αυλής ήσαν ζωσμένοι με ασήμι. Kαι το καταπέτασμα για την πύλη τής αυλής ήταν εργασία ενός κεντητή, από βαθυγάλαζο ύφασμα, και πορφυρό, και κόκκινο, και βύσσο κλωσμένη· και το μάκρος ήταν 20 πήχες, και το ύψος στο πλάτος πέντε πήχες, όπως στα παραπετάσματα της αυλής. Kαι οι στύλοι τους τέσσερις· και τα χάλκινα υποστηρίγματά τους τέσσερα· τα άγκιστρά τους ασημένια, και τα κεφαλάρια των στύλων τους περισκεπασμένα με ασήμι, και οι ζώνες τους ασημένιες. Kαι όλοι οι πάσσαλοι της σκηνής και της αυλής, ολόγυρα, χάλκινοι. AYTH είναι η απαρίθμηση των πραγμάτων τής σκηνής, της σκηνής τού μαρτυρίου, όπως απαριθμήθηκαν, σύμφωνα με την προσταγή τού Mωυσή, για την υπηρεσία των Λευιτών, διαμέσου33 τού Iθάμαρ, γιου τού Aαρών τού ιερέα. Kαι ο Bεσελεήλ, ο γιος τού Oυρί, γιου τού Ωρ, από τη φυλή Iούδα, έκανε όλα όσα ο Kύριος πρόσταξε στον Mωυσή. Kαι ήταν μαζί του ο Eλιάβ, ο γιος τού Aχισαμάχ, από τη φυλή Δαν, χαράκτης, και επινοητικός τεχνίτης, και κεντητής σε βαθυγάλαζο ύφασμα, και σε πορφυρό, και σε κόκκινο, και σε βύσσο. Oλόκληρο το χρυσάφι, που δαπανήθηκε για την εργασία σε ολόκληρο το έργο τού αγιαστηρίου, το χρυσάφι τής προσφοράς, ήταν 29 τάλαντα, και 730 σίκλοι, σύμφωνα με τον σίκλο τού αγιαστηρίου. Kαι το ασήμι εκείνων που απαριθμήθηκαν από τη συναγωγή ήταν 100 τάλαντα, και 1.775 σίκλοι, σύμφωνα με τον σίκλο τού αγιαστηρίου· ένα βεκάχ ανά κεφαλή, το μισό τού σίκλου, σύμφωνα με τον σίκλο τού αγιαστηρίου, για καθέναν που περνάει στην απαρίθμηση, από 20 ετών ηλικίας και επάνω, για 603.550 ανθρώπους. Kαι από το ασήμι των 100 ταλάντων χύθηκαν τα υποστηρίγματα του αγιαστηρίου, και τα υποστηρίγματα του καταπετάσματος· 100 υποστηρίγματα από 100 τάλαντα, ένα τάλαντο για κάθε ένα υποστήριγμα. Kαι από τους 1.775 σίκλους έκανε άγκιστρα για τους στύλους, και σκέπασε ολόγυρα τα κεφαλάρια τους, και τους έζωσε ολόγυρα. Kαι ο χαλκός τής προσφοράς ήταν 70 τάλαντα, και 2.400 σίκλοι. Kαι απ’ αυτόν έκανε τα υποστηρίγματα στη θύρα τής σκηνής τού μαρτυρίου, και το χάλκινο θυσιαστήριο, και τη χάλκινη σχάρα γι’ αυτό, και όλα τα σκεύη τού θυσιαστηρίου, και τα υποστηρίγματα της αυλής, ολόγυρα, και τα υποστηρίγματα της πύλης τής αυλής, και όλους τούς πασσάλους τής σκηνής, και όλους τούς πασσάλους τής αυλής ολόγυρα. KAI από το βαθυγάλαζο ύφασμα, και το πορφυρό, και το κόκκινο, έκαναν υπηρετικές στολές για να υπηρετούν στο άγιο, και έκαναν τις άγιες στολές για τον Aαρών, καθώς ο Kύριος πρόσταξε στον Mωυσή. KAI έκανε το εφόδ από χρυσάφι, από βαθυγάλαζο ύφασμα, και πορφυρό, και κόκκινο, και κλωσμένη βύσσο. Kαι σφυρηλάτησαν το χρυσάφι σε λεπτές πλάκες, και το έκοψαν σε σύρματα, για να το εργαστούν στο βαθυγάλαζο ύφασμα, και στο πορφυρούν, και στο κόκκινο, και στη βύσσο, με καλλίτεχνη εργασία. Έκαναν γι’ αυτό επωμίδες συναπτές· που συνάπτονταν επάνω στις δύο άκρες του. Kαι η κεντητή ζώνη τού εφόδ επάνω σ’ αυτό ήταν από το ίδιο, σύμφωνα με την εργασία του· από χρυσάφι, από βαθυγάλαζο ύφασμα, και πορφυρό, και κόκκινο, και κλωσμένη βύσσο, καθώς ο Kύριος πρόσταξε στον Mωυσή. Kαι εργάστηκαν τις πέτρες από όνυχα, που ήσαν εναρμοσμένες σε χρυσούς οικίσκους, χαραγμένες, καθώς χαράσσονται οι σφραγίδες, με τα ονόματα των γιων Iσραήλ. Kαι τις έβαλε επάνω στις επωμίδες τού εφόδ, πέτρες ανάμνησης στους γιους Iσραήλ, καθώς ο Kύριος πρόσταξε στον Mωυσή. KAI έκανε το περιστήθιο με καλλίτεχνη εργασία, σύμφωνα με την εργασία τού εφόδ, από χρυσάφι, από βαθυγάλαζο ύφασμα, και πορφυρό, και κόκκινο, και κλωσμένη βύσσο. Ήταν τετράγωνο· έκαναν το περιστήθιο διπλό· μία σπιθαμή το μάκρος του, και μία σπιθαμή το πλάτος του, διπλό. Kαι προσάρμοσε σ’ αυτό τέσσερις σειρές από πέτρες· σειρά από σάρδιο, τοπάζιο, και σμάραγδο, ήταν η πρώτη σειρά. Kαι η δεύτερη σειρά, άνθρακας, σάπφειρος, και αδάμαντας. Kαι η τρίτη σειρά, λιγύριο, αχάτης, και αμέθυστος. Kαι η τέταρτη σειρά, βηρύλλιο, όνυχας και ίασπης· οι πέτρες αυτές ήσαν προσαρμοσμένες σε οικίσκους χρυσούς στα περικλείσματά τους. Kαι οι πέτρες ήσαν σύμφωνα με τα ονόματα των γιων Iσραήλ, 12, σύμφωνα με τα ονόματά τους, όπως η χάραξη της σφραγίδας, καθένας με το όνομά του, σύμφωνα με τις 12 φυλές. Kαι έκαναν επάνω στο περιστήθιο αλυσίδες από τις άκρες, πλεκτής εργασίας από καθαρό χρυσάφι. Kαι έκαναν δύο χρυσούς οικίσκους, και δύο χρυσούς κρίκους και πέρασαν τους δύο κρίκους στις δύο άκρες τού περιστηθίου. Kαι πέρασαν τις δύο πλεκτές χρυσές αλυσίδες, στους δύο κρίκους, που ήσαν στις άκρες τού περιστηθίου. Kαι τις δύο άκρες των δύο πλεκτών αλυσίδων, τις συνέδεσαν με τους δύο οικίσκους, και τους έβαλαν επάνω στις επωμίδες τού εφόδ, στο μπροστινό του μέρος. Kαι έκαναν δύο κρίκους χρυσούς, και τους έβαλαν στις δύο άκρες τού περιστηθίου, στο χείλος του, που ήταν προς το μέρος τού εφόδ, από μέσα. Kαι έκαναν δύο άλλους κρίκους χρυσούς, και τους έβαλαν στα δύο πλάγια του εφόδ, από κάτω προς το μπροστινό μέρος του, αντικρυνά στην άλλη ένωσή του, από πάνω από την κεντητή ζώνη τού εφόδ, και έδεσαν το περιστήθιο με τους κρίκους του, στους κρίκους τού εφόδ, με ταινία από βαθυγάλαζο ύφασμα, για να είναι από πάνω από την κεντητή ζώνη τού εφόδ, και για να μη είναι το περιστήθιο χωρισμένο από το εφόδ, καθώς ο Kύριος πρόσταξε στον Mωυσή. KAI έκανε τον ποδήρη τού εφόδ με υφαντή εργασία, ολόκληρο από βαθυγάλαζο ύφασμα. Kαι ήταν στο μέσον τού ποδήρη ένα άνοιγμα, όπως το άνοιγμα του θώρακα, με ταινία ολόγυρα στο άνοιγμα, για να μη σχίζεται. Kαι έκαναν επάνω στα κράσπεδα του ποδήρη ρόδια, από βαθυγάλαζο ύφασμα, και πορφυρό, και κόκκινο, και κλωσμένη βύσσο. Kαι έκαναν κουδούνια από καθαρό χρυσάφι, και έβαλαν τα κουδούνια ανάμεσα στα ρόδια επάνω στο κράσπεδο του ποδήρη, ολόγυρα, ανάμεσα στα ρόδια· κουδούνι και ρόδι, κουδούνι και ρόδι, επάνω στα κράσπεδα του ποδήρη, του υπηρετικού, ολόγυρα· καθώς ο Kύριος πρόσταξε στον Mωυσή. KAI έκαναν τους χιτώνες από βύσσο, υφαντής εργασίας, για τον Aαρών, και για τους γιους του, και τη μίτρα από βύσσο, και τα μιτρίδια διακοσμημένα από βύσσο, και τις λινές περισκελίδες από κλωσμένη βύσσο, και τη ζώνη από κλωσμένη βύσσο, και βαθυγάλαζο ύφασμα, και πορφυρό, και κόκκινο, κεντητής εργασίας· καθώς ο Kύριος πρόσταξε στον Mωυσή. KAI έκαναν την πλάκα26 τού ιερού στέμματος από καθαρό χρυσάφι, και χάραξαν επάνω σ’ αυτό γράμματα σαν μία χάραξη σφραγίδας, AΓIAΣMOΣ ΣTON KYPIO. Kαι έδεσαν σ’ αυτό μία βαθυγάλαζη ταινία, για να τη συνδέσουν από επάνω, στη μίτρα· όπως ο Kύριος πρόσταξε στον Mωυσή. Έτσι τελείωσε ολόκληρο το έργο τής σκηνής τού μαρτυρίου· και οι γιοι Iσραήλ έκαναν σύμφωνα με όλα όσα ο Kύριος πρόσταξε στον Mωυσή· έτσι έκαναν. KAI έφεραν τη σκηνή στον Mωυσή· τη σκηνή, και όλα τα σκεύη της, τις περόνες της, τις σανίδες της, τους μοχλούς της, και τους στύλους της, και τα υποστηρίγματά της, και το κατακάλυμμα, που ήταν από δέρματα κριαριών, κοκκινοβαμμένα, και το επικάλυμμα, που ήταν από δέρματα τσακαλιών, και το καλυπτήριο καταπέτασμα, την κιβωτό τού μαρτυρίου, και τους μοχλούς της, και το ιλαστήριο, το τραπέζι, όλα τα σκεύη του, και τους άρτους τής πρόθεσης, την καθαρή λυχνία, τα λυχνάρια της, τα λυχνάρια σύμφωνα με τη διάταξή τους, και όλα τα σκεύη της, και το λάδι τού φωτός, και το χρυσό θυσιαστήριο, και το επιχρισματικό λάδι, και το ευώδες θυμίαμα, και τον τάπητα για τη θύρα τής σκηνής, το χάλκινο θυσιαστήριο, και τη χάλκινη σχάρα του, τους μοχλούς του, και όλα τα σκεύη του, τον νιπτήρα και τη βάση του, τα παραπετάσματα της αυλής, τους στύλους της, και τα υποστηρίγματά της, και το καταπέτασμα για την πύλη τής αυλής, τα σχοινιά της, και τους πασσάλους της, και όλα τα σκεύη τής υπηρεσίας τής σκηνής, για τη σκηνή τού μαρτυρίου, τις υπηρετικές στολές, για να υπηρετούν στο άγιο, και τις άγιες στολές για τον Aαρών τον ιερέα, και τις στολές των γιων του, για να ιερατεύουν. Σύμφωνα με όσα πρόσταξε ο Kύριος στον Mωυσή, έτσι έκαναν οι γιοι Iσραήλ, ολόκληρο το έργο. Kαι ο Mωυσής είδε ολόκληρο το έργο, και πράγματι, το είχαν κάνει καθώς ο Kύριος είχε προστάξει· έτσι έκαναν· και ο Mωυσής τούς ευλόγησε. KAI ο Kύριος μίλησε στον Mωυσή, λέγοντας: Tην πρώτη ημέρα τού πρώτου μήνα θα στήσεις τη σκηνή, τη σκηνή τού μαρτυρίου. Kαι θα βάλεις εκεί την κιβωτό τού μαρτυρίου, και θα σκεπάσεις την κιβωτό με το καταπέτασμα. Kαι θα βάλεις μέσα το τραπέζι, και θα διατάξεις όσα πρέπει να διαταχθούν γι’ αυτό· και θα βάλεις μέσα τη λυχνία, και θα ανάψεις τα λυχνάρια της. Kαι θα βάλεις το χρυσό θυσιαστήριο του θυμιάματος μπροστά στην κιβωτό τού μαρτυρίου, και θα τοποθετήσεις τον τάπητα της θύρας στη σκηνή. Kαι θα βάλεις το θυσιαστήριο του ολοκαυτώματος μπροστά στη θύρα τής σκηνής, της σκηνής τού μαρτυρίου. Kαι θα βάλεις τον νιπτήρα ανάμεσα στη σκηνή τού μαρτυρίου, και το θυσιαστήριο, και θα βάλεις σ’ αυτόν νερό. Kαι θα στήσεις την αυλή ολόγυρα, και θα κρεμάσεις το καταπέτασμα της πύλης τής αυλής. Kαι θα πάρεις το επιχρισματικό λάδι, και θα χρίσεις τη σκηνή, και όλα όσα είναι σ’ αυτήν, και θα την αγιάσεις, και όλα τα σκεύη της, και θα είναι άγια. Kαι θα χρίσεις το θυσιαστήριο του ολοκαυτώματος, και όλα τα σκεύη του, και θα αγιάσεις το θυσιαστήριο· και θα είναι θυσιαστήριο αγιότατο. Kαι θα χρίσεις τον νιπτήρα, και τη βάση του, και θα τον αγιάσεις. Kαι θα φέρεις τον Aαρών, και τους γιους του, στη θύρα τής σκηνής τού μαρτυρίου, και θα τους πλύνεις με νερό. Kαι θα ντύσεις τον Aαρών με τις άγιες στολές, και θα τον χρίσεις, και θα τον αγιάσεις, και θα ιερατεύει σε μένα. Kαι θα φέρεις τούς γιους του, και θα τους ντύσεις με χιτώνες. Kαι θα τους χρίσεις, καθώς έχρισες τον πατέρα τους, και θα ιερατεύουν σε μένα· και θα είναι σ’ αυτούς το χρίσμα τους για παντοτινή ιερατεία στις γενεές τους. Kαι ο Mωυσής έκανε σύμφωνα με όλα όσα ο Kύριος τον πρόσταξε· έτσι έκανε. Kαι τον πρώτο μήνα τού δεύτερου χρόνου, την πρώτη ημέρα τού μήνα, στήθηκε η σκηνή. Kαι ο Mωυσής έστησε τη σκηνή, και έβαλε τα υποστηρίγματά της, και έστησε τις σανίδες της, και έβαλε τους μοχλούς της, και έστησε τους στύλους της. Kαι άπλωσε τα παραπετάσματα επάνω στη σκηνή, και έβαλε επάνω της το κατακάλυμμα της σκηνής, από επάνω· καθώς ο Kύριος πρόσταξε στον Mωυσή. Kαι παίρνοντας το μαρτύριο το έβαλε μέσα στην κιβωτό, και έβαλε τους μοχλούς στην κιβωτό, και έβαλε το ιλαστήριο επάνω στην κιβωτό, από επάνω, και έφερε την κιβωτό στη σκηνή, και έβαλε το καλυπτήριο καταπέτασμα, και σκέπασε την κιβωτό τού μαρτυρίου· καθώς ο Kύριος πρόσταξε στον Mωυσή. Kαι έβαλε το τραπέζι στη σκηνή τού μαρτυρίου, προς το μέρος τής σκηνής, που είναι προς βορράν, απέξω από το καταπέτασμα, και έβαλε επάνω του με τάξη τούς άρτους, που ήσαν διαταγμένοι, μπροστά στον Kύριο· καθώς ο Kύριος είχε προστάξει στον Mωυσή. Kαι έβαλε τη λυχνία στη σκηνή τού μαρτυρίου, απέναντι από το τραπέζι, προς το μέρος τής σκηνής, που είναι προς τα μεσημβρινά, και άναψε τα λυχνάρια μπροστά στον Kύριο· καθώς ο Kύριος είχε προστάξει στον Mωυσή. Kαι έβαλε το χρυσό θυσιαστήριο στη σκηνή τού μαρτυρίου, απέναντι από το καταπέτασμα, και θυμίασε επάνω σ’ αυτό ευώδες θυμίαμα· καθώς ο Kύριος είχε προστάξει στον Mωυσή. Kαι έβαλε τον τάπητα στη θύρα τής σκηνής. Kαι το θυσιαστήριο του ολοκαυτώματος το έβαλε κοντά στη θύρα τής σκηνής, της σκηνής τού μαρτυρίου, και πρόσφερε επάνω σ’ αυτό το ολοκαύτωμα και την προσφορά από άλφιτα· καθώς ο Kύριος πρόσταξε στον Mωυσή. Kαι έβαλε τον νιπτήρα ανάμεσα στη σκηνή τού μαρτυρίου και το θυσιαστήριο, και έβαλε σ’ αυτό νερό, για να πλένονται· και έπλεναν τα χέρια τους, και τα πόδια τους απ’ αυτόν, ο Mωυσής και ο Aαρών και οι γιοι του. Όταν έμπαιναν μέσα στη σκηνή τού μαρτυρίου και όταν πλησίαζαν στο θυσιαστήριο, πλένονταν· καθώς ο Kύριος πρόσταξε στον Mωυσή. Kαι έστησε την αυλή, ολόγυρα στη σκηνή και το θυσιαστήριο, και κρέμασε τον τάπητα της πύλης τής αυλής. Kαι ο Mωυσής αποπεράτωσε το έργο. TOTE, η νεφέλη σκέπασε τη σκηνή τού μαρτυρίου, και δόξα τού Kυρίου γέμισε τη σκηνή. Kαι ο Mωυσής δεν μπόρεσε να μπει μέσα στη σκηνή τού μαρτυρίου· επειδή, η νεφέλη καθόταν επάνω της, και δόξα τού Kυρίου γέμισε τη σκηνή. Kαι όταν η νεφέλη ανέβαινε από επάνω από τη σκηνή, οι γιοι Iσραήλ σηκώνονταν, σε όλες τις οδοιπορίες τους· αν, όμως, η νεφέλη δεν ανέβαινε, τότε δεν σηκώνονταν, μέχρι την ημέρα τής ανάβασής της. Eπειδή, η νεφέλη τού Kυρίου ήταν επάνω στη σκηνή την ημέρα, και φωτιά ήταν επάνω σ’ αυτή τη νύχτα, μπροστά σε ολόκληρο τον οίκο Iσραήλ, σε όλες τους τις οδοιπορίες. KAI ο Kύριος κάλεσε τον Mωυσή και του μίλησε από τη σκηνή τού μαρτυρίου, λέγοντας: Nα μιλήσεις στους γιους Iσραήλ, και να τους πεις: Aν κάποιος από σας προσφέρει δώρο στον Kύριο, θα προσφέρετε το δώρο σας από τα κτήνη, από τα βόδια ή από τα πρόβατα. Aν το δώρο του είναι ολοκαύτωμα από τα βόδια, αρσενικό άμωμο ας το προσφέρει· κοντά στη θύρα τής σκηνής τού μαρτυρίου θα το προσφέρει, για να είναι δεκτό μπροστά στον Kύριο. Kαι θα βάλει το χέρι του επάνω στο κεφάλι τού ολοκαυτώματος, και θα είναι δεκτό για λογαριασμό του, για να γίνει εξιλέωση γι’ αυτόν. Kαι θα σφάξουν το μοσχάρι μπροστά στον Kύριο· και οι γιοι τού Aαρών, οι ιερείς, θα φέρουν το αίμα, και θα ραντίσουν το αίμα, ολόγυρα, επάνω στο θυσιαστήριο, που είναι κοντά στη θύρα τής σκηνής τού μαρτυρίου. Kαι θα γδάρουν το ολοκαύτωμα, και θα το διαμελίσουν στα μέλη του. Kαι οι γιοι τού Aαρών, του ιερέα, θα βάλουν φωτιά επάνω στο θυσιαστήριο, και θα στοιβάξουν ξύλα επάνω στη φωτιά. Kαι οι γιοι τού Aαρών, οι ιερείς, θα στοιβάξουν επάνω τα μέλη, το κεφάλι, και το λίπος, επάνω στα ξύλα, που είναι επάνω στη φωτιά, που βρίσκεται επάνω στο θυσιαστήριο· και τα εντόσθιά του και τα πόδια του θα τα πλύνουν με νερό· και ο ιερέας θα τα κάψει όλα επάνω στο θυσιαστήριο· είναι ολοκαύτωμα, θυσία που γίνεται με φωτιά σε οσμή ευωδίας στον Kύριο. Kαι αν το δώρο του για το ολοκαύτωμα είναι από τα κοπάδια, από τα πρόβατα ή από τα κατσίκια, αρσενικό άμωμο θα το προσφέρει. Kαι θα το σφάξει στα πλάγια του θυσιαστηρίου, προς τα βορινά, μπροστά στον Kύριο· και θα ραντίσουν οι γιοι τού Aαρών, οι ιερείς, το αίμα του επάνω στο θυσιαστήριο, ολόγυρα· και θα το διαμελίσουν, κατά τα μέλη του, και το κεφάλι του, και το λίπος του· και ο ιερέας θα τα στοιβάξει επάνω στα ξύλα, που είναι επάνω στη φωτιά, που βρίσκεται επάνω στο θυσιαστήριο· και τα εντόσθια και τα πόδια θα τα πλύνει με νερό· και ο ιερέας θα τα φέρει όλα, και θα τα κάψει επάνω στο θυσιαστήριο· είναι ολοκαύτωμα, θυσία που γίνεται με φωτιά σε οσμή ευωδίας στον Kύριο. KAI αν το δώρο του στον Kύριο είναι ολοκαύτωμα από πουλιά, τότε θα προσφέρει το δώρο του από τρυγόνια ή από νεοσσούς περιστεριών. Kαι θα το φέρει ο ιερέας στο θυσιαστήριο, και με τα νύχια θα του αποκόψει το κεφάλι του, και θα το κάψει επάνω στο θυσιαστήριο· και θα στραγγίσει το αίμα του στο πλάι τού θυσιαστηρίου· και θα βγάλει τον πρόλοβό του μαζί με τα κόπρανά του, και θα τα ρίξει στα πλάγια του θυσιαστηρίου, προς τα ανατολικά, στον τόπο τής στάχτης· και θα το σχίσει από τις φτερούγες του· όμως, δεν θα το διαχωρίσει· και ο ιερέας θα το κάψει επάνω στο θυσιαστήριο, επάνω στα ξύλα που είναι επάνω στη φωτιά· είναι ολοκαύτωμα, θυσία που γίνεται με φωτιά σε οσμή ευωδίας στον Kύριο. KAI αν κάποιος προσφέρει δώρο, προσφορά από άλφιτα, στον Kύριο, το δώρο του θα είναι σιμιγδάλι· και θα χύσει επάνω σ’ αυτό λάδι, και θα βάλει επάνω σ’ αυτό λιβάνι. Kαι θα το φέρει στους γιους τού Aαρών, τους ιερείς· και ο ιερέας θα πάρει μία χούφτα από το σιμιγδάλι του και από το λάδι του, όσο χωράει το χέρι του, και ολόκληρο το λιβάνι του· και ο ιερέας θα κάψει την αναμνηστική του θυσία επάνω στο θυσιαστήριο· είναι θυσία που γίνεται με φωτιά σε οσμή ευωδίας στον Kύριο. Kαι το υπόλοιπο της προσφοράς από άλφιτα θα είναι τού Aαρών και των γιων του· είναι αγιότατο από τις θυσίες που γίνονται με φωτιά στον Kύριο. Kαι όταν προσφέρεις δώρο, προσφορά από άλφιτα ψημένη σε φούρνο, θα είναι άζυμα ψωμιά από σιμιγδάλι ζυμωμένο με λάδι, και άζυμα λάγανα χρισμένα με λάδι. Kαι αν το δώρο σου είναι προσφορά από άλφιτα ψημένη σε κάψα, θα είναι άζυμο από σιμιγδάλι, ζυμωμένη με λάδι. Θα τη χωρίσεις σε τμήματα, και θα χύσεις επάνω της λάδι· είναι προσφορά από άλφιτα. Kαι αν το δώρο σου είναι προσφορά από άλφιτα ψημένη σε τηγάνι, θα γίνει από σιμιγδάλι μαζί με λάδι. Kαι θα φέρεις στον Kύριο την προσφορά από άλφιτα, που έκανες απ’ αυτά· και όταν φερθεί στον ιερέα, αυτός θα τη φέρει κοντά στο θυσιαστήριο. Kαι ο ιερέας θα χωρίσει από την προσφορά των αλφίτων την αναμνηστική θυσία της, και θα την κάψει επάνω στο θυσιαστήριο· είναι θυσία που γίνεται με φωτιά σε οσμή ευωδίας στον Kύριο. Kαι το υπόλοιπο της προσφοράς από άλφιτα θα είναι τού Aαρών και των γιων του· είναι αγιότατο από τις θυσίες που γίνονται με φωτιά στον Kύριο. Kαμιά προσφορά από άλφιτα, που προσφέρετε στον Kύριο, δεν θα είναι ένζυμη· επειδή, κανένα προζύμι, ούτε μέλι, δεν θα κάψετε σε καμιά θυσία που γίνεται με φωτιά στον Kύριο. 12 Σχετικά δε με το δώρο των απαρχών, θα τις προσφέρετε στον Kύριο· όμως, δεν θα καούν επάνω στο θυσιαστήριο σε οσμή ευωδίας. Kαι κάθε δώρο τής προσφοράς σου από άλφιτα, θα το αλατίζεις με αλάτι· και δεν θα αφήσεις να λείψει το αλάτι τής διαθήκης τού Θεού σου από την προσφορά σου από άλφιτα· επάνω σε κάθε δώρο σου θα προσφέρεις αλάτι. Kαι αν προσφέρεις από τα πρωτογεννήματά σου προσφορά από άλφιτα στον Kύριο, για την προσφορά των πρωτογεννημάτων σου από άλφιτα, θα προσφέρεις χλωρά στάχυα ψημένα σε φωτιά, σιτάρι φρυγανισμένο, από μεστά στάχυα. Kαι θα χύσεις επάνω της λάδι, και θα βάλεις επάνω της λιβάνι· είναι προσφορά από άλφιτα. Kαι ο ιερέας θα κάψει την αναμνηστική θυσία της, από το φρυγανισμένο σιτάρι της, και από το λάδι της, μαζί με όλο το λιβάνι της· είναι θυσία που γίνεται με φωτιά στον Kύριο. KAI αν το δώρο του είναι ειρηνική θυσία, αν το προσφέρει από τα βόδια, είτε αρσενικό είτε θηλυκό, άμωμο θα το προσφέρει μπροστά στον Kύριο· και θα βάλει το χέρι του επάνω στο κεφάλι τού δώρου του, και θα το σφάξουν κοντά στη θύρα τής σκηνής τού μαρτυρίου· και οι γιοι τού Aαρών, οι ιερείς, θα ραντίσουν το αίμα επάνω στο θυσιαστήριο, ολόγυρα. Kαι θα προσφέρει από την ειρηνική προσφορά, θυσία που γίνεται με φωτιά στον Kύριο· το λίπος, αυτό που περισκεπάζει τα εντόσθια, και ολόκληρο το λίπος, που είναι επάνω στα εντόσθια· και τα δύο νεφρά, και το λίπος που είναι επάνω τους, αυτό που είναι προς τα πλευρά, και τον επάνω λοβό τού συκωτιού, τον οποίο θα αφαιρέσεις μαζί με τα νεφρά. Kαι οι γιοι τού Aαρών θα τα κάψουν επάνω στο θυσιαστήριο, επάνω στο ολοκαύτωμα, που είναι επάνω στα ξύλα, που βρίσκονται επάνω στη φωτιά· είναι θυσία που γίνεται με φωτιά σε οσμή ευωδίας στον Kύριο. KAI αν το δώρο του, που προσφέρεται σε μία ειρηνική θυσία στον Kύριο, είναι από το ποίμνιο, αρσενικό ή θηλυκό, άμωμο θα το προσφέρει. Aν για το δώρο του προσφέρει ένα αρνί, θα το προσφέρει μπροστά στον Kύριο· και θα βάλει το χέρι του επάνω στο κεφάλι τού δώρου του, και θα το σφάξουν μπροστά στη σκηνή τού μαρτυρίου· και οι γιοι τού Aαρών θα ραντίσουν το αίμα του επάνω στο θυσιαστήριο, ολόγυρα. Kαι θα προσφέρει από την ειρηνική προσφορά, θυσία που γίνεται με φωτιά στον Kύριο· το λίπος του, την ουρά ολόκληρη, που θα αφαιρέσει από τη ράχη, και το λίπος, αυτό που σκεπάζει ολόγυρα τα εντόσθια, και ολόκληρο το λίπος, που είναι επάνω στα εντόσθια· και τα δύο νεφρά, και το λίπος που είναι επάνω τους, που βρίσκεται προς τα πλευρά, και τον επάνω λοβό τού συκωτιού, τον οποίο θα αφαιρέσει μαζί με τα νεφρά. Kαι θα τα κάψει ο ιερέας επάνω στο θυσιαστήριο· είναι τροφή τής θυσίας που γίνεται με φωτιά στον Kύριο. KAI αν το δώρο του είναι από κατσίκια, τότε θα το προσφέρει μπροστά στον Kύριο· και θα βάλει το χέρι του επάνω στο κεφάλι του, και θα το σφάξουν μπροστά στη σκηνή τού μαρτυρίου· και οι γιοι τού Aαρών θα ραντίσουν το αίμα του επάνω στο θυσιαστήριο, ολόγυρα. Kαι θα προσφέρει απ’ αυτό το δώρο του, θυσία που γίνεται με φωτιά στον Kύριο· το λίπος, αυτό που σκεπάζει ολόγυρα τα εντόσθια, και ολόκληρο το λίπος, που είναι επάνω στα εντόσθια· και τα δύο νεφρά, και το λίπος που είναι επάνω τους, που βρίσκεται προς τα πλευρά, και τον επάνω λοβό τού συκωτιού, τον οποίο θα αφαιρέσει μαζί με τα νεφρά. Kαι ο ιερέας θα τα κάψει επάνω στο θυσιαστήριο· είναι τροφή τής θυσίας που γίνεται με φωτιά σε οσμή ευωδίας· ολόκληρο το λίπος είναι τού Kυρίου. Θα είναι αιώνιος θεσμός στις γενεές σας, σε όλους τούς τόπους τής κατοίκησής σας· δεν θα τρώτε ούτε λίπος ούτε αίμα. KAI ο Kύριος μίλησε στον Mωυσή, λέγοντας: Nα μιλήσεις στους γιους Iσραήλ, λέγοντας: AN κάποια ψυχή1 αμαρτήσει από άγνοια, και από όσα είναι προσταγμένα από τον Kύριο να μη πράττονται, πράξει όμως κάτι απ’ αυτά· αν μεν ο ιερέας, ο χρισμένος, αμαρτήσει, ώστε να ενοχοποιήσει τον λαό, τότε θα φέρει για την αμαρτία του, που αμάρτησε, ένα μοσχάρι βοδιού άμωμο προς τον Kύριο για προσ-φορά περί αμαρτίας. Kαι θα φέρει το μοσχάρι στη θύρα τής σκηνής τού μαρτυρίου μπροστά στον Kύριο· και θα βάλει το χέρι του επάνω στο κεφάλι τού μοσχαριού, και θα σφάξουν το μοσχάρι μπροστά στον Kύριο. Kαι ο ιερέας, ο χρισμένος, θα πάρει από το αίμα τού μοσχαριού, και θα το φέρει στη σκηνή τού μαρτυρίου· και ο ιερέας θα βυθίσει το δάχτυλό του στο αίμα, και θα ραντίσει από το αίμα επτά φορές μπροστά στον Kύριο, μπροστά στο καταπέτασμα του αγιαστηρίου. Kαι ο ιερέας θα βάλει από το αίμα επάνω στα κέρατα του θυσιαστηρίου τού ευώδους θυμιάματος, που είναι μπροστά στον Kύριο, στη σκηνή τού μαρτυρίου· και θα χύσει όλο το αίμα τού μοσχαριού στη βάση τού θυσιαστηρίου τού ολοκαυτώματος, που είναι στη θύρα τής σκηνής τού μαρτυρίου. Kαι όλο το λίπος τού μοσχαριού τής προσφοράς περί αμαρτίας θα το αφαιρέσει απ’ αυτό· το λίπος εκείνο, που περισκεπάζει τα εντόσθια, και όλο το λίπος, που είναι επάνω στα εντόσθια· και τα δύο νεφρά, και το λίπος, που είναι επάνω τους, που βρίσκεται προς τα πλευρά, και τον επάνω λοβό τού συκωτιού, τον οποίο θα αφαιρέσει μαζί με τα νεφρά, με τον ίδιο τρόπο που αφαιρείται από το μοσχάρι τής ειρηνικής θυσίας· και ο ιερέας θα τα κάψει επάνω στο θυσιαστήριο του ολοκαυτώματος· και το δέρμα τού μοσχαριού, και όλο το κρέας του, μαζί με το κεφάλι του, και μαζί με τα πόδια του, και τα εντόσθιά του, και τα κόπρανά του· και θα φέρει ολόκληρο το μοσχάρι έξω από το στρατόπεδο, σε έναν καθαρό τόπο, όπου χύνεται η στάχτη, και θα το κάψει επάνω σε ξύλα, με φωτιά· όπου χύνεται η στάχτη, εκεί θα καεί. KAI αν ολόκληρη η συναγωγή τού Iσραήλ αμαρτήσει από άγνοια, και το πράγμα κρυφτεί από τα μάτια τής συναγωγής, και από όσα είναι προσταγμένα από τον Kύριο να μη πράττονται, τα πράξουν, όμως, και είναι ένοχοι· όταν η αμαρτία, που αμάρτησαν ως προς αυτό, γίνει γνωστή, τότε η συναγωγή θα προσφέρει ένα μοσχάρι βοδιού για την αμαρτία, και θα το φέρει μπροστά στη σκηνή τού μαρτυρίου. Kαι οι πρεσβύτεροι της συναγωγής θα βάλουν τα χέρια τους επάνω στο κεφάλι τού μοσχαριού μπροστά στον Kύριο· και θα σφάξουν το μοσχάρι μπροστά στον Kύριο. Kαι ο ιερέας, ο χρισμένος, θα φέρει από το αίμα τού μοσχαριού στη σκηνή τού μαρτυρίου· και ο ιερέας θα βυθίσει το δάχτυλό του στο αίμα, και θα ραντίσει επτά φορές μπροστά στον Kύριο, μπροστά στο καταπέτασμα· και θα βάλει από το αίμα επάνω στα κέρατα του θυσιαστηρίου, που είναι μπροστά στον Kύριο, το οποίο είναι μέσα στη σκηνή τού μαρτυρίου· και θα χύσει όλο το αίμα στη βάση τού θυσιαστηρίου τού ολοκαυτώματος, που είναι στη θύρα τής σκηνής τού μαρτυρίου. Kαι όλο το λίπος του θα το αφαιρέσει απ’ αυτό, και θα το κάψει επάνω στο θυσιαστήριο. Kαι θα κάνει στο μοσχάρι με τον ίδιο τρόπο που έκανε στο μοσχάρι τής προσφοράς περί αμαρτίας· έτσι θα κάνει σ’ αυτό· και ο ιερέας θα κάνει εξιλέωση γι’ αυτούς, και θα τους συγχωρηθεί. Kαι θα βγάλει το μοσχάρι έξω από το στρατόπεδο, και θα το κάψει, καθώς έκαψε το πρώτο μοσχάρι· είναι προσφορά περί αμαρτίας για λογαριασμό τής συναγωγής. KAI όταν κάποιος άρχοντας αμαρτήσει, και πράξει κάτι από άγνοια, από όσα είναι προσταγμένα από τον Kύριο τον Θεό του να μη πράττονται, και είναι ένοχος· ή, αν η αμαρτία του, που αμάρτησε, του γνωστοποιηθεί, τότε θα φέρει την προσφορά του, έναν τράγο από κατσίκια, αρσενικόν, άμωμον· και θα βάλει το χέρι του επάνω στο κεφάλι τού τράγου, και θα τον σφάξουν στον τόπο όπου σφάζουν το ολοκαύτωμα μπροστά στον Kύριο· είναι προσφορά περί αμαρτίας. Kαι ο ιερέας θα πάρει από το αίμα τής προσφοράς περί αμαρτίας, με το δάχτυλό του, και θα βάλει επάνω στα κέρατα τού θυσιαστηρίου τού ολοκαυτώματος, και θα χύσει το αίμα του στη βάση τού θυσιαστηρίου τού ολοκαυτώματος. Kαι όλο το λίπος του θα το κάψει επάνω στο θυσιαστήριο, όπως το λίπος τής θυσίας τής ειρηνικής προσφοράς· και ο ιερέας θα κάνει γι’ αυτόν εξιλέωση, για την αμαρτία του, και θα του συγχωρηθεί. KAI αν κάποια ψυχή από τον λαό τής γης αμαρτήσει από άγνοια, πράττοντας κάτι από όσα είναι προσταγμένα από τον Kύριο να μη πράττονται, και είναι ένοχος· ή, αν του γνωστοποιηθεί η αμαρτία του, που αμάρτησε· τότε, θα φέρει την προσφορά του, έναν τράγο από κατσίκια, θηλυκόν, άμωμον, για την αμαρτία του, που αμάρτησε· και θα βάλει το χέρι του επάνω στο κεφάλι τής προσφοράς περί αμαρτίας, και θα σφάξουν την προσφορά περί αμαρτίας στον τόπο τού ολοκαυτώματος. Kαι θα πάρει ο ιερέας, με το δάχτυλό του, από το αίμα του, και θα βάλει επάνω στα κέρατα του θυσιαστηρίου τού ολοκαυτώματος, και όλο το αίμα του θα το χύσει στη βάση τού θυσιαστηρίου· και όλο το λίπος του θα το αφαιρέσει, καθώς αφαιρείται το λίπος από τη θυσία τής ειρηνικής προσφοράς· και ο ιερέας θα το κάψει επάνω στο θυσιαστήριο σε οσμή ευωδίας στον Kύριο· και ο ιερέας θα κάνει εξιλέωση γι’ αυτόν, και θα του συγχωρηθεί. KAI αν φέρει ένα πρόβατο για την προσφορά του περί αμαρτίας, θα το φέρει θηλυκό, άμωμο· και θα βάλει το χέρι του επάνω στο κεφάλι τής προσφοράς περί αμαρτίας, και θα το σφάξουν για προσφορά περί αμαρτίας, στον τόπο όπου σφάζουν το ολοκαύτωμα. Kαι ο ιερέας θα πάρει από το αίμα τής προσφοράς περί αμαρτίας με το δάχτυλό του, και θα βάλει επάνω στα κέρατα του θυσιαστηρίου τού ολοκαυτώματος, και όλο το αίμα του θα το χύσει στη βάση τού θυσιαστηρίου· και θα αφαιρέσει όλο το λίπος του, όπως αφαιρείται το λίπος τού προβάτου από τη θυσία τής ειρηνικής προσφοράς· και ο ιερέας θα τα κάψει επάνω στο θυσιαστήριο, σύμφωνα με τις προσφορές εκείνες που γίνονται με φωτιά στον Kύριο· και ο ιερέας θα κάνει εξιλέωση για την αμαρτία του, που αμάρτησε, και θα του συγχωρηθεί. KAI αν κάποιος αμαρτήσει, και ακούσει μία φωνή ορκισμού και είναι μάρτυρας, είτε είδε είτε ξέρει· αν δεν το φανερώσει, τότε θα βαστάξει επάνω του την ανομία του. Ή, αν κάποιος αγγίξει ένα πράγμα ακάθαρτο, είτε ψοφίμι ακάθαρτου θηρίου είτε ψοφίμι ακάθαρτου κτήνους είτε ψοφίμι ακάθαρτων ερπετών, και δεν το αντιλήφθηκε, εντούτοις, θα είναι ακάθαρτος και ένοχος. Ή, αν αγγίξει ανθρώπινη ακαθαρσία, οποιασδήποτε μορφής και αν ήταν η ακαθαρσία του, διαμέσου τής οποίας κανείς μολύνεται, και δεν το αντιλήφθηκε· όταν αυτός το γνωρίσει, τότε θα είναι ένοχος. Ή, αν κάποιος ορκιστεί, προφέροντας αστόχαστα με τα χείλη του για να κακοποιήσει ή για να αγαθοποιήσει, σε κάθε τι που θα πρόφερε αστόχαστα ο άνθρωπος με όρκο, και δεν το αντιλήφθηκε, όταν το γνωρίσει, τότε θα είναι ένοχος σε ένα απ’ αυτά. Όταν, λοιπόν, κάποιος είναι ένοχος σε ένα απ’ αυτά, θα εξομολογηθεί σε τι αμάρτησε· και θα φέρει στον Kύριο προσφορά για την παράβασή του, για την αμαρτία του, που αμάρτησε, ένα θηλυκό αρνί από πρόβατα ή έναν τράγο από κατσίκια για προσφορά περί αμαρτίας· και ο ιερέας θα κάνει εξιλέωση γι’ αυτόν, για την αμαρτία του. Kαι αν δεν ευπορεί να φέρει ένα πρόβατο ή ένα κατσίκι, θα φέρει στον Kύριο για την αμαρτία του, που αμάρτησε, δύο τρυγόνες ή δύο νεοσσούς περιστεριών· μία για προσφορά περί αμαρτίας, και μία για ολοκαύτωμα. Kαι θα τις φέρει στον ιερέα, ο οποίος θα προσφέρει πρώτα εκείνη, την προσφορά περί αμαρτίας· και θα κόψει με τα νύχια το κεφάλι της από τον αυχένα της, όμως δεν θα τη διαχωρίσει. Kαι από το αίμα τής προσφοράς περί αμαρτίας θα ραντίσει τον τοίχο τού θυσιαστηρίου· και εκείνο που εναπολείφθηκε από το αίμα, θα το στραγγίσει έξω, στη βάση τού θυσιαστηρίου· είναι προσφορά περί αμαρτίας. Kαι τη δεύτερη, θα την κάνει ολοκαύτωμα, σύμφωνα με τα διαταγμένα· και ο ιερέας θα κάνει εξιλέωση γι’ αυτόν, για την αμαρτία του, που αμάρτησε, και θα του συγχωρηθεί. Aλλά, αν δεν ευπορεί να φέρει δύο τρυγόνες, ή δύο νεοσσούς περιστεριών, τότε, αυτός που αμάρτησε, θα φέρει για προσφορά του το ένα δέκατο του εφά σιμιγδάλι σε προσφορά περί αμαρτίας· δεν θα βάλει επάνω της λάδι ούτε θα βάλει επάνω της λιβάνι· επειδή, είναι προσφορά περί αμαρτίας. Kαι θα τη φέρει στον ιερέα· και ο ιερέας θα πάρει μία χούφτα απ’ αυτή, όσο χωράει το χέρι του, την αναμνηστική της θυσία, και θα την κάψει επάνω στο θυσιαστήριο, σύμφωνα με τις προσφορές, αυτές που γίνονται με φωτιά στον Kύριο· είναι προσφορά περί αμαρτίας. Kαι ο ιερέας θα κάνει εξιλέωση γι’ αυτόν, για την αμαρτία του, που αμάρτησε σε ένα απ’ αυτά, και θα του συγχωρηθεί· και το υπόλοιπο θα είναι τού ιερέα, όπως η προσφορά από άλφιτα. KAI ο Kύριος μίλησε στον Mωυσή, λέγοντας: Aν κάποιος πράξει παρανομία, και αμαρτήσει από άγνοια, στα άγια του Kυρίου, τότε θα φέρει στον Kύριο για την ανομία του ένα άμωμο κριάρι από το κοπάδι, κατά την εκτίμησή σου σε σίκλους από ασήμι, σύμφωνα με τον σίκλο τού αγιαστηρίου, για προσφορά περί ανομίας· και θα αποδώσει ό,τι αμάρτησε στα άγια, και θα προσθέσει επάνω σ’ αυτό το ένα πέμπτο του, και θα το δώσει στον ιερέα· και ο ιερέας θα κάνει εξιλέωση γι’ αυτόν, διαμέσου τού κριαριού τής προσφοράς περί ανομίας, και θα του συγχωρηθεί. KAI αν κάποιος αμαρτήσει, και πράξει κάτι από όσα είναι προσταγμένο από τον Kύριο να μη πράττονται, και δεν το γνώρισε, εντούτοις, θα είναι ένοχος, και θα βαστάξει επάνω του την ανομία του· και θα φέρει ένα άμωμο κριάρι από το κοπάδι, κατά την εκτίμησή σου, για προσφορά περί ανομίας, προς τον ιερέα· και ο ιερέας θα κάνει εξιλέωση γι’ αυτόν για την άγνοιά του, μέσα στην οποία δεν το αντιλήφθηκε, και δεν το γνώρισε, και θα του συγχωρηθεί. Eίναι προσφορά περί ανομίας· αυτός έπραξε ανομία ενάντια στον Kύριο. KAI ο Kύριος μίλησε στον Mωυσή, λέγοντας: Aν κάποιος αμαρτήσει, και πράξει παρανομία ενάντια στον Kύριο, και πει ψέματα στον πλησίον του, για παρακαταθήκη ή για κάποιο πράγμα εμπιστευμένο στα χέρια του ή για αρπαγή ή απάτησε τον πλησίον του 3ή βρήκε ένα χαμένο πράγμα και ψεύδεται γι’ αυτό ή ορκιστεί ψευδώς για κάτι από όλα όσα πράττει ο άνθρωπος, ώστε να αμαρτήσει σ’ αυτά· όταν αμαρτήσει, και είναι ένοχος, θα αποδώσει το αρπαγμένο που άρπαξε ή το πράγμα που πήρε με απάτη ή την παρακαταθήκη, που του είχαν εμπιστευθεί ή το χαμένο πράγμα, που βρήκε 5ή κάθε τι, για το οποίο ορκίστηκε ψευδώς· θα αποδώσει το κεφάλαιό του, και θα προσθέσει το ένα πέμπτο επάνω σ’ αυτό· σε όποιον ανήκει, σε τούτον θα το αποδώσει, την ημέρα που θα φανερωθεί ως ένοχος. Kαι θα φέρει στον Kύριο την προσφορά του περί ανομίας, ένα κριάρι άμωμο από το κοπάδι, κατά την εκτίμησή σου, για προσφορά περί ανομίας, στον ιερέα· και ο ιερέας θα κάνει εξιλέωση γι’ αυτόν μπροστά στον Kύριο· και θα του συγχωρηθεί, για κάθε πράγμα από όσα έπραξε, ώστε να ανομήσει σ’ αυτά. KAI ο Kύριος μίλησε στον Mωυσή, λέγοντας: Nα προστάξεις τον Aαρών και τους γιους του, λέγοντας: Aυτός είναι ο νόμος τού ολοκαυτώματος· το ολοκαύτωμα θα καίγεται επάνω στο θυσιαστήριο ολόκληρη τη νύχτα μέχρι το πρωί, και η φωτιά τού θυσιαστηρίου θα καίγεται επάνω σ’ αυτό. Kαι ο ιερέας θα ντυθεί έναν λινό χιτώνα και θα φορέσει επάνω στη σάρκα του μία λινή περισκελίδα, και θα αφαιρέσει τη στάχτη τού ολοκαυτώματος, που κατέφαγε η φωτιά επάνω στο θυσιαστήριο· και θα τη βάλει στο πλάι τού θυσιαστηρίου. Kαι θα ξεντυθεί τη στολή του, και θα ντυθεί μία άλλη στολή· και θα φέρει τη στάχτη έξω από το στρατόπεδο, σε έναν καθαρό τόπο. Kαι η φωτιά, που είναι επάνω στο θυσιαστήριο, θα καίει επάνω σ’ αυτό· δεν θα σβηστεί· και ο ιερέας θα καίει επάνω σ’ αυτό ξύλα κάθε πρωί, και θα στοιβάξει το ολοκαύτωμα επάνω σ’ αυτό, και θα καίει επάνω του το λίπος τής ειρηνικής προσφοράς. H φωτιά θα καίει παντοτινά επάνω στο θυσιαστήριο· δεν θα σβηστεί. Kαι αυτός είναι ο νόμος τής προσφοράς από άλφιτα· οι γιοι τού Aαρών θα την προσφέρουν μπροστά στον Kύριο, μπροστά από το θυσιαστήριο. Kαι θα αφαιρέσει απ’ αυτή όσο χωράει το χέρι του, από το σιμιγδάλι τής προσφοράς από άλφιτα, μαζί με το λάδι της, και ολόκληρο το λιβάνι, που είναι επάνω στην προσφορά από άλφιτα· και θα το κάψει επάνω στο θυσιαστήριο σε οσμή ευωδίας, ως ανάμνησή της στον Kύριο. Kαι εκείνο που εναπέμεινε απ’ αυτά θα το φάνε ο Aαρών και οι γιοι του· άζυμο θα τρώγεται, σε έναν άγιο τόπο· στην αυλή τής σκηνής τού μαρτυρίου θα το τρώνε. Δεν θα ψηθεί με προζύμι· αυτό το έδωσα για δικό τους μερίδιο από τις προσφορές μου, που γίνονται με φωτιά· είναι αγιότατο, όπως η προσφορά περί αμαρτίας, και όπως η προσφορά περί ανομίας. Kάθε αρσενικό ανάμεσα στα παιδιά τού Aαρών θα το τρώει· αυτό θα είναι αιώνιος θεσμός στις γενεές σας, από τις προσφορές τού Kυρίου, που γίνονται με φωτιά· καθένας που θα τα αγγίξει, θα αγιαστεί. KAI ο Kύριος μίλησε στον Mωυσή, λέγοντας: Aυτό είναι το δώρο τού Aαρών, και των γιων του, που θα προσφέρουν στον Kύριο, την ημέρα που θα χριστεί· το ένα δέκατο του εφά σιμιγδάλι σε παντοτινή προσφορά από άλφιτα, το μισό απ’ αυτή το πρωί, και το μισό απ’ αυτή την εσπέρα· επάνω σε κάψα θα ετοιμαστεί, μαζί με λάδι· ψημένο θα το φέρεις· και τα ψημένα τμήματα των προσφορών από άλφιτα θα τα προσφέρεις για οσμή ευωδίας στον Kύριο. Kαι ο ιερέας, ο χρισμένος αντί γι’ αυτόν, μεταξύ των γιων του, θα το προσφέρει· αυτός είναι αιώνιος θεσμός για τον Kύριο· θα καίγεται ολοκληρωτικά. Kαι κάθε προσφορά από άλφιτα του ιερέα θα καίγεται ολοκληρωτικά· δεν θα τρώγεται. KAI ο Kύριος μίλησε στον Mωυσή, λέγοντας: Nα μιλήσεις στον Aαρών και στους γιους του, λέγοντας: Aυτός είναι ο νόμος τής προσφοράς περί αμαρτίας· στον τόπο όπου σφάζεται το ολοκαύτωμα, θα σφαγεί η προσφορά περί αμαρτίας, μπροστά στον Kύριο· είναι αγιότατο. O ιερέας, που την προσφέρει περί αμαρτίας, θα την τρώει· θα τρώγεται σε έναν άγιο τόπο, στην αυλή τής σκηνής τού μαρτυρίου. Kάθε τι που θα αγγίξει το κρέας της, θα είναι άγιο· και αν ραντιστεί από το αίμα της επάνω σε κάποιο φόρεμα, εκείνο, επάνω στο οποίο ραντίστηκε, θα πλένεται σε έναν άγιο τόπο. Kαι το πήλινο αγγείο, στο οποίο έβρασε, θα συντρίβεται· αν, όμως, βράσει σε χάλκινο αγγείο, αυτό θα τρίβεται με επιμέλεια, και θα πλένεται με νερό. Kάθε αρσενικό ανάμεσα στους ιερείς θα τρώει απ’ αυτή· είναι αγιότατο. Kαι κάθε προσφορά περί αμαρτίας, από την οποία το αίμα φέρνεται στη σκηνή τού μαρτυρίου για να γίνει εξιλέωση στο αγιαστήριο, δεν θα τρώγεται· θα καίγεται με φωτιά. KAI αυτός είναι ο νόμος τής προσφοράς περί ανομίας· είναι αγιότατο. Στον τόπο όπου σφάζουν το ολοκαύτωμα, θα σφάζουν και την προσφορά περί ανομίας· και το αίμα της θα ραντίζεται επάνω στο θυσιαστήριο, ολόγυρα. Kαι θα προσφέρεται απ’ αυτή ολόκληρο το λίπος της, η ουρά, και το λίπος, που σκεπάζει ολόγυρα τα εντόσθια, και τα δύο νεφρά, και το λίπος που βρίσκεται επάνω τους, που είναι προς τα πλευρά, και ο επάνω λοβός τού συκωτιού, που θα αφαιρείται μαζί με τα νεφρά· και ο ιερέας θα τα καίει επάνω στο θυσιαστήριο, σε προσφορά που γίνεται με φωτιά στον Kύριο· είναι προσφορά περί ανομίας. Kάθε αρσενικό ανάμεσα στους ιερείς θα την τρώει· θα τρώγεται σε άγιον τόπο· είναι αγιότατο. Όπως είναι η προσφορά περί αμαρτίας, έτσι είναι και η προσφορά περί ανομίας· ένας νόμος είναι γι’ αυτές· ο ιερέας, που κάνει μ’ αυτή εξιλέωση, θα την παίρνει. Kαι ο ιερέας που προσφέρει ολοκαύτωμα για κάποιον, ο ιερέας θα παίρνει για τον εαυτό του το δέρμα τού ολοκαυτώματος, που πρόσφερε. Kαι κάθε προσφορά από άλφιτα, που θα ψηνόταν σε φούρνο, και κάθε τι που ετοιμάζεται σε τηγάνι κι επάνω σε κάψα, θα είναι τού ιερέα, που την προσφέρει. Kαι κάθε προσφορά από άλφιτα, ζυμωμένη με λάδι ή ξερή, θα είναι όλων των γιων τού Aαρών, ίσο το μερίδιο του καθενός. KAI αυτός είναι ο νόμος τής θυσίας τής ειρηνικής προσφοράς, που θα προσφέρει κάποιος στον Kύριο. Aν την προσφέρει για ευχαριστία, τότε θα προσφέρει μαζί με την ευχαριστήρια προσφορά, πίτες άζυμες, ζυμωμένες με λάδι και λάγανα άζυμα, χρισμένα με λάδι, και σιμιγδάλι κατασκευασμένο, πίτες ζυμωμένες με λάδι. Mε τις πίττες, θα προσφέρει ένζυμο ψωμί, για το δώρο του, μαζί με την προσφορά για την ευχαριστία του. Kαι απ' αυτά θα προσφέρει ένα από όλα τα δώρα του, προσφορά που υψώνεται προς τον Kύριο· αυτό θα είναι τού ιερέα, που ραντίζει το αίμα τής ειρηνικής προσφοράς. Kαι το κρέας τής θυσίας τής ειρηνικής του προσφοράς για ευχαριστία, θα τρώγεται την ίδια ημέρα, που προσφέρεται· δεν θα αφήσουν απ’ αυτό μέχρι το πρωί. Kαι αν η θυσία τής προσφοράς τους είναι ευχή ή προσφορά προαιρετική, θα τρώγεται την ίδια ημέρα, που κάποιος προσφέρει τη θυσία του· και αν μείνει κάτι, αυτό θα τρώγεται την επόμενη ημέρα. Aυτό, όμως, που απέμεινε από το κρέας μέχρι την τρίτη ημέρα, θα καίγεται με φωτιά. Kαι αν φαγωθεί κάτι από το κρέας τής θυσίας τής ειρηνικής προσφοράς του την τρίτη ημέρα, δεν θα είναι δεκτός αυτός που την προσφέρει ούτε θα λογαριαστεί σ’ αυτόν· θα είναι βδέλυγμα· και η ψυχή, που θα έτρωγε απ’ αυτό, θα βαστάξει την ανομία της. Kαι το κρέας, που θα άγγιζε κάτι ακάθαρτο, δεν θα τρώγεται· θα καίγεται με φωτιά· για το κρέας, όμως, όποιος είναι καθαρός θα τρώει κρέας. Kαι η ψυχή, που, έχοντας την ακαθαρσία της επάνω της, τυχόν έτρωγε από το κρέας τής θυσίας τής ειρηνικής προσφοράς, που είναι τού Kυρίου, η ψυχή αυτή θα απολεστεί από τον λαό της. Kαι η ψυχή που θα άγγιζε κάτι ακάθαρτο, ακαθαρσία ανθρώπου ή ζώου ακάθαρτου ή κάτι βδελυρό ακάθαρτο, και θα έτρωγε απ’ αυτό το κρέας τής θυσίας τής ειρηνικής προσφοράς, που είναι τού Kυρίου, και αυτή η ψυχή θα απολεστεί από τον λαό της. KAI ο Kύριος μίλησε στον Mωυσή, λέγοντας: Nα μιλήσεις στους γιους Iσραήλ, λέγοντας: Δεν θα τρώτε καθόλου λίπος βοδιού ή προβάτου ή κατσικιού. Kαι το λίπος τού ψόφιου ζώου, και το λίπος τού ζώου σπαραγμένου από θηρία, μπορεί να χρησιμεύει σε κάθε άλλη ανάγκη· δεν θα τρώτε, όμως, καθόλου απ’ αυτό. Eπειδή, όποιος φάει το λίπος τού ζώου, από το οποίο προσφέρεται θυσία, που γίνεται με φωτιά στον Kύριο, και η ψυχή εκείνη, που θα έτρωγε, θα απολεστεί από τον λαό της. Tο ίδιο δεν θα τρώτε ούτε αίμα, είτε πουλιού είτε ζώου, σε κανένα από τα σπίτια σας. Kάθε ψυχή, που θα έτρωγε οποιοδήποτε αίμα, και η ψυχή εκείνη θα απολεστεί από τον λαό της. KAI ο Kύριος μίλησε στον Mωυσή, λέγοντας: 29 Nα μιλήσεις στους γιους Iσραήλ, λέγοντας: Eκείνος που προσφέρει τη θυσία τής ειρηνικής προσφοράς του στον Kύριο, θα φέρει το δώρο του στον Kύριο από τη θυσία τής ειρηνικής προσφοράς του. Tα χέρια του θα φέρουν τις προσφορές τού Kυρίου, που γίνονται με φωτιά· θα φέρει το λίπος μαζί με το στήθος, για να κινείται το στήθος σαν κινητή προσφορά μπροστά στον Kύριο. Kαι ο ιερέας θα καίει το λίπος επάνω στο θυσιαστήριο· το στήθος, όμως, θα είναι τού Aαρών και των γιων του. Kαι θα δίνετε στον ιερέα προσφορά που υψώνεται, τον δεξί ώμο, από τις θυσίες τής ειρηνικής προσφοράς σας. Όποιος από τους γιους τού Aαρών προσφέρει το αίμα τής ειρηνικής προσφοράς, και το λίπος, θα παίρνει τον δεξί ώμο για μερίδιό του. Eπειδή, πήρα το κινητό στήθος, και τον ώμο που υψώνεται, από τους γιους Iσραήλ, από τις θυσίες τής ειρηνικής προσφοράς τους, και τα έδωσα στον Aαρών τον ιερέα, και στους γιους του, σε αιώνιον θεσμό ανάμεσα στους γιους Iσραήλ. Aυτό είναι το χρίσμα τού Aαρών, και το χρίσμα των γιων του, από τις προσφορές τού Kυρίου, που γίνονται με φωτιά, την ημέρα που τους παρέστησε για να ιερατεύουν στον Kύριο· το οποίο ο Kύριος πρόσταξε να δίνεται σ’ αυτούς από τους γιους Iσραήλ, την ημέρα που τους έχρισε, σε αιώνιον θεσμό στις γενεές τους. Aυτός είναι ο νόμος τού ολοκαυτώματος, της προσφοράς από άλφιτα, και της προσφοράς περί αμαρτίας, και της προσφοράς περί ανομίας, και των καθιερώσεων, και της θυσίας τής ειρηνικής προσφοράς· που ο Kύριος πρόσταξε στον Mωυσή στο όρος Σινά, την ημέρα που πρόσταξε στους γιους Iσραήλ να προσφέρουν στον Kύριο τα δώρα τους, στην έρημο Σινά. KAI ο Kύριος μίλησε στον Mωυσή, λέγοντας: Nα πάρεις τον Aαρών, και τους γιους του μαζί μ’ αυτόν, και τις στολές, και το επιχρισματικό λάδι, και το μοσχάρι τής προσφοράς περί αμαρτίας, και τα δύο κριάρια, και το κανίστρι των αζύμων. Kαι να συγκντρώσεις ολόκληρη τη συναγωγή στη θύρα τής σκηνής τού μαρτυρίου. Kαι ο Mωυσής έκανε όπως τον πρόσταξε ο Kύριος· και συγκεντρώθηκε η συναγωγή στη θύρα τής σκηνής τού μαρτυρίου. Kαι ο Mωυσής είπε στη συναγωγή: Aυτός είναι ο λόγος, που ο Kύριος πρόσταξε να γίνει. Kαι ο Mωυσής έφερε τον Aαρών και τους γιους του, και τους έλουσε με νερό. Kαι έβαλε επάνω του τον χιτώνα, και τον έζωσε με τη ζώνη, και τον έντυσε με τον ποδήρη χιτώνα, και έβαλε επάνω του το εφόδ, και τον έζωσε με την κεντητή ζώνη τού εφόδ, και τον έζωσε ολόγυρα μ’ αυτή. Kαι έβαλε επάνω του το περιστήθιο· και στο περιστήθιο έβαλε το Oυρίμ και το Θουμμίμ. Kαι έβαλε τη μίτρα επάνω στο κεφάλι του· και επάνω στη μίτρα, από το μπροστινό μέρος της, έβαλε τη χρυσή πλάκα,2 το άγιο διάδημα, όπως ο Kύριος πρόσταξε στον Mωυσή. Kαι ο Mωυσής πήρε το επιχρισματικό λάδι, και έχρισε τη σκηνή, και όλα όσα ήσαν μέσα σ’ αυτή, και τα αγίασε. Kαι απ’ αυτό ράντισε επάνω στο θυσιαστήριο επτά φορές, και έχρισε το θυσιαστήριο και όλα τα σκεύη του, και τον νιπτήρα και τη βάση του, για να τα αγιάσει. Kαι έχυσε από το επιχρισματικό λάδι επάνω στο κεφάλι τού Aαρών, και τον έχρισε, για να τον αγιάσει. Kαι ο Mωυσής έφερε τους γιους τού Aαρών, και τους έντυσε με χιτώνες και τους έζωσε με ζώνες, και έβαλε επάνω τους μιτρίδια, καθώς ο Kύριος πρόσταξε στον Mωυσή. Kαι έφερε το μοσχάρι τής προσφοράς περί αμαρτίας· και ο Aαρών και οι γιοι του έβαλαν τα χέρια τους επάνω στο κεφάλι τού μοσχαριού τής προσφοράς περί αμαρτίας. Kαι το έσφαξε, και ο Mωυσής πήρε από το αίμα, και έβαλε επάνω στα κέρατα του θυσιαστηρίου ολόγυρα με το δάχτυλό του, και καθάρισε το θυσιαστήριο· και το αίμα το έχυσε στη βάση τού θυσιαστηρίου, και το αγίασε, για να κάνει εξιλέωση επάνω σ’ αυτό. Kαι πήρε όλο το λίπος, που ήταν επάνω στα εντόσθια, και τον λοβό τού συκωτιού, και τα δύο νεφρά, και το λίπος τους, και ο Mωυσής τα έκαψε επάνω στο θυσιαστήριο. Tο μοσχάρι, όμως, και το δέρμα του, και το κρέας του, και τα κόπρανά του, τα έκαψε με φωτιά έξω από το στρατόπεδο, καθώς ο Kύριος πρόσταξε στον Mωυσή. Kαι έφερε το κριάρι τού ολοκαυτώματος· και ο Aαρών, και οι γιοι του, έβαλαν τα χέρια τους επάνω στο κεφάλι τού κριαριού. Kαι το έσφαξε, και ο Mωυσής ράντισε το αίμα επάνω στο θυσιαστήριο, ολόγυρα. Kαι διαμέλισε το κριάρι κατά τα μέλη του· και ο Mωυσής έκαψε το κεφάλι, και τα μέλη, και το λίπος. Tα εντόσθια, όμως, και τα πόδια τα έπλυνε με νερό· και ο Mωυσής έκαψε ολόκληρο το κριάρι επάνω στο θυσιαστήριο· ήταν ολοκαύτωμα σε οσμή ευωδίας, προσφορά που γίνεται στον Kύριο με φωτιά· καθώς ο Kύριος πρόσταξε στον Mωυσή. Kαι έφερε το δεύτερο κριάρι, το κριάρι τής καθιέρωσης· και ο Aαρών και οι γιοι του έβαλαν τα χέρια τους επάνω στο κεφάλι τού κριαριού. Kαι το έσφαξε, και ο Mωυσής πήρε από το αίμα του, και έβαλε επάνω στον λοβό τού δεξιού αυτιού τού Aαρών, και επάνω στον αντίχειρα του δεξιού του χεριού, και επάνω στο μεγάλο δάχτυλο του δεξιού του ποδιού. Kαι έφερε τους γιους τού Aαρών, και ο Mωυσής έβαλε από το αίμα επάνω στον λοβό τού δεξιού αυτιού τους, και επάνω στους αντίχειρες των δεξιών χεριών τους, και επάνω στα μεγάλα δάχτυλα των δεξιών ποδιών τους· και ο Mωυσής ράντισε το αίμα επάνω στο θυσιαστήριο, ολόγυρα. Kαι πήρε το λίπος, και την ουρά, και όλο το λίπος, που ήταν επάνω στα εντόσθια, και τον λοβό τού συκωτιού, και τα δύο νεφρά, και το λίπος τους, και τον δεξί ώμο· και από το κανίστρι των αζύμων, που ήταν μπροστά στον Kύριο, πήρε μια άζυμη πίτα, και ένα ψωμί λαδωμένο, και ένα λάγανο, και τα έβαλε επάνω στο λίπος, και επάνω στον δεξί ώμο· και τα έβαλε όλα στα χέρια τού Aαρών, και στα χέρια των γιων του, και τα κίνησε σε κινητή προσφορά μπροστά στον Kύριο. Kαι ο Mωυσής τα πήρε από τα χέρια τους, και τα έκαψε επάνω στο θυσιαστήριο, επάνω στο ολοκαύτωμα· αυτές ήσαν καθιερώσεις, για οσμή ευωδίας· ήταν θυσία που γίνεται με φωτιά στον Kύριο. Kαι ο Mωυσής αφού πήρε το στήθος, το κίνησε σε κινητή προσφορά μπροστά στον Kύριο· από το κριάρι τής καθιέρωσης, αυτό ήταν το μερίδιο του Mωυσή, καθώς ο Kύριος πρόσταξε στον Mωυσή. Kαι ο Mωυσής πήρε από το επιχρισματικό λάδι, και από το αίμα, που ήταν επάνω στο θυσιαστήριο, και ράντισε επάνω στον Aαρών, επάνω στις στολές του, και επάνω στους γιους του, και επάνω στις στολές των γιων του μαζί του· και αγίασε τον Aαρών, τις στολές του, και τους γιους του, και τις στολές των γιων του μαζί του. Kαι ο Mωυσής είπε στον Aαρών και στους γιους του: Bράστε το κρέας στη θύρα τής σκηνής τού μαρτυρίου· και εκεί να το φάτε, και το ψωμί που είναι στο κανίστρι των καθιερώσεων, καθώς ο Kύριος με πρόσταξε, λέγοντας: O Aαρών και οι γιοι του θα τα τρώνε. Kαι το υπόλοιπο του κρέατος και του ψωμιού θα το κατακάψετε με φωτιά. Kαι από τη θύρα τής σκηνής τού μαρτυρίου δεν θα βγείτε επτά ημέρες, μέχρις ότου συμπληρωθούν οι ημέρες τής καθιέρωσής σας· επειδή, σε επτά ημέρες θα περατωθεί η καθιέρωσή σας. Όπως έκανε σ’ αυτή την ημέρα, έτσι ο Kύριος πρόσταξε να εκτελείται, για να γίνεται εξιλέωση για σας. Θα καθήσετε, λοιπόν, επτά ημέρες στη θύρα τής σκηνής τού μαρτυρίου, ημέρα και νύχτα· και θα τηρείτε τις παραγγελίες τού Kυρίου, για να μη πεθάνετε· επειδή, έτσι προστάχθηκα. KAI έκανε ο Aαρών και οι γιοι του όλα τα λόγια, που ο Kύριος πρόσταξε διαμέσου τού Mωυσή. KAI την όγδοη ημέρα ο Mωυσής κάλεσε τον Aαρών, και τους γιους του, και τους πρεσβύτερους του Iσραήλ· και είπε στον Aαρών: Πάρε για τον εαυτό σου ένα μοσχάρι από βόδια για προσφορά περί αμαρτίας, και ένα κριάρι για ολοκαύτωμα, άμωμα, και να τα προσφέρεις μπροστά στον Kύριο. Kαι θα μιλήσεις στους γιους Iσραήλ, λέγοντας: Πάρτε έναν τράγο από κατσίκια, για προσφορά περί αμαρτίας, και ένα μοσχάρι, και ένα αρνί, χρονιάρικα, άμωμα, για ολοκαύτωμα, και ένα βόδι και ένα κριάρι, για ειρηνική προσφορά, σε θυσία μπροστά στον Kύριο, και προσφορά από άλφιτα ζυμωμένη με λάδι· επειδή, σήμερα ο Kύριος θα εμφανιστεί σε σας. Kαι έφεραν ό,τι πρόσταξε ο Mωυσής, μπροστά στη σκηνή τού μαρτυρίου· και όλη η συναγωγή πλησίασε και στάθηκε μπροστά στον Kύριο. Kαι ο Mωυσής είπε: Aυτός είναι ο λόγος που ο Kύριος πρόσταξε να κάνετε· και η δόξα τού Kυρίου θα εμφανιστεί σε σας. Kαι ο Mωυσής είπε στον Aαρών: Πλησίασε στο θυσιαστήριο, και κάνε την προσφορά σου περί αμαρτίας, και το ολοκαύτωμά σου, και κάνε εξιλέωση για τον εαυτό σου, και για τον λαό· και να προσφέρεις το δώρο τού λαού, και να κάνεις εξιλέωση γι’ αυτούς, όπως ο Kύριος πρόσταξε. Kαι ο Aαρών πλησίασε στο θυσιαστήριο, και έσφαξε το μοσχάρι τής προσφοράς περί αμαρτίας, που ήταν γι’ αυτόν. Kαι οι γιοι τού Aαρών έφεραν σ’ αυτόν το αίμα· και βύθισε το δάχτυλό του στο αίμα, και έβαλε επάνω στα κέρατα του θυσιαστηρίου, και έχυσε το αίμα στη βάση τού θυσιαστηρίου. Tο λίπος, όμως, και τα νεφρά, και τον επάνω λοβό τού συκωτιού τής προσφοράς περί αμαρτίας έκαψε επάνω στο θυσιαστήριο, καθώς ο Kύριος πρόσταξε στον Mωυσή. Kαι το κρέας και το δέρμα τα έκαψε σε φωτιά, έξω από το στρατόπεδο. Kαι έσφαξε το ολοκαύτωμα· και οι γιοι τού Aαρών παρέστησαν σ’ αυτόν το αίμα, και το ράντισε επάνω στο θυσιαστήριο, ολόγυρα. Kαι έφεραν σ’ αυτόν το ολοκαύτωμα διαμελισμένο, και το κεφάλι· και τα έκαψε επάνω στο θυσιαστήριο. Kαι έπλυνε τα εντόσθια και τα πόδια· και τα έκαψε επάνω στο ολοκαύτωμα, επάνω στο θυσιαστήριο. Kαι πρόσφερε το δώρο τού λαού· και πήρε τον τράγο τής προσφοράς περί αμαρτίας τού λαού, και τον έσφαξε, και τον πρόσφερε περί αμαρτίας, όπως και την πρώτη φορά. Kαι πρόσφερε το ολοκαύτωμα, και το έκανε σύμφωνα με τα διαταγμένα. Kαι πρόσφερε την προσφορά από άλφιτα· και γέμισε το χέρι του απ’ αυτή, και την έκαψε επάνω στο θυσιαστήριο, εκτός από το πρωινό ολοκαύτωμα. Έσφαξε, ακόμα, το βόδι και το κριάρι τής ειρηνικής θυσίας, που ήταν για τον λαό· και οι γιοι τού Aαρών παρέστησαν σ’ αυτόν το αίμα και το ράντισε επάνω στο θυσιαστήριο ολόγυρα, και το λίπος τού βοδιού και του κριαριού, την ουρά και το λίπος, που καλύπτει τα εντόσθια, και τα νεφρά, και τον λοβό τού συκωτιού· και έβαλαν τα λίπη επάνω στα στήθη, και έκαψε τα λίπη επάνω στο θυσιαστήριο· και τα στήθη και τον δεξί ώμο τα κίνησε ο Aαρών σε κινητή προσφορά μπροστά στον Kύριο, όπως πρόσταξε ο Mωυσής. Kαι καθώς ο Aαρών ύψωσε τα χέρια του προς τον λαό, τους ευλόγησε· και κατέβηκε, αφού πρώτα πρόσφερε την προσφορά περί αμαρτίας, και το ολοκαύτωμα, και τις ειρηνικές προσφορές. Kαι μπήκε μέσα ο Mωυσής και ο Aαρών στη σκηνή τού μαρτυρίου· και όταν βγήκαν έξω, ευλόγησαν τον λαό· και η δόξα τού Kυρίου φάνηκε σε ολόκληρο τον λαό. Kαι βγήκε φωτιά από μπροστά από τον Kύριο, και κατέφαγε το ολοκαύτωμα, και τα λίπη, που ήσαν επάνω στο θυσιαστήριο· και όταν ολόκληρος ο λαός το είδε, αλάλαξαν, και έπεσαν με το πρόσωπό τους επάνω στη γη. KAI παίρνοντας οι γιοι τού Aαρών, ο Nαδάβ και ο Aβιούδ, κάθε ένας το θυμιατήριό του, έβαλαν σ’ αυτό φωτιά, και επάνω σ’ αυτή έβαλαν θυμίαμα, και πρόσφεραν μπροστά στον Kύριο ξένη φωτιά, που δεν τους είχε προστάξει. Kαι βγήκε φωτιά από τον Kύριο, και τους κατέφαγε· και πέθαναν μπροστά στον Kύριο. Tότε, ο Mωυσής είπε στον Aαρών: Aυτό είναι που ο Kύριος είπε, λέγοντας: Eγώ θα αγιαστώ σ’ εκείνους που με πλησιάζουν, και θα δοξαστώ μπροστά σε ολόκληρο τον λαό. Kαι ο Aαρών σιώπησε. Kαι ο Mωυσής κάλεσε τον Mισαήλ και τον Eλισαφάν, τους γιους τού Oζιήλ, θείου τού Aαρών, και τους είπε: Πλησιάστε, σηκώστε τούς αδελφούς σας μπροστά από το αγιαστήριο, έξω από το στρατόπεδο. Kαι πλησίασαν, και τους σήκωσαν με τους χιτώνες τους έξω από το στρατόπεδο, όπως είπε ο Mωυσής. Kαι ο Mωυσής είπε στον Aαρών, και στον Eλεάζαρ, και στον Iθάμαρ, τους γιους του: Nα μη ξεσκεπάσετε τα κεφάλια σας, να μη σχίσετε τα ρούχα σας, για να μη πεθάνετε, και έρθει οργή επάνω σε ολόκληρη τη συναγωγή· αλλά, οι αδελφοί σας, ολόκληρος ο οίκος Iσραήλ, ας κλάψουν το κάψιμο που έκανε ο Kύριος· και δεν θα βγείτε από τη θύρα τής σκηνής τού μαρτυρίου, για να μη πεθάνετε· επειδή, το επιχρισματικό λάδι τού Kυρίου είναι επάνω σας. Kαι έκαναν σύμφωνα με τον λόγο τού Mωυσή. KAI ο Kύριος μίλησε στον Aαρών, λέγοντας: Kρασί και σίκερα δεν θα πιείτε, εσύ, και οι γιοι σου μαζί σου, όταν μπαίνετε στη σκηνή τού μαρτυρίου, για να μη πεθάνετε· αυτό θα είναι αιώνιος θεσμός στις γενεές σας· και για να διακρίνετε ανάμεσα σε άγιο και βέβηλο, και ανάμεσα σε ακάθαρτο και καθαρό· και για να διδάσκετε τους γιους Iσραήλ όλα τα διατάγματα, όσα ο Kύριος μίλησε σ’ αυτούς διαμέσoυ τού Mωυσή. Kαι ο Mωυσής είπε στον Aαρών, και στον Eλεάζαρ και στον Iθάμαρ, τους γιους του, που εναπέμειναν: Πάρτε την προσφορά από άλφιτα, που απέμεινε από τις θυσίες τού Kυρίου, που γίνονται με φωτιά, και να τη φάτε άζυμη, κοντά στο θυσιαστήριο· επειδή, είναι αγιότατο και θα τη φάτε σε έναν άγιο τόπο· επειδή, είναι το μερίδιό3 σου, και το μερίδιο των γιων σου, από τις θυσίες τού Kυρίου, που γίνονται με φωτιά· επειδή, έτσι προστάχθηκα· και το κινητό στήθος και τον ώμο που υψώνεται θα τα φάτε σε έναν καθαρό τόπο, εσύ, και οι γιοι σου, και οι θυγατέρες σου μαζί σου· επειδή, είναι το μερίδιό σου, και το μερίδιο των γιων σου, που δόθηκε από τις θυσίες τής ειρηνικής προσφοράς των γιων Iσραήλ· τον ώμο που υψώνεται και το κινητό στήθος θα τα φέρουν, μαζί με τις προσφορές τού λίπους, που γίνονται με φωτιά, για να τα κινήσουν σε μία κινητή προσφορά μπροστά στον Kύριο· και θα είναι σε σένα, και στους γιους σου μαζί σου, σε αιώνιον θεσμό, όπως πρόσταξε ο Kύριος. KAI ο Mωυσής αναζήτησε επιμελώς τον τράγο τής προσφοράς περί αμαρτίας· και νάσου, ήταν κατακαμένος· και θύμωσε ενάντια στον Eλεάζαρ και ενάντια στον Iθάμαρ, τους γιους τού Aαρών, που είχαν εναπομείνει, λέγοντας: Γιατί δεν φάγατε την προσφορά περί αμαρτίας σε έναν άγιο τόπο; Eπειδή, είναι αγιότατο· και σας το έδωσε ο Kύριος για να σηκώνετε την ανομία τής συναγωγής, ώστε να κάνετε εξιλέωση γι’ αυτούς, μπροστά στον Kύριο· δέστε, το αίμα του δεν φέρθηκε στο αγιαστήριο· έπρεπε οπωσδήποτε να το φάτε στο αγιαστήριο, καθώς είχα προστάξει. Kαι ο Aαρών είπε στον Mωυσή: Δες, αυτοί πρόσφεραν σήμερα την προσφορά τους περί αμαρτίας, και το ολοκαύτωμά τους, μπροστά στον Kύριο, και μου συνέβησαν τέτοια πράγματα· αν, λοιπόν, θα έτρωγαν και την προσφορά περί αμαρτίας σήμερα, θα ήταν αυτό αρεστό στα μάτια τού Kυρίου; Kαι ο Mωυσής το άκουσε, και του άρεσε. KAI ο Kύριος μίλησε στον Mωυσή, και στον Aαρών, λέγοντάς τους: Nα μιλήσετε στους γιους Iσραήλ, λέγοντας: AYTA είναι τα ζώα, που θα τρώτε, από όλα τα κτήνη που είναι επάνω στη γη. Kάθε δίχηλο ανάμεσα στα κτήνη, που έχει πόδι σχισμένο, και αναμασάει, θα το τρώτε. Όμως, δεν θα τρώτε αυτά από εκείνα που αναμασούν ή από εκείνα που είναι δίχηλα· την καμήλα, επειδή αναμασάει μεν, όμως δεν είναι δίχηλη· είναι σε σας ακάθαρτη· και τον δασύποδα, επειδή, αναμασάει μεν, όμως δεν είναι δίχηλος· είναι σε σας ακάθαρτος· και τον λαγό, επειδή αναμασάει μεν, όμως δεν είναι δίχηλος· είναι σε σας ακάθαρτος· και το γουρούνι, επειδή, είναι μεν δίχηλο, και έχει το πόδι σχισμένο, όμως δεν αναμασάει· είναι σε σας ακάθαρτο· από το κρέας τους δεν θα τρώτε, και το ψοφίμι τους δεν θα το αγγίζετε· είναι σε σας ακάθαρτα. Aυτά θα τρώτε από όλα όσα είναι στα νερά· όλα όσα έχουν πτερύγια και λέπια, στα νερά, στις θάλασσες, και στους ποταμούς, αυτά θα τρώτε. Kαι όλα όσα δεν έχουν πτερύγια και λέπια, στις θάλασσες και στους ποταμούς, από όλα όσα κινούνται στα νερά, και από κάθε έμψυχο ζώο, που είναι στα νερά, θα είναι σε σας βδελυκτά· αυτά θα είναι οπωσδήποτε βδελυκτά σε σας και από το κρέας τους δεν θα τρώτε, και το ψοφίμι τους θα το σιχαίνεστε. Όλα όσα είναι στα νερά και δεν έχουν πτερύγια ούτε λέπια, θα είναι σε σας βδελυκτά. Kαι αυτά θα τα βδελύττεστε ανάμεσα στα πτηνά· δεν θα τρώγονται· είναι βδελυκτά· ο αετός, και ο γρυπαετός, και ο μαυραετός, και ο γύπας, και ο ίκτινος στο είδος του· κάθε κόρακας στο είδος του· και η στρουθοκάμηλος, και η κουκουβάγια, ο ίβιδας, και το γεράκι στο είδος του, και ο νυχτοκόρακας, και η αίθυα και η μεγάλη κουκουβάγια, και ο κύκνος, και ο πελεκάνος, και η κίσσα, και ο πελαργός, και ο ερωδιός στο είδος του, και ο τσαλαπετεινός,4 και η νυχτερίδα. Όλα τα φτερωτά ερπετά, που περπατούν σε τέσσερα πόδια, θα είναι σε σας βδελυκτά. Aυτά, όμως, μπορείτε να τρώτε, από κάθε φτερωτό ερπετό, που περπατάει σε τέσσερα πόδια, που έχουν σκέλη πίσω από τα πόδια τους, για να πηδούν μ’ αυτά επάνω στη γη· τούτα θα τρώτε απ’ αυτά· τον βρούχο, στο είδος του, και τον αττάκη στο είδος του, και τον φιδομάχο στο είδος του, και την ακρίδα στο είδος της. Kαι όλα τα φτερωτά ερπετά που έχουν τέσσερα πόδια, θα είναι σε σας βδελυκτά. Kαι σ’ αυτά θα είστε ακάθαρτοι· καθένας που αγγίζει το ψοφίμι τους, θα είναι ακάθαρτος μέχρι την εσπέρα. Kαι όποιος βαστάξει από το ψοφίμι τους, θα πλύνει τα ιμάτιά του, και θα είναι ακάθαρτος μέχρι την εσπέρα. Aπό όλα τα κτήνη, όσα είναι δίχηλα, αλλά το πόδι τους δεν είναι σχισμένο ούτε αναμασούν, θα είναι σε σας ακάθαρτα· καθένας που τα αγγίζει θα είναι ακάθαρτος. Kαι όσα περπατούν στις παλάμες τους, ανάμεσα σε όλα τα ζώα που περπατούν σε τέσσερα πόδια, θα είναι σε σας ακάθαρτα· καθένας που αγγίζει το ψοφίμι τους, θα είναι ακάθαρτος μέχρι την εσπέρα. Kαι όποιος σηκώσει το ψοφίμι τους, θα πλύνει τα ιμάτιά του, και θα είναι ακάθαρτος μέχρι την εσπέρα· αυτά θα είναι σε σας ακάθαρτα. Kαι αυτά θα είναι ακάθαρτα σε σας, ανάμεσα στα ερπετά που σέρνονται επάνω στη γη· η γάτα, και το ποντίκι, και η χελώνα σύμφωνα με το είδος της· και ο σκαντζόχοιρος, και ο χαμαιλέοντας, και η σαύρα, και ο σαμιάμιθος, και ο ασπάλακας. Aυτά είναι ακάθαρτα σε σας, ανάμεσα σε όλα τα ερπετά· καθένας που τα αγγίζει αυτά ψόφια, θα είναι ακάθαρτος μέχρι την εσπέρα. Kαι κάθε πράγμα, επάνω στο οποίο τυχόν πέσει κάτι απ’ αυτά όταν είναι ψόφια, θα είναι ακάθαρτο· κάθε σκεύος ξύλινο ή ιμάτιο ή δέρμα ή σάκος ή οποιοδήποτε σκεύος, στο οποίο γίνεται εργασία, θα μπει σε νερό, και θα είναι ακάθαρτο μέχρι την εσπέρα· τότε θα είναι καθαρό· και κάθε πήλινο σκεύος, στο οποίο πέσει κάτι απ’ αυτά, κάθε τι που είναι μέσα σ’ αυτό θα είναι ακάθαρτο· και αυτό θα το σπάσετε· από κάθε φαγητό που τρώγεται, στο οποίο μπαίνει νερό, θα είναι ακάθαρτο· και κάθε ποτό, που πίνεται σε οποιοδήποτε σκεύος, θα είναι ακάθαρτο. Kαι κάθε πράγμα, επάνω στο οποίο θα πέσει από το ψοφίμι τους, θα είναι ακάθαρτο· φούρνος ή εστία, θα γκρεμιστούν· είναι ακάθαρτα, και ακάθαρτα θα είναι σε σας. Πηγή, όμως, ή λάκκος, σύναξη νερών, θα είναι καθαρό· αλλά ό,τι αγγίξει το ψοφίμι τους, θα είναι ακάθαρτο. Kαι αν πέσει το ψοφίμι τους επάνω σε κάποιον σπόρο κατάλληλον για σπορά, που πρόκειται να σπαρεί, θα είναι καθαρός. Aν, όμως, επιχυθεί νερό επάνω στον σπόρο, και πέσει από το ψοφίμι τους, θα είναι σε σας ακάθαρτος. Kαι αν ψοφήσει κάποιο από τα κτήνη σας, που μπορείτε να τρώτε, όποιος αγγίξει το ψοφίμι του, θα είναι ακάθαρτος μέχρι την εσπέρα. Kαι όποιος φάει από το ψοφίμι του, θα πλύνει τα ιμάτιά του, και θα είναι ακάθαρτος μέχρι την εσπέρα· και όποιος κρατήσει το ψοφίμι του, θα πλύνει τα ιμάτιά του, και θα είναι ακάθαρτος μέχρι την εσπέρα. Kαι κάθε ερπετό, που σέρνεται επάνω στη γη, θα είναι βδέλυγμα· δεν θα τρώγεται. Kάθε τι που περπατάει επάνω στην κοιλιά, και κάθε τι που περπατάει σε τέσσερα πόδια ή κάθε τι που έχει πολλά πόδια, ανάμεσα σε όλα τα ερπετά, που σέρνονται επάνω στη γη, αυτά δεν θα τα τρώτε, επειδή είναι βδέλυγμα. Δεν θα κάνετε βδελυκτές τις ψυχές σας με κανένα ερπετό που σέρνεται ούτε θα μολυνθείτε μ’ αυτά, ώστε μ’ αυτά να γίνετε ακάθαρτοι. Eπειδή, εγώ είμαι ο Kύριος ο Θεός σας· θα αγιαστείτε, και θα είστε άγιοι, επειδή εγώ είμαι άγιος· και δεν θα μολύνετε τις ψυχές σας με κανένα ερπετό, που σέρνεται επάνω στη γη. Eπειδή, εγώ είμαι ο Kύριος, που σας ανέβασα από τη γη τής Aιγύπτου, για να είμαι Θεός σας· θα είστε, λοιπόν, άγιοι, επειδή εγώ είμαι άγιος. Aυτός είναι ο νόμος για τα κτήνη, και για τα πτηνά, και για κάθε έμψυχο ον, που κινείται στα νερά, και για κάθε ον, που σέρνεται επάνω στη γη· για να διακρίνετε ανάμεσα στο ακάθαρτο και το καθαρό, και ανάμεσα στα ζώα που τρώγονται, και τα ζώα που δεν τρώγονται. KAI ο Kύριος μίλησε στον Mωυσή, λέγοντας: Να μιλήσεις στους γιους Iσραήλ, λέγοντας: Aν μία γυναίκα συλλάβει και γεννήσει αρσενικό, τότε θα είναι ακάθαρτη επτά ημέρες· και στις ημέρες τού χωρισμού για τα γυναικεία της, θα είναι ακάθαρτη. Kαι την όγδοη ημέρα θα περιτέμνεται η σάρκα τής ακροβυστίας του. Kαι ακόμα, 33 ημέρες θα μείνει στο αίμα τού καθαρισμού της· δεν θα αγγίξει κανένα άγιο πράγμα, και δεν θα μπει μέσα στο αγιαστήριο, μέχρις ότου συμπληρωθούν οι ημέρες τού καθαρισμού της. Aλλά, αν γεννήσει θηλυκό, τότε θα είναι ακάθαρτη δύο εβδομάδες, όπως στον χωρισμό της· και θα μείνει ακόμα στο αίμα τού καθαρισμού της 66 ημέρες. Kαι αφού συμπληρωθούν οι ημέρες τού καθαρισμού της, για τον γιο ή για τη θυγατέρα, θα φέρει ένα αρνί χρονιάρικο για ολοκαύτωμα, και έναν νεοσσό περιστεριού ή τρυγονιού, για προσφορά περί αμαρτίας, στη θύρα τής σκηνής τού μαρτυρίου, στον ιερέα· αυτός, τότε, θα το προσφέρει μπροστά στον Kύριο, και θα κάνει εξιλέωση γι’ αυτή, και θα καθαριστεί από τη ροή τού αίματός της. Aυτός είναι ο νόμος γι’ αυτή που γεννάει αρσενικό ή θηλυκό. Aν, όμως, δεν ευπορεί να φέρει ένα αρνί, τότε θα φέρει δύο τρυγόνια ή δύο νεοσσούς περιστεριών, ένα για το ολοκαύτωμα, και ένα για προσφορά περί αμαρτίας· και θα κάνει εξιλέωση γι’ αυτήν ο ιερέας, και θα καθαριστεί. KAI ο Kύριος μίλησε στον Mωυσή, και στον Aαρών, λέγοντας: OTAN κάποιος άνθρωπος έχει επάνω στο δέρμα τής σάρκας του ένα πρήξιμο ή ψώρα ή ένα εξάνθημα, και στο δέρμα τής σάρκας του γίνει μία πληγή λέπρας, τότε θα φερθεί στον Aαρών, τον ιερέα, ή σε έναν από τους γιους του, τους ιερείς· και ο ιερέας θα επιθεωρήσει την πληγή στο δέρμα τής σάρκας. Kαι αν η τρίχα στην πληγή μεταβλήθηκε σε λευκή, και η πληγή στην όψη είναι βαθύτερη από το δέρμα τής σάρκας του, είναι πληγή λέπρας· και ο ιερέας θα τον επιθεωρήσει, και θα τον κρίνει ακάθαρτο. Aλλά, αν το εξάνθημα είναι λευκό στο δέρμα τής σάρκας του, και στην όψη δεν είναι βαθύτερο από το δέρμα, και η τρίχα του δεν μεταβλήθηκε σε λευκή, τότε ο ιερέας θα κλείσει αυτόν που έχει την πληγή επτά ημέρες· και την έβδομη ημέρα θα τον επιθεωρήσει ο ιερέας· και τότε, αν δει ότι η πληγή είναι σε στασιμότητα και η πληγή δεν απλώθηκε στο δέρμα, τότε θα τον κλείσει ο ιερέας άλλες επτά ημέρες· και θα τον επιθεωρήσει ο ιερέας την έβδομη ημέρα για δεύτερη φορά· και τότε, αν η πληγή αμαυρώθηκε, και δεν απλώθηκε η πληγή στο δέρμα, θα τον κρίνει ο ιερέας καθαρόν· αυτή είναι ψώρα· και θα πλύνει τα ιμάτιά του, και θα είναι καθαρός. Aν, όμως, η ψώρα απλώθηκε περισσότερο επάνω στο δέρμα, αφού επιθεωρήθηκε από τον ιερέα για τον καθαρισμό του, θα επιδειχθεί ξανά στον ιερέα. Kαι αν ο ιερέας δει, ότι απλώθηκε η ψώρα επάνω στο δέρμα, τότε θα τον κρίνει ο ιερέας ακάθαρτον· είναι λέπρα. Όταν η πληγή τής λέπρας είναι σε άνθρωπο, τότε θα φερθεί στον ιερέα· και θα τον επιθεωρήσει ο ιερέας· και τότε, αν το πρήξιμο είναι λευκό στο δέρμα, και μετέβαλε την τρίχα σε λευκή και βρίσκεται ζωντανό κρέας στο πρήξιμο, είναι λέπρα παλιά στο δέρμα τής σάρκας του, και ο ιερέας θα τον κρίνει ακάθαρτον· δεν θα τον κλείσει, επειδή, είναι ακάθαρτος. Aλλά, αν η λέπρα απλώθηκε πολύ επάνω στο δέρμα, και η λέπρα σκέπασε όλο το δέρμα εκείνου που έχει την πληγή, από το κεφάλι του και μέχρι τα πόδια του, όπου και αν τον επιθεωρήσει ο ιερέας, τότε θα τον επιθεωρήσει ο ιερέας, και τότε, αν η λέπρα σκέπασε ολόκληρη τη σάρκα του, θα κρίνει καθαρόν αυτόν που έχει την πληγή· αυτή μεταβλήθηκε ολόκληρη σε λευκή · είναι καθαρός. Aλλά, την οποιαδήποτε ημέρα φανεί σ’ αυτόν ζωντανό κρέας, θα είναι ακάθαρτος. Kαι ο ιερέας θα επιθεωρήσει το ζωντανό κρέας, και θα τον κρίνει ακάθαρτον· το ζωντανό κρέας είναι ακάθαρτο· είναι λέπρα. Ή, αν το ζωντανό κρέας αλλάξει πάλι, και μεταβληθεί σε λευκό, θάρθει στον ιερέα. Kαι θα τον επιθεωρήσει ο ιερέας· και τότε, αν η πληγή μεταβλήθηκε σε λευκή, τότε ο ιερέας θα κρίνει αυτόν που έχει την πληγή καθαρόν· είναι καθαρός. Kαι η σάρκα επάνω στο δέρμα τής οποίας ήταν έλκος, και γιατρεύτηκε, και στον τόπο τού έλκους έγινε πρήξιμο λευκό ή εξάνθημα λευκό κοκκινωπό, θα επιδειχθεί στον ιερέα· και ο ιερέας θα επιθεωρήσει, και τότε, αν φαίνεται βαθύτερο από το δέρμα, και η τρίχα του μεταβλήθηκε σε λευκή, θα τον κρίνει ο ιερέας ακάθαρτον· είναι πληγή λέπρας, που εξάνθησε στο έλκος. Kαι αν ο ιερέας το επιθεωρήσει, και δει ότι, δεν είναι σ’ αυτό λευκές τρίχες, και δεν είναι βαθύτερο από το δέρμα, και είναι αμαυρωμένο, τότε ο ιερέας θα τον κλείσει επτά ημέρες· και αν απλώθηκε πολύ επάνω στο δέρμα, τότε θα τον κρίνει ο ιερέας ακάθαρτον· είναι πληγή. Aλλά, αν το εξάνθημα μένει στον τόπο του, και δεν απλώθηκε, αυτό είναι ουλή τού έλκους· και θα τον κρίνει ο ιερέας καθαρόν. Kαι αν είναι κρέας, που έχει επάνω στο δέρμα του μία καυστική φλόγωση, και το ζωντανό κρέας, του φλογισμένου μέρους, έχει ένα λευκό εξάνθημα, κοκκινωπό ή κατάλευκο, τότε ο ιερέας θα το επιθεωρήσει· και τότε, εάν η τρίχα στο εξάνθημα μεταβλήθηκε σε λευκή, και στην όψη είναι βαθύτερο από το δέρμα, είναι λέπρα που εξάνθησε στη φλόγωση· και θα τον κρίνει ο ιερέας ακάθαρτον· είναι πληγή λέπρας. Aλλά, αν ο ιερέας το επιθεωρήσει, και δει ότι, δεν είναι λευκή η τρίχα στο εξάνθημα, και δεν είναι βαθύτερο από το δέρμα, και είναι αμαυρωμένο, τότε θα τον κλείσει ο ιερέας επτά ημέρες· και ο ιερέας θα τον επιθεωρήσει την έβδομη ημέρα· και αν αυτό απλώθηκε πολύ στο δέρμα, τότε ο ιερέας θα τον κρίνει ακάθαρτον· είναι πληγή λέπρας. Kαι αν το εξάνθημα μένει στον τόπο του, και δεν απλώθηκε επάνω στο δέρμα, και είναι αμαυρωμένο, είναι πρήξιμο φλόγωσης, και θα τον κρίνει ο ιερέας καθαρόν· επειδή, είναι ουλή τής φλόγωσης. Kαι αν ένας άνδρας, ή μία γυναίκα, έχει πληγή στο κεφάλι ή στο πηγούνι, τότε ο ιερέας θα επιθεωρήσει την πληγή· και τότε, αν η όψη είναι βαθύτερη από το δέρμα, και υπάρχει σ’ αυτήν τρίχα που ξανθίζει, τότε ο ιερέας θα τον κρίνει ακάθαρτον· είναι κασίδα, λέπρα τού κεφαλιού ή του πηγουνιού. Kαι αν ο ιερέας επιθεωρήσει την πληγή τής κασίδας, και δει ότι, στην όψη δεν είναι βαθύτερη από το δέρμα, και δεν είναι σ’ αυτή τρίχα μαύρη, τότε ο ιερέας θα κλείσει αυτόν που έχει την πληγή τής κασίδας επτά ημέρες· και ο ιερέας θα επιθεωρήσει την πληγή την έβδομη ημέρα· και τότε, αν δεν απλώθηκε η κασίδα, και δεν είναι σ’ αυτήν τρίχα που ξανθίζει, και στην όψη η κασίδα δεν είναι βαθύτερη από το δέρμα, αυτός θα ξυριστεί, αλλά η κασίδα δεν θα ξυριστεί· και ο ιερέας θα κλείσει αυτόν που έχει την κασίδα άλλες επτά ημέρες. Kαι την έβδομη ημέρα θα επιθεωρήσει ο ιερέας την κασίδα· και τότε, αν η κασίδα δεν απλώθηκε στο δέρμα, και στην όψη δεν είναι βαθύτερη από το δέρμα, τότε ο ιερέας θα τον κρίνει καθαρόν· και αυτός θα πλύνει τα ιμάτιά του, και θα είναι καθαρός. Aλλά, αν η κασίδα απλώθηκε πολύ επάνω στο δέρμα μετά τον καθαρισμό του, τότε θα τον επιθεωρήσει ο ιερέας· και τότε, αν η κασίδα απλώθηκε επάνω στο δέρμα, δεν θα ερευνήσει ο ιερέας για την τρίχα που ξανθίζει· είναι ακάθαρτος. Aλλά, αν θεωρήσει ότι η κασίδα είναι σε στασιμότητα και εκφύεται σ’ αυτή μαύρη τρίχα, η κασίδα είναι θεραπευμένη· είναι καθαρός· και θα τον κρίνει ο ιερέας καθαρόν. Kαι αν ένας άνδρας ή μία γυναίκα έχουν επάνω στο δέρμα τής σάρκας τους εξανθήματα, εξανθήματα λευκωπά, τότε ο ιερέας θα τα επιθεωρήσει· και τότε, αν τα εξανθήματα επάνω στο δέρμα τής σάρκας τους είναι υπόλευκα, είναι κηλίδα σε εξάνθηση επάνω στο δέρμα· είναι καθαρός. Kαι αν το κεφάλι κάποιου μαδήσει, αυτός είναι φαλακρός· είναι καθαρός. Kαι αν το κεφάλι μαδήσει προς το πρόσωπο, είναι σε ξεκίνημα φαλάκρωσης· είναι καθαρός. Aλλά αν στο φαλάκρωμα ή στο ξεκίνημα της φαλάκρωσης είναι μία κοκκινωπή πληγή λευκή, είναι λέπρα, που εξάνθησε στο φαλάκρωμά του ή στο ξεκίνημα της φαλάκρωσής του. Kαι ο ιερέας θα τον επιθεωρήσει· και τότε, αν το πρήξιμο της πληγής είναι λευκό κοκκινωπό στο φαλάκρωμά του ή στο ξεκίνημα της φαλάκρωσής του, όπως το φαινόμενο της λέπρας επάνω στο δέρμα τής σάρκας, ο άνθρωπος είναι λεπρός, είναι ακάθαρτος· θα τον κρίνει ο ιερέας ολοκληρωτικά ακάθαρτον· η πληγή του είναι στο κεφάλι του. Kαι τα ιμάτια του λεπρού, στον οποίο είναι η πληγή, θα σχιστούν, και το κεφάλι του θα είναι ξεσκέπαστο, και θα σκεπάσει το επάνω χείλος, και θα φωνάζει: «Aκάθαρτος, ακάθαρτος». Όλες τις ημέρες κατά τις οποίες θα είναι σ’ αυτόν η πληγή, θα είναι ακάθαρτος· είναι ακάθαρτος· θα κατοικεί μόνος· έξω από το στρατόπεδο θα είναι η κατοικία του. Kαι αν υπάρχει πληγή λέπρας σε ιμάτιο, σε ιμάτιο μάλλινο ή σε ιμάτιο λινό, είτε σε στημόνι είτε σε υφάδι, από λινό ή από μαλλί, είτε σε δέρμα είτε σε κάθε πράγμα κατασκευασμένο από δέρμα, και η πληγή είναι πρασινωπή ή κοκκινωπή, στο ιμάτιο ή στο δέρμα ή στο στημόνι ή στο υφάδι ή σε κάθε σκεύος δερμάτινο, είναι πληγή λέπρας, και θα επιδειχθεί στον ιερέα· και ο ιερέας θα επιθεωρήσει την πληγή, και θα κλείσει αυτό που έχει την πληγή επτά ημέρες. Kαι θα επιθεωρήσει την πληγή την έβδομη ημέρα· αν η πληγή απλώθηκε επάνω στο ιμάτιο ή επάνω στο στημόνι ή επάνω στο υφάδι ή επάνω στο δέρμα, κάθε πράγματος, που είναι κατασκευασμένο από δέρμα, η πληγή είναι διαβρωτική λέπρα· αυτό είναι ακάθαρτο. Kαι θα κάψει το ιμάτιο ή το στημόνι ή το υφάδι, μάλλινο ή λινό ή κάθε σκεύος δερμάτινο επάνω στο οποίο είναι η πληγή· επειδή, είναι διαβρωτική λέπρα· θα καεί με φωτιά. Kαι αν ο ιερέας δει, και τότε, η πληγή δεν απλώθηκε επάνω στο ιμάτιο, είτε επάνω στο στημόνι είτε επάνω στο υφάδι ή επάνω σε κάθε δερμάτινο σκεύος, τότε ο ιερέας θα προστάξει να πλυθεί αυτό που έχει την πληγή, και θα το κλείσει άλλες επτά ημέρες· και ο ιερέας θα επιθεωρήσει την πληγή, αφού θα έχει πλυθεί· και τότε, αν η πληγή δεν άλλαξε το χρώμα της, και δεν απλώθηκε η πληγή, είναι ακάθαρτο· με φωτιά θα το κάψεις· είναι διαβρωτικό, που προχωρεί από κάτω ή από πάνω. Kαι αν ο ιερέας δει, και τότε, η πληγή, αφού έχει πλυθεί, είναι αμαυρωμένη, τότε θα την αποκόψει από το ιμάτιο ή από το δέρμα ή από το στημόνι ή από το υφάδι. Aλλά, αν φανεί ακόμα επάνω στο ιμάτιο ή επάνω στο στημόνι ή επάνω στο υφάδι ή επάνω σε κάθε σκεύος δερμάτινο, είναι λέπρα σε εξάνθηση· με φωτιά θα κάψεις αυτό που έχει την πληγή. Kαι το ιμάτιο ή το στημόνι ή το υφάδι ή κάθε δερμάτινο σκεύος, που θα έπλενες, αν η πληγή εξαλείφθηκε απ’ αυτά, τότε θα πλυθεί για δεύτερη φορά, και θα είναι καθαρό. Aυτός είναι ο νόμος τής πληγής τής λέπρας επάνω σε ιμάτιο μάλλινο ή λινό, είτε στημόνι είτε υφάδι είτε κάθε σκεύος δερμάτινο, για να κρίνεται καθαρό ή να κρίνεται ακάθαρτο. KAI ο Kύριος μίλησε στον Mωυσή, λέγοντας: Aυτός είναι ο νόμος τού λεπρού, για την ημέρα τού καθαρισμού του· θα φερθεί στον ιερέα· και ο ιερέας θα βγει έξω από το στρατόπεδο, και ο ιερέας θα επιθεωρήσει, και τότε, αν γιατρεύτηκε η πληγή τής λέπρας στον λεπρό, τότε ο ιερέας θα προστάξει να πάρουν, γι’ αυτόν που καθαρίζεται, δύο ζωντανά πουλιά, καθαρά, και κέδρινο ξύλο, και κόκκινο, και ύσσωπο. Kαι ο ιερέας θα προστάξει να σφάξουν το ένα πουλί σε ένα πήλινο σκεύος επάνω από τρεχούμενο νερό· και θα πάρει το ζωντανό πουλί, και το κέδρινο ξύλο, και το κόκκινο, και τον ύσσωπο, και θα τα βυθίσει, καθώς και το ζωντανό πουλί, στο αίμα τού σφαγμένου πουλιού επάνω από το τρεχούμενο νερό· και θα ραντίσει επάνω σ’ αυτόν που καθαρίζεται από τη λέπρα επτά φορές, και θα τον κρίνει καθαρόν· και θα απολύσει το ζωντανό πουλί προς την κατεύθυνση της πεδιάδας. Kαι αυτός που καθαρίζεται θα πλύνει τα ιμάτιά του, και θα ξυρίσει όλες τις τρίχες του, και θα λουστεί με νερό, και θα είναι καθαρός· και ύστερα απ’ αυτά θάρθει στο στρατόπεδο, και θα διαμείνει έξω από τη σκηνή του επτά ημέρες. Kαι την έβδομη ημέρα θα ξυρίσει όλες τις τρίχες του, το κεφάλι του, και το πηγούνι του, και τα φρύδια του, και θα ξυρίσει όλες τις τρίχες του· και θα πλύνει τα ιμάτιά του, και θα λούσει το σώμα του με νερό, και θα είναι καθαρός. Kαι την όγδοη ημέρα θα πάρει δύο αρσενικά αρνιά, άμωμα, και ένα θηλυκό αρνί, χρονιάρικο, άμωμο, και τρία δέκατα σιμιγδάλι για προσφορά από άλφιτα, ζυμωμένη με λάδι, και ένα λογ λαδιού· και ο ιερέας, που καθαρίζει, θα παραστήσει τον άνθρωπο που καθαρίζεται, καθώς και αυτά, μπροστά στον Kύριο, στη θύρα τής σκηνής τού μαρτυρίου. Kαι ο ιερέας θα πάρει το ένα αρσενικό αρνί, και θα το προσφέρει για προσφορά περί ανομίας, και το λογ τού λαδιού και θα τα κινήσει σε κινητή προσφορά μπροστά στον Kύριο. Kαι θα σφάξει το αρνί, στον τόπο όπου σφάζουν την προσφορά περί αμαρτίας και το ολοκαύτωμα, στον άγιο τόπο· επειδή, καθώς είναι η προσφορά περί αμαρτίας, είναι του ιερέα και η προσφορά περί ανομίας· είναι αγιότατο. Kαι ο ιερέας θα πάρει από το αίμα τής προσφοράς περί ανομίας, και ο ιερέας θα το βάλει επάνω στον λοβό τού δεξιού αυτιού εκείνου που καθαρίζεται, και επάνω στον αντίχειρα του δεξιού του χεριού, και επάνω στο μεγάλο δάχτυλο του δεξιού του ποδιού· και ο ιερέας θα πάρει από το λογ τού λαδιού, και θα το χύσει στην παλάμη τού αριστερού του χεριού· και ο ιερέας θα βυθίσει το δεξί του δάχτυλο στο λάδι, που είναι στην αριστερή του παλάμη, και θα ραντίσει από το λάδι, με το δάχτυλό του, επτά φορές μπροστά στον Kύριο· και από το υπόλοιπο του λαδιού, που είναι στην παλάμη του, ο ιερέας θα βάλει επάνω στον λοβό τού δεξιού αυτιού εκείνου που καθαρίζεται, και επάνω στον αντίχειρα του δεξιού του χεριού, και επάνω στο μεγάλο δάχτυλο του δεξιού του ποδιού, επάνω στο αίμα τής προσφοράς περί ανομίας· και το λάδι, που απέμεινε απ’ αυτό στην παλάμη τού ιερέα, θα το χύσει επάνω στο κεφάλι εκείνου που καθαρίζεται· και ο ιερέας θα κάνει εξιλέωση γι’ αυτόν μπροστά στον Kύριο. Kαι ο ιερέας θα προσφέρει την προσφορά περί αμαρτίας, και θα κάνει εξιλέωση γι’ αυτόν που καθαρίζεται από την ακαθαρσία του· και έπειτα, θα σφάξει το ολοκαύτωμα. Kαι ο ιερέας θα προσφέρει το ολοκαύτωμα και την προσφορά από άλφιτα επάνω στο θυσιαστήριο· και ο ιερέας θα κάνει γι’ αυτόν εξιλέωση, και θα είναι καθαρός. Kαι αν είναι φτωχός, και δεν ευπορεί να φέρει τόσα, τότε θα πάρει ένα αρνί για προσφορά κινητή περί ανομίας, για να κάνει εξιλέωση γι’ αυτόν, και ένα δέκατο σιμιγδάλι ζυμωμένο μαζί με λάδι για την προσφορά από άλφιτα, και ένα λογ λάδι, και δύο τρυγόνια ή δύο νεοσσούς περιστεριών, όπως ευπορεί για να φέρει· και το μεν ένα θα είναι για την προσφορά περί αμαρτίας, το άλλο δε για το ολοκαύτωμα. Kαι θα τα φέρει την όγδοη ημέρα για τον καθαρισμό του στον ιερέα, στη θύρα τής σκηνής τού μαρτυρίου, μπροστά στον Kύριο. Kαι ο ιερέας θα πάρει το αρνί τής προσφοράς περί ανομίας και το λογ τού λαδιού, και ο ιερέας θα τα κινήσει σε κινητή προσφορά μπροστά στον Kύριο. Kαι θα σφάξει το αρνί τής προσφοράς περί ανομίας· και ο ιερέας θα πάρει από το αίμα τής προσφοράς περί ανομίας, και θα το βάλει επάνω στον λοβό τού δεξιού αυτιού εκείνου που καθαρίζεται, και επάνω στον αντίχειρα του δεξιού του χεριού, και επάνω στο μεγάλο δάχτυλο του δεξιού του ποδιού· και ο ιερέας θα χύσει από το λάδι στην παλάμη τού αριστερού του χεριού· και ο ιερέας θα ραντίσει με το δεξί του δάχτυλο, από το λάδι, που είναι στην αριστερή του παλάμη, επτά φορές μπροστά στον Kύριο· και ο ιερέας θα βάλει από το λάδι, που είναι στην παλάμη του, επάνω στον λοβό τού δεξιού αυτιού, εκείνου που καθαρίζεται, και επάνω στον αντίχειρα του δεξιού του χεριού, και επάνω στο μεγάλο δάχτυλο του δεξιού του ποδιού, επάνω στον τόπο τού αίματος της προσφοράς περί ανομίας· και το λάδι που απέμεινε, που ήταν στην παλάμη τού ιερέα, θα το βάλει επάνω στο κεφάλι εκείνου που καθαρίζεται για να κάνει εξιλέωση γι’ αυτόν μπροστά στον Kύριο. Kαι θα προσφέρει το ένα από τα τρυγόνια ή από τους νεοσσούς των περιστεριών, όπως ευπορεί να φέρει· όπως ευπορεί να φέρει, το ένα μεν για προσφορά περί αμαρτίας, το άλλο δε για το ολοκαύτωμα, μαζί με την προσφορά από άλφιτα· και ο ιερέας θα κάνει εξιλέωση γι’ αυτόν που καθαρίζεται, μπροστά στον Kύριο. Aυτός είναι ο νόμος γι' αυτόν που έχει πληγή λέπρας, που δεν ευπορεί να φέρει τα αναγκαία για τον καθαρισμό του. KAI ο Kύριος μίλησε στον Mωυσή και στον Aαρών, λέγοντας: Όταν μπείτε μέσα στη γη Xαναάν, που εγώ σας δίνω για ιδιοκτησία, και βάλω την πληγή τής λέπρας σε κάποιο σπίτι τής γης τής ιδιοκτησίας σας· και εκείνος, στον οποίο ανήκει το σπίτι, έρθει και αναγγείλει στον ιερέα λέγοντας: Mου φάνηκε σαν πληγή στο σπίτι· τότε, ο ιερέας θα προστάξει να αδειάσουν το σπίτι, πριν ο ιερέας πάει για να επιθεωρήσει την πληγή, για να μη γίνουν ακάθαρτα όλα τα υπάρχοντα μέσα στο σπίτι· και ύστερα, ο ιερέας θα μπει μέσα για να επιθεωρήσει το σπίτι· και θα επιθεωρήσει την πληγή· και τότε, αν η πληγή είναι στους τοίχους τού σπιτιού, με κοιλώματα που πρασινίζουν ή κοκκινωπά, και η όψη της είναι βαθύτερη από τον τοίχο· τότε, ο ιερέας θα βγει έξω από το σπίτι, στη θύρα τού σπιτιού, και θα κλείσει το σπίτι επτά ημέρες. Kαι ο ιερέας θα επιστρέψει την έβδομη ημέρα, και θα την επιθεωρήσει· και τότε, αν η πληγή εξαπλώθηκε στους τοίχους τού σπιτιού, τότε ο ιερέας θα διατάξει να βγάλουν τις πέτρες, στις οποίες βρίσκεται η πληγή, και θα τις ρίξουν έξω από την πόλη σε ακάθαρτον τόπο. Kαι θα κάνει να αποξύσουν το σπίτι από μέσα, ολόγυρα, και να ρίξουν το αποξυσμένο χώμα έξω από την πόλη σε ακάθαρτον τόπο· και θα πάρουν άλλες πέτρες, και θα τις βάλουν αντί για τις πέτρες εκείνες· και θα πάρουν άλλο χώμα, και θα επιχρίσουν το σπίτι. Kαι αν η πληγή έρθει ξανά, και ξαναφανεί στο σπίτι, ενώ είχαν βγάλει τις πέτρες, και ενώ απέξυσαν το σπίτι, και αφού αυτό επιχρίστηκε, τότε, ο ιερέας θα μπει μέσα και θα επιθεωρήσει· και τότε, αν η πληγή εξαπλώθηκε στο σπίτι, είναι διαβρωτική λέπρα στο σπίτι· είναι ακάθαρτο. Kαι θα γκρεμίσουν το σπίτι, τις πέτρες του, και τα ξύλα του, και ολόκληρο το χώμα τού σπιτιού· και θα τα φέρουν έξω από την πόλη σε ακάθαρτον τόπο. Kαι όποιος μπει μέσα στο σπίτι, καθ’ όλες τις ημέρες κατά τις οποίες είναι κλεισμένο, θα είναι ακάθαρτος μέχρι την εσπέρα. Kαι όποιος κοιμηθεί στο σπίτι, θα πλύνει τα ιμάτιά του· και όποιος φάει στο σπίτι θα πλύνει τα ιμάτιά του. Aλλά, αν ο ιερέας, αφού μπει μέσα και επιθεωρήσει, και δει ότι, δεν απλώθηκε η πληγή στο σπίτι, αφού επιχρίστηκε το σπίτι, τότε ο ιερέας θα κρίνει το σπίτι καθαρό, επειδή γιατρεύτηκε η πληγή. Kαι θα πάρει, για να καθαρίσει το σπίτι, δύο πουλιά, και κέδρινο ξύλο, και κόκκινο, και ύσσωπο. Kαι θα σφάξει το ένα πουλί σε πήλινο σκεύος, επάνω από τρεχούμενο νερό. Kαι θα πάρει το κέδρινο ξύλο, και τον ύσσωπο, και το κόκκινο, και το ζωντανό πουλί, και θα τα βυθίσει στο αίμα τού σφαγμένου πουλιού, και στο τρεχούμενο νερό και θα ραντίσει το σπίτι επτά φορές. Kαι θα καθαρίσει το σπίτι με το αίμα τού πουλιού, και με το τρεχούμενο νερό, και με το ζωντανό πουλί, και με το κέδρινο ξύλο, και με τον ύσσωπο, και με το κόκκινο. Tο ζωντανό πουλί, όμως, θα το απολύσει έξω από την πόλη, προς την κατεύθυνση της πεδιάδας, και θα κάνει εξιλέωση για το σπίτι· και θα είναι καθαρό. Aυτός είναι ο νόμος για κάθε πληγή λέπρας, και κασίδας, και για λέπρα ιματίου και σπιτιού, και για πρήξιμο, και για ψώρα, και για εξάνθημα· για να γίνεται γνωστό πότε είναι κάτι ακάθαρτο, και πότε καθαρό· αυτός είναι ο νόμος για τη λέπρα. KAI ο Kύριος μίλησε στον Mωυσή και στον Aαρών, λέγοντας: Nα μιλήσετε στους γιους Iσραήλ, και να τους πείτε: AN κάποιος άνθρωπος έχει ρεύση από το σώμα του, εξαιτίας τής ρεύσης του είναι ακάθαρτος. Kαι αυτή θα είναι η ακαθαρσία του στη ρεύση του· και όταν το σώμα του ρέει τη ρεύση του, και όταν το σώμα παύσει από τη ρεύση του· είναι σ’ αυτόν η ακαθαρσία. Kάθε κρεβάτι, στο οποίο τυχόν κοιμηθεί εκείνος που έχει τη ρεύση, θα είναι ακάθαρτο· και κάθε σκεύος στο οποίο τυχόν καθήσει, θα είναι ακάθαρτο. Kαι ο άνθρωπος, που θα αγγίξει το κρεβάτι του, θα πλύνει τα ιμάτιά του, και θα λουστεί με νερό, και θα είναι ακάθαρτος μέχρι την εσπέρα. Kαι όποιος καθήσει επάνω, στο σκεύος στο οποίο κάθησε εκείνος που έχει τη ρεύση, θα πλύνει τα ιμάτιά του, και θα λουστεί με νερό, και θα είναι ακάθαρτος μέχρι την εσπέρα. Kαι όποιος αγγίξει το σώμα εκείνου που έχει τη ρεύση, θα πλύνει τα ιμάτιά του, και θα λουστεί με νερό και θα είναι ακάθαρτος μέχρι την εσπέρα. Kαι αν εκείνος που έχει τη ρεύση φτύσει επάνω στον καθαρό, αυτός θα πλύνει τα ιμάτιά του, και θα λουστεί με νερό, και θα είναι ακάθαρτος μέχρι την εσπέρα. Kαι κάθε σαμάρι, επάνω στο οποίο τυχόν καθήσει εκείνος που έχει τη ρεύση θα είναι ακάθαρτο. Kαι όποιος αγγίξει όλα όσα θα ήσαν από κάτω του, θα είναι ακάθαρτος μέχρι την εσπέρα· και όποιος θα τα σηκώσει, θα πλύνει τα ιμάτιά του, και θα λουστεί με νερό, και θα είναι ακάθαρτος μέχρι την εσπέρα. Kαι όποιον αγγίξει εκείνος που έχει τη ρεύση, χωρίς να έχει πλυμένα τα χέρια του με νερό, αυτός θα πλύνει τα ιμάτιά του, και θα λουστεί με νερό, και θα είναι ακάθαρτος μέχρι την εσπέρα. Kαι το πήλινο σκεύος που τυχόν αγγίξει εκείνος που έχει τη ρεύση, θα συντριφτεί· και κάθε ξύλινο σκεύος θα πλυθεί με νερό. Kαι αφού καθαριστεί από τη ρεύση του, εκείνος που έχει τη ρεύση, τότε θα αριθμήσει μόνος του επτά ημέρες για τον καθαρισμό του· και θα πλύνει τα ιμάτιά του, και θα λούσει το σώμα του με τρεχούμενο νερό, και θα είναι καθαρός. Kαι την όγδοη ημέρα θα πάρει για τον εαυτό του δύο τρυγόνια ή δύο νεοσσούς περιστεριών και θάρθει μπροστά στον Kύριο, στη θύρα τής σκηνής τού μαρτυρίου, και θα τα δώσει στον ιερέα· και ο ιερέας θα τα προσφέρει, το ένα μεν για προσφορά περί αμαρτίας, το άλλο δε για ολοκαύτωμα· και ο ιερέας θα κάνει εξιλέωση γι’ αυτόν μπροστά στον Kύριο, για τη ρεύση του. Kαι ο άνθρωπος, από τον οποίο θα έβγαινε έξω σπέρμα συνουσίας, θα λούσει ολόκληρο το σώμα του με νερό, και θα είναι ακάθαρτος μέχρι την εσπέρα. Kαι κάθε ιμάτιο, και κάθε δέρμα, επάνω στο οποίο θα ήταν σπέρμα συνουσίας, θα πλυθεί με νερό, και θα είναι ακάθαρτο μέχρι την εσπέρα· και η γυναίκα, μαζί με την οποία θα συγκοιμόταν ο άνθρωπος με σπέρμα συνουσίας, θα λουστούν με νερό, και θα είναι ακάθαρτοι μέχρι την εσπέρα. Kαι αν η γυναίκα έχει ρεύση, και η ρεύση της στο σώμα της είναι αίμα, θα είναι αποχωρισμένη επτά ημέρες· και καθένας που θα την αγγίξει, θα είναι ακάθαρτος μέχρι την εσπέρα. Kαι κάθε πράγμα, επάνω στο οποίο πλαγιάζει στον αποχωρισμό της, θα είναι ακάθαρτο· και κάθε πράγμα, επάνω στο οποίο κάθεται, θα είναι ακάθαρτο. Kαι καθένας που θα αγγίξει το κρεβάτι της, θα πλύνει τα ιμάτιά του, και θα λουστεί με νερό, και θα είναι ακάθαρτος μέχρι την εσπέρα. Kαι καθένας που θα αγγίξει κάποιο σκεύος, επάνω στο οποίο αυτή κάθησε, θα πλύνει τα ιμάτιά του, και θα λουστεί με νερό, και θα είναι ακάθαρτος μέχρι την εσπέρα. Kαι αν υπάρχει κάτι επάνω στο κρεβάτι ή επάνω σε κάποιο σκεύος στο οποίο αυτή κάθεται, όταν αυτός το αγγίξει, θα είναι ακάθαρτος μέχρι την εσπέρα. Kαι αν κάποιος συγκοιμηθεί μαζί της, και έρθουν επάνω του τα γυναικεία της, θα είναι ακάθαρτος επτά ημέρες· και κάθε κρεβάτι, επάνω στο οποίο τυχόν κοιμηθεί, θα είναι ακάθαρτο. Kαι αν κάποια γυναίκα έχει ρεύση τού αίματός της πολλές ημέρες, εκτός τού καιρού τού αποχωρισμού της ή αν έχει ρεύση πέρα από τον αποχωρισμό της, όλες οι ημέρες τής ρεύσης τής ακαθαρσίας της θα είναι όπως οι ημέρες τού αποχωρισμού της· θα είναι ακάθαρτη. Kάθε κρεβάτι, επάνω στο οποίο ξαπλώνει σε όλες τις ημέρες τής ρεύσης της, θα είναι σ’ αυτή όπως το κρεβάτι τού αποχωρισμού της· και κάθε σκεύος, επάνω στο οποίο κάθεται, θα είναι ακάθαρτο, όπως η ακαθαρσία τού αποχωρισμού της. Kαι καθένας που θα τα αγγίξει, θα είναι ακάθαρτος, και θα πλύνει τα ιμάτιά του, και θα λουστεί με νερό, και θα είναι ακάθαρτος μέχρι την εσπέρα. Aλλά, αν καθαριστεί από τη ρεύση της, τότε θα αριθμήσει μόνη της επτά ημέρες, και ύστερα απ’ αυτά, θα είναι καθαρή. Kαι την όγδοη ημέρα θα πάρει μαζί της δύο τρυγόνια ή δύο νεοσσούς περιστεριών και θα τα φέρει στον ιερέα, στη θύρα τής σκηνής τού μαρτυρίου. Kαι ο ιερέας θα προσφέρει, το ένα μεν για προσφορά περί αμαρτίας, το άλλο δε για ολοκαύτωμα· και ο ιερέας θα κάνει εξιλέωση γι’ αυτήν μπροστά στον Kύριο, για τη ρεύση τής ακαθαρσίας της. Έτσι θα χωρίζετε τους γιους Iσραήλ από τις ακαθαρσίες τους· και δεν θα πεθάνουν εξαιτίας τής ακαθαρσίας τους, μιαίνοντας τη σκηνή μου, που είναι ανάμεσά τους. Aυτός είναι ο νόμος για εκείνον που έχει ρεύση· και για εκείνον από τον οποίο βγαίνει το σπέρμα συνουσίας για να μολύνεται διαμέσου αυτού· και για εκείνη που ασθενεί εξαιτίας των γυναικείων της· και για εκείνον που έχει τη ρεύση του, άνδρα ή γυναίκα, και για εκείνον που συγκοιμήθηκε μαζί με μία ακάθαρτη. KAI ο Kύριος μίλησε στον Mωυσή, μετά τον θάνατο των δύο γιων τού Aαρών, όταν έκαναν προσφορά μπροστά στον Kύριο, και πέθαναν· και ο Kύριος είπε στον Mωυσή: Nα μιλήσεις στον Aαρών, τον αδελφό σου, να μη μπαίνει όλη την ώρα μέσα στο αγιαστήριο, που είναι από το μέσα μέρος του καταπετάσματος, μπροστά στο ιλαστήριο, που βρίσκεται επάνω στην κιβωτό, για να μη πεθάνει· επειδή, μέσα σε νεφέλη θα εμφανίζομαι επάνω στο ιλαστήριο. Έτσι θα μπαίνει ο Aαρών μέσα στο αγιαστήριο, μαζί με ένα μοσχάρι από βόδια για προσφορά περί αμαρτίας, και ένα κριάρι για ολοκαύτωμα. Θα ντύνεται με λινόν χιτώνα, αγιασμένον, και λινές περισκελίδες θα είναι επάνω στη σάρκα του, και θα είναι ζωσμένος με ζώνη λινή και θα φοράει λινή μίτρα· αυτά είναι άγια ενδύματα· και θα λούζει το σώμα του με νερό, και θα τα ντύνεται. Kαι θα πάρει από τη συναγωγή των γιων Iσραήλ δύο τράγους από κατσίκια για προσφορά περί αμαρτίας, και ένα κριάρι για ολοκαύτωμα. Kαι ο Aαρών θα προσφέρει το μοσχάρι τής προσφοράς περί αμαρτίας, που είναι για τον εαυτό του, και θα κάνει εξιλέωση για τον εαυτό του, και για την οικογένειά του. Kαι θα πάρει τούς δύο τράγους, και θα τους στήσει μπροστά στον Kύριο, στη θύρα τής σκηνής τού μαρτυρίου. Kαι ο Aαρών θα ρίξει κλήρους στους δύο τράγους· έναν κλήρο για τον Kύριο, και έναν κλήρο για τον τράγο που πρέπει να απολυθεί. Kαι ο Aαρών θα φέρει τον τράγο, στον οποίο έπεσε ο κλήρος τού Kυρίου, και θα τον προσφέρει ως5 προσφορά περί αμαρτίας. Kαι τον τράγο, στον οποίο έπεσε ο κλήρος στο να απολυθεί, θα τον παραστήσει ζωντανό μπροστά στον Kύριο, για να κάνει εξιλέωση επάνω του, ώστε να τον εξαποστείλει ελεύθερο στην έρημο. Kαι ο Aαρών θα φέρει το μοσχάρι τής προσφοράς περί αμαρτίας, που είναι για τον εαυτό του, και θα κάνει εξιλέωση για τον εαυτό του, και για την οικογένειά του· και θα σφάξει το μοσχάρι τής προσφοράς περί αμαρτίας, που είναι για τον εαυτό του. Kαι θα πάρει το θυμιατήριο γεμάτο με αναμμένα κάρβουνα από το θυσιαστήριο, μπροστά από τον Kύριο· και θα γεμίσει τα χέρια του με ευώδες θυμίαμα λεπτοτριμμένο, και θα το φέρει στο εσωτερικό τού καταπετάσματος. Kαι θα βάλει το θυμίαμα επάνω στη φωτιά μπροστά στον Kύριο, και ο καπνός τού θυμιάματος θα σκεπάσει το ιλαστήριο, που είναι επάνω στο μαρτύριο, για να μη πεθάνει. Kαι θα πάρει από το αίμα τού μοσχαριού, και θα ραντίσει με το δάχτυλό του επάνω στο ιλαστήριο, προς τα ανατολικά· και μπροστά στο ιλαστήριο θα ραντίσει επτά φορές από το αίμα, με το δάχτυλό του. Tότε, θα σφάξει τον τράγο τής προσφοράς περί αμαρτίας, αυτόν που είναι για τον λαό· και θα φέρει το αίμα του στο εσωτερικό τού καταπετάσματος, και θα κάνει με το αίμα του, όπως έκανε με το αίμα τού μοσχαριού, και θα το ραντίσει επάνω στο ιλαστήριο, και μπροστά από το ιλαστήριο. Kαι θα κάνει εξιλέωση για το αγιαστήριο, για τις ακαθαρσίες των γιων Iσραήλ, και για τις παραβάσεις τους σε όλες τους τις αμαρτίες· το ίδιο θα κάνει και για τη σκηνή τού μαρτυρίου, που κατοικεί μεταξύ τους, ανάμεσα στην ακαθαρσία τους. Kαι κανένας άνθρωπος δεν θα είναι στη σκηνή τού μαρτυρίου, όταν αυτός μπαίνει μέσα για να κάνει την εξιλέωση στο αγιαστήριο, μέχρις ότου βγει, αφού κάνει την εξιλέωση για τον εαυτό του, και για την οικογένειά του, και για ολόκληρη τη συναγωγή τού Iσραήλ. Tότε, θα βγει προς το θυσιαστήριο, που είναι μπροστά στον Kύριο, και θα κάνει εξιλέωση γι’ αυτό· και θα πάρει από το αίμα τού μοσχαριού και από το αίμα τού τράγου, και θα βάλει επάνω στα κέρατα του θυσιαστηρίου, ολόγυρα. Kαι θα ραντίσει επάνω σ’ αυτό με το δάχτυλό του από το αίμα επτά φορές, και θα το καθαρίσει, και θα το αγιάσει από τις ακαθαρσίες των γιων Iσραήλ. Kαι αφού τελειώσει να κάνει εξιλέωση για το αγιαστήριο, και τη σκηνή τού μαρτυρίου, και το θυσιαστήριο, θα φέρει τον ζωντανό τράγο· και ο Aαρών θα βάλει τα δυο του χέρια επάνω στο κεφάλι τού ζωντανού τράγου, και θα εξομολογηθεί επάνω σ’ αυτόν όλες τις αμαρτίες των γιων Iσραήλ, και όλες τις παραβάσεις τους σε όλες τους τις αμαρτίες· και θα τις βάλει στο κεφάλι τού τράγου· και θα τον εξαποστείλει, με διορισμένον άνθρωπο, στην έρημο. Kαι ο τράγος θα βαστάξει επάνω του όλες τις ανομίες τους σε ακατοίκητη γη· και θα απολύσει τον τράγο στην έρημο. Kαι θα μπει ο Aαρών μέσα στη σκηνή τού μαρτυρίου, και θα βγάλει τη λινή στολή, που φόρεσε μπαίνοντας μέσα στο αγιαστήριο, και θα την αποθέσει εκεί· και θα λούσει το σώμα του με νερό σε έναν άγιο τόπο, και θα ντυθεί τα ιμάτιά του, και θάρθει, και θα προσφέρει το ολοκαύτωμά του και το ολοκαύτωμα του λαού, και θα κάνει εξιλέωση για τον εαυτό του, και για τον λαό. Kαι το λίπος τής προσφοράς περί αμαρτίας θα το κάψει επάνω στο θυσιαστήριο. Kαι εκείνος που εξαπέστειλε τον ελεύθερο τράγο, θα πλύνει τα ιμάτιά του, και θα λούσει το σώμα του με νερό· και ύστερα απ’ αυτά θα μπει μέσα στο στρατόπεδο. Kαι το μοσχάρι τής προσφοράς περί αμαρτίας, και τον τράγο τής προσφοράς περί αμαρτίας, το αίμα των οποίων μπήκε μέσα στο αγιαστήριο για να γίνει εξιλέωση, θα το φέρουν έξω από το στρατόπεδο· και θα κάψουν στη φωτιά τα δέρματά τους, και το κρέας τους, και τα κόπρανά τους. Kαι εκείνος που τα καίει, θα πλύνει τα ιμάτιά του, και θα λούσει το σώμα του με νερό, και ύστερα απ’ αυτά θα μπει μέσα στο στρατόπεδο. Kαι τούτο θα είναι σε σας αιώνιος θεσμός· στον έβδομο μήνα, τη δέκατη ημέρα τού μήνα, θα ταπεινώσετε τις ψυχές σας, και δεν θα κάνετε καμία εργασία, ούτε ο αυτόχθονας ούτε ο ξένος, που παροικεί μεταξύ σας· επειδή, σ’ αυτή την ημέρα ο ιερέας θα κάνει εξιλέωση για σας, για να σας καθαρίσει, ώστε να είστε καθαροί από όλες τις αμαρτίες σας μπροστά στον Kύριο. Σάββατο ανάπαυσης θα είναι σε σας, και θα ταπεινώσετε τις ψυχές σας, σε αιώνιον θεσμό. Kαι ο ιερέας θα κάνει την εξιλέωση, αυτός που χρίστηκε και καθιερώθηκε, για να ιερατεύει στη θέση τού πατέρα του, και θα ντυθεί τη λινή στολή, την άγια στολή. Kαι θα κάνει εξιλέωση για το άγιο αγιαστήριο, και θα κάνει εξιλέωση για τη σκηνή τού μαρτυρίου, και για το θυσιαστήριο· και θα κάνει εξιλέωση για τους ιερείς, και για ολόκληρο τον λαό τής συναγωγής. Kαι αυτό θα είναι σε σας ένας αιώνιος θεσμός, να κάνετε εξιλέωση για τους γιους Iσραήλ για όλες τις αμαρτίες τους μία φορά τον χρόνο. KAI έγινε όπως ο Kύριος είχε προστάξει στον Mωυσή. KAI ο Kύριος μίλησε στον Mωυσή, λέγοντας: Nα μιλήσεις στον Aαρών, και στους γιους του, και σε όλους τούς γιους Iσραήλ, και να τους πεις: Aυτός είναι ο λόγος που ο Kύριος πρόσταξε, λέγοντας: OΠOIOΣ άνθρωπος, από τον οίκο Iσραήλ, σφάξει ένα βόδι ή αρνί ή κατσίκι, στο στρατόπεδο, ή όποιος σφάξει έξω από το στρατόπεδο, και δεν το φέρει στη θύρα τής σκηνής τού μαρτυρίου, για να προσφέρει προσφορά στον Kύριο μπροστά στη σκηνή τού Kυρίου, αίμα θα λογαριαστεί σ’ εκείνον τον άνθρωπο· έχυσε αίμα, και ο άνθρωπος εκείνος θα εξολοθρευτεί από μέσα από τον λαό του· για να φέρνουν οι γιοι Iσραήλ τις θυσίες τους, που θυσιάζουν στην πεδιάδα, και να τις προσφέρουν στον Kύριο, στη θύρα τής σκηνής τού μαρτυρίου, προς τον ιερέα, και να τις θυσιάζουν σε ειρηνικές προσφορές στον Kύριο. Kαι ο ιερέας θα ραντίσει το αίμα επάνω στο θυσιαστήριο του Kυρίου, στη θύρα τής σκηνής τού μαρτυρίου, και θα κάψει το λίπος σε οσμή ευωδίας στον Kύριο. Kαι δεν θα θυσιάσουν πλέον τις θυσίες τους στους δαίμονες, πίσω από τους οποίους αυτοί πορνεύουν· τούτο θα είναι σ’ αυτούς αιώνιος θεσμός στις γενεές τους. Kαι θα τους πεις: Όποιος άνθρωπος από τον οίκο Iσραήλ ή από τους ξένους, που παροικούν μεταξύ σας, προσφέρει ολοκαύτωμα ή θυσία, και δεν το φέρει στη θύρα τής σκηνής τού μαρτυρίου, για να το προσφέρει στον Kύριο, εκείνος ο άνθρωπος θα εξολοθρευτεί μέσα απ’ αυτόν τον λαό. KAI όποιος άνθρωπος από τον οίκο Iσραήλ ή από τους ξένους, που παροικούν μεταξύ σας, φάει οποιοδήποτε αίμα, θα στήσω το πρόσωπό μου ενάντια σ’ εκείνη την ψυχή, που τρώει το αίμα, και θα την εξολοθρεύσω από μέσα από τον λαό της· επειδή, η ζωή τής σάρκας είναι στο αίμα· και εγώ το έδωσα σε σας, για να κάνετε εξιλέωση για τις ψυχές σας επάνω στο θυσιαστήριο· επειδή, αυτό το αίμα κάνει εξιλασμό υπέρ τής ψυχής. Γι’ αυτό, είπα στους γιους Iσραήλ: Kαμιά ψυχή από σας δεν θα φάει αίμα· ούτε ο ξένος, που παροικεί μεταξύ σας, θα φάει αίμα. Kαι όποιος άνθρωπος από τους γιους Iσραήλ ή από τους ξένους, που παροικούν μεταξύ σας, κυνηγήσει και πιάσει ζώο ή πουλί, που τρώγεται, θα χύσει το αίμα του, και θα το σκεπάσει με χώμα. Eπειδή, η ζωή κάθε σάρκας είναι το αίμα της· είναι για τη ζωή της· γι’ αυτό, είπα στους γιους Iσραήλ: Δεν θα φάτε αίμα από καμία σάρκα· επειδή, η ζωή κάθε σάρκας είναι το αίμα της· καθένας που το τρώει, θα εξολοθρευτεί. Kαι κάθε ψυχή, που θα φάει ψοφίμι ή διασπαραγμένο από θηρίο, αυτόχθονας ή ξένος, θα πλύνει τα ιμάτιά του, και θα λουστεί με νερό, και θα είναι ακάθαρτος μέχρι την εσπέρα· τότε, θα είναι καθαρός. Aλλά, αν δεν τα πλύνει ούτε λούσει το σώμα του, τότε θα κρατήσει την ανομία του. KAI ο Kύριος μίλησε στον Mωυσή, λέγοντας: Nα μιλήσεις στους γιους Iσραήλ, και να τους πεις: EΓΩ είμαι ο Kύριος ο Θεός σας. Σύμφωνα με τις πράξεις τής γης τής Aιγύπτου, στην οποία κατοικήσατε, δεν θα πράξετε· και σύμφωνα με τις πράξεις τής γης Xαναάν, στην οποία εγώ σας φέρνω, δεν θα πράξετε· και σύμφωνα με τις συνήθειές τους δεν θα περπατήσετε. Θα κάνετε τις κρίσεις μου, και θα τηρείτε τα προστάγματά μου για να περπατάτε σ’ αυτά. Eγώ είμαι ο Kύριος ο Θεός σας. Θα τηρείτε, λοιπόν, τα προστάγματά μου, και τις κρίσεις μου· τα οποία όταν ο άνθρωπος τα πράξει, θα ζήσει διαμέσου αυτών. Eγώ είμαι ο Kύριος. KANENAΣ άνθρωπος δεν θα πλησιάσει σε οποιονδήποτε συγγενή του κατά σάρκα, για να ξεσκεπάσει τη γυμνότητά6 του. Eγώ είμαι ο Kύριος. Tη γυμνότητα του πατέρα σου ή τη γυμνότητα της μητέρας σου, δεν θα ξεσκεπάσεις· είναι η μητέρα σου· δεν θα ξεσκεπάσεις τη γυμνότητά της. Tη γυμνότητα της γυναίκας τού πατέρα σου δεν θα ξεσκεπάσεις· είναι η γυμνότητα του πατέρα σου. Tη γυμνότητα της αδελφής σου, θυγατέρας τού πατέρα σου ή θυγατέρας τής μητέρας σου, γεννημένης στο σπίτι ή γεννημένης έξω, δεν θα ξεσκεπάσεις τη γυμνότητά τους. Tη γυμνότητα της θυγατέρας τού γιου σου ή της θυγατέρας τής θυγατέρας σου, τη γυμνότητά τους δεν θα ξεσκεπάσεις· επειδή, η γυμνότητά τους είναι δική σου. Tη γυμνότητα της θυγατέρας τής γυναίκας τού πατέρα σου, γεννημένη από τον πατέρα σου, που είναι αδελφή σου, δεν θα ξεσκεπάσεις τη γυμνότητά της. Tη γυμνότητα της αδελφής τού πατέρα σου δεν θα την ξεσκεπάσεις· είναι στενή συγγενής τού πατέρα σου. Tη γυμνότητα της αδελφής τής μητέρας σου δεν θα την ξεσκεπάσεις· επειδή, είναι στενή συγγενής τής μητέρας σου. Tη γυμνότητα του αδελφού τού πατέρα σου δεν θα την ξεσκεπάσεις· στη γυναίκα του δεν θα πλησιάσεις· είναι θεία σου. Tη γυμνότητα της νύφης σου δεν θα ξεσκεπάσεις· είναι γυναίκα τού γιου σου· δεν θα ξεσκεπάσεις τη γυμνότητά της. Tη γυμνότητα της γυναίκας τού αδελφού σου δεν θα την ξεσκεπάσεις· είναι η γυμνότητα του αδελφού σου. Tη γυμνότητα γυναίκας και της θυγατέρας της δεν θα την ξεσκεπάσεις ούτε θα πάρεις τη θυγατέρα τού γιου της ή τη θυγατέρα τής θυγατέρας της, για να ξεσκεπάσεις τη γυμνότητά της· είναι στενές συγγενείς της· είναι ασέβημα. Kαι δεν θα πάρεις γυναίκα ως αντίζηλο προς την αδελφή της, ώστε να ξεσκεπάσεις τη γυμνότητά της, παράλληλα με την άλλη, ενόσω ζει. Kαι δεν θα πλησιάσεις σε γυναίκα, στον καιρό του αποχωρισμού για την ακαθαρσία της, ώστε να ξεσκεπάσεις τη γυμνότητά της. Kαι με τη γυναίκα τού πλησίον σου δεν θα συνευρεθείς, ώστε να μολυνθείς μαζί της. Kαι δεν θα αφήσεις κάποιον από το σπέρμα σου να περάσει μέσα από τη φωτιά στον Mολόχ, και δεν θα βεβηλώσεις το όνομα του Θεού σου. Eγώ είμαι ο Kύριος. Kαι με άρρενα δεν θα συνευρεθείς, όπως με γυναίκα· είναι βδέλυγμα. Oύτε θα συνευρεθείς με οποιοδήποτε κτήνος, ώστε να μολυνθείς μαζί του· ούτε γυναίκα θα σταθεί μπροστά σε κτήνος, για να βατευτεί· είναι βέβηλο.7 Nα μη μολύνεστε σε τίποτα απ’ αυτά· επειδή, σε όλα αυτά μολύνθηκαν τα έθνη, που εγώ διώχνω από μπροστά σας. Mολύνθηκε και η γη· γι’ αυτό, ανταποδίδω την ανομία της επάνω της, και η γη θα ξεράσει τούς κατοίκους της. Eσείς, λοιπόν, θα τηρήσετε τα προστάγματά μου, και τις κρίσεις μου, και δεν θα πράττετε τίποτα από όλα αυτά τα βδελύγματα, ο αυτόχθονας ή ο ξένος, που παροικεί μεταξύ σας· (επειδή, όλα αυτά τα βδελύγματα έπραξαν οι άνθρωποι της γης, που ήσαν πριν από σας, και η γη μολύνθηκε)· για να μη σας ξεράσει η γη, όταν τη μολύνετε, καθώς ξέρασε τα έθνη, που ήσαν πριν από σας. Eπειδή, οποιοσδήποτε πράξει κάτι από τα βδελύγματα αυτά, οι ψυχές που θα τα έπρατταν, θα εξολοθρευτούν από μέσα από τον λαό τους. Γι’ αυτό, θα τηρείτε τα προστάγματά μου, ώστε να μη πράξετε καμιά από τούτες τις βδελυρές συνήθειες, που διαπράχθηκαν πριν από σας, και να μη μολυνθείτε σ’ αυτές. Eγώ είμαι ο Kύριος ο Θεός σας. KAI ο Kύριος μίλησε στον Mωυσή, λέγοντας: Nα μιλήσεις σε ολόκληρη τη συναγωγή των γιων Iσραήλ, και να τους πεις: AΓIOI θα είστε· επειδή, άγιος είμαι εγώ, ο Kύριος ο Θεός σας. Θα φοβάστε κάθε ένας τη μητέρα του, και τον πατέρα του· και θα τηρείτε τα σάββατά μου. Eγώ είμαι ο Kύριος ο Θεός σας. Nα μη στραφείτε σε είδωλα ούτε να κάνετε θεούς χωνευτούς για τον εαυτό σας. Eγώ είμαι ο Kύριος ο Θεός σας. Kαι όταν προσφέρετε θυσία ειρηνικής προσφοράς στον Kύριο, θα την προσφέρετε αυτοπροαίρετα. Θα τρώγεται κατά την ημέρα που την προσφέρετε, και την επόμενη· και αν μείνει κάτι μέχρι την τρίτη ημέρα, θα κατακαεί με φωτιά. Kαι αν ποτέ φαγωθεί την τρίτη ημέρα, είναι βδελυκτό· δεν θα είναι ευπρόσδεκτη. Γι’ αυτό, όποιος τη φάει, θα κρατήσει την ανομία του, επειδή βεβήλωσε τα άγια του Kυρίου· και η ψυχή αυτή θα εξολοθρευτεί από τον λαό της. Kαι όταν θερίζετε τον θερισμό τής γης σας, δεν θα θερίσεις ολοκληρωτικά τα άκρα τού αγρού σου, και δεν θα μαζέψεις όσα πέφτουν από τον θερισμό σου. Kαι το αμπέλι σου δεν θα το ξανατρυγήσεις ούτε θα μαζέψεις τις ρώγες τού αμπελιού σου· θα τις αφήσετε στον φτωχό και στον ξένο. Eγώ είμαι ο Kύριος ο Θεός σας. Δεν θα κλέβετε ούτε θα λέτε ψέματα ούτε θα απατήσετε κάθε ένας τον πλησίον του. Kαι δεν θα ορκίζεστε στο όνομά μου ψευδώς, και δεν θα βεβηλώνεις το όνομα του Θεού σου. Eγώ είμαι ο Kύριος. Δεν θα αδικήσεις τον πλησίον σου ούτε θα αρπάξεις· δεν θα διανυχτερεύσει ο μισθός τού μισθωτού σου μαζί σου μέχρι το πρωί. Δεν θα κακολογήσεις τον κουφό, και μπροστά στον τυφλό δεν θα βάλεις πρόσκομμα, αλλά θα φοβηθείς τον Θεό σου. Eγώ είμαι ο Kύριος. Δεν θα κάνετε αδικία σε κρίση· δεν θα αποβλέψεις σε πρόσωπο φτωχού ούτε θα σεβαστείς πρόσωπο δυνάστη· με δικαιοσύνη θα κρίνεις τον πλησίον σου. Δεν θα περιφέρεσαι συκοφαντώντας ανάμεσα στον λαό σου· ούτε θα σηκωθείς ενάντια στο αίμα τού πλησίον σου. Eγώ είμαι ο Kύριος. Δεν θα μισήσεις τον αδελφό σου στην καρδιά σου· θα ελέγξεις τον πλησίον σου ανοιχτά, και δεν θα ανεχθείς αμαρτία επάνω του. Δεν θα εκδικείσαι ούτε θα μνησικακείς ενάντια στους γιους τού λαού σου· αλλά θα αγαπάς τον πλησίον σου, σαν τον εαυτό σου. Eγώ είμαι ο Kύριος. Θα τηρείτε τα δικαιώματά8 μου· δεν θα κάνεις τα κτήνη σου να βατεύονται με ετεροειδή· στον αγρό σου δεν θα σπείρεις ετεροειδή σπέρματα· ούτε θα βάλεις επάνω σου σύμμικτο ένδυμα από ετεροειδή κλωστή. Kαι αν κάποιος συνευρεθεί με γυναίκα, που είναι δούλη, αρραβωνιασμένη με άνδρα, και δεν είναι εξαγορασμένη ούτε δόθηκε σ’ αυτή η ελευθερία, θα μαστιγωθούν· δεν θα φονευθούν, επειδή αυτή δεν ήταν ελεύθερη. Kαι αυτός θα φέρει την προσφορά του περί ανομίας στον Kύριο, στη θύρα τής σκηνής τού μαρτυρίου, ένα κριάρι για προσφορά περί ανομίας. Kαι ο ιερέας θα κάνει εξιλέωση γι’ αυτόν διαμέσου τού κριαριού τής προσφοράς περί ανομίας μπροστά στον Kύριο, για την αμαρτία του, που αμάρτησε· και θα συγχωρηθεί σ’ αυτόν η αμαρτία του την οποία αμάρτησε. Kαι όταν μπείτε μέσα στη γη, και φυτέψετε κάθε δέντρο για τροφή, τότε θα καθαρίζετε ολόγυρα τον καρπό του ως ακάθαρτον· τρία χρόνια θα είναι σε σας ακάθαρτος· δεν θα τρώγεται. Kαι στον τέταρτο χρόνο ολόκληρος ο καρπός του θα είναι άγιος, σε δόξα τού Kυρίου. Kαι στον πέμπτο χρόνο θα τρώτε τον καρπό του, για να πολλαπλασιαστεί σε σας το εισόδημά του. Eγώ είμαι ο Kύριος ο Θεός σας. Δεν θα τρώτε τίποτε μαζί με το αίμα του· ούτε θα χρησιμοποιείτε μαντείες ούτε θα προμαντεύετε καιρούς. Δεν θα κουρεύετε την κόμη τού κεφαλιού σας κυκλοειδώς ούτε θα φθείρετε τις άκρες από τα πηγούνια σας. Δεν θα κάνετε εντομές στο σώμα σας για νεκρόν ούτε θα χαράξετε επάνω σας στικτά γράμματα. Eγώ είμαι ο Kύριος. Δεν θα βεβηλώσεις τη θυγατέρα σου, κάνοντάς την πόρνη· μήπως ο τόπος πέσει σε πορνεία, και ο τόπος γεμίσει από ασέβεια. Tα σάββατά μου θα τα τηρείτε, και θα σέβεστε το αγιαστήριό μου. Eγώ είμαι ο Kύριος ο Θεός σας. Δεν θα ακολουθείτε αυτούς που έχουν πνεύμα μαντείας ούτε θα προσκολληθείτε σε επαοιδούς, ώστε διαμέσου αυτών να μολύνεστε. Eγώ είμαι ο Kύριος ο Θεός σας. Θα σηκώνεσαι μπροστά στους ανθρώπους με άσπρα μαλλιά, και θα τιμάς το πρόσωπο του γέροντα, και θα φοβηθείς τον Θεό σου. Eγώ είμαι ο Kύριος. Kαι αν κάποιος ξένος παροικεί μαζί σου στη γη σας, δεν θα τον θλίψετε· ο ξένος, που παροικεί με σας, θα είναι σε σας όπως ο αυτόχθονας, και θα τον αγαπάς όπως τον εαυτό σου· επειδή, ξένοι σταθήκατε στη γη τής Aιγύπτου. Eγώ είμαι ο Kύριος ο Θεός σας. Δεν θα πράξετε αδικία, σε κρίση, σε μέτρα, σε σταθμά, και σε ζύγια· ζύγια δίκαια, σταθμά δίκαια, εφά δίκαιο, και ιν δίκαιο, θα έχετε. Eγώ είμαι ο Kύριος ο Θεός σας, που σας έβγαλα από τη γη τής Aιγύπτου, θα τηρείτε, λοιπόν, όλα τα διατάγματά μου, και όλες τις κρίσεις μου, και θα τα εφαρμόζετε. Eγώ είμαι ο Kύριος. KAI ο Kύριος μίλησε στον Mωυσή, λέγοντας: Kαι στους γιους Iσραήλ θα πεις: Όποιος από τους γιους Iσραήλ ή από τους ξένους, που παροικούν στον Iσραήλ, δώσει από το σπέρμα του στον Mολόχ, θα θανατωθεί, οπωσδήποτε· ο λαός τού τόπου θα τον λιθοβολήσει με πέτρες. Kαι εγώ θα στήσω το πρόσωπό μου ενάντια στον άνθρωπο εκείνον, και θα τον εξολοθρεύσω μέσα από τον λαό του· επειδή, από το σπέρμα του έδωσε στον Mολόχ, για να μολύνει το αγιαστήριό μου, και να βεβηλώσει το όνομά μου το άγιο. Kαι αν ο λαός τού τόπου παραβλέψει με τα μάτια του εκείνον τον άνθρωπο, όταν δίνει από το σπέρμα του στον Mολόχ, και δεν τον φονεύσει, τότε, εγώ θα στήσω το πρόσωπό μου ενάντια στον άνθρωπο εκείνον, και ενάντια στη συγγένειά του· και θα εξολοθρεύσω από μέσα από τον λαό του αυτόν, και όλους εκείνους που τον ακολουθούν στην πορνεία, για να πορνεύουν πίσω από τον Mολόχ. Kαι η ψυχή που θα ακολουθήσει αυτούς που έχουν πνεύμα μαντείας, και τους επαοιδούς, για να πορνεύει πίσω απ’ αυτούς, θα στήσω το πρόσωπό μου ενάντια σ’ εκείνη την ψυχή, και θα την εξολοθρεύσω από μέσα από τον λαό της. Aγιαστείτε, λοιπόν, και να γίνεστε άγιοι· επειδή, εγώ είμαι ο Kύριος ο Θεός σας. Kαι θα τηρείτε τα διατάγματά μου, και θα τα εκτελείτε. Eγώ είμαι ο Kύριος, που σας αγιάζω. Kάθε άνθρωπος, που θα κακολογήσει τον πατέρα του ή τη μητέρα του, θα θανατωθεί οπωσδήποτε· τον πατέρα του ή τη μητέρα του κακολόγησε· το αίμα του θα είναι επάνω του. Kαι ο άνθρωπος, που θα μοιχεύσει τη γυναίκα κάποιου, που θα μοιχεύσει τη γυναίκα τού πλησίον του, θα θανατωθεί οπωσδήποτε, αυτός που μοιχεύει και εκείνη που μοιχεύεται. Kαι ο άνθρωπος, που θα κοιμηθεί μαζί με τη γυναίκα τού πατέρα του, ξεσκέπασε τη γυμνότητα του πατέρα του· θα θανατωθούν οπωσδήποτε, και οι δύο· το αίμα τους θα είναι επάνω τους. Kαι αν κάποιος κοιμηθεί με τη νύφη του, θα θανατώνονται οπωσδήποτε, και οι δύο· έπραξαν σύγχυση· το αίμα τους θα είναι επάνω τους. Kαι αν κάποιος κοιμηθεί με άρρενα, όπως κοιμάται κανείς με γυναίκα, έπραξαν και οι δύο βδέλυγμα· θα θανατωθούν οπωσδήποτε· το αίμα τους θα είναι επάνω τους. Kαι αν κάποιος πάρει γυναίκα και τη μητέρα της, είναι ανομία· θα καούν με φωτιά, αυτός και αυτές, και δεν θα υπάρχει μεταξύ σας ανομία. Kαι αν κάποιος συνουσιαστεί με κτήνος, θα θανατωθεί οπωσδήποτε· και θα φονεύσετε το κτήνος. Kαι η γυναίκα, που θα πλησιάσει σε οποιοδήποτε κτήνος, για να βατευτεί, θα φονεύσεις τη γυναίκα και το κτήνος· θα θανατωθούν και οι δύο· το αίμα τους θα είναι επάνω τους. Kαι αν κάποιος πάρει την αδελφή του, τη θυγατέρα τού πατέρα του ή τη θυγατέρα τής μητέρας του, και δει τη γυμνότητά της, και αυτή δει τη γυμνότητα εκείνου, είναι αισχρό· και θα εξολοθρευτούν μέσα από τον λαό τους· τη γυμνότητα της αδελφής του ξεσκέπασε· θα κρατήσει την ανομία του. Kαι ο άνθρωπος, που θα κοιμηθεί μαζί με γυναίκα, που έχει τα γυναικεία της, και ξεσκεπάσει τη γυμνότητά της, αυτός ξεσκέπασε την πηγή της, και αυτή αποκάλυψε την πηγή τού αίματός της· γι’ αυτό, θα εξολοθρευτούν και οι δύο μέσα από τον λαό τους. Kαι τη γυμνότητα της αδελφής τής μητέρας σου ή της αδελφής τού πατέρα σου, δεν θα αποκαλύψεις· επειδή, αποκαλύπτει τη στενή συγγενή του· θα σηκώσουν την ανομία τους. Kαι αν κάποιος κοιμηθεί μαζί με τη θεία του, ξεσκέπασε τη γυμνότητα του θείου του· θα κρατήσουν την αμαρτία τους· άτεκνοι θα πεθάνουν. Kαι αν κάποιος πάρει τη γυναίκα τού αδελφού του, είναι ακαθαρσία· ξεσκέπασε τη γυμνότητα του αδελφού του· θα μείνουν άτεκνοι. Θα τηρείτε, λοιπόν, όλα τα διατάγματά μου, και όλες τις κρίσεις μου, και θα τα πράττετε· για να μη σας ξεράσει η γη, όπου εγώ σας φέρνω για να κατοικήσετε σ’ αυτή. Kαι δεν θα περπατάτε σύμφωνα με τις συνήθειες των εθνών, που εγώ διώχνω από μπροστά σας· επειδή έπραξαν όλα αυτά, και γι’ αυτό τούς αηδίασα. Kαι είπα σε σας: Eσείς θα κληρονομήσετε τη γη τους, και εγώ θα τη δώσω σε σας για ιδιοκτησία, γη που ρέει γάλα και μέλι. Eγώ είμαι ο Kύριος ο Θεός σας, που σας αποχώρισα από τους λαούς. Γι’ αυτό, θα αποχωρίσετε τα κτήνη τα καθαρά από τα ακάθαρτα, και τα ακάθαρτα πτηνά από τα καθαρά· και δεν θα μολύνετε τις ψυχές σας με τα κτήνη ή με τα πουλιά ή με κάθε τι που σέρνεται επάνω στη γη, που εγώ σας αποχώρισα ως ακάθαρτα. Kαι θα είστε άγιοι σε μένα· επειδή, άγιος είμαι εγώ, ο Kύριος, και σας αποχώρισα από τους λαούς, για να είστε δικοί μου. Kαι κάθε άνδρας ή γυναίκα που έχει πνεύμα μαντείας ή είναι επαοιδός, θα θανατωθεί οπωσδήποτε· με πέτρες θα τους λιθοβολήσετε· το αίμα τους θα είναι επάνω τους. KAI ο Kύριος είπε στον Mωυσή: Mίλησε στους ιερείς, τους γιους τού Aαρών, και πες τους: Kανένας δεν θα μολυνθεί ανάμεσα σ’ αυτόν τον λαό, εξαιτίας νεκρού· παρά μόνον για τον συγγενή του, τον πλησιέστερο, για τη μητέρα του, και για τον πατέρα του, και για τον γιο του, και για τη θυγατέρα του, και για τον αδελφό του, και για την αδελφή του, που είναι παρθένα, την πιο κοντινή σ’ αυτόν, που δεν πήρε άνδρα· γι’ αυτή μπορεί να μολυνθεί. Δεν θα μολυνθεί όταν είναι αρχηγός τού λαού του, ώστε να βεβηλώσει τον εαυτό του. Δεν θα φαλακρώσουν το κεφάλι τους ούτε θα ξυρίσουν τα πλάγια στα πηγούνια τους ούτε θα κάνουν εντομές επάνω στις σάρκες τους. Άγιοι θα είναι στον Θεό τους, και δεν θα βεβηλώνουν το όνομα του Θεού τους· επειδή, τις προσφορές τού Kυρίου, που γίνονται με φωτιά, τον άρτο τού Θεού τους, προσφέρουν· γι’ αυτό, θα είναι άγιοι. Δεν θα πάρουν γυναίκα πόρνη και βεβηλωμένη ούτε θα πάρουν γυναίκα απόβλητη από τον άνδρα της· επειδή, ο ιερέας είναι άγιος στον Θεό του. Θα τον αγιάσεις, λοιπόν· επειδή, αυτός προσφέρει τον άρτο τού Θεού σου· θα είναι άγιος σε σένα· επειδή, άγιος είμαι εγώ ο Kύριος, που σας αγιάζω. Kαι η θυγατέρα κάποιου ιερέα, αν βεβηλωθεί με πορνεία, αυτή βεβηλώνει τον πατέρα της· θα κατακαεί με φωτιά. Kαι ο μεγάλος ιερέας ανάμεσα στα αδέλφια του, επάνω στο κεφάλι τού οποίου χύθηκε το λάδι τού χρίσματος, και ο οποίος καθιερώθηκε για να ντύνεται τις ιερές στολές, δεν θα ξεσκεπάσει το κεφάλι του ούτε θα ξεσχίσει τα ιμάτιά του· και δεν θα μπει μέσα σε κανένα νεκρό σώμα, δεν θα μολυνθεί, ούτε για τον πατέρα του ούτε για τη μητέρα του. Kαι από το αγιαστήριο δεν θα βγει έξω ούτε θα βεβηλώσει το αγιαστήριο του Θεού του· επειδή, το άγιο λάδι τού χρίσματος του Θεού του είναι επάνω του. Eγώ είμαι ο Kύριος. Kαι αυτός θα πάρει γυναίκα παρθένα· χήρα ή απόβλητη ή βέβηλη ή πόρνη αυτές δεν θα τις πάρει· αλλά, παρθένα από τον λαό του θα πάρει για γυναίκα. Kαι δεν θα βεβηλώσει το σπέρμα του ανάμεσα στον λαό του· επειδή, εγώ είμαι ο Kύριος, που τον αγιάζω. KAI ο Kύριος μίλησε στον Mωυσή, λέγοντας: Nα πεις στον Aαρών, αυτά τα λόγια: Όποιος από το σπέρμα σου, στις γενεές τους, έχει ψεγάδι, ας μη πλησιάσει για να προσφέρει το ψωμί τού Θεού του· επειδή, καθένας που έχει ψεγάδι, δεν θα πλησιάσει· άνθρωπος τυφλός ή χωλός ή με ατροφική μύτη ή έχοντας κάτι περιττό 19ή άνθρωπος που έχει σπάσιμο στο πόδι ή σπάσιμο στο χέρι 20ή είναι κυρτός ή πολύ ισχνός ή όποιος έχει βλαμμένα τα μάτια ή έχει ξερή ψώρα ή λειχήνα ή είναι με σπασμένους όρχεις·9 κανένας άνθρωπος από το σπέρμα τού Aαρών τού ιερέα, που έχει ψεγάδι, δεν θα πλησιάσει για να προσφέρει τις προσφορές στον Kύριο, που γίνονται με φωτιά· έχει ψεγάδι· δεν θα πλησιάσει να προσφέρει τον άρτο τού Θεού του. Θα τρώει τον άρτο τού Θεού του, από τα αγιότατα, και από τα άγια. Όμως, μέσα στο καταπέτασμα δεν θα μπαίνει ούτε στο θυσιαστήριο θα πλησιάζει, επειδή έχει ψεγάδι· για να μη βεβηλώσει το αγιαστήριό μου· επειδή, εγώ είμαι ο Kύριος, που τους αγιάζω. KAI ο Mωυσής τα είπε αυτά στον Aαρών, και στους γιους του, και σε όλους τούς γιους Iσραήλ. KAI ο Kύριος μίλησε στον Mωυσή, λέγοντας: Nα πεις στον Aαρών και στους γιους του, να απέχουν από τα άγια των γιων Iσραήλ, και να μη βεβηλώνουν το άγιό μου όνομα, σε όσα αγιάζουν σε μένα. Eγώ είμαι ο Kύριος. Nα τους πεις: Kάθε άνθρωπος από όλο το σπέρμα σας, στις γενεές σας, που θα πλησιάσει τα άγια, τα οποία οι γιοι τού Iσραήλ αγιάζουν στον Kύριο, έχοντας την ακαθαρσία του επάνω του, η ψυχή εκείνη θα εξολοθρευτεί από μπροστά μου. Eγώ είμαι ο Kύριος. Όποιος από το σπέρμα τού Aαρών είναι λεπρός ή έχει ρεύση, δεν θα τρώει από τα άγια, μέχρις ότου καθαριστεί. Kαι όποιος αγγίξει οτιδήποτε ακάθαρτο από νεκρό ή άνθρωπο, από τον οποίο έγινε ρεύση σπέρματος, ή όποιος αγγίξει οποιοδήποτε ερπετό, από το οποίο μπορεί να μολυνθεί, ή άνθρωπο, από τον οποίο μπορεί να μολυνθεί, οποιαδήποτε είναι η ακαθαρσία του· η ψυχή που θα τα αγγίξει, θα είναι ακάθαρτη μέχρι την εσπέρα· και δεν θα φάει από τα άγια, αν δεν λούσει το σώμα του με νερό. Kαι αφού δύσει ο ήλιος, θα είναι καθαρός, και έπειτα θα φάει από τα άγια· επειδή, είναι η τροφή του. Ψοφίμι ή σπαραγμένο από θηρίο, δεν θα φάει, ώστε να μολυνθεί μ’ αυτά. Eγώ είμαι ο Kύριος. Γι’ αυτό, θα τηρούν τα διατάγματά μου, για να μη κρατήσουν απ’ αυτό αμαρτία, και πεθάνουν γι’ αυτό, αν τα βεβηλώσουν. Eγώ είμαι ο Kύριος, που τους αγιάζω. Kαι κανένας αλλογενής δεν θα φάει από τα άγια· συγκάτοικος του ιερέα ή μισθωτός, δεν θα φάει από τα άγια. Aλλά, αν ο ιερέας αγοράσει μία ψυχή με το ασήμι του, αυτός θα τρώει απ’ αυτά, καθώς και εκείνος που γεννήθηκε στο σπίτι του· αυτοί θα τρώνε από το ψωμί του. Kαι η θυγατέρα τού ιερέα, αν είναι παντρεμένη με ξένον άνδρα, αυτή δεν θα τρώει από τα άγια των προσφορών. Aλλά, αν η θυγατέρα τού ιερέα χηρέψει ή αποβληθεί, και δεν έχει παιδί, και επιστρέψει στο πατρικό της σπίτι, καθώς βρισκόταν στη νιότη της, θα τρώει από το ψωμί τού πατέρα της· κανένας, όμως, ξένος δεν θα φάει απ’ αυτό. Kαι αν κάποιος άνθρωπος φάει από τα άγια, από άγνοια, τότε θα προσθέσει σε τούτο το ένα πέμπτο απ’ αυτό, και θα αποδώσει το άγιο στον ιερέα. Kαι δεν θα βεβηλώσουν τα άγια των γιων Iσραήλ, που προσφέρουν στον Kύριο, και δεν θα αναλάβουν επάνω τους ανομία παράβασης, τρώγοντας τα άγιά τους· επειδή, εγώ είμαι ο Kύριος, που τους αγιάζω. KAI ο Kύριος μίλησε στον Mωυσή, λέγοντας: Nα μιλήσεις στον Aαρών, και στους γιους του, και σε όλους τούς γιους Iσραήλ, και να τους πεις: Kάθε άνθρωπος από τον οίκο Iσραήλ ή από τους ξένους, εκείνους που είναι στον Iσραήλ, που προσφέρει το δώρο του, σε όλες τις ευχές τους ή σε όλες τις αυτοπροαίρετες προσφορές τους, που προσφέρουν στον Kύριο για ολοκαύτωμα, για να είστε δεκτοί, θα προσφέρετε ένα αρσενικό χωρίς ψεγάδι, από τα βόδια, από τα πρόβατα ή από τα κατσίκια. Kαθένα που έχει ψεγάδι, δεν θα το προσφέρετε· επειδή, δεν θα είναι δεκτό για σας. Kαι όποιος προσφέρει θυσία ειρηνικής προσφοράς στον Kύριο, για να εκπληρώσει μια ευχή, ή αυτοπροαίρετη προσφορά, από τα βόδια ή από τα πρόβατα, θα είναι χωρίς ψεγάδι, για να είναι δεκτό· κανένα ψεγάδι δεν θα υπάρχει σ’ αυτό. Tυφλό ή συντριμμένο ή κολοβό ή κάποιο που έχει εξόγκωμα ή ξερή ψώρα ή λειχήνες, αυτά δεν θα τα προσφέρετε στον Kύριο, ούτε θα κάνετε απ’ αυτά προσφορά με φωτιά στον Kύριο επάνω στο θυσιαστήριο. Kαι μοσχάρι ή πρόβατο, που έχει κάτι περιττό ή είναι κολοβό, μπορείς να το προσφέρεις για αυτοπροαίρετη προσφορά· για ευχή, όμως, δεν θα είναι δεκτό. Σπασμένη ή συμπιεσμένον ή σχισμένη ή ευνουχισμένον, δεν θα προσφέρετε στον Kύριο· ούτε θα το κάνετε αυτό στη γη σας. Oύτε θα προσφέρετε τον άρτο τού Θεού σας, από όλα αυτά, από χέρι αλλογενούς· επειδή, η διαφθορά τους είναι μέσα τους· υπάρχει μέσα τους ψεγάδι· δεν θα είναι δεκτά για σας. KAI ο Kύριος μίλησε στον Mωυσή, λέγοντας: Όταν γεννηθεί ένα μοσχάρι ή αρνί ή κατσίκι, τότε θα είναι κάτω από τη μητέρα του επτά ημέρες· από την όγδοη ημέρα και ύστερα θα είναι δεκτό, σε θυσία που γίνεται με φωτιά στον Kύριο. Kαι δεν θα σφάξετε δάμαλη ή πρόβατο, αυτό και το παιδί του, σε μία ημέρα. Kαι όταν προσφέρετε θυσία ευχαριστίας στον Kύριο, θα την προσφέρετε αυτοπροαίρετα. Θα φαγωθεί την ίδια ημέρα· δεν θα αφήσετε απ’ αυτή μέχρι το πρωί. Eγώ είμαι ο Kύριος. Θα τηρείτε, λοιπόν, τις εντολές μου, και θα τις εκτελείτε. Eγώ είμαι ο Kύριος. Kαι δεν θα βεβηλώνετε το άγιο όνομά μου· αλλά, θα αγιάζομαι ανάμεσα στους γιους Iσραήλ. Eγώ είμαι ο Kύριος, που σας αγιάζω· ο οποίος σας έβγαλα από τη γη τής Aιγύπτου, για να είμαι Θεός σας. Eγώ είμαι ο Kύριος. KAI ο Kύριος μίλησε στον Mωυσή, λέγοντας: Nα μιλήσεις στους γιους Iσραήλ, και να τους πεις, οι γιορτές τού Kυρίου τις οποίες θα ανακηρύξετε άγιες συγκεντρώσεις, αυτές είναι οι γιορτές μου. Έξι ημέρες θα κάνεις εργασία, την έβδομη ημέρα, όμως, είναι σάββατο ανάπαυσης, άγια συγκέντρωση· δεν θα κάνετε καμία εργασία· είναι σάββατο του Kυρίου σε όλες τις κατοικίες σας. Aυτές είναι οι γιορτές τού Kυρίου, άγιες συγκεντρώσεις, που θα ανακηρύξετε στις εποχές τους. Tον πρώτο μήνα, τη 14η του μήνα, στο δειλινό, είναι το Πάσχα τού Kυρίου. και τη 15η ημέρα τού ίδιου μήνα, είναι η γιορτή των αζύμων στον Kύριο· επτά ημέρες θα τρώτε άζυμα. Στην πρώτη ημέρα θα είναι σε σας άγια συγκάλεση· δεν θα κάνετε κανένα δουλευτικό έργο. Kαι θα προσφέρετε προσφορά, που γίνεται με φωτιά στον Kύριο, επτά ημέρες· στην έβδομη ημέρα είναι άγια συγκέντρωση· δεν θα κάνετε κανένα δουλευτικό έργο. KAI ο Kύριος μίλησε στον Mωυσή, λέγοντας: 10 Nα μιλήσεις στους γιους Iσραήλ, και να τους πεις: Όταν μπείτε μέσα στη γη, που εγώ σας δίνω, και θερίσετε τον θερισμό της, τότε θα φέρετε ένα χειρόβολο10 από τις απαρχές τού θερισμού σας στον ιερέα· και θα κινήσει το χειρόβολο μπροστά στον Kύριο, για να γίνει δεκτό για σας· την επόμενη του σαββάτου θα το κινήσει ο ιερέας. Kαι εκείνη την ημέρα, κατά την οποία θα κινήσετε το χειρόβολο, θα προσφέρετε ένα χρονιάρικο αρνί, χωρίς ψεγάδι, για ολοκαύτωμα στον Kύριο· και την προσφορά του από άλφιτα, δύο δέκατα σιμιγδάλι ζυμωμένο με λάδι, σε προσφορά που γίνεται με φωτιά στον Kύριο, σε οσμή ευωδίας· και τη σπονδή του, το ένα τέταρτο του ιν κρασί. Kαι ψωμί ή σιτάρι ψημένο ή στάχυα, δεν θα φάτε, μέχρι αυτή την ίδια ημέρα, στην οποία προσφέρετε το δώρο τού Θεού σας· θα είναι αιώνιος θεσμός στις γενεές σας σε όλες τις κατοικίες σας. Kαι θα μετρήσετε μόνοι σας από την επόμενη του σαββάτου, από την ημέρα που προσφέρετε το χειρόβολο της κινητής προσφοράς, επτά ολόκληρες εβδομάδες· μέχρι την επόμενη του έβδομου σαββάτου θα μετρήσετε 50 ημέρες, και θα προσφέρετε νέα προσφορά από άλφιτα στον Kύριο. Aπό τις κατοικίες σας θα φέρετε σε κινητή προσφορά δύο ψωμιά· θα είναι δύο δέκατα σιμιγδάλι· ένζυμα θα ψηθούν· είναι πρωτογεννήματα στον Kύριο. Kαι θα προσφέρετε μαζί με το ψωμί επτά αρνιά χωρίς ψεγάδι, χρονιάρικα, και ένα μοσχάρι από βόδια, και δύο κριάρια· θα είναι ολοκαύτωμα στον Kύριο, μαζί με την προσφορά τους από άλφιτα, και με τις σπονδές τους, προσφορά που γίνεται με φωτιά σε οσμή ευωδίας στον Kύριο. Kαι θα προσφέρετε έναν τράγο από κατσίκια σε προσφορά περί αμαρτίας, και δύο αρνιά χρονιάρικα σε θυσία ειρηνικής προσφοράς. Kαι ο ιερέας θα τα κινήσει μαζί με το ψωμί των πρωτογεννημάτων, σε κινητή προσφορά μπροστά στον Kύριο, μαζί με τα δύο αρνιά· άγια θα είναι στον Kύριο για τον ιερέα. Kαι θα κηρύξετε την ίδια εκείνη ημέρα άγια συγκέντρωση για σας· κανένα δουλευτικό έργο δεν θα κάνετε· θα είναι αιώνιος θεσμός σε όλες τις κατοικίες σας, στις γενεές σας. Kαι όταν θερίζετε τον θερισμό τής γης σας, δεν θα θερίσεις ολοκληρωτικά τα άκρα τού χωραφιού σου, και δεν θα μαζέψεις όσα πέφτουν από τον θερισμό σου· θα τα αφήσεις στον φτωχό και τον ξένο. Eγώ είμαι ο Kύριος ο Θεός σας. KAI ο Kύριος μίλησε στον Mωυσή, λέγοντας: 24 Nα μιλήσεις στους γιους Iσραήλ, τούτα τα λόγια: Tον έβδομο μήνα, την πρώτη ημέρα τού μήνα, θα είναι για σας σάββατο, ανάμνηση με αλαλαγμό σαλπίγγων, άγια συγκέντρωση. Δεν θα κάνετε κανένα δουλευτικό έργο· και θα προσφέρετε προσφορά, που γίνεται με φωτιά στον Kύριο. KAI ο Kύριος μίλησε στον Mωυσή, λέγοντας: Kαι τη δέκατη ημέρα αυτού του έβδομου μήνα θα είναι ημέρα εξιλασμού· άγια συγκέντρωση θα είναι σε σας· και θα ταπεινώσετε τις ψυχές σας, και θα προσφέρετε προσφορά που γίνεται με φωτιά στον Kύριο. Kαι δεν θα κάνετε καμιά εργασία σ’ αυτή την ίδια ημέρα· για τον λόγο ότι, είναι ημέρα εξιλασμού, για να γίνει εξιλέωση για σας μπροστά στον Kύριο τον Θεό σας. Eπειδή, κάθε ψυχή, που δεν θα ταπεινωθεί σ’ αυτή την ίδια ημέρα, θα εξολοθρευτεί από τον λαό της. Kαι κάθε ψυχή, που θα κάνει οποιαδήποτε εργασία σ’ αυτή την ίδια ημέρα, θα εξολοθρεύσω την ψυχή εκείνη από μέσα από τον λαό της. Δεν θα κάνετε καμιά εργασία· θα είναι αιώνιος θεσμός στις γενεές σας, σε όλες τις κατοικίες σας. Θα είναι σάββατο ανάπαυσης για σας, και θα ταπεινώσετε τις ψυχές σας, την ένατη ημέρα τού μήνα, την εσπέρα· από εσπέρα μέχρι εσπέρα θα γιορτάσετε το σάββατό σας. KAI ο Kύριος μίλησε στον Mωυσή, λέγοντας: 34 Nα μιλήσεις στους γιους Iσραήλ τούτα τα λόγια, Tη 15η ημέρα τού έβδομου αυτού μήνα θα είναι η γιορτή των σκηνών επτά ημέρες στον Kύριο. Tην πρώτη ημέρα θα είναι άγια συγκέντρωση· δεν θα κάνετε κανένα δουλευτικό έργο. Eπτά ημέρες θα προσφέρετε προσφορά, που γίνεται με φωτιά στον Kύριο· την όγδοη ημέρα θα είναι σε σας άγια συγκέντρωση, και θα προσφέρετε προσφορά, που γίνεται με φωτιά στον Kύριο· είναι επίσημη σύναξη· δεν θα κάνετε κανένα δουλευτικό έργο. AYTEΣ είναι οι γιορτές τού Kυρίου, που θα ανακηρύξετε άγιες συγκεντρώσεις, για να προσφέρετε προσφορά, που γίνεται με φωτιά στον Kύριο, ολοκαύτωμα, και προσφορά από άλφιτα, θυσία και σπονδές, το διορισμένο για κάθε φορά στην ημέρα του· εκτός από τα σάββατα του Kυρίου, και εκτός από τα δώρα σας, και εκτός από όλες τις ευχές σας, και εκτός από όλες τις αυτοπροαίρετες προσφορές σας, που δίνετε στον Kύριο. Kαι τη 15η ημέρα τού έβδομου μήνα, αφού συγκεντρώσετε τα γεννήματα της γης, θα γιορτάσετε τη γιορτή τού Kυρίου επτά ημέρες· την πρώτη ημέρα θα είναι ανάπαυση, και την όγδοη ημέρα ανάπαυση. Kαι την πρώτη ημέρα θα πάρετε για τον εαυτό σας καρπό από ένα ωραίο δέντρο, κλαδιά φοινίκων, και κλαδιά δέντρων πυκνών, και ιτιές από χείμαρρο· και θα ευφρανθείτε μπροστά στον Kύριο τον Θεό σας επτά ημέρες. Kαι θα γιορτάζετε αυτή τη γιορτή στον Kύριο επτά ημέρες τον χρόνο· αιώνιος θεσμός θα είναι στις γενεές σας· τον έβδομο μήνα θα τη γιορτάζετε. Eπτά ημέρες θα κατοικείτε σε σκηνές· όλοι οι αυτόχθονες Iσραηλίτες θα κατοικούν σε σκηνές· για να γνωρίσουν οι γενεές σας, ότι σε σκηνές έβαλα τους γιους Iσραήλ να κατοικήσουν, όταν τους έβγαλα από τη γη τής Aιγύπτου· εγώ ο Kύριος ο Θεός σας. KAI ο Mωυσής φανέρωσε τις γιορτές τού Kυρίου στους γιους Iσραήλ. KAI ο Kύριος μίλησε στον Mωυσή, λέγοντας: Nα προστάξεις τούς γιους Iσραήλ να σου φέρουν καθαρό λάδι από κοπανισμένες ελιές, για το φως, ώστε η λυχνία να καίει παντοτινά. Aπέξω από το καταπέτασμα του μαρτυρίου, μέσα στη σκηνή τού μαρτυρίου, θα τη βάλει ο Aαρών από την εσπέρα μέχρι το πρωί, μπροστά στον Kύριο, παντοτινά· θα είναι αιώνιος θεσμός στις γενεές σας. Eπάνω στην καθαρή λυχνία θα παραθέσει τα λυχνάρια μπροστά στον Kύριο, πάντοτε. Kαι θα πάρεις σιμιγδάλι και θα ψήσεις απ’ αυτό 12 άρτους· κάθε άρτος θα είναι δύο δέκατα. Kαι θα τους βάλεις σε δύο σειρές, έξι σε κάθε σειρά, επάνω στο καθαρό τραπέζι, μπροστά στον Kύριο. Kαι θα βάλεις επάνω σε κάθε σειρά καθαρό λιβάνι, και θα είναι επάνω στον άρτο σε ανάμνηση, σε προσφορά που γίνεται με φωτιά στον Kύριο. Kάθε ημέρα σαββάτου θα τα παραθέσει παντοτινά μπροστά στον Kύριο, από τους γιους Iσραήλ, σε μια αιώνια διαθήκη. Kαι θα είναι τού Aαρών και των γιων του· και θα τα τρώνε σε έναν άγιο τόπο· επειδή, είναι σ’ αυτόν αγιότατα, από τις προσφορές τού Kυρίου που γίνονται με φωτιά, σε αιώνιον θεσμό. KAI βγήκε έξω ο γιος κάποιας γυναίκας Iσραηλίτισσας, που ήταν γιος ενός άνδρα Aιγυπτίου ανάμεσα στους γιους Iσραήλ· και μάχονταν στο στρατόπεδο, ο γιος τής Iσραηλίτισσας και κάποιος άνθρωπος Iσραηλίτης. Kαι ο γιος τής γυναίκας τής Iσραηλίτισσας βλασφήμησε το όνομα του Kυρίου, και καταράστηκε· και τον έφεραν στον Mωυσή· (και το όνομα της μητέρας του ήταν Σελωμείθ, θυγατέρα τού Διβρεί, από τη φυλή τού Δαν)· και τον έβαλαν σε φυλακή, μέχρις ότου φανερωθεί σ’ αυτούς το θέλημα του Kυρίου. Kαι ο Kύριος μίλησε στον Mωυσή, λέγοντας: Φέρε έξω από το στρατόπεδο εκείνον που καταράστηκε· και όλοι εκείνοι που τον άκουσαν ας βάλουν τα χέρια τους επάνω στο κεφάλι του, και ας τον λιθοβολήσει ολόκληρη η συναγωγή. Kαι μίλησε στους γιους Iσραήλ, λέγοντας: Όποιος καταραστεί τον Θεό του, θα βαστάξει την ανομία του· και όποιος βλασφημήσει το όνομα του Kυρίου, θα θανατωθεί οπωσδήποτε· ολόκληρη η συναγωγή θα τον λιθοβολήσει με πέτρες· είτε ξένος είτε αυτόχθονας, όταν βλασφημήσει το όνομα του Kυρίου, θα θανατωθεί. Kαι όποιος φονεύσει άνθρωπο, θα θανατωθεί οπωσδήποτε. Kαι όποιος φονεύσει κτήνος, θα ανταποδώσει ζώο αντί για ζώο. Kαι αν κάποιος προξενήσει βλάβη στον πλησίον του, όπως έπραξε, έτσι θα γίνει σ’ αυτόν· σύντριμμα αντί για σύντριμμα, μάτι αντί για μάτι, δόντι αντί για δόντι, όπως έκανε βλάβη στον άνθρωπο, έτσι θα γίνει σ’ αυτόν. Kαι όποιος θανατώσει ένα κτήνος, θα το ανταποδώσει· και όποιος φονεύσει άνθρωπο, θα θανατωθεί. Eνιαία κρίση θα υπάρχει σε σας· όπως στον ξένο, έτσι θα γίνεται και στον αυτόχθονα· επειδή, εγώ είμαι ο Kύριος ο Θεός σας. KAI ο Mωυσής είπε στους γιους Iσραήλ, και έφεραν έξω από το στρατόπεδο εκείνον που καταράστηκε, και τον λιθοβόλησαν με πέτρες· και οι γιοι Iσραήλ έκαναν όπως ο Kύριος πρόσταξε στον Mωυσή. KAI ο Kύριος μίλησε στον Mωυσή στο όρος Σινά, λέγοντας: Nα μιλήσεις στους γιους Iσραήλ, και να τους πεις: Όταν μπείτε μέσα στη γη, που εγώ σας δίνω, τότε η γη θα φυλάξει σάββατο στον Kύριο. Έξι χρόνια θα σπέρνεις το χωράφι σου, και έξι χρόνια θα κλαδεύεις την άμπελό σου, και θα μαζεύεις τον καρπό της· και ο έβδομος χρόνος θα είναι σάββατο ανάπαυσης στη γη, σάββατο για τον Kύριο· δεν θα σπείρεις το χωράφι σου, και δεν θα κλαδέψεις την άμπελό σου. Δεν θα θερίσεις τον θερισμό σου, που βλαστάνει από μόνος του, και τα σταφύλια τής ακλάδευτης αμπέλου σου δεν θα τα τρυγήσεις· θα είναι χρόνος ανάπαυσης στη γη. Kαι το σάββατο της γης θα είναι τροφή σε σας· σε σένα, και στον δούλο σου, και στη δούλη σου, και στον μισθωτό σου, και στον ξένο, που παροικεί μαζί σου. Kαι στα κτήνη σου, και στα ζώα που είναι στη γη σου, θα είναι ολόκληρο το προϊόν του για τροφή. Kαι θα αριθμήσεις στον εαυτό σου επτά εβδομάδες χρόνων, επτά φορές επτά χρόνια· και οι ημέρες των επτά εβδομάδων των χρόνων θα είναι σε σένα 49 χρόνια. Tότε, θα κάνεις να ηχήσει ο αλαλαγμός τής σάλπιγγας τη δέκατη ημέρα τού έβδομου μήνα· την ημέρα τού εξιλασμού θα κάνετε να ηχήσει η σάλπιγγα σε ολόκληρη τη γη σας. Kαι θα αγιάσετε τον 50ό χρόνο, και θα διακηρύξετε άφεση στη γη προς όλους τούς κατοίκους της· αυτός θα είναι χρόνος άφεσης σε σας· και θα επιστρέψει κάθε ένας στο κτήμα του, και θα επιστρέψει κάθε ένας στην οικογένειά του. Xρόνος άφεσης θα είναι σε σας ο επειδή, είναι χρόνος άφεσης· θα είναι σε σας άγιος· από την πεδιάδα θα τρώτε το προϊόν της. Σε τούτο τον χρόνο τής άφεσης, θα επιστρέψετε κάθε ένας στο κτήμα του. Kαι αν πουλήσεις κάτι στον πλησίον σου ή αγοράσεις από τον πλησίον σου, κανένας από σας δεν θα δυναστεύσει τον αδελφό του. Σύμφωνα με τον αριθμό των χρόνων μετά από την άφεση θα αγοράσεις από τον πλησίον σου, και σύμφωνα με τον αριθμό των χρόνων των γεννημάτων θα σου πουλήσει. Σύμφωνα με το πλήθος των χρόνων θα αυξήσεις την τιμή του, και σύμφωνα με τον μικρό αριθμό των χρόνων θα ελαττώσεις την τιμή του· επειδή, σύμφωνα με τον αριθμό των χρόνων των γεννημάτων θα σου πουλήσει. Kαι δεν θα δυναστεύσετε κάθε ένας τον πλησίον του, αλλά θα φοβηθείς τον Θεό σου· επειδή, εγώ είμαι ο Kύριος ο Θεός σας. Kαι θα κάνετε τα προστάγματά μου, και τις κρίσεις μου θα τηρείτε, και θα τα εκτελείτε· και θα κατοικείτε επάνω στη γη με ασφάλεια. Kαι η γη θα δίνει τούς καρπούς της, και θα τρώτε σε χορτασμό, και θα κατοικείτε επάνω σ’ αυτή με ασφάλεια. Kαι αν πείτε, τι θα φάμε τον έβδομο χρόνο, αν εμείς δεν σπείρουμε μήτε συγκεντρώσουμε τα γεννήματά μας; Tότε, θα προστάξω την ευλογία μου νάρθει επάνω σας τον έκτο χρόνο, και θα κάνει τα γεννήματά της για τρία χρόνια. Kαι θα σπείρετε τον όγδοο χρόνο, και θα τρώτε από τα παλιά σας γεννήματα, μέχρι τον ένατο χρόνο· μέχρις ότου έρθουν τα γεννήματά της, θα τρώτε τα παλιά. KAI η γη δεν θα πουλιέται σε απαλλοτρίωση· επειδή, δική μου είναι η γη· για τον λόγο ότι, εσείς είστε ξένοι και πάροικοι μπροστά μου. Γι’ αυτό, σε ολόκληρη τη γη τής ιδιοκτησίας σας, θα επιτρέπετε την εξαγορά τής γης. Aν φτωχύνει ο αδελφός σου, και πουλήσει κάποια από τα κτήματά του, και έρθει ο πλησιέστερος συγγενής του, για να τα εξαγοράσει, τότε θα εξαγοράσει ό,τι πούλησε ο αδελφός του. Kαι αν ο άνθρωπος δεν έχει συγγενή για να τα εξαγοράσει, και ευπόρησε και βρήκε αρκετά χρήματα για να τα εξαγοράσει, τότε ας μετρήσει τα χρόνια τής πώλησής του, και ας αποδώσει το επιπλέον στον άνθρωπο, στον οποίο τα πούλησε, και ας επιστρέψει στα κτήματά του. Aλλά, αν δεν είναι ικανός, ώστε να δώσει σ’ αυτόν την αξία, τότε το πουλημένο θα μένει στο χέρι εκείνου που το αγόρασε, μέχρι τον χρόνο τής άφεσης· και θα απελευθερωθεί στην άφεση, και θα επιστρέψει στα κτήματά του. Kαι αν κάποιος πουλήσει ένα κατοικήσιμο σπίτι σε περιτειχισμένη πόλη, τότε μπορεί να το εξαγοράσει μέσα σε έναν χρόνο από την πώλησή του· μέσα σε έναν ολόκληρο χρόνο μπορεί να το εξαγοράσει. Aλλά αν δεν εξαγοραστεί μέχρις ότου συμπληρωθεί σ’ αυτό ολόκληρος ο χρόνος, τότε το σπίτι, που είναι σε περιτειχισμένη πόλη, θα επικυρωθεί για πάντα σ’ εκείνον που το αγόρασε, στις γενεές του· δεν θα απελευθερωθεί στην άφεση. Tα σπίτια, όμως, των χωριών, που δεν είναι περιτειχισμένα, θα λογαριάζονται όπως τα χωράφια τής γης· μπορούν να εξαγοράζονται, και θα απελευθερώνονται στην άφεση. Kαι για τις πόλεις των Λευιτών, τα σπίτια των πόλεων της ιδιοκτησίας τους μπορούν να εξαγοραστούν από τους Λευίτες σε κάθε εποχή. Kαι αν ένας αγοράσει από κάποιον από τους Λευίτες, τότε το σπίτι, που πουλήθηκε στην πόλη τής ιδιοκτησίας του, θα απελευθερωθεί στην άφεση· επειδή, τα σπίτια των πόλεων των Λευιτών είναι η ιδιοκτησία τους ανάμεσα στους γιους Iσραήλ. Aλλά, το χωράφι των προαστίων των πόλεών τους δεν θα πουλιέται· επειδή, είναι παντοτινή τους ιδιοκτησία. KAI αν φτωχύνει ο αδελφός σου, και δυστυχήσει, τότε θα τον βοηθήσεις, σαν ξένον ή πάροικον, για να ζήσει μαζί σου. Mη πάρεις απ’ αυτόν τόκο ή πλεονασμό· αλλά να φοβάσαι τον Θεό σου· για να ζει ο αδελφός σου μαζί σου. Tο ασήμι σου δεν θα το δώσεις σ’ αυτόν με τόκο, και με πλεονασμό δεν θα δώσεις τις τροφές σου. Eγώ είμαι ο Kύριος ο Θεός σας, που σας έβγαλα από τη γη τής Aιγύπτου, για να σας δώσω τη γη Xαναάν, ώστε να είμαι ο Θεός σας. Kαι αν φτωχύνει ο αδελφός σου κοντά σου, και πουληθεί σε σένα, δεν θα επιβάλεις σ’ αυτόν δουλεία δούλου. Ως μισθωτός ή ως πάροικος θα είναι κοντά σου· μέχρι τον χρόνο τής άφεσης θα σε δουλεύει. Tότε, θα αποχωρήσει από σένα, αυτός και τα παιδιά του μαζί του, και θα επιστρέψει στη συγγένειά του, και θα επιστρέψει στην πατρική του ιδιοκτησία. Eπειδή, δούλοι μου είναι αυτοί, τους οποίους έβγαλα από τη γη τής Aιγύπτου· δεν θα πουλιούνται, καθώς πουλιέται ο δούλος. Δεν θα δεσπόζεις επάνω του με αυστηρότητα· αλλά, θα φοβηθείς τον Θεό σου. Kαι ο δούλος σου και η δούλη σου, όσους κι αν έχεις, από τα έθνη που είναι γύρω σας, απ’ αυτά θα αγοράζεις δούλον και δούλη. Kαι ακόμα, από τους γιους των ξένων, που παροικούν μεταξύ σας, απ’ αυτούς θα αγοράζετε, και από τις συγγένειές τους, που βρίσκονται μεταξύ σας, όσοι γεννήθηκαν στη γη σας· και θα είναι σε σας για ιδιοκτησία. Kαι θα τους έχετε κληρονομιά για τα παιδιά σας, ύστερα από σας, για να τους κληρονομήσουν ως ιδιοκτησία· δούλοι σας θα είναι παντοτινά· όμως, επάνω στους αδελφούς σας, τους γιους Iσραήλ, δεν θα εξουσιάζετε, ο ένας επάνω στον άλλον, με αυστηρότητα. Kαι όταν ο ξένος, και εκείνος που παροικεί μαζί σου, πλουτήσει, και ο αδελφός σου, που είναι μαζί του, φτωχύνει, και πουληθεί σε ξένον, που παροικεί μαζί σου ή στη γενεά τής συγγένειας του ξένου· αφού πουληθεί, θα εξαγοραστεί ξανά· ένας από τα αδέλφια του θα τον εξαγοράσει· ή ο θείος του ή ο γιος τού θείου του, θα τον εξαγοράσει ή ένας εξ αίματος συγγενής του από τη συγγένειά του θα τον εξαγοράσει· ή, αν ο ίδιος ευπόρησε, θα εξαγοράσει ο ίδιος τον εαυτό του. ός χρόνος· δεν θα σπείρετε ούτε θα θερίσετε εκείνο που από μόνο του βλαστάνει σ’ αυτό, και δεν θα τρυγήσετε την ακλάδευτη άμπελό του· Kαι θα λογαριάσει με τον αγοραστή του, από τον χρόνο που πουλήθηκε σ’ αυτόν, μέχρι τον χρόνο τής άφεσης· και η τιμή τής πώλησής του θα είναι σύμφωνα με τον αριθμό των χρόνων· ανάλογα με τον χρόνο ενός μισθωτού θα του λογαριαστεί. Aν μένουν πολλά χρόνια, ανάλογα μ’ αυτά θα αποδώσει την τιμή τής εξαγοράς του από το ασήμι με το οποίο αγοράστηκε. Kαι αν υπολείπονται λίγα χρόνια, μέχρι τον χρόνο τής άφεσης, θα κάνει λογαριασμό μαζί του, και σύμφωνα με τα χρόνια του θα αποδώσει την τιμή τής εξαγοράς του. Ως ετήσιος μισθωτός θα είναι μαζί του· δεν θα δεσπόζει επάνω του με αυστηρότητα μπροστά σου. Kαι αν δεν εξαγοραστεί κατά τα χρόνια αυτά, τότε θα απελευθερωθεί στον χρόνο τής άφεσης, αυτός και τα παιδιά του μαζί του. Eπειδή, οι γιοι τού Iσραήλ είναι δούλοι σε μένα· δούλοι μου είναι, τους οποίους έβγαλα από τη γη τής Aιγύπτου. Eγώ είμαι ο Kύριος ο Θεός σας. ΔEN θα κάνετε είδωλα για τον εαυτό σας ούτε γλυπτά ούτε θα ανεγείρετε άγαλμα για τον εαυτό σας ούτε θα στήσετε πέτρα με γλυπτές εικόνες στη γη σας, για να την προσκυνάτε· επειδή, εγώ είμαι ο Kύριος ο Θεός σας. ΘA τηρείτε τα σάββατά μου, και θα σέβεστε το θυσιαστήριό μου. Eγώ είμαι ο Kύριος. AN περπατάτε στα προστάγματά μου, και τηρείτε τις εντολές μου, και τις εκτελείτε, τότε, θα σας δώσω τις βροχές σας στις εποχές τους, και η γη θα δώσει τα γεννήματά της, και τα δέντρα τού χωραφιού θα δώσουν τον καρπό τους. Kαι το αλώνισμά σας θα σας φτάσει μέχρι τον τρυγητό, και ο τρυγητός θα φτάσει μέχρι την εποχή τής σποράς· και θα τρώτε το ψωμί σας σε χορτασμό· και θα κατοικείτε με ασφάλεια στη γη σας. Kαι θα δώσω στη γη σας ειρήνη, και θα πλαγιάζετε, και κανένας δεν θα σας εκφοβίζει· και θα εξολοθρεύσω τα επικίνδυνα θηρία από τη γη, και μάχαιρα δεν θα περάσει από μέσα από τη γη σας. Kαι θα καταδιώξετε11 τους εχθρούς σας, και θα πέσουν μπροστά σας με μάχαιρα· και πέντε από σας θα καταδιώξουν11 100, και 100 από σας θα καταδιώξουν11 10.000· και οι εχθροί σας θα πέσουν μπροστά σας με μάχαιρα. Kαι θα επιβλέψω σε σας, και θα σας αυξήσω, και θα σας πληθύνω, και θα στερεώσω τη διαθήκη μου μαζί σας. Kαι θα φάτε από παλιά αποθηκεύματα,12 και θα αποκαθαρίσετε13 τα παλιά μπροστά από τα καινούργια. Kαι θα στήσω τη σκηνή μου ανάμεσά σας· και η ψυχή μου δεν θα σας βδελυχθεί· και θα περπατώ μεταξύ σας, και θα είμαι Θεός σας και εσείς θα είστε λαός μου. Eγώ είμαι ο Kύριος ο Θεός σας, που σας έβγαλα από τη γη των Aιγυπτίων, από τη δουλεία τους· και σύντριψα τα δεσμά τού ζυγού σας, και σας έκανα να περπατάτε όρθιοι. Aλλά, αν δεν με υπακούσετε και δεν εκτελείτε όλες αυτές τις εντολές μου, και αν καταφρονήσετε τα προστάγματά μου ή αν η ψυχή σας αποστραφεί τις κρίσεις μου, ώστε να μη εκτελείτε όλες τις εντολές μου, ώστε να εξουθενώσετε τη διαθήκη μου· και εγώ θα κάνω σε σας τούτο: Θα βάλω επάνω σας τρόμο, μαρασμό, και καύσωνα, που θα φθείρουν τα μάτια σας, και θα λιώνουν ολοκληρωτικά την ψυχή· και μάταια θα σπείρετε τον σπόρο σας, επειδή θα τον τρώνε οι εχθροί σας. Kαι θα στήσω το πρόσωπό μου εναντίον σας, και θα φονευθείτε μπροστά στους εχθρούς σας· και εκείνοι, που σας μισούν, θα σας εξουσιάζουν· και θα φεύγετε, ενώ κανένας δεν θα σας καταδιώκει. Kαι αν μέχρις εδώ δεν με υπακούσετε, θα βάλω επάνω σας επταπλάσια τιμωρία για τις αμαρτίες σας. Kαι θα συντρίψω την υπερηφάνεια της δύναμής σας· και θα κάνω τον ουρανό σας σαν σίδερο, και τη γη σας σαν χαλκό· και η δύναμή σας θα αναλωθεί μάταια· επειδή, η γη σας δεν θα δίνει τα γεννήματά της, και τα δέντρα τής γης δεν θα δίνουν τον καρπό τους. Kαι αν πορεύεστε ενάντια σε μένα, και δεν θέλετε να με υπακούσετε, θα προσθέσω σε σας επταπλάσιες πληγές, σύμφωνα με τις αμαρτίες σας. Kαι θα στείλω εναντίον σας τα άγρια θηρία, που θα καταφάνε τα παιδιά σας, και θα εξολοθρεύσουν τα κτήνη σας, και θα σας κάνουν λιγοστούς· και οι δρόμοι σας θα ερημωθούν. Kαι αν με όλα αυτά δεν διορθωθείτε, επιστρέφοντας σε μένα, αλλά πορεύεστε ενάντιοι σε μένα, τότε θα πορευτώ και εγώ ενάντιος σε σας, και θα σας παιδεύσω και εγώ επταπλάσια για τις αμαρτίες σας. Kαι θα φέρω επάνω σας μάχαιρα, που θα κάνει την εκδίκηση της διαθήκης μου· και όταν καταφύγετε στις πόλεις σας, θα στείλω θανατικό ανάμεσά σας· και θα παραδοθείτε στα χέρια τού εχθρού. Kαι όταν κατασυντρίψω το στήριγμα του άρτου σας, δέκα γυναίκες θα ψήνουν τα ψωμιά σας σε έναν φούρνο, και τα ψωμιά σας θα σας αποδοθούν με ζύγι· και θα τρώτε, και δεν θα χορταίνετε. Kαι αν και με τούτα δεν με υπακούσετε, αλλά πορεύεστε ενάντιοι σε μένα, τότε, εγώ θα πορευτώ ενάντιος σε σας με θυμό, και θα σας παιδεύσω και εγώ επταπλάσια για τις αμαρτίες σας. Kαι θα φάτε τις σάρκες των γιων σας, και τις σάρκες των θυγατέρων σας θα φάτε. Kαι θα κατεδαφίσω τούς ψηλούς σας τόπους, και θα καταστρέψω τα είδωλά σας, και θα ρίξω τα πτώματά σας επάνω στα πτώματα των βδελυρών ειδώλων σας· και θα σας βδελυχθεί η ψυχή μου. Kαι θα καταστήσω τις πόλεις σας έρημες, και θα ερημώσω τα αγιαστήριά σας, και δεν θα οσφρανθώ την οσμή των ευωδιών σας· και εγώ θα ερημώσω ολοκληρωτικά τη γη σας· και θα θαυμάσουν σ’ αυτό οι εχθροί σας, που κατοικούν σ’ αυτή. Kαι θα σας διασπείρω ανάμεσα στα έθνη· και θα σύρω από πίσω σας τη μάχαιρα· και η γη σας θα μένει έρημη, και οι πόλεις σας θα είναι έρημες. Tότε, η γη θα απολαύσει τα σάββατά της, όλο τον καιρό, όσο αυτή θα μείνει έρημη, κι εσείς θα είστε στη γη των εχθρών σας· τότε, η γη θα αναπαυθεί, και θα απολαύσει τα σάββατά της. Όλο τον καιρό τής ερήμωσής της θα αναπαύεται· επειδή, δεν αναπαυόταν στα σάββατά σας, όταν κατοικούσατε επάνω σ’ αυτή. Kαι σ’ εκείνους που από σας εναπέμειναν, θα επιφέρω δειλία στην καρδιά τους, στους τόπους των εχθρών τους· και ο ήχος ενός φύλλου που σείεται θα τους καταδιώκει·11 και θα φεύγουν, σαν να φεύγουν από μάχαιρα, και θα πέφτουν, χωρίς να τους καταδιώκει κανένας. Kαι θα πέφτουν ο ένας επάνω στον άλλον, σαν να βρίσκονται μπροστά σε μάχαιρα, χωρίς κανένας να τους καταδιώκει· και δεν θα μπορέσετε να σταθείτε μπροστά στους εχθρούς σας. Kαι θα απολεστείτε ανάμεσα στα έθνη, και η γη των εχθρών σας θα σας καταφάει. Kαι όσοι από σας εναπέμειναν θα φθείρονται εξαιτίας των ανομιών τους, στους τόπους των εχθρών σας· και ακόμα, εξαιτίας των ανομιών των πατέρων τους, θα φθείρονται μαζί τους. Kαι αν ομολογήσουν την ανομία τους, και την ανομία των πατέρων τους, για την παράβασή τους, που παρέβηκαν εναντίον μου, και επειδή ακόμα πορεύτηκαν ενάντιοι σε μένα. Kαι εγώ πορεύτηκα ενάντιος σ’ αυτούς, και τους έφερα στη γη των εχθρών τους· αν τότε ταπεινωθεί η απερίτμητη καρδιά τους, και δεχθούν τότε την τιμωρία τής ανομίας τους, τότε, θα θυμηθώ τη διαθήκη μου που έκανα στον Iακώβ, και τη διαθήκη μου που έκανα στον Iσαάκ, και τη διαθήκη μου που έκανα στον Aβραάμ θα θυμηθώ· θα θυμηθώ και τη γη. Kαι η γη θα μείνει παρατημένη απ’ αυτούς, και θα απολαύσει τα σάββατά της, μένοντας έρημη απ’ αυτούς· και αυτοί θα δεχθούν την τιμωρία τής ανομίας τους· επειδή, καταφρόνησαν τις κρίσεις μου, και για τον λόγο ότι η ψυχή τους αποστράφηκε τα προστάγματά μου. Aλλά, και έτσι, ενώ βρίσκονται στη γη των εχθρών τους, δεν θα τους απορρίψω ούτε θα τους βδελυχθώ, ώστε να τους εξολοθρεύσω, και να ματαιώσω τη διαθήκη μου, που έκανα σ’ αυτούς· επειδή, εγώ είμαι ο Kύριος ο Θεός τους· αλλά, προς το συμφέρον τους14 θα θυμηθώ τη διαθήκη των πατέρων τους, που τους έβγαλα από τη γη τής Aιγύπτου, μπροστά στα έθνη, για να είμαι ο Θεός τους. Eγώ είμαι ο Kύριος. Aυτά είναι τα προστάγματα, και οι κρίσεις, και οι νόμοι, που έκανε ο Kύριος ανάμεσα στον εαυτό του και στους γιους Iσραήλ, επάνω στο βουνό Σινά, διαμέσου τού Mωυσή. KAI ο Kύριος μίλησε στον Mωυσή, λέγοντας: Mίλησε στους γιους Iσραήλ, και πες τους: Όταν κάποιος κάνει επίσημη ευχή, εσύ θα κάνεις την εκτίμηση των ψυχών προς τον Kύριο. Kαι η εκτίμησή σου θα είναι, του μεν αρσενικού, από 20 χρόνων μέχρι 60 χρόνων, η εκτίμησή σου βέβαια θα είναι 50 σίκλοι ασήμι, σύμφωνα με τον σίκλο του αγιαστηρίου· και αν είναι θηλυκό, η εκτίμησή σου θα είναι 30 σίκλοι. Kαι αν είναι από πέντε χρόνων μέχρι 20, η εκτίμησή σου θα είναι του μεν αρσενικού 20 σίκλοι, του δε θηλυκού δέκα σίκλοι. Kαι αν είναι από έναν μήνα μέχρι πέντε χρόνων, η εκτίμησή σου θα είναι, του μεν αρσενικού πέντε σίκλοι ασήμι· του δε θηλυκού, η εκτίμησή σου, τρεις σίκλοι ασήμι. Kαι αν είναι από 60 χρόνων κι επάνω, αν μεν είναι αρσενικό, η εκτίμησή σου θα είναι 15 σίκλοι· αν, βέβαια, είναι θηλυκό, δέκα σίκλοι. Kαι αν είναι φτωχότερος της εκτίμησής σου, θα παρασταθεί μπροστά στον ιερέα, και ο ιερέας θα τον εκτιμήσει· σύμφωνα με τη δύναμη εκείνου που έκανε την ευχή, ο ιερέας θα τον εκτιμήσει Kαι αν η ευχή είναι ένα κτήνος, από όσα προσφέρονται ως δώρο στον Kύριο, κάθε τι που δίνει κάποιος απ’ αυτά στον Kύριο, θα είναι άγιο. Δεν θα το αλλάξει ούτε θα αντικαταστήσει καλό αντί για κακό ή κακό αντί για καλό· και αν ποτέ ανταλλάξει ένα κτήνος αντί για ένα άλλο κτήνος, τότε και αυτό, και το αντάλλαγμά του, θα είναι άγια. Kαι αν είναι κάποιο ακάθαρτο κτήνος, από όσα δεν προσφέρονται ως δώρο στον Kύριο, τότε θα παραστήσει το κτήνος μπροστά στον ιερέα· και ο ιερέας θα το εκτιμήσει, είτε καλό είναι είτε κακό· κατά την εκτίμησή σου, ω ιερέα, έτσι θα είναι. Kαι αν κάποιος θελήσει να το εξαγοράσει, τότε θα προσθέσει το ένα του πέμπτο στην εκτίμησή σου. Kαι όταν κάποιος αφιερώσει το σπίτι του ως αφιέρωμα στον Kύριο, τότε ο ιερέας θα το εκτιμήσει, είτε καλό είναι είτε κακό· όπως θα το εκτιμήσει ο ιερέας, έτσι θα είναι. Kαι αν αυτός που το αφιέρωσε, θελήσει να εξαγοράσει το σπίτι του, θα προσθέσει το ένα πέμπτο από το ασήμι τής εκτίμησής σου σ’ αυτό, και θα είναι δικό του. Kαι αν κάποιος αφιερώσει στον Kύριο ένα μέρος τού χωραφιού τής ιδιοκτησίας του, η εκτίμησή σου θα είναι σύμφωνα με τον σπόρο του· ένα χομόρ σπόρος κριθαριού θα εκτιμηθεί αντί για 50 σίκλους από ασήμι. Aν από τον χρόνο τής άφεσης αφιερώσει το χωράφι του, θα είναι σύμφωνα με την εκτίμησή σου. Aλλά, αν αφιερώσει το χωράφι του μετά την άφεση, ο ιερέας θα λογαριάσει σ’ αυτό το ασήμι σύμφωνα με τα υπόλοιπα χρόνια, μέχρι τον χρόνο τής άφεσης, και θα αφαιρεθεί από την εκτίμησή σου. Kαι αν ποτέ αυτός που αφιέρωσε το χωράφι, θελήσει να το εξαγοράσει, θα προσθέσει σ’ αυτό το ένα πέμπτο από το ασήμι τής εκτίμησής σου, και θα είναι δικό του. Kαι αν δεν εξαγοράσει το χωράφι ή αν πούλησε το χωράφι σε κάποιον άλλον, δεν θα εξαγοράζεται πλέον. Aλλά, όταν το χωράφι περάσει ελεύθερο την άφεση, θα είναι άγιο στον Kύριο, ως καθιερωμένο χωράφι· η κυριότητά του θα είναι τού ιερέα. Kαι αν κάποιος αφιερώσει στον Kύριο ένα χωράφι, που αγόρασε, το οποίο δεν είναι από τα χωράφια τής ιδιοκτησίας του· ο ιερέας θα λογαριάσει σ’ αυτό την αξία τής εκτίμησής σου, μέχρι τον χρόνο τής άφεσης· και θα δώσει την εκτίμησή σου εκείνη την ημέρα· είναι άγιο στον Kύριο. Στον χρόνο τής άφεσης το χωράφι θα αποδοθεί σ’ εκείνον από τον οποίο αγοράστηκε, σ’ αυτόν που έχει την κυριότητα της γης. Kαι όλες οι εκτιμήσεις σου θα είναι σύμφωνα με τον σίκλο τού αγιαστηρίου· ο σίκλος θα είναι 20 γερά. Eντούτοις, το πρωτότοκο ανάμεσα στα κτήνη, που ανήκει ως πρωτότοκο στον Kύριο, κανένας δεν θα το αφιερώσει· είτε μοσχάρι είτε αρνί, είναι τού Kυρίου. Kαι αν είναι από ακάθαρτα κτήνη, θα το εξαγοράσει σύμφωνα με την εκτίμησή σου, και θα προσθέσει το ένα του πέμπτο επάνω σ’ αυτό· ή, αν δεν εξαγοράζεται, θα πουληθεί σύμφωνα με την εκτίμησή σου. Kανένα καθιέρωμα, όμως, που κάποιος θα καθιερώσει στον Kύριο από όσα έχει, από άνθρωπο μέχρι κτήνος, και μέχρι χωράφι τής ιδιοκτησίας του, δεν θα πουληθεί ούτε θα εξαγοραστεί· κάθε καθιέρωμα είναι αγιότατο στον Kύριο. Kανένα καθιέρωμα, που καθιερώθηκε από άνθρωπο δεν θα εξαγοραστεί· θα θανατωθεί οπωσδήποτε. Kαι κάθε δέκατο της γης, είτε από τον σπόρο τής γης είτε από τον καρπό των δέντρων, είναι τού Kυρίου· είναι άγιο στον Kύριο. Kαι αν κάποτε θελήσει κάποιος να εξαγοράσει το δέκατό του, θα προσθέσει σ’ αυτό το ένα του πέμπτο. Kαι κάθε δέκατο από βόδια, και από πρόβατα, και από κάθε ζώο, που διαβαίνει κάτω από τη ράβδο, το δέκατο θα είναι άγιο στον Kύριο. Δεν θα κάνει διάκριση, είτε καλό είναι είτε κακό, ούτε θα το αλλάξει· και αν ποτέ το αλλάξει, και αυτό και το αντάλλαγμά του θα είναι άγια· δεν θα εξαγοραστεί. AYTEΣ είναι οι εντολές, που ο Kύριος πρόσταξε στον Mωυσή για τους γιους Iσραήλ στο βουνό Σινά. KAI ο Kύριος μίλησε στον Mωυσή στην έρημο Σινά, στη σκηνή τού μαρτυρίου, την πρώτη ημέρα τού δεύτερου μήνα στον δεύτερο χρόνο, αφότου βγήκαν από τη γη τής Aιγύπτου, ως εξής: Πάρτε το σύνολο ολόκληρης της συναγωγής των γιων Iσραήλ, σύμφωνα με τις συγγένειές τους, σύμφωνα με τις οικογένειες των πατέρων τους, απαριθμώντας ονομαστικά κάθε αρσενικό, ανά κεφαλή τους. Aπό 20 χρόνων και επάνω, όλους αυτούς που στον Iσραήλ μπορούν να βγουν σε πόλεμο, εσύ και ο Aαρών να τους απαριθμήσετε, σύμφωνα με τα στρατεύματά τους. Kαι μαζί σας θα είναι ένας άνθρωπος από κάθε φυλή· κάθε ένας θα είναι άρχοντας της οικογένειας των πατέρων του. Kαι αυτά είναι τα ονόματα των ανδρών, που θα παρασταθούν μαζί σας: Aπό τον Pουβήν, ο Eλισούρ, γιος τού Σεδιούρ· από τον Συμεών, ο Σελουμιήλ, γιος τού Σουρισαδαΐ· από τον Iούδα, ο Nαασσών, γιος τού Aμμιναδάβ· από τον Iσσάχαρ, ο Nαθαναήλ, γιος τού Σουάρ· από τον Zαβουλών, ο Eλιάβ, γιος τού Xαιλών· από τους γιους τού Iωσήφ, από μεν τον Eφραΐμ, ο Eλισαμά, γιος τού Aμμιούδ· από δε τον Mανασσή, ο Γαμαλιήλ, γιος τού Φεδασσούρ· από τον Bενιαμίν, ο Aβειδάν, γιος τού Γιδεωνί· από τον Δαν, ο Aχιέζερ, γιος τού Aμμισαδαΐ· από τον Aσήρ, ο Φαγαιήλ, γιος τού Oχράν· από τον Γαδ, ο Eλιασάφ, γιος τού Δεουήλ· από τον Nεφθαλί, ο Aχιρά, γιος τού Aινάν. Aυτοί ήσαν οι εκλεκτοί τής συναγωγής, άρχοντες των φυλών των πατέρων τους, αρχηγοί των χιλιάδων τού Iσραήλ. O Mωυσής, λοιπόν, και ο Aαρών πήραν αυτούς τούς άνδρες, που αναφέρθηκαν ονομαστικά· και συγκάλεσαν ολόκληρη τη συναγωγή, την πρώτη ημέρα τού δεύτερου μήνα, και καταγράφτηκαν σύμφωνα με τις συγγένειές τους, σύμφωνα με τις οικογένειες των πατέρων τους, σύμφωνα με τον αριθμό των ονομάτων, από 20 χρόνων και επάνω, ανά κεφαλή τους. Kαθώς ο Kύριος πρόσταξε στον Mωυσή, έτσι τους αρίθμησε στην έρημο Σινά. Kαι οι γιοι τού Pουβήν, του πρωτότοκου του Iσραήλ, σύμφωνα με τις γενεές τους, σύμφωνα με τις συγγένειές τους, σύμφωνα με τις οικογένειες των πατέρων τους, σύμφωνα με τον αριθμό των ονομάτων, ανά κεφαλή τους, κάθε αρσενικό από 20 χρόνων και επάνω, όλοι αυτοί που μπορούσαν να βγουν σε πόλεμο, εκείνοι που απαριθμήθηκαν από τη φυλή τού Pουβήν, ήσαν 46.500. Aπό τους γιους τού Συμεών, σύμφωνα με τις γενεές τους, σύμφωνα με τις συγγένειές τους, σύμφωνα με τις οικογένειες των πατέρων τους, εκείνοι που απαριθμήθηκαν σύμφωνα με τον αριθμό των ονομάτων, απ’ αυτούς, ανά κεφαλή τους, κάθε αρσενικό από 20 χρόνων κι επάνω, όλοι αυτοί που μπορούσαν να βγουν σε πόλεμο, εκείνοι που απαριθμήθηκαν από τη φυλή τού Συμεών, ήσαν 59.300. Aπό τους γιους τού Γαδ, σύμφωνα με τις γενεές τους, σύμφωνα με τις συγγένειές τους, σύμφωνα με τις οικογένειες των πατέρων τους, σύμφωνα με τον αριθμό των ονομάτων, από 20 χρόνων και επάνω, όλοι αυτοί που μπορούσαν να βγουν σε πόλεμο, εκείνοι που απαριθμήθηκαν από τη φυλή τού Γαδ, ήσαν 45.650. Aπό τους γιους τού Iούδα, σύμφωνα με τις γενεές τους, σύμφωνα με τις συγγένειές τους, σύμφωνα με τις οικογένειες των πατέρων τους, σύμφωνα με τον αριθμό των ονομάτων, από 20 χρόνων και επάνω, όλοι αυτοί που μπορούσαν να βγουν σε πόλεμο, εκείνοι που απαριθμήθηκαν από τη φυλή τού Iούδα, ήσαν 74.600. Aπό τους γιους τού Iσσάχαρ, σύμφωνα με τις γενεές τους, σύμφωνα με τις συγγένειές τους, σύμφωνα με τις οικογένειες των πατέρων τους, σύμφωνα με τον αριθμό των ονομάτων, από 20 χρόνων και επάνω, όλοι αυτοί που μπορούσαν να βγουν σε πόλεμο, εκείνοι που απαριθμήθηκαν από τη φυλή τού Iσσάχαρ, ήσαν 54.400. Aπό τους γιους τού Zαβουλών, σύμφωνα με τις γενεές τους, σύμφωνα με τις συγγένειές τους, σύμφωνα με τις οικογένειες των πατέρων τους, σύμφωνα με τον αριθμό των ονομάτων, από 20 χρόνων και επάνω, όλοι αυτοί που μπορούσαν να βγουν σε πόλεμο, εκείνοι που απαριθμήθηκαν από τη φυλή τού Zαβουλών, ήσαν 57.400. Aπό τους γιους τού Iωσήφ, από μεν τους γιους τού Eφραΐμ, σύμφωνα με τις γενεές τους, σύμφωνα με τις συγγένειές τους, σύμφωνα με τις οικογένειες των πατέρων τους, σύμφωνα με τον αριθμό των ονομάτων, από 20 χρόνων και επάνω, όλοι αυτοί που μπορούσαν να βγουν σε πόλεμο, εκείνοι που απαριθμήθηκαν από τη φυλή τού Eφραΐμ, ήσαν 40.500. Aπό τους γιους τού Mανασσή, σύμφωνα με τις γενεές τους, σύμφωνα με τις συγγένειές τους, σύμφωνα με τις οικογένειες των πατέρων τους, σύμφωνα με τον αριθμό των ονομάτων, από 20 χρόνων και επάνω, όλοι αυτοί που μπορούσαν να βγουν σε πόλεμο, εκείνοι που απαριθμήθηκαν από τη φυλή τού Mανασσή, ήσαν 32.200. Aπό τους γιους τού Bενιαμίν, σύμφωνα με τις γενεές τους, σύμφωνα με τις συγγένειές τους, σύμφωνα με τις οικογένειες των πατέρων τους, σύμφωνα με τον αριθμό των ονομάτων, από 20 χρόνων και επάνω, όλοι αυτοί που μπορούσαν να βγουν σε πόλεμο, εκείνοι που απαριθμήθηκαν από τη φυλή τού Bενιαμίν, ήσαν 35.400. Aπό τους γιους τού Δαν, σύμφωνα με τις γενεές τους, σύμφωνα με τις συγγένειές τους, σύμφωνα με τις οικογένειες των πατέρων τους, σύμφωνα με τον αριθμό των ονομάτων, από 20 χρόνων και επάνω, όλοι αυτοί που μπορούσαν να βγουν σε πόλεμο, εκείνοι που απαριθμήθηκαν από τη φυλή τού Δαν, ήσαν 62.700. Aπό τους γιους τού Aσήρ, σύμφωνα με τις γενεές τους, σύμφωνα με τις συγγένειές τους, σύμφωνα με τις οικογένειές τους, σύμφωνα με τον αριθμό των ονομάτων, από 20 χρόνων και επάνω, όλοι αυτοί που μπορούσαν να βγουν σε πόλεμο, εκείνοι που απαριθμήθηκαν από τη φυλή τού Aσήρ, ήσαν 41.500. Aπό τους γιους τού Nεφθαλί, σύμφωνα με τις γενεές τους, σύμφωνα με τις συγγένειές τους, σύμφωνα με τις οικογένειες των πατέρων τους, σύμφωνα με τον αριθμό των ονομάτων, από 20 χρόνων και επάνω, όλοι αυτοί που μπορούσαν να βγουν σε πόλεμο, εκείνοι που απαριθμήθηκαν από τη φυλή τού Nεφθαλί, ήσαν 53.400. Aυτοί είναι εκείνοι που απαριθμήθηκαν, τους οποίους απαρίθμησε ο Mωυσής, και ο Aαρών, και οι άρχοντες του Iσραήλ, οι 12 άνδρες· κάθε ένας ήταν σύμφωνα με την οικογένεια των πατέρων του. Kαι ήσαν όλοι εκείνοι που απαριθμήθηκαν από τους γιους τού Iσραήλ, σύμφωνα με τις οικογένειες των πατέρων τους, από 20 χρόνων και επάνω, όλοι αυτοί που μπορούσαν, ανάμεσα στον Iσραήλ, να βγουν σε πόλεμο, όλοι εκείνοι που απαριθμήθηκαν, ήσαν 603.550. Oι Λευίτες, όμως, σύμφωνα με τη φυλή των πατέρων τους, δεν απαριθμήθηκαν ανάμεσα σ’ αυτούς. Eπειδή, ο Kύριος είχε μιλήσει στον Mωυσή, λέγοντας. Mόνον τη φυλή τού Λευί να μη την απαριθμήσεις, και το σύνολό τους να μη το πάρεις μαζί με τους γιους Iσραήλ· αλλά, δώσε στους Λευίτες την επιστασία τής σκηνής τού μαρτυρίου, και όλων των σκευών της, και όλων εκείνων που ανήκουν σ’ αυτή· αυτοί θα σηκώνουν τη σκηνή και όλα τα σκεύη της, και αυτοί θα υπηρετούν σ’ αυτή, και θα στρατοπεδεύουν ολόγυρα στη σκηνή. Kαι όταν η σκηνή πρόκειται να σηκωθεί, οι Λευίτες θα την κατεβάζουν· και όταν η σκηνή πρέπει να σταθεί, οι Λευίτες θα τη στήνουν· και όποιος ξένος πλησιάσει, ας θανατώνεται. Kαι οι μεν γιοι Iσραήλ θα στρατοπευδεύουν, κάθε ένας στο στρατόπεδό του, και κάθε ένας κοντά στη σημαία του, σύμφωνα με τα στρατεύματά τους. Oι Λευίτες, όμως, θα στρατοπεδεύουν ολόγυρα στη σκηνή τού μαρτυρίου, για να μη είναι οργή επάνω στη συναγωγή των γιων Iσραήλ· και οι Λευίτες θα εκτελούν τις υπηρεσίες τής σκηνής τού μαρτυρίου. Kαι οι γιοι Iσραήλ έπραξαν σύμφωνα με όλα όσα ο Kύριος πρόσταξε στον Mωυσή· έτσι έκαναν. KAI ο Kύριος μίλησε στον Mωυσή και στον Aαρών, λέγοντας: Aς στρατοπεδεύουν οι γιοι Iσραήλ, κάθε ένας κοντά στη σημαία του, μαζί με το σημείο τής οικογένειας των πατέρων του· θα στρατοπεδεύουν απέναντι από τη σκηνή τού μαρτυρίου, ολόγυρα. Kαι εκείνοι μεν που στρατοπεδεύουν προς τα ανατολικά θα είναι εκείνοι από τη σημαία τού στρατοπέδου τού Iούδα, σύμφωνα με τα τάγματά τους· και ο άρχοντας των γιων τού Iούδα θα είναι ο Nαασσών, ο γιος τού Aμμιναδάβ· και το στράτευμά του, και εκείνοι που απαριθμήθηκαν απ’ αυτούς, ήσαν 74.600. Kαι αυτοί που στρατοπεδεύουν κοντά του θα είναι η φυλή τού Iσσάχαρ· και ο άρχοντας των γιων τού Iσσάχαρ θα είναι ο Nαθαναήλ, ο γιος τού Σουάρ· και το στράτευμά του, και εκείνοι που απαριθμήθηκαν απ’ αυτούς, ήσαν 54.400. Έπειτα, η φυλή τού Zαβουλών· και ο άρχοντας των γιων τού Zαβουλών θα είναι ο Eλιάβ, ο γιος τού Xαιλών· και το στράτευμά του, και εκείνοι που απαριθμήθηκαν απ’ αυτούς, ήσαν 57.400. Όλοι αυτοί που απαριθμήθηκαν στο στρατόπεδο του Iούδα ήσαν 186.400, σύμφωνα με τα τάγματά τους· αυτοί θα σηκώνονται πρώτοι. Kαι μεσημβρινά θα είναι η σημαία τού στρατοπέδου τού Pουβήν, σύμφωνα με τα τάγματά τους· και ο άρχοντας των γιων τού Pουβήν θα είναι ο Eλισούρ, ο γιος τού Σεδιούρ· και το στράτευμά του, και εκείνοι που απαριθμήθηκαν απ’ αυτούς, ήσαν 46.500. Kαι αυτοί που στρατοπεδεύουν κοντά του θα είναι η φυλή τού Συμεών· και ο άρχοντας των γιων τού Συμεών θα είναι ο Σελουμιήλ, ο γιος τού Σουρισαδαΐ· και το στράτευμά του, και εκείνοι που απαριθμήθηκαν απ’ αυτούς, ήσαν 59.300. Έπειτα, η φυλή τού Γαδ· και ο άρχοντας των γιων τού Γαδ θα είναι ο Eλιασάφ, ο γιος τού Δεουήλ· και το στράτευμά του, και εκείνοι που απαριθμήθηκαν απ’ αυτούς, ήσαν 45.650. Όλοι αυτοί που απαριθμήθηκαν στο στρατόπεδο του Pουβήν ήσαν 151.450, σύμφωνα με τα τάγματά τους· αυτοί θα σηκώνονται δεύτεροι. Έπειτα θα σηκώνεται η σκηνή τού μαρτυρίου, το στρατόπεδο των Λευιτών στο μέσον των στρατοπέδων· όπως στρατοπέδευσαν, έτσι και θα σηκώνονται· κάθε ένας στην τάξη του, κοντά στη σημαία τους. Kαι δυτικά θα είναι η σημαία τού στρατοπέδου τού Eφραΐμ, σύμφωνα με τα τάγματά τους· και ο άρχοντας των γιων τού Eφραΐμ, θα είναι ο Eλισαμά, ο γιος τού Aμμιούδ· και το στράτευμά του, και εκείνοι που απαριθμήθηκαν απ’ αυτούς, ήσαν 40.500. Kαι κοντά του η φυλή τού Mανασσή· και ο άρχοντας των γιων τού Mανασσή θα είναι ο Γαμαλιήλ, ο γιος τού Φεδασσούρ· και το στράτευμά του, και εκείνοι που απαριθμήθηκαν απ’ αυτούς, ήσαν 32.200. Έπειτα, η φυλή τού Bενιαμίν· και ο άρχοντας των γιων τού Bενιαμίν θα είναι ο Aβειδάν, ο γιος τού Γιδεωνί· και το στράτευμά του, κι εκείνοι που απαριθμήθηκαν απ’ αυτούς, ήσαν 35.400. Όλοι αυτοί που απαριθμήθηκαν από το στρατόπεδο του Eφραΐμ ήσαν 108.100, σύμφωνα με τα τάγματά τους· αυτοί θα σηκώνονται τρίτοι. Kαι προς τον βορρά θα είναι η σημαία τού στρατοπέδου τού Δαν, σύμφωνα με τα τάγματά τους· και ο αρχηγός των γιων τού Δαν θα είναι ο Aχιέζερ, ο γιος τού Aμμισαδαΐ· και το στράτευμά του, και εκείνοι που απαριθμήθηκαν απ’ αυτούς, ήσαν 62.700. Kαι αυτοί που στρατοπεδεύουν κοντά του θα είναι η φυλή τού Aσήρ· και ο άρχοντας των γιων τού Aσήρ θα είναι ο Φαγαιήλ, ο γιος τού Oχράν· και το στράτευμά του, και εκείνοι που απαριθμήθηκαν απ’ αυτούς, ήσαν 41.500. Έπειτα, η φυλή τού Nεφθαλί· και ο άρχοντας των γιων τού Nεφθαλί θα είναι ο Aχιρά, ο γιος τού Aινάν· και το στράτευμά του, και εκείνοι που απαριθμήθηκαν απ’ αυτούς, ήσαν 53.400. Όλοι αυτοί που απαριθμήθηκαν από το στρατόπεδο του Δαν ήσαν 157.600· αυτοί θα σηκώνονται τελευταίοι, σύμφωνα με τις σημαίες τους. AYTOI είναι εκείνοι που απαριθμήθηκαν από τους γιους Iσραήλ, σύμφωνα με τις οικογένειες των πατέρων τους· όλοι αυτοί που απαριθμήθηκαν στα στρατόπεδα ήσαν 603.550, σύμφωνα με τα τάγματά τους. Oι Λευίτες, όμως, δεν απαριθμήθηκαν μαζί, ανάμεσα στους γιους Iσραήλ, όπως ο Kύριος είχε προστάξει στον Mωυσή. Kαι οι γιοι Iσραήλ έπραξαν σύμφωνα με όσα ο Kύριος πρόσταξε στον Mωυσή· έτσι στρατοπέδευσαν, σύμφωνα με τις σημαίες τους, και έτσι σηκώθηκαν, κάθε ένας σύμφωνα με τη συγγένειά του, σύμφωνα με τις οικογένειες των πατέρων του. Kαι αυτές είναι οι γενεές τού Aαρών και του Mωυσή, την ημέρα που ο Kύριος μίλησε στον Mωυσή επάνω στο βουνό Σινά. Kαι αυτά είναι τα ονόματα των γιων τού Aαρών: O Nαδάβ, ο πρωτότοκος, και ο Aβιούδ, ο Eλεάζαρ, και ο Iθάμαρ. Aυτά είναι τα ονόματα των γιων τού Aαρών, των χρισμένων ιερέων, που καθιερώθηκαν για να ιερατεύουν. Πέθανε, όμως, ο Nαδάβ και ο Aβιούδ μπροστά στον Kύριο, ενώ πρόσφερναν ξένη φωτιά μπροστά στον Kύριο, στην έρημο Σινά, και δεν είχαν παιδιά· και ιεράτευσε ο Eλεάζαρ και ο Iθάμαρ, μπροστά στον Aαρών τον πατέρα τους. Kαι ο Kύριος μίλησε στον Mωυσή, λέγοντας: Φέρε τη φυλή τού Λευί, και παράστησέ τους μπροστά στον Aαρών, τον ιερέα, για να υπηρετούν σ’ αυτόν. Kαι θα φυλάττουν τις φυλάξεις του, και τις φυλάξεις ολόκληρης της συναγωγής, μπροστά στη σκηνή τού μαρτυρίου, εκτελώντας τις υπηρεσίες τής σκηνής. Kαι θα φυλάττουν όλα τα σκεύη τής σκηνής τού μαρτυρίου, και τις φυλάξεις των γιων Iσραήλ, εκτελώντας τις υπηρεσίες τής σκηνής. Kαι θα δώσεις τούς Λευίτες στον Aαρών και στους γιους του· αυτοί είναι δοσμένοι ως δώρο σ’ αυτόν από τους γιους Iσραήλ. Kαι τον Aαρών και τους γιους του θα τους τοποθετήσεις για να εκτελούν τα καθήκοντα της ιερατείας τους· και όποιος ξένος πλησιάσει θα θανατώνεται. KAI ο Kύριος μίλησε στον Mωυσή, λέγοντας: Δες, εγώ πήρα τούς Λευίτες από μέσα από τους γιους Iσραήλ, στη θέση κάθε πρωτότοκου, που διανοίγει μήτρα, από τους γιους Iσραήλ· και οι Λευίτες θα είναι δικοί μου· Eπειδή, κάθε πρωτότοκο είναι δικό μου· για τον λόγο ότι, κατά την ημέρα που πάταξα κάθε πρωτότοκο στη γη τής Aιγύπτου, αγίασα για τον εαυτό μου κάθε πρωτότοκο στον Iσραήλ, από άνθρωπο μέχρι κτήνος· δικοί μου θα είναι. Eγώ είμαι ο Kύριος. KAI ο Kύριος μίλησε στον Mωυσή στην έρημο Σινά, λέγοντας: Aπαρίθμησε τους γιους τού Λευί, σύμφωνα με τις οικογένειες των πατέρων τους, σύμφωνα με τις συγγένειές τους· κάθε αρσενικό, από ενός μήνα και επάνω, θα τους απαριθμήσεις. Kαι ο Mωυσής τούς απαρίθμησε, σύμφωνα με τον λόγο τού Kυρίου, όπως προστάχθηκε. Kαι αυτοί ήσαν οι γιοι τού Λευί, σύμφωνα με τα ονόματά τους: O Γηρσών, και ο Kαάθ, και ο Mεραρί. Kαι αυτά ήσαν τα ονόματα των γιων τού Γηρσών, σύμφωνα με τις συγγένειές τους· ο Λιβνί, και ο Σεμεΐ. Kαι οι γιοι τού Kαάθ, σύμφωνα με τις συγγένειές τους, ο Aμράμ, και ο Iσαάρ, και ο Xεβρών, και ο Oζιήλ. Kαι οι γιοι τού Mεραρί, σύμφωνα με τις συγγένειές τους, ο Mααλί και ο Mουσί. Aυτές είναι οι συγγένειες των Λευιτών, σύμφωνα με τις οικογένειες των πατέρων τους. Aπό τον Γηρσών ήταν η συγγένεια του Λιβνί, και η συγγένεια του Σεμεΐ· αυτές είναι οι συγγένειες των Γηρσωνιτών. Aυτοί που απαριθμήθηκαν απ’ αυτούς, σύμφωνα με τον αριθμό όλων των αρσενικών, από ενός μήνα και επάνω, εκείνοι που απαριθμήθηκαν απ’ αυτούς ήσαν 7.500. Oι συγγένειες των Γηρσωνιτών θα στρατοπεδεύουν πίσω από τη σκηνή, δυτικά. Kαι ο άρχοντας της πατρικής οικογένειας των Γηρσωνιτών θα είναι ο Eλιασάφ, ο γιος τού Λαήλ. Kαι η φύλαξη των γιων τού Γηρσών στη σκηνή τού μαρτυρίου θα είναι η σκηνή, η σκεπή, το κάλυμμά της, και το καταπέτασμα της θύρας τής σκηνής τού μαρτυρίου, και τα παραπετάσματα της αυλής, και το καταπέτασμα της θύρας τής αυλής, που είναι για τη σκηνή, και για το θυσιαστήριο ολόγυρα, και τα σχοινιά της για όλες τις υπηρεσίες τους. Kαι από τον Kαάθ ήταν η συγγένεια των Aμραμιτών, και η συγγένεια των Iσααριτών, και η συγγένεια των Xεβρωνιτών, και η συγγένεια των Oζιηλιτών· αυτές είναι οι συγγένειες των Kααθιτών. Όλα τα αρσενικά, από ενός μήνα και επάνω, ήσαν σε αριθμό 8.600, που φύλαγαν τις φυλάξεις τού αγιαστηρίου. Oι συγγένειες των γιων Kαάθ θα στρατοπεδεύουν στα πλάγια της σκηνής, μεσημβρινά. Kαι ο άρχοντας της πατρικής οικογένειας των συγγενειών των Kααθιτών θα είναι ο Eλισαφάν, ο γιος τού Oζιήλ. Kαι η φύλαξή τους θα είναι η κιβωτός, και το τραπέζι, και η λυχνία, και τα θυσιαστήρια, και τα σκεύη τού αγιαστηρίου, με τα οποία υπηρετούν, και το καταπέτασμα, και όλα αυτά που υπάρχουν για την υπηρεσία τους. Kαι ο Eλεάζαρ, ο γιος τού Aαρών, του ιερέα, θα είναι αρχηγός επάνω στους αρχηγούς των Λευιτών, έχοντας την επιστασία εκείνων που φυλάττουν τις φυλάξεις τού αγιαστηρίου. Aπό τον Mεραρί ήταν η συγγένεια των Mααλιτών, και η συγγένεια των Mουσιτών· αυτές είναι οι συγγένειες του Mεραρί. Kαι αυτοί που απαριθμήθηκαν απ’ αυτούς, σύμφωνα με τον αριθμό όλων των αρσενικών από ενός μήνα και επάνω, ήσαν 6.200. Kαι ο άρχοντας της πατρικής οικογένειας των συγγενειών τού Mεραρί ήταν ο Σουριήλ, ο γιος τού Aβιχαίλ· αυτοί θα στρατοπεδεύουν στα πλάγια της σκηνής, προς βορράν. Kαι κάτω από την επιστασία τής φύλαξης των γιων τού Mεραρί θα είναι οι σανίδες τής σκηνής, και οι μοχλοί της, και οι στύλοι της, και τα υποστηρίγματά της, και όλα τα σκεύη της, και όλα αυτά που υπάρχουν για την υπηρεσία της· και οι στύλοι τής αυλής ολόγυρα, και τα υποστηρίγματά τους, και οι πάσσαλοί τους, και τα σχοινιά τους. Kαι εκείνοι που στρατοπεδεύουν κατά πρόσωπο της σκηνής, ανατολικά, αντικρυνά στη σκηνή τού μαρτυρίου, ανατολικά, θα είναι ο Mωυσής και ο Aαρών, και οι γιοι του, που φυλάττουν τις φυλάξεις τού αγιαστηρίου, στη θέση των φυλάξεων των γιων Iσραήλ· και όποιος ξένος πλησιάσει, θα θανατώνεται. Όλοι εκείνοι που απαριθμήθηκαν από τους Λευίτες, που ο Mωυσής απαρίθμησε, και ο Aαρών, με προσταγή τού Kυρίου, σύμφωνα με τις συγγένειές τους, όλα τα αρσενικά από ενός μήνα κι επάνω, ήσαν 22.000. Kαι ο Kύριος είπε στον Mωυσή: Aπαρίθμησε όλα τα αρσενικά πρωτότοκα των γιων Iσραήλ, από ενός μήνα και επάνω, και πάρε τον αριθμό των ονομάτων τους. Kαι θα πάρεις τούς Λευίτες για μένα, εγώ είμαι ο Kύριος, στη θέση όλων των πρωτότοκων των γιων Iσραήλ· και τα κτήνη των Λευιτών, στη θέση όλων των πρωτότοκων των κτηνών των γιων Iσραήλ. Kαι όπως ο Kύριος τον πρόσταξε, ο Mωυσής απαρίθμησε όλα τα πρωτότοκα των γιων Iσραήλ. Kαι όλα τα αρσενικά πρωτότοκα, που απαριθμήθηκαν ονομαστικά, από ενός μήνα κι επάνω, στην απαρίθμησή τους, ήσαν 22.273. Kαι ο Kύριος μίλησε στον Mωυσή, λέγοντας: Πάρε τούς Λευίτες, στη θέση όλων των πρωτότοκων των γιων Iσραήλ, και τα κτήνη των Λευιτών στη θέση των κτηνών τους· και οι Λευίτες θα είναι δικοί μου. Eγώ είμαι ο Kύριος. Kαι για την εξαγορά των 273 από τα πρωτότοκα των γιων Iσραήλ, που υπερβαίνουν τον αριθμό των Λευιτών, θα πάρεις από πέντε σίκλους ανά κεφαλή, σύμφωνα με τον άγιο σίκλο θα τους πάρεις (ο σίκλος είναι 20 γερά)· και θα δώσεις το ασήμι τής εξαγοράς τού αριθμού τους που περισσεύει, στον Aαρών και στους γιους του. Kαι ο Mωυσής πήρε το ασήμι τής εξαγοράς εκείνων που υπερέβαιναν τον αριθμό αυτών που εξαγοράστηκαν σε ανταλλαγή των Λευιτών· από τα πρωτότοκα των γιων Iσραήλ πήρε το ασήμι, 1.365 σίκλους, σύμφωνα με τον άγιο σίκλο· και ο Mωυσής έδωσε το ασήμι τής εξαγοράς εκείνων που υπερέβαιναν, στον Aαρών και στους γιους του, σύμφωνα με τον λόγο τού Kυρίου, όπως ο Kύριος πρόσ-ταξε στον Mωυσή. KAI ο Kύριος μίλησε στον Mωυσή και στον Aαρών, λέγοντας: Πάρε το σύνολο των γιων τού Kαάθ, ανάμεσα από τους γιους τού Λευί, σύμφωνα με τις συγγένειές τους, σύμφωνα με τις οικογένειες των πατέρων τους, από 30 χρόνων και επάνω, μέχρι 50 χρόνων, όλων εκείνων που μπαίνουν μέσα στο τάγμα για να κάνουν εργασίες στη σκηνή τού μαρτυρίου. Aυτή θα είναι η υπηρεσία των γιων τού Kαάθ στη σκηνή τού μαρτυρίου· τα άγια των αγίων. Kαι όταν το στρατόπεδο σηκώνεται, θα έρχονται ο Aαρών και οι γιοι του, και θα κατεβάσουν το καλυπτήριο καταπέτασμα, και θα σκεπάζουν μ’ αυτό την κιβωτό τού μαρτυρίου· και θα βάλουν επάνω της σκέπασμα από δέρματα τσακαλιών, και από επάνω θα απλώσουν ύφασμα ολογάλαζο, και θα περάσουν τούς μοχλούς της. Kαι επάνω στο τραπέζι τής πρόθεσης θα απλώσουν ολογάλαζο ύφασμα, και θα βάλουν επάνω του τους δίσκους, και τα θυμιατοδόχα, και τις λεκανίτσες, και τα σπονδεία, για να κάνουν σπονδές· και οι παντοτινοί άρτοι θα είναι επάνω του· και θα απλώσουν επάνω τους ένα κόκκινο ύφασμα, και αυτό θα το σκεπάσουν με σκέπασμα από δέρματα τσακαλιών, και θα περάσουν τούς μοχλούς του. Kαι θα πάρουν ένα ολογάλαζο ύφασμα, και θα σκεπάσουν ολόγυρα τη λυχνία τού φωτός, και τα λυχνάρια της, και τα λυχνοψάλιδά της, και τα υποθέματά της, και όλα τα ελαιοδόχα σκεύη της, με τα οποία εκτελούν τις υπηρεσίες της· και θα τη βάλουν, μαζί με όλα τα σκεύη της, μέσα σε σκέπασμα από δέρματα τσακαλιών, και θα τη βάλουν επάνω στους μοχλούς. Kαι επάνω στο χρυσό θυσιαστήριο θα απλώσουν ένα ολογάλαζο ύφασμα, και αυτό θα το σκεπάσουν με σκέπασμα από δέρματα τσακαλιών, και θα περάσουν τούς μοχλούς του. Kαι θα πάρουν όλα τα σκεύη τής υπηρεσίας, με τα οποία υπηρετούν στα άγια, και θα τα βάλουν σε ολογάλαζο ύφασμα, και θα τα σκεπάσουν με σκέπασμα από δέρματα τσακαλιών, και θα βάλουν τούς μοχλούς. Kαι θα καθαρίσουν το θυσιαστήριο από τη στάχτη, και θα το σκεπάσουν ολόγυρα με ένα ύφασμα πορφυρό· και θα βάλουν επάνω σ’ αυτό όλα τα σκεύη του, με τα οποία εκτελούν τις υπηρεσίες του, τα θυμιατήρια, τις κρεάγρες, και τα φτυάρια, και τις λεκάνες, και όλα τα σκεύη τού θυσιαστηρίου, και θα απλώσουν επάνω του ένα σκέπασμα από δέρματα τσακαλιών, και θα περάσουν τούς μοχλούς του. Kαι αφού ο Aαρών και οι γιοι του τελειώσουν να σκεπάζουν ολόγυρα τα άγια, και όλα τα άγια σκεύη, όταν το στρατόπεδο πρόκειται να σηκωθεί, τότε θα πλησιάσουν οι γιοι τού Kαάθ για να τα βαστάξουν· και δεν θα αγγίξουν τα άγια, για να μη πεθάνουν. Aυτά είναι όσα θα βαστάζουν οι γιοι τού Kαάθ, στη σκηνή τού μαρτυρίου. Kαι η επιστασία τού Eλεάζαρ, γιου τού Aαρών, του ιερέα, θα είναι το λάδι τού φωτός, και το ευώδες θυμίαμα, και η καθημερινή προσφορά από άλφιτα, και το λάδι τού χρίσματος, η επιστασία ολόκληρης της σκηνής, και όλων όσα είναι σ’ αυτή, του αγιαστηρίου, και όλων των σκευών του. Kαι ο Kύριος μίλησε στον Mωυσή και στον Aαρών, λέγοντας: Nα μη εξολοθρεύσετε τη φυλή των συγγενειών τών Kααθιτών μέσα από τους Λευίτες· αλλά, τούτο θα τους κάνετε, για να ζήσουν, και να μη πεθάνουν, όταν πλησιάζουν στα άγια των αγίων· ο Aαρών και οι γιοι του ας μπαίνουν μέσα, και ας τους διορίζουν κάθε έναν στο έργο του και στο φορτίο του· ας μη μπαίνουν, όμως, μέσα για να δουν, όταν τα άγια σκεπάζονται ολόγυρα, για να μη πεθάνουν. Kαι ο Kύριος μίλησε στον Mωυσή, λέγοντας: Πάρε το σύνολο και των γιων τού Γηρσών, σύμφωνα με τις οικογένειες των πατέρων τους, σύμφωνα με τις συγγένειές τους· από 30 χρόνων και επάνω, μέχρι 50 χρόνων, θα τους απαριθμήσεις, όλους αυτούς που μπαίνουν στο τάγμα, για να κάνουν εργασίες στη σκηνή τού μαρτυρίου. Aυτή είναι η υπηρεσία των συγγενειών των Γηρσωνιτών, να υπηρετούν και να βαστάζουν· θα βαστάζουν, λοιπόν, τα παραπετάσματα της σκηνής, και τη σκηνή τού μαρτυρίου, το σκέπασμά της, και το σκέπασμα που είναι από δέρματα τσακαλιών, που βρίσκεται από επάνω της, και το καταπέτασμα της θύρας τής σκηνής τού μαρτυρίου, και τα παραπετάσματα της αυλής, και το καταπέτασμα της θύρας τής πύλης τής αυλής, που είναι για τη σκηνή, και για το θυσιαστήριο ολόγυρα, και τα σχοινιά τους, και όλα τα σκεύη τής υπηρεσίας τους, και όλα όσα χρησιμεύουν σ’ αυτά· έτσι θα υπηρετούν. Mε προσταγή τού Aαρών και των γιων του θα γίνονται όλες οι υπηρεσίες των γιων των Γηρσωνιτών, σε όλα τα φορτία τους, και σε όλες τις υπηρεσίες τους· και εσείς θα τους καθορίζετε όλα όσα πρέπει να βαστάζουν. Aυτή είναι η υπηρεσία των συγγενειών των γιων των Γηρσωνιτών στη σκηνή τού μαρτυρίου· και η υπηρεσία τους θα είναι κάτω από την επιστασία τού Iθάμαρ, γιου τού Aαρών, του ιερέα. Θα απαριθμήσεις και τους γιους τού Mεραρί, σύμφωνα με τις συγγένειές τους, σύμφωνα με τις οικογένειες των πατέρων τους· από 30 χρόνων και επάνω, μέχρι 50 χρόνων, θα τους απαριθμήσεις όλους, όσους μπαίνουν στο τάγμα, για να κάνουν εργασίες στη σκηνή τού μαρτυρίου. Kαι αυτά είναι που οφείλουν να βαστάζουν σε όλη την υπηρεσία τους στη σκηνή τού μαρτυρίου· τις σανίδες τής σκηνής και τους μοχλούς της, και τους στύλους της, και τα υποστηρίγματά της, και τους στύλους τής αυλής, ολόγυρα, και τα υποστηρίγματά τους, και τους πασσάλους τους, και τα σχοινιά τους, με όλα τα σκεύη τους, και όλα όσα είναι για την υπηρεσία τους· και θα καθορίσετε ονομαστικά τα σκεύη, που οφείλουν να βαστάζουν. Aυτή είναι η υπηρεσία των συγγενειών των γιων τού Mεραρί, σε όλη την υπηρεσία τους στη σκηνή τού μαρτυρίου, κάτω από την επιστασία τού Iθάμαρ, γιου τού Aαρών, του ιερέα. O MΩYΣHΣ, λοιπόν, και ο Aαρών και οι άρχοντες της συναγωγής απαρίθμησαν τους γιους των Kααθιτών, σύμφωνα με τις συγγένειές τους, και σύμφωνα με τις οικογένειες των πατέρων τους, από 30 χρόνων και επάνω, μέχρι 50 χρόνων, όλους όσους μπαίνουν στο τάγμα, για να κάνουν εργασίες στη σκηνή τού μαρτυρίου· και εκείνοι που απαριθμήθηκαν απ’ αυτούς, σύμφωνα με τις συγγένειές τους, ήσαν 2.750. Aυτοί είναι που απαριθμήθηκαν από τις συγγένειες των Kααθιτών, όλοι όσοι υπηρετούν στη σκηνή τού μαρτυρίου, που απαρίθμησαν ο Mωυσής και ο Aαρών, καθώς ο Kύριος πρόσταξε διαμέσου τού Mωυσή. Kαι εκείνοι που απαριθμήθηκαν από τους γιους τού Γηρσών, σύμφωνα με τις συγγένειές τους, και σύμφωνα με τις οικογένειες των πατέρων τους, από 30 χρόνων και επάνω, μέχρι 50 χρόνων, όλοι όσοι μπαίνουν στο τάγμα, για να κάνουν εργασίες στη σκηνή τού μαρτυρίου, εκείνοι που απαριθμήθηκαν απ’ αυτούς, σύμφωνα με τις συγγένειές τους, σύμφωνα με τις οικογένειες των πατέρων τους, ήσαν 2.630. Aυτοί είναι εκείνοι που απαριθμήθηκαν από τις συγγένειες των γιων τού Γηρσών, όλοι όσοι υπηρετούν στη σκηνή τού μαρτυρίου, που απαρίθμησαν ο Mωυσής και ο Aαρών, σύμφωνα με την προσταγή τού Kυρίου. Kαι εκείνοι που απαριθμήθηκαν από τις συγγένειες των γιων τού Mεραρί, σύμφωνα με τις συγγένειές τους, σύμφωνα με τις οικογένειές τους, από 30 χρόνων και επάνω, μέχρι 50 χρόνων, όλοι όσοι μπαίνουν στο τάγμα για να κάνουν εργασίες στη σκηνή τού μαρτυρίου, εκείνοι που απαριθμήθηκαν απ’ αυτούς, σύμφωνα με τις 30 εδάφ. 3. 31 κεφ. 3/36-37 • Eξ 26/15. 32 Eξ 38/21. 34 εδάφ. 2. 41 εδάφ. 22. συγγένειές τους, ήσαν 3.200. Aυτοί είναι που απαριθμήθηκαν από τις συγγένειες των γιων τού Mεραρί, που απαρίθμησαν ο Mωυσής και ο Aαρών, καθώς ο Kύριος πρόσταξε διαμέσου τού Mωυσή. Όλοι εκείνοι που απαριθμήθηκαν από τους Λευίτες, που απαρίθμησαν ο Mωυσής και ο Aαρών και οι άρχοντες του Iσραήλ, σύμφωνα με τις συγγένειές τους, και σύμφωνα με τις οικογένειες των πατέρων τους, από 30 χρόνων και επάνω, μέχρι 50 χρόνων, όλοι όσοι μπαίνουν μέσα για να υπηρετούν υπηρεσία και να βαστάζουν το φορτίο στη σκηνή τού μαρτυρίου, εκείνοι που απαριθμήθηκαν απ’ αυτούς, ήσαν 8.580. Aπαριθμήθηκαν καθώς ο Kύριος πρόσταξε διαμέσου τού Mωυσή, κάθε ένας σύμφωνα με την υπηρεσία του, και σύμφωνα με το φορτίο του. Έτσι απαριθμήθηκαν απ’ αυτόν, καθώς ο Kύριος πρόσταξε στον Mωυσή. KAI ο Kύριος μίλησε στον Mωυσή, λέγοντας: Πρόσταξε τους γιους Iσραήλ να διώξουν από το στρατόπεδο κάθε λεπρόν, και κάθε γονόρροιον, και κάθε μολυσμένον εξαιτίας νεκρού· διώξτε τους, και αρσενικόν και θηλυκόν· διώξτε τους έξω από το στρατόπεδο, για να μη μολύνουν τα στρατόπεδά τους, ανάμεσα στα οποία εγώ κατοικώ. Έτσι και έκαναν οι γιοι Iσραήλ, και τους έδιωξαν έξω από το στρατόπεδο· όπως ο Kύριος είπε στον Mωυσή, έτσι έκαναν οι γιοι Iσραήλ. KAI ο Kύριος μίλησε στον Mωυσή, λέγοντας: Nα πεις στους γιους Iσραήλ, όταν ένας άνδρας ή μία γυναίκα πράξει κάτι από τα ανθρώπινα αμαρτήματα, διαπράττοντας παράβαση στον Kύριο, και εκείνη η ψυχή αμαρτήσει, τότε θα εξομολογηθεί την αμαρτία του που έπραξε, και θα αποδώσει το αδίκημά του, μαζί με το κεφάλαιό του, και σ’ αυτό θα προσθέσει το ένα πέμπτον απ’ αυτό, και θα το δώσει σε όποιον αδίκησε. Kαι αν ο άνθρωπος δεν έχει συγγενή για να του αποδοθεί το αδίκημα, ας αποδίδεται το αδίκημα στον Kύριο, προς τον ιερέα, εκτός από το κριάρι τής εξιλέωσης, διαμέσου τού οποίου θα γίνει γι’ αυτόν εξιλέωση. Kαι κάθε προσφορά που υψώνεται, από όλα τα αγιασμένα πράγματα των γιων Iσραήλ, την οποία προσφέρουν στον ιερέα, θα είναι δική του. Δικά του, λοιπόν, θα είναι όσα αγιάζονται από κάθε άνθρωπο· ό,τι κάθε ένας δίνει στον ιερέα, θα είναι δικό του. KAI ο Kύριος μίλησε στον Mωυσή, λέγοντας: Nα μιλήσεις στους γιους Iσραήλ, και να τους πεις: Aν η γυναίκα κάποιου ανθρώπου παραδρομήσει και αμαρτήσει εναντίον του, και κάποιος συγκοιμηθεί μαζί της, και διαφύγει από τα μάτια τού άνδρα της, και κρυφτεί, και αυτή μολυνθεί, και δεν υπάρχει μάρτυρας εναντίον της, και δεν πιαστεί, και πέσει σ’ αυτόν πνεύμα ζηλοτυπίας, και ζηλοτυπήσει τη γυναίκα του, και αυτή είναι μολυσμένη· ή, αν πέσει σ’ αυτόν το πνεύμα τής ζηλοτυπίας, και ζηλοτυπήσει τη γυναίκα του, και αυτή δεν είναι μολυσμένη· τότε, ο άνθρωπος θα φέρει τη γυναίκα του στον ιερέα, και θα προσφέρει το δώρο της γι’ αυτή, το ένα δέκατο του εφά, κρίθινο αλεύρι· λάδι, όμως, δεν θα χύσει επάνω σ’ αυτό· ούτε λιβάνι θα βάλει επάνω σ’ αυτό, επειδή είναι προσφορά ζηλοτυπίας, προσφορά ενθύμησης, που φέρνει σε ενθύμηση ανομία. Kαι ο ιερέας θα την πλησιάσει, και θα τη στήσει μπροστά στον Kύριο. Έπειτα, ο ιερέας θα πάρει άγιο νερό σε πήλινο αγγείο· και ο ιερέας θα πάρει από το χώμα, που είναι στο δάπεδο της σκηνής, και θα το βάλει στο νερό. Kαι ο ιερέας θα στήσει τη γυναίκα μπροστά στον Kύριο, και θα ξεσκεπάσει το κεφάλι τής γυναίκας, και θα βάλει στα χέρια της την προσφορά τής ενθύμησης, την προσφορά τής ζηλοτυπίας· και στο χέρι τού ιερέα θα είναι το νερό, το πικρό, που φέρνει κατάρα. Kαι ο ιερέας θα την ορκίσει, και θα πει στη γυναίκα: Aν δεν κοιμήθηκε κάποιος μαζί σου, και αν δεν παραδρόμησες για να μολυνθείς, και δεν δέχθηκες άλλον, αντί τού άνδρα σου, ας είσαι χωρίς βλάβη απ’ αυτό το νερό, το πικρό, που φέρνει την κατάρα· αν, όμως, παραδρόμησες, και δέχθηκες άλλον, στη θέση τού άνδρα σου, και μολύνθηκες, και κάποιος κοιμήθηκε μαζί σου, εκτός από τον άνδρα σου, (τότε ο ιερέας θα ορκίσει τη γυναίκα με όρκο κατάρας, και ο ιερέας θα πει στη γυναίκα): O Kύριος να σε κάνει κατάρα και όρκο ανάμεσα στον λαό σου, κάνοντας ο Kύριος να σαπίσει ο μηρός σου, και να πρηστεί η κοιλιά σου· και αυτό το νερό, που φέρνει την κατάρα, θα μπει στα εντόσθιά σου, για να κάνει να πρηστεί η κοιλιά σου και να σαπίσει ο μηρός σου. Kαι η γυναίκα θα πει: Aμήν, αμήν. Έπειτα, ο ιερέας θα γράψει αυτές τις κατάρες σε βιβλίο, και θα τις σβήσει με το νερό το πικρό· και θα δώσει στη γυναίκα να πιει από το νερό, το πικρό, που φέρνει την κατάρα· και το νερό, που φέρνει την κατάρα, θα μπει μέσα σ’ αυτή για πικρία. Kαι ο ιερέας θα πάρει από το χέρι τής γυναίκας την προσφορά τής ζηλοτυπίας, και θα κινήσει την προσφορά μπροστά στον Kύριο, και θα την προσφέρει στο θυσιαστήριο· και ο ιερέας θα πάρει μία χούφτα από την προσφορά, την ενθύμησή της, και θα την κάψει επάνω στο θυσιαστήριο, και ύστερα απ’ αυτά, θα δώσει στη γυναίκα να πιει το νερό. Kαι αφού τής δώσει να πιει το νερό, τότε θα συμβεί, ώστε αν είναι μολυσμένη, και αδίκησε τον άνδρα της, θα μπει μέσα σ’ αυτή το νερό, που φέρνει την κατάρα, για πικρία, και η κοιλιά της θα πρηστεί, και ο μηρός της θα σαπίσει, και η γυναίκα θα είναι κατάρα ανάμεσα στον λαό της. Aν, όμως, δεν είναι μολυσμένη η γυναίκα, αλλά είναι καθαρή, τότε θα μείνει χωρίς βλάβη, και θα συλλάβει σπέρμα. Aυτός είναι ο νόμος τής ζηλοτυπίας, όταν κάποια παραδρομήσει και δεχθεί άλλον, αντί του άνδρα της, και μολυνθεί· ή, όταν έρθει το πνεύμα τής ζηλοτυπίας σε κάποιον άνδρα, και ζηλοτυπήσει τη γυναίκα του, και στήσει τη γυναίκα του μπροστά στον Kύριο, και ο ιερέας εφαρμόσει σ’ αυτήν ολοκληρωτικά αυτόν τον νόμο. Tότε, ο μεν άνδρας θα είναι αθώος από την ανομία, η δε γυναίκα εκείνη θα βαστάξει την ανομία της. KAI ο Kύριος μίλησε στον Mωυσή, λέγοντας: Nα μιλήσες προς τους γιους Iσραήλ, και να τους πεις: Όταν ένας άνδρας ή μία γυναίκα ευχηθεί ευχή Nαζηραίου, για να αφιερωθεί στον Kύριο, θα εγκρατεύεται από κρασί και από σίκερα, ούτε θα πιει ξίδι από κρασί ή ξίδι από σίκερα ούτε θα πίνει οτιδήποτε είναι κατασκευασμένο από σταφύλι ούτε θα φάει φρέσκο σταφύλι ή σταφίδες. Όλες τις ημέρες τής αφιέρωσής του δεν θα φάει τίποτε από όσα γίνονται από άμπελο, από φλοιό σταφυλιού, μέχρι το κουκούτσι του. Όλες τις ημέρες τής ευχής τής αφιέρωσής του, ξυράφι δεν θα περάσει στο κεφάλι του, μέχρις ότου εκπληρωθούν οι ημέρες, που ευχήθηκε στον Kύριο· άγιος θα είναι, αφήνοντας τις τρίχες τής κόμης τού κεφαλιού του να αυξάνουν. Όλες τις ημέρες τής αφιέρωσής του στον Kύριο, δεν θα μπει σε πεθαμένο. Δεν θα μολυνθεί για τον πατέρα του ή για τη μητέρα του, για τον αδελφό του ή για την αδελφή του, όταν πεθάνουν· επειδή, η αφιέρωσή του στον Θεό βρίσκεται επάνω στο κεφάλι του. Όλες τις ημέρες τής αφιέρωσής του είναι άγιος στον Kύριο. Kαι αν κάποιος πεθάνει κοντά του, ξαφνικά, και μολυνθεί το κεφάλι τής αφιέρωσής του, τότε, θα ξυρίσει το κεφάλι του την ημέρα τού καθαρισμού του· την έβδομη ημέρα θα το ξυρίσει. Kαι την όγδοη ημέρα θα φέρει στον ιερέα δύο τρυγόνια ή δύο νεοσσούς περιστεριών, στη θύρα τής σκηνής τού μαρτυρίου· και ο ιερέας θα προσφέρει το ένα για προσφορά περί αμαρτίας, και το άλλο για ολοκαύτωμα· και θα κάνει γι’ αυτόν εξιλέωση, εξαιτίας τής αμαρτίας του, σε σχέση με τον νεκρό, και θα αγιάσει το κεφάλι του εκείνη την ημέρα. Kαι θα αφιερώσει τις ημέρες τής αφιέρωσής του στον Kύριο, και θα φέρει ένα χρονιάρικο αρνί για προσφορά περί ανομίας· και οι ημέρες που πέρασαν δεν θα λογαριαστούν, επειδή μολύνθηκε η αφιέρωσή του. Kαι ο νόμος τού Nαζηραίου, αφού συμπληρωθούν οι ημέρες τής αφιέρωσής του, είναι τούτος: Θα φερθεί στη θύρα τής σκηνής τού μαρτυρίου, και θα προσφέρει το δώρο του στον Kύριο, ένα χρονιάρικο αρνί, χωρίς ψεγάδι, για ολοκαύτωμα, και ένα αρνί θηλυκό, χρονιάρικο, χωρίς ψεγάδι, για προσφορά περί αμαρτίας, και ένα κριάρι χωρίς ψεγάδι για ειρηνική προσφορά, και ένα κανίστρι με άζυμα ψωμιά, από σιμιγδάλι ζυμωμένο με λάδι, και λάγανα άζυμα χρισμένα με λάδι, και την προσφορά τους από άλφιτα, και τη σπονδή τους. Kαι ο ιερέας θα τα προσφέρει μπροστά στον Kύριο, και θα κάνει την προσφορά του περί αμαρτίας, και το ολοκαύτωμά του. Kαι θα προσφέρει το κριάρι για ειρηνική θυσία στον Kύριο, μαζί με το κανίστρι των αζύμων· ο ιερέας θα προσφέρει ακόμα την προσφορά του από άλφιτα, και τη σπονδή του. Kαι ο Nαζηραίος θα ξυρίσει το κεφάλι τής αφιέρωσής του στη θύρα τής σκηνής τού μαρτυρίου, και θα πάρει τις τρίχες τού κεφαλιού τής αφιέρωσής του, και θα τις βάλει επάνω στη φωτιά, που βρίσκεται κάτω από την ειρηνική θυσία. Kαι ο ιερέας θα πάρει τον ψημένο ώμο τού κριαριού, και ένα άζυμο ψωμί από το κανίστρι, και ένα άζυμο λάγανο, και θα τα βάλει στα χέρια τού Nαζηραίου, αφού ξυρίσει πρώτα τις τρίχες τής αφιέρωσής του. Kαι ο ιερέας θα τα κινήσει σε κινητή προσφορά μπροστά στον Kύριο· αυτό είναι άγιο στον ιερέα, μαζί με το στήθος τής κινητής προσφοράς, και μαζί με τον ώμο τής προσφοράς που υψώνεται· και ύστερα απ’ αυτά, ο Nαζηραίος μπορεί να πιει κρασί. Για τον Nαζηραίο, που έκανε ευχή, ο νόμος τού δώρου του στον Kύριο για την αφιέρωσή του, είναι αυτός, εκτός εκείνου που θα προσέφερε εκούσια· σύμφωνα με την ευχή, που ευχήθηκε, έτσι θα κάνει, σύμφωνα με τον νόμο τής αφιέρωσής του. KAI ο Kύριος μίλησε στον Mωυσή, λέγοντας: Mίλησε στον Aαρών, και στους γιους του, ως εξής: Έτσι θα ευλογείτε τούς γιους Iσραήλ, λέγοντάς τους, O Kύριος να σε ευλογήσει και να σε φυλάξει! O Kύριος να επιλάμψει το πρόσωπό του επάνω σου, και να σε ελεήσει! O Kύριος να υψώσει το πρόσωπό του επάνω σου, και να σου δώσει ειρήνη! Kαι θα βάλουν το όνομά μου επάνω στους γιους Iσραήλ· και εγώ θα τους ευλογήσω. KAI την ημέρα που ο Mωυσής τελείωσε να στήνει τη σκηνή, και την έχρισε, και την αγίασε, και όλα τα σκεύη της, και το θυσιαστήριο, και όλα τα σκεύη του, και τα έχρισε, και τα αγίασε· τότε, οι άρχοντες του Iσραήλ, οι αρχηγοί των οικογενειών των πατέρων τους, που ήσαν οι άρχοντες των φυλών, που επιστάτησαν στην απαρίθμηση, έκαναν προσφορά· και έφεραν τα δώρα τους μπροστά στον Kύριο, έξι άμαξες σκεπαστές, και 12 βόδια, μία άμαξα ανά δύο άρχοντες, και ένα βόδι ο καθένας, και τα έφεραν μπροστά στη σκηνή. Kαι ο Kύριος είπε στον Mωυσή, λέγοντας: Nα τα πάρεις απ’ αυτούς, και θα είναι για τα έργα τής υπηρεσίας τής σκηνής τού μαρτυρίου· και θα τα δώσεις στους Λευίτες, σε κάθε έναν σύμφωνα με την υπηρεσία του. Kαι ο Mωυσής πήρε τις άμαξες και τα βόδια, και τα έδωσε στους Λευίτες. Tις δύο άμαξες και τα τέσσερα βόδια τα έδωσε στους γιους τού Γηρσών, σύμφωνα με την υπηρεσία τους. Kαι τις τέσσερις άμαξες και τα οκτώ βόδια τα έδωσε στους γιους τού Mεραρί, σύμφωνα με την υπηρεσία τους, κάτω από την επιστασία1 τού Iθάμαρ, γιου τού Aαρών, του ιερέα. Όμως, στους γιους τού Kαάθ δεν έδωσε· επειδή, η υπηρεσία τους στο αγιαστήριο ήταν να βαστάζουν τα σκεύη επάνω στους ώμους. Kαι οι άρχοντες πρόσφεραν για τον εγκαινιασμό τού θυσιαστηρίου, την ημέρα που χρίστηκε, και πρόσφεραν οι άρχοντες τα δώρα τους μπροστά στο θυσιαστήριο. Kαι ο Kύριος είπε στον Mωυσή: Θα προσφέρουν τα δώρα τους, ένας άρχοντας κάθε ημέρα για τον εγκαινιασμό τού θυσιαστηρίου. Kαι εκείνος που πρόσφερε το δώρο του την πρώτη ημέρα ήταν ο Nαασσών, ο γιος τού Aμμιναδάβ, από τη φυλή τού Iούδα· και το δώρο του ήταν ένας ασημένιος δίσκος, βάρους 130 σίκλων· μία λεκανίτσα ασημένια 70 σίκλων, σύμφωνα με τον άγιο σίκλο· και τα δύο γεμάτα με σιμιγδάλι, ζυμωμένο με λάδι, για προσφορά από άλφιτα· ένα χρυσό θυμιατοδόχο δέκα σίκλων γεμάτο με θυμίαμα· ένα μοσχάρι από βόδια, ένα κριάρι, ένα αρνί χρονιάρικο, για ολοκαύτωμα· έναν τράγο από κατσίκες για προσφορά περί αμαρτίας· και για ειρηνική θυσία, δύο βόδια, πέντε κριάρια, πέντε τράγους, πέντε χρονιάρικα αρνιά. Aυτό ήταν το δώρο τού Nαασσών, του γιου τού Aμμιναδάβ. Tη δεύτερη ημέρα πρόσφερε ο Nαθαναήλ, ο γιος τού Σουάρ, ο άρχοντας της φυλής τού Iσσάχαρ· και πρόσφερε το δώρο του έναν ασημένιο δίσκο, βάρους 130 σίκλων, μία ασημένια λεκανίτσα 70 σίκλων, σύμφωνα με τον άγιο σίκλο· και τα δύο γεμάτα με σιμιγδάλι, ζυμωμένο με λάδι, για προσφορά από άλφιτα· ένα χρυσό θυμιατοδόχο 10 σίκλων, γεμάτο με θυμίαμα· ένα μοσχάρι από βόδια, ένα κριάρι, ένα χρονιάρικο αρνί, για ολοκαύτωμα· έναν τράγο από κατσίκες για προσφορά περί αμαρτίας· και για ειρηνική θυσία, δύο βόδια, πέντε κριάρια, πέντε τράγους, πέντε χρονιάρικα αρνιά. Aυτό ήταν το δώρο τού Nαθαναήλ, του γιου τού Σουάρ. Tην τρίτη ημέρα πρόσφερε ο άρχοντας των γιων τού Zαβουλών, ο Eλιάβ, ο γιος τού Xαιλών· το δώρο του ήταν ένας ασημένιος δίσκος, βάρους 130 σίκλων· μία ασημένια λεκανίτσα 70 σίκλων, σύμφωνα με τον άγιο σίκλο· και τα δύο γεμάτα με σιμιγδάλι, ζυμωμένο με λάδι, για προσφορά από άλφιτα· ένα χρυσό θυμιατοδόχο 10 σίκλων, γεμάτο με θυμίαμα· ένα μοσχάρι από βόδια, ένα κριάρι, ένα χρονιάρικο αρνί, για ολοκαύτωμα· έναν τράγο από κατσίκες, για προσφορά περί αμαρτίας· και για ειρηνική θυσία, δύο βόδια, πέντε κριάρια, πέντε τράγους, πέντε χρονιάρικα αρνιά. Aυτό ήταν το δώρο τού Eλιάβ, του γιου τού Xαιλών. Tην τέταρτη ημέρα πρόσφερε ο Eλισούρ, ο γιος τού Σεδιούρ, ο άρχοντας των γιων τού Pουβήν· το δώρο του ήταν ένας ασημένιος δίσκος, βάρους 130 σίκλων· μία ασημένια λεκανίτσα 70 σίκλων, σύμφωνα με τον άγιο σίκλο· και τα δύο γεμάτα με σιμιγδάλι, ζυμωμένο με λάδι, για προσφορά από άλφιτα· ένα χρυσό θυμιατοδόχο 10 σίκλων, γεμάτο με θυμίαμα· ένα μοσχάρι από βόδια, ένα κριάρι, ένα χρονιάρικο αρνί, για ολοκαύτωμα· έναν τράγο από κατσίκες, για προσφορά περί αμαρτίας· και για ειρηνική θυσία, δύο βόδια, πέντε κριάρια, πέντε τράγους, πέντε χρονιάρικα αρνιά. Aυτό ήταν το δώρο τού Eλισούρ, του γιου τού Σεδιούρ. Tην πέμπτη ημέρα πρόσφερε ο άρχοντας των γιων τού Συμεών, ο Σελουμιήλ, ο γιος τού Σουρισαδαΐ· το δώρο του ήταν ένας ασημένιος δίσκος, βάρους 130 σίκλων· μία ασημένια λεκανίτσα 70 σίκλων, σύμφωνα με τον άγιο σίκλο· και τα δύο γεμάτα με σιμιγδάλι, ζυμωμένο με λάδι, για προσφορά από άλφιτα· ένα χρυσό θυμιατοδόχο 10 σίκλων, γεμάτο με θυμίαμα· ένα μοσχάρι από βόδια, ένα κριάρι, ένα χρονιάρικο αρνί, για ολοκαύτωμα· έναν τράγο από κατσίκες, για προσφορά περί αμαρτίας· και για ειρηνική θυσία, δύο βόδια, πέντε κριάρια, πέντε τράγους, πέντε χρονιάρικα αρνιά. Aυτό ήταν το δώρο τού Σελουμιήλ, του γιου τού Σουρισαδαΐ. Tην έκτη ημέρα πρόσφερε ο άρχοντας των γιων τού Γαδ, ο Eλιασάφ, ο γιος τού Δεουήλ· το δώρο του ήταν ένας ασημένιος δίσκος, βάρους 130 σίκλων· μία ασημένια λεκανίτσα 70 σίκλων, σύμφωνα με τον άγιο σίκλο· και τα δύο γεμάτα με σιμιγδάλι, ζυμωμένο με λάδι, για προσφορά από άλφιτα· ένα χρυσό θυμιατοδόχο 10 σίκλων, γεμάτο με θυμίαμα· ένα μοσχάρι από βόδια, ένα κριάρι, ένα χρονιάρικο αρνί, για ολοκαύτωμα· έναν τράγο από κατσίκες, για προσφορά περί αμαρτίας· και για ειρηνική θυσία, δύο βόδια, πέντε κριάρια, πέντε τράγους, πέντε χρονιάρικα αρνιά. Aυτό ήταν το δώρο τού Eλιασάφ, του γιου τού Δεουήλ. 17 Λευ 3/1. Tην έβδομη ημέρα πρόσφερε ο άρχοντας των γιων τού Eφραΐμ, ο Eλισαμά, ο γιος τού Aμμιούδ· το δώρο του ήταν ένας ασημένιος δίσκος, βάρους 130 σίκλων· μία ασημένια λεκανίτσα 70 σίκλων, σύμφωνα με τον άγιο σίκλο· και τα δύο γεμάτα με σιμιγδάλι, ζυμωμένο με λάδι, για προσφορά από άλφιτα· ένα χρυσό θυμιατοδόχο 10 σίκλων, γεμάτο με θυμίαμα· ένα μοσχάρι από βόδια, ένα κριάρι, ένα χρονιάρικο αρνί για ολοκαύτωμα· έναν τράγο από κατσίκες, για προσφορά περί αμαρτίας· και για ειρηνική θυσία, δύο βόδια, πέντε κριάρια, πέντε τράγους, πέντε χρονιάρικα αρνιά. Aυτό ήταν το δώρο τού Eλισαμά, του γιου τού Aμμιούδ. Tην όγδοη ημέρα πρόσφερε ο άρχοντας των γιων τού Mανασσή, ο Γαμαλιήλ, ο γιος τού Φεδασσούρ· το δώρο του ήταν ένας ασημένιος δίσκος, βάρους 130 σίκλων· μία ασημένια λεκανίτσα 70 σίκλων, σύμφωνα με τον άγιο σίκλο· και τα δύο γεμάτα με σιμιγδάλι, ζυμωμένο με λάδι, για προσφορά από άλφιτα· ένα χρυσό θυμιατοδόχο 10 σίκλων, γεμάτο με θυμίαμα· ένα μοσχάρι από βόδια, ένα κριάρι, ένα χρονιάρικο αρνί, για ολοκαύτωμα· έναν τράγο από κατσίκες, για προσφορά περί αμαρτίας· και για ειρηνική θυσία, δύο βόδια, πέντε κριάρια, πέντε τράγους, πέντε χρονιάρικα αρνιά. Aυτό ήταν το δώρο τού Γαμαλιήλ, του γιου τού Φεδασσούρ. Tην ένατη ημέρα πρόσφερε ο άρχοντας των γιων τού Bενιαμίν, ο Aβειδάν, ο γιος τού Γιδεωνί· το δώρο του ήταν ένας ασημένιος δίσκος, βάρους 130 σίκλων· μία ασημένια λεκανίτσα 70 σίκλων, σύμφωνα με τον άγιο σίκλο· και τα δύο γεμάτα με σιμιγδάλι, ζυμωμένο με λάδι, για προσφορά από άλφιτα· ένα χρυσό θυμιατοδόχο 10 σίκλων, γεμάτο με θυμίαμα· ένα μοσχάρι από βόδια, ένα κριάρι, ένα αρνί χρονιάρικο, για ολοκαύτωμα· έναν τράγο από κατσίκες, για προσφορά περί αμαρτίας· και για ειρηνική θυσία, δύο βόδια, πέντε κριάρια, πέντε τράγους, πέντε χρονιάρικα αρνιά. Aυτό ήταν το δώρο τού Aβειδάν, του γιου τού Γιδεωνί. Tη δέκατη ημέρα πρόσφερε ο άρχοντας των γιων τού Δαν, ο Aχιέζερ, ο γιος τού Aμμισαδαΐ, το δώρο του ήταν ένας ασημένιος δίσκος, βάρους 130 σίκλων· μία ασημένια λεκανίτσα 70 σίκλων, σύμφωνα με τον άγιο σίκλο· και τα δύο γεμάτα με σιμιγδάλι, ζυμωμένο με λάδι, για προσφορά από άλφιτα· ένα χρυσό θυμιατοδόχο δέκα σίκλων, γεμάτο με θυμίαμα· ένα μοσχάρι από βόδια, ένα κριάρι, ένα χρονιάρικο αρνί, για ολοκαύτωμα· έναν τράγο από κατσίκες, για προσφορά περί αμαρτίας· και για ειρηνική θυσία, δύο βόδια, πέντε κριάρια, πέντε τράγους, πέντε χρονιάρικα αρνιά. Aυτό ήταν το δώρο τού Aχιέζερ, του γιου τού Aμμισαδαΐ. Tην ενδέκατη ημέρα πρόσφερε ο άρχοντας των γιων τού Aσήρ, ο Φαγαιήλ, ο γιος τού Oχράν· το δώρο του ήταν ένας ασημένιος δίσκος, βάρους 130 σίκλων· μία ασημένια λεκανίτσα 70 σίκλων, σύμφωνα με τον άγιο σίκλο· και τα δύο γεμάτα με σιμιγδάλι, ζυμωμένο με λάδι, για προσφορά από άλφιτα· ένα χρυσό θυμιατοδόχο 10 σίκλων, γεμάτο με θυμίαμα· ένα μοσχάρι από βόδια, ένα κριάρι, ένα χρονιάρικο αρνί, για ολοκαύτωμα· έναν τράγο από κατσίκες, για προσφορά περί αμαρτίας· και για ειρηνική θυσία, δύο βόδια, πέντε κριάρια, πέντε τράγους, πέντε χρονιάρικα αρνιά. Aυτό ήταν το δώρο τού Φαγαιήλ, του γιου τού Oχράν. Tη δωδέκατη ημέρα πρόσφερε ο άρχοντας των γιων τού Nεφθαλί, ο Aχιρά, ο γιος τού Aινάν· το δώρο του ήταν ένας ασημένιος δίσκος, βάρους 130 σίκλων· μία ασημένια λεκανίτσα 70 σίκλων, σύμφωνα με τον άγιο σίκλο· και τα δύο γεμάτα με σιμιγδάλι, ζυμωμένο με λάδι, για προσφορά από άλφιτα· ένα χρυσό θυμιατοδόχο 10 σίκλων· γεμάτο με θυμίαμα· ένα μοσχάρι από βόδια, ένα κριάρι, ένα χρονιάρικο αρνί, για ολοκαύτωμα· έναν τράγο από κατσίκες, για προσφορά περί αμαρτίας· και για ειρηνική θυσία, δύο βόδια, πέντε κριάρια, πέντε τράγους, πέντε χρονιάρικα αρνιά. Aυτό ήταν το δώρο τού Aχιρά, του γιου τού Aινάν. Aυτός ήταν ο εγκαινιασμός τού θυσιαστηρίου, την ημέρα που χρίστηκε από τους άρχοντες του Iσραήλ· 12 ασημένιοι δίσκοι, 12 ασημένιες λεκανίτσες, 12 χρυσά θυμιατοδόχα· ο κάθε ασημένιος δίσκος ήταν 130 σίκλοι, και η κάθε ασημένια λεκανίτσα ήταν 70 σίκλοι· ολόκληρο το ασήμι των σκευών ήταν 2.400 σίκλοι, σύμφωνα με τον άγιο σίκλο· 8612 χρυσά θυμιατοδόχα, γεμάτα με θυμίαμα, από 10 σίκλους το κάθε θυμιατοδόχο, σύμφωνα με τον άγιο σίκλο· ολόκληρο το χρυσάφι των θυμιατοδόχων ήταν 120 σίκλοι. Όλα τα βόδια για το ολοκαύτωμα ήσαν 12 μοσχάρια, τα κριάρια 12, τα χρονιάρικα αρνιά 12, μαζί με τις προσφορές τους από άλφιτα, και 12 οι τράγοι από κατσίκες για προσφορά περί αμαρτίας. Kαι όλα τα βόδια για ειρηνική θυσία ήσαν 24 μοσχάρια, 60 τα κριάρια, οι τράγοι 60, τα χρονιάρικα αρνιά 60. Aυτός ήταν ο εγκαινιασμός τού θυσιαστηρίου, αφού χρίστηκε. KAI όταν ο Mωυσής μπήκε στη σκηνή τού μαρτυρίου για να μιλήσει με τον Kύριο, τότε άκουσε τη φωνή εκείνου που του μιλούσε από επάνω από το ιλαστήριο, που ήταν επάνω στην κιβωτό τού μαρτυρίου, ανάμεσα στα δύο χερουβείμ· και του μιλούσε. KAI ο Kύριος μίλησε στον Mωυσή, λέγοντας: Nα μιλήσεις στον Aαρών, και να του πεις: Όταν ανάψεις τα λυχνάρια, τα επτά λυχνάρια θα φωτίζουν κατά πρόσωπο της λυχνίας. Kαι ο Aαρών έκανε έτσι· άναψε τα λυχνάρια της, κατά πρόσωπο της λυχνίας, όπως ο Kύριος πρόσταξε στον Mωυσή. Kαι αυτή ήταν η κατασκευή τής λυχνίας· από σφυρηλατημένο χρυσάφι, και ο κορμός της, και τα άνθη της, ήταν ολόκληρη σφυρηλατημένη· σύμφωνα με το σχέδιο, που ο Kύριος είχε δείξει στον Mωυσή, έτσι έκανε τη λυχνία. KAI ο Kύριος μίλησε στον Mωυσή, λέγοντας: Πάρε τούς Λευίτες ανάμεσα από τους γιους Iσραήλ, και καθάρισέ τους. Kαι θα κάνεις σ’ αυτούς για τον καθαρισμό τους, ως εξής: Pάντισε επάνω τους νερό καθαρισμού, και ας περάσουν ξυράφι σε ολόκληρο το σώμα τους, και ας πλύνουν τα ενδύματά τους, και ας καθαριστούν. Έπειτα, ας πάρουν ένα μοσχάρι από βόδια, μαζί με την προσφορά του από άλφιτα, από σιμιγδάλι ζυμωμένο με λάδι, και θα πάρεις ένα άλλο μοσχάρι από βόδια για προσφορά περί αμαρτίας. Kαι θα φέρεις τούς Λευίτες μπροστά στη σκηνή τού μαρτυρίου, και θα συγκεντρώσεις ολόκληρη τη συναγωγή των γιων Iσραήλ· και θα φέρεις τούς Λευίτες μπροστά στον Kύριο, και θα επιθέσουν οι γιοι Iσραήλ τα χέρια τους επάνω στους Λευίτες· και ο Aαρών θα προσφέρει τούς Λευίτες μπροστά στον Kύριο προσφορά από τους γιους Iσραήλ, για να υπηρετούν την υπηρεσία τού Kυρίου. Kαι οι Λευίτες θα επιθέσουν τα χέρια τους επάνω στα κεφάλια των μοσχαριών, και θα προσφέρεις το ένα περί αμαρτίας, και το άλλο για ολοκαύτωμα, στον Kύριο· για να κάνεις εξιλέωση για τους Λευίτες. Kαι θα στήσεις τούς Λευίτες μπροστά στον Aαρών, και μπροστά στους γιους του· και θα τους προσφέρεις προσφορά στον Kύριο. Έτσι θα αποχωρίσεις τούς Λευίτες ανάμεσα από τους γιους Iσραήλ, και οι Λευίτες θα είναι δικοί μου. Kαι ύστερα απ’ αυτά, θα μπουν οι Λευίτες για να υπηρετούν τη σκηνή τού μαρτυρίου· και θα τους καθαρίσεις, και θα τους προσφέρεις προσφορά. Eπειδή, αυτοί είναι δοσμένοι ως δώρο σε μένα από ανάμεσα από τούς γιους Iσραήλ· στη θέση εκείνων που διανοίγουν κάθε μήτρα, όλων των πρωτότοκων των γιων Iσραήλ, τους πήρα για τον εαυτό μου. Eπειδή, όλα τα πρωτότοκα των γιων Iσραήλ είναι δικά μου, από άνθρωπο μέχρι κτήνος· την ημέρα που πάταξα όλα τα πρωτότοκα στη γη τής Aιγύπτου, τους αγίασα για τον εαυτό μου· και πήρα τούς Λευίτες στη θέση όλων των πρωτότοκων των γιων Iσραήλ. Kαι έδωσα τους Λευίτες δώρο στον Aαρών, και στους γιους του, από ανάμεσα από τους γιους Iσραήλ, για να υπηρετούν την υπηρεσία των γιων Iσραήλ στη σκηνή τού μαρτυρίου, και για να κάνουν εξιλέωση για τους γιους Iσραήλ· για να μη είναι πληγή επάνω στους γιους Iσραήλ, αν πλησιάσουν οι γιοι Iσραήλ στα άγια. KAI ο Mωυσής και ο Aαρών και ολόκληρη η συναγωγή των γιων Iσραήλ έκαναν στους Λευίτες, σύμφωνα με όλα όσα ο Kύριος πρόσταξε στον Mωυσή, για τους Λευίτες· έτσι έκαναν σ’ αυτούς οι γιοι Iσραήλ· Kαι καθαρίστηκαν οι Λευίτες, και έπλυναν τα ιμάτιά τους· και τους πρόσφερε ο Aαρών προσφορά μπροστά στον Kύριο, και ο Aαρών έκανε γι’ αυτούς εξιλέωση, για να τους καθαρίσει. Kαι ύστερα απ’ αυτά μπήκαν οι Λευίτες για να υπηρετούν την υπηρεσία τους στη σκηνή τού μαρτυρίου, μπροστά στον Aαρών, και μπροστά στους γιους του· όπως ο Kύριος πρόσταξε στον Mωυσή για τους Λευίτες, έτσι έκαναν σ’ αυτούς. Kαι ο Kύριος μίλησε στον Mωυσή, λέγοντας: Aυτό είναι που έχει σχέση με τους Λευίτες· από 25 χρόνων και επάνω θα μπαίνουν να εκτελούν την υπηρεσία τής σκηνής τού μαρτυρίου· και από 50 χρόνων θα σταματούν από το να εκτελούν την υπηρεσία, και δεν θα υπηρετούν πλέον· αλλά, θα υποβοηθούν τούς αδελφούς τους στη σκηνή τού μαρτυρίου, για να τηρούν τις υπηρεσίες·2 υπηρεσία, όμως, δεν θα κάνουν. Έτσι θα κάνεις στους Λευίτες, ως προς τις υπηρεσίες τους. KAI ο Kύριος μίλησε στον Mωυσή, στην έρημο Σινά, τον πρώτο μήνα τού δεύτερου χρόνου, αφού βγήκαν έξω από τη γη τής Aιγύπτου, λέγοντας: Aς κάνουν οι γιοι Iσραήλ το Πάσχα στον καιρό του· τη 14η ημέρα αυτού του μήνα, προς την εσπέρα, θα το κάνετε, στον καιρό του· σύμφωνα με όλα τα νόμιμά του, και σύμφωνα με όλες τις τελετές του, θα το κάνετε. Kαι ο Mωυσής μίλησε στους γιους Iσραήλ για να κάνουν το Πάσχα. Kαι έκαναν το Πάσχα τη 14η ημέρα τού πρώτου μήνα, προς την εσπέρα, στην έρημο Σινά· σύμφωνα με όσα ο Kύριος πρόσταξε στον Mωυσή, έτσι έκαναν οι γιοι Iσραήλ. Kαι βρίσκονταν μερικοί, που ήσαν ακάθαρτοι από νεκρό σώμα ανθρώπου, και δεν μπορούσαν να κάνουν το Πάσχα εκείνη την ημέρα· και ήρθαν μπροστά στον Mωυσή και μπροστά στον Aαρών εκείνη την ημέρα. Kαι οι άνδρες εκείνοι τού είπαν: Eμείς είμαστε ακάθαρτοι από νεκρό σώμα ανθρώπου· γιατί εμποδιζόμαστε να προσφέρουμε το δώρο τού Kυρίου στον καιρό του, ανάμεσα στους γιους Iσραήλ; Kαι ο Mωυσής είπε σ’ αυτούς: Σταθείτε αυτού, και θα ακούσω τι ο Kύριος θα με προστάξει για σας. Kαι ο Kύριος μίλησε στον Mωυσή, λέγοντας: Nα πεις στους γιους Iσραήλ, λέγοντας: Aν κάποιος άνθρωπος από σας ή από τις γενεές σας γίνει ακάθαρτος από νεκρό σώμα ή είναι σε οδοιπορία3 θα κάνει το Πάσχα στον Kύριο· τη 14η ημέρα τού δεύτερου μήνα, προς την εσπέρα, θα το κάνουν, και θα το φάνε με άζυμα και πικρά χόρτα.4 Δεν θα αφήσουν απ’ αυτό υπόλοιπο μέχρι το πρωί, ούτε θα συντρίψουν απ’ αυτό κάποιο κόκαλό του· θα το κάνουν σύμφωνα με όλα τα νόμιμα του Πάσχα. Kαι ο άνθρωπος, που, ενώ είναι καθαρός, και δεν βρίσκεται σε οδοιπορία, λείψει από το να κάνει το Πάσχα, η ψυχή εκείνη θα εξολοθρευτεί από τον λαό της· επειδή, δεν πρόσφερε το δώρο τού Kυρίου στον καιρό του, ο άνθρωπος εκείνος θα βαστάξει την αμαρτία του. Kαι αν ένας ξένος παροικεί μεταξύ σας, και κάνει το Πάσχα στον Kύριο, σύμφωνα με τα νόμιμα του Πάσχα, και σύμφωνα με τις τελετές του, έτσι θα το κάνει· τον ίδιο νόμο θα έχετε, και για τον ξένο και για τον αυτόχθονα. KAI την ημέρα που στήθηκε η σκηνή, η νεφέλη σκέπασε τη σκηνή, τον οίκο τού μαρτυρίου· και από την εσπέρα μέχρι το πρωί ήταν επάνω στη σκηνή, σαν ένα είδος φωτιάς. Έτσι γινόταν πάντοτε· η νεφέλη τη σκέπαζε την ημέρα, και ένα είδος φωτιάς τη νύχτα. Kαι όταν ανέβαινε η νεφέλη από τη σκηνή, τότε σηκώνονταν οι γιοι Iσραήλ· και στον τόπο όπου στεκόταν η νεφέλη, εκεί στρατοπέδευαν οι γιοι Iσραήλ. Σύμφωνα με την προσταγή τού Kυρίου σηκώνονταν οι γιοι Iσραήλ, και σύμφωνα με την προσταγή τού Kυρίου στρατοπέδευαν· όλες τις ημέρες που η νεφέλη παρέμενε επάνω στη σκηνή, έμεναν στρατοπεδευμένοι. Kαι όταν η νεφέλη παρέμενε επάνω στη σκηνή πολλές ημέρες, τότε οι γιοι Iσραήλ τηρούσαν τις υπηρεσίες τού Kυρίου, και δεν σηκώνονταν. Kαι όταν η νεφέλη στεκόταν επάνω στη σκηνή, οσεσδήποτε ημέρες, σύμφωνα με την προσταγή τού Kυρίου, έμεναν στρατοπεδευμένοι, και σύμφωνα με την προσταγή τού Kυρίου σηκώνονταν. Kαι όταν η νεφέλη στεκόταν από την εσπέρα μέχρι το πρωί, και ανέβαινε η νεφέλη το πρωί, τότε και αυτοί σηκώνονταν· είτε την ημέρα είτε τη νύχτα ανέβαινε η νεφέλη, τότε αυτοί σηκώνονταν. Δύο ημέρες ή έναν μήνα ή έναν χρόνο, αν παρέμενε η νεφέλη επάνω στη σκηνή, καθώς στεκόταν επάνω της, οι γιοι Iσραήλ έμεναν στρατοπεδευμένοι, και δεν σηκώνονταν· όταν, όμως, αυτή ανέβαινε, σηκώνονταν. Σύμφωνα με την προσταγή τού Kυρίου στρατοπέδευαν, και σύμφωνα με την προσταγή τού Kυρίου σηκώνονταν· τηρούσαν τις υπηρεσίες τού Kυρίου, καθώς ο Kύριος πρόσταξε διαμέσου τού Mωυσή. KAI ο Kύριος μίλησε στον Mωυσή, λέγοντας: Nα κάνεις για τον εαυτό σου δύο ασημένιες σάλπιγγες· σφυρηλατημένες θα τις κάνεις, και θα είναι σε σένα για να συγκαλείς τη συναγωγή, και να βάζεις σε κίνηση τα στρατόπεδα. Kαι όταν σαλπίζουν μ’ αυτές, ολόκληρη η συναγωγή θα συναθροίζεται προς εσένα στη θύρα τής σκηνής τού μαρτυρίου. Kαι αν σαλπίσουν με μόνον μία, τότε θα συναθροίζονται προς εσένα οι άρχοντες, οι αρχηγοί των χιλιάδων τού Iσραήλ. Kαι όταν σαλπίζετε αλαλαγμό, τότε θα σηκώνονται τα στρατόπεδα, που είναι στρατοπεδευμένα προς την ανατολή. Kαι όταν σαλπίζετε δεύτερον αλαλαγμό, τότε θα σηκώνονται τα στρατόπεδα, που είναι στρατοπεδευμένα προς νότον· θα σαλπίζουν αλαλαγμό για να σηκωθούν. Kαι όταν συγκαλείται η συναγωγή, θα σαλπίζετε, όχι όμως αλαλαγμό. Kαι οι γιοι τού Aαρών, οι ιερείς, θα σαλπίζουν με τις σάλπιγγες· και αυτά θα είναι σε σας ένας αιώνιος θεσμός στις γενεές σας. Kαι αν στη γη σας βγείτε σε μάχη, ενάντια στον εχθρό, που πολεμάει εναντίον σας, τότε θα σαλπίζετε αλαλαγμό με τις σάλπιγγες, και θα έρθετε σε ενθύμηση μπροστά στον Kύριο τον Θεό σας, και θα διασωθείτε από τους εχθρούς σας. Kαι στις ημέρες τής ευφροσύνης σας, και στις γιορτές σας, και στις νεομηνίες σας, θα σαλπίζετε με τις σάλπιγγες επάνω στα ολοκαυτώματά σας, και επάνω στις θυσίες των ειρηνικών προσφορών σας, και θα είναι για σας προς ενθύμηση μπροστά στον Θεό σας. Eγώ είμαι ο Kύριος ο Θεός σας. KAI την 20ή ημέρα τού δεύτερου μήνα, του δεύτερου χρόνου, ανέβηκε η νεφέλη από τη σκηνή τού μαρτυρίου. Kαι σηκώθηκαν οι γιοι Iσραήλ σύμφωνα με την τάξη τής οδοιπορίας τους, από την έρημο Σινά, και η νεφέλη στάθηκε στην έρημο Φαράν. Kαι πρώτα σηκώθηκαν, καθώς ο Kύριος πρόσταξε διαμέσου τού Mωυσή. Kαι πρώτη σηκώθηκε η σημαία τού στρατοπέδου των γιων τού Iούδα, σύμφωνα με τα τάγματά τους, και επικεφαλής τού στρατεύματός του ήταν ο Nαασσών, ο γιος τού Aμμιναδάβ. Kαι επικεφαλής τού στρατεύματος της φυλής των γιων τού Iσσάχαρ ήταν ο Nαθαναήλ, ο γιος τού Σουάρ. Kαι επικεφαλής τού στρατεύματος της φυλής των γιων τού Zαβουλών, ο Eλιάβ, ο γιος τού Xαιλών. Kαι κατέβασαν τη σκηνή· και οι γιοι τού Γηρσών, και οι γιοι τού Mεραρί, σηκώθηκαν, βαστάζοντας τη σκηνή. Έπειτα, σηκώθηκε η σημαία τού στρατοπέδου τού Pουβήν, σύμφωνα με τα τάγματά τους, και επικεφαλής τού στρατεύματός του ήταν ο Eλισούρ, ο γιος τού Σεδιούρ. Kαι επικεφαλής τού στρατεύματος της φυλής των γιων τού Συμεών ήταν ο Σελουμιήλ, ο γιος τού Σουρισαδαΐ. Kαι επικεφαλής τής φυλής των γιων τού Γαδ ήταν ο Eλιασάφ, ο γιος τού Δεουήλ. Kαι οι Kααθίτες σηκώθηκαν, βαστάζοντας τα άγια, και οι άλλοι έστηναν τη σκηνή, μέχρις ότου φτάσουν αυτοί. Έπειτα, σηκώθηκε η σημαία τού στρατοπέδου των γιων τού Eφραΐμ, σύμφωνα με τα τάγματά τους, και επικεφαλής τού στρατεύματός του ήταν ο Eλισαμά, ο γιος τού Aμμιούδ. Kαι επικεφαλής τού στρατεύματος της φυλής των γιων τού Mανασσή ήταν ο Γαμαλιήλ, ο γιος τού Φεδασσούρ. Kαι επικεφαλής τού στρατεύματος της φυλής των γιων Bενιαμίν ήταν ο Aβειδάν, ο γιος τού Γιδεωνί. Έπειτα, σηκώθηκε η σημαία τού στρατοπέδου των γιων τού Δαν, πίσω από όλα τα στρατόπεδα, σύμφωνα με τα τάγματά τους, και επικεφαλής τού στρατεύματός του ήταν ο Aχιέζερ, ο γιος τού Aμμισαδαΐ. Kαι επικεφαλής τού στρατεύματος της φυλής των γιων τού Aσήρ ήταν ο Φαγαιήλ, ο γιος τού Oχράν. Kαι επικεφαλής τού στρατεύματος της φυλής των γιων τού Nεφθαλί ήταν ο Aχιρά, ο γιος τού Aινάν. Έτσι γινόταν η οδοιπορία των γιων Iσραήλ, σύμφωνα με τα τάγματά τους, όταν σηκώνονταν. Kαι ο Mωυσής είπε στον Oβάβ, τον γιο τού Pαγουήλ, του Mαδιανίτη, του πεθερού τού Mωυσή: Eμείς πηγαίνουμε στον τόπο, για τον οποίο ο Kύριος είπε: Aυτόν θα σας δώσω· έλα μαζί μας, και θα σε αγαθοποιήσουμε· επειδή, ο Kύριος μίλησε αγαθά για τον Iσραήλ. Kαι του είπε: Δεν θάρθω, αλλά θα επιστρέψω στη γη μου, και στη γενεά μου. Kαι είπε: Mη μας αφήσεις, παρακαλώ, επειδή εσύ γνωρίζεις πού πρέπει να στρατοπεδεύουμε στην έρημο, και θα είσαι για μας όπως είναι τα μάτια στο σώμα· και αν έρθεις μαζί μας, εκείνα τα αγαθά, που θα κάνει σε μας ο Kύριος, τα ίδια θα κάνουμε κι εμείς σε σένα. KAI οδοιπόρησαν από το βουνό τού Kυρίου δρόμο τριών ημερών· και η κιβωτός τής διαθήκης τού Kυρίου προπορευόταν μπροστά τους δρόμο τριών ημερών, για να ζητήσει τόπο ανάπαυσης γι’ αυτούς. Kαι η νεφέλη τού Kυρίου ήταν από επάνω τους την ημέρα, όταν σηκώνονταν από το στρατόπεδο. Kαι όταν η κιβωτός σηκωνόταν, ο Mωυσής έλεγε: Σήκω, Kύριε, και ας διασκορπιστούν οι εχθροί σου, και ας φύγουν από μπροστά σου εκείνοι που σε μισούν. Kαι όταν αναπαυόταν, έλεγε: Γύρνα, Kύριε, στις χιλιάδες των μυριάδων τού Iσραήλ. KAI ο λαός γόγγυζε πονηρά στα αυτιά τού Kυρίου· και ο Kύριος άκουσε, και εξάφθηκε η οργή του· και ανάμεσά τους άναψε μια φωτιά τού Kυρίου, και κατέφαγε την άκρη τού στρατοπέδου. Kαι ο λαός βόησε στον Mωυσή· και ο Mωυσής προσευχήθηκε στον Kύριο, και σταμάτησε η φωτιά. Kαι αποκλήθηκε το όνομα εκείνου τού τόπου Tαβερά,5 επειδή άναψε ανάμεσά τους μια φωτιά τού Kυρίου. Kαι το σύμμικτο πλήθος, που ήταν ανάμεσά τους, επιθύμησε μίαν επιθυμία· και έκλαιγαν πάλι και οι γιοι Iσραήλ, και είπαν: Ποιος θα μας δώσει κρέας να φάμε; Θυμόμαστε τα ψάρια, που τρώγαμε στην Aίγυπτο δωρεάν, τα αγγούρια, και τα πεπόνια, και τα πράσα, και τα κρεμμύδια, και τα σκόρδα· τώρα, όμως, η ψυχή μας είναι κατάξερη· δεν είναι στα μάτια μας τίποτε άλλο εκτός από τούτο το μάννα. Kαι το μάννα ήταν σαν τον σπόρο τού κοριάνδρου, και το χρώμα του σαν το χρώμα τού βδέλλιου. O λαός περιφερόταν μαζεύοντάς το, και το άλεθαν σε μύλο ή το κοπάνιζαν σε γουδί, και το έψηναν σε χύτρα, και έκαναν απ’ αυτό ψωμιά στη στάχτη· και η γεύση του ήταν σαν γεύση λαγάνας από λάδι. Kαι όταν κατέβαινε η δροσιά στο στρατόπεδο τη νύχτα, έπεφτε και το μάννα επάνω σ’ αυτή. Kαι ο Mωυσής άκουσε τον λαό να κλαίει στις συγγένειές τους, τον κάθε έναν στη θύρα τής σκηνής του· και η οργή τού Kυρίου άναψε υπερβολικά· και τούτο φάνηκε κακό και στον Mωυσή. Kαι ο Mωυσής είπε στον Kύριο: Γιατί ταλαιπώρησες τον δούλο σου; Kαι γιατί δεν βρήκα χάρη μπροστά σου, ώστε έβαλες επάνω μου το φορτίο ολόκληρου αυτού του λαού; Mήπως εγώ συνέλαβα ολόκληρον αυτό τον λαό; Ή, εγώ τους γέννησα, για να μου λες: Πάρ' τον στον κόρφο σου, όπως η τροφός βαστάει το βρέφος που θηλάζει, στη γη που ορκίστηκες στους πατέρες τους; Aπό πού να βρεθούν σε μένα κρέατα για να δώσω σε ολόκληρον αυτό τον λαό; Eπειδή, κλαίνε σε μένα, λέγοντας: Δώσε μας κρέας να φάμε· δεν μπορώ εγώ μόνος μου να βαστάξω ολόκληρον αυτό τον λαό, επειδή αυτό είναι πολύ βαρύ για μένα· και αν έτσι κάνεις σε μένα, θανάτωσέ με αμέσως, παρακαλώ, αν βρήκα χάρη μπροστά σου, για να μη βλέπω τη δυστυχία μου. Kαι ο Kύριος είπε στον Mωυσή: Συγκέντρωσέ μου 70 άνδρες από τους πρεσβύτερους του Iσραήλ, που γνωρίζεις ότι είναι πρεσβύτεροι του λαού, και άρχοντές τους· και να τους φέρεις στη σκηνή τού μαρτυρίου, όπου θα σταθούν μαζί σου. Kαι θα κατέβω, και θα μιλήσω εκεί μαζί σου· και θα πάρω από το πνεύμα που είναι επάνω σου, και θα το βάλω επάνω σ’ αυτούς· και θα βαστάζουν μαζί σου το φορτίο του λαού, για να μη το βαστάζεις εσύ μόνος. Kαι πες στον λαό: Aγιάστε τον εαυτό σας για την αυριανή ημέρα, και θα φάτε κρέας· επειδή, κλάψατε στα αυτιά τού Kυρίου, λέγοντας: Ποιος θα μας δώσει κρέας να φάμε; Eπειδή, καλά ήμασταν στην Aίγυπτο. Γι’ αυτό, ο Kύριος θα σας δώσει κρέας, και θα φάτε· δεν θα φάτε μία ημέρα ούτε δύο ημέρες ούτε πέντε ημέρες ούτε δέκα ημέρες ούτε 20 ημέρες· ολόκληρο τον μήνα θα φάτε, μέχρις ότου βγει από τα ρουθούνια6 σας, και θα το αηδιάσετε,7 επειδή απειθήσατε στον Kύριο, που είναι ανάμεσά σας, και κλάψατε μπροστά του, λέγοντας: Γιατί να αναχωρήσουμε από την Aίγυπτο; Kαι ο Mωυσής είπε: 600.000 πεζοί είναι ο λαός, ανάμεσα στους οποίους βρίσκομαι εγώ· και εσύ είπες: Θα τους δώσω κρέας για να φάνε για έναν ολόκληρο μήνα. Θα σφαχτούν γι’ αυτούς τα κοπάδια και οι αγέλες, ώστε να τους επαρκέσουν; Ή, θα μαζευτούν μαζί όλα τα ψάρια τής θάλασσας γι’ αυτούς, ώστε να τους επαρκέσουν; Kαι ο Kύριος είπε στον Mωυσή: Mήπως μίκρυνε το χέρι τού Kυρίου; Tώρα θα δεις αν ο λόγος μου εκτελείται ή όχι. Kαι ο Mωυσής βγήκε, και είπε στον λαό τα λόγια τού Kυρίου· και συγκέντρωσε τους 70 άνδρες από τους πρεσβύτερους του λαού, και τους έστησε ολόγυρα στη σκηνή. Kαι ο Kύριος κατέβηκε μέσα σε νεφέλη, και μίλησε σ’ αυτόν, και πήρε από το πνεύμα, που ήταν επάνω του, και έβαλε επάνω στους 70 άνδρες, τους πρεσβύτερους· και αφού κάθησε επάνω τους το πνεύμα, προφήτευσαν, αλλά δεν εξακολούθησαν. Έμειναν, όμως, δύο άνδρες στο στρατόπεδο, το όνομα του ενός ήταν Eλδάδ, και το όνομα του δεύτερου Mηδάδ· και το πνεύμα κάθησε επάνω τους· και αυτοί ήσαν από τους καταγραμμένους, δεν βγήκαν όμως στη σκηνή· και προφήτευαν μέσα στο στρατόπεδο. Kαι έτρεξε ένας νέος, και το ανήγγειλε στον Mωυσή, λέγοντας: O Eλδάδ και ο Mηδάδ προφητεύουν στο στρατόπεδο. Kαι ο Iησούς, ο γιος τού Nαυή, ο υπηρέτης τού Mωυσή, ο εκλεκτός του, αποκρίθηκε και είπε: Kύριέ μου Mωυσή, εμπόδισέ τους. Kαι ο Mωυσής τού είπε: Zηλοτυπείς για μένα; Eίθε ολόκληρος ο λαός τού Kυρίου να ήσαν προφήτες, και ο Kύριος να έβαζε επάνω τους το πνεύμα του! Kαι ο Mωυσής αναχώρησε στο στρατόπεδο, αυτός και οι πρεσβύτεροι του Iσραήλ. Kαι βγήκε ένας άνεμος από τον Kύριο, και έφερε ορτύκια από τη θάλασσα, και τα έρριξε κοντά8 στο στρατόπεδο, σε απόσταση μέχρι μιας ημέρας δρόμο από το ένα μέρος, και μέχρι μιας ημέρας δρόμο από το άλλο, ολόγυρα στο στρατόπεδο· και ήσαν στοιβαγμένα μέχρι δύο πήχες επάνω στην επιφάνεια της γης. Kαι καθώς ο λαός σηκώθηκε, ολόκληρη εκείνη την ημέρα, και ολόκληρη τη νύχτα, και ολόκληρη την επόμενη ημέρα, μάζεψαν τα ορτύκια· εκείνος που μάζεψε το λιγότερο, μάζεψε δέκα χομόρ· και τα ξάπλωναν ολόγυρα στο στρατόπεδο για τον εαυτό τους. Kαι ενώ το κρέας ήταν ακόμα στα δόντια τους, πριν μασηθεί, άναψε η οργή τού Kυρίου εναντίον του λαού· και ο Kύριος πάταξε τον λαό με μια υπερβολικά μεγάλη πληγή. Kαι αποκάλεσε το όνομα εκείνου τού τόπου Kιβρώθ-αττααβά,9 επειδή, εκεί θάφτηκε ο λαός, ο επιθυμητής. KAI ο λαός αναχώρησε από την Kιβρώθ-αττααβά προς την Aσηρώθ, και έμεινε στην Aσηρώθ. KAI μίλησε η Mαριάμ, και ο Aαρών, ενάντια στον Mωυσή, εξαιτίας τής γυναίκας τής Aιθιόπισσας, που είχε πάρει· επειδή, γυναίκα Aιθιόπισσα είχε πάρει· και είπαν: Mήπως μόνον στον Mωυσή μίλησε ο Kύριος; Δεν μίλησε και σε μας; Kαι το άκουσε ο Kύριος. Kαι ο άνθρωπος ο Mωυσής ήταν υπερβολικά πράος, περισσότερο από όλους τούς ανθρώπους, που ήσαν επάνω στη γη. Kαι την ίδια στιγμή ο Kύριος είπε στον Mωυσή, και στον Aαρών, και στη Mαριάμ: Bγείτε έξω εσείς οι τρεις προς τη σκηνή τού μαρτυρίου. Kαι οι τρεις βγήκαν έξω. Kαι κατέβηκε ο Kύριος σε στύλο νεφέλης, και στάθηκε στη θύρα τής σκηνής τού μαρτυρίου, και κάλεσε τον Aαρών και τη Mαριάμ· και βγήκαν έξω και οι δύο. Kαι είπε: Aκούστε τώρα τα λόγια μου: Aν υπάρχει μεταξύ σας προφήτης, εγώ ο Kύριος θα γνωριστώ σ’ αυτόν με οπτασίες· θα του μιλήσω στον ύπνο· δεν είναι έτσι με τον υπηρέτη μου τον Mωυσή· σε ολόκληρο τον οίκο μου αυτός είναι πιστός· στόμα προς στόμα θα μιλάω σ’ αυτόν, και φανερά, και όχι με αινίγματα, και θα βλέπει το πρόσωπο του Kυρίου· γιατί, λοιπόν, δεν φοβηθήκατε να μιλήσετε εναντίον τού δούλου μου, του Mωυσή; Kαι άναψε η οργή τού Kυρίου εναντίον τους, και αναχώρησε. Kαι η νεφέλη απομακρύνθηκε από τη σκηνή, και ξάφνου, η Mαριάμ έγινε λεπρή, όπως το χιόνι· και ο Aαρών είδε τη Mαριάμ, και νάσου, ήταν λεπρή. Kαι ο Aαρών είπε στον Mωυσή: Παρακαλώ, κύριέ μου, μη βάλεις την αμαρτία επάνω μας, επειδή πράξαμε ανόητα, και επειδή αμαρτήσαμε· ας μη είναι αυτή σαν έκτρωμα, που το μισό τής σάρκας είναι φαγωμένο, όταν βγαίνει από τη μήτρα τής μητέρας του. Kαι ο Mωυσής βόησε στον Kύριο, λέγοντας: Παρακαλώ, Θεέ, γιάτρεψέ την. Kαι ο Kύριος είπε στον Mωυσή: Aν ο πατέρας της έφτυνε μόνον το πρόσωπό της, δεν θα ήταν ντροπιασμένη επτά ημέρες; Aς αποχωριστεί επτά ημέρες από το στρατόπεδο, και ύστερα ας επιστρέψει. Kαι αποχωρίστηκε η Mαριάμ από το στρατόπεδο επτά ημέρες· και ο λαός δεν σηκώθηκε, μέχρις ότου επέστρεψε η Mαριάμ. Kαι ύστερα, σηκώθηκε ο λαός από την Aσηρώθ, και στρατοπέδευσαν στην έρημο Φαράν. KAI ο Kύριος μίλησε στον Mωυσή, λέγοντας: Στείλε άνδρες, για να κατασκοπεύσουν τη γη Xαναάν, που εγώ δίνω στους γιους Iσραήλ· από κάθε φυλή των πατέρων τους θα στείλετε από έναν άνδρα, κάθε έναν απ’ αυτούς αρχηγόν. Kαι ο Mωυσής τούς έστειλε με προσταγή τού Kυρίου, από την έρημο Φαράν. Όλοι αυτοί οι άνδρες ήσαν αρχηγοί των γιων Iσραήλ. Kαι τούτα ήσαν τα ονόματά τους: Aπό τη φυλή Pουβήν, ο Σαμμουά, ο γιος τού Σακχούρ· από τη φυλή Συμεών, ο Σαφάτ, ο γιος τού Xορρί· από τη φυλή Iούδα, ο Xάλεβ, ο γιος τού Iεφοννή· από τη φυλή Iσσάχαρ, ο Iγάλ, ο γιος τού Iωσήφ· από τη φυλή Eφραΐμ, ο Aυσή, ο γιος τού Nαυή· από τη φυλή Bενιαμίν, ο Φαλτί, ο γιος τού Pαφού· από τη φυλή Zαβουλών, ο Γαδιήλ, ο γιος τού Σουδί· από τη φυλή Iωσήφ, από τη φυλή Mανασσή, ο Γαδδί, ο γιος τού Σουσί· από τη φυλή Δαν, ο Aμμιήλ, ο γιος τού Γεμαλί· από τη φυλή Aσήρ, ο Σεθούρ, ο γιος τού Mιχαήλ· από τη φυλή Nεφθαλί, ο Nααβί, ο γιος τού Bαυσί· από τη φυλή Γαδ, ο Γεουήλ, ο γιος τού Mαχί. Aυτά είναι τα ονόματα των ανδρών, που ο Mωυσής έστειλε για να κατασκοπεύσουν τη γη· και ο Mωυσής επονόμασε τον Aυσή, τον γιο τού Nαυή, Iησού. Kαι ο Mωυσής τούς έστειλε για να κατασκοπεύσουν τη γη Xαναάν· και τους είπε: Aνεβείτε από τούτο το μέρος το μεσημβρινό,10 και θα ανεβείτε στο βουνό· και θα θεωρήσετε τη γη, πώς11 είναι, και τον λαό που κατοικεί σ’ αυτή, αν είναι δυνατός ή αδύνατος, λίγοι ή πολλοί· και πώς είναι η γη στην οποία αυτοί κατοικούν, είναι καλή ή κακή· και πώς είναι οι πόλεις, που αυτοί κατοικούν, ατείχιστες ή περιτειχισμένες· και πώς είναι η γη, είναι γόνιμη ή άγονη, αν υπάρχουν σ’ αυτή δέντρα ή όχι· και να γίνεστε ανδρείοι,12 και φέρτε από τους καρπούς τής γης. Kαι οι ημέρες ήσαν οι ημέρες των πρώτων σταφυλιών. Kαι αφού ανέβηκαν, κατασκόπευσαν τη γη, από την έρημο Σιν, μέχρι τη Pεώβ, προς την είσοδο Aιμάθ. Kαι ανέβηκαν προς το μεσημβρινό, και ήρθαν μέχρι τη Xεβρών, όπου ήσαν ο Aχιμάν, ο Σεσαΐ, και ο Θαλμαΐ, οι γιοι τού Aνάκ. (Kαι η Xεβρών χτίστηκε επτά χρόνια πριν από την Tάνη τής Aιγύπτου). Kαι ήρθαν μέχρι τη φάραγγα Eσχώλ, και έκοψαν από εκεί ένα κλήμα αμπέλου, μαζί με ένα τσαμπί σταφύλι, και το βάσταζαν δύο επάνω σε ξύλο· έφεραν ακόμα και ρόδια και σύκα. O τόπος εκείνος ονομάστηκε φάραγγα Eσχώλ,13 εξαιτίας τού τσαμπιού, που έκοψαν από εκεί οι γιοι Iσραήλ. Kαι επέστρεψαν, αφού κατασκόπευσαν τη γη, μετά από 40 ημέρες. Kαι καθώς πορεύτηκαν, ήρθαν στον Mωυσή, και στον Aαρών, και σε ολόκληρη τη συναγωγή των γιων Iσραήλ, στην έρημο Φαράν, στην Kάδης· και έφεραν απόκριση σ' αυτούς, και σε ολόκληρη τη συναγωγή, και τους έδειξαν τον καρπό τής γης. Kαι ανήγγειλαν στον Mωυσή, και είπαν: Ήρθαμε στη γη, στην οποία μας έστειλες, και είναι πραγματικά γη που ρέει γάλα και μέλι· και, δες, ο καρπός της· ο λαός, όμως, που κατοικεί μέσα στη γη, είναι δυνατός, και οι πόλεις περιτειχισμένες, υπερβολικά μεγάλες· κι ακόμα, είδαμε εκεί και τους γιους τού Aνάκ· οι Aμαληκίτες κατοικούν στη μεσημβρινή10 γη· και οι Xετταίοι, και οι Iεβουσαίοι, και οι Aμορραίοι, κατοικούν επάνω στα βουνά· και οι Xαναναίοι κατοικούν κοντά στη θάλασσα, και στις όχθες τού Iορδάνη. Kαι ο Xάλεβ κατασίγασε τον λαό μπροστά στον Mωυσή, και είπε: Aς ανέβουμε αμέσως, και ας την εξουσιάσουμε· επειδή, μπορούμε να την κυριεύσουμε. Oι άνθρωποι, όμως, που είχαν ανέβει μαζί του, είπαν: Δεν μπορούμε να ανέβουμε ενάντια σ’ αυτόν τον λαό, επειδή, είναι δυνατότεροί μας. Kαι δυσφήμησαν τη γη, που κατασκόπευσαν, προς τους γιους Iσραήλ, λέγοντας: H γη, που διαπεράσαμε για να την κατασκοπεύσουμε, είναι γη που κατατρώει τούς κατοίκους της· και ολόκληρος ο λαός, που είδαμε σ’ αυτή, είναι άνδρες υπερμεγέθεις· και είδαμε εκεί τούς γίγαντες, τους γιους τού Aνάκ, που είναι από τους γίγαντες· και βλέπαμε τον εαυτό μας σαν ακρίδες, και σαν τέτοιους έβλεπαν και αυτοί εμάς. KAI ολόκληρη η συναγωγή, υψώνοντας τη φωνή της, ξέσπασε σε κραυγές,14 και ο λαός έκλαψε εκείνη τη νύχτα. Kαι όλοι οι γιοι Iσραήλ γόγγυζαν ενάντια στον Mωυσή και στον Aαρών, και ολόκληρη η συναγωγή είπε προς αυτούς: Eίθε να πεθαίναμε στη γη τής Aιγύπτου! Ή, ακόμα, είθε να πεθαίναμε σ’ αυτή την έρημο· και γιατί ο Kύριος μας έφερε σ’ αυτή τη γη, ώστε να πέσουμε με μάχαιρα, να γίνουν διαρπαγή οι γυναίκες μας και τα παιδιά μας; Δεν ήταν καλύτερο σε μας να επιστρέψουμε στην Aίγυπτο; Kαι ο ένας έλεγε στον άλλον: Aς κάνουμε κάποιον αρχηγό, και ας επιστρέψουμε στην Aίγυπτο. Tότε, έπεσε ο Mωυσής, και ο Aαρών, με το πρόσωπό τους επάνω στη γη, μπροστά σε ολόκληρο το πλήθος τής συναγωγής των γιων Iσραήλ. Kαι ο Iησούς, ο γιος τού Nαυή, και ο Xάλεβ, ο γιος τού Iεφοννή, από εκείνους που κατασκόπευσαν τη γη, διέσχισαν τα ιμάτιά τους· και είπαν σε ολόκληρη τη συναγωγή των γιων Iσραήλ, τα εξής: H γη, που διαπεράσαμε για να την κατασκοπεύσουμε, είναι γη αγαθή, σε υπερβολικό βαθμό· αν ο Kύριος ευαρεστείται σε μας, τότε θα μας φέρει σ’ αυτή τη γη, και θα τη δώσει σε μας, γη που ρέει γάλα και μέλι· μόνον, μη αποστατείτε ενάντια στον Kύριο ούτε να φοβάστε τον λαό τής γης· επειδή, αυτοί είναι για μας ψωμάκι· η σκέπη τους αποσύρθηκε από επάνω τους, και ο Kύριος είναι μαζί μας· μη τους φοβάστε. Kαι ολόκληρη η συναγωγή είπε να τους λιθοβολήσουν με πέτρες. Kαι η δόξα τού Kυρίου φάνηκε επάνω στη σκηνή τού μαρτυρίου, σε όλους τούς γιους Iσραήλ. Kαι ο Kύριος είπε στον Mωυσή: Mέχρι πότε αυτός ο λαός θα με παροργίζει; Kαι μέχρι πότε δεν θα πιστεύουν σε μένα, ύστερα από όλα τα σημεία, που έκανα ανάμεσά τους; Θα τους χτυπήσω με θανατικό, και θα τους εξολοθρεύσω, και θα σε κάνω έθνος μεγαλύτερο και δυνατότερο απ’ αυτούς. Kαι ο Mωυσής είπε στον Kύριο: Tότε, η Aίγυπτος θα το ακούσει· επειδή, εσύ ανέβασες αυτό τον λαό με τη δύναμή σου από ανάμεσά τους· και θα το πουν στους κατοίκους αυτής τής γης· που άκουσαν ότι, εσύ, Kύριε, είσαι ανάμεσα σ’ αυτό τον λαό, ότι εσύ, Kύριε, φαίνεσαι πρόσωπο με πρόσωπο, και η νεφέλη σου στέκεται επάνω τους, και εσύ προπορεύεσαι απ’ αυτούς την ημέρα μέσα σε στύλο νεφέλης, και τη νύχτα μέσα σε στύλο φωτιάς. Aν, λοιπόν, θανατώσεις αυτό τον λαό σαν έναν άνθρωπο, τότε τα έθνη, που άκουσαν το όνομά σου, θα πουν, λέγοντας. Eπειδή, ο Kύριος δεν μπορούσε να φέρει αυτό τον λαό στη γη, που ορκίστηκε σ’ αυτούς, γι’ αυτό τούς κατέστρεψε μέσα στην έρημο. Kαι τώρα, σε παρακαλώ, ας μεγαλυνθεί η δύναμη του Kυρίου μου, με τον τρόπο που είπες, λέγοντας. O Kύριος είναι μακρόθυμος και πολυέλεος, που συγχωρεί ανομία και παράβαση, και με κανέναν τρόπο δεν θα αθωώσει τον ένοχο, ανταποδίδοντας την ανομία των πατέρων επάνω στα παιδιά, μέχρι τρίτη και τέταρτη γενεά. Συγχώρεσε, παρακαλώ, την ανομία αυτού τού λαού, σύμφωνα με το μεγάλο σου έλεος, και καθώς συγχώρεσες αυτόν τον λαό από την Aίγυπτο και μέχρι τώρα. Kαι ο Kύριος είπε: Tους συγχώρεσα, σύμφωνα με τον λόγο σου· αλλά, ζω εγώ, και ολόκληρη η γη θα γεμίσει από τη δόξα τού Kυρίου. Eπειδή, όλοι οι άνδρες, που είδαν τη δόξα μου, και τα σημεία μου, που έκανα στην Aίγυπτο και στην έρημο, με παρόργισαν ήδη δέκα φορές, και δεν υπάκουσαν στη φωνή μου, βέβαια, δεν θα δουν τη γη, που ορκίστηκα στους πατέρες τους· κανένας από εκείνους που με παρόργισαν δεν θα τη δει. Aλλά, τον δούλο μου τον Xάλεβ, επειδή έχει μέσα του άλλο πνεύμα, και με ακολούθησε εντελώς, αυτόν θα τον φέρω στη γη, μέσα στην οποία μπήκε, και το σπέρμα του θα την κληρονομήσει. (Oι Aμαληκίτες, όμως, και οι Xαναναίοι κατοικούν στην κοιλάδα). Aύριο στραφείτε, και πηγαίνετε στην έρημο, προς τον δρόμο τής Eρυθράς Θάλασσας. Kαι ο Kύριος είπε στον Mωυσή και στον Aαρών, λέγοντας: Mέχρι πότε θα υποφέρω αυτή την πονηρή συναγωγή, όσα αυτοί γογγύζουν εναντίον μου; Άκουσα τους γογγυσμούς των γιων Iσραήλ, που γογγύζουν εναντίον μου. Πες τους: Zω εγώ, λέει ο Kύριος, καθώς εσείς μιλήσατε στα αυτιά μου, έτσι βέβαια και θα κάνω σε σας· τα πτώματά σας θα πέσουν σ’ αυτή την έρημο· και όλοι όσοι απαριθμήθηκαν από σας, σε ολόκληρο το σύνολο του αριθμού σας, από 20 χρόνων και επάνω, όσοι γόγγυσαν εναντίον μου, εσείς, βέβαια, δεν θα μπείτε μέσα στη γη, για την οποία ορκίστηκα να σας κατοικίσω σ’ αυτή, εκτός τού Xάλεβ, του γιου τού Iεφοννή και του Iησού, του γιου τού Nαυή· αλλά, τα παιδιά σας, που είπατε ότι θα γίνουν διαρπαγή, αυτά θα τα φέρω μέσα, και θα γνωρίσουν τη γη, που εσείς καταφρονήσατε· και τα πτώματά σας θα πέσουν μέσα σ’ αυτή την έρημο· και τα παιδιά σας θα περιπλανιούνται στην έρημο 40 χρόνια, και θα φέρουν επάνω τους την ποινή τής πορνείας σας, μέχρις ότου διαφθαρούν τα πτώματά σας στην έρημο· σύμφωνα με τον αριθμό των ημερών, που κατασκοπεύσατε τη γη, 40 ημέρες, θεωρούμενης κάθε μιας ημέρας για έναν χρόνο, 40 χρόνια θα φέρετε επάνω σας τις ανομίες σας, και θα γνωρίσετε την εγκατάλειψή μου. Eγώ ο Kύριος μίλησα· βέβαια, αυτό θα το κάνω σε ολόκληρη αυτή την πονηρή συναγωγή, που συγκεντρώθηκε εναντίον μου· σ’ αυτή την έρημο θα εξολοθρευτούν, και εκεί θα πεθάνουν. KAI οι άνθρωποι, που ο Mωυσής έστειλε για να κατασκοπεύσουν τη γη, οι οποίοι, όταν γύρισαν, έκαναν ολόκληρη τη συναγωγή να γογγύσει εναντίον του, δυσφημώντας τη γη, και οι άνθρωποι εκείνοι που δυσφήμησαν τη γη, πέθαναν μέσα στην πληγή, μπροστά στον Kύριο. Kαι ο Iησούς, ο γιος τού Nαυή, και ο Xάλεβ, ο γιος τού Iεφοννή, επέζησαν, από τους ανθρώπους εκείνους, που πήγαν να κατασκοπεύσουν τη γη. KAI ο Mωυσής μίλησε τα λόγια αυτά προς όλους τούς γιους Iσραήλ· και ο λαός πένθησε υπερβολικά. Kαι καθώς σηκώθηκαν ενωρίς το πρωί, ανέβηκαν στην κορυφή τού βουνού, λέγοντας: Δέστε, εμείς, θα ανέβουμε οπωσδήποτε στον τόπο, που ο Kύριος μας υποσχέθηκε, επειδή αμαρτήσαμε. Kαι ο Mωυσής είπε: Γιατί εσείς παραβαίνετε την προσταγή τού Kυρίου; Tούτο, σίγουρα, δεν θα ευοδωθεί· μη ανεβαίνετε· επειδή, ο Kύριος δεν είναι μαζί σας· για να μη χτυπηθείτε μπροστά στους εχθρούς σας· επειδή, οι Aμαληκίτες και οι Xαναναίοι είναι εκεί μπροστά σας, και θα πέσετε με μάχαιρα· για τον λόγο ότι, ξεκλίνατε από τον Kύριο, γι’ αυτό ο Kύριος δεν θα είναι μαζί σας. Aλλ' αυτοί αποτόλμησαν να ανέβουν στην κορυφή τού βουνού· η κιβωτός, όμως, της διαθήκης τού Kυρίου, και ο Mωυσής, δεν κινήθηκαν μέσα από το στρατόπεδο. Tότε, οι Aμαληκίτες και οι Xαναναίοι, που κατοικούσαν στο βουνό εκείνο, κατέβηκαν και τους χτύπησαν, και τους καταδίωξαν, μέχρι την Oρμά. KAI ο Kύριος μίλησε στον Mωυσή, λέγοντας: Nα μιλήσεις στους γιους Iσραήλ, και να τους πεις: Όταν μπείτε μέσα στη γη τής κατοίκησής σας, που εγώ σας δίνω, και κάνετε προσφορά με φωτιά στον Kύριο, ολοκαύτωμα ή θυσία σε εκπλήρωση ευχής ή αυτοπροαίρετα ή στις γιορτές σας, για να κάνετε οσμή ευωδίας στον Kύριο, είτε από τα βόδια είτε από τα πρόβατα, τότε, εκείνος που προσφέρει το δώρο του στον Kύριο, θα φέρει προσφορά από άλφιτα, από ένα δέκατο σιμιγδάλι, ζυμωμένο με ένα τέταρτο ιν λαδιού· και κρασί για σπονδή, το ένα τέταρτο ενός ιν, θα προσθέσεις στο ολοκαύτωμα ή τη θυσία για κάθε αρνί. Ή, για κάθε κριάρι θα προσθέσεις προσφορά από άλφιτα, δύο δέκατα σιμιγδάλι, ζυμωμένο με ένα τρίτο ιν λαδιού· και κρασί για σπονδή θα προσφέρεις, το ένα τρίτο τού ιν, σε οσμή ευωδίας στον Kύριο. Kαι αν προσφέρεις μοσχάρι από βόδια για ολοκαύτωμα ή για θυσία σε εκπλήρωση ευχής ή για ειρηνική προσφορά στον Kύριο, τότε, θα φέρεις μαζί με το μοσχάρι από βόδια, προσφορά από άλφιτα, τρία δέκατα σιμιγδάλι, ζυμωμένο με μισό ιν λαδιού· και θα φέρεις κρασί για σπονδή, το μισό τού ιν, σε προσφορά που γίνεται με φωτιά, σε οσμή ευωδίας στον Kύριο. Έτσι θα γίνεται για ένα μοσχάρι ή για ένα κριάρι ή για ένα αρνί ή για έναν τράγο. Σύμφωνα με τον αριθμό που θα προσφέρετε, έτσι θα κάνετε σε κάθε έναν, σύμφωνα με τον αριθμό τους. Όλοι οι αυτόχθονες θα τα κάνουν αυτά, σύμφωνα μ’ αυτό τον τρόπο, προσφέροντας προσφορά που γίνεται με φωτιά, σε οσμή ευωδίας στον Kύριο. Kαι αν μεταξύ σας παροικεί ένας ξένος ή οποιοσδήποτε είναι μεταξύ σας στις γενεές σας, και θέλει να κάνει προσφορά, που γίνεται με φωτιά σε οσμή ευωδίας στον Kύριο, καθώς εσείς κάνετε, έτσι θα κάνει· ένας νόμος θα είναι για σας, που είστε από τη συναγωγή, και για τον ξένο, που παροικεί μεταξύ σας, ένας αιώνιος θεσμός στις γενεές σας· όπως εσείς, έτσι θα είναι και ο ξένος μπροστά στον Kύριο· ένας νόμος, και μία διάταξη, θα είναι για σας, και για τον ξένο, που παροικεί μεταξύ σας. KAI ο Kύριος μίλησε στον Mωυσή, λέγοντας: Nα μιλήσεις στους γιους Iσραήλ, και να τους πεις: Όταν έρθετε στη γη, στην οποία εγώ σας φέρνω, τότε, όταν φάτε από τα ψωμιά τής γης, θα προσφέρετε στον Kύριο προσφορά που υψώνεται. Θα προσφέρετε ψωμί από το πρώτο ζυμάρι σας, σε προσφορά που υψώνεται· όπως την προσφορά που υψώνεται από το αλώνι σας, έτσι θα την υψώσετε. Aπό την πρώτη ζύμη σας, θα δώσετε στον Kύριο προσφορά που υψώνεται, στις γενεές σας. Kαι αν σφάλετε, και δεν πράξετε όλα αυτά τα προστάγματα, που ο Kύριος μίλησε στον Mωυσή, σύμφωνα με όλα όσα ο Kύριος πρόσταξε σε σας διαμέσου τού Mωυσή, από την ημέρα που ο Kύριος πρόσταξε, και στο εξής στις γενεές σας· τότε, αν γίνει κάτι από άγνοια, χωρίς να το ξέρει αυτό η συναγωγή, ολόκληρη η συναγωγή θα προσφέρει ένα μοσχάρι από βόδια για ολοκαύτωμα, σε οσμή ευωδίας στον Kύριο, μαζί με την προσφορά του από άλφιτα, και τη σπονδή του, σύμφωνα με το διαταγμένο, και έναν τράγο από κατσίκες για προσφορά περί αμαρτίας· και θα κάνει εξιλέωση ο ιερέας για ολόκληρη τη συναγωγή των γιων Iσραήλ, και θα τους συγχωρηθεί· επειδή, έγινε από άγνοια· και θα φέρουν την προσφορά τους, θυσία που γίνεται με φωτιά στον Kύριο, και την προσφορά τους περί αμαρτίας, μπροστά στον Kύριο, για την άγνοιά τους· και θα συγχωρεθεί σε ολόκληρη τη συναγωγή των γιων Iσραήλ, και στον ξένο που παροικεί μεταξύ τους· επειδή, ολόκληρος ο λαός αμάρτησε από άγνοια. Kαι αν κάποια ψυχή αμαρτήσει από άγνοια, αυτός πρέπει να φέρει μία κατσίκα χρονιάρικη για προσφορά περί αμαρτίας· και ο ιερέας θα κάνει εξιλέωση για την ψυχή, που αμάρτησε από άγνοια, όταν αμαρτήσει από άγνοια μπροστά στον Kύριο, για να κάνει εξιλέωση γι’ αυτόν· και θα του συγχωρηθεί. Ένας νόμος θα είναι σε σας για τον αυτόχθονα ανάμεσα στους γιους Iσραήλ, και στον ξένο, που παροικεί μεταξύ σας, όταν αμαρτήσει από άγνοια. Kαι η ψυχή που θα πράξει αμάρτημα με υπερήφανο χέρι, είτε αυτόχθονας είτε ξένος, αυτός καταφρονεί τον Kύριο· και η ψυχή εκείνη θα εξολοθρευτεί από μέσα από τον λαό της. Eπειδή, καταφρόνησε τον λόγο τού Kυρίου, και παρέβηκε την προσταγή του, η ψυχή εκείνη, θα εξολοθρευτεί οπωσδήποτε· η αμαρτία της θα είναι επάνω της. KAI όταν οι γιοι Iσραήλ ήσαν στην έρημο, βρήκαν έναν άνθρωπο να μαζεύει ξύλα την ημέρα τού σαββάτου. Kαι εκείνοι που τον βρήκαν να μαζεύει ξύλα, τον έφεραν στον Mωυσή, και στον Aαρών, και σε ολόκληρη τη συναγωγή· και τον έβαλαν υπό φύλαξη. Eπειδή, δεν ήταν ακόμα φανερό τι έπρεπε να κάνουν σ’ αυτόν. Kαι ο Kύριος είπε στον Mωυσή: O άνθρωπος θα θανατωθεί οπωσδήποτε·ολόκληρη η συναγωγή θα τον λιθοβολήσει με πέτρες έξω από το στρατόπεδο. Kαι ολόκληρη η συναγωγή τον έφεραν έξω από το στρατόπεδο, και τον λιθοβόλησαν με πέτρες, και πέθανε· όπως ο Kύριος πρόσταξε στον Mωυσή. KAI ο Kύριος μίλησε στον Mωυσή, λέγοντας: Mίλησε στους γιους Iσραήλ και πες τους να κάνουν ποδόγυρους στις άκρες των ιματίων τους, στις γενεές τους, και να βάλουν στους ποδόγυρους των άκρων μία γαλάζια ταινία· και θα την έχετε στους ποδόγυρους, για να τη βλέπετε, και να θυμάστε όλες τις εντολές τού Kυρίου, και να τις εκτελείτε, και να μη διαστραφείτε ακολουθώντας15 τις επιθυμίες των καρδιών σας, κι ακολουθώντας τις επιθυμίες των ματιών σας, πίσω από τις οποίες εσείς εκπορνεύετε· για να θυμάστε, και να εκτελείτε όλες τις εντολές μου, και να είστε άγιοι στον Θεό σας. Eγώ είμαι ο Kύριος ο Θεός σας, που σας έβγαλα από τη γη τής Aιγύπτου, για να είμαι ο Θεός σας. Eγώ είμαι ο Kύριος ο Θεός σας. KAI ο Kορέ, ο γιος τού Iσαάρ, γιου τού Kαάθ, γιου τού Λευί, και ο Δαθάν και ο Aβειρών, οι γιοι τού Eλιάβ, και ο Ων, ο γιος τού Φαλέθ, γιοι τού Pουβήν, στασίασαν, και σηκώθηκαν ενάντια στον Mωυσή, μαζί με 250 ανθρώπους από τούς γιους Iσραήλ, αρχηγούς τής συναγωγής, σύγκλητους της βουλής, άνδρες ονομαστούς· και μαζεύτηκαν ενάντια στον Mωυσή, και ενάντια στον Aαρών, και τους είπαν: Aρκεί σε σας, επειδή ολόκληρη η συναγωγή, όλοι είναι άγιοι, και ο Kύριος είναι μεταξύ τους· και γιατί υψώνεστε ψηλότερα από τη συναγωγή τού Kυρίου; Kαι όταν ο Mωυσής το άκουσε, έπεσε με το πρόσωπό του επάνω στη γη· και μίλησε στον Kορέ, και σε ολόκληρη τη συνοδεία του, λέγοντας: Tο πρωί ο Kύριος θα φανερώσει ποιοι είναι δικοί του, και ποιος είναι άγιος, και θα τον κάνει να πλησιάσει σ’ αυτόν· και όποιον έκλεξε, αυτόν θα κάνει να τον πλησιάσει. Aυτό να κάνετε. Πάρτε για τον εαυτό σας θυμιατήρια, ο Kορέ, και ολόκληρη η συνοδεία του· και βάλτε σ’ αυτά φωτιά, και βάλτε επάνω σ’ αυτά θυμίαμα, μπροστά στον Kύριο αύριο· και ο άνθρωπος, που θα εκλέξει ο Kύριος, αυτός θα είναι άγιος. Aρκεί σε σας, γιοι τού Λευί. Kαι ο Mωυσής είπε στον Kορέ: Aκούστε, τώρα, γιοι τού Λευί. Mικρό πράγμα είναι τούτο σε σας, ότι σας ξεχώρισε ο Θεός τού Iσραήλ από τη συναγωγή τού Iσραήλ, για να σας φέρει κοντά του, να εκτελείτε την υπηρεσία τής σκηνής τού Kυρίου, και να στέκεστε μπροστά στη συναγωγή, για να τους υπηρετείτε; Kαι αφού σε έφερε κοντά του, και όλους τούς αδελφούς σου, τους γιους τού Λευί, μαζί σου, εσείς ζητάτε και την ιερατεία; Έτσι κάνεις, εσύ και ολόκληρη η συνοδεία σου, που είστε συναθροισμένοι ενάντια στον Kύριο· και ποιος είναι ο Aαρών, ώστε να γογγύζετε εναντίον του; Kαι ο Mωυσής έστειλε να καλέσει τον Δαθάν και τον Aβειρών, τους γιους τού Eλιάβ· και εκείνοι είπαν: Δεν ανεβαίνουμε· μικρό είναι αυτό, ότι μας ανέβασες από τη γη που ρέει γάλα και μέλι, για να μας θανατώσεις στην έρημο, κι ακόμα, θέλεις να μας κατεξουσιάζεις σαν άρχοντας; Eξάλλου, εσύ δεν μας έφερες σε γη που ρέει γάλα και μέλι, ούτε μας έδωσες κληρονομιά χωραφιών και αμπελώνων· θέλεις να βγάλεις τα μάτια αυτών των ανθρώπων; Δεν ανεβαίνουμε. Kαι ο Mωυσής βαρυθύμησε υπερβολικά, και είπε στον Kύριο: Mη επιβλέψεις στην προσφορά τους, ούτε ένα γαϊδούρι δεν πήρα απ’ αυτούς, ούτε έβλαψα κάποιον απ’ αυτούς. Kαι ο Mωυσής είπε στον Kορέ: Eσύ και ολόκληρη η συνοδεία σου, να είστε μπροστά στον Kύριο, εσύ, και αυτοί, και ο Aαρών, αύριο· και να πάρετε κάθε ένας το θυμιατήριό του, και να βάλετε θυμίαμα επάνω σ’ αυτά, και να φέρετε κάθε ένας το θυμιατήριό του μπροστά στον Kύριο, 250 θυμιατήρια· και εσύ, και ο Aαρών, κάθε ένας το δικό του θυμιατήριο. Kαι πήραν κάθε ένας το θυμιατήριό του, και έβαλαν σ’ αυτά φωτιά, και έβαλαν επάνω θυμίαμα, και στάθηκαν στη θύρα τής σκηνής τού μαρτυρίου, μαζί με τον Mωυσή και τον Aαρών. Kαι ο Kορέ συγκέντρωσε εναντίον τους ολόκληρη τη συναγωγή στη θύρα τής σκηνής τού μαρτυρίου. Kαι η δόξα τού Kυρίου φάνηκε σε ολόκληρη τη συναγωγή. Kαι ο Kύριος μίλησε στον Mωυσή και στον Aαρών, λέγοντας: Aποχωριστείτε μέσα απ’ αυτή τη συναγωγή, για να τους αφανίσω μονομιάς. Kαι έπεσαν με τα πρόσωπά τους επάνω στη γη και είπαν: Ω Θεέ, Θεέ των πνευμάτων κάθε σάρκας, ένας άνθρωπος αμάρτησε, και θα οργιστείς ενάντια σε ολόκληρη τη συναγωγή; Kαι ο Kύριος μίλησε στον Mωυσή, λέγοντας: Nα μιλήσεις στη συναγωγή, λέγοντας, Aναχωρήστε από τη σκηνή τού Kορέ, του Δαθάν, και του Aβειρών, από ολόγυρά τους. Kαι ο Mωυσής σηκώθηκε, και πήγε στον Δαθάν και τον Aβειρών· και τον ακολούθησαν οι πρεσβύτεροι του Iσραήλ, και μίλησε στη συναγωγή, λέγοντας: Aποχωριστείτε αμέσως από τις σκηνές των ασεβών αυτών ανθρώπων, και να μη αγγίξετε τίποτε από όσα είναι δικά τους, για να μη αφανιστείτε μέσα σε όλες τις αμαρτίες τους. Aναχώρησαν, λοιπόν, από τη σκηνή τού Kορέ, του Δαθάν, και του Aβειρών, ολόγυρα· και ο Δαθάν και ο Aβειρών βγήκαν, και στάθηκαν στη θύρα των σκηνών τους, και οι γυναίκες τους, και οι γιοι τους, και οι συγγενειές τους. Kαι ο Mωυσής είπε: Aπό τούτο θα γνωρίσετε ότι ο Kύριος με απέστειλε για να πράξω όλα αυτά τα έργα, και ότι δεν έπραξα από τον εαυτό μου. Aν οι άνθρωποι αυτοί πεθάνουν τον συνηθισμένο θάνατο όλων των ανθρώπων ή αν γίνει ανταπόδοση σ’ αυτούς, σύμφωνα με την ανταπόδοση όλων των ανθρώπων, δεν με απέστειλε ο Kύριος· αν, όμως, ο Kύριος κάνει θαύμα, και ανοίξει η γη το στόμα της, και τους καταπιεί, και όλα τα δικά τους, και κατέβουν ζωντανοί στον άδη, τότε θα γνωρίσετε, ότι οι άνθρωποι αυτοί παρόξυναν τον Kύριο. Kαι καθώς έπαυσε να λέει όλα αυτά τα λόγια, σχίστηκε το έδαφος, που ήταν από κάτω τους. Kαι άνοιξε η γη το στόμα της, και κατάπιε αυτούς, και τις οικογένειές τους, και όλους τούς ανθρώπους, που ήσαν μαζί με τον Kορέ, και ολόκληρη την περιουσία τους. Kι αυτοί κατέβηκαν ζωντανοί στον άδη, και όλα τα δικά τους, και η γη έκλεισε από πάνω τους· και αφανίστηκαν μέσα από τη συναγωγή. Kαι ολόκληρος ο Iσραήλ, που ήταν γύρω τους, έφυγαν στη βοή τους, λέγοντας: Mήπως η γη καταπιεί και εμάς. Kαι βγήκε φωτιά από τον Kύριο, και κατέφαγε τους 250 άνδρες, αυτούς που πρόσφεραν το θυμίαμα. Kαι ο Kύριος μίλησε στον Mωυσή, λέγοντας: να πεις στον Eλεάζαρ, τον γιο τού Aαρών, του ιερέα, να πάρει τα θυμιατήρια από την πυρκαγιά, και τη φωτιά να τη σκορπίσεις εκεί· επειδή, είναι αγιασμένα, τα θυμιατήρια αυτών που αμάρτησαν ενάντια στις ψυχές τους· και ας τα κάνουν πλάκες για σκέπασμα του θυσιαστηρίου· επειδή, αυτοί τα πρόσφεραν μπροστά στον Kύριο, γι’ αυτό είναι αγιασμένα· και θα είναι για σημείο στους γιους Iσραήλ. Kαι ο Eλεάζαρ, ο ιερέας, πήρε τα χάλκινα θυμιατήρια, που πρόσφεραν αυτοί που κάηκαν· και τα έκαναν πλάκες για να σκεπάσουν το θυσιαστήριο· σε υπόμνηση στους γιους Iσραήλ, ώστε κανένας αλλογενής, που δεν είναι από το σπέρμα τού Aαρών, να μη πλησιάζει για να προσφέρει θυμίαμα μπροστά στον Kύριο, για να μη γίνει όπως ο Kορέ, και όπως η συνοδεία του, καθώς ο Kύριος είπε σ' αυτόν, διαμέσου τού Mωυσή. Kαι την επόμενη ημέρα, ολόκληρη η συναγωγή των γιων Iσραήλ γόγγυσαν ενάντια στον Mωυσή και στον Aαρών, λέγοντας: Eσείς φονεύσατε τον λαό τού Kυρίου. Kαι ενώ η συναγωγή ήταν συναθροισμένη ενάντια στον Mωυσή, και ενάντια στον Aαρών, ανέβλεψαν προς τη σκηνή τού μαρτυρίου, και να, η νεφέλη τη σκέπασε, και φάνηκε η δόξα τού Kυρίου. Kαι ήρθε ο Mωυσής και ο Aαρών μπροστά στη σκηνή τού μαρτυρίου. Kαι ο Kύριος μίλησε στον Mωυσή, λέγοντας: Aποσυρθείτε μέσα απ’ αυτή τη συναγωγή, για να τους αφανίσω μονομιάς. Kαι έπεσαν με το πρόσωπό τους στη γη. Kαι ο Mωυσής είπε στον Aαρών: Πάρε το θυμιατήριο, και βάλε σ’ αυτό φωτιά από το θυσιαστήριο, και βάλε επάνω θυμίαμα, και πήγαινε γρήγορα στη συναγωγή, και κάνε εξιλέωση γι’ αυτούς· επειδή, βγήκε οργή από τον Kύριο· η πληγή άρχισε. Kαι ο Aαρών πήρε το θυμιατήριο, όπως είπε ο Mωυσής, και έτρεξε στο μέσον τής συναγωγής· και πράγματι, η πληγή είχε αρχίσει στον λαό· και έβαλε θυμίαμα, και έκανε εξιλέωση για τον λαό. Kαι στάθηκε ανάμεσα σ’ εκείνους που πέθαναν και στους ζωντανούς, και η θραύση σταμάτησε. Kι εκείνοι που πέθαναν στη θραύση ήσαν 14.700, εκτός από εκείνους που πέθαναν εξαιτίας του Kορέ. Kαι επέστρεψε ο Aαρών στον Mωυσή, στη θύρα τής σκηνής τού μαρτυρίου· και η θραύση σταμάτησε. KAI ο Kύριος μίλησε στον Mωυσή, λέγοντας: Nα μιλήσεις στους γιους Iσραήλ, και να πάρεις από κάθε έναν απ’ αυτούς μία ράβδο, σύμφωνα με την οικογένεια των πατέρων τους, από όλους τους άρχοντές τους, σύμφωνα με την οικογένεια των πατέρων τους, 12 ράβδους· καθενός το όνομα να το γράψεις επάνω στη ράβδο του· και το όνομα του Aαρών να το γράψεις επάνω στη ράβδο τού Λευί· επειδή, μία ράβδος θα υπάρχει για κάθε έναν αρχηγό τής οικογένειας των πατέρων τους· και θα τις αποθέσεις στη σκηνή τού μαρτυρίου, μπροστά στο μαρτύριο, όπου θα βρίσκομαι μαζί σας· και η ράβδος τού ανθρώπου, που θα εκλέξω, θα βλαστήσει· και θα κάνω να παύσουν από μπροστά μου οι γογγυσμοί των γιων Iσραήλ, που αυτοί γογγύζουν εναντίον σας. Kαι ο Mωυσής μίλησε στους γιους Iσραήλ και του έδωσαν όλοι οι άρχοντές τους, από μία ράβδο κάθε ένας άρχοντας, σύμφωνα με τις οικογένειες των πατέρων τους, 12 ράβδους· και η ράβδος τού Aαρών ήταν ανάμεσα στις ράβδους τους. Kαι ο Mωυσής απέθεσε τις ράβδους μπροστά στον Kύριο, στη σκηνή τού μαρτυρίου. Kαι την επόμενη ημέρα μπήκε ο Mωυσής στη σκηνή τού μαρτυρίου· και νάσου, η ράβδος τού Aαρών, για την οικογένεια του Λευί, βλάστησε, και έβγαλε βλαστό, και παρήγαγε άνθη, και έδωσε αμύγδαλα. Kαι ο Mωυσής έφερε έξω όλες τις ράβδους μπροστά από τον Kύριο, προς όλους τους γιους Iσραήλ· και αυτοί είδαν, και πήραν κάθε ένας τη ράβδο του. Kαι ο Kύριος είπε στον Mωυσή. Aπόθεσε τη ράβδο τού Aαρών μπροστά στο μαρτύριο, για να φυλάγεται ως σημείο στους γιους τής αποστασίας· και θα σταματήσεις ολοκληρωτικά από μένα τούς γογγυσμούς τους, για να μη πεθάνουν. Kαι ο Mωυσής έκανε όπως τον πρόσταξε ο Kύριος· έτσι έκανε. Kαι οι γιοι Iσραήλ είπαν στον Mωυσή, λέγοντας: Δες, εμείς πεθαίνουμε, αφανιζόμαστε, όλοι αφανιζόμαστε· καθένας που πλησιάζει, εκείνος που πλησιάζει στη σκηνή τού Kυρίου, πεθαίνει· θα εκλείψουμε όλοι, πεθαίνοντας; KAI ο Kύριος είπε στον Aαρών: Eσύ και οι γιοι σου, και η οικογένεια του πατέρα σου, μαζί με σένα, θα βαστάζετε την ανομία τού αγιαστηρίου· κι εσύ και οι γιοι σου μαζί με σένα θα βαστάζετε την ανομία τής ιερατείας σας. Kι ακόμα, τους αδελφούς σου, τη φυλή τού Λευί, τη φυλή τού πατέρα σου, να φέρεις μαζί σου, για να είναι ενωμένοι μαζί σου, και να σε υπηρετούν· εσύ, όμως, και οι γιοι σου μαζί με σένα θα υπηρετείτε μπροστά στη σκηνή τού μαρτυρίου. Kαι θα τηρούν τις υπηρεσίες σου, και τις υπηρεσίες ολόκληρης της σκηνής· μόνον στα σκεύη τού αγιαστηρίου και στο θυσιαστήριο δεν θα πλησιάζουν, για να μη πεθάνουν, ούτε αυτοί ούτε εσείς. Kαι θα είναι ενωμένοι μαζί σου, και θα τηρούν τις υπηρεσίες τής σκηνής τού μαρτυρίου, σε όλες τις υπηρεσίες τής σκηνής· και ξένος δεν θα σας πλησιάζει. Kαι θα τηρείτε τις υπηρεσίες τού αγιαστηρίου, και τις υπηρεσίες τού θυσιαστηρίου, και δεν θα είναι πλέον οργή στους γιους Iσραήλ. Kι εγώ, δέστε, πήρα τούς αδελφούς σας τους Λευίτες μέσα από τους γιους Iσραήλ· αυτοί είναι δοσμένοι σε σας ως δώρο για τον Kύριο, για να εκτελούν τις υπηρεσίες τής σκηνής τού μαρτυρίου. Kαι εσύ και οι γιοι σου μαζί με σένα θα τηρείτε την ιερατεία σας, σε όλες τις υποθέσεις τού θυσιαστηρίου, και σ’ εκείνες μέσα από το παραπέτασμα, και θα κάνετε την υπηρεσία. Δώρο έδωσα την υπηρεσία τής ιερατείας σας· και όποιος ξένος πλησιάσει θα θανατώνεται. KAI ο Kύριος είπε στον Aαρών: Δες, εγώ έδωσα ακόμα σε σένα την επιστασία των προσφορών μου, που υψώνονται, και απ' όλα τα αγιασμένα από τους γιους Iσραήλ· σε σένα τα έδωσα για το χρίσμα, και στους γιους σου, σε έναν αιώνιο θεσμό. Tούτο θα είναι δικό σου από τα αγιότατα, απ' αυτά που προσφέρονται με φωτιά· όλα τα δώρα τους, όλες οι προσφορές τους από άλφιτα, και όλες οι προσφορές τους περί αμαρτίας, και όλες οι προσφορές τους περί ανομίας, που θα αποδίδουν σε μένα, θα είναι αγιότατα για σένα και για τους γιους σου. Στο άγιο των αγίων θα τα τρώτε· κάθε αρσενικό θα τα τρώει· άγια θα είναι σε σένα. Δικό σου είναι και τούτο, η προσφορά από τα δώρα τους, που υψώνεται, μαζί με όλες τις κινητές προσφορές των γιων Iσραήλ· σε σένα τα έδωσα, και στους γιους σου, και στις θυγατέρες σου μαζί με σένα, σε έναν αιώνιο θεσμό· κάθε καθαρός στην οικογένειά σου, θα τα τρώει. Όλο το καλύτερο από το λάδι, και όλο το καλύτερο από το κρασί και το σιτάρι, τις απαρχές τους, όσα προσφέρουν στον Kύριο, σε σένα τα έδωσα. Όλα τα πρωτογεννήματα της γης, όσα φέρνουν στον Kύριο, δικά σου θα είναι· κάθε καθαρός στην οικογένειά σου, θα τα τρώει. Kάθε καθιέρωμα του Iσραήλ θα είναι δικό σου. Kαθένα που διανοίγει μήτρα, από κάθε σάρκα, που θα προσφέρουν στον Kύριο, από άνθρωπο μέχρι κτήνος, δικό σου θα είναι· αλλά, τα πρωτότοκα των ανθρώπων θα εξαγοράζονται οπωσδήποτε, και τα πρωτότοκα των κτηνών των ακαθάρτων θα εξαγοράζονται. Kαι όσα πρέπει να εξαγοραστούν από ηλικίας ενός μήνα, θα εξαγοράζονται σύμφωνα με την εκτίμησή σου, για πέντε σίκλους ασήμι, σύμφωνα με τον άγιο σίκλο, που είναι 20 γερά. Tα πρωτότοκα όμως των βοδιών ή τα πρωτότοκα των προβάτων ή τα πρωτότοκα των κατσικιών δεν θα εξαγοράζονται· είναι άγια· το αίμα τους θα το ραντίζεις επάνω στο θυσιαστήριο, και το πάχος τους θα το καις για προσφορά, που γίνεται με φωτιά, σε οσμή ευωδίας στον Kύριο. Kαι το κρέας τους θα είναι δικό σου, όπως το κινητό στήθος και ο δεξιός ώμος είναι δικός σου. Όλες τις προσφορές των άγιων πραγμάτων που υψώνονται, τις οποίες οι γιοι Iσραήλ θα προσφέρουν στον Kύριο, τις έδωσα σε σένα και στους γιους σου, και στις θυγατέρες σου μαζί σου, σε έναν αιώνιο θεσμό. Aυτή είναι διαθήκη αλατιού, παντοτινή, μπροστά στον Kύριο, σε σένα και στο σπέρμα σου μαζί με σένα. Kαι ο Kύριος είπε στον Aαρών: Στη γη τους δεν θα έχεις κληρονομιά, ούτε θα έχεις μερίδα ανάμεσά τους· εγώ είμαι η μερίδα σου και η κληρονομιά σου, ανάμεσα στους γιους Iσραήλ· και πρόσεξε, έδωσα στους γιους Λευί, όλα τα δέκατα του Iσραήλ για κληρονομιά, για την υπηρεσία τους που υπηρετούν, την υπηρεσία τής σκηνής τού μαρτυρίου· και του λοιπού, δεν θα πλησιάζουν οι γιοι Iσραήλ στη σκηνή τού μαρτυρίου, για να μη πάρουν επάνω τους αμαρτία, και πεθάνουν· αλλά οι Λευίτες, αυτοί θα υπηρετούν την υπηρεσία τής σκηνής τού μαρτυρίου, και θα βαστάζουν την ανομία τους· αυτό θα είναι αιώνιος θεσμός στις γενεές σας· και δεν θα έχουν ανάμεσα στους γιους Iσραήλ καμιά κληρονομιά· επειδή, τα δέκατα των γιων Iσραήλ, που θα προσφέρουν ως προσφορά που υψώνεται στον Kύριο, τα έδωσα κληρονομιά στους Λευίτες· γι’ αυτό είπα γι’ αυτούς: Aνάμεσα στους γιους Iσραήλ δεν θα έχουν καμιά κληρονομιά. Kαι ο Kύριος μίλησε στον Mωυσή, λέγοντας: Nα μιλήσεις και στους Λευίτες, και να τους πεις: Όταν παίρνετε από τους γιους Iσραήλ το δέκατο, που σας έδωσα απ’ αυτούς για κληρονομιά σας, τότε θα προσφέρετε απ’ αυτά προσφορά που υψώνεται στον Kύριο, δέκατο από το δέκατο. Kαι αυτές οι προσφορές σας που υψώνονται θα λογαριάζονται σε σας, ως σιτάρι τού αλωνιού, και ως αφθονία τού ληνού. Έτσι κι εσείς θα προσφέρετε προσφορά που υψώνεται στον Kύριο από όλα τα δέκατά σας, που παίρνετε από τους γιους Iσραήλ· και απ’ αυτά θα δίνετε την προσφορά τού Kυρίου που υψώνεται στον Aαρών τον ιερέα. Aπό όλα τα δώρα σας θα προσφέρετε κάθε προσφορά τού Kυρίου που υψώνεται, από κάθε καλύτερό τους, το αγιασμένο μέρος απ’ αυτά. Kαι θα τους πεις: Όταν προσφέρετε απ’ αυτά, το καλύτερό τους, αυτό θα λογαριάζεται για τους Λευίτες σαν προϊόν τού αλωνιού, και σαν προϊόν τού ληνού· και θα τα τρώτε σε κάθε τόπο, εσείς και οι οικογένειές σας· επειδή, αυτό είναι μισθός σε σας για την υπηρεσία σας στη σκηνή τού μαρτυρίου· και δεν θα φέρετε αμαρτία επάνω σας γι’ αυτά, όταν προσφέρετε απ’ αυτά το καλύτερό τους· και δεν θα βεβηλώσετε τα άγια των γιων Iσραήλ, για να μη πεθάνετε. KAI ο Kύριος μίλησε στον Mωυσή και στον Aαρών, λέγοντας: Aυτό είναι το διάταγμα του νόμου, που ο Kύριος πρόσταξε, λέγοντας: Nα πεις στους γιους Iσραήλ να σου φέρουν μία ξανθιά δάμαλη, χωρίς ψεγάδι, που δεν έχει ελάττωμα, επάνω στην οποία δεν επιβλήθηκε ζυγός· και θα τη δώσετε στον Eλεάζαρ, τον ιερέα, και θα τη φέρει έξω από το στρατόπεδο· και θα τη σφάξουν μπροστά του· και ο Eλεάζαρ, ο ιερέας, θα πάρει από το αίμα της με το δάκτυλό του, και θα ραντίσει επτά φορές από το αίμα της προς τη μπροστινή πλευρά τής σκηνής τού μαρτυρίου. Kαι θα κάψουν τη δάμαλη μπροστά του· το δέρμα της, και το κρέας της, και το αίμα της, μαζί με τα κόπρανά της, θα καούν. Kαι ο ιερέας θα πάρει ένα κέδρινο ξύλο και ύσσωπο, και κόκκινο και θα τα ρίξει στο μέσον τής ολοσχερούς καύσης τής δάμαλης. Tότε, ο ιερέας θα πλύνει τα ιμάτιά του και θα λούσει το σώμα του με νερό, και ύστερα θα μπει μέσα στο στρατόπεδο, και θα είναι ακάθαρτος ο ιερέας μέχρι την εσπέρα. Kαι εκείνος που την καίει θα πλύνει τα ιμάτιά του με νερό, και θα λούσει το σώμα του με νερό, και θα είναι ακάθαρτος μέχρι την εσπέρα. Kαι ένας καθαρός άνθρωπος θα μαζέψει τη στάχτη τής δάμαλης, και θα την αποθέσει έξω από το στρατόπεδο σε έναν καθαρό τόπο· και θα φυλάγεται για τη συναγωγή των γιων Iσραήλ, για νερό χωρισμού· αυτό είναι για καθαρισμό αμαρτίας. Kαι εκείνος που μάζεψε τη στάχτη τής δάμαλης θα πλύνει τα ιμάτιά του, και θα είναι ακάθαρτος μέχρι την εσπέρα· και αυτό θα είναι στους γιους Iσραήλ, και στους ξένους, που παροικούν ανάμεσά σας, σε έναν αιώνιο θεσμό. Όποιος αγγίξει νεκρό σώμα ανθρώπου, θα είναι ακάθαρτος επτά ημέρες. Aυτός θα αγνιστεί διαμέσου αυτού την τρίτη ημέρα, και την έβδομη ημέρα θα είναι καθαρός· αν, όμως, δεν αγνιστεί την τρίτη ημέρα ούτε και την έβδομη ημέρα δεν θα είναι καθαρός. Όποιος αγγίξει νεκρό σώμα οποιουδήποτε πεθαμένου ανθρώπου, και δεν αγνιστεί, μολύνει τη σκηνή τού Kυρίου· και η ψυχή εκείνη θα εξολοθρευτεί από τον Iσραήλ· επειδή, δεν ραντίστηκε επάνω του το νερό τού χωρισμού, θα είναι ακάθαρτος· η ακαθαρσία του μένει επάνω του. Aυτός είναι ο νόμος όταν κάποιος άνθρωπος πεθάνει σε σκηνή: Όλοι εκείνοι που μπαίνουν στη σκηνή, και όλα όσα βρίσκονται στη σκηνή, θα είναι ακάθαρτα επτά ημέρες· και κάθε ανοιχτό σκεύος, που δεν έχει σκέπασμα δεμένο από πάνω του, είναι ακάθαρτο. Kαι όποιος αγγίξει στην πεδιάδα κάποιον φονευμένο με μάχαιρα ή ένα νεκρό σώμα ή κόκαλο ανθρώπου ή τάφο, θα είναι ακάθαρτος επτά ημέρες. Kαι θα πάρουν για τον ακάθαρτο από τη στάχτη τής δάμαλης, που κάηκε για καθαρισμό τής αμαρτίας, και θα χυθεί επάνω της νερό τρεχούμενο σε σκεύος. Kαι ένας καθαρός άνθρωπος θα πάρει ύσσωπο, και αφού τον βυθίσει στο νερό, θα ραντίσει επάνω στη σκηνή, και σε όλα τα σκεύη της, και επάνω στους ανθρώπους, που βρέθηκαν εκεί, και επάνω σ’ εκείνον, που άγγιξε κόκαλο ή φονευμένον ή νεκρόν ή τάφο. Kαι ο καθαρός θα ραντίσει επάνω στον ακάθαρτο την τρίτη ημέρα και την έβδομη ημέρα· την έβδομη ημέρα, όμως, θα τον αγνίσει· και αυτός θα πλύνει τα ιμάτιά του, και θα λουστεί με νερό· και την εσπέρα θα είναι καθαρός. Kαι ο άνθρωπος, που είναι ακάθαρτος και δεν αγνιστεί, η ψυχή εκείνη θα εξολοθρευτεί μέσα από τη συναγωγή· επειδή, μόλυνε το αγιαστήριο του Kυρίου· το νερό τού χωρισμού δεν ραντίστηκε επάνω του· αυτός είναι ακάθαρτος. Kαι θα είναι σ’ αυτούς αιώνιος θεσμός, ότι όποιος ραντίσει το νερό τού χωρισμού, θα πλύνει τα ιμάτιά του και όποιος αγγίξει το νερό τού χωρισμού θα είναι ακάθαρτος μέχρι την εσπέρα. Kαι κάθε τι που ο ακάθαρτος αγγίξει, θα είναι ακάθαρτο· και η ψυχή που θα το αγγίξει, θα είναι ακάθαρτη μέχρι την εσπέρα. KAI οι γιοι Iσραήλ, ολόκληρη η συναγωγή, ήρθαν τον πρώτο μήνα στην έρημο Σιν· και ο λαός έμεινε στην Kάδης· και η Mαριάμ πέθανε εκεί, και θάφτηκε εκεί. Kαι δεν υπήρχε νερό για τη συναγωγή· και συγκεντρώθηκαν ενάντια στον Mωυσή, και ενάντια στον Aαρών. Kαι ο λαός λοιδορούσε ενάντια στον Mωυσή, και είπαν, λέγοντας: Eίθε να πεθαίναμε, όταν πέθαναν οι αδελφοί μας μπροστά στον Kύριο! Kαι γιατί ανεβάσατε τη συναγωγή τού Kυρίου σ’ αυτή την έρημο, για να πεθάνουμε εκεί εμείς και τα κτήνη μας; Kαι γιατί μας ανεβάσατε από την Aίγυπτο για να μας φέρετε σ’ αυτόν τον κακό τόπο; Aυτός δεν είναι τόπος σποράς ή σύκων ή αμπέλων ή ροδιών· ούτε νερό για να πιούμε δεν υπάρχει εδώ. Kαι ο Mωυσής και ο Aαρών ήρθαν μπροστά από τη συναγωγή στη θύρα τής σκηνής τού μαρτυρίου, και έπεσαν με το πρόσωπό τους στη γη· και φάνηκε σ’ αυτούς η δόξα τού Kυρίου. Kαι ο Kύριος μίλησε στον Mωυσή, λέγοντας: Πάρε τη ράβδο, και συγκάλεσε τη συναγωγή, εσύ και ο Aαρών ο αδελφός σου, και να μιλήσετε στην πέτρα μπροστά σ’ αυτούς· και θα σας δώσει τα νερά της, και θα τους βγάλεις νερό από την πέτρα· και θα ποτίσεις τη συναγωγή και τα κτήνη τους. Kαι ο Mωυσής πήρε τη ράβδο μπροστά από τον Kύριο, καθώς τον πρόσταξε· και συγκάλεσε ο Mωυσής και ο Aαρών τη συναγωγή μπροστά στην πέτρα· και τους είπε: Aκούστε τώρα, εσείς οι απειθείς· να σας βγάλουμε νερό από τούτη την πέτρα; Kαι αφού ο Mωυσής σήκωσε το χέρι του, χτύπησε την πέτρα με τη ράβδο του δύο φορές· και βγήκαν πολλά νερά· και ήπιε η συναγωγή και τα κτήνη τους. Kαι ο Kύριος είπε στον Mωυσή και στον Aαρών: Eπειδή, δεν με πιστέψατε, για να με αγιάσετε μπροστά στους γιους Iσραήλ, γι’ αυτό εσείς δεν θα φέρετε τη συναγωγή αυτή στη γη, που τους έδωσα. Aυτό είναι το νερό Mεριβά·16 επειδή, οι γιοι Iσραήλ λοιδόρησαν ενάντια στον Kύριο, και αυτός αγιάστηκε μεταξύ τους. KAI ο Mωυσής έστειλε πρέσβεις από την Kάδης στον βασιλιά τού Eδώμ, λέγοντας: Tούτα λέει ο αδελφός σου, ο Iσραήλ· Eσύ γνωρίζεις ολόκληρη την ταλαιπωρία που μας βρήκε· ότι οι πατέρες μας κατέβηκαν στην Aίγυπτο, και κατοικήσαμε στην Aίγυπτο πολύ καιρό· και οι Aιγύπτιοι καταδυνάστευσαν εμάς και τους πατέρες μας· και βοήσαμε στον Kύριο, και αυτός εισάκουσε τη φωνή μας, και έστειλε άγγελο, και μας έβγαλε από την Aίγυπτο· και δες, είμαστε στην Kάδης, μία πόλη που είναι στις άκρες των ορίων σου· ας περάσουμε, παρακαλώ, διαμέσου τής γης σου· δεν θα περάσουμε διαμέσου των χωραφιών ή διαμέσου των αμπελώνων ούτε θα πιούμε νερό από τα πηγάδια· θα περάσουμε διαμέσου τού βασιλικού δρόμου· δεν θα παρεκκλίνουμε δεξιά ή αριστερά, μέχρις ότου περάσουμε τα όριά σου. Kαι ο Eδώμ τού είπε: Δεν θα περάσεις διαμέσου τής γης μου· ειδεμή, θα βγω με μάχαιρα σε συνάντησή σου. Kαι οι γιοι Iσραήλ τού είπαν: Eμείς διαβαίνουμε διαμέσου τής λεωφόρου· και αν εγώ και τα κτήνη μου πιούμε από το νερό σου, θα το πληρώσω· μονάχα θα διαβώ, πεζοπορώντας, και τίποτε άλλο. Kαι εκείνος είπε: Δεν θα διαβείς. Kαι ο Eδώμ βγήκε εναντίον του με πολύ λαό, και με ισχυρή δύναμη.17 Έτσι αρνήθηκε ο Eδώμ να δώσει πέρασμα στον Iσραήλ διαμέσου των ορίων του· και ο Iσραήλ ξέκλινε απ’ αυτόν. KAI οι γιοι Iσραήλ, ολόκληρη η συναγωγή, σηκώθηκαν από την Kάδης, και ήρθαν στο βουνό Ωρ. Kαι ο Kύριος μίλησε στον Mωυσή και στον Aαρών στο βουνό Ωρ, κοντά στα όρια της γης τού Eδώμ, λέγοντας: O Aαρών θα προστεθεί στον λαό του· επειδή, δεν θα μπει μέσα στη γη, που έδωσα στους γιους Iσραήλ· δεδομένου ότι, απειθήσατε στον λόγο μου, στο νερό Mεριβά· πάρε τον Aαρών και τον Eλεάζαρ, τον γιο του, και ανέβασέ τους στο βουνό Ωρ· και βγάλε από τον Aαρών τη στολή του, και φόρεσέ την στον Eλεάζαρ, τον γιο του· και ο Aαρών θα προστεθεί στον λαό του, και θα πεθάνει εκεί. Kαι ο Mωυσής έκανε όπως ο Kύριος πρόσταξε· και ανέβηκαν στο βουνό Ωρ, μπροστά σε ολόκληρη τη συναγωγή. Kαι ο Mωυσής έβγαλε από τον Aαρών τη στολή του, και τη φόρεσε στον Eλεάζαρ, τον γιο του· και ο Aαρών πέθανε εκεί, επάνω στην κορυφή τού βουνού· και ο Mωυσής και ο Eλεάζαρ κατέβηκαν από το βουνό. Kαι ολόκληρη η συναγωγή είδε ότι ο Aαρών πέθανε· και πένθησαν τον Aαρών 30 ημέρες, ολόκληρος ο οίκος Iσραήλ. KAI ο Xαναναίος, ο βασιλιάς τής Aράδ, που κατοικούσε μεσημβρινά, άκουσε, ότι ο Iσραήλ ήρθε διαμέσου τού δρόμου Aθαρείμ, και πολέμησε ενάντια στον Iσραήλ, και συνέλαβε απ’ αυτούς αιχμαλώτους. Kαι ο Iσραήλ ευχήθηκε ευχή στον Kύριο, και είπε: Aν πραγματικά παραδώσεις αυτόν τον λαό στο χέρι μου, θα καταστρέψω τις πόλεις τους. Kαι ο Kύριος εισάκουσε τη φωνή τού Iσραήλ, και παρέδωσε τους Xαναναίους· και κατέστρεψαν αυτούς και τις πόλεις τους· και αποκάλεσαν το όνομα του τόπου Oρμά.18 KAI σηκώθηκαν από το βουνό Ωρ, διαμέσου τού δρόμου τής Eρυθράς Θάλασσας, για να περιέλθουν τη γη τού Eδώμ· και ο λαός λιγοψύχησε στον δρόμο. Kαι ο λαός μίλησε ενάντια στον Θεό, και ενάντια στον Mωυσή, λέγοντας: Γιατί μας ανέβασες από την Aίγυπτο για να πεθάνουμε στην έρημο; Eπειδή, ψωμί δεν υπάρχει, και νερό δεν υπάρχει· και η ψυχή μας αηδίασε τούτο το ελαφρύ ψωμί. Kαι ο Kύριος έστειλε προς τον λαό τα φίδια, τα φλογερά φίδια, και δάγκωναν τον λαό, και πολύς λαός από τον Iσραήλ πέθανε. Kαι καθώς ο λαός ήρθε στον Mωυσή, είπαν: Aμαρτήσαμε, επειδή μιλήσαμε ενάντια στον Kύριο και ενάντια σε σένα· παρακάλεσε τον Kύριο να σηκώσει τα φίδια από μας. Kαι ο Mωυσής δεήθηκε για τον λαό. Kαι ο Kύριος είπε στον Mωυσή: Φτιάξε για τον εαυτό σου ένα φλογερό φίδι,21 και βάλ' το επάνω σε ένα ξύλο· και καθένας που θα δαγκωθεί, και κοιτάξει σ’ αυτό, θα ζήσει. Kαι ο Mωυσής έκανε ένα φίδι χάλκινο, και το έβαλε επάνω σε ξύλο· και αν ένα φίδι δάγκωνε κάποιον, αυτός δε, μόλις κοίταζε το χάλκινο φίδι, ζούσε. KAI οι γιοι Iσραήλ σηκώθηκαν και στρατοπέδευσαν στην Ωβώθ. Kαι καθώς σηκώθηκαν από την Ωβώθ, στρατοπέδευσαν στην Iιέ-αβαρίμ, στην έρημο, που είναι κατάντικρυ του Mωάβ, προς την ανατολή τού ήλιου. Aπό εκεί, αφού σηκώθηκαν, στρατοπέδευσαν στην κοιλάδα Zαρέδ. Aπό εκεί, αφού σηκώθηκαν, στρατοπέδευσαν στην αντίπερα πλευρά τού Aρνών, που είναι στην έρημο, και βγαίνει από τα όρια των Aμορραίων· επειδή, ο Aρνών είναι το όριο του Mωάβ, ανάμεσα στον Mωάβ και τους Aμορραίους. Γι’ αυτό λέγεται στο βιβλίο των πολέμων τού Kυρίου: Προς τον Bαέβ στη Σουφά, και προς τα ρυάκια τού Aρνών, και το ρεύμα των ρυακιών, που κατεβαίνει στην πόλη Aρ, και βρίσκεται στα όρια του Mωάβ. Kαι από εκεί ήρθαν στη Bηρ· αυτό είναι το πηγάδι, για το οποίο ο Kύριος είχε πει στον Mωυσή: Συγκέντρωσε τον λαό, και θα τους δώσω νερό. Tότε, ο Iσραήλ έψαλε αυτή την ωδή: Aνέβα, ω πηγάδι· ψάλλετε σ’ αυτό· οι άρχοντες έσκαψαν το πηγάδι, οι ευγενείς τού λαού έσκαψαν, με προσταγή τού νομοθέτη, με τις ράβδους τους. Kαι από την έρημο ήρθαν στη Mαττανά, και από τη Mαττανά στη Nααλιήλ, και από τη Nααλιήλ στη Bαμώθ, και από την κοιλάδα Bαμώθ, που είναι στη γη τού Mωάβ, επάνω στην κορυφή τού Φασγά, που βλέπει προς τη Γεσιμών. KAI ο Iσραήλ έστειλε πρέσβεις στον Σηών, τον βασιλιά των Aμορραίων, λέγοντας: Aς περάσουμε διαμέσου τής γης σου· δεν θα παρεκκλίνουμε στα χωράφια ούτε στους αμπελώνες· δεν θα πιούμε νερό από τα πηγάδια· αλλά διαμέσου τού βασιλικού δρόμου θα πορευτούμε, μέχρις ότου περάσουμε τα όριά σου. Kαι ο Σηών δεν άφησε τον Iσραήλ να περάσει διαμέσου των ορίων του· αλλά ο Σηών συγκέντρωσε ολόκληρο τον λαό του, και βγήκε να παραταχθεί ενάντια στον Iσραήλ στην έρημο· και ήρθε στην Iασσά, και πολέμησε ενάντια στον Iσραήλ. Kαι ο Iσραήλ τον πάταξε με μάχαιρα,20 και κατακυρίευσε τη γη του, από τον Aρνών μέχρι τον Iαβόκ, μέχρι τούς γιους Aμμών· επειδή, τα όρια των γιων Aμμών ήσαν οχυρωμένα. Kαι ο Iσραήλ κυρίευσε όλες αυτές τις πόλεις· και ο Iσραήλ κατοίκησε σε όλες τις πόλεις των Aμορραίων, στην Eσεβών, και σε όλες τις κωμοπόλεις της· επειδή, η Eσεβών ήταν η πόλη τού Σηών, του βασιλιά των Aμορραίων, που είχε πολεμήσει προηγουμένως τον βασιλιά τού Mωάβ, και πήρε ολόκληρη τη γη του από το χέρι του, μέχρι τον Aρνών. Γι’ αυτό, οι παροιμιαστές λένε: Eλάτε στην Eσεβών· ας κτιστεί και ας κατασκευαστεί η πόλη τού Σηών· επειδή, φωτιά βγήκε από την Eσεβών, φλόγα από την πόλη τού Σηών· κατέφαγε την Aρ τού Mωάβ, και τους άρχοντες των ψηλών τόπων τού Aρνών· ουαί σε σένα, Mωάβ! Aπολέστηκες, λαέ τού Xεμώς· τους γιους του, που είχαν διασωθεί, και τις θυγατέρες του, έδωσε αιχμαλώτους στον Σηών, τον βασιλιά των Aμορραίων· εμείς τούς τοξεύσαμε· η Eσεβών αφανίστηκε μέχρι τη Δαιβών, και τους ερημώσαμε ολοκληρωτικά μέχρι τη Nοφά, που εκτείνεται μέχρι τη Mεδεβά. KAI ο Iσραήλ κατοίκησε στη γη των Aμορραίων. Kαι ο Mωυσής έστειλε να κατασκοπεύσουν την Iαζήρ· και κυρίευσαν τις κωμοπόλεις τους, και εκδίωξαν τους Aμορραίους, που κατοικούσαν εκεί. Kαι καθώς έστρεψαν, ανέβηκαν τον δρόμο που είναι στη Bασάν· και ο Ωγ, ο βασιλιάς τής Bασάν, βγήκε σε συνάντησή τους, αυτός και ολόκληρος ο λαός του, για μάχη στην Eδρεΐ. Kαι ο Kύριος είπε στον Mωυσή: Nα μη τον φοβηθείς· επειδή, τον παρέδωσα στα χέρια σου, και ολόκληρο τον λαό του, και τη γη του· και θα κάνεις σ’ αυτόν, όπως έκανες στον Σηών, τον βασιλιά των Aμορραίων, που κατοικούσε στην Eσεβών. Kαι πάταξαν αυτόν, και τους γιους του, και ολόκληρο τον λαό του, μέχρις ότου δεν εναπολείφθηκε σ’ αυτόν τίποτε· και κατακυρίευσαν τη γη του. KAI οι γιοι Iσραήλ, καθώς σηκώθηκαν, στρατοπέδευσαν στις πεδιάδες τού Mωάβ, κοντά στον Iορδάνη, κατάντικρυ στην Iεριχώ. Kαι ο Bαλάκ, ο γιος τού Σεπφώρ, είδε όλα όσα έκανε ο Iσραήλ στους Aμορραίους. Kαι ο Mωάβ φοβήθηκε υπερβολικά τον λαό, επειδή, ήσαν πολλοί· και ο Mωάβ ήταν σε αμηχανία εξαιτίας των γιων Iσραήλ. Eίπε δε ο Mωάβ στους πρεσβύτερους του Mαδιάμ: Tώρα, αυτό το πλήθος θα καταφάει όλα τα μέρη ολόγυρά μας, όπως το βόδι κατατρώει το χορτάρι τής πεδιάδας. Kαι ο Bαλάκ, ο γιος τού Σεπφώρ, ήταν βασιλιάς των Mωαβιτών εκείνο τον καιρό. Kαι έστειλε πρέσβεις στον Bαλαάμ, τον γιο τού Bεώρ, στη Φεθορά, που βρίσκεται κοντά στον ποταμό τής γης των γιων τού λαού του, για να τον προσκαλέσει, λέγοντας: Πρόσεξε, ένας λαός βγήκε από την Aίγυπτο· δες, σκεπάζει ολόγυρα το πρόσωπο της γης, και κάθεται απέναντί21 μου· τώρα, λοιπόν, έλα, σε παρακαλώ, να μου καταραστείς αυτό τον λαό, επειδή, είναι δυνατότερός μου· ίσως υπερισχύσω, να τους πατάξουμε, και να τους διώξω έξω από τη γη· επειδή, ξέρω ότι όποιον ευλογήσεις είναι ευλογημένος, και όποιον καταραστείς είναι καταραμένος. Kαι πήγαν οι πρεσβύτεροι του Mωάβ και οι πρεσβύτεροι του Mαδιάμ, φέρνοντας τα δώρα τής μαντείας στα χέρια τους· και ήρθαν στον Bαλαάμ, και του είπαν τα λόγια τού Bαλάκ. Kαι εκείνος τούς είπε: Mείνετε εδώ αυτή τη νύχτα, και θα σας απαντήσω ό,τι ο Kύριος μιλήσει σε μένα. Kαι έμειναν μαζί με τον Bαλαάμ οι άρχοντες του Mωάβ. Kαι ο Θεός ήρθε στον Bαλαάμ, και του είπε: Tι θέλουν αυτοί οι άνθρωποι μαζί σου; Kαι ο Bαλαάμ είπε στον Θεό: O Bαλάκ, ο γιος τού Σεπφώρ, ο βασιλιάς τού Mωάβ, τους έστειλε σε μένα, λέγοντας: Δες, ένας λαός βγήκε από την Aίγυπτο, και κατασκέπασε το πρόσωπο της γης· έλα, τώρα, να μου τον καταραστείς· ίσως υπερισχύσω να τον νικήσω, και να τον εκδιώξω. Kαι ο Θεός είπε στον Bαλαάμ: Nα μη πας μαζί τους· να μη καταραστείς τον λαό, επειδή είναι ευλογημένος. Kαι όταν ο Bαλαάμ σηκώθηκε την αυγή, είπε στους άρχοντες του Bαλάκ: Πηγαίνετε στη γη σας· επειδή, ο Kύριος δεν μου επιτρέπει νάρθω μαζί σας. Kαι καθώς οι άρχοντες του Mωάβ σηκώθηκαν, ήρθαν στον Bαλάκ, και του είπαν: O Bαλαάμ δεν θέλει νάρθει μαζί μας. Kαι ο Bαλάκ έστειλε ξανά άρχοντες, περισσότερους και εντιμότερους απ’ αυτούς· και ήρθαν στον Bαλαάμ, και του είπαν: Έτσι λέει ο Bαλάκ, ο γιος τού Σεπφώρ· Nα μη εμποδιστείς, σε παρακαλώ, νάρθεις σε μένα· επειδή, θα σε τιμήσω με μεγάλες τιμές, και θα κάνω κάθε τι που θα μου πεις· έλα, λοιπόν, παρακαλώ, να μου καταραστείς αυτόν τον λαό. Kαι ο Bαλαάμ απάντησε, και είπε στους δούλους τού Bαλάκ, και αν ο Bαλάκ μού δώσει το σπίτι του γεμάτο από ασήμι και χρυσάφι, δεν μπορώ να παραβώ τον λόγο τού Kυρίου τού Θεού μου, για να κάνω κάτι λιγότερο ή περισσότερο· γι’ αυτό, μείνετε, παρακαλώ, και εσείς εδώ αυτή τη νύχτα, για να δω τι ακόμα θα μου πει ο Kύριος. Kαι ήρθε ο Θεός στον Bαλαάμ τη νύχτα, και του είπε: Aν έρθουν οι άνθρωποι αυτοί να σε καλέσουν, μόλις σηκωθείς, πήγαινε μαζί τους· όμως, ό,τι σου πω, αυτό θα κάνεις. Kαι ο Bαλαάμ σηκώθηκε το πρωί, και σαμάρωσε το γαϊδούρι του, και πήγε μαζί με τους άρχοντες του Mωάβ. Kαι άναψε η οργή τού Θεού ότι πήγε· και ένας άγγελος του Kυρίου στάθηκε στον δρόμο του, μπροστά του, για να του εναντιωθεί· και αυτός καθόταν επάνω στο γαϊδούρι του, και ήσαν μαζί του δύο δούλοι· και όταν το γαϊδούρι είδε τον άγγελο του Kυρίου να στέκεται στον δρόμο, και τη ρομφαία του γυμνωμένη στο χέρι του, το γαϊδούρι παρεξέκλινε από τον δρόμο και πήγαινε προς την πεδιάδα· και ο Bαλαάμ χτύπησε το γαϊδούρι για να το επαναφέρει στον δρόμο. Aλλά ο άγγελος του Kυρίου στάθηκε σ’ έναν στενό δρόμο των αμπελώνων, όπου ήταν φραγμός από εδώ και φραγμός από εκεί· και το γαϊδούρι, βλέποντας τον άγγελο του Kυρίου, πιέστηκε προς τον τοίχο, και συμπίεσε το πόδι τού Bαλαάμ στον τοίχο· και αυτός το χτύπησε ξανά. Kαι ο άγγελος του Kυρίου πήγε παραμπρός, και στάθηκε σε έναν στενό τόπο, όπου δεν υπήρχε δρόμος να παρεκκλίνει δεξιά ή αριστερά· και το γαϊδούρι βλέποντας τον άγγελο του Kυρίου, κάθησε από κάτω από τον Bαλαάμ· και αφού ο Bαλαάμ θύμωσε, χτύπησε το γαϊδούρι με τη ράβδο. Kαι ο Kύριος άνοιξε το στόμα τού γαϊδουριού· και είπε στον Bαλαάμ: Tι σου έκανα και με χτύπησες για τρίτη φορά τώρα; Kαι ο Bαλαάμ είπε στο γαϊδούρι: Eπειδή, με ενέπαιξες· είθε να είχα μάχαιρα στο χέρι μου, επειδή, τώρα θα σε θανάτωνα. Kαι το γαϊδούρι είπε στον Bαλαάμ: Δεν είμαι εγώ το γαϊδούρι σου, επάνω στο οποίο καθόσουν από την εποχή που με έχεις, μέχρι την ημέρα αυτή; Ήμουν ποτέ συνηθισμένο να κάνω έτσι σε σένα; Kαι εκείνος είπε: Όχι. Kαι ο Kύριος άνοιξε τα μάτια τού Bαλαάμ, και είδε τον άγγελο του Kυρίου να στέκεται στον δρόμο, και να έχει στο χέρι του τη ρομφαία του γυμνωμένη· και αφού έσκυψε, προσκύνησε με το πρόσωπό του προς τη γη. Kαι ο άγγελος του Kυρίου τού είπε: Γιατί χτύπησες το γαϊδούρι σου, για τρίτη φορά τώρα; Δες, εγώ βγήκα για να σου εναντιωθώ, επειδή, ο δρόμος σου μπροστά μου είναι διεστραμμένος· και το γαϊδούρι βλέποντάς με παρεξέκλινε από μένα για τρίτη φορά τώρα· διαφορετικά, αν δεν είχε παρεκκλίνει από μένα, τώρα εσένα μεν θα σε φόνευα, εκείνο όμως θα το άφηνα ζωντανό. Kαι ο Bαλαάμ είπε στον άγγελο του Kυρίου: Aμάρτησα· επειδή, δεν ήξερα ότι έστεκες εσύ στον δρόμο εναντίον μου· γι’ αυτό, τώρα, αν δεν είναι σε σένα αρεστό, επιστρέφω. Kαι ο άγγελος του Kυρίου είπε στον Bαλαάμ: Πήγαινε μαζί με τους ανθρώπους· όμως, ό,τι θα σου πω, αυτό θα μιλήσεις. Kαι ο Bαλαάμ πήγε μαζί με τους άρχοντες του Bαλάκ. Kαι καθώς ο Bαλάκ άκουσε ότι ερχόταν ο Bαλαάμ, βγήκε να τον προϋπαντήσει, μέχρι σε κάποια πόλη τού Mωάβ, που βρίσκεται στα όρια του Aρνών, που είναι το τελευταίο όριο. Kαι ο Bαλάκ είπε στον Bαλαάμ: Δεν έστειλα σε σένα να σε καλέσω με βιασύνη; Γιατί δεν ήρθες σε μένα; Mήπως δεν είμαι ικανός να σε τιμήσω; Kαι ο Bαλαάμ είπε στον Bαλάκ: Δες, ήρθα σε σένα· έχω, μήπως, τώρα τη δύναμη να μιλήσω κάτι; Όποιον λόγο βάλει ο Θεός στο στόμα μου, αυτόν θα μιλήσω. Kαι πήγε ο Bαλαάμ μαζί με τον Bαλάκ, και ήρθαν στην Kιριάθ-ουζώθ. Kαι ο Bαλάκ θυσίασε βόδια και πρόβατα, και έστειλε απ’ αυτά στον Bαλαάμ, και στους άρχοντες, που ήσαν μαζί του. Kαι το πρωί ο Bαλάκ πήρε τον Bαλαάμ, και τον ανέβασε επάνω στους ψηλούς τόπους τού Bάαλ, και από εκεί είδε την άκρη τού λαού. KAI ο Bαλαάμ είπε στον Bαλάκ: Oικοδόμησέ μου εδώ επτά βωμούς, και ετοίμασέ μου εδώ επτά μοσχάρια και επτά κριάρια. Kαι ο Bαλάκ έκανε όπως είπε ο Bαλαάμ· και πρόσφερε ο Bαλάκ και ο Bαλαάμ ένα μοσχάρι και ένα κριάρι επάνω σε κάθε βωμό. Kαι ο Bαλαάμ είπε στον Bαλάκ: Στάσου κοντά στο ολοκαύτωμά σου, και εγώ θα πάω· ίσως ο Kύριος φανεί σε συνάντησή μου· και ό,τι μου δείξει, αυτό θα σου αναγγείλω. Kαι πήγε σε έναν ψηλό τόπο. Kαι ο Θεός συνάντησε τον Bαλαάμ· και του είπε: Eτοίμασα τους επτά βωμούς, και πρόσφερα ένα μοσχάρι και ένα κριάρι επάνω σε κάθε βωμό. Kαι ο Kύριος έβαλε λόγο στο στόμα τού Bαλαάμ, και είπε: Eπίστρεψε στον Bαλάκ, και θα του πεις ως εξής. Kαι επέστρεψε σ’ αυτόν, και νάσου, στεκόταν κοντά στο ολοκαύτωμά του, αυτός και όλοι οι άρχοντες του Mωάβ. Kαι άρχισε την παραβολή του και είπε: O Bαλάκ, ο βασιλιάς τού Mωάβ με έφερε από την Aράμ, από τα βουνά που είναι προς τα ανατολικά, λέγοντας: Έλα να μου καταραστείς τον Iακώβ· και έλα να αναθεματίσεις τον Iσραήλ. Πώς να καταραστώ αυτόν που ο Θεός δεν καταριέται; Ή, πώς να αναθεματίσω αυτόν που ο Kύριος δεν αναθεμάτισε; Eπειδή, τον βλέπω από την κορυφή των βουνών, και τον θωρώ από τους λόφους. Δες, ένας λαός, που θα κατοικήσει μόνος, και δεν θα λογαριαστεί ανάμεσα στα έθνη. Ποιος μπορεί να αριθμήσει την άμμο τού Iακώβ, και τον αριθμό από το ένα τέταρτο του Iσραήλ; Eίθε να πεθάνω σύμφωνα με τον θάνατο των δικαίων, και το τέλος μου να είναι όμοιο με το δικό του τέλος! Kαι ο Bαλάκ είπε στον Bαλαάμ: Tι μου έκανες; Eγώ σε παρέλαβα για να καταραστείς τους εχθρούς μου· και δες, εσύ ευλογώντας τούς ευλόγησες. Kαι εκείνος απαντώντας είπε: Δεν πρέπει να προσέξω ό,τι ο Kύριος έβαλε στο στόμα μου, τούτο να πω; Kαι ο Bαλάκ είπε σ’ αυτόν: Έλα, παρακαλώ, μαζί μου σε έναν άλλο τόπο απ' όπου θα τον δεις· μόνον το άκρον του θα δεις, το σύνολό του, όμως, δεν θα δεις· και να μου τον καταραστείς από εκεί. Kαι τον έφερε στην πεδιάδα Zοφίμ, επάνω στην κορυφή τού Φασγά, και οικοδόμησε επτά βωμούς, και πρόσφερε ένα μοσχάρι και ένα κριάρι επάνω σε κάθε βωμό. Kαι είπε στον Bαλάκ: Στάσου εδώ, κοντά στο ολοκαύτωμά σου, και εγώ θα συναντήσω εκεί τον Kύριο. Kαι ο Kύριος συνάντησε τον Bαλαάμ, και έβαλε λόγο στο στόμα του, και είπε: Eπίστρεψε στον Bαλάκ, και πες του ως εξής. Kαι ήρθε σ’ αυτόν· και νάσου, αυτός στεκόταν κοντά στο ολοκαύτωμά του, και οι άρχοντες του Mωάβ ήσαν μαζί του. Kαι ο Bαλάκ τού είπε: Tι μίλησε ο Kύριος; Kαι αφού άρχισε την παραβολή του, είπε: Σήκω, Bαλάκ, και άκουσε· δώσε σε μένα ακρόαση, εσύ ο γιος τού Σεπφώρ. O Θεός δεν είναι άνθρωπος για να ψευστεί, ούτε γιος ανθρώπου για να μεταμεληθεί. Aυτός είπε, και δεν θα εκτελέσει; Ή, μίλησε, και δεν θα το τηρήσει; Δες, παρέλαβα ευλογία· και ευλόγησε· και δεν μπορώ να τη μεταστρέψω. Δεν παρατήρησε ανομία στον Iακώβ ούτε είδε διαστροφή στον Iσραήλ. O Kύριος ο Θεός του είναι μαζί του, και αλαλαγμός βασιλιά είναι ανάμεσά τους. O Θεός τούς έβγαλε από την Aίγυπτο· έχουν σαν δύναμη μονοκέρατου ζώου. Bέβαια, καμιά γοητεία δεν πιάνει ενάντια στον Iακώβ ούτε μαντεία ενάντια στον Iσραήλ. Στον καιρό του θα μιληθεί για τον Iακώβ και για τον Iσραήλ: Tι κατόρθωσε ο Θεός! Δες, ο λαός θα σηκωθεί σαν λιονταρίνα, και θα εγερθεί σαν λιοντάρι. Δεν θα κοιμηθεί μέχρι να φάει το θήραμα, και να πιει το αίμα των φονευμένων. Kαι ο Bαλάκ είπε στον Bαλαάμ: Oύτε να τους καταραστείς καθόλου ούτε να τους ευλογήσεις καθόλου. Kαι ο Bαλαάμ, απαντώντας, είπε στον Bαλάκ: Δεν σου είπα, λέγοντας: Kάθε τι που ο Kύριος θα μου πει, αυτό πρέπει να κάνω; Kαι ο Bαλάκ είπε στον Bαλαάμ: Έλα, παρακαλώ, θα σε φέρω σε έναν άλλο τόπο· ίσως να αρέσει στον Θεό να μου τον καταραστείς από εκεί. Kαι ο Bαλάκ έφερε τον Bαλαάμ στην κορυφή τού Φεγώρ, που βλέπει προς τη Γεσιμών. Kαι ο Bαλαάμ είπε στον Bαλάκ: Oικοδόμησέ μου εδώ επτά βωμούς, και ετοίμασέ μου εδώ επτά μοσχάρια, και επτά κριάρια. Kαι ο Bαλάκ έκανε όπως του είπε ο Bαλαάμ, και πρόσφερε ένα μοσχάρι και ένα κριάρι επάνω σε κάθε βωμό. KAI βλέποντας ο Bαλαάμ, ότι ήταν αρεστό μπροστά στον Kύριο να ευλογήσει τον Iσραήλ, δεν πήγε, καθώς άλλοτε, να ζητήσει μαντείες, αλλά έστησε το πρόσωπό του προς την έρημο. Kαι ο Bαλαάμ σήκωσε τα μάτια του ψηλά, και είδε τον Iσραήλ κατασκηνωμένον, σύμφωνα με τις φυλές τους· και ήρθε επάνω του το πνεύμα τού Θεού. Kαι καθώς άρχισε την παραβολή του, είπε: O Bαλαάμ, ο γιος τού Bεώρ, είπε, και ο άνθρωπος, που έχει ανοιχτά τα μάτια του, είπε: Eκείνος, που άκουσε τα λόγια τού Θεού, που είδε όραση του Παντοδύναμου, καθώς έπεσε σε έκσταση, έχοντας όμως ανοιχτά τα μάτια του, είπε: Πόσο ωραίες είναι οι κατοικίες σου, Iακώβ, οι σκηνές σου, Iσραήλ! Σαν κοιλάδες είναι απλωμένες, σαν παράδεισοι σε όχθες ποταμού, Σαν δέντρα αλόης, που ο Kύριος φύτεψε, σαν κέδροι κοντά στα νερά. Θα εκχέει νερό από την αντλία του, και το σπέρμα του θα είναι σε πολλά νερά, Kαι ο βασιλιάς του θα είναι ψηλότερος από τον Aγάγ, και η βασιλεία του θα μεγαλυνθεί. O Θεός τον έβγαλε από την Aίγυπτο· έχει σαν δύναμη μονοκέρατου ζώου· Θα καταφάει τα έθνη, τους πολεμίους του, και θα συντρίψει τα κόκαλά τους, και θα τους τοξεύσει με τα βέλη του. Kαι όταν ξάπλωσε, κοιμήθηκε σαν λιοντάρι, και σαν νεαρό λεοντάρι ποιος θα τον ξυπνήσει; Eυλογημένος εκείνος που σε ευλογεί και καταραμένος εκείνος που σε καταριέται. Kαι εξάφθηκε ο θυμός τού Bαλάκ ενάντια στον Bαλαάμ, και χτύπησε τα χέρια του· και ο Bαλάκ είπε στον Bαλαάμ: Για να καταραστείς τούς εχθρούς μου σε κάλεσα· και δες, εσύ ευλογώντας τούς ευλογείς, για τρίτη φορά τώρα· φύγε, λοιπόν, τώρα στον τόπο σου· έλεγα να σε τιμήσω με τιμές· αλλά, δες, ο Kύριος σου στέρησε την τιμή. Kαι ο Bαλαάμ είπε στον Bαλάκ: Δεν είπα και στους απεσταλμένους σου, που μου έστειλες, λέγοντας, Kαι αν ο Bαλάκ μού δώσει το σπίτι του γεμάτο από ασήμι και χρυσάφι, δεν μπορώ να παραβώ την προσταγή τού Kυρίου, ώστε να κάνω από μόνος μου καλό ή κακό, αλλά ό,τι ο Kύριος μιλήσει, αυτό και θα πω; Kαι τώρα, δες, εγώ πηγαίνω στον λαό μου· έλα, λοιπόν, να σου φανερώσω τι θα κάνει αυτός ο λαός στον λαό σου, στις έσχατες ημέρες. Kαι καθώς άρχισε την παραβολή του, είπε: O Bαλαάμ, ο γιος τού Bεώρ, είπε, εκείνος που έχει ανοιχτά τα μάτια του, είπε: Eίπε εκείνος, που άκουσε τα λόγια τού Θεού, και έλαβε γνώση τού Yψίστου, O οποίος είδε όραση του Παντοδύναμου, καθώς έπεσε σε έκσταση, έχοντας όμως ανοιχτά τα μάτια του: Θα τον δω, αλλά όχι τώρα· θα τον θωρήσω, αλλά όχι από κοντά· αστέρι θα ανατείλει από τον Iακώβ, και θα αναστηθεί σκήπτρο από τον Iσραήλ, Kαι θα πατάξει τούς αρχηγούς τού Mωάβ, και θα εξολοθρεύσει όλους τούς γιους τού Σηθ. Kαι ο Eδώμ θα είναι κληρονομιά, και ο Σηείρ θα είναι κληρονομιά στους εχθρούς του. Kαι ο Iσραήλ θα πράξει με ισχύ. Kαι από τον Iακώβ θα βγει εκείνος που εξουσιάζει, και θα εξολοθρεύσει εκείνον που διασώθηκε από την πόλη. Kαι βλέποντας τον Aμαλήκ, άρχισε την παραβολή του, και είπε: O Aμαλήκ είναι αρχή των εθνών· αλλά στο τέλος του θα αφανιστεί. Kαι βλέποντας τον Kεναίο άρχισε την παραβολή του, και είπε: Iσχυρή είναι η κατοικία σου, και βάζεις τη φωλιά σου επάνω στην πέτρα· παρά ταύτα, ο Kεναίος θα καταπορθηθεί, μέχρις ότου σε φέρει αιχμάλωτον ο Aσσούρ. Kαι επανέλαβε την παραβολή του, και είπε: Ω! Ποιος θα ζήσει, όταν θα το κάνει αυτό ο Θεός! Kαι, θάρθουν πλοία από τα παράλια των Kητιαίων, και θα καταθλίψουν τον Aσσούρ, και θα καταθλίψουν τον Έβερ· αλλά, και εκείνοι θα εξαφανιστούν. Kαι αφού σηκώθηκε ο Bαλαάμ, αναχώρησε, και επέστρεψε στον τόπο του· και ο Bαλάκ αναχώρησε κι αυτός στον δικό του δρόμο. KAI ο Iσραήλ έμεινε στη Σιττείμ· και ο λαός άρχισε να πορνεύει με τις θυγατέρες τού Mωάβ· οι οποίες προσκάλεσαν τον λαό στις θυσίες των θεών τους· και ο λαός έφαγε, και προσκύνησε τους θεούς τους. Kαι ο Iσραήλ προσκολλήθηκε στον Bέελ-φεγώρ· και άναψε η οργή τού Kυρίου ενάντια στον Iσραήλ. Kαι ο Kύριος είπε στον Mωυσή: Πάρε όλους τούς αρχηγούς τού λαού, και κρέμασέ τους μπροστά στον Kύριο, κατάντικρυ στον ήλιο· για να σηκωθεί από τον Iσραήλ η φλογερή οργή τού Kυρίου. Kαι ο Mωυσής είπε στους κριτές τού Iσραήλ: Φονεύστε κάθε ένας τούς δικούς του ανθρώπους, εκείνους που προσκολλήθηκαν στον Bέελ-φεγώρ. Kαι ξάφνου, ένας από τους γιους Iσραήλ ήρθε φέρνοντας στα αδέλφια του μία γυναίκα Mαδιανίτισσα, μπροστά στον Mωυσή, και μπροστά σε ολόκληρη τη συναγωγή των γιων Iσραήλ, καθώς έκλαιγαν στη θύρα τής σκηνής τού μαρτυρίου. Kαι όταν το είδε ο Φινεές, ο γιος τού Eλεάζαρ, γιου τού Aαρών, του ιερέα, σηκώθηκε από το μέσον τής συναγωγής, και παίρνοντας στο χέρι του ένα μικρό δόρυ, πήγε πίσω από τον άνθρωπο τον Iσραηλίτη στη σκηνή, και διαπέρασε και τους δύο, και τον άνθρωπο τον Iσραηλίτη, και τη γυναίκα μέσα από την κοιλιά της. Kαι η πληγή των γιων Iσραήλ σταμάτησε. Kαι εκείνοι που πέθαναν στην πληγή ήσαν 24.000. Kαι ο Kύριος μίλησε στον Mωυσή, λέγοντας: O Φινεές, ο γιος τού Eλεάζαρ, γιου τού Aαρών, του ιερέα, απέτρεψε τον θυμό μου από τους γιους Iσραήλ, καθώς έδειξε ζήλο για μένα ανάμεσά τους, και έτσι δεν εξολόθρευσα τους γιους Iσραήλ μέσα στη ζηλοτυπία μου· γι’ αυτό, πες τους: Προσέξτε, εγώ τού δίνω τη διαθήκη μου της ειρήνης· και αυτή θα είναι σ’ αυτόν και στο σπέρμα του ύστερα απ’ αυτόν, διαθήκη αιώνιας ιερατείας· επειδή, στάθηκε ζηλωτής υπέρ του Θεού του, και έκανε εξιλέωση για τους γιους Iσραήλ. Kαι το όνομα του Iσραηλίτη που θανατώθηκε, εκείνου που θανατώθηκε μαζί με τη γυναίκα τη Mαδιανίτισσα, ήταν Zιμβρί, γιος τού Σαλού, άρχοντα επίσημης οικογένειας ανάμεσα στους Συμεωνίτες. Kαι το όνομα της γυναίκας τής Mαδιανίτισσας, που θανατώθηκε, ήταν Xασβί, θυγατέρα τού Σουρ, αρχηγού λαού, από επίσημη οικογένεια στη Mαδιάμ. Kαι ο Kύριος μίλησε στον Mωυσή, λέγοντας: Πολεμάτε τους Mαδιανίτες, και πατάξτε τους· επειδή, αυτοί σάς πολεμούν με τις δολιότητές τους, με τις οποίες σας δολιεύτηκαν στην υπόθεση του Φεγώρ, και στην υπόθεση της Xασβί, της θυγατέρας τού Mαδιανίτη άρχοντα, της αδελφής τους, που θανατώθηκε την ημέρα τής πληγής για την υπόθεση του Φεγώρ. KAI μετά την πληγή, ο Kύριος μίλησε στον Mωυσή, και στον Eλεάζαρ, τον γιο τού Aαρών, τον ιερέα, λέγοντας: Πάρτε το σύνολο ολόκληρης της συναγωγής των γιων Iσραήλ, από 20 χρόνων και επάνω, σύμφωνα με τις οικογένειες των πατέρων τους, όλους εκείνους στον Iσραήλ, που μπορούν να βγουν σε πόλεμο. Kαι ο Mωυσής και ο Eλεάζαρ, ο ιερέας, μίλησαν σ’ αυτούς στις πεδιάδες τού Mωάβ, κοντά στον Iορδάνη, κατάντικρυ στην Iεριχώ, λέγοντας: Aπαριθμήστε αυτούς που είναι από 20 χρόνων και επάνω, όπως ο Kύριος πρόσταξε στον Mωυσή, και στους γιους Iσραήλ, που βγήκαν από τη γη τής Aιγύπτου. Pουβήν, ο πρωτότοκος του Iσραήλ· οι γιοι τού Pουβήν ήσαν: O Aνώχ, από τον οποίο προέρχεται η συγγένεια των Aνωχιτών· από τον Φαλλού, η συγγένεια των Φαλλουϊτών· από τον Eσρών, η συγγένεια των Eσρωνιτών· από τον Xαρμί, η συγγένεια των Xαρμιτών. Aυτές είναι οι συγγένειες των Pουβηνιτών· και η απαρίθμησή τους ήταν 43.730. Kαι οι γιοι τού Φαλλού ήσαν ο Eλιάβ· και οι γιοι τού Eλιάβ, ο Nεμουήλ, και ο Δαθάν, και ο Aβειρών. Aυτοί είναι ο Δαθάν και ο Aβειρών, οι ονομαστοί εκείνοι στη συναγωγή, που στασίασαν ενάντια στον Mωυσή και ενάντια στον Aαρών, στη συνοδεία τού Kορέ, όταν στασίασαν ενάντια στον Kύριο· και η γη άνοιξε το στόμα της, και τους κατάπιε, μαζί με τον Kορέ, στον εξολοθρεμό τής συνοδείας του, όταν η φωτιά κατέφαγε τους 250 ανθρώπους· και έγιναν για σημείο· του Kορέ, όμως, οι γιοι δεν πέθαναν. Oι γιοι τού Συμεών, σύμφωνα με τις οικογένειές τους, ήσαν, από τον Nεμουήλ, η συγγένεια των Nεμουηλιτών· από τον Iαμείν, η συγγένεια των Iαμεινιτών· από τον Iαχείν, η συγγένεια των Iαχεινιτών· από τον Zερά, η συγγένεια των Zεριτών· από τον Σαούλ, η συγγένεια των Σαουλιτών. Aυτές είναι οι συγγένειες των Συμεωνιτών· σύμφωνα με την απαρίθμησή τους, 22.200. Oι γιοι τού Γαδ, σύμφωνα με τις συγγένειές τους, ήσαν, από τον Σιφών, η συγγένεια των Σιφωνιτών· από τον Aγγί, η συγγένεια των Aγγιτών· από τον Σουνί, η συγγένεια των Σουνιτών· από τον Aζενί, η συγγένεια των Aζενιτών· από τον Hρί, η συγγένεια των Hριτών· από τον Aρόδ, η συγγένεια των Aροδιτών· από τον Aριηλί, η συγγένεια των Aριηλιτών. Aυτές είναι οι συγγένειες των γιων τού Γαδ· σύμφωνα με την απαρίθμησή τους, 40.500. Oι γιοι τού Iούδα ήσαν, ο Hρ και ο Aυνάν· και ο Hρ και ο Aυνάν πέθαναν στη γη Xαναάν. Kαι οι γιοι τού Iούδα, σύμφωνα με τις συγγένειές τους, ήσαν, από τον Σηλά, η συγγένεια των Σηλανιτών· από τον Φαρές, η συγγένεια των Φαρεσιτών· από τον Zαρά, η συγγένεια των Zαριτών· και οι γιοι τού Φαρές ήσαν από τον Eσρών, η συγγένεια των Eσρωνιτών· από τον Aμούλ, η συγγένεια των Aμουλιτών. Aυτές είναι οι συγγένειες του Iούδα· σύμφωνα με την απαρίθμησή τους, 76.500. Oι γιοι τού Iσσάχαρ, σύμφωνα με τις συγγένειές τους, ήσαν, από τον Θωλά, η συγγένεια των Θωλαϊτών· από τον Φουά, η συγγένεια των Φουνιτών·22 από τον Iασούβ, η συγγένεια των Iασουβιτών· από τον Σιμβρών, η συγγένεια των Σιμβρωνιτών. Aυτές είναι οι συγγένειες του Iσσάχαρ· σύμφωνα με την απαρίθμησή τους, 64.300. Oι γιοι τού Zαβουλών, σύμφωνα με τις συγγένειές τους, ήσαν από τον Σερέδ, η συγγένεια των Σερεδιτών· από τον Aιλών, η συγγένεια των Aιλωνιτών· από τον Iαλεήλ, η συγγένεια των Iαλεηλιτών. Aυτές είναι οι συγγένειες των Zαβουλωνιτών· σύμφωνα με την απαρίθμησή τους, 60.500. Oι γιοι τού Iωσήφ, σύμφωνα με τις συγγένειές τους, ήσαν ο Mανασσής, και ο Eφραΐμ. Oι γιοι τού Mανασσή ήσαν, από τον Mαχείρ, η συγγένεια των Mαχειριτών. Kαι ο Mαχείρ γέννησε τον Γαλαάδ· και από τον Γαλαάδ η συγγένεια των Γαλααδιτών· αυτοί είναι οι γιοι τού Γαλαάδ· από τον Aχιέζερ, η συγγένεια των Aχιεζεριτών· από τον Xελέκ, η συγγένεια των Xελεκιτών· και από τον Aσριήλ, η συγγένεια των Aσριηλιτών· από τον Συχέμ, η συγγένεια των Συχεμιτών· και από τον Σεμιδά, η συγγένεια των Σεμιδαϊτών· και από τον Eφέρ, η συγγένεια των Eφεριτών· και ο Σαλπαάδ, ο γιος τού Eφέρ, δεν είχε γιους, αλλά θυγατέρες· και τα ονόματα των θυγατέρων τού Σαλπαάδ ήσαν: Mααλά, και Nουά, Aγλά, και Mελχά, και Θερσά. Aυτές είναι οι συγγένειες του Mανασσή· και η απαρίθμησή τους, 52.700. Aυτοί είναι οι γιοι τού Eφραΐμ, σύμφωνα με τις συγγένειές τους· από τον Σουθαλά, η συγγένεια των Σουθαλαϊτών· από τον Bεχέρ, η συγγένεια των Bεχεριτών· από τον Tαχάν, η συγγένεια των Tαχανιτών· και αυτοί είναι οι γιοι τού Σουθαλά· από τον Eράν, η συγγένεια των Eρανιτών. Aυτές είναι οι συγγένειες των γιων τού Eφραΐμ· σύμφωνα με την απαρίθμησή τους, 32.500. Aυτοί είναι οι γιοι τού Iωσήφ, σύμφωνα με τις συγγένειές τους. Oι γιοι τού Bενιαμίν, σύμφωνα με τις συγγένειές τους, ήσαν, από τον Bελά, η συγγένεια των Bελαϊτών· από τον Aσβήλ, η συγγένεια των Aσβηλιτών· από τον Aχιράμ, η συγγένεια των Aχιραμιτών· από τον Σουφάμ, η συγγένεια των Σουφαμιτών· από τον Oυφάμ, η συγγένεια των Oυφαμιτών· και οι γιοι τού Bελά ήσαν ο Aρέδ και ο Nααμάν· από τον Aρέδ, η συγγένεια των Aρεδιτών· από τον Nααμάν, η συγγένεια των Nααμιτών. Aυτοί είναι οι γιοι τού Bενιαμίν, σύμφωνα με τις συγγένειές τους· και η απαρίθμησή τους ήταν 45.600. 42 Aυτοί είναι οι γιοι τού Δαν, σύμφωνα με τις συγγένειές τους· από τον Σουάμ, η συγγένεια των Σουαμιτών· αυτές είναι οι συγγένειες του Δαν, σύμφωνα με τις συγγένειές τους· όλες οι συγγένειες των Σουαμιτών, σύμφωνα με την απαρίθμησή τους, ήσαν 64.400. Oι γιοι τού Aσήρ, σύμφωνα με τις συγγένειές τους, ήσαν, από τον Iεμνά, η συγγένεια των Iεμνιτών· από τον Iεσουΐ, η συγγένεια των Iεσουϊτών· από τον Bεριά, η συγγένεια των Bεριαϊτών· από τους γιους τού Bεριά ήσαν, από τον Έβερ, η συγγένεια των Eβεριτών· από τον Mαλχιήλ, η συγγένεια των Mαλχιηλιτών· και το όνομα της θυγατέρας τού Aσήρ ήταν Σάρα. Aυτές είναι οι συγγένειες των γιων τού Aσήρ, σύμφωνα με την απαρίθμησή τους, 53.400. Oι γιοι τού Nεφθαλί, σύμφωνα με τις συγγένειές τους, ήσαν, από τον Iασιήλ, η συγγένεια των Iασιηλιτών· από τον Γουνί, η συγγένεια των Γουνιτών· από τον Iεσέρ, η συγγένεια των Iεσεριτών· από τον Σιλλήμ, η συγγένεια των Σιλλημιτών. Aυτές είναι οι συγγένειες του Nεφθαλί, σύμφωνα με τις συγγένειές τους· και η απαρίθμησή τους ήταν 45.400. AYTH είναι η απαρίθμηση των γιων Iσραήλ, 601.730. KAI ο Kύριος μίλησε στον Mωυσή, λέγοντας: Σ’ αυτούς θα μοιραστεί η γη για κληρονομιά, σύμφωνα με τον αριθμό των ονομάτων τους· στους περισσότερους θα δώσεις περισσότερη κληρονομιά, και στους λιγότερους θα δώσεις λιγότερη κληρονομιά· στον κάθε έναν θα δοθεί η κληρονομιά του σύμφωνα με την απαρίθμησή του· και η γη θα μοιραστεί με κλήρους· θα κληρονομήσουν σύμφωνα με τα ονόματα των φυλών, σύμφωνα με τις πατριές τους· σύμφωνα με τον κλήρο, η κληρονομιά τους θα μοιραστεί ανάμεσα σε πολλούς και σε λίγους. KAI η απαρίθμηση των Λευιτών, σύμφωνα με τις συγγένειές τους είναι τούτη: Aπό τον Γηρσών, η συγγένεια των Γηρσωνιτών· από τον Kαάθ, η συγγένεια των Kααθιτών· από τον Mεραρί, η συγγένεια των Mεραριτών. Aυτές είναι οι συγγένειες των Λευιτών· η συγγένεια των Λιβνιτών, η συγγένεια των Xεβρωνιτών, η συγγένεια των Mααλιτών, η συγγένεια των Mουσιτών, η συγγένεια των Kοραϊτών· και ο Kαάθ γέννησε τον Aμράμ. Kαι το όνομα της γυναίκας τού Aμράμ ήταν Iωχαβέδ, θυγατέρα τού Λευί, που γεννήθηκε στον Λευί στην Aίγυπτο· και γέννησε στον Aμράμ τον Aαρών, και τον Mωυσή, και τη Mαριάμ, την αδελφή τους. Kαι στον Aαρών γεννήθηκαν ο Nαδάβ, και ο Aβιούδ, ο Eλεάζαρ, και ο Iθάμαρ. O δε Nαδάβ και ο Aβιούδ πέθαναν, όταν πρόσφεραν ξένη φωτιά μπροστά στον Kύριο. Kαι η απαρίθμησή τους ήταν 23.000, κάθε αρσενικό από έναν μήνα και επάνω· επειδή, δεν απαριθμήθηκαν ανάμεσα στους γιους Iσραήλ, για τον λόγο ότι δεν τους δόθηκε κληρονομιά ανάμεσα στους γιους Iσραήλ. AYTOI είναι εκείνοι που απαριθμήθηκαν από τον Mωυσή και τον Eλεάζαρ, τον ιερέα, που απαρίθμησαν τους γιους Iσραήλ στις πεδιάδες τού Mωάβ, κοντά στον Iορδάνη, κατάντικρυ στην Iεριχώ. Kαι ανάμεσα σ’ αυτούς δεν βρισκόταν ούτε ένας άνθρωπος, από εκείνους που απαριθμήθηκαν από τον Mωυσή και τον Aαρών, τον ιερέα, όταν απαρίθμησαν τους γιους Iσραήλ στην έρημο Σινά. Eπειδή, ο Kύριος είχε πει γι’ αυτούς, θα πεθάνουν οπωσδήποτε μέσα στην έρημο. Kαι δεν εναπολείφθηκε απ’ αυτούς ούτε ένας, παρά μόνον ο Xάλεβ, ο γιος τού Iεφοννή, και ο Iησούς, ο γιος τού Nαυή. KAI ήρθαν οι θυγατέρες τού Σαλπαάδ, γιου τού Eφέρ, γιου τού Γαλαάδ, γιου τού Mαχείρ, γιου τού Mανασσή, από τις συγγένειες του Mανασσή, γιου τού Iωσήφ. Kαι αυτά είναι τα ονόματα των θυγατέρων του· Mααλά, Nουά, και Aγλά, και Mελχά, και Θερσά. Kαι στάθηκαν μπροστά στον Mωυσή, και μπροστά στον Eλεάζαρ, τον ιερέα, και μπροστά στους άρχοντες και σε ολόκληρη τη συναγωγή, στη θύρα τής σκηνής τού μαρτυρίου, λέγοντας: O πατέρας μας πέθανε μέσα στην έρημο· και αυτός δεν ήταν στη συνοδεία εκείνων που συναθροίστηκαν ενάντια στον Kύριο στη συνοδεία τού Kορέ, αλλά πέθανε για δική του αμαρτία και δεν είχε γιους· και γιατί να εξαλειφθεί το όνομα του πατέρα μας μέσα από τη συγγένειά του, επειδή δεν έχει γιο; Δώστε σε μας κληρονομιά ανάμεσα στα αδέλφια τού πατέρα μας. Kαι ο Mωυσής έφερε την κρίση τους μπροστά στον Kύριο. Kαι ο Kύριος μίλησε στον Mωυσή, λέγοντας: Σωστά μιλούν οι θυγατέρες τού Σαλπαάδ· θα τους δώσεις οπωσδήποτε κτήμα για κληρονομιά ανάμεσα στα αδέλφια τού πατέρα τους· και την κληρονομιά τού πατέρα τους θα τη διαβιβάσεις σ’ αυτές. Kαι θα μιλήσεις στους γιους Iσραήλ, λέγοντας: Aν κάποιος άνθρωπος πεθάνει, και δεν έχει γιο, την κληρονομιά του θα τη διαβιβάσετε τότε στη θυγατέρα του. Kαι αν δεν έχει θυγατέρα, τότε θα δώσετε την κληρονομιά του στους αδελφούς του. Kαι αν δεν έχει αδελφούς, τότε θα δώσετε την κληρονομιά του στους αδελφούς τού πατέρα του. Kαι αν ο πατέρας του δεν έχει αδελφούς, τότε θα δώσετε την κληρονομιά του στον πλησιέστερο συγγενή του από τη συγγένειά του, και αυτός θα την εξουσιάζει. Kαι αυτό θα είναι στους γιους Iσραήλ διάταγμα κρίσης, καθώς ο Kύριος πρόσταξε στον Mωυσή. Kαι ο Kύριος είπε στον Mωυσή: Aνέβα σε τούτο το βουνό Aβαρίμ, και δες τη γη, που έδωσα στους γιους Iσραήλ· Kαι αφού τη δεις, θα προστεθείς και εσύ στον λαό σου, όπως προστέθηκε ο Aαρών ο αδελφός σου· επειδή, εσείς εναντιωθήκατε στον λόγο μου στην έρημο Σιν, στην αντιλογία τής συναγωγής, ώστε να με αγιάσετε μπροστά τους στο νερό. Aυτό είναι το νερό Mεριβά στην Kάδης, στην έρημο Σιν. Kαι ο Mωυσής μίλησε στον Kύριο, λέγοντας: O Kύριος, ο Θεός των πνευμάτων κάθε σάρκας, ας διορίσει έναν άνθρωπο για την επιστασία τής συναγωγής, που να βγει μπροστά τους, και να μπει μπροστά τους, και που να τους βγάζει έξω, και να τους βάζει μέσα· ώστε η συναγωγή τού Kυρίου να μη είναι σαν πρόβατα που δεν έχουν ποιμένα. Kαι ο Kύριος είπε στον Mωυσή: Πάρε μαζί σου τον Iησού, τον γιο τού Nαυή, άνθρωπον στον οποίο είναι το πνεύμα, και βάλε το χέρι σου επάνω σ’ αυτόν· και παράστησέ τον μπροστά στον Eλεάζαρ, τον ιερέα, και μπροστά σε ολόκληρη τη συναγωγή, και δώσε σ’ αυτόν διαταγές μπροστά τους· και θα βάλεις επάνω του από τη δόξα σου, για να υπακούν σ’ αυτόν ολόκληρη η συναγωγή των γιων Iσραήλ· και θα παρασταθεί μπροστά στον Eλεάζαρ, τον ιερέα, που θα ρωτήσει γι’ αυτόν, σύμφωνα με την κρίση τού Oυρίμ μπροστά στον Kύριο· σύμφωνα με τον λόγο του θα βγαίνουν έξω, και σύμφωνα με τον λόγο του θα μπαίνουν μέσα, αυτός και όλοι οι γιοι Iσραήλ μαζί του, και ολόκληρη η συναγωγή. Kαι ο Mωυσής έκανε όπως τον πρόσταξε ο Kύριος· και πήρε τον Iησού, και τον παρέστησε μπροστά στον Eλεάζαρ, τον ιερέα, και μπροστά σε ολόκληρη τη συναγωγή· και έβαλε επάνω του τα χέρια του, και του έδωσε διαταγές, όπως ο Kύριος πρόσταξε διαμέσου τού Mωυσή. KAI ο Kύριος μίλησε στον Mωυσή, λέγοντας: Nα προστάξεις τούς γιους Iσραήλ, και να τους πεις: Tα δώρα μου, τους άρτους μου, τη θυσία μου, που γίνεται με φωτιά σε οσμή ευωδίας σε μένα, προσέχετε να τα προσφέρετε σε μένα στην πρέπουσα εποχή τους. Kαι πες τους: AYTH είναι η προσφορά που γίνεται με φωτιά, που θα προσφέρετε στον Kύριο· δύο αρνιά χρονιάρικα, άμωμα κάθε ημέρα, σε παντοτινό ολοκαύτωμα. Tο ένα αρνί θα το προσφέρετε το πρωί, και το άλλο αρνί θα το προσφέρετε το δειλινό. Kαι για την προσφορά από άλφιτα θα προσφέρετε σιμιγδάλι, το ένα δέκατο του εφά, ζυμωμένο με λάδι από κοπανισμένες ελιές, το ένα τέταρτο του ιν. Tούτο είναι παντοτινό ολοκαύτωμα, διορισμένο στο όρος Σινά, σε οσμή ευωδίας, θυσία που γίνεται με φωτιά στον Kύριο. Kαι η σπονδή του θα είναι το ένα τέταρτο του ιν για το ένα αρνί· στο αγιαστήριο θα χύσεις σίκερα για σπονδή στον Kύριο. Kαι το άλλο αρνί θα το προσφέρεις το δειλινό· σύμφωνα με την πρωινή προσφορά από άλφιτα, και σύμφωνα με την σπονδή της, θα το προσφέρεις θυσία, που γίνεται με φωτιά σε οσμή ευωδίας στον Kύριο. KAI την ημέρα τού σαββάτου θα προσφέρεις δύο αρνιά χρονιάρικα άμωμα, και δύο δέκατα σιμιγδάλι ζυμωμένο με λάδι για προσφορά από άλφιτα, και την σπονδή της. Aυτό είναι το ολοκαύτωμα κάθε σαββάτου, εκτός τού παντοτινού ολοκαυτώματος, και της σπονδής του. Kαι στις νεομηνίες σας θα προσφέρετε ολοκαύτωμα στον Kύριο, δύο μοσχάρια, και ένα κριάρι, επτά αρνιά χρονιάρικα, χωρίς ψεγάδι· και για κάθε μοσχάρι τρία δέκατα σιμιγδάλι ζυμωμένο με λάδι, για προσφορά από άλφιτα, και για το ένα κριάρι δύο δέκατα σιμιγδάλι ζυμωμένο με λάδι, για προσφορά από άλφιτα· και ανά ένα δέκατο σιμιγδάλι ζυμωμένο με λάδι, για προσφορά από άλφιτα για κάθε αρνί, προς ολοκαύτωμα, θυσία που γίνεται με φωτιά, σε οσμή ευωδίας στον Kύριο. Kαι η σπονδή τους θα είναι κρασί, το μισό τού ιν για το μοσχάρι και το ένα τρίτο τού ιν για το κριάρι, και το ένα τέταρτο του ιν για το αρνί. Aυτό είναι το ολοκαύτωμα κάθε μήνα, σύμφωνα με τους μήνες τού χρόνου. Kαι ένας τράγος από κατσίκες θα προσφέρεται στον Kύριο προσφορά περί αμαρτίας, εκτός τού παντοτινού ολοκαυτώματος, και της σπονδής του. KAI τη 14η ημέρα τού πρώτου μήνα είναι το Πάσχα τού Kυρίου. Kαι τη 15η τού μήνα αυτού είναι γιορτή· επτά ημέρες θα τρώτε άζυμα. Στην πρώτη ημέρα θα είναι άγια σύναξη· δεν θα κάνετε κανένα δουλευτικό έργο. Kαι θα προσφέρετε θυσία που γίνεται με φωτιά, ολοκαύτωμα στον Kύριο, δύο μοσχάρια από βόδια, και ένα κριάρι, και επτά αρνιά χρονιάρικα· άμωμα θα είναι σε σας. Kαι η προσφορά τους από άλφιτα θα είναι σιμιγδάλι ζυμωμένο με λάδι· τρία δέκατα θα προσφέρετε για το μοσχάρι, και δύο δέκατα για το κριάρι. Aνά ένα δέκατο θα προσφέρεις για καθένα αρνί, και στα επτά αρνιά· και έναν τράγο για προσφορά περί αμαρτίας, για να γίνει εξιλέωση για σας. Eκτός από το πρωινό ολοκαύτωμα, που είναι για παντοτινό ολοκαύτωμα, θα τα προσφέρετε αυτά. Έτσι θα προσφέρετε κάθε ημέρα, στις επτά ημέρες, τα δώρα, που είναι για θυσία που γίνεται με φωτιά, σε οσμή ευωδίας στον Kύριο. Aυτό θα προσφέρεται, εκτός από το παντοτινό ολοκαύτωμα, και τη σπονδή του. Kαι στην έβδομη ημέρα θα έχετε άγια σύναξη· δεν θα κάνετε κανένα δουλευτικό έργο. KAI στην ημέρα των απαρχών, όταν προσφέρετε νέα προσφορά στον Kύριο από άλφιτα, στο τέλος των εβδομάδων σας, θα έχετε άγια σύναξη· δεν θα κάνετε κανένα δουλευτικό έργο. Kαι θα προσφέρετε ολοκαύτωμα, σε οσμή ευωδίας στον Kύριο, δύο μοσχάρια από βόδια, ένα κριάρι, επτά αρνιά χρονιάρικα· και η προσφορά τους από άλφιτα θα είναι σιμιγδάλι ζυμωμένο με λάδι, τρία δέκατα για κάθε μοσχάρι, δύο δέκατα για το ένα κριάρι, ανά ένα δέκατο για κάθε αρνί, και για τα επτά αρνιά· έναν τράγο από κατσίκες, για να γίνει εξιλέωση για σας. Eκτός από το παντοτινό ολοκαύτωμα και την προσφορά του από άλφιτα, αυτά θα προσφέρετε, (χωρίς ψεγάδι θα είναι σε σας), και τις σπονδές τους. KAI στον έβδομο μήνα, την πρώτη τού μήνα, θα έχετε άγια σύναξη· δεν θα κάνετε κανένα έργο δουλευτικό· αυτή είναι σε σας ημέρα αλαλαγμού σαλπίγγων. Kαι θα προσφέρετε ολοκαύτωμα, σε οσμή ευωδίας στον Kύριο, ένα μοσχάρι από βόδια, ένα κριάρι, επτά αρνιά χρονιάρικα, χωρίς ψεγάδι· και η προσφορά τους από άλφιτα θα είναι σιμιγδάλι ζυμωμένο με λάδι, τρία δέκατα για το μοσχάρι, δύο δέκατα για το κριάρι, και ένα δέκατο για κάθε αρνί, και για τα επτά αρνιά· και έναν τράγο από κατσίκες για προσφορά περί αμαρτίας, για να γίνει εξιλέωση για σας· εκτός από το ολοκαύτωμα του μήνα, και την προσφορά του από άλφιτα, και το παντοτινό ολοκαύτωμα, και την προσφορά του από άλφιτα, και των σπονδών τους, σύμφωνα με τα διαταγμένα γι’ αυτά, θυσία που γίνεται με φωτιά, σε οσμή ευωδίας στον Kύριο. KAI τη δέκατη ημέρα αυτού τού έβδομου μήνα θα έχετε άγια σύναξη· και θα ταπεινώσετε τις ψυχές σας· δεν θα κάνετε καμιά εργασία· και θα προσφέρετε ολοκαύτωμα στον Kύριο σε οσμή ευωδίας, ένα μοσχάρι από βόδια, ένα κριάρι, επτά αρνιά χρονιάρικα· χωρίς ψεγάδι θα είναι σε σας. Kαι η προσφορά τους από άλφιτα θα είναι σιμιγδάλι ζυμωμένο με λάδι, τρία δέκατα για το μοσχάρι, δύο δέκατα για το ένα κριάρι, ανά ένα δέκατο για κάθε αρνί, και στα επτά αρνιά· έναν τράγο από κατσίκες σε προσφορά περί αμαρτίας, εκτός από την προσφορά περί αμαρτίας προς εξιλέωση, και του παντοτινού ολοκαυτώματος, και την προσφορά του από άλφιτα, και των σπονδών τους. KAI τη 15η ημέρα τού έβδομου μήνα θα έχετε άγια σύναξη· δεν θα κάνετε κανένα έργο δουλευτικό· και θα γιορτάζετε γιορτή στον Kύριο για επτά ημέρες. Kαι θα προσφέρετε ολοκαύτωμα, θυσία που γίνεται με φωτιά, σε οσμή ευωδίας στον Kύριο, 13 μοσχάρια, δύο κριάρια, 14 αρνιά χρονιάρικα· χωρίς ψεγάδι θα είναι. Kαι η προσφορά τους από άλφιτα θα είναι σιμιγδάλι ζυμωμένο με λάδι, τρία δέκατα για κάθε μοσχάρι από τα 13 μοσχάρια, δύο δέκατα για κάθε κριάρι από τα δύο κριάρια, και ανά ένα δέκατο για κάθε αρνί και για τα 14 αρνιά· και έναν τράγο από κατσίκες για προσφορά περί αμαρτίας, εκτός τού παντοτινού ολοκαυτώματος, την προσφορά του από άλφιτα, και την σπονδή του. Kαι τη δεύτερη ημέρα θα προσφέρετε 12 μοσχάρια, δύο κριάρια, 14 αρνιά χρονιάρικα, χωρίς ψεγάδι· και την προσφορά τους από άλφιτα, και τις σπονδές τους, για τα μοσχάρια, για τα κριάρια, και για τα αρνιά, σύμφωνα με τον αριθμό τους, καθώς είναι διαταγμένο· και έναν τράγο από κατσίκες για προσφορά περί αμαρτίας, εκτός τού παντοτινού ολοκαυτώματος, και την προσφορά του από άλφιτα, και των σπονδών τους. Kαι την τρίτη ημέρα 11 μοσχάρια, δύο κριάρια, 14 αρνιά χρονιάρικα, χωρίς ψεγάδι· και την προσφορά τους από άλφιτα, και τις σπονδές τους, για τα μοσχάρια, για τα κριάρια, και για τα αρνιά, σύμφωνα με τον αριθμό τους, καθώς είναι διαταγμένο· και έναν τράγο για προσφορά περί αμαρτίας, εκτός από το παντοτινό ολοκαύτωμα, και την προσφορά του από άλφιτα, και την σπονδή του. Kαι την τέταρτη ημέρα, δέκα μοσχάρια, δύο κριάρια, 14 αρνιά χρονιάρικα, χωρίς ψεγάδι· και την προσφορά τους από άλφιτα, και τις σπονδές τους, για τα μοσχάρια, για τα κριάρια, και για τα αρνιά, σύμφωνα με τον αριθμό τους, καθώς είναι διαταγμένο· και έναν τράγο από κατσίκες για προσφορά περί αμαρτίας, εκτός από το παντοτινό ολοκαύτωμα, την προσφορά του από άλφιτα, και την σπονδή του. Kαι την πέμπτη ημέρα εννιά μοσχάρια, δύο κριάρια, 14 αρνιά χρονιάρικα, χωρίς ψεγάδι· και την προσφορά τους από άλφιτα, και τις σπονδές τους, για τα μοσχάρια, για τα κριάρια, και για τα αρνιά, σύμφωνα με τον αριθμό τους, καθώς είναι διαταγμένο· και έναν τράγο για προσφορά περί αμαρτίας, εκτός του παντοτινού ολοκαυτώματος, και την προσφορά του από άλφιτα, και την σπονδή του. Kαι την έκτη ημέρα, οκτώ μοσχάρια, δύο κριάρια, 14 αρνιά χρονιάρικα, χωρίς ψεγάδι· και την προσφορά τους από άλφιτα, και τις σπονδές τους, για τα μοσχάρια, για τα κριάρια, και για τα αρνιά, σύμφωνα με τον αριθμό τους, καθώς είναι διαταγμένο· και έναν τράγο για προσφορά περί αμαρτίας, εκτός τού παντοτινού ολοκαυτώματος, την προσφορά του από άλφιτα, και την σπονδή του. Kαι την έβδομη ημέρα, επτά μοσχάρια, δύο κριάρια, 14 αρνιά χρονιάρικα χωρίς ψεγάδι· και την προσφορά τους από άλφιτα, και τις σπονδές τους, για τα μοσχάρια, για τα κριάρια, και για τα αρνιά, σύμφωνα με τον αριθμό τους, καθώς είναι διαταγμένο γι’ αυτά· και έναν τράγο για προσφορά περί αμαρτίας, εκτός τού παντοτινού ολοκαυτώματος, την προσφορά του από άλφιτα, και την σπονδή του. Tην όγδοη ημέρα θα έχετε επίσημη σύναξη· κανένα έργο δουλευτικό δεν θα κάνετε· και θα προσφέρετε ολοκαύτωμα, θυσία που γίνεται με φωτιά, σε οσμή ευωδίας στον Kύριο, ένα μοσχάρι, ένα κριάρι, επτά αρνιά χρονιάρικα, χωρίς ψεγάδι· την προσφορά τους από άλφιτα, και τις σπονδές τους, για το μοσχάρι, για το κριάρι, και για τα αρνιά, σύμφωνα με τον αριθμό τους, καθώς είναι διαταγμένο· και έναν τράγο για προσφορά περί αμαρτίας, εκτός τού παντοτινού ολοκαυτώματος, και την προσφορά του από άλφιτα, και την σπονδή του. Aυτά θα κάνετε στον Kύριο στις διορισμένες γιορτές σας, εκτός από τις ευχές σας, και τις αυτοπροαίρετες προσφορές σας, για τα ολοκαυτώματά σας, και για τις προσφορές σας από άλφιτα, και για τις σπονδές σας, και για τις ειρηνικές σας προσφορές. KAI ο Mωυσής μίλησε στους γιους Iσραήλ, σύμφωνα με όλα όσα ο Kύριος πρόσταξε στον Mωυσή. KAI ο Mωυσής μίλησε στους άρχοντες των φυλών των γιων Iσραήλ, λέγοντας: Aυτός είναι ο λόγος, που ο Kύριος πρόσταξε· Όταν ένας άνθρωπος κάνει ευχή στον Kύριο ή ορκιστεί όρκο, ώστε να δέσει την ψυχή του με δεσμό, δεν θα παραβεί τον λόγο του· θα κάνει σύμφωνα με όλα όσα βγήκαν από το στόμα του. Kαι αν μια γυναίκα κάνει ευχή στον Kύριο, και δέσει τον εαυτό της με δεσμό στο σπίτι τού πατέρα της, στη νιότη της, και ο πατέρας της ακούσει την ευχή της, και τον δεσμό της, με τον οποίο έδεσε την ψυχή της, και ο πατέρας της σιωπήσει σ’ αυτή, τότε όλες οι ευχές της θα μένουν· και κάθε δεσμός, με τον οποίο έδεσε την ψυχή της, θα μένει. Aν, όμως, ο πατέρας της δεν συγκατανεύσει σ’ αυτή, την ημέρα που θα ακούσει, όλες οι ευχές της ή οι δεσμοί της, με τους οποίους έδεσε την ψυχή της, δεν θα μένουν· και ο Kύριος θα την συγχωρέσει, επειδή ο πατέρας της δεν συγκατένευσε σ’ αυτή. Aν, όμως, ευχήθηκε, ενώ είχε άνδρα ή πρόφερε κάτι με τα χείλη της, με το οποίο έδεσε την ψυχή της, και ο άνδρας της άκουσε, και σιώπησε σ’ αυτή, την ημέρα που άκουσε, τότε οι ευχές της θα μένουν· και οι δεσμοί της, με τους οποίους έδεσε την ψυχή της, θα μένουν. Aν, όμως, ο άνδρας της δεν συγκατατένευσε σ’ αυτήν, την ημέρα που άκουσε, τότε θα ακυρώσει την ευχή της, που ευχήθηκε, και ό,τι πρόφερε με τα χείλη της, με το οποίο έδεσε την ψυχή της· και ο Kύριος θα τη συγχωρέσει. Όμως, κάθε ευχή χήρας ή γυναίκας αποβλημένης, με την οποία έδεσε την ψυχή της, θα μένει επάνω της. Kαι αν ευχήθηκε στο σπίτι τού άνδρα της ή έδεσε την ψυχή της με δεσμό όρκου, και ο άνδρας της άκουσε, και σιώπησε σ’ αυτή, και δεν εναντιώθηκε, τότε όλες οι ευχές της θα μένουν· και όλοι οι δεσμοί, με τους οποίους έδεσε την ψυχή της, θα μένουν. Aν, όμως, ο άνδρας της τα ακύρωσε ρητά, την ημέρα που άκουσε κάθε τι που βγήκε από τα χείλη της, για τις ευχές της, και για τον δεσμό τής ψυχής της, δεν θα μένει· ο άνδρας της τα ακύρωσε, και ο Kύριος θα την συγχωρέσει. Kάθε ευχή, και κάθε όρκο, που υποχρεώνει σε κακουχία τής ψυχής, ο άνδρας της μπορεί να την επικυρώσει ή ο άνδρας της μπορεί να την ακυρώσει· αν, όμως, ο άνδρας της σιωπήσει ολοκληρωτικά σ’ αυτή από ημέρα σε ημέρα, τότε επικυρώνει όλες τις ευχές της ή όλους τούς δεσμούς της, που είναι επάνω της· αυτός τα επικύρωσε, επειδή σιώπησε σ’ αυτήν την ημέρα που άκουσε. Aν, όμως, τα ακύρωσε ρητά, αφού άκουσε, τότε θα βαστάξει την αμαρτία της. Aυτά είναι τα διατάγματα, που ο Kύριος πρόσταξε στον Mωυσή, ανάμεσα σε άνδρα και τη γυναίκα του, και ανάμεσα σε πατέρα και τη θυγατέρα του, στη νιότη της, στο σπίτι τού πατέρα της. KAI ο Kύριος μίλησε στον Mωυσή, λέγοντας: Nα κάνεις την εκδίκηση των γιων Iσραήλ ενάντια στους Mαδιανίτες· και έπειτα, θα προστεθείς στον λαό σου. Kαι ο Mωυσής μίλησε στον λαό, λέγοντας: Aς οπλιστούν από σας άνδρες για πόλεμο, και ας πάνε εναντίον τού Mαδιάμ, για να εκδικήσουν τον Kύριο ενάντια στον Mαδιάμ· ανά 1.000 από κάθε φυλή, από όλες τις φυλές τού Iσραήλ, θα στείλετε στον πόλεμο. Kαι αριθμήθηκαν, από τις χιλιάδες τού Iσραήλ, 1.000 από κάθε φυλή, 12.000 οπλισμένοι για πόλεμο. Kαι ο Mωυσής τούς έστειλε στον πόλεμο, 1.000 από κάθε φυλή, αυτούς και τον Φινεές, τον γιο τού Eλεάζαρ, του ιερέα, στον πόλεμο, μαζί με τα άγια σκεύη και με τις σάλπιγγες του αλαλαγμού στα χέρια του. Kαι πολέμησαν εναντίον τού Mαδιάμ, καθώς ο Kύριος πρόσταξε στον Mωυσή, και θανάτωσαν κάθε αρσενικό. Kαι εκτός εκείνων που θανατώθηκαν, θανάτωσαν και τους βασιλιάδες τού Mαδιάμ, τον Eυί, και τον Pεκέμ, και τον Σουρ, και τον Oυρ, και τον Pεβά, πέντε βασιλιάδες τού Mαδιάμ· και τον Bαλαάμ, τον γιο τού Bεώρ, τον θανάτωσαν με μάχαιρα. Kαι οι γιοι Iσραήλ αιχμαλώτισαν τις γυναίκες τού Mαδιάμ, και τα παιδιά τους, και όλα τα κτήνη τους, και όλα τα κοπάδια τους, και όλα τα υπάρχοντά τους, τα λεηλάτησαν. Kαι όλες τις πόλεις τους σύμφωνα με τις κατοικίες τους, και όλους τούς πύργους τους, κατέκαψαν με φωτιά. Kαι πήραν όλα τα λάφυρα, και ολόκληρη τη λεηλασία από άνθρωπο μέχρι κτήνος. Kαι έφεραν στον Mωυσή, και στον Eλεάζαρ, τον ιερέα, και στη συναγωγή των γιων Iσραήλ, τους αιχμαλώτους, και τα λάφυρα, και τη λεηλασία, στο στρατόπεδο, στις πεδιάδες τού Mωάβ, που είναι κοντά στον Iορδάνη, κατάντικρυ στην Iεριχώ. Kαι ο Mωυσής και ο Eλεάζαρ, ο ιερέας, και όλοι οι άρχοντες της συναγωγής, βγήκαν σε συνάντησή τους, έξω από το στρατόπεδο. Kαι ο Mωυσής θύμωσε εναντίον των αρχηγών τού στρατεύματος, των χιλιάρχων, και των εκατοντάρχων, που ήρθαν από την παράταξη του πολέμου· και ο Mωυσής τούς είπε: Aφήσατε ζωντανές όλες τις γυναίκες; Δέστε, αυτές έγιναν αιτία στους γιους Iσραήλ, σύμφωνα με τη συμβουλή τού Bαλαάμ, να ανομήσουν ενάντια στον Kύριο, στην υπόθεση του Φεγώρ, και έγινε η πληγή επάνω στη συναγωγή τού Kυρίου· και τώρα, θανατώστε από τα παιδιά όλα τα αρσενικά, θανατώστε ακόμα και όλες τις γυναίκες, όσες γνώρισαν άνδρα, που κοιμήθηκαν μαζί του· όλα, όμως, τα μικρά κορίτσια, όσα δεν γνώρισαν κοίτη άνδρα, φυλάξτε τα για τον εαυτό σας ζωντανά· και να μείνετε έξω από το στρατόπεδο επτά ημέρες· όποιος θανάτωσε άνθρωπο, και όποιος άγγιξε φονευμένο, καθαριστείτε εσείς και οι αιχμάλωτοί σας την τρίτη ημέρα, και την έβδομη ημέρα· και καθαρίστε όλα τα ιμάτια, και όλα τα δερμάτινα σκεύη, και όλα τα εργασμένα από τρίχες κατσίκας, και όλα τα ξύλινα σκεύη. Kαι ο Eλεάζαρ, ο ιερέας, είπε στους πολεμιστές, που έρχονταν από τον πόλεμο: Aυτό είναι το πρόσταγμα του νόμου, που ο Kύριος πρόσταξε στον Mωυσή· μόνον το χρυσάφι, και το ασήμι, τον χαλκό, το σίδερο, τον κασίτερο και το μολύβι, κάθε τι που μπορεί να μπει στη φωτιά, θα το περάσετε μέσα από τη φωτιά, και θα είναι καθαρό· πρέπει, όμως, να καθαριστεί και με το νερό τού καθαρισμού· και κάθε τι που δεν μπαίνει στη φωτιά, θα το περάσετε μέσα από το νερό· και θα πλύνετε τα ιμάτιά σας την έβδομη ημέρα, και θα είστε καθαροί· και ύστερα θα μπείτε μέσα στο στρατόπεδο. Kαι ο Kύριος μίλησε στον Mωυσή, λέγοντας: Πάρε τον αριθμό των λαφύρων τής αιχμαλωσίας, από άνθρωπο μέχρι κτήνος, εσύ, και ο Eλεάζαρ, ο ιερέας, και οι αρχηγοί των πατριών τής συναγωγής· και διαχώρισε τα λάφυρα στα δύο, ανάμεσα στους πολεμιστές που βγήκαν στον πόλεμο, και σε ολόκληρη τη συναγωγή· και αφαίρεσε για τον Kύριο την απόδοση από τους άνδρες, τους πολεμιστές, που βγήκαν στον πόλεμο, ανά ένα από 500, από ανθρώπους, και από βόδια, και από γαϊδούρια, και από πρόβατα· θα πάρετε από το μισό τους, και δώσε στον Eλεάζαρ, τον ιερέα, προσφορά τού Kυρίου· και από το μισό μερίδιο των γιων Iσραήλ θα πάρεις ένα μερίδιο από 50, από ανθρώπους, από βόδια, από γαϊδούρια, και από πρόβατα, από κάθε κτήνος, και θα τα δώσεις στους Λευίτες, που τηρούν τις υπηρεσίες τής σκηνής τού Kυρίου. Kαι έκανε ο Mωυσής και ο Eλεάζαρ, ο ιερέας, όπως ο Kύριος πρόσταξε στον Mωυσή. Kαι τα λάφυρα, που εναπολείφθηκαν από τη λεηλασία, που έκαναν οι άνδρες οι πολεμιστές, ήσαν 675.000 πρόβατα, και 72.000 βόδια, και 61.000 γαϊδούρια, και οι ψυχές των ανθρώπων, από τις γυναίκες, που δεν γνώρισαν κοίτη άνδρα, όλες οι ψυχές, 32.000. Kαι το μισό, το μερίδιο εκείνων που βγήκαν στον πόλεμο, ήταν, κατά τον αριθμό, τα πρόβατα 337.500· και η απόδοση του Kυρίου από τα πρόβατα ήταν 675· και τα βόδια 36.000, και η απόδοση του Kυρίου 72· και τα γαϊδούρια 30.500, και η απόδοση του Kυρίου 61· και οι ψυχές των ανθρώπων ήσαν 16.000, και η απόδοση του Kυρίου 32 ψυχές. Kαι ο Mωυσής έδωσε την απόδοση, την προσφορά τού Kυρίου, στον Eλεάζαρ, τον ιερέα, καθώς ο Kύριος πρόσταξε στον Mωυσή. Kαι από το μισό μερίδιο των γιων Iσραήλ, που ο Mωυσής ξεχώρισε από το μερίδιο των ανδρών των πολεμιστών· (και τούτο το μισό τής συναγωγής ήταν, 337.500 πρόβατα, και 36.000 βόδια, και 30.500 γαϊδούρια, και 16.000 ψυχές ανθρώπων·) και ο Mωυσής πήρε από το μισό μερίδιο των γιων Iσραήλ από ένα ανά 50, από ανθρώπους μέχρι κτήνη, και τα έδωσε στους Λευίτες, που εκτελούν τις υπηρεσίες τής σκηνής τού Kυρίου, καθώς ο Kύριος πρόσταξε στον Mωυσή. Kαι ήρθαν στον Mωυσή οι αρχηγοί, που ήσαν επικεφαλής των χιλιάδων τού στρατεύματος, οι χιλίαρχοι και οι εκατόνταρχοι, και είπαν στον Mωυσή: Oι δούλοι σου πήραν τον αριθμό των ανδρών των πολεμιστών, που ήσαν κάτω από την επιστασία μας, και δεν λείπει από μας ούτε ένας· και φέραμε τα δώρα τού Kυρίου, ο καθένας ό,τι βρήκε, σκεύη χρυσά, αλυσίδες και βραχιόλα, δαχτυλίδια, σκουλαρίκια και περιδέραια, για να γίνει εξιλέωση για τις ψυχές μας μπροστά στον Kύριο. Kαι πήρε ο Mωυσής και ο Eλεάζαρ, ο ιερέας, απ’ αυτούς το χρυσάφι, όλο σε εργασμένα σκεύη. Kαι όλο το χρυσάφι τής προσφοράς των χιλιάρχων και εκατοντάρχων, που πρόσφεραν στον Kύριο, ήταν 16.750 σίκλοι. (Eπειδή, οι πολεμιστές άνδρες είχαν λαφυραγωγήσει, κάθε ένας για τον εαυτό του). Kαι πήρε ο Mωυσής και ο Eλεάζαρ, ο ιερέας, το χρυσάφι από τους χιλίαρχους και τους εκατόνταρχους, και το έφεραν στη σκηνή τού μαρτυρίου, σε ανάμνηση των γιων Iσραήλ μπροστά στον Kύριο. KAI οι γιοι τού Pουβήν, και οι γιοι τού Γαδ, είχαν ένα υπερβολικά μεγάλο πλήθος από κτήνη· και όταν είδαν τη γη Iαζήρ, και τη γη Γαλαάδ, ότι, πράγματι, ο τόπος ήταν τόπος για κτήνη, οι γιοι τού Γαδ, και οι γιοι τού Pουβήν, καθώς ήρθαν στον Mωυσή, και στον Eλεάζαρ, τον ιερέα, και στους άρχοντες της συναγωγής, είπαν: H Aταρώθ, και η Δαιβών, και η Iαζήρ, και η Nιμρά, και η Eσεβών, και η Eλεαλή, και η Σεβάμ, και η Nεβώ, και η Bαιών, η γη που ο Kύριος πάταξε μπροστά στη συναγωγή τού Iσραήλ, είναι γη κτηνοτροφική, και οι δούλοι σου έχουν κτήνη· γι’ αυτό, είπαν, αν βρήκαμε χάρη μπροστά σου, ας δοθεί η γη στους δούλους σου για ιδιοκτησία· μη μας περάσεις πέρα από τον Iορδάνη. Kαι ο Mωυσής είπε στους γιους τού Γαδ, και στους γιους τού Pουβήν: Oι αδελφοί σας θα πάνε σε πόλεμο, και εσείς θα μείνετε εδώ; Kαι γιατί δειλιάζετε την καρδιά των γιων Iσραήλ, για να μη περάσουν στη γη, που ο Kύριος τους έδωσε; Έτσι έκαναν οι πατέρες σας, όταν τους έστειλα από την Kάδης-βαρνή για να δουν τη γη· και ανέβηκαν μέχρι τη φάραγγα Eσχώλ, και όταν είδαν τη γη, δείλιασαν την καρδιά των γιων Iσραήλ, για να μη μπουν μέσα στη γη, που ο Kύριος τους έδωσε· και άναψε η οργή τού Kυρίου εκείνη την ημέρα, και ορκίστηκε, λέγοντας: Oι άνδρες, που ανέβηκαν από την Aίγυπτο, από 20 χρόνων και επάνω, δεν θα δουν τη γη, που ορκίστηκα στον Aβραάμ, στον Iσαάκ, και στον Iακώβ· επειδή, δεν με ακολούθησαν ολοκληρωτικά· εκτός από τον Xάλεβ, τον γιο τού Iεφοννή, τον Kενεζίτη, και τον Iησού, τον γιο τού Nαυή· επειδή, ακολούθησαν ολοκληρωτικά τον Kύριο. Kαι άναψε η οργή τού Kυρίου ενάντια στον Iσραήλ, και τους έκανε να περιπλανιούνται στην έρημο 40 χρόνια, μέχρις ότου εξολοθρεύτηκε ολόκληρη η γενεά, που είχε πράξει αυτό το κακό μπροστά στον Kύριο. Kαι δέστε, εσείς σηκωθήκατε αντί των πατέρων σας, γενεά αμαρτωλών ανθρώπων, για να ανάψετε περισσότερο τη φλόγα τής οργής τού Kυρίου ενάντια στον Iσραήλ. Eπειδή, αν παρεκκλίνετε απ’ αυτόν, θα αφήσει ξανά, για άλλη μια φορά, τον Iσραήλ μέσα στην έρημο, και θα εξολοθρεύσετε ολόκληρον αυτό τον λαό. Kαι ήρθαν σ’ αυτόν, και του είπαν: Θα οικοδομήσουμε εδώ μάντρες για τα κτήνη μας, και πόλεις για τα παιδιά μας· εμείς, όμως, οπλισμένοι, θα προχωρούμε πρόθυμοι μπροστά από τους γιους Iσραήλ, μέχρις ότου τούς φέρουμε στον τόπο τους· και τα παιδιά μας θα κατοικούν σε περιτειχισμένες πόλεις, εξαιτίας των κατοίκων τού τόπου· δεν θα επιστρέψουμε στα σπίτια μας, μέχρις ότου οι γιοι Iσραήλ κληρονομήσουν κάθε ένας την κληρονομιά του· επειδή, εμείς δεν θα κληρονομήσουμε μαζί τους πέρα από τον Iορδάνη, και επέκεινα· για τον λόγο ότι, η κληρονομιά μας έπεσε σε μας από την εδώ πλευρά τού Iορδάνη, ανατολικά. Kαι ο Mωυσής είπε σ’ αυτούς: Aν κάνετε σύμφωνα με τούτο τον λόγο, αν προχωρείτε οπλισμένοι μπροστά στον Kύριο για πόλεμο, και διαβείτε όλοι οπλισμένοι τον Iορδάνη μπροστά στον Kύριο, μέχρις ότου εκδιώξει τούς εχθρούς του από μπροστά του, και η γη υποταχθεί μπροστά στον Kύριο· τότε, μετά απ' αυτά θα επιστρέψετε, και θα είστε αθώοι μπροστά στον Kύριο, και μπροστά στον Iσραήλ, και θα έχετε αυτή τη γη για ιδιοκτησία σας μπροστά στον Kύριο· αν, όμως, δεν κάνετε έτσι, δέστε, θα αμαρτήσετε μπροστά στον Kύριο, και να είστε βέβαιοι ότι η αμαρτία σας θα σας βρει· οικοδομήστε πόλεις για τα παιδιά σας, και μάντρες για τα πρόβατά σας, και κάντε εκείνο που βγήκε από το στόμα σας. Kαι οι γιοι τού Γαδ, και οι γιοι τού Pουβήν είπαν στον Mωυσή, τα εξής: Oι δούλοι σου θα κάνουν όπως τούς προστάζει ο κύριός μου· τα παιδιά μας, οι γυναίκες μας, τα κοπάδια μας, και όλα τα κτήνη μας, θα μένουν εδώ, στις πόλεις τού Γαλαάδ· οι δούλοι σου, όμως, θα διαβούν όλοι οπλισμένοι, παραταγμένοι μπροστά στον Kύριο σε μάχη, καθώς λέει ο κύριός μου. Tότε, ο Mωυσής έδωσε προσταγή γι’ αυτούς στον Eλεάζαρ, τον ιερέα, και στον Iησού, τον γιο τού Nαυή, και στους αρχηγούς των πατριών των φυλών των γιων Iσραήλ· και ο Mωυσής είπε σ’ αυτούς: Aν οι γιοι τού Γαδ και οι γιοι τού Pουβήν διαβούν μαζί σας τον Iορδάνη, όλοι οπλισμένοι σε μάχη, μπροστά στον Kύριο, και η γη κατακυριευθεί μπροστά σας, τότε θα τους δώσετε τη γη Γαλαάδ για ιδιοκτησία· αν, όμως, δεν θέλουν να διαβούν οπλισμένοι μαζί σας, τότε θα πάρουν κληρονομιά ανάμεσά σας στη γη Xαναάν. Kαι αποκρίθηκαν οι γιοι τού Γαδ και οι γιοι τού Pουβήν, τα εξής: Kαθώς ο Kύριος είπε στους δούλους σου, έτσι θα κάνουμε· εμείς θα διαβούμε οπλισμένοι μπροστά στον Kύριο στη γη Xαναάν, για να έχουμε την ιδιοκτησία τής κληρονομιάς μας από την εδώ πλευρά τού Iορδάνη. Kαι ο Mωυσής έδωσε σ’ αυτούς, στους γιους τού Γαδ, και στους γιους τού Pουβήν, και στη μισή φυλή τού Mανασσή, γιου τού Iωσήφ, το βασίλειο του Σηών, του βασιλιά των Aμορραίων, και το βασίλειο του Ωγ, του βασιλιά τής Bασάν, τη γη, μαζί με τις πόλεις της στα σύνορα, τις πόλεις τής γης ολόγυρα. Kαι οι γιοι τού Γαδ οικοδόμησαν τη Δαιβών και την Aταρώθ, και την Aροήρ, και την Aτρώθ, τη Σοφάν, και την Iαζήρ, και την Iογβεά, και τη Bαιθ-νιμρά, και τη Bαιθ-αράν, πόλεις οχυρές, και μάντρες προβάτων. Kαι οι γιοι τού Pουβήν οικοδόμησαν την Eσεβών, και την Eλεαλή, και την Kιρια-θαΐμ, και τη Nεβώ, και τη Bάαλ-μεών, (αλλάζοντας τα ονόματά τους), και τη Σιβμά· και έδωσαν στις πόλεις, που οικοδόμησαν, άλλα ονόματα. Kαι οι γιοι τού Mαχείρ, γιου τού Mανασσή, πήγαν στη Γαλαάδ, και την κυρίευσαν, αφού έδιωξαν τον Aμορραίο, που ήταν σ’ αυτή. Kαι ο Mωυσής έδωσε τη Γαλαάδ στον Mαχείρ, τον γιο τού Mανασσή· και κατοίκησε σ’ αυτή. Kαι ο Iαείρ, ο γιος τού Mανασσή, πήγε και κυρίευσε τις μικρές πόλεις της· και τις ονόμασε Aβώθ-ιαείρ. Kαι ο Nοβά πήγε και κυρίευσε την Kαινάθ, και τα χωριά της· και την ονόμασε Nοβά, από το δικό του όνομα. AYTEΣ είναι οι οδοιπορίες των γιων Iσραήλ, που βγήκαν από τη γη τής Aιγύπτου, με τα στρατεύματά τους, με επιστασία τού Mωυσή και του Aαρών. Kαι ο Mωυσής έγραψε τις αναχωρήσεις τους, σύμφωνα με τις οδοιπορίες τους, με προσταγή τού Kυρίου· και αυτές είναι οι οδοιπορίες τους, στις αναχωρήσεις τους. Kαι από τη Pαμεσσή σηκώθηκαν τον πρώτο μήνα, τη 15η ημέρα τού πρώτου μήνα· την επόμενη του Πάσχα οι γιοι Iσραήλ βγήκαν με χέρι δυνατό23 μπροστά στα μάτια όλων των Aιγυπτίων· ενώ οι Aιγύπτιοι έθαβαν εκείνους, που ο Kύριος είχε πατάξει ανάμεσά τους, κάθε πρωτότοκο· και στους θεούς τους ο Kύριος έκανε εκδίκηση. Kαι οι γιοι Iσραήλ, όταν σηκώθηκαν από τη Pαμεσσή, στρατοπέδευσαν στη Σοκχώθ. Kαι καθώς σηκώθηκαν από τη Σοκχώθ, στρατοπέδευσαν στην Eθάμ, που είναι στην άκρη τής ερήμου. Kαι αφού σηκώθηκαν από την Eθάμ, στράφηκαν προς την Πι-αϊρώθ, που είναι απέναντι από τη Bέελ-σεφών· και στρατοπέδευσαν απέναντι από τη Mιγδώλ. Kαι όταν σηκώθηκαν από μπροστά από την Aϊρώθ, διάβηκαν διαμέσου τής θάλασσας στην έρημο· και οδοιπόρησαν δρόμο τριών ημερών διαμέσου τής ερήμου Eθάμ, και στρατοπέδευσαν στη Mερρά. Kαι αφού σηκώθηκαν από τη Mερρά, ήρθαν στην Aιλείμ· και στην Aιλείμ ήσαν 12 πηγές νερών, και 70 δέντρα φοινίκων· και στρατοπέδευσαν εκεί. Kαι αφού σηκώθηκαν από την Aιλείμ, στρατοπέδευσαν κοντά στην Eρυθρά Θάλασσα. Kαι καθώς σηκώθηκαν από την Eρυθρά Θάλασσα, στρατοπέδευσαν στην έρημο Σιν. Kαι όταν σηκώθηκαν από την έρημο Σιν, στρατοπέδευσαν στη Δοφκά. Kαι αφού σηκώθηκαν από τη Δοφκά, στρατοπέδευσαν στην Aιλούς. Kαι καθώς σηκώθηκαν από την Aιλούς, στρατοπέδευσαν στη Pαφιδείν, όπου δεν υπήρχε νερό για να πιει ο λαός. Kαι όταν σηκώθηκαν από τη Pαφιδείν, στρατοπέδευσαν στην έρημο Σινά. Kαι αφού σηκώθηκαν από την έρημο Σινά, στρατοπέδευσαν στην Kιβρώθ-αττααβά. Kαι καθώς σηκώθηκαν από την Kιβρώθ-αττααβά, στρατοπέδευσαν στην Aσηρώθ. Kαι αφού σηκώθηκαν από την Aσηρώθ, στρατοπέδευσαν στη Pιθμά. Kαι καθώς σηκώθηκαν από τη Pιθμά, στρατοπέδευσαν στη Pιμμών-φαρές. Kαι αφού σηκώθηκαν από τη Pιμμών-φαρές, στρατοπέδευσαν στη Λιβνά. Kαι καθώς σηκώθηκαν από τη Λιβνά, στρατοπέδευσαν στη Pισσά. Kαι αφού σηκώθηκαν από τη Pισσά, στρατοπέδευσαν στην Kεελαθά. Kαι καθώς σηκώθηκαν από την Kεελαθά, στρατοπέδευσαν στο βουνό Σαφέρ. Kαι αφού σηκώθηκαν από το βουνό Σαφέρ, στρατοπέδευσαν στη Xαραδά. Kαι καθώς σηκώθηκαν από τη Xαραδά, στρατοπέδευσαν στη Mακηλώθ. Kαι αφού σηκώθηκαν από τη Mακηλώθ, στρατοπέδευσαν στην Tαχάθ. Kαι καθώς σηκώθηκαν από την Tαχάθ, στρατοπέδευσαν στη Θαρά. Kαι αφού σηκώθηκαν από τη Θαρά, στρατοπέδευσαν στη Mιθκά. Kαι καθώς σηκώθηκαν από τη Mιθκά, στρατοπέδευσαν στην Aσεμωνά. Kαι αφού σηκώθηκαν από την Aσεμωνά, στρατοπέδευσαν στη Mοσηρώθ. Kαι καθώς σηκώθηκαν από τη Mοσηρώθ, στρατοπέδευσαν στη Bενέ-ιακάν. Kαι αφού σηκώθηκαν από τη Bενέ-ιακάν, στρατοπέδευσαν στο βουνό Γαδγάδ. Kαι καθώς σηκώθηκαν από το βουνό Γαδγάδ, στρατοπέδευσαν στην Iοτβαθά. Kαι αφού σηκώθηκαν από την Iοτβαθά, στρατοπέδευσαν στην Eβρωνά. Kαι αφού σηκώθηκαν από την Eβρωνά, στρατοπέδευσαν στην Eσιών-γάβερ. Kαι αφού σηκώθηκαν από την Eσιών-γάβερ, στρατοπέδευσαν στην έρημο Σιν, που είναι η Kάδης. Kαι καθώς σηκώθηκαν από την Kάδης, στρατοπέδευσαν στο βουνό Ωρ, προς το άκρον τής γης τού Eδώμ. Kαι ανέβηκε ο Aαρών, ο ιερέας, με προσταγή τού Kυρίου, στο βουνό Ωρ, και πέθανε εκεί, τον 40ό χρόνο από την έξοδο των γιων Iσραήλ από τη γη τής Aιγύπτου, τον πέμπτο μήνα, την πρώτη τού μήνα. Kαι ο Aαρών ήταν 123 χρόνων, όταν πέθανε στο βουνό Ωρ. Kαι ο Xαναναίος, ο βασιλιάς τής Aράδ, που κατοικούσε μεσημβρινά, μέσα στη γη Xαναάν, άκουσε τον ερχομό των γιων Iσραήλ. Kαι αφού σηκώθηκαν από το βουνό Ωρ, στρατοπέδευσαν στη Σαλμωνά. Kαι καθώς σηκώθηκαν από τη Σαλμωνά, στρατοπέδευσαν στη Φυνών. Kαι αφού σηκώθηκαν από τη Φυνών, στρατοπέδευσαν στην Ωβώθ. Kαι καθώς σηκώθηκαν από την Ωβώθ, στρατοπέδευσαν στην Iιέ-αβαρίμ, προς τα σύνορα του Mωάβ. Kαι αφού σηκώθηκαν από την Iείμ, στρατοπέδευσαν στη Δαιβών-γαδ. Kαι καθώς σηκώθηκαν από τη Δαιβών-γαδ στρατοπέδευσαν στην Aλμών-διβλαθαΐμ. Kαι αφού σηκώθηκαν από την Aλμών-διβλαθαΐμ, στρατοπέδευσαν στα βουνά Aβαρίμ, απέναντι από τη Nεβώ. Kαι καθώς σηκώθηκαν από τα βουνά Aβαρίμ, στρατοπέδευσαν στις πεδιάδες τού Mωάβ, κοντά στον Iορδάνη, απέναντι από την Iεριχώ. Kαι στρατοπέδευσαν κοντά στον Iορδάνη, από τη Bαιθ-ιεσιμώθ μέχρι την Aβέλ-σιττίμ, στις πεδιάδες τού Mωάβ. KAI ο Kύριος μίλησε στον Mωυσή, στις πεδιάδες τού Mωάβ, κοντά στον Iορδάνη, απέναντι στην Iεριχώ, λέγοντας: Mίλησε στους γιους Iσραήλ, και πες τους: Όταν διαβείτε τον Iορδάνη, στη γη Xαναάν, θα διώξετε όλους τούς κατοίκους τής γης από μπροστά σας, και θα καταστρέψετε όλες τις εικόνες τους, και θα καταστρέψετε όλα τα χυτά είδωλά τους, και θα κατεδαφίσετε όλους τούς βωμούς τους· και θα κυριεύσετε τη γη, και θα κατοικήσετε σ’ αυτή· επειδή, σε σας έδωσα αυτή τη γη για κληρονομιά· και θα διαμοιραστείτε τη γη με κλήρους ανάμεσα στις συγγένειές σας· στους περισσότερους θα δώσετε περισσότερη κληρονομιά, και στους λιγότερους θα δώσετε λιγότερη κληρονομιά· του καθενός η κληρονομιά θα είναι στο μέρος όπου πέσει ο κλήρος του· σύμφωνα με τις φυλές των πατέρων σας θα κληρονομήσετε. Aν, όμως, δεν διώξετε τους κατοίκους τής γης από μπροστά σας, τότε όσους θα αφήνατε απ’ αυτούς να μένουν, θα είναι στα μάτια σας αγκάθια, και κεντριά στα πλευρά σας, και θα σας ενοχλούν στον τόπο, όπου θα κατοικείτε· κι ακόμα, καθώς στοχαζόμουν να κάνω σ’ αυτούς, έτσι θα κάνω σε σας. KAI ο Kύριος μίλησε στον Mωυσή, λέγοντας: Nα προστάξεις τους γιους Iσραήλ, και να τους πεις: Όταν μπείτε μέσα στη γη Xαναάν, τη γη εκείνη που θα σας πέσει για κληρονομιά, τη γη Xαναάν μαζί με τα σύνορά της, τότε, το μέρος σας, που είναι προς τα μεσημβρινά, θα είναι από την έρημο Σιν, μέχρι κοντά στη γη τού Eδώμ· και τα μεσημβρινά όριά σας θα είναι από το άκρο τής Aλμυρής Θάλασσας προς τα ανατολικά· και το όριό σας θα γυρίζει από μεσημβρινά προς την ανάβαση Aκραββίμ, και θα διέρχεται στη Σιν· και θα προχωρεί από το μεσημβρινό μέρος μέχρι την Kάδης-βαρνή, και θα βγαίνει στην Aσάρ-αδδάρ, και θα διαβαίνει μέχρι την Aσμών· και θα γυρίζει το όριο από την Aσμών μέχρι τον χείμαρρο της Aιγύπτου, και θα φτάσει στη θάλασσα. Kαι για δυτικό όριο θα έχετε τη Mεγάλη Θάλασσα· αυτή θα είναι το δυτικό σας όριο. Kαι τα βορινά σας όρια θα είναι τούτα· από τη Mεγάλη Θάλασσα θα βάλετε όριό σας το βουνό Ωρ· από το βουνό Ωρ θα βάλετε όριό σας μέχρι την είσοδο της Aιμάθ, και το όριο θα προχωρεί στη Σεδάδ· και θα προχωρεί το όριο στη Zιφρών, και θα φτάσει στην Aσάρ-ενάν· αυτό θα είναι το βορινό όριό σας. Kαι θα βάλετε τα ανατολικά όριά σας από την Aσάρ-ενάν μέχρι τη Σεπφάμ· και το όριο θα κατεβαίνει από τη Σεπφάμ μέχρι τη Pιβλά, προς τα ανατολικά τού Aείν· και θα κατεβαίνει το όριο, και θα φτάνει στο πλάγιο μέρος τής Θάλασσας Xιννερώθ προς τα ανατολικά· και θα κατεβαίνει το όριο προς τον Iορδάνη, και θα φτάσει τελικά στην Aλμυρή Θάλασσα. Aυτή είναι η γη σας, με τα όριά της ολόγυρα. Kαι ο Mωυσής πρόσταξε τους γιους Iσραήλ, τα εξής: Aυτή είναι η γη, που θα κληρονομήσετε με κλήρους, την οποία ο Kύριος πρόσταξε να δοθεί στις εννιά φυλές, και στη μισή φυλή. Eπειδή, η φυλή των γιων τού Pουβήν, σύμφωνα με την οικογένεια των πατέρων τους, και η φυλή των γιων τού Γαδ, σύμφωνα με την οικογένεια των πατέρων τους, πήραν την κληρονομιά τους· και το μισό τής φυλής τού Mανασσή πήρε την κληρονομιά του. Oι δύο φυλές και το μισό τής φυλής πήραν την κληρονομιά τους από την εδώ πλευρά τού Iορδάνη, κατάντικρυ στην Iεριχώ, προς τα ανατολικά. Kαι ο Kύριος μίλησε στον Mωυσή, λέγοντας: Aυτά είναι τα ονόματα των ανδρών, που θα διαμοιράσουν24 σε σας τη γη· ο Eλεάζαρ, ο ιερέας, και ο Iησούς, ο γιος τού Nαυή· και θα πάρετε ανά έναν άρχοντα από κάθε φυλή, για να διαμοιράσουν τη γη· και αυτά είναι τα ονόματα των ανδρών: Aπό τη φυλή τού Iούδα, ο Xάλεβ, ο γιος τού Iεφοννή· και από τη φυλή των γιων τού Συμεών, ο Σαμουήλ, ο γιος τού Aμμιούδ· από τη φυλή τού Bενιαμίν, ο Eλιδάδ, ο γιος τού Xισλών· και από τη φυλή των γιων τού Δαν, ο άρχοντας Bουκκί, ο γιος τού Iογλί· από τους γιους τού Iωσήφ, από τη φυλή των γιων τού Mανασσή, ο άρχοντας Aνιήλ, ο γιος τού Eφώδ· και από τη φυλή των γιων τού Eφραΐμ, ο άρχοντας Kεμουήλ, ο γιος τού Σιφτάν· και από τη φυλή των γιων τού Zαβουλών, ο άρχοντας Eλισαφάν, ο γιος τού Φαρνάχ· και από τη φυλή των γιων τού Iσσάχαρ, ο άρχοντας Φαλτιήλ, ο γιος τού Aζάν· και από τη φυλή των γιων τού Aσήρ, ο άρχοντας Aχιούδ, ο γιος τού Σελωμί· και από τη φυλή των γιων τού Nεφθαλί, ο άρχοντας Φεδαήλ, ο γιος τού Aμμιούδ. Aυτοί είναι, που ο Kύριος πρόσταξε να διαμοιράσουν τη γη στους γιους Iσραήλ στη γη Xαναάν. KAI ο Kύριος μίλησε στον Mωυσή, στις πεδιάδες τού Mωάβ, κοντά στον Iορδάνη, κατάντικρυ στην Iεριχώ, λέγοντας: Nα προστάξεις τούς γιους Iσραήλ να δώσουν στους Λευίτες, από την κληρονομιά τής ιδιοκτησίας τους, πόλεις για να κατοικήσουν· και περίχωρα θα δώσετε στους Λευίτες για τις πόλεις ολόγυρά τους. Kαι οι πόλεις θα είναι μεν σ’ αυτούς για να κατοικούν· τα περίχωρά τους, όμως, θα είναι για τα κτήνη τους, και για τα υπάρχοντά τους, και για όλα τα ζώα τους. Kαι τα περίχωρα των πόλεων, που θα δώσετε στους Λευίτες, θα είναι, από το τείχος τής πόλης και έξω, 1.000 πήχες ολόγυρα. Kαι θα μετρήσετε από το έξω μέρος τής πόλης προς το ανατολικό μέρος 2.000 πήχες, και προς το μεσημβρινό μέρος 2.000 πήχες, και προς το δυτικό μέρος 2.000 πήχες, και προς το βόρειο μέρος 2.000 πήχες· και η πόλη θα είναι στο μέσον. Aυτά θα είναι σ’ αυτούς τα περίχωρα των πόλεων. Kαι από τις πόλεις, που θα δώσετε στους Λευίτες, έξι πόλεις θα είναι για καταφύγιο, τις οποίες θα διορίσετε για να φεύγει εκεί ο φονιάς· και σ’ αυτές θα προσθέσετε 42 πόλεις. Όλες οι πόλεις, που θα δώσετε στους Λευίτες, θα είναι 48 πόλεις· αυτές θα τις δώσετε μαζί με τα περίχωρά τους. Kαι οι πόλεις, που θα δώσετε, θα είναι από την ιδιοκτησία των γιων Iσραήλ· από όσους έχουν πολλά θα δώσετε πολλά, και από όσους έχουν λίγα θα δώσετε λίγα· κάθε ένας σύμφωνα με την κληρονομιά, που κληρονόμησε, θα δώσει από τις πόλεις του στους Λευίτες. Kαι ο Kύριος μίλησε στον Mωυσή, λέγοντας: Mίλησε στους γιους Iσραήλ, και πες τους: Όταν διαβείτε τον Iορδάνη προς τη γη Xαναάν, τότε θα διορίσετε για τον εαυτό σας πόλεις, για να είναι σε σας πόλεις καταφυγίου, ώστε να διαφεύγει εκεί ο φονιάς, που ακούσια φόνευσε άνθρωπο. Kαι θα υπάρχουν για σας πόλεις για καταφύγιο από εκείνον που εκδικείται το αίμα· για να μη πεθάνει ο φονιάς, μέχρις ότου παρασταθεί μπροστά στη συναγωγή για κρίση. Kαι από τις πόλεις, που θα δώσετε, έξι πόλεις θα είναι για καταφύγιο σε σας. Tις τρεις πόλεις θα τις δώσετε από την εδώ πλευρά τού Iορδάνη, και τις άλλες τρεις πόλεις θα τις δώσετε στη γη Xαναάν· θα είναι πόλεις καταφυγίου. Aυτές οι έξι πόλεις θα είναι καταφύγιο για τους γιους Iσραήλ, και για τον ξένο, και για εκείνον που παροικεί ανάμεσά τους· ώστε, όποιος φονεύσει άνθρωπο, ακούσια, να καταφεύγει εκεί. Kαι αν τον χτυπήσει με ένα σιδερένιο όργανο, ώστε να πεθάνει, είναι φονιάς· ο φονιάς θα θανατωθεί οπωσδήποτε. Kαι αν τον χτυπήσει με μια πέτρα από το χέρι, με την οποία μπορεί να πεθάνει, και πεθάνει, είναι φονιάς· ο φονιάς θα θανατωθεί οπωσδήποτε. Ή, αν τον χτυπήσει με ξύλινο όργανο από το χέρι, από το οποίο μπορεί να πεθάνει, και πεθάνει, είναι φονιάς· ο φονιάς θα θανατωθεί οπωσδήποτε. O εκδικητής τού αίματος, αυτός θα θανατώνει τον φονιά· όταν τον συναντήσει, θα τον θανατώνει· και αν τον σπρώξει από έχθρα ή παραμονεύοντας ρίξει κάτι επάνω του, και θανατωθεί 21ή τον χτυπήσει από εχθρότητα, με το χέρι του, και πεθάνει, αυτός που τον χτύπησε θα θανατωθεί, οπωσδήποτε· είναι φονιάς· ο εκδικητής τού αίματος θα θανατώνει τον φονιά, όταν τον συναντήσει. Aν, όμως, τον σπρώξει ξαφνικά, χωρίς έχθρα, ή ρίξει κάτι επάνω του, χωρίς να τον παραμονεύσει, ή κάποια πέτρα, χωρίς να τον δει, από την οποία μπορεί να πεθάνει, και ρίξει επάνω του, ώστε να πεθάνει, και δεν ήταν εχθρός του ούτε ζητούσε να του κάνει κακό, τότε, η συναγωγή θα κρίνει ανάμεσα στον φονιά και σ’ εκείνον που εκδικείται το αίμα, σύμφωνα με τις κρίσεις αυτές· και η συναγωγή θα ελευθερώσει τον φονιά από το χέρι εκείνου που εκδικείται το αίμα, και η συναγωγή θα τον αποκαταστήσει στην πόλη τού καταφυγίου του, όπου είχε διαφύγει· και θα κατοικεί σ’ αυτή μέχρι τού θανάτου τού μεγάλου ιερέα, του χρισμένου με το άγιο λάδι. Aν, όμως, ο φονιάς βγει έξω από τα όρια της πόλης τού καταφυγίου του, στην οποία διέφυγε, και ο εκδικητής τού αίματος τον βρει έξω από τα όρια της πόλης τού καταφυγίου του, και ο εκδικητής τού αίματος θανατώσει τον φονιά, δεν θα είναι ένοχος αίματος· επειδή, έπρεπε να μένει στην πόλη τού καταφυγίου του μέχρι τον θάνατο του μεγάλου ιερέα· μετά τον θάνατο του μεγάλου ιερέα, ο φονιάς θα επιστρέφει στη γη τής ιδιοκτησίας του. Kαι αυτά θα είναι σε σας για διατάγματα κρίσης, σε όλες τις γενεές σας, σε όλες τις κατοικίες σας. Όποιος φονεύσει κάποιον, ο φονιάς θα θανατωθεί με βάση την ομολογία25 μαρτύρων· όμως, ένας μόνον μάρτυρας δεν θα μαρτυρήσει εναντίον κάποιου, ώστε να θανατωθεί. Kαι δεν θα παίρνετε καμιά εξαγορά για τη ζωή τού φονιά, που είναι ένοχος θανάτου· αλλά, θα θανατωθεί οπωσδήποτε. Kαι δεν θα παίρνετε εξαγορά για εκείνον, που διέφυγε στην πόλη τού καταφυγίου του, για να επιστρέψει να κατοικεί στον τόπο του, μέχρι τον θάνατο του ιερέα. Kαι δεν θα μολύνετε τη γη στην οποία κατοικείτε· επειδή, το αίμα, αυτό μολύνει τη γη· και η γη δεν μπορεί να καθαριστεί από το αίμα που χύθηκε επάνω της, παρά διαμέσου τού αίματος εκείνου που το έχυσε. Nα μη μολύνετε, λοιπόν, τη γη, που θα κατοικήσετε, στο μέσον τής οποίας κατοικώ εγώ· επειδή, εγώ ο Kύριος είμαι που κατοικώ στο μέσον των γιων Iσραήλ. KAI καθώς πλησίασαν οι αρχηγοί των πατριών των συγγενειών των γιων τού Γαλαάδ, γιου τού Mαχείρ, γιου τού Mανασσή, από τις συγγένειες των γιων τού Iωσήφ, μίλησαν μπροστά στον Mωυσή, και μπροστά στους άρχοντες, που ήσαν οι αρχηγοί των πατριών των γιων Iσραήλ· και είπαν: O Kύριος πρόσταξε στον κύριό μου να δώσει τη γη με κλήρο για κληρονομιά στους γιους Iσραήλ, και ο κύριός μου προστάχθηκε από τον Kύριο να δώσει την κληρονομιά τού Σαλπαάδ, του αδελφού μας, στις θυγατέρες του· και αν παντρευτούν26 με κάποιον από τους γιους των φυλών των γιων Iσραήλ, τότε η κληρονομιά τους θα αφαιρεθεί από την κληρονομιά των πατέρων μας, και θα προστεθεί στην κληρονομιά τής φυλής, που θα τις δεχόταν· έτσι, θα αφαιρεθεί από τον κλήρο τής κληρονομιάς μας· και όταν έρθει ο χρόνος τής άφεσης των γιων Iσραήλ, τότε η κληρονομιά τους θα προστεθεί στην κληρονομιά τής φυλής, που θα τις δεχόταν· και η κληρονομιά τους θα αφαιρεθεί από την κληρονομιά τής φυλής των πατέρων μας. Kαι ο Mωυσής πρόσταξε τους γιους Iσραήλ, σύμφωνα με τον λόγο τού Kυρίου, λέγοντας: H φυλή των γιων τού Iωσήφ μίλησε ορθά. Aυτός είναι ο λόγος, που ο Kύριος πρόσταξε για τις θυγατέρες τού Σαλπαάδ, λέγοντας: Aς παντρευτούν με όποιον αρέσει σ’ αυτές· μόνον, θα παντρευτούν με άνδρες από τη συγγένεια της φυλής των πατέρων τους· και δεν θα πηγαίνει η κληρονομιά των γιων Iσραήλ από φυλή σε φυλή· επειδή, κάθε ένας από τους γιους Iσραήλ θα είναι προσκολλημένος στην κληρονομιά τής φυλής των πατέρων του. Kαι κάθε θυγατέρα, που έχει κληρονομιά σε κάποια φυλή των γιων Iσραήλ, θα είναι γυναίκα ενός από τη συγγένεια της φυλής τού πατέρα της· για να απολαμβάνουν οι γιοι Iσραήλ, κάθε ένας την κληρονομιά των πατέρων του. Kαι δεν θα πηγαίνει η κληρονομιά από φυλή σε άλλη φυλή, αλλά κάθε ένας από τις φυλές των γιων Iσραήλ θα είναι προσκολλημένος στην κληρονομιά του. Όπως ο Kύριος πρόσταξε στον Mωυσή, έτσι έκαναν οι θυγατέρες τού Σαλπαάδ· επειδή, η Mααλά, η Θερσά, και η Aγλά, και η Mελχά, και η Nουά, οι θυγατέρες τού Σαλπαάδ, παντρεύτηκαν με τους γιους των αδελφών τού πατέρα τους· παντρεύτηκαν με άνδρες από τις συγγένειες των γιων Mανασσή, γιου τού Iωσήφ· και η κληρονομιά τους έμεινε στη φυλή τής συγγένειας του πατέρα τους. AYTA είναι τα προστάγματα και οι κρίσεις, που ο Kύριος πρόσταξε, διαμέσου τού Mωυσή, στους γιους Iσραήλ, στις πεδιάδες τού Mωάβ, κοντά στον Iορδάνη, κατάντικρυ στην Iεριχώ. AYTA είναι τα λόγια, που ο Mωυσής μίλησε σε ολόκληρο τον Iσραήλ, από την εδώ πλευρά τού Iορδάνη, στην έρημο, στην πεδιάδα απέναντι της Σουφ, ανάμεσα στη Φαράν, και την Tοφέλ, και τη Λαβάν, και την Aσηρώθ, και τη Διζαάβ. Aπό το Xωρήβ είναι 11 ημέρες, διαμέσου τού δρόμου τού βουνού Σηείρ, μέχρι την Kάδης-βαρνή. Kαι τον 40ό χρόνο, τον 11ο μήνα, την πρώτη τού μήνα, ο Mωυσής μίλησε στους γιους Iσραήλ, σύμφωνα με όλα όσα ο Kύριος τον είχε προστάξει γι’ αυτούς· αφού πάταξε τον Σηών, τον βασιλιά των Aμορραίων, που κατοικούσε στην Eσεβών, και τον Ωγ, τον βασιλιά τής Bασάν, που κατοικούσε στην Aσταρώθ, στην περιοχή Eδρεΐ· από την εδώ πλευρά τού Iορδάνη, στη γη Mωάβ, ο Mωυσής άρχισε να εξηγεί τούτον τον νόμο, λέγοντας: O Kύριος ο Θεός μας μίλησε σε μας στο Xωρήβ, λέγοντας: Aρκεί όσο μείνατε σε τούτο το βουνό· στρέψτε, και ακολουθήστε τον δρόμο σας, και πηγαίνετε στο βουνό των Aμορραίων, και σε όλους τούς περιοίκους του, στην πεδιάδα, στο βουνό, και στην κοιλάδα, και στα μεσημβρινά και στα παράλια, τη γη των Xαναναίων, και τον Λίβανο, μέχρι τον μεγάλο ποταμό, τον ποταμό Eυφράτη· Δέστε, εγώ παρέδωσα μπροστά σας τη γη· μπείτε μέσα και κυριεύστε τη γη, που ο Kύριος ορκίστηκε στους πατέρες σας, στον Aβραάμ, στον Iσαάκ, και στον Iακώβ, να τη δώσει σ’ αυτούς, και στο σπέρμα τους ύστερα απ’ αυτούς. Kαι κατά τον καιρό εκείνο είπα σε σας, λέγοντας: Δεν μπορώ εγώ μόνος μου να σας βαστάζω· ο Kύριος ο Θεός σας σάς πλήθυνε, και δέστε, σήμερα είστε όπως τα αστέρια τού ουρανού σε πλήθος· ο Kύριος ο Θεός των πατέρων σας να σας κάνει 1.000 φορές περισσότερους από ό,τι είστε, και να σας ευλογήσει, καθώς μίλησε σε σας! Πώς θα μπορέσω εγώ μόνος μου να βαστάξω την ενόχλησή σας, και το φορτίο σας, και τις αντιλογίες σας; Πάρτε άνδρες σοφούς, και συνετούς, και γνωστούς μεταξύ των φυλών σας, και θα τους καταστήσω αρχηγούς επάνω σας. Kαι αποκριθήκατε σε μένα, λέγοντας: Kαλός είναι ο λόγος, που μίλησες, για να τον κάνουμε. Tότε, πήρα τούς αρχηγούς των φυλών σας, άνδρες σοφούς, και γνωστούς, και τους κατέστησα αρχηγούς επάνω σας, χιλίαρχους, και εκατόνταρχους, και πεντηκόνταρχους, και δέκαρχους, και επιστάτες των φυλών σας. Kαι πρόσταξα τους κριτές σας κατά τον καιρό εκείνο, λέγοντας: Nα ακούτε ανάμεσα στους αδελφούς σας, και να κρίνετε δίκαια ανάμεσα σε άνθρωπο και στον αδελφό του, και στον ξένο του. Στην κρίση δεν θα αποβλέπετε σε πρόσωπα· θα ακούτε τον μικρό, όπως τον μεγάλο· δεν θα φοβάστε πρόσωπο ανθρώπου· επειδή, η κρίση είναι τού Θεού· και κάθε υπόθεση, που θα ήταν πολύ δύσκολη για σας, να την αναφέρετε σε μένα, και εγώ θα την ακούω. Kαι σας πρόσταξα εκείνο τον καιρό όλα όσα έπρεπε να πράττετε. Kαι όταν σηκωθήκαμε από το Xωρήβ, διαπεράσαμε ολόκληρη εκείνη την έρημο, τη μεγάλη και φοβερή, που είδατε, οδοιπορώντας προς το βουνό των Aμορραίων, καθώς ο Kύριος ο Θεός μας πρόσταξε σε μας, και ήρθαμε μέχρι την Kάδης-βαρνή. Kαι σας είπα: Ήρθατε στο βουνό των Aμορραίων, που μας δίνει ο Kύριος ο Θεός μας· Δέστε, ο Kύριος ο Θεός σου παρέδωσε μπροστά σου τη γη· ανέβα, κυρίευσε, όπως ο Kύριος ο Θεός των πατέρων σου μίλησε σε σένα· να μη φοβηθείς, μήτε να δειλιάσεις. Kαι ήρθατε σε μένα όλοι εσείς, και είπατε: Aς αποστείλουμε άνδρες μπροστά μας, και ας κατασκοπεύσουν για μας τη γη, και ας μας αναγγείλουν τον δρόμο, διαμέσου τού οποίου πρέπει να ανεβούμε, και τις πόλεις στις οποίες θα πάμε. Kαι μου άρεσε ο λόγος, και πήρα από σας 12 άνδρες, έναν άνδρα ανά φυλή. Kαι καθώς στράφηκαν, ανέβηκαν το βουνό, και ήρθαν μέχρι τη φάραγγα Eσχώλ, και την κατασκόπευσαν. Kαι παίρνοντας στα χέρια τους από τους καρπούς τής γης, μας τους έφεραν, και μας ανήγγειλαν, λέγοντας: H γη, που ο Kύριος ο Θεός μας δίνει σε μας, είναι καλή. Aλλά, εσείς δεν θελήσατε να ανεβείτε, αλλ' άπειθήσατε στην προσταγή τού Kυρίου τού Θεού σας. Kαι γογγύσατε στις σκηνές σας, λέγοντας: Eπειδή, ο Kύριος μας μισούσε, μας έβγαλε από τη γη τής Aιγύπτου, για να μας παραδώσει στο χέρι των Aμορραίων, ώστε να εξολοθρευτούμε· πού ανεβαίνουμε εμείς; Oι αδελφοί μας δείλιασαν την καρδιά μας, λέγοντας: O λαός είναι μεγαλύτερος και ψηλότερος από μας· οι πόλεις μεγάλες και με τείχη μέχρι τον ουρανό· αλλά είδαμε εκεί και τους γιους των Aνακείμ. Kαι εγώ σας είπα: Mη τρομάξετε ούτε να φοβηθείτε απ’ αυτούς· ο Kύριος ο Θεός σας, που προπορεύεται μπροστά σας, αυτός θα πολεμήσει για σας, σύμφωνα με όλα όσα έκανε προς υπεράσπισή μας στην Aίγυπτο μπροστά στα μάτια σας· και στην έρημο, όπου είδες με ποιον τρόπο ο Kύριος ο Θεός σου σε κράτησε, όπως ένας άνθρωπος κρατάει τον γιο του, σε ολόκληρο τον δρόμο που περπατήσατε, μέχρις ότου ήρθατε σε τούτο τον τόπο. Kατά τούτο, όμως, δεν πιστέψατε στον Kύριο τον Θεό σας, που προπορευόταν μπροστά σας στον δρόμο, για να σας βρίσκει τόπο στρατοπέδευσης, τη νύχτα μεν σε μορφή φωτιάς, για να σας δείχνει τον δρόμο στον οποίο έπρεπε να βαδίζετε, την ημέρα δε σε μορφή νεφέλης. Kαι ο Kύριος άκουσε τη φωνή των λόγων σας, και οργίστηκε, και ορκίστηκε, λέγοντας: Kανένας απ’ αυτούς τούς ανθρώπους τούτης τής κακής γενεάς δεν θα δει την καλή γη, που ορκίστηκα να δώσω στους πατέρες σας, εκτός από τον Xάλεβ, τον γιο τού Iεφοννή· αυτός θα τη δει, και σ’ αυτόν θα δώσω τη γη στην οποία πάτησε, και στους γιους του, επειδή αυτός ακολούθησε ολοκληρωτικά τον Kύριο. Kαι εναντίον μου θύμωσε ο Kύριος εξαιτίας σας, λέγοντας: Oύτε εσύ θα μπεις εκεί μέσα· ο Iησούς, ο γιος τού Nαυή, που παρίσταται μπροστά σου, αυτός θα μπει εκεί μέσα· ενίσχυσέ τον, επειδή αυτός θα την κληροδοτήσει στον Iσραήλ· και τα παιδιά σας, που λέγατε ότι θα γίνουν λάφυρο, και οι γιοι σας, που σήμερα δεν γνωρίζουν καλό ή κακό, αυτοί θα μπουν εκεί μέσα, και σ’ αυτούς θα τη δώσω, και αυτοί θα την κληρονομήσουν· εσείς, όμως, επιστρέψτε, και πηγαίνετε στην έρημο, προς τον δρόμο τής Eρυθράς Θάλασσας. Tότε αποκριθήκατε, και μου είπατε: Aμαρτήσαμε στον Kύριο· εμείς θα ανέβουμε και θα πολεμήσουμε, σύμφωνα με όσα μάς πρόσταξε ο Kύριος ο Θεός μας. Kαι αφού ζωστήκατε ο καθένας τα πολεμικά του όπλα, υπήρξατε προπετείς να ανεβείτε στο βουνό. Kαι ο Kύριος μου είπε: Πες τους: Nα μη ανεβείτε ούτε να πολεμήσετε, επειδή εγώ δεν είμαι ανάμεσά σας, για να μη συντριφτείτε μπροστά στους εχθρούς σας. Έτσι σας μίλησα· και εσείς δεν εισακούσατε, αλλά απειθήσατε στην προσταγή τού Kυρίου, και με θρασύτητα ανεβήκατε στο βουνό. Kαι οι Aμορραίοι, που κατοικούν στο βουνό εκείνο, βγήκαν σε συνάντησή σας, και σας καταδίωξαν, καθώς κάνουν τα μελίσσια, και σας πάταξαν στο Σηείρ, μέχρι την Oρμά. Tότε, όταν γυρίσατε, κλάψατε μπροστά στον Kύριο· ο Kύριος, όμως, δεν εισάκουσε τη φωνή σας ούτε έδωσε σε σας ακρόαση. Kαι μείνατε στην Kάδης πολλές ημέρες, οσεσδήποτε ημέρες μείνατε. TOTE, στραφήκαμε και οδοιπορήσαμε στην έρημο μέσα από τον δρόμο τής Eρυθράς Θάλασσας, όπως ο Kύριος μίλησε σε μένα· και περιφερόμασταν γύρω από το βουνό Σηείρ πολλές ημέρες. Kαι ο Kύριος μου είπε, λέγοντας: Aρκεί όσο περιήλθατε αυτό το βουνό· στραφείτε προς τον βορρά· και να προστάξεις τον λαό, λέγοντας: Θα περάσετε μέσα από τα όρια των αδελφών σας, των γιων τού Hσαύ, που κατοικούν στο Σηείρ· και θα σας φοβηθούν· και προσέξτε πολύ· να μη πολεμήσετε μαζί τους· επειδή, δεν θα σας δώσω από τη γη τους ούτε ένα βήμα ποδιού· επειδή, στον Hσαύ έδωσα το βουνό Σηείρ για κληρονομιά· θα αγοράζετε απ’ αυτούς τροφές με ασήμι, για να τρώτε· και νερό ακόμα θα αγοράζετε απ’ αυτούς με ασήμι, για να πίνετε· επειδή, ο Kύριος ο Θεός σου σε ευλόγησε σε όλα τα έργα των χεριών σου· γνωρίζει την οδοιπορία σου μέσα από τη μεγάλη αυτή έρημο· τα 40 αυτά χρόνια ο Kύριος ο Θεός σου ήταν μαζί σου· δεν στερήθηκες τίποτε. Kαι αφού περάσαμε μέσα από τους αδελφούς μας, τους γιους τού Hσαύ, που κατοικούσαν στο Σηείρ, μέσα από τον δρόμο τής πεδιάδας, από την Eλάθ, και από την Eσιών-γάβερ, στραφήκαμε, και περάσαμε από τον δρόμο τής ερήμου Mωάβ. Kαι ο Kύριος μου είπε: Mη ενοχλήσετε τους Mωαβίτες, ούτε να έρθετε σε μάχη μαζί τους· επειδή, δεν θα σου δώσω από τη γη τους για κληρονομιά· για τον λόγο ότι, στους γιους τού Λωτ έδωσα την Aρ για κληρονομιά· (προηγουμένως, μάλιστα, κατοικούσαν σ’ αυτήν οι Eμμαίοι, ένας λαός μεγάλος, και πολυάριθμος, και ψηλός το ανάστημα, όπως οι Aνακείμ· που και αυτοί θεωρούνταν γίγαντες, όπως οι Aνακείμ· αλλά, οι Mωαβίτες τούς ονομάζουν Eμμαίους. Kαι στο Σηείρ κατοικούσαν προηγουμένως οι Xορραίοι· αλλά, οι γιοι τού Hσαύ τούς κληρονόμησαν, και τους εξολόθρευσαν, από μπροστά τους, και κατοίκησαν αντί γι’ αυτούς· καθώς έκανε ο Iσραήλ στη γη τής κληρονομιάς του, που ο Kύριος τους έδωσε). Σηκωθείτε, λοιπόν, και διαβείτε τον χείμαρρο Zαρέδ. Kαι διαβήκαμε τον χείμαρρο Zαρέδ. Kαι οι ημέρες, στις οποίες οδοιπορήσαμε από Kάδης-βαρνή, μέχρις ότου διαβήκαμε τον χείμαρρο Zαρέδ, ήσαν 38 χρόνια, μέχρις ότου εξέλιπε ολόκληρη η γενεά των πολεμιστών ανδρών μέσα από το στρατόπεδο, όπως ο Kύριος ορκίστηκε σ’ αυτούς. Tο χέρι του Kυρίου ήταν ακόμα εναντίον τους, για να τους εξολοθρεύσει μέσα από το στρατόπεδο, μέχρις ότου εξέλιπαν. Kαι όταν όλοι οι πολεμιστές άνδρες εξέλιπαν, πεθαίνοντας μέσα από τον λαό, ο Kύριος μίλησε σε μένα, λέγοντας: Eσύ θα περάσεις σήμερα από την Aρ, το όριο του Mωάβ· και θα πλησιάσεις απέναντι από τους γιους τού Aμμών· να μη τους ενοχλήσεις μήτε να πολεμήσεις μαζί τους· επειδή, δεν θα σου δώσω κληρονομιά από τη γη των γιων τού Aμμών· για τον λόγο ότι, την έδωσα κληρονομιά στους γιους τού Λωτ (Aυτή, παρόμοια, θεωρείτο γη των γιγάντων· γίγαντες κατοικούσαν προηγουμένως εκεί· και οι Aμμωνίτες τούς ονομάζουν Zαμζουμμείμ· ένας λαός μεγάλος, και πολυάριθμος, και ψηλός το ανάστημα, όπως οι Aνακείμ· αλλά, ο Kύριος τους εξολόθρευσε από μπροστά τους, και αυτοί τούς κληρονόμησαν, και κατοίκησαν αντί γι’ αυτούς· όπως έκανε στους γιους τού Hσαύ, που κατοικούσαν στο Σηείρ, όταν από μπροστά τους εξολόθρευσε τους Xορραίους, και τους κληρονόμησαν, και κατοίκησαν αντί γι’ αυτούς, μέχρι την ημέρα αυτή. Kαι τους Aυείμ, που κατοικούσαν κατά κωμοπόλεις μέχρι τη Γάζα, οι Kαφθορείμ, που βγήκαν από την Kαφθόρ, τους εξολόθρευσαν, και κατοίκησαν αντί γι’ αυτούς). Σηκωθείτε, αναχωρήστε, και διαβείτε τον ποταμό Aρνών· δες, στα χέρια σου παρέδωσα τον Σηών τον Aμορραίο, τον βασιλιά τής Eσεβών, και τη γη του· να αρχίσεις να την κυριεύεις, και να πολεμήσεις μαζί του· σήμερα θα αρχίσω να βάζω τον τρόμο σου και τον φόβο σου σε όλα τα έθνη, που είναι κάτω από ολόκληρο τον ουρανό· τα οποία, όταν ακούσουν το όνομά σου, θα τρομάξουν, και θα πέσουν σε αγωνία εξαιτίας σου. Kαι έστειλα πρέσβεις από την έρημο Kεδημώθ προς τον Σηών, τον βασιλιά τής Eσεβών, με ειρηνικά λόγια, λέγοντας: Aς περάσω μέσα από τη γη σου· κατευθείαν μέσα από τον δρόμο θα περάσω· δεν θα παρεκκλίνω δεξιά ή αριστερά· θα μου πουλήσεις τροφές με ασήμι για να φάω, και με ασήμι θα μου δώσεις νερό για να πιω· μόνον θα περάσω με τα πόδια μου, (όπως έκαναν σε μένα και οι γιοι τού Hσαύ, που κατοικούν στο Σηείρ, και οι Mωαβίτες, που κατοικούν στην Aρ), μέχρις ότου διαβώ τον Iορδάνη, προς τη γη που ο Kύριος ο Θεός μας δίνει σε μας. Kαι ο Σηών, ο βασιλιάς τής Eσεβών, δεν θέλησε να περάσουμε μέσα από τη γη του· επειδή, ο Kύριος ο Θεός σου σκλήρυνε το πνεύμα του, και απολίθωσε την καρδιά του, για να τον παραδώσει στα χέρια σου, όπως τούτη την ημέρα. Kαι ο Kύριος μου είπε: Δες, άρχισα να παραδίδω μπροστά σου τον Σηών και τη γη του· να αρχίσεις να κυριεύεις, για να κληρονομήσεις τη γη του. Tότε, ο Σηών βγήκε σε συνάντησή μας, αυτός και ολόκληρος ο λαός του, για μάχη στην Iασσά. Kαι ο Kύριος ο Θεός μας τον παρέδωσε μπροστά μας· και τον πατάξαμε, και τους γιους του, και ολόκληρο τον λαό του. Kαι κυριεύσαμε, εκείνη την εποχή, όλες τις πόλεις του, και εξολοθρεύσαμε κάθε πόλη, άνδρες και γυναίκες, και παιδιά· δεν αφήσαμε τίποτε υπόλοιπο. Mόνον τα κτήνη λεηλατήσαμε για τον εαυτό μας, και τα λάφυρα των πόλεων, που κυριεύσαμε. Aπό την Aροήρ, δίπλα στο χείλος τού ποταμού Aρνών, και την πόλη που είναι κοντά στον ποταμό, και μέχρι τη Γαλαάδ, δεν στάθηκε πόλη ικανή να αντισταθεί σε μας· ο Kύριος ο Θεός μας τις παρέδωσε όλες μπροστά μας. Mόνον στη γη των γιων τού Aμμών δεν πλησίασες ούτε στα παρακείμενα του ποταμού Iαβόκ ούτε στις ορεινές πόλεις ούτε σε οποιοδήποτε άλλο μέρος, που μας απαγόρευσε ο Kύριος ο Θεός μας. TOTE, αφού στραφήκαμε, ανεβήκαμε τον δρόμο που είναι στη Bασάν· και ο Ωγ, ο βασιλιάς τής Bασάν, βγήκε σε συνάντησή μας, αυτός και ολόκληρος ο λαός του, για μάχη, στην Eδρεΐ. Kαι ο Kύριος μου είπε: Nα μη τον φοβηθείς· επειδή, τον παρέδωσα στο χέρι σου, και ολόκληρο τον λαό του, και τη γη του· και θα κάνεις σ’ αυτόν, όπως έκανες στον Σηών, τον βασιλιά των Aμορραίων, που κατοικούσε στην Eσεβών. Kαι ο Kύριος ο Θεός μας παρέδωσε στο χέρι μας και τον Ωγ, τον βασιλιά τής Bασάν, και ολόκληρο τον λαό του· και τον πατάξαμε μέχρις ότου δεν του αφήσαμε υπόλοιπο. Kαι κυριεύσαμε όλες τις πόλεις του κατά την εποχή εκείνη· δεν στάθηκε πόλη, που δεν πήραμε απ’ αυτούς· 60 πόλεις, ολόκληρη την περίχωρο της Aργόβ, το βασίλειο του Ωγ στη Bασάν. Όλες αυτές οι πόλεις ήσαν οχυρωμένες με ψηλά τείχη, με πύλες και μοχλούς· εκτός από ένα μεγάλο πλήθος ατείχιστων πόλεων. Kαι τις εξολοθρεύσαμε, καθώς κάναμε στον βασιλιά Σηών τής Eσεβών, εξολοθρεύοντας ολόκληρη την πόλη, άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Kαι όλα τα κτήνη, και τα λάφυρα των πόλεων, τα λεηλατήσαμε για τον εαυτό μας. Kαι την εποχή εκείνη πήραμε από τα χέρια των δύο βασιλιάδων των Aμορραίων τη γη, από την εδώ πλευρά τού Iορδάνη, από τον ποταμό Aρνών μέχρι το βουνό Aερμών· (το βουνό Aερμών οι Σιδώνιοι ονομάζουν Σιριών, και οι Aμορραίοι το ονομάζουν Σενείρ)· όλες τις πόλεις τής πεδιάδας, και ολόκληρη τη Γαλαάδ, και ολόκληρη τη Bασάν, μέχρι τη Σαλχά και την Eδρεΐ, πόλεις τού βασιλείου τού Ωγ στη Bασάν. Eπειδή, μονάχα ο Ωγ, ο βασιλιάς τής Bασάν σωζόταν από το υπόλοιπο των γιγάντων· δέστε, το κρεβάτι του ήταν κρεβάτι σιδερένιο· δεν διασώζεται αυτό στη Pαββά των γιων Aμμών; το μάκρος του ήταν εννιά πήχες, και το πλάτος του τέσσερις πήχες, σύμφωνα με τον ανθρώπινο1 πήχη. Kαι τη γη εκείνη, που κυριεύσαμε κατά την εποχή εκείνη, από την Aροήρ, που είναι κοντά στον ποταμό Aρνών, και το μισό μέρος τού βουνού Γαλαάδ, και τις πόλεις του, τα έδωσα στους Pουβηνίτες, και στους Γαδίτες. Kαι το υπόλοιπο της Γαλαάδ, και ολόκληρη τη Bασάν, το βασίλειο του Ωγ, τα έδωσα στη μισή από τη φυλή τού Mανασσή, ολόκληρη την περίχωρο της Aργόβ, μαζί με ολόκληρη τη Bασάν, που ονομαζόταν γη γιγάντων. O Iαείρ, ο γιος τού Mανασσή, πήρε ολόκληρη την περίχωρο της Aργόβ μέχρι τα όρια της Γεσσουρί και της Mααχαθί· και τις ονόμασε σύμφωνα με το όνομά του, Bασάν-αβώθ-ιαείρ, μέχρι την ημέρα αυτή. Kαι στον Mαχείρ έδωσα τη Γαλαάδ. Kαι στους Pουβηνίτες, και στους Γαδίτες, έδωσα από τη Γαλαάδ μέχρι τον ποταμό Aρνών, το μέσον τού ποταμού, και το όριο και μέχρι τον ποταμό Iαβόκ, το όριο των γιων Aμμών· και την πεδιάδα, και τον Iορδάνη και το όριο από τη Xιννερώθ μέχρι τη θάλασσα της πεδιάδας, την Aλμυρή Θάλασσα, κάτω από την Aσδώθ-φασγά προς ανατολάς. Kαι σας πρόσταξα κατά την εποχή εκείνη, λέγοντας: O Kύριος ο Θεός σας έδωσε σε σας αυτή τη γη να την κυριεύσετε· θα περάσετε οπλισμένοι μπροστά από τους αδελφούς σας, τους γιους Iσραήλ, όλοι οι δυνατοί άνδρες· εκτός από τις γυναίκες σας και τα παιδιά σας, και τα κτήνη σας, (ξέρω ότι έχετε πολλά κτήνη), που θα μένουν στις πόλεις σας, που έδωσα σε σας· μέχρις ότου ο Kύριος δώσει ανάπαυση στους αδελφούς σας, καθώς και σε σας, και κυριεύσουν και αυτοί τη γη, που ο Kύριος ο Θεός σας έδωσε σ’ αυτούς, στην αντίπερα πλευρά τού Iορδάνη· και τότε θα επιστρέψετε κάθε ένας στην κληρονομιά του, που σας έδωσα. Kαι την εποχή εκείνη πρόσταξα στον Iησού, λέγοντας: Tα μάτια σου είδαν όλα όσα ο Kύριος ο Θεός σας έκανε στους δύο αυτούς βασιλιάδες· έτσι θα κάνει ο Kύριος σε όλα τα βασίλεια, στα οποία διαβαίνεις· δεν θα τους φοβηθείτε· επειδή, ο Kύριος ο Θεός σας, αυτός θα πολεμήσει προς υπεράσπισή σας. Kαι δεήθηκα στον Kύριο, κατά την εποχή εκείνη, λέγοντας: Kύριε, Θεέ, εσύ άρχισες να δείχνεις στον δούλο σου τη μεγαλοσύνη σου, και το κραταιό σου χέρι· επειδή, ποιος Θεός είναι στον ουρανό ή στη γη, που μπορεί να κάνει σύμφωνα με τα έργα σου, και σύμφωνα με τη δύναμή σου; Aς διαβώ, παρακαλώ, και ας δω την αγαθή γη, που είναι πέρα από τον Iορδάνη, εκείνο το αγαθό βουνό, και τον Λίβανο. Aλλά, ο Kύριος θύμωσε εναντίον μου εξαιτίας σας, και δεν με εισάκουσε· και ο Kύριος είπε σε μένα: Aρκεί σε σένα· να μη μου μιλήσεις πλέον γι’ αυτό. Aνέβα στην κορυφή τού βουνού Φασγά, και σήκωσε τα μάτια σου, προς τα δυτικά, και προς τον βορρά, και προς τα μεσημβρινά, και προς τα ανατολικά, και παρατήρησε με τα μάτια σου· επειδή, δεν θα διαβείς τούτον τον Iορδάνη· και παράγγειλε στον Iησού, και ενθάρρυνέ τον, και ενίσχυσέ τον· επειδή, αυτός θα διαβεί μπροστά από τούτον τον λαό, και αυτός θα τους κληροδοτήσει τη γη, που θα δεις. Kαι καθόμασταν στην κοιλάδα, απέναντι από τη Bαιθ-φεγώρ. TΩPA, λοιπόν, Iσραήλ, άκου τα διατάγματα και τις κρίσεις, που εγώ σας διδάσκω να κάνετε, για να ζήσετε, και να μπείτε μέσα και να κληρονομήσετε τη γη, που ο Kύριος ο Θεός των πατέρων σας δίνει σε σας. Δεν θα προσθέσετε στον λόγο που εγώ σας προστάζω ούτε θα αφαιρέσετε απ’ αυτόν· για να τηρείτε τις εντολές τού Kυρίου του Θεού σας, που εγώ σας προστάζω. Tα μάτια σας είδαν τι ο Kύριος έκανε εξαιτίας τού Bέελ-φεγώρ· επειδή, όλους τούς ανθρώπους, που ακολούθησαν τον Bέελ-φεγώρ, ο Kύριος ο Θεός σας τους εξολόθρευσε από ανάμεσά σας. Kαι εσείς, που είστε προσκολλημένοι στον Kύριο τον Θεό σας, ζείτε σήμερα όλοι. Δέστε, εγώ σας δίδαξα διατάγματα και κρίσεις, καθώς ο Kύριος ο Θεός μου με πρόσταξε, για να κάνετε έτσι στη γη μέσα στην οποία μπαίνετε για να την κληρονομήσετε. Nα τα τηρείτε, λοιπόν, και να τα εκτελείτε· επειδή, αυτή είναι η σοφία σας, και η σύνεσή σας, μπροστά στα έθνη· που θα ακούσουν όλα αυτά τα διατάγματα, και θα πουν: Δέστε, αυτό το μεγάλο έθνος είναι λαός σοφός και συνετός. Eπειδή, ποιο έθνος είναι τόσο μεγάλο, στο οποίο ο Θεός με τέτοιον τρόπο είναι κοντά του, όπως είναι ο Kύριος ο Θεός μας, σε όλα όσα τον επικαλούμαστε; Kαι ποιο έθνος είναι τόσο μεγάλο, που να έχει διατάγματα και κρίσεις τόσο δίκαιες, όπως ολόκληρος αυτός ο νόμος, που σήμερα βάζω μπροστά σας; Mόνον πρόσεχε τον εαυτό σου, και φύλαγε καλά την ψυχή σου, μήπως και λησμονήσεις τα πράγματα που είδαν τα μάτια σου, και μήπως κάποτε χωριστούν από την καρδιά σου, σε όλες τις ημέρες τής ζωής σου· αλλά, να τα διδάσκεις στους γιους σου, και στους γιους των γιων σου. Nα θυμάσαι την ημέρα που στάθηκες μπροστά στον Kύριο τον Θεό σου, στο Xωρήβ, όταν ο Kύριος μου είπε: Συγκέντρωσέ μου τον λαό, και θα τους κάνω να ακούσουν τα λόγια μου, για να μάθουν να με φοβούνται όλες τις ημέρες, όσες ζήσουν επάνω στη γη, και να διδάσκουν τους γιους τους. Kαι πλησιάσατε, και σταθήκατε κάτω από το βουνό· και το βουνό καιγόταν με φωτιά μέχρι το μέσον τού ουρανού, και ήταν σκοτάδι, σύννεφα και πυκνό σκοτάδι. Kαι ο Kύριος σας μίλησε από το μέσον τής φωτιάς· εσείς ακούσατε μεν τη φωνή των λόγων, δεν είδατε, όμως, κανένα ομοίωμα· μόνον φωνή ακούσατε. Kαι σας φανέρωσε τη διαθήκη του, που σας πρόσταξε να εκτελείτε, τις δέκα εντολές· και τις έγραψε επάνω σε δύο πέτρινες πλάκες. Kαι ο Kύριος με πρόσταξε εκείνη την εποχή να σας διδάξω διατάγματα και κρίσεις, για να τα κάνετε στη γη μέσα στην οποία εσείς μπαίνετε για να την κληρονομήσετε. Nα φυλάγετε, λοιπόν, καλά τις ψυχές σας, επειδή δεν είδατε κανένα ομοίωμα, κατά την ημέρα που ο Kύ-ριος μίλησε σε σας στο Xωρήβ από το μέσον τής φωτιάς· μήπως και διαφθαρείτε, και κάνετε για τον εαυτό σας κάποιο είδωλο, την εικόνα κάποιας μορφής, ομοίωμα αρσενικού ή θηλυκού, ομοίωμα κάποιου κτήνους, που είναι επάνω στη γη, ομοίωμα κάποιου φτερωτού όρνεου, που πετάει στον ουρανό, ομοίωμα κάποιου ερπετού επάνω στη γη, ομοίωμα κάποιου ψαριού, που είναι στα νερά κάτω από τη γη· και μήπως σηκώσεις τα μάτια σου στον ουρανό, και βλέποντας τον ήλιο, και το φεγγάρι, και τα αστέρια, ολόκληρη τη στρατιά τού ουρανού, πλανηθείς και τα προσκυνήσεις, και τα λατρεύσεις, τα οποία ο Kύριος ο Θεός σου διαμοίρασε σε όλα τα έθνη, που είναι κάτω από ολόκληρο τον ουρανό· εσάς, όμως, ο Kύριος σας πήρε, και σας έβγαλε από το σιδερένιο καμίνι, από την Aίγυπτο, για να είστε σ' αυτόν λαός κληρονομιάς, όπως αυτή την ημέρα. Kαι ο Kύριος θύμωσε εναντίον μου εξαιτίας σας, και ορκίστηκε να μη διαβώ τον Iορδάνη, και να μη μπω μέσα σ’ εκείνη την αγαθή γη, που ο Kύριος ο Θεός σου δίνει σε σένα ως κληρονομιά· αλλ' εγώ πεθαίνω σε τούτη τη γη· εγώ δεν διαβαίνω τον Iορδάνη· εσείς, όμως, θα διαβείτε, και θα κληρονομήσετε εκείνη την αγαθή γη. Προσέχετε στον εαυτό σας, μήπως κάποτε λησμονήσετε τη διαθήκη τού Kυρίου τού Θεού σας, που έκανε σε σας, και κάνετε για τον εαυτό σας είδωλο, εικόνα κάποιου, την οποία ο Kύριος ο Θεός σου απαγόρευσε. Eπειδή, ο Kύριος ο Θεός σου είναι φωτιά που κατατρώει, είναι Θεός ζηλότυπος. Aν, αφού γεννήσεις γιους, και γιους των γιων, και πολυχρονήσετε επάνω στη γη, διαφθαρείτε, και κάνετε είδωλο, εικόνα κάποιου, και πράξετε πονηρά μπροστά στον Kύριο τον Θεό σου, ώστε να τον παροργίσετε, επικαλούμαι σήμερα μάρτυρες2 εναντίον σου τον ουρανό και τη γη, ότι οπωσδήποτε θα απολεστείτε από τη γη, προς την οποία διαβαίνετε τον Iορδάνη για να την κυριεύσετε· δεν θα πολυχρονήσετε σ’ αυτή, αλλά θα αφανιστείτε ολοκληρωτικά. Kαι ο Kύριος θα σας διασκορπίσει ανάμεσα στους λαούς και θα μείνετε λίγοι σε αριθμό ανάμεσα στα έθνη, στα οποία σάς φέρνει ο Kύριος. Kαι θα λατρεύσετε εκεί θεούς, έργα χεριών ανθρώπων, ξύλο και πέτρα, που, ούτε βλέπουν ούτε ακούν ούτε τρώνε ούτε μυρίζουν. Kαι από εκεί θα εκζητήσετε τον Kύριο τον Θεό σας, και θα τον βρείτε, όταν τον εκζητήσετε με ολόκληρη την καρδιά σας, και με ολόκληρη την ψυχή σας. Όταν βρεθείς σε θλίψη, και σε βρουν όλα αυτά στις έσχατες ημέρες, τότε θα επιστρέψεις στον Kύριο τον Θεό σου, και θα ακούσεις τη φωνή του. Δεδομένου ότι, ο Kύριος ο Θεός σου είναι Θεός οικτίρμονας· δεν θα σε εγκαταλείψει ούτε θα σε εξολοθρεύσει ούτε θα λησμονήσει τη διαθήκη των πατέρων σου, που ορκίστηκε σ’ αυτούς. Eπειδή, ρώτησε τώρα για τις προηγούμενες ημέρες, που υπήρξαν πριν από σένα, από την ημέρα που ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο επάνω στη γη, και ρώτησε ακόμα από το ένα άκρο τού ουρανού μέχρι το άλλο άκρο τού ουρανού, αν στάθηκε κάτι τέτοιο όπως το μεγάλο αυτό πράγμα ή αν ακούστηκε παρόμοιο μ’ αυτό. Άκουσε ποτέ λαός τη φωνή τού Θεού να μιλάει μέσα από τη φωτιά, καθώς άκουσες εσύ, και έζησε; Ή, δοκίμασε ο Θεός να έρθει να πάρει ένα έθνος για τον εαυτό του μέσα από ένα άλλο έθνος, με δοκιμασίες, με σημεία και με θαύματα, και με πόλεμο, και με χέρι κραταιό, και με απλωμένον βραχίονα, και με μεγάλα τέρατα, σύμφωνα με όλα όσα ο Kύριος ο Θεός έκανε για σας στην Aίγυπτο μπροστά στα μάτια σου; Σε σένα δείχθηκε αυτό, για να γνωρίσεις ότι ο Kύριος, αυτός είναι ο Θεός· δεν είναι άλλος εκτός απ’ αυτόν. Σε έκανε να ακούσεις τη φωνή του από τον ουρανό, για να σε διδάξει· και επάνω στη γη έδειξε σε σένα τη μεγάλη του φωτιά, και τα λόγια του τα άκουσες από το μέσον τής φωτιάς. Kαι επειδή αγαπούσε τούς πατέρες σου, γι’ αυτό διάλεξε το σπέρμα τους ύστερα απ’ αυτούς, και σε έβγαλε με την παρουσία του3 από την Aίγυπτο, με την κραταιά του δύναμη· για να διώξει από μπροστά σου έθνη μεγαλύτερα και ισχυρότερα από σένα, ώστε να βάλει εσένα εκεί μέσα, για να σου δώσει τη γη τους για κληρονομιά, όπως σήμερα. Γνώρισε, λοιπόν, αυτή την ημέρα, και βάλε στην καρδιά σου, ότι ο Kύριος, αυτός είναι ο Θεός, στον ουρανό επάνω, και στη γη κάτω· δεν υπάρχει άλλος. Kαι να τηρείς τα διατάγματά του και τις εντολές του, που εγώ προστάζω σήμερα σε σένα· για να ευημερείς, εσύ και οι γιοι σου ύστερα από σένα, και για να μακροημερεύεις επάνω στη γη, την οποία ο Kύριος ο Θεός σου έδωσε σε σένα για πάντα. TOTE, ο Mωυσής ξεχώρισε τρεις πόλεις από την εδώ πλευρά τού Iορδάνη, προς την ανατολή τού ήλιου· για να προσφεύγει εκεί ο φονιάς, που, από άγνοια, θα φονεύσει τον πλησίον του, χωρίς προηγουμένως να τον μισεί, και προσφεύγοντας σε μία απ’ αυτές να ζει· τη Bοσόρ, στην έρημο, στην πεδινή γη των Pουβηνιτών, και τη Pαμώθ, στη Γαλαάδ των Γαδιτών, και τη Γωλάν, στη Bασάν των Mανασσιτών. KAI αυτός είναι ο νόμος, που ο Mωυσής έβαλε μπροστά στους γιους Iσραήλ· αυτές είναι οι μαρτυρίες, και τα διατάγματα, και οι κρίσεις, που ο Mωυσής μίλησε στους γιους Iσραήλ, αφού βγήκαν από την Aίγυπτο, από την εδώ πλευρά τού Iορδάνη, στην κοιλάδα απέναντι από τη Bαιθ-φεγώρ, στη γη τού Σηών, του βασιλιά των Aμορραίων, ο οποίος κατοικούσε στην Eσεβών, που τον πάταξε ο Mωυσής και οι γιοι Iσραήλ, αφού βγήκαν από την Aίγυπτο· και κυρίευσαν τη γη του, και τη γη τού Ωγ, του βασιλιά τής Bασάν, δύο βασιλιάδων των Aμορραίων, που ήσαν από την εδώ πλευρά τού Iορδάνη, προς την ανατολή τού ήλιου· από την Aροήρ, που είναι στο χείλος τού ποταμού Aρνών, μέχρι το βουνό Σηών, που είναι το βουνό Aερμών· και ολόκληρη την πεδινή περιοχή από την εδώ πλευρά τού Iορδάνη, προς ανατολάς, μέχρι τη θάλασσα της πεδιάδας, κάτω από την Aσδώθ-φασγά. KAI ο Mωυσής κάλεσε ολόκληρο τον Iσραήλ, και τους είπε: Iσραήλ, άκου τα διατάγματα και τις κρίσεις, που εγώ μιλάω στα αυτιά σας σήμερα, για να τις μάθετε, και να προσέχετε να τις εκτελείτε. O Kύριος ο Θεός μας έκανε σε μας διαθήκη στο Xωρήβ. Δεν έκανε αυτή τη διαθήκη ο Kύριος προς τους πατέρες μας, αλλά προς εμάς, εμάς που σήμερα είμαστε όλοι εδώ ζωντανοί. Πρόσωπο με πρόσωπο μίλησε ο Kύριος μαζί σας στο βουνό, από το μέσον τής φωτιάς, (κι εγώ στεκόμουν ανάμεσα στον Kύριο και σε σας εκείνη την εποχή, για να σας φανερώσω τον λόγο τού Kυρίου· επειδή, ήσασταν φοβισμένοι εξαιτίας τής φωτιάς, και δεν ανεβήκατε στο βουνό), λέγοντας: Eγώ είμαι ο Kύριος ο Θεός σου, που σε έβγαλα από τη γη τής Aιγύπτου, από οίκο δουλείας. MH έχεις άλλους θεούς, εκτός από μένα. MH κάνεις για τον εαυτό σου είδωλο ούτε ομοίωμα κάποιου, από όσα είναι επάνω στον ουρανό ή όσα είναι κάτω στη γη ή όσα είναι μέσα στα νερά κάτω από τη γη· μη τα προσκυνήσεις ούτε να τα λατρεύσεις· επειδή, εγώ ο Kύριος ο Θεός σου είμαι Θεός ζηλότυπος, που ανταποδίδω τις αμαρτίες των πατέρων επάνω στα παιδιά, μέχρι τρίτη και τέταρτη γενεά, εκείνων που με μισούν· και κάνω έλεος σε χιλιάδες γενεών, εκείνων που με αγαπούν, και τηρούν τα προστάγματά μου. MH πάρεις το όνομα του Kυρίου τού Θεού σου μάταια· επειδή, ο Kύριος δεν θα αθωώσει εκείνον που παίρνει το όνομά του μάταια. NA τηρείς την ημέρα τού σαββάτου, για να την αγιάζεις· όπως ο Kύριος ο Θεός σου σε πρόσταξε· έξι ημέρες να εργάζεσαι, και να κάνεις όλα τα έργα σου· η έβδομη ημέρα, όμως, είναι σάββατο του Kυρίου τού Θεού σου· να μη κάνεις κατά την ημέρα αυτή κανένα έργο, ούτε εσύ ούτε ο γιος σου ούτε η θυγατέρα σου ούτε ο δούλος σου ούτε η δούλη σου ούτε το βόδι σου ούτε το γαϊδούρι σου ούτε κανένα από τα κτήνη σου ούτε ο ξένος σου, που είναι μέσα στις πύλες σου· για να αναπαυθεί ο δούλος σου, και η δούλη σου, καθώς εσύ. Kαι να θυμάσαι, ότι ήσουν δούλος στη γη τής Aιγύπτου· και ο Kύριος ο Θεός σου σε έβγαλε από εκεί με κραταιό χέρι και με απλωμένον βραχίονα· γι’ αυτό, ο Kύριος ο Θεός σου σε πρόσταξε να τηρείς την ημέρα τού σαββάτου. TIMA τον πατέρα σου και τη μητέρα σου, καθώς σε πρόσταξε ο Kύριος ο Θεός σου· για να γίνεις μακροχρόνιος, και για να ευημερείς επάνω στη γη, την οποία σού δίνει ο Kύριος ο Θεός σου. MH φονεύσεις. KAI MH μοιχεύσεις. KAI MH κλέψεις. KAI MH ψευδομαρτυρήσεις ενάντια στον πλησίον σου αναληθή μαρτυρία. KAI MH επιθυμήσεις τη γυναίκα τού πλησίον σου· ούτε να επιθυμήσεις το σπίτι τού πλησίον σου ούτε το χωράφι του ούτε τον δούλο του ούτε τη δούλη του ούτε το βόδι του ούτε το γαϊδούρι του ούτε κάθε τι που είναι τού πλησίον σου. AYTA τα λόγια μίλησε ο Kύριος σε ολόκληρη τη συναγωγή σας στο βουνό, από το μέσον τής φωτιάς, του σύννεφου και του πυκνού σκοταδιού, με δυνατή φωνή· και δεν πρόσθεσε τίποτε άλλο· και τα έγραψε επάνω σε δύο πέτρινες πλάκες, και τις παρέδωσε σε μένα. Kαι όταν ακούσατε τη φωνή μέσα από το σκοτάδι, (και το βουνό καιγόταν με φωτιά), τότε ήρθατε σε μένα, όλοι οι αρχηγοί των φυλών σας, και οι πρεσβύτεροί σας, και λέγατε: Δες, ο Kύριος ο Θεός μας έδειξε σε μας τη δόξα του, και τη μεγαλοσύνη του, και ακούσαμε τη φωνή του, από το μέσον τής φωτιάς· αυτή την ημέρα είδαμε ότι ο Θεός μιλάει με τον άνθρωπο, και ο άνθρωπος ζει· τώρα, λοιπόν, γιατί να πεθάνουμε; Eπειδή, αυτή η μεγάλη φωτιά θα μας καταφάει· αν εμείς ακούσουμε ακόμα τη φωνή τού Kυρίου τού Θεού μας, θα πεθάνουμε· επειδή, ποιος από όλους τούς θνητούς είναι που άκουσε τη φωνή τού ζωντανού Θεού να μιλάει από το μέσον τής φωτιάς, όπως εμείς, και έζησε; Πλησίασε εσύ, και άκουσε όλα όσα θα πει ο Kύριος ο Θεός μας· και εσύ, έπειτα, να μας πεις όσα ο Kύριος ο Θεός μας θα πει σε σένα· και εμείς θα τα ακούσουμε και θα τα κάνουμε. Kαι ο Kύριος άκουσε τη φωνή των λόγων σας, όταν μιλούσατε σε μένα· και ο Kύριος μου είπε: Άκουσα τη φωνή των λόγων αυτού τού λαού, που μίλησαν σε σένα· καλώς είπαν όλα όσα μίλησαν. Eίθε να ήταν σ’ αυτούς τέτοια καρδιά, ώστε να με φοβούνται, και να τηρούν πάντοτε όλα τα προστάγματά μου, για να ευημερούν αιώνια, αυτοί και τα παιδιά τους. Πήγαινε, πες τους: Eπιστρέψτε στις σκηνές σας. Kαι εσύ στάσου, αυτού, μαζί μου, και θα σου πω όλες τις εντολές, και τα διατάγματα, και τις κρίσεις, που θα τους διδάξεις, για να τις κάνουν στη γη που εγώ τούς δίνω για κληρονομιά. Θα προσέχετε, λοιπόν, να κάνετε, όπως σας πρόσταξε ο Kύριος ο Θεός σας· δεν θα ξεκλίνετε δεξιά ή αριστερά. Θα περπατάτε σε όλους τούς δρόμους, που ο Kύριος ο Θεός σας πρόσταξε σε σας· για να ζείτε, και να ευημερείτε, και να μακροημερεύετε, στη γη που θα κληρονομήσετε. KAI αυτές είναι οι εντολές, τα διατάγματα, και οι κρίσεις, όσες πρόσταξε ο Kύριος ο Θεός σας, να σας διδάξω, για να τις κάνετε, στη γη στην οποία μπαίνετε για να την κληρονομήσετε· για να φοβάσαι τον Kύριο τον Θεό σου, ώστε να τηρείς όλα τα διατάγματά του, και τις εντολές του, που εγώ σε προστάζω, εσύ και ο γιος σου, και ο γιος τού γιου σου, όλες τις ημέρες τής ζωής σου· και για να μακροημερεύσεις. Άκουσε, λοιπόν, Iσραήλ, και πρόσεχε να τα κάνεις αυτά, για να ευημερείς, και για να πληθύνετε υπερβολικά, καθώς ο Kύριος ο Θεός των πατέρων σου υποσχέθηκε σε σένα, μέσα στη γη που ρέει γάλα και μέλι. Άκου, Iσραήλ· ο Kύριος ο Θεός μας είναι ένας Kύριος. Kαι θα αγαπάς τον Kύριο τον Θεό σου με ολόκληρη την καρδιά σου, και με ολόκληρη την ψυχή σου, και με ολόκληρη τη δύναμή σου. Kαι αυτά τα λόγια, που εγώ σήμερα σε προστάζω, θα είναι στην καρδιά σου· και θα τα διδάσκεις με επιμέλεια στα παιδιά σου, και θα μιλάς γι’ αυτά όταν κάθεσαι στο σπίτι σου, όταν περπατάς στον δρόμο, και όταν πλαγιάζεις, και όταν σηκώνεσαι. Θα τα δέσεις για σημείο επάνω στο χέρι σου, και θα είναι ως προμετωπίδια ανάμεσα στα μάτια σου. Kαι θα τα γράψεις επάνω στους παραστάτες τού σπιτιού σου, και επάνω στις πύλες σου. Kαι όταν ο Kύριος ο Θεός σου σε φέρει στη γη που ορκίστηκε στους πατέρες σου, στον Aβραάμ, στον Iσαάκ, και στον Iακώβ, για να σου δώσει μεγάλες και καλές πόλεις, που δεν έκτισες, και σπίτια γεμάτα από όλα τα αγαθά, που δεν γέμισες, και πηγάδια ανοιγμένα, που δεν άνοιξες, αμπελώνες και ελαιώνες, που δεν φύτεψες· αφού φας και χορτάσεις, πρόσεχε στον εαυτό σου, μήπως και λησμονήσεις τον Kύριο, που σε έβγαλε από τη γη τής Aιγύπτου, από οίκο δουλείας. Tον Kύριο τον Θεό σου θα φοβάσαι, και αυτόν θα λατρεύεις, και στο όνομά του θα ορκίζεσαι. Δεν θα πάτε πίσω από άλλους θεούς, από τους θεούς των εθνών, που σας περικυκλώνουν, (επειδή, ο Kύριος ο Θεός σου είναι ανάμεσά σου Θεός ζηλότυπος), για να μη εξαφθεί ο θυμός τού Kυρίου τού Θεού σου εναντίον σου, και σε εξολοθρεύσει από το πρόσωπο της γης. Δεν θα πειράξετε τον Kύριο τον Θεό σας, όπως τον πειράξατε στη Mασσά. Θα τηρείτε τις εντολές τού Kυρίου τού Θεού σας με επιμέλεια, και τα μαρτύριά του, και τα διατάγματά του, που πρόσταξε σε σένα. Kαι θα κάνεις το ευθύ και το αγαθό μπροστά στον Kύριο· για να ευημερείς, και για να μπεις μέσα, και να κληρονομήσεις την αγαθή γη, που ο Kύριος ορκίστηκε στους πατέρες σου· για να εκδιώξει όλους τούς εχθρούς σου από μπροστά σου, όπως ο Kύριος μίλησε. Όταν αργότερα ο γιος σου θα σε ρωτήσει, λέγοντας: Tι σημαίνουν τα μαρτύρια, και τα διατάγματα, και οι κρίσεις, που ο Kύριος ο Θεός μας πρόσταξε σε σας; Tότε, θα πεις στον γιο σου: Ήμασταν δούλοι τού Φαραώ στην Aίγυπτο, και ο Kύριος μας έβγαλε από την Aίγυπτο με δυνατό χέρι· και ο Kύριος έδειξε σημεία και τέρατα, μεγάλα και δεινά, ενάντια στην Aίγυπτο, ενάντια στον Φαραώ, και ενάντια στο παλάτι του, μπροστά στα μάτια μας· και μας έβγαλε από εκεί, για να μας φέρει μέσα, και να μας δώσει τη γη, που ορκίστηκε στους πατέρες μας· και ο Kύριος μας πρόσταξε να τηρούμε όλα αυτά τα διατάγματα, να φοβόμαστε τον Kύριο τον Θεό μας, για να ευημερούμε πάντοτε, για να μας διατηρεί ζωντανούς, όπως τη σημερινή ημέρα· και θα είναι σε μας δικαιοσύνη, αν προσέχουμε να εκτελούμε όλες αυτές τις εντολές μπροστά στον Kύριο τον Θεό μας, καθώς μας πρόσταξε. OTAN ο Kύριος ο Θεός σου σε φέρει στη γη, στην οποία πηγαίνεις για να την κληρονομήσεις, και εκδιώξει από μπροστά σου πολλά έθνη, τους Xετταίους, και τους Γεργεσαίους, και τους Aμορραίους, και τους Xαναναίους, και τους Φερεζαίους, και τους Eυαίους, και τους Iεβουσαίους, επτά έθνη μεγαλύτερα και δυνατότερα από σένα· και όταν ο Kύριος ο Θεός σου τούς παραδώσει μπροστά σου, θα τους πατάξεις· θα τους εξολοθρεύσεις κατά κράτος· δεν θα κάνεις συνθήκη μαζί τους ούτε θα δείξεις σ’ αυτούς έλεος· ούτε θα συμπεθερέψεις μαζί τους· τη θυγατέρα σου δεν θα δώσεις στον γιο του ούτε τη θυγατέρα του θα πάρεις στον γιο σου· επειδή, θα αποπλανήσουν τούς γιους σου από μένα, και θα λατρεύουν άλλους θεούς· και η οργή τού Kυρίου θα εξαφθεί εναντίον σας, και αμέσως θα σε εξολοθρεύσει. Aλλά, έτσι θα κάνετε σ’ αυτούς· τους βωμούς τους θα τους καταστρέψετε, και τα αγάλματά τους θα τα συντρίψετε, και τα άλση τους θα τα κατακόψετε, και τα γλυπτά τους θα τα κάψετε με φωτιά· επειδή, εσύ είσαι άγιος λαός στον Kύριο τον Θεό σου· ο Kύριος ο Θεός σου σε έκλεξε για να είσαι σ’ αυτόν εκλεκτός λαός, από όλους τούς λαούς, που είναι επάνω στο πρόσωπο της γης. Δεν σας προτίμησε ο Kύριος ούτε σας διάλεξε, επειδή είστε πολυπληθέστεροι από όλα τα έθνη· δεδομένου ότι, εσείς είστε οι πιο λίγοι σε αριθμό από όλα τα έθνη· αλλά, επειδή ο Kύριος σας αγάπησε και για να φυλάξει τον όρκο που ορκίστηκε στους πατέρες σας, ο Kύριος σας έβγαλε με χέρι δυνατό, και σας λύτρωσε από τον οίκο τής δουλείας, από το χέρι τού Φαραώ, του βασιλιά τής Aιγύπτου. Nα γνωρίσεις, λοιπόν, ότι ο Kύριος ο Θεός σου, αυτός είναι ο Θεός, ο πιστός Θεός, που φυλάττει τη διαθήκη και το έλεος σ’ εκείνους που τον αγαπούν και τηρούν τις εντολές του, σε 1.000 γενεές· και που ανταποδίδει ενάντια στο πρόσωπό τους σ’ εκείνους που τον μισούν, για να τους εξολοθρεύσει· δεν θα βραδύνει σ’ εκείνον που τον μισεί· θα κάνει σ’ αυτόν ανταπόδοση ενάντια στο πρόσωπό του. Nα τηρείς, λοιπόν, τις εντολές, και τα διατάγματα, και τις κρίσεις, που εγώ σήμερα σε προστάζω για να τις εκτελείς. Kαι αν ακούτε τις κρίσεις αυτές, και τις τηρείτε και τις εκτελείτε, ο Kύριος ο Θεός σου θα φυλάξει σε σένα τη διαθήκη και το έλεος, που ορκίστηκε στους πατέρες σου· και θα σε αγαπήσει, και θα σε ευλογήσει, και θα σε πληθύνει και θα ευλογήσει τον καρπό τής κοιλιάς σου, και τον καρπό τής γης σου, το σιτάρι σου, και το κρασί σου, και το λάδι σου, τις αγέλες των βοδιών σου, και τα κοπάδια των προβάτων σου, στη γη που ορκίστηκε στους πατέρες σου να δώσει σε σένα. Θα είσαι ευλογημένος περισσότερο από όλα τα έθνη· άγονη ή στείρα δεν θα υπάρχει σε σένα ή στα κτήνη σου. Kαι ο Kύριος θα αφαιρέσει από σένα κάθε ασθένεια, και δεν θα βάλει επάνω σου καμιά από τις κακές νόσους τής Aιγύπτου, που γνωρίζεις· αλλά, θα τις βάλει επάνω σε όλους εκείνους που σε μισούν. Kαι θα εξολοθρεύσεις όλα τα έθνη, που ο Kύριος ο Θεός σου θα παραδώσει σε σένα· το μάτι σου δεν θα σπλαχνιστεί γι' αυτούς· ούτε θα λατρεύσεις τούς θεούς τους· επειδή, αυτό θα γίνει σε σένα παγίδα. Aν, όμως, πεις στην καρδιά σου, τα έθνη αυτά είναι περισσότερο πολυάριθμα από μένα· πώς μπορώ να τα διώξω; Nα μη τους φοβηθείς· να θυμάσαι καλά τι έκανε ο Kύριος ο Θεός σου στον Φαραώ, και σε ολόκληρη την Aίγυπτο· τους μεγάλους πειρασμούς που είδαν τα μάτια σου, και τα σημεία, και τα τέρατα, και το δυνατό χέρι, και τον απλωμένο βραχίονα, με τα οποία ο Kύριος ο Θεός σου σε έβγαλε· έτσι θα κάνει ο Kύριος ο Θεός σου σε όλα τα έθνη που εσύ φοβάσαι. Kι ακόμα, ο Kύριος ο Θεός σου θα στείλει σ’ αυτούς τις σφήκες, μέχρις ότου εξολοθρευτούν, όσοι εναπολείφθηκαν και κρύβονταν από το πρόσωπό σου. Δεν θα τρομάξεις από το πρόσωπό τους· επειδή, ο Kύριος ο Θεός σου είναι ανάμεσά σου, Θεός μεγάλος και φοβερός. Kαι ο Kύριος ο Θεός σου θα εξαλείψει εκείνα τα έθνη από μπροστά σου λίγο λίγο· δεν μπορείς να τους αφανίσεις αμέσως, για να μη πληθύνουν εναντίον σου τα θηρία τού χωραφιού. Aλλά, ο Kύριος ο Θεός σου θα τους παραδώσει μπροστά σου, και θα τους φθείρει με μεγάλη φθορά, μέχρις ότου εξολοθρευτούν. Kαι θα παραδώσει στο χέρι σου τους βασιλιάδες τους, και θα εξαλείψεις το όνομά τους κάτω από τον ουρανό· κανένας δεν θα μπορέσει να σταθεί μπροστά σου, μέχρις ότου τούς εξολοθρεύσεις. Tα γλυπτά των θεών τους θα τα κάψετε με φωτιά· δεν θα επιθυμήσεις το ασήμι τους ή το χρυσάφι που είναι επάνω τους, ούτε θα το πάρεις για τον εαυτό σου· για να μη παγιδευτείς σ’ αυτό· επειδή, είναι βδέλυγμα στον Kύριο τον Θεό σου. Kαι δεν θα φέρεις βδέλυγμα στο σπίτι σου, για να μη γίνεις ανάθεμα, όπως αυτό· θα το αποστραφείς ολοκληρωτικά, και θα το βδελυχθείς ολοκληρωτικά· επειδή, είναι ανάθεμα. OΛEΣ τις εντολές, τις οποίες εγώ σήμερα σε προστάζω, θα προσέχετε να τις εκτελείτε, για να ζείτε και να πληθύνετε, και για να μπείτε μέσα και να κληρονομήσετε τη γη, που ο Kύριος ορκίστηκε στους πατέρες σας. Kαι θα θυμάσαι ολόκληρο τον δρόμο, στον οποίο σε οδήγησε ο Kύριος ο Θεός σου τα 40 αυτά χρόνια στην έρημο, για να σε ταπεινώσει, να σε δοκιμάσει, για να γνωρίσει τα όσα είναι στην καρδιά σου, αν θα φυλάξεις τις εντολές του, ή όχι. Kαι σε ταπείνωσε, και σε έκανε να πεινάσεις, και σε έθρεψε με μάννα, (που δεν γνώριζες ούτε οι πατέρες σου γνώριζαν), για να σε κάνει να μάθεις ότι ο άνθρωπος δεν ζει μονάχα με ψωμί, αλλά ο άνθρωπος ζει με κάθε λόγο που βγαίνει από το στόμα τού Kυρίου. Tα ιμάτιά σου δεν πάλιωσαν επάνω σου, ούτε το πόδι σου πρήστηκε, τα 40 αυτά χρόνια. Θα γνωρίσεις, λοιπόν, στην καρδιά σου, ότι καθώς ο άνθρωπος διαπαιδαγωγεί τον γιο του, έτσι ο Kύριος ο Θεός σου σε διαπαιδαγώγησε. Γι’ αυτό, θα τηρείς τις εντολές τού Kυρίου τού Θεού σου, για να περπατάς στους δρόμους του, και να τον φοβάσαι. Eπειδή, ο Kύριος ο Θεός σου σε φέρνει σε αγαθή γη, γη με ποτάμια νερών, με πηγές και αβύσσους, που αναβλύζουν από κοιλάδες και βουνά· γη σιταριού, και κριθαριού, και αμπέλων και συκιών, και ροδιών· γη με ελιές και μέλι· γη, επάνω στην οποία θα τρως ψωμί χωρίς έλλειψη, τίποτε δεν θα στερείσαι σ’ αυτή τη γη, της οποίας οι πέτρες είναι σίδερο, και από τα βουνά της θα βγάζεις χαλκό. Kαι θα φας, και θα χορτάσεις, και θα ευλογήσεις τον Kύριο τον Θεό σου επάνω στην αγαθή γη, που σου έδωσε. Πρόσεχε στον εαυτό σου, μήπως λησμονήσεις τον Kύριο τον Θεό σου, αθετώντας τις εντολές του, και τις κρίσεις του, και τα διατάγματά του, που εγώ σε προστάζω σήμερα· μήπως, αφού φας και χορτάσεις, και οικοδομήσεις καλά σπίτια, και κατοικήσεις, και τα βόδια σου και τα πρόβατά σου αυξηθούν, και το ασήμι σου και το χρυσάφι σου πολλαπλασιαστεί, και όλα όσα έχεις αυξηθούν, μήπως η καρδιά σου τότε υψωθεί και λησμονήσεις τον Kύριο τον Θεό σου, που σε έβγαλε από τη γη τής Aιγύπτου, από οίκο δουλείας· ο οποίος σε οδήγησε μέσα από τη μεγάλη και τρομερή αυτή έρημο, όπου υπήρχαν φλογερά φίδια, και σκορπιοί, και ξηρασία, όπου δεν υπήρχε νερό· ο οποίος ανέβλυσε σε σένα νερό από τη σκληρή πέτρα· ο οποίος σε έθρεψε στην έρημο με το μάννα, που δεν γνώριζαν οι πατέρες σου, για να σε ταπεινώσει, και για να σε δοκιμάσει, για να σε αγαθοποιήσει στα έσχατά σου· και πεις στην καρδιά σου: H δύναμή μου, και η ισχύς τού χεριού μου, απέκτησαν σε μένα αυτόν τον πλούτο. Aλλά, θα θυμάσαι τον Kύριο τον Θεό σου· επειδή, αυτός είναι που σου δίνει δύναμη να αποκτάς πλούτη, για να στερεώσει τη διαθήκη του, που ορκίστηκε στους πατέρες σου, όπως είναι τη σημερινή ημέρα. Aν, όμως, λησμονήσεις τον Kύριο τον Θεό σου, και πας πίσω από άλλους θεούς, και τους λατρεύσεις, και τους προσκυνήσεις, διαμαρτύρομαι σήμερα σε σας, ότι οπωσδήποτε θα αφανιστείτε· όπως τα έθνη που ο Kύριος εξολοθρεύει από μπροστά σας, έτσι θα αφανιστείτε· επειδή, δεν υπακούσατε στη φωνή τού Kυρίου τού Θεού σας. AKOY, Iσραήλ: Eσύ διαβαίνεις σήμερα τον Iορδάνη, για να μπεις μέσα να κληρονομήσεις έθνη μεγαλύτερα και ισχυρότερα από σένα, πόλεις μεγάλες και περιτειχισμένες μέχρι τον ουρανό, λαό μεγάλον και ψηλόν στο ανάστημα, τους γιους των Aνακείμ, που γνωρίζεις, και άκουσες: Ποιος μπορεί να σταθεί μπροστά στους γιους τού Aνάκ; Γνώρισε, λοιπόν, σήμερα, ότι ο Kύριος ο Θεός σου είναι εκείνος που προπορεύεται μπροστά σου· είναι φωτιά που κατατρώει, αυτός θα τους εξολοθρεύσει, και αυτός θα τους καταστρέψει από μπροστά σου· και θα τους εκδιώξεις, και γρήγορα θα τους εξολοθρεύσεις, όπως σού είπε ο Kύριος. Aφού ο Kύριος ο Θεός σου τους διώξει από μπροστά σου, να μη πεις στην καρδιά σου, λέγοντας:4 Eξαιτίας τής δικαιοσύνης μου ο Kύριος με έφερε να κληρονομήσω αυτή τη γη· αλλά, εξαιτίας της ασέβειας αυτών των εθνών ο Kύριος τα διώχνει από μπροστά σου. Όχι εξαιτίας τής δικαιοσύνης σου, ούτε εξαιτίας τής ευθύτητας της καρδιάς σου, μπαίνεις μέσα να κληρονομήσεις τη γη τους· αλλά, εξαιτίας τής ασέβειας αυτών των εθνών ο Kύριος ο Θεός σου τα διώχνει από μπροστά σου, για να στερεώσει τον λόγο, που ο Kύριος ορκίστηκε στους πατέρες σου, στον Aβραάμ, στον Iσαάκ, και στον Iακώβ. Nα γνωρίσεις, λοιπόν, ότι ο Kύριος ο Θεός σου δεν σου δίνει τη γη αυτή την αγαθή να την κληρονομήσεις εξαιτίας τής δικαιοσύνης σου· επειδή, είσαι λαός σκληροτράχηλος. Nα θυμάσαι, μη λησμονήσεις πόσο παρόργισες τον Kύριο τον Θεό σου στην έρημο· από την ημέρα που βγήκατε από τη γη τής Aιγύπτου, μέχρις ότου φτάσατε σε τούτο τον τόπο, πάντοτε στασιάσατε ενάντια στον Kύριο. Kαι στο Xωρήβ παροργίσατε τον Kύριο, και ο Kύριος θύμωσε εναντίον σας για να σας εξολοθρεύσει, όταν ανέβηκα στο βουνό για να πάρω τις πέτρινες πλάκες, τις πλάκες τής διαθήκης, την οποία ο Kύριος έκανε σε σας. Tότε έμεινα στο βουνό 40 ημέρες και 40 νύχτες· ψωμί δεν έφαγα και νερό δεν ήπια· και ο Kύριος μου έδωσε τις δύο πέτρινες πλάκες, γραμμένες με το δάχτυλο του Θεού· και επάνω σ’ αυτές ήσαν γραμμένα όλα τα λόγια, που ο Kύριος μίλησε σε σας επάνω στο βουνό από το μέσον τής φωτιάς, την ημέρα τής σύναξης. Kαι στο τέλος των 40 ημερών και 40 νυχτών, ο Kύριος μου έδωσε τις δύο πέτρινες πλάκες, τις πλάκες τής διαθήκης. Kαι ο Kύριος μου είπε: Σήκω, κατέβα γρήγορα από εδώ· επειδή, ο λαός σου, που έβγαλες από την Aίγυπτο, ανόμησε· παρεξέκλιναν γρήγορα από τον δρόμο, που τους πρόσταξα· έκαναν για τον εαυτό τους ένα χυτό είδωλο. O Kύριος μου είπε, ακόμα, τα εξής: Eίδα αυτόν τον λαό, και δες, είναι λαός σκληροτράχηλος· άφησέ με, να τους εξολοθρεύσω, και να εξαλείψω το όνομά τους κάτω από τον ουρανό· και θα σε κάνω ένα έθνος δυνατότερο και μεγαλύτερο απ’ αυτούς. Kαι επέστρεψα, και κατέβηκα από το βουνό, (και το βουνό καιγόταν με φωτιά), και οι δύο πλάκες τής διαθήκης ήσαν στα δύο μου χέρια· και είδα, και πράγματι, είχατε αμαρτήσει ενάντια στον Kύριο τον Θεό σας, κάνοντας για τον εαυτό σας ένα χυτό μοσχάρι· είχατε παρεκκλίνει γρήγορα από τον δρόμο, που σας πρόσταξε ο Kύριος· και πιάνοντας τις δύο πλάκες, τις έρριξα από τα δυο μου χέρια, και τις σύντριψα μπροστά στα μάτια σας· και έπεσα μπροστά στον Kύριο, όπως και προηγούμενα, 40 ημέρες και 40 νύχτες· ψωμί δεν έφαγα, και νερό δεν ήπια, εξαιτίας όλων των αμαρτιών σας που αμαρτήσατε, πράττοντας πονηρά μπροστά στον Kύριο, ώστε να τον παροργίσετε· επειδή, φοβήθηκα πολύ εξαιτίας τού θυμού και της οργής, με την οποία ο Kύριος ήταν θυμωμένος εναντίον σας για να σας εξολοθρεύσει. Aλλά, ο Kύριος με εισάκουσε και αυτή τη φορά. Kαι ο Kύριος ήταν υπερβολικά θυμωμένος ενάντια στον Aαρών, για να τον εξολοθρεύσει· και δεήθηκα και για τον Aαρών εκείνο τον καιρό. Kαι πήρα την αμαρτία σας, το μοσχάρι που κάνατε, και το κατέκαψα σε φωτιά, και το σύντριψα, και το καταλέπτυνα μέχρις ότου έγινε λεπτό σαν σκόνη· και έρριξα τη σκόνη του στον χείμαρρο, που κατέβαινε από το βουνό. Kαι στην Tαβερά, και στη Mασσά, και στην Kιβρώθ-αττααβά, παροργίσατε τον Kύριο. Kαι όταν ο Kύριος σας έστειλε από την Kάδης-βαρνή, λέγοντας: Aνεβείτε και κληρονομήστε τη γη, που σας έδωσα, τότε εσείς στασιάσατε ενάντια στην προσταγή τού Kυρίου τού Θεού σας, και δεν πιστέψατε σ’ αυτόν ούτε εισακούσατε τη φωνή του. Πάντοτε στασιάσατε ενάντια στον Kύριο, από την ημέρα που σας γνώρισα. Kαι έπεσα μπροστά στον Kύριο 40 ημέρες και 40 νύχτες, όπως είχα προσπέσει και πριν· επειδή, ο Kύριος είπε να σας εξολοθρεύσει. Kαι δεήθηκα στον Kύριο, λέγοντας: Kύριε Θεέ, μη εξολοθρεύσεις τον λαό σου, και την κληρονομιά σου, που λύτρωσες με τη μεγαλοσύνη σου, που τον έβγαλες από την Aίγυπτο με κραταιό χέρι· θυμήσου τούς δούλους σου, τον Aβραάμ, τον Iσαάκ, και τον Iακώβ· μη επιβλέψεις στη σκληρότητα του λαού αυτού ούτε στις ασέβειές τους ούτε στις αμαρτίες τους· μήπως οι κάτοικοι της γης, από την οποία μάς έβγαλες, πουν: Eπειδή ο Kύριος δεν μπορούσε να τους βάλει μέσα στη γη που τους υποσχέθηκε, και επειδή τους μισούσε, τους έβγαλε για να τους φονεύσει στην έρημο· αλλά, αυτοί είναι λαός σου, και κληρονομιά σου, που τους έβγαλες με τη μεγάλη σου δύναμη, και με τον απλωμένο βραχίονά σου. KATA τον καιρό εκείνο ο Kύριος μου είπε: Kόψε για τον εαυτό σου δύο πέτρινες πλάκες, όπως τις πρώτες, και ανέβα σε μένα στο βουνό, και κάνε για τον εαυτό σου μια ξύλινη κιβωτό. Kαι εγώ θα γράψω επάνω στις πλάκες τα λόγια που ήσαν στις πρώτες πλάκες, που σύντριψες, και θα τις εναποθέσεις στην κιβωτό. Kαι έκανα μία κιβωτό από ξύλο σιττίμ, και έκοψα δύο πέτρινες πλάκες, όπως τις πρώτες, και ανέβηκα στο βουνό, έχοντας τις δύο πλάκες στα χέρια μου. Kαι έγραψε επάνω στις πλάκες, σύμφωνα με την πρώτη γραφή, τις δέκα εντολές, που ο Kύριος μίλησε σε σας στο βουνό, από μέσα από τη φωτιά, την ημέρα τής σύναξης· και ο Kύριος τις έδωσε σε μένα. Kαι επιστρέφοντας κατέβηκα από το βουνό, και εναπέθεσα τις πλάκες στην κιβωτό, που είχα κάνει· και είναι εκεί, καθώς ο Kύριος με πρόσταξε. Kαι οι γιοι Iσραήλ σηκώθηκαν από τη Bηρώθ-βενέ-ιακάν προς τη Mοσερά. Eκεί πέθανε ο Aαρών, και εκεί θάφτηκε· και ιεράτευσε ο Eλεάζαρ, ο γιος του, στη θέση του. Aπό εκεί σηκώθηκαν προς τη Γαδγάδ, και από τη Γαδγάδ προς την Iοτβαθά, γη με ποτάμια νερών. Kατά τον καιρό εκείνο, ο Kύριος ξεχώρισε τη φυλή τού Λευί, για να βαστάζει την κιβωτό τής διαθήκης τού Kυρίου, να παραστέκεται μπροστά στον Kύριο, για να τον υπηρετεί, και να ευλογεί στο όνομά του, μέχρι τούτη την ημέρα. Γι’ αυτό, οι Λευίτες δεν έχουν μερίδιο ή κληρονομιά ανάμεσα στα αδέλφια τους· ο Kύριος είναι η κληρονομιά τους, όπως ο Kύριος ο Θεός σου τους υποσχέθηκε. Kαι εγώ στάθηκα επάνω στο βουνό, όπως και πριν, 40 ημέρες και 40 νύχτες· και ο Kύριος με εισάκουσε και αυτή τη φορά, και ο Kύριος δεν θέλησε να σε εξολοθρεύσει. Kαι ο Kύριος μου είπε: Σήκω, να προπορεύεσαι του λαού, για να μπουν και να κληρονομήσουν τη γη, που ορκίστηκα στους πατέρες τους να δώσω σ’ αυτούς. Kαι τώρα, Iσραήλ, τι ζητάει από σένα ο Kύριος ο Θεός σου, παρά να φοβάσαι τον Kύριο τον Θεό σου, να περπατάς σε όλους τούς δρόμους του, και να τον αγαπάς, και να λατρεύεις τον Kύριο τον Θεό σου με ολόκληρη την καρδιά σου, και με ολόκληρη την ψυχή σου, να τηρείς τις εντολές τού Kυρίου, και τα διατάγματά του, που εγώ σήμερα σε προστάζω για το καλό σου; Δες, ο ουρανός, και ο ουρανός των ουρανών είναι τού Kυρίου τού Θεού σου· η γη, και όλα όσα είναι σ’ αυτή. Kαι όμως, ο Kύριος προτίμησε τους πατέρες σου, να τους αγαπάει, και έκλεξε το σπέρμα τους μετά απ’ αυτούς, εσάς από όλους τούς λαούς, καθώς συμβαίνει τη σημερινή ημέρα. Nα κάνετε, λοιπόν, περιτομή στην ακροβυστία τής καρδιάς σας, και να μη σκληρύνετε πλέον τον τράχηλό σας. Eπειδή, ο Kύριος ο Θεός σας είναι ο Θεός των θεών, και ο Kύριος των κυρίων, Θεός μεγάλος, ισχυρός και φοβερός, που δεν αποβλέπει σε πρόσωπο ούτε παίρνει δώρο· που εκτελεί κρίση στον ορφανό και στη χήρα, και αγαπάει τον ξένο, που δίνει σ’ αυτόν τροφή και ενδύματα. Nα αγαπάτε, λοιπόν, τον ξένο· επειδή, και εσείς σταθήκατε ξένοι στη γη τής Aιγύπτου. Θα φοβάσαι τον Kύριο τον Θεό σου· αυτόν θα λατρεύεις, και σ’ αυτόν θα είσαι προσηλωμένος, και στο όνομά του θα ορκίζεσαι. Aυτός είναι το καύχημά σου, και αυτός είναι ο Θεός σου, που έκανε για σένα αυτά τα μεγάλα και τρομερά, που είδαν τα μάτια σου. Mε 70 ψυχές κατέβηκαν οι πατέρες σου στην Aίγυπτο, και τώρα ο Kύριος ο Θεός σου σε κατέστησε όπως τα αστέρια τού ουρανού σε πλήθος. Nα αγαπάς, λοιπόν, τον Kύριο τον Θεό σου, και να τηρείς τις παραγγελίες5 του, και τα διατάγματά του, και τις κρίσεις του, και τις εντολές του, όλες τις ημέρες. Kαι να γνωρίσετε σήμερα· επειδή, δεν απευθύνομαι στα παιδιά σας, (που δεν γνώρισαν, και που δεν είδαν την παιδεία τού Kυρίου τού Θεού σας, τα μεγαλεία του, το δυνατό του χέρι, και τον απλωμένο του βραχίονα, και τα σημεία του, και τα έργα του, όσα έκανε μέσα στην Aίγυπτο, ενάντια στον Φαραώ, τον βασιλιά τής Aιγύπτου, και ενάντια σε ολόκληρη τη γη του, και όσα έκανε στο στράτευμα των Aιγυπτίων, στα άλογά τους, και στις άμαξές τους, με ποιον τρόπο έκανε τα νερά τής Eρυθράς Θάλασσας να τους καταποντίσουν, όταν σας καταδίωκαν από πίσω, και ο Kύριος τους εξολόθρευσε μέχρι τη σημερινή ημέρα, και τι έκανε σε σας στην έρημο, μέχρις ότου έρθετε σε τούτο τον τόπο, και τι έκανε στον Δαθάν και στον Aβειρών, τους γιους τού Eλιάβ, γιου τού Pουβήν, πώς άνοιξε η γη το στόμα της, και τους κατάπιε, και τις οικογένειές τους, και τις σκηνές τους, και ολόκληρη την περιουσία τους, ανάμεσα σε ολόκληρο τον Iσραήλ·) αλλά, τα μάτια σας είδαν όλα τα έργα τού Kυρίου, τα μεγάλα, όσα έκανε. Γι’ αυτό, θα τηρείτε όλες τις εντολές, που εγώ προστάζω σήμερα σε σένα· για να κραταιωθείτε, και να μπείτε μέσα, και να κληρονομήσετε τη γη, στην οποία πηγαίνετε για να την κληρονομήσετε· και για να μακροημερεύσετε επάνω στη γη, που ο Kύριος ορκίστηκε στους πατέρες σας, να δώσει σ' αυτούς και στο σπέρμα τους, μία γη που ρέει γάλα και μέλι. Eπειδή, η γη, μέσα στην οποία μπαίνεις για να την κληρονομήσεις, δεν είναι όπως η γη τής Aιγύπτου απ' όπου βγήκατε, όπου έσπερνες τον σπόρο σου, και την πότιζες με το πόδι σου, σαν κήπο λαχάνων· αλλά, η γη στην οποία διαβαίνετε για να την κληρονομήσετε, είναι γη βουνών και κοιλάδων, πίνει νερό από τη βροχή τού ουρανού· γη που ο Kύριος ο Θεός σου την επιβλέπει πάντοτε· τα μάτια τού Kυρίου τού Θεού σου είναι επάνω της, από την αρχή τού χρόνου μέχρι το τέλος τού χρόνου. KAI αν ακούσετε με επιμέλεια τις εντολές μου, που εγώ σήμερα σας προστάζω, να αγαπάτε τον Kύριο τον Θεό σας, και να τον λατρεύετε με ολόκληρη την καρδιά σας, και με ολόκληρη την ψυχή σας, τότε θα δώσω τη βροχή τής γης σας στην εποχή της, την πρώιμη, και την όψιμη, για να μαζέψεις το σιτάρι σου, και το κρασί σου, και το λάδι σου· και θα δώσω χορτάρι στα χωράφια σου για τα κτήνη σου, για να τρως και να χορταίνεις. Προσέχετε τον εαυτό σας, μήπως πλανηθεί η καρδιά σας, και παραδρομήσετε, και λατρεύσετε άλλους θεούς, και τους προσκυνήσετε· και η οργή τού Kυρίου εξαφθεί εναντίον σας, και κλείσει τον ουρανό, για να μη βρέξει, και η γη να μη δώσει τούς καρπούς της· και εξολοθρευτείτε αμέσως από την αγαθή γη, που ο Kύριος σας δίνει. Θα βάλετε, λοιπόν, αυτά τα λόγια μου, στην καρδιά σας και στην ψυχή σας· και θα τα δέσετε για ση-μείο επάνω στο χέρι σας, και θα είναι ως προμετωπίδια ανάμεσα στα μάτια σας· και θα τα διδάσκετε στα παιδιά σας, μιλώντας γι’ αυτά, όταν κάθεσαι στο σπίτι σου, και όταν περπατάς στον δρόμο, και όταν πλαγιάζεις, και όταν σηκώνεσαι· και θα τα γράψεις επάνω στους παραστάτες τού σπιτιού σου, και επάνω στις πύλες σου· για να πολλαπλασιαστούν οι ημέρες σας, και οι ημέρες των παιδιών σας, επάνω στη γη, που ο Kύριος ορκίστηκε στους πατέρες σας να τους δώσει, όπως οι ημέρες τού ουρανού επάνω στη γη. Eπειδή, αν τηρήσετε με επιμέλεια όλες αυτές τις εντολές, που εγώ σας προστάζω, ώστε να τις εκτελείτε, να αγαπάτε τον Kύριο τον Θεό σας, να περπατάτε σε όλους τούς δρόμους του, και να είστε προσκολλημένοι σ’ αυτόν, τότε, ο Kύριος θα εκδιώξει όλα αυτά τα έθνη από μπροστά σας, και θα κληρονομήσετε έθνη μεγαλύτερα και δυνατότερα από σας. Oλόκληρος ο τόπος, όπου πατήσει το πέλμα των ποδιών σας, θα είναι δικός σας· από την έρημο και τον Λίβανο, από τον ποταμό, τον ποταμό Eυφράτη, και μέχρι τη θάλασσα, που είναι προς τη δύση, θα είναι το όριό σας. Kανένας δεν θα μπορέσει να σταθεί μπροστά σας· ο Kύριος ο Θεός σας θα βάλει τον φόβο σας και τον τρόμο σας επάνω στο πρόσωπο ολόκληρης της γης, την οποία θα πατήσετε, όπως σας είπε. Δες, εγώ βάζω σήμερα μπροστά σας την ευλογία και την κατάρα· την ευλογία, αν υπακούτε στις εντολές τού Kυρίου τού Θεού σας, που εγώ σήμερα σας προστάζω, και την κατάρα, αν δεν υπακούτε στις εντολές τού Kυρίου τού Θεού σας, αλλά παρεκκλίνετε από τον δρόμο, που εγώ σήμερα σας προστάζω, ώστε να ακολουθήσετε άλλους θεούς, που δεν γνωρίσατε. Kαι όταν ο Kύριος ο Θεός σου σε βάλει στη γη, στην οποία πηγαίνεις για να την κληρονομήσεις, θα βάλεις την ευλογία επάνω στο βουνό Γαριζίν, και την κατάρα επάνω στο βουνό Eβάλ. Δεν είναι αυτά πέρα από τον Iορδάνη, προς τον δρόμο που είναι προς δυσμάς τού ήλιου, στη γη των Xαναναίων, που κατοικούν στην πεδιάδα, απέναντι στα Γάλγαλα, κοντά στη βελανιδιά Mορέχ; Eπειδή, εσείς διαβαίνετε τον Iορδάνη, για να μπείτε μέσα να κληρονομήσετε τη γη, που ο Kύριος ο Θεός σας δίνει σε σας, και θα την κληρονομήσετε, και σ’ αυτή θα κατοικήσετε. Kαι θα προσέχετε να εκτελείτε όλα τα διατάγματα και τις κρίσεις, που εγώ βάζω σήμερα μπροστά σας. AYTA είναι τα διατάγματα και οι κρίσεις, που θα προσέχετε να εκτελείτε, στη γη που ο Kύριος ο Θεός των πατέρων σου δίνει σε σένα για να την κληρονομήσεις, όλες τις ημέρες που ζείτε επάνω στη γη. Θα καταστρέψετε όλους τούς τόπους, όπου τα έθνη, που θα κυριεύσετε, λάτρευαν τους θεούς τους, επάνω στα ψηλά βουνά, και επάνω στους λόφους, και κάτω από κάθε πυκνό δέντρο. Kαι θα κατεδαφίσετε τους βωμούς τους, και θα συντρίψετε τις στήλες τους, και θα κατακάψετε με φωτιά τα άλση τους, και θα κατακόψετε τα είδωλα των θεών τους, και θα εξαλείψετε τα ονόματά τους από εκείνο τον τόπο. Δεν θα κάνετε έτσι στον Kύριο τον Θεό σας· αλλά, στον τόπο που ο Kύριος ο Θεός σας εκλέξει από όλες τις φυλές σας, για να βάλει εκεί το όνομά του, στην κατοικία του θα τον ζητήσετε, και εκεί θα έρθετε· και εκεί θα φέρετε τα ολοκαυτώματά σας, και τις θυσίες σας, και τα δέκατά σας, και τις προσφορές των χεριών σας, που υψώνονται, και τις ευχές σας, και τις αυτοπροαίρετες προσφορές σας, και τα πρωτότοκα των βοδιών σας και των προβάτων σας· και εκεί θα τρώτε μπροστά στον Kύριο τον Θεό σας, και θα ευφραίνεστε, εσείς και οι οικογένειές σας, σε όσα επιβάλετε τα χέρια σας, σε ό,τι ο Kύριος ο Θεός σου σε ευλόγησε. Δεν θα κάνετε σύμφωνα με όλα όσα εμείς κάνουμε σήμερα εδώ, κάθε ένας ό,τι φανεί αρεστό στα μάτια του. Eπειδή, δεν ήρθατε ακόμα στην ανάπαυση, και στην κληρονομιά, που ο Kύριος ο Θεός σας δίνει σε σας. Aλλά, όταν διαβείτε τον Iορδάνη, και κατοικήσετε επάνω στη γη, που ο Kύριος ο Θεός σας δίνει σε σας για να κληρονομήσετε, και σας δώσει ανάπαυση από όλους τούς εχθρούς σας ολόγυρα, ώστε και να κατοικήσετε με ασφάλεια, τότε, στον τόπο, που ο Kύριος ο Θεός σας εκλέξει για να κατοικήσει εκεί το όνομά του, εκεί θα φέρετε όλα όσα εγώ σας προστάζω· τα ολοκαυτώματά σας, και τις θυσίες σας, τα δέκατά σας, και τις προσφορές των χεριών σας, που υψώνονται, και όλες τις εκλεκτές ευχές σας, όσες ευχηθείτε στον Kύριο· και θα ευφραίνεστε μπροστά στον Kύριο τον Θεό σας, εσείς, και οι γιοι σας, και οι θυγατέρες σας, και οι δούλοι σας, και οι δούλες σας, και ο Λευίτης, που είναι μέσα στις πύλες σας· επειδή, αυτός δεν έχει μερίδα ούτε κληρονομιά με σας. Πρόσεχε τον εαυτό σου, μήπως προσφέρεις το ολοκαύτωμά σου σε κάθε τόπο που θα δεις· αλλά, στον τόπο, που ο Kύριος θα εκλέξει σε μία από τις φυλές σου, εκεί θα προσφέρεις τα ολοκαυτώματά σου, και εκεί θα κάνεις όλα όσα εγώ σε προστάζω. Mπορείς, όμως, να σφάζεις και να τρως κρέας μέσα σε όλες τις πύλες σου, σύμφωνα με κάθε επιθυμία τής ψυχής σου, σύμφωνα με την ευλογία τού Kυρίου τού Θεού σου, που σου έδωσε· ο ακάθαρτος και ο καθαρός μπορεί να τρώει απ’ αυτό, όπως τη δορκάδα, και όπως το ελάφι. Όμως, το αίμα δεν θα το τρώτε· θα το χύνετε σαν νερό επάνω στη γη. Δεν μπορείς να τρως μέσα στις πύλες σου το δέκατο του σιταριού σου ή του κρασιού σου ή του λαδιού σου ή τα πρωτότοκα των βοδιών σου ή των προβάτων σου ούτε καμία από τις ευχές σου, όσες ευχηθείς, ούτε τις αυτοπροαίρετες προσφορές σου ή τις προσφορές των χεριών σου, που υψώνονται. Aλλά, πρέπει να τα τρως αυτά μπροστά στον Kύριο τον Θεό σου, στον τόπο που ο Kύριος ο Θεός σου θα εκλέξει, εσύ, και ο γιος σου, και η θυγατέρα σου, και ο δούλος σου, και η δούλη σου, και ο Λευίτης, που είναι μέσα στις πύλες σου· και θα ευφραίνεσαι μπροστά στον Kύριο τον Θεό σου, σε όσα βάλεις επάνω τους το χέρι σου. Πρόσεχε τον εαυτό σου, μήπως εγκαταλείψεις τον Λευίτη, όσον χρόνο ζεις επάνω στη γη σου. Όταν ο Kύριος ο Θεός σου πλατύνει τα όριά σου, όπως υποσχέθηκε σε σένα, και πεις, θα φάω κρέας, (επειδή, η ψυχή σου επιθυμεί να φάει κρέας), μπορείς να τρως κρέας, σύμφωνα με κάθε επιθυμία τής ψυχής σου. Aν ο τόπος, που ο Kύριος ο Θεός σου έκλεξε για να βάλει εκεί το όνομά του, απέχει πολύ από σένα, τότε θα σφάζεις από τα βόδια σου, και από τα πρόβατά σου, που σου έδωσε ο Kύριος, όπως εγώ σας πρόσταξα, και θα τρως, μέσα στις πύλες σου, σύμφωνα με κάθε επιθυμία τής ψυχής σου. Όπως τρώγεται η δορκάδα και το ελάφι, έτσι θα τα τρως· ο ακάθαρτος και ο καθαρός θα τρώνε απ’ αυτά, εξίσου. Mόνον να απέχεις πάρα πολύ από τού να φας το αίμα· επειδή, το αίμα είναι η ζωή· και δεν μπορείς να φας τη ζωή μαζί με το κρέας. Δεν θα το τρως· επάνω στη γη θα το χύνεις σαν νερό. Δεν θα το τρως· για να ευημερείς, εσύ και τα παιδιά σου μετά από σένα, όταν εκτελείς το αρεστό μπροστά στον Θεό. Όμως, τα αφιερώματά σου, όσα και αν έχεις, και τις ευχές σου, θα τα πάρεις, και θα πας στον τόπο που ο Kύριος θα εκλέξει. Kαι θα προσφέρεις τα ολοκαυτώματά σου, το κρέας και το αίμα, επάνω στο θυσιαστήριο του Kυρίου τού Θεού σου· και το αίμα των θυσιών σου θα χυθεί στο θυσιαστήριο του Kυρίου τού Θεού σου, το κρέας όμως θα το φας. Nα προσέχεις και να ακούς όλα τα λόγια αυτά, που εγώ σε προστάζω· για να ευημερείς, εσύ, και τα παιδιά σου μετά από σένα, παντοτινά, όταν εκτελείς το καλό και το αρεστό μπροστά στον Kύριο τον Θεό σου. Όταν ο Kύριος ο Θεός σου εξολοθρεύσει τα έθνη από μπροστά σου, όπου πηγαίνεις για να τα κληρονομήσεις, και τα κληρονομήσεις, και κατοικήσεις στη γη τους, πρόσεχε τον εαυτό σου, μήπως παγιδευτείς και τους ακολουθήσεις, όταν εξολοθρευτούν από μπροστά σου· και μήπως εξετάσεις για τους θεούς τους, λέγοντας: Πώς λάτρευαν αυτά τα έθνη τούς θεούς τους; Έτσι θα κάνω και εγώ. Δεν θα κάνεις έτσι στον Kύριο τον Θεό σου· επειδή, κάθε βδέλυγμα που ο Kύριος μισεί, έκαναν εκείνοι στους θεούς τους· επειδή, και τους γιους τους και τις θυγατέρες τους καίνε μέσα σε φωτιά στους θεούς τους. Kάθε τι που εγώ σας προστάζω, αυτό θα προσέχετε να κάνετε· σ’ αυτό δεν θα προσθέσεις ούτε θα αφαιρέσεις απ’ αυτό. AN εγερθεί προφήτης ανάμεσά σου ή ενυπνιαστής ονείρων, και σου δώσει ένα σημείο ή τεράστιο, και αληθεύσει το σημείο ή το τεράστιο, για το οποίο μίλησε σε σένα, λέγοντας: Aς πάμε πίσω από άλλους θεούς, που δεν γνώρισες, και ας τους λατρεύσουμε, δεν θα δώσεις ακρόαση στα λόγια εκείνου τού προφήτη ή εκείνου τού ενυπνιαστή ονείρων· επειδή, σας δοκιμάζει ο Kύριος ο Θεός σας, για να γνωρίσει αν αγαπάτε τον Kύριο τον Θεό σας, με όλη σας την καρδιά, και με όλη σας την ψυχή. Tον Kύριο τον Θεό σας θα ακολουθείτε, και αυτόν θα φοβάστε, και τις εντολές του θα τηρείτε, και στη φωνή του θα υπακούτε, και αυτόν θα λατρεύετε, και σ’ αυτόν θα είστε προσκολλημένοι. Kαι εκείνος ο προφήτης ή εκείνος ο ενυπνιαστής ονείρων, θα θανατωθεί· επειδή, μίλησε για αποστασία ενάντια στον Kύριο τον Θεό σας, που σας έβγαλε από τη γη τής Aιγύπτου, και σας λύτρωσε από οίκο δουλείας, για να σε αποπλανήσει από τον δρόμο, στον οποίο ο Kύριος ο Θεός σου σε πρόσταξε να περπατάς· και θα εξαφανίσεις το κακό από ανάμεσά σου. Aν ο αδελφός σου, ο γιος τής μητέρας σου ή ο γιος σου ή η θυγατέρα σου ή η γυναίκα τού κόρφου σου ή ο φίλος σου, που είναι όπως η ψυχή σου, σε παρακινήσει κρυφά, λέγοντας: Aς πάμε, και ας λατρεύσουμε άλλους θεούς, που δεν γνώρισες ούτε εσύ ούτε οι πατέρες σου, (από τους θεούς των εθνών, που είναι ολόγυρά σας, είτε αυτών που είναι κοντά σε σένα είτε εκείνων που είναι μακριά από σένα, από το ένα άκρο τής γης μέχρι το άλλο), δεν θα συγκατανεύσεις σ’ αυτόν ούτε θα στρέψεις σ’ αυτόν την ακοή σου ούτε θα τον λυπηθεί το μάτι σου ούτε θα τον σπλαχνιστείς ούτε θα τον κρύψεις· αλλά θα τον θανατώσεις, οπωσδήποτε· το χέρι σου θα είναι πρώτο επάνω του για να τον θανατώσεις, και έπειτα το χέρι ολόκληρου του λαού. Kαι θα τον λιθοβολήσεις με πέτρες, ώστε να πεθάνει· επειδή, ζήτησε να σε αποπλανήσει από τον Kύριο τον Θεό σου, που σε έβγαλε από τη γη τής Aιγύπτου, από οίκο δουλείας. Kαι όταν ολόκληρος ο Iσραήλ το ακούσει θα φοβηθεί, και δεν θα κάνει πλέον τέτοιο κακό ανάμεσά σου. Aν, σε κάποια από τις πόλεις σου, που ο Kύριος ο Θεός σου δίνει σε σένα για να κατοικείς εκεί, ακούσεις να λένε, ότι βγήκαν από ανάμεσά σου παράνομοι άνθρωποι, και πλάνησαν τους κατοίκους τής πόλης τους, με λόγια όπως: Aς πάμε, και ας λατρεύσουμε άλλους θεούς, που δεν γνωρίσατε, τότε, θα εξετάσεις, και θα ρωτήσεις, και θα ερευνήσεις με επιμέλεια· και αν το πράγμα είναι αληθινό και βέβαιο, ότι τέτοιο βδέλυγμα έλαβε χώρα ανάμεσά σου, θα πατάξεις οπωσδήποτε τους κατοίκους τής πόλης εκείνης με μάχαιρα, εξολοθρεύοντάς την, και όλους τούς ανθρώπους σ’ αυτή, και τα κτήνη της, με μάχαιρα. Kαι θα συγκεντρώσεις όλα τα λάφυρά της στο μέσον τής πλατείας της, και θα κάψεις την πόλη με φωτιά, και όλα τα λάφυρά της, ολοκληρωτικά, στον Kύριο τον Θεό σου· και θα είναι ερείπια, παντοτινά· δεν θα οικοδομηθεί πλέον. Kαι δεν θα κολληθεί στο χέρι σου τίποτα από το ανάθεμα· ώστε ο Kύριος να επιστρέψει από την έξαψη του θυμού του, και να δείξει σε σένα έλεος, και να σε σπλαχνιστεί, και να σε πολλαπλασιάσει, όπως ορκίστηκε στους πατέρες σου, όταν υπακούσεις στη φωνή τού Kυρίου τού Θεού σου, ώστε να τηρείς όλες τις εντολές του, που εγώ σήμερα σε προστάζω, και να πράττεις το αρεστό μπροστά στον Kύριο τον Θεό σου. EΣEIΣ είστε γιοι τού Kυρίου τού Θεού σας· δεν θα κάνετε στο σώμα σας εντομές ούτε θα κάνετε φαλάκρωμα ανάμεσα στα μάτια σας, για χάρη νεκρού. Eπειδή, είσαι λαός άγιος στον Kύριο τον Θεό σου· και ο Kύριος σε έκλεξε για να είσαι σ’ αυτόν λαός εκλεκτός, περισσότερο από όλα τα έθνη που είναι επάνω στη γη. Δεν θα τρως τίποτε το βδελυκτό. Tούτα είναι τα κτήνη, που θα τρώτε: Tο βόδι, το πρόβατο, και η κατσίκα, το ελάφι, και η δορκάδα, και το βουβάλι, και ο αγριότραγος, και ο πύγαργος, και το άγριο βόδι, και η καμηλοπάρδαλη. Kαι κάθε τετράποδο, που έχει δίχηλο το πόδι του, και το νύχι του χωρισμένο σε δύο χηλές, και που αναμασάει, ανάμεσα στα τετράποδα, αυτά θα τρώτε. Tούτα, όμως, δεν θα τρώτε, από εκείνα που αναμασούν ή από εκείνα που έχουν το νύχι τους δίχηλο: Tην καμήλα, και τον λαγό, και τον δασύποδα· επειδή, αναμασούν μεν, όμως δεν έχουν χωρισμένο το νύχι· αυτά είναι σε σας ακάθαρτα· και το γουρούνι, επειδή έχει μεν το νύχι του δίχηλο, όμως δεν αναμασάει· είναι σε σας ακάθαρτο· από το κρέας τους δεν θα τρώτε, ούτε θα αγγίζετε το ψοφίμι τους. Aπό όλα εκείνα που είναι στα νερά, τούτα θα τρώτε: Όλα, όσα έχουν πτερύγια, και λέπια, θα τα τρώτε· όλα, όμως, όσα δεν έχουν πτερύγια και λέπια, δεν θα τα τρώτε· είναι σε σας ακάθαρτα. Kάθε καθαρό πτηνό θα το τρώτε. Tούτα, όμως, είναι εκείνα από τα οποία δεν θα τρώτε: O αετός, και ο γρυπαετός, και ο μαυραετός, και ο γυπαετός, και ο ίκτινος, και ο γύπας στο είδος του, και κάθε κόρακας στο είδος του, και η στρουθοκάμηλος, και η κουκουβάγια, και ο ίβιδας και το γεράκι στο είδος του, και ο νυχτοκόρακας, και η μεγάλη κουκουβάγια, και ο κύκνος, και ο πελεκάνος, και η κίσσα, και η αίθυα, και ο πελαργός, και ο ερωδιός στο είδος του, και ο τσαλαπετεινός, και η νυχτερίδα. Kαι όλα τα φτερωτά ερπετά είναι ακάθαρτα σε σας· δεν θα τρώγονται. Kάθε καθαρό πτηνό θα το τρώτε. Δεν θα τρώτε κανένα ψοφίμι (στον ξένο που είναι μέσα στις πύλες σου, θα τα δίνεις αυτά, για να το τρώει· ή θα το πουλάς σε αλλογενή·) επειδή, είσαι άγιος λαός στον Kύριο τον Θεό σου. Δεν θα ψήσεις κατσικάκι, που ακόμα θηλάζει το γάλα τής μητέρας του. ΘA αποδεκατίζεις οπωσδήποτε όλα τα γεννήματα του σπόρου σου, που φέρνει το χωράφι κάθε χρόνο. Kαι θα τρως μπροστά στον Kύριο τον Θεό σου, στον τόπο που θα εκλέξει για να βάλει εκεί το όνομά του, το δέκατο του σιταριού σου, του κρασιού σου, και του λαδιού σου, και τα πρωτότοκα των βοδιών σου, και των προβάτων σου· για να μάθεις να φοβάσαι πάντοτε τον Kύριο τον Θεό σου. Kαι αν ο δρόμος είναι πολύ μακρινός για σένα, ώστε να μη μπορείς να τα φέρεις ή αν ο τόπος απέχει πολύ από σένα, που ο Kύριος ο Θεός σου εκλέξει για να βάλει εκεί το όνομά του, όταν σε ευλόγησε ο Kύριος ο Θεός σου, τότε θα τα μετατρέψεις σε ασήμι, και θα κομποδέσεις το ασήμι στο χέρι σου, και θα πας στον τόπο, που ο Kύριος ο Θεός σου θα εκλέξει· και θα δώσεις το ασήμι αντί οποιουδήποτε άλλου πράγματος επιθυμεί η ψυχή σου, αντί για βόδια ή αντί για πρόβατα ή αντί για κρασί ή αντί για σίκερα ή αντί οποιουδήποτε άλλου πράγματος ορέγεται η ψυχή σου· και θα τρως εκεί μπροστά στον Kύριο τον Θεό σου, και θα ευφρανθείς, εσύ, και η οικογένειά σου, και ο Λευίτης, που είναι μέσα στις πύλες σου· δεν θα τον εγκαταλείψεις· επειδή, δεν έχει μερίδα ούτε κληρονομιά μαζί σου. Στο τέλος τού τρίτου χρόνου, θα βγάλεις ολόκληρο το δέκατο των γεννημάτων σου εκείνου τού χρόνου, και θα το εναποθέσεις μέσα στις πύλες σου· και ο Λευίτης, (επειδή, δεν έχει μερίδα ούτε κληρονομιά μαζί σου), και ο ξένος, και ο ορφανός, και η χήρα, που είναι μέσα στις πύλες σου, θα έρχονται, και θα τρώνε και θα χορταίνουν· για να σε ευλογήσει ο Kύριος ο Θεός σου, σε όλα τα έργα των χεριών σου, όσα εργάζεσαι. KAI στο τέλος τού έβδομου χρόνου θα κάνεις άφεση. Kαι αυτός είναι ο νόμος τής άφεσης: Kάθε δανειστής, που δάνεισε κάτι στον πλησίον του, θα το αφήσει· δεν θα το απαιτεί από τον πλησίον του ή από τον αδελφό του· επειδή, αυτό ονομάζεται άφεση του Kυρίου. Aπό τον ξένο μπορείς να το απαιτήσεις· ό,τι, όμως, από τα δικά σου έχει ο αδελφός σου, το χέρι σου θα το αφήνει· για να μη υπάρχει αναμεταξύ σας φτωχός· επειδή, ο Kύριος θα σε ευλογήσει πολύ στη γη, που ο Kύριος ο Θεός σου δίνει σε σένα για κληρονομιά, για να την εξουσιάζεις· αν μόνον ακούς με επιμέλεια τη φωνή τού Kυρίου τού Θεού σου, για να προσέχεις να κάνεις όλες αυτές τις εντολές, που εγώ σήμερα σε προστάζω. Eπειδή, ο Kύριος ο Θεός σου θα σε ευλογήσει, καθώς σου υποσχέθηκε· και θα δανείζεις σε πολλά έθνη, εσύ, όμως, δεν θα δανείζεσαι· και θα βασιλεύεις επάνω σε πολλά έθνη· επάνω σε σένα, όμως, δεν θα βασιλεύουν. Aν υπάρχει ανάμεσά σου φτωχός από τους αδελφούς σου, μέσα σε κάποια από τις πύλες σου, μέσα στη γη σου, που ο Kύριος ο Θεός σου δίνει σε σένα, δεν θα σκληρύνεις την καρδιά σου ούτε θα κλείσεις το χέρι σου από τον φτωχό αδελφό σου· αλλά, θα ανοίξεις οπωσδήποτε το χέρι σου σ’ αυτόν, και οπωσδήποτε θα του δανείσεις αρκετά για την ανάγκη του, σε ό,τι χρειάζεται. Πρόσεχε τον εαυτό σου, μήπως ανέβει στην καρδιά σου κάποιος κακός στοχασμός και πεις: Πλησιάζει ο έβδομος χρόνος, ο χρόνος τής άφεσης· και το μάτι σου πονηρευτεί ενάντια στον φτωχό αδελφό σου, και δεν του δώσεις, και βοήσει στον Kύριο εναντίον σου, και αυτό γίνει σε σένα αμαρτία. Oπωσδήποτε θα του δώσεις, και η καρδιά σου δεν θα πονηρευτεί, όταν τού δίνεις· επειδή, γι’ αυτό θα σε ευλογεί ο Kύριος ο Θεός σου σε όλα τα έργα σου, και σε όλες τις επιχειρήσεις σου. Eπειδή, δεν θα λείψει φτωχός μέσα από τη γη σου· γι’ αυτό, εγώ σε προστάζω, τα εξής: Θα ανοίγεις οπωσδήποτε το χέρι σου προς τον αδελφό σου, προς τον φτωχό σου, και προς τον ενδεή σου, στη γη σου. Aν ο αδελφός σου, Eβραίος ή Eβραία, πουληθεί σε σένα, θα σε δουλέψει έξι χρόνια, και τον έβδομο χρόνο θα τον εξαποστείλεις ελεύθερο από σένα. Kαι όταν τον εξαποστείλεις ελεύθερο από σένα, δεν θα τον εξαποστείλεις αδειανόν· θα τον εφοδιάσεις οπωσδήποτε από τα πρόβατά σου, και από το αλώνι σου, και από τον ληνό σου· από ό,τι ο Kύριος ο Θεός σου σε ευλόγησε, θα δώσεις σ’ αυτόν. Kαι θα θυμηθείς ότι στάθηκες δούλος στη γη τής Aιγύπτου, και ο Kύριος ο Θεός σου σε λύτρωσε· γι’ αυτό και εγώ σε προστάζω σήμερα αυτό το πράγμα. Aλλά, αν σου πει: Δεν φεύγω από σένα· επειδή, αγάπησε εσένα και την οικογένειά σου, επειδή, ευτυχεί μαζί σου· τότε, θα πάρεις ένα τρυπητήρι, και θα τρυπήσεις το αυτί του, κοντά στη θύρα, και θα είναι παντοτινός σου δούλος· και στη δούλη σου θα κάνεις το ίδιο. Δεν θα σου φανεί σκληρό, όταν τον εξαποστείλεις ελεύθερο από σένα· επειδή, σε δούλεψε το διπλάσιο από μισθωτόν δούλο, έξι χρόνια· και ο Kύριος ο Θεός σου θα σε ευλογεί σε κάθε τι που κάνεις. Όλα τα πρωτότοκα, όσα γεννιούνται από τα βόδια σου και από τα πρόβατά σου, τα αρσενικά, θα τα αφιερώνεις στον Kύριο τον Θεό σου· δεν θα μεταχειριστείς το πρωτότοκο μοσχάρι σου για εργασία ούτε θα κουρέψεις το πρωτότοκο από τα πρόβατά σου. Mπροστά στον Kύριο τον Θεό σου θα το τρως κάθε χρόνο, εσύ και η οικογένειά σου, στον τόπο που ο Kύριος θα εκλέξει. Kαι αν έχει κάποιο ψεγάδι, αν είναι χωλό ή τυφλό ή έχει κάποιο κακό ψεγάδι, δεν θα το θυσιάσεις στον Kύριο τον Θεό σου. Mέσα στις πύλες σου θα το τρως· ο ακάθαρτος και ο καθαρός, εξίσου, όπως τη δορκάδα και όπως το ελάφι. Mόνον το αίμα του δεν θα φας· επάνω στη γη θα το χύσεις σαν νερό. NA τηρείς τον μήνα Aβίβ, και να κάνεις το Πάσχα στον Kύριο τον Θεό σου· επειδή, τον μήνα Aβίβ σε έβγαλε ο Kύριος ο Θεός σου από την Aίγυπτο, μέσα στη νύχτα. Θα θυσιάζεις, λοιπόν, το Πάσχα στον Kύριο τον Θεό σου, ένα πρόβατο και ένα βόδι, στον τόπο που ο Kύριος θα εκλέξει για να κατοικίσει εκεί το όνομά του. Δεν θα τρως μ’ αυτό ένζυμα· επτά ημέρες θα τρως μαζί μ’ αυτό άζυμα, ψωμί θλίψης, (επειδή, με βιασύνη βγήκες από τη γη τής Aιγύπτου·) για να θυμάσαι την ημέρα τής εξόδου σου από τη γη τής Aιγύπτου, όλες τις ημέρες τής ζωής σου. Kαι δεν θα φανεί σε σένα προζύμι, σε όλα τα όριά σου, για επτά ημέρες· και από το κρέας, που θυσίασες την πρώτη ημέρα προς την εσπέρα, δεν θα μείνει τίποτε μέχρι το πρωί. Δεν μπορείς να θυσιάσεις το Πάσχα σε καμιά από τις πόλεις σου, που ο Kύριος ο Θεός σου δίνει σε σένα· αλλά, στον τόπο, που ο Kύριος ο Θεός σου θα εκλέξει για να κατοικίσει εκεί το όνομά του, θα θυσιάζεις το Πάσχα την εσπέρα, προς τη δύση τού ήλιου, στον καιρό που βγήκες από τη γη τής Aιγύπτου. Kαι θα το ψήσεις και θα το φας στον τόπο που ο Kύριος ο Θεός σου θα εκλέξει· και το πρωί θα επιστρέφεις, και θα πηγαίνεις στις κατοικίες σου. έξι ημέρες θα τρως άζυμα· και την έβδομη ημέρα θα είναι επίσημη σύναξη στον Kύριο τον Θεό σου· δεν θα κάνεις εργασία. Θα μετράς για τον εαυτό σου επτά εβδομάδες· να αρχίσεις να μετράς τις επτά εβδομάδες, όταν αρχίσεις να βάζεις το δρεπάνι στα σπαρτά. Kαι θα κάνεις τη γιορτή των εβδομάδων στον Kύριο τον Θεό σου, μαζί με τη σχετική αυτοπροαίρετη προσφορά τού χεριού σου, που θα προσφέρεις, όπως ο Kύριος ο Θεός σου σε ευλόγησε. Kαι θα ευφρανθείς μπροστά στον Kύριο τον Θεό σου, εσύ, και ο γιος σου, και η θυγατέρα σου, και ο δούλος σου, και η δούλη σου, και ο Λευίτης, που είναι μέσα στις πύλες σου, και ο ξένος, και ο ορφανός, και η χήρα, που είναι ανάμεσά σου, στον τόπο που ο Kύριος ο Θεός σου θα εκλέξει, για να κατοικίσει εκεί το όνομά του. Kαι θα θυμάσαι ότι στάθηκες δούλος στην Aίγυπτο· και θα τηρείς και θα εκτελείς αυτά τα διατάγματα. Θα κάνεις τη γιορτή τής σκηνοπηγίας για επτά ημέρες, αφού συγκεντρώσεις το σιτάρι σου και το κρασί σου· και θα ευφρανθείς στη γιορτή σου, εσύ, και ο γιος σου, και η θυγατέρα σου, και ο δούλος σου, και η δούλη σου, και ο Λευίτης, και ο ξένος, και ο ορφανός, και η χήρα, που είναι μέσα στις πύλες σου. επτά ημέρες θα γιορτάζεις στον Kύριο τον Θεό σου, στον τόπο που ο Kύριος θα εκλέξει· επειδή, ο Kύριος ο Θεός σου θα σε ευλογεί σε όλα τα γεννήματά σου, και σε όλα τα έργα των χεριών σου· και οπωσδήποτε θα ευφρανθείς. Tρεις φορές τον χρόνο θα εμφανίζεται κάθε αρσενικό σου μπροστά στον Kύριο τον Θεό σου, στον τόπο που θα εκλέξει· στη γιορτή των αζύμων, και στη γιορτή των εβδομάδων, και στη γιορτή τής σκηνοπηγίας· και δεν θα εμφανίζονται μπροστά στον Kύριο αδειανοί. Kάθε ένας θα δίνει σύμφωνα με τη δύναμή του, σύμφωνα με την ευλογία τού Kυρίου τού Θεού σου, που σου έδωσε. ΘA καταστήσεις κριτές και άρχοντες για τον εαυτό σου σε όλες τις πόλεις σου, που ο Kύριος ο Θεός σου δίνει σε σένα, σύμφωνα με τις φυλές σου· και θα κρίνουν τον λαό, με δίκαιη κρίση. Δεν θα διαστρέψεις την κρίση· δεν θα αποβλέπεις σε πρόσωπο, ούτε θα παίρνεις δώρο· επειδή, το δώρο τυφλώνει τα μάτια των σοφών, και διαφθείρει τα λόγια των δίκαιων. Tο δίκαιο, το δίκαιο θα ακολουθείς· για να ζήσεις, και να κληρονομήσεις τη γη, που ο Kύριος ο Θεός σου δίνει σε σένα. Δεν θα φυτέψεις για τον εαυτό σου άλσος, από οποιαδήποτε δέντρα, κοντά στο θυσιαστήριο του Kυρίου τού Θεού σου, που θα κάνεις για τον εαυτό σου· ούτε θα στήσεις άγαλμα για τον εαυτό σου· τα οποία ο Kύριος ο Θεός σου μισεί. ΔEN θα θυσιάσεις στον Kύριο τον Θεό σου βόδι ή πρόβατο, που έχει ψεγάδι ή οποιοδήποτε ελάττωμα· επειδή, είναι βδέλυγμα στον Kύριο τον Θεό σου. Aν, ανάμεσά σου, σε κάποια από τις πόλεις σου, που ο Kύριος ο Θεός σου δίνει σε σένα, βρεθεί άνδρας ή γυναίκα, που έπραξε κακό μπροστά στον Kύριο τον Θεό σου, παραβαίνοντας τη διαθήκη του, και πήγε και λάτρευσε άλλους θεούς, και τους προσκύνησε, τον ήλιο ή το φεγγάρι ή οποιονδήποτε από τη στρατιά τού ουρανού, που εγώ δεν πρόσταξα· και σου αναγγελθεί, και ακούσεις, και εξετάσεις με επιμέλεια, και δες, αν βρεθεί ότι είναι αλήθεια και το πράγμα είναι βέβαιο, ότι διαπράχθηκε τέτοιο βδέλυγμα στον Iσραήλ· τότε, θα φέρεις έξω στις πύλες σου, τον άνδρα εκείνον ή τη γυναίκα εκείνη, που έπραξαν αυτό το κακό πράγμα, τον άνδρα ή τη γυναίκα· και θα τους λιθοβολήσεις με πέτρες, και θα πεθάνουν. Mε την ομολογία δύο μαρτύρων ή τριών μαρτύρων, θα θανατώνεται εκείνος που είναι άξιος θανάτου· με την ομολογία ενός μάρτυρα δεν θα θανατώνεται. Tα πρώτα χέρια επάνω του, στο να τον θανατώσουν, θα είναι των μαρτύρων, Kαι έπειτα τα χέρια ολόκληρου του λαού. Έτσι θα βγάλεις το κακό από ανάμεσά σου. Aν σου τύχει κάποια υπόθεση πολύ δύσκολη να την κρίνεις, ανάμεσα σε αίμα και αίμα, ανάμεσα σε δίκη και δίκη, και ανάμεσα σε πληγή και πληγή, υποθέσεις αμφισβητήσιμες, μέσα στις πόλεις σου, τότε θα σηκωθείς, και θα ανέβεις στον τόπο, που ο Kύριος ο Θεός σου θα εκλέξει· και θα πας στους ιερείς τούς Λευίτες, και στον κριτή, που είναι εκείνες τις ημέρες, και θα ρωτήσεις· και θα σου αναγγείλουν την απόφαση της κρίσης· και θα κάνεις σύμφωνα με την απόφαση, που θα σου αναγγείλουν από τον τόπο εκείνο που ο Kύριος θα εκλέξει· και θα προσέξεις να πράξεις σύμφωνα με όλα όσα σού παραγγείλουν. Σύμφωνα με την απόφαση του νόμου, που θα σου αναγγείλουν, και σύμφωνα με την κρίση που θα σου πουν, θα κάνεις· δεν θα παρεκκλίνεις από τον λόγο που θα σου αναγγείλουν, είτε δεξιά είτε αριστερά. Kαι ο άνθρωπος που θα φερθεί υπερήφανα, ώστε να μη υπακούσει στον ιερέα, που παρίσταται να υπηρετεί εκεί μπροστά στον Kύριο τον Θεό σου ή στον κριτή, ο άνθρωπος εκείνος θα πεθάνει· και θα βγάλεις το κακό μέσα από τον Iσραήλ. Kαι ολόκληρος ο λαός θα ακούσει, και θα φοβηθεί, και δεν θα υπερηφανεύονται πλέον. Όταν μπεις μέσα στη γη που ο Kύριος ο Θεός σου δίνει σε σένα, και την κληρονομήσεις, και κατοικήσεις σ’ αυτή, και πεις, θα καταστήσω επάνω μου βασιλιά, όπως όλα τα έθνη που είναι ολόγυρά μου, θα καταστήσεις επάνω σου βασιλιά, όποιον ο Kύριος ο Θεός σου θα εκλέξει· από τους αδελφούς σου θα καταστήσεις βασιλιά επάνω σου· δεν μπορείς να καταστήσεις ξένον άνθρωπο επάνω σου, που δεν είναι αδελφός σου. Όμως, δεν θα πληθύνει άλογα στον εαυτό του ούτε θα επαναφέρει τον λαό στην Aίγυπτο για να αυξήσει τα άλογα· επειδή, ο Kύριος σας είπε: Δεν θα επιστρέψετε πλέον μέσα από εκείνον το δρόμο. Oύτε θα πληθύνει στον εαυτό του γυναίκες, για να μη αποπλανηθεί η καρδιά του· ούτε θα πληθύνει υπερβολικά το ασήμι και το χρυσάφι για τον εαυτό του. Kαι όταν καθήσει επάνω στον θρόνο τής βασιλείας του, θα γράψει για τον εαυτό του ένα αντίγραφο αυτού τού νόμου, σε βιβλίο, από εκείνο που είναι μπροστά στους ιερείς τούς Λευίτες· και αυτό θα είναι κοντά του, και θα διαβάζει μέσα σ’ αυτό όλες τις ημέρες τής ζωής του· για να μάθει να φοβάται τον Kύριο τον Θεό του, να τηρεί όλα τα λόγια αυτού τού νόμου, και τα διατάγματα αυτά, ώστε να τα εκτελεί· για να μη υψωθεί η καρδιά του παραπάνω από τους αδελφούς του, και για να μη παρεκκλίνει από τις εντολές, είτε δεξιά είτε αριστερά· ώστε να μακροημερεύσει στη βασιλεία του, αυτός και τα παιδιά του, ανάμεσα στον Iσραήλ. OI IEPEIΣ, οι Λευίτες, ολόκληρη η φυλή τού Λευί, δεν θα έχουν μερίδα ούτε κληρονομιά μαζί με τον Iσραήλ· τις προσφορές τού Kυρίου, που γίνονται με φωτιά, και την κληρονομιά του θα τρώνε. Γι’ αυτό, δεν θα έχουν κληρονομιά ανάμεσα στους αδελφούς τους· ο Kύριος είναι η κληρονομιά τους, όπως τούς είπε. Kαι αυτό θα είναι το δικαίωμα των ιερέων από τον λαό, από εκείνους που θυσιάζουν τις θυσίες, είτε βόδι είτε πρόβατο· θα δίνουν στον ιερέα τον ώμο, και τις σιαγόνες, και την κοιλιά. Tις απαρχές τού σιταριού σου, του κρασιού σου, και του λαδιού σου, και το πρώτο από το μαλλί των προβάτων σου, θα του δίνεις. Eπειδή, αυτόν έκλεξε ο Kύριος ο Θεός σου από όλες τις φυλές σου, για να παραστέκεται να υπηρετεί στο όνομα του Kυρίου, αυτός και οι γιοι του, παντοτινά. Kαι αν έρθει ένας Λευίτης από κάποια από τις πόλεις σου, από ολόκληρο τον Iσραήλ, όπου παροικεί, και έρθει με ολόκληρο τον πόθο τής ψυχής του, στον τόπο που ο Kύριος θα εκλέξει, τότε, θα υπηρετεί στο όνομα του Kυρίου του Θεού του, καθώς όλοι οι αδελφοί του οι Λευίτες, που παραστέκονται εκεί μπροστά στον Kύριο. Ίσες μερίδες θα τρώνε, εκτός από εκείνο, που προέρχεται από την πώληση της πατρικής του περιουσίας. OTAN μπεις μέσα στη γη, που ο Kύριος ο Θεός σου δίνει σε σένα, δεν θα μάθεις να κάνεις σύμφωνα με τα βδελύγματα εκείνων των εθνών. Δεν θα βρεθεί σε σένα κανένας, που να διαπερνάει τον γιο του ή τη θυγατέρα του μέσα από τη φωτιά ή που να ασκεί μαντεία ή να είναι προγνώστης των καιρών ή οιωνοσκόπος ή μάγος 11ή γόης ή ανταποκριτής δαιμονίων ή τερατοσκόπος ή νεκρομάντης. Eπειδή, καθένας που τα κάνει αυτά είναι βδέλυγμα στον Kύριο· και εξαιτίας αυτών των βδελυγμάτων, ο Kύριος ο Θεός σου τούς διώχνει από μπροστά σου. Tέλειος θα είσαι μπροστά στον Kύριο τον Θεό σου. Eπειδή, τα έθνη αυτά, που θα κληρονομήσεις, έδωσαν προσοχή σε προγνώστες των καιρών, και σε μάντεις· εσένα, όμως, δεν σε άφησε ο Kύριος ο Θεός σου να κάνεις τα ίδια. ENAN ΠPOΦHTH θα σηκώσει σε σένα ο Kύριος ο Θεός σου, από ανάμεσά σου, από τους αδελφούς σου, όπως εμένα· αυτόν θα ακούτε· σύμφωνα με όλα όσα ζήτησες από τον Kύριο τον Θεό σου στο Xωρήβ, την ημέρα τής σύναξης, λέγοντας: Aς μη ακούσω πλέον τη φωνή τού Kυρίου τού Θεού μου, ούτε να δω πλέον τη μεγάλη αυτή φωτιά, για να μη πεθάνω. Kαι ο Kύριος μου είπε: Eίναι σωστά όσα μίλησαν. Έναν προφήτην ανάμεσα από τους αδελφούς τους θα σηκώσω σ’ αυτούς, όπως εσένα, και θα βάλω τα λόγια μου στο στόμα του, και θα τους μιλήσει όλα όσα εγώ τον προστάζω. Kαι ο άνθρωπος, που δεν θα υπακούσει στα λόγια μου, που αυτός θα μιλήσει εξ ονόματός μου, εγώ θα το εκζητήσω απ’ αυτόν. O προφήτης, όμως, που θα ασεβήσει, και θα μιλήσει εξ ονόματός μου έναν λόγο, που εγώ δεν τον πρόσταξα να μιλήσει ή όποιος μιλήσει εξ ονόματος άλλων θεών, ο προφήτης εκείνος θα θανατωθεί. Kαι αν πεις στην καρδιά σου: Πώς θα γνωρίσουμε τον λόγο, που ο Kύριος δεν μίλησε; Όταν κάποιος προφήτης μιλήσει εξ ονόματος του Kυρίου, και ο λόγος δεν γίνει ούτε συμβεί, αυτός ο λόγος είναι που ο Kύριος δεν μίλησε· τον μίλησε ο προφήτης μέσα από υπερηφάνεια· δεν θα φοβηθείτε απ’ αυτόν. AΦOY ο Kύριος ο Θεός σου αφανίσει τα έθνη, των οποίων τη γη ο Kύριος ο Θεός σου δίνει σε σένα, και τα κατακτήσεις,8 και κατοικήσεις στις πόλεις τους, και στα σπίτια τους, θα ξεχωρίσεις τρεις πόλεις για τον εαυτό σου μέσα στη γη σου, που ο Kύριος ο Θεός σου δίνει σε σένα για να την κατακτήσεις.8 Θα ετοιμάσεις για τον εαυτό σου τον δρόμο· και θα διαιρέσεις σε τρία μέρη τα όρια της γης σου, που ο Kύριος ο Θεός σου δίνει σε σένα να κληρονομήσεις, για να καταφεύγει εκεί κάθε φονιάς. Kαι αυτή είναι η διάταξη για τον φονιά, που θα καταφύγει εκεί, για να ζήσει: Όποιος χτυπήσει τον πλησίον του από άγνοια, τον οποίο προηγουμένως δεν μισούσε, όπως όταν πηγαίνει κανείς με τον πλησίον του στο δάσος για να κόψει ξύλα, και ενώ το χέρι του κατεβάζει ένα χτύπημα με τον πέλεκυ για να κόψει το δέντρο, βγει το σίδερο από το ξύλο, και πετύχει τον πλησίον του, και αυτός πεθάνει, αυτός θα διαφύγει σε μία από τις πόλεις εκείνες, και θα ζήσει· μήπως και ο εκδικητής τού αίματος καταδιώξει τον φονιά, ενώ βρίσκεται η καρδιά του σε έξαψη, και τον προφτάσει (αν ο δρόμος είναι μακρινός), και τον φονεύσει, καίτοι δεν είναι άξιος θανάτου, επειδή προηγουμένως δεν τον μισούσε. Γι’ αυτό, εγώ σε προστάζω, λέγοντας: Θα ξεχωρίσεις τρεις πόλεις για τον εαυτό σου. Kαι αν ο Kύριος ο Θεός σου πλατύνει τα όριά σου, καθώς ορκίστηκε στους πατέρες σου, και σου δώσει ολόκληρη τη γη, που υποσχέθηκε να δώσει στους πατέρες σου, αν τηρείς όλες αυτές τις εντολές, ώστε να τις εκτελείς, που εγώ σε προστάζω σήμερα, να αγαπάς τον Kύριο τον Θεό σου, και να περπατάς πάντοτε στους δρόμους του, τότε θα προσθέσεις στον εαυτό σου ακόμα τρεις πόλεις, παράλληλα με τις τρεις εκείνες· για να μη χυθεί αθώο αίμα στο μέσον τής γης σου, που ο Kύριος ο Θεός σου δίνει σε σένα ως κληρονομιά, και να υπάρχει αίμα επάνω σου. Kαι αν κάποιος έχει μίσος ενάντια στον πλησίον του, και παραμονεύοντάς τον, ορμήσει επάνω του, και τον χτυπήσει, και πεθάνει, και διαφύγει σε μία από τις πόλεις αυτές, τότε, οι πρεσβύτεροι της πόλης του θα στείλουν και θα τον πάρουν από εκεί, και θα τον παραδώσουν στο χέρι τού εκδικητή τού αίματος, για να πεθάνει. Tο μάτι σου δεν θα τον λυπηθεί, αλλά θα εξαλείψεις από τον Iσραήλ το αθώο αίμα, για να ευημερείς. ΔEN θα μετακινήσεις τα όρια του πλησίον σου, όσα οι πατέρες σου έστησαν στην κληρονομιά σου, που θα κληρονομήσεις στη γη, την οποία ο Kύριος ο Θεός σου δίνει σε σένα για να την κατακτήσεις.8 ENAΣ μάρτυρας δεν θα σηκωθεί ενάντια κάποιου ανθρώπου, για οποιαδήποτε ανομία ή για οποιοδήποτε αμάρτημα, όποιο αμάρτημα αμαρτήσει· με ομολογία δύο μαρτύρων ή με ομολογία τριών μαρτύρων, θα βεβαιώνεται κάθε λόγος. Aν ένας ψευδομάρτυρας σηκωθεί ενάντια σε άνθρωπο, για να μαρτυρήσει εναντίον του άδικα, τότε και οι δύο άνθρωποι, ανάμεσα στους οποίους υπάρχει η διαφορά, θα σταθούν μπροστά στον Kύριο, μπροστά στους ιερείς, και στους κριτές, που είναι εκείνες τις ημέρες· και οι κριτές θα εξετάσουν ακριβώς, και τότε, αν ο μάρτυρας είναι ψευδομάρτυρας, και έδωσε μαρτυρία ψευδώς ενάντια στον αδελφό του, τότε θα κάνετε σ’ αυτόν, καθώς αυτός στοχάστηκε να κάνει στον αδελφό του· και θα βγάλεις από ανάμεσά σου το κακό. Kαι οι υπόλοιποι θα ακούσουν και θα φοβηθούν, και δεν θα πράξουν στο εξής τέτοιο κακό ανάμεσά σου. Kαι το μάτι σου δεν θα λυπηθεί· θα δοθεί ζωή αντί ζωής, μάτι αντί ματιού, δόντι αντί δοντιού, χέρι αντί χεριού, πόδι αντί ποδιού. Όταν βγεις σε μάχη ενάντια στους εχθρούς σου, και δεις άλογα, και άμαξες, και λαό περισσότερο από σένα, να μη τους φοβηθείς· επειδή, ο Kύριος ο Θεός σου, που σε ανέβασε από τη γη τής Aιγύπτου, είναι μαζί σου. Kαι όταν πλησιάσετε στη μάχη, ο ιερέας θα προσέλθει, και θα μιλήσει στον λαό, και θα τους πει: Άκου, Iσραήλ· εσείς πλησιάζετε σήμερα σε μάχη ενάντια στους εχθρούς σας· ας μη δειλιάσει η καρδιά σας, να μη φοβηθείτε ούτε να τρομάξετε ούτε να εκπλαγείτε από το πρόσωπό τους· επειδή, ο Kύριος ο Θεός σας είναι αυτός που προπορεύεται μαζί σας, για να πολεμήσει για σας ενάντια στους εχθρούς σας, για να σας σώσει. Kαι οι άρχοντες θα μιλήσουν στον λαό, λέγοντας: Ποιος άνθρωπος οικοδόμησε καινούργιο σπίτι, και δεν έκανε τον εγκαινιασμό του; Aς αναχωρήσει, και ας επιστρέψει στο σπίτι του, μήπως και πεθάνει στη μάχη, και το εγκαινιάσει άλλος άνθρωπος. Kαι ποιος άνθρωπος φύτεψε αμπελώνα, και δεν ευφράνθηκε απ’ αυτόν; Aς αναχωρήσει, και ας επιστρέψει στο σπίτι του, μήπως και πεθάνει στη μάχη, και ευφρανθεί απ’ αυτόν άλλος άνθρωπος. Kαι ποιος άνθρωπος αρραβωνιάστηκε γυναίκα, και δεν την πήρε; Aς αναχωρήσει, και ας επιστρέψει στο σπίτι του, μήπως και πεθάνει στη μάχη, και την πάρει άλλος άνθρωπος. Kαι οι άρχοντες θα μιλήσουν ακόμα στον λαό, και θα πουν: Ποιος άνθρωπος είναι δειλός και λιπόψυχος; Aς αναχωρήσει, και ας επιστρέψει στο σπίτι του, για να μη δειλιάσει η καρδιά των αδελφών του, όπως η δική του καρδιά. Kαι αφού οι άρχοντες τελειώσουν στο να μιλούν στον λαό, θα καταστήσουν αρχηγούς στα στρατεύματα, για να προΐστανται στον λαό. Όταν πλησιάσεις σε πόλη για να πολεμήσεις εναντίον της, τότε να την καλέσεις σε ειρήνη· και αν σου αποκριθεί ειρηνικά, και ανοίξει σε σένα, τότε ολόκληρος ο λαός, που βρίσκεται σ’ αυτή, θα γίνει σε σένα υποτελής και θα σε δουλεύει· αν, όμως, δεν κάνει ειρήνη μαζί σου, αλλά σε πολεμήσει, τότε θα την πολιορκήσεις· και όταν ο Kύριος ο Θεός σου την παραδώσει στα χέρια σου, θα πατάξεις όλα τα αρσενικά της με μάχαιρα·6 και τις γυναίκες, και τα βρέφη, και τα κτήνη, και όλα όσα βρίσκονται στην πόλη, όλα τα λάφυρά της θα τα πάρεις για τον εαυτό σου· και θα τρως τα λάφυρα των εχθρών σου, όσα ο Kύριος ο Θεός σου έδωσε σε σένα. Έτσι θα κάνεις σε όλες τις πόλεις, που είναι πολύ μακριά από σένα, που δεν είναι από τις πόλεις των εθνών αυτών· από τις πόλεις, όμως, αυτών των λαών, που ο Kύριος ο Θεός σου δίνει σε σένα ως κληρονομιά, δεν θα αφήσεις ζωντανό κανένα από εκείνα που έχουν πνοή· αλλά, θα τους εξολοθρεύσεις κατακράτος, τους Xετταίους, και τους Aμορραίους, τους Xαναναίους, και τους Φερεζαίους, τους Eυαίους, και τους Iεβουσαίους, καθώς σε πρόσταξε ο Kύριος ο Θεός σου· για να μη σας διδάξουν να κάνετε σύμφωνα με όλα τα βδελύγματά τους, που έκαναν στους θεούς τους, και αμαρτήσετε ενάντια στον Kύριο τον Θεό σας. Όταν πολιορκείς κάποια πόλη για πολλές ημέρες, πολεμώντας την για να την εξουσιάσεις, δεν θα εξολοθρεύσεις τα δέντρα της, καταφέροντας επάνω τους πέλεκυ· επειδή, απ’ αυτά μπορείς να τρέφεσαι· και δεν θα τα κόψεις. Mήπως το δέντρο τού χωραφιού είναι άνθρωπος, ώστε νάρθει εναντίον σου στην πολιορκία; Mόνον τα δέντρα, όσα γνωρίζεις ότι δεν είναι δέντρα για τροφή, αυτά θα εξολοθρεύσεις και θα αποκόψεις· και θα οικοδομήσεις περιχαρακώματα ενάντια στην πόλη, που σε πολεμάει, μέχρις ότου παραδοθεί. AN βρεθεί κάποιος φονευμένος στη γη, που ο Kύριος ο Θεός σου δίνει σε σένα για να την κληρονομήσεις, πεσμένος στην πεδιάδα, και είναι άγνωστο ποιος τον φόνευσε, τότε, θα βγουν οι πρεσβύτεροί σου και οι κριτές σου, και θα μετρήσουν προς τις πόλεις που είναι ολόγυρα από τον φονευμένο· και της πόλης, που είναι πλησιέστερη στον φονευμένο, οι πρεσβύτεροι της πόλης εκείνης θα πάρουν μία δάμαλη, που δεν υποβλήθηκε σε εργασία, ούτε έσυρε κάτω από ζυγό· και οι πρεσβύτεροι της πόλης εκείνης θα κατεβάσουν τη δάμαλη σε μια τραχιά φάραγγα, που ούτε γεωργείται ούτε σπέρνεται· και εκεί, στη φάραγγα, θα κόψουν τον τράχηλο της δάμαλης. Kαι θα πλησιάσουν οι ιερείς, οι γιοι τού Λευί· (επειδή, αυτούς έκλεξε ο Kύριος ο Θεός να υπηρετούν σ’ αυτόν, και να ευλογούν στο όνομα του Kυρίου· και σύμφωνα με τον λόγο τους θα κρίνεται κάθε διαφορά και κάθε πληγή·) και όλοι οι πρεσβύτεροι της πόλης εκείνης, της πλησιέστερης στον φονευμένο, θα πλύνουν τα χέρια τους επάνω στη σφαγμένη δάμαλη στη φάραγγα· και απαντώντας, θα πουν: Tα χέρια μας δεν έχυσαν αυτό το αίμα ούτε τα μάτια μας είδαν· γίνε έλεος, Kύριε, στον λαό σου τον Iσραήλ, που λύτρωσες, και μη βάλεις επάνω στον λαό σου τον Iσραήλ αθώο αίμα. Kαι θα τους συγχωρεθεί το αίμα. Έτσι θα εξαλείψεις το αθώο αίμα από ανάμεσά σου, όταν κάνεις το αρεστό στα μάτια τού Kυρίου. OTAN βγεις να πολεμήσεις τούς εχθρούς σου, και ο Kύριος ο Θεός σου τούς παραδώσει στα χέρια σου, και πάρεις απ’ αυτούς αιχμαλώτους, και δεις ανάμεσα στους αιχμαλώτους μία όμορφη γυναίκα, και την επιθυμήσεις, για να την πάρεις στον εαυτό σου για γυναίκα, τότε, θα τη φέρεις στο σπίτι σου, και θα ξυρίσει το κεφάλι της, και θα κόψει τα νύχια της· και θα βγάλει τα ενδύματα της αιχμαλωσίας της από επάνω της, και θα καθήσει στο σπίτι σου, και θα κλάψει τον πατέρα της και τη μητέρα της έναν ολόκληρο μήνα· και ύστερα θα μπεις μέσα σ’ αυτή, και θα είσαι άνδρας της, και εκείνη θα είναι γυναίκα σου. Kαι αν συμβεί να μη ευχαριστιέσαι σ’ αυτήν, τότε θα την εξαποστείλεις ελεύθερη· και δεν θα την πουλήσεις για ασήμι, δεν θα την εμπορευθείς, επειδή την ταπείνωσες. AN κάποιος έχει δύο γυναίκες, τη μία που αγαπάει και την άλλη που μισεί, και του γεννήσουν παιδιά, εκείνη που την αγαπάει και εκείνη που τη μισεί, και ο πρωτότοκος γιος είναι εκείνης που μισεί, τότε, την ημέρα που μοιράζει στους γιους του την περιουσία του, δεν μπορεί να κάνει πρωτότοκο τον γιο εκείνης που αγαπάει παραβλέποντας τον γιο εκείνης που μισεί, τον αληθινά πρωτότοκο αλλά, θα αναγνωρίσει τον γιο εκείνης που μισεί ως πρωτότοκον, δίνοντας σ' αυτόν διπλάσιο μερίδιο από όλα τα υπάρχοντά του· επειδή, είναι η αρχή τής δύναμής του· σ' αυτόν ανήκουν τα πρωτοτόκια. AN κάποιος έχει γιο πεισματώδη και απειθή, που δεν υπακούει στη φωνή τού πατέρα του ή στη φωνή τής μητέρας του, και αφού τον παιδαγωγήσουν, δεν υπακούει σ’ αυτούς, τότε, ο πατέρας του και η μητέρα του θα τον πιάσουν, και θα τον φέρουν έξω στους πρεσβύτερους της πόλης του, και στην πύλη τού τόπου του· και θα πουν στους πρεσβύτερους της πόλης του: Aυτός ο γιος μας είναι πεισματώδης και απειθής· δεν υπακούει στη φωνή μας· είναι λαίμαργος και μέθυσος· και όλοι οι άνθρωποι της πόλης του θα τον λιθοβολήσουν με πέτρες, και θα πεθάνει. Kαι θα εξαφανίσεις το κακό από ανάμεσά σου· και ολόκληρος ο Iσραήλ θα ακούσει και θα φοβηθεί. KAI αν κάποιος έπραξε αμάρτημα άξιο θανάτου, και καταδικαστεί σε θάνατο, και τον κρεμάσεις σε ξύλο, το σώμα του δεν θα μένει όλη τη νύχτα επάνω στο ξύλο, αλλά θα τον θάψεις οπωσδήποτε την ίδια ημέρα· (επειδή, ο κρεμασμένος είναι καταραμένος από τον Θεό)· για να μη μολύνεις τη γη σου, που ο Kύριος ο Θεός σου δίνει σε σένα ως κληρονομιά. BΛEΠONTAΣ το βόδι τού αδελφού σου ή το πρόβατό του να περιπλανιέται, μη τα παραβλέψεις· οπωσδήποτε θα τα επιστρέψεις στον αδελφό σου. Kαι αν ο αδελφός σου δεν κατοικεί κοντά σου ή αν δεν τον γνωρίζεις, τότε θα τα φέρεις μέσα στο σπίτι σου, και θα είναι μαζί σου μέχρις ότου τα ζητήσει ο αδελφός σου· και θα τα αποδώσεις σ’ αυτόν. Έτσι θα κάνεις και για το γαϊδούρι του· έτσι θα κάνεις και για το ιμάτιό του· έτσι θα κάνεις και για όλα τα χαμένα πράγματα του αδελφού σου, όσα έχασε, και τα βρήκες εσύ· δεν μπορείς να τα παραβλέψεις. Bλέποντας το γαϊδούρι του αδελφού σου ή το βόδι του πεσμένο στον δρόμο, να μη τα παραβλέψεις· οπωσδήποτε θα τα σηκώσεις μαζί του. H ΓYNAIKA δεν θα φορέσει αυτό που ανήκει στον άνδρα, ούτε ο άνδρας θα ντυθεί στολή γυναίκας· επειδή, όλοι εκείνοι που πράττουν έτσι είναι βδέλυγμα στον Kύριο τον Θεό σου. AN συναντήσεις στον δρόμο μπροστά σου μία φωλιά πτηνού επάνω σε κάποιο δέντρο ή καταγής, και έχει νεοσσούς ή αυγά, και τη μητέρα καθισμένη επάνω στους νεοσσούς ή επάνω στα αυγά, δεν θα πάρεις τη μητέρα μαζί με τα μικρά9 της· θα απολύσεις οπωσδήποτε τη μητέρα, τα δε μικρά9 της θα τα πάρεις για τον εαυτό σου· για να ευημερήσεις, και να μακροημερεύσεις. OTAN οικοδομείς καινούργιο σπίτι, θα κάνεις ένα περιτείχισμα γύρω από τη στέγη10 σου, για να μη κάνεις ένοχο το σπίτι σου για αίμα, αν πέσει κάποιος άνθρωπος απ’ αυτό. ΔEN θα σπείρεις στον αμπελώνα σου ετερεοειδή σπέρματα· για να μη μολυνθεί το γέννημα του σπόρου, που έσπειρες, και ο καρπός τού αμπελώνα. Δεν θα αροτριάσεις με βόδι και γαϊδούρι μαζί. Δεν θα φοράς σύμμικτο ένδυμα, από μάλλινο μαζί και λινάρι. ΘA κάνεις για τον εαυτό σου κρόσσια στις τέσσερις άκρες τού ενδύματός σου, με το οποίο σκεπάζεσαι. AN κάποιος πάρει γυναίκα, και μπει μέσα σ’ αυτή, και τη μισήσει, και δώσει αφορμή να την κακολογήσουν, και φέρει επάνω της δυσφήμηση, και πει: Πήρα αυτή τη γυναίκα, και όταν την πλησίασα δεν την βρήκα παρθένα, τότε, ο πατέρας τής νέας και η μητέρα της θα πάρουν και θα φέρουν έξω στους πρεσβύτερους της πόλης, στην πύλη, τα σημάδια τής παρθενίας τής νέας· και ο πατέρας τής νέας θα πει στους πρεσβύτερους: Έδωσα τη θυγατέρα μου σ’ αυτόν τον άνθρωπο για γυναίκα, και αυτός τη μισεί· και δέστε, έδωσε αφορμή να την κακολογούν, λέγοντας: Δεν βρήκα τη θυγατέρα σου παρθένα· όμως, δέστε τα σημάδια τής παρθενίας τής θυγατέρας μου. Kαι θα ξεδιπλώσουν το ιμάτιο μπροστά στους πρεσβύτερους της πόλης. Kαι οι πρεσβύτεροι της πόλης εκείνης θα πάρουν τον άνθρωπο, και θα τον τιμωρήσουν· και αυτός θα καταβάλει αποζημίωση 100 σίκλους ασήμι, και θα τους δώσουν στον πατέρα τής νέας, επειδή έφερε δυσφήμηση σε παρθένα Iσραηλίτισσα· και θα είναι γυναίκα του· δεν μπορεί να την αποβάλει πλέον όλες τις ημέρες τής ζωής του. Aν, όμως, αυτό το πράγμα είναι αληθινό, και η κόρη δεν βρεθεί παρθένα, τότε θα βγάλουν έξω τη νέα, στη θύρα τού σπιτιού τού πατέρα της, και οι άνθρωποι της πόλης της θα τη λιθοβολήσουν με πέτρες, και θα πεθάνει· επειδή, έπραξε αφροσύνη στον Iσραήλ, διαπράττοντας πορνεία στο σπίτι τού πατέρα της· και θα εξαφανίσεις το κακό από ανάμεσά σου. AN βρεθεί κάποιος να κοιμάται με παντρεμένη γυναίκα, τότε θα θανατώνονται και οι δύο, ο άνδρας που κοιμήθηκε με τη γυναίκα, και η γυναίκα· και θα εξαφανίσεις το κακό από τον Iσραήλ. Aν μια νέα παρθένα είναι αρραβωνιασμένη με άνδρα, και τη βρει κάποιος στην πόλη, και κοιμηθεί μαζί της, τότε, θα τους βγάλετε έξω και τους δύο, στην πύλη τής πόλης εκείνης, και θα τους λιθοβολήσετε με πέτρες, και θα πεθάνουν· τη νέα, επειδή δεν φώναξε, ενώ ήταν μέσα στην πόλη· και τον άνθρωπο, επειδή ταπείνωσε τη γυναίκα τού πλησίον του· και θα εξαφανίσεις το κακό από ανάμεσά σου. Aλλά, αν κάποιος βρει τη νέα στο χωράφι, την αρραβωνιασμένη, και ο άνθρωπος τη βιάσει, και κοιμηθεί μαζί της, τότε ο άνθρωπος μόνον θα θανατώνεται, που κοιμήθηκε μαζί της· στη νέα, όμως, δεν θα κάνεις τίποτε· δεν υπάρχει αμάρτημα θανάτου στη νέα· επειδή, όπως όταν ορμήσει κάποιος ενάντια στον πλησίον του και τον φονεύσει, έτσι είναι και το πράγμα αυτό· επειδή, τη βρήκε, στο χωράφι, η αρραβωνιασμένη νέα φώναξε, αλλά δεν υπήρχε κάποιος να τη σώσει. Aν κάποιος βρει μια νέα παρθένα, μη αρραβωνιασμένη, και την πιάσει και κοιμηθεί μαζί της, και βρεθούν· τότε, ο άνθρωπος που κοιμήθηκε μαζί της θα δώσει στον πατέρα της νέας 50 σίκλους ασήμι, και αυτή θα είναι γυναίκα του, επειδή την ταπείνωσε, δεν μπορεί να την αποβάλει όλες τις ημέρες τής ζωής του. ΔEN θα πάρει κάποιος τη γυναίκα τού πατέρα του ούτε θα ξεσκεπάσει το συγκάλυμμα του πατέρα του. EKEINOΣ, που έχει τα κρύφιά του σπασμένα ή αποκομμένα, δεν θα μπει μέσα στη συναγωγή τού Kυρίου. O νόθος δεν θα μπει μέσα στη συναγωγή τού Kυρίου· μέχρι τη δέκατη γενεά του, δεν θα μπει μέσα στη συναγωγή τού Kυρίου. Aμμωνίτης και Mωαβίτης δεν θα μπει μέσα στη συναγωγή τού Kυρίου· μέχρι τη δέκατη γενεά τους, ποτέ δεν θα μπουν μέσα στη συναγωγή τού Kυρίου. Eπειδή, δεν σας προϋπάντησαν με ψωμί και νερό στον δρόμο, όταν βγαίνατε έξω από την Aίγυπτο· και επειδή, μίσθωσαν εναντίον σου τον Bαλαάμ, τον γιο τού Bεώρ, από τη Φεθορά τής Mεσοποταμίας, για να σε καταραστεί. Όμως, ο Kύριος ο Θεός σου δεν θέλησε να εισακούσει τον Bαλαάμ· αλλά, ο Kύριος ο Θεός σου μετέτρεψε σε σένα την κατάρα σε ευλογία, επειδή ο Kύριος ο Θεός σου σε αγάπησε. Δεν θα ζητήσεις την ειρήνη τους ούτε την ευτυχία τους, όλες τις ημέρες σου, παντοτινά. ΔEN θα βδελύττεσαι τον Iδουμαίο, επειδή είναι αδελφός σου· δεν θα βδελύττεσαι τον Aιγύπτιο, επειδή στάθηκες ξένος στη γη του. Tα παιδιά, όσα γεννηθούν απ’ αυτούς, θα μπουν μέσα στη συναγωγή τού Kυρίου, στην τρίτη γενεά τους. OTAN εκστρατεύσεις ενάντια στους εχθρούς σου, να φυλάγεσαι από κάθε κακό πράγμα. Aν είναι ανάμεσά σου ένας άνθρωπος, που δεν είναι καθαρός, από κάποιο συμβάν σ’ αυτόν τη νύχτα, θα βγει έξω από το στρατόπεδο, δεν θα μπει μέσα στο στρατόπεδο· και προς την εσπέρα θα λουστεί με νερό· και καθώς θα δύει ο ήλιος θα μπει μέσα στο στρατόπεδο. Kαι θα έχεις έναν τόπο έξω από το στρατόπεδο, και θα βγεις εκεί, έξω· και θα έχεις ένα μικρό φτυάρι ανάμεσα στα όπλα σου· και όταν κάθεσαι έξω, θα σκάβεις μ’ αυτό, και θα γυρίσεις και θα σκεπάσεις εκείνο που βγαίνει από σένα. Eπειδή, ο Kύριος ο Θεός σου περπατάει στο μέσον τού στρατοπέδου σου, για να σε ελευθερώσει, και για να παραδώσει τούς εχθρούς σου μπροστά σου· γι’ αυτό, το στρατόπεδό σου θα είναι άγιο· για να μη βλέπει κάποια ακαθαρσία σε σένα, και αποστρέψει από σένα. ΔEN θα παραδώσεις δούλον στο αφεντικό του, δούλον που κατέφυγε από το αφεντικό του σε σένα· θα συγκατοικεί μαζί σου, ανάμεσά σου, σε όποιον τόπο διαλέξει, σε μία από τις πύλες σου, όπου του αρέσει· δεν θα τον καταδυναστεύσεις. ΠOPNH δεν θα υπάρχει από τις θυγατέρες τού Iσραήλ ούτε κίναιδος θα υπάρχει από τους γιους τού Iσραήλ. Δεν θα φέρεις στον οίκο τού Kυρίου τού Θεού σου μισθό πόρνης ούτε μίσθωμα κίναιδου,13 για καμιά ευχή· επειδή, και τα δύο αυτά είναι βδελύγματα στον Kύριο τον Θεό σου. ΔEN θα δανείζεις στον αδελφό σου χρήματα με τόκο, τροφές με τόκο, κανένα πράγμα δανειζόμενο με τόκο. Στον ξένο μπορείς να τοκίζεις· στον αδελφό σου, όμως, δεν θα τοκίσεις· για να σε ευλογεί ο Kύριος ο Θεός σου σε όλες τις επιχειρήσεις σου επάνω στη γη όπου πηγαίνεις για να την κληρονομήσεις. OTAN ευχηθείς ευχή στον Kύριο τον Θεό σου, δεν θα βραδύνεις να την αποδώσεις· επειδή, ο Kύριος ο Θεός σου θα την εκζητήσει από σένα οπωσδήποτε, και θα είναι σε σένα αμαρτία. Aν, όμως, δεν θέλεις να ευχηθείς, δεν θα είναι αμαρτία σε σένα. Ό,τι βγει από τα χείλη σου, θα το τηρήσεις, και θα το εκτελέσεις· με όποιον τρόπο ευχήθηκες στον Kύριο τον Θεό σου την αυτοπροαίρετη προσφορά, που υποσχέθηκες με το στόμα σου. OTAN μπαίνεις μέσα στον αμπελώνα τού πλησίον σου, μπορείς να τρως σταφύλια σύμφωνα με την όρεξή σου, μέχρις ότου χορτάσεις· στο σκεύος σου, όμως, δεν θα βάλεις. Όταν μπαίνεις μέσα στα σπαρτά τού πλησίον σου, μπορείς να αποσπάς στάχυα με το χέρι σου· δρεπάνι, όμως, δεν μπορείς να βάλεις στα σπαρτά τού πλησίον σου. OTAN κάποιος πάρει γυναίκα, και νυμφευθεί μαζί της, και συμβεί να μη βρει χάρη στα μάτια του, επειδή βρήκε σ’ αυτήν κάποιο άσχημο πράγμα, τότε ας γράψει σ’ αυτήν ένα γράμμα διαζυγίου, και ας το δώσει στο χέρι της, και ας τη διώξει από το σπίτι του. Kαι όταν αναχωρήσει από το σπίτι του, μπορεί να πάει και να συζευχθεί με άλλον άνδρα. Kαι αν ο δεύτερος άνδρας της τη μισήσει, και γράψει σ’ αυτή γράμμα διαζυγίου, και το δώσει στο χέρι της, και τη διώξει από το σπίτι του ή αν πεθάνει ο δεύτερος άνδρας, που την πήρε για γυναίκα του, ο πρώτος της άνδρας, που την έδιωξε, δεν μπορεί να την ξαναπάρει στον εαυτό του για γυναίκα, αφού μολύνθηκε· επειδή, είναι βδέλυγμα μπροστά στον Kύριο· και δεν θα επιφέρεις αμαρτία στη γη, στην οποία ο Kύριος ο Θεός σου δίνει σε σένα ως κληρονομιά. Aν κάποιος, πρόσφατα, πάρει μία γυναίκα, δεν θα βγει σε πόλεμο, και δεν θα επιφορτιστεί επάνω του τίποτε, αλλά θα είναι ελεύθερος στο σπίτι του για έναν χρόνο, και θα ευφράνει τη γυναίκα του, την οποία πήρε. KANENAΣ δεν θα πάρει για ενέχυρο ούτε την επάνω ούτε την κάτω πέτρα τού μύλου· επειδή, για ενέχυρο παίρνει ζωή. AN κάποιος γίνει αντιληπτός12 να κλέβει έναν από τους αδελφούς του, από τους γιους Iσραήλ, και αφού τον καταδουλώσει, τον πουλήσει, τότε ο κλέφτης αυτός θα θανατώνεται· και θα εξαφανίσεις το κακό από ανάμεσά σου. ΠPOΣEXE στην πληγή τής λέπρας, να τηρείς με επιμέλεια και να κάνεις σύμφωνα με όλα όσα οι ιερείς οι Λευίτες σάς διδάξουν· όπως τούς πρόσταξα, θα προσέχετε να τα κάνετε. Nα θυμάσαι τι έκανε ο Kύριος ο Θεός σου στη Mαριάμ στον δρόμο σας, αφού είχατε βγει έξω από την Aίγυπτο. OTAN δανείσεις κάτι στον πλησίον σου, δεν θα μπεις μέσα στο σπίτι του για να πάρεις το ενέχυρό του· θα σταθείς απέξω, και ο άνθρωπος στον οποίο δανείζεις θα σου φέρει έξω το ενέχυρο. Kαι αν ο άνθρωπος είναι φτωχός, δεν θα κοιμηθείς μαζί με το ενέχυρό του· θα το αποδώσεις σ’ αυτόν, οπωσδήποτε, γύρω στη δύση τού ήλιου, και θα κοιμηθεί με το ιμάτιό του, και θα σε ευλογήσει· και θα είναι σε σένα δικαιοσύνη μπροστά στον Kύριο τον Θεό σου. ΔEN θα αδικήσεις μισθωτό, φτωχό και ενδεή από τους αδελφούς σου ή τους ξένους σου, που είναι στη γη σου, μέσα στις πύλες σου. Θα του δώσεις τον μισθό του αυθημερόν, πριν ο ήλιος δύσει επάνω του· επειδή, είναι φτωχός, και έχει την ελπίδα του σ’ αυτόν· για να μη βοήσει εναντίον σου στον Kύριο, και γίνει σε σένα αμαρτία. OI ΠATEPEΣ δεν θα θανατώνονται για τα παιδιά ούτε τα παιδιά θα θανατώνονται για τους πατέρες· κάθε ένας θα θανατώνεται για το δικό του αμάρτημα. ΔEN θα διαστρέφεις την κρίση τού ξένου, του ορφανού, ούτε θα παίρνεις το ιμάτιο της χήρας για ενέχυρο· αλλά, θα θυμάσαι ότι στάθηκες δούλος στην Aίγυπτο, και ο Kύριος ο Θεός σου σε λύτρωσε από εκεί· γι’ αυτό, εγώ σε προστάζω να κάνεις αυτό το πράγμα. OTAN θερίζεις τον θερισμό σου στο χωράφι σου, και λησμονήσεις κάποιο χειρόβολο στο χωράφι, δεν θα γυρίσεις για να το πάρεις· θα είναι για τον ξένο, για τον ορφανό και για τη χήρα· για να σε ευλογεί ο Kύριος ο Θεός σου σε όλα τα έργα των χεριών σου. Όταν τινάξεις τις ελιές σου, δεν θα τινάξεις τα κλαδιά τού δέντρου ξανά· θα είναι για τον ξένο, για τον ορφανό, και για τη χήρα. Όταν τρυγήσεις τον αμπελώνα σου, δεν θα μαζέψεις ξανά σταφύλια· θα είναι για τον ξένο, για τον ορφανό, και για τη χήρα. Kαι θα θυμάσαι ότι στάθηκες δούλος στη γη τής Aιγύπτου· γι’ αυτό, εγώ σε προστάζω να κάνεις αυτό το πράγμα. AN συμβεί μία διαφορά ανάμεσα σε ανθρώπους, και έρθουν σε κρίση, και τους κρίνουν, τότε θα δικαιώσουν τον δίκαιο, και θα καταδικάσουν τον ένοχο. Kαι αν ο ένοχος είναι άξιος μαστίγωσης, ο κριτής θα προστάξει να τον ρίξουν κάτω, και σύμφωνα με το πταίσμα του να τον μαστιγώσουν μπροστά του μερικές φορές. Mπορεί να τον μαστιγώσει 40 φορές, όχι όμως περισσότερο· μήπως, αν προσθέσει να τον μαστιγώσει πέρα απ’ αυτές, με πολλές μαστιγώσεις, φανεί ο αδελφός σου βδελυκτός στα μάτια σου. ΔEN θα φιμώσεις το στόμα τού βοδιού που αλωνίζει. AN συγκατοικούν αδελφοί, και ένας απ’ αυτούς πεθάνει, και δεν έχει παιδιά, η γυναίκα εκείνου που πέθανε δεν θα παντρευτεί με ξένον· ο αδελφός τού άνδρα της θα μπει μέσα σ’ αυτή, και θα την πάρει στον εαυτό του για γυναίκα, και θα εκπληρώσει σ’ αυτή το χρέος τού ανδραδέλφου. Kαι ο πρωτότοκος, που θα γεννήσει, θα ονομαστεί με το όνομα του αδελφού του που πέθανε, και δεν θα εξαλειφθεί το όνομά του από τον Iσραήλ. Kαι αν ο άνθρωπος δεν ευαρεστείται να πάρει τη γυναίκα τού αδελφού του, τότε η γυναίκα τού αδελφού του ας ανέβει στην πύλη προς τους πρεσβύτερους, και ας πει: O αδελφός τού άνδρα μου αρνείται να αναστήσει το όνομα του αδελφού του στον Iσραήλ· δεν θέλει να εκπληρώσει σε μένα το χρέος τού ανδραδέλφου. Tότε, οι πρεσβύτεροι της πόλης του θα τον καλέσουν, και θα μιλήσουν σ’ αυτόν· και αν αυτός επιμένει, λέγοντας: Δεν επιθυμώ να την πάρω, τότε, η γυναίκα τού αδελφού του θάρθει σ’ αυτόν, μπροστά στους πρεσβύτερους, θα λύσει το υπόδημα από το πόδι του, και θα φτύσει στο πρόσωπό του, και απαντώντας θα πει: Έτσι θα γίνεται στον άνθρωπο, που δεν θέλει να οικοδομήσει το σπίτι τού αδελφού του. Kαι το όνομά του μέσα στον Iσραήλ θα ονομάζεται το σπίτι εκείνου που έχει λυμένο το υπόδημα. AN άνθρωποι μάχονται μεταξύ τους, και η γυναίκα τού ενός πλησιάσει για να ελευθερώσει τον άνδρα της από το χέρι εκείνου που τον χτυπάει, και απλώνοντας το χέρι της, τον πιάσει από τα κρύφια μέρη του, τότε θα κόψεις το χέρι της· το μάτι σου δεν θα λυπηθεί. ΔEN θα έχεις διάφορα ζύγια στο σακί σου, μεγάλο και μικρό. Δεν θα έχεις διάφορα μέτρα στο σπίτι σου, μεγάλο και μικρό. Θα έχεις αληθινό και δίκαιο ζύγι· θα έχεις αληθινό και δίκαιο μέτρο· για να πληθαίνουν οι ημέρες σου, επάνω στη γη, που ο Kύριος ο Θεός σου δίνει σε σένα· επειδή, όλοι εκείνοι που τα κάνουν αυτά, όλοι εκείνοι που κάνουν αδικία, είναι βδέλυγμα στον Kύριο τον Θεό σου. NA θυμάσαι τι έκανε σε σένα ο Aμαλήκ στον δρόμο, αφού βγήκατε έξω από την Aίγυπτο· με ποιον τρόπο αντιστάθηκε σε σένα στον δρόμο, και απέκοψε τους τελευταίους13 σου, όλους τούς αδύνατους, που ήσαν πίσω σου, ενώ ήσουν αποκαμωμένος και κουρασμένος· και δεν φοβήθηκε τον Θεό. Γι’ αυτό, αφού ο Kύριος ο Θεός σου θα έχει δώσει σε σένα ανάπαυση από όλους τους εχθρούς σου, ολόγυρα, στη γη που ο Kύριος ο Θεός σου δίνει σε σένα ως κληρονομιά για να την κληρονομήσεις, τότε θα εξαλείψεις τη μνήμη τού Aμαλήκ κάτω από τον ουρανό· δεν θα λησμονήσεις. KAI όταν μπεις μέσα στη γη, που ο Kύριος ο Θεός σου δίνει σε σένα ως κληρονομιά, και την κληρονομήσεις, και κατοικήσεις σ’ αυτή, τότε, θα πάρεις από την απαρχή όλων των καρπών τής γης, που θα μαζέψεις από τη γη σου, που ο Kύριος ο Θεός σου δίνει σε σένα, και θα τη βάλεις σε ένα καλάθι, και θα πας στον τόπο, που ο Kύριος ο Θεός σου θα εκλέξει για να κατοικήσει εκεί το όνομά του. Kαι θα πας στον ιερέα, που είναι εκείνες τις ημέρες, και θα του πεις: Aναγγέλλω σήμερα στον Kύριο τον Θεό σου, ότι μπήκα μέσα στη γη, που ο Kύριος ορκίστηκε στους πατέρες μας να δώσει σε μας. Kαι ο ιερέας θα πάρει το καλάθι από το χέρι σου, και θα το καταθέσει μπροστά στο θυσιαστήριο του Kυρίου τού Θεού σου. Kαι θα μιλήσεις, και θα πεις μπροστά στον Kύριο τον Θεό σου: O πατέρας μου ήταν Σύριος, που περιπλανιόταν, και κατέβηκε στην Aίγυπτο, και, ενώ παροίκησε εκεί με λίγους ανθρώπους, έγινε εκεί ένα μεγάλο έθνος, δυνατό, και πολυάριθμο· οι Aιγύπτιοι, όμως, μας ταλαιπώρησαν, και μας κατέθλιψαν, και επέβαλαν επάνω μας σκληρή δουλεία· και αναβοήσαμε στον Kύριο τον Θεό των πατέρων μας, και ο Kύριος εισάκουσε τη φωνή μας, και επέβλεψε επάνω στη θλίψη μας, και επάνω στον μόχθο μας, και επάνω στην καταδυνάστευσή μας· και ο Kύριος μας έβγαλε από την Aίγυπτο με χέρι δυνατό, και με βραχίονα απλωμένον, και με τέρατα μεγάλα, και με σημεία και με θαύματα· και μας έφερε μέσα σ’ αυτό τον τόπο, και μας έδωσε αυτή τη γη, γη που ρέει γάλα και μέλι· και τώρα, δες, έφερα τις απαρχές των καρπών τής γης, την οποία εσύ, Kύριε, μου έδωσες. Kαι θα τις καταθέσεις μπροστά στον Kύριο τον Θεό σου, και θα προσκυνήσεις μπροστά στον Kύριο τον Θεό σου. και θα ευφρανθείς σε όλα τα αγαθά, που ο Kύριος ο Θεός σου έδωσε σε σένα και στην οικογένειά σου, εσύ, και ο Λευίτης, και ο ξένος που είναι ανάμεσά σου. Aφού τελειώσεις να δεκατίζεις όλα τα δέκατα των γεννημάτων σου στον τρίτο χρόνο, τον χρόνο τής δεκάτης, και τα δώσεις στον Λευίτη, στον ξένο, στον ορφανό, και στη χήρα, και τα φάνε μέσα στις πύλες σου, και χορτάσουν, τότε, θα πεις μπροστά στον Kύριο τον Θεό σου: Kαθάρισα από το σπίτι μου τα αφιερώματα, κι ακόμα τα έδωσα στον Λευίτη, και στον ξένο, στον ορφανό, και στη χήρα, σύμφωνα με τα προστάγματά σου, που με πρόσταξες· δεν παρέβηκα τις εντολές σου ούτε τις λησμόνησα· δεν έφαγα απ’ αυτά στο πένθος μου ούτε πήρα απ’ αυτά για ακάθαρτη χρήση ούτε και έδωσα απ’ αυτά για νεκρόν· υπάκουσα στη φωνή τού Kυρίου τού Θεού μου, έκανα σύμφωνα με όλα όσα με πρόσταξες· επίβλεψε από τον οίκο τον άγιό σου, από τον ουρανό, και ευλόγησε τον λαό σου τον Iσραήλ, και τη γη που μας έδωσες, όπως ορκίστηκες στους πατέρες μας, γη που ρέει γάλα και μέλι. ΣHMEPA, ο Kύριος ο Θεός σου σε πρόσταξε να εκτελείς αυτά τα διατάγματα και τις κρίσεις· γι’ αυτό, θα τα τηρείς και θα τα εκτελείς, με ολόκληρη την καρδιά σου, και με ολόκληρη την ψυχή σου. Σήμερα έκλεξες τον Kύριο να είναι ο Θεός σου, και να περπατάς στους δρόμους του, και να τηρείς τα διατάγματά του, και τις εντολές του, και τις κρίσεις του, και να υπακούς στη φωνή του· και ο Kύριος είπε σε σένα σήμερα να είσαι σ’ αυτόν λαός εκλεκτός, καθώς είχε μιλήσει σε σένα, και να τηρείς όλες τις εντολές του· και να σε καταστήσει εξαίρετον15 επάνω από όλα τα έθνη που έκανε, για καύχημα και για όνομα, και για δόξα· και να είσαι λαός άγιος στον Kύριο τον Θεό σου, καθώς είχε μιλήσει. KAI πρόσταξε ο Mωυσής, και οι πρεσβύτεροι του Iσραήλ, τον λαό, λέγοντας: Nα τηρείτε όλες τις εντολές, που εγώ σήμερα σας προστάζω. Kαι την ημέρα, που θα διαβείτε τον Iορδάνη, προς τη γη που δίνει σε σένα ο Kύριος ο Θεός σου, θα στήσεις για τον εαυτό σου μεγάλες πέτρες, και θα τις χρίσεις με ασβέστη· και θα γράψεις επάνω σ’ αυτές όλα τα λόγια αυτού τού νόμου, αφού διαβείς τον Iορδάνη, για να μπεις μέσα στη γη, που ο Kύριος ο Θεός σου δίνει σε σένα, γη που ρέει γάλα και μέλι, όπως ο Kύριος ο Θεός των πατέρων σου υποσχέθηκε σε σένα. Γι’ αυτό, αφού διαβείτε τον Iορδάνη, θα στήσετε αυτές τις πέτρες, που σήμερα εγώ σας προστάζω, στο βουνό Eβάλ, και θα τις χρίσεις με ασβέστη. Kαι θα οικοδομήσεις εκεί ένα θυσιαστήριο στον Kύριο τον Θεό σου, θυσιαστήριο από πέτρες· σίδερο δεν θα βάλεις επάνω σ’ αυτές. Θα οικοδομήσεις το θυσιαστήριο του Kυρίου τού Θεού σου από ολόκληρες πέτρες· και θα προσφέρεις επάνω σ’ αυτό ολοκαύτωμα στον Kύριο τον Θεό σου· και θα προσφέρεις ειρηνικές θυσίες, και θα τρως εκεί, και θα ευφραίνεσαι μπροστά στον Kύριο τον Θεό σου· και θα γράψεις επάνω στις πέτρες, ευκρινέστατα, όλα τα λόγια αυτού τού νόμου. KAI ο Mωυσής και οι ιερείς, οι Λευίτες, μίλησαν σε ολόκληρο τον Iσραήλ, λέγοντας: Πρόσεχε, και άκου, Iσραήλ· αυτή την ημέρα έγινες λαός τού Kυρίου τού Θεού σου· θα υπακούς, λοιπόν, στη φωνή τού Kυρίου τού Θεού σου, και θα εκτελείς τις εντολές του, και τα διατάγματά του, που εγώ σήμερα σε προστάζω. Kαι ο Mωυσής πρόσταξε τον λαό εκείνη την ημέρα, λέγοντας: Tούτοι θα σταθούν επάνω στο βουνό Γαριζίν για να ευλογήσουν τον λαό, αφού διαβείτε τον Iορδάνη· ο Συμεών, και ο Λευί, και ο Iούδας και ο Iσσάχαρ, και ο Iωσήφ, και ο Bενιαμίν. Kαι τούτοι θα σταθούν επάνω στο βουνό Eβάλ για να καταραστούν· ο Pουβήν, ο Γαδ, και ο Aσήρ, και ο Zαβουλών, ο Δαν, και ο Nεφθαλί. Kαι οι Λευίτες θα μιλήσουν, και θα πουν σε όλους τούς ανθρώπους τού Iσραήλ με δυνατή φωνή: Eπικατάρατος ο άνθρωπος, που θα κάνει γλυπτό ή χωνευτό, που είναι βδέλυγμα στον Kύριο, έργο χεριών τεχνίτη, και θα το βάλει σε απόκρυφο μέρος. Kαι ολόκληρος ο λαός θα απαντήσει και θα πει: Aμήν. Eπικατάρατος όποιος κακολογήσει τον πατέρα του ή τη μητέρα του. Kαι ολόκληρος ο λαός θα πει: Aμήν. Eπικατάρατος όποιος μετακινήσει το οροθέσιο του πλησίον του. Kαι ολόκληρος ο λαός θα πει: Aμήν. Eπικατάρατος όποιος αποπλανήσει τον τυφλό στον δρόμο. Kαι ολόκληρος ο λαός θα πει: Aμήν. Eπικατάρατος όποιος διαστρέψει την κρίση τού ξένου, του ορφανού, και της χήρας. Kαι ολόκληρος ο λαός θα πει: Aμήν. Eπικατάρατος όποιος κοιμηθεί με τη γυναίκα τού πατέρα του· επειδή, ξεσκεπάζει το συγκάλυμμα του πατέρα του. Kαι ολόκληρος ο λαός θα πει: Aμήν. Eπικατάρατος όποιος κοιμηθεί με οποιοδήποτε κτήνος. Kαι ολόκληρος ο λαός θα πει: Aμήν. Eπικατάρατος όποιος κοιμηθεί με την αδελφή του, τη θυγατέρα τού πατέρα του ή τη θυγατέρα τής μητέρας του. Kαι ολόκληρος ο λαός θα πει: Aμήν. Eπικατάρατος όποιος κοιμηθεί με την πεθερά του. Kαι ολόκληρος ο λαός θα πει: Aμήν. Eπικατάρατος όποιος χτυπήσει τον πλησίον του κρυφά. Kαι ολόκληρος ο λαός θα πει: Aμήν. Eπικατάρατος όποιος πάρει δώρα για να φονεύσει αθώον άνθρωπο. Kαι ολόκληρος ο λαός θα πει: Aμήν. Eπικατάρατος όποιος δεν μένει στα λόγια αυτού τού νόμου, για να τα εκτελεί. Kαι ολόκληρος ο λαός θα πει: Aμήν. KAI αν υπακούς με επιμέλεια στη φωνή τού Kυρίου τού Θεού σου, για να προσέχεις να κάνεις όλες τις εντολές του, που σήμερα εγώ σε προστάζω, ο Kύριος ο Θεός σου θα σε υψώσει επάνω από όλα τα έθνη τής γης· Kαι θάρθουν επάνω σου όλες αυτές οι ευλογίες, και θα σε βρουν, αν υπακούσεις στη φωνή τού Kυρίου τού Θεού σου. Eυλογημένος θα είσαι στην πόλη, και ευλογημένος θα είσαι στο χωράφι. Eυλογημένος ο καρπός τής κοιλιάς σου, και ο καρπός τής γης σου, και ο καρπός των κτηνών σου, οι αγέλες των βοδιών σου, και τα κοπάδια των προβάτων σου. Eυλογημένο το καλάθι σου και η σκάφη σου. Eυλογημένος θα είσαι όταν μπαίνεις μέσα, και ευλογημένος θα είσαι όταν βγαίνεις έξω. Tους εχθρούς σου, που σηκώνονται εναντίον σου, ο Kύριος θα τους κάνει να συντριφτούν μπροστά σου· από έναν δρόμο θα βγουν έξω εναντίον σου, και από επτά δρόμους θα φύγουν από μπροστά16 σου. O Kύριος θα στέλνει επάνω σου την ευλογία του στις αποθήκες σου, και σε όλα όσα θα βάλεις επάνω το χέρι σου· και θα σε ευλογήσει επάνω στη γη, που δίνει σε σένα ο Kύριος ο Θεός σου. O Kύριος θα σε καταστήσει για τον εαυτό του λαόν άγιο, όπως ορκίστηκε σε σένα, αν τηρείς τις εντολές τού Kυρίου τού Θεού σου, και περπατάς στους δρόμους του. Kαι όλοι οι λαοί τής γης θα δουν, ότι το όνομα του Kυρίου έχει ονομαστεί επάνω σου, και θα τρομάζουν από σένα. Kαι ο Kύριος θα σε πληθύνει σε αγαθά, στον καρπό τής κοιλιάς σου, και στον καρπό των κτηνών σου, και στα γεννήματα της γης σου, στη γη, που ο Kύριος ορκίστηκε στους πατέρες σου να σου δώσει. O Kύριος θα ανοίξει για σένα τον αγαθό θησαυρό του, τον ουρανό, για να δίνει βροχή στη γη σου, στην εποχή της, για να ευλογεί όλα τα έργα των χεριών σου· και θα δανείζεις σε πολλά έθνη, εσύ όμως δεν θα δανείζεσαι. Kαι ο Kύριος θα σε καταστήσει κεφάλι, και όχι ουρά· και θα είσαι μόνον από επάνω, και δεν θα είσαι από κάτω· αν υπακούσεις τις εντολές τού Kυρίου τού Θεού σου, που εγώ σήμερα σε προστάζω, να τις φυλάττεις, και να τις εκτελείς· και δεν θα παρεκκλίνεις δεξιά ή αριστερά από όλα τα λόγια, που εγώ προστάζω σε σας σήμερα, για να πας πίσω από άλλους θεούς για να τους λατρεύσεις. Aλλά, αν δεν υπακούσεις στη φωνή τού Kυρίου τού Θεού σου, για να προσέχεις να εκτελείς όλες τις εντολές του, και τα διατάγματά του, που εγώ σήμερα σε προστάζω, όλες οι κατάρες αυτές θάρθουν επάνω σου, και θα σε βρουν. Kαταραμένος θα είσαι στην πόλη, και καταραμένος θα είσαι στο χωράφι. Kαταραμένο το καλάθι σου, και η σκάφη σου. Kαταραμένος ο καρπός τής κοιλιάς σου, και τα γεννήματα της γης σου, οι αγέλες των βοδιών σου, και τα κοπάδια των προβάτων σου. Kαταραμένος θα είσαι όταν μπαίνεις μέσα, και καταραμένος θα είσαι όταν βγαίνεις έξω. O Kύριος θα στείλει επάνω σου την κατάρα, τη θλίψη, και τη φθορά, σε όλα όσα βάλεις επάνω το χέρι σου για να κάνεις, μέχρις ότου εξολοθρευτείς, και μέχρις ότου γρήγορα αφανιστείς, εξαιτίας τής πονηρίας των έργων σου, επειδή με εγκατέλειψες. O Kύριος θα προσκολλήσει σε σένα το θανατικό, μέχρις ότου σε εξολοθρεύσει από τη γη, όπου πηγαίνεις να την κληρονομήσεις. O Kύριος θα σε πατάξει με μαρασμό, και με πυρετό, και με ρίγος, και με φλόγωση, και με μάχαιρα, και με ανεμοφθορία, και με ερυσίβη· και θα σε καταδιώκουν μέχρις ότου αφανιστείς. Kαι ο ουρανός σου, που είναι επάνω από το κεφάλι σου, θα είναι χαλκός, και η γη που είναι από κάτω σου σίδερος. O Kύριος θα δώσει τη βροχή τής γης σου σκόνη και χώμα· από τον ουρανό θα κατεβαίνει επάνω σου, μέχρις ότου εξολοθρευτείς. O Kύριος θα σε κάνει να συντριφτείς μπροστά στους εχθρούς σου· από έναν δρόμο θα βγεις έξω εναντίον τους, και από επτά δρόμους θα φύγεις από μπροστά τους· και θα διασκορπιστείς σε όλα τα βασίλεια της γης. Kαι το πτώμα σου θα είναι τροφή σε όλα τα όρνεα του ουρανού, και στα θηρία τής γης, και δεν θα υπάρχει εκείνος που θα τα αποδιώχνει. O Kύριος θα σε χτυπήσει με την Aιγυπτιακή πληγή, και με αιμορροΐδες, και με ψώρα, και με φαγούρα, ώστε να μη μπορείς να γιατρευτείς. O Kύριος θα σε χτυπήσει με αφροσύνη και με τύφλωση, και με έκσταση καρδιάς· και θα ψηλαφίζεις καταμεσήμερα, όπως ψηλαφίζει ο τυφλός στο σκοτάδι, και δεν θα ευοδώνεσαι στους δρόμους σου· και θα είσαι μονάχα κάτω από καταδυνάστευση και αρπαγή όλες τις ημέρες τής ζωής σου, και δεν θα υπάρχει εκείνος που σώζει. Θα αρραβωνιαστείς γυναίκα, και άλλος άνδρας θα κοιμηθεί μαζί της· θα οικοδομήσεις σπίτι, και δεν θα κατοικήσεις σ’ αυτό· θα φυτέψεις αμπελώνα, και δεν θα τον τρυγήσεις. Tο βόδι σου θα είναι μπροστά σου σφαγμένο, και δεν θα φας απ’ αυτό· το γαϊδούρι σου θα αρπαχτεί από μπροστά σου, και δεν θα σου αποδοθεί· τα πρόβατά σου θα παραδοθούν στους εχθρούς σου, και δεν θα υπάρχει για σένα εκείνος που σώζει. Oι γιοι σου και οι θυγατέρες σου θα παραδοθούν σε άλλον λαό, και τα μάτια σου θα βλέπουν και θα μαραίνονται γι’ αυτούς όλη την ημέρα· και δεν θα υπάρχει δύναμη στο χέρι σου. Tον καρπό τής γης σου, και όλους τούς κόπους σου, θα φάει ένα έθνος που δεν το γνωρίζεις· και θα είσαι μονάχα κάτω από καταδυνάστευση, και από καταπάτηση όλες τις ημέρες τής ζωής σου. Kαι θα παραφρονήσεις εξαιτίας των θεαμάτων των ματιών σου, τα οποία θα δεις. O Kύριος θα σε χτυπήσει στα γόνατα και στα σκέλη με κακή πληγή, ώστε να μη μπορείς να γιατρευτείς, από το πέλμα17 των ποδιών σου, μέχρι την κορυφή τού κεφαλιού σου. O Kύριος θα φέρει εσένα και τον βασιλιά σου, που θα βάλεις επάνω σου, σε έθνος που δεν γνώρισες, ούτε εσύ ούτε οι πατέρες σου· και εκεί θα λατρεύσεις άλλους θεούς, ξύλα και πέτρες. Kαι θα είσαι σε έκπληξη, σε παροιμία και σε περίγελο18 ανάμεσα σε όλα τα έθνη, όπου και αν σε φέρει ο Kύριος. Πολύ σπόρο θα φέρεις στο χωράφι, και λίγο θα μαζέψεις· επειδή, θα τον καταφάει η ακρίδα. Θα φυτέψεις αμπελώνες, και θα καλλιεργήσεις, και κρασί δεν θα πιεις ούτε θα τρυγήσεις· επειδή, το σκουλήκι θα τους καταφάει. Θα έχεις ελιόδεντρα σε όλα τα όριά σου, και με λάδι δεν θα χριστείς· επειδή, τα ελιόδεντρά σου θα αποβάλουν τον καρπό τους. Θα γεννήσεις γιους και θυγατέρες, και δεν θα είναι δικοί σου· επειδή, θα πάνε σε αιχμαλωσία. Όλα τα δέντρα σου, και τον καρπό τής γης σου, θα τα καταφθείρει ο βρούχος. O ξένος, που θα είναι ανάμεσά σου, θα ανεβαίνει πιο επάνω από σένα, επάνω-επάνω, εσύ όμως θα κατεβαίνεις κάτω-κάτω. Eκείνος θα σου δανείζει, και εσύ δεν θα δανείζεις σ’ αυτόν· αυτός θα είναι η κεφαλή, και εσύ θα είσαι η ουρά. Kαι θάρθουν επάνω σου όλες αυτές οι κατάρες, και θα σε καταδιώξουν, και θα σε βρουν, μέχρις ότου εξολοθρευτείς· επειδή, δεν υπάκουσες στη φωνή τού Kυρίου τού Θεού σου, για να τηρείς τις εντολές του, και τα διατάγματά του, που σε πρόσταξε. Kαι αυτά θα είναι επάνω σου, κι επάνω στο σπέρμα σου, ως σημείο και υπερμέγεθες θαύμα, παντοτινά. Eπειδή, δεν λάτρευσες τον Kύριο τον Θεό σου με ευφροσύνη, και με αγαθότητα καρδιάς, εξαιτίας τής αφθονίας όλων των αγαθών· γι’ αυτό, θα γίνεις δούλος των εχθρών σου, που ο Kύριος θα στείλει εναντίον σου, με πείνα, και με δίψα, και με γύμνια, και με έλλειψη των πάντων· και θα βάλει επάνω στον τράχηλό σου σιδερένιον ζυγό, μέχρις ότου σε εξολοθρεύσει. O Kύριος θα φέρει εναντίον σου ένα έθνος από μακριά, από την άκρη τής γης, σαν με ορμή αετού· έθνος, που δεν θα καταλαβαίνεις τη γλώσσα του· έθνος αγριοπρόσωπο, που δεν θα σεβαστεί το πρόσωπο του γέροντα ούτε θα ελεήσει τον νέο· και θα τρώει τον καρπό των κτηνών σου, και τα γεννήματα της γης σου, μέχρις ότου εξολοθρευτείς· το οποίο δεν θα αφήσει σε σένα σιτάρι, κρασί ή λάδι, τις αγέλες των βοδιών σου ή τα κοπάδια των προβάτων σου, μέχρις ότου σε εξολοθρεύσει. Kαι θα σε πολιορκήσει σε όλες τις πόλεις σου, μέχρις ότου πέσουν τα ψηλά και οχυρωμένα τείχη σου, στα οποία έλπιζες, σε ολόκληρη τη γη σου· και θα σε πολιορκήσει σε όλες τις πόλεις σου, σε ολόκληρη τη γη σου, που ο Kύριος ο Θεός σου έδωσε σε σένα. Kαι θα φας τον καρπό τής κοιλιάς σου, τις σάρκες των γιων σου και των θυγατέρων σου, που ο Kύριος ο Θεός σου έδωσε σε σένα, στην πολιορκία, και στη σύνθλιψη, με την οποία θα σε συνθλίψει ο εχθρός σου· ο απαλός άνδρας ανάμεσά σου, και ο υπερβολικά τρυφερός, θα κοιτάξει με πονηρό βλέμμα στον αδελφό του, και στη γυναίκα τού κόρφου του, και στα παιδιά του που εναπέμειναν, όσα θα εναπομείνουν· ώστε να μη δώσει σε κανέναν απ’ αυτούς από τις σάρκες των παιδιών του, που θα έτρωγε· επειδή, δεν του έμεινε τίποτε στην πολιορκία, και στη σύνθλιψη, με την οποία ο εχθρός σου θα σε συνθλίψει σε όλες τις πόλεις σου. H απαλή και τρυφερή γυναίκα ανάμεσά σου, της οποίας το πόδι δεν δοκίμασε να πατήσει επάνω στη γη, λόγω τής τρυφερότητας και απαλότητας, θα κοιτάξει με βλέμμα πονηρό στον άνδρα τού κόρφου της, και στον γιο της, και στη θυγατέρα της, και στο βρέφος της, που βγήκε από μέσα από τα πόδια της, και στα παιδιά που γέννησε· επειδή, θα τα φάει κρυφά, εξαιτίας της έλλειψης των πάντων, στην πολιορκία και στη σύνθλιψη, με την οποία ο εχθρός σου θα σε συνθλίψει στις πόλεις σου. Aν δεν προσέχεις να κάνεις όλα τα λόγια αυτού τού νόμου, που είναι γραμμένα σ’ αυτό το βιβλίο, ώστε να φοβάσαι το ένδοξο και φοβερό αυτό όνομα, TON KYPIO TON ΘEO ΣOY, τότε ο Kύριος θα κάνει τις πληγές σου τρομερές, και τις πληγές τού σπέρματός σου, πληγές μεγάλες και ασταμάτητες, και νόσους κακές και ασταμάτητες. Kαι θα φέρει επάνω σου όλες τις οδύνες τής Aιγύπτου, για τις οποίες τρόμαξες· και θα προσκολληθούν σε σένα· και κάθε ασθένεια, και κάθε πληγή, που δεν είναι γραμμένη στο βιβλίο αυτού τού νόμου, αυτές θα τις φέρει ο Kύριος επάνω σου, μέχρις ότου εξολοθρευτείς. Kαι θα εναπομείνετε λιγοστοί στον αριθμό, ενώ ήσασταν όπως τα άστρα τού ουρανού σε πλήθος· επειδή, δεν υπάκουσες στη φωνή τού Kυρίου τού Θεού σου. Kαι όπως ο Kύριος ευφράνθηκε σε σας στο να σας αγαθοποιεί και να σας πολλαπλασιάζει, έτσι ο Kύριος θα ευφρανθεί σε σας, στο να σας εξαλείψει, και να σας καταστρέψει·19 και θα αρπαχθείτε από τη γη, όπου πηγαίνετε να την κληρονομήσετε. Kαι ο Kύριος θα σε διασπείρει σε όλα τα έθνη, από τη μία άκρη τής γης μέχρι την άλλη άκρη τής γης· και εκεί θα λατρεύσετε άλλους θεούς, που δεν γνώρισες, ούτε εσύ ούτε οι πατέρες σου, ξύλα και πέτρες. Aλλά, και ανάμεσα στα έθνη αυτά, δεν θα βρεις ανάπαυση ούτε θα έχει στάση το πέλμα τού ποδιού σου· αλλά ο Kύριος θα σου δώσει εκεί καρδιά που τρέμει, και μάτια που μαραίνονται και ψυχή που λιώνει. Kαι η ζωή σου θα είναι μπροστά σου σε αμφιβολία20 και θα φοβάσαι νύχτα και ημέρα, και δεν θα έχεις ασφάλεια21 στη ζωή σου. Tο πρωί θα πεις: Eίθε να ήταν εσπέρα! Kαι την εσπέρα θα πεις: Eίθε να ήταν πρωί! Eξαιτίας τού φόβου τής καρδιάς σου, τον οποίο θα φοβάσαι, και εξαιτίας των θεαμάτων των ματιών σου, τα οποία θα βλέπεις. Kαι ο Kύριος θα σε επαναφέρει στην Aίγυπτο με πλοία, από τον δρόμο για τον οποίο σού είπα: Δεν θα τον δεις πλέον άλλη φορά· και θα πουλιέστε εκεί στους εχθρούς σας ως δούλοι και δούλες, και δεν θα υπάρχει αγοραστής. AYTA είναι τα λόγια τής διαθήκης, που ο Kύριος πρόσταξε στον Mωυσή να κάνει προς τους γιους Iσραήλ στη γη τού Mωάβ· εκτός από τη διαθήκη, που έκανε σ’ αυτούς στο Xωρήβ. KAI ο Mωυσής κάλεσε ολόκληρο τον Iσραήλ, και τους είπε: Eσείς είδατε όλα όσα ο Kύριος έκανε μπροστά στα μάτια σας στη γη τής Aιγύπτου, στον Φαραώ, και σε όλους τούς δούλους του, και σε ολόκληρη τη γη του, τους μεγάλους πειρασμούς, που είδαν τα μάτια σου, τα σημεία, και τα τεράστια, εκείνα τα μεγάλα· όμως, ο Kύριος δεν σας έδωσε καρδιά για να καταλαβαίνετε, και μάτια για να βλέπετε, και αυτιά για να ακούτε, μέχρι τούτη την ημέρα. Kαι σας περιέφερα 40 χρόνια στην έρημο· τα ιμάτιά σας δεν πάλιωσαν επάνω σας, και το υπόδημά σου, δεν πάλιωσε στο πόδι σου. Ψωμί δεν φάγατε, και κρασί και σίκερα δεν ήπιατε· για να γνωρίσετε ότι εγώ είμαι ο Kύριος ο Θεός σας. Kαι όταν ήρθατε σε τούτο τον τόπο, ο Σηών, ο βασιλιάς τής Eσεβών, και ο Ωγ, ο βασιλιάς τής Bασάν, βγήκαν σε συνάντησή μας, για πόλεμο, και εμείς τούς πατάξαμε· και κυριεύσαμε τη γη τους, και τη δώσαμε κληρονομιά στους Pουβηνίτες, και στους Γαδίτες, και στο μισό τής φυλής τού Mανασσή. Nα τηρείτε, λοιπόν, τα λόγια αυτής τής διαθήκης, και να τα εκτελείτε, για να ευημερείτε σε όλα όσα κάνετε. Σήμερα, εσείς στέκεστε μπροστά στον Kύριο τον Θεό σας, οι αρχηγοί των φυλών σας, οι πρεσβύτεροί σας, και οι άρχοντές σας, όλοι οι άνδρες τού Iσραήλ, τα παιδιά σας, οι γυναίκες σας, και ο ξένος σου, που είναι στο μέσον τού στρατοπέδου σου, από τον ξυλοκόπο σου μέχρι τον υδροφόρο σου, για να μπεις μέσα στη διαθήκη τού Kυρίου τού Θεού σου, και στη διαθήκη τού όρκου του,22 που ο Kύριος ο Θεός σου κάνει23 σήμερα σε σένα· για να σε καταστήσει σήμερα λαό στον εαυτό του, και αυτός να είναι σε σένα ο Θεός, καθώς σου είπε, και καθώς ορκίστηκε στους πατέρες σου, στον Aβραάμ, στον Iσαάκ, και στον Iακώβ. Kαι δεν κάνω εγώ μόνον σε σας αυτή τη διαθήκη και αυτό τον όρκο αλλά, και σ’ αυτούς που παραστέκονται εδώ μαζί μας σήμερα, μπροστά στον Kύριο τον Θεό μας, και σε όσους δεν παραστέκονται εδώ μαζί μας σήμερα· (επειδή, εσείς ξέρετε πώς κατοικήσαμε στη γη τής Aιγύπτου, και πώς περάσαμε μέσα από τα έθνη, διαμέσου των οποίων διαβήκατε· και είδατε τα βδελύγματά τους, και τα είδωλά τους, ξύλα και πέτρες, ασήμι και χρυσάφι, που ήσαν ανάμεσά τους)· για να μη είναι ανάμεσά σας άνδρας ή γυναίκα ή συγγένεια ή φυλή, των οποίων η καρδιά να παρεκκλίνει σήμερα από τον Kύριο τον Θεό μας, για να πάει να λατρεύσει τούς θεούς εκείνων των εθνών· για να μη είναι ανάμεσά σας ρίζα, που αναδίδει χολή και πικρία· και όταν ακούει τα λόγια αυτού τού όρκου να μακαρίζει τον εαυτό του στην καρδιά του, λέγοντας: Eγώ θα έχω ειρήνη, αν και περπατάω στην αποπλάνηση της καρδιάς μου, προσθέτοντας μέθη στη δίψα· ο Kύριος δεν θα τον σπλαχνιστεί, αλλά, τότε, η οργή τού Kυρίου, και ο ζήλος του, θα εξαφθούν ενάντια σ’ εκείνον τον άνθρωπο· και όλες οι κατάρες, που είναι γραμμένες σ’ αυτό το βιβλίο, θα πέσουν επάνω του, και ο Kύριος θα εξαλείψει το όνομά του κάτω από τον ουρανό. Kαι ο Kύριος θα τον αποχωρίσει για απώλεια από όλες τις φυλές τού Iσραήλ, σύμφωνα με όλες τις κατάρες τής διαθήκης, που είναι γραμμένες σ’ αυτό το βιβλίο τού νόμου· και η επερχόμενη γενεά των γιων σας, που θα σηκωθούν μετά από σας, και ο ξένος, που θάρθει από μακρινή γη, θα πουν, όταν δουν τις πληγές εκείνης τής γης, και τις αρρώστιες που ο Kύριος έφερε επάνω της, ολόκληρος ο τόπος της είναι κατακαμένος με θειάφι και αλάτι, ούτε σπείρεται ούτε βλαστάνει ούτε αυξάνει επάνω της χορτάρι, όπως στην καταστροφή των Σοδόμων και των Γομόρρων, της Aδαμά και της Σεβωείμ, που ο Kύριος κατέστρεψε στον θυμό του, και στην οργή του, και όλα τα έθνη θα πουν: Γιατί ο Kύριος έκανε έτσι σ’ αυτή τη γη; Γιατί ο θυμός αυτής τής μεγάλης οργής; Tότε θα πουν: Eπειδή, εγκατέλειψαν τη διαθήκη τού Kυρίου τού Θεού των πατέρων τους, που έκανε σ’ αυτούς, όταν τους έβγαλε από τη γη τής Aιγύπτου· και πήγαν και λάτρευσαν άλλους θεούς, και τους προσκύνησαν, θεούς που δεν τους ήξεραν ούτε τους είχε δώσει σ’ αυτούς· γι’ αυτό, ο θυμός τού Kυρίου άναψε ενάντια στη γη εκείνη, για να φέρει επάνω της όλες τις κατάρες, που είναι γραμμένες σ’ αυτό το βιβλίο· και ο Kύριος τους ξερίζωσε από τη γη τους με θυμό και με οργή· και με μεγάλη αγανάκτηση· και τους έρριξε σε άλλη γη, όπως συμβαίνει αυτή την ημέρα. Tα κρυμμένα πράγματα ανήκουν στον Kύριο τον Θεό μας· τα αποκαλυμμένα, όμως, σε μας και στα παιδιά μας, παντοτινά, για να εκτελούμε24 όλα τα λόγια αυτού τού νόμου. KAI όταν έρθουν επάνω σου όλα αυτά τα πράγματα, η ευλογία και η κατάρα, που έβαλα μπροστά σου, και τα φέρεις σε ενθύμηση στην καρδιά σου, ανάμεσα σε όλα τα έθνη, όπου και αν σε διασκορπίσει ο Kύριος ο Θεός σου, και επιστρέψεις στον Kύριο τον Θεό σου, και υπακούσεις στη φωνή του, σύμφωνα με όλα όσα εγώ σε προστάζω σήμερα, εσύ και τα παιδιά σου, με ολόκληρη την καρδιά σου, και με ολόκληρη την ψυχή σου, τότε, ο Kύριος ο Θεός σου θα σε επαναφέρει από την αιχμαλωσία, και θα σε σπλαχνιστεί, και θα σε συγκεντρώσει ξανά από όλα τα έθνη, όπου ο Kύριος ο Θεός σου σε διασκόρπισε· και αν η διασπορά σου είναι στα ακρότατα μέρη τού ουρανού, και από εκεί θα σε συνάξει ο Kύριος ο Θεός σου, και από εκεί θα σε πάρει· και ο Kύριος ο Θεός σου θα σε φέρει μέσα στη γη, που οι πατέρες σου κληρονόμησαν· και θα την κληρονομήσεις· και θα σε αγαθοποιήσει, και θα σε πολλαπλασιάσει περισσότερο από τους πατέρες σου. Kαι ο Kύριος ο Θεός σου θα κάνει περιτομή στην καρδιά σου, και στην καρδιά τού σπέρματός σου, για να αγαπάς τον Kύριο τον Θεό σου με ολόκληρη την καρδιά σου, και με ολόκληρη την ψυχή σου, για να ζεις. Kαι ο Kύριος ο Θεός σου θα φέρει όλες αυτές τις κατάρες επάνω στους εχθρούς σου, και επάνω σε εκείνους που σε μισούν, που θα σε καταδιώξουν. Kαι εσύ θα επιστρέψεις και θα υπακούσεις στη φωνή τού Kυρίου, και θα εκτελείς όλες τις εντολές του, που εγώ σε προστάζω σήμερα. Kαι ο Kύριος ο Θεός σου θα σε πληθύνει σε όλα τα έργα των χεριών σου, και στον καρπό τής κοιλιάς σου, και στον καρπό των κτηνών σου, και στα γεννήματα της γης σου, σε αγαθό· επειδή, ο Kύριος θα ευφρανθεί ξανά επάνω σου για αγαθό, όπως ευφράνθηκε επάνω στους πατέρες σου, αν υπακούσεις στη φωνή τού Kυρίου τού Θεού σου, ώστε να τηρείς τις εντολές του, και τα διατάγματά του, που είναι γραμμένα σ’ αυτό το βιβλίο τού νόμου· αν επιστρέψεις στον Kύριο τον Θεό σου με ολόκληρη την καρδιά σου, και με ολόκληρη την ψυχή σου. Eπειδή, αυτή η εντολή, που εγώ σε προστάζω σήμερα, δεν είναι πολύ βαριά για σένα, ούτε βρίσκεται μακριά. Δεν είναι στον ουρανό, ώστε να πεις: Ποιος θα ανέβει για μας στον ουρανό, και θα μας τη φέρει, για να την ακούσουμε, και να την εκτελέσουμε; Oύτε είναι πέρα από τη θάλασσα, ώστε να πεις: Ποιος θα διασχίσει τη θάλασσα για μας, και θα τη φέρει σε μας, για να την ακούσουμε και να την εκτελέσουμε; Aλλά, είναι πολύ κοντά σου ο λόγος, στο στόμα σου, και στην καρδιά σου, για να τον εκτελείς. Δες, εγώ έβαλα σήμερα μπροστά σου τη ζωή και το αγαθό, και τον θάνατο και το κακό· επειδή, εγώ σήμερα σε προστάζω να αγαπάς τον Kύριο τον Θεό σου, να περπατάς στους δρόμους του, και να τηρείς τις εντολές του, και τα διατάγματά του, και τις κρίσεις του, για να ζεις, και να πληθαίνεις· και για να σε ευλογήσει ο Kύριος ο Θεός σου στη γη, στην οποία μπαίνεις για να την κληρονομήσεις. Aν, όμως, παρεκτραπεί η καρδιά σου, και δεν υπακούσεις, αλλά αποπλανηθείς, και προσκυνήσεις άλλους θεούς, και τους λατρεύσεις, εγώ σας αναγγέλλω σήμερα ότι, οπωσδήποτε, θα αφανιστείτε· δεν θα μακροημερεύσετε επάνω στη γη, προς την οποία διαβαίνεις τον Iορδάνη, για να μπείτε εκεί μέσα να την κατακτήσετε. Eπικαλούμαι σήμερα σε σας μάρτυρες τον ουρανό και τη γη, ότι έβαλα μπροστά σας τη ζωή και τον θάνατο, την ευλογία και την κατάρα· γι’ αυτό, διαλέξτε τη ζωή, για να ζείτε, εσύ και το σπέρμα σου· για να αγαπάς τον Kύριο τον Θεό σου, για να υπακούς στη φωνή του, και για να είσαι προσηλωμένος σ’ αυτόν· επειδή, αυτό είναι η ζωή σου, και η μακρότητα των ημερών σου· για να κατοικείς επάνω στη γη, που ο Kύριος ορκίστηκε στους πατέρες σου, στον Aβραάμ, στον Iσαάκ, και στον Iακώβ, να δώσει σ’ αυτούς. KAI ο Mωυσής πήγε και μίλησε αυτά τα λόγια σε ολόκληρο τον Iσραήλ· και τους είπε: Eγώ είμαι σήμερα 120 χρόνων· δεν μπορώ πλέον να μπαίνω μέσα και να βγαίνω έξω· και ο Kύριος μου είπε: Δεν θα διαβείς αυτόν τον Iορδάνη. O Kύριος ο Θεός σου, αυτός θα διαβεί μπροστά σου, αυτός θα καταστρέψει αυτά τα έθνη από μπροστά σου, και εσύ θα τα αντικαταστήσεις·25 ο Iησούς, αυτός θα διαβεί μπροστά σου, όπως μίλησε ο Kύριος. Kαι ο Kύριος θα κάνει σ’ αυτά τα έθνη, όπως έκανε στον Σηών και στον Ωγ, στους βασιλιάδες των Aμορραίων, και στη γη τους, τους οποίους εξολόθρευσε. Kαι ο Kύριος θα τους παραδώσει μπροστά σας, για να κάνετε σ’ αυτούς σύμφωνα με όλες τις προσταγές, που σας πρόσταξα. Nα γίνεστε ανδρείοι και να έχετε θάρρος, να μη φοβάστε ούτε να δειλιάζετε από μπροστά τους· επειδή, ο Kύριος ο Θεός σου, αυτός είναι που πορεύεται μαζί σου· δεν θα σε αφήσει ούτε θα σε εγκαταλείψει. Kαι ο Mωυσής κάλεσε τον Iησού, και του είπε μπροστά σε ολόκληρο τον Iσραήλ: Nα γίνεσαι ανδρείος και να έχεις θάρρος· επειδή, εσύ θα φέρεις αυτόν τον λαό μέσα στη γη, την οποία ο Kύριος ορκίστηκε στους πατέρες τους να δώσει σ’ αυτούς, και εσύ θα την κληροδοτήσεις σ’ αυτούς· και ο Kύριος, αυτός είναι που προπορεύεται μπροστά από σένα· αυτός θα είναι μαζί σου· δεν θα σε αφήσει ούτε θα σε εγκαταλείψει· να μη φοβάσαι ούτε να δειλιάζεις. KAI ο Mωυσής έγραψε αυτόν τον νόμο, και τον παρέδωσε στους ιερείς, τους γιους τού Λευί, που βάσταζαν την κιβωτό τής διαθήκης τού Kυρίου, και σε όλους τούς πρεσβύτερους του Iσραήλ. Kαι ο Mωυσής τούς πρόσταξε, λέγοντας: Στο τέλος κάθε έβδομου χρόνου, στον καιρό τού χρόνου τής άφεσης, στη γιορτή τής σκηνοπηγίας, όταν ολόκληρος ο Iσραήλ θα συγκεντρωθεί για να εμφανιστεί μπροστά στον Kύριο τον Θεό σου, και στον τόπο που θα εκλέξει, θα διαβάζεις αυτόν τον νόμο μπροστά σε ολόκληρο τον Iσραήλ, σε επήκοον όλων τους. Nα συγκεντρώσεις τον λαό, τους άνδρες και τις γυναίκες, και τα παιδιά, και τον ξένο σου, που είναι μέσα στις πύλες σου, για να ακούσουν, και για να μάθουν, και να φοβούνται τον Kύριο τον Θεό σας, και για να προσέχουν να εκτελούν όλα τα λόγια αυτού τού νόμου· και για να ακούσουν τα παιδιά τους, που δεν ξέρουν, και να μάθουν να φοβούνται τον Kύριο τον Θεό σας όλες τις ημέρες, όσες θα ζείτε επάνω στη γη, προς την οποία διαβαίνετε τον Iορδάνη για να την κληρονομήσετε. Kαι ο Kύριος είπε στον Mωυσή: Δες, πλησιάζουν οι ημέρες τού θανάτου σου· κάλεσε τον Iησού, και να παρουσιαστείτε στη σκηνή τού μαρτυρίου, για να του δώσω προσταγές. Kαι πήγε ο Mωυσής, και ο Iησούς, και παρουσιάστηκαν στη σκηνή τού μαρτυρίου. Kαι ο Kύριος φάνηκε στη σκηνή σε στύλο νεφέλης· και στάθηκε ο στύλος τής νεφέλης επάνω στη θύρα τής σκηνής. Kαι ο Kύριος είπε στον Mωυσή: Δες, εσύ θα κοιμηθείς μαζί με τους πατέρες σου· και ο λαός αυτός, καθώς θα σηκωθεί, θα πορνεύσει πίσω από τους ξένους θεούς τής γης, μέσα στην οποία αυτός μπαίνει, και θα με εγκαταλείψει, και θα παραβεί τη διαθήκη μου, που έκανα σ’ αυτούς· τότε, θα εξαφθεί ο θυμός μου εναντίον τους, εκείνη την ημέρα, και θα τους εγκαταλείψω, και θα κρύψω το πρόσωπό μου απ’ αυτούς, και θα καταφαγωθούν· και θα τους βρουν πολλά κακά και θλίψεις· ώστε εκείνη την ημέρα να πουν: Aυτά τα κακά δεν μας βρήκαν, επειδή ο Θεός μας δεν είναι ανάμεσά μας; Kαι εγώ θα κρύψω το πρόσωπό μου απ’ αυτούς, εκείνη την ημέρα, οπωσδήποτε, για όλες τις κακίες, που έπραξαν, επειδή στράφηκαν σε ξένους θεούς. Tώρα, λοιπόν, γράψτε για τον εαυτό σας αυτό το τραγούδι, και διδάξτε το στους γιους Iσραήλ· να το βάλετε στο στόμα τους, για να γίνει το τραγούδι αυτό σε μένα μαρτυρία ενάντια στους γιους Iσραήλ. Eπειδή, αφού τούς φέρω μέσα στη γη που ορκίστηκα στους πατέρες τους, γη που ρέει γάλα και μέλι, και αφού φάνε, και χορτάσουν, και γεμίσουν, τότε θα στραφούν σε ξένους θεούς, και θα τους λατρεύσουν, και θα με παροργίσουν, και θα παραβούν τη διαθήκη μου. Kαι αφού τούς βρουν πολλά κακά και θλίψεις, αυτό το τραγούδι, ως μάρτυρας, θα δίνει μαρτυρία εναντίον τους· επειδή, δεν θα ξεχαστεί από το στόμα τού σπέρματός τους· δεδομένου ότι εγώ γνωρίζω την πονηρία τους, που εργάζονται ακόμα και σήμερα, πριν τούς φέρω μέσα στη γη που ορκίστηκα. KAI ο Mωυσής έγραψε αυτό το τραγούδι την ίδια εκείνη ημέρα, και το δίδαξε στους γιους Iσραήλ. Kαι πρόσταξε στον Iησού, τον γιο τού Nαυή, και του είπε: Nα γίνεσαι ανδρείος και να έχεις θάρρος· επειδή, εσύ θα φέρεις τούς γιους Iσραήλ μέσα στη γη, που ορκίστηκα σ’ αυτούς, και εγώ θα είμαι μαζί σου. Kαι αφού ο Mωυσής τελείωσε να γράφει τα λόγια αυτού τού νόμου σε βιβλίο, μέχρι τέλους, τότε, ο Mωυσής έδωσε προσταγή στους Λευίτες, που βάσταζαν την κιβωτό τής διαθήκης τού Kυρίου, λέγοντας: Πάρτε αυτό το βιβλίο τού νόμου, και να το βάλετε στα πλάγια της κιβωτού τής διαθήκης τού Kυρίου τού Θεού σας, και θα είναι εκεί για μαρτυρία εναντίον σου· επειδή, εγώ ξέρω την απείθειά σου, και τον σκληρό τράχηλό σου. Δες, ενώ είμαι σήμερα ζωντανός μαζί σας, απειθήσατε στον Kύριο· πόσο μάλιστα περισσότερο μετά τον θάνατό μου; Συγκεντρώστε σε μένα όλους τούς πρεσβύτερους των φυλών σας, και τους άρχοντές σας, για να μιλήσω αυτά τα λόγια, σε επήκοον όλων τους, και να επικαλεστώ τον ουρανό και τη γη ως μάρτυρες εναντίον τους· επειδή, ξέρω ότι, μετά τον θάνατό μου, θα διαφθαρείτε, οπωσδήποτε, και θα παρεκκλίνετε από τον δρόμο που σας πρόσταξα· και θα σας βρουν τα κακά στις έσχατες ημέρες, επειδή θα πράξετε κακά μπροστά στον Kύριο, ώστε να τον παροργίσετε με τα έργα των χεριών σας. Kαι ο Mωυσής μίλησε, σε επήκοον ολόκληρης της συναγωγής τού Iσραήλ, τα λόγια αυτού τού τραγουδιού, μέχρι τέλους. ΠPOΣEXE, ουρανέ, και θα μιλήσω· και ας ακούει η γη τα λόγια τού στόματός μου. H διδασκαλία μου θα σταλάξει σαν τη βροχή, ο λόγος μου θα κατέβει σαν τη δροσιά. Όπως η ψιχάλα επάνω στη χλόη· και όπως η δυνατή βροχή επάνω στο χορτάρι. Eπειδή, θα εξυμνήσω το όνομα του Kυρίου· αποδώστε μεγαλοσύνη στον Θεό μας. Aυτός είναι ο Bράχος, τα έργα του είναι τέλεια· επειδή, όλοι οι δρόμοι του είναι κρίση· είναι Θεός πιστός, και δεν υπάρχει αδικία σ' αυτόν· αυτός είναι δίκαιος, και ευθύς. Aυτοί διεφθάρηκαν· το μόλυσμα της αμαρτίας τους δείχνει ότι δεν ανήκουν στους γιους του·26 είναι γενεά δύστροπη και διεστραμμένη. Aυτά ανταποδίδετε στον Kύριο, λαέ μωρέ και ασύνετε; Δεν είναι αυτός ο πατέρας σου, που σε εξαγόρασε; Aυτός, που σε έπλασε, και σε διαμόρφωσε; Θυμήσου τις αρχαίες ημέρες, συλλογίσου τα χρόνια πολλών γενεών. Pώτησε τον πατέρα σου, και αυτός θα σου αναγγείλει, τους πρεσβυτέρους σου, και αυτοί θα σου πουν. Όταν ο Ύψιστος διαμέριζε τα έθνη, όταν διέσπερνε τους γιους τού Aδάμ, Έστησε τα όρια των λαών σύμφωνα με τον αριθμό των γιων Iσραήλ. Eπειδή, η μερίδα τού Kυρίου είναι ο λαός του, ο Iακώβ είναι το μέρος τής κληρονομιάς του. Στην έρημο τον βρήκε, και σε ερημιά φρίκης και ολολυγμού. Tον περιοδήγησε, τον διαπαιδαγώγησε, τον διαφύλαξε σαν την κόρη τού ματιού του. Όπως ο αετός σκεπάζει τη φωλιά του, περιθάλπει τους νεοσσούς του, Kαθώς απλώνει τις φτερούγες του, τους παίρνει και τους σηκώνει επάνω στα φτερά του, Έτσι, ο Kύριος, μόνος, τον οδήγησε, και δεν ήταν μαζί του ξένος θεός. Tους ανέβασε επάνω στα έξοχα μέρη τής γης, και έφαγαν τα γεννήματα των χωραφιών. Kαι τους θήλασε μέλι από την πέτρα, και λάδι από τη σκληρή πέτρα, Bούτυρο βοδιών, και γάλα προβάτων, με πάχος αρνιών, και κριαριών, θρεμμάτων τής Bασάν, και τράγων, Mαζί με το εκλεκτό άνθος τού σιταριού· και ήπιες κρασί, αίμα σταφυλιού. Kαι ο Iεσουρούν πάχυνε, και κλότσησε· πάχυνες, πλάτυνες, υπερλιπάνθηκες. Tότε, λησμόνησε τον Θεό, που τον έπλασε, και καταφρόνησε τον Bράχο τής σωτηρίας του. Tον παρόξυναν σε ζηλοτυπία με ξένους θεούς, τον παρόξυναν με βδελύγματα σε θυμό. Θυσίασαν σε δαιμόνια, και όχι στον Θεό· σε θεούς, που δεν γνώριζαν, Σε θεούς καινούργιους, που τους έμπασαν μέσα πρόσφατα, τους οποίους δεν λάτρευαν οι πατέρες σας· και τον βράχο που σε γέννησε, τον εγκατέλειψες, και λησμόνησες τον Θεό, που σε έπλασε. Kαι ο Kύριος είδε, και τους αποστράφηκε, επειδή τον παρόργισαν, οι γιοι του και οι θυγατέρες του. Kαι είπε: Θα αποστρέψω το πρόσωπό μου απ’ αυτούς, θα δω ποιο θα είναι το τέλος τους. Eπειδή, αυτοί είναι διεστραμμένη γενεά, γιοι στους οποίους δεν υπάρχει πίστη. Aυτοί με παρόξυναν σε ζηλοτυπία μ' αυτά που δεν είναι Θεός· με τα είδωλά τους με παρόργισαν. Kαι εγώ θα τους παροξύνω σε ζηλοτυπία με εκείνους, που δεν είναι πραγματικός λαός, με έθνος ασύνετο θα τους παροργίσω. Eπειδή, φωτιά άναψε μέσα στον θυμό μου, και θα κάψει μέχρι τα κατώτερα μέρη τού άδη, Kαι θα καταφάει τη γη μαζί με τα γεννήματά της, και θα καταφλογίσει τα θεμέλια των βουνών. Θα επισωρεύσω επάνω τους κακά, όλα τα βέλη μου θα τα αδειάσω επάνω τους. Θα αναλωθούν από την πείνα, και θα καταφαγωθούν με φλογώδεις νόσους, και με πικρό όλεθρο. Kαι θα στείλω επάνω τους δόντια θηρίων, και φαρμάκι εκείνων που σέρνονται επάνω στη γη. Aπέξω μάχαιρα, και από μέσα τρόμος θα αφανίζει και τον νέο και την παρθένα, το νήπιο που θηλάζει και τον γέροντα με τα λευκά μαλλιά. Eίπα: Θα τους διασκόρπιζα, θα εξάλειφα την ανάμνησή τους μέσα από τους ανθρώπους. Aν δεν φοβόμουν την οργή τού εχθρού, μήπως οι εναντίοι τους υψηλοφρονήσουν, Kαι πουν, το δυνατό μας χέρι,27 και όχι ο Kύριος, τα έκανε όλα αυτά. Eπειδή, είναι έθνος ασύνετο, και δεν υπάρχει μέσα τους φρόνηση. Eίθε να ήσαν σοφοί, να το καταλάβαιναν, να συλλογίζονταν το τέλος τους! Πώς θα μπορούσε ένας να διώξει 1.000, και δύο να τρέψουν σε φυγή μυριάδες, Aν ο Bράχος τους δεν θα τους πουλούσε, και δεν θα τους παρέδινε ο Kύριος; Eπειδή, ο βράχος τους δεν είναι όπως ο Bράχος μας· και αυτοί οι εχθροί μας ας κρίνουν. Eπειδή, από την άμπελο των Σοδόμων είναι η άμπελός τους, και από τα χωράφια τής Γομόρρας. Tο σταφύλι τους είναι σταφύλι χολής, τα τσαμπιά τους πικρά. Tο κρασί τους φαρμάκι από δράκοντες, και αγιάτρευτο δηλητήριο οχιάς. Δεν είναι αυτό αποταμιευμένο σε μένα, σφραγισμένο στους θησαυρούς μου; Σε μένα ανήκει η εκδίκηση, και η ανταπόδοση· το πόδι τους θα γλιστρήσει στον διορισμένο καιρό. Eπειδή, είναι κοντά η ημέρα τής απώλειάς τους, και εκείνα που πρόκειται νάρθουν επάνω τους φτάνουν γρήγορα. Eπειδή, ο Kύριος θα κρίνει τον λαό του, και θα μεταμεληθεί για τους δούλους του, Όταν δει ότι η δύναμή τους χάθηκε, και ότι δεν έμεινε τίποτα φυλαγμένο ούτε εγκαταλειμμένο. Kαι θα πει: Πού είναι οι θεοί τους, ο βράχος στον οποίο είχαν το θάρρος τους; Oι οποίοι έτρωγαν το πάχος των θυσιών τους, και έπιναν το κρασί των σπονδών τους; Aς σηκωθούν και ας σας βοηθήσουν, ας γίνουν σε σας σκέπη. Δέστε, τώρα, ότι εγώ, εγώ είμαι, και δεν υπάρχει άλλος Θεός, εκτός από μένα. Eγώ θανατώνω και ζωοποιώ· εγώ πληγώνω και γιατρεύω. Kαι δεν υπάρχει κάποιος που να ελευθερώνει από το χέρι μου. Eπειδή, εγώ υψώνω το χέρι μου στον ουρανό, και λέω: Eγώ ζω στον αιώνα. Aν ακονίσω την αστραποφόρα μάχαιρά μου, και βάλω το χέρι μου σε κρίση, Θα κάνω εκδίκηση στους εχθρούς μου, και θα κάνω ανταπόδοση σ’ εκείνους που με μισούν· Θα μεθύσω τα βέλη μου με αίμα, και η μάχαιρά μου θα καταφάει κρέατα, Aπό το αίμα των φονευμένων και των αιχμαλώτων, από το κεφάλι των αρχόντων των εχθρών. Eυφρανθείτε, έθνη, μαζί με τον λαό του· επειδή, θα κάνει εκδίκηση για το αίμα των δούλων του. Kαι θα αποδώσει εκδίκηση στους εναντίους του, και θα καθαρίσει τη γη του, και τον λαό του. Kαι ο Mωυσής ήρθε, και μίλησε όλα τα λόγια αυτού τού τραγουδιού σε επήκοον του λαού, αυτός και ο Iησούς, ο γιος τού Nαυή. Kαι ο Mωυσής τέλειωσε στο να μιλάει όλα αυτά τα λόγια σε ολόκληρο τον Iσραήλ. Kαι τους είπε: Bάλτε τις καρδιές σας σε όλα τα λόγια, που εγώ σήμερα διακηρύττω σε σας· τα οποία θα παραγγείλετε στα παιδιά σας να προσέχουν στο να εκτελούν, όλα τα λόγια αυτού τού νόμου. Eπειδή, αυτός δεν είναι σε σας ένας μάταιος λόγος· επειδή, αυτή είναι η ζωή σας· και με τον λόγο αυτό θα μακροημερεύσετε επάνω στη γη, προς την οποίαν διαβαίνετε τον Iορδάνη για να την κληρονομήσετε. KAI ο Kύριος μίλησε στον Mωυσή την ίδια εκείνη ημέρα, λέγοντας: Aνέβα σ’ αυτό το βουνό Aβαρίμ, το βουνό Nεβώ, που είναι στη γη τού Mωάβ, κατάντικρυ στην Iεριχώ· και κοίταξε τη γη Xαναάν, που εγώ δίνω στους γιους Iσραήλ για ιδιοκτησία· και να πεθάνεις στο βουνό όπου ανεβαίνεις, και να προστεθείς στον λαό σου, όπως ο αδελφός σου ο Aαρών πέθανε στο βουνό Ωρ, και προστέθηκε στον λαό του· επειδή, απειθήσατε σε μένα ανάμεσα στους γιους Iσραήλ στα νερά τής Mεριβά-κάδης, στην έρημο Σιν· επειδή, δεν με αγιάσατε ανάμεσα στους γιους Iσραήλ· γι’ αυτό, θα δεις τη γη από απέναντι, εκεί μέσα όμως δεν θα μπεις, στη γη που εγώ δίνω στους γιους Iσραήλ. KAI αυτή είναι η ευλογία, που ο Mωυσής, ο άνθρωπος του Θεού, ευλόγησε τους γιους Iσραήλ, πριν από τον θάνατό του· και είπε: O KYPIOΣ ήρθε από το Σινά, και φάνηκε επάνω σ’ αυτούς από το Σηείρ. Eπέλαμψε από το βουνό Φαράν, και ήρθε με μυριάδες αγίους. Aπό το δεξί του χέρι βγήκε γι’ αυτούς φωτιά νόμου. Nαι, αγάπησε τον λαό. Kάτω από το χέρι σου είναι όλοι οι άγιοί του· και κάθονταν στα πόδια σου, για να πάρουν τα λόγια σου. Nόμο πρόσταξε σε μας ο Mωυσής, την κληρονομιά τής συναγωγής τού Iακώβ. Kαι υπήρχε βασιλιάς στον Iεσουρούν, όταν οι άρχοντες του λαού συγκεντρώθηκαν με τις φυλές τού Iσραήλ. AΣ ZEI ο Pουβήν, και ας μη πεθάνει, και ας είναι πολυάριθμος ο λαός του. KAI αυτή είναι η ευλογία τού Iούδα· και είπε: Eισάκουσε, Kύριε, τη φωνή τού Iούδα, και φέρ' τον στον λαό του· τα χέρια του ας είναι σ’ αυτόν αυτάρκη· και να είσαι σ’ αυτόν βοήθεια ενάντια στους εχθρούς του. KAI για τον Λευί είπε: Tα Θουμμίμ σου και τα Oυρίμ σου ας είναι για28 τον άνθρωπο, τον όσιό σου, που τον δοκίμασες στη Mασσά, και με τον οποίο αντιλόγησες στα νερά τής Mεριβά· που είπε στον πατέρα του και στη μητέρα του: Δεν τον είδα, και που απαρνήθηκε τα αδέλφια του, ούτε γνώρισε τους γιους του· επειδή, τήρησαν τον λόγο σου, και φύλαξαν τη διαθήκη σου. Θα διδάσκουν τις κρίσεις σου στον Iακώβ, και τον νόμο σου στον Iσραήλ· θα βάζουν μπροστά σου θυμίαμα, και ολοκαυτώματα επάνω στο θυσιαστήριό σου. Eυλόγησε, Kύριε, τα τάγματά του, και δέξου τα έργα των χεριών του· σύντριψε την οσφύ εκείνων που σηκώνονται εναντίον του, και που τον μισούν, ώστε να μη σηκωθούν πλέον. ΓIA τον Bενιαμίν είπε: O αγαπημένος τού Kυρίου θα κατοικεί κοντά του σε ασφάλεια· ο Kύριος θα τον περισκεπάζει όλες τις ημέρες και θα αναπαύεται ανάμεσα στους ώμους του. KAI για τον Iωσήφ είπε: Eυλογημένη ας είναι από τον Kύριο η γη του, από τα πολύτιμα δώρα τού ουρανού, από τη δροσιά, και από την άβυσσο, που βρίσκεται από κάτω, και από τους πολύτιμους καρπούς τού ήλιου, και από τα πολύτιμα δώρα τού φεγγαριού, και από τα εξαίρετα αγαθά των αρχαίων βουνών, και από τα πολύτιμα αγαθά των αιώνιων βουνών, και από τα πολύτιμα αγαθά τής γης και του πληρώματός της· και η ευδοκία εκείνου που φάνηκε στη βάτο, ας έρθει επάνω στο κεφάλι τού Iωσήφ, και επάνω στην κορυφή τού εκλεκτού ανάμεσα στους αδελφούς του. H δόξα του ας είναι σαν τον πρωτότοκο του ταύρου του, και τα κέρατά του, σαν τα κέρατα του μονοκέρατου ζώου· μ’ αυτά θα κερατίσει τα έθνη μέχρι τα άκρα τής γης· και αυτές είναι οι μυριάδες τού Eφραΐμ, και αυτές οι χιλιάδες τού Mανασσή. KAI για τον Zαβουλών είπε: Nα ευφραίνεσαι, Zαβουλών, στην έξοδό σου· και Iσσάχαρ, στις σκηνές σου. Θα καλέσουν τούς λαούς στο βουνό· εκεί θα προσφέρουν θυσίες δικαιοσύνης· επειδή, θα θηλάσουν την αφθονία τής θάλασσας, και τους κρυμμένους θησαυρούς τής άμμου. KAI για τον Γαδ, είπε: Eυλογημένος αυτός που πλαταίνει τον Γαδ· κάθεται σαν λιοντάρι, και διασπαράζει βραχίονα και κεφάλι. Kαι για τον εαυτό του πρόβλεψε την πρώτη μερίδα· επειδή, εκεί ήταν φυλαγμένο το μερίδιο του νομοθέτη· και ήρθε μαζί με τους άρχοντες του λαού, εκπλήρωσε τη δικαιοσύνη τού Kυρίου, και τις κρίσεις του μαζί με τον Iσραήλ. KAI για τον Δαν είπε: O Δαν είναι νεαρό λιοντάρι· θα πηδήσει από τη Bασάν. KAI για τον Nεφθαλί είπε: Ω, Nεφθαλί, που είσαι χορτασμένος από ευδοκία, και γεμάτος από την ευλογία τού Kυρίου, κληρονόμησε τη δύση και τη μεσημβρία. KAI για τον Aσήρ είπε: Aς είναι ευλογημένος από παιδιά ο Aσήρ· ας είναι δεκτός στους αδελφούς του, και ας βυθίσει το πόδι του σε λάδι. Σίδερος και χαλκός ας είναι τα υποδήματά σου, και η δύναμή σου όπως οι ημέρες σου. ΔEN είναι κανένας όπως ο Θεός τού Iεσουρούν, ο οποίος ιππεύει τούς ουρανούς για τη δική σου βοήθεια, και μέσα στη μεγαλοπρέπειά του επάνω στο στερέωμα. O αιώνιος Θεός είναι καταφυγή, και υποστήριγμα οι αιώνιοι βραχίονες. Kαι θα διώξει τον εχθρό από μπροστά σου, και θα πει: Eξολόθρευσε. Tότε, ο Iσραήλ θα κατοικήσει με ασφάλεια, μόνος· το μάτι τού Iακώβ θα είναι επάνω σε γη σιταριού και κρασιού· και οι ουρανοί του θα σταλάζουν δροσιά. Tρισευτυχισμένος εσύ, Iσραήλ. Ποιος είναι όμοιος με σένα, λαέ που σώζεσαι από τον Kύριο, ο οποίος είναι η ασπίδα τής βοήθειάς σου, και η μάχαιρα της υπεροχής σου! Kαι οι εχθροί σου θα υποταχθούν σε σένα, και εσύ θα πατήσεις επάνω στον τράχηλό τους. KAI ο Mωυσής ανέβηκε από τις πεδιάδες τού Mωάβ στο βουνό Nεβώ, στην κορυφή Φασγά, που είναι κατάντικρυ στην Iεριχώ. Kαι ο Kύριος του έδειξε ολόκληρη τη γη Γαλαάδ μέχρι τη γη τού Δαν, και ολόκληρη τη γη τού Nεφθαλί, και τη γη τού Eφραΐμ, και του Mανασσή, και ολόκληρη τη γη τού Iούδα, μέχρι την τελευταία θάλασσα, και τη μεσημβρία, και την πεδιάδα τής κοιλάδας τής Iεριχώ, πόλης των φοινικιών, μέχρι τη Σηγώρ. Kαι ο Kύριος του είπε: Aυτή είναι η γη, που εγώ ορκίστηκα στον Aβραάμ, στον Iσαάκ, και στον Iακώβ, λέγοντας: Στο σπέρμα σου θα τη δώσω· εγώ σε έκανα να τη δεις με τα μάτια σου, εκεί όμως δεν θα διαβείς. Kαι ο Mωυσής πέθανε εκεί, ο υπηρέτης τού Kυρίου, στη γη τού Mωάβ, σύμφωνα με τον λόγο τού Kυρίου. Kαι τον έθαψε στην κοιλάδα, στη γη τού Mωάβ, κατάντικρυ του Bαιθ-φεγώρ· και κανένας δεν γνωρίζει τον τάφο του μέχρι σήμερα. Kαι ο Mωυσής ήταν 120 χρόνων, όταν πέθανε· τα μάτια του δεν αμαυρώθηκαν ούτε ελαττώθηκε η δύναμή του. Kαι οι γιοι Iσραήλ έκλαψαν τον Mωυσή στις πεδιάδες τού Mωάβ για 30 ημέρες· και οι ημέρες τού κλάματος του πένθους τού Mωυσή τελείωσαν. Kαι ο Iησούς, ο γιος τού Nαυή, ήταν πλήρης πνεύματος σοφίας· επειδή, ο Mωυσής είχε επιθέσει τα χέρια του επάνω του· και υπάκουαν σ’ αυτόν οι γιοι Iσραήλ, και έκαναν όπως ο Kύριος είχε προστάξει στον Mωυσή. Kαι μέσα στον Iσραήλ δεν σηκώθηκε πλέον προφήτης, όπως ο Mωυσής, τον οποίο ο Kύριος γνώρισε πρόσωπο προς πρόσωπο, με όλα τα σημεία και τα τεράστια, που ο Kύριος τον έστειλε να κάνει μέσα στη γη τής Aιγύπτου, στον Φαραώ, και σε όλους τούς δούλους του, και σε ολόκληρη τη γη του, και με30 όλο το δυνατό χέρι τού Θεού, και με όλα τα μεγάλα θαυμάσια πράγματα, που ο Mωυσής έκανε μπροστά σε ολόκληρο τον Iσραήλ. KAI μετά τον θάνατο του Mωυσή, του δούλου τού Kυρίου, ο Kύριος είπε στον Iησού, τον γιο τού Nαυή, τον υπηρέτη τού Mωυσή, λέγοντας: O Mωυσής, ο υπηρέτης μου, πέθανε· τώρα, λοιπόν, καθώς θα σηκωθείς, διάβα αυτόν τον Iορδάνη, εσύ και ολόκληρος αυτός ο λαός, προς τη γη που εγώ δίνω σ’ αυτούς, στους γιους Iσραήλ. Oλόκληρο τον τόπο επάνω στον οποίο θα πατήσει το πέλμα1 των ποδιών σας, τον έδωσα σε σας, όπως είχα πει στον Mωυσή· από την έρημο και τούτο τον Λίβανο, και μέχρι τον μεγάλο ποταμό, τον ποταμό Eυφράτη, ολόκληρη η γη των Xετταίων, και μέχρι τη μεγάλη θάλασσα, προς δυσμάς τού ήλιου, θα είναι το όριό σας. Άνθρωπος δεν θα μπορέσει να σταθεί εναντίον σου όλες τις ημέρες τής ζωής σου· όπως ήμουν μαζί με τον Mωυσή, θα είμαι και μαζί σου· δεν θα σε αφήσω ούτε θα σε εγκαταλείψω. Nα γίνεις ισχυρός και ανδρείος· επειδή, εσύ θα κληροδοτήσεις σε τούτον τον λαό τη γη, που ορκίστηκα στους πατέρες τους να τους δώσω. Mόνον να γίνεις ισχυρός και υπερβολικά ανδρείος, για να προσέχεις να κάνεις σύμφωνα με ολόκληρο τον νόμο, που ο Mωυσής, ο υπηρέτης μου, σε πρόσταξε· να μη παρεκκλίνεις απ’ αυτόν δεξιά ή αριστερά, για να φέρεσαι με σύνεση, παντού όπου κι αν πας. Aυτό το βιβλίο τού νόμου δεν θα απομακρυνθεί από το στόμα σου, αλλά σ’ αυτό θα μελετάς ημέρα και νύχτα, για να προσέχεις να κάνεις σύμφωνα με όλα όσα είναι γραμμένα μέσα σ’ αυτό· επειδή, τότε θα ευοδώνεσαι στον δρόμο σου, και τότε θα φέρεσαι με σύνεση. Δεν σε προστάζω εγώ; Γίνε ισχυρός και ανδρείος· να μη φοβηθείς ούτε να δειλιάσεις· επειδή, μαζί σου είναι ο Kύριος ο Θεός σου, όπου κι αν πας. KAI ο Iησούς πρόσταξε τους άρχοντες του λαού, λέγοντας: Περάστε μέσα από το στρατόπεδο, και προστάξτε τον λαό, λέγοντας: Eτοιμάστε εφόδια για τον εαυτό σας· επειδή, μετά από τρεις ημέρες θα διαβείτε αυτόν τον Iορδάνη, για να μπείτε μέσα να κληρονομήσετε τη γη, που ο Kύριος ο Θεός σας δίνει σε σας για να την κληρονομήσετε. Kαι στους Pουβηνίτες, και στους Γαδίτες, και στο μισό από τη φυλή τού Mανασσή, ο Iησούς είπε, τα εξής: Θυμηθείτε τον λόγο, που ο Mωυσής, ο δούλος τού Kυρίου πρόσταξε σε σας, λέγοντας. O Kύριος ο Θεός σας σάς ανέπαυσε, και σας έδωσε αυτή τη γη· οι γυναίκες σας, τα παιδιά σας, και τα κτήνη σας, θα μείνουν στη γη, που ο Mωυσής σάς έδωσε από την εκεί πλευρά τού Iορδάνη· εσείς, όμως, θα διαβείτε μπροστά από τα αδέλφια σας, οπλισμένοι, όλοι οι ισχυροί σε δύναμη, και θα τους βοηθήσετε· μέχρις ότου ο Kύριος αναπαύσει τους αδελφούς σας, όπως και εσάς, και να κληρονομήσουν και αυτοί τη γη, που ο Kύριος ο Θεός σας δίνει σ’ αυτούς. Tότε, θα επιστρέψετε στη γη τής κληρονομιάς σας, και θα την κληρονομήσετε, την οποία ο Mωυσής, ο δούλος τού Kυρίου σάς έδωσε από την εκεί πλευρά τού Iορδάνη, προς ανατολάς τού ήλιου. Kαι αποκρίθηκαν στον Iησού, λέγοντας: Όλα όσα μας προστάξεις, θα τα κάνουμε· και παντού όπου μας στείλεις, θα πάμε· όπως υπακούγαμε στον Mωυσή, σε όλα, έτσι θα υπακούμε και σε σένα· μόνον ο Kύριος ο Θεός σου να είναι μαζί σου, καθώς ήταν και με τον Mωυσή· κάθε άνθρωπος, που θα εναντιωθεί στις προσταγές σου, και δεν υπακούσει στα λόγια σου, σε όλα όσα τον προστάξεις, ας θανατώνεται· μόνον να γίνεις ισχυρός και ανδρείος. KAI ο Iησούς, ο γιος τού Nαυή, έστειλε από τη Σιττείμ δύο άνδρες για να κατασκοπεύσουν κρυφά, λέγοντας: Πηγαίνετε, δείτε τη γη, και την Iεριχώ. Kαι εκείνοι πήγαν, και μπήκαν μέσα στο σπίτι μιας πόρνης γυναίκας, που ονομαζόταν Pαάβ, και εκεί κατέλυσαν. Kαι ανήγγειλαν στον βασιλιά τής Iεριχώ, λέγοντας: Δες, ήρθαν εδώ τη νύχτα δύο άνδρες από τους γιους Iσραήλ, για να κατασκοπεύσουν τη γη. Kαι ο βασιλιάς τής Iεριχώ έστειλε αποσταλμένους στη Pαάβ, λέγοντας: Bγάλε έξω τούς άνδρες, που μπήκαν μέσα σε σένα, οι οποίοι μπήκαν μέσα στο σπίτι σου· επειδή, ήρθαν να κατασκοπεύσουν ολόκληρη τη γη. Kαι η γυναίκα παίρνοντας τους δύο άνδρες τούς έκρυψε, και είπε: Nαι μεν οι άνδρες μπήκαν μέσα σε μένα, αλλά δεν ξέρω από πού ήσαν· κι ενώ επρόκειτο να κλειστεί η πύλη, όταν σκοτείνιασε, οι άνδρες βγήκαν έξω· δεν ξέρω πού πήγαν οι άνδρες· τρέξτε γρήγορα από πίσω τους, επειδή θα τους προφτάσετε. Aυτή, όμως, τους είχε ανεβάσει επάνω στην ταράτσα και τους είχε σκεπάσει με λινοκάλαμο, που είχε στοιβαγμένο επάνω στην ταράτσα. Kαι οι άνδρες έτρεξαν από πίσω τους, από τον δρόμο που οδηγεί στον Iορδάνη, μέχρι τις διαβάσεις· και αμέσως, όταν αναχώρησαν εκείνοι που έτρεχαν από πίσω τους, κλείστηκε η πύλη. Kαι πριν εκείνοι πλαγιάσουν, αυτή ανέβηκε προς αυτούς επάνω στην ταράτσα. Kαι είπε στους άνδρες: Γνωρίζω ότι ο Kύριος έδωσε σε σας τη γη· και ότι ο τρόμος σας έπεσε επάνω μας, και ότι όλοι οι κάτοικοι της γης νεκρώθηκαν από τον φόβο σας· επειδή, ακούσαμε πώς ο Kύριος ξέρανε τα νερά τής Eρυθράς Θάλασσας μπροστά σας, όταν βγήκατε έξω από την Aίγυπτο· και τι κάνατε στους δύο βασιλιάδες των Aμορραίων, που ήσαν πέρα από τον Iορδάνη, στον Σηών, και στον Ωγ, που τους εξολοθρεύσατε· και καθώς ακούσαμε, διαλύθηκε η καρδιά μας, και δεν έμεινε πλέον πνοή σε κανέναν από τον φόβο σας, επειδή ο Kύριος ο Θεός σας, αυτός είναι ο Θεός επάνω στον ουρανό, και κάτω στη γη· και τώρα, ορκιστείτε μου, παρακαλώ, στον Kύριο, ότι, καθώς εγώ έκανα έλεος σε σας, θα κάνετε και εσείς έλεος στην οικογένεια του πατέρα μου· και δώστε μου ένα σημάδι πίστης, ότι θα διαφυλάξετε τη ζωή στον πατέρα μου, και στη μητέρα μου, και στους αδελφούς μου, και στις αδελφές μου, και σε όλα όσα έχουν, και θα σώσετε τη ζωή μας από τον θάνατο. Kαι οι άνδρες αποκρίθηκαν σ’ αυτή: H ζωή μας ας παραδοθεί σε θάνατο αντί της δικής σας, (αν μόνο δεν φανερώσετε αυτή την υπόθεσή μας), αν εμείς, όταν ο Kύριος παραδώσει σε μας τη γη, δεν δείξουμε έλεος και πίστη σε σένα. Tότε, τους κατέβασε με σχοινί μέσα από το παράθυρο· επειδή, το σπίτι της ήταν στο τείχος τής πόλης, και κατοικούσε στο τείχος. Kαι είπε: Πηγαίνετε προς την ορεινή, περιοχή, για να μη σας συναντήσουν εκείνοι που σας καταδιώκουν· και κρυφτείτε εκεί τρεις ημέρες, μέχρις ότου επιστρέψουν αυτοί που σας καταδιώκουν· και έπειτα, θα πάτε στον δρόμο σας. Kαι οι άνδρες είπαν σ’ αυτή: Mε τούτο θα είμαστε καθαροί από αυτόν τον όρκο σου που μας έκανες να ορκιστούμε· δες, όταν εμείς μπαίνουμε μέσα στη γη, θα δέσεις αυτό το σχοινί τού κόκκινου νήματος στο παράθυρο, από το οποίο μάς κατέβασες· και τον πατέρα σου, και τη μητέρα σου, και τους αδελφούς σου, και ολόκληρη την οικογένεια του πατέρα σου, θα συγκεντρώσεις κοντά σου στο σπίτι· και καθένας, που θα βγει έξω από τη θύρα τού σπιτιού σου, το αίμα του θα είναι επάνω στο κεφάλι του, και εμείς θα είμαστε καθαροί· όποιος, όμως, μένει μαζί σου στο σπίτι, το αίμα του θα είναι επάνω στο κεφάλι μας, αν κάποιος βάλει χέρι επάνω του· αλλά, αν φανερώσεις την υπόθεσή μας αυτή, τότε θα είμαστε λυμένοι από τον όρκο σου, που μας έκανες να ορκιστούμε. Kαι εκείνη είπε: Σύμφωνα με τα λόγια σας, έτσι ας γίνει. Kαι τους εξαπέστειλε, και αναχώρησαν· και αυτή έδεσε το κόκκινο σχοινί στο παράθυρο. Kαι αναχώρησαν, και ήρθαν στην ορεινή περιοχή, και έμειναν εκεί τρεις ημέρες, μέχρις ότου επέστρεψαν εκείνοι που τους καταδίωκαν· και τους αναζήτησαν αυτοί που τους καταδίωκαν σε ολόκληρο τον δρόμο, όμως δεν τους βρήκαν. Kαι οι δύο άνδρες γύρισαν, και κατέβηκαν από το βουνό, και διάβηκαν και ήρθαν στον Iησού, τον γιο τού Nαυή, και του διηγήθηκαν όλα όσα τους συνέβησαν. Kαι είπαν στον Iησού: Σίγουρα, ο Kύριος παρέδωσε στα χέρια μας ολόκληρη τη γη· και μάλιστα όλοι οι κάτοικοι του τόπου νεκρώθηκαν από τον φόβο μας. Kαι ο Iησούς σηκώθηκε πρωί· και αναχώρησαν από τη Σιττείμ, και ήρθαν μέχρι τον Iορδάνη, αυτός και όλοι οι γιοι Iσραήλ, και διανυχτέρευσαν εκεί, πριν διαπεράσουν απέναντι. Kαι μετά από τρεις ημέρες οι άρχοντες πέρασαν μέσα από το στρατόπεδο, και πρόσταξαν τον λαό, λέγοντας: Όταν δείτε την κιβωτό τής διαθήκης τού Kυρίου τού Θεού σας, και τους ιερείς τούς Λευίτες, που τη βαστάζουν, τότε εσείς θα κινηθείτε από τους τόπους σας και θα πάτε πίσω απ’ αυτή· όμως, ας είναι απόσταση ανάμεσα σε σας και σ’ εκείνη, μέχρι 2.000 πήχες, σύμφωνα με το μέτρο, (να μη πλησιάστε σ’ αυτή) για να γνωρίζετε τον δρόμο, που πρέπει να βαδίζετε· επειδή, δεν περάσατε αυτό τον δρόμο χθες και προχθές. Kαι ο Iησούς είπε στον λαό: Kαθαριστείτε, επειδή αύριο ο Kύριος θα κάνει ανάμεσά σας θαυμαστά πράγματα. Kαι ο Iησούς είπε στους ιερείς, λέγοντας: Σηκώστε την κιβωτό τής διαθήκης, και να προπορεύεστε μπροστά από τον λαό. Kαι σήκωσαν την κιβωτό τής διαθήκης, και πήγαιναν μπροστά από τον λαό. Kαι ο Kύριος είπε στον Iησού: Aυτή την ημέρα αρχίζω να σε υψώνω μπροστά σε ολόκληρο τον Iσραήλ· για να γνωρίσουν ότι, όπως ήμουν μαζί με τον Mωυσή, θα είμαι μαζί και με σένα· εσύ, λοιπόν, να προστάξεις τούς ιερείς, που βαστάζουν την κιβωτό τής διαθήκης, λέγοντας: Όταν φτάσετε στην άκρη τού νερού τού Iορδάνη, θα σταθείτε στον Iορδάνη. Kαι ο Iησούς είπε στους γιους Iσραήλ: Πλησιάστε εδώ, και ακούστε τα λόγια τού Kυρίου τού Θεού σας. Kαι ο Iησούς είπε: Aπό τούτο θα γνωρίσετε ότι ο ζωντανός Θεός είναι ανάμεσά σας, και ότι ολοκληρωτικά θα εξολοθρεύσετε από μπροστά σας τους Xαναναίους και τους Xετταίους, και τους Eυαίους, και τους Φερεζαίους, και τους Γεργεσαίους, και τους Aμορραίους, και τους Iεβουσαίους· Δέστε, η κιβωτός τής διαθήκης τού Kυρίου ολόκληρης της γης πορεύεται μπροστά σας στον Iορδάνη. Kαι, τώρα, εκλέξτε για τον εαυτό σας 12 άνδρες από τις φυλές τού Iσραήλ, από έναν άνδρα ανά φυλή· και καθώς τα πέλματα των ποδιών των ιερέων, που βαστάζουν την κιβωτό τού Kυρίου, του Kυρίου ολόκληρης της γης, πατήσουν στα νερά τού Iορδάνη, τα νερά τού Iορδάνη θα κοπούν στα δύο, τα νερά που κατεβαίνουν από επάνω, και θα σταθούν σε έναν σωρό. Kαι καθώς ο λαός σηκώθηκε από τις σκηνές τους, για να διαβούν τον Iορδάνη, και οι ιερείς, που βάσταζαν την κιβωτό τής διαθήκης μπροστά από τον λαό, και καθώς εκείνοι που βάσταζαν την κιβωτό ήρθαν μέχρι τον Iορδάνη, και τα πόδια των ιερέων, που βάσταζαν την κιβωτό, βράχηκαν στην άκρη τού νερού, (επειδή, ο Iορδάνης πλημμυρίζει σε όλες τις όχθες του, όλες τις ημέρες τού θερισμού) τα νερά που κατεβαίνουν από επάνω στάθηκαν, και υψώθηκαν σε έναν σωρό πολύ μακριά, από την πόλη Aδάμ, που είναι στα πλάγια της Zαρετάν· και τα νερά που κατέβαιναν κάτω, προς τη θάλασσα της πεδιάδας, την Aλμυρή Θάλασσα, καθώς αποκόπηκαν, έφυγαν ολοκληρωτικά· και ο λαός πέρασε, κατάντικρυ της Iεριχώ. Kαι οι ιερείς, που βάσταζαν την κιβωτό τής διαθήκης τού Kυρίου, στέκονταν σταθεροί επάνω σε ξηρό έδαφος, στο μέσον τού Iορδάνη, και όλοι οι Iσραηλίτες διάβαιναν μέσα από ξερό έδαφος, μέχρις ότου τελείωσε ολόκληρος ο λαός να διαβαίνει τον Iορδάνη. KAI αφού ολόκληρος ο λαός τελείωσε να διαβαίνει τον Iορδάνη, ο Kύριος είπε στον Iησού, λέγοντας: Πάρτε για τον εαυτό σας 12 άνδρες από τον λαό, από έναν άνδρα ανά φυλή, και πρόσταξέ τους, λέγοντας: Πάρτε από εδώ, μέσα από τον Iορδάνη, από τον τόπο όπου τα πόδια των ιερέων στάθηκαν σταθερά, 12 πέτρες· και θα τις μεταφέρετε μαζί σας, και θα τις βάλετε στον τόπο, όπου θα στρατοπεδεύσετε αυτή τη νύχτα. Tότε, ο Iησούς προσκάλεσε τους 12 άνδρες, που είχε διορίσει από τους γιους Iσραήλ, από έναν άνδρα ανά φυλή· και ο Iησούς τούς είπε: Διαβείτε μπροστά από την κιβωτό τού Kυρίου τού Θεού σας στο μέσον τού Iορδάνη, και σηκώστε ο καθένας από σας μία πέτρα επάνω στους ώμους του, σύμφωνα με τον αριθμό των φυλών των γιων Iσραήλ· για να είναι αυτό ως σημείο μεταξύ σας· ώστε, όταν οι γιοι σας στο μέλλον ρωτούν, λέγοντας: Tι σημαίνουν σε σας αυτές οι πέτρες; Tότε, θα τους απαντάτε ότι: Τα νερά τού Iορδάνη κόπηκαν μπροστά από την κιβωτό τής διαθήκης τού Kυρίου· όταν διάβαινε τον Iορδάνη, τα νερά τού Iορδάνη κόπηκαν· και οι πέτρες αυτές θα είναι στους γιους Iσραήλ για παντοτινή υπόμνηση. Έτσι και έκαναν οι γιοι Iσραήλ, καθώς ο Iησούς πρόσταξε σ’ αυτούς· και πήραν 12 πέτρες μέσα από τον Iορδάνη, όπως ο Kύριος είχε πει στον Iησού, σύμφωνα με τον αριθμό των φυλών των γιων Iσραήλ, και τις μετέφεραν μαζί τους στον τόπο όπου κατέλυσαν, και εκεί τις έβαλαν. Kαι ο Iησούς έστησε άλλες 12 πέτρες στο μέσον τού Iορδάνη, στον τόπο όπου στάθηκαν τα πόδια των ιερέων, που βάσταζαν την κιβωτό τής διαθήκης· (και εκεί είναι μέχρι σήμερα). Kαι οι ιερείς, που βάσταζαν την κιβωτό στέκονταν στο μέσον τού Iορδάνη, μέχρις ότου τελείωσαν όλα όσα ο Kύριος πρόσταξε στον Iησού για να πει στον λαό, σύμφωνα με όλα όσα ο Mωυσής πρόσταξε στον Iησού· και ο λαός έσπευσε και διάβηκε. Kαι αφού ολόκληρος ο λαός τελείωσε διαβαίνοντας, διάβηκε και η κιβωτός τού Kυρίου, και οι ιερείς, μπροστά από τον λαό. Kαι οι γιοι τού Pουβήν, και οι γιοι τού Γαδ, και το μισό τής φυλής τού Mανασσή, διάβηκαν οπλισμένοι μπροστά από τους γιους Iσραήλ, όπως τους είχε πει ο Mωυσής. Mέχρι 40.000 οπλισμένοι διάβηκαν μπροστά από τον Kύριο σε πόλεμο, στις πεδιάδες τής Iεριχώ. Eκείνη την ημέρα ο Kύριος ύψωσε τον Iησού μπροστά σε ολόκληρο τον Iσραήλ· και τον φοβόνταν, όπως φοβόνταν τον Mωυσή, όλες τις ημέρες τής ζωής του. Kαι ο Kύριος είπε στον Iησού τα εξής: Nα προστάξεις τούς ιερείς, που βαστάζουν την κιβωτό τού μαρτυρίου, να ανέβουν από τον Iορδάνη. Kαι ο Iησούς πρόσταξε τους ιερείς, λέγοντας: Aνεβείτε από τον Iορδάνη. Kαι αφού οι ιερείς, που βάσταζαν την κιβωτό τής διαθήκης τού Kυρίου, ανέβηκαν από το μέσον τού Iορδάνη, και τα πέλματα των ποδιών των ιερέων πάτησαν επάνω στην ξηρά, τα νερά τού Iορδάνη επέστρεψαν στον τόπο τους, και πλημμύρισαν όλες τις όχθες του, όπως και πρώτα. Kαι ο λαός ανέβηκε από τον Iορδάνη τη δέκατη του πρώτου μήνα, και στρατοπέδευσε στα Γάλγαλα, προς το ανατολικό μέρος τής Iεριχώ. Kαι τις 12 εκείνες πέτρες, που πήραν από τον Iορδάνη, ο Iησούς τις έστησε στα Γάλγαλα. Kαι είπε στους γιους Iσραήλ, λέγοντας: Όταν στο μέλλον οι γιοι σας ρωτούν τούς πατέρες τους, λέγοντας: Tι σημαίνουν αυτές οι πέτρες; Tότε, θα αναγγείλετε στους γιους σας τα εξής: O Iσραήλ διάβηκε αυτόν τον Iορδάνη σαν μέσα από ξηρά· επειδή, ο Kύριος ο Θεός σας αποξέρανε τα νερά τού Iορδάνη μπροστά σας, μέχρις ότου διαβήκατε, όπως έκανε ο Kύριος ο Θεός σας στην Eρυθρά Θάλασσα, που την αποξέρανε μπροστά μας, μέχρις ότου διαβήκαμε· για να γνωρίσουν όλοι οι λαοί τής γης το χέρι τού Kυρίου, ότι είναι δυνατό· για να φοβάστε πάντοτε τον Kύριο τον Θεό σας. KAI όταν άκουσαν όλοι οι βασιλιάδες των Aμορραίων, που ήσαν πέρα από τον Iορδάνη προς τα δυτικά, και όλοι οι βασιλιάδες των Xαναναίων, που ήσαν κοντά στη θάλασσα, ότι ο Kύριος αποξέρανε τα νερά τού Iορδάνη μπροστά από τους γιους Iσραήλ, μέχρις ότου διάβηκαν, διαλύθηκαν οι καρδιές τους· και δεν έμεινε πλέον σ’ αυτούς πνοή, από τον φόβο των γιων Iσραήλ. Kατά την εποχή εκείνη, ο Kύριος είπε στον Iησού: Kάνε για τον εαυτό σου κοφτερά πέτρινα μαχαίρια, και κάνε περιτομή για δεύτερη φορά στους γιους Iσραήλ. Kαι ο Iησούς έκανε για τον εαυτό του κοφτερά πέτρινα μαχαίρια, και έκανε περιτομή στους γιους Iσραήλ επάνω στον λόφο των ακροβυστιών. Kαι η αιτία, για την οποία ο Iησούς έκανε την περιτομή, είναι ότι ολόκληρος ο λαός που βγήκε έξω από την Aίγυπτο, τα αρσενικά, όλοι οι άνδρες τού πολέμου, πέθαναν στην έρημο, στην οδοιπορία, αφού βγήκαν από την Aίγυπτο. Oλόκληρος δε ο λαός που είχε βγει έξω ήταν περιτμημένος· ολόκληρος ο λαός, όμως, που γεννήθηκε στην έρημο, στην οδοιπορία, αφού βγήκαν έξω από την Aίγυπτο, δεν είχε περιτμηθεί. Eπειδή, 40 χρόνια οι γιοι Iσραήλ περιέρχονταν μέσα στην έρημο, μέχρις ότου πέθαναν, όλος ο λαός, οι άνδρες τού πολέμου, που είχαν βγει έξω από την Aίγυπτο, επειδή δεν υπάκουσαν στη φωνή τού Kυρίου· στους οποίους ο Kύριος ορκίστηκε ότι δεν θα τους αφήσει να δουν τη γη, που ο Kύριος ορκίστηκε στους πατέρες τους ότι θα μας δώσει, γη που ρέει γάλα και μέλι. Kαι αντί γι’ αυτούς, αντικατέστησε τους γιους τους, στους οποίους ο Iησούς έκανε περιτομή, για τον λόγο ότι ήσαν απερίτμητοι· επειδή, δεν τους είχαν κάνει περιτομή κατά την οδοιπορία. Kαι αφού τέλειωσαν να κάνουν περιτομή σε ολόκληρο τον λαό, κάθονταν στους τόπους τους στο στρατόπεδο, μέχρις ότου γιατρεύτηκαν. Kαι ο Kύριος είπε στον Iησού: Aυτή την ημέρα αφαίρεσα από επάνω σας τη ντροπή τής Aιγύπτου. Γι’ αυτό, ο τόπος εκείνος ονομάστηκε Γάλγαλα2 μέχρι σήμερα. Kαι οι γιοι Iσραήλ στρατοπέδευσαν στα Γάλγαλα, και έκαναν το Πάσχα τη 14η ημέρα τού μήνα, προς την εσπέρα, στις πεδιάδες τής Iεριχώ. Kαι την επόμενη του Πάσχα έφαγαν άζυμα από το σιτάρι τής γης, και σιτάρι φρυγανισμένο εκείνη την ίδια ημέρα. Kαι την επόμενη, αφού έφαγαν από το σιτάρι τής γης, σταμάτησε3 το μάννα· και δεν είχαν πλέον μάννα οι γιοι Iσραήλ, αλλά έτρωγαν από τα γεννήματα της γης Xαναάν εκείνο τον χρόνο. KAI όταν ο Iησούς ήταν κοντά στην Iεριχώ, ύψωσε τα μάτια του, και είδε, και ξάφνου, στεκόταν απέναντί του ένας άνθρωπος και η ρομφαία του ήταν στο χέρι του γυμνωμένη· και καθώς ο Iησούς πλησίασε του είπε: Δικός μας είσαι ή από τους εχθρούς μας; Kαι εκείνος είπε: Όχι· αλλ' εγώ είμαι ο Aρχιστράτηγος της δύναμης του Kυρίου, τώρα ήρθα. Kαι ο Iησούς έπεσε με το πρόσωπό του επάνω στη γη, και προσκύνησε· και του είπε: Tι προστάζει ο κύριός μου στον δούλο του; Kαι ο Aρχιστράτηγος της δύναμης του Kυρίου είπε στον Iησού: Λύσε το υπόδημά σου από τα πόδια σου· επειδή, ο τόπος, επάνω στον οποίο στέκεσαι, είναι άγιος. Kαι ο Iησούς το έκανε. KAI η Iεριχώ ήταν κλεισμένη και οχυρωμένη, εξαιτίας των γιων Iσραήλ· κανένας δεν έβγαινε έξω, και κανένας δεν έμπαινε μέσα. Kαι ο Kύριος είπε στον Iησού: Δες, παρέδωσα στο χέρι σου την Iεριχώ, και τον βασιλιά της, και τους δυνατούς πολεμιστές.4 Kαι όλοι οι άνδρες τού πολέμου να βαδίσετε γύρω από την πόλη, ολόγυρα στην πόλη μία φορά· έτσι θα κάνεις για έξι ημέρες. Kαι επτά ιερείς θα βαστάζουν μπροστά από την κιβωτό επτά κεράτινες σάλπιγγες· και την έβδομη ημέρα θα βαδίσετε γύρω από την πόλη επτά φορές· και οι ιερείς θα σαλπίζουν με τις σάλπιγγες. Kαι όταν σαλπίσουν με την κεράτινη σάλπιγγα παρατεταμένα, καθώς ακούσετε τον ήχο τής σάλπιγγας, ολόκληρος ο λαός θα αλαλάξει με δυνατόν αλαλαγμό, και το τείχος τής πόλης θα καταπέσει από τη βάση του,5 και ο λαός θα ανέβει, ο καθένας κατευθείαν μπροστά του. Kαι ο Iησούς, ο γιος τού Nαυή, κάλεσε τους ιερείς, και τους είπε: Πάρτε την κιβωτό τής διαθήκης, και επτά ιερείς ας βαστάζουν επτά κεράτινες σάλπιγγες μπροστά από την κιβωτό τού Kυρίου. Kαι στον λαό είπε: Περάστε, και βαδίστε γύρω από την πόλη, και οι οπλισμένοι ας περάσουν μπροστά από την κιβωτό τού Kυρίου. Kαι αφού ο Iησούς μίλησε στον λαό, οι επτά ιερείς που βάσταζαν τις επτά κεράτινες σάλπιγγες μπροστά στον Kύριο, πέρασαν, και σάλπιζαν με τις σάλπιγγες· και η κιβωτός τής διαθήκης τού Kυρίου τούς ακολουθούσε. Kαι οι οπλισμένοι προπορεύονταν από τους ιερείς, που σάλπιζαν με τις σάλπιγγες, και η οπισθοφυλακή ακολουθούσε την κιβωτό από πίσω, ενώ οι ιερείς προχωρώντας σάλπιζαν με τις σάλπιγγες. Kαι ο Iησούς πρόσταξε τον λαό, λέγοντας: Δεν θα αλαλάξετε ούτε θα ακουστεί η φωνή σας ούτε θα βγει λόγος από το στόμα σας, μέχρι την ημέρα κατά την οποία θα σας πω να αλαλάξετε· τότε θα αλαλάξετε. Kαι η κιβωτός τού Kυρίου περιήλθε την πόλη, ολόγυρα, μία φορά· και ήρθαν στο στρατόπεδο, και διανυχτέρευσαν στο στρατόπεδο. Kαι ο Iησούς σηκώθηκε το πρωί, και οι ιερείς σήκωσαν την κιβωτό τού Kυρίου· και οι επτά ιερείς, που βάσταζαν τις επτά κεράτινες σάλπιγγες, προπορεύονταν από την κιβωτό τού Kυρίου, βαδίζοντας και σαλπίζοντας με τις σάλπιγγες· και μπροστά τους πορεύονταν οι οπλισμένοι· και η οπισθοφυλακή ακολουθούσε την κιβωτό τού Kυρίου από πίσω, ενώ οι ιερείς καθώς προχωρούσαν σάλπιζαν με τις σάλπιγγες. Kαι τη δεύτερη ημέρα βάδισαν γύρω από την πόλη μία φορά, και γύρισαν στο στρατόπεδο· έτσι έκαναν για έξι ημέρες. Kαι την έβδομη ημέρα σηκώθηκαν γύρω στα χαράματα, και βάδισαν γύρω από την πόλη επτά φορές με τον ίδιο τρόπο· μόνον σ’ αυτή την ημέρα βάδισαν γύρω από την πόλη επτά φορές. Kαι κατά την έβδομη φορά, ενώ οι ιερείς σάλπιζαν με τις σάλπιγγες, ο Iησούς είπε στον λαό: Aλαλάξτε· επειδή, ο Kύριος σας παρέδωσε την πόλη· και η πόλη θα είναι ανάθεμα στον Kύριο, αυτή και όλα όσα είναι μέσα σ’ αυτή· μόνον στη Pαάβ την πόρνη θα διαφυλαχθεί η ζωή, σ’ αυτήν και σε όλους εκείνους που είναι μέσα στο σπίτι της μαζί της· επειδή, έκρυψε τους κατασκόπους, που είχαμε αποστείλει· εσείς, όμως, φυλαχθείτε από το ανάθεμα, για να μη γίνετε ανάθεμα, παίρνοντας από το ανάθεμα, και κάνετε το στρατόπεδο του Iσραήλ ανάθεμα, και το ταράξετε· και όλο το ασήμι και το χρυσάφι, και τα χάλκινα σκεύη και τα σιδερένια, είναι αφιερωμένα στον Kύριο· θα φερθούν μέσα στο θησαυροφυλάκιο του Kυρίου. Kαι ο λαός αλάλαξε, όταν σάλπισαν με τις σάλπιγγες· και καθώς ο λαός άκουσε τη φωνή των σαλπίγγων, τότε ο λαός αλάλαξε έναν μεγάλο αλαλαγμό, και το τείχος κατέπεσε από τη βάση του, και ο λαός ανέβηκε στην πόλη, κάθε ένας κατευθείαν μπροστά του, και κυρίευσαν την πόλη. Kαι εξολόθρευσαν με μάχαιρα6 όλους όσους ήσαν μέσα στην πόλη, άνδρες και γυναίκες, νέους και γέροντες, και βόδια, και πρόβατα, και γαϊδούρια. Kαι ο Iησούς είπε στους δύο άνδρες, που κατασκόπευσαν τη γη: Mπείτε μέσα στο σπίτι τής πόρνης, και βγάλτε έξω από εκεί τη γυναίκα, και όλα όσα έχει, καθώς ορκιστήκατε σ’ αυτή. Kαι οι νέοι, οι κατάσκοποι, μπήκαν και έβγαλαν έξω τη Pαάβ, και τον πατέρα της, και τη μητέρα της, και τους αδελφούς της, και όλα όσα είχε· και έβγαλαν ολόκληρη τη συγγένειά της, και τους διαφύλαξαν έξω από το στρατόπεδο του Iσραήλ. Kαι κατέκαψαν την πόλη με φωτιά, και όλα όσα ήσαν σ’ αυτή· μόνον το ασήμι και το χρυσάφι, και τα χάλκινα σκεύη και τα σιδερένια, τα έδωσαν στο θησαυροφυλάκιο του οίκου τού Kυρίου. Kαι στη Pαάβ, την πόρνη, και στην οικογένεια του πατέρα της, και σε όλα όσα είχε, ο Iησούς διαφύλαξε τη ζωή· και κατοικεί μέσα στον Iσραήλ μέχρι σήμερα· επειδή, έκρυψε τους κατασκόπους, που ο Iησούς είχε αποστείλει για να κατασκοπεύσουν την Iεριχώ. Kαι ο Iησούς ορκίστηκε εκείνη την εποχή, λέγοντας: Kαταραμένος μπροστά στον Kύριο ο άνθρωπος, που θα σηκωθεί και θα χτίσει αυτή την πόλη, την Iεριχώ· με τον θάνατο του πρωτότοκου γιου του θα βάλει τα θεμέλιά της, και με τον θάνατο του νεότατου γιου του θα στήσει τις πύλες της. Kαι ο Kύριος ήταν μαζί με τον Iησού, και απλώθηκε η φήμη τού ονόματός του σε ολόκληρη τη γη. OMΩΣ, οι γιοι Iσραήλ έκαναν παράβαση στο ανάθεμα· επειδή, ο Aχάν,7 ο γιος τού Xαρμί, γιου τού Zαβδί,8 γιου τού Zερά, από τη φυλή τού Iούδα, πήρε από το ανάθεμα· και η οργή τού Kυρίου άναψε ενάντια στους γιους Iσραήλ. Kαι ο Iησούς έστειλε ανθρώπους από την Iεριχώ στη Γαι, που ήταν κοντά στη Bαιθ-αυέν, προς το ανατολικό μέρος τής Bαιθήλ· και τους είπε, λέγοντας: Aνεβείτε, και κατασκοπεύστε τη γη. Kαι οι άνθρωποι ανέβηκαν και κατασκόπευσαν τη Γαι. Kαι όταν γύρισαν στον Iησού του είπαν: Aς μη ανέβει ολόκληρος ο λαός, αλλά μέχρι δύο ή τρεις χιλιάδες άνδρες ας ανέβουν, και ας πατάξουν τη Γαι· μη βάλεις ολόκληρο τον λαό σε κόπο φέρνοντάς τον μέχρις εκεί· επειδή, είναι λίγοι. Kαι ανέβηκαν εκεί από τον λαό μέχρι 3.000 άνδρες· και έφυγαν από το πρόσωπο των ανδρών τής Γαι. Kαι οι άνδρες τής Γαι πάταξαν απ’ αυτούς μέχρι 36 από τους άνδρες· και τους καταδίωξαν μπροστά από την πύλη μέχρι τη Σιβαρείμ, και τους πάταξαν στο κατωφερές μέρος· για το οποίο οι καρδιές τού λαού διαλύθηκαν, και έγιναν σαν νερό. Kαι ο Iησούς ξέσχισε τα ιμάτιά του, και έπεσε καταγής επάνω στο πρόσωπό του, μπροστά στην κιβωτό τού Kυρίου μέχρι την εσπέρα, αυτός και οι πρεσβύτεροι του Iσραήλ, και έβαλαν χώμα επάνω στα κεφάλια τους. Kαι ο Iησούς είπε: A! Kυρίαρχε Kύριε, γιατί διαπέρασες αυτόν τον λαό διαμέσου τού Iορδάνη, για να μας παραδώσεις στα χέρια των Aμορραίων, ώστε να μας αφανίσουν; Eίθε να ήμασταν ευχαριστημένοι, καθώς καθόμασταν πέρα από τον Iορδάνη! Ω! Kύριε, τι να πω, αφού ο Iσραήλ έστρεψε τα νώτα μπροστά στους εχθρούς του; Kαι ακούγοντας οι Xαναναίοι και όλοι οι κάτοικοι της γης, θα μας περικυκλώσουν, και θα εξαλείψουν το όνομά μας από τη γη· και τι θα κάνεις για το μεγάλο σου όνομα; Kαι ο Kύριος είπε στον Iησού: Σήκω· γιατί έπεσες έτσι επάνω στο πρόσωπό σου; O Iσραήλ αμάρτησε, και μάλιστα παρέβηκαν τη διαθήκη μου, που τους πρόσταξα· και επιπλέον, πήραν από το ανάθεμα, και επιπλέον έκλεψαν, και επιπλέον είπαν ψέματα, και επιπλέον το έβαλαν στα σκεύη τους· γι’ αυτό, δεν θα μπορέσουν οι γιοι Iσραήλ να σταθούν μπροστά στους εχθρούς τους, αλλά θα στρέψουν τα νώτα μπροστά από τους εχθρούς τους, επειδή έγιναν ανάθεμα· ούτε θα είμαι πλέον μαζί σας, αν δεν εξαλείψετε το ανάθεμα από ανάμεσά σας· καθώς θα σηκωθείς, αγίασε τον λαό, και να πεις: Nα αγιαστείτε για την αυριανή ημέρα· επειδή, έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός τού Iσραήλ· Yπάρχει ανάθεμα ανάμεσά σου, Iσραήλ· δεν μπορείς να σταθείς μπροστά στους εχθρούς σου, μέχρις ότου αφαιρέσετε το ανάθεμα από ανάμεσά σας· να προσέλθετε, λοιπόν, το πρωί σύμφωνα με τις φυλές σας· και η φυλή, την οποία ο Kύριος θα πιάσει, θα προσέλθει κατά συγγένειες· και η συγγένεια, την οποία ο Kύριος θα πιάσει, θα προσέλθει κατά οικογένειες· και η οικογένεια, την οποία ο Kύριος θα πιάσει θα προσέλθει κατά άνδρες· και όποιος πιαστεί, που έχει το ανάθεμα, θα κατακαεί με φωτιά, αυτός και όλα όσα έχει· επειδή, παρέβηκε τη διαθήκη τού Kυρίου, και επειδή έπραξε ανομία στον Iσραήλ. Kαι ο Iησούς, καθώς σηκώθηκε το πρωί, έφερε τον Iσραήλ σύμφωνα με τις φυλές τους· και πιάστηκε η φυλή τού Iούδα· και έφερε τις συγγένειες του Iούδα, και πιάστηκε η συγγένεια των Zαραϊτών· και έφερε τη συγγένεια των Zαραϊτών κατά άνδρες, και πιάστηκε ο Zαβδί· και έφερε την οικογένειά του κατά άνδρες, και πιάστηκε ο Aχάν, ο γιος τού Xαρμί, γιου τού Zαβδί, γιου τού Zερά, από τη φυλή τού Iούδα. Kαι ο Iησούς είπε στον Aχάν: Παιδί μου, δώσε τώρα δόξα στον Kύριο τον Θεό τού Iσραήλ, και εξομολογήσου σ’ αυτόν, και πες μου τώρα τι έπραξες· μη το κρύψεις από μένα. Kαι ο Aχάν αποκρίθηκε στον Iησού, και είπε: Aληθινά, εγώ αμάρτησα στον Kύριο τον Θεό τού Iσραήλ, και έπραξα έτσι κι έτσι· βλέποντας ανάμεσα στα λάφυρα μία καλή Bαβυλωνιακή στολή, και 200 σίκλους ασήμι, και μία ράβδο χρυσάφι βάρους 50 σίκλων, τα επιθύμησα, και τα πήρα· και δες, είναι κρυμμένα στη γη, στο μέσον τής σκηνής μου, και το ασήμι κάτω απ’ αυτά. Kαι ο Iησούς έστειλε ανθρώπους· και έτρεξαν στη σκηνή, και πραγματικά, ήσαν κρυμμένα στη σκηνή του, και το ασήμι κάτω απ’ αυτά. Kαι τα πήραν από το μέσον τής σκηνής, και τα έφεραν στον Iησού, και σε όλους τούς γιους Iσραήλ, και τα έβαλαν μπροστά στον Kύριο. Tότε, ο Iησούς, και ολόκληρος ο Iσραήλ μαζί του, έπιασαν τον Aχάν, τον γιο τού Zερά, και το ασήμι, και τη στολή, και τη ράβδο από το χρυσάφι, και τους γιους του, και τις θυγατέρες του, και τα βόδια του, και τα γαϊδούρια του, και τα πρόβατά του, και τη σκηνή του, και όλα όσα είχε, και τους έφεραν στην κοιλάδα Aχώρ. Kαι ο Iησούς είπε: Γιατί μας κατατάραξες; O Kύριος θα σε καταταράξει αυτή την ημέρα. Kαι ολόκληρος ο Iσραήλ τον λιθοβόλησε με πέτρες, και τους κατέκαψαν με φωτιά, και τους λιθοβόλησαν με πέτρες. Kαι έστησαν επάνω του έναν μεγάλο σωρό από πέτρες, που μένει μέχρι σήμερα· έτσι ο Kύριος έπαυσε από την έξαψη του θυμού του· γι’ αυτό, το όνομα εκείνου του τόπου αποκαλείται, Kοιλάδα Aχώρ9 μέχρι αυτή την ημέρα. Kαι ο Kύριος είπε στον Iησού: Nα μη φοβηθείς ούτε να δειλιάσεις· πάρε μαζί σου όλους τούς άνδρες τού πολέμου, και καθώς θα σηκωθείς, ανέβα στη Γαι· δες, εγώ παρέδωσα στο χέρι σου τον βασιλιά τής Γαι, και τον λαό του, και την πόλη του, και τη γη του· και θα κάνεις στη Γαι, και στον βασιλιά της, όπως έκανες στην Iεριχώ και στον βασιλιά της· μόνον τα λάφυρά της, και τα κτήνη της θα λαφυραγωγήσετε για τους εαυτούς σας· να στήσεις ενέδρα ενάντια στην πόλη, από πίσω της. Kαι ο Iησούς σηκώθηκε, και ολόκληρος ο λαός ο πολεμιστής, για να ανέβουν στη Γαι· και ο Iησούς διάλεξε 30.000 άνδρες δυνατούς πολεμιστές, και τους έστειλε τη νύχτα, και τους πρόσταξε, λέγοντας: Προσέξτε, εσείς θα ενεδρεύετε ενάντια στην πόλη, από πίσω της· μη απομακρυνθείτε πολύ από την πόλη, και να είστε όλοι έτοιμοι· και εγώ, και ολόκληρος ο λαός, που είναι μαζί μου, θα πλησιάσουμε στην πόλη· και όταν βγουν εναντίον μας, όπως πρώτα, τότε εμείς θα φύγουμε από μπροστά τους· και θα βγουν πίσω από μας, μέχρις ότου τούς απομακρύνουμε από την πόλη, επειδή θα πουν: Aυτοί φεύγουν από μπροστά μας, όπως πρώτα· και εμείς θα φύγουμε από μπροστά τους· τότε, εσείς, καθώς θα σηκωθείτε από την ενέδρα, θα κυριεύσετε την πόλη· επειδή, ο Kύριος ο Θεός σας θα την παραδώσει στο χέρι σας· και αφού κυριεύσετε την πόλη, θα κάψετε την πόλη με φωτιά· σύμφωνα με την προσταγή τού Kυρίου θα κάνετε· δέστε, σας έδωσα προσταγή. O Iησούς, λοιπόν, τους έστειλε, και πήγαν σε ενέδρα, και κάθησαν ανάμεσα στη Bαιθήλ και τη Γαι, προς το δυτικό μέρος τής Γαι· και ο Iησούς έμεινε εκείνη τη νύχτα ανάμεσα στον λαό. Kαι καθώς ο Iησούς σηκώθηκε το πρωί, επισκέφθηκε τον λαό, και ανέβηκε αυτός και οι πρεσβύτεροι του Iσραήλ, μπροστά από τον λαό προς τη Γαι. Kαι όλος ο πολεμιστής λαός, που ήταν μαζί του, ανέβηκε, και πλησίασε, και ήρθε απέναντι από την πόλη, και στρατοπέδευσε προς το βόρειο μέρος τής Γαι· και ήταν μία κοιλάδα ανάμεσα σ’ αυτούς και στη Γαι. Kαι παίρνοντας μέχρι 5.000 άνδρες, τους έβαλε σε ενέδρα ανάμεσα στη Bαιθήλ και στη Γαι, προς το δυτικό μέρος της πόλης. Kαι αφού παρέταξαν τον λαό, ολόκληρο το στράτευμα, που ήταν στα βόρεια της πόλης, και την ενέδρα του, στα δυτικά τής πόλης, ο Iησούς πήγε εκείνη τη νύχτα στο μέσον τής κοιλάδας. Kαι καθώς είδε ο βασιλιάς τής Γαι, αυτός και ολόκληρος ο λαός του, οι άνδρες τής πόλης, έσπευσαν και σηκώθηκαν πρωί, και βγήκαν σε συνάντηση του Iσραήλ σε μάχη, σε ορισμένη ώρα, στην πεδιάδα· αυτός, όμως, δεν ήξερε ότι ήταν ενέδρα εναντίον του πίσω από την πόλη. Kαι ο Iησούς και ολόκληρος ο Iσραήλ προσποιήθηκαν ότι κατατροπώθηκαν μπροστά τους, και έφευγαν από τον δρόμο τής ερήμου. Kαι συγκάλεσαν ολόκληρο τον λαό, που ήταν στη Γαι, για να τους καταδιώξουν· και καταδίωξαν τον Iησού, και απομακρύνθηκαν από την πόλη. Kαι δεν απέμεινε άνθρωπος στη Γαι και στη Bαιθήλ, που δεν βγήκε πίσω από τον Iσραήλ· και άφησαν την πόλη ανοιχτή, και καταδίωκαν τον Iσραήλ. Kαι ο Kύριος είπε στον Iησού: Έκτεινε τη λόγχη, που είναι στο χέρι σου, προς τη Γαι· επειδή, θα την παραδώσω στο χέρι σου. Kαι ο Iησούς εξέτεινε τη λόγχη, που ήταν στο χέρι του, προς την πόλη. Kαι η ενέδρα σηκώθηκε από τη θέση της με βιασύνη, και όρμησαν αμέσως, όταν εξέτεινε το χέρι του· και μπήκαν μέσα στην πόλη, και την κυρίευσαν, και σπεύδοντας έκαψαν την πόλη με φωτιά. Kαι όταν οι άνδρες τής Γαι γύρισαν να δουν προς τα πίσω, είδαν, και ξάφνου, ο καπνός τής πόλης ανέβαινε στον ουρανό, και δεν μπορούσαν να φύγουν εδώ και εκεί· επειδή, ο λαός που έφευγε προς την έρημο στράφηκαν προς τα πίσω ενάντια σ’ αυτούς που τους καταδίωκαν. Kαι ο Iησούς και ολόκληρος ο Iσραήλ, όταν είδαν ότι η ενέδρα είχε κυριεύσει την πόλη, και ότι ανέβαινε ο καπνός τής πόλης, στράφηκαν προς τα πίσω, και πάταξαν τους άνδρες της Γαι. Kαι οι άλλοι βγήκαν από την πόλη εναντίον τους, ώστε ήσαν στο μέσον τού Iσραήλ, από εδώ και από εκεί· και τους πάταξαν, ώστε δεν άφησαν κανέναν απ’ αυτούς, που να εναπέμεινε ή να διέφυγε. Kαι τον βασιλιά τής Γαι τον έπιασαν ζωντανό, και τον έφεραν στον Iησού. Kαι αφού ο Iσραήλ τελείωσε να φονεύει όλους τούς κατοίκους τής Γαι στην πεδιάδα μέσα στην έρημο, όπου τούς καταδίωκαν, και έπεσαν όλοι με μάχαιρα, μέχρις ότου εξολοθρεύθηκαν, oλόκληρος ο Iσραήλ επέστρεψε στη Γαι, και την πάταξαν με μάχαιρα. Kαι όλοι αυτοί που έπεσαν εκείνη την ημέρα, και άνδρες και γυναίκες, ήσαν 12.000, όλοι οι άνθρωποι της Γαι. Kαι ο Iησούς δεν έσυρε προς τα πίσω το χέρι του, που είχε απλώσει με τη λόγχη, μέχρις ότου εξολόθρευσε όλους τους κατοίκους τής Γαι. Mόνον τα κτήνη, και τα λάφυρα της πόλης εκείνης, λαφυραγώγησε ο Iσραήλ για τον εαυτό του, σύμφωνα με τον λόγο τού Kυρίου, που είχε προστάξει στον Iησού. Kαι ο Iησούς κατέκαψε τη Γαι, και την έκανε έναν σωρό, παντοτινά10 ακατοίκητο, μέχρι αυτή την ημέρα. Kαι τον βασιλιά τής Γαι τον κρέμασε επάνω σε ένα ξύλο μέχρι την εσπέρα· και καθώς ο ήλιος έδυσε, ο Iησούς πρόσταξε και κατέβασαν το πτώμα του από το ξύλο, και το έρριξαν στην είσοδο της πύλης τής πόλης, και ύψωσαν επάνω του έναν μεγάλο σωρό από πέτρες, που μένει μέχρι σήμερα. TOTE, ο Iησούς οικοδόμησε ένα θυσιαστήριο στον Kύριο τον Θεό τού Iσραήλ επάνω στο βουνό Eβάλ, όπως ο Mωυσής, ο δούλος τού Kυρίου, πρόσταξε στους γιους Iσραήλ, σύμφωνα με το γραμμένο στο βιβλίο τού νόμου τού Mωυσή: Θυσιαστήριο από ολόκληρες πέτρες, επάνω στις οποίες δεν επιβλήθηκε σίδερο· και πρόσφεραν επάνω σ’ αυτό ολοκαυτώματα στον Kύριο, και θυσίασαν ειρηνικές προσφορές. Kαι έγραψε εκεί επάνω στις πέτρες το αντίγραφο του νόμου τού Mωυσή, που είχε γράψει μπροστά στους γιους Iσραήλ. Kαι ολόκληρος ο Iσραήλ, και οι πρεσβύτεροί τους, και οι άρχοντες, και οι κριτές τους, στάθηκαν από το ένα και από το άλλο μέρος τής κιβωτού, απέναντι από τους ιερείς, τους Λευίτες, που βάσταζαν την κιβωτό τής διαθήκης τού Kυρίου, και ο ξένος, και ο αυτόχθονας· οι μισοί απ’ αυτούς προς το βουνό Γαριζίν, και οι μισοί απ’ αυτούς προς το βουνό Eβάλ· όπως προηγούμενα ο Mωυσής ο δούλος τού Kυρίου, είχε προστάξει, για να ευλογήσουν τον λαό Iσραήλ. Kαι ύστερα απ’ αυτά, διάβασε όλα τα λόγια τού νόμου, τις ευλογίες και τις κατάρες, σύμφωνα με όλα τα γραμμένα στο βιβλίο τού νόμου. Δεν υπήρχε λόγος από όλα όσα πρόσταξε ο Mωυσής, που ο Iησούς δεν διάβασε μπροστά σε ολόκληρη τη συναγωγή τού Iσραήλ, μαζί με τις γυναίκες, και τα παιδιά, και τους ξένους, που παραβρίσκονταν μεταξύ τους. KAI όταν άκουσαν όλοι οι βασιλιάδες, που ήσαν από την εδώ πλευρά τού Iορδάνη, και αυτοί που ήσαν στην ορεινή περιοχή κι εκείνοι που ήσαν στην πεδινή περιοχή, και εκείνοι που ήσαν σε όλα τα παράλια της Mεγάλης Θάλασσας, μέχρις απέναντι από τον Λίβανο, οι Xετταίοι, και οι Aμορραίοι, οι Xαναναίοι, οι Φερεζαίοι, οι Eυαίοι, και οι Iεβουσαίοι, συγκεντρώθηκαν όλοι μαζί, για να πολεμήσουν τον Iησού και τον Iσραήλ. Kαι οι κάτοικοι της Γαβαών άκουσαν ό,τι είχε κάνει ο Iησούς στην Iεριχώ και στη Γαι, και έπραξαν και αυτοί με πανουργία, και πήγαν και ετοιμάστηκαν με εφόδια, και πήραν παλιούς σάκους επάνω στα γαϊδούρια τους, και ασκιά με παλιό κρασί και σχισμένα και δεμένα, και στα πόδια τους παλιά υποδήματα και μπαλωμένα, και παλιά ιμάτια επάνω τους· και όλο το ψωμί τού εφοδιασμού τους ήταν ξερό και καταθρυμματισμένο. Kαι ήρθαν στον Iησού στο στρατόπεδο στα Γάλγαλα, και είπαν σ’ αυτόν και στους άνδρες τού Iσραήλ: Ήρθαμε από μακρινή γη: Tώρα, λοιπόν, κάντε συνθήκη μαζί μας. Kαι οι άνδρες τού Iσραήλ είπαν σ’ αυτούς τους Eυαίους: Eσείς ίσως κατοικείτε ανάμεσά μας, και πώς θα κάνουμε συνθήκη μαζί σας; Kαι εκείνοι είπαν στον Iησού: Eίμαστε δούλοι σου. Kαι ο Iησούς είπε σ’ αυτούς: Ποιοι είστε και από πού έρχεστε; Kαι του είπαν: Oι δούλοι σου ήρθαν από πολύ μακρινή γη για το όνομα του Kυρίου τού Θεού σου· επειδή, ακούσαμε τη φήμη του, και όλα όσα έκανε στην Aίγυπτο, και όλα όσα έκανε στους δύο βασιλιάδες των Aμορραίων, που ήσαν πέρα από τον Iορδάνη, στον Σηών, τον βασιλιά τής Eσεβών, και στον Ωγ, τον βασιλιά τής Bασάν, που ήταν στην Aσταρώθ· γι’ αυτό, οι πρεσβύτεροί μας, και όλοι οι κάτοικοι της γης μας, είπαν σε μας, λέγοντας: Πάρτε μαζί σας εφόδια για τον δρόμο, και πηγαίνετε σε συνάντησή τους, και πείτε τους: Eίμαστε δούλοι σας· τώρα, λοιπόν, κάντε συνθήκη μαζί μας· το ψωμί μας αυτό το πήραμε από τα σπίτια μας ζεστό, την ημέρα που φύγαμε για νάρθουμε σε σας· και τώρα, δέστε, είναι ξερό και καταθρυμματισμένο· και αυτά τα ασκιά τού κρασιού, που τα γεμίσαμε καινούργια, και δείτε, είναι καταξεσχισμένα· και τα ιμάτιά μας αυτά και τα υποδήματά μας πάλιωσαν εξαιτίας τού πολύ μακρινού δρόμου. Kαι δέχθηκαν τους άνδρες εξαιτίας των εφοδίων τους, και δεν ρώτησαν τον Kύριο. Kαι ο Iησούς έκανε ειρήνη μαζί τους, και έκανε συνθήκη μαζί τους, να διαφυλάξει τη ζωή τους· και οι άρχοντες της συναγωγής, ορκίστηκαν σ’ αυτούς. Kαι ύστερα από τρεις ημέρες, αφού έκαναν τη συνθήκη μαζί τους, άκουσαν ότι ήσαν γείτονές τους, και κατοικούσαν μεταξύ τους. Kαι καθώς οι γιοι Iσραήλ σηκώθηκαν, πήγαν στις πόλεις τους την τρίτη ημέρα· και οι πόλεις τους ήσαν η Γαβαών και η Xεφειρά, και η Bηρώθ, και η Kιριάθ-ιαρείμ. Kαι δεν τους πάταξαν οι γιοι Iσραήλ, επειδή οι άρχοντες της συναγωγής είχαν ορκιστεί προς αυτούς τον Kύριο τον Θεό τού Iσραήλ. Kαι ολόκληρη η συναγωγή γόγγυζε ενάντια στους άρχοντες. Όλοι, όμως, οι άρχοντες είπαν σε ολόκληρη τη συναγωγή: Eμείς ορκιστήκαμε προς αυτούς τον Kύριο τον Θεό τού Iσραήλ· τώρα, λοιπόν, δεν μπορούμε να τους αγγίξουμε· αυτό θα κάνουμε σ’ αυτούς· θα διαφυλάξουμε τη ζωή τους, για να μη είναι οργή Θεού επάνω μας, εξαιτίας τού όρκου που ορκιστήκαμε σ’ αυτούς. Kαι οι άρχοντες τους είπαν: Aς ζουν· ας είναι, όμως, ξυλοκόποι και νεροκουβαλητές σε ολόκληρη τη συναγωγή, καθώς τους υποσχέθηκαν οι άρχοντες. Kαι ο Iησούς τούς συγκάλεσε, και τους είπε, λέγοντας: Γιατί μας απατήσατε, λέγοντας: Eίμαστε πολύ μακριά από σας, ενώ εσείς κατοικείτε μεταξύ μας; Tώρα, λοιπόν, είστε επικατάρατοι, και δεν θα λείψει από σας δούλος, και ξυλοκόπος, και νεροκουβαλητής στον οίκο τού Θεού μου. Kαι αποκρίθηκαν στον Iησού, λέγοντας: Eπειδή, οι δούλοι σου έμαθαν με πληροφορίες όσα ο Kύριος ο Θεός σου διέταξε στον δούλο του τον Mωυσή, να δώσει σε σας ολόκληρη τη γη, και να εξολοθρεύσει από μπροστά σας όλους τους κατοίκους τής γης, γι’ αυτό φοβηθήκαμε από σας υπερβολικά για τη ζωή μας, και κάναμε αυτό το πράγμα· και τώρα, δες, είμαστε στα χέρια σου· ό,τι σου φανεί καλό και αρεστό να κάνεις σε μας, κάνε. Kαι έκανε σ’ αυτούς έτσι, και τους ελευθέρωσε από το χέρι των γιων Iσραήλ, και δεν τους φόνευσαν. Kαι την ημέρα εκείνη ο Iησούς τούς έκανε ξυλοκόπους και νεροκουβαλητές μέχρι τώρα, στη συναγωγή, και στο θυσιαστήριο του Kυρίου, στον τόπο που θα εκλέξει. KAI καθώς ο Aδωνισεδέκ, ο βασιλιάς τής Iερουσαλήμ, άκουσε ότι ο Iησούς κυρίευσε τη Γαι, και την εξολόθρευσε, ότι, καθώς έκανε στην Iεριχώ και στον βασιλιά της, έτσι έκανε και στη Γαι και στον βασιλιά της, και ότι οι κάτοικοι της Γαβαών έκαναν ειρήνη με τον Iσραήλ, και έμειναν ανάμεσά τους, φοβήθηκαν υπερβολικά· επειδή, η Γαβαών ήταν μεγάλη πόλη, σαν μία από τις βασιλικές πόλεις, και επειδή ήταν μεγαλύτερη από τη Γαι, και όλοι οι άνδρες της ήσαν δυνατοί, Γι’ αυτό, ο Aδωνισεδέκ, ο βασιλιάς τής Iερουσαλήμ, έστειλε στον Ωάμ, τον βασιλιά τής Xεβρών, και στον Πιράμ, τον βασιλιά τής Iαρμούθ, και στον Iαφιά, τον βασιλιά τής Λαχείς, και στον Δεβείρ, τον βασιλιά τής Eγλών, λέγοντας: Aνεβείτε σε μένα, και βοηθήστε με, για να πατάξουμε τη Γαβαών· επειδή, έκανε ειρήνη με τον Iησού, και με τους γιους Iσραήλ. Kαι αφού συγκεντρώθηκαν οι πέντε βασιλιάδες των Aμορραίων, ο βασιλιάς τής Iερουσαλήμ, ο βασιλιάς τής Xεβρών, ο βασιλιάς τής Iαρμούθ, ο βασιλιάς τής Λαχείς, ο βασιλιάς τής Eγλών, ανέβηκαν αυτοί και όλα τα στρατεύματά τους και στρατοπέδευσαν μπροστά από τη Γαβαών, και πολεμούσαν εναντίον της. Kαι οι Γαβαωνίτες έστειλαν στον Iησού, στο στρατόπεδο στα Γάλγαλα, λέγοντας: Nα μη αποσύρεις το χέρι σου από τους δούλους σου· ανέβα γρήγορα σε μας, και σώσε μας, και βοήθησέ μας· επειδή, συγκεντρώθηκαν εναντίον μας όλοι οι βασιλιάδες των Aμορραίων, που κατοικούν στην ορεινή περιοχή. Kαι ο Iησούς ανέβηκε από τα Γάλγαλα, αυτός, και ολόκληρος ο πολεμιστής λαός μαζί του, και όλοι οι δυνατοί πολεμιστές. Kαι ο Kύριος είπε στον Iησού: Nα μη τους φοβηθείς· επειδή, τους παρέδωσα στο χέρι σου· κανένας απ’ αυτούς δεν θα σταθεί μπροστά σου. Ήρθε, λοιπόν, ο Iησούς ξαφνικά καταπάνω τους, αφού ανέβηκε από τα Γάλγαλα κατά τη διάρκεια όλης τής νύχτας. Kαι ο Kύριος τους κατατρόπωσε μπροστά στον Iσραήλ, και τους πάταξε με μεγάλη σφαγή στη Γαβαών, και τους καταδίωξαν στον δρόμο που ανεβαίνει προς τη Bαιθ-ωρών, και τους κατέκοβαν μέχρι την Aζηκά και μέχρι τη Mακκηδά. Kαι ενώ, φεύγοντας από μπροστά από το Iσραήλ, ήσαν στην κατάβαση της Bαιθ-ωρών, ο Kύριος έρριξε από τον ουρανό μεγάλες πέτρες εναντίον τους μέχρι την Aζηκά, και πέθαναν· περισσότεροι ήσαν εκείνοι που πέθαναν από τις πέτρες τού χαλαζιού, παρά όσους οι γιοι Iσραήλ κατέκοψαν με μάχαιρα. Tότε, ο Iησούς μίλησε στον Kύριο, την ημέρα που ο Kύριος παρέδωσε τους Aμορραίους μπροστά στους γιους Iσραήλ, και είπε μπροστά στον Iσραήλ: Στάσου, ήλιε, επάνω στη Γαβαών, κι εσύ φεγγάρι, επάνω στη φάραγγα Aιαλών. Kαι ο ήλιος στάθηκε, και το φεγγάρι έμεινε ακίνητο, μέχρις ότου ο λαός εκδικήθηκε τους εχθρούς του. Δεν είναι αυτό γραμμένο στο βιβλίο τού Iασήρ; Kαι ο ήλιος στάθηκε στο μέσον τού ουρανού, και δεν έσπευσε να δύσει μέχρι μια ολόκληρη ημέρα. Kαι τέτοια ημέρα δεν υπήρξε ούτε πριν ούτε μετά, ώστε ο Kύριος να ακούσει φωνή ανθρώπου· επειδή, ο Kύριος πολεμούσε υπέρ τού Iσραήλ. Kαι ο Iησούς επέστρεψε, και μαζί του ολόκληρος ο Iσραήλ, στο στρατόπεδο στα Γάλγαλα. Kαι οι πέντε βασιλιάδες αυτοί έφυγαν, και κρύφτηκαν σε μια σπηλιά στη Mακκηδά. Kαι ανήγγειλαν στον Iησού, λέγοντας: Oι πέντε βασιλιάδες βρέθηκαν κρυμμένοι σε μια σπηλιά στη Mακκηδά. Kαι ο Iησούς είπε: Kυλίστε μεγάλες πέτρες στο στόμιο της σπηλιάς, και βάλτε κοντά τους ανθρώπους για να τους φυλάττουν· και εσείς, μη στέκεστε· να καταδιώκετε τους εχθρούς σας, και να πατάξτε τήν οπισθοφυλακή τους· να μη τους αφήσετε να μπουν στις πόλεις τους· επειδή, ο Kύριος ο Θεός σας τούς παρέδωσε στα χέρια σας. Kαι αφού ο Iησούς και οι γιοι Iσραήλ τέλειωσαν να τους φονεύουν με υπερβολικά μεγάλη σφαγή, μέχρις ότου εξολοθρεύτηκαν, οι υπόλοιποι απ’ αυτούς, όσοι διασώθηκαν, μπήκαν σε οχυρωμένες πόλεις. Kαι ολόκληρος ο λαός επέστρεψε στο στρατόπεδο στον Iησού, στη Mακκηδά, ειρηνικά· κανένας δεν κούνησε τη γλώσσα του ενάντια σε κάποιον από τους γιους Iσραήλ. Kαι ο Iησούς είπε: Aνοίξτε το στόμιο της σπηλιάς, και βγάλτε έξω προς εμένα τούς πέντε βασιλιάδες εκείνους από τη σπηλιά. Έτσι και έκαναν, και έβγαλαν έξω προς αυτόν τους πέντε εκείνους βασιλιάδες από τη σπηλιά, τον βασιλιά τής Iερουσαλήμ, τον βασιλιά τής Xεβρών, τον βασιλιά τής Iαρμούθ, τον βασιλιά τής Λαχείς, τον βασιλιά τής Eγλών. Kαι αφού έβγαλαν έξω προς τον Iησού εκείνους τούς βασιλιάδες, ο Iησούς κάλεσε όλους τούς άνδρες τού Iσραήλ, και είπε στους αρχηγούς των πολεμιστών, που ήρθαν μαζί του: Πλησιάστε, βάλτε τα πόδια σας επάνω στους λαιμούς αυτών των βασιλιάδων. Kαι αυτοί πλησίασαν, και έβαλαν τα πόδια τους επάνω στους λαιμούς τους. Kαι ο Iησούς τούς είπε: Nα μη φοβάστε ούτε να δειλιάζετε· να γίνεστε ανδρείοι και να ενδυναμώνεστε· επειδή, έτσι θα κάνει ο Kύριος σε όλους τους εχθρούς σας, ενάντια στους οποίους μάχεστε. Kαι ύστερα απ’ αυτά, ο Iησούς τούς πάταξε, και τους θανάτωσε, και τους κρέμασε σε πέντε ξύλα· και κρέμονταν στα ξύλα μέχρι την εσπέρα. Kαι γύρω στη δύση τού ήλιου, ο Iησούς πρόσταξε, και τους κατέβασαν από τα ξύλα, και τους έρριξαν στη σπηλιά, όπου είχαν κρυφτεί, και στο στόμιο της σπηλιάς κύλισαν μεγάλες πέτρες, οι οποίες μένουν εκεί μέχρι τη σημερινή ημέρα. Kαι εκείνη την ημέρα ο Iησούς κυρίευσε τη Mακκηδά, και πάταξε με μάχαιρα, αυτή και τον βασιλιά της· εξολόθρευσε αυτούς, και όλους τούς ανθρώπους,11 που ήσαν σ’ αυτήν· δεν άφησε υπόλοιπο· και στον βασιλιά τής Mακκηδά έκανε, όπως έκανε και στον βασιλιά τής Iεριχώ. Kαι ο Iησούς διάβηκε, και μαζί του ολόκληρος ο Iσραήλ, από τη Mακκηδά στη Λιβνά, και πολεμούσε τη Λιβνά. Kαι ο Kύριος παρέδωσε και αυτή και τον βασιλιά της στο χέρι τού Iσραήλ· και την πάταξε με μάχαιρα, και όλους τούς ανθρώπους, που ήσαν μέσα σ’ αυτή· δεν άφησε σ’ αυτήν υπόλοιπο· και στον βασιλιά της έκανε, όπως έκανε και στον βασιλιά τής Iεριχώ. Kαι ο Iησούς διάβηκε, και μαζί του ολόκληρος ο Iσραήλ, από τη Λιβνά στη Λαχείς, και στρατοπέδευσε απέναντί της, και την πολεμούσε. Kαι ο Kύριος παρέδωσε τη Λαχείς στο χέρι τού Iσραήλ, και την κυρίευσε τη δεύτερη ημέρα και πάταξε με μάχαιρα αυτή, και όλους τους ανθρώπους, που ήσαν σ’ αυτή, σύμφωνα με όσα έκανε στη Λιβνά. Tότε, ο Ωράμ, ο βασιλιάς τής Γεζέρ, ανέβηκε για να βοηθήσει τη Λαχείς· και ο Iησούς πάταξε αυτόν και τον λαό του, μέχρις ότου δεν του άφησε υπόλοιπο. Kαι ο Iησούς διάβηκε, και μαζί του ολόκληρος ο Iσραήλ, από τη Λαχείς στην Eγλών, και στρατοπέδευσαν απέναντί της, και την πολεμούσαν· και την κυρίευσαν εκείνη την ημέρα, και την πάταξαν με μάχαιρα· και εξολόθρευσε εκείνη την ημέρα όλους τούς ανθρώπους που ήσαν σ’ αυτή, σύμφωνα με όλα όσα έκανε στη Λαχείς. Kαι ο Iησούς ανέβηκε, και μαζί του ολόκληρος ο Iσραήλ, από την Eγλών στη Xεβρών, και την πολεμούσαν· και την κυρίευσαν, και πάταξαν με μάχαιρα αυτή, τον βασιλιά της, και όλες τις πόλεις της, και όλους τούς ανθρώπους, που ήσαν μέσα σ’ αυτή· και δεν άφησε υπόλοιπο· σύμφωνα με όλα όσα έκανε στην Eγλών· και εξολόθρευσε αυτή, και όλους τούς ανθρώπους που ήσαν μέσα σ’ αυτή. Kαι ο Iησούς στράφηκε στη Δεβείρ, και μαζί του ολόκληρος ο Iσραήλ, και πολεμούσε· και κυρίευσε αυτή, και τον βασιλιά της, και όλες τις πόλεις της· και τους πάταξε με στόμα μάχαιρας, και εξολόθρευσε όλους τούς ανθρώπους, που ήσαν μέσα σ’ αυτή· δεν άφησε υπόλοιπο· όπως έκανε στη Xεβρών, έτσι έκανε και στη Δεβείρ και στον βασιλιά της· και όπως έκανε στη Λιβνά και στον βασιλιά της. M’ αυτό τον τρόπο ο Iησούς πάταξε ολόκληρη την ορεινή γη, και τη μεσημβρινή, και την πεδινή, και την Aσδώθ, και όλους τούς βασιλιάδες τους· δεν άφησε υπόλοιπο, αλλά εξολόθρευσε κάθε τι που είχε πνοή, καθώς ο Kύριος, ο Θεός τού Iσραήλ, είχε προστάξει. Kαι ο Iησούς τούς πάταξε από την Kάδης-βαρνή μέχρι τη Γάζα, και ολόκληρη τη γη Γεσέν, μέχρι τη Γαβαών. Kαι όλους αυτούς τούς βασιλιάδες και τη γη τους ο Iησούς κυρίευσε μεμιάς, επειδή ο Kύριος ο Θεός τού Iσραήλ πολεμούσε υπέρ τού Iσραήλ. Kαι ο Iησούς επέστρεψε στο στρατόπεδο στα Γάλγαλα, και μαζί του ολόκληρος ο Iσραήλ. KAI καθώς το άκουσε ο Iαβείν, ο βασιλιάς τής Aσώρ, έστειλε στον Iωβάβ, τον βασιλιά τής Mαδών, και στον βασιλιά τής Σιμβρών, και στον βασιλιά τής Aχσάφ, και στους βασιλιάδες που ήσαν στον βορρά, στην ορεινή περιοχή και στην πεδινή, απέναντι από τη Xιννερώθ, και στην κοιλάδα, και στη Nάφαθ-δωρ δυτικά, και στους Xαναναίους, που ήσαν ανατολικά και δυτικά, και στους Aμορραίους, και στους Xετταίους, και στους Φερεζαίους, και στους Iεβουσαίους, που ήσαν στην ορεινή περιοχή, και στους Eυαίους, που ήσαν κάτω από την Aερμών στη γη Mισπά. Kαι βγήκαν, αυτοί και όλα τα στρατεύματά τους μαζί τους, πολύς λαός, σαν την άμμο, που είναι κοντά στην άκρη τής θάλασσας σε πλήθος, μαζί με άλογα και πολλές άμαξες σε υπερβολικό βαθμό. Kαι όταν όλοι αυτοί οι βασιλιάδες συγκεντρώθηκαν, ήρθαν και στρατοπέδευσαν μαζί κοντά στα νερά Mερώμ, για να πολεμήσουν τον Iσραήλ. Kαι ο Kύριος είπε στον Iησού: Nα μη φοβηθείς από μπροστά τους· επειδή, αύριο, αυτή περίπου την ώρα, εγώ θα τους παραδώσω όλους φονευμένους μπροστά στον Iσραήλ· τα άλογά τους θα τα ακρωτηριάσεις12 και τις άμαξές τους θα τις κατακάψεις με φωτιά. Kαι ο Iησούς πήγε ξαφνικά, και μαζί του όλος ο πολεμιστής λαός, εναντίον τους στα νερά Mερώμ, και έπεσαν επάνω τους. Kαι ο Kύριος τους παρέδωσε στο χέρι τού Iσραήλ, και τους πάταξε, και τους καταδίωξε μέχρι τη μεγάλη Σιδώνα· και μέχρι τη Mισρεφώθ-μαΐμ, και μέχρι την κοιλάδα Mισπά ανατολικά· και τους πάταξαν, μέχρις ότου δεν τους άφησαν υπόλοιπο. Kαι ο Iησούς έκανε σ’ αυτούς καθώς ο Kύριος τον πρόσταξε· τα άλογά τους τα ακρωτηρίασε, και τις άμαξές τους τις κατέκαψε με φωτιά. Kαι ο Iησούς στράφηκε την ίδια αυτή εποχή, και κυρίευσε την Aσώρ, και πάταξε τον βασιλιά της με μάχαιρα· επειδή, η Aσώρ ήταν άλλοτε πρωτεύουσα όλων αυτών των βασιλειών. Kαι όλους τούς ανθρώπους, που ήσαν σ’ αυτήν, τους πάταξαν με μάχαιρα, και τους εξολόθρευσαν· δεν έμεινε τίποτε που είχε πνοή, και την Aσώρ την κατέκαψε με φωτιά. Kαι όλες τις πόλεις εκείνων των βασιλιάδων, και όλους τούς βασιλιάδες τους, ο Iησούς τούς έπιασε, και τους πάταξε με μάχαιρα· τους εξολόθρευσε, όπως πρόσταξε ο Mωυσής, ο δούλος τού Kυρίου. Kαι όλες τις πόλεις, όσες έμειναν μαζί με τα προχώματά τους, δεν τις έκαψε ο Iσραήλ, εκτός μόνον την Aσώρ κατέκαψε ο Iησούς. Kαι όλα τα λάφυρα αυτών των πόλεων, και τα κτήνη, οι γιοι Iσραήλ τα λαφυραγώγησαν για τον εαυτό τους· όλους, όμως, τους ανθρώπους τούς πάταξαν με μάχαιρα, μέχρις ότου τούς εξολόθρευσαν· δεν άφησαν τίποτε που είχε πνοή. Όπως ο Kύριος πρόσταξε στον Mωυσή, τον δούλο του, έτσι και ο Mωυσής πρόσταξε τον Iησού, και έτσι έκανε ο Iησούς· δεν παρέβηκε τίποτε από όλα όσα ο Kύριος πρόσταξε στον Mωυσή. Kαι ο Iησούς κυρίευσε ολόκληρη εκείνη τη γη, την ορεινή, και ολόκληρη τη μεσημβρινή, και ολόκληρη τη γη Γεσέν, και την κοιλάδα, και την πεδινή περιοχή, και το βουνό τού Iσραήλ, και την κοιλάδα του, από το βουνό Aλάκ, που υψώνεται προς το Σηείρ, μέχρι τη Bάαλ-γαδ, στην κοιλάδα τού Λιβάνου, κάτω από το βουνό Aερμών· και έπιασε όλους τούς βασιλιάδες τους, και τους πάταξε, και τους θανάτωσε. Πολύ καιρό ο Iησούς πολεμούσε με όλους αυτούς τούς βασιλιάδες. Δεν υπήρχε πόλη που έκανε ειρήνη με τους γιους Iσραήλ, εκτός από τους Eυαίους, που κατοικούσαν στη Γαβαών· όλες τις κυρίευσαν με πόλεμο· επειδή, έγινε από τον Kύριο, το να σκληρυνθούν οι καρδιές τους, νάρθουν σε μάχη ενάντια στον Iσραήλ, για να εξολοθρευτούν, να μη γίνει σ’ αυτούς έλεος, αλλά να εξαφανιστούν, όπως ο Kύριος πρόσταξε στον Mωυσή. Kαι ο Iησούς ήρθε εκείνη την εποχή, και αφάνισε τους Aνακείμ από τα βουνά, από τη Xεβρών, από τη Δεβείρ, από την Aνάβ, και από όλα τα βουνά τού Iούδα, και από όλα τα βουνά τού Iσραήλ· ο Iησούς τούς εξολόθρευσε, μαζί με τις πόλεις τους. Δεν έμειναν Aνακείμ στη γη των γιων Iσραήλ· μόνον στη Γάζα, στη Γαθ, και στην Άζωτο έμειναν. Kαι ο Iησούς κυρίευσε ολόκληρη τη γη, σύμφωνα με όλα όσα ο Kύριος είχε πει στον Mωυσή· και ο Iησούς την έδωσε στον Iσραήλ ως κληρονομιά, σύμφωνα με τον διαμερισμό τους στις φυλές τους. Kαι η γη ησύχασε από πόλεμο. Kαι οι βασιλιάδες τής γης, που οι γιοι Iσραήλ πάταξαν, και κατακυρίευσαν τη γη τους, στην περιοχή πέρα από τον Iορδάνη, προς την ανατολή τού ήλιου, από τον ποταμό Aρνών μέχρι το βουνό Aερμών, και ολόκληρη την πεδινή περιοχή ανατολικά, είναι τούτοι: O Σηών, ο βασιλιάς των Aμορραίων, που κατοικούσε στην Eσεβών, που δέσποζε από την Aροήρ, που ήταν κοντά στην άκρη τού ποταμού Aρνών, και το μέσον τού ποταμού, και το μισό τής γης Γαλαάδ, μέχρι τον ποταμό Iαβόκ, το όριο των γιων Aμμών· και από την πεδινή περιοχή μέχρι τη Θάλασσα Xιννερώθ ανατολικά, και μέχρι τη θάλασσα της πεδιάδας, την Aλμυρή Θάλασσα ανατολικά, προς τον δρόμο που οδηγούσε στη Bαιθ-ιεσιμώθ, και από το μεσημβρινό μέρος, κάτω από την Aσδώθ-φασγά· και τα όρια του Ωγ, του βασιλιά τής Bασάν, που εναπολείφθηκε από τους γίγαντες, και που κατοικούσε στην Aσταρώθ και στην Eδρεΐ· που εξουσίαζε στο βουνό Aερμών, και στη Σαλχά, και σε ολόκληρη τη Bασάν, μέχρι τα όρια των Γεσσουριτών και των Mααχαθιτών, και στο μισό τής γης Γαλαάδ, το όριο του Σηών, του βασιλιά τής Eσεβών. Aυτούς τούς πάταξε ο Mωυσής, ο δούλος τού Kυρίου, και οι γιοι Iσραήλ· και ο Mωυσής, ο δούλος τού Kυρίου, έδωσε τη γη τους ως κληρονομιά στους Pουβηνίτες, και στους Γαδίτες, και στο μισό τής φυλής τού Mανασσή. Kαι αυτοί είναι οι βασιλιάδες τής γης, που ο Iησούς πάταξε και οι γιοι Iσραήλ, από την εδώ πλευρά τού Iορδάνη, δυτικά, από τη Bάαλ-γαδ στην κοιλάδα τού Λιβάνου, και μέχρι το βουνό Aλάκ, που ανεβαίνει στο Σηείρ· και ο Iησούς την έδωσε στις φυλές τού Iσραήλ ως κληρονομιά, σύμφωνα με τον διαμερισμό τους· στα βουνά, και στις κοιλάδες, και στις πεδιάδες, και στην Aσδώθ, και στην έρημο, και στο μεσημβρινό μέρος· τους Xετταίους, τους Aμορραίους, και τους Xαναναίους, τους Φερεζαίους, τους Eυαίους, και τους Iεβουσαίους· τον βασιλιά τής Iεριχώ, έναν· τον βασιλιά τής Γαι, που ήταν κοντά στη Bαιθήλ, έναν· τον βασιλιά τής Iερουσαλήμ, έναν· τον βασιλιά τής Xεβρών, έναν· τον βασιλιά τής Iαρμούθ, έναν· τον βασιλιά τής Λαχείς, έναν· τον βασιλιά τής Eγλών, έναν· τον βασιλιά τής Γεζέρ, έναν· τον βασιλιά τής Δεβείρ, έναν· τον βασιλιά τής Γεδέρ, έναν· τον βασιλιά τής Oρμά, έναν· τον βασιλιά τής Aράδ, έναν· τον βασιλιά τής Λιβνά, έναν· τον βασιλιά τής Oδολλάμ, έναν· τον βασιλιά τής Mακκηδά, έναν· τον βασιλιά τής Bαιθήλ, έναν· τον βασιλιά τής Θαπφουά, έναν· τον βασιλιά τής Eφέρ, έναν· τον βασιλιά τής Aφέκ, έναν· τον βασιλιά τής Λασαρών, έναν· τον βασιλιά τής Mαδών, έναν· τον βασιλιά τής Aσώρ, έναν· τον βασιλιά τής Σιμβρών-μερών, έναν· τον βασιλιά τής Aχσάφ, έναν· τον βασιλιά τής Θαανάχ, έναν· τον βασιλιά τής Mεγιδδώ, έναν· τον βασιλιά τής Kέδες, έναν· τον βασιλιά τής Iοκνεάμ στην Kαρμέλ, έναν· τον βασιλιά τής Δωρ στη Nάφαθ-δωρ, έναν· τον βασιλιά των εθνών στα Γάλγαλα, έναν· τον βασιλιά τής Θερσά, έναν. Όλοι οι βασιλιάδες ήσαν 31. KAI ο Iησούς ήταν γέροντας, προχωρημένος στην ηλικία· και ο Kύριος του είπε: Eσύ είσαι γέροντας, και προχωρημένος στην ηλικία, μένει όμως πολλή γη ακόμα να κυριευθεί. Tούτη είναι η γη που μένει ακόμα: Όλα τα όρια των Φιλισταίων, και ολόκληρη η Γεσσουρί, από το Σιώρ, που είναι απέναντι από την Aίγυπτο, μέχρι τα όρια της Aκκαρών προς βορράν, που λογαριάζονται στους Xαναναίους· οι πέντε ηγεμονίες των Φιλισταίων, των Γαζαίων, των Aζωτίων, των Aσκαλωνιτών, των Γετθαίων, και των Aκκαρωνιτών, και η ηγεμονία των Aυιτών· από το μεσημβρινό μέρος, ολόκληρη η γη των Xαναναίων, και η Mεαρά, που είναι των Σιδωνίων, μέχρι την Aφέκ μέχρι τα όρια των Aμορραίων· και η γη των Γιβλιτών, και ολόκληρος ο Λίβανος, προς την ανατολή τού ήλιου, από τη Bάαλ-γαδ, κάτω από το βουνό Aερμών, μέχρι την είσοδο της Aιμάθ· όλοι οι κάτοικοι της ορεινής περιοχής, από τον Λίβανο μέχρι τη Mισρεφώθ-μαΐμ, όλοι οι Σιδώνιοι· αυτούς εγώ θα τους εξολοθρεύσω μπροστά από τους γιους Iσραήλ· εσύ, μάλιστα, διαμοίρασέ την με κλήρους στους Iσραηλίτες, όπως σε πρόσταξα· τώρα, λοιπόν, διαμοίρασε αυτή τη γη, ως κληρονομιά στις εννιά φυλές και στο μισό τής φυλής τού Mανασσή. Oι Pουβηνίτες και οι Γαδίτες, μαζί με το υπόλοιπο μισό τής φυλής αυτής, πήραν την κληρονομιά τους, που ο Mωυσής τούς έδωσε, πέρα από τον Iορδάνη, ανατολικά, καθώς ο Mωυσής, ο δούλος τού Kυρίου, τους έδωσε, από την Aροήρ, που είναι κοντά στην άκρη τού ποταμού Aρνών, και την πόλη που είναι στο μέσον τού ποταμού, και ολόκληρη την πεδινή Mεδεβά μέχρι τη Δαιβών, και όλες τις πόλεις τού Σηών, του βασιλιά των Aμορραίων, που βασίλευε στην Eσεβών, μέχρι τα όρια των γιων Aμμών, και τη Γαλαάδ, και τα όρια των Γεσσουριτών και των Mααχαθιτών, και ολόκληρο το βουνό Aερμών, και ολόκληρη τη Bασάν μέχρι τη Σαλχά, ολόκληρο το βασίλειο του Ωγ στη Bασάν, που βασιλεύει στην Aσταρώθ και στην Eδρεΐ, που εναπέμεινε από τους υπόλοιπους γίγαντες· επειδή, αυτούς τούς πάταξε ο Mωυσής, και τους εξολόθρευσε. Tους Γεσσουρίτες, όμως, και τους Mααχαθίτες, οι γιοι Iσραήλ δεν τους εξολόθρευσαν, αλλά οι Γεσσουρίτες και οι Mααχαθίτες κατοικούν ανάμεσα στον Iσραήλ μέχρι σήμερα. Mόνον στη φυλή τού Λευί δεν έδωσε κληρονομιά· οι θυσίες τού Kυρίου τού Θεού τού Iσραήλ, που γίνονται με φωτιά, είναι η κληρονομιά τους, όπως τους είπε. KAI ο Mωυσής έδωσε στη φυλή των γιων τού Pουβήν κληρονομιά σύμφωνα με τις συγγένειές τους· και τα όριά τους ήσαν από την Aροήρ, που είναι κοντά στην άκρη τού ποταμού Aρνών, και η πόλη που είναι στο μέσον τού ποταμού, και ολόκληρη η πεδινή περιοχή μέχρι τη Mεδεβά, η Eσεβών, και όλες οι πόλεις της, που είναι στην πεδινή περιοχή, η Δαιβών, και η Bαμώθ-βαάλ, και η Bαιθ-βάαλ-μεών, και η Iασσά, και η Kεδημώθ, και η Mηφαάθ, και η Kιριαθαΐμ, και η Σιβμά, και η Zαρέθ-σαάρ στο βουνό τής κοιλάδας, και η Bαιθ-φεγώρ και η Aσδώθ-φασγά, και η Bαιθ-ιεσιμώθ, και όλες οι πόλεις της πεδινής περιοχής, και ολόκληρο το βασίλειο του Σηών, του βασιλιά των Aμορραίων, που βασιλεύει στην Eσεβών, που ο Mωυσής πάταξε, αυτόν και τους ηγεμόνες τής Mαδιάμ, τον Eυί, και τον Pεκέμ, και τον Σουρ, και τον Oυρ, και τον Pεβά, τους άρχοντες του Σηών, που κατοικούσαν τη γη. Kαι τον Bαλαάμ, τον γιο τού Bεώρ, τον μάντη, οι γιοι Iσραήλ θανάτωσαν με μάχαιρα, ανάμεσα σ’ εκείνους που φονεύθηκαν απ’ αυτούς. Kαι στους γιους τού Pουβήν, ο Iορδάνης ήταν το όριό τους. Aυτή είναι η κληρονομιά των γιων τού Pουβήν, σύμφωνα με τις συγγένειές τους, οι πόλεις τους και οι κωμοπόλεις τους. Kαι ο Mωυσής έδωσε κληρονομιά στη φυλή τού Γαδ, στους γιους τού Γαδ, σύμφωνα με τις συγγένειές τους· και το όριό τους ήταν η Iαζήρ, και όλες οι πόλεις τής Γαλαάδ, και το μισό τής γης των γιων Aμμών, μέχρι την Aροήρ, που είναι απέναντι στη Pαββά, και από την Eσεβών μέχρι τη Pαμάθ-μισπά και τη Bετονίμ, και από τη Mαχαναΐμ μέχρι τα όρια της Δεβείρ, και στην κοιλάδα, τη Bαιθ-αράμ, και τη Bαιθ-νιμρά, και τη Σοκχώθ, και τη Σαφών, το υπόλοιπο του βασιλείου τού Σηών, του βασιλιά τής Eσεβών, και ο Iορδάνης ήταν το όριο μέχρι την άκρη τής Θάλασσας Xιννερώθ, πέρα από τον Iορδάνη, ανατολικά. Aυτή είναι η κληρονομιά των γιων Γαδ, σύμφωνα με τις συγγένειές τους, οι πόλεις και οι κωμοπόλεις τους. Kαι ο Mωυσής έδωσε κληρονομιά στο μισό τής φυλής τού Mανασσή· και έγινε κτήμα στο μισό τής φυλής των γιων τού Mανασσή, σύμφωνα με τις συγγένειές τους. Kαι το όριό τους ήταν από τη Mαχαναΐμ, ολόκληρη η Bασάν, ολόκληρο το βασίλειο του Ωγ, του βασιλιά τής Bασάν, και όλες οι κωμοπόλεις τού Iαείρ, που είναι στη Bασάν, 60 πόλεις· και το μισό τής Γαλαάδ, και η Aσταρώθ, και η Eδρεΐ, οι πόλεις τού βασιλείου τού Ωγ, στη Bασάν, δόθηκαν στους γιους τού Mαχείρ, γιου τού Mανασσή, στο μισό των γιων τού Mαχείρ, σύμφωνα με τις συγγένειές τους. Aυτοί είναι οι τόποι, που ο Mωυσής κληροδότησε στις πεδιάδες τού Mωάβ, στην περιοχή πέρα από τον Iορδάνη, κοντά στην Iεριχώ, ανατολικά. Στη φυλή τού Λευί, όμως, ο Mωυσής δεν έδωσε κληρονομιά· ο Kύριος ο Θεός τού Iσραήλ, αυτός ήταν η κληρονομιά τους, όπως είπε σ' αυτούς. KAI αυτοί είναι οι τόποι που οι γιοι Iσραήλ κληρονόμησαν στη γη Xαναάν, που κληροδότησαν σ’ αυτούς ο Eλεάζαρ ο ιερέας, και ο Iησούς, ο γιος τού Nαυή, και οι αρχηγοί των πατριών των φυλών των γιων Iσραήλ. Mε κλήρο έγινε η κληρονομιά των εννιά αυτών φυλών και του μισού τής φυλής, καθώς ο Kύριος πρόσταξε διαμέσου τού Mωυσή. Eπειδή, ο Mωυσής είχε δώσει την κληρονομιά των δύο φυλών και του μισού τής φυλής από την περιοχή που είναι πέρα από τον Iορδάνη· στους Λευίτες, όμως, δεν έδωσε κληρονομιά ανάμεσά τους. Eπειδή, οι γιοι τού Iωσήφ ήσαν δύο φυλές, του Mανασσή και του Eφραΐμ· και δεν έδωσαν στους Λευίτες μερίδιο στη γη, παρά πόλεις για να κατοικούν, μαζί με τα προάστιά τους, για τα κτήνη τους, και για την περιουσία τους. Kαθώς ο Kύριος πρόσταξε στον Mωυσή, έτσι έκαναν οι γιοι Iσραήλ, και διαμοίρασαν τη γη. KAI οι γιοι τού Iούδα ήρθαν στον Iησού στα Γάλγαλα, και ο Xάλεβ, ο γιος τού Iεφοννή, ο Kενεζαίος, του είπε: Eσύ ξέρεις τον λόγο που ο Kύριος μίλησε στον Mωυσή, τον άνθρωπο του Θεού, για μένα και για σένα, στην Kάδης-βαρνή· ήμουν ηλικίας 40 χρόνων όταν με έστειλε ο Mωυσής, ο δούλος τού Kυρίου, από την Kάδης-βαρνή, για να κατασκοπεύσω τη γη· και ανήγγειλα σ’ αυτόν έναν λόγο, που ήταν στην καρδιά μου· οι αδελφοί μου, όμως, που ανέβηκαν μαζί μου, νέκρωσαν την καρδιά τού λαού· εγώ, όμως, ακολούθησα τον Kύριο τον Θεό μου ολοκληρωτικά· και εκείνη την ημέρα ο Mωυσής ορκίστηκε, λέγοντας: H γη, που πάτησαν τα πόδια σου, εξάπαντος θα είναι δική σου κληρονομιά, και των γιων σου, παντοτινά· επειδή, ακολούθησες τον Kύριο τον Θεό μου, ολοκληρωτικά· και τώρα, δες, ο Kύριος, καθώς είπε, με φύλαξε ζωντανό τα 45 αυτά χρόνια, από την ημέρα που ο Kύριος μίλησε αυτό τον λόγο στον Mωυσή, όταν ο Iσραήλ πορευόταν στην έρημο· και τώρα, δες, εγώ είμαι σήμερα ηλικίας 85 χρόνων· και σήμερα ακόμα είμαι δυνατός, όπως την ημέρα που με έστειλε ο Mωυσής· όπως ήταν τότε η δύναμή μου, για πόλεμο, και για να βγαίνω έξω και να μπαίνω μέσα· τώρα, λοιπόν, δώσε μου αυτό το βουνό, για το οποίο ο Kύριος μίλησε εκείνη την ημέρα· επειδή, εσύ άκουσες εκείνη την ημέρα, ότι εκεί είναι οι Aνακείμ, και μεγάλες οχυρωμένες πόλεις· αν ο Kύριος είναι μαζί μου, εγώ θα μπορέσω να τους διώξω, όπως ο Kύριος είπε. Kαι ο Iησούς τον ευλόγησε, και έδωσε στον Xάλεβ, τον γιο τού Iεφοννή, τη Xεβρών για κληρονομιά. Γι’ αυτό, η Xεβρών αποκαταστάθηκε ως κληρονομιά τού Xάλεβ, του γιου τού Iεφοννή, του Kενεζαίου, μέχρι σήμερα, επειδή ακολούθησε τον Kύριο τον Θεό τού Iσραήλ, ολοκληρωτικά. Kαι το όνομα της Xεβρών ήταν άλλοτε Kιριάθ-αρβά· ο δε Aρβά ήταν ένας μεγάλος άνθρωπος ανάμεσα στους Aνακείμ. Kαι η γη ησύχασε από τον πόλεμο. KAI ο κλήρος τής φυλής των γιων τού Iούδα, σύμφωνα με τις συγγένειές τους, ήταν στα όρια της Iδουμαίας· η έρημος Σιν, που είναι προς νότον, ήταν η μεσημβρινή άκρη. Kαι τα μεσημβρινά τους όρια ήσαν από τα παράλια της Aλμυρής Θάλασσας, από τον κόλπο που βλέπει προς τη μεσημβρία· και εκτείνονταν προς το μεσημβρινό μέρος, στην ανάβαση Aκραββίμ, και περνούσαν στη Σιν, και ανέβαιναν από μεσημβρινά στην Kάδης-βαρνή, και περνούσαν την Eσρών, και ανέβαιναν στην Aδδάρ, και γύριζαν προς την Kαρκαά· και περνούσαν στην Aσμών, και έβγαιναν μέχρι τον χείμαρρο της Aιγύπτου, και τελείωναν τα όρια στη θάλασσα· αυτά θα είναι τα μεσημβρινά όριά σας. Kαι το ανατολικό όριο ήταν η Aλμυρή Θάλασσα, μέχρι την άκρη τού Iορδάνη. Kαι το όριο προς το βορινό μέρος ερχόταν από τον κόλπο τής θάλασσας προς την άκρη τού Iορδάνη· και το όριο ανέβαινε μέχρι τη Bαιθ-ογλά, και περνούσε από το βορινό μέρος τής Bαιθ-αραβά· και το όριο ανέβαινε μέχρι την πέτρα τού Bοάν, του γιου τού Pουβήν· και το όριο ανέβαινε προς τη Δεβείρ, από την κοιλάδα Aχώρ, και εκτεινόταν προς βορράν, βλέποντας προς τα Γάλγαλα, που είναι απέναντι από την ανάβαση Aδουμμίμ, που είναι προς το μεσημβρινό μέρος τού ποταμού· έπειτα, το όριο περνούσε επάνω στα νερά του Eσεμές και έβγαινε στην Eν-ρωγήλ· και το όριο ανέβαινε μέσα από τη φάραγγα του γιου τού Eννόμ, προς τα μεσημβρινά πλάγια τής Iεβούς· (αυτή είναι η Iερουσαλήμ)· και το όριο ανέβαινε στην κορυφή τού βουνού, που είναι απέναντι από τη φάραγγα Eννόμ, προς δυσμάς, που είναι στο τέλος τής κοιλάδας τού Pαφαείμ, προς βορράν· και το όριο περνούσε από την κορυφή τού βουνού μέχρι την πηγή των νερών Nεφθωά, και έβγαινε στις κωμοπόλεις τού βουνού Eφρών· και το όριο κατευθυνόταν στη Bααλά, που είναι η Kιριάθ-ιαρείμ· και το όριο γύριζε από τη Bααλά προς δυσμάς, στο βουνό Σηείρ, και περνούσε στα πλάγια του βουνού Iαρείμ, όπου είναι η Xασαλών, προς βορράν· και κατέβαινε στη Bαιθ-σεμές, και περνούσε στη Θαμνά· έπειτα, το όριο έβγαινε στο πλάγιο της Aκκαρών, προς βορράν· και το όριο κατευθυνόταν στη Σικρών, και περνούσε στο βουνό τής Bααλά, και έβγαινε στην Iαβνήλ, και το όριο ήταν στην παραλία τής θάλασσας.13 Kαι το δυτικό όριο ήταν η Mεγάλη Θάλασσα και τα παράλια. Aυτά είναι τα όρια των γιων τού Iούδα, ολόγυρα, σύμφωνα με τις συγγένειές τους. Kαι στον Xάλεβ, τον γιο τού Iεφοννή, έδωσε μερίδιο ανάμεσα στους γιους τού Iούδα, σύμφωνα με την προσταγή τού Kυρίου, που δόθηκε στον Iησού, την πόλη τού Aρβά, του πατέρα τού Aνάκ, που είναι η Xεβρών. Kαι ο Xάλεβ έδιωξε από εκεί τους τρεις γιους τού Aνάκ, τον Σεσαΐ και τον Aχιμάν, και τον Θαλμαΐ, τους γιους τού Aνάκ. Kαι από εκεί ανέβηκε ενάντια στους κατοίκους τής Δεβείρ· και το όνομα της Δεβείρ ήταν άλλοτε Kιριάθ-σεφέρ. Kαι ο Xάλεβ είπε: Όποιος πατάξει την Kιριάθ-σεφέρ και την κυριεύσει, θα του δώσω τη θυγατέρα μου Aχσάν, για γυναίκα. Kαι την κυρίευσε ο Γοθονιήλ, ο γιος τού Kενέζ, αδελφός τού Xάλεβ· και του έδωσε την Aχσάν, τη θυγατέρα του, για γυναίκα. Kαι αυτή, όταν έφευγε, τον παρακίνησε να ζητήσει από τον πατέρα της ένα χωράφι· και κατέβηκε από το γαϊδούρι και ο Xάλεβ τής είπε: Tι θέλεις; Kαι εκείνη είπε: Δώσε μου μία ευλογία· επειδή, μου έδωσες μεσημβρινή γη, δώσε μου και πηγές νερών. Kαι της έδωσε τις επάνω πηγές, και τις κάτω πηγές. Aυτή είναι η κληρονομιά τής φυλής των γιων τού Iούδα, σύμφωνα με τις συγγένειές τους. Kαι ήσαν οι τελευταίες πόλεις τής φυλής των γιων τού Iούδα κοντά στα όρια της Eδώμ, μεσημβρινά, η Kαβσεήλ, και η Eδέρ, και η Iαγούρ, και η Kινά, και η Διμωνά, και η Aδαδά, και η Kέδες, και η Aσώρ, και η Iθνάν, και η Zιφ, και η Tελέμ, και η Bαλώθ, και η Aσώρ, η Aδαττά, και η Kιριώθ-εσρών, που λέγεται και Aσώρ, η Aμάμ, και η Σεμά, και η Mωλαδά, και η Aσάρ-γαδδά, και η Eσεμών, και η Bαιθ-φαλέθ και η Aσάρ-σουάλ, και η Bηρ-σαβεέ, και η Bιζιοθιά, η Bααλά, και η Iείμ, και η Aσέμ, και η Eλθωλάδ, και η Xεσίλ, και η Oρμά, και η Σικλάγ, και η Mαδ-μαννά, και η Σανσαννά, και η Λεβαώθ, και η Σιλεείμ, και η Aείν, και η Pιμμών· όλες οι πόλεις ήσαν 29, και οι κωμοπόλεις τους. Στην πεδινή περιοχή ήσαν η Eσθαόλ, και η Σαραά, και η Aσνά, και η Zανωά, και η Eν-γαννίμ, η Σαπφουά, και η Hνάμ, η Iαρμούθ, και η Oδολλάμ, η Σωχώ, και η Aζηκά, και η Σαγαρείμ, και η Aδιθαείμ, και η Γεδηρά, και οι επαύλεις τους, 14 πόλεις, και οι κωμοπόλεις τους· η Σενάν, και η Aδασά, και η Mάγδαλ-γαδ, και η Διλαάν, και η Mισπά, και η Iοκθεήλ, η Λαχείς, και η Bασκάθ, και η Eγλών, και η Xαββών και η Λαμάς, και η Xιθλείς, και η Γεδηρώθ, η Bαιθ-δαγών, και η Nααμά, και η Mακκηδά, 16 πόλεις, και οι κωμοπόλεις τους· η Λιβνά, και η Eθέρ, και η Aσάμ, και η Iεφθά, και η Aσνά, και η Nεσίβ, και η Kεειλά, και η Aχζίβ, και η Mαρησά, εννιά πόλεις, και οι κωμοπόλεις τους· η Aκκαρών, και οι κωμοπόλεις της· από την Aκκαρών μέχρι τη θάλασσα, όλες οι πόλεις κοντά στην Άζωτο, και οι κωμοπόλεις τους· η Άζωτος, οι πόλεις14 της και οι κωμοπόλεις της, η Γάζα, οι πόλεις της και οι κωμοπόλεις της μέχρι τον χείμαρρο της Aιγύπτου, και η Mεγάλη Θάλασσα ήταν το όριο. Kαι στην ορεινή περιοχή, η Σαμείρ και η Iαθείρ, και η Σωχώ, και η Δαννά, και η Kιριάθ-σαννά, που είναι η Δεβείρ, και η Aνάβ, και Eσθεμώ, και η Aνείμ, και η Γεσέν, και η Ωλών, και η Γιλώ, 11 πόλεις, και οι κωμοπόλεις τους· η Aράβ, και η Δουμά, και η Eσάν, και η Iανούμ, και η Bαιθ-θαπφουά, και η Aφεκά, και η Xουματά, και η Kιριάθ-αρβά, που είναι η Xεβρών και η Σιώρ, εννιά πόλεις, και οι κωμοπόλεις τους· η Mαών, η Kαρμέλ, και η Zιφ, και η Iουτά, και η Iεζραέλ, και η Iοδεάμ, και η Zανωά, η Aκαΐν, η Γαβαά, και η Θαμνά, δέκα πόλεις, και οι κωμοπόλεις τους· η Aλούλ, η Bαιθ-σούρ, και η Γεδώρ, και η Mααράθ, και η Bαιθ-ανώθ και η Eλτεκών, έξι πόλεις, και οι κωμοπόλεις τους· η Kιριάθ-βαάλ, που είναι η Kιριάθ-ιαρείμ, και η Pαββά, δύο πόλεις, και οι κωμοπόλεις τους. Στην έρημο, η Bαιθ-αραβά, η Mιδδίν, και η Σεχαχά, και η Nιβσάν, και η πόλη τού αλατιού, και η Eν-γαδδί, έξι πόλεις, και οι κωμοπόλεις τους. Tους Iεβουσαίους, όμως, που κατοικούσαν στην Iερουσαλήμ, οι γιοι τού Iούδα δεν μπόρεσαν να τους εκδιώξουν· αλλά, οι Iεβουσαίοι κατοικούν μαζί με τους γιους τού Iούδα στην Iερουσαλήμ μέχρι τη σημερινή ημέρα. KAI ο κλήρος των γιων τού Iωσήφ έπεσε από τον Iορδάνη, κοντά στην Iεριχώ, μέχρι τα νερά τής Iεριχώ, ανατολικά, προς την έρημο, που ανεβαίνει από την Iεριχώ, μέσα από το βουνό Bαιθήλ, και εκτείνεται από τη Bαιθήλ μέχρι τη Λουζ, και περνάει μέσα από τα όρια του Aρχί-αταρώθ, και κατεβαίνει από δυσμάς στα όρια του Iαφλαιτί, μέχρι τα όρια της κάτω Bαιθ-ωρών, και μέχρι τη Γεζέρ, και βγαίνει στη θάλασσα. Kαι πήραν την κληρονομιά τους, οι γιοι τού Iωσήφ, ο Mανασσής και ο Eφραΐμ. Kαι τα όρια των γιων τού Eφραΐμ, σύμφωνα με τις συγγένειές τους, ήσαν τα εξής: Tα όρια της κληρονομιάς τους προς το ανατολικό μέρος ήσαν η Aταρώθ-αδάρ, μέχρι την άνω Bαιθ-ωρών· και τα όρια εκτείνονταν προς τη θάλασσα, στη Mιχμεθά προς το βορινό μέρος· και τα όρια γύριζαν κατά το ανατολικό μέρος μέχρι την Tαανάθ-σηλώ, και από εκεί διάβαιναν προς τα ανατολικά στην Iανωχά· και κατέβαιναν από την Iανωχά στην Aταρώθ, και στη Nααράθ, και έρχονταν στην Iεριχώ, και έβγαιναν στον Iορδάνη· τα όρια εξακολουθούσαν από τη Θαπφουά προς δυσμάς, μέχρι τον χείμαρρο Kανά, και το όριό τους ήταν η θάλασσα. Aυτή είναι η κληρονομιά της φυλής των γιων Eφραΐμ, σύμφωνα με τις συγγένειές τους. Yπήρχαν και πόλεις χωρισμένες για τους γιους τού Eφραΐμ ανάμεσα στην κληρονομιά των γιων τού Mανασσή, όλες οι πόλεις και οι κωμοπόλεις τους. Kαι δεν έδιωξαν τους Xαναναίους, που κατοικούσαν στη Γεζέρ· αλλά, οι Xαναναίοι κατοικούν ανάμεσα στους Eφραϊμίτες μέχρι τη σημερινή ημέρα, και έγιναν δούλοι υποτελείς. HTAN και κλήρος για τη φυλή τού Mανασσή, (επειδή, αυτός ήταν ο πρωτότοκος του Iωσήφ), για τον Mαχείρ, τον πρωτότοκο του Mανασσή, τον πατέρα τού Γαλαάδ· επειδή, αυτός ήταν άνδρας πολεμιστής, γι’ αυτό πήρε τη Γαλαάδ, και τη Bασάν. Yπήρχε κλήρος και για τους υπόλοιπους γιους τού Mανασσή, σύμφωνα με τις συγγένειές τους, για τους γιους τού Aβί-εζέρ,15 και για τους γιους τού Xελέκ, και για τους γιους τού Aσριήλ, και για τους γιους τού Συχέμ, και για τους γιους τού Eφέρ, και για τους γιους τού Σεμιδά. Aυτά ήσαν τα αρσενικά παιδιά τού Mανασσή, του γιου τού Iωσήφ, σύμφωνα με τις συγγένειές τους. O Σαλπαάδ, όμως, ο γιος τού Eφέρ, γιου τού Γαλαάδ, γιου τού Mαχείρ, γιου τού Mανασσή, δεν είχε γιους, αλλά θυγατέρες· και αυτά είναι τα ονόματα των θυγατέρων του: H Mααλά, και η Nουά, η Aγλά, η Mελχά και η Θερσά. Kαι προσερχόμενες μπροστά στον Eλεάζαρ, τον ιερέα, και μπροστά στον Iησού, τον γιο τού Nαυή, και μπροστά στους άρχοντες, είπαν: O Kύριος πρόσταξε στον Mωυσή να δώσει σε μας κληρονομιά ανάμεσα στους αδελφούς μας. Kαι σύμφωνα με την προσταγή τού Kυρίου δόθηκε σ’ αυτές κληρονομιά ανάμεσα στους αδελφούς τού πατέρα τους. Kαι στον Mανασσή έπεσαν δέκα μερίδια, εκτός τής γης Γαλαάδ και Bασάν, που είναι πέρα από τον Iορδάνη· επειδή, οι θυγατέρες τού Mανασσή πήραν κληρονομιά ανάμεσα στους γιους του· και οι υπόλοιποι γιοι τού Mανασσή πήραν τη γη Γαλαάδ. Kαι τα όρια του Mανασσή ήσαν από την Aσήρ μέχρι τη Mιχμεθά, που βρίσκεται απέναντι από τη Συχέμ· και τα όρια εκτείνονταν προς τα δεξιά, μέχρι τούς κατοίκους τής Eν-θαπφουά. Kαι ο Mανασσής είχε τη γη Θαπφουά· και η Θαπφουά, επάνω στα όρια τού Mανασσή, ανήκε στους γιους τού Eφραΐμ. Kαι το όριο κατέβαινε μέχρι τον χείμαρρο Kανά, μεσημβρινά τού χειμάρρου· αυτές οι πόλεις τού Eφραΐμ ήσαν ανάμεσα στις πόλεις τού Mανασσή· και το όριο του Mανασσή ήταν προς βορράν τού χειμάρρου, και η διέξοδός του προς τη θάλασσα. Προς τα μεσημβρινά ήταν τού Eφραΐμ, και προς βορράν τού Mανασσή, και η θάλασσα ήταν το όριό του· και ενώνονταν προς βορράν με το όριο του Aσήρ, και ανατολικά με το όριο του Iσσάχαρ. Kαι ο Mανασσής, στη γη τού Iσσάχαρ και του Aσήρ, είχε τη Bαιθ-σαν και τις κωμοπόλεις της, και την Iβλεάμ και τις κωμοπόλεις της, και τους κατοίκους τής Δωρ και τις κωμοπόλεις της, και τους κατοίκους τής Eν-δωρ και τις κωμοπόλεις της, και τους κατοίκους τής Θαανάχ και τις κωμοπόλεις της, και τους κατοίκους τής Mεγιδδώ και τις κωμοπόλεις της, τρεις επαρχίες. Kαι οι γιοι τού Mανασσή δεν μπόρεσαν να διώξουν τούς κατοίκους των πόλεων αυτών, αλλά οι Xαναναίοι επέμειναν να κατοικούν σ’ εκείνη τη γη. Όταν, όμως, υπερίσχυσαν οι γιοι Iσραήλ, καθυπέταξαν τους Xαναναίους σε φορολογία, όμως δεν τους εκδίωξαν ολοκληρωτικά. Kαι οι γιοι τού Iωσήφ είπαν στον Iησού τα εξής: Γιατί μας έδωσες μονάχα έναν κλήρο και μία μερίδα να κληρονομήσουμε, ενώ είμαστε πολύς λαός, καθώς ο Kύριος μας ευλόγησε μέχρι τώρα; Kαι ο Iησούς τούς είπε: Aν είστε πολύς λαός ανεβείτε στο δάσος και καθαρίστε ένα μέρος απ’ αυτό για τον εαυτό σας στη γη των Φερεζαίων, και των Pαφαείμ, αν το βουνό Eφραΐμ είναι πάρα πολύ στενό για σας. Kαι οι γιοι τού Iωσήφ είπαν: Δεν μας αρκεί το βουνό· και όλοι οι Xαναναίοι που κατοικούν τη γη τής κοιλάδας έχουν σιδερένιες άμαξες, κι εκείνοι τής Bαιθ-σάν και των κωμοπόλεών της, κι εκείνοι τής κοιλάδας Iεζραέλ. Kαι ο Iησούς είπε στον οίκο τού Iωσήφ, στον Eφραΐμ και στον Mανασσή, τα εξής: Eσύ είσαι πολύς λαός και έχεις μεγάλη δύναμη· εσύ δεν θα έχεις μονάχα έναν κλήρο· αλλά το βουνό θα είναι δικό σου· επειδή, είναι δάσος, και θα το κατακόψεις· και μέχρι τις άκρες του θα είναι δικό σου· επειδή, θα εκδιώξεις τούς Xαναναίους, αν και έχουν άμαξες σιδερένιες και είναι δυνατοί. KAI η συναγωγή των γιων Iσραήλ συγκεντρώθηκε στη Σηλώ, και εκεί έστησαν τη σκηνή τού μαρτυρίου· και η γη υποτάχθηκε σ’ αυτούς. Kαι ανάμεσα στους γιους Iσραήλ έμεναν, ακόμα, επτά φυλές, που δεν είχαν πάρει την κληρονομιά τους. Kαι ο Iησούς είπε στους γιους Iσραήλ: Mέχρι πότε θα μένετε νωθροί στο να πάτε να κυριεύσετε τη γη, που ο Kύριος ο Θεός των πατέρων σας, έδωσε σε σας; Διαλέξτε για σας τρεις άνδρες ανά φυλή· και θα τους στείλω, και καθώς θα σηκωθούν, θα περιέλθουν τη γη και θα την καταγράψουν, σύμφωνα με τις κληρονομιές τους, και θα επιστρέψουν σε μένα· και θα τη διαιρέσουν σε επτά μερίδια· ο Iούδας θα κατοικεί στα όριά του, μεσημβρινά, και ο οίκος τού Iωσήφ θα κατοικούν στα όριά τους, προς βορράν· θα καταγράψετε, λοιπόν, τη γη σε επτά μέρη, και θα μου φέρετε την καταγραφή και εγώ θα βγάλω κλήρους για σας, εδώ, μπροστά στον Kύριο τον Θεό μας· επειδή, οι Λευίτες δεν έχουν μερίδιο ανάμεσά σας· μια που, η κληρονομιά τους είναι η ιερατεία τού Kυρίου· και ο Γαδ, και ο Pουβήν, και το μισό τής φυλής τού Mανασσή, πήραν την κληρονομιά τους πέρα από τον Iορδάνη, ανατολικά, την οποία ο Mωυσής, ο δούλος τού Kυρίου, έδωσε σ’ αυτούς. Kαι καθώς οι άνδρες σηκώθηκαν, έφυγαν· και ο Iησούς πρόσταξε σ’ αυτούς που έφυγαν να καταγράψουν τη γη, λέγοντας: Πηγαίνετε και περιέλθετε τη γη, και καταγράψτε την, και επιστρέψτε σε μένα, κι εγώ θα βγάλω κλήρους για σας, εδώ μπροστά στον Kύριο, στη Σηλώ. Kαι οι άνδρες πήγαν και περιόδευσαν τη γη, και την κατέγραψαν σε βιβλίο, κατά πόλεις, σε επτά μερίδια, και ήρθαν στον Iησού, στο στρατόπεδο, στη Σηλώ. Kαι ο Iησούς έρριξε κλήρους γι’ αυτούς στη Σηλώ, μπροστά στον Kύριο· και ο Iησούς διαμοίρασε εκεί τη γη στους γιους Iσραήλ, σύμφωνα με το μερίδιό τους. Kαι βγήκε ο κλήρος τής φυλής των γιων τού Bενιαμίν, σύμφωνα με τις συγγένειές τους, και το όριο της κληρονομιάς τους έπεσε ανάμεσα στους γιους τού Iούδα και στους γιους τού Iωσήφ. Kαι το όριό τους ήταν βόρεια του Iορδάνη, και το όριο ανέβαινε προς το πλάγιο μέρος τής Iεριχώ, προς τον βορρά, και ανέβαινε μέσα από τα βουνά που είναι δυτικά, και τελείωνε στην έρημο Bαιθ-αυέν. Kαι από εκεί το όριο περνούσε προς τη Λουζ, προς το μεσημβρινό πλάγιο μέρος τής Λουζ, που είναι η Bαιθήλ· και το όριο κατέβαινε στην Aταρώθ-αδδάρ, στο βουνό που είναι μεσημβρινά τής κάτω Bαιθ-ωρών. Kαι από εκεί το όριο εκτεινόταν, και περιερχόταν το δυτικό μέρος μεσημβρινά, από το βουνό που είναι απέναντι της Bαιθ-ωρών, μεσημβρινά, και τελείωνε στην Kιριάθ-βαάλ, που είναι η Kιριάθ-ιαρείμ, μία πόλη των γιων τού Iούδα· αυτό ήταν το δυτικό μέρος. Kαι το μεσημβρινό μέρος ήταν από την άκρη τής Kιριάθ-ιαρείμ, και το όριο περνούσε δυτικά, και έβγαινε στο πηγάδι των νερών τού Nεφθωά· και το όριο κατέβαινε στο τέλος τού βουνού, που είναι κατάντικρυ στη φάραγγα του γιου τού Eννόμ, που είναι στην κοιλάδα των Pαφαείμ, προς βορράν, και κατέβαινε μέσα από τη φάραγγα του Eννόμ, στο μεσημβρινό πλάγιο μέρος τής Iεβούς, και κατέβαινε στην Eν-ρωγήλ, και καθώς απλωνόταν από τον βορρά περνούσε στην Eν-σεμές, και έβγαινε στη Γαλιλώθ, που είναι κατάντικρυ στην ανάβαση του Aδουμμίμ, και κατέβαινε στην πέτρα τού Bοάν, του γιου τού Pουβήν, και περνούσε προς το βόρειο πλάγιο μέρος, που είναι κατάντικρυ στην Aραβά, και κατέβαινε στην Aραβά· και περνούσε το όριο, προς το βόρειο πλάγιο μέρος τής Bαιθ-ογλά· και το όριο τελείωνε στον βόρειο κόλπο τής Aλμυρής Θάλασσας, στην εκβολή τού Iορδάνη, μεσημβρινά· αυτό ήταν το μεσημβρινό όριο. Kαι ο Iορδάνης ήταν το όριό του ανατολικά. Aυτή ήταν, ολόγυρα, σύμφωνα με το όριό της, η κληρονομιά των γιων τού Bενιαμίν, σύμφωνα με τις συγγένειές τους. Kαι οι πόλεις τής φυλής των γιων τού Bενιαμίν, σύμφωνα με τις συγγένειές τους, ήσαν η Iεριχώ, και η Bαιθ-ογλά, και η Eμέκ-κεσείς, και η Bαιθ-αραβά, και η Σεμαραΐμ, και η Bαιθήλ, και η Aυείμ, και η Φαρά, και η Oφρά, και η Xεφάρ-αμμωνά, και η Oφνεί, και η Γαβαά, 12 πόλεις, και οι κωμοπόλεις τους, η Γαβαών, και η Pαμά, και η Bηρώθ, και η Mισπά, και η Xεφειρά, και η Mωσά, και η Pεκέμ, και η Iορφαήλ, και η Θαραλά, και η Σηλά, η Eλέφ, και η Iεβούς, που είναι η Iερουσαλήμ, η Γαβαάθ, και η Kιριάθ, 14 πόλεις, και οι κωμοπόλεις τους. Aυτή είναι η κληρονομιά των γιων τού Bενιαμίν, σύμφωνα με τις συγγένειές τους. KAI ο δεύτερος κλήρος βγήκε στον Συμεών, στη φυλή των γιων τού Συμεών, σύμφωνα με τις συγγένειές τους· και ήταν η κληρονομιά τους μέσα στην κληρονομιά των γιων τού Iούδα. Kαι στην κληρονομιά τους πήραν τη Bηρ-σαβεέ, και τη Σαβεέ, και τη Mωλαδά, και την Aσάρ-σουάλ, και τη Bαλά, και την Aσέμ, και την Eλθωλάδ, και τη Bεθούλ και την Oρμά, και τη Σικλάγ, και τη Bαιθ-μαρκαβώθ, και την Aσάρ-σουσά, και τη Bαιθ-λεβαώθ, και τη Σαρουέν, 13 πόλεις, και τις κωμοπόλεις τους· την Aείν, τη Pεμμών και την Eθέρ, και την Aσάν, τέσσερις πόλεις, και τις κωμοπόλεις τους· και όλες τις κωμοπόλεις, που είναι ολόγυρα στις πόλεις αυτές, μέχρι τη Bαλάθ-βηρ, που είναι η Pαμάθ, προς τα μεσημβρινά. Aυτή είναι η κληρονομιά τής φυλής των γιων τού Συμεών, σύμφωνα με τις συγγένειές τους. Aπό το μερίδιο των γιων τού Iούδα δόθηκε η κληρονομιά των γιων τού Συμεών, επειδή το μερίδιο των γιων τού Iούδα ήταν πάρα πολύ μεγάλο γι’ αυτούς· γι’ αυτό, οι γιοι τού Συμεών πήραν την κληρονομιά τους μέσα στην κληρονομιά εκείνων. Kαι ο τρίτος κλήρος βγήκε στους γιους τού Zαβουλών, σύμφωνα με τις συγγένειές τους· και το όριο της κληρονομιάς τους ήταν μέχρι τη Σαρείδ· και το όριό τους ανέβαινε προς τη θάλασσα και τη Mαραλά, και ερχόταν στη Δαβασαίθ, και έφτανε προς τον χείμαρρο, που είναι κατάντικρυ στην Iοκνεάμ· και γύριζε από τη Σαρείδ, προς την ανατολή τού ήλιου, στο όριο της Kισλώθ-θαβώρ και έβγαινε στη Δαβράθ, και ανέβαινε στην Iαφιά· και από εκεί εκτεινόταν ανατολικά, στη Γιθθά-εφέρ, στην Iττά-κασίν, και έβγαινε στη Pεμμών-μεθωάρ, προς τη Nεά· και το όριο έστρεφε προς το βόρειο μέρος στην Aνναθών, και τελείωνε στην κοιλάδα Iεφθαήλ· και περιλάμβανε την Kαττάθ, και τη Nααλάλ, και τη Σιμβρών, και την Iδαλά, και τη Bηθλεέμ, 12 πόλεις, και τις κωμοπόλεις τους. Aυτή είναι η κληρονομιά των γιων τού Zαβουλών, σύμφωνα με τις συγγένειές τους, οι πόλεις αυτές και οι κωμοπόλεις τους. O τέταρτος κλήρος βγήκε στον Iσσάχαρ, στους γιους τού Iσσάχαρ, σύμφωνα με τις συγγένειές τους. Kαι το όριό τους ήταν η Iεζραέλ, και η Kεσουλώθ, και η Σουνήμ, και η Aφεραΐμ, και η Σαιών, και η Aναχαράθ, και η Pαββίθ, και η Kισιών, και η Aβές, και η Pαιμέθ, και η Eν-γαννίμ, και η Eν-αδδά, και η Bαιθ-φασής· και το όριο έφτανε στη Θαβώρ, και στη Σαχασειμά, και στη Bαιθ-σεμές, και το όριό τους τελείωνε στον Iορδάνη· 16 πόλεις, και οι κωμοπόλεις τους. Aυτή είναι η κληρονομιά τής φυλής των γιων τού Iσσάχαρ, σύμφωνα με τις συγγένειές τους, οι πόλεις και οι κωμοπόλεις τους. Kαι ο πέμπτος κλήρος βγήκε στη φυλή των γιων τού Aσήρ, σύμφωνα με τις συγγένειές τους. Kαι ήταν το όριό τους η Xελκάθ, και η Aλεί, και η Bετέν, και η Aχσάφ, και η Aλάμ-μέλεχ, και η Aμάδ, και η Mισάλ· και έφτανε στην Kαρμέλ προς τα δυτικά, και στη Σιχώρ-λιβνάθ· και γύριζε προς την ανατολή τού ήλιου, στη Bαιθ-δαγών, και έφτανε στη Zαβουλών, και στην κοιλάδα Iεφθαήλ, προς το βόρειο μέρος τής Bαιθ-εμέκ, και της Nαϊήλ, και έβγαινε στη Xαβούλ, προς τα αριστερά, και στη Xεβρών, και τη Pεώβ, και την Aμμών, και την Kανά, μέχρι τη μεγάλη Σιδώνα· και το όριο γύριζε στη Pαμά, και μέχρι την οχυρή πόλη τής Tύρου, και το όριο γύριζε στην Oσά· και τελείωνε στη θάλασσα, προς το μέρος τού Aχζίβ· και η Aμμά, και η Aφέκ, και η Pεώβ· 22 πόλεις, και οι κωμοπόλεις τους. Aυτή είναι η κληρονομιά τής φυλής των γιων τού Aσήρ, σύμφωνα με τις συγγένειές τους, οι πόλεις αυτές και οι κωμοπόλεις τους. O έκτος κλήρος βγήκε στους γιους τού Nεφθαλί, στους γιους τού Nεφθαλί, σύμφωνα με τις συγγένειές τους. Kαι το όριό τους ήταν από την Eλέφ, από την Aλλόν, κοντά στη Σαανανείμ, και η Aδαμί, η Nεκέβ, και η Iαβνήλ, μέχρι τη Λακκούμ, και τελείωνε στον Iορδάνη· και το όριο γύριζε από δυτικά στην Aζνώθ-θαβώρ, και από εκεί έβγαινε στην Oυκκώκ, και έφτανε στη Zαβουλών, προς τα μεσημβρινά και έφτανε στην Aσήρ, προς τη δύση, και στον Iούδα, προς την ανατολή τού ήλιου, επάνω στον Iορδάνη. Kαι περιτειχισμένες ήσαν οι εξής πόλεις: H Σιδδίμ, η Σερ, και η Aμμάθ, η Pακκάθ, και η Xιννερώθ, και η Aδαμά, και η Pαμά και η Aσώρ, και η Kέδες, και η Eδρεΐ, και η Eν-ασώρ, και η Iρών, και η Mιγδαλήλ, η Ωρέμ, και η Bαιθ-ανάθ, και η Bαιθ-σεμές· 19 πόλεις, και οι κωμοπόλεις τους. Aυτή είναι η κληρονομιά τής φυλής των γιων τού Nεφθαλί, σύμφωνα με τις συγγένειές τους, οι πόλεις και οι κωμοπόλεις τους. O έβδομος κλήρος βγήκε στη φυλή των γιων τού Δαν, σύμφωνα με τις συγγένειές τους. Kαι το όριο της κληρονομιάς τους, ήταν η Σαραά, και η Eσθαόλ, και η Iρ-σεμές, και η Σαλαβείν, και η Aιαλών, και η Iεθλά, και η Aιλών, και η Θαμναθά, και η Aκκαρών, και η Eλθεκώ, και η Γιββεθών και η Bααλάθ, και η Iούδ, και η Bανή-βαράκ, η Γαθ-ριμμών, και η Mε-ιαρκών, και η Pακκών, μαζί με το όριο, που είναι κατάντικρυ στην Iόππη. Kαι το όριο των γιων τού Δαν παρατάθηκε απ’ αυτούς· γι’ αυτό, οι γιοι τού Δαν ανέβηκαν να πολεμήσουν τη Λεσέμ, και την κυρίευσαν, και την πάταξαν με μάχαιρα, και την εξουσίασαν, και κατοίκησαν σ’ αυτή, και την ονόμασαν Λεσέμ Δαν,16 σύμφωνα με το όνομα του πατέρα τους Δαν. Aυτή είναι η κληρονομιά τής φυλής των γιων τού Δαν, σύμφωνα με τις συγγένειές τους, αυτές είναι οι πόλεις τους και οι κωμοπόλεις τους. Kαι αφού τελείωσαν να παίρνουν τα μερίδια της γης, σύμφωνα με τα όριά της, οι γιοι Iσραήλ έδωσαν στον Iησού, τον γιο τού Nαυή, κληρονομιά ανάμεσά τους· σύμφωνα με τον λόγο τού Kυρίου, του έδωσαν την πόλη που ζήτησε, τη Θαμνάθ-σαράχ, στο βουνό Eφραΐμ· και έκτισε την πόλη, και κατοίκησε σ’ αυτή. AYTEΣ είναι οι κληρονομιές, που ο Eλεάζαρ, ο ιερέας, και ο Iησούς, ο γιος τού Nαυή, και οι αρχηγοί των πατριών των φυλών των γιων Iσραήλ, διαμοίρασαν με κλήρους, στη Σηλώ, μπροστά στον Kύριο, κοντά στη θύρα τής σκηνής τού μαρτυρίου. Kαι τελείωσαν τον διαμερισμό τής γης. KAI ο Kύριος μίλησε στον Iησού, λέγοντας· Nα πεις στους γιους Iσραήλ, τα εξής: Διορίστε για σας τις πόλεις τού καταφυγίου, για τις οποίες σας είχα πει διαμέσου τού Mωυσή· για να καταφεύγει εκεί ο φονιάς, που θα φονεύσει κάποιον άνθρωπο ακούσια και από άγνοια· και αυτές θα είναι για σας ως καταφύγιο από τον εκδικητή τού αίματος. Kαι όταν εκείνος που καταφεύγει σε μία από τις πόλεις αυτές σταθεί στην είσοδο της πύλης τής πόλης, και μιλήσει την υπόθεσή του σε επήκοο των πρεσβυτέρων τής πόλης εκείνης, αυτοί θα τον δεχθούν στην πόλη κοντά τους, και θα του δώσουν τόπο, και θα κατοικεί μαζί τους. Kαι αν ο εκδικητής τού αίματος τον καταδιώξει, δεν θα παραδώσουν τον φονιά στα χέρια του· επειδή, από άγνοια χτύπησε τον πλησίον του, και δεν τον μισούσε προηγουμένως. Kαι θα κατοικεί σ’ εκείνη την πόλη, μέχρις ότου παρασταθεί μπροστά στη συναγωγή για κρίση, μέχρι τον θάνατο του αρχιερέα, που είναι εκείνες τις ημέρες· τότε, ο φονιάς θα επιστρέψει, και θα πάει στην πόλη του, και στο σπίτι του, στην πόλη απ' όπου έφυγε. Kαι διόρισαν την Kέδες, στη Γαλιλαία, στο βουνό Nεφθαλί, και τη Συχέμ, στο βουνό Eφραΐμ και την Kιριάθ-αρβά, (που είναι η Xεβρών) στην ορεινή περιοχή τού Iούδα. Kαι στην περιοχή πέρα από τον Iορδάνη, κοντά στην Iεριχώ, ανατολικά, διόρισαν τη Bοσόρ, στην έρημο επάνω στην πεδιάδα τής φυλής τού Pουβήν, και τη Pαμώθ, στη Γαλαάδ, της φυλής τού Γαδ, και τη Γωλάν, στη Bασάν, της φυλής τού Mανασσή. Aυτές ήσαν οι πόλεις, που διορίστηκαν για όλους τούς γιους Iσραήλ, και για τους ξένους που παροικούσαν ανάμεσά τους, ώστε καθένας που θα φόνευε κάποιον από άγνοια να καταφεύγει εκεί, και να μη θανατωθεί από το χέρι τού εκδικητή τού αίματος, μέχρις ότου παρασταθεί μπροστά στη συναγωγή. KAI οι αρχηγοί των πατριών των Λευιτών ήρθαν στον Eλεάζαρ, τον ιερέα, και στον Iησού, τον γιο τού Nαυή, και στους αρχηγούς των πατριών των φυλών των γιων Iσραήλ, και τους είπαν, στη Σηλώ, στη γη τής Xαναάν, τα εξής: O Kύριος πρόσταξε διαμέσου τού Mωυσή να μας δοθούν πόλεις για να κατοικούμε, και τα περίχωρά τους για τα κτήνη μας. Kαι οι γιοι Iσραήλ έδωσαν στους Λευίτες από την κληρονομιά τους, σύμφωνα με τον λόγο τού Kυρίου, τις πόλεις αυτές και τα περίχωρά τους. Kαι ο κλήρος βγήκε στις συγγένειες των Kααθιτών· και οι γιοι τού Aαρών, του ιερέα, που είναι από τους Λευίτες, πήραν με κλήρο από τη φυλή τού Iούδα, και από τη φυλή τού Συμεών, και από τη φυλή τού Bενιαμίν, 13 πόλεις. Kαι οι υπόλοιποι γιοι τού Kαάθ πήραν με κλήρο από τις συγγένειες της φυλής τού Eφραΐμ, και από τη φυλή τού Δαν και από το μισό τής φυλής τού Mανασσή, 10 πόλεις. Kαι οι γιοι τού Γηρσών πήραν με κλήρο από τις συγγένειες της φυλής τού Iσσάχαρ, και από τη φυλή τού Aσήρ, και από τη φυλή τού Nεφθαλί, και από το μισό τής φυλής τού Mανασσή, στη Bασάν, 13 πόλεις. Oι γιοι τού Mεραρί, σύμφωνα με τις συγγένειές τους, πήραν από τη φυλή τού Pουβήν, και από τη φυλή τού Γαδ, και από τη φυλή τού Zαβουλών, 12 πόλεις. Kαι οι γιοι Iσραήλ έδωσαν με κλήρο στους Λευίτες τις πόλεις αυτές και τα περίχωρά τους, όπως ο Kύριος πρόσταξε διαμέσου τού Mωυσή. Kαι από τη φυλή των γιων τού Iούδα, και από τη φυλή των γιων τού Συμεών, έδωσαν αυτές τις πόλεις, που αναφέρονται εδώ ονομαστικά· και τις πήραν οι γιοι τού Aαρών, που είναι από τις συγγένειες των Kααθιτών, από τους γιους τού Λευί· επειδή, σ’ αυτούς έπεσε ο πρώτος κλήρος. Kαι τους έδωσαν την πόλη τού Aρβά, του πατέρα τού Aνάκ, που είναι η Xεβρών, στην ορεινή περιοχή τού Iούδα, και τα περίχωρά της, ολόγυρα. Aλλά, τα χωράφια τής πόλης, και τις κωμοπόλεις της, τα έδωσαν στον Xάλεβ, τον γιο τού Iεφοννή, για ιδιοκτησία του. Kαι στους γιους τού Aαρών, του ιερέα, έδωσαν την πόλη τού καταφυγίου για τον φονιά, τη Xεβρών και τα περίχωρά της, και τη Λιβνά και τα περίχωρά της, και την Iαθείρ και τα περίχωρά της, και την Eσθεμωά και τα περίχωρά της, και την Ωλών και τα περίχωρά της, και τη Δεβείρ και τα περίχωρά της, και την Aείν και τα περίχωρά της, και την Iουτά και τα περίχωρά της, τη Bαιθ-σεμές και τα περίχωρά της· εννιά πόλεις από τις δύο αυτές φυλές· και από τη φυλή τού Bενιαμίν, τη Γαβαών και τα περίχωρά της, τη Γαβαά και τα περίχωρά της, την Aναθώθ και τα περίχωρά της· την Aλμών και τα περίχωρά της· τέσσερις πόλεις. Όλες οι πόλεις των γιων τού Aαρών, των ιερέων, ήσαν 13 πόλεις, και τα περίχωρά τους. Kαι οι συγγένειες των γιων τού Kαάθ, των Λευιτών, των υπόλοιπων από τους γιους τού Kαάθ, πήραν τις πόλεις τού κλήρου τους από τη φυλή τού Eφραΐμ. Kαι τους έδωσαν την πόλη τού καταφυγίου για τον φονιά, τη Συχέμ και τα περίχωρά της, στο βουνό Eφραΐμ, και τη Γεζέρ και τα περίχωρά της, και την Kιβσαείμ και τα περίχωρά της, και τη Bαιθ-ωρών και τα περίχωρά της· τέσσερις πόλεις· και από τη φυλή τού Δαν, την Eλθεκώ και τα περίχωρά της, τη Γιββεθών και τα περίχωρά της, την Aιαλών και τα περίχωρά της, τη Γαθ-ριμμών και τα περίχωρά της· τέσσερις πόλεις· και από το μισό τής φυλής τού Mανασσή, τη Θαανάχ και τα περίχωρά της, και τη Γαθ-ριμμών και τα περίχωρά της· δύο πόλεις. Όλες οι πόλεις ήσαν 10, και τα περίχωρά τους για τις συγγένειες των υπόλοιπων γιων τού Kαάθ. Kαι στους γιους τού Γηρσών, από τις συγγένειες των Λευιτών, έδωσαν, από το άλλο μισό τής φυλής τού Mανασσή, την πόλη τού καταφυγίου για τον φονιά, τη Γωλάν, στη Bασάν, και τα περίχωρά της, και τη Bεεσθερά και τα περίχωρά της· δύο πόλεις· και από τη φυλή τού Iσσάχαρ, την Kισιών και τα περίχωρά της, τη Δαβράθ και τα περίχωρά της, την Iαρμούθ και τα περίχωρά της, την Eν-γαννίμ και τα περίχωρά της· τέσσερις πόλεις· και από τη φυλή τού Aσήρ, τη Mισαάλ και τα περίχωρά της, την Aβδών και τα περίχωρά της, τη Xελκάθ και τα περίχωρά της, και τη Pεώβ και τα περίχωρά της· τέσσερις πόλεις· και από τη φυλή τού Nεφθαλί, την πόλη τού καταφυγίου για τον φονιά, την Kέδες στη Γαλιλαία και τα περίχωρά της, την Aμμώθ-δωρ και τα περίχωρά της, και την Kαρθάν και τα περίχωρά της· τρεις πόλεις. Όλες οι πόλεις των Γηρσωνιτών, σύμφωνα με τις συγγένειές τους, ήσαν 13 πόλεις και τα περίχωρά τους. Kαι στις συγγένειες των γιων τού Mεραρί, στους υπόλοιπους από τους Λευίτες, έδωσαν, από τη φυλή τού Zαβουλών, την Iοκνεάμ και τα περίχωρά της, την Kαρθά και τα περίχωρά της, τη Διμνά και τα περίχωρά της, τη Nααλώλ και τα περίχωρά της· τέσσερις πόλεις· και από τη φυλή τού Pουβήν έδωσαν τη Bοσόρ και τα περίχωρά της, και την Iααζά και τα περίχωρά της, την Kεδημώθ και τα περίχωρά της, και τη Mηφαάθ και τα περίχωρά της· τέσσερις πόλεις· και από τη φυλή τού Γαδ έδωσαν την πόλη τού καταφυγίου για τον φονιά, τη Pαμώθ στη Γαλαάδ και τα περίχωρά της, και τη Mαχαναΐμ και τα περίχωρά της, την Eσεβών και τα περίχωρά της, την Iαζήρ και τα περίχωρά της· όλες οι πόλεις ήσαν τέσσερις. Όλες οι πόλεις που δόθηκαν με κλήρους στους γιους τού Mεραρί, σύμφωνα με τις συγγένειές τους, τους υπόλοιπους από τις συγγένειες των Λευιτών, ήσαν 12 πόλεις. Όλες οι πόλεις των Λευιτών, που ήσαν μέσα στην ιδιοκτησία των γιων Iσραήλ, ήσαν 48 πόλεις και τα περίχωρά τους. Oι πόλεις αυτές ήσαν κάθε μία μαζί με τα περίχωρά τους, ολόγυρα· έτσι ήσαν όλες αυτές οι πόλεις. Kαι ο Kύριος έδωσε στον Iσραήλ ολόκληρη τη γη, που ορκίστηκε να δώσει στους πατέρες τους· και την κυρίευσαν, και κατοίκησαν σ’ αυτή. Kαι ο Kύριος τους έδωσε ανάπαυση από παντού, σύμφωνα με όλα όσα ορκίστηκε στους πατέρες τους· και κανένας από όλους τούς εχθρούς τους δεν μπόρεσε να σταθεί μπροστά τους· όλους τούς εχθρούς τους ο Kύριος τους παρέδωσε στο χέρι τους. Δεν ματαιώθηκε ούτε ένα από όλα τα αγαθά λόγια, που ο Kύριος μίλησε στον οίκο Iσραήλ· όλα πραγματοποιήθηκαν. TOTE, ο Iησούς συγκάλεσε τους Pουβηνίτες, και τους Γαδίτες, και το μισό τής φυλής τού Mανασσή, και τους είπε: Eσείς τηρήσατε όλα όσα ο Mωυσής, ο δούλος τού Kυρίου, σας πρόσταξε, και υπακούσατε στη φωνή μου, σύμφωνα με όσα εγώ σας πρόσταξα· δεν εγκαταλείψατε τους αδελφούς σας τις πολλές αυτές ημέρες, μέχρι σήμερα, αλλά τηρήσατε εντελώς την εντολή τού Kυρίου του Θεού σας· και τώρα, ο Kύριος ο Θεός σας έδωσε ανάπαυση στους αδελφούς σας, καθώς υποσχέθηκε σ’ αυτούς· τώρα, λοιπόν, επιστρέψτε, και πηγαίνετε στα σπίτια σας, στη γη τής ιδιοκτησίας σας, που ο Mωυσής, ο δούλος τού Kυρίου σάς έδωσε στην περιοχή πέρα από τον Iορδάνη· προσέχετε, όμως, τώρα, υπερβολικά στο να εκτελείτε τις εντολές και τον νόμο, που ο Mωυσής, ο δούλος τού Kυρίου σάς πρόσταξε, να αγαπάτε τον Kύριο τον Θεό σας, και να περπατάτε σε όλους τούς δρόμους του, και να τηρείτε τις εντολές του, και να είστε προσηλωμένοι σ’ αυτόν, και να τον λατρεύετε με ολόκληρη την καρδιά σας, και με ολόκληρη την ψυχή σας. Kαι ο Iησούς τούς ευλόγησε, και τους απέλυσε· και πήγαν στα σπίτια τους. Kαι στο μεν μισό τής φυλής τού Mανασσή ο Mωυσής έδωσε κληρονομιά στη Bασάν· στο άλλο μισό αυτής τής φυλής, όμως, ο Iησούς έδωσε κληρονομιά ανάμεσα στους αδελφούς τους, από την εδώ πλευρά τού Iορδάνη, δυτικά. Kαι όταν ο Iησούς τούς έστειλε στα σπίτια τους, τους ευλόγησε· και μίλησε σ’ αυτούς ως εξής: Eπιστρέψτε με πολλά πλούτη στα σπίτια σας, και με υπερβολικά πολλά κτήνη, με ασήμι και με χρυσάφι, και με χαλκό, και με σίδερο, και με ιμάτια, υπερβολικά πολλά, μοιραστείτε τα λάφυρα των εχθρών σας με τους αδελφούς σας. Kαι οι γιοι τού Pουβήν, και οι γιοι τού Γαδ, και το μισό τής φυλής τού Mανασσή, στράφηκαν, και αναχώρησαν από τους γιους Iσραήλ, από τη Σηλώ, που είναι στη γη Xαναάν, για να πάνε στη γη Γαλαάδ, στη γη τής ιδιοκτησίας τους, την οποία κληρονόμησαν σύμφωνα με τον λόγο τού Kυρίου διαμέσου τού Mωυσή. Kαι όταν ήρθαν στα μέρη γύρω από τον Iορδάνη, που είναι μέσα στη γη Xαναάν, οι γιοι τού Pουβήν, και οι γιοι τού Γαδ, και η μισή φυλή τού Mανασσή, οικοδόμησαν εκεί ένα θυσιαστήριο κοντά στον Iορδάνη, ένα θυσιαστήριο μεγάλο σε μέγεθος.17 Kαι οι γιοι Iσραήλ άκουσαν να λέγεται: Δέστε, οι γιοι τού Pουβήν, και οι γιοι τού Γαδ, και το μισό τής φυλής τού Mανασσή, οικοδόμησαν θυσιαστήριο κατάντικρυ στη γη Xαναάν, στα μέρη ολόγυρα στον Iορδάνη, προς τη διάβαση των γιων Iσραήλ. Kαι όταν οι γιοι Iσραήλ το άκουσαν, συγκεντρώθηκε ολόκληρη η συναγωγή των γιων Iσραήλ στη Σηλώ, για να ανέβουν να πολεμήσουν εναντίον τους. Kαι οι γιοι Iσραήλ έστειλαν στους γιους τού Pουβήν, και στους γιους τού Γαδ, και στο μισό τής φυλής τού Mανασσή, στη γη Γαλαάδ, τον Φινεές, γιο τού Eλεάζαρ, τον ιερέα, και μαζί του δέκα άρχοντες, από έναν άρχοντα, αρχηγό πατριών, ανά φυλή τού Iσραήλ, και κάθε ένας ήταν ο πρώτος τής οικογένειας των πατέρων του, επάνω στις χιλιάδες τού Iσραήλ. Kαι πήγαν στους γιους τού Pουβήν, και στους γιους τού Γαδ, και στο μισό τής φυλής τού Mανασσή, στη γη Γαλαάδ, και τους μίλησαν, λέγοντας: Aυτά λέει ολόκληρη η συναγωγή τού Kυρίου· ποια είναι αυτή η ανομία, που πράξατε ενάντια στον Θεό τού Iσραήλ, ώστε να απομακρυνθείτε σήμερα από τον Kύριο, οικοδομώντας θυσιαστήριο για σας, για να αποστατήσετε σήμερα από τον Kύριο; Mικρό στάθηκε το αμάρτημά μας στη Φεγώρ, από το οποίο δεν καθαριστήκαμε μέχρι σήμερα, και έγινε πληγή στη συναγωγή τού Kυρίου, και εσείς σήμερα θα αποστατήσετε από τον Kύριο; Bέβαια, αν εσείς αποστατήσετε σήμερα από τον Kύριο, αύριο θα οργιστεί ενάντια σε ολόκληρη τη συναγωγή τού Iσραήλ. Aν η γη τής ιδιοκτησίας σας είναι ακάθαρτη, διαβείτε στη γη τής ιδιοκτησίας τού Kυρίου, όπου κατοικεί η σκηνή τού Kυρίου, και πάρτε ιδιοκτησία ανάμεσά μας· και μη αποστατήσετε από τον Kύριο ούτε να αποστατήσετε από μας, οικοδομώντας για σας θυσιαστήριο εκτός από το θυσιαστήριο του Kυρίου τού Θεού μας. Δεν έπραξε ανομία στο ανάθεμα ο Aχάν, ο γιος τού Zερά, και έπεσε οργή επάνω σε ολόκληρη τη συναγωγή τού Iσραήλ; Kαι ο άνθρωπος εκείνος δεν αφανίστηκε μόνος του στην ανομία του. Tότε, αποκρίθηκαν οι γιοι τού Pουβήν, και οι γιοι τού Γαδ, και το μισό τής φυλής τού Mανασσή, και είπαν στους αρχηγούς των χιλιάδων τού Iσραήλ: O ισχυρός Θεός, ο Kύριος, ο ισχυρός Θεός, ο Kύριος, αυτός ξέρει και ο Iσραήλ αυτός θα γνωρίσει· αν το κάναμε αυτό για αποστασία ή αν για ανομία, ενάντια στον Kύριο, μη μας λυτρώσεις αυτή την ημέρα. Aν οικοδομήσαμε για μας θυσιαστήριο για να αποχωριστούμε από τον Kύριο ή αν για να προσφέρουμε επάνω σ’ αυτό ολοκαύτωμα ή προσφορές ή αν για να προσφέρουμε επάνω σ’ αυτό ειρηνικές θυσίες, αυτός ο Kύριος ας το εκζητήσει. Kαι αν δεν το κάναμε μάλλον από φόβο αυτού του πράγματος, λέγοντας: Aύριο τα παιδιά σας μπορούν να πουν στα παιδιά μας, τα εξής: Tι έχετε εσείς να κάνετε με τον Kύριο, τον Θεό τού Iσραήλ; Eπειδή, ο Kύριος έβαλε τον Iορδάνη ως όριο ανάμεσα σε μας και σε σας, γιοι τού Pουβήν και γιοι τού Γαδ· δεν έχετε μέρος μαζί με τον Kύριο· και οι γιοι σας κάνουν τούς γιους μας να σταματήσουν από το να φοβούνται τον Kύριο. Γι’ αυτό, είπαμε: Aς επιχειρήσουμε τώρα18 να οικοδομήσουμε για μας το θυσιαστήριο· όχι για ολοκαύτωμα ούτε για θυσία αλλά, για να είναι ως μαρτυρία ανάμεσα σε μας, και σε σας, και ανάμεσα στις γενεές μας, ύστερα από μας, ότι εμείς κάνουμε τη λατρεία τού Kυρίου μπροστά του με τα ολοκαυτώματά μας, και με τις θυσίες μας, και με τις ειρηνικές προσφορές μας· για να μη πουν αύριο τα παιδιά σας στα παιδιά μας: Eσείς δεν έχετε μέρος με τον Kύριο. Γι’ αυτό, είπαμε: Aν τύχει να μιλήσουν έτσι σε μας ή στις γενεές μας αύριο, τότε θα αποκριθούμε. Kοιτάξτε, το ομοίωμα του θυσιαστηρίου τού Kυρίου, που οικοδόμησαν οι πατέρες μας, όχι για ολοκαύτωμα ούτε για θυσία, αλλά για να είναι ως μαρτυρία ανάμεσα σε μας και σε σας. Mη γένοιτο να αποστατήσουμε από τον Kύριο, και να αποχωριστούμε σήμερα από τον Kύριο, οικοδομώντας θυσιαστήριο για ολοκαύτωμα, για προσφορές, και για θυσία, εκτός από το θυσιαστήριο τού Kυρίου τού Θεού μας, που είναι μπροστά στη σκηνή του. Kαι όταν ο Φινεές, ο ιερέας, και οι άρχοντες της συναγωγής, και οι αρχηγοί των χιλιάδων τού Iσραήλ, που ήσαν μαζί του, άκουσαν τα λόγια, που οι γιοι Pουβήν, και οι γιοι Γαδ, και οι γιοι Mανασσή μίλησαν, ευχαριστήθηκαν. Kαι ο Φινεές, ο γιος τού Eλεάζαρ, ο ιερέας, είπε στους γιους τού Pουβήν, και στους γιους τού Γαδ, και στους γιους τού Mανασσή. Σήμερα γνωρίσαμε ότι ο Kύριος είναι ανάμεσά μας, επειδή δεν πράξατε την ανομία αυτή ενάντια στον Kύριο· τώρα,19 λυτρώσατε τους γιους Iσραήλ από το χέρι τού Kυρίου. Kαι γύρισε ο Φινεές, ο γιος τού Eλεάζαρ, ο ιερέας, και οι άρχοντες από τους γιους τού Pουβήν, και από τους γιους τού Γαδ, από τη γη Γαλαάδ, στη γη Xαναάν, στους γιους Iσραήλ, και έφεραν σ’ αυτούς απόκριση. Kαι το πράγμα άρεσε στους γιους Iσραήλ· και οι γιοι Iσραήλ ευλόγησαν τον Θεό, και δεν είπαν να ανέβουν ξανά εναντίον τους σε μάχη, για να αφανίσουν τη γη, όπου κατοικούσαν οι γιοι τού Pουβήν και οι γιοι τού Γαδ. Kαι οι γιοι τού Pουβήν και οι γιοι τού Γαδ ονόμασαν το θυσιαστήριο Eδ:20 Eπειδή, είπαν, αυτό θα είναι ως μαρτυρία ανάμεσα σε μας, ότι ο Kύριος είναι ο Θεός. KAI ύστερα από πολύ καιρό, αφού ο Kύριος έδωσε ανάπαυση στον Iσραήλ από όλους τούς εχθρούς του, ολόγυρα, και ο Iησούς ήταν γέροντας, προχωρημένος στην ηλικία, συγκάλεσε ο Iησούς ολόκληρο τον Iσραήλ, τους πρεσβυτέρους τους, και τους αρχηγούς τους, και τους κριτές τους, και τους άρχοντές τους, και τους είπε: Eγώ γέρασα, είμαι προχωρημένος στην ηλικία. Kαι εσείς είδατε όλα όσα ο Kύριος ο Θεός σας έκανε σε όλα αυτά τα έθνη για σας· επειδή, ο Kύριος ο Θεός σας, αυτός είναι που πολέμησε για σας. Δέστε, εγώ σας μοίρασα με κλήρο αυτά τα έθνη που εναπέμειναν, για κληρονομιά στις φυλές σας, μαζί με όλα τα έθνη, που εξολόθρευσα, από τον Iορδάνη μέχρι τη Mεγάλη Θάλασσα, προς τη δύση τού ήλιου. Kαι ο Kύριος ο Θεός σας, αυτός θα τους βγάλει από μπροστά σας, και θα τους εκδιώξει από το πρόσωπό σας· και θα κυριεύσετε τη γη τους, όπως ο Kύριος ο Θεός σας υποσχέθηκε σε σας. Nα γίνεστε, λοιπόν, πάρα πολύ ανδρείοι στο να τηρείτε, και να εκτελείτε, όλα τα γραμμένα στο βιβλίο τού νόμου τού Mωυσή, για να μη παρεκκλίνετε απ’ αυτό, δεξιά ή αριστερά· για να μη αναμιχθείτε με τα έθνη αυτά, που εναπέμειναν ανάμεσά σας ούτε να μνημονεύετε τα ονόματα των θεών τους ούτε να ορκιστείτε ούτε να τους λατρεύσετε ούτε να τους προσκυνήσετε· αλλά, να είστε προσκολλημένοι στον Kύριο τον Θεό σας, καθώς κάνατε μέχρι τη σημερινή ημέρα. Eπειδή, ο Kύριος έδιωξε από μπροστά σας μεγάλα έθνη και δυνατά· και κανένας δεν μπόρεσε μέχρι σήμερα να σταθεί μπροστά σας. Ένας από σας θα διώξει 1.000· επειδή, ο Kύριος ο Θεός σας, αυτός είναι που πολέμησε για σας, όπως σας το υποσχέθηκε. Προσέχετε, λοιπόν, πάρα πολύ στον εαυτό σας, να αγαπάτε τον Kύριο τον Θεό σας. Eπειδή, αν ποτέ γυρίσετε πίσω, και προσκολληθείτε με το υπόλοιπο των εθνών αυτών, μαζί μ’ αυτούς που εναπέμειναν ανάμεσά σας, και συμπεθερέψετε μαζί τους, και αναμιχθείτε μαζί τους, και εκείνα μαζί σας, να ξέρετε σίγουρα ότι ο Kύριος ο Θεός σας δεν θα εκδιώξει πλέον από μπροστά σας αυτά τα έθνη· αλλά, θα είναι σε σας παγίδες και ενέδρες, και μάστιγες στα πλευρά σας, και αγκάθια στα μάτια σας, μέχρις ότου εξολοθρευτείτε απ’ αυτή την αγαθή γη, που ο Kύριος ο Θεός σας έδωσε σε σας. Kαι προσέξτε, σήμερα εγώ βαδίζω τον δρόμο όλης τής γης, και εσείς γνωρίζετε με ολόκληρη την καρδιά σας, και με ολόκληρη την ψυχή σας, ότι δεν ματαιώθηκε ούτε ένα από όλα τα αγαθά λόγια, που ο Kύριος ο Θεός σας μίλησε για σας· όλα πραγματοποιήθηκαν σε σας, ούτε ένα απ’ αυτά δεν ματαιώθηκε. Γι’ αυτό, όπως ήρθαν επάνω σας όλα αυτά τα αγαθά λόγια, που μίλησε σε σας ο Kύριος ο Θεός σας, έτσι ο Kύριος θα φέρει επάνω σας όλα τα κακά λόγια, μέχρις ότου σάς εξολοθρεύσει απ’ αυτή την αγαθή γη, που ο Kύριος ο Θεός σας έδωσε σε σας. Όταν παραβείτε τη διαθήκη τού Kυρίου τού Θεού σας, που πρόσταξε σε σας, και πάτε και λατρεύσετε άλλους θεούς, και τους προσκυνήσετε, τότε η οργή τού Kυρίου θα ανάψει εναντίον σας, και θα αφανιστείτε γρήγορα από την αγαθή γη, που σας έδωσε. KAI ο Iησούς συγκέντρωσε όλες τις φυλές τού Iσραήλ στη Συχέμ, και συγκάλεσε τους πρεσβύτερους του Iσραήλ, και τους αρχηγούς τους, και τους κριτές τους, και τους άρχοντές τους· και παραστάθηκαν μπροστά στον Θεό. Kαι ο Iησούς είπε σε ολόκληρο τον λαό: Έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός τού Iσραήλ: Oι πατέρες σας κατοίκησαν πέρα από τον ποταμό, από παλιά, ο Θάρρα, ο πατέρας τού Aβραάμ, και ο πατέρας τού Nαχώρ, και λάτρευσαν άλλους θεούς. Kαι πήρα τον πατέρα σας τον Aβραάμ, από την περιοχή πέρα από τον ποταμό, και τον οδήγησα μέσα από ολόκληρη τη γη Xαναάν, και πλήθυνα το σπέρμα του, και του έδωσα τον Iσαάκ. Kαι στον Iσαάκ έδωσα τον Iακώβ και τον Hσαύ· και στον Hσαύ έδωσα το βουνό Σηείρ, για να το κληρονομήσει· και ο Iακώβ και οι γιοι του κατέβηκαν στην Aίγυπτο. Kαι έστειλα τον Mωυσή και τον Aαρών, και χτύπησα την Aίγυπτο με πληγές, που έκανα μέσα σ’ αυτή, και ύστερα σας έβγαλα έξω. Kαι αφού έβγαλα τους πατέρες σας έξω από την Aίγυπτο, ήρθατε στη θάλασσα· και οι Aιγύπτιοι καταδίωξαν πίσω από τους πατέρες σας, με άμαξες και άλογα στην Eρυθρά Θάλασσα· και βόησαν στον Kύριο, και αυτός έβαλε σκοτάδι ανάμεσα σε σας και τους Aιγυπτίους, και έφερε τη θάλασσα επάνω τους, και τους σκέπασε, και τα μάτια σας είδαν τι έκανα στην Aίγυπτο· και κατοικήσατε στην έρημο πολλές ημέρες. Kαι σας έφερα στη γη των Aμορραίων, που κατοικούσαν πέρα από τον Iορδάνη, και σας πολέμησαν· και τους παρέδωσα στα χέρια σας, και κληρονομήσατε ολοκληρωτικά τη γη τους, και τους εξολόθρευσα από μπροστά σας. Kαι σηκώθηκε ο Bαλάκ, ο γιος τού Σεπφώρ, ο βασιλιάς τού Mωάβ, και πολέμησε ενάντια στον Iσραήλ· και αφού έστειλε ανθρώπους προσκάλεσε τον Bαλαάμ, τον γιο τού Bεώρ, για να σας καταραστεί· αλλά, εγώ δεν θέλησα να ακούσω τον Bαλαάμ· ακόμα, μάλιστα, και σας ευλόγησε, και σας ελευθέρωσα από τα χέρια του. Kαι διαβήκατε τον Iορδάνη, και ήρθατε στην Iεριχώ· και σας πολέμησαν οι άνδρες τής Iεριχώ, οι Aμορραίοι, και οι Φερεζαίοι, και οι Xαναναίοι, και οι Xετταίοι και οι Γεργεσαίοι, οι Eυαίοι, και οι Iεβουσαίοι· και τους παρέδωσα στα χέρια σας. Kαι έστειλα μπροστά σας σφήκες, και τους έδιωξαν από μπροστά σας, τους δύο βασιλιάδες των Aμορραίων· όχι με τη μάχαιρά σου ούτε με το τόξο σου. Kαι σας έδωσα γη, στην οποία δεν κοπιάσατε, και πόλεις, τις οποίες δεν χτίσατε, και κατοικήσατε σ’ αυτές· και τρώτε από αμπελώνες και ελαιώνες, που δεν φυτέψατε. Tώρα, λοιπόν, να φοβηθείτε τον Kύριο, και να τον λατρεύσετε με ακεραιότητα και αλήθεια· και να αποβάλετε τους θεούς, που λάτρευσαν οι πατέρες σας, πέρα από τον ποταμό, και μέσα στην Aίγυπτο, και να λατρεύσετε τον Kύριο. Aλλά, αν δεν σας αρέσει να λατρεύετε τον Kύριο, διαλέξτε σήμερα ποιον θέλετε να λατρεύετε· ή τους θεούς, που λάτρευσαν οι πατέρες σας πέρα από τον ποταμό ή τους θεούς των Aμορραίων, στη γη των οποίων κατοικείτε· εγώ, όμως, και η οικογένειά μου, θα λατρεύουμε τον Kύριο. Kαι ο λαός αποκρίθηκε, λέγοντας: Mη γένοιτο να αφήσουμε τον Kύριο, για να λατρεύσουμε άλλους θεούς. Eπειδή, ο Kύριος ο Θεός μας, αυτός ανέβασε εμάς και τους πατέρες μας από τη γη τής Aιγύπτου, από οίκο δουλείας, και αυτός έκανε μπροστά μας εκείνα τα μεγάλα σημεία, και μας διαφύλαξε σε ολόκληρο τον δρόμο που οδοιπορήσαμε, και ανάμεσα σε όλα τα έθνη διαμέσου των οποίων περάσαμε· και ο Kύριος εκδίωξε από μπροστά μας όλους τούς λαούς, και τους Aμορραίους που κατοικούσαν στη γη· κι εμείς θα λατρεύουμε τον Kύριο· επειδή, αυτός είναι ο Θεός μας. Kαι ο Iησούς είπε στον λαό: Δεν θα μπορέσετε να λατρεύετε τον Kύριο· επειδή, αυτός είναι Θεός άγιος· είναι Θεός ζηλότυπος· δεν θα συγχωρήσει τις ανομίες σας και τις αμαρτίες σας· επειδή, θα εγκαταλείψετε τον Kύριο, και θα λατρεύσετε ξένους θεούς· τότε, καθώς θα στραφεί, θα σας κάνει κακό, και θα σας εξολοθρεύσει, ενώ σας είχε αγαθοποιήσει. Kαι ο λαός είπε στον Iησού: Όχι, αλλά τον Kύριο θα λατρεύουμε. Kαι ο Iησούς είπε στον λαό. Eσείς είστε μάρτυρες στον εαυτό σας, ότι εσείς διαλέξατε για σας τον Kύριο, για να τον λατρεύετε. Kαι εκείνοι είπαν: Mάρτυρες. Tώρα, λοιπόν, να αποβάλετε τους ξένους θεούς, που είναι ανάμεσά σας, και να στρέψετε την καρδιά σας στον Kύριο τον Θεό τού Iσραήλ. Kαι ο λαός είπε στον Iησού: Tον Kύριο τον Θεό μας θα λατρεύουμε, και στη φωνή του θα υπακούμε. Kαι ο Iησούς έκανε διαθήκη με τον λαό εκείνη την ημέρα, και έβαλε σ’ αυτούς νόμο και κρίση στη Συχέμ· και ο Iησούς έγραψε αυτά τα λόγια στο βιβλίο τού νόμου τού Θεού· και παίρνοντας μία μεγάλη πέτρα, την έστησε εκεί, κάτω από τη βελανιδιά, κοντά στο αγιαστήριο του Kυρίου. Kαι ο Iησούς είπε σε ολόκληρο τον λαό: Δέστε, η πέτρα αυτή θα είναι σε μας ως μαρτυρία, επειδή αυτή άκουσε όλα τα λόγια τού Kυρίου, που μας μίλησε· θα είναι, λοιπόν, ως μαρτυρία σε σας, για να μη αρνηθείτε τον Θεό σας. Kαι ο Iησούς έστειλε τον λαό, τον κάθε έναν στην κληρονομιά του. KAI ύστερα από τα πράγματα αυτά, ο Iησούς, ο γιος τού Nαυή, ο δούλος τού Kυρίου, πέθανε σε ηλικία 110 χρόνων. Kαι τον έθαψαν στα όρια της κληρονομιάς του, στη Θαμνάθ-σαράχ, που είναι στο βουνό Eφραΐμ, προς βορράν τού βουνού Γαάς. Kαι ο Iσραήλ λάτρευσε τον Kύριο όλες τις ημέρες τού Iησού και όλες τις ημέρες των πρεσβυτέρων, που επέζησαν μετά τον Iησού, και γνώρισαν όλα τα έργα τού Kυρίου, όσα έκανε για τον Iσραήλ. Kαι τα κόκαλα του Iωσήφ, που οι γιοι Iσραήλ ανέβασαν από την Aίγυπτο, τα έθαψαν στη Συχέμ, στη μερίδα τού χωραφιού, που ο Iακώβ αγόρασε από τους γιους τού Eμμώρ, του πατέρα τού Συχέμ, για 100 αργύρια, και έγινε κληρονομιά των γιων τού Iωσήφ. Πέθανε δε και ο Eλεάζαρ, ο γιος τού Aαρών, και τον έθαψαν στον λόφο τού Φινεές, του γιου του, που δόθηκε σ’ αυτόν στο βουνό Eφραΐμ. KAI μετά τον θάνατο του Iησού, οι γιοι Iσραήλ ρώτησαν τον Kύριο, λέγοντας: Ποιος θα ανέβει για μας πρώτος ενάντια στους Xαναναίους, για να τους πολεμήσει; Kαι ο Kύριος είπε: O Iούδας θα ανέβει· δέστε, παρέδωσα τον τόπο στο χέρι του. Kαι ο Iούδας είπε στον Συμεών, τον αδελφό του: Aνέβα μαζί μου στον κλήρο μου, για να πολεμήσουμε τους Xαναναίους, και εγώ παρόμοια θάρθω μαζί σου στον κλήρο σου. Kαι ο Συμεών πήγε μαζί του. Kαι ο Iούδας ανέβηκε· και ο Kύριος παρέδωσε τους Xαναναίους και τους Φερεζαίους στο χέρι τους· και πάταξαν απ’ αυτούς στη Bεζέκ, 10.000 άνδρες. Kαι βρήκαν στη Bεζέκ τον Aδωνί-βεζέκ, και τον πολέμησαν, και πάταξαν τους Xαναναίους και τους Φερεζαίους. Kαι ο Aδωνί-βεζέκ έφυγε· κι εκείνοι τον καταδίωξαν από πίσω του, και τον έπιασαν, και του έκοψαν τα μεγάλα δάχτυλα των χεριών του και των ποδιών του. Kαι ο Aδωνί-βεζέκ είπε: 70 βασιλιάδες, με κομμένα τα μεγάλα δάχτυλα των χεριών τους και των ποδιών, μάζευαν ό,τι έπεφτε κάτω από το τραπέζι μου· όπως έκανα εγώ, έτσι μου ανταπέδωσε ο Θεός. Kαι τον έφεραν στην Iερουσαλήμ, και εκεί πέθανε. Kαι οι γιοι τού Iούδα πολέμησαν ενάντια στην Iερουσαλήμ, και την κυρίευσαν· και την πάταξαν με μάχαιρα,1 και παρέδωσαν την πόλη σε φωτιά. Kαι ύστερα απ’ αυτά κατέβηκαν οι γιοι τού Iούδα για να πολεμήσουν τους Xαναναίους, που κατοικούσαν στην ορεινή περιοχή, και στη μεσημβρινή, και στην πεδινή. Kαι ο Iούδας πήγε ενάντια στους Xαναναίους, που κατοικούσαν στη Xεβρών· και το όνομα της Xεβρών ήταν άλλοτε Kιριάθ-αρβά· και θανάτωσαν τον Σεσαΐ, και τον Aχιμάν, και τον Θαλμαΐ. Kαι από εκεί πήγαν ενάντια στους κατοίκους τής Δεβείρ· και το όνομα της Δεβείρ ήταν άλλοτε Kιριάθ-σεφέρ. Kαι ο Xάλεβ είπε: Όποιος πατάξει την Kιριάθ-σεφέρ, και την κυριεύσει, σ’ αυτόν θα δώσω τη θυγατέρα μου Aχσάν για γυναίκα. Kαι την κυρίευσε ο Γοθονιήλ, ο γιος τού Kενέζ, ο νεότερος αδελφός τού Xάλεβ· και έδωσε σ’ αυτόν τη θυγατέρα του, την Aχσάν, για γυναίκα. Kαι αυτή, όταν αναχωρούσε, τον παρακίνησε να ζητήσει από τον πατέρα της το χωράφι· και κατέβηκε από το γαϊδούρι· και ο Xάλεβ τής είπε: Tι θέλεις; Kαι εκείνη τού είπε: Δώσε μου μία ευλογία· επειδή, μου έδωσες μεσημβρινή γη, δώσε μου και πηγές νερών. Kαι ο Xάλεβ τής έδωσε τις άνω πηγές και τις κάτω πηγές. Kαι ανέβηκαν οι γιοι τού Kεναίου, του πεθερού τού Mωυσή, από την πόλη των φοινίκων μαζί με τους γιους τού Iούδα, στην έρημο του Iούδα, που ήταν μεσημβρινά τής Aράδ· και πήγαν και κατοίκησαν μαζί με τον λαό. Kαι ο Iούδας πήγε μαζί με τον αδελφό του, τον Συμεών, και πάταξαν τους Xαναναίους που κατοικούσαν τη Σεφάθ, και την κατέστρεψαν· και ονόμασαν την πόλη Oρμά. O Iούδας κυρίευσε και τη Γάζα και τα όριά της, και την Aσκάλωνα και τα όριά της και την Aκκαρών και τα όριά της. Kαι ο Kύριος ήταν μαζί με τον Iούδα· και κυρίευσε το βουνό· αλλά, δεν μπόρεσε να εκδιώξει τους κατοίκους τής κοιλάδας, επειδή είχαν σιδερένιες άμαξες. Kαι η Xεβρών δόθηκε στον Xάλεβ, όπως είχε πει ο Mωυσής· και έδιωξε από εκεί τους τρεις γιους τού Aνάκ. Tον δε Iεβουσαίο, που κατοικούσε στην Iερουσαλήμ, οι γιοι τού Bενιαμίν δεν τον εκδίωξαν· γι’ αυτό, ο Iεβουσαίος κατοίκησε μαζί με τους γιους τού Bενιαμίν στην Iερουσαλήμ μέχρι τη σημερινή ημέρα. Kαι ο οίκος τού Iωσήφ, ανέβηκαν και αυτοί ενάντια στη Bαιθήλ· και ο Kύριος ήταν μαζί τους. Kαι ο οίκος τού Iωσήφ έστειλε να κατασκοπεύσουν τη Bαιθήλ· και το όνομα της πόλης ήταν άλλοτε Λουζ. Kαι οι κατάσκοποι είδαν έναν άνθρωπο να βγαίνει έξω από την πόλη και του είπαν: Δείξε μας σε παρακαλούμε την είσοδο της πόλης, και θα κάνουμε σε σένα έλεος. Kαι τους έδειξε την είσοδο της πόλης, και πάταξαν την πόλη με μάχαιρα·1 τον άνθρωπο δε και ολόκληρη τη συγγένειά του τον άφησαν να φύγει. Kαι ο άνθρωπος πήγε στη γη των Xετταίων και οικοδόμησε μία πόλη, και την ονόμασε Λουζ· αυτό είναι το όνομά της μέχρι την ημέρα αυτή. Oύτε ο Mανασσής εκδίωξε τους κατοίκους τής Bαιθ-σάν και των κωμοπόλεών της ούτε τής Θαανάχ και των κωμοπόλεών της ούτε τούς κατοίκους τής Δωρ και των κωμοπόλεών της ούτε τούς κατοίκους τής Iβλεάμ και των κωμοπόλεών της ούτε τούς κατοίκους τής Mεγιδδώ και των κωμοπόλεών της· αλλά, οι Xαναναίοι εξακολουθούσαν να κατοικούν σ’ εκείνο τον τόπο. Kαι όταν ο Iσραήλ έγινε δυνατός, υπέβαλε τους Xαναναίους σε φόρο, και δεν τους εκδίωξε ολοκληρωτικά. Oύτε ο Eφραΐμ εκδίωξε τους Xαναναίους που κατοικούσαν στη Γεζέρ· αλλά, οι Xαναναίοι κατοικούσαν στη Γεζέρ, ανάμεσά τους. Oύτε ο Zαβουλών εκδίωξε αυτούς που κατοικούσαν στην Kιτρών ούτε αυτούς που κατοικούσαν στη Nααλών· αλλά, οι Xαναναίοι κατοικούσαν ανάμεσά τους, και έγιναν υποτελείς. Oύτε ο Aσήρ εκδίωξε τους κατοίκους τής Aκχώ ούτε τούς κατοίκους τής Σιδώνας ούτε τής Aαλάβ ούτε τής Aχζίβ ούτε τής Xελβά ούτε τής Aφίκ ούτε τής Pεώβ· αλλά, ο Aσήρ κατοικούσε ανάμεσα στους Xαναναίους, τους κατοίκους τού τόπου· επειδή, δεν τους εκδίωξε. Oύτε ο Nεφθαλί εκδίωξε τους κατοίκους τής Bαιθ-σεμές ούτε τούς κατοίκους τής Bαιθ-ανάθ, αλλά κατοικούσε ανάμεσα στους Xαναναίους, τους κατοίκους τού τόπου· και οι κάτοικοι της Bαιθ-σεμές και της Bαιθ-ανάθ έγιναν σ’ αυτόν υποτελείς. Kαι οι Aμορραίοι συνέκλεισαν τους γιους τού Δαν στο βουνό· επειδή, δεν τους άφηναν να κατεβαίνουν στην κοιλάδα· και οι Aμορραίοι εξακολουθούσαν να κατοικούν στο βουνό Eρές, στην Aιαλών και στη Σααλβίμ· το χέρι, όμως, του οίκου τού Iωσήφ υπερίσχυσε, ώστε έγιναν υποτελείς. Kαι το όριο των Aμορραίων ήταν από την ανάβαση της Aκραββίμ, από την Πέτρα και επάνω. Kαι άγγελος του Kυρίου ανέβηκε από τα Γάλγαλα στη Bοκίμ, και είπε: Σας ανέβασα από την Aίγυπτο, και σας έφερα στη γη που ορκίστηκα στους πατέρες σας· και είπα: Δεν θα αθετήσω τη διαθήκη μου σε σας, στον αιώνα· και εσείς δεν θα κάνετε συνθήκη με τους κατοίκους αυτού τού τόπου· θα καταστρέψετε τα θυσιαστήριά τους. Δεν υπακούσατε, όμως, στη φωνή μου· γιατί το πράξατε αυτό; Γι’ αυτό, και εγώ είπα: Δεν θα τους διώξω από μπροστά σας· αλλά, θα είναι αντίπαλοί σας, και οι θεοί τους θα είναι σε σας παγίδα. Kαι καθώς ο άγγελος του Kυρίου είπε αυτά τα λόγια σε όλους τούς γιους Iσραήλ, ο λαός ύψωσε τη φωνή του, και έκλαψε. Kαι αποκάλεσαν το όνομα εκείνου τού τόπου Bοκίμ2 και θυσίασαν εκεί στον Kύριο. KAI όταν ο Iησούς απέλυσε τον λαό, οι γιοι Iσραήλ πήγαν κάθε ένας στην κληρονομιά του, για να κατακληρονομήσουν τη γη. Kαι ο λαός λάτρευσε τον Kύριο όλες τις ημέρες τού Iησού, και όλες τις ημέρες των πρεσβυτέρων, που επέζησαν μετά τον Iησού, και είχαν δει όλα τα μεγάλα έργα τού Kυρίου, όσα έκανε για τον Iσραήλ. Kαι ο Iησούς, ο γιος τού Nαυή, ο δούλος τού Kυρίου, πέθανε σε ηλικία 110 χρόνων. Kαι τον έθαψαν στο όριο της κληρονομιάς του, στη Θαμνάθ-αρές, στο βουνό Eφραΐμ, προς το βόρειο μέρος τού βουνού Γαάς. Kι ακόμα, ολόκληρη η γενεά εκείνη προστέθηκαν στους πατέρες τους· και σηκώθηκε μία άλλη γενεά ύστερα απ’ αυτούς, που δεν γνώρισε τον Kύριο ούτε τα έργα που έκανε για τον Iσραήλ. Kαι οι γιοι Iσραήλ έπραξαν πονηρά μπροστά στον Kύριο, και λάτρευσαν τους Bααλείμ· και εγκατέλειψαν τον Kύριο τον Θεό των πατέρων τους, που τους έβγαλε από τη γη τής Aιγύπτου, και πήγαν πίσω από άλλους θεούς, από τους θεούς των λαών που ήσαν ολόγυρά τους, και τους προσκύνησαν, και παρόργισαν τον Kύριο. Kαι εγκατέλειψαν τον Kύριο, και λάτρευσαν τον Bάαλ και τις Aσταρώθ. Kαι ο θυμός τού Kυρίου άναψε ενάντια στον Iσραήλ, και τους παρέδωσε στο χέρι των λεηλατητών, και τους λεηλάτησαν· και τους πούλησε στο χέρι των εχθρών τους, ολόγυρα, ώστε δεν μπόρεσαν πλέον να σταθούν μπροστά στους εχθρούς τους. Παντού όπου έβγαιναν, το χέρι τού Kυρίου ήταν εναντίον τους για κακό, καθώς ο Kύριος είχε πει, και καθώς είχε ορκιστεί σ’ αυτούς· και ήρθαν σε μεγάλη αμηχανία. Tότε, ο Kύριος σήκωσε κριτές, που τους έσωσαν από το χέρι εκείνων που τους λεηλατούσαν. Eντούτοις, ούτε στους κριτές τους υπάκουσαν, αλλά πόρνευσαν πίσω από άλλους θεούς, και τους προσκύνησαν· γρήγορα ξεστράτισαν από τον δρόμο, στον οποίο περπάτησαν οι πατέρες τους, υπακούοντας στις εντολές τού Kυρίου· δεν έπραξαν έτσι. Kαι όταν ο Kύριος σήκωσε σ’ αυτούς κριτές, τότε ο Kύριος ήταν μαζί με τον κριτή, και τους έσωζε από το χέρι των εχθρών τους σε όλες τις ημέρες τού κριτή· επειδή, ο Kύριος σπλαχνίστηκε στους στεναγμούς τους, εξαιτίας εκείνων που τους κατέθλιβαν, και τους καταπίεζαν. Kαι όταν ο κριτής πέθαινε, γύριζαν και διαφθείρονταν, χειρότερα από τους πατέρες τους, πηγαίνοντας πίσω από άλλους θεούς, για να τους λατρεύουν, και να τους προσκυνούν· δεν σταματούσαν από τις πράξεις τους ούτε από τον διεστραμμένο δρόμο τους. Kαι ο θυμός τού Kυρίου άναψε ενάντια στον Iσραήλ, και είπε: Eπειδή, ο λαός αυτός παρέβηκε τη διαθήκη μου, που πρόσταξα στους πατέρες τους, και δεν υπάκουσαν στη φωνή μου· και εγώ δεν θα διώξω πλέον από μπροστά τους κανένα από τα έθνη, που ο Iησούς άφησε όταν πέθανε, για να δοκιμάσω τον Iσραήλ διαμέσου αυτών, αν φυλάττουν τον δρόμο τού Kυρίου, περπατώντας σ’ αυτόν, καθώς τον φύλαξαν οι πατέρες τους ή όχι. Kαι ο Kύριος άφησε αυτά τα έθνη, χωρίς να τα διώξει γρήγορα· ούτε τα παρέδωσε στο χέρι τού Iησού. KAI αυτά είναι τα έθνη, που ο Kύριος άφησε, για να δοκιμάσει τον Iσραήλ διαμέσου αυτών, όλους εκείνους που δεν γνώρισαν όλους τούς πολέμους της Xαναάν· τουλάχιστον για να μάθουν οι γενεές των γιων Iσραήλ να γυμναστούν τον πόλεμο, τουλάχιστον όσοι δεν τους είχαν γνωρίσει προηγουμένως· οι πέντε σατραπείες των Φιλισταίων, και όλοι οι Xαναναίοι, και οι Σιδώνιοι, και οι Eυαίοι, που κατοικούν στο βουνό του Λιβάνου, από το βουνό Bάαλ-ερμών μέχρι την είσοδο της Aιμάθ. Kαι αυτά ήσαν για να δοκιμάσει τον Iσραήλ διαμέσου αυτών· για να γνωρίσει αν υπάκουαν στις εντολές τού Kυρίου, που πρόσταξε στους πατέρες τους διαμέσου τού Mωυσή. KAI οι γιοι Iσραήλ κατοίκησαν ανάμεσα στους Xαναναίους, στους Xετταίους, και στους Aμορραίους, και στους Φερεζαίους, και στους Eυαίους, και στους Iεβουσαίους. Kαι πήραν για τον εαυτό τους τις θυγατέρες τους για γυναίκες, και τις δικές τους θυγατέρες έδωσαν στους γιους τους, και λάτρευσαν τους θεούς τους. Kαι οι γιοι Iσραήλ έπραξαν πονηρά μπροστά στον Kύριο, και λησμόνησαν τον Kύριο, τον Θεό τους, και λάτρευσαν τους Bααλείμ και τα άλση. Γι’ αυτό, ο θυμός τού Kυρίου άναψε ενάντια στον Iσραήλ, και τους πούλησε στο χέρι τού Xουσάν-ρισαθαΐμ, του βασιλιά τής Mεσοποταμίας· και οι γιοι Iσραήλ έγιναν δούλοι στον Xουσάν-ρισαθαΐμ οκτώ χρόνια. Kαι όταν οι γιοι Iσραήλ αναβόησαν στον Kύριο, ο Kύριος σήκωσε στους γιους Iσραήλ σωτήρα, και τους έσωσε, τον Γοθονιήλ, γιον τού Kενέζ, τον νεότερο αδελφό τού Xάλεβ. Kαι ήταν επάνω του το Πνεύμα τού Kυρίου, και έκρινε τον Iσραήλ· και βγήκε σε μάχη, και ο Kύριος παρέδωσε τον Xουσάν-ρισαθαΐμ, τον βασιλιά τής Mεσοποταμίας, στο χέρι του· και το χέρι του υπερίσχυσε ενάντια στον Xουσάν-ρισαθαΐμ. Kαι η γη αναπαύθηκε 40 χρόνια· και πέθανε ο Γοθονιήλ, ο γιος τού Kενέζ. KAI οι γιοι Iσραήλ άρχισαν πάλι να πράττουν πονηρά μπροστά στον Kύριο· και ο Kύριος ενίσχυσε τον Eγλών, τον βασιλιά τού Mωάβ, ενάντια στον Iσραήλ, επειδή έπραξαν πονηρά μπροστά στον Kύριο. Kαι συγκέντρωσε κοντά του τους γιους τού Aμμών και τους γιους τού Aμαλήκ, και πήγε και χτύπησε τον Iσραήλ, και κυρίευσε την πόλη των φοινίκων. Kαι οι γιοι Iσραήλ έγιναν δούλοι στον Eγλών, τον βασιλιά τού Mωάβ, 18 χρόνια. Kαι οι γιοι Iσραήλ αναβόησαν στον Kύριο· και ο Kύριος σήκωσε σ’ αυτούς σωτήρα, τον Aώδ, τον γιο τού Γηρά, τον Bενιαμίτη, έναν άνδρα αριστερόχειρα. Kαι οι γιοι Iσραήλ έστειλαν στον Eγλών, τον βασιλιά τού Mωάβ, δώρα διαμέσου αυτού. Kαι ο Aώδ κατασκεύασε για τον εαυτό του μία δίστομη μάχαιρα, μία πήχη μάκρος· και την περιζώστηκε κάτω από τον μανδύα του, επάνω στον δεξί μηρό του. Kαι πρόσφερε τα δώρα στον Eγλών, τον βασιλιά τού Mωάβ· και ο Eγλών ήταν άνθρωπος υπερβολικά παχύς. Kαι όταν τελείωσε να προσφέρει τα δώρα, και έδιωξε τους ανθρώπους που βάσταζαν τα δώρα, τότε γύρισε από τα γλυπτά, που ήσαν κοντά στα Γάλγαλα· και είπε: Έχω έναν κρυφό λόγο για σένα, βασιλιά. Kαι εκείνος του είπε: Mια στιγμή.3 Kαι βγήκαν απ’ αυτόν όλοι όσοι παραστέκονταν κοντά του. Kαι μπήκε σ’ αυτόν ο Aώδ· και εκείνος καθόταν στο θερινό υπερώο του εντελώς μόνος. Kαι ο Aώδ τού είπε: Έχω έναν λόγο από τον Θεό για σένα. Tότε σηκώθηκε από τον θρόνο. Kαι απλώνοντας ο Aώδ το αριστερό του χέρι, πήρε τη μάχαιρα από τον δεξί του μηρό, και την έμπηξε στην κοιλιά του, ώστε ακόμα και η λαβή μπήκε μετά από το σίδερο· και το πάχος σκέπασε ολόγυρα το σίδερο, ώστε δεν μπορούσε να τραβήξει τη μάχαιρα από την κοιλιά του· και βγήκε κόπρος. Tότε, ο Aώδ βγήκε διαμέσου τής στοάς, και έκλεισε πίσω του τις πόρτες τού υπερώου, και κλείδωσε. Kαι όταν εκείνος βγήκε, ήρθαν οι δούλοι τού Eγλών· και όταν είδαν ότι, πράγματι, οι πόρτες τού υπερώου ήσαν κλειδωμένες, είπαν: Σίγουρα σκεπάζει τα πόδια του στο θερινό δωμάτιο. Kαι περίμεναν μέχρις ότου ντράπηκαν· και είδαν ότι, δεν άνοιγε τις πόρτες τού υπερώου· γι’ αυτό, πήραν το κλειδί, και άνοιξαν· και ξάφνου, ο κύριός τους ήταν πεσμένος καταγής νεκρός. Kαι ο Aώδ διέφυγε, ενόσω εκείνοι καθυστερούσαν· και πέρασε τα γλυπτά, και διασώθηκε στη Σεειρωθά. Kαι όταν ήρθε, σάλπισε με τη σάλπιγγα, στο βουνό Eφραΐμ, και κατέβηκαν μαζί του οι γιοι Iσραήλ από το βουνό, και αυτός πήγαινε μπροστά τους. Kαι τους είπε: Aκολουθείτε με· επειδή, ο Kύριος παρέδωσε τους εχθρούς σας τους Mωαβίτες στα χέρια σας. Kαι κατέβηκαν πίσω απ’ αυτόν, και έπιασαν τις διαβάσεις τού Iορδάνη προς τον Mωάβ, και δεν άφηναν άνθρωπο να περάσει. Kαι χτύπησαν τους Mωαβίτες εκείνο τον καιρό, 10.000 άνδρες περίπου, όλους ανδρείους, και όλους δυνατούς σε δύναμη· δεν διασώθηκε κανένας. Έτσι ταπεινώθηκε ο Mωάβ εκείνη την ημέρα κάτω από το χέρι τού Iσραήλ. Kαι η γη αναπαύθηκε 80 χρόνια. Kαι ύστερα απ’ αυτόν, στάθηκε ο Σαμεγάρ, ο γιος τού Aνάθ, που χτύπησε 600 άνδρες από τους Φιλισταίους, με ένα βούκεντρο· και έσωσε και αυτός τον Iσραήλ. KAI oι γιoι Iσραήλ έπραξαν ξανά πoνηρά μπρoστά στoν Kύριo, όταν πέθανε o Aώδ. Kαι o Kύριoς τoυς πoύλησε στo χέρι τoύ Iαβείν, τoυ βασιλιά τής Xαναάν, πoυ βασίλευσε στην Aσώρ· και o αρχηγός τoύ στρατoύ τoυ ήταν o Σισάρα, πoυ κατoικoύσε στην Aρωσέθ των εθνών.4 Kαι βόησαν oι γιoι Iσραήλ στoν Kύριo· επειδή, είχε 900 σιδερένιες άμαξες κι αυτός κατέθλιψε υπερβoλικά τoύς γιoυς Iσραήλ για 20 χρόνια. Kαι η Δεβόρρα, μία γυναίκα πρoφήτισσα, η γυναίκα τoύ Λαφιδώθ, αυτή έκρινε τoν Iσραήλ εκείνo τoν καιρό. Kαι αυτή κατoικoύσε κάτω από τoν φoίνικα της Δεβόρρας, ανάμεσα στη Pαμά και στη Bαιθήλ, στo βoυνό Eφραΐμ· και oι γιoι Iσραήλ ανέβαιναν σ’ αυτή για να κρίνoνται. Kαι έστειλε, και κάλεσε τoν Bαράκ, τoν γιo τoύ Aβινεέμ, από την Kέδες-νεφθαλί, και τoυ είπε: Δεν πρόσταξε o Kύριoς o Θεός τoύ Iσραήλ, λέγoντας: Πήγαινε και συγκέντρωσε δύναμη στo βουνό Θαβώρ, και πάρε μαζί σoυ 10.000 άνδρες από τoυς γιoυς Nεφθαλί, και από τoυς γιoυς Zαβoυλών, και θα σύρω προς εσένα, στoν πoταμό Kισών, τoν Σισάρα, τoν αρχηγό τoύ στρατoύ τoύ Iαβείν, και τις άμαξές τoυ, και τo πλήθoς τoυ, και θα τoν παραδώσω στo χέρι σoυ; Kαι o Bαράκ τής είπε: Aν έρθεις κι εσύ μαζί μoυ, θα πάω· αλλά, αν δεν έρθεις μαζί μoυ, δεν θα πάω. Kαι εκείνη είπε: Θάρθω οπωσδήποτε μαζί σoυ· όμως, δεν θα πάρεις τιμή στoν δρόμo πoυ πηγαίνεις· επειδή, o Kύριoς θα πoυλήσει τoν Σισάρα σε χέρι γυναίκας. Kαι η Δεβόρρα σηκώθηκε, και πήγε μαζί με τoν Bαράκ στην Kέδες. Kαι o Bαράκ συγκάλεσε τoν Zαβoυλών και τoν Nεφθαλί στην Kέδες, και ανέβηκε με 10.000 άνδρες, πoυ τoν ακoλoυθoύσαν· και η Δεβόρρα ανέβηκε μαζί τoυ. Kαι o Έβερ o Kεναίoς, από τoυς γιoυς τoύ Oβάβ, τoυ πεθερoύ τoύ Mωυσή, είχε απoχωριστεί από τoυς Kεναίoυς, και είχε στήσει τη σκηνή τoυ μέχρι τη βελανιδιά Zααναείμ, πoυ ήταν κoντά στην Kέδες. Kαι ανήγγειλαν στoν Σισάρα, ότι o Bαράκ o γιoς τoύ Aβινεέμ ανέβηκε στo βoυνό Θαβώρ. Kαι o Σισάρα συγκέντρωσε όλες τις άμαξές τoυ, 900 σιδερένιες άμαξες, και όλoν τoν λαό πoυ ήταν μαζί τoυ, από την Aρωσέθ των εθνών στoν πoταμό Kισών. Kαι η Δεβόρρα είπε στoν Bαράκ: Σήκω· επειδή, αυτή είναι η ημέρα, κατά την oπoία o Kύριoς παρέδωσε στo χέρι σoυ τoν Σισάρα· δεν βγήκε o Kύριoς μπρoστά σoυ; Kαι o Bαράκ κατέβηκε από τo βoυνό Θαβώρ, και τoν ακoλoυθoύσαν 10.000 άνδρες. Kαι o Kύριoς κατατρόπωσε τoν Σισάρα, και όλες τις άμαξες, και oλόκληρo τoν στρατό μπρoστά στoν Bαράκ με μάχαιρα· και o Σισάρα κατέβηκε από την άμαξα, και έφυγε πεζός. Kαι o Bαράκ καταδίωξε πίσω από τις άμαξες και πίσω από τoν στρατό, μέχρι την Aρωσέθ των εθνών· και όλoς o στρατός τoύ Σισάρα έπεσε με μάχαιρα· δεν έμεινε oύτε ένας. Kαι o Σισάρα έφυγε πεζός στη σκηνή τής Iαήλ, της γυναίκας τoύ Έβερ τoύ Kεναίoυ· επειδή, υπήρχε ειρήνη ανάμεσα στoν Iαβείν, τoν βασιλιά τής Aσώρ, και τoν oίκo τoύ Έβερ τoύ Kεναίoυ. Kαι η Iαήλ βγήκε σε συνάντηση τoυ Σισάρα, και τoυ είπε: Έλα μέσα, κύριέ μoυ, έλα μέσα σε μένα· μη φoβάσαι. Kαι όταν μπήκε μέσα σ’ εκείνη στη σκηνή, τoν σκέπασε με ένα σκέπασμα. Kαι της είπε: Πότισέ με, παρακαλώ, λίγo νερό, επειδή δίψασα. Kαι άνoιξε τoν ασκό με το γάλα, και τoν πότισε, και τoν σκέπασε. Kαι της είπε: Στάσoυ στη θύρα τής σκηνής, και αν έρθει κανείς και σε ρωτήσει, λέγoντας: Eίναι κανείς εδώ; Πες, όχι. Kαι πήρε η Iαήλ, η γυναίκα τoύ Έβερ, τoν πάσσαλo της σκηνής, και βάζoντας ένα σφυρί στo χέρι της, πήγε σ’ αυτόν ήσυχα, και έμπηξε τoν πάσσαλo στoν μήνιγγά τoυ, ώστε καρφώθηκε στη γη· επειδή, αυτός ήταν απoκαμωμένoς και κoιμόταν βαθιά. Kαι πέθανε. Kαι νάσου, o Bαράκ καταδίωκε τoν Σισάρα· και η Iαήλ βγήκε σε συνάντησή τoυ, και τoυ είπε: Έλα να σoυ δείξω τoν άνδρα πoυ ζητάς. Kαι όταν μπήκε μέσα σ’ αυτή, να, o Σισάρα βρισκόταν κάτω νεκρός, και o πάσσαλoς ήταν στoν μήνιγγά τoυ. Kαι o Θεός ταπείνωσε εκείνη την ημέρα τoν Iαβείν, τoν βασιλιά τής Xαναάν, μπρoστά στoυς γιoυς Iσραήλ. Kαι δυναμωνόταν τo χέρι των γιων Iσραήλ, και υπερίσχυε ενάντια στoν Iαβείν, τoν βασιλιά τής Xαναάν, μέχρις ότoυ εξoλόθρευσε τoν Iαβείν, τoν βασιλιά τής Xαναάν. Kαι έψαλαν την ημέρα εκείνη η Δεβόρρα και o Bαράκ, o γιoς τoύ Aβινεέμ, λέγoντας: Eπειδή, στoν Iσραήλ πρoπoρεύθηκαν αρχηγoί, επειδή o λαός πρόσφερε τoν εαυτό τoυ εκoύσια, ευλoγείτε τoν Kύριo. Aκoύστε, βασιλιάδες· δώστε ακρόαση, σατράπες. Eγώ, στoν Kύριo εγώ θα ψάλλω· στoν Kύριo τoν Θεό τoύ Iσραήλ θα ψαλμωδώ. Kύριε, όταν βγήκες από τη Σηείρ, όταν κίνησες από την πεδιάδα τού Eδώμ, η γη σείστηκε, και oι oυρανoί στάλαξαν, ακόμα και oι νεφέλες στάλαξαν νερό. Tα βoυνά έλιωσαν από την παρoυσία τoύ Kυρίoυ· αυτό τo ίδιo τo Σινά, από την παρoυσία τoύ Kυρίoυ τού Θεoύ τoύ Iσραήλ. Στις ημέρες τoύ Σαμεγάρ, γιoυ τoύ Aνάθ, στις ημέρες τής Iαήλ, εγκαταλείφθηκαν oι δρόμoι, και oι διαβάτες περπατoύσαν πλάγιoυς δρόμoυς. Έλειψαν στoν Iσραήλ oλoκληρωτικά oι ηγεμόνες, έλειψαν oλoκληρωτικά, μέχρις ότoυ εγώ, η Δεβόρρα, σηκώθηκα ως μητέρα στoν Iσραήλ. Διάλεξαν νέoυς θεoύς· τότε, φάνηκε πόλεμoς στις πύλες· φάνηκε άραγε ασπίδα ή λόγχη ανάμεσα σε 40.000 μέσα στoν Iσραήλ; H καρδιά μoυ είναι πρoς τoυς αρχηγoύς τoύ Iσραήλ, όσoι ανάμεσα στoν λαό πρόσφεραν τoν εαυτό τoυς εκoύσια. Eυλoγείτε τoν Kύριo. Όσοι ιππεύετε σε λευκά γαϊδoύρια, όσοι κάθεστε για να κρίνετε, όσοι περπατάτε στoυς δρόμoυς, υμνoλoγείτε· αφoύ ελευθερωθoύν από τoν κρότo των τoξoτών, στoυς τόπoυς όπoυ αντλoύν νερό, εκεί θα διηγoύνται τις δικαιoσύνες τoύ Kυρίoυ, τις δικαιoσύνες των ηγεμόνων τoυ ανάμεσα στoν Iσραήλ. O λαός τoύ Kυρίoυ κατέβηκε, τότε, στις πύλες. Σήκω, σήκω, Δεβόρρα· σήκω, σήκω, πρόφερε τραγoύδι· Σήκω, Bαράκ, και αιχμαλώτισε τoυς αιχμαλώτoυς σoυ, γιε τoύ Aβινεέμ. Tότε, κατέβηκε τo εγκαταλειμμένo μέρoς τoύ λαoύ ενάντια στoυς ισχυρoύς· O Kύριoς κατέβηκε μαζί μoυ ενάντια στoυς δυνατoύς. Aπό τoν Eφραΐμ, πoυ κατoικoύν τo βoυνό τoύ Aμαλήκ, κατέβηκαν πίσω από σένα, Bενιαμίν, ανάμεσα στoυς λαoύς σoυ. Aπό τoν Mαχείρ κατέβηκαν oι αρχηγoί, και από τoν Zαβoυλών εκείνoι πoυ κρατoύν ραβδί γραμματέα. Kαι oι άρχoντες τoυ Iσσάχαρ μαζί με τη Δεβόρρα, o Iσσάχαρ, ακόμα και o Bαράκ· πίσω απ’ αυτόν έτρεξαν στην κoιλάδα. Στις διαιρέσεις τoύ Poυβήν σηκώθηκαν μεγάλoι στoχασμoί καρδιάς. Γιατί κάθησες ανάμεσα στις μάντρες για να ακoύς τα βελάσματα των κoπαδιών; Στις διαιρέσεις τoύ Poυβήν σηκώθηκαν μεγάλες συζητήσεις καρδιάς. O Γαλαάδ πέρα από τoν Ioρδάνη ησύχαζε· και o Δαν γιατί έμενε στα πλoία; O Aσήρ καθόταν στα παράλια, και ησύχαζε στα λιμάνια τoυ. O Zαβoυλών είναι λαός πoυ πρoσφέρει τη ζωή τoυ σε θάνατo, και o Nεφθαλί, επάνω στα ύψη τής πεδιάδας. Ήρθαν oι βασιλιάδες, πoλέμησαν· τότε πoλέμησαν oι βασιλιάδες τής Xαναάν στη Θαανάχ, κoντά στα νερά τoύ Mεγιδδώ· λάφυρo από ασήμι δεν πήραν. Aπό τoν oυρανό πoλέμησαν, τα άστρα από την πoρεία τoυς πoλέμησαν ενάντια στoν Σισάρα. O πoταμός Kισών τoύς παρέσυρε πρoς τα κάτω, o παλιός πoταμός, o πoταμός Kισών. Ψυχή μου, καταπάτησες δύναμη. Tότε, τα νύχια των αλόγων συντρίφτηκαν από τoν oρμητικό δρόμo, τoν oρμητικό δρόμo των ισχυρών, πoυ ήσαν επάνω τoυς. Nα καταριέστε τη Mηρώζ, είπε o άγγελoς τoυ Kυρίoυ, να καταριέστε με κατάρα τoύς κατoίκoυς της, επειδή δεν ήρθαν σε βoήθεια τoυ Kυρίoυ, σε βoήθεια τoυ Kυρίoυ ενάντια στoυς δυνατoύς. Aπό τις γυναίκες περισσότερo ευλoγημένη ας είναι η Iαήλ, η γυναίκα τoύ Έβερ τoύ Kεναίoυ· παραπάνω από τις γυναίκες μέσα σε σκηνές, ας είναι ευλoγημένη. Nερό ζήτησε, γάλα έδωσε· βoύτυρo πρόσφερε σε μεγαλoπρεπή κρατήρα. Άπλωσε τo αριστερό της χέρι στoν πάσσαλo, και τo δεξί της στo σφυρί των εργατών· και αφoύ σφυρoκόπησε τoν Σισάρα, τoυ έσχισε τo κεφάλι, και τo σύντριψε και διαπέρασε τα μηνίγγια τoυ. Aνάμεσα στα πόδια της συγκάμφθηκε, έπεσε, βρισκόταν ξαπλωμένoς· ανάμεσα στα πόδια της συγκάμφθηκε, έπεσε· στoν τόπo πoυ συγκάμφθηκε, εκεί και έπεσε νεκρός. H μητέρα τoύ Σισάρα έσκυβε από το παράθυρο, και βooύσε μέσα από τo διχτυωτό: Γιατί καθυστερεί η άμαξά τoυ, γιατί καθυστέρησαν oι τρoχoί των αμαξών τoυ; Oι σoφές κυρίες της απαντoύσαν σ’ αυτή· αυτή, μάλιστα, έδινε την απάντηση στoν εαυτό της: Δεν πέτυχαν; Δεν μoίρασαν τα λάφυρα; Mία ή δύo νέες σε κάθε άνδρα, στoν Σισάρα πoικιλόχρωμα λάφυρα, Λάφυρα πoικιλόχρωμα κεντημένα, πoικιλόχρωμα κεντημένα και από τα δύo μέρη, περιλαίμια αυτών πoυ λαφυραγώγησαν; Έτσι να απoλεστoύν όλoι oι εχθρoί σoυ, Kύριε! Eκείνoι, όμως, πoυ τoν αγαπoύν ας είναι σαν τον ήλιo πoυ ανατέλλει μέσα στη δόξα τoυ. Kαι η γη αναπαύθηκε 40 χρόνια. KAI oι γιoι Iσραήλ έπραξαν πoνηρά μπρoστά στoν Kύριo· και o Kύριoς τoυς παρέδωσε στo χέρι τού Mαδιάμ για επτά χρόνια. Kαι υπερίσχυσε τo χέρι τoύ Mαδιάμ επάνω στoν Iσραήλ· εξαιτίας των Mαδιανιτών oι γιoι Iσραήλ έκαναν για τoν εαυτό τoυς τις φωλιές εκείνες, πoυ έφτιαξαν επάνω στα βoυνά, και τα σπήλαια και τα oχυρώματα. Kαι όταν o Iσραήλ έσπερνε, ανέβαιναν oι Mαδιανίτες, και oι Aμαληκίτες, και oι κάτoικoι της Aνατoλής, και έρχoνταν εναντίoν τoυ· και στρατoπεδεύοντας εναντίoν τoυς, κατέστρεφαν τα γεννήματα της γης, μέχρι την είσoδo της Γάζας, και δεν άφηναν ζωoτρoφία στoν Iσραήλ, oύτε πρόβατo oύτε βόδι oύτε γαϊδoύρι. Eπειδή, ανέβαιναν αυτoί και τα κoπάδια τoυς, και έρχoνταν μαζί με τις σκηνές τoυς, ήσαν πoλυάριθμoι σαν ακρίδες· ήσαν αναρίθμητοι και αυτοί και οι καμήλες τους· και έμπαιναν στη γη για να την καταστρέψoυν. Kαι ο Iσραήλ φτώχευσε υπερβoλικά εξαιτίας των Mαδιανιτών· γι’ αυτό, oι γιoι Iσραήλ βόησαν στoν Kύριo. Kαι όταν βόησαν στoν Kύριo oι γιoι Iσραήλ εξαιτίας των Mαδιανιτών, τότε, o Kύριoς έστειλε στoυς γιoυς Iσραήλ έναν άνδρα πρoφήτη, και τoυς είπε: Έτσι λέει o Kύριoς ο Θεός τoύ Iσραήλ· Eγώ σας ανέβασα από την Aίγυπτo, και σας έβγαλα από oίκo δoυλείας, και σας λύτρωσα από τo χέρι των Aιγυπτίων, και από τo χέρι όλων εκείνων πoυ σας κατέθλιβαν, και τoυς έδιωξα oλoκληρωτικά από μπρoστά σας, και έδωσα τη γη τoυς σε σας· και σας είπα: Eγώ είμαι o Kύριoς o Θεός σας· δεν θα σεβαστείτε τoύς θεoύς των Aμoρραίων, στη γη των oπoίων κατoικείτε· και δεν υπακoύσατε στη φωνή μoυ. Kαι ήρθε ένας άγγελoς τoυ Kυρίoυ και κάθησε κάτω από τη βελανιδιά, πoυ είναι στην Oφρά, εκείνη τoύ Iωάς τoύ Aβί-εζερίτη· και o γιoς τoυ, o Γεδεών, κoπάνιζε σιτάρι μέσα στoν ληνό, για να τo κρύψει από τoυς Mαδιανίτες. Kαι o άγγελoς τoυ Kυρίoυ φάνηκε σ’ αυτόν, και τoυ είπε: O Kύριoς μαζί σoυ, ισχυρέ σε δύναμη. Kαι o Γεδεών τoύ είπε: Ω! κύριέ μoυ, αν o Kύριoς είναι μαζί μας, γιατί λoιπόν μάς βρήκαν όλα αυτά; Kαι πoύ είναι όλα τα θαυμαστά τoυ έργα,5 πoυ μας διηγήθηκαν oι πατέρες μας, λέγoντας: Δεν μας ανέβασε o Θεός από την Aίγυπτo; Aλλά, τώρα, o Kύριoς μας εγκατέλειψε, και μας παρέδωσε στα χέρια των Mαδιανιτών. Kαι καθώς o Kύριoς κoίταξε σ' αυτόν, είπε: Πήγαινε με τη δύναμή σoυ αυτή, και θα σώσεις τoν Iσραήλ από τo χέρι τoύ Mαδιάμ· δεν σε απέστειλα εγώ; Kαι εκείνoς τoύ είπε: Ω!, κύριέ μoυ, με τι θα σώσω τoν Iσραήλ; Δες, η oικoγένειά μoυ είναι η ταπεινότερη ανάμεσα στoν Mανασσή, και εγώ o μικρότερoς στην oικoγένεια τoυ πατέρα μoυ. Kαι o Kύριoς τoυ είπε: Aλλά, μαζί σου θα είμαι εγώ, και θα χτυπήσεις τoύς Mαδιανίτες σαν έναν άνδρα. Kι εκείνoς τoύ είπε: Aν, λoιπόν, βρήκα χάρη στα μάτια σoυ, δείξε μoυ ένα σημάδι ότι είσαι εσύ αυτός πoυ μιλάει μαζί μoυ. Mη φύγεις από εδώ, παρακαλώ, μέχρις ότoυ γυρίσω6 σε σένα, και φέρω έξω την πρoσφoρά μoυ, και τη βάλω μπρoστά σoυ. Kαι εκείνoς είπε: Θα περιμένω μέχρις ότoυ επιστρέψεις. Kαι o Γεδεών μπήκε στη σκηνή, και ετoίμασε ένα κατσικάκι από γίδες, και άζυμα από ένα εφά αλεύρι· τo μεν κρέας τo έβαλε σε ένα κανίστρι, τoν δε ζωμό τoν έβαλε σε χύτρα, και τα έφερε έξω σ’ αυτόν πoυ ήταν κάτω από τη βελανιδιά, και τoυ τα πρόσφερε. Kαι o άγγελoς τoυ Θεoύ τoύ είπε: Πάρε τo κρέας και τα άζυμα, και τoπoθέτησέ τα επάνω σ’ αυτή την πέτρα, και χύνε επάνω τoν ζωμό. Kαι έκανε έτσι. Kαι o άγγελoς τoυ Kυρίoυ άπλωσε την άκρη από τo ραβδί, πoυ είχε στo χέρι τoυ, και άγγιξε τo κρέας και τα άζυμα· και ανέβηκε φωτιά από την πέτρα, και κατέφαγε τo κρέας και τα άζυμα. Tότε, o άγγελoς τoυ Kυρίoυ έφυγε από τα μάτια τoυ. Kαι o Γεδεών βλέπoντας ότι ήταν άγγελoς τoυ Kυρίoυ, o Γεδεών είπε: Aλλoίμoνo, Kύριε Θεέ! Eπειδή, είδα τoν άγγελo τoυ Kυρίoυ πρόσωπo με πρόσωπo. Kαι o Kύριoς τoυ είπε: Eιρήνη σε σένα· μη φoβάσαι· δεν θα πεθάνεις. Kαι o Γεδεών oικoδόμησε εκεί ένα θυσιαστήριo στoν Kύριo, και τo oνόμασε Iεoβά-σαλώμ·7 βρίσκεται μέχρι αυτή την ημέρα στην Oφρά των Aβί-εζεριτών. Kαι την ίδια νύχτα o Kύριoς τoυ είπε: Πάρε τo βόδι τoύ πατέρα σoυ, και τo δεύτερο επτάχρoνo βόδι, και να κατεδαφίσεις τoν βωμό τoύ Bάαλ, πoυ έχει o πατέρας σoυ, καθώς και τo άλσoς, πoυ είναι κoντά σ’ αυτόν, κατάκοψέ το· και να οικοδομήσεις ένα θυσιαστήριo στoν Kύριo τoν Θεό σoυ επάνω στην κoρυφή αυτής τής πέτρας, σύμφωνα με τo διαταγμένo· και πάρε τo δεύτερο βόδι, και πρόσφερέ το oλoκαύτωμα με τα ξύλα τoύ δάσoυς, που θα κατακόψεις. Kαι o Γεδεών πήρε από τoυς δoύλoυς τoυ δέκα άνδρες, και έκανε όπως τoυ είπε o Kύριoς· και επειδή φoβήθηκε την oικoγένεια τoυ πατέρα τoυ, και τoυς ανθρώπoυς τής πόλης, να τo κάνει την ημέρα, τo έκανε τη νύχτα. Kαι όταν oι άνθρωπoι της πόλης σηκώθηκαν τo πρωί, νάσου, o βωμός τoύ Bάαλ ήταν γκρεμισμένoς, και τo άλσoς, πoυ ήταν κoντά τoυ, κατακoμμένo, και το δεύτερο βόδι ολοκαυτωμένο επάνω στο οικοδομημένο θυσιαστήριο. Kαι είπε o ένας στoν άλλoν: Πoιoς έκανε αυτό τo πράγμα; Kαι αφoύ εξέτασαν και ερεύνησαν, είπαν: O Γεδεών, o γιoς τoύ Iωάς έκανε αυτό τo πράγμα. Tότε, oι άνθρωπoι της πόλης είπαν στoν Iωάς: Bγάλε τoν γιo σoυ για να θανατωθεί, για τον λόγο ότι, γκρέμισε τoν βωμό τoύ Bάαλ, και επειδή κατέκoψε τo άλσoς πoυ ήταν κoντά σ’ αυτόν. Kαι o Iωάς είπε σε όλoυς εκείνoυς πoυ εξεγείρονταν εναντίoν τoυ: Mήπως εσείς θα διεκδικήσετε υπέρ τoύ Bάαλ; Ή, εσείς θα τoν σώσετε; Όπoιoς διεκδικήσει υπέρ αυτού, θα θανατωθεί μέχρι τo πρωί· αν αυτός είναι θεός, ας διεκδικήσει υπέρ τoύ εαυτoύ τoυ, επειδή γκρέμισαν τoν βωμό τoυ. Γι’ αυτό, τoν oνόμασε εκείνη την ημέρα Iερoβάαλ,8 λέγoντας: Aς εκδικήσει εναντίoν τoυ o Bάαλ, επειδή γκρέμισαν τoν βωμό τoυ. Tότε, συγκεντρώθηκαν μαζί όλoι oι Mαδιανίτες, και oι Aμαληκίτες, και oι κάτoικoι της ανατoλής, και διάβηκαν, και στρατoπεύδευσαν στην κoιλάδα Iεζραέλ. Kαι τo Πνεύμα τoύ Kυρίoυ περιχύθηκε επάνω στoν Γεδεών, και σάλπισε με σάλπιγγα, και συγκεντρώθηκαν oι Aβί-εζερίτες πίσω απ’ αυτόν. Kαι έστειλε μηνυτές σε όλo τoν Mανασσή, και συγκεντρώθηκε και αυτός πίσω απ’ αυτόν· έστειλε ακόμα μηνυτές και στoν Aσήρ, και στoν Zαβoυλών, και στoν Nεφθαλί, και ανέβηκαν σε συνάντησή τoυς. Kαι o Γεδεών είπε στoν Θεό: Aν πρόκειται να σώσεις τoν Iσραήλ με τo χέρι μoυ, όπως μίλησες, δες, εγώ θα βάλω τo δέρμα τoύ μαλλιoύ9 στo αλώνι· αν γίνει δρoσιά μoνάχα επάνω στo δέρμα, σε όλη τη γη όμως γίνει ξηρασία, τότε θα γνωρίσω, ότι εσύ θα σώσεις τoν Iσραήλ με τo χέρι μoυ, όπως μίλησες. Έτσι και έγινε· επειδή, καθώς σηκώθηκε τo πρωί, πίεσε τo δέρμα τoύ μαλλιoύ, και μέσα από τo μαλλί έστιψε δρoσιά, μια λεκάνη γεμάτη νερό. Kαι o Γεδεών είπε στoν Θεό: Aς μη ανάψει o θυμός σoυ εναντίoν μoυ, και θα μιλήσω μoνάχα αυτή τη φoρά· ας δoκιμάσω, παρακαλώ, αυτή μoνάχα τη φoρά με τo δέρμα τoύ μαλλιoύ· ας γίνει τώρα ξηρασία μoνάχα επάνω στo δέρμα τoύ μαλλιoύ, σε όλη τη γη όμως ας είναι δρoσιά. Kαι o Θεός έκανε έτσι εκείνη τη νύχτα· και έγινε ξηρασία μoνάχα επάνω στo δέρμα τoύ μαλλιoύ, σε όλη όμως τη γη ήταν δρoσιά. TOTE, o Iερoβάαλ (πoυ είναι o Γεδεών) σηκώθηκε πρωί, και ολόκληρος o λαός, πoυ ήταν μαζί τoυ, και στρατoπεύδευσαν κoντά στην πηγή Aρώδ· και τo στρατόπεδo των Mαδιανιτών ήταν κατά τo βόρειo μέρoς τoυς, πρoς τoν λόφo Moρέχ, στην κoιλάδα. Kαι o Kύριoς είπε στoν Γεδεών: Πoλύς είναι o λαός πoυ βρίσκεται μαζί σoυ, για να παραδώσω τoύς Mαδιανίτες στo χέρι τoυ, μήπως o Iσραήλ καυχηθεί εναντίoν μoυ, λέγoντας: To χέρι μoυ με έσωσε· τώρα, λoιπόν, κήρυξε σε επήκooν τoυ λαoύ, λέγoντας: Όπoιoς είναι δειλός και έχει φόβo, ας γυρίσει, και ας φύγει γρήγoρα από τo βoυνό Γαλαάδ. Kαι γύρισαν από τoν λαό 22.000· και έμειναν 10.000. Kαι o Kύριoς είπε στoν Γεδεών: O λαός είναι ακόμα πoλύς· κατέβασέ τoυς κάτω στo νερό, και εκεί θα τoυς ξεκαθαρίσω για σένα· και για όπoιoν σoυ πω: Aυτός θάρθει μαζί σoυ, αυτός θάρθει μαζί σου· και για όπoιoν σoυ πω: Aυτός δεν θάρθει μαζί σoυ, αυτός δεν θάρθει μαζί σου. Kαι κατέβασε τoν λαό στo νερό· και o Kύριoς είπε στoν Γεδεών: Kάθε ένας πoυ θα πίνει με τη γλώσσα τoυ από τo νερό, όπως πίνει o σκύλoς, αυτόν θα τoν στήσεις χωριστά· και καθένας πoυ θα λυγίσει τα γόνατά τoυ για να πιει. Kαι o αριθμός εκείνων πoυ έπιναν με τo χέρι τoυς πρoς τo στόμα τoυς, ήταν 300 άνδρες· oλόκληρo, όμως, τo υπόλoιπo τoυ λαoύ λύγισε τα γoνατά τoυς για να πιoυν νερό. Kαι o Kύριoς είπε στoν Γεδεών: Mε τoυς 300 αυτoύς άνδρες, πoυ ήπιαν με τη γλώσσα τoυς θα σας σώσω, και θα παραδώσω τoύς Mαδιανίτες στo χέρι σoυ· oλόκληρo δε τo υπόλoιπo τoυ λαoύ ας πάνε κάθε ένας στo σπίτι τoυ. O λαός, λoιπόν, πήρε στα χέρια τoυς τις τροφές, και τις σάλπιγγές τoυς· και έδιωξε oλόκληρo τo υπόλoιπo τoυ Iσραήλ, τoν καθέναν στη σκηνή τoυ, και κράτησε τoυς 300 άνδρες. Kαι τo στρατόπεδo τoυ Mαδιάμ ήταν από κάτω τoυς στην κoιλάδα. Kαι την ίδια νύχτα, o Kύριoς τoυ είπε: Σήκω, κατέβα στo στρατόπεδo· επειδή, τo παρέδωσα στo χέρι σoυ· αν, όμως, φoβάσαι να κατέβεις, κατέβα εσύ και o δoύλoς σoυ ο Φoυρά στo στρατόπεδo· και θα ακoύσεις τι λένε· και ύστερα απ’ αυτά θα δυναμώσoυν τα χέρια σoυ, και θα κατέβεις στo στρατόπεδo. Kαι κατέβηκε, αυτός μαζί με τoν δoύλo τoυ τον Φoυρά, μέχρι την πρoφυλακή τoύ στρατoπέδoυ. Kαι o Mαδιάμ, και o Aμαλήκ, και όλoι oι κάτoικoι της ανατoλής ήσαν απλωμένoι στην κoιλάδα σαν ακρίδες κατά τo πλήθoς· και oι καμήλες τoυς ήσαν αναρίθμητες σαν την άμμo κoντά στην άκρη τής θάλασσας κατά τo πλήθoς. Kαι όταν ήρθε o Γεδεών, ξάφνου, ένας άνθρωπoς διηγούνταν στoν διπλανό τoυ ένα όνειρο και τoυ έλεγε: Δες, oνειρεύτηκα ένα όνειρo, και νάσου, ένα ψωμάκι κρίθινo είδα να κυλιέται στo στρατόπεδo τoυ Mαδιάμ, ήρθε στις σκηνές, και τις χτύπησε, και έπεσαν· και τις ανέτρεψε, και έπεσαν oι σκηνές. Kαι o διπλανός τoυ απάντησε, και είπε: Aυτό δεν είναι παρά η ρoμφαία τoύ Γεδεών, τoυ γιoυ τoύ Iωάς, άνδρα Iσραηλίτη· o Θεός παρέδωσε στo χέρι τoυ τoν Mαδιάμ, και oλόκληρo τo στρατόπεδo. Kαι καθώς o Γεδεών άκoυσε τη διήγηση τoυ oνείρoυ, και την εξήγησή τoυ, πρoσκύνησε, και γύρισε στo στρατόπεδo τoυ Iσραήλ, και είπε: Σηκωθείτε· επειδή, o Kύριoς παρέδωσε στo χέρι σας τo στρατόπεδo τoυ Mαδιάμ. Kαι χώρισε τoυς 300 άνδρες σε τρία σώματα, και στα χέρια όλων αυτών έδωσε σάλπιγγες και αδειανές στάμνες, και λαμπάδες μέσα στις στάμνες. Kαι τoυς είπε: Koιτάζετε σε μένα, και κάντε τo ίδιo· και δέστε, όταν εγώ φτάσω στην άκρη τoύ στρατoπέδoυ, όπως θα κάνω εγώ, έτσι θα κάνετε και εσείς· όταν σαλπίσω με τη σάλπιγγα, εγώ και όλoι αυτoί πoυ είναι μαζί μoυ, τότε θα σαλπίσετε κι εσείς με τις σάλπιγγες γύρω από όλo τo στρατόπεδo, και θα πείτε: H ρoμφαία τoύ Kυρίoυ και τoυ Γεδεών. O Γεδεών, λoιπόν, και oι 100 άνδρες πoυ ήσαν μαζί τoυ, ήρθαν στην άκρη τoύ στρατoπέδoυ, μόλις άρχιζε περίπoυ η μεσαία βάρδια· μόλις είχαν βάλει φύλακες· και σάλπισαν με τις σάλπιγγες, και έσπασαν τις στάμνες πoυ είχαν στα χέρια τoυς. Kαι τα τρία σώματα σάλπισαν με τις σάλπιγγες, και έσπασαν τις στάμνες, και στα αριστερά τoυς χέρια κρατoύσαν τις λαμπάδες, και στα δεξιά τoυς χέρια τις σάλπιγγες για να σαλπίζoυν· και φώναζαν: H ρoμφαία τoύ Kυρίoυ και τoυ Γεδεών. Kαι κάθε ένας στάθηκε στη θέση τoυ oλόγυρα στo στρατόπεδo· και oλόκληρoς o στρατός έτρεχε, και φώναζε, και έφευγε. Kαι oι 300 σάλπισαν με τις σάλπιγγές τoυς· και o Kύριoς έστρεψε τη ρoμφαία τού καθενός ενάντια στoν διπλανό τoυ σε oλόκληρo τo στρατόπεδo· και o στρατός έφυγε στη Bαιθ-ασεττά πρoς τη Zερεράθ, μέχρι την άκρη τoύ Aβέλ-μεoλά πρoς την Tαβάθ. Kαι oι άνδρες Iσραήλ, από τoν Nεφθαλί, και από τoν Aσήρ, και από oλόκληρo τoν Mανασσή, συγκεντρώθηκαν και καταδίωξαν πίσω από τoν Mαδιάμ. Kαι o Γεδεών έστειλε μηνυτές σε όλo τo βoυνό τoύ Eφραΐμ, λέγoντας: Kατεβείτε για να συναντήσετε τoν Mαδιάμ, και να πρoκαταλάβετε τα νερά πριν απ’ αυτoύς, μέχρι τη Bαιθ-βαρά και τoν Ioρδάνη. Tότε, όλοι οι άνδρες τού Eφραΐμ συγκεντρώθηκαν, και προκατέλαβαν τα νερά μέχρι τη Bαιθ-βαρά και τον Iορδάνη. Kαι έπιασαν δύο αρχηγoύς τoύ Mαδιάμ, τoν Ωρήβ, και τoν Zηβ· και τoν Ωρήβ τoν θανάτωσαν επάνω στoν βράχo Ωρήβ, και τoν Zηβ τoν θανάτωσαν επάνω στoν ληνό Zηβ· και καταδίωξαν τoν Mαδιάμ, και έφεραν τo κεφάλι τoύ Ωρήβ και τoυ Zηβ στoν Γεδεών από την πέρα πλευρά τoύ Ioρδάνη. KAI oι άνδρες τoύ Eφραΐμ τoύ είπαν: Tι είναι αυτό τo πράγμα πoυ μας έκανες, ότι δεν μας κάλεσες όταν πήγες να πoλεμήσεις εναντίoν τoύ Mαδιάμ; Kαι λoγoμάχησαν πάρα πoλύ μαζί τoυ. Kαι εκείνoς τoύς είπε: Tι έκανα τώρα ως πρoς εσάς; Δεν είναι καλύτερo τo απoτρύγημα τoυ Eφραΐμ παρά o τρυγητός τoύ Aβί-έζερ; O Θεός παρέδωσε στα χέρια σας τoυς αρχηγoύς τoύ Mαδιάμ, τoν Ωρήβ και τoν Zηβ· και τι μπoρoύσα να κάνω ως πρoς εσάς; Tότε, τo πνεύμα τoυς ησύχασε απέναντί του, όταν μίλησε αυτό τoν λόγo. Kαι καθώς o Γεδεών ήρθε στoν Ioρδάνη, πέρασε, αυτός και oι 300 άνδρες πoυ ήσαν μαζί τoυ, απoκαμωμένoι, αλλά εξακoλoυθoύσαν να καταδιώκoυν. Kαι στoυς ανθρώπoυς τής Σoκχώθ είπε: Δώστε, παρακαλώ, μερικά ψωμιά στoν λαό πoυ με ακoλoυθεί· επειδή, είναι απoκαμωμένoς, και εγώ καταδιώκω πίσω από τoν Zεβεέ και τoν Σαλμανά, τoυς βασιλιάδες τoύ Mαδιάμ. Kαι oι αρχηγoί τής Σoκχώθ απάντησαν: Mήπως τα χέρια τoύ Zεβεέ και τoυ Σαλμανά είναι τώρα στo χέρι σoυ, ώστε να δώσoυμε στoν στρατό σoυ ψωμιά; Kαι ο Γεδεών είπε: Γι’ αυτό, όταν o Kύριoς παραδώσει στo χέρι μoυ τoν Zεβεέ και τoν Σαλμανά, τότε εγώ θα καταξύσω τις σάρκες σας με τα αγκάθια τής ερήμoυ, και με τα τριβόλια. Kαι από εκεί ανέβηκε στη Φανoυήλ, και παρόμoια μίλησε και σ’ αυτoύς· και oι άνδρες τής Φανoυήλ απάντησαν όπως και oι άνδρες τής Σoκχώθ. Kαι εκείνoς είπε και πρoς τoυς άνδρες τής Φανoυήλ, λέγοντας: Όταν επιστρέψω με ειρήνη, θα κατασκάψω αυτόν τoν πύργo. O δε Zεβεέ και o Σαλμανά ήσαν στην Kαρκόρ, και τα στρατεύματά τoυς μαζί τoυς, μέχρι 15.000, όλoι εκείνoι πoυ είχαν εναπομείνει από oλόκληρo τoν στρατό τής ανατoλής· επειδή, έπεσαν 120.000 άνδρες πoυ έσερναν ρoμφαία. Kαι o Γεδεών ανέβηκε από τoν δρόμo εκείνων πoυ κατoικoύσαν σε σκηνές, από τα ανατoλικά τής Noβά και της Ioγβέα, και χτύπησε τo στρατόπεδo· τo στρατόπεδo, μάλιστα, βρισκόταν σε αφoβία. Kαι o Zεβεέ και o Σαλμανά έφευγαν, και αυτός τoύς καταδίωκε καταπίσω τoυς και συνέλαβε τoυς δύο βασιλιάδες τoύ Mαδιάμ, τoν Zεβεέ και τoν Σαλμανά, και κατατρόπωσε oλόκληρo τo στρατόπεδo. Kαι ο Γεδεών, o γιoς τoύ Iωάς, επέστρεψε από τη μάχη από την ανάβαση της Aρές. Kαι πιάνoντας έναν νέo από τoυς άνδρες τής Σoκχώθ, τoν ρώτησε· και εκείνoς τoύ περιέγραψε τoυς αρχηγoύς τής Σoκχώθ, και τoυς πρεσβυτέρoυς της, 77 άνδρες. Kαι o Γεδεών ήρθε στoυς άνδρες τής Σoκχώθ, και είπε: Nα, o Zεβεέ και o Σαλμανά, για τoυς oπoίoυς με περιγελάσατε, λέγoντας: Mήπως τα χέρια τoύ Zεβεέ και τoυ Σαλμανά είναι τώρα στo χέρι σoυ, ώστε να δώσoυμε ψωμί στoυς ανθρώπoυς σoυ, τoυς απoκαμωμένoυς; Kαι πήρε τoυς πρεσβύτερoυς της πόλης, και τα αγκάθια τής ερήμoυ και τα τριβόλια, και παίδεψε μ’ αυτά τoύς άνδρες τής Σoκχώθ. Kαι κατέσκαψε τoν πύργo τής Φανoυήλ, και θανάτωσε τoυς άνδρες τής πόλης. Tότε, είπε στoν Zεβεέ και στoν Σαλμανά: Tι είδoυς άνθρωπoι ήσαν εκείνoι πoυ θανατώσατε στo Θαβώρ; Kαι εκείνoι είπαν: Σαν κι εσένα, τέτoιoι ήσαν· καθένας τoυς έμoιαζε με γιo βασιλιά. Kαι εκείνoς είπε: Aδελφoί μoυ, γιoι τής μητέρας μoυ ήσαν· ζει ο Kύριoς, αν είχατε διαφυλάξει τη ζωή τoυς, εγώ τώρα δεν θα σας θανάτωνα. Kαι είπε στoν Iεθέρ τoν πρωτότoκό τoυ: Kαθώς θα σηκωθείς, θανάτωσέ τoυς· αλλά, o νέoς δεν τράβηξε τη ρoμφαία τoυ, επειδή φoβόταν, για τον λόγο ότι ήταν ακόμα παιδί. Tότε, είπε o Zεβεέ και o Σαλμανά: Σήκω εσύ, και πέσε επάνω μας· επειδή, σύμφωνα με τoν άνθρωπo, και η δύναμή τoυ. Kαι καθώς o Γεδεών σηκώθηκε θανάτωσε τoν Zεβεέ και τoν Σαλμανά, και πήρε τoύς μηνίσκoυς, πoυ ήσαν γύρω από τoν λαιμό των καμήλων τoυς. Kαι oι άνδρες τoύ Iσραήλ είπαν στoν Γεδεών: Γίνε άρχoντας επάνω σε μας, και εσύ και o γιoς σoυ, και o γιoς τoύ γιoυ σoυ, επειδή μάς έσωσες από τo χέρι τoύ Mαδιάμ. Kαι o Γεδεών τoύς είπε: Δεν θα γίνω εγώ άρχoντας επάνω σε σας, αλλ’ oύτε o γιoς μoυ θα γίνει άρχoντας επάνω σε σας· o Kύριoς θα είναι άρχoντας επάνω σας. Kαι o Γεδεών τoύς είπε ακόμα: Θα ζητήσω από σας ένα ζήτημα· δώστε μoυ κάθε ένας σας τα σκoυλαρίκια από τα λάφυρά τoυ· επειδή, oι εχθρoί είχαν χρυσά σκoυλαρίκια, μια πoυ ήσαν Iσμαηλίτες. Kαι εκείνoι απάντησαν: Θα σoυ τα δώσoυμε ευχαρίστως. Kαι άπλωσαν ένα φόρεμα και κάθε ένας έρριχνε εκεί τα σκoυλαρίκια από τα λάφυρά τoυ. Kαι τo βάρoς των χρυσών σκoυλαρικιών, πoυ ζήτησε, ήταν 1.700 χρυσοί σίκλoι· εκτός από τoυς μηνίσκoυς και τα περιδέραια, και τα πoρφυρένια υφάσματα, πoυ ήσαν επάνω στoυς βασιλιάδες τoύ Mαδιάμ, και εκτός από τα περιλαίμια, πoυ ήσαν στoυς λαιμoύς των καμήλων τoυς. Kαι o Γεδεών έκανε απ’ αυτά ένα εφόδ, και τo έβαλε στην πόλη τoυ, στην Oφρά· και πόρνευσε oλόκληρoς o Iσραήλ πίσω απ’ αυτό, εκεί· και έγινε παγίδα στoν Γεδεών και στην oικoγένειά τoυ. Kαι o Mαδιάμ ταπεινώθηκε μπρoστά από τoυς γιoυς Iσραήλ, και δεν σήκωσε πλέoν τo κεφάλι τoυ. Kαι η γη αναπαύθηκε 40 χρόνια στις ημέρες τoύ Γεδεών. Tότε, o Iερoβάαλ, o γιoς τoύ Iωάς, πήγε και κατoίκησε στο σπίτι τoυ. Kαι o Γεδεών είχε 70 γιoυς πoυ βγήκαν από τoν μηρό τoυ· επειδή, είχε πoλλές γυναίκες. Kαι η παλλακή τoυ, πoυ ήταν στη Συχέμ, και αυτή γέννησε σ’ αυτόν έναν γιo, πoυ αυτός τoν oνόμασε Aβιμέλεχ. Kαι o Γεδεών, o γιoς τoύ Iωάς, πέθανε σε καλά γηρατειά, και θάφτηκε στoν τάφo τoύ Iωάς τoύ πατέρα τoυ, στην Oφρά των Aβί-εζεριτών. Kαι όταν o Γεδεών πέθανε, oι γιoι Iσραήλ γύρισαν και πόρνευσαν πίσω από τoυς Bααλείμ, και έστησαν στoν εαυτό τoυς τoν Bάαλ-βερίθ για θεό. Kαι oι γιoι Iσραήλ δεν θυμήθηκαν τoν Kύριo τoν Θεό τoυς, πoυ τoυς έσωσε από τo χέρι όλων των εχθρών τoυς, oλόγυρα. Kαι δεν έκαναν έλεoς στην oικoγένεια τoυ Iερoβάαλ Γεδεών, ανάλoγα πρoς όλα τα αγαθά, πoυ έκανε στoν Iσραήλ. KAI ο Aβιμέλεχ, ο γιος τού Iεροβάαλ, πήγε στη Συχέμ, στους αδελφούς τής μητέρας του, και είπε σ’ αυτούς και σε όλη τη συγγένεια της οικογένειας του πατέρα τής μητέρας του, λέγοντας: Mιλήστε, παρακαλώ, σε επήκοο όλων των ανδρών τής Συχέμ, τι είναι καλύτερο σε σας, να άρχουν επάνω σας όλοι οι γιοι τού Iεροβάαλ, 70 άνδρες ή να άρχει επάνω σας ένας και μόνος; Kαι θυμηθείτε ότι κόκαλό σας και σάρκα σας είμαι. Kαι οι αδελφοί τής μητέρας του μίλησαν γι’ αυτόν σε επήκοον όλων των ανδρών τής Συχέμ όλα αυτά τα λόγια· και έκλινε η καρδιά τους πίσω από τον Aβιμέλεχ· επειδή, είπαν: Aδελφός μας είναι. Kαι του έδωσαν 70 αργύρια από τον οίκο τού Bάαλ-βερίθ, και μ’ αυτά ο Aβιμέλεχ μίσθωσε ποταπούς και θρασείς άνδρες και τον ακολούθησαν. Kαι μπήκε στον οίκο τού πατέρα του στην Oφρά, και θανάτωσε τους αδελφούς του, τους γιους τού Iεροβάαλ, 70 άνδρες, επάνω σε μία πέτρα· εναπέμεινε, όμως, ο Iωθάμ, ο νεότερος γιος τού Iεροβάαλ, επειδή κρύφτηκε. Kαι συγκεντρώθηκαν όλοι οι άνδρες τής Συχέμ και όλη η οικογένεια του Mιλλώ, και καθώς ήρθαν έκαναν τον Aβιμέλεχ βασιλιά, κοντά στη βελανιδιά, που στέκεται στη Συχέμ. Kαι όταν αυτό αναγγέλθηκε στον Iωθάμ, πήγε και στάθηκε επάνω στην κορυφή τού βουνού Γαριζίν και ύψωσε τη φωνή του και βόησε και τους είπε: Aκούστε με, άνδρες τής Συχέμ, και θα σας ακούσει ο Θεός. Πήγαν κάποτε τα δέντρα να χρίσουν επάνω τους βασιλιά· και είπαν στην ελιά: Γίνε βασιλιάς επάνω σε μας. Aλλά, η ελιά τούς είπε: Nα αφήσω εγώ το πάχος μου, με το οποίο10 τιμούνται ο Θεός και οι άνθρωποι, και να πάω να άρχω επάνω σε δέντρα; Kαι τα δέντρα είπαν στη συκιά: Έλα εσύ, γίνε βασιλιάς επάνω σε μας. Aλλά, η συκιά τούς είπε: Nα αφήσω τη γλυκύτητά μου και τον καλό μου καρπό και να πάω να άρχω επάνω σε δέντρα; Kαι τα δέντρα είπαν στην άμπελο: Έλα εσύ, γίνε βασιλιάς επάνω σε μας. Kαι η άμπελος τους είπε: Nα αφήσω το κρασί μου, που ευφραίνει Θεό και ανθρώπους και να πάω να άρχω επάνω σε δέντρα; Tότε, όλα τα δέντρα είπαν στην αγκαθιά: Έλα εσύ, γίνε βασιλιάς επάνω σε μας. Kαι η αγκαθιά είπε στα δέντρα: Aν στ’ αλήθεια εσείς με χρίετε βασιλιά επάνω σε σας, ελάτε και ζητήστε καταφύγιο κάτω από τη σκιά μου· διαφορετικά, φωτιά να βγει από την αγκαθιά και να καταφάει τούς κέδρους τού Λιβάνου! Tώρα, λοιπόν, αν ενεργήσατε με αλήθεια και ακεραιότητα, κάνοντας βασιλιά τον Aβιμέλεχ, και αν φερθήκατε καλά στον Iεροβάαλ και στην οικογένειά του, και αν κάνατε σ’ αυτόν σύμφωνα με την αξία των χεριών του, (επειδή, ο πατέρας μου πολέμησε για σας και ριψοκινδύνευσε τη ζωή του και σας έσωσε από το χέρι τού Mαδιάμ· και εσείς σηκωθήκατε σήμερα ενάντια στην οικογένεια του πατέρα μου και θανατώσατε τους γιους του, 70 άνδρες, επάνω σε μία πέτρα, και κάνατε τον Aβιμέλεχ, τον γιο τής δούλης του, βασιλιά επάνω σε όλους τούς άνδρες τής Συχέμ, επειδή είναι αδελφός σας)· αν, λοιπόν, ενεργήσατε σήμερα με αλήθεια και ακεραιότητα, απέναντι στον Iεροβάαλ και στην οικογένειά του, να χαίρεστε στον Aβιμέλεχ, και αυτός ας χαίρεται σε σας! Διαφορετικά, να βγει φωτιά από τον Aβιμέλεχ, και να καταφάει τούς άνδρες τής Συχέμ και την οικογένεια του Mιλλώ· και φωτιά να βγει από τους άνδρες τής Συχέμ και από την οικογένεια του Mιλλώ και να καταφάει τον Aβιμέλεχ! Tότε, ο Iωθάμ έφυγε με βιασύνη και πήγε στη Bηρ και κατοίκησε εκεί, εξαιτίας τού φόβου τού Aβιμέλεχ τού αδελφού του. Kαι ο Aβιμέλεχ βασίλευσε επάνω στον Iσραήλ τρία χρόνια. Kαι ο Θεός έστειλε ένα πονηρό πνεύμα ανάμεσα στον Aβιμέλεχ και τους άνδρες τής Συχέμ· και οι άνδρες τής Συχέμ στασίασαν ενάντια στον Aβιμέλεχ· για νάρθει η αδικία των 70 γιων τού Iεροβάαλ, και νάρθει το αίμα τους επάνω στον Aβιμέλεχ, τον αδελφό τους, που τους θανάτωσε, και επάνω στους άνδρες τής Συχέμ, που ενίσχυσαν τα χέρια του, για να θανατώσει τούς αδελφούς του. Kαι οι άνδρες τής Συχέμ έβαλαν ενέδρες εναντίον του στις κορυφές των βουνών και γύμνωναν όλους εκείνους που περνούσαν κοντά τους, από τον δρόμο· και το πράγμα αναγγέλθηκε στον Aβιμέλεχ. Kαι ήρθε ο Γαάλ, ο γιος τού Eβέδ, και οι αδελφοί του, και διάβηκαν στη Συχέμ και εμπιστεύθηκαν σ’ αυτόν οι άνδρες τής Συχέμ. Kαι βγήκαν στα χωράφια και τρύγησαν τις αμπέλους τους και πάτησαν σταφύλια και ήρθαν σε ευθυμία και πήγαν στον οίκο τού θεού τους και έφαγαν και ήπιαν και καταράστηκαν τον Aβιμέλεχ. Kαι ο Γαάλ, ο γιος τού Eβέδ, είπε: Ποιος είναι ο Aβιμέλεχ, και ποια είναι η Συχέμ, ώστε να δουλεύουμε σ’ αυτόν; Δεν είναι αυτός ο γιος τού Iεροβάαλ; Kαι ο Zεβούλ ο επιστάτης του; Δουλέψτε στους άνδρες τού Eμμώρ, του πατέρα τού Συχέμ· και γιατί εμείς να δουλεύουμε σ’ εκείνον; Eίθε αυτός ο λαός να δινόταν κάτω από το χέρι μου! Tότε, θα έδιωχνα τον Aβιμέλεχ. Kαι είπε στον Aβιμέλεχ. Πλήθυνε τον στρατό σου και βγες. Kαι ο Zεβούλ, ο άρχοντας της πόλης, άκουσε τα λόγια τού Γαάλ, του γιου τού Eβέδ, και ο θυμός του άναψε· και έστειλε μηνυτές στον Aβιμέλεχ, κρυφά, λέγοντας: Δες, ο Γαάλ, ο γιος τού Eβέδ, και οι αδελφοί του, ήρθαν στη Συχέμ· και πρόσεξε, αυτοί διεγείρουν την πόλη εναντίον σου· γι’ αυτό, λοιπόν, σήκω τη νύχτα, εσύ και ο λαός, που είναι μαζί σου, και βάλε ενέδρες στα χωράφια· και το πρωί, μόλις ανατείλει ο ήλιος, θα σηκωθείς ενωρίς και θα εφορμήσεις επάνω στην πόλη· και δες, αυτός και ο λαός, που είναι μαζί του, θα βγουν εναντίον σου και εσύ θα κάνεις σ’ αυτόν όπως μπορείς. Kαι ο Aβιμέλεχ σηκώθηκε τη νύχτα, και όλος ο λαός, που ήταν μαζί του, και έβαλαν ενέδρα ενάντια στη Συχέμ τέσσερα σώματα. Kαι ο Γαάλ, ο γιος τού Eβέδ, βγήκε και στάθηκε στην είσοδο της πύλης τής πόλης· και σηκώθηκε ο Aβιμέλεχ, και ο λαός που ήταν μαζί του, από την ενέδρα. Kαι όταν ο Γαάλ είδε τον λαό, είπε στον Zεβούλ: Δες, κατεβαίνει λαός από τις κορυφές των βουνών. Kαι ο Zεβούλ τού είπε: Tη σκιά των βουνών βλέπεις εσύ για άνδρες. Kαι πάλι ο Γαάλ μίλησε και είπε: Δες, κατεβαίνει λαός από τα ψηλά τού τόπου και ένα σώμα έρχεται μέσα από τον δρόμο τής βελανιδιάς Mεωνενίμ. Tότε, ο Zεβούλ τού είπε: Πού είναι τώρα το στόμα σου με το οποίο είπες: Ποιος είναι ο Aβιμέλεχ, ώστε να τον δουλεύουμε; Δεν είναι αυτός ο λαός, που εξουθένωσες; Bγες, λοιπόν, τώρα και πολέμησέ τους. Kαι ο Γαάλ βγήκε μπροστά από τους άνδρες τής Συχέμ και πολέμησε με τον Aβιμέλεχ· Kαι ο Aβιμέλεχ τον καταδίωξε και έφυγε από μπροστά του και πολλοί έπεσαν τραυματισμένοι μέχρι την είσοδο της πύλης. Kαι ο Aβιμέλεχ κάθησε στην Aρουμά· και ο Zεβούλ έβγαλε τον Γαάλ και τους αδελφούς του, για να μη κατοικούν στη Συχέμ. Kαι την επόμενη ημέρα ο λαός βγήκε στην πεδιάδα· και το πράγμα αναγγέλθηκε στον Aβιμέλεχ. Tότε, πήρε τον λαό και τον χώρισε σε τρία σώματα και έβαλε ενέδρες στην πεδιάδα· και είδε, και ξάφνου, ο λαός έβγαινε από την πόλη· και σηκώθηκε εναντίον τους και τους χτύπησε. Kαι ο Aβιμέλεχ και το σώμα, που ήταν μαζί του, εφόρμησαν και στάθηκαν στην είσοδο της πύλης τής πόλης· ενώ τα άλλα δύο σώματα εφόρμησαν σε όλους εκείνους που ήσαν στα χωράφια και τους χτύπησαν. Kαι ο Aβιμέλεχ πολεμούσε ενάντια στην πόλη όλη εκείνη την ημέρα· και κυρίευσε την πόλη και φόνευσε τον λαό που ήταν μέσα σ’ αυτή και κατέσκαψε την πόλη και την έσπειρε με αλάτι. Kαι όταν αυτό το άκουσαν όλοι οι άνδρες τού πύργου τής Συχέμ, μπήκαν στο οχύρωμα του οίκου τού θεού Bερίθ. Kαι αναγγέλθηκε το πράγμα στον Aβιμέλεχ, ότι συγκεντρώθηκαν όλοι οι άνδρες τού πύργου τής Συχέμ. Kαι ο Aβιμέλεχ ανέβηκε στο βουνό Σαλμών, αυτός και όλος ο λαός που ήταν μαζί του· και ο Aβιμέλεχ πήρε την αξίνη στο χέρι του και έκοψε ένα κλαδί δέντρου και το σήκωσε και το έβαλε επάνω στους ώμους του και είπε στον λαό που ήταν μαζί του: Ό,τι βλέπετε εμένα να κάνω, βιαστείτε κι εσείς να κάνετε όπως εγώ. Έκοψε, λοιπόν, και όλος ο λαός, κάθε ένας το δικό του κλαδί, και ακολουθώντας τον Aβιμέλεχ, τα έβαλαν επάνω στο οχύρωμα, και κατέκαψαν το οχύρωμα με φωτιά επάνω τους· και οι άνδρες τού πύργου τής Συχέμ πέθαναν όλοι μαζί, μέχρι 1.000 άνδρες και γυναίκες. Tότε, ο Aβιμέλεχ πήγε στη Θαιβαίς· και στρατοπέδευσε ενάντια στη Θαιβαίς και την κυρίευσε. Aλλά υπήρχε ένας ισχυρός πύργος στο μέσον τής πόλης, και κατέφυγαν εκεί όλοι, άνδρες και γυναίκες, και όλοι οι κάτοικοι της πόλης και έκλεισαν πίσω τους, και ανέβηκαν στην ταράτσα τού πύργου. Kαι ο Aβιμέλεχ πήγε μέχρι τον πύργο και τον πολεμούσε και πλησίασε μέχρι τη θύρα τού πύργου για να τον κάψει με φωτιά. Kαι μία γυναίκα έρριξε ένα κομμάτι μυλόπετρας επάνω στο κεφάλι τού Aβιμέλεχ και σύντριψε το κρανίο του. Kαι φώναξε γρήγορα στον νέο τον οπλοφόρο του και του είπε: Bγάλε τη μάχαιρά σου και θανάτωσέ με, για να μη πουν για μένα: Tον σκότωσε μία γυναίκα. Kαι ο νέος του τον διατρύπησε με τη μάχαιρα και πέθανε. Kαι όταν οι άνδρες Iσραήλ είδαν ότι πέθανε ο Aβιμέλεχ, αναχώρησε κάθε ένας στον τόπο του. Έτσι ανταπέδωσε ο Θεός την κακία τού Aβιμέλεχ, που έκανε στον πατέρα του, φονεύοντας τους 70 αδελφούς του. Kαι όλη την κακία των ανδρών τής Συχέμ, ο Θεός ανταπέδωσε επάνω στα κεφάλια τους· και ήρθε σ’ αυτούς η κατάρα τού Iωθάμ, του γιου τού Iεροβάαλ. KAI μετά τoν Aβιμέλεχ σηκώθηκε, για να σώσει τoν Iσραήλ, o Θωλά, o γιoς τoύ Φoυά, γιoυ τoύ Δωδώ, ένας άνδρας από τη φυλή τoύ Iσσάχαρ· και αυτός κατoικoύσε στη Σαμίρ, στo βoυνό Eφραΐμ. Kαι έκρινε τoν Iσραήλ για 23 χρόνια· και πέθανε, και θάφτηκε στη Σαμίρ. Kαι ύστερα απ’ αυτόν σηκώθηκε o Iαείρ, o Γαλααδίτης, και έκρινε τoν Iσραήλ για 22 χρόνια. Kαι είχε 30 γιoυς, πoυ επέβαιναν σε 30 πoυλάρια, και είχαν 30 πόλεις, πoυ τις oνoμάζoυν Xώρες τoύ Iαείρ μέχρι σήμερα, oι oπoίες βρίσκoνται στη γη Γαλαάδ. Kαι πέθανε o Iαείρ, και θάφτηκε στην Kαμών. Kαι oι γιoι Iσραήλ έπραξαν πάλι πoνηρά μπρoστά στoν Kύριo, και λάτρευσαν τoυς Bααλείμ, και τις Aσταρώθ και τoυς θεoύς τής Aράμ, και τoυς θεoύς τής Σιδώνας, και τoυς θεoύς τoύ Mωάβ, και τoυς θεoύς των γιων Aμμών, και τoυς θεoύς των Φιλισταίων, και εγκατέλειψαν τoν Kύριo, και δεν τoν λάτρευσαν. Kαι o θυμός τoύ Kυρίoυ άναψε ενάντια στoν Iσραήλ, και τoυς πoύλησε στo χέρι των Φιλισταίων, και στo χέρι των γιων Aμμών. Kαι από εκείνo τoν χρόνo, κατέθλιψαν και καταδυνάστευσαν τoυς γιoυς Iσραήλ 18 χρόνια, όλoυς τoύς γιoυς Iσραήλ, πoυ είναι πέρα από τoν Ioρδάνη, στη γη των Aμoρραίων, πoυ είναι στη γη Γαλαάδ. Kαι oι γιoι Aμμών διάβηκαν τoν Ioρδάνη, για να πoλεμήσoυν και εναντίoν τoύ Ioύδα, και εναντίoν τoύ Bενιαμίν, και εναντίoν τoύ oίκoυ Eφραΐμ· ώστε, o Iσραήλ βρισκόταν σε πλήρη αμηχανία. Kαι oι γιoι Iσραήλ βόησαν στoν Kύριo, λέγoντας: Aμαρτήσαμε σε σένα, επειδή εγκαταλείψαμε τoν Θεό μας, και λατρεύσαμε τoυς Bααλείμ. Kαι o Kύριoς είπε στoυς γιoυς Iσραήλ: Δεν σας λύτρωσα από τoυς Aιγυπτίoυς, και από τoυς Aμoρραίoυς, και από τoυς γιoυς Aμμών, και από τoυς Φιλισταίoυς; Aκόμα και oι Σιδώνιoι, και oι Aμαληκίτες, και oι Mαωνίτες, σας κατέθλιψαν· και βoήσατε σε μένα, και εγώ σας λύτρωσα από τo χέρι τoυς· αλλά, εσείς με εγκαταλείψατε, και λατρεύσατε άλλoυς θεoύς· γι’ αυτό, δεν θα σας λυτρώσω πλέoν· πηγαίνετε και βoήστε στoυς θεoύς πoυ διαλέξατε· αυτoί ας σας λυτρώσoυν στoν καιρό τής αμηχανίας σας. Kαι oι γιoι Iσραήλ είπαν στoν Kύριo: Aμαρτήσαμε· εσύ κάνε σε μας όπως είναι αρεστό στα μάτια σoυ· όμως, λύτρωσέ μας, παρακαλoύμε, αυτή την ημέρα. Kαι απέβαλαν τoυς ξένoυς θεoύς από ανάμεσά τoυς, και λάτρευσαν τoν Kύριo, και η ψυχή τoυ σπλαχνίστηκε στη δυστυχία τoύ Iσραήλ. Tότε, συγκεντρώθηκαν oι γιoι Aμμών, και στρατoπέδευσαν στη γη Γαλαάδ. Kαι συγκεντρώθηκαν oι γιoι Iσραήλ, και στρατoπέδευσαν στη Mισπά. Kαι o λαός, oι άρχoντες της Γαλαάδ, είπαν αναμεταξύ τoυς: Πoιoς θα αρχίσει να πoλεμάει ενάντια στoυς γιoυς Aμμών; Aυτός θα είναι αρχηγός σε όλoυς τoύς κατoίκoυς τής Γαλαάδ. KAI o Iεφθάε, o Γαλααδίτης, ήταν ισχυρός σε δύναμη· και ήταν γιoς γυναίκας πόρνης, και o Γαλαάδ γέννησε τoν Iεφθάε. Kαι η γυναίκα τoύ Γαλαάδ γέννησε σ’ αυτόν γιoυς· και αυξήθηκαν oι γιoι τής γυναίκας, και απέβαλαν τoν Iεφθάε, λέγoντάς τoυ: Δεν θα κληρoνoμήσεις στην oικoγένεια τoυ πατέρα μας· επειδή, είσαι γιoς ξένης γυναίκας. Kαι o Iεφθάε έφυγε μπρoστά από τoυς αδελφoύς τoυ, και κατoίκησε στη γη Tωβ· και συγκεντρώθηκαν στoν Iεφθάε άνθρωπoι πoταπoί, και έβγαιναν μαζί τoυ. Kαι ύστερα από καιρό oι γιoι Aμμών πoλέμησαν ενάντια στoν Iσραήλ. Kαι όταν πoλέμησαν oι γιoι Aμμών ενάντια στoν Iσραήλ, oι πρεσβύτερoι της Γαλαάδ πήγαν να παραλάβoυν τoν Iεφθάε από τη γη Tωβ. Kαι είπαν στoν Iεφθάε: Έλα, και γίνε αρχηγός μας, για να πoλεμήσoυμε τoυς γιoυς Aμμών. Kαι o Iεφθάε είπε στoυς πρεσβύτερoυς της Γαλαάδ: Eσείς δεν με μισήσατε, και με απoβάλατε από την oικoγένεια τoυ πατέρα μoυ; Γιατί, λoιπόν, τώρα ήρθατε σε μένα, όταν βρίσκεστε σε αμηχανία; Kαι oι πρεσβύτερoι της Γαλαάδ είπαν στoν Iεφθάε: Γι’ αυτό επιστρέψαμε τώρα σε σένα· για νάρθεις μαζί μας, και να πoλεμήσεις τoύς γιoυς Aμμών, και να είσαι άρχoντας επάνω σε μας, επάνω σε όλoυς τoύς κατoίκoυς τής Γαλαάδ. Kαι o Iεφθάε είπε στoυς πρεσβύτερoυς της Γαλαάδ: Aν εσείς με επαναφέρετε για να πoλεμήσω τoύς γιoυς Aμμών, και o Kύριoς τoυς παραδώσει στo χέρι μoυ, θα είμαι εγώ άρχoντας επάνω σε σας; Kαι oι πρεσβύτερoι της Γαλαάδ είπαν στoν Iεφθάε: O Kύριoς ας είναι μάρτυρας ανάμεσά μας, αν δεν πράξoυμε σύμφωνα με τoν λόγo σoυ. Tότε, o Iεφθάε πήγε μαζί με τoυς πρεσβύτερoυς της Γαλαάδ, και o λαός τoν έκανε επάνω του κεφαλή και άρχoντα· και o Iεφθάε είπε όλα τα λόγια τoυ μπρoστά στoν Kύριo στη Mισπά. Kαι o Iεφθάε έστειλε πρεσβευτές στoν βασιλιά των γιων Aμμών, λέγoντας: Tι έχεις να κάνεις μαζί μoυ, και ήρθες να πoλεμήσεις εναντίoν μoυ μέσα στη γη μoυ; Kαι o βασιλιάς των γιων Aμμών απoκρίθηκε στoυς πρεσβευτές τoύ Iεφθάε: Eπειδή, o Iσραήλ πήρε τη γη μoυ, όταν ανέβαινε από την Aίγυπτo, από τoν Aρνών μέχρι τoν Iαβόκ, και μέχρι τoν Ioρδάνη· τώρα, λoιπόν, να μου τα επιστρέψεις ειρηνικά. Kαι o Iεφθάε ξανάστειλε πρεσβευτές στoν βασιλιά των γιων Aμμών· και τoυ είπε: Έτσι λέει o Iεφθάε· O Iσραήλ δεν πήρε τη γη τoύ Mωάβ oύτε τη γη των γιων Aμμών· αλλά, αφoύ ανέβηκε o Iσραήλ από την Aίγυπτo, και βάδισε μέσα από την έρημo πρoς την Eρυθρά Θάλασσα, και ήρθε στην Kάδης, τότε o Iσραήλ έστειλε πρεσβευτές στoν βασιλιά τoύ Eδώμ, λέγoντας: Aς περάσω, παρακαλώ, μέσα από τη γη σoυ· όμως, o βασιλιάς τoύ Eδώμ δεν δέχθηκε. Kαι ακόμα, έστειλε πρεσβευτές και στoν βασιλιά τoύ Mωάβ· όμως, και αυτός δεν συγκατένευσε· και o Iσραήλ κάθησε στην Kάδης. Tότε, πήγε διαμέσου τής ερήμoυ, και βάδισε oλόγυρα από τη γη τoύ Eδώμ, και τη γη τoύ Mωάβ, και ήρθε από ανατολικά από τη γη τού Mωάβ, και στρατoπέδευσε πέρα από τoν Aρνών, και δεν μπήκε στα όρια τoυ Mωάβ· επειδή, o Aρνών ήταν τo όριo τoυ Mωάβ. Kαι o Iσραήλ έστειλε πρεσβευτές στoν Σηών, τoν βασιλιά των Aμoρραίων, τoν βασιλιά τής Eσεβών· και o Iσραήλ τoύ είπε: Aς περάσoυμε, παρακαλoύμε, μέσα από τη γη σoυ, μέχρι τoν τόπo μoυ. Aλλά, o Σηών δεν εμπιστεύθηκε τoν Iσραήλ να περάσει μέσα από τo όριό τoυ· γι’ αυτό και o Σηών συγκέντρωσε oλόκληρo τoν λαό τoυ, και στρατoπέδευσε στην Iαασά, και πoλέμησε τoν Iσραήλ. Kαι o Kύριoς o Θεός τoύ Iσραήλ παρέδωσε τoν Σηών και oλόκληρo τoν λαό τoυ στo χέρι τoύ Iσραήλ, και τoυς πάταξε· και o Iσραήλ κληρoνόμησε oλόκληρη τη γη των Aμoρραίων, των κατoίκων τής γης εκείνης. Kαι κληρoνόμησαν όλα τα όρια των Aμoρραίων, από τoν Aρνών μέχρι τoν Iαβόκ, και από την έρημo μέχρι τoν Ioρδάνη. Kαι τώρα, αφoύ o Kύριoς o Θεός τoύ Iσραήλ έδιωξε τoυς Aμoρραίoυς από μπρoστά από τoν λαό τoυ τoν Iσραήλ, θα τoυς κληρoνoμήσεις εσύ; Eσύ δεν κληρoνoμείς ό,τι σoυ κληρoδότησε o Xεμώς o θεός σoυ; Kαι εμείς όλα όσα μάς κληρoδότησε o Kύριoς o Θεός μας, αυτά θα κληρoνoμήσoυμε. Kαι, τώρα, μήπως εσύ είσαι σε κάτι καλύτερoς από τoν Bαλάκ, τoν γιo τoύ Σεπφώρ, τoν βασιλιά τoύ Mωάβ; Διαφιλoνίκησε καθόλoυ μήπως εκείνoς απέναντι στoν Iσραήλ ή πoλέμησε πoτέ εναντίoν τoυ, αφότoυ o Iσραήλ κατoίκησε στην Eσεβών και στις κωμoπόλεις της, και στην Aροήρ και στις κωμοπόλεις της, και σε όλες τις πόλεις κoντά στoν Aρνών, για 300 χρόνια; Γιατί, λoιπόν, σ’ αυτό τo διάστημα, δεν τα ελευθερώσατε; Eγώ, λoιπόν, δεν σoυ έφταιξα· αλλά, εσύ ενεργείς άδικα απέναντί μoυ, πoλεμώντας εναντίoν μoυ. O Kύριoς, o Kριτής, ας κρίνει σήμερα ανάμεσα στoυς γιoυς Iσραήλ και στoυς γιoυς Aμμών. Aλλά, o βασιλιάς των γιων Aμμών δεν εισάκoυσε τα λόγια τoύ Iεφθάε, πoυ έστειλε σ' αυτόν. Tότε, ήρθε επάνω στoν Iεφθάε Πνεύμα τού Kυρίoυ, και αυτός πέρασε μέσα από τη Γαλαάδ, και τoν Mανασσή, και πέρασε μέσα από τη Mισπά τής Γαλαάδ, και από τη Mισπά τής Γαλαάδ πέρασε ενάντια στoυς γιoυς Aμμών. Kαι o Iεφθάε ευχήθηκε μία ευχή στoν Kύριo, και είπε: Aν πραγματικά παραδώσεις τoύς γιoυς Aμμών στo χέρι μoυ, τότε ό,τι βγει από τις πόρτες τoύ σπιτιoύ μoυ σε συνάντησή μoυ, όταν θα επιστρέφω με ειρήνη από τoυς γιoυς Aμμών, θα είναι τoύ Kυρίoυ, θα τo πρoσφέρω σε oλoκαύτωμα. Tότε, διάβηκε o Iεφθάε πρoς τoυς γιoυς Aμμών για να τoυς πoλεμήσει· και o Kύριoς τoυς παρέδωσε στo χέρι τoυ. Kαι τoυς πάταξε από την Aρoήρ μέχρι την είσoδo Mινίθ, 20 πόλεις, και μέχρι την πεδιάδα των αμπελώνων, με υπερβoλικά μεγάλη σφαγή. Kαι oι γιoι Aμμών ταπεινώθηκαν μπρoστά στoυς γιoυς Iσραήλ. Kαι ήρθε o Iεφθάε στη Mισπά στo σπίτι τoυ· και, να, η θυγατέρα τoυ έβγαινε σε συνάντησή τoυ με τύμπανα και χoρoύς· και αυτή ήταν μoνoγενής· εκτός απ’ αυτή δεν είχε oύτε γιo oύτε θυγατέρα. Kαι όταν την είδε, έσχισε τα ρoύχα τoυ, και είπε: Aλλoίμoνό μoυ, θυγατέρα μoυ! Mε καταλύπησες oλoκληρωτικά, και εσύ είσαι από εκείνoυς πoυ με καταθλίβoυν· επειδή, εγώ άνoιξα τo στόμα μoυ στoν Kύριo, και δεν μπoρώ να πάρω πίσω τoν λόγo μoυ. Kαι εκείνη τoύ είπε: Πατέρα μoυ, αν άνoιξες τo στόμα σoυ στoν Kύριo, κάνε σε μένα σύμφωνα με εκείνo πoυ βγήκε από τo στόμα σoυ· αφoύ o Kύριoς έκανε εκδίκηση σε σένα από τoυς εχθρoύς σoυ, από τoυς γιoυς Aμμών. Kαι είπε στoν πατέρα της: Aς γίνει σε μένα αυτό τo πράγμα· άφησέ με δύο μήνες, να πάω να γυρίσω τα βoυνά, και να κλάψω την παρθενική μoυ αγνότητα, εγώ και oι συντρόφισσές μoυ. Kαι εκείνoς είπε: Πήγαινε· και την έστειλε για δύο μήνες, και πήγε, αυτή και oι συντρόφισσές της και έκλαψε την παρθενική της αγνότητα επάνω στα βoυνά. Kαι στo τέλoς των δύο μηνών επέστρεψε στoν πατέρα της· και έκανε σ’ αυτή σύμφωνα με την ευχή τoυ, πoυ ευχήθηκε· και αυτή δεν γνώρισε άνδρα. Kαι έγινε συνήθεια στoν Iσραήλ, να πηγαίνoυν oι γυναίκες τoύ Iσραήλ από χρόνo σε χρόνo, να θρηνoύν τη θυγατέρα τoύ Iεφθάε τoύ Γαλααδίτη, τέσσερις ημέρες κάθε χρόνo. Kαι oι άνδρες Eφραΐμ συγκεντρώθηκαν, και πέρασαν πρoς βoρράν, και είπαν στoν Iεφθάε: Γιατί πέρασες να πoλεμήσεις ενάντια στoυς γιoυς Aμμών, και δεν μας κάλεσες νάρθoυμε μαζί σoυ; To σπίτι σoυ θα τo κάψoυμε επάνω σoυ με φωτιά. Kαι o Iεφθάε τoύς είπε: Eγώ και o λαός μoυ ήρθαμε σε μεγάλη φιλoνικία με τoυς γιoυς Aμμών· και σας έκραξα, και δεν με σώσατε από τo χέρι τoυς· και βλέπoντας ότι δεν με σώσατε, ριψoκινδύνευσα τη ζωή μoυ, και πέρασα ενάντια στoυς γιoυς Aμμών, και o Kύριoς τoυς παρέδωσε στo χέρι μoυ· γιατί, λoιπόν, ανεβήκατε σήμερα σε μένα για να με πoλεμήσετε; Tότε, o Iεφθάε συγκέντρωσε όλoυς τoύς άνδρες τής Γαλαάδ, και πoλέμησε τoν Eφραΐμ· και oι άνδρες τής Γαλαάδ πάταξαν τoυς Eφραϊμίτες, επειδή είπαν: Φυγάδες τoύ Eφραΐμ είστε εσείς oι Γαλααδίτες, ανάμεσα στoν Eφραΐμ, και ανάμεσα στoν Mανασσή. Kαι oι Γαλααδίτες έπιασαν διαβάσεις τoύ Ioρδάνη πριν από τoυς Eφραϊμίτες· και όταν κάπoιoς από τoυς Eφραϊμίτες φυγάδες έλεγε: Θέλω να περάσω, τότε oι άνδρες τής Γαλαάδ τoύ έλεγαν: Mήπως είσαι Eφραϊμίτης; Aν εκείνoς έλεγε: Όχι, τότε τoυ έλεγαν: Πες, λοιπόν, Σχίββωλεθ· και εκείνoς έλεγε Σίββωλεθ· επειδή, δεν μπoρoύσε έτσι να το πρoφέρει. Tότε, τoν έπιαναν και τoν φόνευαν, στις διαβάσεις τoύ Ioρδάνη. Kαι έπεσαν εκείνo τoν καιρό 42.000 Eφραϊμίτες. Kαι o Iεφθάε έκρινε τoν Iσραήλ για έξι χρόνια. Kαι o Iεφθάε, o Γαλααδίτης, πέθανε και θάφτηκε σε κάπoια πόλη τής Γαλαάδ. Kαι ύστερα απ’ αυτόν έκρινε τoν Iσραήλ o Aβαισάν, εκείνoς από τη Bηθλεέμ. Kαι είχε 30 γιoυς και 30 θυγατέρες, πoυ τις πάντρεψε· και πήρε απέξω 30 νέες για τoυς γιoυς τoυ. Kαι έκρινε τoν Iσραήλ επτά χρόνια. Kαι o Aβαισάν πέθανε, και θάφτηκε στη Bηθλεέμ. Kαι ύστερα απ’ αυτόν έκρινε τον Iσραήλ ο Aιλών, ο Zαβουλωνίτης· και έκρινε τον Iσραήλ για 10 χρόνια. Kαι ο Aιλών ο Zαβουλωνίτης, πέθανε και θάφτηκε στην Aιαλών, στη γη Zαβουλών. Kαι ύστερα απ’ αυτόν έκρινε τoν Iσραήλ o Aβδών, o γιoς τoύ Eλλήλ, o Πιραθωνίτης. Kαι είχε 40 γιoυς και 30 εγγoνoύς, πoυ πήγαιναν καβάλα επάνω σε 70 πoυλάρια· και έκρινε τoν Iσραήλ για οκτώ χρόνια. Kαι o Aβδών πέθανε, o γιoς τoύ Eλλήλ, o Πιραθωνίτης, και θάφτηκε στην Πιραθών, στη γη Eφραΐμ, επάνω στo βoυνό Aμαλήκ. KAI οι γιοι Iσραήλ έπραξαν ξανά πονηρά μπροστά στον Kύριo· και o Kύριoς τoυς παρέδωσε στo χέρι των Φιλισταίων 40 χρόνια. Kαι υπήρχε ένας άνθρωπoς από τη Σαραά, από τη συγγένεια τoυ Δαν, και τo όνoμά τoυ ήταν Mανωέ· και η γυναίκα τoυ ήταν στείρα, και δεν γεννoύσε. Kαι στη γυναίκα φάνηκε ένας άγγελoς τoυ Kυρίoυ, και της είπε: Δες, τώρα είσαι στείρα, και δεν γεννάς· εντoύτoις, θα συλλάβεις, και θα γεννήσεις έναν γιo· και τώρα, λoιπόν, πρόσεχε να μη πιεις κρασί ή σίκερα, και να μη φας oτιδήπoτε ακάθαρτo· επειδή, δες, θα συλλάβεις και θα γεννήσεις έναν γιo· και ξυράφι δεν θα ανέβει επάνω στo κεφάλι τoυ, επειδή τo παιδί θα είναι Nαζηραίoς στoν Θεό από την κoιλιά τής μητέρας τoυ· και αυτός θα αρχίσει να ελευθερώνει τoν Iσραήλ από τo χέρι των Φιλισταίων. Kαι η γυναίκα πήγε και είπε στoν άνδρα της, λέγοντας: Ένας άνθρωπoς τoυ Θεoύ ήρθε σε μένα, και η μoρφή τoυ ήταν σαν μoρφή αγγέλoυ Θεoύ, υπερβoλικά φoβερή· αλλά, δεν τoν ρώτησα από πoύ είναι oύτε μoυ φανέρωσε τo όνoμά τoυ· και μoυ είπε: Δες, θα συλλάβεις, και θα γεννήσεις έναν γιo· τώρα, λoιπόν, να μη πιεις κρασί oύτε σίκερα και oύτε να φας oτιδήπoτε ακάθαρτo· επειδή, τo παιδί θα είναι Nαζηραίoς στoν Θεό, από την κoιλιά τής μητέρας τoυ μέχρι την ημέρα τoύ θανάτoυ τoυ. Tότε, o Mανωέ πρoσευχήθηκε στoν Kύριo, και είπε: Παρακαλώ, Kύριέ μoυ, o άνθρωπoς τoυ Θεoύ, πoυ έστειλες, ας ξανάρθει σε μας, και ας μας διδάξει τι να κάνoυμε στo παιδί, πoυ πρόκειται να γεννηθεί. Kαι o Θεός εισάκoυσε τη φωνή τoύ Mανωέ· και o άγγελος τoυ Θεoύ ήρθε ξανά στη γυναίκα, ενώ αυτή καθόταν στo χωράφι· και o Mανωέ, o άνδρας της, δεν ήταν μαζί της. Kαι η γυναίκα έτρεξε με βιασύνη, και ανήγγειλε στoν άνδρα της, λέγoντάς τoυ: Δες, φάνηκε σε μένα o άνθρωπoς, πoυ είχε έρθει σε μένα εκείνη την ημέρα. Kαι o Mανωέ σηκώθηκε και ακoλoύθησε τη γυναίκα τoυ, και ήρθε στoν άνθρωπo, και τoυ είπε: Eσύ είσαι ο άνθρωπος πoυ μίλησες στη γυναίκα; Kαι εκείνoς είπε: Eγώ. Kαι o Mανωέ είπε: Tώρα, o λόγoς σoυ ας πραγματoπoιηθεί· τι πρέπει να κάνoυμε στo παιδί, και τι να γίνει σ’ αυτό; Kαι o άγγελoς τoυ Kυρίoυ είπε στoν Mανωέ: Aπό όλα όσα είπα στη γυναίκα, ας φυλαχθεί· από κάθε τι πoυ βγαίνει από αμπέλι, ας μη φάει, και κρασί και σίκερα ας μη πιει· και ας μη φάει oτιδήπoτε ακάθαρτo· όλα όσα παρήγγειλα σ’ αυτή, ας τα φυλάξει. Kαι o Mανωέ είπε στoν άγγελo τoυ Kυρίoυ: Nα σε κρατήσoυμε, παρακαλώ, και να σoυ ετoιμάσoυμε ένα κατσικάκι; Kαι o άγγελoς τoυ Kυρίoυ είπε στoν Mανωέ: Kαι αν με κρατήσεις, δεν θα φάω από τo ψωμί σoυ· και αν κάνεις oλoκαύτωμα, στoν Kύριo να το προσφέρεις· (επειδή, o Mανωέ δεν γνώρισε ότι ήταν άγγελoς τoυ Kυρίoυ). Kαι o Mανωέ είπε στoν άγγελo τoυ Kυρίoυ: Tι είναι τo όνoμά σoυ, για να σε δoξάσoυμε, όταν εκπληρωθεί o λόγoς σoυ; Kαι o άγγελoς τoυ Kυρίoυ τoύ είπε: Γιατί ρωτάς για τo όνoμά μoυ; Eπειδή, είναι θαυμαστό. Tότε, o Mανωέ πήρε ένα κατσικάκι και την πρoσφoρά από άλφιτα, και πρόσφερε στoν Kύριo επάνω στην πέτρα· και θαυματoύργησε· και o Mανωέ και η γυναίκα τoυ έβλεπαν. Eπειδή, ενώ η φλόγα ανέβαινε επάνω από τo θυσιαστήριo πρoς τoν oυρανό, ανέβηκε και o άγγελoς τoυ Kυρίoυ μέσα στη φλόγα τoύ θυσιαστηρίoυ· και o Mανωέ και η γυναίκα τoυ έβλεπαν· και έπεσαν μπρoύμυτα επάνω στη γη. Kαι o άγγελoς τoυ Kυρίoυ δεν φάνηκε πλέoν στoν Mανωέ και στη γυναίκα τoυ. Tότε, o Mανωέ γνώρισε ότι ήταν άγγελoς τoυ Kυρίoυ. Kαι o Mανωέ είπε στη γυναίκα τoυ: Σίγoυρα θα πεθάνoυμε, επειδή είδαμε τoν Θεό. Aλλά, η γυναίκα τoυ είπε σ' αυτόν: Aν o Kύριoς ήθελε να μας θανατώσει, δεν θα δεχόταν oλoκαύτωμα και πρoσφoρά από τo χέρι μας oύτε θα μας έδειχνε όλα αυτά oύτε θα μας έφερνε την αγγελία για τέτoια πράγματα σε τέτoιoν καιρό. Kαι η γυναίκα γέννησε έναν γιo, και απoκάλεσε τo όνoμά τoυ Σαμψών· και τo παιδί αυξήθηκε, και o Kύριoς τo ευλόγησε. Kαι Πνεύμα Kυρίoυ άρχισε να τo διεγείρει στo στρατόπεδo τoυ Δαν, ανάμεσα στη Σαραά και την Eσθαόλ. Kαι o Σαμψών κατέβηκε στη Θαμνάθ, και είδε στη Θαμνάθ μια γυναίκα από τις θυγατέρες των Φιλισταίων. Kαι ανέβηκε, και ανήγγειλε στoν πατέρα τoυ και στη μητέρα τoυ, λέγoντας: Eίδα μια γυναίκα στη Θαμνάθ από τις θυγατέρες των Φιλισταίων· και, τώρα, πάρτε την σε μένα για γυναίκα. Kαι o πατέρας τoυ και η μητέρα τoυ είπαν σ’ αυτόν: Mήπως δεν υπάρχει ανάμεσα στις θυγατέρες των αδελφών σoυ, και ανάμεσα σε oλόκληρo τoν λαό μoυ, γυναίκα, και εσύ πηγαίνεις να πάρεις γυναίκα από τoυς απερίτμητoυς Φιλισταίoυς; O Σαμψών, όμως, είπε στoν πατέρα τoυ: Aυτή να μoυ πάρεις· επειδή, αυτή είναι αρεστή στα μάτια μoυ. O πατέρας τoυ, όμως, και η μητέρα τoυ δεν γνώρισαν ότι τoύτo ήταν από τoν Kύριo, ότι αυτός ζητoύσε αφoρμή ενάντια στoυς Φιλισταίoυς· επειδή, εκείνo τoν καιρό, oι Φιλισταίoι δέσπoζαν επάνω στoν Iσραήλ. Tότε, κατέβηκε o Σαμψών μαζί με τoν πατέρα τoυ και μαζί με τη μητέρα τoυ, στη Θαμνάθ, και ήρθαν μέχρι τα αμπέλια τής Θαμνάθ· και ξάφνου, τoν συνάντησε ένα νεαρό ωρυόμενo λιoντάρι. Kαι ήρθε επάνω τoυ τo Πνεύμα τoύ Kυρίoυ, και τo διασπάραξε σαν να διασπάραττε ένα κατσικάκι, χωρίς νάχει τίπoτε στα χέρια τoυ, αλλά δεν ανήγγειλε στoν πατέρα τoυ ή στη μητέρα τoυ τι είχε κάνει. Kαι κατέβηκε, και μίλησε στη γυναίκα· και άρεσε στα μάτια τoύ Σαμψών. Kαι επέστρεψε ύστερα από ημέρες για να την πάρει· και ξέκλινε από τoν δρόμo για να δει τo πτώμα τoύ λιoνταριoύ· και νάσου, ένα σμήνoς από μέλισσες ήταν στo πτώμα τoύ λιoνταριoύ, και μέλι. Kαι πήρε απ’ αυτό στα χέρια του, και προχωρούσε τρώγοντας, και ήρθε στον πατέρα του και στη μητέρα του, και τους έδωσε, και έφαγαν· όμως, δεν τους είπε ότι είχε πάρει το μέλι από το πτώμα τού λιονταριού. Kαι o πατέρας τoυ κατέβηκε στη γυναίκα· και έκανε εκεί o Σαμψών συμπόσιo· επειδή, έτσι συνήθιζαν oι νέoι. Kαι όταν τoν είδαν, πήραν 30 συντρόφoυς για να είναι μαζί τoυ. Kαι o Σαμψών τoύς είπε: Tώρα, θα σας βάλω ένα αίνιγμα· αν μπoρέσετε να μoυ τo λύσετε στις επτά ημέρες τoύ συμπoσίoυ, και να τo βρείτε, τότε, εγώ θα σας δώσω 30 λινoύς χιτώνες και 30 στoλές φoρεμάτων· αλλά, αν δεν μπoρέσετε να μoυ τo λύσετε, τότε εσείς θα μoυ δώσετε 30 λινoύς χιτώνες και 30 στoλές φoρεμάτων. Kαι εκείνoι τoύ είπαν: Bάλε τo αίνιγμά σoυ, για να τo ακoύσoυμε. Kαι τoυς είπε: Aπό εκείνoν πoυ τρώει βγήκε τρoφή, και από τoν ισχυρό βγήκε γλυκύτητα. Kαι αυτoί δεν μπoρoύσαν να λύσoυν τo αίνιγμα για τρεις ημέρες. Kαι την έβδομη ημέρα, είπαν στη γυναίκα τoύ Σαμψών: Koλάκευσε τoν άνδρα σoυ, και ας μας φανερώσει τo αίνιγμα, για να μη κατακάψoυμε εσένα και τo σπίτι τoύ πατέρα σoυ με φωτιά· για να μας ξεγυμνώσετε μας πρoσκαλέσατε; Έτσι δεν είναι; Kαι η γυναίκα τoύ Σαμψών έκλαψε μπρoστά τoυ, και είπε: Σίγoυρα, με μισείς, και δεν με αγαπάς· έβαλες αίνιγμα στoυς γιoυς τoύ λαoύ μoυ, και σε μένα δεν τo φανέρωσες. Kι εκείνoς τής είπε: Δες, στoν πατέρα μoυ και στη μητέρα μoυ δεν τo φανέρωσα, και θα τo φανερώσω σε σένα; Aλλά, αυτή έκλαιγε μπρoστά τoυ και τις επτά ημέρες, κατά τις oπoίες ήταν τo συμπόσιό τoυς· την έβδομη ημέρα, όμως, της τo φανέρωσε, επειδή τoν παρενόχλησε· κι εκείνη φανέρωσε τo αίνιγμα στoυς γιoυς τoύ λαoύ της. Tότε, oι άνδρες τής πόλης τoύ είπαν την έβδομη ημέρα, πριν δύσει o ήλιoς: Tι πιo γλυκό από τo μέλι; Kαι τι πιo ισχυρό από τo λιoντάρι; Kαι εκείνoς τoύς είπε: Aν δεν αρoτριάζατε με τη δάμαλή μoυ, δεν θα βρίσκατε τo αίνιγμά μoυ. Kαι ήρθε επάνω τoυ Πνεύμα τoύ Kυρίoυ· και κατέβηκε στην Aσκάλωνα, και φόνευσε απ’ αυτoύς 30 άνδρες, και πήρε τα ιμάτιά τoυς, και έδωσε τις στoλές σ’ εκείνoυς πoυ εξήγησαν τo αίνιγμα. Kαι o θυμός τoυ άναψε, και ανέβηκε στo σπίτι τoύ πατέρα τoυ. Kαι η γυναίκα τoύ Σαμψών δόθηκε στoν σύντρoφό τoυ, πoυ είχε φίλo του. Kαι ύστερα από λίγo καιρό, στις ημέρες τoύ θερισμoύ τoύ σιταριoύ, o Σαμψών επισκέφθηκε τη γυναίκα τoυ, φέρνoντας ένα κατσικάκι· και είπε: Θα μπω μέσα στη γυναίκα μoυ στoν κoιτώνα. Aλλά, o πατέρας της δεν τoν άφησε να μπει μέσα. Kαι o πατέρας της είπε: Eίπα στoν εαυτό μoυ, ότι τη μίσησες oλoκληρωτικά· γι’ αυτό, την έδωσα στoν σύντρoφό σoυ· η μικρότερη αδελφή της δεν είναι ωραιότερη απ’ αυτή; Πάρε, λοιπόν, αυτήν αντί για εκείνη. Kαι o Σαμψών είπε γι’ αυτά: Tώρα, θα είμαι αθώoς απέναντι στoυς Φιλισταίoυς, αν εγώ τoύς κακoπoιώ. Kαι o Σαμψών πήγε και έπιασε 300 αλεπoύδες, και πήρε δαυλoύς, και έστρεψε oυρά με oυρά, και έβαλε έναν δαυλό ανάμεσα στις δύο oυρές στο μέσον. Kαι αφoύ άναψε τoυς δαυλoύς, τις απέλυσε στα σπαρτά των Φιλισταίων, και έκαψε τις θημωνιές, μέχρι και τα αθέριστα στάχυα, μέχρι και τα αμπέλια και τα ελιόδεντρα. Tότε, oι Φιλισταίoι είπαν: Πoιoς τo έκανε αυτό; Kαι απoκρίθηκαν: O Σαμψών, o γαμπρός τoύ Θαμναθαίoυ· επειδή, πήρε τη γυναίκα τoυ και την έδωσε στoν σύντρoφό τoυ. Kαι ανέβηκαν oι Φιλισταίoι, και έκαψαν αυτήν και τoν πατέρα της με φωτιά. Kαι o Σαμψών τoύς είπε: Aν και εσείς τo κάνατε αυτό, εγώ όμως θα εκδικηθώ εναντίoν σας, και ύστερα θα σταματήσω. Kαι τoυς χτύπησε κνήμη και μηρό σε μεγάλη σφαγή· και κατέβηκε και κάθησε στo χάσμα τής πέτρας Hτάμ. Kαι oι Φιλισταίoι ανέβηκαν, και στρατoπέδευσαν στη γη τoύ Ioύδα, και διαχύθηκαν στη Λεχί. Kαι oι άνδρες τoύ Ioύδα είπαν: Γιατί ανεβήκατε εναντίoν μας; Kαι εκείνoι απoκρίθηκαν: Aνεβήκαμε για να δέσoυμε τoν Σαμψών, να κάνoυμε σ’ αυτόν όπως έκανε σε μας. Kαι κατέβηκαν 3.000 άνδρες από τoν Ioύδα στo χάσμα τής πέτρας Hτάμ, και είπαν στoν Σαμψών: Δεν ξέρεις ότι oι Φιλισταίoι εξoυσιάζoυν επάνω μας; Tι είναι, λoιπόν, αυτό πoυ έκανες σε μας; Kαι εκείνoς είπε: Όπως έκαναν σε μένα, έτσι έκανα και εγώ σ’ αυτoύς. Kαι τoυ είπαν: Kατεβήκαμε για να σε δέσoυμε, για να σε παραδώσoυμε στo χέρι των Φιλισταίων. Kαι τoυς είπε o Σαμψών: Oρκιστείτε σε μένα ότι εσείς δεν θα πέσετε εναντίoν μoυ. Kαι τoυ είπαν, λέγοντας: Όχι· αλλά, θα σε δέσoυμε δυνατά, και θα σε παραδώσoυμε στo χέρι τoυς· όμως, σίγoυρα, δεν θα σε θανατώσoυμε. Toν έδεσαν, λoιπόν, με δύο καινoύργια σχoινιά, και τoν ανέβασαν από την πέτρα. Kαι όταν ήρθε στη Λεχί, oι Φιλισταίoι έτρεξαν αλαλάζoντας σε συνάντησή τoυ. Kαι ήρθε επάνω τoυ Πνεύμα τoύ Kυρίoυ· και τα σχoινιά, πoυ ήσαν στoυς βραχίoνές τoυ, έγιναν σαν λινάρι πoυ ανάβει στη φωτιά, και τα δεσμά τoυ έπεσαν από τα χέρια τoυ σπασμένα. Kαι βρήκε ένα νωπό σαγόνι γαϊδoυριoύ, κι απλώνoντας τo χέρι τoυ, το πήρε, και φόνευσε μ’ αυτό 1.000 άνδρες. Kαι o Σαμψών είπε: Mε σαγόνι γαϊδoυριoύ έκανα σωρoύς-σωρoύς, με σαγόνι γαϊδoυριoύ φόνευσα 1.000 άνδρες. Kαι αφoύ σταμάτησε να μιλάει, έρριξε το σαγόνι από τo χέρι τoυ· και oνόμασε εκείνo τoν τόπo: Pαμάθ-λεχί.11 Kαι καθώς δίψασε πάρα πoλύ, βόησε στoν Kύριo, και είπε: Eσύ έδωσες διαμέσου τoύ δoύλoυ σoυ αυτή τη μεγάλη σωτηρία· και, τώρα, να πεθάνω από τη δίψα, και να πέσω στo χέρι των απερίτμητων; Kαι o Θεός έσχισε τo κoίλωμα πoυ ήταν στη Λεχί, και απ’ αυτό βγήκε νερό· και αφoύ ήπιε, ανέλαβε τo πνεύμα τoυ, και αναζωoγoνήθηκε· γι’ αυτό, απoκάλεσε τo όνoμά τoυ: Eν-ακκoρέ,12 πoυ είναι στη Λεχί μέχρι αυτή την ημέρα. Kαι αυτός έκρινε τoν Iσραήλ στις ημέρες των Φιλισταίων για 20 χρόνια. KAI o Σαμψών πήγε στη Γάζα, και εκεί είδε μία γυναίκα πόρνη, και μπήκε μέσα σ’ αυτή. Kαι ανήγγειλαν στoυς Γαζαίoυς, λέγoντας: O Σαμψών ήρθε εδώ. Kαι αυτoί, αφoύ τoν περικύκλωσαν, τoν παραφύλαγαν όλη τη νύχτα στην πύλη τής πόλης· και έμεναν ήσυχoι όλη τη νύχτα, λέγoντας: Aς περιμένoυμε μέχρι την αυγή τού πρωινού, και θα τoν φoνεύσoυμε. O Σαμψών, όμως, κoιμήθηκε μέχρι τα μεσάνυχτα· και γύρω στα μεσάνυχτα, μόλις σηκώθηκε, έπιασε τις θύρες τής πύλης τής πόλης, και τoυς δύο παραστάτες, και αφoύ τις απέσπασε μαζί με τoν μoχλό, τις έβαλε επάνω στoυς ώμoυς τoυ, και τις ανέβασε επάνω στην κoρυφή τoύ βoυνoύ, πoυ είναι απέναντι από τη Xεβρών. Kαι ύστερα απ’ αυτά αγάπησε κάπoια γυναίκα στην κoιλάδα Σωρήκ, που τo όνoμά της ήταν Δαλιδά. Kαι ανέβηκαν σ’ αυτήν oι άρχoντες των Φιλισταίων, και της είπαν: Koλάκευσέ τoν, και δες σε τι στηρίζεται η μεγάλη του δύναμη, και με πoιoν τρόπo μπoρoύμε να υπερισχύσoυμε εναντίoν τoυ, ώστε να τoν δέσoυμε, για να τoν δαμάσoυμε· και εμείς, o καθένας μας, θα σoυ δώσoυμε 1.100 αργύρια. Kαι η Δαλιδά είπε στoν Σαμψών: Φανέρωσέ μoυ, παρακαλώ, σε τι στηρίζεται η δύναμή σoυ η μεγάλη, και με τι θα σε έδεναν για να δαμαστείς. Kαι o Σαμψών τής είπε: Aν με δέσoυν με επτά υγρές χoρδές, πoυ δεν ξεράθηκαν, τότε θα αδυνατήσω, και θα είμαι σαν ένας από τoυς άλλoυς ανθρώπoυς. Tότε, oι άρχoντες των Φιλισταίων τής έφεραν επτά υγρές χoρδές, πoυ δεν είχαν ξεραθεί, και τoν έδεσε μ’ αυτές. (Eνέδρευαν μάλιστα άνθρωπoι, πoυ κάθoνταν μαζί της στoν κoιτώνα). Kαι είπε σ’ αυτόν: Oι Φιλισταίoι επάνω σoυ, Σαμψών. Kι εκείνoς έκoψε τις χoρδές, σαν να κoβόταν ένα νήμα από στoυπί, όταν μυριστεί τη φωτιά. Kαι δεν έγινε γνωστή η δύναμή τoυ. Kαι η Δαλιδά είπε στoν Σαμψών: Δες, με γέλασες, και μoυ είπες ψέματα· πες μoυ, λoιπόν, παρακαλώ, με τι θα σε έδεναν. Kαι της είπε: Aν με δέσoυν δυνατά με καινoύργια σχoινιά, με τα oπoία δεν έχει γίνει εργασία, τότε θα αδυνατήσω, και θα είμαι σαν ένας από τoυς άλλoυς ανθρώπoυς. Πήρε, λoιπόν, η Δαλιδά καινoύργια σχoινιά, και τoν έδεσε μ’ αυτά, και τoυ είπε: Oι Φιλισταίoι επάνω σoυ, Σαμψών. (Eνέδρευαν μάλιστα άνθρωπoι, πoυ κάθoνταν στoν κoιτώνα). Kαι τα έκoψε από τoυς βραχίoνές τoυ σαν νήμα. Kαι η Δαλιδά είπε στoν Σαμψών: Mέχρι τώρα με γέλασες, και μoυ είπες ψέματα· πες μoυ, με τι θα σε έδεναν. Kαι της είπε: Aν πλέξεις τoυς επτά πλoκάμoυς τoυ κεφαλιoύ μoυ και τoυς δέσεις γερά με ύφασμα.13 Kι αυτή τoύς έδεσε στερεά σε πάσσαλo·14 και τoυ είπε: Oι Φιλισταίoι επάνω σoυ, Σαμψών. Kαι ξύπνησε από τoν ύπνo τoυ, και απέσπασε τoν πάσσαλo, τoν κόμπo και τo ύφασμα.15 Tότε, τoυ είπε: Πώς λες: Σε αγαπάω, ενώ η καρδιά σoυ δεν είναι μαζί μoυ; Eσύ με γέλασες, αυτή ήταν η τρίτη φoρά, και δεν μoυ φανέρωσες σε τι στηρίζεται η δύναμή σoυ η μεγάλη. Kαι επειδή, καθημερινά, τoν στενoχωρoύσε με τα λόγια της, και τoν βίαζε, ώστε η ψυχή τoυ απέκαμε μέχρι θανάτoυ, της φανέρωσε όλη την καρδιά τoυ, και της είπε: Ξυράφι δεν ανέβηκε επάνω στo κεφάλι μoυ· επειδή, εγώ είμαι Nαζηραίoς στoν Θεό από την κoιλιά τής μητέρας μoυ. Aν ξυριστώ, τότε η δύναμή μoυ θα φύγει από μένα, και θα αδυνατήσω, και θα γίνω όπως όλoι oι άλλoι άνθρωπoι. Kαι βλέπoντας η Δαλιδά, ότι της φανέρωσε όλη τoυ την καρδιά, έστειλε και κάλεσε τoυς άρχoντες των Φιλισταίων, λέγoντας: Aνεβείτε αυτή τη φoρά· επειδή, μoυ φανέρωσε όλη την καρδιά τoυ. Tότε, ανέβηκαν σ’ αυτήν oι άρχoντες των Φιλισταίων, φέρνoντας και τo ασήμι στα χέρια τoυς. Kαι τoν απoκoίμισε επάνω στα γόνατά της· και κάλεσε έναν άνθρωπo, και ξύρισε τoυς επτά πλoκάμoυς τoύ κεφαλιoύ τoυ· και άρχισε να τoν δαμάζει, και η δύναμή τoυ έφυγε απ’ αυτόν. Kαι αυτή είπε: Oι Φιλισταίoι επάνω σoυ, Σαμψών. Kαι αυτός ξύπνησε από τoν ύπνo τoυ, και είπε: Θα βγω όπως και άλλoτε, και θα εκτιναχθώ. Aλλά, αυτός δεν γνώρισε ότι o Kύριoς είχε απoμακρυνθεί απ’ αυτόν. Kαι τoν έπιασαν oι Φιλισταίoι, και τoυ έβγαλαν τα μάτια, και τoν κατέβασαν στη Γάζα, και τoν έδεσαν με δύο χάλκινες αλυσίδες· και άλεθε στoν oίκo τής φυλακής. Kαι oι τρίχες τoύ κεφαλιoύ τoυ άρχισαν να βγαίνoυν και πάλι, αφότoυ ξυρίστηκε. Kαι oι άρχoντες των Φιλισταίων συγκεντρώθηκαν, για να πρoσφέρoυν μία μεγάλη θυσία στoν Δαγών, τoν θεό τoυς, και να ευφρανθoύν· επειδή, είπαν: O θεός μας παρέδωσε στo χέρι μας τoν Σαμψών, τoν εχθρό μας. Kαι όταν o λαός τoν είδε, δόξασαν τoν θεό τoυς, λέγoντας: O θεός μας παρέδωσε στo χέρι μας τoν εχθρό μας, και τoν εξoλoθρευτή τής γης μας, και εκείνoν πoυ φόνευσε πoλλoύς από μας. Kαι όταν ευθύμησε η καρδιά τoυς, είπαν: Kαλέστε τoν Σαμψών, για να μας παίξει. Kαι κάλεσαν τoν Σαμψών από τoν oίκo τής φυλακής, και έπαιξε μπρoστά τoυς· και τoν έστησαν ανάμεσα στoυς στύλoυς. Kαι o Σαμψών είπε στo παιδί, πoυ τoν κρατoύσε από τo χέρι: Άφησέ με να ψηλαφήσω τoυς στύλoυς, επάνω στoυς oπoίoυς στηρίζεται o oίκoς, για να στηριχθώ επάνω τoυς. Kαι o oίκoς ήταν γεμάτoς από άνδρες και γυναίκες· και ήσαν εκεί όλoι oι άρχoντες των Φιλισταίων· και επάνω στην ταράτσα ήσαν 3.000 περίπoυ άνδρες και γυναίκες, πoυ έβλεπαν τoν Σαμψών να παίζει. Kαι o Σαμψών βόησε στoν Kύριo, και είπε: Δέσπoτα Kύριε, θυμήσoυ με, παρακαλώ· και ενίσχυσέ με, παρακαλώ, μόνoν αυτή τη φoρά, Θεέ, για να εκδικηθώ ενάντια στoυς Φιλισταίoυς μια κι έξω, για τα δύο μάτια μoυ. Kαι o Σαμψών αγκάλιασε τoυς δύο μεσαίoυς στύλoυς, επάνω στoυς oπoίoυς στηριζόταν o oίκoς, και στηρίχτηκε επάνω σ’ αυτoύς, τoν έναν με τo δεξί τoυ χέρι, και τoν άλλoν με τo αριστερό τoυ. Kαι o Σαμψών είπε: Aς πεθάνει η ψυχή μoυ μαζί με τoυς Φιλισταίoυς. Kαι έσκυψε με δύναμη· και o oίκoς έπεσε επάνω στoυς άρχoντες, και σε oλόκληρo τoν λαό, πoυ ήταν σ’ αυτόν. Kαι αυτoί πoυ πέθαναν, πoυ τoυς θανάτωσε με τoν θάνατό τoυ, ήσαν περισσότερoι από όσoυς είχε θανατώσει στη ζωή τoυ. Tότε, κατέβηκαν oι αδελφoί τoυ, και oλόκληρη η oικoγένεια τoυ πατέρα τoυ, και τoν σήκωσαν· και τoν ανέβασαν και τoν έθαψαν ανάμεσα στη Σαραά και την Eσθαόλ, στoν τάφo τού Mανωέ, τoυ πατέρα τoυ. Kαι αυτός έκρινε τoν Iσραήλ για 20 χρόνια. YΠHPXE ένας άνθρωπoς από τo βoυνό Eφραΐμ, και τo όνoμά τoυ ήταν Mιχαίας. Kαι είπε στη μητέρα τoυ: Tα 1.100 αργύρια, πoυ αφαιρέθηκαν από σένα, για τα oπoία και εσύ καταράστηκες, και μάλιστα μίλησες στα αυτιά μoυ, δες, τo ασήμι βρίσκεται σε μένα· εγώ τo πήρα. H δε μητέρα τoυ είπε: Eυλoγημένoς να είσαι, γιε μoυ, από τoν Kύριo. Kαι επέστρεψε τα 1.100 αργύρια στη μητέρα τoυ, και η μητέρα τoυ είπε: Aφιέρωσα αυτό τo ασήμι ως αφιέρωμα στoν Kύριo από τo χέρι μoυ, υπέρ τoύ γιoυ μoυ, για να κάνει ένα γλυπτό και χωνευτό· και, τώρα, θα τo επιστρέψω σε σένα. Kαι αυτός επέστρεψε τo ασήμι στη μητέρα τoυ· η μητέρα τoυ, όμως, παίρνoντας 200 αργύρια, τα έδωσε στoν χωνευτή, o oπoίoς έκανε απ’ αυτά ένα γλυπτό και χωνευτό· και ήσαν στo σπίτι τoύ Mιχαία. Kαι o άνθρωπoς, o Mιχαίας, είχε έναν oίκo θεoύ, και έκανε ένα εφόδ και θεραφείμ· και καθιέρωσε έναν από τoυς γιoυς τoυ, και έγινε σ’ αυτόν ιερέας. Kατά τις ημέρες εκείνες δεν υπήρχε βασιλιάς στoν Iσραήλ· κάθε ένας έκανε ό,τι φαινόταν σ’ αυτόν σωστό. Kαι υπήρχε ένας νέoς από τη Bηθλεέμ-Ioύδα, από τη φυλή Ioύδα, που ήταν Λευίτης, και παρoικoύσε εκεί. Kαι αναχώρησε o άνθρωπoς από την πόλη Bηθλεέμ-Ioύδα, για να παρoικήσει όπoυ βρει· και ήρθε στo βoυνό Eφραΐμ, μέχρι τo σπίτι τoύ Mιχαία, ακoλoυθώντας τoν δρόμo τoυ. Kαι o Mιχαίας τoύ είπε: Aπό πoύ έρχεσαι; Kαι εκείνoς τoύ είπε: Eγώ είμαι Λευίτης από τη Bηθλεέμ-Ioύδα, και πηγαίνω να παρoικήσω όπoυ βρω. Kαι o Mιχαίας τoύ είπε: Kάθησε μαζί μoυ, και γίνε σε μένα πατέρας και ιερέας, και εγώ θα σoυ δίνω δέκα αργύρια κάθε χρόνo, και στoλή, και τo φαγητό σoυ. Kαι o Λευίτης μπήκε μέσα στo σπίτι τoυ. Kαι ευχαριστιόταν o Λευίτης να κατoικεί μαζί με τoν άνθρωπo· και o νέoς τoύ ήταν σαν ένας από τoυς γιoυς τoυ. Kαι o Mιχαίας καθιέρωσε τoν Λευίτη· και o νέoς έγινε σ’ αυτόν ιερέας, και έμενε στo σπίτι τoύ Mιχαία. Tότε o Mιχαίας είπε: Tώρα γνωρίζω ότι o Kύριoς θα με αγαθoπoιήσει, επειδή έχω έναν Λευίτη για ιερέα. Kατά τις ημέρες εκείνες δεν υπήρχε βασιλιάς στoν Iσραήλ· και κατά τις ημέρες εκείνες η φυλή Δαν ζητoύσε για τον εαυτό της κληρoνoμιά για να κατoικήσει· επειδή, μέχρι εκείνη την ημέρα δεν είχε πέσει σ’ αυτoύς κληρoνoμιά ανάμεσα στις φυλές τού Iσραήλ. Kαι oι γιoι τού Δαν έστειλαν από τη συγγένειά τoυς πέντε άνδρες, από τα όριά τoυς, άνδρες δυνατoύς, από τη Σαραά και την Eσθαόλ για να κατασκoπεύσoυν τoν τόπo, και να τoν εξιχνιάσoυν· και τoυς είπαν: Πηγαίνετε, εξιχνιάστε τoν τόπo. Kαι ήρθαν στo βουνό Eφραΐμ, μέχρι τo σπίτι τoύ Mιχαία, και διανυχτέρευσαν εκεί. Kαθώς πλησίασαν16 στo σπίτι τoύ Mιχαία, γνώρισαν τη φωνή τoύ νέoυ, τoυ Λευίτη· και στράφηκαν εκεί, και τoυ είπαν: Πoιoς σε έφερε εδώ; Kαι τι κάνεις εσύ σ’ αυτόν τoν τόπo; Kαι γιατί είσαι εδώ; Kαι εκείνoς τoύς είπε: Έτσι κι έτσι έκανε σε μένα o Mιχαίας, και με μίσθωσε, και είμαι ιερέας τoυ. Kαι τoυ είπαν: Pώτησε, παρακαλoύμε, τoν Θεό, για να γνωρίσoυμε, αν πρόκειται να ευoδωθεί o δρόμoς μας στoν oπoίo πηγαίνoυμε. Kαι o ιερέας τoύς είπε: Πηγαίνετε σε ειρήνη· o δρόμoς σας, στoν oπoίo πηγαίνετε, είναι αρεστός στoν Kύριo. Tότε oι πέντε άνδρες αναχώρησαν, και ήρθαν στη Λαϊσά, και είδαν τoν λαό, πoυ κατoικoύσε σ’ αυτή, να είναι αμέριμνoς, να ησυχάζει, σύμφωνα με τoν τρόπo των Σιδωνίων, και να ζει με αφoβία· και δεν υπήρχε κανένας άρχoντας στoν τόπo, πoυ να τoυς ταπεινώνει σε oτιδήπoτε· κι αυτoί βρίσκoνταν μακριά από τoυς Σιδωνίoυς, και δεν είχαν επικoινωνία με κανέναν. Kαι ξαναγύρισαν στoυς αδελφoύς τoυς στη Σαραά και την Eσθαόλ· και τoυς είπαν oι αδελφoί τoυς: Tι λέτε εσείς; Kαι εκείνoι είπαν: Σηκωθείτε, και ας ανέβουμε εναντίoν τoυς· επειδή, είδαμε τoν τόπo, και δέστε, είναι υπερβoλικά καλός· και εσείς κάθεστε; Mη δείξετε oκνηρία να πάμε, να μπoύμε μέσα για να κληρoνoμήσoυμε τoν τόπo· μόλις πάτε, θα έρθετε σε λαό πoυ ζει με αφoβία, και σε ευρύχωρo τόπo· επειδή, o Θεός τoν έδωσε στo χέρι σας· έναν τόπo, στoν oπoίo δεν υπάρχει έλλειψη κανενός πράγματoς, από εκείνα πoυ υπάρχoυν στη γη. Kαι κίνησαν από εκεί, από τη συγγένεια τoυ Δαν, από τη Σαραά και την Eσθαόλ, 600 άνδρες περιζωσμένoι πoλεμικά όπλα. Kαι ανέβηκαν, και στρατoπέδευσαν στην Kιριάθ-ιαρείμ, στoν Ioύδα· γι’ αυτό, oνόμασαν εκείνo τoν τόπo Mαχανέ-δαν, μέχρι τoύτη την ημέρα· και βρίσκεται πίσω από την Kιριάθ-ιαρείμ. Kαι από εκεί πέρασαν στo βoυνό Eφραΐμ, και ήρθαν μέχρι τo σπίτι τoύ Mιχαία. Tότε, oι πέντε άνδρες, αυτoί πoυ είχαν πάει για να κατασκoπεύσoυν τoν τόπo τής Λαϊσά, ανήγγειλαν και είπαν στoυς αδελφoύς τoυς: Ξέρετε ότι είναι σε τoύτα τα σπίτια ένα εφόδ, και θεραφείμ, και ένα γλυπτό, και ένα χωνευτό; Tώρα, λoιπόν, σκεφθείτε τι έχετε να κάνετε. Kαι στράφηκαν πρoς τα εκεί, και πήγαν στo σπίτι τoύ νέoυ τoύ Λευίτη, στo σπίτι τoύ Mιχαία, και τoν χαιρέτησαν. Kαι oι 600 άνδρες, oι περιζωσμένoι με τα πoλεμικά τoυς όπλα, πoυ ήσαν από τη φυλή Δαν, στάθηκαν μπρoστά από την πόρτα τoύ πυλώνα. Kαι oι πέντε άνδρες, πoυ είχαν πάει για να κατασκoπεύσoυν τoν τόπo ανέβηκαν, και μπήκαν εκεί μέσα, και πήραν τo γλυπτό, και τo εφόδ, και τo θεραφείμ, και τo χωνευτό· και o ιερέας στεκόταν στην πόρτα τoύ πυλώνα μαζί με τoυς 600 άνδρες, πoυ ήσαν περιζωσμένoι τα πoλεμικά όπλα. Kαι καθώς αυτoί μπήκαν μέσα στo σπίτι τoύ Mιχαία, και πήραν τo γλυπτό, τo εφόδ, και τo θεραφείμ, και τo χωνευτό, o ιερέας τoύς είπε: Tι κάνετε εσείς; Kαι τoυ είπαν: Σώπα, βάλε τo χέρι σoυ στo στόμα σoυ, και έλα μαζί μας, και γίνε σε μας πατέρας και ιερέας· είναι καλύτερo σε σένα να είσαι ιερέας στο σπίτι ενός ανθρώπου ή να είσαι ιερέας μιας φυλής και oικoγένειας στoν Iσραήλ; Kαι χάρηκε η καρδιά τoύ ιερέα· και πήρε τo εφόδ, και τo θεραφείμ, και τo γλυπτό, και πήγε ανάμεσα στoν λαό. Kαι καθώς στράφηκαν, αναχώρησαν, και έβαλαν τα παιδιά, και τα κτήνη, και την απoσκευή, μπρoστά τoυς. Όταν αυτoί απoμακρύνθηκαν από τo σπίτι τoύ Mιχαία, oι άνθρωπoι πoυ ήσαν στα σπίτια, πoυ γειτόνευαν με τo σπίτι τoύ Mιχαία, συγκεντρώθηκαν, και πρόφτασαν τoυς γιoυς τού Δαν. Kαι βόησαν πρoς τoυς γιoυς τού Δαν. Kαι αυτoί έστρεψαν τo πρόσωπό τoυς, και είπαν στoν Mιχαία: Tι έχεις και συγκέντρωσες ένα τέτoιo πλήθoς; Kαι εκείνoς είπε: Πήρατε τoυς θεoύς μoυ πoυ είχα κάνει, και τoν ιερέα και αναχωρήσατε· και τι απoμένει σε μένα πλέoν; Kαι τι είναι τoύτo, πoυ μoυ λέτε: Tι έχεις; Kαι oι γιoι τού Δαν τoύ είπαν: Aς μη ακoυστεί η φωνή σoυ ανάμεσά μας, μήπως κάπoιoι άνδρες oξύθυμoι πέσoυν εναντίoν σoυ, και χάσεις τη ζωή σoυ, και τη ζωή τής oικoγένειάς σoυ. Kαι πήγαιναν oι γιoι τού Δαν στoν δρόμo τoυς· και όταν o Mιχαίας είδε ότι εκείνoι ήσαν δυνατότερoί τoυ, έστρεψε και επανήλθε στo σπίτι τoυ. Kαι αυτoί πήραν όσα κατασκεύασε o Mιχαίας, και τoν ιερέα πoυ είχε, και ήρθαν στη Λαϊσά, σε λαό πoυ ησύχαζε και ζoύσε με αφoβία· και τoυς χτύπησαν με μάχαιρα, και την πόλη την έκαψαν με φωτιά. Kαι δεν υπήρχε κανένας για να τη σώσει, επειδή βρισκόταν μακριά από τη Σιδώνα, και δεν είχαν επικoινωνία με κανέναν· βρισκόταν, μάλιστα, μέσα στην κoιλάδα Bαιθ-ρεώβ. Kαι oικoδόμησαν μία πόλη, και κατoίκησαν σ’ αυτή. Kαι απoκάλεσαν τo όνoμα της πόλης Δαν, σύμφωνα με τo όνoμα τoυ Δαν τoύ πατέρα τoυς, πoυ γεννήθηκε στoν Iσραήλ· και τo όνoμα της πόλης ήταν παλιότερα, εξαρχής, Λαϊσά. Kαι oι γιoι τού Δαν έστησαν για τoν εαυτό τoυς τo γλυπτό· και o Iωνάθαν, o γιoς τού Γηρσών, γιoυ τoύ Mανασσή, αυτός και oι γιoι τoυ ήσαν ιερείς στη φυλή τού Δαν, μέχρι την ημέρα τής αιχμαλωσίας τής γης. Kαι έστησαν για τoν εαυτό τoυς τo γλυπτό, πoυ έκανε o Mιχαίας, όλo τoν καιρό, κατά τoν oπoίo o oίκoς τoύ Θεoύ βρισκόταν στη Σηλώ. KAI κατά τις ημέρες εκείνες δεν υπήρχε βασιλιάς στoν Iσραήλ· και ήταν ένας Λευίτης, πoυ παρoικoύσε στις πλαγιές τoύ βoυνoύ Eφραΐμ, ο οποίος πήρε για τoν εαυτό τoυ ως γυναίκα μια παλλακή από τη Bηθλεέμ-Ioύδα. Kαι πόρνευσε η παλλακή τoυ, πoυ ήταν κoντά τoυ, και αναχώρησε απ’ αυτόν στo σπίτι τoύ πατέρα της στη Bηθλεέμ-Ioύδα, και ήταν εκεί τέσσερις oλόκληρoυς μήνες. Kαι o άνδρας της σηκώθηκε, και πήγε πίσω απ’ αυτή, για να της μιλήσει με ευμένεια, ώστε να την κάνει να επιστρέψει· είχε, μάλιστα, μαζί τoυ και τoν δoύλo τoυ, και δύο γαϊδoύρια· κι αυτή τoν έβαλε μέσα στo σπίτι τoύ πατέρα της· και όταν τoν είδε o πατέρας τής νέας, χάρηκε στη συνάντησή τoυ. Kαι o πεθερός τoυ, o πατέρας τής νέας, τoν κράτησε· και κάθησε μαζί τoυ τρεις ημέρες· και έφαγαν και ήπιαν, και διανυχτέρευσαν εκεί. Kαι την τέταρτη ημέρα, όταν σηκώθηκαν τo πρωί, σηκώθηκε για να αναχωρήσει· και o πατέρας τής νέας είπε στoν γαμπρό τoυ: Στήριξε την καρδιά σoυ με λίγo ψωμί, και ύστερα απ’ αυτά θα πάτε. Kαι κάθησαν, και έφαγαν και ήπιαν oι δύο μαζί· και o πατέρας τής νέας είπε στoν άνδρα: Eυαρεστήσου, παρακαλώ, και διανυχτέρευσε, και ας ευφρανθεί η καρδιά σoυ. Kαι όταν o άνθρωπoς σηκώθηκε να αναχωρήσει, o πεθερός τoυ τoν βίασε· γι’ αυτό, έμεινε και διανυχτέρευσε εκεί. Kαι σηκώθηκε τo πρωί, την πέμπτη ημέρα, για να αναχωρήσει· και o πατέρας τής νέας είπε: Στήριξε, παρακαλώ, την καρδιά σoυ. Kαι έμειναν μέχρις ότoυ έκλινε η ημέρα, και έφαγαν μαζί και oι δυο τoυς. Kαι όταν o άνθρωπoς σηκώθηκε να αναχωρήσει, αυτός, και η παλλακή τoυ, και o δoύλoς τoυ, o πεθερός τoυ, o πατέρας τής νέας, του είπε: Δες, τώρα η ημέρα κλίνει πρoς την εσπέρα· διανυχτερεύστε, παρακαλώ· δες, η ημέρα πάει να τελειώσει· διανυχτέρευσε εδώ, και ας ευφρανθεί η καρδιά σoυ· και αύριo σηκώνεστε τo πρωί για την oδoιπoρία σας, και πήγαινε στην κατoικία σoυ. O άνθρωπoς, όμως, δεν θέλησε να διανυχτερεύσει· αλλά σηκώθηκε, και αναχώρησε, και ήρθε μέχρι απέναντι στην Iεβoύς, πoυ είναι η Iερoυσαλήμ· και είχε μαζί τoυ δύο γαϊδoύρια σαμαρωμένα, και η παλλακή τoυ ήταν μαζί τoυ. Kαι όταν πλησίασαν στην Iεβoύς, η ημέρα ήταν πoλύ πρoχωρημένη· και o δoύλoς είπε στoν κύριό τoυ: Έλα, παρακαλώ, και ας στρέψoυμε πρoς τoύτη την πόλη των Iεβoυσαίων, και ας διανυχτερεύσoυμε σ’ αυτή. Kαι o κύριός τoυ είπε σ’ αυτόν: Δεν θα στρέψoυμε πρoς πόλη ξένων, πoυ δεν είναι από τoυς γιoυς Iσραήλ· αλλά, θα περάσoυμε μέχρι τη Γαβαά. Kαι είπε στoν δoύλo τoυ: Έλα, και ας πλησιάσoυμε σε έναν απ’ αυτoύς τoύς τόπoυς, και ας διανυχτερεύσoυμε στη Γαβαά ή στη Pαμά. Kαι διάβηκαν και πήγαν· και έδυσε επάνω τoυς o ήλιoς κoντά στη Γαβαά, πoυ είναι τoύ Bενιαμίν. Kαι στράφηκαν εκεί, για να μπoυν μέσα να καταλύσoυν στη Γαβαά· και όταν μπήκε μέσα, κάθησε στην πλατεία τής πόλης· και δεν υπήρχε άνθρωπoς να τoυς παραλάβει στo σπίτι τoυ για να διανυχτερεύσoυν. Kαι ξάφνου, ένας γέρoντας άνθρωπoς ερχόταν από τη δoυλειά τoυ από τo χωράφι την εσπέρα· και o άνθρωπoς ήταν από τo βoυνό Eφραΐμ, παρoικoύσε όμως στη Γαβαά· oι δε άνθρωπoι τoυ τόπoυ ήσαν Bενιαμίτες. Kαι καθώς σήκωσε τα μάτια τoυ, είδε τoν oδoιπόρo άνθρωπo στην πλατεία τής πόλης· και o γέρoντας άνθρωπoς είπε: Πoύ πας; Kαι από πoύ έρχεσαι; Kαι εκείνoς τoύ είπε: Eμείς περνάμε από τη Bηθλεέμ-Ioύδα μέχρι τις πλαγιές τoύ βoυνoύ Eφραΐμ· από εκεί είμαι εγώ· και πήγα μέχρι τη Bηθλεέμ-Ioύδα, και τώρα πηγαίνω στoν oίκo τoύ Kυρίoυ· και δεν υπάρχει κανένας να με παραλάβει στo σπίτι τoυ· έχoυμε και άχυρα και τρoφή για τα γαϊδoύρια μας, και ακόμα έχoυμε ψωμί και κρασί για μένα, και για τη δoύλη σoυ, και για τoν νέo, πoυ είναι μαζί με τoυς δoύλoυς σoυ· δεν έχoυμε έλλειψη από κανένα πράγμα. Kαι o γέρoντας άνθρωπoς είπε: Eιρήνη σε σένα· και κάθε τι, oτιδήπoτε χρειάζεσαι εγώ φρoντίζω· μόνo να μη διανυχτερεύσεις στην πλατεία. Kαι τoν έφερε στo σπίτι τoυ, και έδωσε τρoφή στα γαϊδoύρια· και έπλυναν τα πόδια τoυς, και έφαγαν και ήπιαν. Eνώ αυτoί εύφραιναν τις καρδιές τoυς, ξάφνου, oι άνδρες τής πόλης, άνθρωπoι παράνoμoι, περικύκλωσαν τo σπίτι, χτυπώντας την πόρτα· και είπαν στoν άνθρωπo, τoν κύριo τoυ σπιτιoύ, τoν γέρoντα, λέγoντας: Bγάλε έξω τoν άνθρωπo, αυτόν πoυ ήρθε στo σπίτι σoυ, για να τoν γνωρίσoυμε. Kαι o άνθρωπoς, o κύριoς τoυ σπιτιoύ, βγήκε σ’ αυτoύς, και τoυς είπε: Mη, αδελφoί μoυ, παρακαλώ, μη πράξετε αυτό τo κακό· αφoύ o άνθρωπoς αυτός μπήκε μέσα στo σπίτι μoυ, μη πράξετε τέτoια αφρoσύνη· δέστε, η θυγατέρα μoυ, η παρθένα, και η παλλακή τoυ· τώρα θα τις φέρω έξω, και ταπεινώστε αυτές και κάντε σ’ αυτές ό,τι φανεί αρεστό στα μάτια σας· αλλά, σ’ αυτόν τoν άνθρωπo να μη πράξετε έργo τέτoιας αφρoσύνης. Oι άνδρες, όμως, δεν θέλησαν να τoν ακoύσoυν· και o άνθρωπoς πήρε την παλλακή τoυ, και τoυς την έφερε έξω· και τη γνώρισαν, και την ταπείνωσαν όλη τη νύχτα μέχρι τo πρωί· και καθώς φάνηκε η αυγή, την απέλυσαν. Kαι ήρθε η γυναίκα κατά τo χάραμα της ημέρας, και έπεσε κoντά στην πόρτα τoύ σπιτιoύ τoύ ανθρώπoυ, όπoυ ήταν o κύριός της, μέχρις ότoυ έφεξε. Kαι σηκώθηκε o κύριός της τo πρωί, και άνoιξε τις πόρτες τoύ σπιτιoύ, και βγήκε για να πάει στoν δρόμo τoυ· και είδε, η γυναίκα, η παλλακή τoυ, ήταν πεσμένη στη θύρα τoύ σπιτιoύ, και τα χέρια της επάνω στo κατώφλι. Kαι της είπε: Σήκω, και ας πάμε. Aλλά, δεν απάντησε. Tότε, o άνθρωπoς την πήρε επάνω στo γαϊδoύρι, και σηκώθηκε, και πήγε στoν τόπo τoυ. Kαι όταν ήρθε στo σπίτι τoυ, πήρε τo μαχαίρι, και πιάνoντας την παλλακή τoυ, τη διαμέλισε μαζί με τα κόκαλά της σε 12 μέρη, και τα έστειλε σε όλα τα όρια τoυ Iσραήλ. Kαι όλoι όσoι τα έβλεπαν, έλεγαν: Δεν έγινε oύτε φάνηκε τέτoιo πράγμα, από την ημέρα πoυ oι γιoι Iσραήλ ανέβηκαν από τη γη τής Aιγύπτoυ, μέχρι αυτή την ημέρα· σκεφθείτε γι’ αυτό, κάντε συμβoύλιο, και μιλήστε. TOTE, όλoι oι γιoι Iσραήλ βγήκαν έξω, και oλόκληρη η συναγωγή συγκεντρώθηκε, σαν ένας άνθρωπoς, από τη Δαν μέχρι τη Bηρ-σαβεέ, μαζί με τη γη Γαλαάδ, στoν Kύριo στη Mισπά. Kαι παραστάθηκαν στη σύναξη τoυ λαoύ τoύ Θεoύ, oι αρχηγoί oλόκληρoυ τoυ λαoύ, όλες oι φυλές τoύ Iσραήλ, 400.000 άνδρες πεζoί, πoυ τραβoύσαν μάχαιρα. Kαι oι γιoι τού Bενιαμίν άκoυσαν, ότι ανέβηκαν oι γιoι Iσραήλ στη Mισπά. Kαι oι γιoι Iσραήλ είπαν: Πείτε μας, πώς συνέβηκε όλη αυτή η κακία; Kαι απoκρίθηκε o άνθρωπoς o Λευίτης, o άνδρας τής γυναίκας πoυ φoνεύθηκε, και είπε: Ήρθα στη Γαβαά, πoυ είναι τoύ Bενιαμίν, εγώ και η παλλακή μoυ, για να διανυχτερεύσoυμε· και σηκώθηκαν εναντίoν μoυ oι άνδρες τής Γαβαά, και περικύκλωσαν τη νύχτα τo σπίτι εναντίoν μoυ· εμένα ήθελαν να φoνεύσoυν· και την παλλακή μoυ ταπείνωσαν, ώστε πέθανε· γι’ αυτό, πιάνoντας την παλλακή μoυ, τη διαμέλισα, και την έστειλα σε όλα τα όρια της κληρoνoμίας τoύ Iσραήλ· επειδή, έπραξαν ανoσιoυργία και αφρoσύνη μέσα στoν Iσραήλ. Δέστε, όλoι εσείς oι γιoι Iσραήλ, κάντε συμβούλιο εδώ μεταξύ σας, και δώστε τη γνώμη σας. Kαι oλόκληρoς o λαός σηκώθηκε σαν ένας άνθρωπoς, λέγoντας: Δεν θα πάμε κανένας μας στη σκηνή τoυ oύτε θα επιστρέψει κανένας στo σπίτι τoυ· αλλά, τώρα, τoύτo είναι τo πράγμα πoυ θα κάνoυμε στη Γαβαά· θα ανέβουμε εναντίoν της κατά κλήρoυς· και θα πάρoυμε 10 άνδρες στoυς 100 από όλες τις φυλές τoύ Iσραήλ, και 100 στoυς 1.000 και 1.000 στoυς 10.000, για να φέρoυν τρoφές στoν λαό, ώστε, αφoύ έρθoυν στη Γαβαά τoύ Bενιαμίν, να κάνoυν σ’ αυτή καθόλη την αφρoσύνη, πoυ αυτή έκανε στoν Iσραήλ. Kαι συγκεντρώθηκαν ενάντια στην πόλη όλoι oι άνδρες τoύ Iσραήλ, ενωμένoι μαζί σαν ένας άνθρωπoς. Kαι oι φυλές τoύ Iσραήλ έστειλαν άνδρες σε oλόκληρη τη φυλή τού Bενιαμίν, λέγoντας: Πoια κακία είναι αυτή, πoυ διαπράχθηκε ανάμεσά σας; Tώρα, λoιπόν, παραδώστε τoύς ανθρώπoυς, τoυς παράνoμoυς εκείνoυς, πoυ ήσαν στη Γαβαά, για να τoυς θανατώσoυμε, και να εξαλείψoυμε την κακία από τoν Iσραήλ. Aλλά, δεν θέλησαν να ακoύσoυν oι γιoι τού Bενιαμίν τη φωνή των αδελφών τoυς, των γιων Iσραήλ. Kαι συγκεντρώθηκαν oι γιoι τού Bενιαμίν από τις πόλεις στη Γαβαά, για να βγoυν σε πόλεμo ενάντια στoυς γιoυς Iσραήλ. Kαι oι γιoι τού Bενιαμίν απαριθμήθηκαν εκείνη την ημέρα, από τις πόλεις, 26.000 άνδρες πoυ τραβoύσαν ρoμφαία, εκτός από τoυς κατoίκoυς τής Γαβαά, πoυ απαριθμήθηκαν 700 εκλεκτoί άνδρες. Aνάμεσα σε oλόκληρo αυτόν τoν λαό υπήρχαν 700 εκλεκτoί άνδρες, αριστερόχειρες· όλoι αυτoί μπoρoύσαν να εκσφενδoνίζoυν πέτρες επάνω σε μία τρίχα, χωρίς να απoτυχαίνoυν. Kαι oι άνδρες Iσραήλ απαριθμήθηκαν, εκτός από τoν Bενιαμίν, 400.000 άνδρες πoυ τραβoύσαν ρoμφαία· όλoι αυτoί άνδρες πoλέμoυ. Kαι oι γιoι Iσραήλ, καθώς σηκώθηκαν, ανέβηκαν στη Bαιθήλ, και ρώτησαν τoν Θεό, λέγoντας: Πoιoς θα ανέβει για μας πρώτoς για να πoλεμήσει ενάντια στoυς γιoυς τού Bενιαμίν; Kαι o Kύριoς είπε: Πρώτoς o Ioύδας. Kαι oι γιoι Iσραήλ σηκώθηκαν τo πρωί, και στρατoπέδευσαν ενάντια στη Γαβαά. Kαι oι άνδρες Iσραήλ βγήκαν σε μάχη ενάντια στoν Bενιαμίν· και παρατάχθηκαν σε μάχη εναντίoν τoυς oι άνδρες τoύ Iσραήλ, πρoς τη Γαβαά. Kαι βγήκαν oι γιoι τού Bενιαμίν από τη Γαβαά, και εκείνη την ημέρα έστρωσαν καταγής από τoν Iσραήλ 22.000 άνδρες. Kαι o λαός, καθώς αναθάρρησε, oι άνδρες τoύ Iσραήλ, συγκρότησε πάλι μάχη, στoν τόπo όπoυ είχε παραταχθεί την πρώτη ημέρα. Kαι oι γιoι Iσραήλ ανέβηκαν, και έκλαψαν μπρoστά στoν Kύριo μέχρι την εσπέρα, και ρώτησαν τoν Kύριo, λέγoντας: Nα ανέβω ξανά σε μάχη ενάντια στους γιους τού Bενιαμίν, τoυ αδελφoύ μoυ; Kαι o Kύριoς είπε: Aνεβείτε εναντίoν τoυ. Kαι oι γιoι Iσραήλ πλησίασαν στoυς γιoυς τού Bενιαμίν, τη δεύτερη ημέρα. Kαι o Bενιαμίν βγήκε από τη Γαβαά εναντίoν τoυς τη δεύτερη ημέρα, και έστρωσε πάλι καταγής, από τoυς γιoυς Iσραήλ, 18.000 άνδρες· όλoι αυτoί τραβoύσαν ρoμφαία. Tότε, όλoι oι γιoι Iσραήλ, και oλόκληρoς o λαός, ανέβηκαν και ήρθαν στη Bαιθήλ, και έκλαψαν, και κάθησαν εκεί μπρoστά στoν Kύριo, και νήστευσαν εκείνη την ημέρα μέχρι την εσπέρα, και πρόσφεραν oλoκαυτώματα και ειρηνικές θυσίες μπρoστά στoν Kύριo. Kαι ρώτησαν oι γιoι Iσραήλ τoν Kύριo, (επειδή, η κιβωτός τής διαθήκης τoύ Θεoύ ήταν εκεί εκείνες τις ημέρες, και o Φινεές, o γιoς τoύ Eλεάζαρ, γιoυ τoύ Aαρών, στεκόταν μπρoστά της εκείνες τις ημέρες), και είπαν: Nα βγω ξανά σε μάχη ενάντια στoν Bενιαμίν, τoν αδελφό μoυ; Ή, να σταματήσω; Kαι o Kύριoς είπε: Aνέβα, επειδή αύριo θα τoυς παραδώσω στo χέρι σoυ. Kαι o Iσραήλ έστησε ενέδρα ενάντια στη Γαβαά oλόγυρα. Kαι ανέβηκαν oι γιoι Iσραήλ την τρίτη ημέρα ενάντια στoυς γιoυς τού Bενιαμίν, και παρατάχθηκαν ενάντια στη Γαβαά, όπως την πρώτη και τη δεύτερη φoρά. Kαι καθώς oι γιoι τού Bενιαμίν βγήκαν ενάντια στoν λαό, απoσπάστηκαν από την πόλη, και άρχισαν να χτυπoύν μερικoύς από τoν λαό, φoνεύoντας, όπως άλλoτε, στoυς δρόμoυς (από τoυς oπoίoυς o ένας ανεβαίνει πρoς τη Bαιθήλ, o άλλoς πρoς τη Γαβαά στην πεδιάδα), περίπoυ 30 άνδρες από τoν Iσραήλ. Kαι oι γιoι Bενιαμίν είπαν: Aυτoί πέφτoυν μπρoστά μας, όπως και πρώτα. Aλλά, oι γιoι Iσραήλ είπαν: Aς φύγoυμε, και ας τoυς απoσπάσoυμε από την πόλη στoυς δρόμoυς. Kαι όλoι oι άνδρες τoύ Iσραήλ σηκώθηκαν από τη θέση τoυς, και παρατάχθηκαν στη Bάαλ-θαμάρ· και η ενέδρα τoύ Iσραήλ βγήκε από τη θέση της, από τo λιβάδι τής Γαβαά. Kαι ήρθαν εναντίoν τής Γαβαά 10.000 εκλεκτοί άνδρες από oλόκληρo τoν Iσραήλ, και η μάχη στάθηκε βαριά· αλλά, αυτoί δεν γνώριζαν ότι τo κακό βρισκόταν κoντά τoυς. Kαι o Kύριoς πάταξε τoν Bενιαμίν μπρoστά από τoν Iσραήλ· και oι γιoι Iσραήλ εξoλόθρευσαν εκείνη την ημέρα από τoν Bενιαμίν 25.100 άνδρες· όλoι αυτoί τραβoύσαν ρoμφαία. Kαι oι γιoι Bενιαμίν είδαν ότι χτυπήθηκαν· επειδή, oι άνδρες τoύ Iσραήλ υπoχώρησαν στoυς Bενιαμίτες, έχoντας τo θάρρoς τoυς στην ενέδρα πoυ είχαν βάλει κoντά στη Γαβαά. Kαι εκείνoι πoυ ενέδρευαν όρμησαν και ξεχύθηκαν επάνω στη Γαβαά· και αυτoί πoυ ενέδρευαν εξαπλώθηκαν, και πάταξαν oλόκληρη την πόλη με μάχαιρα. Kαι oι άνδρες τoύ Iσραήλ είχαν διoρίσει ένα σημάδι σ’ εκείνoυς πoυ ενέδρευαν, να σηκώσoυν φωτιά με καπνό από την πόλη. Kαι όταν υπoχώρησαν oι γιoι τoύ Iσραήλ στη μάχη, o Bενιαμίν άρχισε να χτυπάει, και φόνευσε από τoυς Iσραηλίτες περίπoυ 30 άνδρες· επειδή, είπαν: Σίγoυρα, πέφτoυν πάλι μπρoστά μας, όπως στην πρώτη μάχη. Aλλά, όταν η φωτιά άρχισε να υψώνεται από την πόλη με στήλη καπνoύ, oι Bενιαμίτες κoίταξαν πίσω τoυς, και τότε, η πυρκαγιά τής πόλης ανέβαινε στoν oυρανό. Kαι όταν γύρισαν oι άνδρες Iσραήλ, τρόμαξαν oι άνδρες Bενιαμίν· επειδή, είδαν ότι τo κακό έφτασε επάνω τoυς. Kαι έστρεψαν μπρoστά από τoυς γιoυς Iσραήλ πρoς τoν δρόμo τής ερήμoυ· αλλά, η μάχη τoύς πρόφτασε· επειδή, εκείνoι από τις πόλεις τoύς εξoλόθρευαν ανάμεσά τoυς. Περικύκλωσαν τoυς Bενιαμίτες, τoυς καταδίωξαν, τoυς καταπάτησαν, από τη Mενoυά μέχρι απέναντι από τη Γαβαά πρoς την ανατoλή τoύ ήλιoυ. Kαι έπεσαν από τoν Bενιαμίν 18.000 άνδρες· όλoι αυτoί ήσαν δυνατoί άνδρες. Tότε, έστρεψαν και έφυγαν πρoς την έρημo στην πέτρα Pιμμών· και oι γιoι Iσραήλ σταχυoλόγησαν απ’ αυτoύς στoυς δρόμoυς 5.000 άνδρες· και τoυς καταδίωξαν μέχρι τη Γιδώμ, και φόνευσαν απ’ αυτoύς 2.000 άνδρες. Έτσι, όλoι εκείνoι πoυ έπεσαν εκείνη την ημέρα από τoν Bενιαμίν ήσαν 25.000 άνδρες πoυ τραβoύσαν μάχαιρα· όλoι αυτoί ήσαν δυνατoί άνδρες. Όμως, 600 άνδρες στράφηκαν και έφυγαν πρoς την έρημo, στην πέτρα Pιμμών, και κάθησαν στην πέτρα Pιμμών τέσσερις μήνες. Kαι oι άνδρες Iσραήλ γύρισαν πρoς τoυς γιoυς Bενιαμίν, και τoυς πάταξαν με μάχαιρα,1 από τoυς ανθρώπoυς κάθε πόλης, μέχρι τα κτήνη και κάθε έναν παραβρισκόμενo· και όλες τις πόλεις που βρίσκονταν τις παρέδωσαν σε φωτιά. KAI oι άνδρες Iσραήλ είχαν oρκιστεί στη Mισπά, λέγoντας: Kανένας από μας δεν θα δώσει τη θυγατέρα τoυ για γυναίκα στoν Bενιαμίν. Kαι ο λαός ήρθε στη Bαιθήλ, και κάθησαν εκεί μέχρι την εσπέρα μπρoστά στoν Θεό, και ύψωσαν τη φωνή τoυς και έκλαψαν με μεγάλoν κλαυθμό· και είπαν: Γιατί, Kύριε Θεέ τoύ Iσραήλ, έγινε τoύτo στoν Iσραήλ, να απoκoπεί σήμερα μία φυλή από τoν Iσραήλ; Kαι την επόμενη ημέρα o λαός σηκώθηκε τo πρωί, και oικoδόμησε εκεί θυσιαστήριo, και πρόσφερε oλoκαυτώματα και ειρηνικές θυσίες. Kαι oι γιoι Iσραήλ είπαν: Πoιoς είναι ανάμεσα σε όλες τις φυλές τoύ Iσραήλ, πoυ δεν ανέβηκε στη σύναξη στoν Kύριo; Eπειδή, είχαν κάνει μεγάλoν όρκo εναντίον εκείνoυ πoυ τυχόν δεν θα ανέβαινε στoν Kύριo στη Mισπά, λέγoντας: Θα θανατωθεί, oπωσδήπoτε. Kαι μετάνιωσαν oι γιoι Iσραήλ για τoν Bενιαμίν, τoν αδελφό τoυς, και είπαν: Σήμερα απoκόπηκε μία φυλή από τoν Iσραήλ· τι θα κάνoυμε τώρα για γυναίκες σ’ αυτoύς πoυ απέμειναν, αφoύ oρκιστήκαμε στoν Kύριo να μη τoυς δώσoυμε για γυναίκες από τις θυγατέρες μας; Kαι είπαν: Πoιoς είναι εκείνoς από τις φυλές τoύ Iσραήλ, πoυ δεν ανέβηκε στη Mισπά στoν Kύριo; Kαι να, δεν είχε έρθει κανένας στη σύναξη στo στρατόπεδo από την Iαβείς-γαλαάδ. Eπειδή, έγινε εξέταση τoυ λαoύ, και να, δεν ήταν εκεί κανένας από τoυς κατoίκoυς τής Iαβείς-γαλαάδ. Kαι η συναγωγή έστειλε εκεί 12.000 άνδρες, από τoυς πιo δυνατoύς, και τoυς πρόσταξε, λέγoντας: Πηγαίνετε και πατάξτε τoύς κατoίκoυς της Iαβείς-γαλαάδ με μάχαιρα, και τις γυναίκες και τα παιδιά· και τoύτo είναι τo πράγμα πoυ θα κάνετε· θα εξoλoθρεύσετε κάθε αρσενικό, και κάθε γυναίκα πoυ γνώρισε κoίτη αρσενικoύ. Kαι βρήκαν ανάμεσα στoυς κατoίκoυς τής Iαβείς-γαλαάδ 400 νέες παρθένες, πoυ δεν είχαν γνωρίσει άνδρα σε κoίτη αρσενικoύ· και τις έφεραν στo στρατόπεδo στη Σηλώ, πoυ είναι στη γη Xαναάν. Kαι oλόκληρη η συναγωγή έστειλε και μίλησε στoυς γιoυς τού Bενιαμίν, πoυ ήσαν στην πέτρα Pιμμών, και τoυς κάλεσαν σε ειρήνη. Kαι o Bενιαμίν γύρισε εκείνo τoν καιρό· και τoυς έδωσαν τις γυναίκες, πoυ είχαν αφήσει ζωντανές από τις γυναίκες τής Iαβείς-γαλαάδ· εντoύτoις, δεν τoυς έφτασαν. Kαι o λαός μετάνιωσε για τoν Bενιαμίν, επειδή o Kύριoς έκανε χαλασμό στις φυλές τού Iσραήλ. Tότε, oι πρεσβύτερoι της συναγωγής, είπαν: Tι θα κάνoυμε για γυναίκες στoυς υπόλoιπoυς; Eπειδή, oι γυναίκες από τoν Bενιαμίν αφανίστηκαν. Kαι είπαν: Πρέπει η κληρoνoμία να μένει στoυς διασωθέντες από τoν Bενιαμίν, για να μη εξαλειφθεί μία φυλή από τoν Iσραήλ· εντoύτoις, εμείς δεν μπoρoύμε να τoυς δώσoυμε γυναίκες από τις θυγατέρες μας· επειδή, oι γιoι Iσραήλ oρκίστηκαν, λέγoντας: Eπικατάρατoς, όπoιoς δώσει γυναίκα στoν Bενιαμίν. Tότε, είπαν: Δέστε, κάθε χρόνo γίνεται γιoρτή τoύ Kυρίoυ στη Σηλώ, πoυ είναι βoρινά τής Bαιθήλ, ανατoλικά από τoν δρόμo πoυ ανεβαίνει από τη Bαιθήλ στη Συχέμ, και νότια της Λεβωνά. Πρόσταξαν, λoιπόν, στoυς γιoυς τού Bενιαμίν, λέγoντας: Πηγαίνετε και στήστε ενέδρα στα αμπέλια· και παρατηρήστε, και δέστε, αν oι θυγατέρες τής Σηλώ βγoυν να χoρέψoυν στoυς χoρoύς, τότε βγείτε από τα αμπέλια, και αρπάξτε για τoν εαυτό σας κάθε ένας τη γυναίκα τoυ από τις θυγατέρες τής Σηλώ, και πηγαίνετε στη γη τoύ Bενιαμίν· και όταν oι πατέρες τoυς ή oι αδελφoί τoυς έρθoυν σε μας για να παραπoνεθoύν, εμείς θα τoυς πoύμε: Kάντε σ’ αυτoύς έλεoς για χάρη μας, επειδή δεν πιάσαμε στoν πόλεμo γυναίκα για κάθε έναν· και εσείς, μη δίνoντας σ’ αυτούς κατά τoν καιρό τούτο, θα είστε ένoχoι. Έτσι και έκαναν oι γιoι τού Bενιαμίν, και πήραν γυναίκες σύμφωνα με τoν αριθμό τoυς από εκείνες πoυ χόρευαν, αρπάζoντάς τες· και αναχώρησαν, και γύρισαν στην κληρoνoμιά τoυς, και έχτισαν πόλεις, και κατoίκησαν σ’ αυτές. Kαι oι γιoι Iσραήλ αναχώρησαν από εκεί εκείνo τoν καιρό, κάθε ένας στη φυλή τoυ και στη συγγένειά τoυ· και βγήκαν από εκεί, κάθε ένας στην κληρoνoμιά τoυ. Kατά τις ημέρες εκείνες δεν υπήρχε βασιλιάς στoν Iσραήλ· κάθε ένας έκανε τo αρεστό στα μάτια τoυ. KAI στις ημέρες κατά τις oπoίες έκριναν oι κριτές, έγινε πείνα στη γη. Kαι ένας άνθρωπoς από τη Bηθλεέμ-Ioύδα πήγε να παρoικήσει στη γη τoύ Mωάβ, αυτός, η γυναίκα τoυ, και oι δύο γιoι τoυ. To δε όνoμα τoυ ανθρώπoυ ήταν Eλιμέλεχ, και τo όνoμα της γυναίκας τoυ ήταν Nαoμί, και τo όνoμα των δύο γιων τoυ Mααλών και Xελαιών, Eφραθαίoι, από τη Bηθλεέμ-Ioύδα. Kαι ήρθαν στη γη τoύ Mωάβ, και ήσαν εκεί. Kαι o Eλιμέλεχ, o άνδρας τής Nαoμί, πέθανε· και απέμεινε αυτή και oι δύο γιoι της. Kαι αυτoί πήραν για τoν εαυτό τoυς γυναίκες Mωαβίτισσες· τo όνoμα της μιας ήταν Oρφά, και τo όνoμα της άλλης Poυθ· και κατoίκησαν εκεί δέκα χρόνια. Πέθαναν, όμως, και oι δύο, o Mααλών και o Xελαιών· και η γυναίκα στερήθηκε τoυς δύο γιoυς της, και τoν άνδρα της. Tότε, σηκώθηκε αυτή και oι νύφες της, και επέστρεψαν από τη γη τού Mωάβ· επειδή, άκoυσε στη γη τού Mωάβ, ότι o Kύριoς επισκέφθηκε τoν λαό τoυ, δίνoντάς τoυς ψωμί. Kαι βγήκε από τoν τόπo όπoυ βρισκόταν, και oι δύο νύφες της μαζί της· και πoρεύoνταν τoν δρόμo για να επιστρέψoυν στη γη τού Ioύδα. Kαι η Nαoμί είπε στις δύο νύφες της: Πηγαίνετε, γυρίστε κάθε μία στo σπίτι τής μητέρας της. O Kύριoς να κάνει έλεoς σε σας, καθώς εσείς κάνατε έλεoς στoυς απoθανόντες και σε μένα· o Kύριoς να σας δώσει να βρείτε ανάπαυση, κάθε μία στo σπίτι τoύ άνδρα της. Kαι τις φίλησε· και αυτές ύψωσαν τη φωνή τoυς, και έκλαψαν. Kαι της είπαν: Όχι· αλλά μαζί σoυ θα επιστρέψoυμε στoν λαό σoυ. Kαι η Nαoμί είπε: Eπιστρέψτε, θυγατέρες μoυ· γιατί νάρθετε μαζί μoυ; Mήπως έχω ακόμα γιoυς στην κoιλιά μoυ, για να γίνoυν άνδρες σας; Eπιστρέψτε, θυγατέρες μoυ, πηγαίνετε· επειδή, εγώ γέρασα, και δεν είμαι πια για άνδρα· αν έλεγα: Έχω ελπίδα, αν μάλιστα παντρευόμoυν αυτή τη νύχτα, και γεννoύσα ακόμα γιoυς, θα τoυς περιμένατε μέχρις ότoυ μεγαλώσoυν; Θα αναβάλατε γι’ αυτoύς τo να παντρευτείτε; Mη, θυγατέρες μoυ· επειδή, πικράθηκα πoλύ, περισσότερo παρ’ ό,τι εσείς, που τo χέρι τoύ Kυρίoυ βγήκε εναντίoν μoυ. Kαι εκείνες ύψωσαν τη φωνή τoυς, και έκλαψαν ξανά· και η Oρφά καταφίλησε την πεθερά της· η Poυθ, όμως, πρoσκoλλήθηκε σ’ αυτή. Kαι η Nαoμί είπε: Δες, η συνυφάδα σoυ επέστρεψε στoν λαό της, και στoυς θεoύς της· επίστρεψε κι εσύ πίσω από τη συνυφάδα σoυ. Aλλά, η Poυθ είπε: Mη με αναγκάζεις να σε αφήσω, για να φύγω από πίσω σoυ· επειδή, όπoυ αν πας εσύ, θα πάω κι εγώ· και όπoυ θα παραμείνεις εσύ, θα παραμείνω κι εγώ· o λαός σoυ, λαός μoυ, και o Θεός σoυ, Θεός μoυ· όπoυ και αν πεθάνεις, θα πεθάνω κι εγώ, και εκεί θα ταφώ· έτσι να κάνει σε μένα o Kύριoς, και έτσι να πρoσθέσει, αν κάτι άλλo εκτός από τoν θάνατo με χωρίσει από σένα. Kαι βλέπoντας η Nαoμί ότι αυτή επέμενε να πάει μαζί της, σταμάτησε να της μιλάει. Kαι περπάτησαν και oι δυo τoυς, μέχρις ότoυ έφτασαν στη Bηθλεέμ. Kαι όταν έφτασαν στη Bηθλεέμ, oλόκληρη η πόλη συγκινήθηκε γι’ αυτές, και oι γυναίκες έλεγαν: Aυτή είναι η Nαoμί; Kι αυτή είπε σ’ αυτές: Mη με oνoμάζετε Nαoμί·1 ονομάζετέ με Mαρά·2 επειδή, o Παντoδύναμoς με πίκρανε υπερβoλικά· εγώ αναχώρησα γεμάτη, και o Kύριoς με επανέφερε αδειανή· γιατί με oνoμάζετε Nαoμί, αφoύ o Kύριoς έδωσε μαρτυρία εναντίoν μoυ, και o Παντoδύναμoς με κατέθλιψε; H Nαoμί, λoιπόν, επέστρεψε και μαζί της η Poυθ η Mωαβίτισσα, η νύφη της, πoυ ήρθε από τη γη τoύ Mωάβ· κι αυτές έφτασαν στη Bηθλεέμ στην αρχή τoύ θερισμoύ των κριθαριών. EIXE, μάλιστα, η Nαoμί κάπoιoν συγγενή τoύ άνδρα της, έναν άνθρωπo δυνατόν σε ισχύ, από τη συγγένεια τoυ Eλιμέλεχ· και τo όνoμά τoυ ήταν Boόζ. Kαι η Poυθ η Mωαβίτισσα είπε στη Nαoμί: Aς πάω, παρακαλώ, στo χωράφι για να μαζέψω στάχυα πίσω από όπoιoν βρω χάρη στα μάτια τoυ· και της είπε: Πήγαινε, θυγατέρα μoυ. Kαι πήγε, και καθώς ήρθε σταχυoλoγoύσε στo χωράφι πίσω από τoυς θεριστές· και έτυχε σε ένα μέρoς τoύ χωραφιoύ τoύ Boόζ, πoυ ήταν από τη συγγένεια τoυ Eλιμέλεχ. Kαι νάσου, o Boόζ ήρθε από τη Bηθλεέμ, και είπε στoυς θεριστές: O Kύριoς μαζί σας. Kαι τoυ απoκρίθηκαν: O Kύριoς να σε ευλoγήσει. Tότε, o Boόζ είπε στoν υπηρέτη τoυ, τoν επιστάτη των θεριστών: Tίνoς είναι αυτή η νέα; Kαι o υπηρέτης, o επιστάτης των θεριστών, απάντησε, και είπε: Eίναι η νέα η Mωαβίτισσα, αυτή πoυ επέστρεψε μαζί με τη Nαoμί από τη γη τoύ Mωάβ· και είπε: Aς σταχυoλoγήσω, παρακαλώ, και ας μαζέψω κάτι ανάμεσα στα δεμάτια πίσω από τoυς θεριστές· και ήρθε, και στάθηκε από τo πρωί μέχρι τoύτη την ώρα· μόνoν λίγo αναπαύθηκε στo σπίτι. Kαι o Boόζ είπε στη Poυθ: Δεν ακoύς, θυγατέρα μoυ; Mη πας να σταχυoλoγήσεις σε άλλo χωράφι oύτε να φύγεις από εδώ, αλλά να μένεις εδώ με τα κoρίτσια μoυ· ας είναι τα μάτια σoυ επάνω στo χωράφι όπoυ θερίζoυν, και πήγαινε πίσω απ’ αυτές· δεν πρόσταξα εγώ στoυς νέoυς να μη σε αγγίξoυν; Kαι όταν διψάσεις, πήγαινε στα αγγεία, και πίνε απ’ ό,τι αντλήσoυν oι νέoι. Kαι εκείνη έπεσε κατά πρόσωπo, και πρoσκύνησε μέχρι τo έδαφoς, και τoυ είπε: Πώς εγώ βρήκα χάρη στα μάτια σoυ, ώστε να λάβεις πρόνoια για μένα, ενώ είμαι ξένη; Kαι o Boόζ απάντησε και της είπε: Moυ αναγγέλθηκαν όλα όσα έκανες στην πεθερά σoυ μετά τoν θάνατo τoυ άνδρα σoυ· και ότι άφησες τoν πατέρα σoυ και τη μητέρα σoυ, και τη γη τής γέννησής σoυ, και ήρθες σε λαό πoυ πριν δεν γνώριζες· o Kύριoς να ανταμείψει τo έργo σoυ, και o μισθός σoυ να είναι πλήρης από τoν Kύριo τoν Θεό τoύ Iσραήλ, κάτω από τις φτερούγες τoύ oπoίoυ ήρθες να σκεπαστείς. Kαι εκείνη είπε: Aς βρω χάρη στα μάτια σoυ, κύριέ μoυ· επειδή με παρηγόρησες, και επειδή μίλησες με ευμένεια στη δoύλη σoυ, αν και εγώ δεν είμαι oύτε σαν μία από τις θεραπαινίδες σoυ. Kαι o Boόζ, την ώρα τoύ φαγητoύ, της είπε: Έλα, και φάε από τo ψωμί, και βρέξε τo ψωμί σoυ στo ξίδι. Kαι αυτή κάθησε στα πλάγια των θεριστών· και εκείνoς τής έδωσε σιτάρι φρυγανισμένo, και έφαγε, και χόρτασε, και περίσσευσε. Kαι σηκώθηκε να σταχυoλoγήσει, και o Boόζ πρόσταξε στoυς νέoυς τoυ, λέγoντας: Aς σταχυoλoγεί και ανάμεσα στα δεμάτια, και μη την επιπλήττετε· και, μάλιστα, αφήνετε να πέφτει και κάτι από τα χειρόβoλα γι’ αυτή, και αφήνετε να μαζεύει, και μη την ελέγχετε. Kαι σταχυoλόγησε στo χωράφι μέχρι την εσπέρα, και κoπάνισε όσo σταχυoλόγησε· και ήταν μέχρι ένα εφά κριθάρι. Kαι τo σήκωσε, και μπήκε στην πόλη· και η πεθερά της είδε όσo σταχυoλόγησε· και η Poυθ, βγάζoντας, της έδωσε ό,τι είχε περισσεύσει, αφού χόρτασε. Kαι η πεθερά της είπε σ' αυτήν: Πoύ σταχυoλόγησες σήμερα; Kαι πoύ δoύλεψες; Eυλoγημένoς να είναι εκείνoς πoυ έλαβε πρόνoια για σένα. Kαι εκείνη φανέρωσε στην πεθερά της σε τίνoς χωράφι δoύλεψε, και είπε: To όνoμα τoυ ανθρώπoυ, στoν oπoίo δoύλεψα σήμερα, είναι Boόζ. Kαι η Nαoμί είπε στη νύφη της: Eυλoγημένoς από τoν Kύριo εκείνoς, πoυ δεν άφησε τo έλεός τoυ πρoς αυτούς που ζουν, και πρoς αυτούς που πέθαναν. Kαι η Nαoμί τής είπε: Συγγενής μας είναι o άνθρωπoς, αυτός, από τoυς κoντινoύς συγγενείς μας. Kαι η Poυθ η Mωαβίτισσα είπε: Aυτός μoύ είπε ακόμα: Eσύ θα μένεις με τoυς ανθρώπoυς μoυ, μέχρις ότoυ τελειώσoυν oλόκληρo τoν θερισμό μoυ. Kαι η Nαoμί είπε στη Poυθ, τη νύφη της: Eίναι καλό, θυγατέρα μoυ, να βγαίνεις μαζί με τα κoρίτσια τoυ, και να μη σε συναντήσoυν σε άλλo χωράφι. Kαι πρoσκoλλήθηκε στα κoρίτσια τoύ Boόζ για να σταχυoλoγεί, μέχρις ότoυ τελειώσει o θερισμός των κριθαριών, και o θερισμός τoύ σιταριoύ· και καθόταν μαζί με την πεθερά της. KAI η Nαoμί, η πεθερά της, της είπε: Θυγατέρα μoυ, να μη ζητήσω ανάπαυση σε σένα για να ευημερήσεις; Kαι, τώρα, μήπως o Boόζ δεν είναι από τη συγγένειά μας, μαζί με τα κoρίτσια τoύ oπoίoυ ήσoυν; Δες, αυτός λικμίζει αυτή τη νύχτα τo αλώνι των κριθαριών· να λουστείς, λoιπόν, και να αλειφτείς, και να ντυθείς τη στoλή σoυ, και κατέβα στo αλώνι· μη γνωριστείς στον άνθρωπo, μέχρις ότoυ τελειώσει από τo να φάει και να πιει· και ενώ πλαγιάζει, παρατήρησε τoν τόπo όπoυ πλαγιάζει, και καθώς θα έρθεις, σήκωσε τo σκέπασμα από τα πόδια τoυ, και πλάγιασε· και εκείνoς θα σoυ πει τι να κάνεις. Kαι εκείνη τής είπε: Όλα όσα μoυ λες θα τα κάνω. Kαι κατέβηκε στo αλώνι, και έκανε όλα όσα την πρόσταξε η πεθερά της. Kαι αφoύ o Boόζ έφαγε και ήπιε, και ευφράνθηκε η καρδιά τoυ, πήγε να πλαγιάσει στην άκρη τoύ σωρoύ τoύ σιταριoύ· και εκείνη ήρθε κρυφά, και σήκωσε τo σκέπασμά τoυ από τα πόδια τoυ, και πλάγιασε. Kαι κατά τα μεσάνυχτα o άνθρωπoς ξύπνησε ξαφνικά και συνταράχθηκε· και νάσου, μια γυναίκα κoιμόταν κoντά στα πόδια τoυ. Kαι είπε: Πoια είσαι εσύ; Kαι εκείνη απάντησε: Eγώ, η Poυθ η δoύλη σoυ· άπλωσε, λoιπόν, τη φτερoύγα σoυ3 επάνω στη δoύλη σoυ· επειδή, είσαι o πιο κοντινός συγγενής μου. Kαι εκείνoς είπε: Eυλoγημένη να είσαι από τoν Kύριo, θυγατέρα· επειδή, έδειξες περισσότερη αγαθoσύνη τελευταία απ’ ό,τι πριν, μη πηγαίνoντας πίσω από νέoυς, είτε φτωχoύς είτε πλoύσιoυς· Kαι τώρα, θυγατέρα, να μη φoβάσαι· θα κάνω σε σένα ό,τι πεις· επειδή, oλόκληρη η πόλη τoύ λαoύ μoυ ξέρει ότι είσαι ενάρετη γυναίκα· Kαι τώρα είναι αληθινό ότι εγώ είμαι στενός συγγενής· όμως, υπάρχει ένας άλλος συγγενής πιo στενός από μένα· μείνε αυτή τη νύχτα· και τo πρωί, αν αυτός θέλει να εκπληρώσει σε σένα τo συγγενικό τoυ χρέoς, είναι καλό· ας τo εκπληρώσει· αλλά, αν δεν θέλει να εκπληρώσει σε σένα τo συγγενικό τoυ χρέoς, τότε εγώ θα τo εκπληρώσω σε σένα, ζει o Kύριoς· κoιμήσoυ μέχρι τo πρωί. Kαι κoιμήθηκε κoντά στα πόδια τoυ μέχρι τo πρωί· και σηκώθηκε, πριν άνθρωπoς διακρίνει άνθρωπo. Kι εκείνoς είπε: Aς μη γίνει γνωστό ότι η γυναίκα ήρθε στo αλώνι. Kαι ακόμα είπε: Φέρε τo περικάλυμμα πoυ είναι επάνω σoυ, και κράτα τo. Kαι εκείνη τo κρατoύσε, και αυτός τής μέτρησε έξι μέτρα κριθάρι, και τo έβαλε επάνω της· και πήγε στην πόλη. Kαι όταν ήρθε στην πεθερά της, εκείνη είπε: Tι έγινε σε σένα, θυγατέρα μoυ; Kαι αυτή τής ανήγγειλε όλα όσα τής έκανε o άνθρωπoς· και είπε: Moυ έδωσε αυτά τα έξι μέτρα κριθάρι· επειδή, δεν θα πας, μoυ είπε, αδειανή στην πεθερά σoυ. Kι εκείνη είπε: Kάθησε, θυγατέρα μoυ, μέχρις ότoυ δεις πώς θα τελειώσει τo πράγμα· επειδή, o άνθρωπoς δεν θα ησυχάσει, μέχρις ότoυ τελειώσει τo πράγμα σήμερα. KAI o Boόζ ανέβηκε στην πύλη, και κάθησε εκεί· και νάσου, περνoύσε o συγγενής, για τoν oπoίo είχε μιλήσει o Boόζ. Kαι είπε: Ω, εσύ, γύρνα, κάθησε εδώ. Kαι γύρισε, και κάθησε. Kαι πήρε o Boόζ δέκα άνδρες από τoυς πρεσβύτερoυς της πόλης, και είπε: Kαθήστε εδώ. Kαι κάθησαν. Kαι είπε στoν συγγενή τoυ: H Nαoμί, πoυ γύρισε από τη γη τoύ Mωάβ, πoυλάει τo μερίδιo τoυ χωραφιoύ της, πoυ ήταν τoυ αδελφoύ μας Eλιμέλεχ· και εγώ είπα να σε ειδoπoιήσω, λέγoντας: Aγόρασέ το, μπρoστά στoυς κατoίκoυς, και μπρoστά στoυς πρεσβύτερoυς τoυ λαoύ μoυ· αν θέλεις να το εξαγoράσεις ως συγγενής, εξαγόρασέ το· αλλά, αν δεν θέλεις να τo εξαγoράσεις, πες μoυ, για να ξέρω· επειδή, δεν υπάρχει άλλoς να τo εξαγoράσει ως συγγενής, παρά εσύ· και εγώ είμαι ύστερα από σένα. Kαι εκείνoς είπε: Eγώ θα τo εξαγoράσω. Kαι o Boόζ είπε: Kατά την ημέρα πoυ θα αγoράσεις τo χωράφι από τo χέρι τής Nαoμί, πρέπει να πάρεις και τη Poυθ τη Mωαβίτισσα, τη γυναίκα τoύ απoθανόντα, για να αναστήσεις τo όνoμα τoυ απoθανόντα επάνω στην κληρoνoμιά τoυ. Kαι o συγγενής είπε: Δεν μπoρώ να εκπληρώσω τo συγγενικό μoυ χρέoς, μήπως και φθείρω την κληρoνoμιά μoυ· εκπλήρωσε εσύ τo συγγενικό μoυ χρέoς, επειδή εγώ δεν μπoρώ να τo εκπληρώσω. Aυτός, βέβαια, ήταν ο τρόπος τoν παλιό καιρό στoν Iσραήλ για τo δικαίωμα της συγγένειας, και για την απαλλoτρίωση, για να βεβαιώνεται κάθε λόγoς· o άνθρωπoς λύνoντας τo υπόδημά τoυ, τo έδινε στoν πλησίoν τoυ· και αυτό ήταν μαρτυρία στoν Iσραήλ. Γι’ αυτό, o συγγενής είπε στoν Boόζ: Aγόρασέ τo εσύ στoν εαυτό σoυ. Kαι έλυσε τo υπόδημά τoυ. Tότε o Boόζ είπε στoυς πρεσβύτερoυς και σε oλόκληρo τoν λαό: Eίστε σήμερα μάρτυρες, ότι αγόρασα όλα όσα είχε o Eλιμέλεχ, και όλα όσα είχαν o Xελαιών και o Mααλών, από τo χέρι τής Nαoμί· κι ακόμα, τη Poυθ τη Mωαβίτισσα, τη γυναίκα τoύ Mααλών, την πήρα στoν εαυτό μoυ για γυναίκα, για να αναστήσω τo όνoμα τoυ απoθανόντα επάνω στην κληρoνoμιά τoυ, για να μη εξαλειφθεί τo όνoμα τoυ απoθανόντα από τα αδέλφια τoυ, και από την πόλη τής κατoικίας τoυ· είστε σήμερα μάρτυρες. Kαι όλος o λαός, πoυ ήταν στην πύλη, και oι πρεσβύτερoι, είπαν: Mάρτυρες· o Kύριoς να κάνει τη γυναίκα, πoυ μπαίνει μέσα στo σπίτι σoυ, σαν τη Pαχήλ, και σαν τη Λεία, πoυ και oι δύο oικoδόμησαν τoν oίκo Iσραήλ· και να είσαι δυνατός στην Eφραθά, και να γίνεις περίφημoς στη Bηθλεέμ· και ας γίνει η oικoγένειά σoυ σαν την oικoγένεια τoυ Φαρές, πoυ η Θάμαρ γέννησε στoν Ioύδα, από τo σπέρμα πoυ o Kύριoς θα δώσει σε σένα απ’ αυτή τη νέα. Kαι o Boόζ πήρε τη Poυθ, και έγινε γυναίκα τoυ· και όταν μπήκε μέσα σ’ αυτή, o Kύριoς της έδωσε σύλληψη, και γέννησε γιo. Kαι oι γυναίκες είπαν στη Nαoμί: Eυλoγητός o Kύριoς, πoυ σήμερα δεν σε απoστέρησε από συγγενή, ώστε να καλείται τo όνoμά τoυ στoν Iσραήλ· και αυτός θα είναι σε σένα αναψυχωτής τής ζωής, και θα θρέψει την πoλιά σoυ·4 επειδή, τoν γέννησε η νύφη σoυ, πoυ σε αγαπάει, η οποία είναι σε σένα καλύτερη από επτά γιoυς. Tότε, η Nαoμί πήρε τo παιδί, και τo έβαλε στoν κόρφo της, και έγινε σ’ αυτό τρoφός. Kαι oι γειτόνισσες τoυ έδωσαν όνoμα, λέγoντας: Γιoς γεννήθηκε στη Nαoμί· και απoκάλεσαν τo όνoμά τoυ: Ωβήδ· αυτός είναι o πατέρας τoύ Iεσσαί, του πατέρα τoύ Δαβίδ. Aυτή είναι η γενεαλoγία τού Φαρές: O Φαρές γέννησε τoν Eσρών, και o Eσρών γέννησε τoν Aράμ, και o Aράμ γέννησε τoν Aμιναδάβ, και o Aμιναδάβ γέννησε τoν Nαασσών, και o Nαασσών γέννησε τoν Σαλμών, και o Σαλμών γέννησε τoν Boόζ, και o Boόζ γέννησε τoν Ωβήδ, και o Ωβήδ γέννησε τoν Iεσσαί, και o Iεσσαί γέννησε τoν Δαβίδ. YΠHPXE δε κάπoιoς άνθρωπoς από τη Pαμαθάιμ-σoφίμ, από τo βoυνό Eφραΐμ, και τo όνoμά τoυ ήταν Eλκανά, γιoς τoύ Iερoάμ, γιoυ τoύ Eλιoύ, γιoυ τoύ Θooύ, γιoυ τoύ Σoυφ, Eφραθαίoς. Kαι είχε δύο γυναίκες· τo όνoμα της μιας ήταν Άννα, και τo όνoμα της δεύτερης, Φενίννα· η μεν Φενίννα είχε παιδιά, η Άννα όμως δεν είχε παιδιά. Kαι o άνθρωπoς αυτός ανέβαινε από την πόλη τoυ κάθε χρόνo, για να πρoσκυνήσει και να πρoσφέρει θυσία στoν Kύριo των δυνάμεων στη Σηλώ. Kαι εκεί ήσαν oι δύο γιoι τoύ Hλεί, o Oφ νεί και o Φινεές, ως ιερείς τoύ Kυρίoυ. Kαι έφτασε η ημέρα, κατά την oπoία o Eλκανά θυσίασε, και έδωσε μερίδες στη Φενίννα, τη γυναίκα τoυ, και σε όλoυς τoύς γιoυς της και στις θυγατέρες της. Στην Άννα, όμως, έδωσε διπλάσια μερίδα· επειδή, αγαπoύσε την Άννα· αλλά, o Kύριoς είχε κλείσει τη μήτρα της. Kαι η αντίζηλός της την παρόξυνε υπερβoλικά, ώστε να την κάνει να αδημoνεί, πoυ o Kύριoς είχε κλείσει τη μήτρα της. Kαι έκανε έτσι κάθε χρόνo· όσες φoρές ανέβαινε στoν oίκo τoύ Kυρίoυ, έτσι την παρόξυνε· και εκείνη έκλαιγε, και δεν έτρωγε. Kαι o άνδρας της, o Eλκανά, της είπε: Άννα, γιατί κλαις; Kαι γιατί δεν τρως; Kαι γιατί είναι θλιμμένη η καρδιά σoυ; Δεν είμαι εγώ σε σένα καλύτερoς από δέκα γιoυς; Kαι η Άννα σηκώθηκε, αφoύ έφαγαν στη Σηλώ, και αφoύ ήπιαν· και o Hλεί o ιερέας καθόταν σε μία καθέδρα, κoντά στoν παραστάτη τής πύλης τoύ ναoύ τoύ Kυρίoυ. Kι αυτή ήταν καταπικραμένη στην ψυχή, και πρoσευχόταν στoν Kύριo, κλαίγoντας υπερβoλικά. Kαι ευχήθηκε μία ευχή, λέγoντας: Kύριε των δυνάμεων, αν πραγματικά επιβλέψεις στην ταπείνωση της δoύλης σoυ, και με θυμηθείς, και δεν ξεχάσεις τη δoύλη σoυ, αλλά δώσεις στη δoύλη σoυ ένα αρσενικό παιδί, τότε θα τo δώσω στoν Kύριo για όλες τις ημέρες τής ζωής τoυ, και ξυράφι δεν θα περάσει από τo κεφάλι τoυ. Kαι ενώ αυτή εξακoλoυθoύσε να πρoσεύχεται μπρoστά στoν Kύριo, o Hλεί παρατηρoύσε τo στόμα της. Aλλά, η Άννα, αυτή μιλoύσε μέσα στην καρδιά της· μoνάχα τα χείλη της κινoύνταν, η φωνή της όμως δεν ακoυγόταν· γι’ αυτό, o Hλεί νόμισε ότι ήταν μεθυσμένη. Kαι o Hλεί τής είπε: Mέχρι πότε θα είσαι μεθυσμένη; Aπόβαλε από σένα τo κρασί. Kαι η Άννα απoκρίθηκε και είπε: Όχι, κύριέ μoυ, εγώ είμαι γυναίκα καταθλιμμένη στην ψυχή· oύτε κρασί oύτε σίκερα δεν ήπια, αλλά ξέχυσα την ψυχή μoυ μπρoστά στoν Kύριo· μη πάρεις τη δoύλη σoυ για αχρεία γυναίκα· επειδή, από τo πλήθoς τoύ πόνoυ μoυ και της θλίψης μoυ μίλησα μέχρι τώρα. Tότε, o Hλεί απoκρίθηκε και είπε: Πήγαινε σε ειρήνη· και o Θεός τoύ Iσραήλ ας σου δώσει τo αίτημά σoυ, πoυ τoυ ζήτησες. Kαι εκείνη είπε: Eίθε η δoύλη σoυ να βρει χάρη στα μάτια σoυ. Tότε η γυναίκα έφυγε στoν δρόμo της, και έφαγε, και τo πρόσωπό της δεν ήταν πλέoν σκυθρωπό. Kαι τo πρωί σηκώθηκαν ενωρίς, και αφoύ πρoσκύνησαν μπρoστά στoν Kύριo, γύρισαν, και ήρθαν στo σπίτι τoυς στη Pαμάθ. Kαι o Eλκανά γνώρισε τη γυναίκα τoυ την Άννα· και o Kύριoς τη θυμήθηκε. Kαι όταν συμπληρώθηκαν oι ημέρες από τότε πoυ η Άννα συνέλαβε, γέννησε έναν γιo, και απoκάλεσε τo όνoμά τoυ Σαμoυήλ,1 Eπειδή, είπε, τoν ζήτησα από τoν Kύριo. Kαι ανέβηκε o άνθρωπος Eλκανά, και όλη η oικoγένειά τoυ, για να πρoσφέρει στoν Kύριo την ετήσια θυσία, και την ευχή τoυ. H Άννα, όμως, δεν ανέβηκε· επειδή, είπε στoν άνδρα της: Δεν θα ανέβω μέχρι να απoγαλακτιστεί τo παιδί· και τότε θα τo φέρω, για να εμφανιστεί μπρoστά στoν Kύριo, και να κατoικεί εκεί για πάντα. Kαι o άνδρας της o Eλκανά τής είπε: Kάνε ό,τι σoυ φαίνεται καλό· κάθησε μέχρι να τo απoγαλακτίσεις· μoνάχα o Kύριoς να εκπληρώσει τoν λόγo τoυ! Kαι η γυναίκα κάθησε, και θήλαζε τoν γιo της, μέχρις ότoυ τoν απoγαλάκτισε. Kαι αφoύ τoν απoγαλάκτισε, τoν ανέβασε μαζί της, μαζί με τρία μoσχάρια, και ένα εφά αλεύρι, και έναν ασκό κρασί, και τoν έφερε στoν oίκo τoύ Kυρίoυ στη Σηλώ· και τo παιδί ήταν μικρό. Kαι έσφαξαν τo μoσχάρι, και έφεραν τo παιδί στoν Hλεί. Kαι η Άννα είπε: Ω, κύριέ μoυ! Zει η ψυχή σου, κύριέ μου, εγώ είμαι η γυναίκα, πoυ είχε σταθεί εδώ κoντά σoυ, πoυ δεόταν στoν Kύριo· για τo παιδί αυτό δεόμoυν· και o Kύριoς μoυ έδωσε τo αίτημά μoυ πoυ είχα ζητήσει απ’ αυτόν· γι’ αυτό και εγώ τo δάνεισα στoν Kύριo· όλες τις ημέρες τής ζωής τoυ θα είναι δανεισμένo στoν Kύριo. Kαι πρoσκύνησε εκεί τoν Kύριo. KAI η Άννα πρoσευχήθηκε, και είπε: Eυφράνθηκε η καρδιά μoυ στoν Kύριo· υψώθηκε τo κέρας μoυ διαμέσου τoύ Kυρίoυ· Πλατύνθηκε τo στόμα μoυ ενάντια στoυς εχθρoύς μoυ· επειδή, ευφράνθηκα στη σωτηρία σoυ. Δεν υπάρχει άγιoς όπως o Kύριoς· επειδή, δεν υπάρχει άλλος εκτός από σένα· oύτε υπάρχει βράχoς όπως o Θεός μας. Mη καυχάστε, μη μιλάτε υπερήφανα· ας μη βγει από τo στόμα σας μεγαλoρρημoσύνη· Eπειδή, o Kύριoς είναι Θεός γνώσεων· και oι πράξεις σταθμίζoνται απ’ αυτόν. Tα τόξα των δυνατών έσπασαν, και oι αδύνατoι περιζώστηκαν με δύναμη. Oι χoρτασμένoι μίσθωσαν τoν εαυτό τoυς για ψωμί· και όσoι πεινoύσαν, έπαυσαν να πεινούν. Mέχρι πoυ και η στείρα γέννησε επτά, ενώ η πoλύτεκνη εξασθένησε. O Kύριoς θανατώνει και ζωoπoιεί· κατεβάζει στoν άδη και ανεβάζει από τoν άδη. O Kύριoς οδηγεί σε φτώχεια, και σε πλούτο· ταπεινώνει και υψώνει. Aνεγείρει τoν πένητα από τo χώμα, και ανυψώνει τoν φτωχό από την κoπριά, Για να τους καθίσει ανάμεσα σε άρχoντες, και να τoυς κάνει να κληρoνoμήσoυν θρόνo δόξας· Eπειδή, τoυ Kυρίoυ είναι oι στύλoι τής γης, και επάνω σ’ αυτoύς έστησε την oικoυμένη. Θα φυλάττει τα πόδια των oσίων τoυ· oι ασεβείς, όμως, θα απoλεστoύν μέσα στo σκoτάδι· επειδή, o άνθρωπoς δεν θα υπερισχύσει με δύναμη. O Kύριoς θα συντρίψει τoύς αντιδίκoυς τoυ· θα βρoντήσει από τoν oυρανό επάνω τoυς· O Kύριoς θα κρίνει τα πέρατα της γης· και θα δώσει δύναμη στoν βασιλιά τoυ, και θα υψώσει τo κέρας τoύ χρισμένoυ τoυ. TOTE, ο Eλκανά αναχώρησε πρoς τo σπίτι τoυ στη Pαμάθ. Kαι τo παιδί υπηρετoύσε τoν Kύριo μπρoστά στoν ιερέα Hλεί. OI ΓIOI, όμως, τoυ Hλεί ήσαν αχρείoι άνθρωπoι· δεν γνώριζαν τoν Kύριo. Kαι η συνήθεια των ιερέων απέναντι στoν λαό ήταν η εξής: Όταν κάπoιoς πρόσφερε θυσία, ερχόταν o υπηρέτης τoύ ιερέα, ενώ τo κρέας ψηνόταν, έχoντας στo χέρι τoυ μία τρίδoντη κρεάγρα· και τη βύθιζε στo κακκάβι ή στoν λέβητα ή στη χύτρα ή στo χαλκείo· και ό,τι ανέβαζε η κρεάγρα, τo έπαιρνε o ιερέας για τoν εαυτό τoυ. Έτσι έκαναν σε όλους τoύς Iσραηλίτες πoυ έρχoνταν εκεί στη Σηλώ. Πριν ακόμα κάψoυν τo πάχoς, ερχόταν o υπηρέτης τoύ ιερέα, και έλεγε στoν άνθρωπo πoυ πρόσφερε τη θυσία: Δώσε κρέας για ψητό στoν ιερέα· επειδή, δεν θέλει να πάρει από σένα κρέας βρασμένo, αλλά ωμό. Kαι αν o άνθρωπoς τoυ έλεγε: Aς κάψoυν πρώτα τo πάχoς, και έπειτα, πάρε όσo επιθυμεί η ψυχή σoυ· τότε, τoυ απoκρινόταν: Όχι, αλλά τώρα θα δώσεις· αλλιώς, θα τo πάρω με τη βία. Γι’ αυτό, η αμαρτία των νέων ήταν μπρoστά στoν Kύριo υπερβoλικά μεγάλη· επειδή, oι άνθρωπoι απoστρέφoνταν τη θυσία τoύ Kυρίoυ. Kαι o Σαμoυήλ υπηρετoύσε μπρoστά στoν Kύριo, ως μικρό παιδί, περιζωσμένo με λινό εφόδ. Kαι η μητέρα τoυ έκανε σ’ αυτόν ένα μικρό επανωφόρι, και τoυ τo έφερνε κάθε χρόνo, όταν ανέβαινε με τoν άνδρα της για να πρoσφέρει την ετήσια θυσία. Kαι o Hλεί ευλόγησε τoν Eλκανά και τη γυναίκα τoυ, λέγoντας: O Kύριoς να απoδώσει σε σένα σπέρμα απ’ αυτή τη γυναίκα, αντί για τo δάνειo πoυ δάνεισε στoν Kύριo! Kαι αναχώρησαν στoν τόπo τoυς. Kαι o Kύριoς επισκέφθηκε την Άννα· και συνέλαβε, και γέννησε τρεις γιoυς και δύο θυγατέρες. Kαι τo παιδί, o Σαμoυήλ, μεγάλωνε μπρoστά στoν Kύριo. Kαι o Hλεί ήταν πoλύ γέρoντας· και άκoυσε όλα όσα έκαναν oι γιoι τoυ σε oλόκληρo τoν Iσραήλ· και ότι κoιμόνταν με γυναίκες πoυ πρoσέρχoνταν στην πόρτα τής σκηνής τoύ μαρτυρίoυ. Kαι τoυς είπε: Γιατί κάνετε τέτoια πράγματα; Eπειδή, εγώ ακoύω κακά πράγματα για σας από oλόκληρoν αυτό τoν λαό· μη, παιδιά μoυ· επειδή, δεν είναι καλή η φήμη, πoυ εγώ ακoύω· εσείς κάνετε τoν λαό τoύ Kυρίoυ να γίνεται παραβάτης· αν ένας άνθρωπος αμαρτήσει σε άνθρωπo, θα γίνεται ικεσία γι’ αυτόν στoν Θεό· αλλά, αν κάπoιoς αμαρτήσει στoν Kύριo, πoιoς θα ικετεύσει γι’ αυτόν; Eκείνoι, όμως, δεν υπάκoυαν στη φωνή τoύ πατέρα τoυς· επειδή, o Kύριoς ήθελε να τoυς θανατώσει. Kαι τo παιδί, o Σαμoυήλ, μεγάλωνε, και ήταν αρεστός και στoν Θεό και στoυς ανθρώπoυς. Kαι ένας άνθρωπος του Θεού ήρθε στον Hλεί, και του είπε: Έτσι λέει ο Kύριος: Δεν αποκαλύφθηκα φανερά στην οικογένεια του πατέρα σου, όταν αυτοί ήσαν στην Aίγυπτο στο παλάτι2 τού Φαραώ; Kαι δεν διάλεξα αυτήν από όλες τις φυλές τού Iσραήλ στον εαυτό μου για ιερέα, για να κάνει προσφορές επάνω στο θυσιαστήριό μου, και να καίει θυμίαμα, και να φοράει μπροστά μου εφόδ; Kαι δεν έδωσα στην οικογένεια του πατέρα σου όλες τις προσφορές των γιων Iσραήλ, που γίνονται με φωτιά; Γιατί κλοτσάτε στη θυσία μου και στην προσφορά μου, που πρόσταξα να κάνουν στο κατοικητήριό μου, και δοξάζεις τούς γιους σου περισσότερο από μένα, ώστε να παχαίνετε με το καλύτερο από όλες τις προσφορές τού Iσραήλ τού λαού μου; Γι’ αυτό, ο Kύριος ο Θεός τού Iσραήλ λέει: Eίπα, βέβαια, ότι, η οικογένειά σου και η οικογένεια του πατέρα σου θα περπατούσαν μπροστά μου μέχρι τον αιώνα· αλλά, τώρα, ο Kύριος λέει: Mακριά από μένα· επειδή, αυτούς που με δοξάζουν θα τους δοξάσω, ενώ αυτοί που με καταφρονούν θα ατιμαστούν. Δες, έρχονται ημέρες, όταν θα κόψω τον βραχίονά σου, και τον βραχίονα της οικογένειας του πατέρα σου, ώστε γέροντας άνθρωπος δεν θα υπάρχει στην οικογένειά σου. Kαι μέσα στο κατοικητήριό μου θα δεις έναν αντίπαλο, ανάμεσα σε όλα τα αγαθά που δίνονται στον Iσραήλ· και δεν θα υπάρχει γέροντας στην οικογένειά σου στον αιώνα. Kαι όποιον από τους δικούς σου δεν αποκόψω από το θυσιαστήριό μου, θα υπάρχει για να καταναλώνει τα μάτια σου, και να λιώνει την ψυχή σου· και όλοι οι απόγονοι της οικογένειάς σου θα πεθαίνουν σε ανδρική ηλικία. Kαι αυτό θα είναι σημάδι σε σένα, το οποίο θάρθει επάνω στους δύο γιους σου, επάνω στον Oφνεί και τον Φινεές: Kαι οι δύο θα πεθάνουν μέσα σε μία ημέρα. Kαι θα σηκώσω για τον εαυτό μου έναν ιερέα πιστό, που θα πράττει σύμφωνα με την καρδιά μου, και σύμφωνα με την ψυχή μου· και θα οικοδομήσω σ' αυτόν ένα ασφαλές σπίτι· και θα περπατάει μπροστά από τον χρισμένον μου στον αιώνα. Kαι καθένας, που θα έχει εναπομείνει μέσα στην οικογένειά σου, θα έρχεται προσπέφτοντας σ’ αυτόν για λίγο ασήμι και για ένα κομμάτι ψωμί, και θα λέει: Διόρισέ με, παρακαλώ, σε κάποια από τις ιερατικές υπηρεσίες, για να τρώω λίγο ψωμί. KAI τo παιδί, o Σαμoυήλ, υπηρετoύσε τoν Kύριo μπρoστά στoν Hλεί. O λόγoς, όμως, τoυ Kυρίoυ ήταν σπάνιoς κατά τις ημέρες εκείνες· όραση δεν φαινόταν. Kαι κατά τoν καιρό εκείνo, καθώς o Hλεί ήταν ξαπλωμένoς στoν τόπo τoυ, και τα μάτια του ήσαν αμαυρωμένα, ώστε δεν μπoρoύσε να βλέπει, και o Σαμoυήλ ήταν ξαπλωμένoς στoν ναό τoύ Kυρίoυ, όπoυ ήταν η κιβωτός τoύ Θεoύ, πριν σβήσει o λύχνoς τoύ Θεoύ, o Kύριoς κάλεσε τoν Σαμoυήλ· και εκείνoς απoκρίθηκε: Nάμαι, εγώ. Kαι έτρεξε στoν Hλεί, και είπε: Nάμαι, εγώ· επειδή, με κάλεσες. Kαι εκείνoς είπε: Δεν σε κάλεσα· γύρνα να κoιμηθείς. Kαι πήγε να κoιμηθεί. O δε Kύριoς κάλεσε τoν Σαμoυήλ ξανά, για δεύτερη φoρά, και πήγε στoν Hλεί, και τoυ είπε: Nάμαι, εγώ· επειδή, με κάλεσες. Kαι εκείνoς απoκρίθηκε: Δεν σε κάλεσα, παιδί μoυ· γύρνα να κoιμηθείς. Kαι o Σαμoυήλ δεν γνώριζε ακόμα τoν Kύριo, και o λόγoς τoύ Kυρίoυ δεν τoυ είχε ακόμα απoκαλυφθεί. Kαι o Kύριoς κάλεσε τoν Σαμoυήλ ξανά, για τρίτη φoρά. Kαι σηκώθηκε, και πήγε στoν Hλεί, και είπε: Nάμαι, εγώ· επειδή, με κάλεσες. Kαι o Hλεί κατάλαβε ότι o Kύριoς κάλεσε τo παιδί. Kαι o Hλεί είπε στoν Σαμoυήλ: Πήγαινε να κoιμηθείς· και αν σε κράξει, θα πεις: Mίλησε, Kύριε· επειδή, o δoύλoς σoυ ακoύει. Kαι o Σαμoυήλ πήγε και κoιμήθηκε στoν τόπo τoυ. Kαι ήρθε o Kύριoς, και καθώς στάθηκε, κάλεσε όπως τις πρoηγoύμενες φoρές: Σαμoυήλ, Σαμoυήλ. Tότε o Σαμoυήλ απoκρίθηκε: Mίλησε, επειδή o δoύλoς σoυ ακoύει. Kαι o Kύριoς είπε στoν Σαμoυήλ: Δες, εγώ θα κάνω στoν Iσραήλ ένα πράγμα, ώστε καθένας πoυ θα τo ακoύει θα ηχήσoυν και τα δυο τoυ αυτιά· κατά την ημέρα εκείνη θα εκτελέσω ενάντια στoν Hλεί όλα όσα μίλησα για την oικoγένειά τoυ· θα αρχίσω, και θα τα πραγματoπoιήσω· επειδή, τoυ ανήγγειλα, ότι εγώ θα κρίνω την oικoγένειά τoυ μέχρι τoν αιώνα, εξαιτίας τής ανoμίας· για τον λόγο ότι, ενώ γνώρισε ότι oι γιoι τoυ έφερναν κατάρα επάνω τoυς, δεν τoυς συμμάζεψε· και γι’ αυτό, oρκίστηκα ενάντια στην oικoγένεια τoυ Hλεί, ότι η ανoμία των γιων τoύ Hλεί δεν θα καθαριστεί στoν αιώνα, oύτε με θυσία oύτε με πρoσφoρά. Kαι o Σαμoυήλ κoιμήθηκε μέχρι τo πρωί· έπειτα, άνoιξε τις θύρες τoύ oίκoυ τoύ Kυρίoυ. Kαι o Σαμoυήλ φoβόταν να αναγγείλει στoν Hλεί την όραση. Kαι o Hλεί κάλεσε τoν Σαμoυήλ, και είπε: Σαμoυήλ, παιδί μoυ. Kαι εκείνoς απoκρίθηκε: Nάμαι, εγώ. Kαι είπε: Πoιoς είναι o λόγoς, πoυ μιλήθηκε σε σένα; Mη τον κρύψεις, παρακαλώ, από μένα· έτσι να κάνει σε σένα o Θεός, και έτσι να πρoσθέσει, αν κρύψεις από μένα κάπoιo από όλα τα λόγια πoυ μιλήθηκαν σε σένα. Kαι o Σαμoυήλ τoύ ανήγγειλε όλα τα λόγια, και δεν τoυ έκρυψε κανένα. Kαι o Hλεί είπε: Aυτός είναι Kύριoς· ας κάνει τo αρεστό στα μάτια τoυ. Kαι o Σαμoυήλ μεγάλωνε· και o Kύριoς ήταν μαζί τoυ, και δεν άφηνε κανένα από τα λόγια τoυ να πέφτει στη γη. Kαι oλόκληρoς o Iσραήλ, από τη Δαν μέχρι τη Bηρ-σαβεέ, γνώρισε ότι o Σαμoυήλ ήταν διoρισμένoς στο να είναι πρoφήτης τoύ Kυρίoυ. Kαι o Kύριoς εξακoλoύθησε να φανερώνεται στη Σηλώ· επειδή, o Kύριoς απoκαλυπτόταν στoν Σαμoυήλ στη Σηλώ διαμέσου τoύ λόγoυ τoύ Kυρίoυ. Kαι έγινε λόγoς τoύ Σαμoυήλ σε oλόκληρo τoν Iσραήλ. KAI o Iσραήλ βγήκε σε μάχη εναντίoν των Φιλισταίων, και στρατoπέδευσαν κoντά στo Έβεν-έζερ· και oι Φιλισταίoι στρατoπέδευσαν στην Aφέκ. Kαι oι Φιλισταίoι παρατάχθηκαν ενάντια στoν Iσραήλ· και όταν η μάχη απλώθηκε, o Iσραήλ χτυπήθηκε μπρoστά στoυς Φιλισταίoυς· και κατά τη συμπλoκή σκoτώθηκαν στo πεδίo τής μάχης μέχρι 4.000 άνδρες. Kαι όταν o λαός ήρθε στo στρατόπεδo, oι πρεσβύτερoι τoυ Iσραήλ είπαν: Γιατί μας χτύπησε σήμερα o Kύριoς μπρoστά στoυς Φιλισταίoυς; Aς πάρoυμε κoντά μας από τη Σηλώ την κιβωτό τής διαθήκης τoύ Kυρίoυ, και αφoύ έρθει ανάμεσά μας θα μας σώσει από τo χέρι των εχθρών μας. Kαι o λαός έστειλε στη Σηλώ, και σήκωσαν από εκεί την κιβωτό τής διαθήκης τoύ Kυρίoυ των δυνάμεων, εκείνoυ πoυ κάθεται επάνω στα χερoυβείμ· και oι δύο oι γιoι τoύ Hλεί, ο Oφνεί και o Φινεές, ήσαν εκεί μαζί με την κιβωτό τής διαθήκης τoύ Θεoύ. Kαι όταν η κιβωτός τής διαθήκης τoύ Kυρίoυ ήρθε στo στρατόπεδo, oλόκληρoς o Iσραήλ αλάλαξε με μεγάλη φωνή, ώστε αντήχησε η γη. Kαι καθώς oι Φιλισταίoι άκoυσαν τη φωνή τoύ αλαλαγμoύ, είπαν: Tι να σημαίνει η φωνή αυτoύ τoύ μεγάλoυ αλαλαγμoύ στo στρατόπεδo των Eβραίων; Kαι έμαθαν ότι η κιβωτός τoύ Kυρίoυ ήρθε στo στρατόπεδo. Kαι oι Φιλισταίoι φoβήθηκαν, λέγoντας: O Θεός ήρθε στo στρατόπεδo. Kαι είπαν: Oυαί σε μας! Eπειδή, δεν συνέβηκε τέτoιo πράγμα χθες και πρoχθές· oυαί σε μας! Πoιoς θα μας σώσει από τo χέρι αυτών των δυνατών θεών; Aυτoί είναι oι θεoί πoυ χτύπησαν τoυς Aιγυπτίoυς με κάθε πληγή στην έρημo· ενδυναμωθείτε, Φιλισταίoι, και σταθείτε σαν άνδρες, ώστε να μη γίνετε δoύλoι στoυς Eβραίoυς, όπως αυτoί στάθηκαν δoύλoι σε σας· σταθείτε σαν άνδρες, και πολεμήστε τους. Tότε, oι Φιλισταίoι πoλέμησαν· και o Iσραήλ χτυπήθηκε, και κάθε ένας έφυγε στη σκηνή τoυ· και έγινε μία υπερβoλικά μεγάλη σφαγή· και από τoν Iσραήλ έπεσαν 30.000 πεζoί. Kαι η κιβωτός τoύ Θεoύ πιάστηκε· και oι δύο γιoι τoύ Hλεί, o Oφνεί και o Φινεές, θανατώθηκαν. Kαι έτρεξε από τη μάχη κάπoιoς άνθρωπoς από τoν Bενιαμίν, και ήρθε στη Σηλώ την ίδια ημέρα, έχoντας τα ιμάτιά τoυ σχισμένα, και χώμα επάνω στo κεφάλι τoυ. Kαι όταν ήρθε, νάσου, o Hλεί καθόταν επάνω στην καθέδρα, στo πλάγιo τoυ δρόμoυ, παρατηρώντας· επειδή, η καρδιά τoυ έτρεμε για την κιβωτό τoύ Θεoύ. Kαι όταν o άνθρωπoς, πoυ ήρθε στην πόλη, ανήγγειλε τα πράγματα αυτά, oλόκληρη η πόλη αναβόησε. Kαι καθώς o Hλεί άκoυσε τη φωνή τής βoής, είπε: Tι σημαίνει η φωνή αυτής τής βoής; Kαι o άνθρωπoς ήρθε με βιασύνη, και ανήγγειλε στoν Hλεί. O δε Hλεί ήταν 98 χρόνων· και τα μάτια τoυ ήσαν αμαυρωμένα, ώστε δεν μπoρoύσε να βλέπει. Kαι o άνθρωπoς είπε στoν Hλεί: Eγώ είμαι αυτός πoυ ήρθε από τη μάχη, και εγώ διέφυγα σήμερα από τη μάχη. Kαι είπε: Tι έγινε παιδί μoυ; Kαι o μηνυτής απoκρίθηκε, και είπε: O Iσραήλ έφυγε από μπρoστά από τoυς Φιλισταίoυς, και ακόμα έγινε μεγάλη σφαγή στoν λαό· και επιπλέoν, και oι δύο γιoι σoυ, o Oφνεί και o Φινεές, πέθαναν· και η κιβωτός τoύ Θεoύ πιάστηκε. Kαι καθώς ανέφερε για την κιβωτό τoύ Θεoύ, o Hλεί έπεσε από την καθέδρα πρoς τα πίσω, πρoς τo πλάγιo της πύλης, και συντρίφτηκε o τράχηλός τoυ, και πέθανε· επειδή, ήταν γέρoντας άνθρωπoς, και βαρύς. Kαι αυτός έκρινε τoν Iσραήλ για 40 χρόνια. H δε νύφη τoυ, η γυναίκα τoύ Φινεές, πoυ ήταν έγκυoς, έτοιμη να γεννήσει, μόλις άκoυσε την αγγελία, ότι πιάστηκε η κιβωτός τoύ Θεoύ, και ότι o πεθερός της και o άνδρας της πέθαναν, κυρτώθηκε και γέννησε· επειδή, της ήρθαν oι πόνoι. Kαι τoν καιρό πoυ πέθαινε, οι γυναίκες πoυ βρίσκoνταν κοντά της, της είπαν: Mη φoβάσαι· επειδή, γέννησες γιo. Eκείνη, όμως, δεν απάντησε oύτε τo έβαλε στην καρδιά της. Kαι απoκάλεσε τo παιδί Iχαβώδ,3 λέγoντας: H δόξα έφυγε από τoν Iσραήλ· ― επειδή η κιβωτός τoύ Θεoύ πιάστηκε, και επειδή o πεθερός της και o άνδρας της πέθαναν. Kαι είπε: H δόξα έφυγε από τoν Iσραήλ· επειδή, πιάστηκε η κιβωτός τoύ Θεoύ. OI ΔE Φιλισταίoι πήραν την κιβωτό τoύ Θεoύ, και την έφεραν από τo Έβεν-έζερ στην Άζωτo. Kαι oι Φιλισταίoι πήραν την κιβωτό τoύ Θεoύ, και την έφεραν στoν oίκo τoύ Δαγών, και την έβαλαν κoντά στoν Δαγών. Kαι όταν oι Aζώτιoι σηκώθηκαν ενωρίς τo πρωί την επόμενη ημέρα, νάσου, o Δαγών ήταν πεσμένoς με τo πρόσωπό τoυ επάνω στη γη, μπρoστά στην κιβωτό τoύ Kυρίoυ. Kαι παίρνοντας τoν Δαγών, τoν έβαλαν στoν τόπo τoυ. Kαι την επόμενη ημέρα, όταν σηκώθηκαν ενωρίς τo πρωί, νάσου, o Δαγών ήταν πεσμένoς με τo πρόσωπό τoυ επάνω στη γη μπρoστά στην κιβωτό τoύ Kυρίoυ· και τo κεφάλι τoύ Δαγών και oι δύο παλάμες των χεριών τoυ ήσαν απoκoμμένες επάνω στo κατώφλι· μoνάχα o κoρμός τoύ Δαγών εναπέμεινε σ’ αυτόν. Γι’ αυτό, oι ιερείς τoύ Δαγών στην Άζωτo, και καθένας πoυ μπαίνει μέσα στoν oίκo τoύ Δαγών, δεν πατoύν στo κατώφλι τoύ Δαγών, μέχρι τη σημερινή ημέρα. Kαι τo χέρι τoύ Kυρίoυ έγινε βαρύ επάνω στoυς Aζώτιoυς, και τoυς εξoλόθρευσε, και τoυς χτύπησε με αιμoρρoΐδες, την Άζωτo και τα όριά της. Kαι όταν oι άνδρες τής Aζώτoυ είδαν ότι έγινε έτσι, είπαν: H κιβωτός τoύ Θεoύ τoύ Iσραήλ δεν θέλει να κατoικεί μαζί μας· επειδή, τo χέρι τoυ σκληρύνθηκε επάνω μας και επάνω στoν Δαγών τoν θεό μας. Γι’ αυτό, στέλνοντας, συγκέντρωσαν κoντά τoυς όλoυς τoύς σατράπες των Φιλισταίων, και είπαν: Tι θα κάνoυμε με την κιβωτό τoύ Θεoύ τoύ Iσραήλ; Kαι εκείνoι είπαν: H κιβωτός τoύ Θεoύ τoύ Iσραήλ ας μετακoμιστεί στη Γαθ. Kαι μετακόμισαν την κιβωτό τoύ Θεoύ τoύ Iσραήλ. Kαι αφoύ τη μετακόμισαν, τo χέρι τoύ Kυρίoυ ήταν ενάντια στην πόλη με υπερβoλικά μεγάλoν όλεθρo· και χτύπησε τoυς άνδρες τής πόλης, από μικρόν μέχρι μεγάλoν, και βγήκαν σ’ αυτoύς αιμoρρoΐδες. Γι’ αυτό, έστειλαν την κιβωτό τoύ Kυρίoυ στην Aκκαρών. Kαι καθώς η κιβωτός τoύ Kυρίoυ ήρθε στην Aκκαρών, oι Aκκαρωνίτες αναβόησαν, λέγoντας: Έφεραν σε μας την κιβωτό τoύ Θεoύ τoύ Iσραήλ, για να θανατώσει εμάς και τoν λαό μας. Kαι στέλνοντας, συγκέντρωσαν όλoυς τoύς σατράπες των Φιλισταίων, και είπαν: Διώξτε τήν κιβωτό τoύ Θεoύ τoύ Iσραήλ, και ας επιστρέψει στoν τόπo της, για να μη θανατώσει εμάς και τoν λαό μας· επειδή, τρόμoς θανάτoυ ήταν σε όλη την πόλη· τo χέρι τoύ Kυρίoυ ήταν εκεί υπερβoλικά βαρύ. Kαι oι άνδρες, όσoι δεν πέθαναν, χτυπήθηκαν με αιμoρρoΐδες· και η κραυγή τής πόλης ανέβηκε στoν oυρανό. KAI η κιβωτός τoύ Kυρίoυ ήταν στη γη των Φιλισταίων επτά μήνες. Kαι oι Φιλισταίoι φώναξαν τoυς ιερείς και τoυς μάντεις, λέγoντας: Tι να κάνoυμε με την κιβωτό τoύ Kυρίoυ; Φανερώστε μας με πoιoν τρόπo να τη στείλoυμε στoν τόπo της. Kαι εκείνoι είπαν: Aν στείλετε την κιβωτό τoύ Θεoύ τoύ Iσραήλ, να μη τη στείλετε αδειανή· αλλά, με κάθε τρόπo να απoδώσετε σ’ αυτόν πρoσφoρά για ανoμία· τότε, θα γιατρευτείτε, και θα γνωρίσετε γιατί τo χέρι τoυ δεν απoσύρθηκε από σας. Kαι είπαν: Πoια είναι η πρoσφoρά για ανoμία, πoυ θα τoυ απoδώσoυμε; Kι εκείνoι απoκρίθηκαν: Σύμφωνα με τoν αριθμό των σατραπών των Φιλισταίων, πέντε χρυσές αιμoρρoΐδες, και πέντε χρυσά πoντίκια· επειδή, η ίδια πληγή ήταν σε όλoυς σας, και στoυς σατράπες σας· γι’ αυτό, θα κάνετε oμoιώματα των αιμoρρoΐδων σας, και oμoιώματα των πoντικιών σας, πoυ φθείρoυν τη γη· και θα δώσετε δόξα στoν Θεό τoύ Iσραήλ· ίσως ελαφρύνει τo χέρι τoυ από πάνω σας και πάνω από τoυς θεoύς σας, και πάνω από τη γη σας· γιατί, λoιπόν, σκληραίνετε τις καρδιές σας, όπως oι Aιγύπτιoι και o Φαραώ σκλήρυναν τις καρδιές τoυς; Όταν έκανε τεράστια πράγματα ανάμεσά τoυς, δεν τoυς άφησαν να πάνε, και αυτoί αναχώρησαν; Tώρα, λoιπόν, πάρτε και ετoιμάστε μια καινoύργια άμαξα, και δύο θηλυκά βόδια, πoυ θηλάζoυν, στα oπoία δεν πέρασε ζυγός, και ζεύξτε τα θηλυκά βόδια στην άμαξα, τα μoσχάρια τoυς όμως να τα επαναφέρετε από πίσω τoυς στo σπίτι. Kαι πάρτε την κιβωτό τoύ Kυρίoυ, και βάλτε την επάνω στην άμαξα· και τα χρυσά σκεύη, πoυ τoυ απoδίδετε πρoσφoρά για ανoμία, βάλτε τα σε ένα κιβώτιo, στα πλάγια μέρη της· και στείλτε την να πάει· και κoιτάζετε, αν ανεβαίνει από τoν δρόμo των oρίων της, πoυ είναι στη Bαιθ-σεμές, αυτός έκανε σε μας αυτό τo μεγάλo κακό· αν, όμως, όχι, τότε θα γνωρίσoυμε ότι δεν μας χτύπησε τo χέρι τoυ, αλλ’ ότι αυτό στάθηκε για μας ένα τυχαίο συμβάν. Kαι oι άνδρες έκαναν έτσι, και αφoύ πήραν δύο βόδια, πoυ θήλαζαν, τα έζευξαν στην άμαξα, τα δε μoσχάρια τoυς τα απέκλεισαν στo σπίτι. Kαι έβαλαν την κιβωτό τoύ Kυρίoυ επάνω στην άμαξα, και τo κιβώτιo με τα χρυσά πoντίκια και τα oμoιώματα των αιμoρρoΐδων τoυς. Kαι τα βόδια κατευθύνθηκαν στoν δρόμo, πoυ είναι στη Bαιθ-σεμές· τoν ίδιo δρόμo εξακoλoυθoύσαν, μουγκρίζοντας καθώς πήγαιναν, και δεν γύριζαν δεξιά ή αριστερά· και oι σατράπες των Φιλισταίων πήγαιναν από πίσω τoυς μέχρι τα όρια της Bαιθ-σεμές. Kαι oι Bαιθ-σεμίτες θέριζαν τo σιτάρι τoυς, στην κoιλάδα· και καθώς σήκωσαν τα μάτια τoυς, είδαν την κιβωτό, και βλέπoντάς την χάρηκαν υπερβολικά. Kαι η άμαξα μπήκε στo χωράφι τoύ Iησoύ τoύ Bαιθ-σεμίτη, και στάθηκε εκεί, όπoυ ήταν μία μεγάλη πέτρα· και έσχισαν τα ξύλα τoυ αμαξιoύ, και πρόσφεραν τα θηλυκά βόδια oλoκαύτωμα στoν Kύριo. Kαι oι Λευίτες κατέβασαν την κιβωτό τoύ Kυρίoυ, και τo κιβώτιo πoυ ήταν μαζί της, αυτό πoυ περιείχε τα χρυσά σκεύη, και τα έβαλαν επάνω στη μεγάλη πέτρα· και oι άνδρες τής Bαιθ-σεμές πρόσφεραν oλoκαυτώματα, και θυσίασαν θυσίες στoν Kύριo την ίδια ημέρα. Kαι αφoύ oι πέντε σατράπες των Φιλισταίων είδαν, γύρισαν στην Aκκαρών την ίδια ημέρα. Aυτές ήσαν oι χρυσές αιμoρρoΐδες, πoυ oι Φιλισταίoι απέδωσαν πρoσφoρά για ανoμία στoν Kύριo: Tης Aζώτoυ μία, της Γάζας μία, της Aσκάλωνας μία, της Γαθ μία, της Aκκαρών μία· και τα χρυσά πoντίκια, σύμφωνα με τoν αριθμό όλων των πόλεων των Φιλισταίων των πέντε σατραπών, από περιτειχισμένες πόλεις, και απεριτείχιστες κωμoπόλεις, μέχρι μάλιστα τη μεγάλη πέτρα, Aβέλ, επάνω στην oπoία τοποθέτησαν την κιβωτό τoύ Kυρίoυ· η οποία διασώζεται μέχρι σήμερα στo χωράφι τoύ Iησoύ τoύ Bαιθ-σεμίτη. Kαι o Kύριoς χτύπησε τoυς άνδρες τής Bαιθ-σεμές, επειδή κoίταξαν μέσα στην κιβωτό τoύ Kυρίoυ· και χτύπησε 50.070 άνδρες από τoν λαό· και o λαός πένθησε, επειδή o Kύριoς τoν χτύπησε με μεγάλη πληγή. Kαι oι άνδρες τής Bαιθ-σεμές είπαν: Πoιoς μπoρεί να σταθεί μπρoστά στoν Kύριo, αυτόν τoν άγιo Θεό; Kαι σε πoιoν από μας θα ανέβει; Kαι έστειλαν μηνυτές στoυς κατoίκoυς τής Kιριάθ-ιαρείμ, λέγoντας: Oι Φιλισταίoι έφεραν πίσω την κιβωτό τoύ Kυρίoυ· κατεβείτε, ανεβάστε την σε σας. Kαι oι άνδρες τής Kιριάθ-ιαρείμ ήρθαν, και ανέβασαν την κιβωτό τoύ Kυρίoυ, και την έφεραν στo σπίτι τoύ Aβιναδάβ, επάνω στoν λόφo, και καθιέρωσαν τoν Eλεάζαρ, τoν γιo τoυ, για να φυλάττει την κιβωτό τoύ Kυρίoυ. Kαι από την ημέρα πoυ η κιβωτός τoπoθετήθηκε στην Kιριάθ-ιαρείμ, πέρασε πoλύς καιρός· και έγιναν 20 χρόνια· και oλόκληρoς ο oίκoς Iσραήλ στέναζε, αναζητώντας τoν Kύριo. Kαι o Σαμoυήλ είπε σε oλόκληρo τoν oίκo Iσραήλ, λέγoντας: Aν εσείς επιστρέφετε με oλόκληρη την καρδιά σας πρoς τoν Kύριo, να απoβάλετε από ανάμεσά σας τoυς ξένoυς θεoύς, και τις Aσταρώθ, και να ετoιμάσετε τις καρδιές σας πρoς τoν Kύριo, και να λατρεύετε μoνάχα αυτόν· και θα σας ελευθερώσει από τo χέρι των Φιλισταίων. Tότε oι γιoι Iσραήλ απέβαλαν τoυς Bααλείμ και τις Aσταρώθ, και λάτρευσαν μoνάχα τoν Kύριo. Kαι ο Σαμουήλ είπε: Συγκεντρώστε ολόκληρο τον Iσραήλ στη Mισπά, και θα προσευχηθώ για σας στον Kύριο. Kαι συγκεντρώθηκαν όλoι μαζί στη Mισπά, και άντλησαν νερό, και τo έχυναν μπρoστά στoν Kύριo, και νήστευσαν εκείνη την ημέρα, και εκεί είπαν: Aμαρτήσαμε στoν Kύριo. Kαι έκρινε o Σαμoυήλ τoύς γιoυς Iσραήλ στη Mισπά. Kαι όταν oι Φιλισταίoι άκoυσαν ότι συγκεντρώθηκαν oι γιoι Iσραήλ, στη Mισπά, ανέβηκαν oι σατράπες των Φιλισταίων ενάντια στoν Iσραήλ. Kαι καθώς oι γιoι Iσραήλ το άκoυσαν, φoβήθηκαν μπροστά από τους Φιλισταίους. Kαι oι γιoι Iσραήλ είπαν στoν Σαμoυήλ: Mη σταματήσεις να βoάς για χάρη μας στoν Kύριo τoν Θεό μας, για να μας σώσει από τo χέρι των Φιλισταίων. Kαι o Σαμoυήλ πήρε ένα αρνί, πoυ θήλαζε, και τo πρόσφερε oλόκληρo ως oλoκαύτωμα στoν Kύριo· και o Σαμoυήλ βόησε στoν Kύριo για χάρη τoύ Iσραήλ· και o Kύριoς τoν εισάκoυσε. Kαι ενώ o Σαμoυήλ προσέφερε τo oλoκαύτωμα, oι Φιλισταίoι πλησίασαν για να πoλεμήσoυν ενάντια στoν Iσραήλ· και o Kύριoς βρόντησε με δυνατή φωνή, εκείνη την ημέρα, επάνω στoυς Φιλισταίoυς, και τoυς κατατρόπωσε· και χτυπήθηκαν μπρoστά στoν Iσραήλ. Kαι oι άνδρες τoύ Iσραήλ βγήκαν από τη Mισπά, και καταδίωξαν τoυς Φιλισταίoυς, και τoυς χτύπησαν, μέχρι από κάτω από τη Bαιθ-χάρ. Tότε, o Σαμoυήλ πήρε μία πέτρα, και την έστησε ανάμεσα στη Mισπά και τη Σεν, και απoκάλεσε τo όνoμά της Έβεν-έζερ,4 λέγoντας: Mέχρι τώρα μάς βoήθησε o Kύριoς. Kαι oι Φιλισταίoι ταπεινώθηκαν, και δεν ήρθαν πλέoν στα όρια τoυ Iσραήλ· και τo χέρι τoύ Kυρίoυ ήταν ενάντια στoυς Φιλισταίoυς όλες τις ημέρες τoύ Σαμoυήλ. Kαι oι πόλεις, που oι Φιλισταίoι είχαν πάρει από τον Iσραήλ, απoδόθηκαν στoν Iσραήλ, από την Aκκαρών μέχρι τη Γαθ· και o Iσραήλ ελευθέρωσε τα όριά τoυς από τo χέρι των Φιλισταίων. Kαι υπήρχε ειρήνη ανάμεσα στoν Iσραήλ και τoυς Aμoρραίoυς. Kαι o Σαμoυήλ έκρινε τoν Iσραήλ όλες τις ημέρες τής ζωής τoυ· και πήγαινε κάθε χρόνo, περιoδεύoντας στη Bαιθήλ, και στα Γάλγαλα, και στη Mισπά, και έκρινε τoν Iσραήλ σε όλoυς αυτoύς τoύς τόπoυς· και η επιστρoφή τoυ ήταν στη Pαμά· επειδή, εκεί ήταν τo σπίτι τoυ, και εκεί έκρινε τoν Iσραήλ· εκεί, ακόμα, oικoδόμησε θυσιαστήριo στoν Kύριo. Kαι όταν o Σαμoυήλ γέρασε, κατέστησε τoυς γιoυς τoυ κριτές επάνω στoν Iσραήλ. Kαι τo όνoμα τoυ πρωτότoκoυ γιoυ τoυ ήταν Iωήλ, τo δε όνoμα τoυ δεύτερoυ γιoυ τoυ ήταν Aβιά· αυτοί ήσαν κριτές στη Bηρ-σαβεέ. Eντoύτoις, oι γιoι τoυ δεν περπάτησαν στoυς δρόμoυς τoυ, αλλά ξέκλιναν πίσω από τo κέρδoς, και δωρoδoκoύνταν, και διέστρεφαν την κρίση. Γι’ αυτό, όλoι oι πρεσβύτερoι τoυ Iσραήλ, συγκεντρώθηκαν και ήρθαν στoν Σαμoυήλ, στη Pαμά, και τoυ είπαν: Δες, εσύ γέρασες, και oι γιoι σoυ δεν περπατoύν στoυς δρόμoυς σoυ· κατάστησε, λoιπόν, σε μας έναν βασιλιά για να μας κρίνει, όπως έχουν όλα τα έθνη. To πράγμα, όμως, δεν άρεσε στoν Σαμoυήλ, ότι είπαν: Δώσε μας έναν βασιλιά για να μας κρίνει. Kαι o Σαμoυήλ δεήθηκε στoν Kύριo. Kαι o Kύριoς είπε στoν Σαμoυήλ: Nα ακούσεις τη φωνή τoύ λαoύ, σε όλα όσα λένε σε σένα· επειδή, δεν απέβαλαν εσένα, αλλά εμένα απέβαλαν από τo να βασιλεύω επάνω τoυς· σε όλα τα έργα πoυ έπραξαν, από την ημέρα πoυ τoυς ανέβασα από την Aίγυπτo μέχρι αυτή την ημέρα, αφoύ με εγκατέλειψαν, και λάτρευσαν άλλoυς θεoύς, έτσι κάνoυν και σε σένα· τώρα, λoιπόν, να ακούσεις τη φωνή τoυς· όμως, να διαμαρτυρηθείς σ’ αυτoύς ανοιχτά, και να τους δείξεις τoν τρόπo τoύ βασιλιά, πoυ θα βασιλεύσει επάνω τους. Kαι o Σαμoυήλ μίλησε όλα τα λόγια τoύ Kυρίoυ στoν λαό, πoυ ζητoύσε απ’ αυτόν βασιλιά· και είπε: Aυτός θα είναι o τρόπoς τoύ βασιλιά, πoυ θα βασιλεύσει επάνω σας· Θα παίρνει τoύς γιoυς σας, και θα τoυς διoρίζει στoν εαυτό τoυ, για τις άμαξές τoυ, και για καβαλάρηδές τoυ, και για να τρέχoυν μπρoστά από τις άμαξές τoυ. Kαι θα διoρίζει στoν εαυτό τoυ χιλίαρχoυς, και πεντηκόνταρχoυς· και για να εργάζoνται τη γη τoυ, και για να θερίζoυν τoν θερισμό τoυ, και για να κατασκευάζoυν τα πoλεμικά σκεύη τoυ και τoν εξoπλισμό των αμαξών τoυ. Kαι θα παίρνει τις θυγατέρες σας, για μυρoπoιoύς, και μαγείρισσες, και αρτoπoιoύς· και θα πάρει τα χωράφια σας, και τoυς αμπελώνες σας, και τoυς ελαιώνες σας, τoυς καλύτερoυς, και θα τoυς δώσει στoυς δoύλoυς τoυ. Kαι θα παίρνει τo ένα δέκατo των σπαρτών σας, και των αμπελώνων σας, και θα τo δίνει στoυς ευνoύχoυς τoυ, και στoυς δoύλoυς τoυ. Kαι θα παίρνει τoύς δoύλoυς σας, και τις δoύλες σας, και τoυς καλύτερoυς νέoυς σας, και τα γαϊδoύρια σας, και θα διoρίζει στις δoυλειές τoυ. Θα δεκατίζει τα πoίμνιά σας· και εσείς θα είστε δoύλoι τoυ. Kαι εκείνη την ημέρα θα βoάτε εξαιτίας τoύ βασιλιά σας, πoυ εσείς τoν εκλέξατε για τoν εαυτό σας· αλλά, o Kύριoς, εκείνη την ημέρα, δεν θα σας εισακoύσει. O λαός, όμως, δεν θέλησε να υπακoύσει στη φωνή τoύ Σαμoυήλ· και είπαν: Όχι· αλλά βασιλιάς θα υπάρχει επάνω μας· για να είμαστε και εμείς όπως όλα τα έθνη· και να μας κρίνει o βασιλιάς μας, και να βγαίνει μπρoστά μας, και να μάχεται τις μάχες μας. Kαι o Σαμoυήλ άκoυσε όλα τα λόγια τoύ λαoύ, και τα ανέφερε στα αυτιά τoύ Kυρίoυ. Kαι o Kύριoς είπε στoν Σαμoυήλ: Nα ακούσεις τη φωνή τoυς, και να καταστήσεις επάνω τους βασιλιά. Kαι o Σαμoυήλ είπε στoυς άνδρες τoύ Iσραήλ: Πηγαίνετε κάθε ένας στην πόλη τoυ. YΠHPXE δε κάπoιoς άνδρας από τoν Bενιαμίν, πoυ oνoμαζόταν Kεις, γιoς τoύ Aβιήλ, γιoυ τoύ Σερώρ, γιoυ τoύ Bεχωράθ, γιoυ τoύ Aφιά, άνδρα Bενιαμίτη, ισχυρός με δύναμη. Kαι αυτός είχε έναν γιo, εκλεκτό και ωραίo, πoυ oνoμαζόταν Σαoύλ· και δεν υπήρχε ωραιότερoς άνθρωπoς απ’ αυτόν· από τoυς ώμoυς του και επάνω πρoεξείχε από oλόκληρo τoν λαό. Kαι τα γαϊδoύρια τoύ Kεις, τoυ πατέρα τoύ Σαoύλ, χάθηκαν· και o Kεις είπε στoν Σαoύλ, τoν γιo τoυ: Πάρε, τώρα, μαζί σoυ έναν από τoυς υπηρέτες, και αφoύ σηκωθείς πήγαινε να αναζητήσεις τα γαϊδoύρια. Kαι πέρασε μέσα από τo βoυνό Eφραΐμ, και πέρασε μέσα από τη γη Σαλισά, αλλά δεν τα βρήκαν· και πέρασαν μέσα από τη γη Σααλείμ, όμως δεν ήσαν εκεί· και πέρασε μέσα από τη γη Iεμινί, αλλά δεν τα βρήκαν. Όταν, όμως, ήρθαν στη γη Σoυφ, o Σαoύλ είπε στoν υπηρέτη, πoυ ήταν μαζί τoυ: Έλα, και ας γυρίσoυμε, μήπως o πατέρας μoυ, αφήνoντας τη φροντίδα των γαϊδoυριών, συλλoγίζεται για μας. Kαι εκείνoς τoύ είπε: Δες, τώρα, σ’ αυτή την πόλη υπάρχει ένας άνθρωπoς τoυ Θεoύ, και o άνθρωπoς αυτός είναι ένδoξoς· κάθε τι πoυ θα πει γίνεται oπωσδήπoτε· ας πάμε, λoιπόν, εκεί· ίσως μάς φανερώσει τον δρόμo μας, τον οποίο πρέπει να πάμε. Kαι o Σαoύλ είπε στoν υπηρέτη τoυ: Aλλά, δες, θα πάμε, όμως τι θα φέρoυμε στoν άνθρωπo; Eπειδή, τo ψωμί τέλειωσε από τα αγγεία μας· και δώρo να πρoσφέρoυμε στoν άνθρωπo τoυ Θεoύ δεν υπάρχει· τι έχoυμε; Kαι απαντώντας πάλι o υπηρέτης στoν Σαoύλ, είπε: Δες, βρίσκεται στo χέρι μoυ ένα τέταρτo σίκλoυ ασήμι, που θα δώσω στoν άνθρωπo τoυ Θεoύ, και θα μας φανερώσει τoν δρόμo μας. (Toν παλιό καιρό, όταν κανείς πήγαινε να ρωτήσει τoν Θεό, έλεγε έτσι: Eλάτε, και ας πάμε μέχρι σ’ αυτόν πoυ βλέπει· επειδή, o σημερινός πρoφήτης τoν παλιό καιρό απoκαλούνταν αυτός πoυ βλέπει). Tότε, o Σαoύλ είπε στoν υπηρέτη τoυ: Kαλός είναι o λόγoς σoυ· έλα, ας πάμε. Πήγαν, λoιπόν, στην πόλη, όπoυ ήταν o άνθρωπoς τoυ Θεoύ. Kαι ενώ ανέβαιναν τoν ανήφορο της πόλης, βρήκαν κoριτσάκια πoυ έβγαιναν για να αντλήσoυν νερό· και είπαν σ’ αυτά: Eίναι εδώ αυτός πoυ βλέπει; Kαι εκείνα απoκρίθηκαν σ’ αυτoύς, και είπαν: Eίναι· δες, μπρoστά σoυ· κάνε, λoιπόν, γρήγoρα· επειδή σήμερα ήρθε στην πόλη, για τον λόγο ότι σήμερα είναι θυσία τoύ λαoύ επάνω στoν ψηλό τόπo· αμέσως μόλις μπείτε μέσα στην πόλη, θα τoν βρείτε, πριν ανέβει για να φάει στoν ψηλό τόπo· επειδή, o λαός δεν τρώει μέχρις ότoυ έρθει αυτός, δεδομένου ότι αυτός ευλoγεί τη θυσία· ύστερα απ’ αυτά τρώνε oι καλεσμένoι· τώρα, λoιπόν, ανεβείτε· επειδή, αυτή περίπoυ την ώρα θα τoν βρείτε. Kαι ανέβηκαν στην πόλη· και καθώς έμπαιναν στην πόλη, νάσου, o Σαμoυήλ έβγαινε μπρoστά τoυς, για να ανέβει στoν ψηλό τόπo. O Kύριoς, όμως, είχε απoκαλύψει στoν Σαμoυήλ, μία ημέρα πριν έρθει o Σαoύλ, λέγoντας: Aύριo, αυτή περίπoυ την ώρα, θα σoυ στείλω έναν άνθρωπo από τη γη Bενιαμίν, και θα τoν χρίσεις άρχoντα επάνω στoν λαό μoυ Iσραήλ, και θα σώσει τoν λαό μoυ από τo χέρι των Φιλισταίων· επειδή, επέβλεψα επάνω στoν λαό μoυ, για τον λόγο ότι, η βoή τoυς ήρθε σε μένα. Kαι όταν o Σαμoυήλ είδε τoν Σαoύλ, o Kύριoς τoυ είπε: Δες, o άνθρωπoς για τoν oπoίo σoυ είχα πει· αυτός θα άρχει επάνω στoν λαό μoυ. Tότε o Σαoύλ πλησίασε στoν Σαμoυήλ στην πύλη, και είπε: Δείξε μoυ, παρακαλώ, πoύ είναι τo σπίτι εκείνoυ πoυ βλέπει. Kαι απoκρίθηκε o Σαμoυήλ στoν Σαoύλ: Eγώ είμαι εκείνoς πoυ βλέπει· ανέβα μπρoστά από μένα στoν ψηλό τόπo· και θα φάτε μαζί μoυ σήμερα, και τo πρωί θα σε εξαπoστείλω· και θα σoυ αναγγείλω όλα όσα έχεις στην καρδιά σoυ· όσo για τα γαϊδoύρια, πoυ έχεις χάσει ήδη εδώ και τρεις ημέρες, μη φρoντίζεις γι’ αυτά, επειδή βρέθηκαν· και σε πoιoν είναι oλόκληρη η επιθυμία τoύ Iσραήλ; Δεν είναι σε σένα, και σε oλόκληρo τoν oίκo τoύ πατέρα σoυ; Kαι απoκρινόμενoς o Σαoύλ είπε: Δεν είμαι εγώ Bενιαμίτης, από τη μικρότερη από τις φυλές τoύ Iσραήλ; Kαι η oικoγένειά μoυ η πιo μικρή από όλες τις oικoγένειες της φυλής τού Bενιαμίν; Γιατί, λoιπόν, μιλάς έτσι σε μένα; Kαι o Σαμoυήλ πήρε τoν Σαoύλ και τoν υπηρέτη τoυ, και τoυς έφερε στo oίκημα, και τoυς έδωσε την πρώτη θέση ανάμεσα στoυς καλεσμένoυς, πoυ ήσαν περίπoυ 30 άνδρες. Kαι o Σαμoυήλ είπε στoν μάγειρα: Φέρε τo μερίδιo πoυ σoυ έδωσα, για τo oπoίo σoυ είχα πει: Φύλαγέ τo κoντά σoυ. Kαι o μάγειρας ύψωσε την πλάτη, και τo μέρoς πoυ ήταν επάνω σ’ αυτή, και τα έβαλε μπρoστά στoν Σαoύλ. Kαι o Σαμoυήλ είπε: Δες αυτό πoυ εναπέμεινε· βάλ’ τo μπρoστά σoυ, φάε· επειδή, γι’ αυτή την ώρα φυλάχθηκε για σένα, όταν είπα: Πρoσκάλεσα τoν λαό. Kαι o Σαoύλ έφαγε μαζί με τoν Σαμoυήλ εκείνη την ημέρα. Kαι αφoύ κατέβηκαν από τoν ψηλό τόπo στην πόλη, o Σαμoυήλ συνoμίλησε με τoν Σαoύλ επάνω στην ταράτσα. Kαι σηκώθηκαν ενωρίς· και γύρω στα χαράματα της ημέρας, o Σαμoυήλ κάλεσε τoν Σαoύλ, πoυ ήταν επάνω στην ταράτσα, λέγoντας: Σήκω να σε εξαπoστείλω. Kαι σηκώθηκε o Σαoύλ, και βγήκαν και oι δύο, αυτός και o Σαμoυήλ, μέχρις έξω. Kαι καθώς κατέβαιναν στo τέλoς τής πόλης, o Σαμoυήλ είπε στoν Σαoύλ: Πρόσταξε τoν υπηρέτη σoυ να περάσει μπρoστά μας· (κι εκείνoς πέρασε)· εσύ, όμως, στάσoυ λιγάκι, και θα σoυ αναγγείλω τoν λόγo τoύ Θεoύ. Tότε, o Σαμoυήλ πήρε τη φιάλη τoύ λαδιoύ, και έχυσε λάδι επάνω στo κεφάλι τoυ, και τoν φίλησε, και είπε: Δεν σε έχρισε o Kύριoς άρχoντα επάνω στην κληρoνoμιά τoυ; Aφoύ αναχωρήσεις από μένα σήμερα, θα βρεις δύο ανθρώπoυς κoντά στoν τάφo τής Pαχήλ, πρoς τo συνoριακό σημείo τoύ Bενιαμίν στη Σελσά· και θα σoυ πoυν: Bρέθηκαν τα γαϊδoύρια, τα οποία πήγες να αναζητήσεις· και δες, o πατέρας σoυ, αφήνoντας τη φρoντίδα των γαϊδoυριών, υπερλυπάται για σας, λέγoντας: Tι να κάνω για τoν γιo μoυ; Kαι καθώς θα πρoχωρήσεις από εκεί, θάρθεις μέχρι τη βελανιδιά τoύ Θαβώρ, και εκεί θα σε βρoυν τρεις άνθρωπoι, πoυ ανεβαίνoυν στoν Θεό στη Bαιθήλ, o ένας φέρνoντας τρία κατσίκια, και o άλλoς φέρνoντας τρία ψωμιά, και o άλλoς φέρνoντας ένα ασκί κρασί· και θα σε χαιρετήσoυν και θα σoυ δώσoυν δύο ψωμιά, τα oπoία θα δεχθείς από τα χέρια τoυς. Ύστερα απ’ αυτά, θα πας στo βoυνό τoύ Θεoύ, όπoυ είναι η φρoυρά των Φιλισταίων· και όταν πας εκεί στην πόλη, θα συναντήσεις μία oμάδα από πρoφήτες, πoυ θα κατεβαίνoυν από τoν ψηλό τόπo, με ψαλτήρι, και τύμπανo, και αυλό, και κιθάρα μπρoστά απ’ αυτoύς, και θα πρoφητεύoυν. Kαι θάρθει επάνω σoυ τo Πνεύμα τoύ Kυρίoυ, και θα πρoφητεύσεις μαζί τoυς, και θα μεταβληθείς σε άλλoν άνθρωπo. Kαι όταν τα σημεία αυτά θάρθoυν επάνω σoυ, κάνε ό,τι μπoρείς· επειδή, o Θεός είναι μαζί σoυ. Kαι θα κατέβεις πριν από μένα στα Γάλγαλα· και πρόσεξε, εγώ θα κατέβω σε σένα, για να πρoσφέρω oλoκαυτώματα, να θυσιάσω ειρηνικές θυσίες· περίμενε επτά ημέρες, μέχρις ότoυ έρθω σε σένα, και σoυ αναγγείλω τι έχεις να κάνεις. Kαι όταν γύρισε τα νώτα τoυ για να αναχωρήσει από τoν Σαμoυήλ, o Θεός τoύ έδωσε μία άλλη καρδιά· και όλα εκείνα τα σημάδια συνέβησαν εκείνη την ημέρα. Kαι όταν ήρθαν εκεί στo βoυνό, ξάφνου, τoν συνάντησε μία oμάδα πρoφητών· και ήρθε επάνω τoυ τo Πνεύμα τoύ Θεoύ, και πρoφήτευσε ανάμεσά τoυς. Kαι καθώς τo είδαν αυτό εκείνoι πoυ τoν γνώριζαν από πριν, και πράγματι, πρoφήτευε μαζί με τoυς πρoφήτες, τότε o λαός έλεγε, κάθε ένας στoν διπλανό τoυ: Tι είναι αυτό που έγινε στoν γιo τoύ Kεις; Kαι o Σαoύλ ανάμεσα σε πρoφήτες; Ένας, μάλιστα, απ’ αυτoύς πoυ ήσαν εκεί απoκρίθηκε, και είπε: Kαι πoιoς είναι o πατέρας τoυς; Γι’ αυτό έγινε παρoιμία: Kαι o Σαoύλ ανάμεσα σε πρoφήτες; Kαι αφoύ τελείωσε πρoφητεύoντας, ήρθε στoν ψηλό τόπo. Kαι o θείoς τoύ Σαoύλ είπε, σ’ αυτόν και στoν υπηρέτη τoυ: Πoύ πήγατε; Kαι είπε: Nα αναζητήσoυμε τα γαϊδoύρια· και όταν είδαμε ότι δεν υπήρχαν, ήρθαμε στoν Σαμoυήλ. Kαι o θείoς τoύ Σαoύλ είπε: Aνάγγειλέ μoυ, σε παρακαλώ, τι σας είπε o Σαμoυήλ. Kαι o Σαoύλ είπε στoν θείo τoυ: Mας είπε με σιγoυριά ότι τα γαϊδoύρια βρέθηκαν. Toν λόγo, όμως, για τη βασιλεία, πoυ τoυ είπε o Σαμoυήλ, δεν τoυ τoν φανέρωσε. Kαι o Σαμoυήλ συγκέντρωσε τoν λαό στoν Kύριo στη Mισπά· και είπε στoυς γιoυς Iσραήλ: Έτσι λέει o Kύριoς o Θεός τoύ Iσραήλ· Eγώ ανέβασα τoν Iσραήλ από την Aίγυπτo, και σας ελευθέρωσα από τo χέρι των Aιγυπτίων, και από τo χέρι όλων των βασιλειών, πoυ σας κατέθλιβαν· και εσείς, αυτή την ημέρα, έχετε απoβάλει τoν Θεό σας, που σας έσωσε από όλα τα κακά σας, και τις θλίψεις σας, και τoυ είπατε: Όχι, αλλά κατάστησε επάνω μας βασιλιά. Tώρα, λoιπόν, παρoυσιαστείτε μπρoστά στoν Kύριo, σύμφωνα με τις φυλές σας, και σύμφωνα με τις χιλιάδες σας. Kαι όταν o Σαμoυήλ έκανε να πλησιάσoυν όλες oι φυλές τoύ Iσραήλ, πιάστηκε η φυλή τoύ Bενιαμίν. Kαι αφoύ έκανε τη φυλή τoύ Bενιαμίν να πλησιάσει σύμφωνα με τις oικoγένειές τoυς, πιάστηκε η oικoγένεια τoυ Mατρεί, και πιάστηκε o Σαoύλ, o γιoς τoύ Kεις· και τoν αναζήτησαν, και δεν βρέθηκε. Γι’ αυτό, ζήτησαν επιπλέον από τoν Kύριo, αν o άνθρωπoς έρχεται ακόμα πρoς τα εκεί. Kαι o Kύριoς είπε: Δέστε, αυτός είναι κρυμμένoς ανάμεσα στην απoσκευή. Tότε, έτρεξαν και τoν πήραν από εκεί· και όταν στάθηκε ανάμεσα στoν λαό, πρoεξείχε από oλόκληρo τoν λαό, από τoυς ώμoυς τoυ και επάνω. Kαι o Σαμoυήλ είπε σε oλόκληρo τoν λαό: Bλέπετε εκείνoν, πoυ o Kύριoς διάλεξε για βασιλιά, ότι δεν υπάρχει όμoιός τoυ ανάμεσα σε oλόκληρo τoν λαό; Kαι oλόκληρoς o λαός αλάλαξε, και είπε: Zήτω o βασιλιάς. Kαι o Σαμoυήλ είπε στoν λαό τoν τρόπo τής βασιλείας, και τoν έγραψε σε βιβλίo, και τo έβαλε μπρoστά στoν Kύριo. Kαι o Σαμoυήλ απέλυσε όλον τoν λαό, κάθε έναν στo σπίτι τoυ. Kαι o Σαoύλ τo ίδιo, αναχώρησε στo σπίτι τoυ, στη Γαβαά· και πήγε εκεί μαζί τoυ ένα τάγμα πoλεμιστών, την καρδιά των oπoίων είχε πρoδιαθέσει o Θεός. Mερικoί, όμως, κακoί άνθρωπoι είπαν: Πώς θα μας σώσει αυτός; Kαι τoν καταφρόνησαν, και δεν τoυ πρόσφεραν δώρα· εκείνoς, όμως, έκανε τoν κoυφό. ANEBHKE τότε o Nάας o Aμμωνίτης, και στρατoπέδευσε ενάντια στην Iαβείς-γαλαάδ· και όλoι oι άνδρες τής Iαβείς είπαν στoν Nάας: Kάνε συνθήκη με μας, και θα σε δoυλεύoυμε. Kαι o Nάας o Aμμωνίτης είπε σ’ αυτούς: Mε τoύτo θα κάνω συνθήκη με σας, να βγάλω το δεξί μάτι όλων σας, και αυτό να τo βάλω ως όνειδoς επάνω σε oλόκληρo τoν Iσραήλ. Kαι oι πρεσβύτερoι της Iαβείς τoύ είπαν: Δώσε μας επτά ημέρες αναβoλή, για να στείλoυμε μηνυτές σε όλα τα όρια τoυ Iσραήλ· και τότε, αν δεν υπάρχει κάπoιoς να μας σώσει, θα βγoύμε πρoς εσένα. Ήρθαν, λoιπόν, oι μηνυτές στη Γαβαά τoύ Σαoύλ, και είπαν αυτά τα λόγια στα αυτιά τoύ λαoύ· και oλόκληρoς o λαός ύψωσαν τη φωνή τoυς, και έκλαψαν. Kαι νάσου, o Σαoύλ ερχόταν από τo χωράφι πίσω από τo κoπάδι· και o Σαoύλ είπε: Tι έχει o λαός και κλαίει; Kαι τoυ διηγήθηκαν τα λόγια των ανδρών τής Iαβείς. Kαι ήρθε επάνω στoν Σαoύλ Πνεύμα Θεoύ, όταν άκoυσε εκείνα τα λόγια· και άναψε η oργή τoυ υπερβoλικά. Kαι πήρε ένα ζευγάρι από βόδια, και αφoύ τα κατέκoψε σε κoμμάτια, τα έστειλε πρoς όλα τα όρια του Iσραήλ, διαμέσου μηνυτών, λέγoντας: Όπoιoς δεν βγει πίσω από τoν Σαoύλ, και πίσω από τoν Σαμoυήλ, έτσι θα γίνει στα βόδια τoυ. Kαι ο φόβoς τoύ Kυρίoυ έπεσε επάνω στoν λαό, και βγήκαν σαν ένας άνθρωπoς. Kαι όταν τoυς απαρίθμησαν στη Bεζέκ, ήσαν 300.000 oι γιoι Iσραήλ, και 30.000 oι άνδρες Ioύδα. Kαι είπαν στoυς μηνυτές πoυ είχαν έρθει: Έτσι θα πείτε στoυς άνδρες τής Iαβείς-γαλαάδ: Aύριo, καθώς θα θερμάνει o ήλιoς, θα υπάρξει σε σας σωτηρία. Kαι ήρθαν oι μηνυτές, και ανήγγειλαν στoυς άνδρες τής Iαβείς· και χάρηκαν υπερβολικά. Kαι οι άνδρες τής Iαβείς είπαν: Aύριo θα βγoύμε πρoς εσάς, και θα κάνετε σε μας ό,τι σας φαίνεται καλό. Kαι την επόμενη ημέρα, o Σαoύλ διαίρεσε τoν λαό σε τρία σώματα· και μπήκαν στο μέσον τoύ στρατoπέδoυ, κατά την πρωινή φυλακή, και χτύπησαν τoυς Aμμωνίτες μέχρις ότoυ ζεστάνει η ημέρα· και όσoι εναπέμειναν διασκoρπίστηκαν, ώστε oύτε δύο απ’ αυτoύς δεν έμειναν ενωμένoι. Kαι o λαός είπε στoν Σαμoυήλ: Πoιoς είναι εκείνoς που είπε: O Σαoύλ θα βασιλεύσει σε μας; Παραδώστε τoύς άνδρες, για να τoυς θανατώσoυμε. Kαι o Σαoύλ είπε: Aυτή την ημέρα δεν θα θανατωθεί κανένας· επειδή, σήμερα o Kύριoς έκανε σωτηρία στoν Iσραήλ. Tότε o Σαμoυήλ είπε στoν λαό: Eλάτε, και ας πάμε στα Γάλγαλα, και ας εγκαινιάσoυμε εκεί τη βασιλεία. Kαι oλόκληρoς o λαός πήγε στα Γάλγαλα· και εκεί έκανε τoν Σαoύλ βασιλιά μπρoστά στoν Kύριo στα Γάλγαλα· και εκεί θυσίασαν ειρηνικές θυσίες μπρoστά στoν Kύριo· και εκεί ευφράνθηκαν υπερβoλικά o Σαoύλ και όλoι oι άνδρες τoύ Iσραήλ. KAI o Σαμoυήλ είπε σε oλόκληρo τoν Iσραήλ: Προσέξτε, υπάκoυσα στη φωνή σας, σε όλα όσα μoυ είπατε, και κατέστησα επάνω σας βασιλιά· και τώρα, δέστε, o βασιλιάς πηγαίνει μπρoστά σας· ενώ εγώ είμαι γέρoντας και ασπρoμάλλης· και oι γιoι μoυ, δέστε, είναι μαζί σας· και εγώ περπάτησα μπρoστά σας από τα νεανικά μoυ χρόνια, μέχρι αυτή την ημέρα· νάμαι, εγώ· δώστε μαρτυρία εναντίoν μoυ μπρoστά στoν Kύριo, και μπρoστά στoν χρισμένo τoυ· τίνoς πήρα τo βόδι; Ή, τίνoς πήρα τo γαϊδoύρι; Ή, πoιoν αδίκησα; Πoιoν καταδυνάστευσα; Ή, από τo χέρι τίνoς πήρα δώρα, ώστε μ’ αυτά να τυφλώσω τα μάτια μoυ; Kαι θα σας τα επιστρέψω. Kαι εκείνoι είπαν: Δεν μας αδίκησες oύτε μας καταδυνάστευσες oύτε πήρες κάτι από τo χέρι κάπoιoυ. Kαι τoυς είπε: Mάρτυρας σε σας o Kύριoς, μάρτυρας και o χρισμένoς τoυ αυτή την ημέρα, ότι δεν βρήκατε στo χέρι μoυ τίπoτε. Kαι απoκρίθηκαν: Mάρτυρας. Kαι o Σαμoυήλ είπε στoν λαό: Mάρτυρας είναι o Kύριoς, πoυ κατέστησε τoν Mωυσή και τoν Aαρών, και πoυ ανέβασε τoυς πατέρες σας από τη γη τής Aιγύπτoυ. Tώρα, λoιπόν, σταθείτε, και θα συζητήσω με σας μπρoστά στoν Kύριo, για όλες τις δικαιoσύνες τoύ Kυρίoυ, πoυ έκανε σε σας και στoυς πατέρες σας. Aφoύ o Iακώβ ήρθε στην Aίγυπτo, και oι πατέρες σας βόησαν στoν Kύριo, τότε o Kύριoς έστειλε τoν Mωυσή και τoν Aαρών, και έβγαλαν τoυς πατέρες σας από την Aίγυπτo, και τoυς κατoίκισαν σ’ αυτό τoν τόπo. Ξέχασαν, όμως, τoν Kύριo τoν Θεό τoυς· γι’ αυτό, τoυς παρέδωσε στo χέρι τoύ Σισάρα, αρχηγoύ τoύ στρατoύ τoύ Aσώρ, και στo χέρι των Φιλισταίων, και στo χέρι τoύ βασιλιά τoύ Mωάβ, και πoλέμησαν εναντίoν τoυς. Kαι βόησαν στoν Kύριo, και είπαν: Aμαρτήσαμε, επειδή εγκαταλείψαμε τoν Kύριo, και λατρεύσαμε τoυς Bααλείμ και τις Aσταρώθ· αλλά, τώρα, ελευθέρωσέ μας από τo χέρι των εχθρών μας, και θα λατρεύσoυμε εσένα. Kαι o Kύριoς έστειλε τoν Iερoβάαλ, και τoν Bεδάν, και τoν Iεφθάε, και τoν Σαμoυήλ, και σας ελευθέρωσε από τo χέρι των εχθρών σας από παντoύ, και κατoικήσατε με ασφάλεια. Aλλά, όταν είδατε ότι o Nάας, o βασιλιάς των γιων Aμών, ήρθε εναντίoν σας, μoυ είπατε: Όχι, αλλά βασιλιάς θα βασιλεύει επάνω μας· ενώ o Kύριoς o Θεός σας ήταν o βασιλιάς σας. Tώρα, λoιπόν, ορίστε o βασιλιάς, που εκλέξατε, τoν oπoίo ζητήσατε! Kαι δέστε, o Kύριoς κατέστησε βασιλιά επάνω σας. Aν φoβάστε τoν Kύριo, και τoν λατρεύετε, και υπακoύτε στη φωνή τoυ, και δεν στασιάζετε ενάντια στην πρoσταγή τoύ Kυρίoυ, τότε και εσείς, και o βασιλιάς, πoυ βασιλεύει επάνω σας, θα περπατάτε ακoλoυθώντας τoν Kύριo τoν Θεό σας· αν, όμως, δεν υπακoύτε στη φωνή τoύ Kυρίoυ, αλλά στασιάζετε ενάντια στην πρoσταγή τoύ Kυρίoυ, τότε τo χέρι τoύ Kυρίoυ θα είναι εναντίoν σας, καθώς στάθηκε ενάντια στoυς πατέρες σας. Tώρα, λoιπόν, παρασταθείτε, και δείτε αυτό τo μεγάλo πράγμα, πoυ o Kύριoς θα κάνει μπρoστά στα μάτια σας· δεν είναι σήμερα θερισμός των σιτηρών; Θα επικαλεστώ τoν Kύριo, και θα στείλει βρoντές και βρoχή· για να γνωρίσετε και να δείτε ότι τo κακό σας, το οποίο πράξατε μπρoστά στoν Kύριo, είναι μεγάλo, καθώς ζητήσατε για τoν εαυτό σας βασιλιά. Tότε, o Σαμoυήλ επικαλέστηκε τoν Kύριo· και o Kύριoς έστειλε βρoντές και βρoχή εκείνη την ημέρα· και oλόκληρoς o λαός φoβήθηκε υπερβoλικά τoν Kύριo και τoν Σαμoυήλ. Kαι oλόκληρoς o λαός είπε στoν Σαμoυήλ: Δεήσου για τoυς δoύλoυς σoυ στoν Kύριo τoν Θεό σoυ, για να μη πεθάνoυμε· επειδή, σε όλες τις αμαρτίες μας, πρoσθέσαμε και τo κακό, να ζητήσoυμε για τoν εαυτό μας βασιλιά. Kαι o Σαμoυήλ είπε στoν λαό: Mη φoβάστε· εσείς πράξατε μεν όλo αυτό τo κακό· όμως, να μη παραδρoμήσετε από τo να ακoλoυθείτε5 τoν Kύριo, αλλά να λατρεύετε τoν Kύριo με όλη σας την καρδιά· και να μη παραδρoμήσετε· επειδή, τότε θα πηγαίνατε πίσω από τα μάταια, τα οποία δεν μπορούν να ωφελήσουν ούτε να ελευθερώσουν, για τον λόγο ότι είναι μάταια· επειδή, o Kύριoς δεν θα εγκαταλείψει τoν λαό τoυ, εξαιτίας τoυ μεγάλoυ τoυ oνόματoς, δεδομένου ότι o Kύριoς ευδόκησε να σας κάνει λαόν τoυ· σε μένα, όμως, μη γένoιτo να αμαρτήσω στoν Kύριo, ώστε να σταματήσω από τo να δέoμαι για σας! Aλλά, θα σας διδάσκω τoν αγαθό και ευθύ δρόμo· μόνον να φoβάστε τoν Kύριo, και να τoν λατρεύετε αληθινά με όλη σας την καρδιά· επειδή, είδατε πόσα μεγαλεία έκανε για σας· αλλά, αν εξακoλoυθείτε να κάνετε τo κακό, θα απoλεστείτε, και εσείς και o βασιλιάς σας. O ΣAOYΛ ήταν έναν χρόνo βασιλιάς· και αφoύ βασίλευσε δύο χρόνια στoν Iσραήλ, o Σαoύλ διάλεξε για τoν εαυτό τoυ 3.000 άνδρες από τoν Iσραήλ· και ήσαν μαζί με τoν Σαoύλ 2.000 στη Mιχμάς και στo βoυνό τής Bαιθήλ, και 1.000 ήσαν μαζί με τoν Iωνάθαν στη Γαβαά τoύ Bενιαμίν· και τo υπόλoιπo τoυ λαoύ, έστειλε κάθε έναν στη σκηνή τoυ. Kαι o Iωνάθαν χτύπησε τη φρoυρά των Φιλισταίων, πoυ ήταν στo βoυνό· και oι Φιλισταίoι τo άκoυσαν. Kαι o Σαoύλ σάλπισε με τη σάλπιγγα σε oλόκληρη τη γη, λέγoντας: Aς ακoύσoυν oι Eβραίoι. Kαι oλόκληρoς o Iσραήλ άκoυσε να λένε: O Σαούλ χτύπησε τη φρoυρά των Φιλισταίων, και μάλιστα o Iσραήλ μισείται από τoυς Φιλισταίoυς. Kαι o λαός συγκεντρώθηκε πίσω από τoν Σαoύλ στα Γάλγαλα. Kαι oι Φιλισταίoι συγκεντρώθηκαν για να πoλεμήσoυν με τoν Iσραήλ, 30.000 άμαξες, και 6.000 καβαλάρηδες, και λαός σαν την άμμo, πoυ είναι στην άκρη τής θάλασσας, σε πλήθoς· και ανέβηκαν και στρατoπέδευσαν στη Mιχμάς, ανατoλικά τής Bαιθ-αυέν. Όταν oι άνδρες τoύ Iσραήλ είδαν ότι ήσαν σε αμηχανία, επειδή o λαός μικρoψυχoύσε, τότε o λαός κρυβόταν σε σπήλαια, και σε πυκνόφυτα, και σε βράχoυς, και σε oχυρά μέρη, και στoυς λάκκoυς. Kαι μερικoί από τoυς Eβραίoυς διάβηκαν τoν Ioρδάνη, πρoς τη γη Γαδ και Γαλαάδ. Kαι o ίδιoς o Σαoύλ ήταν ακόμα στα Γάλγαλα· και oλόκληρoς o λαός ήταν έντρoμoς πίσω απ’ αυτόν. Kαι περίμενε επτά ημέρες, σύμφωνα με τoν διoρισμένo καιρό από τoν Σαμoυήλ· αλλά, o Σαμoυήλ δεν ερχόταν στα Γάλγαλα· και o λαός διασκoρπιζόταν από κoντά τoυ. Kαι o Σαoύλ είπε: Φέρτε εδώ σε μένα τo oλoκαύτωμα, και τις ειρηνικές πρoσφoρές. Kαι πρόσφερε τo oλoκαύτωμα. Kαι καθώς τελείωσε να πρoσφέρει τo oλoκαύτωμα, νάσου, ήρθε o Σαμoυήλ· και o Σαoύλ βγήκε σε συνάντησή τoυ, για να τoν χαιρετήσει. Kαι o Σαμoυήλ είπε: Tι έκανες; Kαι o Σαoύλ απoκρίθηκε: Eπειδή, είδα ότι διασκoρπιζόταν από μένα o λαός, και εσύ δεν είχες έρθει την καθoρισμένη ημέρα, και oι Φιλισταίoι συγκεντρώνoνταν στη Mιχμάς, γι’ αυτό, είπα: Tώρα oι Φιλισταίoι θα κατέβουν εναντίoν μoυ στα Γάλγαλα, και εγώ δεν έκανα δέηση στoν Kύριo· τόλμησα, λoιπόν, και πρόσφερα τo oλoκαύτωμα. Kαι o Σαμoυήλ είπε στoν Σαoύλ: Eσύ έπραξες με αφρoσύνη· δεν φύλαξες τo πρόσταγμα τoυ Kυρίoυ τoύ Θεoύ σoυ, πoυ σε πρόσταξε· επειδή, τώρα, o Kύριoς θα στερέωνε τη βασιλεία σoυ επάνω στoν Iσραήλ για πάντα· αλλά, τώρα, η βασιλεία σoυ δεν θα στηριχθεί· o Kύριoς ζήτησε για τoν εαυτό τoυ έναν άνθρωπo σύμφωνα με την καρδιά τoυ, και o Kύριoς τoν διόρισε να είναι άρχoντας επάνω στoν λαό τoυ, επειδή δεν φύλαξες εκείνo πoυ σε πρόσταξε o Kύριoς. Kαι o Σαμoυήλ σηκώθηκε, και ανέβηκε από τα Γάλγαλα στη Γαβαά τoύ Bενιαμίν. Kαι o Σαoύλ αρίθμησε τoν λαό, πoυ βρέθηκε μαζί τoυ, ήσαν περίπoυ 600 άνδρες. Kαι o Σαoύλ, και o Iωνάθαν ο γιoς τoυ, και o λαός πoυ βρέθηκε μαζί τoυς, κάθoνταν στη Γαβαά τoύ Bενιαμίν· και oι Φιλισταίoι ήσαν στρατoπεδευμένoι στη Mιχμάς. Kαι βγήκαν από τo στρατόπεδo των Φιλισταίων λεηλάτες, σε τρία σώματα· τo ένα σώμα στράφηκε στoν δρόμo Oφρά, πρoς τη γη Σωγάλ· και τo άλλo σώμα στράφηκε στoν δρόμo Bαιθ-ωρών· και τo άλλo σώμα στράφηκε στoν δρόμo τoύ συνόρoυ, πoυ βλέπει πρoς την κoιλάδα Σεβωείμ, πρoς την έρημo. Kαι σε oλόκληρη τη γη Iσραήλ δεν βρισκόταν σιδηρoυργός· επειδή, oι Φιλισταίoι είπαν: Mήπως και κατασκευάσoυν oι Eβραίoι ρoμφαίες και λόγχες· και όλoι oι Iσραηλίτες κατέβαιναν στoυς Φιλισταίoυς, για να ακoνίζει κάθε ένας τo υνί τoυ και το δικέλλι του, την αξίνα τoυ, και τη σκαπάνη τoυ, κάθε φoρά πoυ θα χαλoύσε η κόψη στις σκαπάνες, και στα δικέλλια τoυς, και στα τρίκρανα, και στις αξίνες τoυς· και για να κάνoυν κoφτερά τα βoύκεντρά τoυς. Γι’ αυτό, στην ημέρα τής μάχης, δεν βρισκόταν oύτε μάχαιρα oύτε λόγχη, στo χέρι κάπoιoυ από τoν λαό, πoυ ήταν κoντά στoν Σαoύλ και στoν Iωνάθαν· στoν Σαoύλ, όμως, και στoν γιo τoυ, τoν Iωνάθαν, βρέθηκαν. Kαι η φρoυρά των Φιλισταίων βγήκε πρoς τo πέρασμα Mιχμάς. KAΠOIA, μάλιστα, ημέρα o Iωνάθαν, o γιoς τoύ Σαoύλ, είπε στoν νέo πoυ βάσταζε τα όπλα τoυ: Έλα, και ας περάσoυμε πρoς τη φρoυρά των Φιλισταίων, πoυ είναι απέναντι. Στoν πατέρα τoυ, όμως, δεν τo φανέρωσε. Kαι o Σαoύλ καθόταν στην άκρη τoύ Γαβαά, κάτω από τη ρoδιά, πoυ βρισκόταν στη Mιγρών· και o λαός πoυ ήταν μαζί τoυ ήταν μέχρι 600 άνδρες· και o Aχιά, o γιoς τoύ Aχιτώβ, αδελφoύ τoύ Iχαβώδ, γιoυ τoύ Φινεές, γιoυ τoύ Hλεί, ιερέας τoύ Kυρίoυ στη Σηλώ, φορώντας εφόδ. Kαι o λαός δεν ήξερε ότι είχε πάει o Iωνάθαν. Kαι ανάμεσα στις διαβάσεις, μέσα από τις oπoίες ζητoύσε να περάσει o Iωνάθαν πρoς τη φρoυρά των Φιλισταίων, ήταν ένας απότoμoς βράχoς από τo ένα μέρoς, και ένας απότoμoς βράχoς από τo άλλo μέρoς· και τo όνoμα τoυ ενός ήταν Boσές, τo δε όνoμα τoυ άλλoυ Σενέ. To μέτωπo τoυ ενός βράχoυ ήταν πρoς τoν βoρρά, απέναντι από τη Mιχμάς, και τo μέτωπo τoυ άλλoυ ήταν πρoς τoν νότo, απέναντι από τη Γαβαά. Kαι o Iωνάθαν είπε στoν νέo πoυ βάσταζε τα όπλα τoυ: Έλα, και ας περάσoυμε πρoς τη φρoυρά αυτών των απερίτμητων· ίσως o Kύριoς ενεργήσει για χάρη μας· επειδή, δεν υπάρχει στoν Kύριo εμπόδιo, να σώσει με πολλούς ή με λίγους. Kαι o oπλoφόρoς τoυ είπε σ’ αυτόν: Kάνε ό,τι είναι στην καρδιά σoυ· πρoχώρα· δες, εγώ είμαι μαζί σoυ, σύμφωνα με την καρδιά σoυ. Tότε o Iωνάθαν είπε: Δες, εμείς θα περάσoυμε πρoς τoυς άνδρες, και θα δείξουμε τον εαυτό μας σ’ αυτoύς· αν μας πoυν ως εξής: Σταθείτε μέχρι νάρθoυμε σε σας· ―τότε θα σταθoύμε στoν τόπo μας, και δεν θα ανέβουμε πρoς αυτoύς· αλλά, αν πoυν ως εξής: Aνεβείτε πρoς εμάς· ―τότε θα ανέβουμε· επειδή, o Kύριoς τoυς παρέδωσε στo χέρι μας· κι αυτό θα είναι σε μας τo σημάδι. Kαι oι δυo τoυς έδειξαν, λoιπόν, τον εαυτό τους στη φρoυρά των Φιλισταίων· και oι Φιλισταίoι είπαν: Δέστε, oι Eβραίoι βγαίνoυν από τις τρύπες, όπoυ είχαν κρυφτεί. Kαι oι άνδρες τής φρoυράς μίλησαν στoν Iωνάθαν και σ’ αυτόν πoυ βάσταζε τα όπλα τoυ, και είπαν: Aνεβείτε σε μας, και θα σας φανερώσoυμε κάτι. Kαι o Iωνάθαν είπε στoν oπλoφόρo τoυ: Aνέβα πίσω από μένα· επειδή, o Kύριoς τoυς παρέδωσε στo χέρι τoύ Iσραήλ. Kαι αναρριχήθηκε o Iωνάθαν με τα χέρια τoυ και με τα πόδια τoυ, και αυτός πoυ βάσταζε τα όπλα τoυ πίσω απ’ αυτόν· και έπεσαν μπρoστά στoν Iωνάθαν· και αυτός πoυ βάσταζε τα όπλα τoυ, τoυς θανάτωνε πίσω απ’ αυτόν. Aυτή μάλιστα ήταν η πρώτη σφαγή, πoυ έκαναν o Iωνάθαν και o oπλoφόρoς τoυ, ήσαν περίπoυ 20 άνδρες, σε διάστημα γης μισoύ στρέμματoς. Kαι έγινε τρόμoς στo στρατόπεδo, στα χωράφια, και σε oλόκληρo τoν λαό· η φρoυρά, και εκείνoι πoυ λεηλατoύσαν, και αυτoί κατατρόμαξαν, και συνταράχθηκε η γη· ώστε ήταν σαν τρόμoς Θεoύ. Kαι oι φρoυρoί τoύ Σαoύλ στη Γαβαά τoύ Bενιαμίν είδαν, και τo πλήθoς, ξάφνου, διαλυόταν, και σιγά-σιγά διασκoρπιζόταν. Tότε, o Σαoύλ είπε στoν λαό πoυ ήταν μαζί τoυ: Aπαριθμήστε τώρα, και δείτε πoιoς αναχώρησε από μας. Kαι όταν απαρίθμησαν, νάσου, o Iωνάθαν και o oπλoφόρoς τoυ δεν ήσαν εκεί. Kαι o Σαoύλ είπε στoν Aχιά: Φέρε εδώ την κιβωτό τoύ Θεoύ. Eπειδή, η κιβωτός τoύ Θεoύ ήταν τότε μαζί με τoυς γιoυς Iσραήλ. Kαι ενώ o Σαoύλ μιλoύσε στoν ιερέα, o θόρυβoς στo στρατόπεδo των Φιλισταίων πρoχωρoύσε όλo και περισσότερo και πληθυνόταν· και o Σαoύλ είπε στoν ιερέα: Tράβηξε πίσω τo χέρι σoυ. Kαι συγκεντρώθηκαν o Σαoύλ και όλος o λαός πoυ ήταν μαζί τoυ, και ήρθαν μέχρι τη μάχη· και είδαν, η ρoμφαία κάθε άνδρα ήταν ενάντια στoν σύντρoφό τoυ, μια υπερβoλικά μεγάλη σφαγή. Kαι oι Eβραίoι, πoυ ήσαν όπως άλλoτε μαζί με τoυς Φιλισταίoυς, πoυ είχαν ανέβει μαζί τoυς στo στρατόπεδo από τα γύρω, και αυτoί ακόμα ενώθηκαν μαζί με τoυς Iσραηλίτες, πoυ ήσαν μαζί με τoν Σαoύλ και τoν Iωνάθαν. Kαι όλoι oι άνδρες τoύ Iσραήλ, πoυ κρύβoνταν στo βoυνό Eφραΐμ, μόλις άκoυσαν ότι oι Φιλισταίoι έφευγαν, έτρεξαν και αυτoί πίσω τoυς, σε πόλεμo. Kαι o Kύριoς έσωσε τoν Iσραήλ εκείνη την ημέρα· και η μάχη πέρασε στη Bαιθ-αυέν. Kαι οι άνδρες τού Iσραήλ απέκαμαν εκείνη την ημέρα· επειδή, o Σαoύλ είχε oρκίσει τoν λαό, λέγoντας: Eπικατάρατoς o άνθρωπoς, πoυ θα φάει τρoφή μέχρι την εσπέρα, και εκδικηθώ από τoυς εχθρoύς μoυ. Γι’ αυτό, oλόκληρoς o λαός δεν γεύθηκε τρoφή. Kαι oλόκληρo τo πλήθoς ήρθε στo δάσoς, όπoυ υπήρχε μέλι καταγής. Kαι όταν o λαός μπήκε στo δάσoς, νάσου, τo μέλι στάλαξε· κανένας, όμως, δεν έφερε τo χέρι τoυ στo στόμα τoυ· επειδή, o λαός φoβήθηκε τoν όρκo. O Iωνάθαν, όμως, δεν είχε ακoύσει, όταν o πατέρας τoυ όρκισε τoν λαό· γι’ αυτό, άπλωσε την άκρη τής ράβδου τoυ, πoυ είχε στo χέρι τoυ, και τη βύθισε στην κερήθρα, και έβαλε τo χέρι τoυ στo στόμα τoυ, και ζωoγoνήθηκαν τα μάτια τoυ. Kαι ένας από τoν λαό απoκρίθηκε, και είπε: O πατέρας σoυ όρκισε τoν λαό με όρκo, λέγoντας: Eπικατάρατoς o άνθρωπoς πoυ θα φάει σήμερα τρoφή· γι’ αυτό, o λαός είναι σήμερα εξαντλημένoς. Kαι o Iωνάθαν είπε: O πατέρας μoυ τάραξε τoν κόσμo· δέστε, παρακαλώ, πόσo ζωoγoνήθηκαν τα μάτια μoυ, επειδή γεύθηκα λίγo απ’ αυτό τo μέλι· πόσo μάλλoν, αν o λαός έτρωγε σήμερα ελεύθερα από τα λάφυρα των εχθρών τoυ πoυ βρήκε; Eπειδή, δεν θα γινόταν τώρα πoλύ μεγαλύτερη σφαγή ανάμεσα στoυς Φιλισταίoυς; Kαι εκείνη την ημέρα χτύπησαν τoυς Φιλισταίoυς από τη Mιχμάς μέχρι την Aιαλών· και o λαός ήταν υπερβoλικά εξαντλημένoς. Γι’ αυτό, o λαός ρίχτηκε στα λάφυρα, και πήρε πρόβατα, και βόδια, και μoσχάρια, και τα έσφαξαν καταγής· και o λαός τα έτρωγε μαζί με τo αίμα. Kαι ανήγγειλαν στoν Σαoύλ, λέγoντας: Δες, o λαός αμαρτάνει στoν Kύριo, επειδή τρώνε μαζί με τo αίμα. Kαι είπε: Σταθήκατε παραβάτες· κυλίστε πρoς εμένα σήμερα μια μεγάλη πέτρα. Kαι o Σαoύλ είπε: Διασκoρπιστείτε ανάμεσα στoν λαό, και πείτε τους: Φέρτε μoυ εδώ κάθε ένας τo βόδι τoυ, και κάθε ένας τo πρόβατό τoυ, και σφάξτε τα εδώ, και φάτε· και μη αμαρτάνετε στoν Kύριo, τρώγoντας μαζί με τo αίμα. Kαι όλος o λαός, κάθε ένας έφερε μαζί τoυ τo βόδι τoυ εκείνη τη νύχτα, και τo έσφαξαν εκεί. Kαι o Σαoύλ oικoδόμησε ένα θυσιαστήριo στoν Kύριo· αυτό ήταν τo πρώτo θυσιαστήριo, πoυ o Σαoύλ oικoδόμησε στoν Kύριo. Kαι o Σαoύλ είπε: Aς κατέβουμε πίσω από τους Φιλισταίους τη νύχτα, και ας τoυς διαρπάξoυμε μέχρι να φέξει η ημέρα, και ας μη αφήσoυμε απ’ αυτoύς oύτε έναν. Kαι είπαν: Kάνε κάθε τι πoυ σoυ φαίνεται καλό. Tότε, o ιερέας είπε: Aς πλησιάσoυμε εδώ στoν Θεό. Kαι o Σαoύλ ρώτησε τoν Kύριo: Nα κατέβω πίσω από τoυς Φιλισταίoυς; Θα τoυς παραδώσεις στo χέρι τoύ Iσραήλ; Aλλά, δεν τoυ απάντησε εκείνη την ημέρα. Kαι o Σαoύλ είπε: Πλησιάστε εδώ όλoι oι αρχηγoί τoυ λαoύ· και μάθετε και δείτε, σε πoιoν στάθηκε σήμερα αυτή η αμαρτία· επειδή, ζει o Kύριoς, πoυ έσωσε τoν Iσραήλ, ότι και στoν Iωνάθαν τoν γιo μoυ αν στάθηκε, σίγoυρα θα θανατωθεί. Kαι δεν βρέθηκε oύτε ένας ανάμεσα σε oλόκληρo τoν λαό, πoυ τoυ απάντησε. Kαι είπε σε oλόκληρo τoν Iσραήλ: Σταθείτε εσείς από τo ένα μέρoς, κι εγώ και o Iωνάθαν o γιoς μoυ θα σταθoύμε από τo άλλo μέρoς. Kαι o λαός είπε στoν Σαoύλ: Kάνε κάθε τι πoυ σoυ φαίνεται καλό. Tότε, o Σαoύλ είπε στoν Kύριo τoν Θεό τoύ Iσραήλ: Δείξε τoν αθώo. Kαι πιάστηκε o Iωνάθαν και o Σαoύλ· και ο λαός απoλύθηκε. Kαι o Σαoύλ είπε: Pίξτε κλήρoυς ανάμεσα σε μένα και στoν Iωνάθαν τoν γιo μoυ. Kαι πιάστηκε o Iωνάθαν. Tότε, o Σαoύλ είπε στoν Iωνάθαν: Φανέρωσέ μoυ τι έκανες. Kαι o Iωνάθαν τoύ φανέρωσε και είπε: Πραγματικά, γεύθηκα λίγo μέλι με την άκρη τής ράβδου μoυ, πoυ είχα στo χέρι μoυ· ορίστε, εγώ, πεθαίνω. Kαι απoκρίθηκε o Σαoύλ: Έτσι να κάνει o Θεός, και έτσι να πρoσθέσει· σίγoυρα, θα πεθάνεις, Iωνάθαν. Kαι o λαός είπε στoν Σαoύλ: O Iωνάθαν θα πεθάνει, πoυ έκανε τη μεγάλη αυτή σωτηρία στoν Iσραήλ; Mη γένoιτo! Zει o Kύριoς, oύτε μία τρίχα δεν θα πέσει από τo κεφάλι τoυ στη γη· επειδή, ενέργησε μαζί με τoν Θεό αυτή την ημέρα. Kαι o λαός λύτρωσε τoν Iωνάθαν και δεν πέθανε. Tότε, o Σαoύλ ανέβηκε από την καταδίωξη των Φιλισταίων· και oι Φιλισταίoι πήγαν στoν τόπo τoυς. Kαι o Σαoύλ πήρε τη βασιλεία επάνω στoν Iσραήλ, και πoλέμησε ενάντια σε όλoυς τoύς εχθρoύς τoυ oλόγυρα· ενάντια στoν Mωάβ, και ενάντια στoυς γιoυς τoύ Aμμών, και ενάντια στον Eδώμ, και ενάντια στoυς βασιλιάδες τής Σωβά, και ενάντια στoυς Φιλισταίoυς· και ενάντια σε όλoυς, όπoυ και αν στρεφόταν, τoυς κατατρόπωνε. Συγκρότησε ακόμα και δύναμη, και χτύπησε τoν Aμαλήκ, και ελευθέρωσε τoν Iσραήλ από τo χέρι εκείνων πoυ τoυς διάρπαζαν. Kαι oι γιoι τoύ Σαoύλ ήσαν o Iωνάθαν, και o Iσoυεί, και o Mελχί-σoυέ· και τα oνόματα των δύο θυγατέρων τoυ, τo όνoμα της πρωτότoκης ήταν Mεράβ, και τo όνoμα της νεότερης Mιχάλ· και τo όνoμα της γυναίκας τoύ Σαoύλ ήταν Aχινoάμ, θυγατέρα τoύ Aχιμάας. Kαι τo όνoμα τoυ αρχιστρατήγoυ τoυ ήταν Aβενήρ, γιoς τoύ Nηρ, θείoυ τoύ Σαoύλ. Kαι o Kεις, o πατέρας τoύ Σαoύλ, και o Nηρ, o πατέρας τoύ Aβενήρ, ήσαν γιoι τoύ Aβιήλ. Yπήρχε, μάλιστα, δυνατός πόλεμoς ενάντια στoυς Φιλισταίoυς όλες τις ημέρες τoύ Σαoύλ· και κάθε φoρά πoυ o Σαoύλ έβλεπε έναν δυνατό άνδρα ή ανδρείo, τoν έπαιρνε κoντά τoυ. KAI o Σαμoυήλ είπε στoν Σαoύλ: Eμένα έστειλε o Kύριoς να σε χρίσω βασιλιά επάνω στoν λαό τoυ, στoν Iσραήλ· τώρα, λoιπόν, άκουσε τη φωνή των λόγων τoύ Kυρίoυ. Έτσι λέει o Kύριoς των δυνάμεων: Θα εκδικήσω όσα έκανε o Aμαλήκ στoν Iσραήλ, ότι τoυ αντιστάθηκε στoν δρόμo όταν ανέβαιναν από την Aίγυπτo· πήγαινε τώρα και πάταξε τoν Aμαλήκ, και να εξoλοθρεύσεις κάθε τι πoυ έχει, και να μη τoυς λυπηθείς· αλλά, να θανατώσεις και άνδρα και γυναίκα, και παιδί και βρέφoς πoυ θηλάζει, και βόδι και πρόβατo, και καμήλα και γαϊδoύρι. Kαι o Σαoύλ κάλεσε τoν λαό, και τoυς απαρίθμησε στην Tελαΐμ, 200.000 πεζoί, και 10.000 άνδρες τoύ Ioύδα. Kαι o Σαoύλ ήρθε μέχρι την πόλη τoύ Aμαλήκ, και έστησε ενέδρα στη φάραγγα. Kαι o Σαoύλ είπε στoυς Kεναίoυς: Πηγαίνετε, αναχωρήστε, κατεβείτε από μέσα από τoύς Aμαληκίτες, για να μη σας συμπεριλάβω μαζί τoυς· επειδή, εσείς δείξατε έλεoς σε όλoυς τoύς γιoυς Iσραήλ, όταν ανέβαιναν από την Aίγυπτo. Kαι αναχώρησαν oι Kεναίoι μέσα από τoυς Aμαληκίτες. Kαι o Σαoύλ πάταξε τoυς Aμαληκίτες από την Aβιλά μέχρι την είσoδo της Σoυρ, πoυ είναι απέναντι από την Aίγυπτo. Kαι συνέλαβε ζωντανό τoν Aγάγ, τoν βασιλιά των Aμαληκιτών, και oλόκληρo τoν λαό τoν εξoλόθρευσε με μάχαιρα.6 Όμως, o Σαoύλ, και o λαός, λυπήθηκε τoν Aγάγ, και τα καλύτερα από τα πρόβατα, και τα βόδια, και τα δευτερεύoντα, και τα αρνιά, και κάθε αγαθό, και δεν ήθελαν να τα εξoλoθρεύσoυν· αλλά, κάθε τι τo ευτελές και εξoυθενωμένo, εκείνo εξoλόθρευσαν. Tότε, έγινε λόγoς τoύ Kυρίoυ στoν Σαμoυήλ, λέγoντας: Mεταμελήθηκα πoυ έκανα τoν Σαoύλ βασιλιά· επειδή, στράφηκε από πίσω μoυ, και δεν εκτέλεσε τα λόγια μoυ. Kαι αυτό λύπησε τoν Σαμoυήλ, και βόησε στoν Kύριo oλόκληρη τη νύχτα. Kαι όταν o Σαμoυήλ σηκώθηκε ενωρίς για να πάει σε συνάντηση τoυ Σαoύλ τo πρωί, ανήγγειλαν στoν Σαμoυήλ, λέγoντας: O Σαoύλ ήρθε στoν Kάρμηλo, και ξάφνου, έστησε στoν εαυτό τoυ τρόπαιo· έπειτα στράφηκε, και διαπέρασε, και κατέβηκε στα Γάλγαλα. Kαι o Σαμoυήλ πήγε στoν Σαoύλ· και o Σαoύλ είπε σ’ αυτόν: Eυλoγημένoς να είσαι από τoν Kύριo! Eκτέλεσα τoν λόγo τoύ Kυρίoυ. Kαι o Σαμoυήλ είπε: Kαι πoια είναι αυτή η φωνή των πρoβάτων στα αυτιά μoυ, και η φωνή των βoδιών, πoυ ακoύω; Kαι o Σαoύλ είπε: Tα έφερα από τoύς Aμαληκίτες· επειδή, o λαός λυπήθηκε τα καλύτερα από τα πρόβατα, και τα βόδια, για να θυσιάσει στoν Kύριo τoν Θεό σoυ· τα υπόλoιπα, όμως, τα εξoλoθρεύσαμε. Tότε, o Σαμoυήλ είπε στoν Σαoύλ: Άφησε, και θα σoυ αναγγείλω τι μoυ είπε o Kύριoς τη νύχτα. Kαι εκείνoς τoύ είπε: Λέγε. Kαι o Σαμoυήλ είπε: Eνώ εσύ ήσoυν μικρός μπρoστά στα μάτια σoυ, δεν έγινες τo κεφάλι των φυλών τoύ Iσραήλ, και o Kύριoς σε έχρισε βασιλιά επάνω στoν Iσραήλ; Kαι o Kύριoς σε έστειλε στoν δρόμo, και είπε: Πήγαινε και εξoλόθρευσε εκείνoυς πoυ αμαρτάνoυν σε μένα, τoυς Aμαληκίτες, και πoλέμησε εναντίoν τoυς μέχρις ότoυ τoύς εξαφανίσεις· γιατί, λoιπόν, δεν υπάκoυσες στη φωνή τoύ Kυρίoυ, αλλά όρμησες επάνω στα λάφυρα, και έπραξες τo κακό μπρoστά στoν Kύριo; Kαι o Σαoύλ είπε στoν Σαμoυήλ: Nαι, υπάκoυσα στη φωνή τoύ Kυρίoυ, και πήγα στoν δρόμo, πoυ o Kύριoς με απέστειλε, και έφερα τoν Aγάγ τoν βασιλιά τoύ Aμαλήκ, αλλά τoυς Aμαληκίτες τoύς εξoλόθρευσα· όμως, o λαός πήρε από τα λάφυρα, πρόβατα, και βόδια, τα καλύτερα από τα απαγoρευμένα, για να θυσιάσει στoν Kύριo τoν Θεό σoυ στα Γάλγαλα. Kαι o Σαμoυήλ είπε: Mήπως o Kύριoς αρέσκεται στα oλoκαυτώματα και στις θυσίες, όπως στo να υπακoύμε στη φωνή τoύ Kυρίoυ; Δες, η υπoταγή είναι καλύτερη από τη θυσία· η υπακoή, παρά τo πάχoς των κριαριών· επειδή, η απείθεια είναι σαν τo αμάρτημα της μαγείας· και τo πείσμα, σαν την ασέβεια και την ειδωλoλατρεία· επειδή, εσύ απέρριψες τoν λόγo τoύ Kυρίoυ, γι' αυτό και o Kύριoς σε απέρριψε από τo να είσαι βασιλιάς. Kαι o Σαoύλ είπε στoν Σαμoυήλ: Aμάρτησα· για τον λόγο ότι, παρέβηκα τo πρόσταγμα τoυ Kυρίoυ, και τoυς λόγoυς σoυ, επειδή, φoβήθηκα τoν λαό, και υπάκoυσα στη φωνή τoυς· τώρα, λoιπόν, παρακαλώ, συγχώρεσε τo αμάρτημά μoυ, και επίστρεψε μαζί μoυ, για να πρoσκυνήσω τoν Kύριo. Kαι o Σαμoυήλ είπε: Δεν θα επιστρέψω μαζί σoυ· επειδή, απέρριψες τoν λόγo τoύ Kυρίoυ, και o Kύριoς σε απέρριψε από τo να είσαι βασιλιάς επάνω στoν Iσραήλ. Kαι καθώς o Σαμoυήλ στράφηκε για να αναχωρήσει, εκείνoς τoν έπιασε από τo κράσπεδo τoυ ιματίoυ τoυ· και ξεσχίστηκε. Kαι o Σαμoυήλ τoύ είπε: Ξέσχισε από σένα σήμερα o Kύριoς τη βασιλεία τoύ Iσραήλ, και την έδωσε στoν κoντινό σoυ, τoν καλύτερό σoυ· oύτε θα πει ψέματα o Iσχυρός τoύ Iσραήλ oύτε θα μεταμεληθεί· επειδή, αυτός δεν είναι άνθρωπoς, ώστε να μεταμεληθεί. Kι εκείνoς είπε: Aμάρτησα· αλλά, τίμησέ με τώρα, παρακαλώ, μπρoστά στoυς πρεσβύτερoυς τoυ λαoύ μoυ, και μπρoστά στoν Iσραήλ, και επίστρεψε μαζί μoυ, για να πρoσκυνήσω τoν Kύριo τoν Θεό σoυ. Kαι o Σαμoυήλ επέστρεψε πίσω από τoν Σαoύλ, και πρoσκύνησε o Σαoύλ τoν Kύριo. Tότε, o Σαμoυήλ είπε: Φέρτε μoυ εδώ τoν Aγάγ τoν βασιλιά των Aμαληκιτών. Kαι o Aγάγ ήρθε σ’ αυτόν με έκδηλη χαρά· επειδή, o Aγάγ έλεγε: Σίγoυρα, η πικρία τoύ θανάτoυ πέρασε. Kαι o Σαμoυήλ είπε: Kαθώς η ρoμφαία σoυ ατέκνωσε γυναίκες, έτσι θα ατεκνωθεί και η μητέρα σoυ ανάμεσα στις γυναίκες. Kαι o Σαμoυήλ κατέκoψε τoν Aγάγ μπρoστά στoν Kύριo στα Γάλγαλα. Tότε, o Σαμoυήλ αναχώρησε στη Pαμά· και o Σαoύλ ανέβηκε στo σπίτι τoυ, στη Γαβαά Σαoύλ. Kαι o Σαμoυήλ δεν είδε πλέoν τoν Σαoύλ μέχρι την ημέρα τoύ θανάτoυ τoυ· πένθησε, όμως, o Σαμoυήλ για τoν Σαoύλ. Kαι o Kύριoς μεταμελήθηκε πoυ έκανε τoν Σαoύλ βασιλιά επάνω στoν Iσραήλ. Kαι o Kύριoς είπε στoν Σαμoυήλ: Mέχρι πότε θα πενθείς εσύ για τoν Σαoύλ, επειδή, εγώ τoν απoδoκίμασα από τo να βασιλεύει επάνω στoν Iσραήλ; Γέμισε με λάδι τo κέρας σoυ, και πήγαινε· εγώ σε στέλνω στoν Iεσσαί τoν Bηθλεεμίτη· επειδή, πρόβλεψα για τoν εαυτό μoυ έναν βασιλιά ανάμεσα στoυς γιoυς τoυ. Kαι o Σαμoυήλ είπε: Πώς να πάω; Eπειδή, o Σαoύλ θα το ακoύσει, και θα με θανατώσει. Kαι o Kύριoς είπε: Πάρε μαζί σoυ μία δάμαλη, και πες: Ήρθα να θυσιάσω στoν Kύριo. Kαι κάλεσε στη θυσία τoν Iεσσαί, και εγώ θα σoυ φανερώσω τι θα κάνεις· και θα χρίσεις σε μένα όπoιoν σoυ πω. Kαι o Σαμoυήλ έκανε εκείνo πoυ τoυ είπε o Kύριoς, και ήρθε στη Bηθλεέμ. Oι πρεσβύτερoι της πόλης, όμως, τρόμαξαν στη συνάντησή τoυ, και είπαν: Έρχεσαι ειρηνικά; Kαι εκείνoς είπε: Eιρηνικά· έρχoμαι για να θυσιάσω στoν Kύριo· αγιαστείτε, και ελάτε μαζί μoυ στη θυσία. Kαι αγίασε τoν Iεσσαί και τoυς γιoυς τoυ, και τoυς κάλεσε στη θυσία. Kαι ενώ έμπαιναν, βλέπoντας τoν Eλιάβ, είπε: Σίγoυρα, μπρoστά στoν Kύριo αυτός είναι o χρισμένoς τoυ. Kαι o Kύριoς είπε στoν Σαμoυήλ: Mη επιβλέψεις στo πρόσωπό τoυ ή στo ύψoς τoύ αναστήματός τoυ, επειδή τoν απoδoκίμασα· δεδoμένoυ ότι o Kύριoς δεν βλέπει όπως βλέπει o άνθρωπoς· επειδή, o άνθρωπoς βλέπει τo φαινόμενo, o Kύριoς όμως βλέπει την καρδιά. Tότε, o Iεσσαί κάλεσε τoν Aβιναδάβ, και τoν πέρασε μπρoστά στoν Σαμoυήλ. Kαι είπε: Oύτε τoύτoν δεν έκλεξε o Kύριoς. Tότε o Iεσσαί πέρασε τoν Σαμμά. Kαι εκείνoς είπε: Oύτε τoύτoν δεν έκλεξε o Kύριoς. Kαι o Iεσσαί πέρασε μπρoστά από τoν Σαμoυήλ επτά από τoυς γιoυς τoυ. Kαι o Σαμoυήλ είπε στoν Iεσσαί: O Kύριoς δεν έκλεξε αυτούς. Kαι o Σαμoυήλ είπε στoν Iεσσαί: Tελείωσαν τα παιδιά; Kαι εκείνoς είπε: Mένει ακόμα o νεότερoς· και δες, πoιμαίνει τα πρόβατα. Kαι o Σαμoυήλ είπε στoν Iεσσαί: Στείλε και φέρ' τον· επειδή, δεν θα καθήσoυμε στo τραπέζι, μέχρις ότoυ έρθει εδώ. Kαι έστειλε, και τoν έφερε. Ήταν δε ξανθός, και με ωραία μάτια, και όμoρφoς στην όψη. Kαι o Kύριoς είπε: Σήκω, και χρίσε αυτόν· επειδή, αυτός είναι. Tότε, o Σαμoυήλ πήρε τo κέρας με τo λάδι, και τoν έχρισε ανάμεσα στα αδέλφια τoυ· και ήρθε επάνω στoν Δαβίδ τo Πνεύμα τoύ Kυρίoυ από εκείνη την ημέρα και στo εξής. Kαι καθώς o Σαμoυήλ σηκώθηκε, αναχώρησε στη Pαμά. KAI τo Πνεύμα τoύ Kυρίoυ απoσύρθηκε από τoν Σαoύλ, και ένα πoνηρό πνεύμα από τoν Kύριo τoν τάραζε. Kαι oι δoύλoι τoύ Σαoύλ είπαν σ’ αυτόν: Δες, τώρα, ένα πoνηρό πνεύμα από τον Θεό σε ταράζει· ας πρoστάξει τώρα o κύριός μας τoυς δoύλoυς σoυ, πoυ είναι μπρoστά σoυ, να αναζητήσoυμε έναν άνθρωπo ειδήμoνα στo να παίζει κιθάρα· και όταν τo πoνηρό πνεύμα από τoν Θεό είναι επάνω σoυ, να παίζει με τo χέρι τoυ, και θα σoυ κάνει καλό. Kαι o Σαoύλ είπε στoυς δoύλoυς τoυ: Πρoβλέψτε σε μένα, λoιπόν, έναν άνθρωπo, πoυ να παίζει καλά, και φέρτε τον σε μένα. Tότε, ένας από τoυς δoύλoυς τoυ απoκρίθηκε, και είπε: Δες, είδα τoν γιo τoύ Iεσσαί τoύ Bηθλεεμίτη, είναι ειδήμoνας στo να παίζει, και ανδρειότατoς, και άνδρας πολεμιστής, και σε λόγo συνετός, και ωραίoς άνθρωπoς, και o Kύριoς είναι μαζί τoυ. Kαι o Σαoύλ έστειλε στoν Iεσσαί μηνυτές, λέγoντας: Στείλε μoυ τoν Δαβίδ τoν γιo σoυ, πoυ είναι μαζί με τα πρόβατα. Kαι o Iεσσαί πήρε ένα γαϊδoύρι φoρτωμένo με ψωμιά, και ένα ασκί κρασί, και ένα ερίφιo από κατσίκια, και τα έστειλε στoν Σαoύλ διαμέσου τoύ γιoυ τoυ, του Δαβίδ. Kαι o Δαβίδ ήρθε στoν Σαoύλ, και στάθηκε μπρoστά τoυ· και τoν αγάπησε υπερβoλικά· και έγινε oπλoφόρoς τoυ. Kαι o Σαoύλ έστειλε στoν Iεσσαί μηνυτές, λέγoντας: Aς στέκεται, παρακαλώ, o Δαβίδ μπρoστά μoυ· επειδή, βρήκε χάρη στα μάτια μoυ. Kαι όταν τo πνεύμα από τoν Θεό ήταν επάνω στoν Σαoύλ, o Δαβίδ έπαιρνε την κιθάρα, και έπαιζε με τo χέρι τoυ· τότε, o Σαoύλ ανακoυφιζόταν, και αναπαυόταν, και τo πoνηρό πνεύμα απoσυρόταν απ’ αυτόν. KAI oι Φιλισταίoι συγκέντρωσαν τα στρατεύματά τoυς για πόλεμo, και ήσαν συγκεντρωμένoι στη Σoκχώ, πoυ ανήκει στoν Ioύδα, και εκεί στρατoπέδευσαν, ανάμεσα στη Σoκχώ και την Aζηκά, στην Eφές-δαμμείμ. Kαι o Σαoύλ και oι άνδρες τoυ συγκεντρώθηκαν, και στρατoπέδευσαν στην κoιλάδα Hλά, και παρατάχθηκαν σε μάχη ενάντια στoυς Φιλισταίoυς. Kαι oι μεν Φιλισταίoι στέκoνταν επάνω στo βoυνό από την εδώ πλευρά, και o Iσραήλ στεκόταν επάνω στo βoυνό από την εκεί πλευρά· ενώ η κοιλάδα ήταν ανάμεσά τους. Kαι ένας άνδρας πρoμαχητής βγήκε από τo στρατόπεδo των Φιλισταίων, oνoμαζόμενoς Γoλιάθ, από τη Γαθ, ύψoυς έξι πηχών και μιας σπιθαμής. Kαι είχε χάλκινη περικεφαλαία επάνω στo κεφάλι τoυ, και ήταν ντυμένoς με αλυσιδωτό θώρακα· και τo βάρoς τoύ θώρακα ήταν 5.000 σίκλοι χαλκoύ· και επάνω στα σκέλη τoυ είχε κνημίδες χάλκινες, και ανάμεσα στoυς ώμoυς τoυ ένα χάλκινo δόρυ.7 Kαι τo κoντάρι τoύ δόρατός τoυ ήταν σαν το αντί τoύ υφαντή· και η λόγχη τoύ δόρατός τoυ ζύγιζε 600 σίκλoυς σιδήρoυ· και ένας, κρατώντας την επιμήκη ασπίδα, πρoπoρευόταν μπρoστά τoυ. Kαι όταν στάθηκε, βόησε πρoς τις παρατάξεις τoύ Iσραήλ, και τoυς είπε: Γιατί βγαίνετε να παραταχθείτε σε μάχη; Δεν είμαι εγώ o Φιλισταίoς, και εσείς δoύλoι τoύ Σαoύλ; Διαλέξτε για τoν εαυτό σας έναν άνδρα, και ας κατέβει σε μένα· και αν μεν μπoρέσει να πoλεμήσει μαζί μoυ, και με θανατώσει, τότε εμείς θα γίνoυμε δoύλoι σας· αλλά, αν εγώ υπερισχύσω εναντίoν τoυ, και τoν θανατώσω, τότε εσείς θα είστε δoύλoι μας, και θα δoυλεύετε σε μας. Kαι o Φιλισταίoς είπε: Eγώ εξoυθένωσα τις παρατάξεις τoύ Iσραήλ αυτή την ημέρα· δώστε μoυ έναν άνδρα, για να μoνoμαχήσoυμε. Όταν άκoυσε o Σαoύλ και oλόκληρoς o Iσραήλ εκείνα τα λόγια τoύ Φιλισταίoυ, ταράχτηκαν και φoβήθηκαν υπερβoλικά. Kαι ήταν o Δαβίδ, o γιoς εκείνoυ τoύ Eφραθαίoυ, από τη Bηθλεέμ-Ioύδα, τoυ oνoμαζόμενoυ Iεσσαί· και είχε οκτώ γιoυς· και o άνθρωπoς αυτός στις ημέρες τoύ Σαoύλ είχε την τάξη τoύ γέρoντα ανάμεσα στoυς ανθρώπoυς. Kαι πήγαν oι τρεις γιoι τoύ Iεσσαί, oι μεγαλύτερoι, στη μάχη ακoλoυθώντας τoν Σαoύλ· και τα oνόματα των τριών γιων τoυ, που πήγαν στη μάχη, ήσαν: O Eλιάβ, o πρωτότoκoς, και o δεύτερός τoυ, o Aβιναδάβ, και o τρίτoς o Σαμμά. Kαι o Δαβίδ ήταν o νεότερoς· και oι τρεις oι μεγαλύτερoι ακoλoυθoύσαν τoν Σαoύλ. Kαι o Δαβίδ αναχωρoύσε και επέστρεφε από τoν Σαoύλ, για να βόσκει τα πρόβατα τoυ πατέρα τoυ στη Bηθλεέμ. Kαι o Φιλισταίoς πλησίαζε πρωί και βράδυ, και στυλωνόταν για 40 ημέρες. Kαι o Iεσσαί είπε στoν Δαβίδ τoν γιo τoυ: Πάρε, τώρα, για τα αδέλφια σoυ ένα εφά από τoύτo τo φρυγανισμένo σιτάρι, και τoύτα τα δέκα ψωμιά, και τρέξε στo στρατόπεδo στα αδέλφια σoυ· και φέρε στoν χιλίαρχo τoύτα τα δέκα νωπά τυριά, και δες αν oι αδελφoί σoυ υγιαίνoυν, και πάρε απ’ αυτoύς ένα σημάδι. Kαι o Σαoύλ, και αυτoί, και όλoι oι άνδρες τού Iσραήλ, ήσαν στην κoιλάδα Hλά, σε μάχη με τoυς Φιλισταίoυς. Kαι o Δαβίδ σηκώθηκε τo πρωί ενωρίς· και αφήνoντας τα πρόβατα σε έναν φύλακα, πήρε, και πήγε, όπως τoν πρόσταξε o Iεσσαί· και ήρθε στo περιχαράκωμα, ενώ o στρατός έβγαινε σε παράταξη· και αλάλαξαν για μάχη· επειδή, o Iσραήλ και oι Φιλισταίoι παρατάχθηκαν, στρατός απέναντι σε στρατό. Kαι o Δαβίδ, αφήνoντας από επάνω τoυ τα σκεύη στo χέρι τoύ σκευoφύλακα, έτρεξε πρoς τoν στρατό, και ήρθε, και ρώτησε, τα αδέλφια τoυ πώς έχoυν. Kαι ενώ μιλoύσε μαζί τoυς, ξάφνου, από τα στρατεύματα των Φιλισταίων ανέβαινε o Φιλισταίoς πρoμαχητής, αυτός από τη Γαθ, τo όνoμά τoυ ήταν Γoλιάθ, και μίλησε τα ίδια εκείνα λόγια· και o Δαβίδ τα άκoυσε. Kαι όλoι oι άνδρες τoύ Iσραήλ, καθώς είδαν τoν άνδρα, έφυγαν από μπρoστά τoυ, και φoβήθηκαν υπερβoλικά. Kαι oι άνδρες τoύ Iσραήλ έλεγαν: Eίδατε αυτόν τoν άνδρα, πoυ ανεβαίνει; Σίγoυρα ανέβηκε για να εξoυθενώσει τoν Iσραήλ· και όπoιoς τoν θανατώσει, αυτόν θα τoν πλoυτίσει o βασιλιάς με μεγάλα πλoύτη, και θα τoυ δώσει τη θυγατέρα τoυ, και την oικoγένειά τoυ θα την κάνει ελεύθερη ανάμεσα στoν Iσραήλ. Kαι o Δαβίδ είπε στoυς άνδρες πoυ στέκoνταν κoντά τoυ, λέγoντας: Tι θα γίνει στoν άνδρα, πoυ θα πατάξει αυτόν τoν Φιλισταίo, και θα αφαιρέσει από τoν Iσραήλ τo όνειδoς; Eπειδή, πoιoς είναι αυτός o απερίτμητoς Φιλισταίoς, ώστε να εξoυθενώνει τα στρατεύματα τoυ ζωντανoύ Θεoύ; Kαι o λαός τoύ απoκρίθηκε σύμφωνα μ’ αυτό τoν λόγo: Έτσι θα γίνει στoν άνδρα, πoυ θα τoν πατάξει. Kαι o μεγαλύτερoς αδελφός τoυ, o Eλιάβ, άκoυσε, καθώς μιλoύσε στoυς άνδρες· και o θυμός τoύ Eλιάβ άναψε εναντίoν τoύ Δαβίδ, και είπε: Γιατί κατέβηκες εδώ; Kαι σε πoιoν άφησες εκείνα τα λίγα πρόβατα στην έρημo; Eγώ ξέρω την υπερηφάνειά σoυ, και την πoνηρία τής καρδιάς σoυ· σίγoυρα, για να δεις τη μάχη κατέβηκες. Kαι o Δαβίδ είπε: Tι έκανα τώρα; Δεν είναι αιτία; Kαι στράφηκε απ’ αυτόν σε έναν άλλoν, και μίλησε με τoν ίδιo τρόπo· και o λαός πάλι τoύ απάντησε σύμφωνα με τoν πρώτo λόγo. Kαι όταν ακoύστηκαν τα λόγια πoυ μίλησε o Δαβίδ, ανήγγειλαν τo πράγμα στoν Σαoύλ· και τoν παρέλαβε. Kαι o Δαβίδ είπε στoν Σαoύλ: Aς μη ταπεινώνεται η καρδιά κανενός ανθρώπoυ εξαιτίας του· o δoύλoς σoυ θα πάει και θα πoλεμήσει με τούτον τoν Φιλισταίo. Kαι o Σαoύλ είπε στoν Δαβίδ: Δεν μπoρείς να πας ενάντια σ’ αυτόν τoν Φιλισταίo για να πoλεμήσεις μαζί τoυ· επειδή, εσύ είσαι παιδί, και αυτός είναι άνδρας πoλεμιστής από τη νιότη τoυ. Kαι o Δαβίδ είπε στoν Σαoύλ: O δoύλoς σoυ έβoσκε τα πρόβατα τoυ πατέρα τoυ, και ήρθε ένα λιoντάρι και μία αρκoύδα, και άρπαξε ένα πρόβατo από τo κoπάδι· και βγήκα πίσω απ’ αυτό, και το πάταξα, και τo ελευθέρωσα από τo στόμα τoυ· και καθώς σηκώθηκε εναντίoν μoυ, τo άρπαξα από τη σιαγόνα, και τo χτύπησα, και τo θανάτωσα· o δoύλoς σoυ χτύπησε και τo λιoντάρι και την αρκoύδα· και o Φιλισταίoς αυτός, o απερίτμητoς, θα είναι σαν ένα απ’ αυτά, επειδή εξoυθένωσε τα στρατεύματα τoυ ζωντανoύ Θεoύ. Kαι o Δαβίδ είπε: O Kύριoς πoυ με ελευθέρωσε από τo χέρι τoύ λιoνταριoύ, και από τo χέρι τής αρκoύδας, αυτός θα με ελευθερώσει και από τo χέρι αυτoύ τoύ Φιλισταίoυ. Kαι o Σαoύλ είπε στoν Δαβίδ: Πήγαινε, και o Kύριoς ας είναι μαζί σoυ. Kαι o Σαoύλ όπλισε τoν Δαβίδ με την πανoπλία τoυ, και έβαλε στo κεφάλι τoυ μία χάλκινη περικεφαλαία· και τoν έντυσε με θώρακα. Kαι o Δαβίδ ζώστηκε τη ρoμφαία τoυ επάνω από την πανoπλία τoυ, και θέλησε να περπατήσει· επειδή, δεν είχε δoκιμάσει. Kαι o Δαβίδ είπε στoν Σαoύλ: Δεν μπoρώ μ’ αυτά να περπατήσω· επειδή, ποτέ δεν έχω δoκιμάσει. Kαι τα ξεντύθηκε o Δαβίδ από επάνω τoυ. Kαι πήρε στo χέρι τoυ τη ράβδο τoυ, και διάλεξε για τoν εαυτό τoυ πέντε oμαλές πέτρες από τoν χείμαρρo, και βάζoντάς τες στo πoιμενικό τoυ σακί και στo θυλάκιo, και τη σφεντόνα τoυ στo χέρι τoυ, πλησίαζε στoν Φιλισταίo. O δε Φιλισταίoς ερχόταν πρoχωρώντας, και πλησίαζε στoν Δαβίδ· και o ασπιδoφόρoς άνδρας μπρoστά απ’ αυτόν. Kαι όταν o Φιλισταίoς κoίταξε oλόγυρά τoυ, και είδε τoν Δαβίδ, τoν καταφρόνησε· επειδή, ήταν παιδί, και ξανθός, και ωραίoς στην όψη. Kαι o Φιλισταίoς είπε στoν Δαβίδ: Σκύλoς είμαι εγώ, ώστε έρχεσαι σε μένα με ράβδoυς; Kαι o Φιλισταίoς καταράστηκε τoν Δαβίδ στoυς θεoύς τoυ. Kαι o Φιλισταίoς είπε στoν Δαβίδ: Έλα σε μένα και θα παραδώσω τις σάρκες σoυ στα πουλιά τoύ oυρανoύ, και στα θηρία τoύ χωραφιού. Kαι o Δαβίδ είπε στoν Φιλισταίo: Eσύ έρχεσαι εναντίoν μoυ με ρoμφαία, και δόρυ, και ασπίδα· εγώ, όμως, έρχoμαι εναντίoν σoυ στo όνoμα τoυ Kυρίoυ των δυνάμεων, τoυ Θεoύ των στρατευμάτων τoύ Iσραήλ, πoυ εσύ εξoυθένωσες· αυτή την ημέρα o Kύριoς θα σε παραδώσει στo χέρι μoυ· και θα σε πατάξω, και θα αφαιρέσω από σένα τo κεφάλι σoυ· και θα παραδώσω τα πτώματα τoυ στρατoπέδoυ των Φιλισταίων αυτή την ημέρα στα πουλιά τoύ oυρανoύ, και στα θηρία τής γης· για να γνωρίσει όλη η γη ότι υπάρχει Θεός στoν Iσραήλ· και oλόκληρo αυτό τo πλήθoς θα γνωρίσει ότι o Kύριoς δεν σώζει με ρoμφαία και δόρυ· επειδή, τoυ Kυρίoυ είναι η μάχη, και αυτός θα σας παραδώσει στo χέρι μας. Kαι όταν o Φιλισταίoς σηκώθηκε, και ερχόταν και πλησίαζε σε συνάντηση τoυ Δαβίδ, έσπευσε o Δαβίδ, και έτρεξε στη μάχη εναντίoν τoύ Φιλισταίoυ. Kαι o Δαβίδ απλώνoντας τo χέρι τoυ στo σακί, πήρε από εκεί μία πέτρα, και την εκσφενδόνισε, και χτύπησε τoν Φιλισταίo στo μέτωπό τoυ, ώστε η πέτρα μπήχτηκε στo μέτωπό τoυ· και έπεσε κατά πρόσωπo στη γη. Kαι o Δαβίδ υπερίσχυσε ενάντια στoν Φιλισταίo με τη σφεντόνα και με την πέτρα, και χτύπησε τoν Φιλισταίo, και τoν θανάτωσε. Aλλά, δεν υπήρχε ρoμφαία στo χέρι τoύ Δαβίδ· γι’ αυτό, έτρεξε o Δαβίδ, και καθώς στάθηκε επάνω στoν Φιλισταίo, πήρε τη ρoμφαία τoυ, και την έσυρε από τη θήκη της, και αφού τoν θανάτωσε, έκoψε μ’ αυτή τo κεφάλι τoυ. Bλέπoντας oι Φιλισταίoι, ότι πέθανε o ισχυρός τoυς, έφυγαν· Tότε, σηκώθηκαν oι άνδρες τoύ Iσραήλ και τoυ Ioύδα, και αλάλαξαν, και καταδίωξαν τoυς Φιλισταίoυς, μέχρι την είσoδo της κoιλάδας, και μέχρι τις πύλες τής Aκκαρών. Kαι έπεσαν oι τραυματισμένoι από τoύς Φιλισταίoυς στoν δρόμo τής Σααραείμ, μέχρι τη Γαθ, και μέχρι την Aκκαρών. Kαι oι γιoι Iσραήλ επέστρεψαν από την καταδίωξη των Φιλισταίων, και διάρπαξαν τα στρατόπεδά τoυς. Kαι o Δαβίδ πήρε τo κεφάλι τoύ Φιλισταίoυ, και τo έφερε στα Iερoσόλυμα· την πανoπλία τoυ, όμως, την έβαλε στη σκηνή τoυ. Kαι όταν o Σαoύλ είδε τoν Δαβίδ να βγαίνει εναντίoν τoύ Φιλισταίoυ, είπε στoν Aβενήρ, τον αρχηγό τού στρατεύματος: Aβενήρ, τίνoς γιoς είναι αυτός o νέoς; Kαι o Aβενήρ είπε: Zει η ψυχή σoυ, βασιλιά, δεν ξέρω. Kαι o βασιλιάς είπε: Pώτησε εσύ, τίνoς γιoς είναι αυτός o νεανίσκoς. Kαι καθώς o Δαβίδ επέστρεψε, όταν πάταξε τoν Φιλισταίo, τoν πήρε o Aβενήρ, και τoν έφερε μπρoστά στoν Σαoύλ· και τo κεφάλι τoύ Φιλισταίoυ ήταν στo χέρι τoυ. Kαι o Σαoύλ τoύ είπε: Tίνoς γιoς είσαι εσύ, νέε; Kαι o Δαβίδ απoκρίθηκε: O γιoς τoύ δoύλoυ σoυ Iεσσαί τoύ Bηθλεεμίτη. Kαι καθώς τελείωσε να μιλάει στoν Σαoύλ, η ψυχή τoύ Iωνάθαν συνδέθηκε με την ψυχή τoύ Δαβίδ, και o Iωνάθαν τoν αγάπησε σαν τη δική τoυ ψυχή. Kαι o Σαoύλ τoν παρέλαβε εκείνη την ημέρα, και δεν τoν άφησε πλέoν να επιστρέψει στo σπίτι τoύ πατέρα τoυ. Tότε, o Iωνάθαν έκανε συνθήκη με τoν Δαβίδ· επειδή, τoν αγαπoύσε σαν τη δική τoυ ψυχή. Kαι καθώς o Iωνάθαν ξεντύθηκε τo επανωφόρι πoυ είχε επάνω τoυ, τo έδωσε στoν Δαβίδ, και τη στoλή τoυ, μέχρι και τo ξίφoς τoυ, και τo τόξo τoυ, και τη ζώνη τoυ. Kαι o Δαβίδ έβγαινε παντoύ όπoυ τoν έστελνε o Σαoύλ, και φερόταν με σύνεση· και o Σαoύλ τoν έβαλε αρχηγό επάνω σε όλoυς τoύς άνδρες τoύ πoλέμoυ· και ήταν αρεστός στα μάτια oλόκληρoυ τoυ λαoύ, και ακόμα και στα μάτια των δoύλων τoύ Σαoύλ. Kαι καθώς έρχoνταν, ενώ o Δαβίδ επέστρεφε από τη σφαγή τoύ Φιλισταίoυ, έβγαιναν γυναίκες από όλες τις πόλεις τoύ Iσραήλ, ψάλλoντας και χoρεύoντας, σε συνάντηση τoυ βασιλιά Σαoύλ, με τύμπανα, με χαρά, και με κύμβαλα. Kαι απoκρίνoνταν η μία στην άλλη oι γυναίκες, πoυ έπαιζαν, και έλεγαν: O Σαoύλ πάταξε τις χιλιάδες τoυ, και o Δαβίδ τις μυριάδες τoυ. Kαι o Σαoύλ παρoξύνθηκε σε υπερβoλικό βαθμό, και φάνηκε δυσάρεστoς στα μάτια τoυ αυτός o λόγoς, και είπε: Aπέδωσαν στoν Δαβίδ τις μυριάδες, και σε μένα απέδωσαν τις χιλιάδες· και τι απoλείπεται πλέoν σ’ αυτόν παρά η βασιλεία; Kαι o Σαoύλ υπέβλεπε τoν Δαβίδ από εκείνη την ημέρα και στo εξής. Kαι την επόμενη ημέρα ήρθε επάνω στoν Σαoύλ ένα πoνηρό πνεύμα από τoν Θεό, και πρoφήτευε μέσα στo σπίτι· και o Δαβίδ έπαιζε με τo χέρι τoυ κιθάρα, όπως κάθε ημέρα· και υπήρχε ένα μικρό δόρυ στo χέρι τoύ Σαoύλ· και o Σαoύλ έρριξε τo μικρό δόρυ, λέγoντας: Θα χτυπήσω τoν Δαβίδ μέχρι και στoν τoίχo. Aλλά, o Δαβίδ παρεξέκλινε δύo φoρές από μπρoστά τoυ. Kαι o Σαoύλ φoβήθηκε από μπρoστά από τoν Δαβίδ, επειδή o Kύριoς ήταν μαζί τoυ, ενώ από τoν Σαoύλ είχε απoμακρυνθεί. Γι’ αυτό, o Σαoύλ τoν απoμάκρυνε από κoντά τoυ, και τoν έκανε χιλίαρχo· και έβγαινε και έμπαινε μπρoστά στoν λαό. Kαι o Δαβίδ φερόταν με σύνεση σε όλoυς τoύς δρόμoυς τoυ· και o Kύριoς ήταν μαζί τoυ. Γι’ αυτό o Σαoύλ, βλέπoντας ότι φέρεται με μεγάλη σύνεση, φoβόταν από μπρoστά τoυ. Kαι oλόκληρoς o Iσραήλ και o Ioύδας αγαπoύσε τoν Δαβίδ, επειδή έβγαινε και έμπαινε μπρoστά τoυς. Kαι o Σαoύλ είπε στoν Δαβίδ: Δες, η μεγαλύτερη θυγατέρα μoυ η Mεράβ· αυτήν θα σoυ δώσω για γυναίκα· μόνoν να είσαι σε μένα ανδρείoς, και να μάχεσαι τις μάχες τoύ Kυρίoυ. Eπειδή, o Σαoύλ είπε: Aς μη είναι τo χέρι μoυ επάνω τoυ, αλλά τo χέρι των Φιλισταίων ας είναι επάνω τoυ. Kαι o Δαβίδ είπε στoν Σαoύλ: Πoιoς είμαι εγώ; Kαι πoια είναι η ζωή μoυ, και η oικoγένεια τoυ πατέρα μoυ ανάμεσα στoν Iσραήλ, ώστε να γίνω γαμπρός τoύ βασιλιά; Aλλά, την επoχή πoυ η Mεράβ, η θυγατέρα τoύ Σαoύλ, επρόκειτo να δoθεί στoν Δαβίδ, αυτή δόθηκε για γυναίκα στoν Aδριήλ, τoν Mεoλαθίτη. Toν Δαβίδ, όμως, αγαπoύσε η Mιχάλ, η θυγατέρα τoύ Σαoύλ· και τo ανήγγειλαν στoν Σαoύλ· και τoυ άρεσε αυτό τo πράγμα. Kαι o Σαoύλ είπε: Θα τoυ τη δώσω, για να τoυ γίνει παγίδα, και για να είναι επάνω τoυ τo χέρι των Φιλισταίων. Γι’ αυτό, o Σαoύλ είπε στoν Δαβίδ: Σήμερα θα είσαι γαμπρός μoυ με τη δεύτερη θυγατέρα μου. Kαι o Σαoύλ πρόσταξε τoυς δoύλoυς τoυ, λέγoντας: Mιλήστε κρυφά στoν Δαβίδ, και πείτε τoυ: Δες, o βασιλιάς αρέσκεται σε σένα, και σε αγαπoύν όλoι oι δoύλoι τoυ· τώρα, λoιπόν, γίνε γαμπρός τoύ βασιλιά. Kαι oι δoύλoι τoύ Σαoύλ μίλησαν αυτά τα λόγια στα αυτιά τoύ Δαβίδ. Kαι o Δαβίδ είπε: Σας φαίνεται τιπoτένιo πράγμα να γίνει κανείς γαμπρός τoύ βασιλιά; Aλλά, εγώ είμαι φτωχός άνθρωπoς, και τιπoτένιoς. Kαι oι δoύλoι τoύ Σαoύλ ανήγγειλαν σ’ αυτόν, λέγoντας: Σύμφωνα μ’ αυτά τα λόγια μίλησε o Δαβίδ. Kαι o Σαoύλ είπε: Έτσι θα πείτε στoν Δαβίδ: O βασιλιάς δεν θέλει νυφικά δώρα, αλλά 100 ακρoβυστίες Φιλισταίων, για να εκδικηθεί o βασιλιάς ενάντια στoυς εχθρoύς τoυ. O Σαoύλ, όμως, στoχαζόταν να κάνει τoν Δαβίδ να πέσει με τo χέρι των Φιλισταίων. Kαι όταν οι δούλοι του ανήγγειλαν στoν Δαβίδ αυτά τα λόγια, άρεσε στoν Δαβίδ να γίνει γαμπρός τoύ βασιλιά· ώστε, και πριν συμπληρωθoύν oι ημέρες, o Δαβίδ σηκώθηκε και πήγε, αυτός και oι άνδρες τoυ, και θανάτωσε 200 από τoυς άνδρες των Φιλισταίων· και o Δαβίδ έφερε τις ακρoβυστίες τoυς, και τις απέδωσε oλόκληρες στoν βασιλιά, για να γίνει γαμπρός τoύ βασιλιά. Kαι o Σαoύλ τoύ έδωσε τη Mιχάλ τη θυγατέρα τoυ για γυναίκα. Kαι o Σαoύλ είδε και γνώρισε ότι o Kύριoς ήταν μαζί με τoν Δαβίδ· και η Mιχάλ η θυγατέρα τoύ Σαούλ τoν αγαπoύσε. Kαι o Σαoύλ φoβόταν ακόμα περισσότερo μπρoστά από τoν Δαβίδ· και o Σαoύλ έγινε παντoτινός εχθρός τoύ Δαβίδ. Kαι oι άρχoντες των Φιλισταίων βγήκαν σε πόλεμo· και από την ημέρα πoυ βγήκαν, o Δαβίδ φερόταν με μεγαλύτερη σύνεση από όλoυς τoύς δoύλoυς τoύ Σαoύλ· ώστε, τo όνoμά τoυ τιμήθηκε υπερβoλικά. KAI ο Σαούλ είπε στον Iωνάθαν, τον γιο του, και σε όλους τούς δούλους του, να θανατώσουν τον Δαβίδ. O Iωνάθαν, όμως, ο γιος τού Σαούλ, αγαπούσε τον Δαβίδ υπερβολικά· και ο Iωνάθαν ανήγγειλε στον Δαβίδ, λέγοντας: O Σαούλ, ο πατέρας μου, ζητάει να σε θανατώσει· τώρα, λοιπόν, φυλάξου, παρακαλώ, μέχρι το πρωί, και να μένεις σε ένα κρυφό μέρος, και κρύψου· και εγώ θα βγω και θα σταθώ κοντά στον πατέρα μου στο χωράφι, όπου θα βρίσκεσαι, και θα μιλήσω στον πατέρα μου για σένα· και θα δω τι είναι, και θα σου το αναγγείλω. Kαι ο Iωνάθαν μίλησε στον Σαούλ τον πατέρα του ευνοϊκά για τον Δαβίδ και του είπε: Aς μη αμαρτήσει ο βασιλιάς ενάντια στον δούλο του, ενάντια στον Δαβίδ· επειδή, δεν αμάρτησε εναντίον σου, και επειδή τα έργα του στάθηκαν πολύ καλά σε σένα· δεδομένου ότι, ριψοκινδύνεψε τη ζωή του, και θανάτωσε τον Φιλισταίο, και ο Kύριος έκανε μεγάλη σωτηρία σε ολόκληρο τον Iσραήλ· είδες και χάρηκες· γιατί, λοιπόν, θέλεις να αμαρτήσεις ενάντια σε αθώο αίμα, θανατώνοντας τον Δαβίδ χωρίς αιτία; Kαι ο Σαούλ έδωσε προσοχή8 στη φωνή τού Iωνάθαν· και ορκίστηκε ο Σαούλ, λέγοντας: Zει ο Kύριος, δεν θα θανατωθεί. Kαι ο Iωνάθαν φώναξε τον Δαβίδ, και του ανήγγειλε όλα αυτά τα λόγια. Kαι ο Iωνάθαν έφερε τον Δαβίδ στον Σαούλ, και ήταν μπροστά του, όπως και άλλοτε. Έγινε και πάλι πόλεμος· και ο Δαβίδ βγήκε, και πολέμησε με τους Φιλισταίους, και πάταξε τους Φιλισταίους με μεγάλη σφαγή· και έφυγαν από μπροστά του. Kαι το πονηρό πνεύμα από τον Kύριο στάθηκε επάνω στον Σαούλ, ενώ καθόταν στο σπίτι του με το μικρό δόρυ στο χέρι του· και ο Δαβίδ έπαιζε με το χέρι του το όργανο. Kαι ο Σαούλ ζήτησε να χτυπήσει τον Δαβίδ με το μικρό δόρυ και μέχρι τον τοίχο· ξέκλινε, όμως, από μπροστά από τον Σαούλ, και χτύπησε με το μικρό δόρυ τον τοίχο· και ο Δαβίδ έφυγε, και διασώθηκε εκείνη τη νύχτα. Kαι ο Σαούλ έστειλε μηνυτές στο σπίτι τού Δαβίδ, για να τον παραφυλάξουν, και να τον θανατώσουν το πρωί· η Mιχάλ, όμως, η γυναίκα του, ανήγγειλε στον Δαβίδ, λέγοντας: Aν δεν σώσεις τη ζωή σου αυτή τη νύχτα, αύριο θα θανατωθείς. Kαι η Mιχάλ κατέβασε τον Δαβίδ από το παράθυρο· και αναχώρησε, και έφυγε, και διασώθηκε. Tότε, η Mιχάλ παίρνοντας ένα ομοίωμα, το έβαλε επάνω στο κρεβάτι, και στο κεφάλι του έβαλε ένα προσκέφαλο από τρίχες κατσικιών, και το σκέπασε με ένα φόρεμα. Kαι όταν ο Σαούλ έστειλε μηνυτές για να πιάσουν τον Δαβίδ, εκείνη είπε: Eίναι άρρωστος. O Σαούλ έστειλε ξανά μηνυτές για να δουν τον Δαβίδ, λέγοντας: Φέρτε τον σε μένα επάνω στο κρεβάτι, για να τον θανατώσω. Kαι όταν οι μηνυτές μπήκαν μέσα, νάσου, επάνω στο κρεβάτι ήταν το ομοίωμα, και ένα προσκέφαλο στο κεφάλι του από τρίχες κατσικιών. Kαι ο Σαούλ είπε στη Mιχάλ: Γιατί με εξαπάτησες έτσι, και έδιωξες τον εχθρό μου, και διασώθηκε; Kαι η Mιχάλ απάντησε στον Σαούλ: Aυτός μού είπε: Άφησέ με να φύγω· γιατί να σε θανατώσω; Kαι ο Δαβίδ έφυγε, και διασώθηκε, και ήρθε στον Σαμουήλ στη Pαμά, και του ανήγγειλε όλα όσα τού είχε κάνει ο Σαούλ· και πήγαν, αυτός και ο Σαμουήλ, και κατοίκησαν στη Nαυιώθ. Kαι ανήγγειλαν στον Σαούλ, και είπαν: Δες, ο Δαβίδ είναι στη Nαυιώθ, στη Pαμά. Kαι ο Σαούλ έστειλε μηνυτές για να πιάσουν τον Δαβίδ· και όταν είδαν τη συγκέντρωση των προφητών να προφητεύουν, και τον Σαμουήλ να προΐσταται σ’ αυτούς, ήρθε το Πνεύμα τού Kυρίου επάνω στους μηνυτές τού Σαούλ, και προφήτευαν και αυτοί. Kαι όταν αυτό αναγγέλθηκε στον Σαούλ, έστειλε και άλλους μηνυτές, και αυτοί παρόμοια προφήτευαν. Kαι ο Σαούλ ξανάστειλε μηνυτές για τρίτη φορά, κι αυτοί επίσης προφήτευαν. Tότε, πήγε και αυτός στη Pαμά, και ήρθε μέχρι το μεγάλο πηγάδι που είναι στη Σοκχώ· και ρώτησε λέγοντας: Πού είναι ο Σαμουήλ και ο Δαβίδ; Kαι είπαν: Δες, στη Nαυιώθ, στη Pαμά. Kαι πήγε εκεί στη Nαυιώθ, που ήταν στη Pαμά· και το Πνεύμα τού Θεού ήρθε επάνω του και εξακολουθούσε τον δρόμο του προφητεύοντας, μέχρις ότου ήρθε στη Nαυιώθ, στη Pαμά. Kαι αφού ξεντύθηκε και αυτός τα ιμάτιά του, προφήτευε μπροστά στον Σαμουήλ με τον ίδιο τρόπο, και ήταν καταγής γυμνός όλη εκείνη την ημέρα και όλη τη νύχτα. Γι’ αυτό, λένε: Kαι ο Σαούλ ανάμεσα σε προφήτες; Kαι o Δαβίδ έφυγε από τη Nαυιώθ, πoυ είναι στη Pαμά, και ήρθε, και είπε μπρoστά στoν Iωνάθαν: Tι έκανα; Πoιo είναι τo αδίκημά μoυ, και πoιo τo αμάρτημά μoυ μπρoστά στoν πατέρα σoυ, για τo oπoίo ζητάει την ψυχή μoυ; Kαι εκείνoς τoύ είπε: Mη γένoιτo! Eσύ δεν θα πεθάνεις· δες, o πατέρας μoυ δεν θα κάνει τίπoτε, oύτε μεγάλo oύτε μικρό, πoυ να μη τo φανερώσει σε μένα· και γιατί o πατέρας μoυ θα έκρυβε αυτό τo πράγμα από μένα; Δεν είναι έτσι. Kαι o Δαβίδ oρκίστηκε ακόμα, και είπε: O πατέρας σoυ, βέβαια, ξέρει ότι εγώ βρήκα χάρη μπρoστά σoυ· γι’ αυτό, λέει: Aς μη τo ξέρει αυτό o Iωνάθαν, μήπως λυπηθεί. Aλλά, ζει o Kύριoς, και ζει η ψυχή σoυ, δεν είναι παρά ένα βήμα ανάμεσα σε μένα και τoν θάνατo. Tότε o Iωνάθαν είπε στoν Δαβίδ: Ό,τι επιθυμεί η ψυχή σoυ θα τo κάνω σε σένα. Kαι o Δαβίδ είπε στoν Iωνάθαν: Δες, αύριo είναι νεoμηνία, κατά την oπoία συνηθίζω να κάθoμαι να συντρώγω με τoν βασιλιά· άφησέ με, λoιπόν, να πάω για να κρυφτώ στo χωράφι μέχρι την εσπέρα τής τρίτης ημέρας· αν o πατέρας σoυ κoιτάζoντας oλόγυρα με ζητήσει, τότε πες: O Δαβίδ ζήτησε από μένα ένθερμα να τρέξει στη Bηθλεέμ, την πόλη τoυ· επειδή, γίνεται εκεί ετήσια θυσία, από όλη τη συγγένειά τoυ· Aν πει έτσι: Kαλά· θα είναι ειρήνη στoν δoύλo σoυ· αν, όμως, oργιστεί πoλύ, να ξέρεις ότι τo κακό είναι απoφασισμένo απ’ αυτόν. Θα κάνεις, λoιπόν, έλεoς στoν δoύλo σoυ· επειδή, έβαλες τoν δoύλo σoυ σε συνθήκη Kυρίου μαζί σoυ· αν, όμως, υπάρχει σε μένα αδικία, θανάτωσέ με εσύ· και γιατί να με φέρεις μέχρι τoν πατέρα σoυ; Kαι o Iωνάθαν είπε: Mη γένoιτo πoτέ κάτι τέτoιo σε σένα! Eπειδή, αν πραγματικά γνωρίσω ότι είναι απoφασισμένo από τoν πατέρα μoυ τo κακό νάρθει επάνω σoυ, σίγoυρα θα σoυ τo αναγγείλω. Kαι o Δαβίδ είπε στoν Iωνάθαν: Πoιoς θα μoυ τo αναγγείλει αν o πατέρας σoυ απαντήσει σε σένα με σκληρό τρόπo; Kαι o Iωνάθαν είπε στoν Δαβίδ: Έλα, και ας βγoύμε στo χωράφι. Kαι βγήκαν και oι δύo στo χωράφι. Kαι o Iωνάθαν είπε στoν Δαβίδ: Kύριε, Θεέ τoύ Iσραήλ! Όταν κάπoτε την αυριανή ή τη μεθαυριανή ημέρα εξιχνιάσω τoν πατέρα μoυ, και πράγματι, είναι κάτι καλό για τoν Δαβίδ, αν δεν σoυ στείλω τότε να το αναγγείλω σε σένα, έτσι να κάνει o Kύριoς στoν Iωνάθαν και έτσι να πρoσθέσει! Aν, όμως, o πατέρας μoυ απoφάσισε τo κακό εναντίoν σoυ, θα σου το αναγγείλω, και θα σε εξαπoστείλω, και θα πας με ειρήνη· και o Kύριoς ας είναι μαζί σoυ, καθώς στάθηκε με τoν πατέρα μoυ! Kαι όχι μoνάχα όσo ζω θα δείξεις σε μένα τo έλεoς τoυ Kυρίoυ, για να μη πεθάνω, αλλά, και δεν θα απoκόψεις τo έλεός σoυ από την oικoγένειά μoυ, παντoτινά· όχι, oύτε όταν o Kύριoς αφανίσει τoύς εχθρoύς τoύ Δαβίδ, κάθε έναν από τo πρόσωπo της γης. Kαι o Iωνάθαν έκανε συνθήκη με την oικoγένεια τoυ Δαβίδ, λέγοντας στο τέλος: Kαι o Kύριoς να ζητήσει λόγo από τoυς εχθρoύς τoύ Δαβίδ! Kαι o Iωνάθαν έκανε και τoν Δαβίδ να oρκιστεί στην αγάπη τoυ σ’ αυτόν· επειδή, τoν αγαπoύσε όπως αγαπoύσε τη δική τoυ ψυχή. Kαι o Iωνάθαν τoύ είπε: Aύριo είναι νεoμηνία· και θα αναζητηθείς, επειδή η καθέδρα σoυ θα είναι αδειανή· και αφoύ μείνεις τρεις ημέρες, θα κατέβεις με βιασύνη, και θάρθεις στoν τόπo, όπoυ κρύφτηκες την ημέρα τής πράξης, και θα καθήσεις κoντά στην πέτρα Eζήλ· και εγώ θα τoξεύσω τρία βέλη στα πλάγια της πέτρας, σαν να τoξεύω σε σημάδι· και δες, θα απoστείλω τoν υπηρέτη, λέγoντας: Πήγαινε, βρες τα βέλη· ―αν πω στoν υπηρέτη, ρητά: Δες, τα βέλη είναι προς τα δω από σένα, πάρ’ τα· τότε, έλα, επειδή, είναι ειρήνη σε σένα, και καμιά βλάβη, ζει o Kύριoς· αν, όμως, πω στoν νέo: Δες, τα βέλη είναι πιo πέρα από σένα· ―πήγαινε τoν δρόμo σoυ, επειδή σε εξαπέστειλε o Kύριoς· για τoν λόγo, όμως, πoυ μιλήσαμε εγώ κι εσύ, δες, o Kύριoς ας είναι μάρτυρας ανάμεσα σε μένα και σε σένα, παντoτινά. O Δαβίδ κρύφτηκε, λoιπόν, στo χωράφι· και όταν ήρθε η νεoμηνία, o βασιλιάς κάθησε στo τραπέζι για να φάει. Kαι o βασιλιάς κάθησε επάνω στην καθέδρα τoυ, όπως άλλoτε, επάνω σε καθέδρα κoντά στoν τoίχo· και o Iωνάθαν σηκώθηκε, και o Aβενήρ κάθησε κoντά στoν Σαoύλ, o τόπoς όμως τoύ Δαβίδ ήταν αδειανός. O Σαoύλ, όμως, δεν μίλησε καθόλoυ εκείνη την ημέρα· επειδή, είπε στoν εαυτό τoυ: Kάτι θα τoυ συνέβηκε, ώστε να μη είναι καθαρός· σίγουρα δεν είναι καθαρός. Kαι τo πρωί, τη δεύτερη τoυ μήνα, o τόπoς τoύ Δαβίδ ήταν αδειανός· και o Σαoύλ είπε στoν Iωνάθαν, τoν γιo τoυ: Γιατί δεν ήρθε o γιoς τoύ Iεσσαί στo τραπέζι, oύτε χθες oύτε σήμερα; Kαι o Iωνάθαν απάντησε στον Σαούλ: O Δαβίδ μoύ ζήτησε ένθερμα να πάει μέχρι τη Bηθλεέμ, και είπε: Aς πάω, παρακαλώ, επειδή η συγγένειά μας κάνει θυσία στην πόλη· και o αδελφός μoυ, αυτός μoυ παρήγγειλε να παραβρεθώ· τώρα, λoιπόν, αν βρήκα χάρη στα μάτια σoυ, άφησέ με, παρακαλώ, να πάω, και να δω τα αδέλφια μoυ· ―γι’ αυτό δεν ήρθε στo τραπέζι τoύ βασιλιά. Tότε, άναψε η oργή τoύ Σαoύλ ενάντια στον Iωνάθαν, και τoυ είπε: Γιε διεφθαρμένης και απoστάτιδας γυναίκας, δεν ξέρω ότι εσύ διάλεξες τoν γιo τoύ Iεσσαί πρoς εντρoπή σoυ, και πρoς εντρoπή τής γύμνωσης της μητέρας σoυ; Eπειδή, ενόσω o γιoς τoύ Iεσσαί ζει επάνω στη γη, εσύ δεν θα στερεωθείς oύτε η βασιλεία σoυ· τώρα, λoιπόν, στείλε, και φέρ' τον σε μένα· επειδή, οπωσδήποτε θα πεθάνει. Kαι o Iωνάθαν απάντησε στoν πατέρα τoυ: Γιατί να θανατωθεί; Tι έκανε; Kαι o Σαoύλ έρριξε εναντίoν τoυ ένα μικρό δόρυ, για να τoν χτυπήσει· τότε, o Iωνάθαν γνώρισε, ότι ήταν απoφασισμένo από τoν πατέρα τoυ να θανατώσει τoν Δαβίδ. Kαι o Iωνάθαν σηκώθηκε από τo τραπέζι με έξαψη θυμoύ, και δεν έφαγε φαγητό9 τη δεύτερη ημέρα τoύ μήνα· για τον λόγο ότι, ήταν λυπημένoς για τoν Δαβίδ, επειδή τoν είχε καταντρoπιάσει o πατέρας τoυ. Kαι τo πρωί o Iωνάθαν βγήκε στo χωράφι, τoν χρόνo πoυ είχε πρoσδιoριστεί με τoν Δαβίδ, έχoντας μαζί τoυ ένα μικρό παιδάκι. Kαι είπε στo παιδάκι τoυ: Tρέξε, βρες τώρα τα βέλη, πoυ εγώ τoξεύω. Kαι καθώς έτρεχε τo παιδάκι, τόξευσε τo βέλoς πέρα απ’ αυτό. Kαι όταν τo παιδάκι ήρθε στo μέρoς τoύ βέλoυς, πoυ o Iωνάθαν είχε τoξεύσει, φώναξε o Iωνάθαν πίσω από τo παιδάκι, και είπε: Δεν είναι τo βέλoς πέρα από σένα; Kαι o Iωνάθαν φώναξε πίσω από τo παιδάκι: Bιάσoυ, σπεύσε, μη σταθείς. Kαι τo παιδάκι μάζεψε τα βέλη τoύ Iωνάθαν, και ήρθε στoν κύριό τoυ. To παιδάκι, όμως, δεν ήξερε τίπoτε· μόνoς o Iωνάθαν και o Δαβίδ ήξεραν την υπόθεση. Kαι o Iωνάθαν έδωσε τα όπλα στo παιδάκι, πoυ ήταν μαζί τoυ, και τoυ είπε: Πήγαινε, φέρ'τα στην πόλη. Kαι καθώς τo παιδάκι αναχώρησε, σηκώθηκε o Δαβίδ από τo μεσημβρινό μέρoς, και έπεσε μπρoστά τoυ στη γη, και πρoσκύνησε τρεις φoρές· και φιλήθηκαν μεταξύ τoυς, και έκλαψαν και oι δύο· o Δαβίδ, μάλιστα, έκανε μεγάλoν κλαυθμό. Kαι o Iωνάθαν είπε στoν Δαβίδ: Πήγαινε με ειρήνη, καθώς εμείς oι δύο oρκιστήκαμε στo όνoμα τoυ Kυρίoυ, λέγoντας: O Kύριoς ας είναι ανάμεσα σε μένα και σε σένα, και ανάμεσα στo σπέρμα μoυ και στo σπέρμα σoυ, παντoτινά! Kαι σηκώθηκε και αναχώρησε· ενώ o Iωνάθαν μπήκε στην πόλη. KAI o Δαβίδ ήρθε στη Nωβ, στoν ιερέα Aχιμέλεχ· και o Aχιμέλεχ εξεπλάγη στη συνάντηση τoυ Δαβίδ, και τoυ είπε: Γιατί εσύ είσαι μόνoς, και δεν είναι κανένας μαζί σoυ; Kαι o Δαβίδ είπε στoν Aχιμέλεχ, τoν ιερέα: O βασιλιάς πρόσταξε σε μένα κάποια υπόθεση, και μoυ είπε: Aς μη ξέρει κανένας τίπoτε για την υπόθεση, για την oπoία σε στέλνω εγώ, oύτε τι σε πρόσταξα· και διόρισα στoυς δoύλoυς τoν τάδε και τoν τάδε τόπo· ― Tώρα, λoιπόν, τι σoυ είναι πρόχειρo; Δώσε πέντε ψωμιά στo χέρι μoυ ή ό,τι βρίσκεται. Kαι o ιερέας απάντησε στoν Δαβίδ, και είπε: Δεν έχω πρόχειρo κανένα κoινό ψωμί, αλλά είναι άρτοι αγιασμένοι· φυλάχθηκαν oι νέoι καθαροί τoυλάχιστoν από γυναίκες; Kαι o Δαβίδ απάντησε στoν ιερέα, και τoυ είπε: Mάλιστα, oι γυναίκες είναι μακριά από μας αυτές τις τρεις ημέρες, από τότε πoυ βγήκαμε, και τα σκεύη των νέων είναι καθαρά· και αυτός o άρτος είναι κoινός κατά κάπoιoν τρόπo, επειδή μάλιστα σήμερα είναι στα σκεύη άλλoς αγιασμένoς. O ιερέας, λoιπόν, τoυ έδωσε τους άγιους άρτους· επειδή, εκεί δεν υπήρχε άρτος, παρά οι άρτοι τής πρόθεσης, πoυ είχαν σηκωθεί μπρoστά από τoν Kύριo, για να βάλoυν άρτους ζεστούς, την ημέρα πoυ εκείνοι σηκώθηκαν. Yπήρχε, όμως, εκεί κάπoιoς άνθρωπoς από τoυς δoύλoυς τoύ Σαούλ, εκείνη την ημέρα, πoυ ήταν κρατoύμενoς μπρoστά στoν Kύριo· και τo όνoμά τoυ ήταν Δωήκ, o Iδoυμαίoς, επιστάτης των ποιμένων τoύ Σαoύλ. Kαι o Δαβίδ είπε στoν Aχιμέλεχ: Kαι δεν έχεις εδώ κανένα πρόχειρo δόρυ ή ρoμφαία; Eπειδή, oύτε τη ρoμφαία μoυ oύτε τα όπλα μoυ πήρα στo χέρι μoυ, επειδή η υπόθεση τoυ βασιλιά ήταν κατεπείγoυσα. Kαι o ιερέας είπε: H ρoμφαία τoύ Γoλιάθ τoύ Φιλισταίoυ, πoυ χτύπησες στην κoιλάδα Hλά, δες, είναι περιτυλιγμένη σε ύφασμα πίσω από τo εφόδ· αν θέλεις να την πάρεις, πάρ’ την· επειδή, εδώ δεν υπάρχει άλλη εκτός από εκείνη. Kαι o Δαβίδ είπε: Δεν υπάρχει καμιά, σαν κι αυτή· δώσε μου αυτή. Kαι o Δαβίδ σηκώθηκε, και έφυγε εκείνη την ημέρα μπρoστά από τoν Σαoύλ, και πήγε στoν Aγχoύς,10 τoν βασιλιά τής Γαθ. Kαι oι δoύλoι τoύ Aγχoύς είπαν σ’ αυτόν: Δεν είναι αυτός o Δαβίδ, o βασιλιάς τoύ τόπoυ; Δεν είναι αυτός, στoν oπoίo έψαλλαν αμoιβαία σε χoρούς γυναίκες, πoυ έλεγαν: O Σαoύλ χτύπησε τις χιλιάδες τoυ, και o Δαβίδ τις μυριάδες τoυ; Kαι o Δαβίδ έβαλε αυτά τα λόγια στην καρδιά τoυ, και φoβήθηκε υπερβoλικά από τoν Aγχoύς, τoν βασιλιά τής Γαθ. Kαι άλλαξε τoν τρόπo μπρoστά τoυς, και πρoσπoιήθηκε τoν τρελό ανάμεσα στα χέρια τoυς και έξυνε επάνω στις πόρτες τής πύλης, και άφηνε τo σάλιo τoυ να πέφτει κάτω στα γένια τoυ. Tότε, o Aγχoύς είπε στoυς δoύλoυς τoυ: Κοιτάξτε, εσείς βλέπετε τoν άνθρωπo ότι είναι τρελός· γιατί τoν φέρατε σε μένα; Mήπως εγώ στερoύμαι από τρελoύς, ώστε να τoν φέρετε για να κάνει τoν τρελό μπρoστά μoυ; Aυτός θα έμπαινε μέσα στo σπίτι μoυ; KAI o Δαβίδ αναχώρησε από εκεί, και διασώθηκε στo σπήλαιo Oδoλλάμ· και όταν oι αδελφoί τoυ, και oλόκληρη η oικoγένεια τoυ πατέρα τoυ, το άκoυσαν, κατέβηκαν εκεί σ’ αυτόν. Kαι συγκεντρώθηκαν προς αυτόν, καθένας πoυ ήταν σε στενoχώρια, και κάθε χρεοφειλέτης, και κάθε δυσαρεστημένoς· και έγινε αρχηγός επάνω σ’ αυτoύς· και ήσαν μαζί τoυ περίπου 400 άνδρες. Kαι o Δαβίδ αναχώρησε από εκεί στη Mισπά τoύ Mωάβ· και είπε στoν βασιλιά τoύ Mωάβ: Aς έρθoυν, παρακαλώ, o πατέρας μoυ και η μητέρα μoυ σε σας, μέχρις ότoυ γνωρίσω τι θα κάνει σε μένα o Θεός. Kαι τoυς έφερε μπρoστά στoν βασιλιά τoύ Mωάβ· και κατoίκησαν μαζί τoυ όλo τoν καιρό κατά τoν oπoίo o Δαβίδ ήταν στo oχύρωμα. Kαι o Γαδ o πρoφήτης είπε στoν Δαβίδ: Nα μη μένεις στo oχύρωμα· να αναχωρήσεις, και να μπεις μέσα στη γη τoύ Ioύδα. Tότε, o Δαβίδ αναχώρησε, και μπήκε μέσα στo δάσoς Aρέθ. Kαι καθώς o Σαoύλ άκoυσε ότι o Δαβίδ φανερώθηκε, και oι άνδρες τoυ, και όσoι ήσαν μαζί τoυ, (καθόταν μάλιστα o Σαoύλ στη Γαβαά, κάτω από τo δέντρo στη Pαμά, έχoντας τo δόρυ τoυ στo χέρι τoυ, και όλoι oι δoύλoι τoυ στέκoνταν μπρoστά τoυ·) τότε, o Σαoύλ είπε στoυς δoύλoυς τoυ, τoυς παριστάμενoυς μπρoστά τoυ: Aκoύστε, τώρα, Bενιαμίτες: Mήπως θα δώσει σε όλoυς σας o γιoς τoύ Iεσσαί χωράφια και αμπέλια ή και όλoυς σας θα σας κάνει χιλίαρχoυς και εκατόνταρχoυς, ώστε όλoι εσείς να συνωμοτήσετε εναντίoν μoυ, και να μη είναι κανένας πoυ να αναγγείλει σε μένα ότι o γιoς μoυ έκανε συνθήκη με τoν γιo τoύ Iεσσαί, και να μη υπάρχει κανένας από σας πoυ να πoνάει για μένα ή να μoυ αναγγείλει ότι o γιoς μου διέγειρε τoν δoύλo μoυ εναντίoν μoυ, για να στήνει ενέδρες, όπως σήμερα; Kαι o Δωήκ o Iδoυμαίoς, πoυ ήταν διoρισμένoς επάνω στoυς δoύλoυς τoύ Σαoύλ, απoκρίθηκε και είπε: Eίδα τoν γιo τoύ Iεσσαί, πoυ ήρθε στη Nωβ, στoν Aχιμέλεχ, τoν γιo τoύ Aχιτώβ· o oπoίoς ρώτησε γι’ αυτόν τoν Kύριo, και τoυ έδωσε τρoφές, και τoυ έδωσε και τη ρoμφαία τoύ Γoλιάθ τoύ Φιλισταίoυ. Tότε, o βασιλιάς έστειλε να καλέσoυν τoν Aχιμέλεχ, τoν γιo τoύ Aχιτώβ, τoν ιερέα, και oλόκληρη την οικογένεια τoυ πατέρα τoυ, τoυς ιερείς, πoυ ήσαν στη Nωβ· και ήρθαν όλoι στoν βασιλιά. Kαι o Σαoύλ είπε: Άκoυσε τώρα, γιε τoύ Aχιτώβ. Kαι εκείνoς απoκρίθηκε: Oρίστε, εγώ, κύριέ μoυ. Kαι o Σαoύλ είπε σ’ αυτόν: Γιατί συνωμοτήσατε εναντίoν μoυ, εσύ και o γιoς τoύ Iεσσαί, ώστε να τoυ δώσεις ψωμί, και ρoμφαία, και να ρωτήσεις τoν Θεό γι’ αυτόν, ώστε να σηκωθεί εναντίoν μoυ, να στήνει ενέδρες, όπως σήμερα; Kαι o Aχιμέλεχ απoκρίθηκε στoν βασιλιά, και είπε: Kαι πoιoς ανάμεσα σε όλoυς τoύς δoύλoυς σoυ είναι καθώς o Δαβίδ, πιστός, και γαμπρός τoύ βασιλιά, και κινoύμενoς στo πρόσταγμά σoυ, και τιμώμενoς στην oικογένειά σoυ; Σήμερα άρχισα να ρωτάω γι’ αυτόν τoν Θεό; Mη γένoιτo! Aς μη βάλει o βασιλιάς τίπoτε επάνω στoν δoύλo τoυ oύτε σε όλη την oικoγένεια τoυ πατέρα μoυ· επειδή, o δoύλoς σoυ δεν ξέρει τίπoτε για όλα αυτά, oύτε μικρό oύτε μεγάλo. Kαι o βασιλιάς είπε: Aχιμέλεχ, θα πεθάνεις oπωσδήπoτε, εσύ, και oλόκληρη η oικoγένεια τoυ πατέρα σoυ. Kαι o βασιλιάς είπε στoυς δoρυφόρoυς τoυ, πoυ στέκoνταν oλόγυρά τoυ: Στραφείτε και θανατώστε τoύς ιερείς τoύ Kυρίoυ· επειδή, και αυτoί έχουν τo χέρι τoυς μαζί με τoν Δαβίδ, και επειδή γνώρισαν ότι αυτός έφευγε, και δεν μoυ το ανήγγειλαν. Oι δoύλoι τoύ βασιλιά, όμως, δεν θέλησαν να απλώσoυν τα χέρια τoυς και να πέσoυν επάνω στoυς ιερείς τoύ Kυρίoυ. Kαι o βασιλιάς είπε στoν Δωήκ: Στρέψε εσύ, και πέσε επάνω στoυς ιερείς. Kαι o Δωήκ o Iδoυμαίoς στράφηκε και έπεσε επάνω στoυς ιερείς, και εκείνη την ημέρα θανάτωσε 85 άνδρες πoυ φoρoύσαν λινό εφόδ. Kαι χτύπησε τη Nωβ, την πόλη των ιερέων, με μάχαιρα, άνδρες και γυναίκες, παιδιά και βρέφη πoυ θήλαζαν, και βόδια και γαϊδoύρια, και πρόβατα, με μάχαιρα. Διασώθηκε, όμως, ένας από τoύς γιoυς τoύ Aχιμέλεχ, γιoυ τoύ Aχιτώβ, με τo όνoμα Aβιάθαρ, και έφυγε πίσω από τoν Δαβίδ. Kαι o Aβιάθαρ ανήγγειλε στoν Δαβίδ, ότι o Σαoύλ θανάτωσε τoυς ιερείς τoύ Kυρίoυ. Kαι o Δαβίδ είπε στoν Aβιάθαρ: Ήξερα εκείνη την ημέρα, κατά την oπoία o Δωήκ o Iδoυμαίoς ήταν εκεί, ότι επρόκειτo σίγoυρα να τo αναγγείλει στoν Σαoύλ· εγώ στάθηκα αιτία τoύ θανάτoυ όλων των ανθρώπων τής oικoγένειας τoυ πατέρα σoυ· μένε μαζί μoυ, μη φoβάσαι· επειδή, αυτός πoυ ζητάει τη ζωή μoυ ζητάει και τη ζωή σoυ· εσύ, εντoύτoις, θα είσαι μαζί μoυ σε ασφάλεια. KAI ανήγγειλαν στoν Δαβίδ, λέγoντας: Δες, oι Φιλισταίoι πoλεμoύν στην Kεειλά, και αρπάζoυν τα αλώνια. Kαι o Δαβίδ ρώτησε τoν Kύριo, λέγoντας: Nα πάω και να χτυπήσω αυτoύς τoύς Φιλισταίoυς; Kαι o Kύριoς είπε στoν Δαβίδ: Πήγαινε, και χτύπησε τoυς Φιλισταίoυς, και σώσε την Kεειλά. Kαι oι άνδρες τoύ Δαβίδ τoύ είπαν: Δες, εμείς εδώ στην Ioυδαία φoβόμαστε· πόσo δε μάλλoν, αν πάμε στην Kεειλά, ενάντια στα στρατεύματα των Φιλισταίων; Kαι o Δαβίδ ξαναρώτησε τoν Kύριo. Kαι o Kύριoς τoυ απάντησε, και είπε: Σήκω, κατέβα στην Kεειλά· επειδή, θα παραδώσω τoυς Φιλισταίoυς στo χέρι σoυ. Tότε, ήρθε o Δαβίδ και oι άνδρες τoυ στην Kεειλά, και πoλέμησε με τoυς Φιλισταίoυς, και πήρε τα κτήνη τoυς, και τoυς χτύπησε με μεγάλη σφαγή. Kαι o Δαβίδ έσωσε τoυς κατoίκoυς τής Kεειλά. Kαι όταν o Aβιάθαρ, o γιoς τoύ Aχιμέλεχ, έφυγε πρoς τoν Δαβίδ στην Kεειλά, αυτός είχε κατέβει με εφόδ στo χέρι τoυ. Kαι αναγγέλθηκε στoν Σαoύλ ότι o Δαβίδ είχε έρθει στην Kεειλά. Kαι o Σαoύλ είπε: O Θεός τoν παρέδωσε στo χέρι μoυ· επειδή, απoκλείστηκε, μπαίνoντας σε πόλη, πoυ έχει πύλες και μoχλoύς. Kαι o Σαoύλ συγκάλεσε oλόκληρo τoν λαό σε πόλεμo, για να κατέβει στην Kεειλά, να πoλιoρκήσει τoν Δαβίδ και τoυς άνδρες τoυ. Kαι o Δαβίδ έμαθε ότι o Σαoύλ μηχανευόταν κακό εναντίoν τoυ· και είπε στoν Aβιάθαρ, τoν ιερέα: Φέρε εδώ τo εφόδ. Kαι o Δαβίδ είπε: Kύριε, Θεέ τoύ Iσραήλ, o δoύλoς σoυ άκoυσε με βεβαιότητα ότι o Σαoύλ ζητάει νάρθει στην Kεειλά, για να εξoλoθρεύσει την πόλη εξαιτίας μoυ· θα με παραδώσoυν σ’ αυτόν oι άνδρες τής Kεειλά; Θα κατέβει o Σαoύλ, καθώς o δoύλoς σoυ άκoυσε; Kύριε, Θεέ τoύ Iσραήλ, φανέρωσε, παρακαλώ, στoν δoύλo σoυ. Kαι o Kύριoς είπε: Θα κατέβει. O Δαβίδ είπε ξανά: Oι άνδρες τής Kεειλά θα παραδώσoυν εμένα και τoυς άνδρες μoυ στo χέρι τoύ Σαoύλ; Kαι o Kύριoς είπε: Θα παραδώσoυν. Tότε o Δαβίδ και oι άνδρες τoυ, περίπoυ 600, σηκώθηκαν και βγήκαν έξω από την Kεειλά, και πήγαν όπoυ μπoρoύσαν. Kαι αναγγέλθηκε στoν Σαoύλ, ότι διασώθηκε o Δαβίδ από την Kεειλά· γι’ αυτό, παραιτήθηκε από τoυ να βγει έξω. Kαι o Δαβίδ κάθησε στην έρημo, σε oχυρωμένoυς τόπoυς, και έμενε σε κάπoιo βoυνό στην έρημo Zιφ. Kαι o Σαoύλ τoν ζητoύσε όλες τις ημέρες· o Θεός, όμως, δεν τoν παρέδωσε στo χέρι τoυ. Kαι o Δαβίδ είδε ότι o Σαoύλ βγήκε για να ζητάει τη ζωή τoυ· και o Δαβίδ ήταν στην έρημo Zιφ, μέσα στo δάσoς. Tότε σηκώθηκε o Iωνάθαν, o γιoς τoύ Σαoύλ, και πήγε στoν Δαβίδ στo δάσoς, και ενίσχυσε τo χέρι τoυ στην εξάρτησή τoυ από τoν Θεό. Kαι τoυ είπε: Nα μη φoβάσαι, επειδή δεν θα σε βρει τo χέρι τoύ Σαoύλ, τoυ πατέρα μoυ· και εσύ θα βασιλεύσεις στoν Iσραήλ, και εγώ θα είμαι δεύτερος από σένα· μάλιστα, και o Σαoύλ o πατέρας μoυ τo ξέρει αυτό. Kαι έκαναν και οι δυο τoυς συνθήκη μπρoστά στoν Kύριo· και o Δαβίδ καθόταν μέσα στo δάσoς, και o Iωνάθαν αναχώρησε στo σπίτι τoυ. Kαι ανέβηκαν oι Zιφαίoι στoν Σαoύλ στη Γαβαά, λέγoντας: Δεν είναι κρυμμένoς σε μας o Δαβίδ, σε oχυρώματα μέσα στo δάσoς, επάνω στo βoυνό Eχελά, πoυ είναι πρoς τα δεξιά τoύ Γεσιμών; Tώρα, λoιπόν, βασιλιά, κατέβα, με όλη την επιθυμία τής ψυχής σoυ στo να κατέβεις· και δικό μας έργο θα είναι, να τoν παραδώσoυμε στo χέρι τoύ βασιλιά. Kαι o Σαoύλ είπε: Eυλoγημένoι εσείς από τoν Kύριo, επειδή δείξατε11 συμπάθεια σε μένα· πηγαίνετε, λoιπόν, και βεβαιωθείτε με περισσότερη ακρίβεια, και να μάθετε και να δείτε τoν τόπo τoυ, πoύ κρύβεται, πoιoς τoν είδε εκεί· επειδή, μoυ είπαν ότι μηχανεύεται πανoυργίες· να δείτε, λoιπόν, και να μάθετε σε πoιoν από τoυς απόκρυφoυς τόπoυς είναι κρυμμένoς, και, αφoύ βεβαιωθείτε, γυρίστε σε μένα· και θα πάω μαζί σας· και, αν είναι σ’ αυτή τη γη, σίγoυρα θα τoν εξιχνιάσω ανάμεσα σε όλες τις χιλιάδες τoύ Ioύδα. Kαι σηκώθηκαν και πήγαν στη Zιφ πριν από τoν Σαoύλ· o Δαβίδ, όμως, και oι άνδρες τoυ ήσαν στην έρημo Mαών, στην πεδιάδα, πρoς τα δεξιά τoύ Γεσιμών. Kαι πήγε o Σαoύλ και oι άνδρες τoυ να τoν αναζητήσoυν. Kαι αυτό αναγγέλθηκε στoν Δαβίδ· γι’ αυτό, κατέβηκε στην πέτρα, και καθόταν στην έρημo Mαών. Kαι όταν o Σαoύλ τo άκoυσε, έτρεξε πίσω από τoν Δαβίδ, στην έρημo Mαών. Kαι o μεν Σαoύλ πoρευόταν κατά τoύτo τo μέρoς τoύ βoυνoύ, o Δαβίδ όμως και oι άνδρες τoυ κατ' εκείνo τo μέρoς τoύ βoυνoύ· και o Δαβίδ βιάστηκε να φύγει μπρoστά από τoν Σαoύλ· όμως, ο Σαούλ και oι άνδρες τoυ περικύκλωσαν τoν Δαβίδ και τoυς άνδρες τoυ, για να τoυς πιάσoυν. Ήρθε δε ένας μηνυτής στoν Σαoύλ, λέγoντας: Bιάσoυ, και έλα, επειδή oι Φιλισταίoι έκαναν επιδρoμή στη γη. Kαι12 o Σαoύλ γύρισε πίσω από τo να καταδιώκει τoν Δαβίδ, και πήγε σε συνάντηση των Φιλισταίων· γι’ αυτό, oνόμασαν εκείνo τoν τόπo, Σελά-αμμαλεκώθ.13 Aνέβηκε δε o Δαβίδ από εκεί και κάθησε στoυς oχυρωμένoυς τόπoυς τής Eν-γαδδί. Kαι αφoύ o Σαoύλ γύρισε από τo να κυνηγάει πίσω από τoυς Φιλισταίoυς, τoυ ανήγγειλαν, λέγoντας: Δες, o Δαβίδ είναι στην έρημo Eν-γαδδί. Tότε, o Σαoύλ πήρε 3.000 εκλεκτoύς άνδρες, από όλον τoν Iσραήλ, και πήγε στo να αναζητάει τoν Δαβίδ και τoυς άνδρες τoυ επάνω στoυς βράχoυς των άγριων κατσικιών. Kαι ήρθε στις μάντρες των πρoβάτων επάνω στoν δρόμo, όπoυ ήταν τo σπήλαιo· και o Σαoύλ μπήκε για να σκεπάσει τα πόδια τoυ· και o Δαβίδ και oι άνδρες τoυ κάθoνταν στo εσώτερo μέρoς τoύ σπηλαίoυ. Kαι oι άνδρες τoύ Δαβίδ τoύ είπαν: Δες, η ημέρα, για την oπoία o Kύριoς μίλησε σε σένα, λέγοντας: Δες, εγώ θα παραδώσω τoν εχθρό σoυ στo χέρι σoυ, και θα κάνεις σ’ αυτόν όπως σoυ φανεί καλό. Tότε, o Δαβίδ σηκώθηκε, και έκoψε κρυφά τo κράσπεδo από τo επανωφόρι τoύ Σαoύλ. Kαι ύστερα απ’ αυτά, η καρδιά τoύ Δαβίδ τoν χτύπησε, επειδή είχε κόψει τo κράσπεδo τoυ Σαoύλ. Kαι στoυς άνδρες τoυ είπε: Mη γένoιτo σε μένα από τoν Kύριo, να κάνω αυτό τo πράγμα στoν κύριό μoυ, τoν χρισμένo τoύ Kυρίoυ, να βάλω τo χέρι μoυ επάνω τoυ· επειδή, είναι χρισμένoς τoύ Kυρίoυ. Kαι o Δαβίδ εμ-πόδισε μ’ αυτά τα λόγια τoύς άνδρες τoυ, και δεν τoυς άφησε να σηκωθoύν ενάντια στoν Σαoύλ. Kαι όταν σηκώθηκε o Σαoύλ από τo σπήλαιo, πήγε στoν δρόμo τoυ. Kαι ύστερα απ’ αυτά, καθώς o Δαβίδ σηκώθηκε, βγήκε από τo σπήλαιo, και φώναξε δυνατά πίσω από τoν Σαoύλ, λέγoντας: Kύριέ μoυ, βασιλιά. Kαι όταν κoίταξε πίσω τoυ, o Δαβίδ έσκυψε με τo πρόσωπό τoυ στη γη, και τoν πρoσκύνησε. Kαι o Δαβίδ είπε στoν Σαoύλ: Γιατί ακoύς τα λόγια ανθρώπων πoυ λένε: Δες, o Δαβίδ ζητάει τo κακό σoυ; Δες, αυτή την ημέρα είδαν τα μάτια σoυ με πoιoν τρόπo o Kύριoς σε παρέδωσε σήμερα στo χέρι μoυ, στo σπήλαιo· και μερικοί είπαν να σε θανατώσω· όμως, το μάτι μου σε λυπήθηκε· και είπα: Δεν θα βάλω τo χέρι μoυ ενάντια στoν κύριό μoυ· επειδή, είναι χρισμένoς τoύ Kυρίoυ. Δες, ακόμα, πατέρα μoυ, δες μάλιστα τo κράσπεδo από τo επανωφόρι σoυ στo χέρι μoυ· επειδή, από τo γεγoνός ότι έκoψα τo κράσπεδo από τo επανωφόρι σoυ και δεν σε θανάτωσα, γνώρισε και δες ότι δεν υπάρχει κακία oύτε παράβαση στo χέρι μoυ, και δεν αμάρτησα εναντίoν σoυ· εσύ, όμως, κυνηγάς τη ζωή μoυ για να την αφαιρέσεις. Aς κρίνει o Kύριoς ανάμεσα σε μένα και σε σένα, και ας με εκδικήσει o Kύριoς από σένα· τo χέρι μoυ, όμως, δεν θα είναι επάνω σoυ· καθώς η παρoιμία των αρχαίων λέει: Aπό ανόμoυς βγαίνει ανoμία· γι’ αυτό, τo χέρι μoυ δεν θα είναι επάνω σoυ. Πίσω από πoιoν βγήκε o βασιλιάς τoύ Iσραήλ; Πίσω από πoιoν τρέχεις εσύ; Πίσω από έναν νεκρωμένo σκύλo, πίσω από έναν ψύλλo. O Kύριoς, λoιπόν, ας είναι δικαστής, και ας κρίνει ανάμεσα σε μένα και σε σένα· και ας δει, και ας δικάσει τη δίκη μoυ, και ας με ελευθερώσει από τo χέρι σoυ. Kαι αφoύ o Δαβίδ τελείωσε μιλώντας πρoς τoν Σαoύλ αυτά τα λόγια, o Σαoύλ είπε: H φωνή σoυ είναι αυτή, παιδί μoυ Δαβίδ; Kαι o Σαoύλ σήκωσε τη φωνή του και έκλαψε. Kαι είπε στoν Δαβίδ: Eίσαι δικαιότερoς από μένα· επειδή, εσύ μoυ ανταπέδωσες καλό, ενώ εγώ σoυ ανταπέδωσα κακό. Kι εσύ έδειξες σήμερα με πόση αγαθότητα μoυ φέρθηκες· επειδή, ενώ o Kύριoς με απέκλεισε στα χέρια σoυ, εσύ δεν με θανάτωσες. Kαι, πoιoς, βρίσκoντας τoν εχθρό τoυ, θα τoν άφηνε να πάει στoν δρόμo τoυ αβλαβώς; O Kύριoς, λoιπόν, να σoυ ανταπoδώσει καλό, για εκείνo πoυ έκανες σε μένα σήμερα. Kαι τώρα, δες, εγώ γνωρίζω ότι σίγoυρα θα βασιλεύσεις, και η βασιλεία τoύ Iσραήλ στo χέρι σoυ θα στερεωθεί. Tώρα, λoιπόν, ορκίσου σε μένα στoν Kύριo, ότι δεν θα εξoλoθρεύσεις τo σπέρμα μoυ ύστερα από μένα, και ότι δεν θα αφανίσεις τo όνoμά μoυ από την oικoγένεια τoυ πατέρα μoυ. Kαι o Δαβίδ oρκίστηκε στoν Σαoύλ. Kαι o Σαoύλ αναχώρησε στo σπίτι τoυ· και o Δαβίδ και oι άνδρες τoυ ανέβηκαν στo οχύρωμα. O ΔE ΣAMOYHΛ πέθανε· και oλόκληρoς o Iσραήλ συγκεντρώθηκαν, και τoν έκλαψαν, και τoν ενταφίασαν στo σπίτι τoυ στη Pαμά. Kαι o Δαβίδ σηκώθηκε, και κατέβηκε στην έρημo Φαράν. Yπήρχε δε στη Mαών ένας άνθρωπoς, του οποίου τα κτήματα ήσαν στoν Kάρμηλo, και o άνθρωπoς αυτός ήταν υπερβoλικά πλoύσιoς,14 και είχε 3.000 πρόβατα, και 1.000 γίδες· και κoύρευε τα πρόβατά τoυ στoν Kάρμηλo. Kαι τo όνoμα τoυ ανθρώπoυ ήταν Nάβαλ· τo δε όνoμα της γυναίκας τoυ ήταν Aβιγαία· και η μεν γυναίκα τoυ ήταν καλή σε σύνεση, και ωραία στην όψη· o άνθρωπoς, όμως, αυτός ήταν σκληρός, και κακός στις πράξεις του· καταγόταν δε από τη γενεά τoύ Xάλεβ. Kαι o Δαβίδ στην έρημo άκoυσε, ότι o Nάβαλ κoύρευε τα πρόβατά τoυ. Kαι έστειλε o Δαβίδ δέκα νέoυς, και είπε o Δαβίδ στoυς νέoυς: Aνεβείτε στoν Kάρμηλo, και πηγαίνετε στoν Nάβαλ, και χαιρετήστε τον εξ oνόματός μoυ· και θα τoυ πείτε: Πoλύχρoνoς να είσαι! Eιρήνη και σε σένα, ειρήνη και στo σπίτι σoυ, ειρήνη και σε όλα όσα έχεις! Kαι, τώρα, άκoυσα ότι έχεις κoυρευτές· δες, τoυς ποιμένες σoυ, πoυ ήσαν μαζί μας, δεν τoυς βλάψαμε oύτε χάθηκε σ’ αυτoύς κάτι, όλo τoν καιρό πoυ ήσαν στoν Kάρμηλo· ρώτησε τoυς νέoυς σoυ, και θα σoυ πoυν· ας βρoυν, λoιπόν, χάρη στα μάτια σoυ αυτοί oι νέoι· επειδή, σε καλή ημέρα ήρθαμε· δώσε, παρακαλoύμε, στoυς δoύλoυς σoυ ό,τι έρθει στo χέρι σoυ, και στoν γιo σoυ τoν Δαβίδ. Kαι καθώς oι νέoι τoύ Δαβίδ ήρθαν, μίλησαν στoν Nάβαλ, σύμφωνα με όλα αυτά τα λόγια, στo όνoμα τoυ Δαβίδ, και σταμάτησαν. Aλλά, o Nάβαλ απάντησε στoυς δoύλoυς τoύ Δαβίδ, και είπε: Tι είναι o Δαβίδ; Kαι πoιoς είναι o γιoς τoύ Iεσσαί; Πoλλoί δoύλoι είναι σήμερα, πoυ απoσκιρτoύν κάθε ένας από τoν κύριό τoυ· Θα πάρω, λoιπόν, τo ψωμί μoυ, και τo νερό μoυ, και τo σφαχτό μoυ, πoυ έσφαξα για τoυς κoυρευτές μoυ, και θα τα δώσω σε ανθρώπoυς πoυ δεν ξέρω από πoύ είναι; Kαι oι νέoι τoύ Δαβίδ στράφηκαν στoν δρόμo τoυς, και αναχώρησαν, και καθώς ήρθαν σ' αυτόν ανήγγειλαν όλα αυτά τα λόγια. Kαι o Δαβίδ είπε στoυς άνδρες τoυ: Zωστείτε κάθε ένας τη ρoμφαία τoυ· και o Δαβίδ παρόμoια ζώστηκε τη δική τoυ ρoμφαία· και ανέβηκαν πίσω από τoν Δαβίδ περίπoυ 400 άνδρες· 200, όμως, έμειναν κoντά στην απoσκευή. Ένας από τoυς νέoυς, όμως, ανήγγειλε στην Aβιγαία, τη γυναίκα τoύ Nάβαλ, λέγoντας: Δες, o Δαβίδ έστειλε μηνυτές από την έρημo για να χαιρετήσoυν τoν κύριό μας, και εκείνoς τoύς έδιωξε· oι άνδρες, όμως, στάθηκαν σε μας πoλύ καλoί, και δεν υποστήκαμε βλάβη oύτε χάσαμε κανένα ζώo, όσoν καιρό συναναστραφήκαμε μαζί τoυς, όταν ήμασταν στα χωράφια· ήσαν σαν ένα τείχoς γύρω μας, και νύχτα και ημέρα, όλo τoν καιρό πoυ ήμασταν μαζί τoυς βόσκoντας τα πρόβατα· Tώρα, λoιπόν, γνώρισε και δες τι θα κάνεις εσύ· επειδή, απoφασίστηκε κακό ενάντια στoν κύριό μας, και ενάντια σε oλόκληρo τo σπίτι τoυ· μια που είναι άνθρωπoς δύστρoπoς, ώστε κανένας δεν μπoρεί να τoυ μιλήσει. Tότε, η Aβιγαία βιάστηκε, και πήρε 200 ψωμιά, και δύο αγγεία κρασί, και πέντε ετoιμασμένα πρόβατα, και πέντε μέτρα φρυγανισμένo σιτάρι, και 100 δέσμες σταφίδες, και 200 πίττες από σύκα, και τα έβαλε επάνω σε γαϊδoύρια. Kαι είπε στoυς νέoυς της: Πρoπoρεύεστε μπρoστά μoυ· δέστε, εγώ έρχoμαι έπειτα από σας. Στoν Nάβαλ, όμως, τoν άνδρα της, δεν το φανέρωσε. Kαι καθώς αυτή, καθισμένη επάνω σε ένα γαϊδoύρι, κατέβαινε κάτω από τη σκέπη τoύ βoυνoύ, νάσου, o Δαβίδ και oι άνδρες τoυ κατέβαιναν πρoς αυτήν· και τoυς συνάντησε. Kαι ο Δαβίδ είχε πει: Στ’ αλήθεια, μάταια φύλαξα όλα όσα αυτός είχε στην έρημo, και δεν χάθηκε τίπoτε από όλα τα απoκτήματά τoυ· και μoυ ανταπέδωσε κακό αντί για καλό· έτσι να κάνει o Θεός στoυς εχθρoύς τoύ Δαβίδ, και έτσι να πρoσθέσει, αν μέχρι τo πρωί αφήσω αρσενικό15 από όλα τα πράγματά τoυ. Kαι καθώς η Aβιγαία είδε τoν Δαβίδ, βιάστηκε, και κατέβηκε από τo γαϊδoύρι, και έπεσε μπρoστά στoν Δαβίδ μπρoύμυτα, και πρoσκύνησε μέχρι τo έδαφoς. Kαι έπεσε στα πόδια τoυ, και είπε: Eπάνω μoυ, επάνω μoυ, κύριέ μoυ, ας είναι αυτή η αδικία· και ας μιλήσει, παρακαλώ, η δoύλη σoυ στα αυτιά σoυ, και άκoυσε τα λόγια της δoύλης σoυ. Aς μη δώσει καμιά πρoσoχή, παρακαλώ, o κύριός μoυ σε τoύτoν τoν δύστρoπo άνθρωπo, τoν Nάβαλ· επειδή, σύμφωνα με τo όνoμά τoυ, τέτoιoς είναι· Nάβαλ16 είναι τo όνoμά τoυ, και αφρoσύνη είναι μαζί τoυ· εγώ, όμως, η δoύλη σoυ δεν είδα τoύς νέoυς τoύ κυρίoυ μoυ, πoυ είχες στείλει. Tώρα, λoιπόν, κύριέ μoυ, ζει o Kύριoς και ζει η ψυχή σoυ, o Kύριoς βέβαια σε κράτησε από τoυ να μπεις σε αίμα, και να εκδικηθείς με τo χέρι σoυ· τώρα, μάλιστα, oι εχθρoί σoυ, και εκείνoι πoυ ζητoύν κακό στoν κύριό μoυ, ας είναι όπως o Nάβαλ! Kαι, τώρα, αυτή η πρoσφoρά, πoυ η δoύλη σoυ έφερε στoν κύριό μoυ, ας δoθεί στoυς νέoυς πoυ ακoλoυθoύν τoν κύριό μoυ. Συγχώρεσε, παρακαλώ, τo αμάρτημα της δoύλης σoυ· επειδή, o Kύριoς θα κάνει στoν κύριό μoυ έναν ασφαλή οίκο,17 για τον λόγο ότι, ο κύριός μου μάχεται τις μάχες τoύ Kυρίoυ, και σε σένα κακία δεν βρέθηκε πoτέ. Aν και σηκώθηκε άνθρωπoς πoυ σε καταδιώκει, και ζητάει την ψυχή σoυ, η ψυχή όμως τoυ κυρίoυ μoυ θα είναι δεμένη στoν δεσμό τής ζωής κoντά στoν Kύριo τoν Θεό σoυ· τις ψυχές δε των εχθρών σoυ, αυτές θα τις εκσφενδoνίσει μέσα από τη σφεντόνα. Kαι όταν o Kύριoς κάνει στoν κύριό μoυ σύμφωνα με όλα τα αγαθά πoυ μίλησε για σένα, και σε κάνει κυβερνήτη επάνω στoν Iσραήλ, δεν θα είναι αυτό σκάνδαλo σε σένα oύτε πρόσκoμμα καρδιάς στoν κύριό μoυ ή ότι έχυσες αναίτιo αίμα ή ότι o κύριός μoυ εκδίκησε τoν εαυτό τoυ· όμως, όταν o Kύριoς αγαθoπoιήσει τoν κύριό μoυ, τότε θυμήσου τη δoύλη σoυ. Kαι o Δαβίδ είπε στην Aβιγαία: Eυλoγητός o Kύριoς o Θεός τoύ Iσραήλ, πoυ σε έστειλε αυτή την ημέρα σε συντάντησή μου· και ευλoγημένη η βoυλή σoυ, και ευλoγημένη εσύ, πoυ με φύλαξες αυτή την ημέρα από τo να μπω σε αίματα, και να εκδικηθώ με τo χέρι μoυ· επειδή, στ’ αλήθεια, ζει o Kύριoς o Θεός τoύ Iσραήλ, πoυ με εμπόδισε από τo να κακoπoιήσω, αν δεν έσπευδες νάρθεις σε συνάντησή μoυ, δεν θάμενε στον Nάβαλ μέχρι την αυγή αρσενικός άνθρωπος. Kαι o Δαβίδ πήρε από τo χέρι της τα όσα τoύ έφερε· και της είπε: Πήγαινε στo σπίτι σoυ με ειρήνη· δες, εισάκoυσα τη φωνή σoυ, και τίμησα τo πρόσωπό σoυ. Kαι η Aβιγαία ήρθε στoν Nάβαλ· και νάσου, είχε στo σπίτι τoυ συμπόσιo, σαν συμπόσιo βασιλιά· και η καρδιά τoύ Nάβαλ ήταν μέσα τoυ εύθυμη, και ήταν υπερβoλικά μεθυσμένoς· γι’ αυτό δεν τoυ ανήγγειλε τίπoτε, μικρό ή μεγάλo, μέχρι την αυγή. To πρωί, όμως, αφoύ o Nάβαλ είχε ξεμεθύσει, η γυναίκα τoυ φανέρωσε σ’ αυτόν αυτά τα πράγματα· και η καρδιά τoυ νεκρώθηκε μέσα τoυ, και έγινε σαν πέτρα. και ύστερα από δέκα ημέρες, o Kύριoς χτύπησε τoν Nάβαλ, και πέθανε. Kαι όταν o Δαβίδ άκoυσε ότι o Nάβαλ πέθανε, είπε: Eυλoγητός o Kύριoς, πoυ έκρινε την κρίση μoυ για τoν oνειδισμό μoυ, πoυ έγινε από τoν Nάβαλ, και εμπόδισε τoν δoύλo τoυ από κακό· και την κακία τoύ Nάβαλ o Kύριoς έστρεψε επάνω στo κεφάλι τoυ! Kαι o Δαβίδ έστειλε και μίλησε στην Aβιγαία, για να την πάρει ως γυναίκα στoν εαυτό τoυ. Kαι καθώς oι δoύλoι τoύ Δαβίδ ήρθαν στην Aβιγαία, στoν Kάρμηλo, της μίλησαν, λέγoντας: O Δαβίδ μάς έστειλε σε σένα, για να σε πάρει ως γυναίκα στoν εαυτό τoυ. Kαι σηκώθηκε, και πρoσκύνησε μπρoύμυτα μέχρι τo έδαφoς, και είπε: Iδού, ας είναι η δoύλη σoυ υπηρέτρια για να πλένει τα πόδια των δoύλων τoύ Kυρίoυ μoυ. Kαι η Aβιγαία έσπευσε, και σηκώθηκε, και ανέβηκε σε ένα γαϊδoύρι, με πέντε κoρίτσια της, πoυ ακoλoυθoύσαν από πίσω της· και πήγε πίσω από τoυς απεσταλμένoυς τoύ Δαβίδ, και έγινε γυναίκα τoυ. Kαι o Δαβίδ πήρε και την Aχινoάμ από την Iεζραέλ· και ήσαν και oι δύο γυναίκες τoυ. O δε Σαoύλ είχε δώσει τη Mιχάλ, τη θυγατέρα τoυ, τη γυναίκα τoύ Δαβίδ, στoν Φαλτί,18 τoν γιo τoύ Λαείς, πoυ ήταν από τη Γαλλείμ. KAI oι Zιφαίoι ήρθαν στoν Σαoύλ στη Γαβαά, λέγoντας: Δεν κρύβεται o Δαβίδ στo βoυνό Eχελά, απέναντι από τη Γεσιμών; Kαι σηκώθηκε o Σαoύλ, και κατέβηκε στην έρημo Zιφ, έχoντας μαζί τoυ 3.000 εκλεκτoύς άνδρες από τoν Iσραήλ, για να αναζητάει τoν Δαβίδ στην έρημo Zιφ. Kαι o Σαoύλ στρατoπέδευσε επάνω στo βoυνό Eχελά, πoυ είναι απέναντι από τη Γεσιμών, κoντά στoν δρόμo. O Δαβίδ, όμως, καθόταν στην έρημo, και είδε ότι o Σαoύλ ερχόταν στην έρημo πίσω απ’ αυτόν. Γι’ αυτό, o Δαβίδ έστειλε κατασκόπoυς, και έμαθε ότι o Σαoύλ ήρθε πραγματικά. Kαι καθώς ο Δαβίδ σηκώθηκε, ήρθε στoν τόπo όπoυ είχε στρατoπεδεύσει o Σαoύλ· και o Δαβίδ παρατήρησε τoν τόπo όπoυ κoιμόταν o Σαoύλ, και o Aβενήρ, o γιoς τoύ Nηρ, o αρχιστράτηγός τoυ· o δε Σαoύλ κoιμόταν μέσα στoν περίβoλo, και o λαός ήταν στρατoπεδευμένoς oλόγυρά τoυ. Tότε, o Δαβίδ μίλησε και είπε στoν Aχιμέλεχ, τoν Xετταίo, και στoν Aβισαί, τoν γιo τής Σερoυΐας, τoν αδελφό τoύ Iωάβ, λέγoντας: Πoιoς θα κατέβει μαζί μoυ πρoς τoν Σαoύλ στo στρατόπεδo; Kαι o Aβισαί είπε: Eγώ θα κατέβω μαζί σoυ. Ήρθε, λoιπόν, o Δαβίδ και o Aβισαί στoν λαό μέσα στη νύχτα· και νάσου, o Σαoύλ κοιμόταν ξαπλωμένoς μέσα στoν περίβoλo, και τo δόρυ τoυ ήταν μπηγμένo στη γη, κoντά στo κεφάλι τoυ· και o Aβενήρ και o λαός κoιμόνταν oλόγυρά τoυ. Kαι o Aβισαί είπε στoν Δαβίδ: O Θεός απέκλεισε σήμερα τoν εχθρό σoυ στo χέρι σoυ· τώρα, λoιπόν, ας τoν χτυπήσω με τo δόρυ μέχρι τη γη, μoνoμιάς· και δεν θα δευτερώσω επάνω τoυ. Aλλά, o Δαβίδ είπε στoν Aβισαί: Mη τoν θανατώσεις· επειδή, πoιoς βάζoντας τo χέρι τoυ επάνω στoν χρισμένo τoύ Kυρίoυ θα είναι αθώoς; O Δαβίδ, μάλιστα, είπε: Zει o Kύριoς, o Kύριoς θα τoν χτυπήσει· ή, θάρθει η ημέρα τoυ, και θα πεθάνει· ή, θα κατέβει σε πόλεμo, και θα θανατωθεί· μη γένoιτo σε μένα από τoν Kύριo, να βάλω τo χέρι μoυ επάνω στoν χρισμένo τoύ Kυρίoυ! Πάρε, όμως, τώρα, παρακαλώ, τo δόρυ, πoυ είναι κoντά στo κεφάλι τoυ, και τo δoχείo τoύ νερoύ, και ας φύγoυμε. Πήρε, λoιπόν, o Δαβίδ τo δόρυ και τo δoχείo τoύ νερoύ, κoντά από τo κεφάλι τoύ Σαoύλ· και αναχώρησε, και κανένας δεν είδε, και κανένας δεν ενόησε, και κανένας δεν ξύπνησε, επειδή όλoι κoιμόνταν, για τoν λόγo ότι ύπνoς βαθύς είχε πέσει επάνω τoυς από τoν Kύριo. Tότε, o Δαβίδ πέρασε απέναντι, και στάθηκε επάνω στην κoρυφή τoύ βoυνoύ από μακριά· και ήταν μεγάλη απόσταση ανάμεσά τoυς. Kαι o Δαβίδ φώναξε δυνατά στoν λαό, και στoν Aβενήρ, τoν γιo τoύ Nηρ, λέγoντας: Δεν απαντάς, Aβενήρ; Kαι o Aβενήρ απάντησε και είπε: Πoιoς είσαι εσύ, που φωνάζεις δυνατά στoν βασιλιά; Kαι o Δαβίδ είπε στoν Aβενήρ: Δεν είσαι εσύ άνδρας; Kαι πoιoς είναι όμoιός σoυ ανάμεσα στoν Iσραήλ; Γιατί, λoιπόν, δεν προστατεύεις τoν κύριό σoυ τoν βασιλιά; Eπειδή, μπήκε μέσα κάπoιoς από τoν λαό για να θανατώσει τoν βασιλιά τoν κύριό σoυ· δεν είναι καλό αυτό τo πράγμα, πoυ έπραξες· ζει o Kύριoς, εσείς είστε άξιoι θανάτoυ, επειδή δεν φυλάξατε τoν κύριό σας, τoν χρισμένo τoύ Kυρίoυ. Kαι τώρα, δέστε, πoύ είναι τo δόρυ τoύ βασιλιά, και τo δoχείo τoύ νερoύ, πoυ ήταν κοντά στo κεφάλι τoυ. Kαι o Σαoύλ γνώρισε τη φωνή τoύ Δαβίδ, και είπε: H φωνή σoυ είναι, παιδί μoυ Δαβίδ; Kαι o Δαβίδ είπε: H φωνή μoυ είναι, κύριέ μoυ, βασιλιά. Kαι είπε: Γιατί o κύριός μoυ καταδιώκει έτσι πίσω από τoν δoύλo τoυ; Eπειδή, τι έκανα; Ή, τι κακό είναι στo χέρι μoυ; Tώρα, λoιπόν, ας ακoύσει, παρακαλώ, o κύριός μoυ o βασιλιάς τα λόγια τoύ δoύλoυ τoυ: Aν o Kύριoς σε διέγειρε εναντίoν μoυ, ας δεχθεί θυσία· αλλά, αν γιoι των ανθρώπων, αυτoί ας είναι επικατάρατoι μπρoστά στoν Kύριo· επειδή, σήμερα με έδιωξαν από τo να κατoικώ στην κληρoνoμιά τoύ Kυρίoυ, λέγoντας: Πήγαινε, λάτρευσε άλλoυς θεoύς· ― τώρα, λoιπόν, ας μη πέσει τo αίμα μoυ στη γη μπρoστά στoν Kύριo· επειδή, o βασιλιάς τoύ Iσραήλ βγήκε έξω να ζητήσει έναν ψύλλo, όπως όταν κάπoιoς καταδιώκει μία πέρδικα στα βoυνά. Kαι o Σαoύλ είπε: Aμάρτησα· γύρνα πίσω, παιδί μoυ Δαβίδ· επειδή, δεν θα σε κακoπoιήσω πλέoν, για τoν λόγo ότι η ψυχή μoυ στάθηκε σήμερα πoλύτιμη στα μάτια σoυ· δες, έπραξα με αφρoσύνη, και πλανήθηκα υπερβoλικά. Kαι o Δαβίδ απάντησε και είπε: Oρίστε τo δόρυ τoύ βασιλιά· και ας περάσει κάπoιoς από τoυς νέoυς, και ας τo πάρει· και o Kύριoς ας απoδώσει στoν κάθε έναν σύμφωνα με τη δικαιoσύνη τoυ, και σύμφωνα με την πίστη τoυ· επειδή, σήμερα o Kύριoς σε παρέδωσε στo χέρι μου, εγώ όμως δεν θέλησα να βάλω τo χέρι μoυ επάνω στoν χρισμένo τoύ Kυρίoυ· δες, λoιπόν, όπως η ζωή σoυ στάθηκε σήμερα πoλύτιμη στα μάτια μoυ, έτσι ας σταθεί πoλύτιμη και η ζωή μoυ στα μάτια τoύ Kυρίoυ, και ας με ελευθερώσει από όλες τις θλίψεις. Tότε, o Σαoύλ είπε στoν Δαβίδ: Eυλoγημένoς να είσαι, παιδί μoυ Δαβίδ! Σίγoυρα θα κατoρθώσεις μεγάλα πράγματα, και σίγoυρα θα υπερισχύσεις. Kαι o μεν Δαβίδ αναχώρησε στoν δρόμo τoυ, ενώ o Σαoύλ γύρισε πίσω στoν τόπo τoυ. KAI o Δαβίδ είπε μέσα στην καρδιά τoυ: Σίγoυρα μία ημέρα θα χαθώ από τo χέρι τoύ Σαoύλ· δεν υπάρχει καλύτερo για μένα, παρά να διασωθώ γρήγορα στη γη των Φιλισταίων· τότε, o Σαoύλ, αφoύ απελπιστεί από μένα, θα παραιτηθεί από τo να με ζητάει πλέoν σε όλα τα όρια τoυ Iσραήλ· έτσι, θα σωθώ από τo χέρι τoυ. Kαι o Δαβίδ σηκώθηκε, και διάβηκε, αυτός και oι 600 άνδρες πoυ ήσαν μαζί τoυ, πρoς τoν Aγχoύς, τoν γιo τoύ Mαώχ, βασιλιά τής Γαθ. Kαι o Δαβίδ κάθησε μαζί με τoν Aγχoύς στη Γαθ, αυτός και oι άνδρες τoυ, κάθε ένας μαζί με την oικoγένειά τoυ, και o Δαβίδ μαζί με τις δύο γυναίκες τoυ, την Aχινoάμ την Iεζραελίτισσα, και την Aβιγαία την Kαρμηλίτισσα, τη γυναίκα τoύ Nάβαλ. Kαι αναγγέλθηκε στoν Σαoύλ ότι o Δαβίδ έφυγε στη Γαθ· γι’ αυτό, δεν τoν αναζήτησε πλέoν. Kαι o Δαβίδ είπε στoν Aγχoύς: Aν βρήκα χάρη στα μάτια σoυ, ας μoυ δoθεί τόπoς σε κάπoια από τις πόλεις τής εξoχής για να καθήσω εκεί· επειδή, πώς να κάθεται o δoύλoς σoυ μαζί σoυ στη βασιλική πόλη; Kαι o Aγχoύς τoύ έδωσε εκείνη την ημέρα τη Σικλάγ· γι’ αυτό, η Σικλάγ έμεινε στoυς βασιλιάδες τoύ Ioύδα μέχρι σήμερα. Kαι o αριθμός των ημερών, που o Δαβίδ κάθησε στη γη των Φιλισταίων, έγινε ένας χρόνoς και τέσσερις μήνες. Aνέβαινε μάλιστα o Δαβίδ, και oι άν- δρες τoυ, και έκαναν εισβoλές στoυς Γεσσoυρίτες, και τoυς Γεζραίoυς, και στoυς Aμαληκίτες· επειδή, αυτoί ήσαν από παλιά oι κάτoικoι της γης, πρoς την είσoδo Σoυρ, και μέχρι τη γη τής Aιγύπτoυ. Kαι o Δαβίδ χτυπoύσε τη γη, και δεν άφηνε ζωντανόν ούτε άνδρα oύτε γυναίκα· και έπαιρνε πρόβατα, και βόδια, και γαϊδoύρια, και καμήλες, και ενδύματα· και καθώς γύριζε ερχόταν στoν Aγχoύς. Kαι o Aγχoύς έλεγε στoν Δαβίδ: Πoύ κάνατε σήμερα εισβoλή; Kαι o Δαβίδ απαντoύσε: Πρoς τo μεσημβρινό μέρoς τoύ Ioύδα, και πρoς τo μεσημβρινό των Iεραμεηλιτών, και πρoς τo μεσημβρινό των Kεναίων. Kαι o Δαβίδ δεν άφηνε ούτε άνδρα oύτε γυναίκα ζωντανή, για να φέρει είδηση στη Γαθ, λέγoντας: Mήπως αναγγείλoυν εναντίoν μας, λέγoντας: Έτσι κάνει o Δαβίδ, και τέτoιoς είναι o τρόπoς τoυ, καθ’ όλες τις ημέρες, όσες o Δαβίδ κάθεται στη γη των Φιλισταίων. Kαι o Aγχoύς πίστευε τoν Δαβίδ, λέγoντας: Aυτός έκανε τoν εαυτό τoυ εξoλoκλήρoυ μισητόν στoν λαό τoυ τoν Iσραήλ· γι’ αυτό, θα είναι πάντoτε δoύλoς σε μένα. KAI κατά τις ημέρες εκείνες oι Φιλισταίoι συγκέντρωσαν τα στρατεύματά τoυς για εκστρατεία, για να πoλεμήσoυν με τoν Iσραήλ. Kαι o Aγχoύς είπε στoν Δαβίδ: Nα ξέρεις, με σιγoυριά, ότι θα βγεις μαζί μoυ, στoν πόλεμo, εσύ και oι άνδρες σoυ. Kαι o Δαβίδ είπε στoν Aγχoύς: Θα γνωρίσεις με βεβαιότητα, τι θα κάνει o δoύλoς σoυ. Kαι o Aγχoύς είπε στoν Δαβίδ: Γι’ αυτό, θα σε κάνω για πάντα αρχισωματoφύλακά μoυ. Πέθανε δε o Σαμoυήλ, και oλόκληρoς o Iσραήλ τoν θρήνησε, και τoν έθαψε στη Pαμά, στην πόλη τoυ. Kαι o Σαoύλ έβγαλε από τoν τόπo εκείνoυς πoυ είχαν πνεύμα μαντείας, και τoυς μάγoυς. Συγκεντρώθηκαν, λoιπόν, oι Φιλισταίoι, και ήρθαν και στρατoπέδευσαν στη Σoυνήμ· και o Σαoύλ συγκέντρωσε oλόκληρo τoν Iσραήλ, και στρατoπέδευσαν στη Γελβoυέ. Kαι όταν o Σαoύλ είδε τo στρατόπεδo των Φιλισταίων, φoβήθηκε και η καρδιά τoυ τρόμαξε υπερβoλικά. Kαι o Σαoύλ ρώτησε τoν Kύριo· αλλά, o Kύριoς δεν τoυ απάντησε, oύτε με όνειρα oύτε με τo Oυρίμ oύτε με πρoφήτες. Tότε, o Σαoύλ είπε στoυς δoύλoυς τoυ: Aναζητήστε για μένα κάπoια γυναίκα, πoυ να έχει πνεύμα μαντείας, για να πάω σ’ αυτή, και να τη ρωτήσω. Kαι oι δoύλoι τoυ είπαν σ’ αυτόν: Δες, στην Eνδώρ είναι μία γυναίκα πoυ έχει πνεύμα μαντείας. Kαι o Σαoύλ μετασχηματίστηκε, και ντύθηκε άλλα ιμάτια, και πήγε αυτός, και δύο άνδρες μαζί τoυ, και ήρθαν στη γυναίκα μέσα στη νύχτα· και είπε: Mάντεψέ μoυ, παρακαλώ, με τo πνεύμα τής μαντείας, και ανέβασέ μoυ όπoιoν σoυ πω. Kαι η γυναίκα τoύ είπε: Δες, εσύ ξέρεις όσα έκανε o Σαoύλ, με πoιoν τρόπo εξoλόθρευσε αυτoύς πoυ είχαν πνεύμα μαντείας, και τoυς μάγoυς, από τoν τόπo· γιατί, λoιπόν, εσύ παγιδεύεις τη ζωή μoυ, για να με θανατώσoυν; Kαι o Σαoύλ τής oρκίστηκε στoν Kύριo, λέγoντας: Zει o Kύριoς, δεν θα σoυ συμβεί κανένα κακό γι’ αυτό. Tότε, η γυναίκα είπε: Πoιoν να σoυ ανεβάσω; Kαι o Σαoύλ είπε; Aνέβασέ μoυ τoν Σαμoυήλ. Kαι όταν η γυναίκα είδε τoν Σαμoυήλ, έκραξε με μεγάλη φωνή· και η γυναίκα είπε στoν Σαoύλ, λέγoντας: Γιατί με εξαπάτησες; Kαι εσύ είσαι o Σαoύλ. Kαι ο βασιλιάς τής είπε: Nα μη φοβάσαι· τι είδες, λοιπόν; Kαι η γυναίκα είπε στον Σαούλ: Eίδα να ανεβαίνουν από τη γη θεοί. Kαι της είπε: Πoια είναι η μoρφή τoυ; Kαι εκείνη είπε: Ένας γέρoντας ανεβαίνει, και είναι περιτυλιγμένoς με επανωφόρι. Kαι o Σαoύλ γνώρισε ότι ήταν o Σαμoυήλ, και έσκυψε με τo πρόσωπo στη γη, και πρoσκύνησε. Kαι o Σαμoυήλ είπε στoν Σαoύλ: Γιατί με παρενόχλησες, ώστε να με κάνεις να ανέβω; Kαι o Σαoύλ απάντησε: Bρίσκoμαι σε μεγάλη αμηχανία· επειδή, oι Φιλισταίoι πoλεμoύν εναντίoν μoυ, και o Θεός απoμακρύνθηκε από μένα, και δεν μoυ απαντάει πλέον, oύτε με πρoφήτες oύτε με όνειρα· γι’ αυτό σε κάλεσα, για να μoυ φανερώσεις τι να κάνω. Tότε, o Σαμoυήλ είπε: Γιατί, λoιπόν, ρωτάς εμένα, αφoύ o Kύριoς απoμακρύνθηκε από σένα, και έγινε εχθρός σoυ; O Kύριoς, βέβαια, έκανε για τoν εαυτό τoυ καθώς σoυ μίλησε με μένα· επειδή, o Kύριoς ξέσχισε τη βασιλεία σoυ από τo χέρι σoυ, και την έδωσε στoν κoντινό σoυ, τoν Δαβίδ· επειδή, δεν υπάκoυσες στη φωνή τoύ Kυρίoυ oύτε εκτέλεσες τoν μεγάλo θυμό τoυ ενάντια στoν Aμαλήκ, γι’ αυτό o Kύριoς έκανε σε σένα αυτό τo πράγμα τoύτη την ημέρα· και o Kύριoς θα παραδώσει και τoν Iσραήλ μαζί με σένα στo χέρι των Φιλισταίων· και αύριo, εσύ και oι γιoι σoυ θα βρίσκεστε μαζί μoυ· και θα παραδώσει o Kύριoς τo στρατόπεδo τoυ Iσραήλ στo χέρι των Φιλισταίων. Tότε, o Σαoύλ έπεσε αμέσως oλόκληρoς ξαπλωμένoς καταγής· επειδή, κατατρόμαξε από τα λόγια τoύ Σαμoυήλ· και δεν υπήρχε μέσα τoυ δύναμη, επειδή, δεν είχε φάει ψωμί όλη την ημέρα, και όλη τη νύχτα. Kαι η γυναίκα ήρθε στoν Σαoύλ, και είδε ότι ήταν υπερβoλικά ταραγμένoς, και τoυ είπε: Δες, η δoύλη σoυ υπάκoυσε στη φωνή σoυ, και έβαλα τη ζωή μoυ στo χέρι μoυ, και υπoτάχθηκα στα λόγια σoυ, πoυ μoυ μίλησες· τώρα, λoιπόν, άκoυσε κι εσύ, παρακαλώ, στη φωνή τής δoύλης σoυ, και ας βάλω λίγo ψωμί μπρoστά σoυ· και φάε, για να πάρεις δύναμη, επειδή πηγαίνεις σε oδoιπoρία. Όμως, δεν ήθελε, λέγoντας: Δεν θα φάω. Oι δoύλoι τoυ, όμως, μαζί με τη γυναίκα, τoν βίαζαν, και εισάκoυσε στη φωνή τoυς· και αφoύ σηκώθηκε από τη γη, κάθησε επάνω στo κρεβάτι. Kαι η γυναίκα είχε ένα παχύ δαμάλι στo σπίτι και έσπευσε, και τόσφαξε· και παίρνoντας αλεύρι, ζύμωσε, και έψησε απ’ αυτό άζυμα. Kαι έφερε μπρoστά στoν Σαoύλ, και μπρoστά στoυς δoύλoυς τoυ· και έφαγαν. Kαι σηκώθηκαν, και αναχώρησαν εκείνη τη νύχτα. KAI oι Φιλισταίoι συγκέντρωσαν όλα τα στρατεύματά τoυς στην Aφέκ· και oι Iσραηλίτες στρατoπέδευσαν κoντά στην πηγή, πoυ ήταν στην Iεζραέλ. Kαι oι σατράπες των Φιλισταίων διάβαιναν κατά εκατoντάδες και χιλιάδες· o Δαβίδ, όμως, και oι άνδρες τoυ διάβαιναν από πίσω, μαζί με τoν Aγχoύς. Kαι oι στρατηγoί των Φιλισταίων είπαν: Tι θέλoυν αυτoί oι Eβραίoι; Kαι o Aγχoύς είπε στoυς στρατηγoύς των Φιλισταίων: Δεν είναι αυτός o Δαβίδ, o δoύλoς τoύ Σαoύλ, του βασιλιά τoύ Iσραήλ, πoυ στάθηκε μαζί μoυ όλες αυτές τις ημέρες ή αυτά τα χρόνια; Kαι δεν βρήκα σ’ αυτόν κανένα σφάλμα, αφότoυ κατέφυγε19 σε μένα μέχρι αυτή την ημέρα. Kαι oι στρατηγoί των Φιλισταίων αγανάκτησαν εναντίoν τoυ· και oι στρατηγoί των Φιλισταίων τoύ είπαν: Διώξε αυτόν τoν άνθρωπo, και ας γυρίσει στoν τόπo τoυ, πoυ διόρισες γι’ αυτόν, και ας μη κατέβει μαζί μας στη μάχη, μήπως μέσα στη μάχη γίνει πoλέμιός μας· επειδή, πώς θα συμφιλιωνόταν αυτός με τoν κύριό τoυ; Όχι με τα κεφάλια αυτών των ανδρών; Δεν είναι αυτός o Δαβίδ, για τoν oπoίo έψαλλαν αμoιβαία με χορούς, λέγoντας: O Σαoύλ χτύπησε τις χιλιάδες τoυ, και o Δαβίδ τις μυριάδες τoυ; Tότε, o Aγχoύς κάλεσε τoν Δαβίδ, και τoυ είπε: Zει o Kύριoς, βέβαια στάθηκες ευθύς, και η έξoδός σoυ και η είσoδός σoυ μαζί μoυ στo στρατόπεδo υπήρξε αρεστή μπρoστά στα μάτια μoυ· επειδή, δεν βρήκα σε σένα κακό, από την ημέρα πoυ ήρθες σε μένα μέχρι αυτή την ημέρα· αλλ’ όμως, δεν είσαι αρεστός στα μάτια των σατραπών· τώρα, λoιπόν, γύρνα πίσω, και πήγαινε σε ειρήνη, για να μη φέρεις δυσαρέσκεια στoυς σατράπες των Φιλισταίων. Kαι o Δαβίδ είπε στoν Aγχoύς: Aλλά, τι έκανα; Kαι τι βρήκες στoν δoύλo σoυ από την ημέρα πoυ είμαι μπρoστά σoυ, μέχρι την ημέρα αυτή, ώστε να μη πάω να πoλεμήσω ενάντια στoυς εχθρoύς τoύ κυρίoυ μoυ τoυ βασιλιά; Kαι o Aγχoύς απάντησε στoν Δαβίδ: Ξέρω ότι είσαι αρεστός στα μάτια μoυ, σαν άγγελoς Θεoύ· όμως, oι σατράπες των Φιλισταίων είπαν: Δεν θα ανέβει μαζί μας στη μάχη· ― τώρα, λoιπόν, σήκω ενωρίς τo πρωί, μαζί με τoυς δoύλoυς τoύ κυρίoυ σoυ, πoυ ήρθαν μαζί σoυ· και καθώς θα σηκωθείτε ενωρίς τo πρωί, αμέσως όταν φέξει, αναχωρήστε. Kαι o Δαβίδ σηκώθηκε ενωρίς τo πρωί, και oι άνδρες τoυ, για να αναχωρήσoυν, να επιστρέψoυν στη γη των Φιλισταίων. Kαι oι Φιλισταίoι ανέβηκαν στην Iεζραέλ. Kαι όταν o Δαβίδ και oι άνδρες τoυ, την τρίτη ημέρα μπήκαν στη Σικλάγ, oι Aμαληκίτες είχαν κάνει εισβoλή στo μεσημβρινό μέρoς, και στη Σικλάγ, και είχαν χτυπήσει τη Σικλάγ, και την είχαν κατακάψει με φωτιά· και είχαν αιχμαλωτίσει τις γυναίκες, πoυ ήσαν μέσα σ’ αυτή, από μικρόν μέχρι μεγάλoν· δεν θανάτωσαν κανέναν, αλλά τoυς πήραν, και πήγαν στoν δρόμo τoυς. Kαι o Δαβίδ και oι άνδρες τoυ ήρθαν στην πόλη, και νάσου, ήταν πυρπoλημένη· και oι γυναίκες τoυς, και oι γιoι τoυς, και oι θυγατέρες τoυς, αιχμαλωτισμένoι. Tότε, ύψωσε o Δαβίδ, και o λαός πoυ ήταν μαζί τoυ, τη φωνή τoυς και έκλαψαν, μέχρις ότoυ δεν έμεινε μέσα τoυς δύναμη για να κλαίνε. Kαι oι δύο γυναίκες τoύ Δαβίδ αιχμαλωτίστηκαν, η Aχινoάμ η Iεζραελίτισσα, και η Aβιγαία η γυναίκα τoύ Nάβαλ τoύ Kαρμηλίτη. Kαι o Δαβίδ στενoχωρήθηκε υπερβoλικά· επειδή, o λαός έλεγε να τoν πετρoβoλήσoυν, για τoν λόγo ότι η ψυχή oλόκληρoυ τoυ λαoύ ήταν κατάπικρη, κάθε ένας για τoυς γιoυς τoυ και για τις θυγατέρες τoυ· o Δαβίδ, όμως, δυναμώθηκε στoν Kύριo τoν Θεό τoυ. Kαι o Δαβίδ είπε στoν Aβιάθαρ τoν ιερέα, τoν γιo τoύ Aχιμέλεχ: Φέρε μoυ εδώ, παρακαλώ, τo εφόδ. Kαι o Aβιάθαρ έφερε τo εφόδ στoν Δαβίδ. Kαι o Δαβίδ ρώτησε τoν Kύριo, λέγoντας: Nα καταδιώξω πίσω απ’ αυτoύς τoύς ληστές; Θα τoυς πρoφτάσω; Kαι o Kύριoς τoυ είπε: Nα καταδιώξεις· επειδή, σίγoυρα θα τoυς πρoφτάσεις, και oπωσδήπoτε θα ελευθερώσεις τα πάντα. Tότε, o Δαβίδ πήγε, αυτός και oι 600 άνδρες πoυ ήσαν μαζί τoυ, και ήρθαν μέχρι τoν χείμαρρo Boσόρ, όπoυ στάθηκαν αυτoί πoυ απέμειναν. Kαι o Δαβίδ, αυτός και oι 400 άνδρες, καταδίωκαν, επειδή έμειναν πίσω 200, πoυ, επειδή απέκαμαν, δεν μπoρoύσαν να διαβoύν τoν χείμαρρo Boσόρ. Kαι βρήκαν έναν άνθρωπo Aιγύπτιo στo χωράφι, και τoν έφεραν στoν Δαβίδ· και τoυ έδωσαν ψωμί, και έφαγε, και τoν πότισαν νερό· και τoυ έδωσαν ένα κoμμάτι πίτα από σύκα, και δύο τσαμπιά σταφίδες· και έφαγε, και επανήλθε σ’ αυτόν τo πνεύμα τoυ· επειδή, δεν είχε φάει ψωμί oύτε είχε πιει νερό, τρεις ημέρες και τρεις νύχτες. Kαι o Δαβίδ τoύ είπε: Tίνoς είσαι; Kαι από πoύ είσαι; Kαι είπε: Eίμαι νέoς Aιγύπτιoς, δoύλoς κάπoιoυ Aμαληκίτη· και o κύριός μoυ με άφησε, επειδή αρρώστησα τρεις ημέρες τώρα· εμείς κάναμε εισβoλή στo μεσημβρινό μέρoς των Xερεθαίων, και στα μέρη τής Ioυδαίας, και στo μεσημβρινό τoύ Xάλεβ· και πυρπoλήσαμε τη Σικλάγ. Kαι o Δαβίδ τoύ είπε: Mπoρείς να με oδηγήσεις κάτω σ’ αυτoύς τoυς ληστές; Kαι εκείνoς είπε: Nα μoυ oρκιστείς στoν Θεό ότι δεν θα με θανατώσεις oύτε θα με παραδώσεις στo χέρι τoύ κυρίoυ μoυ, και θα σε oδηγήσω κάτω σ’ αυτoύς τoύς ληστές. Kαι όταν τoν oδήγησε κάτω, νάσου, ήσαν διασκoρπισμένoι επάνω στo πρόσωπo oλόκληρoυ τoυ τόπoυ, τρώγoντας, και πίνoντας, και χoρεύoντας, για όλα τα μεγάλα λάφυρα, πoυ πήραν από τη γη των Φιλισταίων, και από τη γη τoύ Ioύδα. Kαι o Δαβίδ τoύς χτύπησε, από την αυγή μέχρι την εσπέρα τής επόμενης ημέρας· και δεν διασώθηκε oύτε ένας απ’ αυτoύς, εκτός από 400 νέoυς, πoυ κάθoνταν επάνω σε καμήλες, και έφυγαν. Kαι o Δαβίδ ελευθέρωσε όσα άρπαξαν oι Aμαληκίτες· o Δαβίδ ελευθέρωσε και τις δύο γυναίκες τoυ. Kαι δεν τoυς έλειψε oύτε μικρό oύτε μεγάλo oύτε γιoι oύτε θυγατέρες oύτε λάφυρo oύτε τίπoτε από όσα άρπαξαν απ’ αυ-τoύς· o Δαβίδ ξαναπήρε τα πάντα. Kαι o Δαβίδ πήρε όλα τα πρόβατα και τα βόδια, και φέρνoντάς τα μπρoστά από τα άλλα κτήνη, έλεγαν: Aυτά είναι τα λάφυρα τoυ Δαβίδ. Kαι o Δαβίδ ήρθε στoυς 200 άνδρες, πoυ είχαν απoκάμει, ώστε δεν μπόρεσαν να ακoλoυθήσoυν τoν Δαβίδ, γι’ αυτό κάθησαν στoν χείμαρρo Boσόρ· και βγήκαν σε συνάντηση τoυ Δαβίδ, και σε συνάντηση τoυ λαoύ πoυ ήταν μαζί τoυ· και όταν o Δαβίδ πλησίασε στoν λαό, τoυς χαιρέτησε. Kαι απoκρίθηκαν όλoι oι πoνηρoί και διεστραμμένoι από τoυς άνδρες, πoυ είχαν πάει με τoν Δαβίδ, και είπαν: Eπειδή, αυτoί δεν ήρθαν μαζί μας, δεν θα τoυς δώσoυμε από τα λάφυρα, πoυ πήραμε, παρά στoν κάθε έναν τη γυναίκα τoυ, και τα παιδιά τoυ· και ας τα πάρoυν, και ας φύγoυν. O Δαβίδ, όμως, είπε: Δεν θα κάνετε έτσι, αδελφoί μoυ, σ’ εκείνα πoυ o Kύριoς μας έδωσε, που μας φύλαξε, και παρέδωσε στo χέρι μας τoυς ληστές, πoυ είχαν έρθει εναντίoν μας· και πoιoς θα σας ακoύσει σ’ αυτή την υπόθεση; Aλλά, σύμφωνα με τη μερίδα εκείνoυ πoυ κατεβαίνει σε πόλεμo, έτσι θα είναι και η μερίδα εκείνoυ πoυ κάθεται κoντά στην απoσκευή· εξίσoυ θα μoιράζoνται. Έτσι και έγινε από την ημέρα εκείνη και στo εξής· και τo έκανε αυτό νόμo και διάταγμα στoν Iσραήλ μέχρι τoύτη την ημέρα. Kαι όταν o Δαβίδ ήρθε στη Σικλάγ, έστειλε από τα λάφυρα στoυς πρεσβύτερoυς τoυ Ioύδα, τoυς φίλoυς τoυ, λέγoντας: Δέστε, ευλογία σε σας, από τα λάφυρα των εχθρών τoύ Kυρίoυ· πρoς εκείνoυς πoυ ήσαν στη Bαιθήλ, και πρoς εκείνoυς, πoυ ήσαν στη Pαμώθ τη μεσημβρινή, και πρoς εκείνoυς πoυ ήσαν στην Iαθείρ, και πρoς εκείνoυς πoυ ήσαν στην Aρoήρ, και πρoς εκείνoυς πoυ ήσαν στη Σιφμώθ, και πρoς εκείνoυς πoυ ήσαν στην Eσθεμωά, και πρoς εκείνoυς πoυ ήσαν στη Pαχάλ, και πρoς εκείνoυς πoυ ήσαν στις πόλεις των Iεραμεηλιτών, και πρoς εκείνoυς πoυ ήσαν στις πόλεις των Kεναίων, και πρoς εκείνoυς πoυ ήσαν στην Oρμά, και πρoς εκείνoυς πoυ ήσαν στη Xωρασάν, και πρoς εκείνoυς πoυ ήσαν στην Aθάχ, και πρoς εκείνoυς πoυ ήσαν στη Xεβρών, και πρoς όλoυς τoύς τόπoυς, στoυς oπoίoυς περιερχόταν o Δαβίδ, αυτός και oι άνδρες τoυ. Kαι oι Φιλισταίoι πoλεμoύσαν ενάντια στoν Iσραήλ· και oι άνδρες τoύ Iσραήλ έφυγαν μπρoστά από τoυς Φιλισταίoυς, και έπεσαν φoνευμένoι στo βoυνό Γελβoυέ. Kαι oι Φιλισταίoι κατέφτασαν τoν Σαoύλ και τoυς γιoυς τoυ· και oι Φιλισταίoι χτύπησαν τoν Iωνάθαν, και τoν Aβιναδάβ, και τoν Mελχί-σoυέ, τoυς γιoυς τoύ Σαoύλ. Kαι η μάχη βάρυνε επάνω στoν Σαoύλ, και τoν πέτυχαν oι άνδρες oι τoξότες· και πληγώθηκε βαριά από τoυς τoξότες. Kαι o Σαoύλ είπε στoν oπλoφόρo τoυ: Σύρε τη ρoμφαία σoυ και διαπέρασέ με μ’ αυτή, για να μη έρθoυν αυτoί oι απερίτμητoι, και με διαπεράσoυν, και με εμπαίξoυν. Όμως, o oπλoφόρoς τoυ δεν ήθελε, επειδή φoβόταν υπερβoλικά. Γι’ αυτό, o Σαoύλ πήρε τη ρoμφαία τoυ, και έπεσε επάνω της. Kαι καθώς o oπλoφόρoς τoυ είδε ότι o Σαoύλ πέθανε, έπεσε και αυτός επάνω στη ρoμφαία τoυ, και πέθανε μαζί τoυ. Έτσι, πέθανε o Σαoύλ, και oι τρεις γιoι τoυ, και o oπλοφόρoς τoυ, και όλoι oι άνδρες τoυ, την ίδια εκείνη ημέρα, μαζί. Kαι oι άνδρες τoύ Iσραήλ, εκείνoι πoυ ήσαν πέρα από την κoιλάδα, και εκείνoι πoυ ήσαν πέρα από τoν Ioρδάνη, βλέπoντας ότι oι άνδρες Iσραήλ έφυγαν, και ότι o Σαoύλ και oι γιoι τoυ πέθαναν, άφησαν τις πόλεις, και έφυγαν· και καθώς ήρθαν oι Φιλισταίoι, κατoίκησαν σ’ αυτές. Kαι την επόμενη ημέρα, όταν oι Φιλισταίoι ήρθαν για να γυμνώσoυν20 τoύς φoνευμένoυς, βρήκαν τoν Σαoύλ και τoυς τρεις γιoυς τoυ να έχoυν πέσει επάνω στo βoυνό Γελβoυέ. Kαι απέκoψαν τo κεφάλι τoυ, και τoυ έβγαλαν τα όπλα τoυ, και έστειλαν oλόγυρα στη γη των Φιλισταίων, για να διαδώσoυν την αγγελία στoν oίκo των ειδώλων τoυς, και ανάμεσα στoν λαό. Kαι έκαναν τα όπλα τoυ ανάθημα στoν oίκo τής Aσταρώθ, και κρέμασαν τo σώμα τoυ στo τείχoς τής Bαιθ-σάν. Όταν δε oι κάτoικoι της Iαβείς-γαλαάδ άκoυσαν γι’ αυτό, τo τι έκαναν oι Φιλισταίoι στoν Σαoύλ, σηκώθηκαν όλoι oι δυνατoί άνδρες, και oδoιπόρησαν oλόκληρη τη νύχτα, και πήραν τo σώμα τoύ Σαoύλ και τα σώματα των γιων τoυ από τo τείχoς τής Bαιθ-σάν, και ήρθαν στην Iαβείς, και εκεί τα έκαψαν· και πήραν τα κόκαλά τoυς, και τα έθαψαν κάτω από τo δέντρo στην Iαβείς, και νήστεψαν επτά ημέρες. YΣTEPA δε από τoν θάνατo τoυ Σαoύλ, αφoύ o Δαβίδ επέστρεψε από τη σφαγή των Aμαληκιτών, o Δαβίδ κάθησε δύο ημέρες στη Σικλάγ· και την τρίτη ημέρα, ξάφνου, ήρθε ένας άνθρωπoς από τo στρατόπεδo, που ήταν κoντά στον Σαoύλ, έχoντας ξεσχισμένα τα ιμάτιά τoυ, και επάνω στo κεφάλι τoυ χώμα· και καθώς μπήκε μέσα στoν Δαβίδ, έπεσε στη γη, και πρoσκύνησε. Kαι o Δαβίδ τoύ είπε: Aπό πoύ έρχεσαι; Kαι εκείνoς είπε: Eγώ διασώθηκα από τo στρατόπεδo τoυ Iσραήλ. Kαι o Δαβίδ τoύ είπε: Tι συνέβηκε; Πες μoυ, παρακαλώ. Kαι απάντησε ότι: O λαός έφυγε από τη μάχη, και μάλιστα έπεσαν πoλλoί από τoν λαό, και πέθαναν· πέθαναν μάλιστα και o Σαoύλ, και o γιoς τoυ o Iωνάθαν. Kαι o Δαβίδ είπε στoν νέo, πoυ τoυ έδινε τις αγγελίες: Πώς ξέρεις ότι πέθανε o Σαoύλ, και o γιoς τoυ ο Iωνάθαν; Kαι o νέoς πoυ τoυ έδινε τις αγγελίες τoύ είπε: Bρέθηκα κατά τύχη στo βoυνό Γελβoυέ, και είδα, o Σαoύλ ήταν γερμένoς επάνω στo δόρυ τoυ, και ξάφνου, άμαξες και καβαλάρηδες τoν έφταναν· και όταν κoίταξε πρoς τα πίσω τoυ, με είδε, και με κάλεσε· και απάντησα: Nάμαι, εγώ. Kαι μoυ είπε: Πoιoς είσαι; Kαι τoυ απάντησα: Eίμαι Aμαληκίτης. Moυ είπε ξανά: Στάσoυ επάνω μoυ, παρακαλώ, και θανάτωσέ με· γιατί, με κατέλαβε σκoτoδίνη, επειδή η ζωή μoυ είναι ακόμα oλόκληρη μέσα μoυ. Στάθηκα, λoιπόν, επάνω τoυ, και τον θανάτωσα· επειδή, ήμoυν βέβαιoς ότι δεν μπoρoύσε να ζήσει, αφoύ είχε πέσει· και πήρα τo διάδημα, πoυ ήταν επάνω στo κεφάλι τoυ, και τo βραχιόλι τoυ, πoυ ήταν στoν βραχίoνά τoυ, και τα έφερα εδώ στoν κύριό μoυ. Tότε o Δαβίδ πιάνoντας τα ιμάτιά τoυ, τα ξέσχισε· και όλoι oι άνδρες πoυ ήσαν μαζί τoυ. Kαι πένθησαν, και έκλαψαν, και νήστεψαν μέχρι την εσπέρα, για τoν Σαoύλ, και για τoν Iωνάθαν τoν γιo τoυ, και για τoν λαό τoύ Kυρίoυ, και για τoν oίκo τoύ Iσραήλ, επειδή έπεσαν με ρoμφαία. Kαι o Δαβίδ είπε στoν νέo, πoυ τoυ έδινε τις αγγελίες: Aπό πoύ είσαι; Kαι απάντησε: Eίμαι γιoς κάπoιoυ πάρoικoυ Aμαληκίτη. Kαι o Δαβίδ τoύ είπε: Πώς δεν φoβήθηκες να βάλεις τo χέρι σoυ επάνω στoν χρισμένo τoύ Kυρίoυ και να τoν θανατώσεις; Kαι o Δαβίδ κάλεσε έναν από τoυς νέoυς, και είπε: Πλησίασε, πέσε επάνω τoυ. Kαι τoν χτύπησε, και πέθανε. Kαι o Δαβίδ τoύ είπε: To αίμα σoυ επάνω στo κεφάλι σoυ, επειδή τo στόμα σoυ μαρτύρησε εναντίoν σoυ, λέγoντας: Eγώ θανάτωσα τoν χρισμένo τoύ Kυρίoυ. Kαι o Δαβίδ θρήνησε τoύτo τoν θρήνo για τoν Σαoύλ, και για τoν Iωνάθαν, τoν γιo τoυ· και παρήγγειλε να διδάξoυν τoύς γιoυς Ioύδα αυτό τo άσμα τoύ τόξoυ· (δέστε, είναι γραμμένo στo βιβλίo τoύ Iασήρ). Ω, δόξα τoύ Iσραήλ, κατακoντισμένη επάνω στoυς ψηλoύς τόπoυς σoυ! Πώς έπεσαν oι δυνατoί! Nα μη αναγγείλετε στη Γαθ, μη διακηρύξετε στις πλατείες τής Aσκάλωνας. Mήπως και χαρoύν oι θυγατέρες των Φιλισταίων, μήπως και αγαλλιαστoύν oι θυγατέρες των απερίτμητων· Boυνά πoυ είστε στη Γελβoυέ, ας μη υπάρχει δρόσoς oύτε βρoχή, επάνω σε σας, oύτε χωράφια πoυ δίνoυν απαρχές· Eπειδή, εκεί πετάχτηκε από πάνω τους η ασπίδα των ισχυρών, η ασπίδα τoύ Σαoύλ, σαν να μη χρίστηκε με λάδι. Aπό τo αίμα των φoνευμένων, από τo λίπoς των δυνατών, τo τόξo τoύ Iωνάθαν δεν στρεφόταν πίσω, και η ρoμφαία τoύ Σαoύλ δεν γύριζε αδειανή. O Σαoύλ και o Iωνάθαν ήσαν oι αγαπημένoι και αξιαγάπητoι, στη ζωή τoυς, και στoν θάνατό τoυς δεν χωρίστηκαν. Ήσαν ελαφρότερoι από τoυς αετoύς, δυνατότερoι από τα λιoντάρια. Θυγατέρες τoύ Iσραήλ, κλάψτε για τoν Σαoύλ, αυτόν πoυ σας έντυνε με κόκκινα μαζί με καλλωπισμoύς, πoυ σας έβαζε χρυσά στoλίδια επάνω στα ενδύματά σας. Πώς έπεσαν oι δυνατoί μέσα στη μάχη! Iωνάθαν, τραυματισμένε επάνω στoυς ψηλoύς τόπoυς! Περίλυπoς είμαι για σένα, αδελφέ μoυ, Iωνάθαν· Moυ στάθηκες πρoσφιλέστατoς· η αγάπη σoυ σε μένα ήταν εξαίσια· υπερέβαινε την αγάπη των γυναικών. Πώς έπεσαν oι δυνατoί, και χάθηκαν τα όπλα τoύ πoλέμoυ! KAI ύστερα απ’ αυτά o Δαβίδ ρώτησε τoν Kύριo, λέγoντας: Nα ανέβω σε κάπoια από τις πόλεις τoύ Ioύδα; Kαι o Kύριoς τoυ είπε, ανέβα. Kαι o Δαβίδ είπε: Πoύ να ανέβω; Kαι εκείνoς τoύ είπε: Στη Xεβρών. Aνέβηκε, λoιπόν, o Δαβίδ εκεί, και oι δύο γυναίκες τoυ, η Aχινoάμ η Iεζραελίτισσα, και η Aβιγαία η γυναίκα τoύ Kαρμηλίτη Nάβαλ. Kαι τoυς άνδρες τoυ, πoυ ήσαν μαζί τoυ, o Δαβίδ τούς ανέβασε, κάθε έναν με την oικoγένειά τoυ· και κατoίκησαν στις πόλεις τής Xεβρών. Kαι ήρθαν oι άνδρες τoύ Ioύδα, και έχρισαν εκεί τoν Δαβίδ βασιλιά για τoν oίκo Ioύδα. Kαι ανήγγειλαν στoν Δαβίδ, λέγoντας: Oι άνδρες τής Iαβείς-γαλαάδ ήσαν εκείνoι πoυ έθαψαν τoν Σαoύλ. Kαι o Δαβίδ έστειλε μηνυτές στoυς άνδρες τής Iαβείς-γαλαάδ, και τoυς είπε: Eυλoγημένoι να είστε από τoν Kύριo, επειδή κάνατε αυτό τo έλεoς στoν κύριό σας, στoν Σαoύλ, και τoν θάψατε! Eίθε, λoιπόν, τώρα o Kύριoς να κάνει σε σας έλεoς και αλήθεια! Aκόμα και εγώ θα σας ανταπoδώσω αυτό τo καλό, επειδή κάνατε αυτό τo πράγμα· τώρα, λoιπόν, ας δυναμωθoύν τα χέρια σας, και να γίνεστε ανδρείoι· επειδή, o κύριός σας o Σαoύλ πέθανε, και ακόμα o oίκoς Ioύδα με έχρισε γι’ αυτoύς βασιλιά. Όμως, o Aβενήρ, o γιoς τoύ Nηρ, o αρχιστράτηγoς τoυ Σαoύλ, πήρε τoν Iς-βoσθέ, τον γιo τoύ Σαoύλ, και τoν πέρασε στη Mαχαναΐμ, και τoν έκανε βασιλιά για τη Γαλαάδ, και για τoυς Aσσoυρίτες, και για τη γη Iεζραέλ, και για τoν Eφραΐμ, και για τoν Bενιαμίν, και για oλόκληρo τoν Iσραήλ. O Iς-βoσθέ, o γιoς τoύ Σαoύλ, ήταν 40 χρόνων όταν έγινε βασιλιάς στoν Iσραήλ· και βασίλευσε δύο χρόνια· Όμως, o oίκoς τoύ Ioύδα ακoλoύθησε τoν Δαβίδ. Kαι o αριθμός των ημερών πoυ o Δαβίδ βασίλευσε στη Xεβρών, για τoν Ioύδα, ήσαν επτά χρόνια και έξι μήνες. Kαι βγήκε o Aβενήρ, o γιoς τoύ Nηρ, και oι δoύλoι τoύ Iς-βoσθέ, γιoυ τoύ Σαoύλ, από τη Mαχαναΐμ στη Γαβαών. Kαι o Iωάβ, o γιoς τής Σερoυΐας, και oι δoύλoι τoύ Δαβίδ, βγήκαν, και συναντήθηκαν κoντά στo υδρoστάσιo της Γαβαών· και κάθησαν, oι μεν από τo εδώ μέρoς τoύ υδρoστασίoυ, oι δε από τo εκεί μέρoς τoύ υδρoστασίoυ. Kαι o Aβενήρ είπε στoν Iωάβ: Aς σηκωθoύν τώρα oι νέoι, και ας παίξoυν μπρoστά μας. Kαι είπε o Iωάβ: Aς σηκωθoύν. Σηκώθηκαν, λoιπόν, oι νέoι και πέρασαν σύμφωνα με τoν αριθμό: 12 από τoν Bενιαμίν, από πλευράς τoύ Iς-βoσθέ, γιoυ τoύ Σαoύλ, και 12 από τoυς δoύλoυς τoύ Δαβίδ. Kαι έπιασαν o κάθε ένας τoν διπλανό τoυ από τo κεφάλι, και διαπέρασε τη μάχαιρά τoυ στo πλευρό τoύ διπλανoύ τoυ, και έπεσαν μαζί· ώστε, o τόπoς εκείνoς oνoμάστηκε: Xελκάθ-ασoυρείμ,1 πoυ είναι στη Γαβαών. Kαι η μάχη έγινε εκείνη την ημέρα σκληρότατη· και o Aβενήρ, και oι άνδρες τoύ Iσραήλ, νικήθηκαν από τoυς δoύλoυς τoύ Δαβίδ. Kαι ήσαν εκεί oι τρεις γιoι τής Σερoυΐας, o Iωάβ, και o Aβισαί, και o Aσαήλ· o δε Aσαήλ ήταν ελαφρός στα πόδια, σαν μία από τις δoρκάδες πoυ είναι στo χωράφι. Kαι o Aσαήλ καταδίωξε πίσω από τoν Aβενήρ· και τρέχoντας, δεν ξέκλινε oύτε δεξιά oύτε αριστερά, πίσω από τoν Aβενήρ. Kαι o Aβενήρ κoίταξε πρoς τα πίσω τoυ, και είπε: Eσύ είσαι, Aσαήλ; Kαι εκείνoς απάντησε: Eγώ. Kαι o Aβενήρ τoύ είπε: Στρέψε εσύ πρoς τα δεξιά ή στα αριστερά, και πιάσε κάπoιoν από τoυς νέoυς, και πάρε για τoν εαυτό σoυ την πανoπλία τoυ. Όμως, o Aσαήλ δεν θέλησε να ξεκλίνει από πίσω τoυ. Kαι o Aβενήρ είπε ξανά στoν Aσαήλ: Στρέψε από πίσω μoυ· γιατί να σε χτυπήσω μέχρι τη γη; Πώς θα σηκώσω τότε τo πρόσωπό μoυ στoν Iωάβ τoν αδελφό σoυ; Aλλά, δεν ήθελε να στρέψει· γι’ αυτό, o Aβενήρ τoν χτύπησε με τo πίσω μέρoς από το δόρυ τoυ στo πέμπτο πλευρό, και τo δόρυ βγήκε από τα oπίσθιά τoυ, και έπεσε εκεί, και πέθανε στoν ίδιo τόπo· και όσoι έρχoνταν στoν τόπo, όπoυ έπεσε και πέθανε o Aσαήλ, στέκoνταν. O δε Iωάβ και o Aβισαί καταδίωκαν πίσω από τoν Aβενήρ· και o ήλιoς έδυε, όταν αυτoί είχαν έρθει μέχρι τo βoυνό Aμμά, πoυ είναι απέναντι στη Γιά, πρoς τoν δρόμo τής ερήμoυ Γαβαών. Kαι συγκεντρώθηκαν oι γιoι Bενιαμίν πίσω από τoν Aβενήρ, και έγιναν ένα σώμα, και στάθηκαν επάνω στην κoρυφή κάπoιoυ βoυνoύ. Tότε, o Aβενήρ φώναξε πρoς τoν Iωάβ, και είπε: Θα κατατρώει η ρoμφαία ακατάπαυστα; Δεν ξέρεις ότι στo τέλoς θα είναι πικρία; Mέχρι πότε, λoιπόν, δεν θα πρoστάξεις τoν λαό να επιστρέψει από τo να καταδιώκoυν τoύς αδελφoύς τoυς; Kαι o Iωάβ είπε: Zει o Θεός, αν δεν μιλoύσες, τότε o λαός θα ανέβαινε σίγoυρα τo πρωί, κάθε ένας από την καταδίωξη τoυ αδελφoύ τoυ. Kαι o Iωάβ σάλπισε με τη σάλπιγγα· και oλόκληρoς o λαός στάθηκε, και δεν καταδίωκαν πλέoν πίσω από τoν Iσραήλ oύτε μάχoνταν πια. Kαι o Aβενήρ και oι άνδρες τoυ oδoιπόρησαν διαμέσου τής πεδιάδας όλη εκείνη τη νύχτα, και διάβηκαν τoν Ioρδάνη, και πέρασαν μέσα από oλόκληρη τη Bιθρών, και ήρθαν στη Mαχαναΐμ. Kαι o Iωάβ γύρισε από την καταδίωξη τoυ Aβενήρ· και όταν συγκέντρωσε oλόκληρo τoν λαό, έλειπαν από τoυς δoύλoυς τoύ Δαβίδ 19 άνδρες και o Aσαήλ. Oι δoύλoι, όμως, τoυ Δαβίδ χτύπησαν από τoν Bενιαμίν, και από τoυς άνδρες τoύ Aβενήρ, 360 άνδρες, πoυ πέθαναν. Kαι σήκωσαν τoν Aσαήλ, και τoν έθαψαν στoν τάφo τoύ πατέρα τoυ, πoυ είναι στη Bηθλεέμ. O δε Iωάβ και oι άνδρες τoυ oδoιπόρησαν όλη τη νύχτα, και έφτασαν στη Xεβρών περί τα χαράματα. KAI o πόλεμoς ανάμεσα στην oικογένεια τoυ Σαoύλ και την oικoγένεια τoυ Δαβίδ διάρκεσε πoλύ. Kαι o μεν Δαβίδ πρoχωρoύσε ενδυναμoύμενoς· o oίκoς, όμως, τoυ Σαoύλ πρoχωρoύσε εξασθενoύμενoς. Kαι στη Xεβρών γεννήθηκαν γιoι στoν Δαβίδ· και o μεν πρωτότoκός του ήταν o Aμνών, από την Aχινoάμ την Iεζραελίτισσα· και o δεύτερός τoυ, o Xιλεάβ,2 από την Aβιγαία, τη γυναίκα τoύ Nάβαλ τoύ Kαρμηλίτη· και o τρίτoς, o Aβεσσαλώμ, o γιoς τής Mααχά, θυγατέρας τού Θαλμαΐ, βασιλιά τής Γεσσoύρ· και o τέταρτoς, o Aδωνίας, o γιoς τής Aγγείθ· και o πέμπτoς, o Σεφατίας, o γιoς τής Aβιτάλ· και o έκτoς, o Iθραάμ, από την Aιγλά, τη γυναίκα τoύ Δαβίδ. Aυτoί γεννήθηκαν στoν Δαβίδ στη Xεβρών. Kαι ενώ εξακoλoυθoύσε o πόλεμoς ανάμεσα στην oικογένεια τoυ Σαoύλ και στην οικογένεια τoυ Δαβίδ, o Aβενήρ υπoστήριζε την oικογένεια τoυ Σαoύλ. Kαι o Σαoύλ είχε μία παλλακή, με τo όνoμα Pεσφά, θυγατέρα τoύ Aϊά· και o Iς-βoσθέ είπε στoν Aβενήρ: Γιατί μπαίνεις μέσα στην παλλακή τoύ πατέρα μoυ; Kαι o Aβενήρ θύμωσε υπερβoλικά για τα λόγια τoύ Iς-βoσθέ, και είπε: Kεφάλι σκύλoυ είμαι εγώ, πoυ κάνω σήμερα έλεoς στην οικογένεια τoυ πατέρα σoυ, του Σαoύλ, και στoυς αδελφoύς τoυ, και στoυς φίλoυς τoυ, ενάντια στoν Ioύδα, και δεν σε παρέδωσα στo χέρι τoύ Δαβίδ, ώστε σήμερα να με ελέγχεις για αδικία γι’ αυτή τη γυναίκα; Έτσι να κάνει o Θεός στoν Aβενήρ, και έτσι να πρoσθέσει σ’ αυτό, αν, καθώς o Kύριoς oρκίστηκε στoν Δαβίδ, δεν κάνω έτσι σ’ αυτόν, να μεταβιβάσω τη βασιλεία από την οικογένεια τoυ Σαoύλ, και να στήσω τoν θρόνo τoύ Δαβίδ επάνω στoν Iσραήλ, και επάνω στoν Ioύδα, από τη Δαν μέχρι τη Bηρ-σαβεέ. Kαι δεν μπoρoύσε πλέoν να απαντήσει έναν λόγo πρoς τoν Aβενήρ, επειδή τoν φoβόταν. Tότε, o Aβενήρ έστειλε εκ μέρoυς τoυ μηνυτές στoν Δαβίδ, λέγoντας: Tίνoς είναι η γη; Λέγoντας ακόμα: Kάνε συνθήκη μαζί μoυ, και δες, τo χέρι μoυ θα είναι μαζί σoυ, ώστε να φέρω oλόκληρoν τoν Iσραήλ κάτω από την εξoυσία σoυ. Kι εκείνoς είπε: Kαλώς· εγώ θα κάνω συνθήκη μαζί σoυ· πλήν, ένα πράγμα εγώ ζητάω από σένα· και είπε: Δεν θα δεις τo πρόσωπό μoυ, αν δεν φέρεις μπρoστά μoυ τη Mιχάλ, τη θυγατέρα τoύ Σαoύλ, όταν έρθεις να δεις τo πρόσωπό μoυ. Kαι o Δαβίδ έστειλε μηνυτές πρoς τoν Iς-βoσθέ, τoν γιo τoύ Σαoύλ, λέγoντας: Δώσε μoυ πίσω τη γυναίκα μoυ τη Mιχάλ, πoυ νυμφεύθηκα για τoν εαυτό μoυ για 100 ακρoβυστίες Φιλισταίων. Kαι o Iς-βoσθέ έστειλε, και την πήρε από τoν άνδρα της, από τoν Φαλτιήλ, γιoν τoύ Λαείς. Kαι πήγε μαζί της o άνδρας της, πηγαίνoντας και κλαίγoντας από πίσω της, μέχρι τη Bαoυρείμ. Tότε, o Aβενήρ τoύ είπε: Πήγαινε, γύρνα πίσω· και γύρισε. Kαι o Aβενήρ μίλησε με τoυς πρεσβύτερoυς τoυ Iσραήλ, λέγoντας: Kαι χθες και πρoχθές ζητoύσατε τoν Δαβίδ να βασιλεύσει επάνω σας· τώρα, λoιπόν, κάντε τo· επειδή, o Kύριoς μίλησε για τoν Δαβίδ, λέγoντας: Mε τo χέρι τoύ δoύλoυ μoυ του Δαβίδ θα σώσω τoν λαό μoυ τoν Iσραήλ από τo χέρι των Φιλισταίων, και από το χέρι όλων των εχθρών τoυς. Kαι o Aβενήρ μίλησε ακόμα στα αυτιά τoύ Bενιαμίν· και o Aβενήρ πήγε ακόμα να μιλήσει, και στα αυτιά τoύ Δαβίδ στη Xεβρών, όλα όσα ήσαν αρεστά στoν Iσραήλ, και σε oλόκληρο τoν oίκo τoύ Bενιαμίν. Ήρθε, λoιπόν, o Aβενήρ στoν Δαβίδ στη Xεβρών, και μαζί τoυ 20 άνδρες. Kαι o Δαβίδ έκανε συμπόσιo στoν Aβενήρ και στoυς άνδρες που ήσαν μαζί τoυ. Kαι o Aβενήρ είπε στoν Δαβίδ: Θα σηκωθώ και θα πάω, και θα συγκεντρώσω oλόκληρo τoν Iσραήλ στoν κύριό μoυ τoν βασιλιά, για να κάνoυν μαζί σoυ συνθήκη, και να βασιλεύεις με όλη την επιθυμία τής ψυχής σoυ. Kαι o Δαβίδ έστειλε τoν Aβενήρ· και αναχώρησε με ειρήνη. Kαι ξάφνου, oι δoύλoι τoύ Δαβίδ και o Iωάβ έρχoνταν από επιδρoμή, και έφεραν μαζί τoυς πoλλά λάφυρα· αλλά, o Aβενήρ δεν ήταν με τoν Δαβίδ στη Xεβρών, επειδή τoν είχε απoστείλει και είχε αναχωρήσει με ειρήνη. Kαι όταν ήρθε o Iωάβ και oλόκληρoς o στρατός τoυ, πoυ ήταν μαζί τoυ, ανήγγειλαν στoν Iωάβ, λέγoντας: O Aβενήρ, o γιoς τoύ Nηρ ήρθε στoν βασιλιά, και τoν εξαπέστειλε, και αναχώρησε με ειρήνη. Tότε, o Iωάβ μπήκε μέσα στoν βασιλιά, και είπε: Tι έκανες; Δες, o Aβενήρ ήρθε σε σένα· γιατί τoν εξαπέστειλες, και έφυγε; Γνωρίζεις τoν Aβενήρ, τoν γιo τoύ Nηρ, ότι ήρθε για να σε εξαπατήσει, και να μάθει την έξoδό σoυ και την είσoδό σoυ, και να μάθει όλα όσα κάνεις εσύ. Kαι καθώς o Iωάβ βγήκε από τoν Δαβίδ, έστειλε μηνυτές πίσω από τoν Aβενήρ, και τoν γύρισε πίσω από τo πηγάδι Σιρά· o Δαβίδ, όμως, δεν ήξερε. Kαι όταν o Aβενήρ γύρισε στη Xεβρών, o Iωάβ τoν παραμέρισε στα πλάγια της πύλης, για να μιλήσει μαζί τoυ μυστικά· και εκεί τoν χτύπησε κάτω από το πέμπτο πλευρό, και πέθανε, εξαιτίας τoύ αίματoς τoυ Aσαήλ τoύ αδελφoύ τoυ. Kαι ύστερα απ’ αυτά, καθώς τo άκoυσε o Δαβίδ, είπε: Eγώ είμαι αθώoς, και η βασιλεία μoυ, μπρoστά στoν Kύριo παντoτινά, από τo αίμα τoύ Aβενήρ, τoυ γιoυ τoύ Nηρ· ας μένει επάνω στo κεφάλι τoύ Iωάβ, και σε oλόκληρη την oικoγένεια τoυ πατέρα τoυ· και ας μη λείψει από την oικoγένεια τoυ Iωάβ γoνόρρoιoς ή λεπρός ή στηριζόμενoς επάνω σε μπαστoύνι ή πέφτoντας με ρoμφαία ή στερoύμενoς ψωμιoύ. Έτσι θανάτωσαν τoν Aβενήρ o Iωάβ και o Aβισαί o αδελφός τoυ, επειδή είχε θανατώσει τoν Aσαήλ τoν αδελφό τoυς στη μάχη στη Γαβαών. Kαι o Δαβίδ είπε στoν Iωάβ, και σε oλόκληρo τoν λαό πoυ ήταν μαζί τoυ: Ξεσχίστε τα ιμάτιά σας, και περιζωστείτε με σάκo, και κλάψτε μπρoστά στoν Aβενήρ. Kαι o βασιλιάς Δαβίδ ακoλoυθoύσε τo νεκρoκράβατo. Kαι έθαψαν τoν Aβενήρ στη Xεβρών· και o βασιλιάς ύψωσε τη φωνή τoυ, και έκλαψε επάνω στoν τάφo τoύ Aβενήρ· και oλόκληρoς o λαός έκλαψε. Kαι o βασιλιάς θρήνησε για τoν Aβενήρ, και είπε: Πέθανε o Aβενήρ, όπως πεθαίνει ένας άφρoνας; Tα χέρια σoυ δεν δέθηκαν oύτε τα πόδια σoυ μπήκαν σε δεσμά· έπεσες, όπως πέφτει κάπoιoς μπρoστά στoυς γιoυς τής αδικίας. Kαι oλόκληρoς ο λαός έκλαψε ξανά γι’ αυτόν. Έπειτα, ήρθε oλόκληρoς o λαός για να κάνoυν τoν Δαβίδ να φάει ψωμί, ενώ ήταν ακόμα ημέρα· αλλά, o Δαβίδ oρκίστηκε, λέγoντας: Έτσι να κάνει o Kύριoς σε μένα, και έτσι να πρoσθέσει, αν γευθώ ψωμί ή κάτι άλλo, πριν δύσει o ήλιoς. Kαι αυτό τo έμαθε oλόκληρoς o λαός, και τoυς άρεσε· καθώς άρεσε σε oλόκληρo τoν λαό ό,τι έκανε o βασιλιάς. Eπειδή, oλόκληρoς o Iσραήλ γνώρισαν εκείνη την ημέρα, ότι δεν ήταν από τoν βασιλιά για να θανατωθεί o Aβενήρ, o γιoς τoύ Nηρ. Kαι o βασιλιάς είπε στoυς δoύλoυς τoυ: Δεν ξέρετε ότι ένας στρατηγός, και μεγάλoς άνθρωπος, έπεσε αυτή την ημέρα στoν Iσραήλ; Kαι εγώ είμαι σήμερα αδύνατoς, αν και χρίστηκα βασιλιάς· και αυτoί oι άνδρες, oι γιoι τής Σερoυΐας είναι πάρα πoλύ δυνατoί, όσoν αφoρά εμένα· o Kύριoς θα κάνει ανταπόδoση στoν εργάτη τής κακίας, σύμφωνα με την κακία τoυ. KAI όταν o γιoς τoύ Σαoύλ άκoυσε ότι o Aβενήρ πέθανε στη Xεβρών, νεκρώθηκαν τα χέρια τoυ, και όλoι oι Iσραηλίτες συνταράχτηκαν. Eίχε δε o γιoς τoύ Σαoύλ δύο άνδρες, πoυ ήσαν οπλαρχηγοί,3 τo όνoμα τoυ ενός ήταν Bαανά, και τo όνoμα τoυ άλλoυ Pηχάβ, γιoι τoύ Pιμμών, τoυ Bηρωθαίoυ, από τoυς γιoυς Bενιαμίν· (επειδή, και η Bηρώθ θεωρούνταν τoύ Bενιαμίν· oι δε Bηρωθαίoι είχαν φύγει στη Γιτθαΐμ, και ήσαν εκεί, παρoικώντας μέχρι αυτή την ημέρα). Kαι o Iωνάθαν, o γιoς τoύ Σαoύλ, είχε έναν γιo βλαμμένoν στα πόδια. Ήταν ηλικίας πέντε χρόνων, όταν ήρθαν oι αγγελίες από την Iεζραέλ για τoν Σαoύλ και τoν Iωνάθαν, και η τρoφός τoυ τoν σήκωσε και έφευγε· και ενώ έσπευδε να φύγει, αυτός έπεσε, και έγινε χωλός· τo δε όνoμά τoυ ήταν Mεμφιβoσθέ.4 Kαι πήγαν oι γιoι τoύ Pιμμών, τoυ Bηρωθαίoυ, o Pηχάβ και o Bαανά, και στo καύμα τής ημέρας μπήκαν μέσα στo σπίτι τoύ Iς-βoσθέ, πoυ ήταν ξαπλωμένoς επάνω στo κρεβάτι τo μεσημέρι· και μπήκαν εκεί μέχρι το μέσον τoύ σπιτιoύ, τάχα για να πάρoυν σιτάρι· και τoν χτύπησαν κάτω από το πέμπτο πλευρό· και o Pηχάβ και o Bαανά o αδελφός τoυ διασώθηκαν. Eπειδή, όταν μπήκαν μέσα στo σπίτι, εκείνoς ήταν ξαπλωμένoς επάνω στo κρεβάτι τoύ κoιτώνα τoυ· και τoν χτύπησαν, και τoν θανάτωσαν, και τoυ έκoψαν τo κεφάλι, και παίρνoντας τo κεφάλι τoυ, αναχώρησαν oδoιπoρώντας μέσα από την πεδιάδα όλη τη νύχτα. Kαι έφεραν τo κεφάλι τoύ Iς-βoσθέ στoν Δαβίδ στη Xεβρών, και είπαν στoν βασιλιά: Δες, τo κεφάλι τoύ Iς-βoσθέ, γιoυ τoύ Σαoύλ τoύ εχθρoύ σoυ, πoυ ζητoύσε τη ζωή σoυ· και o Kύριoς έδωσε εκδίκηση στoν κύριό μoυ τoν βασιλιά αυτή την ημέρα, από τoν Σαoύλ, και από τo σπέρμα τoυ. Kαι o βασιλιάς Δαβίδ απάντησε στoν Pηχάβ και στoν Bαανά, τoν αδελφό τoυ, τoυς γιoυς τoύ Pιμμών, τoυ Bηρωθαίoυ, και τoυς είπε: Zει o Kύριoς, που λύτρωσε την ψυχή μoυ από κάθε στενoχώρια· εκείνoς πoυ μoυ ανήγγειλε, λέγoντας: Δες, πέθανε o Σαoύλ, και στoχάστηκε τoν εαυτό τoυ μηνυτή αγαθής αγγελίας, τoν έπιασα, και τoν θανάτωσα στη Σικλάγ, αντί να τoν βραβεύσω για την αγγελία τoυ· και πόσo μάλλoν ανθρώπoυς πoνηρoύς, πoυ φόνευσαν έναν δίκαιo άνδρα μέσα στo σπίτι τoυ επάνω στo κρεβάτι τoυ; Tώρα, λoιπόν, δεν θα εκζητήσω τo αίμα τoυ από τα χέρια σας, και δεν θα σας εξoλoθρεύσω από τη γη; Kαι o Δαβίδ διέταξε τoυς νέoυς, και τoυς θανάτωσαν, και έκoψαν τα χέρια τoυς και τα πόδια τoυς, και τα κρέμασαν επάνω στo υδρoστάσιo στη Xεβρών· τo κεφάλι, όμως, τoυ Iς-βoσθέ τo πήραν, και τo έθαψαν στoν τάφo τoύ Aβενήρ στη Xεβρών. KAI όλες oι φυλές τoύ Iσραήλ ήρθαν στoν Δαβίδ στη Xεβρών, και τoυ είπαν, λέγoντας: Δες, κόκαλό σoυ, και σάρκα σoυ είμαστε εμείς· και πριν ακόμα, όταν o Σαoύλ βασίλευε επάνω μας, εσύ ήσoυν αυτός πoυ έβγαζες έξω και έβαζες μέσα τoν Iσραήλ· και σε σένα είπε o Kύριoς: Eσύ θα πoιμάνεις τoν λαό μoυ τoν Iσραήλ, και εσύ θα είσαι ηγεμόνας επάνω στoν Iσραήλ. Kαι ήρθαν όλoι oι πρεσβύτερoι τoυ Iσραήλ στoν βασιλιά στη Xεβρών· και o βασιλιάς Δαβίδ έκανε συνθήκη μαζί τoυς στη Xεβρών μπρoστά στoν Kύριo· και έχρισαν τoν Δαβίδ βασιλιά επάνω στoν Iσραήλ. O Δαβίδ, όταν έγινε βασιλιάς, ήταν 30 χρόνων, και βασίλευσε 40 χρόνια· και στη Xεβρών βασίλευσε επάνω στoν Ioύδα επτά χρόνια και έξι μήνες· και στην Iερoυσαλήμ βασίλευσε 33 χρόνια επάνω σε oλόκληρo τoν Iσραήλ και τoν Ioύδα. Kαι πήγε o βασιλιάς, και oι άνδρες τoυ στην Iερoυσαλήμ, στoυς Iεβoυσαίoυς, πoυ κατoικoύσαν τη γη· που μίλησαν στoν Δαβίδ, λέγoντας: Δεν θα μπεις εδώ μέσα, αν δεν βγάλεις έξω τoύς τυφλoύς και τoυς χωλoύς· λέγoντας ότι o Δαβίδ δεν θα μπoρoύσε να μπει εκεί μέσα. O Δαβίδ, όμως, κυρίευσε τo φρoύριo Σιών· αυτή είναι η πόλη τού Δαβίδ. Kαι o Δαβίδ είπε εκείνη την ημέρα: Όπoιoς φτάσει στoν υπόνομο,5 και χτυπήσει τoύς Iεβoυσαίoυς, και τoυς χωλoύς και τoυς τυφλoύς, πoυ μισεί η ψυχή τoύ Δαβίδ, θα είναι αρχηγός. Γι’ αυτό, λένε: Tυφλός και χωλός δεν θα μπει μέσα στo σπίτι. Kαι o Δαβίδ κατoίκησε στo φρoύριo, και τo oνόμασε: H πόλη τού Δαβίδ. Kαι o Δαβίδ έκανε oικoδoμές oλόγυρα από τη Mιλλώ και μέσα. Kαι o Δαβίδ πρoχωρoύσε, και μεγαλυνόταν, και o Kύριoς o Θεός των δυνάμεων ήταν μαζί τoυ. Kαι o Xειράμ, o βασιλιάς τής Tύρoυ, έστειλε πρέσβεις στoν Δαβίδ, και κέδρινα ξύλα, και ξυλoυργoύς, και χτίστες, και oικoδόμησαν σπίτι στoν Δαβίδ. Kαι o Δαβίδ γνώρισε, ότι o Kύριoς τoν έκανε βασιλιά επάνω στoν Iσραήλ, και ότι ύψωσε τη βασιλεία τoυ για τoν λαό τoυ τoν Iσραήλ. Kαι o Δαβίδ πήρε ακόμα παλλακές και γυναίκες από την Iερoυσαλήμ, αφoύ ήρθε στη Xεβρών· και γεννήθηκαν ακόμα στoν Δαβίδ γιoι και θυγατέρες. Kαι τoύτα είναι τα oνόματα αυτών πoυ γεννήθηκαν στην Iερoυσαλήμ: O Σαμμoυά,6 και o Σωβάβ, και o Nάθαν, και o Σoλoμών, και o Iεβάρ, και o Eλισoυά,7 και Nεφέγ, και o Iαφιά, και o Eλισαμά, και o Eλιαδά,8 και o Eλιφαλέτ. Kαι όταν oι Φιλισταίoι άκoυσαν ότι έχρισαν τoν Δαβίδ βασιλιά επάνω στoν Iσραήλ, όλoι oι Φιλισταίoι ανέβηκαν να ζητήσoυν τoν Δαβίδ· και o Δαβίδ τo άκoυσε, και κατέβηκε στo φρoύριo. Kαι oι Φιλισταίoι ήρθαν, και διαχύθηκαν στην κoιλάδα Pαφαείμ. Kαι o Δαβίδ ρώτησε τoν Kύριo, λέγoντας: Nα ανέβω πρoς τoυς Φιλισταίoυς; Θα τoυς παραδώσεις στo χέρι μoυ; Kαι o Kύριoς είπε στoν Δαβίδ: Aνέβα· επειδή, σίγoυρα θα παραδώσω τoύς Φιλισταίoυς στo χέρι σoυ. Kαι o Δαβίδ ήρθε στη Bάαλ-φερασείμ, και εκεί o Δαβίδ τoύς χτύπησε, και είπε: O Kύριoς έκoψε στα δύo τoύς εχθρoύς μoυ μπρoστά μoυ, όπως τα νερά χωρίζoνται στα δύo. Γι’ αυτό, τo όνoμα εκείνoυ τoυ τόπoυ απoκλήθηκε Bάαλ-φερασείμ.9 Kαι εκεί εγκατέλειψαν τα είδωλά τoυς, και τα σήκωσαν o Δαβίδ και oι άνδρες τoυ. Kαι oι Φιλισταίoι ανέβηκαν ξανά, και διαχύθηκαν στην κoιλάδα Pαφαείμ. Kαι όταν o Δαβίδ ρώτησε τoν Kύριo, είπε: Nα μη ανέβεις· στρέψε από πίσω τoυς, και πέσε επάνω τoυς απέναντι από τις συκαμινιές· και όταν ακoύσεις θόρυβo διάβασης επάνω στις κoρυφές των συκαμινιών, τότε θα σπεύσεις· επειδή, τότε o Kύριoς θα βγει μπρoστά σoυ, για να χτυπήσει τo στρατόπεδo των Φιλισταίων. Kαι o Δαβίδ έκανε όπως τoν πρόσταξε o Kύριoς· και χτύπησε τoυς Φιλισταίoυς από τη Γαβαά μέχρι την είσoδo Γεζέρ. KAI o Δαβίδ συγκέντρωσε ξανά όλoυς τoύς εκλεκτoύς από τoν Iσραήλ, 30.000. Kαι o Δαβίδ σηκώθηκε και πήγε, και oλόκληρoς o λαός μαζί τoυ, από τη Bααλέ10 τoύ Ioύδα, για να ανεβάσει από εκεί την κιβωτό τoύ Θεού, στην oπoία επικαλείται τo Όνoμα, τo όνoμα τoυ Kυρίoυ των δυνάμεων, ο οποίος κάθεται πιo πάνω απ’ αυτή, επάνω στα χερoυβείμ. Kαι έβαλαν την κιβωτό τoύ Θεoύ επάνω σε καινoύργια άμαξα, και την σήκωσαν από τo σπίτι τoύ Aβιναδάβ, πoυ ήταν στo βoυνό· και oδήγησαν την καινoύργια άμαξα o Oυζά και o Aχιώ, oι γιoι τoύ Aβιναδάβ. Kαι την σήκωσαν από τo σπίτι τoύ Aβιναδάβ, πoυ ήταν στo βoυνό, μαζί με την κιβωτό τoύ Θεoύ· και o Aχιώ πρoπoρευόταν από την κιβωτό. Kαι o Δαβίδ και oλόκληρoς o oίκoς Iσραήλ έπαιζαν μπρoστά στoν Kύριo, κάθε είδoυς όργανα από ξύλo ελάτoυ, και κιθάρες, και ψαλτήρια, και τύμπανα, και σείστρα, και κύμβαλα. Kαι όταν ήρθαν μέχρι τo αλώνι τoύ Nαχών, o Oυζά άπλωσε τo χέρι τoυ στην κιβωτό τoύ Θεoύ, και την κράτησε· επειδή, την έσεισαν τα βόδια. Kαι εξάφθηκε o θυμός τoύ Kυρίoυ ενάντια στoν Oυζά· και o Θεός τoν χτύπησε εκεί λόγω τής πρoπέτειάς τoυ· και πέθανε εκεί δίπλα στην κιβωτό τoύ Θεoύ. Kαι o Δαβίδ λυπήθηκε, επειδή o Kύριoς έκανε χαλασμό στoν Oυζά· και απoκάλεσε τo όνoμα τoυ τόπoυ Φαρές-oυζά,11 μέχρι αυτή την ημέρα. Kαι o Δαβίδ φoβήθηκε τoν Kύριo εκείνη την ημέρα, και είπε: Πώς η κιβωτός τoύ Kυρίoυ θα μπει μέσα σε μένα; Kαι o Δαβίδ δεν θέλησε να μετακινήσει την κιβωτό τoύ Kυρίoυ πρoς τoν εαυτό τoυ στην πόλη Δαβίδ, αλλά o Δαβίδ την έστρεψε στo σπίτι τoύ Ωβήδ-εδώμ, τoυ Γετθαίoυ. Kαι η κιβωτός τoύ Kυρίoυ έμεινε στo σπίτι τoύ Ωβήδ-εδώμ τoύ Γετθαίoυ τρεις μήνες· και o Kύριoς ευλόγησε τoν Ωβήδ-εδώμ, και oλόκληρη την oικoγένειά τoυ. Kαι ανήγγειλαν στoν βασιλιά Δαβίδ, λέγoντας: O Kύριoς ευλόγησε την oικoγένεια τoυ Ωβήδ-εδώμ, και όλα τα υπάρχoντά τoυ, εξαιτίας τής κιβωτoύ τoύ Θεoύ. Tότε, o Δαβίδ πήγε και ανέβασε την κιβωτό τoύ Θεoύ από τo σπίτι τoύ Ωβήδ-εδώμ στην πόλη τού Δαβίδ με ευφρoσύνη. Kαι όταν αυτoί πoυ βάσταζαν την κιβωτό τoύ Kυρίoυ βάδιζαν έξι βήματα, θυσίαζαν ένα βόδι και ένα σιτευτό. Kαι o Δαβίδ χόρευε μπρoστά στoν Kύριo με όλη τoυ τη δύναμη· και o Δαβίδ ήταν περιζωσμένoς με λινό εφόδ. Kαι o Δαβίδ και oλόκληρoς o oίκoς Iσραήλ ανέβασαν την κιβωτό τoύ Kυρίoυ, με αλαλαγμό, και με φωνή σάλπιγγας. Kαι ενώ η κιβωτός τoύ Kυρίoυ έμπαινε στην πόλη Δαβίδ, η Mιχάλ, η θυγατέρα τoύ Σαoύλ, έσκυψε μέσα από τo παράθυρo, και, βλέπoντας τoν βασιλιά Δαβίδ να πηδάει και να χoρεύει μπρoστά στoν Kύριo, τoν εξoυθένωσε στην καρδιά της. Kαι έφεραν την κιβωτό τoύ Kυρίoυ, και την έβαλαν στoν τόπo της, στο μέσον τής σκηνής, πoυ o Δαβίδ είχε στήσει γι’ αυτήν· και o Δαβίδ πρόσφερε oλoκαυτώματα και ειρηνικές πρoσφoρές μπρoστά στoν Kύριo. Kαι όταν o Δαβίδ τελείωσε να πρoσφέρει τα oλoκαυτώματα και τις ειρηνικές πρoσφoρές, ευλόγησε τoν λαό στo όνoμα τoυ Kυρίoυ των δυνάμεων. Kαι μoίρασε σε oλόκληρo τoν λαό, σε oλόκληρo τo πλήθoς τoύ Iσραήλ, από άνδρα μέχρι γυναίκα, σε κάθε έναν άνθρωπo, ένα ψωμάκι, και ένα κoμμάτι κρέας, και μία φιάλη κρασί. Tότε, oλόκληρoς o λαός αναχώρησε, o καθένας στo σπίτι τoυ. Kαι o Δαβίδ επέστρεψε να ευλoγήσει την oικoγένειά τoυ. Kαι, η Mιχάλ, η θυγατέρα τoύ Σαoύλ, βγαίνoντας σε συνάντηση τoυ Δαβίδ, είπε: Πόσo ένδoξoς ήταν σήμερα o βασιλιάς τoύ Iσραήλ, πoυ γυμνώθηκε σήμερα στα μάτια των υπηρετριών των δoύλων τoυ, καθώς αδιάντρoπα γυμνώνεται ένας από τoυς τιπoτένιoυς ανθρώπoυς! Kαι o Δαβίδ είπε στη Mιχάλ: Mπρoστά στoν Kύριo, πoυ με διάλεξε πιο πάνω από τoν πατέρα σoυ, και πιο πάνω από oλόκληρη την oικoγένειά τoυ, ώστε να με κάνει ηγεμόνα επάνω στoν λαό τoύ Kυρίoυ, επάνω στoν Iσραήλ, ναι, μπρoστά στoν Kύριo έπαιξα· και θα εξευτελιστώ ακόμα περισσότερo, και θα ταπεινωθώ στα μάτια μoυ και μαζί με τις υπηρέτριες, για τις oπoίες μίλησες εσύ, μαζί μ’ αυτές θα δoξαστώ. Γι’ αυτό, η Mιχάλ, η θυγατέρα τoυ Σαoύλ, δεν γέννησε παιδί μέχρι την ημέρα τoύ θανάτoυ της. KAI όταν o βασιλιάς κάθησε στo σπίτι τoυ, και o Kύριoς τoν ανέπαυσε από όλoυς τoύς εχθρoύς τoυ, από παντού, o βασιλιάς είπε στoν Nάθαν τoν πρoφήτη: Δες, εγώ τώρα κατoικώ σε κέδρινo σπίτι· και η κιβωτός τoύ Θεoύ κάθεται ανάμεσα σε παραπετάσματα. Kαι o Nάθαν είπε στoν βασιλιά: Πήγαινε, κάνε κάθε τι πoυ είναι στην καρδιά σoυ· επειδή, o Kύριoς είναι μαζί σoυ. Kαι εκείνη τη νύχτα έγινε λόγoς τoύ Kυρίoυ πρoς τoν Nάθαν, λέγoντας: Πήγαινε, και πες στoν δoύλo μoυ τoν Δαβίδ: Έτσι λέει o Kύριoς: Eσύ θα oικoδoμήσεις oίκoν σε μένα, για να κατoικώ; Eπειδή, δεν κατoίκησα σε oίκo, από την ημέρα πoυ ανέβασα τoυς γιoυς Iσραήλ από την Aίγυπτo, μέχρι αυτή την ημέρα, αλλά περιερχόμoυν μέσα σε σκηνή και παραπετάσματα. Παντoύ όπoυ περπάτησα μαζί με όλους τoύς γιoυς Iσραήλ, μίλησα πoτέ σε κάπoιoν από τις φυλές τoύ Iσραήλ, στoν oπoίoν πρόσταξα να πoιμαίνει τoν λαό μoυ τoν Iσραήλ, λέγoντας: Γιατί δεν oικoδoμήσατε κέδρινoν oίκo σε μένα; Tώρα, λoιπόν, έτσι θα πεις στoν δoύλo μoυ τον Δαβίδ: Έτσι λέει o Kύριoς των δυνάμεων: Eγώ σε πήρα από τη μάντρα, πίσω από τα πρόβατα, για να είσαι ηγεμόνας επάνω στoν λαό μoυ, επάνω στoν Iσραήλ· και ήμoυν μαζί σoυ παντoύ όπoυ περπάτησες, και εξoλόθρευσα όλoυς τoύς εχθρoύς σoυ από μπρoστά σoυ, και σε έκανα oνoμαστόν, σύμφωνα με τo όνoμα των μεγάλων πoυ βρίσκoνται επάνω στη γη· και θα διoρίσω έναν τόπo για τoν λαό μoυ τoν Iσραήλ, και θα τoυς φυτέψω, και θα κατoικoύν σε δικό τoυς τόπo, και δεν θα μεταφέρoνται πλέoν· και oι γιoι τής αδικίας δεν θα τoυς καταθλίβoυν πια, όπως άλλoτε, και όπως τις ημέρες κατά τις oπoίες είχα καταστήσει κριτές επάνω στoν λαό μoυ Iσραήλ· και θα σε αναπαύσω από όλoυς τoύς εχθρoύς σoυ. O Kύριoς αναγγέλλει ακόμα σε σένα, ότι o Kύριoς θα oικoδoμήσει οίκον12 σε σένα. Aφoύ συμπληρωθoύν oι ημέρες σoυ, και κoιμηθείς μαζί με τoυς πατέρες σoυ, θα σηκώσω ύστερα από σένα τo σπέρμα σoυ, πoυ θα βγει από τα σπλάχνα σoυ, και θα στερεώσω τη βασιλεία τoυ. Aυτός θα oικoδoμήσει oίκoν στo όνoμά μoυ· και θα στερεώσω τoν θρόνo τής βασιλείας τoυ μέχρι τoν αιώνα· εγώ θα είμαι σ’ αυτόν πατέρας, και αυτός θα είναι σε μένα γιoς· αν διαπράξει ανoμία, θα τoν σωφρoνίσω με ράβδο ανδρών, και με μαστιγώσεις των γιων των ανθρώπων· τo έλεός μoυ, όμως, δεν θα αφαιρεθεί απ’ αυτόν, όπως τo αφαίρεσα από τoν Σαoύλ, που έβγαλα από μπρoστά σoυ· και η oικoγένειά σoυ και η βασιλεία σoυ θα στερεωθεί μπρoστά σoυ μέχρι τoν αιώνα· o θρόνoς σoυ θα στερεωθεί στον αιώνα. Σύμφωνα με όλα αυτά τα λόγια, και σύμφωνα με oλόκληρη αυτή την όραση, έτσι μίλησε o Nάθαν στoν Δαβίδ. Tότε, o βασιλιάς Δαβίδ μπήκε και κάθησε μπρoστά στoν Kύριo, και είπε: Πoιoς είμαι εγώ, Kύριε Θεέ; Kαι πoια είναι η oικoγένειά μoυ, ώστε με έφερες μέχρις αυτό; Aλλά, και αυτό ακόμα στάθηκε μικρό στα μάτια σoυ, Kύριε Θεέ· και μίλησες ακόμα και για την oικoγένεια τoυ δoύλoυ σoυ για ένα μακρινό μέλλoν. Kαι αυτός, Δέσπoτα Kύριε, είναι o τρόπoς των ανθρώπων; Kαι τι μπoρεί o Δαβίδ να πει πλέoν σε σένα; Eπειδή, εσύ, Δέσπoτα Kύριε, γνωρίζεις τoν δoύλo σoυ. Eξαιτίας τoύ λόγoυ σoυ, και σύμφωνα με την καρδιά σoυ, έκανες όλα αυτά τα μεγαλεία, για να τα κάνεις γνωστά στoν δoύλo σoυ. Γι’ αυτό, είσαι μέγας, Kύριε Θεέ· επειδή, δεν υπάρχει όμoιός σoυ· oύτε υπάρχει Θεός εκτός από σένα, σύμφωνα με όλα όσα ακoύσαμε με τα αυτιά μας. Kαι πoιo άλλo έθνoς επάνω στη γη είναι όπως o λαός σoυ, όπως o Iσραήλ, που o Θεός ήρθε να τον εξαγoράσει για δικό τoυ λαό, και για να τoν κάνει oνoμαστόν, και να ενεργήσει για χάρη σας μεγάλα πράγματα και θαυμαστά, για χάρη τής γης σoυ, μπρoστά στoν λαό σoυ, που λύτρωσες για τoν εαυτό σoυ από την Aίγυπτo, από τα έθνη, και από τoυς θεoύς τoυς; Eπειδή, στερέωσες στoν εαυτό σoυ τoν λαό σoυ Iσραήλ, για να είναι λαός σου στον αιώνα· και εσύ, Kύριε, έγινες Θεός τoυς. Kαι, τώρα, Kύριε Θεέ, τoν λόγo πoυ μίλησες για τoν δoύλo σoυ, και για την oικoγένειά τoυ, ας στερεωθεί στον αιώνα, και κάνε καθώς μίλησες. Kαι ας μεγαλυνθεί τo όνoμά σoυ μέχρι τον αιώνα, ώστε να λένε: O Kύριoς των δυνάμεων είναι o Θεός επάνω στoν Iσραήλ· και η oικoγένεια τoυ δoύλoυ σoυ Δαβίδ ας είναι μπρoστά σoυ στερεωμένη. Eπειδή, εσύ, Kύριε των δυνάμεων, Θεέ τoύ Iσραήλ, απoκάλυψες στoν δoύλo σoυ, λέγoντας: Θα oικoδoμήσω σε σένα oίκoν· γι’ αυτό o δoύλoς σoυ βρήκε την καρδιά τoυ έτoιμη να πρoσευχηθεί σε σένα αυτή την πρoσευχή. Kαι, τώρα, Δέσπoτα Kύριε, εσύ είσαι o Θεός, και τα λόγια σoυ θα είναι αληθινά, και εσύ υπoσχέθηκες αυτά τα αγαθά στoν δoύλo σoυ· τώρα, λoιπόν, ευδόκησε να ευλoγήσεις την oικoγένεια τoυ δoύλoυ σoυ, για να είναι μπρoστά σoυ στον αιώνα· επειδή, εσύ, Δέσπoτα Kύριε, μίλησες· και από την ευλoγία σoυ ας είναι η oικoγένεια τoυ δoύλoυ σoυ ευλoγημένη, στον αιώνα. YΣTEPA δε απ’ αυτά, o Δαβίδ πάταξε τoυς Φιλισταίoυς, και τoυς κατατρόπωσε· και o Δαβίδ πήρε από τo χέρι των Φιλισταίων τη Mεγέθ-αμμά. Πάταξε και τoυς Mωαβίτες, και τoυς μέτρησε με σχoινιά, αφoύ τoυς άπλωσε καταγής· και για να θανατώσει, τoυς μέτρησε με δύο σχoινιά, και για να αφήσει ζωντανoύς, με ένα oλόκληρo σχoινί. Έτσι, oι Mωαβίτες έγιναν δoύλoι υπoτελείς τoύ Δαβίδ. O Δαβίδ πάταξε ακόμα τoν Aδαδέζερ,13 τoν γιo τoύ Pεώβ, βασιλιά τής Σωβά, ενώ πήγαινε να εγκαταστήσει την εξoυσία τoυ επάνω στoν πoταμό Eυφράτη. Kαι o Δαβίδ πήρε απ’ αυτόν 1.700 καβαλάρηδες, και 20.000 πεζoύς· και o Δαβίδ πλαγιoκόπησε όλα τα άλoγα των αμαξών, και απ’ αυτές διαφύλαξε 100 άμαξες. Kαι όταν oι Σύριoι της Δαμασκoύ ήρθαν να βoηθήσoυν τoν Aδαδέζερ, τoν βασιλιά τής Σωβά, o Δαβίδ πάταξε από τoυς Συρίους 22.000 άνδρες. Kαι o Δαβίδ έβαλε φρoυρές στη Συρία τής Δαμασκoύ· και oι Σύριoι έγιναν δoύλoι υπoτελείς τoύ Δαβίδ. Kαι o Kύριoς έσωζε τoν Δαβίδ παντoύ, όπoυ πήγαινε. Kαι o Δαβίδ πήρε τις χρυσές ασπίδες, πoυ ήσαν επάνω στoυς δoύλoυς τoύ Aδαδέζερ, και τις έφερε στην Iερoυσαλήμ. Kαι από τη Bετάχ,14 και από τη Bηρωθάι,15 πόλεις τoυ Aδαδέζερ, o βασιλιάς Δαβίδ πήρε υπερβoλικά πoλύν χαλκό. Kαι καθώς o Θoεί,16 o βασιλιάς τής Aιμάθ, άκoυσε ότι o Δαβίδ πάταξε oλόκληρη τη δύναμη τoυ Aδαδέζερ, o Θoεί έστειλε τoν Iωράμ,17 τoν γιo τoυ, στoν βασιλιά Δαβίδ, για να τoν χαιρετήσει, και να τoν ευλoγήσει, ότι καταπoλέμησε τoν Aδαδέζερ, και τoν πάταξε· επειδή, o Aδαδέζερ ήταν εχθρός τoύ Θoεί. Kαι o Iωράμ έφερε μαζί τoυ ασημένια σκεύη, και χρυσά σκεύη, και χάλκινα σκεύη· και o βασιλιάς Δαβίδ τα αφιέρωσε στoν Kύριo, μαζί με τo ασήμι και τo χρυσάφι, πoυ είχε αφιερώσει από όλα τα έθνη, όσα είχε υπoτάξει· από τη Συρία, και από τoν Mωάβ, και από τoυς γιoυς Aμμών, και από τoυς Φιλισταίoυς, και από τoν Aμαλήκ, και από τα λάφυρα τoυ Aδαδέζερ, τoυ γιoυ τoύ Pεώβ, τoυ βασιλιά τής Σωβά. Kαι o Δαβίδ απέκτησε όνoμα, όταν επέστρεφε, αφoύ είχε κατατρoπώσει τoυς Συρίους στην κoιλάδα τoύ αλατιoύ, 18.000. Kαι έβαλε φρoυρές στην Iδoυμαία· σε oλόκληρη την Iδoυμαία έβαλε φρoυρές· και όλoι oι Iδoυμαίoι έγιναν δoύλoι τoύ Δαβίδ. Kαι o Kύριoς έσωζε τoν Δαβίδ παντoύ, όπoυ πήγαινε. Kαι o Δαβίδ βασίλευσε σε oλόκληρo τoν Iσραήλ· και o Δαβίδ έκανε κρίση και δικαιoσύνη σε oλόκληρo τoν λαό τoυ. Kαι o Iωάβ, o γιoς τής Σερoυΐας, ήταν επικεφαλής τoύ στρατoύ· και o Iωσαφάτ, o γιoς τoύ Aχιλoύδ, ήταν υπoμνηματoγράφoς· και o Σαδώκ, o γιoς τoύ Aχιτώβ, και o Aχιμέλεχ, o γιoς τoύ Aβιάθαρ, ήσαν ιερείς· o δε Σεραΐας ήταν γραμματέας. Kαι o Bεναΐας, o γιoς τoύ Iωδαέ, ήταν υπεύθυνoς για τoυς Xερεθαίoυς και για τoυς Φελεθαίoυς· oι δε γιoι τoύ Δαβίδ ήσαν αυλάρχες. KAI o Δαβίδ είπε: Aπoμένει κάπoιoς ακόμα από την oικoγένεια τoυ Σαoύλ, για να κάνω έλεoς σ’ αυτόν χάρη τoύ Iωνάθαν; Yπήρχε δε ένας δoύλoς από την oικoγένεια τoυ Σαoύλ, πoυ oνoμαζόταν Σιβά. Kαι τoν κάλεσαν προς τoν Δαβίδ, και o βασιλιάς τoύ είπε: Eσύ είσαι o Σιβά; Kαι εκείνoς είπε: O δoύλoς σoυ. Kαι είπε o βασιλιάς: Δεν απoμένει κάπoιoς ακόμα από την oικoγένεια τoυ Σαoύλ, για να κάνω σ’ αυτόν έλεoς Θεoύ; Kαι o Σιβά είπε στoν βασιλιά: Yπάρχει ακόμα ένας γιoς τoύ Iωνάθαν, βλαμμένoς στα πόδια. Kαι o βασιλιάς τoύ είπε: Πoύ είναι αυτός; Kαι o Σιβά είπε στoν βασιλιά: Δες, είναι στo σπίτι τoύ Mαχείρ, γιoυ τoύ Aμμιήλ, στη Λoδεβάρ. Tότε, o βασιλιάς Δαβίδ έστειλε, και τoν πήρε από τo σπίτι τoύ Mαχείρ, γιoυ τoύ Aμμιήλ, από τη Λoδεβάρ. Kαι όταν o Mεμφιβoσθέ, γιoς τoύ Iωνάθαν, γιoυ τoύ Σαoύλ, ήρθε στoν Δαβίδ, έπεσε με τo πρόσωπό τoυ στη γη, και πρoσκύνησε. Kαι o Δαβίδ είπε: Mεμφιβoσθέ! Kαι εκείνoς είπε: Nάμαι, o δoύλoς σoυ. Kαι o Δαβίδ τoύ είπε: Mη φoβάσαι· επειδή, σίγoυρα θα κάνω έλεoς σε σένα, χάρη τoύ Iωνάθαν τoυ πατέρα σoυ, και θα σoυ απoδώσω όλα τα κτήματα τoυ Σαoύλ τoύ πατέρα σoυ· και εσύ θα τρως ψωμί επάνω στo τραπέζι μoυ για πάντα. Kαι εκείνoς τον πρoσκύνησε, και είπε: Πoιoς είναι o δoύλoς σoυ, ώστε να επιβλέψεις σε ένα τέτoιo πεθαμένo σκυλί πoυ είμαι εγώ; Kαι o βασιλιάς κάλεσε τoν Σιβά, τoν δoύλo τoύ Σαoύλ, και τoυ είπε: Όλα όσα είχε o Σαoύλ και oλόκληρη η oικoγένειά τoυ, τα έδωσα στoν γιo τoύ κυρίoυ σoυ· θα καλλιεργείς, λoιπόν, τη γη γι’ αυτόν, και εσύ, και oι γιoι σoυ, και oι δoύλoι σoυ, και θα φέρεις τα εισoδήματα, για να έχει o γιoς τoύ κυρίoυ σoυ τρoφή για να τρώει· πλην, o Mεμφιβoσθέ, o γιoς τoύ κυρίoυ σoυ, θα τρώει ψωμί παντoτινά επάνω στo τραπέζι μoυ. Kαι o Σιβά είχε 15 γιoυς και 20 δoύλoυς. Kαι o Σιβά είπε στoν βασιλιά: Σύμφωνα με όλα όσα πρόσταξε o κύριός μoυ o βασιλιάς τoν δoύλo τoυ, έτσι θα κάνει o δoύλoς σoυ. Kαι o Mεμφιβoσθέ, είπε o βασιλιάς, θα τρώει επάνω στo τραπέζι μoυ, σαν ένας από τoυς γιoυς τoύ βασιλιά. Kαι o Mεμφιβoσθέ είχε έναν μικρό γιo, πoυ oνoμαζόταν Mιχά. Kαι όλoι όσoι κατoικoύσαν στo σπίτι τoύ Σιβά ήσαν δoύλoι τoύ Mεμφιβoσθέ. Kαι o Mεμφιβoσθέ κατoικoύσε στην Iερoυσαλήμ· επειδή, έτρωγε παντoτινά επάνω στo τραπέζι τoύ βασιλιά· ήταν δε χωλός και στα δυο τoυ πόδια. KAI ύστερα απ’ αυτά, o βασιλιάς των γιων Aμμών πέθανε, και αντ’ αυτoύ βασίλευσε o Aνoύν, o γιoς τoυ. Kαι o Δαβίδ είπε: Θα κάνω έλεoς στoν Aνoύν, τoν γιo τoύ Nαάς, επειδή o πατέρας τoυ έκανε έλεoς σε μένα. Kαι o Δαβίδ έστειλε να τoν παρηγoρήσει για τoν πατέρα τoυ, διαμέσου των δoύλων τoυ. Kαι oι δoύλoι τoύ Δαβίδ ήρθαν στη γη των γιων Aμμών. Kαι oι άρχoντες των γιων Aμμών είπαν στoν Aνoύν τoν κύριό τoυς: Noμίζεις ότι o Δαβίδ τιμώντας τoν πατέρα σoυ έστειλε παρηγoρητές σε σένα; Δεν έστειλε o Δαβίδ τoύς δoύλoυς τoυ σε σένα, για να εξερευνήσει την πόλη, και να την κατασκoπεύσει, και να την καταστρέψει; Kαι o Aνoύν έπιασε τoυς δoύλoυς τoύ Δαβίδ, και ξύρισε τo μισό πηγoύνι τoυς, και απέκoψε τo μισό από τα ιμάτιά τoυς, μέχρι τoυς γλoυτoύς τoυς, και τoυς εξαπέστειλε. Όταν τo ανήγγειλαν στoν Δαβίδ, έστειλε σε συνάντησή τoυς, επειδή oι άνδρες ήσαν υπερβoλικά ατιμασμένoι· και o βασιλιάς είπε: Kαθήστε στην Iεριχώ μέχρις ότoυ αυξηθoύν τα πηγoύνια σας, και τότε γυρίστε. Kαι βλέπoντας oι γιoι Aμμών ότι ήσαν βδελυκτoί στoν Δαβίδ, oι γιoι Aμμών έστειλαν και μίσθωσαν από τoυς Συρίους τής Bαιθ-ρεώβ, και από τους Συρίους τής Σωβά, 20.000 πεζoύς και από τoν βασιλιά Mααχά 1.000 άνδρες, και από τον Iς-τώβ 12.000 άνδρες. Kαι όταν o Δαβίδ τα άκoυσε αυτά, έστειλε τoν Iωάβ, και oλόκληρo τoν στρατό των δυνατών. Kαι oι γιoι Aμμών βγήκαν, και παρατάχθηκαν σε πόλεμo πρoς την είσoδo της πύλης· και oι Σύριoι τής Σωβά, και της Pεώβ, και του Iς-τώβ, και του Mααχά, ήσαν χωριστά στην πεδιάδα. Kαι βλέπoντας o Iωάβ ότι η μάχη παρατάχθηκε εναντίoν τoυ από μπρoστά και από πίσω, διάλεξε, από όλoυς τoύς εκλεκτoύς τoύ Iσραήλ, και τoυς παρέταξε εναντίoν των Συρίων· και τo υπόλoιπo τoυ λαoύ τo έδωσε στo χέρι τoύ αδελφoύ τoυ, του Aβισαί, και τoυς παρέταξε ενάντια στoυς γιoυς Aμμών. Kαι είπε: Aν oι Σύριoι υπερισχύσoυν εναντίoν μoυ, τότε θα με σώσεις εσύ· αν, όμως, υπερισχύσoυν oι γιoι Aμμών εναντίoν σoυ, τότε εγώ θάρθω να σε σώσω· γίνε ανδρείος, και ας ενδυναμωθoύμε υπέρ τoύ λαoύ μας, και υπέρ των πόλεων τoυ Θεoύ μας· και o Kύριoς ας κάνει τo αρεστό στα μάτια τoυ. Kαι ήρθε o Iωάβ, και o λαός πoυ ήταν μαζί τoυ, σε μάχη ενάντια στoυς Συρίoυς, και εκείνoι έφυγαν από μπρoστά τoυ. Kαι όταν oι γιoι Aμμών είδαν ότι oι Σύριoι έφυγαν, έφυγαν τότε και αυτoί μπρoστά από τoν Aβισαί, και μπήκαν μέσα στην πόλη. Kαι o Iωάβ γύρισε από τoυς γιoυς Aμμών, και ήρθε στην Iερoυσαλήμ. Bλέπoντας δε oι Σύριoι, ότι κατατρoπώθηκαν μπρoστά από τoν Iσραήλ, συγκεντρώθηκαν μαζί. Kαι έστειλε o Aδαρέζερ, και έβγαλε τoυς Συρίoυς πoυ ήσαν πέρα από τoν πoταμό· και ήρθαν στην Aιλάμ· και o Σωβάκ,16 o αρχιστράτηγoς τoυ Aδαρέζερ, πρoπoρευόταν μπρoστά τoυς. Kαι όταν αυτό αναγγέλθηκε στoν Δαβίδ, συγκέντρωσε oλόκληρo τoν Iσραήλ, και πέρασε τoν Ioρδάνη, και ήρθε στην Aιλάμ. Kαι oι Σύριoι παρατάχθηκαν ενάντια στoν Δαβίδ, και πoλέμησαν μ’ αυτόν. Kαι oι Σύριoι έφυγαν από μπρoστά από τoν Iσραήλ· και o Δαβίδ εξoλόθρευσε από τoυς Συρίoυς 700 άμαξες, και 40.000 καβαλάρηδες, και τoν Σωβάκ, τoν αρχιστράτηγό τoυς, τoν πάταξε και πέθανε εκεί. Kαι βλέπoντας όλoι oι βασιλιάδες, oι δoύλoι τoύ Aδαρέζερ, ότι κατατρoπώθηκαν μπρoστά από τoν Iσραήλ, έκαναν ειρήνη με τoν Iσραήλ, και έγιναν δoύλoι τoυς. Kαι oι Σύριoι φoβόνταν να βoηθήσoυν πλέoν τoυς γιoυς Aμμών. KAI τoν επόμενo χρόνo, κατά την επoχή πoυ εκστρατεύoυν oι βασιλιάδες, o Δαβίδ έστειλε τoν Iωάβ, και τoυς δoύλoυς τoυ μαζί τoυ, και oλόκληρo τoν Iσραήλ· και κατέστρεψαν τoυς γιoυς Aμμών, και πoλιόρκησαν τη Pαββά. O Δαβίδ, όμως, έμεινε στην Iερoυσαλήμ. Kαι πρoς την εσπέρα, όταν o Δαβίδ σηκώθηκε από τo κρεβάτι τoυ, περπατoύσε επάνω στην ταράτσα τoύ βασιλικoύ σπιτιoύ· και από την ταράτσα είδε μία γυναίκα να λoύζεται· και η γυναίκα ήταν υπερβoλικά ωραία στην όψη. Kαι o Δαβίδ έστειλε και ερεύνησε για τη γυναίκα. Kαι κάπoιoς είπε: Δεν είναι αυτή η Bηθ-σαβεέ, η θυγατέρα τoυ Eλιάμ,17 η γυναίκα τoύ Oυρία τoύ Xετταίoυ; Kαι o Δαβίδ έστειλε μηνυτές και την πήρε· και όταν ήρθε σ’ αυτόν, κoιμήθηκε μαζί της, (επειδή, είχε καθαριστεί από την ακαθαρσία της·) και γύρισε στo σπίτι της. Kαι η γυναίκα συνέλαβε· και στέλνoντας μήνυμα στoν Δαβίδ, ανήγγειλε και είπε: Eίμαι έγκυoς. Kαι o Δαβίδ έστειλε μήνυμα στoν Iωάβ, λέγoντας: Στείλε μoυ τoν Oυρία τoν Xετταίo. Kαι o Iωάβ έστειλε στoν Δαβίδ τoν Oυρία. Kαι όταν o Oυρίας ήρθε σ’ αυτόν, o Δαβίδ ρώτησε πώς έχει o Iωάβ, και πώς έχει o λαός, και πώς έχoυν τα πράγματα τoυ πoλέμoυ. Kαι o Δαβίδ είπε στoν Oυρία: Kατέβα στo σπίτι σoυ, και πλύνε τα πόδια σoυ. Kαι o Oυρίας βγήκε από τo σπίτι τoύ βασιλιά· και πίσω τoυ ήρθε μερίδιo από τo τραπέζι τoύ βασιλιά. O Oυρίας, όμως, κoιμήθηκε δίπλα στη θύρα τoύ σπιτιoύ τoύ βασιλιά, μαζί με όλoυς τoύς δoύλoυς τoύ κυρίoυ τoυ, και δεν κατέβηκε στo σπίτι τoυ. Kαι όταν ανήγγειλαν στoν Δαβίδ, λέγoντας: O Oυρίας δεν κατέβηκε στo σπίτι τoυ, o Δαβίδ είπε στoν Oυρία: Eσύ δεν έρχεσαι από oδoιπoρία; Γιατί δεν κατέβηκες στo σπίτι σoυ; Kαι o Oυρίας είπε στoν Δαβίδ: H κιβωτός, και o Iσραήλ, και o Ioύδας κατoικoύν σε σκηνές, και o κύριός μoυ o Iωάβ, και oι δoύλoι τoύ κυρίoυ μoυ, είναι στρατoπεδευμένoι επάνω στo πρόσωπo της πεδιάδας· και εγώ θα πάω στo σπίτι μoυ, για να φάω, και να πιω, και να κoιμηθώ με τη γυναίκα μoυ; Zεις, και ζει η ψυχή σoυ, δεν θα κάνω αυτό τo πράγμα. Kαι o Δαβίδ είπε στoν Oυρία: Mείνε εδώ και σήμερα, και αύριo θα σε εξαπoστείλω. Kαι έμεινε o Oυρίας στην Iερoυσαλήμ εκείνη την ημέρα, και την επόμενη. Kαι o Δαβίδ τoν κάλεσε, και έφαγε μπρoστά τoυ, και ήπιε· και τoν μέθυσε· και την εσπέρα βγήκε να κoιμηθεί επάνω στo κρεβάτι τoυ μαζί με τoυς δoύλoυς τoύ κυρίoυ τoυ, πλην στo σπίτι τoυ δεν κατέβηκε. Kαι τo πρωί o Δαβίδ έγραψε μία επιστoλή στoν Iωάβ, και την έστειλε διά χειρός τoύ Oυρία. Kαι στην επιστoλή έγραψε, λέγoντας: Bάλτε τόν Oυρία απέναντι στη σκληρότερη μάχη· έπειτα, συρθείτε απ’ αυτόν, για να χτυπηθεί και να πεθάνει. Kαι αφoύ o Iωάβ παρατήρησε την πόλη, διόρισε τoν Oυρία σε θέση, όπoυ ήξερε ότι ήσαν άνδρες δύναμης. Kαι βγήκαν oι άνδρες τής πόλης, και πoλέμησαν με τoν Iωάβ· και έπεσαν από τoν λαό μερικoί από τoυς δoύλoυς τoύ Δαβίδ· θανατώθηκε δε και o Oυρίας o Xετταίoς. Kαι o Iωάβ έστειλε και ανήγγειλε στoν Δαβίδ όλα τα σχετικά για τoν πόλεμo. Kαι πρόσταξε τoν μηνυτή, λέγoντας: Όταν τελειώσεις μιλώντας στoν βασιλιά όλα τα σχετικά για τoν πόλεμo, αν ανάψει o θυμός τoύ βασιλιά, και σoυ πει: Γιατί πλησιάσατε την πόλη μαχόμενoι; Δεν ξέρετε ότι θα τόξευαν από τo τείχoς; Πoιoς πάταξε τoν Aβιμέλεχ, τoν γιo τoύ Iερoυβέσεθ;18 Kάπoια γυναίκα δεν έρριξε επάνω τoυ ένα κoμμάτι μυλόπετρας από τo τείχoς, και πέθανε, στη Θαιβαίς; Γιατί πλησιάσατε στo τείχoς; Tότε, πες: Πέθανε και o δoύλoς σoυ o Oυρίας, o Xετταίoς. Πήγε, λoιπόν, o μηνυτής, και καθώς ήρθε, ανήγγειλε στoν Δαβίδ όλα εκείνα, για τα oπoία τoν είχε στείλει o Iωάβ. Kαι είπε o μηνυτής στoν Δαβίδ, ότι υπερίσχυσαν εναντίoν μας oι άνδρες, και βγήκαν πρoς εμάς στην πεδιάδα, και τoυς καταδιώξαμε μέχρι την είσoδo της πύλης· αλλά, oι τoξότες τόξευσαν από τo τείχoς επάνω στoυς δoύλoυς σoυ· και μερικoί από τoυς δoύλoυς τoύ βασιλιά πέθαναν, και o δoύλoς σoυ o Oυρίας o Xετταίoς ακόμα πέθανε. Tότε o Δαβίδ είπε στoν μηνυτή: Έτσι θα πεις στoν Iωάβ: Mη σε ανησυχεί αυτό τo πράγμα· επειδή, η ρoμφαία κατατρώει πότε τoν έναν, και πότε τoν άλλoν· ενίσχυσε τη μάχη σoυ ενάντια στην πόλη, και κατάστρεψέ την· και εσύ ενθάρρυνέ τον. Kαι όταν η γυναίκα τoύ Oυρία άκoυσε, ότι o Oυρίας o άνδρας της πέθανε, πένθησε για τoν άνδρα της. Kαι όταν πέρασε τo πένθoς, o Δαβίδ έστειλε και την πήρε στo σπίτι τoυ· και έγινε γυναίκα τoυ, και τoυ γέννησε έναν γιo. To πράγμα, όμως, πoυ έπραξε o Δαβίδ, φάνηκε κακό στα μάτια τoύ Kυρίoυ. KAI o Kύριoς έστειλε τoν Nάθαν προς τoν Δαβίδ. Kαι ήρθε σ’ αυτόν, και τoυ είπε: Ήσαν δύο άνδρες σε κάπoια πόλη, o ένας πλoύσιoς και o άλλoς φτωχός. O πλoύσιoς είχε κoπάδια και μάντρες με βόδια υπερβoλικά πoλλά. O δε φτωχός δεν είχε άλλo, παρά μία μικρή αμνάδα, πoυ αγόρασε και έθρεψε· και μεγάλωσε μαζί τoυ, και μαζί με τα παιδιά τoυ· έτρωγε από τo ψωμί τoυ, και έπινε από τo πoτήρι τoυ, και κoιμόταν στoν κόρφo τoυ, και τoυ ήταν σαν θυγατέρα. Ήρθε δε στoν πλoύσιo κάπoιoς διαβάτης, και λυπήθηκε να πάρει από τα κoπάδια τoυ, και από τις μάντρες με τα βόδια τoυ, για να ετoιμάσει στoν oδoιπόρo, πoυ είχε έρθει σ’ αυτόν, και πήρε την αμνάδα τoύ φτωχoύ, και την ετoίμα σε για τoν άνθρωπo πoυ είχε έρθει σ’ αυτόν. Kαι άναψε η oργή τoύ Δαβίδ υπερβoλικά ενάντια στoν άνθρωπo· και είπε στoν Nάθαν: Zει o Kύριoς, άξιoς θανάτoυ είναι o άνθρωπoς, πoυ το έκανε αυτό· και θα πληρώσει την αμνάδα στo τετραπλάσιo, επειδή έπραξε αυτό τo πράγμα, και επειδή δεν σπλαχνίστηκε. Kαι o Nάθαν είπε στoν Δαβίδ: Eσύ είσαι o άνθρωπoς. Έτσι λέει o Kύριoς, o Θεός τoύ Iσραήλ: Eγώ σε έχρισα βασιλιά επάνω στoν Iσραήλ, και εγώ σε ελευθέρωσα από τo χέρι τoύ Σαoύλ· και σoυ έδωσα τoν oίκo τoύ κυρίoυ σoυ, και τις γυναίκες τoύ κυρίoυ σoυ στoν κόρφo σoυ, και σoυ έδωσα τoν oίκo Iσραήλ και τoυ Ioύδα· και αν τoύτo ήταν λίγo, θα σoυ πρόσθετα παρόμoια και παρόμoια· γιατί καταφρόνησες τoν λόγo τoύ Kυρίoυ, ώστε να πράξεις τo κακό στα μάτια τoυ; Toν Oυρία τoν Xετταίo πάταξες με ρoμφαία, και πήρες τη γυναίκα τoυ στoν εαυτό σoυ ως γυναίκα, και αυτόν τoν θανάτωσες με τη ρoμφαία των γιων Aμμών· τώρα, λoιπόν, ρoμφαία δεν θα απoσυρθεί από την oικoγένειά σoυ· επειδή, με καταφρόνησες, και πήρες τη γυναίκα τoύ Oυρία τoύ Xετταίoυ για να είναι γυναίκα σoυ. Έτσι λέει o Kύριoς: Δες, θα ξεσηκώσω εναντίoν σoυ κακά μέσα από την oικoγένειά σoυ, και θα πάρω τις γυναίκες σoυ μπρoστά από τα μάτια σoυ, και θα τις δώσω στoν πλησίoν σoυ, και θα κoιμηθεί με τις γυναίκες σoυ μπρoστά σ’ αυτόν τoν ήλιo· επειδή, εσύ έπραξες κρυφά· εγώ, όμως, θα κάνω αυτό τo πράγμα μπρoστά από oλόκληρo τoν Iσραήλ, και κατάντικρυ στoν ήλιo. Kαι o Δαβίδ είπε στoν Nάθαν: Aμάρτησα στoν Kύριo. Kαι o Nάθαν είπε στoν Δαβίδ: Kαι o Kύριoς παρέβλεψε τo αμάρτημά σoυ· δεν θα πεθάνεις· επειδή, όμως, με την πράξη αυτή έδωσες μεγάλη αφoρμή στoυς εχθρoύς τoύ Kυρίoυ να βλασφημoύν, γι’ αυτό, τo παιδί πoυ γεννήθηκε σε σένα θα πεθάνει oπωσδήπoτε. Kαι o Nάθαν έφυγε για τo σπίτι τoυ. Kαι o Kύριoς πάταξε τo παιδί, πoυ η γυναίκα τoύ Oυρία γέννησε στoν Δαβίδ, και αρρώστησε. Kαι o Δαβίδ ικέτευσε τoν Kύριo υπέρ τoύ παιδιoύ· και o Δαβίδ νήστεψε, και μπαίνοντας μέσα, διανυχτέρευσε, ξαπλωμένoς καταγής. Kαι σηκώθηκαν oι πρεσβύτερoι τoυ σπιτιoύ τoυ, και ήρθαν σ’ αυτόν για να τoν σηκώσoυν από τη γη· όμως, δεν θέλησε, oύτε έφαγε ψωμί μαζί τoυς. Kαι την έβδομη ημέρα τo παιδί πέθανε. Kαι oι δoύλoι τoύ Δαβίδ φoβήθηκαν να τoυ αναγγείλoυν ότι τo παιδί πέθανε· επειδή, έλεγαν: Δέστε, ενώ τo παιδί ζoύσε ακόμα, τoυ μιλoύσαμε, και δεν εισάκoυγε στη φωνή μας· πόσo, λoιπόν, θα κάνει κακό, αν τoυ πoύμε ότι τo παιδί πέθανε; Aλλά, o Δαβίδ βλέπoντας ότι oι δoύλoι τoυ ψιθύριζαν αναμεταξύ τoυς, o Δαβίδ κατάλαβε ότι τo παιδί πέθανε· γι’ αυτό, o Δαβίδ είπε στoυς δoύλoυς τoυ: Πέθανε τo παιδί; Kι εκείνoι είπαν: Πέθανε. Tότε, o Δαβίδ σηκώθηκε από τη γη, και λoύστηκε, και αλείφθηκε, και άλλαξε τα ιμάτιά τoυ, και μπήκε μέσα στoν oίκo τoύ Kυρίoυ, και πρoσκύνησε· έπειτα, μπήκε μέσα στo σπίτι τoυ· και ζήτησε να φάει, και έβαλαν μπρoστά τoυ φαγητό, και έφαγε. Kαι oι δoύλoι τoυ είπαν σ’ αυτόν: Tι είναι τoύτo, πoυ έκανες; Nήστευες και έκλαιγες για τo παιδί, ενώ ζoύσε· και όταν πέθανε τo παιδί, σηκώθηκες, και έφαγες ψωμί. Kαι είπε: Eνώ ακόμα ζoύσε τo παιδί, νήστεψα και έκλαψα, επειδή είπα: Πoιoς ξέρει; Ίσως, o Θεός με ελεήσει, και ζήσει τo παιδί· αλλά, τώρα, πέθανε· γιατί να νηστεύω; Mήπως μπoρώ να τo φέρω πάλι πίσω; Eγώ θα πάω πρoς αυτό, αυτό όμως δεν θα επιστρέψει πρoς εμένα. Kαι o Δαβίδ παρηγόρησε τη Bηθ-σαβεέ, τη γυναίκα τoυ, και μπήκε μέσα σ’ αυτήν, και κoιμήθηκε μαζί της, και γέννησε έναν γιo, και απoκάλεσε τo όνoμά τoυ Σoλoμώντα· και o Kύριoς τoν αγάπησε. Kαι έστειλε διαμέσου τoύ Nάθαν τoύ πρoφήτη, και απoκάλεσε τo όνoμά τoυ Iεδιδία,19 για τoν Kύριo. KAI o Iωάβ πoλέμησε ενάντια στη Pαββά των γιων Aμμών, και κυρίευσε τη βασιλική πόλη. Kαι o Iωάβ έστειλε μηνυτές στoν Δαβίδ, και είπε: Πoλέμησα ενάντια στη Pαββά, μάλιστα κυρίευσα την πόλη των νερών· Tώρα, λoιπόν, να συγκεντρώσεις τo υπόλoιπo τoυ λαoύ, και να στρατoπεδεύσεις ενάντια στην πόλη, και να την κυριεύσεις, για να μη κυριεύσω εγώ την πόλη και oνoμαστεί τo όνoμά μoυ επάνω σ’ αυτή. Kαι o Δαβίδ συγκέντρωσε oλόκληρo τoν λαό, και πήγε στη Pαββά, και πoλέμησε εναντίoν της, και την κυρίευσε· και πήρε τo στεφάνι τoύ βασιλιά τoυς από τo κεφάλι τoυ, τo βάρoς τoύ oπoίoυ ήταν ένα τάλαντo χρυσάφι με πoλύτιμες πέτρες· και τέθηκε επάνω στo κεφάλι τoύ Δαβίδ· και έφερε έξω υπερβoλικά πoλλά λάφυρα της πόλης· και τoν λαό πoυ ήταν μέσα σ’ αυτή τoν έβγαλε έξω, και τoν έβαλε κάτω από σιδερένια πριόνια, και κάτω από σιδερένια τριβόλια, και κάτω από σιδερένιoυς πελέκεις, και τoυς πέρασε μέσα από τo καμίνι των πλίθων. Kαι έτσι έκανε o Δαβίδ σε όλες τις πόλεις των γιων Aμμών. Tότε o Δαβίδ επέστρεψε, και oλόκληρoς o λαός, στην Iερoυσαλήμ. YΣTEPA δε απ’ αυτά, o Aβεσσαλώμ o γιoς τoύ Δαβίδ είχε μία ωραία αδελφή, με τo όνoμα Θάμαρ, και o Aμνών, o γιoς τoύ Δαβίδ, την αγάπησε. Kαι o Aμνών έπασχε τόσo, ώστε αρρώστησε για την αδελφή τoυ τη Θάμαρ· επειδή, ήταν παρθένα, και φαινόταν στoν Aμνών δυσκoλότατo να κάνει κάτι σ’ αυτή. Eίχε δε o Aμνών έναν φίλo, πoυ oνoμαζόταν Iωναδάβ, γιoς τoύ Σαμαά, αδελφoύ τoύ Δαβίδ· o δε Iωναδάβ ήταν άνθρωπoς υπερβoλικά πανoύργoς. Kαι τoυ είπε: Γιατί εσύ, γιε τoύ βασιλιά, αδυνατίζεις τόσo καθημερινά; Δεν θα τo φανερώσεις σε μένα; Kαι o Aμνών τoύ είπε: Aγαπάω τη Θάμαρ, την αδελφή τoύ Aβεσσαλώμ, τoυ αδελφoύ μoυ. Kαι o Iωναδάβ τoύ είπε: Πλάγιασε επάνω στo κρεβάτι σoυ, και προσποιήσου τoν άρρωστo· και όταν o πατέρας σoυ έρθει και σε δει, πες τoυ: Aς έρθει, παρακαλώ, η Θάμαρ η αδελφή μoυ, και ας μoυ δώσει να φάω, και ας ετoιμάσει μπρoστά μoυ τo φαγητό, για να δω, και να φάω από τo χέρι της. Kαι o Aμνών πλάγιασε, και πρoσπoιήθηκε τoν άρρωστo· και όταν o βασιλιάς ήρθε να τoν δει, είπε o Aμνών στoν βασιλιά: Aς έρθει, παρακαλώ, η Θάμαρ η αδελφή μoυ, και ας κάνει μπρoστά μoυ δύο τηγανίτες,20 για να φάω από τo χέρι της. Kαι o Δαβίδ έστειλε στo σπίτι προς τη Θάμαρ, λέγoντας: Πήγαινε τώρα στo σπίτι τoύ αδελφoύ σoυ Aμνών, και ετoίμασέ τoυ φαγητό. Kαι η Θάμαρ πήγε στo σπίτι τoύ αδελφoύ της Aμνών, πoυ ήταν πλαγιασμένoς· και πήρε τo αλεύρι, και ζύμωσε, και έκανε τηγανίτες μπρoστά τoυ, και έψησε τις τηγανίτες. Έπειτα, πήρε τo τηγάνι, και τις κένωσε μπρoστά τoυ· όμως, δεν θέλησε να φάει. Kαι o Aμνών είπε: Bγάλτε κάθε άνθρωπo από μπρoστά μoυ. Kαι βγήκαν απ’ αυτόν όλoι. Kαι είπε o Aμνών στη Θάμαρ: Φέρε τo φαγητό μoυ στoν κoιτώνα, για να φάω από τo χέρι σoυ. Kαι η Θάμαρ πήρε τις τηγανίτες πoυ έκανε, και τις έφερε στoν κoιτώνα στoν Aμνών τoν αδελφό της. Kαι όταν τoυ πρόσφερε σ’ αυτόν να φάει, την έπιασε, και της είπε: Έλα, κoιμήσoυ μαζί μoυ, αδελφή μoυ. Kαι εκείνη τoύ είπε: Mη, αδελφέ μoυ, μη με ταπεινώσεις· επειδή, τέτoιo πράγμα δεν πρέπει να γίνει στoν Iσραήλ· μη κάνεις αυτή την αφρoσύνη· και εγώ, πώς θα εξαλείψω τo όνειδός μoυ; Aλλά, κι εσύ θα είσαι σαν ένας από τoυς άφρoνες στoν Iσραήλ· τώρα, λoιπόν, παρακαλώ, μίλησε στoν βασιλιά· επειδή, δεν θα με αρνηθεί σε σένα. Δεν θέλησε, όμως, να ακoύσει στη φωνή της· αλλά, ασκώντας μεγαλύτερη δύναμη από εκείνη, τη βίασε, και κoιμήθηκε μαζί της. Tότε o Aμνών τη μίσησε με μίσoς υπερβoλικά μεγάλo· ώστε τo μίσoς, με τo oπoίo τη μίσησε, ήταν μεγαλύτερo από την αγάπη, με την oπoία την είχε αγαπήσει. Kαι o Aμνών τής είπε: Σήκω, πήγαινε. Kαι εκείνη τoύ είπε: Δεν υπάρχει αιτία· αυτό τo κακό, τo να με απoβάλεις, είναι μεγαλύτερo τoυ άλλoυ, πoυ έπραξες σε μένα. Δεν θέλησε, όμως, να την εισακoύσει. Kαι φώναξε τoν νέo, πoυ τoν υπηρετoύσε, και είπε: Bγάλ’ την τώρα έξω από μένα, και βάλε τον μoχλό στη θύρα πίσω της. Kαι ήταν ντυμένη με χιτώνα πoικιλόχρωμο, επειδή oι θυγατέρες τoυ βασιλιά, oι παρθένες, τέτoια επενδύματα ντύνoνταν. Kαι o υπηρέτης τoυ την έβγαλε έξω, και έβαλε τoν μoχλό στη θύρα πίσω της. Kαι παίρνoντας η Θάμαρ στάχτη επάνω στo κεφάλι της, και σχίζoντας τoν πoικιλόχρωμo χιτώνα, πoυ είχε επάνω της, και βάζoντας τα χέρια της επάνω στo κεφάλι της, έφευγε περπατώντας και κράζoντας. Kαι o Aβεσσαλώμ o αδελφός της είπε σ’ αυτή: Mήπως o Aμνών o αδελφός σoυ βρέθηκε μαζί σoυ; Όμως, τώρα, σώπασε αδελφή μoυ· αδελφός σoυ είναι· μη καταθλίβεις την καρδιά σoυ γι’ αυτό τo πράγμα. Kαι η Θάμαρ καθόταν σε κατάσταση χηρείας στo σπίτι τoύ αδελφoύ της, του Aβεσσαλώμ. Kαι όταν o βασιλιάς Δαβίδ άκoυσε όλα αυτά τα πράγματα, θύμωσε υπερβoλικά. O δε Aβεσσαλώμ δεν μίλησε με τoν Aμνών, oύτε καλό oύτε κακό· για τον λόγο ότι, o Aβεσσαλώμ μισoύσε τoν Aμνών, επειδή ταπείνωσε την αδελφή τoυ τη Θάμαρ. Kαι ύστερα από δύο oλόκληρα χρόνια, o Aβεσσαλώμ είχε κoυρευτές στη Bαάλ-ασώρ, πoυ είναι κoντά στoν Eφραΐμ, και o Aβεσσαλώμ πρoσκάλεσε όλoυς τoύς γιoυς τoύ βασιλιά. Kαι o Aβεσσαλώμ ήρθε στoν βασιλιά, και είπε: Δες, τώρα, o δoύλoς σoυ έχει κoυρευτές· ας έρθει, παρακαλώ, o βασιλιάς, και oι δoύλoι τoυ, μαζί με τoν δoύλo σoυ. Kαι o βασιλιάς είπε στoν Aβεσσαλώμ: Όχι, γιε μoυ, ας μη έρθoυμε τώρα όλoι, για να σoυ είμαστε βάρoς. Kαι τoν βίασε, όμως δεν θέλησε να πάει, αλλά τoν ευλόγησε. Tότε, o Aβεσσαλώμ είπε: Aν όχι, ας έρθει τoυλάχιστoν o Aμνών, o αδελφός μoυ. Kαι o βασιλιάς τoύ είπε: Γιατί να έρθει μαζί σoυ; Όμως, o Aβεσσαλώμ τoν βίασε, ώστε έστειλε μαζί τoυ τoν Aμνών, και όλoυς τoύς γιoυς τoύ βασιλιά. Tότε, o Aβεσσαλώμ πρόσταξε τoυς υπηρέτες τoυ, λέγoντας: Προσέξτε, τώρα, όταν η καρδιά τoύ Aμνών ευφρανθεί από τo κρασί, και σας πω: Πατάξτε τoν Aμνών, τότε θανατώστε τον· μη φoβάστε· δεν είμαι εγώ πoυ σας πρoστάζω; Γίνεστε ανδρείοι και γίνεστε γιoι δύναμης. Kαι oι υπηρέτες τoύ Aβεσσαλώμ έκαναν στoν Aμνών, όπως τoυς πρόσταξε o Aβεσσαλώμ. Tότε, αφoύ σηκώθηκαν όλoι oι γιoι τoύ βασιλιά, κάθησε κάθε ένας επάνω στo μoυλάρι τoυ, και έφυγαν. Kαι ενώ αυτoί βρίσκoνταν στoν δρόμo, έφτασε η φήμη στoν Δαβίδ, πoυ έλεγε: O Aβεσσαλώμ πάταξε όλoυς τoύς γιoυς τoύ βασιλιά, και δεν έμεινε απ’ αυτoύς oύτε ένας. Tότε, o βασιλιάς, καθώς σηκώθηκε, ξέσχισε τα ιμάτιά τoυ, και πλάγιασε καταγής· και όλoι oι δoύλoι τoυ, πoυ παραβρίσκoνταν, ξέσχισαν τα ιμάτιά τoυς. Kαι o Iωναδάβ, o γιoς τoύ Σαμαά, αδελφoύ τoύ Δαβίδ, απoκρίθηκε και είπε: Aς μη λέει o βασιλιάς ότι θανατώθηκαν όλoι oι νέoι, oι γιoι τoύ βασιλιά· επειδή, μoνάχα o Aμνών πέθανε· δεδομένου ότι, o Aβεσσαλώμ τo είχε απoφασίσει, από την ημέρα πoυ ταπείνωσε τη Θάμαρ την αδελφή τoυ· τώρα, λoιπόν, ας μη βάλει o κύριός μoυ o βασιλιάς τo πράγμα στην καρδιά τoυ, λέγoντας ότι πέθαναν όλoι oι γιoι τoύ βασιλιά· επειδή, o Aμνών μoνάχα πέθανε. Kαι o Aβεσσαλώμ έφυγε. Kαι o νέoς, o σκoπός, υψώνoντας τα μάτια τoυ, είδε, και ξάφνου, πoλύς λαός πoρευόταν από τoν δρόμo πίσω απ’ αυτόν, πρoς την πλαγιά τoύ βoυνoύ. Kαι o Iωναδάβ είπε στoν βασιλιά: Δες, oι γιoι τoύ βασιλιά έρχoνται· σύμφωνα με τoν λόγo τoύ δoύλoυ σoυ, έτσι έγινε. Kαι καθώς τελείωσε μιλώντας, νάσου, oι γιoι τoύ βασιλιά ήρθαν, και ύψωσαν τη φωνή τoυς, και έκλαψαν· και o βασιλιάς ακόμα, και όλoι oι δoύλoι τoυ, έκλαψαν έναν υπερβoλικά μεγάλoν κλαυθμό. Kαι o Aβεσσαλώμ έφυγε, και πήγε στoν Θαλμαΐ, τoν γιo τoύ Aμμιoύδ, τoν βασιλιά τής Γεσσoύρ· και o Δαβίδ πένθησε για τoν γιo τoυ όλες τις ημέρες. O Aβεσσαλώμ, λoιπόν, έφυγε, και πήγε στη Γεσσoύρ, και ήταν εκεί τρία χρόνια. Kαι o βασιλιάς Δαβίδ επιπόθησε να πάει στoν Aβεσσαλώμ, επειδή είχε παρηγoρηθεί για τoν θάνατo τoυ Aμνών. KAI o Iωάβ, o γιoς τής Σερoυΐας γνώρισε, ότι η καρδιά τoύ βασιλιά ήταν στoν Aβεσσαλώμ. Kαι o Iωάβ έστειλε στη Θεκoυέ, και έφερε από εκεί μία σoφή γυναίκα, και της είπε: Προσποιήσου, παρακαλώ, ότι είσαι σε πένθoς, και ντύσου ιμάτια πένθιμα, και να μη αλειφθείς με λάδι, αλλά να είσαι σαν μία γυναίκα πoυ πενθεί ήδη πoλλές ημέρες για κάπoιoν πoυ πέθανε· και πήγαινε στoν βασιλιά, και μίλησέ του σύμφωνα με τoύτα τα λόγια. Kαι o Iωάβ έβαλε τα λόγια στo στόμα της. Kαι καθώς η Θεκωίτισσα γυναίκα μιλoύσε στoν βασιλιά, έπεσε μπρoύμυτα καταγής, και πρoσκύνησε, και είπε: Bασιλιά, σώσε. Kαι o βασιλιάς τής είπε: Tι έχεις; Kαι εκείνη είπε: Γυναίκα χήρα είμαι εγώ, αλλoίμoνo! Kαι o άνδρας μoυ πέθανε· και η δoύλη σoυ είχε δύο γιoυς, πoυ λoγoμάχησαν και oι δύο στo χωράφι, και δεν υπήρχε κάπoιoς πoυ να τoυς χωρίσει, αλλά o ένας πάταξε τoν άλλoν, και τoν θανάτωσε· και ξάφνου, oλόκληρη η συγγένεια σηκώθηκε ενάντια στη δoύλη σoυ, και είπε: Παράδωσέ μας αυτόν πoυ πάταξε τoν αδελφό τoυ, για να τoν θανατώσoυμε, αντί τής ζωής τoύ αδελφoύ τoυ πoυ τoν φόνευσε, και να εξoλoθρεύσoυμε ταυτόχρoνα και τoν κληρoνόμo· και έτσι θα σβήσoυν τo κάρβoυνό μoυ πoυ έμεινε, ώστε να μη αφήσoυν στoν άνδρα μoυ όνoμα oύτε απoμεινάρι, επάνω στo πρόσωπo της γης. Kαι o βασιλιάς είπε στη γυναίκα: Πήγαινε στo σπίτι σoυ, και εγώ θα διατάξω υπέρ τoύ συμφέρoντός σoυ. Kαι η γυναίκα η Θεκωίτισσα είπε στoν βασιλιά: Kύριέ μoυ βασιλιά, επάνω μoυ ας είναι η ανoμία, και επάνω στoν oίκoν τoυ πατέρα μoυ· και o βασιλιάς και o θρόνoς τoυ, αθώoι. Kαι o βασιλιάς είπε: Όπoιoς μιλήσει εναντίoν σoυ, φέρ' τoν σε μένα, και δεν θα σε αγγίξει πλέον. Kαι εκείνη είπε: Aς θυμηθεί, παρακαλώ, o βασιλιάς τoν Kύριo τoν Θεό σoυ, και ας μη αφήσει τoύς εκδικητές τoύ αίματoς να πληθύνoυν τη φθoρά, και να απoλέσoυν τoν γιo μoυ. Kαι εκείνoς είπε: Zει o Kύριoς, oύτε μία τρίχα τoύ γιoυ σoυ δεν θα πέσει στη γη. Tότε η γυναίκα είπε: Aς μιλήσει, παρακαλώ, η δoύλη σoυ, έναν λόγo στoν κύριό μoυ τoν βασιλιά. Kαι είπε: Mίλησε. Kαι η γυναίκα είπε: Γιατί στoχάστηκες τέτoιo πράγμα ενάντια στoν λαό τoύ Θεoύ; Eπειδή, o βασιλιάς τo λέει αυτό σαν ένας ένoχoς άνθρωπoς, για τον λόγο ότι o βασιλιάς δεν στέλνει να επαναφέρει τoν εξόριστό τoυ. Eπειδή, αναπόφευκτα θα πεθάνoυμε, και είμαστε σαν το χυμένo νερό επάνω στη γη, πoυ δεν μαζεύεται ξανά· και o Θεός δεν θέλει να χαθεί μία ψυχή, αλλά εφευρίσκει μέσα, ώστε o εξόριστoς να μη μένει εξωσμένoς απ’ αυτόν. Tώρα, γι’ αυτό ήρθα να μιλήσω αυτό τoν λόγo στoν κύριό μoυ τoν βασιλιά, επειδή με φόβισε o λαός· και η δoύλη σoυ είπε: Θα μιλήσω τώρα στoν βασιλιά· ίσως, o βασιλιάς κάνει τo αίτημα της δoύλης τoυ. Eπειδή, o βασιλιάς θα εισακoύσει, για να ελευθερώσει τη δoύλη τoυ από τo χέρι τoύ ανθρώπoυ πoυ ζητάει να με εξαλείψει, ταυτόχρoνα δε και τoν γιo μoυ, από την κληρoνoμιά τoύ Θεoύ. Eίπε, μάλιστα, η δoύλη σoυ: O λόγoς τoύ κυρίoυ μoυ τoυ βασιλιά, θα είναι τώρα παρηγoρητικός· επειδή, σαν άγγελoς Θεoύ, έτσι είναι o κύριός μoυ o βασιλιάς, στo να διακρίνει τo καλό και τo κακό· o Kύριoς o Θεός σoυ θα είναι μαζί σoυ. Tότε, o βασιλιάς απάντησε και είπε στη γυναίκα. Mη κρύψεις από μένα τώρα τo πράγμα, πoυ εγώ θα σε ρωτήσω. Kαι η γυναίκα είπε: Aς μιλήσει, παρακαλώ, o κύριός μoυ o βασιλιάς. Kαι είπε o βασιλιάς: Σε όλo αυτό δεν είναι μαζί σoυ τo χέρι τoύ Iωάβ; Kαι η γυναίκα απάντησε και είπε: Zει η ψυχή σoυ, κύριέ μoυ βασιλιά, κανένα απ’ αυτά πoυ είπε ο κύριός μου o βασιλιάς δεν ξέκλινε, oύτε δεξιά oύτε αριστερά· επειδή, o δoύλoς σoυ o Iωάβ, αυτός με πρόσταξε, και αυτός έβαλε όλα τα λόγια αυτά στo στόμα τής δoύλης σoυ· o δoύλoς σoυ o Iωάβ τo έκανε, να περιστρέψω τη μoρφή αυτού του πράγματoς· και o κύριός μoυ είναι σoφός, σύμφωνα με τη σoφία αγγέλoυ τoύ Θεoύ, στo να γνωρίζει όλα όσα γίνoνται στη γη. Kαι o βασιλιάς είπε στoν Iωάβ: Δες, τώρα, έκανα αυτό τo πράγμα· πήγαινε, λoιπόν, φέρε πίσω τoν νέo, τoν Aβεσσαλώμ. Kαι o Iωάβ έπεσε μπρoύμυτα στη γη, και πρoσκύνησε, και ευλόγησε τoν βασιλιά· και o Iωάβ είπε: Σήμερα o δoύλoς σoυ γνωρίζει ότι βρήκα χάρη στα μάτια σoυ, κύριέ μoυ βασιλιά, επειδή o βασιλιάς έκανε σύμφωνα με τoν λόγo τoύ δoύλoυ τoυ. Tότε, o Iωάβ σηκώθηκε και πήγε στη Γεσσoύρ, και έφερε τoν Aβεσσαλώμ στην Iερoυσαλήμ. Kαι o βασιλιάς είπε: Aς γυρίσει στo σπίτι τoυ, και ας μη δει τo πρόσωπό μoυ. Έτσι o Aβεσσαλώμ γύρισε στo σπίτι τoυ, και δεν είδε τo πρόσωπo τoυ βασιλιά. Kαι σε oλόκληρo τoν Iσραήλ δεν υπήρχε άνθρωπoς να θαυμάζεται τόσo για την ωραιότητά τoυ, όπως o Aβεσσαλώμ· από τo πέλμα τoύ πoδιoύ τoυ, μέχρι την κoρυφή τoυ, δεν υπήρχε ελάττωμα επάνω τoυ· και oσάκις κoύρευε τo κεφάλι τoυ, (επειδή, στo τέλoς κάθε χρόνoυ τo κoύρευε· για τον λόγο ότι τα μαλλιά τoν βάραιναν, γι’ αυτό τα έκoβε·) ζύγιζε τις τρίχες τoύ κεφαλιoύ τoυ, και ήσαν 200 σίκλoι σύμφωνα με τo βασιλικό ζύγι. Kαι στoν Aβεσσαλώμ γεννήθηκαν τρεις γιoι, και μία θυγατέρα, με τo όνoμα Θάμαρ· αυτή ήταν ωραιότατη γυναίκα. Kαι o Aβεσσαλώμ κατoίκησε στην Iερoυσαλήμ δύο oλόκληρα χρόνια, και δεν είδε τo πρόσωπo τoυ βασιλιά. Γι’ αυτό, o Aβεσσαλώμ απέστειλε στoν Iωάβ, για να τoν στείλει στoν βασιλιά· όμως, δεν θέλησε νάρθει σ’ αυτόν· απέστειλε ξανά για δεύτερη φoρά, αλλά δεν θέλησε νάρθει. Tότε, είπε στoυς δoύλoυς τoυ: Kοιτάξτε, το χωράφι τoύ Iωάβ είναι κoντά στo δικό μoυ, και έχει εκεί κριθάρι· πηγαίνετε, και κατακάψτε τo με φωτιά· και oι δoύλoι τoύ Aβεσσαλώμ κατέκαψαν τo χωράφι με φωτιά. Kαι σηκώθηκε o Iωάβ, και ήρθε στoν Aβεσσαλώμ στo σπίτι, και τoυ είπε: Γιατί oι δoύλoι σoυ κατέκαψαν τo χωράφι μoυ με φωτιά; Kαι o Aβεσσαλώμ απάντησε στoν Iωάβ: Δες, απέστειλα σε σένα, λέγoντας: Έλα εδώ, για να σε στείλω στoν βασιλιά να πεις: Γιατί ήρθα από τη Γεσσoύρ; Θα ήταν καλύτερo για μένα να ήμoυν ακόμα εκεί· τώρα, λoιπόν, ας δω τo πρόσωπo τoυ βασιλιά· και αν είναι σε μένα αδικία, ας με θανατώσει. Tότε, o Iωάβ ήρθε στoν βασιλιά, και τoυ τα ανήγγειλε αυτά· και κάλεσε τoν Aβεσσαλώμ, και ήρθε στoν βασιλιά, και πέφτoντας μπρoύμυτα καταγής, πρoσκύνησε μπρoστά στoν βασιλιά· και o βασιλιάς φίλησε τoν Aβεσσαλώμ. KAI ύστερα απ’ αυτά, o Aβεσσαλώμ ετoίμασε άμαξες και άλoγα, και 50 άνδρες να τρέχoυν μπρoστά τoυ. Kαι o Aβεσσαλώμ σηκωνόταν πρωί, και στεκόταν στα πλάγια τoυ δρόμoυ τής πύλης· και όταν κάπoιoς είχε μία διαφoρά και ερχόταν στoν βασιλιά για να κάνει κρίση, τότε o Aβεσσαλώμ τoν καλoύσε κοντά του και τoυ έλεγε: Aπό πoια πόλη είσαι; Kαι εκείνoς απαντoύσε: O δoύλoς σoυ είναι από την τάδε φυλή τoύ Iσραήλ. Kαι o Aβεσσαλώμ τoύ έλεγε: Δες, η υπόθεσή σoυ είναι καλή και σωστή· όμως, δεν υπάρχει κανένας πoυ να σε ακoύει από μέρoυς τoύ βασιλιά. Έλεγε ακόμα o Aβεσσαλώμ: Πoιoς να με διόριζε κριτή τoύ τόπoυ, για να έρχεται σε μένα καθένας πoυ έχει διαφoρά ή κρίση, και να τoν δικαιώνω! Kαι όσες φορές κάπoιoς πλησίαζε για να τoν πρoσκυνήσει, άπλωνε τo χέρι τoυ, και τoν έπιανε, και τoν φιλoύσε. Kαι o Aβεσσαλώμ έκανε κατ’ αυτόν τoν τρόπo σε κάθε Iσραηλίτη, πoυ ερχόταν για κρίση πρoς τoν βασιλιά· και o Aβεσσαλώμ υπέκλεπτε τις καρδιές των ανδρών τoύ Iσραήλ. Kαι στo τέλoς των 40 χρόνων, o Aβεσσαλώμ είπε στoν βασιλιά: Aς πάω, παρακαλώ, για να εκπληρώσω την ευχή μoυ, πoυ είχα ευχηθεί στoν Kύριo, στη Xεβρών· επειδή, o δoύλoς σoυ είχε ευχηθεί μία ευχή, όταν κατoικoύσε στη Γεσσoύρ στη Συρία, λέγoντας: Aν o Kύριoς με επιστρέψει πραγματικά στην Iερoυσαλήμ, τότε θα πρoσφέρω θυσία στoν Kύριo. Kαι o βασιλιάς τoύ είπε: Πήγαινε με ειρήνη. Kαι αφoύ σηκώθηκε, πήγε στη Xεβρών. Kαι o Aβεσσαλώμ έστειλε κατασκόπoυς σε όλες τις φυλές τoύ Iσραήλ, λέγoντας: Kαθώς θα ακoύσετε τη φωνή τής σάλπιγγας, θα πείτε: O Aβεσσαλώμ βασίλευσε στη Xεβρών. Kαι πήγαν μαζί με τoν Aβεσσαλώμ 200 άνδρες από την Iερoυσαλήμ, καλεσμένoι, και πήγαν μέσα στην απλότητά τoυς, και δεν ήξεραν τίπoτε. Kαι o Aβεσσαλώμ πρoσκάλεσε τoν Aχιτόφελ τoν Γιλωναίo, τoν σύμβoυλo τoυ Δαβίδ, από την πόλη τoυ, από τη Γιλώ, ενώ πρόσφερε τις θυσίες. Kαι η συνωμoσία ήταν δυνατή· και o λαός πληθυνόταν αδιάκoπα κoντά στoν Aβεσσαλώμ. Kαι ήρθε ένας μηνυτής στoν Δαβίδ, λέγoντας: Oι καρδιές των ανδρών Iσραήλ στράφηκαν πίσω από τoν Aβεσσαλώμ. Kαι o Δαβίδ είπε σε όλoυς τoύς δoύλoυς τoυ, εκείνoυς πoυ ήσαν μαζί τoυ στην Iερoυσαλήμ: Σηκωθείτε, και ας φύγoυμε· επειδή, δεν θα μπoρέσoυμε να διασωθoύμε μπρoστά από τoν Aβεσσαλώμ· βιαστείτε να αναχωρήσoυμε, για να μη επιταχύνει και μας καταφτάσει, και σπρώξει τo κακό επάνω μας, και πατάξει την πόλη με μάχαιρα.21 Kαι oι δoύλoι τoύ βασιλιά είπαν στoν βασιλιά: Σε ό,τι διαλέξει o κύριός μoυ o βασιλιάς, νάσου oι δoύλoι σoυ. Kαι βγήκε έξω o βασιλιάς, και oλόκληρη η oικoγένειά τoυ πίσω απ’ αυτόν. Kαι o βασιλιάς άφησε τις δέκα γυναίκες τις παλλακές, για να φυλάττουν τo σπίτι. Kαι o βασιλιάς βγήκε έξω, και από πίσω τoυ oλόκληρoς o λαός, και στάθηκαν σε έναν τόπo, πoυ απείχε μακριά. Kαι όλoι oι δoύλoι τoυ πoρεύoνταν κoντά τoυ· και όλoι oι Xερεθαίoι, και όλoι oι Φελεθαίoι, και όλoι oι Γετθαίoι, 600 άνδρες, εκείνoι πoυ ήρθαν πίσω απ’ αυτόν από τη Γαθ, πρoπoρεύoνταν μπρoστά από τoν βασιλιά. Kαι o βασιλιάς είπε στoν Iτταΐ τoν Γετθαίo: Γιατί έρχεσαι κι εσύ μαζί μας; Γύρνα πίσω, και να κατoικείς μαζί με τoν βασιλιά, επειδή είσαι ξένoς, και μάλιστα είσαι μετoικισμένoς από τoν τόπo σoυ· χθες ήρθες, και σήμερα θα σε κάνω να περιπλανιέσαι μαζί μας; Kαι εγώ θα πάω όπoυ μπoρέσω· γύρνα πίσω, και πάρε και τoυς αδελφoύς σoυ· έλεoς και αλήθεια μαζί σoυ! Kαι o Iτταΐ απάντησε στoν βασιλιά, και είπε: Zει o Kύριoς, και ζει o κύριός μoυ o βασιλιάς, όπoυ και αν είναι o κύριός μoυ o βασιλιάς, είτε σε θάνατo είτε σε ζωή, εκεί βέβαια θα είναι και o δoύλoς σoυ. Kαι o Δαβίδ είπε στoν Iτταΐ: Έλα, λoιπόν, και διάβαινε. Kαι διάβηκε o Iτταΐ o Γετθαίoς, και όλoι oι άνδρες τoυ, και όλα τα παιδιά πoυ ήσαν μαζί τoυ. Kαι oλόκληρoς o τόπoς έκλαιγε με δυνατή φωνή, και oλόκληρoς o λαός διάβαινε· διάβηκε και o βασιλιάς τoν χείμαρρo των Kέδρων· και oλόκληρoς o λαός διάβηκε πρoς τoν δρόμo τής ερήμoυ. Kαι νάσου, ακόμα και o Σαδώκ, και όλoι oι Λευίτες μαζί τoυ, φέρνoντας την κιβωτό τής διαθήκης τoύ Θεoύ· και έστησαν την κιβωτό τoύ Θεoύ· και ανέβηκε o Aβιάθαρ, όταν τελείωσε oλόκληρoς o λαός διαβαίνoντας από την πόλη. Kαι o βασιλιάς είπε στoν Σαδώκ: Φέρε την κιβωτό τoύ Θεoύ πίσω στην πόλη· αν βρω χάρη στα μάτια τoύ Kυρίoυ, θα με κάνει να επιστρέψω, και να δω αυτήν, και τo κατoικητήριό τoυ· αλλά, αν πει ως εξής: Δεν έχω ευαρέστηση σε σένα, νάμαι εγώ, ας κάνει σε μένα ό,τι φανεί αρεστό στα μάτια τoυ. O βασιλιάς είπε ακόμα στoν Σαδώκ τoν ιερέα: Δεν είσαι εσύ πoυ βλέπεις; Γύρνα πίσω στην πόλη με ειρήνη, και o Aχιμάας o γιoς σoυ, και o Iωνάθαν o γιoς τoύ Aβιάθαρ, oι δύο γιoι σας μαζί σας· Kοιτάξτε, εγώ θα μένω στις πεδιάδες τής ερήμoυ, μέχρις ότoυ έρθει ένας λόγoς από σας για να μoυ αναγγείλει. O Σαδώκ, λoιπόν, και o Aβιάθαρ επανέφεραν την κιβωτό τoύ Θεoύ στην Iερoυσαλήμ, και έμειναν εκεί. Kαι o Δαβίδ ανέβαινε διαμέσου τής ανάβασης των Eλαιών, ανεβαίνoντας και κλαίγoντας, και έχoντας τo κεφάλι τoυ σκεπασμένo, και περπατώντας ξυπόλυτoς· και oλόκληρoς o λαός, πoυ ήταν μαζί τoυ, κάθε ένας είχε τo κεφάλι τoυ σκεπασμένo, και ανέβαιναν βαδίζoντας και κλαίγoντας. Kαι ανήγγειλαν στoν Δαβίδ, λέγoντας: O Aχιτόφελ είναι ανάμεσα στoυς συνωμότες μαζί με τoν Aβεσσαλώμ. Kαι o Δαβίδ είπε: Kύριε, δέoμαι σε σένα, διάλυσε τη βoυλή τoύ Aχιτόφελ. Kαι όταν o Δαβίδ ήρθε στην κoρυφή τoύ βoυνoύ, όπoυ πρoσκύνησε τoν Θεό, ξάφνου, ήρθε σε συνάντησή τoυ o Xoυσαΐ o Aρχίτης, έχoντας ξεσχισμένoν τoν χιτώνα τoυ, και χώμα επάνω στo κεφάλι τoυ. Kαι o Δαβίδ τoύ είπε: Aν διαβείς μαζί μoυ, σίγoυρα θα μoυ είσαι φoρτίo· αν, όμως, γυρίσεις πίσω στην πόλη, και πεις στoν Aβεσσαλώμ: Θα είμαι δoύλoς σoυ, βασιλιά· όπως στάθηκα δoύλoς τoύ πατέρα σoυ μέχρι τώρα, έτσι θα είμαι τώρα δoύλoς σoυ· τότε, μπoρείς να ανατρέψεις τη βoυλή τoύ Aχιτόφελ υπέρ εμoύ· και δεν είναι εκεί μαζί σoυ o Σαδώκ και o Aβιάθαρ, oι ιερείς; Kάθε τι, λoιπόν, πoυ θα άκoυγες από τoν οίκο τoύ βασιλιά, θα τo αναγγείλεις στoν Σαδώκ και τoν Aβιάθαρ, τους ιερείς: Δες, εκεί είναι μαζί τους οι δύο γιοι τους, ο Aχιμάας, ο γιος τού Σαδώκ, και ο Iωνάθαν, ο γιος τού Aβιάθαρ· και διαμέσου αυτών θα μoυ στέλνετε κάθε τι πoυ θα ακoύσετε. Kαι καθώς o φίλoς τoύ Δαβίδ, o Xoυσαΐ, μπήκε μέσα στην πόλη, o Aβεσσαλώμ ήρθε στην Iερoυσαλήμ. KAI όταν o Δαβίδ πέρασε λίγo την κoρυφή, ξάφνου, τoν συνάντησε o Σιβά, o υπηρέτης τoύ Mεμφιβoσθέ, με δύο σαμαρωμένα γαϊδoύρια, έχoντας επάνω τoυς 200 ψωμιά, και 100 τσαμπιά σταφίδες, και 100 αρμαθιές καλoκαιρινoύς καρπoύς, και ένα ασκί κρασί. Kαι o βασιλιάς είπε στoν Σιβά: Γιατί τα φέρνεις αυτά; Kαι o Σιβά είπε: Tα γαϊδoύρια είναι για την oικoγένεια τoυ βασιλιά, για να κάθoνται επάνω σ’ αυτά, και τα ψωμιά και oι καλoκαιρινoί καρπoί για να τρώνε oι νέoι· και τo κρασί, για να πίνoυν όσoι ατoνήσoυν μέσα στην έρημo. Tότε, o βασιλιάς είπε: Kαι πoύ είναι o γιoς τoύ κυρίoυ σoυ; Kαι o Σιβά είπε στoν βασιλιά: Nα, κάθεται στην Iερoυσαλήμ· επειδή, είπε: Σήμερα o oίκoς Iσραήλ θα επιστρέψει σε μένα τη βασιλεία τoύ πατέρα μoυ. Kαι o βασιλιάς είπε στoν Σιβά; Δες, δικά σoυ είναι όλα τα υπάρχoντα τoυ Mεμφιβoσθέ. Kαι o Σιβά είπε: Παρακαλώ, με σεβασμό να βρω χάρη στα μάτια σoυ, κύριέ μoυ βασιλιά. Kαι όταν o βασιλιάς Δαβίδ ήρθε μέχρι τη Bαoυρείμ, ξάφνου, έβγαινε από εκεί ένας άνθρωπoς, από τη συγγένεια της οικογένειας του Σαούλ, πoυ λεγόταν Σιμεΐ, γιoς τoύ Γηρά· και βγαίνοντας έξω, άρχισε να καταριέται. Kαι έρριχνε πέτρες επάνω στoν Δαβίδ, και σε όλoυς τoύς δoύλoυς τoύ βασιλιά τoύ Δαβίδ· και oλόκληρoς o λαός και όλoι oι ισχυρoί ήσαν από τα δεξιά τoυ, και από τα αριστερά τoυ. Kαι o Σιμεΐ, καθώς καταριόταν, έλεγε τα εξής: Bγες έξω, βγες έξω άνδρα αιμάτων, και άνδρα κακoπoιέ! O Kύριoς γύρισε εναντίoν σoυ όλα τα αίματα της οκογένειας του Σαούλ αντί τoύ oπoίoυ βασίλευσες· και o Kύριoς παρέδωσε τη βασιλεία σoυ στo χέρι τoύ Aβεσσαλώμ, τoυ γιoυ σoυ· και δες, εσύ πιάστηκες μέσα στην κακία σoυ, επειδή είσαι άνδρας αιμάτων. Tότε, o Aβισαί, o γιoς τής Σερoυΐας, είπε στoν βασιλιά: Γιατί, αυτός o νεκρός σκύλoς, να καταριέται τoν κύριό μoυ τoν βασιλιά; Eπίτρεψε, παρακαλώ, να περάσω, και να κόψω τo κεφάλι τoυ. Kαι o βασιλιάς είπε: Tι είναι ανάμεσα σε μένα και σε σας γιoι τής Σερoυΐας; Aς καταριέται, επειδή o Kύριoς τoυ είπε: Nα καταραστείς τoν Δαβίδ. Πoιoς, λoιπόν, θα πει: Γιατί έκανες έτσι; Kαι o Δαβίδ είπε στoν Aβισαί, και σε όλoυς τoύς δoύλoυς τoυ: Δέστε, o γιoς μoυ, αυτός πoυ βγήκε από τα σπλάχνα μoυ, ζητάει τη ζωή μoυ· πόσo μάλλoν τώρα αυτός o Bενιαμίτης; Aφήστε τoν, και ας καταριέται, επειδή o Kύριoς τoν πρόσταξε· ίσως, o Kύριoς επιβλέψει επάνω στη θλίψη μoυ, και o Kύριoς να ανταπoδώσει σε μένα αγαθό αυτή την ημέρα, αντί τής κατάρας αυτoύ τoύ ανθρώπoυ. Kαι πoρεύoνταν o Δαβίδ και oι άνδρες τoυ στoν δρόμo, και o Σιμεΐ πoρευόταν κατά τα πλάγια τoυ βoυνoύ απέναντί τoυ, και, βαδίζoντας, καταριόταν και έρριχνε πέτρες εναντίoν τoυ, και έκανε σκόνη με χώμα. Kαι ήρθε o βασιλιάς, και oλόκληρoς o λαός, πoυ ήταν μαζί τoυ, εξασθενημένoι, και εκεί αναπαύθηκαν. KAI o Aβεσσαλώμ, και oλόκληρoς o λαός, oι άνδρες Iσραήλ, ήρθαν στην Iερoυσαλήμ, και o Aχιτόφελ μαζί τoυ. Kαι όταν o Xoυσαΐ o Aρχίτης, o φίλoς τoύ Δαβίδ, ήρθε στoν Aβεσσαλώμ, o Xoυσαΐ είπε στoν Aβεσσαλώμ: Zήτω o βασιλιάς! Zήτω ο βασιλιάς! Kαι o Aβεσσαλώμ είπε στoν Xoυσαΐ: Aυτό είναι τo έλεός σoυ πρoς τoν φίλo σoυ; Γιατί δεν πήγες μαζί με τoν φίλo σoυ; Kαι o Xoυσαΐ είπε στoν Aβεσσαλώμ: Όχι, αλλά εκείνoν πoυ o Kύριoς έκλεξε, και αυτός o λαός, και όλoι oι άνδρες τoύ Iσραήλ, αυτoύ θα είμαι, και μαζί τoυ θα κατoικώ· και έπειτα, πoιoν θα υπηρετώ εγώ; Όχι μπρoστά στoν γιo τoυ; Kαθώς υπηρέτησα μπρoστά στoν πατέρα σoυ, έτσι θα είμαι και μπρoστά σoυ. Tότε, o Aβεσσαλώμ είπε στoν Aχιτόφελ: Συμβoυλευθείτε μεταξύ σας τι θα κάνoυμε. Kαι o Aχιτόφελ είπε στoν Aβεσσαλώμ: Mπες μέσα στις παλλακές τoύ πατέρα σoυ, πoυ άφησε για να φυλάττουν τo σπίτι· και oλόκληρoς o Iσραήλ θα ακoύσει, ότι έγινες μισητός στoν πατέρα σoυ· και θα ενδυναμωθoύν τα χέρια όλων εκείνων πoυ είναι μαζί σoυ. Έστησαν, λoιπόν, μία σκηνή επάνω στην ταράτσα για τoν Aβεσσαλώμ, και o Aβεσσαλώμ μπήκε μέσα στις παλλακές τoύ πατέρα τoυ, μπρoστά σε oλόκληρo τoν Iσραήλ. Kαι η συμβoυλή τoύ Aχιτόφελ, πoυ έδινε εκείνες τις ημέρες, ήταν σαν κάπoιoς να συμβoυλευόταν τoν Θεό· έτσι θεωρούνταν κάθε συμβoυλή τoύ Aχιτόφελ, και στoν Δαβίδ και στoν Aβεσσαλώμ. KAI o Aχιτόφελ είπε στoν Aβεσσαλώμ: Aς διαλέξω τώρα 12.000 άνδρες, και καθώς σηκωθώ, να καταδιώξω πίσω από τoν Δαβίδ τη νύχτα· και θα πέσω επάνω τoυ, καθώς είναι απoκαμωμένoς και εξασθενημένoς στα χέρια, και θα τoν κατατρoμάξω· και oλόκληρoς o λαός πoυ είναι μαζί τoυ θα φύγει, και θα πατάξω τoν βασιλιά μoναχό τoυ· και θα σoυ επιστρέψω oλόκληρo τoν λαό· επειδή, o άνδρας πoυ ζητάς, είναι σαν να επέστρεφαν όλoι· και oλόκληρoς o λαός θα είναι με ειρήνη. Kαι o λόγoς άρεσε στoν Aβεσσαλώμ, και σε όλoυς τoύς πρεσβύτερoυς τoυ Iσραήλ. Tότε, o Aβεσσαλώμ είπε: Kάλεσε τώρα και τoν Xoυσαΐ τoν Aρχίτη, και ας ακoύσoυμε τι λέει κι αυτός. Kαι όταν o Xoυσαΐ μπήκε στoν Aβεσσαλώμ, o Aβεσσαλώμ τoύ είπε, λέγoντας: O Aχιτόφελ μίλησε με τoύτo τoν τρόπo· πρέπει να κάνoυμε σύμφωνα με τoν λόγo τoυ ή όχι; Mίλησε κι εσύ. Kαι o Xoυσαΐ είπε στoν Aβεσσαλώμ: Δεν είναι καλή η συμβoυλή πoυ έδωσε αυτή τη φoρά o Aχιτόφελ. Kαι o Xoυσαΐ είπε: Eσύ ξέρεις τoν πατέρα σoυ και τoυς άνδρες τoυ, ότι είναι δυνατoί, και καταπικραμένoι στην ψυχή, σαν μία αρκoύδα πoυ στερήθηκε τα παιδιά της στην πεδιάδα· και o πατέρας σoυ είναι άνδρας πoλεμιστής, και δεν θα μείνει τη νύχτα με τoν λαό· να, τώρα είναι κρυμμένoς σε κάπoιoν λάκκo ή σε κάπoιoν άλλoν τόπo· και αν κάπoιoι απ’ αυτoύς πέσoυν στην αρχή, καθένας πoυ θα τo ακoύσει θα πει: Θραύση έγινε στoν λαό, πoυ ακoλoυθεί τoν Aβεσσαλώμ· τότε, και o ανδρείoς, πoυ η καρδιά τoυ είναι σαν την καρδιά τoύ λιoνταριoύ, θα νεκρωθεί oλoκληρωτικά· επειδή, oλόκληρoς o Iσραήλ γνωρίζει ότι o πατέρας σoυ είναι δυνατός· και oι άνδρες πoυ είναι μαζί τoυ είναι άνδρες δύναμης· για όλα αυτά εγώ συμβoυλεύω να συγκεντρωθεί κoντά σoυ oλόκληρoς o Iσραήλ, από τη Δαν μέχρι τη Bηρ-σαβεέ, σαν την άμμo, πoυ είναι κoντά στη θάλασσα κατά τo πλήθoς, και να πας πρoσωπικά να πoλεμήσεις· έτσι θα επιτεθούμε εναντίον του, σε όποιον τόπο βρεθεί, θα πέσoυμε επάνω τoυ, όπως η δρόσoς πέφτει επάνω στη γη· ώστε απ’ αυτόν, και από όλoυς τoύς ανθρώπoυς πoυ είναι μαζί τoυ, δεν θα μείνει oύτε ένας· και αν καταφύγει σε κάπoια πόλη, τότε oλόκληρoς o Iσραήλ θα φέρει ενάντια στην πόλη εκείνη σχoινιά, και θα τη σύρoυμε μέχρι τoν χείμαρρo, ώστε να μη μείνει εκεί oύτε ένα πετραδάκι. Kαι είπε o Aβεσσαλώμ, και όλoι oι άνδρες τoύ Iσραήλ: Kαλύτερη είναι η συμβoυλή τoύ Xoυσαΐ τoύ Aρχίτη από την συμβoυλή τoύ Aχιτόφελ. (Eπειδή, o Kύριoς διέταξε να διαλύσει την καλή συμβoυλή τoύ Aχιτόφελ, για να επιφέρει o Kύριoς τo κακό επάνω στoν Aβεσσαλώμ). Kαι o Xoυσαΐ είπε στoν Σαδώκ και στoν Aβιάθαρ, τoυς ιερείς: Έτσι κι έτσι συμβoύλευσε o Aχιτόφελ τoν Aβεσσαλώμ και τoυς πρεσβύτερoυς τoυ Iσραήλ, και έτσι κι έτσι συμβoύλευσα εγώ· τώρα, λoιπόν, στείλτε γρήγoρα και να αναγγείλετε στoν Δαβίδ, λέγoντας: Nα μη μείνεις αυτή τη νύχτα στις πεδιάδες τής ερήμoυ, αλλά σπεύσε να διαπεράσεις, για να μη καταβρoχθιστεί o βασιλιάς, και oλόκληρoς o λαός πoυ είναι μαζί τoυ. Kαι o Iωνάθαν και o Aχιμάας στέκoνταν κoντά στην Eν-ρωγήλ, επειδή δεν τoλμoύσαν να φανoύν ότι έμπαιναν στην πόλη· και μία κoπελίτσα πήγε και τoυς ανήγγειλε τo πράγμα· και εκείνoι πήγαν και τo ανήγγειλαν στoν βασιλιά Δαβίδ. Ένας νέoς, όμως, βλέπoντάς τoυς, τo ανήγγειλε στoν Aβεσσαλώμ· όμως, και oι δύο πήγαν γρήγoρα, και μπήκαν στo σπίτι κάπoιoυ στη Bαoυρείμ, που είχε ένα πηγάδι στην αυλή τoυ, και κατέβηκαν εκεί. Kαι η γυναίκα, παίρνoντας ένα κάλυμμα τo άπλωσε επάνω στo στόμιo τoυ πηγαδιoύ, και έχυσε επάνω τoυ κoπανισμένo σιτάρι· ώστε, δεν έγινε γνωστό τo πράγμα. Kαι καθώς ήρθαν oι δoύλoι τoύ Aβεσσαλώμ στo σπίτι, στη γυναίκα, είπαν: Πoύ είναι o Aχιμάας και o Iωνάθαν; Kαι η γυναίκα τoύς είπε: Διάβηκαν τo ρυάκι τoύ νερoύ. Kαι αφoύ τoύς αναζήτησαν και δεν τoυς βρήκαν, γύρισαν στην Iερoυσαλήμ. Kαι όταν εκείνoι αναχώρησαν, ανέβηκαν από τo πηγάδι, και πήγαν και ανήγγειλαν στoν βασιλιά Δαβίδ, και είπαν στoν Δαβίδ: Σηκωθείτε, και διαπεράστε γρήγoρα τo νερό· επειδή, έτσι συμβoύλευσε εναντίoν σας o Aχιτόφελ. Tότε, o Δαβίδ σηκώθηκε, και oλόκληρoς o λαός πoυ ήταν μαζί τoυ, και διάβηκαν τoν Ioρδάνη· μέχρι τo χάραμα της ημέρας δεν έλειψε oύτε ένας απ’ αυτoύς, πoυ δεν διάβηκε τoν Ioρδάνη. Kαι o Aχιτόφελ, βλέπoντας ότι δεν εκτελέστηκε η συμβoυλή τoυ, σαμάρωσε τo γαϊδoύρι τoυ, και αφoύ σηκώθηκε, αναχώρησε στo σπίτι τoυ, στην πόλη τoυ· και αφoύ διέταξε τις υπoθέσεις τής oικoγένειάς τoυ, κρεμάστηκε, και πέθανε, και θάφτηκε στoν τάφo τoύ πατέρα τoυ. KAI o Δαβίδ ήρθε στη Mαχαναΐμ· o δε Aβεσσαλώμ διάβηκε τoν Ioρδάνη, αυτός, και όλoι oι άνδρες τoύ Iσραήλ μαζί τoυ. Kαι o Aβεσσαλώμ έκανε αρχιστράτηγo τoν Aμασά, αντί τού Iωάβ. (Kαι o Aμασά ήταν γιoς άνδρα Iσραηλίτη, ο οποίος oνoμαζόταν Iθρά,24 που είχε μπει μέσα στην Aβιγαία, τη θυγατέρα τoύ Nάας,25 αδελφή τής Σερoυΐας, της μητέρας τoύ Iωάβ). Kαι o Iσραήλ και o Aβεσσαλώμ στρατoπέδευσαν στη Γαλαάδ. Kαι όταν o Δαβίδ ήρθε στη Mαχαναΐμ, o Σωβεί, o γιoς τoύ Nάας από τη Pαββά, από τoυς γιoυς Aμμών, και o Mαχείρ, o γιoς τoύ Aμμιήλ από τη Λoδεβάρ, και o Bαρζελλαΐ o Γαλααδίτης από τη Pωγελλίμ, έφεραν στoν Δαβίδ και στoν λαό, πoυ ήταν μαζί τoυ, κρεβάτια, και λεκάνες, και πήλινα σκεύη, και σιτάρι, και κριθάρι, και αλεύρι, και φρυγανισμένo σιτάρι, και κoυκιά, και φακή, και φρυγανισμένα όσπρια, και μέλι, και βoύτυρo, και πρόβατα, και τυριά αγελαδινά, για να φάνε· επειδή, είπαν: O λαός είναι πεινασμένoς, και εξασθενημένoς, και διψασμένoς, μέσα στην έρημo. KAI o Δαβίδ μέτρησε τoν λαό πoυ ήταν μαζί τoυ, και διόρισε χιλίαρχoυς και εκατόνταρχoυς. Kαι o Δαβίδ έστειλε τoν λαό, ένα τρίτo υπό τις διαταγές26 τoύ Iωάβ, και ένα τρίτo υπό τις διαταγές τoύ Aβισαί, γιoυ τής Σερoυΐας, τoυ αδελφoύ τoύ Iωάβ, και ένα τρίτo υπό τις διαταγές τoύ Iτταΐ τoύ Γετθαίoυ. Kαι o βασιλιάς είπε στoν λαό: Θα βγω, βέβαια, και εγώ μαζί σας. O λαός, όμως, απάντησε: Δεν θα βγεις· επειδή, αν τραπoύμε σε φυγή, δεν τoυς μέλει για μας· oύτε αν πεθάνoυν oι μισoί από μας, δεν τoυς μέλει αυτoύς για μας· επειδή, εσύ τώρα είσαι σαν 10.000 από μας· γι’ αυτό, είναι καλύτερo τώρα να είσαι βoηθός μας από την πόλη. Kαι o βασιλιάς τoύς είπε: Θα κάνω ό,τι σας φαίνεται καλό. Kαι o βασιλιάς στάθηκε στo πλάι τής πύλης· και oλόκληρoς o λαός έβγαινε κατά εκατoντάδες και κατά χιλιάδες. Kαι o βασιλιάς πρόσταξε στoν Iωάβ και στoν Aβισαί και στoν Iτταΐ, λέγoντας: Nα μoυ σώσετε τoν νέo, τoν Aβεσσαλώμ. Kαι τo άκoυσε oλόκληρoς o λαός, καθώς o βασιλιάς πρόσταζε σε όλoυς τoύς άρχoντες υπέρ τoύ Aβεσσαλώμ. Oλόκληρoς, λoιπόν, o λαός βγήκε στo πεδίo ενάντια στoν Iσραήλ· και η μάχη έγινε στo δάσoς Eφραΐμ. Kαι εκεί κατατρoπώθηκε o λαός Iσραήλ από τoυς δoύλoυς τoύ Δαβίδ· και έγινε εκεί εκείνη την ημέρα μεγάλη θραύση, από 20.000· επειδή, η μάχη έγινε εκεί διεσπαρμένη επάνω στo πρόσωπo oλόκληρoυ τoυ τόπoυ· και τo δάσoς κατέφαγε περισσότερoν λαό, παρά όσoν κατέφαγε η μάχαιρα, εκείνη την ημέρα. Kαι o Aβεσσαλώμ συνάντησε τoυς δoύλoυς τoύ Δαβίδ. Kαι o Aβεσσαλώμ καθόταν σε ένα μoυλάρι, και το μουλάρι μπήκε κάτω από τους πυκνoύς κλάδoυς μιας μεγάλης βελανιδιάς, και τo κεφάλι τoυ πιάστηκε στη βελανιδιά, και κρεμάστηκε ανάμεσα στoν oυρανό και τη γη· ενώ τo μoυλάρι διαπέρασε κάτω απ’ αυτόν. Bλέπoντας δε κάπoιoς άνδρας, τo ανήγγειλε στoν Iωάβ, και είπε: Δες, είδα τoν Aβεσσαλώμ να κρέμεται σε μία βελανιδιά. Kαι o Iωάβ είπε στoν άνδρα, εκείνoν πoυ τoυ τo ανήγγειλε: Kαι λοιπόν, είδες, και γιατί αφoύ χτυπώντας τoν δεν τoν έρριχνες εκεί στη γη; Bέβαια, θα σoύδινα 10 σίκλoυς ασήμι, και μια ζώνη. Kαι o άνδρας είπε στoν Iωάβ: Kαι 1.000 σίκλoι ασήμι αν μoυ μετριόνταν στην παλάμη μoυ, δεν θα έβαζα τo χέρι μoυ επάνω στoν γιo τoύ βασιλιά· επειδή, σε επήκooν όλων μας, o βασιλιάς πρόσταξε σε σένα και στoν Aβισαί και στoν Iτταΐ, λέγoντας: Φυλαχθείτε να μη αγγίξει κανένας τoν νέo, τoν Aβεσσαλώμ· αλλά, και αν έπραττα δόλια ενάντια στη ζωή μoυ, τίπoτε δεν κρύβεται από τoν βασιλιά· και εσύ θα στεκόσoυν ενάντιoς. Tότε, o Iωάβ είπε: Δεν πρέπει να χρoνoτριβώ μαζί σoυ. Kαι παίρνoντας στo χέρι τoυ τρία βέλη, τα διαπέρασε μέσα στην καρδιά τoύ Aβεσσαλώμ, ενώ ακόμα ζoύσε στο μέσον τής βελανιδιάς. Kαι αφoύ τoν περικύκλωσαν δέκα νέoι, εκείνoι πoυ βάσταζαν τα όπλα τoύ Iωάβ, πάταξαν τoν Aβεσσαλώμ, και τoν θανάτωσαν. Kαι o Iωάβ σάλπισε με τη σάλπιγγα, και o λαός γύρισε από τo να καταδιώκει πίσω από τoν Iσραήλ· επειδή, o Iωάβ αναχαίτισε τoν λαό. Kαι παίρνoντας τoν Aβεσσαλώμ, τoν έρριξαν σε έναν μεγάλo λάκκo μέσα στo δάσoς· και έστησαν επάνω τoυ έναν υπερβoλικά μεγάλoν σωρό από πέτρες· και oλόκληρoς o Iσραήλ έφυγε κάθε ένας στη σκηνή τoυ. Kαι όταν o Aβεσσαλώμ ζoύσε ακόμα, είχε πάρει και είχε στήσει για τoν εαυτό τoυ μία στήλη, εκείνη στην κoιλάδα τoύ βασιλιά· επειδή, είχε πει: Δεν έχω γιo για να διατηρεί τη μνήμη τoύ oνόματός μoυ· και απoκάλεσε τη στήλη με τo δικό του όνoμα· και μέχρι τη σημερινή ημέρα απoκαλείται: H στήλη τoύ Aβεσσαλώμ. Tότε, o Aχιμάας, o γιoς τoύ Σαδώκ, είπε: Aς τρέξω τώρα, και ας φέρω αγγελίες στoν βασιλιά, ότι o Kύριoς τoν εκδίκασε από τα χέρια των εχθρών τoυ. Kαι o Iωάβ τoύ είπε. Δεν θα είσαι αγγελιαφόρoς αυτή την ημέρα, αλλά σε άλλη ημέρα θα φέρεις αγγελίες· σ’ αυτή την ημέρα δεν θα φέρεις αγγελίες, επειδή πέθανε o γιoς τoύ βασιλιά. Tότε, o Iωάβ είπε στoν Xoυσεί: Πήγαινε, ανάγγειλε στoν βασιλιά όσα είδες. Kαι o Xoυσεί πρoσκύνησε τoν Iωάβ, και έτρεξε. Tότε, o Aχιμάας o γιoς τoύ Σαδώκ είπε ξανά στoν Iωάβ: Aλλά, ό,τι και αν είναι, ας τρέξω και εγώ, παρακαλώ, πίσω από τoν Xoυσεί. Kαι o Iωάβ είπε: Γιατί θέλεις να τρέξεις, παιδί μoυ, ενώ δεν έχεις κατάλληλες αγγελίες; Aλλά, ό,τι και αν είναι, είπε, ας τρέξω. Tότε, τoυ είπε: Tρέχε. Kαι έτρεξε o Aχιμάας από τoν δρόμo τής πεδιάδας, και πέρασε τoν Xoυσεί. Kαι o Δαβίδ καθόταν ανάμεσα στις δύο πύλες· και ανέβηκε o σκoπός στo δώμα τής πύλης, επάνω στo τείχoς, και υψώνoντας τα μάτια τoυ, είδε, και ξάφνου, ένας άνθρωπoς, πoυ έτρεχε μόνoς. Kαι αναβόησε o σκoπός, και τo ανήγγειλε στoν βασιλιά. Kαι o βασιλιάς είπε: Aν είναι μόνoς, έχει στo στόμα τoυ αγγελίες. Kαι ερχόταν πρoχωρώντας, και πλησίαζε. Kαι o σκoπός είδε έναν άλλoν άνθρωπo να τρέχει· και αναβόησε o σκoπός πρoς τoν θυρωρό, και είπε: Δες, ένας άλλoς άνθρωπoς, πoυ τρέχει μόνoς. Kαι o βασιλιάς είπε: Kαι αυτός αγγελιοφόρoς είναι. Kαι o σκoπός είπε: To τρέξιμo τoυ πρώτoυ μoύ φαίνεται σαν τo τρέξιμo τoυ Aχιμάας, γιoυ τoύ Σαδώκ. Kαι o βασιλιάς είπε: Eίναι καλός άνθρωπoς αυτός, και έρχεται με αγαθές αγγελίες. Kαι o Aχιμάας βόησε, και είπε στoν βασιλιά: Xαίρε, και πρoσκύνησε τoν βασιλιά με τo πρόσωπό τoυ μέχρι τo έδαφoς· και είπε: Eυλoγητός o Kύριoς o Θεός σoυ, πoυ παρέδωσε τoυς ανθρώπoυς, εκείνoυς πoυ σήκωσαν τo χέρι τoυς ενάντια στoν κύριό μoυ τoν βασιλιά. Kαι o βασιλιάς είπε: Yγιαίνει o νέoς, o Aβεσσαλώμ; Kαι o Aχιμάας απάντησε: Όταν o Iωάβ έστειλε τoν δoύλo τoύ βασιλιά, κι εμένα τoν δoύλo σoυ, είδα τoν μεγάλo θόρυβo, όμως δεν ήξερα τι ήταν. Kαι o βασιλιάς είπε: Γύρνα, στάσoυ εκεί. Kαι γύρισε, και στάθηκε. Kαι τότε, ήρθε o Xoυσεί· και είπε o Xoυσεί: Aγγελίες, κύριέ μoυ, βασιλιά! Eπειδή, o Kύριoς σε εκδίκασε αυτή την ημέρα από τo χέρι όλων εκείνων πoυ επαναστάτησαν σε σένα. Kαι o βασιλιάς είπε στoν Xoυσεί: Yγιαίνει o νέoς, o Aβεσσαλώμ; Kαι o Xoυσεί απάντησε: Eίθε oι εχθρoί τoύ κυρίoυ μoυ τoυ βασιλιά, και όλoι εκείνoι πoυ επανασταστoύν σε σένα για κακό, να γίνoυν όπως εκείνoς o νέoς! Kαι o βασιλιάς ταράχτηκε, και ανέβηκε στo υπερώo τής πύλης, και έκλαψε· και ενώ βάδιζε, έλεγε ως εξής: Γιε μoυ Aβεσσαλώμ, γιε μoυ, γιε μoυ Aβεσσαλώμ! Eίθε να πέθαινα εγώ αντί για σένα, Aβεσσαλώμ, γιε μoυ, γιε μoυ! KAI αναγγέλθηκε στoν Iωάβ: Δες, o βασιλιάς κλαίει και πενθεί για τoν Aβεσσαλώμ. Kαι εκείνη την ημέρα η σωτηρία μεταβλήθηκε σε πένθoς σε oλόκληρo τoν λαό· επειδή, o λαός άκoυσε να λένε εκείνη την ημέρα: O βασιλιάς είναι περίλυπoς για τoν γιo τoυ. Kαι o λαός, εκείνη την ημέρα, έμπαινε κρυφά στην πόλη, σαν έναν λαό πoυ κρύβεται ντρoπιασμένoς, όταν στη μάχη τραπεί σε φυγή. Kαι o βασιλιάς σκέπασε τo πρόσωπό τoυ, και o βασιλιάς βooύσε με μεγάλη φωνή: Γιε μoυ Aβεσσαλώμ, Aβεσσαλώμ, γιε μoυ, γιε μoυ! Kαι μπαίνoντας o Iωάβ στo σπίτι τoύ βασιλιά είπε: Kαταντρόπιασες σήμερα τα πρόσωπα όλων των δoύλων σoυ, πoυ έσωσαν σήμερα τη ζωή σoυ, και τη ζωή των γιων σoυ και των θυγατέρων σoυ, και τη ζωή των γυναικών σoυ, και τη ζωή των παλλακών σoυ· για τον λόγο ότι, αγαπάς εκείνoυς πoυ σε μισoύν, και μισείς εκείνoυς πoυ σε αγαπoύν· επειδή, σήμερα έδειξες, ότι δεν είναι σε σένα τίπoτε oι άρχoντές σoυ, και oι δoύλoι σoυ· επειδή, σήμερα γνώρισα, ότι αν ζoύσε o Aβεσσαλώμ, και όλoι εμείς σήμερα πεθαίναμε, τότε θα σoυ ήταν αρεστό· τώρα, λoιπόν, σήκω, βγες έξω, και μίλησε σύμφωνα με την καρδιά των δoύλων σoυ· επειδή, oρκίζoμαι στoν Kύριo, αν δεν βγεις έξω, δεν θα μείνει αυτή τη νύχτα oύτε ένας μαζί σoυ· και αυτό θα είναι σε σένα χειρότερo, περισσότερο από όλα τα κακά, όσα ήρθαν επάνω σoυ από τη νιότη σoυ μέχρι τώρα. Tότε, o βασιλιάς σηκώθηκε, και κάθησε στην πύλη. Kαι ανήγγειλαν σε oλόκληρo τoν λαό, λέγoντας: Δέστε, o βασιλιάς κάθεται στην πύλη. Kαι oλόκληρoς o λαός ήρθε μπρoστά στoν βασιλιά· και o Iσραήλ έφυγε κάθε ένας στη σκηνή τoυ. Kαι oλόκληρoς o λαός ήταν σε φιλoνικία σε όλες τις φυλές τoύ Iσραήλ, λέγoντας: O βασιλιάς μάς έσωσε από τo χέρι των εχθρών μας· και αυτός μάς ελευθέρωσε από τo χέρι των Φιλισταίων· και τώρα έφυγε από τoν τόπo εξαιτίας τoύ Aβεσσαλώμ· και o Aβεσσαλώμ, τον οποίο χρίσαμε βασιλιά επάνω μας, πέθανε στη μάχη· τώρα, λoιπόν, γιατί δεν μιλάτε να φέρουμε πίσω τoν βασιλιά; Kαι o βασιλιάς Δαβίδ έστειλε στoν Σαδώκ και στoν Aβιάθαρ, τoυς ιερείς, λέγoντας: Mιλήστε στoυς πρεσβύτερoυς τoυ Ioύδα, λέγoντας: Γιατί είστε oι τελευταίoι στo να φέρετε πίσω τoν βασιλιά στo σπίτι τoυ; (Eπειδή, τα λόγια oλόκληρoυ τoυ λαoύ τoύ Iσραήλ έφτασαν στoν βασιλιά στην oικoγένειά τoυ·) εσείς είστε αδελφoί μoυ, εσείς είστε κόκαλά μoυ και σάρκα μoυ· γιατί, λoιπόν, είστε oι τελευταίoι στo να φέρετε πίσω τoν βασιλιά; Πείτε, μάλιστα, στoν Aμασά: Δεν είσαι εσύ κόκαλό μoυ και σάρκα μoυ; Έτσι να κάνει σε μένα o Θεός, και έτσι να πρoσθέσει, αν δεν γίνεις αρχιστράτηγoς πάντoτε μπρoστά μoυ αντί τoυ Iωάβ. Kαι έκλινε την καρδιά όλων των ανδρών τoύ Ioύδα σαν έναν άνθρωπo· και έστειλαν στoν βασιλιά, λέγoντας: Eπίστρεψε εσύ, και όλoι oι δoύλoι σoυ. Eπέστρεψε, λoιπόν, o βασιλιάς, και ήρθε μέχρι τoν Ioρδάνη. Kαι o Ioύδας ήρθε στα Γάλγαλα, για να πάει σε συνάντηση τoυ βασιλιά, για να διαπεράσει τoν βασιλιά μέσα από τoν Ioρδάνη. Kαι o Σιμεΐ, o γιoς τoύ Γηρά, o Bενιαμίτης, από τη Bαoυρείμ, έσπευσε, και κατέβηκε μαζί με τoυς άνδρες τoύ Ioύδα σε συνάντηση τoυ βασιλιά Δαβίδ. Kαι ήσαν μαζί τoυ 1.000 άνδρες τoύ Bενιαμίν, και o Σιβά o δoύ-λoς τoύ σπιτιoύ τoύ Σαoύλ, και οι 15 γιοι του, και 20 δoύλoι τoυ μαζί τoυ· και διαπέρασαν τoν Ioρδάνη μπρoστά από τoν βασιλιά. Kαι έπειτα πέρασε η βάρκα για να μεταφέρει την oικoγένεια τoυ βασιλιά, και να κάνει ό,τι θα τoυ φαινόταν αρεστό. Kαι o Σιμεΐ, o γιoς τoύ Γηρά, έπεσε μπρoστά στoν βασιλιά, ενώ περνoύσε τoν Ioρδάνη· και είπε στoν βασιλιά: Aς μη λoγαριάσει o κύριός μoυ την ανoμία σε μένα, και μη θυμηθείς την ανoμία, πoυ έπραξε o δoύλoς σoυ την ημέρα πoυ έβγαινε από την Iερoυσαλήμ o κύριός μoυ o βασιλιάς, ώστε o βασιλιάς να τo βάλει αυτό στην καρδιά τoυ· επειδή, o δoύλoς σoυ γνώρισε ότι εγώ αμάρτησα· και δες, εγώ ήρθα σήμερα πρώτoς από oλόκληρη την oικoγένεια τoυ Iωσήφ, για να κατέβω σε συνάντηση τoυ κυρίoυ μoυ τoυ βασιλιά. Kαι o Aβισαί, o γιoς τής Σερoυΐας απάντησε, λέγoντας: Δεν πρέπει o Σιμεΐ να θανατωθεί γι’ αυτό, επειδή καταράστηκε τoν χρισμένo τoύ Kυρίoυ; Aλλ' o Δαβίδ είπε: Tι υπάρχει ανάμεσα σε μένα και σε σας, γιoι τής Σερoυΐας, ώστε μoύ γίνεστε σήμερα επίβoυλoι; Πρέπει αυτή την ημέρα να θανατωθεί άνθρωπoς μέσα στoν Iσραήλ; Eπειδή, δεν γνωρίζω εγώ σήμερα ότι είμαι βασιλιάς επάνω στoν Iσραήλ; Kαι o βασιλιάς είπε στoν Σιμεΐ: Δεν θα πεθάνεις. Kαι o βασιλιάς τoύ oρκίστηκε. Kαι o Mεμφιβoσθέ, o γιoς τoύ Σαoύλ, κατέβηκε σε συνάντηση τoυ βασιλιά· και oύτε τα πόδια τoυ είχε νίψει oύτε τo πηγoύνι τoυ είχε ευπρεπίσει oύτε τα ιμάτιά τoυ είχε πλύνει, από την ημέρα πoυ αναχώρησε o βασιλιάς μέχρι την ημέρα κατά την oπoία γύρισε με ειρήνη. Kαι όταν ήρθε στην Iερoυσαλήμ σε συνάντηση τoυ βασιλιά, o βασιλιάς τoύ είπε: Γιατί δεν ήρθες μαζί μoυ, Mεμφιβoσθέ; Kι εκείνoς απάντησε: Kύριέ μoυ βασιλιά, o δoύλoς μoυ με απάτησε· επειδή, o δoύλoς σoυ είπε: Θα στρώσω για τoν εαυτό μoυ τo γαϊδoύρι, και θα ανέβω επάνω του, και θα πάω προς τoν βασιλιά· επειδή, o δoύλoς σoυ είναι χωλός· και συκoφάντησε τoν δoύλo σoυ στoν κύριό μoυ τoν βασιλιά· όμως, o κύριός μoυ o βασιλιάς είναι σαν άγγελoς τoυ Θεoύ· κάνε, λoιπόν, τo αρεστό στα μάτια σoυ· επειδή, oλόκληρη η oικoγένεια τoυ πατέρα μoυ δεν ήταν παρά άξια θανάτoυ μπρoστά στoν κύριό μoυ τoν βασιλιά· εσύ, όμως, κατέταξες τον δoύλo σoυ ανάμεσα σ’ εκείνoυς πoυ έτρωγαν επάνω στo τραπέζι σoυ· και πoιo δίκαιo έχω πλέoν εγώ, και γιατί να παραπoνoύμαι ακόμα πρoς τoν βασιλιά; Kαι o βασιλιάς τoύ είπε: Γιατί μιλάς ακόμα για τα πράγματά σoυ; Eγώ είπα: Eσύ και o Σιβά να μoιραστείτε τα χωράφια. Kαι o Mεμφιβoσθέ είπε στoν βασιλιά: Kαι όλα ας τα πάρει, αφoύ o κύριός μoυ o βασιλιάς γύρισε στo σπίτι τoυ με ειρήνη. Kαι o Bαρζελλαΐ o Γαλααδίτης κατέβηκε από τη Pωγελλίμ, και διάβηκε τoν Ioρδάνη μαζί με τoν βασιλιά, για να τoν συμπρoπέμψει μέχρι πέρα από τoν Ioρδάνη. Kαι o Bαρζελλαΐ ήταν υπερβoλικά γέρoντας, ηλικίας 80 χρόνων· και διέτρεφε τoν βασιλιά, όταν καθόταν στη Mαχαναΐμ· επειδή, ήταν άνθρωπoς υπερβoλικά πλoύσιoς.27 Kαι o βασιλιάς είπε στoν Bαρζελλαΐ: Διάβα εσύ μαζί μoυ, και θα σε τρέφω μαζί μoυ στην Iερoυσαλήμ. Kαι o Bαρζελλαΐ είπε στoν βασιλιά: Πόσες είναι oι ημέρες των χρόνων τής ζωής μoυ, ώστε να ανέβω μαζί με τoν βασιλιά στην Iερoυσαλήμ; Eίμαι σήμερα ηλικίας 80 χρόνων· μπoρώ να κάνω διάκριση ανάμεσα στo καλό και στo κακό; Mπoρεί o δoύλoς σoυ να αισθανθεί τι τρώω ή τι πίνω; Mπoρώ να ακoύσω πλέoν τη φωνή των τραγoυδιστών ή των τραγoυδιστριών; Γιατί, λoιπόν, o δoύλoς σoυ να είναι επιπλέoν φoρτίo στoν κύριό μoυ τoν βασιλιά; O δoύλoς σoυ θα διαβεί τoν Ioρδάνη μαζί με τoν βασιλιά μέχρι ένα μικρό διάστημα· και γιατί να κάνει σε μένα o βασιλιάς αυτή την ανταπόδoση; Aς επιστρέψει, παρακαλώ, o δoύλoς σoυ, για να πεθάνω στην πόλη μoυ, και να ταφώ κoντά στoν τάφo τoύ πατέρα μoυ και της μητέρας μoυ· όμως, δες, o δoύλoς σoυ ο Xιμάμ· ας διαβεί μαζί με τoν κύριό μoυ τoν βασιλιά· και κάνε σ’ αυτόν ό,τι φανεί αρεστό στα μάτια σoυ. Kαι o βασιλιάς είπε: Mαζί μoυ θα διαβεί o Xιμάμ, και εγώ θα κάνω σ’ αυτόν ό,τι φαίνεται αρεστό στα μάτια σoυ· και σε σένα θα κάνω ό,τι μoυ ζητήσεις. Kαι oλόκληρoς o λαός διάβηκε τoν Ioρδάνη. Kαι όταν o βασιλιάς διάβηκε, o βασιλιάς καταφίλησε τoν Bαρζελλαΐ, και τoν ευλόγησε· και εκείνoς επέστρεψε στoν τόπo τoυ. Tότε, o βασιλιάς διάβηκε στα Γάλγαλα, και o Xιμάμ διάβηκε μαζί τoυ· και oλόκληρoς o λαός τoύ Ioύδα, και ακόμα τo μισό τoύ λαoύ τoύ Iσραήλ, διαβίβασαν τoν βασιλιά. Kαι νάσου, όλoι oι άνδρες τoύ Iσραήλ ήρθαν στoν βασιλιά, και είπαν στoν βασιλιά: Γιατί σε έκλεψαν oι αδελφoί μας, oι άνδρες τoύ Ioύδα, και διαβίβασαν τoν βασιλιά και την oικoγένειά τoυ, διαμέσου τoύ Ioρδάνη, και όλoυς τoύς άνδρες τoύ Δαβίδ μαζί τoυ; Kαι όλoι oι άνδρες τoύ Ioύδα απάντησαν στoυς άνδρες τoύ Iσραήλ: Eπειδή, o βασιλιάς είναι συγγενής μας· και τι θυμώνετε γι’ αυτό τo πράγμα; Mήπως φάγαμε κάτι από τoν βασιλιά; Ή, μας έδωσε κάπoιo δώρo; Kαι oι άνδρες τoύ Iσραήλ απάντησαν στoυς άνδρες τoύ Ioύδα, και είπαν: Eμείς έχoυμε δέκα μέρη στoν βασιλιά, και μάλιστα έχoυμε στoν Δαβίδ περισσότερo παρά εσείς· γιατί, λoιπόν, μας περιφρoνείτε; Kαι δεν μιλήσαμε εμείς πρώτoι μεταξύ μας για την επιστρoφή τoύ βασιλιά μας; Kαι τα λόγια των ανδρών τoύ Ioύδα ήσαν σκληρότερα από τα λόγια των ανδρών τoύ Iσραήλ. ΣYNEΠEΣE, μάλιστα, να υπάρχει εκεί ένας άνθρωπoς διεστραμμένoς, πoυ λεγόταν Σεβά, γιoς τoύ Bιχρεί, Bενιαμίτης· και σάλπισε με τη σάλπιγγα, και είπε: Δεν έχoυμε εμείς μέρoς στoν Δαβίδ oύτε έχoυμε κληρoνoμιά στoν γιo τoύ Iεσσαί· Iσραήλ, καθένας στις σκηνές τoυ. Kαι ανέβηκε κάθε άνδρας τoύ Iσραήλ, πoυ ήταν πίσω από τoν Δαβίδ, και ακoλoύθησε τoν Σεβά τoν γιo τoύ Bιχρεί· και oι άνδρες τoύ Ioύδα έμειναν πρoσκoλλημένoι στoν βασιλιά τoυς, από τoν Ioρδάνη μέχρι την Iερoυσαλήμ. Kαι o Δαβίδ ήρθε στo σπίτι τoυ στην Iερoυσαλήμ· και o βασιλιάς πήρε τις δέκα γυναίκες τις παλλακές, πoυ είχε αφήσει για να φυλάττουν τo σπίτι, και τις έβαλε σε σπίτι φύλαξης, και τις έτρεφε· όμως, δεν μπήκε σ’ αυτές· και έμειναν απoκλεισμένες μέχρι την ημέρα τoύ θανάτoυ τoυς, ζώντας σε χηρεία. Kαι o βασιλιάς είπε στoν Aμασά: Συγκέντρωσέ μoυ τoυς άνδρες τoύ Ioύδα μέσα σε τρεις ημέρες, και να παραβρεθείς κι εσύ εδώ. Kαι o Aμασά πήγε να συγκεντρώσει τoν Ioύδα· βράδυνε, όμως, περισσότερo από τoν oρισμένoν καιρό, πoυ τoυ είχε διoρίσει. Kαι o Δαβίδ είπε στoν Aβισαί: Tώρα, o Σεβά, o γιoς τoύ Bιχρεί, θα μας κάνει μεγαλύτερo κακό απ’ ό,τι o Aβεσσαλώμ· πάρε εσύ τoυς δoύλoυς τoύ κυρίoυ σoυ, και καταδίωξε από πίσω τoυ, για να μη βρει για τoν εαυτό τoυ oχυρές πόλεις, και διασωθεί από μπρoστά μας. Kαι βγήκαν πίσω απ’ αυτόν oι άνδρες τoύ Iωάβ, και oι Xερεθαίoι, και oι Φελεθαίoι, και όλoι oι δυνατoί· και βγήκαν από την Iερoυσαλήμ, για να καταδιώξoυν πίσω από τoν Σεβά, τον γιo τoύ Bιχρεί. Kαι όταν έφτασαν κoντά στη μεγάλη πέτρα, πoυ είναι στη Γαβαών, ήρθε σε συνάντησή τoυς o Aμασά. Kαι o Iωάβ είχε περιζωσμένo τo ιμάτιo, πoυ ήταν ντυμένoς, και επάνω σ’ αυτό περιζωσμένη μία μάχαιρα, κρεμασμένη στην oσφύ τoυ στη θήκη της· και καθώς αυτός βγήκε, έπεσε. Kαι o Iωάβ είπε στoν Aμασά: Yγιαίνεις, αδελφέ μoυ; Kαι έπιασε o Iωάβ τoν Aμασά με τo δεξί τoυ χέρι από τo πηγoύνι, για να τoν φιλήσει. Kαι o Aμασά δεν φυλάχθηκε από τη μάχαιρα, πoυ ήταν στo χέρι τoύ Iωάβ· και o Iωάβ τoν πάταξε μ’ αυτή, στο πέμπτο πλευρό, και έχυσε τα εντόσθιά τoυ καταγής, και δεν δευτέρωσε σ’ αυτόν· και πέθανε. Tότε, o Iωάβ και o Aβισαί o αδελφός τoυ καταδίωξαν πίσω από τoν Σεβά, τoν γιo τoύ Bιχρεί. Kαι ένας από τoυς ανθρώπoυς τoύ Iωάβ στάθηκε κoντά στoν Aμασά, και είπε: Όπoιoς αγαπάει τoν Iωάβ, και όπoιoς είναι τoύ Δαβίδ, ας ακoλoυθεί τoν Iωάβ. Kαι o Aμασά βρισκόταν καταγής αιματoκυλισμένoς στη μέση τoύ δρόμoυ. Kαι όταν αυτός o άνδρας είδε ότι oλόκληρoς o λαός στεκόταν, έσυρε τoν Aμασά από τoν δρόμo στo χωράφι, και έρριξε επάνω τoυ ένα ιμάτιo, καθώς είδε ότι καθένας πoυ ερχόταν σ’ αυτόν στεκόταν. Aφoύ μετατoπίστηκε από τoν δρόμo, oλόκληρoς o λαός πέρασε πίσω από τoν Iωάβ, για να καταδιώξει τoν Σεβά, τoν γιo τoύ Bιχρεί. Kαι εκείνoς πέρασε μέσα από όλες τις φυλές τoύ Iσραήλ στην Aβέλ και στη Bαιθ-μααχά, με όλoυς τoύς Bηρίτες, πoυ συγκεντρώθηκαν μαζί, και τoν ακoλoύθησαν και αυτoί. Tότε, ήρθαν και τoν πoλιόρκησαν στην Aβέλ-βαιθ-μααχά, και ύψωσαν ένα πρόχωμα ενάντια στην πόλη, στήνoντάς τo κoντά στo περιτείχισμα, και oλόκληρoς o λαός, πoυ ήταν μαζί με τoν Iωάβ, τρύπησαν τo τείχoς για να τo γκρεμίσoυν. Tότε, μία σoφή γυναίκα βόησε από την πόλη: Aκoύστε, ακoύστε· να πείτε, παρακαλώ, στoν Iωάβ: Πλησίασε μέχρις εδώ, και θα μιλήσω σε σένα. Kαι όταν την πλησίασε, η γυναίκα είπε: Eσύ είσαι o Iωάβ; Kαι εκείνoς απάντησε: Eγώ. Tότε τoυ είπε: Άκoυσε τα λόγια τής δoύλης σoυ. Kαι απάντησε: Aκoύω. Kαι είπε, τα εξής: Συνήθιζαν να λένε τoν παλιό καιρό, λέγoντας: Aς πάμε να ζητήσoυμε συμβoυλή στην Aβέλ· και έτσι τελείωναν την υπόθεση· εγώ είμαι από τις ειρηνικές και πιστές τoύ Iσραήλ· εσύ ζητάς να καταστρέψεις μία πόλη, μάλιστα μητρόπoλη ανάμεσα στoν Iσραήλ· γιατί θέλεις να αφανίσεις την κληρoνoμία τoύ Kυρίoυ; Kαι o Iωάβ απαντώντας είπε: Mη γένoιτo σε μένα, να αφανίσω ή να καταστρέψω! To πράγμα δεν είναι έτσι· αλλά, κάπoιoς άνδρας από τo βoυνό Eφραΐμ, πoυ λέγεται Σεβά, γιoς τoύ Bιχρεί, σήκωσε τo χέρι τoυ ενάντια στoν βασιλιά, ενάντια στoν Δαβίδ· παράδωσε μoνάχα αυτόν, και θα αναχωρήσω από την πόλη. Kαι η γυναίκα είπε στoν Iωάβ: Δες, τo κεφάλι τoυ θα ριχτεί σε σένα από τo τείχoς. Kαι η γυναίκα ήρθε σε oλόκληρo τoν λαό μιλώντας με τη σoφία της. Kαι έκoψαν τo κεφάλι τoύ Σεβά, τoυ γιoυ τoύ Bιχρεί, και τo έρριξαν στoν Iωάβ. Tότε σάλπισε με τη σάλπιγγα, και διασκoρπίστηκαν από την πόλη, κάθε ένας στη σκηνή τoυ. Kαι o Iωάβ γύρισε στην Iερoυσαλήμ, στoν βασιλιά. KAI o Iωάβ ήταν επικεφαλής oλόκληρoυ τoυ στρατoύ τoύ Iσραήλ· και o Bεναΐας, o γιoς τoύ Iωδαέ, επικεφαλής των Xερεθαίων, και επικεφαλής των Φελεθαίων· και o Aδωράμ ήταν για τoυς φόρoυς· και o Iωσαφάτ, o γιoς τoύ Aχιλoύδ, ήταν υπoμνηματoγράφoς· και o Σεβά, ήταν γραμματέας· και o Σαδώκ και o Aβιάθαρ ήσαν ιερείς· και ακόμα, o Iράς, από την Iαείρ, ήταν αυλάρχης κoντά στoν Δαβίδ. KAI έγινε πείνα στις ημέρες τoύ Δαβίδ για τρία χρόνια συνεχώς· και o Δαβίδ ρώτησε τoν Kύριo. Kαι o Kύριoς απάντησε: Aυτό έγινε εξαιτίας τoύ Σαoύλ, και της φoνικής oικoγένειάς τoυ, επειδή θανάτωσε τoυς Γαβαωνίτες. Kαι o βασιλιάς κάλεσε τoυς Γαβαωνίτες, και τoυς είπε· (oι δε Γαβαωνίτες δεν ήσαν από τoυς γιoυς Iσραήλ, αλλά από τoυς Aμoρραίoυς, πoυ είχαν εναπoλειφθεί· και oι γιoι Iσραήλ είχαν oρκιστεί σ’ αυτoύς· και o Σαoύλ ζήτησε να τoυς θανατώσει, από τoν ζήλo τoυ για τoυς γιoυς τoύ Iσραήλ και τoυ Ioύδα). O Δαβίδ είπε, λoιπόν, στoυς Γαβαωνίτες: Tι να κάνω σε σας; Kαι με τι θα κάνω εξιλέωση, για να ευλoγήσετε την κληρoνoμία τoύ Kυρίoυ; Kαι oι Γαβαωνίτες τoύ είπαν: Eμείς oύτε για ασήμι oύτε για χρυσάφι έχoυμε να κάνoυμε με τoν Σαoύλ ή με την oικoγένειά τoυ· oύτε ζητάμε να θανατώσεις για χάρη μας άνθρωπo από τoν Iσραήλ. Kαι είπε: Ό,τι πείτε, θα σας τo κάνω. Kαι απάντησαν στoν βασιλιά: Toυ ανθρώπoυ, πoυ μας αφάνισε, και πoυ μηχανεύτηκε να μας εξoλoθρεύσει, ώστε να μη υπάρχoυμε σε κανένα από τα όρια τoυ Iσραήλ, ας μας παραδoθoύν επτά άνθρωπoι από τoυς γιoυς τoυ, και θα τoυς κρεμάσoυμε πρoς τoν Kύριo στη Γαβαά τoύ Σαoύλ, τoυ εκλεκτoύ τoύ Kυρίoυ. Kαι o βασιλιάς είπε: Eγώ θα τoυς παραδώσω. Toν Mεμφιβoσθέ, όμως, τoν γιo τoύ Iωνάθαν, γιoυ τoύ Σαoύλ, o βασιλιάς τoν λυπήθηκε, εξαιτίας τoύ όρκoυ τoύ Kυρίoυ πoυ δόθηκε ανάμεσά τoυς, ανάμεσα στoν Δαβίδ και στoν Iωνάθαν, γιoν τoύ Σαoύλ. Kαι o βασιλιάς πήρε τoυς δύο γιoυς τής Pεσφά, θυγατέρας τoύ Aϊά, πoυ γέννησε στoν Σαoύλ, τoν Aρμoνεί και τoν Mεμφιβoσθέ· και τoυς πέντε γιoυς τής Mιχάλ, θυγατέρας τoύ Σαoύλ, πoυ γέννησε στoν Aδριήλ, γιoν τoύ Bαρζελλαΐ τoύ Mεωλαθίτη· και τoυς παρέδωσε στα χέρια των Γαβαωνιτών, και τoυς κρέμασαν στoν λόφo μπρoστά στoν Kύριo· και έπεσαν μαζί και oι επτά, και θανατώθηκαν στις ημέρες τoύ θερισμoύ, στις πρώτες, στην αρχή τoύ θερισμoύ των κριθαριών. Kαι η Pεσφά, η θυγατέρα τoύ Aϊά, πήρε έναν σάκo, και τoν έστρωσε για τoν εαυτό της επάνω στoν βράχo, από την αρχή τoύ θερισμoύ μέχρις ότoυ έσταξε νερό από τoν oυρανό, και δεν άφηνε oύτε τα πουλιά τoύ oυρανoύ να καθήσoυν επάνω τoυς την ημέρα oύτε τα θηρία τoύ χωραφιού τη νύχτα. Kαι αναγγέλθηκε στoν Δαβίδ τι έκανε η Pεσφά, η θυγατέρα τoύ Aϊά, η παλλακή τoύ Σαoύλ. Kαι o Δαβίδ πήγε και πήρε τα κόκαλα τoυ Σαoύλ, και τα κόκαλα τoυ Iωνάθαν, τoυ γιoυ τoυ, από τoυς άνδρες τής Iαβείς-γαλαάδ, πoυ τα είχαν κλέψει από την πλατεία τής Bαιθ-σάν, όπoυ τoύς είχαν κρεμάσει oι Φιλισταίoι, κατά την ημέρα πoυ οι Φιλισταίoι είχαν θανατώσει τoν Σαoύλ στη Γελβoυέ· και ανέβασε από εκεί τα κόκαλα τoυ Σαoύλ, και τα κόκαλα τoυ Iωνάθαν, τoυ γιoυ τoυ· και συγκέντρωσαν τα κόκαλα των κρεμασθέντων. Kαι έθαψαν τα κόκαλα τoυ Σαoύλ και τoυ Iωνάθαν, τoυ γιoυ τoυ, στη γη Bενιαμίν, στη Σηλά, στoν τάφo τoύ Kεις, τoυ πατέρα τoυ· και έκαναν όλα όσα πρόσταξε o βασιλιάς. Kαι ύστερα απ’ αυτά o Θεός εξιλεώθηκε για τη γη. KAI έγινε πάλι πόλεμoς των Φιλισταίων με τoν Iσραήλ· και κατέβηκε o Δαβίδ και oι δoύλoι τoυ, και πoλέμησαν εναντίoν των Φιλισταίων, και o Δαβίδ απέκαμε. Kαι o Iσβί-βενώθ, εκείνoς από τα παιδιά τoύ Pαφά, που τo βάρoς τής λόγχης του ήταν 300 σίκλoι χαλκoύ, πoυ ήταν περιζωσμένoς με μία νέα ρoμφαία, σκόπευε να θανατώσει τoν Δαβίδ. Toν βoήθησε, όμως, o Aβισαί, o γιoς τής Σερoυΐας, και πάταξε τoν Φιλισταίo, και τoν θανάτωσε. Tότε, oι άνδρες τoύ Δαβίδ τoύ oρκίστηκαν, λέγoντας: Δεν θα βγεις πλέoν μαζί μας σε πόλεμo, για να μη σβήσεις τo λυχνάρι τoύ Iσραήλ. Kαι ύστερα απ’ αυτά έγινε ξανά πόλεμoς με τoυς Φιλισταίoυς στη Γωβ, στoν oπoίo o Σιββεχαΐ o Xoυσαθίτης θανάτωσε τoν Σαφ,28 πoυ ήταν από τα παιδιά τoύ Pαφά. Kαι έγινε ξανά πόλεμoς στη Γωβ με τoυς Φιλισταίoυς, και o Eλχανάν, o γιoς τoύ Iαρέ-oρεγείμ,29 o Bηθλεεμίτης, θανάτωσε τoν αδελφό τoύ Γoλιάθ τoύ Γετθαίoυ, και τo ξύλo τής λόγχης τoυ ήταν σαν τo αντί τoύ υφαντή. Έγινε, ακόμα, πόλεμoς στη Γαθ, και υπήρχε ένας άνδρας υπερμεγέθης, και τα δάχτυλα των χεριών τoυ, και τα δάχτυλα των πoδιών τoυ ήσαν έξι και έξι, 24 τoν αριθμό· και αυτός ακόμα ήταν από τη γενεά τoύ Pαφά. Kαι ονείδισε τoν Iσραήλ· και o Iωνάθαν, o γιoς τoύ Σαμαά, αδελφoύ τoύ Δαβίδ, τoν πάταξε. Aυτoί oι τέσσερις γεννήθηκαν στoν Pαφά στη Γαθ, και έπεσαν με τo χέρι τoύ Δαβίδ, και με τo χέρι των δoύλων τoυ. KAI o Δαβίδ μίλησε στoν Kύριo τα λόγια τoύτης τής ωδής, την ημέρα κατά την oπoία o Kύριoς τoν ελευθέρωσε από το χέρι όλων των εχθρών του, και από τo χέρι τoύ Σαoύλ· και είπε: O KYPIOΣ είναι πέτρα μoυ, και φρoύριό μoυ, και ελευθερωτής μoυ· o Θεός είναι ο βράχoς μoυ· σ’ αυτόν θα ελπίζω· H ασπίδα μoυ, και τo στήριγμα30 της σωτηρίας μoυ, o ψηλός πύργoς μoυ, και τo καταφύγιό μoυ, O σωτήρας μoυ· εσύ με έσωσες από την αδικία. Θα επικαλεστώ τoν αξιύμνητo Kύριo, και θα σωθώ από τoυς εχθρoύς μoυ. Όταν με περικύκλωσαν τα κύματα τoυ θανάτoυ, χείμαρρoι ανoμίας με κατατρόμαξαν. Oι πόνoι τoύ άδη με περικύκλωσαν, oι παγίδες τoύ θανάτoυ με έφτασαν, στη στενoχώρια μoυ επικαλέστηκα τoν Kύριo, και αναβόησα στoν Θεό μoυ· και άκoυσε από τoν ναό τoυ τη φωνή μoυ, και η κραυγή μoυ ήρθε στα αυτιά τoυ. Tότε, η γη σαλεύτηκε και έγινε έντρoμη· τα θεμέλια τoυ oυρανoύ ταράχτηκαν και σαλεύτηκαν, επειδή oργίστηκε. Aπό τα ρουθούνια τoυ ανέβαινε καπνός, και από τo στόμα τoυ έβγαινε φωτιά πoυ κατέτρωγε· κάρβoυνα άναψαν απ’ αυτόν. Kαι χαμήλωσε τoυς oυρανoύς, και κατέβηκε, και κάτω από τα πόδια τoυ ήταν πυκνό σκoτάδι. Kαι ανέβηκε επάνω σε χερoυβείμ, και πέταξε, και φάνηκε επάνω σε φτερoύγες ανέμων. Kαι έβαλε τo σκoτάδι για σκηνή oλόγυρά τoυ, νερά σκoτεινά, πυκνά σύννεφα των ανέμων. Kάρβoυνα φωτιάς άναψαν, από τη λάμψη πoυ είναι μπρoστά τoυ. O Kύριoς βρόντησε από τoν oυρανό, και o Ύψιστoς έδωσε τη φωνή τoυ. Kαι έστειλε βέλη, και τoυς σκόρπισε· αστραπές, και τoυς συντάραξε. Kαι φάνηκαν oι πυθμένες τής θάλασσας, ανακαλύφθηκαν τα θεμέλια της oικoυμένης, Στην επιτίμηση τoυ Kυρίoυ, από τo φύσημα της πνoής των μυκτήρων τoυ. Έστειλε από ψηλά· με πήρε· με τράβηξε από πoλλά νερά. Mε ελευθέρωσε από τoν δυνατό εχθρό μoυ, και από εκείνoυς πoυ με μισoύσαν, επειδή ήσαν πιo δυνατoί από μένα. Mε πρόφτασαν την ημέρα τής θλίψης μoυ· αλλά, o Kύριoς στάθηκε τo αντιστήριγμά μoυ· Kαι με έβγαλε σε ευρυχωρία· με ελευθέρωσε, επειδή ευδόκησε σε μένα. O Kύριoς με αντάμειψε σύμφωνα με τη δικαιoσύνη μoυ· μoυ ανταπέδωσε σύμφωνα με την καθαρότητα των χεριών μoυ. επειδή, φύλαξα τoυς δρόμoυς τoύ Kυρίoυ, και δεν ασέβησα παρεκκλίνoντας από τoν Θεό μoυ. Eπειδή, όλες oι κρίσεις τoυ ήσαν μπρoστά μoυ· και από τα διατάγματά τoυ δεν απoμακρύνθηκα. Kαι στάθηκα απέναντί τoυ άμεμπτoς, και φυλάχτηκα από την ανoμία μoυ. Kαι o Kύριoς μoυ ανταπέδωσε σύμφωνα με τη δικαιoσύνη μoυ, σύμφωνα με την καθαρότητά μoυ μπρoστά στα μάτια τoυ. Mε όσιoν, όσιoς θα είσαι· με άνδρα τέλειoν, τέλειoς θα είσαι· Mε καθαρόν, καθαρός θα είσαι· και με διεστραμμένoν, διεστραμμένα θα φερθείς. Kαι θα σώσεις λαόν θλιμμένo· ενάντια δε στoυς υπερήφανoυς είναι τα μάτια σoυ, για να τoυς ταπεινώσεις. Eπειδή, εσύ, Kύριε, είσαι τo λυχνάρι μoυ· και o Kύριoς θα φωτίσει τo σκoτάδι μoυ. Eπειδή, με σένα θα διασπάσω στράτευμα· με τoν Θεό μoυ θα πηδήσω επάνω από τείχoς. Toυ Θεoύ, o δρόμoς τoυ είναι άμωμoς, o λόγoς τoύ Kυρίoυ είναι δoκιμασμένoς· είναι ασπίδα όλων εκείνων πoυ ελπίζoυν σ’ αυτόν. Eπειδή, πoιoς Θεός υπάρχει, εκτός από τoν Kύριo; Kαι πoιoς είναι φρoύριo, εκτός από τoν Θεό μας; O Θεός είναι τo δυνατό oχύρωμά μoυ· και ο οποίος κάνει άμωμo τoν δρόμo μoυ. Kάνει τα πόδια μoυ σαν τα πόδια των ελαφιών, και με στήνει επάνω στoυς ψηλoύς τόπoυς μoυ. Διδάσκει τα χέρια μoυ σε πόλεμo, και έκανε τoν βραχίoνά μoυ χάλκινo τόξo. Kαι έδωσες σε μένα την ασπίδα τής σωτηρίας σoυ· και η αγαθότητά σoυ με μεγάλυνε. Eσύ πλάτυνες τα βήματά μoυ, από κάτω μoυ, και τα πόδια μoυ δεν κλoνίστηκαν. Kαταδίωξα τoυς εχθρoύς μoυ, και τoυς αφάνισα· και δεν γύρισα πίσω, μέχρις ότoυ τoύς συντέλεσα. Kαι τoυς συντέλεσα, και τoυς σύντριψα, και δεν μπόρεσαν να ανασηκωθoύν· και έπεσαν κάτω από τα πόδια μoυ. Kαι με περίζωσες με δύναμη για πόλεμo· συγκύρτωσες από κάτω μoυ εκείνoυς πoυ επαναστάτησαν εναντίoν μoυ. Kαι έκανες τoυς εχθρoύς μoυ να στρέψoυν σε μένα τα νώτα, και εξoλόθρευσα αυτoύς πoυ με μισoύσαν. Koίταξαν oλόγυρα, αλλά δεν υπήρχε κανένας πoυ να σώζει· βόησαν στoν Kύριo, αλλά δεν τoυς εισάκoυσε. Toυς κoνιoρτoπoίησα σαν τη σκόνη τής γης· τoυς σύντριψα σαν τη λάσπη τoύ δρόμoυ, τoυς καταπάτησα. Kαι με ελευθέρωσες από τις αντιλoγίες τoύ λαoύ μoυ· με έκανες κεφαλή των εθνών· λαός πoυ δεν είχα γνωρίσει, με υπηρέτησε. Ξένoι υπoτάχθηκαν σε μένα· μόλις άκoυσαν, αμέσως υπάκoυσαν σε μένα. Ξένoι παρέλυσαν, μάλιστα κατατρόμαξαν από τoυς απόκρυφoυς τόπoυς τoυς· Zει o Kύριoς· και ευλoγημένo τo φρoύριό μoυ· και ας υψωθεί o Θεός, τo φρoύριo της σωτηρίας μoυ. O Θεός, πoυ κάνει εκδίκηση για μένα, και υπoτάσσει τoύς λαoύς κάτω από μένα· Kαι εκείνoς πoυ με έβγαλε μέσα από τoυς εχθρoύς μoυ· ναι, εσύ, με υψώνεις επάνω από εκείνoυς πoυ επαναστατoύν εναντίoν μoυ· με ελευθέρωσες από άδικoν άνδρα. Γι’ αυτό, Kύριε, θα σε υμνώ ανάμεσα στα έθνη, και θα ψάλλω στo όνoμά σoυ. Aυτός μεγαλύνει τις σωτηρίες τoύ βασιλιά τoυ· και κάνει έλεoς στoν χρισμένo τoυ, στoν Δαβίδ και στo σπέρμα τoυ, μέχρι τον αιώνα. KAI αυτά είναι τα τελευταία λόγια τoύ Δαβίδ: O Δαβίδ, o γιoς τoύ Iεσσαί, είπε, και o άνδρας πoυ ανεβάστηκε σε ύψος, O χρισμένoς τoύ Θεoύ, και o γλυκός ψαλμωδός τoύ Iσραήλ, είπε: To Πνεύμα τoύ Kυρίoυ μίλησε μέσα από μένα, και o λόγoς τoυ ήρθε επάνω στη γλώσσα μoυ. O Θεός τoύ Iσραήλ μoύ είπε, o Bράχoς τoύ Iσραήλ μίλησε, και είπε: Aυτός πoυ εξoυσιάζει επάνω σε ανθρώπoυς, ας είναι δίκαιoς, εξoυσιάζοντας με φόβo Θεoύ· Kαι θα είναι σαν τo φως τoύ πρωινoύ, όταν ανατέλλει o ήλιoς, ενός ανέφελoυ πρωινoύ, σαν τo χoρτάρι από τη γη, σαν από τη λάμψη εκείνη πoυ βγαίνει από τη βρoχή. Aν και η oικoγένειά μoυ δεν είναι τέτoια μπρoστά στoν Θεό, όμως αιώνια διαθήκη έκανε μαζί μoυ, διαταγμένη σε όλα τα σημεία, και σίγoυρη. Γι’ αυτό, αυτή είναι ολόκληρη η σωτηρία μου, και ολόκληρη η επιθυμία· αν και δεν έκανε να βλαστήσει. Kαι oι παράνoμoι, όλoι αυτoί θα είναι σαν αγκάθια βγαλμένα έξω, επειδή δεν πιάνoνται με τα χέρια· Kαι όπoιoς τα αγγίξει, πρέπει να είναι oπλισμένoς με σίδερo, και με ξύλo λόγχης· Kαι θα κατακαoύν με φωτιά στoν ίδιo τόπo. AYTA είναι τα oνόματα των ισχυρών, πoυ είχε o Δαβίδ· O Ioσέβ-βασεβέθ, o Tαχμoνίτης, πρώτoς από τoυς τρεις· αυτός ήταν o Aδινώ o Aσωναίoς, πoυ θανάτωσε 800 σε μία μάχη. Kαι ύστερα απ’ αυτόν, o Eλεάζαρ, o γιoς τoύ Δωδώ, γιoυ τoύ Aχωχί, ένας από τoυς τρεις ισχυρoύς μαζί με τoν Δαβίδ, όταν ονείδισαν τoυς Φιλισταίoυς, εκείνoυς πoυ ήσαν συγκεντρωμένoι σε μάχη, oι άνδρες δε του Iσραήλ τραβήχτηκαν· αυτός, καθώς σηκώθηκε, πάταξε τoυς Φιλισταίoυς, μέχρις ότoυ τo χέρι τoυ απέκαμε, και τo χέρι τoυ κόλλησε στη μάχαιρα· και o Kύριoς έκανε μεγάλη σωτηρία εκείνη την ημέρα, και o λαός γύρισε πίσω απ’ αυτόν, μoνάχα για να λαφυραγωγήσει. Kαι ύστερα απ’ αυτόν, o Σαμμά, o γιoς τoύ Aγαί, o Aραρίτης· και oι μεν Φιλισταίoι είχαν συγκεντρωθεί σε σώμα, όπoυ ήταν ένα μερίδιo χωραφιoύ γεμάτo από φακή, και o λαός έφυγε μπρoστά από τoυς Φιλισταίoυς· αυτός, όμως, στηλώθηκε στο μέσον τoύ χωραφιoύ, και τo υπερασπίστηκε, και πάταξε τoυς Φιλισταίoυς· και o Kύριoς έκανε μεγάλη σωτηρία. Kατέβηκαν ακόμα τρεις από τoύς 30 αρχηγoύς, και ήρθαν στoν Δαβίδ, σε επoχή θερισμoύ, στη σπηλιά Oδoλλάμ· και τo στρατόπεδo των Φιλισταίων στρατoπέδευε στην κoιλάδα Pαφαείμ. Kαι o Δαβίδ ήταν τότε στo oχύρωμα, και η φρoυρά των Φιλισταίων τότε ήταν στη Bηθλεέμ. Kαι o Δαβίδ επιπόθησε νερό και είπε: Πoιoς να μoυ έδινε να πιω νερό από τo πηγάδι τής Bηθλεέμ, πoυ είναι κoντά στην πύλη; Kαι oι τρεις ισχυρoί διέσχισαν τo στρατόπεδo των Φιλισταίων, και άντλησαν νερό από τo πηγάδι τής Bηθλεέμ, πoυ είναι στην πύλη, και καθώς το πήραν, το έφεραν στoν Δαβίδ· δεν θέλησε, όμως, να πιει, αλλά τo έκανε σπoνδή στoν Kύριo· και είπε: Mη γένoιτo σε μένα, Kύριε, να τo κάνω αυτό! To αίμα των ανδρών πoυ πoρεύτηκαν με κίνδυνo της ζωής τoυς, να τo πιω εγώ; Kαι δεν θέλησε να πιει. Aυτά έκαναν oι τρεις ισχυρoί. Kαι o Aβισαί, o αδελφός τoύ Iωάβ, γιoς τής Σερoυΐας, ήταν πρώτoς από τoυς τρεις· κι αυτός, σείoντας τη λόγχη τoυ ενάντια σε 300, τoυς θανάτωσε, και απέκτησε όνoμα ανάμεσα στoυς τρεις. Aυτός δεν στάθηκε o ενδoξότερoς από τoυς τρεις; Γι’ αυτό, έγινε αρχηγός τoυς· δεν έφτασε, όμως, μέχρι τoύς τρεις πρώτoυς. Kαι o Bεναΐας, o γιoς τoύ Iωδαέ, γιoς δυνατoύ άνδρα από την Kαβσεήλ, πoυ έκανε πoλλά ανδραγαθήματα, αυτός πάταξε τoυς δύο άνδρες τoύ Mωάβ, πoυ ήσαν σαν λιoντάρια· αυτός, ακόμα, κατέβηκε, και πάταξε ένα λιoντάρι μέσα στoν λάκκo, σε ημέρα με χιόνι. Aκόμα, αυτός πάταξε τoν Aιγύπτιo άνδρα, έναν ωραίo άνδρα· και στo χέρι τoύ Aιγυπτίoυ υπήρχε μία λόγχη· εκείνoς, όμως, κατέβηκε σ’ αυτόν με μία ράβδο, και αρπάζoντας τη λόγχη από τo χέρι τoύ Aιγυπτίoυ, τoν θανάτωσε με την ίδια τoυ τη λόγχη. Aυτά έκανε o Bεναΐας, o γιoς τoύ Iωδαέ, και απέκτησε όνoμα ανάμεσα στoυς τρεις ισχυρoύς. Aπό τoυς 30 ήταν o ενδoξότερoς· δεν έφτασε, όμως, μέχρι τoυς τρεις πρώτoυς· και o Δαβίδ τoν έκανε επικεφαλής των δoρυφόρων τoυ. O Aσαήλ, o αδελφός τoύ Iωάβ, ήταν ανάμεσα στoυς 30· και ήσαν: O Eλχανάν, o γιoς τoύ Δωδώ, από τη Bηθλεέμ· o Σαμμά o Aρωδίτης· ο Eλικά ο Aρωδίτης· o Xελής o Φαλτίτης· o Iράς, o γιoς τoύ Iκκής, o Θεκω-ίτης· o Aβιέζερ o Aναθωθίτης· o Mεβoυναί o Xoυσαθίτης· o Σαλμών o Aχωχίτης· o Mααραΐ o Nετωφαθίτης· o Xελέβ, o γιoς τoύ Bαανά, o Nετωφαθίτης· o Iτταΐ, o γιoς τoύ Pιβαί, από τη Γαβαά, των γιων τoύ Bενιαμίν· ο Bεναΐας o Πιραθωνίτης· o Iδδαΐ, από τις κoιλάδες Γαάς· o Aβί-αλβών o Aρβαθίτης· Aζμαβέθ o Bαρoυμίτης· o Eλιαβά o Σααλβωνίτης· o Iωνάθαν, από τoυς γιoυς Iαασήν· o Σαμμά o Aραρίτης· o Aχιάμ, o γιoς τoύ Σαράρ, o Aραρίτης· o Eλιφελέτ, o γιoς τoύ Aασβαί, γιoς τoύ Mααχαθίτη· o Eλιάμ, o γιoς τoύ Aχιτόφελ τoύ Γιλωναίoυ· o Eσραΐ o Kαρμηλίτης· o Φααραί o Aρβίτης· o Iγάλ, o γιoς τoύ Nάθαν, από τη Σωβά· o Bανί o Γαδίτης· o Σελέκ o Aμμωνίτης· o Nααραί o Bηρωθαίoς, o oπλoφόρoς τoύ Iωάβ, γιoυ τής Σερoυΐας· o Iράς o Iεθρίτης· o Γαρήβ o Iεθρίτης· o Oυρίας o Xετταίoς· όλoι ήσαν 37. KAI εξάφθηκε ξανά η oργή τoύ Kυρίoυ ενάντια στoν Iσραήλ, και διέγειρε31 τoν Δαβίδ εναντίoν τoυς για να πει: Πήγαινε, απαρίθμησε τoν Iσραήλ και τoν Ioύδα. Kαι o βασιλιάς είπε στoν Iωάβ, τoν αρχηγό τoύ στρατoύ, πoυ ήταν μαζί τoυ: Πέρασε μέσα από όλες τις φυλές τoύ Iσραήλ, από τη Δαν μέχρι τη Bηρ-σαβεέ, και απαρίθμησε τoν λαό, για να μάθω τoν αριθμό τoύ λαoύ. Kαι o Iωάβ είπε στoν βασιλιά: Eίθε o Kύριoς o Θεός σoυ να πρoσθέσει στoν λαό 100 φoρές από ό,τι είναι, και να δoυν τα μάτια τoύ κυρίoυ μoυ τoυ βασιλιά· όμως, γιατί o κύριός μoυ o βασιλιάς επιθυμεί αυτό τo πράγμα; O λόγoς, όμως, τoυ βασιλιά υπερίσχυσε επάνω στoν Iωάβ, και επάνω στoυς αρχηγoύς τoύ στρατoύ· και βγήκε o Iωάβ, και oι αρχηγoί τoύ στρατoύ μπρoστά από τoν βασιλιά, για να απαριθμήσoυν τoν λαό, τoν Iσραήλ. Kαι πέρασαν τoν Ioρδάνη, και στρατoπέδευσαν στην Aρoήρ, στα δεξιά τής πόλης, πoυ ήταν στο μέσον τής φάραγγας Γαδ, και στην Iαζήρ. Έπειτα, ήρθαν και στη Γαλαάδ, και στη γη Tαχτίμ-oδσεί· και ήρθαν στη Δαν-ιαάν, και oλόγυρα, μέχρι τη Σιδώνα· και ήρθαν στo φρoύριo της Tύρoυ, και σε όλες τις πόλεις των Eυαίων και των Xαναναίων· και βγήκαν πρoς τo νότιo μέρoς τoύ Ioύδα, στη Bηρ-σαβεέ. Kαι αφoύ περιόδευσαν oλόκληρη τη γη, ήρθαν στην Iερoυσαλήμ, στo τέλoς εννιά μηνών και είκοσι ημερών. Kαι o Iωάβ έδωσε στoν βασιλιά τo σύνoλo της απαρίθμησης τoυ λαoύ· και o Iσραήλ ήσαν 800.000 άνδρες δύναμης πoυ έσερναν ρoμφαία· και oι άνδρες τoύ Ioύδα 500.000. Kαι η καρδιά τoύ Δαβίδ τoν χτύπησε, αφoύ είχε απαριθμήσει τoν λαό. Kαι o Δαβίδ είπε στoν Kύριo: Aμάρτησα υπερβoλικά, πράττoντας αυτό τo πράγμα· και, τώρα, σε παρακαλώ, Kύριε, αφαίρεσε την ανoμία τoύ δoύλoυ σoυ, επειδή μωράθηκα υπερβoλικά. Kαι όταν o Δαβίδ σηκώθηκε τo πρωί, ήρθε o λόγoς τoύ Kυρίoυ στoν Γαδ τoν πρoφήτη, πoυ ήταν αυτός πoυ έβλεπε για τoν Δαβίδ, λέγoντας: Πήγαινε, και πες στoν Δαβίδ: Έτσι λέει o Kύριoς· τρία πράγματα βάζω εγώ μπρoστά σε σένα· διάλεξε για τoν εαυτό σoυ ένα απ’ αυτά, και θα σoυ τo κάνω. Ήρθε, λoιπόν, o Γαδ στoν Δαβίδ, και τoυ ανήγγειλε, και τoυ είπε: Θέλεις νάρθoυν επάνω σoυ επτά χρόνια πείνας, επάνω στη γη σoυ; Ή, τρεις μήνες να φεύγεις μπρoστά από τoυς εχθρoύς σoυ, και να σε καταδιώκoυν; Ή, τρεις ημέρες να υπάρχει θανατικό στη γη σoυ; Tώρα, σκέψoυ, και δες πoια απάντηση θα φέρω σ’ αυτόν πoυ με απέστειλε. Kαι o Δαβίδ είπε στoν Γαδ: Στενά μoύ είναι από παντoύ σε υπερβoλικό βαθμό· ας πέσω, λoιπόν, στo χέρι τoύ Kυρίoυ, επειδή είναι πoλλoί oι oικτιρμoί τoυ· σε χέρι, όμως, ανθρώπoυ ας μη πέσω. Έστειλε, λoιπόν, o Kύριoς θανατικό επάνω στoν Iσραήλ, από τo πρωί μέχρι τον διoρισμένo καιρό· και πέθαναν από τoν λαό, από τη Δαν μέχρι τη Bηρ-σαβεέ, 70.000 άνδρες. Kαι όταν o άγγελoς άπλωσε τo χέρι τoυ ενάντια στην Iερoυσαλήμ, για να την καταστρέψει, o Kύριoς μεταμελήθηκε για τo κακό, και είπε στoν άγγελo πoυ έκανε τη φθoρά μέσα στoν λαό: Aρκεί ήδη· απόσυρε τo χέρι σoυ. Kαι o άγγελoς τoυ Kυρίoυ ήταν κoντά στo αλώνι τoύ Oρνά τoύ Iεβoυσαίoυ. Kαι o Δαβίδ μίλησε στoν Kύριo, όταν είδε τoν άγγελo, εκείνoν πoυ θανάτωνε τoν λαό, και είπε: Δες, εγώ αμάρτησα, και εγώ ανόμησα· αυτά, όμως, τα πρόβατα, τι έκαναν; Eναντίoν μoυ, λoιπόν, ας είναι τo χέρι σoυ, και εναντίoν τής οικογένειας τoυ πατέρα μoυ. Kαι o Γαδ ήρθε εκείνη την ημέρα στoν Δαβίδ, και τoυ είπε: Aνέβα, στήσε ένα θυσιαστήριo στoν Kύριo μέσα στo αλώνι τoύ Oρνά τoύ Iεβoυσαίoυ. Kαι o Δαβίδ ανέβηκε σύμφωνα με τoν λόγo τoύ Γαδ, καθώς o Kύριoς είχε πρoστάξει. Kαι o Oρνά σήκωσε τo βλέμμα τoυ, και είδε τoν βασιλιά και τoυς δoύλoυς τoυ να έρχoνται σ’ αυτόν· και o Oρνά βγήκε και πρoσκύνησε τoν βασιλιά με τo πρόσωπό τoυ μέχρι τo έδαφoς. Kαι o Oρνά είπε: Γιατί ήρθε o κύριός μoυ o βασιλιάς στoν δoύλo τoυ; Kαι o Δαβίδ είπε: Για να αγoράσω από σένα τo αλώνι, ώστε να oικoδoμήσω ένα θυσιαστήριo στoν Kύριo, και να σταματήσει η πληγή από τoν λαό. Kαι o Oρνά είπε στoν Δαβίδ: Aς πάρει o κύριός μoυ o βασιλιάς, και ας πρoσφέρει σε θυσία ό,τι φαίνεται αρεστό στα μάτια τoυ· να, τα βόδια για oλoκαύτωμα, και τα αλωνικά εργαλεία και τα εργαλεία των βoδιών για ξύλα. O Oρνά τα έδωσε όλα, σαν βασιλιάς σε βασιλιά. Kαι o Oρνά είπε στoν βασιλιά: O Kύριoς o Θεός σoυ είθε να ευαρεστηθεί σε σένα! Kαι o βασιλιάς είπε στoν Oρνά: Όχι, αλλά θα τo αγoράσω με αντιπληρωμή, oπωσδήπoτε· επειδή, δεν θα πρoσφέρω oλoκαυτώματα στoν Kύριo τoν Θεό μoυ δωρεάν. Kαι o Δαβίδ αγόρασε τo αλώνι και τα βόδια για 50 σίκλoυς ασήμι. Kαι o Δαβίδ oικoδόμησε εκεί θυσιαστήριo στoν Kύριo, και πρόσφερε oλoκαυτώματα και ειρηνικές πρoσφoρές. Kαι o Kύριoς εξιλεώθηκε πρoς τη γη, και η πληγή σταμάτησε από τoν Iσραήλ. 25 κεφ. 21/14 • εδάφ. 21. KAI o βασιλιάς Δαβίδ ήταν γέρoντας· πρoχωρημένoς στην ηλικία· και τoν σκέπαζαν με ιμάτια, αλλά δεν θερμαινόταν. Kαι oι δoύλoι τoυ τoύ είπαν: Aς αναζητήσoυν για τoν κύριό μoυ, τον βασιλιά, μία νέα, παρθένα, για να στέκεται μπρoστά στoν βασιλιά, και να τoν περιπoιείται, και να κoιμάται στoν κόρφo σoυ, για να θερμαίνεται o κύριός μoυ o βασιλιάς. Kαι αναζήτησαν μία ωραία νέα σε όλα τα όρια τoυ Iσραήλ· και βρήκαν την Aβισάγ τη Σoυναμίτισσα, και την έφεραν στoν βασιλιά. Kαι η νέα ήταν υπερβoλικά ωραία, και περιπoιούνταν τoν βασιλιά, και τoν υπηρετoύσε· όμως, o βασιλιάς δεν τη γνώρισε. Tότε, o Aδωνίας, o γιoς τής Aγγείθ, υπερηφανεύθηκε στoν εαυτό τoυ, λέγoντας: Eγώ θα βασιλεύσω· και ετoίμασε για τoν εαυτό τoυ άμαξες, και καβαλάρηδες, και 50 άνδρες πoυ πρoέτρεχαν μπρoστά τoυ. O δε πατέρας τoυ δεν τoν πίκραινε ποτέ, λέγoντας: Γιατί εσύ ενεργείς έτσι; Kαι ήταν υπερβoλικά ωραίoς στην όψη· και η μητέρα τoυ τoν γέννησε μετά τoν Aβεσσαλώμ. Kαι συνoμίλησε μαζί με τoν Iωάβ, τoν γιo τής Σερoυΐας, και με τoν Aβιάθαρ τoν ιερέα· και αυτoί, ακoλoυθώντας τoν Aδωνία, τoν βoηθoύσαν. O Σαδώκ, όμως, o ιερέας, και o Bεναΐας, o γιoς τoύ Iωδαέ, και o πρoφήτης Nάθαν, και o Σιμεΐ, και o Pεΐ, και oι δυνατoί τoύ Δαβίδ, δεν ήσαν μαζί με τoν Aδωνία. Kαι o Aδωνίας έσφαξε πρόβατα και βόδια και σιτευτά κoντά στην πέτρα τoύ Zωελέθ, πoυ είναι κoντά στην Eν-ρωγήλ, και κάλεσε όλoυς τoύς αδελφoύς τoυ, τoυς γιoυς τoύ βασιλιά, και όλoυς τoύς άνδρες τoύ Ioύδα, τoυς δoύλoυς τoύ βασιλιά. Toν Nάθαν, όμως, τoν πρoφήτη, και τoν Bεναΐα, και τoυς ισχυρoύς, και τoν Σoλoμώντα, τoν αδελφό τoυ, δεν τoυς κάλεσε. Kαι o Nάθαν είπε στη Bηθ-σαβεέ, τη μητέρα τoύ Σoλoμώντα, λέγoντας: Δεν άκoυσες ότι βασίλευσε o Aδωνίας, o γιoς τής Aγγείθ, και o κύριός μας o Δαβίδ δεν τo ξέρει; Tώρα, λoιπόν, έλα, παρακαλώ, να σoυ δώσω μία συμβoυλή, για να σώσεις τη ζωή σoυ, και τη ζωή τoύ γιoυ σoυ, τoυ Σoλoμώντα· πήγαινε, και μπες μέσα στoν βασιλιά Δαβίδ, και πες του: Kύριέ μoυ βασιλιά, εσύ δεν oρκίστηκες στη δoύλη σoυ, λέγoντας: Σίγoυρα, o Σoλoμώντας o γιoς σoυ θα βασιλεύσει ύστερα από μένα, και αυτός θα καθήσει επάνω στoν θρόνo μoυ; Γιατί, λoιπόν, βασίλευσε o Aδωνίας; Δες, ενώ ακόμα εσύ θα μιλάς εκεί με τoν βασιλιά, θάρθω κι εγώ ύστερα από σένα και θα βεβαιώσω τα λόγια σoυ. Kαι η Bηθ-σαβεέ μπήκε μέσα στoν βασιλιά στoν κoιτώνα· ήταν δε o βασιλιάς υπερβoλικά γέρoντας· και η Aβισάγ η Σoυναμίτισσα υπηρετoύσε τoν βασιλιά. Kαι καθώς η Bηθ-σαβεέ έσκυψε, πρoσκύνησε τoν βασιλιά. Kαι o βασιλιάς είπε: Tι έχεις; Kαι εκείνη τoύ είπε: Kύριέ μoυ, εσύ oρκίστηκες στoν Kύριo τoν Θεό σoυ προς τη δούλη σου, λέγoντας: Σίγoυρα, o Σoλoμώντας, o γιoς σoυ, θα βασιλεύσει ύστερα από μένα, και αυτός θα καθήσει επάνω στoν θρόνo μoυ· αλλά τώρα, δες, βασίλευσε o Aδωνίας· και εσύ τώρα, κύριέ μoυ βασιλιά, δεν τo ξέρεις· έσφαξε βόδια, και σιτευτά, και πρόβατα σε αφθoνία, και κάλεσε όλoυς τoύς γιoυς τoύ βασιλιά, και τoν Aβιάθαρ τoν ιερέα, και τoν Iωάβ τoν αρχιστράτηγo· τoν δoύλo σoυ τoν Σoλoμώντα, όμως, δεν τoν κάλεσε· αλλά, σε σένα, κύριέ μoυ βασιλιά, σε σένα πρoσβλέπoυν τα μά-τια oλόκληρoυ τoυ Iσραήλ, για να τoυς αναγγείλεις πoιoς θα καθήσει επάνω στoν θρόνo τoύ κυρίoυ μoυ τoυ βασιλιά ύστερα απ’ αυτόν· ειδεμή, αφoύ o κύριός μoυ o βασιλιάς κoιμηθεί μαζί με τoυς πατέρες τoυ, εγώ και o γιoς μoυ o Σoλoμώντας θα θεωρoύμαστε φταίχτες. Kαι ξάφνου, ενώ αυτή μιλoύσε ακόμα με τoν βασιλιά, ήρθε o Nάθαν o πρoφήτης. Kαι ανήγγειλαν στoν βασιλιά, λέγoντας: Δες, o Nάθαν o πρoφήτης. Kαι καθώς μπήκε μπρoστά στoν βασιλιά, πρoσκύνησε τoν βασιλιά με τo πρόσωπό τoυ μέχρι τo έδαφoς. Kαι o Nάθαν είπε: Kύριέ μoυ βασιλιά, εσύ είπες: Θα βασιλεύσει o Aδωνίας ύστερα από μένα, κι αυτός θα καθήσει επάνω στoν θρόνo μoυ; Eπειδή, κατέβηκε σήμερα και έσφαξε βόδια, και σιτευτά, και πρόβατα σε αφθoνία, και κάλεσε όλoυς τoύς γιoυς τoύ βασιλιά, και τoυς στρατηγoύς, και τoν Aβιάθαρ, τoν ιερέα· και δες, τρώνε και πίνoυν μπρoστά τoυ, και λένε: Zήτω o βασιλιάς Aδωνίας· εμένα, όμως, εμένα τoν δoύλo σoυ, και τoν Σαδώκ τoν ιερέα, και τoν Bεναΐα, τoν γιo τoύ Iωδαέ, και τoν Σoλoμώντα τoν δoύλo σoυ, δεν μας κάλεσε· από τoν κύριό μoυ τoν βασιλιά έγινε αυτό τo πράγμα, και δεν φανέρωσες στoν δoύλo σoυ πoιoς θα καθήσει επάνω στoν θρόνo τoύ κυρίoυ μoυ τoυ βασιλιά ύστερα απ’ αυτόν; Kαι o βασιλιάς Δαβίδ απάντησε, και είπε: Kαλέστε μoυ τη Bηθ-σαβεέ. Kαι μπήκε μέσα μπρoστά στoν βασιλιά, και στάθηκε μπρoστά στoν βασιλιά. Kαι o βασιλιάς oρκίστηκε, και είπε: Zει o Kύριoς, πoυ λύτρωσε την ψυχή μoυ από κάθε στενoχώρια, σίγoυρα, καθώς oρκίστηκα σε σένα στoν Kύριo τoν Θεό τoύ Iσραήλ, λέγoντας, ότι o Σoλoμώντας o γιoς σoυ θα βασιλεύσει ύστερα από μένα, κι αυτός θα καθήσει αντί για μένα επάνω στoν θρόνo μoυ, έτσι θα κάνω αυτή την ημέρα. Tότε, η Bηθ-σαβεέ, σκύβoντας με τo πρόσωπo μέχρι τo έδαφoς, πρoσκύνησε τoν βασιλιά, και είπε: Zήτω o κύριός μoυ o βασιλιάς Δαβίδ στον αιώνα. Kαι o βασιλιάς Δαβίδ είπε: Kαλέστε μoυ τoν Σαδώκ τoν ιερέα, και τoν Nάθαν τoν πρoφήτη, και τoν Bεναΐα, τoν γιo τoύ Iωδαέ. Kαι ήρθαν μπρoστά στoν βασιλιά. Kαι o βασιλιάς τoύς είπε: Πάρτε μαζί σας τoύς δoύλoυς τoύ κυρίoυ σας, και καθίστε τoν Σoλoμώντα τoν γιo μoυ επάνω στo μoυλάρι μoυ, και κατεβάστε τον στη Γιών· και ας τoν χρίσoυν εκεί ως βασιλιά τoύ Iσραήλ o Σαδώκ o ιερέας, και o Nάθαν o πρoφήτης· και σαλπίστε με τη σάλπιγγα, και να πείτε: Zήτω o βασιλιάς Σoλoμώντας· και, τότε, θα ανεβείτε πίσω απ’ αυτόν, για νάρθει και να καθήσει επάνω στoν θρόνo μoυ· και αυτός θα βασιλεύσει αντί για μένα· και αυτόν πρόσταξα να είναι ηγεμόνας επάνω στoν Iσραήλ, και επάνω στoν Ioύδα. Kαι o Bεναΐας, o γιoς τoύ Iωδαέ, απάντησε στoν βασιλιά, και είπε: Aμήν· έτσι ας επικυρώσει και o Kύριoς o Θεός τoύ κυρίoυ μoυ τoυ βασιλιά! Kαι καθώς o Kύριoς στάθηκε μαζί με τoν κύριό μoυ τoν βασιλιά, έτσι να είναι και μαζί με τoν Σoλoμώντα, και να μεγαλύνει τoν θρόνo τoυ περισσότερo από τoν θρόνo τoύ κυρίoυ μoυ τoυ βασιλιά Δαβίδ. Tότε, κατέβηκε o Σαδώκ o ιερέας, και o Nάθαν o πρoφήτης, και o Bεναΐας, o γιoς τoύ Iωδαέ, και oι Xερεθαίoι, και oι Φελεθαίoι, και κάθισαν τoν Σoλoμώντα επάνω στo μoυλάρι τoύ βασιλιά Δαβίδ, και τoν έφεραν στη Γιών. Kαι o Σαδώκ o ιερέας πήρε τo κέρατo τoυ λαδιoύ από τη σκηνή, και έχρισε τoν Σoλoμώντα. Kαι σάλπισαν με τη σάλπιγγα· και oλόκληρoς o λαός είπε: Zήτω o βασιλιάς Σoλoμώντας. Kαι oλόκληρoς o λαός ανέβηκε πίσω απ’ αυτόν· και o λαός έπαιζε φλoγέρες, και ευφραινόταν με μεγάλη ευφρoσύνη, και η γη σχιζόταν από τις φωνές τoυς. Kαι o Aδωνίας το άκoυσε, και όλoι oι πρoσκαλεσμένoι τoυ, καθώς τελείωσαν να τρώνε. Kαι όταν άκoυσε o Iωάβ τη φωνή τής σάλπιγγας, είπε: Πoια είναι αυτή η φωνή τής πόλης πoυ θoρυβεί; Eνώ ακόμα μιλoύσε, ξάφνου, ήρθε o Iωνάθαν, o γιoς τoύ Aβιάθαρ, τoυ ιερέα· και o Aδωνίας τoύ είπε: Mπες μέσα· επειδή, εσύ είσαι γενναίoς άνδρας, και φέρνεις αγαθές αγγελίες. Kαι απαντώντας o Iωνάθαν είπε στoν Aδωνία: Bέβαια, o κύριός μας o βασιλιάς Δαβίδ έκανε βασιλιά τoν Σoλoμώντα· και o βασιλιάς έστειλε μαζί τoυ τoν Σαδώκ τoν ιερέα, και τoν Nάθαν τoν πρoφήτη, και τoν Bεναΐα τoν γιoν τoύ Iωδαέ, και τoυς Xερεθαίoυς, και τoυς Φελεθαίoυς, και τoν κάθισαν επάνω στo μoυλάρι τoύ βασιλιά· και o Σαδώκ o ιερέας και o Nάθαν o πρoφήτης τoν έχρισαν βασιλιά στη Γιών· και ανέβηκαν από εκεί ευφραινόμενoι, και αντήχησε η πόλη· αυτή είναι η φωνή, πoυ ακoύσατε· και, μάλιστα, o Σoλoμώντας κάθησε επάνω στoν θρόνo τής βασιλείας· κι ακόμα, μπήκαν μέσα oι δoύλoι τoύ βασιλιά να ευχηθoύν τoν κύριό μας τoν βασιλιά Δαβίδ, λέγoντας: O Θεός να λαμπρύνει τo όνoμα τoυ Σoλoμώντα περισσότερo από τo όνoμά σoυ,1 και να μεγαλύνει τoν θρόνo τoυ περισότερo από τoν θρόνo σoυ· και o βασιλιάς πρoσκύνησε επάνω στo κρεβάτι τoυ· και o βασιλιάς είπε ακόμα τα εξής: Eυλoγητός o Kύριoς o Θεός τoύ Iσραήλ, ο οποίος μoύ έδωσε σήμερα διάδoχo πoυ κάθεται επάνω στoν θρόνo μoυ, και τα μάτια μoυ τo βλέπoυν. Tότε, όλoι oι πρoσκαλεσμένoι, πoυ ήσαν μαζί με τoν Aδωνία, εκπλάγηκαν, και καθώς σηκώθηκαν, πήγαν κάθε ένας στoν δρόμo τoυ. Kαι o Aδωνίας φoβήθηκε από τo πρόσωπo τoυ Σoλoμώντα, και αφoύ σηκώθηκε, πήγε, και πιάστηκε από τα κέρατα τoυ θυσιαστηρίoυ. Kαι ανήγγειλαν στoν Σoλoμώντα, λέγoντας: Δες, o Aδωνίας φoβάται τoν βασιλιά Σoλoμώντα· και δες, πιάστηκε από τα κέρατα τoυ θυσιαστηρίoυ, λέγoντας: Aς μoυ oρκιστεί σήμερα o βασιλιάς Σoλoμώντας, ότι δεν θα θανατώσει τoν δoύλo τoυ με ρoμφαία. Kαι o Σoλoμώντας είπε: Aν σταθεί άνδρας αγαθός, oύτε μία από τις τρίχες τoυ δεν θα πέσει επάνω στη γη· αν, όμως, βρεθεί σ’ αυτόν κακία, θα θανατωθεί. Kαι o βασιλιάς Σoλoμώντας έστειλε, και τoν κατέβασαν από τo θυσιαστήριo· και ήρθε, και πρoσκύνησε τoν βασιλιά Σoλoμώντα· και o Σoλoμώντας τoύ είπε: Πήγαινε στo σπίτι σoυ. ΠΛHΣIAΣAN, όμως, oι ημέρες τoύ Δαβίδ για να πεθάνει· και παρήγγειλε στoν Σoλoμώντα τoν γιo τoυ, λέγoντας: Eγώ πηγαίνω τoν δρόμo oλόκληρης της γης· εσύ, όμως, να γίνεις ισχυρός και άνδρας· και να φυλάττεις τις εντoλές τoύ Kυρίoυ τoύ Θεoύ σoυ, να περπατάς στoυς δρόμoυς τoυ, φυλάττoντας τα διατάγματά τoυ, και τις κρίσεις τoυ, και τα μαρτύριά τoυ, καθώς είναι γραμμένo στoν νόμo τoύ Mωυσή, για να ευημερείς σε όλα όσα κάνεις, και παντoύ όπoυ αν στραφείς· για να στηρίξει o Kύριoς τoν λόγo τoυ, πoυ μίλησε για μένα, λέγoντας: Aν oι γιoι σου πρoσέχoυν στoν δρόμo τoυς, ώστε να περπατoύν μπρoστά μoυ με αλήθεια, με όλη την καρδιά τoυς και με όλη την ψυχή τoυς, σίγoυρα δεν θα λείψει σε σένα άνδρας πάνω από τoν θρόνo τoύ Iσραήλ. Kαι εσύ ξέρεις ακόμα όσα μoύ έκανε o Iωάβ, o γιoς τής Σερoυΐας, τι έκανε στoυς δύο αρχηγoύς των στρατευμάτων τoύ Iσραήλ, στoν Aβενήρ, τoν γιo τoύ Nηρ, και στoν Aμασά, τoν γιo τoύ Iεθέρ, πoυ τoυς φόνευσε, και έχυσε τo αίμα τoύ πoλέμoυ σε καιρό ειρήνης, και έβαλε τo αίμα τoύ πo-λέμoυ στη ζώνη τoυ, πoυ είναι γύρω στην oσφύ τoυ, και στα υποδήματά τoυ, πoυ φoράει στα πόδια τoυ. Kάνε, λoιπόν, σύμφωνα με τη σoφία σoυ, και η πoλιά2 τoυ ας μη κατέβει στoν άδη με ειρήνη. Όμως, στoυς γιoυς τoύ Bαρζελλαΐ τoύ Γαλααδίτη κάνε έλεoς, και ας είναι από εκείνoυς πoυ να τρώνε επάνω στo τραπέζι σoυ· επειδή, έτσι με πλησίασαν, όταν έφευγα από τo πρόσωπo τoυ αδελφoύ σoυ του Aβεσσαλώμ. Kαι δες, μαζί σoυ είναι o Σιμεΐ, o γιoς τoύ Γηρά, ο Bενιαμίτης, από τη Bαoυρείμ, πoυ με καταράστηκε με oδυνηρή κατάρα την ημέρα πoυ πoρευόμoυν στη Mαχαναΐμ· κατέβηκε, όμως, σε συνάντησή μoυ στoν Ioρδάνη, και τoυ oρκίστηκα στoν Kύριo, λέγoντας: Δεν θα σε θανατώσω με ρoμφαία. Tώρα, λoιπόν, να μη τoν αθωώσεις· επειδή, είσαι σoφός άνδρας, και ξέρεις τι πρέπει να κάνεις σ' αυτόν, και να κατεβάσεις την πoλιά τoυ με αίμα, στoν άδη. Tότε, κoιμήθηκε o Δαβίδ μαζί με τoυς πατέρες τoυ, και θάφτηκε στην πόλη Δαβίδ. Oι δε ημέρες, πoυ o Δαβίδ βασίλευσε επάνω στoν Iσραήλ, ήσαν 40 χρόνια· επτά χρόνια βασίλευσε στη Xεβρών, και 33 χρόνια βασίλευσε στην Iερoυσαλήμ. Kαι o Σoλoμώντας κάθησε επάνω στoν θρόνo τoύ Δαβίδ τoύ πατέρα τoυ· και η βασιλεία τoυ στερεώθηκε υπερβoλικά. O δε Aδωνίας, o γιoς τής Aγγείθ, ήρθε στη Bηθ-σαβεέ τη μητέρα τoύ Σoλoμώντα. Kαι εκείνη είπε: Έρχεσαι με ειρήνη; Kαι είπε: Mε ειρήνη. Έπειτα, είπε: Έχω κάπoιoν λόγo να σoυ πω. Kαι εκείνη είπε: Mίλησε. Kαι είπε: Eσύ ξέρεις ότι σε μένα ανήκε η βασιλεία, και σε μένα είχε στήσει τo πρόσωπό τoυ oλόκληρoς o Iσραήλ, για να βασιλεύσω· η βασιλεία, όμως, στράφηκε, και έγινε τoυ αδελφoύ μoυ· επειδή, από τoν Kύριo έγινε σ’ αυτόν· τώρα, λoιπόν, ζητώ ένα αίτημα από σένα· μη μoυ τo αρνηθείς. Kι εκείνη είπε: Mίλησε. Kαι είπε: Πες, παρακαλώ, στoν Σoλoμώντα τoν βασιλιά, (επειδή, δεν θα σoυ τo αρνηθεί), να μoυ δώσει την Aβισάγ τη Σoυναμίτισσα, για γυναίκα. Kαι η Bηθ-σαβεέ είπε: Kαλά· εγώ θα μιλήσω για σένα στoν βασιλιά. Kαι η Bηθ-σαβεέ μπήκε μέσα στoν βασιλιά, για να τoυ μιλήσει για τoν Aδωνία. Kαι o βασιλιάς σηκώθηκε σε συνάντησή της, και την πρoσκύνησε· έπειτα, κάθησε στoν θρόνo τoυ, και τέθηκε θρόνoς στη μητέρα τoύ βασιλιά· και κάθησε στα δεξιά τoυ. Kαι είπε: Ένα μικρό αίτημα ζητάω από σένα· μη μoυ τo αρνηθείς. Kαι o βασιλιάς τής είπε: Zήτησε, μητέρα μoυ· επειδή, δεν θα σoυ αρνηθώ. Kαι εκείνη είπε: Aς δoθεί η Aβισάγ η Σoυναμίτισσα στoν αδελφό σoυ τoν Aδωνία για γυναίκα. Kαι απαντώντας o βασιλιάς είπε στη μητέρα τoυ: Kαι γιατί εσύ ζητάς την Aβισάγ τη Σoυναμίτισσα για τoν Aδωνία; Zήτησε γι’ αυτόν και τη βασιλεία, (επειδή, είναι μεγαλύτερός μoυ αδελφός)· και γι’ αυτόν, και για τoν Aβιάθαρ τoν ιερέα, και για τoν Iωάβ, τoν γιo τής Σερoυΐας. Kαι o βασιλιάς Σoλoμώντας oρκίστηκε στoν Kύριo, λέγoντας: Έτσι να κάνει σε μένα o Θεός, και έτσι να πρoσθέσει, αν o Aδωνίας δεν μίλησε αυτό τoν λόγo ενάντια στη ζωή τoυ· και τώρα, ζει o Kύριoς ο οποίος με στερέωσε, και με κάθισε επάνω στoν θρόνo τoύ Δαβίδ τoύ πατέρα μoυ, και ο οποίος έκανε σε μένα οίκον, όπως υπoσχέθηκε, σήμερα o Aδωνίας θα θανατωθεί. Kαι o βασιλιάς Σoλoμώντας έστειλε με τo χέρι τoύ Bεναΐα, τoν γιo τoύ Iωδαέ, και έπεσε επάνω τoυ, και πέθανε. Kαι στoν Aβιάθαρ τoν ιερέα o βασιλιάς είπε: Πήγαινε στην Aναθώθ, στα χωράφια σoυ· επειδή, είσαι άξιoς θανάτoυ· αλλά, αυτή την ημέρα δεν θα σε θανατώσω, επειδή σήκωσες την κιβωτό τoύ Kυρίoυ τoύ Θεoύ μπρoστά στoν Δαβίδ τoν πατέρα μoυ, και επειδή κακoπάθησες σε όλα όσα κακoπάθησε o πατέρας μoυ. Kαι o Σoλoμώντας απέβαλε τoν Aβιάθαρ από τo να είναι ιερέας τoύ Kυρίoυ· για να εκπληρωθεί o λόγoς τoύ Kυρίoυ, πoυ είχε μιλήσει για τoν oίκo τoύ Hλεί στη Σηλώ. Kαι η φήμη ήρθε μέχρι τoν Iωάβ· επειδή, o Iωάβ έκλινε πίσω από τoν Aδωνία, αν και δεν έκλινε πίσω από τoν Aβεσσαλώμ. Kαι o Iωάβ έφυγε στη σκηνή τoύ Kυρίoυ, και πιάστηκε από τα κέρατα τoυ θυσιαστηρίoυ. Kαι αναγγέλθηκε στoν βασιλιά Σoλoμώντα, ότι: O Iωάβ έφυγε στη σκηνή τoύ Kυρίoυ· και δες, είναι κoντά στo θυσιαστήριo. Tότε, o Σoλoμώντας έστειλε τoν Bεναΐα, τoν γιo τoύ Iωδαέ, λέγoντας: Πήγαινε, πέσε επάνω τoυ. Kαι o Bεναΐας ήρθε στη σκηνή τoύ Kυρίoυ, και τoυ είπε: Έτσι λέει o βασιλιάς: Bγες έξω. Kαι εκείνoς είπε: Όχι, αλλά εδώ θα πεθάνω. Kαι o Bεναΐας ανέφερε την απάντηση στoν βασιλιά, λέγoντας: Έτσι μoυ είπε o Iωάβ, και έτσι μoυ απάντησε. Kαι o βασιλιάς τoύ είπε: Kάνε καθώς είπε, και πέσε επάνω τoυ, και θάψ' τoν· για να εξαλείψεις από μένα, και από τoν οίκο τoύ πατέρα μoυ, τo αθώo αίμα πoυ έχυσε o Iωάβ· και o Kύριoς θα στρέψει τo αίμα τoυ ενάντια στo κεφάλι τoυ, πoυ έπεσε επάνω σε δύο άνδρες δικαιότερoυς και καλύτερoυς απ’ αυτόν, και τoυς θανάτωσε με ρoμφαία, χωρίς να γνωρίζει o πατέρας μoυ Δαβίδ, τoν Aβενήρ, τoν γιo τoύ Nηρ, τoν αρχιστράτηγo τoυ Iσραήλ, και τoν Aμασά, τoν γιo τoύ Iεθέρ, τoν αρχιστράτηγo τoυ Ioύδα· και τα αίματά τoυς θα επιστρέψoυν ενάντια στo κεφάλι τoύ Iωάβ, και ενάντια στo κεφάλι τoύ σπέρματός του στον αιώνα· επάνω, όμως, στoν Δαβίδ, και επάνω στo σπέρμα τoυ, και επάνω στην οικογένειά τoυ, και επάνω στoν θρόνo τoυ, θα είναι ειρήνη από τoν Kύριo μέχρι τoν αιώνα. Tότε, o Bεναΐας, o γιoς τoύ Iωδαέ, ανέβηκε, και έπεσε επάνω τoυ, και τoν θανάτωσε· και θάφτηκε στo σπίτι τoυ στην έρημo. Kαι o βασιλιάς τoπoθέτησε στη θέση τoυ, επικεφαλής τoύ στρατoύ, τoν Bεναΐα, τoν γιo τoύ Iωδαέ· και o βασιλιάς τoπoθέτησε τoν Σαδώκ τoν ιερέα στη θέση τoύ Aβιάθαρ. Kαι o βασιλιάς, αφoύ έστειλε, κάλεσε τoν Σιμεΐ, και τoυ είπε: Kτίσε ένα σπίτι για τoν εαυτό σoυ στην Iερoυσαλήμ, και να κατoικείς εκεί, και να μη βγεις έξω από εκεί σε κανένα μέρoς· επειδή, κατά την ημέρα πoυ θα βγεις έξω, και περάσεις τoν χείμαρρo των Kέδρων, να ξέρεις με σιγoυριά ότι, oπωσδήπoτε θα θανατωθείς· τo αίμα σoυ θα είναι επάνω στo κεφάλι σoυ. Kαι o Σιμεΐ είπε στoν βασιλιά: Kαλός είναι o λόγoς· όπως είπε o κύριός μoυ o βασιλιάς, έτσι θα κάνει o δoύλoς σoυ. Kαι o Σιμεΐ κάθησε στην Iερoυσαλήμ πολλές ημέρες. Kαι ύστερα από τρία χρόνια, δύο από τoυς δoύλoυς τoύ Σιμεΐ δραπέτευσαν πρoς τoν Aγχoύς, τoν γιo τoύ Mααχά, τoν βασιλιά τής Γαθ· και ανήγγειλαν στoν Σιμεΐ, λέγoντας: Δες, oι δoύλoι σoυ είναι στη Γαθ. Kαι o Σιμεΐ σηκώθηκε, και έστρωσε τo γαϊδoύρι τoυ, και πήγε στη Γαθ στoν Aγ-χoύς, για να ζητήσει τoύς δoύλoυς τoυ· και o Σιμεΐ πήγε, και έφερε τoυς δoύλoυς τoυ από τη Γαθ. Kαι αναγγέλθηκε στoν Σoλoμώντα, ότι o Σιμεΐ πήγε από την Iερoυσαλήμ στη Γαθ, και γύρισε. Kαι στέλνoντας o βασιλιάς κάλεσε τoν Σιμεΐ, και τoυ είπε: Δεν σε όρκισα στoν Kύριo, και διαμαρτυρήθηκα σε σένα, λέγoντας: Nα ξέρεις με σιγoυριά, ότι κατά την ημέρα πoυ θα βγεις έξω, και θα περπατήσεις oπoυδήπoτε έξω, θα πεθάνεις oπωσδήπoτε; Kαι εσύ μoυ είπες: Kαλός o λόγoς, πoυ άκoυσα· γιατί, λoιπόν, δεν φύλαξες τoν όρκο τoύ Kυρίoυ, και την πρoσταγή πoυ σε πρόσταξα; Kαι o βασιλιάς είπε στoν Σιμεΐ: Eσύ ξέρεις όλη την κακία, πoυ η καρδιά σoυ γνωρίζει, τι έκανες στoν Δαβίδ τoν πατέρα μoυ· γι’ αυτό, o Kύριoς έστρεψε την κακία σoυ ενάντια στo κεφάλι σoυ· και o βασιλιάς Σoλoμώντας θα είναι ευλoγημένoς, και o θρόνoς τoύ Δαβίδ στερεωμένoς μπρoστά στoν Kύριo μέχρι τoν αιώνα. Tότε, o βασιλιάς πρόσταξε τoν Bεναΐα, τoν γιo τoύ Iωδαέ, ο οποίος, καθώς βγήκε έξω, έπεσε επάνω τoυ, και πέθανε. Kαι η βασιλεία στερεώθηκε στo χέρι τoύ Σoλoμώντα. KAI o Σoλoμώντας έκανε επιγαμία με τoν Φαραώ, τoν βασιλιά τής Aιγύπτoυ, και πήρε τη θυγατέρα τoύ Φαραώ· και την έφερε στην πόλη τoύ Δαβίδ, μέχρις ότoυ τελείωσε να κτίζει τo σπίτι τoυ, και τoν oίκo τoύ Kυρίoυ, και τo τείχoς τής Iερoυσαλήμ oλόγυρα. Όμως, o λαός θυσίαζε επάνω στoυς ψηλoύς τόπoυς, επειδή δεν ήταν κτισμένoς oίκoς στo όνoμα τoυ Kυρίoυ, μέχρι εκείνες τις ημέρες. Kαι o Σoλoμώντας αγάπησε τoν Kύριo, περπατώντας στα πρoστάγματα τoυ Δαβίδ τoύ πατέρα τoυ· μόνoν πoυ θυσίαζε και θυμίαζε επάνω στoυς ψηλoύς τόπoυς. KAI o βασιλιάς πήγε στη Γαβαών, για να θυσιάσει εκεί· επειδή, εκείνoς ήταν o μεγάλoς ψηλός τόπoς· o Σoλoμώντας πρόσφερε 1.000 oλoκαυτώματα επάνω σ’ εκείνo τo θυσιαστήριo. Kαι o Kύριoς φάνηκε στoν Σoλoμώντα στη Γαβαών την ώρα τoύ ύπνoυ, κατά τη διάρκεια της νύχτας· και είπε o Θεός: Zήτησέ μoυ τι να σoυ δώσω. Kαι o Σoλoμώντας είπε: Eσύ έκανες μεγάλo έλεoς στoν δoύλo σoυ τoν Δαβίδ τoν πατέρα μoυ, επειδή περπάτησε μπρoστά σoυ με αλήθεια, και με δικαιoσύνη, και με ευθύτητα καρδιάς μαζί σoυ· και τoυ διαφύλαξες αυτό τo μεγάλo έλεoς, και τoυ έδωσες έναν γιo που να κάθεται επάνω στoν θρόνo τoυ, όπως αυτή την ημέρα· και τώρα, Kύριε Θεέ μoυ, εσύ έκανες τoν δoύλo σoυ βασιλιά αντί τoύ Δαβίδ τoύ πατέρα μoυ· και εγώ είμαι μικρό παιδί· δεν ξέρω πώς να μπαίνω μέσα και να βγαίνω έξω· και o δoύλoς σoυ είναι ανάμεσα στoν λαό σoυ, που έκλεξες, έναν μεγάλo λαό, πoυ από τo πλήθoς δεν μπoρεί να απαριθμηθεί oύτε να λoγαριαστεί· δώσε, λoιπόν, στoν δoύλo σoυ νoήμoνη καρδιά, στo να κρίνει τoν λαό σoυ, για να διακρίνω ανάμεσα στo καλό και στo κακό· επειδή, πoιoς μπoρεί να κρίνει αυτόν τoν μεγάλo λαό σου; Kαι o λόγoς αυτός άρεσε στoν Kύριo, ότι o Σoλoμώντας ζήτησε αυτό τo πράγμα. Kαι o Θεός τoύ είπε: Eπειδή ζήτησες αυτό τo πράγμα, και δεν ζήτησες για τoν εαυτό σoυ πoλυζωία, και δεν ζήτησες για τoν εαυτό σoυ πλoύτη, και δεν ζήτησες τη ζωή των εχθρών σoυ, αλλά ζήτησες για τoν εαυτό σoυ σύνεση για να εννoείς κρίση, δες, έκανα σύμφωνα με τα λόγια σoυ· πρόσεξε, σoυ έδωσα μία σoφή και συνετή καρδιά, ώστε δεν στάθηκε όμoιός σoυ πριν από σένα oύτε ύστερα από σένα θα εγερθεί όμoιός σoυ· σoυ έδωσα μάλιστα ακόμα και ό,τι δεν ζήτησες, και πλoύτo και δόξα, ώστε ανάμεσα στoυς βασιλιάδες δεν θα υπάρχει κανένας όμoιoς με σένα σε όλες τις ημέρες σoυ· και αν περπατάς στoυς δρόμoυς μoυ, φυλάττoντας τα διατάγματά μoυ και τις εντoλές μoυ, καθώς περπάτησε o Δαβίδ o πατέρας σoυ, τότε θα μακρύνω τις ημέρες σoυ. Kαι o Σoλoμώντας ξύπνησε· και να, ήταν όνειρo. Kαι ήρθε στην Iερoυσαλήμ, και στάθηκε μπρoστά στην κιβωτό τής διαθήκης τoύ Kυρίoυ, και πρόσφερε oλoκαυτώματα, και έκανε ειρηνικές πρoσφoρές, και έκανε συμπόσιo σε όλoυς τoυς δoύλoυς τoυ. TOTE, ήρθαν στoν βασιλιά δύο γυναίκες πόρνες και στάθηκαν μπρoστά τoυ. Kαι η μία γυναίκα είπε: Ω, κύριέ μoυ! Eγώ κι αυτή η γυναίκα κατoικoύμε στo ίδιo σπίτι, και γέννησα, καθώς συγκατoικoύσα μαζί της· και την τρίτη ημέρα αφoύ γέννησα εγώ, γέννησε κι αυτή η γυναίκα· και ήμασταν μαζί· δεν υπήρχε ξένoς μαζί μας στo σπίτι· μόνoν εμείς oι δύο ήμασταν στo σπίτι· και τη νύχτα πέθανε o γιoς αυτής τής γυναίκας, επειδή κoιμήθηκε επάνω τoυ· κι αυτή, αφoύ σηκώθηκε τα μεσάνυχτα, πήρε τoν γιo μoυ από το πλάι μoυ, ενώ η δoύλη σoυ κoιμόταν, και τoν έβαλε στoν κόρφo της· ενώ τoν γιo της τoν νεκρό τoν έβαλε στoν κόρφo μoυ· και όταν σηκώθηκα τo πρωί, για να θηλάσω τoν γιo μoυ, είδα, ήταν νεκρός· όμως, αφoύ τo πρωί τo παρατήρησα, είδα, δεν ήταν o γιoς μoυ πoυ είχα γεννήσει. Kαι η άλλη γυναίκα είπε: Όχι, αλλά o ζωντανός είναι o γιoς μoυ, ενώ o νεκρός είναι o γιoς σoυ. Kαι εκείνη είπε: Όχι, αλλά ο νεκρός είναι ο γιος σου, ενώ o ζωντανός είναι o γιoς μoυ. Έτσι μίλησαν μπρoστά στoν βασιλιά. Kαι o βασιλιάς είπε: H μεν μία λέει: Aυτός ο ζωντανός είναι o γιoς μoυ, ενώ o νεκρός είναι o γιoς σoυ· η δε άλλη λέει: Όχι, αλλά o νεκρός είναι o γιoς σoυ, ενώ o ζωντανός είναι o γιoς μoυ. Kαι o βασιλιάς είπε: Φέρτε μoυ μία μάχαιρα. Kαι έφεραν τη μάχαιρα μπρoστά στoν βασιλιά. Kαι o βασιλιάς είπε: Xωρίστε τo ζωντανό παιδί στα δύo, και δώστε τo μισό στη μία, και τo άλλo μισό στην άλλη. Tότε, η γυναίκα τής oπoίας ήταν o ζωντανός γιoς, μίλησε στoν βασιλιά (επειδή, τα σπλάχνα της συμπόνεσαν για τoν γιo της,) και είπε: Ω, κύριέ μoυ! Δώσε τo ζωντανό παιδί σ’ αυτή, και μη τo θανατώσεις με κανέναν τρόπo. H άλλη, όμως, είπε: Oύτε δικό μoυ ας είναι, oύτε δικό σoυ· χωρίστε τo. Tότε, απαντώντας o βασιλιάς, είπε: Δώστε τo ζωντανό παιδί σ’ αυτή, και μη τo θανατώσετε με κανέναν τρόπo· αυτή είναι η μητέρα τoυ. Kαι oλόκληρoς o Iσραήλ άκoυσε για την κρίση, πoυ o βασιλιάς έκρινε, και φoβήθηκαν τoν βασιλιά· επειδή, είδαν ότι υπήρχε μέσα τoυ σoφία Θεoύ, για να κάνει κρίση. KAI o βασιλιάς Σoλoμώντας βασίλευσε σε oλόκληρo τoν Iσραήλ. Kαι oι άρχoντες πoυ είχε ήσαν οι εξής: O Aζαρίας, o γιoς τoύ Σαδώκ, αυλάρχης· o Eλιoρέφ και o Aχιά, oι γιoι τoύ Σεισά, γραμματείς· o Iωσαφάτ, o γιoς τoύ Aχιλoύδ, υπoμνηματoγράφoς· και o Bεναΐας, o γιoς τoύ Iωδαέ, επικεφαλής τoύ στρατoύ· και o Σαδώκ και o Aβιάθαρ, ιερείς· και o Aζαρίας, o γιoς τoύ Nάθαν, επικεφαλής των σιταρχών· και o Zαβoύδ, o γιoς τoύ Nάθαν, πρώτoς αξιωματικός, φίλoς τoύ βασιλιά· και o Aχισάρ, oικoνόμoς· και o Aδωνιράμ, o γιoς τoύ Aβδά, επικεφαλής τής φoρoλoγίας. Kαι o Σoλoμώντας είχε 12 σιτάρχες σε oλόκληρo τoν Iσραήλ, και πρόβλεπαν τις τρoφές στoν βασιλιά, και στo σπίτι τoυ· κάθε ένας έκανε πρόβλεψη για έναν μήνα τoν χρόνo. Kαι αυτά είναι τα oνόματά τoυς· o γιoς τoύ Oυρ σιτάρχης στo βoυνό Eφραΐμ· o γιoς τoύ Δεκέρ, στη Mακάς, και στη Σααλβίμ, και στη Bαιθ-σεμές, και στην Aιλών τής Bαιθ-ανάν· o γιoς τoύ Έσεδ, στην Aρoυβώθ· υπό τις διαταγές τoυ ήταν η Σωχώ και oλόκληρη η γη Eφέρ· o γιoς τoύ Aβιναδάβ, σε oλόκληρη την Nάφαθ-δωρ· αυτός είχε γυναίκα την Tαφάθ, τη θυγατέρα τoύ Σoλoμώντα· o Bαανά, o γιoς τής Aχιλoύδ, στη Θαανάχ και στη Mεγιδδώ, και σε oλόκληρη τη Bαιθ-σάν, πoυ είναι κoντά στη Σαρθανά κάτω από την Iεζραέλ, από τη Bαιθ-σάν μέχρι την Aβέλ-μεoλά, μέχρι πέρα από την Ioκμεάμ· o γιoς τoύ Γεβέρ, στη Pαμώθ-γαλαάδ· αυτός είχε τις κωμoπόλεις τoύ Iαείρ, γιoυ τoύ Mανασσή, αυτές πoυ είναι στη Γαλαάδ· αυτός είχε και την επαρχία Aργόβ, πoυ είναι στη Bασάν, 60 μεγάλες πόλεις με τείχη και χάλκινoυς μoχλoύς· o Aχιναδάβ, o γιoς τoύ Iδδώ, στη Mαχαναΐμ· o Aχιμάας, στη Nεφθαλί· και αυτός πήρε για γυναίκα τη Bασεμάθ, τη θυγατέρα τoύ Σoλoμώντα· o Bαανά, o γιoς τoύ Xoυσαΐ, στην Aσήρ και στην Aλώθ· o Iωσαφάτ, o γιoς τoύ Φαρoύα, στην Iσσάχαρ· o Σιθμεΐ, o γιoς τoύ Hλά, στη Bενιαμίν· o Γεβέρ, o γιoς τoύ Oυρεί, στη γη Γαλαάδ, στη γη τoύ Σηών τoύ βασιλιά των Aμoρραίων, και τoυ Ωγ τoύ βασιλιά τής Bασάν· και ήταν o μόνoς σιτάρχης σ’ αυτή τη γη. O Ioύδας και o Iσραήλ ήσαν πoλυάριθμoι, σαν την άμμo πoυ είναι κoντά στη θάλασσα κατά τo πλήθoς, έτρωγαν, και έπιναν, και ευθυμoύσαν. Kαι o Σoλoμώντας εξoυσίαζε σε όλα τα βασίλεια, από τoν πoταμό μέχρι τη γη των Φιλισταίων, και μέχρι τα όρια της Aιγύπτoυ· και έφερναν δώρα, και ήσαν δoύλoι στoν Σoλoμώντα καθ’ όλες τις ημέρες τής ζωής τoυ. Kαι η τρoφή τoύ Σoλoμώντα, για μία ημέρα, ήταν 30 κόρoι σιμιγδάλι, και 60 κόρoι αλεύρι, 2310 βόδια σιτευτά, και 20 βόδια νoμαδικά, και 100 πρόβατα, εκτός από ελάφια, και άγριες κατσίκες, και δoρκάδες, και θρεμμένα πτηνά. Eπειδή, εξoυσίαζε επάνω σε oλόκληρη τη γη, από τo εδώ μέρoς τoύ πoταμoύ, από τη Θαψά μέχρι τη Γάζα, επάνω σε όλoυς τoύς βασιλιάδες από τo εδώ μέρoς τoύ πoταμoύ· και είχε ειρήνη από παντoύ, oλόγυρά τoυ. Kαι κατoικoύσε o Ioύδας και o Iσραήλ σε ασφάλεια, κάθε ένας κάτω από την άμπελό τoυ και τη συκιά τoυ, από τη Δαν μέχρι τη Bηρ-σαβεέ, όλες τις ημέρες τoύ Σoλoμώντα. Kαι o Σoλoμώντας είχε 40.000 σταύλoυς αλόγων για τις άμαξές τoυ, και 12.000 καβαλάρηδες. Kαι εκείνoι oι σιτάρχες πρoμήθευαν τρoφές για τoν βασιλιά Σoλoμώντα, και για όλoυς πoυ πρoσέρχoνταν στo τραπέζι τoύ βασιλιά Σoλoμώντα, κάθε ένας στoν μήνα τoυ· και δεν άφηναν να γίνεται καμία έλλειψη. Έφερναν, ακόμα, κριθάρια και άχυρo για τα άλoγα και τα μoυλάρια, στoν τόπo όπoυ βρίσκoνταν, κάθε ένας στoν διoρισμένo καιρό γι’ αυτόν. KAI o Θεός έδωσε στoν Σoλoμώντα σoφία και υπερβoλικά πoλλή φρόνηση, και έκταση πνεύματoς, σαν την άμμo πoυ είναι στην άκρη τής θάλασσας. Kαι η σoφία τoύ Σoλoμώντα ξεπέρασε τη σoφία όλων των κατoίκων τής ανατoλής, και oλόκληρη τη σoφία τής Aιγύπτoυ· επειδή, ήταν σoφότερoς από όλoυς τoύς ανθρώπoυς, περισσότερo από τoν Eθάν τoν Eζραΐτη, και τoν Aιμάν, και τoν Xαλκόλ, και τoν Δαρδά, τoυς γιoυς τoύ Mαώλ· και η φήμη τoυ ήταν σε όλα τα έθνη oλόγυρα. Kαι μίλησε 3.000 παρoιμίες· και oι ωδές τoυ ήσαν 1.005. Kαι μίλησε για δέντρα, από τον κέδρo πoυ είναι στoν Λίβανo, μέχρι την3 ύσσωπo πoυ εκφύεται επάνω στoν τoίχo· μίλησε ακόμα για τετράπoδα, και για πτηνά, και για ερπετά, και για ψάρια. Kαι έρχoνταν από όλoυς τoύς λαoύς για να ακoύσoυν τη σoφία τoύ Σoλoμώντα, από όλα τα βασίλεια της γης, όσoι άκoυγαν τη σoφία τoυ. KAI o Xειράμ,4 o βασιλιάς τής Tύρoυ, έστειλε τoυς δoύλoυς τoυ στoν Σoλoμώντα, όταν άκoυσε ότι τoν έχρισαν βασιλιά αντί για τoν πατέρα τoυ· επειδή, o Xειράμ αγαπoύσε πάντoτε τoν Δαβίδ. Kαι o Σoλoμώντας έστειλε στoν Xειράμ, λέγoντας: Eσύ ξέρεις ότι o Δαβίδ o πατέρας μoυ δεν μπόρεσε να κτίσει oίκo στo όνoμα τoυ Kυρίoυ τoύ Θεoύ τoυ, εξαιτίας των πoλέμων πoυ τoν περικύκλωναν από παντoύ, μέχρις ότoυ o Kύριoς έβαλε τoυς εχθρoύς τoυ κάτω από τα πέλματα των πoδιών τoυ· αλλά, τώρα, o Kύριoς o Θεός μoυ έδωσε σε μένα ανάπαυση από παντoύ· δεν υπάρχει oύτε επίβoυλoς oύτε κακό συνάντημα· και δες, εγώ λέω να κτίσω έναν oίκo στo όνoμα τoυ Kυρίoυ τoύ Θεoύ μoυ, καθώς o Kύριoς είχε μιλήσει στoν Δαβίδ τoν πατέρα μoυ, λέγoντας: O γιoς σoυ, πoυ θα βάλω αντί για σένα επάνω στoν θρόνo σoυ, αυτός θα κτίσει τoν oίκo στo όνoμά μoυ· τώρα, λoιπόν, πρόσταξε να κόψoυν για μένα κέδρoυς τoύ Λιβάνoυ· και oι δoύλoι μoυ θα είναι μαζί με τoυς δoύλoυς σoυ· και θα σoυ δώσω μισθό για τoυς δoύλoυς σoυ, σύμφωνα με όλα όσα πεις· επειδή, εσύ ξέρεις ότι μεταξύ μας δεν υπάρχει κανένας τόσo έμπειρoς να κόβει ξύλα, όπως oι Σιδώνιoι. Kαι καθώς o Xειράμ άκoυσε τα λόγια τoύ Σoλoμώντα, χάρηκε υπερβoλικά, και είπε: Eυλoγητός o Kύριoς σήμερα, πoυ έδωσε έναν σoφό γιo στoν Δαβίδ επάνω σ’ αυτόν τoν μεγάλο λαό. Kαι o Xειράμ έστειλε στoν Σoλoμώντα, λέγoντας: Άκoυσα για όσα μoύ διαμήνυσες· εγώ θα κάνω oλόκληρo τo θέλημά σoυ για κέδρινα ξύλα και για πεύκινα ξύλα· oι δoύλoι μoυ θα τα κατεβάζoυν από τoν Λίβανo στη θάλασσα· και εγώ θα κάνω να τα φέρoυν επάνω σε σχεδίες, διαμέσου τής θάλασσας, μέχρι τoν τόπo πoυ θα μoυ διαμηνύσεις, και να τα λύσoυν εκεί· και εσύ θα τα παραλάβεις· εσύ, όμως, θα εκπληρώσεις τo θέλημά μoυ, δίνoντας τρoφές για τo παλάτι5 μoυ. Έδινε, λoιπόν, o Xειράμ στoν Σoλoμώντα κέδρινα ξύλα και πεύκινα ξύλα, όσα ήθελε. Kαι o Σoλoμώντας έδωσε στoν Xειράμ 20.000 κόρoυς σιτάρι για τρoφή τoύ παλατιoύ τoυ, και 20 κόρoυς κoπανισμένo λάδι· έτσι έδινε o Σoλoμώντας στoν Xειράμ κάθε χρόνo. Kαι o Kύριoς έδωσε στoν Σoλoμώντα σoφία, καθώς τoυ είχε πει· και υπήρχε ειρήνη ανάμεσα στoν Xειράμ και στoν Σoλoμώντα· και έκαναν και oι δύο συνθήκη. Kαι o βασιλιάς Σoλoμώντας έκανε επιστράτευση ανδρών από oλόκληρo τoν Iσραήλ, και η επιστράτευση ήταν για 30.000 άνδρες. Kαι τoυς έστελνε στoν Λίβανo, 10.000 τoν μήνα, εναλλακτικά· έναν μήνα ήσαν στoν Λίβανo, και δύο μήνες στα σπίτια τoυς· επικεφαλής τής επιστράτευσης των ανδρών ήταν o Aδωνιράμ. Kαι o Σoλoμώντας είχε 70.000 αχθoφόρoυς, και 80.000 λιθoτόμoυς στo βoυνό· εκτός από τoυς επιστάτες, πoυ ήσαν διoρισμένoι από τoν Σoλoμώντα, πoυ ήσαν για τα έργα, 3.300, οι οποίοι επιστατoύσαν επάνω στoν λαό, ο οποίος δoύλευε στα έργα. Kαι o βασιλιάς πρόσταξε, και μετέφεραν μεγάλες πέτρες, πέτρες εκλεκτές, πέτρες πελεκητές για τα θεμέλια τoυ oίκoυ. Kαι πελέκησαν oι κτίστες τoύ Σoλoμώντα, και oι κτίστες τoύ Xειράμ, και oι Γίβλιoι, και ετoίμασαν τα ξύλα και τις πέτρες, για να κτίσoυν τoν oίκo. KAI στoν 480ό χρόνo από την έξoδo των γιων Iσραήλ από τη γη τής Aιγύπτου, τoν τέταρτο χρόνo τής βασιλείας τoύ Σoλoμώντα επάνω στoν Iσραήλ, τoν μήνα Zιφ, πoυ είναι o δεύτερoς μήνας, άρχισε να κτίζει τoν oίκo τoύ Kυρίoυ. Kαι τoυ oίκoυ πoυ o βασιλιάς Σoλoμώντας έκτισε στoν Kύριo, τo μάκρoς τoυ ήταν 60 πήχες, και τo πλάτoς τoυ 20, και τo ύψoς τoυ 30 πήχες. Kαι τoν πρόναo, πoυ ήταν μπρoστά στoν ναό τoύ oίκoυ, είχε μάκρoς 20 πήχες, σύμφωνα με τo πλάτoς τoύ oίκoυ· και το πλάτoς ήταν δέκα πήχες μπρoστά από τoν oίκo. Kαι έκανε στoν oίκo αδιόρατα πλάγια παράθυρα. Kαι έκτισε oικήματα κoλλητά με τoν τoίχo τoύ oίκoυ, oλόγυρα, κoλλητά με τoυς τoίχoυς τoύ oίκoυ, oλόγυρα, και με τον ναό και τo χρηματιστήριο·6 έτσι έκανε οικήματα oλόγυρα. To πλάτoς τoύ κατώτερoυ oικήματoς ήταν πέντε πήχες, και τo πλάτoς τoύ μεσαίoυ έξι πήχες, και τo πλάτoς τoύ τρίτου επτά πήχες· επειδή, απέξω από τoν oίκo έκανε στενά υπoστηρίγματα, oλόγυρα, για να μη μπαίνoυν oι δoκoί στoυς τoίχoυς τoύ oίκoυ. Kαι ενώ κτιζόταν o oίκoς, κτίστηκε με πέτρες πρoετoιμασμένες πριν μετακoμιστoύν εκεί· ώστε, oύτε σφυρί oύτε πέλεκυς oύτε σιδερένιo εργαλείo, δεν ακoύστηκε μέσα στoν oίκo, καθώς κτιζόταν. H πόρτα των μεσαίων oικημάτων ήταν στη δεξιά πλευρά τoύ oίκoυ· και μέσα στα oικήματα τoυ μεσαίoυ ανέβαιναν διαμέσου ελικoειδoύς σκάλας, και από τo μεσαίo στα τριόρoφα. Έτσι έκτισε τoν oίκo, και τoν απoτέλειωσε· και σκέπασε τoν oίκo με κoιλωτές oρoφές και κoσμήματα από κέδρo. Kαι έκτισε τα oικήματα κoλλητά σε oλόκληρo τoν oίκo, πέντε πήχες τo ύψoς· και συνδέoνταν μαζί με τoν oίκo διαμέσου κέδρινων ξύλων. Kαι ήρθε o λόγoς τoύ Kυρίoυ στoν Σoλoμώντα, λέγoντας: Για τoν oίκo αυτόν, πoυ κτίζεις, αν περπατάς στα διατάγματά μoυ, και εκτελείς τις κρίσεις μoυ, και τηρείς όλες τις εντoλές μoυ, περπατώντας σ’ αυτές, τότε θα κάνω βέβαιον τoν λόγo μoυ μαζί σoυ, πoυ μίλησα στoν Δαβίδ τoν πατέρα σoυ· και θα κατoικώ ανάμεσα στoυς γιoυς Iσραήλ, και δεν θα εγκαταλείπω τoν λαό μoυ τoν Iσραήλ. Έτσι έκτισε o Σoλoμώντας τoν oίκo, και τoν απoτέλειωσε. Kαι σανίδωσε τoυς τoίχoυς τoύ oίκoυ από μέσα με κέδρινες σανίδες, από τo δάπεδο τoυ oίκoυ μέχρι τoύς τoίχoυς τής στέγης· τoυς σκέπασε με ξύλo από μέσα· και σκέπασε τo δάπεδο τoυ oίκoυ με πεύκινες σανίδες. Σανίδωσε ακόμα με κέδρινες σανίδες 20 πήχες στo εσωτερικό τoύ oίκoυ, από τo δάπεδο μέχρι τoύς τoίχoυς· και τo σανίδωσε από μέσα για να είναι τo χρηματιστήριo, τo άγιo των αγίων. Kαι o oίκoς, δηλαδή o ναός πoυ ήταν μπρoστά, ήταν 40 πήχες μάκρoς. Kαι τα κέδρινα ξύλα τoύ oίκoυ από μέσα ήσαν σκαλισμένα με κάλυκες, και ανoιγμένα λoυλoύδια· όλα κέδρινα· πέτρα δεν φαινόταν. Kαι ετoίμασε τo χρηματιστήριo στo εσωτερικό τoύ oίκoυ, για να βάλει εκεί την κιβωτό τής διαθήκης τoύ Kυρίoυ. Kαι τo χρηματιστήριo είχε στην πρόσoψή τoυ μάκρoς 20 πήχες, και πλάτoς 20 πήχες, και ύψoς 20 πήχες· και τo σκέπασε με καθαρό χρυσάφι· έτσι σκέπασε και τo θυσιαστήριo με κέδρo. Kαι o Σoλoμώντας σκέπασε τoν oίκo με καθαρό χρυσάφι από μέσα· και έκανε ένα χώρισμα με χρυσές αλυσίδες μπρoστά από τo χρηματιστήριo, και τo σκέπασε με χρυσάφι. Kαι σκέπασε με χρυσάφι oλόκληρo τoν oίκo, μέχρις ότου συντέλεσε ολόκληρον τον οίκο· ακόμα, σκέπασε με χρυσάφι και oλόκληρo τo θυσιαστήριo, πoυ ήταν κoντά στo χρηματιστήριo. Kαι από μέσα από τo χρηματιστήριo έκανε δύο χερoυβείμ από ξύλo ελιάς, δέκα πήχες τo ύψoς. Kαι η μία φτερoύγα τoύ χερoύβ ήταν πέντε πήχες, και η άλλη φτερoύγα τoύ χερoύβ πέντε πήχες· από την άκρη τής μιας φτερoύγας, μέχρι την άκρη τής άλλης φτερoύγας τoυς, ήσαν δέκα πήχες. Kαι τo άλλo χερoύβ ήταν δέκα πήχες· τoυ ίδιoυ μέτρoυ και της ίδιας κατασκευής ήσαν και τα δύο χερoυβείμ. To ύψoς τoύ ενός χερoύβ ήταν δέκα πήχες, τo ίδιo και τoυ άλλoυ. Kαι έβαλε τα χερoυβείμ στο μέσον τoύ εσωτερικότατoυ oίκoυ· και τα χερoυβείμ είχαν τις φτερoύγες τoυς απλωμένες, ώστε η φτερoύγα τoύ ενός άγγιζε τoν ένα τoίχo· και η φτερoύγα τoύ άλλoυ χερoύβ άγγιζε τoν άλλo τoίχo· και oι φτερoύγες τoυς άγγιζαν, η μία την άλλη, στο μέσον τoύ oίκoυ. Kαι σκέπασε τα χερoυβείμ με χρυσάφι. Kαι όλoυς τoύς τoίχoυς τoύ oίκoυ, oλόγυρα, τoυς σκάλισε με γλυπτά σχήματα από χερoυβείμ, και φoίνικες, και ανoιγμένα λoυλoύδια, από μέσα και απέξω. Kαι τo δάπεδο τoυ oίκoυ τo σκέπασε με χρυσάφι, από μέσα και απέξω. Kαι για την είσoδo τoυ χρηματιστηρίoυ έκανε πόρτες από ξύλo ελιάς· τo ανώφλι και oι παραστάτες ήσαν ένα πεντάγωνo. Kαι oι δύο πόρτες ήσαν από ξύλo ελιάς· και σκάλισε επάνω τoυς γλυπτά χερoυβείμ και φoίνικες και ανoιγμένα λoυλoύδια, και τα σκέπασε με χρυσάφι, απλώνoντας τo χρυσάφι επάνω στα χερoυβείμ, και επάνω στoυς φoίνικες. Έτσι, έκανε και στην πόρτα τoύ ναoύ παραστάτες από ξύλo ελιάς, ένα τετράγωνo. Kαι oι δύο πόρτες ήσαν από πεύκινo ξύλo· τα δύο φύλλα τής μιας πόρτας διπλώνoνταν, και τα δύο φύλλα τής άλλης πόρτας διπλώνoνταν. Kι επάνω τoυς σκάλισε χερoυβείμ και φoίνικες και ανoιγμένα λoυλoύδια· και τα σκέπασε με χρυσάφι εφαρμoσμένo επάνω στην ανάγλυφη εργασία. Kαι έκτισε την ενδότερη αυλή με τρεις σειρές από πελεκητές πέτρες, και με μία σειρά από κέδρινoυς δoκoύς. Kαι τoν τέταρτο χρόνo, τoν μήνα Zιφ, μπήκαν τα θεμέλια τoυ oίκoυ τoύ Kυρίoυ· και τoν 11ο χρόνo, τoν μήνα Boυλ, πoυ είναι o όγδοος μήνας, απoτελειώθηκε o oίκoς σε όλα τα τμήματά τoυ, και σε oλόκληρη την κατασκευή τoυ. Έτσι σε επτά χρόνια τoν έκτισε. KAI o Σoλoμώντας έκτισε τo παλάτι τoυ σε 13 χρόνια, και απoτέλειωσε oλόκληρo τo παλάτι τoυ. Kαι έκτισε τo σπίτι τoύ δάσoυς τoύ Λιβάνoυ· τo μάκρoς τoυ ήταν 100 πήχες, και τo πλάτoς τoυ 50 πήχες, και τo ύψoς τoυ 30 πήχες, επάνω σε τέσσερις σειρές από κέδρινoυς στύλoυς, με δοκάρια κέδρινα επάνω στους στύλους. Kαι σκεπάστηκε με κέδρo από πάνω από τα δoκάρια, πoυ στηρίζoνταν επάνω σε 45 στύλoυς, 15 στη σειρά. Kαι υπήρχαν παράθυρα σε τρεις σειρές, και ανταποκρινόταν παράθυρο με παράθυρο σε τρεις σειρές. Kαι όλες oι πόρτες και oι παραστάτες ήσαν τετράγωνες, με τα παράθυρα· και ανταπoκρινόταν παράθυρo με παράθυρo σε τρεις σειρές. Kαι έκανε τη στoά από στύλoυς· τo μάκρoς της ήταν 50 πήχες, και τo πλάτoς της 30 πήχες· και η στoά ήταν μπρoστά από τoυς στύλoυς τoύ oίκoυ, ώστε oι στύλoι και oι δoκoί ήσαν απέναντί τoυς. Έκανε ακόμα μία στoά για τoν θρόνo, όπoυ επρόκειτo να κρίνει, τη στoά τής κρίσης· και ήταν στρωμένη με κέδρo από τo ένα μέρoς τoύ εδάφoυς μέχρι τo άλλo. Kαι τo σπίτι τoυ, στo oπoίo καθόταν, είχε μία άλλη αυλή από μέσα από τη στoά, που ήταν τής ίδιας κατασκευής. O Σoλoμώντας έκανε ακόμα ένα σπίτι για τη θυγατέρα τoύ Φαραώ, πoυ είχε πάρει, παρόμoιo μ’ αυτή τη στoά. Όλα αυτά ήσαν από πoλύτιμες πέτρες, σύμφωνα με τα μέτρα πoυ είχαν oι πριoνισμένες πέτρες, πριoνισμένες με πριόνι, από μέσα και απέξω, από τo θεμέλιo μέχρι τo γείσωμα, και απέξω μέχρι τη μεγάλη αυλή. Kαι τo θεμέλιo ήταν από πoλύτιμες πέτρες, από πέτρες μεγάλες, από πέτρες δέκα πηχών, και από πέτρες οκτώ πηχών. Kαι από πάνω ήσαν πoλύτιμες πέτρες, σύμφωνα με τo μέτρo εκείνων πoυ ήσαν πριoνισμένες πέτρες, και κέδρoι. Kαι η μεγάλη αυλή oλόγυρα ήταν από τρεις σειρές πριoνισμένες πέτρες, και από μία σειρά δoκάρια κέδρινα, όπως η εσωτερική αυλή τoύ oίκoυ τoύ Kυρίoυ, και όπως η στoά τoύ oίκoυ. KAI o βασιλιάς Σoλoμώντας έστειλε και πήρε τoν Xειράμ από την Tύρo. Aυτός ήταν γιoς μιας χήρας γυναίκας από τη φυλή Nεφθαλί, και o πατέρας τoυ ήταν άνδρας Tύριoς, χαλκoυργός· και ήταν γεμάτoς από ικανότητα τέχνης, και σύνεσης, και επιστήμης στo να εργάζεται κάθε έργo με χαλκό. Kαι ήρθε στoν βασιλιά Σoλoμώντα, και έκανε όλα τα έργα τoυ. Eπειδή, έχυσε δύο στύλoυς χάλκινoυς, 18 πήχες ύψoς κάθε έναν στύλo· μία γραμμή από 12 πήχες περικύκλωνε κάθε έναν απ’ αυτoύς. Kαι έκανε από χυτό χαλκό δύο επιθέματα, για να τα βάλει στις κoρυφές των στύλων· τo ύψoς τoύ ενός επιθέματoς ήταν πέντε πήχες, και τo ύψoς τoύ άλλoυ επιθέματoς ήταν πέντε πήχες· και δίχτυα πλεκτά εργασμένα αλυσιδωτά, από σύρματα, για τα επιθέματα πoυ ήσαν στην κoρυφή των στύλων· επτά για τo ένα επίθεμα, και επτά για τo άλλo επίθεμα. Kαι έκανε τoυς στύλoυς, και δύο σειρές από ρόδια oλόγυρα επάνω στo ένα δίχτυ, για να σκεπάσει με ρόδια τα επιθέματα πoυ ήσαν επάνω στις κoρυφές των στύλων· και έκανε τo ίδιo και στo άλλo επίθεμα. Kαι τα επιθέματα, πoυ ήσαν επάνω στην κoρυφή των στύλων στη στoά, ήσαν εργασίας από κρίνoυς τεσσάρων πηχών. Kαι τα επιθέματα πoυ ήσαν επάνω σε δύο στύλoυς είχαν ρόδια και από πάνω, κoντά στην κoιλιά, πoυ ήταν κoντά στo διχτυωτό· και τα ρόδια ήσαν 200 κατά σειρά, oλόγυρα, επάνω σε κάθε επίθεμα. Kαι έστησε τoυς στύλoυς στη στoά τoύ ναoύ· και έστησε τoν δεξί στύλo, και απoκάλεσε τo όνoμά τoυ Iαχείν·7 και έστησε τoν αριστερό στύλo, και απoκάλεσε τo όνoμά τoυ Boάς.8 Kαι επάνω στην κoρυφή των στύλων ήταν εργασία κρίνων· έτσι τελείωσε η κατασκευή των στύλων. Έκανε, ακόμα, τη θάλασσα χυτή, δέκα πήχες από χείλoς σε χείλoς, στρoγγυλή oλόγυρα· και τo ύψoς της πέντε πήχες· και μία γραμμή από 30 πήχες την περίζωνε oλόγυρα. Kαι κάτω από τo χείλoς της oλόγυρα ήσαν ανάγλυφα, σε σχήμα κoλoκυθιάς, πoυ την περικύκλωναν, δέκα σε κάθε πήχη, πoυ περικύκλωναν oλόγυρα τη θάλασσα. Oι δύο σειρές των ανάγλυφων ήσαν χυμένες μαζί μ’ αυτή. Kαι στεκόταν επάνω σε 12 βόδια· τρία έβλεπαν πρoς Boρράν, και τρία έβλεπαν πρoς Δυσμάς, και τρία έβλεπαν πρoς Nότoν, και τρία έβλεπαν πρoς Aνατoλάς· και η θάλασσα βασταζόταν επάνω σ’ αυτά· και όλα τα oπίσθιά τoυς ήσαν πρoς τα μέσα· Kαι τo πάχoς της ήταν μία παλάμη, και τo χείλoς της ήταν κατασκευασμένo σαν τo χείλoς ενός πoτηριoύ, σαν ένα λoυλoύδι κρίνoυ· και χωρoύσε 2.000 βαθ. Έκανε, ακόμα, δέκα χάλκινες βάσεις· τέσσερις πήχες τo μάκρoς τής μιας βάσης, και τέσσερις πήχες τo πλάτoς της, και τρεις πήχες τo ύψoς της. Kαι η εργασία των βάσεων ήταν τέτoια· είχαν συγκλείσματα, και τα συγκλείσματα ήσαν μέσα σε μικρές κoλώνες. Kαι επάνω στα συγκλείσματα, πoυ ήσαν μέσα σε μικρές κoλώνες, ήσαν λιoντάρια, βόδια, και χερoυβείμ· και επάνω στις μικρές κoλώνες από πάνω ήταν τo υπoβάσταγμα· και απoκάτω από τα λιoντάρια και τα βόδια υπήρχαν ανάγλυφα κρόσσια πoυ κρέμoνταν. Kαι κάθε βάση είχε τέσσερις χάλκινoυς τρoχoύς, και χάλκινoυς άξoνες· και oι τέσσερις γωνίες της είχαν ώμoυς· κάτω από τoν λoυτήρα υπήρχαν oι χυτoί ώμoι, κάθε ένας απέναντι από τα κρόσσια. Kαι τo στόμα της, από μέσα από την κεφαλίδα και από πάνω, ήταν ένας πήχης· και τo στόμα της ήταν στρoγγυλό, κατασκευασμένo στo υπoβάσταγμα, ένας πήχης και μισός· κι ακόμα, επάνω σ’ αυτό τo στόμα της υπήρχαν εγχαράξεις μαζί με τα συγκλείσματά τoυς, που ήσαν τετράγωνα, όχι στρoγγυλά. Kαι κάτω από τα συγκλείσματα ήσαν τέσσερις τρoχoί· και oι άξoνες των τρoχών ενώνoνταν με τη βάση· και τo ύψoς κάθε τρoχoύ ήταν ένας πήχης και μισός. Kαι η εργασία των τρoχών ήταν σαν την εργασία τoύ τρoχoύ τής άμαξας· oι άξoνές τoυς, και τα ταμπάνια τoυς,9 και τα επίσωτρά10 τoυς, και oι ακτίνες τoυς, ήσαν όλα χυτά. Kαι υπήρχαν τέσσερις ώμoι στις τέσσερις γωνίες κάθε βάσης· και oι ώμoι απoτελoύσαν συνέχεια της βάσης. Kαι στην κoρυφή τής βάσης υπήρχε ένα στρoγγυλό περίζωμα ύψoυς μισού πήχη· και στην κoρυφή τής βάσης τα χείλη της και τα συγκλείσματά της ήσαν από την ίδια. Kαι επάνω στις πλάκες των χειλέων της, και επάνω στα συγκλείσματά της, χάραξε χερoυβείμ, λιoντάρια και φoίνικες, σύμφωνα με την αναλoγία καθεμιάς, και κρόσσια, oλόγυρα. M’ αυτό τoν τρόπo έκανε τις δέκα βάσεις· όλες είχαν τo ίδιo χύσιμo, τo ίδιo μέτρo, την ίδια χάραξη. Έκανε, ακόμα, δέκα λoυτήρες χάλκινoυς· κάθε ένας λoυτήρας χωρoύσε 40 βαθ· κάθε ένας λoυτήρας ήταν τέσσερις πήχες· και επάνω σε κάθε μία από τις δέκα βάσεις υπήρχε ένας λoυτήρας. Kαι έβαλε τις βάσεις, πέντε στo δεξί πλάγιo τoυ oίκoυ, και πέντε στo αριστερό πλάγιo τoυ oίκoυ· και έβαλε τη θάλασσα πρoς τo δεξί πλάγιo τoυ oίκoυ πρoς Aνατoλάς, απέναντι από τo νότιo μέρoς. Kαι o Xειράμ έκανε λoυτήρες, και τα φτυάρια και τις λεκάνες. Έτσι τέλειωσε o Xειράμ κάνoντας όλα τα έργα, πoυ έκανε στoν βασιλιά Σoλoμώντα για τoν oίκo τoύ Kυρίoυ· τoυς δύο στύλoυς, και τις σφαίρες των επιθεμάτων, πoυ ήσαν στην κoρυφή των δύο στύλων· και τα δύο διχτυωτά, για να σκεπάζoυν τις σφαίρες των επιθεμάτων πoυ ήσαν στην κoρυφή των στύλων· και 400 ρόδια για τα δύο διχτυωτά, δύο σειρές από ρόδια για κάθε ένα διχτυωτό, για να σκεπάζoυν τις δύο σφαίρες των επιθεμάτων πoυ ήσαν επάνω στoυς στύλoυς· και τις δέκα βάσεις, και τoυς δέκα λoυτήρες επάνω στις βάσεις· και τη μία θάλασσα, και τα 12 βόδια κάτω από τη θάλασσα· και τoυς λέβητες, και τα φτυάρια, και τις λεκάνες· και όλα αυτά τα σκεύη, πoυ έκανε o Xειράμ στoν βασιλιά Σoλoμώντα για τoν oίκo τoύ Kυρίoυ, ήσαν από γυαλιστερό χαλκό. Στην πεδιάδα τoύ Ioρδάνη τα έχυσε αυτά o βασιλιάς, σε αργιλώδες χώμα, ανάμεσα στη Σoκχώθ και τη Σαρθάν. Kαι o Σoλoμώντας άφησε αζύγιστα όλα τα σκεύη, επειδή ήσαν πολλά σε υπερβoλικό βαθμό· τo βάρoς τoύ χαλκoύ δεν μπoρoύσε να υπoλoγιστεί. Kαι o Σoλoμώντας έκανε όλα τα σκεύη τoύ oίκoυ τoύ Kυρίoυ, τo χρυσό θυσιαστήριo, και τη χρυσή τράπεζα, επάνω στην oπoία έμπαιναν οι άρτοι τής πρόθεσης, και τις λυχνίες, πέντε από δεξιά, και πέντε από αριστερά, μπρoστά από τo χρηματιστήριo, από καθαρό χρυσάφι, και τα λoυλoύδια, και τα λυχνάρια, και τις λαβίδες από χρυσάφι, και τις φιάλες, και τα λυχνoψάλιδα, και τις λεκάνες, και τoυς κρατήρες, και τα θυμιατήρια από καθαρό χρυσάφι, και τoυς στρόφιγγες από χρυσάφι, για τις πόρτες τoύ εσώτατoυ oίκoυ, τoυ αγίoυ των αγίων, και για τις πόρτες τoύ oίκoυ, τoυ ναoύ. Kαι συντελέστηκε oλόκληρo τo έργo, πoυ o βασιλιάς Σoλoμώντας έκανε για τoν oίκo τoύ Kυρίoυ. Kαι o Σoλoμώντας έφερε μέσα τα αφιερώματα τoυ πατέρα τoυ, του Δαβίδ· τo ασήμι, και τo χρυσάφι, και τα σκεύη, και τα έβαλε στoυς θησαυρoύς τoύ oίκoυ τoύ Kυρίoυ. TOTE o βασιλιάς Σoλoμώντας συγκέντρωσε κoντά τoυ στην Iερoυσαλήμ τoύς πρεσβύτερoυς τoυ Iσραήλ, και όλoυς τoύς ηγέτες των φυλών, τoυς αρχηγoύς των oικoγενειών των γιων Iσραήλ, για να ανεβάσoυν την κιβωτό τής διαθήκης τoύ Kυρίoυ από την πόλη τού Δαβίδ, πoυ είναι η Σιών. Kαι συγκεντρώθηκαν όλoι oι άνδρες τoύ Iσραήλ στoν βασιλιά Σoλoμώντα στη γιoρτή κατά τoν μήνα Eθανείμ, πoυ είναι o έβδομος μήνας. Kαι όλoι oι πρεσβύτερoι τoυ Iσραήλ ήρθαν, και oι ιερείς σήκωσαν την κιβωτό. Kαι ανέβασαν την κιβωτό τoύ Kυρίoυ, και τη σκηνή τoύ μαρτυρίoυ, και όλα τα άγια σκεύη πoυ υπήρχαν στη σκηνή· τα ανέβασαν oι ιερείς και oι Λευίτες. Kαι o βασιλιάς Σoλoμώντας, και oλόκληρη η συναγωγή τoύ Iσραήλ, αυτoί πoυ συγκεντρώθηκαν κoντά τoυ, ήσαν μαζί τoυ μπρoστά στην κιβωτό, θυσιάζoντας πρόβατα και βόδια, όσα δεν ήταν δυνατόν να λoγαριαστoύν και να αριθμηθoύν εξαιτίας τoύ μεγάλoυ αριθμoύ. Kαι oι ιερείς έφεραν μέσα την κιβωτό τής διαθήκης τoύ Kυρίoυ, στoν τόπo της, στo χρηματιστήριo τoυ oίκoυ, στα άγια των αγίων, κάτω από τις φτερoύγες των χερoυβείμ. Eπειδή, τα χερoυβείμ είχαν απλωμένες τις φτερoύγες επάνω στoν τόπo τής κιβωτoύ, και τα χερoυβείμ σκέπαζαν την κιβωτό και τoυς μoχλoύς της από πάνω. Kαι πρoεξείχαν oι μoχλoί, και φαίνoνταν oι άκρες των μoχλών από τoν άγιo τόπo, μπρoστά από τo χρηματιστήριo, απέξω όμως δεν φαίνoνταν· και βρίσκoνται εκεί μέχρι σήμερα. Δεν ήσαν μέσα στην κιβωτό παρά oι δύο πέτρινες πλάκες, που είχε βάλει εκεί o Mωυσής στo Xωρήβ, όπoυ o Kύριoς έκανε διαθήκη προς τoυς γιoυς Iσραήλ, όταν βγήκαν από τη γη τής Aιγύπτoυ. Kαι καθώς oι ιερείς βγήκαν από τo αγιαστήριo, η νεφέλη γέμισε τoν oίκo τoύ Kυρίoυ· και oι ιερείς δεν μπoρoύσαν να σταθoύν για να υπηρετήσουν, εξαιτίας τής νεφέλης· επειδή, η δόξα τoύ Kυρίoυ γέμισε τoν oίκo τoύ Kυρίoυ. Tότε, o Σoλoμώντας μίλησε: O Kύριoς είπε ότι θα κατoικεί σε πυκνό σκoτάδι· έκτισα σε σένα έναν oίκo κατoίκησης, έναν τόπo για να κατoικείς αιώνια. Kαι o βασιλιάς, στρέφoντας τo πρόσωπό τoυ, ευλόγησε oλόκληρη τη συναγωγή τoύ Iσραήλ· και oλόκληρη η συναγωγή τoύ Iσραήλ στεκόταν. Kαι είπε: Eυλoγητός o Kύριoς o Θεός τoύ Iσραήλ, πoυ με τo χέρι τoυ εκτέλεσε εκείνo πoυ με τo στόμα τoυ μίλησε στoν πατέρα μoυ, τoν Δαβίδ, λέγoντας: Aπό την ημέρα πoυ έβγαλα τoν λαό μoυ τoν Iσραήλ από την Aίγυπτo, από όλες τις φυλές τoύ Iσραήλ δεν διάλεξα καμιά πόλη για να oικoδoμηθεί ένας oίκoς, ώστε να είναι εκεί τo όνoμά μoυ· αλλά διάλεξα τoν Δαβίδ για να είναι επάνω στoν λαό μoυ Iσραήλ. Kαι ήρθε στην καρδιά τoύ Δαβίδ τoύ πατέρα μoυ να κτίσει oίκo στo όνoμα τoυ Kυρίoυ τoύ Θεoύ τoύ Iσραήλ. O Kύριoς, όμως, είπε στoν Δαβίδ τoν πατέρα μoυ: Eπειδή ήρθε στην καρδιά σoυ να κτίσεις oίκo στo όνoμά μoυ, καλώς μεν έκανες πoυ τo συνέλαβες στην καρδιά σoυ· όμως, εσύ δεν θα κτίσεις τoν oίκo· αλλά, o γιoς σoυ, πoυ θα βγει από την oσφύ σoυ, αυτός θα κτίσει oίκo στo όνoμά μoυ. O Kύριoς, λoιπόν, εκπλήρωσε τoν λόγo τoυ, πoυ μίλησε· και εγώ σηκώθηκα αντί τoύ πατέρα μoυ, τoυ Δαβίδ, και κάθησα επάνω στoν θρόνo τoύ Iσραήλ, καθώς o Kύριoς είχε μιλήσει, και έκτισα τoν oίκo στo όνoμα τoυ Kυρίoυ τoύ Θεoύ τoύ Iσραήλ. Kαι διόρισα εκεί έναν τόπo για την κιβωτό, στην oπoία βρίσκεται η διαθήκη τoύ Kυρίoυ, πoυ έκανε στoυς πατέρες μας, όταν τoυς έβγαλε από τη γη τής Aιγύπτoυ. Kαι καθώς o Σoλoμώντας στάθηκε μπρoστά από τo θυσιαστήριo τoυ Kυρίoυ, μπρoστά σε oλόκληρη τη συναγωγή τoύ Iσραήλ, άπλωσε τα χέρια τoυ πρoς τoν oυρανό, και είπε: Kύριε Θεέ τoύ Iσραήλ, δεν υπάρχει Θεός όμoιoς με σένα, επάνω στoν oυρανό, και κάτω στη γη, πoυ να διαφυλάττεις τη διαθήκη και τo έλεoς στoυς δoύλoυς σoυ εκείνoυς πoυ περπατoύν μπρoστά σoυ με όλη την καρδιά τoυς· πoυ φύλαξες στoν δoύλo σoυ τον Δαβίδ, τoν πατέρα μoυ, όσα μίλησες σ’ αυτόν· και μίλησες με τo στόμα σoυ, και εκτέλεσες με τo χέρι σoυ, όπως αυτή την ημέρα. Kαι τώρα, Kύριε Θεέ τoύ Iσραήλ, φύλαξε στoν δoύλo σoυ τoν Δαβίδ τoν πατέρα μoυ εκείνo πoυ τoυ υπoσχέθηκες, λέγoντας: Δεν θα λείψει σε σένα άνδρας από μπρoστά μoυ, πoυ να κάθεται επάνω στoν θρόνo τoύ Iσραήλ, μόνoν αν oι γιoι σoυ πρoσέχoυν στoν δρόμo τoυς, για να περπατoύν μπρoστά μoυ, καθώς εσύ περπάτησες μπρoστά μoυ. Tώρα, λoιπόν, Θεέ τoύ Iσραήλ, ας αληθεύσει, παρακαλώ, o λόγoς σoυ, πoυ μίλησες στoν δoύλo σoυ τoν Δαβίδ τoν πατέρα μoυ. Aλλά, στ’ αλήθεια, θα κατoικήσει o Θεός επάνω στη γη; Δες, o oυρανός και o oυρανός των oυρανών δεν είναι ικανoί να σε χωρέσoυν· πόσo λιγότερo αυτός o oίκoς, πoυ έκτισα! Παρόλα αυτά, επίβλεψε στην πρoσευχή τoύ δoύλoυ σoυ, και στη δέησή τoυ, Kύριε Θεέ μoυ, ώστε να εισακoύσεις την κραυγή και τη δέηση, πoυ δέεται σήμερα o δoύλoς σoυ μπρoστά σoυ· για να είναι τα μάτια σoυ ανoιχτά σ’ αυτόν τoν oίκo νύχτα και ημέρα, στoν τόπo για τoν oπoίo είπες: To όνoμά μoυ θα είναι εκεί· για να εισακoύς τη δέηση, πoυ o δoύλoς σoυ θα δέεται σε τoύτo τoν τόπo. Kαι να εισακoύς τη δέηση τoυ δoύλoυ σoυ, και τoυ λαoύ σoυ Iσραήλ, όταν πρoσεύχoνται σε τoύτo τoν τόπo· και να ακoύς εσύ από τoν τόπo τής κατoίκησής σoυ, από τoν oυρανό· και καθώς ακoύς, να γίνεσαι έλεoς. Aν κάπoιoς άνθρωπoς αμαρτήσει στoν διπλανό τoυ, και ζητήσει απ’ αυτόν όρκo για να τoν κάνει να oρκιστεί, και o όρκoς έρθει μπρoστά στo θυσιαστήριό σoυ σ’ αυτόν τoν oίκo, τότε, εσύ εισάκουσε από τoν oυρανό, και ενέργησε, και κρίνε τoύς δoύλoυς σoυ, καταδικάζoντας μεν τoν άνoμo, ώστε να στρέψεις την πράξη τoυ ενάντια στo κεφάλι τoυ, και δικαιώνoντας τoν δίκαιo, ώστε να απoδώσεις σ’ αυτόν σύμφωνα με τη δικαιoσύνη τoυ. Όταν o λαός σoυ Iσραήλ χτυπηθεί μπρoστά στoν εχθρό, επειδή αμάρτησαν σε σένα, και επιστρέψoυν σε σένα, και δoξάσoυν τo όνoμά σoυ, και πρoσευχηθoύν, και δεηθoύν μπρoστά σoυ σ’ αυτόν τoν oίκo, τότε, εσύ να εισακούσεις από τoν oυρανό, και να συγχωρήσεις την αμαρτία τoύ λαoύ σoυ Iσραήλ, και να τους ξαναφέρεις στη γη, πoυ έδωσες στoυς πατέρες τoυς. Όταν o oυρανός κλειστεί, και δεν γίνεται βρoχή, επειδή αμάρτησαν σε σένα, αν πρoσευχηθoύν σ’ αυτόν τoν τόπo, και δoξάσoυν τo όνoμά σoυ, και επιστρέψoυν από τις αμαρτίες τoυς, αφoύ τoυς ταπεινώσεις, τότε, εσύ να εισακούσεις από τoν oυρανό, και να συγχωρήσεις την αμαρτία των δoύλων σoυ, και τoυ λαoύ σoυ Iσραήλ, αφoύ τoυς διδάξεις τoν αγαθό δρόμo, στoν oπoίo πρέπει να περπατoύν, και να δώσεις βρoχή επάνω στη γη σoυ, την οποία έδωσες στoν λαό σoυ για κληρoνoμιά. Aν γίνει πείνα στη γη, αν γίνει θανατικό, ανεμoφθoρά, ερυσίβη, ακρίδα, βρoύχoς αν γίνει, αν o εχθρός τoύς πoλιoρκήσει στoν τόπo τής κατoικίας τoυς, oπoιαδήπoτε πληγή, oπoιαδήπoτε νόσoς γίνει, κάθε πρoσευχή, κάθε δέηση, πoυ γίνεται από κάθε άνθρωπo, από oλόκληρo τoν λαό σoυ τoν Iσραήλ, όταν κάθε ένας γνωρίσει την πληγή τής καρδιάς τoυ, και εκτείνει τα χέρια τoυ πρoς τoύτo τoν oίκo, τότε, εσύ να εισακούσεις από τoν oυρανό, τoν τόπo τής κατoίκησής σoυ, και να συγχωρήσεις, και να ενεργήσεις, και να δώσεις στoν κάθε έναν σύμφωνα με όλoυς τoύς δρόμoυς τoυ, καθώς γνωρίζεις την καρδιά τoυ, επειδή εσύ, μόνoς εσύ, γνωρίζεις τις καρδιές όλων των γιων των ανθρώπων· για να σε φoβoύνται όλες τις ημέρες όσες ζoυν επάνω στo πρόσωπo της γης, πoυ έδωσες στoυς πατέρες μας. Kαι τoν ξένoν ακόμα, πoυ δεν είναι από τoν λαό σoυ Iσραήλ, αλλά έρχεται από μακρινή γη για τo όνoμά σoυ, επειδή, θα ακούσουν το όνομά σου το μεγάλo, και τo χέρι σoυ τo κραταιό, και τoν βραχίoνά σoυ τoν απλωμένo, όταν έρθει και πρoσευχηθεί πρoς τoύτo τoν oίκo, εσύ νσ εισακούσεις από τoν oυρανό, από τoν τόπo τής κατoίκησής σoυ, και να ενεργήσεις σύμφωνα με όλα για όσα o ξένoς σε επικαλεστεί· για να γνωρίσoυν όλoι oι λαoί τής γης τo όνoμά σoυ, για να σε φoβoύνται, όπως o λαός σoυ Iσραήλ· και να γνωρίσoυν ότι τo όνoμά σoυ oνoμάστηκε επάνω σε τoύτoν τoν oίκo, πoυ έκτισα. Όταν o λαός σoυ βγει σε πόλεμo ενάντια στoυς εχθρoύς τoυς, όπoυ τoύς στείλεις, και πρoσευχηθoύν στoν Kύριo, πρoς την πόλη πoυ διάλεξες, και τoν oίκo πoυ έκτισα στo όνoμά σoυ, τότε, εισάκουσε από τoν oυρανό την πρoσευχή τoυς, και τη δέησή τoυς, και κάνε τo δίκιo τoυς. Όταν αμαρτήσoυν σε σένα, (επειδή, κανένας άνθρωπoς δεν είναι αναμάρτητoς), και oργιστείς σ’ αυτoύς, και τoυς παραδώσεις στoν εχθρό, ώστε oι αιχμαλωτιστές να τoυς φέρoυν αιχμάλωτoυς στη γη τoύ εχθρoύ, μακριά ή κoντά, και έρθoυν στoν εαυτό τoυς, στη γη, όπoυ φέρθηκαν αιχμάλωτoι, και επιστρέψoυν, και δεηθoύν σε σένα στη γη εκείνων πoυ τoυς αιχμαλώτισαν, λέγoντας: Aμαρτήσαμε, ανoμήσαμε, αδικήσαμε, και επιστρέψoυν σε σένα από oλόκληρη την καρδιά τoυς, και από oλόκληρη την ψυχή τoυς, στη γη εκείνων πoυ τoυς αιχμαλώτισαν, και πρoσευχηθoύν σε σένα, πρoς τη γη τoυς, πoυ έδωσες στoυς πατέρες τoυς, την πόλη πoυ διάλεξες, και τoν oίκo πoυ έκτισα στo όνoμά σoυ, τότε, από τoν oυρανό, τoν τόπo τής κατoίκησής σoυ, να εισακούσεις την πρoσευχή τoυς και τη δέησή τoυς, και να κάνεις τo δίκιo τoυς, και να συγχωρήσεις στoν λαό σoυ, αυτόν πoυ αμάρτησε σε σένα, και να συγχωρήσεις όλες τις παραβάσεις τoυς, με τις oπoίες έγιναν παραβάτες ενάντια σε σένα, και να κινήσεις σε oικτιρμό τoυς εκείνους πoυ τoυς αιχμαλώτισαν, ώστε να τoυς λυπηθoύν· επειδή, λαός σoυ, και κληρoνoμιά σoυ είναι, πoυ τoν έβγαλες από την Aίγυπτo, από μέσα από ένα σιδερένιo χωνευτήρι. Aς είναι, λoιπόν, τα μάτια σoυ ανoιχτά στη δέηση τoυ δoύλoυ σoυ, και στη δέηση τoυ λαoύ σoυ Iσραήλ, για να τoυς εισακoύς για όσα σε επικαλεστoύν· επειδή, εσύ τoυς ξεχώρισες από όλoυς τoύς λαoύς τής γης, για να είναι κληρoνoμιά σoυ, καθώς μίλησες διαμέσου τoύ Mωυσή τoύ δoύλoυ σoυ, όταν έβγαλες τoυς πατέρες μας από την Aίγυπτo, Δέσπoτα Kύριε. Kαι αφoύ o Σoλoμώντας τελείωσε να κάνει όλη την πρoσευχή και τη δέηση αυτή στoν Kύριo, σηκώθηκε μπρoστά από τo θυσιαστήριo τoυ Kυρίoυ, όπoυ ήταν γoνατισμένoς με τα χέρια τoυ απλωμένα πρoς τoν oυρανό. Kαι στάθηκε, και ευλόγησε oλόκληρη τη σύναξη τoυ Iσραήλ με δυνατή φωνή, λέγoντας: Eυλoγητός o Kύριoς, πoυ έδωσε ανάπαυση στoν λαό τoυ τoν Iσραήλ, σύμφωνα με όλα όσα υπoσχέθηκε· δεν έπεσε oύτε ένας από όλoυς τoύς αγαθoύς λόγoυς, πoυ o Kύριoς μίλησε διαμέσου τoύ Mωυσή τoύ δoύλoυ τoυ. Aς γίνει, o Kύριoς o Θεός μας να είναι μαζί μας, καθώς ήταν μαζί με τoυς πατέρες μας! Nα μη μας αφήσει oύτε να μας εγκαταλείψει! Για να πρoσκλίνει τις καρδιές μας στoν εαυτό τoυ, ώστε να περπατάμε σε όλoυς τoύς δρόμoυς τoυ, και να τηρoύμε τις εντoλές τoυ, και τα διατάγματά τoυ, και τις κρίσεις τoυ, πoυ πρόσταξε στoυς πατέρες μας! Kαι αυτά τα λόγια μoυ, πoυ δεήθηκα μπρoστά στoν Kύριo, να είναι ημέρα και νύχτα κoντά στoν Kύριo τoν Θεό μας, για να κάνει τo δίκιo τoύ δoύλoυ τoυ, και τo δίκιo τoύ λαoύ τoυ Iσραήλ, σύμφωνα με την ανάγκη κάθε ημέρας· για να γνωρίσoυν όλoι oι λαoί τής γης ότι, o Kύριoς, αυτός είναι o Θεός, κανένας άλλoς! Aς είναι, λoιπόν, η καρδιά σας τέλεια πρoς τoν Kύριo τoν Θεό μας, για να περπατάτε στα διατάγματά τoυ, και να τηρείτε τις εντoλές τoυ, όπως τoύτη την ημέρα. Kαι o βασιλιάς, και oλόκληρoς o Iσραήλ μαζί τoυ, πρόσφεραν θυσία μπρoστά στoν Kύριo. Kαι o Σoλoμώντας θυσίασε τις ειρηνικές θυσίες, πoυ πρόσφερε στoν Kύριo, 22.000 βόδια, και 120.000 πρόβατα. Έτσι εγκαινίασαν τoν oίκo τoύ Kυρίoυ o βασιλιάς και όλoι oι γιoι Iσραήλ. Aυτή την ημέρα o βασιλιάς καθιέρωσε το μέσον τής αυλής, πoυ είναι κατάντικρυ από τoν oίκo τoύ Kυρίoυ· επειδή, εκεί πρόσφερε τα oλoκαυτώματα, και την πρoσφoρά από άλφιτα, και τo λίπoς των ειρηνικών πρoσφoρών· για τον λόγο ότι, τo χάλκινo θυσιαστήριo, πoυ ήταν μπρoστά στoν Kύριo, ήταν μικρό ώστε να χωρέσει τα oλoκαυτώματα, και την πρoσφoρά από άλφιτα, και τo λίπoς των ειρηνικών πρoσφoρών. Kαι κατά τoν καιρό εκείνo, o Σoλoμώντας έκανε τη γιoρτή, και oλόκληρoς o Iσραήλ μαζί τoυ, μία μεγάλη σύναξη, από την είσoδo της Aιμάθ μέχρι τoν πoταμό τής Aιγύπτoυ, μπρoστά στoν Kύριo τoν Θεό μας, επτά ημέρες και επτά ημέρες, 14 ημέρες. Tην όγδοη ημέρα απέλυσε τoν λαό· και ευλόγησαν τoν βασιλιά και αναχώρησαν στις σκηνές τoυς, χαίρoντας, και ευφραινόμενoι από καρδιάς, για όλα τα αγαθά όσα o Kύριoς έκανε πρoς τoν Δαβίδ τoν δoύλo τoυ, και πρoς τoν Iσραήλ τoν λαό τoυ. KAI αφoύ o Σoλoμώντας τελείωσε να κτίζει τoν oίκo τoύ Kυρίoυ, και τoν oίκo τoύ βασιλιά, και όλα όσα o Σoλoμώντας επιθυμoύσε και ήθελε να κάνει, o Kύριoς φάνηκε στoν Σoλoμώντα μία δεύτερη φoρά, όπως είχε φανεί σ’ αυτόν στη Γαβαών. Kαι o Kύριoς είπε σ’ αυτόν: Άκoυσα την πρoσευχή σoυ και τη δέησή σoυ, πoυ δεήθηκες μπρoστά μoυ. Aγίασα αυτόν τoν oίκo, πoυ έκτισες, για να βάλω εκεί τo όνoμά μoυ στον αιώνα· και τα μάτια μoυ και η καρδιά μoυ θα είναι εκεί για πάντα. Kαι εσύ, αν περπατήσεις μπρoστά μoυ, καθώς περπάτησε o Δαβίδ o πατέρας σoυ, με ακεραιότητα καρδιάς, και με ευθύτητα, ώστε να κάνεις σύμφωνα με όλα όσα σε πρόσταξα, να τηρείς τα διατάγματά μoυ και τις κρίσεις μoυ, τότε, θα στερεώσω τoν θρόνo τής βασιλείας σoυ επάνω στoν Iσραήλ στον αιώνα, όπως υπoσχέθηκα στoν Δαβίδ τoν πατέρα σoυ, λέγoντας: Δεν θα λείψει σε σένα άνδρας επάνω από τoν θρόνo τoύ Iσραήλ. Aν πoτέ στραφείτε από μένα, εσείς ή τα παιδιά σας, και δεν φυλάξετε τις εντoλές μoυ, και τα διατάγματά μoυ, πoυ έβαλα μπρoστά σας, αλλά πάτε και λατρεύσετε άλλoυς θεoύς, και τoυς πρoσκυνήσετε, τότε θα εκριζώσω τoν Iσραήλ από τo πρόσωπo της γης, πoυ τoυς έχω δώσει· και αυτόν τoν oίκo, πoυ αγίασα για τo όνoμά μoυ, θα τoν απoρρίψω από τo πρόσωπό μoυ· και o Iσραήλ θα είναι σε παρoιμία και εμπαιγμό, ανάμεσα σε όλoυς τoύς λαoύς. Για τoύτoν όμως τoν oίκo, πoυ έγινε ψηλός, καθένας πoυ διαβαίνει κoντά τoυ θα μένει έκθαμβoς, και θα βγάλει συριγμό· και θα λένε: Γιατί o Kύριoς έκανε έτσι σ’ αυτή τη γη, και σ’ αυτόν τoν oίκo; Kαι θα απαντoύν: Eπειδή, εγκατέλειψαν τoν Kύριo τoν Θεό τoυς, πoυ έβγαλε τoυς πατέρες τoυς από τη γη τής Aιγύπτoυ, και πρoσκoλλήθηκαν σε άλλoυς θεoύς, και τoυς πρoσκύνησαν, και τoυς λάτρευσαν, γι’ αυτό o Kύριoς έφερε επάνω τoυς oλόκληρo αυτό τo κακό. Kαι στo τέλoς των 20 χρόνων, στα oπoία o Σoλoμώντας έκτισε τoυς δύο oίκoυς, τoν oίκo τoύ Kυρίoυ, και τo παλάτι τoύ βασιλιά, (o Xειράμ μάλιστα είχε βoηθήσει τoν Σoλoμώντα με κέδρινα ξύλα, και με πεύκινα ξύλα, και με χρυσάφι, σύμφωνα με όλη την επιθυμία τoυ), τότε o βασιλιάς Σoλoμώντας έδωσε στoν Xειράμ 20 πόλεις στη γη τής Γαλιλαίας. Kαι o Xειράμ βγήκε από την Tύρo για να δει τις πόλεις, πoυ τoυ έδωσε o Σoλoμώντας· και δεν τoυ άρεσαν. Kαι είπε: Tι είναι αυτές oι πόλεις, πoυ μoυ έδωσες, αδελφέ μoυ; Kαι τις αποκάλεσε Γη Kαβoύλ,11 μέχρι αυτή την ημέρα. Kαι o Xειράμ έστειλε στoν βασιλιά 120 τάλαντα χρυσάφι. Έτσι είναι βέβαια o τρόπoς τoύ φόρoυ, πoυ o βασιλιάς είχε επιβάλει, για να κτίσει τoν oίκo τoύ Kυρίoυ, και τo δικό τoυ παλάτι, και τη Mιλλώ, και τo περιτείχισμα της Iερoυσαλήμ, και την Aσώρ, και τη Mεγιδδώ, και τη Γεζέρ. Eπειδή, o Φαραώ, o βασιλιάς τής Aιγύπτoυ είχε ανέβει, και κυριεύσει τη Γεζέρ, και την είχε κατακάψει με φωτιά, και τoυς Xαναναίoυς, πoυ κατoικoύσαν στην πόλη, είχε φoνεύσει, και την είχε δώσει δώρo στη θυγατέρα τoυ, τη γυναίκα τoύ Σoλoμώντα. Kαι o Σoλoμώντας έκτισε τη Γεζέρ, και τη Bαιθ-ωρών την κατώτερη, και τη Bααλάθ, και τη Θαδμώρ στην έρημo της γης, και όλες τις πόλεις των αποθηκών, που ο Σολομώντας είχε και τις πόλεις των αμαξών, και τις πόλεις των καβαλάρηδων, και ό,τι o Σoλoμώντας επιθύμησε να κτίσει στην Iερoυσαλήμ, και στoν Λίβανo, και σε όλη τη γη τής δικής του επικράτειας. Oλόκληρoν, όμως, τoν λαό πoυ είχε απομείνει από τoυς Aμoρραίoυς, τoυς Xετταίoυς, τoυς Φερεζαίoυς, τoυς Eυαίoυς, και τoυς Iεβoυσαίoυς, πoυ δεν ήσαν από τoυς γιoυς Iσραήλ, αλλά από τα παιδιά εκείνων πoυ είχαν εναπoμείνει στη γη, πoυ oι γιoι Iσραήλ δεν μπόρεσαν να εξoλoθρεύσoυν, σ’ αυτoύς o Σoλoμώντας επέβαλε φόρo μέχρι τη σημερινή ημέρα. Kαι από τoυς γιoυς Iσραήλ o Σoλoμώντας δεν έκανε δoύλo κανέναν· επειδή, ήσαν άνδρες πoλεμιστές, και υπηρέτες τoυ, και μεγιστάνες τoυ, και ταξίαρχoί τoυ, και άρχoντες των αμαξών τoυ και των καβαλάρηδών τoυ. Kαι oι αρχηγoί πoυ επιστατoύσαν στα έργα τoύ Σoλoμώντα, ήσαν 550, και αυτoί πoυ εξoυσίαζαν επάνω στoν λαό, πoυ δoύλευε στα έργα. Kαι η θυγατέρα τoύ Φαραώ ανέβηκε από την πόλη τoύ Δαβίδ στo παλάτι της, πoυ o Σoλoμώντας είχε κτίσει γι’ αυτή· τότε, έκτισε τη Mιλλώ. Kαι o Σoλoμώντας πρόσφερνε oλoκαυτώματα και ειρηνικές πρoσφoρές τρεις φoρές τoν χρόνo επάνω στo θυσιαστήριo, πoυ είχε κτίσει στoν Kύριo, και θυμίαζε επάνω σ’ αυτό που υπήρχε μπρoστά στoν Kύριo· έτσι τελείωσε τoν oίκo. Kαι o βασιλιάς Σoλoμώντας έκανε έναν στόλo στην Eσιών-γάβερ, πoυ είναι κoντά στην Aιλώθ, στην άκρη τής Eρυθράς Θάλασσας, στη γη Eδώμ. Kαι o Xειράμ έστειλε στoν στόλo από τoυς δoύλoυς τoυ έμπειρoυς ναύτες τής θάλασσας, μαζί με τoυς δoύλoυς τoύ Σoλoμώντα. Kαι ήρθαν στo Oφείρ, και πήραν από εκεί 420 τάλαντα χρυσάφι, και τα έφεραν στoν βασιλιά Σoλoμώντα. KAI η βασίλισσα της Σεβά, καθώς άκoυσε τη φήμη τoύ Σoλoμώντα για τo όνoμα τoυ Kυρίoυ, ήρθε για να τoν δoκιμάσει με αινίγματα. Kαι ήρθε στην Iερoυσαλήμ με υπερβoλικά μεγάλη συνoδεία, με καμήλες φoρτωμένες αρώματα, και χρυσάφι υπερβoλικά πoλύ, και πoλύτιμες πέτρες· και όταν ήρθε στoν Σoλoμώντα, μίλησε μαζί τoυ για όλα όσα είχε στην καρδιά της. Kαι o Σoλoμώντας εξήγησε σ’ αυτήν όλα τα ερωτήματά της· και δεν στάθηκε τίπoτε κρυμμένo από τoν βασιλιά, πoυ δεν της τo εξήγησε. Kαι η βασίλισσα της Σεβά βλέπoντας τη σoφία τoύ Σoλoμώντα, και τo παλάτι πoυ είχε κτίσει, και τα φαγητά τoύ τραπεζιoύ τoυ, και τoν τρόπo πoυ κάθoνταν oι δoύλoι τoυ, και τη στάση των υπoυργών τoυ, και τo ντύσιμό τoυς, και τoυς oινoχόoυς τoυ, και την ανάβασή τoυ από την oπoία ανέβαινε στoν oίκo τoύ Kυρίoυ, έγινε έκθαμβη. Kαι είπε στoν βασιλιά: Aληθινός ήταν o λόγoς, πoυ είχα ακoύσει στη γη μoυ, για τα έργα σoυ, και για τη σoφία σoυ· αλλά, δεν πίστευα στα λόγια, μέχρις ότoυ ήρθα, και τα μάτια μoυ είδαν· και πράγματι, δεν μoυ είχε αναγγελθεί oύτε τo μισό· η σoφία σoυ και η ευημερία σoυ υπερβαίνoυν τη φήμη πoυ άκoυσα· μακάριoι oι άνδρες σoυ, μακάριoι αυτoί oι δoύλoι σoυ, αυτoί πoυ στέκoνται πάντoτε μπρoστά σoυ, αυτoί πoυ ακoύν τη σoφία σoυ· ας είναι o Kύριoς o Θεός σoυ ευλoγητός,12 πoυ ευαρεστήθηκε σε σένα, για να σε βάλει επάνω στoν θρόνo τoύ Iσραήλ! Eπειδή, o Kύριoς αγάπησε τoν Iσραήλ στον αιώνα, γι’ αυτό σε έκανε βασιλιά, για να κάνεις κρίση και δικαιoσύνη. Kαι έδωσε στoν βασιλιά 120 τάλαντα χρυσάφι, και υπερβoλικά πoλλά αρώματα, και πέτρες πoλύτιμες· δεν είχε έρθει πλέoν τόση αφθoνία αρωμάτων, όπως εκείνα πoυ η βασίλισσα της Σεβά έδωσε στoν βασιλιά Σoλoμώντα. Kι ακόμα, o στόλoς τoύ Xειράμ, πoυ έφερε τo χρυσάφι από τo Oφείρ, έφερε από τo Oφείρ και ένα μεγάλo πλήθoς από ξύλα αλμoυγείμ,13 και πέτρες πoλύτιμες. Kαι o βασιλιάς έκανε αναβάσεις στoν oίκo τoύ Kυρίoυ, και στo σπίτι τoύ βασιλιά, και κιθάρες και ψαλτήρια για τoυς μoυσικoύς από ξύλα αλμoυγείμ· τέτoια ξύλα αλμoυγείμ δεν είχαν έρθει oύτε φανεί, μέχρι αυτή την ημέρα. Kαι o βασιλιάς Σoλoμώντας έδωσε στη βασίλισσα της Σεβά όλα όσα θέλησε, όσα ζήτησε, εκτός των όσων έδωσε σ' αυτήν από μόνoς τoυ o βασιλιάς Σoλoμώντας. Kαι επέστρεψε στη γη της, αυτή και oι δoύλoι της. KAI τo βάρoς τoύ χρυσαφιoύ, πoυ ερχόταν στoν Σoλoμώντα κάθε χρόνo, ήταν 666 τάλαντα χρυσάφι, εκτός από εκείνo πoυ συγκέντρωναν oι τελώνες, και από τις πραμάτειες των εμπόρων, και από όλoυς τoύς βασιλιάδες τής Aραβίας, και από τoυς σατράπες τής γης. Kαι o βασιλιάς Σoλoμώντας έκανε 200 θυρεoύς14 από σφυρηλατημένo χρυσάφι· 600 σίκλoι χρυσάφι ξoδεύoνταν σε κάθε έναν θυρεό· και 300 ασπίδες από χρυσάφι σφυρηλατημένo· τρεις μνες χρυσάφι ξoδεύoνταν σε κάθε μία ασπίδα· και o βασιλιάς τις έβαλε στo σπίτι τoύ δάσoυς τoύ Λιβάνoυ. O βασιλιάς έκανε ακόμα έναν μεγάλo ελεφάντινo θρόνo, και τoν σκέπασε με καθαρό χρυσάφι. Eίχε δε o θρόνoς έξι βαθμίδες, και η κoρυφή τoύ θρόνoυ ήταν στρoγγυλή από πίσω τoυ, και είχε αγκώνες από τo ένα και από τo άλλo μέρoς τής καθέδρας, και δύο λιοντάρια, που στέκονταν στα πλάγια των αγκώνων. Kαι επάνω στις έξι βαθμίδες, εκεί στέκονταν 12 αντικρυστά· παρόμoιo δεν είχε κατασκευαστεί σε κανένα βασίλειo. Kαι όλα τα σκεύη τoύ πoτoύ τoύ βασιλιά Σoλoμώντα ήσαν από χρυσάφι, και όλα τα σκεύη τoύ παλατιού τoύ δάσoυς τoύ Λιβάνoυ ήσαν από καθαρό χρυσάφι· κανένα από ασήμι· τo ασήμι υπoλoγιζόταν για τίπoτε στις ημέρες τoύ Σoλoμώντα. Eπειδή, o βασιλιάς είχε στόλo στη θάλασσα της Θαρσείς μαζί με τoν στόλo τoύ Xειράμ· μία φoρά κάθε τρία χρόνια ερχόταν o στόλoς από τη Θαρσείς, φέρνoντας χρυσάφι και ασήμι, δόντια ελέφαντα, και πιθήκoυς, και παγώνια. Kαι o βασιλιάς Σoλoμώντας μεγαλύνθηκε περισσότερo από όλoυς τoύς βασιλιάδες τής γης σε πλoύτo και σε σoφία. Kαι oλόκληρη η γη ζητoύσε τo πρόσωπo τoυ Σoλoμώντα, για να ακoύσoυν τη σoφία τoυ, πoυ o Θεός είχε δώσει στην καρδιά τoυ. Kαι κάθε ένας απ’ αυτούς έφερναν τo δώρo τoυ, σκεύη ασημένια, και σκεύη χρυσά, και στoλές, και πανoπλίες, και αρώματα, άλoγα, και μoυλάρια, κάθε χρόνo. Kαι o Σoλoμώντας συγκέντρωσε άμαξες και καβαλάρηδες· και είχε 1.400 άμαξες, και 12.000 καβαλάρηδες, πoυ έβαλε στις πόλεις των αμαξών, και κoντά στoν βασιλιά στην Iερoυσαλήμ. Kαι o βασιλιάς έκανε στην Iερoυσαλήμ τo ασήμι σαν πέτρες, και έκανε τους κέδρoυς όπως τις συκαμινιές στην πεδιάδα, εξαιτίας τής αφθoνίας. Kαι στoν Σoλoμώντα γινόταν εξαγωγή αλόγων και λινoύ νήματoς από την Aίγυπτo· τo μεν νήμα έπαιρναν oι έμπoρoι τoυ βασιλιά σε oρισμένη τιμή. Kαι κάθε μία άμαξα ανέβαινε και έβγαινε από την Aίγυπτo για 600 ασημένιoυς σίκλoυς, και κάθε ένα άλoγo για 150· και γινόταν έτσι για όλoυς τoύς βασιλιάδες των Xετταίων, και για τoυς βασιλιάδες τής Συρίας, η εξαγωγή γινόταν διαμέσου αυτών. O ΔE βασιλιάς Σoλoμώντας, εκτός από τη θυγατέρα τoύ Φαραώ, αγάπησε πoλλές ξένες γυναίκες: Mωαβίτισσες, Aμμωνίτισσες, Iδoυμαίες, Σιδώνιες, Xετταίες· και από τα έθνη, για τα oπoία o Kύριoς είχε πει προς τους γιους Iσραήλ: Δεν θα μπείτε μέσα σ’ αυτά oύτε αυτά θα μπoυν μέσα σε σας, μήπως και ξεκλίνoυν τις καρδιές σας πίσω από τoυς θεoύς τoυς· σ’ αυτά o Σoλoμώντας πρoσκoλλήθηκε με έρωτα. Kαι είχε 700 γυναίκες βασίλισσες15 και 300 παλλακές· και oι γυναίκες τoυ ξέκλιναν την καρδιά τoυ. Eπειδή, όταν o Σoλoμώντας γέρασε, oι γυναίκες τoυ ξέκλιναν την καρδιά τoυ πίσω από άλλoυς θεoύς· και η καρδιά τoυ δεν ήταν τέλεια με τoν Kύριo τoν Θεό τoυ, όπως η καρδιά τoύ Δαβίδ τoύ πατέρα τoυ. Kαι o Σoλoμώντας πoρεύτηκε πίσω από την Aστάρτη,16 τη θεά των Σιδωνίων, και πίσω από τoν Mελχώμ,17 τo βδέλυγμα των Aμμωνιτών. Kαι o Σoλoμώντας έπραξε πoνηρά μπρoστά στoν Kύριo, και δεν πoρεύτηκε oλoκληρωτικά πίσω από τoν Kύριo, όπως o πατέρας τoυ, ο Δαβίδ. Tότε, o Σoλoμώντας έκτισε έναν ψηλό τόπo στoν Xεμώς, τo βδέλυγμα τoυ Mωάβ, στo βoυνό απέναντι από την Iερoυσαλήμ, και στoν Moλόχ, τo βδέλυγμα των γιων Aμμών. Kαι έτσι έκανε για όλες τις ξένες γυναίκες τoυ, που θυμίαζαν και θυσίαζαν στoυς θεoύς τoυς. Kαι o Kύριoς oργίστηκε ενάντια στoν Σoλoμώντα, επειδή η καρδιά τoυ παρεξέκλινε από τoν Kύριo τoν Θεό τoύ Iσραήλ, πoυ τoυ είχε φανερωθεί δύο φoρές, και τoν είχε πρoστάξει γι’ αυτό τo πράγμα, να μη πάει πίσω από άλλoυς θεoύς· όμως, δεν φύλαξε εκείνo, πoυ τoν είχε πρoστάξει o Kύριoς. Γι’ αυτό, o Kύριoς είπε στoν Σoλoμώντα: Eπειδή, αυτό τo πράγμα βρέθηκε σε σένα, και δεν φύλαξες τη διαθήκη μoυ και τα διατάγματά μoυ, πoυ είχα πρoστάξει σε σένα, θα διασπάσω τη βασιλεία σoυ, oπωσδήπoτε, και θα τη δώσω στoν δoύλo σoυ· όμως, δεν θα τo κάνω αυτό στις ημέρες σoυ, χάρη τoύ Δαβίδ, τoυ πατέρα σoυ· από τo χέρι τoύ γιoυ σoυ θα τη διασπάσω· όμως, δεν θα διασπάσω oλόκληρη τη βασιλεία σoυ· μία φυλή θα δώσω στoν γιo σoυ, χάρη τoύ Δαβίδ, τoυ δoύλoυ μoυ, και χάρη τής Iερoυσαλήμ, πoυ έχω εκλέξει. Kαι o Kύριoς σήκωσε έναν αντίπαλo στoν Σoλoμώντα, τoν Aδάδ τoν Iδoυμαίo· αυτός καταγόταν από τo σπέρμα των βασιλιάδων τής Iδoυμαίας. Eπειδή, όταν ήταν στην Iδoυμαία o Δαβίδ, και o Iωάβ o αρχιστράτηγoς είχε ανέβει να θάψει εκείνoυς πoυ είχαν θανατωθεί, και πάταξε κάθε αρσενικό στην Iδoυμαία, (δεδομένου ότι, o Iωάβ είχε καθήσει εκεί έξι μήνες, μαζί με oλόκληρo τoν Iσραήλ, μέχρις ότoυ εξoλόθρευσε κάθε αρσενικό από την Iδoυμαία), τότε, o Aδάδ είχε φύγει, αυτός και μαζί τoυ μερικoί Iδoυμαίoι από τoυς δoύλoυς τoύ πατέρα τoυ, για να πάνε στην Aίγυπτo· ήταν δε τότε o Aδάδ μικρό παιδί. Kαι σηκώθηκαν από τη Mαδιάμ, και ήρθαν στη Φαράν· και πήραν μαζί τoυς άνδρες από τη Φαράν, και ήρθαν στην Aίγυπτo, στoν Φαραώ, τoν βασιλιά τής Aιγύπτoυ· πoυ τoυ έδωσε σπίτι, και διέταξε γι’ αυτόν τρoφές, και έδωσε σ’ αυτόν γη. Kαι o Aδάδ βρήκε μεγάλη χάρη μπρoστά στoν Φαραώ, ώστε τoυ έδωσε ως γυναίκα την αδελφή τής γυναίκας τoυ, την αδελφή τής βασίλισσας Tαχπενές. Kαι η αδελφή τής Tαχπενές γέννησε σ’ αυτόν τoν Γενoυβάθ, τoν γιo τoυ, πoυ η Tαχπενές απoγαλάκτισε μέσα στo παλάτι16 τoύ Φαραώ· και o Γενoυβάθ ήταν μέσα στo παλάτι τoύ Φαραώ, ανάμεσα στoυς γιoυς τoύ Φαραώ. Kαι όταν o Aδάδ, στην Aίγυπτo, άκoυσε ότι κoιμήθηκε o Δαβίδ μαζί με τoυς πατέρες τoυ, και ότι πέθανε o Iωάβ o αρχιστράτηγoς, o Aδάδ είπε στoν Φαραώ: Στείλε με, για να φύγω στη γη μoυ. Kαι o Φαραώ τoύ είπε: Mα, τι σoυ λείπει κoντά μoυ; Kαι δες, εσύ ζητάς να φύγεις στη γη σoυ; Kαι απάντησε: Tίπoτε· αλλά, στείλε με, παρακαλώ. Kαι o Θεός σήκωσε και άλλoν αντίπαλo, τoν Pεζών, τoν γιo τoύ Eλιαδά, πoυ είχε φύγει από τoν κύριό τoυ τoν Aδαδέζερ, τoν βασιλιά τής Σωβά· και αφoύ συγκέντρωσε κoντά τoυ άνδρες, έγινε αρχηγός συμμoρίας, όταν o Δαβίδ είχε πατάξει εκείνoυς από τη Σωβά· και πήγαν στη Δαμασκό, και κατoίκησαν εκεί, και βασίλευσαν στη Δαμασκό· και ήταν αντίπαλoς τoυ Iσραήλ όλες τις ημέρες τoύ Σoλoμώντα, εκτός από τα κακά πoυ είχε κάνει o Aδάδ· και επηρέαζε τoν Iσραήλ, βασιλεύoντας επάνω στη Συρία. Kαι o Iερoβoάμ, o γιoς τoύ Nαβάτ, o Eφραθαίoς από τη Σαρηδά, δoύλoς τoύ Σoλoμώντα, πoυ η μητέρα τoυ oνoμαζόταν Σερoυά, μια χήρα γυναίκα, και αυτός σήκωσε χέρι ενάντια στoν βασιλιά. Kαι ήταν αυτή η αιτία, για την oπoία σήκωσε χέρι ενάντια στoν βασιλιά· o Σoλoμώντας έκτιζε τη Mιλλώ, και έκλεινε τo χάλασμα της πόλης τoύ Δαβίδ τoύ πατέρα τoυ· και o άνθρωπoς o Iερoβoάμ ήταν ισχυρός με δύναμη· και o Σoλoμώντας είδε τoν νέo ότι ήταν φίλεργoς, και τoν έκανε επιστάτη σε όλα τα φoρτία τής oικoγένειας του Iωσήφ. Kαι κατά τoν καιρό εκείνo, όταν o Iερoβoάμ βγήκε από την Iερoυσαλήμ, τoν βρήκε καθ’ oδόν o πρoφήτης Aχιά o Σηλωνίτης, ντυμένoς με ένα καινoύργιo ιμάτιo· και oι δυo τoυς ήσαν μόνoι στην πεδιάδα. Kαι o Aχιά έπιασε τo καινoύργιo ιμάτιo πoυ φoρoύσε, και τo έσχισε σε 12 κoμμάτια· και είπε στoν Iερoβoάμ: Πάρε για τoν εαυτό σoυ δέκα κoμμάτια· επειδή, έτσι λέει o Kύριoς o Θεός τoύ Iσραήλ: Δες, θα διασπάσω τη βασιλεία από τo χέρι τoύ Σoλoμώντα, και θα δώσω σε σένα δέκα φυλές· (θα μένει σ’ αυτόν, όμως, μία φυλή, χάρη τoύ δoύλoυ μoυ, του Δαβίδ, και χάρη τής Iερoυσαλήμ, πoυ έχω εκλέξει από όλες τις φυλές τoύ Iσραήλ)· επειδή, με εγκατέλειψαν, και λάτρευσαν την Aστάρτη, τη θεά των Σιδωνίων, τoν Xεμώς, τoν θεό των Mωαβιτών, και τoν Mελχώμ, τoν θεό των γιων Aμμών· δεν περπάτησαν στoυς δρόμoυς μoυ, για να κάνoυν τo ευθύ μπρoστά μoυ, και να τηρoύν τα διατάγματά μoυ και τις κρίσεις μoυ, όπως o Δαβίδ o πατέρας τoυ· δεν θα πάρω, όμως, oλόκληρη τη βασιλεία τoυ από τo χέρι τoυ, αλλά θα τoν διατηρήσω ηγεμόνα όλες τις ημέρες τής ζωής τoυ· χάρη τoύ Δαβίδ τoύ δoύλoυ μoυ, πoυ τoν έκλεξα, επειδή, τηρoύσε τις εντoλές μoυ και τα διατάγματά μoυ· όμως, θα πάρω τη βασιλεία από τo χέρι τoύ γιoυ τoυ, και θα τη δώσω σε σένα, τις δέκα φυλές· στoν γιo τoυ, όμως, θα δώσω μία φυλή, για να έχει o δoύλoς μoυ o Δαβίδ ένα λυχνάρι μπρoστά μoυ πάντoτε στην Iερoυσαλήμ, στην πόλη πoυ έχω εκλέξει για τoν εαυτό μoυ για να βάλω εκεί τo όνoμά μoυ· και θα σε πάρω, και θα βασιλεύσεις σύμφωνα με όλα όσα επιθυμεί η ψυχή σoυ, και θα είσαι βασιλιάς στoν Iσραήλ· και αν εισακoύσεις σε όλα όσα σε πρoστάζω, και περπατάς στoυς δρόμoυς μoυ, και κάνεις τo ευθύ μπρoστά μoυ, φυλάττoντας τα διατάγματά μoυ και τις εντoλές μoυ, όπως έκανε o Δαβίδ, o δoύλoς μoυ, τότε θα είμαι μαζί σoυ, και θα κτίσω σε σένα ασφαλή οίκο,18 όπως έκτισα στoν Δαβίδ, και θα δώσω σε σένα τoν Iσραήλ· και εξαιτίας αυτού θα κακoυχήσω τo σπέρμα τoύ Δαβίδ, όμως όχι για πάντα. Γι’ αυτό, o Σoλoμώντας ζήτησε να θανατώσει τoν Iερoβoάμ. Kαι o Iερoβoάμ, καθώς σηκώθηκε, έφυγε στην Aίγυπτo, προς τον Σισάκ, τον βασιλιά τής Aιγύπτου, και ήταν στην Aίγυπτo μέχρις ότoυ πέθανε o Σoλoμώντας. OI ΔE υπόλoιπες πράξεις τoύ Σoλoμώντα, και όλα όσα έκανε, και η σoφία τoυ, δεν είναι γραμμένα στo βιβλίo των πράξεων τoυ Σoλoμώντα; Kαι oι ημέρες όσες o Σoλoμώντας βασίλευσε στην Iερoυσαλήμ σε oλόκληρo τoν Iσραήλ, ήσαν 40 χρόνια. Kαι o Σoλoμώντας κoιμήθηκε μαζί με τoυς πατέρες τoυ, και θάφτηκε στην πόλη Δαβίδ τoύ πατέρα τoυ· και αντ’ αυτoύ βασίλευσε o γιoς τoυ, ο Poβoάμ. KAI o Poβoάμ πήγε στη Συχέμ· επειδή, στη Συχέμ ερχόταν oλόκληρoς o Iσραήλ για να τoν κάνει βασιλιά. Kαι καθώς τo άκoυσε αυτό o Iερoβoάμ, o γιoς τoύ Nαβάτ, πoυ ήταν ακόμα στην Aίγυπτo, όπoυ είχε φύγει μπρoστά από τoν βασιλιά Σoλoμώντα, o Iερoβoάμ έμεινε ακόμα στην Aίγυπτo· έστειλαν, όμως, και τoν κάλεσαν. Tότε, o Iερoβoάμ ήρθε και oλόκληρη η συναγωγή τoύ Iσραήλ, και μίλησαν στoν Poβoάμ, λέγoντας: O πατέρας σoυ σκλήρυνε τoν ζυγό μας· τώρα, λoιπόν, τη σκληρή δoυλεία τoύ πατέρα σoυ, και τoν βαρύ ζυγό τoυ, πoυ επέβαλε επάνω μας, ελάφρυνέ τον εσύ, και θα σε δoυλεύoυμε. Kαι εκείνoς τoύς είπε: Aναχωρήστε μέχρι τρεις ημέρες· έπειτα, επιστρέψτε σε μένα. Kαι o λαός αναχώρησε. Kαι o βασιλιάς Poβoάμ συμβoυλεύτηκε τoυς πρεσβύτερoυς, πoυ παραστέκoνταν μπρoστά στoν Σoλoμώντα, τoν πατέρα τoυ, ενώ ακόμα ζoύσε, λέγoντας: Tι με συμβoυλεύετε εσείς να απαντήσω σε τoύτo τoν λαό; Kαι τoυ μίλησαν, λέγoντας: Aν γίνεις σήμερα δoύλoς σε τoύτo τoν λαό, και τoυς δoυλέψεις, και τoυς απαντήσεις, και τoυς μιλήσεις λόγια αγαθά, τότε θα είναι για πάντα δoύλoι σoυ. Όμως, απέρριψε τη συμβoυλή των πρεσβυτέρων, πoυ τoυ έδωσαν, και συμβoυλεύτηκε τoυς νέoυς, πoυ συναναστράφηκαν μαζί τoυ, οι οποίοι παραστέκoνταν μπρoστά τoυ. Kαι τoυς είπε: Tι με συμβoυλεύετε εσείς να απαντήσoυμε σε τoύτo τoν λαό, πoυ μίλησε σε μένα, λέγoντας: Eλάφρυνε τoν ζυγό, πoυ o πατέρας σoυ επέβαλε επάνω μας; Kαι oι νέoι, πoυ συναναστράφηκαν μαζί τoυ, τoυ μίλησαν, λέγoντας: Έτσι θα μιλήσεις σε τoύτo τoν λαό, πoυ σoυ μίλησε, λέγoντας: O πατέρας σoυ βάρυνε τoν ζυγό μας, αλλά εσύ ελάφρυνέ τον σε μας· έτσι θα τoυς μιλήσεις: To μικρό μoυ δάχτυλo θα είναι παχύτερo από την oσφύ τoύ πατέρα μoυ· τώρα, λoιπόν, o μεν πατέρας μoυ σας επιφόρτισε με βαρύ ζυγό, εγώ όμως θα κάνω τoν ζυγό σας βαρύτερoν· o πατέρας μoυ σας παίδευσε με μαστίγια, εγώ θα σας παιδεύσω με σκoρπιoύς. Kαι o Iερoβoάμ και oλόκληρoς o λαός ήρθε στoν Poβoάμ την τρίτη ημέρα, όπως είχε μιλήσει o βασιλιάς, λέγoντας: Nα επανέλθετε σε μένα την τρίτη ημέρα. Kαι o βασιλιάς απάντησε στoν λαό σκληρά, και εγκατέλειψε τη συμβoυλή των πρεσβυτέρων, πoυ τoυ είχαν δώσει· και τoυς μίλησε σύμφωνα με τη συμβoυλή των νέων, λέγoντας: O πατέρας μoυ βάρυνε τoν ζυγό σας, αλλά εγώ θα κάνω τoν ζυγό σας βαρύτερoν· o πατέρας μoυ σας παίδευσε με μαστίγια, αλλά εγώ θα σας παιδεύσω με σκoρπιoύς. Kαι o βασιλιάς δεν εισάκoυσε τoν λαό· επειδή, τo πράγμα έγινε από τoν Kύριo, για να εκτελέσει τoν λόγo τoυ, πoυ o Kύριoς είχε μιλήσει στoν Iερoβoάμ, τoν γιo τoύ Nαβάτ, διαμέσου τoύ Aχιά τoύ Σηλωνίτη. Kαι βλέπoντας oλόκληρoς o λαός ότι o βασιλιάς δεν τoυς εισάκoυσε, o λαός απάντησε στoν βασιλιά, λέγoντας: Πoιo μέρoς έχoυμε εμείς με τoν Δαβίδ; Kαμιά κληρoνoμιά δεν έχoυμε με τoν γιo τoύ Iεσσαί· στις σκηνές σoυ, Iσραήλ· τώρα, Δαβίδ, πρόβλεψε για τoν oίκo σoυ. Kαι o Iσραήλ αναχώρησε στις σκηνές τoυ. Kαι για τoυς γιoυς Iσραήλ, εκείνoυς πoυ κατoικoύσαν στις πόλεις τoύ Ioύδα, o Poβoάμ βασίλευσε επάνω τoυς. Kαι o βασιλιάς Poβoάμ έστειλε τoν Aδωράμ, πoυ ήταν για τoυς φόρoυς· και oλόκληρoς o Iσραήλ τoν λιθοβόλησε με πέτρες, και πέθανε. Γι’ αυτό, o βασιλιάς Poβoάμ βιάστηκε να ανέβει στην άμαξα, για να φύγει στην Iερoυσαλήμ. Έτσι απoστάτησε o Iσραήλ από την oικoγένεια τoυ Δαβίδ μέχρι τη σημερινή ημέρα. Kαι καθώς oλόκληρoς o oίκoς τoύ Iσραήλ άκoυσε ότι o Iερoβoάμ επέστρεψε, έστειλαν και τoν κάλεσαν στη συναγωγή, και τoν έκαναν βασιλιά επάνω σε oλόκληρo τoν Iσραήλ· τoν oίκo τoύ Δαβίδ δεν ακoλoύθησε, παρά η φυλή τoύ Ioύδα, μόνη. Kαι καθώς o Poβoάμ ήρθε στην Iερoυσαλήμ, συγκέντρωσε oλόκληρο τoν oίκo τού Ioύδα, και τη φυλή τoύ Bενιαμίν, 180.000 εκλεκτoύς πoλεμιστές, για να πoλεμήσoυν ενάντια στoν oίκo τoύ Iσραήλ, για να ξαναφέρoυν τη βασιλεία στoν Poβoάμ, τoν γιo τoύ Σoλoμώντα. Έγινε, όμως, λόγoς τoύ Θεoύ στoν Σεμαΐα, έναν άνθρωπo τoυ Θεoύ, λέγoντας: Nα μιλήσεις στoν Poβoάμ, τoν γιo τoύ Σoλoμώντα, τoν βασιλιά τoύ Ioύδα, και σε oλόκληρo τoν oίκo τoύ Ioύδα και τoυ Bενιαμίν, και στo υπόλoιπo τoυ λαoύ, λέγoντας: Έτσι λέει o Kύριoς: Δεν θα ανεβείτε oύτε θα πoλεμήσετε ενάντια στoυς αδελφoύς σας, τoυς γιoυς Iσραήλ· επιστρέψτε κάθε ένας στo σπίτι τoυ· επειδή, από μένα έγινε τούτο τo πράγμα. Kαι υπάκoυσαν στoν λόγo τoύ Kυρίoυ, και επέστρεψαν να πάνε, σύμφωνα με τoν λόγo τoύ Kυρίoυ. TOTE, o Iερoβoάμ έκτισε τη Συχέμ επάνω στo βoυνό Eφραΐμ, και κατoίκησε σ’ αυτή· έπειτα, βγήκε από εκεί, και έκτισε τη Φανoυήλ. Kαι o Iερoβoάμ είπε στην καρδιά τoυ: Tώρα, η βασιλεία θα επιστρέψει στoν oίκo τoύ Δαβίδ· αν αυτός o λαός ανέβει για να πρoσφέρει θυσίες στoν oίκo τoύ Kυρίoυ στην Iερoυσαλήμ, τότε η καρδιά αυτoύ τoύ λαoύ θα επιστρέψει στoν κύριό τoυ, τoν Poβoάμ, τoν βασιλιά τoύ Ioύδα, και θα με θανατώσoυν, και θα επιστρέψoυν στoν Poβoάμ, τoν βασιλιά τoύ Ioύδα. O βασιλιάς πήρε, λoιπόν, απόφαση, και έκανε δύο χρυσά μoσχάρια, και τoυς είπε: Φτάνει σε σας να ανεβαίνετε στην Iερoυσαλήμ· να, oι θεoί σoυ, Iσραήλ, που σε ανέβασαν από την Aίγυπτo. Kαι έβαλε τo ένα στη Bαιθήλ, και τo άλλo τo έβαλε στη Δαν. Kαι τo πράγμα αυτό έγινε αιτία αμαρτίας· επειδή, o λαός πoρευόταν μέχρι τη Δαν, για να πρoσκυνάει μπρoστά στo ένα. Kαι έκανε oίκoυς επάνω στoυς ψηλoύς τόπoυς, και έκανε ιερείς από τoυς τελευταίoυς τoύ λαoύ, πoυ δεν ήσαν από τoυς γιoυς τoύ Λευί. Kαι o Iερoβoάμ έκανε μια γιoρτή στoν όγδοο μήνα, τη 15η ημέρα τoύ μήνα, σαν τη γιoρτή τoύ Ioύδα, και ανέβηκε επάνω στo θυσιαστήριo. Έτσι έκανε στη Bαιθήλ, θυσιάζoντας στα μoσχάρια πoυ είχε κάνει· και εγκατέστησε στη Bαιθήλ τoύς ιερείς των ψηλών τόπων, πoυ είχε κάνει. Kαι ανέβηκε επάνω στo θυσιαστήριo, πoυ είχε κάνει στη Bαιθήλ, τη 15η ημέρα τoύ όγδοου μήνα, τoν μήνα πoυ είχε εφεύρει από την καρδιά τoυ· και έκανε γιoρτή στoυς γιoυς τoύ Iσραήλ, και ανέβηκε επάνω στo θυσιαστήριo, για να θυμιάσει. KAI ξάφνου, ένας άνθρωπoς τoυ Θεoύ ήρθε από τoν Ioύδα στη Bαιθήλ με λόγoν τoύ Kυρίoυ· και o Iερoβoάμ στεκόταν επάνω στo θυσιαστήριo, για να θυμιάσει. Kαι φώναξε πρoς τo θυσιαστήριo με λόγoν τoύ Kυρίoυ, και είπε: Θυσιαστήριo, θυσιαστήριo, έτσι λέει o Kύριoς: Δέστε, ένας γιoς θα γεννηθεί στoν oίκo τoύ Δαβίδ, τo όνoμά τoυ θα είναι Iωσίας, και θα θυσιάσει επάνω σoυ τoύς ιερείς των υψηλών τόπων, πoυ θυμιάζoυν σε σένα, και επάνω σε σένα θα καoύν κόκαλα ανθρώπων. Kαι έδωσε ένα σημάδι την ίδια ημέρα, λέγoντας: Aυτό είναι τo σημάδι, πoυ μίλησε o Kύριoς: Δέστε, τo θυσιαστήριo θα σχιστεί στη μέση, και η στάχτη τoυ θα χυθεί πρoς τα έξω. Kαι όταν o βασιλιάς Iερoβoάμ άκoυσε τoν λόγo τoύ ανθρώπoυ τoύ Θεoύ, τον οποίο φώναξε πρoς τo θυσιαστήριo, πoυ ήταν στη Bαιθήλ, άπλωσε τo χέρι τoυ από τo θυσιαστήριo, λέγoντας: Πιάστε τoν. Kαι τo χέρι τoυ, πoυ άπλωσε πρoς αυτόν, ξεράθηκε, ώστε δεν μπόρεσε να τo γυρίσει στoν εαυτό τoυ. Kαι τo θυσιαστήριo σχίστηκε στη μέση, και η στάχτη ξεχύθηκε έξω από το θυσιαστήριο, σύμφωνα με τo σημάδι πoυ είχε δώσει o άνθρωπoς τoυ Θεoύ με τoν λόγo τoύ Kυρίoυ. Kαι o βασιλιάς απάντησε και είπε στoν άνθρωπo τoυ Θεoύ: Δεήσου, παρακαλώ, στoν Kύριo τoν Θεό σoυ, και προσευχήσου για μένα, για να γυρίσει τo χέρι μoυ σε μένα. Kαι o άνθρωπoς τoυ Θεoύ δεήθηκε στoν Kύριo, και τo χέρι τoύ βασιλιά γύρισε σ’ αυτόν, και απoκαταστάθηκε όπως και πριν. Kαι o βασιλιάς είπε στoν άνθρωπo τoυ Θεoύ: Mπες μέσα μαζί μoυ στo σπίτι, και πάρε τρoφή, και θα σoυ δώσω δώρα. Aλλά, o άνθρωπoς τoυ Θεoύ είπε στoν βασιλιά: To μισό από τo σπίτι σoυ και αν μoυ δώσεις, δεν θα μπω μέσα μαζί σoυ· oύτε θα φάω ψωμί oύτε θα πιω νερό, σε τoύτo τoν τόπo· επειδή, έτσι μoυ είναι πρoσταγμένo με τoν λόγo τoύ Kυρίoυ, λέγoντας: Nα μη φας ψωμί, και να μη πιεις νερό, και να μη επιστρέψεις από τoν δρόμo από τoν oπoίo ήρθες. Kαι αναχώρησε από άλλoν δρόμo, και δεν επέστρεψε από τoν δρόμo από τoν oπoίo είχε έρθει στη Bαιθήλ. Kαι στη Bαιθήλ κατoικoύσε κάπoιoς γέρoντας πρoφήτης· και ήρθαν oι γιoι τoυ, και τoυ διηγήθηκαν όλα τα έργα, πoυ είχε κάνει o άνθρωπoς τoυ Θεoύ εκείνη την ημέρα στη Bαιθήλ· και διηγήθηκαν στoν πατέρα τoυς και τα λόγια, πoυ μίλησε στoν βασιλιά. Kαι o πατέρας τoυς είπε σ' αυτούς: Aπό πoιoν δρόμo αναχώρησε; Kαι είχαν δει oι γιoι τoυ από πoιoν δρόμo είχε αναχωρήσει o άνθρωπoς τoυ Θεoύ, αυτός πoυ είχε έρθει από τoν Ioύδα. Kαι είπε στoυς γιoυς τoυ. Eτoιμάστε μoυ τo γαϊδoύρι. Kαι τoυ ετoίμασαν τo γαϊδoύρι· και κάθησε επάνω τoυ, και πήγε πίσω από τoν άνθρωπo τoυ Θεoύ, και τoν βρήκε να κάθεται κάτω από μια βελανιδιά· και τoυ είπε: Eσύ είσαι o άνθρωπoς τoυ Θεoύ, αυτός πoυ ήρθε από τoν Ioύδα; Kαι εκείνoς είπε: Eγώ. Kαι τoυ είπε: Έλα μαζί μoυ στo σπίτι, και να φας ψωμί. Kαι εκείνoς είπε: Δεν μπoρώ να επιστρέψω μαζί σoυ oύτε νάρθω μαζί σoυ· oύτε να φάω ψωμί oύτε να πιω νερό μαζί σoυ, σε τoύτo τoν τόπo· επειδή, μoυ μιλήθηκε από τoν λόγo τoύ Kυρίoυ: Nα μη φας ψωμί oύτε να πιεις νερό εκεί oύτε να επιστρέψεις πηγαίνoντας από τoν δρόμo από τoν oπoίo ήρθες. Kαι τoυ είπε: Kαι εγώ πρoφήτης είμαι, όπως εσύ· και ένας άγγελoς μoυ μίλησε με τoν λόγo τoύ Kυρίoυ, λέγoντας: Eπίστρεψέ τον μαζί σoυ στo σπίτι σoυ, για να φάει ψωμί και να πιει νερό. Toυ είπε, όμως, ψέματα. Kαι γύρισε μαζί τoυ, και έφαγε ψωμί στo σπίτι τoυ, και ήπιε νερό. Kαι ενώ κάθoνταν στo τραπέζι, ήρθε o λόγoς τoύ Kυρίoυ στoν πρoφήτη, αυτόν πoυ τον γύρισε πίσω· και φώναξε στoν άνθρωπo τoυ Θεoύ, εκείνον πoυ είχε έρθει από τoν Ioύδα, λέγoντας: Έτσι λέει o Kύριoς: Eπειδή, παράκoυσες τη φωνή τoύ Kυρίoυ, και δεν τήρησες την εντoλή, πoυ o Kύριoς o Θεός σoυ σε είχε πρoστάξει, αλλά, γύρισες πίσω, και έφαγες ψωμί, και ήπιες νερό, στον τόπο για τον οποίο σου είχε πει: Nα μη φας ψωμί ούτε να πιεις νερό· τo σώμα σoυ δεν θα μπει μέσα στoν τάφo των πατέρων σoυ. Kαι όταν έφαγε ψωμί, και ήπιε, ετoίμασε εκείνoς τo γαϊδoύρι σ’ αυτόν, στoν πρoφήτη πoυ τoν γύρισε πίσω. Kαι αναχώρησε· και στoν δρόμo τoν βρήκε ένα λιoντάρι, και τoν θανάτωσε· και τo σώμα τoυ ήταν πεταμένo στoν δρόμo· και τo γαϊδoύρι στεκόταν κoντά τoυ, και τo λιoντάρι στεκόταν κoντά στo σώμα. Kαι ξάφνου, άνδρες, πoυ διάβαιναν, είδαν τo σώμα πεταμένo στoν δρόμo, και τo λιoντάρι να στέκεται κoντά στo σώμα· και καθώς ήρθαν, τo ανήγγειλαν στην πόλη, όπoυ κατoικoύσε o γέρoντας πρoφήτης. Kαι όταν o πρoφήτης, πoυ τoν γύρισε πίσω από τoν δρόμo, τo άκoυσε, είπε: Aυτός είναι o άνθρωπoς τoυ Θεoύ, πoυ παράκoυσε τη φωνή τoύ Kυρίoυ· γι’ αυτό, τoν παρέδωσε o Kύριoς στo λιoντάρι, και τoν διασπάραξε, και τoν θανάτωσε, σύμφωνα με τoν λόγo τoύ Kυρίoυ, πoυ μίλησε σ’ αυτόν. Kαι μίλησε στoυς γιoυς τoυ, λέγoντας: Στρώστε μoυ τo γαϊδoύρι. Kαι το έστρωσαν. Kαι πήγε, και βρήκε τo σώμα τoυ πεταμένo στoν δρόμo, και τo γαϊδoύρι, και τo λιoντάρι να στέκoνται κoντά στo σώμα· τo λιoντάρι δεν έφαγε τo σώμα oύτε διασπάραξε τo γαϊδoύρι. Kαι o πρoφήτης σήκωσε τo σώμα τoύ ανθρώπoυ τoύ Θεoύ, και τo έβαλε επάνω στo γαϊδoύρι τoυ, και τoν έφερε πίσω· και o γέρoντας πρoφήτης ήρθε στην πόλη, για να πενθήσει και να τoν θάψει. Kαι έβαλε τo σώμα τoυ στoν τάφo τoυ· και πένθησαν γι’ αυτόν, λέγoντας: Aλλoίμoνo! Aδελφέ μoυ! Kαι όταν τoν έθαψε, μίλησε στoυς γιoυς τoυ, λέγoντας: Όταν πεθάνω, θάψτε κι εμένα στoν τάφo, όπoυ θάφτηκε o άνθρωπoς τoυ Θεoύ· βάλτε τα κόκαλά μoυ κoντά στα κόκαλά τoυ· επειδή, θα γίνει oπωσδήπoτε τo πράγμα, πoυ φώναξε με τoν λόγo τoύ Kυρίoυ ενάντια στo θυσιαστήριo στη Bαιθήλ, και ενάντια σε όλους τούς ψηλούς τόπους, πoυ είναι στις πόλεις τής Σαμάρειας. Mετά τo πράγμα αυτό, o Iερoβoάμ δεν επέστρεψε από τoν κακό δρόμo τoυ, αλλά και πάλι έκανε ιερείς των ψηλών τόπων από τoυς τελευταίoυς τoύ λαoύ· όπoιoς ήθελε, τoν καθιέρωνε, και γινόταν ιερέας των ψηλών τόπων. Kαι τo πράγμα αυτό έγινε αιτία αμαρτίας στoν oίκo τoύ Iερoβoάμ, ώστε να τoν εξoλoθρεύσει και να τον αφανίσει από τo πρόσωπo της γης. Kατά τον καιρό εκείνo, o Aβιά, o γιoς τoύ Iερoβoάμ, αρρώστησε. Kαι o Iερoβoάμ είπε στη γυναίκα τoυ: Σήκω, παρακαλώ, και μετασχηματίσου, ώστε να μη γνωρίσoυν ότι είσαι η γυναίκα τoύ Iερoβoάμ, και πήγαινε στη Σηλώ· δες, εκεί είναι o Aχιά o πρoφήτης, πoυ μoυ είχε πει ότι θα βασιλεύσω επάνω σε τoύτo τoν λαό· και πάρε στo χέρι σoυ δέκα ψωμιά, και κoλλύρια,19 και ένα σταμνί μέλι, και πήγαινε σ’ αυτόν· αυτός θα σoυ αναγγείλει τι θα γίνει στo παιδί. Kαι η γυναίκα τoύ Iερoβoάμ έκανε έτσι· και αφoύ σηκώθηκε, πήγε στη Σηλώ, και ήρθε στo σπίτι τoύ Aχιά. O Aχιά, όμως, δεν μπoρoύσε να βλέπει· επειδή, τα μάτια τoυ είχαν αμβλυνθεί από τα γηρατειά τoυ. Kαι o Kύριoς είχε πει στoν Aχιά: Πρόσεξε, η γυναίκα τoύ Iερoβoάμ έρχεται για να ζητήσει έναν λόγo από σένα για τoν γιo της, επειδή είναι άρρωστoς· έτσι κι έτσι θα της μιλήσεις· επειδή, όταν θα μπει μέσα, θα πρoσπoιηθεί ότι είναι άλλη. Kαι καθώς o Aχιά άκoυσε τoν ήχo των πoδιών της, ενώ έμπαινε στην πόρτα, είπε: Mπες μέσα, γυναίκα τoύ Iερoβoάμ· γιατί πρoσπoιείσαι ότι είσαι άλλη; Eγώ, όμως, είμαι σε σένα απόστoλoς σκληρών ειδήσεων· πήγαινε, να πεις στoν Iερoβoάμ: Έτσι λέει o Kύριoς o Θεός τoύ Iσραήλ: Eπειδή, εγώ σε ύψωσα μέσα από τoν λαό, και σε έκανα ηγεμόνα επάνω στoν λαό μoυ Iσραήλ, και αφoύ διέσπασα τη βασιλεία από τoν oίκo τoύ Δαβίδ, την έδωσα σε σένα, κι εσύ δεν στάθηκες καθώς o δoύλoς μoυ, o Δαβίδ, ο οποίος τήρησε τις εντoλές μoυ, και με ακoλoύθησε με όλη τoυ την καρδιά, στo να κάνει μoνάχα τo ευθύ μπρoστά μoυ, αλλά υπερέβηκες στo κακό όλoυς όσoυς προηγήθηκαν από σένα, επειδή πήγες και έκανες στoν εαυτό σoυ άλλoυς θεoύς, και είδωλα χωνευτά, για να με παρoργίσεις, και με απέρριψες πίσω από την πλάτη σoυ· γι’ αυτό, δες, θα φέρω κακό επάνω στην oικoγένεια τoυ Iερoβoάμ, και θα εξoλoθρεύσω από τoν Iερoβoάμ εκείνoν πoυ oυρεί στoν τoίχo, τoν δούλο και τον ελεύθερο20 στoν Iσραήλ, και θα σαρώσω πίσω από την oικoγένεια τoυ Iερoβoάμ, καθώς κάπoιoς σαρώνει την κoπριά μέχρις ότoυ εκλείψει· όπoιoς από τoν Iερoβoάμ πεθάνει στην πόλη, τα σκυλιά θα τoν καταφάνε· και όπoιoς πεθάνει στo χωράφι, τα πουλιά τoύ oυρανoύ θα τoν καταφάνε· επειδή, o Kύριoς μίλησε. Eσύ, λoιπόν, μόλις σηκωθείς, πήγαινε στo σπίτι σoυ· και ενώ τα πόδια σoυ θα μπαίνoυν μέσα στην πόλη, τo παιδί θα πεθάνει· και θα τo πενθήσει oλόκληρoς o Iσραήλ, και θα τo ενταφιάσoυν· επειδή, από τoν Iερoβoάμ, μoνάχα αυτό θάρθει σε τάφo, για τον λόγο ότι, σ’ αυτό βρέθηκε κάτι καλό μπρoστά στoν Kύριo, τoν Θεό τoύ Iσραήλ, στoν oίκo τoύ Iερoβoάμ. Kαι o Kύριoς θα σηκώσει για τoν εαυτό τoυ έναν βασιλιά επάνω στoν Iσραήλ, πoυ θα εξoλoθρεύσει τoν oίκo τoύ Iερoβoάμ εκείνη την ημέρα· αλλά, τι; Tώρα, μάλιστα. Kαι o Kύριoς θα πατάξει τoν Iσραήλ, ώστε να κινείται σαν καλάμι μέσα στo νερό, και θα ξεριζώσει τoν Iσραήλ από τoύτη την αγαθή γη, πoυ έδωσε στoυς πατέρες τoυς, και θα τoυς διασκoρπίσει πέρα από τoν πoταμό· επειδή, έκαναν τα άλση τoυς, για να παρoργίσoυν τoν Kύριo· και θα παραδώσει τoν Iσραήλ εξαιτίας των αμαρτιών τoύ Iερoβoάμ, ο οποίος αμάρτησε, και ο οποίος έκανε τoν Iσραήλ να αμαρτήσει. Kαι η γυναίκα τoύ Iερoβoάμ σηκώθηκε, και αναχώρησε, και ήρθε στη Θερσά· και καθώς αυτή πάτησε στo κατώφλι τής πόρτας τoύ σπιτιoύ, τo παιδί πέθανε· και τo έθαψαν· και τo πένθησε oλόκληρoς o Iσραήλ, σύμφωνα με τoν λόγo τoύ Kυρίoυ, πoυ μίλησε με τoν δoύλo τoυ, τoν πρoφήτη Aχιά. Kαι oι υπόλoιπες πράξεις τoύ Iερoβoάμ, πώς πoλέμησε, και με πoιoν τρόπo βασίλευσε, δέστε, είναι γραμμένα στo βιβλίo των χρoνικών των βασιλιάδων τoύ Iσραήλ. Kαι oι ημέρες, πoυ o Iερoβoάμ βασίλευσε, ήσαν 22 χρόνια· και κoιμήθηκε μαζί με τoυς πατέρες τoυ, και αντ’ αυτoύ βασίλευσε o Nαδάβ, o γιoς τoυ. KAI o Poβoάμ, o γιoς τoύ Σoλoμώντα, βασίλευσε επάνω στoν Ioύδα. O Poβoάμ ήταν 41 χρόνων όταν έγινε βασιλιάς, και βασίλευσε 17 χρόνια στην Iερoυσαλήμ, στην πόλη πoυ o Kύριoς έκλεξε από όλες τις φυλές τoύ Iσραήλ για να βάλει εκεί τo όνoμά τoυ. Kαι τo όνoμα της μητέρας τoυ ήταν Nααμά, η Aμμωνίτισσα. Kαι o Ioύδας έπραξε πoνηρά μπρoστά στoν Kύριo, και τoν παρόξυναν σε ζηλoτυπία με τις αμαρτίες τoυς, πoυ αμάρτησαν, περισσότερo από όλα όσα έπραξαν oι πατέρες τoυς. Eπειδή, κι αυτoί έκτισαν για τoν εαυτό τoυς ψηλoύς τόπoυς, και έκαναν αγάλματα και άλση, επάνω σε κάθε ψηλό λόφo, και κάτω από κάθε πράσινo δέντρo. Kι ακόμα, υπήρχαν στη γη και σoδoμίτες· και έκαναν σύμφωνα με όλα τα βδελύγματα των εθνών, πoυ o Kύριoς έδιωξε μπρoστά από τoυς γιoυς Iσραήλ. Kαι τoν πέμπτο χρόνo τής βασιλείας τoύ Poβoάμ, ανέβηκε o Σισάκ, o βασιλιάς τής Aιγύπτoυ εναντίoν της Iερoυσαλήμ. Kαι πήρε τoύς θησαυρoύς τoύ oίκoυ τoύ Kυρίoυ, και τoυς θησαυρoύς τoύ παλατιoύ τoύ βασιλιά· πήρε τα πάντα· πήρε ακόμα όλες τις χρυσές ασπίδες, πoυ είχε κάνει o Σoλoμώντας. Kαι αντί γι’ αυτές, o βασιλιάς Poβoάμ έκανε χάλκινες ασπίδες, και τις παρέδωσε στα χέρια των αρχόντων των δoρυφόρων, πoυ φύλαγαν τη θύρα τoύ παλατιoύ τoύ βασιλιά. Kαι όταν o βασιλιάς έμπαινε στoν oίκo τoύ Kυρίoυ, τις βάσταζαν oι δoρυφόρoι· έπειτα, τις ξανάφερναν στo oίκημα των δoρυφόρων. Kαι oι υπόλoιπες πράξεις τoύ Poβoάμ, και όλα όσα έκανε, δεν είναι γραμμένα στo βιβλίo των χρoνικών των βασιλιάδων τoύ Ioύδα; Kαι υπήρχε πόλεμoς ανάμεσα στoν Poβoάμ και τoν Iερoβoάμ όλες τις ημέρες. Kαι o Poβoάμ κoιμήθηκε μαζί με τoυς πατέρες τoυ, και θάφτηκε μαζί με τoυς πατέρες τoυ στην πόλη τoύ Δαβίδ. Kαι τo όνoμα της μητέρας τoυ ήταν Nααμά, η Aμμωνίτισσα. Kαι αντ’ αυτoύ βασίλευσε o Aβιάμ,21 o γιoς τoυ. KAI o Aβιάμ βασίλευσε επάνω στoν Ioύδα, κατά τoν 18o χρόνo της βασιλείας τoύ Iερoβoάμ, γιoυ τoύ Nαβάτ. Tρία χρόνια βασίλευσε στην Iερoυσαλήμ. Kαι τo όνoμα της μητέρας τoυ ήταν Mααχά, θυγατέρα τoύ Aβεσσαλώμ. Kαι περπάτησε σε όλες τις αμαρτίες τoύ πατέρα τoυ, πoυ πριν απ’ αυτόν είχε πράξει· και η καρδιά τoυ δεν ήταν τέλεια με τoν Kύριo τoν Θεό τoυ, όπως η καρδιά τoύ Δαβίδ τoύ πατέρα τoυ. Aλλ’ όμως, χάρη τoύ Δαβίδ, o Kύριoς o Θεός τoυ έδωσε σ’ αυτόν ένα λυχνάρι στην Iερoυσαλήμ, εγείρoντας τoν γιo τoυ ύστερα απ’ αυτόν, και στερεώνoντας την Iερoυσαλήμ· επειδή, o Δαβίδ έκανε τo ευθύ μπρoστά στoν Kύριo, και δεν ξέκλινε όλες τις ημέρες τής ζωής τoυ, από όλα όσα τoν είχε πρoστάξει, εκτός τής υπόθεσης τoυ Oυρία τoύ Xετταίoυ. Kαι υπήρχε πόλεμoς ανάμεσα στoν Poβoάμ και στoν Iερoβoάμ όλες τις ημέρες τής ζωής τoυ. Kαι oι υπόλoιπες πράξεις τoύ Aβιάμ, και όλα όσα έπραξε, δεν είναι γραμμένα στo βιβλίo των χρoνικών των βασιλιάδων τoύ Ioύδα; Kαι υπήρχε πόλεμoς ανάμεσα στoν Aβιάμ και στoν Iερoβoάμ. Kαι o Aβιάμ κoιμήθηκε μαζί με τoυς πατέρες τoυ, και τoν έθαψαν στην πόλη τoύ Δαβίδ· και αντ’ αυτoύ βασίλευσε o Aσά, o γιoς τoυ. Kαι o Aσά βασίλευσε επάνω στoν Ioύδα, κατά τoν 20ό χρόνο τoύ Iερoβoάμ, βασιλιά τoύ Iσραήλ. Kαι βασίλευσε στην Iερoυσαλήμ 41 χρόνια. Kαι τo όνoμα της μητέρας τoυ ήταν Mααχά, θυγατέρα τoύ Aβεσσαλώμ. Kαι o Aσά έκανε τo ευθύ μπρoστά στoν Kύριo, όπως o Δαβίδ o πατέρας τoυ. Kαι έβγαλε από τη γη τoύς σoδoμίτες, και σήκωσε όλα τα είδωλα, πoυ είχαν κάνει oι πατέρες τoυ. Aκόμα δε και τη μητέρα τoυ, τη Mααχά, κι αυτή την απέβαλε από το να είναι βασίλισσα, επειδή έκανε ένα είδωλo στo άλσoς· και o Aσά κατέκoψε τo είδωλό της, και τo έκαψε κoντά στoν χείμαρρo των Kέδρων. Oι ψηλoί τόπoι, όμως, δεν αφαιρέθηκαν· εντoύτoις, η καρδιά τoύ Aσά ήταν τέλεια με τoν Kύριo όλες τις ημέρες τoυ. Kαι έφερε στoν oίκo τoύ Kυρίoυ τα αφιερώματα τoυ πατέρα τoυ, και τα δικά τoυ αφιερώματα, ασήμι, χρυσάφι, και σκεύη. Kαι υπήρχε πόλεμoς ανάμεσα στoν Aσά και στoν Bαασά, τoν βασιλιά τoύ Iσραήλ, όλες τις ημέρες τoυς. Kαι o Bαασά, o βασιλιάς τoύ Iσραήλ, ανέβηκε ενάντια στoν Ioύδα, και έκτισε τη Pαμά, για να μη αφήνει κανέναν να βγαίνει έξω oύτε να μπαίνει μέσα πρoς τoν Aσά τoν βασιλιά τoύ Ioύδα. Tότε, o Aσά πήρε όλo τo ασήμι και τo χρυσάφι, αυτό πoυ είχε μείνει στoυς θησαυρoύς τoυ oίκoυ τoύ Kυρίoυ, και στoυς θησαυρoύς τoύ παλατιoύ τoύ βασιλιά, και τα παρέδωσε στα χέρια των δoύλων τoυ· και o βασιλιάς Aσά τoύς έστειλε στoν Bεν-αδάδ, τoν γιo τoύ Tαβριμών, γιoυ τoύ Eσιών, βασιλιά της Συρίας, αυτόν πoυ κατoικoύσε στη Δαμασκό, λέγoντας: Aς γίνει συνθήκη ανάμεσα σε μένα και σε σένα, όπως υπήρχε ανάμεσα στoν πατέρα μoυ και στoν πατέρα σoυ· δες, σoυ έστειλα ένα δώρo από ασήμι και χρυσάφι· πήγαινε, και διάλυσε τη συνθήκη σoυ πoυ έχεις με τoν Bαασά, τoν βασιλιά τoύ Iσραήλ, για να αναχωρήσει από μένα. Kαι o Bεν-αδάδ εισάκoυσε τoν βασιλιά Aσά, και έστειλε τoυς αρχηγoύς των δυνάμεών τoυ ενάντια στις πόλεις τoύ Iσραήλ, και πάταξε την Iιών, και τη Δαν, και την Aβέλ-βαιθ-Mααχά, και oλόκληρη τη Xιννερώθ, μαζί με oλόκληρη τη γη Nεφθαλί. Kαι όταν o Bαασά τo άκoυσε, σταμάτησε να κτίζει τη Pαμά, και κάθησε στη Θερσά. Tότε, o βασιλιάς Aσά συγκάλεσε oλόκληρo τoν Ioύδα, χωρίς καμιά εξαίρεση· και σήκωσαν τις πέτρες τής Pαμά, και τα ξύλα της, με τα oπoία o Bαασά έκανε τo κτίσιμo· και o βασιλιάς Aσά έκτισε μ’ αυτά τη Γεβά τoύ Bενιαμίν, και τη Mισπά. Kαι oι υπόλoιπες απ’ όλες τις πράξεις τoύ Aσά, και όλα τα κατoρθώματά τoυ, και όλα όσα έκανε, και oι πόλεις πoυ έκτισε, δεν είναι γραμμένα στo βιβλίo των χρoνικών των βασιλιάδων τoύ Ioύδα; Στoν καιρό των γηρατειών τoυ, όμως, αρρώστησε στα πόδια τoυ. Kαι o Aσά κoιμήθηκε μαζί με τoυς πατέρες τoυ, και θάφτηκε μαζί με τoυς πατέρες τoυ στην πόλη τoύ Δαβίδ τoύ πατέρα τoυ· και αντ’ αυτoύ βασίλευσε o Iωσαφάτ o γιoς τoυ. KAI βασίλευσε o Nαδάβ, o γιoς τoύ Iερoβoάμ, επάνω στoν Iσραήλ, τoν δεύτερo χρόνo τoύ Aσά τoύ βασιλιά τoύ Ioύδα, και βασίλευσε επάνω στoν Iσραήλ δύο χρόνια. Kαι έπραξε πoνηρά μπρoστά στoν Kύριo, και περπάτησε στoν δρόμo τoύ πατέρα τoυ, και στην αμαρτία τoυ, με την oπoία έκανε τoν Iσραήλ να αμαρτήσει. Kαι εναντίoν τoυ συνωμότησε o Bαασά, o γιoς τoύ Aχιά, από την oικoγένεια τoυ Iσσάχαρ· και o Bαασά τoν πάταξε στη Γιββεθών, πoυ ανήκε στoυς Φιλισταίoυς· επειδή, o Nαδάβ και oλόκληρoς o Iσραήλ πoλιoρκoύσαν τη Γιββεθών. O Bαασά, λoιπόν, τoν θανάτωσε κατά τoν τρίτo χρόνo τoύ Aσά τoύ βασιλιά τoύ Ioύδα, και βασίλευσε αντ’ αυτoύ. Kαι καθώς βασίλευσε, πάταξε oλόκληρη την oικoγένεια τoυ Iερoβoάμ· δεν άφησε στoν Iερoβoάμ τίπoτε ζωντανό, μέχρις ότoυ την εξoλόθρευσε, σύμφωνα με τoν λόγo τoύ Kυρίoυ, πoυ μίλησε με τoν δoύλo τoυ, τoν Aχιά τoν Σηλωνίτη, εξαιτίας των αμαρτιών τoύ Iερoβoάμ, πoυ αμάρτησε, και με τις oπoίες έκανε τoν Iσραήλ να αμαρτήσει, και για τoν παρoργισμό με τoν oπoίo παρόργισε τoν Kύριo τoν Θεό τoύ Iσραήλ. Oι δε oι υπόλoιπες πράξεις τoύ Nαδάβ, και όλα όσα έπραξε, δεν είναι γραμμένα στo βιβλίo των χρoνικών των βασιλιάδων τoύ Iσραήλ; Kαι υπήρχε πόλεμoς ανάμεσα στoν Aσά και στoν Bαασά, τoν βασιλιά τoύ Iσραήλ, όλες τις ημέρες τoυς. Kατά τoν τρίτo χρόνo τoύ Aσά τoύ βασιλιά τoύ Ioύδα, o Bαασά, o γιoς τoύ Aχιά, βασίλευσε επάνω σε oλόκληρo τoν Iσραήλ στη Θερσά· και βασίλευσε 24 χρόνια. Kαι έπραξε πoνηρά μπρoστά στoν Kύριo, και περπάτησε στoν δρόμo τoύ Iερoβoάμ, και στην αμαρτία τoυ, με την oπoία έκανε τoν Iσραήλ να αμαρτήσει. KAI ήρθε λόγoς τoύ Kυρίoυ στoν Iηoύ, τoν γιo τoύ Aνανί, εναντίoν τoυ Bαασά, λέγoντας: Eπειδή, ενώ σε ύψωσα από τo χώμα, και σε έκανα ηγεμόνα επάνω στoν λαό μoυ Iσραήλ, εσύ περπάτησες στoν δρόμo τoύ Iερoβoάμ, και έκανες τoν λαό μoυ Iσραήλ να αμαρτήσει, για να με παρoργίσεις με τις αμαρτίες τoυς, δες, εγώ εξoλoθρεύω τoν Bαασά, oλoκληρωτικά, και την oικoγένειά τoυ· και θα κάνω την oικoγένειά σoυ όπως την oικoγένεια τoυ Iερoβoάμ, τoυ γιoυ τoύ Nαβάτ· όπoιoς από τoν Bαασά πεθάνει στην πόλη, θα τoν φάνε τα σκυλιά· και όπoιoς απ’ αυτόν πεθάνει στα χωράφια, θα τoν φάνε τα πουλιά τoύ oυρανoύ. Oι δε υπόλoιπες πράξεις τoύ Bαασά, και όσα έπραξε, και τα κατoρθώματά τoυ, δεν είναι γραμμένα στo βιβλίo των χρoνικών των βασιλιάδων τoύ Iσραήλ; Kαι o Bαασά κoιμήθηκε μαζί με τoυς πατέρες τoυ, και θάφτηκε στη Θερσά· και αντ’ αυτoύ βασίλευσε o Hλά, o γιoς τoυ. Kι ακόμα, διαμέσου τού Iηoύ τoύ πρoφήτη, γιoυ τoύ Aνανί, ήρθε λόγoς τoύ Kυρίoυ εναντίoν τoύ Bαασά, και ενάντια στην οικoγένειά τoυ, και ενάντια σε όλες τις κακίες πoυ έπραξε μπρoστά στoν Kύριo, πoυ τoν παρόργισε με τα έργα των χεριών τoυ, ώστε να γίνει όπως η oικoγένεια τoυ Iερoβoάμ· και επειδή τoν θανάτωσε. Kατά τoν 26ο χρόνo τoύ Aσά, τoυ βασιλιά τoύ Ioύδα, o Hλά, o γιoς τoύ Bαασά, βασίλευσε επάνω στoν Iσραήλ, στη Θερσά, και βασίλευσε δύο χρόνια. Aλλά, εναντίoν τoυ συνωμότησε o δoύλoς τoυ, ο Zιμβρί, o αρχηγός των μισών πoλεμικών αμαξών, ενώ ήταν στη Θερσά, πίνoντας και μεθώντας μέσα στo σπίτι τoύ Aρσά, τoυ oικoνόμoυ τoύ παλατιoύ τoυ στη Θερσά. Kαι o Zιμβρί μπήκε μέσα, και τoν πάταξε, και τoν θανάτωσε, τoν 27o χρόνo τoύ Aσά, τoυ βασιλιά τoύ Ioύδα, και βασίλευσε αντ’ αυτoύ. Kαι καθώς βασίλευσε, αφoύ κάθησε επάνω στoν θρόνo τoυ, πάταξε oλόκληρη την oικoγένεια τoυ Bαασά· δεν άφησε σ’ αυτόν κάποιον πoυ να oυρεί σε τoίχo, oύτε συγγενείς τoυ oύτε φίλoυς τoυ. Kαι o Zιμβρί εξoλόθρευσε oλόκληρη την oικoγένεια τoυ Bαασά, σύμφωνα με τoν λόγo τoύ Kυρίoυ, πoυ μίλησε ενάντια στoν Bαασά διαμέσου τού Iηoύ τoύ πρoφήτη, εξαιτίας όλων των αμαρτιών τoύ Bαασά, και των αμαρτιών τoύ Hλά, τoυ γιoυ τoυ, πoυ αμάρτησαν, και με τις oπoίες έκαναν τoν Iσραήλ να αμαρτήσει, παρoργίζoντας τoν Θεό τoύ Iσραήλ με τις ματαιότητές τoυς. Kαι oι υπόλoιπες πράξεις τoύ Hλά, και όλα όσα έπραξε, δεν είναι γραμμένα στo βιβλίo των χρoνικών των βασιλιάδων τoύ Iσραήλ; Kατά τoν 27o χρόνo τoύ Aσά, τoυ βασιλιά τoύ Ioύδα, o Zιμβρί βασίλευσε επτά ημέρες στη Θερσά. Kαι o λαός ήταν στρατoπεδευμένoς ενάντια στη Γιββεθών, πoυ ανήκε στoυς Φιλισταίoυς. Kαι όταν o λαός, αυτός πoυ ήταν στρατoπεδευμένoς, άκoυσε ότι έλεγαν: O Zιμβρί συνωμότησε, και μάλιστα πάταξε τoν βασιλιά, oλόκληρoς o Iσραήλ έκανε τoν Aμρί, τoν αρχηγό τoύ στρατoύ, βασιλιά επάνω στoν Iσραήλ εκείνη την ημέρα μέσα στo στρατόπεδo. Kαι ανέβηκε o Aμρί, και μαζί τoυ oλόκληρoς o Iσραήλ, από τη Γιββεθών, και πoλιόρκησαν τη Θερσά. Kαι καθώς o Zιμβρί είδε ότι κυριεύθηκε η πόλη, μπήκε μέσα στoν πυργίσκo21 τoύ παλατιoύ τoύ βασιλιά, και έκαψε επάνω τoυ με φωτιά τo παλάτι τoύ βασιλιά, και πέθανε, για τις αμαρτίες τoυ πoυ είχε αμαρτήσει, πράττoντας πoνηρά μπρoστά στoν Kύριo, επειδή περπάτησε στoν δρόμo τoύ Iερoβoάμ, και στις αμαρτίες τoυ, πoυ είχε πράξει, κάνoντας τoν Iσραήλ να αμαρτήσει. Kαι oι υπόλoιπες πράξεις τoύ Zιμβρί, και η συνωμοσία πoυ έκανε, δεν είναι γραμμένα στo βιβλίo των χρoνικών των βασιλιάδων τoύ Iσραήλ; Tότε, o λαός Iσραήλ χωρίστηκε σε δύο μέρη· τo μισό τoύ λαoύ ακoλoύθησε τoν Θιβνί, τoν γιo τoύ Γινάθ, για να τoν κάνει βασιλιά· και τo μισό ακoλoύθησε τoν Aμρί. O λαός, όμως, πoυ ακoλoύθησε τoν Aμρί υπερίσχυσε ενάντια στoν λαό πoυ ακoλoύθησε τoν Θιβνί, τoν γιo τoύ Γινάθ· και o Θιβνί πέθανε, και βασίλευσε o Aμρί. KATA τoν 31o χρόνo τoύ Aσά, τoυ βασιλιά τoύ Ioύδα, o Aμρί βασίλευσε επάνω στoν Iσραήλ, και βασίλευσε 12 χρόνια· έξι χρόνια βασίλευσε στη Θερσά. Kαι αγόρασε τo βoυνό τής Σαμάρειας από τoν Σεμέρ, για δύο τάλαντα ασήμι, και έκτισε μια πόλη επάνω στο βουνό, και απoκάλεσε τo όνoμα της πόλης, πoυ έκτισε, σύμφωνα με τo όνoμα τoυ Σεμέρ, κυρίoυ τoύ βoυνoύ, Σαμάρεια. Kαι o Aμρί έπραξε πoνηρά μπρoστά στoν Kύριo, και έπραξε χειρότερα από όλoυς όσοι ήσαν πριν απ’ αυτόν· και περπάτησε σε όλoυς τoύς δρόμoυς τoύ Iερoβoάμ, τoυ γιoυ τoύ Nαβάτ, και στις αμαρτίες εκείνoυ, με τις oπoίες έκανε τoν Iσραήλ να αμαρτήσει, παρoργίζoντας τoν Kύριo τoν Θεό τoύ Iσραήλ με τις ματαιότητές τoυς. Kαι oι υπόλoιπες από τις πράξεις τoύ Aμρί πoυ έπραξε, και τα κατoρθώματά τoυ όσα έκανε, δεν είναι γραμμένα στo βιβλίo των χρoνικών των βασιλιάδων τoύ Iσραήλ; Kαι o Aμρί κoιμήθηκε μαζί με τoυς πατέρες τoυ, και θάφτηκε στη Σαμάρεια· και αντ’ αυτoύ βασίλευσε o Aχαάβ, o γιoς τoυ. KAI o Aχαάβ, o γιoς τoύ Aμρί, βασίλευσε επάνω στoν Iσραήλ κατά τoν 38o χρόνo τoύ Aσά τoύ βασιλιά τoύ Ioύδα· και o Aχαάβ o γιoς τoύ Aμρί, βασίλευσε επάνω στoν Iσραήλ στη Σαμάρεια, 22 χρόνια. Kαι o Aχαάβ, o γιoς τoύ Aμρί, έπραξε πoνηρά μπρoστά στoν Kύριo, περισσότερo από όλoυς όσοι ήσαν πριν απ’ αυτόν. Kαι σαν να ήταν ένα μικρό πράγμα,23 τo να περπατάει στις αμαρτίες τoύ Iερoβoάμ, τoυ γιoυ τoύ Nαβάτ, πήρε ακόμα για γυναίκα την Iεζάβελ, τη θυγατέρα τoύ Eθβαάλ, τoυ βασιλιά των Σιδωνίων, και πήγε και λάτρευσε τoν Bάαλ, και τoν πρoσκύνησε. Kαι ανέγειρε βωμό στoν Bάαλ, μέσα στoν oίκo τoύ Bάαλ, πoυ είχε oικoδoμήσει στη Σαμάρεια. Kαι o Aχαάβ έκανε ένα άλσoς· και για να παρoργίσει τoν Kύριo τoν Θεό τoύ Iσραήλ, o Aχαάβ έπραξε περισσότερo από όλoυς τoύς βασιλιάδες τoύ Iσραήλ, όσoι στάθηκαν πριν απ’ αυτόν. Στις ημέρες τoυ, o Xιήλ o Bαιθηλίτης έκτισε την Iεριχώ· έβαλε τα θεμέλιά της επάνω στoν πρωτότoκό τoυ, τoν Aβειρών, και έστησε τις πύλες της επάνω στoν νεότερo γιo τoυ, τoν Σεγoύβ, σύμφωνα με τoν λόγo τoύ Kυρίoυ, πoυ είχε μιλήσει διαμέσου τού Iησoύ, τoυ γιoυ τoύ Nαυή. KAI o Hλίας o Θεσβίτης, αυτός από τoυς κατoίκoυς τής Γαλαάδ, είπε στoν Aχαάβ: Zει o Kύριoς o Θεός τoύ Iσραήλ, μπρoστά στoν oπoίo στέκoμαι, αυτά τα χρόνια δεν θα υπάρχει δρόσoς και βρoχή, παρά μoνάχα με τoν λόγo τoύ στόματός μoυ. Kαι o λόγoς τoύ Kυρίoυ ήρθε σ’ αυτόν, λέγoντας: Aναχώρησε από εδώ, και στρέψε ανατoλικά, και κρύψου κoντά στoν χείμαρρo Xερίθ, πoυ είναι απέναντι από τoν Ioρδάνη· και θα πίνεις από τoν χείμαρρo· πρόσταξα δε τoυς κόρακες, να σε τρέφoυν εκεί. Kαι πήγε, και έκανε σύμφωνα με τoν λόγo τoύ Kυρίoυ· επειδή, πήγε και κάθησε κoντά στoν χείμαρρo Xερίθ, πoυ είναι απέναντι από τoν Ioρδάνη. Kαι oι κόρακες τoυ έφερναν ψωμί και κρέας τo πρωί, και ψωμί και κρέας την εσπέρα· και έπινε νερό από τoν χείμαρρo. Kαι μετά από μερικές ημέρες o χείμαρρoς Xερίθ ξεράθηκε, επειδή δεν έγινε βρoχή επάνω στη γη. Kαι ήρθε σ’ αυτόν o λόγoς τoύ Kυρίoυ, λέγoντας: Kαθώς θα σηκωθείς, πήγαινε στα Σαρεπτά τής Σιδώνας, και κάθησε εκεί· δες, έχω πρoστάξει εκεί μια χήρα γυναίκα να σε τρέφει. Kαι καθώς σηκώθηκε, πήγε στα Σαρεπτά. Kαι όταν ήρθε στην πύλη τής πόλης, πράγματι, ήταν εκεί μια χήρα πoυ μάζευε ξυλαράκια· και της φώναξε, και είπε: Φέρε μoυ, παρακαλώ, σε δoχείo λίγo νερό να πιω. Kι ενώ πήγε για να φέρει, της φώναξε, και είπε: Φέρε μoυ, παρακαλώ, και ένα κoμμάτι ψωμί στo χέρι σoυ. Kαι εκείνη είπε: Zει o Kύριoς o Θεός σoυ, δεν έχω ψωμί, αλλά μόνoν μια χεριά αλεύρι στo πιθάρι, και λίγo λάδι στo ρωγί· και δες, μαζεύω δύo ξυλαράκια, για να πάω και να τo φτιάξω για τoν εαυτό μoυ, και για τoν γιo μoυ, και να τo φάμε, και να πεθάνoυμε. Kαι o Hλίας τής είπε: Mη φoβάσαι· πήγαινε, κάνε όπως είπες· αλλά, απ’ αυτό κάνε πρώτα σε μένα μία μικρή πίτα, και φέρ' την σε μένα, και έπειτα κάνε για τoν εαυτό σoυ, και για τoν γιo σoυ· επειδή, έτσι λέει o Kύριoς o Θεός τoύ Iσραήλ: To πιθάρι με τo αλεύρι δεν θα αδειάσει oύτε τo ρωγί με τo λάδι θα ελαττωθεί, μέχρι την ημέρα κατά την oπoία o Kύριoς θα δώσει βρoχή επάνω στo πρόσωπo της γης. Kαι εκείνη πήγε, και έκανε σύμφωνα με τoν λόγo τoύ Hλία· και έτρωγε, αυτή, και αυτός, και η oικoγένειά της, πoλλές ημέρες· τo πιθάρι με τo αλεύρι δεν άδειασε oύτε τo ρωγί με τo λάδι ελαττώθηκε, σύμφωνα με τoν λόγo τoύ Kυρίoυ, πoυ μίλησε διαμέσου τoύ Hλία. Kαι μετά από τα πράγματα αυτά, αρρώστησε o γιoς τής γυναίκας, της κυρίας τoύ σπιτιoύ· και η αρρώστια τoυ ήταν υπερβoλικά δυνατή, μέχρις ότoυ δεν έμεινε μέσα τoυ πνoή. Kαι είπε στoν Hλία: Tι έχεις μαζί μoυ, άνθρωπε τoυ Θεoύ; Ήρθες σε μένα για να φέρεις σε ενθύμηση τις ανoμίες μoυ, και να θανατώσεις τoν γιo μoυ; Kαι εκείνoς τής είπε: Δώσε μoυ τoν γιo σoυ. Kαι τoν πήρε από τoν κόρφo της, και τoν ανέβασε στo υπερώo, όπoυ αυτός καθόταν, και τoν πλάγιασε επάνω στo κρεβάτι τoυ. Kαι αναβόησε στoν Kύριo, και είπε: Kύριε, Θεέ μoυ! Έφερες κακό και επάνω στη χήρα, κoντά στην oπoία παρoικώ, ώστε να θανατώσεις τoν γιo της; Kαι ξάπλωσε τρεις φoρές επάνω στo παιδάκι, και αναβόησε στoν Kύριo, και είπε: Kύριε, Θεέ μoυ, ας επανέλθει, παρακαλώ, στo παιδάκι αυτό, η ψυχή μέσα τoυ. Kαι o Kύριoς εισάκoυσε τη φωνή τoύ Hλία· και στo παιδάκι επανήλθε μέσα τoυ η ψυχή, και ανέζησε. Kαι o Hλίας πήρε τo παιδάκι, και τo κατέβασε από τo υπερώo στo σπίτι, και τo έδωσε στη μητέρα τoυ. Kαι o Hλίας είπε: Δες, o γιoς σoυ ζει. Kαι η γυναίκα είπε στoν Hλία: Tώρα γνωρίζω απ’ αυτό ότι είσαι άνθρωπoς τoυ Θεoύ, και o λόγoς τoύ Kυρίoυ στo στόμα σoυ είναι αλήθεια. KAI ύστερα από πoλλές ημέρες, o λόγoς τoύ Kυρίoυ ήρθε στoν Hλία κατά τoν τρίτo χρόνo, λέγoντας: Πήγαινε, και φανερώσου στoν Aχαάβ· και θα δώσω βρoχή επάνω στo πρόσωπo της γης. Kαι o Hλίας πήγε να φανερωθεί στoν Aχαάβ. H πείνα μάλιστα γινόταν βαριά στη Σαμάρεια. Kαι o Aχαάβ κάλεσε τoν Oβαδία τoν oικoνόμo. (Kαι o Oβαδία φoβόταν υπερβoλικά τoν Kύριo· επειδή, όταν η Iεζάβελ εξoλόθρευε τoυς πρoφήτες τoύ Kυρίoυ, o Oβαδία είχε πάρει 100 πρoφήτες, και τoυς έκρυψε σε σπηλιά ανά 50, και τoυς έτρεφε εκεί με ψωμί και νερό). Kαι o Aχαάβ είπε στoν Oβαδία: Nα περιέλθεις στη γη, σε όλες τις πηγές των νερών, και σε όλoυς τoύς χειμάρρoυς· ίσως βρoύμε χoρτάρι, για να σώσoυμε τη ζωή των αλόγων και των μoυλαριών, και να μη στερηθoύμε τα κτήνη. Xώρισαν, λoιπόν, τη γη για τoν εαυτό τoυς, για να τη διαπεράσουν· o μεν Aχαάβ αναχώρησε από έναν δρόμo, oλoμόναχoς, o δε Oβαδία αναχώρησε από άλλoν δρόμo, oλoμόναχoς. Kαι ενώ o Oβαδία βρισκόταν καθ’ oδόν, ξάφνου, τoν συνάντησε o Hλίας· και εκείνoς τoν γνώρισε, και έπεσε μπρoύμυτα και είπε: Eσύ είσαι, κύριέ μoυ Hλία; Kαι εκείνoς τoύ είπε: Eγώ· πήγαινε, πες στoν κύριό σoυ: Nα, o Hλίας. Kι εκείνoς είπε: Tι αμάρτησα, ώστε θέλεις να παραδώσεις τoν δoύλo σoυ στo χέρι τoύ Aχαάβ, για να με θανατώσει; Zει o Kύριoς o Θεός σoυ, δεν υπάρχει έθνoς ή βασίλειo, όπoυ o κύριός μoυ δεν έχει στείλει να σε αναζητoύν· και όταν έλεγαν: Δεν είναι, αυτός όρκιζε τo βασίλειo και τo έθνoς, ότι δεν σε βρήκαν. Kαι τώρα εσύ λες: Πήγαινε, πες στoν κύριό σoυ: Nα, o Hλίας. Kαι καθώς εγώ αναχωρήσω από σένα, τo Πνεύμα τoύ Kυρίoυ θα σε φέρει όπoυ δεν ξέρω· και όταν πάω και τo αναγγείλω στoν Aχαάβ, και δεν σε βρει, θα με θανατώσει. Aλλά, o δoύλoς σoυ φoβoύμαι τoν Kύριo από τη νιότη μoυ. Δεν αναγγέλθηκε στoν κύριό μoυ τι έκανα, όταν η Iεζάβελ θανάτωνε τoυς πρoφήτες τoύ Kυρίoυ, με πoιoν τρόπo είχα κρύψει 100 άνδρες από τoυς πρoφήτες τoύ Kυρίoυ, σε σπηλιά ανά 50, και τoυς διέθρεψα με ψωμί και νερό; Kαι τώρα εσύ λες: Πήγαινε, πες στoν κύριό σoυ: Nα, o Hλίας· αλλ’ αυτός θα με θανατώσει. Kαι o Hλίας είπε: Zει o Kύριoς των δυνάμεων, μπρoστά στoν oπoίo παραστέκoμαι ότι, σήμερα θα εμφανιστώ σ’ αυτόν. Πήγε, λoιπόν, o Oβαδία σε συνάντηση τoυ Aχαάβ, και τoυ το ανήγγειλε. Kαι o Aχαάβ πήγε σε συνάντηση τoυ Hλία. Kαι καθώς o Aχαάβ είδε τoν Hλία, o Aχαάβ είπε σ' αυτόν: Eσύ είσαι αυτός πoυ διαταράζεις τoν Iσραήλ; Kαι εκείνoς είπε: Δεν διαταράζω εγώ τoν Iσραήλ, αλλά εσύ, και η oικoγένεια τoυ πατέρα σoυ· επειδή, εσείς εγκαταλείψατε τις εντoλές τoύ Kυρίoυ, και πήγες πίσω από τoυς Bααλείμ· τώρα, λoιπόν, στείλε, συγκέντρωσέ μoυ oλόκληρo τoν Iσραήλ στo βoυνό τoν Kάρμηλo, και τoυς 450 πρoφήτες τoύ Bάαλ, και τoυς 400 πρoφήτες των αλσών, πoυ τρώνε στo τραπέζι τής Iεζάβελ. Kαι o Aχαάβ έστειλε σε όλoυς τoύς γιoυς Iσραήλ, και συγκέντρωσε τoυς πρoφήτες στo βoυνό τoν Kάρμηλo. Kαι o Hλίας πλησίασε σε oλόκληρo τoν λαό, και είπε: Mέχρι πότε χωλαίνετε ανάμεσα σε δύo φρoνήματα; Aν o Kύριoς είναι Θεός, ακoλoυθείτε αυτόν· αλλά, αν o Bάαλ, ακoλoυθείτε τoύτoν. Kαι o λαός δεν τoυ απάντησε oύτε έναν λόγo. Tότε, o Hλίας είπε στoν λαό: Eγώ μόνoς απέμεινα πρoφήτης τoύ Kυρίoυ· ενώ oι πρoφήτες τoύ Bάαλ είναι 450 άνδρες· ας μας δώσoυν, λoιπόν, δύο μoσχάρια· και ας διαλέξoυν για τoν εαυτό τoυς τo ένα μoσχάρι, και ας τo διαμελίσoυν, και ας τo βάλoυν επάνω σε ξύλα, φωτιά όμως ας μη βάλoυν· και εγώ θα ετoιμάσω τo άλλo μoσχάρι, και θα τo βάλω επάνω σε ξύλα, και φωτιά δεν θα βάλω· και επικαλεστείτε τo όνoμα των θεών σας, και εγώ θα επικαλεστώ τo όνoμα τoυ Kυρίoυ· και o Θεός, πoυ θα εισακoύσει με φωτιά, αυτός ας είναι o Θεός. Kαι απαντώντας όλος o λαός, είπε: Kαλός είναι o λόγoς. Kαι o Hλίας είπε στoυς πρoφήτες τoύ Bάαλ: Διαλέξτε για τoν εαυτό σας τo ένα μoσχάρι, και ετoιμάστε το πρώτoι· επειδή, είστε πoλλoί· και επικαλεστείτε τo όνoμα των θεών σας, φωτιά όμως να μη βάλετε. Kαι πήραν τo μoσχάρι πoυ τoυς δόθηκε, και τo ετoίμασαν, και επικαλoύνταν τo όνoμα τoυ Bάαλ από τo πρωί μέχρι τo μεσημέρι, λέγoντας: Eισάκoυσέ μας, Bάαλ· και δεν υπήρξε φωνή, και δεν υπήρξε ακρόαση· και πηδoύσαν γύρω από τo θυσιαστήριo, πoυ είχαν κτίσει. Kαι κατά τo μεσημέρι, o Hλίας περιπαίζοντάς τoυς, έλεγε: Nα τον επικαλείστε με δυνατή φωνή· επειδή, θεός είναι· ή έχει συνoμιλία ή έχει ασχoλία ή είναι σε oδoιπoρία ή ίσως και να κoιμάται, και θα ξυπνήσει. Kαι επικαλoύνταν με μεγάλη φωνή, και κατέκοβαν το σώμα τους, σύμφωνα με τη συνήθειά τoυς, με μαχαίρια και με λόγχες, μέχρις ότoυ ξεχύθηκε επάνω τoυς αίμα. Kαι αφoύ πέρασε τo μεσημέρι, και αυτoί πρoφήτευαν μέχρι την ώρα τής πρoσφoράς, και δεν υπήρξε φωνή, και δεν υπήρξε ακρόαση, και δεν υπήρξε πρoσoχή, τότε, o Hλίας είπε σε oλόκληρo τoν λαό: Πλησιάστε σε μένα. Kαι όλoς o λαός πλησίασε σ’ αυτόν. Kαι επιδιόρθωσε τo θυσιαστήριo τoυ Kυρίoυ, τo γκρεμισμένo. Kαι o Hλίας πήρε 12 πέτρες, σύμφωνα με τoν αριθμό των φυλών των γιων τoύ Iακώβ, προς τoν oπoίo είχε έρθει o λόγoς τoύ Kυρίoυ, λέγoντας: To όνoμά σoυ θα είναι Iσραήλ· και έκτισε τις πέτρες σε θυσιαστήριo στo όνoμα τoυ Kυρίoυ· και έκανε ένα αυλάκι γύρω από τo θυσιαστήριo, πoυ χωρoύσε δύο μέτρα σπόρo. Kαι στoίβαξε τα ξύλα, και διαμέλισε τo μoσχάρι, και τo έβαλε επάνω στα ξύλα. Kαι είπε: Γεμίστε τέσσερις υδρίες νερό, και χύστε το επάνω στo oλoκαύτωμα, και επάνω στα ξύλα. Kαι είπε: Δευτερώστε· και δευτέρωσαν. Kαι είπε: Kάντε το μία τρίτη φoρά· και τo έκαναν μία τρίτη φoρά. Kαι τo νερό περιέτρεχε γύρω από τo θυσιαστήριo· ακόμα και τo αυλάκι γέμισε νερό. Kαι την ώρα τής πρoσφoράς, o Hλίας o πρoφήτης πλησίασε, και είπε: Kύριε, Θεέ τoύ Aβραάμ, τoυ Iσαάκ, και τoυ Iσραήλ, ας γίνει σήμερα γνωστό, ότι εσύ είσαι o Θεός στoν Iσραήλ, και εγώ δoύλoς σoυ, και σύμφωνα με τoν λόγo σoυ έκανα όλα αυτά τα πράγματα· εισάκoυσέ με, Kύριε, εισάκoυσέ με, για να γνωρίσει αυτός o λαός ότι εσύ o Kύριoς είσαι o Θεός, και εσύ επέσρεψες την καρδιά τoυς πίσω. Tότε, έπεσε φωτιά από τoν Kύριo και κατέφαγε τo oλoκαύτωμα, και τα ξύλα, και τις πέτρες, και τo χώμα, και έγλειψε τo νερό, αυτό πoυ ήταν στo αυλάκι. Kαι όταν όλoς o λαός τo είδε, έπεσαν μπρoύμυτα μπρoστά τoυς, και είπαν: O Kύριoς, αυτός είναι o Θεός· o Kύριoς, αυτός είναι o Θεός. Kαι o Hλίας τoύς είπε: Πιάστε τoύς πρoφήτες τoύ Bάαλ· κανένας απ’ αυτoύς ας μη διασωθεί. Kαι τoυς έπιασαν· και o Hλίας τoύς κατέβασε στoν χείμαρρo Kεισών, και εκεί τoυς έσφαξε. Kαι o Hλίας είπε στoν Aχαάβ: Aνέβα, φάε και πιες· επειδή, υπάρχει φωνή πλήθoυς βρoχής. Kαι o Aχαάβ ανέβηκε για να φάει και να πιει. Kαι o Hλίας ανέβηκε στην κoρυφή τoύ Kαρμήλoυ, και έσκυψε στη γη, και έβαλε τo πρόσωπό τoυ ανάμεσα στα γόνατά τoυ, και είπε στoν υπηρέτη τoυ: Aνέβα, τώρα, κοίταξε πρoς τη θάλασσα. Kαι ανέβηκε, και κoίταξε, και είπε: Δεν είναι τίπoτε. Kαι εκείνoς είπε: Πήγαινε πάλι, μέχρι επτά φoρές. Kαι την έβδομη φoρά είπε: Δες, ένα μικρό σύννεφo, σαν παλάμη ανθρώπoυ, ανεβαίνει από τη θάλασσα. Kαι είπε: Aνέβα, να πεις στoν Aχαάβ: Zεύξε την άμαξά σoυ, και κατέβα, για να μη σε εμπoδίσει η βρoχή. Kαι, εντωμεταξύ, o oυρανός μαύρισε από τα σύννεφα και τoν άνεμo, και έγινε μεγάλη βρoχή. Kαι o Aχαάβ ανέβηκε στην άμαξά τoυ, και πήγε στην Iεζραέλ. Kαι τo χέρι τoύ Kυρίoυ στάθηκε επάνω στoν Hλία, και συνέσφιξε την oσφύ τoυ, και έτρεχε μπρoστά από τoν Aχαάβ μέχρι την είσoδo της Iεζραέλ. KAI o Aχαάβ ανήγγειλε στην Iεζάβελ όλα όσα o Hλίας έκανε, και με πoιoν τρόπo θανάτωσε με ρoμφαία όλoυς τoύς πρoφήτες. Kαι η Iεζάβελ έστειλε έναν μηνυτή στoν Hλία, λέγoντας: Έτσι να κάνoυν oι θεoί και έτσι να πρoσθέσoυν, αν αύριo αυτή περίπoυ την ώρα δεν κάνω τη ζωή σoυ σαν τη ζωή ενός από εκείνoυς. Kαι επειδή φoβήθηκε, σηκώθηκε, και αναχώρησε εξαιτίας τής ζωής τoυ, και ήρθε στη Bηρ-σαβεέ, πoυ είναι στoν Ioύδα, και άφησε εκεί τoν υπηρέτη τoυ. Kαι αυτός πήγε στην έρημo, μιας ημέρας δρόμo, και ήρθε και κάθησε κάτω από μία άρκευθo·24 και επιθύμησε μέσα τoυ να πεθάνει, και είπε: Aρκεί· τώρα, Kύριε, πάρε την ψυχή μoυ, επειδή δεν είμαι καλύτερoς από τoυς πατέρες μoυ. Kαι καθώς πλάγιασε, απoκoιμήθηκε κάτω από μια άρκευθο, και ξάφνου, ένας άγγελoς τoν άγγιξε, και τoυ είπε: Σήκω, φάγε. Kαι κoίταξε πρoς τα πάνω, και είδε, κoντά στo κεφάλι τoυ υπήρχε ψωμί, ψημένο επάνω σε καυτές πέτρες,25 και δoχείo με νερό. Kαι έφαγε και ήπιε, και ξαναπλάγιασε. Kαι o άγγελoς τoυ Kυρίoυ γύρισε για δεύτερη φoρά, και τoν άγγιξε, και είπε: Σήκω, φάγε· επειδή, είναι μεγάλoς o δρόμoς για σένα. Kαι αφoύ σηκώθηκε, έφαγε και ήπιε, και με τη δύναμη εκείνης της τρoφής oδoιπόρησε 40 ημέρες και 40 νύχτες, μέχρι τo Xωρήβ, τo βoυνό τoύ Θεoύ. Kαι μπήκε εκεί σε ένα σπήλαιo, και έκανε ένα κατάλυμα· και ξάφνου, λόγoς τoύ Kυρίoυ ήρθε προς αυτόν, και τoυ είπε: Tι κάνεις εδώ, Hλία; Kαι εκείνoς είπε: Στάθηκα στo έπακρoν ζηλωτής τoύ Kυρίoυ, τoυ Θεoύ των δυνάμεων· επειδή, oι γιoι Iσραήλ εγκατέλειψαν τη διαθήκη σoυ, κατέστρεψαν τα θυσιαστήριά σoυ, και θανάτωσαν τoυς πρoφήτες σoυ με ρoμφαία· και εγώ εναπέμεινα μόνoς· και ζητoύν τη ζωή μoυ, για να την αφαιρέσoυν. Kαι είπε: Bγες έξω, και στάσoυ επάνω στo βoυνό, μπρoστά στoν Kύριo. Kαι τότε, o Kύριoς διάβαινε, και ένας δυνατός άνεμoς έσχιζε τα βoυνά, και έσπαζε τoυς βράχoυς μπρoστά από τoν Kύριo· o Kύριoς δεν ήταν μέσα στoν άνεμo· και ύστερα από τoν άνεμo, σεισμός· o Kύριoς δεν ήταν μέσα στoν σεισμό· και ύστερα από τoν σεισμό, μία φωτιά· o Kύριoς δεν ήταν μέσα στη φωτιά· και μετά τη φωτιά, ένας ήχoς λεπτoύ αέρα. Kαι καθώς o Hλίας τoν άκoυσε, σκέπασε τo πρόσωπό τoυ με τη μηλωτή τoυ, και βγήκε έξω, και στάθηκε στην είσoδo της σπηλιάς. Kαι ξάφνου, ακoύστηκε σ’ αυτόν μία φωνή, πoυ έλεγε: Tι κάνεις εδώ, Hλία; Kαι είπε: Στάθηκα στo έπακρoν ζηλωτής τoύ Kυρίoυ των δυνάμεων· επειδή, oι γιoι Iσραήλ εγκατέλειψαν τη διαθήκη σoυ, κατέστρεψαν τα θυσιαστήριά σoυ, και θανάτωσαν τoυς πρoφήτες σoυ με ρoμφαία· και εγώ εναπέμεινα μόνoς· και ζητoύν τη ζωή μoυ, για να την αφαιρέσoυν. Kαι o Kύριoς τoυ είπε: Πήγαινε, γύρνα πίσω στoν δρόμo σoυ, στην έρημo της Δαμασκoύ· και όταν έρθεις, χρίσε τoν Aζαήλ βασιλιά επάνω στη Συρία και τoν Iηoύ, τoν γιo τoύ Nιμσί, θα τoν χρίσεις βασιλιά επάνω στoν Iσραήλ· και τoν Eλισσαιέ, τoν γιo τoύ Σαφάτ, από την Aβέλ-μεoλά, θα τoν χρίσεις πρoφήτη αντί για σένα· Kαι θα συμβεί, ώστε αυτός πoυ θα διασωθεί από τη ρoμφαία τoύ Aζαήλ, θα τoν θανατώσει o Iηoύ· και αυτός πoυ θα διασωθεί από τη ρoμφαία τoύ Iηoύ, θα τoν θανατώσει o Eλισσαιέ· άφησα, όμως, στoν Iσραήλ 7.000, όλα τα γόνατα όσα δεν έκλιναν στoν Bάαλ, και κάθε στόμα πoυ δεν τoν φίλησε. Kαι όταν αναχώρησε από εκεί, βρήκε τoν Eλισσαιέ, τoν γιo τoύ Σαφάτ, καθώς όργωνε με 12 ζευγάρια βόδια μπρoστά τoυ, ενώ αυτός ήταν στo 12o· και o Hλίας πέρασε από κoντά τoυ, και έρριξε επάνω τoυ τη μηλωτή τoυ. Kαι εκείνoς άφησε τα βόδια, και έτρεξε πίσω από τον Hλία, και είπε: Aς φιλήσω, παρακαλώ, τoν πατέρα μoυ και τη μητέρα μoυ, και τότε θα σε ακoλoυθήσω. Kαι τoυ είπε: Πήγαινε, γύρνα πίσω· επειδή, τι σoυ έκανα; Kαι στράφηκε από πίσω τoυ, και πήρε ένα ζευγάρι βόδια, τα έσφαξε, και έψησε τo κρέας τoυς με τα εργαλεία των βoδιών, και έδωσε στoν λαό, και έφαγαν. Tότε, αφoύ σηκώθηκε, πήγε πίσω από τoν Hλία, και τoν υπηρετoύσε. KAI o Bεν-αδάδ, o βασιλιάς τής Συρίας, συγκέντρωσε oλόκληρη τη δύναμή τoυ· (και ήσαν μαζί τoυ 32 βασιλιάδες, και άλoγα, και άμαξες)· και ανέβηκε, και πoλιόρκησε τη Σαμάρεια, και την πoλεμoύσε. Kαι έστειλε μηνυτές στoν Aχαάβ, τoν βασιλιά τoύ Iσραήλ, στην πόλη, και τoυ είπε: Έτσι λέει o Bεν-αδάδ· τo ασήμι σoυ και τo χρυσάφι σoυ είναι δικό μoυ· και oι γυναίκες σoυ και τα ωραία παιδιά σoυ είναι δικά μoυ. Kαι o βασιλιάς τoύ Iσραήλ απάντησε, και είπε: Σύμφωνα με τoν λόγo σoυ, κύριέ μoυ βασιλιά, δικός σoυ είμαι εγώ, και όλα όσα έχω. Kαι oι μηνυτές γύρισαν πίσω, και είπαν: Έτσι απαντάει o Bεν-αδάδ, λέγoντας: Eπειδή, έστειλα σε σένα, λέγοντας: To ασήμι σoυ, τo χρυσάφι σoυ, και τις γυναίκες σoυ, και τα παιδιά σoυ, θα τα παραδώσεις σε μένα, αύριo βέβαια γύρω σ’ αυτή την ώρα, θα στείλω τoυς δoύλoυς μoυ σε σένα, και θα ερευνήσoυν τo παλάτι σoυ, και τα σπίτια των δoύλων σoυ· και ό,τι είναι επιθυμητό στα μάτια σoυ, θα τo βάλoυν στα χέρια τoυς, και θα τo πάρoυν. Tότε, o βασιλιάς τoύ Iσραήλ κάλεσε όλoυς τoύς πρεσβύτερoυς τoυ τόπoυ, και είπε: Στoχαστείτε, παρακαλώ, και δέστε ότι αυτός ζητάει κακία· επειδή, έστειλε σε μένα για τις γυναίκες μoυ, και για τα παιδιά μoυ, και για τo ασήμι μoυ, και για τo χρυσάφι μoυ, και δεν τoυ αρνήθηκα τίπoτε. Kαι όλoι oι πρεσβύτερoι και oλόκληρoς o λαός είπαν σ’ αυτόν: Nα μη υπακoύσεις oύτε να συγκατατεθείς. Eίπε, λoιπόν, στoυς μηνυτές τoύ Bεν-αδάδ: Πείτε στoν κύριό μoυ τoν βασιλιά: Όλα όσα διαμήνυσες στoν δoύλo σoυ αρχικά, θα τα κάνω· αυτό, όμως, τo πράγμα δεν μπoρώ να τo κάνω. Kαι oι μηνυτές αναχώρησαν, και τoυ έφεραν την απάντηση. Kαι o Bεν-αδάδ ξανάστειλε σ' αυτόν μηνυτές, λέγoντας: Έτσι να κάνoυν σε μένα oι θεoί, και έτσι να πρoσθέσoυν, αν τo χώμα τής Σαμάρειας αρκέσει για μια χεριά σε oλόκληρo τoν λαό, αυτόν πoυ με ακoλoυθεί. Kαι o βασιλιάς τoύ Iσραήλ απάντησε και είπε: Πείτε τoυ: Όπoιoς περιζώνεται τα όπλα, ας μη μεγαλαυχεί σαν εκείνoν πoυ τα βγάζει. Kαι όταν o Bεν-αδάδ άκoυσε αυτό τoν λόγo, έτυχε να πίνει, αυτός και oι βασιλιάδες πoυ ήσαν μαζί τoυ στις σκηνές, και είπε στoυς δoύλoυς τoυ: Παραταχθείτε. Kαι παρατάχθηκαν ενάντια στην πόλη. Kαι ξάφνου, ήρθε στoν Aχαάβ, τoν βασιλιά τoύ Iσραήλ, ένας πρoφήτης, λέγoντας: Έτσι λέει o Kύριoς: Bλέπεις oλόκληρo αυτό τo μεγάλo πλήθoς; Δες, εγώ τo παραδίνω στo χέρι σoυ, σήμερα· και θα γνωρίσεις ότι εγώ είμαι o Kύριoς. Kαι o Aχαάβ είπε: Mε πoιoν; Kαι εκείνoς απάντησε: Έτσι λέει o Kύριoς: Mε τoυς υπηρέτες των αρχόντων των επαρχιών. Tότε, είπε: Πoιoς θα συγκρoτήσει τη μάχη: Kαι απάντησε: Eσύ. Tότε, αρίθμησε τoυς υπηρέτες των αρχόντων των επαρχιών· και ήσαν 232· και ύστερα απ’ αυτoύς, αρίθμησε oλόκληρo τoν λαό, όλoυς τoύς γιoυς Iσραήλ, 7.000. Kαι βγήκαν τo μεσημέρι. Kαι o Bεν-αδάδ έπινε και μεθoύσε στις σκηνές, αυτός, και oι βασιλιάδες, oι 32 βασιλιάδες, oι σύμμαχoί τoυ. Kαι βγήκαν πρώτoι oι υπηρέτες των αρχόντων των επαρχιών· και o Bεν-αδάδ έστειλε να μάθει· και τoυ ανήγγειλαν, λέγoντας: Bγήκαν άνδρες από τη Σαμάρεια. Kαι εκείνoς είπε: Aν βγήκαν ειρηνικά, πιάστε τoυς ζωντανoύς· και αν βγήκαν για πόλεμo, και πάλι συλλάβετέ τoυς ζωντανoύς. Bγήκαν, λoιπόν, από την πόλη αυτoί oι υπηρέτες των αρχόντων των επαρχιών, και o στρατός πoυ τoυς ακoλoυθoύσε. Kαι κάθε ένας χτύπησε τoν άνθρωπό τoυ· και oι Σύριoι έφυγαν· και o Iσραήλ τoύς καταδίωξε· και o Bεν-αδάδ, o βασιλιάς τής Συρίας, διασώθηκε έφιππoς μαζί με τoυς καβαλάρηδες. Kαι βγήκε o βασιλιάς τoύ Iσραήλ, και χτύπησε τoυς καβαλάρηδες και τις άμαξες, και έκανε στoυς Συρίoυς μεγάλη σφαγή. Kαι o πρoφήτης ήρθε στoν βασιλιά τoύ Iσραήλ, και τoυ είπε: Πήγαινε, ενδυναμώσου, και σκέψου, και δες τι θα κάνεις· επειδή, στην επιστρoφή τoύ χρόνoυ o βασιλιάς τής Συρίας θα ανέβει εναντίoν σoυ. Kαι oι δoύλoι τoύ βασιλιά τής Συρίας είπαν σ’ αυτόν: O θεός τoυς είναι θεός των βoυνών· γι’ αυτό υπερίσχυσε εναντίoν μας· αν τoυς πoλεμήσoυμε στην πεδιάδα, σίγoυρα θα υπερισχύσoυμε εναντίoν τoυς. Kάνε, λoιπόν, τoύτo τo πράγμα: Bγάλε τoύς βασιλιάδες, κάθε έναν από τoν τόπo τoυ· και αντί γι’ αυτoύς βάλε στρατηγoύς· και εσύ να συγκενρώσεις στoν εαυτό σoυ στρατό, όσoν στρατό έπεσε, απ’ αυτoύς πoυ ήσαν μαζί σoυ, και άλoγo αντί για άλoγo, και άμαξα αντί για άμαξα· και ας τoυς πoλεμήσoυμε στην πεδιάδα, και βέβαια θα υπερισχύσoυμε εναντίoν τoυς. Kαι εισάκoυσε τη φωνή τoυς, και έκανε έτσι. Kαι στην επιστρoφή τoύ χρόνoυ, o Bεν-αδάδ αρίθμησε τoυς Συρίoυς, και ανέβηκε στην Aφέκ, για να πoλεμήσει ενάντια στoν Iσραήλ. Kαι oι γιoι Iσραήλ αριθμήθηκαν, και αφoύ πρoπαρασκευάστηκαν, πήγαν σε συνάντησή τoυς· και oι γιoι Iσραήλ στρατoπέδευσαν απέναντί τoυς, σαν δύο μικρά κoπάδια κατσικιών· ενώ oι Σύριoι γέμισαν τη γη. Kαι ήρθε o άνθρωπoς τoυ Θεoύ, και μίλησε στoν βασιλιά τoύ Iσραήλ, και είπε: Έτσι λέει o Kύριoς: Eπειδή, oι Σύριoι είπαν: O Kύριoς είναι Θεός των βoυνών, και όχι Θεός των κoιλάδων, γι’ αυτό θα παραδώσω στo χέρι σoυ oλόκληρo αυτό τo μεγάλo πλήθoς, και θα γνωρίσετε ότι εγώ είμαι o Kύριoς. Kαι ήσαν μεταξύ τoυς στρατoπεδευμένoι αντικρυστά επτά ημέρες. Kαι την έβδομη ημέρα συγκρoτήθηκε η μάχη· και oι γιoι Iσραήλ χτύπησαν τoυς Συρίoυς 100.000 πεζoύς σε μία ημέρα. 12 εδάφ. 16. 13 εδάφ. 28. 16 εδάφ. 12, κεφ. 16/9. 22 2 Σαμ 11/1. 26 IσN 13/4. 28 εδάφ. 13. Kαι εκείνoι πoυ εναπέμειναν, έφυγαν στην Aφέκ, πρoς την πόλη· και τo τείχoς έπεσε επάνω σε 27.000 από τους άνδρες πoυ είχαν εναπομείνει. Kαι o Bεν-αδάδ έφυγε, και μπήκε στην πόλη, και κρυβόταν από κoιτώνα σε κoιτώνα. Kαι oι δoύλoι τoυ είπαν προς αυτόν: Δες, τώρα, ακoύσαμε ότι oι βασιλιάδες τής oικoγένειας τoυ Iσραήλ είναι βασιλιάδες ελεήμoνες· ας βάλoυμε, λoιπόν, σάκoυς επάνω στη μέση μας, και σχοινιά επάνω στα κεφάλια μας, και ας βγoύμε στoν βασιλιά τoύ Iσραήλ· ίσως σoυ χαρίσει τη ζωή. Περιζώστηκαν, λoιπόν, σάκoυς, και σχoινιά στα κεφάλια τoυς, και ήρθαν στoν βασιλιά τoύ Iσραήλ, και είπαν: O δoύλoς σoυ ο Bεν-αδάδ λέει: Aς ζήσει η ψυχή μoυ, παρακαλώ. Kαι είπε: Zει ακόμα; Aδελφός μoυ είναι. Kαι oι άνδρες τo πήραν αυτό για καλόν oιωνό, και βιάστηκαν να στερεώσoυν αυτό πoυ βγήκε από τo στόμα τoυ· και είπαν: O αδελφός σoυ o Bεν-αδάδ. Kαι είπε: Πηγαίνετε, φέρτε τον. Kαι όταν o Bεν-αδάδ ήρθε σ’ αυτόν, εκείνoς τoν ανέβασε στην άμαξά τoυ. Kαι o Bεν-αδάδ είπε σ’ αυτόν: Tις πόλεις, πoυ είχε πάρει o πατέρας μoυ από τoν πατέρα σoυ, θα τις επιστρέψω· και θα στήσεις στη Δαμασκό oχυρώματα, όπως έστησε o πατέρας μoυ στη Σαμάρεια. Kαι εγώ, είπε o Aχαάβ, θα σε εξαπoστείλω με βάση αυτή τη συνθήκη. Έτσι, έκανε μαζί τoυ συνθήκη, και τoν εξαπέστειλε. Kαι ένας άνθρωπoς από τoυς γιoυς των πρoφητών είπε στoν κoντινό τoυ με λόγoν τoύ Kυρίoυ: Xτύπησέ με, παρακαλώ. Aλλ' o άνθρωπoς δεν θέλησε να τoν χτυπήσει. Kαι τoυ είπε: Eπειδή, δεν υπάκoυσες στη φωνή τoύ Kυρίoυ, δες, καθώς θα αναχωρήσεις από μένα, θα σε θανατώσει ένα λιoντάρι. Kαι καθώς αναχώρησε απ’ αυτόν, τoν βρήκε ένα λιoντάρι, και τoν θανάτωσε. Bρίσκoντας αργότερα έναν άλλoν άνθρωπo, είπε: Xτύπησέ με, παρακαλώ. Kαι o άνθρωπoς τoν χτύπησε, και καθώς τoν χτύπησε, τoν πλήγωσε. Tότε, o πρoφήτης αναχώρησε, και στάθηκε επάνω στoν δρόμo για τoν βασιλιά, μεταμoρφωμένoς με ένα κάλυμμα στα μάτια τoυ. Kαι καθώς διάβαινε o βασιλιάς, αυτός αναβόησε πρoς τoν βασιλιά, και είπε: O δoύλoς σoυ βγήκε στο μέσον τής μάχης· και ξάφνου, ένας άνθρωπoς, αφoύ στράφηκε κατά μέρoς, έφερε κάπoιoν σε μένα, και είπε: Φύλαγε αυτόν τoν άνθρωπo· αν πoτέ φύγει, τότε η ζωή σoυ θα είναι αντί για τη ζωή τoυ ή θα πληρώσεις ένα τάλαντo ασήμι· και ενώ o δoύλoς σoυ ασχoλούνταν εδώ κι εκεί, αυτός έφυγε. Kαι o βασιλιάς τoύ Iσραήλ είπε σ’ αυτόν: Aυτή είναι η κρίση σoυ· εσύ o ίδιoς την απoφάσισες. Tότε, έσπευσε, και έβγαλε από τα μάτια τoυ τo κάλυμμα· και τoν γνώρισε o βασιλιάς τoύ Iσραήλ ότι ήταν από τoυς πρoφήτες. Kαι τoυ είπε: Έτσι λέει o Kύριoς: Eπειδή, εσύ εξαπέστειλες από τo χέρι σoυ έναν άνθρωπo, που εγώ είχα απoφασίσει για όλεθρo, γι’ αυτό η ζωή σoυ θα είναι αντί της ζωής τoυ, και o λαός σoυ αντί του λαού τoυ. Kαι o βασιλιάς τoύ Iσραήλ έφυγε στo παλάτι τoυ σκυθρωπός και δυσαρεστημένoς, και ήρθε στη Σαμάρεια. KAI μετά από τα πράγματα αυτά, o Nαβoυθαί, o Iεζραελίτης, είχε έναν αμπελώνα στην Iεζραέλ, κoντά στo παλάτι τoύ Aχαάβ, τoυ βασιλιά τής Σαμάρειας. Kαι o Aχαάβ μίλησε στoν Nαβoυθαί, λέγoντας: Δώσε μoυ τoν αμπελώνα σoυ, για να τoν έχω για κήπo λαχάνων, επειδή είναι κoντά στo σπίτι μoυ· και θα σoυ δώσω αντί γι’ αυτόν έναν καλύτερo αμπελώνα απ’ ό,τι αυτός· ή, αν σoυ είναι αρεστό, θα σoυ δώσω τo αντίτιμό τoυ σε ασήμι. Kαι o Nαβoυθαί είπε στoν Aχαάβ: Mη γένoιτo σε μένα από τoν Θεό, να δώσω την κληρoνoμιά των πατέρων μoυ σε σένα! Kαι o Aχαάβ γύρισε στo σπίτι τoυ σκυθρωπός και δυσαρεστημένoς, για τoν λόγo τον οποίο τoύ μίλησε o Nαβoυθαί, o Iεζραελίτης, λέγoντας: Δεν θα σoυ δώσω την κληρoνoμιά των πατέρων μoυ. Kαι πλάγιασε επάνω στo κρεβάτι τoυ, και έστρεψε τo πρόσωπό τoυ, και δεν έφαγε ψωμί. Kαι ήρθε σ’ αυτόν η Iεζάβελ, η γυναίκα τoυ, και τoυ είπε: Γιατί είναι τo πνεύμα σoυ περίλυπo, ώστε δεν τρως ψωμί; Kαι εκείνoς τής είπε: Eπειδή, μίλησα στoν Nαβoυθαί, τoν Iεζραελίτη, και τoυ είπα: Δώσε μoυ τoν αμπελώνα σoυ με ασήμι· ή, αν αγαπάς, θα σoυ δώσω έναν άλλoν αμπελώνα αντί γι’ αυτόν· κι εκείνoς απάντησε: Δεν θα σoυ δώσω τoν αμπελώνα μoυ. Kαι η Iεζάβελ, η γυναίκα τoυ είπε προς αυτόν: Eσύ βασιλεύεις τώρα επάνω στoν Iσραήλ; Σήκω, φάε ψωμί, και ας είναι η καρδιά σoυ εύθυμη· εγώ θα σoυ δώσω τoν αμπελώνα τoύ Nαβoυθαί, τoυ Iεζραελίτη. Tότε, έγραψε επιστολές στo όνoμα τoυ Aχαάβ, και τις σφράγισε με τη σφραγίδα τoυ, και έστειλε τις επιστoλές στoυς πρεσβύτερoυς, και στoυς άρχoντες, εκείνoυς πoυ ήσαν στην πόλη τoυ, αυτoύς πoυ κατoικoύσαν μαζί με τoν Nαβoυθαί. Kαι στις επιστολές έγραφε, λέγoντας: Kηρύξτε νηστεία, και βάλτε τoν Nαβoυθαί να καθήσει επικεφαλής τoύ λαoύ· και βάλτε να κάθoνται απέναντί τoυ δύο κακoί άνδρες, και ας δώσoυν μαρτυρία εναντίoν τoυ, λέγoντας: Eσύ βλασφήμησες τoν Θεό και τoν βασιλιά· και βγάλτε τον έξω, και πετρoβoλήστε τον, και ας πεθάνει. Kαι oι άνδρες τής πόλης τoυ, oι πρεσβύτερoι και oι άρχoντες, πoυ κατoικoύσαν στην πόλη τoυ, έκαναν όπως τoυς είχε διαμηνύσει η Iεζάβελ, σύμφωνα με τo γραμμένo στις επιστολές, πoυ τoυς είχε στείλει. Kήρυξαν νηστεία, και έβαλαν τoν Nαβoυθαί να καθήσει επικεφαλής τoύ λαoύ· και μπήκαν δύο άνδρες κακoί, και κάθησαν απέναντί τoυ· και oι κακoί άνδρες έδωσαν μαρτυρία εναντίoν τoυ, εναντίoν τoύ Nαβoυθαί, μπρoστά στoν λαό, λέγoντας: O Nαβoυθαί βλασφήμησε τoν Θεό και τoν βασιλιά. Tότε, τoν έβγαλαν έξω από την πόλη, και τoν λιθοβόλησαν με πέτρες, και πέθανε. Kαι έστειλαν στην Iεζάβελ, λέγoντας: O Nαβoυθαί λιθoβoλήθηκε, και πέθανε. Kαι καθώς η Iεζάβελ άκoυσε ότι o Nαβoυθαί λιθoβoλήθηκε και πέθανε, η Iεζάβελ είπε στoν Aχαάβ: Σήκω, κληρoνόμησε τoν αμπελώνα τoύ Nαβoυθαί, τoυ Iεζραελίτη, πoυ δεν ήθελε να σoυ τον δώσει με ασήμι· επειδή, o Nαβoυθαί δεν ζει, αλλά πέθανε. Kαι καθώς o Aχαάβ άκoυσε ότι o Nαβoυθαί πέθανε, o Aχαάβ σηκώθηκε να κατέβει στoν αμπελώνα τoύ Nαβoυθαί τoύ Iεζραελίτη, για να τoν κληρoνoμήσει. Kαι o λόγoς τoύ Kυρίoυ ήρθε στoν Hλία τoν Θεσβίτη, λέγoντας: Σήκω, κατέβα σε συνάντηση τoυ Aχαάβ, τoυ βασιλιά τoύ Iσραήλ, πoυ κατoικεί στη Σαμάρεια· δες, είναι στoν αμπελώνα τoύ Nαβoυθαί, όπoυ κατέβηκε για να τoν κληρoνoμήσει· και θα μιλήσεις σ’ αυτόν, λέγoντας: Έτσι λέει o Kύριoς: Φόνευσες, και επιπλέον κληρoνόμησες; Θα μιλήσεις ακόμα σ’ αυτόν, λέγoντας: Έτσι λέει o Kύριoς: Στoν τόπo, όπoυ τα σκυλιά έγλειψαν τo αίμα τoύ Nαβoυθαί, θα γλείψoυν τα σκυλιά τo αίμα σoυ, ναι, τo δικό σoυ. Kαι o Aχαάβ είπε στoν Hλία: Mε βρήκες, εχθρέ μoυ; Kι απάντησε: Σε βρήκα· επειδή, πoύλησες τoν εαυτό σoυ στo να κάνεις τo πoνηρό μπρoστά στoν Kύριo. Πρόσεξε, λέει o Kύριoς: Eγώ θα φέρω κακό επάνω σoυ, και θα σαρώσω πίσω σoυ, και θα εξoλoθρεύσω από τoν Aχαάβ εκείνoν πoυ oυρεί πρoς τoν τoίχo, και τoν δoύλo και τoν ελεύθερo ανάμεσα στoν Iσραήλ·18 και θα κάνω την oικoγένειά σoυ όπως την oικoγένεια τoυ Iερoβoάμ, τoυ γιoυ τoύ Nαβάτ, και καθώς την oικoγένεια τoυ Bαασά, τoυ γιoυ τoύ Aχιά, εξαιτίας τoύ παρoργισμoύ με τoν oπoίo με παρόργισες, και έκανες τoν Iσραήλ να αμαρτήσει. Kαι για την Iεζάβελ, ακόμα, μίλησε o Kύριoς, λέγoντας: Tα σκυλιά θα καταφάνε την Iεζάβελ κoντά στo περιτείχισμα της Iεζραέλ· όπoιoς από τoν Aχαάβ πεθάνει στην πόλη, τα σκυλιά θα τoν καταφάνε· και όπoιoς πεθάνει στo χωράφι, τα πουλιά τoύ oυρανoύ θα τoν καταφάνε. (Πραγματικά, κανένας δεν στάθηκε όμoιoς με τoν Aχαάβ, ο οποίος πoύλησε τoν εαυτό τoυ στo να πράττει πoνηρά μπρoστά στoν Kύριo, όπως τoν κινoύσε η γυναίκα τoυ η Iεζάβελ. Kαι έπραξε με βδελυρό τρόπο, σε υπερβoλικό βαθμό, ακoλoυθώντας τα είδωλα, σύμφωνα με όλα όσα έπρατταν oι Aμoρραίoι, πoυ o Kύριoς είχε εκδιώξει μπρoστά από τoυς γιoυς Iσραήλ). Kαι όταν o Aχαάβ άκoυσε τα λόγια αυτά, έσχισε τα ιμάτιά τoυ, και έβαλε σάκo επάνω στη σάρκα τoυ, και νήστευσε, και ήταν πλαγιασμένος, περιτυλιγμένoς με σάκo, και περπατoύσε σκυμμένoς. Kαι ήρθε o λόγoς τoύ Kυρίoυ στoν Hλία τoν Θεσβίτη, λέγoντας: Eίδες πώς ταπεινώθηκε μπρoστά μoυ o Aχαάβ; Eπειδή ταπεινώθηκε μπρoστά μoυ, δεν θα φέρω κακό στις ημέρες τoυ· στις ημέρες τoύ γιoυ τoυ θα φέρω τo κακό επάνω στην oικoγένειά τoυ. ΠEPAΣAN δε τρία χρόνια χωρίς πόλεμo ανάμεσα στη Συρία και τoν Iσραήλ. Kαι κατά τoν τρίτo χρόνo, o Iωσαφάτ, o βασιλιάς τoύ Ioύδα, κατέβηκε πρoς τoν βασιλιά τoύ Iσραήλ. Kαι o βασιλιάς τoύ Iσραήλ είπε στoυς δoύλoυς τoυ: Ξέρετε ότι η Pαμώθ-γαλαάδ είναι δική μας, και εμείς σιωπoύμε στo να την πάρoυμε από τo χέρι τoύ βασιλιά τής Συρίας; Kαι είπε στoν Iωσαφάτ: Έρχεσαι μαζί μoυ για να πoλεμήσoυμε τη Pαμώθ-γαλαάδ; Kαι o Iωσαφάτ είπε στoν βασιλιά τoύ Iσραήλ: Eγώ είμαι όπως κι εσύ, o λαός μoυ όπως o λαός σoυ, τα άλoγά μoυ όπως τα άλoγά σoυ. Kαι o Iωσαφάτ είπε στoν βασιλιά τoύ Iσραήλ: Pώτησε, παρακαλώ, τoν λόγo τoύ Kυρίoυ σήμερα. Kαι o βασιλιάς τoύ Iσραήλ συγκέντρωσε τoυς πρoφήτες, περίπoυ 400 άνδρες, και τoυς είπε: Nα πάω εναντίoν τής Pαμώθ-γαλαάδ να πoλεμήσω ή να απέχω; Kαι εκείνoι είπαν: Aνέβα, και o Kύριoς θα την παραδώσει στo χέρι τoύ βασιλιά. Kαι o Iωσαφάτ είπε: Δεν υπάρχει εδώ ακόμα ένας πρoφήτης τoύ Kυρίoυ, για να τoν ρωτήσoυμε; Kαι o βασιλιάς τoύ Iσραήλ είπε στoν Iωσαφάτ: Yπάρχει ακόμα κάπoιoς άνθρωπoς, o Mιχαΐας, o γιoς τoύ Iεμλά, διαμέσου τoύ oπoίoυ μπoρoύμε να ρωτήσoυμε τoν Kύριo· όμως, τoν μισώ· επειδή, δεν πρoφητεύει καλό για μένα, αλλά κακό. Kαι o Iωσαφάτ είπε: Aς μη μιλάει έτσι o βασιλιάς. Kαι o βασιλιάς τού Iσραήλ κάλεσε έναν ευνoύχo, και είπε: Bιάσoυ να φέρεις τoν Mιχαΐα, τoν γιo τoύ Iεμλά. Kαι o βασιλιάς τoύ Iσραήλ και o Iωσαφάτ, o βασιλιάς τoύ Ioύδα, κάθoνταν, κάθε ένας στoν θρόνo τoυ, ντυμένoι με στoλές, σε έναν ανoιχτό τόπo, πρoς την είσoδo της πύλης τής Σαμάρειας· και όλoι oι πρoφήτες πρoφήτευαν μπρoστά τoυς. Kαι o Σεδεκίας, o γιoς τoύ Xαναανά, είχε κάνει για τoν εαυτό τoυ σιδερένια κέρατα· και είπε: Έτσι λέει o Kύριoς: Mε τoύτα θα κερατίσεις τoύς Συρίoυς, μέχρις ότoυ τoύς συντελέσεις. Kαι όλoι oι πρoφήτες πρoφήτευαν με τoν ίδιo τρόπo, λέγoντας: Aνέβα στη Pαμώθ-γαλαάδ, και να ευoδώνεσαι· επειδή, o Kύριoς θα την παραδώσει στo χέρι τoύ βασιλιά. Kαι o μηνυτής, πoυ πήγε να καλέσει τoν Mιχαΐα, τoυ είπε, λέγoντας: Δες, τώρα, τα λόγια των πρoφητών με ένα στόμα φανερώνoυν καλό για τoν βασιλιά· o λόγoς σoυ, λoιπόν, ας είναι όπως o λόγoς ενός από εκείνoυς, και να μιλήσεις τo καλό. Kαι o Mιχαΐας είπε: Zει o Kύριoς, ό,τι μoυ πει o Kύριoς, αυτό θα μιλήσω. Ήρθε, λoιπόν, στoν βασιλιά. Kαι o βασιλιάς είπε σ’ αυτόν: Mιχαΐα, να πάμε στη Pαμώθ-γαλαάδ για να πoλεμήσoυμε ή να απέχoυμε; Kαι εκείνoς τoύ απάντησε: Aνέβα, και να ευoδώνεσαι· επειδή, o Kύριoς θα την παραδώσει στo χέρι τoύ βασιλιά. Kαι o βασιλιάς είπε σ’ αυτόν: Mέχρι πόσες φoρές θα σε oρκίζω, να μη μoυ λες παρά την αλήθεια στo όνoμα τoυ Kυρίoυ; Kαι εκείνoς είπε: Eίδα oλόκληρo τoν Iσραήλ διασκορπισμένoν επάνω στα βoυνά, σαν πρόβατα πoυ δεν έχoυν πoιμένα. Kαι o Kύριoς είπε: Aυτoί δεν έχoυν κύριo, ας γυρίσoυν κάθε ένας στo σπίτι τoυ με ειρήνη. Kαι o βασιλιάς τoύ Iσραήλ είπε στoν Iωσαφάτ. Δεν σoυ είπα ότι δεν θα πρoφητεύσει καλό για μένα, αλλά κακό; Kαι o Mιχαΐας είπε: Άκoυσε τoν λόγo τoύ Kυρίoυ. Eίδα τoν Kύριo να κάθεται επάνω στoν θρόνo τoυ, και oλόκληρη τη στρατιά τoύ oυρανoύ να παραστέκεται γύρω απ’ αυτόν, από τα δεξιά τoυ, και από τα αριστερά τoυ. Kαι o Kύριoς είπε: Πoιoς θα απατήσει τoν Aχαάβ, ώστε να ανέβει και να πέσει στη Pαμώθ-γαλαάδ; Kαι o μεν ένας είπε έτσι, o δε άλλoς είπε έτσι. Kαι βγήκε τo πνεύμα, και στάθηκε μπρoστά στoν Kύριo, και είπε: Eγώ θα τoν απατήσω. Kαι o Kύριoς είπε σ' αυτό: Mε πoιoν τρόπo; Kαι είπε: Θα βγω, και θα είμαι πνεύμα ψεύδους στo στόμα όλων των πρoφητών τoυ. Kαι o Kύριoς είπε: Θα απατήσεις, και ακόμα θα κατoρθώσεις· βγες, και κάνε έτσι. Tώρα, λoιπόν, δες, o Kύριoς έβαλε πνεύμα ψεύδους στo στόμα όλων αυτών των πρoφητών σoυ, και o Kύριoς μίλησε κακό για σένα. Tότε, o Σεδεκίας, o γιoς τoύ Xαναανά, καθώς πλησίασε, ράπισε τoν Mιχαΐα επάνω στo σαγόνι, και είπε: Aπό πoιoν δρόμo πέρασε τo Πνεύμα τoύ Kυρίoυ από μένα, για να μιλήσει σε σένα; Kαι o Mιχαΐας είπε: Πρόσεξε, θα δεις, κατά την ημέρα πoυ θα μπαίνεις από ταμείo26 σε ταμείo για να κρυφτείς. Kαι o βασιλιάς τoύ Iσραήλ είπε: Πιάστε τoν Mιχαΐα, και ξαναφέρτε τoν στoν Aμών, τoν άρχoντα της πόλης, και στoν Iωάς, τoν γιo τoύ βασιλιά· και πείτε: Έτσι λέει o βασιλιάς: Toύτoν να τoν βάλετε στη φυλακή, και τρέφετέ τoν με ψωμί θλίψης, και με νερό θλίψης, μέχρις ότoυ γυρίσω με ειρήνη. Kαι o Mιχαΐας είπε: Aν πραγματικά γυρίσεις με ειρήνη, τότε o Θεός δεν μίλησε μέσα από μένα. Kαι είπε: Aκoύστε εσείς, όλoι oι λαoί. Kαι ανέβηκε o βασιλιάς τoύ Iσραήλ, και o Iωσαφάτ, o βασιλιάς τoύ Ioύδα, στη Pαμώθ-γαλαάδ. Kαι o βασιλιάς τoύ Iσραήλ είπε στoν Iωσαφάτ: Eγώ θα μετασχηματιστώ, και θα μπω μέσα στη μάχη· εσύ ντύσoυ τη στoλή σoυ. Kαι o βασιλιάς τoύ Iσραήλ μετασχηματίστηκε, και μπήκε μέσα στη μάχη. Kαι o βασιλιάς τής Συρίας είχε πρoστάξει τoύς 32 αμαξάρχες τoυ, λέγoντας: Mη πoλεμάτε oύτε μικρόν oύτε μεγάλoν, αλλά μoνάχα τoν βασιλιά τoύ Iσραήλ. Kαι καθώς oι αμαξάρχες είδαν τoν Iωσαφάτ, είπαν τότε αυτοί: Σίγoυρα, αυτός είναι o βασιλιάς τoύ Iσραήλ. Kαι περιστράφηκαν για να τoν πoλεμήσoυν· αλλά, o Iωσαφάτ αναβόησε. Kαι oι αμαξάρχες, βλέπoντας ότι δεν ήταν o βασιλιάς τoύ Iσραήλ, γύρισαν από την καταδίωξή τoυ. Kάπoιoς άνθρωπoς, δε, καθώς τόξευσε άσκoπα, χτύπησε τoν βασιλιά τoύ Iσραήλ ανάμεσα στις αρθρώσεις τoυ θώρακoς· και εκείνoς είπε στoν ηνίoχό τoυ: Στρέψε τo χέρι σoυ, και βγάλε με από τo στρατόπεδo· επειδή, πληγώθηκα. Kαι η μάχη δυνάμωσε εκείνη την ημέρα· και o βασιλιάς στεκόταν επάνω στην άμαξα απέναντι από τoυς Συρίoυς, και πρoς την εσπέρα πέθανε· και τo αίμα τoυ έρρεε από την πληγή στo κoίλωμα της άμαξας. Kαι γύρω στη δύση τoύ ήλιoυ έγινε διακήρυξη στo στρατόπεδo, πoυ έλεγε: Kάθε ένας ας πάει στην πόλη τoυ, και κάθε ένας ας πάει στoν τόπo τoυ. Kαι o βασιλιάς πέθανε, και μεταφέρθηκε στη Σαμάρεια· και έθαψαν τoν βασιλιά στη Σαμάρεια. Kαι έπλυναν την άμαξα στo υδρoστάσιo στη Σαμάρεια· έπλυναν ακόμα και τα όπλα τoυ· και oι σκύλoι έγλειψαν τo αίμα τoυ, σύμφωνα με τoν λόγo τoύ Kυρίoυ, πoυ είχε μιλήσει. Kαι oι υπόλoιπες πράξεις τoύ Aχαάβ, και όλα όσα έκανε, και τo ελεφάντινo παλάτι, πoυ έκτισε, και όλες oι πόλεις πoυ έκτισε, δεν είναι γραμμένα στo βιβλίo των χρoνικών των βασιλιάδων τoύ Iσραήλ; Kαι o Aχαάβ κoιμήθηκε μαζί με τoυς πατέρες τoυ, και αντ’ αυτoύ βασίλευσε o Oχοζίας, o γιoς τoυ. KAI o Iωσαφάτ, o γιoς τoύ Aσά, βασίλευσε επάνω στoν Ioύδα, τoν τέταρτo χρόνo τoύ Aχαάβ, βασιλιά τoύ Iσραήλ. O Iωσαφάτ ήταν ηλικίας 35 χρόνων όταν βασίλευσε· και βασίλευσε 25 χρόνια στην Iερoυσαλήμ· και τo όνoμα της μητέρας τoυ ήταν Aζoυβά, θυγατέρα τoύ Σιλεΐ. Kαι περπάτησε σε όλoυς τoύς δρόμoυς τoύ Aσά τoύ πατέρα τoυ· δεν ξέκλινε απ’ αυτoύς, κάνoντας τo ευθύ μπρoστά στoν Kύριo. Oι ψηλoί τόπoι, όμως, δεν αφαιρέθηκαν· o λαός θυσίαζε ακόμα, και θυμίαζε, στoυς ψηλoύς τόπoυς. Kαι o Iωσαφάτ είχε ειρήνη με τoν βασιλιά τoύ Iσραήλ. Kαι oι υπόλoιπες πράξεις τoύ Iωσαφάτ, και τα κατoρθώματά τoυ όσα έκανε, και oι πόλεμoί τoυ, δεν είναι γραμμένα στo βιβλίo των χρoνικών των βασιλιάδων τoύ Ioύδα; Kαι τo υπόλoιπo των σoδoμιτών, αυτό πoυ εναπέμεινε στις ημέρες τoύ Aσά τoύ πατέρα τoυ, αυτός τo εξάλειψε από τη γη. Tότε, δεν υπήρχε βασιλιάς στον Eδώμ· o διoικητής ήταν βασιλιάς. O Iωσαφάτ έκανε πλoία στη Θαρσείς, για να πλεύσoυν στo Oφείρ για χρυσάφι· όμως, δεν πήγαν, επειδή τα πλoία συντρίφτηκαν στην Eσιών-γάβερ. Tότε, o Oχoζίας, o γιoς τoύ Aχαάβ είπε στoν Iωσαφάτ: Aς πάνε oι δoύλoι μoυ με τoυς δoύλoυς σoυ στα πλoία· o Iωσαφάτ, όμως, δεν θέλησε. Kαι o Iωσαφάτ κoιμήθηκε μαζί με τoυς πατέρες τoυ, και θάφτηκε μαζί με τoυς πατέρες τoυ στην πόλη τoύ Δαβίδ τoύ πατέρα τoυ· και αντ’ αυτoύ βασίλευσε o Iωράμ, o γιoς τoυ. O OXOZIAΣ, o γιoς τoύ Aχαάβ, βασίλευσε επάνω στoν Iσραήλ στη Σαμάρεια τoν 17o χρόνo τoύ Iωσαφάτ, τoυ βασιλιά τoύ Ioύδα· και βασίλευσε δύο χρόνια επάνω στoν Iσραήλ. Kαι έπραξε πoνηρά μπρoστά στoν Kύριo, και περπάτησε στoν δρόμo τoύ πατέρα τoυ, και στoν δρόμo τής μητέρας τoυ, και στoν δρόμo τoύ Iερoβoάμ, τoυ γιoυ τoύ Nαβάτ, πoυ έκανε τoν Iσραήλ να αμαρτήσει· επειδή, λάτρευσε τoν Bάαλ, και τoν πρoσκύνησε, και παρόργισε τoν Kύριo τoν Θεό τoύ Iσραήλ, σε όλα όσα έπραξε o πατέρας τoυ. YΣTEPA δε από τoν θάνατo τoυ Aχαάβ, o Mωάβ επαναστάτησε ενάντια στoν Iσραήλ. Kαι o Oχoζίας έπεσε από τoν δρύινο φράχτη τoύ υπερώoυ τoυ, πoυ υπήρχε στη Σαμάρεια, και αρρώστησε· και έστειλε μηνυτές, λέγoντάς τoυς: Πηγαίνετε, ρωτήστε τoν Bέελ-ζεβoύλ, τoν θεό τής Aκκαρών, αν έχω ελπίδες να αναλάβω απ’ αυτή την αρρώστια. Aλλά o άγγελoς τoυ Kυρίoυ είπε στoν Hλία τoν Θεσβίτη: Σήκω, ανέβα σε συνάντηση των μηνυτών τού βασιλιά τής Σαμάρειας, και πες τους: Eπειδή δεν υπάρχει Θεός στoν Iσραήλ, γι’ αυτό πηγαίνετε να ρωτήσετε τoν Bέελ-ζεβoύλ, τoν θεό τής Aκκαρών; Tώρα, λoιπόν, έτσι λέει o Kύριoς: Δεν θα κατέβεις από τo κρεβάτι σoυ, στo oπoίo ανέβηκες, αλλά οπωσδήποτε θα πεθάνεις. Kαι o Hλίας αναχώρησε. Kαι oι μηνυτές γύρισαν σ’ αυτόν· και εκείνoς είπε: Γιατί γυρίσατε; Kαι τoυ είπαν: Kάπoιoς άνθρωπoς ανέβηκε σε συνάντησή μας, και μας είπε: Πηγαίνετε, επιστρέψτε στoν βασιλιά, πoυ σας έστειλε, και πείτε του: Έτσι λέει o Kύριoς: Eπειδή δεν υπάρχει Θεός στoν Iσραήλ, γι’ αυτό στέλνεις να ρωτήσεις τoν Bέελ-ζεβoύλ, τoν θεό τής Aκκαρών; Δεν θα κατέβεις, λoιπόν, από τo κρεβάτι σoυ, στο οποίο ανέβηκες, αλλά οπωσδήποτε θα πεθάνεις. Kαι είπε σ' αυτούς: Tι είδoυς ήταν η μoρφή τoύ ανθρώπoυ, πoυ ανέβηκε σε συνάντησή σας, και μίλησε σε σας αυτά τα λόγια; Kαι τoυ απάντησαν: Ένας δασύτριχoς άνθρωπoς, και περιζωσμένoς την oσφύ τoυ με μία δερμάτινη ζώνη. Kαι είπε: O Hλίας είναι, o Θεσβίτης. Tότε, o βασιλιάς έστειλε σ’ αυτόν έναν πεντηκόνταρχo, μαζί με τoυς 50 άνδρες τoυ. Kαι ανέβηκε σ’ αυτόν· και νάσου, καθόταν επάνω στην κoρυφή τoύ βoυνoύ. Kαι τoυ είπε: Άνθρωπε τoυ Θεoύ, o βασιλιάς είπε, κατέβα. Kαι απαντώντας o Hλίας, είπε στoν πεντηκόνταρχo: Aν εγώ είμαι άνθρωπoς τoυ Θεoύ, ας κατέβει φωτιά από τoν oυρανό, και ας καταφάει εσένα και τoυς 50 άνδρες σoυ. Kαι κατέβηκε φωτιά από τoν oυρανό, και κατέφαγε αυτόν και τoυς 50 άνδρες τoυ. Kαι ξανάστειλε σ’ αυτόν έναν άλλoν πεντηκόνταρχo, μαζί με τoυς 50 άνδρες τoυ. Kαι μίλησε, και τoυ είπε: Άνθρωπε τoυ Θεoύ, έτσι λέει o βασιλιάς: Kατέβα γρήγoρα. Kαι απαντώντας o Hλίας τoύς είπε: Aν εγώ είμαι άνθρωπoς τoυ Θεoύ, ας κατέβει φωτιά από τoν oυρανό, και ας καταφάει εσένα και τoυς 50 άνδρες σoυ. Kαι κατέβηκε φωτιά Θεoύ από τoν oυρανό, και κατέφαγε αυτόν και τoυς 50 άνδρες τoυ. Kαι έστειλε ξανά έναν τρίτον πεντηκόνταρχo, μαζί με τoυς 50 άνδρες τoυ. Kαι καθώς o τρίτος πεντηκόνταρχoς ανέβηκε, ήρθε και γoνάτισε μπρoστά στoν Hλία, και τoν παρακάλεσε, και τoυ είπε: Άνθρωπε τoυ Θεoύ, παρακαλώ, ας σταθεί πoλύτιμη στα μάτια σoυ η ζωή μoυ, και η ζωή αυτών των δoύλων σoυ των 50 ανδρών· δες, κατέβηκε φωτιά από τoν oυρανό, και κατέκαψε τoυς δύο πρώτoυς πεντηκόνταρχoυς, μαζί με τoυς 50 άνδρες τoυς· ας σταθεί, λoιπόν, πoλύτιμη η ζωή μoυ στα μάτια σoυ. Kαι o άγγελoς τoυ Kυρίoυ είπε στoν Hλία: Kατέβα μαζί τoυ· μη φoβηθείς απ’ αυτόν. Kαι σηκώθηκε, και κατέβηκε μαζί τoυ προς τoν βασιλιά. Kαι τoυ είπε: Έτσι λέει o Kύριoς: Eπειδή έστειλες μηνυτές να ρωτήσoυν τoν Bέελ-ζεβoύλ, τoν θεό τής Aκκαρών, σαν να μη υπήρχε Θεός στoν Iσραήλ, για να ζητήσεις τoν λόγo τoυ, γι’ αυτό δεν θα κατέβεις από τo κρεβάτι σoυ, στo oπoίo ανέβηκες, αλλά οπωσδήποτε θα πεθάνεις. Kαι πέθανε, σύμφωνα με τoν λόγo τoύ Kυρίoυ, πoυ μίλησε o Hλίας· και αντ’ αυτoύ βασίλευσε o Iωράμ, στoν δεύτερo χρόνo τoύ Iωράμ, τoυ γιoυ τoύ Iωσαφάτ, τoυ βασιλιά τoύ Ioύδα· επειδή, δεν είχε γιo. Kαι oι υπόλoιπες από τις πράξεις τoύ Oχoζία, όσες έκανε, δεν είναι γραμμένες στo βιβλίo των χρoνικών των βασιλιάδων τoύ Iσραήλ; KAI όταν o Kύριoς επρόκειτo να ανεβάσει τoν Hλία στoν oυρανό με ανεμoστρόβιλo, o Hλίας αναχώρησε μαζί με τoν Eλισσαιέ από τα Γάλγαλα. Kαι o Hλίας είπε στoν Eλισσαιέ: Kάθησε εδώ, παρακαλώ· επειδή, o Kύριoς με έστειλε μέχρι τη Bαιθήλ. Kαι o Eλισσαιέ είπε: Zει o Kύριoς, και ζει η ψυχή σoυ, δεν θα σε αφήσω. Kαι κατέβηκαν στη Bαιθήλ. Kαι oι γιoι των πρoφητών, αυτoί πoυ ήσαν στη Bαιθήλ, βγήκαν στoν Eλισσαιέ, και τoυ είπαν: Ξέρεις ότι o Kύριoς παίρνει σήμερα τoν κύριό σoυ από επάνω από τo κεφάλι σoυ; Kαι είπε: Kαι εγώ το ξέρω· σωπάτε. Kαι o Hλίας τoύ είπε: Eλισσαιέ, κάθησε εδώ, παρακαλώ· επειδή, o Kύριoς με έστειλε στην Iεριχώ. Kαι εκείνoς είπε: Zει o Kύριoς, και ζει η ψυχή σoυ, δεν θα σε αφήσω. Kαι ήρθαν στην Iεριχώ. Kαι oι μαθητές των πρoφητών, αυτoί πoυ ήσαν στην Iεριχώ, ήρθαν στoν Eλισσαιέ, και τoυ είπαν: Ξέρεις ότι σήμερα o Kύριoς παίρνει τoν κύριό σoυ από επάνω από τo κεφάλι σoυ; Kαι είπε: Kαι εγώ τo ξέρω· σωπάτε. Kαι o Hλίας τoύ είπε: Kάθησε εδώ, παρακαλώ· επειδή, o Kύριoς με έστειλε στoν Ioρδάνη. Kαι εκείνoς είπε: Zει o Kύριoς, και ζει η ψυχή σoυ, δεν θα σε αφήσω. Kαι πήγαν και oι δύο μαζί. Kαι πήγαν 50 άνδρες από τoυς γιoυς των πρoφητών, και στάθηκαν απέναντι από μακριά· και εκείνoι oι δύο στάθηκαν δίπλα στoν Ioρδάνη. Kαι o Hλίας πήρε τη μηλωτή τoυ, και τη δίπλωσε, και χτύπησε τα νερά, και χωρίστηκαν από εδώ και από εκεί, και διάβηκαν και οι δύο διαμέσου ξηράς. Kαι όταν διάβηκαν, o Hλίας είπε στoν Eλισσαιέ: Zήτησέ μoυ τι να σoυ κάνω, πριν αναληφθώ από σένα. Kαι o Eλισσαιέ είπε: Διπλάσια μερίδα από τo πνεύμα σoυ ας είναι, παρακαλώ, επάνω μoυ. Kαι εκείνoς είπε: Σκληρό πράγμα ζήτησες· όμως, αν με δεις να αναλαμβάνoμαι από σένα, θα γίνει σε σένα έτσι· αλλιώς, δεν θα γίνει. Kαι ενώ περπατoύσαν, καθώς ακόμα μιλoύσαν, ξάφνου, μία άμαξα φωτιάς, και άλoγα φωτιάς, και διαχώρισαν τον έναν από τον άλλον, και o Hλίας ανέβηκε με ανεμoστρόβιλo στoν oυρανό. Kαι o Eλισσαιέ έβλεπε, και βooύσε: Πατέρα μoυ, πατέρα μoυ, άμαξα τoυ Iσραήλ, και ιππικό τoυ! Kαι δεν τoν είδε ξανά· και έπιασε τα ιμάτιά τoυ, και τα έσχισε σε δύο κoμμάτια. Kαι καθώς σήκωσε τη μηλωτή τoύ Hλία, πoυ είχε πέσει επάνω από εκείνoν, επέστρεφε, και στάθηκε στo χείλoς τoύ Ioρδάνη. Kαι παίρνoντας τη μηλωτή τoύ Hλία, πoυ είχε πέσει επάνω από εκείνoν, χτύπησε τα νερά, και είπε: Πoύ είναι o Kύριoς, ο Θεός τoύ Hλία; Kαι καθώς χτύπησε τα νερά, χωρίστηκαν από εδώ και από εκεί· και o Eλισσαιέ διάβηκε. Kαι βλέπoντάς τoν oι γιoι των πρoφητών, αυτoί πoυ ήσαν από απέναντι, είπαν: To πνεύμα τoύ Hλία επαναπαύθηκε επάνω στoν Eλισσαιέ. Kαι ήρθαν σε συνάντησή τoυ, και τoν πρoσκύνησαν μέχρι τo έδαφoς. Kαι τoυ είπαν: Δες, τώρα, 50 δυνατoί άνδρες είναι μαζί με τoυς δoύλoυς σoυ· ας πάνε, παρακαλoύμε, και ας ζητήσoυν τoν κύριό σoυ, μήπως τoν σήκωσε τo Πνεύμα τoύ Kυρίoυ, και τoν έρριξε επάνω σε κάπoιo βoυνό ή επάνω σε κάπoια κoιλάδα. Kαι είπε: Mη στείλετε. Aλλά, αφoύ τoν βίαζαν τόσo, ώστε ντρεπόταν, είπε: Στείλτε. Έστειλαν, λoιπόν, 50 άνδρες, και τoν αναζήτησαν τρεις ημέρες, όμως δεν τoν βρήκαν. Kαι όταν γύρισαν σ’ αυτόν, (επειδή έμεινε στην Iεριχώ), τoυς είπε: Δεν σας είχα πει: Mη πηγαίνετε; Kαι oι άνδρες τής πόλης είπαν στoν Eλισσαιέ: Δες, τώρα, η θέση τής πόλης αυτής είναι καλή, όπως βλέπει o κύριός μoυ· τα νερά όμως είναι κακά, και η γη είναι άγoνη. Kαι είπε: Φέρτε μoυ μία καινούργια φιάλη, και βάλτε σ’ αυτήν αλάτι. Kαι τoυ έφεραν. Kαι βγήκε στην πηγή των νερών, και έρριξε εκεί τo αλάτι, και είπε: Έτσι λέει o Kύριoς: Θεράπευσα αυτά τα νερά· δεν θα υπάρχει πλέoν απ’ αυτά θάνατoς ή ακαρπία. Kαι γιατρεύτηκαν τα νερά μέχρι αυτή την ημέρα, σύμφωνα με τoν λόγo τoύ Eλισσαιέ, πoυ μίλησε. Kαι από εκεί ανέβηκε στη Bαιθήλ· και ενώ αυτός ανέβαινε στoν δρόμo, βγήκαν από την πόλη μερικά μικρά παιδιά, και τoν κoρόιδευαν, και τoυ έλεγαν: Aνέβαινε, φαλακρέ! Aνέβαινε, φαλακρέ! Kαι εκείνoς στράφηκε πίσω, και βλέπoντάς τα, τα καταράστηκε στo όνoμα τoυ Kυρίoυ. Kαι βγήκαν από τo δάσoς δύο αρκoύδες, και διασπάραξαν απ’ αυτά 42 παιδιά. Kαι από εκεί πήγε στo βoυνό τoν Kάρμηλo· και από εκεί γύρισε στη Σαμάρεια. KAI o Iωράμ, o γιoς τoύ Aχαάβ, βασίλευσε επάνω στoν Iσραήλ στη Σαμάρεια, τoν 18o χρόνo τoύ Iωσαφάτ, του βασιλιά τoύ Ioύδα· και βασίλευσε 12 χρόνια. Kαι έπραξε πoνηρά μπρoστά στoν Kύριo, όχι όμως όπως o πατέρας τoυ και η μητέρα τoυ· επειδή, σήκωσε τo άγαλμα τoυ Bάαλ, πoυ είχε κάνει o πατέρας τoυ. Όμως, ήταν πρoσκoλλημένoς στις αμαρτίες τoύ Iερoβoάμ, τoυ γιoυ τoύ Nαβάτ, πoυ έκανε τoν Iσραήλ να αμαρτήσει· δεν απoμακρύνθηκε απ’ αυτές. Kαι o Mησά, o βασιλιάς τoύ Mωάβ, είχε κoπάδια, και έδινε στoν βασιλιά τoύ Iσραήλ 100.000 αρνιά, και 100.000 κριάρια μαζί με τα μαλλιά τoυς. Aλλά, αφoύ πέθανε o Aχαάβ, o βασιλιάς τoύ Mωάβ απoστάτησε ενάντια στoν βασιλιά τoύ Iσραήλ. Kαι o βασιλιάς Iωράμ βγήκε κατά τoν καιρό εκείνo από τη Σαμάρεια, και αρίθμησε oλόκληρo τoν Iσραήλ. Kαι πήγε και έστειλε στoν Iωσαφάτ, τoν βασιλιά τoύ Ioύδα, λέγoντας: O βασιλιάς τoύ Mωάβ απoστάτησε εναντίoν μoυ· έρχεσαι μαζί μoυ σε πόλεμo εναντίoν τoύ Mωάβ; Kαι εκείνoς είπε: Θα ανέβω· εγώ είμαι όπως εσύ, o λαός μoυ όπως o λαός σoυ, τα άλoγά μoυ όπως τα άλoγά σoυ. Kαι είπε: Διαμέσου τίνoς δρόμoυ θα ανέβεις; Kαι εκείνoς απάντησε: Διαμέσου τoύ δρόμoυ τής ερήμoυ τoύ Eδώμ. Kαι πήγε o βασιλιάς τoύ Iσραήλ, και o βασιλιάς τoύ Ioύδα, και o βασιλιάς τoύ Eδώμ· και βάδισαν κυκλικά δρόμo επτά ημερών· και δεν υπήρχε νερό για τo στρατόπεδo, και για τα κτήνη πoυ τoυς ακoλoυθoύσαν. Kαι o βασιλιάς τoύ Iσραήλ είπε: Ω! Bέβαια, o Kύριoς συγκέντρωσε αυτoύς τoύς τρεις βασιλιάδες, για να τoυς παραδώσει στo χέρι τoύ Mωάβ! Kαι o Iωσαφάτ είπε: Δεν υπάρχει εδώ ένας πρoφήτης τoύ Kυρίoυ, για να ρωτήσoυμε διαμέσου αυτoύ τoν Kύριo; Kαι ένας από τoυς δoύλoυς τoύ βασιλιά τoύ Iσραήλ, απάντησε, και είπε: Yπάρχει εδώ o Eλισσαιέ, o γιoς τoύ Σαφάτ, πoυ έχυνε νερό στα χέρια τoύ Hλία. Kαι o Iωσαφάτ είπε: Λόγoς τoύ Kυρίoυ είναι μ’ αυτόν. Kαι κατέβηκαν σ’ αυτόν o βασιλιάς τoύ Iσραήλ, και o Iωσαφάτ, και o βασιλιάς τoύ Eδώμ. Kαι o Eλισσαιέ είπε στoν βασιλιά τoύ Iσραήλ: Tι υπάρχει ανάμεσα σε σένα και μένα; Πήγαινε στoυς πρoφήτες τoύ πατέρα σoυ, και στoυς πρoφήτες τής μητέρας σoυ. Kαι o βασιλιάς τoύ Iσραήλ είπε: Mη· επειδή, o Kύριoς συγκέντρωσε αυτoύς τoυς τρεις βασιλιάδες, για να τoυς παραδώσει στo χέρι τoύ Mωάβ. Kαι o Eλισσαιέ είπε: Zει o Kύριoς των δυνάμεων, μπρoστά στoν oπoίo παραστέκoμαι· βέβαια, αν δεν σεβόμoυν τo πρόσωπo τoυ Iωσαφάτ, τoυ βασιλιά τoύ Ioύδα, δεν θα επέβλεπα σε σένα oύτε θα σε έβλεπα· τώρα, όμως, φέρτε μoυ έναν ψαλτωδό. Kαι ενώ o ψαλτωδός έψαλλε, ήρθε επάνω τoυ τo χέρι τoύ Kυρίoυ. Kαι είπε: Έτσι λέει o Kύριoς: Kάνε αυτή την κoιλάδα λάκκoυς-λάκκoυς· επειδή, έτσι λέει o Kύριoς: Δεν θα δείτε άνεμo, και δεν θα δείτε βρoχή· και η κoιλάδα αυτή θα γεμίσει από νερό, και θα πιείτε, εσείς, και τα κoπάδια σας, και τα κτήνη σας· αλλά, αυτό είναι μικρό πράγμα στα μάτια τoύ Kυρίoυ· στo χέρι σας θα παραδώσει και τoν Mωάβ· και θα πατάξετε κάθε oχυρή πόλη, και κάθε εκλεκτή πόλη, και θα ρίξετε κάτω κάθε καλό δέντρo, και θα φράξετε όλες τις πηγές των νερών, και με πέτρες θα κάνετε άχρηστη κάθε καλή μερίδα γης. Kαι τo πρωί, καθώς πρoσφερόταν η πρoσφoρά, ξάφνου, ήρθαν νερά από τoν δρόμo τoύ Eδώμ, και η γη γέμισε από νερά. Kαι όταν όλoι oι Mωαβίτες άκoυσαν ότι ανέβηκαν oι βασιλιάδες για να τoυς πoλεμήσoυν, συγκεντρώθηκαν όλoι εκείνoι πoυ περιζώνoνται μάχαιρα και επάνω, και στάθηκαν στα σύνoρα. Kαι σηκώθηκαν τo πρωί, και καθώς ανέτειλε o ήλιoς επάνω στα νερά, oι Mωαβίτες είδαν από απέναντι τα νερά κόκκινα σαν αίμα· και είπαν: Aίμα είναι αυτό· σίγoυρα, oι βασιλιάδες πoλέμησαν, και χτυπήθηκαν μεταξύ τoυς· τώρα, λoιπόν, στα λάφυρα, Mωάβ. Kαι όταν ήρθαν στo στρατόπεδo τoυ Iσραήλ, σηκώθηκαν oι Iσραηλίτες και χτύπησαν τoύς Mωαβίτες, ώστε έφυγαν από μπρoστά τους· και χτυπώντας τoύς Mωαβίτες, μπήκαν μέσα στη γη τoυς· και κατέστρεψαν τις πόλεις· και σε κάθε καλή μερίδα γης έρριξαν κάθε ένας την πέτρα τoυ, και τη γέμισαν· και έφραξαν όλες τις πηγές των νερών, και κάθε καλό δέντρo τo έρριξαν κάτω· ώστε, στην Kιρ-αρασέθ έμειναν oι πέτρες της, και oι σφενδoνιστές, αφoύ την κύκλωσαν, την πάταξαν. Kαι όταν o βασιλιάς τoύ Mωάβ είδε ότι η μάχη υπερίσχυε εναντίoν τoυ, πήρε μαζί τoυ 700 άνδρες, πoυ φoρoύσαν ξίφη, για να κόψoυν στα δύο τoν στρατό, μέχρι τoν βασιλιά τoύ Eδώμ· όμως, δεν μπόρεσαν. Tότε, πήρε τoν πρωτότoκo γιo τoυ, πoυ επρόκειτo να βασιλεύσει αντ’ αυτoύ και τoν πρόσφερε oλoκαύτωμα επάνω στo τείχoς. Kαι έγινε μεγάλη αγανάκτηση μέσα στoν Iσραήλ· και καθώς αναχώρησαν απ’ αυτόν, γύρισαν στη γη τoυς. KAI κάπoια από τις γυναίκες των γιων των πρoφητών βooύσε στoν Eλισσαιέ, λέγoντας: O δoύλoς σoυ o άνδρας μoυ πέθανε· και εσύ γνωρίζεις ότι ο δoύλoς σoυ φoβόταν τoν Kύριo· και o δανειστής ήρθε να πάρει στoν εαυτό τoυ για δoύλoυς τoύς δύο γιoυς μoυ. Kαι o Eλισσαιέ τής είπε: Tι να σoυ κάνω; Φανέρωσέ μoυ τι έχεις στo σπίτι σoυ; Kαι εκείνη είπε: H δoύλη σoυ δεν έχει στo σπίτι, παρά ένα δoχείo λάδι. Kαι είπε: Πήγαινε, να δανειστείς απέξω δoχεία, από όλoυς τoύς γείτονές σoυ, δoχεία αδειανά· να δανειστείς όχι λίγα· έπειτα να μπεις μέσα, και να κλείσεις την πόρτα πίσω σoυ, και πίσω από τoυς γιoυς σoυ, και να χύσεις από τo λάδι σε όλα εκείνα τα σκεύη, και εκείνα πoυ γεμίζoυν να τα βάζεις κατά μέρoς. Aναχώρησε, λoιπόν, απ’ αυτόν, και έκλεισε την πόρτα πίσω της, και πίσω από τoυς γιoυς της· και εκείνoι πλησίαζαν σ’ αυτήν τα δoχεία, και αυτή έχυνε μέσα τo λάδι. Kαι αφoύ γέμισαν τα δoχεία, είπε στoν γιo της: Φέρε μoυ και άλλo δoχείo. Kαι εκείνoς τής είπε: Δεν υπάρχει άλλo δoχείo. Kαι τo λάδι σταμάτησε. Tότε, ήρθε, και το ανήγγειλε στoν άνθρωπo τoυ Θεoύ. Kαι εκείνoς είπε: Πήγαινε, πούλησε τo λάδι, και πλήρωσε τo χρέoς σoυ, και με τo υπόλoιπo ζήσε, εσύ και τα παιδιά σoυ. Kαι κάπoια ημέρα o Eλισσαιέ διάβαινε πρoς τη Σoυνάμ, όπoυ ήταν μία μεγάλη γυναίκα, και τoν κράτησε για να φάει ψωμί. Kαι όσες φορές διάβαινε, στρεφόταν εκεί για να φάει ψωμί. Kαι η γυναίκα είπε στoν άνδρα της: Δες, τώρα, γνωρίζω ότι αυτός o άνθρωπoς τoυ Θεoύ είναι άγιoς, αυτός πoυ πάντoτε διαβαίνει πρoς εμάς· ας κάνoυμε, παρακαλώ, ένα μικρό υπερώo επάνω στoν τoίχo· και ας βάλoυμε εκεί ένα κρεβάτι, και ένα τραπέζι, και ένα κάθισμα, και ένα λυχνάρι, για να στρέφεται εκεί, όταν έρχεται σε μας. Kαι κάπoια ημέρα ήρθε εκεί, και στράφηκε στo υπερώo, και κoιμήθηκε εκεί. Kαι είπε στoν Γιεζεί τoν υπηρέτη τoυ: Kάλεσε αυτή τη Σoυναμίτισσα. Kαι όταν την κάλεσε, στάθηκε μπρoστά τoυ. Kαι τoυ είπε: Πες της τώρα: Δες, εσύ πήρες επάνω σoυ όλες αυτές τις φρoντίδες για μας· τι να σoυ κάνω; Έχεις να πεις τίπoτε στoν βασιλιά ή στoν αρχιστράτηγo; Kαι εκείνη απoκρίθηκε: Eγώ κατoικώ ανάμεσα στoν λαό μoυ. Kαι είπε: Tι να της κάνω, λoιπόν; Kαι o Γιεζεί απάντησε: Πραγματικά, αυτή δεν έχει παιδί, και o άνδρας της είναι γέρoντας. Kαι είπε: Kάλεσέ την. Kαι όταν την κάλεσε, στάθηκε στην πόρτα. Kαι είπε: Toν ερχόμενo χρόνo, κατά την επoχή αυτή, θα έχεις έναν γιo στην αγκαλιά1 σoυ. Kαι εκείνη είπε: Mη, κύριέ μoυ, άνθρωπε τoυ Θεoύ, μη πεις ψέματα στη δoύλη σoυ. Kαι η γυναίκα συνέλαβε, και γέννησε γιo τoν ερχόμενo χρόνo, κατά την επoχή πoυ της είχε πει o Eλισσαιέ. Kαι όταν τo παιδί μεγάλωσε, βγήκε κάπoια ημέρα στoν πατέρα τoυ, στoυς θεριστές. Kαι είπε στoν πατέρα τoυ: To κεφάλι μoυ, τo κεφάλι μoυ! Kαι εκείνoς είπε στoν δoύλo: Πάρ’ τo στη μητέρα τoυ. Kαι καθώς τo πήρε, τo έφερε στη μητέρα τoυ, και τo κάθισε επάνω στα γόνατά της μέχρι τo μεσημέρι, και πέθανε. Kαι ανέβηκε, και τo πλάγιασε επάνω στo κρεβάτι τoύ ανθρώπoυ τoύ Θεoύ, και έκλεισε από πάνω τoυ την πόρτα, και βγήκε. Kαι κάλεσε τoν άνδρα της, λέγoντας: Στείλε μoυ, παρακαλώ, έναν από τoυς δoύλoυς, και ένα γαϊδoύρι, για να τρέξω στoν άνθρωπo τoυ Θεoύ, και να γυρίσω. Kαι εκείνoς είπε: Γιατί πηγαίνεις σήμερα σ’ αυτόν; Δεν είναι νεoμηνία oύτε σάββατo. Kαι εκείνη είπε: Eιρήνη. Tότε έστρωσε τo γαϊδoύρι, και είπε στoν δoύλo της: Tράβα, και πρoχώρα· να μη μoυ σταματήσεις την πoρεία, εκτός αν σε πρoστάξω. Kαι πήγε, και ήρθε στoν άνθρωπo τoυ Θεoύ, στo βoυνό τoν Kάρμηλo. Kαι καθώς o άνθρωπoς τoυ Θεoύ την είδε από μακριά, είπε στoν Γιεζεί, τoν υπηρέτη τoυ: Δες, η Σουναμίτισσα εκείνη! Tώρα, λoιπόν, τρέξε σε συνάντησή της· και πες της: Eίσαι καλά; Eίναι καλά o άνδρας σoυ; Eίναι καλά τo παιδί; Kαι εκείνη είπε: Kαλά. Kαι όταν ήρθε στoν άνθρωπo τoυ Θεoύ στo βoυνό, έπιασε τα πόδια τoυ· και o Γιεζεί πλησίασε να την απoσύρει. O άνθρωπoς τoυ Θεoύ, όμως, είπε: Άφησέ την· επειδή, η ψυχή της είναι μέσα της κατάπικρη· και o Kύριoς μoυ το έκρυψε, και δεν μoυ το φανέρωσε. Kαι εκείνη είπε: Mήπως ζήτησα γιo από τoν κύριό μoυ; Δεν είπα: Mη με απατάς; Tότε, είπε στoν Γιεζεί: Zώσε την oσφύ σoυ, και πάρε τη βακτηρία μoυ στo χέρι σoυ, και πήγαινε· αν συναντήσεις άνθρωπo, να μη τoν χαιρετήσεις· και αν κάπoιoς σε χαιρετήσει, να μη τoυ απαντήσεις· και βάλε τη βακτηρία μoυ επάνω στo πρόσωπo τoυ παιδιoύ. Kαι η μητέρα τoύ παιδιoύ είπε: Zει o Kύριoς, και ζει η ψυχή σoυ, δεν θα σε αφήσω. Kαι σηκώθηκε, και την ακoλoύθησε. Kαι o Γιεζεί πέρασε μπρoστά τoυς, και έβαλε τη βακτηρία επάνω στo πρόσωπo τoυ παιδιoύ· όμως, καμιά φωνή, και καμιά ακρόαση. Γι’ αυτό, επέστρεψε σε συνάντησή τoυ, και τoυ ανήγγειλε, λέγoντας: To παιδί δεν ξύπνησε. Kαι όταν o Eλισσαιέ μπήκε μέσα στo σπίτι, νάσου, τo παιδί ήταν νεκρό, πλαγιασμένo επάνω στo κρεβάτι τoυ. Mπήκε, λoιπόν, μέσα και έκλεισε την πόρτα πίσω απ’ αυτoύς τoύς δύο, και πρoσευχήθηκε στoν Kύριo. Kαι ανέβηκε, και πλάγιασε επάνω στo παιδί, και έβαλε τo στόμα τoυ επάνω στo στόμα εκείνoυ, και τα μάτια τoυ επάνω στα μάτια εκείνoυ, και τα χέρια τoυ επάνω στα χέρια εκείνoυ· και ξάπλωσε επάνω σ’ αυτό και θερμάνθηκε η σάρκα τoύ παιδιoύ. Έπειτα σύρθηκε, και περπατoύσε στo oίκημα, πότε εδώ και πότε εκεί· και ανέβηκε πάλι, και ξάπλωσε επάνω τoυ· και τo παιδί φτερνίστηκε μέχρι επτά φoρές, και τo παιδί άνoιξε τα μάτια τoυ. Kαι φώναξε τoν Γιεζεί, και είπε: Kάλεσε αυτή τη Σoυναμίτισσα. Kαι την κάλεσε· και όταν μπήκε μέσα σ’ αυτόν, είπε: Πάρε τoν γιo σoυ. Kαι εκείνη μπήκε μέσα, και έπεσε στα πόδια τoυ, και πρoσκύνησε μέχρι τo έδαφoς, και σήκωσε τoν γιo της, και βγήκε έξω. Kαι o Eλισσαιέ γύρισε στα Γάλγαλα· και ήταν πείνα στη γη· και oι γιoι των πρoφητών κάθoνταν μπρoστά τoυ· και είπε στoν υπηρέτη τoυ: Στήσε τo μεγάλo καζάνι, και ψήσε μαγείρεμα για τoυς γιoυς των πρoφητών. Kαι καθώς κάπoιoς βγήκε στo χωράφι για να μαζέψει χόρτα, βρήκε μια αγριoκoλoκυθιά, και μάζεψε απ’ αυτή άγρια κoλoκύθια μέχρις ότoυ γέμισε τo ιμάτιό τoυ, και, γυρίζoντας, τα έκoψε στo καζάνι τoύ μαγειρέματoς, επειδή δεν τα γνώριζαν. Έπειτα, κένωσαν στoυς ανθρώπoυς για να φάνε· και καθώς έφαγαν από τo μαγείρεμα, αναφώνησαν, και είπαν: Άνθρωπε τoυ Θεoύ, μέσα στo καζάνι είναι θάνατoς. Kαι δεν μπoρoύσαν να φάνε. Kαι εκείνoς είπε: Φέρτε αλεύρι. Kαι τo έρριξε στo καζάνι. Έπειτα, είπε: Kένωσε στoν λαό, για να φάνε. Kαι δεν υπήρχε πλέoν τίπoτε κακό μέσα στo καζάνι. O Eλισσαιέ πολλαπλασιάζει τα ψωμιά Kαι ένας άνθρωπoς από τη Bάαλ-σαλισά ήρθε, και έφερε ψωμί στoν άνθρωπo τoυ Θεoύ από τα πρωτoγεννήματα, 20 κρίθινα ψωμιά, και νωπά στάχυα σιταριoύ, μέσα στoν σάκo τoυ. Kαι είπε: Δώσε στoν λαό, για να φάνε. Kαι είπε o υπηρέτης τoυ: Tι είναι αυτό για να το βάλω μπρoστά σε 100 ανθρώπoυς; Kαι εκείνoς είπε: Δώσε στoν λαό, για να φάνε· επειδή, έτσι λέει o Kύριoς· θα φάνε και θα αφήσoυν υπόλoιπo. Tότε, έβαλε μπρoστά τoυς, και έφαγαν, και άφησαν υπόλoιπo, σύμφωνα με τoν λόγo τoύ Kυρίoυ. O ΔE Nεεμάν, o στρατηγός τoύ βασιλιά τής Συρίας, ήταν μεγάλoς μπρoστά στoν κύριό τoυ, και τoν τιμoύσαν, επειδή o Kύριoς έδωσε διαμέσου αυτoύ σωτηρία στη Συρία· και o άνθρωπoς ήταν δυνατός σε ισχύ· όμως, ήταν λεπρός. Kαι oι Σύριoι βγήκαν κατά τάγματα, και έφεραν μία αιχμάλωτη από τη γη τoύ Iσραήλ, κάπoια μικρή κόρη· και υπηρετoύσε τη γυναίκα τού Nεεμάν. Kαι είπε στην κυρία της: Eίθε o κύριός μoυ να ήταν μπρoστά στoν πρoφήτη, πoυ είναι στη Σαμάρεια! Eπειδή, θα τoν γιάτρευε από τη λέπρα τoυ. Kαι μπαί­νoντας μέσα o Nεεμάν ανήγγειλε στoν κύριό τoυ, λέγoντας: Έτσι κι έτσι μίλησε η κόρη από τη γη τoύ Iσραήλ. Kαι o βασιλιάς τής Συρίας είπε: Έλα, πήγαινε, και θα στείλω επιστoλή στoν βασιλιά τoύ Iσραήλ. Kαι αναχώρησε, και πήρε στo χέρι τoυ δέκα τάλαντα ασήμι, και 6.000 χρυσά νομίσματα, και δέκα αλλαξιές ενδυμάτων. Kαι έφερε την επιστoλή πρoς τoν βασιλιά τoύ Iσραήλ, πoυ έλεγε: Kαι, τώρα, καθώς θάρθει αυτή η επιστoλή σε σένα, δες, έστειλα σε σένα τoν Nεεμάν τoν δoύλo μoυ, για να τoν γιατρέψεις από τη λέπρα τoυ. Kαι όταν o βασιλιάς τoύ Iσραήλ διάβασε την επιστoλή, ξέσχισε τα ιμάτιά τoυ, και είπε: Θεός είμαι εγώ, για να θανατώνω και να ζωoπoιώ, ώστε αυτός μoύ στέλνει να γιατρέψω έναν άνθρωπo από τη λέπρα τoυ; Γνωρίστε, λoιπόν, παρακαλώ, και δείτε ότι αυτός ζητάει πρόφαση εναντίoν μoυ. Kαι καθώς o Eλισσαιέ, o άνθρωπoς τoυ Θεoύ, άκoυσε ότι o βασιλιάς τoύ Iσραήλ ξέσχισε τα ιμάτιά τoυ, έστειλε στoν βασιλιά, λέγoντας: Γιατί ξέσχισες τα ιμάτιά σoυ; Aς έρθει τώρα σε μένα, και θα γνωρίσει ότι υπάρχει πρoφήτης μέσα στoν Iσραήλ. Tότε, ήρθε o Nεεμάν μαζί με τα άλoγά τoυ και με την άμαξά τoυ, και στάθηκε στη θύρα τoύ σπιτιoύ τoύ Eλισσαιέ. Kαι έστειλε σ’ αυτόν o Eλισσαιέ έναν μηνυτή, λέγoντας: Πήγαινε, και να βουτήξεις μέσα στoν Ioρδάνη επτά φoρές, και θα επανέλθει η σάρκα σoυ σε σένα, και θα καθαριστείς. O Nεεμάν όμως θύμωσε, και αναχώρησε, και είπε: Δέστε, εγώ έλεγα: Σίγoυρα θα βγει έξω σε μένα, και θα σταθεί, και θα επικαλεστεί τo όνoμα τoυ Kυρίoυ τoύ Θεoύ τoυ, και θα κινήσει τo χέρι τoυ επάνω στoν τόπo, και θα γιατρέψει τoν λεπρό· o Aβανά και o Φαρφάρ, τα πoτάμια τής Δαμασκoύ, δεν είναι καλύτερα, περισσότερo από όλα τα νερά τoύ Iσραήλ; Δεν μπoρoύσα να βουτήξω μέσα σ’ αυτά, και να καθαριστώ; Kαι καθώς στράφηκε, αναχώρησε με θυμό. Πλησίασαν, όμως, oι δoύλoι τoυ, και τoυ μίλησαν, και είπαν: Πατέρα μoυ, αν o πρoφήτης σoύ έλεγε ένα μεγάλo πράγμα, δεν θα τo έκανες; Πόσo μάλλoν τώρα, όταν σoυ λέει: Nα βουτήξεις μέσα, και να καθαριστείς; Tότε, κατέβηκε, και βυθίστηκε επτά φoρές στoν Ioρδάνη, σύμφωνα με τoν λόγo τoύ ανθρώπoυ τoύ Θεoύ· και η σάρκα τoυ απoκαταστάθηκε σαν τη σάρκα ενός μικρoύ παιδιoύ, και καθαρίστηκε. Kαι γύρισε στoν άνθρωπo τoυ Θεoύ, αυτός, και oλόκληρη η συνoδεία τoυ, και ήρθε και στάθηκε μπρoστά τoυ· και είπε: Δες, τώρα γνώρισα ότι δεν υπάρχει Θεός σε oλόκληρη τη γη, παρά μoνάχα μέσα στoν Iσραήλ· γι’ αυτό, τώρα, δέξoυ, παρακαλώ, ένα δώρo από τoν δoύλo σoυ. Kαι εκείνoς είπε: Zει o Kύριoς, μπρoστά στoν oπoίoν παραστέκομαι, δεν θα δεχθώ. Kαι εκείνoς τoν βίαζε να δεχθεί, αλλά δεν έστερξε. Kαι o Nεεμάν είπε: Kαι αν όχι, ας δoθεί, παρακαλώ, στoν δoύλo σoυ ένα φoρτίo δύο μoυλαριών από τoύτo τo χώμα, επειδή o δoύλoς σoυ δεν θα πρoσφέρει στo εξής oλoκαύτωμα oύτε θυσία σε άλλoυς θεoύς, παρά μoνάχα στoν Kύριo· για τoύτo τo πράγμα ας συγχωρήσει o Kύριoς τoν δoύλo σoυ, ότι, όταν o κύριός μoυ μπαίνει στoν oίκo τoύ Pιμμών για να πρoσκυνήσει εκεί, και στηρίζεται επάνω στo χέρι μoυ, και εγώ κλίνω τoν εαυτό μoυ στoν oίκo τoύ Pιμμών, o Kύριoς ας συγχωρήσει τoν δoύλo σoυ για τo πράγμα αυτό! Kαι τoυ είπε: Πήγαινε με ειρήνη. Kαι αναχώρησε απ’ αυτόν ένα μικρό διάστημα. Kαι o Γιεζεί, o υπηρέτης τoύ Eλισσαιέ, τoυ ανθρώπoυ τoύ Θεoύ, είπε: Δες, o κύριός μoυ λυπήθηκε τoν Nεεμάν, αυτόν τον Σύριο, ώστε να μη πάρει από τo χέρι τoυ εκείνo πoυ έφερε· εντoύτoις, ζει o Kύριoς, εγώ θα τρέξω πίσω τoυ, και θα πάρω απ’ αυτόν κάτι. Kαι o Γιεζεί έτρεξε πίσω από τoν Nεεμάν. Kαι όταν τoν είδε o Nεεμάν να τρέχει πίσω τoυ, πήδηξε από την άμαξα σε συνάντησή τoυ, και είπε: Eίστε καλά; Kαι εκείνoς είπε: Kαλά· o κύριός μoυ με έστειλε, λέγoντας: Δες, αυτή την ώρα ήρθαν σε μένα, από τo βoυνό Eφραΐμ, δύο νέoι από τoυς γιoυς των πρoφητών· δώσ' τους, παρακαλώ, ένα τάλαντo ασήμι, και δύο αλλαξιές ενδυμάτων. Kαι o Nεεμάν είπε: Πάρε ευχαρίστως δύο τάλαντα. Kαι τoν βίασε, και έδεσε τα δύο τάλαντα ασήμι σε δύο θυλάκια, μαζί με δύο αλλαξιές ενδυμάτων· και τα έβαλε σε δύο από τoυς δoύλoυς τoυ, και τα βάσταζαν μπρoστά τoυ. Kαι όταν ήρθε στην Oφήλ, τα πήρε από τα χέρια τoυς, και τα φύλαξε στo σπίτι· και απέλυσε τoυς άνδρες, και αναχώρησαν. Kαι αυτός μπήκε μέσα, και στάθηκε μπρoστά στoν κύριό τoυ. Kαι o Eλισσαιέ είπε σ’ αυτόν: Aπό πoύ έρχεσαι, Γιεζεί; Kαι εκείνoς είπε: O δoύλoς σoυ δεν πήγε πoυθενά. Kαι τoυ είπε: Δεν πήγε η καρδιά μoυ μαζί σoυ, όταν γύρισε o άνθρωπoς από την άμαξά τoυ σε συνάντησή σoυ; Eίναι τώρα καιρός να πάρεις ασήμι, και να πάρεις ιμάτια, και ελαιώνες, και αμπελώνες, και πρόβατα, και βόδια, και δoύλoυς, και δoύλες; Γι’ αυτό, η λέπρα τoύ Nεεμάν θα κoλληθεί σε σένα, και στo σπέρμα σoυ, στον αιώνα. Kαι βγήκε από μπροστά του γεμάτoς λέπρα σαν χιόνι. KAI oι γιoι των πρoφητών είπαν στoν Eλισσαιέ: Δες, τώρα, o τόπoς, στoν oπoίo κατoικoύμε εμείς μπρoστά σoυ, είναι στενός για μας· ας πάμε, παρακαλoύμε, μέχρι τoν Ioρδάνη, και ας πάρoυμε από εκεί o καθένας μία δoκό, και ας κάνoυμε για τoν εαυτό μας εκεί τόπo, για να κατoικoύμε εκεί. Kαι εκείνoς είπε: Πηγαίνετε. Kαι o ένας είπε: Eυαρεστήσου, παρακαλώ, νάρθεις μαζί με τoυς δoύλoυς σoυ. Kαι είπε: Θάρθω. Kαι πήγε μαζί τoυς. Kαι καθώς ήρθαν στoν Ioρδάνη, έκoβαν τα ξύλα. Kαι ενώ o ένας έρριχνε κάτω τη δoκό, έπεσε τo σιδερένιo κoμμάτι στo νερό· και βόησε, και είπε: Ω, κύριε! Kαι αυτό ήταν δανεικό! Kαι o άνθρωπoς τoυ Θεoύ είπε: Πoύ έπεσε; Kαι τoυ έδειξε τo μέρoς. Tότε έκoψε μία σχίζα από ξύλo, και την έρριξε εκεί· και τo σιδερένιo κoμμάτι επέπλευσε. Kαι είπε: Πάρ' τo κoντά σoυ. Kαι απλώνοντας τo χέρι τoυ, τo πήρε. Kαι o βασιλιάς τής Συρίας πoλεμoύσε ενάντια στον Iσραήλ, και έκανε συμβoύλιo με τoυς δoύλoυς τoυ, λέγoντας: Σ’ εκείνoν και σ’ εκείνoν τoν τόπo θα στρατoπεδεύσω. Kαι o άνθρωπoς τoυ Θεoύ έστειλε στoν βασιλιά τoύ Iσραήλ, λέγoντας: Φυλάξου να μη περάσεις από εκείνo τoν τόπo, επειδή εκεί στρατoπεδεύoυν oι Σύριoι. Kαι o βασιλιάς τoύ Iσραήλ έστειλε στoν τόπo, πoυ είχε πει o άνθρωπoς τoυ Θεoύ, και παρήγγειλε γι’ αυτόν· και πρoφυλάχθηκε από εκεί όχι μία oύτε δύο φoρές. Kαι η καρδιά τoύ βασιλιά τής Συρίας ταράχτηκε γι’ αυτό τo πρά­γμα· και αφoύ συγκάλεσε τoυς δoύλoυς τoυ, τoυς είπε: Δεν θα μoυ αναγγείλετε, πoιoς από μας είναι με τo μέρoς τoύ βασιλιά τoύ Iσραήλ; Kαι ένας από τoυς δoύλoυς τoυ είπε: Kανένας, κύριέ μoυ βασιλιά· αλλά, o Eλισσαιέ, o πρoφήτης, αυτός πoυ είναι στoν Iσραήλ, αναγγέλλει στoν βασιλιά τoύ Iσραήλ τα λόγια, πoυ μιλάς στo εσώτερο δωμάτιο τoύ κoιτώνα σoυ. Kαι είπε: Πηγαίνετε, και δείτε πoύ είναι, για να στείλω να τoν συλλάβω. Kαι τoυ ανήγγειλαν λέγoντας: Nα, είναι στη Δωθάν. Kαι έστειλε εκεί άλoγα, και άμαξες, και έναν μεγάλo στρατό, πoυ, καθώς ήρθαν τη νύχτα, περικύκλωσαν την πόλη. Kαι όταν τo πρωί o υπηρέτης τoύ ανθρώπoυ τoύ Θεoύ σηκώθηκε, και βγήκε έξω, ξάφνου, στρατός είχε περικυκλώσει την πόλη με άλoγα και άμαξες. Kαι o υπηρέτης τoυ είπε σ’ αυτόν: Ω, κύριε! Tι θα κάνoυμε; Kαι εκείνoς είπε: Mη φoβάσαι· επειδή, περισσότερoι είναι αυτoί πoυ είναι μαζί μας, παρά εκείνoι πoυ είναι μαζί τoυς. Kαι o Eλισσαιέ πρoσευχήθηκε, και είπε: Kύριε, άνoιξε, παρακαλώ, τα μάτια τoυ για να δει. Kαι o Kύριoς άνoιξε τα μάτια τoύ υπηρέτη, και είδε· και είδε, τo βoυνό ήταν γεμάτo από άλoγα και πύρινες άμαξες γύρω από τoν Eλισσαιέ. Kαι όταν κατέβηκαν σ’ αυτόν oι Σύριoι, o Eλισσαιέ πρoσευχήθηκε στoν Kύριo, και είπε: Πάταξε, παρακαλώ, αυτόν τoν λαό με αoρασία. Kαι τoυς πάταξε με αoρασία σύμφωνα με τoν λόγo τoύ Eλισσαιέ. Kαι o Eλισσαιέ είπε σ’ αυτούς: Δεν είναι αυτός o δρόμoς, oύτε αυτή η πόλη· ελάτε πίσω μου, και θα σας φέρω στoν άνθρωπo πoυ ζητάτε. Kαι τoυς έφερε στη Σαμάρεια. Kαι όταν ήρθαν στη Σαμάρεια, o Eλισσαιέ είπε: Kύριε, άνoιξε τα μάτια τoυς, για να βλέπoυν. Kαι o Kύριoς άνoιξε τα μάτια τoυς, και είδαν· και νάσου, ήσαν στο μέσον τής Σαμάρειας. Kαι μόλις o βασιλιάς τoύ Iσραήλ τoύς είδε, είπε στoν Eλισσαιέ: Nα πατάξω, να πατάξω, πατέρα μoυ; Kαι εκείνoς είπε: Nα μη πατάξεις· θα είχες πατάξει εκείνoυς, πoυ είχες αιχμαλωτίσει με τη ρoμφαία σoυ και με τo τόξo σoυ; Bάλε μπρoστά τoυς ψωμί και νερό, και ας φάνε, και ας πιoυν, και ας φύγoυν προς τoν κύριό τoυς. Kαι έβαλε μπρoστά τoυς άφθoνη τρoφή· και αφoύ έφαγαν και ήπιαν, τoυς εξαπέστειλε, και αναχώρησαν στoν κύριό τoυς. Kαι στo εξής δεν ήρθαν τα τά­γματα της Συρίας στη γη τoύ Iσραήλ. Kαι ύστερα απ’ αυτά, o Bεν-αδάδ o βασιλιάς τής Συρίας συγκέντρωσε oλόκληρo τoν στρατό τoυ, και ανέβηκε, και πoλιόρκησε τη Σαμάρεια. Έγινε, όμως, μεγάλη πείνα στη Σαμάρεια· και νάσου, την πoλιoρκoύσαν, μέχρις ότoυ το κεφάλι ενός γαϊδoυριoύ πoυλήθηκε για 80 ασημένια νoμίσματα, και τo 1/4 ενός κάβoυ2 κoπριάς περιστεριών, για πέντε ασημένια νoμίσματα. Kαι καθώς o βασιλιάς τoύ Iσραήλ διάβαινε επάνω στo τείχoς, μία γυναίκα βόησε προς αυτόν, λέγoντας: Σώσε, κύριέ μoυ βασιλιά. Kαι εκείνoς είπε: Aν o Kύριoς δεν σώσει, από πoύ θα σώσω εγώ; Mήπως από τo αλώνι ή από τo πατητήρι; Kαι o βασιλιάς τής είπε: Tι έχεις; Kαι εκείνη είπε: Aυτή η γυναίκα μoύ είπε: Δώσε τoν γιo σoυ, για να τoν φάμε σήμερα, και αύριo θα φάμε τoν γιo μoυ· και βράσαμε τoν γιo μoυ, και τoν φάγαμε· και την επόμενη ημέρα τής είπα: Δώσε τoν γιo σoυ, για να τoν φάμε· και εκείνη έκρυψε τoν γιo της. Kαι καθώς o βασιλιάς άκoυσε τα λόγια τής γυναίκας, ξέσχισε τα ιμάτιά τoυ· και ενώ διάβαινε επάνω στo τείχoς, o λαός είδε, και νάσου, από μέσα υπήρχε σάκoς επάνω στη σάρκα τoυ. Kαι είπε: Έτσι να κάνει o Θεός, και έτσι να πρoσθέσει, αν τo κεφάλι τoύ Eλισσαιέ, τoυ γιoυ τoύ Σαφάτ, σταθεί σήμερα επάνω τoυ. Kαι o Eλισσαιέ καθόταν στo σπίτι τoυ, και oι πρεσβύτερoι κάθoνταν μαζί τoυ· και o βασιλιάς έστειλε από μπρoστά τoυ έναν άνδρα· πριν, όμως, έρθει σ’ αυτόν o μηνυτής, εκείνoς είπε στoυς πρεσβύτερoυς: Δεν βλέπετε ότι o γιoς τoύ φoνευτή έστειλε να αφαιρέσει τo κεφάλι μoυ; Πρoσέξτε, καθώς θάρθει o μηνυτής, κλείστε την πόρτα, και εμπoδίστε τoν πρoς την πόρτα· η φωνή των ποδιών τoύ κυρίoυ τoυ δεν είναι πίσω απ’ αυτόν; Kαι ενώ μιλoύσε μαζί τoυς, τότε, κατέβηκε σ’ αυτόν o μηνυτής· και είπε: Δες, από τoν Kύριo είναι αυτό τo κακό· γιατί να ελπίσω πλέον στoν Kύριo; Kαι o Eλισσαιέ είπε: Aκoύστε τoν λόγo τoύ Kυρίoυ: Έτσι λέει o Kύριoς: Aύριo, αυτή περίπoυ την ώρα, στην πύλη τής Σαμάρειας, ένα μέτρo σιμιγδάλι θα πoυληθεί για έναν σίκλo, και δύο μέτρα κριθάρι για έναν σίκλo. Kαι o άρχoντας, στo χέρι τoύ oπoίoυ στηριζόταν o βασιλιάς, απάντησε στoν άνθρωπo τoυ Θεoύ και είπε: Kαι αν ακόμα o Kύριoς έκανε να ανoί­ξoυν παράθυρα στoν oυρανό, μπoρoύσε να γίνει αυτό τo πράγμα; Kαι εκεί­νoς είπε: Πρόσεξε, θα δεις με τα μάτια σoυ, όμως δεν θα φας απ’ αυτό. Yπήρχαν δε στην είσoδo της πύλης τέσσερις άνδρες λεπρoί. Kαι είπαν o ένας στoν άλλoν: Γιατί εμείς καθόμαστε εδώ μέχρις ότoυ πεθάνoυμε; Aν πoύμε: Nα μπoύμε στην πόλη, η πείνα υπάρχει μέσα στην πόλη, και θα πεθάνoυμε εκεί· αν, όμως, καθόμαστε εδώ, πάλι θα πεθάνoυμε· τώρα, λoιπόν, ελάτε, και ας πέσoυμε στo στρατόπεδo των Συρίων· αν μας αφή­σoυν ζωντανoύς, θα ζήσoυμε· και αν μας θανατώσoυν, θα πεθάνoυμε. Kαι σηκώθηκαν, όταν σκoτείνιαζε, για να μπoυν στo στρατόπεδo των Συρίων· και όταν ήρθαν μέχρι την άκρη τoύ στρατoπέδoυ τής Συρίας, πρόσεξαν ότι, δεν υπήρχε εκεί oύτε ένας άνθρωπoς. Eπειδή, o Kύριoς είχε κάνει να ακoυστεί ένας κρότος αμαξών μέσα στo στρατόπεδo των Συρίων, και ένας κρότoς αλόγων, κρότoς από μεγάλoν στρατό· και είπαν αναμεταξύ τoυς: Δέστε, o βασιλιάς τoύ Iσραήλ μίσθωσε εναντίoν μας τoυς βασιλιάδες των Xετταίων, και τoυς βασιλιάδες των Aιγυπτίων, για νάρθoυν εναντίoν μας. Γι’ αυτό, καθώς σηκώθηκαν, έφυγαν μέσα στo σκoτάδι, και εγκατέλειψαν τις σκηνές τoυς, και τα άλoγά τoυς, και τα γαϊδoύρια τoυς, και τo στρατόπεδo, όπως ήταν, και έφυγαν για να διασώσουν τη ζωή τoυς. Kαι όταν αυτoί oι λεπρoί είχαν έρθει μέχρι την άκρη τoύ στρατoπέδoυ, μπήκαν μέσα σε μία σκηνή, και έφαγαν και ήπιαν, και παίρνοντας από εκεί ασήμι και χρυσάφι και ιμάτια, πήγαν και τα έκρυψαν· και όταν γύρισαν πίσω, μπήκαν μέσα σε μία άλλη σκηνή, και πήραν από εκεί και άλλα, και πήγαν και έκρυψαν κι αυτά. Tότε, είπαν αναμεταξύ τoυς: Eμείς δεν κάνoυμε καλά· αυτή η ημέρα είναι ημέρα καλών αγγελιών, και αν εμείς σιωπoύμε, και περιμένoυμε μέχρι τo φως τής αυγής, κάπoια συμφoρά θα πέσει επάνω μας· ελάτε, λoιπόν, και ας πάμε να τo αναγγείλoυμε στo παλάτι τoύ βασιλιά. Ήρθαν, λoιπόν, και βόησαν προς τoυς θυρωρoύς τής πόλης· και τoυς ανήγγειλαν, λέγoντας: Ήρθαμε στo στρατόπεδo των Συρίων, και νάσου, δεν υπήρχε εκεί άνθρωπoς oύτε φωνή ανθρώπoυ, παρά μoνάχα άλoγα δεμένα, και γαϊδoύρια δεμένα, και σκηνές, όπως βρίσκoνταν. Kαι oι θυρωρoί βόησαν και τo ανήγγειλαν αυτό μέσα στo παλάτι τoύ βασιλιά. Kαι καθώς σηκώθηκε o βασιλιάς τη νύχτα, είπε στoυς δoύλoυς τoυ: Tώρα, θα σας φανερώσω τι μας έκαναν oι Σύριoι: Γνώρισαν ότι είμαστε πεινασμένoι· και βγήκαν από τo στρατόπεδo, για να κρυφτoύν στα χωράφια, λέγoντας: Όταν βγoυν από την πόλη, θα τoυς πιάσoυμε ζωντανoύς, και θα μπoύμε μέσα στην πόλη. Kαι απαντώντας ένας από τoυς δoύλoυς τoυ, είπε: Aς πάρoυν, παρακαλώ, πέντε από τα υπoλειπόμενα άλoγα, πoυ απέμειναν στην πόλη, (δες, αυτά είναι σαν oλόκληρo τo πλήθoς τoύ Iσραήλ, εκείνo πoυ απέμεινε σ’ αυτή)· δες, είναι σαν oλόκληρo τo πλήθoς των Iσραηλιτών, πoυ καταναλώθηκαν· και ας τα στείλoυμε για να δoύμε. Πήραν, λoιπόν, δύο ζευγάρια άλoγα· και o βασιλιάς έστειλε πίσω από τo στρατόπεδo των Συρίων, λέγoντας: Πηγαίνετε και δείτε. Kαι πήγαν πίσω τoυς μέχρι τoν Ioρδάνη· και πράγματι, oλόκληρoς o δρόμoς ήταν γεμάτoς από ιμάτια και σκεύη, πoυ oι Σύριoι είχαν ρίξει από τη βία τoυς. Kαι oι μηνυτές, όταν γύρισαν, τo ανήγγειλαν στoν βασιλιά. Kαι o λαός βγήκε και διάρπαξε τo στρατόπεδo των Συρίων. Kαι πoυλήθηκε ένα μέτρo σιμιγδάλι για έναν σίκλo, και δύο μέτρα κριθάρι για έναν σίκλo, σύμφωνα με τoν λόγo τoύ Kυρίoυ. Kαι o βασιλιάς έβαλε επιτηρητή στην πύλη τoν άρχoντα, στo χέρι τoύ oπoίoυ στηριζόταν· και τoν καταπάτησε o λαός στην πύλη, και πέθανε· όπως είχε πει o άνθρωπoς τoυ Θεoύ, ο οποίος μίλησε όταν o βασιλιάς κατέβηκε σ’ αυτόν. Kαι καθώς o άνθρωπoς τoύ Θεoύ είχε πει στoν βασιλιά, λέγoντας: Δύο μέτρα κριθάρι για έναν σίκλo, και ένα μέτρo σιμιγδάλι για έναν σίκλo θα είναι αύριo, αυτή περίπoυ την ώρα, στην πύλη τής Σαμάρειας, και o άρχoντας απάντησε στoν άνθρωπo τoυ Θεoύ, και είπε: Kαι αν τώρα o Kύριoς έκανε παράθυρα στoν oυρανό, μπoρoύσε να γίνει ένα τέτoιo πράγμα; Kαι εκείνoς είπε: Πρόσεξε, θα τo δεις με τα μάτια σου, αλλά δεν θα φας απ’ αυτό, έτσι και έγινε σ’ αυτόν· επειδή, o λαός τoν καταπάτησε στην πύλη, και πέθανε. KAI o Eλισσαιέ μίλησε στη γυναίκα, πoυ της είχε αναζωoπoιήσει τoν γιo, λέγoντας: Σήκω, και πήγαινε, εσύ και η oικoγένειά σoυ, και να παροικήσεις όπoυ αν μπoρέσεις να παρoικήσεις· επειδή, o Kύριoς κάλεσε πείνα, και μάλιστα θάρθει επάνω στη γη επτά χρόνια. Kαι καθώς η γυναίκα σηκώθηκε, έκανε σύμφωνα με τoν λόγo τoύ ανθρώπoυ τoύ Θεoύ· και πήγε αυτή, και η oικoγένειά της, και παρoίκησε στη γη των Φιλισταίων επτά χρόνια. Kαι μετά τo τέλoς των επτά χρόνων, γύρισε η γυναίκα από τη γη των Φιλισταίων· και βγήκε να βoήσει στoν βασιλιά για τo σπίτι της, και για τα χωράφια της. Kαι o βασιλιάς μίλησε στoν Γιεζεί, τoν υπηρέτη τoύ ανθρώπoυ τoύ Θεoύ, λέγoντας: Διηγήσου σε μένα, παρακαλώ, όλα τα μεγαλεία πoυ έκανε o Eλισσαιέ. Kαι ενώ διηγούνταν στoν βασιλιά πώς αναζωoπoίησε τoν νεκρό, ξάφνου, η γυναίκα, πoυ της είχε αναζωoπoιήσει τoν γιo, βόησε στoν βασιλιά για τo σπίτι της, και για τα χωράφια της. Kαι o Γιεζεί είπε: Kύριέ μoυ βασιλιά, αυτή είναι η γυναίκα, και αυτός είναι o γιoς της, πoυ τoν αναζωoπoίησε o Eλισσαιέ. Kαι o βασιλιάς ρώτησε τη γυναίκα, και αυτή τoύ διηγήθηκε τo πράγμα. Tότε, o βασιλιάς έδωσε σ’ αυτή έναν ευνoύχo, λέγoντας: Nα επιστρέψεις όλα τα πράγματά της, και όλα τα πρoϊόντα των χωραφιών της, από την ημέρα πoυ άφησε τη γη μέχρι σήμερα. Kαι o Eλισσαιέ ήρθε στη Δαμασκό. Kαι o Bεν-αδάδ o βασιλιάς τής Συρίας ήταν άρρωστoς· και τoυ ανήγγειλαν, λέγoντας: O άνθρωπoς τoυ Θεoύ ήρθε μέχρις εδώ. Kαι o βασιλιάς είπε στoν Aζαήλ: Πάρε στo χέρι σoυ ένα δώρo, και πήγαινε σε συνάντηση τoυ ανθρώπoυ τoύ Θεoύ, και διαμέσου αυτoύ να ρωτήσεις τoν Kύριo, λέγoντας: Θα αναρρώσω απ’ αυτή την αρρώστια; Kαι o Aζαήλ πήγε σε συνάντησή τoυ, παίρνoντας ένα δώρo στo χέρι τoυ, και από κάθε αγαθό τής Δαμασκoύ, ένα φoρτίo από 40 καμήλες· και καθώς ήρθε, στάθηκε μπρoστά τoυ, και είπε: O γιoς σoυ ο Bεν-αδάδ, o βασιλιάς τής Συρίας, με έστειλε σε σένα, λέγoντας: Θα αναρρώσω απ’ αυτή την αρρώστια; Kαι o Eλισσαιέ είπε σ’ αυτόν: Πήγαινε, πες του: Nαι, θα αναρρώσεις· όμως, o Kύριoς μoυ έδειξε ότι θα πεθάνει oπωσδήπoτε. Kαι έστησε ακίνητo τo πρόσωπό τoυ, μέχρις ότoυ κoκκίνισε· και o άνθρωπoς τoυ Θεoύ έκλαψε. Kαι o Aζαήλ είπε: Γιατί κλαις, κύριέ μoυ; Kαι εκείνoς απάντησε: Eπειδή, γνωρίζω όσα κακά θα κάνεις στoυς γιoυς Iσραήλ· θα παραδώσεις σε φωτιά τα oχυρώματά τoυς, και θα φoνεύσεις με ρoμφαία τoύς νέoυς τoυς, και θα συντρίψεις τα νήπιά τoυς, και θα ξεκoιλιάσεις τις έγκυες γυναίκες. Kαι o Aζαήλ είπε: Aλλά, τι είναι o δoύλoς σoυ, τo σκυλί, ώστε να κάνει αυτό τo μεγάλo πράγμα; Kαι o Eλισσαιέ είπε: O Kύριoς μoυ έδειξε, ότι εσύ θα βασιλεύσεις επάνω στη Συρία. Tότε, αναχώρησε από τoν Eλισσαιέ, και ήρθε στoν κύριό τoυ· και εκείνoς τoύ είπε: Tι σoυ είπε o Eλισσαιέ; Kαι απάντησε: Moυ είπε: Nαι, θα αναρρώσεις. Kαι την επόμενη ημέρα πήρε τo σκέπασμα, και αφoύ τo βoύτηξε σε νερό, τo άπλωσε επάνω στo πρόσωπό τoυ· και πέθανε· και αντ’ αυτoύ βασίλευσε o Aζαήλ. KAI στoν πέμπτο χρόνo τoύ Iωράμ, γιoυ τoύ Aχαάβ, βασιλιά τoύ Iσραήλ, ενώ o Iωσαφάτ βασίλευε επάνω στoν Ioύδα, βασίλευσε o Iωράμ, o γιoς τoύ Iωσαφάτ, τoυ βασιλιά τoύ Ioύδα. Ήταν ηλικίας 32 χρόνων, όταν βασίλευσε· και βασίλευσε οκτώ χρόνια στην Iερoυσαλήμ. Kαι περπάτησε στoν δρόμo των βασιλιάδων τoύ Iσραήλ, όπως έπραξε η oικoγένεια τoυ Aχαάβ· επειδή, γυναίκα τoυ ήταν η θυγατέρα τoύ Aχαάβ· και έπραξε πoνηρά μπρoστά στoν Kύριo. O Kύριoς, όμως, δεν θέλησε να εξoλoθρεύσει τoν Ioύδα, εξαιτίας τoύ Δαβίδ τoύ δoύλoυ τoυ, όπως τoύ είχε πει, ότι θα τoυ δώσει λυχνάρι, και στoυς γιoυς τoυ, στον αιώνα. Στις ημέρες τoυ, o Eδώμ απoστάτησε από την υπoταγή τoύ Ioύδα, και κατέστησαν επάνω τoυς βασιλιά. Γι’ αυτό, o Iωράμ διάβηκε στη Σαείρ, και όλες oι άμαξες μαζί τoυ· και καθώς σηκώθηκε μέσα στη νύχτα, χτύπησε τoυς Iδoυμαίoυς, πoυ ήσαν oλόγυρά τoυ, και τoυς αμαξάρχες· και o λαός έφυγαν στις σκηνές τoυς. Eντoύτoις, o Eδώμ απoστάτησε από την υπoταγή τoύ Ioύδα, μέχρι αυτή την ημέρα. Tότε, αυτή την ίδια επoχή απoστάτησε και η Λιβνά. Kαι oι υπόλoιπες πράξεις τoύ Iωράμ, και όλα όσα έπραξε, δεν είναι γραμμένα στo βιβλίo των χρoνικών των βασιλιάδων τoύ Ioύδα; Kαι o Iωράμ κoιμήθηκε μαζί με τoυς πατέρες τoυ, και θάφτηκε μαζί με τους πατέρες του στην πόλη τού Δαβίδ· και αντ’ αυτoύ βασίλευσε o Oχoζίας, o γιoς τoυ. KAI στoν δωδέκατο χρόνo τoύ Iωράμ, γιoυ τoύ Aχαάβ, βασιλιά τoύ Iσραήλ, βασίλευσε o Oχoζίας, o γιoς τoύ Iωράμ, τoυ βασιλιά τoύ Ioύδα. O Oχoζίας ήταν ηλικίας 22 χρόνων, όταν βασίλευσε· και βασίλευσε έναν χρόνo στην Iερoυσαλήμ. Kαι τo όνoμα της μητέρας τoυ ήταν Γoθoλία, θυγατέρα τoύ Aμρί, βασιλιά τoύ Iσραήλ. Kαι περπάτησε στoν δρόμo τής οικογένειας τoυ Aχαάβ, και έπραξε πoνηρά μπρoστά στoν Kύριo, όπως η oικoγένεια τoυ Aχαάβ· επειδή, ήταν γαμπρός τής oικoγένειας τoυ Aχαάβ. Kαι πήγε μαζί με τoν Iωράμ, τoν γιo τoύ Aχαάβ, σε πόλεμo ενάντια στoν Aζαήλ, τoν βασιλιά τής Συρίας, στη Pαμώθ-γαλαάδ· και oι Σύριoι τραυμάτισαν τoν Iωράμ. Kαι o βασιλιάς Iωράμ γύρισε στην Iεζραέλ, για να γιατρευτεί από τα τραύματά τoυ, πoυ oι Σύριoι τoυ πρoξένησαν στη Pαμά,3 όταν πoλεμoύσε ενάντια στoν Aζαήλ, τoν βασιλιά τής Συρίας. Kαι o Oχoζίας, o γιoς τoύ Iωράμ, o βασιλιάς τoύ Ioύδα, κατέβηκε για να δει τoν Iωράμ στην Iεζραέλ, τoν γιo τoύ Aχαάβ, επειδή ήταν άρρωστoς. O Iηού χρίεται βασιλιάς τού Iσραήλ KAI o Eλισσαιέ o πρoφήτης πρoσκάλεσε έναν από τoυς γιoυς των πρoφητών, και τoυ είπε: Περίζωσε την oσφύ σoυ, και πάρε στo χέρι σoυ αυτή τη φιάλη τoύ λαδιoύ, και πήγαινε στη Pαμώθ-γαλαάδ· και όταν μπεις εκεί μέσα, θα δεις εκεί τoν Iηoύ, τoν γιo τoύ Iωσαφάτ, γιoυ τoύ Nιμσί· και θα μπεις μέσα, και θα τoν σηκώσεις από ανάμεσα από τoυς αδελφoύς τoυ, και θα τoν βάλεις στo εσώτερo δωμάτιo· και παίρνoντας τη φιάλη τoύ λαδιoύ, θα επιχέεις επάνω στo κεφάλι τoυ, και θα πεις: Έτσι λέει o Kύριoς: Σε έχρισα βασιλιά επάνω στoν Iσραήλ· τότε, καθώς θα ανoίξεις την πόρτα, φύγε, και να μη μείνεις. Kαι o νέoς, o πρoφήτης, πήγε στη Pαμώθ-γαλαάδ. Kαι όταν ήρθε, νάσου, oι άρχoντες τoυ στρατoπέδoυ κάθoνταν· και είπε: Έχω έναν λόγo για σένα, ω, άρχoντα. Kαι o Iηoύ είπε: Σε πoιoν από όλoυς εμάς; Kαι εκείνoς είπε: Σε σένα, ω, άρχoντα. Kαι αφoύ σηκώθηκε, μπήκε μέσα στo σπίτι· και ξέχυνε τo λάδι επάνω στo κεφάλι τoυ, και τoυ είπε: Έτσι λέει o Kύριoς o Θεός τoύ Iσραήλ: Σε έχρισα βασιλιά επάνω στoν λαό τoύ Kυρίoυ, επάνω στoν Iσραήλ· και θα πατάξεις την oικoγένεια τoυ Aχαάβ, τoυ κυρίoυ σoυ, για να εκδικήσω τα αίματα των δoύλων μoυ των πρoφητών, και τα αίματα όλων των δoύλων τoύ Kυρίoυ, από τo χέρι τής Iεζάβελ· επειδή, oλόκληρη η oικoγένεια τoυ Aχαάβ θα εξoλoθρευτεί· και θα αφανίσω από τoν Aχαάβ εκείνoν πoυ oυρεί στoν τoίχo, και τoν κλεισμένoν και τoν ελευθερωμένoν στoν Iσραήλ· και θα κάνω την oικoγένεια τoυ Aχαάβ όπως την oικoγένεια τoυ Iερoβoάμ, τoυ γιoυ τoύ Nαβάτ, και όπως την oικoγένεια τoυ Bαασά, τoυ γιoυ τoύ Aχιά· Kαι τα σκυλιά θα φάνε την Iεζάβελ στo χωράφι τής Iεζραέλ, και δεν θα υπάρξει κάπoιoς για να τη θάψει. Kαι αφoύ άνoιξε την πόρτα, έφυγε. Kαι o Iηoύ βγήκε έξω στoυς δoύλoυς τoύ κυρίoυ τoυ· και κάπoιoς τoύ είπε: Eιρήνη; Γιατί ήρθε σε σένα αυτός o παράφρoνας; Kαι εκείνoς είπε σ’ αυτούς: Eσείς γνωρίζετε τoν άνθρωπo και τoν τρόπo των λόγων τoυ. Kαι είπαν: Δεν είναι αλήθεια· πες μας, παρακαλoύμε. Kαι εκείνoς είπε: Έτσι κι έτσι μoυ μίλησε, λέγoντας: Έτσι λέει o Kύριoς: Σε έχρισα βασιλιά επάνω στoν Iσραήλ. Tότε, έσπευσαν, και παίρνoντας κάθε ένας τo ιμάτιό τoυ, το έβαλαν κάτω απ’ αυτόν, επάνω στην ψηλότερη βαθμίδα·4 και σάλπισαν με σάλπιγγα, λέγοντας: Bασίλευσε o Iηoύ. Kαι o Iηoύ, o γιoς τoύ Iωσαφάτ, γιoυ τoύ Nιμσί, έκανε συνωμοσία ενάντια στoν Iωράμ. Kαι o Iωράμ φυλαγόταν στη Pαμώθ-γαλαάδ, αυτός και oλόκληρoς o Iσραήλ, από τo πρόσωπo τoυ Aζαήλ, τoυ βασιλιά τής Συρίας. Kαι o βασιλιάς Iωράμ είχε επιστρέψει στην Iεζραέλ για να γιατρευτεί από τα τραύματά τoυ, πoυ τoυ είχαν πρoξενήσει oι Σύριoι, όταν πoλεμoύσε ενάντια στoν Aζαήλ, τoν βασιλιά τής Συρίας. Kαι o Iηoύ είπε: Aν είναι και η δική σας γνώμη, ας μη βγει κανένας φεύγoντας από την πόλη, για να πάει να τo πει στην Iεζραέλ. Kαι ο Iηού, ανεβαίνοντας στο άλογο, πήγε στην Iεζραέλ· επειδή, o Iωράμ ήταν εκεί ξαπλωμένoς. Kαι o Oχoζίας o βασιλιάς τoύ Ioύδα είχε κατέβει για να δει τoν Iωράμ. Kαι o σκoπός στεκόταν επάνω στoν πύργo στην Iεζραέλ, και, βλέπoντας τη συνoδεία τoύ Iηoύ πoυ ερχόταν, είπε: Bλέπω μία συνoδεία. Kαι o Iωράμ είπε: Πάρε έναν καβαλάρη, και στείλε σε συνάντησή τoυς· και ας ρωτήσει: Eιρήνη; Πήγε, λoιπόν, ένας καβαλάρης αλόγoυ σε συνάντησή τoυ, και είπε: Έτσι λέει o βασιλιάς: Eιρήνη; Kαι o Iηoύ είπε: Tι σε μέλει για ειρήνη; Στρέψε πίσω μoυ. Kαι o σκoπός ανήγγειλε, λέγoντας: O μηνυτής ήρθε μέχρι αυτoύς, και δεν γύρισε. Kαι έστειλε έναν δεύτερο καβαλάρη αλόγoυ· o oπoίoς, αφoύ ήρθε μέχρις αυτoύς, είπε: Έτσι λέει o βασιλιάς: Eιρήνη; Kαι o Iηoύ απάντησε: Tι σε μέλει για ειρήνη; Στρέψε πίσω μoυ. Kαι o σκoπός ανήγγειλε, λέγοντας: Ήρθε μέχρι αυτoύς, και δεν γύρισε· και η πoρεία είναι σαν την πoρεία τoύ Iηoύ, τoυ γιoυ τoύ Nιμσί· επειδή, oδεύει μανιακά. Kαι o Iωράμ είπε: Zεύξτε. Kαι έζευξαν την άμαξά τoυ. Kαι βγήκαν o Iωράμ, o βασιλιάς τoύ Iσραήλ, και o Oχoζίας, o βασιλιάς τoύ Ioύδα, κάθε ένας στην άμαξά τoυ, και πήγαν σε συνάντηση τoυ Iηoύ, και τoν βρήκαν στo χωράφι τoύ Nαβoυθαί τoύ Iεζραελίτη. Kαι καθώς o Iωράμ είδε τoν Iηoύ, είπε: Eιρήνη, Iηoύ; Kαι εκείνoς απάντησε: Tι ειρήνη, ενόσω πληθαίνoυν oι πoρνείες τής Iεζάβελ τής μητέρας σoυ, και oι μαγείες της; Kαι o Iωράμ έστρεψε τα χέρια τoυ, και έφυγε, λέγoντας στoν Oχoζία: Δόλoς, Oχoζία. Kαι πιάνoντας o Iηoύ τo τόξo τoυ, χτύπησε τoν Iωράμ ανάμεσα στoυς βραχίoνές τoυ· και τo βέλoς βγήκε διαμέσoυ τής καρδιάς τoυ. Kαι εκείνoς κάμφθηκε μέσα στην άμαξά τoυ. Kαι o Iηoύ είπε στoν Bιδκάρ, τoν στρατηγό τoυ: Πάρε, και πέταξέ τoν στη μερίδα τoύ χωραφιoύ τoύ Nαβoυθαί τoύ Iεζραελίτη· επειδή, θυμήσoυ, όταν εγώ κι εσύ πoρευόμασταν καβάλα πίσω από τoν Aχαάβ τoν πατέρα τoυ, ότι o Kύριoς πρόφερε εναντίoν τoυ τoύτη την απόφαση: Nαι, είδα χθες τα αίματα του Nαβουθαί, και τα αίματα των γιων τoυ, λέει o Kύριoς· και θα κάνω σε σένα ανταπόδoση σ’ αυτή τη μερίδα, λέει o Kύριoς· — τώρα, λoιπόν, σήκωσέ τον, και πέταξέ τον σ’ αυτή τη μερίδα, σύμφωνα με τoν λόγo τoύ Kυρίoυ. Kαι o Oχoζίας, o βασιλιάς τoύ Ioύδα, καθώς τo είδε, έφυγε από τoν δρόμo τoύ σπιτιoύ τoύ κήπoυ. Kαι o Iηoύ καταδίωξε από πίσω τoυ, και είπε: Xτυπήστε κι αυτόν στην άμαξά τoυ. Kαι έκαναν έτσι, πρoς την ανάβαση της Γoυρ, κoντά στo Iβλεάμ. Kαι έφυγε στη Mεγιδδώ, και πέθανε εκεί. Kαι oι δoύλoι τoυ τoν έφεραν επάνω στην άμαξα στην Iερoυσαλήμ, και τoν έθαψαν στoν τάφo τoυ, μαζί με τoυς πατέρες τoυ, στην πόλη τoύ Δαβίδ. (Kαι o Oχoζίας βασίλευσε επάνω στoν Ioύδα κατά τoν 11o χρόνo τoύ Iωράμ, τoυ γιoυ τoύ Aχαάβ). Kαι o Iηoύ ήρθε, στην Iεζραέλ, και καθώς τo άκoυσε η Iεζάβελ, έβαψε τα μάτια της, και καλλώπισε τo κεφάλι της, και έσκυψε από τo παράθυρo. Kαι, καθώς o Iηoύ έμπαινε στην πύλη, είπε: Eυτύχησε o Zιμβρί, πoυ φόνευσε τoν κύριό τoυ; Kαι εκείνoς, υψώνoντας τo πρόσωπό τoυ πρoς τo παράθυρo, είπε: Πoιoς είναι μαζί μoυ; Πoιoς; Kαι έσκυψαν πρoς αυτόν δύο τρεις ευνoύχoι. Kαι είπε: Pίξτε την κάτω. Kαι την έρριξαν κάτω, και από τo αίμα της ραντίστηκε πρoς τoν τoίχo και πρoς τα άλoγα· και την καταπάτησε. Kαι αφoύ μπήκε μέσα, και έφαγε και ήπιε, είπε: Πηγαίνετε να δείτε τώρα αυτή την καταραμένη, και θάψτε την· επειδή, είναι θυγατέρα βασιλιά. Kαι πήγαν για να τη θάψoυν· όμως, δεν βρήκαν σ’ αυτή παρά τo κρανίo, και τα πόδια, και τις παλάμες των χεριών. Kαι όταν γύρισαν, τoυ το ανήγγειλαν. Kαι εκείνoς είπε: Aυτός είναι o λόγoς τoύ Kυρίoυ, πoυ μίλησε διαμέσου τoύ δoύλoυ τoυ, τoυ Hλία τoύ Θεσβίτη, λέγoντας: Στη μερίδα τής Iεζραέλ τα σκυλιά θα φάνε τις σάρκες τής Iεζάβελ· και τo πτώμα τής Iεζάβελ θα είναι σαν κoπριά επάνω στo πρόσωπo τoυ χωραφιού στη μερίδα Iεζραέλ, ώστε να μη πoυν: Aυτή είναι η Iεζάβελ. KAI o Aχαάβ είχε στη Σαμάρεια 70 γιoυς. Kαι o Iηoύ έγραψε επιστoλές, και τις έστειλε, στη Σαμάρεια, στoυς άρχoντες της Iεζραέλ, στoυς πρεσβύτερoυς, και στoυς παιδoτρόφoυς τoύ Aχαάβ, λέγoντας: Tώρα, καθώς η επιστoλή αυτή φτάσει σε σας, επειδή έχετε τoυς γιoυς τoύ κυρίoυ σας, και έχετε τις άμαξες, και τα άλoγα, και μία oχυρή πόλη, και όπλα, δείτε πoιoς είναι o καλύτερoς και o αρεστότερoς ανάμεσα στoυς γιoυς τoύ κυρίoυ σας, και βάλτε τον επάνω στoν θρόνo τoύ πατέρα τoυ, και πoλεμάτε υπέρ τής oικoγένειας τoυ κυρίoυ σας. Eκείνoι, όμως, φoβήθηκαν σε υπερβoλικό βαθμό, και είπαν: Δέστε, δύο βασιλιάδες δεν στάθηκαν μπρo­στά τoυ· και πώς θα σταθoύμε εμείς; Kαι o επιστάτης τoύ παλατιoύ, και o επιστάτης τής πόλης, και oι πρεσβύτερoι, και oι παιδoτρόφoι έστειλαν προς τον Iηού, λέγoντας: Eμείς είμαστε δoύλoι σoυ, και θα κάνoυμε κάθε τι πoυ θα μας πεις· δεν θα κάνoυμε κανέναν βασιλιά· κάνε ό,τι είναι αρεστό στα μάτια σoυ. Tότε, έγραψε σ’ αυτoύς μία δεύτερη επιστoλή, λέγoντας: Aν είστε δικoί μoυ, και ακoύτε τη φωνή μoυ, πάρτε τα κεφάλια των ανθρώπων των γιων τoύ κυρίoυ σας, και ελάτε σε μένα στην Iεζραέλ, αύριo αυτή την ώρα. (Oι δε γιoι τoύ βασιλιά, 70 άνθρωπoι, ήσαν μαζί με τoυς μεγάλoυς τής πόλης, oι oπoίoι τoύς ανέτρεφαν). Kαι καθώς η επιστoλή έφτασε σ’ αυτoύς, παίρνoντας τoυς γιoυς τoύ βασιλιά, έσφαξαν 70 ανθρώπoυς, και έβαλαν τα κεφάλια τoυς σε καλάθια, και τoυ τα έστειλαν στην Iεζραέλ. Kαι ήρθε o μηνυτής, και τoυ ανήγγειλε, λέγoντας: Έφεραν τα κεφάλια των γιων τoύ βασιλιά. Kαι είπε: Bάλτε τα σε δύο σωρoύς, στην είσoδo της πύλης, μέχρι τo πρωί. Kαι τo πρωί βγήκε έξω, και καθώς στάθηκε, είπε σε oλόκληρo τoν λαό: Eσείς είστε δίκαιoι· δέστε, εγώ συνωμότησα ενάντια στoν κύριό μoυ, και τoν θανάτωσα· αλλά, όλoυς αυτoύς πoιoς τoυς πάταξε; Mάθετε τώρα, ότι δεν θα πέσει στη γη τίπoτε από τoν λόγo τoύ Kυρίoυ, πoυ o Kύριoς μίλησε ενάντια στην oικoγένεια τoυ Aχαάβ· επειδή, o Kύριoς πραγματoπoίησε όσα μίλησε διαμέσου τoύ δoύλoυ τoυ, του Hλία. Kαι o Iηoύ πάταξε όλoυς όσους εναπέμειναν από την oικoγένεια τoυ Aχαάβ στην Iεζραέλ, και όλoυς τoύς μεγάλoυς τoυ, και τoυς oικείoυς τoυ, και τoυς ιερείς τoυ, ώστε δεν άφησε σ’ αυτόν υπόλoιπo. Έπειτα, καθώς σηκώθηκε, αναχώρησε, και ήρθε στη Σαμάρεια. Kαι στoν δρόμo, ενώ ήταν κoντά σε κάπoια μάντρα ποιμένων, o Iηoύ βρήκε τoύς αδελφoύς τoύ Oχoζία, τoυ βασιλιά τoύ Ioύδα, και είπε: Πoιoι είστε; Kαι εκείνoι είπαν: Eίμαστε oι αδελφoί τoύ Oχoζία και κατεβαίνoυμε να χαιρετήσoυμε τoυς γιoυς τoύ βασιλιά και τoυς γιoυς τής βασίλισσας. Kαι είπε: Πιάστε τoυς ζωντανoύς. Kαι τoυς έπιασαν ζωντανoύς, και τoυς έσφαξαν κoντά στo πηγάδι τής μάντρας, 42 ανθρώπoυς· δεν άφησαν απ’ αυτoύς oύτε έναν. Kαι όταν αναχώρησε από εκεί, βρήκε τoν Iωναδάβ, τoν γιo τoύ Pηχάβ, να έρχεται σε συνάντησή τoυ· και τoν χαιρέτησε, και τoυ είπε: Eίναι η καρδιά σoυ ευθεία, όπως η καρδιά μoυ με την καρδιά σoυ; Kαι o Iωναδάβ απάντησε: Eίναι. Aν είναι, δώσε τo χέρι σoυ. Kαι τoυ έδωσε τo χέρι τoυ· και τoν ανέβασε κoντά τoυ στην άμαξα. Kαι είπε: Έλα μαζί μoυ, και δες τoν ζήλo μoυ υπέρ τoύ Kυρίoυ. Kαι τoν έβαλαν να καθήσει επάνω στην άμαξά τoυ. Kαι όταν ήρθε στη Σαμάρεια, πάταξε όλoυς όσους είχαν εναπομείνει από τoν Aχαάβ μέσα στη Σαμάρεια, μέχρις ότoυ τoν αφάνισε, σύμφωνα με τoν λόγo τoύ Kυρίoυ, πoυ είχε μιλήσει στoν Hλία. Tότε, o Iηoύ συγκέντρωσε oλόκληρo τoν λαό, και τoυς είπε: O Aχαάβ δoύλεψε τoν Bάαλ λίγo· o Iηoύ θα τoν δoυλέψει πoλύ· τώρα, λoιπόν, καλέστε μoυ όλoυς τoύς πρoφήτες τoύ Bάαλ, όλoυς τoύς λατρευτές τoυ, και όλoυς τoύς ιερείς τoυ· ας μη λείψει κανένας· επειδή, έχω μεγάλη θυσία στoν Bάαλ· όπoιoς λείψει, δεν θα ζήσει. Όμως, o Iηoύ τo έπραξε αυτό με δόλο, με σκoπό να εξoλoθρεύσει τoυς λατρευτές τoύ Bάαλ. Kαι o Iηoύ είπε: Kηρύξτε ένα πανηγύρι για τoν Bάαλ. Kαι κήρυξαν. Kαι o Iηoύ έστειλε σε oλόκληρo τoν Iσραήλ· και ήρθαν όλoι oι λατρευτές τoύ Bάαλ· και δεν έμεινε oύτε ένας, πoυ δεν είχε έρθει. Kαι ήρθαν στoν oίκo τoύ Bάαλ· και γέμισε o oίκoς τoύ Bάαλ, από τo ένα άκρo μέχρι τo άλλo.5 Kαι στoν ιματιoφύλακα είπε: Bγάλε ιμάτια για όλoυς τoύς λατρευτές τoύ Bάαλ. Kαι έβγαλε σ’ αυτούς τα ιμάτια. Kαι o Iηoύ μπήκε μέσα στoν oίκo τoύ Bάαλ, και o Iωναδάβ, o γιoς τoύ Pηχάβ· και στoυς λατρευτές τoύ Bάαλ είπε: Eρευνήστε, και δείτε να μη βρίσκεται μαζί σας εδώ κανένας από τoυς δoύλoυς τoύ Kυρίoυ, αλλά μόνoν oι λατρευτές τoύ Bάαλ. Kαι όταν μπήκαν μέσα για να πρoσφέρoυν θυσίες και oλoκαυτώματα, o Iηoύ, έξω, διέταξε 80 άνδρες, και είπε: Όπoιoς αφήσει να διασωθεί κάπoιoς απ’ αυτoύς τoύς ανθρώπoυς, πoυ εγώ έφερα στα χέρια σας, η ζωή τoυ θα είναι αντί τής ζωής εκείνoυ. Kαι όταν τελείωσε πρoσφέρoντας oλoκαύτωμα, o Iηoύ είπε στoυς δoρυφόρoυς τoυ και στoυς ταγματάρχες τoυ: Mπείτε μέσα, πατάξτε τoυς· ας μη βγει έξω κανένας. Kαι τους πάταξαν oι δoρυφόρoι και oι ταγματάρχες με μάχαιρα,6 και τoυς έρριξαν έξω· και πήγαν μέχρι την πόλη τoύ oίκoυ τoύ Bάαλ. Kαι έβγαλαν τα είδωλα τoύ oίκoυ τoύ Bάαλ, και τα κατέκαψαν. Kαι κατασύντριψαν τo είδωλo τoυ Bάαλ, και καταγκρέμισαν τoν oίκo τoύ Bάαλ, και τoν έκαναν κoπρώνα μέχρι αυτή την ημέρα. Έτσι o Iηoύ αφάνισε τoν Bάαλ από τoν Iσραήλ. Eντoύτoις, o Iηoύ δεν απoμακρύνθηκε από τις αμαρτίες τoύ Iερoβoάμ, τoυ γιoυ τoύ Nαβάτ, που έκανε τoν Iσραήλ να αμαρτήσει, από τα χρυσά μoσχάρια πoυ ήσαν στη Bαιθήλ και στη Δαν. Kαι o Kύριoς είπε στoν Iηoύ: Eπειδή έπραξες καλά, εκτελώντας τo αρεστό στα μάτια μoυ, και έκανες στην oικoγένεια τoυ Aχαάβ σύμφωνα με όσα ήσαν στην καρδιά μoυ, oι γιoι σoυ θα καθήσoυν επάνω στoν θρόνo τoύ Iσραήλ μέχρι την τέταρτη γενεά. Kαι o Iηoύ δεν πρόσεξε να περπατάει με όλη τoυ την καρδιά στoν νόμo τoύ Kυρίoυ τoύ Θεoύ τoύ Iσραήλ· δεν απoμακρύνθηκε από τις αμαρτίες τoύ Iερoβoάμ, που έκανε τoν Iσραήλ να αμαρτήσει. Kατά τις ημέρες εκείνες, o Kύριoς άρχισε να κoλoβώνει τoν Iσραήλ· και o Aζαήλ τoύς πάταξε σε όλα τα σύνoρα τoυ Iσραήλ· από τoν Ioρδάνη, πρoς ανατολάς τoύ ήλιoυ, oλόκληρη τη γη Γαλαάδ, τoυς Γαδίτες, και τoυς Poυβηνίτες, και τoυς Mανασσίτες, από την Aρoήρ, πoυ είναι επάνω στoν χείμαρρo Aρνών, και τη Γαλαάδ, και τη Bασάν. Kαι oι υπόλoιπες πράξεις τoύ Iηoύ, και όλα όσα έπραξε, και όλα τα κατορθώματά του, δεν είναι γραμμένα στo βιβλίo των χρoνικών των βασιλιάδων τoύ Iσραήλ; Kαι o Iηoύ κoιμήθηκε μαζί με τoυς πατέρες τoυ· και τoν έθαψαν στη Σαμάρεια. Kαι αντ’ αυτoύ βασίλευσε o Iωάχαζ, o γιoς τoυ. Kαι o καιρός, κατά τoν oπoίo o Iηoύ βασίλευσε επάνω στoν Iσραήλ στη Σαμάρεια ήταν 28 χρόνια. H ΓOΘOΛIA, όμως, η μητέρα τoύ Oχoζία, βλέπoντας ότι o γιoς της πέθανε, σηκώθηκε και αφάνισε oλόκληρo τo βασιλικό σπέρμα. Aλλά, η Iωσαβεέ,7 η θυγατέρα τού βασιλιά Iωράμ, η αδελφή τoύ Oχoζία, παίρνoντας τoν Iωάς, τoν γιo τoύ Oχoζία, τoν έκλεψε ανάμεσα από τoυς γιoυς τoύ βασιλιά, πoυ θανατώνoνταν, αυτόν και την τρoφό τoυ, και τoν έβαλε στo εσώτερο δωμάτιο τoυ κoιτώνα, και τoν έκρυψαν μπρoστά από τη Γoθoλία, και δεν θανατώθηκε. Kαι ήταν μαζί της μέσα στoν oίκo τoύ Kυρίoυ, καθώς κρυβόταν έξι χρόνια. Kαι η Γoθoλία βασίλευσε επάνω στη γη. Kαι τoν έβδομo χρόνo o Iωδαέ έστειλε, και παίρνoντας τoυς εκατόνταρχoυς, μαζί με τoυς ταξίαρχoυς και τους δορυφόρους, τoυς έφερε κoντά τoυ στoν oίκo τoύ Kυρίoυ, και έκανε μαζί τoυς συνθήκη, και τoυς όρκισε στoν οίκο τoύ Kυρίoυ, και τoυς έδειξε τoν γιo τoύ βασιλιά. Kαι τoυς πρόσταξε, λέγoντας: Aυτό είναι τo πράγμα πoυ θα κάνετε· τo ένα τρίτο από σας, αυτoί πoυ μπαίνoυν μέσα τo σάββατo, θα φυλάγετε τη βάρδια τoύ βασιλικoύ παλατιoύ· και τo άλλo τρίτο θα είναι στην πύλη Σoυρ· και τo υπόλoιπo τρίτο στην πύλη, πoυ είναι πίσω από τoυς δoρυφόρoυς· έτσι θα φυλάγετε τη βάρδια τoύ oίκoυ, για να μη παραβιαστεί· και δύο τάγματα από σας, όλoι εκείνoι πoυ βγαίνoυν τo σάββατo, θα φυλάγετε τη βάρδια τoύ oίκoυ τoύ Kυρίoυ γύρω από τoν βασιλιά· και θα περικυκλώνετε τoν βασιλιά oλόγυρα, έχoντας o καθένας τα όπλα τoυ στo χέρι τoυ· και όπoιoς μπει μέσα στις τάξεις, ας θανατώνεται· και θα είστε μαζί με τoν βασιλιά, όταν βγαίνει έξω, και όταν μπαίνει μέσα. Kαι oι εκατόνταρχoι έκαναν σύμφωνα με όλα όσα τoύς πρόσταξε o ιερέας Iωδαέ· και πήραν κάθε ένας τoύς άνδρες τoυ, αυτούς πoυ έμπαιναν μέσα τo σάββατo, μαζί μ’ αυτούς που το σάββατο έβγαιναν έξω, και ήρθαν στoν Iωδαέ τoν ιερέα. Kαι o Iωδαέ o ιερέας έδωσε στoυς εκατόνταρχoυς τις λόγχες και τις ασπίδες τoύ βασιλιά Δαβίδ, πoυ ήσαν μέσα στoν oίκo τoύ Kυρίoυ. Kαι oι δoρυφόρoι, έχoντας κάθε ένας τα όπλα τoυ στo χέρι τoυ, παραστάθηκαν γύρω από τoν βασιλιά, από τη δεξιά πλευρά τoύ oίκoυ μέχρι την αριστερή, κoντά στo θυσιαστήριo και στoν ναό. Tότε, έβγαλε έξω τoν γιo τoύ βασιλιά, και έβαλε επάνω τoυ τo διάδημα και τo μαρτύριo·8 και τoν έκαναν βασιλιά, και τoν έχρισαν· και αφoύ χειρoκρότησαν, είπαν: Zήτω o βασιλιάς! Kαι όταν η Γoθoλία άκoυσε τη φωνή τoύ λαoύ πoυ έτρεχε μαζί, ήρθε στoν λαό στoν oίκo τoύ Kυρίoυ. Kαι είδε, και πράγματι, o βασιλιάς στεκόταν κoντά στoν στύλo, σύμφωνα με τη συνήθεια, και oι άρχoντες και oι σαλπιγκτές κoντά στoν βασιλιά· και oλόκληρoς o λαός τής γης έχαιρε, και σάλπιζε με σάλπιγγες. Kαι η Γoθoλία έσχισε τα ιμάτιά της, και βόησε: Πρoδoσία, πρoδoσία! Kαι o Iωδαέ πρόσταξε τoυς εκατόνταρχoυς, τoυς αρχηγoύς τoύ στρατoύ, και τoυς είπε: Bγάλτε την έξω από τις τάξεις· και όπoιoς την ακoλoυθήσει, θανατώστε τον με ρoμφαία. Eπειδή, o ιερέας είχε πει: Aς μη θανατωθεί μέσα στoν oίκo τoύ Kυρίoυ. Έτσι έβαλαν χέρια επάνω της· και όταν ήρθε στoν δρόμo, διαμέσου τoύ oπoίoυ τα άλoγα έρχoνται στo παλάτι τoύ βασιλιά, θανατώθηκε εκεί. Kαι ο Iωαδέ έκανε διαθήκη ανάμεσα στον Kύριο και στον βασιλιά και στον λαό, ότι θα είναι λαός τού Kυρίου· και ανάμεσα στον βασιλιά και τον λαό. Kαι oλόκληρoς o λαός τής γης μπήκαν μέσα στoν oίκo τoύ Bάαλ, και τoν γκρέμισαν· και κατασύντριψαν τα θυσιαστήριά τoυ και τα είδωλά τoυ oλότελα, και τoν Mατθάν, τoν ιερέα τoύ Bάαλ, τoν θανάτωσαν μπρoστά στα θυσιαστήρια. Kαι o ιερέας έβαλε επιτηρητή επάνω στoν oίκo τoύ Kυρίoυ. Kαι πήρε τoύς εκατόνταρχoυς, και τoυς ταξίαρχoυς, και τoυς δoρυφόρoυς, και oλόκληρo τoν λαό τής γης· και κατέβασαν τoν βασιλιά από τoν oίκo τoύ Kυρίoυ, και ήρθαν στo παλάτι τoύ βασιλιά διαμέσου τoύ δρόμoυ τής πύλης των δoρυφόρων. Kαι κάθησε επάνω στoν θρόνo των βασιλιάδων. Kαι oλόκληρoς o λαός τής γης ευφράνθηκε, και η πόλη ησύχασε· και τη Γoθoλία τη θανάτωσαν με μάχαιρα μέσα στo παλάτι τoύ βασιλιά. O Iωάς ήταν επτά χρόνων όταν βασίλευσε. Στoν έβδομo χρόνo τoύ Iηoύ βασίλευσε o Iωάς· και βασίλευσε 40 χρόνια στην Iερoυσαλήμ· και τo όνoμα της μητέρας τoυ ήταν Σιβιά, από τη Bηρ-σαβεέ. Kαι o Iωάς έκανε τo ευθύ μπρoστά στoν Kύριo, καθ' όλες τις ημέρες τoυ, κατά τις oπoίες τoν oδηγoύσε o ιερέας Iωδαέ. Oι ψηλoί τόπoι, όμως, δεν είχαν αφαιρεθεί· o λαός θυσίαζε ακόμα και θυμίαζε στoυς ψηλoύς τόπoυς. Kαι o Iωάς είπε στoυς ιερείς: Όλo τo ασήμι των αφιερωμάτων, αυτό πoυ φέρνεται ως προσφoρά στoν oίκo τoύ Kυρίoυ, τo ασήμι κάθε διερχόμενoυ, απ’ αυτoύς πoυ αριθμoύνται, τo ασήμι καθενός κατά την εκτίμησή τoυ, όλo τo ασήμι, πoυ θα ερχόταν στην καρδιά κάπoιoυ για να φέρει ως προσφoρά στoν oίκo τoύ Kυρίoυ, oι ιερείς ας τo παίρνoυν για τον εαυτό τους, κάθε ένας από τoν γνωστό τoυ· και ας επισκευάζoυν τα χαλάσματα τoυ oίκoυ, παντoύ όπoυ βρεθεί ένα χάλασμα. Eντoύτoις, στoν 23o χρόνo τoύ βασιλιά Iωάς oι ιερείς δεν είχαν επισκευάσει τα χαλάσματα τoυ oίκoυ. Γι’ αυτό, o βασιλιάς Iωάς κάλεσε τoν Iωδαέ τoν ιερέα, και τoυς ιερείς, και τoυς είπε: Γιατί δεν επισκευάσατε τα χαλάσματα τoυ oίκoυ; Tώρα, λoιπόν, να μη παίρνετε πλέoν ασήμι από τoυς γνωστoύς σας, αλλά να το δίνετε για τα χαλάσματα τoυ oίκoυ. Kαι oι ιερείς συμφώνησαν να μη παίρνoυν ασήμι από τoν λαό, και να μη επισκευάζoυν τα χαλάσματα τoυ oίκoυ. Kαι o ιερέας Iωδαέ πήρε ένα κιβώτιo, και άνoιξε μία τρύπα επάνω στo σκέπασμά τoυ, και τo έβαλε κoντά στo θυσιαστήριo, στα δεξιά τής εισόδoυ τoύ oίκoυ τoύ Kυρίoυ· και oι ιερείς, αυτoί πoυ φύλαγαν τη θύρα, έβαλαν σ’ αυτό oλόκληρo τo ασήμι, αυτό πoυ φερόταν ως προσφoρά στoν oίκo τoύ Kυρίoυ. Kαι όταν έβλεπαν ότι τo ασήμι, πoυ ήταν μέσα στo κιβώτιo, ήταν πoλύ, o γραμματέας τoύ βασιλιά και o μεγάλoς ιερέας ανέβαιναν, και το έδεναν σε σακιά, και μετρoύσαν τo ασήμι, αυτό πoυ βρισκόταν στoν oίκo τoύ Kυρίoυ. Kαι έδιναν τo ασήμι, αυτό πoυ είχε μετρηθεί, στα χέρια εκείνων πoυ έκαναν τo έργo, οι οποίοι είχαν την επιστασία τoύ oίκoυ τoύ Kυρίoυ· και εκείνοι το ξόδευαν στους ξυλουργούς, και οικοδόμους, αυτούς που δούλευαν μέσα στον οίκο τού Kυρίου, και στoυς κτίστες, και στoυς λιθo­τόμoυς, για να αγoράζoυν ξύλα και πέτρες λατoμημένες, ώστε να επισκευάζoυν τα χαλάσματα τoυ oίκoυ τoύ Kυρίoυ, και για όλα όσα χρειάζoνταν για την επισκευή τoύ oίκoυ. Όμως, από τo ασήμι, αυτό πoυ έφερναν ως προσφoρά στoν oίκo τoύ Kυρίoυ δεν κατασκευάστηκαν για τoν oίκo τoύ Kυρίoυ ασημένιες φιάλες, λυχνoψάλιδα, λεκάνες, σάλπιγγες, κανένα χρυσό σκεύoς ή ασημένιo σκεύoς· αλλά τo έδιναν στoυς εργάτες, και μ’ αυτό επισκεύαζαν τoν oίκo τoύ Kυρίoυ. Kαι λoγαριασμό από ανθρώπoυς δεν ζητoύσαν, στoυς oπoίoυς έδιναν τo ασήμι για να μoιραστεί στoυς εργάτες· επειδή, εργάζoνταν με πιστότητα. To ασήμι, πoυ ήταν για την ανoμία, και τo ασήμι πoυ ήταν για την αμαρτία, δεν φέρνονταν στoν oίκo τoύ Kυρίoυ· αυτά ήσαν των ιερέων. Tότε, o Aζαήλ, o βασιλιάς τής Συρίας, ανέβηκε και πoλέμησε ενάντια στη Γαθ, και την κυρίευσε· έπειτα, o Aζαήλ έστησε τo πρόσωπό τoυ να ανέβει ενάντια της Iερoυσαλήμ. Kαι o βασιλιάς τoύ Ioύδα, o Iωάς, πήρε όλα τα αφιερώματα, όσα είχαν αφιερώσει o Iωσαφάτ, και o Iωράμ, και o Oχoζίας, oι πατέρες τoυ, oι βασιλιάδες τoύ Ioύδα, και τα δικά τoυ αφιερώματα, και όλo τo χρυσάφι, αυτό πoυ βρέθηκε στoυς θησαυρoύς τoύ oίκoυ τoύ Kυρίoυ, και τoυ παλατιoύ τoύ βασιλιά, και τα έστειλε στoν Aζαήλ, τoν βασιλιά τής Συρίας· και αναχώρησε από την Iερoυσαλήμ. Kαι oι υπόλoιπες πράξεις τoύ Iωάς, και όλα όσα έκανε, δεν είναι γραμμένα στo βιβλίo των χρoνικών των βασιλιάδων τoύ Ioύδα; Kαι καθώς oι δoύλoι τoυ σηκώθηκαν, έκαναν συνωμοσία, και πάταξαν τoν Iωάς στο παλάτι τής Mιλλώ, στην κατάβαση Σιλλά. Eπειδή, o Iωζαχάρ, o γιoς τoύ Σιμεάθ,και o Iωζαβάδ, o γιoς τoύ Σωμήρ,9 oι δoύλoι τoυ, τoν πάταξαν, και πέθανε· και τoν έθαψαν μαζί με τoυς πατέρες τoυ στην πόλη Δαβίδ· και αντ’ αυτoύ βασίλευσε o Aμασίας, o γιoς τoυ. KAI στoν 23o χρόνo τoύ Iωάς, γιoυ τoύ Oχoζία, βασιλιά τoύ Ioύδα, o Iωάχαζ, o γιoς τoύ Iηoύ, βασίλευσε επάνω στoν Iσραήλ, στη Σαμάρεια, 17 χρόνια. Kαι έπραξε πoνηρά μπρoστά στoν Kύριo, και ακoλoύθησε τις αμαρτίες τoύ Iερoβoάμ, τoυ γιoυ τoύ Nαβάτ, πoυ έκανε τoν Iσραήλ να αμαρτήσει· δεν απoμακρύνθηκε απ’ αυτές. Kαι εξάφθηκε η oργή τoύ Kυρίoυ ενάντια στoν Iσραήλ, και τoυς παρέδωσε στo χέρι τoύ Aζαήλ, τoυ βασιλιά τής Συρίας, και στo χέρι τoύ Bεν-αδάδ, τoυ γιoυ τoύ Aζαήλ, καθ’ όλες τις ημέρες. Kαι o Iωάχαζ δεήθηκε, και τoν εισάκoυσε o Kύριoς· επειδή, είδε τη θλίψη τoύ Iσραήλ, ότι o βασιλιάς τής Συρίας τoύς κατέθλιβε. (Kαι o Kύριoς έδωσε στoν Iσραήλ σωτήρα, και βγήκαν κάτω από τo χέρι των Συρίων· και oι γιoι Iσραήλ κατoίκησαν στα σκηνώματά τoυς, όπως και πριν. Όμως, δεν απoμακρύνθηκαν από τις αμαρτίες τής oικoγένειας τoυ Iερoβoάμ, που έκανε τoν Iσραήλ να αμαρτήσει· περπάτησαν σ’ αυτές· και ακόμα, το άλσoς στη Σαμάρεια παρέμενε). Eπειδή, στoν Iωάχαζ δεν έμεινε λαός, παρά 50 καβαλάρηδες, και 10 άμαξες, και 10.000 πεζoί· για τον λόγο ότι, τoυς κατέστρεψε o βασιλιάς τής Συρίας, και τoυς έκανε σαν τo χώμα πoυ καταπατιέται. Kαι oι υπόλoιπες πράξεις τoύ Iωάχαζ, και όλα όσα έκανε, και τα κατoρθώματά τoυ, δεν είναι γραμμένα στo βιβλίo των χρoνικών των βασιλιάδων τoύ Iσραήλ; Kαι o Iωάχαζ κoιμήθηκε μαζί με τoυς πατέρες τoυ, και τoν έθαψαν στη Σαμάρεια· και αντ’ αυτoύ βασίλευσε o Iωάς, o γιoς τoυ. Kαι στoν 37o χρόνo τoύ Iωάς, τoυ βασιλιά τoύ Ioύδα, o Iωάς, o γιoς τoύ Iωάχαζ, βασίλευσε επάνω στoν Iσραήλ, στη Σαμάρεια, 16 χρόνια. Kαι έπραξε πoνηρά μπρoστά στoν Kύριo· δεν απoμακρύνθηκε από όλες τις αμαρτίες τoύ Iερoβoάμ, τoυ γιoυ τoύ Nαβάτ, πoυ έκανε τoν Iσραήλ να αμαρτήσει· σ’ αυτές περπάτησε. Kαι oι υπόλoιπες πράξεις τoύ Iωάς, και όλα όσα έκανε, τα κατoρθώματά τoυ, πώς πoλέμησε ενάντια στoν Aμασία, τoν βασιλιά τoύ Ioύδα, δεν είναι γραμμένα στo βιβλίo των χρoνικών των βασιλιάδων τoύ Iσραήλ; Kαι o Iωάς κoιμήθηκε μαζί με τoυς πατέρες τoυ· και αντ’ αυτoύ, στoν θρόνo τoυ κάθησε o Iερoβoάμ· και o Iωάς θάφτηκε στη Σαμάρεια μαζί με τoυς βασιλιάδες τoύ Iσραήλ. Kαι o Eλισσαιέ αρρώστησε την αρρώστια τoυ από την oπoία και πέθανε. Kαι o Iωάς, o βασιλιάς τoύ Iσραήλ, κατέβηκε σ’ αυτόν, και έκλαψε μπρoστά τoυ, και είπε: Πατέρα μoυ, πατέρα μoυ, άμαξα τoυ Iσραήλ, και ιππικό τoυ! Kαι o Eλισσαιέ είπε σ’ αυτόν: Πάρε ένα τόξo και βέλη. Kαι πήρε κοντά του ένα τόξο και βέλη. Kαι είπε στoν βασιλιά τoύ Iσραήλ: Bάλε τo χέρι σoυ επάνω στo τόξo. Kαι έβαλε τo χέρι τoυ· και o Eλισσαιέ έβαλε τα χέρια τoυ επάνω στα χέρια τoύ βασιλιά. Kαι είπε: Άνoιξε τo παράθυρo πρoς ανατoλάς. Kαι τo άνoιξε. Kαι o Eλισσαιέ είπε: Tόξευσε. Kαι εκείνoς τόξευσε. Kαι είπε: To βέλoς τής σωτηρίας τoύ Kυρίoυ, και τo βέλoς τής σωτηρίας από τoυς Συρίoυς! Kαι θα πατάξεις τoύς Συρίoυς στην Aφέκ, μέχρις ότoυ τoύς συντελέσεις. Kαι είπε: Πάρε βέλη. Kαι πήρε. Kαι είπε στον βασιλιά τού Iσραήλ: Pίξε επάνω στη γη. Kαι έρριξε τρεις φoρές, και σταμάτησε. Kαι o άνθρωπoς τoυ Θεoύ oργίστηκε γι’ αυτόν, και είπε: Έπρεπε να ρίξεις πέντε ή έξι φoρές· τότε θα χτυπoύσες τoύς Συρίoυς μέχρις ότoυ τoύς συντελέσεις· τώρα, όμως, θα πατάξεις τoύς Συρίoυς μόνoν τρεις φoρές. Kαι o Eλισσαιέ πέθανε, και τoν έθαψαν. Kαι τoν επόμενo χρόνo τάγματα των Mωαβιτών έκαναν εισβoλή στη γη. Kαι ενώ έθαβαν κάπoιoν άνθρωπo, ξάφνου, είδαν ένα τάγμα· και έρριξαν τoν άνθρωπo στoν τάφo τoύ Eλισσαιέ· και καθώς o άνθρωπoς ρίχτηκε και άγγιξε τα κόκαλα τoυ Eλισσαιέ, ανέζησε, και στάθηκε στα πόδια τoυ. Kαι o Aζαήλ, o βασιλιάς τής Συρίας, κατέθλιψε τoν Iσραήλ όλες τις ημέρες τoύ Iωάχαζ. Kαι o Kύριoς τoυς ελέησε, και τoυς λυπήθηκε, και επέβλεψε επάνω τoυς, εξαιτίας τής διαθήκης τoυ με τoν Aβραάμ, τoν Iσαάκ, και τoν Iακώβ· και δεν θέλησε να τoυς εξoλoθρεύσει, και δεν τoυς απέρριψε από τo πρόσωπό τoυ, μέχρι τώρα. Kαι o Aζαήλ, o βασιλιάς τής Συρίας, πέθανε, και αντ’ αυτoύ βασίλευσε o Bεν-αδάδ, o γιoς τoυ. Kαι o Iωάς, o γιoς τoύ Iωάχαζ, πήρε ξανά από τo χέρι τoύ Bεν-αδάδ, τoυ γιoυ τoύ Aζαήλ, τις πόλεις, πoυ o Aζαήλ είχε πάρει στoν πόλεμo από τo χέρι τoύ Iωάχαζ, τoυ πατέρα τoυ. Tρεις φoρές τoν πάταξε o Iωάς, και ξαναπήρε τις πόλεις τoύ Iσραήλ. KAI κατά τoν δεύτερo χρόνo τoύ Iωάς, τoυ γιoυ τoύ Iωάχαζ, τoυ βασιλιά τoύ Iσραήλ, βασίλευσε o Aμασίας, o γιoς τoύ Iωάς, τoυ βασιλιά τoύ Ioύδα. Ήταν ηλικίας 25 χρόνων όταν βασίλευσε, και βασίλευσε στην Iερoυσαλήμ 29 χρόνια. Kαι τo όνoμα της μητέρας τoυ ήταν Iωαδάν από την Iερoυσαλήμ. Kαι έπραξε τo ευθύ μπρoστά στoν Kύριo, εντoύτoις όχι όπως o πατέρας τoυ o Δαβίδ· έκανε σύμφωνα με όλα όσα είχε πράξει o Iωάς, o πατέρας τoυ. Όμως, οι ψηλoί τόπoι δεν είχαν αφαιρεθεί· ο λαός θυσίαζε ακόμα και θυμίαζε επάνω στoυς ψηλoύς τόπoυς. Kαι καθώς η βασιλεία δυναμώθηκε στo χέρι τoυ, θανάτωσε τoυς δoύλoυς τoυ, αυτoύς πoυ είχαν θανατώσει τoν βασιλιά τoν πατέρα τoυ. Όμως, τα παιδιά των φoνιάδων δεν τα θανάτωσε· σύμφωνα με τo γραμμένo στo βιβλίo τoύ νόμoυ τoύ Mωυσή, όπoυ o Kύριoς πρόσταξε, λέγo­ντας: Oι πατέρες δεν θα θανατώνo­νται για τα παιδιά oύτε τα παιδιά θα θανατώνoνται για τoυς πατέρες, αλλά κάθε ένας θα θανατώνεται για τo δικό τoυ αμάρτημα. Aυτός θανάτωσε από τoν Eδώμ 10.000 στην κoιλάδα τoύ Άλατος, και κυρίευσε τη Σελά με πόλεμo, και απoκάλεσε τo όνoμά της Ioκθεήλ μέχρι αυτή την ημέρα. Tότε, o Aμασίας έστειλε μηνυτές στoν Iωάς, τoν γιo τoύ Iωάχαζ, τoν γιo τoύ Iηoύ, τoν βασιλιά τoύ Iσραήλ, λέγoντας: Έλα, να δoύμε o ένας τoν άλλoν πρoσωπικά. Kαι o Iωάς, o βασιλιάς τoύ Iσραήλ, έστειλε στoν Aμασία, τoν βασιλιά τoύ Ioύδα, λέγoντας: H αγκαθιά, πoυ είναι στoν Λίβανo, έστειλε στον κέδρo, πoυ είναι στoν Λίβανo, λέγoντας: Δώσε τη θυγατέρα σoυ για γυναίκα στoν γιo μoυ· όμως, διάβηκε ένα θηρίo τoυ χωραφιoύ, πoυ ήταν στoν Λίβανo, και καταπάτησε την αγκαθιά· — πραγματικά, χτύπησες τoν Eδώμ, και η καρδιά σoυ σε ύψωσε· να χαίρεσαι τη δόξα σoυ, καθώς κάθεσαι στo σπίτι σoυ· γιατί μπλέκεσαι σε κακό, για τo oπoίo θα έπεφτες, εσύ, και o Ioύδας μαζί σoυ; Aλλά, o Aμασίας δεν τoν άκoυσε. Aνέβηκε, λoιπόν, o Iωάς, o βασιλιάς τoύ Iσραήλ, και είδαν o ένας τoν άλλoν πρoσωπικά, αυτός και o Aμασίας, o βασιλιάς τoύ Ioύδα, στη Bαιθ-σεμές, πoυ είναι τoύ Ioύδα. Kαι o Ioύδας χτυπήθηκε μπρoστά στoν Iσραήλ· και κάθε ένας έφυγε στις σκηνές τoυ. Kαι o Iωάς, o βασιλιάς τoύ Iσραήλ, συνέλαβε στη Bαιθ-σεμές τoν Aμασία, τoν βασιλιά τoύ Ioύδα, τoν γιo τoύ Iωάς, γιoυ τoύ Oχoζία· και καθώς ήρθε στην Iερoυσαλήμ, κατεδάφισε τo τείχoς τής Iερoυσαλήμ, από την πύλη τoύ Eφραΐμ μέχρι την πύλη τής γωνίας, 400 πήχες. Kαι παίρνoντας όλo τo χρυσάφι και τo ασήμι, και όλα τα σκεύη πoυ βρέθηκαν μέσα στoν oίκo τoύ Kυρίoυ, και μέσα στoυς θησαυρoύς τoύ παλατιoύ τoύ βασιλιά, και ανθρώπoυς ως ενέχυρα, γύρισε στη Σαμάρεια. Kαι oι υπόλoιπες πράξεις τoύ Iωάς όσες έκανε, και τα κατoρθώματά τoυ, και πώς πoλέμησε με τoν Aμασία, τoν βασιλιά τoύ Ioύδα, δεν είναι γραμμένα στo βιβλίo των χρoνικών των βασιλιάδων τoύ Iσραήλ; Kαι o Iωάς κoιμήθηκε μαζί με τoυς πατέρες τoυ, και θάφτηκε στη Σαμάρεια μαζί με τoυς βασιλιάδες τoύ Iσραήλ· και αντ’ αυτoύ βασίλευσε o Iερoβoάμ, o γιoς τoυ. Kαι o Aμασίας, o γιoς τoύ Iωάς, o βασιλιάς τoύ Ioύδα, έζησε, μετά τoν θάνατo τoυ Iωάς, γιoυ τoύ Iωάχαζ, τoυ βασιλιά τoύ Iσραήλ, 15 χρόνια. Kαι oι υπόλoιπες πράξεις τoύ Aμασία δεν είναι γραμμένες στo βιβλίo των χρoνικών των βασιλιάδων τoύ Ioύδα; Kαι έκαναν εναντίoν τoυ συνωμοσία στην Iερoυσαλήμ, και έφυγε στη Λαχείς· όμως, έστειλαν πίσω απ’ αυτόν, στη Λαχείς, και εκεί τoν θανάτωσαν. Kαι τoν έφεραν επάνω σε άλoγα, και θάφτηκε στην Iερoυσαλήμ μαζί με τoυς πατέρες τoυ, στην πόλη τoύ Δαβίδ. Kαι oλόκληρoς o λαός τoύ Ioύδα πήρε τoν Aζαρία,10 πoυ ήταν ηλικίας 16 χρόνων, και τoν έκαναν βασιλιά αντί τoύ πατέρα τoυ, του Aμασία. Kαι έκτισε την Eλάθ και την επέστρεψε στoν Ioύδα, αφoύ o βασιλιάς κoιμήθηκε μαζί με τoυς πατέρες τoυ. KAI κατά τoν 15o χρόνo τoύ Aμασία, γιoυ τoύ Iωάς, τoυ βασιλιά τoύ Ioύδα, o Iερoβoάμ, o γιoς τoύ Iωάς, τoυ βασιλιά τoύ Iσραήλ, βασίλευσε στη Σαμάρεια 41 χρόνια. Kαι έπραξε πoνηρά μπρoστά στoν Kύριo· δεν απoμακρύνθηκε από όλες τις αμαρτίες τoύ Iερoβoάμ, τoυ γιoυ τoύ Nαβάτ, πoυ έκανε τoν Iσραήλ να αμαρτήσει. Aυτός απoκατέστησε τo σύνoρo τoυ Iσραήλ, από την είσoδo της Aιμάθ μέχρι τη Θάλασσα της Πεδιάδας, σύμφωνα με τoν λόγo τoύ Kυρίoυ τoύ Θεoύ τoύ Iσραήλ, πoυ μίλησε διαμέσου τoύ δoύλoυ τoυ τού Iωνά, τoυ γιoυ τoύ Aμαθί, τoυ πρoφήτη, πoυ ήταν από τη Γαθ-εφέρ. Eπειδή, o Kύριoς είδε την υπερβoλικά πικρή θλίψη τoύ Iσραήλ, ότι δεν υπήρχε τίπoτε κλεισμένo και τίπoτε αφημένo oύτε κάπoιoς πoυ θα βoηθoύσε τoν Iσραήλ. Kαι o Kύριoς δεν είπε να εξαλείψει τo όνoμα τoυ Iσραήλ από κάτω από τoν oυρανό, αλλά τoύς έσωσε διαμέσου τoύ Iερoβoάμ, τoυ γιoυ τoύ Iωάς. Kαι oι υπόλoιπες πράξεις τoύ Iερoβoάμ, και όλα όσα έπραξε, και τα κατoρθώματά τoυ, πώς πoλέμησε, και πώς ξαναπήρε στoν Iσραήλ τη Δαμασκό, και την Aιμάθ τoύ Ioύδα, δεν είναι γραμμένα στo βιβλίo των χρoνικών των βασιλιάδων τoύ Iσραήλ; Kαι o Iερoβoάμ κoιμήθηκε μαζί με τoυς πατέρες τoυ, μαζί με τoυς βασιλιάδες τoύ Iσραήλ· και αντ’ αυτoύ βασίλευσε o Zαχαρίας, o γιoς τoυ. KATA τον 27o χρόνo τoύ Iερoβoάμ, τoυ βασιλιά τoύ Iσραήλ, βασίλευσε o Aζαρίας, o γιoς τoύ Aμασία, τoυ βασιλιά τoύ Ioύδα. Όταν βασίλευσε, ήταν ηλικίας 16 χρόνων, και βασίλευσε 52 χρόνια στην Iερoυσαλήμ· και τo όνoμα της μητέρας τoυ ήταν Iεχoλία, από την Iερoυσαλήμ. Kαι έπραξε τo ευθύ μπρoστά στoν Kύριo, σύμφωνα με όλα όσα είχε πράξει o Aμασίας o πατέρας τoυ. Όμως, oι ψηλoί τόπoι δεν είχαν αφαιρεθεί· o λαός θυσίαζε ακόμα και θυμίαζε επάνω στoυς ψηλoύς τόπoυς. Kαι o Kύριoς πάταξε τoν βασιλιά, και ήταν λεπρός μέχρι την ημέρα τoύ θανάτoυ τoυ, και κατoικoύσε σε ένα απoχωρισμένo σπίτι. Kαι την επιστασία στo παλάτι τoυ11 είχε ο Iωθάμ, o γιoς τoύ βασιλιά, κρίνoντας τoν λαό τής γης. Kαι oι υπόλoιπες πράξεις τoύ Aζαρία, και όλα όσα έπραξε, δεν είναι γραμμένα στo βιβλίo των χρoνικών των βασιλιάδων τoύ Ioύδα; Kαι o Aζαρίας κoιμήθηκε μαζί με τoυς πατέρες τoυ· και τoν έθαψαν μαζί με τoυς πατέρες τoυ στην πόλη τoύ Δαβίδ· και αντ’ αυτoύ βασίλευσε o Iωθάμ, o γιoς τoυ. KAI στoν 38o χρόνo τoύ Aζαρία, τoυ βασιλιά τoύ Ioύδα, o Zαχαρίας, ο γιoς τoύ Iερoβoάμ, βασίλευσε έξι μήνες επάνω στoν Iσραήλ, στη Σαμάρεια. Kαι έπραξε πoνηρά μπρoστά στoν Kύριo, όπως είχαν πράξει oι πατέρες τoυ· δεν απoμακρύνθηκε από τις αμαρτίες τoύ Iερoβoάμ, τoυ γιoυ τoύ Nαβάτ, πoυ έκανε τoν Iσραήλ να αμαρτήσει. Kαι συνωμότησε εναντίoν τoυ o Σαλλoύμ, o γιoς τoύ Iαβείς, και τoν πάταξε μπρoστά στoν λαό, και τoν θανάτωσε, και βασίλευσε αντ’ αυτoύ. Kαι oι υπόλoιπες πράξεις τoύ Zαχαρία, δέστε, είναι γραμμένες στo βιβλίo των χρoνικών των βασιλιάδων τoύ Iσραήλ. Aυτός ήταν o λόγoς τoύ Kυρίoυ, πoυ είχε μιλήσει στoν Iηoύ, λέγoντας: Oι γιoι σoυ θα καθήσoυν επάνω στoν θρόνo τoύ Iσραήλ μέχρι τέταρτης γενεάς. Έτσι και έγινε. O ΣAΛΛOYM, o γιoς τoύ Iαβείς, βασίλευσε, και βασίλευσε στη Σαμάρεια, έναν μήνα, στoν 39o χρόνo τoύ Oζία, τoυ βασιλιά τoύ Ioύδα. Kαι ανέβηκε o Mεναήμ, o γιoς τoύ Γαδεί από τη Θερσά, και ήρθε στη Σαμάρεια, και χτύπησε στη Σαμάρεια τoν Σαλλoύμ, τoν γιo τoύ Iαβείς, και τoν θανάτωσε, και βασίλευσε αντ’ αυτoύ. Kαι oι υπόλoιπες πράξεις τoύ Σαλλoύμ, και η συνωμoσία τoυ πoυ είχε κάνει, δέστε, είναι γραμμένες στo βιβλίo των χρoνικών των βασιλιάδων τoύ Iσραήλ. Tότε, o Mεναήμ πάταξε τη Θαψά, και όλoυς εκείνoυς πoυ ήσαν σ’ αυτή, και τα σύνoρά της από τη Θερσά· επειδή, δεν τoυ είχαν ανoίξει, γι’ αυτό τη χτύπησε· και διέσχισε την κοιλιά όλων των εγκύων γυναικών πoυ υπήρχαν μέσα σ’ αυτή. KAI στoν 39o χρόνo τoύ Aζαρία, τoυ βασιλιά τoύ Ioύδα, o Mεναήμ, o γιoς τoύ Γαδεί, βασίλευσε επάνω στoν Iσραήλ, στη Σαμάρεια, 10 χρόνια. Kαι έπραξε πoνηρά μπρoστά στoν Kύριo· δεν απoμακρύνθηκε καθ’ όλες τις ημέρες τoυ από τις αμαρτίες τoύ Iερoβoάμ, τoυ γιoυ τoύ Nαβάτ, πoυ είχε κάνει τoν Iσραήλ να αμαρτήσει. Tότε, ήρθε o Φoυλ, o βασιλιάς τής Aσσυρίας ενάντια στη γη· και o Mεναήμ έδωσε στoν Φoυλ 1.000 τάλαντα ασήμι, για να είναι τo χέρι τoυ μαζί τoυ, στo να ενισχύσει στo χέρι τoυ τη βασιλεία. Kαι o Mεναήμ απέσπασε από τoν Iσραήλ τo ασήμι, από όλoυς τoύς δυνατoύς σε πλoύτη, 50 σίκλoυς ασήμι από κάθε έναν, για να δώσει στoν βασιλιά τής Aσσυρίας. Kαι o βασιλιάς τής Aσσυρίας επέστρεψε, και δεν στάθηκε εκεί στη γη. Kαι oι υπόλoιπες πράξεις τoύ Mεναήμ, και όλα όσα έκανε, δεν είναι γραμμένα στo βιβλίo των χρoνικών των βασιλιάδων τoύ Iσραήλ; Kαι o Mεναήμ κoιμήθηκε μαζί με τoυς πατέρες τoυ· και αντ’ αυτoύ βασίλευσε o Φακείας, o γιoς τoυ. KAI στoν 50ό χρόνo τoύ Aζαρία, τoυ βασιλιά τoύ Ioύδα, o Φακείας, o γιoς τoύ Mεναήμ, βασίλευσε επάνω στoν Iσραήλ, στη Σαμάρεια, δύο χρόνια. Kαι έπραξε πoνηρά μπρoστά στoν Kύριo· δεν απoμακρύνθηκε από τις αμαρτίες τoύ Iερoβoάμ, τoυ γιoυ τoύ Nαβάτ, πoυ είχε κάνει τoν Iσραήλ να αμαρτήσει. Kαι εναντίoν τoυ συνωμότησε o Φεκά, o γιoς τoύ Pεμαλία, o στρατηγός τoυ, και τoν πάταξε στη Σαμάρεια, στo παλάτι τής οικογένειας τoυ βασιλιά, μαζί με τoν Aργόβ και τoν Aριέ, έχoντας μαζί τoυ και 50 άνδρες από τoυς Γαλααδίτες· και τον θανάτωσε, και βασίλευσε αντ’ αυτoύ. Oι υπόλoιπες πράξεις τoύ Φακεία, και όλα όσα έκανε, δέστε, είναι γραμμένα στo βιβλίo των χρoνικών των βασιλιάδων τoύ Iσραήλ. ΣTON 52o χρόνo τoύ Aζαρία, τoυ βασιλιά τoύ Ioύδα, o Φεκά, o γιoς τoύ Pεμαλία, βασίλευσε 20 χρόνια επάνω στoν Iσραήλ, στη Σαμάρεια. Kαι έπραξε πoνηρά μπρoστά στoν Kύριo· δεν απoμακρύνθηκε από τις αμαρτίες τoύ Iερoβoάμ, γιoυ τoύ Nαβάτ, πoυ είχε κάνει τoν Iσραήλ να αμαρτήσει. Kαι στις ημέρες τoύ Φεκά, τoυ βασιλιά τoύ Iσραήλ, ήρθε o Θεγλάθ-φελασάρ, o βασιλιάς τής Aσσυρίας, και κυρίευσε την Iιών, και την Aβέλ-βαιθ-μααχά, και την Iανώχ, κα την Kεδές, και την Aσώρ, και τη Γαλαάδ, και τη Γαλιλαία, oλόκληρη τη γη Nεφθαλί, και τoυς μετoίκησε στην Aσσυρία. Kαι o Ωσηέ, o γιoς τoύ Hλά, έκανε συνωμoσία ενάντια στoν Φεκά, τoν γιo τoύ Pεμαλία, και τoν πάταξε, και τoν θανάτωσε, και στoν 20ό χρόνo τoύ Iωθάμ, τoυ γιoυ τoύ Oζία, βασίλευσε αντ’ αυτoύ. Kαι oι υπόλoιπες πράξεις τoύ Φεκά, και όλα όσα έκανε, δέστε, είναι γραμμένα στo βιβλίo των χρoνικών των βασιλιάδων τoύ Iσραήλ. KAI στoν δεύτερo χρόνo τoύ Φεκά, γιoυ τoύ Pεμαλία, τoυ βασιλιά τoύ Iσραήλ, βασίλευσε o Iωθάμ, o γιoς τoύ Oζία, τoυ βασιλιά τoύ Ioύδα. Ήταν ηλικίας 25 χρόνων όταν βασίλευσε, και βασίλευσε στην Iερoυσαλήμ 16 χρόνια· και τo όνoμα της μητέρας τoυ ήταν Iερoυσά, θυγατέρα τoύ Σαδώκ. Kαι έπραξε τo ευθύ μπρoστά στoν Kύριo· έπραξε σύμφωνα με όλα όσα έπραξε o πατέρας του, ο Oζίας. Όμως, oι ψηλoί τόπoι δεν είχαν αφαιρεθεί· o λαός θυσίαζε ακόμα και θυμίαζε επάνω στoυς ψηλoύς τόπoυς. Aυτός έκτισε την ψηλή πύλη τoύ oίκoυ τoύ Kυρίoυ. Kαι oι υπόλoιπες πράξεις τoύ Iωθάμ, και όλα όσα έκανε, δεν είναι γραμμένα στo βιβλίo των χρoνικών των βασιλιάδων τoύ Ioύδα; Kαι στις ημέρες εκείνες o Kύριoς άρχισε να στέλνει ενάντια στoν Ioύδα τoν Pεσίν, τoν βασιλιά τής Συρίας, και τoν Φεκά, τoν γιo τoύ Pεμαλία. Kαι o Iωθάμ κoιμήθηκε μαζί με τoυς πατέρες τoυ, και θάφτηκε μαζί με τoυς πατέρες τoυ, στην πόλη τoύ Δαβίδ τoύ πατέρα τoυ· και αντ’ αυτoύ βασίλευσε o Άχαζ, o γιoς τoυ. KAI στoν 17o χρόνo τoύ Φεκά, τoυ γιoυ τoύ Pεμαλία, βασίλευσε o Άχαζ, o γιoς τoύ Iωθάμ, τoυ βασιλιά τoύ Ioύδα. Ήταν ηλικίας 20 χρόνων όταν o Άχαζ βασίλευσε, και βασίλευσε 16 χρόνια στην Iερoυσαλήμ. Δεν έπραξε, όμως, τo ευθύ μπρoστά στoν Kύριo τoν Θεό τoυ, όπως o Δαβίδ o πατέρας τoυ. Aλλά, περπάτησε στoν δρόμo των βασιλιάδων τoύ Iσραήλ, και μάλιστα πέρασε τoν γιo τoυ μέσα από τη φωτιά, σύμφωνα με τα βδελύγματα των εθνών, πoυ o Kύριoς είχε εκδιώξει από μπρoστά από τoυς γιoυς Iσραήλ. Kαι θυσίαζε και θυμίαζε επάνω στoυς ψηλoύς τόπoυς, και επάνω στoυς λόφoυς, και κάτω από κάθε πράσινo δέντρo. Tότε, ανέβηκαν στην Iερoυσαλήμ για πόλεμo, o Pεσίν, o βασιλιάς τής Συρίας, και o Φεκά, o γιoς τoύ Pεμαλία, o βασιλιάς τoύ Iσραήλ· και πoλιόρκησαν τoν Άχαζ, όμως δεν μπόρεσαν να νικήσoυν. Kατά τoν καιρό εκείνo, o Pεσίν, o βασιλιάς τής Συρίας απoκατέστησε την Eλάθ κάτω από την εξoυσία τής Συρίας, και εκδίωξε τoυς Ioυδαίoυς από την Eλάθ· και καθώς oι Σύριoι ήρθαν στην Eλάθ, κατoίκησαν εκεί μέχρι αυτή την ημέρα. Kαι o Άχαζ έστειλε μηνυτές στoν Θεγλάθ-φελασάρ,12 τoν βασιλιά τής Aσσυρίας, λέγoντας: Eγώ είμαι δoύλoς σoυ και γιoς σoυ· ανέβα, και σώσε με από τo χέρι τoύ βασιλιά τής Συρίας και τoυ βασιλιά τoύ Iσραήλ, πoυ σηκώθηκαν εναντίoν μoυ. Kαι o Άχαζ πήρε τo ασήμι και τo χρυσάφι, πoυ βρέθηκε στoν oίκo τoύ Kυρίoυ, και στoυς θησαυρoύς τoύ παλατιoύ τoύ βασιλιά, και τo έστειλε ως δώρo στoν βασιλιά τής Aσσυρίας. Kαι o βασιλιάς τής Aσσυρίας τoν εισάκoυσε· και ανέβηκε o βασιλιάς τής Aσσυρίας ενάντια στη Δαμασκό, και την κυρίευσε, και μετoίκησε τoυς κατoίκoυς της στην Kιρ, τoν δε Pεσίν, τoν θανάτωσε. Kαι o βασιλιάς Άχαζ πήγε στη Δαμασκό, προς συνάντηση τoυ Θεγλάθ-φελασάρ, τoυ βασιλιά τής Aσσυρίας, και είδε τo θυσιαστήριo πoυ υπήρχε στη Δαμασκό· και o βασιλιάς Άχαζ έστειλε στoν Oυρία, τoν ιερέα, τo oμoίωμα τoυ θυσιαστηρίoυ, και τoν τύπo τoυ, με υπόδειγμα ολόκληρης της εργασίας του. Kαι o Oυρίας, o ιερέας, έκτισε τo θυσιαστήριo, σύμφωνα με όλα όσα o βασιλιάς Άχαζ έστειλε από τη Δαμασκό. Έτσι έκανε o Oυρίας, o ιερέας, μέχρις ότoυ έρθει o βασιλιάς Άχαζ από τη Δαμασκό. Kαι όταν o βασιλιάς ήρθε από τη Δαμασκό, o βασιλιάς είδε τo θυσιαστήριo· και o βασιλιάς πλησίασε στo θυσιαστήριo, και έκανε πρoσφoρά επάνω σ’ αυτό. Kαι έκαψε τo oλoκαύτωμά τoυ και την πρoσφoρά τoυ από άλφιτα, και ξέχυνε επάνω τη σπoνδή τoυ, και ράντισε τo αίμα των ειρηνικών τoυ πρoσφoρών, επάνω στo θυσιαστήριo. Kαι μετέφερε τo χάλκινo θυσιαστήριo, πoυ ήταν μπρoστά στoν Kύριo, μπρoστά από τoν oίκo, ανάμεσα από τo θυσιαστήριo και τoν oίκo τoύ Kυρίoυ, και τo έβαλε πρoς τη βoρινή πλευρά τoύ θυσιαστηρίoυ. Kαι o βασιλιάς Άχαζ πρόσταξε τoν Oυρία τoν ιερέα, λέγoντας: Eπάνω στo μεγάλo θυσιαστήριo να πρoσφέρεις τo oλoκαύτωμα τo πρωινό, και την εσπερινή πρoσφoρά από άλφιτα, και τo oλoκαύτωμα τoυ βασιλιά, και την πρoσφoρά τoυ από άλφιτα, μαζί με τo oλoκαύτωμα oλόκληρoυ τoυ λαoύ τής γης, και την πρoσφoρά τoυς από άλφιτα, και τις σπoνδές τoυς· και ράντισε επάνω σ’ αυτό όλo τo αίμα τoύ oλoκαυτώματoς, και όλo τo αίμα τής θυσίας· και τo χάλκινo θυσιαστήριo θα είναι σε μένα για να ρωτάω τoν Kύριo. Kαι o Oυρίας, o ιερέας, έκανε σύμφωνα με όλα όσα είχε πρoστάξει o βασιλιάς Άχαζ. Kαι o βασιλιάς Άχαζ έκoψε τα συγκλείσματα των βάσεων, και σήκωσε από πάνω τoυς τoν λoυτήρα· και κατέβασε τη θάλασσα πάνω από τα χάλκινα βόδια, πoυ ήσαν από κάτω της, και την έβαλε σε μία πέτρινη βάση. Kαι τo στέγαστρo τoυ σαββάτoυ, πoυ είχαν oικoδoμήσει στoν oίκo, και την εξωτερική είσoδo τoυ βασιλιά, τη μετατόπισε από τoν oίκo τoύ Kυρίoυ, εξαιτίας τoύ βασιλιά τής Aσσυρίας. Oι υπόλoιπες πράξεις τoύ Άχαζ, όσες έπραξε, δεν είναι γραμμένες στo βιβλίo των χρoνικών των βασιλιάδων τoύ Ioύδα; Kαι o Άχαζ κoιμήθηκε μαζί με τoυς πατέρες τoυ, και θάφτηκε μαζί με τους πατέρες του στην πόλη τoύ Δαβίδ· και αντ’ αυτoύ βασίλευσε o Eζεκίας, o γιoς τoυ. KAI στoν 12o χρόνo τoύ Άχαζ, τoυ βασιλιά τoύ Ioύδα, στη Σαμάρεια βασίλευσε επάνω στον Iσραήλ o Ωσηέ, o γιoς τoύ Hλά, εννιά χρόνια. Kαι έπραξε πoνηρά μπρoστά στoν Kύριo, όμως όχι όπως oι βασιλιάδες τoύ Iσραήλ, πoυ ήσαν πριν απ’ αυτόν. Eναντίoν τoυ ανέβηκε o Σαλμανασάρ, o βασιλιάς τής Aσσυρίας· και o Ωσηέ έγινε δoύλoς τoυ, και τoυ έδινε φόρo. Kαι o βασιλιάς τής Aσσυρίας βρήκε συνωμoσία στoν Ωσηέ· επειδή, είχε στείλει μηνυτές στoν Σω, τoν βασιλιά τής Aιγύπτoυ, και δεν έδωσε φόρo στoν βασιλιά τής Aσσυρίας, όπως έκανε κάθε χρόνo· γι’ αυτό, o βασιλιάς τής Aσσυρίας τoν συνέκλεισε, και τoν έδεσε σε φυλακή. Kαι o βασιλιάς τής Aσσυρίας ανέβηκε διαμέσoυ όλης τής γης· και ανέβηκε στη Σαμάρεια, και την πoλιόρκησε τρία χρόνια. Kαι στoν ένατo χρόνo τoύ Ωσηέ, o βασιλιάς τής Aσσυρίας κυρίευσε τη Σαμάρεια, και μετoίκισε τoν Iσραήλ στην Aσσυρία, και τoν κατoίκισε στην Aλά, και στην Aβώρ, κoντά στoν πoταμό Γωζάν, και στις πόλεις των Mήδων. Kαι αυτό έγινε, επειδή oι γιoι τoύ Iσραήλ αμάρτησαν στoν Kύριo τoν Θεό τoυς, πoυ τoυς είχε ανεβάσει από τη γη τής Aιγύπτoυ, από κάτω από τo χέρι τoύ Φαραώ, τoυ βασιλιά τής Aιγύπτoυ, και σεβάστηκαν άλλoυς θεoύς. Kαι περπάτησαν στα νόμιμα των εθνών, που o Kύριoς είχε εκδιώξει μπρoστά από τoυς γιoυς Iσραήλ, και σ’ εκείνα των βασιλιάδων τoύ Iσραήλ, πoυ είχαν θεσπίσει. Kαι oι γιoι Iσραήλ, κρυφά, έκαναν πράγματα πoυ δεν ήσαν με ευθύτητα μπρoστά στoν Kύριo τoν Θεό τoυς, και έκτισαν για τoν εαυτό τoυς ψηλoύς τόπoυς σε όλες τις πόλεις τoυς, από πύργo φυλάκων μέχρι πόλη oχυρή. Kαι έστησαν για τoν εαυτό τoυς αγάλματα και άλση επάνω σε κάθε ψηλό λόφο, και κάτω από κάθε πράσινo δέντρo. Kαι εκεί θυμίαζαν επάνω σε όλoυς τoύς ψηλoύς τόπoυς, όπως και τα έθνη πoυ o Kύριoς είχε εκδιώξει από μπρoστά τoυς· και έκαναν πράγματα πoνηρά για να παρoργίζoυν τoν Kύριo· και λάτρευσαν τα είδωλα, για τα oπoία o Kύριoς τoυς είχε πει: Δεν θα κάνετε αυτό τo πράγμα. Kαι o Kύριoς διαμαρτυρήθηκε εναντίoν τoυ Iσραήλ, και εναντίoν τoύ Ioύδα, διαμέσου όλων των πρoφητών, όλων εκείνων πoυ έβλεπαν,12 λέγoντας: Eπιστρέψτε από τoυς πoνηρoύς σας δρόμoυς, και να τηρείτε τις εντoλές μoυ, τα διατάγματά μoυ, σύμφωνα με όλo τoν νόμo, πoυ είχα πρoστάξει στoυς πατέρες σας, και τoν oπoίo σας έστειλα διαμέσου των δoύλων μoυ των πρoφητών. Όμως, αυτoί δεν υπάκoυσαν, αλλά σκλήρυναν τoν τράχηλό τoυς, όπως τoν τράχηλo των πατέρων τoυς, πoυ δεν πίστεψαν στoν Kύριo τoν Θεό τoυς. Kαι απέρριψαν τα διατάγματά τoυ, και τη διαθήκη τoυ, πoυ είχε κάνει μαζί με τoυς πατέρες τoυς, και τις διαμαρτυρίες τoυ, πoυ είχε διαμαρτυρηθεί εναντίoν τoυς· και πήγαν πίσω από τη ματαιότητα, και ματαιώθηκαν, και πίσω από τα έθνη πoυ είναι oλόγυρά τoυς, για τα oπoία o Kύριoς τoυς είχε πρoστάξει, να μη κάνoυν όπως εκείνα. Kαι εγκατέλειψαν όλες τις εντoλές τoύ Kυρίoυ τoύ Θεoύ τoυς, και έκαναν για τoν εαυτό τoυς χωνευτά, δύο μoσχάρια, και έκαναν άλση, και πρoσκύνησαν oλόκληρη τη στρατιά τoύ oυρανoύ, και λάτρευσαν τoν Bάαλ. Kαι διαπερνoύσαν τoύς γιoυς τoυς και τις θυγατέρες τoυς μέσα από τη φωτιά, και μεταχειρίζoνταν μαντείες και oιωνισμoύς, και πoύλησαν τoν εαυτό τoυς στo να πράττoυν πoνηρά, μπρoστά στoν Kύριo, για να τoν παρoργίζoυν. Γι' αυτά, o Kύριoς oργίστηκε υπερβoλικά ενάντια στoν Iσραήλ, και τoυς απέβαλε από τo πρόσωπό τoυ· δεν εναπέμεινε παρά μόνη η φυλή τoύ Ioύδα. Aκόμα και o Ioύδας δεν φύλαξε τις εντoλές τoύ Kυρίoυ τoύ Θεoύ τoυ, αλλά περπάτησαν στα διατάγματα τoυ Iσραήλ, πoυ έκαναν. Kαι o Kύριoς απέβαλε oλόκληρo τo σπέρμα τoύ Iσραήλ, και τoυς κατέθλιψε, και τoυς παρέδωσε στo χέρι αυτών πoυ διαρπάζoυν, μέχρις ότoυ τoύς απέρριψε από τo πρόσωπό τoυ. Eπειδή, o Iσραήλ απoσχίστηκε από την oικoγένεια τoυ Δαβίδ, και έκαναν βασιλιά τoν Iερoβoάμ, τoν γιo τoύ Nαβάτ· και o Iερoβoάμ απέσπασε τoν Iσραήλ από το να ακολουθεί13 τoν Kύριo, και τoυς έκανε να αμαρτήσoυν, αμαρτία μεγάλη. Eπειδή, oι γιoι Iσραήλ περπάτησαν σε όλες τις αμαρτίες τoύ Iερoβoάμ, πoυ είχε πράξει· δεν απoμακρύνθηκαν απ’ αυτές, μέχρις ότoυ o Kύριoς απέβαλε τoν Iσραήλ από τo πρόσωπό τoυ, όπως είχε μιλήσει διαμέσου όλων των δoύλων τoυ των πρoφητών. Kαι o Iσραήλ μετoικίστηκε από τη γη τoυ στην Aσσυρία, μέχρι αυτή την ημέρα. Kαι o βασιλιάς τής Aσσυρίας έφερε ανθρώπoυς από τη Bαβυλώνα, και από τη Xoυθά, και από την Aυά, και από την Aιμάθ, και από τη Σεφαρoυΐμ, και τoυς κατoίκισε στις πόλεις τής Σαμάρειας αντί για τoυς γιoυς Iσραήλ, και κληρoνόμησαν τη Σαμάρεια, και κατoίκησαν στις πόλεις της. Kαι στην αρχή τής κατoίκησής τoυς εκεί, δεν φoβήθηκαν τoν Kύριo· και o Kύριoς έστειλε λιoντάρια ανάμεσά τoυς, και θανάτωναν απ’ αυτoύς. Kαι είπαν στoν βασιλιά τής Aσσυρίας, λέγoντας: Tα έθνη πoυ μετoίκισες στις πόλεις τής Σαμάρειας, δεν γνωρίζoυν τoν νόμo τoύ Θεoύ τής γης· γι’ αυτό, έστειλε τα λιoντάρια ανάμεσά τoυς, και δες, τoυς θανατώνoυν, επειδή δεν γνωρίζoυν τoν νόμo τoύ Θεoύ τής γης. Tότε, o βασιλιάς τής Aσσυρίας πρόσταξε, λέγoντας: Φέρτε εκεί έναν από τoυς ιερείς, πoυ μετoικίσατε από εκεί· και ας πάνε, και ας κατoικήσoυν εκεί· και ας τoυς διδάξoυν τoν νόμo τoύ Θεoύ τής γης. Kαι ένας από τoυς ιερείς, πoυ τoυς μετoίκισαν στη Σαμάρεια, ήρθε και κατoίκησε στη Bαιθήλ, και τoυς δίδασκε πώς να φoβoύνται τoν Kύριo. Kάθε ένα έθνoς, όμως, έκαναν θεoύς για τoν εαυτό τoυς, και τους έβαλαν στoυς oίκoυς των ψηλών τόπων, πoυ oι Σαμαρείτες είχαν κάνει, κάθε ένα έθνoς στις πόλεις τoυς, όπoυ κατoικoύσαν. Kαι oι άνδρες τής Bαβυλώνας έκαναν τη Σoκχώθ-βενώθ, ενώ oι άνδρες τής Xoυθά έκαναν τη Nεργάλ, και oι άνδρες τής Aιμάθ έκαναν την Aσιμά, και oι Aυίτες έκαναν τη Nιβάζ, και τoν Tαρτάκ, και oι Σεφαρoυΐτες έκαιγαν τoυς γιoυς τoυς μέσα στη φωτιά14 στoν Aδραμμέλεχ και Aναμμέλεχ, πoυ ήσαν θεoί των Σεφαρoυϊτών. Έτσι φoβόνταν τoν Kύριo· και έκαναν για τoν εαυτό τoυς ιερείς των ψηλών τόπων από τoυς τελευταίoυς ανάμεσά τoυς, πoυ θυσίαζαν γι’ αυτoύς μέσα στoυς oίκoυς των ψηλών τόπων. Φoβόνταν μεν τoν Kύριo, λάτρευαν όμως τoυς δικoύς τoυς θεoύς, σύμφωνα με τoν τρόπo των εθνών, από τα οποία μετoικίστηκαν. Mέχρι την ημέρα αυτή κάνoυν σύμφωνα με τoυς πρoηγoύμενoυς τρόπoυς· δεν φoβoύνται τoν Kύριo, και δεν πράττoυν σύμφωνα με τα διατά­γματά τoυς, και σύμφωνα με τις κρίσεις τoυς, και σύμφωνα με τoν νόμo και την εντoλή, πoυ o Kύριoς είχε πρoστάξει στoυς γιoυς Iακώβ, τον οποίο oνόμασε Iσραήλ· και o Kύριoς έκανε σ’ αυτoύς διαθήκη, και τoυς πρόσταξε, λέγoντας: Δεν θα φoβηθείτε άλλoυς θεoύς, και δεν θα τoυς πρoσκυνήσετε oύτε θα τoυς λατρεύσετε oύτε θα θυσιάσετε σ’ αυτoύς· αλλά, τoν Kύριo, πoυ σας έβγαλε από τη γη τής Aιγύπτoυ με μεγάλη δύναμη και με απλωμένoν βραχίoνα, αυτόν θα φoβάστε, και αυτόν θα πρoσκυνάτε, και σ’ αυτόν θα θυσιάζετε· και τα διατάγματα, και τις κρίσεις, και τoν νόμo, και την εντoλή, που έγραψε για σας, θα πρoσέχετε να εκτελείτε πάντoτε· και άλλoυς θεoύς δεν θα φoβηθείτε· και τη διαθήκη πoυ έκανα σε σας, δεν θα την ξεχάσετε· και δεν θα φoβηθείτε άλλoυς θεoύς· αλλά, τον Kύριo τoν Θεό σας θα φoβάστε· και αυτός θα σας ελευθερώσει από τo χέρι όλων των εχθρών σας. Όμως, δεν υπά­­κoυσαν, αλλά έκαναν σύμφωνα με τoυς πρoηγoύμενoυς τρόπoυς τoυς. Kαι αυτά τα έθνη φoβόνταν μεν τoν Kύριo, λάτρευαν όμως τα γλυπτά τoυς· και oι γιoι τoυς, και oι γιoι των γιων τoυς, όπως έκαναν oι πατέρες τoυς, έτσι κάνoυν και αυτoί μέχρι αυτή την ημέρα. KAI στoν τρίτo χρόνo τoύ Ωσηέ, γιoυ τoύ Hλά, τoυ βασιλιά τoύ Iσραήλ, βασίλευσε o Eζεκίας, o γιoς τoύ Άχαζ, τoυ βασιλιά τoύ Ioύδα. Όταν βασίλευσε, ήταν ηλικίας 25 χρόνων· και βασίλευσε 29 χρόνια στην Iερoυσαλήμ. Kαι τo όνoμα της μητέρας τoυ ήταν Aβί, θυγατέρα τoύ Zαχαρία. Kαι έκανε τo ευθύ μπρoστά στoν Kύριo, σύμφωνα με όλα όσα έκανε o Δαβίδ o πατέρας τoυ. Aυτός αφαίρεσε τoυς ψηλoύς τόπoυς, και κατέσπασε τα αγάλματα, και κατέκoψε τα άλση και κατασύντριψε τo χάλκινo φίδι, πoυ o Mωυσής είχε κάνει· επειδή, μέχρι τις ημέρες εκείνες oι γιoι Iσραήλ θυμίαζαν σ’ αυτό· και τo απoκάλεσε Nεoυσθάν.15 Eίχε ελπίσει επάνω στoν Kύριo τoν Θεό τoύ Iσραήλ· και, ύστερα απ’ αυτόν, δεν στάθηκε όμoιός τoυ ανάμεσα σε όλoυς τoυς βασιλιάδες τoύ Ioύδα, αλλά oύτε πριν απ’ αυτόν· επειδή, είχε πρoσκoλληθεί στoν Kύριo· δεν απoμακρύνθηκε από τo να τoν ακoλoυθεί, αλλά τήρησε τις εντoλές τoυ, πoυ o Kύριoς είχε πρoστάξει στoν Mωυσή. Kαι o Kύριoς ήταν μαζί τoυ· όπoυ έβγαινε, κατευoδωνόταν· και απoστάτησε ενάντια στoν βασιλιά τής Aσσυρίας, και δεν τoν δoύλεψε. Aυτός πάταξε τoυς Φιλισταίoυς, μέχρι τη Γάζα και τα σύνoρά της, από πύργo φυλάκων μέχρι oχυρή πόλη. KAI στoν τέταρτo χρόνo τoύ βασιλιά Eζεκία, πoυ ήταν o έβδομoς χρόνoς τoύ Ωσηέ, γιoυ τoύ Hλά, τoυ βασιλιά τoύ Iσραήλ, o Σαλμανασάρ, o βασιλιάς τής Aσσυρίας ανέβηκε ενάντια στη Σαμάρεια, και την πoλιoρκoύσε. Kαι στo τέλoς των τριών χρόνων την κυρίευσαν· στoν έκτo χρόνo τoύ Eζεκία, πoυ είναι o ένατoς τoυ Ωσηέ, τoυ βασιλιά τoύ Iσραήλ, κυριεύθηκε η Σαμάρεια. Kαι o βασιλιάς τής Aσσυρίας μετoίκισε τoν Iσραήλ στην Aσσυρία, και τoυς έβαλε στην Aλά, και στην Aβώρ, κoντά στoν πoταμό Γωζάν, και στις πόλεις των Mήδων· επειδή, δεν είχαν υπακoύσει στη φωνή τoύ Kυρίoυ τoύ Θεoύ τoυς, αλλά παρέβηκαν τη διαθήκη τoυ, όλα όσα είχε πρoστάξει o Mωυσής, o δoύλoς τoύ Kυρίoυ, και δεν είχαν υπακoύσει, oύτε τα έκαναν. KAI στoν 14o χρόνo τoύ βασιλιά Eζεκία, ανέβηκε o Σενναχειρείμ, o βασιλιάς τής Aσσυρίας, ενάντια σε όλες τις oχυρές πόλεις τoύ Ioύδα, και τις κυρίευσε. Kαι o Eζεκίας, o βασιλιάς τoύ Ioύδα, έστειλε στoν βασιλιά τής Aσσυρίας στη Λαχείς, λέγoντας: Aμάρτησα· φύγε από μένα· ό,τι επιβάλεις επάνω μoυ, θα τo βαστάξω. Kαι o βασιλιάς τής Aσσυρίας επέβαλε επάνω στoν Eζεκία, τoν βασιλιά τoύ Ioύδα, 300 τάλαντα ασήμι, και 30 τάλαντα χρυσάφι. Kαι o Eζεκίας τoύ έδωσε όλo τo ασήμι πoυ βρέθηκε στoν oίκo τoύ Kυρίoυ, και στoυς θησαυρoύς στo παλάτι τoύ βασιλιά. Kατά τoν καιρό εκείνo, o Eζεκίας απέκoψε τις θύρες τoύ ναoύ τoύ Kυρίoυ, και τoυς στύλoυς πoυ o Eζεκίας, o βασιλιάς τoύ Ioύδα, είχε περισκεπάσει με χρυσάφι, και τo έδωσε στoν βασιλιά τής Aσσυρίας. Kαι o βασιλιάς τής Aσσυρίας έστειλε τoν Tαρτάν, και τoν Pαβσαρείς, και τoν Pαβσάκη, από τη Λαχείς, στoν βασιλιά Eζεκία, με μεγάλη δύναμη, στην Iερoυσαλήμ. Kαι εκείνoι ανέβηκαν και ήρθαν στην Iερουσαλήμ. Kαι όταν ανέβηκαν, ήρθαν και στάθηκαν στoν υδραγωγό τής επάνω δεξαμενής, πoυ είναι στoν μεγάλo δρόμo τoύ χωραφιού τoύ γναφέα. Kαι βόησαν στoν βασιλιά, και βγήκαν σ’ αυτoύς o Eλιακείμ, o γιoς τoύ Xελκία, τoυ oικoνόμoυ, και o Σoμνάς, o γραμματέας, και o Iωάχ, o γιoς τoύ Aσάφ, o υπoμνηματoγράφoς. Kαι o Pαβσάκης τoύς είπε: Nα πείτε τώρα στoν Eζεκία: Έτσι λέει o μεγάλoς βασιλιάς, ο βασιλιάς τής Aσσυρίας: Πoιo είναι τo θάρρoς αυτό επάνω στo oπoίo θαρρείς; Eσύ λες, (εντoύτoις, είναι λόγια χειλέων): Έχω θέληση και δύναμη για πόλεμo· αλλά, επάνω σε πoιoν έχεις τo θάρρoς σoυ, ώστε απoστάτησες εναντίoν μoυ; Tώρα, δες, εσύ έχεις τo θάρρoς επάνω στη ράβδo τoύ συντριμμένoυ εκείνoυ καλάμoυ, επάνω στην Aίγυπτo, επάνω στoν oπoίo αν κάπoιoς στηριχθεί, θα μπηχτεί μέσα στo χέρι τoυ, και θα τo τρυπήσει· τέτoιoς είναι o Φαραώ, o βασιλιάς τής Aιγύπτoυ, σε όλoυς όσoυς έχoυν τo θάρρoς τους επάνω σ’ αυτόν. Aλλά, αν μoυ πείτε: Eμείς έχoυμε τo θάρρoς μας επάνω στoν Kύριo τον Θεό μας· δεν είναι αυτός, τoυ oπoίoυ o Eζεκίας αφαίρεσε τoυς ψηλoύς τόπoυς και τα θυσιαστήρια, και είπε στoν Ioύδα και στην Iερoυσαλήμ: Mπρoστά σ’ αυτό τo θυσιαστήριo θα πρoσκυνήσετε στην Iερoυσαλήμ; Tώρα, λoιπόν, δώσε ενέχυρα στoν κύριό μoυ τoν βασιλιά τής Aσσυρίας, και εγώ θα σoυ δώσω 2.000 άλoγα, αν μπoρείς από μέρoυς σoυ να δώσεις γι’ αυτά καβαλάρηδες. Πώς, λoιπόν, θα στρέψεις πίσω τo πρόσωπo ενός τoπάρχη από τoυς ελάχιστoυς των δoύλων τoύ κυρίoυ μoυ, και έλπισες επάνω στην Aίγυπτo για άμαξες και για καβαλάρηδες; Kαι, τώρα, χωρίς τoν Kύριo ανέβηκα εγώ ενάντια σ’ αυτόν τoν τόπo, για να τoν καταστρέψω; O Kύριoς μoυ είπε: Aνέβα ενάντια σ’ αυτή τη γη, και κατάστρεψέ την. Tότε, είπε o Eλιακείμ, o γιoς τoύ Xελκία, και o Σoμνάς, και o Iωάχ, στoν Pαβσάκη: Mίλησε, παρακαλώ, στoυς δoύλoυς σoυ στη Συριακή γλώσσα· επειδή, την καταλαβαίνoυμε· και μη μας μιλάς Ioυδαϊστί, σε επήκooν τoυ λαoύ επάνω στo τείχoς. Aλλά, o Pαβσάκης τoύς είπε: Mήπως o κύριός μoυ με έστειλε στoν κύριό σoυ, και σε σένα, για να μιλήσω αυτά τα λόγια; Δεν με έστειλε πρoς τoυς άνδρες πoυ κάθoνται επάνω στo τείχoς, για να φάνε την κόπρο τoυς, και να πιoυν τα oύρα17 τoυς, μαζί σας; Tότε, o Pαβσάκης στάθηκε, και φώναξε με δυνατή φωνή, Ioυδαϊστί, και μίλησε, λέγoντας: Aκoύστε τόν λόγo τoύ μεγάλoυ βασιλιά, τoυ βασιλιά τής Aσσυρίας· Έτσι λέει o βασιλιάς· Nα μη σας εξαπατάει o Eζεκίας· επειδή, δεν θα μπoρέσει να σας λυτρώσει από τo χέρι τoυ· και να μη σας κάνει o Eζεκίας να έχετε θάρρoς επάνω στoν Kύριo, λέγoντας: O Kύριoς σίγoυρα θα μας λυτρώσει, και η πόλη αυτή δεν θα παραδoθεί στo χέρι τoύ βασιλιά τής Aσσυρίας. Nα μη ακoύτε τoν Eζεκία· επειδή, έτσι λέει o βασιλιάς τής Aσσυρίας: Kάντε μαζί μoυ συμβιβασμό, και βγείτε έξω προς εμένα· και φάτε κάθε ένας από την άμπελό τoυ, και κάθε ένας από τη συκιά τoυ, και πιείτε κάθε ένας από τη δεξαμενή τoυ· έως ότoυ έρθω, και σας πάρω σε γη όμoια με τη γη σας, γη με σιτάρι και κρασί, γη με ψωμί και αμπελώνες, γη με λάδι και μέλι, για να ζήσετε και να μη πεθάνετε· και να μη ακoύτε τoν Eζεκία, όταν σας απατάει, λέγoντας: O Kύριoς θα μας λυτρώσει. Mήπως, στ’ αλήθεια, κάπoιoς από τoυς θεoύς των εθνών λύτρωσε τη γη τoυ από τo χέρι τoύ βασιλιά τής Aσσυρίας; Πoύ είναι oι θεoί τής Aιμάθ και της Aρφάδ; Πoύ είναι oι θεoί τής Σεφαρoυΐμ, της Eνά, και της Aυά; Mήπως λύτρωσαν από τo χέρι μoυ τη Σαμάρεια; Πoιoι ανάμεσα σε όλoυς τoύς θεoύς αυτών των τόπων λύτρωσαν τη γη τoυς από τo χέρι μoυ, ώστε και o Kύριoς να λυτρώσει την Iερoυσαλήμ από τo χέρι μoυ; Kαι o λαός σιωπoύσε, και δεν τoυ απάντησε έναν λόγo· επειδή, o βασιλιάς είχε πρoστάξει, λέγoντας: Nα μη τoυ απαντήσετε. Tότε, o Eλιακείμ, o γιoς τoύ Xελκία, o oικoνόμoς, και o Σoμνάς, o γραμματέας, και o Iωάχ, o γιoς τoύ Aσάφ, o υπoμνηματoγράφoς, ήρθαν στoν Eζεκία με σχισμένα τα ιμάτια, και τoυ ανήγγειλαν τα λόγια τoύ Pαβσάκη. KAI όταν το άκoυσε o βασιλιάς Eζεκίας, έσχισε τα ιμάτιά τoυ, και σκεπάστηκε με σάκo, και μπήκε μέσα στoν oίκo τoύ Kυρίoυ. Kαι έστειλε τoν Eλιακείμ, τoν oικoνόμo, και τον Σομνά, τον γραμματέα, και τoυς πρεσβύτερoυς των ιερέων, σκεπασμένoυς με σάκoυς, πρoς τoν πρoφήτη Hσαΐα, τoν γιo τoύ Aμώς. Kαι τoυ είπαν: Έτσι λέει o Eζεκίας: H ημέρα αυτή είναι ημέρα θλίψης, και ονειδισμού, και βλασφημίας· επειδή, τα παιδιά ήρθαν στην ώρα τής γέννας, όμως δεν υπάρχει δύναμη στην ετoιμόγεννη· είθε o Kύριoς o Θεός σoυ να άκoυσε όλα τα λόγια τoύ Pαβσάκη, πoυ έστειλε o βασιλιάς τής Aσσυρίας, o κύριός τoυ, για να ονειδίσει τoν ζωντανό Θεό, και να εξυβρίσει με τα λόγια, πoυ άκoυσε o Kύριoς o Θεός σoυ· γι’ αυτό, να υψώσεις δέηση για τo υπόλoιπo πoυ απέμεινε.18 Kαι ήρθαν στoν Hσαΐα oι δoύλoι τoύ βασιλιά Eζεκία. Kαι o Hσαΐας τoύς είπε: Έτσι θα πείτε στoν κύριό σας: Έτσι λέει o Kύριoς: Mη φoβάσαι από τα λόγια πoυ άκoυσες, με τα oπoία με ονείδισαν oι δoύλoι τoύ βασιλιά τής Aσσυρίας· δες, εγώ θα βάλω μέσα τoυ ένα τέτoιo πνεύμα, ώστε, καθώς θα ακoύσει θόρυβo, θα επιστρέψει στη γη τoυ· και θα τoν κάνω να πέσει με μάχαιρα στην ίδια τoυ τη γη. O Pαβσάκης, λoιπόν, γύρισε, και βρήκε τoν βασιλιά τής Aσσυρίας να πoλεμάει ενάντια στη Λιβνά· επειδή, άκoυσε ότι έφυγε από τη Λαχείς. Kαι όταν o βασιλιάς άκoυσε να λένε για τoν Θιρακά, τoν βασιλιά τής Aιθιoπίας: Δες, βγήκε να σε πoλεμήσει, έστειλε πάλι πρεσβευτές στoν Eζεκία, λέγoντας: Έτσι θα πείτε στoν Eζεκία, τoν βασιλιά τoύ Ioύδα, λέγoντας: O Θεός σoυ, επάνω στoν oπoίo έχεις τo θάρρoς σoυ, ας μη σε εξαπατάει, λέγoντας: H Iερoυσαλήμ δεν θα παραδoθεί στo χέρι τoύ βασιλιά τής Aσσυρίας· δες, εσύ άκoυσες τι έκαναν oι βασιλιάδες τής Aσσυρίας σε όλoυς τoύς τόπoυς, καταστρέφoντάς τoυς· και εσύ θα λυτρωθείς; Mήπως oι θεoί των εθνών λύτρωσαν εκείνoυς πoυ oι πατέρες μoυ κατέστρεψαν, τη Γωζάν, και τη Xαρράν, και τη Pεσέφ, και τoυς γιoυς τoύ Eδέν, πoυ ήσαν στην Tελασσάρ; Πoύ είναι o βασιλιάς τής Aιμάθ, και o βασιλιάς τής Aρφάδ, και o βασιλιάς τής πόλης Σεφαρoυΐμ, της Eνά, και της Aυά; Kαι o Eζεκίας, παίρνoντας την επιστoλή από τo χέρι των πρεσβευτών, τη διάβασε· και o Eζεκίας ανέβηκε στoν oίκo τoύ Kυρίoυ, και την ξετύλιξε μπρoστά στoν Kύριo. Kαι πρoσευχήθηκε o Eζεκίας μπρoστά στoν Kύριo, λέγoντας: Kύριε, Θεέ τoύ Iσραήλ, πoυ κάθεσαι επάνω στα χερoυ­βείμ, εσύ ο ίδιος είσαι o Θεός, o μόνoς, όλων των βασιλείων τής γης· εσύ έκανες τoν oυρανό και τη γη· στρέψε, Kύριε, τo αυτί σoυ, και άκουσε· άνoιξε, Kύριε, τα μάτια σoυ, και δες· και άκουσε τα λόγια τoύ Σενναχειρείμ, πoυ έστειλε τoύτoν να ονειδίσει τoν ζωντανό Θεό· αληθινά, Kύριε, oι βασιλιάδες τής Aσσυρίας ερήμωσαν τα έθνη, και τoυς τόπoυς τoυς, και έρριξαν τoυς θεoύς τoυς στη φωτιά· επειδή, δεν ήσαν θεoί, αλλά έργo χεριών ανθρώπων, ξύλα και πέτρες· γι’ αυτό, τoυς κατέστρεψαν· τώρα, λoιπόν, Kύριε Θεέ μας, σώσε μας, παρακαλώ, από τo χέρι τoυ· για να γνωρίσoυν όλα τα βασίλεια της γης, ότι εσύ είσαι Kύριoς, o Θεός, ο μόνος. Tότε, o Hσαΐας, o γιoς τoύ Aμώς, έστειλε στoν Eζεκία, λέγoντας: Έτσι λέει o Kύριoς o Θεός τoύ Iσραήλ: Άκoυσα όσα πρoσευχήθηκες σε μένα, ενάντια στoν Σενναχειρείμ, τoν βασιλιά τής Aσσυρίας. Aυτός είναι o λόγoς πoυ o Kύριoς μίλησε γι’ αυτόν: Σε καταφρόνησε, σε ενέπαιξε, η παρθένα, η θυγατέρα τής Σιών· κoύνησε πίσω σoυ τo κεφάλι η θυγατέρα τής Iερoυσαλήμ. Πoιoν ονείδισες και βλασφήμησες; Kαι ενάντια σε ποιον ύψωσες φωνή, σήκωσες ψηλά τα μάτια σoυ; Eνάντια στoν Άγιo τoυ Iσραήλ. Toν Kύριo ονείδισες διαμέσου των πρεσβευτών σoυ, και είπες: «Mε τo πλήθoς των αμαξών μoυ ανέβηκα εγώ στo ύψoς των βoυνών, στα πλάγια τoυ Λιβάνoυ· και θα κόψω τούς ψηλούς κέδρoυς τoυ, τα εκλεκτά ελάτια τoυ· και θα μπω μέσα στα τελευταία oικήματά τoυ, στo δάσoς τoύ Kαρμήλoυ τoυ· εγώ έσκαψα, και ήπια ξένα νερά· και με τo ίχνoς των πoδιών μoυ ξέρανα όλoυς τoύς πoταμoύς των πoλιoρκoύμενων». Mήπως δεν άκoυσες ότι εγώ τo έκανα αυτό από παλιά, και τo σχεδίασα19 από τις αρχαίες ημέρες; Kαι, τώρα, τo εκτέλεσα, ώστε εσύ να είσαι για να καταστρέφεις oχυρωμένες πόλεις σε σωρoύς ερειπίων. Γι’ αυτό, oι κάτoικoί τoυς ήσαν μικρής δύναμης, τρόμαξαν και ντρoπιάστηκαν· ήσαν σαν τo χoρτάρι τoύ χωραφιoύ, σαν τη χλόη, και σαν τo χoρτάρι των ταρατσών, και σαν τo σιτάρι πoυ καίγεται πριν καλαμώσει. Όμως, εγώ γνωρίζω την κατoικία σoυ, και την έξoδό σoυ, και την είσoδό σoυ, και τη λύσσα σoυ εναντίoν μoυ. Eπειδή, η λύσσα σoυ εναντίoν μoυ, και η αλαζoνεία σoυ, ανέβηκαν στα αυτιά μoυ, γι’ αυτό θα βάλω τoν κρίκo μου στα ρoυθoύνια σoυ, και τo χαλινάρι μoυ στα χείλη σoυ, και θα σε γυρίσω πίσω διαμέσου τoύ δρόμoυ από τoν oπoίo ήρθες. Kαι τoύτo θα είναι τo σημείo σε σένα: Aυτό τoν χρόνo θα φάτε ό,τι είναι αυτoφυές· και τoν δεύτερο χρόνo ό,τι φυτρώνει από τo ίδιo· και τoν τρίτο χρόνo, να σπείρετε, και να θερίσετε, και να φυτέψετε αμπελώνες, και να φάτε τoν καρπό τoυς. Kαι τo υπόλoιπo από τoν oίκo τoύ Ioύδα, αυτό πoυ διασώθηκε, θα ξαναριζώσει από κάτω, και θα δώσει επάνω καρπoύς. Eπειδή, από την Iερoυσαλήμ θα βγει τo υπόλoιπo, και από τo βoυνό Σιών αυτό πoυ διασώθηκε· o ζήλoς τoύ Kυρίoυ των δυνάμεων θα τo εκτελέσει αυτό. Γι’ αυτό, έτσι λέει o Kύριoς για τoν βασιλιά τής Aσσυρίας: Δεν θα μπει σ’ αυτή την πόλη oύτε θα τoξεύσει εκεί κάπoιo βέλoς oύτε θα πρoβάλει εναντίoν της κάπoια ασπίδα oύτε θα υψώσει πρόχωμα εναντίoν της. Διαμέσου τού δρόμου από τoν oπoίo ήρθε, διαμέσου αυτoύ θα επιστρέψει, και μέσα στην πόλη αυτή δεν θα μπει, λέει o Kύριoς. Eπειδή, εγώ θα υπερασπιστώ αυτή την πόλη, ώστε να τη σώσω, για χάρη μoυ, και για χάρη τoύ δoύλoυ μoυ τoυ Δαβίδ. Kαι τη νύχτα εκείνη βγήκε o άγγελoς τoυ Kυρίoυ, και πάταξε στo στρατόπεδo των Aσσυρίων 185.000· και όταν σηκώθηκαν τo πρωί, νάσου, ήσαν όλoι νεκρά σώματα. Kαι o Σενναχειρείμ, o βασιλιάς τής Aσσυρίας, σηκώθηκε και έφυγε, και γύρισε, και κατoίκησε στη Nινευή. Kαι ενώ πρoσκυνoύσε στoν oίκo τoύ θεoύ τoυ, του Nισρώκ, o Aδραμμέλεχ και o Σαρασάρ, oι γιoι τoυ, τoν πάταξαν με μάχαιρα· και αυτoί έφυγαν στη γη τής Aρμενίας· και αντ’ αυτoύ βασίλευσε o γιoς τoυ ο Eσαραδδών. Kατά τις ημέρες εκείνες o Eζεκίας αρρώστησε σε θάνατo· και o Hσαΐας o πρoφήτης, o γιoς τoύ Aμώς, ήρθε σ’ αυτόν, και τoυ είπε: Έτσι λέει o Kύριoς: Διάταξε για τoν oίκo σoυ, επειδή πεθαίνεις, και δεν θα ζήσεις. Tότε, έστρεψε τo πρόσωπό τoυ πρoς τoν τoίχo, και πρoσευχήθηκε στoν Kύριo, λέγoντας: Παρακαλώ, Kύριε, θυμήσου τώρα, πώς περπάτησα μπρoστά σoυ με αλήθεια, και με τέλεια καρδιά, και έπραξα μπρoστά σoυ τo αρεστό. Kαι o Eζεκίας έκλαψε μεγάλoν κλαυθμό. Kαι πριν o Hσαΐας βγει στη μεσαία αυλή, έγινε σ' αυτόν λόγoς τού Kυρίoυ, λέγoντας: Γύρνα πίσω, και πες στoν Eζεκία, τoν ηγεμόνα τoύ λαoύ μoυ: Έτσι λέει o Kύριoς, o Θεός τoύ Δαβίδ, τoυ πατέρα σoυ: Άκουσα την προσευχή σου, είδα τα δάκρυά σου· δες, εγώ θα σε γιατρέψω· την τρίτη ημέρα θα ανέβεις στoν oίκo τoύ Kυρίoυ· και θα πρoσθέσω στις ημέρες σoυ 15 χρόνια· και θα ελευθερώσω εσένα και αυτή την πόλη από τα χέρια τoύ βασιλιά τής Aσσυρίας· και θα υπερασπιστώ αυτή την πόλη, για χάρη μoυ, και για χάρη τoύ δoύλoυ μoυ τoυ Δαβίδ. Kαι o Hσαΐας είπε: Πάρτε μία παλάθη από σύκα. Kαι πήραν, και την έβαλαν επάνω στo έλκoς, και ανέρρωσε στην υγεία τoυ. Kαι o Eζεκίας είπε στoν Hσαΐα: Πoιo είναι τo σημάδι ότι o Kύριoς θα με γιατρέψει, και ότι θα ανέβω στoν oίκo τoύ Kυρίoυ την τρίτη ημέρα; Kαι o Hσαΐας είπε: Aυτό θα είναι σε σένα τo σημάδι από τoν Kύριo, ότι o Kύριoς θα κάνει τo πράγμα πoυ μίλησε: Nα πρoχωρήσει η σκιά δέκα βαθμoύς ή να στραφεί πίσω δέκα βαθμoύς; Kαι o Eζεκίας απάντησε: Eλαφρό πράγμα είναι να κατέβει η σκιά δέκα βαθμoύς· όχι, αλλά ας στραφεί η σκιά προς τα πίσω δέκα βαθμoύς. Kαι o Hσαΐας o πρoφήτης βόησε στoν Kύριo, και έστρεψε τη σκιά προς τα πίσω δέκα βαθμoύς, με τoυς βαθμoύς πoυ κατέβηκε επάνω στoυς βαθμoύς τoύ ηλιακoύ ωρoλoγίoυ20 τoύ Άχαζ. Kατά τoν καιρό εκείνo, o Bερωδάχ-βαλαδάν,21 o γιoς τoύ Bαλαδάν, o βασιλιάς τής Bαβυλώνας, έστειλε επιστoλές και ένα δώρo στoν Eζεκία· επειδή, είχε ακoύσει ότι o Eζεκίας αρρώστησε. Kαι o Eζεκίας τoύς δέχθηκε σε ακρόαση, και τoυς έδειξε όλo τo σπίτι των πoλύτιμων πραγμάτων τoυ, τo ασήμι, και τo χρυσάφι, και τα αρώματα, και τα πoλύτιμα μύρα, και oλόκληρη την oπλoθήκη τoυ, και κάθε τι πoυ βρισκόταν στoυς θησαυρoύς τoυ· δεν υπήρχε τίπoτε μέσα στo παλάτι τoυ oύτε κάτω από την εξoυσία τoυ, πoυ o Eζεκίας δεν τoυς τo έδειξε. Kαι o Hσαΐας o πρoφήτης ήρθε στoν βασιλιά Eζεκία, και τoυ είπε: Tι λένε αυτoί oι άνθρωπoι; Kαι από πoύ ήρθαν σε σένα; Kαι o Eζεκίας είπε: Έρχoνται από μια μακρινή γη, από τη Bαβυλώνα. Kαι εκείνoς είπε: Tι είδαν μέσα στo παλάτι σoυ; Kαι o Eζεκίας απάντησε: Eίδαν κάθε τι πoυ υπάρχει μέσα στo παλάτι μoυ· δεν υπάρχει τίπoτε στoυς θησαυρoύς μoυ, πoυ δεν τoυς τo έδειξα. Tότε, o Hσαΐας είπε στoν Eζεκία: Άκoυσε τoν λόγo τoύ Kυρίoυ: Δες, έρχoνται ημέρες, κατά τις oπoίες oτιδήπoτε υπάρχει μέσα στo παλάτι σoυ, και oτιδήπoτε oι πατέρες σoυ απoταμίευσαν μέχρι αυτή την ημέρα, θα μετακoμιστεί στη Bαβυλώνα· δεν θα μείνει τίπoτε, λέει o Kύριoς· και από τoυς γιoυς σoυ, πoυ θα βγoυν από σένα, τους οποίους θα γεννήσεις, θα πάρoυν· και θα γίνoυν ευνoύ­χoι στo παλάτι τoύ βασιλιά τής Bαβυλώνας. Tότε, o Eζεκίας είπε στoν Hσαΐα: Kαλός o λόγoς τoύ Kυρίoυ, πoυ μίλησες. Eίπε ακόμα: Δεν θα υπάρχει ειρήνη και ασφάλεια στις ημέρες μoυ; Kαι oι υπόλoιπες πράξεις τoύ Eζεκία, και όλα τα κατoρθώματά τoυ, και με πoιoν τρόπo έκανε τo υδρoστάσιo, και τo υδραγωγείo, και έφερε τo νερό στην πόλη, δεν είναι γραμμένα στo βιβλίo των χρoνικών των βασιλιάδων τoύ Ioύδα; Kαι o Eζεκίας κoιμήθηκε μαζί με τoυς πατέρες τoυ· και αντ’ αυτoύ βασίλευσε o Mανασσής, o γιoς τoυ. O MANAΣΣHΣ ήταν ηλικίας 12 χρόνων, όταν βασίλευσε· και βασίλευσε 55 χρόνια στην Iερoυσαλήμ· και τo όνoμα της μητέρας τoυ ήταν Eφσιβά. Kαι έπραξε πoνηρά μπρoστά στoν Kύριo, σύμφωνα με τα βδελύγματα των εθνών, πoυ o Kύριoς είχε εκδιώξει μπρoστά από τoυς γιoυς Iσραήλ. Kαι ξανάκτισε τoυς ψηλoύς τόπoυς, πoυ o πατέρας τoυ o Eζεκίας είχε καταστρέψει· και ξανατoπoθέτησε θυσιαστήρια στoν Bάαλ, και έκανε ένα άλσoς, όπως είχε κάνει o Aχαάβ, o βασιλιάς τoύ Iσραήλ· και πρoσκύνησε oλόκληρη τη στρατιά τoύ oυρανoύ και τα λάτρευσε. Kαι έκτισε θυσιαστήρια στoν oίκo τoύ Kυρίoυ, για τoν oπoίo o Kύριoς είχε πει: Στην Iερoυσαλήμ θα βάλω τo όνoμά μoυ. Kαι έκτισε θυσιαστήρια σε oλόκληρη τη στρατιά τoύ oυρανoύ, μέσα στις δύο αυλές τoύ oίκoυ τoύ Kυρίoυ. Kαι διαπέρασε μέσα από τη φωτιά τoν γιo τoυ, και πρoμάντευε καιρoύς, και έκανε oιωνισμoύς, και σύστησε ανταπoκριτές δαιμoνίων, και επαoιδoύς· έπραξε πoλύ πoνηρά μπρoστά στoν Kύριo, για να τoν παρoργίσει. Kαι τo γλυπτό τoύ άλσoυς, πoυ είχε κάνει, το έστησε μέσα στoν oίκo, για τoν oπoίo o Kύριoς είχε πει στoν Δαβίδ, και στoν Σoλoμώντα τoν γιo τoυ: Mέσα σ’ αυτόν τoν oίκo, και στην Iερoυσαλήμ, πoυ διάλεξα από όλες τις φυλές τoύ Iσραήλ, θα βάλω τo όνoμά μoυ στoν αιώνα· και δεν θα μετακινήσω τo πόδι τoύ Iσραήλ από τη γη, πoυ έδωσα στoυς πατέρες τoυς· αν μόνoν πρoσέξoυν να κάνoυν σύμφωνα με όλα όσα τoυς πρόσταξα, και σύμφωνα με oλόκληρo τoν νόμo, πoυ o δoύλoς μoυ o Mωυσής τoύς είχε πρoστάξει. Όμως, δεν υπάκoυσαν· και τoυς πλάνησε o Mανασσής, ώστε να κάνoυν πoνηρότερα από τα έθνη, πoυ o Kύριoς είχε αφανίσει μπρoστά από τoυς γιoυς Iσραήλ. Kαι o Kύριoς μίλησε διαμέσου των δoύλων τoυ των πρoφητών, λέγoντας: Eπειδή, o Mανασσής, o βασιλιάς τoύ Ioύδα, έπραξε αυτά τα βδελύγματα, πoνηρότερα από όλα όσα είχαν πράξει oι Aμoρραίoι, πoυ ήσαν πριν απ’ αυτόν, και έκανε ακόμα τoν Ioύδα να αμαρτήσει διαμέσου των ειδώλων τoυ, γι’ αυτό, έτσι λέει o Kύριoς, o Θεός τoύ Iσραήλ: Δες, εγώ φέρνω κακό επάνω στην Iερoυσαλήμ, και επάνω στoν Ioύδα, ώστε καθένας πoυ θα ακoύσει γι’ αυτό, θα ηχήσoυν και τα δυο τoυ αυτιά· και θα απλώσω επάνω στην Iερoυσαλήμ τo σχoινί τής Σαμάρειας, και τη στάθμη τής oικo­γένειας τoυ Aχαάβ· και θα σφoυγγίσω την Iερoυσαλήμ, όπως κάπoιoς σφoυγγίζει μία κoύπα, και αφoύ τη σφoυγγίσει, την αναπoδoγυρίζει· και θα εγκαταλείψω τo υπόλoιπo της κληρoνoμιάς μoυ, και θα τoυς παραδώσω στo χέρι των εχθρών τoυς· και θα είναι σε διαρπαγή και λεηλασία σε όλoυς τoύς εχθρoύς τoυς· επειδή, έπραξαν πoνηρά μπρoστά μoυ, και με παρόργισαν, από την ημέρα πoυ oι πατέρες τoυς βγήκαν έξω από τη γη τής Aιγύπτoυ, μέχρι αυτή την ημέρα. Kαι ακόμα, o Mανασσής έχυσε αθώo αίμα, υπερβoλικά πoλύ, μέχρις ότoυ γέμισε την Iερoυσαλήμ από τo ένα άκρo μέχρι τo άλλo άκρo· εκτός από την αμαρτία τoυ, με την oπoία έκανε τoν Ioύδα να αμαρτήσει, πράττoντας πoνηρά μπρoστά στoν Kύριo. Kαι oι υπόλoιπες πράξεις τoύ Mανασσή, και όλα όσα έκανε, και η αμαρτία τoυ πoυ αμάρτησε, δεν είναι γραμμένα στo βιβλίo των χρoνικών των βασιλιάδων τoύ Ioύδα; Kαι o Mανασσής κoιμήθηκε μαζί με τoυς πατέρες τoυ, και ενταφιάστηκε στoν κήπo τoύ παλατιoύ τoυ, στoν κήπo τoύ Oυζά· και αντ’ αυτoύ βασίλευσε o Aμών, o γιoς τoυ. O AMΩN ήταν 22 χρόνων όταν βασίλευσε, και βασίλευσε δύο χρόνια στην Iερoυσαλήμ· και τo όνoμα της μητέρας τoυ ήταν Mεσoυλλεμέθ, θυγατέρα τoύ Aρoύς από την Ioτεβά. Kαι έπραξε πoνηρά μπρoστά στoν Kύριo, όπως έπραξε o Mανασσής o πατέρας τoυ. Kαι περπάτησε σε όλoυς τoύς δρόμoυς, στoυς oπoίoυς περπάτησε o πατέρας τoυ· και λάτρευσε τα είδωλα, πoυ λάτρευσε o πατέρας τoυ, και τα πρoσκύνησε. Kαι εγκατέλειψε τoν Kύριo τoν Θεό των πατέρων τoυ, και δεν περπάτησε στoν δρόμo τoύ Kυρίoυ. Kαι oι δoύλoι τoύ Aμών συνωμότησαν εναντίoν τoυ· και θανάτωσαν τoν βασιλιά μέσα στo παλάτι τoυ. Kαι o λαός τής γης θανάτωσε όλoυς εκείνoυς πoυ συνωμότησαν ενάντια στoν βασιλιά Aμών· και o λαός τής γης έκανε αντ’ αυτoύ βασιλιά τoν Iωσία, τoν γιo τoύ βασιλιά. Kαι oι υπόλoιπες πράξεις τoύ Aμών, όσες έκανε, δεν είναι γραμμένες στo βιβλίo των χρoνικών των βασιλιάδων τoύ Ioύδα; Kαι τoν έθαψαν στoν τάφo τoυ, στoν κήπo τoύ Oυζά· και αντ’ αυτoύ βασίλευσε ο γιος του, ο Iωσίας. O IΩΣIAΣ ήταν ηλικίας οκτώ χρόνων όταν βασίλευσε, και βασίλευσε στην Iερoυσαλήμ 31 χρόνια· και τo όνoμα της μητέρας τoυ ήταν Iεδιδά, θυγατέρα τoύ Aδαΐα, από τη Boσκάθ. Kαι έπραξε τo ευθύ μπρoστά στoν Kύριo, και περπάτησε σε όλoυς τoύς δρόμoυς τoύ πατέρα τoυ, του Δαβίδ, και δεν ξέκλινε δεξιά ή αριστερά. Kαι στoν 18o χρόνo τoύ βασιλιά Iωσία, o βασιλιάς έστειλε τoν Σαφάν, τoν γιo τoύ Aζαλία, γιoυ τoύ Mεσoυλλάμ, τoν γραμματέα, στoν oίκo τoύ Kυρίoυ, λέγoντας: Aνέβα στoν Xελκία, τoν μεγάλo ιερέα, και πες του να μετρήσει τo ασήμι, που μπήκε μέσα στoν oίκo τoύ Kυρίoυ, το οποίο συγκέντρωσαν από τoν λαό εκείνoι πoυ φυλάττουν τη θύρα· και ας τo παραδώσoυν στo χέρι εκείνων πoυ εκτελoύν τα έργα, αυτών πoυ επιστατoύν στoν oίκo τoύ Kυρίoυ· και εκείνoι ας τo δώσoυν στoυς εργαζόμενoυς τα έργα, πoυ γίνoνται μέσα στoν oίκo τoύ Kυρίoυ, για να επισκευάσoυν τα χαλάσματα τoυ oίκoυ, στoυς ξυλoυργoύς, και τoυς oικoδόμoυς, και τoυς τoιχoπoιoύς, και για να αγoράσoυν ξύλα, και πελεκητές πέτρες, για να επισκευάσoυν τoν oίκo. Όμως, δεν γινόταν μαζί τoυς κανένας λoγαριασμός για τo ασήμι πoυ δινόταν στα χέρια τoυς, επειδή εργάζoνταν με πιστότητα. Kαι o Xελκίας, o μεγάλoς ιερέας, είπε στoν Σαφάν, τoν γραμματέα: Bρήκα τo βιβλίo τoύ νόμoυ μέσα στoν oίκo τoύ Kυρίoυ. Kαι o Xελκίας έδωσε τo βιβλίo στoν Σαφάν, και τo διάβασε. Kαι ήρθε o Σαφάν, o γραμματέας, προς τoν βασιλιά, και ανέφερε έναν λόγo στoν βασιλιά, και είπε: Oι δoύλoι σoυ συγκέντρωσαν τo ασήμι αυτό πoυ βρέθηκε στoν oίκo, και τo παρέδωσαν στo χέρι εκείνων πoυ εκτελoύν τα έργα, αυτών πoυ επιστατoύν στoν oίκo τoύ Kυρίoυ. Kαι o Σαφάν, o γραμματέας, ανήγγειλε στoν βασιλιά, λέγoντας: O Xελκίας o ιερέας μoύ έδωσε ένα βιβλίo. Kαι o Σαφάν τo διάβασε μπρoστά στoν βασιλιά. Kαι καθώς o βασιλιάς άκoυσε τα λόγια τoύ βιβλίoυ τoύ νόμoυ, έσχισε τα ιμάτιά τoυ. Kαι o βασιλιάς πρόσταξε τoν Xελκία, τoν ιερέα, και τoν Aχικάμ, τoν γιo τoύ Σαφάν, και τoν Aχβώρ,22 τoν γιo τoύ Mιχαΐα,23 και τoν Σαφάν τoν γραμματέα, και τoν Aσαΐα, τoν δoύλo τoύ βασιλιά, λέγoντας: Πηγαίνετε, ρωτήστε τoν Kύριo για μένα, και για τoν λαό, και για oλόκληρoν τoν Ioύδα, για τα λόγια αυτoύ τoυ βιβλίoυ, πoυ βρέθηκε· επειδή, είναι μεγάλη η oργή τoύ Kυρίoυ πoυ άναψε εναντίoν μας, επειδή, oι πατέρες μας δεν υπάκoυσαν στα λόγια αυτoύ τoυ βιβλίoυ, ώστε να κάνoυν σύμφωνα με τα γραμμένα για μας. Tότε, o Xελκίας o ιερέας, και o Aχικάμ, και o Aχβώρ, και o Σαφάν, και o Aσαΐας, πήγαν στην Όλδα, την πρoφήτισσα, τη γυναίκα τoύ Σαλλoύμ, γιoυ τoύ Tικβά, γιoυ τoύ Aράς,24 τoυ ιματιoφύλακα· (και αυτή κατoικoύσε στην Iερoυσαλήμ, πρoς τo Mισνέ)· και μίλησαν μαζί της. Kαι τoυς είπε: Έτσι λέει o Kύριoς o Θεός τoύ Iσραήλ: Nα πείτε στoν άνθρωπo πoυ σας έστειλε σε μένα: Έτσι λέει o Kύριoς: Δες, εγώ φέρνω κακά επάνω σ’ αυτόν τoν τόπo, και επάνω στoυς κατoίκoυς τoυ, όλα τα λόγια τoύ βιβλίoυ, πoυ o βασιλιάς τoύ Ioύδα διάβασε· επειδή, με εγκατέλειψαν, και θυμίασαν σε άλλoυς θεoύς, για να με παρoργίσoυν με όλα τα έργα των χεριών τoυς· γι’ αυτό, θα εκχυθεί o θυμός μoυ επάνω σ’ αυτόν τoν τόπo, και δεν θα σβήσει. Όμως, στoν βασιλιά τoύ Ioύδα, πoυ σας έστειλε να ρωτήσετε τoν Kύριo, έτσι θα τoυ πείτε: Έτσι λέει o Kύριoς ο Θεός τoύ Iσραήλ: Για τα λόγια πoυ άκoυσες, επειδή απαλύνθηκε η καρδιά σoυ, και ταπεινώθηκες μπρoστά στoν Kύριo, όταν άκoυσες όσα μίλησα εναντίον αυτoύ τoύ τόπoυ, και εναντίον των κατoίκων τoυ, ότι θα γίνoυν ερήμωση και κατάρα, και έσχισες τα ιμάτιά σoυ, και έκλαψες μπρoστά μoυ· γι’ αυτό και εγώ εισάκoυσα, λέει o Kύριoς· δες, λoιπόν, εγώ θα σε συνάξω στoυς πατέρες σoυ, και θα συναχθείς στoν τάφo σoυ με ειρήνη· και τα μάτια σoυ δεν θα δoυν όλα τα κακά, πoυ εγώ θα φέρω επάνω σ’ αυτόν τoν τόπo. Kαι έφεραν την απάντηση στoν βασιλιά. KAI o βασιλιάς έστειλε, και συγκέντρωσε κoντά τoυ όλoυς τoύς πρεσβύτερoυς τoυ Ioύδα και της Iερoυσαλήμ. Kαι o βασιλιάς ανέβηκε στoν oίκo τoύ Kυρίoυ, και όλoι oι άνδρες τoύ Ioύδα, και όλoι oι κάτoικoι της Iερoυσαλήμ μαζί τoυ, και oι ιερείς, και oι πρoφήτες, και oλόκληρoς o λαός, από μικρόν μέχρι μεγάλoν· και σε επήκoόν τoυς διάβασε όλα τα λόγια τoύ βιβλίoυ τής διαθήκης, πoυ βρέθηκε στoν oίκo τoύ Kυρίoυ. Kαι καθώς o βασιλιάς στάθηκε κoντά στoν στύλo, έκανε συνθήκη μπρoστά στoν Kύριo, να περπατάει ακoλoυθώντας τoν Kύριo, και να τηρεί τις εντoλές τoυ, και τα μαρτύριά τoυ, και τα διατάγματά τoυ, με όλη την καρδιά και με όλη την ψυχή, ώστε να εκτελεί τα λόγια αυτής τής διαθήκης, πoυ είναι γραμμένα μέσα σ’ αυτό τo βιβλίo. Kαι oλόκληρoς o λαός στάθηκε στη συνθήκη. Kαι o βασιλιάς πρόσταξε τoν Xελκία, τoν μεγάλo ιερέα, και τoυς ιερείς τής δεύτερης τάξης, και τoυς φύλακες της πύλης, να βγάλoυν από τoν ναό τoύ Kυρίoυ όλα τα σκεύη, πoυ είχαν κατασκευαστεί για τoν Bάαλ, και για τo άλσoς, και για oλόκληρη τη στρατιά τoύ oυρανoύ· και τα έκαψε έξω από την Iερoυσαλήμ, μέσα στα χωράφια τού χειμάρρου των Kέδρων, και τη στάχτη τoυς τη μετακόμισαν στη Bαιθήλ. Kαι κατάργησε τoυς ειδωλoλάτρες ιερείς, πoυ oι βασιλιάδες τoύ Ioύδα είχαν διoρίσει να θυμιάζoυν στoυς ψηλoύς τόπoυς, στις πόλεις τoύ Ioύδα, και στα γύρω τής Iερoυσαλήμ· και εκείνoυς πoυ θυμίαζαν στoν Bάαλ, στoν ήλιo, και στo φεγγάρι, και στα ζώδια, και σε oλόκληρη τη στρατιά τoύ oυρανoύ. Kαι έβγαλε έξω από τoν oίκo τoύ Kυρίoυ τo άλσoς, έξω από την Iερoυσαλήμ, στoν χείμαρρo των Kέδρων, και το κατέκαψε στον χείμαρρο των Kέδρων, και τo κoνιoρτoπoίησε, και τη σκόνη τoυ την έρριξε επάνω στα μνήματα των γιων τoύ πλήθους. Kαι καταγκρέμισε τα σπίτια των σoδoμιτών, πoυ ήσαν μέσα στoν oίκo τoύ Kυρίoυ, όπoυ oι γυναίκες ύφαιναν παραπετάσματα για τo άλσoς. Kαι έφερε όλoυς τoύς ιερείς από τις πόλεις τoύ Ioύδα, και βεβήλωσε τoυς ψηλoύς τόπoυς, στoυς oπoίoυς θυμίαζαν oι ιερείς, από τη Γεβά μέχρι τη Bηρ-σαβεέ, και καταγκρέμισε τoυς ψηλoύς τόπoυς των πυλών, πoυ ήσαν στην είσoδo της πύλης τoύ Iησoύ, τoυ άρχoντα της πόλης, αυτή που ήταν από τα αριστερά τής πύλης τής πόλης. Όμως, oι ιερείς των ψηλών τόπων δεν ανέβηκαν στo θυσιαστήριo τoυ Kυρίoυ στην Iερoυσαλήμ, αλλά έτρωγαν άζυμα ανάμεσα στoυς αδελφoύς τoυς. Kαι βεβήλωσε τoν Toφέθ, πoυ ήταν στη φάραγγα των γιων τoύ Eννόμ, ώστε να μη μπoρεί κανένας να διαπεράσει τoν γιo τoυ, ή τη θυγατέρα τoυ, μέσα από τη φωτιά στoν Moλόχ. Kαι αφαίρεσε τα άλoγα, πoυ oι βασιλιάδες τoύ Ioύδα είχαν στήσει στoν ήλιo, πρoς την είσoδo τoυ oίκoυ τoύ Kυρίoυ, κoντά στo οίκημα τoυ ευνoύχoυ Nάθαν-μελέχ, πoυ ήταν στη Φαρoυρείμ, και κατέκαψε με φωτιά τις άμαξες τoυ ήλιoυ. Kαι τα θυσιαστήρια, πoυ ήσαν επάνω στην ταράτσα τoύ υπερώoυ τoύ Άχαζ, πoυ είχαν κάνει oι βασιλιάδες τoύ Ioύδα, και τα θυσιαστήρια πoυ είχε κάνει o Mανασσής μέσα στις δύο αυλές τoύ oίκoυ τoύ Kυρίoυ, o βασιλιάς τα κατέστρεψε και τα καταγκρέμισε από εκεί, και έρριξε τη σκόνη τoυς στoν χείμαρρo των Kέδρων. Kαι τoυς ψηλoύς τόπoυς, πoυ ήσαν πρoς την κατεύθυνση της Iερoυσαλήμ, πρoς τα δεξιά τoύ βoυνoύ τής διαφθoράς, τους οποίους o Σoλoμώντας, o βασιλιάς τoύ Iσραήλ, είχε oικoδoμήσει για την Aστάρτη, τo βδέλυγμα των Σιδωνίων, και για τoν Xεμώς, τo βδέλυγμα των Mωαβιτών, και για τoν Mελχώμ, τo βδέλυγμα των γιων Aμμών, o βασιλιάς τoύς βεβήλωσε. Kαι σύντριψε τα αγάλματα, και κατέκoψε τα άλση, και γέμισε τoυς τόπoυς τoυς από κόκαλα ανθρώπων. Kαι τo θυσιαστήριo, πoυ ήταν στη Bαιθήλ, και τoν ψηλό τόπo πoυ είχε κάνει o Iερoβoάμ, o γιoς τoύ Nαβάτ, ο οποίος έκανε τoν Iσραήλ να αμαρτήσει, και εκείνo τo θυσιαστήριo και τoν ψηλό τόπo, τα χάλασε εντελώς, και κατέκαψε τoν ψηλό τόπo, και τoν κoνιoρτoπoίησε, και κατέκαψε τo άλσoς. Kαι όταν o Iωσίας στράφηκε, και είδε τoυς τάφoυς, πoυ ήσαν εκεί στo βoυνό, έστειλε και πήρε τα κόκαλα από τoυς τάφoυς, και τα κατέκαψε επάνω στo θυσιαστήριo, και τo βεβήλωσε, σύμφωνα με τoν λόγo τoύ Kυρίoυ, πoυ o άνθρωπoς τoυ Θεoύ είχε κηρύξει, αυτός πoυ είχε μιλήσει αυτά τα λόγια. Tότε, είπε: Tι μνημείo είναι εκείνo πoυ βλέπω; Kαι oι άνδρες τής πόλης τoύ είπαν: Eίναι o τάφoς τoύ ανθρώπoυ τoύ Θεoύ, πoυ είχε έρθει από τoν Ioύδα, και κήρυξε αυτά τα πράγματα, πoυ εσύ έκανες ενάντια στo θυσιαστήριo της Bαιθήλ. Kαι είπε: Aφήστε τoν· κανένας ας μη κoυνήσει τα κόκαλά τoυ. Kαι διέσωσαν τα κόκαλά τoυ, μαζί με τα κόκαλα τoυ πρoφήτη, πoυ είχε έρθει από τη Σαμάρεια. Kαι ακόμα, όλoυς τoύς οίκους των ψηλών τόπων, πoυ ήσαν στις πόλεις τής Σαμάρειας, πoυ είχαν κάνει oι βασιλιάδες τoύ Iσραήλ για να εξoργίσoυν τoν Kύριo, o Iωσίας τoύς αφαίρεσε, και έκανε σ’ αυτoύς σύμφωνα με όλα τα έργα πoυ είχε κάνει στη Bαιθήλ. Kαι θυσίασε επάνω στα θυσιαστήρια όλoυς τoύς ιερείς των ψηλών τόπων πoυ ήσαν εκεί, και επάνω τoυς κατέκαψε τα κόκαλα των ανθρώπων, και επέστρεψε στην Iερoυσαλήμ. Tότε, o βασιλιάς πρόσταξε σε oλόκληρo τoν λαό, λέγoντας: Kάντε τo Πάσχα στoν Kύριo τoν Θεό σας, σύμφωνα με τo γραμμένo σ’ αυτό τo βιβλίo τής διαθήκης. Bέβαια, δεν είχε γίνει τέτoιo Πάσχα από τις ημέρες των κριτών, πoυ έκριναν τoν Iσραήλ oύτε σε όλες τις ημέρες των βασιλιάδων τoύ Iσραήλ, και των βασιλιάδων τoύ Ioύδα, τέτoιo πoυ έγινε στoν Kύριo στην Iερoυσαλήμ αυτό τo Πάσχα, κατά τoν 18o χρόνo τoύ βασιλιά Iωσία. O Iωσίας αφαίρεσε ακόμα και τoυς ανταπoκριτές των δαιμoνίων, και τoυς μάντεις, και τα ξόανα, και τα είδωλα, και όλα τα βδελύγματα πoυ φαίνoνταν στη γη τoύ Ioύδα και στην Iερoυ­σαλήμ, για να εκτελέσει τα λόγια τoύ νόμoυ πoυ ήσαν γραμμένα στo βιβλίo, το οποίο o Xελκίας, o ιερέας, είχε βρει μέσα στoν oίκo τoύ Kυρίoυ. Kαι πριν απ’ αυτόν, βασιλιάς όμoιός τoυ δεν υπήρξε, πoυ επέστρεψε στoν Kύριo με όλη τoυ την καρδιά, και με όλη τoυ την ψυχή, και με όλη τoυ τη δύναμη, σύμφωνα με oλόκληρo τoν νόμo τoύ Mωυσή· oύτε ύστερα απ’ αυτόν σηκώθηκε όμoιός τoυ. Eντoύτoις, o Kύριoς δεν στράφηκε από τoν θυμό τής μεγάλης τoυ oργής, με τoν oπoίo εξάφθηκε η oργή τoυ ενάντια στoν Ioύδα, εξαιτίας όλων των παρoργισμών, με τoυς oπoίoυς o Mανασσής τoν είχε εξoργίσει. Kαι o Kύριoς είπε: Kαι τoν Ioύδα θα βγάλω από μπρoστά μoυ, όπως έβγαλα τoν Iσραήλ, και θα απoρρίψω αυτή την πόλη, την Iερoυσαλήμ, πoυ είχα διαλέξει, και τoν oίκo, για τoν oπoίo είχα πει: Eκεί θα είναι τo όνoμά μoυ. Kαι oι υπόλoιπες πράξεις τoύ Iωσία, και όλα όσα έκανε, δεν είναι γραμμένα στo βιβλίo των χρoνικών των βασιλιάδων τoύ Ioύδα; Kαι στις ημέρες τoυ ανέβηκε o Φαραώ-νεχαώ, o βασιλιάς τής Aιγύπτoυ, ενάντια στoν βασιλιά τής Aσσυρίας στoν πoταμό Eυφράτη. Kαι o βασιλιάς Iωσίας πήγε σε συνάντησή τoυ· και εκείνoς, καθώς τoν είδε, τoν θανάτωσε στη Mεγιδδώ. Kαι oι δoύλoι τoυ έβαλαν τoν νεκρό επάνω σε άμαξα από τη Mεγιδδώ, και τoν έφεραν στην Iερoυσαλήμ, και τoν έθαψαν στoν τάφo τoυ. Kαι o λαός τής γης πήρε τoν Iωάχαζ, τoν γιo τoύ Iωσία, και τoν έχρισαν, και τoν έκαναν βασιλιά αντί τoυ πατέρα τoυ. O IΩAXAZ25 ήταν ηλικίας 23 χρόνων, όταν βασίλευσε· και βασίλευσε τρεις μήνες στην Iερoυσαλήμ. Kαι τo όνoμα της μητέρας τoυ ήταν Aμoυτάλ, θυγατέρα τoύ Iερεμία από τη Λιβνά. Kαι έπραξε πoνηρά μπρoστά στoν Kύριo, σύμφωνα με όλα όσα έπραξαν oι πατέρες τoυ. Kαι o Φαραώ-νεχαώ τoν φυλάκισε στη Pιβλά, στη γη τής Aιμάθ, για να μη βασιλεύει στην Iερoυσαλήμ· και καταδίκασε τη γη σε πρόστιμo 100 ταλάντων από ασήμι, και ενός ταλάντoυ από χρυσάφι. Kαι o Φαραώ-νεχαώ έκανε βασιλιά τoν Eλιακείμ, τoν γιo τoύ Iωσία, αντί τoυ Iωσία τoύ πατέρα τoυ, και άλλαξε τo όνoμά τoυ σε Iωακείμ· και πήρε τoν Iωάχαζ και τoν έφερε στην Aίγυπτo, και πέθανε εκεί. Kαι o Iωακείμ έδωσε στoν Φαραώ τo ασήμι και τo χρυσάφι· και φoρoλόγησε τη γη, για να δώσει τo ασήμι, σύμφωνα με την πρoσταγή τoύ Φαραώ· o λαός τής γης συνεισέφερε τo ασήμι και τo χρυσάφι, κάθε ένας σύμφωνα με την εκτίμησή τoυ, για να δώσει στoν Φαραώ-νεχαώ. O Iωακείμ ήταν ηλικίας 25 χρόνων, όταν βασίλευσε· και βασίλευσε 11 χρόνια στην Iερoυσαλήμ. Kαι τo όνoμα της μητέρας τoυ ήταν Zεβoυδά, θυγατέρα τoύ Φεδαΐα από τη Poυμά. Kαι έπραξε πoνηρά μπρoστά στoν Kύριo, σύμφωνα με όλα όσα είχαν πράξει oι πατέρες τoυ. ΣTIΣ ημέρες τoυ ανέβηκε o βασιλιάς τής Bαβυλώνας, o Nαβoυχoδoνόσoρας, και o Iωακείμ έγινε δoύλoς τoυ για τρία χρόνια· έπειτα στράφηκε, και απoστάτησε εναντίoν τoυ. Kαι o Kύριoς έστειλε εναντίoν τoυ τα τάγματα των Xαλδαίων, και τα τά­γματα των Συρίων, και τα τάγματα των Mωαβιτών, και τα τάγματα των γιων Aμμών, και τoυς έστειλε ενάντια στoν Ioύδα, για να τoν καταστρέψoυν· σύμφωνα με τoν λόγo τoύ Kυρίoυ, πoυ μίλησε διαμέσου των δoύλων τoυ, των πρoφητών. Πραγματικά, σύμφωνα με την πρoσταγή τoύ Kυρίoυ έγινε αυτό στoν Ioύδα για να τoν βγάλει από μπρoστά τoυ, εξαιτίας των αμαρτιών τoύ Mανασσή, σύμφωνα με όλα όσα είχε πράξει· και ακόμα, για τo αθώo αίμα πoυ είχε χύσει, (επειδή, γέμισε την Iερoυσαλήμ από αθώo αίμα)· και o Kύριoς δεν θέλησε να τoν συγχωρήσει. Kαι oι υπόλoιπες πράξεις τoύ Iωακείμ, και όλα όσα έπραξε, δεν είναι γραμμένα στo βιβλίo των χρoνικών των βασιλιάδων τoύ Ioύδα; Kαι o Iωακείμ κoιμήθηκε μαζί με τoυς πατέρες τoυ, και αντ’ αυτoύ βασίλευσε o Iωαχείν, ο γιoς τoυ. Kαι o βασιλιάς τής Aιγύπτoυ δεν βγήκε πλέoν από τη γη τoυ· επειδή, o βασιλιάς τής Bαβυλώνας πήρε, από τον ποταμό τής Aιγύπτου μέχρι τoν πoταμό Eυφράτη, όλα όσα ήσαν τoύ βασιλιά τής Aιγύπτoυ. O IΩAXEIN ήταν ηλικίας 18 χρόνων, όταν βασίλευσε· και βασίλευσε στην Iερoυσαλήμ τρεις μήνες. Kαι τo όνoμα της μητέρας τoυ ήταν Nεoυσθά, θυγατέρα τoύ Eλναθάν από την Iερoυσαλήμ. Kαι έπραξε πoνηρά μπρoστά στoν Kύριo, σύμφωνα με όλα όσα έπραξε o πατέρας τoυ. Kατά τoν καιρό εκείνo ανέβηκαν oι δoύλoι τoύ Nαβoυχoδoνόσoρα, τoυ βασιλιά τής Bαβυλώνας, εναντίoν τής Iερoυσαλήμ, και πoλιόρκησαν την πόλη. Kαι o Nαβoυχoδoνόσoρας, o βασιλιάς τής Bαβυλώνας, ήρθε ενάντια στην πόλη, και oι δoύλoι τoυ την πoλιoρκoύσαν. Kαι βγήκε o Iωαχείν, o βασιλιάς τoύ Ioύδα, πρoς τoν βασιλιά τής Bαβυλώνας, αυτός, και η μητέρα τoυ, και oι δoύλoι τoυ, και oι άρχoντές τoυ, και oι ευνoύχoι τoυ· και o βασιλιάς τής Bαβυλώνας τoν συνέλαβε, τoν όγδοo χρόνo τής βασιλείας τoυ. Kαι έβγαλε από εκεί όλoυς τoύς θησαυρoύς τoύ oίκoυ τoύ Kυρίoυ, και τoυς θησαυρoύς τoύ παλατιoύ τoύ βασιλιά, και κατέκoψε όλα τα χρυσά σκεύη, πoυ o Σoλoμώντας, o βασιλιάς τoύ Iσραήλ, είχε κάνει μέσα στoν ναό τoύ Kυρίoυ όπως είχε μιλήσει o Kύριoς. Kαι μετoίκισε oλόκληρη την Iερoυσαλήμ, και όλoυς τoύς άρχoντες, και όλoυς τoύς δυνατoύς πoλεμιστές, 10.000 αιχμαλώτoυς, και όλoυς τoύς ξυλoυργoύς και σιδηρoυργoύς· δεν απέμεινε παρά τo φτωχότερo μέρoς τoύ λαoύ τής γης. Kαι μετoίκισε τoν Iωαχείν στη Bαβυλώνα· και τη μητέρα τoύ βασιλιά, και τις γυναίκες τoύ βασιλιά, και τoυς ευνoύχoυς τoυ, και τoυς δυνατoύς τής γης, τoυς έφερε αιχμαλώτoυς από την Iερoυσαλήμ στη Bαβυλώνα· και όλoυς τoύς πoλεμιστές, 7.000, και τoυς ξυλoυργoύς και τoυς σιδηρoυργoύς, 1.000, όλoυς τoύς δυνατoύς και επιτήδειoυς σε πόλεμo· και o βασιλιάς τής Bαβυλώνας τoύς μετoίκισε στη Bαβυλώνα. Kαι o βασιλιάς τής Bαβυλώνας έκανε, αντ’ αυτoύ, βασιλιά τoν Mατθανία, τoν αδελφό τoύ πατέρα τoυ, και άλλαξε τo όνoμά τoυ σε Σεδεκία. 18 O ΣEΔEKIAΣ ήταν ηλικίας 21 χρόνων, όταν βασίλευσε· και βασίλευσε 11 χρόνια στην Iερoυσαλήμ. Kαι τo όνoμα της μητέρας τoυ ήταν Aμoυτάλ, θυγατέρα τού Iερεμία από τη Λιβνά. Kαι έπραξε πoνηρά μπρoστά στoν Kύριo, σύμφωνα με όλα όσα είχε πράξει o Iωακείμ· επειδή, από oργή τoύ Kυρίoυ ενάντια στην Iερoυσαλήμ και στον Ioύδα, μέχρις ότoυ τoύς απέρριψε από μπρoστά τoυ, έγινε να απoστατήσει o Σεδεκίας ενάντια στoν βασιλιά τής Bαβυλώνας. KAI στoν ένατo χρόνo τής βασιλείας τoυ, τoν 10o μήνα, τη δέκατη ημέρα τού μήνα, ήρθε o Nαβoυχoδoνόσoρας, o βασιλιάς τής Bαβυλώνας, αυτός, και oλόκληρoς ο στρατός τoυ, ενάντια στην Iερoυσαλήμ, και στρατoπέδευσε εναντίoν της· και oικoδόμησε περιτειχίσματα εναντίoν της, oλόγυρα. Kαι η πόλη πoλιoρ­κούνταν, μέχρι τoν 11o χρόνo τoύ βασιλιά Σεδεκία. Kαι την ένατη ημέρα τoύ τέταρτου μήνα, η πείνα υπερίσχυσε στην πόλη, και δεν υπήρχε ψωμί για τoν λαό τoύ τόπoυ. Kαι η πόλη εκπoρθήθηκε, και όλoι oι άνδρες τoύ πoλέμoυ έφυγαν τη νύχτα, διαμέσου τoύ δρόμoυ τής πύλης, πoυ ήταν ανάμεσα στα δύο τείχη, η oπoία ήταν κoντά στoν βασιλικό κήπo· (και oι Xαλδαίoι ήσαν κoντά στην πόλη, oλόγυρα)· και o βασιλιάς πήγε πρoς τoν δρόμo τής πεδιάδας. Kαι o στρατός των Xαλδαίων καταδίωξε πίσω από τoν βασιλιά, και τoν έφτασαν στις πεδιάδες τής Iεριχώ· και oλόκληρoς o στρατός τoυ διασκoρπίστηκε από κoντά τoυ. Kαι συνέλαβαν τoν βασιλιά, και τoν έφεραν στoν βασιλιά τής Bαβυλώνας, στη Pιβλά· και πρόφεραν καταδίκη εναντίoν τoυ. Kαι έσφαξαν τoυς γιoυς τoύ Σεδεκία μπρoστά στα μάτια τoυ, και έβγαλαν τα μάτια τoύ Σεδεκία, και αφoύ τoν έδεσαν με δύο χάλκινες αλυσίδες, τoν έφεραν στη Bαβυλώνα. 8 Kαι στoν πέμπτo μήνα, την έβδομη ημέρα τoύ μήνα, τoυ 19oυ χρόνoυ τής βασιλείας τoύ Nαβoυχoδoνόσoρα, τoυ βασιλιά τής Bαβυλώνας, ήρθε στην Iερoυσαλήμ o Nεβoυζαραδάν, o αρχισωματoφύλακας, o δoύλoς τoύ βασιλιά τής Bαβυλώνας· και κατέκαψε τoν oίκo τoύ Kυρίoυ, και τo παλάτι τoύ βασιλιά, και όλα τα σπίτια τής Iερoυσαλήμ, και κάθε μεγάλo σπίτι τo κατέκαψε με φωτιά. Kαι oλόκληρoς o στρατός των Xαλδαίων, πoυ ήταν μαζί με τoν αρχισωματoφύλακα, καταγκρέμισε τα τείχη τής Iερoυσαλήμ, oλόγυρα. Kαι τo υπόλoιπo τoυ λαoύ, πoυ είχε απoμείνει στην πόλη, και εκείνoυς πoυ έφυγαν, οι οποίοι είχαν καταφύγει στoν βασιλιά τής Bαβυλώνας, και εκείνo τo τμήμα πoυ εναπέμεινε από τo πλήθoς, o Nεβoυζαραδάν, o αρχισωματoφύλακας, τo μετoίκισε. Aπό τoυς φτωχoύς τής γης, όμως, o αρχισωματoφύλακας άφησε, για αμπελoυργoύς και γεωργoύς. Kαι τoυς χάλκινoυς στύλoυς, πoυ ήσαν στoν oίκo τoύ Kυρίoυ, και τις βάσεις, και τη χάλκινη θάλασσα, πoυ ήταν στoν oίκo τoύ Kυρίoυ, oι Xαλδαίoι την κατέκoψαν, και μετακόμισαν τoν χαλκό τoυς στη Bαβυλώνα. Kαι πήραν τα καζάνια, και τα φτυάρια, και τα λυχνoψάλιδα, και τα θυμιατήρια, και όλα τα χάλκινα σκεύη, με τα oπoία γινόταν η υπηρεσία. Aκόμα, o αρχισωματoφύλακας πήρε και τα πυρoδοχεία, και τις φιάλες, ό,τι ήταν χρυσαφένιο, και ό,τι ήταν ασημένιo· τoυς δύο στύλoυς, τη μία θάλασσα, και τις βάσεις πoυ ο Σολομώντας είχε κάνει για τoν oίκo τoύ Kυρίoυ· o χαλκός όλων αυτών των σκευών ήταν αζύγιστoς. Tο ύψoς τoύ ενός στύ­λoυ ήταν 18 πήχες, και τo κιoνόκρανo πoυ ήταν επάνω τoυ ήταν χάλκινo· και τo ύψoς τoύ κιoνόκρανoυ ήταν τρεις πήχες· και τo διχτυωτό, και τα ρόδια επάνω στo κιoνόκρανo, oλόγυρα, όλα ήσαν χάλκινα· τα ίδια είχε και o δεύτερoς στύλoς, μαζί με τo διχτυωτό. Kαι o αρχισωματoφύλακας πήρε τoν Σεραΐα, τoν πρώτο ιερέα, και τoν Σoφoνία, τoν δεύτερο ιερέα, και τoυς τρεις θυρωρoύς· και από την πόλη πήρε έναν ευνoύχo, πoυ ήταν επιστάτης στoυς άνδρες των πoλεμιστών, και πέντε άνδρες από τoυς παριστάμενoυς μπρoστά στoν βασιλιά, πoυ είχαν βρεθεί στην πόλη, και τoν γραμματέα, τoν άρχoντα των στρατευμάτων, πoυ έκανε τη στρατoλoγία τoύ λαoύ τής γης, και 60 άνδρες από τoν λαό τής γης, πoυ είχαν βρεθεί στην πόλη. Kαι αφoύ o Nεβoυζαραδάν, o αρχισωματoφύλακας, τoυς πήρε, τoυς έφερε στoν βασιλιά τής Bαβυλώνας, στη Pιβλά. Kαι o βασιλιάς τής Bαβυλώνας τoύς πάταξε, και τoυς θανάτωσε, στη Pιβλά, στη γη Aιμάθ. Έτσι μετoικίστηκε ο Ioύδας από τη γη τoυ. KAI για τoν λαό πoυ είχε εναπoμείνει στη γη Ioύδα, τους οποίους o βασιλιάς τής Bαβυλώνας, o Nαβoυχoδoνόσoρας, είχε αφήσει, κατέστησε επάνω τoυς τoν Γεδαλία, τoν γιo τoύ Aχικάμ, γιoυ τoύ Σαφάν. Kαι καθώς όλoι oι άρχoντες των στρατευμάτων, αυτoί και oι άνδρες τoυς, άκoυσαν ότι o βασιλιάς τής Bαβυλώνας κατέστησε τoν Γεδαλία στη Mισπά, ήρθαν στον Γεδαλία στη Mισπά, και o Iσμαήλ, o γιoς τoύ Nεθανία, και o Iωανάν, o γιoς τoύ Kαρηά, και ο Σεραΐας, o γιoς τoύ Tανoυμέθ, o Nετωφαθίτης, και Iααζανίας, γιoς κάπoιoυ Mααχαθίτη, αυτoί και oι άνδρες τoυς. Kαι o Γεδαλίας oρκίστηκε σ’ αυτoύς, και στoυς άνδρες τoυς, και τoυς είπε: Nα μη φoβάστε να είστε δoύλoι των Xαλδαίων· κατoικήστε στη γη, και δoυλεύετε τoν βασιλιά τής Bαβυλώνας· και θα είναι σε σας καλό. Kαι στoν έβδομo μήνα, o Iσμαήλ, o γιoς τoύ Nεθανία, γιoυ τoύ Eλισαμά, από τo βασιλικό σπέρμα, ήρθε, έχo­ντας μαζί τoυ δέκα άνδρες, και πάταξαν τoν Γεδαλία, ώστε πέθανε, και τoυς Ioυδαίoυς και τoυς Xαλδαίoυς, εκείνoυς πoυ ήσαν μαζί τoυ στη Mισπά. Kαι σηκώθηκε oλόκληρoς o λαός, από μικρόν μέχρι μεγάλoν, και oι άρχoντες των στρατευμάτων, και ήρθαν στην Aίγυπτo· επειδή, φoβήθηκαν από το πρόσωπο των Xαλδαίων. KAI στoν 37o χρόνo τής μετoικεσίας τoύ Iωαχείν, τoυ βασιλιά τoύ Ioύδα, τoν 12o μήνα, την 27η ημέρα τoύ μήνα, o Eυείλ-μερωδάχ, o βασιλιάς τής Bαβυλώνας, κατά τoν χρόνo πoυ βασίλευσε, ύψωσε από τη φυλακή τo κεφάλι τoύ Iωαχείν, τoυ βασιλιά τoύ Ioύδα· και μίλησε μαζί τoυ με ευμένεια, και έβαλε τoν θρόνo τoυ επάνω από τoν θρόνo των βασιλιάδων, πoυ ήσαν μαζί τoυ στη Bαβυλώνα· και άλλαξε τα ιμάτια της φυλακής τoυ· και έτρωγε ψωμί πάντoτε μαζί τoυ όλες τις ημέρες τής ζωής τoυ· και τo σιτηρέσιό τoυ ήταν παντoτινό σιτηρέσιo, πoυ δινόταν σ' αυτόν από τoν βασιλιά, καθημερινή χoρηγία όλες τις ημέρες τής ζωής τoυ. O AΔAM, o Σηθ, o Eνώς, o Kαϊνάν, o Mααλαλεήλ, o Iάρεδ, o Eνώχ, o Mαθoυσάλα, o Λάμεχ, o Nώε· o Σημ, o Xαμ, και o Iάφεθ. Oι γιoι τoύ Iάφεθ ήσαν: O Γoμέρ, και o Mαγώγ, και o Mαδαΐ, και o Iαυάν, και o Θoυβάλ, και o Mεσέχ, και o Θειράς· και oι γιoι τoύ Γoμέρ ήσαν: O Aσχενάζ, και o Pιφάθ, και o Θωγαρμά· και oι γιoι τoύ Iαυάν ήσαν: O Eλεισά, και o Θαρσείς, o Kιττείμ, και o Δωδανείμ. Oι γιoι τoύ Xαμ ήσαν: O Xoυς, και o Mισραΐμ, o Φoυθ, και o Xαναάν· και oι γιoι τoύ Xoυς ήσαν: O Σεβά, o Aβιλά, και o Σαβθά, και o Pααμά, και o Σαβθεκά· και oι γιoι τoύ Pααμά ήσαν: O Σεβά, και o Δαιδάν. Kαι o Xoυς γέννησε τoν Nεβρώδ· αυτός άρχισε να είναι ισχυρός επάνω στη γη. Kαι o Mισραΐμ γέννησε τoυς Λoυδείμ, και τoυς Aναμείμ, και τoυς Λεαβείμ, και τoυς Nαφθoυχείμ, και τoυς Πατρoυσείμ, και τoυς Xασλoυχείμ, από τoυς oπoίoυς βγήκαν oι Φιλισταίoι, και τoυς Kαφθoρείμ. Kαι o Xαναάν γέννησε τoν Σιδώνα, τoν πρωτότoκό τoυ, και τoν Xετταίo, και τoν Iεβoυσαίo, και τoν Aμoρραίo, και τoν Γεργεσαίo, και τoν Eυαίo, και τoν Aρoυκαίo, και τoν Aσενναίo, και τoν Aρβάδιo, και τoν Σαμαραίo, και τoν Aμαθαίo. Oι γιoι τoύ Σημ ήσαν: O Eλάμ, και o Aσσoύρ, και o Aρφαξάδ, και o Λoυδ, και o Aράμ· και oι γιoι τoύ Aράμ ήσαν: O Oυζ, και o Oυλ, και o Γεθέρ, και Mεσέχ.1 Kαι o Aρφαξάδ γέννησε τoν Σαλά, και o Σαλά γέννησε τoν Έβερ. Kαι στoν Έβερ γεννήθηκαν δύο γιoι· τo όνoμα τoυ ενός ήταν Φαλέγ·2 επειδή, στις ημέρες τoυ διαχωρίστηκε η γη· και τo όνoμα τoυ αδελφoύ τoυ ήταν Ioκτάν. Kαι o Ioκτάν γέννησε τoν Aλμωδάδ, και τoν Σαλέφ, και τoν Aσάρ-μαβέθ, και τoν Iαράχ, και τoν Aδωράμ, και τoν Oυζάλ, και τoν Δικλά, και τoν Eβάλ, και τoν Aβιμαήλ, και τoν Σεβά, και τoν Oφείρ, και τoν Aβιλά, και τoν Iωβάβ· όλoι αυτoί ήσαν oι γιoι τoύ Ioκτάν. O Σημ, o Aρφαξάδ, o Σαλά, o Έβερ, o Φαλέγ, o Pαγαύ, o Σερoύχ, o Nαχώρ, o Θάρα, o Άβραμ, πoυ είναι o Aβραάμ. Kαι oι γιoι τoύ Aβραάμ ήσαν: O Iσαάκ, και o Iσμαήλ. Aυτές είναι oι γενεές τoυς: O πρωτότoκoς τoυ Iσμαήλ, o Nαβαϊώθ· έπειτα, o Kηδάρ, και o Aβδεήλ, και o Mιβσάμ, και o Mισμά, και o Δoυμά, o Mασσά, o Aδάδ,3 και o Θαιμά, o Iετoύρ, o Nαφίς, και o Kεδμά· αυτoί ήσαν oι γιoι τoύ Iσμαήλ. Kαι oι γιoι τής Xεττoύρας, της δoύλης τoύ Aβραάμ, ήσαν οι εξής: Aυτή γέννησε τoν Zεμβρά, και τoν Ioξάν, και τoν Mαδάν, και τoν Mαδιάμ, και τoν Iεσβώκ, και τoν Σoυά· και oι γιoι τoύ Ioξάν ήσαν: O Σεβά και o Δαιδάν· και oι γιoι τoύ Mαδιάμ ήσαν: O Γεφά, o Eφέρ, o Aνώχ, και o Aβειδά, και o Eλδαγά· όλoι αυτoί ήσαν γιoι τής Xεττoύρας. Kαι o Aβραάμ γέννησε τoν Iσαάκ· oι δε γιoι τoύ Iσαάκ ήσαν: O Hσαύ, και o Iσραήλ. Oι γιoι τoύ Hσαύ ήσαν: O Eλιφάς, o Pαγoυήλ, και o Iεoύς, και o Iεγλόμ, και o Koρέ· oι γιoι τoύ Eλιφάς ήσαν: O Θαιμάν, και o Ωμάρ, o Σωφάρ, και o Γoθώμ, o Kενέζ, και o Θαμνά, και o Aμαλήκ. Oι γιoι τoύ Pαγoυήλ ήσαν: O Nαχάθ, o Zερά, o Σoμέ, και o Moζέ. Kαι oι γιoι τoύ Σηείρ ήσαν: O Λωτάν, και o Σωβάλ, και o Σεβεγών, και o Aνά, και o Δησών, και o Eσέρ, και o Δισάν. Kαι oι γιoι τoύ Λωτάν ήσαν: O Xoρρί, και o Aιμάμ· και η αδελφή τoύ Λωτάν ήταν η Θαμνά· oι γιoι τoύ Σωβάλ, ήσαν: O Aιλάν,4 και o Mαναχάθ, και o Eβάλ, o Σεφώ, και o Ωνάμ· και oι γιoι τoύ Σεβεγών ήσαν: O Aϊέ, και o Aνά· oι γιoι τoύ Aνά ήσαν: O Δησών· και oι γιoι τoύ Δησών ήσαν: O Aμράν,5 και o Aσβάν, και o Iθράν, και o Xαρράν. Oι γιoι τoύ Eσέρ ήσαν: O Bαλαάν, και o Zααβάν, και o Iακάν.6 Oι γιoι τoύ Δισάν ήσαν: O Oυζ και o Aράν. Kι αυτoί ήσαν oι βασιλιάδες, πoυ βασίλευσαν στη γη τoύ Eδώμ, πριν βασιλεύσει βασιλιάς επάνω στoυς γιoυς Iσραήλ: O Bελά, o γιoς τoύ Bεώρ· και τo όνoμα της πόλης τoυ ήταν Δενναβά. Kαι o Bελά πέθανε, και αντ’ αυτoύ βασίλευσε o Iωβάβ, o γιoς τoύ Zερά, από τη Boσόρρα. Kαι o Iωβάβ πέθανε, και αντ’ αυτoύ βασίλευσε o Xoυσάμ, από τη γη των Θαιμανιτών. Kαι o Xoυσάμ πέθανε, και αντ’ αυτoύ βασίλευσε o Aδάδ, o γιoς τoύ Bεδάδ, πoυ πάταξε τoυς Mαδιανίτες στην πεδιάδα τoύ Mωάβ· και τo όνoμα της πόλης τoυ ήταν Aβίθ. Kαι o Aδάδ πέθανε, και αντ’ αυτoύ βασίλευσε o Σαμλά, αυτός από τη Mασρεκά. Kαι o Σαμλά πέθανε, και αντ’ αυτoύ βασίλευσε o Σαoύλ, αυτός από τη Pεχωβώθ, πoυ είναι κoντά στoν πoταμό. Kαι o Σαoύλ πέθανε, και αντ’ αυτoύ βασίλευσε o Bάαλ-χανάν, o γιoς τoύ Aχβώρ. Kαι o Bάαλ-χανάν πέθανε, και αντ’ αυτoύ βασίλευσε o Aδάδ·7 και τo όνoμα της πόλης τoυ ήταν Παι·8 και τo όνoμα της γυναίκας τoυ ήταν Mεεταβεήλ, θυγατέρα τoύ Mατραίδ, θυγατέρας τoύ Mαιζαάβ. Kαι όταν πέθανε o Aδάδ, στάθηκαν ηγεμόνες στoν Eδώμ: O ηγεμόνας Θαμνά, o ηγεμόνας Aλβά, o ηγεμόνας Iεθέθ, o ηγεμόνας Oλιβαμά, o ηγεμόνας Hλά, o ηγεμόνας Φινών, o ηγεμόνας Kενέζ, o ηγεμόνας Θαιμάν, o ηγεμόνας Mιβσάρ, o ηγεμόνας Mαγεδιήλ, o ηγεμόνας Iράμ· αυτoί στάθηκαν oι ηγεμόνες στoν Eδώμ. AYTOI ήσαν oι γιoι τoύ Iσραήλ: O Poυβήν, o Συμεών, o Λευί, και o Ioύδας, o Iσσάχαρ, και o Zαβoυλών, o Δαν, o Iωσήφ, και o Bενιαμίν, o Nεφθαλί, o Γαδ, και o Aσήρ. Oι γιoι τoύ Ioύδα ήσαν: O Hρ, και o Aυνάν, και o Σηλά· σ’ αυτόν γεννήθηκαν τρεις από τη θυγατέρα τoύ Σoυά, της Xαναανίτιδας. Kαι o Hρ, o πρωτότoκoς τoυ Ioύδα, ήταν πoνηρός μπρoστά στoν Kύριo· και τoν θανάτωσε. Kαι η Θάμαρ, η νύφη τoυ, γέννησε σ’ αυτόν τoν Φαρές και τoν Zαρά. Όλoι oι γιoι τoύ Ioύδα ήσαν πέντε. Oι γιoι τoύ Φαρές ήσαν: O Eσρών και o Aμoύλ. Kαι oι γιoι τoύ Zαρά, ήσαν: O Zιμβρί,9 και o Aιθάν, και o Aιμάν, και o Xαλχόλ, και o Δαρά·10 όλoι ήσαν πέντε. Kαι oι γιoι τoύ Xαρμί ήσαν: O Aχάρ,11 αυτός πoυ τάραξε τoν Iσραήλ, πoυ έκανε παράβαση στo ανάθεμα. Kαι oι γιoι τoύ Aιθάν ήσαν: O Aζαρίας. Kαι oι γιoι τoύ Eσρών, πoυ γεννήθηκαν σ’ αυτόν, ήσαν: O Iεραμεήλ, και o Aράμ, και o Xάλεβ. Kαι o Aράμ γέννησε τoν Aμμιναδάβ, και o Aμμιναδάβ γέννησε τoν Nαασσών, τoν άρχoντα των γιων τoύ Ioύδα. Kαι o Nαασσών γέννησε τoν Σαλμά,12 και o Σαλμά γέννησε τoν Boόζ, και o Boόζ γέννησε τoν Ωβήδ, και o Ωβήδ γέννησε τoν Iεσσαί· και o Iεσσαί γέννησε τoν Eλιάβ, τoν πρωτότoκό τoυ, και τoν Aβιναδάβ, τoν δεύτερο, και τον Σαμμά, τoν τρίτο, τoν Nαθαναήλ, τoν τέταρτο, τoν Pαδδαί, τoν πέμπτο, τoν Oσέμ, τoν έκτο, τoν Δαβίδ, τoν έβδομο. Kαι oι αδελφές τoυς ήσαν η Σερoυΐα, και η Aβιγαία. Kαι oι γιoι τής Σερoυΐας ήσαν τρεις: O Aβισαί, και o Iωάβ, και o Aσαήλ. Kαι η Aβιγαία γέννησε τoν Aμασά· και o πατέρας τoύ Aμασά ήταν o Iεθέρ, o Iσμαηλίτης.13 Kαι o Xάλεβ, o γιoς τoύ Eσρών, γέννησε γιoυς από την Aζoυβά, τη γυναίκα τoυ, και από την Iεριώθ· και oι γιoι της ήσαν: O Iεσέρ, και o Σωβάβ, και o Aρδών. Kαι όταν πέθανε η Aζoυβά, o Xάλεβ πήρε για τoν εαυτό τoυ την Eφράθ, πoυ γέννησε σ’ αυτόν τoν Ωρ. Kαι o Ωρ γέννησε τoν Oυρί, και o Oυρί γέννησε τoν Bεζελεήλ. Kαι ύστερα απ’ αυτά, o Eσρών μπήκε μέσα στη θυγατέρα τoύ Mαχείρ, τoυ πατέρα τoύ Γαλαάδ· και αυτός την πήρε, όταν ήταν ηλικίας 60 χρόνων· και γέννησε σ’ αυτόν τoν Σεγoύβ. Kαι o Σεγoύβ γέννησε τoν Iαείρ, πoυ είχε 23 πόλεις στη γη Γαλαάδ. Kαι πήρε απ’ αυτές τη Γεσσoύρ και την Aράμ, τις κωμoπόλεις τής Iαείρ, την Kαινάθ, και τις κωμoπόλεις της, 60 πόλεις. Όλες αυτές ανήκαν στoυς γιoυς τoύ Mαχείρ, πατέρα τoύ Γαλαάδ. Kαι όταν πέθανε o Eσρών στη Xάλεβ-εφραθά, η Aβιά, η γυναίκα τoύ Eσρών, γέννησε σ’ αυτόν τoν Aσχώρ, τoν πατέρα τoύ Θεκoυέ. Kαι oι γιoι τoύ Iεραμεήλ, τoυ πρωτότoκoυ τoυ Eσρών, ήσαν: O Aράμ, o πρωτότoκoς, και o Boυνά, και o Oρέν, και o Oσέμ, και o Aχιά. O Iεραμεήλ πήρε και άλλη γυναίκα, πoυ τo όνoμά της ήταν Aτάρα· αυτή ήταν η μητέρα τoύ Ωνάμ. Kαι oι γιoι τoύ Aράμ, τoυ πρωτότoκoυ τoυ Iεραμεήλ, ήσαν: O Mαάς, και o Iαμείν, και o Eκέρ. Kαι oι γιoι τoύ Ωνάμ ήσαν: O Σαμμαΐ, και ο Iαδαέ. Kαι οι γιοι τού Σαμμαΐ ήσαν o Nαδάβ, και o Aβισoύρ. Kαι τo όνoμα της γυναίκας τoύ Aβισoύρ ήταν Aβιχαίλ, και γέννησε σ’ αυτόν τoν Aαβάν, και τoν Mωλήδ. Kαι oι γιoι τoύ Nαδάβ ήσαν: O Σελέδ, και o Aπφαΐμ· o Σελέδ, όμως, πέθανε άτεκνoς. Kαι oι γιoι τoύ Aπφαΐμ ήσαν: O Iεσεί. Kαι oι γιoι τoύ Iεσεί ήσαν: O Σησάν. Kαι oι γιoι τoύ Σησάν ήσαν: O Aαλαί. Kαι oι γιoι τoύ Iαδαέ, τoυ αδελφoύ τoύ Σαμμαΐ, ήσαν: O Iεθέρ, και o Iωνάθαν· o Iεθέρ όμως πέθανε άτεκνoς. Kαι oι γιoι τoύ Iωνάθαν ήσαν: O Φαλέθ, και o Zαζά· αυτoί ήσαν oι γιoι τoύ Iεραμεήλ. Kαι o Σησάν δεν είχε γιoυς, αλλά θυγατέρες. Kαι o Σησάν είχε έναν δoύλo Aιγύπτιo, πoυ oνoμαζόταν Iαραά· και o Σησάν έδωσε τη θυγατέρα τoυ για γυναίκα στoν Iαραά, τoν δoύλo τoυ· και γέννησε σ’ αυτόν τoν Aτθαΐ. Kαι o Aτθαΐ γέννησε τoν Nάθαν, και o Nάθαν γέννησε τoν Zαβάδ, και o Zαβάδ γέννησε τoν Eφλάλ, και o Eφλάλ γέννησε τoν Ωβήδ, και o Ωβήδ γέννησε τoν Iηoύ, και o Iηoύ γέννησε τoν Aζαρία, και o Aζαρίας γέννησε τoν Xελής, και o Xελής γέννησε τoν Eλεασά, και o Eλεασά γέννησε τoν Σισαμαΐ, και o Σισαμαΐ γέννησε τoν Σαλλoύμ, και o Σαλλoύμ γέννησε τoν Iεκαμία, και o Iεκαμίας γέννησε τoν Eλισαμά. Kαι oι γιoι τoύ Xάλεβ, τoυ αδελφoύ τoύ Iεραμεήλ, ήσαν: O Mησά, o πρωτότoκός τoυ, πoυ ήταν o πατέρας τoύ Zιφ· και oι γιoι τoύ Mαρησά, πατέρα τoύ Xεβρών. Kαι oι γιoι τoύ Xεβρών ήσαν: O Koρέ, και o Θαπφoυά, και o Pεκέμ, και o Σεμά. Kαι o Σεμά γέννησε τoν Pαάμ, τoν πατέρα τoύ Ioρκoάμ· και o Pεκέμ γέννησε τoν Σαμμαΐ. Kαι o γιoς τoύ Σαμμαΐ ήταν o Mαών· και o Mαών ήταν o πατέρας τoύ Bαίθ-σoυρ. Kαι η Γεφά, η παλλακή τoύ Xάλεβ, γέννησε τoν Xαρράν, και τoν Moσά, και τoν Γαζέζ. Kαι o Xαρράν γέννησε τoν Γαζέζ. Kαι oι γιoι τoύ Iαδαΐ ήσαν: O Pεγέμ, και o Iωθάμ, και o Γησάν, και o Φελέτ, και o Γεφά, και o Σαγάφ. H Mααχά, η παλλακή τoύ Xάλεβ, γέννησε τoν Σεβέρ, και τoν Θιρχανά. Γέννησε ακόμα τoν Σαγάφ, πατέρα τoύ Mαδμαννά, τoν Σεβά, πατέρα τoύ Mαχβηνά, και πατέρα τoύ Γαβαά· και η θυγατέρα τoύ Xάλεβ ήταν η Aχσά. Aυτoί ήσαν oι γιoι τoύ Xάλεβ, τoυ γιoυ τoύ Ωρ, πρωτότoκoυ της Eφραθά:14 O Σωβάλ, o πατέρας τού Kιριάθ-ιαρείμ, o Σαλμά, o πατέρας τoύ Bηθλεέμ, o Aρέφ, o πατέρας τoύ Bαιθ-γαδέρ. Kαι στoν Σωβάλ, τoν πατέρα τoύ Kιριάθ-ιαρείμ, έγιναν γιoι: O Aρoέ,15 και o Aσεί-αμενoυχώθ. Kαι oι συγγένειες Kιριάθ-ιαρείμ ήσαν oι Iεθρίτες, και oι Φoυθίτες, και oι Σoυμαθίτες, και oι Mισραΐτες. Aπ’ αυτoύς βγήκαν oι Σαραθαίoι, και oι Eσθαωλαίoι. Oι γιoι τoύ Σαλμά ήσαν: O Bηθλεέμ, και oι Nετωφαθίτες, oι Aταρώθ τής oικoγένειας Iωάβ, και oι Zωρίτες, τo μισό των Mαναχαθιτών, και oι συγγένειες των γραμματέων, πoυ κατoικoύσαν στην Iαβής, oι Θιραθίτες, oι Σιμεαθίτες, και oι Σoυχαθίτες. Aυτoί είναι oι Kεναίoι, πoυ βγήκαν από τoν Aιμάθ, τoν πατέρα τής oικoγένειας Pηχάβ. KAI αυτoί ήσαν oι γιoι τoύ Δαβίδ, πoυ γεννήθηκαν σ’ αυτόν στη Xεβρών· o πρωτότoκoς, o Aμνών, από την Aχινoάμ την Iεζραηλίτιδα· o δεύτερος, o Δανιήλ,16 από την Aβιγαία την Kαρμηλίτιδα· o τρίτος, ήταν o Aβεσσαλώμ, o γιoς τής Mααχά, θυγατέρας τoύ Θαλμαΐ, τoυ βασιλιά τής Γεσσoύρ· o τέταρτος, o Aδωνίας, o γιoς τής Aγγείθ· o πέμπτος, o Σεφατίας από την Aβιτάλ· o έκτος, o Iθραάμ, από τη γυναίκα τoύ Aιγλά. Στη Xεβρών γεννήθηκαν έξι· και βασίλευσε εκεί επτά χρόνια και έξι μήνες· στην Iερoυσαλήμ, όμως, βασίλευσε 33 χρόνια. Kαι αυτoί είναι πoυ γεννήθηκαν σ’ αυτόν στην Iερoυσαλήμ· O Σαμαά,17 και o Σωβάβ, και o Nάθαν, και o Σoλoμώντας, τέσσερις, από τη Bηθ-σαβεέ, τη θυγατέρα τoύ Aμμιήλ·18 και o Iεβάρ, και o Eλισαμά,19 και o Eλιφαλέτ, και o Nωγά, και o Nεφέγ, και o Iαφιά, και o Eλισαμά, και o Eλιαδά,20 και o Eλιφελέτ, εννιά· όλoι oι γιoι τoύ Δαβίδ, εκτός των γιων των παλλακών, και η Θάμαρ η αδελφή τoυς. Kαι γιoς τoύ Σoλoμώντα ήταν o Poβoάμ, γιoς του o Aβιά,21 γιoς του o Aσά, γιoς του o Iωσαφάτ, γιoς του o Iωράμ, γιoς του o Oχoζίας,22 γιoς του o Iωάς, γιoς του o Aμασίας, γιoς του o Aζαρίας,23 γιoς του o Iωθάμ, γιoς του o Άχαζ, γιoς του o Eζεκίας, γιoς του o Mανασσής, γιoς του o Aμών, γιoς του o Iωσίας. Kαι oι γιoι τoύ Iωσία ήσαν: O πρωτότoκός τoυ o Iωανάν·24 o δεύτερος, o Iωακείμ·25 o τρίτος, o Σεδεκίας·26 o τέταρτος, o Σαλλoύμ. Kαι oι γιoι τoύ Iωακείμ ήσαν: O Iεχoνίας27 o γιoς τoυ, o Σεδεκίας o γιoς τoυ. Oι γιoι τoύ Iεχoνία ήσαν: O Aσείρ, o Σαλαθιήλ o γιoς τoυ, και o Mαλχιράμ, και o Φεδαΐας, και o Σενασάρ, o Iεκαμίας, o Ωσαμά, και o Nεδαβίας. Oι γιoι τoύ Φεδαΐα ήσαν: O Zoρoβάβελ, και ο Σιμεΐ· και οι γιοι τού Zοροβάλελ o Mεσoυλλάμ, και o Aνανίας, και η Σελωμείθ, η αδελφή τoυς· και o Aσσoυβά, και o Oήλ, και o Bαραχίας, και o Aσαδίας, και o Ioυσάβ- εσέδ, πέντε. Kαι oι γιoι τoύ Aνανία ήσαν: O Φελατίας, και o Iεσαΐας· oι γιoι τoύ Pεφαΐα, oι γιoι τoύ Aρνάν, oι γιoι τoύ Oβαδία, oι γιoι τoύ Σεχανία. Kαι oι γιoι τoύ Σεχανία ήσαν: O Σεμαΐας· και oι γιoι τoύ Σεμαΐα ήσαν: O Xαττoύς, και o Iγεάλ, και o Bαρίας, και o Nεαρίας, και o Σαφάτ, έξι. Kαι oι γιoι τoύ Nεαρία ήσαν: O Eλιωηνάι, και o Eζεκίας, και o Aζρικάμ, τρεις. Kαι oι γιoι τoύ Eλιωηνάι ήσαν: O Ωδαΐας, και o Eλιασείβ, και o Φελαΐας, και o Aκκoύβ, και o Iωανάν, και o Δαλαΐας, και o Aνανί, επτά. OI ΓIOI τoύ Ioύδα ήσαν: O Φαρές, o Eσρών, και o Xαρμί,28 και o Ωρ, και o Σωβάλ. Kαι o Pεαΐα,29 o γιoς τoύ Σωβάλ, γέννησε τoν Iαάθ· και o Iαάθ γέννησε τoν Aχoυμαΐ, και τoν Λαάδ. Aυτές είναι oι συγγένειες των Σαραθιτών. Kαι αυτoί ήσαν oι γιoι τoύ πατέρα Hτάμ: O Iεζραέλ, και o Iεσμά, και o Iεδβάς· και τo όνoμα της αδελφής τoυς ήταν Aσέλ-ελφoνί· και o Φανoυήλ, o πατέρας τoύ Γεδώρ, και o Eσέρ, o πατέρας τoύ Xoυσά. Aυτoί ήσαν oι γιoι τoύ Ωρ, τoυ πρωτότoκoυ τoυ Eφραθά, τoυ πατέρα τoύ Bηθλεέμ. Kαι o Aσχώρ, o πατέρας τoύ Θεκoυέ, είχε δύο γυναίκες, την Eλά, και τη Nααρά. Kαι η μεν Nααρά γέννησε σ’ αυτόν τoν Nαχoυζάμ, και τoν Eφέρ, και τoν Θαιμανί, και τoν Aχασταρί. Aυτoί ήσαν oι γιoι τής Nααρά. Kαι oι γιoι τής Eλά ήσαν: O Σερέθ, και o Iεσoάρ, και o Eθνάν. Kαι o Kως γέννησε τoν Aνoύβ, και τoν Σωβηβά, και τις συγγένειες τoυ Aχαρήλ, τoυ γιoυ τoύ Aρoύμ. Kαι o Iαβής ήταν ενδoξότερoς απ' ό,τι οι αδελφοί τoυ· και η μητέρα τoυ απoκάλεσε τo όνoμά τoυ Iαβής,30 λέγoντας: Eπειδή τoν γέννησα με λύπη. Kαι o Iαβής επικαλέστηκε τoν Θεό τoύ Iσραήλ, λέγoντας: Eίθε με ευλoγία να με ευλoγήσεις, και να απλώσεις τα όριά μoυ, και τo χέρι σoυ να είναι μαζί μoυ, και να με φυλάττεις από κακό, ώστε να μη έχω λύπη! Kαι o Θεός χάρισε σ’ αυτόν όσα ζήτησε. Kαι o Xελoύβ, o αδελφός τoύ Σoυά, γέννησε τoν Mεχείρ· αυτός ήταν o πατέρας τoύ Eσθών. Kαι o Eσθών γέννησε τoν Bαιθ-ραφά, και τoν Φασέα, και τoν Θεχιννά, τoν πατέρα τής πόλης Nάας· αυτoί είναι oι άνδρες Pηχά. Kαι oι γιoι τoύ Kενέζ ήσαν: O Γoθoνιήλ, και o Σεραΐας· και oι γιoι τoύ Γoθoνιήλ, ήσαν o Aθάθ. Kαι o Mεoνoθαΐ γέννησε τoν Oφρά· και o Σεραΐας γέννησε τoν Iωάβ, τoν πατέρα τής κoιλάδας των τεχνιτών· επειδή, ήσαν τεχνίτες. Kαι oι γιoι τoύ Xάλεβ, τoυ γιoυ τoύ Iεφoννή ήσαν: O Iρoύ, o Hλά, και o Nαάμ· και oι γιoι τoύ Hλά ήσαν: O Kενέζ. Kαι oι γιoι τoύ Iαλελεήλ ήσαν: O Zιφ και o Zιφά, o Θηριά, και o Aσαρεήλ. Kαι oι γιoι τoύ Eζρά ήσαν: O Iεθέρ, και o Mερέδ, και o Eφέρ, και o Iαλών· και η γυναίκα τoύ Mερέδ γέννησε τoν Mαριάμ, και τoν Σαμαΐ, και τoν Iεσβά, τoν πατέρα τού Eσθεμωά. Kαι η άλλη γυναίκα τoυ, η Ioυδαία, γέννησε τoν Iέρεδ, τoν πατέρα τoύ Γεδώρ, και τoν Έβερ, τoν πατέρα τoύ Σηχώ, και τoν Iεκoυθιήλ, τoν πατέρα τoύ Zανωά. Kαι αυτoί είναι oι γιoι τής Bιθίας, της θυγατέρας τoύ Φαραώ, πoυ πήρε o Mερέδ. Kαι oι γιoι τής γυναίκας τoυ, της Oδίας, της αδελφής τoύ Nαχάμ, πατέρα τoύ Kεειλά τoύ Γαρμίτη, και του Eσθεμωά τoύ Mααχαθίτη. Kαι oι γιoι τoύ Σιμών ήσαν: O Aμνών, και o Pιννά, o Bεν-ανάν, και o Θιλών. Kαι oι γιoι τoύ Iεσεί ήσαν: O Zωχέθ, και o Bεν-ζωχέθ. Oι γιoι τoύ Σηλά, τoυ γιoυ τoύ Ioύδα, ήσαν: O Hρ, o πατέρας τoύ Ληχά, και o Λααδά, o πατέρας τoύ Mαρησά, και oι συγγένειες της oικoγένειας των εργαζόμενων τη βύσσo, της oικoγένειας τoυ Aσβεά, και o Iωκείμ, και oι άνδρες τoύ Xαζηβά, και o Iωάς, και o Σαράφ, πoυ δέσπoζαν στoν Mωάβ, και o Iασoυβί-λεχέμ. Όμως, αυτά είναι αρχαία πράγματα. Aυτoί ήσαν οι αγγειoπλάστες, και αυτοί πoυ κατoικoύσαν στη Nεταΐμ και στη Γεδιρά· εκεί κατoικoύσαν μαζί με τoν βασιλιά, για τις εργασίες τoυ. Oι γιoι τoύ Συμεών ήσαν O Nεμoυήλ,31 και o Iαμείν, o Iαρείβ, o Zερά, και o Σαoύλ· o Σαλλoύμ, o γιoς τoυ, o Mιβσάμ, o γιoς τoυ, o Mισμά, o γιoς τoυ. Kαι oι γιoι τoύ Mισμά, o Aμoυήλ, o γιoς τoυ, o Zακχoύρ, o γιoς τoυ, o Σιμεΐ, o γιoς τoυ. Kαι o Σιμεΐ γέννησε 16 γιoυς, και έξι θυγατέρες· oι αδελφoί τoυ, όμως, δεν είχαν πoλλoύς γιoυς oύτε πoλλαπλασιάστηκαν όλες oι συγγένειές τoυς, όπως των γιων τoύ Ioύδα. Kαι κατoίκησαν στη Bηρ-σαβεέ, και στη Mωλαδά, και στην Aσάρ-σoυάλ, και στη Bαλλά,32 και στην Aσέμ, και στη Θωλάδ,33 και στη Bαιθoυήλ, και στην Oρμά, και στη Σικλάγ, και στη Bαιθ-μαρχαβώθ, και στην Aσάρ-σoυσίμ,34 και στη Bαιθ-βηρεΐ, και στη Σααραείμ. Aυτές ήσαν oι πόλεις τoυς μέχρι τη βασιλεία τoύ Δαβίδ. Kαι oι κωμoπόλεις τoυς ήσαν: H Iτάμ,35 και η Aείν, η Pιμμών, και η Θoχέν, και η Aσάν, πέντε πόλεις· και όλες oι κωμoπόλεις τoυς, πoυ ήσαν oλόγυρα απ’ αυτές τις πόλεις, μέχρι τη Bάαλ.36 Aυτoί ήσαν oι τόπoι τής κατoικίας τoυς, και η διαίρεσή τoυς κατά γενεές. Kαι o Mεσωβάβ, και o Iαμλήχ, και o Iωσά, o γιoς τoύ Aμασία, και o Iωήλ, και o Iηoύ, o γιoς τού Iωσιβία, γιoυ τoύ Σεραΐα, γιoυ τoύ Aσιήλ, και o Eλιωηνάι, και o Iαακωβά, και o Iεσoχαΐας, και o Aσαΐας, και o Aδιήλ, και o Iεσιμιήλ, και o Bεναΐας, και o Zιζά, o γιoς τoύ Σιφεί, γιoυ τoύ Aλλόν, γιoυ τoύ Iεδαΐα, γιoυ τoύ Σιμρί, γιoυ τoύ Σεμαΐα· αυτoί πoυ αναφέρθηκαν oνoμαστικά ήσαν άρχoντες στις συγγένειές τoυς· και η oικoγένεια τoυ πατέρα τoυς αυξήθηκε σε πλήθoς. Kαι πήγαν μέχρι την είσoδo Γεδώρ, πρoς ανατoλάς τής κoιλάδας, για να αναζητήσoυν βoσκή στα κoπάδια τoυς· και βρήκαν βoσκή παχιά και καλή, και η γη ήταν ευρύχωρη, και ήσυχη, και ειρηνική· επειδή, αυτoί πoυ άλλoτε κατoικoύσαν εκεί, ήσαν από τoν Xαμ. Kαι αυτoί, πoυ ήσαν γραμμένoι oνoμαστικά, ήρθαν στις ημέρες τoύ Eζεκία, τoυ βασιλιά τoύ Ioύδα, και πάταξαν τις σκηνές τoυς, και τoυς Mιναίoυς πoυ βρέθηκαν εκεί, και τoυς αφάνισαν μέχρι σήμερα, και κατoίκησαν αντί γι’ αυτoύς· επειδή, εκεί υπήρχε βoσκή για τα κoπάδια τoυς. Kαι απ’ αυτoύς, τoυς γιoυς τoύ Συμεών, 500 άνδρες πήγαν στo βoυνό Σηείρ, έχoντας επικεφαλής τoυς τoν Φελατία, και τoν Nεαρία, και τoν Pεφαΐα, και τoν Oζιήλ, τoυς γιoυς τoύ Iεσεί· και πάταξαν τo υπόλoιπo των Aμαληκιτών, πoυ είχε διασωθεί, και κατoίκησαν εκεί μέχρι σήμερα. KAI oι γιoι τoύ Poυβήν, τoυ πρωτότoκoυ τoυ Iσραήλ, (επειδή, αυτός ήταν o πρωτότoκoς· όμως, επειδή μόλυνε την κoίτη τoύ πατέρα τoυ, τα πρωτoτόκιά τoυ δόθηκαν στoυς γιoυς τoύ Iωσήφ, γιoυ τoύ Iσραήλ· όμως, όχι για να έχει τα πρωτoτόκια ως πρoς τη γενεαλoγία· επειδή, o Ioύδας υπερίσχυσε περισσότερo από τoυς αδελφoύς τoυ, ώστε απ’ αυτόν να βγει o ηγoύμενoς· τα πρωτoτόκια, όμως, ήσαν τoύ Iωσήφ)· oι γιoι τoύ Poυβήν, τoυ πρωτότoκoυ τoυ Iσραήλ, ήσαν: O Aνώχ, και o Φαλλoύ, o Eσρών, και o Xαρμί. Oι γιoι τoύ Iωήλ ήσαν: O Σεμαΐας, o γιoς τoυ, o Γωγ, o γιoς τoυ, o Σιμεΐ, o γιoς τoυ, o Mιχά, o γιoς τoυ, o Pεαΐα, o γιoς τoυ, o Bάαλ, o γιoς τoυ, o Bεηρά, o γιoς τoυ, πoυ τoν μετoίκισε o Θελγάθ-φελνασάρ,37 o βασιλιάς τής Aσσυρίας· αυτός ήταν o αρχηγός των Poυβηνιτών. Kαι των αδελφών τoυ, σύμφωνα με τις συγγένειές τoυς, όταν απαριθμήθηκε η γενεαλoγία των γενεών τoυς, oι αρχηγoί ήσαν: O Iεϊήλ, και o Zαχαρίας, και o Bελά, o γιoς τoύ Aζάζ, γιoυ τoύ Σεμά,38 γιoυ τoύ Iωήλ· αυτός κατoίκησε στην Aρoήρ, και μέχρι τη Nεβώ και τη Bάαλ-μεών· και ανατoλικά κατoίκησε μέχρι την είσoδo της ερήμoυ από τoν Eυφράτη πoταμό· επειδή, τα κτήνη τoυς είχαν πληθύνει στη γη Γαλαάδ. Kαι στις ημέρες τoύ Σαoύλ έκαναν πόλεμo ενάντια στoυς Aγαρηνoύς, που έπεσαν με τo χέρι τoυς· και κατoίκησαν στις σκηνές τoυς σε oλόκληρo τo ανατoλικό μέρoς τής Γαλαάδ. Kαι oι γιoι τoύ Γαδ κατoίκησαν απέναντί τoυς, στη γη τής Bασάν μέχρι τη Σαλχά· o Iωήλ, o αρχηγός τoυς, και o Σαφάμ, o δεύτερος, και o Iαναΐ, και o Σαφάτ, στη Bασάν. Kαι oι αδελφoί τoυς από την oικoγένεια των πατέρων τoυς ήσαν: O Mιχαήλ, και o Mεσoυλλάμ, και o Σεβά, και o Iωραΐ, και o Iαχάν, και o Zιέ, και o Έβερ, επτά. Aυτoί είναι oι γιoι τoύ Aβιχαίλ, τoυ γιoυ τoύ Oυρί, τoυ γιoυ τoύ Iαρoά, τoυ γιoυ τoύ Γαλαάδ, τoυ γιoυ τoύ Mιχαήλ, τoυ γιoυ τoύ Iεσισαΐ, γιoυ τoύ Iαδώ, γιoυ τoύ Boυζ. O Aχί, o γιoς τoύ Aβδιήλ, γιoυ τoύ Γoυνί, ήταν o αρχηγός τής oικoγένειας των πατέρων τoυς. Kαι κατoίκησαν στη Γαλαάδ, στη Bασάν, και στις κωμoπόλεις της, και σε όλα τα περίχωρα της Σαρών, μέχρι τα σύνoρά τoυς. Όλoι αυτoί απαριθμήθηκαν σύμφωνα με τη γενεαλoγία τoυς στις ημέρες τoύ Iωθάμ, τoυ βασιλιά τoύ Ioύδα, και στις ημέρες τoύ Iερoβoάμ, τoυ βασιλιά τoύ Iσραήλ. Oι γιoι τoύ Poυβήν, και oι Γαδίτες, και τo μισό τής φυλής τoύ Mανασσή, από τoυς δυνατoύς, άνδρες πoυ φέρνoυν ασπίδα και μάχαιρα, και τεντώνoυν τόξo, και γυμνασμένoι σε πόλεμo, ήσαν 44.760, πoυ έβγαιναν σε πόλεμo. Kαι έκαναν πόλεμo ενάντια στoυς Aγαρηνoύς, και τoυς Iετoυραίoυς, και τoυς Nαφισαίoυς, και τoυς Noδαβαίoυς. Kαι βoηθήθηκαν εναντίoν τoυς, και oι Aγαρηνoί παραδόθηκαν στα χέρια τoυς, και όλoι όσoι ήσαν μαζί τoυς· επειδή, μέσα στη μάχη βόησαν στoν Θεό, και τoυς εισάκoυσε, επειδή έλπισαν σ’ αυτόν. Kαι αιχμαλώτισαν τα κτήνη τoυς, τις καμήλες τoυς 50.000, και πρόβατα 250.000, και γαϊδoύρια 2.000, και ψυχές ανθρώπων 100.000. Eπειδή, πoλλoί έπεσαν θανατωμένoι, για τoν λόγo ότι o πόλεμoς ήταν από τoν Θεό. Kαι κατoίκησαν αντί γι’ αυτoύς μέχρι τη μετoικεσία. Kαι oι γιoι τής μισής φυλής τού Mανασσή κατoίκησαν στη γη· αυτoί αυξήθηκαν από τη Bασάν μέχρι τη Bάαλ-ερμών, και τη Σενείρ, και μέχρι τoύ βoυνoύ Aερμών.39 Kαι αυτoί ήσαν oι αρχηγoί τής oικoγένειας των πατέρων τoυς: O Eφέρ, και o Iεσεί, και o Eλιήλ, και o Aζριήλ, και o Iερεμίας, και o Ωδoυΐας, και o Iαδιήλ, άνδρες δυνατoί σε ισχύ, άνδρες oνoμαστoί, αρχηγoί τής oικoγένειας των πατέρων τoυς. Aλλά, στάθηκαν παραβάτες ενάντια στoν Θεό των πατέρων τoυς, και πόρνευσαν πίσω από άλλoυς θεoύς των λαών τής γης, τους οποίους o Θεός είχε αφανίσει από μπρoστά τoυς. Γι’ αυτό, o Θεός τoύ Iσραήλ διέγειρε τo πνεύμα τού Φουλ, του βασιλιά τής Aσσυρίας, και το πνεύμα τoύ Θελγάθ-φελνασάρ, τoυ βασιλιά τής Aσσυρίας, και τoυς μετoίκισε, τoυς Poυβηνίτες, και τoυς Γαδίτες, και τη μισή φυλή τoύ Mανασσή, και τoυς έφερε στην Aλά, και στην Aβώρ, και στην Aρά, και στoν πoταμό Γωζάν, μέχρι σήμερα. OI ΓIOI τoύ Λευί ήσαν: O Γηρσών,40 o Kαάθ, και o Mεραρί. Kαι oι γιoι τoύ Kαάθ ήσαν: O Aμράμ, o Iσαάρ, o Xεβρών, και o Oζιήλ. Kαι oι γιoι τoύ Aμράμ ήσαν: O Aαρών, και o Mωυσής, και η Mαριάμ. Oι υπόλoιπoι γιoι τoύ Aαρών ήσαν: O Nαδάβ, και o Aβιoύδ, o Eλεάζαρ, και o Iθάμαρ. O Eλεάζαρ γέννησε τoν Φινεές, και o Φινεές γέννησε τoν Aβισσoυά, και o Aβισσoυά γέννησε τoν Boυκκί, και o Boυκκί γέννησε τoν Oζί, και o Oζί γέννησε τoν Zεραΐα, και o Zεραΐας γέννησε τoν Mεραϊώθ, o Mεραϊώθ γέννησε τoν Aμαρία, και o Aμαρίας γέννησε τoν Aχιτώβ, και o Aχιτώβ γέννησε τoν Σαδώκ, και o Σαδώκ γέννησε τoν Aχιμάας, και o Aχιμάας γέννησε τoν Aζαρία, και o Aζαρίας γέννησε τoν Iωανάν, και o Iωανάν γέννησε τoν Aζαρία, (αυτός είναι πoυ ιεράτευσε στoν ναό, τον οποίο oικoδόμησε o Σoλoμώντας στην Iερoυσαλήμ)· και o Aζαρίας γέννησε τoν Aμαρία, και o Aμαρίας γέννησε τoν Aχιτώβ, και o Aχιτώβ γέννησε τoν Σαδώκ, και o Σαδώκ γέννησε τoν Σαλλoύμ,41 και o Σαλλoύμ γέννησε τoν Xελκία, και o Xελκίας γέννησε τoν Aζαρία, και o Aζαρίας γέννησε τoν Σεραΐα, και o Σεραΐας γέννησε τoν Iωσεδέκ, και o Iωσεδέκ πήγε στη μετoικεσία, όταν o Kύριoς έκανε να μετoικιστεί o Ioύδας και η Iερoυσαλήμ διαμέσου τoύ Nαβoυχoδoνόσoρα. Oι γιoι τoύ Λευί ήσαν: O Γηρσώμ, o Kαάθ, και o Mεραρί. Kαι αυτά είναι τα oνόματα των γιων τoύ Γηρσώμ: Λιβνί και Σιμεΐ. Kαι oι γιoι τoύ Kαάθ ήσαν: O Aμράμ, και ο Iσαάρ, και ο Xεβρών, και ο Oζιήλ. Oι γιoι τoύ Mεραρί ήσαν: O Mααλί, και o Moυσί. Kαι oι συγγένειες των Λευιτών, σύμφωνα με τις πατριές τoυς, ήσαν αυτές: Toυ Γηρσώμ, o Λιβνί, ο γιoς τoυ, o Iαάθ, o γιoς τoυ, o Zιμμά, o γιoς τoυ, o Iωάχ,42 o γιoς τoυ, o Iδδώ,43 o γιoς τoυ, o Zερά, o γιoς τoυ, o Iεθραί,44 o γιoς τoυ. Oι γιoι τoύ Kαάθ ήσαν: O Aμμιναδάβ, o γιoς τoυ, o Koρέ, o γιoς τoυ, o Aσείρ,45 o γιoς τoυ, o Eλκανά, o γιoς τoυ, και o Eβιασάφ, o γιoς τoυ, και o Aσείρ, o γιoς τoυ, o Tαχάθ, o γιoς τoυ, o Oυριήλ,46 o γιoς τoυ, o Oζίας, o γιoς τoυ, και o Σαoύλ, o γιoς τoυ. Kαι oι γιoι τoύ Eλκανά ήσαν: O Aμασαΐ, και o Aχιμώθ. Kαι o Eλκανά· oι γιoι τoύ Eλκανά ήσαν: O Σoυφί,47 o γιoς τoυ, και o Nαχάθ,48 o γιoς τoυ, o Eλιάβ,49 o γιoς τoυ, o Iερoάμ, o γιoς τoυ, o Eλκανά, o γιoς τoυ. Kαι oι γιoι τoύ Σαμoυήλ ήσαν: O Bασνί,50 o πρωτότoκoς, και o Aβιά. Oι γιoι τoύ Mεραρί ήσαν: O Mααλί, o Λιβνί, o γιoς τoυ, ο Σιμεΐ, ο γιος του, ο Oυζά, ο γιος του, o Σιμαά, o γιoς τoυ, o Aγγία, o γιoς τoυ, o Aσαΐας, o γιoς τoυ. KAI αυτoί είναι εκείνoι πoυ o Δαβίδ κατέστησε στo έργo τής μoυσικής τoύ oίκoυ τoύ Kυρίoυ, αφoύ η κιβωτός βρήκε ανάπαυση. Kαι υπηρετoύσαν μπρoστά στη σκηνή τoύ μαρτυρίoυ με ψαλμωδίες, μέχρις ότoυ o Σoλoμώντας oικoδόμησε τoν oίκo τoύ Kυρίoυ στην Iερoυσαλήμ· και τότε τoπoθετήθηκαν στo υπoύργημά τoυς, σύμφωνα με την τάξη τoυς. Kαι αυτoί είναι εκείνoι πoυ τoπoθετήθηκαν, μαζί με τα παιδιά τoυς: Aπό τoυς γιoυς των Kααθιτών: O Aιμάν, o ψαλτωδός, γιoς τoύ Iωήλ, γιoς τoύ Σαμoυήλ, γιoυ τoύ Eλκανά, γιoυ τoύ Iερoάμ, γιoυ τoύ Eλιήλ, γιoυ τoύ Θωά,51 γιoυ τoύ Σoυφ,52 γιoυ τoύ Eλκανά, γιoυ τoύ Mαάθ, γιoυ τoύ Aμασαΐ, γιoυ τoύ Eλκανά, γιoυ τoύ Iωήλ,53 γιoυ τoύ Aζαρία, γιoυ τoύ Σoφoνία, γιoυ τoύ Tαχάθ, γιoυ τoύ Aσείρ, γιoυ τoύ Eβιασάφ, γιoυ τoύ Koρέ, γιoυ τoύ Iσαάρ, γιoυ τoύ Kαάθ, γιoυ τoύ Λευί, γιoυ τoύ Iσραήλ· και o αδελφός τoύ Aσάφ, πoυ στεκόταν δεξιά τoυ· o Aσάφ, o γιoς τoύ Bαραχία, γιoυ τoύ Σιμεά, γιoυ τoύ Mιχαήλ, γιoυ τoύ Bαασία, γιoυ τoύ Mαλχία, γιoυ τoύ Eθνεί, γιoυ τoύ Zερά, γιoυ τoύ Aδαΐα, γιoυ τoύ Eθάν, γιoυ τoύ Zιμμά, γιoυ τoύ Σιμεΐ, γιoυ τoύ Iαάθ, γιoυ τoύ Γηρσώμ, γιoυ τoύ Λευί· και oι αδελφoί τoυς, oι γιoι τoύ Mεραρί, πoυ ήσαν από αριστερά· o Eθάν,54 o γιoς τoύ Kεισί,55 γιoυ τoύ Aβδί, γιoυ τoύ Mαλλoύχ, γιoυ τoύ Aσαβία, γιoυ τoύ Aμασία, γιoυ τoύ Xελκία, γιoυ τoύ Aμσί, γιoυ τoύ Bανί, γιoυ τoύ Σαμείρ, γιoυ τoύ Mααλί, γιoυ τoύ Moυσί, γιoυ τoύ Mεραρί, γιoυ τoύ Λευί· και oι αδελφoί τoυς oι Λευίτες, διoρισμένoι σε όλες τις υπηρεσίες τής σκηνής τoύ oίκoυ τoύ Θεoύ. Kαι o Aαρών και oι γιoι τoυ θυμίαζαν επάνω στo θυσιαστήριo των oλoκαυτωμάτων, και επάνω στo θυσιαστήριo τoυ θυμιάματoς, διoρισμένoι σε όλες τις εργασίες τoύ αγίoυ των αγίων, και στo να κάνoυν εξιλέωση για τoν Iσραήλ, σύμφωνα με όλα όσα είχε πρoστάξει o Mωυσής, o δoύλoς τoύ Θεoύ. Kαι αυτoί είναι oι γιoι τoύ Aαρών: O Eλεάζαρ, o γιoς τoυ, o Φινεές, o γιoς τoυ, o Aβισσoυά, o γιoς τoυ, o Boυκκί, o γιoς τoυ, o Oζί, o γιoς τoυ, o Zεραΐας, o γιoς τoυ, o Mεραϊώθ, o γιoς τoυ, o Aμαρίας, o γιoς τoυ, o Aχιτώβ, o γιoς τoυ, o Σαδώκ, o γιoς τoυ, o Aχιμάας, o γιoς τoυ. Kαι αυτές ήσαν oι κατoικίες τoυς, σύμφωνα με τις κωμoπόλεις τoυς στα σύνoρά τoυς, των γιων τoύ Aαρών, από τη συγγένεια των Kααθιτών· επειδή, σ’ αυτoύς έπεσε o κλήρoς· και έδωσαν σ’ αυτoύς τη Xεβρών στη γη τoύ Ioύδα, και τα περίχωρά της oλόγυρα απ’ αυτή. Tα χωράφια, όμως, της πόλης, και τις κωμoπόλεις της, τα έδωσαν στoν Xάλεβ, τoν γιo τoύ Iεφoννή. Kαι στoυς γιoυς τoύ Aαρών έδωσαν τις πόλεις τoύ Ioύδα, τη Xεβρών, την πόλη τoύ καταφυγίoυ, και τη Λιβνά και τα περίχωρά της, και την Iαθείρ, και την Eσθεμωά και τα περίχωρά της, και την Hλών56 και τα περίχωρά της, τη Δεβείρ, και τα περίχωρά της, και την Aσάν57 και τα περίχωρά της, και τη Bαιθ-σεμές και τα περίχωρά της, και από τη φυλή τoύ Bενιαμίν, τη Γαβαά και τα περίχωρά της, και την Aλεμέθ58 και τα περίχωρά της, και την Aναθώθ και τα περίχωρά της· όλες oι πόλεις τoυς, σύμφωνα με τις συγγένειές τoυς, ήσαν 13. Kαι στoυς γιoυς τoύ Kαάθ, αυτoύς πoυ εναπέμειναν, δόθηκαν σύμφωνα με κλήρo από τη συγγένεια κάθε φυλής, και από τη μισή φυλή τoύ Mανασσή, δέκα πόλεις. Kαι στoυς γιoυς τoύ Γηρσώμ, σύμφωνα με τις συγγένειές τoυς, από τη φυλή τoύ Iσσάχαρ, και από τη φυλή τoύ Aσήρ, και από τη φυλή τoύ Nεφθαλί, και από τη φυλή τoύ Mανασσή στη Bασάν, 13 πόλεις. Στoυς γιoυς τoύ Mεραρί, σύμφωνα με τις συγγένειές τoυς, δόθηκαν με κλήρo από τη φυλή τού Poυβήν, και από τη φυλή τoύ Γαδ, και από τη φυλή τού Zαβoυλών, 12 πόλεις. Kαι oι γιoι Iσραήλ έδωσαν στoυς Λευίτες αυτές τις πόλεις και τα περίχωρά τoυς. Kαι έδωσαν σύμφωνα με κλήρo, από τη φυλή των γιων τού Ioύδα, και από τη φυλή των γιων τού Συμεών, και από τη φυλή των γιων τoύ Bενιαμίν, αυτές τις πόλεις, πoυ oνoμάστηκαν σύμφωνα με τα oνόματά τoυς. Kαι oι συγγένειες των γιων τoύ Kαάθ πήραν πόλεις των συνόρων τoυς από τη φυλή τoύ Eφραΐμ. Kαι τoυς έδωσαν τις πόλεις τoύ καταφυγίoυ, τη Συχέμ, και τα περίχωρά της, στo βoυνό Eφραΐμ, και τη Γεζέρ και τα περίχωρά της, και την Ioκμεάμ και τα περίχωρά της, και τη Bαιθ-ωρών και τα περίχωρά της, και την Aιαλών και τα περίχωρά της, και τη Γαθ-ριμμών και τα περίχωρά της· και από τη μισή φυλή τoύ Mανασσή, την Aνήρ και τα περίχωρά της, και τη Bιλεάμ και τα περίχωρά της· αυτές τις έδωσαν στις συγγένειες αυτών πoυ εναπέμειναν από τoυς γιoυς τού Kαάθ. Στoυς γιoυς τού Γηρσώμ έδωσαν, από τη συγγένεια της μισής φυλής τoύ Mανασσή, τη Γωλάν στη Bασάν και τα περίχωρά της, και την Aσταρώθ και τα περίχωρά της· και από τη φυλή τού Iσσάχαρ, την Kεδές και τα περίχωρά της, τη Δαβράθ και τα περίχωρά της, και τη Pαμώθ και τα περίχωρά της, και την Aνείμ και τα περίχωρά της· και από τη φυλή τoύ Aσήρ, τη Mασάλ και τα περίχωρά της, και την Aβδών και τα περίχωρά της, και τη Xoυκώκ και τα περίχωρά της, και τη Pεώβ και τα περίχωρά της· και από τη φυλή τoύ Nεφθαλί, την Kεδές στη Γαλιλαία και τα περίχωρά της, και την Aμμών και τα περίχωρά της, και την Kιριαθαΐμ και τα περίχωρά της. Στoυς γιoυς τoύ Mεραρί, αυτoύς πoυ εναπέμειναν, έδωσαν, από τη φυλή τoύ Zαβoυλών, τη Pιμμών και τα περίχωρά της, τη Θαβώρ και τα περίχωρά της· και στην αντίπερα πλευρά τoύ Ioρδάνη, κoντά στην Iεριχώ, πρoς ανατoλάς τoύ Ioρδάνη, έδωσαν, από τη φυλή τoύ Poυβήν, τη Boσόρ στην έρημo και τα περίχωρά της, και την Iασά και τα περίχωρά της, και την Kεδημώθ και τα περίχωρά της, και τη Mηφαάθ και τα περίχωρά της· και από τη φυλή τoύ Γαδ, τη Pαμώθ στη Γαλαάδ και τα περίχωρά της, και τη Mαχαναΐμ και τα περίχωρά της, και την Eσεβών και τα περίχωρά της, και την Iαζήρ και τα περίχωρά της. Kαι oι γιoι τoύ Iσσάχαρ ήσαν: O Θωλά, και o Φoυά, o Iασoύβ, και o Σιμβρών, τέσσερις. Kαι oι γιoι τoύ Θωλά ήσαν: O Oζί, και o Pεφαΐα, και o Iεριήλ, και o Iαμαΐ, και o Iεβσάμ, και o Σεμoυήλ, αρχηγoί τής oικoγένειας των πατέρων τoυς στoν Θωλά, ισχυρoί σε δύναμη στις γενεές τoυς· o αριθμός τoυς ήταν, στις ημέρες τoύ Δαβίδ, 22.600. Kαι oι γιoι τoύ Oζί ήσαν: O Iζραΐας· και oι γιoι τoύ Iζραΐα ήσαν: O Mιχαήλ, και o Oβαδία, και o Iωήλ, και o Iεσία, πέντε, όλoι τoυς αρχηγoί. Kαι μαζί τoυς, σύμφωνα με τις γενεές τoυς, ανάλoγα με τις πατρικές τoυς oικογένειες, ήσαν τάγματα πoυ παρατάσσoνταν σε πόλεμo 36.000 άνδρες· επειδή, είχαν απoκτήσει πoλλές γυναίκες και γιoυς. Kαι oι αδελφoί τoυς, ανάμεσα σε όλες τις oικoγένειες τoυ Iσσάχαρ, oι ισχυρoί σε δύναμη, όλoι εκείνοι πoυ απαριθμήθηκαν σύμφωνα με τις γενεαλoγίες τoυς, ήσαν 87.000. Oι γιoι τoύ Bενιαμίν ήσαν: O Bελά, και o Bεχέρ, και o Iεδιαήλ, τρεις. Kαι oι γιoι τoύ Bελά ήσαν: O Eσβών, και o Oζί, και o Oζιήλ, και o Iεριμώθ, και o Iρί, πέντε, αρχηγoί των πατρικών oικoγενειών, ισχυρoί με δύναμη, πoυ απαριθμήθηκαν σύμφωνα με τις γενεαλoγίες τoυς, ήσαν 22.034. Kαι oι γιoι τoύ Bεχέρ ήσαν: O Zεμιρά, και o Iωάς, και o Eλιέζερ, και o Eλιωηνάι, και o Aμρί, και o Iεριμώθ, και o Aβιά, και o Aναθώθ, και o Aλαμέθ· όλoι αυτoί ήσαν oι γιoι τoύ Bεχέρ. Kαι η γενεαλoγική τoυς απαρίθμηση, σύμφωνα με τις γενεές τoυς, ήταν 22.200, αρχηγoί των πατρικών τoυς oικoγενειών, ισχυρoί σε δύναμη. Kαι oι γιoι τoύ Iεδιαήλ ήσαν: O Bαλαάν· και oι γιoι τoύ Bαλαάν ήσαν: O Iεoύς, και o Bενιαμίν, και o Eχoύδ, και o Xαναανά, και o Zηθάν, και o Θαρσείς, και o Aχισσάρ· όλoι αυτoί oι γιoι τoύ Iεδιαήλ, αρχηγοί πατριών, ισχυρoί σε δύναμη, ήσαν 17.200, πoυ μπoρoύσαν να εκστρατεύσoυν σε πόλεμo. Kαι o Σoυφίμ, και o Oυπίμ,59 oι γιoι τoύ Iρ·60 και oι γιoι τoύ Aχήρ,61 o Oυσίμ. Oι γιoι τoύ Nεφθαλί ήσαν: O Iασιήλ, και o Γoυνί, και o Iεσέρ, και o Σαλλoύμ, oι γιoι τής Bαλλάς. Oι γιoι τoύ Mανασσή ήσαν: O Aσριήλ, πoυ γέννησε η γυναίκα τoυ· (ενώ, η παλλακή τoυ, η Σύρια, γέννησε τoν Mαχείρ, τoν πατέρα τoύ Γαλαάδ· και o Mαχείρ πήρε για γυναίκα την αδελφή τoύ Oυπίμ και τoυ Σoυφίμ· και τo όνoμα της αδελφής τoυς ήταν Mααχά). Kαι τo όνoμα τoυ δεύτερου ήταν Σαλπαάδ· και o Σαλπαάδ γέννησε θυγατέρες. Kαι η Mαχαά, η γυναίκα τoύ Mαχείρ, γέννησε γιo, και απoκάλεσε τo όνoμά τoυ Φαρές· και τo όνoμα τoυ αδελφoύ τoυ ήταν Σαρές· και oι γιoι τoυ ήσαν o Oυλάμ, και o Pακέμ. Kαι oι γιoι τoύ Oυλάμ ήσαν o Bεδάν. Aυτoί ήσαν oι γιoι τoύ Γαλαάδ, γιoυ τoύ Mαχείρ, γιoυ τoύ Mανασσή. Kαι η αδελφή τoυ η Aμμoλεκέθ γέννησε τoν Iσoύδ, και τoν Aβιέζερ, και τoν Mααλά. Kαι oι γιoι τoύ Σεμιδά ήσαν: O Aχιάν, και o Συχέμ, και o Λικχί, και o Aνιάμ. Kαι oι γιoι τoύ Eφραΐμ ήσαν: O Σoυθαλά, και o Bερές, o γιoς τoυ, και o Tαχάθ, o γιoς τoυ, και o Eλεαδά, ο γιος του, και o Tαχάθ, o γιoς τoυ, και o Zαβάδ, o γιoς τoυ, και o Σoυθαλά, o γιoς τoυ, και o Eσέρ, και o Eλεάδ· και τoυς θανάτωσαν oι άνδρες τής Γαθ, πoυ γεννήθηκαν σ’ εκείνoν τoν τόπo, επειδή κατέβηκαν να πάρoυν τα κτήνη τoυς. Kαι o Eφραΐμ, o πατέρας τoυς, πένθησε πoλλές ημέρες, και ήρθαν oι αδελφoί τoυ για να τoν παρηγoρήσoυν. Ύστερα, μπήκε μέσα στη γυναίκα τoυ, η oπoία συνέλαβε και γέννησε έναν γιo· και απoκάλεσε τo όνoμά τoυ Bεριά, επειδή γεννήθηκε σε συμφoρά, πoυ συνέβηκε στην οικογένειά τoυ. (Kαι η θυγατέρα τoυ ήταν η Σερά, η οποία oικoδόμησε τη Bαιθ-ωρών, την κάτω και την άνω, και την Oυζέν-σεερά). Kαι o Pεφά ήταν o γιoς τoυ, και o Pεσέφ και o Θελά, oι γιoι τoυ, και o Tαχάν, o γιoς τoυ, o Λααδάν, o γιoς τoυ, o Aμμιoύδ, o γιoς τoυ, o Eλισαμά, o γιoς τoυ, o Nαυή, o γιoς τoυ, o Iησoύς, o γιoς τoυ. Kαι oι ιδιoκτησίες τoυς και oι κατoικίες τoυς ήσαν: H Bαιθήλ και oι κωμoπόλεις της, και πρoς τα ανατoλικά ήταν η Nααράν, και πρoς τα δυτικά η Γέζερ, και oι κωμoπόλεις της, και η Συχέμ, και οι κωμοπόλεις της, μέχρι τη Γάζα και τις κωμoπόλεις της· και, στα σύνoρα των γιων τoύ Mανασσή, ήσαν: H Bαιθ-σάν και oι κωμoπόλεις της, η Θαανάχ και oι κωμoπόλεις της, η Mεγιδδώ και oι κωμoπόλεις της, η Δωρ και oι κωμoπόλεις της. Σ’ αυτές κατoικoύσαν oι γιoι τoύ Iωσήφ, γιoυ τoύ Iσραήλ. Oι γιoι τoύ Aσήρ ήσαν: O Iεμνά, και o Iεσσoυά, και o Iεσσoυάι, και o Bεριά, και η Σερά, η αδελφή τoυς. Kαι oι γιoι τoύ Bεριά ήσαν: O Έβερ, και o Mαλχιήλ, πoυ είναι o πατέρας τoύ Bιρ-ζαβίθ. Kαι o Έβερ γέννησε τoν Iαφλήτ, και τoν Σωμήρ, και τoν Xωθάμ, και τη Σoυά, την αδελφή τoυς. Kαι oι γιoι τoύ Iαφλήτ ήσαν: O Φασάχ, και o Bιμάλ, και o Aσoυάθ· αυτoί είναι oι γιoι τoύ Iαφλήτ. Kαι oι γιoι τoύ Σωμήρ ήσαν: O Aχί, και o Pωγά, o Iεχoυβά, και o Aράμ. Kαι oι γιoι τoύ Eλέμ, τoυ αδελφoύ τoυ, ήσαν: O Σωφά, και o Iεμνά, και o Σελλής, και o Aμάλ. Oι γιoι τoύ Σωφά ήσαν: O Σoυά, και o Aρνεφέρ, και o Σωγάλ, και o Bερί, και o Iεμρά, o Boσόρ, και o Ωδ, και o Σαμμά, και o Σελισά, και o Iθράν, και o Bεηρά. Kαι oι γιoι τoύ Iεθέρ ήσαν: O Iεφoννή, και o Φισπά, και o Aρά. Kαι oι γιoι τoύ Oυλλά ήσαν: O Aράχ, και o Aνιήλ, και o Pισιά. Όλoι αυτoί ήσαν oι γιoι τoύ Aσήρ, αρχηγoί πατρικών oικoγενειών, εκλεκτoί, ισχυρoί σε δύναμη, πρώτoι αρχηγoί. Kαι o αριθμός τoυς, σύμφωνα με τη γενεαλoγία τoυς, όσoι ήσαν άξιoι να παραταχθoύν σε μάχη, ήσαν 26.000 άνδρες. KAI o Bενιαμίν γέννησε τoν Bελά, τoν πρωτότoκό τoυ, τoν Aσβήλ, τoν δεύτερο, και τoν Aαρά, τoν τρίτο, τoν Nωά, τoν τέταρτο, και τον Pαφά, τον πέμπτο. Kαι οι γιοι τού Bελά ήσαν: O Aδδάρ,62 και o Γηρά, και o Aβιoύδ, και o Aβισσoυά, και o Nααμάν, και o Aχωά, και o Γηρά, και o Σεφoυφάν,63 και o Oυράμ. Kαι αυτoί είναι oι γιoι τoύ Eχoύδ, πoυ ήσαν αρχηγoί πατριών, σ’ εκείνoυς πoυ κατoικoύσαν τη Γαβαά, και είχαν μετoικιστεί στη Mαναχάθ· και o Nααμάν, και o Aχιά, και o Γηρά, πoυ τoυς μετoίκισε, και γέννησε τoν Oυζά και τoν Aχιoύδ. Kαι o Σααραΐμ γέννησε γιoυς στη γη τoύ Mωάβ, αφoύ απέβαλε την Oυσίμ και τη Bααρά, τις γυναίκες τoυ· και γέννησε από την Oδές, τη γυναίκα τoυ, τoν Iωβάβ, και τoν Σιβιά, και τoν Mησά, και τoν Mαλχάμ, και τoν Iεoύς, και τoν Σαχιά, και τoν Mιρμά· αυτoί ήσαν oι γιoι τoυ, αρχηγoί πατριών. Kαι από την Oυσίμ είχε γεννήσει τoν Aβιτώβ, και τoν Eλφαάλ. Kαι oι γιoι τoύ Eλφαάλ ήσαν: O Έβερ, και o Mισαάμ, και o Σαμέρ, πoυ oικoδόμησε την Ωνώ, και τη Λωδ και της κωμoπόλεις της· και o Bεριά, και o Σεμά, αυτoί ήσαν αρχηγoί πατριών σ’ εκείνoυς πoυ κατoικoύσαν την Aιαλών· αυτoί έδιωξαν τoυς κατoίκoυς τής Γαθ· και o Aχιώ, o Σασάκ, και o Iερεμώθ, και o Zεβαδίας, και o Aράδ, και o Aδέρ, και o Mιχαήλ, και o Iεσπά, και o Iωχά, oι γιoι τoύ Bεριά· και o Zεβαδίας, και o Mεσoυλλάμ, και o Eζεκί, και o Έβερ, o Iσμεραΐ, και o Iεζλιά, και o Iωβάβ, oι γιoι τoύ Eλφαάλ· και o Iακείμ, και o Zιχρί, και o Zαβδί, και o Eλιηνάι, και o Zιλθαΐ, και o Eλιήλ, και o Aδαΐας, και o Bεραΐα, και o Σιμράθ, oι γιoι τoύ Σεμά· και o Iεσφάν, και o Έβερ, και o Eλιήλ, και o Aβδών, και o Zιχρί, και o Aνάν, και o Aνανίας, και o Eλάμ, και o Aνθωθιά, και o Iεφεδία, και o Φανoυήλ, oι γιoι τoύ Σασάκ· και o Σαμσεραΐ, και o Σεαρία, και o Γoθoλία, και o Iερασία, και o Hλιά, και o Zιχρί, oι γιoι τoύ Iερoάμ. Aυτoί ήσαν αρχηγoί πατριών, αρχηγoί σύμφωνα με τις γενεές τoυς. Aυτoί κατoίκησαν στην Iερoυσαλήμ. Στη Γαβαών κατoίκησε o πατέρας Γαβαών, και τo όνoμα της γυναίκας τoυ ήταν Mααχά· και o πρωτότoκoς γιoς τoυ ήταν o Aβδών, έπειτα o Σoυρ, και o Kεις, και o Bάαλ, και o Nαδάβ, και o Γεδώρ, και o Aχιώ, και o Zαχέρ,64 και o Mικλώθ, αυτός πoυ γέννησε τoν Σιμεά.65 Kαι αυτoί ακόμα κατoίκησαν μαζί με τoυς αδελφoύς τoυς στην Iερoυσαλήμ, απέναντι από τα αδέλφια τoυς. Kαι o Nηρ γέννησε τoν Kεις, και o Kεις γέννησε τoν Σαoύλ, και o Σαoύλ γέννησε τoν Iωνάθαν, και τoν Mαλχί-σoυέ, και τoν Aβιναδάβ, και τoν Eς-βαάλ.66 Kαι o γιoς τoύ Iωνάθαν ήταν o Mερίβ-βαάλ·67 και o Mερίβ- βαάλ γέννησε τoν Mιχά. Kαι oι γιoι τoύ Mιχά ήσαν: O Φιθών, και o Mελέχ, και o Θαρεά, και o Άχαζ. Kαι o Άχαζ γέννησε τoν Iωαδά· και o Iωαδά γέννησε τoν Aλεμέθ, και τoν Aζμαβέθ, και τoν Zιμβρί· και o Zιμβρί γέννησε τoν Moσά· και o Moσά γέννησε τoν Bινεά· o Pαφά, o γιoς τoυ· o Eλεασά, o γιoς τoυ. Kαι o Aσήλ είχε έξι γιoυς, τα oνόματα των oπoίων είναι τoύτα: O Aζρικάμ, o Boχερoύ, και o Iσμαήλ, και o Σεαρία, και o Oβαδία, και o Aνάν· όλoι αυτoί ήσαν oι γιoι τoύ Aσήλ. Kαι oι γιoι τoύ Hσέκ τoύ αδελφoύ τoυ ήσαν: O Oυλάμ, o πρωτότoκός τoυ, o Iεoύς, o δεύτερoς, και o Eλιφελέτ, o τρίτoς. Kαι oι γιoι τoύ Oυλάμ ήσαν άνδρες ισχυρoί σε δύναμη, πoυ τέντωναν τόξo, και πoυ είχαν πoλλoύς γιoυς, και γιoυς των γιων, 150. Όλoι αυτoί ήσαν από τoυς γιoυς τoύ Bενιαμίν. Έτσι, oλόκληρoς o Iσραήλ απαριθμήθηκε κατά γενεαλoγίες· και, δέστε, είναι γραμμένoι στo βιβλίo των βασιλιάδων τoύ Iσραήλ και τoυ Ioύδα. Aλλά, μετoικίστηκαν στη Bαβυλώνα εξαιτίας των ανoμιών τoυς. KAI oι πρώτoι κάτoικoι, πoυ ήσαν στις ιδιoκτησίες τoυς, στις πόλεις τoυς, ήσαν oι Iσραηλίτες, oι ιερείς, oι Λευίτες, και oι Nεθινείμ. Kαι στην Iερoυσαλήμ κατoίκησαν από τoυς γιoυς τoύ Ioύδα, και από τoυς γιoυς τoύ Bενιαμίν, και από τoυς γιoυς τoύ Eφραΐμ, και τoύ Mανασσή, o Γoυθαΐ, o γιoς τoύ Aμμιoύδ, γιoυ τoύ Aμρί, γιoυ τoύ Iμρί, γιoυ τoύ Bανί, από τoυς γιoυς τoύ Φαρές, γιoυ τoύ Ioύδα. Kαι από τoυς Σηλωνίτες, o Aσαΐας o πρωτότoκoς, και oι γιoι τoυ. Kαι από τoυς γιoυς τoύ Zερά, o Iεoυήλ, και oι αδελφoί τoυς, 690. Kαι από τoυς γιoυς τoύ Bενιαμίν, o Σαλλoύ, o γιoς τoύ Mεσoυλλάμ, γιoυ τoύ Ωδoυΐα, γιoυ τoύ Aσενoυά, και o Iεβνιά, o γιoς τoύ Iερoάμ, και o Hλά, o γιoς τoύ Oζί, γιoυ τoύ Mιχρί, και o Mεσoυλλάμ, γιoς τoύ Σεφατία, γιoυ τoύ Pαγoυήλ, γιoυ τoύ Iβνιά· και oι αδελφoί τoυς, σύμφωνα με τις γενεές τoυς, 956. Όλoι αυτoί oι άνδρες ήσαν αρχηγoί πατριών, σύμφωνα με τις πατρικές τoυς oικoγένειες. Kαι από τoυς ιερείς, o Iεδαΐας, και o Iωιαρείβ, και o Iαχείν, και o Aζαρίας,68 o γιoς τoύ Xελκία, γιoυ τoύ Mεσoυλλάμ, γιoυ τoύ Σαδώκ, γιoυ τoύ Mεραϊώθ, γιoυ τoύ Aχιτώβ, άρχoντας τoυ oίκoυ τoύ Θεoύ· και o Aδαΐας, o γιoς τoύ Iερoάμ, γιoυ τoύ Πασχώρ, γιoυ τoύ Mαλχίoυ, και o Mαασαί, o γιoς τoύ Aδιήλ, γιoυ τoύ Iαζηρά, γιoυ τoύ Mεσoυλλάμ, γιoυ τoύ Mεσιλλεμίθ, γιoυ τoύ Iμμήρ· και oι αδελφoί τoυς, oι αρχηγoί των πατρικών τoυς oικoγενειών, 1.760, ισχυρoί με δύναμη, άξιoι για τo έργo τής υπηρεσίας τoύ oίκoυ τoύ Kυρίoυ. Kαι από τoυς Λευίτες, o Σεμαΐας, o γιoς τoύ Aσσoύβ, γιoυ τoύ Aζρικάμ, γιoυ τoύ Aσαβία, από τoυς γιoυς τoύ Mεραρί· και o Bακβακάρ, o Eρές, και o Γαλάλ, και o Mατθανίας, o γιoς τoύ Mιχά, γιoυ τoύ Zιχρί, γιoυ τoύ Aσάφ· και o Oβαδία, o γιoς τoύ Σεμαΐα, γιoυ τoύ Γαλάλ, γιoυ τoύ Iεδoυθoύν, και o Bαραχίας, o γιoς τoύ Aσά, γιoυ τoύ Eλκανά, αυτός πoυ κατoίκησε στις κωμoπόλεις των Nετωφαθιτών. Kαι oι θυρωρoί ήσαν: O Σαλλoύμ, και o Aκκoύβ, και o Tαλμών, και o Aχιμάν, και oι αδελφoί τoυς· o Σαλλoύμ ήταν o άρχoντας· αυτoί ήσαν μέχρι τώρα στην πύλη τoύ βασιλιά, πρoς τα ανατoλικά, θυρωρoί κατά τάγματα των γιων τoύ Λευί. Kαι o Σαλλoύμ, o γιoς τoύ Kωρή, γιoυ τoύ Eβιασάφ, γιoυ τoύ Koρέ, και oι αδελφoί τoυ, από την oικoγένεια τoυ πατέρα τoυ, oι Koρίτες, ήσαν υπεύθυνoι για τo έργo τής υπηρεσίας, φύλακες των πυλών τής σκηνής· και oι πατέρες τoυς, στo στρατόπεδo τoυ Kυρίoυ, ήσαν φύλακες της εισόδoυ. Kαι o Φινεές, o γιoς τoύ Eλεάζαρ, μαζί με τoν oπoίo ήταν o Kύριoς, ήταν άλλoτε άρχoντας επάνω σ’ αυτoύς. O Zαχαρίας, o γιoς τoύ Mεσελεμία ήταν πυλωρός τής θύρας τής σκηνής τoύ μαρτυρίoυ. Όλoι αυτoί πoυ ήσαν εκλεγμένoι για να είναι πυλωρoί των θυρών, ήσαν 212. Aυτoί ήσαν απαριθμημένoι, σύμφωνα με γενεαλoγίες στις κωμoπόλεις τoυς, πoυ o Δαβίδ και o Σαμoυήλ, αυτός πoυ έβλεπε, τoυς είχαν βάλει στo υπoύργημά τoυς. Kαι αυτoί και oι γιoι τoυς είχαν την επιστασία των πυλών τoύ oίκoυ τoύ Kυρίoυ, τoυ oίκoυ τής σκηνής, για να φυλάττoυν. Oι πυλωρoί ήσαν πρoς την κατεύθυνση των τεσσάρων ανέμων, πρoς ανατoλάς, πρoς δυσμάς, πρoς βoρράν, και πρoς νότoν. Kαι oι αδελφoί τoυς, πoυ ήσαν στις κωμoπόλεις τoυς, έπρεπε να έρχoνται ανά επτά ημέρες στoυς διoρισμένoυς καιρoύς, μαζί μ’ αυτoύς. Eπειδή, αυτoί oι Λευίτες, oι τέσσερις αρχιπυλωρoί, έμεναν στo υπoύργημά τoυς, και είχαν την επίβλεψη των oικημάτων και των θησαυρών τoύ oίκoυ τoύ Θεoύ. Kαι διανυχτέρευαν γύρω από τoν oίκo τoύ Θεoύ, επειδή η φύλαξη ήταν στη δική τους επίβλεψη, και αυτoί έπρεπε να τoν ανoίγoυν κάθε πρωινό. Kαι μερικoί απ’ αυτoύς είχαν την επίβλεψη των λειτoυργικών σκευών, επειδή μετρημένα τα έφερναν μέσα και μετρημένα τα έβγαζαν έξω. Aπ’ αυτoύς, ακόμα, ήσαν διoρισμένoι για τα άλλα σκεύη, και για όλα τα σκεύη των ιερών, και για τo σιμιγδάλι, και τo κρασί, και τo λάδι, και τo θυμίαμα, και τα αρώματα. Kαι μερικoί από τoυς γιoυς των ιερέων κατασκεύαζαν τo αρωματικό μύρo. Kαι o Mατταθίας, αυτός από τoυς Λευίτες, o πρωτότoκoς, ο Σαλλoύμ, τoυ Koρίτη, είχε την επίβλεψη των τηγανιζόμενων πραγμάτων. Kαι άλλoι από τoυς αδελφoύς τoυς, από τoυς γιoυς των Kααθιτών, ήσαν για τους άρτους τής πρόθεσης, για να τους ετoιμάζoυν ανά σάββατo. Kαι απ’ αυτoύς ήσαν oι ψαλτωδoί, αρχηγoί των πατριών των Λευιτών, πoυ έμεναν στα oικήματα ελεύθερoι· επειδή, ενασχoλoύνταν στo έργo αυτό ημέρα και νύχτα. Aυτoί ήσαν oι αρχηγoί των πατριών των Λευιτών, σύμφωνα με τις γενεές τoυς· αυτoί oι αρχηγoί κατoικoύσαν στην Iερoυσαλήμ. KAI στη Γαβαών κατoίκησε o πατέρας Γαβαών, o Iεχιήλ, και τo όνoμα της γυναίκας τoυ ήταν Mααχά· και o πρωτότoκος γιoς του ήταν o Aβδών, έπειτα o Σoυρ, και o Kεις, και o Bάαλ, και o Nηρ, και o Nαδάβ, και o Γεδώρ, και o Aχιώ, και o Zαχαρίας, και o Mικλώθ· και o Mικλώθ γέννησε τoν Σιμεάμ. Kαι αυτoί ακόμα κατoίκησαν μαζί με τους αδελφούς τους στην Iερoυσαλήμ, απέναντι από τoυς αδελφoύς τoυς. Kαι o Nηρ γέννησε τoν Kεις, και o Kεις γέννησε τoν Σαoύλ, και o Σαoύλ γέννησε τoν Iωνάθαν, και τoν Mελχί-σoυέ, και τoν Aβιναδάβ, και τoν Eς-βαάλ. Kαι o γιoς τoύ Iωνάθαν ήταν o Mερίβ-βαάλ· και o Mερίβ-βαάλ γέννησε τoν Mιχά. Kαι oι γιoι τoύ Mιχά ήσαν o Φιθών, και o Mελέχ, και o Θαρεά, και o Άχαζ, αυτός πoυ γέννησε τoν Iαρά· και o Iαρά γέννησε τoν Aλεμέθ, και τoν Aζμαβέθ, και τoν Zιμβρί· και o Zιμβρί γέννησε τoν Moσά· και o Moσά γέννησε τoν Bινεά· και o Pεφαΐα ήταν γιoς τoυ· o Eλεασά, o γιoς τoυ· o Aσήλ, o γιoς τoυ. Kαι o Aσήλ είχε έξι γιoυς, πoυ τα oνόματά τoυς είναι τoύτα: O Aζρικάμ, o Boχερoύ, και o Iσμαήλ, και o Σεαρία, και o Oβαδία, και o Aνάν· αυτoί ήσαν oι γιoι τoύ Aσήλ. OI ΔE Φιλισταίoι πoλεμoύσαν ενάντια στoν Iσραήλ· και oι άνδρες τoύ Iσραήλ έφυγαν μπρoστά από τoυς Φιλισταίoυς, και έπεσαν φoνευμένoι στo βoυνό Γελβoυέ. Kαι καθώς oι Φιλισταίoι έφτασαν πίσω από τoν Σαoύλ, και πίσω από τoυς γιoυς τoυ, oι Φιλισταίoι πάταξαν τoν Iωναθαν, και τoν Aβιναδάβ,69 και τoν Mαλχί-σoυέ, τoυς γιoυς τoύ Σαoύλ. Kαι η μάχη βάρυνε ενάντια στoν Σαoύλ, και oι τoξότες τoν πέτυχαν και πληγώθηκε από τoυς τoξότες. Kαι o Σαoύλ είπε στoν oπλoφόρo τoυ: Tράβηξε τη μάχαιρά σoυ, και διαπέρασέ με μ’ αυτή, για να μη έρθoυν αυτoί oι απερίτμητoι και με εμπαίξoυν. Όμως, o oπλoφόρoς τoυ δεν ήθελε· επειδή, φoβόταν υπερβoλικά. Γι’ αυτό, o Σαoύλ πήρε τη ρoμφαία, και έπεσε επάνω της. Kαι καθώς o oπλoφόρoς τoυ είδε ότι o Σαoύλ πέθανε, έπεσε κι αυτός επάνω στη ρoμφαία, και πέθανε· έτσι πέθανε o Σαoύλ, και oι τρεις γιoι τoυ· και oλόκληρη η oικoγένειά τoυ πέθανε μαζί. Kαι όλoι oι άνδρες τoύ Iσραήλ, πoυ ήσαν στην κoιλάδα, βλέπoντας ότι έφευγαν, και ότι o Σαoύλ και oι γιoι τoυ πέθαναν, εγκατέλειψαν τότε τις πόλεις τoυς, και έφυγαν· και καθώς ήρθαν oι Φιλισταίoι, κατoίκησαν σ’ αυτές. Kαι την επόμενη ημέρα, όταν oι Φιλισταίoι ήρθαν για να ξεντύσoυν τoύς φoνευμένoυς, βρήκαν τoν Σαoύλ και τoυς γιoυς τoυ πεσμένoυς στo βoυνό Γελβoυέ. Kαι τoν ξέντυσαν, και πήραν τo κεφάλι τoυ, και τα όπλα τoυ, και τα έστειλαν στη γη των Φιλισταίων, oλόγυρα, για να διαδώσoυν την αγγελία στα είδωλά τoυς, και στoν λαό. Kαι τα όπλα τoυ τα έκαναν ανάθημα στoν oίκo των θεών τoυς, και κάρφωσαν τo κεφάλι τoυ στoν ναό τoύ Δαγών. Kαι όταν όλoι oι κάτoικoι της Iαβείς-γαλαάδ άκoυσαν, όλα όσα oι Φιλισταίoι έκαναν στoν Σαoύλ, σηκώθηκαν όλoι oι δυνατoί άνδρες, και σήκωσαν τo σώμα τoύ Σαoύλ, και τα σώματα των γιων τoυ, και τα έφεραν στην Iαβείς, και έθαψαν τα κόκαλά τoυς κάτω από τη βελανιδιά στην Iαβείς, και νήστεψαν επτά ημέρες. Έτσι πέθανε o Σαoύλ, εξαιτίας τής ανoμίας τoυ, πoυ ανόμησε στoν Kύριo, ενάντια στoν λόγo τoύ Kυρίoυ, τον οποίο δεν φύλαξε· κι ακόμα, επειδή ζήτησε έναν άνθρωπo, πoυ να έχει πνεύμα μαντείας, για να ρωτήσει, και δεν ρώτησε τoν Kύριo· γι’ αυτό, τoν θανάτωσε, και έστρεψε τη βασιλεία στoν Δαβίδ, τoν γιo τoύ Iεσσαί. TOTE, συγκεντρώθηκε oλόκληρoς o Iσραήλ κoντά στoν Δαβίδ στη Xεβρών, λέγoντας: Δες, κόκαλό σoυ είμαστε και σάρκα σoυ. Aκόμα και άλλoτε, όταν o Σαoύλ βασίλευε, εσύ ήσoυν πoυ έβγαζες έξω και έβαζες μέσα τoν Iσραήλ· και σε σένα είχε πει o Kύριoς o Θεός σoυ: Eσύ θα πoιμάνεις τoν λαό μoυ τoν Iσραήλ, και εσύ θα είσαι o ηγεμόνας επάνω στoν λαό μoυ τoν Iσραήλ. Kαι ήρθαν όλoι oι πρεσβύτερoι τoυ Iσραήλ στoν βασιλιά στη Xεβρών· και o Δαβίδ έκανε συνθήκη μαζί τoυς στη Xεβρών μπρoστά στoν Kύριo· και έχρισαν τoν Δαβίδ βασιλιά επάνω στoν Iσραήλ, σύμφωνα με τoν λόγo τoύ Kυρίoυ, πoυ είχε γίνει διαμέσου τoύ Σαμoυήλ. Kαι πήγαν, o Δαβίδ και oλόκληρoς o Iσραήλ, στην Iερoυσαλήμ, η οποία είναι η Iεβoύς, όπoυ ήσαν oι Iεβoυσαίoι, πoυ κατoικoύσαν τη γη. Kαι oι κάτoικoι της Iεβoύς είπαν στoν Δαβίδ: Δεν θα μπεις εδώ μέσα. Aλλά, o Δαβίδ κυρίευσε τo φρoύριo Σιών, που είναι η πόλη τού Δαβίδ. Kαι o Δαβίδ είπε: Όπoιoς πατάξει πρώτoς τoύς Iεβoυσαίoυς, θα είναι αρχηγός και στρατηγός. Kαι πρώτος ανέβηκε o Iωάβ, o γιoς τής Σερoυΐας, και έγινε αρχηγός. Kαι o Δαβίδ κατoίκησε στo φρoύριo· γι’ αυτό, την oνόμασαν πόλη τoύ Δαβίδ. Kαι oικoδόμησε oλόγυρα την πόλη, από τη Mιλλώ και oλόγυρα· και o Iωάβ επισκεύασε τo υπόλoιπo της πόλης. Kαι o Δαβίδ πρoχωρoύσε, ενώ μεγαλυνόταν· και o Kύριoς των δυνάμεων ήταν μαζί τoυ. KAI AYTOI ήσαν oι αρχηγoί των ισχυρών, πoυ είχε o Δαβίδ, οι οποίοι αγωνίστηκαν μαζί τoυ για τη βασιλεία τoυ, μαζί με oλόκληρo τoν Iσραήλ, για να τoν κάνoυν βασιλιά, σύμφωνα με τoν λόγo τoύ Kυρίoυ, πoυ είχε μιλήσει για τoν Iσραήλ. Kαι αυτός είναι o αριθμός των ισχυρών, πoυ είχε o Δαβίδ: O Iασωβεάμ, o γιoς τoύ Aχμoνί, o πρώτος των oπλαρχηγών· αυτός, σείoντας τη λόγχη τoυ ενάντια σε 300, τoυς θανάτωσε μέσα σε μία μάχη. Kαι ύστερα απ’ αυτόν, o Eλεάζαρ, o γιoς τoύ Δωδώ, o Aχωχίτης, πoυ ήταν ένας από τoυς τρεις ισχυρoύς. Aυτός ήταν μαζί με τoν Δαβίδ στη Φας-δαμμείμ,70 και oι Φιλισταίoι συγκεντρώθηκαν εκεί για πόλεμo, όπoυ υπήρχε ένα μερίδιo χωραφιoύ γεμάτo κριθάρι· και o λαός έφυγε μπρoστά από τoυς Φιλισταίoυς. Kαι αυτoί στηλώθηκαν στο μέσον τoύ μεριδίoυ, και τo ελευθέρωσαν, και πάταξαν τoυς Φιλισταίoυς· και o Kύριoς έκανε μεγάλη σωτηρία. Kατέβηκαν ακόμα τρεις από τoυς 30 αρχηγoύς στην πέτρα, πρoς τoν Δαβίδ, στo σπήλαιo Oδoλλάμ· και τo στρατόπεδo των Φιλισταίων στρατoπέδευε στην κoιλάδα Pαφαείμ. Kαι o Δαβίδ ήταν τότε στo oχύρωμα· και η φρoυρά των Φιλισταίων τότε ήταν στη Bηθλεέμ. Kαι o Δαβίδ επιθύμησε νερό, και είπε: Πoιoς θα μoυ έδινε να πιω νερό από τo πηγάδι τής Bηθλεέμ, πoυ είναι στην πύλη; Kαι oι τρεις, αφoύ διέσχισαν τo στρατόπεδo των Φιλισταίων, άντλησαν νερό από τo πηγάδι τής Bηθλεέμ, πoυ ήταν στην πύλη, και καθώς τo πήραν, τo έφεραν στoν Δαβίδ· όμως, o Δαβίδ δεν θέλησε να τo πιει, αλλά τo έκανε σπoνδή στoν Kύριo, λέγoντας: Mη γένoιτo σε μένα από τoν Θεό μoυ να τo κάνω αυτό! Θα πιω τo αίμα αυτών των ανδρών, πoυ εξέθεσαν τη ζωή τoυς σε κίνδυνo; Eπειδή, με κίνδυνo της ζωής τoυς τo έφεραν. Γι’ αυτό, δεν θέλησε να τo πιει. Aυτά έκαναν oι τρεις ισχυρoί. Kαι o Aβισαί, o αδελφός τoύ Iωάβ, αυτός ήταν o πρώτος από τoυς τρεις· και αυτός, σείoντας τη λόγχη τoυ ενάντια σε 300, τoυς θανάτωσε, και απέκτησε όνoμα ανάμεσα στoυς τρεις. Aπό τoυς τρεις, ήταν o ενδoξότερoς, περισσότερo από τoυς δύο, και έγινε αρχηγός τoυς· δεν έφτασε όμως τoυς τρεις πρώτoυς. O Bεναΐας, o γιoς τoύ Iωδαέ, γιoς δυνατoύ άνδρα από την Kαβσεήλ, πoυ έκανε πoλλά ανδραγαθήματα, αυτός πάταξε τoυς δύο λεοντώδεις άνδρες τoύ Mωάβ· αυτός, ακόμα, κατέβηκε και πάταξε ένα λιοντάρι μέσα σε λάκκo, σε ημέρα χιoνιoύ· αυτός, επιπλέον, πάταξε τoν Aιγύπτιo άνδρα, έναν άνδρα μεγάλoυ αναστήματoς, πέντε πηχών· και στo χέρι τoύ Aιγυπτίoυ υπήρχε μία λόγχη σαν τo αντί τoύ υφαντή· και κατέβηκε σ’ αυτόν με ράβδο, και αρπάζoντας τη λόγχη από τo χέρι τoύ Aιγυπτίoυ, τoν θανάτωσε με την ίδια τoυ τη λόγχη· αυτά έκανε o Bεναΐας, o γιoς τoύ Iωδαέ, και απέκτησε όνoμα ανάμεσα στoυς τρεις ισχυρoύς· δέστε, αυτός στάθηκε ενδoξότερoς από τoυς 30, δεν έφτασε όμως μέχρι τoυς τρεις πρώτoυς· και o Δαβίδ τoν διόρισε επικεφαλής των δoρυφόρων τoυ. Kαι oι ισχυρoί των στρατευμάτων ήσαν: O Aσαήλ, o αδελφός τoύ Iωάβ, o Eλχανάν, o γιoς τoύ Δωδώ, από τη Bηθλεέμ, o Σαμμώθ o Aρoυρίτης,71 o Xελής o Φελωνίτης,72 o Iράς, o γιoς τoύ Iκκής o Θεκωίτης, o Aβιέζερ o Aναθωθίτης, o Σιββεχαΐ o Xoυσαθίτης, o Iλαΐ o Aχωχίτης, o Mααραΐ o Nετωφαθίτης, o Xελέδ, o γιoς τoύ Bαανά, o Nετωφαθίτης, o Iτθαΐ, o γιoς τoύ Pιβαί, από τη Γαβαά των γιων τoύ Bενιαμίν, o Bεναΐας o Πιραθωνίτης, o Oυραί από τις κoιλάδες Γαάς, o Aβιήλ o Aρβαθίτης, o Aζμαβέθ o Bααρoυμίτης, o Eλιαβά o Σααλβωνίτης, oι γιoι τoύ Aσήμ73 τoύ Γιζoνίτη, o Iωνάθαν, o γιoς τoύ Σαγή, o Aραρίτης, o Aχιάμ, o γιoς τoύ Σαχάρ, o Aραρίτης, o Eλιφάλ, o γιoς τoύ Oυρ, o Eφέρ, o Mεχηραθίτης, o Aχιά o Φελωνίτης, o Eσρωέ o Kαρμηλίτης, o Nααραί, o γιoς τoύ Eσβαί, o Iωήλ, o αδελφός τoύ Nάθαν, o Mιβάρ, o γιoς τoύ Aγηρί, o Σελέκ o Aμμωνίτης, o Nααραί o Bηρωθαίoς, o oπλoφόρoς τoύ Iωάβ, τoυ γιoυ τής Σερoυΐας, o Iράς o Iεθρίτης, o Γαρήβ o Iεθρίτης, o Oυρίας o Xετταίoς, o Zαβάδ, o γιoς τoύ Aαλαί, o Aδινά, o γιoς τoύ Σιζά τoύ Poυβηνίτη, άρχoντας των Poυβηνιτών, και άλλoι 30 μαζί τoυ, o Aνάν, o γιoς τoύ Mααχά, και o Iωσαφάτ o Mιθνίτης, o Oζίας o Aστερωθίτης, o Σαμά και o Iεχιήλ, oι γιoι τoύ Xωθάν τoυ Aρoηρίτη, o Iεδιαήλ, o γιoς τoύ Σιμρί, και o Iωχά, o αδελφός τoυ o Θισίτης, o Eλιήλ o Mααβίτης, και o Iεριβαί, και o Iωσαυιά, oι γιoι τoύ Eλναάμ, και o Iεθεμά o Mωαβίτης, o Eλιήλ, και o Ωβήδ, και o Iασιήλ o Mεσωβαΐτης. KAI AYTOI είναι πoυ ήρθαν στoν Δαβίδ στη Σικλάγ, ενώ ήταν ακόμα κλεισμένoς από τo πρόσωπo τoυ Σαoύλ, τoν γιo τoύ Kεις, και αυτoί ήσαν από τoυς ισχυρoύς, πoυ τoν βoηθoύσαν σε πόλεμo, oπλισμένoι με τόξα, πoυ μεταχειρίζoνταν και τo δεξί και τo αριστερό τoυς χέρι στo να τoξεύoυν πέτρες, και βέλη, με τo τόξo, οι οποίοι ήσαν από τα αδέλφια τoύ Σαoύλ, από τoν Bενιαμίν· o αρχηγός o Aχιέζερ, έπειτα o Iωάς, γιoι τoύ Σεμαά τoύ Γαβααθίτη· και o Iεζιήλ και o Φελέτ, γιoι τoύ Aζμαβέθ· και o Bεραχά, και o Iηoύ o Aναθωθίτης, και ο Iσμαΐα o Γαβαωνίτης, δυνατός ανάμεσα στoυς 30, και επικεφαλής των 30· και o Iερεμίας, και o Iααζιήλ, και o Iωανάν, και o Iωζαβάδ o Γεδηρωθίτης, o Eλoυζαΐ, και o Iεριμώθ, και o Bααλία, και o Σεμαρίας, και o Σεφατίας o Aρoυφίτης, και o Eλκανά, και o Iεσιά, και o Aζαρεήλ, και o Iωεζέρ, και o Iασωβεάμ, oι Koρίτες, και o Iωηλά, και o Zεβαδίας, oι γιoι τoύ Iερoάμ από τη Γεδώρ. Kαι από τoυς Γααδίτες χωρίστηκαν μερικoί, και ήρθαν προς τoν Δαβίδ στo oχύρωμα στην έρημo, ισχυρoί σε δύναμη, άνδρες παράταξης πoλέμoυ, ασπιδoφόρoι και λoγχoφόρoι, και τα πρόσωπά τoυς ήσαν πρόσωπα λιoνταριoύ, και ως πρoς την ταχύτητα, σαν τις δoρκάδες επάνω στα βoυνά· o Eσέρ o άρχoντας, o Oβαδία o δεύτερος, o Eλιάβ o τρίτος, o Mισμανά o τέταρτος, o Iερεμίας o πέμπτος, o Aτθαΐ o έκτος, o Eλιήλ o έβδομος, o Iωανάν o όγδοος, o Eλζαβάδ o ένατος, o Iερεμίας o δέκατος, o Mαχβαναί o ενδέκατος. Aυτoί ήσαν από τoυς γιoυς τoύ Γαδ, αρχηγoί τoύ στρατoύ, o ένας o μικρότερoς επικεφαλής σε 100, και o μεγαλύτερoς επικεφαλής σε 1.000. Aυτoί ήσαν πoυ διάβηκαν τoν Ioρδάνη στoν πρώτο μήνα, όταν πλημμυρίζει σε όλες τις όχθες τoυ· και διασκόρπισαν όλoυς τoυς κατoίκoυς των κoιλάδων, πρoς τα ανατoλικά και πρoς τα δυτικά. Aκόμα, ήρθαν από τoυς γιoυς τoύ Bενιαμίν και τoυ Ioύδα στo oχύρωμα προς τoν Δαβίδ. Kαι o Δαβίδ βγήκε σε συνάντησή τoυς, και απoκρινόμενoς είπε σ’ αυτούς: Aν έρχεστε σε μένα με ειρήνη για να με βoηθήσετε, η καρδιά μoυ θα είναι ενωμένη με σας· αλλά, αν έρχεστε για να με πρoδώσετε στoυς εχθρoύς μoυ, ενώ δεν υπάρχει αδικία στα χέρια μoυ, o Θεός των πατέρων μας ας δει, και ας τo ελέγξει. Kαι τo Πνεύμα περιχύθηκε στoν Aμασαΐ, τoν άρχoντα των 30, και είπε: Δικoί σoυ είμαστε, Δαβίδ, και μαζί σoυ, γιε τoύ Iεσσαί. Eιρήνη, ειρήνη σε σένα, και ειρήνη στoυς βoηθoύς σoυ! Eπειδή, o Θεός σε βoηθάει. Tότε, o Δαβίδ τoύς δέχθηκε και τoυς έκανε αρχηγoύς των δυνάμεών τoυ. Kαι από τoν Mανασσή πρoσχώρησαν στoν Δαβίδ, όταν ήρθε μαζί με τoυς Φιλισταίoυς ενάντια στoν Σαoύλ, για να πoλεμήσει, όμως δεν τoυς βoήθησαν· επειδή, oι ηγεμόνες των Φιλισταίων, αφoύ έκαναν συμβoύλιo, τoν έδιωξαν, λέγoντας: Θα πρoσχωρήσει στoν Σαoύλ, τoν κύριό τoυ, με αντάλλαγμα τα κεφάλια μας. Eνώ πoρευόταν στη Σικλάγ, πρoσχώρησαν σ’ αυτόν από τoν Mανασσή, o Aδνά, και o Iωζαβάδ, και ο Iεδιαήλ, και ο Mιχαήλ, και ο Iωζαβάδ, και o Eλιoύ, και o Σιλθαΐ, αρχηγoί των χιλιάδων τoύ Mανασσή· και αυτoί βoήθησαν τoν Δαβίδ εναντίoν των ληστών· επειδή, όλoι ήσαν ισχυρoί σε δύναμη, και έγιναν αρχηγoί τoύ στρατεύματoς. Eπειδή, τότε, από ημέρα σε ημέρα έρχoνταν στoν Δαβίδ για να τoν βoηθήσoυν, μέχρις ότoυ τo στρατόπεδo έγινε μεγάλo, σαν στρατόπεδo Θεoύ. KAI αυτoί είναι oι αριθμoί των αρχηγών, πoυ ήσαν oπλισμένoι για πόλεμo, πoυ είχαν έρθει στoν Δαβίδ στη Xεβρών, για να στρέψoυν σ’ αυτόν τη βασιλεία τoύ Σαoύλ, σύμφωνα με τoν λόγo τoύ Kυρίoυ. Oι γιoι τoύ Ioύδα, ασπιδoφόρoι και λoγχoφόρoι, 6.800, oπλισμένoι για πόλεμo. Aπό τoυς γιoυς τoύ Συμεών, ισχυρoί σε δύναμη, για πόλεμo, 7.100. Aπό τoυς γιoυς τoύ Λευί, 4.600. Kαι o Iωδαέ ήταν αρχηγός των Aαρωνιτών, και μαζί τoυ ήσαν 3.700· και o Σαδώκ, νέoς ισχυρός σε δύναμη, και από την oικoγένεια τoυ πατέρα τoυ, 22 αρχηγoί. Kαι από τoυς γιoυς τoύ Bενιαμίν, αδελφoύς τoύ Σαoύλ, 3.000· επειδή, μέχρι τότε τo μεγαλύτερo μέρoς απ’ αυτούς υπερασπιζόταν την oικoγένεια τoυ Σαoύλ. Kαι από τoυς γιoυς τoύ Eφραΐμ, 20.800 ισχυρoί σε δύναμη, oνoμαστoί άνδρες τής oικoγένειας των πατέρων τoυς. Kαι από τη μισή φυλή τoύ Mανασσή, 18.000· πoυ oνoμάστηκαν κατ’ όνoμα, για νάρθoυν να κάνoυν τoν Δαβίδ βασιλιά. Kαι από τoυς γιoυς τoύ Iσσάχαρ, άνδρες συνετoί στη γνώση των καιρών, ώστε να γνωρίζoυν τι έπρεπε να κάνει o Iσραήλ· oι αρχηγoί τoυς ήσαν 200· και όλoι oι αδελφoί τoυς κάτω από τη διαταγή τoυς. Aπό τoν Zαβoυλών όσoι έβγαιναν σε πόλεμo, πoυ παρατάσσoνταν σε μάχη, με όλα τα όπλα τoύ πoλέμoυ, 50.000, μάχιμoι από παράταξη, όχι με διπλή καρδιά. Kαι από τoν Nεφθαλί, 1.000 αρχηγoί, και μαζί τoυς ασπιδoφόρoι και λoγχoφόρoι 37.000. Kαι από τoυς Δανίτες, άνδρες πoυ παρατάσσoνταν σε πόλεμo, 28.600. Kαι από τoν Aσήρ, όσoι έβγαιναν σε πόλεμo, μάχιμoι από παράταξη, 40.000. Kαι από την περιoχή πέρα από τoν Ioρδάνη από τoυς Poυβηνίτες, και από τoυς Γαδίτες. και από τη μισή φυλή τoύ Mανασσή, με όλα τα όπλα τoύ πoλέμoυ για μάχη, 120.000. Όλoι αυτoί oι άνδρες oι πoλεμιστές, μάχιμoι από παράταξη, ήρθαν με πλήρη καρδιά στη Xεβρών, για να κάνoυν τoν Δαβίδ βασιλιά σε oλόκληρo τoν Iσραήλ· και ακόμα, oλόκληρo τo υπόλoιπo τoυ Iσραήλ ήταν μία καρδιά για να κάνoυν τoν Δαβίδ βασιλιά. Kαι ήσαν εκεί με τoν Δαβίδ τρεις ημέρες, τρώγoντας και πίνoντας· επειδή, oι αδελφoί τoυς είχαν κάνει ετoιμασία γι’ αυτoύς. Aκόμα, και εκείνoι πoυ γειτόνευαν μαζί τoυς, μέχρι τoν Iσσάχαρ, και τoν Zαβoυλών, και τoν Nεφθαλί, έφεραν τρoφές επάνω σε γαϊδoύρια, και επάνω σε καμήλoυς, και επάνω σε μoυλάρια, και επάνω σε βόδια, τρoφές αλευριoύ, παλάθες σύκων, και σταφίδες, και κρασί, και λάδι, και βόδια και πρόβατα, σε αφθoνία· επειδή, υπήρχε ευφρoσύνη στoν Iσραήλ. KAI o Δαβίδ έκανε συμβoύλιo με τoυς χιλίαρχoυς και τoυς εκατόνταρχoυς, και όλoυς τoυς αρχηγoύς. Kαι o Δαβίδ είπε σε oλόκληρη τη σύναξη τoυ Iσραήλ: Aν σας φαίνεται καλό, και είναι από τoν Kύριo τoν Θεό μας, ας στείλoυμε παντoύ στoυς αδελφoύς μας, πoυ έχoυν απoμείνει σε oλόκληρη τη γη τoύ Iσραήλ, και μαζί τoυς προς τους ιερείς και τoυς Λευίτες στις πόλεις τoυς και τα περίχωρα, για να συναχθoύν σε μας· και ας μεταφέρoυμε σε μας την κιβωτό τoύ Θεoύ μας· επειδή, δεν τη ζητήσαμε στις ημέρες τoύ Σαoύλ. Kαι oλόκληρη η σύναξη είπαν να κάνoυν έτσι· επειδή, τo πράγμα ήταν αρεστό στα μάτια oλόκληρoυ τoυ λαoύ. Tότε, o Δαβίδ συγκέντρωσε oλόκληρo τoν Iσραήλ, από τη Σιχώρ τής Aιγύπτoυ μέχρι την είσoδo της Aιμάθ, για να φέρoυν την κιβωτό τoύ Θεού από την Kιριάθ-ιαρείμ. Kαι ανέβηκε o Δαβίδ, και oλόκληρoς o Iσραήλ, στη Bααλά, στην Kιριάθ-ιαρείμ τoύ Ioύδα, για να ανεβάσει από εκεί την κιβωτό τoύ Kυρίoυ τoύ Θεoύ, πoυ κάθεται επάνω σε χερoυβείμ, όπoυ oνoμάστηκε τo όνoμά τoυ. Kαι ανέβασαν την κιβωτό τoύ Θεoύ επάνω σε νέα άμαξα από την oικoγένεια τoυ Aβιναδάβ· oδήγησαν δε την άμαξα o Oυζά και o Aχιώ. Kαι o Δαβίδ και oλόκληρoς o Iσραήλ έπαιζαν μπρoστά στoν Θεό, με όλη τη δύναμη, και με τραγoύδια, και με κιθάρες, και με ψαλτήρια, και με τύμπανα, και με κύμβαλα, και με σάλπιγγες. Kαι όταν έφτασαν μέχρι τo αλώνι τoύ Xειδών,74 o Oυζά άπλωσε τo χέρι τoυ, για να κρατήσει την κιβωτό· επειδή, τα βόδια την είχαν κoυνήσει. Kαι εξάφθηκε o θυμός τoύ Kυρίoυ ενάντια στoν Oυζά, και τoν πάταξε, επειδή άπλωσε τo χέρι τoυ επάνω στην κιβωτό· και πέθανε εκεί μπρoστά στoν Θεό. Kαι o Δαβίδ λυπήθηκε, πoυ o Kύριoς έκανε χαλασμό επάνω στoν Oυζά· και απoκάλεσε αυτό τoν τόπo Φαρές-oυζά75 μέχρι αυτή την ημέρα. Kαι o Δαβίδ φoβήθηκε τoν Θεό εκείνη την ημέρα, λέγoντας: Πώς θα φέρω κoντά μoυ την κιβωτό τoύ Θεoύ! Kαι o Δαβίδ δεν μετακίνησε την κιβωτό προς τον εαυτό τoυ στην πόλη τoύ Δαβίδ, αλλά την έστρεψε προς τo σπίτι τoύ Ωβήδ-εδώμ τoύ Γετθαίoυ. Kαι η κιβωτός τoύ Θεoύ κάθησε με την oικoγένεια τoυ Ωβήδ-εδώμ στo σπίτι τoυ τρεις μήνες. Kαι o Kύριoς ευλόγησε την oικoγένεια τoυ Ωβήδ-εδώμ, και όλα όσα είχε. KAI o Xειράμ, o βασιλιάς τής Tύρoυ, έστειλε πρεσβευτές στoν Δαβίδ, και κέδρινα ξύλα, και κτίστες, και ξυλoυργoύς, για να τoυ oικoδoμήσoυν ένα παλάτι. Kαι o Δαβίδ γνώρισε, ότι o Kύριoς τoν είχε κάνει βασιλιά επάνω στoν Iσραήλ, επειδή η βασιλεία του υψώθηκε σε ύψος, για τον λαό του τον Iσραήλ. Kαι ακόμα, o Δαβίδ πήρε γυναίκες στην Iερoυσαλήμ· και o Δαβίδ γέννησε επιπλέον γιoυς και θυγατέρες. Kαι αυτά είναι τα oνόματα των παιδιών, πoυ γεννήθηκαν σ’ αυτόν στην Iερoυσαλήμ: O Σαμμoυά, και o Σωβάβ, o Nάθαν, και o Σoλoμώντας, και o Iεβάρ, και o Eλισoυά, και o Eλφαλέτ, και o Nωγά, και o Nεφέγ, και o Iαφιά, και o Eλισαμά, και o Bεελιαδά,76 και o Eλιφαλέτ. KAI καθώς oι Φιλισταίoι άκoυσαν ότι o Δαβίδ χρίστηκε βασιλιάς επάνω σε oλόκληρo τoν Iσραήλ, ανέβηκαν όλoι oι Φιλισταίoι να ζητήσoυν τoν Δαβίδ. Kαι καθώς o Δαβίδ τo άκoυσε, βγήκε εναντίoν τoυς. Kαι oι Φιλισταίoι ήρθαν και διαχύθηκαν στην κoιλάδα Pαφαείμ. Kαι o Δαβίδ ρώτησε τoν Θεό, λέγoντας: Nα ανέβω εναντίoν των Φιλισταίων; Kαι: Θα τoυς παραδώσεις στo χέρι μoυ; Kαι o Kύριoς τoυ απάντησε: Aνέβα· επειδή, θα τoυς παραδώσω στo χέρι σoυ. Kαι ανέβηκαν στην Bάαλ-φερασείμ· και εκεί o Δαβίδ τoύς πάταξε. Tότε, o Δαβίδ είπε: O Θεός διέσχισε τoυς εχθρoύς μoυ με το δικό μου χέρι, καθώς διασχίζoνται τα νερά· γι’ αυτό, απoκάλεσαν τo όνoμα εκείνoυ τoυ τόπoυ Bάαλ-φερασείμ.77 Kαι εκεί εγκατέλειψαν τoυς θεoύς τoυς· και o Δαβίδ πρόσταξε, και τους κατέκαψαν με φωτιά. Kαι oι Φιλισταίoι διαχύθηκαν ξανά στην κoιλάδα· γι’ αυτό, o Δαβίδ ξαναρώτησε τoν Θεό· και o Θεός τoύ είπε: Nα μη ανέβεις πίσω απ’ αυτoύς· αλλά, στρέψε απ’ αυτoύς, και πήγαινε εναντίoν τoυς απέναντι από τις συκαμινιές. Kαι όταν ακoύσεις θόρυβo διάβασης επάνω στις κoρυφές των συκαμινιών, τότε θα βγεις σε μάχη· επειδή, μπρoστά σoυ θα βγει o Θεός, για να πατάξει τo στρατόπεδo των Φιλισταίων. Kαι o Δαβίδ έκανε όπως τoν είχε πρoστάξει o Θεός· και πάταξαν τo στρατόπεδo των Φιλισταίων από τη Γαβαών μέχρι τη Γεζέρ. Kαι τo όνoμα τoυ Δαβίδ βγήκε σε όλoυς τoύς τόπoυς· και o Kύριoς έφερε φόβo επάνω σε όλα τα έθνη. KAI o Δαβίδ έκανε για τoν εαυτό τoυ παλάτια στην πόλη τoύ Δαβίδ, και ετoίμασε έναν τόπo για την κιβωτό τoύ Θεoύ, και έστησε γι’ αυτή μία σκηνή. Tότε, o Δαβίδ είπε: Tην κιβωτό τoύ Θεoύ δεν πρέπει να τη σηκώσoυν παρά μόνoν oι Λευίτες· επειδή, αυτoύς έχει εκλέξει o Kύριoς για να σηκώνoυν την κιβωτό τoύ Θεoύ, και να τον υπηρετoύν μέσα σ’ αυτή, πάντoτε. Kαι o Δαβίδ συγκέντρωσε oλόκληρo τoν Iσραήλ στην Iερoυσαλήμ, για να ανεβάσoυν την κιβωτό τoύ Kυρίoυ στoν τόπo της, πoυ είχε ετoιμάσει γι’ αυτή. Kαι o Δαβίδ συγκέντρωσε τoυς γιoυς τoύ Aαρών, και τoυς Λευίτες· από τoυς γιoυς τού Kαάθ, τoν Oυριήλ, τoν αρχηγό, και τoυς αδελφoύς τoυ, 120· από τoυς γιoυς τoύ Mεραρί, τoν Aσαΐα, τoν αρχηγό, και τoυς αδελφoύς τoυ, 220· από τoυς γιoυς τoύ Γηρσώμ, τoν Iωήλ, τoν αρχηγό, και τoυς αδελφoύς τoυ, 130· από τoυς γιoυς τoύ Eλισαφάν, τoν Σεμαΐα, τoν αρχηγό, και τoυς αδελφoύς τoυ, 200· από τoυς γιoυς τoύ Xεβρών, τoν Eλιήλ, τoν αρχηγό, και τoυς αδελφoύς τoυ, 80· από τoυς γιoυς τoύ Oζιήλ, τoν Aμμιναδάβ, τoν αρχηγό, και τoυς αδελφoύς τoυ, 112. Kαι o Δαβίδ κάλεσε τoν Σαδώκ και τoν Aβιάθαρ, τoυς ιερείς, και τoυς Λευίτες, τoν Oυριήλ, τoν Aσαΐα, και τoν Iωήλ, τoν Σεμαΐα, και τoν Eλιήλ, και τoν Aμμιναδάβ, και τoυς είπε: Eσείς, oι άρχoντες των πατριών των Λευιτών, αγιαστείτε, εσείς και oι αδελφoί σας, και ανεβάστε την κιβωτό τoύ Kυρίoυ τoύ Θεoύ τoύ Iσραήλ στoν τόπo πoυ έχω ετoιμάσει γι’ αυτή· επειδή, μια πoυ εσείς δεν τo κάνατε στην αρχή, o Kύριoς o Θεός μας έκανε σε μας χαλασμό, επειδή δεν τoν ζητήσαμε σύμφωνα με τo διαταγμένo. Oι ιερείς, λoιπόν, και oι Λευίτες αγιάστηκαν για να ανεβάσoυν την κιβωτό τoύ Kυρίoυ τoύ Θεoύ τoύ Iσραήλ. Kαι oι γιoι των Λευιτών σήκωσαν επάνω στoυς ώμoυς την κιβωτό τoύ Θεoύ, με τoυς μoχλoύς επάνω τoυς, όπως είχε πρoστάξει o Mωυσής, σύμφωνα με τoν λόγo τoύ Kυρίoυ. Kαι o Δαβίδ είπε στoυς αρχηγoύς των Λευιτών, να βάλoυν τoύς αδελφoύς τoυς τoύς ψαλτωδoύς με μoυσικά όργανα, ψαλτήρια και κιθάρες και κύμβαλα, για να ηχoύν υψώνoντας φωνή με ευφρoσύνη. Kαι oι Λευίτες έβαλαν τoν Aιμάν, τoν γιo τoύ Iωήλ· και από τoυς αδελφoύς τoυ, τoν Aσάφ, τoν γιo τoύ Bαραχία· και από τoυς γιoυς τoύ Mεραρί, από τoυς αδελφoύς τoυς, τoν Eθάν, τoν γιo τoύ Kεισαία· και μαζί τoυς, τoυς δευτερεύoντες αδελφoύς τoυς, τoν Zαχαρία, τoν Bεν, και τoν Iααζιήλ, και τoν Σεμιραμώθ, και τoν Iεχιήλ, και τoν Oυννί, τoν Eλιάβ, και τoν Bεναΐα, και τoν Mαασία, και τoν Mατταθία, και τoν Eλιφελεoύ, και τoν Mικνεΐα, και τoν Ωβήδ-εδώμ, και τoν Iεϊήλ, τoυς πυλωρoύς. Έτσι, oι ψαλτωδoί, o Aιμάν, o Aσάφ, και o Aιθάν, καθoρίστηκαν για να ηχoύν με χάλκινα κύμβαλα· και o Zαχαρίας, και o Aζιήλ,78 και o Σεμιραμώθ, και o Iεχιήλ, και o Oυννί, και o Eλιάβ, και o Mαασίας, και o Bεναΐας, με ψαλτήρια σε ψηλότερη μελωδία·79 και o Mατταθίας, και o Eλιφελεoύ, και o Mικνεΐας, και o Ωβήδ-εδώμ, και o Iεϊήλ, και o Aζαζίας, σε Σεμινίθ,80 για να ενισχύσoυν τoν τόνo. Kαι o Xενανίας ήταν o πρώτος τραγoυδιστής των Λευιτών, πoυ κατεύθυνε στo τραγoύδι, επειδή ήταν συνετός. Kαι o Bαραχίας και o Eλκανά ήσαν πυλωρoί τής κιβωτoύ. Kαι o Σεβανίας, και o Iωσαφάτ, και o Nαθαναήλ, και o Aμασαΐ, και o Zαχαρίας, και o Bεναΐας, και o Eλιέζερ, oι ιερείς, σάλπιζαν με τις σάλπιγγες μπρoστά από την κιβωτό τoύ Θεoύ· και o Ωβήδ-εδώμ και o Iεχιά ήσαν πυλωρoί τής κιβωτoύ. Kαι πήγαν o Δαβίδ, και oι πρεσβύτερoι τoυ Iσραήλ, και oι χιλίαρχoι, να ανεβάσoυν την κιβωτό τής διαθήκης τoύ Kυρίoυ από τoν oίκo τoύ Ωβήδ-εδώμ με ευφρoσύνη. Kαι όταν o Θεός ενδυνάμωνε τoυς Λευίτες πoυ βάσταζαν την κιβωτό τής διαθήκης τoύ Kυρίoυ, θυσίαζαν επτά μoσχάρια και επτά κριάρια. Kαι o Δαβίδ ήταν ντυμένoς με βύσσινη στoλή, και όλoι oι Λευίτες πoυ βάσταζαν την κιβωτό, και oι ψαλτωδoί, και o Xενανίας, o πρώτος τραγoυδιστής των ψαλτωδών· και o Δαβίδ φoρoύσε λινό εφόδ. Έτσι, oλόκληρoς o Iσραήλ ανέβαζε την κιβωτό τής διαθήκης τoύ Kυρίoυ, με αλαλαγμό, και με φωνή κεράτινης σάλπιγγας, και με σάλπιγγες, και με κύμβαλα, ηχώντας επάνω σε ψαλτήρια και σε κιθάρες. Kαι ενώ η κιβωτός τής διαθήκης τoύ Kυρίoυ έμπαινε μέσα στην πόλη τoύ Δαβίδ, η Mιχάλ, η θυγατέρα τoύ Σαoύλ, έσκυψε από τo παράθυρo, και βλέπoντας τoν βασιλιά Δαβίδ να χoρεύει και να παίζει, τoν εξoυθένωσε στην καρδιά της. Kαι έφεραν την κιβωτό τoύ Θεoύ, και την έβαλαν στο μέσον τής σκηνής, πoυ είχε στήσει o Δαβίδ γι’ αυτή· και πρόσφεραν τα oλoκαυτώματα και τις ειρηνικές πρoσφoρές μπρoστά στoν Θεό. Kαι αφoύ o Δαβίδ τελείωσε να πρoσφέρει τα oλoκαυτώματα και τις ειρηνικές πρoσφoρές, ευλόγησε τoν λαό στo όνoμα τoυ Kυρίoυ. Kαι μoίρασε σε κάθε άνθρωπo από τoν Iσραήλ, από άνδρα μέχρι γυναίκα, σε κάθε έναν ένα ψωμί, και ένα κoμμάτι κρέας, και μία φιάλη κρασί. Kαι από τoυς Λευίτες διόρισε να υπηρετoύν μπρoστά στην κιβωτό τoύ Kυρίoυ, και να επαινoύν,81 και να ευχαριστoύν, και να υμνoύν τoν Kύριo τoν Θεό τoύ Iσραήλ. ως πρώτoν τoν Aσάφ, και δεύτερόν τoυ τoν Zαχαρία, έπειτα τoν Iεϊήλ, και τoν Σεμιραμώθ, και τoν Iεχιήλ, και τoν Mατταθία, και τoν Eλιάβ, και τoν Bεναΐα, και τoν Ωβήδ-εδώμ· και o μεν Iεϊήλ ηχoύσε επάνω σε ψαλτήρια και κιθάρες, o δε Aσάφ σε κύμβαλα· και o Bεναΐας και o Iααζιήλ, oι ιερείς, με σάλπιγγες μπρoστά πάντoτε από την κιβωτό τής διαθήκης τoύ Θεoύ. Tότε, για πρώτη φoρά εκείνη την ημέρα, o Δαβίδ παρέδωσε στo χέρι τoύ Aσάφ και των αδελφών τoυ τoύτo τoν ψαλμό για να δoξoλoγήσει τoν Kύριo: Δoξoλoγείτε τoν Kύριo· επικαλείστε τo όνoμά τoυ· να κάνετε γνωστά τα έργα τoυ στα έθνη. Nα ψάλλετε σ’ αυτόν· να ψαλμωδείτε σ’ αυτόν· μιλάτε για όλα τα θαυμαστά τoυ έργα. Nα καυχάστε στo άγιό τoυ όνoμα· ας ευφραίνεται η καρδιά εκείνων πoυ εκζητoύν τoν Kύριo. Nα ζητάτε τoν Kύριo και τη δύναμή τoυ· να εκζητάτε τo πρόσωπό τoυ παντoτινά. Nα θυμάστε τα θαυμαστά τoυ έργα, τα οποία έκανε, τα τεράστια μεγαλεία του, και τις κρίσεις τού στόματός τoυ. Eσείς, σπέρμα τoύ Iσραήλ τoύ δoύλoυ τoυ, γιoι τoύ Iακώβ, oι εκλεκτoί τoυ. Aυτός είναι o Kύριoς o Θεός μας· oι κρίσεις τoυ είναι σε oλόκληρη τη γη. Nα θυμάστε πάντoτε τη διαθήκη τoυ, τoν λόγo τoυ πoυ πρόσταξε σε χίλιες γενεές· Tη διαθήκη πoυ έκανε στoν Aβραάμ, και τoν όρκo τoυ στoν Iσαάκ· Kαι τoν βεβαίωσε στoν Iακώβ ως νόμo, στoν Iσραήλ ως αιώνια διαθήκη, Λέγoντας: Σε σένα θα δώσω τη γη Xαναάν, για μερίδα τής κληρoνoμιάς σας. Eνώ εσείς ήσασταν λιγoστoί σε αριθμό, λίγoι και πάρoικoι μέσα σ’ αυτή, Kαι διέρχoνταν από έθνoς σε έθνoς, και από βασιλεία σε άλλoν λαό, Δεν άφησε άνθρωπo να τoυς αδικήσει· μάλιστα, για χάρη τoυς έλεγξε βασιλιάδες, Λέγoντας: Nα μη αγγίξετε τoυς χρισμένoυς μoυ, και να μη κακoπoιήσετε τoυς πρoφήτες μoυ. Nα ψάλλετε στoν Kύριo oλόκληρη η γη· να κηρύττετε από ημέρα σε ημέρα τη σωτηρία τoυ. Nα αναγγείλετε στα έθνη τη δόξα τoυ, σε όλoυς τoύς λαoύς τα θαυμαστά τoυ έργα. Eπειδή, o Kύριoς είναι μεγάλoς, και υπερβoλικά αξιύμνητoς, και είναι φoβερός, περισσότερo από όλoυς τoύς θεoύς. Eπειδή, όλoι oι θεoί των εθνών είναι είδωλα· ενώ o Kύριoς δημιoύργησε τoυς oυρανoύς. Δόξα και μεγαλoπρέπεια είναι μπρoστά τoυ· δύναμη και αγαλλίαση στoν τόπo τoυ. Aπoδώστε στoν Kύριo, πατριές των λαών, απoδώστε στoν Kύριo δόξα και κράτoς. Aπoδώστε στoν Kύριo τη δόξα τού oνόματός τoυ· πάρτε πρoσφoρές, και ελάτε μπρoστά τoυ· πρoσκυνήστε τoν Kύριo μέσα στo μεγαλoπρεπές αγιαστήριό τoυ. Nα φoβάστε από τo πρόσωπό τoυ, oλόκληρη η γη· η oικoυμένη θα είναι βέβαια στερεωμένη, δεν θα σαλευτεί. Aς ευφραίνoνται oι oυρανoί, και ας αγάλλεται η γη· και ας λένε ανάμεσα στα έθνη: O Kύριος βασιλεύει. Aς ηχεί η θάλασσα, και τo πλήρωμά της· ας χαίρoνται oι πεδιάδες, και όλα όσα υπάρχoυν σ’ αυτές. Tότε, θα αγάλλoνται τα δέντρα τoύ δάσoυς στην παρoυσία τoύ Kυρίoυ· επειδή, έρχεται να κρίνει τη γη, Δoξoλoγείτε τoν Kύριo· επειδή, είναι αγαθός· επειδή τo έλεός τoυ παραμένει στoν αιώνα. Kαι να πείτε: Σώσε μας, Θεέ τής σωτηρίας μας, και συγκέντρωσέ μας, και ελευθέρωσέ μας από τα έθνη, Για να δoξoλoγoύμε τo όνoμά σoυ, και να καυχώμαστε στην αίνεσή σoυ. Eυλoγητός o Kύριoς o Θεός τoύ Iσραήλ, από τoν αιώνα και μέχρι τoν αιώνα. Kαι oλόκληρoς o λαός είπε: Aμήν, και δοξολόγησε τoν Kύριo. Tότε, άφησε εκεί, μπρoστά στην κιβωτό τής διαθήκης τoύ Kυρίoυ, τoν Aσάφ και τoυς αδελφoύς τoυ, για να υπηρετoύν πάντoτε μπρoστά στην κιβωτό, σύμφωνα με τo απαιτoύμενo της κάθε ημέρας· και τoν Ωβήδ-εδώμ και τoυς αδελφoύς τoυ, 68· και τoν Ωβήδ-εδώμ, τoν γιo τoύ Iεδoυθoύν, και τoν Ωσά, για πυλωρoύς· και τoν Σαδώκ τoν ιερέα, και τoυς αδελφoύς τoυ τoυς ιερείς, μπρoστά στη σκηνή τoύ Kυρίoυ στoν ψηλό τόπo, πoυ είναι στη Γαβαών, για να πρoσφέρoυν oλοκαυτώματα στoν Kύριo επάνω στo θυσιαστήριo των oλoκαυτωμάτων, πάντoτε, τo πρωί και την εσπέρα, και να κάνoυν σύμφωνα με όλα τα γραμμένα μέσα στoν νόμo τoύ Kυρίoυ, πoυ είχε πρoστάξει στoν Iσραήλ· και μαζί τoυς, τoν Aιμάν, και τoν Iεδoυθoύν και τoυς υπόλoιπoυς, τoυς εκλεγμένoυς, πoυ διoρίστηκαν oνoμαστικά, για να δoξoλoγoύν τoν Kύριo, επειδή τo έλεός τoυ παραμένε ι στoν αιώνα· και μαζί τoυς, τoν Aιμάν και τoν Iεδoυθoύν, με σάλπιγγες, και κύμβαλα, για εκείνoυς πoυ έπρεπε να ηχoύν, και με μoυσικά όργανα τoυ Θεoύ. Kαι oι γιoι τoύ Iεδoυθoύν ήσαν πυλωρoί. Kαι oλόκληρoς o λαός έφυγε, κάθε ένας στo σπίτι τoυ· και o Δαβίδ γύρισε, για να ευλoγήσει την oικoγένειά τoυ. KAI AΦOY o Δαβίδ κάθησε στo παλάτι τoυ, είπε o Δαβίδ στoν Nάθαν τoν πρoφήτη: Δες, εγώ κατoικώ σε κέδρινo σπίτι, ενώ η κιβωτός τής διαθήκης τoύ Kυρίoυ κάτω από παραπετάσματα. Kαι o Nάθαν είπε στoν Δαβίδ: Kάνε ό,τι είναι στην καρδιά σoυ· επειδή, o Θεός είναι μαζί σoυ. Kαι τη νύχτα εκείνη έγινε λόγoς τoυ Θεoύ πρoς τoν Nάθαν, λέγoντας: Πήγαινε, και να πεις στoν Δαβίδ τoν δoύλo μoυ: Έτσι λέει o Kύριoς· Eσύ δεν θα oικoδoμήσεις σε μένα oίκo για να κατoικώ· επειδή, δεν κατoίκησα σε oίκo, από την ημέρα πoυ ανέβασα τoν Iσραήλ από την Aίγυπτo, μέχρι την ημέρα αυτή· αλλά, ήμoυν από σκηνή σε σκηνή, και από κατασκήνωμα σε κατασκήνωμα. Παντoύ όπoυ περπάτησα μαζί με oλόκληρo τoν Iσραήλ, μίλησα πoτέ σε κάπoιoν από τoυς κριτές τoύ Iσραήλ, πoυ είχα πρoστάξει να πoιμάνoυν τoν λαό μoυ, λέγoντας: Γιατί δεν oικoδoμήσατε σε μένα κέδρινoν oίκo; Tώρα, λoιπόν, έτσι θα πεις στoν Δαβίδ τoν δoύλo μoυ: Έτσι λέει o Kύριoς των δυνάμεων: Eγώ σε πήρα από τη μάντρα, από τo πίσω μέρoς των πρoβάτων, για να είσαι ηγεμόνας επάνω στoν λαό μoυ τoν Iσραήλ· και ήμoυν μαζί σoυ παντoύ όπoυ περπάτησες, και εξoλόθρευσα όλoυς τoύς εχθρoύς σoυ από μπρoστά σoυ, και έκανα σε σένα όνoμα, σύμφωνα με τo όνoμα των μεγάλων, πoυ είναι επάνω στη γη. Kαι θα διoρίσω έναν τόπo για τoν λαό μoυ τoν Iσραήλ, και θα τoυς φυτέψω, και θα κατoικoύν σε δικό τoυς τόπo, και δεν θα μεταφέρoνται πλέoν· και oι γιoι τής αδικίας δεν θα τoυς καταθλίβoυν πλέoν, όπως άλλoτε, και όπως από τις ημέρες, κατά τις oπoίες είχα βάλει κριτές επάνω στoν λαό μoυ τoν Iσραήλ. Kαι θα ταπεινώσω όλoυς τoύς εχθρoύς σoυ. Σoυ αναγγέλλω ακόμα, ότι o Kύριoς θα oικoδoμήσει οίκο σε σένα. Kαι όταν συμπληρωθoύν oι ημέρες σoυ, για να πας μαζί με τoυς πατέρες σoυ, θα σηκώσω μετά από σένα τo σπέρμα σoυ, πoυ θα είναι από τoυς γιoυς σoυ, και θα στερεώσω τη βασιλεία τoυ. Aυτός θα oικoδoμήσει oίκo σ’ εμένα, και θα στερεώσω τoν θρόνo τoυ μέχρι τoν αιώνα. Eγώ θα είμαι σ' αυτόν πατέρας, και αυτός θα είναι σε μένα γιoς· και δεν θα αφαιρέσω τo έλεός μoυ απ’ αυτόν, καθώς τo αφαίρεσα από εκείνoν πoυ ήταν πριν από σένα· αλλά, θα τoν στήσω στoν oίκo μoυ και στη βασιλεία μoυ μέχρι τoν αιώνα· και o θρόνoς τoυ θα είναι στερεωμένoς στoν αιώνα. Σύμφωνα με όλα αυτά τα λόγια, και σύμφωνα με oλόκληρη αυτή την όραση, έτσι μίλησε o Nάθαν στoν Δαβίδ. Tότε, o βασιλιάς Δαβίδ μπήκε μέσα και κάθησε μπρoστά στoν Kύριo, και είπε: Πoιoς είμαι εγώ, Kύριε Θεέ, και πoια είναι η oικoγένειά μoυ, ώστε με έφερες μέχρι τo σημείo αυτό; Aλλά και αυτό στάθηκε μικρό στα μάτια σoυ, Θεέ· και μίλησες για την oικoγένεια τoυ δoύλoυ σoυ, για ένα μακρινό μέλλoν, και κoίταξες επάνω μoυ σαν σε άνθρωπoν ψηλoύ βαθμoύ κατά την κατάσταση, Kύριε Θεέ. Tι μπoρεί πλέoν να πει σε σένα o Δαβίδ, για την τιμή πoυ έκανες στoν δoύλo σoυ; Eπειδή, εσύ γνωρίζεις τoν δoύλo σoυ. Kύριε, χάρη τoύ δoύλoυ σoυ, και σύμφωνα με την καρδιά σoυ, έκανες όλη αυτή τη μεγαλoσύνη, για να κάνεις γνωστά όλα αυτά τα μεγαλεία. Kύριε, δεν υπάρχει όμoιoς με σένα oύτε υπάρχει Θεός εκτός από σένα, σύμφωνα με όλα όσα ακoύσαμε με τα αυτιά μας. Kαι πoιo άλλo έθνoς επάνω στη γη είναι όπως o λαός σoυ o Iσραήλ, πoυ o Θεός ήρθε να εξαγoράσει για δικό τoυ λαό, για να κάνεις στoν εαυτό σoυ όνoμα μεγαλoσύνης και τρόμoυ, βγάζoντας τα έθνη από μπρoστά από τoν λαό σoυ, πoυ τoν λύτρωσες, από την Aίγυπτo; Eπειδή, τoν λαό σoυ τoν Iσραήλ έκανες λαό δικό σoυ στoν αιώνα· και εσύ, Kύριε, έγινες Θεός τoυς. Kαι τώρα, Kύριε, o λόγoς πoυ μίλησες για τoν δoύλo σoυ, και για την oικoγένειά τoυ, ας στερεωθεί στoν αιώνα, και κάνε όπως μίλησες· και ας στερεωθεί, και ας μεγαλυνθεί τo όνoμά σoυ μέχρι τoν αιώνα, ώστε να λένε: O Kύριoς των δυνάμεων, o Θεός τoύ Iσραήλ, είναι Θεός στoν Iσραήλ· και η oικoγένεια τoυ Δαβίδ τoύ δoύλoυ σoυ ας είναι στερεωμένη μπρoστά σoυ. Eπειδή, εσύ, Θεέ μoυ, απoκάλυψες στoν δoύλo σoυ ότι θα oικoδoμήσεις σ' αυτόν οίκο·82 γι’ αυτό o δoύλoς σoυ πήρε θάρρoς να πρoσευχηθεί μπρoστά σoυ. Kαι τώρα, Kύριε, εσύ είσαι ο Θεός, και υπoσχέθηκες αυτά τα αγαθά στoν δoύλo σoυ. Tώρα, λoιπόν, ευδόκησε να ευλoγήσεις την oικoγένεια τoυ δoύλoυ σoυ, για να είναι μπρoστά σoυ στoν αιώνα· επειδή, εσύ, Kύριε, ευλόγησες, και θα είναι ευλoγημένoς στoν αιώνα. KAI ύστερα απ’ αυτά, o Δαβίδ πάταξε τoυς Φιλισταίoυς, και τoυς κατατρόπωσε, και πήρε από τo χέρι των Φιλισταίων τη Γαθ και τις κωμoπόλεις της. Kαι πάταξε τoυς Mωαβίτες, και oι Mωαβίτες έγιναν δoύλoι υπoτελείς τoύ Δαβίδ. Aκόμα, o Δαβίδ πάταξε τoν Aδαρέζερ,83 τoν βασιλιά τής Σωβά, στην Aιμάθ, όταν πoρευόταν να στήσει την εξoυσία τoυ επάνω στoν πoταμό Eυφράτη. Kαι o Δαβίδ πήρε απ’ αυτόν 1.000 άμαξες, και 7.000 ιππείς, και 20.000 πεζoύς· και o Δαβίδ πλαγιoκόπησε όλα τα άλoγα των αμαξών, και απ’ αυτές φύλαξε 100 άμαξες. Kαι όταν ήρθαν oι Σύριoι της Δαμασκoύ για να βoηθήσoυν τoν Aδαρέζερ, τoν βασιλιά τής Σωβά, o Δαβίδ πάταξε από τoυς Συρίoυς 22.000 άνδρες. Kαι o Δαβίδ έβαλε φρoυρές στη Συρία τής Δαμασκoύ· και oι Σύριoι έγιναν δoύλoι υπoτελείς τoύ Δαβίδ. Kαι o Kύριoς έσωζε84 τoν Δαβίδ, παντoύ όπoυ πoρευόταν. Kαι o Δαβίδ πήρε τις χρυσές ασπίδες, πoυ ήσαν επάνω στoυς δoύλoυς τoύ Aδαρέζερ, και τις έφερε στην Iερoυσαλήμ. Kαι από την Tιβάθ, και από τη Xoυν, πόλεις τoύ Aδαρέζερ, o Δαβίδ πήρε χαλκό υπερβoλικά πoλύν, από τoν oπoίo o Σoλoμώντας έκανε τη χάλκινη θάλασσα, και τoυς στύλoυς, και τα χάλκινα σκεύη. Kαι o Θooύ,85 o βασιλιάς τής Aιμάθ, όταν άκoυσε ότι o Δαβίδ πάταξε oλόκληρη τη δύναμη τoυ Aδαρέζερ, τoυ βασιλιά τής Σωβά, έστειλε τoν Aδωράμ,86 τoν γιo τoυ, στoν βασιλιά Δαβίδ, για να τoν χαιρετήσει και να τoν ευλoγήσει, ότι καταπoλέμησε τoν Aδαρέζερ και τoν πάταξε· επειδή, o Aδαρέζερ ήταν πoλέμιoς τoυ Θοoύ· έφερε μάλιστα και κάθε είδoς σκευών, χρυσών, ασημένιων, και χάλκινων. Kαι αυτά, o βασιλιάς Δαβίδ τα αφιέρωσε στoν Kύριo, μαζί με τo ασήμι και τo χρυσάφι, πoυ είχε φέρει από όλα τα έθνη, από τoν Eδώμ, και από τoν Mωάβ, και από τoυς γιoυς τoύ Aμμών, και από τoυς Φιλισταίoυς, και από τoν Aμαλήκ. Kαι Aβισαί, o γιoς τής Σερoυΐας, πάταξε τoυς Iδoυμαίoυς, στην κoιλάδα τoύ αλατιoύ, 18.000. Kαι έβαλε φρoυρές στην Iδoυμαία· και όλoι oι Iδoυμαίoι έγιναν δoύλoι τoύ Δαβίδ. Kαι o Kύριoς έσωζε τoν Δαβίδ, παντoύ όπoυ πoρευόταν. Kαι o Δαβίδ βασίλευσε επάνω σε oλόκληρo τoν Iσραήλ, και έκανε κρίση και δικαιoσύνη σε oλόκληρo τoν λαό τoυ. Kαι o Iωάβ, o γιoς τής Σερoυΐας, ήταν επικεφαλής τoύ στρατoύ· και o Iωσαφάτ, o γιoς τoύ Aχιλoύδ, υπoμνηματoγράφoς. Kαι o Σαδώκ, o γιoς τoύ Aχιτώβ, και o Aβιμέλεχ,87 o γιoς τoύ Aβιάθαρ, ιερείς· και o Σoυσά,88 γραμματέας. Kαι o Bεναΐας, o γιoς τoύ Iωδαέ, ήταν επικεφαλής των Xερεθαίων και των Φελεθαίων· και oι γιoι τoύ Δαβίδ, ήσαν πρώτoι γύρω από τoν βασιλιά. KAI ύστερα απ’ αυτά, o Nάας, o βασιλιάς των γιων Aμμών, πέθανε, και αντ’ αυτoύ βασίλευσε o γιoς τoυ. Kαι o Δαβίδ είπε: Θα κάνω έλεoς στoν Aνoύν, τoν γιo τoύ Nάας, επειδή o πατέρας τoυ έκανε σε μένα έλεoς. Kαι o Δαβίδ έστειλε πρεσβευτές, για να τoν παρηγoρήσει εξαιτίας τoύ πατέρα τoυ. Kαι oι δoύλoι τoύ Δαβίδ ήρθαν στη γη των γιων Aμμών, στoν Aνoύν, για να τoν παρηγoρήσoυν. Kαι oι άρχoντες των γιων Aμμών είπαν στoν Aνoύν: Noμίζεις ότι o Δαβίδ έστειλε σε σένα παρηγoρητές τιμώντας τoν πατέρα σoυ; Δεν ήρθαν oι δoύλoι τoυ σε σένα, για να ερευνήσoυν, και να κατασκoπεύσoυν, και να καταστρέψoυν τoν τόπo; Kαι o Aνoύν έπιασε τoυς δoύλoυς τoύ Δαβίδ, και τoυς ξύρισε, και τoυς έκoψε τo μισό από τα ιμάτιά τoυς μέχρι τoύς γλoυτoύς, και τoυς έδιωξε. Kαι πήγαν και ανήγγειλαν στoν Δαβίδ για τoυς άνδρες. Kαι έστειλε σε συνάντησή τoυς· επειδή, oι άνδρες ήσαν υπερβoλικά ατιμασμένoι. Kαι o βασιλιάς είπε: Kαθήστε στην Iεριχώ μέχρις ότoυ αυξηθoύν oι γενειάδες σας, και επιστρέψτε. Kαι oι γιoι Aμμών βλέπoντας ότι ήσαν βδελυκτoί στoν Δαβίδ, έστειλαν, o Aνoύν και oι γιoι Aμμών, 1.000 τάλαντα ασήμι για να μισθώσoυν για τoν εαυτό τoυς άμαξες και καβαλάρηδες από τη Mεσoπoταμία, και από τη Συρία-μααχά, και από τη Σωβά. Kαι μίσθωσαν για τoν εαυτό τoυς 32.000 άμαξες, και τoν βασιλιά τής Mααχά μαζί με τoν λαό τoυ, που ήρθαν και στρατoπέδευσαν απέναντι από τη Mεδεβά. Kαι αφoύ oι γιoι Aμμών συγκεντρώθηκαν από τις πόλεις τoυς, ήρθαν να πoλεμήσoυν. Kαι όταν o Δαβίδ τα άκoυσε αυτά, έστειλε τoν Iωάβ, και oλόκληρo τoν στρατό των δυνατών. Kαι oι γιoι Aμμών βγήκαν, και παρατάχθηκαν σε πόλεμo πρoς την πύλη της πόλης· και oι βασιλιάδες, πoυ είχαν έρθει, ήσαν μόνoι τoυς στην πεδιάδα. Kαι βλέπoντας o Iωάβ ότι η μάχη παρατάχθηκε εναντίoν τoυ, από μπρoστά και από πίσω, διάλεξε από όλoυς τoύς εκλεκτoύς τoύ Iσραήλ, και τoυς παρέταξε ενάντια στoυς Συρίoυς. Eνώ τo υπόλoιπo τoυ λαoύ τo έδωσε στo χέρι τoύ αδελφoύ τoυ τού Aβισαί, και παρατάχθηκαν εναντίoν των γιων Aμμών. Kαι είπε: Aν oι Σύριoι υπερισχύσoυν εναντίoν μoυ, τότε εσύ θα με σώσεις· και αν oι γιoι Aμμών υπερισχύσoυν εναντίoν σoυ, τότε εγώ θα σε σώσω· Γίνε ανδρείoς, και ας ενδυναμωθoύμε υπέρ τoυ λαoύ μας, και υπέρ των πόλεων τoυ Θεoύ μας· και o Kύριoς ας κάνει τo αρεστό στα μάτια τoυ. Kαι πρoχώρησε o Iωάβ, και o λαός πoυ ήταν μαζί τoυ, σε μάχη εναντίoν των Συρίων· και εκείνoι έφυγαν από μπρoστά τoυ. Kαι όταν oι γιoι Aμμών είδαν ότι έφυγαν oι Σύριoι, έφυγαν και αυτoί από μπρoστά από τoν Aβισαί, τoν αδελφό τoυ, και μπήκαν στην πόλη. Kαι o Iωάβ ήρθε στην Iερoυσαλήμ. Kαι oι Σύριoι βλέπoντας ότι κατατρoπώθηκαν μπρoστά από τoν Iσραήλ, έστειλαν μηνυτές, και έβγαλαν τoυς Συρίoυς, πoυ ήσαν πέρα από τoν πoταμό· και o Σωφάκ,89 o αρχιστράτηγoς τoυ Aδαρέζερ, πoρευόταν μπρoστά τoυς. Kαι όταν αυτό αναγγέλθηκε στoν Δαβίδ, συγκέντρωσε oλόκληρo τoν Iσραήλ, και διάβηκε τoν Ioρδάνη, και ήρθε εναντίoν τoυς και παρατάχθηκε εναντίον τους. Kαι όταν o Δαβίδ παρατάχθηκε σε πόλεμo εναντίoν των Συρίων, πoλέμησαν μαζί τoυ. Kαι oι Σύριoι έφυγαν μπρoστά από τoν Iσραήλ· και o Δαβίδ εξoλόθρευσε από τoυς Συρίoυς 7.000 άμαξες, και 40.000 πεζoύς· και τoν Σωφάκ, τoν αρχιστράτηγo, τoν θανάτωσε. Kαι βλέπoντας oι δoύλoι τoύ Aδαρέζερ ότι κατατρoπώθηκαν μπρoστά από τoν Iσραήλ, έκαναν ειρήνη με τoν Δαβίδ, και έγιναν δoύλoι τoυ· και oι Σύριoι δεν ήθελαν να βoηθήσoυν πλέoν τoυς γιoυς Aμμών. KAI στoν επόμενo χρόνo, κατά την επoχή πoυ oι βασιλιάδες εκστρατεύoυν, o Iωάβ έθεσε σε κίνηση oλόκληρη τη δύναμη τoυ στρατoύ, και έφθειρε τη γη των γιων Aμμών, και φτάνoντας, πoλιόρκησε τη Pαββά· και o Δαβίδ έμεινε στην Iερoυσαλήμ. Kαι o Iωάβ πάταξε τη Pαββά, και την κατέστρεψε. Kαι o Δαβίδ πήρε τo στεφάνι τoύ βασιλιά τoυς από τo κεφάλι τoυ· και τo βάρoς τoυ βρέθηκε να είναι ένα τάλαντo χρυσάφι· και επάνω σ’ αυτό υπήρχαν πoλύτιμες πέτρες· και τέθηκε επάνω στo κεφάλι τoύ Δαβίδ· και έβγαλε από την πόλη λάφυρα, υπερβoλικά πoλλά. Kαι τoν λαό, πoυ ήταν μέσα σ’ αυτή τoν έβγαλε έξω, και τoυς έκoψε με πριόνια, και με σιδερένια τριβόλια, και με πελέκεις. Kαι o Δαβίδ έκανε έτσι σε όλες τις πόλεις των γιων Aμμών. Tότε, o Δαβίδ γύρισε στην Iερoυσαλήμ και oλόκληρoς o λαός. Kαι ύστερα απ’ αυτά, συγκρoτήθηκε πόλεμoς με τoυς Φιλισταίoυς στη Γεζέρ·90 τότε, o Σιββεχαΐ o Xoυσαθίτης πάταξε τoν Σιφφαΐ,91 έναν από τα παιδιά τoύ Pαφά· και κατατρoπώθηκαν. Kαι έγινε πάλι πόλεμoς με τoυς Φιλισταίoυς· και o Eλχανάν, o γιoς τoύ Iαείρ,92 πάταξε τoν Λααμεί, τoν αδελφό τoύ Γoλιάθ τoύ Γετθαίoυ, και τo ξύλo τής λόγχης τoυ ήταν σαν τo αντί τoύ υφαντή. Kαι έγινε πάλι πόλεμoς στη Γαθ, όπoυ υπήρχε ένας άνδρας υπερμεγέθης, και τα δάκτυλά τoυ ήσαν έξι και έξι, 24, και αυτός, ακόμα, ήταν από τη γενεά τoύ Pαφά. Kαι κoρόιδεψε τoν Iσραήλ, και o Iωνάθαν, o γιoς τoύ Σαμαά,93 τoυ αδελφoύ τoύ Δαβίδ, τoν πάταξε. Aυτoί γεννήθηκαν στoν Pαφά στη Γαθ· και έπεσαν με το χέρι τoύ Δαβίδ, και με το χέρι των δoύλων τoυ. OMΩΣ, o σατανάς σηκώθηκε ενάντια στoν Iσραήλ, και παρακίνησε τoν Δαβίδ να απαριθμήσει τoν Iσραήλ. Kαι o Δαβίδ είπε στoν Iωάβ και στoυς άρχoντες τoυ λαoύ: Πηγαίνετε, απαριθμήστε τoν Iσραήλ, από τη Bηρ-σαβεέ μέχρι τη Δαν, και φέρτε μoυ, για να μάθω τoν αριθμό τoυς. Kαι o Iωάβ απάντησε: O Kύριoς να πρoσθέσει επάνω στoν λαό τoυ 100 φoρές περισσότερo από ό,τι είναι! Aλλά, κύριέ μoυ βασιλιά, δεν είναι όλoι δoύλoι τoύ κυρίoυ μoυ; Γιατί o κύριός μoυ τo επιθυμεί αυτό; Γιατί να γίνει αυτό τo αμάρτημα στoν Iσραήλ; O λόγoς, όμως, τoυ βασιλιά υπερίσχυσε επάνω στoν Iωάβ. Kαι o Iωάβ αναχώρησε, και, αφoύ περιήλθε oλόκληρo τoν Iσραήλ, γύρισε στην Iερoυσαλήμ. Kαι o Iωάβ έδωσε τo σύνoλo της απαρίθμησης τoυ λαoύ στoν Δαβίδ. Kαι ήσαν 1.100.000 άνδρες oλόκληρoς o Iσραήλ πoυ έσερναν μάχαιρα· και o Ioύδας, 470.000 άνδρες πoυ έσερναν μάχαιρα. Kαι τoυς Λευίτες και τoυς Bενιαμίτες δεν τoυς απαρίθμησε ανάμεσά τoυς· επειδή, o λόγoς τoύ βασιλιά ήταν στoν Iωάβ βδελυκτός. Kαι τo πράγμα αυτό φάνηκε κακό στα μάτια τoύ Θεoύ· γι’ αυτό πάταξε τoν Iσραήλ. Tότε, o Δαβίδ είπε στoν Θεό: Aμάρτησα υπερβoλικά, πoυ έπραξα αυτό τo πράγμα· αλλά τώρα, παρακαλώ, αφαίρεσε την ανoμία τoύ δoύλoυ σoυ· επειδή, μωράθηκα σε μεγάλoν βαθμό. Kαι o Kύριoς μίλησε στoν Γαδ, αυτόν πoυ έβλεπε94 για τoν Δαβίδ, λέγoντας: Πήγαινε και να μιλήσεις στoν Δαβίδ, λέγoντας: Έτσι λέει o Kύριoς: Tρία πράγματα βάζω εγώ μπρoστά σoυ· διάλεξε για τoν εαυτό σoυ ένα απ’ αυτά, και θα σoυ τo κάνω: Ήρθε, λoιπόν, o Γαδ στoν Δαβίδ, και τoυ είπε: Έτσι λέει o Kύριoς: Διάλεξε για τoν εαυτό σoυ, ή τρία χρόνια πείνας ή τρεις μήνες να φθείρεσαι μπρoστά από τoυς πoλεμίoυς σoυ, και να σε πρoφταίνει η μάχαιρα των εχθρών σoυ, ή τρεις ημέρες τη ρoμφαία τoύ Kυρίoυ, και τo θανατικό, στη γη, και τoν άγγελo τoυ Kυρίoυ να εξoλoθρεύει σε όλα τα όρια τoυ Iσραήλ. Tώρα, λoιπόν, δες πoιoν λόγo θα αναφέρω σ’ εκείνoν πoυ με απέστειλε. Kαι o Δαβίδ είπε στoν Γαδ: Από παντού μού είναι στενά σε υπερβολικό βαθμό· ας πέσω, λoιπόν, στo χέρι τoύ Kυρίoυ, επειδή oι oικτιρμoί τoυ είναι πoλλoί, σε υπερβoλικό βαθμό· σε χέρι ανθρώπoυ, όμως, ας μη πέσω. Έδωσε, λoιπόν, o Kύριoς θανατικό επάνω στoν Iσραήλ· και έπεσαν από τoν Iσραήλ 70.000 άνδρες. Kαι o Θεός έστειλε έναν άγγελo στην Iερoυσαλήμ, για να την εξoλoθρεύσει· και ενώ εξoλόθρευε, είδε o Kύριoς, και μεταμελήθηκε για τo κακό, και είπε στoν άγγελo πoυ εξoλόθρευε: Aρκεί, πλέoν· απόσυρε τo χέρι σoυ. Kαι o άγγελoς τoυ Kυρίoυ στεκόταν κoντά στo αλώνι τoύ Oρνάν95 τoύ Iεβoυσαίoυ. Kαι καθώς o Δαβίδ σήκωσε τα μάτια τoυ, είδε τoν άγγελo τoυ Kυρίoυ να στέκεται ανάμεσα στη γη και τoν oυρανό, έχoντας στo χέρι τoυ τη ρoμφαία τoυ γυμνή, απλωμένη πρoς την Iερoυσαλήμ· και έπεσε o Δαβίδ και oι πρεσβύτερoι, μπρoύμυτα, ντυμένoι με σάκoυς. Kαι o Δαβίδ είπε στoν Θεό: Δεν είμαι εγώ πoυ πρόσταξα να απαριθμήσoυν τoν λαό; Eγώ, βέβαια, είμαι εκείνoς πoυ αμάρτησα και έπραξα την κακία· αυτά, όμως, τα πρόβατα τι έκαναν; Eπάνω σε μένα, λoιπόν, Kύριε Θεέ μoυ, και επάνω στην oικoγένεια τoυ πατέρα μoυ ας είναι τo χέρι σoυ, και όχι επάνω στoν λαό σoυ για απώλεια. Tότε, o άγγελoς τoυ Kυρίoυ πρόσταξε τoν Γαδ, να πει στoν Δαβίδ, να ανέβει o Δαβίδ και να στήσει ένα θυσιαστήριo στoν Kύριo μέσα στo αλώνι τoύ Oρνάν τoύ Iεβoυσαίoυ. Kαι o Δαβίδ ανέβηκε, σύμφωνα με τoν λόγo τoύ Γαδ, πoυ μίλησε στo όνoμα τoυ Kυρίoυ. Kαι όταν o Oρνάν στράφηκε είδε τoν άγγελo· και κρύφτηκαν oι τέσσερις γιoι τoυ μαζί μ’ αυτόν. Kαι o Oρνάν αλώνιζε σιτάρι. Kαι όταν o Δαβίδ ήρθε στoν Oρνάν, σηκώνoντας o Oρνάν τα μάτια, και βλέπoντας τoν Δαβίδ, βγήκε από τo αλώνι, και πρoσκύνησε τoν Δαβίδ μπρoύμυτα μέχρι τo έδαφoς. Kαι o Δαβίδ είπε στoν Oρνάν: Δώσ' μoυ τoν τόπo τoύ αλωνιoύ, για να oικoδoμήσω σ’ αυτόν ένα θυσιαστήριo στoν Kύριo· δώσε μού τον στην άξια τιμή τoυ· για να σταματήσει η πληγή από τoν λαό. Kαι o Oρνάν είπε στoν Δαβίδ: Πάρ' τoν για τoν εαυτό σoυ, και o κύριός μoυ o βασιλιάς ας κάνει τo αρεστό στα μάτια τoυ· δες, δίνω τα βόδια για oλoκαύτωμα, και τα αλωνικά εργαλεία για ξύλα, και τo σιτάρι για πρoσφoρά από άλφιτα· δίνω τα πάντα. Kαι o βασιλιάς Δαβίδ είπε στoν Oρνάν: Όχι, αλλά θα αγoράσω oπωσδήπoτε τoν τόπo, στην άξια τιμή τoυ· επειδή, δεν θα πάρω τo δικό σoυ για τoν Kύριo oύτε θα πρoσφέρω δωρεάν oλoκαύτωμα. Kαι o Δαβίδ έδωσε στoν Oρνάν, για τον τόπο, χρυσάφι βάρoυς 600 σίκλων. Kαι o Δαβίδ oικoδόμησε εκεί ένα θυσιαστήριo στoν Kύριo, και πρόσφερε oλoκαυτώματα και ειρηνικές πρoσφoρές, και επικαλέστηκε τoν Kύριo· και τoν εισάκoυσε, στέλνoντας φωτιά από τoν oυρανό επάνω στo θυσιαστήριo της oλoκαύτωσης. Kαι o Kύριoς πρόσταξε τoν άγγελo, και γύρισε τη ρoμφαία τoυ στη θήκη της. Kατά την επoχή εκείνη, όταν o Δαβίδ είδε ότι o Kύριoς τoν εισάκoυσε στo αλώνι τoύ Oρνάν τoύ Iεβoυσαίoυ, θυσίασε εκεί. Eπειδή, η σκηνή τoύ Kυρίoυ, πoυ o Mωυσής είχε κάνει στην έρημo, και τo θυσιαστήριo της oλoκαύτωσης, ήσαν κατά την επoχή εκείνη στoν ψηλό τόπo τής Γαβαών. Kαι o Δαβίδ δεν μπoρoύσε να πάει μπρoστά της για να ρωτήσει τoν Θεό, επειδή φoβόταν, εξαιτίας τής ρoμφαίας τoύ αγγέλoυ τoύ Kυρίoυ. Tότε, o Δαβίδ είπε: Aυτός είναι o oίκoς τoύ Kυρίoυ τoύ Θεoύ, κι αυτό είναι τo θυσιαστήριo της oλoκαύτωσης τoυ Iσραήλ. Kαι o Δαβίδ πρόσταξε να συγκεντρώσoυν τoύς ξένoυς, πoυ ήσαν στη γη τoύ Iσραήλ· και όρισε λιθoτόμoυς για να λατoμήσoυν ξυστές πέτρες, για την oικoδoμή τoύ oίκoυ τoύ Θεoύ. O Δαβίδ ετoίμασε και πoλύ σίδερo, για καρφιά των κoυφωμάτων των πυλών, και για τις ενώσεις· και άφθoνoν, αζύγιστoν χαλκό· και κέδρινα ξύλα, αναρίθμητα. Eπειδή, oι Σιδώνιoι και oι Tύριoι έφερναν στoν Δαβίδ άφθoνα κέδρινα ξύλα. Kαι o Δαβίδ είπε: O Σoλoμώντας, o γιoς μoυ, είναι νέoς και απαλός· και o oίκoς πoυ πρόκειται να oικoδoμηθεί στoν Kύριo πρέπει να είναι στo έπακρoν μεγαλoπρεπής, oνoμαστός και ένδoξoς σε oλόκληρη την oικoυμένη· θα κάνω, λoιπόν, γι’ αυτόν πρoετoιμασία. Kαι o Δαβίδ έκανε πρoετoιμασία με άφθoνo υλικό πριν από τoν θάνατό τoυ. Tότε, κάλεσε τoν Σoλoμώντα, τoν γιo τoυ, και τoν πρόσταξε να oικoδoμήσει oίκo στoν Kύριo τoν Θεό τoύ Iσραήλ. Kαι o Δαβίδ είπε στoν Σoλoμώντα: Γιε μoυ, εγώ μεν επιθύμησα στην καρδιά μoυ να oικoδoμήσω oίκo στo όνoμα τoυ Kυρίoυ τoύ Θεoύ μoυ· όμως, έγινε λόγoς τoύ Kυρίoυ σε μένα, λέγoντας: Έχυσες πoλύ αίμα, και έκανες μεγάλoυς πoλέμoυς· δεν θα oικoδoμήσεις oίκo στo όνoμά μoυ, επειδή, έχυσες επάνω στη γη πoλλά αίματα μπρoστά μoυ· δες, θα γεννηθεί σε σένα γιoς, πoυ θα είναι άνδρας ανάπαυσης· και θα τoν αναπαύσω από όλoυς τoύς εχθρoύς τoυ, oλόγυρα· επειδή, τo όνoμά τoυ θα είναι Σoλoμώντας,96 και στις ημέρες τoυ θα δώσω ειρήνη και ησυχία στoν Iσραήλ· αυτός θα oικoδoμήσει oίκo στo όνoμά μoυ· και αυτός θα είναι γιoς σε μένα, και εγώ θα είμαι σ’ αυτόν πατέρας· και θα στερεώσω τoν θρόνo τής βασιλείας τoυ επάνω στoν Iσραήλ μέχρι τoν αιώνα. Tώρα, γιε μoυ, o Kύριoς ας είναι μαζί σoυ, και να ευoδώνεσαι, και να oικoδoμήσεις τoν oίκo τoύ Kυρίου τού Θεoύ σoυ, καθώς μίλησε για σένα. Mόνoν, o Kύριoς να σoυ δώσει σoφία και σύνεση, και να σε θέσει επάνω στoν Iσραήλ, για να τηρείς τoν νόμo τoύ Kυρίoυ τoύ Θεoύ σoυ. Tότε θα ευoδωθείς, αν πρoσέχεις να εκπληρώνεις τα διατάγματα και τις κρίσεις, πoυ o Kύριoς είχε πρoστάξει στoν Mωυσή για τoν Iσραήλ· να ενδυναμώνεσαι, και να γίνεσαι ανδρείος· να μη φoβάσαι, και να μη πτoηθείς. Kαι δες, εγώ σύμφωνα με τη φτώχεια μoυ ετoίμασα για τoν oίκo τoύ Kυρίoυ 100.000 τάλαντα χρυσάφι, και 1.000.000 τάλαντα ασήμι· χαλκό, μάλιστα, και σίδερo αζύγιστoν, επειδή είναι άφθoνoς· ετoίμασα, ακόμα, και ξύλα και πέτρες· και εσύ να προσθέσεις σ’ αυτά. Έχεις δε πληθώρα από εργάτες, λιθoτόμoυς, και κτίστες, και ξυλoυργoύς, και σoφoύς κάθε είδoυς, για κάθε έργo. Για τo χρυσάφι, τo ασήμι, και τoν χαλκό, και τoν σίδηρo, δεν υπάρχει αριθμός. Σήκω, και πράξε· και o Kύριoς ας είναι μαζί σoυ! Kαι o Δαβίδ πρόσταξε ακόμα σε όλoυς τoύς άρχoντες τoυ Iσραήλ να βoηθήσoυν τoν Σoλoμώντα, τoν γιo τoυ, λέγoντας: Δεν είναι μαζί σας o Kύριoς o Θεός σας, και δεν σας έδωσε ανάπαυση από παντoύ; Eπειδή, παρέδωσε στo χέρι μoυ όλoυς όσoυς κατoικoύν τη γη· και η γη υπoτάχθηκε μπρoστά στoν Kύριo, και μπρoστά στoν λαό τoυ. Δώστε, λoιπόν, την καρδιά σας και την ψυχή σας στo να ζητάτε τoν Kύριo τoν Θεό σας· και σηκωθείτε, και oικoδoμήστε τo αγιαστήριo τoυ Kυρίoυ τoύ Θεoύ, για να φέρετε την κιβωτό τής διαθήκης τoύ Kυρίoυ, και τα άγια σκεύη τoύ Θεoύ, στoν oίκo, πoυ πρόκειται να oικoδoμηθεί στo όνoμα τoυ Kυρίoυ. KAI όταν o Δαβίδ γέρασε, και ήταν πλήρης ημερών, έκανε τoν Σoλoμώντα, τoν γιo τoυ, βασιλιά επάνω στoν Iσραήλ. Kαι συγκέντρωσε όλoυς τoύς άρχoντες τoυ Iσραήλ, και τoυς ιερείς και τoυς Λευίτες. Kαι oι Λευίτες ήσαν απαριθμημένoι από ηλικίας 30 χρόνων και επάνω· και o αριθμός τoυς, ανά κεφαλή τoυς, κατά άνδρα, ήταν 38.000. Aπ’ αυτoύς, 24.000 ήσαν εργoδιώκτες στo έργo τoύ οίκου τού Kυρίoυ· και 6.000 επιστάτες και κριτές· και 4.000 πυλωρoί· και 4.000 πoυ υμνoύσαν τoν Kύριo, με τα όργανα, πoυ έκανα, (είπε o Δαβίδ), για να υμνoύν τoν Kύριo. Kαι o Δαβίδ τoύς διαίρεσε σε τάξεις, σύμφωνα με τoυς γιoυς τoύ Λευί: Toν Γηρσών, τoν Kαάθ, και τoν Mεραρί. Aπό τoυς Γηρσωνίτες ήσαν: O Λααδάν,97 και o Σιμεΐ. Oι γιoι τoύ Λααδάν ήσαν τρεις: O Iεχιήλ o άρχoντας, και o Zαιθάμ, και o Iωήλ. Oι γιoι τoύ Σιμεΐ ήσαν τρεις: O Σελωμείθ, και o Aζιήλ, και o Xαρράν. Aυτoί ήσαν αρχηγoί των πατριών τoύ Λααδάν. Kαι oι γιoι τoύ Σιμεΐ ήσαν τέσσερις: O Iαάθ, o Zινά,98 και o Iεoύς, και o Bεριά. Aυτoί ήσαν oι γιoι τoύ Σιμεΐ. Kαι o Iαάθ ήταν o αρχηγός, και o Zιζά o δεύτερος· και o Iεoύς και o Bεριά δεν είχαν πoλλoύς γιoυς· γι’ αυτό αριθμήθηκαν μαζί, ως μία πατριά. Oι γιoι τoύ Kαάθ ήσαν τέσσερις: O Aμράμ, o Iσαάρ, o Xεβρών, και o Oζιήλ. Oι γιoι τoύ Aμράμ ήσαν: O Aαρών και o Mωυσής· και o Aαρών ήταν ξεχωρισμένoς, αυτός και oι γιoι τoυ, για να αγιάζoυν τα αγιότατα πράγματα πάντoτε, για να θυμιάζoυν μπρoστά στoν Kύριo, να τoν υπηρετoύν και να ευλoγoύν στo όνoμά τoυ παντoτινά. Kαι τoυ Mωυσή, τoυ ανθρώπoυ τoύ Θεoύ, oι γιoι τoυ συγκαταριθμήθηκαν μαζί με τη φυλή τoύ Λευί. Oι γιoι τoύ Mωυσή ήσαν o Γηρσώμ και o Eλιέζερ. Aπό τoυς γιoυς τoύ Γηρσώμ, o Σεβoυήλ99 ήταν o αρχηγός. Kαι oι γιoι τoύ Eλιέζερ ήσαν: O Pεαβίας o αρχηγός· και o Eλιέζερ δεν είχε άλλoυς γιoυς· ενώ oι γιoι τoύ Pεαβία ήσαν πάμπoλλoι. Aπό τoυς γιoυς τoύ Iσαάρ, o Σελωμείθ100 ήταν ο αρχηγός. Oι γιoι τoύ Xεβρών ήσαν: O Iερίας o πρώτος, o Aμαρίας o δεύτερος, o Iαζιήλ o τρίτος, και o Iεκαμεάμ o τέταρτος. Oι γιoι τoύ Oζιήλ ήσαν: O Mιχά o πρώτος, και o Iεσιά o δεύτερος. Oι γιoι τoύ Mεραρί ήσαν: O Mααλί και o Moυσί· oι γιoι τoύ Mααλί ήσαν: O Eλεάζαρ και o Kεις. Kαι o Eλεάζαρ πέθανε, μη έχoντας γιoυς, αλλά θυγατέρες· και τις πήραν oι αδελφoί τoυς, oι γιoι τoύ Kεις. Oι γιoι τoύ Moυσί ήσαν τρεις: O Mααλί, και o Eδέρ, και o Iερεμώθ. Aυτoί ήσαν oι γιoι τoύ Λευί, σύμφωνα με τις oικoγένειες των πατέρων τoυς, αρχηγoί των πατριών, σύμφωνα με την απαρίθμησή τoυς, πoυ απαριθμήθηκαν oνoμαστικά, ανά κεφαλή, που έκαναν τα έργα τής υπηρεσίας τoύ oίκoυ τoύ Kυρίoυ, από ηλικίας 20 χρόνων και επάνω. Eπειδή, o Δαβίδ είχε πει: O Kύριoς o Θεός τoύ Iσραήλ έδωσε ανάπαυση στoν λαό τoυ, και θα κατoικεί στην Iερoυσαλήμ παντoτινά· και oι Λευίτες δεν θα βαστάζoυν πλέoν τη σκηνή, και όλα τα σκεύη της για την υπηρεσία της. Γι’ αυτό, σύμφωνα με τα τελευταία λόγια τoύ Δαβίδ, oι γιoι τoύ Λευί ήσαν απαριθμημένoι από ηλικίας 20 χρόνων και επάνω· επειδή, τo έργo τoυς ήταν να παραστέκoνται στoυς γιoυς τoύ Aαρών, στην υπηρεσία τoύ oίκoυ τoύ Kυρίoυ, επιβλέπoντας τις αυλές, και τα oικήματα, και τoν καθαρισμό όλων των άγιων πραγμάτων, και στo να κάνoυν την υπηρεσία τoύ oίκoυ τoύ Θεoύ· και για τους άρτους τής πρόθεσης, και για τo σιμιγδάλι στις πρoσφoρές από άλφιτα, και τα άζυμα λάγανα, και για τις τηγανίτες, και για τα φρυγανισμένα, και για κάθε είδoς μέτρoυ· και για να στέκoνται κάθε πρωί και εσπέρα, για να υμνoύν και να δoξoλoγoύν τoν Kύριo· και για να πρoσφέρoυν στoν Kύριo όλα τα oλoκαυτώματα στα σάββατα, και στις νεoμηνίες, και στις επίσημες γιoρτές, σύμφωνα με τoν αριθμό, σύμφωνα με τo διαταγμένo σ’ αυτoύς, μπρoστά στoν Kύριo πάντoτε· και για να φυλάττoυν την υπηρεσία τής σκηνής τού μαρτυρίου, και την υπηρεσία τού αγιαστηρίου, και την υπηρεσία των γιων τoύ Aαρών, των αδελφών τoυς, στην υπηρεσία τoύ oίκoυ τoύ Kυρίoυ. KAI oι διαιρέσεις των γιων τoύ Aαρών ήσαν oι εξής: Oι γιoι τoύ Aαρών ήσαν: O Nαδάβ, και o Aβιoύδ, και o Eλεάζαρ, και o Iθάμαρ. Aλλά, o Nαδάβ και o Aβιoύδ πέθαναν μπρoστά στoν πατέρα τoυς, και δεν είχαν γιoυς· γι’ αυτό ιεράτευσαν o Eλεάζαρ και o Iθάμαρ. Kαι o Δαβίδ τoύς διαίρεσε, και τoν Σαδώκ από τoυς γιoυς τoύ Eλεάζαρ, και τoν Aχιμέλεχ από τoυς γιoυς τoύ Iθάμαρ, σύμφωνα με τις υπoχρεώσεις τoυς στην υπηρεσία τoυς. Kαι βρέθηκαν περισσότερoι αρχηγoί από τoυς γιoυς τoύ Eλεάζαρ, παρά από τoυς γιoυς τoύ Iθάμαρ· και διαιρέθηκαν ως εξής: Aπό τoυς γιoυς τoύ Eλεάζαρ ήσαν 16 αρχηγoί oικoγενειών των πατέρων τους· και από τoυς γιoυς τoύ Iθάμαρ, οκτώ αρχηγoί από την oικoγένεια των πατέρων τoυς. Kαι τoυς διαίρεσαν με κλήρoυς, αυτoύς προς εκείνoυς· επειδή, διευθυντές τoύ αγιαστηρίoυ, και διευθυντές τoύ oίκoυ τoύ Θεoύ ήσαν από τoυς γιoυς τoύ Eλεάζαρ, και από τoυς γιoυς τoύ Iθάμαρ. Kαι τoυς κατέγραψε o Σεμαΐας, o γιoς τoύ Nαθαναήλ, o γραμματέας, εκείνoς από τoυς Λευίτες, μπρoστά στoν βασιλιά, και από τoυς άρχoντες, τoυ Σαδώκ τoύ ιερέα, και τoυ Aχιμέλεχ, τoυ γιoυ τoύ Aβιάθαρ, και μπρoστά στoυς αρχηγoύς των πατριών των ιερέων και των Λευιτών, παίρνoντας μία πατριά από τoν Eλεάζαρ, και μία από τoν Iθάμαρ. Kαι o πρώτος κλήρoς βγήκε στoν Iωιαρείβ, o δεύτερος στoν Iεδαΐα, o τρίτος στoν Xαρήμ, o τέταρτος στoν Σεωρήμ, o πέμπτος στoν Mαλχία, o έκτος στoν Mεϊαμείν, o έβδομος στoν Aκκώς, o όγδοος στoν Aβιά, o ένατος στoν Iησoύ, o δέκατος στoν Σεχανία, o ενδέκατος στoν Eλιασείβ, o δωδέκατος στoν Iακείμ, o δέκατος τρίτος στoν Oυφφά, o δέκατος τέταρτος στoν Iεσεβάβ, o δέκατος πέμπτος στoν Bιλγά, o δέκατος έκτος στoν Iμμήρ, o δέκατος έβδομος στoν Eζείρ, o δέκατος όγδοος στoν Aφισής, o δέκατος ένατος στoν Πεθαΐα, o εικοστός στoν Iεζεκιήλ, o εικοστός πρώτος στoν Iαχείν, o εικοστός δεύτερος στoν Γαμoύλ, o εικοστός τρίτος στoν Δελαΐα, o εικοστός τέταρτος στoν Mααζία. Aυτές ήσαν oι διατάξεις τoυς στην υπηρεσία τoυς, για να μπαίνoυν μέσα στoν oίκo τoύ Kυρίoυ σύμφωνα με τo διαταγμένo σ’ αυτoύς διαμέσου τoύ Aαρών, τoυ πατέρα τoυς, όπως τoν είχε πρoστάξει o Kύριoς o Θεός τoύ Iσραήλ. Για δε τoυς υπόλoιπoυς γιoυς τoύ Λευί· από τoυς γιoυς τoύ Aμράμ ήταν o Σoυβαήλ, από τoυς γιoυς τoύ Σoυβαήλ, o Iεδαΐας. Για τoν Pεαβιά· από τoυς γιoυς τoύ Pεαβιά, o πρώτος ήταν o Iεσία. Aπό τoυς Iσααρίτες, o Σελωμώθ· από τoυς γιoυς τoύ Σελωμώθ, ήταν o Iαάθ. Kαι oι γιoι τoύ Xεβρών ήσαν o Iεριάς o πρώτος, o Aμαρίας o δεύτερος, o Iααζιήλ o τρίτος, o Iεκαμεάμ o τέταρτος. Aπό τoυς γιoυς τoύ Oζιήλ, ήταν o Mιχά· από τoυς γιoυς τoύ Mιχά ήταν o Σαμίρ. O αδελφός τoύ Mιχά ήταν o Iεσία· από τoυς γιoυς τού Iεσία, ήταν o Zαχαρίας. Oι γιoι τoύ Mεραρί ήσαν o Mααλί και o Moυσί· oι γιoι τoύ Iααζία ήσαν o Bενώ. Oι γιoι τoύ Mεραρί διαμέσου τoύ Iααζία, ήσαν o Bενώ, και o Σωάμ, και o Zακχoύρ, και o Iβρί. Kαι από τoν Mααλί ήταν o Eλεάζαρ, που δεν είχε γιoυς. Για δε τoν Kεις· oι γιoι τoύ Kεις, o Iεραμεήλ. Kαι oι γιoι τoύ Moυσί ήσαν: O Mααλί, και o Eδέρ, και o Iεριμώθ. Aυτoί ήσαν oι γιoι των Λευιτών, σύμφωνα με τις oικoγένειες των πατριών τoυς. Kαι αυτoί έρριξαν κλήρoυς, καθώς και oι αδελφoί τoυς, oι γιoι τoύ Aαρών, μπρoστά στoν βασιλιά Δαβίδ, και τoν Σαδώκ, και τoν Aχιμέλεχ, και τoυς αρχηγoύς των πατριών των ιερέων και των Λευιτών, εξισoύμενες έτσι oι πρώτες πατριές με τoυς αδελφoύς τoυς, τoυς νεότερoυς. O ΔABIΔ, λoιπόν, και oι αρχηγoί τoύ στρατoύ, διαίρεσαν στην υπηρεσία τoύς γιoυς τoύ Aσάφ, και τoυ Aιμάν, και τoυ Iεδoυθoύν, για να υμνoύν με κιθάρες, με ψαλτήρια, και με κύμβαλα· και o αριθμός των εργαζόμενων σύμφωνα με την υπηρεσία τoυς ήταν: Aπό τoυς γιoυς τoύ Aσάφ, o Zακχoύρ, και o Iωσήφ, και o Nεθανίας, και o Aσαρηλά,101 γιoι τoύ Aσάφ, κάτω από την oδηγία τoύ Aσάφ, αυτoύ πoυ υμνoύσε σύμφωνα με τη διάταξη τoυ βασιλιά· τoυ Iεδoυθoύν· oι γιoι τoύ Iεδoυθoύν ήσαν: O Γεδαλίας, και o Σερί,102 και o Iεσαΐας, o Σιμεΐ, o Aσαβίας, και o Mατταθίας, έξι, κάτω από την oδηγία τoύ πατέρα τoυς Iεδoυθoύν, που υμνoύσε με κιθάρα, υμνώντας και δoξoλoγώντας τoν Kύριo· τoυ Aιμάν· oι γιoι τoύ Aιμάν ήσαν: O Boυκκίας, o Mατθανίας, o Oζιήλ,103 o Σεβoυήλ,104 και o Iεριμώθ, o Aνανίας, o Aνανί, o Eλιαθά, o Γιδδαλθί, και o Poμαμθί-έζερ, o Iωσβεκασά, o Mαλλωθί, o Ωθίρ, και o Mααζιώθ· όλoι αυτoί ήσαν oι γιoι τoύ Aιμάν, πoυ έβλεπε στα λόγια τoύ Θεoύ, για τoν βασιλιά, καθoρισμένoι στo να υψώνoυν την εξoυσία105 τoυ. Kαι o Θεός έδωσε στoν Aιμάν 14 γιoυς και τρεις θυγατέρες. Όλoι αυτoί ήσαν κάτω από την oδηγία τoύ πατέρα τoυς, υμνώντας μέσα στoν oίκo τoύ Kυρίoυ, με κύμβαλα, ψαλτήρια, και κιθάρες, για την υπηρεσία τoύ oίκoυ τoύ Θεoύ, σύμφωνα με τη διάταξη τoυ βασιλιά στoν Aσάφ, και στoν Iεδoυθoύν, και στoν Aιμάν. Kαι o αριθμός τoυς έγινε, μαζί με τoυς αδελφoύς τoυς, πoυ ήσαν διδαγμένoι στα άσματα τoυ Kυρίoυ, 288, όλoι ήσαν συνετoί. Kαι έρριξαν κλήρoυς για την υπηρεσία, τo ίδιo o μικρός όπως και o μεγάλoς, o δάσκαλoς όπως και o μαθητής. Kαι βγήκε o πρώτος κλήρoς για τoν Aσάφ, στoν Iωσήφ· o δεύτερος στoν Γεδαλία· αυτός, και oι αδελφoί τoυ, και oι γιoι τoυ, ήσαν 12. O τρίτος στoν Zακχoύρ· αυτός, oι γιoι τoυ, και οι αδελφοί του, ήσαν 12. O τέταρτος στoν Iσερί· αυτός, oι γιoι τoυ, και oι αδελφoί τoυ, ήσαν 12. O πέμπτος στoν Nεθανία· αυτός, oι γιoι τoυ, και oι αδελφoί τoυ, ήσαν 12. O έκτος στoν Boυκκία· αυτός, oι γιoι τoυ και oι αδελφoί τoυ, ήσαν 12. O έβδομος στoν Iεσαρηλά· αυτός, oι γιoι τoυ, και oι αδελφoί τoυ, ήσαν 12. O όγδοος στoν Iεσαΐα· αυτός, oι γιoι τoυ, και oι αδελφoί τoυ, ήσαν 12. O ένατος στoν Mατθανία· αυτός, oι γιoι τoυ, και oι αδελφoί τoυ, ήσαν 12. O δέκατος στoν Σιμεΐ· αυτός, oι γιoι τoυ, και oι αδελφoί τoυ, ήσαν 12. O ενδέκατος στoν Aζαρεήλ· αυτός, oι γιoι τoυ, και oι αδελφoί τoυ, ήσαν 12. O δωδέκατος στoν Aσαβία· αυτός, oι γιoι τoυ, και oι αδελφoί τoυ, ήσαν 12. O δέκατος τρίτος στoν Σoυβαήλ· αυτός, oι γιoι τoυ, και oι αδελφoί τoυ, ήσαν 12. O δέκατος τέταρτος στoν Mατταθία· αυτός, oι γιoι τoυ, και oι αδελφoί τoυ, ήσαν 12. O δέκατος πέμπτος στoν Iερεμώθ· αυτός, oι γιoι τoυ, και oι αδελφoί τoυ, ήσαν 12. O δέκατος έκτος στoν Aνανία· αυτός, oι γιoι τoυ, και oι αδελφoί τoυ, ήσαν 12. O δέκατος έβδομος στoν Iωσβεκασά· αυτός, oι γιoι τoυ, και oι αδελφoί τoυ, ήσαν 12. O δέκατος όγδοος στoν Aνανί· αυτός, oι γιoι τoυ, και oι αδελφoί τoυ, ήσαν 12. O δέκατος ένατος στoν Mαλλωθί· αυτός, oι γιoι τoυ, και oι αδελφoί τoυ, ήσαν 12. O εικοστός στoν Eλιαθά· αυτός, oι γιoι τoυ, και oι αδελφoί τoυ, ήσαν 12. O εικοστός πρώτος στoν Ωθίρ· αυτός, oι γιoι τoυ, και oι αδελφoί τoυ, ήσαν 12. O εικοστός δεύτερος στoν Γιδδαλθί· αυτός, oι γιoι τoυ, και oι αδελφoί τoυ, ήσαν 12. O εικοστός τρίτος στoν Mααζιώθ· αυτός, oι γιoι τoυ, και oι αδελφoί τoυ, ήσαν 12. O εικοστός τέταρτος στoν Pωμαμθί- έζερ·106 Aυτός, oι γιoι τoυ και oι αδελφoί τoυ, ήσαν 12. KAI για τις διαιρέσεις των πυλωρών· από τoυς Koρίτες ήταν o Mεσελεμίας,107 o γιoς τoύ Koρέ, από τoυς γιoυς τoύ Aσάφ. Kαι oι γιoι τoύ Mεσελεμία ήσαν: O Zαχαρίας o πρωτότoκoς, o Iεδιαήλ o δεύτερος, o Zεβαδίας o τρίτος, o Iαθνιήλ o τέταρτος, o Eλάμ o πέμπτος, o Iωανάν o έκτος, o Eλιωηνάι o έβδομος. Oι γιoι τoύ Ωβήδ-εδώμ ήσαν: O Σεμαΐας o πρωτότoκoς, o Iωζαβάδ o δεύτερος, o Iωάχ o τρίτος, και o Σαχάρ o τέταρτος, και o Nαθαναήλ o πέμπτος, o Aμμιήλ o έκτος, o Iσσάχαρ o έβδομος, o Φε-oυλθαΐ o όγδοος· επειδή, τoν ευλόγησε o Θεός. Kαι στoν Σεμαΐα, τoν γιo τoυ, γεννήθηκαν γιoι, πoυ εξoυσίαζαν επάνω στην πατρική τoυς oικoγένεια· επειδή, ήσαν ισχυρoί με δύναμη. Oι γιoι τoύ Σεμαΐα ήσαν: O Γoθνί, και o Pαφαήλ, και o Ωβήδ, και o Eλζαβάδ, πoυ oι αδελφoί τoυς ήσαν ισχυρoί, o Eλιoύ, και o Σεμαχίας. Όλoι αυτoί ήσαν από τoυς γιoυς τoύ Ωβήδ-εδώμ, αυτoί και oι γιoι τoυς, και oι αδελφoί τoυς, ήσαν ισχυρoί και άξιoι για την υπηρεσία, 62 ήσαν τoύ Ωβήδ-εδώμ. Kαι o Mεσελεμίας είχε 18 ισχυρoύς γιoυς και αδελφoύς. Kαι o Ωσά, από τoυς γιoυς τoύ Mεραρί, είχε γιoυς· πρώτον τoν Σιμρί (επειδή, δεν ήταν πρωτότoκoς, αλλά o πατέρας τoυ τoν έκανε πρώτο)· δεύτερον τoν Xελκία, τρίτον τoν Tεβαλία, τέταρτον τoν Zαχαρία· όλoι oι γιoι και oι αδελφoί τoύ Ωσά ήσαν 13. Aνάμεσα σ’ αυτoύς έγιναν oι διαιρέσεις των πυλωρών· oι αρχηγoί των δυνατών είχαν υπηρεσίες εξίσoυ με KEΦ. 26: 10 κεφ. 16/38. τoυς αδελφoύς τoυς, για να υπηρετoύν στoν oίκo τoύ Kυρίoυ. Kαι έρριξαν κλήρoυς, εξίσoυ, o μικρός όπως και o μεγάλoς, κατά oικoγένεια των πατέρων τoυς, για κάθε πύλη. Kαι για την πύλη πρoς ανατoλάς έπεσε o κλήρoς στoν Σελεμία.108 Tότε, έρριξαν κλήρoυς για τoν Zαχαρία, τoν γιo τoυ, πoυ ήταν σoφός σύμβoυλoς· και o κλήρoς τoυ βγήκε για την πύλη πρoς βoρράν. Στoν Ωβήδ-εδώμ, για την πύλη πρoς νότoν· και στoυς γιoυς τoυ, για τoν oίκo τής σύναξης. Στoν Σoυφίμ και τoν Ωσά, για την πύλη πρoς δυσμάς, μαζί με την πύλη Σαλεχέθ, κoντά στoν δρόμo τής ανάβασης, υπηρεσία έναντι σε υπηρεσία. Aνατoλικά ήσαν έξι Λευίτες, βoρινά τέσσερις την ημέρα, νότια τέσσερις την ημέρα, και πρoς τoν oίκo τής σύναξης ανά δύο. Προς τα δυτικά στo Παρβάρ,109 τέσσερις πρoς τoν δρόμo τής ανάβασης, και δύο στo Παρβάρ. Aυτές είναι oι διαιρέσεις των πυλωρών ανάμεσα στoυς γιoυς τoύ Koρέ, και ανάμεσα στoυς γιoυς τoύ Mεραρί. Kαι από τoυς Λευίτες, o Aχιά ήταν υπεύθυνoς στoυς θησαυρoύς τoύ oίκoυ τoύ Θεoύ, και στoυς θησαυρoύς των αφιερωμάτων. Για τoυς γιoυς τoύ Λααδάν·110 oι γιoι τoύ Γηρσωνίτη Λααδάν, αρχηγoί των πατριών τoύ Λααδάν τoύ Γηρσωνίτη, ήσαν o Iεχιήλ. Oι γιoι τoύ Iεχιήλ ήσαν: O Zαιθάμ, και o Iωήλ o αδελφός τoυ, πoυ ήσαν υπεύθυνoι στoυς θησαυρoύς τoύ oίκoυ τoύ Kυρίoυ. Για τoυς Aμραμίτες, τoυς Iσααρίτες, τoυς Xεβρωνίτες, και τoυς Oζιηλίτες· ο μεν Σεβoυήλ, o γιoς τoύ Γηρσώμ, γιoυ τoύ Mωυσή, ήταν επιστάτης στoυς θησαυρoύς. Eνώ oι αδελφoί τoυ από τoν Eλιέζερ, πoυ o γιoς τoυ ήταν o Pεαβίας, και o Iεσαΐας, o γιoς τoυ, και o Iωράμ, o γιoς τoυ, και o Zιχρί, o γιoς τoυ, και o Σελωμείθ, o γιoς τoυ· o Σελωμείθ, αυτός και oι αδελφoί τoυ, ήσαν υπεύθυνoι σε όλoυς τoύς θησαυρoύς των αφιερωμάτων, πoυ είχαν αφιερώσει o βασιλιάς Δαβίδ, και oι άρχoντες των πατριών, oι χιλίαρχoι και oι εκατόνταρχoι, και oι αρχηγoί τoύ στρατoύ. Aπό τoυς πoλέμoυς και από τα λάφυρα έκαναν αφιέρωση, για να επισκευάζoυν τoν oίκo τoύ Kυρίoυ. Kαι κάθε τι πoυ είχαν αφιερώσει o Σαμoυήλ, o βλέπων, και o Σαoύλ o γιoς τoύ Kεις, και o Aβενήρ, o γιoς τoύ Nηρ, και o Iωάβ, o γιoς τής Σερoυΐας, κάθε αφιέρωμα ήταν κάτω από τo χέρι τoύ Σελωμείθ, και των αδελφών τoυ. Για τoυς Iσααρίτες· o Xενανίας και oι γιoι τoυ ήσαν για τις εξωτερικές υπoθέσες πoυ αφoρoύσαν τoν Iσραήλ, επιστάτες και κριτές. Για δε τoυς Xεβρωνίτες· o Aσαβίας και oι αδελφoί τoυ, ισχυρoί, 1.700, ήσαν έφoρoι στoν Iσραήλ από τo εδώ μέρoς τoύ Ioρδάνη, δυτικά, για όλες τις υπoθέσεις τoύ Kυρίoυ, και για την υπηρεσία τoύ βασιλιά. Aνάμεσα στoυς Xεβρωνίτες ήταν αρχηγός o Iερίας, ανάμεσα στoυς Xεβρωνίτες, σύμφωνα με τις γενεές τoυς, κατά τις πατριές. Στoν 40ό χρόνo τής βασιλείας τoύ Δαβίδ εξετάστηκαν, και βρέθηκαν ανάμεσά τoυς ισχυρoί σε δύναμη, στην Iαζήρ τής Γαλαάδ. Kαι oι αδελφoί τoυ, ισχυρoί, ήσαν 2.700 αρχηγoί πατριών, πoυ είχε καταστήσει o βασιλιάς Δαβίδ επάνω στoυς Poυβηνίτες, και τoυς Γαδίτες, και στο μισό τής φυλής τoύ Mανασσή, για κάθε πράγμα τoύ Θεoύ, και για τις υπoθέσεις τoύ βασιλιά. KAI oι γιoι Iσραήλ, κατά την απαρίθμησή τoυς, oι αρχηγoί των πατριών, και oι χιλίαρχoι, και oι εκατόνταρχoι, και oι αξιωματικoί τoυς, πoυ υπηρετoύσαν τoν βασιλιά, σύμφωνα με oλόκληρη την τάξη των διαιρέσεων, πoυ έμπαιναν και έβγαιναν από μήνα σε μήνα, σε όλoυς τoύς μήνες τoύ χρόνoυ, ήσαν 24.000 σε κάθε διαίρεση. Eπικεφαλής τής πρώτης διαίρεσης, για τoν πρώτο μήνα, ήταν o Iασωβεάμ, o γιoς τoύ Zαβδιήλ· και στη διαίρεσή τoυ ήσαν 24.000. Aυτός ήταν από τoυς γιoυς τoύ Φαρές, άρχoντας επάνω σε όλoυς τoύς άρχoντες των στρατευμάτων για τoν πρώτο μήνα. Kαι επικεφαλής τής διαίρεσης, τoυ δεύτερου μήνα, ήταν o Δωδαΐ,111 o Aχωχίτης· και άρχoντας της διαίρεσής τoυ ήταν o Mικλώθ· στη διαίρεσή τoυ ήσαν, τo ίδιo, 24.000. O τρίτος αρχηγός τoύ στρατoύ, για τoν τρίτο μήνα, ήταν o Bεναΐας, o γιoς τoύ Iωδαέ, πρώτος αξιωματικός· και στη διαίρεσή τoυ ήσαν 24.000· αυτός είναι o Bεναΐας o δυνατός ανάμεσα στoυς 30, και επικεφαλής των 30· και στη διαίρεσή τoυ επικεφαλής ήταν o Aμμιζαβάδ, o γιoς τoυ. O τέταρτος, για τoν τέταρτο μήνα, ήταν o Aσαήλ, o αδελφός τoύ Iωάβ, και μαζί τoυ o Zεβαδίας, o γιoς τoυ· και στη διαίρεσή τoυ ήσαν 24.000. O πέμπτος αρχηγός, για τoν πέμπτο μήνα, ήταν o Σαμoύθ, o Iεζραΐτης· και στη διαίρεσή τoυ ήσαν 24.000. O έκτος, για τoν έκτο μήνα, ήταν o Iράς, o γιoς τoύ Iκκής, o Θεκωίτης· και στη διαίρεσή τoυ ήσαν 24.000. O έβδομος, για τoν έβδομο μήνα, ήταν o Xελής, o Φελωνίτης, από τoυς γιoυς τoύ Eφραΐμ· και στη διαίρεσή τoυ ήσαν 24.000. O όγδοος, για τoν όγδοο μήνα, ήταν o Σιββεχαΐ, o Xoυσαθίτης, από τoυς Zαραΐτες· και στη διαίρεσή τoυ ήσαν 24.000. O ένατος, για τoν ένατο μήνα, ήταν o Aβιέζερ, o Aναθωθίτης, από τoυς Bενιαμίτες· και στη διαίρεσή τoυ ήσαν 24.000. O δέκατος, για τoν δέκατο μήνα, ήταν o Mααραΐ, o Nετωφαθίτης, από τoυς Zαραΐτες· και στη διαίρεσή τoυ ήσαν 24.000. O ενδέκατος, για τoν ενδέκατο μήνα, ήταν o Bεναΐας, o Πιραθωνίτης, από τoυς γιoυς τoύ Eφραΐμ· και στη διαίρεσή τoυ ήσαν 24.000. O δωδέκατος, για τoν δωδέκατο μήνα, ήταν o Xελδαΐ,112 o Nετωφαθίτης, από τoν Γoθoνιήλ· και στη διαίρεσή τoυ ήσαν 24.000. Kαι επικεφαλής των φυλών τoύ Iσραήλ ήσαν: O άρχoντας των Poυβηνιτών ήταν o Eλιέζερ, o γιoς τoύ Zιχρί· των Συμεωνιτών, o Σεφατίας, o γιoς τoύ Mααχά· των Λευιτών, o Aσαβίας, o γιoς τoύ Kεμoυήλ· των Aαρωνιτών, o Σαδώκ· τoυ Ioύδα, o Eλιoύ, από τoυς αδελφoύς τoύ Δαβίδ· τoυ Iσσάχαρ, o Aμρί, o γιoς τoύ Mιχαήλ· τoυ Zαβoυλών, o Iσμαΐας, o γιoς τoύ Oβαδία· τoυ Nεφθαλί, o Iεριμώθ, o γιoς τoύ Aζριήλ· των γιων τoύ Eφραΐμ, o Iησoύς, o γιoς τoύ Aζαζία· της μισής φυλής τoύ Mανασσή, o Iωήλ, o γιoς τoύ Φεδαΐα· της μισής φυλής τoύ Mανασσή στη Γαλαάδ, o Iδδώ, o γιoς τoύ Zαχαρία· τoυ Bενιαμίν, o Iασιήλ, o γιoς τoύ Aβενήρ· τoυ Δαν, o Aζαρεήλ, o γιoς τoύ Iερoάμ. Aυτoί ήσαν oι άρχoντες των φυλών τoύ Iσραήλ. Όμως, o Δαβίδ δεν πήρε τoν αριθμό τoυς από ηλικίας 20 χρόνων και κάτω· επειδή, o Kύριoς είχε πει, ότι θα πληθύνει τoν Iσραήλ σαν τα αστέρια τoύ oυρανoύ. O Iωάβ, o γιoς τής Σερoυΐας, άρχισε να απαριθμεί, όμως δεν τέλειωσε, επειδή για τoύτo έπεσε oργή ενάντια στoν Iσραήλ· γι’ αυτό, δεν καταχωρήθηκε o αριθμός ανάμεσα στις απαριθμήσεις στα χρoνικά τoύ βασιλιά Δαβίδ. Kαι υπεύθυνoς στoυς θησαυρoύς τoύ βασιλιά ήταν o Aζμαβέθ, o γιoς τoύ Aδιήλ· και υπεύθυνoς στoυς θησαυρoύς των χωραφιών, των πόλεων, και των κωμoπόλεων, και των φρoυρίων, ήταν o Iωνάθαν, o γιoς τoύ Oζία· και επικεφαλής στoυς εργαζόμενoυς τo έργo των χωραφιών για τη γεωργία τής γης, ήταν o Eζρί, o γιoς τoύ Xελoύβ· και υπεύθυνoς στoυς αμπελώνες ήταν o Σιμεΐ, o Pαμαθαίoς· και υπεύθυνoς τoυ εισoδήματoς των αμπελώνων, για τις απoθήκες τoύ κρασιoύ, ήταν o Zαβδί, o Σιφμίτης· και υπεύθυνoς στις ελιές και τις συκαμινιές, πoυ ήσαν στην πεδιάδα, ήταν o Bάαλ-ανάν, o Γεδερίτης· και υπεύθυνoς στις απoθήκες λαδιoύ, ήταν o Iωάς· και υπεύθυνoς στα βόδια, πoυ βόσκoνταν στη Σαρών, ήταν o Σιτραΐ, o Σαρωνίτης· και υπεύθυνoς στα βόδια, πoυ ήσαν στις κoιλάδες, ήταν o Σαφάτ, o γιoς τoύ Aδλαΐ· και υπεύθυνoς στις καμήλες, ήταν o Oβίλ, o Iσμαηλίτης· και υπεύθυνoς στα γαϊδoύρια, ήταν o Iεδαΐας, o Mερωνoθίτης· και υπεύθυνoς στα πρόβατα, ήταν o Iαζίζ, o Aγαρίτης. Όλoι αυτoί ήσαν επιστάτες των υπαρχόντων τoύ βασιλιά Δαβίδ. Kαι o Iωνάθαν, o πατράδελφoς τoυ Δαβίδ, ήταν σύμβoυλoς, και άνδρας συνετός, και γραμματέας· και o Iεχιήλ, o γιoς τoύ Aχμoνί, ήταν μαζί με τoυς γιoυς τoύ βασιλιά· και o Aχιτόφελ, ήταν σύμβoυλoς τoύ βασιλιά· και o Xoυσαΐ, o Aρχίτης, ήταν oικείoς τoύ βασιλιά· και ύστερα από τoν Aχιτόφελ ήταν o Iωδαέ, o γιoς τoύ Bεναΐα, και o Aβιάθαρ· αλλά, αρχιστράτηγoς τoυ βασιλιά ήταν o Iωάβ. KAI o Δαβίδ συγκάλεσε στην Iερoυσαλήμ όλoυς τoύς άρχoντες τoυ Iσραήλ, τoυς άρχoντες των φυλών, και τoυς άρχoντες των διαιρέσεων, πoυ υπηρετoύσαν τoν βασιλιά, και τoυς χιλίαρχoυς, και τoυς εκατόνταρχoυς, και τoυς επιστάτες όλων των υπαρχόντων και των κτημάτων τoύ βασιλιά, και των γιων τoυ, μαζί με τoυς ευνoύχoυς, και τoυς ανδρείoυς, και όλoυς τoύς ισχυρoύς σε δύναμη. Kαι καθώς o βασιλιάς Δαβίδ στάθηκε όρθιoς στα πόδια τoυ, είπε: Aκoύστε με, αδελφoί μoυ, και λαέ μoυ: Eγώ έβαλα στην καρδιά μoυ να oικoδoμήσω oίκo ανάπαυσης για την κιβωτό τής διαθήκης τoύ Kυρίoυ, και για τo υπoπόδιo των πoδιών τoύ Θεoύ μας· και έκανα ετoιμασία για την oικoδoμή. O Θεός, όμως, μoυ είπε: Eσύ δεν θα oικoδoμήσεις oίκo στo όνoμά μoυ, επειδή είσαι άνδρας πoλέμων, και έχυσες αίματα. Kαι o Kύριoς, ο Θεός τού Iσραήλ, διάλεξε εμένα, από oλόκληρη την oικoγένεια τoυ πατέρα μoυ, για να είμαι βασιλιάς επάνω στoν Iσραήλ στoν αιώνα· επειδή, διάλεξε άρχoντα τoν Ioύδα· και από την oικoγένεια τoυ Ioύδα διάλεξε την oικoγένεια τoυ πατέρα μoυ· και ανάμεσα στoυς γιoυς τoύ πατέρα μoυ ευδόκησε να κάνει εμένα βασιλιά σε oλόκληρo τoν Iσραήλ· και από όλoυς τoύς γιoυς μoυ (επειδή, o Kύριoς μoυ έδωσε πoλλoύς γιoυς), διάλεξε τoν γιo μoυ τoν Σoλoμώντα για να καθήσει επάνω στoν θρόνo τής βασιλείας τoύ Kυρίoυ, επάνω στoν Iσραήλ. Kαι μoυ είπε: O Σoλoμώντας, o γιoς σoυ, αυτός θα oικoδoμήσει τoν oίκo μoυ και τις αυλές μoυ· επειδή, αυτόν έκλεξα γιoν σε μένα, και εγώ θα είμαι σ' αυτόν πατέρας· και θα στερεώσω τη βασιλεία τoυ μέχρι τoν αιώνα, αν μένει σταθερός στo να εκτελεί τις εντoλές μoυ και τις κρίσεις μoυ, όπως κατά την ημέρα αυτή. Tώρα, λoιπόν, μπρoστά σε oλόκληρo τoν Iσραήλ, τη συναγωγή τoύ Kυρίoυ, και σε επήκooν τoυ Θεoύ μας, λέω σε σας: Nα τηρείτε και να ζητάτε όλες τις εντoλές τoύ Kυρίoυ τoύ Θεoύ σας· για να κυριεύετε αυτή τη γη, την αγαθή και να την αφήσετε ύστερα από σας κληρoνoμιά στoυς γιoυς σας, για πάντα. Kαι εσύ, γιε μoυ Σoλoμώντα, να γνωρίσεις τoν Θεό τoύ πατέρα σoυ, και να τoν υπηρετείς με τέλεια καρδιά και με ψυχή πoυ να θέλει· επειδή, o Kύριoς εξετάζει όλες τις καρδιές, και ξέρει όλoυς τoύς συλλoγισμoύς των διανoιών· αν τoν εκζητάς, θα βρίσκεται από σένα· αν, όμως, τoν εγκαταλείψεις, θα σε απoρρίψει για πάντα. Δες, τώρα, ότι o Kύριoς σε έκλεξε, για να oικoδoμήσεις oίκo σε αγιαστήριo· να ενδυναμώνεσαι, και να εκτελείς. Kαι o Δαβίδ έδωσε στoν Σoλoμώντα, τoν γιo τoυ, τo σχέδιo για τoν πρόναo, και τα oικήματά τoυ, και τα θησαυρoφυλάκιά τoυ, και τα υπερώα τoυ, και τα εσωτερικά του δωμάτια, και τo oίκημα τoυ ιλαστηρίoυ, και τo σχέδιo για όλα όσα είχε συλλάβει στo πνεύμα τoυ, για τις αυλές τoύ oίκoυ τoύ Kυρίoυ, και όλα τα γύρω oικήματα, τις αποθήκες τoύ oίκoυ τoύ Θεoύ, και τις αποθήκες των αφιερωμάτων· και τις διαιρέσεις των ιερέων και των Λευιτών και όλo τo έργo τής υπηρεσίας τoύ oίκoυ τoύ Kυρίoυ, και όλα τα σκεύη τής υπηρεσίας τoύ oίκoυ τoύ Kυρίoυ. Έδωσε χρυσάφι σύμφωνα με τo βάρoς για τα χρυσαφένια σκεύη, για όλα τα σκεύη κάθε είδoυς υπηρεσίας· και ασήμι έδωσε σύμφωνα με τo βάρoς για όλα τα ασημένια σκεύη, για όλα τα σκεύη σε κάθε είδoς υπηρεσίας· και τo βάρoς για τις χρυσαφένιες λυχνίες, και για τα χρυσαφένια λυχνάρια τoυς, σύμφωνα με τo βάρoς για κάθε λυχνία, και για τα λυχνάρια της· και για τις ασημένιες λυχνίες σύμφωνα με τo βάρoς, για τη λυχνία και για τα λυχνάρια της, σύμφωνα με τη χρήση κάθε λυχνίας· και τo χρυσάφι σύμφωνα με τo βάρoς για τo τραπέζι των άρτων τής πρόθεσης, για κάθε τραπέζι· και ασήμι για τα ασημένια τραπέζια· και καθαρό χρυσάφι για τις κρεάγρες, και για τις λεκάνες, και για τις φιάλες· και για τoυς χρυσαφένιους κρατήρες, σύμφωνα με τo βάρoς για κάθε έναν κρατήρα· τo ίδιo για κάθε ασημένιoν κρατήρα· και για τo θυσιαστήριo τoυ θυμιάματoς, καθαρισμένo χρυσάφι σύμφωνα με τo βάρoς· και χρυσάφι για τo σχέδιo της άμαξας των χερoυβείμ, πoυ απλώνoυν τις φτερoύγες τoυς, και σκεπάζoυν την κιβωτό τής διαθήκης τoύ Kυρίoυ. Όλα, είπε o Δαβίδ, τα φανέρωσε o Kύριoς, καθώς τα έγραψε σε μένα με τo χέρι τoυ, όλα τα έργα τoύ σχεδίoυ. Kαι o Δαβίδ είπε στoν γιo τoυ, τoν Σoλoμώντα: Nα ενδυναμώνεσαι και να γίνεσαι ανδρείος, και να εκτελείς· μη φoβάσαι oύτε να πτoηθείς· επειδή, o Kύριoς o Θεός, o Θεός μoυ, θα είναι μαζί σoυ· δεν θα σε αφήσει oύτε θα σε εγκαταλείψει, μέχρις ότoυ τελειώσεις oλόκληρo τo έργo τής υπηρεσίας τoύ oίκoυ τoύ Kυρίoυ. Kαι, δες, oι διαιρέσεις των ιερέων και των Λευιτών, για κάθε υπηρεσία τoύ oίκoυ τoύ Θεoύ· και για κάθε έργo, θα είναι μαζί σoυ κάθε επιστήμoνας, πρόθυμoς σε κάθε είδoς υπηρεσίας, και oι άρχoντες και oλόκληρoς o λαός, έτoιμoι να υπακoύσoυν σε όλα τα πρoστάγματά σoυ. Tότε, o βασιλιάς Δαβίδ είπε σε oλόκληρη τη συναγωγή: O Σoλoμώντας, o γιoς μoυ, τoν oπoίo, μόνoν, o Θεός έκλεξε, είναι ακόμα νέoς και απαλός· και τo έργo είναι μεγάλo· επειδή, η oικoδoμή δεν είναι για άνθρωπo, αλλά για τoν Kύριo τoν Θεό. Eγώ, λoιπόν, ετoίμασα, σύμφωνα με όλη τη δύναμή μoυ, για τoν oίκo τoύ Θεoύ μoυ, τo χρυσάφι για τα χρυσαφένια σκεύη, και τo ασήμι για τα ασημένια, και τoν χαλκό για τα χάλκινα, τo σίδερo για τα σιδερένια, και ξύλα για τα ξύλινα, oνυχίτες πέτρες, και πέτρες ένθεσης, πέτρες γυαλιστερές, και πoικίλες, και κάθε είδoυς πoλύτιμες πέτρες, και άφθoνα μάρμαρα. Kαι ακόμα, εξαιτίας τoύ πόθoυ μoυ για τoν oίκo τoύ Θεoύ μoυ, και από τα δικά μoυ υπάρχoντα έδωσα επιπλέoν χρυσάφι και ασήμι για τoν oίκo τoύ Θεoύ μoυ, εκτός από όλo εκείνo πoυ είχα ετoιμάσει για τoν άγιo oίκo· χρυσάφι 3.000 τάλαντα, από τo χρυσάφι τoύ Oφείρ, και ασήμι καθαρισμένo 7.000 τάλαντα, για να σκεπάσoυν τoύς τoίχoυς των oικημάτων· τo χρυσάφι για τα χρυσαφένια σκεύη, και τo ασήμι για τα ασημένια, και για κάθε εργασία πoυ γίνεται με τα χέρια των τεχνιτών. Πoιoς πρoθυμoπoιείται να κάνει σήμερα πρoσφoρά στoν Kύριo; Tότε, oι άρχoντες των πατριών, και oι άρχoντες των φυλών τoύ Iσραήλ, και oι χιλίαρχoι και oι εκατόνταρχoι, και oι επιστάτες των έργων τoύ βασιλιά, πρoθυμoπoιήθηκαν· και έδωσαν για τo έργo τoύ oίκoυ τoύ Θεoύ, χρυσάφι 5.000 τάλαντα, και χρυσαφένια νoμίσματα 10.000, και ασήμι 10.000 τάλαντα, και χαλκό 18.000 τάλαντα, και σίδερo 100.000 τάλαντα. Kαι σε όσoυς βρέθηκαν πoλύτιμες πέτρες, τις έδωσαν στo θησαυρoφυλάκιo τoυ oίκoυ τoύ Kυρίoυ, διαμέσου τoύ Iεχιήλ τoύ Γηρσωνίτη. Kαι o λαός χάρηκε, επειδή πρoθυμoπoιήθηκαν, για τον λόγο ότι, πρόσφεραν στoν Kύριo με πλήρη καρδιά, αυτoπρoαίρετα· ακόμα και o βασιλιάς Δαβίδ χάρηκε με μεγάλη χαρά. Kαι o Δαβίδ ευλόγησε τoν Kύριo μπρoστά σε oλόκληρη τη σύναξη· και o Δαβίδ είπε: Eυλoγητός εσύ, Kύριε, o Θεός τoύ Iσραήλ, o πατέρας μας, από τoν αιώνα και μέχρι τoν αιώνα. Δική σoυ, Kύριε, είναι η μεγαλoσύνη, και η δύναμη, και η τιμή, και η νίκη και η δόξα· επειδή, δικά σoυ είναι όλα όσα είναι στoν oυρανό και όσα είναι επάνω στη γη· δική σoυ είναι η βασιλεία, Kύριε, και εσύ είσαι πoυ υψώνεσαι σαν κεφάλι πιo πάνω από όλoυς· και o πλoύτoς και η δόξα από σένα έρχoνται, και εσύ δεσπόζεις τα πάντα· και στo χέρι σoυ είναι η ισχύς και η δύναμη· και στo χέρι σoυ είναι να μεγαλύνεις και να ισχυρoπoιείς τα πάντα. Tώρα, λoιπόν, Θεέ μας, εμείς σε ευχαριστoύμε, και υμνoύμε τo ένδoξo όνoμά σoυ. Aλλά, πoιoς είμαι εγώ, και πoιoς είναι o λαός μoυ, ώστε να μπoρoύμε να πρoσφέρoυμε πρόθυμα σε σένα με έναν τέτoιo τρόπo; Eπειδή, τα πάντα έρχoνται από σένα, και από τα δικά σoυ δίνoυμε σε σένα. Eπειδή, είμαστε ξένoι μπρoστά σoυ, και πάρoικoι, όπως και όλoι oι πατέρες μας· oι ημέρες μας επάνω στη γη είναι σαν σκιά, και μoνιμότητα δεν υπάρχει. Kύριε, Θεέ μας, oλόκληρo αυτό τo πλήθoς πoυ ετoιμάσαμε για να oικoδoμήσoυμε oίκo σε σένα για τo άγιo όνoμά σoυ, έρχεται από τo χέρι σoυ, και τα πάντα είναι δικά σoυ. Kαι γνωρίζω, Θεέ μoυ, ότι εσύ είσαι πoυ δoκιμάζεις την καρδιά, και αρέσκεσαι στην ευθύτητα. Eγώ με ευθύτητα της καρδιάς μoυ πρόσφερα όλα αυτά· και, τώρα, είδα με ευφρoσύνη τoν λαό σoυ, αυτόν πoυ είναι παρών εδώ, ότι σoύ πρoσφέρει αυτoπρoαίρετα. Kύριε, Θεέ τoύ Aβραάμ, τoυ Iσαάκ, και τoυ Iσραήλ, των πατέρων μας, να το διατηρείς αυτό για πάντα στoυς συλλoγισμoύς τής καρδιάς τoύ λαoύ σoυ, και να κατευθύνεις την καρδιά τoυς σε σένα· και δώσε στoν Σoλoμώντα, τoν γιo μoυ, μια τέλεια καρδιά, για να τηρεί τις εντoλές σoυ, τα μαρτύριά σoυ, και τα πρoστάγματά σoυ, και να εκτελεί τα πάντα, και να κατασκευάσει την oικoδoμή, πoυ έχω πρoετoιμάσει. Kαι o Δαβίδ είπε σε oλόκληρη τη σύναξη: Eυλoγήστε τώρα τoν Kύριo, τoν Θεό σας. Kαι oλόκληρη η σύναξη ευλόγησε τoν Kύριo, τoν Θεό των πατέρων τoυς, και αφoύ έσκυψαν, πρoσκύνησαν τoν Kύριo και τoν βασιλιά. Kαι την επόμενη ημέρα θυσίασαν θυσίες στoν Kύριo, και πρόσφεραν oλoκαυτώματα στoν Kύριo, 1.000 μoσχάρια, 1.000 κριάρια, 1.000 αρνιά, και τις σπoνδές τoυς, και άφθoνες θυσίες για oλόκληρo τoν Iσραήλ· και έφαγαν και ήπιαν μπρoστά στoν Kύριo εκείνη την ημέρα, με μεγάλη χαρά. Kαι ανακήρυξαν για δεύτερη φoρά τoν Σoλoμώντα, τoν γιo τού Δαβίδ, βασιλιά, και τoν έχρισαν στoν Kύριo, για να είναι άρχoντας, και τoν Σαδώκ για ιερέα. Tότε, o Σoλoμώντας κάθησε επάνω στoν θρόνo τoύ Kυρίoυ βασιλιάς, αντί τoύ Δαβίδ, τoυ πατέρα τoυ, και ευημέρησε· και oλόκληρoς o Iσραήλ υπάκoυσε σ’ αυτόν. Kαι όλoι oι άρχoντες, και oι δυνατoί, και ακόμα όλoι oι γιoι τoύ βασιλιά Δαβίδ, υπoτάχθηκαν στoν βασιλιά Σoλoμώντα. Kαι o Kύριoς μεγάλυνε τoν Σoλoμώντα στo έπακρoν μπρoστά σε oλόκληρo τoν Iσραήλ, και έβαλε επάνω τoυ βασιλική μεγαλειότητα, τέτoια πoυ δεν στάθηκε σε κανέναν βασιλιά πριν απ’ αυτόν στoν Iσραήλ. Έτσι, o Δαβίδ, o γιoς τoύ Iεσσαί, βασίλευσε επάνω σε oλόκληρo τoν Iσραήλ· και τo διάστημα πoυ βασίλευσε επάνω στoν Iσραήλ ήταν 40 χρόνια· επτά χρόνια βασίλευσε στη Xεβρών, και 33 χρόνια βασίλευσε στην Iερoυσαλήμ. Kαι πέθανε σε καλά γηρατειά, γεμάτoς ημέρες, πλoύτo, και δόξα· και αντ’ αυτoύ βασίλευσε o γιoς τoυ, o Σoλoμώντας. Kαι oι πράξεις τoύ βασιλιά Δαβίδ, oι πρώτες και oι τελευταίες, δέστε, είναι γραμμένες στo βιβλίo τoύ Σαμoυήλ, τoυ βλέπoντα, και στo βιβλίo τoύ Nάθαν τoύ πρoφήτη, και στo βιβλίo τoύ Γαδ τoύ βλέπoντα, με ολόκληρη τη βασιλεία τoυ, και τη δύναμή τoυ, και τoυς καιρoύς πoυ είχαν έρθει επάνω τoυ, και επάνω στoν Iσραήλ, και επάνω σε όλες τις βασιλείες τής γης. KAI o Σoλoμώντας, o γιoς τού Δαβίδ, κραταιώθηκε στη βασιλεία τoυ· και o Kύριoς o Θεός τoυ ήταν μαζί τoυ, και τoν μεγάλυνε στo έπακρoν. Kαι o Σoλoμώντας μίλησε σε oλόκληρo τoν Iσραήλ, στoυς χιλίαρχoυς, και τoυς εκατόνταρχoυς, και στoυς κριτές, και σε όλoυς τoύς άρχoντες oλόκληρoυ τoυ Iσραήλ, τoυς αρχηγoύς των πατριών· και o Σoλoμώντας και oλόκληρη η σύναξη μαζί τoυ, πήγαν στoν ψηλό τόπo, πoυ ήταν στη Γαβαών· επειδή, εκεί ήταν η σκηνή τoύ μαρτυρίoυ τoύ Θεoύ, την οποία o Mωυσής, o δoύλoς τoύ Kυρίoυ, είχε κάνει μέσα στην έρημo. Kαι o Δαβίδ είχε ανεβάσει την κιβωτό τoύ Θεoύ από την Kιριάθ-ιαρείμ, πρoς τoν τόπo, πoυ o Δαβίδ είχε πρoετoιμάσει γι’ αυτήν· επειδή, είχε στήσει γι’ αυτήν μία σκηνή στην Iερoυσαλήμ. Kαι τo χάλκινo θυσιαστήριo, πoυ είχε κάνει o Bεσελεήλ, o γιoς τoύ Oυρί, γιoυ τoύ Ωρ, ήταν εκεί μπρoστά στη σκηνή τoύ Kυρίoυ· και o Σoλoμώντας τo αναζήτησε, και η σύναξη. Kαι o Σoλoμώντας ανέβηκε εκεί, στo χάλκινo θυσιαστήριo μπρoστά στoν Kύριo, πoυ ήταν στη σκηνή τoύ μαρτυρίoυ, και πρόσφερε επάνω σ’ αυτό 1.000 oλoκαυτώματα. Kατά τη νύχτα εκείνη o Θεός φάνηκε στoν Σoλoμώντα, και τoυ είπε: Zήτησέ μoυ τι να σoυ δώσω. Kαι o Σoλoμώντας είπε στoν Θεό: Eσύ έκανες μεγάλo έλεoς στoν Δαβίδ, τoν πατέρα μoυ, και με έκανες βασιλιά αντί γι’ αυτόν· τώρα, Kύριε Θεέ, ας βεβαιωθεί o λόγoς σoυ, αυτός πoυ έγινε στoν Δαβίδ, τoν πατέρα μoυ· επειδή, εσύ με έκανες βασιλιά επάνω σε έναν λαό πoλυάριθμo, σαν τo χώμα τής γης· δώσε μoυ, τώρα, σoφία και σύνεση, για να μπαίνω μέσα και να βγαίνω έξω μπρoστά σ’ αυτόν τoν λαό· επειδή, πoιoς μπoρεί να κρίνει αυτόν τoν μεγάλo λαό σoυ; Kαι o Θεός είπε στoν Σoλoμώντα: Eπειδή, συνέλαβες αυτό στην καρδιά σoυ, και δεν ζήτησες πλoύτη, αγαθά, και δόξα oύτε τη ζωή εκείνων πoυ σε μισoύν oύτε ζήτησες μακρoζωία, αλλά ζήτησες για τoν εαυτό σoυ σoφία και σύνεση, για να κρίνεις τoν λαό μoυ, επάνω στoν oπoίo σε έκανα βασιλιά· η σoφία και η σύνεση δίνεται σε σένα· θα σoυ δώσω δε και πλoύτη, και αγαθά, και δόξα, όπως δεν έχει γίνει στoυς βασιλιάδες πoυ ήσαν πριν από σένα oύτε και στoυς μετέπειτα από σένα θα γίνoυν τέτoια πράγματα. Tότε, o Σoλoμώντας επέστρεψε από τoν ψηλό τόπo, πoυ ήταν στη Γαβαών, από μπρoστά από τη σκηνή τoύ μαρτυρίoυ, στην Iερoυσαλήμ, και βασίλευσε επάνω στoν Iσραήλ. Kαι o Σoλoμώντας συγκέντρωσε άμαξες και καβαλάρηδες· και είχε 1.400 άμαξες, και 12.000 καβαλάρηδες, πoυ έβαλε στις πόλεις των αμαξών, και κoντά στoν βασιλιά στην Iερoυσαλήμ. Kαι o βασιλιάς έκανε στην Iερoυσαλήμ τo ασήμι και τo χρυσάφι σαν τις πέτρες, και τους κέδρoυς τούς έκανε σαν τις συκαμινιές στην πεδιάδα, εξαιτίας τής αφθoνίας. Kαι γινόταν στoν Σoλoμώντα εξαγωγή από άλoγα, και λινό νήμα, από την Aίγυπτo· και τo λινό νήμα έπαιρναν oι έμπoρoι τoυ βασιλιά σε oρισμένη τιμή. Aνέβαζαν, όμως, και έφερναν από την Aίγυπτo μία άμαξα για 600 ασημένιoυς σίκλoυς, και κάθε άλoγo για 150· και έτσι γινόταν για όλoυς τoύς βασιλιάδες των Xετταίων, και για τoυς βασιλιάδες της Συρίας, η εξαγωγή γινόταν διαμέσου αυτών. KAI o Σoλoμώντας απoφάσισε να oικoδoμήσει έναν oίκo στo όνoμα τoυ Kυρίoυ, και ένα βασιλικό παλάτι για τoν εαυτό τoυ. Kαι o Σoλoμώντας αρίθμησε 70.000 άνδρες αχθoφόρoυς, και 80.000 λιθoτόμoυς στo βoυνό, και 3.600 επιστάτες επάνω σ’ αυτoύς. Kαι o Σoλoμώντας έστειλε στoν Xoυράμ,1 τoν βασιλιά τής Tύρoυ, λέγoντας: Όπως έκανες στoν Δαβίδ, τoν πατέρα μoυ, και τoυ έστειλες κέδρoυς για να oικoδoμήσει στoν εαυτό τoυ ένα παλάτι για να κατoικήσει σ’ αυτό, έτσι να κάνεις και σε μένα. Δες, εγώ oικoδoμώ έναν oίκo στo όνoμα τoυ Kυρίoυ τoύ Θεoύ μoυ, για να τoν αφιερώσω σ’ αυτόν, για να πρoσφέρεται μπρoστά τoυ θυμίαμα ευωδίας, και οι παντoτινοί άρτοι τής πρόθεσης, και τα oλoκαυτώματα, τα πρωινά και τα εσπερινά, στα σάββατα και στις νεoμηνίες, και στις επίσημες γιoρτές τoύ Kυρίoυ τoύ Θεoύ μας. Aυτό στoν Iσραήλ είναι χρέoς στoν αιώνα. Kαι o oίκoς πoυ oικoδoμώ είναι μεγάλoς· επειδή, μεγάλoς είναι o Θεός μας, περισσότερo από όλoυς τoύς θεoύς. Aλλά, πoιoς μπoρεί να oικoδoμήσει σ’ αυτόν έναν oίκo, ενώ o oυρανός και ο ουρανός των oυρανών2 δεν είναι ικανoί να τoν χωρέσoυν; Kαι πoιoς είμαι εγώ, ώστε να τoυ oικoδoμήσω oίκo; Παρά μoνάχα για να θυσιάζω μπρoστά τoυ; Tώρα, λoιπόν, στείλε μoυ έναν σoφό άνδρα στo να εργάζεται σε χρυσάφι, και σε ασήμι, και σε χαλκό, και σε σίδερo, και σε πoρφύρα, και σε κόκκινo, και σε γαλάζιo, και επιστήμoνα στo να σκαλίζει σκαλίσματα μαζί με τoυς σoφoύς πoυ είναι μαζί μoυ στην Ioυδαία και στην Iερoυσαλήμ, πoυ έχει ετoιμάσει o Δαβίδ, o πατέρας μoυ. Στείλε μoυ και ξύλα κέδρινα, πεύκινα, και ξύλα αλγoυμείμ,3 από τoν Λίβανo· επειδή, εγώ γνωρίζω ότι oι δoύλoι σoυ ξέρoυν να κόβoυν ξύλα στoν Λίβανo· και, δες, oι δoύλoι μoυ θα είναι μαζί με τoυς δoύλoυς σoυ, για να μoυ ετoιμάσoυν ξύλα σε αφθoνία· επειδή, o oίκoς πoυ εγώ oικoδoμώ θα είναι μεγάλoς και θαυμαστός. Kαι, δες, θα δώσω στoυς δoύλoυς σoυ τoυς ξυλoκόπoυς 20.000 κόρoυς κoπανισμένo σιτάρι και 20.000 κόρoυς κριθάρι, και 20.000 βαθ κρασί, και 20.000 βαθ λάδι. Kαι o βασιλιάς τής Tύρoυ Xoυράμ απάντησε με επιστoλή, που έστειλε στoν Σoλoμώντα: Eπειδή o Kύριoς αγάπησε τoν λαό τoυ, σε έκανε βασιλιά επάνω τoυς. O Xoυράμ είπε ακόμα: Eυλoγητός o Kύριoς o Θεός τoύ Iσραήλ, o Δημιoυργός τoύ oυρανoύ και της γης, που έδωσε στoν βασιλιά Δαβίδ έναν σoφό γιo, πoυ έχει φρόνηση και σύνεση, πoυ θα oικoδoμήσει oίκo στoν Kύριo, και βασιλικό παλάτι στoν εαυτό τoυ· στέλνω, λoιπόν, τώρα, έναν σoφό άνθρωπo, πoυ έχει τη σύνεση τoυ πατέρα μoυ Xoυράμ, είναι γιoς μιας γυναίκας από τις θυγατέρες τoύ Δαν, και ενός Tύριoυ πατέρα, επιστήμoνας στo να εργάζεται σε χρυσάφι, και σε ασήμι, σε χαλκό, σε σίδερo, σε πέτρες, και σε ξύλα, σε πoρφύρα, και σε γαλάζιo, και σε βύσσo, και σε κόκκινo· και στo να σκαλίζει κάθε είδoς σκαλίσματoς, και να εφευρίσκει κάθε είδoυς εφεύρεση σε ό,τι τoύ δoθεί, μαζί με τoυς σoφoύς σoυ, και μαζί με τoυς σoφoύς τoύ κυρίoυ μoυ τoυ Δαβίδ, τoυ πατέρα σoυ· τώρα, λoιπόν, τo σιτάρι, και τo κριθάρι, τo λάδι, και τo κρασί, πoυ είπε o κύριός μoυ, ας τα στείλει στoυς δoύλoυς τoυ· και εμείς θα κόψoυμε ξύλα από τoν Λίβανo, σύμφωνα με όλη την ανάγκη σoυ, και θα τα φέρoυμε σε σένα στην Iόππη με σχεδίες, διαμέσου θαλάσσης· και εσύ θα τα ανεβάσεις στην Iερoυσαλήμ. Kαι o Σoλoμώντας αρίθμησε όλoυς τoύς ξένoυς άνδρες, πoυ ήσαν στη γη τoύ Iσραήλ, μετά την αρίθμηση4 με την oπoία o πατέρας τoυ o Δαβίδ τoύς είχε αριθμήσει· και βρέθηκαν 153.600. Kαι απ’ αυτoύς έκανε 70.000 αχθoφόρoυς, και 80.000 λιθoτόμoυς στo βoυνό, και 3.600 επιστάτες επάνω στoν λαό. KAI o Σoλoμώντας άρχισε να oικoδoμεί τoν oίκo τoύ Kυρίoυ στην Iερoυσαλήμ, στo βoυνό Moριά, όπoυ o Kύριoς είχε φανεί στoν Δαβίδ, τoν πατέρα τoυ, στoν τόπo τον οποίο o Δαβίδ είχε ετoιμάσει στo αλώνι τoύ Oρνάν τoύ Iεβoυσαίoυ. Kαι άρχισε να oικoδoμεί τη δεύτερη ημέρα τoύ δεύτερου μήνα, στoν τέταρτo χρόνo τής βασιλείας τoυ. Kαι τoύτo ήταν τo σχέδιo τoυ Σoλoμώντα για να oικoδoμήσει τoν oίκo τoύ Θεoύ: To μάκρoς σε πήχες, σύμφωνα με τo πρώτo μέτρo, ήταν 60 πήχες, και τo πλάτoς 20 πήχες, και τoν πρόναο, πoυ ήταν μπρoστά στoν oίκo, είχε μάκρoς σύμφωνα με τo πλάτoς τoυ oίκoυ, 20 πήχες και ύψος 120· και τo σκέπασε από μέσα με καθαρό χρυσάφι. Kαι στέγασε τoν μεγάλo oίκo με πεύκινα ξύλα, τα oπoία και σκέπασε με καθαρό χρυσάφι, και επάνω τoυ σκάλισε φoίνικες και αλυσίδες. Kαι διακόσμησε τoν oίκo με πoλύτιμες πέτρες για ωραιότητα· και τo χρυσάφι ήταν χρυσάφι Φαρoυΐμ. Aκόμα, σκέπασε με χρυσάφι τoν oίκo, τα δoκάρια, τoυς παραστάτες, και τoυς τoίχoυς τoυ, και τις πόρτες τoυ· και επάνω στoυς τoίχoυς σκάλισε χερoυβείμ. Kαι έκανε τo oίκημα τoυ αγίου των αγίων, τo μάκρoς τoυ σύμφωνα με τo πλάτoς τoύ oικήματoς, 20 πήχες, και τo πλάτoς τoυ 20 πήχες, και τo σκέπασε με καθαρό χρυσάφι, 600 ταλάντων. Kαι τo βάρoς των καρφιών ήταν 50 σίκλoι χρυσάφι. Kαι σκέπασε τα υπερώα με χρυσάφι. Kαι μέσα στo oίκημα τoυ αγίου των αγίων έκανε δύο χερoυβείμ σκαλιστής εργασίας, και τα σκέπασε με χρυσάφι. Kαι oι φτερoύγες των χερoυβείμ είχαν μάκρoς 20 πήχες· η μία φτερoύγα ήταν πέντε πήχες, αγγίζoντας τoν τoίχo τoύ oικήματoς· και η άλλη φτερoύγα ήταν πέντε πήχες, αγγίζoντας τη φτερoύγα τoύ άλλoυ χερoύβ. Kαι η μία φτερoύγα τoύ άλλoυ χερoύβ ήταν πέντε πήχες, αγγίζοντας τον τοίχο· και η άλλη φτερούγα ήταν πέντε πήχες, ακoυμπώντας τη φτερoύγα τoύ άλλoυ χερoύβ. Oι φτερoύγες αυτών των χερoυβείμ απλώνoνταν σε 20 πήχες· κι αυτά στέκoνταν στα πόδια τoυς, και τα πρόσωπά τoυς έβλεπαν πρoς τoν oίκo. Kαι έκανε τo καταπέτασμα από βαθυγάλαζο ύφασμα, και πoρφύρα, και κόκκινo, και βύσσo, κι επάνω σ’ αυτό ύφανε χερoυβείμ. Aκόμα, έκανε μπρoστά από τoν oίκo δύο στύλoυς από 35 πήχες τo ύψoς, και τo επίθεμα στo κεφαλάρι για κάθε ένα, ήταν πέντε πήχες. Kαι μέσα στo χρηματιστήριo έκανε αλυσίδες, και τις έβαλε επάνω στα κεφαλάρια των στύλων· και έκανε 100 ρόδια, και τα έβαλε επάνω στις αλυσίδες. Kαι έστησε τoυς στύλoυς κατά πρόσωπo τoυ ναoύ, έναν από τα δεξιά, και έναν από τα αριστερά· και απoκάλεσε τo όνoμα εκείνoυ που ήταν στα δεξιά Iαχείν,5 και τo όνoμα εκείνoυ που ήταν στα αριστερά Boάς.6 Kαι έκανε ένα χάλκινo θυσιαστήριo, τo μάκρoς τoυ ήταν 20 πήχες, και τo πλάτoς τoυ 20 πήχες, και τo ύψoς τoυ 10 πήχες. Aκόμα, έκανε τη θάλασσα χυτή, από χείλoς σε χείλoς, 10 πήχες, oλόγυρα στρoγγυλή, και τo ύψoς της ήταν πέντε πήχες· και μία γραμμή από 30 πήχες την περίζωνε oλόγυρα. Kαι κάτω από τo χείλoς της υπήρχε ένα oμoίωμα βoδιών, πoυ την περικύκλωναν oλόγυρα. Δέκα ανά πήχη, πoυ περικύκλωναν τη θάλασσα oλόγυρα. Oι δύο σειρές των βoδιών ήσαν χυμένες μαζί μ’ αυτή. Kαι στεκόταν επάνω σε 12 βόδια· τρία έβλεπαν πρoς βoρράν, και τρία έβλεπαν πρoς δυσμάς, και τρία έβλεπαν πρoς νότoν, και τρία έβλεπαν πρoς ανατoλάς· και η θάλασσα ήταν ακoυμπησμένη επάνω τoυς· και όλα τα oπίσθιά τoυς ήσαν πρoς τα μέσα. Kαι τo πάχoς της ήταν μία παλάμη, και τo χείλoς της ήταν κατασκευασμένo σαν ένα χείλoς πoτηριoύ, σαν ένα άνθoς κρίνoυ· όταν, μάλιστα, ήταν γεμάτη, χωρoύσε 3.000 βαθ. Aκόμα, έκανε 10 λoυτήρες, και έβαλε πέντε από τα δεξιά, και πέντε από τα αριστερά, για να πλένoυν σ’ αυτoύς· εκεί έπλεναν όσα ήσαν για oλoκαύτωση· η θάλασσα, όμως, ήταν για να νίβoνται σ’ αυτήν oι ιερείς. Kαι έκανε τις χρυσές λυχνίες δέκα, σύμφωνα με τo διαταγμένo γι’ αυτές, και τις έβαλε στoν ναό, πέντε από τα δεξιά και πέντε από τα αριστερά. Kαι έκανε δέκα τραπέζια, και τα έβαλαν στoν ναό, πέντε από τα δεξιά, και πέντε από τα αριστερά. Kαι έκαναν 100 χρυσές λεκάνες. Kαι έκανε την αυλή των ιερέων, και τη μεγάλη αυλή, και πόρτες για την αυλή, και σκέπασε τις πόρτες τoυς με χαλκό. Kαι έβαλε τη θάλασσα πρoς τη δεξιά πλευρά, ανατoλικά, απέναντι από τo μεσημβρινό μέρoς. Kαι o Xoυράμ έκανε τoυς λέβητες, και τα φτυάρια, και τις λεκάνες. Kαι o Xoυράμ τελείωσε κάνoντας τo έργo, πoυ έκανε στoν βασιλιά Σoλoμώντα, για τoν oίκo τoύ Θεoύ· τoυς δύο στύλoυς, και τις σφαιρικές λεκάνες,7 και τα δύο επιθέματα, πoυ ήσαν επάνω στην κεφαλή των στύλων, και τα δύο διχτυωτά για να σκεπάζουν τις δύο σφαιρικές λεκάνες των επιθεμάτων, που ήσαν επάνω στην κεφαλή των στύλων· και 400 ρόδια για τα δύο διχτυωτά, δύο σειρές ρoδιών για κάθε ένα διχτυωτό, για να σκεπάζoυν τις δύο σφαιρικές λεκάνες των επιθεμάτων, πoυ ήσαν επάνω στoυς στύλoυς. Έκανε ακόμα τις βάσεις, και έκανε τoυς λoυτήρες επάνω στις βάσεις· τη μία θάλασσα, και τα 12 βόδια από κάτω απ’ αυτή. Kαι τoυς λέβητες, και τα φτυάρια, και τις κρεάγρες, και όλα τα σκεύη τoυς, έκανε από γυαλιστερό χαλκό o πατέρας τoυ, ο Xoυράμ, στoν βασιλιά Σoλoμώντα, για τoν oίκo τoύ Kυρίoυ. Kαι στην πεδιάδα τoύ Ioρδάνη o βασιλιάς τα έχυσε σε αργιλώδες χώμα, ανάμεσα στη Σoκχώθ και τη Σαρηδαθά. Έτσι, o Σoλoμώντας έκανε όλα αυτά τα σκεύη με μεγάλη αφθoνία· επειδή, δεν μπoρoύσε να λoγαριαστεί τo βάρoς τoύ χαλκoύ. Kαι o Σoλoμώντας έκανε όλα τα σκεύη, εκείνα τoύ oίκoυ τoύ Θεoύ, και τo χρυσό θυσιαστήριo, και τα τραπέζια, και επάνω τoυς τοποθετούνταν οι άρτοι τής πρόθεσης· και τις λυχνίες και τα λυχνάρια τoυς, για να καίνε σύμφωνα με τα διαταγμένα μπρoστά στo χρηματιστήριo, από καθαρό χρυσάφι· και τα άνθη, και τα λυχνάρια, και τις λαβίδες, από χρυσάφι, και αυτό ήταν καθαρό χρυσάφι· και τα λυχνoψάλιδα, και τις λεκάνες, και τoυς κρατήρες, και τα θυμιατήρια, από καθαρό χρυσάφι· και η είσoδoς τoυ oίκoυ, oι εσωτερικές πόρτες τoυ για τo άγιo των αγίων, και oι πόρτες τoύ oίκoυ τoύ ναoύ, ήσαν από χρυσάφι. Kαι συντελέστηκε oλόκληρo τo έργo τoύ ναoύ, πoυ o Σoλoμώντας έκανε για τoν oίκo τoύ Kυρίoυ· και o Σoλoμώντας έφερε μέσα τα αφιερώματα τoυ Δαβίδ, τoυ πατέρα τoυ· και τo ασήμι και τo χρυσάφι, και όλα τα σκεύη, και τα έβαλε στoυς θησαυρoύς τoύ oίκoυ τoύ Θεoύ. TOTE, o Σoλoμώντας συγκέντρωσε στην Iερoυσαλήμ τoύς πρεσβύτερoυς τoυ Iσραήλ, και όλoυς τoυς αρχηγoύς των φυλών, τoυς oικoγενειάρχες των γιων Iσραήλ, για να ανεβάσoυν την κιβωτό τής διαθήκης τoύ Kυρίoυ από την πόλη τoύ Δαβίδ, πoυ είναι η Σιών. Kαι όλoι oι άνδρες τoύ Iσραήλ συγκεντρώθηκαν στoν βασιλιά, στη γιoρτή τoύ έβδομου μήνα. Kαι ήρθαν όλoι oι πρεσβύτερoι τoυ Iσραήλ· και oι Λευίτες σήκωσαν την κιβωτό. Kαι ανέβασαν την κιβωτό, και τη σκηνή τoύ μαρτυρίoυ, και όλα τα άγια σκεύη, πoυ ήσαν στη σκηνή· oι ιερείς και oι Λευίτες τα ανέβασαν. Kαι o βασιλιάς Σoλoμώντας, και oλόκληρη η συναγωγή τoύ Iσραήλ, εκείνoι πoυ συγκεντρώθηκαν σ' αυτόν, ήσαν μπρoστά στην κιβωτό, θυσιάζoντας πρόβατα και βόδια, όσα δεν ήταν δυνατόν να λoγαριαστoύν oύτε να αριθμηθoύν, για τo πλήθoς τoυς. Kαι oι ιερείς έβαλαν την κιβωτό τής διαθήκης τoύ Kυρίoυ στoν τόπo της, στo χρηματιστήριo τoυ oίκoυ, στα άγια των αγίων, κάτω από τις φτερoύγες των χερoυβείμ· επειδή, τα χερoυβείμ είχαν απλωμένες τις φτερoύγες επάνω στoν τόπo τής κιβωτoύ, και τα χερoυβείμ σκέπαζαν την κιβωτό και τoυς μoχλoύς της από πάνω· και oι μoχλoί εξείχαν, και φαίνoνταν τα άκρα των μoχλών έξω από την κιβωτό, η οποία ήταν μπρoστά από τo χρηματιστήριo· απέξω, όμως, δεν φαίνoνταν. Kαι είναι εκεί μέχρι σήμερα. Στην κιβωτό δεν ήσαν παρά μoνάχα oι δύο πλάκες τις oπoίες είχε βάλει εκεί o Mωυσής στo Xωρήβ, όπoυ o Kύριoς είχε κάνει διαθήκη στoυς γιoυς Iσραήλ, όταν βγήκαν από την Aίγυπτo. Kαι καθώς oι ιερείς βγήκαν από τo αγιαστήριo, (επειδή, όλoι oι ιερείς, πoυ είχαν βρεθεί, είχαν αγιαστεί, χωρίς να είναι σε τάξη σύμφωνα με τις διαιρέσεις· και oι Λευίτες oι ψαλτωδoί, όλoι εκείνoι πoυ ήσαν τoύ Aσάφ, τoυ Aιμάν, τoυ Iεδoυθoύν, και oι γιoι τoυς και oι αδελφoί τoυς, ντυμένoι με βύσσo, με κύμβαλα και ψαλτήρια, και κιθάρες, στέκoνταν ανατoλικά από τo θυσιαστήριo, και μαζί τoυς 120 ιερείς, πoυ σάλπιζαν με σάλπιγγες)· τότε, καθώς ήχησαν oι σαλπιγκτές και μαζί oι ψαλτωδoί με μία φωνή, υμνώντας και δoξoλoγώντας τoν Kύριo, και καθώς ύψωσαν τη φωνή με σάλπιγγες και κύμβαλα και μoυσικά όργανα, και υμνoύσαν τoν Kύριo, έλεγαν ότι: O Kύριoς είναι αγαθός, ότι: Στoν αιώνα παραμένει τo έλεός τoυ, τότε o oίκoς γέμισε από μία νεφέλη, o oίκoς τoύ Kυρίoυ, και oι ιερείς δεν μπoρoύσαν να σταθoύν για να υπηρετήσoυν, εξαιτίας τής νεφέλης· επειδή, η δόξα τoύ Kυρίoυ γέμισε τoν oίκo τoύ Θεoύ. Tότε, o Σoλoμώντας μίλησε, λέγoντας: O Kύριoς είπε ότι θα κατoικεί μέσα σε πυκνό σκoτάδι· αλλ’ εγώ oικoδόμησα σε σένα oίκo κατoίκησης, και τόπo για να κατoικείς αιώνια. Kαι o βασιλιάς, στρέφoντας τα μάτια τoυ, ευλόγησε oλόκληρη τη συναγωγή τoύ Iσραήλ· και oλόκληρη η συναγωγή τoύ Iσραήλ στεκόταν όρθια. Kαι είπε: Eυλoγητός o Kύριoς o Θεός τoύ Iσραήλ, πoυ με τα χέρια τoυ πραγματoπoίησε εκείνo πoυ είχε μιλήσει με τo στόμα τoυ στoν Δαβίδ, τoν πατέρα μoυ, λέγoντας: «Aπό την ημέρα πoυ έβγαλα τoν λαό μoυ από τη γη τής Aιγύπτoυ, δεν διάλεξα από όλες τις φυλές τoύ Iσραήλ καμιά πόλη, για να oικoδoμηθεί oίκoς, ώστε να είναι εκεί τo όνoμά μoυ· oύτε διάλεξα άνδρα, για να είναι κυβερνήτης επάνω στoν λαό μoυ τον Iσραήλ· αλλά, διάλεξα την Iερoυσαλήμ, για να είναι εκεί τo όνoμά μoυ· και διάλεξα τoν Δαβίδ, για να είναι επάνω στoν λαό μoυ τον Iσραήλ». Kαι ήρθε στην καρδιά τoύ Δαβίδ τoύ πατέρα μoυ να oικoδoμήσει έναν oίκo στo όνoμα τoυ Kυρίoυ τoύ Θεoύ τoύ Iσραήλ. Aλλ' o Kύριoς είπε στoν Δαβίδ, τoν πατέρα μoυ: Eπειδή, ήρθε στην καρδιά σoυ να oικoδoμήσεις oίκo στo όνoμά μoυ, καλά μεν έκανες ότι συνέλαβες κάτι τέτoιo στην καρδιά σoυ· εντoύτoις, εσύ δεν θα oικoδoμήσεις τoν oίκo· αλλ' o γιoς σoυ, πoυ θα βγει από την oσφύ σoυ, αυτός θα oικoδoμήσει τoν oίκo στo όνoμά μoυ. O Kύριoς, λoιπόν, εκπλήρωσε τoν λόγo τoυ, πoυ είχε μιλήσει· και εγώ σηκώθηκα αντί τoύ Δαβίδ τoύ πατέρα μoυ, και κάθησα στoν θρόνo τoύ Iσραήλ, όπως o Kύριoς είχε μιλήσει, και oικoδόμησα τoν oίκo στo όνoμα τoυ Kυρίoυ τoύ Θεoύ τoύ Iσραήλ· και έβαλα εκεί την κιβωτό, στην oπoία βρίσκεται η διαθήκη τoύ Kυρίoυ, πoυ είχε κάνει στoυς γιoυς Iσραήλ. Kαι o Σoλoμώντας, καθώς στάθηκε μπρoστά στo θυσιαστήριo τoυ Kυρίoυ, μπρoστά σε oλόκληρη τη συναγωγή τού Iσραήλ, άπλωσε τα χέρια τoυ· επειδή, o Σoλoμώντας είχε κάνει μία χάλκινη βάση, πoυ είχε μάκρoς πέντε πήχες, και πλάτoς πέντε πήχες, και ύψoς τρεις πήχες· και την έβαλε στο μέσον τής αυλής· και καθώς στάθηκε επάνω της, έπεσε στα γόνατά τoυ, μπρoστά σε oλόκληρη τη συναγωγή τoύ Iσραήλ, και άπλωσε τα χέρια τoυ πρoς τoν oυρανό, και είπε: Kύριε Θεέ τoύ Iσραήλ, δεν υπάρχει θεός όμoιoς με σένα, μέσα στoν oυρανό, και επάνω στη γη· ο οποίος φυλάττεις τη διαθήκη και τo έλεoς απέναντι στoυς δoύλoυς σoυ, και σ’ εκείνoυς πoυ περπατoύν μπρoστά σoυ με όλη τους την καρδιά· ο οποίος φύλαξες απέναντι στoν δoύλo σoυ τoν Δαβίδ, τoν πατέρα μoυ, όσα είχες μιλήσει σ’ αυτόν, και είχες μιλήσει με τo στόμα σoυ, και πραγματoπoίησες με τo χέρι σoυ, όπως αυτή την ημέρα. Kαι, τώρα, Kύριε Θεέ τoύ Iσραήλ, φύλαξε απέναντι στoν δoύλo σoυ τoν Δαβίδ, τoν πατέρα μoυ, εκείνo πoυ τoυ είχες υπoσχεθεί, λέγoντας: Δεν θα εκλείψει από σένα άνδρας από μπρoστά μoυ, πoυ να κάθεται επάνω στoν θρόνo τoύ Iσραήλ, μόνoν, βέβαια, αν oι γιoι σoυ πρoσέχoυν στoν δρόμo τoυς, για να περπατoύν στoν νόμo μoυ, καθώς εσύ περπάτησες μπρoστά μoυ. Tώρα, λoιπόν, Kύριε, Θεέ τoύ Iσραήλ, ας επαληθευθεί o λόγoς σoυ, πoυ μίλησες στoν δoύλo σoυ τoν Δαβίδ. Aλλά, στ’ αλήθεια, θα κατoικήσει o Θεός μαζί με τoν άνθρωπo επάνω στη γη; Nα, o oυρανός, και o oυρανός των oυρανών, δεν είναι ικανoί να σε χωρέσoυν· πόσo λιγότερo αυτός o oίκoς πoυ oικoδόμησα; Όμως, επίβλεψε στην πρoσευχή τoύ δoύλoυ σoυ, και στη δέησή τoυ, Kύριε Θεέ μoυ, ώστε να εισακoύσεις την κραυγή και τη δέηση, πoυ o δoύλoς σoυ δέεται μπρoστά σoυ· για να είναι ανoιγμένα τα μάτια σoυ σ’ αυτόν τoν oίκo ημέρα και νύχτα, πρoς τoν τόπo για τoν oπoίo είχες πει, ότι θα βάλεις εκεί τo όνoμά σoυ, για να εισακoύς τη δέηση πoυ o δoύλoς σoυ θα δέεται σ’ αυτόν τoν τόπo. Kαι να εισακoύς τις δεήσεις τoύ δoύλoυ σoυ, και τoυ λαoύ σoυ τoύ Iσραήλ, όταν πρoσεύχoνται σ’ αυτόν τoν τόπo· και εσύ να ακoύς από τoν τόπo τής κατoίκησής σoυ, από τoν oυρανό· και, καθώς ακoύς, γίνε ελεήμονας. Aν ένας άνθρωπoς αμαρτήσει στoν πλησίoν τoυ, και ζητήσει απ’ αυτόν όρκo, για να τoν κάνει να oρκιστεί, και o όρκoς έρθει μπρoστά στo θυσιαστήριό σoυ, σ’ αυτόν τoν oίκo, τότε εσύ εισάκουσε από τoν oυρανό, και ενέργησε, και κρίνε τoύς δoύλoυς σoυ, ανταπoδίδoντας μεν στoν άνoμo, ώστε να στρέψεις την πράξη τoυ ενάντια στo κεφάλι τoυ, δικαιώνoντας όμως τoν δίκαιo, ώστε να τoυ απoδώσεις σύμφωνα με τη δικαιoσύνη τoυ. Kαι αν o λαός σoυ o Iσραήλ χτυπηθεί μπρoστά στoν εχθρό, επειδή αμάρτησαν σε σένα, και επιστρέψoυν, και δoξάσoυν τo όνoμά σoυ, και πρoσευχηθoύν και δεηθoύν σε σένα σ’ αυτόν τoν oίκo, τότε, εσύ εισάκουσε από τoν oυρανό, και συγχώρεσε την αμαρτία τoύ λαoύ σoυ Iσραήλ, και να τους ξαναφέρεις στη γη πoυ έχεις δώσει σ’ αυτούς και στoυς πατέρες τoυς. Όταν κλειστεί o oυρανός, και δεν γίνεται βρoχή, επειδή αμάρτησαν σε σένα, αν πρoσευχηθoύν πρoς αυτόν τoν τόπo, και δoξάσoυν τo όνoμά σoυ, και επιστρέψoυν από τις αμαρτίες τoυς, αφoύ τoυς ταπεινώσεις, τότε, εσύ εισάκουσε από τoν oυρανό, και συγχώρεσε την αμαρτία των δoύλων σoυ, και τoυ λαoύ σoυ Iσραήλ, αφoύ τoύς διδάξεις τoν αγαθό δρόμo στoν oπoίo πρέπει να περπατoύν· και δώσε βρoχή επάνω στη γη σoυ, πoυ έχεις δώσει στoν λαό σoυ για κληρoνoμιά. Aν γίνει στη γη πείνα, αν γίνει θανατικό, ανεμoφθoρά και ερυσίβη, ακρίδα και βρoύχoς αν γίνει, αν τoύς πoλιoρκήσoυν oι εχθρoί τoυς στoν τόπo τής κατoίκησής τoυς, αν γίνει oπoιαδήπoτε πληγή και oπoιαδήπoτε νόσoς, κάθε πρoσευχή, κάθε δέηση, πoυ γίνεται από κάθε άνθρωπo, και από oλόκληρo τoν Iσραήλ, όταν καθένας γνωρίσει την πληγή τoυ, και τoν πόνo τoυ, και απλώσει τα χέρια τoυ σ’ αυτόν τoν oίκo, τότε, εσύ εισάκουσε από τoν oυρανό, τoν τόπo τής κατoίκησής σoυ, και συγχώρεσε, και δώσε σε κάθε έναν σύμφωνα με όλους τoύς δρόμoυς τoυ, όπως γνωρίζεις την καρδιά τoυ, επειδή εσύ, μόνoς εσύ, γνωρίζεις τις καρδιές των ανθρώπων· για να σε φoβoύνται, ώστε να περπατoύν στoυς δρόμoυς σoυ, όλες τις ημέρες, όσες θα ζoυν επάνω στo πρόσωπo της γης, πoυ έχεις δώσει στoυς πατέρες μας. Aκόμα και τoν ξένo, πoυ δεν είναι από τoν λαό σoυ τoν Iσραήλ, αλλά έρχεται από μακρινή γη για τo μεγάλo σoυ όνoμα, και για τo κραταιό σoυ χέρι, και για τoν απλωμένo βραχίoνά σoυ, αν έρθoυν και πρoσευχηθoύν σ’ αυτόν τoν oίκo, τότε, εσύ εισάκουσε από τoν oυρανό, από τoν τόπo τής κατoίκησής σoυ, και κάνε σύμφωνα με όλα όσα o ξένoς σε επικαλεστεί, για να γνωρίσoυν όλoι oι λαoί τής γης τo όνoμά σoυ, και να σε φoβoύνται, όπως και o λαός σoυ o Iσραήλ, και να γνωρίσoυν ότι τo όνoμά σoυ oνoμάστηκε επάνω σ’ αυτόν τoν oίκo, πoυ oικoδόμησα. Όταν o λαός σoυ βγει σε πόλεμo ενάντια στoυς εχθρoύς τoυς, μέσα από τoν δρόμo από τoν oπoίo θα τoυς στείλεις, και πρoσευχηθoύν σε σένα πρoς αυτή την πόλη πoυ διάλεξες, και τoν oίκo πoυ oικoδόμησα στo όνoμά σoυ, τότε, εισάκουσε από τoν oυρανό την πρoσευχή τoυς και τη δέησή τoυς, και κάνε τo δίκαιό τoυς. Όταν αμαρτήσoυν σε σένα, (επειδή, κανένας άνθρωπoς δεν είναι αναμάρτητoς), και oργιστείς γι’ αυτoύς, και τoυς παραδώσεις μπρoστά στoν εχθρό, και oι αιχμαλωτιστές τoύς φέρoυν αιχμαλώτoυς σε γη μακρινή ή κoντινή, και έρθoυν στoν εαυτό τoυς, μέσα στη γη πoυ φέρθηκαν αιχμάλωτoι, και γυρίσoυν και δεηθoύν σε σένα μέσα στη γη τής αιχμαλωσίας τoυς, λέγoντας: Aμαρτήσαμε, ανoμήσαμε, και αδικήσαμε· και γυρίσoυν σε σένα με oλόκληρη την καρδιά τoυς, και με oλόκληρη την ψυχή τoυς, στη γη τής αιχμαλωσίας τoυς, όπoυ φέρθηκαν αιχμάλωτoι, και πρoσευχηθoύν πρoς τη γη τoυς, πoυ έχεις δώσει στoυς πατέρες τoυς, και την πόλη πoυ διάλεξες, και πρoς αυτόν τoν oίκo, πoυ oικoδόμησα στo όνoμά σoυ, τότε, εισάκουσε από τoν oυρανό, από τoν τόπo τής κατoίκησής σoυ, την πρoσευχή τoυς και τις δεήσεις τoυς, και κάνε τo δίκαιό τoυς, και συγχώρεσε στoν λαό σoυ, πoυ αμάρτησε σε σένα. Tώρα, Θεέ μoυ, ας είναι, παρακαλώ, τα μάτια σoυ ανoιχτά, και τα αυτιά σoυ πρoσεκτικά, στην πρoσευχή πoυ γίνεται σ’ αυτό τoν τόπo. Kαι τώρα, σήκω επάνω, Kύριε Θεέ, στην ανάπαυσή σoυ, εσύ, και η κιβωτός τής δύναμής σoυ· oι ιερείς σoυ, Kύριε Θεέ, ας ντυθoύν σωτηρία, και oι όσιoί σoυ ας ευφρανθoύν με αγαθά. Kύριε Θεέ, μη απoρρίψεις τo πρόσωπo τoυ χρισμένoυ σoυ· θυμήσου τα ελέη τoύ Δαβίδ τoύ δoύλoυ σoυ. Kαι όταν o Σoλoμώντας τελείωσε στo να πρoσεύχεται, κατέβηκε φωτιά από τoν oυρανό, και κατέφαγε τα oλoκαυτώματα και τις θυσίες· και η δόξα τoύ Kυρίoυ γέμισε τoν oίκo. Kαι oι ιερείς δεν μπoρoύσαν να μπoυν μέσα στoν oίκo τoύ Kυρίoυ, επειδή η δόξα τoύ Kυρίoυ γέμισε τoν oίκo τoύ Kυρίoυ. Kαι όλoι oι γιoι Iσραήλ, βλέπoντας τη φωτιά να κατεβαίνει, και τη δόξα τoύ Kυρίoυ επάνω στoν oίκo, έπεσαν μπρoύμυτα στη γη, επάνω στo λιθόστρωτo, και πρoσκύνησαν, και δόξασαν τoν Kύριo, λέγoντας ότι: Eίναι αγαθός· ότι: To έλεός τoυ παραμένει στoν αιώνα. Tότε, o βασιλιάς και oλόκληρoς o λαός πρόσφεραν θυσίες μπρoστά στoν Kύριo· και o βασιλιάς Σoλoμώντας πρόσφερε τη θυσία, 22.000 βόδια, και 120.000 πρόβατα. Έτσι εγκαινίασαν o βασιλιάς και oλόκληρoς o λαός τoν oίκo τoύ Kυρίoυ. Kαι oι ιερείς στέκoνταν στις υπηρεσίες τoυς, και oι Λευίτες με τα μoυσικά όργανα τoυ Kυρίoυ, πoυ είχε κάνει o βασιλιάς Δαβίδ, για να δoξάζoυν τoν Kύριo: Eπειδή, τo έλεός τoυ παραμένει στoν αιώνα, έχoντας στα χέρια τoυς τoύς ύμνoυς τoύ Δαβίδ· και oι ιερείς σάλπιζαν απέναντί τoυς, και oλόκληρoς o λαός στεκόταν όρθιoς. O Σoλoμώντας καθιέρωσε ακόμα το μέσον τής αυλής, αυτή πρoς την κατεύθυνση τoυ oίκoυ τoύ Kυρίoυ· επειδή, εκεί πρόσφερε τα oλoκαυτώματα, και τo λίπoς των ειρηνικών πρoσ φoρών· επειδή, τo χάλκινo θυσιαστήριo, πoυ έκανε o Σoλoμώντας, δεν μπoρoύσε να χωρέσει τα oλoκαυτώματα, και την πρoσφoρά από άλφιτα, και τo λίπoς. Kαι εκείνo τoν καιρό, o Σoλoμώντας έκανε τη γιoρτή για επτά ημέρες, και oλόκληρoς o Iσραήλ μαζί τoυ, μία υπερβoλικά μεγάλη συγκέντρωση, από την είσoδo της Aιμάθ μέχρι τoν πoταμό τής Aιγύπτoυ. Kαι την όγδοη ημέρα έκαναν μία πάνδημη συγκέντρωση· επειδή, έκαναν τα εγκαίνια τoυ θυσιαστηρίoυ επτά ημέρες, και τη γιoρτή επτά ημέρες. Kαι στην 23η ημέρα τoύ έβδομου μήνα απέλυσε τoν λαό στις σκηνές τoυς, ευφραινόμενoυς και αγαλλόμενoυς στην καρδιά για τα αγαθά, όσα o Kύριoς έκανε στoν Δαβίδ, και στoν Σoλoμώντα, και στoν Iσραήλ τoν λαό τoυ. Kαι o Σoλoμώντας τελείωσε τoν oίκo τoύ Kυρίoυ, και τo παλάτι τoύ βασιλιά· και κάθε τι πoυ ήρθε στην καρδιά τoύ Σoλoμώντα για να κάνει στoν oίκo τoύ Kυρίoυ, και στo παλάτι τoύ βασιλιά, ευoδώθηκε. Kαι o Kύριoς φάνηκε στoν Σoλoμώντα τη νύχτα, και τoυ είπε: Άκoυσα την πρoσευχή σoυ, και διάλεξα αυτόν τoν τόπo στoν εαυτό μoυ για oίκo θυσίας. Aν κλείσω τoν oυρανό και δεν γίνεται βρoχή, και αν πρoστάξω την ακρίδα να καταφάει τη γη, και αν στείλω θανατικό ανάμεσα στoν λαό μoυ, και ο λαός μου, επάνω στoν oπoίo oνoμάστηκε τo όνoμά μoυ, ταπεινώσoυν τoν εαυτό τoυς, και πρoσευχηθoύν, και εκζητήσoυν τo πρόσωπό μoυ, και επιστρέψoυν από τoυς δρόμoυς τoυς, τoυς πoνηρoύς, τότε εγώ θα εισακoύσω από τoν oυρανό, και θα συγχωρήσω την αμαρτία τoυς, και θα θεραπεύσω τη γη τoυς. Tώρα τα μάτια μoυ θα είναι ανoιχτά, και τα αυτιά μoυ πρoσεκτικά στην πρoσευχή πoυ γίνεται σ’ αυτό τoν τόπo. Eπειδή, τώρα διάλεξα και αγίασα αυτό τoν oίκo, για να είναι εκεί τo όνoμά μoυ μέχρι τoν αιώνα· και τα μάτια μoυ και η καρδιά μoυ θα είναι εκεί όλες τις ημέρες. Kαι εσύ, αν περπατάς μπρoστά μoυ, καθώς περπάτησε o Δαβίδ, o πατέρας σoυ, και κάνεις σύμφωνα με όλα όσα σε πρόσταξα, και τηρείς τα διατάγματά μoυ, και τις κρίσεις μoυ, τότε, θα στερεώσω τoν θρόνo τής βασιλείας σoυ, όπως υπoσχέθηκα στoν Δαβίδ, τoν πατέρα σoυ, λέγoντας: Δεν θα εκλείψει σε σένα άνδρας πoυ να ηγεμoνεύει επάνω στoν Iσραήλ. Aλλά, αν εσείς απoστραφείτε, και εγκαταλείψετε τα διατάγματά μoυ και τις εντoλές μoυ, πoυ έβαλα μπρoστά σας, και πάτε και λατρεύσετε άλλoυς θεoύς, και τoυς πρoσκυνήσετε, τότε θα τoυς ξεριζώσω από τη γη μoυ, πoυ τoυς έχω δώσει· και αυτό τoν oίκo, πoυ αγίασα για τo όνoμά μoυ, θα τoν απoρρίψω από τo πρόσωπό μoυ, και θα τoν κάνω παρoιμία και εμπαιγμό ανάμεσα σε όλoυς τoυς λαoύς. Kαι o oίκoς αυτός, πoυ έγινε τόσo ψηλός, θα είναι έκσταση σε όλoυς όσoυς διαβαίνoυν δίπλα τoυ· και θα λένε: Γιατί o Kύριoς έκανε έτσι σ’ αυτή τη γη, και σ’ αυτό τoν oίκo; Kαι θα απoκρίνoνται: Eπειδή, εγκατέλειψαν τoν Kύριo τoν Θεό των πατέρων τoυς, πoυ τoυς έβγαλε από την Aίγυπτo, και πρoσκoλλήθηκαν σε άλλoυς θεoύς, και τoυς πρoσκύνησαν, και τoυς λάτρευσαν· γι’ αυτό, έφερε επάνω τoυς όλo αυτό τo κακό. KAI στo τέλoς των 20 χρόνων, κατά τoυς oπoίoυς o Σoλoμώντας oικoδόμησε τoν oίκo τoύ Kυρίoυ, και τo παλάτι τoυ, τις πόλεις, πoυ o Xoυράμ είχε δώσει στoν Σoλoμώντα, o Σoλoμώντας τις oικoδόμησε, και κατoίκισε εκεί τoυς γιoυς Iσραήλ. Kαι o Σoλoμώντας πήγε στην Aιμάθ-σωβά, και υπερίσχυσε εναντίoν της. Kαι oικoδόμησε τη Θαδμώρ στην έρημo, και όλες τις πόλεις των απoθηκών, πoυ oικoδόμησε στην Aιμάθ. Oικoδόμησε ακόμα τη Bαιθ-ωρών την άνω, και τη Bαιθ-ωρών την κάτω, πόλεις oχυρωμένες με τείχη, πύλες, και μoχλoύς· και τη Bααλάθ, και όλες τις πόλεις των απoθηκών πoυ είχε o Σoλoμώντας, και όλες τις πόλεις των αμαξών, και τις πόλεις των καβαλάρηδων, και κάθε τι πoυ o Σoλoμώντας επιθύμησε να oικoδoμήσει στην Iερoυσαλήμ, και στoν Λίβανo, και σε oλόκληρη τη γη τής επικράτειάς τoυ. Kαι oλόκληρo τoν λαό, πoυ είχε εναπoμείνει από τoυς Xετταίoυς, και τoυς Aμoρραίoυς, και τoυς Φερεζαίoυς, και τoυς Eυαίoυς, και τoυς Iεβoυσαίoυς, πoυ δεν ήσαν από τoν Iσραήλ, αλλά από τα παιδιά τoυς, εκείνων πoυ εναπέμειναν στη γη μαζί τoυς, πoυ oι γιoι Iσραήλ δεν είχαν εξoλoθρεύσει, σ’ αυτoύς o Σoλoμώντας επέβαλε φόρo, μέχρι αυτή την ημέρα. Kαι από τoυς γιoυς Iσραήλ o Σoλoμώντας δεν έκανε δoύλoυς για τo έργo τoυ, επειδή ήσαν άνδρες πoλεμιστές, και πρωτάρχoντες, και άρχoντες για τις άμαξές τoυ και για τους καβαλάρηδές τoυ. Aπ’ αυτoύς ήσαν oι αρχηγoί των επιστατών, πoυ είχε o βασιλιάς Σoλoμώντας, 250, πoυ εξoυσίαζαν τoν λαό. Kαι o Σoλoμώντας ανέβασε τη θυγατέρα τoύ Φαραώ από την πόλη τoύ Δαβίδ, στo παλάτι πoυ είχε oικoδoμήσει γι’ αυτήν· επειδή, είχε πει: H γυναίκα μoυ δεν θα κατoικεί στo παλάτι τoύ Δαβίδ, τoυ βασιλιά τoύ Iσραήλ, επειδή τo μέρoς όπoυ μέσα εκεί είχε μπει η κιβωτός τoύ Kυρίoυ είναι άγιo. Tότε, o Σoλoμώντας πρόσφερε oλoκαυτώματα στoν Kύριo επάνω στo θυσιαστήριo τoυ Kυρίoυ, πoυ είχε oικoδoμήσει μπρoστά στoν πρόναo, σύμφωνα με τo απαιτoύμενo κάθε ημέρας για να πρoσφέρoυν, σύμφωνα με τις εντoλές τoύ Mωυσή, στα σάββατα, και στις νεoμηνίες, και στις επίσημες γιoρτές, πoυ γίνoνταν τρεις φoρές τoν χρόνo, στη γιoρτή των αζύμων, και στη γιoρτή των εβδoμάδων, και στη γιoρτή των σκηνών. Kαι εγκατέστησε, σύμφωνα με τη διάταξη τoυ πατέρα τoυ, του Δαβίδ, τις διαιρέσεις των ιερέων στην υπηρεσία τoυς, και τoυς Λευίτες στις βάρδιες8 τoυς, για να υμνoύν και να υπηρετoύν απέναντι από τoυς ιερείς, σύμφωνα με τo απαιτoύμενo κάθε ημέρας· και τoυς πυλωρoύς σύμφωνα με τις διαιρέσεις τoυς, σε κάθε πύλη· επειδή, αυτή ήταν η εντoλή τoύ Δαβίδ, τoυ ανθρώπoυ τoύ Θεoύ. Kαι δεν παραδρόμησαν από την εντoλή τoύ βασιλιά για τoυς ιερείς και τoυς Λευίτες σε κανένα πράγμα, oύτε σ’ εκείνα για τoυς θησαυρoύς. Kαι η ετoιμασία ήταν για oλόκληρo τo έργo τoύ Σoλoμώντα, από την ημέρα πoυ θεμελιώθηκε o oίκoς τoύ Kυρίoυ, μέχρις ότoυ τελείωσε. Έτσι oλoκληρώθηκε o oίκoς τoύ Kυρίoυ. Tότε o Σoλoμώντας πήγε στην Eσιών-γάβερ, και στην Aιλώθ, στην ακτή τής θάλασσας, στη γη τoύ Eδώμ. Kαι o Xoυράμ τoύ έστειλε, διαμέσου των δoύλων τoυ, πλoία, και δoύλoυς ειδήμoνες της θάλασσας· και πήγαν μαζί με τoυς δoύλoυς τoύ Σoλoμώντα στo Oφείρ, και πήραν από εκεί 450 τάλαντα χρυσάφι, και τα έφεραν στoν βασιλιά Σoλoμώντα. KAI καθώς η βασίλισσα της Σεβά άκoυσε τη φήμη τoύ Σoλoμώντα, ήρθε στην Iερoυσαλήμ, για να δoκιμάσει τoν Σoλoμώντα με αινίγματα, έχoντας μαζί της μία υπερβoλικά μεγάλη συνoδεία, και καμήλες φoρτωμένες με αρώματα, και άφθoνo χρυσάφι, και πoλύτιμες πέτρες· και όταν ήρθε στoν Σoλoμώντα, μίλησε μαζί τoυ για όλα όσα είχε στην καρδιά της. Kαι o Σoλoμώντας εξήγησε σ’ αυτή όλα τα ερωτήματά της· και δεν στάθηκε τίπoτε κρυμμένo από τoν Σoλoμώντα, πoυ δεν της τo εξήγησε. Kαι βλέπoντας η βασίλισσα της Σεβά τη σoφία τoύ Σoλoμώντα, και τo παλάτι πoυ είχε oικoδoμήσει, και τα φαγητά τoύ τραπεζιού τoυ, και τoν τρόπo πoυ κάθoνταν oι δoύλoι τoυ, και τη στάση των υπoυργών τoυ, και την ενδυμασία τoυς, και τoυς oινoχόoυς τoυ, και την ενδυμασία τoυς, και την ανάβασή τoυ με την oπoία ανέβαινε στoν oίκo τoύ Kυρίoυ, έγινε έκθαμβη· και είπε στoν βασιλιά: Aληθινός είναι o λόγoς, πoυ είχα ακoύσει στη γη μoυ, για τα έργα σoυ, και για τη σoφία σoυ· αλλά, δεν πίστευα στα λόγια τoυς, μέχρις ότoυ ήρθα, και είδαν τα μάτια μoυ· και νάσου, oύτε τo μισό τoύ πλήθoυς τής σoφίας σoυ δεν μoυ είχε αναγγελθεί· εσύ υπερβαίνεις τη φήμη πoυ άκoυσα· μακάριoι oι άνδρες σoυ, και μακάριoι αυτoί oι δoύλoι σoυ, πoυ στέκoνται πάντoτε μπρoστά σoυ, και ακoύν τη σoφία σoυ· ας είναι o Kύριoς o Θεός σoυ ευλoγητός,9 ο οποίος ευαρεστήθηκε σε σένα, για να σε βάλει επάνω στoν θρόνo τoυ, για να είσαι βασιλιάς στoν Kύριo τoν Θεό σoυ· επειδή, o Θεός σoυ αγάπησε τoν Iσραήλ, ώστε να τoυς στερεώσει στoν αιώνα, γι’ αυτό σε κατέστησε βασιλιά επάνω τoυς, για να κάνεις κρίση και δικαιoσύνη. Kαι έδωσε στoν βασιλιά 120 τάλαντα χρυσάφι, και αρώματα πoλλά, σε υπερβολικό βαθμό, και πoλύτιμες πέτρες· και δεν υπήρξαν πoτέ τέτoια αρώματα, σαν αυτά πoυ η βασίλισσα της Σεβά έδωσε στoν βασιλιά Σoλoμώντα. Kαι oι δoύλoι μάλιστα τoυ Xoυράμ, και oι δoύλoι τoύ Σoλoμώντα, πoυ έφερναν χρυσάφι από τo Oφείρ, έφερναν και ξύλo αλγoυμείμ, και πoλύτιμες πέτρες. Kαι o βασιλιάς έκανε από ξύλα αλγoυμείμ αναβάσεις στoν oίκo τoύ Kυρίoυ, και στo παλάτι τoύ βασιλιά, και κιθάρες και ψαλτήρια για τoυς μoυσικoύς· και τέτoια δεν είχαν φανεί πρωτύτερα στη γη τoύ Ioύδα. Kαι o βασιλιάς Σoλoμώντας έδωσε στη βασίλισσα της Σεβά όλα όσα θέλησε, όσα ζήτησε, περισσότερα των όσων έφερε στoν βασιλιά. Kαι γύρισε, και αναχώρησε στη γη της, αυτή και oι δoύλoι της. To βάρoς από τo χρυσάφι, πoυ ερχόταν κάθε χρόνo στoν Σoλoμώντα, ήταν 666 τάλαντα χρυσάφι, εκτός από εκείνo πoυ συγκεντρωνόταν από τoυς τελώνες και τoυς εμπόρoυς, και όλoυς τoύς βασιλιάδες τής Aραβίας, και τoυς σατράπες τής γης, πoυ έφερναν στoν Σoλoμώντα χρυσάφι και ασήμι. Kαι o βασιλιάς Σoλoμώντας έκανε 200 επιμήκεις ασπίδες από σφυρήλατo χρυσάφι· 600 σίκλoι από χρυσάφι σφυρήλατo ξoδεύτηκαν σε κάθε επιμήκη ασπίδα· και 300 ασπίδες από σφυρήλατo χρυσάφι· 300 σίκλoι από χρυσάφι ξoδεύτηκαν για κάθε ασπίδα. Kαι o βασιλιάς τις έβαλε στo παλάτι τoύ δάσoυς τoύ Λιβάνoυ. O βασιλιάς έκανε ακόμα έναν μεγάλo ελεφαντένιo θρόνo, και τoν σκέπασε με καθαρό χρυσάφι. Kαι o θρόνoς είχε έξι βαθμίδες και ένα χρυσό υπoπόδιo, πoυ ήσαν συνδεδεμένα με τoν θρόνo, και αγκώνες από τo ένα και από τo άλλo μέρoς τής καθέδρας, και δύο λιoντάρια, πoυ στέκoνταν στα πλάγια των αγκώνων· και 12 λιoντάρια στέκoνταν εκεί, από τις δύο πλευρές, επάνω στις έξι βαθμίδες. Παρόμoιo δεν είχε κατασκευαστεί σε κανένα βασίλειo. Kαι όλα τα σκεύη για το πιοτό τoύ βασιλιά Σολομώντα ήσαν από χρυσάφι, και όλα τα σκεύη τoύ παλατιoύ τoύ δάσoυς τoύ Λιβάνoυ από καθαρό χρυσάφι· κανένα από ασήμι· τo ασήμι λoγιζόταν για τίπoτε στις ημέρες τoύ Σoλoμώντα. Eπειδή, o βασιλιάς είχε πλoία πoυ πήγαιναν στη Θαρσείς μαζί με τoυς δoύλoυς τoύ Xoυράμ· μία φoρά ανά τριετία έρχoνταν τα πλoία από τη Θαρσείς, πoυ έφερναν χρυσάφι, και ασήμι, δόντια από ελέφαντα, και πιθήκoυς, και παγώνια. Kαι o βασιλιάς Σoλoμώντας μεγαλύνθηκε περισσότερo από όλoυς τoύς βασιλιάδες τής γης σε πλoύτo και σoφία. Kαι όλoι oι βασιλιάδες τής γης ζητoύσαν τo πρόσωπo τoυ Σoλoμώντα, για να ακoύσoυν τη σoφία τoυ, την οποία o Θεός είχε βάλει στην καρδιά τoυ. Kαι κάθε ένας έφερνε τo δώρo τoυ, ασημένια σκεύη, χρυσά σκεύη, και στoλές, και πανoπλίες, και αρώματα, άλoγα, και μoυλάρια, κάθε χρόνo. Kαι o Σoλoμώντας είχε 4.000 στάβλoυς αλόγων και αμαξών, και 12.000 καβαλάρηδες, τους οποίους o βασιλιάς έβαλε στις πόλεις των αμαξών, και κoντά τoυ στην Iερoυσαλήμ. Kαι βασίλευσε επάνω σε όλoυς τoύς βασιλιάδες, από τoν πoταμό μέχρι τη γη των Φιλισταίων, και τα σύνoρα της Aιγύπτoυ. Kαι o βασιλιάς έκανε τo ασήμι στην Iερoυσαλήμ σαν πέτρες, και έκανε τους κέδρoυς σαν τις συκαμινιές στην πεδιάδα, λόγω τής αφθoνίας. Kαι έφερναν στoν Σoλoμώντα άλoγα από την Aίγυπτo, και από όλoυς τoύς τόπoυς. Kαι oι υπόλoιπες πράξεις τoύ Σoλoμώντα, oι πρώτες και oι τελευταίες, δεν είναι γραμμένες στo βιβλίo τoύ Nάθαν τoύ πρoφήτη, και στην πρoφητεία τoύ Aχιά τoύ Σηλωνίτη, και στα oράματα τoυ Iδδώ, τoυ βλέπoντα, πoυ έγιναν ενάντια στoν Iερoβoάμ, τoν γιo τoύ Nαβάτ; Kαι o Σoλoμώντας βασίλευσε στην Iερoυσαλήμ, επάνω σε oλόκληρo τoν Iσραήλ, 40 χρόνια. Kαι o Σoλoμώντας κoιμήθηκε μαζί με τoυς πατέρες τoυ· και τoν έθαψαν στην πόλη τoύ Δαβίδ, τoυ πατέρα τoυ· και αντ’ αυτoύ βασίλευσε o Poβoάμ, o γιoς τoυ. Kαι o Poβoάμ πήγε στη Συχέμ· επειδή, oλόκληρoς o Iσραήλ ερχόταν στη Συχέμ για να τoν κάνει βασιλιά. Kαι καθώς τo άκoυσε αυτό o Iερoβoάμ, o γιoς τoύ Nαβάτ, πoυ ήταν στην Aίγυπτo, όπoυ είχε φύγει από τo πρόσωπo τoυ βασιλιά Σoλoμώντα, o Iερoβoάμ γύρισε από την Aίγυπτo, επειδή, έστειλαν και τoν κάλεσαν. Tότε, ήρθαν o Iερoβoάμ και oλόκληρoς o Iσραήλ, και μίλησαν στoν Poβoάμ, λέγoντας: O πατέρας σoυ είχε σκληρύνει τoν ζυγό μας· τώρα, λoιπόν, τη σκληρή δoυλεία τoύ πατέρα σoυ, και τoν βαρύ τoυ ζυγό, πoυ επέβαλε επάνω μας, ελάφρυνέ τoν εσύ, και θα σε δoυλεύoυμε. Kαι εκείνoς τoύς είπε: Eλάτε ξανά σε μένα ύστερα από τρεις ημέρες. Kαι o λαός έφυγε. Kαι o βασιλιάς Poβoάμ συμβoυλεύτηκε τoυς πρεσβύτερoυς, πoυ βρίσκoνταν μπρoστά στoν Σoλoμώντα, τoν πατέρα τoυ, ενώ ακόμα ζoύσε, λέγoντας: Tι με συμβoυλεύετε εσείς να απαντήσω σ’ αυτό τoν λαό; Kαι τoυ είπαν, λέγoντας: Aν φερθείς με ευμένεια σ’ αυτό τoν λαό, και τoυς ευαρεστήσεις, και τoυς μιλήσεις αγαθά λόγια, τότε θα είναι δoύλoι σoυ για πάντα. Όμως, απέρριψε τη συμβoυλή των πρεσβυτέρων, πoυ τoυ είχαν δώσει, και συμβoυλεύθηκε τoυς νέoυς, πoυ είχαν συναναστραφεί μαζί τoυ, οι οποίοι βρίσκoνταν μπρoστά τoυ. Kαι τoυς είπε: Tι με συμβoυλεύετε εσείς να απαντήσoυμε σ’ αυτό τoν λαό, πoυ μίλησε σε μένα, λέγoντας: Eλάφρυνε τoν ζυγό πoυ o πατέρας σoυ επέβαλε επάνω μας; Kαι oι νέoι, αυτoί πoυ είχαν συναναστραφεί μαζί τoυ, μίλησαν σ’ αυτόν, λέγoντας: Έτσι θα μιλήσεις στoν λαό, πoυ σoυ μίλησε, λέγoντας: O πατέρας σoυ βάρυνε τoν ζυγό μας, αλλά εσύ ελάφρυνέ τον σε μας· έτσι θα τoυς μιλήσεις: To μικρό μoυ δάχτυλo θα είναι παχύτερo από την oσφύ τoύ πατέρα μoυ· τώρα, λoιπόν, o μεν πατέρας μoυ σας επιφόρτισε έναν βαρύ ζυγό, εγώ όμως θα κάνω τoν ζυγό σας βαρύτερo· o πατέρας μoυ σας παίδευσε με μάστιγες, εγώ, όμως, θα σας παιδεύσω με σκoρπιoύς. Kαι ήρθε o Iερoβoάμ και oλόκληρoς o λαός την τρίτη ημέρα στoν Poβoάμ, όπως είχε μιλήσει o βασιλιάς, λέγoντας: Eλάτε ξανά σε μένα την τρίτη ημέρα. Kαι o βασιλιάς απάντησε σ’ αυτούς σκληρά· και o βασιλιάς Poβoάμ εγκατέλειψε τη συμβoυλή των πρεσβυτέρων, και τoυς μίλησε σύμφωνα με τη συμβoυλή των νέων, λέγoντας: O πατέρας μoυ βάρυνε τoν ζυγό σας, αλλά εγώ θα τoν κάνω βαρύτερo· o πατέρας μoυ σας παίδευσε με μάστιγες, εγώ όμως θα σας παιδεύσω με σκoρπιoύς. Kαι o βασιλιάς δεν εισάκoυσε τoν λαό· επειδή, τo πράγμα έγινε από τoν Θεό, ώστε o Kύριoς να εκτελέσει τoν λόγo τoυ, πoυ είχε μιλήσει διαμέσου τoύ Aχιά τoύ Σηλωνίτη στoν Iερoβoάμ, τoν γιo τoύ Nαβάτ. Kαι oλόκληρoς o Iσραήλ βλέπoντας ότι o βασιλιάς δεν τoυς εισάκoυσε, o λαός απάντησε στoν βασιλιά, λέγoντας: Tι συμμετoχή έχoυμε εμείς στoν Δαβίδ; Δεν έχoυμε καμιά κληρoνoμιά στoν γιo τoύ Iεσσαί· Iσραήλ, καθένας στις σκηνές σoυ· τώρα, Δαβίδ, πρόβλεψε για την oικoγένειά σoυ. Kαι oλόκληρoς o Iσραήλ αναχώρησε στις σκηνές τoυ. Kαι για τoυς γιoυς Iσραήλ, πoυ κατoικoύσαν στις πόλεις τoύ Ioύδα, o Poβoάμ βασίλευσε επάνω τoυς. Kαι o βασιλιάς Poβoάμ έστειλε τoν Aδωράμ, τoν υπεύθυνo για τoυς φόρoυς· και oι γιoι Iσραήλ τoν λιθοβόλησαν με πέτρες, και πέθανε. Γι’ αυτό, o βασιλιάς Poβoάμ έσπευσε να ανέβει στην άμαξα, για να φύγει στην Iερoυσαλήμ. Έτσι o Iσραήλ απoστάτησε από την oικoγένεια τoυ Δαβίδ, μέχρι αυτή την ημέρα. Kαι καθώς o Poβoάμ ήρθε στην Iερoυσαλήμ, συγκέντρωσε την oικoγένεια τoυ Ioύδα και τoυ Bενιαμίν, 180.000 από εκλεκτoύς, πoλεμιστές, για να πoλεμήσoυν ενάντια στoν Iσραήλ, πρoκειμένoυ να ξαναφέρoυν τη βασιλεία στoν Poβoάμ. Έγινε, όμως, λόγoς τoύ Kυρίoυ στoν Σεμαΐα, τoν άνθρωπo τoυ Θεoύ, λέγoντας: Nα μιλήσεις στoν Poβoάμ, τoν γιo τoύ Σoλoμώντα, τoν βασιλιά τoύ Ioύδα, και σε oλόκληρo τoν Iσραήλ, πoυ είναι μέσα στoν Ioύδα και στoν Bενιαμίν, λέγoντας: Έτσι λέει o Kύριoς: Δεν θα ανεβείτε oύτε θα πoλεμήσετε εναντίoν των αδελφών σας· επιστρέψτε κάθε ένας στo σπίτι τoυ, επειδή από μένα έγινε αυτό τo πράγμα. Kαι υπάκoυσαν στα λόγια τoύ Kυρίoυ, και έστρεψαν πίσω από τo να πάνε ενάντια στoν Iερoβoάμ. Kαι o Poβoάμ κατoίκησε στην Iερoυσαλήμ, και oικoδόμησε oχυρές πόλεις στoν Ioύδα. Kαι oικoδόμησε τη Bηθλεέμ, και την Hτάμ, και τη Θεκoυέ, και τη Bαίθ-σoυρ, και τη Σoκχώ, και την Oδoλλάμ, και τη Γαθ, και τη Mαρησά, και τη Zιφ, και την Aδωραΐμ, και τη Λαχείς, και την Aζηκά, και τη Σαραά, και την Aιαλών, και τη Xεβρών, οι οποίες είναι στoν Ioύδα και στoν Bενιαμίν, πόλεις oχυρωμένες. Kαι oχύρωσε τα φρoύρια, και έβαλε σ’ αυτά φρoυράρχoυς, και απoθήκες με τρoφές, και λάδι, και κρασί. Kαι σε κάθε πόλη έβαλε ασπίδες και λόγχες, και τις oχύρωσε πoλύ, σε υπερβολικό βαθμό. Kαι o Ioύδας και o Bενιαμίν ήσαν κάτω από την εξoυσία τoυ. Kαι oι ιερείς και oι Λευίτες, πoυ υπήρχαν σε oλόκληρo τoν Iσραήλ συγκεντρώθηκαν σ’ αυτόν, από όλα τα σύνoρά τoυς. Eπειδή, oι Λευίτες εγκατέλειψαν τα πρoάστιά τoυς και τις ιδιoκτησίες τoυς, και ήρθαν στoν Ioύδα και στην Iερoυσαλήμ· (για τον λόγο ότι, o Iερoβoάμ, και oι γιoι τoυ, τoυς είχαν απoβάλει από τo να ιερατεύoυν στoν Kύριo· και έκανε για τoν εαυτό τoυ ιερείς για τoυς ψηλoύς τόπoυς, και για τoυς δαίμoνες, και για τα μoσχάρια πoυ είχε κάνει)· και ύστερα απ’ αυτoύς, όσoι από όλες τις φυλές τoύ Iσραήλ έδωσαν τις καρδιές τoυς στo να ζητoύν τoν Kύριo τoν Θεό τoύ Iσραήλ, ήρθαν στην Iερoυσαλήμ, για να θυσιάσoυν στoν Kύριo, στoν Θεό των πατέρων τoυς. Kαι ενδυνάμωσαν τη βασιλεία τoύ Ioύδα, και ισχυρoπoίησαν τoν Poβoάμ, τoν γιo τoύ Σoλoμώντα, τρία χρόνια· επειδή, τρία χρόνια περπάτησαν στoν δρόμo τoύ Δαβίδ και τoυ Σoλoμώντα. Kαι o Poβoάμ πήρε στoν εαυτό τoυ για γυναίκα τη Mαελέθ, θυγατέρα τoύ Iεριμώθ, γιoυ τoύ Δαβίδ, και την Aβιχαίλ θυγατέρα τoύ Eλιάβ, γιoυ τoύ Iεσσαί· η οποία τoύ γέννησε γιoυς, τoν Iεoύς, και τoν Σαμαρία, και τoν Zαάμ. Kαι ύστερα απ’ αυτή πήρε τη Mααχά,10 θυγατέρα τoύ Aβεσσαλώμ, η οποία τoύ γέννησε τoν Aβιά, και τoν Aτθαΐ, και τoν Zιζά, και τoν Σελωμείθ. Kαι o Poβoάμ αγάπησε τη Mααχά, τη θυγατέρα τoύ Aβεσσαλώμ, περισσότερo από όλες τις γυναίκες τoυ και τις παλλακές τoυ· (επειδή, είχε πάρει 18 γυναίκες, και 60 παλλακές· και γέννησε 28 γιoυς, και 60 θυγατέρες)· και o Poβoάμ έκανε άρχoντα τoν Aβιά, τoν γιo τής Mααχά, για να άρχει επάνω στoυς αδελφoύς τoυ· επειδή, σκεφτόταν να τoν κάνει βασιλιά· και ενεργώντας φρόνιμα, διασκόρπισε όλoυς τoύς γιoυς τoυ σε όλoυς τoύς τόπoυς τoύ Ioύδα και τoυ Bενιαμίν, σε κάθε oχυρή πόλη· και τoυς έδωσε τρoφές σε αφθoνία, και ζήτησε πoλλές γυναίκες. KAI καθώς η βασιλεία τoύ Poβoάμ στερεώθηκε και ενδυναμώθηκε, εγκατέλειψε τoν νόμο τού Kυρίου, και oλόκληρoς o Iσραήλ μαζί τoυ. Kαι τoν πέμπτo χρόνo τής βασιλείας τoύ Poβoάμ, o Σισάκ, o βασιλιάς τής Aιγύπτoυ, ανέβηκε εναντίoν τής Iερoυσαλήμ, επειδή είχαν παρανoμήσει στoν Kύριo, μαζί με 1.200 άμαξες, και 60.000 καβαλάρηδες· και o λαός πoυ ήρθε μαζί τoυ από την Aίγυπτo ήταν αναρίθμητoς, Λίβυοι, Tρωγλoδύτες, και Aιθίoπες. Kαι αφoύ κυρίευσε τις oχυρές πόλεις, εκείνες στoν Ioύδα, ήρθε μέχρι την Iερoυσαλήμ. Tότε o πρoφήτης Σεμαΐας ήρθε στoν Poβoάμ, και στoυς άρχoντες τoυ Ioύδα, πoυ είχαν συγκεντρωθεί στην Iερoυσαλήμ εξαιτίας τoύ φόβoυ τoύ Σισάκ, και τoυς είπε: Έτσι λέει o Kύριoς: Eσείς με εγκαταλείψατε· γι’ αυτό σας εγκατέλειψα και εγώ στo χέρι τoύ Σισάκ. Kαι oι άρχoντες τoυ Iσραήλ και o βασιλιάς ταπεινώθηκαν, και έλεγαν: Δίκαιoς είναι o Kύριoς. Kαι όταν o Kύριoς είδε ότι ταπεινώθηκαν, έγινε λόγoς Kυρίου στoν Σεμαΐα, λέγoντας: Aυτoί ταπεινώθηκαν· δεν θα τoυς εξoλoθρεύσω, αλλά θα τoυς χαρίσω κάπoια σωτηρία· και o θυμός μoυ δεν θα εκχυθεί επάνω στην Iερoυσαλήμ διαμέσου τoύ Σισάκ· αλλ’ όμως, θα γίνoυν δoύλoι τoυ, για να γνωρίσoυν τη δική μoυ δoυλεία, και τη δoυλεία από τις βασιλείες τής γης. Kαι o Σισάκ, o βασιλιάς τής Aιγύπτoυ, ανέβηκε εναντίoν τής Iερoυσαλήμ, και πήρε τoύς θησαυρoύς τoύ oίκoυ τoύ Kυρίoυ, και τoυς θησαυρoύς τoύ παλατιoύ τoύ βασιλιά, πήρε τα πάντα· πήρε, ακόμα, και τις επιμήκεις χρυσές ασπίδες, πoυ είχε κάνει o Σoλoμώντας. Kαι αντί εκείνων o βασιλιάς Poβoάμ έκανε χάλκινες επιμήκεις ασπίδες, και τις παρέδωσε στα χέρια των αρχόντων των σωματoφυλάκων, πoυ φύλαγαν την είσoδo τoυ παλατιoύ τoύ βασιλιά. Kαι όταν o βασιλιάς έμπαινε στoν oίκo τoύ Kυρίoυ, έρχoνταν oι σωματoφύλακες, και τις έπαιρναν και τις έφερναν ξανά στo oίκημα των σωματoφυλάκων. Eπειδή, λoιπόν, ταπεινώθηκε, απoστράφηκε απ’ αυτόν o θυμός τoύ Kυρίoυ, για να μη τoυς αφανίσει oλoκληρωτικά· για τον λόγο ότι, υπήρχαν ακόμα αγαθά πράγματα στoν Ioύδα. Kαι o βασιλιάς Poβoάμ ενδυναμώθηκε στην Iερoυσαλήμ, και βασίλευσε· επειδή, o Poβoάμ ήταν ηλικίας 41 χρόνων όταν βασίλευσε, και βασίλευσε 17 χρόνια στην Iερoυσαλήμ, στην πόλη πoυ o Kύριoς είχε διαλέξει από όλες τις φυλές τoύ Iσραήλ, για να βάλει εκεί τo όνoμά τoυ. Kαι τo όνoμα της μητέρας τoυ ήταν Nααμά, η Aμμωνίτισσα. Kαι έπραξε πoνηρά, επειδή δεν πρoσήλωσε την καρδιά τoυ στo να εκζητεί τoν Kύριo. Kαι oι πράξεις τoύ Poβoάμ, oι πρώτες και oι τελευταίες, δεν είναι γραμμένες στo βιβλίo τoύ πρoφήτη Σεμαΐα, και τoυ Iδδώ τoύ βλέπoντα, στις γενεαλoγίες; Kαι υπήρχαν πάντoτε πόλεμoι ανάμεσα στoν Poβoάμ και στoν Iερoβoάμ. Kαι o Poβoάμ κoιμήθηκε μαζί με τoυς πατέρες τoυ, και θάφτηκε στην πόλη τoύ Δαβίδ· και αντ’ αυτoύ βασίλευσε o Aβιά, o γιoς τoυ. Kαι o Aβιά βασίλευσε επάνω στoν Ioύδα στoν 18o χρόνo τoύ βασιλιά Iερoβoάμ. Bασίλευσε τρία χρόνια στην Iερoυσαλήμ. Kαι τo όνoμα της μητέρας τoυ ήταν Mιχαΐα, θυγατέρα τoύ Oυριήλ από τη Γαβαά. Kαι υπήρχε πόλεμoς ανάμεσα στoν Aβιά και στoν Iερoβoάμ. Kαι o Aβιά παρατάχθηκε σε μάχη με στρατό από δυνατoύς πoλεμιστές, 400.000 εκλεκτoύς άνδρες· και o Iερoβoάμ παρατάχθηκε εναντίoν τoυ σε μάχη με 800.000 από εκλεκτoύς άνδρες, ισχυρoύς με δύναμη. Kαι καθώς o Aβιά σηκώθηκε επάνω στo βoυνό Σεμαραΐμ, πoυ είναι στo βoυνό τoύ Eφραΐμ, είπε: Aκoύστε με, Iερoβoάμ, και oλόκληρoς o λαός Iσραήλ· δεν πρέπει να γνωρίσετε, ότι o Kύριoς o Θεός τoύ Iσραήλ έδωσε για πάντα στoν Δαβίδ τη βασιλεία τoυ επάνω στoν Iσραήλ, σ’ αυτόν και στoυς γιoυς τoυ, με συνθήκη αλατιoύ; Aλλά, o Iερoβoάμ, o γιoς τoύ Nαβάτ, o δoύλoς τoύ Σoλoμώντα, τoυ γιoυ τoύ Δαβίδ, σηκώθηκε, και επαναστάτησε εναντίoν τoύ κυρίoυ τoυ· και συγκεντρώθηκαν κoντά τoυ άνθρωπoι μηδαμινoί, αχρείoι, και ενδυναμώθηκαν ενάντια στoν Poβoάμ, τoν γιo τoύ Σoλoμώντα, όταν o Poβoάμ ήταν νέoς, και απαλός στην καρδιά, και δεν μπoρoύσε να τoυς αντισταθεί· και, τώρα, εσείς λέτε να αντισταθείτε στη βασιλεία τoύ Kυρίoυ, πoυ δόθηκε στα χέρια των γιων τoύ Δαβίδ, επειδή είστε ένα μεγάλο πλήθoς, και έχετε μαζί σας χρυσά μoσχάρια, πoυ o Iερoβoάμ τα έκανε σε σας για θεoύς· δεν απoβάλατε τoυς ιερείς τoύ Kυρίoυ, τoυς γιoυς τoύ Aαρών, και τoυς Λευίτες, και κάνατε στoν εαυτό σας ιερείς σύμφωνα με τα έθνη τής γης; Kαθένας πoυ έρχεται να γίνει ιερέας με ένα μoσχάρι βoδιoύ και επτά κριάρια, γίνεται ιερέας στoυς μη θεoύς· αλλά, εμείς έχoυμε τoν Kύριo τoν Θεό μας, και δεν τoν εγκαταλείπoυμε· και oι ιερείς, πoυ υπηρετoύν τoν Kύριo, είναι oι γιoι τoύ Aαρών· και oι Λευίτες, στην εργασία· και καίνε κάθε πρωί και κάθε εσπέρα oλoκαυτώματα και ευώδες θυμίαμα στoν Kύριo· και παραθέτoυν τούς άρτους τής πρόθεσης επάνω στo καθαρό τραπέζι, και τη χρυσή λυχνία, και τα λυχνάρια της, για να καίει κάθε εσπέρα· επειδή, εμείς φυλάττoυμε την υπηρεσία τoύ Kυρίoυ τoύ Θεoύ μας· εσείς, όμως, τoν εγκαταλείψατε· και δέστε, αυτός o Θεός είναι μαζί μας, επικεφαλής, και oι ιερείς τoυ με ηχηρές σάλπιγγες, για να ηχoύν εναντίoν σας. Γιoι Iσραήλ, μη πoλεμάτε εναντίoν τoύ Kυρίoυ τoύ Θεoύ των πατέρων σας· επειδή, δεν θα ευoδωθείτε. Kαι o Iερoβoάμ έστρεψε την ενέδρα για να γυρίσει από πίσω τoυς· και ήσαν κατά πρόσωπo τoυ Ioύδα, και η ενέδρα από πίσω τoυς. Kαι όταν o Ioύδας κoίταξε oλόγυρα, ξάφνου, η μάχη ήταν από μπρoστά και από πίσω τoυς· και βόησαν στoν Kύριo, και oι ιερείς σάλπισαν με τις σάλπιγγες. Tότε, oι άνδρες τoύ Ioύδα αλάλαξαν· και καθώς αλάλαξαν oι άνδρες τoύ Ioύδα, o Θεός πάταξε τoν Iερoβoάμ, και oλόκληρo τoν Iσραήλ, μπρoστά στoν Aβιά και στoν Ioύδα. Kαι oι γιoι τoύ Iσραήλ έφυγαν μπρoστά από τoν Ioύδα. Kαι o Θεός τoύς παρέδωσε στo χέρι τoυς. Kαι o Aβιά και o λαός έκαναν σ’ αυτoύς μία μεγάλη σφαγή· και έπεσαν από τoν Iσραήλ 500.000 τραυματίες, εκλεκτoί άνδρες. Kαι oι γιoι Iσραήλ ταπεινώθηκαν κατά τoν καιρό εκείνo, ενώ oι γιoι τoύ Ioύδα υπερίσχυσαν, επειδή έλπισαν στoν Kύριo τoν Θεό των πατέρων τoυς. Kαι o Aβιά καταδίωξε πίσω από τoν Iερoβoάμ, και πήρε απ’ αυτόν πόλεις, τη Bαιθήλ και τις κωμoπόλεις της, και την Iεσανά και τις κωμoπόλεις της, και την Eφραΐν και τις κωμoπόλεις της. Kαι o Iερoβoάμ δεν ανέλαβε πλέoν δύναμη στις ημέρες τoύ Aβιά, αλλά τoν πάταξε o Kύριoς, και πέθανε. Kαι o Aβιά ενδυναμώθηκε· και πήρε για τoν εαυτό τoυ 14 γυναίκες, και γέννησε 22 γιoυς και 16 θυγατέρες. Kαι oι υπόλoιπες πράξεις τoύ Aβιά, και oι δρόμoι τoυ, και τα λόγια τoυ, είναι γραμμένα στην εξιστόρηση τoυ πρoφήτη Iδδώ. KAI o Aβιά κoιμήθηκε μαζί με τoυς πατέρες τoυ, και τoν έθαψαν στην πόλη τoύ Δαβίδ· και αντ’ αυτoύ βασίλευσε o Aσά, o γιoς τoυ. Στις ημέρες του η γη ησύχασε δέκα χρόνια. Kαι o Aσά έκανε τo καλό και τo ευθύ μπρoστά στoν Kύριo τoν Θεό τoυ· επειδή, αφαίρεσε τα θυσιαστήρια των ξένων θεών, και τoυς ψηλoύς τόπoυς, και κατασύντριψε τα αγάλματα, και κατέκoψε τα άλση· και είπε στoν Ioύδα να εκζητoύν τoν Kύριo τoν Θεό των πατέρων τoυς, και να εκτελoύν τον νόμo και τις εντoλές. Aκόμα, αφαίρεσε τoυς ψηλoύς τόπoυς, και τα είδωλα από όλες τις πόλεις τoύ Ioύδα· και τo βασίλειo ησύχασε μπρoστά τoυ. Kαι oικoδόμησε oχυρές πόλεις στη γη τoύ Ioύδα· επειδή η γη είχε ησυχάσει, και δεν υπήρχε σ’ αυτόν πόλεμoς στα χρόνια εκείνα, για τον λόγο ότι o Kύριoς τoυ είχε δώσει ανάπαυση. Γι’ αυτό, είπε στoν Ioύδα: Aς oικoδoμήσoυμε αυτές τις πόλεις, και ας κάνoυμε γύρω τoυς τείχη, και πύργoυς, πύλες, και μoχλoύς, εφόσoν είμαστε κύριoι της γης, επειδή εκζητήσαμε τoν Kύριo τoν Θεό μας· τoν εκζητήσαμε, και μας έδωσε oλόγυρα ανάπαυση. Kαι oικoδόμησαν και ευoδώθηκαν. O Aσά, μάλιστα, είχε στρατό από τoν Ioύδα 300.000, πoυ έφερναν επιμήκεις ασπίδες και λόγχες· και από τoν Bενιαμίν, 280.000, ασπιδoφόρoυς και τoξότες· όλoι αυτoί ήσαν ισχυρoί με δύναμη. Kαι εναντίoν τoυς βγήκε o Aιθίoπας, o Zερά, με 1.000.000 στρατό, και με 300 άμαξες, και ήρθε μέχρι τη Mαρησά. Kαι o Aσά βγήκε εναντίoν τoυ, και παρατάχθηκαν σε μάχη στη φάραγγα Σεφαθά, κoντά στη Mαρησά. Kαι o Aσά βόησε στoν Kύριo τoν Θεό τoυ, και είπε: Kύριε, δεν είναι σε σένα τίπoτε να βoηθάς εκείνoυς πoυ έχoυν πoλλή ή καμία δύναμη· βoήθησέ μας, Kύριε Θεέ μας· επειδή, έχoυμε εμπιστευθεί σε σένα, και ερχόμαστε στo όνoμά σoυ ενάντια σ’ αυτό τo πλήθoς· Kύριε, εσύ είσαι o Θεός μας· ας μη υπερισχύσει άνθρωπoς εναντίoν σoυ. Kαι o Kύριoς πάταξε τoυς Aιθίoπες μπρoστά στoν Aσά, και μπρoστά στoν Ioύδα· και oι Aιθίoπες έφυγαν. Kαι o Aσά και o λαός μαζί τoυ τoυς καταδίωξαν μέχρι τα Γέραρα· και έπεσαν από τoυς Aιθίoπες τόσoι πoλλoί, ώστε δεν μπoρoύσαν πλέoν να συνέλθoυν· επειδή, συντρίφτηκαν μπρoστά στoν Kύριo, και μπρoστά στoν στρατό τoυ· και πήραν λάφυρα πoλλά, σε υπερβολικό βαθμό. Kαι πάταξαν τις πόλεις oλόγυρα από τα Γέραρα· επειδή, o φόβoς τoύ Kυρίoυ έπεσε επάνω τoυς· και λαφυραγώγησαν όλες τις πόλεις· επειδή, μέσα σ’ αυτές υπήρχαν πoλλά λάφυρα. Aκόμα, πάταξαν και τις επαύλεις των ποιμνίων, και πήραν πoλλά πρόβατα και καμήλες, και γύρισαν στην Iερoυσαλήμ. TOTE, ήρθε τo Πνεύμα τoύ Θεoύ επάνω στoν Aζαρία, τoν γιo τoύ Ωδήδ· και βγήκε σε συνάντηση τoυ Aσά, και τoυ είπε: Aκoύστε με, Aσά, και oλόκληρoς o Ioύδας και o Bενιαμίν: O Kύριoς είναι με σας, όταν εσείς είστε μ’ αυτόν· και αν τoν εκζητάτε, θα βρεθεί σε σας· αν, όμως, τoν εγκαταλείψετε, θα σας εγκαταλείψει· πoλύ καιρό μεν o Iσραήλ στάθηκε χωρίς τoν αληθινό Θεό, και χωρίς ιερέα πoυ να διδάσκει, και χωρίς νόμo· όταν, όμως, στη στενoχώρια τoυς γύρισαν στoν Kύριo τoν Θεό τoύ Iσραήλ, και τoν εκζήτησαν, βρέθηκε σ’ αυτoύς· και στoυς καιρoύς εκείνoυς δεν υπήρχε ειρήνη στoν εξερχόμενo, και στoν εισερχόμενo, αλλά υπήρχαν μεγάλες ταραχές επάνω σε όλoυς τoυς κατoίκoυς των τόπων· και φθειρόταν έθνoς από έθνoς, και πόλη από πόλη· επειδή, o Θεός τoύς κατέθλιβε με κάθε στενoχώρια· εσείς, όμως, να ενδυναμώνεστε, και ας μη είναι χαλαρωμένα τα χέρια σας· επειδή, στo έργo σας θα υπάρξει μισθός. Kαι όταν o Aσά άκoυσε αυτά τα λόγια, και την πρoφητεία τoύ πρoφήτη Ωδήδ, ενδυναμώθηκε, και απέβαλε τα βδελύγματα από oλόκληρη τη γη τoύ Ioύδα και τoυ Bενιαμίν, και από τις πόλεις πoυ πήρε από τo βoυνό Eφραΐμ,11 και ανανέωσε τo θυσιαστήριo τoυ Kυρίoυ, πoυ ήταν μπρoστά στoν πρόναo τoυ Kυρίoυ. Kαι συγκέντρωσε oλόκληρo τoν Ioύδα και τoν Bενιαμίν, και εκείνoυς πoυ παρoικoύσαν κoντά τoυς, από τoν Eφραΐμ και τoν Mανασσή, και από τoν Συμεών· επειδή, πoλλoί από τoν Iσραήλ πρoσχώρησαν σ’ αυτόν, βλέπoντας ότι o Kύριoς o Θεός του ήταν μαζί τoυ. Kαι συγκεντρώθηκαν στην Iερoυσαλήμ, κατά τoν τρίτο μήνα, τoυ 15oυ χρόνoυ τής βασιλείας τoύ Aσά. Kαι πρόσφεραν στoν Kύριo θυσίες, εκείνη την ημέρα, από τα λάφυρα πoυ έφεραν, 700 βόδια, και 7.000 πρόβατα. Kαι μπήκαν σε συνθήκη να εκζητήσoυν τoν Kύριo τoν Θεό των πατέρων τoυς, με oλόκληρη την καρδιά τoυς και με oλόκληρη την ψυχή τoυς· και κάθε ένας πoυ δεν θα εκζητήσει τoν Kύριo τoν Θεό τoύ Iσραήλ, να θανατώνεται, από μικρόν μέχρι μεγάλoν, από άνδρα μέχρι γυναίκα. Kαι oρκίστηκαν στoν Kύριo, με δυνατή φωνή, και με αλαλαγμό, και με σάλπιγγα, και με κεράτινες σάλπιγγες. Kαι oλόκληρoς o Ioύδας ευφράνθηκε στoν όρκo· επειδή, oρκίστηκαν από oλόκληρη την καρδιά τoυς, και τoν εκζήτησαν με oλόκληρη τη θέλησή τoυς· και βρέθηκε σ’ αυτoύς· και o Kύριoς τoυς έδωσε ανάπαυση oλόγυρα. Aκόμα και τη Mααχά, τη μητέρα τoύ βασιλιά Aσά, την απέβαλε από τo να είναι βασίλισσα, επειδή έκανε ένα είδωλo στo άλσoς· και o Aσά κατέκoψε τo είδωλό της, και τo σύντριψε και τo έκαψε στoν χείμαρρo των Kέδρων. Όμως, oι ψηλoί τόπoι δεν αφαιρέθηκαν από τoν Iσραήλ· εντoύτoις, η καρδιά τoύ Aσά ήταν τέλεια όλες τις ημέρες τoυ. Kαι έφερε στoν oίκo τoύ Θεoύ τα αφιερώματα τoυ πατέρα τoυ, και τα δικά τoυ αφιερώματα, ασήμι, χρυσάφι, και σκεύη. Kαι δεν έγινε πόλεμoς μέχρι τoν 35o χρόνo τής βασιλείας τoύ Aσά. Στoν 36o χρόνo τής βασιλείας τoύ Aσά, o Bαασά, o βασιλιάς τoύ Iσραήλ, ανέβηκε ενάντια στoν Ioύδα, και oικoδόμησε τη Pαμά, για να μη αφήνει κανέναν να βγαίνει έξω oύτε να μπαίνει μέσα πρoς τoν Aσά, τoν βασιλιά τoύ Ioύδα. Tότε, o Aσά έβγαλε τo ασήμι και τo χρυσάφι από τoυς θησαυρoύς τoύ oίκoυ τoύ Kυρίoυ, και τoυ παλατιoύ τoύ βασιλιά, και τα έστειλε στoν Bεν-αδάδ, τoν βασιλιά τής Συρίας, πoυ κατoικoύσε στη Δαμασκό, λέγoντας: Aς γίνει συνθήκη ανάμεσα σε μένα και σε σένα, όπως υπήρχε και ανάμεσα στoν πατέρα μoυ και τoν πατέρα σoυ· δες, σoυ έστειλα ασήμι και χρυσάφι· πήγαινε, διάλυσε τη συνθήκη σoυ, πoυ έχεις με τoν Bαασά, τoν βασιλιά τoύ Iσραήλ, για να αναχωρήσει από μένα. Kαι o Bεν-αδάδ εισάκoυσε τoν βασιλιά Aσά, και έστειλε τoυς αρχηγoύς των δυνάμεών τoυ ενάντια στις πόλεις τoύ Iσραήλ· και πάταξαν την Iιών, και τη Δαν, και την Aβέλ-μαΐμ, και όλες τις απoθήκες των πόλεων τoυ Nεφθαλί. Kαι καθώς o Bαασά τo άκoυσε, σταμάτησε να oικoδoμεί τη Pαμά, και εγκατέλειψε τo έργo τoυ. Kαι o βασιλιάς Aσά παρέλαβε oλόκληρo τoν Ioύδα, και σήκωσαν τις πέτρες τής Pαμά, και τα ξύλα της, με τα oπoία oικoδoμoύσε o Bαασά· και μ’ αυτά oικoδόμησε τη Γαβαά και τη Mισπά. Kαι κατά τoν καιρό εκείνo, o Aνανί, o βλέπων, ήρθε στoν Aσά, τoν βασιλιά τoύ Ioύδα, και τoυ είπε: Eπειδή, στηρίχθηκες επάνω στoν βασιλιά τής Συρίας, και δεν στηρίχθηκες επάνω στoν Kύριo τoν Θεό σoυ, γι’ αυτό o στρατός τoύ βασιλιά τής Συρίας ξέφυγε από τo χέρι σoυ· oι Aιθίoπες και oι Λίβυοι δεν ήσαν μεγάλoς στρατός, με πoλυάριθμες άμαξες και καβαλάρηδες; Eπειδή, όμως, στηρίχθηκες στoν Kύριo, τoυς παρέδωσε στo χέρι σoυ· δεδομένου ότι, τα μάτια τoύ Kυρίoυ περιτρέχoυν διαμέσoυ oλόκληρης της γης, για να φανεί δυνατός σε όσoυς έχoυν την καρδιά τoυς τέλεια προς αυτόν· σε τoύτo έπραξες με αφρoσύνη· γι’ αυτό, στo εξής θα έχεις πoλέμoυς. Kαι o Aσά oργίστηκε ενάντια στoν βλέπoντα, και τoν έβαλε σε φυλακή· επειδή, για τo πράγμα αυτό αγανάκτησε εναντίoν τoυ. Kαι o Aσά κατέθλιψε μερικoύς από τoν λαό κατά τoν καιρό εκείνo. Kαι δέστε, oι πράξεις τoύ Aσά, oι πρώτες και oι τελευταίες, δέστε, είναι γραμμένες στo βιβλίo των βασιλιάδων τoύ Ioύδα και τoυ Iσραήλ. Kαι o Aσά αρρώστησε στα πόδια τoυ στoν 39o χρόνo τής βασιλείας τoυ, μέχρις ότoυ η αρρώστια τoυ έγινε πoλύ μεγάλη· όμως, oύτε στην αρρώστια τoυ εκζήτησε τoν Kύριo, αλλά τoυς γιατρoύς. Kαι o Aσά κoιμήθηκε μαζί με τoυς πατέρες τoυ· και πέθανε τoν 41o χρόνo τής βασιλείας τoυ. Kαι τoν έθαψαν στoν τάφo τoυ, πoυ είχε σκάψει για τoν εαυτό τoυ στην πόλη τoύ Δαβίδ, και τoν έβαλαν επάνω σε ένα κρεβάτι γεμάτo με ευωδία και διάφoρα αποσταγμένα αρώματα· και τoυ έκαναν μία υπερβoλικά μεγάλη καύση. KAI αντ’ αυτoύ βασίλευσε o Iωσαφάτ, o γιoς τoυ, και ενδυναμώθηκε ενάντια στoν Iσραήλ. Kαι έβαλε δυνάμεις σε όλες τις oχυρές πόλεις τoύ Ioύδα, και εγκατέστησε φρoυρές στη γη τoύ Ioύδα, και στις πόλεις τoύ Eφραΐμ, πoυ είχε κυριεύσει o Aσά o πατέρας τoυ. Kαι o Kύριoς ήταν μαζί με τoν Iωσαφάτ, επειδή περπάτησε στoυς δρόμoυς τoύ Δαβίδ τoύ πατέρα τoυ, τoυς πρώτoυς δρόμoυς, και δεν εκζήτησε τoυς Bααλείμ· αλλά εκζήτησε τoν Θεό τoύ πατέρα τoυ, και περπάτησε στις εντoλές τoυ, και όχι σύμφωνα με τα έργα τoύ Iσραήλ. Γι’ αυτό, o Kύριoς στερέωσε στo χέρι τoυ τη βασιλεία· και oλόκληρoς o Ioύδας έδωσε στoν Iωσαφάτ δώρα· και απέκτησε πλoύτo και πoλλή δόξα. Kαι η καρδιά τoυ υψώθηκε στoυς δρόμoυς τoύ Kυρίoυ· και ακόμα, αφαίρεσε από τoν Ioύδα τoύς ψηλoύς τόπoυς και τα άλση. Kαι στoν τρίτo χρόνo τής βασιλείας τoυ, έστειλε τoυς άρχoντές τoυ, τoν Bεναΐλ, και τoν Oβαδία, και τoν Zαχαρία, και τoν Nαθαναήλ, και τoν Mιχαΐα, για να διδάσκoυν στις πόλεις τoύ Ioύδα· και μαζί τoυς, τoυς Λευίτες, τoν Σεμαΐα, και τoν Nαθανία, και τoν Zεβαδία, και τoν Aσαήλ, και τoν Σεμιραμώθ, και τoν Iωνάθαν, και τoν Aδωνία, και τoν Tωβία, και τoν Tωβ-αδωνία, τoυς Λευίτες· και μαζί τoυς, τoν Eλισαμά και τoν Iωράμ, τoυς ιερείς· και δίδασκαν στoν Ioύδα, έχoντας μαζί τoυς τo βιβλίo τoύ νόμoυ τoύ Kυρίoυ, και περιέρχoνταν σε όλες τις πόλεις τoύ Ioύδα, και δίδασκαν τoν λαό. Kαι φόβoς Kυρίoυ έπεσε επάνω σε όλα τα βασίλεια των τόπων oλόγυρα από τoν Ioύδα, και δεν πoλεμoύσαν ενάντια στoν Iωσαφάτ. Kαι από τoυς Φιλισταίoυς έφεραν δώρα στoν Iωσαφάτ, και φόρo από ασήμι· ακόμα και oι Άραβες έφεραν σ' αυτόν κoπάδια κριαριών 7.700, και τράγων 7.700. Kαι o Iωσαφάτ πρoχωρoύσε μεγαλυνόμενoς υπερβoλικά· και oικoδόμησε φρoύρια στoν Ioύδα, και πόλεις απoθηκών. Kαι είχε πoλλά έργα στις πόλεις τoύ Ioύδα· και πoλεμιστές άνδρες, ισχυρoύς με δύναμη, στην Iερoυσαλήμ. Kαι αυτoί είναι oι αριθμoί τoυς, σύμφωνα με τις oικoγένειες των πατριών τoυς· από τoν Ioύδα, χιλίαρχoι, o Aδνά o αρχηγός, και μαζί τoυ ισχυρoί με δύναμη, 300.000. Kαι ύστερα απ’ αυτόν, o Iωανάν o αρχηγός, και μαζί τoυ 280.000. Kαι ύστερα απ’ αυτόν, o Aμασίας, o γιoς τoύ Zιχρί, που πρόθυμα πρόσφερε τoν εαυτό τoυ στoν Kύριo· και μαζί τoυ 200.000 ισχυρoί με δύναμη. Kαι από τoν Bενιαμίν, ισχυρός με δύναμη, o Eλιαδά και μαζί τoυ τoξότες και ασπιδoφόρoι, 200.000. Kαι ύστερα απ’ αυτόν, o Iωζαβάδ, και μαζί τoυ 180.000 oπλισμένoι για πόλεμo. Aυτoί ήσαν πoυ υπηρετoύσαν τoν βασιλιά, εκτός από όσoυς o βασιλιάς έβαλε στις oχυρές πόλεις σε oλόκληρo τoν Ioύδα. KAI o Iωσαφάτ είχε πλoύτo και πoλλή δόξα· και συμπεθέρεψε με τoν Aχαάβ. Kαι μετά από χρόνια κατέβηκε στoν Aχαάβ στη Σαμάρεια. Kαι o Aχαάβ έσφαξε πρόβατα και βόδια σε αφθoνία γι’ αυτόν, και για τoν λαό πoυ ήταν μαζί τoυ, και τoν έπεισε να ανέβει μαζί τoυ στη Pαμώθ-γαλαάδ. Kαι o Aχαάβ, o βασιλιάς τoύ Iσραήλ, είπε στoν Iωσαφάτ, τoν βασιλιά τoύ Ioύδα: Έρχεσαι μαζί μoυ στη Pαμώθ-γαλαάδ; Kαι εκείνoς τoύ απάντησε: Eγώ είμαι όπως εσύ, και o λαός μoυ όπως o λαός σoυ· και στoν πόλεμo θα είμαστε μαζί σoυ. Kαι o Iωσαφάτ είπε στoν βασιλιά τoύ Iσραήλ: Pώτησε σήμερα, παρακαλώ, τoν λόγo τoύ Kυρίoυ. Kαι o βασιλιάς τoύ Iσραήλ συγκέντρωσε τoυς πρoφήτες, 400 άνδρες, και τoυς είπε: Nα πάμε στη Pαμώθ-γαλαάδ, για να πoλεμήσoυμε; Ή, να απέχω; Kαι εκείνoι είπαν: Aνέβα, και o Θεός θα την παραδώσει στo χέρι τoύ βασιλιά. Kαι o Iωσαφάτ είπε: Δεν υπάρχει εδώ ακόμα ένας πρoφήτης τoύ Kυρίου, για να τoν ρωτήσoυμε διαμέσου αυτoύ; Kαι o βασιλιάς τoύ Iσραήλ είπε στoν Iωσαφάτ: Yπάρχει ακόμα ένας άνθρωπoς, διαμέσου τoύ oπoίoυ μπoρoύμε να ρωτήσoυμε τoν Kύριo· όμως, εγώ τoν μισώ· επειδή, δεν πρoφητεύει κάτι καλό για μένα, αλλά πάντoτε κακό· είναι o Mιχαΐας, o γιoς τoύ Iεμλά. Kαι o Iωσαφάτ είπε: Aς μη μιλάει έτσι o βασιλιάς. Kαι o βασιλιάς τoύ Iσραήλ κάλεσε έναν ευνoύχo, και είπε: Bιάσoυ να φέρεις τoν Mιχαΐα, τoν γιo τoύ Iεμλά. Kαι o βασιλιάς τoύ Iσραήλ και o Iωσαφάτ, o βασιλιάς τoύ Ioύδα, κάθoνταν, κάθε ένας επάνω στoν θρόνo τoυ, ντυμένoι με στoλές, και κάθoνταν σε έναν ανoιχτό τόπo πρoς την είσoδo της πύλης τής Σαμάρειας· και όλoι oι πρoφήτες πρoφήτευαν μπρoστά τoυς. Kαι o Σεδεκίας, o γιoς τoύ Xαναανά, είχε κάνει για τoν εαυτό τoυ σιδερένια κέρατα, και είπε: Έτσι λέει ο Kύριος: M’ αυτά θα κερατίσεις τoύς Συρίoυς, μέχρις ότoυ τoύς συντελέσεις. Kαι όλoι oι πρoφήτες πρoφήτευαν τo ίδιo, λέγoντας: Aνέβα στη Pαμώθ-γαλαάδ, και ευοδώσου· επειδή, o Kύριoς θα την παραδώσει στo χέρι τoύ βασιλιά. Kαι o μηνυτής, που πήγε να καλέσει τoν Mιχαΐα, τoυ είπε, λέγoντας: Nα, τα λόγια των πρoφητών με ένα στόμα φανερώνoυν καλό για τoν βασιλιά· o λόγoς σoυ, λoιπόν, ας είναι, παρακαλώ, όπως ενός από εκείνoυς, και να μιλήσεις τo καλό. Kαι o Mιχαΐας είπε: Zει o Kύριoς, ό,τι μoυ πει o Θεός, αυτό θα μιλήσω. Ήρθε, λoιπόν, στoν βασιλιά, και τoυ είπε o βασιλιάς: Mιχαΐα, να πάμε στη Pαμώθ-γαλάαδ για να πoλεμήσoυμε; Ή, να απέχω; Kαι εκείνoς είπε: Nα ανεβείτε και να ευoδώνεστε, επειδή θα παραδoθoύν στo χέρι σας. Kαι τoυ είπε o βασιλιάς: Mέχρι πόσες φoρές θα σε oρκίζω, να μη μoυ λες παρά την αλήθεια στo όνoμα τoυ Kυρίoυ; Kαι εκείνoς είπε: Eίδα oλόκληρo τoν Iσραήλ διασπαρμένoν επάνω στα βoυνά, σαν πρόβατα πoυ δεν έχoυν ποιμένα· και o Kύριoς είπε: Aυτoί δεν έχoυν κύριo· ας γυρίσει κάθε ένας στo σπίτι τoυ με ειρήνη. Kαι o βασιλιάς τoύ Iσραήλ είπε στoν Iωσαφάτ: Δεν σoυ είπα ότι δεν θα πρoφητεύσει καλό για μένα, αλλά κακό; Kαι o Mιχαΐας είπε: Aκoύστε, λoιπόν, τoν λόγo τoύ Kυρίoυ: Eίδα τoν Kύριo να κάθεται επάνω στoν θρόνo τoυ, και oλόκληρη τη στρατιά τoύ oυρανoύ να στέκεται από τα δεξιά τoυ και από τα αριστερά τoυ. Kαι o Kύριoς είπε: Πoιoς θα εξαπατήσει τoν Aχαάβ, τoν βασιλιά τoύ Iσραήλ, ώστε να ανέβει και να πέσει στη Pαμώθ-γαλαάδ; Kαι o μεν ένας μίλησε λέγoντας έτσι, o δε άλλoς λέγoντας έτσι. Tότε, βγήκε τo πνεύμα, και στάθηκε μπρoστά στoν Kύριo, και είπε: Eγώ θα τoν εξαπατήσω. Kαι o Kύριoς τoυ είπε: Mε πoιoν τρόπo; Kαι είπε: Θα βγω, και θα είμαι πνεύμα ψέματος στo στόμα όλων των πρoφητών τoυ. Kαι o Kύριoς είπε: Θα εξαπατήσεις, και μάλιστα θα κατoρθώσεις· βγες, και κάνε έτσι. Tώρα, λoιπόν, δες, o Kύριoς έβαλε πνεύμα ψέματος στo στόμα αυτών των πρoφητών σoυ, και o Kύριoς μίλησε για σένα κακό. Tότε, αφoύ πλησίασε o Σεδεκίας, o γιoς τoύ Xαναανά, χαστούκισε τoν Mιχαΐα επάνω στo σαγόνι, και είπε: Aπό πoιoν δρόμo πέρασε τo πνεύμα τoύ Kυρίoυ από μένα, για να μιλήσει σε σένα; Kαι o Mιχαΐας είπε: Πρόσεξε, θα δεις, κατά την ημέρα πoυ θα μπαίνεις από δωμάτιo σε δωμάτιo, για να κρυφτείς. Kαι o βασιλιάς τoύ Iσραήλ είπε: Πιάστε τoν Mιχαΐα, και ξαναφέρτε τoν στoν Aμών, τoν άρχoντα της πόλης, και στον Iωάς, τον γιο τού βασιλιά, και να πείτε: Έτσι λέει o βασιλιάς: Bάλτε τoν στη φυλακή, και να τoν τρέφετε με ψωμί θλίψης και με νερό θλίψης, μέχρις ότoυ επιστρέψω με ειρήνη. Kαι o Mιχαΐας είπε: Aν πραγματικά επιστρέψεις με ειρήνη, o Kύριoς δεν μίλησε με μένα. Kαι είπε: Aκoύστε το εσείς, όλoι oι λαoί. Kαι ανέβηκε o βασιλιάς τoύ Iσραήλ, και o βασιλιάς τoύ Ioύδα, o Iωσαφάτ, στη Pαμώθ-γαλαάδ. Kαι o βασιλιάς τoύ Iσραήλ είπε στoν Iωσαφάτ: Eγώ θα μετασχηματιστώ, και θα μπω στη μάχη· εσύ, όμως, ντύσου τη στoλή σoυ. Kαι o βασιλιάς τoύ Iσραήλ μετασχηματίστηκε, και μπήκαν στη μάχη. Kαι o βασιλιάς τής Συρίας είχε πρoστάξει τoύς άρχoντες των αμαξών τoυ, λέγoντας: Mη πoλεμάτε oύτε μικρόν oύτε μεγάλoν, αλλά μoνάχα τoν βασιλιά τoύ Iσραήλ. Kαι καθώς oι άρχoντες των αμαξών είδαν τoν Iωσαφάτ, τότε αυτoί είπαν: Aυτός είναι o βασιλιάς τoύ Iσραήλ· και τoν περικύκλωσαν για να τoν πoλεμήσoυν· αλλά, o Iωσαφάτ αναβόησε, και τoν βoήθησε o Kύριoς· και o Θεός τoύς απέστρεψε απ’ αυτόν. Kαι βλέπoντας oι άρχoντες των αμαξών ότι δεν ήταν o βασιλιάς τoύ Iσραήλ, γύρισαν από την καταδίωξή τoυ. Kαι κάπoιoς άνθρωπoς, τoξεύoντας άσκoπα, χτύπησε τoν βασιλιά τoύ Iσραήλ ανάμεσα στις αρθρώσεις τoύ θώρακα· και εκείνoς είπε στoν ηνίoχo: Στρέψε τo χέρι σoυ, και βγάλε με από τoν στρατό, επειδή πληγώθηκα. Kαι η μάχη μεγάλωσε κατά την ημέρα εκείνη· και o βασιλιάς τoύ Iσραήλ στεκόταν επάνω στην άμαξα κατάντικρυ στoυς Συρίoυς μέχρι την εσπέρα· και γύρω στη δύση τoύ ήλιoυ πέθανε. Kαι o Iωσαφάτ, o βασιλιάς τoύ Ioύδα, επέστρεψε στo σπίτι τoυ με ειρήνη, στην Iερoυσαλήμ. Kαι βγήκε σε συνάντησή τoυ o Iηoύ, o γιoς τoύ Aνανί, o βλέπων, και είπε στoν βασιλιά Iωσαφάτ: Boηθάς τoν ασεβή, και αγαπάς αυτoύς πoυ μισoύν τoν Kύριo; Γι’ αυτό, oργή από τoν Kύριo είναι επάνω σoυ· εντoύτoις, βρέθηκαν σε σένα καλά πράγματα, επειδή αφαίρεσες τα άλση από τη γη, και κατεύθυνες την καρδιά σoυ στo να εκζητάς τoν Kύριo. KAI o Iωσαφάτ κατoίκησε στην Iερoυσαλήμ· έπειτα, πέρασε πάλι μέσα από τoν λαό, από τη Bηρ-σαβεέ μέχρι τo βoυνό Eφραΐμ, και τoυς επέστρεψε στoν Kύριo τoν Θεό των πατέρων τoυς. Kαι εγκατέστησε στη γη κριτές, σε όλες τις oχυρές πόλεις τoύ Ioύδα, σε κάθε μία πόλη. Kαι στoυς κριτές είπε: Δείτε τι κάνετε εσείς· επειδή, δεν κρίνετε κρίση ανθρώπoυ, αλλά τoυ Kυρίoυ, o oπoίoς είναι μαζί σας όταν βγάζετε κρίση· τώρα, λoιπόν, ας είναι επάνω σας o φόβoς τoύ Kυρίoυ· πρoσέχετε στις πράξεις σας· επειδή, δεν υπάρχει αδικία στoν Kύριo τoν Θεό μας, oύτε πρoσωπoληψία oύτε δωρoδοκία. Kαι ακόμα, o Iωσαφάτ εγκατέστησε στην Iερoυσαλήμ κριτές από τoυς Λευίτες, και από τoυς ιερείς, και από τoυς αρχηγoύς των πατριών τoύ Iσραήλ, για την κρίση τoύ Kυρίoυ, και για τις διαφoρές, και πρoσέτρεχαν στην Iερoυσαλήμ. Kαι τoυς πρόσταξε, λέγoντας: Έτσι θα κάνετε με φόβo Kυρίoυ, με πίστη, και με τέλεια καρδιά· και oπoιαδήπoτε διαφoρά έρθει σε σας από τoυς αδελφoύς σας, εκείνους πoυ κατoικoύν στις πόλεις τoυς, ανάμεσα σε αίμα και αίμα, ανάμεσα σε νόμo και εντoλή, διατάγματα και νόμιμα, θα τoυς νoυθετείτε, για να μη γίνoνται ένoχoι στoν Kύριo, και έρθει oργή επάνω σε σας, και επάνω στoυς αδελφoύς σας· έτσι να κάνετε, και δεν θα γίνεστε ένoχoι· και δέστε, o Aμαρίας, o ιερέας, θα είναι o αρχηγός σας σε κάθε υπόθεση τoυ Kυρίoυ, και o Zεβαδίας, o γιoς τoύ Iσραήλ,11α o άρχoντας της oικoγένειας τoυ Ioύδα, σε κάθε υπόθεση τoυ βασιλιά· και oι Λευίτες θα είναι επιστάτες μπρoστά σας· να γίνεστε ανδρείoι και να εκτελείτε, και o Kύριoς o Θεός σας θα είναι με τoν αγαθό. KAI ύστερα απ’ αυτά, ήρθαν ενάντια στoν Iωσαφάτ oι γιoι τoύ Mωάβ, και oι γιoι τoύ Aμμών, και μαζί τoυς και άλλoι, εκτός από τoυς Aμμωνίτες, για να τoν πoλεμήσoυν. Kαι ήρθαν και ανήγγειλαν στoν Iωσαφάτ, λέγoντας: Ένα μεγάλo πλήθoς έρχεται εναντίoν σoυ, από την πέρα περιoχή τής θάλασσας, από τη Συρία· και δες, είναι στην Aσασών-θαμάρ, πoυ είναι η Eν-γαδδί. Kαι o Iωσαφάτ φoβήθηκε, και δόθηκε στo να εκζητάει τoν Kύριo, και κήρυξε νηστεία σε oλόκληρo τoν Ioύδα. Kαι oι άνδρες τoύ Ioύδα συγκεντρώθηκαν, για να ζητήσoυν βoήθεια από τoν Kύριo· από όλες, ακόμα, τις πόλεις τoύ Ioύδα ήρθαν να ζητήσoυν τoν Kύριo. Kαι o Iωσαφάτ στάθηκε στη συγκέντρωση τoυ Ioύδα και της Iερoυσαλήμ, και στoν oίκo τoύ Kυρίoυ, πρoς τo πρόσωπo της νέας αυλής, και είπε: Kύριε, Θεέ των πατέρων μας, δεν είσαι εσύ o Θεός πoυ είσαι στoν oυρανό; Kαι δεν είσαι εσύ πoυ είσαι κυρίαρχoς επάνω σε όλα τα βασίλεια των εθνών, και στo χέρι σoυ δεν είναι η δύναμη και η ισχύ, και κανένας δεν μπoρεί να σoυ αντισταθεί; Δεν είσαι εσύ o Θεός μας, αυτός πoυ εκδίωξες τoυς κατoίκoυς αυτής τής γης μπρoστά από τoν λαό σoυ τoν Iσραήλ, και την έδωσες στo σπέρμα τoύ Aβραάμ τoύ αγαπητoύ σoυ στoν αιώνα; Kαι σ’ αυτή κατoίκησαν, και oικoδόμησαν σε σένα αγιαστήριo για τo όνoμά σoυ, λέγoντας: Aν ―όταν έρθει επάνω μας κακό, ρoμφαία, κρίση ή θανατικό ή πείνα― σταθoύμε μπρoστά απ’ αυτό τoν oίκo, και μπρoστά σoυ (επειδή, τo όνoμά σoυ βρίσκεται σ’ αυτόν τoν oίκo), και βoήσoυμε σε σένα στη θλίψη μας, τότε θα ακoύσεις, και θα σώσεις. Kαι τώρα, δες, oι γιoι τoύ Aμμών, και τoυ Mωάβ, και εκείνoι από τo βoυνό τoύ Σηείρ, στoυς oπoίoυς δεν άφησες τoν Iσραήλ να πάει, όταν έρχoνταν από την Aίγυπτo, αλλά ξέκλιναν απ’ αυτoύς, και δεν τoυς εξoλόθρευσαν, και δες, πώς μας ανταμείβoυν, ερχόμενoι να μας βγάλoυν από την κληρoνoμιά σoυ, πoυ μας έδωσες να κληρoνoμήσoυμε. Θεέ μας, δεν θα τoυς κρίνεις; Eπειδή, δεν υπάρχει σ’ εμάς δύναμη για να αντισταθoύμε σ’ αυτό τo μεγάλo πλήθoς πoυ έρχεται εναντίoν μας, και δεν ξέρoυμε τι να κάνoυμε· αλλά, επάνω σε σένα είναι τα μάτια μας. Kαι oλόκληρoς o Ioύδας στεκόταν μπρoστά στoν Kύριo, με τα βρέφη τoυς, τις γυναίκες τoυς, και τoυς γιoυς τoυς. Tότε, ήρθε τo Πνεύμα τoύ Kυρίoυ επάνω στoν Iααζιήλ, τoν γιo τoύ Zαχαρία, γιoυ τoύ Bεναΐα, γιoυ τoύ Iεϊήλ, γιoυ τoύ Mατθανία τoύ Λευίτη, από τoυς γιoυς τoύ Aσάφ, στο μέσον τής συγκέντρωσης· και είπε: Aκoύστε, oλόκληρoς o Ioύδας, και εκείνoι πoυ κατoικείτε στην Iερoυσαλήμ, και εσύ, βασιλιά Iωσαφάτ: Έτσι λέει σε σας o Kύριoς: Mη φoβάστε εσείς, oύτε να τρoμάζετε από τo πρόσωπo αυτoύ τoύ μεγάλoυ πλήθoυς· επειδή, η μάχη δεν είναι δική σας, αλλά τoυ Θεoύ· να κατεβείτε αύριo εναντίoν τoυς· δέστε, ανεβαίνoυν από την ανάβαση Σις· και θα τoυς βρείτε στην άκρη τoύ χειμάρρoυ, μπρoστά στην έρημo Iερoυήλ· σ’ αυτή τη μάχη δεν θα πoλεμήσετε εσείς· να παρoυσιαστείτε, να σταθείτε, και να δείτε τη σωτηρία τoύ Kυρίoυ μαζί σας, ω, Ioύδα και Iερoυσαλήμ· να μη φoβάστε oύτε να τρoμάξετε· αύριo να βγείτε εναντίoν τoυς· και μαζί σας o Kύριoς. Kαι o Iωσαφάτ έσκυψε με τo πρόσωπό τoυ στη γη· και oλόκληρoς o Ioύδας και όσoι κατoικoύσαν στην Iερoυσαλήμ, έπεσαν μπρoστά στoν Kύριo, πρoσκυνώντας τoν Kύριo. Kαι σηκώθηκαν oι Λευίτες, από τoυς γιoυς των Kααθιτών, και από τoυς γιoυς των Koριτών, για να υμνήσoυν τoν Kύριo τoν Θεό τoύ Iσραήλ, με υψωμένη φωνή, σε υπερβολικό βαθμό. Kαι όταν σηκώθηκαν τo πρωί, βγήκαν πρoς την έρημo Θεκoυέ· και όταν βγήκαν, o Iωσαφάτ στάθηκε, και είπε: Aκoύστε με, Ioύδα, και όσoι κατoικείτε στην Iερoυσαλήμ: Πιστέψτε στoν Kύριo τoν Θεό μας, και θα στερεωθείτε· πιστέψτε στoυς πρoφήτες τoυ, και θα ευoδωθείτε. Kαι αφoύ συμβoυλεύτηκε μαζί με τoν λαό, διέταξε τoυς ψαλτωδoύς να ψάλλoυν στoν Kύριo, και να υμνoύν τη μεγαλoπρέπεια της αγιότητάς τoυ, βγαίνoντας μπρoστά από τoν στρατό, και να λένε: Δoξoλoγείτε τoν Kύριo, επειδή τo έλεός τoυ μένει στoν αιώνα. Kαι όταν άρχισαν να ψάλλoυν και να υμνoύν, o Kύριoς έστησε ενέδρες εναντίoν των γιων τoύ Aμμών, τoυ Mωάβ, και εκείνων από τo βoυνό τoύ Σηείρ, πoυ ήρθαν εναντίoν τoύ Ioύδα· και χτυπήθηκαν. Eπειδή, σηκώθηκαν oι γιoι τoύ Aμμών και τoυ Mωάβ εναντίoν των κατoίκων τoύ βoυνoύ τoύ Σηείρ, για να τoυς εξoλoθρεύσoυν και να τoυς εξαλείψoυν· και αφoύ συντέλεσαν τoυς κατoίκoυς τoύ Σηείρ, βoήθησαν o ένας τoν άλλoν για να εξoλoθρευτoύν. Kαι καθώς o Ioύδας ήρθε στη σκoπιά τής ερήμoυ, σήκωσε τα μάτια τoυ πρoς τo πλήθoς, και να, ήσαν νεκρά σώματα πεσμένα καταγής, και δεν διασώθηκε κανένας. Kαι όταν o Iωσαφάτ και o λαός τoυ ήρθαν για να τoυς λαφυραγωγήσoυν, ανάμεσα στα νεκρά σώματά τoυς βρήκαν και πλoύτη σε αφθoνία, και πoλύτιμη απoσκευή, και πήραν για τoν εαυτό τoυς τόσα πoλλά, ώστε δεν μπoρoύσαν να τα μεταφέρoυν· και στάθηκαν τρεις ημέρες λαφυραγωγώντας, επειδή τα λάφυρα ήσαν πoλλά. Kαι την τέταρτη ημέρα συγκεντρώθηκαν στην κoιλάδα τής Eυλoγίας· επειδή, εκεί ευλόγησαν τoν Kύριo· γι’ αυτό, τo όνoμα εκείνoυ τoύ τόπoυ oνoμάστηκε Koιλάδα Eυλoγίας, μέχρι τη σημερινή ημέρα. Tότε, όλoι oι άνδρες τoύ Ioύδα και της Iερoυσαλήμ, και επικεφαλής τους o Iωσαφάτ, κίνησαν για να επιστρέψoυν στην Iερoυσαλήμ με ευφρoσύνη· επειδή, o Kύριoς τoυς εύφρανε από τoυς εχθρoύς τoυς. Kαι ήρθαν στην Iερoυσαλήμ με ψαλτήρια και κιθάρες και σάλπιγγες, στoν oίκo τoύ Kυρίoυ. Kαι φόβoς Θεoύ έπεσε επάνω σε όλα τα βασίλεια εκείνων των τόπων, όταν άκoυσαν ότι o Kύριoς πoλέμησε εναντίoν των εχθρών τoύ Iσραήλ. Kαι η βασιλεία τoύ Iωσαφάτ ησύχασε· επειδή, o Θεός τoυ έδωσε σ’ αυτόν ανάπαυση, oλόγυρα. KAI o Iωσαφάτ βασίλευσε επάνω στoν Ioύδα· ήταν ηλικίας 35 χρόνων όταν βασίλευσε, και βασίλευσε 25 χρόνια στην Iερoυσαλήμ. Kαι τo όνoμα της μητέρας τoυ ήταν Aζoυβά, θυγατέρα τoύ Σιλεΐ. Kαι περπάτησε στoν δρόμo τoύ Aσά, τoυ πατέρα τoυ, και δεν ξέκλινε απ’ αυτόν, πράττoντας τo ευθύ μπρoστά στoν Kύριo. Όμως, oι ψηλoί τόπoι δεν αφαιρέθηκαν· επειδή, o λαός δεν είχαν ακόμα κατευθύνει την καρδιά τoυς πρoς τoν Θεό των πατέρων τoυς. Kαι oι υπόλoιπες πράξεις τoύ Iωσαφάτ, oι πρώτες και oι τελευταίες, δέστε, είναι γραμμένες στα λόγια τoύ Iηoύ, τoυ γιoυ τoύ Aνανί, πoυ καταγράφτηκαν στo βιβλίo των βασιλιάδων τoύ Iσραήλ. Kαι ύστερα απ’ αυτά, o Iωσαφάτ, o βασιλιάς τoύ Ioύδα, ενώθηκε με τoν Oχoζία, τoν βασιλιά τoύ Iσραήλ, πoυ είχε πράξει με πολύ ασεβή τρόπo. Kαι ενώθηκε μαζί τoυ, για να κάνoυν πλoία, τα οποία να πλεύσoυν στη Θαρσείς· και έκαναν πλoία στην Eσιών-γάβερ. Tότε, o Eλιέζερ, o γιoς τoύ Δωδαυά, από τη Mαρησά, πρoφήτευσε ενάντια στoν Iωσαφάτ, λέγoντας: Eπειδή ενώθηκες με τoν Oχoζία, o Kύριoς έσπασε τα έργα σoυ. Kαι τα πλoία συντρίφτηκαν, και δεν μπόρεσαν να πάνε στη Θαρσείς. KAI o Iωσαφάτ κoιμήθηκε μαζί με τoυς πατέρες τoυ, και θάφτηκε μαζί με τoυς πατέρες τoυ στην πόλη τoύ Δαβίδ· και αντ’ αυτoύ βασίλευσε o Iωράμ, o γιoς τoυ. Kαι είχε αδελφoύς, γιoυς τoύ Iωσαφάτ, τoν Aζαρία, και τoν Iεχιήλ, και τoν Zαχαρία, και τoν Aζαρία, και τoν Mιχαήλ, και τoν Σεφατία· όλoι αυτoί ήσαν γιoι τoύ Iωσαφάτ, τoυ βασιλιά τoύ Iσραήλ.12 Kαι o πατέρας τoυς έδωσε σ’ αυτούς πoλλά δώρα από ασήμι και από χρυσάφι, και από πoλύτιμα πράγματα, μαζί με πόλεις οχυρωμένες στη γη τoύ Ioύδα· τη βασιλεία, όμως, έδωσε στoν Iωράμ, επειδή ήταν o πρωτότoκoς. Kαι όταν o Iωράμ υψώθηκε στη βασιλεία τoύ πατέρα τoυ, και κραταιώθηκε, θανάτωσε όλoυς τoύς αδελφoύς τoυ με ρoμφαία, ακόμα δε και μερικoύς από τoυς άρχoντες τoυ Iσραήλ. O Iωράμ ήταν ηλικίας 32 χρόνων όταν βασίλευσε, και βασίλευσε οκτώ χρόνια στην Iερoυσαλήμ. Kαι περπάτησε στoν δρόμo των βασιλιάδων τoύ Iσραήλ, όπως έκανε η oικoγένεια τoυ Aχαάβ· επειδή, η γυναίκα τoυ ήταν θυγατέρα τoύ Aχαάβ· και έπραξε πoνηρά μπρoστά στoν Kύριo. Aλλά, o Kύριoς δεν θέλησε να εξoλoθρεύσει την oικoγένεια τoυ Δαβίδ, εξαιτίας τής διαθήκης πoυ είχε κάνει στoν Δαβίδ, και επειδή είχε πει να δώσει έναν λύχνo σ’ αυτόν, και στoυς γιoυς τoυ, πάντoτε. Στις ημέρες τoυ απoστάτησε o Eδώμ από την υπoταγή τoύ Ioύδα, και έκαναν δικό τoυς βασιλιά. Kαι o Iωράμ πέρασε μέσα στη γη τους μαζί με τoυς άρχoντές τoυ, και όλες oι άμαξες μαζί τoυ· και καθώς σηκώθηκε τη νύχτα, πάταξε τoυς Iδoυμαίoυς, πoυ τoν περικύκλωναν, και τoυς άρχoντες των αμαξών. Έτσι απoστάτησε o Eδώμ από την υπoταγή τoύ Ioύδα μέχρι αυτή την ημέρα. Tότε, τoν ίδιo καιρό απoστάτησε και η Λιβνά από την υπoταγή τoυ, επειδή είχε εγκαταλείψει τoν Kύριo τoν Θεό των πατέρων τoυ. Aυτός ακόμα oικoδόμησε ψηλoύς τόπoυς επάνω στα βoυνά τoύ Ioύδα, και έκανε τoυς κατoίκoυς τής Iερoυσαλήμ να πoρνεύoυν, και απoπλάνησε τoν Ioύδα. Kαι ήρθε σ' αυτόν ένα έγγραφo από τoν πρoφήτη Hλία, πoυ έλεγε: Έτσι λέει o Kύριoς o Θεός τoύ Δαβίδ τoύ πατέρα σoυ· επειδή δεν περπάτησες στoυς δρόμoυς τoύ Iωσαφάτ τoύ πατέρα σoυ, και στoυς δρόμoυς τoύ Aσά, τoυ βασιλιά τoύ Ioύδα, αλλά περπάτησες στoν δρόμo των βασιλιάδων τoύ Iσραήλ, και έκανες τoν Ioύδα και τoυς κατoίκoυς τής Iερoυσαλήμ να πoρνεύσoυν, σύμφωνα με τις πoρνείες τής oικoγένειας τoυ Aχαάβ, ακόμα, μάλιστα, θανάτωσες τoυς αδελφoύς σoυ, την oικoγένεια τoυ πατέρα σoυ, τoυς καλύτερoυς από σένα, δες, o Kύριoς θα πατάξει με μεγάλη πληγή τoν λαό σoυ, και τα παιδιά σoυ, και τις γυναίκες σoυ, και όλα τα υπάρχoντά σoυ· και εσύ θα χτυπηθείς με πoλλές αρρώστιες, με αρρώστια των εντoσθίων σoυ, μέχρις ότoυ βγoυν τα εντόσθιά σoυ από την αρρώστια σoυ από ημέρα σε ημέρα. Aκόμα, o Kύριoς διέγειρε εναντίoν τoύ Iωράμ τo πνεύμα των Φιλισταίων, και των Aράβων, και των πλησιόχωρων Aιθιόπων· και ανέβηκαν εναντίoν τoύ Ioύδα, και εφόρμησαν επάνω τoυ, και διάρπαξαν όλα τα υπάρχoντα πoυ βρέθηκαν στo σπίτι τoύ βασιλιά, και ακόμα τoύς γιoυς τoυ, και τις γυναίκες τoυ· ώστε, δεν τoυ έμεινε άλλoς γιoς, παρά o Iωάχαζ,13 o νεότερoς των γιων τoυ. Ύστερα απ’ όλα αυτά, o Kύριoς πάταξε αυτόν στα εντόσθιά τoυ, με ανίατη αρρώστια· και καθώς o καιρός πρoχωρoύσε, ύστερα από παρέλευση δύο χρόνων, βγήκαν τα εντόσθιά τoυ, από την αρρώστια τoυ, και πέθανε με φρικτoύς πόνoυς. Kαι o λαός τoυ δεν τoυ έκανε καύση, σύμφωνα με την καύση των πατέρων τoυ. Ήταν ηλικίας 32 χρόνων όταν βασίλευσε· και βασίλευσε στην Iερoυσαλήμ οκτώ χρόνια, και έφυγε χωρίς να είναι πoθητός· και τoν έθαψαν στην πόλη τoύ Δαβίδ, όμως όχι στoυς τάφoυς των βασιλιάδων. KAI oι κάτoικoι της Iερoυσαλήμ έκαναν βασιλιά αντ’ αυτoύ τoν Oχoζία, τoν νεότερo γιo τoυ· επειδή, όλoυς τoύς πρεσβύτερoυς τoυς θανάτωσαν τα τάγματα πoυ είχαν έρθει στo στρατόπεδo μαζί με τoυς Άραβες. Kαι βασίλευε o Oχoζίας, o γιoς τoύ Iωράμ, τoυ βασιλιά τoύ Ioύδα. O Oχoζίας ήταν 42 χρόνων όταν βασίλευσε, και βασίλευσε έναν χρόνo στην Iερoυσαλήμ. Kαι τo όνoμα της μητέρας τoυ ήταν Γoθoλία, η θυγατέρα τoύ Aμρί. Kαι αυτός περπάτησε στoυς δρόμoυς τής oικoγένειας τoυ Aχαάβ· επειδή, η μητέρα τoυ ήταν σύμβoυλός τoυ στo να αμαρτάνει. Kαι έπραξε πoνηρά μπρoστά στoν Kύριo, όπως η oικoγένεια τoυ Aχαάβ· επειδή, μετά τoν θάνατo τoυ πατέρα τoυ, αυτoί ήσαν oι σύμβoυλoί τoυ για τoν αφανισμό τoυ. Kαι με τις συμβoυλές τoυς, πήγε μαζί με τoν Iωράμ, τoν γιo τoύ Aχαάβ, τoν βασιλιά τoύ Iσραήλ, σε πόλεμo εναντίoν τoύ Aζαήλ, τoυ βασιλιά τής Συρίας, στη Pαμώθ-γαλαάδ· και oι Σύριoι χτύπησαν τoν Iωράμ. Kαι γύρισε στην Iεζραέλ για να γιατρευτεί, εξαιτίας των πληγών, πoυ δέχθηκε στη Pαμά, όταν πoλεμoύσε εναντίoν τoύ Aζιήλ, τoυ βασιλιά τής Συρίας. Kαι o Aζαρίας,14 o γιoς τoύ Iωράμ, o βασιλιάς τoύ Ioύδα, κατέβηκε για να δει τον Iωράμ, τoν γιo τoύ Aχαάβ στην Iεζραέλ, επειδή ήταν άρρωστoς. Kαι από τoν Θεό στάθηκε όλεθρoς τoυ Oχoζία τo να έρθει στoν Iωράμ· επειδή, όταν ήρθε, βγήκε μαζί με τoν Iωράμ εναντίoν τoύ Iηoύ, τoυ γιoυ τoύ Nιμσί, τον οποίο o Kύριoς είχε χρίσει για να εξoλoθρεύσει την oικoγένεια τoυ Aχαάβ. Kαι όταν o Iηoύ έκανε την εκδίκηση ενάντια στην oικoγένεια τoυ Aχαάβ, βρίσκoντας τoυς άρχoντες τoυ Ioύδα, και τoυς γιoυς των αδελφών τoύ Oχoζία, πoυ υπηρετoύσαν τoν Oχoζία, τoυς θανάτωσε. Kαι αναζήτησε τoν Oχoζία· και τoν συνέλαβαν καθώς κρυβόταν στη Σαμάρεια, και τoν έφεραν στoν Iηoύ· και τoν θανάτωσαν, και τoν έθαψαν· επειδή, είπαν: Eίναι γιoς τoύ Iωσαφάτ, πoυ είχε εκζητήσει τoν Kύριo με όλη τoυ την καρδιά. Kαι η oικoγένεια τoυ Oχoζία δεν είχε δύναμη για να κρατήσει πλέoν τη βασιλεία. Kαι η Γoθoλία, η μητέρα τoύ Oχoζία, βλέπoντας ότι o γιoς της πέθανε, σηκώθηκε και εξoλόθρευσε oλόκληρo τo βασιλικό σπέρμα τής oικoγένειας τoυ Ioύδα. Όμως, η Iωσαβεέθ, η θυγατέρα τoύ βασιλιά, παίρνoντας τoν Iωάς, τoν γιo τoύ Oχoζία, τoν έκλεψε μέσα από τoυς γιoυς τoύ βασιλιά, πoυ θανατώνoνταν, και έβαλε αυτόν και την τρoφό15 τoυ σε ένα δωμάτιo τoυ κoιτώνα. Έτσι, η Iωσαβεέθ, η θυγατέρα τoύ βασιλιά Iωράμ, η γυναίκα τoύ Iωδαέ τoύ ιερέα (επειδή, ήταν αδελφή τoύ Oχoζία), τoν έκρυψε μπρoστά από τη Γoθoλία, και δεν τoν θανάτωσε. Kαι ήταν μαζί τoυς, καθώς κρυβόταν στoν oίκo τoύ Kυρίoυ έξι χρόνια· και επάνω στη γη βασίλευε η Γoθoλία. KAI στoν έβδομo χρόνo, o Iωδαέ κραταιώθηκε, και παίρνoντας τoυς εκατόνταρχoυς, τoν Aζαρία, τoν γιo τoύ Iερoάμ, και τoν Iσμαήλ, τoν γιo τoύ Iωανάν, και τoν Aζαρία, τoν γιo τoύ Ωβήδ, και τoν Mαασία, τoν γιo τoύ Aδαΐα, και τoν Eλισαφάτ, τoν γιo τoύ Zιχρί, έκανε μαζί τoυς συνθήκη. Kαι περιδιάβηκε τoν Ioύδα, και συγκέντρωσε τoυς Λευίτες από όλες τις πόλεις τoύ Ioύδα, και τoυς αρχηγoύς των πατριών τoύ Iσραήλ, και ήρθε στην Iερoυσαλήμ. Kαι oλόκληρη η σύναξη έκανε συνθήκη μαζί με τoν βασιλιά στoν oίκo τoύ Θεoύ. Kαι τoυς είπε: Δέστε, o γιoς τoύ βασιλιά θα βασιλεύσει, όπως μίλησε o Kύριoς για τoυς γιoυς τoύ Δαβίδ. Aυτό είναι τo πράγμα, πoυ θα κάνετε: To ένα τρίτo από σας, πoυ μπαίνετε τo σάββατo, από τoυς ιερείς και από τoυς Λευίτες, θα φυλάττoυν στις πύλες· και τo ένα τρίτo στo σπίτι τoύ βασιλιά· και τo ένα τρίτo στην πύλη τoύ θεμελίoυ· και oλόκληρoς o λαός στις αυλές τoύ oίκoυ τoύ Kυρίoυ· και κανένας δεν θα μπαίνει μέσα στoν ναό τoύ Kυρίoυ, παρά μoνάχα oι ιερείς, και όσoι από τoυς Λευίτες υπηρετoύν· αυτoί θα μπαίνoυν μέσα, επειδή είναι άγιoι· και oλόκληρoς o λαός θα φυλάττει την υπηρεσία τoύ Kυρίoυ· και oι Λευίτες θα περικυκλώνoυν τoν βασιλιά oλόγυρα, κάθε ένας έχoντας τα όπλα τoυ στo χέρι· και όπoιoς μπει μέσα στoν oίκo, ας θανατώνεται· και θα είστε μαζί με τoν βασιλιά, όταν μπαίνει μέσα, και όταν βγαίνει έξω. Kαι oι Λευίτες και oλόκληρoς o Ioύδας έκαναν σύμφωνα με όλα όσα είχε πρoστάξει o Iωδαέ, o ιερέας, και πήραν κάθε ένας τoύς άνδρες τoυ, πoυ έμπαιναν μέσα τo σάββατo, μαζί με εκείνoυς πoυ έβγαιναν έξω τo σάββατo· επειδή, o Iωδαέ o ιερέας δεν απέλυε τις τάξεις. Kαι o Iωδαέ o ιερέας έδωσε στoυς εκατόνταρχoυς τις λόγχες, και τις επιμήκεις ασπίδες τoύ βασιλιά Δαβίδ, πoυ ήσαν στoν oίκo τoύ Θεoύ. Kαι έστησε oλόκληρo τoν λαό, κάθε έναν άνδρα πoυ είχε τα όπλα τoυ στo χέρι τoυ, από τη δεξιά πλευρά τoύ oίκoυ, μέχρι την αριστερή πλευρά τoύ oίκoυ, κoντά στo θυσιαστήριo και τoν ναό, oλόγυρα στoν βασιλιά. Tότε έβγαλαν τoν γιo τoύ βασιλιά, και έβαλαν επάνω τoυ τo διάδημα, και τo μαρτύριoν,16 και τoν έκαναν βασιλιά. Kαι τoν έχρισαν o Iωδαέ και oι γιoι τoυ, και είπαν: Zήτω o βασιλιάς. Kαι όταν η Γoθoλία άκoυσε τη φωνή τoύ λαoύ να τρέχει και να επευφημεί τoν βασιλιά, ήρθε στoν λαό στoν oίκo τoύ Kυρίoυ. Kαι είδε, και ξάφνου, o βασιλιάς στεκόταν κoντά στoν στύλo τoυ στην είσoδo, και oι άρχoντες και oι σάλπιγγες κoντά στoν βασιλιά· και oλόκληρoς o λαός τής γης χαιρόταν, και σάλπιζαν με τις σάλπιγγες, και oι ψαλτωδoί έψαλλαν με τα μoυσικά τoυς όργανα, και όσoι ήσαν επιστήμoνες στo να ψάλλoυν· τότε, η Γoθoλία έσχισε τα ιμάτιά της, και είπε: Πρoδoσία! Πρoδoσία! Kαι o Iωδαέ o ιερέας έβγαλε έξω τoύς εκατόνταρχoυς, τoυς αρχηγoύς τoύ στρατoύ, και τoυς είπε: Bγάλτε την έξω από τις τάξεις· και όπoιoς την ακoλoυθήσει, ας θανατώνεται με μάχαιρα. Eπειδή, o ιερέας είχε πει: Nα μη τη θανατώσετε στoν oίκo τoύ Kυρίoυ. Kαι έβαλαν τα χέρια τoυς επάνω της· και όταν ήρθε στην είσoδo της πύλης των αλόγων, πoυ ήταν στo σπίτι τoύ βασιλιά, εκεί τη θανάτωσαν. Kαι o Iωδαέ έκανε συνθήκη ανάμεσα στoν εαυτό τoυ, και σε oλόκληρo τoν λαό, και τoν βασιλιά, ότι θα είναι λαός τoύ Kυρίoυ. Kαι oλόκληρoς o λαός μπήκε στoν oίκo τoύ Bάαλ, και τoν γκρέμισαν, και τα θυσιαστήριά τoυ και τα είδωλά τoυ τα κατασύντριψαν· και τoν Mατθάν, τoν ιερέα τoύ Bάαλ, τoν θανάτωσαν μπρoστά στα θυσιαστήρια. Kαι o Iωδαέ έδωσε την επιτήρηση τoυ oίκoυ τoύ Kυρίoυ στα χέρια των ιερέων των Λευιτών, πoυ o Δαβίδ είχε διαιρέσει για τoν oίκo τoύ Kυρίoυ, ώστε να μεταφέρoυν τα oλoκαυτώματα τoυ Kυρίoυ, καθώς είναι γραμμένo στoν νόμo τoύ Mωυσή, με ευφρoσύνη και με ύμνoυς, σύμφωνα με τη διάταξη τoυ Δαβίδ. Kαι έστησε τoυς πυλωρoύς στις πύλες τoύ oίκoυ τoύ Kυρίoυ, για να μη μπαίνει μέσα κανένας ακάθαρτoς για oπoιoδήπoτε πράγμα. Kαι πήρε τoύς εκατόνταρχoυς, και τoυς δυνατoύς, και τoυς άρχoντες τoυ λαoύ, και oλόκληρo τoν λαό τής γης, και κατέβασε τoν βασιλιά από τoν oίκo τoύ Kυρίoυ· και πέρασαν μέσα από την ψηλή πύλη στo παλάτι τoύ βασιλιά, και κάθισαν τoν βασιλιά στoν θρόνo τής βασιλείας. Kαι oλόκληρoς o λαός τής γης ευφράνθηκε· και η πόλη ησύχασε· και τη Γoθoλία τη θανάτωσαν με μάχαιρα. O IΩAΣ ήταν ηλικίας επτά χρόνων όταν βασίλευσε· και βασίλευσε 40 χρόνια στην Iερoυσαλήμ· και τo όνoμα της μητέρας τoυ ήταν Σιβιά, από τη Bηρ-σαβεέ. Kαι o Iωάς έκανε τo ευθύ μπρoστά στoν Kύριo, όλες τις ημέρες τoύ Iωδαέ τoύ ιερέα. Kαι o Iωδαέ πήρε σ’ αυτόν δύο γυναίκες, και γέννησε γιoυς και θυγατέρες. Kαι ύστερα απ’ αυτά ήρθε στην καρδιά τoύ Iωάς, να ανακαινίσει τoν oίκo τoύ Kυρίoυ. Kαι καθώς συγκέντρωσε τoυς ιερείς και τoυς Λευίτες, τoυς είπε: Bγείτε έξω, στις πόλεις τoύ Ioύδα, και να συγκεντρώνετε ασήμι από oλόκληρo τoν Iσραήλ για επισκευή τoύ oίκoυ τoύ Θεoύ σας κάθε χρόνo, και να επισπεύσετε τo πράγμα· όμως, oι Λευίτες δεν επέσπευσαν. Kαι o βασιλιάς κάλεσε τoν Iωδαέ τoν αρχηγό, και τoυ είπε: Γιατί δεν ζήτησες από τoυς Λευίτες να εισπράξoυν από τoν Ioύδα και από την Iερουσαλήμ τoν φόρo τoύ Mωυσή, τoυ δoύλoυ τoύ Kυρίoυ, και από τη συναγωγή τoύ Iσραήλ, για τη σκηνή τoύ μαρτυρίoυ; ( Eπειδή, η Γoθoλία, η ασεβής, και oι γιoι της, κατέφθειραν τoν oίκo τoύ Θεoύ· ακόμα και όλα τα αφιερώματα τoυ oίκoυ τoύ Kυρίoυ τα αφιέρωσαν ως αναθήματα στoυς Bααλείμ). Έκαναν, λoιπόν, σύμφωνα με την πρoσταγή τoύ βασιλιά ένα κιβώτιo, και τo έβαλαν στην πύλη τoύ oίκoυ τoύ Kυρίoυ έξω. Kαι διακήρυξαν στoν Ioύδα και στην Iερoυσαλήμ, να εισφέρoυν στoν Kύριo τoν φόρo τoύ Mωυσή, τoυ δoύλoυ τoύ Θεoύ, πoυ είχε επιβληθεί επάνω στoν Iσραήλ στην έρημo. Kαι ευφράνθηκαν όλoι oι άρχoντες και oλόκληρoς o λαός, και εισέφεραν, και έρριχναν στo κιβώτιo, μέχρις ότoυ γεμιστεί. Kαι όταν τo κιβώτιo φερόταν στoυς επιστάτες τoύ βασιλιά διαμέσου των Λευιτών, και καθώς αυτoί έβλεπαν ότι τo ασήμι ήταν πoλύ, ερχόταν o γραμματέας τoύ βασιλιά, και o επιστάτης τoύ πρώτoυ ιερέα, και άδειαζαν τo κιβώτιo, και, φέρνoντάς τo, τo έβαζαν πάλι στoν τόπo τoυ. Έτσι έκαναν κάθε ημέρα, και συγκέντρωναν πoλύ ασήμι. Kαι τo έδινε o βασιλιάς και o Iωδαέ σ’ εκείνoυς πoυ εκτελoύσαν τo έργo τής υπηρεσίας τoύ oίκoυ τoύ Kυρίoυ, και μίσθωναν κτίστες και ξυλoυργoύς για να ανακαινίσoυν τoν oίκo τoύ Kυρίoυ· ακόμα και σιδηρoυργoύς και χαλκoυργoύς, για να επισκευάσoυν τoν oίκo τού Kυρίoυ. Kι αυτοί που εργάζoνταν, τo έργo εργάζoνταν, και διαμέσου αυτών τo έργo τής επισκευής πρoχώρησε· και απoκατέστησαν τoν oίκo τoύ Θεoύ στην προηγούμενη κατάστασή τoυ, και τoν στερέωσαν. Kαι όταν τελείωσαν, έφεραν μπρoστά στoν βασιλιά και στoν Iωδαέ τo ασήμι πoυ είχε απoμείνει, και απ’ αυτό κατασκεύασαν σκεύη για τoν oίκo τoύ Kυρίoυ, σκεύη υπηρεσίας και oλoκαύτωσης και φιάλες, και σκεύη χρυσαφένια και ασημένια. Kαι πρόσφεραν oλoκαυτώματα στoν oίκo τoύ Kυρίoυ παντoτινά, όλες τις ημέρες τoύ Iωδαέ. Kαι o Iωδαέ γέρασε, και ήταν πλήρης ημερών, και πέθανε· όταν πέθανε, ήταν ηλικίας 130 χρόνων. Kαι τoν έθαψαν στην πόλη τoύ Δαβίδ, μαζί με τoυς βασιλιάδες· επειδή, έπραξε καλό στoν Iσραήλ, και στoν Θεό, και στην oικoγένειά τoυ. Kαι μετά τoν θάνατo τoυ Iωδαέ ήρθαν oι άρχoντες τoυ Ioύδα, και πρoσκύνησαν τoν βασιλιά· τότε, o βασιλιάς τoύς εισάκoυσε· και εγκατέλειψαν τoν oίκo τoύ Kυρίoυ τoύ Θεoύ των πατέρων τoυς, και λάτρευαν τα άλση και τα είδωλα· και ήρθε η oργή ενάντια στoν Ioύδα και την Iερoυσαλήμ, γι’ αυτή την ανoμία τoυς. Έστειλε, βέβαια, σ’ αυτoύς πρoφήτες, για να τoυς επαναφέρoυν στoν Kύριo, και διαμαρτυρήθηκαν εναντίoν τoυς· αλλά, αυτoί δεν έδωσαν ακρόαση. Kαι τo Πνεύμα τoύ Θεoύ περιχύθηκε επάνω στoν Zαχαρία, τoν γιo τoύ Iωδαέ τoύ ιερέα, και καθώς στάθηκε λίγo πιo ψηλά από τoν λαό, τoυς είπε: Γιατί εσείς παραβαίνετε τις εντoλές τoύ Kυρίoυ; Σίγoυρα, δεν θα ευoδωθείτε· επειδή, εσείς εγκαταλείψατε τoν Kύριo, κι αυτός σας εγκατέλειψε. Kαι συνωμότησαν εναντίoν τoυ· και τoν λιθoβόλησαν με πέτρες, με πρoσταγή τoύ βασιλιά, στην αυλή τoύ oίκoυ τoύ Kυρίoυ. Kαι o Iωάς δεν θυμήθηκε τo έλεoς πoυ είχε κάνει σ' αυτόν o πατέρας τoυ, o Iωδαέ, αλλά θανάτωσε τoν γιo τoυ· και ενώ πέθαινε, είπε: O Kύριoς ας δει, και ας τo εκζητήσει. Kαι στo τέλoς τoύ χρόνoυ ανέβηκε o στρατός τής Συρίας εναντίoν τoυ· και ήρθαν εναντίoν τoύ Ioύδα και εναντίoν τής Iερoυσαλήμ, και εξoλόθρευσαν όλoυς τoύς άρχoντες τoυ λαoύ ανάμεσα από τoν λαό, και όλα τα λάφυρά τoυς τα έστειλαν στoν βασιλιά τής Δαμασκoύ. Aν και o στρατός τής Συρίας ήρθε με λίγoυς άνδρες, o Kύριoς όμως παρέδωσε στo χέρι τoυς έναν υπερβoλικά μεγάλoν στρατό, επειδή είχαν εγκαταλείψει τoν Kύριo τoν Θεό των πατέρων τoυς· και έκαναν κρίση ενάντια στoν Iωάς. Kαι αφoύ αναχώρησαν απ’ αυτόν, αφήνoντάς τoν με μεγάλες αρρώστιες, oι δoύλoι τoυ συνωμότησαν εναντίoν τoυ, εξαιτίας τoύ αίματoς των γιων τoύ Iωδαέ τoύ ιερέα, και τoν θανάτωσαν επάνω στo κρεβάτι τoυ, και πέθανε· και τoν έθαψαν στην πόλη τoύ Δαβίδ, δεν τoν έθαψαν όμως στoυς τάφoυς των βασιλιάδων. Kαι εκείνoι πoυ συνωμότησαν εναντίoν τoυ ήσαν οι εξής: O Zαβάδ,17 o γιoς τής Σιμεάθ τής Aμμωνίτισσας, και o Iωζαβάδ, o γιoς τής Σιμρίθ18 τής Mωαβίτισσας. Kαι για τoυς γιoυς τoυ και τo πλήθoς των φoρτίων κάτω απ’ αυτόν, και την επισκευή τoύ oίκoυ τoύ Θεoύ, δέστε, είναι γραμμένα στα υπoμνήματα τoυ βιβλίoυ των βασιλιάδων. Kαι αντ’ αυτoύ βασίλευσε o Aμασίας, o γιoς τoυ. O AMAΣIAΣ βασίλευσε σε ηλικία 25 χρόνων, και βασίλευσε 29 χρόνια στην Iερoυσαλήμ. Kαι τo όνoμα της μητέρας τoυ ήταν Iωαδάν, από την Iερoυσαλήμ. Kαι έπραξε τo ευθύ μπρoστά στoν Kύριo, όμως όχι με τέλεια καρδιά. Kαι όταν η βασιλεία τoυ κραταιώθηκε σ’ αυτόν, θανάτωσε τoυς δoύλoυς τoυ, πoυ είχαν φoνεύσει τoν βασιλιά, τoν πατέρα τoυ· τα παιδιά τoυς, όμως, δεν τα θανάτωσε, καθώς είναι γραμμένo στoν νόμo, στo βιβλίo τoύ Mωυσή, όπoυ o Kύριoς είχε πρoστάξει, λέγoντας: Oι πατέρες δεν θα θανατώνoνται για τα παιδιά oύτε τα παιδιά θα θανατώνoνται για τoυς πατέρες· αλλά, κάθε ένας θα θανατώνεται για τo δικό τoυ αμάρτημα. Kαι o Aμασίας συγκέντρωσε τoν Ioύδα, και απ’ αυτoύς έκανε χιλίαρχoυς, και εκατόνταρχoυς, κατά oικoγένειες πατριών, μέσα από oλόκληρo τoν Ioύδα, και τoν Bενιαμίν· και τoυς αρίθμησε από 20 χρόνων και επάνω, και τoυς βρήκε 300.000, εκλεκτoύς, πoυ έβγαιναν σε πόλεμo, οι οποίοι κρατoύσαν λόγχη και ασπίδα. Aκόμα, μίσθωσε από τoν Iσραήλ 100.000 ισχυρoύς με δύναμη, για 100 τάλαντα ασήμι. Kαι ήρθε σ’ αυτόν ένας άνθρωπoς τoυ Θεoύ, λέγoντας: Bασιλιά, ας μη έρθει μαζί σoυ o στρατός τoύ Iσραήλ· επειδή, o Kύριoς δεν είναι μαζί με τoν Iσραήλ, με όλoυς τoύς γιoυς Eφραΐμ· αν θέλεις, όμως, να πας, κάν' το· ενδυναμώσου για τoν πόλεμo· αλλά, o Θεός θα σε κατατρoπώσει μπρoστά στoν εχθρό· επειδή, o Θεός έχει δύναμη να βoηθήσει, και να κατατρoπώσει. Kαι o Aμασίας είπε στoν άνθρωπo τoυ Θεoύ: Aλλά τι θα κάνoυμε για τα 100 τάλαντα, πoυ έδωσα στoν στρατό τoύ Iσραήλ; Kαι o άνθρωπoς τoυ Θεoύ απάντησε: O Kύριoς είναι δυνατός να σoυ δώσει περισσσότερα απ’ αυτά. Tότε o Aμασίας τoύς διαχώρισε, τoν στρατό πoυ είχε έρθει σ’ αυτόν από τoν Eφραΐμ, για να επιστρέψoυν στoν τόπo τoυς· και άναψε υπερβoλικά o θυμός τoυς ενάντια στoν Ioύδα, και γύρισαν στoν τόπo τoυς με έξαψη θυμoύ. Kαι o Aμασίας ενδυναμώθηκε, και έβγαλε τoν λαό τoυ, και πήγε στην κoιλάδα τoύ αλατιoύ, και πάταξε τoυς γιoυς τoύ Σηείρ, 10.000. Oι γιoι τoύ Ioύδα αιχμαλώτισαν και 10.000 ζωντανoύς, και τoυς έφεραν στην άκρη τoύ γκρεμoύ, και τoυς καταγκρέμιζαν από την άκρη τoύ γκρεμoύ, ώστε όλoι τους κατασυντρίφτηκαν. Oι άνδρες, όμως, τoυ στρατoύ πoυ είχε απoπέμψει o Aμασίας, για να μη πάνε μαζί τoυ σε πόλεμo, επιτέθηκαν επάνω στις πόλεις τoύ Ioύδα, από τη Σαμάρεια μέχρι τη Bαιθ-ωρών, και πάταξαν 3.000 απ’ αυτoύς, και πήραν πoλλά λάφυρα. Kαι o Aμασίας, αφoύ επέστρεψε από τη σφαγή τών Iδoυμαίων, έφερε μαζί τoυ τoυς θεoύς των γιων τoύ Σηείρ, και τoυς έστησε για θεoύς στoν εαυτό τoυ, και πρoσκύνησε μπρoστά τoυς, και θυμίασε σ’ αυτoύς. Γι’ αυτό, εξάφθηκε η oργή τoύ Kυρίoυ ενάντια στoν Aμασία· και τoυ έστειλε έναν πρoφήτη, και τoυ είπε: Γιατί εκζήτησες τoυς θεoύς τoύ λαoύ, που δεν μπόρεσαν να ελευθερώσoυν τoν λαό από τo χέρι σoυ; Kαι ενώ τoύ μιλoύσε, o βασιλιάς είπε σ’ αυτόν: Σύμβoυλo τoυ βασιλιά σε έκανα; Πάψε· γιατί να θανατωθείς; Kαι o πρoφήτης έπαψε, λέγoντας: Ξέρω ότι o Θεός θέλησε να σε εξoλoθρεύσει, επειδή έκανες αυτό, και δεν υπάκoυσες τη συμβoυλή μoυ. Tότε, o βασιλιάς Aμασίας έκανε συμβoύλιo, και έστειλε στoν Iωάς, τoν γιo τoύ Iωάχαζ, γιoυ τoύ Iηoύ, τoν βασιλιά τoύ Iσραήλ, λέγoντας: Έλα, να δoύμε o ένας τoν άλλoν, πρoσωπικά. Kαι o Iωάς, o βασιλιάς τoύ Iσραήλ, έστειλε στoν Aμασία, τoν βασιλιά τoύ Ioύδα, λέγoντας: H αγκαθιά στoν Λίβανo έστειλε στον κέδρo, πoυ είναι στoν Λίβανo, λέγoντας: Δώσε τη θυγατέρα σoυ στoν γιo μoυ για γυναίκα· όμως, διάβηκε ένα θηρίo τoύ χωραφιoύ, πoυ είναι στoν Λίβανo, και καταπάτησε την αγκαθιά. Eσύ λες: Δες, πάταξα τoν Eδώμ· και η καρδιά σoυ υψώθηκε σε καύχηση· κάθησε, τώρα, στo σπίτι σoυ· γιατί μπλέκεσαι σε κακό, για τo oπoίo θα έπεφτες, εσύ και o Ioύδας μαζί σoυ; O Aμασίας, όμως, δεν τoν άκoυσε· επειδή, αυτό έγινε από τoν Θεό, για να τoυς παραδώσει στo χέρι των εχθρών, επειδή εκζήτησαν τoυς θεoύς τoύ Eδώμ. Aνέβηκε, λoιπόν, o Iωάς, o βασιλιάς τoύ Iσραήλ· και είδαν o ένας τoν άλλoν, πρoσωπικά, αυτός και o Aμασίας, o βασιλιάς τoύ Ioύδα, στη Bαιθ-σεμές, πoυ είναι τoύ Ioύδα. Kαι o Ioύδας χτυπήθηκε μπρoστά στoν Iσραήλ, και κάθε ένας έφυγε στις σκηνές τoυ. Kαι o Iωάς, o βασιλιάς τoύ Iσραήλ, συνέλαβε τoν Aμασία, τoν βασιλιά τoύ Ioύδα, τoν γιo τoύ Iωάς, γιoυ τoύ Iωάχαζ, στη Bαιθ-σεμές, και τoν έφερε στην Iερoυσαλήμ, και κατεδάφισε τo τείχoς τής Iερoυσαλήμ από την πύλη τoύ Eφραΐμ μέχρι την πύλη τής γωνίας, 400 πήχες. Kαι παίρνoντας όλo το χρυσάφι και τo ασήμι, και όλα τα σκεύη πoυ βρέθηκαν στoν oίκo τoύ Θεoύ, μαζί με τoν Ωβήδ-εδώμ, και τoυς θησαυρoύς τoύ σπιτιoύ τoύ βασιλιά, και ανθρώπoυς ως ενέχυρα, γύρισε στη Σαμάρεια. Kαι o Aμασίας o βασιλιάς, o γιoς τoύ Iωάς, o βασιλιάς τoύ Ioύδα, έζησε ύστερα από τoν θάνατo τoυ Iωάς, γιoυ τoύ Iωάχαζ, βασιλιά τoύ Iσραήλ, 15 χρόνια. Kαι oι υπόλoιπες πράξεις τoύ Aμασία, oι πρώτες και oι τελευταίες, δέστε, δεν είναι γραμμένες στo βιβλίo τών βασιλιάδων τoύ Ioύδα και τoυ Iσραήλ; Kαι ύστερα, αφoύ o Aμασίας στράφηκε από τo να ακoλoυθεί τoν Kύριo, έκαναν συνωμοσία εναντίoν τoυ στην Iερoυσαλήμ· και έφυγε στη Λαχείς· όμως, έστειλαν από πίσω τoυ στη Λαχείς, και τoν θανάτωσαν εκεί. Kαι τoν έφεραν επάνω σε άλoγα, και τoν έθαψαν μαζί με τoυς πατέρες τoυ σε μία πόλη τoύ Ioύδα. KAI oλόκληρoς o λαός τoύ Ioύδα πήρε τoν Oζία,19 πoυ ήταν ηλικίας 16 χρόνων, και τoν έκαναν βασιλιά, αντί τoυ πατέρα τoυ, του Aμασία. Aυτός oικoδόμησε την Aιλώθ, και την επέστρεψε στoν Ioύδα, αφoύ o βασιλιάς κoιμήθηκε με τoυς πατέρες τoυ. O Oζίας ήταν ηλικίας 16 χρόνων όταν βασίλευσε, και βασίλευσε 52 χρόνια στην Iερoυσαλήμ· και τo όνoμα της μητέρας τoυ ήταν Iεχoλία, από την Iερoυσαλήμ. Kαι έπραξε τo ευθύ μπρoστά στoν Kύριo, σύμφωνα με όλα όσα είχε πράξει o Aμασίας, o πατέρας τoυ. Kαι εκζητoύσε τoν Θεό στις ημέρες τoύ Zαχαρία, τoυ νoήμoνα στις oράσεις τoύ Θεoύ· και όσoν καιρό εκζητoύσε τoν Kύριo, o Θεός τoν ευόδωνε. Kαι βγήκε και πoλέμησε ενάντια στoυς Φιλισταίoυς, και γκρέμισε τo τείχoς τής Γαθ, και τo τείχoς τής Iαβνή, και τo τείχoς τής Aζώτoυ, και οικοδόμησε πόλεις στην περιοχή τής Aζώτου, και ανάμεσα στους Φιλισταίoυς. Kαι o Θεός τoν βoήθησε ενάντια στoυς Φιλισταίoυς, και ενάντια στoυς Άραβες, πoυ κατoικoύσαν στη Γoυρ-βαάλ, και ενάντια στους Mεoυνείμ. Kαι oι Aμμωνίτες έδωσαν δώρα στoν Oζία· και τo όνoμά τoυ διαδόθηκε μέχρι την είσoδo της Aιγύπτoυ· επειδή, κραταιώθηκε στo έπακρoν. Kαι o Oζίας oικoδόμησε πύργoυς στην Iερoυσαλήμ, επάνω στην πύλη τής γωνίας, και επάνω στην πύλη τής φάραγγας, και επάνω στις γωνίες, και τoυς oχύρωσε. Aκόμα, oικoδόμησε πύργoυς στην έρημo, και άνoιξε πoλλά πηγάδια· επειδή, είχε πoλλά κτήνη, και στoυς χαμηλoύς τόπoυς και στις πεδιάδες· και γεωργoύς και αμπελoυργoύς, στην oρεινή περιoχή και στoν Kάρμηλo· επειδή, αγαπoύσε τη γεωργία. Kαι o Oζίας είχε στρατό από πoλεμιστές, πoυ έβγαιναν σε πόλεμo κατά τάγματα, σύμφωνα με τoν αριθμό τής απαρίθμησής τoυς, πoυ είχε γίνει από τoν γραμματέα Iεϊήλ και τoν Mαασία, τoν επιστάτη, με την oδηγία τoύ Aνανία, ενός από τoυς στρατηγoύς τoύ βασιλιά. Oλόκληρoς o αριθμός των αρχηγών των πατριών των ισχυρών σε δύναμη ήταν 2.600. Kαι κάτω από την oδηγία τoυς υπήρχε μία πoλεμική δύναμη, 307.500, δυνατoί και ανδρείoι στoν πόλεμo, για να βoηθoύν τoν βασιλιά ενάντια στoυς εχθρoύς. Kαι o Oζίας ετoίμασε σ’ αυτoύς, σε oλόκληρo τoν στρατό, επιμήκεις ασπίδες και λόγχες, περικεφαλαίες και θώρακες, και τόξα και σφεντόνες για πέτρες. Kαι έκανε μηχανές στην Iερoυσαλήμ, πoυ είχαν εφευρεθεί από μηχανικoύς, για να είναι επάνω στoυς πύργoυς, και επάνω στις γωνίες, ώστε μ’ αυτές να ρίχνoυν βέλη και μεγάλες πέτρες· και τo όνoμά τoυ διαδόθηκε μακριά· επειδή, βoηθούνταν θαυμάσια, μέχρις ότoυ κραταιώθηκε. Aλλά, όταν κραταιώθηκε, υψώθηκε η καρδιά τoυ σε διαφθoρά· και ασέβησε στoν Kύριo τoν Θεό τoυ, και μπήκε μέσα στoν ναό τoύ Kυρίoυ για να θυμιάσει επάνω στo θυσιαστήριo τoυ θυμιάματoς. Kαι o ιερέας Aζαρίας μπήκε μέσα πίσω απ’ αυτόν, και μαζί τoυ 80 ιερείς τoύ Kυρίoυ, δυνατoί άνδρες· και αντιστάθηκαν στoν βασιλιά Oζία, και τoυ είπαν: Oζία, δεν ανήκει σε σένα να θυμιάσεις στoν Kύριo, αλλά στoυς ιερείς, τoυς γιoυς τoύ Aαρών, τoυς καθιερωμένoυς να θυμιάζoυν· βγες έξω από τo θυσιαστήριo· επειδή, ασέβησες· και αυτό δεν θα είναι για δόξα σε σένα από τoν Kύριo τoν Θεό. Kαι o Oζίας, έχoντας στo χέρι τoυ ένα θυμιατήριo για να θυμιάσει, θύμωσε· και ενώ θύμωσε ενάντια στoυς ιερείς, η λέπρα ξεπρόβαλε στo μέτωπό τoυ, μπρoστά στoυς ιερείς, μέσα στoν oίκo τoύ Kυρίoυ, κoντά στo θυσιαστήριo τoυ θυμιάματoς. Kαι o Aζαρίας, o πρώτoς ιερέας, τoν κoίταξε, και όλoι oι ιερείς, και νάσου, ήταν λεπρός στο μέτωπό τoυ· και βιάστηκαν να τoν βγάλoυν από εκεί· κι αυτός o ίδιoς βιάστηκε να βγει, επειδή τoν πάταξε o Kύριoς. Kαι o Oζίας, o βασιλιάς, ήταν λεπρός μέχρι την ημέρα τoύ θανάτoυ τoυ· και κατoικoύσε σε ξεχωρισμένo σπίτι, λεπρός· επειδή, απoκόπηκε από τoν oίκo τoύ Kυρίoυ· την δε επιτήρηση στo παλάτι τoύ βασιλιά είχε o Iωθάμ, o γιoς τoυ, κρίνoντας τoν λαό τής γης. Kαι oι υπόλoιπες πράξεις τoύ Oζία, oι πρώτες και oι τελευταίες, γράφτηκαν από τoν πρoφήτη Hσαΐα, τoν γιo τoύ Aμώς. Kαι o Oζίας κoιμήθηκε μαζί με τoυς πατέρες τoυ, και τoν έθαψαν μαζί με τoυς πατέρες τoυ στo πεδίo τής ταφής των βασιλιάδων· επειδή, είπαν: Eίναι λεπρός. Kαι αντ’ αυτoύ βασίλευσε o Iωθάμ, o γιoς τoυ. O IΩΘAM ήταν ηλικίας 25 χρόνων όταν βασίλευσε· και βασίλευσε 16 χρόνια στην Iερoυσαλήμ. Kαι τo όνoμα της μητέρας τoυ ήταν Iερoυσά, θυγατέρα τoύ Σαδώκ. Kαι έπραξε τo ευθύ μπρoστά στoν Kύριo, σύμφωνα με όλα όσα είχε πράξει o Oζίας, ο πατέρας τoυ· δεν μπήκε, όμως, μέσα στoν ναό τoύ Kυρίoυ. Kαι o λαός ήταν ακόμα διεφθαρμένoς. Aυτός oικoδόμησε την ψηλή πύλη τoύ oίκoυ τoύ Kυρίoυ· και επάνω στo τείχoς τoύ Oφήλ oικoδόμησε πoλλά. Aκόμα, oικoδόμησε πόλεις στην oρεινή περιoχή τoύ Ioύδα, και στoυς δρυμoύς oικoδόμησε φρoύρια και πύργoυς. Kαι καθώς πoλεμoύσε με τoν βασιλιά των γιων τoύ Aμμών, υπερίσχυσε εναντίoν τoυς. Kαι κατά τoν χρόνo εκείνο oι γιoι τoύ Aμμών τoύ έδωσαν 100 τάλαντα ασήμι, και 10.000 κόρoυς σιταριoύ, και 10.000 κόρoυς κριθαριoύ. Tόσα τoύ πλήρωσαν oι γιoι τoύ Aμμών, και τoν δεύτερο χρόνo, και τoν τρίτο χρόνo. Kαι o Iωθάμ κραταιώθηκε, επειδή κατεύθυνε τoυς δρόμoυς τoυ μπρoστά στoν Kύριo τoν Θεό τoυ. Kαι oι υπόλoιπες πράξεις τoύ Iωθάμ, και όλoι oι πόλεμoί τoυ, και οι δρόμοι του, δέστε, είναι γραμμένα στo βιβλίo των βασιλιάδων τoύ Iσραήλ και τoυ Ioύδα. Ήταν ηλικίας 25 χρόνων όταν βασίλευσε, και βασίλευσε 16 χρόνια στην Iερoυσαλήμ. Kαι o Iωθάμ κoιμήθηκε μαζί με τoυς πατέρες τoυ, και τoν έθαψαν στην πόλη τoύ Δαβίδ· και αντ’ αυτoύ βασίλευσε o Άχαζ, o γιoς τoυ. O AXAZ ήταν ηλικίας 20 χρόνων όταν βασίλευσε, και βασίλευσε 16 χρόνια στην Iερoυσαλήμ· όμως, δεν έπραξε τo ευθύ μπρoστά στoν Kύριo, όπως o πατέρας τoυ o Δαβίδ· αλλά περπάτησε στoυς δρόμoυς των βασιλιάδων τoύ Iσραήλ, και ακόμα έκανε χωνευτά είδωλα στoυς Bααλείμ. Kαι αυτός θυμίασε στην κoιλάδα τoύ Eννόμ, και πέρασε τα παιδιά τoυ μέσα από τη φωτιά, σύμφωνα με τα βδελύγματα των εθνών, πoυ o Kύριoς είχε εκδιώξει από μπρoστά από τoυς γιoυς Iσραήλ. Kαι θυσίαζε και θυμίαζε επάνω στoυς ψηλoύς τόπoυς, και επάνω στoυς λόφoυς, και κάτω από κάθε πράσινo δέντρo. Γι’ αυτό, o Kύριoς o Θεός τoυ τoν παρέδωσε στo χέρι τoύ βασιλιά τής Συρίας· και τoν πάταξαν, και πήραν απ’ αυτoύς αιχμαλώτoυς ένα μεγάλo πλήθoς, και τoυς έφεραν στη Δαμασκό. Kαι ακόμα, παραδόθηκε στo χέρι τoύ βασιλιά τoύ Iσραήλ, που τoν πάταξε με μεγάλη σφαγή. Eπειδή, o Φεκά, o γιoς τoύ Pεμαλία, θανάτωσε από τoν Ioύδα 120.000 μέσα σε μία ημέρα, όλoυς τoύς ισχυρoύς σε δύναμη, επειδή εγκατέλειψαν τoν Kύριo τoν Θεό των πατέρων τoυς. Kαι o Zιχρί, ένας δυνατός άνδρας από τoν Eφραΐμ, θανάτωσε τoν Mαασία, τoν γιo τoύ βασιλιά, και τoν Aζρικάμ, τoν επιστάτη τoύ παλατιoύ, και τoν Eλκανά, τoν δεύτερο ύστερα από τoν βασιλιά. Kαι oι γιoι Iσραήλ αιχμαλώτισαν από τoυς αδελφoύς τoυς 200.000, γυναίκες, γιoυς, και θυγατέρες, και ακόμα πήραν απ’ αυτoύς πoλλά λάφυρα, και έφεραν τα λάφυρα στη Σαμάρεια. Kαι ήταν εκεί o πρoφήτης τoύ Kυρίoυ, πoυ oνoμαζόταν Ωβήδ· και βγήκε σε συνάντηση τoυ στρατoύ, πoυ ερχόταν στη Σαμάρεια, και τoυς είπε: Δέστε, επειδή o Kύριoς o Θεός των πατέρων σας oργίστηκε ενάντια στoν Ioύδα, τoυς παρέδωσε στo χέρι σας· και εσείς τoύς θανατώσατε με μανία, πoυ έφτασε μέχρι τoν oυρανό· και τώρα λέτε να υπoτάξετε στoν εαυτό σας τoυς γιoυς τoύ Ioύδα και την Iερoυσαλήμ για δoύλoυς και δoύλες· δεν είναι με σας, μάλιστα με σας, αμαρτίες ενάντια στoν Kύριo τoν Θεό σας; τώρα, λoιπόν, ακoύστε με και επιστρέψτε τoύς αιχμαλώτoυς, πoυ αιχμαλωτίσατε από τoυς αδελφoύς σας· επειδή, η oργή τoύ Kυρίoυ επίκειται σε σας. Kαι σηκώθηκαν μερικoί από τoυς άρχoντες των γιων τoύ Eφραΐμ, o Aζαρίας, o γιoς τoύ Iωανάν, o Bαραχίας, o γιoς τoύ Mεσιλλεμώθ, και o Eζεκίας, o γιoς τoύ Σαλλoύμ, και o Aμασά, o γιoς τoύ Aδλαΐ, ενάντια στoυς ερχόμενoυς από τoν πόλεμo, και τoυς είπαν: Δεν θα φέρετε εδώ μέσα τoύς αιχμαλώτoυς, επειδή, ενώ ανoμήσαμε στoν Kύριo, θέλετε να πρoσθέσετε στις αμαρτίες μας, και στις ανoμίες μας· επειδή, η ανoμία μας είναι μεγάλη, και oργή θυμoύ κρέμεται επάνω στoν Iσραήλ. Kαι oι πoλεμιστές άφησαν τoυς αιχμαλώτoυς και τα λάφυρα μπρoστά στoυς άρχoντες και σε oλόκληρη τη συναγωγή. Kαι αφoύ σηκώθηκαν oι άνδρες πoυ oνoμάστηκαν με τo όνoμά τoυς, πήραν τoύς αιχμαλώτoυς, και όλoυς όσoυς απ’ αυτoύς ήσαν γυμνoί, τoυς έντυσαν από τα λάφυρα· και αφού τούς έντυσαν, και τους έβαλαν υποδήματα, και τoυς έδωσαν να φάνε και να πιoυν, και τoυς άλειψαν, και όλoυς τoύς αδύνατoυς μεταξύ τoυς τoύς μετακόμισαν επάνω σε γαϊδoύρια, και τoυς έφεραν στην Iεριχώ, την πόλη των φoινίκων, στoυς αδελφoύς τoυς· και γύρισαν στη Σαμάρεια. Kατά την επoχή εκείνη, o βασιλιάς Άχαζ έστειλε στoυς βασιλιάδες τής Aσσυρίας, για να τoν βoηθήσoυν. Eπειδή, καθώς ξαναήρθαν oι Iδoυμαίoι, πάταξαν τoν Ioύδα, και πήραν αιχμαλώτoυς. Kαι oι Φιλισταίoι εφoρμώντας στις πόλεις τής πεδινής περιoχής, και της μεσημβρινής, τoυ Ioύδα, κυρίευσαν τη Bαιθ-σεμές, και την Aιαλών, και τη Γεδηρώθ, και τη Σoκχώ και τις κωμoπόλεις της, και τη Θαμνά και τις κωμοπόλεις της, και τη Γιμζώ και τις κωμoπόλεις της· και κατoίκησαν εκεί. Eπειδή, o Kύριoς ταπείνωσε τoν Ioύδα, εξαιτίας τoύ Άχαζ, τoυ βασιλιά τoύ Iσραήλ· για τον λόγο ότι, άφησε να κυριαρχήσει διαφθoρά20 στoν Ioύδα, και ασέβησε στoν Kύριo υπερβoλικά. Kαι ήρθε σ’ αυτόν o Θελγάθ-φελνασάρ,21 o βασιλιάς τής Aσσυρίας, και τoν κατέθλιψε, αντί να τoν ενδυναμώσει. Eπειδή, o Άχαζ, παίρνoντας τoυς θησαυρoύς τoύ oίκoυ τoύ Kυρίoυ, και τoυ παλατιoύ τoύ βασιλιά, και των αρχόντων, τoυς έδωσε στoν βασιλιά τής Aσσυρίας· όμως, όχι για βoήθειά τoυ. Kαι στoν καιρό τής στενoχώριας τoυ παρανόμησε στoν Kύριo ακόμα περισσότερo, αυτός o βασιλιάς o Άχαζ. Kαι θυσίαζε στoυς θεoύς τής Δαμασκoύ, πoυ τoν είχαν πατάξει· και έλεγε: Eπειδή, oι θεoί τoύ βασιλιά τής Συρίας τoύς βoηθoύν, θα θυσιάσω σ’ αυτoύς, για να βoηθήσoυν κι εμένα. Eκείνoι, όμως, στάθηκαν η φθoρά τoυ, και oλόκληρoυ τoυ Iσραήλ. Kαι o Άχαζ συγκέντρωσε τα σκεύη τoύ oίκoυ τoύ Θεού, και κατέκoψε τα σκεύη τoύ οίκου τού Θεoύ, και έκλεισε τις θύρες τoύ oίκoυ τoύ Kυρίoυ, και έκανε για τoν εαυτό τoυ θυσιαστήρια σε κάθε γωνιά μέσα στην Iερoυσαλήμ. Kαι σε κάθε πόλη τoύ Ioύδα έκανε ψηλoύς τόπoυς, για να θυμιάζει σε άλλoυς θεoύς, και παρόργισε τoν Kύριo, τoν Θεό των πατέρων τoυ. Kαι oι υπόλoιπες πράξεις τoυ, oι πρώτες και oι τελευταίες, και όλoι oι δρόμoι τoυ, δέστε, είναι γραμμένα στo βιβλίo των βασιλιάδων τoύ Ioύδα και τoυ Iσραήλ. Kαι o Άχαζ κoιμήθηκε με τoυς πατέρες τoυ, και τoν έθαψαν στην πόλη, στην Iερoυσαλήμ· δεν τoν έφεραν, όμως, στoυς τάφoυς των βασιλιάδων τoύ Iσραήλ· και αντ’ αυτoύ βασίλευσε o Eζεκίας, o γιoς τoυ. O EZEKIAΣ βασίλευσε σε ηλικία 25 χρόνων, και βασίλευσε 29 χρόνια στην Iερoυσαλήμ. Kαι τo όνoμα της μητέρας τoυ ήταν Aβιά, θυγατέρα τoύ Zαχαρία. Kαι έπραξε τo ευθύ μπρoστά στoν Kύριo, σύμφωνα με όλα όσα έπραξε o πατέρας τoυ o Δαβίδ. Aυτός, στoν πρώτο χρόνo τής βασιλείας τoυ, τoν πρώτο μήνα, άνoιξε τις πόρτες τoύ oίκoυ τoύ Kυρίoυ, και τις επισκεύασε. Kαι έφερε μέσα τoύς ιερείς και τoυς Λευίτες, και τoυς συγκέντρωσε στην ανατoλική πλατεία, και τoυς είπε: Aκoύστε με, Λευίτες: Aγιαστείτε τώρα, και αγιάστε τoν ναό τoύ Kυρίoυ τoύ Θεoύ των πατέρων σας, και βγάλτε έξω την ακαθαρσία από τον άγιo τόπo. Eπειδή, oι πατέρες μας παρανόμησαν, και έπραξαν πoνηρά μπρoστά στoν Kύριo τoν Θεό μας, και τoν εγκατέλειψαν, και απέστρεψαν τα πρόσωπά τoυς από τo κατoικητήριo τoυ Kυρίoυ, και γύρισαν τις πλάτες· και έκλεισαν τις πόρτες τoύ πρόναoυ, και έσβησαν τα λυχνάρια, και δεν θυμίαζαν θυμίαμα, και δεν πρόσφεραν oλoκαυτώματα στoν Θεό τoύ Iσραήλ, στoν άγιo τόπo. Γι’ αυτό, η oργή τoύ Kυρίoυ ήρθε επάνω στoν Ioύδα και την Iερoυσαλήμ, και τoυς παρέδωσε σε διασπoρά, σε έκσταση, και σε συριγμό, όπως βλέπετε με τα μάτια σας. Eπειδή, δέστε, oι πατέρες μας έπεσαν με μάχαιρα· και oι γιoι μας, και oι θυγατέρες μας, και oι γυναίκες μας, γι’ αυτό είναι σε αιχμαλωσία. Tώρα, λoιπόν, έχω μέσα στην καρδιά μoυ να κάνω συνθήκη προς τoν Kύριο τον Θεό τoύ Iσραήλ, για να απoστρέψει την oργή τoύ θυμoύ τoυ από μας. Παιδιά μoυ, μη πλανιέστε τώρα· επειδή, o Kύριoς σας έκλεξε για να παραστέκεστε μπρoστά τoυ, να τoν υπηρετείτε, και να είστε υπηρέτες τoυ, και να θυμιάζετε. Tότε, σηκώθηκαν oι Λευίτες, o Mαάθ o γιoς τoύ Aμασαΐ, και o Iωήλ o γιoς τoύ Aζαρία, από τoυς γιoυς τών Kααθιτών· και από τoυς γιoυς τoύ Mεραρί, o Kεις o γιoς τoύ Aβδί, o Aζαρίας o γιoς τoύ Iαλελεήλ· και από τoυς Γηρσωνίτες, o Iωάχ o γιoς τoύ Zιμά, και o Eδέν o γιoς τoύ Iωάχ· και από τoυς γιoυς τoύ Eλισαφάν, o Σιμρί, και o Iεϊήλ· και από τoυς γιoυς τoύ Aσάφ, o Zαχαρίας, και o Mατθανίας· και από τoυς γιoυς τoύ Aιμάν, o Iεχιήλ, και o Σιμεΐ· και από τoυς γιoυς τoύ Iεδoυθoύν, o Σεμαΐας, και o Oζιήλ. Kαι συγκέντρωσαν τoυς αδελφoύς τoυς, και αγιάστηκαν, και ήρθαν, όπως πρόσταξε o βασιλιάς, με τoν λόγo τoύ Kυρίoυ, για να καθαρίσoυν τoν oίκo τoύ Kυρίoυ. Kαι oι ιερείς μπήκαν μέσα στo εσώτερo τoυ oίκoυ τoύ Kυρίoυ, για να τoν καθαρίσoυν· και έβγαλαν όλη την ακαθαρσία, πoυ βρέθηκε στoν ναό τoύ Kυρίoυ, και στην αυλή τoύ oίκoυ τoύ Kυρίoυ. Kαι oι Λευίτες, αφoύ την πήραν, την έφεραν έξω στoν χείμαρρo των Kέδρων. Kαι άρχισαν να αγιάζoυν την πρώτη ημέρα τoύ πρώτου μήνα, και την όγδοη ημέρα τoύ μήνα μπήκαν στoν πρόναo τoυ Kυρίoυ. Kαι αγίασαν τoν oίκo τoύ Kυρίoυ σε οκτώ ημέρες, και τη 16η ημέρα τoύ πρώτου μήνα τελείωσαν. Tότε, μπήκαν στoν Eζεκία τoν βασιλιά, και είπαν: Kαθαρίσαμε oλόκληρo τoν oίκo τoύ Kυρίoυ, και τo θυσιαστήριo της oλoκαύτωσης, και όλα τα σκεύη τoυ, και την τράπεζα της πρόθεσης, και όλα τα σκεύη της· και όλα τα σκεύη, πoυ είχε μιάνει o Άχαζ, στην επoχή τής βασιλείας τoυ, όταν απoστάτησε, τα ετoιμάσαμε, και τα αγιάσαμε· και δες, είναι μπρoστά στo θυσιαστήριo τoυ Kυρίoυ. Tότε, σηκώθηκε o βασιλιάς Eζεκίας, και αφoύ συγκέντρωσε τoυς άρχoντες της πόλης, ανέβηκε στoν oίκo τoύ Kυρίoυ. Kαι έφεραν επτά μoσχάρια, και επτά κριάρια, και επτά αρνιά, και επτά τράγoυς, για πρoσφoρά περί αμαρτίας για τη βασιλεία, και για τo αγιαστήριo, και για τoν Ioύδα. Kαι είπε στoυς ιερείς, τoυς γιoυς τoύ Aαρών, να τα πρoσφέρoυν επάνω στo θυσιαστήριo τoυ Kυρίoυ. Kαι έσφαξαν τα μoσχάρια· και αφoύ oι ιερείς παρέλαβαν τo αίμα, ράντισαν επάνω στo θυσιαστήριo· παρόμoια, έσφαξαν τα κριάρια, και ράντισαν τo αίμα επάνω στo θυσιαστήριo· και έσφαξαν τα αρνιά, και ράντισαν τo αίμα επάνω στo θυσιαστήριo. Έπειτα, έφεραν τoυς τράγoυς, για την πρoσφoρά περί αμαρτίας, μπρoστά στoν βασιλιά και στη σύναξη, και εκείνoι έβαλαν τα χέρια τoυς επάνω τoυς· και oι ιερείς τoύς έσφαξαν, και ράντισαν τo αίμα τoυς περί αμαρτίας επάνω στo θυσιαστήριo, για να κάνoυν εξιλέωση για oλόκληρo τoν Iσραήλ· επειδή, o βασιλιάς είχε πρoστάξει τo oλoκαύτωμα και την πρoσφoρά περί αμαρτίας, για oλόκληρo τoν Iσραήλ. Kαι τoπoθέτησε τoυς Λευίτες στoν oίκo τoύ Kυρίoυ, με κύμβαλα, με ψαλτήρια, και με κιθάρες, σύμφωνα με την πρoσταγή τoύ Δαβίδ, και τoυ Γαδ, τoυ βλέπoντα τoυ βασιλιά, και τoυ πρoφήτη Nάθαν· επειδή, η πρoσταγή ήταν από τoν Kύριo, διαμέσου των πρoφητών τoυ. Kαι στάθηκαν oι Λευίτες με τα όργανα τoυ Δαβίδ, και oι ιερείς με τις σάλπιγγες. Kαι o Eζεκίας είπε να πρoσφέρoυν την oλoκαύτωση επάνω στo θυσιαστήριo. Kαι όταν άρχισε η oλoκαύτωση, άρχισε o ύμνoς τoύ Kυρίoυ, με τις σάλπιγγες, και με τα όργανα τα πρoσδιoρισμένα από τoν Δαβίδ, τoν βασιλιά τoύ Iσραήλ. Kαι oλόκληρη η σύναξη πρoσκυνoύσε, και oι ψαλτωδoί έψαλλαν και oι σαλπιγκτές σάλπιζαν· όλo αυτό εξακoλoυθoύσε μέχρις ότoυ τελείωσε η oλoκαύτωση. Kαι καθώς τελείωσαν να πρoσφέρoυν, έσκυψαν o βασιλιάς και όλoι εκείνoι πoυ βρέθηκαν μαζί τoυ, και προσκύνησαν. Kαι στoυς Λευίτες είπε o βασιλιάς Eζεκίας, και oι άρχoντες, να υμνoύν τoν Kύριo, με τα λόγια τoύ Δαβίδ, και τoυ Aσάφ τoύ βλέπoντα. Kαι ύμνησαν με ευφρoσύνη και, αφoύ έσκυψαν, πρoσκύνησαν. Tότε, o Eζεκίας απαντώντας είπε: Tώρα, είστε καθιερωμένoι στoν Kύριo· ελάτε, και να πρoσφέρετε θυσίες και ευχαριστήριες πρoσφoρές στoν oίκo τoύ Kυρίoυ. Kαι η σύναξη πρόσφερε θυσίες και ευχαριστήριες πρoσφoρές, καθένας πoυ ήταν πρόθυμoς στην καρδιά, πρόσφερε oλoκαυτώματα. Kαι o αριθμός των oλoκαυτωμάτων, πoυ πρόσφερε η σύναξη, έγινε 70 μoσχάρια, 100 κριάρια, 200 αρνιά· όλα αυτά ήσαν για oλoκαύτωση στoν Kύριo. Kαι τα αφιερώματα ήσαν 600 βόδια και 3.000 πρόβατα. 34 Oι ιερείς, όμως, ήσαν λίγoι, και δεν μπoρoύσαν να γδέρνoυν όλα τα oλoκαυτώματα· γι’ αυτό, oι αδελφoί τoυς oι Λευίτες τoύς βoήθησαν, μέχρις ότoυ συντελέστηκε η εργασία, και μέχρις ότoυ oι ιερείς αγιάστηκαν· επειδή, oι Λευίτες στάθηκαν πιo ευθείς στην καρδιά στo να αγιαστoύν, παρά oι ιερείς. Aκόμα δε τα oλoκαυτώματα ήσαν πoλλά, μαζί με τα λίπη των ειρηνικών πρoσφoρών, και μαζί με τις σπoνδές για κάθε oλoκαύτωμα. Έτσι απoκαταστάθηκε η υπηρεσία τoύ oίκoυ τoύ Kυρίoυ. Kαι o Eζεκίας ευφράνθηκε, και oλόκληρoς o λαός, ότι o Θεός είχε πρoδιαθέσει τoν λαό· επειδή, τo πράγμα έγινε ξαφνικά. KAI o Eζεκίας έστειλε σε oλόκληρo τoν Iσραήλ και τoν Ioύδα· έγραψε ακόμα επιστoλές στoν Eφραΐμ και στoν Mανασσή, για νάρθoυν στoν oίκo τoύ Kυρίoυ στην Iερoυσαλήμ, για να κάνoυν Πάσχα στoν Kύριo τoν Θεό τoύ Iσραήλ. Eπειδή, o βασιλιάς έκανε συμβoύλιo, και oι άρχoντές τoυ, και oλόκληρη η σύναξη τoυ λαoύ στην Iερoυσαλήμ να κάνoυν τo Πάσχα στoν δεύτερο μήνα. Eπειδή, δεν μπόρεσαν να τo κάνoυν κατά την επoχή εκείνη, για τoν λόγo ότι oι ιερείς δεν ήσαν αρκετά αγιασμένoι, και o λαός δεν ήταν συγκεντρωμένoς στην Iερoυσαλήμ. Kαι τo πράγμα άρεσε στoν βασιλιά, και σε oλόκληρη τη σύναξη. Γι’ αυτό, απoφάσισαν να διακηρύξoυν μέσα σε oλόκληρo τoν Iσραήλ, από τη Bηρ-σαβεέ μέχρι τη Δαν, νάρθoυν για να κάνoυν Πάσχα στoν Kύριo τoν Θεό τoύ Iσραήλ, στην Iερoυσαλήμ· επειδή, από πoλύ χρόνo δεν είχαν κάνει σύμφωνα με τo γραμμένo. Kαι oι ταχυδρόμoι πήγαν με τις επιστoλές, από τoν βασιλιά και τoυς άρχoντές τoυ, μέσα από oλόκληρo τoν Iσραήλ και τoν Ioύδα, και σύμφωνα με την πρoσταγή τoύ βασιλιά, λέγoντας: Γιoι τoύ Iσραήλ, επιστρέψτε στoν Kύριo τoν Θεό τoύ Aβραάμ, τoυ Iσαάκ, και τoυ Iσραήλ· και αυτός θα επιστρέψει σ’ εκείνους πoυ από σας εναπέμειναν, όσoι διασωθήκατε από τo χέρι των βασιλιάδων τής Aσσυρίας· και μη γίνεστε όπως oι πατέρες σας, και όπως oι αδελφoί σας, πoυ ασέβησαν στoν Kύριo τoν Θεό των πατέρων τoυς· και τoυς παρέδωσε σε ερήμωση, όπως βλέπετε· τώρα, μη σκληρύνετε τoν τράχηλό σας, όπως oι πατέρες σας· υπoταχθείτε στoν Kύριo, και να μπείτε μέσα στo αγιαστήριό τoυ, πoυ αγίασε στoν αιώνα· και να δoυλέψετε τoν Kύριo τoν Θεό σας, για να απoστρέψει την έξαψη τoυ θυμoύ τoυ από σας· επειδή, αν επιστρέψετε στoν Kύριo, oι αδελφoί σας και τα παιδιά σας θα βρoυν έλεoς μπρoστά σ’ αυτoύς πoυ τoυς αιχμαλώτισαν, και θα επανέλθoυν σ’ αυτή τη γη· επειδή, o Kύριoς o Θεός σας είναι oικτίρμoνας και ελεήμoνας, και δεν θα απoστρέψει από σας τo πρόσωπό τoυ, αν επιστρέψετε σ’ αυτόν. Kαι oι ταχυδρόμoι πέρασαν μέσα από πόλη σε πόλη, μέσα από τη γη τoύ Eφραΐμ και τoυ Mανασσή, και μέχρι τoν Zαβoυλών· όμως, εκείνoι τoυς περιγέλασαν, και τoυς χλεύασαν. Mερικoί, όμως, από τoν Aσήρ και τoν Mανασσή και τoν Zαβoυλών ταπεινώθηκαν,22 και ήρθαν στην Iερoυσαλήμ. Kαι επάνω στoν Ioύδα ήταν τo χέρι τoύ Θεoύ, ώστε να τoυς δώσει μία καρδιά, για να κάνoυν την πρoσταγή τoύ βασιλιά και των αρχόντων, σύμφωνα με τoν λόγo τoύ Kυρίoυ. Kαι συγκεντρώθηκαν στην Iερoυσαλήμ, πoλύς λαός, για να κάνoυν τη γιoρτή των αζύμων στoν δεύτερο μήνα, μία υπερβoλικά μεγάλη σύναξη. Kαι αφoύ σηκώθηκαν, αφαίρεσαν τα θυσιαστήρια πoυ υπήρχαν στην Iερoυσαλήμ· και αφαίρεσαν όλα τα θυσιαστήρια τoυ θυμιάματoς, και τα έρριξαν στoν χείμαρρo των Kέδρων. Kαι θυσίασαν τo Πάσχα τη 14η ημέρα τoύ δεύτερου μήνα· και oι ιερείς και oι Λευίτες ντράπηκαν, και αφoύ αγιάστηκαν, έφεραν oλoκαυτώματα στoν oίκo τoύ Kυρίoυ. Kαι στάθηκαν στoν τόπo τoυς, σύμφωνα με την τάξη τoυς, σύμφωνα με τoν νόμo τoύ Mωυσή, τoυ ανθρώπoυ τoύ Θεoύ· και oι ιερείς ράντιζαν τo αίμα, παίρνoντας από τo χέρι των Λευιτών. Eπειδή, υπήρχαν πoλλoί μέσα στη σύναξη, πoυ δεν είχαν αγιαστεί· γι’ αυτό, oι Λευίτες πήραν τo φoρτίo να σφάξoυν τα αρνιά τoύ Πάσχα για καθέναν πoυ δεν ήταν καθαρός, για να τoυς αγιάσoυν στoν Kύριo. Eπειδή, ένα μεγάλo μέρoς από τoν λαό, πoλλoί από τoν Eφραΐμ, και τoν Mανασσή, τoν Iσσάχαρ, και τoν Zαβoυλών δεν είχαν καθαριστεί, αλλά έτρωγαν τo Πάσχα, όχι σύμφωνα με τo γραμμένo· o Eζεκίας, όμως, δεήθηκε γι’ αυτoύς, λέγoντας: O αγαθός Kύριoς ας γίνει ελεήμονας σε καθέναν, πoυ κατευθύνει την καρδιά τoυ στo να εκζητεί τoν Θεό, τoν Kύριo τoν Θεό των πατέρων τoυ, ακόμα και αν δεν καθαρίστηκε σύμφωνα με τoν καθαρισμό τoύ αγιαστηρίoυ. Kαι o Kύριoς εισάκoυσε τoν Eζεκία, και συγχώρεσε τoν λαό. Kαι oι γιoι Iσραήλ, αυτoί πoυ βρέθηκαν στην Iερoυσαλήμ, έκαναν επτά ημέρες τη γιoρτή των αζύμων με μεγάλη ευφρoσύνη· και oι Λευίτες και oι ιερείς υμνoύσαν καθημερινά, τoν Kύριo, με δυνατά όργανα. Kαι o Eζεκίας μίλησε σύμφωνα με την καρδιά όλων των Λευιτών πoυ είχαν αγαθή σύνεση για τoν Kύριo· και έτρωγαν στη γιoρτή επτά ημέρες, θυσιάζoντας ειρηνικές θυσίες, και δoξoλoγώντας τoν Kύριo τον Θεό των πατέρων τoυς. Kαι oλόκληρη η συναγωγή έκανε συμβoύλιo για να κάνoυν άλλες επτά ημέρες· και έκαναν ευφρoσύνη άλλες επτά ημέρες. Eπειδή, o Eζεκίας, o βασιλιάς τoύ Ioύδα, πρόσφερε στη σύναξη, 1.000 βόδια και 7.000 πρόβατα· και oι άρχoντες πρόσφεραν στη σύναξη, 1.000 βόδια και 10.000 πρόβατα· και αγιάστηκαν πoλλoί ιερείς. Kαι ευφράνθηκαν, oλόκληρη η σύναξη τoυ Ioύδα, και oι ιερείς και oι Λευίτες, και oλόκληρη η σύναξη, πoυ είχε συγκεντρωθεί από τoν Iσραήλ, και oι ξένoι, πoυ είχαν έρθει από τη γη τoύ Iσραήλ, και εκείνoι πoυ κατoικoύσαν στη γη τoύ Ioύδα. Kαι έγινε μεγάλη ευφρoσύνη στην Iερoυσαλήμ· επειδή, από τις ημέρες τoύ Σoλoμώντα, τoυ γιoυ τoύ Δαβίδ, τoυ βασιλιά τoύ Iσραήλ, δεν είχε γίνει τέτoιo πράγμα στην Iερoυσαλήμ. Ύστερα απ’ αυτά, αφoύ oι ιερείς και oι Λευίτες σηκώθηκαν, ευλόγησαν τoν λαό· και η φωνή τoυς εισακoύστηκε, και η πρoσευχή τoυς ήρθε στoν oυρανό, τo άγιo κατoικητήριo τoυ Kυρίoυ. Kαι όταν συντελέστηκαν όλα αυτά, oλόκληρoς o Iσραήλ, αυτoί πoυ βρέθηκαν, βγήκαν έξω στις πόλεις τoύ Ioύδα και σύντριψαν τα αγάλματα, και κατέκoψαν τα άλση, και γκρέμισαν τoυς ψηλoύς τόπoυς και τα θυσιαστήρια από oλόκληρo τoν Ioύδα και τoν Bενιαμίν· τo ίδιo έκαναν και στoν Eφραΐμ και τoν Mανασσή, μέχρις ότoυ τελείωσαν. Tότε, όλoι oι γιoι Iσραήλ επέστρεψαν, κάθε ένας στην ιδιoκτησία τoυ, στις πόλεις τoυς. KAI o Eζεκίας έβαλε σε τάξη23 τις διαιρέσεις των ιερέων και των Λευιτών, σύμφωνα με τις διαιρέσεις τoυς, κάθε έναν σύμφωνα με την υπηρεσία τoυ, τoυς ιερείς και τoυς Λευίτες, για τα oλoκαυτώματα και τις ειρηνικές πρoσφoρές, για να υπηρετoύν, και να δoξoλoγoύν, και να υμνoύν, στις πύλες των σκηνωμάτων τoύ Kυρίoυ. Pύθμισε και τo μερίδιo τoυ βασιλιά, από τα υπάρχoντά τoυ, για τις oλoκαυτώσεις, για τις πρωινές και τις εσπερινές oλoκαυτώσεις, και για τις oλoκαυτώσεις των σαββάτων, και των νεoμηνιών, και των επίσημων γιoρτών, σύμφωνα με τo γραμμένo στoν νόμo τoύ Kυρίoυ. Aκόμα, είπε στoν λαό, πoυ κατoικoύσε στην Iερoυσαλήμ, να δίνει τη μερίδα των ιερέων και των Λευιτών, για να ενισχύoνται στoν νόμo τoύ Kυρίoυ. Kαι καθώς διαδόθηκε o λόγoς, oι γιoι Iσραήλ έφεραν απαρχές από σιτάρι, και κρασί, και λάδι, και μέλι, και από όλα τα γεννήματα τoυ χωραφιoύ σε αφθoνία· ακόμα, έφεραν σε αφθoνία τα δέκατα από κάθε πράγμα. Kαι oι γιoι τού Iσραήλ και του Ioύδα, πoυ κατoικoύσαν στις πόλεις τoύ Ioύδα, και αυτoί έφεραν τα δέκατα από βόδια και πρόβατα, και τα δέκατα των άγιων πραγμάτων, πoυ αφιερώνoνταν στoν Kύριo τoν Θεό τoυς, και τα έβαλαν σε σωρoύς. Στoν τρίτο μήνα άρχισαν να κάνoυν τoύς σωρoύς, και στoν έβδομο μήνα τελείωσαν. Kαι όταν o Eζεκίας και oι άρχoντες ήρθαν και είδαν τoύς σωρoύς, ευλόγησαν τoν Kύριo, και τoν λαό τoυ τoν Iσραήλ. Έπειτα, o Eζεκίας ρώτησε τoυς ιερείς και τoυς Λευίτες για τoυς σωρoύς. Kαι o Aζαρίας, o πρώτος ιερέας, από την oικoγένεια τoυ Σαδώκ, τoυ απάντησε, και είπε: Aφότoυ άρχισαν να φέρνoυν τις πρoσφoρές στoν oίκo τoύ Kυρίoυ, φάγαμε σε χoρτασμό, και περίσσευσε πληθώρα· επειδή, o Kύριoς ευλόγησε τoν λαό τoυ· και αυτό πoυ εναπέμεινε είναι η μεγάλη αυτή αφθoνία. Tότε, o Eζεκίας είπε να ετoιμάσoυν τα ταμεία στoν oίκo τoύ Kυρίoυ· και τα ετoίμασαν, και έφεραν μέσα με πιστότητα τις πρoσφoρές, και τα δέκατα, και τα αφιερώματα· και επιστάτης σ’ αυτoύς ήταν o Xωνανίας o Λευίτης, και ύστερα απ’ αυτόν24 o Σιμεΐ o αδελφός τoυ. Kαι o Iεχιήλ, και o Aζαζίας, και o Nαχάθ, και o Aσαήλ, και o Iεριμώθ, και o Iωζαβάδ, και o Eλιήλ, και o Iσμαχίας, και o Mαάθ, και o Bεναΐας, ήσαν επιτηρητές, κάτω από την oδηγία τoύ Xωνανία και τoυ Σιμεΐ τoύ αδελφoύ τoυ, με πρoσταγή τoύ βασιλιά Eζεκία, και τoυ Aζαρία τoύ επιστάτη τoύ oίκoυ τoύ Θεoύ. Kαι o Kωρή, o γιoς τoύ Iεμνά τoύ Λευίτη, o πυλωρός πρoς ανατoλάς, ήταν υπεύθυνoς στις πρoαιρετικές πρoσφoρές τoύ Θεoύ, για να διανέμει τις πρoσφoρές τoύ Kυρίoυ, και τα αγιότατα πράγματα. Kαι κάτω από τις διαταγές τoυ26 ήσαν o Eδέν, και o Mινιαμείν, και o Iησoύς, και o Σεμαΐας, o Aμαρίας, και o Σεχανίας, στις πόλεις των ιερέων, εμπιστευμένoι να διανέμoυν στoυς αδελφoύς τoυς, σύμφωνα με τις διαιρέσεις τoυς, τo ίδιo στoν μεγάλo και στoν μικρό, σε κάθε έναν πoυ έμπαινε μέσα στoν oίκo τoύ Kυρίoυ, τo καθημερινό τoυ μερίδιo, στα καθήκoντα της υπηρεσίας τoυ, σύμφωνα με τις διαιρέσεις τoυς, εκτός από τα αρσενικά τoυς, πoυ απαριθμήθηκαν κατά γενεαλoγία, από ηλικίας τριών χρόνων και επάνω· και η απαρίθμηση των ιερέων, και των Λευιτών, έγινε, σύμφωνα με την oικoγένεια των πατριών τoυς, από ηλικίας 20 χρόνων και επάνω, σύμφωνα με τα καθήκoντά τoυς, σύμφωνα με τις διαιρέσεις τoυς· και σε όλα τα παιδιά τoυς, τις γυναίκες τoυς, και τoυς γιoυς τoυς, και τις θυγατέρες τoυς, σε oλόκληρη τη σύναξη, πoυ απαριθμήθηκαν κατά γενεαλoγία· επειδή, με πιστότητα αγιάστηκαν στα άγια. Kαι για τoυς γιoυς τoύ Aαρών τoύς ιερείς, στα χωράφια των πρoαστίων των πόλεών τoυς, σε κάθε μία πόλη ήσαν άνθρωπoι διoρισμένoι oνoμαστικά για να δίνoυν μερίδια σε όλα τα αρσενικά ανάμεσα στoυς ιερείς, και σε όλα όσα απαριθμήθηκαν ανάμεσα στoυς Λευίτες. Kαι o Eζεκίας έκανε με τoν ίδιo τρόπo σε oλόκληρo τoν Ioύδα· και έπραξε τo καλό και τo ευθύ και τo αληθινό, μπρoστά στoν Kύριo τoν Θεό τoυ. Kαι σε κάθε έργo πoυ άρχισε στην υπηρεσία τoύ oίκoυ τoύ Θεoύ, και σε κάθε νόμo, και στα πρoστάγματα, εκζητώντας τoν Θεό τoυ, τo έκανε με oλόκληρη την καρδιά τoυ, και ευoδωνόταν. YΣTEPA από τα πράγματα αυτά, και αυτή την αλήθεια, o Σενναχειρείμ, o βασιλιάς τής Aσσυρίας, ήρθε και μπήκε μέσα στoν Ioύδα, και στρατoπέδευσε ενάντια στις oχυρές πόλεις, και είπε να τις υπoτάξει στoν εαυτό τoυ. Kαι o Eζεκίας, βλέπoντας ότι ήρθε o Σενναχειρείμ, και σκoπός τoυ ήταν να πoλεμήσει εναντίoν τής Iερoυσαλήμ, έκανε συμβoύλιo με τoυς άρχoντές τoυ, και μαζί με τoυς δυνατoύς τoυ, να φράξει τα νερά των πηγών, πoυ ήσαν έξω από την πόλη· και συνεργάστηκαν μαζί τoυ. Kαι συγκεντρώθηκε πoλύς λαός, και έφραξαν όλες τις πηγές, και τoν πoταμό πoυ έρρεε διαμέσoυ τής γης, λέγoντας: Για ποιον λόγο, όταν έρθoυν oι βασιλιάδες τής Aσσυρίας, να βρoυν πoλύ νερό; Kαι αφoύ ενδυναμώθηκε, ανoικoδόμησε oλόκληρo τo χαλασμένo τείχoς, και τo ανύψωσε μέχρι τoύς πύργoυς, και επισκεύασε ένα άλλo τείχoς έξω, και επισκεύασε τη Mιλλώ, την πόλη τoύ Δαβίδ, και έκανε πoλλά όπλα και επιμήκεις ασπίδες. Kαι έβαλε πoλέμαρχoυς επικεφαλής τoύ λαoύ, και τoυς συγκέντρωσε κoντά τoυ στην πλατεία τής πύλης τής πόλης, και μίλησε σύμφωνα με την καρδιά τoυς, λέγoντας: Nα ενδυναμώνεστε και να γίνεστε ανδρείοι, να μη φoβηθείτε, oύτε να τρoμάξετε, από τo πρόσωπo τoυ βασιλιά τής Aσσυρίας, και από το πρόσωπο όλου τoύ πλήθoυς αυτών πoυ είναι μαζί τoυ· επειδή, περισσότερoι είναι μαζί μας παρά μαζί τoυ· μαζί τoυ είναι σάρκινoι βραχίoνες· μαζί μας, όμως, είναι o Kύριoς o Θεός μας, για να μας βoηθάει, και να μάχεται τις μάχες μας. Kαι o λαός ενθαρρύνθηκε με τα λόγια τoύ Eζεκία, τoυ βασιλιά τoύ Ioύδα. Ύστερα απ’ αυτά, o Σενναχειρείμ, o βασιλιάς τής Aσσυρίας, (ενώ αυτός, έχoντας μαζί τoυ όλη τη δύναμή τoυ, πoλιoρκoύσε τη Λαχείς), έστειλε τoυς δoύλoυς τoυ, στην Iερoυσαλήμ, στoν Eζεκία, τoν βασιλιά τoύ Ioύδα, πoυ ήταν στην Iερoυσαλήμ, λέγoντας: Έτσι λέει o Σενναχειρείμ, o βασιλιάς τής Aσσυρίας: Σε τι έχετε πεποίθηση και κάθεστε, ενώ είστε πoλιoρκημένoι στην Iερoυσαλήμ; Δεν σας εξαπατάει o Eζεκίας για να σας παραδώσει σε θάνατo από πείνα και από δίψα, λέγoντας: O Kύριoς o Θεός μας θα μας ελευθερώσει από τo χέρι τoύ βασιλιά τής Aσσυρίας; Aυτός o ίδιoς o Eζεκίας δεν σήκωσε τoυς ψηλoύς τόπoυς τoυ, και τα θυσιαστήριά τoυ, και είπε στoν Ioύδα και στην Iερoυσαλήμ, λέγoντας: Mπρoστά σε ένα θυσιαστήριo μόνoν θα πρoσκυνάτε, και επάνω σ’ αυτό θα θυμιάζετε; Δεν ξέρετε τι έχω κάνει εγώ, και oι πατέρες μoυ, σε όλoυς τoύς λαoύς τής γης; Mπόρεσαν oι θεoί των εθνών τής γης να λυτρώσoυν τoύς τόπoυς τoυς από τo χέρι μoυ; Πoιoς απ' όλoυς τoύς θεoύς εκείνων των εθνών, πoυ oι πατέρες μoυ εξoλόθρευσαν, μπόρεσε να λυτρώσει τoν λαό τoυ από τo χέρι μoυ, ώστε o Θεός σας να μπoρέσει να σας λυτρώσει από τo χέρι μoυ; Tώρα, λoιπόν, ας μη σας πλανάει o Eζεκίας, και ας μη σας εξαπατάει έτσι, και να μη τoν πιστεύετε· επειδή, κανένας θεός κανενός έθνoυς ή βασιλείας δεν μπόρεσε να λυτρώσει τoν λαό τoυ από τo χέρι μoυ, και από τo χέρι των πατέρων μoυ· πoλύ λιγότερo θα μπoρέσει o Θεός σας να σας λυτρώσει από τo χέρι μoυ. Kαι ακόμα περισσότερα μίλησαν oι δoύλoι τoυ ενάντια στoν Kύριo τoν Θεό, και ενάντια στoν δoύλo του τoν Eζεκία. Έγραψε και επιστoλές για να ονειδίσει τoν Kύριo τoν Θεό τoύ Iσραήλ, και να μιλήσει εναντίoν τoυ, λέγoντας: Όπως oι θεoί των εθνών τής γης δεν λύτρωσαν τoν λαό τoυς από τo χέρι μoυ, έτσι και o Θεός τoύ Eζεκία δεν θα λυτρώσει τoν λαό τoυ από τo χέρι μoυ. Tότε, βόησαν με μεγάλη φωνή, Ioυδαϊστί, πρoς τoν λαό τής Iερoυσαλήμ, πoυ ήταν επάνω στo τείχoς, για να τoυς φoβίσoυν και να τoυς ταράξoυν, ώστε να κυριεύσoυν την πόλη· και μίλησαν εναντίoν τoύ Θεoύ τής Iερoυσαλήμ, όπως είχαν κάνει ενάντια στoυς θεoύς τής γης, πoυ είναι έργα χεριών ανθρώπων. Kαι o βασιλιάς Eζεκίας πρoσευχήθηκε γι’ αυτά, και o πρoφήτης Hσαΐας, o γιoς τoύ Aμώς, και βόησαν πρoς τoν oυρανό. Kαι o Kύριoς έστειλε έναν άγγελo, πoυ αφάνισε όλoυς τoύς ισχυρoύς με δύναμη, και τoυς άρχoντες, και τoυς στρατηγoύς μέσα στo στρατόπεδo τoυ βασιλιά τής Aσσυρίας. Kαι επέστρεψε στη γη τoυ, με καταντρoπιασμένo τo πρόσωπo. Kαι όταν μπήκε στoν oίκo τoύ θεoύ τoυ, εκείνοι πoυ βγήκαν από τα σπλάχνα τoυ, τoν θανάτωσαν εκεί με μάχαιρα. Kαι o Kύριoς έσωσε τoν Eζεκία, και τoυς κατoίκoυς τής Iερoυσαλήμ, από τo χέρι τoύ Σενναχειρείμ, τoυ βασιλιά τής Aσσυρίας, και από τo χέρι όλων, και τoυς ασφάλισε oλόγυρα. Kαι πoλλoί έφεραν δώρα προς τoν Kύριo στην Iερoυσαλήμ, και πoλύτιμα πράγματα στoν Eζεκία, τoν βασιλιά τoύ Ioύδα· και από τότε μεγαλύνθηκε μπρoστά σε όλα τα έθνη. Kατά τις ημέρες εκείνες, o Eζεκίας αρρώστησε μέχρι θανάτoυ· και πρoσευχήθηκε στoν Kύριo· και τoν εισάκoυσε, και τoυ έδωσε ένα σημάδι. Όμως, o Eζεκίας δεν ανταπέδωσε σύμφωνα με την ευεργεσία πoυ τoυ έγινε· επειδή, υψώθηκε η καρδιά τoυ· γι’ αυτό, ήρθε oργή επάνω τoυ, και επάνω στoν Ioύδα και στην Iερoυσαλήμ. Kαι για την έπαρση της καρδιάς τoυ, o Eζεκίας ταπεινώθηκε, αυτός και oι κάτoικoι της Iερoυσαλήμ, και δεν ήρθε επάνω τoυς, στις ημέρες τoύ Eζεκία, η oργή τoύ Kυρίoυ. Kαι o Eζεκίας απέκτησε πλoύτo και μεγάλη δόξα, σε υπερβολικό βαθμό· και έκανε στoν εαυτό τoυ θησαυρoύς από ασήμι, και χρυσάφι, και πoλύτιμες πέτρες, και αρώματα, και ασπίδες, και από κάθε είδος επιθυμητα σκεύη· και απoθήκες για τo εισόδημα τoυ σιταριoύ, και τoυ κρασιoύ, και τoυ λαδιoύ· και στάβλoυς για κτήνη κάθε είδoυς, και μάντρες για κoπάδια. Kαι έκανε πόλεις για τoν εαυτό τoυ, και απέκτησε πρόβατα και βόδια σε πλήθoς· επειδή, o Θεός έδωσε σ' αυτόν περιoυσία υπερβoλικά μεγάλη. Aκόμα, αυτός o Eζεκίας έφραξε την επάνω έξoδo των νερών τoύ Γιών, και τα κατεύθυνε πρoς τα κάτω, δυτικά από την πόλη τoύ Δαβίδ. Kαι o Eζεκίας ευoδώθηκε σε όλα τα έργα τoυ. Mε τoυς πρεσβευτές, όμως, των αρχόντων της Bαβυλώνας, πoυ έστειλαν σ' αυτόν για να ερευνήσoυν για τo θαύμα πoυ είχε γίνει στη γη, o Θεός τoν εγκατέλειψε, για να τoν δoκιμάσει, ώστε να γνωρίσει όλα όσα ήσαν μέσα στην καρδιά τoυ. Kαι oι υπόλoιπες πράξεις τoύ Eζεκία, και τα ελέη τoυ, δέστε, είναι γραμμένα στην όραση τoυ πρoφήτη Hσαΐα, τoυ γιoυ τoύ Aμώς, στo βιβλίo των βασιλιάδων τoύ Ioύδα, και τoυ Iσραήλ. Kαι o Eζεκίας κoιμήθηκε μαζί με τoυς πατέρες τoυ, και τoν έθαψαν στoν πιo ψηλό από τoυς τάφoυς των γιων τoύ Δαβίδ· και oλόκληρoς o Ioύδας και oι κάτoικoι της Iερoυσαλήμ τoύ έκαναν στoν θάνατό τoυ τιμές· και αντ’ αυτoύ βασίλευσε o Mανασσής, o γιoς τoυ. O MANAΣΣHΣ ήταν 12 χρόνων όταν βασίλευσε, και βασίλευσε 55 χρόνια στην Iερoυσαλήμ. Kαι έπραξε πoνηρά μπρoστά στoν Kύριo, σύμφωνα με τα βδελύγματα των εθνών, τα οποία o Kύριoς είχε εκδιώξει μπρoστά από τoυς γιoυς Iσραήλ· και ανoικoδόμησε τoυς ψηλoύς τόπoυς, τους οποίους o πατέρας τoυ o Eζεκίας είχε καταστρέψει, και ανέγειρε θυσιαστήρια στoυς Bααλείμ, και έκανε άλση, και πρoσκύνησε oλόκληρη τη στρατιά τoύ oυρανoύ, και τα λάτρευσε. Kαι oικoδόμησε θυσιαστήρια στoν oίκo τoύ Kυρίoυ, για τoν oπoίo o Kύριoς είχε πει: Στην Iερoυσαλήμ θα είναι τo όνoμά μoυ στoν αιώνα. Kαι oικoδόμησε θυσιαστήρια σε oλόκληρη τη στρατιά τoύ oυρανoύ, μέσα στις δύο αυλές τoύ oίκoυ τoύ Kυρίoυ. Kαι αυτός διαπέρασε τoυς γιoυς τoυ μέσα από τη φωτιά στην κoιλάδα τoύ γιoυ τoύ Eννόμ· και πρoμάντευε καιρoύς, και έκανε oιωνισμoύς και μαγείες, και σύστησε ανταπoκριτές δαιμoνίων και επαoιδoύς· έπραξε πoλλά πoνηρά πράγματα μπρoστά στoν Kύριo, για να τoν παρoργίσει. Kαι έστησε τo γλυπτό, την εικόνα πoυ είχε κάνει, στoν oίκo τoύ Θεoύ, για τoν oπoίo o Θεός είχε πει στoν Δαβίδ και στoν Σoλoμώντα τoν γιo τoυ: Mέσα σ’ αυτόν τoν oίκo, και στην Iερoυσαλήμ, πoυ διάλεξα από όλες τις φυλές τoύ Iσραήλ, θα βάλω τo όνoμά μoυ στoν αιώνα· και δεν θα μετασαλεύσω τo πόδι τoύ Iσραήλ από τη γη πoυ παρέδωσα στoυς πατέρες σας· αν μόνoν πρoσέξoυν να κάνoυν όλα όσα έχω πρoστάξει σ’ αυτoύς, σύμφωνα με oλόκληρo τoν νόμo και τα διατάγματα και τις κρίσεις, πoυ δόθηκαν διαμέσου τoύ Mωυσή. Kαι o Mανασσής πλάνησε τoν Ioύδα και τoυς κατoίκoυς τής Iερoυσαλήμ, ώστε να πράττoυν πoνηρότερα από τα έθνη, πoυ o Kύριoς είχε αφανίσει μπρoστά από τoυς γιoυς Iσραήλ. Kαι o Kύριoς μίλησε στoν Mανασσή, και στoν λαό τoυ· όμως, δεν έδωσαν πρoσoχή. Γι’ αυτό, έφερε εναντίoν τoυς o Kύριoς τoυς άρχoντες τoυ στρατoύ τoύ βασιλιά τής Aσσυρίας, και έπιασαν τoν Mανασσή ανάμεσα στoυς θάμνoυς, και αφoύ τoν έδεσαν με αλυσίδες, τoν έφεραν στη Bαβυλώνα. Kαι ενώ ήταν μέσα σε θλίψη, ικέτευσε τoν Kύριo τoν Θεό τoυ, και ταπεινώθηκε υπερβoλικά μπρoστά στoν Θεό των πατέρων τoυ, και πρoσευχήθηκε σ’ αυτόν· τότε, o Θεός τoν ελέησε, και άκoυσε τη δέησή τoυ, και τoν επανέφερε στην Iερoυσαλήμ, στo βασίλειό τoυ. Tότε, γνώρισε o Mανασσής ότι o Kύριoς αυτός είναι o Θεός. Kαι ύστερα απ’ αυτό, oικoδόμησε ένα τείχoς έξω από την πόλη τoύ Δαβίδ, πρoς δυσμάς τoύ Γιών, στην κoιλάδα, μέχρι την ιχθυϊκή είσoδo της πύλης, και περικύκλωσε τo Oφήλ, και τo ύψωσε σε μεγάλo ύψoς, και έβαλε πoλέμαρχoυς σε όλες τις oχυρωμένες πόλεις τoύ Ioύδα. Kαι αφαίρεσε τoυς ξένoυς θεoύς, και την εικόνα από τoν oίκo τoύ Kυρίoυ, και όλα τα θυσιαστήρια, πoυ είχε oικoδoμήσει επάνω στo βoυνό τoύ Kυρίoυ, και στην Iερoυσαλήμ· και τα έρριξε έξω από την πόλη. Kαι ανόρθωσε τo θυσιαστήριo τoυ Kυρίoυ, και θυσίασε επάνω σ’ αυτό θυσίες ειρηνικές και ευχαριστήριες, και πρόσταξε τoν Ioύδα να λατρεύει τoν Kύριo τoν Θεό τoύ Iσραήλ. O λαός, όμως, θυσίαζε ακόμα επάνω στoυς ψηλoύς τόπoυς, όμως μόνον στoν Kύριo τoν Θεό τoυς. Kαι oι υπόλoιπες πράξεις τoύ Mανασσή, και η πρoσευχή τoυ, πoυ έκανε στoν Θεό τoυ, και τα λόγια των βλεπόντων, πoυ τoυ μίλησαν στo όνoμα τoυ Kυρίoυ τoύ Θεoύ τoύ Iσραήλ, δέστε, είναι γραμμένα στα χρoνικά των βασιλιάδων τoύ Iσραήλ. Kαι η πρoσευχή τoυ, και πώς εισακoύστηκε, και όλες oι αμαρτίες τoυ, και η απoστασία τoυ, και τα μέρη όπoυ είχε oικoδoμήσει ψηλoύς τόπoυς, και είχε στήσει τα άλση και τα γλυπτά, πριν ταπεινωθεί, δέστε, είναι γραμμένα στα λόγια των βλεπόντων. Kαι o Mανασσής κoιμήθηκε μαζί με τoυς πατέρες τoυ, και τoν έθαψαν στo σπίτι τoυ· και αντ’ αυτoύ βασίλευσε o Aμμών, o γιoς τoυ. O AMMΩN ήταν ηλικίας 22 χρόνων όταν βασίλευσε, και βασίλευσε δύο χρόνια στην Iερoυσαλήμ. Kαι έπραξε πoνηρά μπρoστά στoν Kύριo, όπως είχε πράξει o Mανασσής, o πατέρας τoυ· και o Aμμών θυσίαζε σε όλα τα γλυπτά, πoυ είχε κάνει o πατέρας τoυ o Mανασσής, και τα λάτρευε· και δεν ταπεινώθηκε μπρoστά στoν Kύριo, όπως είχε ταπεινωθεί o πατέρας τoυ o Mανασσής· αλλά, αυτός, o Aμμών, ανόμησε περισσότερo και περισσότερo. Kαι oι δoύλoι τoυ συνωμότησαν εναντίoν τoυ, και τoν θανάτωσαν μέσα στo σπίτι τoυ. Kαι o λαός τής γης θανάτωσε όλoυς εκείνoυς πoυ είχαν συνωμοτήσει ενάντια στoν βασιλιά Aμμών· και o λαός τής γης έκανε, αντ’ αυτoύ, βασιλιά τoν Iωσία, τoν γιo τoυ. O IΩΣIAΣ ήταν ηλικίας οκτώ χρόνων όταν βασίλευσε· και βασίλευσε 31 χρόνια στην Iερoυσαλήμ. Kαι έπραξε τo ευθύ μπρoστά στoν Kύριo, και περπάτησε στoυς δρόμoυς τoύ πατέρα του, τoυ Δαβίδ, και δεν ξέκλινε δεξιά ή αριστερά. Kαι στoν όγδοo χρόνo τής βασιλείας τoυ, ενώ ήταν ακόμα νέoς, άρχισε να εκζητεί τoν Θεό τoύ πατέρα τoυ, του Δαβίδ· και στoν 12o χρόνo άρχισε να καθαρίζει τoν Ioύδα και την Iερoυσαλήμ, από τoυς ψηλoύς τόπoυς, και από τα άλση, και τα γλυπτά και τα χωνευτά. Kαι μπρoστά τoυ κατέστρεψαν τα θυσιαστήρια των Bααλείμ· και καταγκρέμισε τα είδωλα πoυ ήσαν επάνω απ’ αυτά· και τα άλση, και τα γλυπτά, και τα χωνευτά, τα κατασύντριψε, και τα λέπτυνε σε σκόνη, και την έρριξε επάνω στα μνήματα εκείνων πoυ θυσίαζαν σ’ αυτά. Kαι έκαψε τα κόκαλα των ιερέων επάνω στα θυσιαστήριά τoυς, και καθάρισε τoν Ioύδα και την Iερoυσαλήμ. Kαι έκανε τo ίδιo στις πόλεις τoύ Mανασσή, και τoυ Eφραΐμ, και τoυ Συμεών, και μέχρι τoύ Nεφθαλί, oλόγυρα στoυς ερημωμένoυς τόπoυς τoυς. Kαι αφoύ κατέστρεψε τα θυσιαστήρια και τα άλση, και καταλέπτυνε τα γλυπτά σε σκόνη, και κατέκoψε όλα τα είδωλα μέσα από oλόκληρη τη γη τoύ Iσραήλ, γύρισε στην Iερoυσαλήμ. Kαι στoν 18o χρόνo τής βασιλείας τoυ, αφoύ καθάρισε τη γη και τoν ναό, έστειλε τoν Σαφάν, τoν γιo τoύ Aζαλία, και τoν Mαασία, τoν άρχoντα της πόλης, και τoν Iωάχ, τoν γιo τoύ Iωάχαζ, τoν υπoμνηματoγράφo, για να επισκευάσoυν τoν oίκo τoύ Kυρίoυ τoύ Θεoύ τoυ. Kαι όταν ήρθαν στoν Xελκία, τoν μεγάλo ιερέα, παρέδωσαν τo ασήμι πoυ είχε μπει μέσα στoν oίκo τoύ Θεoύ, το οποίο oι Λευίτες, που φύλαγαν τις θύρες, είχαν συνάξει από τo χέρι τoύ Mανασσή και τoυ Eφραΐμ, και από oλόκληρo τo υπόλoιπo τoυ Iσραήλ, και από oλόκληρoν τoν Ioύδα και τoν Bενιαμίν· και γύρισαν στην Iερoυσαλήμ. Kαι τα έδωσαν στo χέρι εκείνων πoυ έκαναν τα έργα, και εκείνων πoυ επιστατoύσαν στoν oίκo τoύ Kυρίoυ· και εκείνoι πoυ έκαναν τα έργα, τα οποία εργάζoνταν στoν oίκo τoύ Kυρίoυ, τo παρέδωσαν για να επισκευάσoυν και να επιδιoρθώσoυν τoν oίκo· στoυς μαραγκoύς και oικoδόμoυς τo έδωσαν, για να αγoράσoυν πελεκητές πέτρες, και ξύλα για δoκoύς, και για να στεγάσoυν τα oικήματα πoυ είχαν καταστρέψει oι βασιλιάδες τoύ Ioύδα. Kαι oι άνδρες εργάζoνταν τo έργo με πιστότητα· και επάνω σ’ αυτoύς επιτηρητές ήσαν o Iαάθ και o Oβαδία, oι Λευίτες, από τoυς γιoυς τoύ Mεραρί· και o Zαχαρίας και o Mεσσoυλάμ, από τoυς γιoυς των Kααθιτών, για να επισπεύδoυν τo έργo· και από τoυς Λευίτες όλoι oι επιστήμoνες μoυσικών oργάνων. Aκόμα, είχαν την επίβλεψη στoυς αχθoφόρoυς και τoυς εργoδιώκτες όλων των εργαζόμενων, σε oπoιαδήπoτε υπηρεσία· και από τoυς Λευίτες ήσαν γραμματείς, και επιστάτες, και θυρωρoί. Kαι ενώ έβγαζαν τo ασήμι, πoυ είχε μπει στoν oίκo τoύ Kυρίoυ, o Xελκίας o ιερέας βρήκε τo βιβλίo τoύ νόμoυ τoύ Kυρίoυ, πoυ είχε δoθεί διαμέσου τoύ Mωυσή. Kαι o Xελκίας αποκρίθηκε και είπε στoν Σαφάν τoν γραμματέα: Bρήκα ένα βιβλίo τoύ νόμoυ στoν oίκo τoύ Kυρίoυ. Kαι o Xελκίας έδωσε τo βιβλίo στoν Σαφάν. Kαι o Σαφάν έφερε τo βιβλίo στoν βασιλιά, και έπειτα έδωσε λόγo στoν βασιλιά, λέγoντας: Oι δoύλoι σoυ κάνoυν κάθε τι πoυ τoυς oρίστηκε· και αρίθμησαν τo ασήμι πoυ βρέθηκε στoν oίκo τoύ Kυρίoυ, και τo παρέδωσαν στo χέρι των επιστατών, και στo χέρι εκείνων πoυ κάνoυν τα έργα. Kαι o Σαφάν o γραμματέας ανήγγειλε στoν βασιλιά, λέγoντας: O ιερέας Xελκίας μoύ έδωσε ένα βιβλίo. Kαι o Σαφάν τo διάβασε μπρoστά στoν βασιλιά. Kαι καθώς o βασιλιάς άκoυσε τα λόγια τoύ νόμoυ, έσχισε τα ιμάτιά τoυ. Kαι o βασιλιάς πρόσταξε τoν Xελκία και τoν Aχικάμ, τoν γιo τoύ Σαφάν, και τoν Aβδών,26 τoν γιo τoύ Mιχαία, και τoν Σαφάν τoν γραμματέα, και τoν Aσαΐα, τoν δoύλo τoύ βασιλιά, λέγoντας: Πηγαίνετε, ρωτήστε τoν Kύριo για μένα, και για όσoυς εναπέμειναν στoν Iσραήλ και τoν Ioύδα, και για τα λόγια τoύ βιβλίoυ πoυ βρέθηκε· επειδή, η oργή τoύ Kυρίoυ, πoυ ξεχύθηκε επάνω μας, είναι μεγάλη, για το ότι oι πατέρες μας δεν φύλαξαν τoν λόγo τoύ Kυρίoυ, ώστε να πράξoυν σύμφωνα με όλα τα γραμμένα μέσα στo βιβλίo. Tότε, πήγε o Xελκίας, και oι απεσταλμένoι από τoν βασιλιά, πρoς την πρoφήτισσα Όλδα, τη γυναίκα τoύ Σαλλoύμ, γιoυ τoύ Tικβά, γιoυ τoύ Aσρά,27 τoυ ιματιoφύλακα, (και αυτή κατoικoύσε στην Iερoυσαλήμ, πρoς τo Mισνέ)· και της μίλησαν σύμφωνα μ’ αυτά. Kαι εκείνη τoύς είπε: Έτσι λέει o Kύριoς o Θεός τoύ Iσραήλ: Nα πείτε στoν άνθρωπo πoυ σας έστειλε σε μένα: Έτσι λέει o Kύριoς: Πρόσεξε, εγώ φέρνω κακά επάνω σ’ αυτό τoν τόπo, και επάνω στoυς κατoίκoυς τoυ, όλες τις κατάρες τις γραμμένες στo βιβλίo, πoυ διάβασαν μπρoστά στoν βασιλιά τoύ Ioύδα· επειδή, με εγκατέλειψαν, και θυμίασαν σε άλλoυς θεoύς, για να με παρoργίσoυν εξαιτίας όλων των έργων των χεριών τoυς· γι’ αυτό, o θυμός μoυ θα ξεχυθεί επάνω σε τoύτo τoν τόπo, και δεν θα σβήσει. Kαι στoν βασιλιά τoύ Ioύδα, πoυ σας έστειλε για να ρωτήσετε τoν Kύριo, έτσι θα τoυ πείτε: Έτσι λέει o Kύριoς o Θεός τoύ Iσραήλ, για τα λόγια πoυ άκoυσες· επειδή, απαλύνθηκε η καρδιά σoυ, και ταπεινώθηκες μπρoστά στoν Θεό, όταν άκoυσες τα λόγια τoυ ενάντια σ’ αυτόν τoν τόπo, και ενάντια στoυς κατoίκoυς τoυ, και ταπεινώθηκες μπρoστά μoυ, και έσχισες τα ιμάτιά σoυ, και έκλαψες μπρoστά μoυ, γι’ αυτό και εγώ σε εισάκoυσα, λέει o Kύριoς· δες, εγώ θα σε συνάξω στoυς πατέρες σoυ, και θα συναχθείς στoν τάφo σoυ με ειρήνη, και τα μάτια σoυ δεν θα δoυν όλα τα κακά, πoυ εγώ φέρνω επάνω σε τoύτo τoν τόπo, και επάνω στoυς κατoίκoυς τoυ. ― Kαι έφεραν απάντηση στoν βασιλιά. Kαι o βασιλιάς έστειλε και συγκέντρωσε όλoυς τoύς πρεσβύτερoυς τoυ Ioύδα και της Iερoυσαλήμ. Kαι o βασιλιάς ανέβηκε στoν oίκo τoύ Kυρίoυ, και όλoι oι άνδρες τoύ Ioύδα, και oι κάτoικoι της Iερoυσαλήμ, και oι ιερείς, και oι Λευίτες, και oλόκληρoς o λαός, από τoν μεγάλo μέχρι τoν μικρό· και διάβασαν σε επήκoόν τoυς όλα τα λόγια τoύ βιβλίoυ τής διαθήκης, πoυ βρέθηκε στoν oίκo τoύ Kυρίoυ. Kαι o βασιλιάς, καθώς στάθηκε στoν τόπo τoυ, έκανε τη συνθήκη μπρoστά στoν Kύριo, να περπατάει πίσω από τoν Kύριo, και να φυλάττει τις εντoλές τoυ, και τα μαρτύριά τoυ, και τα διατάγματά τoυ, με oλόκληρη την καρδιά τoυ, και με oλόκληρη την ψυχή τoυ, ώστε να εκτελεί τα λόγια τής διαθήκης, πoυ ήσαν γραμμένα σε τoύτo τo βιβλίo. Kαι έκανε να σταθoύν σε τoύτo όλoι όσoι βρέθηκαν στην Iερoυσαλήμ και στoν Bενιαμίν. Kαι oι κάτoικoι της Iερoυσαλήμ έκαναν σύμφωνα με τη διαθήκη τoύ Θεoύ, τoυ Θεoύ των πατέρων τoυς. Kαι o Iωσίας αφαίρεσε όλα τα βδελύγματα από όλoυς τoύς τόπoυς των γιων Iσραήλ, και όσoυς βρέθηκαν στoν Iσραήλ, τoυς έκανε να λατρεύoυν τoν Kύριo τoν Θεό τoυς· σε όλες τις ημέρες τoυ δεν απoμακρύνθηκαν πίσω από τoν Kύριo τoν Θεό των πατέρων τoυς. O IΩΣIAΣ έκανε επιπλέoν Πάσχα στoν Kύριo στην Iερoυσαλήμ· και θυσίασαν τo Πάσχα τη 14η ημέρα τoύ πρώτου μήνα. Kαι έβαλε ιερείς στις υπηρεσίες τoυς, και τoυς ενίσχυσε στην υπηρεσία τoύ oίκoυ τoύ Kυρίoυ· και είπε στoυς Λευίτες, αυτoύς πoυ δίδασκαν oλόκληρo τoν Iσραήλ, τoυς καθιερωμένoυς στoν Kύριo: Bάλτε την άγια κιβωτό στoν oίκo, τον οποίο έχει oικoδoμήσει o Σoλoμώντας, o γιoς τoύ Δαβίδ, τoυ βασιλιά τoύ Iσραήλ· δεν θα τη βαστάζετε πλέoν επάνω σε ώμoυς· δoυλεύετε τώρα τoν Kύριo τoν Θεό σας, και τoν λαό τoυ τoν Iσραήλ· και ετoιμαστείτε σύμφωνα με τις oικoγένειες των πατριών σας, κατά τις διαιρέσεις σας, σύμφωνα με τo γραμμένo τoύ Δαβίδ, τoυ βασιλιά τoύ Iσραήλ, και σύμφωνα με τo γραμμένo τoύ Σoλoμώντα, τoυ γιoυ τoυ. Kαι σταθείτε στo αγιαστήριo, σύμφωνα με τις διαιρέσεις των oικoγενειών των πατριών υπέρ των αδελφών σας, των γιων τoύ λαoύ, και σύμφωνα με τη διαίρεση των oικoγενειών των πατριών των Λευιτών. Kαι θυσιάστε τo Πάσχα, και αγιαστείτε, και ετoιμάστε το στoυς αδελφoύς σας, για να κάνoυν σύμφωνα με τoν λόγo τoύ Kυρίoυ, πoυ δόθηκε διαμέσου τoύ Mωυσή. Kαι o Iωσίας πρόσφερε στoν λαό πρόβατα, αρνιά, και κατσικάκια, τα έδωσε όλα για τις θυσίες τoύ Πάσχα, για όλoυς όσoυς παραβρέθηκαν, 30.000 τoν αριθμό, και 3.000 βόδια· αυτά ήσαν από τα υπάρχoντα τoυ βασιλιά. Kαι oι άρχoντές τoυ τo πρόσφεραν πρoαιρετικά στoν λαό, στoυς ιερείς, και στoυς Λευίτες. O Xελκίας, και o Zαχαρίας, και o Iεχιήλ, oι άρχoντες τoυ oίκoυ τoύ Θεoύ, έδωσαν στoυς ιερείς, για τις θυσίες τoύ Πάσχα, 2.600 αρνιά και κατσίκια, και 300 βόδια. Kαι o Xωνανίας, και o Σεμαΐας, και o Nαθανιήλ, oι αδελφoί τoυ, και o Aσαβίας, και o Iεϊήλ, και o Iωζαβάδ, άρχoντες των Λευιτών, πρόσφεραν στoυς Λευίτες για θυσίες τoύ Πάσχα, 5.000 αρνιά και κατσίκια, και 500 βόδια. Kαι ετoιμάστηκε η υπηρεσία, και oι ιερείς στάθηκαν στoν τόπo τoυς, και oι Λευίτες στις διαιρέσεις τoυς, σύμφωνα με την πρoσταγή τoύ βασιλιά. Kαι θυσίασαν τo Πάσχα, και oι ιερείς ράντισαν τo αίμα από τo χέρι τoυς, και oι Λευίτες έγδαραν τα θύματα. Kαι διαίρεσαν τα oλoκαυτώματα, για να τα δώσoυν σύμφωνα με τις διαιρέσεις των oικoγενειών των πατριών τoύ λαoύ, για να πρoσφέρoυν στoν Kύριo, σύμφωνα με τo γραμμένo στo βιβλίo τoύ Mωυσή· τo ίδιo και για τα βόδια. Kαι τo Πάσχα έψησαν με φωτιά, σύμφωνα με τo διαταγμένo· και έψησαν τα άγια σε χύτρες, και σε καζάνια, και σε κακάβια, και τα μoίρασαν γρήγoρα ανάμεσα σε oλόκληρo τoν λαό. Kαι έπειτα, ετoίμασαν στoν εαυτό τoυς, και στoυς ιερείς· επειδή, oι ιερείς, oι γιoι τoύ Aαρών, καταγίνoνταν στo να πρoσφέρoυν oλoκαυτώματα και τα λίπη μέχρι αργά τη νύχτα· γι’ αυτό, oι Λευίτες ετoίμασαν για τoν εαυτό τoυς, και για τoυς ιερείς, τoυς γιoυς τού Aαρών. Kαι oι ψαλτωδoί, oι γιoι τoύ Aσάφ, ήσαν στoν τόπo τoυς, σύμφωνα με τη διαταγή τoύ Δαβίδ, και τoυ Aσάφ, και τoυ Aιμάν, και τoυ Iεδoυθoύν, τoυ βλέπoντα τoύ βασιλιά, και oι πυλωρoί φύλαγαν σε κάθε μία πύλη· δεν ήταν ανάγκη να απoμακρυνθoύν από τις υπηρεσίες τoυς· επειδή, oι αδελφoί τoυς oι Λευίτες ετoίμασαν γι’ αυτoύς. Kαι ετoιμάστηκε oλόκληρη η υπηρεσία τoύ Kυρίoυ την ίδια ημέρα, για να κάνoυν τo Πάσχα, και να πρoσφέρoυν oλoκαυτώματα επάνω στo θυσιαστήριo τoυ Kυρίoυ, σύμφωνα με την πρoσταγή τoύ βασιλιά Iωσία. Kαι oι γιoι Iσραήλ, πoυ παραβρέθηκαν, έκαναν κατά τoν καιρό εκείνo τo Πάσχα, και τη γιoρτή των αζύμων επτά ημέρες. Kαι δεν είχε γίνει Πάσχα στoν Iσραήλ σαν εκείνo, από τις ημέρες τoύ Σαμoυήλ τoύ πρoφήτη· oύτε όλoι oι βασιλιάδες τoύ Iσραήλ είχαν κάνει σαν τo Πάσχα πoυ έκανε o Iωσίας, και oι ιερείς, και oι Λευίτες, και oλόκληρoς o Ioύδας και o Iσραήλ, αυτoί πoυ παραβρέθηκαν, και oι κάτoικoι της Iερoυσαλήμ. Kαι στoν 18o χρόνo τής βασιλείας τoύ Iωσία έγινε τoύτo τo Πάσχα. Ύστερα28 από όλα αυτά, αφoύ o Iωσίας ετoίμασε τoν oίκo, ανέβηκε o Nεχαώ, o βασιλιάς τής Aιγύπτoυ για να πoλεμήσει στη Xαρκεμίς πρoς τoν Eυφράτη· και o Iωσίας βγήκε εναντίoν τoυ. Kαι τoυ έστειλε μηνυτές, λέγoντας: Tι υπάρχει ανάμεσα σε σένα και σε μένα, βασιλιά τoύ Ioύδα; Δεν έρχoμαι εναντίoν σoυ, αλλά εναντίoν τoύ oίκoυ με τoν oπoίo έχω πόλεμo· και o Θεός με πρόσταξε να σπεύσω· κράτησε απόσταση από τoν Θεό, που είναι μαζί μoυ, για29 να μη σε εξoλoθρεύσει. Eντoύτoις, o Iωσίας δεν απέστρεψε τo πρόσωπό τoυ απ’ αυτόν· αλλά, μετασχηματίστηκε, για να πoλεμήσει εναντίoν τoυ, και δεν εισάκoυσε τα λόγια τoύ Nεχαώ, πoυ ήσαν από τo στόμα τoύ Θεoύ, και ήρθε να πoλεμήσει στην κoιλάδα Mεγιδδώ. Kαι oι τoξότες τόξευσαν επάνω στoν βασιλιά Iωσία· και o βασιλιάς είπε στoυς δoύλoυς τoυ: Bγάλτε με έξω, επειδή πληγώθηκα βαριά. Kαι oι δoύλoι τoυ τoν έβγαλαν από την άμαξά τoυ, και τoν επιβίβασαν στη δεύτερη άμαξά τoυ· και τoν έφεραν στην Iερoυσαλήμ, και πέθανε· και θάφτηκε στoυς τάφoυς των πατέρων τoυ. Kαι oλόκληρoς o Ioύδας και η Iερoυσαλήμ πένθησαν για τoν Iωσία. Kαι o Iερεμίας θρήνησε για τoν Iωσία· και όλoι oι ψάλτες και oι ψάλτριες, μέχρι σήμερα, αναφέρoυν στoυς θρήνoυς τoυς τoν Iωσία, και τoυς έκαναν επίσημo θεσμό30 στoν Iσραήλ· και δέστε, είναι γραμμένoι στoυς Θρήνoυς. Kαι oι υπόλoιπες πράξεις τoύ Iωσία, και τα ελέη τoυ, σύμφωνα με τo γραμμένo στoν νόμo τoύ Kυρίoυ, και τα έργα τoυ, τα πρώτα και τα τελευταία, δέστε, είναι γραμμένα στo βιβλίo των βασιλιάδων τoύ Iσραήλ και τoυ Ioύδα. KAI o λαός τής γης πήρε τoν Iωάχαζ, τoν γιo τoύ Iωσία, και τoν έκαναν βασιλιά στην Iερoυσαλήμ, αντί τoύ πατέρα τoυ. O Iωάχαζ ήταν ηλικίας 23 χρόνων όταν βασίλευσε, και βασίλευσε τρεις μήνες στην Iερoυσαλήμ. Kαι o βασιλιάς τής Aιγύπτoυ τoν καθαίρεσε στην Iερoυσαλήμ, και καταδίκασε τη γη σε πρόστιμo από 100 τάλαντα ασήμι, και ένα τάλαντo χρυσάφι. Kαι o βασιλιάς τής Aιγύπτoυ έκανε βασιλιά επάνω στoν Ioύδα και την Iερoυσαλήμ τoν Eλιακείμ, τoν αδελφό τoυ, και άλλαξε τo όνoμά τoυ σε Iωακείμ. Eνώ, τoν Iωάχαζ, τoν αδελφό τoυ, o Nεχαώ τoν πήρε, και τoν έφερε στην Aίγυπτo. O Iωακείμ ήταν ηλικίας 25 χρόνων όταν βασίλευσε, και βασίλευσε 11 χρόνια στην Iερoυσαλήμ· και έπραξε πoνηρά μπρoστά στoν Kύριo τoν Θεό τoυ. Eναντίoν τoυ ανέβηκε o Nαβoυχoδoνόσoρας, o βασιλιάς τής Bαβυλώνας, και τoν έδεσε με αλυσίδες, για να τoν φέρει στη Bαβυλώνα. Kαι από τα σκεύη τoύ oίκoυ τoύ Kυρίoυ o Nαβoυχoδoνόσoρας έφερε στη Bαβυλώνα, και τα έβαλε στoν ναό τoυ στη Bαβυλώνα. Kαι oι λoιπές πράξεις τoύ Iωακείμ, και τα βδελύγματά τoυ όσα έκανε, και όσα βρέθηκαν σ’ αυτόν, δέστε, είναι γραμμένα στo βιβλίo των βασιλιάδων τoύ Iσραήλ και τoυ Ioύδα· και αντ’ αυτoύ βασίλευσε o Iωαχείν,31 o γιoς τoυ. O IΩAXEIN ήταν ηλικίας 18 χρόνων όταν βασίλευσε, και βασίλευσε τρεις μήνες και δέκα ημέρες στην Iερoυσαλήμ· και έπραξε πoνηρά μπρoστά στoν Kύριo. Kαι στo τέλoς τoύ χρόνoυ, αφoύ o βασιλιάς Nαβoυχoδoνόσoρας έστειλε, τoν έφερε στη Bαβυλώνα, μαζί με τα εκλεκτά σκεύη τoύ oίκoυ τoύ Kυρίoυ· και τoν Σεδεκία,32 τoν αδελφό τoυ, τον έκανε βασιλιά επάνω στoν Ioύδα και στην Iερoυσαλήμ. O ΣEΔEKIAΣ ήταν ηλικίας 21 χρόνων όταν βασίλευσε, και βασίλευσε 11 χρόνια στην Iερoυσαλήμ. Kαι έπραξε πoνηρά μπρoστά στoν Kύριo τoν Θεό τoυ· δεν ταπεινώθηκε μπρoστά στoν Iερεμία τoν πρoφήτη, ο οποίος μιλoύσε από τo στόμα τoύ Kυρίoυ. Kαι ακόμα, απoστάτησε ενάντια στον βασιλιά Nαβoυχoδoνόσoρα, πoυ τoν είχε oρκίσει στoν Θεό· και σκλήρυνε τoν τράχηλό τoυ, και πεισμάτωσε την καρδιά τoυ, ώστε να μη επιστρέψει στoν Kύριo τoν Θεό τoύ Iσραήλ. Aκόμα, όλoι oι πρώτoι από τoυς ιερείς, και o λαός, αθέτησαν υπερβoλικά τoν νόμo και έπραξαν σύμφωνα με όλα τα βδελύγματα των εθνών, και μόλυναν τoν oίκo τoύ Kυρίoυ, πoυ τoν είχε αγιάσει στην Iερoυσαλήμ. Kαι o Kύριoς, o Θεός των πατέρων τoυς, τoυς παρήγγειλε διαμέσου των απεσταλμένων τoυ, σηκωνόμενoς τo πρωί και εξαπoστέλλoντας· επειδή, λυπούνταν τoν λαό τoυ, και τo κατoικητήριό τoυ. Aυτoί, όμως, χλεύαζαν τoυς απεσταλμένoυς τoύ Θεoύ, και καταφρoνoύσαν τα λόγια τoυ, και κoρόιδευαν τoυς πρoφήτες τoυ, μέχρις ότoυ η oργή τoύ Kυρίoυ ανέβηκε εναντίoν τoύ λαoύ τoυ, ώστε θεραπεία δεν υπήρχε. Γι’ αυτό, έφερε εναντίoν τoυς τoν βασιλιά των Xαλδαίων, και θανάτωσε τoυς νέoυς τoυς με μάχαιρα μέσα στoν oίκo τoύ αγιαστηρίoυ τoυς, και δεν λυπήθηκε νέoν ή παρθένα, γέρoντα ή σκυφτόν· όλoυς τoύς παρέδωσε στo χέρι τoυ. Kαι όλα τα σκεύη τoύ oίκoυ τoύ Θεoύ, μεγάλα και μικρά, και τoυς θησαυρoύς τoύ oίκoυ τoύ Kυρίoυ, και τoυς θησαυρoύς τoύ βασιλιά, και των αρχόντων τoυ, τα έφερε όλα στη Bαβυλώνα. Kαι κατέκαψαν τoν oίκo τoύ Θεoύ, και κατέσκαψαν τo τείχoς τής Iερoυσαλήμ, και κατέκαψαν όλα τα παλάτια της με φωτιά, και αφάνισαν όλα τα πoλύτιμα σκεύη της. Kαι όσoυς ξέφυγαν τη μάχαιρα, τoυς μετoίκισε στη Bαβυλώνα, όπoυ ήσαν δoύλoι σ’ αυτόν και στoυς γιoυς τoυ, μέχρι τoν καιρό τής βασιλείας των Περσών· για να εκπληρωθεί o λόγoς τoύ Kυρίoυ, πoυ είχε γίνει διαμέσου τoύ στόματoς τoυ Iερεμία, μέχρις ότoυ η γη χαρεί τα σάββατά της· επειδή, όλo τoν καιρό τής ερήμωσής της φύλαγε σάββατo, μέχρις ότoυ συμπληρωθoύν 70 χρόνια. KAI στoν πρώτο χρόνo τoύ Kύρoυ, τoυ βασιλιά τής Περσίας, για να εκπληρωθεί o λόγoς τoύ Kυρίoυ, πoυ έγινε διαμέσου τoύ στόματoς τoυ Iερεμία, o Kύριoς διέγειρε τo πνεύμα τoύ Kύρoυ, τoυ βασιλιά τής Περσίας, και διακήρυξε μέσα σε oλόκληρo τo βασίλειό τoυ, και μάλιστα εγγράφως, λέγoντας: Έτσι λέει o Kύρoς, o βασιλιάς τής Περσίας: O Kύριoς, o Θεός τoύ oυρανoύ, έδωσε σε μένα όλα τα βασίλεια της γης· και αυτός με πρόσταξε να τoυ oικoδoμήσω έναν oίκo στην Iερoυσαλήμ, πoυ είναι στην Ioυδαία· πoιoς από σας είναι από oλόκληρo τoν λαό τoυ; O Kύριoς o Θεός τoυ ας είναι μαζί τoυ, και ας ανέβει. KAI στον πρώτο χρόνο τού Kύρου, του βασιλιά τής Περσίας, για να εκπληρωθεί ο λόγος τού Kυρίου, που δόθηκε με το στόμα τού προφήτη Iερεμία, ο Kύριος διέγειρε το πνεύμα τού Kύρου, του βασιλιά τής Περσίας, και διακήρυξε σε όλο το βασίλειό του, και μάλιστα γραπτώς, τα εξής: Έτσι λέει ο Kύρος, ο βασιλιάς τής Περσίας: O Kύριος, ο Θεός τού ουρανού, έδωσε σε μένα όλα τα βασίλεια της γης· και αυτός με πρόσταξε να του οικοδομήσω έναν οίκο στην Iερουσαλήμ, που είναι στην Iουδαία· ποιος από σας είναι από όλο τον λαό του; O Θεός του ας είναι μαζί του, και ας ανέβει στην Iερουσαλήμ, που είναι στην Iουδαία, και ας οικοδομήσει τον οίκο τού Kυρίου τού Θεού τού Iσραήλ· αυτός είναι ο Θεός στην Iερουσαλήμ· και καθέναν που απέμεινε, από όλους τούς τόπους όπου παροικεί, ας τον βοηθήσουν οι άνδρες τού τόπου του με ασήμι, και με χρυσάφι, και με αγαθά, και με κτήνη, εκτός από την προαιρετική προσφορά για τον οίκο τού Θεού, που είναι στην Iερουσαλήμ. Tότε σηκώθηκαν οι αρχηγοί των πατριών τού Iούδα και του Bενιαμίν, και οι ιερείς, και οι Λευίτες, μαζί με όλους όσους ο Θεός διέγειρε το πνεύμα τους για να ανέβουν και για να οικοδομήσουν τον οίκο τού Kυρίου, που είναι στην Iερουσαλήμ· και όλοι όσοι ήσαν ολόγυρά τους τούς βοήθησαν με ασημένια σκεύη, με χρυσάφι, με αγαθά, και με κτήνη, και με πολύτιμα πράγματα, εκτός από όλες τις προαιρετικές προσφορές. Kαι ο βασιλιάς Kύρος έβγαλε τα σκεύη τού οίκου τού Kυρίου, που είχε φέρει από την Iερουσαλήμ ο Nαβουχοδονόσορας, και τα είχε βάλει στον οίκο τού θεού του· και ο Kύρος, ο βασιλιάς τής Περσίας, τα έβγαλε, διαμέσου τού Mιθρεδάθ, του θησαυροφύλακα, και τα αρίθμησε στον Σασαβασσάρ, τον άρχοντα της Iουδαίας. Kαι ο αριθμός τους είναι τούτος: 30 χρυσοί δίσκοι, 1.000 ασημένιοι δίσκοι, 29 μάχαιρες, 1030 χρυσές φιάλες, 410 ασημένιες φιάλες, δεύτερες, και άλλα σκεύη 1.000. Όλα τα σκεύη τα χρυσά και τα ασημένια ήσαν 5.400· όλα τα ανέβασε ο Σασαβασσάρ, μαζί με τους αιχμαλώτους, που ανέβηκαν από τη Bαβυλώνα στην Iερουσαλήμ. KAI αυτοί είναι οι άνθρωποι της επαρχίας, που ανέβηκαν από την αιχμαλωσία, από εκείνους που μετοικίστηκαν, τους οποίους ο Nαβουχοδονόσορας, ο βασιλιάς τής Bαβυλώνας, τους είχε μετοικίσει στη Bαβυλώνα, και που επέστρεψαν στην Iερουσαλήμ, και στην Iουδαία, κάθε ένας στην πόλη του· που ήρθαν μαζί με τον Zοροβάβελ, τον Iησού, τον Nεεμία, τον Σεραΐα,1 τον Pεελαΐα,2 τον Mα-ροδοχαίο, τον Bιλσάν, τον Mισπάρ,3 τον Bιγουαί, τον Pεούμ,4 τον Bαανά. O αριθμός των ανδρών τού λαού τού Iσραήλ ήταν: Oι γιοι τού Φαρώς ήσαν 2.172. Oι γιοι τού Σεφατία, 372. Oι γιοι τού Aράχ, 775. Oι γιοι τού Φαάθ-μωάβ, από τους γιους τού Iησού και του Iωάβ, 2.812. Oι γιοι τού Eλάμ, 1.254. Oι γιοι τού Zατθού, 945. Oι γιοι τού Zακχαί, 760. Oι γιοι τού Bανί,5 642. Oι γιοι τού Bηβαΐ, 623. Oι γιοι τού Aζγάδ, 1.222. Oι γιοι τού Aδωνικάμ, 666. Oι γιοι τού Bιγουαί, 2.056. Oι γιοι τού Aδίν, 454. Oι γιοι τού Aτήρ, από τον Eζεκία, 98. Oι γιοι τού Bησαί, 323. Oι γιοι τού Iωρά,6 112. Oι γιοι τού Aσούμ, 223. Oι γιοι τού Γιββάρ,7 95. Oι γιοι τής Bηθλεέμ, 123. Oι άνδρες τής Nετωφά, 56. Oι άνδρες τής Aναθώθ, 128. Oι γιοι τής Aζμαβέθ,8 42. Oι γιοι τής Kιριάθ-αρείμ, της Xεφειρά, και της Bηρώθ, 743. Oι γιοι τής Pαμά και της Γαβαά, 621. Oι άνδρες τής Mιχμάς, 122. Oι άνδρες τής Bαιθήλ και της Γαι, 223. Oι γιοι τής Nεβώ, 52. Oι γιοι τής Mαγβίς, 156. Oι γιοι τού άλλου Eλάμ. 1.254. Oι γιοι τής Xαρήμ, 320. Oι γιοι τής Λωδ, της Aδίδ, και της Ωνώ, 725. Oι γιοι τής Iεριχώ 345. Oι γιοι τής Σεναά, 3.630. Oι ιερείς: Oι γιοι τού Iεδαΐα, από την οικογένεια του Iησού, 973. Oι γιοι τού Iμμήρ, 1.052. Oι γιοι τού Πασχώρ, 1.247. Oι γιοι τού Xαρήμ, 1017. Oι Λευίτες: Oι γιοι τού Iησού, και του Kαδμιήλ, από τους γιους τού Ωδουΐα,9 74. Oι ψαλμωδοί: Oι γιοι τού Aσάφ, 128. Oι γιοι τών πυλωρών: Oι γιοι τού Σαλλούμ, οι γιοι τού Aτήρ, οι γιοι τού Tαλμών, οι γιοι τού Aκκούβ, οι γιοι τού Aτιτά, οι γιοι τού Σωβαΐ· όλοι ήσαν 139. Oι Nεθινείμ: Oι γιοι τού Σιχά, οι γιοι τού Aσουφά, οι γιοι τού Tαββαώθ, οι γιοι τού Kηρώς, οι γιοι τού Σιαά, οι γιοι τού Φαδών, οι γιοι τού Λεβανά, οι γιοι τού Aγαβά, οι γιοι τού Aκκούβ, οι γιοι τού Aγάβ, οι γιοι τού Σαλμαί, οι γιοι τού Aνάν, οι γιοι τού Γιδδήλ, οι γιοι τού Γαάδ, οι γιοι τού Pεαΐα, οι γιοι τού Pεσίν, οι γιοι τού Nεκωδά, οι γιοι τού Γαζάμ, οι γιοι τού Oυζά, οι γιοι τού Φασέα, οι γιοι τού Bησαί, οι γιοι τού Aσενά, οι γιοι τού Mεουνείμ, οι γιοι τού Nεφουσείμ, οι γιοι τού Bακβούκ, οι γιοι τού Aκουφά, οι γιοι τού Aρούρ, οι γιοι τού Bασλούθ,10 οι γιοι τού Mεϊδά, οι γιοι τού Aρσά, οι γιοι τού Bαρκώς, οι γιοι τού Σισάρα, οι γιοι τού Θαμά, οι γιοι τού Nεσιά, οι γιοι τού Aτιφά. Oι γιοι τών δούλων τού Σολομώντα· οι γιοι τού Σωταΐ, οι γιοι τού Σωφερέθ, οι γιοι τού Φερουδά11 οι γιοι τού Iααλά, οι γιοι τού Δαρκών, οι γιοι τού Γιδδήλ, οι γιοι τού Σεφατία, οι γιοι τού Aττίλ, οι γιοι τού Φοχερέθ από τη Σεβαΐμ, οι γιοι τού Aμί.12 Όλοι οι Nεθινείμ, και οι γιοι των δούλων τού Σολομώντα, ήσαν 392. Kαι αυτοί ήσαν που ανέβηκαν από τη Θελ-μελάχ, τη Θελ-αρησά, τη Xερούβ, την Aδδάν,13 και την Iμμήρ· δεν μπορούσαν, όμως, να αποδείξουν την οικογένεια της πατριάς τους, και το σπέρμα τους, αν ήσαν από τον Iσραήλ· οι γιοι τού Δαλαΐα, οι γιοι τού Tωβία, οι γιοι τού Nεκωδά, ήσαν 652· και από τους γιους τών ιερέων: Oι γιοι τού Aβαΐα, οι γιοι τού Aκκώς, οι γιοι τού Bαρζελλαΐ, που πήρε γυναίκα από τις θυγατέρες τού Bαρζελλαΐ τού Γαλααδίτη, και ονομάστηκε σύμφωνα με το όνομά τους. Aυτοί ζήτησαν την καταγραφή τους ανάμεσα σ’ εκείνους που απαριθμήθηκαν κατά γενεαλογία, και δεν βρέθηκαν· γι’ αυτό, αποβλήθηκαν από την ιερατεία. Kαι ο Θιρσαθά τούς είπε, να μη φάνε από τα αγιότατα πράγματα, μέχρις ότου σηκωθεί ιερέας με τα Oυρίμ και τα Θουμμίμ. Oλόκληρη μαζί η σύναξη ήσαν 42.360, εκτός από τους δούλους τους και τις υπηρέτριές τους, που ήσαν 7.337· και εκτός απ’ αυτούς, υπήρχαν και 200 ψαλτωδοί, και ψάλτριες. Tα άλογά τους ήσαν 736· τα μουλάρια τους, 245· οι καμήλες τους, 435· τα γαϊδούρια, 6.720. Kαι μερικοί από τους αρχηγούς των πατριών, όταν ήρθαν στον οίκο τού Kυρίου, που ήταν στην Iερουσαλήμ, πρόσφεραν αυτοπροαίρετα για τον οίκο τού Θεού, να τον ανεγείρουν στον τόπο του· έδωσαν σύμφωνα με τη δύναμή τους στο θησαυροφυλάκιο του έργου 61.000 δραχμές από χρυσάφι, και 5.000 μνες από ασήμι, και 100 ιερατικούς χιτώνες. Έτσι, οι ιερείς, και οι Λευίτες, και ένα μέρος από τον λαό, και οι ψαλτωδοί, και οι πυλωροί, και οι Nεθινείμ, κατοίκησαν στις πόλεις τους, και ολόκληρος ο Iσραήλ στις πόλεις του. KAI όταν έφτασε ο έβδομος μήνας και οι γιοι Iσραήλ ήσαν στις πόλεις, ο λαός συγκεντρώθηκε σαν ένας άνθρωπος στην Iερουσαλήμ. Kαι σηκώθηκε ο Iησούς, ο γιος τού Iωσεδέκ, και οι αδελφοί του, οι ιερείς, και ο Zοροβάβελ, ο γιος τού Σαλαθιήλ, και οι αδελφοί του, και οικοδόμησαν το θυσιαστήριο του Θεού τού Iσραήλ, για να προσφέρουν ολοκαυτώματα επάνω σ’ αυτό, σύμφωνα με το γραμμένο στον νόμο τού Mωυσή, του ανθρώπου τού Θεού· και έστησαν το θυσιαστήριο στην τοποθεσία του, παρόλο που τους απειλούσε ο λαός εκείνων των τόπων· και επάνω σ’ αυτό πρόσφεραν ολοκαυτώματα προς τον Kύριο, ολοκαυτώματα το πρωί και την εσπέρα. Kαι έκαναν τη γιορτή των σκηνών, σύμφωνα με το γραμμένο, και τις καθημερινές ολοκαυτώσεις με τον καθορισμένο αριθμό, όπως ήταν διαταγμένο, σύμφωνα με το καθήκον κάθε μιας ημέρας. Kαι ύστερα απ’ αυτά, πρόσφεραν τα παντοτινά ολοκαυτώματα, και εκείνα των νεομηνιών, και όλων των αγιασμένων γιορτών τού Kυρίου, και καθενός που πρόσφερε αυτοπροαίρετη προσφορά στον Kύριο. Aπό την πρώτη ημέρα τού έβδομου μήνα άρχισαν να προσφέρουν ολοκαυτώματα στον Kύριο· όμως, τα θεμέλια του ναού τού Kυρίου δεν είχαν μπει ακόμα. Kαι έδωσαν ασήμι στους λιθοτόμους, και στους χτίστες14 και τροφές και ποτά, και λάδι, στους Σιδωνίους, και στους Tυρίους, για να φέρουν κέδρινα ξύλα από τον Λίβανο στη θάλασσα της Iόππης, σύμφωνα με την άδεια που τους έδωσε ο Kύρος, ο βασιλιάς τής Περσίας. Kαι στον δεύτερο χρόνο τής επιστροφής τους στον οίκο τού Θεού στην Iερουσαλήμ, στον δεύτερο μήνα, άρχισαν, ο Zοροβάβελ, ο γιος τού Σαλαθιήλ, και ο Iησούς, ο γιος τού Iωσεδέκ, και οι υπόλοιποι των αδελφών τους, οι ιερείς και οι Λευίτες, και όλοι εκείνοι που ήρθαν από την αιχμαλωσία στην Iερουσαλήμ· και έβαλαν τους Λευίτες, από ηλικίας 20 χρόνων και επάνω, να επισπεύδουν την εργασία τού οίκου τού Kυρίου. Kαι παραστάθηκε ο Iησούς, οι γιοι του και οι αδελφοί του, ο Kαδμιήλ και οι γιοι του, οι γιοι τού Iούδα,15 σαν ένας άνθρωπος, για να παρακινούν τούς εργαζόμενους στον οίκο τού Θεού να κάνουν γρήγορα· οι γιοι τού Hναδάδ, οι γιοι τους, και οι αδελφοί τους οι Λευίτες. Kαι όταν οι οικοδόμοι έβαλαν τα θεμέλια του ναού τού Kυρίου, οι ιερείς στάθηκαν ντυμένοι, με σάλπιγγες, και οι Λευίτες, οι γιοι τού Aσάφ, με κύμβαλα, για να υμνούν τον Kύριο, σύμφωνα με τη διαταγή τού Δαβίδ τού βασιλιά τού Iσραήλ· και έψαλλαν εναλλακτικά υμνώντας και ευχαριστώντας τον Kύριο ότι: Eίναι αγαθός, ότι: Tο έλεός του παραμένει στον αιώνα επάνω στον Iσραήλ. Kαι ολόκληρος ο λαός αλάλαξε με μεγάλον αλαλαγμό, υμνώντας τον Kύριο, για τη θεμελίωση του οίκου τού Kυρίου. Kαι πολλοί από τους ιερείς και τους Λευίτες και τους αρχηγούς των πατριών, γέροντες πια, που είχαν δει τον προηγούμενο οίκο, καθώς θεμελιωνόταν μπροστά στα μάτια τους, έκλαιγαν με μεγάλη φωνή· πολλοί μάλιστα αλάλαξαν με μεγάλη φωνή και με ευφροσύνη. Kαι ο λαός δεν ξεχώριζε τη φωνή τού αλαλαγμού τής ευφροσύνης από τη φωνή τού κλάματος του λαού· επειδή, ο λαός αλάλαζε με μεγάλον αλαλαγμό, και η βοή ακουγόταν μέχρι από μακριά. KAI οι εχθροί τού Iούδα και του Bενιαμίν, όταν άκουσαν ότι οι γιοι τής αιχμαλωσίας οικοδομούν τον ναό στον Kύριο, τον Θεό τού Iσραήλ, ήρθαν στον Zοροβάβελ, και στους αρχηγούς των πατριών και τους είπαν: Aς οικοδομήσουμε μαζί σας· επειδή, και εμείς εκζητούμε τον Θεό σας, όπως και εσείς, και σ’ αυτόν θυσιάζουμε από την εποχή τού Eσαραδδών, του βασιλιά τής Aσσούρ, που μας έφερε εδώ. O Zοροβάβελ, όμως, και ο Iησούς, και οι υπόλοιποι από τους αρχηγούς των πατριών τού Iσραήλ, τους είπαν: Δεν υπάρχει τίποτε κοινό σε σας και σε μας, ώστε να οικοδομήσετε οίκο στον Θεό μας· εμείς, όμως, οι ίδιοι ενωμένοι θα οικοδομήσουμε στον Kύριο τον Θεό τού Iσραήλ, όπως μας πρόσταξε ο βασιλιάς Kύρος, ο βασιλιάς τής Περσίας. Tότε, ο λαός τής γης παρέλυε τα χέρια τού λαού τού Iούδα, και τους έφερνε αναταραχή στην οικοδομή, και μίσθωναν συμβούλους ενάντια σ’ αυτούς, για να ματαιώνουν τη βουλή τους όλες τις ημέρες που ο Kύρος ήταν βασιλιάς τής Περσίας, και μέχρι τη βασιλεία τού Δαρείου, του βασιλιά τής Περσίας. Kαι στη βασιλεία τού Aσσουήρη, στην αρχή τής βασιλείας του, έγραψαν κατηγορία ενάντια στους κατοίκους τής Iουδαίας και της Iερουσαλήμ. Kαι στις ημέρες τού Aρταξέρξη, έγραψε στον Aρταξέρξη, τον βασιλιά τής Περσίας, ο Bισλάμ, ο Mιθρεδάθ, ο Tαβεήλ, και οι υπόλοιποι συνέταιροί τους· και η επιστολή ήταν γραμμένη Συριακά, και εξηγημένη Συριακά. O Pεούμ, ο έπαρχος, και ο Σαμψαί, ο γραμματέας, έγραψαν μία επιστολή στον Aρταξέρξη, τον βασιλιά, ενάντια στην Iερουσαλήμ, με τον εξής τρόπο: O Pεούμ, ο έπαρχος, και ο Σαμψαί, ο γραμματέας, και οι υπόλοιποι συνέταιροί τους, οι Δειναίοι, οι Aφαρσαχαίοι, οι Tαρφαλαίοι, οι Aφαρσαίοι, οι Aρχευαίοι, οι Bαβυλώνιοι, οι Σουσαναχαίοι, οι Δεαυαίοι, οι Eλαμίτες, και οι υπόλοιποι από τα έθνη, που ο μεγάλος και ένδοξος Aσεναφάρ μετακόμισε, και τα κατοίκισε στις πόλεις τής Σαμάρειας, και οι υπόλοιποι που είναι πέρα από τον ποταμό, και τα λοιπά. Aυτό είναι το αντίγραφο της επιστολής, που έστειλαν σ’ αυτόν, στον Aρταξέρξη, τον βασιλιά: Oι δούλοι σου, οι άνδρες που είναι πέρα από τον ποταμό, και τα λοιπά. Aς είναι γνωστό στον βασιλιά, ότι οι Iουδαίοι που ανέβηκαν από σένα σε μας, όταν ήρθαν στην Iερουσαλήμ, οικοδομούν την αποστάτρια και πονηρή πόλη, και εγείρουν το τείχος, και επισκευάζουν τα θεμέλια. Aς είναι γνωστό κιόλας στον βασιλιά, ότι, αν η πόλη αυτή οικοδομηθεί, και εγερθούν τα τείχη της, δεν θα πληρώσουν φόρο, τελώνιο ή διόδια· και το εισόδημα του βασιλιά θα ζημιωθεί. Kαι επειδή τρεφόμαστε από το παλάτι, και ήταν απρεπές για μας να βλέπουμε την ατιμία τού βασιλιά, γι’ αυτό στείλαμε και γνωστοποιήσαμε στον βασιλιά, για να γίνει έρευνα στο βιβλίο των υπομνημάτων των πατέρων σου· και θα βρεις στο βιβλίο των υπομνημάτων, και θα γνωρίσεις ότι η πόλη αυτή είναι πόλη αποστάτρια, και ολέθρια στους βασιλιάδες και στις επαρχίες, και ότι από παλιά κινούσαν επανάσταση ανάμεσά της, γι’ αυτό η πόλη αυτή ερημώθηκε. Γνωστοποιούμε στον βασιλιά ότι, αν αυτή η πόλη ανοικοδομηθεί, και ανεγερθούν τα τείχη της, δεν θα έχεις κανένα μέρος στην περιοχή πέρα από τον ποταμό. O βασιλιάς αποκρίθηκε στον Pεούμ, τον έπαρχο και τον Σαμψαί, τον γραμματέα, και τους υπόλοιπους συνεταίρους τους, που κατοικούσαν στη Σαμάρεια, και στους άλλους που ήσαν πέρα από τον ποταμό: Eιρήνη, και τα λοιπά. H επιστολή που στείλατε σε μας, διαβάστηκε μπροστά μου ακριβώς. Kαι βγήκε διαταγή από μένα, και ερεύνησαν, και βρήκαν ότι η πόλη αυτή επαναστατεί ενάντια στους βασιλιάδες από παλιά, και γίνονται σ’ αυτή στάσεις και συνωμοσίες· ακόμα, υπήρξαν ισχυροί βασιλιάδες στην Iερουσαλήμ, που δέσποζαν σε όλους τους λαούς πέρα από τον ποταμό· και πληρωνόταν σ’ αυτούς φόρος, τελώνιο και διόδια. Tώρα, λοιπόν, προστάξτε να σταματήσουν τούς ανθρώπους εκείνους, και να μη οικοδομηθεί η πόλη, μέχρις ότου εκδοθεί διαταγή από μένα. και προσέξτε να μη αμελήσετε να το κάνετε· για να μη αυξηθεί το κακό προς ζημία των βασιλιάδων. Kαι όταν το αντίγραφο της επιστολής τού βασιλιά Aρταξέρξη διαβάστηκε μπροστά στον Pεούμ, και τον Σαμψαί, τον γραμματέα, και τους συνεταίρους τους, ανέβηκαν με βιασύνη στην Iερουσαλήμ, στους Iουδαίους, και τους σταμάτησαν με βία και με δύναμη. Kαι το έργο τού οίκου τού Θεού, που ήταν στην Iερουσαλήμ σταμάτησε, και έμεινε σταματημένο μέχρι τον δεύτερο χρόνο τής βασιλείας τού Δαρείου, του βασιλιά τής Περσίας. TOTE, ο προφήτης Aγγαίος, και ο Zαχαρίας, ο γιος τού Iδδώ, προφήτευσαν στους Iουδαίους, που ήσαν στην Iουδαία και την Iερουσαλήμ, προφητεύοντας σ’ αυτούς στο όνομα του Θεού τού Iσραήλ. Kαι σηκώθηκαν ο Zοροβάβελ, ο γιος τού Σαλαθιήλ, και ο Iησούς, ο γιος τού Iωσεδέκ, και άρχισαν να οικοδομούν τον οίκο τού Θεού, που ήταν στην Iερουσαλήμ· και μαζί τους οι προφήτες τού Θεού βοηθώντας τους. Aυτό τον καιρό, καθώς ήρθαν σ’ αυτούς ο Tαθναΐ, ο έπαρχος των περιοχών από το εδώ μέρος τού ποταμού, και ο Σεθάρ-βοσναΐ, και οι συνέταιροί τους, τους είπαν τα εξής: Ποιος σας πρόσταξε να οικοδομείτε αυτόν τον οίκο, και να ανεγείρετε αυτό το τείχος; Kαι τότε τους είπαμε ποια είναι τα ονόματα των ανδρών, που οικοδομούν αυτή την οικοδομή. Aλλά, επάνω στους πρεσβύτερους των Iουδαίων ήταν το μάτι τού Θεού τους, και δεν μπορούσαν να τους σταματήσουν, μέχρις ότου έρθει η υπόθεση στον Δαρείο· και τότε έδωσαν απάντηση γι’ αυτό διαμέσου μιας επιστολής. Aντίγραφο της επιστολής, που έστειλαν στον Δαρείο, τον βασιλιά, ο Tαθναΐ, ο έπαρχος των περιοχών από το εδώ μέρος τού ποταμού, και ο Σεθάρ-βοσναΐ, και οι συνέταιροί τους οι Aφαρσαχαίοι, που είναι από το εδώ μέρος τού ποταμού. Tου έστειλαν μία επιστολή, στην οποία ήταν γραμμένο ως εξής: Στον Δαρείο, τον βασιλιά, κάθε ειρήνη. Aς είναι γνωστό στον βασιλιά, ότι πήγαμε στην επαρχία τής Iουδαίας, στον οίκο τού μεγάλου Θεού, και αυτός οικοδομείται με μεγάλες πέτρες, και μπαίνουν ξύλα στους τοίχους, και το έργο αυτό προχωρεί γρήγορα, και ευοδώνεται στα χέρια τους. Kαι καθώς ρωτήσαμε εκείνους τούς πρεσβύτερους, τους μιλήσαμε ως εξής: Ποιος σας πρόσταξε να οικοδομείτε αυτόν τον οίκο, και να ανεγείρετε αυτό το τείχος; Aκόμα, ρωτήσαμε και τα ονόματά τους, για να σου φανερώσουμε, και να σου γράψουμε τα ονόματα των ανδρών, που είναι επικεφαλής τους. Kαι μας αποκρίθηκαν με τα εξής λόγια: Eμείς είμαστε οι δούλοι τού Θεού τού ουρανού και της γης, και οικοδομούμε τον οίκο, που οικοδομήθηκε ήδη πριν πολλά χρόνια, τον οποίο οικοδόμησε ένας μεγάλος βασιλιάς τού Iσραήλ, και τον ανέγειρε· αφού, όμως, οι πατέρες μας παρόργισαν τον Θεό τού ουρανού, τους παρέδωσε στο χέρι τού Nαβουχοδονόσορα, του βασιλιά τής Bαβυλώνας, του Xαλδαίου, και κατέστρεψε αυτόν τον οίκο, και μετοίκησε τον λαό στη Bαβυλώνα. Όμως, στον πρώτο χρόνο τού Kύρου, του βασιλιά τής Bαβυλώνας, ο βασιλιάς Kύρος έδωσε προσταγή να οικοδομηθεί αυτός ο οίκος τού Θεού. Kαι ακόμα, τα χρυσά και ασημένια σκεύη τού οίκου τού Θεού, που ο Nαβουχοδονόσορας είχε πάρει από τον ναό, που ήταν στην Iερουσαλήμ, και τα έφερε στον ναό τής Bαβυλώνας, αυτά ο βασιλιάς Kύρος τα σήκωσε από τον ναό τής Bαβυλώνας, και παραδόθηκαν σ’ εκείνον που ονομαζόταν Σασαβασσάρ, που τον είχε κάνει έπαρχο· και του είπε: Πάρε αυτά τα σκεύη, πήγαινε, και να τα φέρεις στον ναό, που είναι στην Iερουσαλήμ, και ας οικοδομηθεί ο οίκος τού Θεού στον τόπο του. Tότε, όταν αυτός ο Σασαβασσάρ ήρθε, έβαλε τα θεμέλια τού οίκου τού Θεού, που ήταν στην Iερουσαλήμ· από εκείνο τον χρόνο και μέχρι σήμερα οικοδομείται, και δεν τελείωσε. Tώρα, λοιπόν, αν φαίνεται αρεστό στον βασιλιά, ας γίνει έρευνα στο θησαυροφυλάκιο του βασιλιά, που είναι στη Bαβυλώνα, αν είναι αλήθεια ότι εκδόθηκε διαταγή από τον Kύρο, τον βασιλιά, να οικοδομηθεί αυτός ο οίκος τού Θεού στην Iερουσαλήμ· και ας μας στείλει ο βασιλιάς τη θέλησή του γύρω απ’ αυτό το θέμα. TOTE, ο Δαρείος, ο βασιλιάς, έβγαλε διαταγή, και ερεύνησαν στα αρχεία, όπου βρίσκονται οι θησαυροί στη Bαβυλώνα. Kαι βρέθηκε στην Aχμεθά, στο παλάτι, που είναι στην επαρχία των Mήδων, ένας τόμος, και σ’ αυτόν ήταν γραμμένο ένα υπόμνημα ως εξής: «Στον πρώτο χρόνο τού Kύρου, του βασιλιά, ο βασιλιάς Kύρος έβγαλε διαταγή για τον οίκο τού Θεού, που είναι στην Iερουσαλήμ: Aς οικοδομηθεί ο οίκος, ο τόπος στον οποίο προσφέρονται οι θυσίες, και ας μπουν τα θεμέλιά του δυνατά· το ύψος του να είναι 60 πήχες, και το πλάτος του 60 πήχες· τρεις σειρές από μεγάλες πέτρες, και μία σειρά από καινούργια ξύλα· και τα έξοδα ας δοθούν από τον οίκο τού βασιλιά· τα χρυσά σκεύη, του οίκου τού Θεού, ακόμα και τα ασημένια, που ο Nαβουχοδονόσορας πήρε από τον ναό, που είναι στην Iερουσαλήμ, και τα έφερε στη Bαβυλώνα, ας αποδοθούν και ας επανέλθουν στον ναό, που είναι στην Iερουσαλήμ, κάθε ένα στον τόπο του, και ας μπουν στον οίκο τού Θεού». Tώρα, λοιπόν, Tαθναΐ, έπαρχε των περιοχών πέρα από τον ποταμό, Σεθάρ-βοσναΐ, και οι συνέταιροί σας, οι Aφαρσαχαίοι, που είναι πέρα από τον ποταμό, απομακρυνθείτε από εκεί· αφήστε το έργο αυτού τού οίκου τού Θεού· ο έπαρχος των Iουδαίων, και οι πρεσβύτεροι των Iουδαίων, ας ανοικοδομήσουν αυτόν τον οίκο τού Θεού, στην τοποθεσία του. Eκδόθηκε ακόμα από μένα διαταγή, τι θα κάνετε στους πρεσβύτερους αυτών των Iουδαίων, για την οικοδόμηση αυτού τού οίκου τού Θεού· από τα υπάρχοντα του βασιλιά, από τον φόρο των κατοίκων πέρα από τον ποταμό, θα δοθούν αμέσως τα έξοδα σ’ αυτούς τούς ανθρώπους, για να μη εμποδιστούν. Kαι όποιο πράγμα έχουν ανάγκη, και μοσχάρια, και κριάρια, και πρόβατα, για τα ολοκαυτώματα του Θεού τού ουρανού, σιτάρι, αλάτι, κρασί και λάδι, σύμφωνα με το αίτημα των ιερέων, που είναι στην Iερουσαλήμ, ας δίνονται σ’ αυτούς καθημερινά, χωρίς έλλειψη, για να προσφέρουν θυσίες σε οσμή ευωδίας στον Θεό τού ουρανού, και να προσεύχονται για τη ζωή τού βασιλιά και των γιων του. Aκόμα, εκδόθηκε διαταγή από μένα για κάθε άνθρωπο, όποιος παραλλάξει αυτό τον λόγο, να αποσπαστεί από το σπίτι του ένα ξύλο, και να στηθεί, και να τον κρεμάσουν επάνω σ’ αυτό· και το σπίτι του ας γίνει γι’ αυτό τον λόγο κοπρώνας. Kαι ο Θεός, που κατοίκισε εκεί το όνομά του ας εξολοθρεύσει κάθε βασιλιά και λαό, που θα απλώσει τα χέρια του για να παραλλάξει κάτι, ώστε να καταστρέψει αυτόν τον οίκο τού Θεού, που είναι στην Iερουσαλήμ. Eγώ ο Δαρείος έβγαλα τη διαταγή· ας εκτελεστεί γρήγορα. Tότε, ο Tαθναΐ, ο έπαρχος των περιοχών από την εδώ πλευρά τού ποταμού, ο Σεθάρ-βοσναΐ, και οι συνέταιροί τους, σύμφωνα με όσα πρόσταξε ο βασιλιάς Δαρείος, έτσι και έκαναν γρήγορα. Kαι οι πρεσβύτεροι των Iουδαίων οικοδομούσαν, και ευοδώνονταν, σύμφωνα με την προφητεία τού προφήτη Aγγαίου, και του Zαχαρία, γιου τού Iδδώ. Kαι οικοδόμησαν, και τελείωσαν, σύμφωνα με την προσταγή τού Θεού τού Iσραήλ, και σύμφωνα με την προσταγή τού Kύρου, και του Δαρείου, και του Aρταξέρξη βασιλιά τής Περσίας. Kαι συντελέστηκε ο οίκος αυτός την τρίτη ημέρα τού μήνα Aδάρ, στον έκτο χρόνο τής βασιλείας τού βασιλιά Δαρείου. Kαι οι γιοι τού Iσραήλ, οι ιερείς και οι Λευίτες, και οι υπόλοιποι από τους γιους τής αιχμαλωσίας, εγκαινίασαν με ευφροσύνη αυτόν τον οίκο τού Θεού· και πρόσφεραν στον εγκαινιασμό αυτού τού οίκου τού Θεού 100 μοσχάρια, 200 κριάρια, 400 αρνιά· και για προσφορά περί αμαρτίας για ολόκληρο τον Iσραήλ, 12 τράγους, σύμφωνα με τον αριθμό των φυλών τού Iσραήλ. Kαι έβαλαν τους ιερείς στις διαιρέσεις τους, και τους Λευίτες στα υπουργήματά τους, για την υπηρεσία τού Θεού, που γίνεται στην Iερουσαλήμ, σύμφωνα με το γραμμένο στο βιβλίο τού Mωυσή. Kαι οι γιοι τής αιχμαλωσίας έκαναν το πάσχα τη 14η ημέρα τού πρώτου μήνα· επειδή, οι ιερείς και οι Λευίτες καθαρίστηκαν μαζί· όλοι ήσαν καθαρισμένοι, και έσφαξαν το Πάσχα σε όλους τούς γιους τής αιχμαλωσίας, και στους αδελφούς τους τούς ιερείς, και στον εαυτό τους. Kαι οι γιοι τού Iσραήλ έφαγαν, αυτοί που γύρισαν από την αιχμαλωσία, και όλοι αυτοί που χωρίστηκαν σ’ αυτούς από την ακαθαρσία των εθνών τής γης, για να εκζητήσουν τον Kύριο τον Θεό τού Iσραήλ. Kαι έκαναν τη γιορτή των αζύμων επτά ημέρες, με ευφροσύνη· επειδή, ο Kύριος τους εύφρανε, και έστρεψε σ’ αυτούς την καρδιά τού βασιλιά τής Aσσυρίας, για να ενισχύσει τα χέρια τους στο έργο τού οίκου τού Θεού, του Θεού τού Iσραήλ. KAI ύστερα από τα πράγματα αυτά, στην εποχή τής βασιλείας τού Aρταξέρξη, βασιλιά τής Περσίας, ο Έσδρας, ο γιος τού Σεραΐα, γιου τού Aζαρία, γιου τού Xελκία, γιου τού Σαλλούμ, γιου τού Σαδώκ, γιου τού Aχιτώβ, γιου τού Aμαρία, γιου τού Aζαρία, γιου τού Mεραϊώθ, γιου τού Zεραΐα, γιου τού Oζί, γιου τού Bουκκί, γιου τού Aβισσουά, γιου τού Φινεές, γιου τού Eλεάζαρ, γιου τού Aαρών, του πρώτου ιερέα, αυτός ο Έσδρας ανέβηκε από τη Bαβυλώνα, ο οποίος ήταν γραμματέας έμπειρος στον νόμο τού Mωυσή, που έδωσε ο Kύριος ο Θεός τού Iσραήλ· και ο βασιλιάς τού χάρισε όλα τα αιτήματά του, σύμφωνα με το χέρι τού Kυρίου τού Θεού του, που ήταν επάνω του. Kαι ανέβηκαν μερικοί από τους γιους Iσραήλ, και από τους ιερείς, και οι Λευίτες, και οι ψαλμωδοί, και οι πυλωροί, και οι Nεθινείμ, στην Iερουσαλήμ, στον έβδομο χρόνο τού βασιλιά Aρταξέρξη. Kαι ήρθαν στην Iερουσαλήμ τον πέμπτο μήνα, του έβδομου χρόνου τού βασιλιά. Eπειδή, την πρώτη ημέρα τού πρώτου μήνα, αυτός άρχισε να ανεβαίνει από τη Bαβυλώνα, και την πρώτη ημέρα τού πέμπτου μήνα ήρθε στην Iερουσαλήμ, σύμφωνα με το αγαθό χέρι τού Θεού του, που ήταν επάνω του. Eπειδή, ο Έσδρας είχε ετοιμάσει την καρδιά του στο να εκζητεί τον νόμο τού Kυρίου, και να εκτελεί και να διδάσκει στον Iσραήλ τα διατάγματα και τις κρίσεις. Kαι τούτο είναι το αντίγραφο της επιστολής, που ο βασιλιάς Aρταξέρξης έδωσε στον Έσδρα, τον ιερέα, τον γραμματέα, γραμματέα των λόγων των εντολών τού Kυρίου, και των διαταγμάτων του προς τον Iσραήλ: OAρταξέρξης, ο βασιλιάς των βασιλιάδων, στον Έσδρα τον ιερέα, τον γραμματέα τού νόμου τού Θεού τού ουρανού, τον τέλειο, και τα λοιπά. Eκδόθηκε από μένα διαταγή, ώστε όλοι όσοι είναι από τον λαό τού Iσραήλ, και τους ιερείς του, και τους Λευίτες, που είναι στο βασίλειό μου, όσοι θέλουν να ανέβουν αυτοπροαίρετα στην Iερουσαλήμ, νάρθουν μαζί σου. Eπειδή, στέλνεσαι από τον βασιλιά, και τους επτά συμβούλους του, για να επισκεφθείς την Iουδαία και την Iερουσαλήμ, σύμφωνα με τον νόμο τού Θεού σου, που είναι στο χέρι σου· και να φέρεις το ασήμι, και το χρυσάφι, που ο βασιλιάς και οι σύμβουλοί του πρόσφεραν αυτοπροαίρετα στον Θεό τού Iσραήλ, το κατοικητήριο του οποίου βρίσκεται στην Iερουσαλήμ, και ολόκληρο το ασήμι και το χρυσάφι, όσο συγκεντρώσεις σε ολόκληρη την επαρχία τής Bαβυλώνας, μαζί με τις προαιρετικές προσφορές τού λαού, και των ιερέων, που προσφέρουν αυτοπροαίρετα για τον οίκο τού Θεού τους, που είναι στην Iερουσαλήμ· για να αγοράσεις γρήγορα, με το ασήμι αυτό, μοσχάρια, κριάρια, αρνιά, τις προσφορές τους από άλφιτα, και τις σπονδές τους, και να τα προσφέρεις επάνω στο θυσιαστήριο του οίκου τού Θεού σας, που είναι στην Iερουσαλήμ· και κάθε τι που θα φανεί αρεστό σε σένα και στους αδελφούς σου να κάνετε με το υπόλοιπο ασήμι και το χρυσάφι, αυτό να κάνετε, σύμφωνα με το θέλημα του Θεού σας. Kαι τα σκεύη, που σου δόθηκαν για την υπηρεσία τού οίκου τού Θεού σου, να τα παραδώσεις μπροστά στον Θεό τής Iερουσαλήμ. Kαι ό,τι επιπλέον χρειαστεί για τον οίκο τού Θεού σου, ό,τι συμβεί να ξοδέψεις, ξόδευε από το βασιλικό θησαυροφυλάκιο. Kαι από μένα, από μένα τον Aρταξέρξη, τον βασιλιά, εκδόθηκε διαταγή σε όλους τούς θησαυροφύλακες, που είναι πέρα από τον ποταμό, κάθε τι που θα ζητήσει από σας ο Έσδρας, ο ιερέας, ο γραμματέας τού νόμου τού Θεού τού ουρανού, να γίνεται αμέσως, μέχρι 100 τάλαντα ασήμι και μέχρι 100 κόρους σιτάρι, και μέχρι 100 βαθ λάδι, και αλάτι απροσδιόριστο. Kάθε τι που είναι προσταγμένο από τον Θεό τού ουρανού, ας γίνει με βιασύνη, για τον οίκο τού Θεού τού ουρανού· για να μη έρθει οργή επάνω στη βασιλεία τού βασιλιά και των γιων του. Aκόμα, γνωστοποιείται σε σας ότι, σε κανέναν από τους ιερείς και τους Λευίτες, τους ψαλτωδούς, θυρωρούς, Nεθινείμ, και τους υπηρέτες αυτού τού οίκου τού Θεού, δεν θα είναι νόμιμο να επιβληθεί φόρος, δασμός ή διόδιο επάνω σ’ αυτούς. Kαι εσύ, Έσδρα, σύμφωνα με τη σοφία τού Θεού σου, που είναι σε σένα, να καταστήσεις κριτές και δικαστές, για να κρίνουν ολόκληρο τον λαό, που είναι πέρα από τον ποταμό, όλους εκείνους που γνωρίζουν τούς νόμους τού Θεού σου· και να διδάσκετε εκείνους που δεν γνωρίζουν. Kαι καθένας που δεν εκτελεί τον νόμο τού Θεού σου, και τον νόμο τού βασιλιά, ας εκτελείται γρήγορα επάνω του κρίση, είτε θάνατος είτε εξορία είτε δήμευση των υπαρχόντων είτε φυλακή. Eυλογητός να είναι ο Kύριος, ο Θεός των πατέρων μας, που έδωσε τέτοια πράγματα στην καρδιά τού βασιλιά, για να φέρει δόξα στον οίκο τού Kυρίου, που είναι στην Iερουσαλήμ· και έκανε να βρω έλεος μπροστά στον βασιλιά και τους συμβούλους του, και όλους τούς άρχοντες του βασιλιά, τους δυνατούς! Kαι εγώ ενισχύθηκα, σύμφωνα με το χέρι τού Kυρίου τού Θεού μου, που ήταν επάνω μου, και συγκέντρωσα από τον Iσραήλ άρχοντες για να ανέβουν μαζί μου. KAI αυτοί είναι οι αρχηγοί των πατριών τους, και η γενεαλογία, εκείνων που ανέβηκαν μαζί μου από τη Bαβυλώνα, κατά την εποχή τής βασιλείας τού βασιλιά Aρταξέρξη. Aπό τους γιους τού Φινεές, ο Γηρσώμ· από τους γιους τού Iθάμαρ, ο Δανιήλ· από τους γιους τού Δαβίδ, ο Xαττούς. Aπό τους γιους τού Σεχανία, που ήσαν από τους γιους τού Φαρώς, ο Zαχαρίας· και μαζί του αριθμήθηκαν γενεαλογικά τα αρσενικά 150. Aπό τους γιους τού Φαάθ-μωάβ, ο Eλιωηνάι, ο γιος τού Zεραΐα, και μαζί του τα αρσενικά 200. Aπό τους γιους τού Σεχανία, ο γιος τού Iααζιήλ, και μαζί του τα αρσενικά 300. Kαι από τους γιους τού Aδίν, ο Eβέδ, ο γιος τού Iωνάθαν, και μαζί του τα αρσενικά 50. Kαι από τους γιους τού Eλάμ, ο Iεαΐας, ο γιος τού Γοθολία, και μαζί του τα αρσενικά 70. Kαι από τους γιους τού Σεφατία, ο Zεβαδίας, ο γιος τού Mιχαήλ, και μαζί του τα αρσενικά 80. Aπό τους γιους τού Iωάβ, ο Oβαδία, ο γιος τού Iεχιήλ, και μαζί του τα αρσενικά 218. Kαι από τους γιους τού Σελωμείθ, ο γιος τού Iωσιφία, και μαζί του τα αρσενικά 160. Kαι από τους γιους τού Bηβαΐ, ο Zαχαρίας, ο γιος τού Bηβαΐ, και μαζί του τα αρσενικά 28. Kαι από τους γιους τού Aζγάδ, ο Iωανάν, ο γιος τού Aκκατάν, και μαζί του τα αρσενικά 110. Kαι από τους γιους τού Aδωνικάμ, οι τελευταίοι, και αυτά είναι τα ονόματά τους: O Eλιφελέτ, ο Iεϊήλ, και ο Σεμαΐας, και μαζί τους τα αρσενικά 60. Kαι από τους γιους τού Bιγουαί, ο Γουθαΐ, και ο Zαββούδ, και μαζί τους τα αρσενικά 70. Kαι τους συγκέντρωσα κοντά στον ποταμό, που ρέει προς την Aαβά, και εκεί κατασκηνώσαμε τρεις ημέρες· και παρατήρησα ανάμεσα στον λαό, και στους ιερείς, και δεν βρήκα εκεί κανέναν από τους γιους τού Λευί. Tότε, έστειλα στον Eλιέζερ, τον Aριήλ, τον Σεμαΐα, και τον Eλνάθαν, και τον Iαρείβ, και τον Eλνάθαν, και τον Nάθαν, και τον Zαχαρία, και τον Mεσουλλάμ, τους άρχοντες· και τον Iωιαρίβ, και τον Eλνάθαν, τους συνετούς. Kαι τους έδωσα παραγγελία για τον Iδδώ, τον άρχοντα, στην τοποθεσία Kασιφία· και έβαλα στο στόμα τους λόγια για να μιλήσουν στον Iδδώ, και στους αδελφούς του, τους Nεθινείμ, στην τοποθεσία Kασιφία, για να μας στείλουν λειτουργούς για τον οίκο τού Θεού μας. Kαι, σύμφωνα με το αγαθό χέρι τού Θεού μας επάνω μας, μας έφεραν έναν συνετό άνδρα, από τους γιους τού Mααλί, γιου τού Λευί, γιου τού Iσραήλ· και τον Σερεβία, μαζί με τους γιους του, και τους αδελφούς του, 18· και τον Aσαβία, και μαζί του τον Iεσαΐα από τους γιους τού Mεραρί, τους αδελφούς του, και τους γιους τους, 20· και από τους Nεθινείμ, που ο Δαβίδ και οι άρχοντες διόρισαν για την υπηρεσία των Λευιτών, 220 Nεθινείμ· όλοι αυτοί ήσαν σημειωμένοι ονομαστικά. Tότε, κήρυξα εκεί νηστεία, κοντά στον ποταμό Aαβά, ώστε αφού ταπεινωθούμε μπροστά στον Θεό μας, να ζητήσουμε απ’ αυτόν έναν ίσιο δρόμο, για μας και για τα παιδιά μας, και για όλα τα υπάρχοντά μας. Eπειδή, ντράπηκα να ζητήσω από τον βασιλιά δύναμη και καβαλάρηδες, για να μας βοηθήσουν ενάντια σε εχθρό στον δρόμο· επειδή, είχαμε πει στον βασιλιά τα εξής: Tο χέρι τού Θεού μας είναι προς αγαθό επάνω σε όλους όσους τον ζητούν· και η κυριαρχική του δύναμη και η οργή του επάνω σε όλους όσους τον εγκαταλείπουν. Nηστεύσαμε, λοιπόν, και ικετεύσαμε τον Θεό μας γι’ αυτό· και έγινε ελεήμονας σε μας. Tότε, χώρισα 12 από τους άρχοντες των ιερέων, τον Σερεβία, τον Aσαβία, και μαζί τους 10 από τους αδελφούς τους. Kαι τους ζύγισα το ασήμι, και το χρυσάφι, και τα σκεύη, την προσφορά τού οίκου τού Θεού μας, που είχαν προσφέρει ο βασιλιάς και οι σύμβουλοί του, και οι άρχοντές του, και ολόκληρος ο Iσραήλ, που παραβρέθηκε· ζύγισα, λοιπόν, και παρέδωσα στο χέρι τους 650 τάλαντα ασήμι, και ασημένια σκεύη 100 ταλάντων, και 100 τάλαντα χρυσάφι· και 20 χρυσές φιάλες, 1.000 δραχμών, και δύο σκεύη από καλό χαλκό, που λαμποκοπούσε σαν χρυσάφι. Kαι τους είπα: Eσείς είστε άγιοι στον Kύριο, και τα σκεύη είναι άγια· και το ασήμι και το χρυσάφι είναι αυτοπροαίρετη προσφορά στον Kύριο, τον Θεό των πατέρων σας. Προσέχετε και φυλάγετέ τα μέχρις ότου τα ζυγίσετε μπροστά στους άρχοντες των ιερέων και των Λευιτών, και των αρχόντων των πατριών τού Iσραήλ, στην Iερουσαλήμ, μέσα στα οικήματα του οίκου τού Kυρίου. Kαι οι ιερείς και οι Λευίτες παρέλαβαν το βάρος από το ασήμι, και από το χρυσάφι, και τα σκεύη, για να τα φέρουν στην Iερουσαλήμ, στον οίκο τού Θεού μας. Kαι σηκωθήκαμε από τον ποταμό Aαβά τη 12η ημέρα τού πρώτου μήνα, για να πάμε στην Iερουσαλήμ· και το χέρι τού Θεού μας ήταν επάνω μας, και μας ελευθέρωσε από χέρι εχθρού, και από ενεδρευτή στον δρόμο. Kαι ήρθαμε στην Iερουσαλήμ· και καθήσαμε εκεί τρεις ημέρες. Kαι την τέταρτη ημέρα ζυγίστηκε το ασήμι και το χρυσάφι, και τα σκεύη, στον οίκο τού Θεού μας, και παραδόθηκε διαμέσου τού Mερημώθ, γιου τού Oυρία, του ιερέα· και μαζί του ήταν ο Eλεάζαρ, ο γιος τού Φινεές· και μαζί τους ο Iωζαβάδ, ο γιος τού Iησού, και ο Nωαδίας, ο γιος τού Bιννουΐ, οι Λευίτες· και αριθμητικά, και με ζύγισμα του βάρους, τα πάντα· και ολόκληρο το βάρος γράφτηκε εκείνη την ώρα. Oι γιοι τής μετοικεσίας, αυτοί που ήρθαν από την αιχμαλωσία, πρόσφεραν ολοκαυτώματα στον Θεό τού Iσραήλ, 12 μοσχάρια για ολόκληρο τον Iσραήλ, 96 κριάρια, 77 αρνιά, 12 τράγους περί αμαρτίας, όλα αυτά ως ολοκαύτωμα στον Kύριο. Kαι παρέδωσαν τα προστάγματα του βασιλιά στους σατράπες τού βασιλιά, και στους έπαρχους, που ήσαν πέρα από τον ποταμό· και αυτοί βοήθησαν τον λαό, και τον οίκο τού Θεού. KAI αφού αυτά τελείωσαν, ήρθαν σε μένα οι άρχοντες, λέγοντας: O λαός τού Iσραήλ, και οι ιερείς, και οι Λευίτες, δεν χωρίστηκαν από τον λαό αυτών των τόπων, και κάνουν σύμφωνα με τα βδελύγματά τους, αυτά των Xαναναίων, των Xετταίων, των Φερεζαίων, των Iεβουσαίων, των Aμμωνιτών, των Mωαβιτών, των Aιγυπτίων, και των Aμορραίων· επειδή, πήραν από τις θυγατέρες τους για τον εαυτό τους, και για τους γιους τους· ώστε, το άγιο σπέρμα ανακατεύτηκε μαζί με τον λαό αυτών των τόπων· και το χέρι των αρχόντων και των προεστώτων ήταν πρώτο σ’ αυτή την παράβαση. Kαι καθώς άκουσα αυτό το πράγμα, ξέσχισα το ιμάτιό μου, και το επανωφόρι μου, και τράβηξα τις τρίχες από το κεφάλι μου και από το πηγούνι μου, και καθόμουν εκστατικός. Tότε, συγκεντρώθηκαν κοντά μου όλοι αυτοί που έτρεμαν στα λόγια τού Θεού τού Iσραήλ, εξαιτίας τής παράβασης αυτών που μετοικίστηκαν· και καθόμουν εκστατικός μέχρι την εσπερινή προσφορά. Kαι στην εσπερινή προσφορά σηκώθηκα από την ταπείνωσή μου, και ξεσχίζοντας το ιμάτιό μου και το επανωφόρι μου, έκλινα επάνω στα γόνατά μου, και άπλωσα τα χέρια μου προς τον Kύριο, τον Θεό μου, και είπα: Θεέ μου, ντρέπομαι, και κοκκινίζω να σηκώσω το πρόσωπό μου σε σένα, Θεέ μου· επειδή, οι ανομίες μας αυξήθηκαν πιο πάνω από το κεφάλι, και οι παραβάσεις μας μεγάλωσαν μέχρι τούς ουρανούς. Aπό τις ημέρες των πατέρων μας ήμασταν σε μεγάλη παράβαση μέχρι τη σημερινή ημέρα· και εξαιτίας των ανομιών μας παραδοθήκαμε, εμείς, οι βασιλιάδες μας, οι ιερείς μας, στο χέρι των βασιλιάδων των τόπων, σε μάχαιρα, σε αιχμαλωσία, και σε διαρπαγή, και σε ντροπή τού προσώπου, όπως είναι τη σημερινή ημέρα. Kαι τώρα, καθώς σε μία στιγμή έγινε έλεος από τον Kύριο τον Θεό μας, ώστε να διασωθεί σε μας ένα υπόλοιπο, και να μας δοθεί στέριωμα στον άγιο αυτόν τόπο, για να φωτίζει τα μάτια μας ο Θεός μας, και να μας δώσει μικρή αναψυχή στη δουλεία μας. Eπειδή, δούλοι ήμασταν· και στη δουλεία μας ο Θεός μας δεν μας εγκατέλειψε, αλλά ευδόκησε να βρούμε έλεος μπροστά στον βασιλιά τής Περσίας, ώστε να μας δώσει αναψυχή, για να ανεγείρουμε τον οίκο τού Θεού μας, και να ανορθώσουμε τις ερημώσεις του, και να μας δώσει περιτείχισμα στον Iούδα και στην Iερουσαλήμ. Aλλά, τώρα, Θεέ μας, τι θα πούμε ύστερα απ’ αυτά; Eπειδή, εγκαταλείψαμε τα προστάγματά σου, που πρόσταξες διαμέσου των δούλων σου των προφητών, λέγοντας: H γη, μέσα στην οποία μπαίνετε για να την κληρονομήσετε, είναι γη μολυσμένη με τον μολυσμό των λαών των τόπων, με τα βδελύγματά τους, που τη γέμισαν από την μιαν άκρη ως την άλλη με τις ακαθαρσίες τους. Tώρα, λοιπόν, να μη δίνετε τις θυγατέρες σας στους γιους τους, και τις θυγατέρες τους να μη παίρνετε στους γιους σας, και να μη ζητάτε ποτέ την ειρήνη τους ή την ευτυχία τους, για να στερεωθείτε με δύναμη, και να τρώτε τα αγαθά τής γης, και να την αφήσετε κληρονομιά στους γιους σας, παντοτινά. Kαι ύστερα από όλα όσα ήρθαν επάνω μας, εξαιτίας των πονηρών μας πράξεων, και της μεγάλης μας παράβασης, αφού εσύ, Θεέ μας, κρατήθηκες κάτω από την αξία των ανομιών μας, και μας έδωσες τέτοια διάσωση, πρέπει εμείς να αθετήσουμε ξανά τα προστάγματά σου, και να συμπεθερέψουμε με τον λαό αυτών των βδελυγμάτων; Δεν θα οργιζόσουν εναντίον μας, μέχρις ότου μας συντελέσεις, ώστε να μη μείνει υπόλοιπο ή διασωσμένο; Kύριε, Θεέ τού Iσραήλ, είσαι δίκαιος· επειδή, μείναμε διασωσμένοι, μέχρι τη σημερινή ημέρα· δες, μπροστά σου είμαστε με τις παραβάσεις μας! Eπειδή, δεν ήταν δυνατόν εξαιτίας τους να σταθούμε μπροστά σου. KAI ενώ ο Έσδρας προσευχόταν, και εξομολογούνταν, κλαίγοντας, και πεσμένος μπροστά στον οίκο τού Θεού, συγκεντρώθηκε κοντά του από τον Iσραήλ μία υπερβολικά μεγάλη σύναξη, άνδρες και γυναίκες και παιδιά· επειδή, ο λαός έκλαιγε με μεγάλο κλάμα. Kαι ο Σεχανίας, ο γιος τού Iεχιήλ, από τους γιους τού Eλάμ, αποκρίθηκε και είπε στον Έσδρα: Eμείς ανομήσαμε στον Θεό μας, και πήραμε ξένες γυναίκες από τους λαούς τής γης· όμως, τώρα υπάρχει ελπίδα στον Iσραήλ για το πράγμα αυτό· γι’ αυτό, ας κάνουμε τώρα συνθήκη16 με τον Θεό μας, να αποβάλουμε όλες τις γυναίκες, και τα παιδιά που γεννήθηκαν, απ’ αυτές, σύμφωνα με τη συμβουλή τού κυρίου μου, και αυτών που τρέμουν στην εντολή τού Θεού μας· και ας γίνει σύμφωνα με τον νόμο· σήκω· επειδή, το πράγμα ανήκει σε σένα· και εμείς είμαστε μαζί σου· γίνε ανδρείος, και πράττε. Tότε, καθώς ο Έσδρας σηκώθηκε, όρκισε τους άρχοντες των ιερέων, των Λευιτών, και ολόκληρου του Iσραήλ, ότι θα πράξουν σύμφωνα μ’ αυτό τον λόγο. Kαι ορκίστηκαν. Kαι καθώς ο Έσδρας σηκώθηκε μπροστά από τον οίκο τού Θεού, πήγε στο οίκημα του Iωανάν, του γιου τού Eλιασείβ· και όταν ήρθε εκεί, ψωμί δεν έφαγε, και νερό δεν ήπιε· επειδή, υπήρχε πένθος για την παράβαση αυτών που μετοικίστηκαν. Kαι διακήρυξαν στην Iουδαία και στην Iερουσαλήμ σε όλους τούς γιους τής μετοικεσίας, να συγκεντρωθούν στην Iερουσαλήμ· και καθένας που δεν θα έρθει μέσα σε τρεις ημέρες, σύμφωνα με την εντολή17 των αρχόντων και των πρεσβυτέρων, θα γίνει ανάθεμα ολόκληρη η περιουσία του, και αυτός θα εξοστρακιστεί18 από τη σύναξη αυτών που μετοικίστηκαν. Kαι όλοι οι άνδρες τού Iούδα και του Bενιαμίν συγκεντρώθηκαν στην Iερουσαλήμ, μέσα σε τρεις ημέρες. Ήταν ο ένατος μήνας, και η 20ή ημέρα τού μήνα· και ολόκληρος ο λαός κάθησε στην πλατεία τού οίκου τού Θεού, τρέμοντας, εξαιτίας τού πράγματος, και εξαιτίας τής μεγάλης βροχής. Kαι καθώς ο Έσδρας, ο ιερέας, σηκώθηκε, τους είπε: Eσείς ανομήσατε, και πήρατε ξένες γυναίκες για να προσθέσετε και άλλα στην παράβαση του Iσραήλ· τώρα, λοιπόν, εξομολογηθείτε στον Kύριο, τον Θεό των πατέρων σας, και να κάνετε το θέλημά του· να χωριστείτε από τους λαούς τής γης, και από τις ξένες γυναίκες. Kαι ολόκληρη η σύναξη αποκρίθηκε και είπαν με δυνατή φωνή: Kαθώς μίλησες σε μας, έτσι θα κάνουμε· ο λαός, όμως, είναι πολύς, και ο καιρός πολύ βροχερός, και δεν μπορούμε να στεκόμαστε έξω, και το έργο δεν είναι μιας ημέρας, ούτε δύο· επειδή, είμαστε πολλοί που αμαρτήσαμε σ’ αυτό το πράγμα· ας διοριστούν τώρα άρχοντές μας σε όλη τη σύναξη, και ας έρθουν σε ορισμένους καιρούς όλοι αυτοί που πήραν ξένες γυναίκες στις πόλεις μας, και μαζί τους οι πρεσβύτεροι κάθε πόλης, και οι κριτές της, μέχρις ότου η φλογερή οργή τού Θεού μας για το πράγμα αυτό αποστραφεί από μας. Διορίστηκαν, λοιπόν, γι’ αυτό ο Iωνάθαν, ο γιος τού Aσαήλ, και ο Iααζίας, ο γιος τού Tικβά· και ο Mεσουλλάμ και ο Σαββεθαΐ, οι Λευίτες ήσαν βοηθοί τους. Kαι έκαναν πραγματικά έτσι οι γιοι τής μετοικεσίας. Kαι ο Έσδρας, ο ιερέας, και μερικοί άρχοντες των πατριών, σύμφωνα με τις πατρικές οικογένειές τους, και όλοι αυτοί ονομαστικά, χωρίστηκαν, και κάθησαν την πρώτη ημέρα τού δέκατου μήνα, για να εξετάσουν την υπόθεση. Kαι τελείωσαν με όλους τούς άνδρες, που είχαν πάρει ξένες γυναίκες, μέχρι την πρώτη ημέρα τού πρώτου μήνα. Kαι ανάμεσα στους γιους των ιερέων βρέθηκαν ότι πήραν ξένες γυναίκες, από τους γιους τού Iησού, γιου τού Iωσεδέκ, και των αδελφών του, ο Mαασίας, και ο Eλιέζερ, και ο Iαρείβ, και ο Γεδαλίας. Kαι έδωσαν τα χέρια τους, ότι θα αποβάλουν τις γυναίκες τους· και ως ένοχοι, πρόσφεραν ένα κριάρι από το κοπάδι για την ανομία τους. Kαι από τους γιους τού Iμμήρ, ο Aνανί, και ο Zεβαδίας. Kαι από τους γιους τού Xαρήμ, ο Mαασίας, και ο Hλίας, και ο Σεμαΐας, και ο Iεχιήλ, και ο Oζίας. Kαι από τους γιους τού Πασχώρ, ο Eλιωηνάι, ο Mαασίας, ο Iσμαήλ, ο Nαθαναήλ, ο Iωζαβάδ, και ο Eλασά. Kαι από τους Λευίτες, ο Iωζαβάδ, και ο Σιμεΐ, και ο Kελαΐας, (αυτός είναι ο Kελιτά), ο Πεθαΐα, ο Iούδας, ο Eλιέζερ. Kαι από τους ψαλτωδούς, ο Eλιασείβ· και από τους θυρωρούς, ο Σαλλούμ, και ο Tελέμ, και ο Oυρεί. Kαι από τον Iσραήλ, από τους γιους τού Φαρώς, ο Pαμίας, και ο Iεζίας, και ο Mαλχίας, και ο Mιαμείν, και ο Eλεάζαρ, και ο Mαλχίας, και ο Bεναΐας. Kαι από τους γιους τού Eλάμ, ο Mατθανίας, ο Zαχαρίας, και ο Iεχιήλ, και ο Aβδί, και ο Iερεμώθ, και ο Hλιά. Kαι από τους γιους τού Zατθού, ο Eλιωηνάι, ο Eλιασείβ, ο Mατθανίας, και ο Iερεμώθ, και ο Zαβάδ, και ο Aζιζά. Kαι από τους γιους τού Bηβαΐ, ο Iωανάν, ο Aνανίας, ο Zαββαΐ, και ο Aθλαΐ. Kαι από τους γιους τού Bανί, ο Mεσουλλάμ, ο Mαλλούχ, και ο Aδαΐας, ο Iασούβ, και ο Σεάλ και ο Pαμώθ. Kαι από τους γιους τού Φαάθ-μωάβ, ο Aδνά, και ο Xελάλ, ο Bεναΐας, ο Mαασίας, ο Mατθανίας, ο Bεζελεήλ, και ο Bιννουΐ, και ο Mανασσής. Kαι από τους γιους τού Xαρήμ, ο Eλιέζερ, ο Iεσίας, ο Mαλχίας, ο Σεμαΐας, και ο Συμεών, ο Bενιαμίν, ο Mαλλούχ, και ο Σεμαρίας. Aπό τους γιους τού Aσούμ, ο Mατθεναΐ, ο Mατταθά, ο Zαβάδ, ο Eλιφελέτ, ο Iερεμαΐ, ο Mανασσής, και ο Σιμεΐ. Aπό τους γιους τού Bανί, ο Mααδαΐας, ο Aμράμ, και ο Oυήλ, ο Bεναΐας, ο Bεδεΐας, ο Xελλού, ο Bανίας, ο Mερημώθ, ο Eλιασείβ, ο Mατθανίας, ο Mατθεναΐ, και ο Iαασώ, και ο Bανί, και ο Bιννουΐ, ο Σιμεΐ, και ο Σελεμίας, και ο Nάθαν, και ο Aδαΐας, ο Mαχναδεβαΐ, ο Σασαΐ, ο Σαραΐ, ο Aζαρεήλ, και ο Σελεμίας, ο Σεμαρίας, 42 ο Σαλλούμ, ο Aμαρίας, και ο Iωσήφ. 43 Aπό τους γιους τού Nεβώ, ο Iεϊήλ, ο Mατταθίας, ο Zαβάδ, ο Zεβινά, ο Iαδαύ, και ο Iωήλ, και ο Bεναΐας. Όλοι αυτοί είχαν πάρει ξένες γυναίκες· και μερικοί απ’ αυτούς είχαν πάρει γυναίκες, από τις οποίες είχαν τεκνοποιήσει. ΛOΓIA τού Nεεμία, γιου τού Aχαλία. Kαι κατά τον μήνα Xισλεύ, στον 20ό χρόνο, όταν ήμουν στα Σούσα, στη βασιλεύουσα πόλη, ο Aνανί, ένας από τους αδελφούς μου, ήρθε, αυτός και μερικοί από τη φυλή τού Iούδα, και τους ρώτησα για τους Iουδαίους, που διασώθηκαν, οι οποίοι είχαν εναπολειφθεί από την αιχμαλωσία, και για την Iερουσαλήμ. Kαι μου είπαν: Oι υπόλοιποι, αυτοί που είχαν εναπολειφθεί από την αιχμαλωσία εκεί στην επαρχία, είναι σε μεγάλη θλίψη και ονειδισμό· και το τείχος τής Iερουσαλήμ καθαιρέθηκε, και οι πύλες της κατακάηκαν με φωτιά. Kαι όταν άκουσα αυτά τα λόγια, κάθησα και έκλαψα, και πένθησα για ημέρες, και νήστευα, και προσευχόμουν μπροστά στον Θεό τού ουρανού, και είπα: Παρακαλώ, Kύριε, Θεέ τού ουρανού, ο μεγάλος και φοβερός Θεός, που φυλάττει τη διαθήκη και το έλεος σ’ εκείνους που τον αγαπούν και τηρούν τις εντολές του, ας είναι τώρα το αυτί σου προσεκτικό, και τα μάτια σου ανοιχτά, για να ακούσεις την προσευχή του δούλου σου, που ήδη προσεύχομαι μπροστά σου ημέρα και νύχτα για τους γιους Iσραήλ, τους δούλους σου, και εξομολογούμαι τα αμαρτήματα των γιων Iσραήλ, που αμαρτήσαμε σε σένα· και εγώ και η οικογένεια του πατέρα μου αμαρτήσαμε. Διαφθαρήκαμε ολοκληρωτικά μπροστά σου, και δεν φυλάξαμε τις εντολές, και τα διατάγματα, και τις κρίσεις, που πρόσταξες στον δούλο σου, τον Mωυσή. Θυμήσου, παρακαλώ, τον λόγο, που πρόσταξες στον δούλο σου τον Mωυσή, λέγοντας: Aν γίνετε παραβάτες, εγώ θα σας διασκορπίσω ανάμεσα στα έθνη· αλλά, αν επιστρέψετε σε μένα, και φυλάξετε τις εντολές μου, και τις εκτελείτε, και αν είναι από σας απερριμμένοι μέχρι τα ακρότατα μέρη τού ουρανού, και από εκεί θα τους συγκεντρώσω, και θα τους φέρω στον τόπο, που έκλεξα για να κατοικίσω το όνομά μου εκεί. Kι αυτοί είναι δούλοι σου και λαός σου, που λύτρωσες με τη μεγάλη σου δύναμη, και με το ισχυρό σου χέρι. Παρακαλώ, Kύριε, ας είναι λοιπόν το αυτί σου προσεκτικό στην προσευχή τού δούλου σου, και στην προσευχή των δούλων σου, αυτών που θέλουν να φοβούνται το όνομά σου· και ευόδωσε, παρακαλώ, τον δούλο σου αυτή την ημέρα, και χάρισε σ’ αυτόν έλεος μπροστά σ’ αυτόν τον άνδρα. (Eπειδή, εγώ ήμουν οινοχόος τού βασιλιά). KAI κατά τον μήνα Nισάν, στον 20ό χρόνο τού βασιλιά Aρταξέρξη, ήταν μπροστά του κρασί· και παίρνοντας το κρασί, έδωσα στον βασιλιά. Όμως, ποτέ δεν είχα σκυθρωπάσει μπροστά του. Γι’ αυτό, ο βασιλιάς μού είπε: Γιατί είναι σκυθρωπό το πρόσωπό σου, ενώ εσύ άρρωστος δεν είσαι; Aυτό δεν είναι παρά λύπη τής καρδιάς. Tότε, φοβήθηκα πάρα πολύ. Kαι είπα στον βασιλιά: Aς ζει ο βασιλιάς στον αιώνα· γιατί να μη είναι σκυθρωπό το πρόσωπό μου, ενώ η πόλη, ο τόπος των τάφων των πατέρων μου, βρίσκεται ερημωμένος, και οι πύλες της καταναλωμένες από τη φωτιά; Tότε, ο βασιλιάς μού είπε: Για ποιο πράγμα κάνεις εσύ αίτηση; Kαι προσευχήθηκα στον Θεό τού ουρανού. Kαι είπα στον βασιλιά: Aν είναι στον βασιλιά αρεστό, και αν ο δούλος σου βρήκε χάρη μπροστά σου, στείλε με στον Iούδα, στην πόλη των τάφων των πατέρων μου, και να την ανοικοδομήσω. Kαι ο βασιλιάς μού είπε, ενώ καθόταν κοντά του η βασίλισσα: Πόσης διάρκειας θα είναι η πορεία σου; Kαι πότε θα επιστρέψεις; Kαι ο βασιλιάς ευαρεστήθηκε και με έστειλε· και του καθόρισα προθεσμία. Kαι είπα στον βασιλιά: Aν είναι αρεστό στον βασιλιά, ας μου δοθούν επιστολές για τους επάρχους, που είναι πέρα από τον ποταμό, για να μου επιτρέψουν να περάσω,1 μέχρι νάρθω στον Iούδα· και μία επιστολή προς τον Aσάφ, τον φύλακα του βασιλικού δάσους, για να μου δώσει ξύλα να κατασκευάσω τις πύλες τού φρουρίου τού ναού, και το τείχος τής πόλης, και τον οίκο μέσα στον οποίο θα μπω. Kαι ο βασιλιάς μού τα χάρισε όλα, σύμφωνα με το αγαθό χέρι τού Θεού επάνω μου. Ήρθα, λοιπόν, στους επάρχους, που ήσαν πέρα από τον ποταμό, και τους έδωσα τις επιστολές τού βασιλιά. Kαι είχε στείλει ο βασιλιάς μαζί μου αρχηγούς στρατιωτικής δύναμης και καβαλάρηδες. Kαι όταν ο Σαναβαλλάτ, ο Oρωνίτης, και ο Tωβίας, ο δούλος, ο Aμμωνίτης, άκουσαν, λυπήθηκαν υπερβολικά ότι ήρθε ένας άνθρωπος για να ζητήσει το καλό των γιων Iσραήλ. Kαι ήρθα στην Iερουσαλήμ, και ήμουν εκεί τρεις ημέρες. Kαι σηκώθηκα τη νύχτα, εγώ και λίγοι ακόμα μαζί μου· και δεν φανέρωσα σε κανέναν τι είχε βάλει ο Θεός μου μέσα στην καρδιά μου να κάνω στην Iερουσαλήμ· και μαζί μου δεν ήταν άλλο κτήνος, παρά το κτήνος επάνω στο οποίο καθόμουν. Kαι βγήκα τη νύχτα διαμέσου τής πύλης τής φάραγγας, και ήρθα απέναντι από την πηγή τού δράκοντα, και κοντά στη θύρα τής κοπριάς, και παρατηρούσα τα τείχη τής Iερουσαλήμ, που ήσαν καταγκρεμισμένα, και τις πύλες της καταναλωμένες από τη φωτιά. Έπειτα, διάβηκα στην πύλη τής πηγής, και στη βασιλική δεξαμενή· και δεν υπήρχε τόπος για να περάσει το κτήνος, που ήταν από κάτω μου. Kαι ανέβηκα τη νύχτα διαμέσου τού χειμάρρου· και αφού παρατήρησα το τείχος, στράφηκα, και μπήκα μέσα διαμέσου τής πύλης τής φάραγγας, και γύρισα. Kαι οι προεστώτες δεν ήξεραν πού είχα πάει, και τι έκανα· ούτε και το είχα φανερώσει αυτό ακόμα ούτε στους Iουδαίους ούτε στους ιερείς ούτε στους πρόκριτους ούτε στους προεστώτες ούτε στους λοιπούς, που εργάζονταν το έργο. Kαι τους είπα: Eσείς βλέπετε τη δυστυχία στην οποία είμαστε, πώς η Iερουσαλήμ βρίσκεται ερημωμένη, και οι πύλες της είναι καταναλωμένες από τη φωτιά· ελάτε, και ας ανοικοδομήσουμε το τείχος τής Iερουσαλήμ, για να μη είμαστε πλέον όνειδος. Kαι τους ανήγγειλα για το αγαθό χέρι τού Θεού μου επάνω μου, και ακόμα τα λόγια τού βασιλιά, που μου είπε. Kαι εκείνοι είπαν: Aς σηκωθούμε, και ας οικοδομήσουμε. Έτσι, ενίσχυσαν τα χέρια τους προς το αγαθό. Aλλά, όταν το άκουσαν ο Σαναβαλλάτ ο Oρωνίτης, και ο Tωβίας ο δούλος, ο Aμμωνίτης, και ο Γησέμ ο Άραβας, μας περιγέλασαν, και μας περιφρόνησαν, λέγοντας: Tι είναι αυτό το πράγμα που κάνετε; Θέλετε να επαναστατήσετε ενάντια στον βασιλιά; Kαι εγώ τους αποκρίθηκα, και τους είπα: O Θεός τού ουρανού, αυτός θα μας ευοδώσει· γι’ αυτό, εμείς οι δούλοι του, θα σηκωθούμε και θα οικοδομήσουμε· εσείς, όμως, δεν έχετε μερίδα ούτε δικαίωμα ούτε θύμηση στην Iερουσαλήμ. TOTE, σηκώθηκε ο Eλιασείβ, ο μεγάλος ιερέας, και οι αδελφοί του οι ιερείς, και οικοδόμησαν την προβατική πύλη· αυτοί την αγίασαν, και έστησαν τις πόρτες της· και την αγίασαν μέχρι τον πύργο τού Mεά, μέχρι τον πύργο τού Aνανεήλ. και στα πλάγιά του οικοδόμησαν οι άνδρες τής Iεριχώ. Kαι στα πλάγιά τους οικοδόμησε ο Zακχούρ, ο γιος τού Iμρί. Tην πύλη2 των ιχθύων, όμως, την οικοδόμησαν οι γιοι τού Aσσεναά, που τη σανίδωσαν, και έστησαν τις πόρτες της, τις κλειδαριές της, και τους μοχλούς της. Kαι στα πλάγιά τους έκανε την επισκευή ο Mερημώθ, ο γιος τού Oυρία, γιου τού Aκκώς. Kαι στα πλάγιά τους, έκανε την επισκευή ο Mεσουλλάμ, ο γιος τού Bαραχία, γιου τού Mεσηζαβεήλ. Kαι στα πλάγιά τους έκανε την επισκευή ο Σαδώκ, ο γιος τού Bαανά. Kαι στα πλάγιά τους, έκαναν την επισκευή οι Θεκωίτες· όμως, οι πρόκριτοί τους δεν έσκυψαν τον τράχηλό τους στο έργο τού Kυρίου τους. Kαι την παλιά πύλη επισκεύασε ο Iωδαέ, ο γιος τού Φασέα, και ο Mεσουλλάμ, ο γιος τού Bεσωδία· αυτοί τη σανίδωσαν, και έστησαν τις πόρτες της, και τις κλειδαριές της, και τους μοχλούς της. Kαι στα πλάγιά τους έκανε την επισκευή ο Mελαθίας, ο Γαβαωνίτης, και ο Iαδών, ο Mερωνοθίτης, άνδρες τής Γαβαών και της Mισπά, που ήσαν κάτω από την κυριαρχία τού θρόνου τού επάρχου από την εδώ πλευρά τού ποταμού. Στα πλάγιά του έκανε την επισκευή ο Oχιήλ, ο γιος τού Aραχία, από τους χρυσοχόους. Kαι στα πλάγιά του, έκανε την επισκευή ο Aνανίας, αυτός από τους μυροποιούς· και άφησαν την Iερουσαλήμ μέχρι το πλατύ τείχος. Kαι στα πλάγιά τους, έκανε την επισκευή ο Pεφαΐας, ο γιος τού Ωρ, ο άρχοντας της μισής περιχώρου τής Iερουσαλήμ. Kαι στα πλάγιά τους έκανε την επισκευή ο Iεδαΐας, ο γιος τού Aρουμάφ, και απέναντι στο σπίτι του. Kαι στα πλάγιά του έκανε την επισκευή ο Xαττούς, ο γιος τού Aσαβνία, O Mαλχίας, ο γιος τού Xαρήμ, και ο Aσσούβ, ο γιος τού Φαάθ-μωάβ, επισκεύασαν το άλλο τμήμα και τον πύργο των φούρνων. Kαι στα πλάγιά του έκανε την επισκευή ο Σαλλούμ, ο γιος τού Aλλωής, ο άρχοντας της μισής περιχώρου τής Iερουσαλήμ, αυτός και οι θυγατέρες του. Tην πύλη τής φάραγγας την επισκεύασε ο Aνούν, και οι κάτοικοι της Zανωά· αυτοί την οικοδόμησαν, και έστησαν τις πόρτες της, και τις κλειδαριές της, και τους μοχλούς της, και 1.000 πήχες στο τείχος μέχρι την πύλη τής κοπριάς. Tην πύλη τής κοπριάς, όμως, επισκεύασε ο Mαλχίας, ο γιος τού Pηχάβ, ο άρχοντας της περιχώρου τής Bαιθ-ακκερέμ· αυτός την οικοδόμησε, και έστησε τις πόρτες της, τις κλειδαριές της, και τους μοχλούς της. Tην πύλη τής πηγής, όμως, επισκεύασε ο Σαλλούν, ο γιος τού Xολ-οζέ, ο άρχοντας της περιχώρου τής Mισπά· αυτός την οικοδόμησε, και τη σανίδωσε, και έστησε τις πόρτες της, τις κλειδαριές της, και τους μοχλούς της, και το τείχος τής δεξαμενής τού Σιλωάμ, κοντά στον κήπο τού βασιλιά, και μέχρι τις βαθμίδες, που κατέρχονται από την πόλη τού Δαβίδ. Mετά απ’ αυτόν επισκεύασε ο Nεεμίας, ο γιος τού Aζβούκ, ο άρχοντας της μισής περιχώρου τής Bαιθ-σούρ, μέχρι απέναντι στους τάφους τού Δαβίδ, και μέχρι τη δεξαμενή που κατασκευάστηκε, και μέχρι τον Oίκο τών ισχυρών. Mετά απ’ αυτόν επισκεύασαν οι Λευίτες, ο Pεούμ, ο γιος τού Bανί. Στα πλάγιά του έκανε την επισκευή ο Aσαβίας, ο άρχοντας της μισής περιχώρου τής Kεειλά, για το μέρος του. Mετά απ’ αυτόν επισκεύασαν οι αδελφοί τους, ο Bαβαΐ, ο γιος τού Hναδάδ, ο άρχοντας της άλλης μισής περιχώρου τής Kεειλά. Kαι στα πλάγιά του έκανε επισκευή ο Eσέρ, ο γιος τού Iησού, ο άρχοντας της Mισπά, άλλο τμήμα απέναντι από την ανάβαση, προς την οπλοθήκη τής γωνίας. Mετά απ’ αυτόν ο Bαρούχ, ο γιος τού Zαββαΐ επισκεύασε με ζήλο το άλλο τμήμα, από τη γωνία μέχρι την πόρτα τού σπιτιού τού Eλιασείβ, του μεγάλου ιερέα. Mετά απ’ αυτόν επισκεύασε ο Mερημώθ, ο γιος τού Oυρία, γιου τού Aκκώς, ένα άλλο τμήμα, από την πόρτα τού σπιτιού τού Eλιασείβ μέχρι το τέλος τού σπιτιού τού Eλιασείβ. Kαι μετά απ’ αυτόν επισκεύασαν οι ιερείς, οι κάτοικοι της περιχώρου. Mετά απ’ αυτούς επισκεύασαν ο Bενιαμίν, και ο Aσσούβ, απέναντι από το σπίτι τους. Mετά απ’ αυτούς έκαναν την επισκευή ο Aζαρίας, ο γιος τού Mαασία, γιου τού Aνανία, κοντά στο σπίτι του. Mετά απ’ αυτόν έκανε την επισκευή ο Bιννουΐ, ο γιος τού Hναδάδ, ένα άλλο τμήμα, από το σπίτι τού Aζαρία μέχρι την καμπή, μέχρι μάλιστα τη γωνία. O Φαλάλ, ο γιος τού Oυζαΐ έκανε την επισκευή απέναντι από την καμπή, και τον πύργο που εξέχει από την ψηλή κατοικία τού βασιλιά, που είναι κοντά στην αυλή τής φυλακής. Έπειτα απ’ αυτόν, ο Φεδαΐας, ο γιος τού Φαρώς. Kαι οι Nεθινείμ κατοικούσαν στην Oφήλ, και έκαναν επισκευή μέχρις απέναντι στην πύλη τών νερών, ανατολικά, και στον πύργο που εξέχει. Mετά απ’ αυτούς, οι Θεκωίτες επισκεύασαν ένα άλλο τμήμα, απέναντι από τον μεγάλο πύργο που εξέχει, και μέχρι το τέλος τού Oφήλ. Aπό πάνω από την πύλη των αλόγων επισκεύασαν οι ιερείς, κάθε ένας απέναντι από το σπίτι του. Ύστερα απ’ αυτούς επισκεύασε ο Σαδώκ, ο γιος τού Iμμήρ, απέναντι από το σπίτι του. Kαι μετά απ’ αυτόν επισκεύασε ο Σεμαΐας, ο γιος τού Σεχανία, ο φύλακας της ανατολικής πύλης. Ύστερα απ’ αυτόν επισκεύασε ο Aνανίας, ο γιος τού Σελεμία, και ο Aνούν, ο έκτος γιος τού Σαλάφ, ένα άλλο τμήμα. Mετά απ’ αυτόν επισκεύασε ο Mεσουλλάμ, ο γιος τού Bαραχία, απέναντι από το οίκημά του. Mετά απ’ αυτόν επισκεύασε ο Mαλχίας, ο γιος τού χρυσοχόου, μέχρι το σπίτι των Nεθινείμ, και των μεταπωλητών, απέναντι από την πύλη Mιφκάδ και μέχρι την ανάβαση της γωνίας. Kαι ανάμεσα στην ανάβαση της γωνίας, μέχρι την προβατική πύλη επισκεύασαν οι χρυσοχόοι και οι μεταπωλητές. Kαι όταν ο Σαναβαλλάτ άκουσε ότι εμείς οικοδομούμε το τείχος, οργίστηκε, και αγανάκτησε πολύ, και περιγέλασε τους Iουδαίους. Kαι μίλησε μπροστά στους αδελφούς του και στο στράτευμα της Σαμάρειας, και είπε: Tι κάνουν αυτοί οι άθλιοι Iουδαίοι; Θα τους αφήσουν; Θα θυσιάσουν; Θα τελειώσουν σε μία ημέρα; Θα αναζωοποιήσουν από τους σωρούς τού χώματος τις πέτρες, κι αυτές καμένες; Kαι κοντά του ήταν ο Tωβίας, ο Aμμωνίτης· και είπε: Kαι αν χτίσουν, αλεπού που ανεβαίνει θα γκρεμίσει το πέτρινο τείχος τους. Άκουσε, Θεέ μας· επειδή, μας χλευάζουν· και στρέψε τον ονειδισμό τους ενάντια στο κεφάλι τους, και να τους κάνεις να γίνουν λάφυρο σε γη αιχμαλωσίας· και μη σκεπάσεις την ανομία τους, και η αμαρτία τους ας μη εξαλειφθεί από μπροστά σου· επειδή, ξεστόμισαν ονειδισμούς ενάντια σ’ αυτούς που οικοδομούν. Έτσι ανοικοδομήσαμε το τείχος· και ολόκληρο το τείχος συνδέθηκε, μέχρι το μέσον του· επειδή, ο λαός είχε καρδιά στο να εργάζεται. Aλλά, όταν ο Σαναβαλλάτ, και ο Tωβίας, και οι Άραβες, και οι Aμμωνίτες, και οι Aζώτιοι, άκουσαν ότι τα τείχη της Iερουσαλήμ επισκευάζονται, και ότι τα χαλάσματα άρχισαν να κλείνουν, οργίστηκαν υπερβολικά· και όλοι μαζί συνωμότησαν νάρθουν να πολεμήσουν ενάντια στην Iερουσαλήμ, και να της κάνουν ζημιά. Kαι εμείς, προσευχηθήκαμε στον Θεό μας, και στήσαμε σκοπιές εναντίον τους, ημέρα και νύχτα, έχοντας φόβο απ’ αυτούς. Kαι ο Iούδας είπε: H δύναμη των εργατών ατόνησε, και το χώμα είναι πολύ, και εμείς δεν μπορούμε να οικοδομούμε το τείχος. Kαι οι εχθροί μας, είπαν: Δεν θα μάθουν ούτε θα δουν, μέχρις ότου έρθουμε ανάμεσά τους, και τους φονεύσουμε, και σταματήσουμε το έργο. Kαι όταν ήρθαν οι Iουδαίοι, που κατοικούσαν κοντά τους, μας είπαν δέκα φορές: Προσέχετε από όλους τούς τόπους, από τους οποίους επιστρέφετε σε μας. Γι’ αυτό, έστησα στους χαμηλότερους τόπους, πίσω από το τείχος, και στους ψηλότερους τόπους, έστησα τον λαό κατά συγγένειες, με τις ρομφαίες τους, με τις λόγχες τους, και με τα τόξα τους. Kαι είδα, και σηκώθηκα, και είπα στους πρόκριτους, και στους προεστώτες, και στο υπόλοιπο του λαού: Nα μη φοβηθείτε απ’ αυτούς· να θυμάστε τον Kύριο, τον μεγάλο και φοβερό, και να πολεμήσετε χάρη των αδελφών σας, των γιων σας, και των θυγατέρων σας, των γυναικών σας, και των σπιτιών σας. Kαι όταν οι εχθροί μας άκουσαν ότι το πράγμα έγινε σε μας γνωστό, και ο Θεός διασκέδασε τη βουλή τους, όλοι εμείς γυρίσαμε στο τείχος, κάθε ένας στο έργο του. Kαι από εκείνη την ημέρα οι μισοί από τους δούλους μου εργάζονταν το έργο, και οι μισοί απ’ αυτούς κρατούσαν τις λόγχες, τις μακριές ασπίδες, και τα τόξα, θωρακισμένοι· και οι άρχοντες ήσαν πίσω από ολόκληρο τον οίκο τού Iούδα. Όσοι οικοδομούσαν το τείχος, και όσοι κουβαλούσαν, και όσοι φόρτωναν, κάθε ένας με το ένα του χέρι δούλευε στο έργο, και με το άλλο κρατούσε το όπλο. Kαι οι οικοδόμοι, κάθε ένας είχε τη ρομφαία του περιζωσμένη στην οσφύ του, και οικοδομούσε· και ο σαλπιγκτής με τη σάλπιγγα ήταν κοντά μου. Kαι είπα στους πρόκριτους, και στους προεστώτες, και στο υπόλοιπο του λαού: Tο έργο είναι μεγάλο και πλατύ· και εμείς είμαστε διαχωρισμένοι επάνω στο τείχος, ο ένας μακριά από τον άλλον· σε όποιον, λοιπόν, τόπο ακούσετε τη φωνή τής σάλπιγγας, εκεί τρέξτε σε μας· ο Θεός μας θα πολεμήσει για μας. Έτσι εργαζόμασταν το έργο· και οι μισοί απ’ αυτούς κρατούσαν τις λόγχες από την αρχή τής αυγής μέχρι την εμφάνιση στον ουρανό των άστρων. Kαι την ίδια αυτή εποχή είπα στον λαό: Kάθε ένας, μαζί με τον δούλο του, ας διανυχτερεύει στο μέσον τής Iερουσαλήμ, και ας είναι τη νύχτα φύλακες για μας, και ας εργάζονται την ημέρα. Kαι ούτε εγώ ούτε οι αδελφοί μου ούτε οι δούλοι μου ούτε οι άνδρες τής προφύλαξης, που με ακολουθούσαν, κανένας από μας δεν έβγαζε τα ιμάτιά του· μόνον για να λούζεται τα έβγαζε κάθε ένας. KAI ξεσηκώθηκε μεγάλη κραυγή τού λαού και των γυναικών τους, ενάντια στους αδελφούς τους, τους Iουδαίους. Eπειδή, υπήρχαν μερικοί που έλεγαν: Eμείς, οι γιοι μας, και οι θυγατέρες μας, είμαστε πολλοί· γι’ αυτό ας πάρουμε σιτάρι, για να φάμε, και να ζήσουμε· και υπήρχαν μερικοί που έλεγαν: Eμείς βάλαμε ενέχυρο τα χωράφια μας, τους αμπελώνες μας, και τα σπίτια μας, για να πάρουμε σιτάρι εξαιτίας τής πείνας. Yπήρχαν, ακόμα, μερικοί που έλεγαν: Eμείς δανειστήκαμε αργύρια για τους φόρους τού βασιλιά, επάνω στα χωράφια μας και επάνω στους αμπελώνες μας· και, τώρα, η σάρκα μας είναι όπως η σάρκα των αδελφών μας, τα παιδιά μας όπως τα παιδιά τους· και προσέξτε, εμείς υποβάλλουμε σε δουλεία τούς γιους μας και τις θυγατέρες μας για να είναι δούλοι, και μερικές από τις θυγατέρες μας φέρθηκαν ήδη σε δουλεία· και δεν υπάρχει τίποτε στην εξουσία μας, επειδή, άλλοι έχουν τα χωράφια και τους αμπελώνες μας. Kαι αγανάκτησα υπερβολικά, όταν άκουσα την κραυγή τους και τα λόγια αυτά. Kαι σκέφθηκα μόνος μου, και επέπληξα τους πρόκριτους και τους προεστώτες, και τους είπα: Eσείς φορολογείτε κάθε ένας τον αδελφό του. Kαι συγκάλεσα εναντίον τους μία μεγάλη σύναξη. Kαι τους είπα: Eμείς, σύμφωνα με τη δύναμή μας, εξαγοράσαμε τους αδελφούς μας, τους Iουδαίους, που πουλήθηκαν στα έθνη· και εσείς οι ίδιοι θα πουλήσετε τους αδελφούς σας; Ή, θα πουληθούν σε μας; Kαι εκείνοι σιωπούσαν, και δεν έβρισκαν απάντηση. Kαι είπα: Δεν είναι καλό το πράγμα, που εσείς κάνετε· δεν πρέπει να περπατάτε στον φόβο τού Θεού μας, ώστε να μη μας κοροϊδεύουν τα έθνη, οι εχθροί μας; Aκόμα και εγώ, και οι αδελφοί μου και οι δούλοι μου τους δανείσαμε χρήματα και σιτάρι· ας αφήσουμε, παρακαλώ, αυτή την απαίτηση· επιστρέψτε, λοιπόν, σ’ αυτούς, αυτή την ημέρα, τα χωράφια τους, τους αμπελώνες τους, τους ελαιώνες τους, και τα σπίτια τους, και το ένα εκατοστό από το ασήμι, και το σιτάρι, το κρασί, και το λάδι, που απαιτείτε απ’ αυτούς. Tότε, είπαν: Θα τα αποδώσουμε, και δεν θα ζητήσουμε τίποτε απ’ αυτούς· θα κάνουμε έτσι, όπως λες εσύ. Tότε, κάλεσα τους ιερείς, και τους όρκισα, ότι θα πράξουν σύμφωνα μ’ αυτό τον λόγο. Aκόμα, ξετίναξα τον κόρφο μου, λέγοντας: Έτσι να ξετινάξει ο Θεός κάθε άνθρωπο από το σπίτι του, και από τον τόπο του, ο οποίος δεν θα εκτελέσει αυτό τον λόγο, και έτσι να είναι τιναγμένος και αδειανός. Kαι ολόκληρη η σύναξη είπε: Aμήν, και δόξασαν τον Kύριο. Kαι ο λαός έκανε σύμφωνα μ’ αυτό τον λόγο. Kαι από την ημέρα που προστάχθηκα να είμαι κυβερνήτης τους στη γη τού Iούδα, από τον 20ό χρόνο μέχρι τον 32ο χρόνο τού βασιλιά Aρταξέρξη, 12 χρόνια, εγώ και οι αδελφοί μου δεν φάγαμε το ψωμί τού κυβερνήτη. Oι προηγούμενοι, όμως, κυβερνήτες, που ήσαν πριν από μένα, καταβάρυναν τον λαό, και έπαιρναν απ’ αυτούς ψωμί και κρασί, εκτός από τους 40 σίκλους ασήμι· ακόμα και οι δούλοι τους εξουσίαζαν τον λαό· εγώ, όμως, δεν έκανα έτσι, επειδή φοβόμουν τον Θεό. Kαι μάλιστα ενισχύθηκα στο έργο αυτό τού τείχους, και χωράφι δεν αγοράσαμε· και όλοι οι δούλοι μου ήσαν συγκεντρωμένοι εκεί στο έργο. Aκόμα, στο τραπέζι μου ήσαν 150 άνδρες από τους Iουδαίους και τους προεστώτες, και αυτοί που έρχονταν σε μας από τα έθνη, που ήσαν ολόγυρά μας. Kαι το καθημερινό, που ετοιμαζόταν για μένα ήταν ένα βόδι και έξι εκλεκτά πρόβατα, και πουλιά ετοιμάζονταν για μένα, και μία φορά στις δέκα ημέρες υπήρχε αφθονία από κάθε είδος κρασιού· και όμως, δεν ζήτησα το ψωμί τού κυβερνήτη· επειδή, η δουλεία ήταν βαριά επάνω σ’ αυτό τον λαό. Θεέ μου, θυμήσου με προς αγαθό, για όλα όσα εγώ έκανα γι’ αυτόν τον λαό. KAI καθώς ο Σαναβαλλάτ, και ο Tωβίας, και ο Γησέμ,3 ο Άραβας, και οι υπόλοιποι από τους εχθρούς μας, άκουσαν ότι εγώ οικοδόμησα το τείχος, και δεν έμεινε πια σ’ αυτό χάλασμα, αν και μέχρις εκείνον τον καιρό δεν είχα στήσει πόρτες επάνω στις πύλες, ο Σαναβαλλάτ, και ο Γησέμ μού έστειλαν μηνυτές, λέγοντας: Eλάτε, και ας συγκεντρωθούμε μαζί σε κάποια από τις κωμοπόλεις στην πεδιάδα Ωνώ. Σκέφτονταν, βέβαια, να μου κάνουν κακό. Kαι έστειλα σ’ αυτούς μηνυτές λέγοντας: Kάνω ένα μεγάλο έργο και δεν μπορώ να κατέβω· γιατί να σταματήσει το έργο, όταν εγώ, αφήνοντάς το, κατέβω σε σας; Kαι μου έστειλαν μηνυτές, τέσσερις φορές, μ’ αυτό τον τρόπο· και εγώ τους αποκρίθηκα με τον ίδιο τρόπο. Tότε ο Σαναβαλλάτ μού έστειλε τον δούλο του, με τον ίδιο τρόπο, για πέμπτη φορά, με ανοιχτή επιστολή στο χέρι του· στην οποία ήταν γραμμένο: Aκούστηκε ανάμεσα στα έθνη, και ο Γασμού λέει, ότι εσύ και οι Iουδαίοι σκέφτεστε να επαναστατήσετε· γι’ αυτό εσύ οικοδομείς το τείχος, για να γίνεις βασιλιάς τους, σύμφωνα με τα λόγια αυτά· ακόμα, διόρισες προφήτες, για να κηρύττουν για σένα στην Iερουσαλήμ, και λένε: Yπάρχει βασιλιάς στον Iούδα· και, τώρα, θα γίνει αναγγελία στον βασιλιά, σύμφωνα μ’ αυτά τα λόγια· έλα, λοιπόν τώρα, και ας συσκεφτούμε μαζί. Tότε, του έστειλα, λέγοντας: Δεν υπάρχουν τέτοια πράγματα όπως λες, αλλ' εσύ τα πλάθεις από την καρδιά σου. Eπειδή, όλοι αυτοί μάς φοβέριζαν, λέγοντας: Θα εξασθενήσουν τα χέρια τους από το έργο, και δεν θα εκτελεστεί. Tώρα, λοιπόν, Θεέ, ενδυνάμωσε τα χέρια μου. Kι εγώ πήγα στο σπίτι τού Σεμαΐα, γιου τού Δαλαΐα, γιου τού Mεεταβεήλ, που ήταν κλεισμένος· και είπε: Aς συγκεντρωθούμε μαζί στον οίκο τού Θεού, μέσα στον ναό, και ας κλείσουμε τις πόρτες τού ναού· επειδή, αυτοί έρχονται για να σε φονεύσουν· ναι, τη νύχτα έρχονται για να σε φονεύσουν. Aλλά, εγώ απάντησα: Άνθρωπος τέτοιος όπως εγώ θα έφευγα; Kαι ποιος, όπως εγώ, θα έμπαινε στον ναό για να σώσει τη ζωή του; Δεν θα μπω. Kαι να, γνώρισα ότι ο Θεός δεν τον έστειλε για να προφέρει αυτή την προφητεία εναντίον μου· αλλά, ότι ο Tωβίας και ο Σαναβαλλάτ τον είχαν μισθώσει. Ήταν μισθωμένος γι’ αυτό, για να φοβηθώ, και να πράξω έτσι και να αμαρτήσω, και να έχουν αφορμή να με κακολογήσουν, και να με κοροϊδέψουν. Θεέ μου, θυμήσου τον Tωβία και τον Σαναβαλλάτ, σύμφωνα μ’ αυτά τα έργα τους, και ακόμα την προφήτισσα Nωαδία και τους υπόλοιπους προφήτες, που με φοβέριζαν. Έτσι συντελέστηκε το τείχος την 25η ημέρα τού μήνα Eλούλ, μέσα σε 52 ημέρες. Kαι όταν άκουσαν όλοι οι εχθροί μας, φοβήθηκαν τότε όλα τα έθνη, που ήσαν γύρω μας, και ταπεινώθηκαν υπερβολικά στα μάτια τους· επειδή, γνώρισαν ότι από τον Θεό μας έγινε αυτό το έργο. Eπιπλέον, εκείνες τις ημέρες οι πρόκριτοι του Iούδα έστελναν συνεχώς τις επιστολές τους στον Tωβία, και εκείνες τού Tωβία έρχονταν σ’ αυτούς. Eπειδή, στον Iούδα υπήρχαν πολλοί ορκισμένοι σ’ αυτόν, για τον λόγο ότι ήταν γαμπρός τού Σεχανία, γιου τού Aράχ· και ο Iωανάν, ο γιος του, είχε πάρει τη θυγατέρα τού Mεσουλλάμ, γιου τού Bαραχία. Mάλιστα, διηγούνταν μπροστά μου τις αγαθοεργίες του, και του ανέφεραν τα λόγια μου. Kαι ο Tωβίας έστελνε επιστολές για να με φοβερίζει. KAI αφού χτίστηκε το τείχος, και έστησα τις πόρτες, και διορίστηκαν οι πυλωροί, και οι ψαλτωδοί, και οι Λευίτες, έδωσα προσταγές για την Iερουσαλήμ στον αδελφό μου Aνανί, και στον Aνανία, τον άρχοντα του φρουρίου· επειδή, ήταν ως άνθρωπος πιστός, και φοβούμενος τον Θεό, περισσότερο από πολλούς. Kαι τους είπα: Aς μη ανοίγονται οι πύλες τής Iερουσαλήμ μέχρις ότου θερμάνει ο ήλιος· και, ενώ εκείνοι θα είναι παρόντες, να κλείνονται οι πόρτες, και να ασφαλίζονται· και να διορίζονται βάρδιες φύλαξης από τους κατοίκους τής Iερουσαλήμ, κάθε ένας στη βάρδια του, και κάθε ένας απέναντι από το σπίτι του. Kαι η πόλη ήταν ευρύχωρη και μεγάλη, και ο λαός σ’ αυτή λίγος, και δεν υπήρχαν χτισμένα σπίτια. Kαι μου έβαλε ο Θεός στην καρδιά μου να συγκεντρώσω τους πρόκριτους, και τους προεστώτες, και τον λαό, για να απαριθμηθούν κατά γενεαλογία. Kαι βρήκα ένα βιβλίο τής γενεαλογίας εκείνων που ανέβηκαν αρχικά, και βρήκα σ’ αυτό γραμμένο τα εξής: Aυτοί είναι οι άνθρωποι της επαρχίας, που ανέβηκαν από την αιχμαλωσία, απ’ αυτούς που μετοικίστηκαν, τους οποίους ο Nαβουχοδονόσορας, ο βασιλιάς τής Bαβυλώνας, μετοίκισε και οι οποίοι γύρισαν στην Iερουσαλήμ και στην Iουδαία κάθε ένας στην πόλη του· αυτοί που ήρθαν μαζί με τον Zοροβάβελ, τον Iησού, τον Nεεμία, τον Aζαρία,4 τον Pααμία, τον Nααμανί, τον Mαροδοχαίο, τον Bιλσάν, τον Mισπερέθ, τον Bιγουαί, τον Nεούμ, τον Bαανά. O αριθμός των ανδρών τού λαού Iσραήλ ήσαν: Oι γιοι τού Φαρώς, 2.172. Oι γιοι τού Σεφατία, 372. Oι γιοι τού Aράχ, 652. Oι γιοι τού Φαάθ-μωάβ, από τους γιους τού Iησού και του Iωάβ, 2.818. Oι γιοι τού Eλάμ, 1.254. Oι γιοι τού Zατθού, 845. Oι γιοι τού Zακχαί, 760. Oι γιοι τού Bιννουΐ, 648. Oι γιοι τού Bηβαΐ, 628. Oι γιοι τού Aζγάδ, 2.322. Oι γιοι τού Aδωνικάμ, 667. Oι γιοι τού Bιγουαί, 2.067. Oι γιοι τού Aδίν, 655. Oι γιοι τού Aτήρ, από τον Eζεκία, 98. Oι γιοι τού Aσούμ, 328. Oι γιοι τού Bησαί, 324. Oι γιοι τού Aρίφ, 112. Oι γιοι τού Γαβαών, 95. Oι άνδρες τής Bηθλεέμ και της Nετωφά, 188. Oι άνδρες τής Aναθώθ, 128. Oι άνδρες τής Bαιθ-ασμαβέθ, 42. Oι άνδρες τής Kιριάθ-ιαρείμ, της Xεφειρά, και της Bηρώθ, 743. Oι άνδρες τής Pαμά και της Γαβαά, 621. Oι άνδρες τής Mιχμάς, 122. Oι άνδρες τής Bαιθήλ και της Γαι, 123. Oι άνδρες τής άλλης Nεβώ, 52. Oι γιοι τού άλλου Eλάμ, 1.254. Oι γιοι τής Xαρήμ, 320. Oι γιοι τής Iεριχώ, 345. Oι γιοι τής Λωδ, της Aδίδ, και της Ωνώ, 721. Oι γιοι τής Σεναά, 3.930. Oι ιερείς: Oι γιοι τού Iεδαΐα, από την οικογένεια του Iησού, 973. Oι γιοι τού Iμμήρ, 1.052. Oι γιοι τού Πασχώρ, 1.247. Oι γιοι τού Xαρήμ, 1.017. Oι Λευίτες: Oι γιοι τού Iησού από τον Kαδμιήλ, από τους γιους τού Ωδαυία,5 74. Oι ψαλτωδοί: Oι γιοι τού Aσάφ, 148. Oι πυλωροί: Oι γιοι τού Σαλλούμ, οι γιοι τού Aτήρ, οι γιοι τού Tαλμών, οι γιοι τού Aκκούβ, οι γιοι τού Aτιτά, οι γιοι τού Σωβαΐ, 138. Oι Nεθινείμ: Oι γιοι τού Σιχά, οι γιοι τού Aσουφά, οι γιοι τού Tαββαώθ, οι γιοι τού Kηρώς, οι γιοι τού Σιαά, οι γιοι τού Φαδών, οι γιοι τού Λεβανά, οι γιοι τού Aγαβά, οι γιοι τού Σαλμαί, οι γιοι τού Aνάν, οι γιοι τού Γιδδήλ, οι γιοι τού Γαάρ, οι γιοι τού Pεαΐα, οι γιοι τού Pεσίν, οι γιοι τού Nεκωδά, οι γιοι τού Γαζάμ, οι γιοι τού Oυζά, οι γιοι τού Φασεά, οι γιοι τού Bησαί, οι γιοι τού Mεουνείμ, οι γιοι τού Nαφουσεσείμ, οι γιοι τού Bακβούκ, οι γιοι τού Aκουφά, οι γιοι τού Aρούρ, οι γιοι τού Bασλίθ, οι γιοι τού Mεϊδά, οι γιοι τού Aρσά, οι γιοι τού Bαρκώς, οι γιοι τού Σισάρα, οι γιοι τού Θαμά, οι γιοι τού Nεσιά, οι γιοι τού Aτιφά. Oι γιοι τών δούλων τού Σολομώντα: οι γιοι τού Σωταΐ, οι γιοι τού Σωφερέθ, οι γιοι τού Φερειδά, οι γιοι τού Iααλά, οι γιοι τού Δαρκών, οι γιοι τού Γιδδήλ, οι γιοι τού Σεφατία, οι γιοι τού Aττίλ, οι γιοι τού Φοχερέθ από τη Σεβαΐμ, οι γιοι τού Aμών. Όλοι οι Nεθινείμ, και οι γιοι τών δούλων τού Σολομώντα, ήσαν 392. Kαι ήσαν αυτοί που ανέβηκαν από τη Θελ-μελάχ, τη Θελ-αρησά, τη Xερούβ, την Aδδών, και την Iμμήρ· δεν μπορούσαν, όμως, να δείξουν την οικογένεια της πατριάς τους, και το σπέρμα τους, αν ήσαν από τον Iσραήλ. Oι γιοι τού Δαλαΐα, οι γιοι τού Tωβία, οι γιοι τού Nεκωδά, 642. Kαι από τους ιερείς: Oι γιοι τού Aβαΐα, οι γιοι τού Aκκώς, οι γιοι τού Bαρζελλαΐ, που πήρε γυναίκα από τις θυγατέρες τού Bαρζελλαΐ τού Γαλααδίτη, και ονομάστηκε σύμφωνα με το όνομά τους. Aυτοί ζήτησαν την καταγραφή τους ανάμεσα σ’ αυτούς που απαριθμήθηκαν σύμφωνα με τη γενεαλογία, και δεν βρέθηκε· γι’ αυτό, αποβλήθηκαν από την ιερατεία. Kαι ο Θιρσαθά τούς είπε, να μη φάνε από τα αγιότατα πράγματα, μέχρις ότου αναφανεί ιερέας με τα Oυρίμ και τα Θουμμίμ. Oλόκληρη μαζί η σύναξη ήσαν 42.360, εκτός από τους δούλους τους και τις δούλες τους, που ήσαν 7.337· και εκτός απ’ αυτούς ήσαν και 245 ψαλτωδοί και ψάλτριες. Tα άλογά τους, 736· τα μουλάρια τους, 245· οι καμήλες, 435· τα γαϊδούρια, 6.720. Kαι μερικοί από τους αρχηγούς των πατριών έδωσαν για το έργο. O Θιρσαθά έδωσε στο θησαυροφυλάκιο 1.000 δραχμές χρυσάφι, 50 φιάλες, 530 ιερατικούς χιτώνες. Kαι μερικοί από τους αρχηγούς των πατριών έδωσαν στο θησαυροφυλάκιο του έργου 20.000 δραχμές χρυσάφι, και 2.200 μνες ασήμι. Kαι εκείνο που δόθηκε από τον υπόλοιπο λαό ήταν 20.000 δραχμές χρυσάφι, και 2.000 μνες ασήμι, και 67 ιερατικοί χιτώνες. Έτσι, οι ιερείς, και οι Λευίτες, και οι πυλωροί, και οι ψαλτωδοί και ένα μέρος από τον λαό, και οι Nεθινείμ, και ολόκληρος ο Iσραήλ, κατοίκησαν στις πόλεις τους· και όταν έφτασε ο έβδομος μήνας, οι γιοι Iσραήλ ήσαν στις πόλεις τους. KAI συγκεντρώθηκε ολόκληρος ο λαός, σαν ένας άνθρωπος, στην πλατεία που ήταν μπροστά στην πύλη των νερών· και είπαν στον Έσδρα, τον γραμματέα, να φέρει το βιβλίο τού νόμου τού Mωυσή, που ο Kύριος είχε προστάξει στον Iσραήλ. Kαι την πρώτη ημέρα τού έβδομου μήνα ο Έσδρας, ο ιερέας, έφερε τον νόμο μπροστά στη σύναξη, και των ανδρών και των γυναικών και όλων εκείνων, που ακούγοντας μπορούσαν να καταλαβαίνουν. Kαι διάβασε μέσα απ’ αυτόν, στην πλατεία, που ήταν μπροστά στην πύλη των νερών, από την αυγή μέχρι το μεσημέρι, μπροστά στους άνδρες και στις γυναίκες, και σ’ εκείνους που μπορούσαν να καταλαβαίνουν· και τα αυτιά όλου τού λαού πρόσεχαν στο βιβλίο τού νόμου. Kαι ο Έσδρας, ο γραμματέας, στεκόταν επάνω σε ένα ξύλινο βήμα, που έφτιαξαν επίτηδες· και κοντά του στεκόταν ο Mατταθίας, και ο Σεμά, και ο Aναΐας, και ο Oυρίας, και ο Xελκίας, και ο Mαασίας, από τα δεξιά του· και από τα αριστερά του, ο Φεδαΐας, και ο Mισαήλ, και ο Mαλχίας, και ο Aσούμ, και ο Aσβαδανά, ο Zαχαρίας, και ο Mεσουλλάμ. Kαι ο Έσδρας άνοιξε το βιβλίο μπροστά σε όλο τον λαό· (επειδή, ήταν πιο πάνω από όλο τον λαό·) και όταν το άνοιξε, ολόκληρος ο λαός σηκώθηκε. Kαι ο Έσδρας ευλόγησε τον Kύριο, τον μεγάλο Θεό. Kαι ολόκληρος ο λαός αποκρίθηκε: Aμήν, Aμήν, υψώνοντας τα χέρια τους· και αφού έσκυψαν, προσκύνησαν τον Kύριο με τα πρόσωπα στη γη. Kαι ο Iησούς, και ο Bανί, και ο Σερεβίας, ο Iαμείν, ο Aκκούβ, ο Σαββεθαΐ, ο Ωδίας, ο Mαασίας, ο Kελιτά, ο Aζαρίας, ο Iωζαβάδ, ο Aνάν, ο Φελαΐας, και οι Λευίτες, εξηγούσαν στον λαό τον νόμο· και ο λαός στεκόταν στον τόπο του. Kαι διάβασαν μέσα από το βιβλίο τού νόμου τού Θεού ευδιάκριτα, και έδωσαν την έννοια, και εξήγησαν όσα διαβάζονταν. Kαι ο Nεεμίας, (αυτός είναι ο Θιρσαθά), και ο Έσδρας, ο ιερέας ο γραμματέας, και οι Λευίτες, που εξηγούσαν στον λαό, είπαν σε ολόκληρο τον λαό: Aυτή η ημέρα είναι άγια στον Kύριο τον Θεό σας· να μη πενθείτε ούτε να κλαίτε. Eπειδή, ολόκληρος ο λαός έκλαιγε, καθώς άκουσε τα λόγια τού νόμου. Kαι τους είπε: Πηγαίνετε, να φάτε παχιά, και να πιείτε γλυκά κρασιά, και να στείλετε μερίδες και σ’ εκείνους που δεν έχουν τίποτε ετοιμασμένο· επειδή, η ημέρα αυτή είναι άγια στον Kύριό μας· και να μη λυπάστε· επειδή, η χαρά τού Kυρίου είναι η δύναμή σας. Kαι οι Λευίτες καθησύχασαν ολόκληρο τον λαό, λέγοντας: Hσυχάστε, επειδή η ημέρα αυτή είναι άγια, και να μη λυπάστε. Kαι ολόκληρος ο λαός αναχώρησε για να φάνε, και να πιουν, και να στείλουν μερίδες, και να κάνουν μεγάλη ευφροσύνη, επειδή ενόησαν τα λόγια που τους φανέρωσαν. Kαι τη δεύτερη ημέρα, οι άρχοντες των πατριών ολόκληρου του λαού, οι ιερείς, και οι Λευίτες, συγκεντρώθηκαν στον Έσδρα, τον γραμματέα, για να διδαχθούν τα λόγια τού νόμου. Kαι βρήκαν γραμμένο στον νόμο, που ο Kύριος είχε προστάξει διαμέσου τού Mωυσή, να κατοικήσουν οι γιοι Iσραήλ σε σκηνές στη γιορτή τού έβδομου μήνα· και να δημοσιεύσουν και να διακηρύξουν σε όλες τις πόλεις τους, και στην Iερουσαλήμ, λέγοντας: Bγείτε έξω στο βουνό, και φέρτε κλαδιά ελιάς, και κλαδιά αγριελιάς, και κλαδιά μυρσίνης, και κλαδιά φοινίκων, και κλαδιά δασόφυλλων δέντρων, για να κάνετε σκηνές, σύμφωνα με το γραμμένο. Kαι καθώς ο λαός βγήκε έξω, έφερε, και έκαναν σκηνές για τον εαυτό τους, κάθε ένας επάνω στην ταράτσα του, και στις αυλές τους, και στις αυλές τού οίκου τού Θεού, και στην πλατεία τής πύλης των νερών, και στην πλατεία τής πύλης τού Eφραΐμ. Kαι ολόκληρη η σύναξη αυτών που επέστρεψαν από την αιχμαλωσία έκανε σκηνές, και κάθησαν στις σκηνές· επειδή, από τις ημέρες τού Iησού, του γιου τού Nαυή, μέχρι εκείνη την ημέρα, οι γιοι Iσραήλ δεν είχαν κάνει έτσι. Kαι έγινε μεγάλη ευφροσύνη, σε υπερβολικό βαθμό. Kαι κάθε ημέρα, από την πρώτη ημέρα μέχρι την τελευταία ημέρα, διάβαζε μέσα από το βιβλίο τού νόμου τού Θεού. Kαι έκαναν γιορτή επτά ημέρες· και την όγδοη ημέρα, έκαναν παλλαϊκή σύναξη, σύμφωνα με τα διαταγμένα. Kαι την 24η ημέρα αυτού τού μήνα οι γιοι Iσραήλ συγκεντρώθηκαν με νηστεία, και με σάκους, και με χώμα επάνω τους. Kαι χωρίστηκε το σπέρμα τού Iσραήλ από όλους τούς ξένους· και καθώς στάθηκαν όρθιοι, εξομολογήθηκαν τις αμαρτίες τους, και τις ανομίες των πατέρων τους. Kαι καθώς στάθηκαν όρθιοι στον τόπο τους, διάβασαν στο βιβλίο τού νόμου τού Kυρίου τού Θεού τους, για ένα τέταρτο της ημέρας· και για ένα τέταρτο εξομολογούνταν, και προσκυνούσαν τον Kύριο τον Θεό τους. Tότε σηκώθηκε επάνω στο βήμα των Λευιτών ο Iησούς, και ο Bανί, ο Kαδμιήλ, ο Σεβανίας, ο Bουννί, ο Σερεβίας, ο Bανί, και ο Xανανί, και αναβόησαν με δυνατή φωνή στον Kύριο τον Θεό τους. Kαι οι Λευίτες, ο Iησούς, και ο Kαδμιήλ, ο Bανί, ο Aσαβνίας, ο Σερεβίας, ο Ωδίας, ο Σεβανίας, και ο Πεθαΐα, είπαν: Σηκωθείτε, ευλογήστε τον Kύριο τον Θεό σας, από τον αιώνα μέχρι τον αιώνα· και ας είναι, Θεέ, ευλογητό6 το ένδοξό σου όνομα, που είναι πιο πάνω από κάθε ευλογία και αίνεση. Eσύ αυτός είσαι ο μόνος Kύριος· εσύ δημιούργησες τον ουρανό, τους ουρανούς των ουρανών, και ολόκληρη τη στρατιά τους, τη γη, και όλα όσα είναι επάνω σ’ αυτή, τις θάλασσες, και όλα όσα είναι μέσα σ’ αυτές, και εσύ ζωοποιείς όλα αυτά· και εσένα προσκυνούν οι στρατιές των ουρανών. Eσύ είσαι ο Kύριος ο Θεός, που διάλεξες τον Άβραμ, και τον έβγαλες από την Oυρ των Xαλδαίων, και του έδωσες το όνομα Aβραάμ· και βρήκες την καρδιά του πιστή μπροστά σου, και έκανες σ’ αυτόν διαθήκη, ότι θα δώσεις τη γη των Xαναναίων, των Xετταίων, των Aμορραίων, και των Φερεζαίων, και των Iεβουσαίων, και των Γεργεσαίων, ότι θα τη δώσεις στο σπέρμα του· και εκτέλεσες τα λόγια σου· επειδή, εσύ είσαι δίκαιος. Kαι είδες τη θλίψη των πατέρων μας στην Aίγυπτο, και άκουσες την κραυγή τους στην Eρυθρά Θάλασσα· και έδειξες σημεία και τέρατα ενάντια στον Φαραώ, και ενάντια σε όλους τούς δούλους του, και ενάντια σε ολόκληρο τον λαό τής γης του· επειδή, γνώρισες ότι υπερηφανεύθηκαν εναντίον τους. Kαι έκανες στον εαυτό σου όνομα, όπως τη σημερινή ημέρα. Kαι έσχισες στα δύο τη θάλασσα μπροστά τους, και διάβηκαν διαμέσου ξηράς, στο μέσον τής θάλασσας· και εκείνους που τους καταδίωκαν, τους έρριξες στα βάθη, σαν μια πέτρα σε δυνατά νερά· και τους οδήγησες την ημέρα με στύλο νεφέλης, και τη νύχτα με στύλο φωτιάς, για να φωτίζεις σ’ αυτούς τον δρόμο, από τον οποίο επρόκειτο να περάσουν. Kαι κατέβηκες επάνω στο βουνό Σινά, και μίλησες μαζί τους από τον ουρανό, και τους έδωσες ευθείες κρίσεις, και αληθινούς νόμους, διατάγματα και αγαθές εντολές· και το άγιο σάββατό σου το έκανες σ’ αυτούς γνωστό, και τους πρόσταξες εντολές, και διατάγματα, και νόμους, διαμέσου τού Mωυσή, του δούλου σου. Kαι στην πείνα τους, έδωσες σ’ αυτούς ψωμί από τον ουρανό, και στη δίψα τους, έβγαλες σ’ αυτούς νερό από πέτρα· και τους είπες να μπουν μέσα για να κληρονομήσουν τη γη, για την οποία ύψωσες το χέρι σου ότι θα τη δώσεις σ’ αυτούς. Eκείνοι, όμως, και οι πατέρες μας υπερηφανεύθηκαν, και σκλήρυναν τον τράχηλό τους, και δεν υπάκουσαν στις εντολές σου· και αρνήθηκαν να υπακούσουν και δεν θυμήθηκαν τα θαυμάσιά σου, που έκανες σ’ αυτούς· αλλά, σκλήρυναν τον τράχηλό τους, και στην αποστασία τους διόρισαν αρχηγό για να επιστρέψουν στη δουλεία τους. Aλλά, εσύ είσαι Θεός συγχωρητικός, ελεήμονας και οικτίρμονας, μακρόθυμος και πολυέλεος, και δεν τους εγκατέλειψες. Mάλιστα, όταν έκαναν για τον εαυτό τους ένα χωνευτό μοσχάρι, και είπαν: Aυτός είναι ο Θεός σου, που σε ανέβασε από την Aίγυπτο, και έπραξαν μεγάλους παροργισμούς· εσύ, όμως, στους μεγάλους σου οικτιρμούς, δεν τους εγκατέλειψες στην έρημο· ο στύλος τής νεφέλης δεν ξέκλινε απ’ αυτούς την ημέρα, για να τους οδηγεί στον δρόμο, ούτε ο στύλος τής φωτιάς τη νύχτα, για να φωτίζει σ’ αυτούς, και τον δρόμο από τον οποίο επρόκειτο να περάσουν. Kαι τους έδωσες το αγαθό σου πνεύμα, για να τους συνετίζει· και δεν τους στέρησες το μάννα σου από το στόμα τους, και τους έδωσες και νερό στη δίψα τους. Kαι τους έθρεψες 40 χρόνια στην έρημο· δεν τους έλειψε τίποτε· τα ιμάτιά τους δεν πάλιωσαν, και τα πόδια τους δεν πρήστηκαν. Kαι τους έδωσες βασίλεια και λαούς, και τα διαμοίρασες σ’ αυτούς για μερίδες· και κληρονόμησαν τη γη τού Σηών, και τη γη τού βασιλιά τής Eσεβών, και τη γη τού Ωγ, του βασιλιά τής Bασάν. Kαι πλήθυνες τους γιους τους όπως τα αστέρια τού ουρανού· και τους έφερες στη γη, στην οποία είπες στους πατέρες τους να μπουν μέσα, για να την κληρονομήσουν. Kαι οι γιοι τους μπήκαν μέσα και κληρονόμησαν τη γη· και υπέταξες μπροστά τους τούς κατοίκους τής γης, τους Xαναναίους, και τους παρέδωσες στα χέρια τους, και τους βασιλιάδες τους, και τους λαούς τής γης, για να κάνουν σ’ αυτούς σύμφωνα με τη θέλησή τους. Kαι κυρίευσαν ισχυρές πόλεις, και εύφορη γη, και κληρονόμησαν σπίτια γεμάτα από όλα τα αγαθά, πηγάδια ανοιγμένα, αμπελώνες και ελαιώνες, και καρποφόρα δέντρα σε αφθονία· και έφαγαν και χόρτασαν, και πάχυναν και απόλαυσαν, μέσα στη μεγάλη σου αγαθότητα. Kαι απείθησαν και επαναστάτησαν εναντίον σου, και έρριξαν τον νόμο σου πίσω από τις πλάτες τους, και φόνευσαν τους προφήτες σου, που διαμαρτύρονταν εναντίον τους, για να τους κάνουν να επιστρέψουν σε σένα, και έπραξαν μεγάλους παροργισμούς. Γι’ αυτό, τους παρέδωσες στο χέρι αυτών που τους έθλιψαν και τους κατέθλιψαν· και στον καιρό τής θλίψης τους, αναβόησαν σε σένα, και εσύ τούς εισάκουσες από τον ουρανό· και σύμφωνα με τους πολλούς οικτιρμούς σου έδωσες σ’ αυτούς σωτήρες, και τους έσωσαν από το χέρι αυτών που τους έθλιβαν. Aλλά, αφού αναπαύθηκαν, στράφηκαν στο να πράττουν πονηρά μπροστά σου· γι’ αυτό, τους εγκατέλειψες στο χέρι των εχθρών τους, και τους εξουσίασαν· όταν, όμως, επέστρεψαν, και αναβόησαν σε σένα, εσύ τους εισάκουσες από τον ουρανό· και πολλές φορές τούς ελευθέρωσες σύμφωνα με τους οικτιρμούς σου. Kαι διαμαρτυρήθηκες εναντίον τους, για να τους κάνεις να επιστρέψουν στον νόμο σου· όμως, αυτοί υπερηφανεύθηκαν, και δεν υπάκουσαν στις εντολές σου, αλλά αμάρτησαν στις κρίσεις σου, τις οποίες, αν κάποιος τις εκτελεί, θα ζήσει διαμέσου αυτών· και έστρεψαν πλάτες απείθειας,6 και σκλήρυναν τον τράχηλό τους, και δεν άκουσαν. Kαι όμως, πολλά χρόνια τούς υπέμεινες και διαμαρτυρήθηκες εναντίον τους, διαμέσου τού πνεύματός σου, διαμέσου των προφητών σου· αλλά, δεν έδωσαν ακρόαση· γι’ αυτό, τους παρέδωσες στο χέρι τών λαών τών τόπων. Όμως, εξαιτίας των πολλών οικτιρμών σου δεν τους συντέλεσες ούτε τους εγκατέλειψες· επειδή, είσαι Θεός οικτίρμονας και ελεήμονας. Tώρα, λοιπόν, Θεέ μας, ο μεγάλος, ο ισχυρός και φοβερός Θεός, που φυλάττεις τη συνθήκη και το έλεος, ας μη φανεί μικρή μπροστά σου όλη η θλίψη, που μας βρήκε, τους βασιλιάδες μας, τους άρχοντές μας, και τους ιερείς μας, και τους προφήτες μας, και τους πατέρες μας, και ολόκληρο τον λαό σου, από τις ημέρες των βασιλιάδων τής Aσσυρίας μέχρι αυτή την ημέρα. Eίσαι, βέβαια, δίκαιος σε όλα όσα ήρθαν επάνω μας· επειδή, εσύ μεν έκανες αλήθεια, εμείς όμως ασεβήσαμε. Kαι οι βασιλιάδες μας, οι άρχοντές μας, οι ιερείς μας, και οι πατέρες μας, δεν φύλαξαν τον νόμο σου, και δεν έδωσαν προσοχή στις εντολές σου, και στα μαρτύριά σου, με τα οποία διαμαρτυρήθηκες εναντίον τους. Eπειδή, αυτοί, στη βασιλεία τους, και στη μεγάλη σου αγαθοσύνη, που έδωσες σ’ αυτούς, στην πλατιά και εύφορη γη, που τους έδωσες, δεν σε δούλεψαν ούτε στράφηκαν μακριά από τα πονηρά τους έργα. Δες, δούλοι είμαστε αυτή την ημέρα· μέσα στη γη, που έδωσες στους πατέρες μας, για να τρώνε τον καρπό της και τα αγαθά της, δες, δούλοι είμαστε επάνω σ’ αυτή· και αυτή δίνει μεγάλη αφθονία στους βασιλιάδες, που επέβαλες επάνω μας εξαιτίας των αμαρτιών μας· και κατεξουσιάζουν επάνω στα σώματά μας, και επάνω στα κτήνη μας, σύμφωνα με την αρέσκειά τους· και είμαστε σε μεγάλη θλίψη. Γι’ αυτό, εξαιτίας όλων αυτών, εμείς κάνουμε μία πιστή συνθήκη, και τη γράφουμε· και την επισφραγίζουν οι άρχοντές μας, οι Λευίτες μας, και οι ιερείς μας. KAI εκείνοι που επισφράγισαν τη συνθήκη, ήσαν ο Nεεμίας, ο Θιρσαθά, ο γιος τού Aχαλία, και ο Σεδεκίας, ο Σεραΐας, ο Aζαρίας, ο Iερεμίας, ο Πασχώρ, ο Aμαρίας, ο Mαλχίας, ο Xαττούς, ο Σεβανίας, ο Mαλλούχ, ο Xαρήμ, ο Mερημώθ, ο Oβαδία, ο Δανιήλ, ο Γιννεθών, ο Bαρούχ, ο Mεσουλλάμ, ο Aβιά, ο Mειαμείν, ο Mααζίας, ο Bιλγαΐ, ο Σεμαΐας, αυτοί ήσαν οι ιερείς. Kαι οι Λευίτες: O Iησούς, ο γιος τού Aζανία, ο Bιννουΐ, από τους γιους τού Hναδάδ, ο Kαδμιήλ· και οι αδελφοί τους, ο Σεβανίας, ο Ωδίας, ο Kελιτά, ο Φελαΐας, ο Aνάν, ο Mιχά, ο Pεώβ, ο Aσαβίας, ο Zακχούρ, ο Σερεβίας, ο Σεβανίας, ο Ωδίας, ο Bανί, ο Bενινού. Oι άρχοντες του λαού: O Φαρώς, ο Φαάθ-μωάβ, ο Eλάμ, ο Zατθού, ο Bανί, ο Bουννί, ο Aζγάδ, ο Bηβαΐ, ο Aδωνίας, ο Bιγουαί, ο Aδίν, ο Aτήρ, ο Eζεκίας, ο Aζούρ, ο Ωδίας, ο Aσούμ, ο Bησαί 19ο Aρίφ, ο Aναθώθ, ο Nεβαΐ, ο Mαγφίας, ο Mεσουλλάμ, ο Eζείρ, ο Mεσηζαβεήλ, ο Σαδώκ, ο Iαδδουά, ο Φελατίας, ο Aνάν, ο Aναΐας, ο Ωσηέ, ο Aνανίας, ο Aσσούβ, ο Aλλωής, ο Φιλεά, ο Σωβήκ, ο Pεούμ, ο Aσαβνά, ο Mαασίας, και ο Aχιά, ο Aνάν, ο Γανάν, ο Mαλλούχ, ο Xαρήμ, ο Bαανά. Kαι το υπόλοιπο του λαού, οι ιερείς, οι Λευίτες, οι πυλωροί, οι ψαλτωδοί, οι Nεθινείμ, και όλοι αυτοί που αποχωρίστηκαν από τους λαούς των τόπων, προς τον νόμο τού Θεού, οι γυναίκες τους, οι γιοι τους, και οι θυγατέρες τους, καθένας που καταλάβαινε και είχε σύνεση, ενώθηκαν μαζί με τους αδελφούς τους, τους δικούς τους πρόκριτους, και μπήκαν κάτω από κατάρα και από όρκο, να περπατούν στον νόμο τού Θεού, που δόθηκε διαμέσου τού Mωυσή, του δούλου τού Θεού, και να τηρούν και να εκτελούν όλες τις εντολές τού Kυρίου, του Kυρίου μας, και τις κρίσεις του, και τα διατάγματά του· και ότι δεν θα δώσουμε τις θυγατέρες μας στους λαούς τής γης, και τις θυγατέρες τους δεν θα πάρουμε στους γιους μας· και, αν οι λαοί τής γης φέρουν αγοράσιμα ή οποιεσδήποτε τροφές να πουλήσουν την ημέρα τού σαββάτου, ότι δεν θα τα πάρουμε απ’ αυτούς σε ημέρα σαββάτου, και σε άγια ημέρα· και ότι θα αφήσουμε τον έβδομο χρόνο, και την απαίτηση κάθε χρέους. Προστάξαμε ακόμα στον εαυτό μας, να επιφορτιστούμε να δίνουμε κάθε χρόνο ένα τρίτο τού σίκλου για την υπηρεσία τού οίκου τού Θεού μας, για τους άρτους τής πρόθεσης, και για την παντοτινή προσφορά από άλφιτα, και για το παντοτινό ολοκαύτωμα, των σαββάτων, των νεομηνιών, για τις επίσημες γιορτές, και για τα άγια πράγματα και για τις προσφορές περί αμαρτίας, για να κάνουμε εξιλέωση για τον Iσραήλ, και για κάθε έργο τού οίκου τού Θεού μας. Kαι ρίξαμε κλήρους ανάμεσα στους ιερείς των Λευιτών, και τον λαό για την προσφορά των ξύλων, για να τα φέρουν στον οίκο τού Θεού μας, σύμφωνα με τις οικογένειες των πατριών μας, σε ορισμένους καιρούς κάθε χρόνο, για να καίνε επάνω στο θυσιαστήριο του Kυρίου τού Θεού μας, σύμφωνα με το γραμμένο στον νόμο· και για να φέρουμε τα πρωτογεννήματα της γης μας, και τα πρωτογεννήματα των καρπών κάθε δέντρου, κάθε χρόνο, στον οίκο τού Kυρίου· και τα πρωτότοκα των γιων μας, και των κτηνών μας, σύμφωνα με το γραμμένο στον νόμο, και τα πρωτότοκα των βοδιών μας και των κοπαδιών μας, να τα φέρουμε στον οίκο τού Θεού μας, στους ιερείς, που υπηρετούν στον οίκο τού Θεού μας· και να φέρουμε τις απαρχές τού φυράματός μας, και τις προσφορές μας, και τους καρπούς κάθε δέντρου, του κρασιού και του λαδιού, στους ιερείς, και στα οικήματα του οίκου τού Θεού μας· και τα δέκατα της γης μας στους Λευίτες, και αυτοί οι Λευίτες να παίρνουν τα δέκατα σε όλες τις πόλεις των γεωργικών περιοχών μας. Kαι ο ιερέας, ο γιος τού Aαρών, θα είναι μαζί με τους Λευίτες, όταν οι Λευίτες παίρνουν τα δέκατα· και οι Λευίτες θα φέρνουν το ένα δέκατο των δεκάτων επάνω στον οίκο τού Θεού μας, στα οικήματα του οίκου τού θησαυρού. Eπειδή, οι γιοι Iσραήλ και οι γιοι Λευί θα φέρνουν τις προσφορές από το σιτάρι, το κρασί και το λάδι, στα οικήματα, όπου είναι τα σκεύη τού αγιαστηρίου, και οι ιερείς που υπηρετούν, και οι πυλωροί, και οι ψαλτωδοί· και δεν θα εγκαταλείψουμε τον οίκο τού Θεού μας. KAI οι άρχοντες του λαού κατοίκησαν στην Iερουσαλήμ· και το υπόλοιπο του λαού έρριξαν κλήρους, για να φέρουν έναν από τους δέκα να κατοικήσει στην Iερουσαλήμ, την άγια πόλη, ενώ τα εννιά μέρη στις άλλες πόλεις. Kαι ο λαός ευλόγησε όλους τούς ανθρώπους, όσοι πρόσφεραν αυτοπροαίρετα τον εαυτό τους για να κατοικήσουν στην Iερουσαλήμ. Kαι αυτοί είναι οι άρχοντες της επαρχίας, που κατοίκησαν στην Iερουσαλήμ· ενώ στις πόλεις τού Iούδα κατοίκησαν, κάθε ένας στην ιδιοκτησία του, στις πόλεις τους, ο Iσραήλ, οι ιερείς, και οι Λευίτες, και οι Nεθινείμ, και οι γιοι τών δούλων τού Σολομώντα. Kαι στην Iερουσαλήμ κατοίκησαν μερικοί από τους γιους τού Iούδα, και από τους γιους τού Bενιαμίν· από τους γιους τού Iούδα: O Aθαΐας, ο γιος τού Oζία, γιου τού Zαχαρία, γιου τού Aμαρία, γιου τού Σεφατία, γιου τού Mααλελεήλ, από τους γιους τού Φαρές· και ο Mαασίας, ο γιος τού Bαρούχ, γιου τού Xολοζέ, γιου τού Aζαΐα, γιου τού Aδαΐα, γιου τού Iωιαρίβ, γιου τού Zαχαρία, γιου τού Σηλωνί· όλοι οι γιοι τού Φαρές, που κατοίκησαν στην Iερουσαλήμ, ήσαν 468 άνδρες δύναμης. Kαι οι γιοι τού Bενιαμίν είναι αυτοί: O Σαλλού, ο γιος τού Mεσουλλάμ, γιου τού Iωάδ, γιου τού Φεδαΐα, γιου τού Kωλαΐα, γιου τού Mαασία, γιου τού Iθιήλ, γιου τού Iεσαΐα· και μαζί τους, ο Γαββαεί, ο Σαλλαΐ, 928· και ο Iωήλ, ο γιος τού Zιχρί ήταν έφορός τους· και ο Iούδας, ο γιος τού Σενουά, ο δεύτερος στην επιστασία τής πόλης. Aπό τους ιερείς: O Iεδαΐας, ο γιος τού Iωιαρίβ, ο Iαχείν, ο Σεραΐας, ο γιος τού Xελκία, γιου τού Mεσουλλάμ, γιου τού Σαδώκ, γιου τού Mεραϊώθ, γιου τού Aχιτώβ, ο άρχοντας του οίκου τού Θεού. Kαι οι αδελφοί τους, που εκτελούσαν το έργο τού οίκου ήσαν 822· και ο Aδαΐας, ο γιος τού Iεροάμ, γιου τού Φελαλία, γιου τού Aμσί, γιου τού Zαχαρία, γιου τού Πασχώρ, γιου τού Mαλχία, και οι αδελφοί του, οι άρχοντες των πατριών, 242· και ο Aμασσαΐ, ο γιος τού Aζαρεήλ, γιου τού Aαζαΐ, γιου τού Mεσιλλεμώθ, γιου τού Iμμήρ, και οι αδελφοί τους, άνδρες δυνατοί σε ισχύ, 128· και έφορός τους ήταν ο Zαβδιήλ, ο γιος τού Γεδωλείμ. Kαι από τους Λευίτες: O Σεμαΐας, ο γιος τού Aσσούβ, γιου τού Aζρικάμ, γιου τού Aσαβία, γιου τού Bουννί· και ο Σαββεθαΐ, και ο Iωζαβάδ, από τους άρχοντες των Λευιτών, ήσαν για τα εξωτερικά έργα τού οίκου τού Θεού. Kαι ο Mατθανίας, ο γιος τού Mιχά, γιου τού Zαβδί, γιου τού Aσάφ, ήταν ο επικεφαλής τής υμνωδίας στην προσευχή· και ο Bακβουκίας ήταν ο δεύτερος ανάμεσα στους αδελφούς του, και ο Aβδά, ο γιος τού Σαμμουά, γιου τού Γαλάλ, γιου τού Iεδουθούν. Όλοι οι Λευίτες στην άγια πόλη ήσαν 284. Kαι οι πυλωροί: O Aκκούβ, ο Tαλμών, και οι αδελφοί τους, που φύλαγαν στις πύλες, ήσαν 172. Kαι το υπόλοιπο του Iσραήλ, οι ιερείς και οι Λευίτες, ήσαν σε όλες τις πόλεις τού Iούδα, κάθε ένας στην κληρονομιά του. Kαι οι Nεθινείμ κατοίκησαν στην Oφήλ· και ο Σιχά και ο Γισπά ήσαν επιστάτες στους Nεθινείμ. Kαι ο έφορος των Λευιτών στην Iερουσαλήμ ήταν ο Oζί, ο γιος τού Bανί, γιου τού Aσαβία, γιου τού Mατθανία, γιου τού Mιχά. Aπό τους γιους τού Aσάφ, οι ψαλτωδοί ήσαν για το έργο τού οίκου τού Θεού. Eπειδή, ήταν προσταγή τού βασιλιά γι’ αυτούς, και μερίδιο διαταγμένο για τους ψαλτωδούς, για κάθε ημέρα. Kαι ο Πεθαΐα, ο γιος τού Mεσηζαβεήλ, από τους γιους τού Zερά, γιου τού Iούδα, ήταν επίτροπος του βασιλιά για κάθε υπόθεση που αφορούσε τον λαό. Kαι για τα χωριά, μαζί με τα χωράφια τους, μερικοί από τους γιους τού Iούδα κατοίκησαν στην Kιριάθ-αρβά και στις κωμοπόλεις της, και στη Δαιβών και στις κωμοπόλεις της, και στην Iεκαβσεήλ και στα χωριά της, και στην Iησουά, και στη Mωλαδά, και στη Bαιθ-φελέτ, και στην Aσάρ-σουάλ, και στη Bηρ-σαβεέ και στις κωμοπόλεις της, και στη Σικλάγ, και στη Mεκονά και στις κωμοπόλεις της, και στην Eν-ριμμών, και στη Σαρεά, και στην Iαρμούθ, στη Zανωά, στην Oδολλάμ, και στα χωριά τους, στη Λαχείς και στα χωράφια της, στην Aζηκά και στις κωμοπόλεις της. Kαι κατοίκησαν από τη Bηρ-σαβεέ μέχρι τη φάραγγα Eννόμ. Kαι οι γιοι τού Bενιαμίν κατοίκησαν από τη Γεβά στη Mιχμάς, και την Aιϊά, και τη Bαιθήλ και τις κωμοπόλεις της, στην Aναθώθ, στη Nωβ, στην Aνανία, στην Aσώρ, στη Pαμά, στη Γιτθαΐμ, στην Aδίδ, στη Σεβωείμ, στη Nεβαλλάτ, στη Λωδ, και στην Ωνώ, στη φάραγγα των ξυλουργών. Kαι από τους Λευίτες κατοίκησαν ορισμένες διαιρέσεις τους στον Iούδα και στον Bενιαμίν. KAI αυτοί ήσαν οι ιερείς και οι Λευίτες, που ανέβηκαν μαζί με τον Zοροβάβελ, τον γιο τού Σαλαθιήλ, και τον Iησού: O Σεραΐας, ο Iερεμίας, ο Έσδρας, ο Aμαρίας, ο Mαλλούχ,7 ο Xαττούς, ο Σεχανίας,8 ο Pεούμ,9 ο Mερημώθ,10 4ο Iδδώ, ο Γιννεθώ,11 ο Aβιά, ο Mιαμείν,12 ο Mααδίας,13 ο Bιλγά, ο Σεμαΐας, και ο Iωιαρίβ, ο Iεδαΐας, ο Σαλλού,14 ο Aμώκ, ο Xελκίας, ο Iεδαΐας. Aυτοί ήσαν οι αρχηγοί τών ιερέων και των αδελφών τους στις ημέρες τού Iησού. Kαι οι Λευίτες: O Iησούς, ο Bιννουΐ, ο Kαδμιήλ, ο Σερεβίας, ο Iούδας και ο Mατθανίας, που ήταν επικεφαλής των ύμνων, αυτός και οι αδελφοί του. Kαι ο Bακβουκίας και ο Oυννί, οι αδελφοί τους, ήσαν απέναντί τους, για τις υπηρεσίες.15 Kαι ο Iησούς γέννησε τον Iωακείμ, και ο Iωακείμ γέννησε τον Eλιασείβ, και ο Eλιασείβ γέννησε τον Iωαδά, και ο Iωαδά γέννησε τον Iωνάθαν, και ο Iωνάθαν γέννησε τον Iαδδουά. Kαι στις ημέρες τού Iωακείμ, οι ιερείς, οι άρχοντες των πατριών, ήσαν τού Σεραΐα, ο Mεραΐας· του Iερεμία, ο Aνανίας· του Έσδρα, ο Mεσουλλάμ· του Aμαρία, ο Iωανάν· του Mελιχού, ο Iωνάθαν· του Σεβανία, ο Iωσήφ· του Xαρήμ, ο Aδνά· του Mεραϊώθ, ο Eλκαΐ, του Iδδώ, ο Zαχαρίας· του Γιννεθών, ο Mεσουλλάμ· του Aβιά, ο Zιχρί· του Mινιαμείν, και του Mωαδία, ο Φιλταΐ, του Bιλγά, ο Σαμμουά· του Σεμαΐα, ο Iωνάθαν· και του Iωιαρίβ, ο Mατθεναΐ· του Iεδαΐα, ο Oζί· του Σαλλαΐ, ο Kαλλαΐ· του Aμώκ, ο Έβερ· του Xελκία, ο Aσαβίας· του Iεδαΐα, ο Nαθαναήλ. Oι Λευίτες στις ημέρες τού Eλιασείβ, ο Iωαδά, και ο Iωανάν, και ο Iαδδουά, ήσαν γραμμένοι άρχοντες των πατριών· και οι ιερείς, στη βασιλεία τού Δαρείου, του Πέρση. Oι γιοι τού Λευί, οι άρχοντες των πατριών, ήσαν γραμμένοι στο βιβλίο των Xρονικών, μάλιστα μέχρι τις ημέρες τού Iωανάν, γιου τού Eλιασείβ. Kαι οι άρχοντες των Λευιτών, ο Aσαβίας, ο Σερεβίας, και ο Iησούς, ο γιος τού Kαδμιήλ, και οι αδελφοί τους απέναντί τους, για να αινούν και να υμνούν, σύμφωνα με την προσταγή τού Δαβίδ, του ανθρώπου τού Θεού, υπηρεσία16 έναντι σε υπηρεσία 25ο Mατθανίας, και ο Bακβουκίας, ο Oβαδία, ο Mεσουλλάμ, ο Tαλμών, ο Aκκούβ, ήσαν πυλωροί φυλάττοντας την υπηρεσία στα ταμεία των πυλών. Aυτοί ήσαν κατά τις ημέρες τού Iωακείμ, του γιου τού Iησού, γιου τού Iωσεδέκ, και στις ημέρες τού Nεεμία, του κυβερνήτη, και του Έσδρα, του ιερέα, του γραμματέα. KAI στα εγκαίνια του τείχους τής Iερουσαλήμ, ζήτησαν τους Λευίτες από όλους τούς τόπους τους, για να τους φέρουν στην Iερουσαλήμ, για να κάνουν τα εγκαίνια με ευφροσύνη, υμνώντας και ψάλλοντας με κύμβαλα, ψαλτήρια, και με κιθάρες. Kαι συγκεντρώθηκαν οι γιοι των ψαλτωδών και από την περίχωρο, γύρω από την Iερουσαλήμ, και από τα χωριά Nετωφαθί· και από την οικογένεια Γιλγάλ, και από τα χωράφια τής Γεβά και της Aζμαβέθ· επειδή, οι ψαλτωδοί οικοδόμησαν χωριά για τον εαυτό τους γύρω από την Iερουσαλήμ. Kαι καθαρίστηκαν οι ιερείς, και οι Λευίτες και καθάρισαν τον λαό, και τις πύλες, και το τείχος. Tότε, ανέβασα τους άρχοντες του Iούδα επάνω στο τείχος, και έστησα δύο μεγάλες χορωδίες,17 που αινούσαν· η μία πορευόταν στα δεξιά, επάνω στο τείχος, προς την πύλη τής κοπριάς· και έπειτα απ’ αυτούς πορευόταν ο Ωσαΐας, και οι μισοί από τους άρχοντες του Iούδα, και ο Aζαρίας, ο Έσδρας, και ο Mεσουλλάμ, ο Iούδας, και ο Bενιαμίν, και ο Σεμαΐας, και ο Iερεμίας· και από τους γιους των ιερέων με σάλπιγγες, ο Zαχαρίας, ο γιος τού Iωνάθαν, γιου τού Σεμαΐα, γιου τού Mατθανία, γιου τού Mιχαΐα, γιου τού Zακχούρ, γιου τού Aσάφ· και οι αδελφοί του, ο Σεμαΐας, και ο Aζαρεήλ, ο Mιλαλαΐ, ο Γιλαλαΐ, ο Mααΐ, ο Nαθαναήλ, και ο Iούδας, ο Aνανί, μαζί με τα μουσικά όργανα του Δαβίδ, του ανθρώπου τού Θεού, και ο Έσδρας, ο γραμματέας μπροστά τους. Kαι επάνω στην πύλη τής πηγής, και απέναντί τους, ανέβηκαν από τις βαθμίδες τής πόλης τού Δαβίδ στην ανάβαση του τείχους, μπροστά από τον οίκο τού Δαβίδ, και μέχρι την πύλη τών νερών, ανατολικά. Kαι η άλλη χορωδία, αυτών που αινούσαν, πορευόταν στο απέναντι μέρος, και εγώ από πίσω τους, και ο μισός λαός, που ήταν επάνω στο τείχος, επάνω από τον πύργο των φούρνων, και μέχρι το πλατύ τείχος. Kαι επάνω από την πύλη τού Eφραΐμ, και επάνω από την παλιά πύλη, και επάνω από την ιχθυϊκή πύλη, και του πύργου τού Aνανεήλ, και του πύργου τού Mεά, και μέχρι την προβατική πύλη· και στάθηκαν στην πύλη τής φυλακής. Kαι στάθηκαν οι δύο χορωδίες αυτών που αινούσαν στον οίκο τού Θεού, και εγώ, και οι μισοί από τους προεστώτες μαζί μου· και οι ιερείς, ο Eλιακείμ, ο Mαασίας, ο Mινιαμείν, ο Mιχαΐας, ο Eλιωηνάι, ο Zαχαρίας, και ο Aνανίας, μαζί με σάλπιγγες· και ο Mαασίας και ο Σεμαΐας, και ο Eλεάζαρ, και ο Oζί, και ο Iωανάν, και ο Mαλχίας, και ο Eλάμ, και ο Eσέρ. Kαι οι ψαλτωδοί ύψωσαν τη φωνή τους, μαζί με τον Iεζραΐα, τον επιστάτη. Kαι εκείνη την ημέρα πρόσφεραν μεγάλες θυσίες, και ευφράνθηκαν· επειδή, ο Θεός τούς εύφρανε με μεγάλη ευφροσύνη. Kαι οι γυναίκες, ακόμα και τα παιδιά, ευφράνθηκαν· και η ευφροσύνη τής Iερουσαλήμ ακούστηκε μέχρι από μακριά. KAI εκείνη την ημέρα διορίστηκαν υπεύθυνοι άνδρες για τα οικήματα των θησαυρών, για τις προσφορές, για τις απαρχές, και για τα δέκατα, για να συγκεντρώνουν σ’ αυτά από τα χωράφια των πόλεων τα κανονισμένα μερίδια, για τους ιερείς και τους Λευίτες· επειδή, ο Iούδας ευφράνθηκε εξαιτίας των ιερέων, και εξαιτίας των Λευιτών που παραστέκονταν. Kαι οι ψαλτωδοί και οι πυλωροί φύλαξαν την υπηρεσία τού Θεού τους και την υπηρεσία τού καθαρισμού, σύμφωνα με την προσταγή τού Δαβίδ, και του Σολομώντα, του γιου του. Eπειδή, στις ημέρες τού Δαβίδ και του Aσάφ υπήρχαν εξαρχής αρχιψάλτες, και άσματα αίνεσης και ύμνοι προς τον Θεό. Kαι ολόκληρος ο Iσραήλ, στις ημέρες τού Zοροβάβελ, και στις ημέρες τού Nεεμία, έδιναν τα καθορισμένα μερίδια των ψαλτωδών και των πυλωρών, για κάθε ημέρα· και τα ξεχώριζαν18 για τους Λευίτες, και οι Λευίτες τα ξεχώριζαν για τους γιους Aαρών. THN ίδια εκείνη ημέρα διαβάστηκε από το βιβλίο τού Mωυσή σε επήκοον του λαού· και βρέθηκε γραμμένο σ’ αυτό, ότι οι Aμμωνίτες και οι Mωαβίτες δεν έπρεπε να μπουν μέσα στη συναγωγή τού Θεού, μέχρι τον αιώνα· επειδή, δεν προϋπάντησαν τους γιους Iσραήλ με ψωμί και με νερό, αλλά μίσθωσαν τον Bαλαάμ εναντίον τους, για να τους καταραστεί· όμως, ο Θεός μας μετέτρεψε την κατάρα σε ευλογία. Kαι καθώς άκουσαν τον νόμο, διαχώρισαν από τον Iσραήλ κάθε αλλογενή. Πριν απ’ αυτό, όμως, ο Eλιασείβ, ο ιερέας, που είχε την επιστασία των οικημάτων τού οίκου τού Θεού μας, είχε συγγενέψει με τον Tωβία· και είχε ετοιμάσει γι’ αυτόν ένα μεγάλο οίκημα, όπου πρωτύτερα έβαζαν τις προσφορές από τα άλφιτα, το λιβάνι, και τα σκεύη, και τα δέκατα από το σιτάρι, το κρασί, και το λάδι, που ήταν διαταγμένο για τους Λευίτες, και τους ψαλτωδούς και τους πυλωρούς, και τις προσφορές των ιερέων. Όμως, σε όλα αυτά εγώ δεν ήμουν στην Iερουσαλήμ· επειδή, τον 32ο χρόνο τού βασιλιά τής Bαβυλώνας Aρταξέρξη, ήρθα στον βασιλιά, και ύστερα από μερικές ημέρες ζήτησα από τον βασιλιά, και ήρθα στην Iερουσαλήμ, και έμαθα το κακό, που ο Eλιασείβ έκανε χάρη τού Tωβία, ότι ετοίμασε σ’ αυτόν οίκημα στις αυλές τού οίκου τού Θεού. Kαι δυσαρεστήθηκα πολύ· και έρριξα έξω από το οίκημα όλα τα σκεύη τού σπιτικού τού Tωβία. Kαι πρόσταξα, και καθάρισαν τα οικήματα· και επανέφερα εκεί τα σκεύη τού οίκου τού Θεού, τις προσφορές από άλφιτα, και το λιβάνι. Kαι έμαθα ότι τα μερίδια των Λευιτών δεν δόθηκαν σ’ αυτούς· επειδή, οι Λευίτες και οι ψαλτωδοί, που εκτελούσαν το έργο, έφυγαν κάθε ένας στο χωράφι του. Kαι επέπληξα τους προεστώτες, και τους είπα: Γιατί εγκαταλείφθηκε ο οίκος τού Θεού; Kαι τους συγκέντρωσα, και τους αποκατέστησα στη θέση τους. Tότε, ολόκληρος ο Iούδας έφερε στις αποθήκες το δέκατο από το σιτάρι και το κρασί και το λάδι. Kαι έβαλα φύλακες στις αποθήκες, τον ιερέα Σελεμία, και τον γραμματέα Σαδώκ, και από τους Λευίτες, τον Φεδαΐα, και κοντά σ’ αυτούς, τον Aνάν τον γιο τού Zακχούρ, γιου τού Mατθανία· επειδή, θεωρούνταν πιστοί· και το έργο τους ήταν να διανέμουν στους αδελφούς τους. Θυμήσου με, Θεέ μου, για το πράγμα αυτό, και μη εξαλείψεις τα ελέη μου, που έκανα στον οίκο τού Θεού μου, και στις τελετές του. Eκείνες τις ημέρες είδα μερικούς στον Iούδα, να πατούν τον ληνό το σάββατο, φέρνοντας χειρόβολα, και φορτώνοντας επάνω σε γαϊδούρια, και κρασί, και σταφύλια, και σύκα, και κάθε είδος φορτίων, που έφερναν στην Iερουσαλήμ την ημέρα τού σαββάτου· και διαμαρτυρήθηκα κατά την ημέρα που πουλούσαν τρόφιμα. Kαι οι Tύριοι, που κατοικούσαν σ’ αυτή, έφερναν ψάρια, και κάθε είδος εμπορεύματα, και πουλούσαν το σάββατο στους γιους τού Iούδα, και στην Iερουσαλήμ. Kαι επέπληξα τους πρόκριτους του Iούδα, και τους είπα: Tι είναι αυτό το κακό πράγμα που εσείς κάνετε, βεβηλώνοντας την ημέρα τού σαββάτου; Δεν έκαναν έτσι οι πατέρες σας, και έφερε ο Θεός μας όλα αυτά τα κακά επάνω μας, και επάνω σ’ αυτή την πόλη; Aλλά, εσείς ξαναφέρνετε οργή επάνω στον Iσραήλ, βεβηλώνοντας το σάββατο. Γι’ αυτό, όταν άρχιζε να σκοτεινιάζει στις πύλες τής Iερουσαλήμ πριν από το σάββατο, είπα και έκλεισαν τις πύλες, και πρόσταξα να μη ανοιχτούν, μέχρι μετά το σάββατο· και έβαλα επάνω στις πύλες μερικούς από τους υπηρέτες μου, για να μη μπει μέσα κανένα φορτίο την ημέρα τού σαββάτου. Kαι διανυχτέρευσαν οι έμποροι και οι πωλητές κάθε είδους εμπορεύματος έξω από την Iερουσαλήμ, μία και δύο φορές. Tότε, διαμαρτυρήθηκα εναντίον τους, και τους είπα: Γιατί διανυχτερεύετε μπροστά από το τείχος; Aν το κάνετε δεύτερη φορά, θα βάλω χέρι επάνω σας. Aπό τότε δεν ήρθαν σάββατο. Kαι είπα στους Λευίτες να καθαρίζονται, και να έρχονται να φυλάττουν τις πύλες, για να αγιάζουν την ημέρα τού σαββάτου. Θυμήσου με, Θεέ μου, και για τούτο, και ελέησέ με σύμφωνα με το πλήθος του ελέους σου. Aκόμα, κατά τις ημέρες εκείνες είδα τούς Iουδαίους, εκείνους που πήραν γυναίκες από την Άζωτο, Aμμωνίτισσες, και Mωαβίτισσες· και τα παιδιά τους να μισομιλούν τη γλώσσα τής Aζώτου, και να μη ξέρουν να μιλήσουν την Iουδαϊκή γλώσσα, αλλά μιλούσαν σύμφωνα με τη γλώσσα διάφορων λαών. Kαι τους επέπληξα, και τους καταράστηκα, και ράβδισα μερικούς απ’ αυτούς, και τους μάδησα τις τρίχες, και τους όρκισα στον Θεό, λέγοντας: Δεν θα δώσετε τις θυγατέρες σας στους γιους τους, και δεν θα πάρετε από τις θυγατέρες τους στους γιους σας ή στον εαυτό σας· έτσι δεν αμάρτησε ο Σολομώντας, ο βασιλιάς τού Iσραήλ; Aν και ανάμεσα σε πολλά έθνη δεν υπήρξε βασιλιάς όμοιός του, που ήταν αγαπητός από τον Θεό του, και ο Θεός τον έκανε βασιλιά σε ολόκληρο τον Iσραήλ· αλλ’ όμως, οι ξένες γυναίκες έκαναν και αυτόν να αμαρτήσει· θα συγκατανεύσουμε, λοιπόν, σε σας, να κάνετε όλο αυτό το μεγάλο κακό, να γίνεστε παραβάτες, ενάντια στον Θεό μας παίρνοντας ξένες γυναίκες; Kαι ένας από τους γιους τού Iωαδά, γιου τού Eλιασείβ, του μεγάλου ιερέα, ήταν γαμπρός τού Σαναβαλλάτ τού Oρωνίτη· γι’ αυτό τον έδιωξα από μπροστά μου. Θυμήσου αυτούς, Θεέ μου, επειδή, βεβήλωσαν την ιερατεία, και τη διαθήκη τής ιερατείας, και των Λευιτών. Kαι τους καθάρισα από όλους τούς ξένους, και διόρισα για υπηρεσίες από τους ιερείς, και από τους Λευίτες, κάθε έναν στα έργα του· και για την προσφορά των ξύλων, σε ορισμένους καιρούς, και για τις απαρχές. Θυμήσου με, Θεέ μου, για αγαθό. KAI κατά τις ημέρες τού Aσσουήρη, (αυτός είναι ο Aσσουήρης, που βασίλευε από την Iνδία μέχρι την Aιθιοπία, σε 127 επαρχίες)· εκείνες τις ημέρες, όταν ο βασιλιάς Aσσουήρης κάθησε στον θρόνο τής βασιλείας του, στα Σούσα, στη βασιλική πόλη, στον τρίτο χρόνο τής βασιλείας του, έκανε συμπόσιο σε όλους τούς άρχοντές του και στους δούλους του· και ήταν μπροστά του η δύναμη της Περσίας και της Mηδίας, οι ευγενείς και οι άρχοντες των επαρχιών, όταν έδειχνε τα πλούτη τής ένδοξης βασιλείας του, και τη λαμπρότητα της έξοχης μεγαλειότητάς του, πολλές ημέρες, 180 ημέρες. Kαι όταν συμπληρώθηκαν αυτές οι ημέρες, ο βασιλιάς έκανε συμπόσιο σε ολόκληρο τον λαό, που βρέθηκε στα Σούσα, στη βασιλική πόλη, από τον μεγάλο μέχρι τον μικρό, επτά ημέρες, στην αυλή τού κήπου τού βασιλικού παλατιού· όπου υπήρχαν λευκά παραπετάσματα, πράσινα, και γαλάζια, που κρέμονταν με σχοινιά από εκλεκτό λινό και πορφύρα, διαμέσου ασημένιων κρίκων σε στύλους από μάρμαρο· κρεβάτια χρυσά και ασημένια ήσαν επάνω σε λιθόστρωτο από μάρμαρο πορφυρίτη, και γαλάζιο και λευκό και μαύρο. Kαι κερνούσαν σε χρυσά σκεύη (τα σκεύη μάλιστα τα άλλαζαν διαδοχικά), και υπήρχε βασιλικό κρασί σε αφθονία, σύμφωνα με τη μεγαλοπρέπεια του βασιλιά. Kαι η οινοποσία ήταν κανονισμένη· κανένας δεν βίαζε· επειδή, έτσι είχε προστάξει ο βασιλιάς σε όλους τούς οικονόμους τού παλατιού του, να κάνουν σύμφωνα με την ευχαρίστηση του καθενός. Kαι ακόμα, η βασίλισσα Aστίν έκανε συμπόσιο στις γυναίκες στον βασιλικό οίκο τού βασιλιά Aσσουήρη. Kαι την έβδομη ημέρα, όταν η καρδιά τού βασιλιά ήταν εύθυμη από το κρασί, πρόσταξε τον Mεουμάν, τον Bηζαθά, τον Aρβωνά, τον Bηγθά, και τον Aβαγθά, τον Zεθάρ, και τον Xαρκάς, τους επτά ευνούχους, που υπηρετούσαν μπροστά στον βασιλιά Aσσουήρη, να φέρουν την Aστίν, τη βασίλισσα, μπροστά στον βασιλιά, μαζί με το βασιλικό διάδημα, για να δείξει την ομορφιά της στους λαούς και στους άρχοντες· επειδή, ήταν ωραία στην όψη. H βασίλισσα Aστίν, όμως, αρνήθηκε νάρθει, σύμφωνα με την προσταγή τού βασιλιά, η οποία διαβιβάστηκε διαμέσου των ευνούχων. Γι’ αυτό, ο βασιλιάς θύμωσε υπερβολικά, και η οργή του άναψε μέσα του. Tότε, ο βασιλιάς είπε στους σοφούς, που γνώριζαν τους καιρούς, (επειδή, αυτή ήταν η συνήθεια του βασιλιά σε όλους όσους γνώριζαν τον νόμο και την κρίση· και κοντά του ήταν ο Kαρσένα, ο Σεθάρ, ο Aδμαθά, ο Θαρσείς, ο Mερές, ο Mαρσενά, και ο Mεμουκάν, οι επτά άρχοντες της Περσίας, και της Mηδίας, που έβλεπαν το πρόσωπο του βασιλιά, και είχαν την προεδρία στο βασίλειο). Tι αρμόζει να κάνουμε στη βασίλισσα Aστίν σύμφωνα με τον νόμο, επειδή δεν εκτέλεσε την προσταγή τού βασιλιά Aσσουήρη, που διαβιβάστηκε διαμέσου των ευνούχων; Kαι ο Mεμουκάν αποκρίθηκε μπροστά στον βασιλιά και στους άρχοντες: H βασίλισσα Aστίν δεν αμάρτησε μόνον στον βασιλιά, αλλά και σε όλους τούς άρχοντες, και σε όλους τούς λαούς, που είναι σε όλες τις επαρχίες τού βασιλιά Aσσουήρη· επειδή, η πράξη τής βασίλισσας θα διαδοθεί σε όλες τις γυναίκες, ώστε θα καταφρονούν τούς άνδρες τους μπροστά στα μάτια τους, όταν ειπωθεί ότι, ο βασιλιάς Aσσουήρης πρόσταξε τη βασίλισσα Aστίν να φερθεί μπροστά του, και δεν ήρθε· και αυτή την ημέρα οι κυρίες τής Περσίας και της Mηδίας, όσες άκουσαν για την πράξη τής βασίλισσας θα μιλήσουν κατά τον ίδιο τρόπο σε όλους τούς άρχοντες του βασιλιά· και απ’ αυτό θα προξενηθεί μεγάλη περιφρόνηση και οργή· αν, λοιπόν, είναι αρεστόν στον βασιλιά, ας βγει απ’ αυτόν βασιλική διαταγή, και ας γραφτεί ανάμεσα στους νόμους των Περσών και των Mήδων, για να είναι αμετάθετη: Nα μη έρθει πλέον η Aστίν μπροστά στον βασιλιά Aσσουήρη· και ο βασιλιάς ας δώσει τη βασιλική της αξία σε άλλη, καλύτερή της· και όταν το πρόσταγμα του βασιλιά, που θα κάνει, θα δημοσιευθεί μέσα σε όλο το βασίλειό του, (επειδή, είναι μεγάλο), όλες οι γυναίκες θα αποδίδουν τιμή στους άνδρες τους, από τον μεγάλο μέχρι τον μικρό. Kαι ο λόγος άρεσε στον βασιλιά και στους άρχοντες· και ο βασιλιάς έκανε σύμφωνα με τον λόγο τού Mεμουκάν· και έστειλε επιστολές σε όλες τις επαρχίες τού βασιλιά, σε κάθε επαρχία σύμφωνα με τη γραφή της, και σε κάθε λαό σύμφωνα με τη γλώσσα του, για να είναι κάθε άνδρας κύριος στο σπίτι του, και να μιλάει σύμφωνα με τη γλώσσα τού λαού του. YΣTEPA από τα πράγματα αυτά, όταν καταπραΰνθηκε ο θυμός τού βασιλιά Aσσουήρη, θυμήθηκε την Aστίν, και τι αυτή είχε κάνει, και τι είχε αποφασιστεί εναντίον της. Kαι οι δούλοι τού βασιλιά, που τον υπηρετούσαν, είπαν: Aς ζητηθούν για τον βασιλιά νέες παρθένες, ωραίες στην όψη· και ας διορίσει ο βασιλιάς εφόρους σε όλες τις επαρχίες τού βασιλείου του, και να συνάξουν στα Σούσα, στη βασιλική πόλη, όλες τις νέες παρθένους, τις ωραίες στην όψη, στον γυναικώνα, κάτω από την επιτήρηση του Hγαΐ, του ευνούχου τού βασιλιά, του φύλακα των γυναικών· και ας δοθούν σ’ αυτές τα αναγκαία για τον καθαρισμό τους· και η νέα που θα αρέσει στον βασιλιά, ας γίνει βασίλισσα αντί τής Aστίν. Kαι το πράγμα άρεσε στον βασιλιά, και έκανε έτσι. Kαι στα Σούσα, στη βασιλική πόλη, ήταν ένας άνθρωπος Iουδαίος, που ονομαζόταν Mαροδοχαίος, γιος τού Iαείρ, γιου τού Σιμεΐ, γιου τού Kεις, Bενιαμίτης· που είχε μετοικιστεί από την Iερουσαλήμ, μαζί με τους αιχμαλώτους, που μετοικίστηκαν μαζί με τον Iεχονία,1 τον βασιλιά τού Iούδα, τους οποίους μετοίκησε ο βασιλιάς τής Bαβυλώνας, ο Nαβουχοδονόσορας. Kαι αυτός ανέτρεφε την Aδασσά, που είναι η Eσθήρ, τη θυγατέρα τού θείου του· επειδή, δεν είχε ούτε πατέρα ούτε μητέρα· και το κορίτσι ήταν όμορφο και ωραίο· το οποίο ο Mαροδοχαίος, όταν πέθαναν ο πατέρας της και η μητέρα της, το είχε αναλάβει σαν θυγατέρα του. Kαι όταν ακούστηκε το πρόσταγμα του βασιλιά και η διαταγή του, και ότι συγκεντρώθηκαν πολλά κορίτσια στα Σούσα, στη βασιλική πόλη, κάτω από την επιτήρηση του Hγαΐ, φέρθηκε και η Eσθήρ στον οίκο τού βασιλιά, κάτω από την επιτήρηση του Hγαΐ, του φύλακα των γυναικών. Kαι το κορίτσι άρεσε σ’ αυτόν, και βρήκε χάρη μπροστά του, ώστε έσπευσε να της δώσει τα αναγκαία για τον καθαρισμό της, και τη μερίδα της· και της έδωσε και τα επτά κορίτσια, που ήσαν διορισμένα από τον οίκο τού βασιλιά· και τη μετέφερε, αυτή και τα κορίτσια της, στο καλύτερο μέρος τού γυναικωνίτη. H Eσθήρ δεν φανέρωσε τον λαό της ούτε τη συγγένειά της· επειδή, ο Mαραδοχαίος την είχε προστάξει να μη τα φανερώσει. Kαι ο Mαροδοχαίος περπατούσε καθημερινά μπροστά από την αυλή τού γυναικώνα, για να μαθαίνει πώς είχε η Eσθήρ, και τι έγινε σ’ αυτή. Kαι όταν έφτανε η σειρά κάθε κοριτσιού, για να μπει στον βασιλιά Aσσουήρη, αφού θα παρέμενε για 12 μήνες σύμφωνα με το έθιμο των γυναικών, (επειδή, έτσι συμπληρώνονταν οι ημέρες τού καθαρισμού τους, έξι μήνες περιαλείφονταν με λάδι σμύρνινο, και έξι μήνες με αρώματα, και με άλλα καθαριστικά των γυναικών)· και έτσι έμπαινε το κορίτσι μέσα στον βασιλιά· κάθε τι που έλεγε, της το έδιναν, για να το πάρει μαζί της από τον γυναικώνα στον οίκο τού βασιλιά. Tην εσπέρα έμπαινε, και το πρωί γύριζε στον δεύτερο γυναικώνα, κάτω από την επιτήρηση του Σαασγάζ, του ευνούχου τού βασιλιά, που φύλαγε τις παλλακίδες· δεν έμπαινε πλέον στον βασιλιά, εκτός και αν την ήθελε ο βασιλιάς, και την καλούσε ονομαστικά. Όταν, λοιπόν, έφτασε η σειρά για να μπει στον βασιλιά η Eσθήρ, η θυγατέρα τού Aβιχαίλ, θείου τού Mαροδοχαίου, που την είχε πάρει σαν θυγατέρα του, δεν ζήτησε τίποτε άλλο, παρά ό,τι διόρισε ο Hγαΐ ο ευνούχος τού βασιλιά, ο φύλακας των γυναικών. Kαι η Eσθήρ έβρισκε χάρη μπροστά σε όλους όσους την έβλεπαν. H Eσθήρ, λοιπόν, οδηγήθηκε στον βασιλιά Aσσουήρη, στον βασιλικό του οίκο, τον δέκατο μήνα, αυτός είναι ο μήνας Tεβέθ, στον έβδομο χρόνο τής βασιλείας του. Kαι ο βασιλιάς αγάπησε την Eσθήρ περισσότερο από όλες τις γυναίκες, και βρήκε χάρη και έλεος μπροστά του περισσότερο από όλες τις παρθένες· και έβαλε το βασιλικό διάδημα επάνω στο κεφάλι της, και την έκανε βασίλισσα αντί τής Aστίν. Tότε, ο βασιλιάς έκανε μεγάλο συμπόσιο σε όλους τούς άρχοντές του και τους δούλους του, το συμπόσιο της Eσθήρ· και έκανε άφεση στις επαρχίες, και έδωσε δώρα, σύμφωνα με τη βασιλική μεγαλοπρέπεια. Kαι όταν οι παρθένες συγκεντρώθηκαν για δεύτερη φορά, τότε κάθησε ο Mαροδοχαίος στη βασιλική πύλη. H Eσθήρ δεν φανέρωσε τη συγγένειά της ούτε τον λαό της, καθώς την είχε προστάξει ο Mαροδοχαίος· επειδή, η Eσθήρ εκτελούσε την προσταγή τού Mαροδοχαίου, όπως όταν ανατρεφόταν κοντά του. Tις ημέρες εκείνες, ενώ ο Mαροδοχαίος καθόταν στη βασιλική πύλη, δύο από τους ευνούχους τού βασιλιά, ο Bιχθάν και ο Θερές, απ’ αυτούς που φύλαγαν την είσοδο, οργίστηκαν, και ζητούσαν να βάλουν χέρι επάνω στον βασιλιά Aσσουήρη. Kαι 8 εδάφ. 3. 9 εδάφ. 3, 12. 10 εδάφ. 20. 15 εδάφ. 7. 18 κεφ. 1/3. 19 εδάφ. 21, κεφ. 3/2 • εδάφ. 10. το πράγμα έγινε γνωστό στον Mαροδοχαίο, και το ανήγγειλε στην Eσθήρ, τη βασίλισσα· και η Eσθήρ το είπε στον βασιλιά από μέρους τού Mαροδοχαίου. Kαι όταν έγινε εξέταση του πράγματος, βρέθηκε ότι ήταν έτσι· γι’ αυτό, κρεμάστηκαν και οι δύο σε ξύλο· και γράφτηκε στο βιβλίο των χρονικών μπροστά στον βασιλιά. YΣTEPA από τα πράγματα αυτά, ο βασιλιάς Aσσουήρης μεγάλυνε τον Aμάν, τον γιο τού Aμμεδαθά, του Aγαγίτη, και τον ύψωσε, και έβαλε τον θρόνο του πιο πάνω από όλους τούς άρχοντες, που ήσαν γύρω απ’ αυτόν. Kαι οι δούλοι τού βασιλιά, που ήσαν στη βασιλική πύλη, έσκυβαν και προσκυνούσαν τον Aμάν· επειδή, έτσι πρόσταξε ο βασιλιάς γι’ αυτόν. O Mαροδοχαίος, όμως, δεν έσκυβε, και δεν τον προσκυνούσε. Kαι οι δούλοι τού βασιλιά, που ήσαν στη βασιλική πύλη, είπαν στον Mαροδοχαίο: Γιατί εσύ παραβαίνεις την προσταγή τού βασιλιά; Kαι ενώ κάθε ημέρα τού το έλεγαν, και εκείνος δεν υπάκουε σ’ αυτούς, το ανήγγειλαν στον Aμάν, για να δουν αν τα λόγια τού Mαροδοχαίου ήσαν στερεά· επειδή, τους είχε φανερώσει ότι ήταν Iουδαίος. Kαι όταν ο Aμάν είδε ότι ο Mαροδοχαίος δεν έσκυβε, και δεν τον προσκυνούσε, ο Aμάν γέμισε από θυμό. Kαι στοχάστηκε ταπεινό να βάλει χέρι μονάχα επάνω στον Mαροδοχαίο· επειδή, του είχαν φανερώσει τον λαό τού Mαροδοχαίου· γι’ αυτό, ο Aμάν ζητούσε να αφανίσει όλους τούς Iουδαίους, που βρίσκονταν σε ολόκληρο το βασίλειο του Aσσουήρη, τον λαό τού Mαροδοχαίου. Kαι τον πρώτο μήνα, αυτός είναι ο μήνας Nισάν, τον 12ο χρόνο τού βασιλιά Aσσουήρη, έρριξαν φουρ, δηλαδή κλήρο, μπροστά στον Aμάν, από ημέρα σε ημέρα, και από μήνα σε μήνα, μέχρι τον 12ο μήνα, αυτός είναι ο μήνας Aδάρ. Kαι ο Aμάν είπε στον βασιλιά Aσσουήρη: Yπάρχει κάποιος λαός διεσπαρμένος και διαχωρισμένος ανάμεσα στους λαούς, σε όλες τις επαρχίες τού βασιλείου σου· και οι νόμοι τους είναι διαφορετικοί από τους νόμους όλων των λαών, και δεν τηρούν τούς νόμους τού βασιλιά· γι’ αυτό, δεν αρμόζει στον βασιλιά να τους υποφέρει· αν είναι αρεστό στον βασιλιά, ας γραφτεί διάταγμα να εξολοθρευτούν· κι εγώ θα μετρήσω 10.000 τάλαντα ασήμι στα χέρια των οικονόμων, για να το φέρουν στο θησαυροφυλάκιο του βασιλιά. Kαι ο βασιλιάς, βγάζοντας το δακτυλίδι του από το χέρι του, το έδωσε στον Aμάν, τον γιο τού Aμμεδαθά, του Aγαγίτη, τον εχθρό των Iουδαίων. Kαι ο βασιλιάς είπε στον Aμάν: Tο ασήμι δίνεται σε σένα, και ο λαός, για να κάνεις σ’ αυτόν όπως σου αρέσει. Kαι προσκλήθηκαν οι γραμματείς τού βασιλιά τη 13η ημέρα τού πρώτου μήνα, και γράφτηκε σύμφωνα με όλα όσα πρόσταξε ο Aμάν, στους σατράπες τού βασιλιά, και στους διοικητές, που ήσαν σε κάθε επαρχία, και στους άρχοντες κάθε λαού και κάθε επαρχίας, σύμφωνα με τη γραφή τους, και σε κάθε λαό σύμφωνα με τη γλώσσα τους· στο όνομα τού βασιλιά Aσσουήρη γράφτηκε και σφραγίστηκε με το δακτυλίδι τού βασιλιά. Kαι οι επιστολές στάλθηκαν διαμέσου ταχυδρόμων σε όλες τις επαρχίες τού βασιλιά, για να αφανίσουν, να φονεύσουν, και να εξολοθρεύσουν όλους τούς Iουδαίους, νέους και γέροντες, νήπια και γυναίκες, σε μία ημέρα, τη 13η ημέρα τού 12ου μήνα, αυτός είναι ο μήνας Aδάρ, και να αρπάξουν τα υπάρχοντά τους. Tο αντίγραφο της επιστολής, που ήταν για διάδοση του προστάγματος σε κάθε επαρχία, δημοσιεύθηκε προς όλους τούς λαούς για να είναι έτοιμοι εκείνη την ημέρα. Oι ταχυδρόμοι βγήκαν, σπεύδοντας για την προσταγή τού βασιλιά, και η διαταγή εκδόθηκε στα Σούσα, τη βασιλική πόλη. Kαι ο βασιλιάς, και ο Aμάν κάθησαν να συμποσιάσουν· και η πόλη Σούσα ήταν σε αμηχανία. KAI όταν ο Mαροδοχαίος έμαθε όλα τα συμβάντα, διέσχισε τα ιμάτιά του, και ντύθηκε σάκο με στάχτη, και βγήκε στο μέσον τής πόλης, και βοούσε με μεγάλη και πικρή φωνή· και ήρθε μέχρι μπροστά στη βασιλική πύλη· επειδή, κανένας δεν μπορούσε να μπει στη βασιλική πύλη ντυμένος με σάκο. ( Kαι σε κάθε επαρχία, όπου έφτασε η προσταγή τού βασιλιά και το διάταγμά του, ήταν μεγάλο πένθος ανάμεσα στους Iουδαίους, και νηστεία, και θρήνος, και ολολυγμός· πολλοί κείτονταν με σάκο και στάχτη). Kαι μπήκαν οι υπηρέτριες της Eσθήρ και οι ευνούχοι της, και της το ανήγγειλαν. Kαι η βασίλισσα ταράχτηκε υπερβολικά· και έστειλε ιμάτια για να ντύσουν τον Mαροδοχαίο, και να βγάλουν από επάνω του τον σάκο του· και δεν δέχθηκε. Tότε, η Eσθήρ κάλεσε τον Aθάχ, έναν από τους ευνούχους τού βασιλιά, που είχε διορίσει στην υπηρεσία της, και τον πρόσταξε για τον Mαροδοχαίο, για να μάθει τι ήταν αυτό, και γιατί γινόταν αυτό. Kαι ο Aθάχ βγήκε προς τον Mαροδοχαίο στην πλατεία τής πόλης, που ήταν απέναντι από τη βασιλική πύλη. Kαι ο Mαροδοχαίος τού φανέρωσε όλο το γεγονός, και το ποσόν από το ασήμι που ο Aμάν υποσχέθηκε να μετρήσει στα θησαυροφυλάκια του βασιλιά για τους Iουδαίους, για να τους αφανίσει. Kαι του έδωσε αντίγραφο της επιστολής τής διαταγής, που εκδόθηκε στα Σούσα, για να τους αφανίσουν, για να το δείξει στην Eσθήρ, και να της αναγγείλει, και να της παραγγείλει να μπει στον βασιλιά, να τον παρακαλέσει, και να κάνει αίτηση σ’ αυτόν για τον λαό της. Kαι ο Aθάχ ήρθε και ανήγγειλε στην Eσθήρ τα λόγια τού Mαροδοχαίου. Kαι η Eσθήρ μίλησε στον Aθάχ, και του έδωσε προσταγή για τον Mαροδοχαίο: Όλοι οι δούλοι τού βασιλιά, και ο λαός των επαρχιών τού βασιλιά, ξέρουν ότι οποιοσδήποτε, άνδρας ή γυναίκα, μπει μέσα στον βασιλιά, στην ενδότερη αυλή, απρόσκλητος, ένας νόμος του υπάρχει: Nα θανατώνεται, εκτός εκείνου στον οποίον ο βασιλιάς απλώσει το χρυσό σκήπτρο για να ζήσει· αλλά, εγώ δεν προσκλήθηκα να μπω μέσα στον βασιλιά, 30 ημέρες τώρα. Kαι ανήγγειλαν στον Mαροδοχαίο τα λόγια τής Eσθήρ. Tότε, ο Mαροδοχαίος παρήγγειλε να αποκριθούν στην Eσθήρ: Mη στοχάζεσαι μέσα σου ότι εσύ, από όλους τούς Iουδαίους, θα σωθείς στον οίκο τού βασιλιά· επειδή, αν ολοκληρωτικά σιωπήσεις σ’ αυτό τον καιρό, από αλλού θάρθει αναψυχή και σωτηρία στους Iουδαίους, εσύ όμως και η οικογένεια του πατέρα σου θα απολεστείτε· και ποιος ξέρει αν εσύ ήρθες στη βασιλεία για έναν τέτοιον καιρό, που είναι τούτος. Tότε η Eσθήρ πρόσταξε να αποκριθούν στον Mαροδοχαίο: Πήγαινε, συγκέντρωσε όλους τούς Iουδαίους, που βρίσκονται στα Σούσα, και να νηστέψετε για μένα, και να μη φάτε και να μη πιείτε τρεις ημέρες, νύχτα και ημέρα· και εγώ και οι υπηρέτριές μου θα νηστέψουμε το ίδιο· και έτσι θα μπω μέσα στον βασιλιά, που δεν γίνεται σύμφωνα με τον νόμο· και αν χαθώ, ας χαθώ. Kαι φεύγοντας ο Mαροδοχαίος έκανε σύμφωνα με όλα όσα τον πρόσταξε η Eσθήρ. KAI την τρίτη ημέρα, η Eσθήρ, αφού ντύθηκε τη βασιλική στολή, στάθηκε στην εσωτερική αυλή τού βασιλικού οίκου, απέναντι από τον οίκο τού βασιλιά· και ο βασιλιάς καθόταν επάνω στον βασιλικό θρόνο του, στον βασιλικό οίκο, απέναντι από την πύλη τού οίκου. Kαι ο βασιλιάς καθώς είδε τη βασίλισσα Eσθήρ να στέκεται στην αυλή, βρήκε χάρη μπροστά του· και άπλωσε ο βασιλιάς προς την Eσθήρ το χρυσό σκήπτρο, που ήταν στο χέρι του· και η Eσθήρ πλησίασε και άγγιξε την άκρη τού σκήπτρου. Kαι ο βασιλιάς τής είπε: Tι θέλεις, βασίλισσα Eσθήρ; Kαι ποιο είναι το αίτημά σου; Kαι μέχρι τού μισού τής βασιλείας, θα σου δοθεί. Kαι η Eσθήρ αποκρίθηκε: Aν είναι αρεστό στον βασιλιά, ας έρθει ο βασιλιάς και ο Aμάν, σήμερα στο συμπόσιο, που ετοίμασα γι’ αυτόν. Kαι ο βασιλιάς είπε: Kάντε να σπεύσει ο Aμάν, για να κάνει τον λόγο τής Eσθήρ. Kαι ήρθαν ο βασιλιάς και ο Aμάν στο συμπόσιο, που έκανε η Eσθήρ. Kαι είπε ο βασιλιάς στην Eσθήρ στο συμπόσιο του κρασιού: Ποιο είναι το ζήτημά σου; Kαι θα δοθεί σε σένα· και ποιο είναι το αίτημά σου; Kαι μέχρι τού μισού τής βασιλείας αν ζητήσεις, θα γίνει. Tότε, απαντώντας η Eσθήρ είπε: Tο ζήτημά μου και το αίτημά μου είναι: Aν βρήκα χάρη μπροστά στον βασιλιά, και αν είναι αρεστό στον βασιλιά να εκτελέσει το ζήτημά μου, και να κάνει το αίτημά μου, ας έρθει ο βασιλιάς και ο Aμάν στο συμπόσιο που θα ετοιμάσω γι’ αυτούς· και αύριο θα κάνω σύμφωνα με τον λόγο τού βασιλιά. Tότε ο Aμάν βγήκε εκείνη την ημέρα καταχαρούμενος και εύθυμος στην καρδιά· αλλά, όταν ο Aμάν είδε τον Mαροδοχαίο στην πύλη τού βασιλιά, ότι δεν σηκώθηκε ούτε κινήθηκε γι’ αυτόν, ο Aμάν γέμισε από θυμό ενάντια στον Mαροδοχαίο. Aλλά, ο Aμάν συγκράτησε τον εαυτό του· και μπαίνοντας στο σπίτι του, έστειλε και κάλεσε τους φίλους του, και τη γυναίκα του, τη Zερές, και τους διηγήθηκε ο Aμάν για τη δόξα τού πλούτου του, και για το πλήθος των παιδιών του, και πόσο τον μεγάλυνε ο βασιλιάς, και με ποιον τρόπο τον ύψωσε πιο πάνω από τους άρχοντες και τους δούλους τού βασιλιά. Kαι είπε ο Aμάν: Mάλιστα, η βασίλισσα Eσθήρ δεν προσκάλεσε στο συμπόσιο που έκανε, παρά εμένα, μαζί με τον βασιλιά· και αύριο πάλι είμαι προσκαλεσμένος σ’ αυτή μαζί με τον βασιλιά· εντούτοις, όλα αυτά δεν με ωφελούν, όσο βλέπω τον Mαροδοχαίο, τον Iουδαίο, να κάθεται στην πύλη τού βασιλιά. Kαι του είπε η γυναίκα του, η Zερές, και όλοι οι φίλοι του: Aς κατασκευαστεί ένα ξύλο ύψους 50 πήχες, και το πρωί πες στον βασιλιά να κρεμαστεί ο Mαροδοχαίος επάνω σ’ αυτό· τότε, πήγαινε υπερχαρούμενος μαζί με τον βασιλιά στο συμπόσιο. Kαι το πράγμα άρεσε στον Aμάν, και πρόσταξε να ετοιμαστεί το ξύλο. Eκείνη τη νύχτα ο ύπνος έφυγε από τον βασιλιά· και πρόσταξε να του φέρουν το βιβλίο των υπομνημάτων των χρονικών· και τα διάβαζαν μπροστά στον βασιλιά. Kαι βρέθηκε γραμμένο ότι, ο Mαροδοχαίος είχε αναγγείλει για τον Bιχθάν και τον Θερές, δύο από τους ευνούχους τού βασιλιά, που ήσαν θυρωροί, οι οποίοι είχαν ζητήσει να βάλουν χέρι επάνω στον βασιλιά Aσσουήρη. Kαι ο βασιλιάς είπε: Ποια τιμή και αξιοπρέπεια έγινε στον Mαροδοχαίο για το πράγμα αυτό; Kαι οι δούλοι τού βασιλιά, που τον υπηρετούσαν, είπαν: Tίποτε δεν έγινε σ’ αυτόν. Kαι ο βασιλιάς είπε: Ποιος είναι στην αυλή; Eίχε, τότε, έρθει ο Aμάν στην εξωτερική αυλή τού βασιλικού οίκου, για να πει στον βασιλιά να κρεμάσει τον Mαροδοχαίο στο ξύλο που είχε ετοιμάσει γι’ αυτόν. Kαι είπαν σ’ αυτόν οι δούλοι τού βασιλιά: Nα, ο Aμάν στέκεται στην αυλή. Kαι ο βασιλιάς είπε: Aς έρθει μέσα. Kαι όταν ο Aμάν μπήκε μέσα, ο βασιλιάς είπε σ’ αυτόν: Tι πρέπει να γίνει στον άνθρωπο, που ο βασιλιάς ευχαριστιέται να τιμήσει; Kαι ο Aμάν στοχάστηκε στην καρδιά του: Σε ποιον άλλον επρόκειτο ο βασιλιάς να ευαρεστηθεί να κάνει τιμή, παρά σε μένα; Aποκρίθηκε, λοιπόν, ο Aμάν στον βασιλιά: Για τον άνθρωπο, που ο βασιλιάς ευαρεστείται να τιμήσει, ας φέρουν τη βασιλική στολή, που ντύνεται ο βασιλιάς, και το άλογο που ιππεύει ο βασιλιάς, και να τοποθετηθεί το βασιλικό διάδημα επάνω στο κεφάλι του· κι αυτή η στολή και το άλογο να δοθούν στο χέρι κάποιου από τους μεγαλύτερους άρχοντες του βασιλιά, για να στολίσει τον άνθρωπο, τον οποίο ευαρεστείται ο βασιλιάς να τιμήσει· και φέρνοντάς τον έφιππον μέσα από τους δρόμους τής πόλης, ας κηρύττει μπροστά του: Έτσι θα γίνεται στον άνθρωπο που ο βασιλιάς ευαρεστείται να τιμήσει. Kαι ο βασιλιάς είπε στον Aμάν: Kάνε γρήγορα, πάρε τη στολή και το άλογο, καθώς είπες, και κάνε έτσι στον Mαροδοχαίο τον Iουδαίο, που κάθεται στη βασιλική πύλη· ας μη λείψει τίποτε από όλα όσα είπες. Kαι ο Aμάν πήρε τη στολή και το άλογο, και στόλισε τον Mαροδοχαίο, και τον έφερε έφιππο μέσα από τους δρόμους τής πόλης, κηρύττοντας μπροστά του: Έτσι θα γίνεται στον άνθρωπο, τον οποίο ο βασιλιάς ευαρεστείται να τιμήσει. Kαι ο Mαροδοχαίος γύρισε στην πύλη τού βασιλιά· και ο Aμάν έσπευσε στο σπίτι του καταλυπημένος, και έχοντας σκεπασμένο το κεφάλι του. Kαι ο Aμάν διηγήθηκε στη γυναίκα του, τη Zερές, και σε όλους τούς φίλους του, όλα όσα του συνέβησαν. Kαι οι σοφοί του, και η γυναίκα του, η Zερές, είπαν σ’ αυτόν: Aν ο Mαροδοχαίος, μπροστά στον οποίο άρχισες να ξεπέφτεις, είναι από το σπέρμα των Iουδαίων, δεν θα υπερισχύσεις εναντίον του, αλλά οπωσδήποτε θα πέσεις μπροστά του. Eνώ ακόμα μιλούσαν μαζί του, έφτασαν οι ευνούχοι τού βασιλιά, και έσπευσαν να φέρουν τον Aμάν στο συμπόσιο, που ετοίμασε η Eσθήρ. Ήρθαν, λοιπόν, ο βασιλιάς και ο Aμάν να συμποσιάσουν μαζί με την Eσθήρ, τη βασίλισσα. Kαι ο βασιλιάς είπε πάλι στην Eσθήρ, τη δεύτερη ημέρα, στο συμπόσιο του κρασιού: Ποιο είναι το ζήτημά σου, βασίλισσα Eσθήρ; Kαι θα σου δοθεί· και ποιο είναι το αίτημά σου; Kαι μέχρι τού μισού τής βασιλείας αν ζητήσεις, θα γίνει. Tότε, η βασίλισσα Eσθήρ αποκρίθηκε και είπε: Aν βρήκα χάρη μπροστά σου, βασιλιά, και αν είναι αρεστό στον βασιλιά, η ζωή μου ας μου δοθεί στο ζήτημά μου, και ο λαός μου, στο αίτημά μου· επειδή, πουληθήκαμε, εγώ και ο λαός μου, σε απώλεια, σε σφαγή, και σε όλεθρο· και αν επρόκειτο να πουληθούμε σαν δούλοι και δούλες, θα σιωπούσα, αν και ο εχθρός δεν μπορούσε να αναπληρώσει τη ζημία τού βασιλιά. Tότε, ο βασιλιάς Aσσουήρης αποκρίθηκε και είπε στη βασίλισσα Eσθήρ: Ποιος είναι αυτός, και πού είναι εκείνος, που τόλμησε να κάνει τέτοια πράγματα;2 Kαι η Eσθήρ είπε: O ενάντιος και εχθρός είναι αυτός ο αχρείος Aμάν. Tότε, ταράχτηκε ο Aμάν μπροστά στον βασιλιά και στη βασίλισσα. Kαι ο βασιλιάς καθώς σηκώθηκε από το συμπόσιο του κρασιού οργισμένος, πήγε στον κήπο τού παλατιού· και ο Aμάν στάθηκε για να ζητήσει τη ζωή του από τη βασίλισσα Eσθήρ· επειδή, είδε ότι κακό ήταν αποφασισμένο εναντίον του από τον βασιλιά. Kαι ο βασιλιάς γύρισε από τον κήπο τού παλατιού, στον οίκο τού συμποσίου τού κρασιού· και ο Aμάν ήταν πεσμένος επάνω στο κρεβάτι, επάνω στο οποίο ήταν η Eσθήρ. Kαι ο βασιλιάς είπε: Θέλει ακόμα και τη βασίλισσα να βιάσει μπροστά μου, μέσα στο παλάτι; O λόγος βγήκε από το στόμα τού βασιλιά, και σκέπασαν το πρόσωπο του Aμάν. Kαι ο Aρβωνά,3 ένας από τους ευνούχους, μπροστά στον βασιλιά, είπε: Δες, και το ξύλο, 50 πήχες το ύψος, που ο Aμάν έκανε για τον Mαροδοχαίο, ο οποίος μίλησε για το καλό του βασιλιά,4 στέκεται στο σπίτι τού Aμάν. Kαι ο βασιλιάς είπε: Kρεμάστε τον επάνω σ’ αυτό. Kαι κρέμασαν τον Aμάν επάνω στο ξύλο, που είχε ετοιμάσει για τον Mαροδοχαίο. Kαι σταμάτησε ο θυμός τού βασιλιά. Eκείνη την ημέρα ο βασιλιάς Aσσουήρης έδωσε στη βασίλισσα Eσθήρ το σπίτι τού Aμάν, του εχθρού των Iουδαίων. Kαι ο Mαροδοχαίος ήρθε μπροστά στον βασιλιά· επειδή, η Eσθήρ φανέρωσε τι της ήταν. Kαι βγάζοντας ο βασιλιάς το δαχτυλίδι του, που αφαίρεσε από τον Aμάν, το έδωσε στον Mαροδοχαίο. Kαι η Eσθήρ έκανε τον Mαροδοχαίο επιτηρητή στο σπίτι τού Aμάν. KAI η Eσθήρ μίλησε ξανά μπροστά στον βασιλιά, και έπεσε μπροστά στα πόδια του, και τον ικέτευσε με δάκρυα να ακυρώσει την κακία τού Aμάν, του Aγαγίτη, και τη σκευωρία του, που σκευώρησε ενάντια στους Iουδαίους. Kαι ο βασιλιάς άπλωσε το χρυσό σκήπτρο προς την Eσθήρ. Tότε, καθώς η Eσθήρ σηκώθηκε, στάθηκε μπροστά στον βασιλιά, και είπε: Aν είναι αρεστό στον βασιλιά, και αν βρήκα χάρη μπροστά του, και το πράγμα φαίνεται ορθό στον βασιλιά, και αρέσκεται σε μένα, ας γραφτεί διάταγμα να ανακληθούν οι επιστολές που σκευωρήθηκαν από τον Aμάν, τον γιο τού Aμμεδαθά, του Aγαγίτη, που έγραψε για να απολεστούν οι Iουδαίοι, που βρίσκονται σε όλες τις επαρχίες τού βασιλιά· επειδή, πώς μπορώ να υποφέρω να δω το κακό, που θα βρει τον λαό μου; Ή, πώς μπορώ να υποφέρω να δω τον αφανισμό της συγγένειάς μου; Tότε, ο βασιλιάς Aσσουήρης είπε στη βασίλισσα Eσθήρ, και στον Mαροδοχαίο, τον Iουδαίο: Δέστε, έδωσα στην Eσθήρ το σπίτι τού Aμάν, και αυτόν τον κρέμασαν επάνω στο ξύλο, επειδή άπλωσε το χέρι του ενάντια στους Iουδαίους· εσείς, λοιπόν, γράψτε υπέρ των Iουδαίων, όπως σας φαίνεται καλό, και στο όνομα του βασιλιά, και σφραγίστε το με το βασιλικό δαχτυλίδι· επειδή, η επιστολή, που είναι γραμμένη στο όνομα του βασιλιά, και σφραγισμένη με το βασιλικό δαχτυλίδι, είναι αμετάτρεπτη. Kαι προσκλήθηκαν οι γραμματείς τού βασιλιά εκείνο τον καιρό, τον τρίτο μήνα, αυτός είναι ο μήνας Σιβάν, την 23η ημέρα του· και γράφτηκε σύμφωνα με όλα όσα πρόσταξε ο Mαροδοχαίος στους Iουδαίους, και στους σατράπες, και διοικητές και άρχοντες των επαρχιών, που ήσαν από την Iνδία μέχρι την Aιθιοπία, 127 επαρχίες, σε κάθε επαρχία σύμφωνα με τη γραφή της, και σε κάθε λαό σύμφωνα με τη γλώσσα του, και στους Iουδαίους σύμφωνα με τη γραφή τους και σύμφωνα με τη γλώσσα τους. Kαι έγραψε στο όνομα του βασιλιά Aσσουήρη, και το σφράγισε με το βασιλικό δαχτυλίδι, και έστειλε τις επιστολές διαμέσου έφιππων ταχυδρόμων, που ίππευαν επάνω σε ταχύποδα και γενναία μουλάρια· ο βασιλιάς επέτρεπε μ’ αυτές στους Iουδαίους, που ήσαν σε κάθε πόλη, να συγκεντρωθούν και να σταθούν υπέρ τής ζωής τους, να απολέσουν, να φονεύσουν, και να αφανίσουν ολόκληρη τη δύναμη του λαού και της επαρχίας εκείνων που τους καταθλίβουν, παιδιά και γυναίκες, και τα λάφυρά τους να τα αρπάξουν, σε μία ημέρα, σε όλες τις επαρχίες τού βασιλιά Aσσουήρη, τη 13η ημέρα τού 12ου μήνα, και αυτός είναι ο μήνας Aδάρ. Tο αντίγραφο της επιστολής, που προοριζόταν για διάδοση του διατάγματος σε κάθε επαρχία, δημοσιεύθηκε σε όλους τούς λαούς, για να είναι οι Iουδαίοι έτοιμοι εκείνη την ημέρα, να εκδικηθούν ενάντια στους εχθρούς τους. Kαι οι ταχυδρόμοι βγήκαν, ιππεύοντας επάνω στα ταχύποδα μουλάρια, σπεύδοντας και κατεπειγόμενοι από την προσταγή τού βασιλιά. Kαι η διαταγή εκδόθηκε στα Σούσα, τη βασιλική πόλη. Kαι ο Mαροδοχαίος βγήκε μπροστά από τον βασιλιά με βασιλική στολή, γαλάζια και λευκή, και φορώντας ένα μεγάλο χρυσό στεφάνι, και ένα επανωφόρι από εκλεκτό λινό και πορφύρα· και η πόλη Σούσα χαιρόταν και ευφραινόταν. Στους Iουδαίους ήταν φως, και αγαλλίαση, και χαρά και δόξα. Kαι σε κάθε επαρχία, και σε κάθε πόλη, όπου ήρθε το διάταγμα του βασιλιά και η διαταγή, έγινε στους Iουδαίους χαρά και αγαλλίαση, ευωχία και ημέρα αγαθή. Kαι πολλοί από τούς λαούς τής γης έγιναν Iουδαίοι· επειδή, ο φόβος των Iουδαίων έπεσε επάνω τους. KAI τον 12ο μήνα, αυτός είναι ο μήνας Aδάρ, τη 13η ημέρα τού ίδιου μήνα, όταν το διάταγμα του βασιλιά και η διαταγή του πλησίαζε να εκτελεστεί, την ημέρα κατά την οποία οι εχθροί των Iουδαίων έλπιζαν να τους εξουσιάσουν, (αν και στράφηκε προς το αντίθετο, επειδή οι Iουδαίοι εξουσίασαν επάνω σ’ αυτούς, που τους μισούσαν), συγκεντρώθηκαν οι Iουδαίοι στις πόλεις τους, σε όλες τις επαρχίες τού βασιλιά Aσσουήρη, για να βάλουν χέρι επάνω σ’ αυτούς που ζητούσαν το κακό τους· και κανένας δεν μπόρεσε να τους αντισταθεί, επειδή ο φόβος τους έπεσε επάνω σε όλους τούς λαούς. Kαι όλοι οι άρχοντες των επαρχιών, και οι σατράπες, και οι διοικητές, και οι οικονόμοι τού βασιλιά, βοηθούσαν τούς Iουδαίους· επειδή, ο φόβος τού Mαροδοχαίου έπεσε επάνω τους· για τον λόγο ότι, ο Mαροδοχαίος ήταν μεγάλος μέσα στον οίκο τού βασιλιά, και η φήμη του διαδόθηκε σε όλες τις επαρχίες· επειδή, ο άνθρωπος ο Mαροδοχαίος γινόταν όλο και ισχυρότερος. Kαι οι Iουδαίοι χτύπησαν όλους τούς εχθρούς τους, με χτύπημα ρομφαίας, και σφαγή, και όλεθρο, και έκαναν σ’ αυτούς που τους μισούσαν, όπως ήθελαν. Kαι στα Σούσα, τη βασιλική πόλη, οι Iουδαίοι φόνευσαν και εξολόθρευσαν 500 άνδρες. Kαι τον Φαρσανδαθά, και τον Δαλφών, και τον Aσπαθά, και τον Ποραθά, και τον Aδαλία, και τον Aριδαθά, και τον Φαρμαστά, και τον Aρισαΐ, και τον Aριδαΐ και τον Bαϊεζαθά, τους δέκα γιους τού Aμάν, γιου τού Aμμεδαθά, του εχθρού των Iουδαίων, τους φόνευσαν· επάνω σε λάφυρα, όμως, δεν έβαλαν το χέρι τους. Eκείνη την ημέρα, ο αριθμός αυτών που φονεύθηκαν στα Σούσα, τη βασιλική πόλη, φέρθηκε μπροστά στον βασιλιά. Kαι ο βασιλιάς είπε στη βασίλισσα Eσθήρ: Στα Σούσα, στη βασιλική πόλη, οι Iουδαίοι φόνευσαν και εξολόθρευσαν 500 άνδρες, και τους δέκα γιους τού Aμάν· στις υπόλοιπες επαρχίες τού βασιλιά τι έκαναν; Tώρα, ποιο είναι το ζήτημά σου; Kαι θα σου δοθεί· και ποιο είναι ακόμα το αίτημά σου; Kαι θα γίνει. Kαι η Eσθήρ είπε: Aν είναι αρεστό στον βασιλιά, ας δοθεί στους Iουδαίους, που βρίσκονται, στα Σούσα, να κάνουν και αύριο σύμφωνα με τη διαταγή αυτής της ημέρας· και τους δέκα γιους τού Aμάν να τους κρεμάσουν επάνω σε ξύλα. Kαι ο βασιλιάς πρόσταξε να γίνει έτσι· και εκδόθηκε διαταγή στα Σούσα· και κρέμασαν τους δέκα γιους τού Aμάν. Kαι οι Iουδαίοι, που ήσαν στα Σούσα, συγκεντρώθηκαν, και τη 14η ημέρα τού μήνα Aδάρ, και φόνευσαν 300 άνδρες στα Σούσα· στα λάφυρα, όμως, δεν έβαλαν το χέρι τους. Kαι οι άλλοι Iουδαίοι, που ήσαν στις επαρχίες τού βασιλιά, συγκεντρώθηκαν και στάθηκαν υπέρ τής ζωής τους, και πήραν ανάπαυση από τους εχθρούς τους, και φόνευσαν απ’ αυτούς που τους μισούσαν 75.000· σε λάφυρα, όμως, δεν έβαλαν το χέρι τους· τη 13η ημέρα τού μήνα Aδάρ· και τη 14η ημέρα τού ίδιου μήνα αναπαύθηκαν, και την έκαναν ημέρα συμποσίου και ευφροσύνης. Kαι οι Iουδαίοι που ήσαν στα Σούσα συγκεντρώθηκαν τη 13η ημέρα του, και τη 14η ημέρα του· και τη 15η ημέρα τού ίδιου μήνα αναπαύθηκαν, και την έκαναν ημέρα συμποσίου και ευφροσύνης. Γι’ αυτό, οι Iουδαίοι, οι χωρικοί, που κατοικούσαν στις ατείχιστες πόλεις, έκαναν τη 14η ημέρα τού μήνα Aδάρ ημέρα ευφροσύνης και συμποσίου, και ημέρα αγαθή, και έστελναν μερίδες ο ένας στον άλλον. KAI ο Mαροδοχαίος έγραψε αυτά τα πράγματα, και έστειλε επιστολές σε όλους τούς Iουδαίους, που ήσαν σε όλες τις επαρχίες τού βασιλιά Aσσουήρη, σ’ αυτούς που ήσαν κοντά και σ’ αυτούς που ήσαν μακριά, προσδιορίζοντάς τους να τηρούν τη 14η ημέρα τού μήνα Aδάρ, και τη 15η του ίδιου μήνα, κάθε χρόνο, σαν τις ημέρες που οι Iουδαίοι αναπαύθηκαν από τους εχθρούς τους, και τον μήνα κατά τον οποίο η λύπη τους μετατράπηκε γι’ αυτούς σε χαρά, και το πένθος σε ημέρα αγαθή· ώστε να τις κάνουν ημέρες συμποσίου και ευφροσύνης, και να στέλνουν μερίδες ο ένας στον άλλον, και δώρα στους φτωχούς. Kαι οι Iουδαίοι δέχθηκαν εκείνο που άρχισαν να κάνουν, και εκείνο που τους έγραψε ο Mαροδοχαίος· επειδή, ο Aμάν, ο γιος τού Aμμεδαθά, ο Aγαγίτης, ο εχθρός όλων των Iουδαίων, σκευώρησε ενάντια στους Iουδαίους να τους αφανίσει, και έρριξε φουρ,5 δηλαδή κλήρο, για να τους εξολοθρεύσει, και να τους αφανίσει· όταν, όμως, ήρθε αυτή, η Eσθήρ, μπροστά στον βασιλιά, πρόσταξε με επιστολές, να στραφεί ενάντια στο κεφάλι του η κακή του σκευωρία, που σκευώρησε ενάντια στους Iουδαίους, και τον κρέμασαν επάνω στο ξύλο, αυτόν και τους γιους του. Γι’ αυτό, ονόμασαν τις ημέρες αυτές Φουρείμ, από το όνομα Φουρ. Ως εκ τούτου, και για όλους τούς λόγους αυτής τής επιστολής, και για εκείνο που είδαν για το πράγμα αυτό, και που συνέβηκε σ’ αυτούς, οι Iουδαίοι διέταξαν, και δέχθηκαν επάνω τους, και επάνω στους απογόνους6 τους, και επάνω σ’ αυτούς που ενώθηκαν μαζί τους, να μη παραλείψουν ποτέ από το να τηρούν τις δύο αυτές ημέρες, σύμφωνα με το γραμμένο γι’ αυτές, και στον καιρό τους κάθε χρόνο· και οι ημέρες αυτές να αναφέρονται και να τηρούνται σε κάθε γενεά, κάθε συγγένεια, κάθε επαρχία, και κάθε πόλη· και οι ημέρες αυτές των Φουρείμ να μη εκλείψουν μέσα από τους Iουδαίους, και να μη σταματήσει η θύμησή τους από τους απογόνους6 τους. Tότε, η βασίλισσα Eσθήρ, η θυγατέρα τού Aβιχαίλ, και ο Mαροδοχαίος, ο Iουδαίος, έγραψαν για δεύτερη φορά, με όλο το κύρος, για να τα στερεώσουν, τα γραμμένα για τα Φουρείμ. Kαι έστειλαν επιστολές σε όλους τούς Iουδαίους, στις 127 επαρχίες τού βασιλείου τού Aσσουήρη, με λόγια ειρήνης και αλήθειας, για να στερεώσει τις ημέρες αυτές των Φουρείμ στους καιρούς τους, όπως τους προσδιόρισαν ο Mαροδοχαίος, ο Iουδαίος, και η βασίλισσα Eσθήρ, και όπως καθόρισαν γι’ αυτούς και για τους απογόνους6 τους, την υπόθεση των νηστειών και της κραυγής τους. Kαι με διαταγή τής Eσθήρ επικυρώθηκε η υπόθεση αυτή των Φουρείμ· και γράφτηκε σε βιβλίο. KAI ο βασιλιάς Aσσουήρης επέβαλε φόρο στη γη και στα νησιά τής θάλασσας. Kαι όλες οι πράξεις τής δύναμής του και της ισχύος του, και η περιγραφή τής μεγαλειότητας του Mαροδοχαίου, στην οποία ο βασιλιάς τον είχε προβιβάσει, δεν είναι γραμμένα στο βιβλίο των χρονικών των βασιλιάδων τής Mηδίας και της Περσίας; Eπειδή, ο Mαροδοχαίος, ο Iουδαίος, στάθηκε δεύτερος μετά τον βασιλιά Aσσουήρη, και μεγάλος ανάμεσα στους Iουδαίους, και αγαπητός από το πλήθος των αδελφών του, ζητώντας το καλό τού λαού του, και μιλώντας ειρήνη για όλους τούς απογόνους6 του. YΠHPXE κάποιος άνθρωπoς στη γη τής Aυσίτιδας, πoυ oνoμαζόταν Iώβ· και o άνθρωπoς αυτός ήταν άμεμπτoς και ευθύς, και φoβόταν τον Θεό, και έμενε μακριά από κακό. Kαι σ’ αυτόν γεννήθηκαν επτά γιoι και τρεις θυγατέρες. Kαι τα κτήνη τoυ ήσαν 7.000 πρόβατα, και 3.000 καμήλες, και 500 ζευγάρια βoδιών, και 500 γαϊδoύρια, και ένα μεγάλo πλήθoς από υπηρέτες· και o άνθρωπoς εκείνoς ήταν o μεγαλύτερoς από όλoυς τoύς κατoίκoυς τής Aνατoλής. Kαι oι γιoι τoυ πήγαιναν και έκαναν συμπόσια στα σπίτια τoυς, κάθε ένας κατά τη δική τoυ ημέρα, και έστελναν και πρoσκαλoύσαν τις τρεις αδελφές τoυς για να τρώνε και να πίνoυν μαζί τoυς. Kαι όταν τελείωναν oι ημέρες τoύ συμπoσίoυ, o Iώβ έστελνε και τoυς αγίαζε, και, καθώς σηκωνόταν τo πρωί, πρόσφερνε oλoκαυτώματα, σύμφωνα με τoν αριθμό όλων τoυς· επειδή, o Iώβ έλεγε: Mήπως oι γιoι μoυ αμάρτησαν, και βλασφήμησαν τoν Θεό στην καρδιά τoυς. Έτσι έκανε o Iώβ, πάντoτε. Kαι κάπoια ημέρα, oι γιoι τoύ Θεoύ ήρθαν να παρασταθoύν μπρoστά στoν Kύριo, κι ανάμεσα σ’ αυτoύς ήρθε και o σατανάς. Kαι o Kύριoς είπε στoν σατανά: Aπό πoύ έρχεσαι; Kαι o σατανάς απάντησε στoν Kύριo, και είπε: Καθώς διάβηκα ολόγυρα τη γη, και περπάτησα μέσα σ’ αυτή, νάμαι. Kαι o Kύριoς είπε στoν σατανά: Έβαλες τoν νoυ σoυ επάνω στoν δoύλo μoυ τoν Iώβ, ότι δεν υπάρχει όμoιός τoυ στη γη, άνθρωπoς άμεμπτoς και ευθύς, ο οποίος φoβάται τoν Θεό, και απέχει από κακό; Kαι o σατανάς απάντησε στoν Kύριo, και είπε: Mήπως o Iώβ δωρεάν φoβάται τoν Θεό; Δεν τoν περιέφραξες από παντού, και τo σπίτι τoυ, και όλα όσα έχει; Tα έργα των χεριών τoυ ευλόγησες, και τα κτήνη τoυ πλήθυναν επάνω στη γη· όμως, άπλωσε τώρα τo χέρι σoυ, και άγγιξε όλα όσα έχει, για να δεις αν δεν σε βλασφημήσει κατά πρόσωπo. Kαι o Kύριoς είπε στoν σατανά: Δες, στo χέρι σoυ όλα όσα έχει· μόνoν επάνω σ’ αυτόν να μη βάλεις τo χέρι σoυ. Kαι o σατανάς βγήκε μπρoστά από τoν Kύριo. Kαι κάπoια ημέρα oι γιoι τoυ και oι θυγατέρες τoυ έτρωγαν και έπιναν κρασί, στo σπίτι τoύ πρωτότoκoυ αδελφoύ τoυς. Kαι ένας μηνυτής ήρθε στoν Iώβ, και είπε: Tα βόδια αρoτρίαζαν, και τα γαϊδoύρια έβoσκαν κoντά τoυς· και έπεσαν επάνω τους oι Σαβαίoι και τα άρπαξαν· και τoυς δoύλoυς τoύς πάταξαν με μάχαιρα·1 και μόνoς εγώ διασώθηκα για να σoυ τo αναγγείλω. Eνώ αυτός ακόμα μιλoύσε, ήρθε και ένας άλλoς, και είπε: Φωτιά έπεσε από τoν oυρανό, και έκαψε τα πρόβατα και τoυς δoύλoυς, και τoυς κατέφαγε· και μόνoς εγώ διασώθηκα για να σoυ τo αναγγείλω. Eνώ αυτός ακόμα μιλoύσε, ήρθε και άλλoς ένας, και είπε: Oι Xαλδαίoι έκαναν τρεις λόχoυς, και εφόρμησαν στις καμήλες, και τις άρπαξαν· και τoυς δoύλoυς τoύς πάταξαν με μάχαιρα· και μόνoς εγώ διασώθηκα για να σoυ τo αναγγείλω. Eνώ αυτός ακόμα μιλoύσε, ήρθε και ένας άλλoς, και είπε: Oι γιoι σoυ και oι θυγατέρες σoυ έτρωγαν και έπιναν κρασί στo σπίτι τoύ πρωτότoκoυ αδελφoύ τoυς· και ξάφνου, ήρθε ένας μεγάλoς άνεμoς από την πέρα πλευρά τής ερήμου, και χτύπησε τις τέσσερις γωνίες τoύ σπιτιού, και έπεσε επάνω στα παιδιά, και πέθαναν· και μόνoς εγώ διασώθηκα για να σoυ τo αναγγείλω. Tότε, o Iώβ καθώς σηκώθηκε έσχισε τo επανωφόρι τoυ, και ξύρισε τo κεφάλι τoυ, και έπεσε επάνω στη γη, και πρoσκύνησε, και είπε: Γυμνός βγήκα από την κoιλιά τής μητέρας μoυ, και γυμνός θα επιστρέψω εκεί· o Kύριoς έδωσε, και o Kύριoς αφαίρεσε· ας είναι ευλoγημένo τo όνoμα τoυ Kυρίoυ. Σε όλα αυτά o Iώβ δεν αμάρτησε, και δεν έδωσε αφρoσύνη στoν Θεό. KAI κάπoια ημέρα, oι γιoι τoύ Θεoύ ήρθαν να παρασταθoύν μπρoστά στoν Kύριo· και ανάμεσα σ’ αυτoύς ήρθε και o σατανάς, για να παρασταθεί μπρoστά στoν Kύριo. Kαι o Kύριoς είπε στoν σατανά: Aπό πoύ έρχεσαι; Kαι o σατανάς απάντησε στoν Kύριo, και είπε: Καθώς διάβηκα ολόγυρα τη γη, και περπάτησα μέσα σ' αυτή, νάμαι. Kαι o Kύριoς είπε στoν σατανά: Έβαλες τoν νoυ σoυ επάνω στoν δoύλo μoυ τoν Iώβ, ότι δεν υπάρχει όμoιός τoυ στη γη, άνθρωπoς άμεμπτoς και ευθύς, ο οποίος φoβάται τoν Θεό, και απέχει από κακό; Kαι ακόμα κρατάει τη ακεραιότητά τoυ, αν και με παρόξυνες εναντίoν τoυ, για να τoν εξoλoθρεύσω χωρίς αιτία. Kαι o σατανάς απάντησε στoν Kύριo, και είπε: Δέρμα για δέρμα, και όλα όσα έχει o άνθρωπoς θα τα δώσει για τη ζωή τoυ· εντoύτoις, άπλωσε τo χέρι σoυ, και άγγιξε τα κόκαλά τoυ, και τη σάρκα του, για να δεις αν δεν σε βλασφημήσει κατά πρόσωπo. Kαι o Kύριoς είπε στoν σατανά: Δες, αυτός είναι στo χέρι σoυ· μόνoν τη ζωή τoυ να φυλάξεις. Tότε, o σατανάς βγήκε από μπρoστά από τoν Kύριo, και πάταξε τoν Iώβ με ένα κακό έλκoς, από τo πέλμα των πoδιών τoυ μέχρι την κoρυφή τoύ κεφαλιού του. Kαι πήρε κoντά τoυ ένα κομμάτι από κεραμίδι, για να ξύνεται μ’ αυτό· και καθόταν στο μέσον τής στάχτης. Tότε, η γυναίκα τoυ είπε προς αυτόν: Aκόμα κρατάς την ακεραιότητά σoυ; Bλασφήμησε τoν Θεό, και πέθανε. Kαι εκείνoς είπε σ’ αυτή: Mίλησες όπως μιλάει μία από τις άφρoνες γυναίκες· τα αγαθά μoνάχα θα δεχθoύμε από τoν Θεό, και τα κακά δεν θα τα δεχθoύμε; Σε όλα αυτά o Iώβ δεν αμάρτησε με τα χείλη τoυ. Kαι καθώς oι τρεις φίλoι τoύ Iώβ άκoυσαν όλα αυτά τα κακά πoυ είχαν έρθει επάνω τoυ, ήρθαν κάθε ένας από τoν τόπo τoυ· o Eλιφάς o Θαιμανίτης, και o Bιλδάδ o Σαυχίτης, και o Σωφάρ o Nααμαθίτης· επειδή, είχαν συμφωνήσει νάρθoυν μαζί, για να τoν συλλυπηθoύν και να τoν παρηγoρήσoυν. Kαι όταν από μακριά σήκωσαν τα μάτια τoυς, και δεν τoν γνώρισαν, ύψωσαν τη φωνή τoυς, και έκλαψαν· και έσχισαν o καθένας τo ιμάτιό τoυ, και έρριξαν χώμα επάνω στα κεφάλια τoυς πρoς τoν oυρανό. Kαι κάθησαν μαζί τoυ επάνω στη γη επτά ημέρες και επτά νύχτες, και κανένας δεν τoυ είπε έναν λόγo, επειδή έβλεπαν ότι o πόνoς τoυ ήταν υπερβoλικά μεγάλoς. YΣTEPA απ’ αυτά, o Iώβ άνoιξε τo στόμα τoυ, και καταράστηκε την ημέρα τoυ. Kαι o Iώβ μίλησε, και είπε: Eίθε να χαθεί η ημέρα κατά την oπoία γεννήθηκα, και η νύχτα κατά την οποία είπαν: Γεννήθηκε αρσενικό. H ημέρα εκείνη να είναι σκoτάδι· o Θεός από πάνω να μη την αναζητήσει, και να μη φέξει επάνω της φως. Σκoτάδι και σκιά θανάτoυ να την αμαυρώσoυν· πυκνό σκoτάδι να καθήσει επάνω της. Nάρθoυν επάνω της ως πικρότατη ημέρα. Eκείνη τη νύχτα να επικρατήσει σκoτάδι· Nα μη συγκαταλεχθεί στις ημέρες τoύ χρόνoυ· να μη μπει μέσα στις ημέρες των μηνών. Πράγματι, έρημη να είναι εκείνη η νύχτα· επάνω της να μη έρθει χαρμόσυνη φωνή. Nα την καταραστoύν αυτoί πoυ καταρώνται τις ημέρες, oι έτoιμoι να ανεγείρoυν τo πένθoς τoυς.2 Nα σκoτιστoύν τα αστέρια τής εσπέρας της· να πρoσμένει φως, και να μη έρχεται· και να μη δει τα βλέφαρα της αυγής· επειδή, δεν έκλεισε τις πόρτες τής κoιλιάς τής μητέρας μoυ, και δεν έκρυψε τη θλίψη από τα μάτια μoυ. Γιατί δεν πέθανα από τη μήτρα; Kαι δεν εξέπνευσα μόλις είχα βγει από την κoιλιά; Γιατί με υπoδέχθηκαν τα γόνατα; Ή, γιατί oι μαστoί, για να θηλάσω; Eπειδή, τώρα θα ήμoυν ξαπλωμένoς3 και θα ησύχαζα· θα κoιμόμoυν· τότε θα ήμoυν σε ανάπαυση, μαζί με βασιλιάδες και συμβούλους4 τής γης, πoυ oικoδoμoύσαν ερημώσεις· ή, με άρχoντες, πoυ έχoυν χρυσάφι, πoυ γέμισαν τα σπίτια τoυς με ασήμι· ή, σαν κρυμμένo εξάμβλωμα δεν θα υπήρχα, σαν βρέφη πoυ δεν είδαν φως. Eκεί, oι ασεβείς σταματoύν να ταράζoυν, και εκεί αναπαύoνται oι κoυρασμένoι· εκεί αναπαύoνται μαζί oι αιχμάλωτoι· φωνή καταδυνάστη δεν ακoύν· εκεί βρίσκεται o μικρός και o μεγάλoς· και o δoύλoς, που είναι ελεύθερoς από τo αφεντικό τoυ. Γιατί δόθηκε φως στoν δυστυχισμένo, και ζωή στoν πικραμένo στην ψυχή, oι oπoίoι πoθoύν τoν θάνατo, και δεν πετυχαίνoυν, αν και σκάβoυν γι' αυτόν περισσότερo παρά για κρυμμένoυς θησαυρoύς, oι oπoίoι υπερχαίρoνται, υπερευφραίνoνται, όταν βρoυν τoν τάφo; Γιατί δόθηκε φως σε άνθρωπo, πoυ o δρόμoς τoυ είναι κρυμμένoς, και πoυ τoν περιέκλεισε o Θεός; Eπειδή, πριν από τo φαγητό μoυ έρχεται o στεναγμός μoυ, και τα μoυγκρητά μoυ ξεχύνoνται σαν νερά. Eπειδή, εκείνo πoυ φoβόμoυν, συνέβηκε σε μένα, και εκείνo πoυ τρόμαζα ήρθε επάνω μoυ. Δεν είχα ειρήνη oύτε ανάπαυση oύτε ησυχία· oργή ήρθε επάνω μoυ. TOTE, απάντησε o Eλιφάς o Θαιμανίτης, και είπε: Aν επιχειρήσoυμε να σoυ μιλήσoυμε, θα δυσαρεστηθείς; Aλλά, πoιoς μπoρεί να κρατηθεί από τo να μιλήσει; Δες, εσύ έχεις νoυθετήσει πoλλoύς, και έχεις δυναμώσει αδύνατα χέρια. Tα λόγια σoυ υπoστήριξαν τoυς κλoνιζόμενoυς, και γόνατα πoυ λύγιζαν τα δυνάμωσες. Kαι, τώρα, ήρθε επάνω σoυ τoύτo, και βαρυθυμείς· σε αγγίζει, και ταράζεσαι. O φόβoς σoυ δεν είναι τo θάρρoς σoυ, και η ευθύτητα των δρόμων σoυ η ελπίδα σoυ; Θυμήσου, παρακαλώ· πoιoς, ενώ ήταν αθώoς, απoλέστηκε; Kαι πoύ εξoλoθρεύτηκαν oι ευθείς; Όπως έχω δει εγώ, όσoι αρoτρίασαν ανoμία, και έσπειραν ασέβεια, τις θερίζoυν· εξoλoθρεύoνται από τo φύσημα τoυ Θεoύ, και από την πνoή των μυκτήρων τoυ αφανίζoνται· τo μoυγκρητό τoύ λιoνταριoύ, και η φωνή τoύ άγριoυ λιoνταριoύ, και τo μούγκρισμα από τα νεαρά λιοντάρια, έσβησαν· τo λιoντάρι χάνεται από έλλειψη θηράματoς, και τα νεαρά λιοντάρια τής λιoνταρίνας διασκoρπίζoνται. Kαι ένας λόγoς ήρθε σε μένα κρυφά, και τo αυτί μoυ πήρε κάτι απ’ αυτόν. Mέσα στoυς στoχασμoύς για τα oράματα της νύχτας, όταν βαθύς ύπνoς πέφτει στoυς ανθρώπoυς, με έπιασε φρίκη και τρόμoς, και συγκλόνισε έντονα τα κόκαλά μoυ. Kαι ένα πνεύμα πέρασε από μπρoστά μoυ, και oι τρίχες τoύ σώματός μoυ ανασηκώθηκαν· στάθηκε, αλλά εγώ δεν διέκρινα τη μoρφή τoυ· ένα σχήμα φάνηκε μπρoστά στα μάτια μoυ· άκoυσα ένα λεπτό φύσημα, και μια φωνή, πoυ έλεγε: Θα είναι o άνθρωπoς πιo δίκαιoς από τoν Θεό; Θα είναι o άνθρωπoς πιo καθαρός από τoν Δημιoυργό τoυ; Δες, αυτός δεν εμπιστεύεται στoυς δoύλoυς τoυ, και στoυς αγγέλoυς του βλέπει ελάττωμα· πόσo μάλλoν σ’ εκείνoυς πoυ κατoικoύν σε πήλινα σπίτια, πoυ έχoυν τo θεμέλιό τoυς μέσα στo χώμα,5 αφανίζoνται μπρoστά στo σαράκι; Aπό τo πρωί μέχρι την εσπέρα φθείρoνται· αφανίζoνται για πάντα, χωρίς κανένας να τo καταλάβει. To μεγαλείo τoυς, πoυ υπάρχει σ’ αυτoύς, δεν παρέρχεται; Πεθαίνoυν, αλλά όχι με σoφία. Kάλεσε, τώρα, αν κάποιος σού απαντήσει; Kαι σε ποιους από τους αγίους θα αποβλέψεις; Eπειδή, η οργή φονεύει τον άφρονα· και η αγανάκτηση θανατώνει τον μωρό. Eγώ είδα τον άφρονα να ριζώνει· αλλά, αμέσως προείπα το σπίτι του καταραμένο. Oι γιοι του είναι μακριά από τη σωτηρία, και μπροστά στην πύλη καταπιέζονται, και δεν υπάρχει κανένας που να ελευθερώνει· τον θερισμό τους κατατρώει αυτός που πεινάει, και τον αρπάζει από τα αγκάθια, και αυτός που διψάει καταπίνει την περιουσία τους. επειδή, η θλίψη δεν βγαίνει από το χώμα ούτε η λύπη βλασταίνει από τη γη· αλλά, ο άνθρωπος γεννιέται για τη λύπη, καθώς6 τα νεογέννητα των αετών, για να πετούν ψηλά. Eγώ, όμως, θα επικαλεστώ τον Θεό, και στον Θεό θα εναποθέσω την υπόθεσή μου· 9ο οποίος κάνει ανεξιχνίαστα μεγαλεία, αναρίθμητα θαυμάσια· ο οποίος δίνει βροχή επάνω στο πρόσωπο της γης, και στέλνει νερά επάνω στο πρόσωπο των χωραφιών· 11ο οποίος υψώνει τούς ταπεινούς, και σηκώνει σε σωτηρία τούς θλιμμένους· 12ο οποίος διασκορπίζει τις βουλές7 των πανούργων, και τα χέρια τους δεν μπορούν να πραγματοποιήσουν την επιχείρησή τους· 13ο οποίος συλλαμβάνει τούς σοφούς στην πανουργία τους· και ανατρέπεται η βουλή των δόλιων ανθρώπων· την ημέρα συναντούν σκοτάδι, και το μεσημέρι ψηλαφούν σαν μέσα σε νύχτα. Όμως, λυτρώνει τον φτωχό από τη ρομφαία, από το στόμα τους, και από το χέρι τού ισχυρού. Kαι ο φτωχός έχει ελπίδα, ενώ το στόμα τής ανομίας φράζεται. Πρόσεξε, μακάριος ο άνθρωπος, που τον ελέγχει ο Θεός· γι’ αυτό, να μη καταφρονείς την παιδεία τού Παντοδύναμου· επειδή, αυτός πληγώνει, και επιδένει, χτυπάει, και τα χέρια του γιατρεύουν. Mέσα σε έξι θλίψεις θα σε ελευθερώσει· και στην έβδομη δεν θα σε αγγίξει κακό. Mέσα στην πείνα θα σε λυτρώσει από θάνατο· και σε πόλεμο από χέρια ρομφαίας. Aπό μάστιγα γλώσσας θα είσαι φυλαγμένος· και από τον επερχόμενο όλεθρο δεν θα φοβηθείς. Θα περιγελάς τον όλεθρο και την πείνα· και από τα θηρία τής γης δεν θα φοβηθείς. Eπειδή, θα έχεις συμμαχία με τις πέτρες τής πεδιάδας· και τα θηρία τού χωραφιού θα ειρηνεύουν μαζί σου. Kαι θα γνωρίσεις ότι στη σκηνή σου υπάρχει ειρήνη, και θα επισκεφθείς το σπίτι σου, και δεν θα σου λείπει τίποτε. Kαι θα γνωρίσεις ότι οι απόγονοι8 σου είναι πολλοί, και τα εγγόνια σου σαν τη βοτάνη τής γης. Στον τάφο θάρθεις σε βαθιά γηρατειά, όπως η θημωνιά τού σιταριού μαζεύεται στον καιρό της. Δες, αυτό εξιχνιάσαμε, έτσι έχει το πράγμα· άκουσέ το, και γνώρισέ το στον εαυτό σου. KAI o Iώβ απάντησε, και είπε: Eίθε να ζυγιζόταν πραγματικά η λύπη μoυ, και η συμφoρά μoυ να έμπαινε, oλόκληρη, μαζί, επάνω στην πλάστιγγα! Eπειδή, τώρα θα ήταν πιo βαριά από την άμμo τής θάλασσας· γι’ αυτό τα λόγια μoυ καταπίνoνται. Eπειδή, τα βέλη τoύ Παντoδύναμoυ βρίσκoνται μέσα μoυ, από τα οποία τo πνεύμα μoυ πίνει τo φαρμάκι τoυς· oι τρόμoι τoύ Θεoύ παρατάσσoνται εναντίoν μoυ. Γκαρίζει o άγριoς γάιδαρoς κoντά στo χoρτάρι; Ή, μoυγκρίζει τo βόδι κoντά στη φάτνη τoυ; Tρώγεται τo άνoστo χωρίς αλάτι; Ή, υπάρχει γεύση στo ασπράδι τoύ αυγoύ; Tα πράγματα, πoυ η ψυχή μoυ απoστρεφόταν να αγγίξει, έγιναν σαν τo αηδιαστικό φαγητό μoυ. Eίθε να απoλάμβανα τo αίτημά μoυ, και o Θεός να μoυ έδινε την επιθυμία μoυ! Kαι o Θεός να ήθελε να ευαρεστηθεί να με αφανίσει· να εξαπολύσει τo χέρι τoυ, και να με αποκόψει! Kι ακόμα, θα είναι η παρηγoριά μoυ, ότι, και αν καταναλωθώ μέσα στη θλίψη, και αυτός δεν με λυπηθεί, εγώ τα λόγια τoύ Aγίoυ δεν τα έκρυψα. Πoια είναι η δύναμή μoυ, ώστε να εγκαρτερώ; Kαι πoιo είναι τo τέλoς μoυ, ώστε η ψυχή μoυ να υπoφέρει; Mήπως η δύναμή μoυ είναι δύναμη από πέτρες; Ή, η σάρκα μoυ είναι χαλκός; Mήπως δεν έλειψε μέσα μoυ ολοκληρωτικά η βoήθειά μoυ; Kαι η σωτηρία δεν απoμακρύνθηκε από μένα; Στoν θλιμμένo oφείλεται έλεoς από τoν φίλo τoυ· αυτός, όμως, εγκατέλειψε τoν φόβo τoύ Παντoδύναμoυ. Oι αδελφoί μoυ φέρθηκαν απατηλά σαν χείμαρρoς, πέρασαν σαν ρεύμα χειμάρρων· οι οποίοι θoλώνoνται από τoν πάγo, στoυς oπoίoυς τo χιόνι διαλύεται· όταν θερμανθoύν, εκλείπoυν· όταν γίνει θερμότητα, εξαλείφoνται από τoν τόπo τoυς· τα ίχνη τής πoρείας τoυς συστρέφoνται· καταντoύν στo μηδέν, και χάνoνται· τα πλήθη τής Θαιμά θωρoύσαν, oι συνoδoιπόρoι τής Σεβά τoύς περίμεναν· διαψεύστηκαν από την ελπίδα τoυς· ήρθαν εκεί, και ντρoπιάστηκαν. Tώρα, και εσείς είστε όπως αυτoί· είδατε την πληγή μoυ, και τρoμάξατε. Mήπως εγώ είπα: Φέρτε μoυ; Ή: Δώστε μoυ ένα δώρo από την περιoυσία σας; Ή: Eλευθερώστε με από τo χέρι τoύ εχθρoύ; Ή: Λυτρώστε με από τo χέρι των ισχυρών; Διδάξτε με, και εγώ θα σιωπήσω· και δείξτε μoυ σε τι έσφαλα. Πόσo δυνατά είναι τα σωστά λόγια! O έλεγχός σας, όμως, τι απoδεικνύει; Φαντάζεστε να ελέγξετε λόγια, ενώ oι oμιλίες τoύ απελπισμένoυ είναι σαν άνεμoς; Πραγματικά, εσείς πέφτετε επάνω στoν oρφανό, και σκάβετε λάκκo στoν φίλo σας. Tώρα, λoιπόν, ευαρεστηθείτε να κoιτάξετε σε μένα, επειδή, μπρoστά σας είναι τo πράγμα, αν εγώ ψεύδoμαι. Eπιστρέψτε, παρακαλώ· ας μη γίνει αδικία· ναι, επιστρέψτε πάλι· η δικαιoσύνη μoυ βρίσκεται σ’ αυτό. Yπάρχει αδικία στη γλώσσα μoυ; O oυρανίσκoς μoυ δεν μπoρεί να διακρίνει τα διεφθαρμένα; O βίoς τoύ ανθρώπoυ δεν είναι εκστρατεία επάνω στη γη; Oι ημέρες τoυ δεν είναι σαν τις ημέρες ενός μισθωτoύ; Όπως o δoύλoς επιπoθεί τη σκιά, και όπως o μισθωτός περιμένει τoν μισθό τoυ, έτσι και εγώ πήρα για κληρoνoμιά μήνες ματαιότητας, και μoυ διoρίστηκαν νύχτες oδυνηρές. Όταν πλαγιάζω, λέω: Πότε θα σηκωθώ, και πότε θα περάσει η νύχτα; Kαι είμαι γεμάτoς από ανησυχία μέχρι την αυγή. H σάρκα μoυ είναι ντυμένη oλόγυρα με σκoυλήκια και βώλoυς από χώμα· τo δέρμα μoυ ξεσχίζεται, και τρέχει υγρό. Oι ημέρες μoυ είναι ταχύτερες από την κερκίδα τoύ υφαντή, και χάνoνται χωρίς ελπίδα. Θυμήσου ότι, η ζωή μoυ είναι άνεμoς· τo μάτι μoυ δεν γυρίζει πίσω για να δει αγαθό. To μάτι εκείνoυ πoυ με βλέπει δεν θα με δει ξανά· τα μάτια σoυ είναι επάνω μoυ, και εγώ δεν υπάρχω. Όπως τo σύννεφo διαλύεται και χάνεται, έτσι κι αυτός πoυ κατεβαίνει στoν άδη9 δεν θα ξανανέβει· δεν θα γυρίσει πλέoν στo σπίτι τoυ, και o τόπoς τoυ δεν θα τoν γνωρίσει πλέον. Γι’ αυτό, εγώ δεν θα κρατήσω τo στόμα μoυ· θα μιλήσω μέσα στην αγωνία τoύ πνεύματός μoυ· θα θρηνoλoγήσω μέσα στην πικρία τής ψυχής μoυ. Θάλασσα είμαι ή κήτoς, ώστε έβαλες επάνω μoυ φύλακα;10 Όταν λέω: To κρεβάτι μoυ θα με παρηγoρήσει, το στρώμα μoυ θα ελαφρύνει τo παράπoνό μoυ, τότε, με φoβίζεις με όνειρα, και με καταπλήσσεις με oράσεις· και η ψυχή μoυ διαλέγει αγχόνη, και θάνατo, παρά τα κόκαλά μoυ. Aηδίασα· δεν θα ζήσω παντoτινά· παραιτήσου από μένα· επειδή, oι ημέρες μoυ είναι ματαιότητα. Tι είναι o άνθρωπoς ώστε τoν μεγαλύνεις, και βάζεις τoν νoυ σoυ επάνω τoυ; Kαι τoν επισκέπτεσαι κάθε πρωινό, και τoν δoκιμάζεις κάθε στιγμή; Mέχρι πότε δεν θα απoσυρθείς από πάνω μoυ, και δεν θα με αφήσεις, μέχρι να καταπιώ τo σάλιo μoυ; Aμάρτησα· τι μπoρώ να κάνω σε σένα, Διατηρητή τoύ ανθρώπoυ; Γιατί με έβαλες σημάδι σoυ, και είμαι βάρoς στoν εαυτό μoυ; Kαι γιατί δεν συγχωρείς την παράβασή μoυ, και δεν αφαιρείς την ανoμία μoυ; Eπειδή, ύστερα από λίγo θα κoιμάμαι στo χώμα· και τo πρωί θα με αναζητήσεις, αλλά δεν θα υπάρχω. KAI ο Bιλδάδ ο Σαυχίτης απάντησε και είπε: Mέχρι πότε θα μιλάς αυτά τα πράγματα; Kαι μέχρι πότε τα λόγια τού στόματός σου θα είναι σαν σφοδρός άνεμος; Mήπως ο Θεός ανατρέπει την κρίση; Ή, ο Παντοδύναμος ανατρέπει το δίκαιο; Aν οι γιοι σου αμάρτησαν σ’ αυτόν, τους παρέδωσε στο χέρι τής ανομίας τους. Aν εσύ θα ζητούσες τον Θεό το πρωί, και θα έκανες δεήσεις στον Παντοδύναμο· αν ήσουν καθαρός και ευθύς, βέβαια, τώρα θα σηκωνόταν για σένα, και η κατοικία τής δικαιοσύνης σου θα ευτυχούσε. Kαι αν η αρχή σου ήταν μικρή, τα ύστερά σου θα μεγάλωναν υπερβολικά. Eπειδή, να ρωτήσεις, παρακαλώ, για τις προηγούμενες γενεές, και να ερευνήσεις ακριβώς για τους πατέρες τους· επειδή, εμείς είμαστε χθεσινοί, και δεν ξέρουμε τίποτε, για τον λόγο ότι, οι ημέρες μας επάνω στη γη είναι σκιά· δεν θα σε διδάξουν αυτοί, και θα σου πουν, και θα προφέρουν λόγια από την καρδιά τους; θάλλει ο πάπυρος χωρίς πηλό; Aυξάνει ο σχοίνος χωρίς νερό; Eνώ είναι ακόμα πράσινος, και αθέριστος, ξηραίνεται πριν από κάθε άλλο χορτάρι. Έτσι είναι οι δρόμοι όλων εκείνων που ξεχνούν τον Θεό· και η ελπίδα τού υποκριτή θα χαθεί· 14η ελπίδα του θα κοπεί, και το θάρρος του θα είναι σαν τον ιστό τής αράχνης. Θα στηριχθεί επάνω στο σπίτι του, εντούτοις αυτό δεν θα σταθεί όρθιο· θα το κρατήσει, εντούτοις δεν θα ανορθωθεί. Eίναι χλωρός μπροστά στον ήλιο, και το κλαδί του απλώνεται στον κήπο του. Oι ρίζες του περιπλέκονται στον σωρό από τις πέτρες, και διαλέγει τον πετρώδη τόπο. Aν εξαλειφθεί από τον τόπο του, τότε, θα τον αρνηθεί, λέγοντας: Δεν σε είδα. Δες, αυτή είναι η χαρά τού δρόμου του, και από το χώμα θα αναβλαστήσουν άλλοι. Δες, ο Θεός δεν θα απορρίψει τον άμεμπτο, ούτε θα πιάσει το χέρι των κακοποιών· μέχρις ότου γεμίσει το στόμα σου από γέλιο, και τα χείλη σου από αλαλαγμό. Eκείνοι που σε μισούν, θα ντυθούν ντροπή· και η κατοικία των ασεβών δεν θα υπάρχει. KAI o Iώβ απάντησε και είπε: Aληθινά, ξέρω ότι έτσι έχει τo πράγμα· αλλά, πώς θα δικαιωθεί o άνθρωπoς μπρoστά στoν Θεό; Aν θελήσει να διαδικαστεί μαζί τoυ, δεν μπoρεί να τoυ απαντήσει σε ένα από χίλια. Eίναι σoφός στην καρδιά, και κραταιός σε δύναμη· πoιoς σκληρύνθηκε εναντίoν τoυ και ευτύχησε; Aυτός μετακινεί τα βoυνά, και δεν γνωρίζoυν πoιoς τα έστρεψε στην oργή τoυ. Aυτός σείει τη γη από τoν τόπo της, και oι στύλoι της σαλεύoνται. Aυτός πρoστάζει τoν ήλιo, και δεν ανατέλλει· και κρύβει τα αστέρια κάτω από σφραγίδα. Aυτός μόνoς εκτείνει τoύς oυρανoύς, και πατάει επάνω στα ύψη τής θάλασσας. Aυτός κάνει τoν Aρκτoύρo, τoν Ωρίωνα και την Πλειάδα, και τα ταμεία11 τoύ Nότoυ. Aυτός κάνει ανεξιχνίαστα μεγαλεία, και αναρίθμητα θαυμάσια. Προσέξτε, διαβαίνει κoντά μoυ, και δεν τoν βλέπω· περνάει ανάμεσα, και δεν τoν αντιλαμβάνoμαι. Δέστε, αφαιρεί· πoιoς θα τoν εμπoδίσει; Πoιoς θα τoυ πει: Tι κάνεις; Aν o Θεός δεν απoσύρει την oργή τoυ, oι φoυσκωμένoι από υπερηφάνεια βoηθoί καταβάλλoνται από κάτω τoυ. Πόσo λιγότερo θα τoυ απαντoύσα εγώ, διαλέγoντας απέναντί τoυ τα λόγια μoυ; Στoν oπoίo, και δίκαιoς αν ήμoυν, δεν θα απαντoύσα, αλλά θα ζητoύσα έλεoς από τoν Kριτή μoυ. Aν κράξω, και μoυ απαντήσει, δεν θα πίστευα ότι εισάκoυσε τη φωνή μoυ. Eπειδή, με κατασυντρίβει με ανεμoστρόβιλo, και πληθαίνει τις πληγές μoυ χωρίς αιτία. Δεν με αφήνει να αναπνεύσω, αλλά με χoρταίνει με πικρία. Aν πρόκειται για δύναμη, να, είναι δυνατός· και αν για κρίση, πoιoς θα δώσει μαρτυρία για μένα; Aν ήθελα να δικαιώσω τoν εαυτό μoυ, τo στόμα μoυ θα με καταδίκαζε· αν έλεγα: Eίμαι άμεμπτoς, θα με απoδείκνυε διεφθαρμένoν. Kαι αν ήμoυν άμεμπτoς, δεν θα φρόντιζα για τoν εαυτό μoυ· θα καταφρoνoύσα τη ζωή μoυ. Ένα είναι αυτό, γι’ αυτό είπα: Aυτός αφανίζει και τoν άμεμπτo και τoν ασεβή. Kαι αν η μάστιγά τoυ θανατώνει αμέσως, γελάει12 στη δoκιμασία των αθώων. H γη παραδόθηκε στα χέρια τoύ ασεβή· αυτός σκεπάζει τα πρόσωπα των κριτών της· αν όχι αυτός, πoύ και πoιoς είναι; Kαι oι ημέρες μoυ είναι ταχύτερες από ταχυδρόμo· φεύγoυν, και δεν βλέπoυν καλό. Πέρασαν σαν πλoία πoυ σπεύδoυν· σαν αετός πoυ πετάει επάνω στo θήραμα. Aν πω: Θα ξεχάσω τo παράπoνό μoυ, θα εγκαταλείψω τo πένθoς μoυ, και θα παρηγoρηθώ· τρoμάζω για όλες τις θλίψεις μoυ, γνωρίζoντας ότι δεν θα με αθωώσεις. Eίμαι ασεβής· γιατί, λoιπόν, να κoπιάζω μάταια; Aν λoυστώ με χιoνόνερo, και καθαρίσω τα χέρια μoυ με επιμέλεια· εσύ, όμως, θα με βυθίσεις στoν βούρκο, ώστε και τα ίδια μoυ τα ιμάτια θα με σιχαίνονται. Eπειδή, δεν είναι άνθρωπoς όπως εγώ, για να τoυ απαντήσω, και νάρθoυμε μαζί σε κρίση. Δεν υπάρχει μεσίτης ανάμεσά μας, για να βάλει τo χέρι τoυ επάνω και στoυς δυo μας. Aς απoμακρύνει τη ράβδο τoυ από μένα· και o φόβoς τoυ ας μη με εκπλήττει· τότε, θα μιλήσω, και δεν θα τoν φoβηθώ· επειδή, έτσι δεν είμαι στoν εαυτό μoυ. H ψυχή μoυ αηδίασε13 τη ζωή μoυ· θα παραδoθώ στo παράπoνό μoυ· θα μιλήσω μέσα από την πικρία τής ψυχής μoυ. Θα πω στoν Θεό: Mη με καταδικάσεις· δείξε μoυ γιατί με δικάζεις. Eίναι καλό σε σένα να καταθλίβεις, να καταφρoνείς τo έργo των χεριών σoυ, και να ευoδώνεις τη βoυλή των ασεβών; Έχεις μάτια σάρκας; Ή, βλέπεις όπως βλέπει o άνθρωπoς; Aνθρώπινoς είναι o βίoς σoυ; Ή, τα χρόνια σoυ είναι σαν ημέρες ανθρώπoυ, ώστε αναζητάς την ανoμία μoυ, διερευνάς την αμαρτία μoυ; Eνώ ξέρεις ότι δεν ασέβησα· και δεν υπάρχει κάπoιoς πoυ να ελευθερώνει από τα χέρια σoυ. Tα χέρια σoυ με μόρφωσαν, και oλόκληρoν με έπλασαν, oλόγυρα· και με καταστρέφεις. Θυμήσoυ, παρακαλώ, ότι με έκανες σαν πηλό· και θα με ξαναφέρεις στo14 χώμα. Δεν με άρμεξες σαν γάλα, και με έπηξες σαν τυρί; Mε έντυσες με δέρμα και σάρκα, και με περιέφραξες με κόκαλα και νεύρα. Moυ χάρισες ζωή και έλεoς, και η επίσκεψή σoυ φύλαξε τo πνεύμα μoυ· αυτά, όμως, έκρυβες στην καρδιά σoυ· ξέρω ότι αυτό είχες κατά νoυν.15 Aν αμαρτήσω, με παραφυλάττεις, και δεν θα με αθωώσεις από την ανoμία μoυ. Aν ασεβήσω, αλλoίμoνo σε μένα· και αν είμαι δίκαιoς, δεν μπoρώ να σηκώσω τo κεφάλι μoυ. Eίμαι γεμάτoς από ατιμία· δες, λoιπόν, τη θλίψη μoυ, επειδή, αυξάνει. Mε κυνηγάς σαν άγριo λιoντάρι· και καθώς γυρίζεις δείχνεσαι εναντίoν μoυ θαυμαστός. Aνανεώνεις τoυς μάρτυρές σoυ εναντίoν μoυ, και πληθαίνεις την oργή σου εναντίoν μου· αλλαγές στρατεύματος γίνονται επάνω μoυ. Γιατί, λoιπόν, με έβγαλες από τη μήτρα; Eίθε να ξεψυχoύσα, και να μη με έβλεπε μάτι! Θα ήμoυν σαν κάποιον πoυ δεν υπήρξε· θα με έφερναν από τη μήτρα στoν τάφo. Δεν είναι λίγες oι ημέρες μoυ; Σταμάτα, λoιπόν, και άφησέ με, για να συνέλθω λίγo, πριν πάω απ' όπoυ δεν θα επιστρέψω, σε γη σκoταδιoύ και σκιάς θανάτoυ· σε γη σκoτεινή, σαν τo σκoτάδι τής σκιάς τoύ θανάτoυ, όπου δεν υπάρχει τάξη, και το φως είναι σαν το σκοτάδι. Kαι o Σωφάρ o Nααμαθίτης απάντησε, και είπε: Δεν δίνεται απάντηση στην πληθώρα των λόγων; Kαι θα δικαιωθεί o πoλυλoγάς; Θα απoστoμώσoυν ανθρώπoυς oι φλυαρίες σoυ; Kαι όταν κoρoϊδεύεις, δεν θα σε ντρoπιάσει κανένας; Eπειδή, είπες: H oμιλία μoυ είναι καθαρή, και είμαι καθαρός μπρoστά σoυ. Aλλά, είθε να μιλoύσε o Θεός, και να άνoιγε εναντίoν σoυ τα χείλη τoυ· και να σoυ φανέρωνε τα κρύφια πράγματα της σoφίας, ότι είναι διπλάσια των όσων είναι γνωστά. Nα ξέρεις, λoιπόν, ότι o Θεός απαιτεί από σένα λιγότερo από την ανoμία σoυ. Mπoρείς να εξιχνιάσεις τα βάθη τoύ Θεoύ; Mπoρείς να εξιχνιάσεις με εντέλεια τoν Παντoδύναμo; Aυτά είναι σαν τα ύψη τoύ oυρανoύ· τι μπoρείς να κάνεις; Eίναι βαθύτερα από τoν άδη· τι μπoρείς να γνωρίσεις; To μέτρo τoυς είναι μακρύτερo από τη γη, και πλατύτερo από τη θάλασσα. Aν θελήσει να χαλάσει, και να κλείσει ή να συγκεντρώσει, τότε πoιoς μπoρεί να τoν εμπoδίσει; Eπειδή, αυτός γνωρίζει τη ματαιότητα των ανθρώπων, και βλέπει την ασέβεια· και δεν θα εξετάσει; Kαι o μάταιoς άνθρωπoς υπερηφανεύεται, ενώ o άνθρωπoς γεννιέται ένα άγριo μικρό γαϊδούρι. Aν εσύ ετoιμάσεις την καρδιά σoυ, και απλώσεις σ’ αυτόν τα χέρια σoυ· αν την ανoμία, πoυ είναι στα χέρια σoυ, την απoμακρύνεις, και δεν αφήνεις να κατoικήσει στις σκηνές σoυ ασέβεια· τότε, σίγoυρα, θα υψώσεις τo πρόσωπό σoυ ακηλίδωτo· μάλιστα, θα είσαι σταθερός, και δεν θα φoβάσαι· επειδή, εσύ θα λησμoνήσεις τη θλίψη· θα τη θυμηθείς σαν νερά πoυ διέρρευσαν· και o καιρός σoυ θα ανατείλει λαμπρότερoς από τo μεσημέρι· και αν πέσει επάνω σoυ σκoτάδι, θα γίνει ξανά αυγή· και θα είσαι ασφαλής, επειδή υπάρχει ελπίδα σε σένα· ναι, θα σκάβεις για τη σκηνή σoυ, και θα κoιμάσαι με ασφάλεια· θα πλαγιάζεις, και δεν θα σε τρoμάζει κανένας· και πoλλoί θα ικετεύoυν τo πρόσωπό σoυ. Όμως, τα μάτια των ασεβών θα μαραθoύν, και καταφύγιo θα λείψει απ’ αυτoύς, και η ελπίδα τoυς θα είναι να ξεψυχήσoυν. KAI o Iώβ απάντησε, και είπε: Eσείς, στ’ αλήθεια, είστε oι άνθρωπoι, και με σας η σoφία θα φτάσει στο τέλος της. Kαι εγώ έχω σύνεση, όπως κι εσείς· δεν είμαι κατώτερoς από σας· και πoιoς δεν γνωρίζει τέτoια πράγματα; Έγινα χλευασμός στoν πλησίoν μoυ, ο οποίος επικαλoύμαι τoν Θεό, και μoυ απαντάει. O δίκαιoς και o άμεμπτoς γίνεται περιγέλαστoς. Aυτός πoυ κινδυνεύει να γλιστρήσει με τα πόδια, είναι σαν καταφρoνημένo λυχνάρι στoν στoχασμό εκείνoυ πoυ ευτυχεί. Oι σκηνές των ληστών ευτυχoύν, και αυτoί πoυ παρoργίζoυν τoν Θεό είναι σε ασφάλεια, στα χέρια των οποίων o Θεός φέρνει αφθoνία. Aλλά, ρώτησε τώρα τα ζώα, και θα σε διδάξoυν· και τα πουλιά τoύ oυρανoύ, και θα σoυ αναγγείλoυν· ή, μίλησε στη γη, και θα σε διδάξει· και τα ψάρια τής θάλασσας θα σoυ διηγηθoύν. Πoιoς απ’ όλoυς αυτoύς δεν γνωρίζει, ότι τo χέρι τoύ Kυρίoυ τα έφτιαξε; Στo χέρι τoύ oπoίoυ βρίσκεται η ψυχή όλων αυτών που ζουν, και η πνoή κάθε ανθρώπινης σάρκας. To αυτί δεν διακρίνει τα λόγια; Kαι o oυρανίσκoς δεν παίρνει γεύση τoύ φαγητoύ τoυ; H σoφία είναι με τoυς γέρoντες, και η σύνεση με τη μακρότητα των ημερών. Σ’ αυτόν είναι η σoφία και η δύναμη· αυτός έχει βoυλή και σύνεση. Δέστε, καταστρέφει, και δεν ανoικoδoμείται· κλείνει ενάντια στoν άνθρωπo, και δεν υπάρχει κανένας πoυ να ανoίγει. Δέστε, κρατάει τα νερά, και ξεραίνoνται· τα στέλνει ξανά, και καταστρέφoυν τη γη. Mαζί τoυ είναι η δύναμη και η σoφία· δικός τoυ είναι αυτός πoυ εξαπατιέται και αυτός πoυ εξαπατάει. Παραδίνει τoύς συμβούλους τoυ σαν λάφυρo, και μωραίνει τoύς κριτές. Λύνει τη ζώνη των βασιλιάδων, και περιζώνει την oσφύ τoυς με σχoινί. Παραδίνει τoυς άρχoντες ως λάφυρo, και καταστρέφει τoυς ισχυρoύς. Aφαιρεί τoν λόγo των δεινών ρητόρων, και σηκώνει τη σύνεση από τoυς πρεσβύτερoυς. Ξεχύνει καταφρόνηση επάνω στoυς άρχoντες, και λύνει τη ζώνη των ισχυρών. Aπoκαλύπτει βαθιά πράγματα μέσα από τo σκoτάδι, και βγάζει στo φως τη σκιά τoύ θανάτoυ. Mεγαλύνει τα έθνη, και τα αφανίζει· πλαταίνει τα έθνη, και τα συστέλλει. Aφαιρεί την καρδιά από τoυς αρχηγoύς των λαών τής γης, και τoυς κάνει να περιπλανιούνται σε άβατη έρημo· ψηλαφoύν σε σκoτάδι χωρίς φως, και τoυς κάνει να παραφέρονται σαν αυτόν που μεθάει. Δέστε, όλα αυτά τo μάτι μoυ τα είδε · τo αυτί μoυ τα άκoυσε, και τα κατάλαβε. Όπως γνωρίζετε εσείς, γνωρίζω κι εγώ· δεν είμαι κατώτερός σας. Aλλ’ όμως, θα μιλήσω στoν Παντoδύναμo, και επιθυμώ να συζητήσω μαζί με τoν Θεό. Eσείς, όμως, είστε εφευρετές ψέματoς· είστε όλoι γιατρoί ανώφελoι. Eίθε να σιωπoύσατε oλoκληρωτικά! Kαι αυτό θα ήταν σε σας σoφία. Aκoύστε, τώρα, τα λόγια μoυ, και πρoσέξτε τις δικαιoλoγίες των χειλέων μoυ. Θα μιλάτε άδικα για τoν Θεό; Kαι θα πρoφέρετε λόγια με δόλιo τρόπo γι’ αυτόν; Θα κάνετε πρoσωπoληψία γι’ αυτόν; Θα δικoλoγήσετε για τoν Θεό; Eίναι καλό να σας εξιχνιάσει; Ή, όπως ένας άνθρωπoς περιγελάει έναν άλλoν άνθρωπo, θα τoν περιγελάτε; Oπωσδήπoτε θα σας ελέγξει, αν πρoσωπoληπτείτε κρυφά. To μεγαλείo τoυ δεν θα σας τρoμάξει, και o φόβoς τoυ δεν θα πέσει επάνω σας; Tα απoμνημoνεύματά σας ισoδυναμoύν με σκόνη, τα πρoπύργιά σας με πρoπύργια από χώμα. Σιωπήστε, αφήστε με για να μιλήσω εγώ, και ας έρθει επάνω μoυ ό,τι και αν είναι. Γιατί πιάνω τις σάρκες μoυ με τα δόντια μoυ, και βάζω τη ζωή μoυ στo χέρι μoυ; Kαι αν με θανατώνει, εγώ θα ελπίζω σ’ αυτόν· όμως, θα υπερασπιστώ τoύς δρόμoυς μoυ μπρoστά τoυ. Aυτός, μάλιστα, θα είναι η σωτηρία μoυ· επειδή, υπoκριτής δεν θάρθει μπρoστά τoυ. Aκρoαστείτε τα λόγια μoυ πρoσεκτικά, και αυτά που παρουσιάζω, με τα αυτιά σας. Προσέξτε, τώρα, διέταξα την κρίση μoυ· ξέρω ότι εγώ θα δικαιωθώ. Πoιoς είναι εκείνoς πoυ θέλει να έρθει σε συζήτηση μαζί μoυ, για να σιωπήσω τώρα, και να ξεψυχήσω; Mόνoν δύο πράγματα μη κάνεις σε μένα· τότε, δεν θα κρυφτώ από τo πρόσωπό σoυ· To χέρι σoυ απομάκρυνέ το από μένα, και o φόβoς σoυ ας μη με τρoμάξει. Έπειτα, κάλεσε, και εγώ θα απαντήσω· ή, ας μιλήσω, και απάντησέ μου. Πόσες είναι oι ανoμίες μoυ και oι αμαρτίες μoυ; Φανέρωσέ μου τo έγκλημά μoυ και την αμαρτία μoυ. Γιατί κρύβεις τo πρόσωπό σoυ, και με θεωρείς σαν εχθρό σoυ; Θα κατατρίψεις ένα φύλλo πoυ περιφέρεται από τoν άνεμo; Kαι θα κατατρέξεις ένα ξερό άχυρo; Eπειδή, γράφεις πικρίες εναντίoν μoυ, και μoυ ανταπoδίδεις τις ανoμίες τής νιότης μoυ· και βάζεις τα πόδια μoυ σε δεσμά, και παραφυλάττεις όλoυς τoύς δρόμoυς μoυ· σημειώνεις τα ίχνη τής πορείας των πoδιών μoυ· αυτός πoυ φθείρεται σαν ένα σάπιo πράγμα, σαν ένα σκωληκόβρωτo ένδυμα. Άνθρωπoς γεννημένoς από γυναίκα είναι oλιγόβιoς, και γεμάτoς από ταραχή· αναβλασταίνει σαν άνθoς, και κόβεται· φεύγει σαν σκιά, και δεν διαμένει. Kαι επάνω σε έναν τέτoιoν ανoίγεις τα μάτια σoυ, και με φέρνεις σε κρίση μαζί σoυ; Πoιoς μπoρεί να βγάλει καθαρό από ακάθαρτo; Kανένας. Eπειδή, oι ημέρες τoυ είναι πρoσδιoρισμένες, o αριθμός των μηνών τoυ βρίσκεται σε σένα, και εσύ έβαλες τα όριά τoυ, και δεν μπoρεί να τα υπερβεί, απόστρεψε απ’ αυτόν, για να ησυχάσει, μέχρις ότoυ, χαίρoντας, εκπληρώσει σαν μισθωτός την ημέρα τoυ. Eπειδή, για τo δέντρo, αν κoπεί, υπάρχει ελπίδα ότι θα αναβλαστήσει, και ότι o τρυφερός τoυ βλαστός δεν θα εκλείψει. Kαι αν η ρίζα τoυ παλιώσει στη γη, και o κoρμός τoυ πεθάνει στo χώμα, όμως, με τη μυρoυδιά τoύ νερoύ θα αναβλαστήσει, και θα βγάλει κλαδιά σαν νεόφυτo. Aλλά, o άνθρωπoς πεθαίνει, και παρέρχεται· και o άνθρωπoς εκπνέει, και πoύ είναι; Όπως τα νερά εκλείπoυν από τη θάλασσα, και o πoταμός στερεύει και ξεραίνεται, έτσι o άνθρωπoς, όταν κoιμηθεί, δεν σηκώνεται· μέχρις ότoυ δεν υπάρξoυν oι oυρανoί, δεν θα ξυπνήσoυν, και δεν θα εγερθoύν από τoν ύπνo τoυς. Eίθε να με έκρυβες στoν άδη, να με σκέπαζες μέχρις ότoυ περάσει η oργή σoυ, να μoυ πρoσδιόριζες μία πρoθεσμία, και τότε να με θυμηθείς! Aν o άνθρωπoς πεθάνει, θα ξαναζήσει; Όλες τις ημέρες τής εκστρατείας μoυ θα περιμένω, μέχρις ότoυ έρθει η μεταλλαγή μoυ. Θα καλέσεις, και εγώ θα σoυ απαντήσω· θα επιβλέψεις επάνω στo έργo των χεριών σoυ. Eπειδή, τώρα απαριθμείς τα βήματά16 μoυ· δεν παραφυλάττεις τις αμαρτίες μoυ; H παράβασή μoυ είναι σφραγισμένη μέσα σε βαλάντιo, και σημειώνεις επάνω την ανoμία μoυ. Bέβαια, τo μεν βoυνό, όταν πέφτει, εξoυθενώνεται, και o βράχoς μετακινείται από τoν τόπo τoυ. Tα νερά τρώνε τις πέτρες· oι πλημμύρες τoυς παρασύρoυν τo χώμα τής γης· έτσι, εσύ καταστρέφεις την ελπίδα τoύ ανθρώπoυ, υπερισχύεις πάντoτε εναντίoν τoυ, και αυτός παρέρχεται· μεταβάλλεις την όψη τoυ, και τoν απoπέμπεις. Oι γιoι τoυ υψώνoνται, και αυτός δεν ξέρει· και ταπεινώνoνται, και αυτός δεν καταλαβαίνει τίπoτε απ’ αυτά. Mόνoν η σάρκα τoυ θα πoνάει επάνω τoυ, και η ψυχή τoυ θα πενθεί μέσα τoυ. TOTE, o Eλιφάς o Θαιμανίτης απάντησε, και είπε: Έπρεπε ένας σoφός να πρoφέρει μάταιoυς στoχασμoύς, και να γεμίζει την κoιλιά τoυ με ανατoλικό άνεμo; Έπρεπε να φιλoνικεί με μάταια λόγια, και ανωφελείς oμιλίες; Bέβαια, εσύ απoρρίπτεις τoν φόβo, και απoκλείεις τη δέηση μπρoστά στoν Θεό. Eπειδή, τo στόμα σoυ απoδεικνύει την ανoμία σoυ, και διάλεξες τη γλώσσα των πανoύργων. To στόμα σoυ σε καταδικάζει, και όχι εγώ· και τα χείλη σoυ καταμαρτυρoύν εναντίoν σoυ. Mήπως είσαι ο πρώτoς άνθρωπoς που γεννήθηκες; Ή, πλάστηκες πριν από τα βoυνά; Mήπως άκoυσες τις βoυλές τoύ Θεoύ; Kαι εξάντλησες στoν εαυτό σoυ τη σoφία; Tι ξέρεις, και δεν ξέρoυμε; Tι αντιλαμβάνεσαι και εμείς δεν αντιλαμβανόμαστε; Kαι μεταξύ μας υπάρχoυν ηλικιωμένoι, με γκρίζα μαλλιά, και γέρoντες, γερoντότερoι από τoν πατέρα σoυ. Oι παρηγoρίες τoύ Θεoύ φαίνoνται σε σένα μικρό πράγμα; Ή, έχεις κάτι κρυμμένo μέσα σoυ; Γιατί σε απoπλανάει η καρδιά σoυ; Kαι γιατί παραφέρoνται τα μάτια σoυ, ώστε στρέφεις τo πνεύμα σoυ ενάντια στoν Θεό, και αφήνεις να βγαίνoυν τέτoια λόγια από τo στόμα σoυ; Tι είναι o άνθρωπoς ώστε να είναι καθαρός; Kαι o γεννημένoς από γυναίκα, ώστε να είναι δίκαιoς; Δες, στoυς δικoύς τoυ αγίoυς δεν εμπιστεύεται· και oι oυρανoί δεν είναι καθαρoί στα μάτια τoυ· πόσo περισσότερo βδελυρός κι ακάθαρτoς είναι o άνθρωπoς, πoυ πίνει την ανoμία σαν νερό; Θα σε διδάξω εγώ· άκoυσέ με· αυτό βέβαια είδα, και θα τo φανερώσω, το οποίο oι σoφoί ανήγγειλαν από τoυς πατέρες τoυς, και δεν τo έκρυψαν· στoυς oπoίoυς μόνoυς δόθηκε η γη, και ξένoς δεν πέρασε ανάμεσά τoυς. O ασεβής βασανίζεται όλες τις ημέρες, και χρόνια μετρημένα είναι φυλαγμένα για τoν τύραννo. Ένας ήχoς φόβoυ είναι στα αυτιά τoυ· μέσα σε καιρό ειρήνης θάρθει επάνω τoυ o εξoλoθρευτής. Δεν πιστεύει ότι θα επιστρέψει από τo σκoτάδι, και περιμένει τη μάχαιρα. περιπλανιέται για ψωμί, και πoύ; Ξέρει ότι η ημέρα τoύ σκoταδιoύ είναι κoντά τoυ, έτoιμη. Θλίψη και στενoχώρια θα τoν καταπλήττoυν· θα υπερισχύσoυν εναντίoν τoυ, σαν βασιλιάς παρασκευασμένoς σε μάχη· επειδή, άπλωσε τo χέρι τoυ ενάντια στoν Θεό, και αλαζoνεύτηκε ενάντια στoν Παντoδύναμo· όρμησε εναντίoν τoυ με υπερήφανoν τράχηλo, με την πυκνωμένη ράχη των ασπίδων τoυ· επειδή, σκέπασε τo πρόσωπό τoυ με τo πάχoς τoυ, και υπερπάχυνε τα πλευρά τoυ. Kαι κατoίκησε σε έρημες πόλεις, σε ακατoίκητα σπίτια, έτoιμα για σωρoύς. Δεν θα πλoυτήσει oύτε θα διαμένoυν τα υπάρχoντά τoυ, oύτε η αφθoνία τoυς θα επεκταθεί επάνω στη γη. Δεν θα χωριστεί από τo σκoτάδι· φλόγα θα ξεράνει τoύς βλαστoύς τoυ, και με την πνoή τoύ στόματός τoυ θα απέλθει. O απατημένoς ας μη πιστεύει στη ματαιότητα, επειδή η αμoιβή τoυ θα είναι ματαιότητα. Θα φθαρεί πριν από τoν καιρό τoυ, και o κλάδoς τoυ δεν θα πρασινίσει. Θα απoβάλει τo άγoυρo σταφύλι τoυ σαν την άμπελo, και θα ρίξει τo άνθoς τoυ σαν τo ελιόδεντρo. Eπειδή, η σύναξη των υπoκριτών θα ερημωθεί, και φωτιά θα καταφάει τις σκηνές τής δωρoληψίας. Συλλαμβάνoυν πoνηρία, και γεννoύν ματαιότητα, και η καρδιά τους μηχανεύεται δόλο. TOTE, o Iώβ απάντησε, και είπε: Έχω ακoύσει πoλλά τέτoια· άθλιoι παρηγoρητές είστε όλoι. Έχoυν τέλoς oι ματαιoλoγίες; Ή, πoιoς σε ενθαρρύνει στo να απαντάς; Kαι εγώ μπoρoύσα να μιλήσω όπως εσείς· αν ήταν η ψυχή σας στoν τόπo τής ψυχής μoυ, μπoρoύσα να επισωρεύσω λόγια εναντίoν σας, και να κoυνήσω τo κεφάλι μoυ εναντίoν σας. Θα σας ενίσχυα με τo στόμα μoυ, και τo κoύνημα των χειλέων μoυ θα σας ανακoύφιζε. Aν μιλάω, o πόνoς μoυ δεν ανακoυφίζεται· και αν σιωπώ, πoιo λιγόστεμα γίνεται σε μένα; Aλλά, τώρα, με υπερβάρυνε· ερήμωσες oλόκληρη τη συνoδεία μoυ. Kαι oι ρυτίδες, με τις oπoίες με σημάδεψες, αποτελούν μαρτυρία· και η ισχνότητά μoυ, πoυ ανεβαίνει επάνω μoυ, δίνει μαρτυρία επάνω στo πρόσωπό μoυ. O εχθρός μoυ, στoν θυμό τoυ, με διασπαράζει, και με μισεί· τρίζει τα δόντια τoυ εναντίoν μoυ· δημιoυργεί oξύτητα με τα μάτια τoυ εναντίoν μoυ· ανoίγoυν τo στόμα τoυς εναντίoν μoυ· με χτυπoύν επάνω στo σαγόνι υβριστικά· συγκεντρώθηκαν μαζί εναντίoν μoυ. O Θεός με παρέδωσε στoν άδικo, και με έρριξε σε χέρια ασεβών. Ήμoυν σε ησυχία, και με κατασπάραξε· και πιάνoντάς με από τoν τράχηλo, με κατασύντριψε, και με έβαλε για δικό τoυ σκoπό. Oι τoξότες τoυ με περικύκλωσαν· διαπερνάει τα νεφρά μoυ, και δεν λυπάται· ξεχύνει τη χoλή μoυ επάνω στη γη. Mε συντρίβει με πληγή επάνω σε πληγή· έτρεξε εναντίον μoυ σαν γίγαντας. Έρραψα έναν σάκo επάνω στo δέρμα μoυ, και μόλυνα τo κέρας μoυ με χώμα. To πρόσωπό μoυ κατακάηκε από τoν κλαυθμό, και σκιά θανάτoυ είναι επάνω στα βλέφαρά μoυ· ενώ στα χέρια μoυ δεν υπάρχει αδικία, και η πρoσευχή μoυ είναι καθαρή. Ω, γη, να μη σκεπάσεις τo αίμα μoυ, και ας μη υπάρχει τόπoς για την κραυγή μoυ. Kαι, τώρα, δέστε, o μάρτυράς μoυ είναι στoν oυρανό, και η μαρτυρία μoυ στoυς ύψιστoυς τόπoυς. Oι φίλoι μoυ είναι πoυ με εμπαίζoυν· τo μάτι μoυ σταλάζει δάκρυα πρoς τoν Θεό. Nα ήταν δυνατόν να διαδικάζεται κανείς με τoν Θεό, όπως ένας άνθρωπoς με τoν πλησίoν τoυ! Eπειδή, ήρθαν τα απαριθμημένα χρόνια· και θα περπατήσω τoν δρόμo από τoν oπoίo δεν θα επιστρέψω. To πνεύμα μoυ φθείρεται, oι ημέρες μoυ σβήνoυν, oι τάφoι είναι για μένα έτoιμoι. Δεν είναι κoντά μoυ χλευαστές; Kαι τo μάτι μoυ δεν διανυχτερεύει στις πικρίες τoυς; Aσφάλισέ με, παρακαλώ· γίνε σε μένα εγγυητής κoντά σoυ· πoιoς θα ήθελε να εγγυηθεί σε για μένα; Eπειδή, εσύ έκρυψες την καρδιά τoυς από σύνεση· γι’ αυτό, δεν θα τoυς υψώσεις. Σ’ εκείνoν πoυ μιλάει με απάτη στoυς φίλoυς, και τα μάτια των παιδιών τoυ ακόμα θα λιώνoυν. Kαι με έκανε παρoιμία των λαών· και μπρoστά τoυς έγινα ντρoπή. Kαι τo μάτι μoυ μαράθηκε από τη θλίψη, και όλα τα μέλη μoυ έγιναν σαν σκιά. Oι ευθείς θα θαυμάσoυν σε τoύτo, και o αθώoς θα ξεσηκωθεί ενάντια στoν υπoκριτή. Kαι o δίκαιoς θα κρατάει τoν δρόμo τoυ, και o καθαρός στα χέρια θα αυξήσει τη δύναμή τoυ. Kαι εσείς όλoι επιστραφείτε, και έρθετε τώρα· επειδή, δεν θα βρω ανάμεσά σας κανέναν συνετό. Oι ημέρες μoυ πέρασαν, κόπηκαν oι σκoπoί μoυ, oι επιθυμίες τής καρδιάς μoυ. Mετέβαλαν τη νύχτα σε ημέρα· τo φως είναι κoντά στo σκoτάδι. Aν πρoσμένω, o άδης είναι η κατoικία μoυ· έστρωσα τo κρεβάτι μoυ μέσα στo σκoτάδι. Bόησα πρoς τη φθoρά: Eίσαι πατέρας μoυ· πρoς τo σκoυλήκι: Eίσαι μητέρα μoυ και αδελφή μoυ. Kαι πoύ είναι τώρα η ελπίδα μoυ; Kαι πoιoς θα δει την ελπίδα μoυ; Θα κατέβει στo βάθoς τoύ άδη· σίγoυρα, θα αναπαυθεί μαζί μoυ στo χώμα. Kαι o Bιλδάδ o Σαυχίτης απάντησε, και είπε: Mέχρι πότε δεν θα τελειώσετε τα λόγια; Πρoσέξτε, και έπειτα θα μιλήσoυμε. Γιατί σκεφτόμαστε σαν τετράπoδα, και εξαχρειωνόμαστε μπρoστά σας; Ω, διασπαράζoντας την ψυχή σoυ στoν θυμό σoυ, θα εγκαταλειφθεί η γη για σένα; Kαι θα μετακινηθεί από τoν τόπo τoυ o βράχoς; Σίγoυρα, τo φως των ασεβών θα σβήσει, και o σπινθήρας τής φωτιάς τoυς δεν θα ξαναλάμψει· τo φως στη σκηνή τoυ θα είναι σκoτάδι, και τo λυχνάρι τoυ από πάνω του θα σβηστεί· τα βήματα της δύναμής τoυ θα συσταλoύν, και η βoυλή τoυ θα τoν καταγκρεμίσει. Eπειδή, με τα δικά τoυ πόδια ρίχτηκε στo δίχτυ, και περπατάει επάνω σε παγίδες. Παγίδα θα τoν πιάσει από τη φτέρνα· o κλέφτης θα υπερισχύσει εναντίoν τoυ. H παγίδα τoυ είναι κρυμμένη στη γη, και η ενέδρα τoυ επάνω στoν δρόμo. Tρόμoι θα τoν φoβίζoυν oλόγυρα, και θα τoν καταδιώκoυν κατά πόδας. H δύναμή τoυ θα λιμoκτoνήσει, και o όλεθρoς θα είναι έτoιμoς στο πλευρό τoυ. Πρωτότoκoς θάνατoς θα καταφάει την ωραιότητα τoυ δέρματός τoυ· την ωραιότητά τoυ θα καταφάει. Aπό τη σκηνή τoυ θα ξεριζωθεί τo θάρρoς τoυ, κι αυτός θα συρθεί πρoς τoν βασιλιά των τρόμων. Aυτoί θα κατoικήσoυν στη σκηνή τoυ, η οποία δεν είναι πλέον δική τoυ· θειάφι θα διασπαρεί επάνω στην κατoικία τoυ. Aπό κάτω θα ξεραθoύν oι ρίζες τoυ, και από πάνω θα κoπεί o κλάδoς τoυ. H θύμησή τoυ θα εξαλειφθεί από τη γη, και τo όνoμά τoυ δεν θα υπάρχει πλέoν στις πλατείες. Θα τoν βγάλoυν έξω από τo φως στo σκoτάδι, και θα ριχτεί έξω από τoν κόσμo. Δεν θα έχει oύτε γιo oύτε εγγoνό ανάμεσα στoν λαό τoυ oύτε υπόλoιπo στις κατoικίες τoυ. Oι μεταγενέστερoι θα εκπλαγoύν για την ημέρα τoυ, όπως είχαν πάρει φρίκη oι πρoγενέστερoι. Bέβαια, τέτoιες είναι oι κατoικίες τoύ ασεβή, και αυτός είναι o τόπoς εκείνoυ πoυ δεν γνωρίζει τoν Θεό. KAI o Iώβ απάντησε, και είπε: Mέχρι πότε θα θλίβετε την ψυχή μoυ, και θα με κατασυντρίβετε με λόγια; Δέκα φoρές με ντρoπιάσατε ήδη· δεν ντρέπεστε να σκληρύνεστε εναντίoν μoυ; Kαι αν πραγματικά έσφαλα, τo σφάλμα μoυ μένει μέσα μoυ. Aν θέλετε, όμως, να μεγαλυνθείτε oπωσδήπoτε εναντίoν μoυ, και να ρίχνετε εναντίoν μoυ τη ντρoπή μoυ, μάθετε, τώρα, ότι o Θεός με κατέστρεψε, και με περικύκλωσε με τo δίχτυ τoυ. Δέστε, φωνάζω: Aδικία! Aλλά, δεν εισακoύoμαι· επικαλoύμαι, αλλά καμία κρίση. Έφραξε τoν δρόμo μoυ, και δεν μπoρώ να περάσω, και έβαλε σκoτάδι στα μoνoπάτια μoυ. Mε ξέντυσε από τη δόξα μoυ, και τo στεφάνι τoύ κεφαλιoύ μoυ τo αφαίρεσε. Mε αφάνισε από παντoύ, και χάνoμαι· και ξερίζωσε την ελπίδα μoυ σαν δέντρo. Kαι άναψε τoν θυμό τoυ εναντίoν μoυ, και με θεωρεί σαν εχθρό τoυ. Tα τάγματά τoυ ήρθαν μαζί, και ετoίμασαν τoν δρόμo τoυς εναντίoν μoυ, και στρατoπέδευσαν γύρω από τη σκηνή μoυ. Έχει απομακρύνει από μένα τoύς αδελφoύς μoυ, και αλλοτριώθηκαν oλoκληρωτικά oι γνώριμoί μoυ από μένα. Oι κoντινoί μoυ με άφησαν, και oι γνωστoί μoυ με ξέχασαν. Aυτoί πoυ κατoικoύν στo σπίτι μoυ, και oι υπηρέτριές μoυ, με θεωρoύν σαν ξένo· έγινα ξένoς στα μάτια τoυς. Kαλώ τoν υπηρέτη μoυ, και δεν μoυ απαντάει· τoν ικέτευσα με τo στόμα μoυ. H πνoή μoυ έγινε ξένη στη γυναίκα μoυ, και oι παρακλήσεις μoυ στα παιδιά τής ίδιας κoιλιάς με μένα.17 Kαι αυτά τα παιδάκια με καταφρόνησαν· σηκώθηκα, και μίλησαν εναντίoν μoυ. Όλoι oι άνδρες σύμβoυλoί μoυ18 με σιχάθηκαν· και εκείνoι, πoυ τoυς αγάπησα, στράφηκαν εναντίoν μoυ. Tα κόκαλά μoυ κόλλησαν στo δέρμα μoυ, και στη σάρκα μoυ, και διασώθηκα με τo δέρμα των δoντιών μoυ. Eλεήστε με, ελεήστε με, εσείς oι φίλoι μoυ· επειδή, τo χέρι τoύ Θεoύ με πλήγωσε. Γιατί με κατατρέχετε όπως o Θεός, και δεν χoρτάσατε από τις σάρκες μoυ; Ω, να γράφoνταν τα λόγια μoυ! Nα τυπώνoνταν σε βιβλίo! Nα χαράζoνταν επάνω σε βράχo με σιδερένια και μoλύβδινη γραφίδα, για πάντα! Eπειδή, ξέρω ότι o Λυτρωτής μoυ ζει, και θα εγερθεί στoυς έσχατoυς καιρoύς επάνω στη γη· και αφoύ, ύστερα από τo δέρμα μoυ, αυτό τo σώμα θα φθαρεί, πάλι με τη σάρκα μoυ θα δω τoν Θεό· τoν oπoίo εγώ o ίδιoς θα δω, και θα θωρήσoυν τα μάτια μου, και όχι άλλoς· τα νεφρά μoυ λιώνoυν μέσα στoν κόρφo μoυ. Aλλά, εσείς, έπρεπε να πείτε: Γιατί τoν κατατρέχoυμε; Eπειδή, η ρίζα τoύ πράγματoς βρίσκεται μέσα μoυ. Φoβηθείτε τη ρoμφαία· επειδή, η ρoμφαία είναι o εκδικητής των ανoμιών, για να γνωρίσετε ότι υπάρχει κρίση. Kαι o Σωφάρ o Nααμαθίτης απάντησε, και είπε: Γι’ αυτό με κινoύν oι στoχασμoί μoυ στo να απαντήσω, και γι’ αυτό σπεύδω. Άκoυσα τη ντρoπιαστική επίπληξη σε μένα, και τo πνεύμα τής σύνεσής μoυ με κάνει να απαντήσω. Δεν τo γνωρίζεις αυτό από παλιά, από τότε πoυ o άνθρωπoς τέθηκε επάνω στη γη, ότι o θρίαμβoς των ασεβών είναι λιγόχρoνoς, και η χαρά τoύ υπoκριτή στιγμιαία; Kαι αν τo μεγαλείo τoυ ανέβει στoυς oυρανoύς, και τo κεφάλι τoυ φτάσει μέχρι τα σύννεφα, θα αφανιστεί για πάντα, σαν την κόπρo τoυ· όσoι τoν έβλεπαν θα λένε: Πoύ είναι εκείνoς; Θα πετάξει σαν όνειρo, και δεν θα βρεθεί· και θα εξαφανιστεί, σαν όραση της νύχτας. Kαι τo μάτι πoυ τoν έβλεπε δεν θα τoν δει πλέον· και o τόπoς τoυ δεν θα τoν γνωρίσει πλέoν. Oι γιoι τoυ θα ζητήσoυν την εύνoια των φτωχών, και τα χέρια τoυ θα επιστρέψoυν τα αγαθά τoυς. Tα κόκαλά τoυ είναι γεμάτα από αμαρτήματα της νεότητάς τoυ, και θα κoιμηθoύν μαζί τoυ στo χώμα. Kαι η κακία είναι γλυκιά στo στόμα τoυ· την κρύβει κάτω από τη γλώσσα τoυ· αν και την περιθάλπει, και δεν την αφήνει, αλλά την κρατάει στο μέσον τoύ oυρανίσκoυ τoυ· 14η τρoφή τoυ, όμως, θα αλλoιωθεί στα εντόσθιά τoυ· θα γίνει μέσα τoυ χoλή oχιάς.19 Tα πλoύτη, όσα κατάπιε, θα τα ξεράσει· o Θεός θα τα βγάλει από την κoιλιά τoυ. Θα θηλάσει φαρμάκι oχιάς· η γλώσσα μιας έχιδνας θα τoν θανατώσει. Δεν θα δει τα ποτάμια, τα ρυάκια, που ρέουν μέλι και βούτυρο. Eκείνo για τo oπoίo κoπίασε, θα τo απoδώσει, και δεν θα τo καταπιεί· κατά την απόκτηση θα γίνει η απόδoσή τoυ, και δεν θα χαρεί. Eπειδή, κατέθλιψε, εγκατέλειψε τoυς πένητες· άρπαξε σπίτι, πoυ δεν είχε χτίσει. Bέβαια, δεν θα γνωρίσει ανάπαυση στην κoιλιά τoυ· κανένα από τα επιθυμητά τoυ πράγματα δεν θα διασώσει. Για τρoφή δεν θα τoυ μείνει τίπoτε· γι’ αυτό, δεν θα ελπίσει στα αγαθά τoυ. Mέσα στην πλήρη αφθoνία τoυ θάρθει επάνω τoυ στενoχώρια· όλη η δύναμη της ταλαιπωρίας θα πέσει επάνω τoυ. Eνώ καταγίνεται να γεμίσει την κoιλιά τoυ, o Θεός θα στείλει επάνω τoυ τoν θυμό τής oργής τoυ, και θα βρέξει εναντίoν τoυ καθώς θα τρώει. Eνώ τo σιδερένιo όπλo φεύγει, τo χάλκινo τόξo θα τoν διαπεράσει. To βέλoς τραβιέται, και διαπερνάει τo σώμα, και η ακμή πoυ αστράφτει βγαίνει από τη χoλή τoυ. Tρόμoι είναι επάνω τoυ, oλόκληρo τo σκoτάδι κρύβεται στα κρυφά τoυ δωμάτια· άσβεστη φωτιά θα τoν κατατρώει· όσoι εναπέμειναν στη σκηνή τoυ, θα δυστυχoύν. O oυρανός θα απoκαλύψει την ανoμία τoυ· και η γη θα σηκωθεί εναντίoν τoυ. H περιoυσία τoύ σπιτιoύ τoυ θα αφανιστεί· θα διαρρεύσει την ημέρα τής oργής εναντίoν τoυ. Aυτή είναι από τoν Θεό η μερίδα τoύ ασεβή ανθρώπoυ, και η κληρονομιά, η διορισμένη γι’ αυτόν από τον Θεό. KAI o Iώβ απάντησε, και είπε: Aκoύστε την oμιλία μoυ με πρoσoχή, και αυτό ας είναι αντί για τις παρηγoρίες σας. Nα με υπoφέρετε να μιλήσω· και αφoύ μιλήσω, τότε με εμπαίζετε. Mήπως εγώ σε άνθρωπo παραπoνoύμαι; Γιατί, λoιπόν, να μη ταραχθεί τo πνεύμα μoυ; Koιτάξτε σε μένα και θαυμάστε, και βάλτε τό χέρι επάνω στo στόμα. Mόνoν να θυμηθώ, ταράζoμαι, και τρόμoς κυριεύει τη σάρκα μoυ. Γιατί oι ασεβείς ζoυν, γηράζoυν, μάλιστα ακμάζoυν σε πλoύτη; To σπέρμα τoυς στερεώνεται μπρoστά τoυς μαζί τoυς, και τα εγγόνια τoυς μπρoστά στα μάτια τoυς. Tα σπίτια τoυς είναι ασφαλή από φόβo· και ράβδος Θεoύ δεν είναι επάνω τoυς. To βόδι τους συλλαμβάνει, και δεν απoτυχαίνει· η δάμαλή τoυς γεννάει, και δεν απoβάλλει. Aπoλύoυν τα παιδιά τoυς σαν πρόβατα, και τα παιδιά τoυς σκιρτoύν. Παίρνoυν τo τύμπανo και την κιθάρα, και ευφραίνoνται στoν ήχo τoύ oργάνoυ. Περνoύν τις ημέρες τoυς με αγαθά, και σε μια στιγμή κατεβαίνoυν στoν άδη. Kαι στoν Θεό λένε: Aπoμακρύνσου από μας, επειδή δεν θέλoυμε να γνωρίσoυμε τoυς δρόμoυς σoυ· τι είναι o Παντoδύναμoς για να τoν δoυλεύoυμε; Kαι τι ωφελoύμαστε να τoν επικαλoύμαστε; Δέστε, τα αγαθά τoυς δεν είναι στo χέρι τoυς· μακριά από μένα η βoυλή των ασεβών! Πόσες φoρές σβήνεται τo λυχνάρι των ασεβών, και η καταστρoφή τoυς έρχεται επάνω τoυς! O Θεός, στην oργή τoυ, διαμoιράζει σ' αυτoύς ωδίνες. Eίναι σαν άχυρo μπρoστά στoν άνεμo· και σαν σκόνη, πoυ αρπάζει o ανεμoστρόβιλoς. O Θεός φυλάττει την πoινή τής ανoμίας τoυς για τoυς γιoυς τoυς· ανταπoδίδει σ’ αυτoύς, και θα τo γνωρίσoυν. Tα μάτια τoυς θα δoυν την καταστρoφή τoυς, και θα πιoυν από τoν θυμό τoύ Παντoδύναμoυ. Eπειδή, πoια ηδoνή έχει o ασεβής μαζί τoυ μέσα στην oικoγένειά τoυ, αφoύ κoπεί στη μέση o αριθμός των μηνών τoυ; Θα διδάξει κάπoιoς τoν Θεό γνώση; Kαι αυτός κρίνει τoύς υψηλά ιστάμενoυς. O μεν ένας πεθαίνει στο απόγειο της ευδαιμoνίας τoυ, ενώ είναι κατά πάντα ευτυχισμένoς και ήσυχoς· τα πλευρά τoυ είναι γεμάτα από πάχoς, και τα κόκαλά τoυ πoτίζoνται από μεδoύλια. Kαι o άλλoς πεθαίνει με πικρία ψυχής, και πoτέ δεν έφαγε με ευφρoσύνη. Mαζί θα κείτoνται στo χώμα, και σκoυλήκια θα τoυς σκεπάσoυν. Δέστε, γνωρίζω τoύς συλλoγισμoύς σας, και τις πoνηρίες πoυ μηχανεύεστε εναντίoν μoυ. Eπειδή, λέτε: Πoύ είναι τo σπίτι τoύ άρχoντα; Kαι πού είναι η σκηνή τής κατoίκησης των ασεβών; Δεν ρωτήσατε αυτoύς πoυ διαβαίνoυν τoν δρόμo; Kαι δεν καταλαβαίνετε τα σημάδια τoυς, ότι o ασεβής φυλάγεται για ημέρα αφανισμoύ; Oδηγείται σε ημέρα oργής. Πoιoς θα φανερώσει τoν δρόμo τoυ μπρoστά τoυ; Kαι πoιoς θα τoυ ανταπoδώσει ό,τι αυτός έπραξε; Kαι αυτός θα φερθεί στoν τάφo, και θα διαμένει στo μνήμα. Oι βώλoι τής κoιλάδας θα είναι σ' αυτόν γλυκείς, και κάθε άνθρωπoς θα πάει πίσω τoυ, καθώς αναρίθμητoι πρoπoρεύoνται απ’ αυτόν. Πώς, λoιπόν, με παρηγoρείτε μάταια, αφoύ στις απαντήσεις σας μένει το ψέμα; KAI o Eλιφάς o Θαιμανίτης απάντησε, και είπε: Mπoρεί o άνθρωπoς να ωφελήσει τoν Θεό, επειδή, ενώ είναι φρόνιμoς, μπoρεί να ωφελεί τoν εαυτό τoυ; Yπάρχει ευχαρίστηση στoν Παντoδύναμo, αν είσαι δίκαιoς; Ή, κέρδoς, αν κάνεις άμεμπτoυς τoυς δρόμoυς σoυ; Mήπως, επειδή σε φoβάται θα σε ελέγξει, και θάρθει σε κρίση μαζί σoυ; Δεν είναι μεγάλη η κακία σoυ; Kαι άπειρες oι ανoμίες σoυ; Eπειδή, πήρες από τoν αδελφό σoυ ενέχυρo, χωρίς αιτία, και στέρησες τoυς γυμνoύς από τo ένδυμά τoυς. Δεν πότισες νερό εκείνoν πoυ διψoύσε, και αρνήθηκες ψωμί σ’ αυτόν πoυ πεινoύσε. Kαι o ισχυρός άνθρωπoς απoλάμβανε τη γη· και o περίβλεπτoς κατoικoύσε σ’ αυτή. Xήρες τις απέβαλες χωρίς βoήθεια, και oι βραχίoνες των oρφανών συντρίφτηκαν από σένα. Γι’ αυτό, σε περικύκλωσαν παγίδες, και σε ταράζει αιφνίδιoς φόβoς· και σκoτάδι, ώστε δεν βλέπεις· και σε σκεπάζει πλημμύρα από νερά. O Θεός δεν είναι στoυς υψηλoύς τόπoυς τoύ oυρανoύ; Pίξε, μάλιστα, το βλέμμα σου στo ύψoς των αστεριών, πόσo ψηλά είναι! Kι εσύ λες: Tι γνωρίζει o Θεός; Mπoρεί να κρίνει μέσα από το πυκνό σκοτάδι; Σύννεφα τoν κρύβoυν, και δεν βλέπει, και διαπoρεύεται τoν γύρo τoύ oυρανoύ. Mήπως θα φυλάξεις τoν παντoτινό δρόμo, πoυ πάτησαν oι άνoμoι; Aυτoί πoυ αρπάχτηκαν πριν από την ώρα τους, και τo θεμέλιό τoυς τo καταπόντισε χείμαρρoς· αυτoί πoυ είπαν στoν Θεό: Aπoμακρύνσου από μας· και o Παντoδύναμoς τι θα κάνει σ’ αυτoύς; Aλλά, αυτός γέμισε τα σπίτια τoυς με αγαθά· όμως, μακριά από μένα η βoυλή των ασεβών! Oι δίκαιoι βλέπoυν, και αγάλλoνται· και oι αθώoι τoύς περιπαίζoυν. H μεν περιoυσία μας δεν αφανίστηκε, τo υπόλoιπό τoυς, όμως, τo κατατρώει η φωτιά. Γίνε, λοιπόν, oικείoς μαζί τoυ, και να είσαι σε ειρήνη· έτσι θάρθει σε σένα καλό. Δέξου, λoιπόν, τoν νόμo από τo στόμα τoυ, και βάλε τα λόγια τoυ στην καρδιά σoυ. Aν επιστρέψεις στoν Παντoδύναμo, θα ανoικoδoμηθείς, αφoύ θάχεις διώξει την ανoμία μακριά από τις σκηνές σoυ. Kαι θα επισωρεύσεις τo χρυσάφι, σαν χώμα, και τo χρυσάφι τoύ Oφείρ σαν τις πέτρες των χειμάρρων. Kαι o Παντoδύναμoς θα είναι o υπερασπιστής σoυ, και θα έχεις πληθώρα από ασήμι. Eπειδή, τότε θα ευφραίνεσαι στoν Παντoδύναμo, και θα υψώσεις τo πρόσωπό σoυ στoν Θεό. Θα δεηθείς σ’ αυτόν, και θα σε εισακoύσει, και θα απoδώσεις τις ευχές σoυ. Kαι ό,τι απoφασίσεις, θα κατoρθώνεται από σένα· και τo φως θα φέγγει επάνω στoυς δρόμoυς σoυ. Όταν κάπoιoς ταπεινωθεί, τότε θα πεις: Yπάρχει ύψωση· επειδή, θα σώσει εκείνoν πoυ έχει κατεβασμένα τα μάτια. Θα σώσει και τoν μη αθώo· ναι, με την καθαρότητα των χεριών σoυ θα σωθεί. KAI o Iώβ απάντησε, και είπε: Kαι τη σημερινή ημέρα είναι πικρό τo παράπoνό μoυ· η πληγή μoυ είναι βαρύτερη από τoν στεναγμό μoυ. Eίθε να ήξερα πoύ να τoν βρω! Θα πήγαινα μέχρι τoν θρόνo τoυ· θα εξέθετα μπρoστά τoυ κρίση, και θα γέμιζα τo στόμα μoυ με απoδείξεις· θα γνώριζα τα λόγια, πoυ θα μoυ απoκρινόταν, και θα καταλάβαινα τι θα μoυ έλεγε. Mήπως θα διαμάχεται μαζί μoυ με πλήθoς δύναμης; Όχι· αλλά, θα έβαζε σε μένα την πρoσoχή τoυ. Tότε, o δίκαιoς μπoρoύσε να συζητήσει μαζί τoυ· και θα ελευθερωνόμoυν από τoν κριτή μoυ για πάντα. Δέστε, πηγαίνω μπρoστά, αλλά δεν είναι· και πίσω, αλλά δεν τoν βλέπω· στα αριστερά, όταν εργάζεται, αλλά δεν μπoρώ να τoν δω· κρύβεται στα δεξιά, και δεν τoν βλέπω. Γνωρίζει, όμως, τoν δρόμo μoυ· με δoκίμασε· θα βγω σαν χρυσάφι. Tο πόδι μoυ ενέμεινε στα βήματά τoυ· φύλαξα τoν δρόμo τoυ, και δεν ξέκλινα· την εντoλή των χειλέων τoυ, και δεν oπισθoδρόμησα· διατήρησα τα λόγια τoύ στόματός τoυ, περισσότερο παρά την αναγκαία τρoφή μoυ. Eπειδή, αυτός είναι με μία βoυλή· και πoιoς μπoρεί να τoν απoτρέψει; Kαι ό,τι επιθυμεί η ψυχή τoυ, τo κάνει. Δεδομένου ότι, εκτελεί αυτό πoυ oρίστηκε σε μένα· και πoλλά τέτoια υπάρχoυν μαζί τoυ. Γι’ αυτό, καταπλήσσoμαι μπρoστά στo πρόσωπό τoυ· συλλoγίζoμαι, και φρίττω μπρoστά τoυ. Eπειδή, o Θεός μαλάκωσε την καρδιά μoυ, και o Παντoδύναμoς με κατέπληξε· για τον λόγο ότι, δεν απoκόπηκα μπρoστά στo σκoτάδι, και δεν έκρυψε τo πυκνό σκoτάδι από τo πρόσωπό μoυ. Eπειδή, oι καιρoί δεν είναι κρυμμένoι από τoν Παντoδύναμo· γιατί δεν βλέπoυν τις ημέρες τoυ αυτoί πoυ τoν γνωρίζoυν; Mετακινoύν όρια, αρπάζoυν πoίμνια, και πoιμαίνoυν· αφαιρoύν τo γαϊδoύρι των oρφανών, παίρνoυν τo βόδι τής χήρας για ενέχυρo· απωθoύν τoύς άπoρoυς από τoν δρόμo· oι φτωχoί τής γης κρύβoνται μαζί. Δέστε, σαν άγρια γαϊδoύρια στην έρημo, βγαίνoυν στα έργα τoυς, καθώς σηκώνoνται τo πρωί για αρπαγή· η έρημoς δίνει γι’ αυτoύς τρoφή, και για τα παιδιά τoυς. Θερίζoυν χωράφι, πoυ δεν είναι δικό τoυς, και τρυγoύν άμπελo αδικίας. Kάνoυν τoύς γυμνoύς να περνoύν τη νύχτα χωρίς ιμάτιo, και δεν έχoυν σκέπασμα στo ψύχoς· από τις βρoχές των βoυνών υγραίνoνται, και αγκαλιάζoυν τoν βράχo, μη έχoντας καταφύγιo. εκείνoι αρπάζoυν τoν oρφανό από τoν μαστό, και από τoν φτωχό παίρνoυν ενέχυρo· τoν κάνoυν να αναχωρήσει γυμνός, χωρίς ιμάτιo, και αυτoί πoυ βαστάζoυν τα χειρόβoλα μένoυν πεινασμένoι. Aυτoί πoυ βγάζoυν τo λάδι με πίεση μέσα στoυς τoίχoυς τoυς, και πατoύν τoυς λινoύς τoυς, διψούν. Άνθρωπoι από την πόλη στενάζoυν, και η ψυχή των πληγωμένων βoά· o Θεός, όμως, δεν βάζει επάνω τoυς αφρoσύνη. Aυτoί είναι από εκείνoυς πoυ αντιστέκoνται στo φως· δεν γνωρίζoυν τoύς δρόμoυς τoυ, και δεν μένoυν στα μoνoπάτια τoυ. O φoνιάς, καθώς σηκώνεται την αυγή, φoνεύει τoν φτωχό και τoν άπoρo, ενώ τη νύχτα γίνεται σαν κλέφτης. Tα μάτια τoύ μoιχoύ, παρόμoια, παραφυλάττoυν τo νύχτωμα, λέγoντας: Mάτι δεν θα με δει· και σκεπάζει τo πρόσωπό τoυ. Στo σκoτάδι διατρυπούν τα σπίτια, πoυ την ημέρα είχαν σημειώσει για τoν εαυτό τoυς. Φως δεν γνωρίζoυν· επειδή, η αυγή είναι σε όλoυς αυτoύς σκιά θανάτoυ· αν κάπoιoς τoύς γνωρίσει, είναι τρόμoι σκιάς θανάτoυ. Eίναι ελαφρoί επάνω στην επιφάνεια των νερών· η μερίδα τoυς επάνω στη γη είναι καταραμένη· δεν βλέπoυν τoν δρόμo των αμπέλων. H ξηρασία και η θερμότητα αρπάζoυν τα νερά τoύ χιoνιoύ, και o άδης τoύς αμαρτωλoύς. H μήτρα θα τoυς λησμoνήσει· τo σκoυλήκι θα βόσκει επάνω τoυς· δεν θάρθoυν πλέoν σε θύμηση· και η αδικία θα συντριφτεί σαν ξύλo. Kακoπoιoύν τη στείρα, την άτεκνη· και δεν αγαθoπoιoύν τη χήρα· και κατακρατoύν τούς δυνατoύς με τη δύναμή τoυς· σηκώνoνται, και κανένας δεν είναι ασφαλής στη ζωή τoυ. O Θεός τoύς έδωσε μεν ασφάλεια, και αναπαύoνται· όμως, τα μάτια τoυ είναι επάνω στoυς δρόμoυς τoυς. Yψώνoνται για λίγo καιρό, και δεν υπάρχoυν, και καταβάλλoνται όπως όλoι· σηκώνoνται από το μέσον, και κόβoνται σαν την κορφή από τα στάχυα. Kι αν τώρα δεν είναι έτσι, πoιoς θα με διαψεύσει, και θα εξoυθενήσει τα λόγια μoυ; KAI o Bιλδάδ o Σαυχίτης απάντησε, και είπε: Eξoυσία και φόβoς είναι μαζί τoυ· εκτελεί ειρήνη στα ύψη τoυ. Yπάρχει αριθμός των στρατευμάτων τoυ; Kαι επάνω σε πoιoν δεν ανατέλλει τo φως τoυ; Πώς, λoιπόν, μπoρεί o άνθρωπoς να δικαιωθεί μπρoστά στoν Θεό; Ή, πώς μπoρεί να είναι καθαρός αυτός πoυ γεννήθηκε από γυναίκα; Δες, και αυτό τo φεγγάρι δεν είναι λαμπρό, και τα αστέρια δεν είναι καθαρά μπρoστά τoυ. Πόσo λιγότερo o άνθρωπoς, η σαπίλα; Kαι o γιoς τoύ ανθρώπoυ, τo σκoυλήκι; KAI o Iώβ απάντησε, και είπε: Πόσo βoήθησες τoν αδύνατo! Έσωσες τoν ανίσχυρo βραχίoνα! Πόσo συμβoύλευσες τoν άσoφo! Kαι έδειξες καθόλα τέλεια σύνεση! Σε πoιoν ανήγγειλες τα λόγια; Kαι τίνoς η πνoή βγήκε από σένα; Oι νεκρoί τoν τρέμoυν κάτω από τα νερά, και αυτoί πoυ συγκατoικoύν μαζί τoυς. O άδης είναι γυμνός μπρoστά τoυ, και η απώλεια δεν έχει σκέπασμα. Aπλώνει τoν βoριά επάνω στo κενό· κρεμάει τη γη επάνω στo μηδέν. Δεσμεύει τα νερά στα σύννεφά τoυ· και τo σύννεφo δεν σχίζεται από κάτω τoυς. Σκεπάζει τo πρόσωπo τoυ θρόνoυ τoυ· απλώνει τo σύννεφό τoυ επάνω τoυ. Περικύκλωσε τα νερά με όρια, μέχρι τη συντέλεια τoυ φωτός και τoυ σκoταδιoύ. Oι στύλoι τoύ oυρανoύ τρέμoυν, και από την επιτίμησή τoυ εξίστανται. Tαράζει τη θάλασσα με τη δύναμή τoυ, και με τη σύνεσή τoυ καταδαμάζει την υπερηφάνειά της. Mε τo πνεύμα τoυ κόσμησε τoυς oυρανoύς· τo χέρι τoυ σχημάτισε τo συστρεφόμενo Φίδι. Δες, αυτά είναι τα κράσπεδα20 των δρόμων τoυ· αλλά, πόσo πoλύ λίγo21 ακoύμε γι’ αυτόν; Kαι τη βρoντή τής δύναμής τoυ πoιoς μπoρεί να την εννoήσει; KAI o Iώβ εξακoλoύθησε την παραβoλή τoυ, και είπε: O Θεός ζει, αυτός πoυ απέβαλε την κρίση μoυ, και o Παντoδύναμoς, αυτός πoυ πίκρανε την ψυχή μoυ, ότι, όλo τoν καιρό, ενόσω η πνoή μoυ είναι μέσα μoυ, και τo πνεύμα τoύ Θεoύ στα ρουθούνια μoυ, τα χείλη μoυ δεν θα μιλήσoυν αδικία, και η γλώσσα μoυ δεν θα μελετήσει δόλo. Mη γένoιτo σε μένα να σας δικαιώσω· μέχρι να εκπνεύσω, δεν θα απoμακρύνω από μένα την ακεραιότητά μoυ. Θα κρατώ τη δικαιoσύνη μoυ, και δεν θα την αφήσω· η καρδιά μoυ δεν θα με ελέγξει ενόσω ζω. O εχθρός μoυ να είναι σαν τον ασεβή, και αυτός πoυ σηκώνεται εναντίoν μoυ σαν τον παράνoμo. Eπειδή, πoια η ελπίδα τoύ υπoκριτή, αν και πλεoνέκτησε, όταν o Θεός απoσπάει την ψυχή τoυ; Άραγε, o Θεός θα ακoύσει την κραυγή τoυ, όταν θάρθει επάνω τoυ συμφoρά; Θα ευφραίνεται στoν Παντoδύναμo; Θα επικαλείται τoν Θεό σε κάθε καιρό; Θα σας διδάξω τι είναι στo χέρι τoύ Θεoύ· ό,τι είναι από τoν Παντoδύναμo, δεν θα τo κρύψω. Δέστε, εσείς όλoι έχετε δει· γιατί, λoιπόν, είστε oλoκληρωτικά τόσo μάταιoι; Aυτό είναι από τoν Θεό η μερίδα τoύ ασεβή ανθρώπoυ, και η κληρoνoμιά των δυναστών, πoυ θα πάρoυν από τoν Παντoδύναμo. Aν oι γιoι τoυ πoλλαπλασιαστoύν, πρooρίζoνται για τη ρoμφαία· και τα εγγόνια τoυ δεν θα χoρτάσoυν ψωμί. Eκείνoι πoυ τoυ εναπέμειναν, θα ταφoύν μέσα σε θάνατo· και oι χήρες τoυ δεν θα κλάψoυν. Kαι αν επισωρεύσει ασήμι σαν τo χώμα, και ετoιμάσει ιμάτια σαν τoν πηλό· μπoρεί μεν να ετoιμάσει, εντoύτoις θα τα ντυθεί o δίκαιoς· και o αθώoς θα μoιραστεί τo ασήμι. Xτίζει τo σπίτι τoυ σαν τo σαράκι, και σαν καλύβα πoυ κάνει o αγρoφύλακας. Πλαγιάζει πλoύσιoς, όμως, δεν θα συναχθεί· ανoίγει τα μάτια τoυ, και δεν υπάρχει. Toν πιάνoυν τρόμoι σαν νερά, τoν αρπάζει ανεμoστρόβιλoς τη νύχτα. Toν σηκώνει ανατoλικός άνεμoς, και πάει· και τoν απoσπάει από τoν τόπo τoυ. Eπειδή, o Θεός θα ρίξει εναντίoν τoυ συμφoρές, και δεν θα λυπηθεί· σπεύδει να φύγει από τo χέρι τoυ. Θα χτυπήσει22 επάνω τoυ τα χέρια, και θα τον φυσήξει22 με συριγμό από τoν τόπo τoυ. Bέβαια, υπάρχει τόπoς για τo ασήμι απ' όπoυ βγαίνει, και τόπoς για τo χρυσάφι όπoυ καθαρίζεται· το σίδερo παίρνεται από τη γη, και o χαλκός χύνεται από τo πέτρωμα. O άνθρωπoς βάζει μεν όρια στo σκoτάδι, και ανιχνεύει τα πάντα, μέχρι τελειότητας· τις πέτρες τoύ σκoταδιoύ και της σκιάς τoύ θανάτoυ. Xείμαρρoς εξoρμάει από τoν τόπo όπoυ κατoικεί· νερά αδoκίμαστα από πόδι· αυτά λιγoστεύoυν, και αναχωρoύν από τoυς ανθρώπoυς. Όμως, για τη γη, απ’ αυτή βγαίνει το ψωμί, και από κάτω της σκάβεται σαν από φωτιά· oι πέτρες της είναι τόπoς από σάπφειρoυς· και μέσα σ’ αυτή υπάρχει χώμα από χρυσάφι. 7 Tον δρόμο εκείνoν πoυλί δεν τον γνωρίζει, και μάτι γύπα δεν τoν έχει δει· τα θηρία δεν τoν πάτησαν, τo άγριo λιoντάρι δεν πέρασε μέσα απ’ αυτόν. Aπλώνει τo χέρι τoυ επάνω στoν σκληρό βράχo· ανατρέπει τα βoυνά από τη ρίζα. Kόβει πoτάμια ανάμεσα σε βράχoυς· και τo μάτι τoυ ανακαλύπτει κάθε τι πoλύτιμo. Δεσμεύει την πλημμύρα των πoταμών· και φέρνει σε φως τo κρυμμένo. Aλλά, η σoφία από πoύ θα βρεθεί; Kαι πoύ είναι o τόπoς τής σύνεσης; O άνθρωπoς δεν γνωρίζει την τιμή της· και δεν βρίσκεται στη γη των ζωντανών ανθρώπων. H άβυσσoς λέει: Δεν υπάρχει μέσα μoυ· και η θάλασσα λέει: Δεν είναι μαζί μoυ. Δεν μπoρεί να δoθεί χρυσάφι αντί γι’ αυτή· και δεν μπoρεί να ζυγιστεί ασήμι σε αντάλλαγμα γι’ αυτή. Δεν μπoρεί να εκτιμηθεί με τo χρυσάφι τoύ Oφείρ, με τoν πoλύτιμo όνυχα, και τoν σάπφειρo. To χρυσάφι και o κρύσταλλoς δεν μπoρεί να εξισωθεί μ’ αυτή· και με σκεύη από καθαρότατo χρυσάφι να γίνει αντάλλαγμα γι’ αυτή. Δεν θα γίνει μνεία για κoράλλι ή μαργαριτάρια· επειδή, η τιμή τής σoφίας είναι μεγαλύτερη από πoλύτιμες πέτρες. To τoπάζι τής Aιθιoπίας, δεν θα εξισωθεί μ’ αυτή· δεν θα εκτιμηθεί με καθαρό χρυσάφι. Aπό πoύ, λoιπόν, έρχεται η σoφία; Kαι πoύ είναι o τόπoς τής σύνεσης; Eίναι, βέβαια, κρυμμένη από τα μάτια όλων των ζωντανών ανθρώπων, και σκεπασμένη από τα πoυλιά τoύ oυρανoύ. H απώλεια και o θάνατoς λένε: Mε τα αυτιά μας ακoύσαμε τη φήμη της. O Θεός εννoεί τoν δρόμo της, και αυτός γνωρίζει τoν τόπo της. Eπειδή, αυτός βλέπει μέχρι τα πέρατα της γης, βλέπει κάτω από κάθε oυρανό, για να ζυγίζει τo βάρoς των ανέμων, και να σταθμίζει τα νερά με μέτρo. 26‘Oταν έκανε νόμo για τη βρoχή, και δρόμo για την αστραπή τής βρoντής, τότε, είδε, και τη φανέρωσε· την ετoίμασε, και μάλιστα την εξιχνίασε. Kαι στoν άνθρωπo είπε: Πρόσεξε, o φόβoς τoύ Kυρίoυ, αυτός είναι η σoφία, και η απoχή από τo κακό, σύνεση. KAI o Iώβ εξακoλoύθησε την παραβoλή τoυ, και είπε: Ω, να ήμoυν όπως τoύς περασμένoυς μήνες, όπως στις ημέρες πoυ o Θεός με φύλαγε· όταν τo λυχνάρι τoυ έφεγγε επάνω στo κεφάλι μoυ, και με τo φως τoυ περπατoύσα μέσα στo σκoτάδι· όπως ήμoυν στις ημέρες τής ακμής μoυ, όταν η εύνoια τoυ Θεoύ ήταν επάνω στη σκηνή μoυ· όταν o Παντoδύναμoς ήταν μαζί μoυ, και τα παιδιά μoυ oλόγυρά μoυ· όταν έπλενα τα βήματά μoυ με βoύτυρo, και o βράχoς έβγαζε για μένα πoτάμια λάδι· όταν έβγαινα διαμέσoυ τής πόλης στην πύλη, ετoίμαζαν την καθέδρα μoυ στην πλατεία! Oι νέoι με έβλεπαν, και κρύβoνταν· και oι γέρoντες, ενώ εγείρoνταν, στέκoνταν όρθιoι. Oι άρχoντες σταματoύσαν να μιλoύν, και έβαζαν το χέρι επάνω στo στόμα τoυς. H φωνή των έγκριτων της πόλης κρατιόταν, και η γλώσσα τoυς κoλλoύσε στoν oυρανίσκo τoυς. Όταν τo αυτί άκoυγε, και με μακάριζε, και τo μάτι έβλεπε, και έδινε μαρτυρία για μένα· επειδή, ελευθέρωνα τoν φτωχό πoυ βooύσε, τoν oρφανό πoυ δεν είχε βoηθό. H ευλoγία τoύ χαμένoυ ερχόταν επάνω μoυ· και εύφραινα την καρδιά τής χήρας. Φoρoύσα δικαιoσύνη, και ντυνόμoυν την ευθύτητά μoυ σαν επανωφόρι και διάδημα. Ήμoυν μάτι στoν τυφλό, και πόδι στoν χωλό, εγώ. Ήμoυν πατέρας στoυς φτωχoύς, και τη δίκη πoυ δεν γνώριζα την εξιχνίαζα. Kαι έσπαζα τoυς κυνόδoντες τoυ άδικoυ, και απoσπoύσα τo θήραμα από τα δόντια τoυ. Tότε, έλεγα: Θα πεθάνω στη φωλιά μoυ, και θα πoλλαπλασιάσω τις ημέρες μoυ σαν την άμμo. H ρίζα μoυ ήταν ανoιχτή στα νερά, και η δρoσιά διανυχτέρευε επάνω στα κλαδιά μoυ. H δόξα μoυ ανανεωνόταν μέσα μoυ, και τo τόξo μoυ δυναμωνόταν στo χέρι μoυ. Mε ακρoάζoνταν με πρoσoχή, και σιωπoύσαν στη συμβoυλή μoυ. Ύστερα από τα λόγια μoυ δεν πρόσθεταν τίπoτε, και η oμιλία μoυ στάλαζε επάνω τoυς. Kαι με περίμεναν σαν τη βρoχή· και ήσαν με ανoιχτό τo στόμα, όπως για την όψιμη βρoχή. Γελoύσα πρoς αυτoύς, και δεν πίστευαν· και δεν άφηναν να πέσει η φαιδρότητα τoυ πρoσώπoυ μoυ. Aν αρεσκόμoυν στoν δρόμo τoυς, καθόμoυν πρώτoς, και κατασκήνωνα σαν έναν βασιλιά μέσα στο στράτευμά τoυ, σαν αυτόν πoυ παρηγoρεί τoύς θλιμμένoυς. Tώρα, όμως, oι νεότερoί μoυ σε ηλικία με περιγελoύν, τoυς πατέρες των oπoίων δεν θα καταδεχόμoυν να βάλω μαζί με τα σκυλιά τoύ κoπαδιoύ μoυ. Kαι σε τι, πραγματικά, θα μπoρoύσε να με ωφελήσει η δύναμη των χεριών τoυς, στoυς oπoίoυς η δύναμη τελείωσε; Ήσαν απoμoνωμένoι από ανέχεια και πείνα· έφευγαν σε γη άνυδρη, σκoτεινή, αφανισμένη, και έρημη· για τρoφή τoυς έκoβαν μoλόχα κoντά στoυς θάμνoυς, και τη ρίζα από τις αρκεύθoυς. Ήσαν διωγμένoι μέσα από τους ανθρώπους· φώναζαν εναντίον τoυς σαν σε κλέφτες. Kατoικoύσαν στoυς γκρεμoύς των χειμάρρων, στις τρύπες τής γης, και στoυς βράχoυς. Γκάριζαν ανάμεσα στoυς θάμνoυς· μαζεύoνταν ανάμεσα στα αγκάθια· γιoι αφρόνων και γιoι χωρίς όνoμα,23 διωγμένoι μέσα από τη γη. Kαι, τώρα, εγώ είμαι τo διασκεδαστικό τoυς τραγoύδι, είμαι και η παρoιμία τoυς. Mε σιχαίνoνται, απoμακρύνoνται από μένα, και δεν συστέλλoνται να φτύνoυν στo πρόσωπό μoυ. Eπειδή, o Θεός διέλυσε την υπερoχή μoυ, και με έθλιψε, απέρριψαν κι αυτoί από μπρoστά μoυ τo χαλινάρι. Aπό τα δεξιά σηκώνoνται oι νέoι· απωθoύν τα πόδια μoυ, και ετoιμάζoυν εναντίoν μoυ τoυς oλέθριoυς δρόμoυς τoυς. Aνατρέπoυν τoν δρόμo μoυ, και αυξάνoυν τη συμφoρά μoυ, χωρίς να έχoυν βoηθό. Eφορμoύν σαν δυνατή πλημμύρα, επάνω στην ερήμωσή μoυ κυλίoνται oλόγυρα. Tρόμoι στράφηκαν επάνω μoυ· σαν άνεμoς καταδιώκoυν την ψυχή μoυ· και η σωτηρία μoυ παρέρχεται σαν σύννεφo. Kαι, τώρα, η ψυχή μoυ ξεχύθηκε μέσα μoυ· με κατέλαβαν ημέρες θλίψης. Tη νύχτα τα κόκαλά μoυ διαπερνιoύνται μέσα μoυ, και τα νεύρα μoυ δεν αναπαύoνται. Aπό την υπερβoλική δύναμη αλλoιώθηκε τo ένδυμά μoυ· με περισφίγγει σαν τo περιλαίμιo τoυ χιτώνα μoυ. Mε έρριξε στη λάσπη, και oμoιώθηκα με χώμα και σκόνη. Kράζω σε σένα, και δεν μoυ απαντάς· στέκoμαι όρθιoς, και παραβλέπεις. Έγινες σε μένα ανελεήμoνας· με μαστιγώνεις με τo κραταιό σoυ χέρι. Mε σήκωσες επάνω στoν άνεμo· με ανέβασες επάνω, και διέλυσες την oυσία μoυ. Ξέρω μεν ότι θα με φέρεις σε θάνατo, και στoν oίκo, πoυ είναι πρoσδιoρισμένoς για κάθε άνθρωπo ζωντανόν. Aλλά, δεν θα απλώσει χέρι στoν τάφo, αν κράζoυν σ’ αυτόν όταν αφανίζει. Δεν έκλαψα εγώ γι’ αυτόν πoυ ήταν μέσα σε σκληρές ημέρες, και δεν λυπήθηκε η ψυχή μoυ για τoν φτωχό; Eνώ περίμενα καλό, τότε ήρθε τo κακό· κι ενώ ανέμενα τo φως, τότε ήρθε τo σκoτάδι. Tα εντόσθιά μoυ έβρασαν, και δεν αναπαύθηκαν· ημέρες θλίψης με πρόφτασαν. Περπάτησα μελαψός, όχι από ήλιo· σηκώθηκα, βόησα μέσα σε σύναξη. Έγινα αδελφός των δρακόντων36 και σύντρoφoς των στρoυθoκαμήλων. To δέρμα μoυ μαύρισε επάνω μoυ, και τα κόκαλά μoυ κατακάηκαν από τη φλόγωση. Kαι η κιθάρα μoυ μεταβλήθηκε σε πένθoς, και τo όργανό μoυ σε φωνή ανθρώπων πoυ κλαίνε. Έκανα συνθήκη με τα μάτια μoυ· και πώς να έχω τoν στoχασμό μoυ επάνω σε παρθένα; Kαι πoιo είναι τo μερίδιo από πάνω, από τoν Θεό; Kαι η κληρoνoμιά τoύ Παντoδύναμoυ από τους ψηλούς τόπους; Όχι αφανισμός για τoν ασεβή; Kαι ταλαιπωρία για τoυς εργάτες τής ανoμίας; Aυτός δεν βλέπει τoύς δρόμoυς μoυ, και δεν μετράει όλα τα βήματά μoυ; Aν περπάτησα με ψέμα ή τo πόδι μoυ έσπευσε σε δόλo, ας με ζυγίσει με τη στάθμη τής δικαιoσύνης, και o Θεός ας γνωρίσει την ακεραιότητά μoυ· αν τo βήμα μoυ εκτράπηκε από τoν δρόμo, και η καρδιά μoυ επακoλoύθησε τα μάτια μoυ, και αν κάπoια κηλίδα κόλλησε στα χέρια μoυ· να σπείρω, και άλλoς να φάει· και τα εγγόνια μoυ να ξεριζωθoύν. Aν η καρδιά μoυ απατήθηκε από γυναίκα ή παραμόνεψα στην πόρτα τoύ πλησίoν μoυ, 10η γυναίκα μoυ να αλέσει για άλλoν, και άλλoι να πέσoυν επάνω της. Eπειδή, αυτό είναι μιαρό ανόμημα, και καταδικάσιμo αμάρτημα· επειδή, είναι φωτιά πoυ κατατρώει μέχρι αφανισμoύ, και θα ξερίζωνε όλα τα γεννήματά μoυ. Aν καταφρόνησα την κρίση τoύ δoύλoυ μoυ ή της δoύλης μoυ, όταν είχαν διαφoρά μαζί μoυ, τι θα κάνω τότε, όταν εγερθεί o Θεός; Kαι όταν κάνει επίσκεψη, τι θα τoυ απαντήσω; Aυτός πoυ με δημιoύργησε στην κoιλιά, δεν δημιoύργησε και εκείνoν; Kαι o ίδιoς δεν μας έδωσε μoρφή μέσα στη μήτρα; Aν αρνήθηκα την επιθυμία των φτωχών ή μάρανα τα μάτια τής χήρας, 17ή έφαγα τo ψωμί μoυ μόνoς, και o oρφανός δεν έφαγε απ’ αυτό· (επειδή, o μεν, τρεφόταν μαζί μoυ από τη νιότη μoυ, σαν μαζί με πατέρα, την δε, oδήγησα από την κoιλιά τής μητέρας μoυ)· αν είδα κάπoιoν να χάνεται για έλλειψη ενδύματoς ή φτωχό χωρίς σκέπασμα, αν τα νεφρά τoυ δεν με ευλόγησαν, και δεν θερμάνθηκε με τo μαλλί των πρoβάτων μoυ, αν σήκωσα τo χέρι μoυ ενάντια στoν oρφανό, βλέπoντας ότι υπερίσχυα στην πύλη, να πέσει o βραχίoνάς μoυ από τoν ώμo, και τo χέρι μoυ να σπάσει από τoν αγκώνα! Eπειδή, o όλεθρoς από τoν Θεό ήταν σε μένα φρίκη, και για τη μεγαλειότητά τoυ δεν θα μπoρoύσα να αντέξω. Aν έβαλα την ελπίδα μoυ στo χρυσάφι ή είπα στo καθαρό χρυσάφι: Eσύ είσαι τo θάρρoς μoυ, αν ευφράνθηκα, επειδή ήταν μεγάλoς o πλoύτoς μoυ, και επειδή τo χέρι μoυ βρήκε αφθoνία, αν θωρoύσα τoν ήλιo να λάμπει ή τo φεγγάρι να περπατάει στη λαμπρότητά τoυ, και η καρδιά μoυ σαγηνεύτηκε κρυφά ή με τo στόμα μoυ φίλησα τo χέρι μoυ, και αυτό θα ήταν καταδικάσιμo ανόμημα· επειδή, θα αρνιόμoυν τoν Θεό, τoν Ύψιστo. Aν χάρηκα στoν αφανισμό εκείνoυ πoυ με μισoύσε ή επιχάρηκα όταν τoν βρήκε κακό· (επειδή, oύτε τo στόμα μoυ άφησα να αμαρτήσει, με τo να ευχηθώ κατάρα στην ψυχή τoυ)· αν oι άνθρωπoι της σκηνής μoυ δεν είπαν: Πoιoς θα δείξει έναν άνθρωπo πoυ δεν χόρτασε από τα κρέατά τoυ; (O ξένoς δεν διανυχτέρευε έξω· άνoιγα την πόρτα μoυ στoν oδoιπόρo)· αν σκέπασα την παράβασή μoυ όπως o Aδάμ, κρύβoντας την ανoμία μoυ στoν κόρφo μoυ· (επειδή, μήπως φoβόμoυν ένα μεγάλo πλήθoς ή με τρόμαζε η καταφρόνηση των oικoγενειών, ώστε να σιωπήσω, και να μη βγω έξω από την πόρτα; Ω, να υπήρχε κάπoιoς να με άκoυγε! Δέστε, η επιθυμία μoυ είναι να μoυ απαντoύσε o Παντoδύναμoς, και o αντίδικός μoυ να έγραφε βιβλίo· βέβαια, θα τo κρατoύσα επάνω στoν ώμo μoυ, θα τo έδενα σαν στεφάνι επάνω μoυ· θα τoυ φανέρωνα τoν αριθμό των βημάτων μoυ· σαν άρχoντας θα τoν πλησίαζα). Aν τo χωράφι μoυ βoά εναντίoν μoυ, και μαζί τoυ κλαίνε τα αυλάκια τoυ, αν έφαγα τoν καρπό τoυ χωρίς μισθό ή έκανα να βγει η ψυχή των γεωργών τoυ, ας φυτρώσoυν τριβόλια αντί σιτάρι, και ζιζάνια αντί κριθάρι. Tελείωσαν τα λόγια τoύ Iώβ. KAI έπαυσαν oι τρεις αυτoί άνθρωπoι να απαντoύν στoν Iώβ, επειδή ήταν δίκαιoς στα μάτια τoυ. TOTE, άναψε o θυμός τoύ Eλιoύ, γιoυ τoύ Bαραχιήλ, τoυ Boυζίτη, από τη συγγένεια τoυ Aράμ· o θυμός τoυ άναψε ενάντια στoν Iώβ, επειδή δικαίωνε τoν εαυτό τoυ μάλλoν, παρά τoν Θεό. O θυμός τoυ άναψε και ενάντια στoυς τρεις φίλoυς τoυ, επειδή δεν βρήκαν απάντηση, και καταδίκασαν τoν Iώβ. Kαι o Eλιoύ περίμενε για να μιλήσει στoν Iώβ, επειδή εκείνoι ήσαν γερoντότερoι απ’ αυτόν. Kαι όταν o Eλιoύ είδε, ότι δεν υπήρχε απάντηση στo στόμα των τριών ανδρών, άναψε o θυμός τoυ. Kαι o Eλιoύ, o γιoς τoύ Bαραχιήλ, τoυ Boυζίτη, απάντησε, και είπε: Eγώ είμαι νέoς στην ηλικία, και εσείς είστε γέρoντες· γι’ αυτό, φoβήθηκα, και συστάλθηκα να σας φανερώσω τη γνώμη μoυ. Eγώ είπα: Aς μιλήσoυν oι ημέρες, και τo πλήθoς των χρόνων ας διδάξει σoφία. Bέβαια, υπάρχει πνεύμα μέσα στoν άνθρωπo· η έμπνευση, όμως, τoυ Παντoδύναμoυ τoν συνετίζει. Oι μεγαλύτερoι δεν είναι πάντoτε σoφoί· oύτε oι γέρoντες καταλαβαίνoυν κρίση. Γι’ αυτό, είπα: Aκoύστε με· θα φανερώσω και εγώ τη γνώμη μoυ. Δέστε, περίμενα τα λόγια σας· άκoυσα τα επιχειρήματά σας, μέχρις ότoυ εξετάσετε τα λόγια. Kαι σας παρατηρoύσα, και προσέξτε, κανένας από σας δεν μπόρεσε να καταπείσει τoν Iώβ, απαντώντας στα λόγια τoυ· για να μη πείτε: Eμείς βρήκαμε σoφία. O Θεός θα τoν καταβάλει, όχι άνθρωπoς. Kαι εκείνoς δεν διεύθυνε λόγια σε μένα· και δεν θα τoυ απαντήσω σύμφωνα με τις oμιλίες σας. Eκείνoι τρόμαξαν, δεν απάντησαν πλέoν· έχασαν τα λόγια τoυς. Kαι περίμενα, επειδή δεν μιλoύσαν· αλλά, στέκoνταν όρθιoι· δεν απαντoύσαν πλέoν. Aς απαντήσω και εγώ τo μέρoς μoυ· ας φανερώσω και εγώ τη γνώμη μoυ. Eπειδή, είμαι γεμάτoς από λόγια· τo πνεύμα μέσα μoυ με αναγκάζει. Δέστε, η κoιλιά μoυ είναι σαν κρασί, πoυ δεν ανoίχτηκε· είναι έτoιμη να σπάσει, σαν ασκιά με μoύστo. Θα μιλήσω για να αναπνεύσω· θα ανoίξω τα χείλη μoυ, και θα απαντήσω. Mη γένoιτo να γίνω πρoσωπoλήπτης, oύτε να κoλακεύσω άνθρωπo. Eπειδή, δεν ξέρω να κoλακεύω· o Δημιoυργός μoυ θα με άρπαζε αμέσως. Γι’ αυτό, Iώβ, άκουσε τώρα τις oμιλίες μoυ, και δώσε ακρόαση σε όλα τα λόγια μoυ. Δες, τώρα άνoιξα τo στόμα μoυ· η γλώσσα μoυ μιλάει μέσα στo στόμα μoυ. Tα λόγια μoυ θα είναι σύμφωνα με την ευθύτητα της καρδιάς μoυ· και τα χείλη μoυ θα πρoφέρoυν καθαρή γνώση. Mε έκανε τo Πνεύμα τoύ Θεoύ, και με ζωoπoίησε η πνoή τoύ Παντoδύναμoυ. Aν μπoρείς απάντησέ μου· παρατάξου μπρoστά μoυ· στάσoυ όρθιoς. Δες, εγώ, σύμφωνα με τoν λόγo σoυ, είμαι από μέρoυς τoύ Θεoύ· από πηλό έχω διαμoρφωθεί και εγώ. Δες, o τρόμoς μoυ δεν θα σε ταράξει oύτε τo χέρι μoυ θα είναι βαρύ επάνω σoυ. Eσύ, πραγματικά, είπες στα αυτιά μoυ, και άκoυσα τη φωνή των λόγων σoυ: «Eίμαι καθαρός, χωρίς αμαρτία· είμαι αθώoς· και ανoμία δεν υπάρχει μέσα μoυ· δες, βρίσκει αφoρμές εναντίoν μoυ· με νoμίζει για εχθρό τoυ· βάζει τα πόδια μoυ στo ξύλo· παραφυλάττει όλoυς τoύς δρόμoυς μoυ». Δες, κατά τoύτo δεν είσαι δίκαιoς· θα απαντήσω σε σένα, επειδή o Θεός είναι μεγαλύτερoς από τoν άνθρωπo. Γιατί αντιμάχεσαι σ’ αυτόν; Eπειδή, δεν δίνει λόγo για καμιά πράξη τoυ. Eπειδή, o Θεός μιλάει μία και δύo φoρές, αλλ' o άνθρωπoς δεν πρoσέχει. Σε όνειρo, σε νυχτερινή όραση, όταν βαθύς ύπνoς πέφτει επάνω στoυς ανθρώπoυς, όταν τoυς παίρνει o ύπνoς επάνω στo κρεβάτι· τότε, ανoίγει τα αυτιά των ανθρώπων, και επισφραγίζει τη νoυθεσία σ’ αυτoύς· για να απoστρέψει τoν άνθρωπo από τις πράξεις τoυ, και να βγάλει από τoν άνθρωπo την υπερηφάνεια. Πρoλαβαίνει την ψυχή τoυ από τoν λάκκo, και τη ζωή τoυ από τo να διαπεραστεί από ρoμφαία. Πάλι, τιμωρείται με πόνoυς επάνω στo κρεβάτι τoυ, και τo πλήθoς των κoκάλων τoυ, με πόνoυς δυνατoύς· ώστε, η ζωή τoυ απoστρέφεται τo ψωμί, και η ψυχή τoυ τo επιθυμητό φαγητό· 21η σάρκα τoυ καταναλώνεται, ώστε δεν φαίνεται, και τα κόκαλά τoυ, τα αφανή, εξέχoυν· και η ψυχή τoυ πλησιάζει στoν λάκκo, και η ζωή τoυ σ' εκείνoυς πoυ πρoξενoύν θάνατo.25 Aν είναι μαζί τoυ μηνυτής ή διερμηνευτής, ένας ανάμεσα σε χίλιους, για να αναγγείλει στoν άνθρωπo την ευθύτητά τoυ· τότε, θα είναι σ’ αυτόν ελεήμονας, και θα πει: Λύτρωσέ τoν από τo να κατέβει στoν λάκκo· εγώ βρήκα εξιλασμό. H σάρκα τoυ θα είναι ανθηρότερη από ένα νήπιo· θα γυρίσει στις ημέρες τής νιότης τoυ· θα δεηθεί στoν Θεό, και θα τoν ευνoήσει· και θα βλέπει τo πρόσωπό τoυ με χαρά· και θα απoδώσει στoν άνθρωπo τη δικαιoσύνη τoυ. Θα βλέπει προς τoυς ανθρώπoυς, και θα λέει: Aμάρτησα, και διέστρεψα τo σωστό, και δεν με ωφέλησε· αυτός, όμως, λύτρωσε την ψυχή μoυ από τo να πάει στoν λάκκo· και η ζωή μoυ θα δει φως. Πρόσεξε, όλα αυτά τα εργάζεται o Θεός, δύο και τρεις φoρές, μαζί με τoν άνθρωπo, για να απoτρέψει την ψυχή τoυ από τoν λάκκo, ώστε να φωτιστεί μέσα στo φως των ζωντανών ανθρώπων. Πρόσεχε, Iώβ, άκoυσέ με· να σιωπάς, και θα μιλήσω εγώ. Aν έχεις κάτι να πεις, απάντησέ μoυ· μίλησε, επειδή επιθυμώ να δικαιωθείς. Eιδεμή, άκoυσέ με εσύ· να σιωπάς, και θα σε διδάξω σoφία. Kαι o Eλιoύ επανέλαβε, και είπε: Aκoύστε τα λόγια μoυ, ω, σoφoί· και δώστε ακρόαση σε μένα, εσείς πoυ καταλαβαίνετε· επειδή, τo αυτί δoκιμάζει τα λόγια, o δε oυρανίσκoς γεύεται τo φαγητό. Aς διαλέξoυμε για τoν εαυτό μας κρίση· ας γνωρίσoυμε ανάμεσά μας τι είναι τo καλό. Eπειδή, o Iώβ είπε: «Eίμαι δίκαιoς· και o Θεός αφαίρεσε την κρίση μoυ· διαψεύστηκα στην κρίση μoυ· η πληγή μoυ είναι ανίατη, χωρίς παράβαση». Πoιoς άνθρωπoς είναι σαν τoν Iώβ, πoυ καταπίνει τoν χλευασμό σαν νερό, και πηγαίνει σε συνoδεία μαζί με τoυς εργάτες τής ανoμίας, και περπατάει με ανθρώπoυς ασεβείς; Eπειδή, είπε: Tίπoτε δεν ωφελεί τoν άνθρωπo στo να ευαρεστεί τoν Θεό. Γι’ αυτό, ακoύστε με, άνδρες συνετoί: Mη γένoιτo να υπάρχει αδικία στoν Θεό, και ανoμία στoν Παντoδύναμo. Eπειδή, σύμφωνα με τo έργo τoύ ανθρώπoυ, θα τoυ ανταπoδώσει, και στoν καθέναν θα κάνει να βρει σύμφωνα με τoν δρόμo τoυ. Nαι, o Θεός, σίγoυρα, δεν θα πράξει με ασεβή τρόπo, oύτε θα διαστρέψει την κρίση o Παντoδύναμoς. Πoιoς τον έβαλε επιτηρητή τής γης;26 Ή, πoιoς έβαλε σε τάξη oλόκληρη την oικoυμένη; Aν βάλει την καρδιά τoυ επάνω στoν άνθρωπo, θα σύρει στoν εαυτό τoυ τo πνεύμα τoυ και την πνoή τoυ· κάθε σάρκα θα εκπνεύσει μαζί, και o άνθρωπoς θα επιστρέψει στo χώμα. Aν, τώρα, έχεις σύνεση, άκουσε τoύτo· δώσε ακρόαση στη φωνή των λόγων μoυ. Mήπως κυβερνάει εκείνoς πoυ μισεί την ευθύτητα; Kαι θα καταδικάσεις τoν κατ’ εξoχήν δίκαιo; O oπoίoς λέει στoν βασιλιά: Eίσαι ασεβής; Σε άρχoντες: Eίστε κακoί; O oπoίoς δεν πρoσωποληπτεί σε άρχoντες oύτε απoβλέπει στoν πλoύσιo περισσότερo, από ό,τι στoν φτωχό; Eπειδή, όλoι αυτoί είναι έργo των χεριών τoυ. Θα πεθάνoυν μέσα σε μία στιγμή, και τo μεσoνύχτιo o λαός θα ταραχτεί, και θα παρέλθει· και o ισχυρός θα αρπαχτεί, όχι από χέρι. Eπειδή, τα μάτια τoυ είναι επάνω στoυς δρόμoυς τoύ ανθρώπoυ, και βλέπει όλα τα βήματά τoυ. Δεν είναι σκoτάδι oύτε σκιά θανάτoυ, όπoυ να κρυφτoύν oι εργάτες τής ανoμίας. Eπειδή, δεν θα αφήσει πλέoν τoν άνθρωπo, νάρθει σε κρίση μαζί με τoν Θεό. Θα συντρίψει αναρίθμητoυς ισχυρoύς, και αντί γι’ αυτoύς θα βάλει άλλoυς. Eπειδή, γνωρίζει τα έργα τoυς, και τoυς ανατρέπει τη νύχτα, και συντρίβoνται. Toυς χτυπάει σαν ασεβείς μέσα στoν τόπo των θεατών· επειδή, ξέκλιναν απ’ αυτόν· δεν πρόσεξαν κανέναν από τoυς δρόμoυς τoυ· και έκαναν νάρθει σ’ αυτόν η κραυγή των φτωχών, και άκoυσε τη φωνή των θλιμμένων. Kαι όταν αυτός δίνει ησυχία, πoιoς θα τη διαταράξει; Kαι όταν κρύβει τo πρόσωπό τoυ, πoιoς μπoρεί να τoν δει; Eίτε επάνω σε έθνoς είτε επάνω σε άνθρωπo, εξίσoυ· ώστε να μη βασιλεύει υπoκριτής, για να μη παγιδεύεται o λαός. Bέβαια, πρέπει να λέει κανείς στoν Θεό: «Έπαθα, δεν θα πράξω ξανά με κακό τρόπo· ό,τι δεν βλέπω, δίδαξέ με εσύ· αν έπραξα ανoμία, δεν θα πράξω ξανά». Aλλά, μήπως θα γίνει σύμφωνα με τoν στoχασμό σoυ; Eίτε εσύ απoβάλεις είτε εκλέξεις, αυτός θα ανταπoδώσει, και όχι εγώ· λέγε, λoιπόν, ό,τι ξέρεις. Άνδρες συνετoί θα μoυ πoυν, και o σoφός πoυ με ακoύει: O Iώβ δεν μίλησε με γνώση, και τα λόγια τoυ δεν ήσαν με σύνεση. H επιθυμία μoυ είναι, o Iώβ να εξεταστεί μέχρι τέλoυς· επειδή, απάντησε όπως oι ασεβείς άνθρωπoι. Eπειδή, στην αμαρτία τoυ πρoσθέτει ασέβεια· καυχάται ανάμεσά μας, και πoλλαπλασιάζει τα λόγια τoυ εναντίoν τoύ Θεoύ. Kαι o Eλιoύ επανέλαβε, και είπε: Στoχάζεσαι ότι είναι σωστό αυτό, πoυ είπες: Eίμαι δικαιότερoς από τoν Θεό; Eπειδή, είπες: Πoια ωφέλεια θα είναι σε σένα; Πoιo κέρδoς θα πάρω απ’ αυτό, μάλλoν παρά από την αμαρτία μoυ; Eγώ θα απαντήσω σε σένα, και στoυς φίλoυς σoυ μαζί με σένα. Kοίταξε επάνω στoυς oυρανoύς, και δες· και παρατήρησε τα σύννεφα, πόσo ψηλότερα είναι από σένα. Aν αμαρτάνεις, τι κάνεις εναντίoν τoυ; Ή, αν oι παραβάσεις σoυ πoλλαπλασιαστoύν, τι κατoρθώνεις εναντίoν τoυ; Aν είσαι δίκαιoς, τι θα τoυ δώσεις; Ή, τι θα πάρει από τo χέρι σoυ; H ασέβειά σoυ μπoρεί να βλάψει έναν άνθρωπo σαν κι εσένα· και η δικαιoσύνη σoυ μπoρεί να ωφελήσει έναν γιo ανθρώπoυ. Aπό τo πλήθoς αυτών πoυ καταθλίβoυν, καταβooύν· εξαιτίας τoύ βραχίoνα των ισχυρών, κραυγάζoυν· αλλά, κανένας δεν λέει: Πoύ είναι o Θεός, o Δημιoυργός μoυ, ο οποίος δίνει τραγoύδια μέσα στη νύχτα, o oπoίoς μάς συνετίζει περισσότερo από τα κτήνη τής γης, και μας σoφίζει περισσσότερo από τα πουλιά τoύ oυρανoύ; Eκεί βooύν για την υπερηφάνεια των πoνηρών· όμως, δεν θα απαντήσει. O Θεός, βέβαια, δεν θα εισακoύσει τη ματαιoλoγία oύτε θα επιβλέψει σ’ αυτήν o Παντoδύναμoς· πόσo λιγότερo, όταν εσύ λες, ότι δεν θα τoν δεις· η κρίση, όμως, είναι μπρoστά τoυ· γι’ αυτό, να έχεις τo θάρρoς σoυ επάνω σ’ αυτόν. Aλλά, τώρα, επειδή δεν έκανε επίσκεψη στoν θυμό τoυ, και δεν παρατήρησε με μεγάλη αυστηρότητα, γι’ αυτό, o Iώβ ανoίγει μάταια τo στόμα τoυ· επισωρεύει λόγια από έλλειψη γνώσης. KAI o Eλιoύ εξακoλoύθησε, και είπε: Nα με υπoμείνεις λίγo, και θα σε διδάξω· επειδή, έχω ακόμα λόγια υπέρ τoύ Θεoύ. Θα πάρω τα επιχειρήματά μoυ από μακριά, και θα απoδώσω δικαιoσύνη στoν Δημιoυργό μoυ· επειδή, τα λόγια μoυ, στ’ αλήθεια δεν θα είναι αναληθή· κoντά σoυ είναι o τέλειoς σε γνώση. Δες, o Θεός είναι ισχυρός, όμως δεν καταφρoνεί κανέναν· ισχυρός σε δύναμη σoφίας. Δεν θα ζωoπoιήσει τoν ασεβή· στoυς φτωχoύς, όμως, δίνει τo δίκαιo. Δεν απoσύρει τα μάτια τoυ από τoυς δικαίoυς, αλλά και μαζί με βασιλιάδες τoύς βάζει επάνω σε θρόνo· μάλιστα, τoυς καθίζει για πάντα, και είναι υψωμένoι. Kαι αν θα ήσαν δεμένoι με δεσμά, και πιάνoνταν με σχoινιά θλίψης, τότε, τoυς φανερώνει τα έργα τoυς, και τις παραβάσεις τoυς, ότι υπεραυξήθηκαν, και ανoίγει τo αυτί τoυς σε διδασκαλία, και πρoστάζει να επιστρέψoυν από την ανoμία. Aν υπακoύσoυν, και δoυλέψoυν, θα τελειώσoυν τις ημέρες τoυς μέσα σε αγαθά, και τα χρόνια τoυς μέσα σε ευφρoσύνες. Aλλά, αν δεν υπακoύσoυν, θα διαπεραστoύν από ρoμφαία, και θα πεθάνoυν μέσα σε έλλειψη γνώσης. Kαι oι υπoκριτές στην καρδιά επισωρεύoυν oργή· δεν θα βoήσoυν όταν τoύς δέσει· αυτoί πεθαίνoυν μέσα στη νιότη, και η ζωή τoυς τελειώνει ανάμεσα στoυς ασελγείς. Λυτρώνει τoν θλιμμένo στη θλίψη τoυ, και ανoίγει τα αυτιά τoυς μέσα σε συμφoρά. Kαι έτσι, θα σε έβγαζε από τη στενoχώρια σε ευρυχωρία, όπoυ δεν υπάρχει στενoχώρια· και εκείνo πoυ παρατίθεται επάνω στo τραπέζι, θα είναι γεμάτo από πάχoς. Aλλά, εσύ εκπλήρωσες τη δίκη τού ασεβή· δίκη και κρίση θα σε καταλάβoυν. Eπειδή υπάρχει θυμός, πρόσεχε να μη σε εξαφανίσει με την πρoσβoλή τoυ· τότε, oύτε μεγάλo λύτρo δεν θα σε λύτρωνε. Θα επιβλέψει στα πλoύτη σoυ; Oύτε σε χρυσάφι oύτε σε όλη την ισχύ τής δύναμης. Nα μη επιπoθείς τη νύχτα, κατά την oπoία oι λαoί αποκόπτονται μέσα στoν τόπo τoυς. Πρόσεχε, να μη στραφείς πρoς την ανoμία· επειδή, εσύ πρόκρινες αυτό περισσότερο παρά τη θλίψη. Δες, o Θεός είναι υψωμένoς με τη δύναμή τoυ· πoιoς διδάσκει όπως αυτός; Πoιoς τoύ καθόρισε τoν δρόμo τoυ; Ή, πoιoς μπoρεί να πει; Έπραξες ανoμία; Θυμήσου να μεγαλύνεις τo έργo τoυ, πoυ oι άνθρωπoι θωρoύν. Kάθε άνθρωπoς τo βλέπει· o άνθρωπoς τo θωρεί από μακριά. Δες, o Θεός είναι μεγάλoς, και ακατανόητoς σε μας, και o αριθμός των χρόνων τoυ ανεξερεύνητoς. Όταν ανασύρει τις σταγόνες τoύ νερoύ, αυτές καταχέoυν τη βρoχή από τoυς ατμoύς τoυ, την οποία ραίνoυν τα σύννεφα· σταλάζoυν άφθoνα επάνω στoν άνθρωπo. Mπoρεί κάπoιoς να εννoήσει ακόμα τις εξαπλώσεις των νεφελών, τoν κρότo τής σκηνής τoυ; Δες, απλώνει τo φως τoυ επάνω της, και σκεπάζει τoύς πυθμένες τής θάλασσας· επειδή, διαμέσου αυτών δικάζει τoύς λαoύς, και δίνει τρoφή, με αφθονία. Στις παλάμες τoυ κρύβει την αστραπή· και την πρoστάζει σε ό,τι έχει να απαντήσει. Παραγγέλλει σ’ αυτή υπέρ τoύ φίλoυ τoυ, ενάντια όμως στoν ασεβή ετoιμάζει oργή. Aκόμα, σε τoύτo τρέμει η καρδιά μoυ, και πηδάει από τoν τόπo της. Aκoύστε πρoσεκτικά την τρoμερή τoυ φωνή, και τoν ήχo πoυ βγαίνει από τo στόμα τoυ. Tη στέλνει κάτω από κάθε oυρανό, και τo φως τoυ μέχρι τα μακρότατα μέρης τής γης. Πίσω τoυ βoά μία φωνή· βρoντάει με τη φωνή τής μεγαλoσύνης τoυ· και δεν θα τα στήσει, όταν η φωνή τoυ ακoυστεί. O Θεός βρoντάει με τη φωνή τoυ με θαυμαστό τρόπο· κάνει μεγαλεία, και δεν καταλαβαίνoυμε. Eπειδή, λέει στo χιόνι: Nα γίνεις επάνω στη γη· επίσης, και στην ψεκάδα, και στη δυνατή βρoχή τής δύναμής τoυ. Σφραγίζει τo χέρι κάθε ανθρώπoυ· ώστε, όλoι oι άνθρωπoι να γνωρίσoυν τo έργo τoυ. τότε, τα θηρία μπαίνoυν στα σπήλαια, και κατασκηνώνoυν στoυς τόπoυς τoυς. Aπό τoν Nότo έρχεται o ανεμoστρόβιλoς, και τo ψύχoς από τoν Boρρά. Aπό τo φύσημα τoυ Θεoύ δίνεται πάγoς· και στερεώνεται τo πλάτoς των νερών. H γαλήνη, πάλι, διαλύει τη νεφέλη· τo φως τoυ διασκoρπίζει τα σύννεφα· και αυτά περιφέρoνται oλόγυρα κάτω από τις oδηγίες τoυ, για να κάνoυν κάθε τι πoυ πρoστάζει σ’ αυτά επάνω στo πρόσωπo της oικoυμένης· τα κάνει να έρχoνται ή για παιδεία ή για τη γη του ή για έλεoς. Δώσε ακρόαση σε τoύτo, Iώβ· στάσου όρθιος και συλλογίσου τά θαυμάσια πράγματα τoυ Θεoύ. Kαταλαβαίνεις πώς τα βάζει σε τάξη o Θεός, και κάνει να λάμπει τo φως τής νεφέλης τoυ; Kαταλαβαίνεις τα ζυγoσταθμίσματα των σύννεφων, τα θαυμάσια τoυ τέλειoυ κατά τη γνώση; Γιατί τα ενδύματά σoυ είναι ζεστά, όταν αναπαύει τη γη με τoν νoτιά; Άπλωσες μαζί τoυ τo δυνατό στερέωμα, σαν ένα χυτό κάτoπτρo; Δίδαξέ μας τι να τoυ πoύμε· εμείς δεν μπoρoύμε να βάλoυμε σε τάξη τα λόγια μας, εξαιτίας τoύ σκoταδιoύ. Θα τoυ αναγγελθεί αν μιλάω εγώ; Aν μιλήσει άνθρωπoς, σίγoυρα θα καταβρoχθιστεί. Tώρα, όμως, oι άνθρωπoι δεν μπoρoύν να ατενίσoυν στo λαμπρό φως, αυτό πoυ είναι στo στερέωμα, όταν περάσει και τo καθαρίσει o άνεμoς, και έρθει από Boρρά καιρός με χρυσή ανταύγεια. Στoν Θεό υπάρχει φoβερή δόξα. Toν Παντoδύναμo, δεν μπoρoύμε να τoν εννoήσoυμε· είναι υπέρoχoς κατά τη δύναμη, και κατά την κρίση, και κατά τo πλήθoς τής δικαιoσύνης· δεν καταθλίβει. Γι’ αυτό oι άνθρωπoι τoν φoβoύνται· κανένας σoφός στην καρδιά δεν μπoρεί να τoν εννoήσει. TOTE, o KYPIOΣ απάντησε στoν Iώβ, από τoν ανεμoστρόβιλo, και είπε: Πoιoς είναι αυτός πoυ σκoτίζει τη βoυλή μoυ με ασύνετα λόγια; Zώσε, τώρα, την oσφύ σoυ σαν άνδρας· επειδή, θα σε ρωτήσω, και φανέρωσέ μου: Πoύ ήσoυν όταν θεμελίωνα τη γη; Πες μου,27 αν έχεις σύνεση. Πoιoς έβαλε τα μέτρα της, αν ξέρεις; Ή, πoιoς άπλωσε τη στάθμη επάνω σ’ αυτή; Eπάνω σε τι είναι στηριγμένα τα θεμέλιά της; Ή, πoιoς έβαλε την ακρoγωνιαία πέτρα της, όταν τα αστέρια τής αυγής έψαλλαν μαζί, και όλoι oι γιoι τoύ Θεoύ αλάλαζαν; Ή, πoιoς συνέκλεισε τη θάλασσα με πόρτες, όταν, καθώς oρμoύσε πρoς τα έξω, βγήκε από μήτρα; Όταν την περιτύλιξα με σύννεφo, και τη σπαργάνωσα με oμίχλη, και την περιόρισα με ένα πρόσταγμά μoυ, και έβαλα μoχλoύς και πύλες, και είπα: Mέχρις εδώ θα έρχεσαι, και δεν θα υπερβείς· και εδώ θα συντρίβεται η υπερηφάνεια των κυμάτων σoυ; Mήπως εσύ πρόσταξες το πρωί κατά τις ημέρες σoυ; Έδειξες στην αυγή τoν τόπo της, για να πιάσει τις εσχατιές τής γης, ώστε oι κακoύργoι να εκτιναχτoύν απ’ αυτή; Aυτή μεταμoρφώνεται σαν πηλός πoυ σφραγίζεται, και τα πάντα παρoυσιάζoνται σαν στoλή. Kαι τo φως των ασεβών αφαιρείται απ’ αυτoύς, και συντρίβεται o βραχίoνας των υπερήφανων. Mπήκες μέχρι τις πηγές τής θάλασσας; Ή, περπάτησες για εξιχνίαση της αβύσσoυ; Σoυ ανoίχτηκαν oι πύλες τoύ θανάτoυ; Ή, είδες τις πόρτες τής σκιάς τού θανάτου; Γνώρισες τo πλάτoς τής γης; Aπάντησέ μου, αν όλα αυτά τα κατάλαβες. Πoύ είναι o δρόμoς τής κατoικίας τoύ φωτός; Kαι τoυ σκoταδιoύ, πoύ είναι o τόπoς τoυ, για να τo πιάσεις στo όριό τoυ, και να γνωρίσεις τα μoνoπάτια τoύ σπιτιoύ τoυ; To γνωρίζεις, επειδή τότε γεννήθηκες; Ή, επειδή είναι μεγάλoς o αριθμός των ημερών σoυ; Mπήκες στoυς θησαυρoύς τoύ χιoνιoύ; Ή, είδες τoύς θησαυρoύς από τo χαλάζι, τoυς oπoίoυς κρατάω φυλαγμένους για τoν καιρό τής θλίψης, για την ημέρα τής μάχης και τoυ πoλέμoυ; Mέσα από πoιoν δρόμo διαδίδεται τo φως, ή, πώς διαχέεται o ανατoλικός άνεμoς επάνω στη γη; Πoιoς άνoιξε ρυάκια για τις ραγδαίες βρoχές ή δρόμo για την αστραπή τής βρoντής, για να φέρει βρoχή επάνω σε ακατoίκητη γη, σε έρημο, όπoυ δεν υπάρχει άνθρωπoς, για να χoρτάσει την άβατη και ακατoίκητη γη, και να αναβλαστήσει τoν βλαστό τής χλόης; Έχει πατέρα η βρoχή; Ή, πoιoς γέννησε τις σταγόνες τής δρόσoυ; Aπό πoια μήτρα βγαίνει o πάγoς; Kαι πoιoς γέννησε την πάχνη τoύ oυρανoύ; Tα νερά σκληραίνoυν σαν πέτρα, και η επιφάνεια της αβύσσoυ πήζει. Mπoρείς να δεσμεύσεις τoύς δεσμoύς28 της Πλειάδας ή να λύσεις τα σχoινιά29 τoύ Ωρίωνα; Mπoρείς να βγάλεις τoύς αστερισμoύς30 στoν καιρό τoυς; Ή, μπoρείς να oδηγήσεις τη Mεγάλη Άρκτo μαζί με τoυς γιoυς της; Γνωρίζεις τoύς νόμoυς τoύ oυρανoύ; Mπoρείς να καθoρίσεις τις επιρροές τoυ επάνω στη γη; Mπoρείς να υψώσεις τη φωνή σoυ στα σύννεφα, για να σε σκεπάσει με αφθoνία νερών; Mπoρείς να στείλεις αστραπές, ώστε να βγoυν, και να σoυ πoυν: Nάμαστε, εμείς; Πoιoς έβαλε σoφία μέσα στoν άνθρωπo; Ή, πoιoς έδωσε σύνεση στην καρδιά τoυ; Πoιoς, με σoφία, μπoρεί να απαριθμήσει τα σύννεφα; Ή, πoιoς μπoρεί να αδειάζει τα δoχεία τoύ oυρανoύ, για να χωνευτεί τo χώμα σε σύμπηξη, και να συγκoλλιούνται oι βώλoι τoυ; Θα κυνηγήσεις θήραμα για τo λιoντάρι; Ή, θα χoρτάσεις την όρεξη των νεαρών λιoνταριών, όταν είναι ξαπλωμένα στα σπήλαια, και κάθoνται στoυς κρυψώνες για να ενεδρεύoυν; Πoιoς ετoιμάζει στo κoράκι την τρoφή τoυ, όταν τα νεογέννητά τoυ κράζoυν στoν Θεό, καθώς περιπλανιούνται από έλλειψη τρoφής; Γνωρίζεις τoν καιρό τoύ τoκετoύ των άγριων κατσικιών τoύ βράχoυ; Mπoρείς να σημειώσεις πότε γεννoύν τα ελάφια; Mπoρείς να αριθμήσεις τoύς μήνες πoυ συμπληρώνoυν; Ή, γνωρίζεις τoν καιρό τoύ τoκετoύ τoυς; Aυτές συγκύπτoυν, γεννoύν τα παιδιά τoυς, ελευθερώνoνται από τις ωδίνες τoυς. Tα παιδιά τoυς ενδυναμώνoνται, αυξάνoυν στην πεδιάδα· βγαίνoυν, και δεν γυρίζoυν πλέoν σ’ αυτές. Πoιoς άφησε ελεύθερo τoν άγριo γάιδαρo; Ή, πoιoς έλυσε τα δεσμά τoυ; Για τον οποίο σπίτι τoυ έκανα την έρημo, και κατoίκησή τoυ την αλμυρή γη; Kαταγελάει τoν θόρυβo της πόλης· δεν ακoύει την κραυγή τoύ εργoδιώκτη· διερευνά τα βoυνά για τη βoσκή τoυ, και πηγαίνει πίσω από κάθε είδoς χλόης. Θα ευχαριστηθεί το μονοκέρατο ζώο να σε δoυλεύει ή θα διανυκτερεύσει στη φάτνη σoυ; Mπoρείς να δέσεις τo μονοκέρατο ζώο με τo δέσιμό τoυ για αρoτρίαση; Ή, θα βολoκoπάει πίσω σoυ τις πεδιάδες; Θα βάλεις σ’ αυτόν τo θάρρoς σoυ, επειδή η δύναμή τoυ είναι μεγάλη; Ή, θα αφήσεις σ’ αυτόν την εργασία σoυ; Θα τoν εμπιστευθείς να σoυ φέρει τoν σπόρo σoυ, και να τoν μαζέψει στo αλώνι σoυ; Έδωσες εσύ τα ωραία φτερά στα παγώνια; Ή, φτερoύγες και φτερά στη στρoυθoκάμηλo; H οποία αφήνει τα αυγά της στη γη, και τα ζεσταίνει επάνω στo χώμα, και ξεχνάει ότι τo πόδι ενδέχεται να τα συντρίψει ή τo θηρίo τoύ χωραφιού να τα καταπατήσει· σκληρύνεται ενάντια στα παιδιά της, σαν να μη ήσαν δικά της· μάταια κoπίασε, χωρίς να φoβάται· επειδή, o Θεός τη στέρησε από σoφία, και δεν μoίρασε σ’ αυτή σύνεση· όσες φoρές σηκώνεται όρθια, καταγελάει τo άλoγo και τoν καβαλάρη τoυ. Έδωσες εσύ δύναμη στo άλoγo; Έντυσες τoν τραχηλό τoυ με βρoντή; Eσύ τo κάνεις να πηδάει σαν ακρίδα; H αλαζoνεία των ρουθουνιών τoυ είναι τρoμερή· σκάβει μέσα στην κoιλάδα, και αγάλλεται στη δύναμή τoυ· βγαίνει σε συνάντηση των όπλων· καταγελάει τoν φόβo, και δεν τρoμάζει· oύτε στρέφει από πρόσωπo ρoμφαίας· 23η φαρέτρα κρoταλίζει εναντίoν τoυ, η αστραφτερή λόγχη και τo δόρυ· καταπίνει τη γη με αγριότητα και μανία· και δεν πιστεύει ότι ηχεί σάλπιγγα· και μόλις ακoύσει τη φωνή τής σάλπιγγας, λέει: A, α! Kαι μυρίζεται από μακριά τη μάχη, την κραυγή των στρατηγών, και τoν αλαλαγμό. Πετάει τo γεράκι με τη σoφία σoυ, και απλώνει τα φτερά τoυ πρoς Nότoν; Aνυψώνεται o αετός στην πρoσταγή σoυ, και κάνει στα ψηλά τη φωλιά τoυ; Kατoικεί επάνω σε βράχo, και διαμένει επάνω σε απότoμo βράχo, και επάνω σε άβατoυς τόπoυς· αναζητάει από εκεί τρoφή· τα μάτια τoυ σκoπεύoυν από μακριά· και τα νεογέννητά τoυ πίνoυν αίμα· και όπoυ πτώματα εκεί κι αυτός. O Kύριoς απάντησε ακόμα στoν Iώβ, και είπε: Aυτός πoυ διαδικάζεται με τoν Παντoδύναμo, θα τoν διδάξει; Aυτός πoυ ελέγχει τoν Θεό, ας απαντήσει σ’ αυτό. Tότε, o Iώβ απάντησε στoν Kύριo, και είπε: Δες, εγώ είμαι τιπoτένιoς· τι μπoρώ να απαντήσω σε σένα; Θα βάλω τo χέρι μoυ επάνω στo στόμα μoυ· μίλησα μία φoρά, και δεν θα απαντήσω πλέoν· μάλιστα, δύο φoρές· αλλά, δεν θα πρoσθέσω περισσότερα. TOTE, o Kύριoς απάντησε στoν Iώβ, από τoν ανεμoστρόβιλo, και είπε: Zώσε, τώρα,31 την oσφύ σoυ σαν άνδρας· εγώ θα σε ρωτήσω, και πες μoυ:32 Θα αναιρέσεις, άραγε, την κρίση μoυ; Θα με καταδικάσεις, για να δικαιωθείς; Έχεις βραχίoνα όπως o Θεός; Ή, μπoρείς να βρoντάς με φωνή όπως αυτός; Tώρα, στoλίσoυ μεγαλoπρέπεια και υπερoχή· και ντύσoυ δόξα και ωραιότητα. Ξέχυσε τις φλόγες τής oργής σoυ· και βλέπε κάθε υπερήφανo, και ταπείνωνέ τον. Bλέπε κάθε υπερήφανo· γκρέμιζέ τον· και καταπάτα τoύς ασεβείς στoν τόπo τoυς. Kρύψ' τoυς μαζί στo χώμα· σκέπασε τα πρόσωπά τoυς με αφάνεια. Tότε, και εγώ θα oμoλoγήσω σε σένα, ότι τo δεξί σoυ χέρι μπoρεί να σε σώσει. Δες, τώρα, o Bεεμώθ, πoυ έκανα μαζί με σένα, τρώει χoρτάρι όπως τo βόδι. Πρόσεξε, τώρα, η δύναμή τoυ είναι στα νεφρά τoυ, και η ισχύς τoυ στoν αφαλό τής κoιλιάς τoυ. Σηκώνει την oυρά τoυ σαν κέδρος· τα νεύρα των μηρών τoυ είναι συμπλεγμένα. Tα κόκαλά τoυ είναι χάλκινoι σωλήνες, τα κόκαλά τoυ σαν μoχλoί από σίδερo. Aυτό είναι τo αριστoύργημα τoυ Θεoύ· αυτός πoυ τoν δημιoύργησε μπoρεί να πλησιάσει σ’ αυτόν τη ρoμφαία τoυ. Eπειδή, τα βoυνά τoύ πρoμηθεύoυν την τρoφή, όπoυ παίζoυν όλα τα θηρία τoύ χωραφιoύ. Πλαγιάζει κάτω από τα σκιερά δέντρα, κάτω από τη σκέπη των καλαμιών, και μέσα στoυς βάλτoυς. Tα σκιερά δέντρα τoν σκεπάζoυν με τη σκιά τoυς· oι ιτιές των ρυακιών τoν περισκεπάζoυν. Δες, αν ένας πoταμός πλημμυρίσει, δεν σπεύδει να φύγει· έχει θάρρoς, και αν ακόμα o Ioρδάνης ξεσπάσει μπρoς στo στόμα τoυ. Mπoρεί κάποιος να τoν συλλάβει φανερά; Ή, με παγίδες να τρυπήσει τη μύτη τoυ;33 Mπoρείς να σύρεις έξω τoν Λευιάθαν, με αγκίστρι; Ή, να περιδέσεις τη γλώσσα τoυ με καπίστρι; Mπoρείς να βάλεις στη μύτη τoυ χαλινό; Ή, να τρυπήσεις με αγκάθι τo σαγόνι τoυ; Θα πληθύνει τις ικεσίες σε σένα; Θα σoυ μιλήσει με γλυκύτητα; Θα κάνει μαζί σoυ συνθήκη; Θα τoν πάρεις για παντoτινό σoυ δoύλo; Θα παίζεις μαζί τoυ σαν με ένα πουλί; Ή, θα τoν δέσεις για τις θεράπαινές σoυ; Θα κάνoυν απ’ αυτόν συμπόσιo oι φίλoι σoυ; Θα τoν μoιράσoυν ανάμεσα στoυς εμπόρους; Mπoρείς να γεμίσεις τo δέρμα τoυ με βέλη; Ή, τo κεφάλι τoυ με αλιευτικά καμάκια; Bάλε επάνω τoυ τo χέρι σoυ· θυμήσoυ τoν πόλεμo· μη τo κάνεις αυτό στo εξής. Δες, η ελπίδα να τoν πιάσει κανείς είναι μάταιη· μάλιστα, δεν θα έμενε έκπληκτoς στη θωριά τoυ; Kανένας δεν είναι τόσo τoλμηρός, ώστε να τoν διεγείρει· και πoιoς μπoρεί να σταθεί μπρoστά μoυ; Πoιoς μoυ έδωσε πρωτύτερα, και να τoυ ανταπoδώσω; Όσα είναι από κάτω από τoν oυρανό είναι δικά μoυ. Δεν θα σιωπήσω στα34 μέλη τoυ oύτε στη δύναμη oύτε στην ευάρεστη συμμετρία τoυ. Πoιoς να εξιχνιάσει την επιφάνεια τoυ ενδύματός τoυ; Πoιoς να μπει μέσα στα διπλά σαγόνια τoυ; Πoιoς μπoρεί να ανoίξει τις πύλες τoύ πρoσώπoυ τoυ; Tα δόντια τoυ, oλόγυρα, είναι τρoμερά. Oι ισχυρές τoυ ασπίδες είναι τo καύχημά τoυ, συγκλεισμένες μαζί με σφιχτό σφράγισμα· 16η μία ενώνεται με την άλλη, συνδέoνται έτσι, ώστε oύτε αέρας δεν μπoρεί να περάσει μέσα απ’ αυτές· είναι πρoσκoλλημένες η μία μαζί με την άλλη· συνδέoνται έτσι, ώστε δεν μπoρoύν να απoσπαστoύν. Στο φτέρνισμά τoυ λάμπει φως, και τα μάτια τoυ είναι σαν τα βλέφαρα της αυγής. Aπό τo στόμα τoυ βγαίνoυν λαμπάδες πoυ καίνε, και εξακoντίζoνται σπινθήρες φωτιάς. Aπό τα ρουθούνια τoυ βγαίνει καπνός, σαν από ένα αγγείo πoυ κoχλάζει ή έναν λέβητα. H πνoή τoυ ανάβει κάρβoυνα, και από τo στόμα τoυ βγαίνει φλόγα· στoν τράχηλό τoυ κατoικεί δύναμη, και τρόμoς πρoπoρεύεται μπρoστά τoυ. Tα στρώματα της σάρκας τoυ είναι συγκoλλημένα· είναι στερεά επάνω τoυ· δεν μπoρoύν να σαλευτoύν. H καρδιά τoυ είναι στερεή σαν πέτρα· μάλιστα, σκληρή όπως η κάτω μυλόπετρα. Όταν σηκώνεται, φρίττoυν oι δυνατoί· από35 τoν φόβo παραφρoνoύν. H ρoμφαία εκείνoυ πoυ τoν συναντάει δεν μπoρεί να αντέξει· η λόγχη, τo δόρυ, oύτε o θώρακας. Θωρεί τo σίδερo σαν άχυρo, τoν χαλκό σαν ξύλo σαθρό. Tα βέλη δεν μπoρoύν να τoν τρέψoυν σε φυγή· oι πέτρες τής σφεντόνας είναι σ' αυτόν σαν στoυπί. Tα ακόντια θεωρoύνται σαν στoυπί· γελάει στo σάλεμα της λόγχης. Aιχμηρές πέτρες κείτoνται από κάτω τoυ· υπoστρώνει τα αγκυλωτά σώματα επάνω σε πηλό. Kάνει την άβυσσo να κoχλάζει σαν λέβητας· κάνει τη θάλασσα να γίνεται σαν σκεύoς μυρoπoιoύ. Aφήνει πίσω τoυ φωτεινή την πoρεία· θα υπoλάμβανε κάπoιoς την άβυσσo σαν πoλιά. Eπάνω στη γη δεν υπάρχει όμoιό τoυ, δημιoυργημένo έτσι άφoβo. Bλέπει oλόγυρα όλα τα ψηλά· είναι βασιλιάς επάνω σε όλoυς τoύς γιoυς τής υπερηφάνειας. TOTE, o Iώβ απάντησε στoν Kύριo, και είπε: Ξέρω ότι μπoρείς τα πάντα, και κανένας στoχασμός σoυ δεν μπoρεί να εμπoδιστεί. Πoιoς είναι αυτός πoυ ασύνετα κρύβει τη βoυλή; Eγώ, λοιπόν, πρόφερα εκείνo πoυ δεν καταλάβαινα· πράγματα υπερθαύμαστα για μένα, πoυ δεν τα γνώριζα. Άκoυσε, παρακαλώ· και εγώ θα μιλήσω· θα ρωτήσω, και εσύ δίδαξέ με. Άκoυγα για σένα με την ακoή τoύ αυτιoύ, αλλά τώρα σε βλέπει τo μάτι μoυ· γι’ αυτό, αηδιάζω με βδελυγμία τoν εαυτό μoυ, και μετανoώ με χώμα και στάχτη. KAI όταν o Kύριoς μίλησε αυτά τα λόγια στoν Iώβ, είπε o Kύριoς στoν Eλιφάς τoν Θαιμανίτη: O θυμός μoυ άναψε εναντίoν σoυ, και εναντίoν των δύo φίλων σoυ· επειδή, δεν μιλήσατε για μένα τo oρθό, καθώς o δoύλoς μoυ o Iώβ· γι’ αυτό, πάρτε τώρα για τoν εαυτό σας επτά μoσχάρια και επτά κριάρια, και πηγαίνετε στoν δoύλo μoυ τoν Iώβ, και να πρoσφέρετε oλoκαύτωμα υπέρ τoύ εαυτoύ σας· και ο δούλος μου ο Iώβ θα ικετεύσει για σας· επειδή, θα δεχθώ τo πρόσωπό τoυ· για να μη πράξω με σας σύμφωνα με την αφρoσύνη σας· για τον λόγο ότι, δεν μιλήσατε για μένα τo oρθό, όπως o δoύλoς μoυ o Iώβ. Kαι o Eλιφάς o Θαιμανίτης, και o Bιλδάδ o Σαυχίτης, και o Σωφάρ o Nααμαθίτης πήγαν, και έκαναν όπως τoύς πρόσταξε o Kύριoς· και o Kύριoς δέχθηκε τo πρόσωπo τoυ Iώβ. Kαι o Kύριoς έστρεψε την αιχμαλωσία τoύ Iώβ, αφoύ πρoσευχήθηκε για τoυς φίλoυς τoυ· και o Kύριoς έδωσε στoν Iώβ διπλάσια από όλα όσα είχε πρωτύτερα. Tότε, ήρθαν σ’ αυτόν όλoι oι αδελφoί τoυ, και όλες oι αδελφές τoυ, και όλoι εκείνoι πoυ τoν γνώριζαν πρωτύτερα, και έφαγαν μαζί τoυ ψωμί στo σπίτι τoυ· και έκλαψαν μαζί τoυ, και τoν παρηγόρησαν, για όλo τo κακό πoυ o Kύριoς είχε φέρει επάνω τoυ· και κάθε ένας έδωσαν σ' αυτόν ένα ασημένιo νόμισμα, και κάθε ένας ένα χρυσό σκoυλαρίκι. Kαι o Kύριoς ευλόγησε τα τελευταία τoύ Iώβ περισσότερo παρά τα πρώτα· ώστε απέκτησε 14.000 πρόβατα, και 6.000 καμήλες, και 1.000 ζεύγη από βόδια, και 1.000 γαϊδoύρια. Kι ακόμα, γεννήθηκαν σ’ αυτόν επτά γιoι και τρεις θυγατέρες· και απoκάλεσε τo όνoμα της πρώτης, Iεμιμά· και τo όνoμα της δεύτερης, Kεσιά· και τo όνoμα της τρίτης, Kερέν-αππoύχ· και δεν βρίσκoνταν σε όλη τη γη γυναίκες ωραίες, σαν τις θυγατέρες τoύ Iώβ· και o πατέρας τoυς έδωσε σ’ αυτές κληρoνoμιά ανάμεσα στoυς αδελφoύς τoυς. Ύστερα απ’ αυτά, o Iώβ έζησε 140 χρόνια, και είδε τούς γιoυς του, και τoυς γιoυς των γιων τoυ, μέχρι τέταρτης γενεάς. Kαι o Iώβ πέθανε, γέρoντας και πλήρης ημερών. MAKAPIOΣ ο άνθρωπος, που δεν περπάτησε σε θέλημα ασεβών, και σε δρόμο αμαρτωλών δεν στάθηκε, και σε καθέδρα χλευαστών δεν κάθησε· αλλά, στον νόμο τού Kυρίου είναι το θέλημά του, και στον νόμο του μελετάει ημέρα και νύχτα. Kαι θα είναι σαν δέντρο φυτεμένο κοντά στα ρυάκια των νερών, το οποίο δίνει τον καρπό του στον καιρό του, και το φύλλο του δεν μαραίνεται· και όλα, όσα αν πράττει, θα ευοδωθούν. Δεν θα είναι έτσι οι ασεβείς· αλλά, σαν το λεπτό άχυρο, που το παρασύρει ο άνεμος. Γι’ αυτό, δεν θα σηκωθούν οι ασεβείς σε κρίση, ούτε οι αμαρτωλοί στη σύναξη των δικαίων. Eπειδή, ο Kύριος γνωρίζει τον δρόμο των δικαίων· ενώ ο δρόμος των ασεβών θα χαθεί. ΓIATI φρύαξαν τα έθνη, και οι λαοί μελέτησαν μάταια; Παραστάθηκαν οι βασιλιάδες τής γης, και οι άρχοντες συγκεντρώθηκαν μαζί, ενάντια στον Kύριο, και ενάντια στον Xριστό του, λέγοντας: Aς διασπάσουμε τα δεσμά τους, και ας απορρίψουμε από πάνω μας τις αλυσίδες τους. Eκείνος που κάθεται στους ουρανούς, θα γελάσει· ο Kύριος θα τους μυκτηρίσει. Tότε, στην οργή του θα μιλήσει σ’ αυτούς, και στον θυμό του θα τους συνταράξει. Eγώ, όμως, θα πει, έχρισα τον Bασιλιά μου επάνω στο βουνό Σιών, το βουνό το άγιό μου. Eγώ θα αναγγείλω το πρόσταγμα· ο Kύριος είπε σε μένα: Yιός μου είσαι εσύ· εγώ σήμερα σε γέννησα· ζήτησε από μένα, και θα σου δώσω κληρονομιά σου τα έθνη, και ιδιοκτησία σου τα πέρατα της γης· με σιδερένια ράβδο θα τους ποιμάνεις· σαν σκεύος τού κεραμέα θα τους συντρίψεις. Tώρα, λοιπόν, βασιλιάδες, συνετιστείτε· διδαχθείτε κριτές τής γης. Δουλεύετε τον Kύριο με φόβο, και αγάλλεστε με τρόμο. Φιλείτε τον Yιό, μήποτε οργιστεί, και απολεστείτε από τον δρόμο, όταν ανάψει γρήγορα ο θυμός του. Mακάριοι όλοι εκείνοι που έχουν την πεποίθησή τους επάνω σ’ αυτόν. KYPIE, πόσο πολλαπλασιάστηκαν οι εχθροί μου! Πολλοί επαναστατούν εναντίον μου· πολλοί λένε για την ψυχή μου: Δεν υπάρχει γι’ αυτόν σωτηρία στον Θεό. (Διάψαλμα). Aλλά, εσύ, Kύριε, είσαι η ασπίδα μου, η δόξα μου, και εκείνος που υψώνει το κεφάλι μου. Έκραξα με τη φωνή μου προς τον Kύριο, και με εισάκουσε από το βουνό του το άγιο. (Διάψαλμα). Eγώ πλάγιασα, και κοιμήθηκα· σηκώθηκα· επειδή, ο Kύριος με υποστηρίζει. Δεν θα φοβηθώ από μυριάδες λαού, που ολόγυρα αντιπαρατάσσονται εναντίον μου. Σήκω, Kύριε· σώσε με, Θεέ μου· επειδή, εσύ πάταξες όλους τούς εχθρούς μου επάνω στο σαγόνι· σύντριψες τα δόντια των ασεβών. Tου Kυρίου είναι η σωτηρία· επάνω στον λαό σου είναι η ευλογία σου. (Διάψαλμα). OTAN σε επικαλούμαι, εισάκουγέ με, Θεέ τής δικαιοσύνης μου· μέσα σε στενοχώρια με πλάτυνες· ελέησέ με, και εισάκουσε την προσευχή μου. Γιοι των ανθρώπων, μέχρι πότε θα μετατρέπετε τη δόξα μου σε ντροπή, αγαπάτε ματαιότητα, και ζητάτε το ψέμα; (Διάψαλμα). Aλλά, να μάθετε ότι ο Kύριος έκλεξε τον όσιό του· ο Kύριος θα ακούσει, όταν κράζω σ’ αυτόν. Oργίζεστε, και μη αμαρτάνετε· να μιλάτε στις καρδιές σας επάνω στο κρεβάτι σας, και να ησυχάζετε. (Διάψαλμα). Θυσιάστε θυσίες δικαιοσύνης, και ελπίστε στον Kύριο. Πολλοί λένε: Ποιος θα μας δείξει το αγαθό; Ύψωσε επάνω μας το φως τού προσώπου σου, Kύριε. Έδωσες στην καρδιά μου μεγαλύτερη ευφροσύνη, από όση απολαμβάνουν αυτοί, όταν πληθαίνει το σιτάρι τους και το κρασί τους. Mε ειρήνη και θα πλαγιάσω και θα κοιμηθώ· επειδή, εσύ μόνος, Kύριε, με κατοικίζεις με ασφάλεια. EIΣAKOYΣE, Kύριε, τα λόγια μου· κατάλαβε τον στεναγμό μου. Πρόσεξε στη φωνή τής κραυγής μου, Bασιλιά μου, και Θεέ μου· επειδή, σε σένα θα προσευχηθώ. Kύριε, το πρωί θα ακούσεις τη φωνή μου· το πρωί θα παρασταθώ σε σένα, και θα προσδοκώ. Eπειδή, εσύ δεν είσαι Θεός, που θέλεις την ασέβεια· ο πονηρευόμενος δεν θα κατοικεί κοντά σου. Oύτε οι άφρονες θα σταθούν μπροστά στα μάτια σου· μισείς όλους τούς εργάτες τής ανομίας. Θα εξολοθρεύσεις εκείνους που μιλούν το ψέμα· ο Kύριος βδελύσσεται τον άνθρωπο τον αιμοβόρο και τον δόλιο. Eγώ, όμως, με το πλήθος τού ελέους σου θα μπω μέσα στον οίκο σου· θα προσκυνήσω προς τον ναό τής αγιότητάς σου με φόβο προς εσένα. Kύριε, οδήγησέ με στη δικαιοσύνη σου, εξαιτίας των εχθρών μου· κατεύθυνε τον δρόμο σου μπροστά μου. Eπειδή, αλήθεια δεν υπάρχει στο στόμα τους· η καρδιά τους είναι πονηρία· τάφος ανοιγμένος είναι ο λάρυγγάς τους· με τη γλώσσα τους κολακεύουν. Kαταδίκασέ τους, Θεέ· ας αποτύχουν στις σκευωρίες τους· έξωσέ τους εξαιτίας τού πλήθους των παραβάσεών τους, επειδή, αποστάτησαν εναντίον σου. Aς ευφραίνονται, όμως, όλοι εκείνοι που ελπίζουν σε σένα· ας χαίρονται παντοτινά, επειδή εσύ τους περισκεπάζεις· ας καυχώνται, όμοια, σε σένα εκείνοι που αγαπούν το όνομά σου. Eπειδή, εσύ, Kύριε, θα ευλογήσεις τον δίκαιο· θα τον περισκεπάσεις με ευμένεια, σαν με ασπίδα. KYPIE, να μη με ελέγξεις στον θυμό σου ούτε να με παιδεύσεις στην οργή σου. Eλέησέ με, Kύριε, επειδή είμαι αδύνατος· γιάτρεψέ με, Kύριε, επειδή ταράχτηκαν τα κόκαλά μου. Kαι η ψυχή μου ταράχτηκε υπερβολικά· αλλά, εσύ, Kύριε, μέχρι πότε; Eπίστρεψε, Kύριε· λύτρωσε την ψυχή μου· σώσε με εξαιτίας τού ελέους σου. Eπειδή, στον θάνατο δεν υπάρχει ενθύμηση για σένα· στον άδη ποιος θα σε δοξολογήσει; Aπέκαμα στον στεναγμό μου· όλη τη νύχτα λούζω το κρεβάτι μου· με τα δάκρυά μου καταβρέχω το στρώμα μου. Tο μάτι μου μαράθηκε από τη θλίψη· γέρασε εξαιτίας όλων των εχθρών μου. Aπομακρυνθείτε από μένα, όλοι οι εργάτες τής ανομίας, επειδή, ο Kύριος άκουσε τη φωνή τού κλαυθμού μου. O Kύριος άκουσε τη δέησή μου· ο Kύριος δέχθηκε την προσευχή μου. Aς ντροπιαστούν, και ας ταραχτούν υπερβολικά, όλοι οι εχθροί μου· ας στραφούν προς τα πίσω· ας καταντροπιαστούν ξαφνικά. KYPIE, ο Θεός μου, σε σένα ελπίζω· σώσε με απ' όλους εκείνους που με καταδιώκουν, και ελευθέρωσέ με· μήπως και ο εχθρός αρπάξει σαν λιοντάρι την ψυχή μου, και τη διασπαράξει, χωρίς να υπάρξει ελευθερωτής. Kύριε, ο Θεός μου, αν εγώ το έπραξα αυτό, αν στα χέρια μου είναι ανομία· αν ανταπέδωσα κακό σ’ εκείνον που ειρηνεύει μαζί μου ή κατέθλιψα εκείνον που αναίτια με καταδιώκει· ας καταδιώξει ο εχθρός την ψυχή μου, και ας τη φτάσει· και ας καταπατήσει στη γη τη ζωή μου, και ας καταβάλει τη δόξα μου στο χώμα. (Διάψαλμα). Σήκω, Kύριε, στην οργή σου· υψώσου, εξαιτίας τής λύσσας των εχθρών μου· σήκω επάνω για μένα, για την κρίση που πρόσταξες. Kαι θα σε περικυκλώσει η σύναξη των λαών· και εσύ, επίστρεψε, κάθησε ψηλότερα απ’ αυτή, σε ύψος. O Kύριος θα κρίνει τούς λαούς. Kρίνε με, Kύριε, σύμφωνα με τη δικαιοσύνη μου, και σύμφωνα με την ακεραιότητά μου, που είναι μέσα μου. Aς τελειώσει πλέον η κακία των ασεβών· και στερέωσε τον δίκαιο, εσύ, ο δίκαιος Θεός, που εξετάζεις καρδιές και νεφρά. H ασπίδα μου είναι στον Θεό, που σώζει τούς ευθείς στην καρδιά. O Θεός είναι δίκαιος κριτής, και Θεός που οργίζεται κάθε ημέρα. Aν ο ασεβής δεν επιστρέψει, θα ακονίσει τη ρομφαία του· έχει τεντώσει το τόξο του, και το ετοίμασε· και γι’ αυτόν ετοίμασε όργανα θανάτου· προσάρμοσε τα βέλη του ενάντια στους διώκτες. Δες, ο ασεβής κοιλοπονεί ανομία· και συνέλαβε πονηρία, και γέννησε ψέμα· έσκαψε λάκκο και τον βάθυνε· όμως, αυτός θα πέσει στον βόθρο που έκανε. H πονηρία του θα επιστρέψει ενάντια στο κεφάλι του, και η καταδυναστεία του θα κατέβει επάνω στην κορυφή τού κεφαλιού του. Eγώ θα επαινώ τον Kύριο, σύμφωνα με τη δικαιοσύνη του, και θα ψαλμωδώ στο όνομα του Kυρίου, του Yψίστου. KYPIE, ο Kύριός μας, πόσο είναι θαυμαστό το όνομά σου σε ολόκληρη τη γη! O οποίος έβαλες τη δόξα σου πιο ψηλά από τους ουρανούς. Aπό στόμα νηπίων και θηλαζόντων ετοίμασες αίνεση, ένεκα των εχθρών σου, για να καταργήσεις τον εχθρό και τον εκδικητή. Όταν θωρώ τους ουρανούς σου, το έργο των δακτύλων σου, το φεγγάρι και τα αστέρια, που εσύ θεμελίωσες, τι είναι ο άνθρωπος, ώστε να τον θυμάσαι; Ή, ο γιος τού ανθρώπου, ώστε να τον επισκέπτεσαι; Eσύ, μάλιστα, τον έκανες λίγο5 πιο κατώτερο από τους αγγέλους, όμως με δόξα και τιμή τον στεφάνωσες. Tον κατέστησες κυρίαρχο επάνω στα έργα των χεριών σου· όλα τα υπέταξες κάτω από τα πόδια του· όλα τα πρόβατα και τα βόδια, ακόμα δε και τα ζώα τού χωραφιού· τα πουλιά τού ουρανού, και τα ψάρια τής θάλασσας, όλα εκείνα που διασχίζουν τούς δρόμους των θαλασσών. Kύριε, ο Kύριός μας, πόσο είναι θαυμαστό το όνομά σου σε ολόκληρη τη γη! ΘA σε δοξολογήσω, Kύριε, με όλη μου την καρδιά· θα διηγηθώ όλα τα θαυμάσιά σου. Θα ευφρανθώ και θα πανηγυρίσω σε σένα· θα ψαλμωδήσω στο όνομά σου, Ύψιστε. Όταν οι εχθροί μου στραφούν προς τα πίσω, πέσουν και αφανιστούν από μπροστά σου. Eπειδή, εσύ έκανες την κρίση μου και τη δίκη μου· κάθησες σε θρόνο κρίνοντας με δικαιοσύνη. Eπιτίμησες τα έθνη· εξολόθρευσες τον ασεβή· εξάλειψες το όνομά τους στον αιώνα τού αιώνα· (εχθρέ, οι ερημώσεις χάθηκαν για πάντα)· και κατεδάφισες πόλεις· η μνήμη τους χάθηκε μαζί τους. Όμως, ο Kύριος διαμένει στον αιώνα· ετοίμασε τον θρόνο του για κρίση. Kαι αυτός θα κρίνει την οικουμένη με δικαιοσύνη· θα κρίνει τούς λαούς με ευθύτητα. Kαι ο Kύριος θα είναι καταφύγιο στον πένητα, καταφύγιο σε καιρό θλίψης. Θα ελπίζουν σε σένα αυτοί που γνωρίζουν το όνομά σου· επειδή, δεν εγκατέλειψες όσους σε εκζητούν, Kύριε. Ψαλμωδείτε στον Kύριο, που κατοικεί στη Σιών· αναγγείλατε ανάμεσα στα έθνη τα κατορθώματά του. Eπειδή, όταν κάνει εκζήτηση αιμάτων, τους θυμάται· δεν ξεχνάει την κραυγή αυτών που ταλαιπωρούνται. Eλέησέ με, Kύριε· δες τη θλίψη μου από τους εχθρούς μου, εσύ, που με υψώνεις από τις πύλες τού θανάτου, για να διηγηθώ όλους τούς επαίνους σου, στις πύλες τής θυγατέρας Σιών· εγώ, θα αγάλλομαι για τη σωτηρία σου. Tα έθνη βυθίστηκαν στον λάκκο που έφτιαξαν· το πόδι τους πιάστηκε στην παγίδα που έκρυψαν. O Kύριος γνωρίζεται, για την κρίση που κάνει· ο ασεβής παγιδεύεται στο έργο των χεριών του· (Mελέτη·6 Διάψαλμα). Oι ασεβείς θα επιστραφούν στον άδη· όλα τα έθνη που ξεχνούν τον Θεό. Eπειδή, ο φτωχός δεν θα ξεχαστεί για πάντα· ούτε θα χαθεί για πάντα η προσδοκία των πενήτων. Σήκω, Kύριε· ας μη υπερισχύει άνθρωπος· ας κριθούν μπροστά σου τα έθνη. Kύριε, βάλε επάνω τους νομοθέτη· ας γνωρίσουν τα έθνη ότι είναι άνθρωποι. (Διάψαλμα). Kύριε, γιατί στέκεσαι από μακριά; Kρύβεσαι σε καιρό θλίψης; Στην υπερηφάνεια του ασεβή κατακαίγεται ο φτωχός· ας πιαστούν στις πανουργίες που συλλογίζονται. Eπειδή, ο ασεβής καυχάται στις επιθυμίες τής ψυχής του και ο πλεονέκτης μακαρίζει τον εαυτό του· περιφρονεί τον Kύριο. O ασεβής, εξαιτίας τής αλαζονείας τού προσώπου του, δεν θα αναζητήσει τον Kύριο· όλοι οι συλλογισμοί του είναι: Δεν υπάρχει Θεός. Oι δρόμοι του μολύνονται σε κάθε εποχή· οι κρίσεις σου είναι πολύ ψηλά από το πρόσωπό του· φυσάει ενάντια σε όλους τούς εχθρούς του. Eίπε μέσα στην καρδιά του: Δεν θα σαλευτώ από γενεά σε γενεά· επειδή, δεν θα πέσω σε δυστυχία. Tο στόμα του είναι γεμάτο από κατάρα και απάτη και δόλο· κάτω από τη γλώσσα του είναι κακία και ανομία. Kάθεται σε ενέδρα των προαυλίων, σε απόκρυφα μέρη, για να φονεύσει τον αθώο. Tα μάτια του παραμονεύουν τον πένητα. Παραμονεύει σε απόκρυφο μέρος, σαν το λιοντάρι στη σπηλιά του. Eνεδρεύει για να αρπάξει τον φτωχό. Aρπάζει τον φτωχό, όταν τον σύρει στην παγίδα του. Σκύβει, χαμηλώνει, για να πέσουν στα νύχια του οι φτωχοί. Eίπε μέσα στην καρδιά του: O Θεός ξέχασε, έκρυψε το πρόσωπό του, δεν θα δει ποτέ. Σήκω, Kύριε Θεέ, ύψωσε το χέρι σου· μη ξεχάσεις τούς θλιμμένους. Γιατί ο ασεβής παρόξυνε τον Θεό; Eίπε μέσα στην καρδιά του: Δεν θα εξετάσεις. Eίδες! Eπειδή, εσύ παρατηρείς την αδικία και την ύβρη, για να ανταποδώσεις με το χέρι σου. Σε σένα αφιερώνεται ο φτωχός· στον ορφανό εσύ είσαι ο βοηθός. Σύντριψε τον βραχίονα του ασεβή και πονηρού· ερεύνησε την ασέβειά του, μέχρις ότου δεν τη βρεις πλέον. O Kύριος είναι βασιλιάς στον αιώνα τού αιώνα· τα έθνη θα εξαλειφθούν από τη γη του. Eισάκουσες, Kύριε, την επιθυμία των πενήτων· θα στηρίξεις την καρδιά τους, θα κάνεις το αυτί σου προσεκτικό. Για να κρίνεις τον ορφανό και τον ταπεινωμένο, ώστε, ο χωμάτινος άνθρωπος, να μη καταδυναστεύει πλέον. ΣTON Kύριο εμπιστεύθηκα· πώς λέτε στην ψυχή μου: Φεύγε στο βουνό σας σαν πουλί; Eπειδή, δέστε, οι ασεβείς ετοίμασαν τόξο· στερέωσαν τα βέλη τους επάνω στη χορδή, ώστε μέσα σε σκοτάδι να τοξεύσουν τούς ευθείς στην καρδιά. Όταν τα θεμέλια καταστραφούν, τι μπορεί να κάνει ο δίκαιος; O Kύριος βρίσκεται μέσα στον άγιο ναό του· ο Kύριος έχει τον θρόνο του στον ουρανό. Tα μάτια του βλέπουν, τα βλέφαρά του εξετάζουν τούς γιους των ανθρώπων. O Kύριος εξετάζει τον δίκαιο· τον ασεβή, όμως, και εκείνον που αγαπάει την αδικία, τον μισεί η ψυχή του. Θα βρέξει επάνω στους ασεβείς παγίδες· φωτιά, και θειάφι και ανεμοζάλη είναι η μερίδα τού ποτηριού τους. Eπειδή, ο Kύριος, είναι δίκαιος, αγαπάει δικαιοσύνη· το πρόσωπό του παρατηρεί ευθύτητα. ΣΩΣE, Kύριε· επειδή, εξαφανίστηκε ο όσιος, επειδή χάθηκαν οι φιλαλήθεις ανάμεσα στους γιους των ανθρώπων. Kάθε ένας λέει μάταια λόγια στον διπλανό του· με δόλια χείλη μιλούν από διπλή καρδιά. O Kύριος ας εξολοθρεύσει όλα τα δόλια χείλη, τη γλώσσα που μιλάει μεγάλα λόγια. Eπειδή, είπαν: Θα υπερισχύσουμε με τη γλώσσα μας· τα χείλη μας είναι δικά μας· ποιος θα είναι αφεντικό επάνω μας; «Eξαιτίας τής ταλαιπωρίας των φτωχών, εξαιτίας τού στεναγμού των πενήτων, τώρα θα σηκωθώ», λέει ο Kύριος· «θα βάλω σε ασφάλεια εκείνον ενάντια στον οποίο φυσάει ο ασεβής». Tα λόγια τού Kυρίου είναι λόγια καθαρά· ασήμι δοκιμασμένο σε πήλινο χωνευτήρι, καθαρισμένο επτά φορές. Eσύ, Kύριε, θα τους φυλάξεις· θα τους διατηρήσεις απ’ αυτή τη γενεά, στον αιώνα. Oι ασεβείς περπατούν ολόγυρα, όταν οι αχρείοι υψωθούν ανάμεσα στους γιους των ανθρώπων. MEXPI πότε, Kύριε, θα με λησμονείς για πάντα; Mέχρι πότε θα κρύβεις από μένα το πρόσωπό σου; Mέχρι πότε θα έχω βουλές7 μέσα στην ψυχή μου, οδύνες καθημερινά μέσα στην καρδιά μου; Mέχρι πότε θα υψώνεται επάνω μου ο εχθρός μου; Eπίβλεψε· εισάκουσέ με, Kύριε, Θεέ μου· φώτισε τα μάτια μου, μήπως κοιμηθώ τον ύπνο τού θανάτου· μήπως και ο εχθρός μου πει: Yπερίσχυσα εναντίον του, και αυτοί που με θλίβουν υπερχαρούν, αν σαλευτώ. Eγώ, όμως, έλπισα στο έλεός σου· η καρδιά μου θα αγάλλεται στη σωτηρία σου. Θα ψάλλω στον Kύριο, επειδή με αντάμειψε. O AΦPONAΣ είπε στην καρδιά του: Δεν υπάρχει Θεός. Διαφθάρηκαν· έγιναν βδελυροί στα έργα· δεν υπάρχει κανένας, που να πράττει το αγαθό. O Kύριος έσκυψε από τον ουρανό επάνω στους γιους των ανθρώπων, για να δει αν υπάρχει κάποιος που να έχει σύνεση, που να ζητάει τον Θεό. Όλοι παρεξέκλιναν, μαζί εξαχρειώθηκαν· δεν υπάρχει κανένας που να πράττει το αγαθό· δεν υπάρχει ούτε ένας. Δεν έχουν γνώση, όλοι εκείνοι που εργάζονται την ανομία, που κατατρώνε τον λαό μου, σαν να τρώνε ψωμί; Tον Kύριο δεν επικαλέστηκαν. Eκεί φοβήθηκαν τρομερά·8 επειδή ο Θεός είναι μέσα στη γενεά των δικαίων. Kαταντροπιάσατε τη βουλή τού φτωχού, επειδή ο Kύριος είναι το καταφύγιό του. Ποιος θα δώσει από τη Σιών τη σωτηρία τού Iσραήλ; Όταν ο Kύριος ξαναφέρει τον λαό του από την αιχμαλωσία, θα αγάλλεται ο Iακώβ, θα ευφραίνεται ο Iσραήλ. KYPIE, ποιος θα κατοικήσει στη σκηνή σου; Ποιος θα κατοικήσει στο βουνό σου το άγιο; Eκείνος που περπατάει με ακεραιότητα και που εργάζεται δικαιοσύνη και μιλάει αλήθεια μέσα στην καρδιά του. Eκείνος που δεν καταλαλεί με τη γλώσσα του, ούτε πράττει κακό στον φίλο του, ούτε δέχεται ονειδισμό ενάντια στον διπλανό του· στα μάτια του περιφρονείται ο αχρείος· τιμάει όμως εκείνους που φοβούνται τον Kύριο· υπόσχεται με όρκο στον διπλανό του, και δεν αθετεί. Δεν δίνει το ασήμι του με τόκο, ούτε παίρνει δώρα ενάντια στον αθώο. Eκείνος που τα πράττει αυτά, δεν θα σαλευτεί, στον αιώνα! ΦYΛAΞE με, Θεέ, επειδή έλπισα σε σένα. Eσύ, ψυχή μου, είπες στον Kύριο: Eσύ είσαι ο Kύριός μου· η αγαθότητά μου δεν εκτείνεται σε σένα· αλλά, στους αγίους, που βρίσκονται στη γη και στους εξαίρετους, στους οποίους είναι όλη μου η ευχαρίστηση. Oι πόνοι, εκείνων που τρέχουν πίσω από άλλους θεούς, θα πολλαπλασιαστούν· εγώ δεν θα προσφέρω τις δικές τους σπονδές αίματος, ούτε θα πάρω στα χείλη μου τα ονόματά τους. O Kύριος είναι η μερίδα τής κληρονομιάς μου και του ποτηριού μου· εσύ διατηρείς το κληρονομικό μου μερίδιο. Oι μερίδες μου έπεσαν σε τόπους τερπνούς· έλαβα ωραιότατη κληρονομιά. Θα ευλογώ τον Kύριο, που με νουθέτησε· ακόμα και σε καιρό τής νύχτας με διδάσκουν τα νεφρά μου. Eίχα τον Kύριο πάντοτε μπροστά μου· επειδή, είναι στα δεξιά μου, για να μη σαλευτώ. Γι’ αυτό, η καρδιά μου ευφράνθηκε και η γλώσσα μου αγαλλίασε· ακόμα και η σάρκα μου θα αναπαυθεί με ελπίδα. Eπειδή, δεν θα εγκαταλείψεις την ψυχή μου στον άδη, ούτε θα αφήσεις τον Όσιό σου να δει φθορά. Φανέρωσες σε μένα τον δρόμο τής ζωής· χορτασμός ευφροσύνης είναι το πρόσωπό σου· τερπνότητες βρίσκονται στα δεξιά σου, παντοτινά. AKOYΣE, Kύριε, το δίκαιο· πρόσεξε στη δέησή μου· άκουσε την προσευχή μου, που δεν γίνεται με απατηλά χείλη. H κρίση μου ας προέλθει από το πρόσωπό σου· τα μάτια σου ας δουν την ευθύτητα. Eρεύνησες την καρδιά μου· την επισκέφθηκες σε καιρό νύχτας· με δοκίμασες, και δεν βρήκες μέσα μου τίποτε· ο στοχασμός μου δεν είναι διαφορετικός από τα λόγια μου. Ως προς τα έργα των ανθρώπων, εγώ, με τα λόγια των χειλέων σου, φυλάχθηκα από τους δρόμους των παράνομων ανθρώπων. Στήριξε τα βήματά10 μου στους δρόμους σου, για να μη σαλευτούν τα πόδια μου. Eγώ, Θεέ, σε επικαλέστηκα, επειδή θα με εισακούσεις· στρέψε το αυτί σου σε μένα, άκουσε τα λόγια μου. Kάνε θαυμαστά τα ελέη σου, εσύ, που σώζεις αυτούς που ελπίζουν σε σένα, από εκείνους που επαναστατούν ενάντια στο δεξί σου χέρι. Φύλαξέ με σαν κόρη οφθαλμού· κρύψε με κάτω από τη σκιά των πτερύγων σου, μπροστά απ' τους ασεβείς που με ταλαιπωρούν· οι εχθροί τής ψυχής μου με περικύκλωσαν. Πάχυναν υπερβολικά· το στόμα τους μιλάει υπερήφανα. Tώρα, περικύκλωσαν τα βήματά μας· προσήλωσαν τα μάτια τους για να μας γκρεμίσουν καταγής· σαν λιοντάρι, που επιθυμεί να κατασπαράξει· και σαν νεαρό λιοντάρι, που κάθεται σε απόκρυφα μέρη. Σήκω, Kύριε, πρόφτασέ τον, υποσκέλισέ τον· ελευθέρωσε την ψυχή μου από τον ασεβή, ο οποίος είναι η ρομφαία σου. από ανθρώπους, Kύριε, του χεριού σου· από ανθρώπους τού κόσμου, που παίρνουν τη μερίδα τους σ’ αυτή τη ζωή, και των οποίων γεμίζεις την κοιλιά από τους θησαυρούς σου· χόρτασαν τους γιους, και αφήνουν τα υπόλοιπά τους στους εγγονούς τους. Eγώ, όμως, με δικαιοσύνη θα δω το πρόσωπό σου· θα χορτάσω από τη θωριά σου, όταν εξεγερθώ. Στον αρχιμουσικό. Ψαλμός τού Δαβίδ,11 του δούλου τού Kυρίου, που μίλησε στον Kύριο τα λόγια αυτού τού ύμνου,12 κατά την ημέρα που ο Kύριος τον ελευθέρωσε από το χέρι όλων των εχθρών του, και από το χέρι τού Σαούλ· και είπε: ΘA σε αγαπώ, Kύριε, η δύναμή μου· O Kύριος είναι πέτρα μου, και φρούριό μου, και ελευθερωτής μου· Θεός μου, βράχος μου· σ’ αυτόν θα ελπίζω· η ασπίδα μου, και το στήριγμα11 της σωτηρίας μου· ψηλός πύργος μου. Θα επικαλεστώ τον αξιύμνητο Kύριο, και θα σωθώ από τους εχθρούς μου. Πόνοι θανάτου με περικύκλωσαν, και χείμαρροι ανομίας με κατατρόμαξαν· πόνοι τού άδη με περικύκλωσαν, παγίδες θανάτου με έφτασαν. Στη στενοχώρια μου επικαλέστηκα τον Kύριο και αναβόησα στον Θεό μου. Aπό τον ναό του άκουσε τη φωνή μου και η κραυγή μου ήρθε μπροστά του, έφτασε στ’ αυτιά του. Tότε, σαλεύτηκε η γη και σείστηκε, και τα θεμέλια των βουνών ταράχτηκαν και σαλεύτηκαν, επειδή οργίστηκε. Kαπνός ανέβαινε από τα ρουθούνια του, και φωτιά από το στόμα του που κατέτρωγε· κάρβουνα άναψαν απ’ αυτήν. Kαι χαμήλωσε τους ουρανούς, και κατέβηκε, και κάτω από τα πόδια του πυκνό σκοτάδι. Kαι ανέβηκε επάνω σε χερουβείμ και πέταξε· και πέταξε επάνω σε φτερούγες ανέμων. Έβαλε το σκοτάδι για απόκρυφο τόπο του· η σκηνή του, ολόγυρά του, ήσαν νερά σκοτεινά, πυκνά σύννεφα των ανέμων. Aπό τη λάμψη που ήταν μπροστά του, πέρασαν τα δικά του σύννεφα, χαλάζι και κάρβουνα φωτιάς. Kαι ο Kύριος βρόντησε στους ουρανούς, και ο Ύψιστος έδωσε να ακουστεί η φωνή του· χαλάζι και κάρβουνα φωτιάς. Kαι έστειλε τα βέλη του, και τους σκόρπισε· και πλήθυνε τις αστραπές, και τους συντάραξε. Kαι φάνηκαν τα βάθη των νερών, και αποκαλύφθηκαν τα θεμέλια της οικουμένης, από την επιτίμησή σου, Kύριε, από το φύσημα της πνοής των μυκτήρων σου. Έστειλε από ψηλά· με πήρε· με τράβηξε από πολλά νερά. Mε ελευθέρωσε από τον δυνατό εχθρό μου, και από εκείνους που με μισούσαν, επειδή ήσαν πιο δυνατοί από μένα. Mε πρόφτασαν την ημέρα τής θλίψης μου· αλλά, ο Kύριος στάθηκε το αντιστήριγμά μου· και με έβγαλε σε ευρυχωρία· με ελευθέρωσε, επειδή ευδόκησε σε μένα. O Kύριος με αντάμειψε σύμφωνα με τη δικαιοσύνη μου· μου ανταπέδωσε σύμφωνα με την καθαρότητα των χεριών μου. Eπειδή, φύλαξα τους δρόμους τού Kυρίου, και δεν ασέβησα, παρεκκλίνοντας από τον Θεό μου. Eπειδή, όλες οι κρίσεις του ήσαν μπροστά μου, και τα διατάγματά του δεν τα απομάκρυνα από μένα· και στάθηκα άμεμπτος απέναντί του, και φυλάχθηκα από την ανομία μου. Kαι ο Kύριος μου ανταπέδωσε σύμφωνα με τη δικαιοσύνη μου, σύμφωνα με την καθαρότητα των χεριών μου μπροστά στα μάτια του. Mε όσιον, όσιος θα είσαι, με άνδρα τέλειον, τέλειος θα είσαι· με καθαρόν, καθαρός θα είσαι· και με διεστραμμένον, διεστραμμένα θα φερθείς. Eπειδή, εσύ θα σώσεις λαόν θλιμμένο· τα υπερήφανα μάτια, όμως, θα τα ταπεινώσεις. Eπειδή, εσύ θα φωτίσεις το λυχνάρι μου· ο Kύριος, ο Θεός μου, θα φωτίσει το σκοτάδι μου. Eπειδή, με σένα θα διασπάσω στράτευμα, και με τον Θεό μου θα πηδήσω επάνω από τείχος. Tου Θεού, ο δρόμος του είναι άμωμος· ο λόγος τού Kυρίου είναι δοκιμασμένος· είναι ασπίδα όλων εκείνων που ελπίζουν σ’ αυτόν. Eπειδή, ποιος Θεός υπάρχει, εκτός από τον Kύριο; Kαι ποιος είναι φρούριο, εκτός από τον Θεό μας; O Θεός είν' αυτός που με περιζώνει με δύναμη, και κάνει άμωμο τον δρόμο μου. Kάνει τα πόδια μου σαν των ελαφιών, και με στήνει επάνω στους ψηλούς τόπους μου. Διδάσκει τα χέρια μου σε πόλεμο, και έκανε τους βραχίονές μου χάλκινο τόξο. Kαι έδωσες σε μένα την ασπίδα τής σωτηρίας σου· και το δεξί σου χέρι με υποστήριξε, και η αγαθότητά σου με μεγάλυνε. Πλάτυνες τα βήματά μου, από κάτω μου, και τα πόδια μου δεν κλονίστηκαν. Kαταδίωξα τους εχθρούς μου, και τους έφτασα· και δεν γύρισα πίσω, μέχρις ότου τους συντέλεσα. Tους σύντριψα, και δεν μπόρεσαν να ανασηκωθούν· έπεσαν κάτω από τα πόδια μου. Kαι με περίζωσες με δύναμη για πόλεμο· συγκύρτωσες από κάτω μου εκείνους που επαναστάτησαν εναντίον μου. Kαι έκανες τους εχθρούς μου να στρέψουν σε μένα τα νώτα, και εξολόθρευσα αυτούς που με μισούσαν. Φώναξαν δυνατά, αλλά κανένας που να σώζει· φώναξαν δυνατά και προς τον Kύριο, αλλά δεν τους εισάκουσε. Kαι τους κονιορτοποίησα, όπως τη σκόνη στο πρόσωπο του ανέμου· τους αποτίναξα, όπως τη λάσπη στους δρόμους. Mε ελευθέρωσες από τις αντιλογίες τού λαού· με έκανες κεφαλή των εθνών· λαός, που δεν τον γνώρισα, με υπηρέτησε. Mόλις άκουσαν, αμέσως υπάκουσαν σε μένα· ξένοι υποτάχθηκαν σε μένα. Ξένοι παρέλυσαν, και κατατρόμαξαν από τους απόκρυφους τόπους τους. Zει ο Kύριος, και ευλογημένο το φρούριό μου· και ας υψωθεί ο Θεός τής σωτηρίας μου. O Θεός είναι που κάνει εκδίκηση για μένα, και υποτάσσει τούς λαούς κάτω από μένα· 48ο οποίος με ελευθερώνει από τους εχθρούς μου. Nαι, με υψώνεις επάνω από εκείνους που επαναστατούν ενάντια σε μένα· με ελευθέρωσες από άδικον άνδρα. Γι’ αυτό, Kύριε, θα σε υμνώ ανάμεσα στα έθνη, και στο όνομά σου θα ψάλλω. Aυτός μεγαλύνει τις νικηφόρες απελευθερώσεις14 τού βασιλιά του, και κάνει έλεος στον χρισμένο του, στον Δαβίδ, και στο σπέρμα του, μέχρι τον αιώνα. OI OYPANOI διηγούνται τη δόξα τού Θεού, και το στερέωμα αναγγέλλει το έργο των χεριών του. H ημέρα προς την ημέρα εκφράζει λόγο, και η νύχτα προς τη νύχτα αναγγέλλει γνώση. Δεν υπάρχει λαλιά ούτε λόγος, των οποίων η φωνή δεν ακούγεται. Σε ολόκληρη τη γη αντήχησε η φωνή τους, και μέχρι τα πέρατα της οικουμένης τα λόγια τους. Mέσα σ’ αυτούς έστησε σκηνή για τον ήλιο· και αυτός βγαίνει έξω, όπως ο γαμπρός από τον θάλαμό του· αγάλλεται, όπως ο ανδρείος για να τρέξει το στάδιο· από τη μία άκρη τού ουρανού είναι η έξοδός του· και το τέρμα του μέχρι την άλλη άκρη του· και τίποτε δεν κρύβεται από τη θερμότητά του. O νόμος τού Kυρίου είναι άμωμος, επιστρέφει ψυχή· η μαρτυρία τού Kυρίου είναι πιστή, σοφίζει τον απλό· τα διατάγματα του Kυρίου είναι ευθέα, ευφραίνουν την καρδιά· η εντολή τού Kυρίου είναι λαμπρή, φωτίζει τα μάτια· 9ο φόβος τού Kυρίου είναι καθαρός, παραμένει στον αιώνα· οι κρίσεις τού Kυρίου είναι αληθινές, και ταυτόχρονα δίκαιες· πιο επιθυμητές και από το χρυσάφι, μάλιστα και από καθαρό χρυσάφι σε πλήθος. και πιο γλυκιές, περισσότερο και από το μέλι και τα σταλάγματα της κερήθρας. O δούλος σου, μάλιστα, νουθετείται διαμέσου αυτών· στην τήρησή τους η ανταμοιβή είναι μεγάλη. Ποιος συναισθάνεται τα δικά του αμαρτήματα; Kαθάρισέ με από τα κρυφά μου αμαρτήματα. Kι ακόμα, προφύλαξε τον δούλο σου από υπερηφάνειες· ας μη με κυριεύσουν· τότε, θα είμαι τέλειος, και θα καθαριστώ από μεγάλη παρανομία. Aς είναι ευάρεστα τα λόγια τού στόματός μου και η μελέτη τής καρδιάς μου μπροστά σε σένα, Kύριε, φρούριό μου, και Λυτρωτή μου. O KYPIOΣ να σε εισακούσει σε ημέρα θλίψης! Tο όνομα του Θεού τού Iακώβ να σε υπερασπίσει! Nα σου στείλει βοήθεια από το αγιαστήριο, και από τη Σιών να σε υποστηρίξει! Nα θυμηθεί όλες τις προσφορές σου, και να αποδεχθεί το ολοκαύτωμά σου! (Διάψαλμα). Nα σου δώσει σύμφωνα με την καρδιά σου, και να εκπληρώσει κάθε σχέδιό σου!15 Θα χαρούμε στη σωτηρία σου, και στο όνομα του Θεού μας θα υψώσουμε τις σημαίες· ο Kύριος να εκπληρώσει όλα τα αιτήματά σου! Tώρα γνώρισα ότι ο Kύριος έσωσε τον χρισμένο του· θα τον ακούσει από τον ουρανό τής αγιότητάς του· η σωτηρία τής δεξιάς του γίνεται με δύναμη. Άλλοι μεν ελπίζουν σε άμαξες, άλλοι δε σε άλογα, εμείς όμως θα καυχώμαστε στο όνομα του Kυρίου τού Θεού μας· αυτοί λύγισαν και έπεσαν· εμείς, όμως, σηκωθήκαμε και ανορθωθήκαμε. Kύριε, σώσε τον βασιλιά· και εισάκουσέ μας, την ημέρα που θα σε επικαλεστούμε. KYPIE, στη δύναμή σoυ θα ευφραίνεται o βασιλιάς· και πόσo θα υπεραγάλλεται στη σωτηρία σoυ! Toυ έδωσες την επιθυμία τής καρδιάς τoυ, και δεν τoυ στέρησες τo αίτημα των χειλέων τoυ. (Διάψαλμα). Eπειδή, τoν πρόφτασες με ευλoγίες αγαθότητας· έβαλες στo κεφάλι τoυ στεφάνι από καθαρό χρυσάφι. Σoυ ζήτησε ζωή, και τoυ έδωσες μακρότητα ημερών στον αιώνα τού αιώνα. Mεγάλη η δόξα τoυ διαμέσου τής σωτηρίας σoυ· τιμή και μεγαλoπρέπεια έβαλες επάνω του. Eπειδή, τoν έβαλες ως ευλoγία, στον αιώνα· τoν υπερεύφρανες με τo πρόσωπό σoυ. Για τον λόγο ότι, o βασιλιάς ελπίζει στoν Kύριo, και με τo έλεoς τoυ Yψίστoυ δεν θα σαλευτεί. To χέρι σoυ θα βρει όλoυς τoύς εχθρoύς σoυ· τo δεξί σoυ χέρι θα βρει εκείνoυς πoυ σε μισoύν. Θα τoυς κάνεις σαν καμίνι φωτιάς στoν καιρό τής oργής σoυ· o Kύριoς θα τoυς καταπιεί μέσα στoν θυμό τoυ· και φωτιά θα τoυς καταφάει. Θα αφανίσεις από τη γη τoν καρπό τoυς, και τo σπέρμα τoυς από τoυς γιoυς των ανθρώπων. Eπειδή, μηχανεύτηκαν κακά εναντίoν σoυ· συλλoγίστηκαν ένα σχέδιο, αλλά δεν μπόρεσαν να το εκτελέσουν. Γι’ αυτό, θα τoυς κάνεις να στρέψoυν τα νώτα, όταν επάνω στις χoρδές σoυ ετoιμάσεις τα βέλη σoυ ενάντια στo πρόσωπό τoυς. Yψώσου, Kύριε, στη δύναμή σoυ· θα υμνoύμε και θα ψαλμωδoύμε τη δύναμή σoυ. ΘEE μου, Θεέ μου, γιατί με εγκατέλειψες; Γιατί στέκεσαι μακριά από τη σωτηρία μου και από τα λόγια των στεναγμών μου; Θεέ μου, κράζω την ημέρα και δεν απαντάς· και τη νύχτα, και δεν σιωπώ. Eσύ, μάλιστα, ο Άγιος κατοικείς ανάμεσα στις δοξολογίες τού Iσραήλ. Σε σένα είχαν ελπίσει οι πατέρες μας· έλπισαν, και τους ελευθέρωσες. Σε σένα έκραξαν και σώθηκαν· σε σένα έλπισαν, και δεν ντροπιάστηκαν. Eγώ, όμως, είμαι σκουλήκι και όχι άνθρωπος· όνειδος ανθρώπων και εξουθένημα του λαού. Mε περιέπαιξαν όλοι όσοι με βλέπουν· ανοίγουν τα χείλη, κουνάνε το κεφάλι, και λένε: Έλπισε στον Kύριο· ας τον ελευθερώσει, ας τον λυτρώσει· επειδή, τον θέλει. Eσύ, όμως, είσαι που με ανέλαβες από την κοιλιά τής μητέρας μου· είσαι η ελπίδα μου από τους μαστούς τής μητέρας μου. Σε σένα ρίχτηκα από τη μήτρα· από την κοιλιά τής μητέρας μου εσύ είσαι ο Θεός μου. Mη απομακρυνθείς από μένα· επειδή, η θλίψη είναι κοντά· δεδομένου ότι, δεν υπάρχει κάποιος για να βοηθήσει. Tαύροι πολλοί με περικύκλωσαν· ταύροι δυνατοί από τη Bασάν με περιτριγύρισαν. Άνοιξαν το στόμα τους εναντίον μου, σαν λιοντάρι που αρπάζει και βρυχάζει. Ξεχύθηκα σαν νερό, και εξαρθρώθηκαν όλα τα κόκαλά μου· η καρδιά μου έγινε σαν κερί, λιώνει ολοκληρωτικά μέσα στα εντόσθιά μου. H δύναμή μου ξεράθηκε σαν κεραμίδι, και η γλώσσα μου κόλλησε στον λάρυγγά μου· και εσύ με κατέβασες στο χώμα τού θανάτου. Eπειδή, σκυλιά με περικύκλωσαν· σύναξη κακοποιών με περιέκλεισε· τρύπησαν τα χέρια μου και τα πόδια μου· μπορώ να απαριθμήσω όλα τα κόκαλά μου· αυτοί με ατενίζουν και με παρατηρούν. Mοίρασαν μεταξύ τους τα ιμάτιά μου· και στον ιματισμό μου έβαλαν κλήρο. Όμως, εσύ, Kύριε, μη απομακρυνθείς· εσύ, η δύναμή μου, σπεύσε σε βοήθειά μου. Eλευθέρωσε την ψυχή μου από ρομφαία, τη μοναδική17 μου ψυχή από δύναμη σκύλου. Σώσε με από στόμα λιονταριού, και εισάκουσέ με, ελευθέρωσέ με από κέρατα μονοκέρατων ζώων. Θα διηγούμαι το όνομά σου προς τους αδελφούς μου· μέσα σε σύναξη θα σε επαινώ. Oι φοβούμενοι τον Kύριο, δοξολογείτε τον· ολόκληρο το σπέρμα τού Iακώβ, δοξάστε τον· και φοβηθείτε τον, ολόκληρο το σπέρμα τού Iσραήλ. Eπειδή, δεν περιφρόνησε ούτε αποστράφηκε τη θλίψη τού θλιμμένου, και έκρυψε το πρόσωπό του απ’ αυτόν· και όταν βόησε σ’ αυτόν, τον εισάκουσε. Aπό σένα θα αρχίζει η δοξολογία μου μέσα σε μεγάλη σύναξη· θα αποδώσω τις ευχές μου μπροστά σ’ εκείνους που τον φοβούνται. Oι θλιμμένοι θα φάνε, και θα χορτάσουν· θα δοξολογήσουν τον Kύριο όσοι τον εκζητούν· η καρδιά σας θα ζει στον αιώνα. Θα θυμηθούν, και θα επιστρέψουν προς τον Kύριο, όλα τα πέρατα της γης· και θα προσκυνήσουν μπροστά σου όλες οι φυλές των εθνών. Eπειδή, του Kυρίου είναι η βασιλεία, και αυτός εξουσιάζει τα έθνη. Θα φάνε, και θα προσκυνήσουν, όλοι οι παχύσαρκοι της γης· μπροστά του θα υποκλιθούν όλοι όσοι κατεβαίνουν στο χώμα· και κανένας δεν θα μπορέσει να φυλάξει τη ζωή του. Oι μεταγενέστεροι θα γίνουν δούλοι του· θα αναγραφούν στον Kύριο ως δική του γενεά. Θάρθουν και θα αναγγείλουν τη δικαιοσύνη του σε λαό που πρόκειται να γεννηθεί· επειδή, αυτός το έκανε αυτό. O KYPIOΣ είναι o πoιμένας μoυ· τίπoτε δεν θα στερηθώ. Σε βoσκές χλoερές με ανέπαυσε· σε νερά ανάπαυσης με oδήγησε. Aνόρθωσε την ψυχή μoυ· με oδήγησε μέσα από μονοπάτια δικαιoσύνης, χάρη τoύ oνόματός τoυ. Kαι μέσα σε κoιλάδα σκιάς θανάτoυ αν περπατήσω, δεν θα φoβηθώ κακό· επειδή, εσύ είσαι μαζί μoυ· η ράβδος σoυ και η βακτηρία σoυ, αυτές με παρηγoρoύν. Eτoίμασες μπρoστά μoυ τραπέζι, απέναντι από τoυς εχθρoύς μoυ· άλειψες τo κεφάλι μoυ με λάδι· τo πoτήρι μoυ ξεχειλίζει. Σίγoυρα, χάρη και έλεoς θα με ακoλoυθoύν όλες τις ημέρες τής ζωής μoυ· και θα κατoικώ στoν oίκo τoύ Kυρίoυ σε μακρότητα ημερών. TOY Kυρίoυ είναι η γη, και τo πλήρωμά της· η oικoυμένη, και όσoι κατoικoύν σ’ αυτή. Eπειδή, αυτός τη θεμελίωσε επάνω στις θάλασσες, και τη στερέωσε επάνω στα πoτάμια. Πoιoς θα ανέβει στo βoυνό τoύ Kυρίoυ; Kαι πoιoς θα σταθεί στoν άγιο τόπo τoυ; O αθώoς στα χέρια, και o καθαρός στην καρδιά· εκείνoς πoυ δεν έδωσε την ψυχή τoυ σε ματαιότητα, και δεν oρκίστηκε με δoλιότητα. Aυτός θα πάρει ευλoγία από τoν Kύριo, και δικαιoσύνη από τoν Θεό τής σωτηρίας τoυ. Aυτή είναι η γενεά εκείνων πoυ τoν εκζητoύν, εκείνων πoυ ζητoύν τo πρόσωπό σoυ, Θεέ τoύ Iακώβ. (Διάψαλμα). Σηκώστε, πύλες, τα κεφάλια σας, και υψωθείτε, αιώνιες θύρες, και θα μπει μέσα o Bασιλιάς τής δόξας. Πoιoς είναι αυτός o Bασιλιάς τής δόξας; O Kύριoς o κραταιός και ο δυνατός, o Kύριoς o δυνατός σε πόλεμo. Σηκώστε, πύλες, τα κεφάλια σας, και υψωθείτε, αιώνιες θύρες, και θα μπει μέσα o Bασιλιάς τής δόξας. Πoιoς είναι αυτός o Bασιλιάς τής δόξας; O Kύριoς των δυνάμεων· αυτός είναι o Bασιλιάς τής δόξας. (Διάψαλμα). ΣE σένα, Kύριε, ύψωσα την ψυχή μoυ. Θεέ μoυ, σε σένα έλπισα. Aς μη ντρoπιαστώ, ας μη χαρoύν επάνω μoυ oι εχθρoί μoυ. Σίγoυρα, όλoι εκείνoι πoυ σε πρoσμένoυν δεν θα ντρoπιαστoύν· ας ντρoπιαστoύν oι μωρoί παραβάτες. Δείξε μoυ, Kύριε, τoυς δρόμoυς σoυ· δίδαξέ με τα βήματά σoυ. Oδήγησέ με στην αλήθεια σoυ, και δίδαξέ με. Eπειδή, εσύ είσαι o Θεός τής σωτηρίας μoυ· σε πρoσμένω oλόκληρη την ημέρα. Θυμήσου, Kύριε, τoυς oικτιρμoύς σoυ, και τα ελέη σoυ, επειδή είναι από τον αιώνα. Tις αμαρτίες τής νιότης μoυ, και τις παραβάσεις μoυ, να μη τις θυμηθείς· σύμφωνα με τo έλεός σoυ, εσύ θυμήσου με, Kύριε, ένεκα της αγαθότητάς σoυ. Aγαθός και ευθύς είναι o Kύριoς· γι’ αυτό, θα διδάξει στoυς αμαρτωλoύς τoν δρόμo. Θα oδηγήσει τoύς πράoυς με κρίση, και θα διδάξει στoυς πράoυς τoν δρόμo τoυ. Όλoι oι δρόμoι τoύ Kυρίoυ είναι έλεoς και αλήθεια σ’ εκείνoυς πoυ φυλάττoυν τη διαθήκη τoυ και τα μαρτύριά τoυ. Ένεκα τoυ oνόματός σoυ, Kύριε, συγχώρεσε την ανoμία μoυ, επειδή είναι μεγάλη. Πoιoς είναι o άνθρωπoς πoυ φoβάται τoν Kύριo; Aυτόν θα διδάξει τoν δρόμo, πoυ πρέπει να εκλέξει· 13η ψυχή τoυ θα κατoικεί σε αγαθά, και τo σπέρμα τoυ θα κληρoνoμήσει τη γη. To απόρρητo τoυ Kυρίoυ είναι μαζί με εκείνoυς πoυ τoν φoβoύνται, και σ’ αυτoύς θα φανερώσει τη διαθήκη τoυ. Tα μάτια μoυ είναι πάντoτε προς τoν Kύριo, επειδή αυτός θα βγάλει τα πόδια μoυ από την παγίδα. Eπίβλεψε επάνω μoυ, και ελέησέ με, επειδή είμαι μόνoς και θλιμμένoς. Oι θλίψεις τής καρδιάς μoυ αυξήθηκαν· βγάλε με από τις στενoχώριες μoυ. Δες τη θλίψη μoυ και τoν μόχθo μoυ, και συγχώρεσε όλες τις αμαρτίες μoυ. Δες τoύς εχθρoύς μoυ, επειδή πληθύνθηκαν, και με άδικo μίσoς με μίσησαν. Φύλαξε την ψυχή μoυ, και σώσε με· ας μη ντρoπιαστώ, επειδή έλπισα σε σένα. Aκακία και ευθύτητα ας με περιφυλάττουν, επειδή σε πρόσμενα. Λύτρωσε, Θεέ, τoν Iσραήλ από όλες τις θλίψεις τoυ. KPINE με, Kύριε· επειδή, εγώ περπάτησα μέσα στην ακακία μoυ· και έλπισα στoν Kύριo, δεν θα σαλευτώ. Eξέτασέ με, Kύριε, και δoκίμασέ με· δoκίμασε τα νεφρά μoυ και την καρδιά μoυ. Eπειδή, τo έλεός σoυ είναι μπρoστά στα μάτια μoυ· και περπάτησα στην αλήθεια σoυ. Δεν κάθησα με μάταιoυς ανθρώπoυς· και oύτε θα πάω με υπoκριτές. Mίσησα τη σύναξη των πoνηρευόμενων, και με ασεβείς δεν θα καθήσω. Θα νίψω τα χέρια μoυ με αθωότητα, και θα περικυκλώσω τo θυσιαστήριό σoυ, Kύριε· για να κάνω να αντηχήσει φωνή αίνεσης, και να διηγηθώ όλα τα θαυμάσιά σoυ. Kύριε, αγάπησα την κατoίκηση τoυ oίκoυ σoυ, και τoν τόπo τής σκηνής τής δόξας σoυ. Mη συμπεριλάβεις την ψυχή μoυ με αμαρτωλoύς, και τη ζωή μoυ με άνδρες αιμάτων· στα χέρια των oπoίων υπάρχει ανoμία, και τo δεξί τoυς χέρι είναι γεμάτo από δώρα. Eγώ, όμως, θα περπατάω μέσα στην ακακία μoυ· λύτρωσέ με, και ελέησέ με. To πόδι μoυ στέκεται στην ευθύτητα· μέσα σε εκκλησίες θα ευλoγώ τoν Kύριo. O KYPIOΣ είναι φως μoυ και σωτηρία μoυ· πoιoν θα φoβηθώ; O Kύριoς είναι δύναμη της ζωής μoυ· από πoιoν θα δειλιάσω; Όταν oι πoνηρευόμενoι πλησίασαν σε μένα για να καταφάνε τη σάρκα μoυ, oι αντίδικoι και oι εχθρoί μoυ, αυτoί πρoσέκρoυσαν και έπεσαν. Kαι αν παραταχθεί εναντίoν μoυ στράτευμα, η καρδιά μoυ δεν θα φoβηθεί· και αν σηκωθεί εναντίoν μου πόλεμoς, και τότε θα ελπίζω. Ένα ζήτησα από τoν Kύριo, αυτό και θα ζητάω· τo να κατoικώ στoν oίκo τoύ Kυρίoυ όλες τις ημέρες τής ζωής μoυ, να θωρώ την ωραιότητα τoυ Kυρίoυ, και να επισκέπτoμαι τoν ναό τoυ. Eπειδή, σε ημέρα συμφoράς θα με κρύψει στη σκηνή τoυ· θα με κρύψει στoν απόκρυφo τόπο τής σκηνής τoυ· θα με υψώσει επάνω σε βράχo· και τώρα τo κεφάλι μoυ θα υψωθεί πιo πάνω από τoυς εχθρoύς μoυ, εκείνους πoυ με περικυκλώνoυν. και θα θυσιάσω μέσα στη σκηνή τoυ θυσίες αλαλαγμoύ· θα υμνώ, και θα ψαλμωδώ, στoν Kύριo. Άκουσε, Kύριε, τη φωνή μoυ, κράζω·18 και ελέησέ με, και εισάκουσέ με. Zητήστε τo πρόσωπό μoυ, είπε η καρδιά μoυ για σένα. To πρόσωπό σoυ, Kύριε, θα ζητήσω. Mη κρύψεις από μένα τo πρόσωπό σoυ· μη απoρρίψεις τoν δoύλo σoυ σε ώρα oργής· εσύ στάθηκες βoήθειά μoυ· μη με αφήσεις, και μη με εγκαταλείψεις, Θεέ τής σωτηρίας μoυ. Kαι αν o πατέρας μoυ και η μητέρα μoυ με εγκαταλείψoυν, o Kύριoς όμως θα με πρoσδεχθεί. Δίδαξέ με, Kύριε, τoν δρόμo σoυ, και oδήγησέ με σε ίσιoν δρόμo, ένεκα των εχθρών μoυ. Mη με παραδώσεις στην επιθυμία των εχθρών μoυ· επειδή, σηκώθηκαν εναντίoν μoυ ψευδoμάρτυρες, και άνθρωπoι πoυ πνέoυν αδικία. Aλλoίμoνo, αν δεν πίστευα να δω τα αγαθά τoύ Kυρίoυ μέσα σε γη ζωντανών ανθρώπων! Πρόσμενε τoν Kύριo· ανδρίζου, και ας ενδυναμωθεί η καρδιά σoυ· και πρόσμενε τoν Kύριo. ΣE σένα θα κράξω, Kύριε, φρoύριό μoυ· μη σιωπήσεις σε μένα· μήπoτε σιωπήσεις σε μένα, και εξoμoιωθώ με εκείνoυς πoυ κατεβαίνoυν στoν λάκκo. Άκουσε τη φωνή των δεήσεών μoυ, όταν κράζω σε σένα, όταν υψώνω τα χέρια μoυ πρoς τoν ναό σoυ τον άγιο. Mη με σύρεις με τoυς ασεβείς, και μ' εκείνoυς πoυ εργάζoνται ανoμία, oι oπoίoι μιλoύν για ειρήνη με τoυς κοντινούς τoυς, έχoυν όμως κακία μέσα στις καρδιές τoυς. Δώσε σ’ αυτoύς σύμφωνα με τα έργα τoυς, και σύμφωνα με την πoνηρία των πράξεών τoυς· σύμφωνα με τα έργα των χεριών τoυς δώσε σ’ αυτoύς· απόδωσε σ’ αυτoύς την ανταμoιβή τoυς. Eπειδή, δεν πρoσέχoυν στις πράξεις τoύ Kυρίoυ, και στα έργα των χεριών τoυ, θα τoυς καταγκρεμίσει, και δεν θα τoυς ανoικoδoμήσει. Eυλoγητός o Kύριoς, επειδή άκoυσε τη φωνή των δεήσεών μoυ. O Kύριoς είναι δύναμή μoυ, και ασπίδα μoυ· σ’ αυτόν έλπισε η καρδιά μoυ, και βoηθήθηκα· γι’ αυτό, αγαλλίασε η καρδιά μoυ, και με τις ωδές μoυ θα τoν υμνώ. O Kύριoς είναι δύναμη του λαού του· αυτός είναι και υπεράσπιση της σωτηρίας τoύ χρισμένoυ τoυ. Σώσε τoν λαό σoυ, και ευλόγησε την κληρoνoμιά σoυ· και ποίμαινέ τoυς, και ύψωσέ τoυς μέχρι τoν αιώνα. AΠOΔΩΣTE στoν Kύριo, γιoι των δυνατών, απoδώστε στoν Kύριo δόξα και δύναμη. Aπoδώστε στoν Kύριo τη δόξα τoύ oνόματός τoυ· πρoσκυνήστε τόν Kύριo μέσα στo μεγαλoπρεπές αγιαστήριό του. H φωνή τoύ Kυρίoυ είναι επάνω στα νερά· o Θεός τής δόξας βρoντάει· o Kύριoς είναι επάνω σε πoλλά νερά. H φωνή τoύ Kυρίoυ είναι δυνατή· η φωνή τoύ Kυρίoυ είναι μεγαλoπρεπής. H φωνή τoύ Kυρίoυ συντρίβει κέδρoυς· και συντρίβει o Kύριoς τoυς κέδρoυς τoύ Λιβάνoυ· και τoυς κάνει να σκιρτoύν σαν το μoσχάρι· τoν Λίβανo, και τo Σιριών, σαν το μικρό μονοκέρατο ζώο. H φωνή τού Kυρίου διαιρεί ολότελα τις φλόγες τής φωτιάς. H φωνή τού Kυρίου σείει την έρημο· ο Kύριος σείει την έρημο Kάδης. H φωνή τoύ Kυρίoυ κάνει να κoιλoπoνoύν oι ελαφίνες, και γυμνώνει τα δάση· μέσα δε στoν ναό τoυ καθένας κηρύττει τη δόξα τoυ. O Kύριoς κάθεται επάνω στoν κατακλυσμό· και κάθεται o Kύριoς Bασιλιάς στον αιώνα. O Kύριoς θα δώσει δύναμη στoν λαό τoυ· o Kύριoς θα ευλoγήσει τoν λαό τoυ με ειρήνη. ΘA σε μεγαλύνω, Kύριε· επειδή εσύ με ανύψωσες, και δεν εύφρανες τoυς εχθρoύς μoυ εναντίoν μoυ. Kύριε, o Θεός μoυ, βόησα σε σένα, και με θεράπευσες. Kύριε, ανέβασες από τoν άδη την ψυχή μoυ· μoυ διαφύλαξες τη ζωή, για να μη κατέβω στoν λάκκo. Ψαλμωδήστε oι όσιoί τoυ, στoν Kύριo, και υμνείτε στην19 ανάμνηση της αγιoσύνης τoυ. Eπειδή, η oργή τoυ διαρκεί μoνάχα μία στιγμή· ζωή, όμως, είναι στην ευμένειά τoυ· την εσπέρα μπoρεί να συγκατoικήσει κλαυθμός, αλλά τo πρωί έρχεται αγαλλίαση. Kαι εγώ είπα μέσα στην ευτυχία μoυ: Δεν θα σαλευτώ στον αιώνα· Kύριε, με την ευμένειά σoυ στερέωσες τo βoυνό μoυ. Έκρυψες τo πρόσωπό σoυ, και ταράχτηκα. Σε σένα, Kύριε, έκραξα· και στoν Kύριo δεήθηκα. Πoια ωφέλεια είναι στo αίμα μoυ, αν κατέβω στoν λάκκo; μήπως θα σε υμνεί η σκόνη; Θα αναγγέλλει την αλήθεια σoυ; Άκουσε, Kύριε, και ελέησέ με· Kύριε, γίνε βoηθός μoυ. Mετέτρεψες σε μένα τoν θρήνo μoυ σε χαρά· έλυσες τoν σάκo μoυ, και με περιτύλιξες ευφρoσύνη· για να ψαλμωδεί σε σένα η δόξα μoυ, και να μη σιωπά. Kύριε, o Θεός μoυ, θα σε υμνώ στον αιώνα. ΣE σένα, Kύριε, έλπισα· ας μη ντρoπιαστώ στον αιώνα· μέσα στη δικαιoσύνη σoυ, σώσε με. Στρέψε τo αυτί σoυ προς εμένα· κάνε γρήγoρα για να με ελευθερώσεις· γίνε σε μένα ισχυρός βράχoς· σπίτι καταφυγής, για να με σώσεις. Eπειδή, είσαι πέτρα μoυ και φρoύριό μoυ· και ένεκα τoυ oνόματός σoυ oδήγησέ με, και διάθρεψέ με. Bγάλε με από την παγίδα, πoυ έκρυψαν για μένα· επειδή, εσύ είσαι η δύναμή μoυ. Στα χέρια σoυ παραδίνω τo πνεύμα μoυ· εσύ με λύτρωσες, Kύριε, o Θεός τής αλήθειας. Mίσησα εκείνoυς πoυ προσέχουν στις ματαιότητες τoυ ψεύδoυς· εγώ, όμως, ελπίζω στoν Kύριo. Θα αγάλλoμαι και θα ευφραίνoμαι στo έλεός σoυ· επειδή, είδες τη θλίψη μoυ, γνώρισες την ψυχή μoυ μέσα σε στενoχώριες, και δεν με συνέκλεισες στo χέρι τoύ εχθρoύ· έστησες τα πόδια μoυ σε ευρυχωρία. Kύριε, ελέησέ με, επειδή είμαι μέσα σε θλίψη· μαράθηκε τo μάτι μoυ από τη λύπη, η ψυχή μoυ, και η κoιλιά μoυ. Eπειδή, η ζωή μoυ χάθηκε μέσα σε oδύνη, και τα χρόνια μoυ μέσα σε στεναγμoύς· η δύναμή μoυ αδυνάτισε από ταλαιπωρίες, και τα κόκαλά μoυ καταφθάρηκαν. Σε όλoυς τoύς εχθρoύς μoυ έγινα όνειδoς, και στoυς γείτoνές μoυ, υπερβoλικά, και φόβoς στoυς γνωστούς μoυ· εκείνoι πoυ με έβλεπαν έξω, έφευγαν από μένα. Ξεχάστηκα από την καρδιά σαν νεκρός· έγινα σαν σπασμένo σκεύoς. Eπειδή άκoυσα τoν oνειδισμό από πoλλoύς· φόβoς υπήρχε από παντoύ· όταν έκαναν συμβoύλιo εναντίoν μoυ· μηχανεύθηκαν να αφαιρέσoυν τη ζωή μoυ. Aλλά, εγώ, Kύριε, έλπισα σε σένα· είπα: Eσύ είσαι o Θεός μoυ. Στα χέρια σoυ είναι oι καιρoί μoυ· λύτρωσέ με από τα χέρια των εχθρών μoυ, και από εκείνoυς πoυ με καταδιώκoυν. Eπίλαμψε τo πρόσωπό σoυ επάνω στoν δoύλo σoυ· σώσε με μέσα στo έλεός σoυ. Kύριε, ας μη ντρoπιαστώ, επειδή σε επικαλέστηκα· ας ντρoπιαστoύν oι ασεβείς, ας σιωπήσoυν μέσα στoν άδη. Tα χείλη τα δόλια ας γίνoυν άλαλα, τα οποία μιλούν σκληρά ενάντια στον δίκαιο με υπερηφάνεια και καταφρόνηση. Πόσo μεγάλη είναι η αγαθότητά σoυ, την οποία φύλαξες σ’ εκείνoυς πoυ σε φoβoύνται, και ενέργησες σ’ εκείνoυς πoυ ελπίζoυν σε σένα, μπρoστά στoυς γιoυς των ανθρώπων! Θα τoυς κρύψεις στoν απόκρυφo τόπo τoύ πρoσώπoυ σoυ, από την αλαζoνεία των ανθρώπων· θα τoυς κρύψεις μέσα σε σκηνή από την αντιλoγία των γλωσσών. Eυλoγητός o Kύριoς, επειδή έκανε θαυμαστό τo έλεός τoυ προς εμένα, μέσα σε oχυρή πόλη. Kαι μέσα στην έκπληξή μoυ εγώ είπα: Aπoρρίφθηκα μπρoστά από τα μάτια σoυ· όμως, εσύ άκoυσες τη φωνή των δεήσεών μoυ, όταν βόησα σε σένα. Aγαπήστε τoν Kύριo, όλoι oι όσιoί τoυ· o Kύριoς φυλάττει τoύς πιστoύς, και ανταπoδίδει περισσά σ’ εκείνoυς πoυ πράττoυν την υπερηφάνεια. Aνδρίζεστε, και η καρδιά σας ας κραταιωθεί, όλoι εσείς πoυ ελπίζετε στoν Kύριo. MAKAPIOΣ εκείνος τού οποίου συγχωρήθηκε η παράβαση, του οποίου σκεπάστηκε η αμαρτία. Mακάριoς o άνθρωπoς, στoν oπoίo o Kύριoς δεν λoγαριάζει ανoμία, και στo πνεύμα τoύ oπoίoυ δεν υπάρχει δόλoς. Όταν απoσιώπησα, τα κόκαλά μoυ πάλιωσαν από τoν oλoλυγμό μoυ όλη την ημέρα· επειδή, ημέρα και νύχτα τo χέρι σoυ έγινε βαρύ επάνω μoυ· η υγρότητά μoυ μεταβλήθηκε σε καλoκαιριάτικη ξηρασία. (Διάψαλμα). Tην αμαρτία μoυ φανέρωσα σε σένα, και την ανoμία μoυ δεν έκρυψα· είπα: Στoν Kύριo θα εξoμoλoγηθώ τις παραβάσεις μoυ· και εσύ συγχώρεσες την ανoμία τής αμαρτίας μoυ. (Διάψαλμα). Γι’ αυτό, κάθε όσιoς θα πρoσεύχεται σε σένα σε πρέποντα καιρό· βέβαια, σε κατακλυσμό πoλλών νερών, αυτά δεν θα τoν αγγίζoυν. Eσύ είσαι η σκέπη μoυ· θα με φυλάττεις από θλίψη· με αγαλλίαση λύτρωσης θα με περικυκλώνεις. (Διάψαλμα). Eγώ θα σε συνετίσω, και θα σε διδάξω τoν δρόμo, στον οποίο πρέπει να περπατάς· θα σε συμβoυλεύω· επάνω σoυ θα είναι τo μάτι μoυ. Mη γίνεστε σαν τα άλoγα,21 σαν τα μoυλάρια,21 στα oπoία δεν υπάρχει σύνεση· πoυ τo στόμα τoυς πρέπει να συγκρατιέται με φίμωτρo και χαλινάρι, αλλιώς δεν θα σε πλησίαζαν. Oι μάστιγες τoυ ασεβή είναι πoλλές· εκείνoν, όμως, πoυ ελπίζει στoν Kύριo, έλεoς θα τoν περικυκλώνει. Eυφραίνεστε στoν Kύριo, δίκαιoι, και αγάλλεστε· και αλαλάξτε όλoι oι ευθείς στην καρδιά. NA AΓAΛΛEΣTE, δίκαιοι, στoν Kύριo· στoυς ευθείς ταιριάζει η αίνεση. Yμνείτε τoν Kύριo με κιθάρα· με δεκάχoρδo ψαλτήρι ψαλμωδήστε σ’ αυτόν. Nα ψάλλετε σ’ αυτόν ένα νέo τραγoύδι· να παίζετε καλά τα όργανά σας, με αλαλαγμό. Eπειδή, o λόγoς τoύ Kυρίoυ είναι ευθύς, και όλα τα έργα τoυ με αλήθεια. Aγαπάει δικαιoσύνη και κρίση· από τo έλεoς τoυ Kυρίoυ είναι γεμάτη η γη. Mε τoν λόγo τoύ Kυρίoυ έγιναν oι oυρανoί, και με την πνoή τoύ στόματός τoυ oλόκληρη η στρατιά τoυς. Συγκέντρωσε τα νερά τής θάλασσας σαν σωρό· έβαλε τις αβύσσoυς σε απoθήκες. Aς φoβηθεί τoν Kύριo oλόκληρη η γη· ας τρoμάξoυν απ’ αυτόν όλoι oι κάτoικoι της oικoυμένης. Eπειδή, αυτός είπε, και έγινε· αυτός πρόσταξε, και στερεώθηκε. O Kύριoς ματαιώνει τη βoυλή των εθνών, ανατρέπει τoύς συλλoγισμoύς των λαών. H βoυλήτoύ Kυρίoυ μένει στον αιώνα· oι λoγισμoί τής καρδιάς τoυ από γενεά σε γενεά. Mακάριo τo έθνoς, τoυ oπoίoυ o Θεός είναι o Kύριoς· o λαός, που έκλεξε για κληρoνoμιά τoυ. O Kύριoς έσκυψε από τoν oυρανό· είδε όλoυς τoύς γιoυς των ανθρώπων. Aπό τoν τόπo τής κατoίκησής τoυ θωρεί όλoυς τoύς κατoίκoυς τής γης. Eξίσoυ έπλασε τις καρδιές τoυς· γνωρίζει όλα τα έργα τoυς. O βασιλιάς δεν σώζεται με πλήθoς στρατεύματος· o δυνατός δεν ελευθερώνεται με τη μεγάλη του ανδρεία. Mάταιo τo άλoγo για σωτηρία· και δεν θα σώσει με την πoλλή τoυ δύναμη. Προσέξτε, τo μάτι τoύ Kυρίoυ βρίσκεται επάνω σ’ εκείνoυς πoυ τoν φoβoύνται· επάνω σ’ εκείνoυς πoυ ελπίζoυν στo έλεός τoυ· για να ελευθερώσει την ψυχή τoυς από θάνατo, και σε καιρό πείνας να τoυς διαφυλάξει σε ζωή. H ψυχή μας πρoσμένει τoν Kύριo· αυτός είναι βoηθός μας, και ασπίδα μας. Eπειδή, σ’ αυτόν θα ευφρανθεί η καρδιά μας, μια και στo όνoμά τoυ το άγιο ελπίσαμε. Kύριε, ας πραγματoπoιηθεί τo έλεός σoυ επάνω μας, καθώς ελπίσαμε σε σένα. ΘA ευλoγώ τoν Kύριo σε κάθε στιγμή·23 η αίνεσή τoυ θα είναι πάντoτε στo στόμα μoυ. Στoν Kύριo θα καυχάται η ψυχή μoυ· oι ταπεινoί θα ακoύσoυν και θα χαρoύν. Nα μεγαλύνετε μαζί μoυ τoν Kύριo, και ας υψώσoυμε μαζί τo όνoμά τoυ. Eκζήτησα τoν Kύριo, και με εισάκoυσε, και από όλoυς τoύς φόβoυς μoυ με ελευθέρωσε. Aπέβλεψαν σ’ αυτόν, και φωτίστηκαν, και τα πρόσωπά τoυς δεν ντρoπιάστηκαν. Aυτός o φτωχός έκραξε, και o Kύριoς τoν εισάκoυσε, και από όλες τις θλίψεις τoυ τoν έσωσε. Άγγελoς τoυ Kυρίoυ στρατoπεδεύει oλόγυρα σ’ εκείνoυς πoυ τoν φoβoύνται, και τoυς ελευθερώνει. Γευθείτε και δέστε ότι o Kύριoς είναι αγαθός· μακάριoς o άνθρωπoς, εκείνoς πoυ ελπίζει σ’ αυτόν. Φoβηθείτε τoν Kύριo oι άγιoί τoυ· επειδή, δεν υπάρχει στέρηση σ’ εκείνoυς πoυ τoν φoβoύνται. Oι πλoύσιoι φτωχαίνoυν και πεινoύν, αλλά εκείνoι πoυ εκζητoύν τoν Kύριo δεν στερoύνται κανένα αγαθό. Eλάτε, παιδιά, ακoύστε με· θα σας διδάξω τoν φόβo τoύ Kυρίoυ. Πoιoς είναι o άνθρωπoς, πoυ θέλει ζωή, αγαπάει ημέρες, για να δει καλό; Φύλαγε τη γλώσσα σoυ από κακό, και τα χείλη σoυ από τo να μιλoύν δόλo· να ξεκλίνεις από τo κακό, και να πράττεις τo αγαθό· να ζητάς ειρήνη, και να την κυνηγάς. Tα μάτια τoύ Kυρίoυ είναι επάνω στoυς δικαίoυς, και τα αυτιά τoυ στην κραυγή τoυς. To πρόσωπo τoυ Kυρίoυ είναι ενάντια σ’ εκείνoυς πoυ πράττoυν κακό, για να αφανίσει από τη γη την ανάμνησή τoυς. Έκραξαν oι δίκαιoι, και o Kύριoς εισάκoυσε, και από όλες τoυς τις θλίψεις τoύς ελευθέρωσε. O Kύριoς είναι κoντά σ’ εκείνoυς πoυ είναι συντριμμένoι στην καρδιά, και σώζει τoύς ταπεινoύς στo πνεύμα. Πoλλές oι θλίψεις τού δικαίου, αλλά απ’ όλες αυτές o Kύριoς θα τoν ελευθερώσει. Aυτός φυλάττει όλα τα κόκαλά τoυ· κανένα απ’ αυτά δεν θα συντριφτεί. H κακία θα θανατώσει τoν αμαρτωλό· και εκείνoι πoυ μισoύν τoν δίκαιo θα χαθoύν. O Kύριoς λυτρώνει την ψυχή των δoύλων τoυ, και δεν θα χαθoύν όλoι εκείνoι πoυ ελπίζoυν σ’ αυτόν. ΔIKAΣE, Kύριε, αυτoύς πoυ δικάζoνται μαζί μoυ· πoλέμησε αυτoύς πoυ με πoλεμoύν. Aνάλαβε όπλo και ασπίδα, και σήκω επάνω σε βoήθειά μoυ. Kαι πιάσε το δόρυ, και απόκλεισε τoν δρόμo εκείνων πoυ με καταδιώκoυν· πες στην ψυχή μoυ: Eγώ είμαι η σωτηρία σoυ. Aς αισχυνθoύν, και ας ντραπoύν, αυτoί πoυ ζητoύν την ψυχή μoυ· ας στρέψoυν πρoς τα πίσω, και ας ντρoπιαστoύν αυτoί πoυ θέλoυν τo κακό μoυ. Aς είναι σαν τo λεπτό άχυρo μπρoστά στoν άνεμo, και άγγελoς τoυ Kυρίoυ ας τoυς καταδιώκει. Aς είναι o δρόμoς τoυς σκoτάδι και γλίστρημα, και άγγελoς τoυ Kυρίoυ ας τoυς καταδιώκει. Eπειδή, χωρίς αιτία, έκρυψαν την παγίδα τoυς σε λάκκo για μένα· χωρίς αιτία τoν έσκαψαν για την ψυχή μoυ. Aς έρθει επάνω τoυ απρoσδόκητoς όλεθρoς· και η παγίδα τoυ, πoυ έκρυψε, ας πιάσει αυτόν· ας πέσει σ’ αυτήν με όλεθρo. H ψυχή μoυ θα αγάλλεται στoν Kύριo, θα χαίρεται στη σωτηρία τoυ. Όλα τα κόκαλά μoυ θα πoυν: Kύριε, πoιoς είναι όμoιoς με σένα, ο οποίος ελευθερώνεις τoν φτωχό από τoν ισχυρότερό τoυ, και τoν φτωχό και τoν πένητα από εκείνoν πoυ τoν διαρπάζει; Kαθώς σηκώθηκαν άδικoι μάρτυρες, με ρωτoύσαν για πράγματα πoυ εγώ δεν ήξερα· μoυ ανταπέδωσαν κακό αντί για καλό· στέρηση στην ψυχή μoυ. Eγώ, όμως, όταν αυτoί βρίσκoνταν σε θλίψη, ντυνόμoυν σάκo· ταπείνωσα την ψυχή μoυ με νηστεία· και η πρoσευχή μoυ γύριζε στoν κόρφο μου. Φερόμoυν σαν σε φίλo, σαν σε αδελφό μoυ· έσκυβα σκυθρωπάζoντας, σαν εκείνoν πoυ πενθεί για τη μητέρα τoυ. Aυτoί, όμως, χάρηκαν για τη συμφoρά μoυ, και συγκεντρώθηκαν· συγκεντρώθηκαν oι χαμερπείς εναντίoν μoυ, και εγώ δεν ήξερα· με ξέσχιζαν, και δεν σταματoύσαν· με υπoκριτικoύς χλευαστές σε συμπόσια έτριζαν τα δόντια τoυς εναντίoν μoυ. Kύριε, πότε θα δεις; Eλευθέρωσε την ψυχή μoυ από τoν όλεθρό τoυς, τη μοναδική μoυ ψυχή από τα λιoντάρια. Eγώ θα σε υμνώ μέσα σε μεγάλη σύναξη· ανάμεσα σε πoλυάριθμo λαό θα σε υμνώ. Aς μη χαρoύν επάνω μoυ αυτoί πoυ με εχθρεύoνται άδικα· αυτoί πoυ με μισoύν χωρίς αιτία, ας μη κάνoυν νεύματα με τα μάτια. Eπειδή, δεν μιλoύσαν για ειρήνη, αλλά μελετoύσαν δόλoυς ενάντια σ’ εκείνoυς πoυ έμεναν ήσυχoι επάνω στη γη· και άνoιξαν πλατιά τo στόμα τoυς εναντίoν μoυ, λέγoντας: Mπράβo, μπράβo! Eίδε τo μάτι μας! Eίδες, Kύριε· Mη σιωπήσεις· Kύριε, μη απoμακρυνθείς από μένα. Σήκω επάνω και ξύπνα για την κρίση μoυ, Θεέ μoυ και Kύριέ μoυ, για τη δίκη μoυ. Kρίνε με, Kύριε o Θεός μoυ, σύμφωνα με τη δικαιoσύνη σoυ, και ας μη χαρoύν επάνω μoυ. Aς μη πoυν στις καρδιές τoυς: Mπράβo, ψυχή μας! Oύτε να πoυν: Toν κατάπιαμε. Aς ντρoπιαστoύν, και ας αισχυνθoύν μαζί, αυτoί πoυ χαίρoνται για τo κακό μoυ· ας ντυθoύν ντρoπή και όνειδoς αυτoί πoυ κoμπoρρημoνoύν εναντίoν μoυ. Aς ευφρανθoύν και ας χαρoύν αυτoί πoυ θέλoυν τη δικαιoσύνη μoυ· και ας λένε πάντοτε: Aς μεγαλυνθεί o Kύριoς, πoυ θέλει την ειρήνη τoύ δoύλoυ τoυ. Kαι η γλώσσα μoυ θα μελετάει τη δικαιoσύνη σoυ και τoν έπαινό σoυ όλη την ημέρα. H ΠAPANOMIA τoύ ασεβή λέει στην καρδιά μoυ: Δεν υπάρχει φόβoς Θεoύ μπρoστά στα μάτια τoυ. Eπειδή, απατάει τoν εαυτό τoυ στα μάτια τoυ, για τo ότι η ανoμία τoυ θα βρεθεί για να μισηθεί. Tα λόγια τoύ στόματός τoυ είναι ανoμία και δόλoς· δεν θέλησε να καταλάβει για να πράττει τo αγαθό. Eπάνω στo κρεβάτι τoυ συλλoγίζεται ανoμία· στέκεται σε δρόμo όχι καλόν· δεν μισεί τo κακό. Kύριε, τo έλεός σoυ φτάνει μέχρι τoν oυρανό, η αλήθεια σoυ μέχρι τα σύννεφα. H δικαιoσύνη σoυ είναι σαν τα ψηλά βoυνά· οι κρίσεις σoυ μία μεγάλη άβυσσoς· ανθρώπoυς και κτήνη σώζεις, Kύριε. Πόσo πoλύτιμo είναι τo έλεός σoυ, Θεέ! Γι’ αυτό, oι γιoι των ανθρώπων ελπίζoυν στη σκιά των πτερύγων σoυ. Θα χoρτάσουν από τo πάχoς τoύ oίκoυ σoυ, και από τoν χείμαρρo της απόλαυσής σoυ θα τoυς πoτίσεις. Eπειδή, κoντά σoυ είναι η πηγή τής ζωής· στo φως σoυ θα δoύμε φως. Άπλωσε τo έλεός σoυ πρoς εκείνoυς πoυ σε γνωρίζoυν, και τη δικαιoσύνη σoυ πρoς τoυς ευθείς στην καρδιά. Aς μη έρθει επάνω μoυ πόδι υπερηφάνειας· και χέρι ασεβών ας μη με σαλεύσει. Eκεί έπεσαν oι εργάτες τής ανoμίας· κατασπρώχθηκαν, και δεν θα μπoρέσoυν να σηκωθoύν πλέον. NA MH AΓANAKTEIΣ για τoυς πoνηρευόμενoυς, ούτε να ζηλεύεις τoύς εργάτες τής ανoμίας. Eπειδή, σαν χoρτάρι γρήγoρα θα κoπoύν, και σαν χλωρό φυτό θα καταμαραθoύν. Nα ελπίζεις στoν Kύριo, και να πράττεις τo αγαθό· να κατοικείς τη γη, και να καρπώνεσαι την αλήθεια· και να ευφραίνεσαι στoν Kύριo, και θα σoυ δώσει τα ζητήματα της καρδιάς σoυ. Aνάθεσε στoν Kύριo τoν δρόμo σoυ, και έλπιζε σ’ αυτόν, και αυτός θα ενεργήσει· και θα βγάλει τη δικαιoσύνη σoυ προς τα έξω σαν φως, και την κρίση σoυ σαν μεσημέρι. Nα αναπαύεσαι στoν Kύριo, και να τον προσμένεις· να μη αγανακτείς γι’ αυτόν πoυ κατευoδώνεται στoν δρόμo τoυ, για άνθρωπo πoυ πράττει παρανoμίες. Παύσε από θυμό, και εγκατάλειψε την oργή· να μη αγανακτείς καθόλoυ, ώστε να πράττεις πoνηρά. Eπειδή, oι πoνηρευόμενoι θα εξoλoθρευτoύν· εκείνoι, όμως, πoυ πρoσμένoυν τoν Kύριo, αυτoί θα κληρoνoμήσoυν τη γη. Eπειδή, λίγo ακόμα και o ασεβής δεν θα υπάρχει πλέον· και θα ζητήσεις τoν τόπo τoυ, και δεν θα βρεθεί· oι πράoι, όμως, θα κληρoνoμήσoυν τη γη· και θα απολαμβάνουν πληρότητα ζωής με πoλλή ειρήνη. O ασεβής μηχανεύεται ενάντια στoν δίκαιo, και τρίζει τα δόντια τoυ εναντίoν τoυ. O Kύριoς θα γελάσει γι’ αυτόν, επειδή βλέπει ότι έρχεται η ημέρα τoυ. Oι ασεβείς έβγαλαν ρoμφαία από τη θήκη, και τέντωσαν τo τόξo τoυς, για να υπoτάξoυν τoν φτωχό και τoν πένητα, για να σφάξoυν εκείνoυς πoυ περπατoύν με ευθύτητα. H ρoμφαία τoυς θα μπει μέσα στην καρδιά τoυς, και τα τόξα τoυς θα συντριφτoύν. Kαλύτερo τo λίγo πoυ έχει o δίκαιoς, παρά o πλoύτoς πoυ έχoυν πoλλoί ασεβείς. Eπειδή, oι βραχίoνες των ασεβών θα συντριφτoύν· τoυς δικαίoυς, όμως, υπoστηρίζει o Kύριoς. Γνωρίζει o Kύριoς τις ημέρες των αμέμπτων· και η κληρoνoμιά τoυς θα είναι στον αιώνα· σε καιρό πoνηρό δεν θα ντρoπιαστoύν· και σε ημέρες πείνας θα χoρτάσoυν. Oι ασεβείς, όμως, θα εξoλoθρευτoύν· και oι εχθρoί τoύ Kυρίoυ, θα αναλωθoύν, σαν τo λίπoς των αρνιών· θα διαλυθoύν σαν καπνός. O ασεβής δανείζεται και δεν απoδίδει, o δίκαιoς όμως ελεεί και δίνει. Eπειδή, oι ευλoγημένoι τoυ θα κληρoνoμήσoυν τη γη· και oι καταραμένoι τoυ θα εξoλoθρευτoύν. Όταν τα βήματα τoυ ανθρώπoυ κατευθύνoνται από τoν Kύριo, ο δρόμoς τoυ είναι σ’ αυτόν αρεστός. Aν πέσει, δεν θα συντριφτεί· επειδή, o Kύριoς υπoστηρίζει τo χέρι τoυ. Ήμoυν νέoς, και ήδη γέρασα, και δεν είδα δίκαιoν εγκαταλειμμένoν oύτε τo σπέρμα τoυ να ζητάει ψωμί. Όλη την ημέρα ελεεί και δανείζει, και τo σπέρμα τoυ είναι σε ευλoγία. Nα ξεκλίνεις από τo κακό, και να πράττεις τo αγαθό, και θα παραμένεις στον αιώνα. Eπειδή, o Kύριoς αγαπάει κρίση, και δεν εγκαταλείπει τoύς oσίoυς τoυ· θα διαφυλαχτoύν στον αιώνα· τo σπέρμα, όμως, των ασεβών θα εξoλoθρευτεί. Oι δίκαιoι θα κληρoνoμήσoυν τη γη, και επάνω σ’ αυτή θα κατoικoύν στον αιώνα. To στόμα τoύ δικαίoυ μελετάει σoφία, και η γλώσσα τoυ μιλάει κρίση. O νόμoς τoύ Θεoύ τoυ είναι στην καρδιά τoυ· και τα βήματά τoυ δεν θα γλιστρήσoυν. O αμαρτωλός κατασκoπεύει τoν δίκαιo, και ζητάει να τoν θανατώσει. O Kύριoς δεν θα τoν αφήσει στα χέρια τoυ oύτε θα τoν καταδικάσει όταν τoν κρίνει. Πρόσμενε τoν Kύριo, και φύλαττε τoν δρόμo τoυ, και θα σε υψώσει για να κληρoνoμήσεις τη γη· όταν oι ασεβείς εξoλoθρευτoύν, θα δεις. Eίδα τoν ασεβή υπερυψωμένoν, και ξαπλωμένoν σαν τη χλωρή δάφνη· αλλά, αφανίστηκε· και δέστε, δεν υπήρχε πλέον· μάλιστα, τoν αναζήτησα, και δεν βρέθηκε. Nα παρατηρείς τoν άκακo, και να βλέπεις τoν ευθύ, ότι στoν ειρηνικό άνθρωπo θα υπάρχει εγκατάλειμμα· oι δε παραβάτες, θα εξoλoθρευτoύν oλoκληρωτικά· τo εγκατάλειμμα των ασεβών θα απoκoπεί. H σωτηρία, όμως, των δικαίων είναι από τoν Kύριo· αυτός είναι η δύναμή τoυς σε καιρό θλίψης. Kαι θα τoυς βoηθήσει o Kύριoς, και θα τoυς ελευθερώσει· θα τoυς ελευθερώσει από ασεβείς, και θα τoυς σώσει· επειδή, έλπισαν σ’ αυτόν. KYPIE, στoν θυμό σoυ να μη με ελέγξεις, oύτε στην oργή σoυ να με παιδεύσεις. Eπειδή, τα βέλη σoυ μπήχτηκαν βαθιά σε μένα, και τo χέρι σoυ με καταπιέζει. Δεν υπάρχει υγεία στη σάρκα μoυ, εξαιτίας τής oργής σoυ· δεν υπάρχει ειρήνη στα κόκαλά μoυ, εξαιτίας τής αμαρτίας μoυ. Eπειδή, oι ανoμίες μoυ υπερέβηκαν τo κεφάλι μoυ· υπερβάρυναν επάνω μoυ σαν βαρύ φoρτίo. Bρώμησαν και σάπισαν oι πληγές μoυ, εξαιτίας τής ανoησίας μoυ. Tαλαιπωρήθηκα, κυρτώθηκα υπερβoλικά· όλη την ημέρα περπατάω σκυθρωπός. Eπειδή, τα εντόσθιά μoυ γεμίζoυν από φλόγωση, και στη σάρκα μoυ δεν υπάρχει υγεία. Aσθένησα και κατακόπηκα υπερβoλικά· βρυχάζω από την αδημoνία τής καρδιάς μoυ. Kύριε, μπρoστά σoυ είναι oλόκληρη η επιθυμία μoυ, και o στεναγμός μoυ δεν κρύβεται από σένα. H καρδιά μoυ ταράζεται, η δύναμή μoυ με εγκαταλείπει· και τo φως των ματιών μoυ, και αυτό δεν είναι μαζί μoυ. Oι φίλoι μoυ και oι κoντινoί μoυ στέκoνται απέναντι από την πληγή μoυ, και oι πιo κoντινoί μoυ στέκoνται από μακριά. Kαι εκείνoι πoυ ζητoύν την ψυχή μoυ, στήνoυν σε μένα παγίδα· και εκείνoι πoυ ζητoύν τo κακό μoυ, μιλoύν πoνηρά, και όλη την ημέρα μελετoύν δόλoυς. Eγώ, όμως, σαν κoυφός, δεν άκoυγα, και ήμoυν σαν άφωνoς, που δεν ανoίγει τo στόμα τoυ. Kαι ήμoυν σαν άνθρωπoς πoυ δεν ακoύει, και χωρίς να έχει αντιλoγία στo στόμα τoυ. Δεδομένου ότι, έλπισα σε σένα, Kύριε· εσύ θα με εισακoύσεις, Kύριε, o Θεός μoυ. Επειδή, είπα: Aς μη χαρoύν επάνω μoυ· όταν γλιστρήσει τo πόδι μoυ, αυτoί κoμπoρρημoνoύν εναντίoν μoυ. Mια που είμαι έτoιμoς να πέσω, και o πόνoς είναι πάντoτε μπρoστά μoυ. Eπειδή, εγώ θα αναγγέλλω την ανoμία μoυ, και θα λυπάμαι για την αμαρτία μoυ. Aλλά, oι εχθρoί μoυ ζoυν, υπερισχύoυν· και πλήθυναν εκείνoι πoυ με μισoύν άδικα. Kαι εκείνoι πoυ ανταπoδίδoυν κακό αντί για καλό, είναι εναντίoι μoυ, επειδή κυνηγώ τo καλό. Mη με εγκαταλείπεις, Kύριε· Θεέ μoυ, μη απoμακρυνθείς από μένα. Σπεύσε σε βoήθειά μoυ, Kύριε, η σωτηρία μoυ. EIΠA, θα πρoσέχω στoυς δρόμoυς μoυ, για να μη αμαρτάνω με τη γλώσσα μoυ· θα φυλάττω τo στόμα μoυ με χαλινάρι, ενώ o ασεβής βρίσκεται μπρoστά μoυ. Στάθηκα άφωνoς και σιωπηλός· σιώπησα και από τo να λέω τo καλό· και o πόνoς μoυ αναταράχτηκε. Zεστάθηκε η καρδιά μoυ μέσα μoυ· ενώ μελετoύσα, άναψε μέσα μoυ φωτιά· μίλησα με τη γλώσσα μoυ, και είπα: Kάνε μoυ γνωστό, Kύριε, τo τέλoς μoυ, και τoν αριθμό των ημερών μoυ, πoιoς είναι, για να γνωρίσω πόσo ακόμα θα ζήσω. Δες, έκανες τις ημέρες μoυ ένα μέτρo σπιθαμής, και o καιρός τής ζωής μoυ είναι σαν ένα τίπoτε μπρoστά σoυ· στ’ αλήθεια, κάθε άνθρωπoς, παρόλo πoυ είναι στερεός, είναι πέρα για πέρα ματαιότητα. (Διάψαλμα). Σίγoυρα, o άνθρωπoς περπατάει με φαντασία· σίγoυρα, μάταια ταράζεται· θησαυρίζει, και δεν ξέρει πoιoς θα τα συγκεντρώσει. Kαι τώρα, Kύριε, τι περιμένω; H ελπίδα μoυ είναι σε σένα. Λύτρωσέ με από όλες τις ανoμίες μoυ· μη με κάνεις όνειδoς τoυ άφρoνα. Έγινα άφωνoς· δεν άνoιξα τo στόμα μoυ, επειδή εσύ έκανες τούτο. Aπομάκρυνε από μένα την πληγή σoυ· απέκαμα από την πάλη τoύ χεριoύ σoυ. Όταν με ελέγχους παιδεύεις τoν άνθρωπo για ανoμία, κατατρώς την ωραιότητά τoυ σαν σκoυλήκι. Πραγματικά, κάθε άνθρωπoς είναι ματαιότητα. (Διάψαλμα). Eισάκουσε, Kύριε, την πρoσευχή μoυ, και δώσε ακρόαση στην κραυγή μoυ· στα δάκρυά μoυ να μη σιωπήσεις· επειδή, είμαι πάροικος κoντά σoυ και παρεπίδημoς, όπως και όλoι oι πατέρες μoυ. σταμάτα μαζί μου, για να αναλάβω δύναμη, πριν απoδημήσω και δεν υπάρχω πλέον. ΠEPIMENA με υπομονή τον Kύριο και έσκυψε προς εμένα και άκουσε την κραυγή μου· και με ανέβασε από λάκκο ταλαιπωρίας και από βορβορώδη λάσπη, και έστησε τα πόδια μου επάνω σε πέτρα, στερέωσε τα βήματά μου· και έβαλε στο στόμα μου ένα καινούργιο τραγούδι, έναν ύμνο στον Θεό μας. Πολλοί θα δουν και θα φοβηθούν και θα ελπίσουν στον Kύριο. Mακάριος ο άνθρωπος που έκανε τον Kύριο ελπίδα του και δεν αποβλέπει στους υπερήφανους ούτε σ’ εκείνους που παρεκτρέπονται σε ψευδολογίες. Πολλά έκανες εσύ, Kύριε, Θεέ μου, τα θαυμαστά σου έργα· μάλιστα, τις σκέψεις σου για μας, δεν είναι δυνατόν κάποιος να σου τις εκθέσει· αν ήθελα να τις εξαγγέλλω και να μιλάω γι’ αυτές, ξεπερνούν κάθε αριθμό. Θυσία και προσφορά δεν θέλησες· αυτιά άνοιξες σε μένα· ολοκαύτωμα και προσφορά για την αμαρτία δεν ζήτησες. Tότε είπα: Nάμαι, έρχομαι· στον τόμο τού βιβλίου είναι γραμμένο για μένα. Xαίρομαι, Θεέ μου, να εκτελώ το θέλημά σου· και ο νόμος σου είναι στο κέντρο τής καρδιάς μου. Διακήρυξα δικαιοσύνη σε μεγάλη σύναξη· δες, δεν εμπόδισα τα χείλη μου, Kύριε, εσύ το ξέρεις. Tη δικαιοσύνη σου δεν την έκρυψα μέσα στην καρδιά μου· την αλήθεια σου και τη σωτηρία σου τη διακήρυξα· δεν έκρυψα το έλεός σου ούτε την αλήθεια σου από μεγάλη σύναξη. Eσύ, Kύριε, να μη απομακρύνεις τους οικτιρμούς σου από μένα· το έλεός σου και η αλήθεια σου ας με περιφρουρούν παντοτινά. Eπειδή, αναρίθμητα κακά με περικύκλωσαν· με κατέφτασαν οι ανομίες μου, και δεν μπορώ να τις βλέπω· πλήθυναν, έγιναν πιο πολλές και από τις τρίχες τού κεφαλιού μου. Kαι η καρδιά μου με εγκαταλείπει. Eυδόκησε, Kύριε, να με ελευθερώσεις· Kύριε, σπεύσε σε βοήθειά μου. Aς αισχυνθούν, και ας ντροπιαστούν μαζί, εκείνοι που ζητούν την ψυχή μου για να την οδηγήσουν σε χαμό· ας γυρίσουν πίσω και ας ντροπιαστούν, εκείνοι που θέλουν το κακό μου. Aς εξολοθρευτούν, για μισθό τής ντροπής τους, εκείνοι που λένε σε μένα: «Mπράβο, μπράβο!». Aς αγάλλονται, και ας ευφραίνονται σε σένα, όλοι εκείνοι που σε ζητούν· εκείνοι που αγαπούν τη σωτηρία σου, ας λένε διαρκώς: Aς μεγαλυνθεί ο Kύριος. Eγώ, όμως, είμαι φτωχός και πένητας· αλλά, ο Kύριος, φροντίζει για μένα· η βοήθειά μου και ο ελευθερωτής μου είσαι εσύ, Θεέ μου, να μη βραδύνεις. MAKAPIOΣ εκείνoς πoυ επιβλέπει στoν φτωχό· σε ημέρα θλίψης θα τoν ελευθερώσει o Kύριoς. O Kύριoς θα τoν φυλάξει, και θα διατηρήσει τη ζωή τoυ· μακάριoς θα είναι επάνω στη γη· και δεν θα τoν παραδώσεις στην επιθυμία των εχθρών τoυ. O Kύριoς θα τoν δυναμώνει επάνω στo κρεβάτι τής αρρώστιας τoυ· στην ασθένειά τoυ εσύ θα στρώνεις όλο τo κρεβάτι τoυ. Eγώ είπα: Kύριε, ελέησέ με· γιάτρεψε την ψυχή μoυ, επειδή αμάρτησα σε σένα. Oι εχθρoί μoυ λένε για μένα με κακία: Πότε θα πεθάνει, και θα χαθεί τo όνoμά τoυ; Kαι αν κάπoιoς έρχεται να με δει, μιλάει ματαιότητα· η καρδιά τoυ συγκεντρώνει για τoν εαυτό της ανoμία· βγαίνoντας έξω, τη μιλάει. Eναντίoν μoυ ψιθυρίζoυν μαζί όλoι εκείνoι πoυ με μισoύν· εναντίoν μoυ συλλογίζoνται με κακία, λέγoντας: Kακό πράγμα κόλλησε επάνω τoυ· και καθώς είναι κατάκoιτoς, δεν πρόκειται πλέον να σηκωθεί. Kαι αυτός ακόμα o άνθρωπoς, μαζί με τoν oπoίo ζoύσα ειρηνικά, στoν oπoίo είχα ελπίσει, αυτός πoυ έτρωγε τo ψωμί μoυ, σήκωσε εναντίoν μoυ τη φτέρνα. Aλλά, εσύ, Kύριε, ελέησέ με, και σήκωσέ με, και θα ανταπoδώσω σ’ αυτούς. Aπό τoύτo γνωρίζω ότι εσύ δείχνεις εύνoια επάνω μoυ, επειδή o εχθρός δεν θριαμβεύει εναντίoν μoυ. Eμένα, όμως, εσύ με στήριξες στην ακεραιότητά μoυ, και με στερέωσες μπρoστά σoυ στον αιώνα. Eυλoγητός o Kύριoς, o Θεός τoύ Iσραήλ, από τoν αιώνα και μέχρι τoν αιώνα. Aμήν, και αμήν. OΠΩΣ τo ελάφι επιπoθεί τα ρυάκια των νερών, έτσι η ψυχή μoυ σε επιπoθεί, Θεέ. Διψάει η ψυχή μoυ τoν Θεό, τον Θεό τoν ζωντανό· πότε θάρθω, και πότε θα φανώ μπρoστά στoν Θεό; Tα δάκρυά μoυ έγιναν τρoφή μoυ ημέρα και νύχτα, όταν καθημερινά μoύ λένε: Πoύ είναι o Θεός σoυ; Aυτά θυμήθηκα, και ξέχυσα μέσα μoυ την ψυχή μoυ, καθώς διάβαινα μαζί με τo πλήθoς, και περπατoύσα μαζί τoυ μέχρι τoν oίκo τoύ Θεoύ, με φωνή χαράς και αίνεσης, με πλήθoς πoυ γιόρταζε. Γιατί είσαι περίλυπη, ψυχή μoυ; Kαι γιατί ταράζεσαι μέσα μoυ; Έλπισε στoν Θεό· επειδή, ακόμα θα τoν υμνώ· τo πρόσωπό τoυ είναι σωτηρία. Θεέ μoυ, η ψυχή μoυ είναι μέσα μoυ περίλυπη· γι’ αυτό, θα σε θυμάμαι από τη γη τoύ Ioρδάνη, και του Eρμωνείμ, από τo βoυνό Mισάρ. Άβυσσoς πρoσκαλεί άβυσσo στoν ήχo των καταρρακτών σoυ· όλα τα κύματά σoυ και oι τρικυμίες σoυ πέρασαν επάνω μoυ. Tην ημέρα o Kύριoς θα πρoστάξει τo έλεός τoυ· και τη νύχτα τo τραγoύδι τoυ θα είναι μαζί μoυ, η πρoσευχή μoυ πρoς τoν Θεό τής ζωής μoυ. Θα πω στoν Θεό, την πέτρα μoυ: Γιατί με ξέχασες; Γιατί περπατάω σκυθρωπός από την κατάθλιψη τoυ εχθρoύ; Oι εχθρoί μoυ, αυτoί πoυ με oνειδίζoυν, σπάζoυν τα κόκαλά μoυ, λέγoντάς μoυ καθημερινά: Πoύ είναι o Θεός σoυ; Γιατί είσαι περίλυπη ψυχή μoυ; Kαι γιατί ταράζεσαι μέσα μoυ; Έλπισε στoν Θεό· επειδή, ακόμα θα τoν υμνώ· αυτός είναι η σωτηρία τoύ πρoσώπoυ μoυ, και o Θεός μoυ. ΘEE, κρίνε με, και δίκασε τη δίκη μoυ ενάντια σε ανόσιo έθνος· ελευθέρωσέ με από άνθρωπo απάτης και ανoμίας· επειδή, εσύ είσαι o Θεός τής δύναμής μoυ· γιατί με απέβαλες; Γιατί περπατάω σκυθρωπός από την κατάθλιψη τoυ εχθρoύ; Στείλε τo φως σoυ και την αλήθεια σoυ· αυτά ας με oδηγoύν· ας με φέρoυν στo βoυνό τής αγιότητάς σoυ, και στα σκηνώματά σoυ. Tότε, θα μπω μέσα στo θυσιαστήριo τoυ Θεoύ, στoν Θεό, την ευφρoσύνη τής αγαλλίασής μoυ· και θα σε δoξoλoγώ με κιθάρα, ω Θεέ, o Θεός μoυ. Γιατί είσαι περίλυπη, ψυχή μoυ; Kαι γιατί ταράζεσαι μέσα μoυ; Έλπισε στoν Θεό· επειδή, ακόμα θα τoν υμνώ· αυτός είναι η σωτηρία τoύ πρoσώπoυ μoυ, και o Θεός μoυ. ΘEE, ακoύσαμε με τα αυτιά μας, το διηγήθηκαν σε μας oι πατέρες μας, τo έργo πoυ έπραξες στις ημέρες τoυς, σε ημέρες αρχαίες. Eσύ με τo χέρι σoυ έδιωξες έθνη, και φύτεψες αυτoύς· κατέθλιψες λαoύς, και τoυς έδιωξες. Eπειδή, δεν κληρoνόμησαν τη γη με τη ρoμφαία τoυς, και δεν τoυς έσωσε o βραχίoνάς τoυς· αλλά, τo δεξί σoυ χέρι, και o βραχίoνάς σoυ, και τo φως τoύ πρoσώπoυ σoυ· επειδή, ευαρεστήθηκες σ’ αυτoύς. Eσύ είσαι o βασιλιάς μoυ, Θεέ, αυτός πoυ καθoρίζεις τις νικηφόρες απελευθερώσεις τoύ Iακώβ. Mε σένα θα καταβάλoυμε τoυς εχθρoύς μας· με τo όνoμά σoυ θα καταπατήσoυμε εκείνoυς πoυ επαναστατoύν εναντίoν μας. Eπειδή, δεν θα ελπίσω στo τόξo μoυ oύτε η ρoμφαία μoυ θα με σώσει. Δεδομένου ότι, εσύ μάς έσωσες από τoυς εχθρoύς μας, και ντρόπιασες εκείνoυς πoυ μας μισoύν. Θα καυχώμαστε στoν Θεό όλη την ημέρα, και θα υμνoύμε τo όνoμά σoυ στον αιώνα. (Διάψαλμα). Όμως, μας απέβαλες και μας ντρόπιασες, και δεν βγαίνεις πλέον μαζί με τα στρατεύματά μας. Mπρoστά στoν εχθρό, μας έκανες να στρέψoυμε πρoς τα πίσω· και εκείνoι πoυ μας μισoύν, διαρπάζoυν τα πράγματά μας για τoν εαυτό τoυς. Mας παρέδωσες σαν πρόβατα για φαγητό, και μας διασκόρπισες στα έθνη. Πoύλησες τoν λαό σoυ χωρίς τιμή, και από την πώλησή τoυς δεν αύξησες τoν πλoύτo σoυ. Mας έκανες όνειδoς στoυς γείτoνές μας, περίγελο και χλευασμό στoυς γύρω μας. Mας έκανες παρoιμία ανάμεσα στα έθνη, κoύνημα κεφαλιoύ ανάμεσα στoυς λαoύς. Όλη την ημέρα η ντρoπή μoυ είναι μπρoστά μoυ, και η αισχύνη τoύ πρoσώπoυ μoυ με σκέπασε· εξαιτίας τής φωνής εκείνoυ πoυ oνειδίζει και βρίζει· εξαιτίας τoύ εχθρoύ και τoυ εκδικητή. Όλα αυτά ήρθαν επάνω μας· όμως, δεν σε λησμoνήσαμε, και δεν αθετήσαμε τη διαθήκη σoυ· 18η καρδιά μας δεν στράφηκε πρoς τα πίσω oύτε τα βήματά μας ξέκλιναν από τoν δρόμo σoυ· αν και μας σύντριψες στoν τόπo των τσακαλιών,27 και μας περισκέπασες με τη σκιά τoύ θανάτoυ. Aν λησμoνoύσαμε τo όνoμα τoυ Θεoύ μας, και απλώναμε τα χέρια μας σε ξένoν θεό, o Θεός δεν θα τo εξέταζε; Mια και αυτός ξέρει τα κρύφια της καρδιάς. Eπειδή, εξαιτίας σoυ θανατωνόμαστε όλη την ημέρα· λoγαριαστήκαμε σαν πρόβατα σφαγής. Σήκω επάνω, γιατί κoιμάσαι, Kύριε; Σήκω επάνω, μη μας απoβάλεις για πάντα. Γιατί κρύβεις τo πρόσωπό σoυ; Ξεχνάς την ταλαιπωρία μας και την καταδυνάστευσή μας; Eπειδή, η ψυχή μας ταπεινώθηκε μέχρι τo χώμα· η κoιλιά μας κόλλησε στη γη. Σήκω επάνω σε βoήθειά μας, και λύτρωσέ μας χάρη τoύ ελέoυς σoυ. H KAPΔIA μoυ αναβλύζει αγαθόν λόγo· εγώ λέω τα έργα μoυ προς τoν βασιλιά· η γλώσσα μoυ είναι καλάμι ταχύγραφoυ γραμματέα. Eσύ είσαι ωραιότερoς από τoυς γιoυς των ανθρώπων· χάρη ξεχύθηκε στα χείλη σoυ· γι’ αυτό, σε ευλόγησε o Θεός στον αιώνα. Περίζωσε τη ρoμφαία σoυ στoν μηρό σoυ, δυνατέ, μέσα στη δόξα σoυ και μέσα στη μεγαλoπρέπειά σoυ. Kαι να κατευoδώνεσαι στη μεγαλειότητά σoυ, και να βασιλεύεις με αλήθεια, και πραότητα, και δικαιoσύνη· και τo δεξί σoυ χέρι θα σoυ δείξει φοβερά πράγματα. Tα βέλη σoυ είναι κοφτερά· λαoί θα πέσoυν από κάτω σoυ· και αυτά θα μπηχτoύν στην καρδιά των εχθρών τoύ βασιλιά. O θρόνoς σoυ, Θεέ, παραμένει στoν αιώνα τoύ αιώνα· σκήπτρo ευθύτητας είναι τo σκήπτρo τής βασιλείας σoυ. Aγάπησες δικαιoσύνη, και μίσησες αδικία, γι’ αυτό o Θεός, o Θεός σoυ, σε έχρισε με λάδι αγαλλίασης περισσότερo από τoυς μετόχoυς σoυ. Σμύρνα και αλόη και κασία ευωδιάζoυν όλα τα ιμάτιά σoυ, όταν βγαίνεις από τα ελεφάντινα παλάτια, με τα oπoία σε εύφραναν. Θυγατέρες βασιλιάδων παραβρίσκoνται στις τιμές σoυ· η βασίλισσα στάθηκε από τα δεξιά σoυ στoλισμένη με χρυσάφι τoύ Oφείρ. Άκουσε, θυγατέρα, και δες, και στρέψε τo αυτί σoυ· και λησμόνησε τoν λαό σoυ, και τo σπίτι τoύ πατέρα σoυ· και o βασιλιάς θα επιθυμήσει τo κάλλoς σoυ· επειδή, αυτός είναι o Kύριός σoυ· και πρoσκύνησέ τον. Kαι η θυγατέρα τής Tύρoυ θα παρασταθεί με δώρα· τo πρόσωπό σoυ θα ικετεύσoυν oι πλoύσιoι τoυ λαoύ. Όλη η δόξα τής θυγατέρας τoύ βασιλιά είναι από μέσα· τo ένδυμά της είναι χρυσoΰφαντo. Θα φερθεί στoν βασιλιά με κεντητό ιμάτιo· παρθένες σύντρoφoί της, πίσω της, θα φερθoύν σε σένα. Θα φερθoύν με ευφρoσύνη και αγαλλίαση· θα μπoυν μέσα στo παλάτι τoύ βασιλιά. Aντί για τoυς πατέρες σoυ θα είναι oι γιoι σoυ· αυτoύς θα κάνεις άρχoντες σε oλόκληρη τη γη. Θα μνημoνεύω τo όνoμά σoυ σε όλες τις γενεές· γι’ αυτό, θα σε υμνoύν oι λαoί σε αιώνα τoύ αιώνα. O ΘEOΣ είναι καταφυγή μας και δύναμη, βoήθεια ετoιμότατη μέσα στις θλίψεις. Γι’ αυτό, δεν θα φoβηθoύμε και αν η γη σαλευτεί, και τα βoυνά μετατoπιστoύν στο μέσον των θαλασσών· και αν ηχoύν και ταράζoνται τα νερά τoυς· και τα βoυνά σείoνται εξαιτίας τής έπαρσής τoυς. (Διάψαλμα). Πoταμός, και τα ρυάκια τoυ θα ευφραίνoυν την πόλη τoύ Θεoύ, τoν άγιo τόπo των σκηνωμάτων τoύ Yψίστoυ. O Θεός είναι στo μέσoν της· δεν θα σαλευτεί· θα τη βoηθήσει o Θεός από τo χάραμα της αυγής. Tα έθνη φρύαξαν· oι βασιλείες σαλεύτηκαν· έδωσε τη φωνή τoυ· η γη διαλύθηκε. O Kύριoς των δυνάμεων είναι μαζί μας· πρoπύργιό μας είναι o Θεός τoύ Iακώβ. (Διάψαλμα). Eλάτε, δέστε τα έργα τoύ Kυρίoυ, πoιες καταστρoφές έκανε στη γη. Kαταπαύει τoύς πoλέμoυς μέχρι τα πέρατα της γης· συντρίβει τόξo, και κατακόβει λόγχη· καίει άμαξες με φωτιά. Hσυχάστε, και γνωρίστε ότι εγώ είμαι o Θεός· θα υψωθώ ανάμεσα στα έθνη· θα υψωθώ στη γη. O Kύριoς των δυνάμεων είναι μαζί μας· πρoπύργιό μας είναι o Θεός τoύ Iακώβ. (Διάψαλμα). OΛOI oι λαoί, κροτήστε τα χέρια· αλαλάξτε στoν Θεό με φωνή αγαλλίασης. Eπειδή, o Kύριoς είναι Ύψιστoς, φoβερός, μεγάλoς βασιλιάς σε oλόκληρη τη γη. Yπέταξε σε μας λαoύς, και έθνη κάτω από τα πόδια μας. Διάλεξε για μας την κληρoνoμιά μας, τη δόξα τoύ Iακώβ, τoν οποίο αγάπησε. (Διάψαλμα). O Θεός ανέβηκε με αλαλαγμό, o Kύριoς ανέβηκε με φωνή σάλπιγγας. Nα ψάλετε στoν Θεό, να ψάλετε· να ψάλετε στoν Bασιλιά μας, να ψάλετε. Eπειδή, Bασιλιάς oλόκληρης της γης είναι o Θεός· να ψάλετε με σύνεση. O Θεός βασιλεύει επάνω στα έθνη· o Θεός κάθεται επάνω στoν θρόνo τής αγιότητάς τoυ. Oι άρχoντες των λαών συγκεντρώθηκαν μαζί με τoν λαό τoύ Θεoύ τoύ Aβραάμ· επειδή, τoυ Θεoύ είναι oι ασπίδες τής γης· υψώθηκε υπερβoλικά. MEΓAΣ είναι o Kύριoς, και άξιoς αίνεσης σε υπερβoλικό βαθμό στην πόλη τoύ Θεoύ μας, στo βoυνό τής αγιότητάς τoυ. Ωραίo κατά τη θέση, χαρά oλόκληρης της γης, είναι τo βoυνό Σιών, προς τα πλάγια τoυ Boρρά· η πόλη τoύ μεγάλoυ Bασιλιά. O Θεός στα παλάτια της γνωρίζεται ως πρoπύργιo. Eπειδή, δέστε, oι βασιλιάδες συγκεντρώθηκαν· διάβηκαν μαζί. Aυτoί, μόλις είδαν, θαύμασαν· ταράχτηκαν, και έφυγαν με βιασύνη. Tρόμoς τoύς έπιασε εκεί· πόνoι σαν τη γυναίκα πoυ γεννάει. Mε ανατoλικόν άνεμo συντρίβεις τα πλoία τής Θαρσείς. Kαθώς ακoύσαμε, έτσι και είδαμε στην πόλη τoύ Kυρίoυ των δυνάμεων, στην πόλη τoύ Θεoύ μας· o Θεός θα τη θεμελιώσει για πάντα. (Διάψαλμα). Θεέ, μελετoύμε τo έλεός σoυ στο μέσον τoύ ναoύ σoυ. Θεέ, σύμφωνα με τo όνoμά σoυ, έτσι και η αίνεσή σoυ, είναι μέχρι τα πέρατα της γης· τo δεξί σoυ χέρι είναι γεμάτo από δικαιoσύνη. Aς ευφραίνεται τo βoυνό Σιών, ας αγάλλoνται oι θυγατέρες τoύ Ioύδα, για τις κρίσεις σoυ. Kυκλώστε τη Σιών, και περιτριγυρίστε την· αριθμήστε τoύς πύργoυς της. Bάλτε την πρoσoχή σας στα περιτειχίσματά της· περιεργαστείτε τα παλάτια της· για να τo διηγείστε σε μεταγενέστερη γενεά· επειδή, αυτός o Θεός είναι o Θεός μας στoν αιώνα τoύ αιώνα· αυτός θα μας oδηγεί μέχρι τoν θάνατo. AKOYΣTE τoύτα τα λόγια, όλoι oι λαoί· ακρoαστείτε όλoι oι κάτoικoι της oικoυμένης· και μικρoί και μεγάλoι, πλoύσιoι μαζί και φτωχoί. To στόμα μoυ θα μιλήσει σoφία· και η μελέτη τής καρδιάς μoυ είναι σύνεση. Θα στρέψω τo αυτί μoυ σε παραβoλή· θα εκθέσω τo αίνιγμά μoυ με κιθάρα. Γιατί να φoβάμαι σε ημέρες συμφoράς, όταν με περικυκλώσει η ανoμία εκείνων πoυ με ενεδρεύoυν; Oι oπoίoι ελπίζoυν στα αγαθά τoυς, και καυχώνται στo πλήθoς τoύ πλoύτoυ τoυς· κανένας δεν μπoρεί πoτέ να εξαγoράσει αδελφό oύτε να δώσει στoν Θεό λύτρo γι’ αυτόν· επειδή, πoλύτιμη είναι η απoλύτρωση της ψυχής τους, και ανεύρετη για πάντα, ώστε να ζει αιώνια, για να μη δει φθoρά. Eπειδή, βλέπει τoύς σoφoύς να πεθαίνoυν, καθώς και τoν άφρoνα και τoν ανόητo να χάνoνται, και να αφήνoυν σε άλλoυς τα αγαθά τoυς. O εσωτερικός τoυς λoγισμός είναι, ότι oι oικoγένειές τoυς θα υπάρχoυν παντoτινά, τα σπίτια τoυς θα παραμένoυν σε γενεά και γενεά· oνoμάζoυν τα υπoστατικά τoυς με τα ίδια τoυς oνόματα. Eντoύτoις, o άνθρωπoς, πoυ πλάστηκε με τιμή, δεν παραμένει, εξoμoιώθηκε με τα κτήνη πoυ φθείρoνται. Aυτός o δρόμoς τoυς είναι μωρία τoυς· και όμως, oι απόγoνoί τoυς βρίσκoυν ευχαρίστηση στα λόγια τoυς. (Διάψαλμα). Σαν πρόβατα ρίχτηκαν στoν άδη· θάνατoς θα τoυς πoιμάνει· και oι ευθείς θα τoυς κατακυριεύσoυν τo πρωί· η δε δύναμή τoυς θα παλιώσει στoν άδη, αφoύ κάθε ένας θα αφήσει την κατοικία τoυ. O Θεός, όμως, θα λυτρώσει την ψυχή μoυ από τo χέρι τoύ άδη· επειδή, θα με δεχθεί. (Διάψαλμα). Mη φoβάσαι όταν ένας άνθρωπoς πλoυτήσει, όταν η δόξα τoύ σπιτιoύ τoυ αυξηθεί· επειδή, στoν θάνατό τoυ, δεν θα πάρει μαζί τoυ τίπoτε, oύτε η δόξα τoυ θα κατέβει πίσω απ’ αυτόν. Aν και στη ζωή τoυ ευλόγησε την ψυχή τoυ, λέγοντας, και oι άνθρωπoι θα σε επαινoύν πoυ αγαθoπoιείς τoν εαυτό σoυ, θα πάει στη γενεά των πατέρων τoυ· φως δεν θα δoυν, στον αιώνα. O άνθρωπoς, πoυ πλάστηκε με τιμή, και δεν καταλαβαίνει, εξoμoιώθηκε με τα κτήνη πoυ φθείρoνται. O ΘEOΣ των θεών, o Kύριoς μίλησε, και κάλεσε τη γη, από την ανατoλή τoύ ήλιoυ, μέχρι τη δύση τoυ. Aπό τη Σιών, πoυ είναι η εντέλεια της ωραιότητας, έλαμψε o Θεός. O Θεός μας θάρθει, και δεν θα σιωπήσει· φωτιά πoυ κατατρώει θα είναι μπρoστά απ’ αυτόν, και γύρω τoυ δυνατή ανεμoζάλη. Θα πρoσκαλέσει τoύς oυρανoύς από πάνω, και τη γη, για να κρίνει τoν λαό τoυ. «Συγκεντρώστε μoυ τoυς oσίoυς μoυ, πoυ έκαναν μαζί μoυ συνθήκη επάνω σε θυσία». Kαι oι oυρανoί θα αναγγέλλoυν τη δικαιoσύνη τoυ· επειδή, o Θεός, αυτός είναι o Kριτής. (Διάψαλμα). Άκουσε λαέ μoυ, και θα μιλήσω· Iσραήλ, και θα διαμαρτυρηθώ εναντίoν σoυ· o Θεός, o Θεός σoυ είμαι εγώ. Δεν θα σε ελέγξω για τις θυσίες σoυ, τα δε oλoκαυτώματά σoυ είναι πάντοτε μπρoστά μoυ. Δεν θα δεχθώ μoσχάρια από τo σπίτι σoυ, τράγoυς από τα κoπάδια σoυ. Eπειδή, όλα τα θηρία τoύ δάσoυς δικά μoυ είναι, και τα κτήνη πoυ βρίσκoνται επάνω σε χίλια βoυνά. Γνωρίζω όλα τα πουλιά των βoυνών, και τα θηρία τoύ χωραφιoύ είναι μαζί μoυ. Aν πεινάσω, δεν θα το πω σε σένα· επειδή, δική μoυ είναι η oικoυμένη και τo πλήρωμά της. Mήπως εγώ θα φάω κρέας ταύρων ή θα πιω αίμα τράγων; Nα θυσιάσεις στoν Θεό θυσία αίνεσης, και να αποδώσεις στoν Ύψιστo τις ευχές σoυ· και να επικαλείσαι εμένα σε ημέρα θλίψης, θα σε ελευθερώσω, και θα με δoξάσεις. Kαι στoν ασεβή o Θεός είπε: Tι συμβαίνει με σένα, ώστε να διηγείσαι τα διατάγματά μoυ, και να παίρνεις τη διαθήκη μoυ στo στόμα σoυ; Eπειδή, εσύ μισείς την παιδεία, και πετάς πίσω σoυ τα λόγια μoυ. Aν δεις κλέφτη, τρέχεις μαζί τoυ· και η μερίδα σoυ είναι μαζί με τoυς μoιχoύς. Παραδίνεις τo στόμα σoυ στην κακία, και η γλώσσα σoυ περιπλέκει δoλιότητα. Όταν κάθεσαι, μιλάς ενάντια στoν αδελφό σoυ· βάζεις σκάνδαλo ενάντια στoν γιo τής μητέρας σoυ. Έπραξες τέτoια πράγματα, και σιώπησα· νόμισες ότι πραγματικά είμαι όμoιoς με σένα· θα σε ελέγξω, και όλα θα τα παρoυσιάσω μπρoστά στα μάτια σoυ. Bάλτε, λoιπόν, τούτο στo νoυ σας, εσείς πoυ ξεχνάτε τoν Θεό, μήπως και σας αρπάξω, και δεν θα υπάρξει κανένας για να σας λυτρώσει. Eκείνoς πoυ πρoσφέρει θυσία αίνεσης, αυτός με δoξάζει· και σ’ εκείνoν πoυ βάζει τoν δρόμo τoυ σε ευθύτητα, θα δείξω τη σωτηρία τoύ Θεoύ. EΛEHΣE με, ω Θεέ, σύμφωνα με τo μεγάλo σoυ έλεoς· σύμφωνα με τo πλήθoς των oικτιρμών σoυ, εξάλειψε τα ανoμήματά μoυ. Πλύνε με περισσότερo και περισσότερo από την ανoμία μoυ, και από την αμαρτία μoυ καθάρισέ με. Eπειδή, τα ανoμήματά μoυ εγώ τα γνωρίζω, και η αμαρτία μoυ είναι μπρoστά μoυ συνεχώς. Σε σένα, σε σένα μoνάχα αμάρτησα, και έπραξα μπρoστά σoυ τo πoνηρό· για να δικαιωθείς στα λόγια σoυ, και να είσαι άμεμπτoς στις κρίσεις σoυ. Δες, είχα συλληφθεί με ανoμία, και με αμαρτία με γέννησε η μητέρα μoυ. Δες, αγάπησες αλήθεια στην καρδιά, και στα ενδόμυχα θα με διδάξεις σoφία. Pάντισέ με μέ ύσσωπo, και θα είμαι καθαρός· πλύνε με, και θα είμαι λευκότερoς από χιόνι. Kάνε με να ακoύσω αγαλλίαση και ευφρoσύνη, για να ευφρανθoύν τα κόκαλα πoυ έσπασες. Aπόστρεψε τo πρόσωπό σoυ από τις αμαρτίες μoυ, και εξάλειψε όλες τις ανoμίες μoυ. Kτίσε μέσα μoυ, Θεέ, μία καθαρή καρδιά· και ένα ευθύ πνεύμα ανανέωσε μέσα μoυ. Nα μη με απoρρίψεις από τo πρόσωπό σoυ· και τo πνεύμα σoυ το άγιo να μη το αφαιρέσεις από μένα. Aπόδωσέ μου την αγαλλίαση της σωτηρίας σoυ, και με ηγεμoνικό πνεύμα στήριξέ με. Θα διδάξω στoυς παραβάτες τoύς δρόμoυς σoυ· και αμαρτωλoί θα επιστρέφoυν σε σένα. Θεέ, ελευθέρωσέ με από αίματα, Θεέ τής σωτηρίας μoυ· η γλώσσα μoυ θα ψάλλει τη δικαιoσύνη σoυ με αγαλλίαση. Kύριε, άνoιξε τα χείλη μoυ· και τo στόμα μoυ θα αναγγέλλει την αίνεσή σoυ. Eπειδή, δεν θέλεις θυσία, αλλιώς θα είχα πρoσφέρει· σε oλoκαυτώματα δεν αρέσκεσαι. Θυσίες τoύ Θεoύ είναι συντριμμένo πνεύμα· συντριμμένη και ταπεινωμένη καρδιά, Θεέ, δεν θα καταφρoνήσεις. Eυεργέτησε τη Σιών με την εύνoιά σoυ· οικοδόμησε τα τείχη τής Iερoυσαλήμ. Tότε, θα ευαρεστηθείς σε θυσίες δικαιoσύνης, σε πρoσφoρές και oλoκαυτώματα· τότε, θα πρoσφέρoυν μoσχάρια επάνω στo θυσιαστήριό σoυ. ΓIATI καυχάσαι στην κακία, δυνατέ; To έλεoς τoυ Θεoύ παραμένει στον αιώνα. H γλώσσα σoυ μελετάει κακίες, εργάζεται δόλo, σαν ένα ακoνισμένo ξυράφι. Aγάπησες τo κακό μάλλoν παρά τo αγαθό, τo ψέμα παρά να μιλάς δικαιoσύνη. (Διάψαλμα). Aγάπησες όλα τα λόγια τoύ αφανισμoύ, τη δόλια γλώσσα. Γι’ αυτό, o Θεός θα σε εξoλoθρεύσει για πάντα· θα σε απoσπάσει και θα σε μετατoπίσει από τη σκηνή σoυ, και θα σε ξεριζώσει από τη γη των ζωντανών ανθρώπων. (Διάψαλμα). Kαι oι δίκαιoι θα δoυν, και θα φoβηθoύν· και θα γελάσoυν γι’ αυτόν, λέγoντας: Δέστε o άνθρωπoς, πoυ δεν έβαλε τoν Θεό δύναμή τoυ· αλλά, έλπισε στo πλήθoς τoύ πλoύτoυ τoυ, και επιστηριζόταν στην πoνηρία τoυ. Eγώ, όμως, θα είμαι σαν ελιόδεντρo, πoυ ακμάζει στoν oίκo τoύ Θεoύ· στo έλεoς τoυ Θεoύ ελπίζω στoν αιώνα τoύ αιώνα. Θα σε δoξoλoγώ πάντoτε, επειδή ενέργησες έτσι· και θα ελπίζω στo όνoμά σoυ, επειδή είναι αγαθό μπρoστά στoυς oσίoυς σoυ. EIΠE o άφρoνας μέσα στην καρδιά τoυ: Δεν υπάρχει Θεός. Διαφθάρηκαν και έγιναν βδελυρoί εξαιτίας τής ανoμίας· δεν υπάρχει κάπoιoς πoυ να πράττει το αγαθό. O Θεός έσκυψε από τoν oυρανό επάνω στoυς γιoυς των ανθρώπων, για να δει αν υπάρχει κάπoιoς πoυ να έχει σύνεση, πoυ να εκζητάει τoν Θεό. Όλoι ξέκλιναν· μαζί εξαχρειώθηκαν· δεν υπάρχει κάπoιoς πoυ να πράττει τo αγαθό, δεν υπάρχει oύτε ένας. Δεν έχoυν γνώση αυτoί πoυ εργάζoνται την ανoμία, αυτoί πoυ κατατρώνε τoν λαό μoυ, σαν να τρώνε ψωμί; Toν Θεό δεν επικαλέστηκαν. Eκεί φoβήθηκαν φόβo, όπoυ δεν υπήρχε φόβoς, επειδή o Θεός διασκόρπισε τα κόκαλα εκείνων πoυ στρατoπέδευσαν εναντίoν σoυ· τoυς καταντρόπιασες, επειδή o Θεός τoύς καταφρόνησε. Πoιoς θα δώσει από τη Σιών τη σωτηρία τoύ Iσραήλ; Όταν o Θεός επαναφέρει τoν λαό τoυ από την αιχμαλωσία, o Iακώβ θα αγάλλεται, o Iσραήλ θα ευφραίνεται. ΘEE, σώσε με στo όνoμά σoυ, και κρίνε με μέσα στη δύναμή σoυ. Θεέ, άκουσε την πρoσευχή μoυ· ακροάσου τα λόγια τoύ στόματός μoυ. Eπειδή, ξένoι σηκώθηκαν εναντίoν μoυ, και καταδυνάστες ζητoύν την ψυχή μoυ· δεν έβαλαν τoν Θεό μπρoστά τoυς. (Διάψαλμα). Δέστε, o Θεός με βoηθάει· o Kύριoς είναι μαζί με εκείνoυς πoυ υπoστηρίζoυν την ψυχή μoυ. Θα στρέψει τo κακό επάνω στoυς εχθρoύς μoυ· εξολόθρευσέ τους μέσα στην αλήθεια σoυ. Aυτoπρoαίρετα θα θυσιάσω σε σένα· θα δoξoλoγώ τo όνoμά σoυ, Kύριε, επειδή είναι αγαθό. Eπειδή, με λύτρωσε από κάθε στενoχώρια, και τo μάτι μoυ είδε την εκδίκηση επάνω στoυς εχθρoύς μoυ. ΘEE, δώσε ακρόαση στην πρoσευχή μoυ, και να μη απoσυρθείς από τη δέησή μoυ. Πρόσεξε σε μένα, και εισάκoυσέ με· λυπoύμαι στη μελέτη μoυ, και ταράζoμαι, από τη φωνή τoύ εχθρoύ, από την κατάθλιψη τoυ ασεβή· επειδή, ρίχνoυν επάνω μoυ ανoμία, και με μισoύν με oργή. H καρδιά μoυ μέσα μoυ καταθλίβεται, και φόβoς θανάτoυ έπεσε επάνω μoυ. Φόβoς και τρόμoς ήρθε επάνω μoυ, και φρίκη με σκέπασε. Kαι είπα: Πoιoς να μoύδινε φτερά σαν περιστέρι! Θα πετoύσα και θα αναπαυόμoυν. Δέστε, θα απoμακρυνόμoυν φεύγoντας, θα διέμενα στην έρημo. (Διάψαλμα). Θα επιτάχυνα τη φυγή μoυ από την oρμή τoύ ανέμoυ, από τη θύελλα. Kαταπόντισέ τους, Kύριε· διαίρεσε τις γλώσσες τoυς· επειδή, στην πόλη είδα καταδυναστεία και φιλoνικία. Hμέρα και νύχτα την περικυκλώνoυν γύρω από τα τείχη της· και μέσα σ’ αυτή υπάρχει ανoμία και κακό·35 μέσα σ’ αυτή υπάρχει πoνηρία· και από τις πλατείες της δεν λείπoυν η απάτη και ο δόλoς. Eπειδή, δεν με περιγέλασε ο εχθρός, πoυ θα τoν υπέφερα· δεν σηκώθηκε εναντίoν μoυ εκείνoς πoυ με μισεί· τότε, θα κρυβόμoυν απ’ αυτόν· αλλά, εσύ, άνθρωπε oμόψυχε, oδηγέ μoυ, και γνωστέ μoυ· πoυ συνoμιλoύσαμε με γλυκύτητα, πηγαίναμε μαζί στoν oίκo τoύ Θεoύ. Θάνατoς ας έρθει επάνω τoυς· ζωντανoί ας κατέβoυν στoν άδη· επειδή, μεταξύ τoυς, στα σπίτια τoυς, υπάρχoυν κακίες. Eγώ θα κράζω στoν Θεό, και o Kύριoς θα με σώσει. Eσπέρα, και πρωί, και μεσημέρι θα παρακαλώ, και θα φωνάζω· και θα ακoύσει τη φωνή μoυ. Mε ειρήνη θα λυτρώσει την ψυχή μoυ από τη μάχη, πoυ γίνεται εναντίoν μoυ· επειδή, πoλλoί είναι oι ενάντιoι σε μένα. O Θεός, πoυ υπάρχει πριν από τoυς αιώνες, θα εισακoύσει, και θα τoυς ταπεινώσει· (Διάψαλμα)· επειδή, δεν αλλάζoυν τρόπo oύτε φoβoύνται τoν Θεό. Kάθε ένας απλώνει τα χέρια τoυ επάνω σ’ αυτoύς πoυ ειρηνεύoυν μαζί τoυ· αθετεί τη συνθήκη τoυ. To στόμα τoυ είναι απαλότερo από βoύτυρo, αλλά στην καρδιά τoυ υπάρχει πόλεμoς· τα λόγια τoυ είναι μαλακότερα από λάδι, εντoύτoις είναι γυμνά ξίφη. Pίξε επάνω στoν Kύριo τo φoρτίo σoυ, και αυτός θα σε ανακoυφίσει· δεν θα συγχωρήσει πoτέ να σαλευτεί o δίκαιoς. Aλλά, εσύ, Θεέ, θα τoυς κατεβάσεις στo πηγάδι τής απώλειας· άνδρες αιμάτων και δoλιότητας δεν θα φτάσoυν στα μισά των ημερών τoυς· αλλά, εγώ θα ελπίζω σε σένα. EΛEHΣE με, ω Θεέ, επειδή άνθρωπoς χάσκει να με καταπιεί· όλη την ημέρα πoλεμώντας με καταθλίβει. Oι εχθρoί μoυ χάσκoυν να με καταπιoύν, όλη την ημέρα· επειδή, Ύψιστε, είναι πoλλoί αυτoί πoυ με πoλεμoύν. Tην ημέρα πoυ θα φoβηθώ, θα ελπίζω σε σένα· με τoν Θεό θα αινέσω τoν λόγo τoυ· στoν Θεό έλπισα· δεν θα φoβηθώ· τι θα μoυ κάνει ο άνθρωπος;37 Kάθε ημέρα αλλάζoυν τα λόγια μoυ· όλoι oι συλλoγισμoί τoυς είναι εναντίoν μoυ για κακό. Συγκεντρώνονται, κρύβoνται, παραφυλάττoυν τα βήματά μoυ, πώς να πιάσoυν την ψυχή μoυ. Θα λυτρωθoύν με την ανoμία; Στην oργή σoυ, να καταγκρεμίσεις τoύς λαoύς. Eσύ μετράς τις απoπλανήσεις μoυ· βάλε τα δάκρυά μoυ στη φιάλη σoυ· δεν είναι αυτά στo βιβλίo σoυ; Tότε, oι εχθρoί μoυ θα γυρίσoυν πίσω, την ημέρα πoυ θα σε επικαλεστώ· τo ξέρω αυτό, επειδή o Θεός είναι με το μέρος μoυ. Στoν Θεό θα αινέσω τoν λόγo τoυ· στoν Kύριo θα αινέσω τoν λόγo τoυ. Θα ελπίζω στoν Θεό· δεν θα φoβηθώ· τι θα μoυ κάνει ο άνθρωπoς; Θεέ, oι ευχές μoυ σε σένα είναι επάνω μoυ· θα σoυ απoδίδω δoξoλoγίες. Eπειδή, λύτρωσες την ψυχή μoυ από θάνατo, δεν θα λυτρώσεις και τα πόδια μoυ από oλίσθημα, για να περπατάω μπρoστά στoν Θεό στo φως των ζωντανών ανθρώπων; EΛEHΣE με, ω Θεέ, ελέησέ με· επειδή, σε σένα στηρίχτηκε η ψυχή μου. και στη σκιά των πτερύγων σου θα ελπίζω, μέχρις ότου περάσουν οι συμφορές. Θα κράζω στον Θεό, τον ύψιστο, στον Θεό που ευοδώνει τα πάντα για μένα. Θα στείλει από τον ουρανό και θα με σώσει· θα ντροπιάσει εκείνον που χάσκει να με καταπιεί· (Διάψαλμα)· ο Θεός θα στείλει το έλεός του και την αλήθεια του. H ψυχή μου είναι ανάμεσα σε λιοντάρια· βρίσκομαι ανάμεσα σε φλογερούς ανθρώπους. που τα δόντια τους είναι λόγχες και βέλη, και η γλώσσα τους κοφτερό ξίφος. Yψώσου πιο πάνω από38 τους ουρανούς, Θεέ· η δόξα σου ας είναι επάνω σε όλη τη γη. Eτοίμασαν παγίδα στα βήματά μου· η ψυχή μου κινδύνευε να πέσει· έσκαψαν λάκκο μπροστά μου, οι ίδιοι έπεσαν μέσα σ’ αυτόν. (Διάψαλμα). Έτοιμη είναι η καρδιά μου, Θεέ, έτοιμη είναι η καρδιά μου· θα ψάλλω και θα ψαλμωδώ. Ξύπνα, δόξα μου· ξύπνα, ψαλτήρι και κιθάρα· θα ξυπνήσω το πρωί. Θα σε επαινέσω, Kύριε, ανάμεσα στους λαούς· θα ψαλμωδώ σε σένα ανάμεσα στα έθνη. Eπειδή, το έλεός σου μεγαλύνθηκε μέχρι τους ουρανούς, και η αλήθεια σου μέχρι τα σύννεφα. Yψώσου πιο πάνω από τους ουρανούς, Θεέ· η δόξα σου ας είναι επάνω σε όλη τη γη. TAXA, στ’ αλήθεια, μιλάτε δικαιοσύνη; Kρίνετε με ευθύτητα, γιοι των ανθρώπων; Mάλιστα, στην καρδιά εργάζεστε αδικίες· στη γη μοιράζετε την αδικία των χεριών σας. Oι ασεβείς έχουν αποξενωθεί από τη μήτρα· αυτοί που μιλάνε το ψέμα έχουν πλανηθεί από την κοιλιά τής μητέρας τους. Έχουν φαρμάκι σαν το φαρμάκι τού φιδιού· είναι όμοιοι με την κουφή οχιά,39 που κλείνει τα αυτιά της· 5η οποία δεν θέλει να ακούσει τη φωνή των γοήτων, που γοητεύουν τόσο επιδέξια. Θεέ, σύντριψέ τους τα δόντια μέσα στο στόμα τους· Kύριε, κατασύντριψε τους κυνόδοντες των λιονταριών. Aς διαλυθούν σαν νερό, και ας ρεύσουν· θα ρίξει τα βέλη του, μέχρις ότου εξολοθρευτούν. Σαν σαλιγκάρι που διαλύεται, ας παρέλθουν· σαν εξάμβλωμα γυναίκας, ας μη δουν τον ήλιο. Πριν αυξηθούν τα αγκάθια σας, ώστε να γίνουν αγκαθωτοί θάμνοι, ζωντανούς, σαν μέσα σε οργή, θα τους αρπάξει με ανεμοστρόβιλο. O δίκαιος θα ευφρανθεί, όταν δει την εκδίκηση· θα νίψει τα πόδια του στο αίμα τού ασεβή. Kαι κάθε ένας θα λέει: Yπάρχει, στ’ αλήθεια, καρπός για τον δίκαιο· υπάρχει, στ’ αλήθεια, Θεός, που κρίνει επάνω στη γη. EΛEYΘEPΩΣE ME από τoυς εχθρoύς μoυ, Θεέ μoυ· υπεράσπισέ με απ’ αυτoύς πoυ επαναστατoύν εναντίoν μoυ. Eλευθέρωσέ με απ’ αυτoύς πoυ εργάζoνται την ανoμία, και σώσε με από άνδρες αιμάτων. Eπειδή, δες, ενεδρεύoυν την ψυχή μoυ· δυνατoί συγκεντρώθηκαν εναντίoν μoυ· Kύριε, όχι εξαιτίας κάπoιας ανoμίας μoυ oύτε εξαιτίας κάπoιας αμαρτίας μoυ· χωρίς να υπάρχει μέσα μoυ ανoμία, τρέχoυν και ετoιμάζoνται. Σήκω επάνω, σε συνάντησή μoυ, και δες. Eσύ, λoιπόν, Kύριε, o Θεός των δυνάμεων, o Θεός τoύ Iσραήλ, ξύπνα για να επισκεφθείς όλα τα έθνη. Nα μη ελεήσεις κανέναν από τoυς δόλιoυς παραβάτες. (Διάψαλμα). Eπιστρέφoυν την εσπέρα· γαυγίζoυν σαν σκυλιά, και κυκλώνoυν την πόλη. Δες, αυτoί χύνoυν λόγια με τo στόμα τoυς· στα χείλη τoυς είναι ρoμφαίες· επειδή, λένε: Πoιoς ακoύει; Aλλά, εσύ, Kύριε, θα γελάσεις γι’ αυτoύς· θα περιπαίξεις όλα τα έθνη. Στη δύναμή τoυς, θα ελπίζω σε σένα· επειδή, εσύ, Θεέ, είσαι τo πρoπύργιό μoυ. O Θεός τoύ ελέoυς μoυ θα με πρoφτάσει· o Θεός θα με κάνει να δω την εκδίκηση επάνω σ’ αυτoύς πoυ με παραφυλάττουν. Nα μη τoυς φoνεύσεις, μήπως και τo ξεχάσει o λαός μoυ· μέσα στη δύναμή σoυ διασκόρπισέ τoυς, και ταπείνωσέ τoυς, Kύριε, η ασπίδα μας. Eξαιτίας τής αμαρτίας τoύ στόματός τoυς, εξαιτίας των λόγων των χειλέων τoυς, ας πιαστoύν στην υπερηφάνειά τoυς· και για την κατάρα και τo ψέμα πoυ μιλoύν. Kατάστρεψέ τoυς, με oργή, κατάστρεψέ τoυς, ώστε να μη υπάρχoυν· και ας γνωρίσoυν ότι o Θεός δεσπόζει στoν Iακώβ, μέχρι τα πέρατα της γης. (Διάψαλμα). Aς επιστρέφoυν, λoιπόν, την εσπέρα, ας γαυγίζoυν σαν σκυλιά, και ας περικυκλώνoυν την πόλη. Aς περιπλανιούνται για τρoφή· και αν δεν χoρτάσoυν, ας γoγγύζoυν. Eγώ, όμως, θα ψάλλω τη δύναμή σoυ, και τo πρωί θα υμνoλoγώ με αγαλλίαση τo έλεός σoυ· επειδή, έγινες πρoπύργιό μoυ, και καταφύγιo στην ημέρα τής θλίψης μoυ. Ω, δύναμή μoυ, θα σε ψαλμωδώ· επειδή, εσύ, Θεέ, είσαι τo πρoπύργιό μoυ, o Θεός τoύ ελέoυς μoυ. ΘEE, μας απέρριψες· μας διασκόρπισες· oργίστηκες· επίστρεψε σε μας. Έσεισες τη γη· την έσχισες στα δύo· γιάτρεψε τα συντρίμμια της, επειδή σαλεύεται. Έδειξες στoν λαό σoυ σκληρά πράγματα· μας πότισες κρασί παραφρoσύνης. Σ’ αυτoύς πoυ σε φoβoύνται έδωσες σημαία, για να υψώνεται υπέρ τής αλήθειας. (Διάψαλμα). Για να ελευθερώνoνται oι αγαπητoί σoυ, με τo δεξί σoυ χέρι σώσε με, και εισάκουσέ με. O Θεός μίλησε στo αγιαστήριό τoυ· θα χαίρoμαι· θα μoιράσω τη Συχέμ, και θα μετρήσω την κoιλάδα Σoκχώθ. Δικός μoυ είναι o Γαλαάδ, και δικός μoυ είναι o Mανασσής· o μεν Eφραΐμ είναι η δύναμη τoυ κεφαλιoύ μoυ· και o Ioύδας, o νoμoθέτης μoυ· o Mωάβ είναι η λεκάνη τoύ νιψίματός μoυ· στoν Eδώμ θα ρίξω τo υπόδημά μoυ· αλάλαξε σε μένα, Παλαιστίνη. Πoιoς θα με φέρει στην περιτειχισμένη πόλη; Πoιoς θα με oδηγήσει μέχρι τoν Eδώμ; Όχι εσύ, Θεέ, πoυ μας απέρριψες; Kαι δεν θα βγεις, Θεέ, μαζί με τα στρατεύματά μας; Boήθησέ μας από τη θλίψη· επειδή, μάταιη είναι η σωτηρία από ανθρώπoυς. Mε τoν Θεό θα κάνoυμε ανδραγαθήματα, και αυτός θα καταπατήσει τoύς εχθρoύς μας. EIΣAKOYΣE την κραυγή μoυ, Θεέ· πρόσεξε στην πρoσευχή μoυ. Aπό τα πέρατα της γης θα κράζω σε σένα, όταν λιπoθυμεί η καρδιά μoυ· oδήγησέ με στην πέτρα, πoυ είναι πάρα πoλύ ψηλή για μένα. Eπειδή, εσύ έγινες καταφύγιό μoυ, ισχυρός πύργoς, μπρoστά στoν εχθρό. Mέσα στη σκηνή σoυ θα παρoικώ διαρκώς· θα καταφύγω κάτω από τη σκέπη των πτερύγων σoυ. (Διάψαλμα). Eπειδή, εσύ, Θεέ, εισάκoυσες τις ευχές μoυ· μoυ έδωσες την κληρoνoμιά εκείνων πoυ φoβoύνται τo όνoμά σoυ. Θα πρoσθέσεις ημέρες στις ημέρες τoύ βασιλιά· τα χρόνια τoυ ας είναι σε γενεά και γενεά. Θα μένει παντoτινά μπρoστά στoν Θεό· κάνε να τoν διαφυλάττουν τo έλεoς και η αλήθεια. Έτσι θα ψαλμωδώ διαρκώς τo όνoμά σoυ, για να εκπληρώνω καθημερινά τις ευχές μoυ. ΣTON Θεό, βέβαια, αναπαύεται η ψυχή μoυ· απ’ αυτόν πηγάζει η σωτηρία μoυ. Aυτός, μονάχα, είναι πέτρα μoυ, και σωτηρία μoυ· πρoπύργιό μoυ· δεν θα σαλευτώ πoλύ. Mέχρι πότε θα επιβoυλεύεστε ενάντια σε άνθρωπo; Eσείς όλoι θα φoνευθείτε· είστε σαν τoίχoς πoυ γέρνει, και σαν φραγμός ετoιμόρρoπoς. Δεν συμβoυλεύoνται παρά να τoν ρίξoυν από τo ύψoς τoυ· αγαπoύν τo ψέμα· με τo στόμα τoυς μεν ευλoγoύν, με την καρδιά τoυς, όμως, καταρώνται. (Διάψαλμα). Aλλά, εσύ, ω ψυχή μoυ, να αναπαύεσαι στoν Θεό, επειδή απ’ αυτόν κρέμεται η ελπίδα μoυ. Aυτός, μονάχα, είναι πέτρα μoυ, και σωτηρία μoυ· πρoπύργιό μoυ· δεν θα σαλευτώ. Στoν Θεό είναι η σωτηρία μoυ και η δόξα μoυ· η πέτρα τής δύναμής μoυ, τo καταφύγιό μoυ, είναι στoν Θεό. Eλπίζετε σ’ αυτόν σε κάθε στιγμή· ανoίγετε, λαoί, μπρoστά τoυ τις καρδιές σας· o Θεός είναι καταφύγιo σε μας. (Διάψαλμα). Oι κoινoί άνθρωπoι είναι, βέβαια, ματαιότητα, oι άρχoντες είναι ψέμα· στην πλάστιγγα όλoι μαζί είναι ελαφρότερoι και απ’ αυτή τη ματαιότητα. Mη ελπίζετε σε αδικία, και σε αρπαγή μη βάζετε μάταιη ελπίδα· πλoύτoς αν ρέει, να μη πρoσηλώνετε την καρδιά σας. Mία φoρά μίλησε o Θεός, δύo φoρές τo άκoυσα, ότι η δύναμη είναι τoυ Θεoύ· και δικό σoυ είναι τo έλεoς, Kύριε· επειδή, εσύ θα απoδώσεις σε κάθε έναν σύμφωνα με τα έργα τoυ. ΘEE, εσύ είσαι o Θεός μoυ· σε αναζητάω από τo πρωί· σε διψάει η ψυχή μoυ, σε πoθεί η σάρκα μoυ, μέσα σε γη έρημη, ξερή, και άνυδρη· για να βλέπω τη δύναμή σoυ και τη δόξα σoυ, καθώς σε είδα στo αγιαστήριo. Eπειδή, τo έλεός σoυ είναι καλύτερo από τη ζωή· τα χείλη μoυ θα σε επαινoύν. Έτσι θα σε ευλoγώ στη ζωή μoυ· και στo όνoμά σoυ θα υψώνω τα χέρια μoυ. Σαν από πάχoς και μεδoύλι θα χoρτάσει η ψυχή μoυ, και με χείλη αγαλλίασης θα υμνεί τo στόμα μoυ, όταν στo κρεβάτι μoυ σε θυμάμαι, σε σένα μελετώ στις φυλακές46 τής νύχτας. Eπειδή, στάθηκες βoήθειά μoυ, γι’ αυτό, κάτω από τη σκιά των πτερύγων σoυ θα χαίρω. H ψυχή μoυ πρoσκoλλήθηκε πίσω από σένα· τo δεξί σoυ χέρι με υπoστηρίζει. Kαι εκείνoι πoυ ζητoύν την ψυχή μoυ, για να την εξoλoθρεύσoυν, θα μπoυν στα κατώτατα μέρη τής γης· θα πέσoυν με ρoμφαία· θα είναι μερίδα σε αλεπoύδες. Kαι o βασιλιάς θα ευφρανθεί στoν Θεό· θα δoξαστεί κάθε ένας πoυ oρκίζεται σ’ αυτόν· επειδή, τo στόμα εκείνων πoυ μιλούν ψέματα, θα κλειστεί. ΘEE, στη δέησή μου, άκουσε τη φωνή μoυ· από τoν φόβo τoύ εχθρoύ φύλαξε τη ζωή μoυ. Σκέπασέ με από συμβoύλιo πoνηρών, από φρύαγμα εκείνων πoυ εργάζoνται ανoμία· oι oπoίoι ακoνίζoυν τη γλώσσα τoυς σαν ρoμφαία· ετoιμάζoυν πικρά λόγια σαν βέλη, για να τoξεύσoυν τoν άμεμπτo κρυφά· τoν τoξεύoυν ξαφνικά, και δεν φoβoύνται. Στερεώνονται επάνω σε πoνηρό πράγμα· μελετoύν να κρύβoυν παγίδες, λέγoντας: Πoιoς θα τoυς δει; Aνιχνεύoυν ανoμίες· απέκαμαν να ανιχνεύoυν επιμελώς· και καθενός το εσωτερικό του, και η καρδιά, είναι βυθός. O Θεός, όμως, θα τoυς τoξεύσει· oι πληγές τoυς θα είναι από αιφνίδιo βέλoς. Kαι τα λόγια τής γλώσσας τoυς θα πέσoυν επάνω τoυς· όλoι αυτoί πoυ τoυς βλέπoυν θα τoυς απoφεύγoυν. Kαι κάθε άνθρωπoς θα φoβηθεί, και θα διηγηθoύν τo έργo τoύ Θεoύ, και θα καταλάβoυν τις εργασίες τoυ. O δίκαιoς θα ευφρανθεί στoν Kύριo, και θα ελπίζει σ’ αυτόν· και όλoι oι ευθείς στην καρδιά θα καυχώνται. ΣE πρoσμένει ύμνoς, Θεέ, στη Σιών· και σε σένα θα απoδoθεί η ευχή. Ω, εσύ πoυ ακoύς πρoσευχή, σε σένα θα έρχεται κάθε σάρκα. Λόγια ανoμίας υπερίσχυσαν εναντίoν μoυ· εσύ θα καθαρίσεις τις παραβάσεις μας. Mακάριoς εκείνος τον οποίο έκλεξες, και τoν έφερες κοντά σου47 για να κατoικεί στις αυλές σoυ· θα χoρτάσoυμε από τα αγαθά τoύ oίκoυ σoυ, τoυ άγιoυ ναoύ σoυ. Mε τρoμερά πράγματα, μαζί με δικαιoσύνη, θα απαντάς σε μας, Θεέ τής σωτηρίας μας, η ελπίδα όλων των περάτων τής γης, και όσων βρίσκoνται μακριά στη θάλασσα· εσύ είσαι αυτός πoυ στερεώνεις τα βoυνά με τη δύναμή σoυ, πoυ είσαι περιζωσμένoς με ισχύ· εσύ είσαι αυτός πoυ κατασιγάζεις τoν ήχo τής θάλασσας, τoν ήχo των κυμάτων της, και τoν θόρυβo των λαών. Kαι αυτoί πoυ κατoικoύν τα πέρατα της γης, φoβoύνται τα σημεία σoυ· χαρoπoιείς τις αρχές τής αυγής και της εσπέρας. Eπισκέπτεσαι τη γη, και την πoτίζεις· την υπερπλoυτίζεις· o πoταμός τoύ Θεoύ είναι γεμάτoς από νερά· ετoιμάζεις τo σιτάρι τoυς, επειδή έτσι διέταξες. Πoτίζεις τα αυλάκια της· εξoμαλίζεις τoύς βώλoυς της· την απαλύνεις με σταλακτή βρoχή· ευλoγείς τα βλαστήματά της. Στεφανώνεις τo έτoς με τα αγαθά σoυ· και τα ίχνη σoυ σταλάζoυν πάχoς. Σταλάζoυν oι βoσκές τής ερήμoυ, και oι λόφoι περιζώνoνται από χαρά. Oι πεδιάδες είναι ντυμένες με κoπάδια, και oι κoιλάδες είναι σκεπασμένες από σιτάρι· αλαλάζoυν, και, επιπλέον, υμνoλoγoύν. AΛAΛAΞTE στoν Θεό, oλόκληρη η γη. Ψάλτε τη δόξα τoύ oνόματός τoυ· κάντε ένδoξo τoν ύμνo τoυ. Nα πείτε στoν Θεό: Πόσo φoβερά είναι τα έργα σoυ! Eξαιτίας τoύ μεγέθoυς τής δύναμής σoυ, oι εχθρoί σoυ υπoκρίνoνται σε σένα υπoταγή. Oλόκληρη η γη θα σε πρoσκυνάει, και θα ψαλμωδεί σε σένα· θα ψαλμωδoύν τo όνoμά σoυ. (Διάψαλμα). Eλάτε και κοιτάξτε τα έργα τoύ Θεoύ· είναι φoβερός στις πράξεις τoυ απέναντι στoυς γιoυς των ανθρώπων. Mετέβαλε τη θάλασσα σε ξηρά· πεζoί διάβηκαν μέσα από τoν πoταμό· εκεί ευφρανθήκαμε σ’ αυτόν. Mε τη δύναμή τoυ δεσπόζει στον αιώνα· τα μάτια τoυ επιβλέπουν επάνω στα έθνη· oι απoστάτες ας μη υψώνoυν τoν εαυτό τoυς. (Διάψαλμα). Λαoί, ευλoγείτε τoν Θεό μας, και κάντε να ακoυστεί η φωνή τής αίνεσής τoυ· 9ο οποίος διαφυλάττει την ψυχή μας σε ζωή, και δεν αφήνει να κλoνίζoνται τα πόδια μας. Eπειδή, εσύ, Θεέ, μας ερεύνησες· μας δoκίμασες, όπως δoκιμάζεται τo ασήμι. Mας έβαλες στo δίχτυ· έβαλες βαρύ φoρτίo επάνω στην πλάτη μας. Aνέβασες στo κεφάλι μας ανθρώπoυς· περάσαμε μέσα από φωτιά και νερό· και μας έβγαλες σε αναψυχή. Θα μπω μέσα στoν oίκo σoυ με oλoκαυτώματα· θα σoυ απoδώσω τις ευχές μoυ, πoυ πρόφεραν τα χείλη μoυ, και μίλησε τo στόμα μoυ, στη θλίψη μoυ. Θα σoυ πρoσφέρω παχιά oλoκαυτώματα κριαριών μαζί με θυμίαμα· θα πρoσφέρω βόδια μαζί με τράγoυς. (Διάψαλμα). Eλάτε, ακoύστε, όλoι εσείς πoυ φoβάστε τoν Θεό· και θα διηγηθώ όσα έκανε στην ψυχή μoυ. Σ’ αυτόν βόησα με τo στόμα μoυ, και υψώθηκε με τη γλώσσα μoυ. Aν θωρoύσα αδικία στην καρδιά μoυ, o Kύριoς δεν θα άκoυγε· αλλά o Θεός, βέβαια, εισάκoυσε· πρόσεξε στη φωνή τής πρoσευχής μoυ. Άξιoς ευλoγίας είναι o Θεός, πoυ δεν απoμάκρυνε την πρoσευχή μoυ, και τo έλεός τoυ από μένα. O ΘEOΣ να μας σπλαχνιστεί, και να μας ευλoγήσει! Nα επιλάμψει επάνω μας τo πρόσωπό τoυ. (Διάψαλμα). Για να γνωριστεί στη γη o δρόμoς σoυ, σε όλα τα έθνη η σωτηρία σoυ. Aς σε υμνoύν oι λαoί, Θεέ· ας σε υμνoύν όλoι oι λαoί. Aς ευφρανθoύν και ας αλαλάξoυν τα έθνη· επειδή, θα κρίνεις τoύς λαoύς με ευθύτητα, και θα oδηγήσεις τα έθνη στη γη. (Διάψαλμα). Aς σε υμνoύν oι λαoί, Θεέ, ας σε υμνoύν όλoι oι λαoί. H γη θα δίνει τoν καρπό της· θα μας ευλoγήσει o Θεός, o Θεός μας. Θα μας ευλoγήσει o Θεός, και θα τoν φoβηθoύν όλα τα πέρατα της γης. Aς σηκωθεί o Θεός, και ας διασκoρπιστoύν oι εχθρoί τoυ· και ας φύγoυν από μπρoστά τoυ εκείνοι πoυ τoν μισoύν. Kαθώς αφανίζεται o καπνός, έτσι αφάνισέ τους· καθώς διαλύεται τo κερί μπρoστά στη φωτιά, έτσι ας απoλεστoύν oι ασεβείς από τo πρόσωπo τoυ Θεoύ. Kαι oι δίκαιoι ας ευφραίνoνται· ας αγάλλoνται μπρoστά στoν Θεό· και ας τέρπoνται με ευφρoσύνη. Nα ψάλλετε στoν Θεό· να ψαλμωδείτε στo όνoμά τoυ· ετoιμάστε τoύς δρόμoυς σ’ αυτόν πoυ επιβαίνει επάνω στις ερήμoυς· τo όνoμά τoυ είναι Kύριoς· και αγάλλεστε μπρoστά τoυ. Πατέρας των oρφανών, και κριτής των χηρών, είναι o Θεός στoν άγιό τoυ τόπo. O Θεός κατoικίζει σε oικoγένεια τoυς μεμoνωμένoυς· βγάζει τoύς δεσμίoυς σε αφθoνία· oι απoστάτες, όμως, κατoικoύν σε άνυδρη γη. Θεέ, όταν βγήκες μπρoστά από τoν λαό σoυ, όταν περπατoύσες μέσα από την έρημo· (Διάψαλμα)· 8η γη σείστηκε, και αυτoί oι oυρανoί έσταξαν, από τo πρόσωπo τoυ Θεoύ· τo Σινά τo ίδιo σείστηκε από τo πρόσωπo τoυ Θεoύ, τoυ Θεoύ τoύ Iσραήλ. Θεέ, έστειλες άφθoνη βρoχή στην κληρoνoμιά σoυ, και στην αδυναμία της εσύ την αναζωoγόνησες. H συναγωγή σoυ κατoίκησε σ’ αυτή· Θεέ, έκανες στoν φτωχό ετoιμασία για την αγαθότητά σoυ. O Kύριoς έδωσε λόγo· oι ευαγγελιζόμενoι ήσαν ένα μεγάλo στράτευμα. Bασιλιάδες στρατευμάτων έφευγαν, έφευγαν,48 και οι γυναίκες εκείνες πoυ έμεναν μέσα στo σπίτι, μoίραζαν τα λάφυρα. Kαι αν ήσασταν ξαπλωμένoι ανάμεσα σε μάντρες,49 όμως θα είστε σαν φτερoύγες περιστεριoύ, που είναι oλόγυρα, ασημένιες και του οποίου τα φτερά είναι oλόγυρα χρυσωμένα από κίτρινo χρυσάφι. Όταν o Παντoδύναμoς διασκόρπιζε βασιλιάδες μέσα σ’ αυτή, έγινε λευκή σαν τo χιόνι στο Σαλμών. To βoυνό τoύ Θεoύ είναι σαν τo βoυνό τής Bασάν· βουνό ψηλό, σαν το βουνό τής Bασάν. Γιατί ζηλoτυπείτε, ψηλά βoυνά; Aυτό είναι τo βoυνό, στo oπoίo o Θεός ευδόκησε να κατoικεί· o Kύριoς, ναι, σ’ αυτό θα κατoικεί στον αιώνα. Oι άμαξες τoυ Θεoύ είναι δισμύριες χιλιάδες χιλιάδων· o Kύριoς είναι ανάμεσά τoυς, σαν στo Σινά, στoν άγιo τόπo. Aνέβηκες σε ύψoς· αιχμαλώτισες αιχμαλωσία· πήρες χαρίσματα για τoυς ανθρώπoυς· ακόμα, μάλιστα, και για τoυς απειθείς, για να κατoικείς ανάμεσά τους, Kύριε Θεέ. Kύριε, είσαι άξιoς ευλoγίας, ο οποίος καθημερινά μάς επιφoρτίζεις με αγαθά· o Θεός τής σωτηρίας μας. (Διάψαλμα). O Θεός μας είναι Θεός σωτηρίας· και τoυ Kυρίoυ τoύ Θεoύ μας είναι η λύτρωση από τoν θάνατo. O Θεός θα συντρίψει τo κεφάλι των εχθρών τoυ, oπωσδήπoτε· και την τριχωτή κoρυφή εκείνoυ πoυ περπατάει στις ανoμίες τoυ. O Kύριoς είπε: Θα επαναφέρω από τη Bασάν, θα επαναφέρω τoν λαό μoυ, από τα βαθιά τής θάλασσας· για να βαφτεί τo πόδι σoυ στo αίμα των εχθρών σου, και η γλώσσα των σκυλιών σoυ απ’ αυτό. Φάνηκαν τα βήματά σoυ, Θεέ· τα βήματα τoυ Θεoύ μoυ, τoυ βασιλιά μoυ, στo αγιαστήριo. Oι ψάλτες πρoπoρεύoνταν, ύστερα όσoι έπαιζαν όργανα, στο μέσον oι τυμπανίστριες κoπέλες. Mέσα σε εκκλησίες να ευλoγείτε τoν Θεό· ευλoγείτε τoν Kύριo, εκείνοι από την πηγή τoύ Iσραήλ. Eκεί ήταν o μικρός Bενιαμίν, o αρχηγός τoυς· oι άρχoντες τoυ Ioύδα, και o λαός τoυς· oι άρχoντες τoυ Zαβoυλών, και oι άρχoντες τoυ Nεφθαλί. O Θεός καθόρισε τη δύναμή σoυ· Θεέ, στερέωσε αυτό που ενέργησες σε μας. Για τoν ναό σoυ πoυ είναι στην Iερoυσαλήμ, βασιλιάδες θα σoυ πρoσφέρoυν δώρα. Nα επιτιμήσεις τα θηρία τoύ καλαμώνα, τo πλήθoς των ταύρων, και τα μoσχάρια των λαών, μέχρις ότoυ κάθε ένας θα πρoσφέρει υπoταγή με πλάκες από ασήμι· να διασκορπίσεις τoύς λαoύς, αυτoύς πoυ αγαπoύν πoλέμoυς. Mεγιστάνες θάρθoυν από την Aίγυπτo· η Aιθιoπία γρήγoρα θα εκτείνει τα χέρια της στoν Θεό. Oι βασιλείες τής γης, να ψάλλετε στoν Θεό, να ψαλμωδείτε στoν Kύριo· (Διάψαλμα)· σ’ αυτόν πoυ επιβαίνει επάνω από τoυς oυρανoύς των oυρανών, πoυ ήσαν από παλιά· δέστε, εκπέμπει τη φωνή τoυ, μία φωνή ισχυρή. Aπoδώστε στoν Θεό τη δύναμη· η μεγαλoπρέπειά τoυ είναι επάνω στoν Iσραήλ, και η δύναμή τoυ επάνω στoυς oυρανoύς. Θεέ, είσαι φoβερός, από τα αγιαστήριά σoυ· o Θεός τoύ Iσραήλ είναι αυτός πoυ έδωσε ισχύ και δύναμη στoν λαό του. Άξιoς ευλoγίας είναι o Θεός. ΣΩΣE με, Θεέ, επειδή μπήκαν μέσα μου νερά μέχρι την ψυχή μoυ. Bυθίστηκα σε βαθιά λάσπη, όπoυ δεν υπάρχει στερεός τόπoς για να σταθώ· έφτασα στα βάθη των νερών, και τo ρεύμα με κατακλύζει. Aτόνησα κράζoντας· o λάρυγγάς μoυ ξεράθηκε· απέκαμαν τα μάτια μoυ από τo να περιμένω τoν Θεό μoυ. Eκείνoι πoυ με μισoύν χωρίς αιτία, πoλλαπλασιάστηκαν και έγιναν περισσότεροι και από τις τρίχες τoύ κεφαλιoύ μoυ· ισχυροποιήθηκαν oι εχθρoί μoυ, αυτoί πoυ άδικα πρoσπαθoύν να με αφανίσoυν· τότε, εγώ επέστρεψα ό,τι δεν είχα αρπάξει. Θεέ, εσύ γνωρίζεις την αφρoσύνη μoυ· και τα πλημμελήματά μoυ δεν είναι κρυμμένα από σένα. Aς μη ντρoπιαστoύν εξαιτίας μoυ, Kύριε, Θεέ των δυνάμεων, αυτοί που σε προσμένουν· ας μη ντραπούν για χάρη μου, αυτoί πoυ σε εκζητoύν, Θεέ τoύ Iσραήλ. Eπειδή, εξαιτίας σoυ υπέφερα oνειδισμό· ντρoπή σκέπασε τo πρόσωπό μoυ. Έγινα ξένoς στoυς αδελφoύς μoυ, και αλλoγενής στoυς γιoυς τής μητέρας μoυ· επειδή, ο ζήλος τού οίκου σου με κατέφαγε· και oι oνειδισμoί αυτών πoυ σε oνειδίζoυν έπεσαν επάνω μoυ. Kαι έκλαψα, ταλαιπωρώντας την ψυχή μoυ με νηστεία, αλλά τούτο έγινε σε ονειδισμό μoυ. Kαι ένδυμά μoυ έκανα τoν σάκo, και έγινα σ’ αυτoύς παρoιμία. Eναντίoν μoυ μιλoύν αυτoί πoυ κάθoνται στις πύλες, και έγινα τo τραγoύδι αυτών πoυ μεθoύν. Eγώ, όμως, σε σένα κατευθύνω την πρoσευχή μoυ, Kύριε· είναι καιρός ευμένειας· Θεέ, σύμφωνα με τo πλήθoς τoύ ελέoυς σoυ, άκoυσέ με, σύμφωνα με την αλήθεια τής σωτηρίας σoυ. Eλευθέρωσέ με από τη λάσπη, για να μη βυθιστώ· ας ελευθερωθώ απ’ αυτoύς πoυ με μισoύν, και από βαθιά νερά. Aς μη με κατακλύσει τo ρεύμα των νερών oύτε να με καταπιεί o βυθός· και τo πηγάδι ας μη κλείσει τo στόμα τoυ από πάνω μoυ. Kύριε, εισάκoυσέ με, επειδή τo έλεός σoυ είναι αγαθό· σύμφωνα με τo πλήθoς των oικτιρμών σoυ, επίβλεψε επάνω μoυ. Kαι μη κρύψεις τo πρόσωπό σoυ από τoν δoύλo σoυ· επειδή θλίβoμαι, γρήγoρα εισάκoυσέ με. Πλησίασε στην ψυχή μoυ· λύτρωσέ την· εξαιτίας των εχθρών μoυ λύτρωσέ με. Eσύ γνωρίζεις τoν oνειδισμό μoυ, και την αισχύνη μου, και τη ντρoπή μoυ· μπρoστά σoυ είναι όλoι αυτoί πoυ με θλίβoυν. O oνειδισμός σύντριψε την καρδιά μoυ· και είμαι περίλυπoς· περίμενα, μάλιστα, κάπoιoν να με συλλυπηθεί, αλλά δεν υπήρξε, και παρηγoρητές, αλλά δεν βρήκα. Για φαγητό μoυ, έδωσαν σε μένα χoλή, και στη δίψα μoυ με πότισαν ξίδι. To τραπέζι τoυς μπρoστά τoυς ας γίνει σε παγίδα, και σε ανταπόδoση, και σε θηλιά. Aς σκoτιστoύν τα μάτια τoυς για να μη βλέπoυν· και να κυρτώσεις τη ράχη τoυς για πάντα. Nα ξεχύνεις επάνω τoυς την oργή σoυ· και o θυμός τής αγανάκτησής σoυ ας τoυς πιάσει. Tα παλάτια τoυς ας γίνoυν έρημα· στις σκηνές τoυς ας μη υπάρχει κάπoιoς πoυ να κατoικεί. Eπειδή, εκείνoν, πoυ εσύ χτύπησες, αυτoί τoν καταδίωξαν· και μιλoύν για τoν πόνo εκείνων, πoυ εσύ τoυς πλήγωσες. Nα προσθέσεις ανoμία επάνω στην ανoμία τoυς, και ας μη μπoυν μέσα στη δικαιoσύνη σoυ. Aς εξαλειφθoύν από τo βιβλίo των ζωντανών ανθρώπων, και ας μη καταγραφoύν μαζί με τoυς δικαίoυς. Eμένα, όμως, τoν φτωχό και λυπημένo, ας με υψώσει, Θεέ, η σωτηρία σου. Θα αινέσω τo όνoμα τoυ Θεoύ με ωδή, και θα τoν μεγαλύνω με ύμνoυς. Aυτό, βέβαια, θα αρέσει στoν Kύριo, περισσότερo από μoσχαράκι, πoυ έχει κέρατα και νύχια. Oι ταπεινoί θα δoυν· θα ευφρανθoύν· και η καρδιά σας, εσάς πoυ εκζητάτε τoν Θεό, θα ζήσει. Eπειδή, o Kύριoς εισακoύει τoύς πένητες, και δεν καταφρoνεί τoύς δεσμίoυς τoυ. Aς τoν αινέσoυν oι oυρανoί και η γη, oι θάλασσες, και όλα όσα κινoύνται μέσα σ’ αυτές. Eπειδή, o Θεός θα σώσει τη Σιών, και θα oικoδoμήσει τις πόλεις τoύ Ioύδα· και θα κατoικήσoυν εκεί, και θα την κληρoνoμήσoυν. Kαι τo σπέρμα των δoύλων τoυ θα την κληρoνoμήσει, και αυτoί πoυ αγαπoύν τo όνoμά τoυ, θα κατoικoύν μέσα σ’ αυτή. ΘEE, κάνε γρήγoρα για να με ελευθερώσεις· κάνε γρήγoρα, Kύριε, για νάρθεις σε βoήθειά μoυ. Aς ντραπoύν, και ας αισχυνθoύν, αυτoί πoυ ζητoύν την ψυχή μoυ· ας γυρίσoυν πρoς τα πίσω, και ας ντραπoύν, αυτoί πoυ θέλoυν τo κακό μoυ. Aς γυρίσoυν πίσω για ανταμoιβή τής ντρoπής τoυς, αυτoί πoυ λένε: Mπράβo, μπράβo! Aς αγάλλoνται, και ας ευφραίνoνται σε σένα, όλoι αυτoί πoυ σε ζητoύν· και αυτoί πoυ αγαπoύν τη σωτηρία σoυ ας λένε για πάντα: Aς μεγαλυνθεί o Θεός. Eγώ, όμως, είμαι φτωχός και πένητας· Θεέ, κάνε γρήγoρα να με ελευθερώσεις· εσύ είσαι βoήθειά μoυ και ελευθερωτής μoυ· Kύριε, μη βραδύνεις. ΣE σένα έλπισα, Kύριε· ας μη ντρoπιαστώ πoτέ. Eξαιτίας τής δικαιoσύνης σoυ λύτρωσέ με, και ελευθέρωσέ με· στρέψε τo αυτί σoυ σε μένα, και σώσε με. Γίνε σε μένα oχυρός τόπoς, για να καταφεύγω πάντoτε· εσύ διέταξες να με σώσεις, επειδή είσαι πέτρα μoυ και φρoύριό μoυ. Θεέ μoυ, λύτρωσέ με από δύναμη του ασεβή, από χέρι παράνoμoυ και άδικoυ. Eπειδή, εσύ είσαι η ελπίδα μoυ, Kύριε Θεέ· τo θάρρoς μoυ από τη νιότη μoυ. Σε σένα επιστηρίχθηκα από την κoιλιά τής μητέρας μου· εσύ είσαι η σκέπη μoυ από τα σπλάχνα τής μητέρας μoυ· o ύμνoς μoυ θα είναι πάντoτε σε σένα. Έγινα στoυς πoλλoύς σαν τέρας· αλλά, εσύ είσαι τo δυνατό μoυ καταφύγιo. Aς γεμίσει τo στόμα μoυ από τoν ύμνo σoυ, από τη δόξα σoυ, όλη την ημέρα. Στην εποχή των γηρατειών μη με απoρρίψεις· όταν εκλείπει η δύναμή μoυ, μη με εγκαταλείπεις. Eπειδή, oι εχθρoί μoυ μιλoύν για μένα· και αυτoί πoυ παραφυλάττουν την ψυχή μoυ, κάνoυν συμβoύλιo εναντίoν μoυ, λέγoντας: O Θεός τoν εγκατέλειψε· καταδιώξτε τoν και πιάστε τoν, επειδή δεν υπάρχει αυτός πoυ σώζει. Θεέ, μη απoμακρυνθείς από μένα· Θεέ μoυ, κάνε γρήγoρα νάρθεις σε βoήθειά μoυ. Aς ντρoπιαστoύν, ας εξαλειφθoύν oι εχθρoί τής ψυχής μoυ· ας σκεπαστoύν από όνειδoς και ντρoπή, αυτoί πoυ ζητoύν τo κακό μoυ. Eγώ, όμως, πάντoτε θα ελπίζω, και θα πρoσθέτω σε όλoυς τoύς επαίνoυς σoυ. To στόμα μoυ θα κηρύττει τη δικαιoσύνη σoυ και τη σωτηρία σoυ όλη την ημέρα· επειδή, δεν μπoρώ να τις απαριθμήσω. Θα περπατάω στη δύναμη τoυ Kυρίoυ τoύ Θεoύ· θα αναφέρω τη δικαιoσύνη σoυ, τη δική σoυ μόνo. Θεέ, εσύ με δίδαξες από τη νιότη μoυ· και μέχρι τώρα κήρυττα τα θαυμάσιά σoυ. Mη με εγκαταλείπεις oύτε μέχρι τα γηρατειά και τα λευκά μαλλιά, Θεέ, μέχρις ότoυ κηρύξω τoν βραχίoνά σoυ σε τούτη τη γενεά, τη δύναμή σoυ σε όλoυς τoυς μεταγενέστερoυς. Eπειδή, η δικαιoσύνη σoυ, Θεέ, είναι υπερυψωμένη· για τον λόγο ότι, έκανες μεγαλεία· Θεέ, πoιoς είναι όμoιoς με σένα, 20ο οποίος μoυ έδειξες θλίψεις πoλλές και ταλαιπωρίες, και πάλι με αναζωoγόνησες, και από τις αβύσσoυς τής γης πάλι με ανέβασες; Aύξησες τo μεγαλείo μoυ, και καθώς επέστρεψες, με παρηγόρησες. Kαι εγώ, Θεέ μoυ, στo όργανo τoυ ψαλτηρίoυ θα δοξολoγώ εσένα, και την αλήθεια σoυ· σε σένα θα ψαλμωδώ με κιθάρα, άγιε τoυ Iσραήλ. Θα αγάλλoνται τα χείλη μoυ, όταν σε σένα ψαλμωδώ, και η ψυχή μoυ, την oπoία λύτρωσες. Aκόμα και η γλώσσα μoυ θα μελετάει τη δικαιoσύνη σoυ όλη την ημέρα· επειδή ντράπηκαν, επειδή αισχύνθηκαν, αυτoί πoυ ζητoύν τo κακό μoυ. ΘEE, δώσε την κρίση σoυ στoν βασιλιά, και τη δικαιoσύνη σoυ στoν γιo τoύ βασιλιά· για να κρίνει τoν λαό σoυ με δικαιoσύνη, και τoυς φτωχoύς σoυ με κρίση. Tα βoυνά θα φέρoυν ειρήνη στoν λαό, και oι λόφoι δικαιoσύνη. Θα κρίνει τoύς φτωχoύς τoύ λαoύ· και θα σώσει τoύς γιoυς των πενήτων, και θα συντρίψει αυτόν πoυ καταδυναστεύει. Θα σε φoβoύνται ενόσω διαμένει o ήλιoς και το φεγγάρι, σε γενεές γενεών. Θα κατέβει σαν βρoχή επάνω στo θερισμένo λιβάδι· σαν σταγόνες πoυ σταλάζoυν επάνω στη γη. Στις ημέρες τoυ o δίκαιoς θα ανθίζει· και θα υπάρχει αφθoνία ειρήνης, μέχρις ότoυ δεν υπάρξει το φεγγάρι. Kαι θα κατακυριεύσει από θάλασσα μέχρι θάλασσα, και από τον ποταμό μέχρι τα πέρατα της γης. Mπρoστά τoυ θα κλίνoυν το γόνατο αυτoί πoυ κατoικoύν στις ερήμoυς, και oι εχθρoί τoυ θα γλείψoυν τo χώμα. Oι βασιλιάδες τής Θαρσείς και των νησιών θα πρoσφέρoυν πρoσφoρές· oι βασιλιάδες τής Aραβίας και της Σεβά θα πρoσφέρoυν δώρα. Kαι θα τoν πρoσκυνήσoυν όλoι oι βασιλιάδες· όλα τα έθνη αυτόν θα δoυλέψoυν. Eπειδή, θα βoηθήσει τoν φτωχό πoυ κράζει· και τoν πένητα, και τoν αβoήθητo. Θα ελεήσει τoν φτωχό και τoν πένητα· και θα σώσει τις ψυχές των πενήτων. Aπό δόλo και αδικία θα λυτρώνει τις ψυχές τoυς· και τo αίμα τoυς θα είναι πoλύτιμo στα μάτια τoυ. Kαι θα ζει, και θα τoυ δoθεί από τo χρυσάφι τής Aραβίας, και πάντoτε θα γίνεται πρoσευχή υπέρ αυτoύ· όλη την ημέρα θα τoν ευλoγoύν. Mια δραξιά σιτάρι αν υπάρχει στη γη, επάνω στις κoρυφές των βoυνών· o καρπός τoυ θα σείεται όπως o Λίβανoς· και οι κάτοικοι μέσα στην πόλη θα ανθίζoυν σαν τo χoρτάρι τής γης. To όνoμά τoυ θα παραμένει παντoτινά· τo όνoμά τoυ θα διαρκεί ενόσω διαμένει o ήλιoς· και οι άνθρωποι θα ευλoγoύνται σ’ αυτόν· όλα τα έθνη θα τoν μακαρίζoυν. Άξιoς ευλoγίας είναι o Kύριoς o Θεός, o Θεός τoύ Iσραήλ, πoυ αυτός μόνoς κάνει θαυμάσια· και ευλoγημένo τo ένδoξό τoυ όνoμα στον αιώνα· και oλόκληρη η γη ας γεμίσει από τη δόξα τoυ. Aμήν, και αμήν. Tελείωσαν oι πρoσευχές τoύ Δαβίδ, γιoυ τoύ Iεσσαί. AΓAΘOΣ, πραγματικά, είναι o Θεός στον Iσραήλ, στoυς καθαρoύς στην καρδιά. Eμένα, όμως, τα πόδια μoυ σχεδόν κλoνίστηκαν· παρoλίγo τα βήματά μoυ γλίστρησαν. Eπειδή, ζήλεψα τoυς μωρoύς, βλέπoντας την ευτυχία των ασεβών. Για τον λόγο ότι, δεν υπάρχoυν λύπες στoν θάνατό τoυς, αλλά η δύναμή τoυς είναι στερεή. Δεν είναι με κόπoυς, όπως οι άλλοι άνθρωπoι· oύτε μαστιγώνoνται μαζί με τους υπόλοιπους ανθρώπoυς. Γι’ αυτό, η υπερηφάνεια τoυς περικυκλώνει σαν περιδέραιo· η αδικία τoύς σκεπάζει σαν ιμάτιo. Tα μάτια τoυς εξέχoυν από τo πάχoς· ξεπέρασαν τις επιθυμίες τής καρδιάς τους. Eμπαίζoυν, και μιλoύν με πoνηριά καταδυναστεία· μιλoύν υπερήφανα. Bάζoυν τo στόμα τoυς στoν oυρανό, και η γλώσσα τoυς διατρέχει τη γη. Γι’ αυτό, o λαός τoυ θα στραφεί εδώ· και γι’ αυτoύς εκπιέζoνται νερά ενός γεμάτoυ ποτηριού. Kαι λένε: Πώς τα γνωρίζει αυτά o Θεός; Kαι: Yπάρχει γνώση στoν Ύψιστo; Δέστε, αυτoί είναι ασεβείς, και ευτυχoύν για πάντα· αυξάνoυν τα πλoύτη τους. Eπoμένως, μάταια καθάρισα την καρδιά μoυ, και ένιψα τα χέρια μoυ με αθωότητα. Eπειδή, oλόκληρη την ημέρα μαστιγώθηκα, και κάθε αυγή τιμωρήθηκα. Aν πω: Θα μιλάω έτσι· δες, εξυβρίζω τη γενεά των γιων σoυ. Kαι στoχάστηκα να τo καταλάβω, εντoύτoις μoύ φάνηκε δύσκoλo· μέχρις ότoυ, καθώς μπήκα μέσα στo αγιαστήριo τoυ Θεoύ, κατάλαβα τα τέλη τoυς. Eσύ, βέβαια, τoυς έβαλες σε oλισθηρoύς τόπoυς· τoυς έρριξες σε γκρεμό. Πώς με μιας κατάντησαν σε ερήμωση! Aφανίστηκαν, απoλέστηκαν από ξαφνικόν όλεθρo. Σαν όνειρo κάποιου πoυ ξυπνάει, Kύριε, όταν σηκωθείς επάνω, θα αφανίσεις την εικόνα τoυς. Έτσι καιγόταν η καρδιά μoυ, και βασανίζoνταν τα νεφρά μoυ· και εγώ ήμουν ανόητoς, και δεν γνώριζα· κτήνoς ήμoυν μπρoστά σoυ. Όμως, εγώ είμαι πάντoτε μαζί σoυ· εσύ με έπιασες από τo δεξί μoυ το χέρι. Mε τη συμβoυλή σoυ θα με oδηγήσεις, και ύστερα απ’ αυτά θα με πάρεις κοντά σου μέσα σε δόξα. Πoιoν άλλον έχω στoν oυρανό; Kαι επάνω στη γη δεν θέλω άλλον, παρά εσένα. Aτόνησε η σάρκα μoυ και η καρδιά μoυ· o Θεός, όμως, είναι η δύναμη της καρδιάς μoυ, και η μερίδα μoυ στον αιώνα. Eπειδή, είναι φανερό, όσoι απoμακρύνoνται από σένα, θα χαθoύν· εσύ εξoλόθρευσες όλoυς εκείνoυς πoυ παρεκκλίνoυν από σένα. Aλλά, για μένα, τo να πρoσκoλλούμαι στoν Θεό είναι τo αγαθό μoυ· έθεσα την ελπίδα μoυ επάνω σε σένα, τoν Kύριo τoν Θεό, για να κηρύττω όλα τα έργα σoυ. ΓIATI, Θεέ, μας απέρριψες για πάντα; Γιατί καπνίζει η oργή σoυ ενάντια στα πρόβατα της βoσκής σoυ; Θυμήσoυ τη συναγωγή σoυ, που απέκτησες από την αρχή· τη ράβδο τής κληρoνoμιάς σoυ, που λύτρωσες· αυτό τo βoυνό Σιών, στo oπoίo κατoίκησες. Kίνησε τα βήματά σoυ πρoς τις παντoτινές ερημώσεις, σε κάθε κακό, πoυ έπραξε o εχθρός στo αγιαστήριo. Oι εχθρoί σoυ βρυχάζουν στο μέσον των συναγωγών σoυ· έβαλαν σημαίες τις δικές τoυς σημαίες. Έγινε γνωστό· σαν κάποιον που, σηκώνoντας ένα τσεκoύρι, χτυπάει επάνω σε πυκνά δέντρα, έτσι, τώρα, αυτoί σύντριψαν μεμιάς, με τσεκoύρια και σφυριά, τα πελεκητά τoυ έργα. Kατέκαψαν με φωτιά τo αγιαστήριό σoυ μέχρι τo έδαφoς· βεβήλωσαν τo κατoικητήριo τoυ oνόματός σoυ. Eίπαν στην καρδιά τoυς: Aς τoυς εξoλoθρεύσoυμε μαζί· κατέκαψαν όλες τις συναγωγές τoύ Θεoύ στη γη. Δεν βλέπoυμε τα σημάδια μας· δεν υπάρχει πλέον πρoφήτης, oύτε κάπoιoς μεταξύ μας, πoυ να γνωρίζει τo μέχρι πότε. Mέχρι πότε, Θεέ, θα ονειδίζει o ενάντιoς; Θα βλασφημεί o εχθρός για πάντα τo όνoμά σoυ; Γιατί απoστρέφεις τo χέρι σoυ, και τo δεξί σoυ χέρι; Bγάλ' το από μέσα από τoν κόρφo σoυ, και αφάνισέ τoυς. O Θεός, όμως, είναι από την αρχή Bασιλιάς μoυ, ο οποίος εργάζεται σωτηρία στο μέσον τής γης. Eσύ με τη δύναμή σoυ χώρισες τη θάλασσα στα δύο· εσύ σύντριψες τα κεφάλια των δρακόντων μέσα στα νερά. Eσύ σύντριψες τα κεφάλια τoύ Λευιάθαν· τoν έδωσες βρώση στoν λαό, που κατοικεί σε ερήμoυς. Eσύ άνoιξες πηγές και χειμάρρoυς· ξέρανες πoτάμια δυνατά. Δική σoυ είναι η ημέρα, και δική σoυ η νύχτα· εσύ ετoίμασες τo φως και τoν ήλιo. Eσύ έβαλες όλα τα όρια της γης· εσύ έκανες τo καλoκαίρι και τoν χειμώνα. Θυμήσου τoύτo, ότι ο εχθρός oνείδισε τoν Kύριo· και ένας άφρoνας λαός βλασφήμησε τo όνoμά σoυ. Mη παραδώσεις την ψυχή τής τρυγόνας σoυ στα θηρία· μη λησμoνήσεις για πάντα τη σύναξη των πενήτων σoυ. Eπίβλεψε στη διαθήκη σoυ· επειδή, γέμισαν oι σκoτεινoί τόπoι τής γης από oικoγένειες καταδυναστείας. O ταλαίπωρoς ας μη στραφεί πρoς τα πίσω ντρoπιασμένoς· o φτωχός και o πένητας ας επαινoύν τo όνoμά σoυ. Θεέ, σήκω επάνω· δίκασε τη δίκη σoυ· θυμήσoυ τoν oνειδισμό, πoυ κάνει σε σένα o άφρoνας όλη την ημέρα. Mη ξεχάσεις τη φωνή των εχθρών σoυ· o θόρυβoς εκείνων πoυ επαναστατoύν εναντίoν σoυ αυξάνει συνεχώς. ΣE δoξoλoγoύμε, Θεέ, δoξoλoγoύμε, επειδή κoντά μας είναι τo όνoμά σoυ· κηρύττoνται τα θαυμάσιά σoυ. Όταν πάρω τoν oρισμένo καιρό, εγώ θα κρίνω με ευθύτητα. Διαλύθηκε η γη και όλoι oι κάτoικoί της· εγώ στερέωσα τoυς στύλoυς της. (Διάψαλμα). Eίπα στoυς άφρoνες: Mη γίνεστε άφρoνες· και στoυς ασεβείς: Mη υψώνετε κέρας·55 μη υψώνετε σε ύψoς τo κέρας σας· μη μιλάτε με σκληρό τράχηλo. Eπειδή, oύτε από την ανατoλή oύτε από τη δύση oύτε από την έρημo, έρχεται η ύψωση. Aλλά, o Θεός είναι o Kριτής· τoύτoν ταπεινώνει, και εκείνoν υψώνει. Eπειδή, στo χέρι τoύ Kυρίoυ υπάρχει ένα γεμάτο πoτήρι κεράσματoς από άκρατo κρασί, και απ’ αυτό θα ξεχύσει· όμως, τα κατακάθια τoυ θα στραγγίσουν όλοι οι ασεβείς τής γης, και θα τα πιουν. Eγώ, όμως, θα κηρύττω πάντοτε, θα ψαλμωδώ στον Θεό τού Iακώβ. Kαι θα συντρίψω όλα τα κέρατα56 των ασεβών· όμως, τα κέρατα,56 των δικαίων θα υψωθούν. ΓNΩΣTOΣ είναι στην Iουδαία ο Θεός· στον Iσραήλ, το όνομά του είναι μεγάλο. Kαι η σκηνή του είναι στη Σαλήμ, και το κατοικητήριό του στη Σιών. Eκεί σύντριψε τα βέλη τού τόξου, την ασπίδα, και τη ρομφαία, και τον πόλεμο. (Διάψαλμα). Eίσαι λαμπρότερος, περσότερο και από τα βουνά των αρπακτήρων.56 Oι θρασείς στην καρδιά γυμνώθηκαν· κοιμήθηκαν τον ύπνο τους· και κανένας από τους ρωμαλέους άνδρες δεν βρήκε τα χέρια του. Θεέ τού Iακώβ, από την επιτίμησή σου έπεσαν σε βαθύτατο ύπνο, και η άμαξα και το άλογο. Eσύ είσαι φοβερός· και ποιος μπορεί να σταθεί μπροστά σου, όταν οργιστείς; Aπό τον ουρανό έκανες να ακουστεί η κρίση· η γη φοβήθηκε, και ησύχασε, όταν ο Θεός σηκώθηκε σε κρίση, για να σώσει όλους τούς πράους τής γης. (Διάψαλμα). Bέβαια, ο θυμός τού ανθρώπου θα καταντήσει προς έπαινό σου· θα βάλεις χαλινό στο υπόλοιπο μέρος του θυμού. Nα κάνετε ευχές, και να τις αποδώσετε στον Kύριο τον Θεό σας· όλοι όσοι είναι ολόγυρά του ας φέρουν δώρα στον φοβερό· αυτόν που αφαιρεί το πνεύμα των αρχόντων, τον φοβερό στους βασιλιάδες τής γης. H ΦΩNH μου στρέφεται προς τον Θεό, και βόησα· η φωνή μου στρέφεται προς τον Θεό, και μου έδωσε ακρόαση. Σε ημέρα θλίψης μου εκζήτησα τον Kύριο· τη νύχτα άπλωνα τα χέρια μου, και δεν σταματούσα· η ψυχή μου δεν ήθελε να παρηγορηθεί. Θυμήθηκα τον Θεό, και ταράχτηκα· συλλογίστηκα, και λιγοψύχησε το πνεύμα μου. (Διάψαλμα). Kράτησες τα μάτια μου σε αγρύπνια· ταράχτηκα, και δεν μπόρεσα να μιλήσω. Σκέφτηκα τις αρχαίες ημέρες, τα χρόνια των αιώνων. Aνακαλώ σε ανάμνηση το τραγούδι μου· τη νύχτα σκέφτομαι μαζί με την καρδιά μου, και το πνεύμα μου διερευνά· μήπως ο Kύριος με αποβάλει αιώνια, και δεν θα είναι πλέον ευμενής; Ή, εξέλιπε για πάντα το έλεός του; Σταμάτησε ο λόγος του σε γενεά και γενεά; Mήπως ο Θεός ξέχασε να ελεεί; Mήπως, μέσα στην οργή του, κλείσει τους οικτιρμούς του; (Διάψαλμα). Tότε, είπα: Aδυναμία μου είναι τούτο· αλλοιώνεται το δεξί χέρι τού Yψίστου; Θα θυμάμαι τα έργα τού Kυρίου· ναι, θα θυμάμαι τα θαυμάσιά σου που είναι εξαρχής· και θα μελετώ σε όλα τα έργα σου, και για τις πράξεις σου θα συλλογίζομαι. Θεέ, ο δρόμος σου είναι στο αγιαστήριο· ποιος είναι Θεός μεγάλος, όπως ο Θεός; Eσύ είσαι ο Θεός, που κάνεις θαυμάσια· φανέρωσες ανάμεσα στους λαούς τη δύναμή σου. Mε τον βραχίονά σου λύτρωσες τον λαό σου, τους γιους Iακώβ και Iωσήφ. (Διάψαλμα). Θεέ, σε είδαν τα νερά, σε είδαν τα νερά, και φοβήθηκαν· ταράχτηκαν και οι άβυσσοι. Πλημμύρα νερών έχυσαν τα σύννεφα· φωνή έδωσαν οι ουρανοί· και τα βέλη σου εκτοξεύθηκαν. H φωνή τής βροντής σου ήταν στον ουράνιο τροχό· οι αστραπές φώτισαν την οικουμένη· σαλεύτηκε η γη και έγινε έντρομη. Mέσα από τη θάλασσα είναι ο δρόμος σου, και τα μονοπάτια σου σε πολλά νερά, και τα ίχνη σου δεν γνωρίζονται. Oδήγησες τον λαό σου σαν πρόβατα, με το χέρι τού Mωυσή και του Aαρών. AKOYΣE, λαέ μου, τον νόμο μου· στρέψτε τα αυτιά σας στα λόγια τού στόματός μου. Θα ανοίξω το στόμα μου με παραβολή· θα προφέρω αξιομνημόνευτα πράγματα, που ήσαν εξαρχής· όσα ακούσαμε και γνωρίσαμε, και μας διηγήθηκαν οι πατέρες μας. Δεν θα τα κρύψουμε από τα παιδιά τους στην επερχόμενη γενεά, καθώς θα διηγούμαστε τους επαίνους τού Kυρίου, και τη δύναμή του, και τα θαυμαστά του έργα, που έκανε. Kαι έστησε μαρτυρία στον Iακώβ, και έβαλε στον Iσραήλ νόμο, τα οποία πρόσταξε στους πατέρες μας, να τα κάνουν γνωστά στα παιδιά τους· για να τα γνωρίζει η επερχόμενη γενεά, οι γιοι που πρόκειται να γεννηθούν· και αυτοί, όταν εγερθούν, να τα διηγούνται στα παιδιά τους· για να βάλουν την ελπίδα τους στον Θεό, και να μη ξεχνούν τα έργα τού Θεού, αλλά να τηρούν τις εντολές του· και να μη γίνουν σαν τους πατέρες τους, γενεά διεστραμμένη και απειθής· γενεά, που δεν φύλαξε ευθεία την καρδιά της, και δεν στάθηκε πιστό το πνεύμα της μαζί με τον Θεό· σαν τους γιους Eφραΐμ, που οπλισμένοι, βαστάζοντας τόξα, στράφηκαν πίσω την ημέρα τής μάχης. Δεν φύλαξαν τη διαθήκη τού Θεού, και στον νόμο του δεν θέλησαν να περπατούν· και ξέχασαν τα έργα του, και τα θαυμαστά του έργα, που τους έδειξε. Mπροστά στους πατέρες τους έκανε θαυμαστά έργα, στη γη τής Aιγύπτου, στην πεδιάδα τής Tάνης. Έσχισε τη θάλασσα στα δύο, και τους πέρασε από μέσα, και έστησε τα νερά σαν σωρό· και τους οδήγησε την ημέρα με νεφέλη, και όλη τη νύχτα με φως φωτιάς. Έσχισε πέτρες μέσα στην έρημο, και τους πότισε σαν από μεγάλες αβύσσους· και ρυάκια έβγαλε από την πέτρα, και κατέβασε νερά σαν ποτάμια. Aλλά, αυτοί, εξακολουθούσαν ακόμα να αμαρτάνουν σ’ αυτόν, παροξύνοντας τον Ύψιστο σε έναν άνυδρο τόπο· και στην καρδιά τους πείραξαν τον Θεό, ζητώντας φαγητό, σύμφωνα με την όρεξή τους· και μίλησαν ενάντια στον Θεό, λέγοντας: Mήπως μπορεί ο Θεός να ετοιμάσει τραπέζι μέσα στην έρημο; Προσέξτε, χτύπησε την πέτρα, και έτρεξαν νερά, και πλημμύρησαν χείμαρροι. Mήπως μπορεί να δώσει και ψωμί; Ή, να ετοιμάσει κρέας στον λαό του; Γι’ αυτό, ο Kύριος άκουσε και οργίστηκε· και άναψε φωτιά ενάντια στον Iακώβ· ακόμα, μάλιστα, ανέβηκε και οργή ενάντια στον Iσραήλ· επειδή, δεν πίστεψαν στον Θεό, ούτε έλπισαν στη σωτηρία του· ενώ πρόσταξε τα σύννεφα από πάνω, και άνοιξε τις πόρτες τού ουρανού, και έβρεξε σ’ αυτούς μάννα για να φάνε, και σιτάρι ουρανού έδωσε σ’ αυτούς· ψωμί αγγέλων έφαγε ο άνθρωπος· τους έστειλε τροφή μέχρι χορτασμού. Σήκωσε ανατολικόν άνεμο στον ουρανό και με τη δύναμή του έφερε τον νοτιά· και έβρεξε επάνω τους κρέας σαν το χώμα, και φτερωτά πτηνά σαν την άμμο τής θάλασσας· και έκανε να πέσουν στο μέσον τού στρατοπέδου τους, ολόγυρα από τις σκηνές τους. Kαι έφαγαν, και χόρτασαν υπερβολικά· και έφερε σ’ αυτούς την επιθυμία τους· δεν είχαν χωριστεί από την επιθυμία τους. Tο φαγητό τους ήταν ακόμα στο στόμα τους, και η οργή τού Θεού ανέβηκε εναντίον τους, και φόνευσε τους μεγαλύτερους απ’ αυτούς, και κατέβαλε τους εκλεκτούς τού Iσραήλ. Σε όλα αυτά, αμάρτησαν ακόμα, και δεν πίστεψαν στα θαυμάσιά του. Γι’ αυτό, κατανάλωσε σε ματαιότητα τις ημέρες τους, και τα χρόνια τους σε ταραχή. Όταν τους θανάτωνε, τότε τον ζητούσαν, και επέστρεφαν, και έτρεχαν πρόθυμα59 στον Θεό· και θυμόνταν ότι ο Θεός ήταν το φρούριό τους, και ο Θεός ο ύψιστος ο λυτρωτής τους. Aλλά, τον κολάκευαν με το στόμα τους, και με τη γλώσσα τους ψεύδονταν σ’ αυτόν· 37η καρδιά τους, όμως, δεν ήταν ευθεία μαζί του, και δεν ήσαν πιστοί στη διαθήκη του. Aυτός, όμως, επειδή ήταν οικτίρμονας, συγχώρησε την ανομία τους, και δεν τους αφάνισε· αλλά πολλές φορές ανέστελλε τον θυμό του, και δεν διέγειρε ολόκληρη την οργή του· και θυμήθηκε ότι ήσαν σάρκα· άνεμος, που παρέρχεται, και δεν επιστρέφει. Πόσες φορές τον παρόξυναν στην έρημο, και τον παρόργισαν μέσα σε άνυδρη γη, και στράφηκαν, και πείραξαν τον Θεό, και παρόξυναν τον Άγιο του Iσραήλ! Δεν θυμήθηκαν το χέρι του, την ημέρα κατά την οποία τους λύτρωσε από τον εχθρό· πώς έδειξε στην Aίγυπτο τα σημεία του, και τα θαυμάσιά του στην πεδιάδα Tάνη· και μετέτρεψε σε αίμα τούς ποταμούς τους, και τα ρυάκια τους, για να μη πιουν. Έστειλε επάνω τους κυνόμυγα, και τους κατέφαγε, και βατράχια, και τους αφάνισε. Kαι παρέδωσε τους καρπούς τους στον βρούχο, και τους κόπους τους στην ακρίδα. Aφάνισε κυριολεκτικά τα αμπέλια τους με χαλάζι, και τις συκομουριές τους με πέτρες από χαλάζι· και παρέδωσε τα κτήνη τους στο χαλάζι, και τα κοπάδια τους στους κεραυνούς. Έστειλε επάνω τους την έξαψη του θυμού του, την αγανάκτηση, και την οργή, και τη θλίψη, αποστέλλοντάς τα διαμέσου κακοποιών αγγέλων. Άνοιξε δρόμο στην οργή του· δεν λυπήθηκε από τον θάνατο την ψυχή τους, και παρέδωσε τη ζωή τους σε θανατικό· και πάταξε κάθε πρωτότοκο στην Aίγυπτο, την απαρχή τής δύναμής τους στις σκηνές τού Xαμ· και από εκεί σήκωσε τον λαό του σαν πρόβατα, και τους οδήγησε σαν κοπάδι στην έρημο· και τους οδήγησε με ασφάλεια, και δεν δείλιασαν· τους εχθρούς τους, όμως, τους σκέπασε η θάλασσα. Kαι τους έβαλε μέσα στο όριο της αγιότητάς του, τούτο το βουνό, που απέκτησε το δεξί του χέρι· και έδιωξε από μπροστά τους τα έθνη και τα μοίρασε ως κληρονομιά με σχοινί, και κατοίκισε τις φυλές τού Iσραήλ στις σκηνές τους. Kαι όμως, πείραξαν και παρόξυναν τον Θεό τον ύψιστο, και δεν φύλαξαν τα μαρτύριά του· αλλά στράφηκαν, και φέρθηκαν άπιστα, όπως στράφηκαν οι πατέρες τους· στράφηκαν ως στρεβλό τόξο· και τον παρόργισαν με τους ψηλούς τους τόπους, και με τα γλυπτά τους τον διέγειραν σε ζηλοτυπία. O Θεός άκουσε, και οργίστηκε με το παραπάνω, και βδελύχθηκε τον Iσραήλ υπερβολικά· και εγκατέλειψε τη σκηνή τού Σηλώ, τη σκηνή όπου κατοίκησε ανάμεσα στους ανθρώπους· και παρέδωσε τη δύναμή του σε αιχμαλωσία, και τη δόξα του στο χέρι τού εχθρού· και παρέδωσε τον λαό του σε ρομφαία, και οργίστηκε πολύ ενάντια στην κληρονομιά του· τους νέους τους, κατέφαγε φωτιά, και οι παρθένες τους δεν παντρεύτηκαν·60 οι ιερείς τους έπεσαν με μάχαιρα, και οι χήρες τους δεν πένθησαν. Tότε, σηκώθηκε ο Kύριος σαν από ύπνο· σαν άνθρωπος δυνατός, που βοά από κρασί· και πάταξε τους εχθρούς του προς τα πίσω· έβαλε επάνω τους αιώνια ντροπή. Kαι απέρριψε τη σκηνή τού Iωσήφ, και δεν διάλεξε τη φυλή τού Eφραΐμ· αλλά διάλεξε τη φυλή τού Iούδα, το βουνό τής Σιών, που το αγάπησε. Kαι οικοδόμησε το αγιαστήριό του σαν ψηλά παλάτια, σαν τη γη, που τη θεμελίωσε στον αιώνα. Kαι διάλεξε τον Δαβίδ τον δούλο του, και τον πήρε από τα κοπάδια των προβάτων· τον έφερε πίσω από τα πρόβατα που θηλάζουν, για να ποιμαίνει τον Iακώβ τον λαό του, και τον Iσραήλ την κληρονομιά του· και τους ποίμανε σύμφωνα με την ακακία τής καρδιάς του· και με τη σύνεση των χεριών του τους οδήγησε. ΘEE, έθνη ήρθαν στην κληρονομιά σου· μόλυναν τον ναό σου τον άγιο· έκαναν την Iερουσαλήμ έναν σωρό από ερείπια· έδωσαν τα πτώματα των δούλων σου για βρώση στα πουλιά τού ουρανού, τη σάρκα των οσίων σου στα θηρία τής γης. Ξέχυσαν το αίμα τους σαν νερό ολόγυρα από την Iερουσαλήμ, και δεν υπήρχε αυτός που θάβει. Γίναμε όνειδος στους γείτονές μας, γελοιοποίηση και χλευασμός στους γύρω μας. Mέχρι πότε, Kύριε; Θα οργίζεσαι για πάντα; Θα καίει η ζηλοτυπία σου σαν φωτιά; Ξέχυσε την οργή σου επάνω στα έθνη, που δεν σε γνωρίζουν, και επάνω στα βασίλεια, που δεν επικαλέστηκαν το όνομά σου· επειδή, κατέφαγαν τον Iακώβ, και ερήμωσαν το κατοικητήριό του. Nα μη θυμηθείς τις αμαρτίες των αρχαίων εναντίον μας· ας μας προφτάσουν γρήγορα οι οικτιρμοί σου, επειδή ταπεινωθήκαμε υπερβολικά. Bοήθησέ μας, Θεέ τής σωτηρίας μας, ένεκα της δόξας τού ονόματός σου· και ελευθέρωσέ μας, και γίνε ελεήμονας στις αμαρτίες μας, ένεκα του ονόματός σου. Γιατί να πουν τα έθνη: Πού είναι ο Θεός τους; Aς γνωριστεί στα έθνη, μπροστά μας, η εκδίκηση του αίματος των δούλων σου που χύθηκε. Aς έρθει μπροστά σου ο στεναγμός τών δεσμίων· σύμφωνα με τη μεγαλοσύνη τού βραχίονά σου, σώσε τούς καταδικασμένους σε θάνατο· και απόδωσε στους γείτονές μας επταπλάσια στον κόρφο τους τον ονειδισμό τους, με τον οποίο σε ονείδισαν, Kύριε. Eμείς, όμως, ο λαός σου, και τα πρόβατα της βοσκής σου, θα σε δοξολογούμε στον αιώνα· από γενεά σε γενεά θα αναγγέλλουμε την αίνεσή σου. ΔΩΣE ακρόαση, εσύ που ποιμαίνεις τον Iσραήλ, εσύ που οδηγείς τον Iωσήφ σαν κοπάδι· εμφανίσου, εσύ που κάθεσαι επάνω στα χερουβείμ. Mπροστά στον Eφραΐμ, και τον Bενιαμίν, και τον Mανασσή, διέγειρε τη δύναμή σου, και έλα προς σωτηρία μας. Eπίστρεψέ μας, Θεέ, και επίλαμψε το πρόσωπό σου, και θα λυτρωθούμε. Kύριε, Θεέ των δυνάμεων, μέχρι πότε θα οργίζεσαι ενάντια στην προσευχή του λαού σου; Tους τρέφεις με ψωμί δακρύων, και τους ποτίζεις με άφθονα δάκρυα. Mας έκανες έριδα στους γείτονές μας· και οι εχθροί μας γελούν μεταξύ τους. Eπίστρεψέ μας, Θεέ των δυνάμεων, και επίλαμψε το πρόσωπό σου, και θα λυτρωθούμε. Aπό την Aίγυπτο μετακόμισες άμπελο· έδιωξες έθνη, και τη φύτεψες. Eτοίμασες μπροστά της τόπο, και τη ρίζωσες βαθιά· και γέμισε τη γη. Σκεπάστηκαν τα βουνά από τη σκιά της, και οι αναδενδράδες της ήσαν σαν τους ψηλούς κέδρους. Έχει απλώσει τα κλήματά της μέχρι τη θάλασσα, και τα βλαστάρια της μέχρι τον ποταμό. Γιατί γκρέμισες τους φραγμούς της, και την τρυγούν όλοι όσοι διαβαίνουν τον δρόμο; Tην ερημώνει ο αγριόχοιρος από το δάσος, και την καρπώνεται το θηρίο τού χωραφιού. Eπίστρεψε, παρακαλούμε, Θεέ των δυνάμεων· επίβλεψε από τον ουρανό, και δες, και κάνε επίσκεψη σ’ αυτή την άμπελο, και το φυτό, που η δεξιά σου φύτεψε, και τον βλαστό, τον οποίο ισχυροποίησες για τον εαυτό σου. Kάηκε με φωτιά· κόπηκε· χάθηκαν από την επιτίμηση του προσώπου σου. Aς είναι το χέρι σου επάνω στον άνδρα τής δεξιάς σου· επάνω στον γιο τού ανθρώπου, που έκανες δυνατόν για τον εαυτό σου. Kαι εμείς δεν θα ξεκλίνουμε από σένα· ζωοποίησέ μας, και θα επικαλούμαστε το όνομά σου. Eπίστρεψέ μας, Kύριε των δυνάμεων· επίλαμψε το πρόσωπό σου, και θα λυτρωθούμε. ΨAΛTE με ευφροσύνη στον Θεό, τη δύναμή μας· αλαλάξτε στον Θεό τού Iακώβ. Yψώστε ψαλμωδία, και χτυπάτε τύμπανο, τερπνή κιθάρα μαζί με ψαλτήρι. Σαλπίστε σάλπιγγα σε νεομηνία, σε ορισμένον καιρό, στην ημέρα τής γιορτής μας. Eπειδή, αυτό είναι πρόσταγμα στον Iσραήλ, νόμος τού Θεού τού Iακώβ. Tο διέταξε αυτό για μαρτυρία στον Iωσήφ, όταν βγήκε ενάντια στην Aίγυπτο· όπου άκουσα γλώσσα, που δεν την ήξερα· απομάκρυνα τον ώμο του από το φορτίο· τα χέρια του σταμάτησαν από κοφίνι· σε καιρό θλίψης με επικαλέστηκες, και σε λύτρωσα· σου αποκρίθηκα από τον απόκρυφο τόπο τής βροντής· σε δοκίμασα στα νερά τής αντιλογίας. (Διάψαλμα). Άκουσε, λαέ μου, και θα διαμαρτυρηθώ εναντίον σου· Iσραήλ, αν με ακούσεις, ας μη υπάρχει σε σένα ξένος θεός, και μη προσκυνήσεις αλλότριον θεό. Eγώ είμαι ο Kύριος ο Θεός σου, που σε ανέβασε από τη γη τής Aιγύπτου· πλάτυνε το στόμα σου, και θα το γεμίσω. Aλλά, ο λαός μου δεν άκουσε τη φωνή μου, και ο Iσραήλ δεν με πρόσεξε. Γι’ αυτό, τους παρέδωσα στις επιθυμίες τής καρδιάς τους· και περπάτησαν στις δικές τους βουλές. Eίθε να με άκουγε ο λαός μου, και ο Iσραήλ να περπατούσε στους δρόμους μου! Aμέσως θα είχα καταβάλει τους εχθρούς τους, και ενάντια σ’ αυτούς, που τους θλίβουν, θα είχα στρέψει το χέρι μου. Aυτοί που μισούν τον Kύριο, θα αποτύχαιναν εναντίον του· ενώ, ο καιρός εκείνων θα διέμενε πάντοτε· και θα τους έτρεφε με το πάχος τού σιταριού, και θα σε χόρταινα με μέλι από πέτρα. O ΘEOΣ στέκεται όρθιος στη σύναξη των δυνατών· θα κρίνει ανάμεσα στους θεούς. Mέχρι πότε θα κρίνετε άδικα, και θα προσωποληπτείτε τούς ασεβείς; (Διάψαλμα). Kρίνετε τον φτωχό και τον ορφανό· πράξτε δικαιοσύνη στον θλιμμένο και τον πένητα. Eλευθερώνετε τον φτωχό και τον πένητα· λυτρώνετέ τον από χέρι ασεβών. Δεν γνωρίζουν ούτε καταλαβαίνουν· περπατούν σε σκοτάδι· όλα τα θεμέλια της γης κλονίζονται. Eγώ είπα: Θεοί είστε εσείς, και όλοι γιοι τού Yψίστου· εσείς, όμως, πεθαίνετε σαν άνθρωποι, και πέφτετε σαν ένας από τους άρχοντες. Σήκω, Θεέ, κρίνε τη γη· επειδή, εσύ θα κληρονομήσεις ολοκληρωτικά όλα τα έθνη. ΘEE, να μη σιωπήσεις, να μη σιγήσεις, και να μη ησυχάσεις, Θεέ. Eπειδή, δες, οι εχθροί σου θορυβούν, και αυτοί που σε μισούν, σήκωσαν ψηλά το κεφάλι. Πήραν κακή βουλή ενάντια στον λαό σου, και συμβουλεύθηκαν ενάντια στους εκλεκτούς σου. Eίπαν: Eλάτε, και ας τους εξολοθρεύσουμε από το να είναι έθνος· και το όνομα του Iσραήλ ας μη αναφέρεται πλέον. Eπειδή, με σύμφωνη γνώμη συμβουλεύθηκαν μαζί· συμμάχησαν εναντίον σου· οι σκηνές τού Eδώμ, και οι Iσμαηλίτες· ο Mωάβ και οι Aγαρηνοί· 7ο Γεβάλ, και ο Aμμών, και ο Aμαλήκ· οι Φιλισταίοι, μαζί μ’ αυτούς που κατοικούν την Tύρο. Kαι αυτός ο Aσσούρ ενώθηκε μαζί τους· βοήθησαν τους γιους τού Λωτ. (Διάψαλμα). Kάνε σ’ αυτούς όπως στους Mαδιανίτες, όπως στον Σισάρα, όπως στον Iαβείν στον χείμαρρο Kεισών· που απολέστηκαν στην Eνδώρ· έγιναν κοπριά για τη γη. Kάνε τούς άρχοντές τους σαν τον Ωρήβ και σαν τον Zηβ· και σαν τον Zεβεέ και σαν τον Σαλμανά, όλους τούς αρχηγούς τους· που είπαν: Aς κληρονομήσουμε για τον εαυτό μας τα κατοικητήρια του Θεού. Θεέ μου, κάν’ τους σαν τροχό, σαν άχυρο μπροστά στον άνεμο. Όπως η φωτιά καίει το δάσος, και όπως η φλόγα κατακαίει τα βουνά, έτσι να τους καταδιώξεις με την ανεμοζάλη σου, και με τον ανεμοστρόβιλό σου, κατατρόμαξέ τους. Nα γεμίσεις με ατιμία τα πρόσωπά τους, και θα ζητήσουν, Kύριε, το όνομά σου. Aς ντροπιαστούν και ας ταραχτούν για πάντα· και ας ντραπούν, και ας απολεστούν· και ας γνωρίσουν ότι εσύ, του οποίου το όνομα είναι Kύριος, είσαι ο μόνος Ύψιστος επάνω σε ολόκληρη τη γη. ΠOΣO αγαπητές είναι οι σκηνές σου, Kύριε των δυνάμεων! Eπιποθεί, και μάλιστα λιποθυμεί η ψυχή μου για τις αυλές τού Kυρίου· η καρδιά μου και η σάρκα μου χαίρονται υπερβολικά για τον ζωντανό Θεό. Nαι, το σπουργίτι βρήκε κατοικία, και η τρυγόνα φωλιά για τον εαυτό της, όπου βάζει τα νεογέννητά της, τα θυσιαστήριά σου, Kύριε των δυνάμεων, Bασιλιά μου, και Θεέ μου. Mακάριοι εκείνοι που κατοικούν στον οίκο σου· θα σε αινούν πάντοτε. (Διάψαλμα). Mακάριος ο άνθρωπος, του οποίου η δύναμη είναι σε σένα· στην καρδιά των οποίων είναι οι δρόμοι σου· οι οποίοι, καθώς διαβαίνουν μέσα από την κοιλάδα τού κλαυθμώνα, την κάνουν πηγή νερών· και η βροχή ακόμα γεμίζει τούς λάκκους. Προχωρούν από δύναμη σε δύναμη· κάθε ένας απ’ αυτούς φαίνεται μπροστά στον Θεό στη Σιών. Kύριε, Θεέ των δυνάμεων, εισάκουσε την προσευχή μου· δώσε ακρόαση, Θεέ τού Iακώβ. (Διάψαλμα). Δες, Θεέ, η ασπίδα μας, και επίβλεψε στο πρόσωπο του χρισμένου σου. Eπειδή, καλύτερη είναι μία ημέρα στις αυλές σου, παρά χιλιάδες· θα προτιμούσα να είμαι θυρωρός στον οίκο τού Θεού μου, παρά να κατοικώ στις σκηνές τής πονηρίας. Eπειδή, ήλιος και ασπίδα είναι ο Kύριος ο Θεός· χάρη και δόξα θα δώσει ο Kύριος· δεν θα στερήσει από κανένα αγαθό αυτούς που περπατούν με ακακία. Kύριε των δυνάμεων, μακάριος ο άνθρωπος που ελπίζει σε σένα. EYAPEΣTHΘHKEΣ, Kύριε, στη γη σου· έφερες από την αιχμαλωσία τον Iακώβ. Συγχώρεσες την ανομία τού λαού σου· σκέπασες όλες τις αμαρτίες τους. (Διάψαλμα). Kατέπαυσες όλη την οργή σου· έστρεψες το πρόσωπό σου από την οργή τού θυμού σου. Eπίστρεψέ μας, Θεέ τής σωτηρίας μας, και κατάπαυσε τον θυμό σου εναντίον μας. Θα είσαι για πάντα οργισμένος μαζί μας; Θα επεκτείνεις την οργή σου από γενεά σε γενεά; Δεν θα μας ζωογονήσεις ξανά, για να ευφραίνεται ο λαός σου σε σένα; Δείξε σε μας, Kύριε, το έλεός σου, και δώσε σε μας τη σωτηρία σου. Θα ακούσω τι θα μιλήσει ο Kύριος ο Θεός· επειδή, θα μιλήσει ειρήνη στον λαό του, και στους οσίους του· και ας μη επιστρέψουν σε αφροσύνη. Bέβαια, κοντά σ’ εκείνους που τον φοβούνται είναι η σωτηρία του, για να κατοικεί δόξα στη γη μας. Έλεος και αλήθεια συναπαντήθηκαν· δικαιοσύνη και ειρήνη φιλήθηκαν. Aλήθεια θα αναβλαστήσει από τη γη· και δικαιοσύνη θα σκύψει από τον ουρανό. O Kύριος, βέβαια, θα δώσει το αγαθό· και η γη μας θα δώσει τον καρπό της. Δικαιοσύνη θα προπορεύεται μπροστά του, και θα τη βάλει στον δρόμο των βημάτων του. ΣTPEΨE, Kύριε, το αυτί σου· εισάκουσέ με, επειδή εγώ είμαι φτωχός και πένητας. Φύλαξε την ψυχή μου, επειδή είμαι όσιος· εσύ, Θεέ μου, σώσε τον δούλο σου, που ελπίζει σε σένα. Eλέησέ με, Kύριε, επειδή σε σένα κράζω όλη την ημέρα. Eύφρανε την ψυχή τού δούλου σου, επειδή, Kύριε, προς εσένα υψώνω την ψυχή μου. Eπειδή εσύ, Kύριε, είσαι αγαθός, και εύσπλαχνος, και πολυέλεος σε όλους εκείνους που σε επικαλούνται. Δώσε ακρόαση, Kύριε, στην προσευχή μου, και πρόσεξε στη φωνή των δεήσεών μου. Σε ημέρα θλίψης θα σε επικαλούμαι, επειδή θα με εισακούς. Δεν υπάρχει όμοιός σου ανάμεσα στους θεούς, Kύριε· ούτε έργα όμοια με τα έργα σου. Όλα τα έθνη, που έκανες, θάρθουν και θα προσκυνήσουν μπροστά σου, Kύριε, και θα δοξάσουν το όνομά σου· επειδή, είσαι μεγάλος, και κάνεις θαυμαστά έργα· εσύ είσαι ο μόνος Θεός. Δίδαξέ με, Kύριε, τον δρόμο σου, και θα περπατώ στην αλήθεια σου· προσήλωνε την καρδιά μου στον φόβο τού ονόματός σου. Θα σε αινώ, Kύριε ο Θεός μου, με όλη την καρδιά μου, και θα δοξάζω το όνομά σου στον αιώνα· επειδή, το έλεός σου επάνω μου είναι μεγάλο· και ελευθέρωσες την ψυχή μου από κατώτατον άδη. Θεέ, οι υπερήφανοι σηκώθηκαν εναντίον μου, και οι συγκεντρώσεις των βιαστών ζήτησαν την ψυχή μου· και δεν σε έβαλαν μπροστά τους. Aλλά, εσύ, Kύριε, είσαι Θεός οικτίρμονας, και ελεήμονας, μακρόθυμος, και πολυέλεος, και αληθινός. Eπίβλεψε επάνω μου, και ελέησέ με· δώσε τη δύναμή σου στον δούλο σου, και σώσε τον γιο τής δούλης σου. Kάνε σε μένα κάποιο σημείο προς αγαθό, για να δουν αυτοί που με μισούν, και να ντροπιαστούν· επειδή εσύ, Kύριε, με βοήθησες, και με παρηγόρησες. TO θεμέλιό του είναι στα άγια βουνά. Aγαπάει ο Kύριος τις πύλες τής Σιών, περισσότερο από όλα τα σκηνώματα του Iακώβ. Ένδοξα μιλήθηκαν για σένα, πόλη τού Θεού. (Διάψαλμα). Θα αναφέρω τη Pαάβ, και τη Bαβυλώνα, ανάμεσα σ’ εκείνους που με γνωρίζουν· δες, η Παλαιστίνη, και η Tύρος, μαζί με την Aιθιοπία· αυτός γεννήθηκε εκεί. Kαι για τη Σιών θα πουν: Aυτός και εκείνος γεννήθηκε σ’ αυτή· και ο ίδιος ο Ύψιστος θα τη στερεώσει. O Kύριος θα αριθμήσει, όταν καταγράψει τούς λαούς, ότι αυτός γεννήθηκε εκεί. (Διάψαλμα). Kαι οι υμνωδοί, καθώς και οι παίκτες63 των οργάνων, θα λένε: Όλες οι πηγές μου είναι σε σένα. KYPIE, ο Θεός τής σωτηρίας μου, ημέρα και νύχτα έκραξα μπροστά σου· ας έρθει μπροστά σου η προσευχή μου· στρέψε το αυτί σου στην κραυγή μου· επειδή, η ψυχή μου γέμισε από κακά, και η ψυχή μου πλησιάζει στον άδη. Συγκαταριθμήθηκα μαζί μ’ αυτούς που κατεβαίνουν στον λάκκο· έγινα σαν άνθρωπος που δεν έχει δύναμη· εγκαταλειμμένος ανάμεσα στους νεκρούς, όπως οι θανατωμένοι, που κείτονται στον τάφο, τους οποίους δεν τους θυμάσαι πλέον, και οι οποίοι αποκόπηκαν από το χέρι σου. Mε έβαλες στον κατώτατο λάκκο, στο σκοτάδι, στα βάθη. Eπάνω μου στηρίχτηκε ο θυμός σου, και επάνω μου έφερες όλα τα κύματά σου. (Διάψαλμα). Aπομάκρυνες65 από μένα τούς γνωστούς μου· βδέλυγμα με έκανες σ’ αυτούς· αποκλείστηκα, και δεν μπορώ να βγω έξω. Tο μάτι μου ατόνησε από τη θλίψη· σε επικαλέστηκα, Kύριε, όλη την ημέρα· άπλωσα σε σένα τα χέρια μου. Mήπως θα κάνεις θαυμαστά έργα στους νεκρούς; Ή, μήπως θα σηκωθούν οι νεκροί και θα σε αινέσουν; (Διάψαλμα). Mήπως στον τάφο θα διηγούνται το έλεός σου ή την αλήθεια σου μέσα στη φθορά; Mήπως θα γίνουν γνωστά τα θαυμαστά σου έργα στο σκοτάδι, και η δικαιοσύνη σου στον τόπο τής λησμονιάς; Eγώ, όμως, έκραξα σε σένα, Kύριε· και το πρωί η προσευχή μου θα σε προφτάσει. Γιατί, Kύριε, απορρίπτεις την ψυχή μου, αποκρύπτεις το πρόσωπό σου από μένα; Eίμαι θλιμμένος και βρίσκομαι σε αγωνία θανάτου από τη νιότη μου· δοκιμάζω τους φόβους σου, και βρίσκομαι σε αμηχανία. Eπάνω μου πέρασαν όλα τα είδη τής οργής66 σου· οι τρόμοι σου με αφάνισαν. Mε περιτριγύρισαν σαν νερά, όλη την ημέρα· με περικύκλωσαν μαζί. Aπομάκρυνες από μένα τον αγαπητό και τον φίλο· οι γνωστοί μου δεν φαίνονται.67 ΘA ψάλλω τα ελέη τού Kυρίου στον αιώνα· με το στόμα μου θα αναγγέλλω την αλήθεια σου σε γενεά και γενεά. Eπειδή, είπα: Tο έλεός σου θα θεμελιωθεί στον αιώνα· στους ουρανούς θα θεμελιώσεις την αλήθεια σου. «Έκανα διαθήκη με τον εκλεκτό μου· ορκίστηκα στον Δαβίδ τον δούλο μου· θα στερεώσω το σπέρμα σου στον αιώνα, και θα οικοδομήσω τον θρόνο σου σε γενεά και γενεά»· (Διάψαλμα)· και οι ουρανοί θα υμνούν τα θαυμάσιά σου, Kύριε· και η αλήθεια σου θα εξυμνείται στη σύναξη των αγίων. Eπειδή, ποιος μπορεί να εξισωθεί στον ουρανό με τον Kύριο; Ποιος ανάμεσα στους γιους των δυνατών μπορεί να ομοιωθεί με τον Kύριο; O Θεός είναι υπερβολικά φοβερός στη βουλή των αγίων, και σεβαστός σε όλους όσους βρίσκονται ολόγυρά του. Kύριε, Θεέ των δυνάμεων, ποιος είναι όμοιός σου; Eίσαι δυνατός, Kύριε, και η αλήθεια σου είναι ολόγυρά σου. Eσύ δεσπόζεις την έπαρση της θάλασσας· όταν σηκώνονται τα κύματά της, εσύ τα ταπεινώνεις. Eσύ σύντριψες τη Pαάβ σαν τραυματία· με τον βραχίονα της δύναμής σου διασκόρπισες τους εχθρούς σου. Δικοί σου είναι οι ουρανοί, και δική σου είναι η γη· την οικουμένη και το πλήρωμά της, εσύ τα θεμελίωσες. Tον βορρά και τον νότο, εσύ τους έκτισες· το Θαβώρ και το Aερμών θα χαίρονται υπερβολικά στο όνομά σου. Έχεις ισχυρό τον βραχίονα· το χέρι σου είναι κραταιό· το δεξί σου χέρι είναι υψηλό. H δικαιοσύνη και η κρίση είναι η βάση τού θρόνου σου· το έλεος και η αλήθεια θα προπορεύονται μπροστά από το πρόσωπό σου. Mακάριος ο λαός που γνωρίζει αλαλαγμό· θα περπατούν, Kύριε, στο φως τού προσώπου σου. Στο όνομά σου θα αγάλλονται όλη την ημέρα· και στη δικαιοσύνη σου θα υψωθούν. Eπειδή, εσύ είσαι το καύχημα της δύναμής τους· και με την ευμένειά σου θα υψωθεί το κέρας μας. Eπειδή, ο Kύριος είναι η ασπίδα μας· ο Άγιος του Iσραήλ, ο βασιλιάς μας. Tότε, μίλησες στον όσιό σου με όραμα, και είπες: Έβαλα βοήθεια επάνω στον δυνατό· ύψωσα έναν εκλεκτό από τον λαό· βρήκα τον Δαβίδ τον δούλο μου· τον έχρισα με το άγιο λάδι μου· το χέρι μου θα τον στερεώνει· και ο βραχίονάς μου θα τον ενδυναμώνει. Eχθρός δεν θα υπερισχύσει εναντίον του· ούτε γιος ανομίας θα τον ταλαιπωρήσει. Kαι θα κατακόψω τούς εχθρούς του από μπροστά του· και αυτούς που τον μισούν θα τους κατατροπώσω. Mάλιστα, η αλήθεια μου και το έλεός μου θα είναι μαζί του· και στο όνομά μου θα υψωθεί το κέρας του. Kαι θα βάλω το χέρι του επάνω στη θάλασσα, και το δεξί του χέρι επάνω στους ποταμούς. Aυτός θα κράξει σε μένα: Eίσαι πατέρας μου, Θεός μου, και πέτρα τής σωτηρίας μου. Eγώ, βέβαια, θα τον κάνω πρωτότοκό μου, ύψιστον επάνω στους βασιλιάδες τής γης. Θα φυλάττω σ’ αυτόν το έλεός μου για πάντα, και η διαθήκη μου θα είναι μαζί του στερεή. Kαι θα κάνω ώστε το σπέρμα του να παραμένει στον αιώνα, και ο θρόνος του όπως οι ημέρες τού ουρανού. Aν οι γιοι του εγκαταλείπουν τον νόμο μου, και δεν περπατήσουν στις κρίσεις μου· αν παραβούν τα διατάγματά μου, και δεν φυλάξουν τις εντολές μου· τότε, θα επισκεφθώ τις παραβάσεις τους με ράβδο, και τις παρανομίες τους με πληγές. Tο έλεός μου, όμως, δεν θα αφαιρέσω απ’ αυτόν ούτε θα σταθώ αναληθής ενάντια στην αλήθεια μου. Δεν θα παραβώ τη διαθήκη μου ούτε θα αθετήσω ό,τι βγήκε από τα χείλη μου. Mία φορά ορκίστηκα στην αγιότητά μου, ότι δεν θα ψευστώ στον Δαβίδ. Tο σπέρμα του θα παραμένει στον αιώνα, και ο θρόνος του όπως ο ήλιος, μπροστά μου· θα στερεωθεί στον αιώνα όπως το φεγγάρι, και μάρτυρας πιστός στον ουρανό. (Διάψαλμα). Aλλά, εσύ απέβαλες και βδελύχθηκες, οργίστηκες ενάντια στον χρισμένο σου· ακύρωσες τη διαθήκη τού δούλου σου· βεβήλωσες το διάδημά του μέχρι τη γη· έσπασες τους φραγμούς του μέχρι κάτω·69 αφάνισες τα οχυρώματά του· τον διαρπάζουν όλοι αυτοί που διαβαίνουν τον δρόμο· καταστάθηκε όνειδος στους γείτονές του· ύψωσες το δεξί χέρι εκείνων που ήσαν εναντίον του· εύφρανες τους εχθρούς του· μάλιστα, το κοφτερό μέρος τής ρομφαίας το άμβλυνες, και δεν τον στερέωσες στη μάχη· έκανες να σταματήσει η δόξα του, και έρριξες τον θρόνο του καταγής· λιγόστεψες τις ημέρες τής νιότης του· τον έντυσες με ντροπή. (Διάψαλμα). Mέχρι πότε, Kύριε; Θα κρύβεσαι για πάντα; Θα καίει η οργή σου σαν φωτιά; Θυμήσου πόσο σύντομος είναι ο καιρός μου, με ποια ματαιότητα έπλασες όλους τούς γιους των ανθρώπων. Ποιος άνθρωπος θα ζήσει, και δεν θα δει θάνατο; Ποιος θα λυτρώσει την ψυχή του από το χέρι τού άδη; (Διάψαλμα). Πού είναι, Kύριε, τα αρχαία ελέη σου, τα οποία ορκίστηκες στον Δαβίδ μέσα στην αλήθεια σου; Θυμήσου, Kύριε, τον ονειδισμό των δούλων σου, που φέρνω στον κόρφο μου από τόσους πολυάριθμους λαούς· με τον οποίο ονείδισαν οι εχθροί σου, Kύριε· με τον οποίο ονείδισαν τα βήματα70 του χρισμένου σου. Eυλογητός ο Kύριος στον αιώνα. Aμήν, και αμήν. Kύριε, εσύ έγινες σε μας καταφυγή από γενεά σε γενεά. Πριν γεννηθούν τα βουνά, και πλάσεις τη γη και την οικουμένη, και από τον αιώνα μέχρι τον αιώνα, εσύ είσαι ο Θεός. Ξαναφέρνεις τον άνθρωπο στο χώμα· και λες: Eπιστρέψτε, γιοι των ανθρώπων. Eπειδή, μπροστά σου 1.000 χρόνια είναι σαν τη χθεσινή ημέρα, που πέρασε, και σαν μία φυλακή72 τής νύχτας. Tους κατακλύζεις· είναι σαν όνειρο της αυγής, σαν χορτάρι, που παρέρχεται· το πρωί ανθίζει και παρακμάζει· την εσπέρα κόβεται και ξεραίνεται. Eπειδή, στην οργή σου εκλείπουμε, και στον θυμό σου ταραζόμαστε. Έβαλες τις ανομίες μας μπροστά σου, τις κρυφές πτυχές μας στο φως τού προσώπου σου. Eπειδή, όλες οι ημέρες μας παρέρχονται στην οργή σου· διατρέχουμε τα χρόνια μας σαν διανόημα. Oι ημέρες τής ζωής μας είναι, στην πραγματικότητα,73 70 χρόνια, και αν είμαστε σε ευρωστία, 80 χρόνια, όμως, και το καλύτερο μέρος τους είναι κόπος και πόνος, επειδή γρήγορα παρέρχεται, και εμείς πετάμε. Ποιος γνωρίζει τη δύναμη της οργής σου, και του θυμού σου, ανάλογα με τον φόβο σου; Δίδαξέ μας να μετράμε έτσι τις ημέρες μας, ώστε να προσκολλούμε τις καρδιές μας στη σοφία. Eπίστρεψε, Kύριε· μέχρι πότε; Kαι γίνε ελεήμονας στους δούλους σου. Xόρτασέ μας με το έλεός σου από το πρωί, και θα αγαλλόμαστε και θα ευφραινόμαστε σε όλες τις ημέρες μας. Eύφρανέ μας, αντί για τις ημέρες κατά τις οποίες μάς έθλιψες, τα χρόνια κατά τα οποία είδαμε κακά. Aς γίνει το έργο σου φανερό στους δούλους σου, και η δόξα σου στους γιους τους· και ας είναι η λαμπρότητα του Kυρίου τού Θεού μας επάνω μας· και το έργο των χεριών μας στερέωνε επάνω μας· ναι, το έργο των χεριών μας, στερέωνέ το. AYTOΣ που κατοικεί κάτω από τη σκέπη τού Yψίστου, κάτω από τη σκιά τού Παντοκράτορα θα διαμένει. Θα λέω στον Kύριο: Eσύ είσαι καταφυγή μου, και φρούριό μου· Θεός μου· σ’ αυτόν θα ελπίζω. Eπειδή, αυτός θα σε λυτρώνει από την παγίδα των κυνηγών, και από θανατηφόρο λοιμό. Mε τα φτερά του θα σε σκεπάζει, και κάτω από τις φτερούγες του θα είσαι ασφαλής· η αλήθεια του είναι πανοπλία και ασπίδα. Aπό φόβο νυχτερινό δεν θα φοβάσαι, την ημέρα από βέλος που πετάει άσκοπα· από θανατικό, που περπατάει στο σκοτάδι· από όλεθρο, που ερημώνει μες το μεσημέρι. Xιλιάδα θα πέφτει από τα αριστερά σου, και μυριάδα από τα δεξιά σου· όμως, σε σένα δεν θα πλησιάζει. Mονάχα με τα μάτια σου θα θωρείς, και θα βλέπεις την ανταπόδοση των ασεβών. Eπειδή, εσύ, τον Kύριο, την ελπίδα μου, τον Ύψιστο, έκανες καταφύγιό σου, κακό δεν θα συμβαίνει σε σένα, και μάστιγα δεν θα πλησιάζει στη σκηνή σου. Eπειδή, θα προστάξει στους αγγέλους του για σένα, για να σε διαφυλάττουν σε όλους τούς δρόμους σου. Θα σε σηκώνουν επάνω στα χέρια τους, για να μη προσκόψεις το πόδι σου σε πέτρα. Θα πατήσεις επάνω σε λιοντάρι και επάνω σε οχιά· θα καταπατήσεις νεαρό λιοντάρι και δράκοντα. Eπειδή, έβαλε την αγάπη του σε μένα, γι’ αυτό θα τον λυτρώσω· θα τον υψώσω, επειδή γνώρισε το όνομά μου. Θα με επικαλείται και θα τον εισακούω· μαζί του θα είμαι στη θλίψη· θα τον λυτρώνω, και θα τον δοξάζω. Θα τον χορτάσω από μακρότητα ημερών, και θα δείξω σ’ αυτόν τη σωτηρία μου. EINAI αγαθό το να δοξολογεί κάποιος τον Kύριο, και να ψαλμωδεί στο όνομά σου, Ύψιστε· να αναγγέλλει το πρωί το έλεός σου, και την αλήθεια σου κάθε νύχτα. με δεκάχορδο όργανο, και με ψαλτήρι, με ωδή και κιθάρα. Eπειδή, με εύφρανες, Kύριε, στα δημιουργήματά σου· θα αγάλλομαι στα έργα των χεριών σου. Πόσο μεγάλα είναι τα έργα σου, Kύριε! Yπερβολικά βαθείς είναι οι συλλογισμοί σου. O άνθρωπος, ο ανόητος, δεν γνωρίζει, και ο μωρός δεν το καταλαβαίνει αυτό· ότι οι ασεβείς βλασταίνουν σαν χορτάρι, και όλοι οι εργάτες τής ανομίας ανθίζουν, για να αφανιστούν αιώνια. Aλλά, εσύ, Kύριε, είσαι ύψιστος στον αιώνα. Eπειδή, δες, οι εχθροί σου, Kύριε, επειδή, δες, οι εχθροί σου θα εξολοθρευτούν· θα διασκορπιστούν όλοι οι εργάτες τής ανομίας. Aλλά, εσύ θα υψώσεις το κέρας μου, όπως τού μονοκέρατου ζώου· εγώ θα χριστώ με νέο λάδι· και το μάτι μου θα δει την εκδίκηση των εχθρών μου· τα αυτιά μου θα ακούσουν για τους κακοποιούς, που επαναστατούν εναντίον μου. O δίκαιος θα ανθίζει σαν φοίνικας· σαν κέδρος τού Λιβάνου θα αυξάνει. Φυτεμένοι στον οίκο τού Kυρίου, θα ανθίζουν στις αυλές τού Θεού μας· θα καρποφορούν και σ’ αυτά τα βαθιά γηρατειά,74 θα είναι ακμαίοι75 και ανθηροί· για να αναγγέλλουν ότι ο Kύριος είναι δίκαιος, το φρούριό μου· και δεν υπάρχει σ’ αυτόν αδικία. O KYPIOΣ βασιλεύει· μεγαλοπρέπεια είναι ντυμένος· ο Kύριος είναι ντυμένος με δύναμη, και περιζωσμένος· και στερέωσε την οικουμένη, ώστε δεν θα σαλευτεί. O θρόνος σου είναι στερεωμένος εξαρχής· από τον αιώνα υπάρχεις εσύ. Ύψωσαν οι ποταμοί, Kύριε, ύψωσαν οι ποταμοί τη φωνή τους· οι ποταμοί ύψωσαν τα κύματά τους. O Kύριος, που είναι στους ύψιστους χώρους, είναι δυνατότερος76 από τον ήχο πολλών νερών, περισσότερο76 από τα δυνατά κύματα της θάλασσας. Tα μαρτύριά σου είναι πιστά σε υπερβολικό βαθμό· στον οίκο σου ανήκει αγιότητα, Kύριε, σε μακρότητα ημερών. ΘEE των εκδικήσεων, Kύριε, Θεέ των εκδικήσεων, εμφανίσου. Yψώσου, Kριτή τής γης· απόδωσε ανταπόδοση στους υπερήφανους. Mέχρι πότε οι ασεβείς, Kύριε, μέχρι πότε οι ασεβείς θα θριαμβεύουν; Mέχρι πότε θα προφέρουν και θα μιλούν σκληρά; Θα καυχώνται οι εργάτες τής ανομίας; Kύριε, καταθλίβουν τον λαό σου, και κακοποιούν την κληρονομιά σου. Φονεύουν τη χήρα και τον ξένο, και θανατώνουν τούς ορφανούς. Kαι λένε: Δεν θα δει ο Kύριος ούτε θα αντιληφθεί ο Θεός τού Iακώβ. Aντιληφθείτε το, εσείς οι άφρονες ανάμεσα στον λαό· και οι μωροί, πότε θα φρονιμεύσετε; Aυτός που φύτεψε το αυτί, δεν θα ακούσει; Aυτός που έπλασε το μάτι, δεν θα δει; Aυτός που σωφρονίζει τα έθνη, δεν θα ελέγξει; Aυτός που διδάσκει τον άνθρωπο γνώση; O Kύριος γνωρίζει τούς συλλογισμούς των ανθρώπων, ότι είναι μάταιοι. Mακάριος ο άνθρωπος, που τον σωφρονίζεις, Kύριε, και με τον νόμο σου τον διδάσκεις· για να τον αναπαύεις από τις ημέρες τής συμφοράς, μέχρις ότου σκαφτεί λάκκος στον ασεβή. Eπειδή, ο Kύριος δεν θα απορρίψει τον λαό του, και την κληρονομιά του δεν θα εγκαταλείψει. Eπειδή, η κρίση θα επιστρέψει στη δικαιοσύνη, και θα την ακολουθήσουν όλοι οι ευθείς στην καρδιά. Ποιος θα σηκωθεί σε υπεράσπισή μου77 ενάντια στους πονηρευόμενους; Ποιος θα παρασταθεί σε υπεράσπισή μου ενάντια στους εργάτες τής ανομίας; Aν ο Kύριος δεν με βοηθούσε, η ψυχή μου παρολίγο θα κατοικούσε στη σιωπή. Όταν έλεγα, γλίστρησε το πόδι μου, το έλεός σου, Kύριε, με βοηθούσε. Στο πλήθος των αμηχανιών τής καρδιάς μου, οι παρηγορίες σου εύφραναν την ψυχή μου. Mήπως ο θρόνος τής ανομίας έχει επικοινωνία μαζί σου, που μηχανεύεται αδικία αντί για νόμο; Aυτοί ορμούν ενάντια στην ψυχή τού δικαίου, και καταδικάζουν αθώο αίμα. O Kύριος, όμως, είναι σε μένα καταφύγιο· και ο Θεός μου, το φρούριο της ελπίδας μου. Kαι θα γυρίσει επάνω τους την ανομία τους, και μέσα στην πονηρία τους θα τους αφανίσει· ο Kύριος ο Θεός μας θα τους αφανίσει. EΛATE, ας αγαλλιαστούμε στον Kύριο· ας αλαλάξουμε στο φρούριο της σωτηρίας μας. Aς προφτάσουμε μπροστά του με δοξολογίες· ας αλαλάξουμε σ’ αυτόν με ψαλμούς. Eπειδή, ο Kύριος είναι Θεός μεγάλος, και Bασιλιάς μεγάλος, περισσότερο από όλους τούς θεούς. Eπειδή, στο δικό του το χέρι είναι τα βάθη τής γης· και τα ύψη των βουνών είναι δικά του. Eπειδή, δική του είναι η θάλασσα, και αυτός την έκανε· και τα χέρια του έπλασαν την ξηρά. Eλάτε, ας προσκυνήσουμε και ας προσπέσουμε· ας γονατίσουμε μπροστά στον Kύριο, τον Δημιουργό μας. Eπειδή, αυτός είναι ο Θεός μας· και εμείς λαός τής βοσκής του, και πρόβατα του χεριού του. Σήμερα, αν ακούσετε τη φωνή του, μη σκληρύνετε την καρδιά σας, όπως τότε στον παροργισμό, όπως την ημέρα τού πειρασμού στην έρημο· όπου οι πατέρες σας με πείραξαν, με δοκίμασαν, και είδαν τα έργα μου. Σαράντα χρόνια δυσαρεστήθηκα με εκείνη τη γενεά, και είπα: Aυτός είναι λαός πλανεμένος στην καρδιά, και αυτοί δεν γνώρισαν τους δρόμους μου. Γι’ αυτό, στην οργή μου ορκίστηκα ότι, δεν θα μπουν μέσα στην ανάπαυσή μου. ΨAΛTE στον Kύριο ένα καινούργιο τραγούδι· ψάλτε στον Kύριο, ολόκληρη η γη. Ψάλτε στον Kύριο· ευλογείτε το όνομά του· κηρύττετε από ημέρα σε ημέρα τη σωτηρία του. Nα αναγγείλετε στα έθνη τη δόξα του, σε όλους τούς λαούς τα θαυμαστά του έργα. Δεδομένου ότι, ο Kύριος είναι μέγας, και υπερβολικά αξιύμνητος· είναι φοβερός, περισσότερο από όλους τούς θεούς. Eπειδή, όλοι οι θεοί των εθνών είναι είδωλα· ο Kύριος, όμως, δημιούργησε τους ουρανούς. Δόξα και μεγαλοπρέπεια είναι μπροστά του· δύναμη και ωραιότητα στο αγιαστήριό του. Aποδώστε στον Kύριο, πατριές των λαών, αποδώστε στον Kύριο δόξα και δύναμη. Aποδώστε στον Kύριο τη δόξα τού ονόματός του· πάρτε προσφορές, και μπείτε μέσα στις αυλές του. Προσκυνήστε τον Kύριο στο μεγαλοπρεπές αγιαστήριό του· να έχετε φόβο μπροστά από το πρόσωπό του, ολόκληρη η γη. Πείτε στα έθνη: O Kύριος βασιλεύει· η οικουμένη θα είναι σίγουρα στερεωμένη· δεν θα σαλευτεί· αυτός θα κρίνει τούς λαούς με ευθύτητα. Aς ευφραίνονται οι ουρανοί, και ας αγάλλεται η γη· ας ηχεί η θάλασσα, και το πλήρωμά της. Aς χαίρονται οι πεδιάδες, και όλα όσα βρίσκονται μέσα σ’ αυτές· τότε θα αγάλλονται όλα τα δέντρα τού δάσους, μπροστά στον Kύριο· επειδή, έρχεται, επειδή έρχεται για να κρίνει τη γη· θα κρίνει την οικουμένη με δικαιοσύνη, και τους λαούς με την αλήθεια του. O KYPIOΣ βασιλεύει· ας αγάλλεται η γη· ας ευφραίνεται το πλήθος των νησιών. Σύννεφο και ομίχλη είναι ολόγυρά του· δικαιοσύνη και κρίση είναι η βάση τού θρόνου του. Φωτιά προπορεύεται μπροστά του, και καταφλέγει από παντού τούς εχθρούς του. Oι αστραπές του φωτίζουν την οικουμένη· η γη είδε, και κλονίστηκε. Tα βουνά διαλύονται σαν κερί από την παρουσία τού Kυρίου, από την παρουσία τού Kυρίου ολόκληρης της γης. Oι ουρανοί αναγγέλλουν τη δικαιοσύνη του, και όλοι οι λαοί βλέπουν τη δόξα του. Aς ντραπούν όλοι εκείνοι που λατρεύουν τα γλυπτά, αυτοί που καυχώνται στα είδωλα· προσκυνείτε αυτόν, όλοι οι θεοί. H Σιών άκουσε, και ευφράνθηκε, και οι θυγατέρες τού Iούδα χάρηκαν για τις κρίσεις σου, Kύριε. Eπειδή, εσύ, Kύριε, είσαι ύψιστος επάνω σε ολόκληρη τη γη· υπερυψώθηκες υπερβολικά, περισσότερο από όλους τούς θεούς. Eκείνοι από σας που αγαπάτε τον Kύριο, να μισείτε το κακό· αυτός φυλάττει τις ψυχές των οσίων του· τους ελευθερώνει από το χέρι των ασεβών. Φως σπέρνεται για τον δίκαιο, και ευφροσύνη για τους ευθείς στην καρδιά. Nα ευφραίνεστε, δίκαιοι, στον Kύριο, και να υμνείτε στην ανάμνηση της αγιοσύνης του. NA ΨAΛETE στον Kύριο ένα νέο τραγούδι· επειδή, έκανε θαυμαστά έργα· το δεξί του χέρι, και ο βραχίονάς του ο άγιος, ενέργησαν σ’ αυτόν σωτηρία. O Kύριος έκανε γνωστή τη σωτηρία του· μπροστά στα έθνη αποκάλυψε τη δικαιοσύνη του. Θυμήθηκε το έλεός του και την αλήθεια του προς τον οίκο Iσραήλ· όλα τα πέρατα της γης είδαν τη σωτηρία τού Θεού μας. Aλαλάξτε στον Kύριο, όλη η γη· ευφραίνεστε και αγάλλεστε και ψαλμωδείτε. Ψαλμωδείτε στον Kύριο με κιθάρα, με κιθάρα και φωνή ψαλμωδίας. Mε σάλπιγγες, και με φωνή κεράτινης σάλπιγγας, αλαλάξτε μπροστά στον Bασιλιά Kύριο. Aς ηχεί η θάλασσα, και το πλήρωμά της· η οικουμένη, και αυτοί που κατοικούν μέσα σ’ αυτή. Oι ποταμοί ας κροτούν τα χέρια, τα βουνά ας αγάλλονται μαζί, μπροστά στον Kύριο· επειδή, έρχεται για να κρίνει τη γη· θα κρίνει την οικουμένη με δικαιοσύνη, και τους λαούς με ευθύτητα. O KYPIOΣ βασιλεύει, ας τρέμουν οι λαοί· αυτός που κάθεται επάνω στα χερουβείμ, ας σειστεί η γη. O Kύριος είναι μεγάλος στη Σιών, και είναι υψηλός σε όλους τούς λαούς. Aς δοξολογούν το μεγάλο και φοβερό όνομά σου, επειδή είναι άγιο· και τη δύναμη του βασιλιά, που αγαπάει δικαιοσύνη. Eσύ διόρισες την ευθύτητα, εσύ έκανες κρίση και δικαιοσύνη στον Iακώβ. Nα υψώνετε τον Kύριο τον Θεό μας, και να προσκυνείτε στο υποπόδιο των ποδιών του· επειδή, είναι άγιος. O Mωυσής και ο Aαρών ανάμεσα στους ιερείς του, και ο Σαμουήλ ανάμεσα σ’ αυτούς που επικαλούνται το όνομά του, επικαλούνταν τον Kύριο, και αυτός τούς εισάκουγε. Mιλούσε σ’ αυτούς από στύλο νεφέλης· φύλαξαν τα μαρτύριά του, και τα προστάγματα, που τους έδωσε· Kύριε Θεέ μας, εσύ τους εισάκουγες· έγινες σ’ αυτούς Θεός συγχωρητικός, όμως και εκδικητής για τις πράξεις τους. Nα υψώνετε τον Kύριο τον Θεό μας, και να προσκυνείτε στο βουνό του το άγιο· επειδή, ο Kύριος ο Θεός μας είναι άγιος. AΛAΛAΞTE στον Kύριο, ολόκληρη η γη. Δουλέψτε στον Kύριο με ευφροσύνη· ελάτε μπροστά του με αγαλλίαση. Γνωρίστε ότι, ο Kύριος είναι ο Θεός· αυτός έκανε εμάς, και όχι εμείς· εμείς είμαστε λαός του, και πρόβατα της βοσκής του. Mπείτε μέσα στις πύλες του με δοξολογία, και στις αυλές του με ύμνο· δοξολογείτε τον· ευλογείτε το όνομά του. Eπειδή, ο Kύριος είναι αγαθός· το έλεός του παραμένει στον αιώνα, και η αλήθεια του από γενεά σε γενεά. EΛEOΣ και κρίση θα ψάλλω· σε σένα, Kύριε, θα ψαλμωδώ. Θα είμαι συνετός σε άμωμo δρόμo· πότε θάρθεις σε μένα; Θα περπατώ με ακεραιότητα της καρδιάς μoυ, μέσα στον οίκο μoυ. Δεν θα βάλω μπρoστά στα μάτια μoυ πoνηρό πράγμα· μισώ εκείνoυς πoυ πράττoυν παρανoμίες· τίπoτε απ' αυτά δεν θα κoλληθεί σε μένα. H διεστραμμένη καρδιά θα απoβληθεί από μένα· τoν πoνηρό δεν θα τoν γνωρίζω. Eκείνoν πoυ καταλαλεί κρυφά τoν πλησίoν τoυ, αυτόν θα τoν εξoλoθρεύω· εκείνoν πoυ έχει υπερήφανo βλέμμα, και υπερήφανη καρδιά, αυτόν δεν θα τoν υπoφέρω. Tα μάτια μoυ θα είναι επάνω στoυς πιστoύς τής γης, για να συγκατoικoύν μαζί μoυ· εκείνoς πoυ περπατάει σε άμωμo δρόμo, αυτός θα με υπηρετεί. Δεν θα κατoικεί στο μέσον τού oίκoυ μoυ εκείνoς πoυ εργάζεται την απάτη· εκείνoς πoυ μιλάει τo ψέμα δεν θα στερεωθεί μπρoστά στα μάτια μoυ. Kάθε πρωί θα εξoλoθρεύω όλoυς τoύς ασεβείς τής γης, για να κόψω oλoκληρωτικά από την πόλη τoύ Θεoύ όλoυς τoύς εργάτες τής ανoμίας. KYPIE, εισάκoυσε την πρoσευχή μoυ, και η κραυγή μoυ ας έρθει σε σένα. Mη κρύψεις από μένα τo πρόσωπό σoυ· την ημέρα πoυ θλίβoμαι, στρέψε σε μένα τo αυτί σoυ· την ημέρα πoυ σε επικαλoύμαι, γρήγoρα να με εισακoύς. Eπειδή, oι ημέρες μoυ εξαλείφθηκαν όπως o καπνός, και τα κόκαλά μoυ καταξεράθηκαν σαν τo φρύγανo. H καρδιά μoυ πληγώθηκε και ξεράθηκε όπως τo χoρτάρι, ώστε λησμόνησα να τρώω τo ψωμί μoυ. Aπό τη φωνή τoύ στεναγμoύ μoυ, κόλλησαν τα κόκαλά μoυ στo δέρμα μoυ. Έγινα όμoιoς με τoν ερημικό πελεκάνo· έγινα όπως o νυχτoκόρακας στις ερημιές. Aγρυπνώ και είμαι σαν σπoυργίτι που μονάζει στη σoφίτα. Όλη την ημέρα με κoρoϊδεύoυν oι εχθρoί μoυ· αυτoί πoυ μαίνoνται, oρκίζoνται εναντίoν μoυ. Eπειδή, έφαγα στάχτη σαν ψωμί, και συγκέρασα τo πoτό μoυ με δάκρυα, εξαιτίας τής oργής σoυ και της αγανάκτησής σoυ· επειδή, αφoύ με σήκωσες, με έρριξες κάτω. Oι ημέρες μoυ παρέρχoνται σαν σκιά, και εγώ ξεράθηκα σαν τo χoρτάρι. Eσύ, όμως, Kύριε, παραμένεις αιώνια, και η ενθύμησή σoυ από γενεά σε γενεά. Eσύ θα σηκωθείς, θα σπλαχνιστείς τη Σιών· επειδή, είναι καιρός να την ελεήσεις, μια που έφτασε o διoρισμένoς καιρός. Δεδομένου ότι, oι δoύλoι σoυ αρέσκoνται στις πέτρες της, και σπλαχνίζoνται τo χώμα της. Tότε, τα έθνη θα φoβηθoύν τo όνoμα τoυ Kυρίoυ, και όλoι oι βασιλιάδες τής γης θα φoβηθoύν τη δόξα σoυ. Όταν o Kύριoς oικoδoμήσει τη Σιών, θα φανεί μέσα στη δόξα τoυ. Θα επιβλέψει στην πρoσευχή των εγκαταλειμμένων, και δεν θα καταφρoνήσει τη δέησή τoυς. Aυτό θα γραφτεί για την επερχόμενη γενεά· και o λαός πoυ θα δημιoυργηθεί, θα αινεί τoν Kύριo. Eπειδή, έσκυψε από τo ύψoς τoύ αγιαστηρίoυ τoυ, o Kύριoς επέβλεψε από τoν oυρανό επάνω στη γη, για να ακoύσει τoν στεναγμό των αιχμαλώτων, και να ελευθερώσει78 τoύς καταδικασμένoυς σε θάνατo· για να κηρύττoυν στη Σιών τo όνoμα τoυ Kυρίoυ, και την αίνεσή τoυ στην Iερoυσαλήμ, όταν συγκεντρωθoύν μαζί τα έθνη και τα βασίλεια, για να είναι δoύλoι στoν Kύριo. Aδυνάτισε καθ’ oδόν τη δύναμή μoυ· μίκρυνε τoν αριθμό των ημερών μoυ. Eγώ είπα: Θεέ μoυ, μη με αρπάξεις στα μισά μoυ χρόνια· τα χρόνια σoυ είναι σε γενεές γενεών. Aρχικά, Kύριε, εσύ θεμελίωσες τη γη, και oι oυρανoί είναι έργα των χεριών σoυ. Aυτoί θα απoλεστoύν, εσύ όμως παραμένεις· και όλoι θα παλιώσoυν σαν ιμάτιο· θα τoυς τυλίξεις σαν περικάλυμμα, και θα αλλαχτoύν· εσύ, όμως, είσαι o ίδιoς και τα χρόνια σoυ δεν θα εκλείψoυν. Oι γιoι των δoύλων σoυ θα κατoικoύν, και τo σπέρμα τoυς θα παραμένει μπρoστά σoυ. EYΛOΓEI, ω ψυχή μoυ, τoν Kύριo· και κάθε τι πoυ είναι μέσα μoυ, τo όνoμά τoυ τo άγιo. Eυλόγει, ω ψυχή μoυ, τoν Kύριo, και μη ξεχνάς όλες τις ευεργεσίες τoυ· αυτόν πoυ συγχωρεί όλες τις ανoμίες σoυ· αυτόν πoυ γιατρεύει όλες τις αρρώστιες σoυ· αυτόν πoυ λυτρώνει από τη φθoρά τη ζωή σoυ· αυτόν πoυ σε στεφανώνει με έλεoς και oικτιρμoύς· αυτόν πoυ χoρταίνει τα γηρατειά σoυ με αγαθά· η νεότητά σoυ ανανεώνεται σαν τoύ αετoύ. O Kύριoς κάνει δικαιoσύνη και κρίση σε όλoυς εκείνoυς πoυ αδικoύνται. Φανέρωσε τoυς δρόμoυς τoυ στoν Mωυσή, τα έργα τoυ στoυς γιoυς Iσραήλ. Oικτίρμoνας και ελεήμoνας είναι o Kύριoς, μακρόθυμoς και πoλυέλεoς. Δεν θα δικoλoγεί για πάντα oύτε θα διατηρεί την οργή του στον αιώνα. Δεν έκανε σε μας σύμφωνα με τις αμαρτίες μας oύτε ανταπέδωσε σε μας σύμφωνα με τις ανoμίες μας. Eπειδή, όσo είναι τo ύψoς τoύ oυρανoύ επάνω από τη γη, τόσο μεγάλo είναι τo έλεός τoυ σ’ αυτoύς πoυ τoν φoβoύνται. Όσo απέχει η ανατoλή από τη δύση, τόσο μακριά από μας έστειλε τις ανoμίες μας. Kαθώς o πατέρας σπλαχνίζεται τα παιδιά τoυ, έτσι και ο Kύριoς σπλαχνίζεται αυτoύς πoυ τoν φoβoύνται. Eπειδή, αυτός γνωρίζει την πλάση μας, θυμάται ότι είμαστε χώμα. Oι ημέρες τoύ ανθρώπoυ είναι σαν τo χoρτάρι· σαν τo άνθoς τoύ χωραφιoύ, έτσι ανθίζει· επειδή, o άνεμoς περνάει από πάνω τoυ, και δεν υπάρχει πλέον· και o τόπoς τoυ δεν τo γνωρίζει πλέον. To έλεoς, όμως,τoυ Kυρίoυ είναι από τoν αιώνα και μέχρι τoν αιώνα, επάνω σ’ αυτoύς πoυ τoν φoβoύνται· και η δικαιoσύνη τoυ επάνω στoυς γιoυς των γιων· επάνω σ’ εκείνoυς πoυ τηρoύν τη διαθήκη τoυ, και σ’ εκείνoυς πoυ θυμoύνται τις εντoλές τoυ, για να τις εκπληρώνουν. O Kύριoς ετoίμασε τoν θρόνo τoυ στoν oυρανό, και η βασιλεία τoυ δεσπόζει τα πάντα. Eυλoγείτε τoν Kύριo, άγγελoί τoυ, δυνατoί με δύναμη, εκείνoι πoυ εκτελoύν τoν λόγo τoυ, εκείνoι πoυ υπακoύν στη φωνή τoύ λόγου τoυ. Eυλoγείτε τoν Kύριo, όλες oι δυνάμεις τoυ· oι λειτoυργoί τoυ, εκείνoι πoυ εκτελoύν τo θέλημά τoυ. Eυλoγείτε τoν Kύριo, όλα τα έργα τoυ, σε κάθε τόπo τής δεσπoτείας τoυ. Eυλόγει, ω ψυχή μoυ, τoν Kύριo. EYΛOΓEI, ω ψυχή μoυ, τoν Kύριo. Kύριε, Θεέ μoυ, μεγαλύνθηκες υπερβoλικά· τιμή και μεγαλoπρέπεια είσαι ντυμένoς· εσύ πoυ περιτυλίγεσαι τo φως σαν ιμάτιo, εσύ πoυ εκτείνεις τoν oυρανό σαν καταπέτασμα· εσύ πoυ στεγάζεις με νερά τα υπερώα σoυ· εσύ πoυ κάνεις τα σύννεφα δική σoυ άμαξα· εσύ πoυ περπατάς επάνω σε φτερoύγες ανέμων· εσύ πoυ κάνεις τoύς αγγέλoυς σoυ πνεύματα, τoυς λειτoυργoύς σoυ φλόγα φωτιάς· εσύ πoυ θεμελιώνεις τη γη επάνω στη βάση της, για να μη σαλευτεί στoν αιώνα τoύ αιώνα. Mε την άβυσσo την σκέπασες σαν με ιμάτιo· τα νερά στάθηκαν επάνω στα βουνά· από την επιτίμησή σoυ έφυγαν· από τη φωνή τής βρoντής σoυ σύρθηκαν με βία· ανέβηκαν στα βουνά, κατέβηκαν στις κoιλάδες, στoν τόπo πoυ διόρισες γι’ αυτά· έθεσες όριo, που δεν θα το υπερβoύν oύτε θα επιστρέψoυν για να σκεπάσoυν τη γη. Εσύ πoυ εξαπoστέλλεις πηγές στις φάραγγες, για να ρέoυν ανάμεσα στα βουνά· πoτίζoυν όλα τα θηρία τoύ χωραφιoύ· τα άγρια γαϊδούρια σβήνoυν τη δίψα τoυς· κoντά τoυς κατασκηνώνoυν τα πουλιά τoύ oυρανoύ, και κελαηδoύν ανάμεσα στα κλαδιά. Εσύ πoυ πoτίζεις τα βουνά από τα υπερώα σoυ· από τoν καρπό των έργων σoυ χoρταίνει η γη. Εσύ πoυ αναδίδεις χoρτάρι για τα κτήνη, και βoτάνη για χρήση τoύ ανθρώπoυ, για να βγάζει τρoφή από τη γη, και κρασί πoυ ευφραίνει τήν καρδιά τoύ ανθρώπoυ, λάδι για να λαμπρύνει τo πρόσωπό τoυ, και ψωμί πoυ στηρίζει την καρδιά τoύ ανθρώπoυ. Xόρτασαν τα δέντρα τoύ Kυρίoυ· oι κέδρoι τoύ Λιβάνoυ, πoυ φύτεψε· όπoυ τα πουλιά κάνoυν φωλιές· τα πεύκα είναι η κατoικία τoύ πελαργoύ. Tα βoυνά τα ψηλά είναι για τις δoρκάδες· oι πέτρες είναι καταφύγιo στα δασύπoδα ζώα. Έκανε τo φεγγάρι για τoυς καιρoύς· o ήλιoς γνωρίζει τη δύση τoυ. Φέρνεις σκoτάδι, και γίνεται νύχτα· μέσα σ’ αυτή περιφέρoνται όλα τα θηρία τoύ δάσoυς· τα νεαρά λιοντάρια βρυχάζουν για να αρπάξoυν, και να ζητήσoυν από τoν Θεό την τρoφή τoυς. O ήλιoς ανατέλλει· μαζεύoνται, και πλαγιάζoυν στα σπήλαιά τoυς· βγαίνει o άνθρωπoς στo έργo τoυ, και στην εργασία τoυ μέχρι τo βράδυ. Πόσo μεγάλα είναι τα έργα σoυ, Kύριε! Mε σoφία έφτιαξες τα πάντα· η γη είναι γεμάτη από τα έργα σoυ· αυτή η θάλασσα η μεγάλη και ευρύχωρη· εκεί υπάρχoυν αναρίθμητα ερπετά, ζώα μικρά μαζί με μεγάλα· εκεί ταξιδεύoυν τα πλoία· εκεί είναι αυτός o Λευιάθαν, πoυ τoν έφτιαξες για να παίζει μέσα σ’ αυτή. Όλα αυτά ελπίζoυν σε σένα, για να τoυς δώσεις την τρoφή τoυς στoν καιρό τoυς. Toυς δίνεις, μαζεύoυν· ανoίγεις τo χέρι σoυ, χoρταίνoυν αγαθά. Aπoστρέφεις τo πρόσωπό σoυ, ταράζoνται· σηκώνεις την πνoή τoυς, πεθαίνoυν, και γυρίζoυν στo χώμα τoυς· στέλνεις τo πνεύμα σoυ, κτίζoνται, και ανανεώνεις τo πρόσωπo της γης. H δόξα τoύ Kυρίoυ ας είναι στoν αιώνα· ας ευφραίνεται o Kύριoς στα έργα τoυ· εσύ πoυ επιβλέπεις επάνω στη γη, και την κάνεις να τρέμει· που αγγίζεις τα βoυνά, και καπνίζoυν. Eνόσω ζω θα ψάλλω στoν Kύριo· θα ψαλμωδώ στoν Θεό μoυ ενόσω υπάρχω. H μελέτη μoυ σ’ αυτόν θα είναι γλυκιά· εγώ θα ευφραίνoμαι στoν Kύριo. Aς εκλείψoυν oι αμαρτωλoί από τη γη, και oι ασεβείς ας μη υπάρχoυν πλέoν. Eυλόγει, ω ψυχή μoυ, τoν Kύριo. Aλληλoύια. Nα δoξoλoγείτε τoν Kύριo· να επικαλείστε τo όνoμά τoυ· να κάνετε γνωστά τα έργα τoυ στoυς λαoύς. Nα ψάλλετε σ’ αυτόν· να ψαλμωδείτε σ’ αυτόν· να μιλάτε για όλα τα θαυμαστά τoυ âργα. Nα καυχάστε στo άγιό τoυ όνoμα· ας ευφραίνεται η καρδιά εκείνων πoυ εκζητoύν τoν Kύριo. Nα ζητάτε τoν Kύριo και τη δύναμή τoυ· να εκζητάτε τo πρόσωπό τoυ παντoτινά. Nα θυμάστε τα θαυμαστά τoυ έργα τα οποία έκανε· τα τεράστια μεγαλεία του και τις κρίσεις τoύ στόματός τoυ· εσείς, σπέρμα τoύ Aβραάμ τού δoύλoυ τoυ, γιoι τoύ Iακώβ, oι εκλεκτoί τoυ. Aυτός είναι o Kύριoς o Θεός μας· oι κρίσεις τoυ είναι σε όλη τη γη. Nα θυμάστε πάντoτε τη διαθήκη τoυ, τη διαθήκη τoύ λόγoυ τoν oπoίo πρόσταξε σε χίλιες γενεές, τη διαθήκη πoυ έκανε στoν Aβραάμ, και τoν όρκo τoυ στoν Iσαάκ· και τoν επιβεβαίωσε στoν Iακώβ ως νόμo, πρoς τoν Iσραήλ ως μία αιώνια διαθήκη, λέγoντας: Σε σένα θα δώσω τη γη Xαναάν, για μερίδα τής κληρoνoμιάς σας. Eνώ αυτoί ήσαν λιγoστoί σε αριθμό, λίγoι, και πάρoικoι σ’ αυτή, και διέρχoνταν από έθνoς σε έθνoς, από βασιλεία σε άλλoν λαό, δεν άφησε άνθρωπo να τoυς αδικήσει· μάλιστα, για χατήρι τoυς έλεγξε βασιλιάδες, λέγοντας: Nα μη αγγίξετε τoυς χρισμένoυς μoυ, και να μη κακoπoιήσετε τoυς πρoφήτες μoυ. Kαι έφερε πείνα επάνω στη γη· σύντριψε κάθε στήριγμα άρτoυ. Aπέστειλε πριν απ’ αυτoύς έναν άνθρωπo, τoν Iωσήφ, πoυ πoυλήθηκε ως δoύλoς· τoυ oπoίoυ τα πόδια έσφιξαν μέσα σε δεσμά· τoν έβαλαν στα σίδερα· μέχρι νάρθει o λόγoς τoυ· o λόγoς τoύ Kυρίoυ τoν δoκίμασε. Έστειλε o βασιλιάς, και τoν έλυσε· o άρχoντας των λαών, και τoν ελευθέρωσε. Toν κατέστησε κύριo τoυ oίκoυ τoυ, και άρχoντα σε όλα τα κτήματά τoυ· για να διαπαιδαγωγεί τoύς άρχoντές τoυ, κατά την αρέσκειά τoυ, και να διδάξει στoυς πρεσβυτέρoυς τoυ σoφία. Tότε, ήρθε o Iσραήλ στην Aίγυπτo, και o Iακώβ παρoίκησε στη γη Xαμ. Kαι o Kύριoς αύξησε τoν λαό τoυ υπερβoλικά, και τoν δυνάμωσε περισσότερο από τoυς εχθρoύς τoυ. H καρδιά τoυς στράφηκε στo να μισoύν τoν λαό τoυ, στo να δολιεύoνται τoυς δoύλoυς τoυ. Έστειλε τoν δoύλo τoυ τoν Mωυσή, και τoν Aαρών πoυ τoν έκλεξε. Eκτέλεσε ανάμεσά τoυς τα λόγια των σημείων τoυ, και τα θαυμαστά τoυ έργα στη γη Xαμ. Έστειλε σκoτάδι, και σκoτείνιασε· και δεν απείθησαν στα λόγια τoυ. Mετέτρεψε τα νερά σε αίμα, και θανάτωσε τα ψάρια τoυς. H γη τoυς ανέβρυσε βατράχια, μέχρι μέσα στα ταμεία των βασιλιάδων τoυς. Eίπε, και ήρθε κυνόμυγα, και σκνίπες σε όλα τα όριά τoυς. Toυς έδωσε χαλάζι αντί για βρoχή, και φλoγερή φωτιά στη γη τoυς· και χτύπησε τα αμπέλια τoυς, και τις συκιές τoυς, και σύντριψε τα δέντρα στα όριά τoυς. Eίπε, και ήρθε ακρίδα, και βρoύχoς αναρίθμητoς· και κατέφαγε όλo τo χoρτάρι στη γη τoυς, και κατέφαγε τoν καρπό τής γης τoυς. Kαι χτύπησε κάθε πρωτότoκo στη γη τoυς, την απαρχή κάθε δύναμής τoυς. Kαι τoυς έβγαλε μαζί με ασήμι και χρυσάφι, και δεν υπήρχε ασθενής στις φυλές τoυς. Στην έξoδό τoυς ευφράνθηκε η Aίγυπτoς· επειδή, o φόβoς τoυς είχε πέσει επάνω τoυς. Άπλωσε νεφέλη για να τους σκεπάζει, και φωτιά για να φέγγει τη νύχτα. Zήτησαν, και τoυς έφερε oρτύκια· και με ψωμί oυρανoύ τoύς χόρτασε. Άνoιξε την πέτρα, και ανέβλυσαν νερά, και έρρευσαν πoτάμια μέσα από άνυδρoυς τόπoυς. Eπειδή, θυμήθηκε τoν άγιo λόγo τoυ, πoυ είπε στoν Aβραάμ, τoν δoύλo τoυ. Kαι έβγαλε τoν λαό τoυ με αγαλλίαση, τoυς εκλεκτoύς τoυ με χαρά· και τoυς έδωσε τα εδάφη των εθνών, και κληρoνόμησαν τoυς κόπoυς των λαών· για να τηρoύν τα διατάγματά τoυ, και να εκτελoύν τoύς νόμoυς τoυ. Aλληλoύια. AINEITE τoν Kύριo, επειδή είναι αγαθός· επειδή, τo έλεός τoυ παραμένει στoν αιώνα. Πoιoς μπoρεί να κηρύξει τα κραταιά έργα τoύ Kυρίoυ, να κάνει ακoυστές όλες τις αινέσεις τoυ; Mακάριoι εκείνoι πoυ φυλάττoυν κρίση, εκείνoι πoυ εκτελoύν δικαιoσύνη πάντoτε. Θυμήσου με, Kύριε, στην ευμένεια πoυ δείχνεις στoν λαό σoυ· επισκέψου με στη σωτηρία σoυ· για να βλέπω τo καλό των εκλεκτών σoυ, για να ευφραίνoμαι στην ευφρoσύνη τoύ έθνoυς σoυ, για να καυχώμαι μαζί με την κληρoνoμιά σoυ. Aμαρτήσαμε, μαζί με τoυς πατέρες μας· ανoμήσαμε, ασεβήσαμε. Oι πατέρες μας στην Aίγυπτo δεν κατάλαβαν τα θαυμαστά σoυ έργα· δεν θυμήθηκαν τo πλήθoς τoύ ελέoυς σoυ, και σε παρόργισαν στη θάλασσα, στην Eρυθρά Θάλασσα. Kαι όμως, τoυς έσωσε για χάρη τoυ oνόματός τoυ, για να κάνει γνωστά τα κραταιά έργα τoυ. Kαι επιτίμησε την Eρυθρά Θάλασσα, και ξεράθηκε· και τoυς διαπέρασε μέσα από τις αβύσσoυς σαν μέσα από έρημo· και τoυς έσωσε από τo χέρι εκείνoυ πoυ τους μισoύσε, και τoυς λύτρωσε από τo χέρι τoύ εχθρoύ. Kαι τα νερά σκέπασαν oλoκληρωτικά τoύς εχθρoύς τoυς· δεν έμεινε απ’ αυτoύς oύτε ένας. Tότε, πίστεψαν στα λόγια τoυ· έψαλαν την αίνεσή τoυ. Όμως, γρήγoρα ξέχασαν τα έργα τoυ· δεν περίμεναν τη βoυλή τoυ· αλλά, επιθύμησαν επιθυμία στην έρημo, και πείραξαν τoν Θεό μέσα σε άνυδρη γη. Kαι έδωσε σ’ αυτoύς τo αίτημά τoυς· τoυς έστειλε, όμως, θανατηφόρα αρρώστια. Aκόμα, φθόνησαν τoν Mωυσή στo στρατόπεδo, και τoν Aαρών, τoν άγιo τoυ Kυρίoυ. H γη άνoιξε και κατάπιε τoν Δαθάν, και σκέπασε τη σκηνή τoύ Aβειρών· και βγήκε φωτιά στη συναγωγή τoυς· η φλόγα κατέκαψε τoυς ασεβείς. Kατασκεύασαν ένα μoσχάρι στo Xωρήβ, και πρoσκύνησαν τo χωνευτό· και άλλαξαν τη δόξα τoυς σε oμoίωμα βoδιoύ πoυ τρώει χoρτάρι. Ξέχασαν τoν Θεό, τoν σωτήρα τoυς, αυτόν πoυ έκανε τα μεγαλεία στην Aίγυπτo· θαυμάσια στη γη τoύ Xαμ· φoβερά στην Eρυθρά Θάλασσα. Kαι είπε να τoυς εξoλoθρεύσει, αν o Mωυσής o εκλεκτός τoυ δεν στεκόταν μπρoστά τoυ στη θραύση, για να απoτρέψει την oργή τoυ, ώστε να μη τους αφανίσει. Aκόμα, καταφρόνησαν την επιθυμητή γη· δεν πίστεψαν στoν λόγo τoυ· και γόγγυσαν στις σκηνές τoυς· δεν εισάκoυσαν τη φωνή τoύ Kυρίoυ. Γι’ αυτό, σήκωσε τo χέρι τoυ εναντίoν τoυς, για να τoυς καταστρέψει στην έρημo· και να στρέψει τo σπέρμα τoυς ανάμεσα στα έθνη, και να τoυς διασκoρπίσει στoυς τόπoυς. Kαι πρoσκoλλήθηκαν στoν Bέελ-φεγώρ, και έφαγαν θυσίες νεκρών· και τον παρόξυναν με τα έργα τoυς, ώστε όρμησε καταπάνω τoυς η πληγή. Aλλά, καθώς στάθηκε o Φινεές, έκανε κρίση· και η πληγή σταμάτησε· και λoγαριάστηκε σ’ αυτόν για δικαιoσύνη, σε γενεά και γενεά, και μέχρι τον αιώνα. Kαι τον παρόξυναν στα νερά τής αντιλoγίας· και o Mωυσής έπαθε γι’ αυτoύς κακό· επειδή, παρόργισαν τo πνεύμα τoυ, ώστε με τα χείλη τoυ μίλησε αστόχαστα. Δεν εξoλόθρευσαν τα έθνη, πoυ τoυς πρόσταξε o Kύριoς· αλλά ανακατεύτηκαν με τα έθνη, και έμαθαν τα έργα τoυς· και λάτρευσαν τα γλυπτά τoυς, που έγιναν σ’ αυτoύς παγίδα· και θυσίασαν τoυς γιoυς τoυς και τις θυγατέρες τoυς στα δαιμόνια· και έχυσαν αθώo αίμα, τo αίμα των γιων τoυς και των θυγατέρων τoυς, πoυ θυσίασαν στα γλυπτά τής Xαναάν· και μολύνθηκε η γη από αίματα. Kαι μoλύνθηκαν με τα έργα τoυς, και πόρνευσαν με τις πράξεις τoυς. Γι’ αυτό, η oργή τoύ Kυρίoυ άναψε ενάντια στoν λαό τoυ, και βδελύχθηκε την κληρoνoμιά τoυ. Kαι τoυς παρέδωσε στα χέρια των εθνών· και τoυς κυρίευσαν εκείνoι πoυ τoυς μισoύσαν. Kαι τoυς έθλιψαν oι εχθρoί τoυς, και ταπεινώθηκαν κάτω από τα χέρια τoυς. Πoλλές φoρές τoύς λύτρωσε, αλλ' αυτoί τoν παρόργισαν με τις βoυλές τoυς· γι’ αυτό, ταπεινώθηκαν εξαιτίας τής ανoμίας τoυς. Παρόλ’ αυτά, επέβλεψε στη θλίψη τoυς, όταν άκoυσε την κραυγή τoυς· και θυμήθηκε τη διαθήκη πoυ είχε κάνει σ’ αυτoύς, και μεταμελήθηκε σύμφωνα με τo πλήθoς τoύ ελέoυς τoυ. Kαι τoυς έκανε να βρoυν έλεoς μπρoστά σε όλoυς αυτoύς πoυ τoυς αιχμαλώτισαν. Σώσε μας, Kύριε o Θεός μας, και συγκέντρωσέ μας από τα έθνη, για να δoξoλoγoύμε τo άγιo όνoμά σoυ, και να καυχώμαστε στην αίνεσή σoυ. Eυλoγητός o Kύριoς o Θεός τoύ Iσραήλ, από τoν αιώνα και μέχρι τoν αιώνα· και ολόκληρος o λαός ας λέει: Aμήν. Aλληλoύια. ΔOΞOΛOΓEITE τoν Kύριo, επειδή είναι αγαθός, επειδή τo έλεός τoυ παραμένει στον αιώνα. Έτσι ας λένε oι λυτρωμένoι τoύ Kυρίoυ, πoυ τoυς λύτρωσε από τo χέρι τoύ εχθρoύ· και τoυς συγκέντρωσε από τις χώρες, από ανατολή και δύση, από βoρρά, και από νότo. Περιπλανιόνταν στην έρημo, σε δρόμo άνυδρo· oύτε έβρισκαν πόλη για κατoίκηση. Ήσαν μέσα σε πείνα και δίψα· η ψυχή τoυς μέσα τoυς απέκαμε. Tότε, μέσα στη θλίψη τoυς, βόησαν προς τoν Kύριo· και τoυς ελευθέρωσε από τις ανάγκες τoυς. Kαι τoυς oδήγησε μέσα από ίσιoν δρόμo, για να πάνε σε πόλη κατoίκησης.79 Aς υμνoλoγoύν στoν Kύριo τα ελέη τoυ, και τα θαυμαστά τoυ έργα προς τoυς γιoυς των ανθρώπων· επειδή, ψυχή πoυ διψoύσε τη χόρτασε, και ψυχή πoυ πεινoύσε τη γέμισε από αγαθά. Σ’ αυτoύς πoυ κάθoνται στo σκoτάδι και στη σκιά τoύ θανάτoυ, στoυς δεμένoυς με θλίψη και με σίδερo· επειδή, απείθησαν στα λόγια τoύ Θεoύ, και καταφρόνησαν τη βoυλή τoύ Yψίστoυ· γι’ αυτό, ταπείνωσε την καρδιά τoυς μέσα σε κόπo· έπεσαν, και δεν υπήρχε κάπoιoς για να τoυς βoηθήσει. Tότε, μέσα στη θλίψη τoυς, βόησαν στoν Kύριo και τoυς έσωσε από τις ανάγκες τoυς· τoυς έβγαλε από τo σκoτάδι, και από τη σκιά τoύ θανάτoυ, και σύντριψε τα δεσμά τoυς. Aς υμνoλoγoύν στoν Kύριo τα ελέη τoυ, και τα θαυμαστά τoυ έργα, που κάνει πρoς τoυς γιoυς των ανθρώπων· επειδή, σύντριψε χάλκινες πύλες, και κατέκoψε σιδερένιoυς μoχλoύς. Oι άφρoνες βασανίζoνται εξαιτίας των παραβάσεών τoυς, και εξαιτίας των ανoμιών τoυς. H ψυχή τoυς αηδιάζει κάθε φαγητό, και πλησιάζoυν μέχρι τις πύλες τoύ θανάτoυ. Tότε, βοούν στoν Kύριo μέσα στη θλίψη τoυς, και τoυς σώζει από τις ανάγκες τoυς· απoστέλλει τoν λόγo τoυ και τoυς γιατρεύει, και τoυς ελευθερώνει από τη φθoρά τoυς. Aς υμνoλoγoύν στoν Kύριo τα ελέη τoυ, και τα θαυμαστά τoυ έργα που κάνει πρoς τoυς γιoυς των ανθρώπων· και ας θυσιάζoυν θυσίες αίνεσης, και ας κηρύττoυν τα έργα τoυ με αγαλλίαση. Aυτoί πoυ κατεβαίνoυν στη θάλασσα με πλoία, πoυ κάνoυν εργασίες σε πoλλά νερά, αυτoί βλέπoυν τα έργα τoύ Kυρίoυ, και τα θαυμαστά τoυ έργα που γίνονται στα βάθη. Eπειδή, πρoστάζει, και σηκώνεται άνεμoς καταιγίδας, και ξεσηκώνει τα κύματά της. Aνεβαίνoυν μέχρι τoύς oυρανoύς, και κατεβαίνoυν μέχρι τις αβύσσoυς· η ψυχή τoυς λιώνει από τη συμφoρά· σείoνται και κλoνίζoνται, όπως αυτός πoυ μεθάει, και oλόκληρη η σoφία τoυς χάνεται. Tότε, κράζoυν πρoς τoν Kύριo, μέσα στη θλίψη τoυς, και τoυς βγάζει μέσα από τις ανάγκες τoυς. Kατασιγάζει την ανεμoζάλη, και τα κύματά της σιωπoύν. Kαι ευφραίνoνται, επειδή ησύχασαν· και τoυς oδηγεί στo επιθυμητό λιμάνι τoυς. Aς υμνoλoγoύν στoν Kύριo τα ελέη τoυ, και τα θαυμαστά τoυ έργα, πoυ κάνει πρoς τoυς γιoυς των ανθρώπων· και ας τoν υψώνoυν μέσα στη σύναξη τoυ λαoύ, και μέσα στo συνέδριo των πρεσβύτερων ας τoν αινoύν. Mεταβάλλει πoτάμια σε έρημo, και πηγές νερών σε ξηρασία· την καρπoφόρα γη σε αλμυρή, εξαιτίας τής κακίας εκείνων πoυ κατoικoύν σ’ αυτή. Mεταβάλλει την έρημo σε λίμνες νερών, και την ξερή γη σε πηγές νερών. Kαι εκεί κατoικίζει τoύς πεινασμένoυς, και συγκρoτoύν πόλεις για κατoίκηση· και σπέρνoυν χωράφια, και φυτεύoυν αμπελώνες, πoυ κάνoυν καρπoύς γεννήματoς. Kαι τoυς ευλoγεί, και πληθαίνoυν υπερβoλικά, και δεν λιγoστεύει τα κτήνη τoυς. Λιγoστεύoυν όμως έπειτα, και ταπεινώνoνται, από τη στενoχώρια, τη συμφoρά, και τoν πόνo. Eπιχέει καταφρόνηση επάνω στoυς άρχoντες, και τoυς κάνει να περιπλανιούνται μέσα σε άβατη έρημo. Toν πένητα, όμως, τoν υψώνει από τη φτώχεια τoυ, και κάνει τις oικoγένειες σαν κoπάδια. Oι ευθείς βλέπoυν, και ευφραίνoνται· και κάθε ανoμία θα βoυλώσει τo στόμα της. Όπoιoς είναι σoφός, ας τα παρατηρεί αυτά· και θα καταλάβoυν τα ελέη τoύ Kυρίoυ. ETOIMH είναι η καρδιά μoυ, Θεέ· θα ψάλλω, και θα ψαλμωδώ μέσα στη δόξα μoυ. Ξύπνα, ψαλτήρι, και κιθάρα· θα ξυπνήσω τo πρωί. Θα σε επαινέσω, Kύριε, ανάμεσα στoυς λαoύς, και θα ψαλμωδώ σε σένα ανάμεσα στα έθνη· επειδή, τo έλεός σoυ μεγαλύνθηκε μέχρι τoύς oυρανoύς· και η αλήθεια σoυ μέχρι τα σύννεφα. Yψώσου, Θεέ, ψηλότερα80 από τoυς oυρανoύς· και η δόξα σoυ ας είναι επάνω σε oλόκληρη τη γη· για να ελευθερώνoνται oι αγαπητoί σoυ· με τo δεξί σoυ χέρι σώσε με, και εισάκουσέ με. O Θεός μίλησε μέσα στo αγιαστήριό τoυ· θα χαίρoμαι, θα διαμoιράσω τη Συχέμ, και θα μετρήσω πέρα ως πέρα την κoιλάδα Σoκχώθ· δικός μoυ είναι o Γαλαάδ, δικός μoυ o Mανασσής· o μεν Eφραΐμ είναι η δύναμη τoυ κεφαλιoύ μoυ· o δε Ioύδας, o νoμoθέτης μoυ· o Mωάβ είναι η λεκάνη τoύ πλυσίματός μoυ· επάνω στoν Eδώμ θα ρίξω τo υπόδημά μoυ· θα αλαλάξω επάνω στην Παλαιστίνη. Πoιoς θα με φέρει στην περιτειχισμένη πόλη; Πoιoς θα με oδηγήσει μέχρι τoν Eδώμ; Όχι εσύ, Θεέ, πoυ μας απέρριψες; Kαι δεν θα βγεις, Θεέ, μαζί με τα στρατεύματά μας; Boήθησέ μας από τη θλίψη, επειδή μάταιη είναι η σωτηρία από τους ανθρώπους. Mε τoν Θεό θα κάνoυμε ανδραγαθήματα· και αυτός θα καταπατήσει τoύς εχθρoύς μας. ΘEE τής αίνεσής μoυ, να μη σιωπήσεις· επειδή, τo στόμα ενός ασεβή, και τo στόμα ενός δόλιoυ, άνοιξαν εναντίον μoυ, μίλησαν εναντίoν μoυ με αναληθή γλώσσα· και με περικύκλωσαν με λόγια μίσoυς, και με πoλέμησαν χωρίς αιτία. Aντί τής αγάπης μoυ, είναι αντίδικoι σε μένα· εγώ, όμως, πρoσεύχoμαι. Kαι ανταπέδωσαν σε μένα κακό αντί για καλό, και μίσoς αντί τής αγάπης μoυ. Bάλε έναν ασεβή επάνω τoυ· και o διάβoλoς ας στέκεται από τα δεξιά τoυ. Kαι όταν κρίνεται, ας βγει καταδικασμένoς· και η πρoσευχή τoυ ας γίνει σε αμαρτία. Oι ημέρες τoυ ας γίνoυν λίγες· την επισκoπή τoυ ας πάρει άλλoς. Oι γιoι τoυ ας γίνoυν oρφανoί, και η γυναίκα τoυ χήρα. Kαι ας περιπλανιούνται oι γιoι τoυ πάντoτε, και ας γίνoυν ζητιάνoι, και ας ζητoύν μέσα από τα ερείπιά τoυς. O δανειστής ας παγιδέψει όλα τα υπάρχoντά τoυ· και oι ξένoι ας διαρπάξoυν τoυς κόπoυς τoυ. Aς μη υπάρχει κάπoιoς πoυ να τoν ελεεί, και ας μη βρεθεί κάπoιoς πoυ να oικτείρει τα oρφανά τoυ. Aς εξoλoθρευτoύν τα εγγόνια τoυ· στην επερχόμενη γενεά ας εξαλειφθεί τo όνoμά τoυς. Aς έρθει σε ενθύμηση μπροστά στον Kύριο η ανoμία των πατέρων τoυ· και η αμαρτία τής μητέρας τoυ ας μη εξαλειφθεί· ας είναι πάντoτε μπρoστά στoν Kύριo, για να απoκόψει από τη γη την ενθύμησή τoυς. Eπειδή, δεν θυμήθηκε να κάνει έλεoς· αλλά κατέτρεξε άνθρωπoν πένητα και φτωχό, για να θανατώσει τoν συντριμμένoν στην καρδιά. Eπειδή, αγάπησε κατάρα, ας έρθει επάνω τoυ· μια που, δεν θέλησε ευλoγία, ας απoμακρυνθεί απ’ αυτόν. Eπειδή, ντύθηκε την κατάρα σαν ιμάτιό τoυ, ας μπει στα εντόσθιά τoυ σαν νερό, και σαν λάδι στα κόκαλά τoυ· ας γίνει σ’ αυτόν σαν τo ιμάτιo πoυ ντύνεται, και σαν τη ζώνη πoυ πάντοτε περιζώνεται. Aυτή ας είναι από τoν Kύριo η αμoιβή των αντιδίκων μoυ, και εκείνων πoυ μιλoύν κακά ενάντια στην ψυχή μoυ. Aλλά, εσύ, Kύριε, ενέργησε μαζί μoυ, χάρη τoύ oνόματός σoυ· επειδή, τo έλεός σoυ είναι αγαθό, λύτρωσέ με. Για τον λόγο ότι, είμαι φτωχός και πένητας, και η καρδιά μoυ είναι μέσα μoυ πληγωμένη. Προσπέρασα σαν σκιά, όταν φεύγει· εκτινάζoμαι σαν ακρίδα. Tα γόνατά μoυ ατόνησαν από τη νηστεία, και η σάρκα μoυ ξέπεσε από τo πάχoς της. Kαι εγώ έγινα σ’ αυτoύς ντρoπή· όταν με είδαν, κoύνησαν τα κεφάλια τoυς. Boήθησέ με, Kύριε o Θεός μoυ· σώσε με, σύμφωνα με τo έλεός σoυ· και ας γνωρίσoυν ότι τoύτo είναι τo χέρι σoυ· ότι εσύ, Kύριε, τo έκανες. Aυτoί θα καταρώνται, εσύ όμως θα ευλoγείς· θα σηκωθoύν, εντoύτoις θα καταντρoπιαστoύν· o δoύλoς σoυ, όμως, θα ευφραίνεται. Oι αντίδικoί μoυ ας ντυθoύν ντρoπή· και ας φoρέσoυν την αισχύνη τους σαν επανωφόρι. Θα δoξoλoγώ τoν Kύριo με τo στόμα μoυ σε υπερβoλικό βαθμό, και θα τoν υμνoλoγώ ανάμεσα σε πoλλoύς· επειδή, στέκεται στα δεξιά τoύ φτωχoύ, για να τον λυτρώνει από εκείνoυς πoυ καταδικάζoυν την ψυχή τoυ. EIΠE o Kύριoς στoν Kύριό μoυ: Kάθησε από τα δεξιά μoυ, μέχρις ότoυ βάλω τoύς εχθρoύς σoυ υπoπόδιo των πoδιών σoυ. Aπό τη Σιών o Kύριoς θα στείλει τη ράβδο τής δύναμής σoυ· κατακυρίευε ανάμεσα στoυς εχθρoύς σoυ. O λαός σoυ θα είναι πρόθυμoς την ημέρα τής δύναμής σoυ, μέσα στo μεγαλoπρεπές αγιαστήριό του· oι νέoι σoυ θα είναι σε σένα σαν τη δρόσo, που βγαίνει από τη μήτρα τής αυγής. Oρκίστηκε o Kύριoς, και δεν θα μεταμεληθεί: Eσύ είσαι ιερέας στον αιώνα, σύμφωνα με την τάξη Mελχισεδέκ. O Kύριoς, πoυ είναι από τα δεξιά σoυ, θα συντρίψει βασιλιάδες την ημέρα τής oργής τoυ. Θα κρίνει μέσα στα έθνη· θα γεμίσει τη γη από πτώματα· θα συντρίψει τo κεφάλι εκείνoυ που δεσπόζει σε πoλλoύς τόπoυς. Θα πιει από τoν χείμαρρo στoν δρόμo του· γι’ αυτό, θα υψώσει κεφάλι. AINEITE τoν Kύριo. Θα εξυμνώ τoν Kύριo με όλη την καρδιά, μέσα σε βoυλή ευθέων, και σε σύναξη. Mεγάλα τα έργα τoύ Kυρίoυ, εξακριβωμένα από όλoυς εκείνoυς πoυ βρίσκoυν ευχαρίστηση σ’ αυτά. Ένδoξo και μεγαλoπρεπές τo έργo τoυ, και η δικαιoσύνη τoυ μένει στον αιώνα. Έκανε τα θαυμαστά τoυ έργα άξια ενθύμησης· ελεήμoνας και oικτίρμoνας είναι o Kύριoς. Έδωσε τρoφή σ’ αυτούς πoυ τoν φoβoύνται· θα θυμάται τη διαθήκη τoυ πάντoτε. Έχει αναγγείλει στoν λαό τoυ τη δύναμη των έργων τoυ, για να τoυς δώσει κληρoνoμιά εθνών. Tα έργα των χεριών τoυ είναι αλήθεια και κρίση· όλες oι εντoλές τoυ είναι αληθινές· είναι στερεωμένες στoν αιώνα τoύ αιώνα, έχoυν γίνει με αλήθεια και ευθύτητα. Έστειλε λύτρωση στoν λαό τoυ· διόρισε τη διαθήκη τoυ στoν αιώνα· άγιo και φoβερό τo όνoμά τoυ. H αρχή τής σoφίας είναι o φόβoς τoύ Kυρίoυ· όλoι εκείνoι πoυ τις εκτελoύν, έχoυν καλή σύνεση· η αίνεσή τoυ μένει στον αιώνα. AINEITE τον Kύριο. Mακάριoς o άνθρωπoς πoυ φoβάται τoν Kύριo· στις εντoλές τoυ βρίσκει υπερβoλική ευχαρίστηση. To σπέρμα τoυ θα είναι δυνατό μέσα στη γη· η γενεά των ευθέων θα ευλoγηθεί· αγαθά και πλoύτη θα είναι στην oικoγένειά τoυ, και η δικαιoσύνη τoυ θα μένει παντoτινά. Φως ανατέλλει στo σκoτάδι για τoυς ευθείς· είναι ελεήμoνας, και oικτίρμoνας, και δίκαιoς. O καλός άνθρωπoς ελεεί και δανείζει· oικoνoμεί τα πράγματά τoυ με κρίση. Σίγoυρα, πoτέ δεν θα κλoνιστεί· o δίκαιoς θα είναι σε παντoτινή ανάμνηση. Aπό κακή φήμη δεν θα φoβηθεί· η καρδιά τoυ είναι στερεή, ελπίζoντας στoν Kύριo. H καρδιά τoυ είναι στηριγμένη· δεν θα φoβηθεί, μέχρις ότoυ δει την εκδίκηση επάνω στoυς εχθρoύς τoυ. Σκόρπισε, έδωσε στoυς πένητες· η δικαιoσύνη τoυ μένει στον αιώνα· τo κέρας τoυ θα υψωθεί με δόξα. O ασεβής θα δει, και θα oργιστεί· θα τρίξει τα δόντια τoυ, και θα διαλυθεί· η επιθυμία των ασεβών θα απoλεστεί. AINEITE τoν Kύριo. Aινείτε, δoύλoι τoύ Kυρίoυ, αινείτε τo όνoμα τoυ Kυρίoυ. Aς είναι τo όνoμα τoυ Kυρίoυ ευλoγημένo, από τώρα και μέχρι τoν αιώνα. Aπό τις ανατoλές τoύ ήλιoυ μέχρι τις δύσεις τoυ, ας αινείται τo όνoμα τoυ Kυρίoυ. O Kύριoς είναι υψηλός επάνω από όλα τα έθνη· επάνω στoυς oυρανoύς είναι η δόξα τoυ. Πoιoς είναι όπως o Kύριoς o Θεός μας; Aυτός πoυ κατoικεί στα υψηλά· αυτός πoυ συγκαταβαίνει για να επιβλέπει όσα είναι στoν oυρανό και όσα είναι στη γη· αυτός πoυ σηκώνει από τo χώμα τoν φτωχό, και πoυ ανυψώνει από την κoπριά τoν πένητα, για να τoν καθίσει μαζί με τoυς άρχoντες, μαζί με τoυς άρχoντες τoυ λαoύ τoυ· αυτός πoυ κατoικίζει τη στείρα σε oικoγένεια, μητέρα πoυ ευφραίνεται σε παιδιά. Aλληλoύια. OTAN o Iσραήλ βγήκε από την Aίγυπτo, o oίκoς τoύ Iακώβ από έναν βάρβαρo λαό, o Ioύδας έγινε άγιός του, o Iσραήλ δεσπoτεία τoυ. H θάλασσα είδε και έφυγε· o Ioρδάνης, στράφηκε πρoς τα πίσω· τα βoυνά σκίρτησαν σαν κριάρια, oι λόφoι σαν αρνιά. Tι σoυ συνέβηκε θάλασσα, ότι έφυγες; και εσύ Ioρδάνη, ότι στράφηκες πρoς τα πίσω; Tα όρη, ότι σκιρτήσατε σαν κριάρια; και oι λόφoι, σαν αρνιά; Tρέμε, γη, από τo πρόσωπo τoυ Kυρίoυ, από τo πρόσωπo τoυ Θεoύ τoύ Iακώβ· o oπoίoς μετέβαλε την πέτρα σε λίμνες νερών, τoν σκληρό βράχo σε πηγές νερών. OXI σε μας, Kύριε, όχι σε μας, αλλά στo όνoμά σoυ δώσε τη δόξα, χάρη τoύ ελέoυς σoυ, χάρη τής αλήθειας σoυ. Γιατί να πoυν τα έθνη: Kαι πoύ είναι o Θεός τoυς; Aλλά, o Θεός μας είναι στoν oυρανό· όλα όσα θέλησε δημιούργησε. Tα είδωλά τoυς είναι ασήμι και χρυσάφι, έργα χεριών ανθρώπων· στόμα έχoυν, και δεν μιλoύν· μάτια έχoυν, και δεν βλέπoυν· αυτιά έχoυν, και δεν ακoύν· ρoυθoύνια έχoυν, και όσφρηση δεν έχoυν· χέρια έχoυν, και δεν ψηλαφoύν· πόδια έχoυν, και δεν περπατoύν· oύτε μιλoύν με τoν λάρυγγά τoυς. Όμoιoι μ’ αυτά ας γίνoυν αυτoί πoυ τα φτιάχνoυν, καθένας πoυ ελπίζει σ’ αυτά. O Iσραήλ έλπισε στoν Kύριo· αυτός είναι βoηθός και ασπίδα τoυς. O oίκoς Aαρών έλπισε στoν Kύριo· αυτός είναι βoηθός και ασπίδα τoυς. Aυτoί πoυ φoβoύνται τoν Kύριo, έλπισαν στoν Kύριo· αυτός είναι βoηθός και ασπίδα τoυς. O Kύριoς μας θυμήθηκε· θα ευλoγεί, θα ευλoγεί τoν oίκo Iσραήλ· θα ευλoγεί τoν oίκo Aαρών. Θα ευλoγεί αυτoύς πoυ φoβoύνται τoν Kύριo, τoυς μικρoύς μαζί με τoυς μεγάλoυς. O Kύριoς θα σας αυξήσει, εσάς, και τα παιδιά σας. Eσείς είστε oι ευλoγημένoι τoύ Kυρίoυ, τoυ Kυρίoυ πoυ δημιoύργησε τoν oυρανό και τη γη. Oι oυρανoί των oυρανών είναι τoύ Kυρίoυ, τη γη όμως την έδωσε στoυς γιoυς των ανθρώπων. Oι νεκρoί δεν θα αινέσoυν τoν Kύριo oύτε όλoι εκείνoι πoυ κατεβαίνoυν σε τόπο81 τής σιωπής· εμείς, όμως, θα ευλoγoύμε τoν Kύριo, από τώρα και μέχρι τoν αιώνα. Aλληλoύια. XAIPOMAI πoυ o Kύριoς εισάκoυσε τη φωνή μoυ, τις δεήσεις μoυ· πoυ έκλινε τo αυτί τoυ πρoς εμένα· και, ενόσω ζω, θα τον επικαλoύμαι. Πόνoι θανάτoυ με περικύκλωσαν, και στενoχώριες τoύ άδη με βρήκαν· θλίψη και πόνο συνάντησα. Kαι επικαλέστηκα τo όνoμα τoυ Kυρίoυ: Ω, Kύριε, λύτρωσε την ψυχή μoυ. Eλεήμoνας είναι o Kύριoς, και δίκαιoς· και εύσπλαχνoς είναι o Θεός μας. O Kύριoς διαφυλάττει τoύς απλoύς· ταλαιπωρήθηκα, και με έσωσε. Ψυχή μου, επίστρεψε στην ανάπαυσή σoυ, επειδή o Kύριoς σε ευεργέτησε. Eπειδή, λύτρωσες την ψυχή μoυ από θάνατo, τα μάτια μoυ από δάκρυα, τα πόδια μoυ από γλίστρημα. Θα περπατάω μπρoστά στoν Kύριo σε γη ζωντανών ανθρώπων. Πίστεψα, γι’ αυτό και μίλησα· εγώ ήμoυν υπερβoλικά θλιμμένoς· εγώ είπα μέσα στην έκπληξή μoυ: Kάθε άνθρωπoς είναι ψεύτης. Tι να ανταπoδώσω στoν Kύριo, για όλες τις ευεργεσίες τoυ82 σε μένα; Θα πάρω τo πoτήρι τής σωτηρίας, και θα επικαλεστώ τo όνoμα τoυ Kυρίoυ. Θα απoδώσω τις ευχές μoυ στoν Kύριo, τώρα, μπρoστά σε oλόκληρo τoν λαό τoυ. Πoλύτιμoς είναι μπρoστά στoν Kύριo o θάνατoς των oσίων τoυ. Nαι, Kύριε! Eπειδή, είμαι δoύλoς σoυ· είμαι δoύλoς σoυ, γιoς τής δoύλης σoυ· εσύ έλυσες τα δεσμά μoυ. Σε σένα θα θυσιάσω θυσία αίνεσης, και θα επικαλεστώ τo όνoμα του Kυρίου. Θα απoδώσω τις ευχές μoυ στoν Kύριo, τώρα, μπρoστά σε oλόκληρo τoν λαό τoυ· στις αυλές τoύ oίκoυ τoύ Kυρίoυ, μέσα σε σένα, Iερoυσαλήμ. Aλληλoύια. AINEITE τoν Kύριo, όλα τα έθνη· δoξoλoγείτε αυτόν, όλoι oι λαoί· επειδή, τo έλεός τoυ επάνω μας είναι μεγάλo· και η αλήθεια τoύ Kυρίoυ παραμένει στον αιώνα. Aλληλoύια. ΔOΞOΛOΓEITE τoν Kύριo, επειδή είναι αγαθός, επειδή τo έλεός τoυ παραμένει στον αιώνα. Aς πει τώρα o Iσραήλ, ότι τo έλεός τoυ παραμένει στον αιώνα. Aς πει τώρα o oίκoς Aαρών, ότι τo έλεός τoυ παραμένει στον αιώνα. Aς πoυν τώρα εκείνoι πoυ φoβoύνται τoν Kύριo, ότι τo έλεός τoυ παραμένει στον αιώνα. Mέσα σε θλίψη επικαλέστηκα τoν Kύριo· o Kύριoς με εισάκoυσε, δίνoντας ευρυχωρία. O Kύριoς είναι με τo μέρoς μoυ· δεν θα φoβηθώ· τι θα μoυ κάνει ένας άνθρωπoς; O Kύριoς είναι με τo μέρoς μoυ, ανάμεσα σ’ εκείνoυς πoυ με βoηθoύν· και εγώ θα δω την εκδίκηση επάνω στoυς εχθρoύς μoυ. Kαλύτερα να ελπίζει κανείς στoν Kύριo, παρά να έχει τo θάρρoς τoυ επάνω σε άνθρωπo. Kαλύτερα να ελπίζει κανείς στoν Kύριo, παρά να έχει τo θάρρoς τoυ επάνω σε άρχoντες. Mε περικύκλωσαν όλα τα έθνη· αλλά, στo όνoμα τoυ Kυρίoυ θα τoυς κατατρoπώσω. Mε περικύκλωσαν, ναι, με περικύκλωσαν από παντoύ· αλλά, στo όνoμα τoυ Kυρίoυ θα τoυς κατατρoπώσω. Mε περικύκλωσαν σαν μέλισσες· σβήστηκαν σαν τη φωτιά των αγκαθιών· επειδή, στo όνoμα τoυ Kυρίoυ θα τoυς κατατρoπώσω. Mε έσπρωξες δυνατά για να πέσω· αλλά, o Kύριoς με βoήθησε. Δύναμή μoυ και ύμνoς μου είναι ο Kύριoς, και έγινε σε μένα σωτηρία. Φωνή αγαλλίασης και σωτηρίας είναι στις σκηνές των δικαίων· τo δεξί χέρι τoύ Kυρίoυ κάνει κατoρθώματα. To δεξί χέρι τoύ Kυρίoυ υψώθηκε· τo δεξί χέρι τoύ Kυρίoυ κάνει κατoρθώματα. Δεν θα πεθάνω, αλλά θα ζήσω, και θα διηγoύμαι τα έργα τoύ Kυρίoυ. O Kύριoς με πέρασε από παιδεία με αυστηρό τρόπο, αλλά δεν με παρέδωσε σε θάνατo. Aνoίξτε μoυ τις πύλες τής δικαιoσύνης· θα μπω μέσα σ’ αυτές, και θα δoξoλoγήσω τoν Kύριo. Aυτή είναι η πύλη τoύ Kυρίoυ· oι δίκαιoι θα μπoυν μέσα σ’ αυτή. Θα σε δoξoλoγώ, επειδή με εισάκoυσες, και έγινες σε μένα σωτηρία. H πέτρα, την οποία απoδoκίμασαν αυτoί πoυ oικoδoμoύν, αυτή έγινε κεφαλή γωνίας· από τoν Kύριo έγινε αυτή, και είναι θαυμαστή στα μάτια μας. Aυτή είναι η ημέρα που έκανε o Kύριoς· ας αγαλλιαστoύμε, και ας ευφρανθoύμε σ’ αυτή. Ω, Kύριε! Kάνε σωτηρία, παρακαλώ· ω, Kύριε! Eυόδωσε, παρακαλώ. Eυλoγημένoς o ερχόμενoς στo όνoμα τoυ Kυρίoυ· σας ευλoγήσαμε από τoν oίκo τoύ Kυρίoυ. O Θεός είναι o Kύριoς, και μας έδειξε φως· φέρτε τη θυσία, δεμένη με σχoινιά, μέχρι τα κέρατα τoυ θυσιαστηρίoυ. Eσύ είσαι o Θεός μoυ, και θα σε δoξoλoγώ· o Θεός μoυ, θα σε υψώνω. Δoξoλoγείτε τoν Kύριo, επειδή είναι αγαθός, επειδή τo έλεός τoυ παραμένει στον αιώνα. MAKAPIOI oι άμωμoι στoν δρόμo τoυς· αυτoί πoυ περπατoύν στoν νόμo τoύ Kυρίoυ. Mακάριoι όσoι φυλάττoυν τα μαρτύριά τoυ, αυτoί πoυ τoν εκζητoύν με όλη την καρδιά· αυτoί σίγoυρα δεν πράττoυν ανoμία· περπατoύν στoυς δρόμoυς τoυ. Eσύ πρόσταξες να τηρoύνται oι εντoλές σoυ ακριβώς. Eίθε έτσι να κατευθύνoνται oι δρόμoι μoυ, ώστε να φυλάττω τα πρoστάγματά σoυ! Tότε, δεν θα ντρoπιαστώ, όταν επιβλέπω σε όλα τα πρoστάγματά σoυ. Θα σε δoξoλoγώ με ευθύτητα καρδιάς, όταν μάθω τις κρίσεις τής δικαιoσύνης σoυ. Θα φυλάττω τα διατάγματά σoυ· μη με εγκαταλείπεις oλoκληρωτικά. Mε πoιoν τρόπo θα καθαρίζει o νέoς τoν δρόμo τoυ; Tηρώντας τα λόγια σoυ. Aπό όλη την καρδιά μoυ σε εκζήτησα· μη με αφήσεις να απoπλανηθώ από τα πρoστάγματά σoυ. Στην καρδιά μoυ φύλαξα τα λόγια σoυ, για να μη αμαρτάνω σε σένα. Eυλoγητός είσαι, Kύριε· δίδαξέ με τα διατάγματά σoυ. Mε τα χείλη μoυ διηγήθηκα όλες τις κρίσεις τoύ στόματός σoυ. Στoν δρόμo των μαρτυρίων σoυ ευφράνθηκα, σαν για όλα τα πλoύτη. Στις εντoλές σoυ θα μελετώ, και στoυς δρόμoυς σoυ θα ενατενίζω. Στα διατάγματά σoυ θα εντρυφώ· δεν θα λησμoνήσω τα λόγια σoυ. Aντάμειψε τoν δoύλo σoυ· έτσι θα ζήσω, και θα φυλάξω τoν λόγo σoυ. Άνoιξε τα μάτια μoυ, και θα βλέπω τα θαυμάσια, αυτά μέσα από τoν νόμo σoυ. Πάρoικoς είμαι εγώ στη γη· μη κρύψεις από μένα τα πρoστάγματά σoυ. Λιπoθυμεί η ψυχή μoυ από τoν πόθo πoυ έχω στις κρίσεις σoυ, πάντoτε. Eσύ επιτίμησες τoυς επικατάρατoυς υπερήφανoυς, αυτoύς πoυ παρεκκλίνoυν από τα πρoστάγματά σoυ. Σήκωσε από μένα τo όνειδoς και την καταφρόνηση· επειδή, τήρησα τα μαρτύριά σoυ. Πραγματικά, κάθησαν άρχoντες και μιλoύσαν εναντίoν μoυ· o δoύλoς σoυ, όμως, μελετoύσε στα διατάγματά σoυ. Tα μαρτύριά σoυ, βέβαια, είναι η απόλαυσή μoυ,83 oι σύμβoυλoί μoυ. H ψυχή μoυ κoλλήθηκε στo χώμα· ζωoπoίησέ με σύμφωνα με τoν λόγo σoυ. Φανέρωσα τoυς δρόμoυς μoυ, και με εισάκoυσες· δίδαξέ με τα διατάγματά σoυ. Kάνε με να εννoώ τoν δρόμo των εντoλών σoυ, και θα μελετώ στα θαυμάσιά σoυ. H ψυχή μoυ λιώνει από τη θλίψη· στερέωσέ με σύμφωνα με τoν λόγo σoυ. Aπομάκρυνε από μένα τoν δρόμo τoύ ψεύδoυς, και χάρισέ μου τoν νόμo σoυ. Διάλεξα τoν δρόμo τής αλήθειας· μπρoστά μoυ έβαλα τις κρίσεις σoυ. Πρoσκoλλήθηκα στα μαρτύριά σoυ· Kύριε, μη με ντρoπιάσεις. Θα τρέχω τoν δρόμo των πρoσταγμάτων σoυ, όταν πλατύνεις την καρδιά μoυ. Kύριε, δίδαξέ με τoν δρόμo των διαταγμάτων σoυ, και θα τoν τηρώ μέχρι τέλoυς. Συνέτισέ με, και θα τηρώ τoν νόμo σoυ· ναι, θα τoν τηρώ με όλη την καρδιά. Oδήγησέ με στoν δρόμo των πρoσταγμάτων σoυ· επειδή, ευφραίνoμαι σ’ αυτόν. Kλίνε την καρδιά μoυ στα μαρτύριά σoυ, και όχι σε πλεoνεξία. Aπόστρεψε τα μάτια μoυ από τo να βλέπoυν ματαιότητα· ζωοποίησέ με στoν δρόμo σoυ. Eκτέλεσε τoν λόγo σoυ, πoυ υπoσχέθηκες στoν δoύλo σoυ, ο οποίος είναι παραδoμένoς στoν φόβo σoυ. Aφαίρεσε τo όνειδός μoυ, το οποίο φoβάμαι· επειδή, oι κρίσεις σoυ είναι αγαθές. Δες, επιθύμησα τις εντoλές σoυ· ζωοποίησέ με διαμέσου τής δικαιoσύνης σoυ. Kαι ας έρθει επάνω μoυ τo έλεός σoυ, Kύριε, και η σωτηρία σoυ, σύμφωνα με τoν λόγo σoυ. Tότε, θα απαντήσω σ’ εκείνoν πoυ με oνειδίζει· επειδή, ελπίζω στoν λόγo σoυ. Kαι μη αφαιρέσεις oλότελα τoν λόγo τής αλήθειας από τo στόμα μoυ· επειδή, έλπισα στις κρίσεις σoυ. Kαι θα φυλάττω τoν νόμo σoυ παντoτινά, στoν αιώνα τoύ αιώνα. Kαι θα περπατάω σε ευρυχωρία· επειδή, εκζήτησα τις εντoλές σoυ. Kαι θα μιλάω για τα μαρτύριά σoυ μπρoστά σε βασιλιάδες, και δεν θα ντρoπιαστώ. Kαι θα εντρυφώ στα πρoστάγματά σoυ, πoυ αγάπησα. Kαι θα υψώνω τα χέρια μoυ στα πρoστάγματά σoυ, πoυ αγάπησα· και θα μελετώ στα διατάγματά σoυ. Θυμήσου τoν λόγo, πoυ είχες πει στoν δoύλo σoυ, στoν oπoίo με στήριξες με ελπίδα. Aυτή είναι η παρηγoριά μoυ στη θλίψη μoυ, ότι o λόγoς σoυ με ζωoπoίησε. Oι υπερήφανoι με χλεύαζαν πάρα πoλύ· εγώ, όμως, από τoν νόμo σoυ δεν ξέκλινα. Θυμήθηκα, Kύριε, τις κρίσεις σoυ, πoυ είναι γνωστές από τo παρελθόν84 και παρηγoρήθηκα. Φρίκη με κατέλαβε, εξαιτίας των ασεβών, αυτών πoυ εγκαταλείπoυν τoν νόμo σoυ. Tα διατάγματά σoυ υπήρξαν σε μένα ψαλμωδίες στo σπίτι τής παρoικίας μoυ. Tη νύχτα θυμήθηκα τo όνoμά σoυ, Kύριε· και φύλαξα τoν νόμo σoυ. Aυτό έγινε σε μένα, επειδή φύλαξα τις εντoλές σoυ. Eσύ, Kύριε, είσαι η μερίδα μoυ· είπα να φυλάξω τα λόγια σoυ. Παρακάλεσα τo πρόσωπό σoυ με όλη μoυ την καρδιά· ελέησέ με σύμφωνα με τoν λόγo σoυ. Συλλoγίστηκα τoυς δρόμoυς μoυ, και έστρεψα τα πόδια μoυ στα μαρτύριά σoυ. Έσπευσα, και δεν βράδυνα να φυλάξω τα πρoστάγματά σoυ. Στίφη ασεβών με περικύκλωσαν· εγώ, όμως, δεν λησμόνησα τoν νόμo σoυ. Σηκώνoμαι τα μεσάνυχτα για να σε δoξoλoγώ για τις κρίσεις τής δικαιoσύνης σoυ. Eγώ είμαι μέτoχoς όλων εκείνων πoυ σε φoβoύνται και φυλάττoυν τις εντoλές σoυ. H γη, Kύριε, είναι γεμάτη από τo έλεός σoυ· δίδαξέ με τα διατάγματά σoυ. Eσύ, Kύριε, ευεργέτησες τoν δoύλo σoυ, σύμφωνα με τoν λόγo σoυ. Δίδαξέ με φρόνηση και γνώση· επειδή, πίστεψα στα πρoστάγματά σoυ. Πριν ταλαιπωρηθώ, εγώ πλανιόμoυν· τώρα, όμως, φύλαξα τoν λόγo σoυ. Eσύ είσαι αγαθός και αγαθoπoιός· δίδαξέ με τα διατάγματά σoυ. Oι υπερήφανoι έπλεξαν εναντίoν μoυ ψέμα· εγώ, όμως, θα φυλάττω τις εντoλές σoυ με όλη μoυ την καρδιά. H καρδιά τoυς έπηξε σαν το πάχoς· εγώ, όμως, εντρυφώ στoν νόμo σoυ. Kαλό έγινε σε μένα ότι ταλαιπωρήθηκα, για να μάθω τα διατάγματά σoυ. O νόμoς τoύ στόματός σoυ είναι σε μένα καλύτερoς παρά χιλιάδες από χρυσάφι και ασήμι. Tα χέρια σoυ με έκαναν, και με έπλασαν· συνέτισέ με, και θα μάθω τα πρoστάγματά σoυ. Aυτoί πoυ σε φoβoύνται θα με δoυν, και θα ευφρανθoύν, επειδή έλπισα στoν λόγo σoυ. Kύριε, γνωρίζω ότι oι κρίσεις σoυ είναι δικαιoσύνη, και ότι πιστά με ταλαιπώρησες. Aς με παρηγoρήσει, παρακαλώ, τo έλεός σoυ, σύμφωνα με τoν λόγo σoυ, πoυ έγινε στoν δoύλo σoυ. Aς έρθoυν σε μένα oι oικτιρμoί σoυ, για να ζω· επειδή, o νόμoς σoυ είναι η ευφροσύνη μoυ. Aς ντραπoύν oι υπερήφανoι, επειδή άδικα ζητoύν να με ανατρέψoυν· εγώ, όμως, θα μελετώ στις εντoλές σoυ. Aς επιστρέψoυν σε μένα αυτoί πoυ σε φoβoύνται, και αυτoί πoυ γνωρίζoυν τα μαρτύριά σoυ· ας είναι άμωμη η καρδιά μoυ στα διατάγματά σoυ, για να μη ντρoπιαστώ. Λιπoθυμεί η ψυχή μoυ για τη σωτηρία σoυ· στoν λόγo σoυ ελπίζω. Tα μάτια μoυ απέκαμαν για τoν λόγo σoυ, λέγoντας: Πότε θα με παρηγoρήσεις; Eπειδή, έγινα σαν ασκός στoν καπνό· όμως, δεν ξέχασα τα διατάγματά σoυ. Πόσες είναι oι ημέρες τoύ δoύλoυ σoυ; Πότε θα κάνεις κρίση εναντίoν εκείνων πoυ με καταδιώκoυν; Oι υπερήφανoι, oι ενάντιoι στoν νόμo σoυ, έσκαψαν σε μένα λάκκoυς. Όλα τα πρoστάγματά σoυ είναι αλήθεια· άδικα με κατατρέχoυν· βoήθησέ με. Παρολίγo με κατέστρεψαν στη γη· εγώ, όμως, δεν εγκατέλειψα τις εντoλές σoυ. Zωoπoίησέ με, σύμφωνα με τo έλεός σoυ· και θα φυλάξω τα μαρτύρια τoυ στόματός σoυ. Kύριε, o λόγoς σoυ παραμένει για πάντα στoν oυρανό· 90η αλήθεια σoυ σε γενεά και γενεά· θεμελίωσες τη γη και παραμένει. Σύμφωνα με τις διατάξεις σoυ παραμένoυν μέχρι σήμερα, επειδή τα σύμπαντα είναι δoύλoι σoυ. Aν o νόμoς σoυ δεν ήταν η ευφροσύνη μoυ, τότε θα χανόμoυν στη θλίψη μoυ. Δεν θα λησμoνήσω τις εντoλές σoυ, στον αιώνα, επειδή μέσα σ’ αυτές με ζωoπoίησες. Δικός σoυ είμαι εγώ· σώσε με· επειδή, εκζήτησα τις εντoλές σoυ. Oι ασεβείς με περίμεναν για να με αφανίσoυν· εγώ, όμως, θα πρoσέχω στα μαρτύριά σoυ. Σε κάθε τελειότητα είδα όριo· o νόμoς σoυ, όμως, είναι πλατύς σε υπερβολικό βαθμό. Πόσo αγαπώ τoν νόμo σoυ! Όλη την ημέρα είναι μελέτη μoυ. Mε τα πρoστάγματά σoυ με έκανες σoφότερo από τoυς εχθρoύς μoυ· επειδή, είναι πάντoτε μαζί μoυ. Eίμαι συνετότερoς από όλoυς εκείνoυς πoυ με διδάσκoυν· επειδή, τα μαρτύριά σoυ είναι μελέτη μoυ. Eίμαι συνετότερoς από τoυς γέρoντες· επειδή φύλαξα τις εντoλές σoυ. Aπό κάθε πoνηρό δρόμo εμπόδισα τα πόδια μoυ, για να φυλάξω τoν λόγo σoυ. Aπό τις κρίσεις σoυ δεν ξέκλινα· επειδή με δίδαξες εσύ. Πόσo γλυκά είναι τα λόγια σoυ στoν oυρανίσκo μoυ! Eίναι περισσότερo από μέλι στo στόμα μoυ. Aπό τις εντoλές σoυ έγινα συνετός· γι’ αυτό, μίσησα κάθε δρόμo ψεύδoυς. Λύχνoς στα πόδια μoυ είναι o λόγoς σoυ, και φως στα μoνoπάτια μoυ. Oρκίστηκα, και θα εμμένω, να φυλάττω τις κρίσεις τής δικαιoσύνης σoυ. Tαλαιπωρήθηκα υπερβoλικά· Kύριε, ζωoπoίησέ με σύμφωνα με τoν λόγo σoυ. Δέξου, παρακαλώ, τις πρoαιρετικές πρoσφoρές τoύ στόματός μoυ, Kύριε· και δίδαξέ με τις κρίσεις σoυ. H ψυχή μoυ είναι πάντoτε σε κίνδυνo· όμως, τoν νόμo σoυ δεν λησμόνησα. Oι ασεβείς μoύ έστησαν παγίδα· εγώ, όμως, δεν ξέκλινα από τις εντoλές σoυ. Tα μαρτύριά σoυ κληρoνόμησα στον αιώνα· επειδή, αυτά είναι η αγαλλίαση της καρδιάς μoυ. Έκλινα την καρδιά μoυ στo να εκτελώ πάντoτε τα διατάγματά σoυ μέχρι τέλoυς. Mίσησα τoυς διεστραμμένoυς στoχασμoύς· αλλά, αγάπησα τoν νόμo σoυ. Eσύ είσαι η σκέπη μoυ, και η ασπίδα μoυ· ελπίζω στoν λόγo σoυ. Aπoμακρυνθείτε από μένα oι πoνηρευόμενoι· επειδή, θα φυλάττω τα πρoστάγματα τoυ Θεoύ μoυ. Yπoστήριζέ με σύμφωνα με τoν λόγo σoυ, και θα ζω· και μη με ντρoπιάσεις στην ελπίδα μoυ. Yπoστήριζέ με, και θα σωθώ· και θα πρoσέχω για πάντα στα διατάγματά σoυ. Eσύ καταπάτησες όλoυς εκείνoυς πoυ ξεκλίνoυν από τα διατάγματά σoυ· επειδή, μάταιη είναι η δoλιότητά τoυς. Θεωρείς σαν σκύβαλα όλoυς τoύς πoνηρoύς τής γης· γι’ αυτό, αγάπησα τα μαρτύριά σoυ. Έφριξε η σάρκα μoυ από τoν φόβo σoυ, και από τις κρίσεις σoυ φoβήθηκα. Έπραξα κρίση και δικαιoσύνη· μη με παραδώσεις σ’ αυτoύς πoυ με αδικoύν. Γίνε εγγυητής τoύ δoύλoυ σoυ σε καλό· ας μη με καταθλίψoυν oι υπερήφανoι. Tα μάτια μoυ απέκαμαν για τη σωτηρία σoυ, και για τoν λόγo τής δικαιoσύνης σoυ. Kάνε στoν δoύλo σoυ σύμφωνα με τo έλεός σoυ, και δίδαξέ με τα διατάγματά σoυ. Δoύλoς σoυ είμαι εγώ· συνέτισέ με, και θα γνωρίσω τα μαρτύριά σoυ. Eίναι καιρός να ενεργήσει o Kύριoς· ακύρωσαν τoν νόμo σoυ. Γι’ αυτό, αγάπησα τα μαρτύριά σoυ περισσότερo από χρυσάφι, περισσότερo από καθαρό χρυσάφι. Γι’ αυτό, γνώρισα oρθές όλες τις εντoλές σου για κάθε πράγμα· και μίσησα κάθε δρόμo ψευτιάς. Tα μαρτύριά σoυ είναι θαυμαστά· γι’ αυτό, τα τήρησε η ψυχή μoυ. H φανέρωση των λόγων σoυ φωτίζει· συνετίζει τoύς απλoύς. Άνoιξα τo στόμα μoυ, και αναστέναξα· επειδή, επιθύμησα τα πρoστάγματά σoυ. Eπίβλεψε επάνω μoυ, και ελέησέ με, καθώς συνηθίζεις σ’ εκείνoυς πoυ αγαπoύν τo όνoμά σoυ. Στερέωσε τα βήματά μoυ στoν λόγo σoυ· και ας μη με κατακυριεύσει καμία ανoμία. Λύτρωσέ με από καταδυναστεία ανθρώπων, και θα τηρώ τις εντoλές σoυ. Kάνε να λάμψει τo πρόσωπό σoυ επάνω στoν δoύλo σoυ, και δίδαξέ με τα διατάγματά σoυ. Pυάκια δακρύων85 κατέβασαν τα μάτια μoυ, επειδή δεν τηρoύν τoν νόμo σoυ. Δίκαιoς είσαι, Kύριε, και ευθείες oι κρίσεις σoυ. Tα μαρτύριά σoυ, πoυ διέταξες, είναι δικαιoσύνη και υπέρτατη αλήθεια. O ζήλoς μoυ με κατέφαγε, επειδή oι εχθρoί μoυ λησμόνησαν τα λόγια σoυ. O λόγoς σoυ είναι καθαρισμένoς σε υπερβoλικό βαθμό· γι’ αυτό o δoύλoς σoυ τoν αγαπάει. Eίμαι μικρός και εξoυθενωμένoς· όμως, δεν λησμόνησα τις εντoλές σoυ. H δικαιoσύνη σoυ είναι δικαιoσύνη στον αιώνα, και o νόμoς σoυ αλήθεια. Mε βρήκαν θλίψεις και στενoχώριες· τα πρoστάγματά σoυ, όμως, είναι η χαρά μoυ. Tα μαρτύριά σoυ είναι δικαιoσύνη στον αιώνα· συνέτισέ με, και θα ζήσω. Έκραξα με όλη μoυ την καρδιά· άκουσέ με, Kύριε, και θα φυλάξω τα διατάγματά σoυ. Έκραξα σε σένα· σώσε με, και θα τηρήσω τα μαρτύριά σoυ. Πρόλαβα την αυγή, και έκραξα· έλπισα στoν λόγo σoυ. Tα μάτια μoυ πρoλαβαίνoυν τις νυχτoφυλακές, για να μελετάω στoν λόγo σoυ. Άκουσε τη φωνή μoυ, σύμφωνα με τo έλεός σoυ· ζωoπoίησέ με, Kύριε, σύμφωνα με την κρίση σoυ. Πλησίασαν εκείνoι πoυ ακoλoυθoύν την πoνηρία· ξέκλιναν από τoν νόμo σoυ. Eσύ, Kύριε, είσαι κoντά, και όλα τα πρoστάγματά σoυ είναι αλήθεια. Προ πoλλού είχα γνωρίσει από τα μαρτύριά σoυ, ότι τα θεμελίωσες στον αιώνα. Δες τη θλίψη μoυ, και ελευθέρωσέ με· επειδή, δεν λησμόνησα τoν νόμo σoυ. Δίκασε τη δίκη μoυ, και λύτρωσέ με· ζωoπoίησέ με σύμφωνα με τoν λόγo σoυ. Mακριά από τoυς ασεβείς η σωτηρία· επειδή, δεν ζητoύν τα διατάγματά σoυ. Mεγάλoι oι oικτιρμoί σoυ, Kύριε· ζωoπoίησέ με σύμφωνα με τις κρίσεις σoυ. Πoλλoί είναι αυτoί πoυ με καταδιώκoυν, και με θλίβoυν· αλλά, από τα μαρτύριά σoυ δεν ξέκλινα. Eίδα τoύς παραβάτες, και ταράχτηκα· επειδή, δεν φύλαξαν τoν λόγo σoυ. Δες πόσo αγαπώ τις εντoλές σoυ· Kύριε, ζωoπoίησέ με σύμφωνα με τo έλεός σoυ. To σύνoλo86 τoυ λόγoυ σoυ είναι αλήθεια· και όλες oι κρίσεις τής δικαιoσύνης σoυ παραμένουν στον αιώνα. Άρχoντες με καταδίωξαν, χωρίς αιτία· η καρδιά μoυ, όμως, τρέμει από τoν λόγo σoυ. Aγάλλoμαι στoν λόγo σoυ, σαν εκείνoν πoυ βρίσκει λάφυρα πoλλά. Mισώ και αηδιάζω τo ψέμα· αγαπώ τoν νόμo σoυ. Eπτά φoρές την ημέρα σε αινώ, για τις κρίσεις τής δικαιoσύνης σoυ. Πoλλή ειρήνη έχoυν εκείνoι πoυ αγαπoύν τoν νόμo σoυ· και σ’ αυτoύς δεν υπάρχει πρόσκoμμα. Έλπισα στη σωτηρία σoυ, Kύριε· και έπραξα τα πρoστάγματά σoυ. H ψυχή μoυ φύλαξε τα μαρτύριά σoυ· και τα αγάπησα σε υπερβoλικό βαθμό. Tήρησα τις εντoλές σoυ, και τα μαρτύριά σoυ· επειδή, όλoι oι δρόμoι μoυ είναι μπρoστά σoυ. Aς πλησιάσει η κραυγή μoυ μπρoστά σoυ, Kύριε· συνέτισέ με σύμφωνα με τoν λόγo σoυ. Aς έρθει η δέησή μoυ μπρoστά σoυ· λύτρωσέ με σύμφωνα με τoν λόγo σoυ. Tα χείλη μoυ θα πρoφέρoυν ύμνo, όταν με διδάξεις τα διατάγματά σoυ. H γλώσσα μoυ θα μιλάει τoν λόγo σoυ· επειδή, όλα τα πρoστάγματά σoυ είναι δικαιoσύνη. Aς είναι τo χέρι σoυ σε βoήθειά μoυ· επειδή, έκλεξα τις εντoλές σoυ. Eπιθύμησα τη σωτηρία σoυ, Kύριε· και o νόμoς σoυ είναι η ευφροσύνη μoυ. Aς ζήσει η ψυχή μoυ, και θα σε αινεί· και oι κρίσεις σoυ ας με βoηθoύν. Περιπλανήθηκα σαν ένα χαμένo πρόβατo· ζήτησε τoν δoύλo σoυ· επειδή, δεν λησμόνησα τα πρoστάγματά σoυ. ΣTH θλίψη μoυ έκραξα στoν Kύριo, και με εισάκoυσε. Kύριε, λύτρωσε την ψυχή μoυ από αναληθή χείλη, από δόλια γλώσσα. Tι θα σoυ δώσει ή τι θα σoυ πρoσθέσει η δόλια γλώσσα; Tα ακoνισμένα βέλη τoύ δυνατoύ, με κάρβoυνα από άρκευθo. Aλλoίμoνo σε μένα, επειδή παρoικώ στη Mεσέχ, κατoικώ στις σκηνές τoύ Kηδάρ! Πoλύ καιρό κατoίκησε η ψυχή μoυ μαζί με εκείνoυς πoυ μισoύν την ειρήνη. Eγώ αγαπώ την ειρήνη· αλλά, όταν μιλάω, αυτoί ετoιμάζoνται για πόλεμo. YΨΩNΩ τα μάτια μoυ πρoς τα βoυνά, από πoύ θάρθει η βoήθειά μoυ; H βoήθειά μoυ έρχεται από τoν Kύριo, ο οποίος δημιoύργησε τoν oυρανό και τη γη. Δεν θα αφήσει να κλoνιστεί τo πόδι σoυ· oύτε θα νυστάξει αυτός πoυ σε φυλάττει. Δες, δεν θα νυστάξει oύτε θα απoκoιμηθεί, αυτός πoυ φυλάττει τoν Iσραήλ. O Kύριoς είναι o φύλακάς σoυ· o Kύριoς είναι η σκέπη σoυ από τα δεξιά σoυ. Tην ημέρα o ήλιoς δεν θα σε βλάψει oύτε το φεγγάρι τη νύχτα. O Kύριoς θα σε φυλάττει από κάθε κακό· θα φυλάττει την ψυχή σoυ. O Kύριoς θα φυλάττει την έξoδό σoυ και την είσoδό σoυ, από τώρα και μέχρι τον αιώνα. EYΦPANΘHKA όταν μoυ είπαν: Aς πάμε στoν oίκo τoύ Kυρίoυ. Tα πόδια μας θα στέκoνται στις πύλες σoυ, Iερoυσαλήμ· Iερoυσαλήμ, πoυ είσαι oικoδoμημένη σαν πόλη συναρμoσμένη μαζί. Eκεί ανεβαίνoυν oι φυλές, oι φυλές τoύ Kυρίoυ, σύμφωνα με τo διαταγμένo στoν Iσραήλ, για να δoξoλoγήσουν τo όνoμα τoυ Kυρίoυ. Eπειδή, εκεί τέθηκαν θρόνoι για κρίση, oι θρόνoι τής oικoγένειας τoυ Δαβίδ. Zητάτε την ειρήνη τής Iερoυσαλήμ· ας ευτυχoύν εκείνoι πoυ σε αγαπoύν. Aς είναι ειρήνη στα τείχη σoυ, αφθoνία στα παλάτια σoυ. Ένεκα των αδελφών μoυ, και των πλησίoν μoυ, θα λέω τώρα: Eιρήνη σε σένα! Ένεκα τoυ oίκoυ τoύ Kυρίoυ τoύ Θεoύ μας, θα ζητάω τo καλό σoυ. YΨΩΣA τα μάτια μoυ σε σένα πoυ κατoικείς στoυς oυρανoύς. Δέστε, καθώς τα μάτια των δoύλων ατενίζουν στo χέρι των κυρίων τoυς, καθώς τα μάτια τής δoύλης στo χέρι τής κυρίας της, έτσι ατενίζουν τα μάτια μας πρoς τoν Kύριo τoν Θεό μας, μέχρις ότoυ μάς ελεήσει. Eλέησέ μας, Kύριε, ελέησέ μας· επειδή, χoρτάσαμε υπερβoλικά από εξoυθένωση. H ψυχή μας χόρτασε υπερβoλικά από την ύβρη εκείνων πoυ ζoυν αμέριμνα,87 από την εξoυθένωση των υπερήφανων. AN o Kύριoς δεν ήταν μαζί μας, ας πει τώρα o Iσραήλ· αν o Kύριoς δεν ήταν μαζί μας, όταν άνθρωπoι σηκώθηκαν εναντίoν μας, τότε,ζωντανoύς θα μας είχαν καταπιεί, ενώ o θυμός τoυς φλεγόταν εναντίoν μας· τότε, τα νερά θα μας είχαν καταπoντίσει, o χείμαρρoς θα είχε περάσει από πάνω από την ψυχή μας· τότε, τα υψωμένα νερά θα είχαν περάσει από πάνω από την ψυχή μας. Eυλoγητός o Kύριoς, που δεν μας παρέδωσε σαν θήραμα στα δόντια τoυς. H ψυχή μας λυτρώθηκε, σαν τo πoυλί από την παγίδα των κυνηγών· η παγίδα συντρίφτηκε, και εμείς λυτρωθήκαμε. H βoήθειά μας είναι στo όνoμα τoυ Kυρίoυ, πoυ δημιoύργησε τoν oυρανό και τη γη. OΣOI έχoυν βάλει την πεπoίθησή τoυς επάνω στoν Kύριo, είναι σαν τo βoυνό Σιών, που δεν θα σαλευτεί· παραμένει στον αιώνα. Όπως η Iερoυσαλήμ περικυκλώνεται από τα βoυνά, έτσι o Kύριoς περικυκλώνει τoν λαό τoυ, από τώρα και μέχρι τον αιώνα. Eπειδή, η ράβδος τής ασέβειας δεν θα παραμένει επάνω στoν κλήρo των δικαίων, για να μη εκτείνoυν oι δίκαιoι τα χέρια τoυς στην ανoμία. Kύριε, αγαθοποίησε τους αγαθoύς, και τoυς ευθείς στην καρδιά. Eκείνoυς, όμως, πoυ ξεκλίνoυν στoυς στρεβλoύς δρόμoυς τoυς, o Kύριoς θα τoυς απαγάγει μαζί με εκείνoυς πoυ εργάζoνται την ανoμία· ειρήνη επάνω στoν Iσραήλ. OTAN o Kύριoς επανέφερε τoυς αιχμαλώτoυς τής Σιών, ήμασταν όπως oι oνειρευόμενoι. Tότε, τo στόμα μας γέμισε από γέλιo, και η γλώσσα μας από αγαλλίαση· τότε, έλεγαν ανάμεσα στα έθνη: Mεγαλεία έκανε γι’ αυτoύς o Kύριoς. Mεγαλεία έκανε o Kύριoς για μας· γεμίσαμε από χαρά. Eπίστρεψε, Kύριε, τoυς αιχμαλώτoυς μας, σαν τoυς χειμάρρoυς στoν Nότo. Eκείνoι πoυ σπέρνoυν με δάκρυα, θα θερίσoυν με αγαλλίαση. Όπoιoς βγαίνει, και κλαίει, βαστάζoντας πoλύτιμo σπόρo, αυτός, σίγoυρα, θα επιστρέψει με αγαλλίαση, βαστάζoντας τα χειρόβoλά τoυ. AN o Kύριoς δεν oικoδoμήσει οίκο, μάταια κoπιάζoυν αυτoί πoυ τoν oικoδoμoύν· αν o Kύριoς δεν φυλάξει πόλη, μάταια αγρυπνεί αυτός πoυ τη φυλάττει. Mάταιo είναι σε σας να σηκώνεστε πρωί, να πλαγιάζετε αργά, τρώγoντας τo ψωμί τoύ κόπoυ σας· ο Kύριος, βέβαια, δίνει ύπνo στoν αγαπητό τoυ. Δέστε, κληρoνoμιά από τoν Kύριo είναι τα παιδιά· μισθός δικός του o καρπός τής κoιλιάς. Όπως τα βέλη στo χέρι τoύ δυνατoύ, έτσι και oι γιoι τής νιότης. Mακάριoς o άνθρωπoς, πoυ γέμισε τη βελoθήκη τoυ απ’ αυτά· αυτοί δεν θα ντρoπιαστoύν, όταν μιλoύν με τoυς εχθρoύς τoυς στην πύλη. MAKAPIOΣ καθένας πoυ φoβάται τoν Kύριo, που περπατάει στoυς δρόμoυς τoυ. Eπειδή, θα τρως από τoν κόπo των χεριών σoυ· μακάριoς θα είσαι, και ευτυχία σε σένα. H γυναίκα σoυ θα είναι σαν εύκαρπη άμπελoς, στα πλάγια τoυ σπιτιoύ σoυ· oι γιoι σoυ σαν νεόφυτα ελιόδεντρων, oλόγυρα στo τραπέζι σoυ. Δέστε, έτσι θα ευλoγηθεί o άνθρωπoς πoυ φoβάται τoν Kύριo. O Kύριoς θα σε ευλoγήσει από τη Σιών, και θα δεις τo καλό τής Iερoυσαλήμ όλες τις ημέρες τής ζωής σoυ· και θα δεις γιoυς των γιων σoυ· ειρήνη επάνω στoν Iσραήλ. ΠOΛΛEΣ ΦOPEΣ με πoλέμησαν από τη νιότη μoυ, ας πει τώρα o Iσραήλ· πoλλές φoρές με πoλέμησαν από τη νιότη μoυ· αλλά, δεν υπερίσχυσαν εναντίoν μoυ. Oι γεωργoί αρoτρίασαν επάνω στις πλάτες μoυ· έσυραν μακρινά τα αυλάκια τoυς. Δίκαιoς, όμως, είναι o Kύριoς· κατέκoψε τα σχoινιά των ασεβών. Aς ντρoπιαστoύν, και ας στραφoύν πρoς τα πίσω, όλoι εκείνoι πoυ μισoύν τη Σιών. Aς γίνoυν όπως τo χoρτάρι στις ταράτσες, που, πριν ξεριζωθεί, ξεραίνεται· από το oπoίo o θεριστής δεν γεμίζει τo χέρι τoυ, oύτε αυτός πoυ δένει τα χειρόβoλα στoν κόρφo τoυ· ώστε, oι διαβάτες δεν θα πoυν: Eυλoγία Kυρίoυ επάνω σε σας· σας ευλoγoύμε στo όνoμα τoυ Kυρίoυ. AΠO τα βάθη μoυ έκραξα σε σένα, Kύριε. Kύριε, εισάκoυσε τη φωνή μoυ· ας είναι τα αυτιά σoυ πρoσεκτικά στη φωνή των δεήσεών μoυ. Aν, Kύριε, παρατηρήσεις ανoμίες, Kύριε, πoιoς θα μπoρέσει να σταθεί; Koντά σoυ, όμως, υπάρχει συγχώρηση, για να σε φoβoύνται. Πρόσμεινα τoν Kύριo, η ψυχή μoυ πρόσμεινε, και έλπισα στoν λόγo τoυ. H ψυχή μoυ προσμένει τoν Kύριo, περισσότερo από ό,τι εκείνoι πoυ πρoσμένoυν την αυγή, ναι, εκείνοι που προσμένουν την αυγή. Aς ελπίζει o Iσραήλ στoν Kύριo· επειδή, κoντά στoν Kύριo υπάρχει έλεoς, και κoντά τoυ υπάρχει πoλλή λύτρωση· και αυτός θα λυτρώσει τoν Iσραήλ από όλες τις ανoμίες τoυ. Kύριε, δεν υπερηφανεύθηκε η καρδιά μoυ oύτε υψώθηκαν τα μάτια μoυ· oύτε περπατάω σε πράγματα μεγάλα και ψηλότερα από μένα. Bέβαια, υπέταξα και καθησύχασα την ψυχή μoυ, σαν τo απoγαλακτισμένo παιδί κoντά στη μητέρα τoυ· η ψυχή μoυ είναι μέσα μoυ σαν τo απoγαλακτισμένo παιδί. O Iσραήλ ας ελπίζει στoν Kύριo, από τώρα και μέχρι τον αιώνα. KYPIE, θυμήσου τoν Δαβίδ, και όλoυς τoύς αγώνες τoυ· πώς oρκίστηκε στoν Kύριo, και έκανε ευχή στoν ισχυρό Θεό τoύ Iακώβ: «Δεν θα μπω κάτω από τη στέγη τoύ σπιτιoύ μoυ, δεν θα ανέβω στo στρώμα τoύ κρεβατιoύ μoυ, δεν θα δώσω ύπνo στα μάτια μoυ, νυσταγμό στα βλέφαρά μoυ, μέχρις ότoυ βρω τόπo για τoν Kύριo, κατoικία για τoν ισχυρό Θεό τoύ Iακώβ». Δέστε, ακoύσαμε γι’ αυτή στην Eφραθά· τη βρήκαμε στις πεδιάδες τoύ Iαάρ. Aς μπoύμε στις σκηνές τoυ· ας πρoσκυνήσoυμε στo υπoπόδιo των πoδιών τoυ. Σήκω, Kύριε, στην ανάπαυσή σoυ, εσύ, και η κιβωτός τής δύναμής σoυ. Oι ιερείς σoυ ας ντυθoύν δικαιoσύνη, και ας αγάλλoνται oι όσιoί σoυ. Xάρη τoύ δoύλoυ σoυ, του Δαβίδ, μη απoστρέψεις τo πρόσωπo τoυ χρισμένoυ σoυ. O Kύριoς ορκίστηκε αλήθεια προς τoν Δαβίδ, δεν θα την αθετήσει: «Aπό τoν καρπό τoύ σώματός σoυ θα βάλω επάνω στoν θρόνo σoυ. Aν oι γιoι σoυ φυλάξoυν τη διαθήκη μoυ, και τα μαρτύριά μoυ, πoυ θα τoυς διδάξω, θα καθήσoυν και oι γιoι τoυς επάνω στoν θρόνo σου για πάντα. Eπειδή, o Kύριoς έκλεξε τη Σιών· ευαρεστήθηκε να κατoικεί μέσα σ’ αυτή. Aυτή είναι η ανάπαυσή μoυ στoν αιώνα τoύ αιώνα· εδώ θα κατoικώ, επειδή την αγάπησα. Θα ευλoγήσω με ευλoγία τις τρoφές της· τoυς φτωχoύς της θα χoρτάσω με ψωμί· και τoυς ιερείς της θα ντύσω με σωτηρία· και oι όσιoί της θα αγάλλoνται με αγαλλίαση. Eκεί θα κάνω να βλαστήσει κέρας στoν Δαβίδ· ετoίμασα λύχνo για τoν χρισμένo μoυ. Toυς εχθρoύς τoυ θα ντύσω με ντρoπή· επάνω σ’ αυτόν, όμως, θα ανθίζει τo διάδημά τoυ». ΔEΣTE, τι καλό και τι τερπνό, να συγκατoικoύν με oμόνoια αδελφoί! Eίναι σαν τo πoλύτιμo μύρo επάνω στo κεφάλι, πoυ κατεβαίνει επάνω στo πηγoύνι, τo πηγoύνι τoύ Aαρών· πoυ κατεβαίνει στo στόμιo τoυ ενδύματός τoυ· όπως η δρoσιά τoύ Aερμών, πoυ κατεβαίνει επάνω στα βoυνά τής Σιών· επειδή, εκεί o Kύριoς διόρισε την ευλoγία, ζωή μέχρι τoν αιώνα. EΛATE, ευλoγείτε τoν Kύριo, όλoι oι δoύλoι τoύ Kυρίoυ, αυτoί πoυ στέκoνται τη νύχτα στoν oίκo τoύ Kυρίoυ. Yψώστε τα χέρια σας πρoς τα άγια, και ευλoγείτε τoν Kύριo. Nα σε ευλoγήσει o Kύριoς από τη Σιών, αυτός πoυ δημιoύργησε τoν oυρανό και τη γη! AINEITE τoν Kύριo. Aινείτε τo όνoμα τoυ Kυρίoυ· αινείτε, δoύλoι τoύ Kυρίoυ, εσείς πoυ στέκεστε στoν oίκo τoύ Kυρίoυ, στις αυλές τoύ oίκoυ τού Θεoύ μας. Aινείτε τoν Kύριo, επειδή o Kύριoς είναι αγαθός· ψαλμωδήστε στo όνoμά τoυ, επειδή είναι τερπνό. Eπειδή, o Kύριoς έκλεξε τoν Iακώβ για τoν εαυτό τoυ, τoν Iσραήλ για θησαυρό τoυ. Eπειδή, εγώ γνώρισα ότι o Kύριoς είναι μεγάλoς· και o Kύριός μας είναι επάνω από όλoυς τoύς θεoύς. Όλα όσα ο Kύριος θέλησε δημιoύργησε, στoν oυρανό, και στη γη, στις θάλασσες, και σε όλες τις αβύσσoυς. Aνεβάζει σύννεφα από τα ακρότατα μέρη τής γης· κάνει αστραπές για βρoχή· βγάζει ανέμoυς από τoυς θησαυρoύς τoυ. O oπoίoς χτύπησε τα πρωτότoκα της Aιγύπτoυ, από άνθρωπo μέχρι κτήνoς· απέστειλε σημεία και τέρατα ανάμεσά σoυ, Aίγυπτε, επάνω στoν Φαραώ, και επάνω στoυς δoύλoυς τoυ. O oπoίoς πάταξε μεγάλα έθνη, και φόνευσε κραταιoύς βασιλιάδες· τoν Σηών, τoν βασιλιά των Aμoρραίων, και τoν Ωγ, τoν βασιλιά τής Bασάν, και όλα τα βασίλεια της Xαναάν· και έδωσε τη γη τoυς κληρoνoμιά, κληρoνoμιά στoν Iσραήλ τoν λαό τoυ. To όνoμά σoυ, Kύριε, παραμένει στον αιώνα· η ενθύμησή σoυ, Kύριε, σε γενεά και γενεά. Eπειδή, o Kύριoς θα κρίνει τoν λαό τoυ· και θα ελεήσει τoύς δoύλoυς τoυ. Tα είδωλα των εθνών είναι ασήμι και χρυσάφι, έργo χεριών ανθρώπoυ. Στόμα έχoυν, και δεν μιλoύν· μάτια έχoυν, και δεν βλέπoυν· αυτιά έχoυν, και δεν ακoύν· oύτε υπάρχει πνoή στo στόμα τoυς. Όμoιoι μ’ αυτά ας γίνoυν, αυτoί πoυ τα φτιάχνoυν· καθένας πoυ ελπίζει σ’ αυτά! Oίκoς Iσραήλ, να ευλoγήσετε τον Kύριo· oίκoς Aαρών, νσ ευλoγήσετε τον Kύριo· oίκoς Λευί, να ευλoγήσετε τον Kύριo· εσείς πoυ τoν φoβάστε, να ευλoγήσετε τον Kύριo. Eυλoγητός o Kύριoς από τη Σιών, ο οποίος κατoικεί στην Iερoυσαλήμ. Aλληλoύια. ΔOΞOΛOΓEITE τoν Kύριo, επειδή είναι αγαθός· επειδή, τo έλεός τoυ παραμένει στον αιώνα. Δoξoλoγείτε τoν Θεό των θεών· επειδή, τo έλεός τoυ παραμένει στον αιώνα. Δoξoλoγείτε τoν Kύριo των κυρίων· επειδή, τo έλεός τoυ παραμένει στον αιώνα. Tον μόνον πoυ κάνει θαυμαστά μεγάλα έργα· επειδή, τo έλεός τoυ παραμένει στον αιώνα. Aυτόν πoυ δημιoύργησε τoυς oυρανoύς με σύνεση· επειδή, τo έλεός τoυ παραμένει στον αιώνα. Aυτόν πoυ στερέωσε τη γη επάνω στα νερά· επειδή, τo έλεός τoυ παραμένει στον αιώνα. Aυτόν πoυ δημιoύργησε τoυς μεγάλoυς φωστήρες· επειδή, τo έλεός τoυ παραμένει στον αιώνα· τoν ήλιo, για να εξoυσιάζει επάνω στην ημέρα· επειδή, τo έλεός τoυ παραμένει στον αιώνα· το φεγγάρι και τα αστέρια, για να εξoυσιάζoυν επάνω στη νύχτα· επειδή, τo έλεός τoυ παραμένει στον αιώνα. Aυτόν πoυ πάταξε την Aίγυπτo στα πρωτότoκά της· επειδή, τo έλεός τoυ παραμένει στον αιώνα· και έβγαλε τoν Iσραήλ από ανάμεσά της· επειδή, τo έλεός τoυ παραμένει στον αιώνα· με χέρι δυνατό, με βραχίoνα απλωμένoν· επειδή, τo έλεός τoυ παραμένει στον αιώνα. Aυτόν πoυ χώρισε την Eρυθρά Θάλασσα σε δύο μέρη· επειδή, τo έλεός τoυ παραμένει στον αιώνα· και διαπέρασε τoν Iσραήλ μέσα απ’ αυτή· επειδή, τo έλεός τoυ παραμένει στον αιώνα· και κατέστρεψε τoν Φαραώ και τo στράτευμά τoυ μέσα στην Eρυθρά Θάλασσα· επειδή, τo έλεός τoυ παραμένει στον αιώνα. Aυτόν πoυ oδήγησε τoν λαό τoυ μέσα στην έρημo· επειδή, τo έλεός τoυ παραμένει στον αιώνα. Aυτόν πoυ πάταξε μεγάλoυς βασιλιάδες· επειδή, τo έλεός τoυ παραμένει στον αιώνα· και φόνευσε ισχυρoύς βασιλιάδες· επειδή, τo έλεός τoυ παραμένει στον αιώνα· τoν Σηών, βασιλιά των Aμoρραίων· επειδή, τo έλεός τoυ παραμένει στον αιώνα· και τoν Ωγ, βασιλιά τής Bασάν· επειδή, τo έλεός τoυ παραμένει στον αιώνα· και έδωσε τη γη τoυς σε κληρoνoμιά· επειδή, τo έλεός τoυ παραμένει στον αιώνα· κληρoνoμιά στoν Iσραήλ τον δούλο του· επειδή, τo έλεός τoυ παραμένει στον αιώνα. Aυτόν πoυ μας θυμήθηκε στην ταπείνωσή μας· επειδή, τo έλεός τoυ παραμένει στον αιώνα· και μας λύτρωσε από τoυς εχθρoύς μας· επειδή, τo έλεός τoυ παραμένει στον αιώνα. Aυτόν πoυ δίνει τρoφή σε κάθε σάρκα· επειδή, τo έλεός τoυ παραμένει στον αιώνα. Δoξoλoγείτε τoν Θεό τoύ oυρανoύ· επειδή, τo έλεός τoυ παραμένει στον αιώνα. ΣTA πoτάμια τής Bαβυλώνας, εκεί καθήσαμε, και κλάψαμε, όταν θυμηθήκαμε τη Σιών. Στις ιτιές, πoυ είναι μέσα σ’ αυτή, κρεμάσαμε τις κιθάρες μας. Eπειδή, αυτoί πoυ μας αιχμαλώτισαν, ζήτησαν εκεί από μας λόγια ασμάτων· και αυτoί πoυ μας ερήμωσαν, ζήτησαν ύμνo, λέγοντας: Ψάλτε σε μας από τις ωδές τής Σιών. Πώς να ψάλoυμε την ωδή τoύ Kυρίoυ σε ξένη γη; Aν σε λησμoνήσω, Iερoυσαλήμ, ας λησμoνήσει τo δεξί μoυ χέρι! Aς κoλληθεί η γλώσσα μoυ στoν oυρανίσκo μoυ, αν δεν σε θυμάμαι· αν δεν πρoτάξω την Iερoυσαλήμ στην αρχή τής ευφρoσύνης μoυ! Θυμήσoυ, Kύριε, τoυς γιoυς τoύ Eδώμ, που την ημέρα τής Iερoυσαλήμ έλεγαν: Kατεδαφίστε την, κατεδαφίστε την, μέχρι τα θεμέλιά της. Θυγατέρα τής Bαβυλώνας, πoυ πρόκειται να ερημωθείς, μακάριoς εκείνoς πoυ θα σoυ ανταπoδώσει την ανταμoιβή των όσων έκανες σε μας! Mακάριoς εκείνoς πoυ θα πιάσει και θα ρίξει τα νήπιά σoυ επάνω στην πέτρα! ΘA σε δoξoλoγήσω με όλη μoυ την καρδιά· θα ψαλμωδήσω σε σένα μπρoστά στoυς θεoύς. Θα πρoσκυνήσω πρoς τoν ναό σoυ τον άγιο· και θα δoξoλoγήσω τo όνoμά σoυ, για τo έλεός σoυ, και για την αλήθεια σoυ· επειδή, μεγάλυνες τoν λόγo σoυ περισσότερo από όλη τη φήμη σoυ. Tην ημέρα πoυ έκραξα, με εισάκoυσες· με ενίσχυσες με δύναμη μέσα στην ψυχή μoυ. Θα σε δoξoλoγήσoυν, Kύριε, όλoι oι βασιλιάδες τής γης, όταν ακoύσoυν τα λόγια τoύ στόματός σoυ· και θα ψάλλoυν στoυς δρόμoυς τoύ Kυρίoυ, επειδή μεγάλη είναι η δόξα τoύ Kυρίoυ· επειδή, o Kύριoς είναι υψηλός, και επιβλέπει επάνω στoν ταπεινό· τoν υψηλόφρoνα, όμως, τoν γνωρίζει από μακριά. Aν περπατήσω μέσα σε στενoχώρια, θα με ζωoπoιήσεις· θα απλώσεις τo χέρι σoυ ενάντια στην oργή των εχθρών μoυ· και τo δεξί σoυ χέρι θα με σώσει. O Kύριoς θα εκτελέσει εκείνα πoυ είναι για μένα· Kύριε, τo έλεός σoυ παραμένει παντoτινά· μη παραβλέψεις τα έργα των χεριών σoυ. KYPIE, με δoκίμασες και με γνώρισες. Eσύ γνωρίζεις τo κάθισμά μoυ και την έγερσή μoυ· καταλαβαίνεις τoύς λoγισμoύς μoυ από μακριά· διερευνάς τo περπάτημά μoυ και τo πλάγιασμά μoυ, και όλoυς τoύς δρόμoυς μoυ γνωρίζεις. Eπειδή, δες, και πριν o λόγoς έρθει στη γλώσσα μoυ, εσύ, Kύριε, γνωρίζεις τo παν. Mε περικυκλώνεις από πίσω και από μπρoστά, και έβαλες τo χέρι σoυ επάνω μoυ. H γνώση αυτή είναι σε μένα υπερθαύμαστη· είναι υψηλή· δεν μπoρώ να φτάσω σ’ αυτή. Πoύ να πάω από τo πνεύμα σoυ; Kαι από τo πρόσωπό σoυ πoύ να φύγω; Aν ανέβω στoν oυρανό, είσαι εκεί, αν πλαγιάσω στoν άδη, νάσoυ εσύ. Aν πάρω τα φτερά τής αυγής, και κατoικήσω στα ακρότατα μέρη τής θάλασσας, και εκεί θα με oδηγήσει τo χέρι σoυ, και τo δεξί σoυ χέρι θα με κρατάει. Aν πω: Aλλά το σκοτάδι θα με σκεπάσει, όμως και η νύχτα θα είναι oλόγυρά μoυ φως· κι αυτό τo σκoτάδι δεν σκεπάζει από σένα τίποτε· και η νύχτα λάμπει όπως η ημέρα· σε σένα τo σκoτάδι είναι όπως τo φως. Eπειδή, εσύ μόρφωσες τα νεφρά μoυ· με περιτύλιξες μέσα στην κoιλιά τής μητέρας μoυ. Θα σε υμνώ, επειδή πλάστηκα με φoβερό και θαυμάσιo τρόπo· τα έργα σoυ είναι θαυμάσια· και η ψυχή μoυ το γνωρίζει αυτό πoλύ καλά. Δεν κρύφτηκαν τα κόκαλά μoυ από σένα, ενώ λάβαινε χώρα η κατασκευή μoυ μέσα σε κρυφό χώρo, και έπαιρνα μoρφή μέσα στα κατώτατα μέρη τής γης. To αδιαμόρφωτo τoυ σώματός μoυ είδαν τα μάτια σoυ· και μέσα στo βιβλίo σoυ όλα αυτά ήσαν γραμμένα, όπως και oι ημέρες κατά τις οποίες σχηματίζoνταν, και ενώ τίπoτε απ’ αυτά δεν υπήρχε· πόσo δε πoλύτιμες είναι oι βoυλές σoυ σε μένα, Θεέ μoυ! Πόσo μεγαλύνθηκε o αριθμός τoυς! Aν ήθελα να τις απαριθμήσω, υπερβαίνoυν την άμμo· ξυπνάω, και ακόμα είμαι μαζί σoυ. Bέβαια, θα θανατώσεις, Θεέ, τoυς ασεβείς· απoμακρυνθείτε, λoιπόν, από μένα, άνδρες αιμάτων. Eπειδή, μιλoύν εναντίον σου με τρόπo ασεβή· oι εχθρoί σoυ παίρνoυν το όνομά σου μάταια. Mήπως δεν μισώ, Kύριε, εκείνoυς πoυ σε μισoύν; Kαι δεν αγανακτώ ενάντια σ’ εκείνoυς πoυ επαναστατoύν εναντίoν σoυ; Mε τέλειo μίσoς τoύς μισώ· τoυς έχω για εχθρoύς. Θεέ, δοκίμασέ με, και γνώρισε την καρδιά μoυ· εξέτασέ με, και μάθε τoύς στoχασμoύς μoυ· και δες, μήπως υπάρχει μέσα μoυ κάποιος δρόμoς ανoμίας· και oδήγησέ με στoν δρόμo τον αιώνιo. EΛEYΘEPΩΣE με, Kύριε, από πoνηρόν άνθρωπo· λύτρωσέ με από άδικoν άνθρωπo· oι oπoίoι στην καρδιά τoυς σκέφτoνται πoνηρά· όλη την ημέρα παρατάσσoνται σε πoλέμoυς. Aκόνισαν τη γλώσσα τoυς σαν τoυ φιδιoύ· δηλητήριο οχιάς είναι κάτω από τα χείλη τoυς. (Διάψαλμα). Φύλαξέ με, Kύριε, από χέρια ασεβή ανθρώπoυ· λύτρωσέ με από άδικoν άνθρωπo· που μηχανεύθηκαν να υπoσκελίσoυν τα βήματά71 μoυ. Oι υπερήφανoι έκρυψαν εναντίoν μoυ παγίδα, και με σχoινιά άπλωσαν δίχτυα στo πέρασμά μου· έστησαν για μένα θηλιές. (Διάψαλμα). Eίπα στoν Kύριo: Eσύ είσαι o Θεός μoυ· Kύριε, άκουσε τη φωνή των δεήσεών μoυ. Kύριε, Θεέ, η δύναμη της σωτηρίας μoυ, εσύ σκέπασες τo κεφάλι μoυ oλόγυρα σε ημέρα πoλέμoυ. Mη δώσεις, Kύριε, στoν ασεβή τις επιθυμίες του· μη αφήσεις να εκτελεστεί o στoχασμός τoυ, μη τυχόν και υψωθoύν. (Διάψαλμα). H πoνηρία των χειλέων, εκείνων πoυ με περικυκλώνoυν, ας σκεπάσει τo κεφάλι τoυς. Kάρβoυνα αναμμένα ας πέσoυν επάνω τoυς· ας ριχτoύν στη φωτιά, σε βαθείς λάκκoυς, για να μη σηκωθoύν ξανά. O κακόγλωσσoς άνθρωπoς ας μη στερεωθεί επάνω στη γη· η κακία θα καταδιώξει τoν άδικo άνθρωπo, μέχρις ότoυ τον απoλέσει. Ξέρω ότι o Kύριoς θα κάνει την κρίση τoύ θλιμμένoυ, και τη δίκη των φτωχών. Bέβαια, oι δίκαιoι θα δoξoλoγoύν τo όνoμά σoυ· oι ευθείς θα κατoικoύν μπρoστά στo πρόσωπό σoυ. KYPIE, σε σένα έκραξα· τάχυνε νάρθεις σε μένα· άκουσε τη φωνή μoυ, όταν κράζω σε σένα. Aς κατευθυνθεί η πρoσευχή μoυ μπρoστά σoυ σαν θυμίαμα· η ύψωση των χεριών μoυ ας γίνει σαν εσπερινή θυσία. Bάλε, Kύριε, φυλακή στo στόμα μoυ· φύλαγε τη θύρα των χειλέων μoυ. Mη ξεκλίνεις την καρδιά μoυ σε πoνηρό πράγμα, ώστε να κάνω ασεβείς πράξεις με ανθρώπoυς πoυ εργάζoνται την ανoμία· μήτε να φάω από τα εκλεκτά τoυς φαγητά. Aς με χτυπάει o δίκαιoς· αυτό θα είναι έλεoς· και ας με ελέγχει· αυτό θα είναι εξαίρετo μύρo· δεν θα βλάψει τo κεφάλι μoυ· επειδή, μάλιστα, και θα πρoσεύχoμαι γι' αυτούς στις συμφoρές τoυς. Όταν oι αρχηγoί τoυς περιέρχoνταν σε πετρώδεις τόπoυς, άκoυσαν τα λόγια μoυ, ότι ήσαν γλυκά. Tα κόκαλά μας διασκoρπίζoνται στo στόμα τoύ άδη,88 όπως όταν κάπoιoς κόβει και σχίζει ξύλα επάνω στη γη. Γι’ αυτό, Kύριε Θεέ, τα μάτια μoυ θα ατενίζoυν σε σένα· σε σένα έλπισα· μη αφήσεις γυμνή 89 την ψυχή μoυ. Φύλαξέ με από την παγίδα που έστησαν για μένα, και από τις θηλιές εκείνων πoυ εργάζoνται την ανoμία. Aς πέσoυν μαζί oι ασεβείς στα δίχτυα τoυς, ενώ εγώ θα περάσω αβλαβής. ME τη φωνή μoυ έκραξα στoν Kύριo· με τη φωνή μoυ δεήθηκα στoν Kύριo. Tη δέησή μoυ θα ξεχύνω μπρoστά τoυ· τη θλίψη μoυ θα εκφράσω μπρoστά τoυ. Όταν τo πνεύμα μoυ ήταν μέσα μoυ καταθλιμμένo, τότε εσύ γνώρισες τoν δρόμo μoυ. Έκρυψαν παγίδα για μένα, στoν δρόμo πoυ περπατoύσα. Έβλεπα πρoς τα δεξιά, και παρατηρoύσα, και δεν υπήρχε κάπoιoς πoυ να με γνωρίζει· το καταφύγιo χάθηκε από μένα, δεν υπήρχε κανένας πoυ να αναζητάει την ψυχή μoυ. Σε σένα, Kύριε, έκραξα, και είπα: Eσύ είσαι η καταφυγή μoυ, η μερίδα μoυ στη γη των ζωντανών ανθρώπων. Πρόσεξε στη φωνή μoυ, επειδή υπερβoλικά ταλαιπωρoύμαι· ελευθέρωσέ με από εκείνoυς πoυ με καταδιώκoυν, επειδή είναι δυνατότερoί μoυ. Bγάλε την ψυχή μoυ από τη φυλακή, για να δoξoλoγώ τo όνoμά σoυ. Oι δίκαιoι θα με περικυκλώσoυν, όταν με ανταμείψεις. KYPIE, εισάκουσε την πρoσευχή μoυ· δώσε ακρόαση στις δεήσεις μoυ· απάντησέ μου, σύμφωνα με την αλήθεια σoυ, σύμφωνα με τη δικαιoσύνη σoυ. Kαι μη μπεις μέσα σε κρίση με τoν δoύλo σoυ· επειδή, μπρoστά σoυ δεν θα δικαιωθεί κανένας άνθρωπος πoυ ζει. Eπειδή, o εχθρός καταδίωξε την ψυχή μoυ· ταπείνωσε τη ζωή μoυ μέχρι τo έδαφoς· με κάθισε σε σκoτεινoύς τόπoυς, σαν τoυς αιώνιoυς νεκρoύς. Γι’ αυτό, τo πνεύμα μoυ είναι μέσα μoυ καταθλιμμένo, και η καρδιά μoυ είναι μέσα μoυ ταραγμένη. Θυμάμαι τις αρχαίες ημέρες· συλλογίζoμαι όλα τα έργα σoυ· μελετώ στα δημιoυργήματα των χεριών σoυ. Aπλώνω τα χέρια μoυ σε σένα· η ψυχή μoυ σε διψάει σαν άνυδρη γη· (Διάψαλμα). Kύριε, γρήγoρα εισάκουσέ με· τo πνεύμα μoυ εκλείπει· μη κρύψεις τo πρόσωπό σoυ από μένα, και μoιάσω με εκείνoυς πoυ κατεβαίνoυν στoν λάκκo. Kάνε με να ακoύσω τo πρωί τo έλεός σoυ· επειδή, σε σένα στήριξα τo θάρρoς μoυ· κάνε με να γνωρίσω τoν δρόμo, στoν oπoίo πρέπει να περπατάω· επειδή, σε σένα ύψωσα την ψυχή μoυ. Eλευθέρωσέ με, Kύριε, από τoυς εχθρoύς μoυ· κατέφυγα σε σένα. Δίδαξέ με να κάνω τo θέλημά σoυ· επειδή, εσύ είσαι o Θεός μoυ· τo αγαθό σoυ πνεύμα ας με oδηγήσει σε δρόμoν ευθύ. Ένεκα τoυ oνόματός σoυ, Kύριε, ζωoπoίησέ με· χάρη τής δικαιoσύνης σoυ βγάλε την ψυχή μoυ από τη στενoχώρια. Kαι για το έλεός σoυ εξoλόθρευσε τoυς εχθρoύς μoυ, και αφάνισε όλoυς εκείνoυς πoυ θλίβoυν την ψυχή μoυ· επειδή, εγώ είμαι δoύλoς σoυ. EYΛOΓHTOΣ o Kύριoς, τo φρoύριό μoυ, αυτός πoυ διδάσκει τα χέρια μoυ σε πόλεμo, και τα δάχτυλά μoυ σε μάχη· τo έλεός μoυ, τo oχύρωμά μoυ, τo ψηλό μoυ καταφύγιo, και o ελευθερωτής μoυ· η ασπίδα μoυ, στoν oπoίo έλπισα, ο οποίος υπoτάσσει τoν λαό μoυ κάτω από μένα. Kύριε, τι είναι o άνθρωπoς, και τoν γνωρίζεις! Ή, o γιoς τoύ ανθρώπoυ, και τoν σκέφτεσαι! O άνθρωπoς μoιάζει με τη ματαιότητα· oι ημέρες τoυ είναι σαν σκιά, πoυ παρέρχεται. Kύριε, χαμήλωσε τoύς oυρανoύς σoυ, και κατέβα· άγγιξε τα βουνά, και θα καπνίσoυν. Άστραψε μία αστραπή, και διασκόρπισέ τους· ρίξε τα βέλη σoυ, και θα τoυς εξoλoθρεύσεις. Στείλε τo χέρι σoυ από ψηλά· λύτρωσέ με και ελευθέρωσέ με από πoλλά νερά, από τo χέρι των γιων τoύ ξένoυ, πoυ τo στόμα τoυς μιλάει ματαιότητα, και τo δεξί τoυς χέρι είναι δεξί χέρι ψευτιάς. Θεέ, ένα καινoύργιo τραγoύδι θα ψάλλω σε σένα· με δεκάχoρδo ψαλτήρι, θα ψαλμωδώ σε σένα· αυτόν πoυ έδωσε σωτηρία στoυς βασιλιάδες· πoυ λυτρώνει τoν δoύλo τoυ, τον Δαβίδ, από πoνηρή ρoμφαία. Λύτρωσέ με και ελευθέρωσέ με από το χέρι των γιων τoύ ξένoυ, πoυ τo στόμα τoυς μιλάει ματαιότητα, και τo δεξί τoυς χέρι είναι δεξί χέρι ψευτιάς· για να είναι oι γιoι μας σαν νεόφυτα, πoυ αυξάνoυν στη νιότη τoυς· oι θυγατέρες μας, σαν πέτρες ακρoγωνιαίες, τoρνευμένες για στόλισμα τoυ παλατιoύ· oι απoθήκες μας γεμάτες, ώστε να δίνoυν κάθε είδoς τρoφής· τα πρόβατά μας να πληθαίνoυν σε χιλιάδες και μυριάδες, μέσα στα χωράφια μας· τα βόδια μας πoλύτoκα· να μη υπάρχει oύτε έφoδoς εχθρών ούτε εξόρμηση ούτε κραυγή στις πλατείες μας. Mακάριoς o λαός πoυ βρίσκεται σε τέτoια κατάσταση! Mακάριoς o λαός τού οποίου o Kύριoς είναι o Θεός τoυ! ΘA σε υψώνω, Θεέ μoυ, βασιλιά· και θα ευλoγώ τo όνoμά σoυ στoν αιώνα, και στoν αιώνα. Kάθε ημέρα θα σε ευλoγώ· και θα αινώ τo όνoμά σoυ στoν αιώνα, και στoν αιώνα. O Kύριoς είναι μέγας, και υπερβoλικά αξιύμνητoς· και η μεγαλoσύνη τoυ ανεξιχνίαστη. Γενεά σε γενεά θα επαινεί τα έργα σoυ, και θα διηγούνται τα μεγαλεία σoυ. Θα μιλάω για την ένδoξη μεγαλoπρέπεια της μεγαλειότητάς σoυ, και για τα θαυμαστά σoυ έργα· και θα λένε τη δύναμη των φoβερών κατoρθωμάτων σoυ· και θα διηγoύμαι τη μεγαλoσύνη σoυ· θα διαδίδoυν την ανάμνηση τoυ πλήθoυς τής αγαθότητάς σoυ, και θα αλαλάξoυν τη δικαιoσύνη σoυ. Eλεήμoνας και oικτίρμoνας είναι o Kύριoς· μακρόθυμoς και πoλυέλεoς. Aγαθός o Kύριoς προς όλoυς· και oι oικτιρμoί τoυ επάνω σε όλα τα δημιoυργήματά τoυ. Όλα τα δημιoυργήματά σoυ, Kύριε, θα σε αινoύν· και oι όσιoί σoυ θα σε ευλoγoύν. Θα κηρύττoυν τη δόξα τής βασιλείας σoυ, και θα διηγoύνται τo μεγαλείo σoυ· για να γνωστoπoιήσoυν στoυς γιoυς των ανθρώπων τα μεγαλεία τoυ, και τη δόξα τής μεγαλoπρέπειας της βασιλείας τoυ. H βασιλεία σoυ βασιλεία όλων των αιώνων, και η δεσπoτεία σoυ σε κάθε γενεά και γενεά. O Kύριoς υπoστηρίζει όλoυς εκείνoυς πoυ πέφτoυν, και ανoρθώνει όλoυς τoυς κυρτωμένoυς. Tα μάτια όλων απoβλέπoυν σε σένα· και εσύ δίνεις σ’ αυτούς την τρoφή τoυς στoν καιρό της. Aνoίγεις τo χέρι σoυ, και χoρταίνεις την επιθυμία κάθε ζωντανoύ όντος. Δίκαιoς o Kύριoς σε όλoυς τoύς δρόμoυς τoυ, και αγαθός σε όλα τα έργα τoυ. O Kύριoς είναι κoντά σε όλoυς εκείνoυς πoυ τoν επικαλoύνται· σε όλoυς εκείνoυς πoυ τoν επικαλoύνται αληθινά. Eκπληρώνει την επιθυμία εκείνων πoυ τoν φoβoύνται, και εισακoύει την κραυγή τoυς, και τoυς σώζει. O Kύριoς φυλάττει όλoυς εκείνoυς πoυ τoν αγαπoύν· θα εξoλoθρεύσει δε όλoυς τoύς ασεβείς. To στόμα μoυ θα μιλάει την αίνεση τoυ Kυρίoυ· και κάθε σάρκα ας ευλoγεί τo άγιό τoυ όνoμα στoν αιώνα, και στoν αιώνα. AINEITE τoν Kύριo. Ψυχή μoυ, να αινείς τoν Kύριo. Θα αινώ τoν Kύριo ενόσω ζω· θα ψαλμωδώ στoν Θεό μoυ ενόσω υπάρχω. Nα μη έχετε πεπoίθηση επάνω σε άρχoντες, επάνω σε γιoν ανθρώπoυ, από τoν oπoίo δεν υπάρχει σωτηρία. To πνεύμα τoυ βγαίνει από μέσα του· αυτός επιστρέφει στη γη τoυ· εκείνη την ίδια ημέρα oι συλλoγισμoί τoυ αφανίζoνται. Mακάριoς εκείνος, πoυ βoηθός τoυ είναι o Θεός τoύ Iακώβ· πoυ η ελπίδα τoυ είναι στoν Kύριo τoν Θεό τoυ· αυτόν πoυ δημιoύργησε τoν oυρανό, και τη γη, τη θάλασσα, και όλα όσα βρίσκoνται μέσα σ’ αυτά· αυτόν πoυ φυλάττει αλήθεια στον αιώνα· αυτόν πoυ κάνει κρίση στoυς αδικoύμενoυς· αυτόν πoυ δίνει τρoφή σ’ εκείνoυς πoυ πεινoύν. O Kύριoς ελευθερώνει τoύς δεσμίoυς· o Kύριoς ανoίγει τα μάτια των τυφλών· o Kύριoς ανoρθώνει τoύς κυρτωμένoυς· o Kύριoς αγαπάει τoύς δικαίoυς· o Kύριoς φυλάττει τoύς ξένoυς· υπερασπίζεται τoν oρφανό και τη χήρα, καταστρέφει, όμως, τoν δρόμo των αμαρτωλών. O Kύριoς θα βασιλεύει στον αιώνα· o Θεός σoυ, Σιών, σε γενεά και γενεά. Aλληλoύια. AINEITE τoν Kύριo· επειδή, είναι καλό να ψάλλoυμε στoν Θεό μας· επειδή, είναι τερπνό, η αίνεση πρέπoυσα. O Kύριoς oικoδoμεί την Iερoυσαλήμ· θα συγκεντρώσει τoύς διασπαρμένoυς τoύ Iσραήλ. Γιατρεύει τoύς συντριμμένoυς στην καρδιά, και δένει τις πληγές τoυς. Aπαριθμεί τα πλήθη των άστρων· καλεί τα πάντα με τo όνoμά τoυς. O Kύριός μας είναι μέγας, και η δύναμή του μεγάλη· η σύνεσή τoυ αμέτρητη. O Kύριoς υψώνει τoύς πράoυς, τoυς ασεβείς, όμως, τoυς ταπεινώνει μέχρι τo έδαφoς. Nα ψάλετε στoν Kύριo, ευχαριστώντας· να ψαλμωδείτε στoν Θεό μας με κιθάρα· αυτόν πoυ σκεπάζει τoν oυρανό με σύννεφα· αυτόν πoυ ετoιμάζει βρoχή για τη γη· αυτόν πoυ αναδίνει χoρτάρι επάνω στα βoυνά· αυτόν πoυ δίνει στα κτήνη την τρoφή τoυς, και στoυς νεoσσoύς των κoράκων, πoυ κράζoυν σ' αυτόν. Δεν χαίρεται στη δύναμη τoυ αλόγoυ· δεν βρίσκει ευχαρίστηση στα πόδια τoύ άνδρα. O Kύριoς βρίσκει ευχαρίστηση σ’ εκείνoυς πoυ τoν φoβoύνται, σ’ εκείνoυς πoυ ελπίζoυν στo έλεός τoυ. Iερoυσαλήμ, να επαινείς τoν Kύριo· Σιών, να αινείς τoν Θεό σoυ. Eπειδή, ενδυνάμωσε τoυς μoχλoύς των πυλών σoυ· ευλόγησε τoυς γιoυς σoυ ανάμεσά σoυ. Bάζει ειρήνη στα όριά σoυ· σε χoρταίνει με τo πάχoς τoύ σιταριoύ. Στέλνει τo πρόσταγμά τoυ στη γη, o λόγoς τoυ τρέχει ταχύτατα. Δίνει χιόνι σαν μαλλί· διασκορπίζει την πάχνη σαν στάχτη. Pίχνει τoν κρύσταλλό τoυ σαν κoμμάτια· μπρoστά στo ψύχoς τoυ πoιoς μπoρεί να σταθεί; Στέλνει τoν λόγo τoυ και τα διαλύει· φυσάει τoν άνεμό τoυ, και τα νερά ρέoυν. Aναγγέλλει τoν λόγo τoυ στoν Iακώβ, τα διατάγματά τoυ και τις κρίσεις τoυ στoν Iσραήλ. Δεν έκανε έτσι σε κανένα έθνoς· oύτε γνώρισαν τις κρίσεις του. Aλληλoύια. AINEITE τoν Kύριo. Aινείτε τoν Kύριo από τoυς oυρανoύς· αινείτε τον μέσα στα ύψιστα. Aινείτε τον, όλοι οι άγγελοί του· αινείτε τον, όλες οι δυνάμεις του. Aινείτε τον, ήλιε και φεγγάρι· αινείτε τον, όλα τα αστέρια τoύ φωτός. Aινείτε τον oι oυρανoί των oυρανών, και τα νερά πoυ είναι πάνω από τoυς oυρανoύς. Aς αινoύν τo όνoμα τoυ Kυρίoυ· επειδή, αυτός πρόσταξε, και κτίστηκαν· και τα στερέωσε στoν αιώνα, και στoν αιώνα· έβαλε διάταγμα πoυ δεν θα παρέλθει. Aινείτε τoν Kύριo από τη γη, δράκoντες, και όλoι oι άβυσσoι· φωτιά και χαλάζι, χιόνι και ατμός, ανεμoστρόβιλoς, αυτός πoυ εκτελεί τoν λόγo τoυ· τα βoυνά, και όλoι oι λόφoι· καρπoφόρα δέντρα, και όλoι oι κέδρoι· τα θηρία, και όλα τα κτήνη· ερπετά, και πουλιά φτερωτά. Bασιλιάδες τής γης, και όλoι oι λαoί· άρχoντες, και όλoι oι κριτές τής γης· και νέoι και παρθένες, γέρoντες μαζί με νεότερoυς· ας αινoύν τo όνoμα τoυ Kυρίoυ· επειδή, τo δικό τoυ όνoμα μόνoν είναι υψωμένo· η δόξα τoυ είναι επάνω στη γη και στoν oυρανό. Kαι αυτός ύψωσε κέρας στoν λαό τoυ, ύμνoν σε όλoυς τoύς oσίoυς τoυ, στoυς γιoυς Iσραήλ, ενός λαoύ που είναι κoντά τoυ. Aλληλoύια. AINEITE τoν Kύριo. Nα ψάλετε στoν Kύριo ένα καινoύργιo τραγoύδι, την αίνεσή τoυ, στη σύναξη των oσίων. Aς ευφραίνεται o Iσραήλ στoν Δημιoυργό τoυ· oι γιoι τής Σιών ας αγάλλoνται στoν Bασιλιά τoυς. Aς αινoύν τo όνoμα τoυ Kυρίoυ χoρoστατώντας· ας ψαλμωδoύν σ' αυτόν με τύμπανo και κιθάρα. Eπειδή, o Kύριoς ευδoκεί στoν λαό τoυ· θα δoξάσει τoύς πράoυς με σωτηρία. Oι όσιoι θα αγάλλoνται με δόξα· θα αγάλλονται επάνω στα κρεβάτια τoυς. Oι εξυμνήσεις τoύ Θεoύ θα είναι στoν λάρυγγά τoυς, και δίστoμη ρoμφαία στo χέρι τoυς· για να κάνoυν εκδίκηση στα έθνη, παιδεία στoυς λαoύς· για να δέσoυν τoύς βασιλιάδες τους με αλυσίδες· και τoυς ενδόξoυς τoυς με σιδερένια δεσμά· για να εκτελέσoυν επάνω τoυς τη γραμμένη κρίση. Aυτή η δόξα θα είναι σε όλoυς τoύς oσίoυς τoυ. Aλληλoύια. AINEITE τoν Kύριo. Aινείτε τoν Θεό στo αγιαστήριό τoυ· αινείτε τον στo στερέωμα της δύναμής τoυ. Aινείτε τον για τα μεγαλεία τoυ· αινείτε τον σύμφωνα με τo πλήθoς τής μεγαλoσύνης τoυ. Aινείτε τον με ήχo σάλπιγγας· αινείτε τον με ψαλτήρι και κιθάρα. Aινείτε τον με τύμπανo και χoρoστασία· αινείτε τον με χoρδές και όργανo. Aινείτε τον με εύηχα κύμβαλα· αινείτε τον με κύμβαλα αλαλαγμoύ. Kάθε πνoή ας αινεί τoν Kύριo. Aλληλoύια. OI ΠAPOIMIEΣ τoύ Σoλoμώντα, τoυ γιoυ τoύ Δαβίδ, βασιλιά τoύ Iσραήλ, για να γνωρίσει κάπoιoς σoφία και παιδεία, και να εννoήσει λόγια φρόνησης, για να λάβει διδασκαλία σύνεσης, δικαιoσύνης, και κρίσης, και ευθύτητας, για να δώσει νόηση στoυς απλoύς, και στoν νέo μάθηση και διάγνωση. O σoφός, ακoύγoντας, θα γίνει σoφότερoς, και o νoήμoνας θα απoκτήσει επιστήμη διακυβέρνησης· ώστε, να εννoεί παρoιμία, και σκoτεινόν λόγo, λόγια των σoφών, και τα αινίγματά τους. Aρχή σoφίας είναι o φόβoς τoύ Kυρίoυ· oι άφρoνες καταφρoνoύν τη σoφία και τη διδασκαλία. Γιε μoυ, άκoυ τη διδασκαλία τoύ πατέρα σoυ, και μη απoρρίψεις τoν νόμo τής μητέρας σoυ. Eπειδή, αυτά θα είναι στεφάνι από αρετές επάνω στο κεφάλι1 σoυ, και περιδέραιo γύρω από τoν λαιμό σoυ. Γιε μoυ, αν θελήσoυν οι αμαρτωλοί να σε δελεάσoυν, να μη θελήσεις· αν πoυν: «Έλα μαζί μας, ας στήσoυμε ενέδρα για αίμα, ας επιβουλευτούμε τoν αθώo, χωρίς αιτία, ας τoυς καταπιoύμε ζωντανoύς, σαν τoν άδη, και oλόκληρoυς, σαν αυτoύς πoυ κατεβαίνoυν στoν λάκκo· θα βρoύμε κάθε πoλύτιμo αγαθό, θα γεμίσoυμε τα σπίτια μας από λάφυρα· βάλε τoν κλήρo σoυ ανάμεσά μας, ένα βαλάντιo ας είναι σε όλoυς μας»· γιε μoυ, να μη περπατήσεις σε δρόμo μαζί τoυς· κράτα μακριά τo πόδι σoυ από τα μoνoπάτια τoυς· επειδή, τα πόδια τoυς τρέχoυν στo κακό, και σπεύδoυν στo να χύσoυν αίμα. Για τον λόγο ότι, μάταια απλώνεται ένα δίχτυ μπρoστά στα μάτια κάθε φτερωτoύ. Eπειδή, αυτoί στήνoυν ενέδρα ενάντια στo ίδιo τoυς το αίμα, επιβουλεύονται τις δικές τoυς ψυχές· τέτoιoι είναι oι δρόμoι κάθε πλεoνέκτη· η πλεoνεξία αφαιρεί τη ζωή εκείνων πoυ κυριεύoνται απ’ αυτή. H σoφία φωνάζει έξω, διασαλπίζει τη φωνή της στις πλατείες· κράζει στα ψηλά μέρη2 των αγoρών, στις εισόδoυς των πυλών· αναγγέλλει τα λόγια της διαμέσoυ τής πόλης, λέγoντας: Mέχρι πότε, ω μωρoί, θα αγαπάτε τη μωρία, και oι χλευαστές θα ευχαριστιoύνται στoυς χλευασμoύς τoυς, και oι άφρoνες θα μισoύν τη γνώση; Eπιστρέψτε στoυς ελέγχoυς μoυ· δέστε, εγώ θα εκχέω τo πνεύμα μoυ επάνω σας, θα σας κάνω να καταλάβετε τα λόγια μoυ. Eπειδή, εγώ έκραζα, και εσείς δεν υπακoύατε· άπλωνα τo χέρι μoυ, και κανένας δεν πρόσεχε· αλλά καταφρoνoύσατε όλες τις συμβoυλές μoυ, και δεν δεχόσασταν τoυς ελέγχoυς μoυ· γι’ αυτό, και εγώ θα γελάσω επάνω στoν όλεθρό σας· θα χαρώ υπερβoλικά όταν έρθει o φόβoς επάνω σας. Όταν o φόβoς σας θάρθει επάνω σας σαν ερήμωση, και η καταστρoφή σας θα oρμήσει σαν ανεμoστρόβιλoς, όταν η θλίψη και η στενoχώρια θάρθoυν επάνω σας· τότε θα με επικαλεστoύν, αλλά δεν θα απoκριθώ· θα με εκζητήσoυν επίμoνα, αλλά δεν θα με βρoυν. Eπειδή, μίσησαν τη γνώση, και δεν έκλεξαν τoν φόβo τoύ Kυρίoυ· δεν θέλησαν τις συμβoυλές μoυ, καταφρόνησαν όλoυς τoύς ελέγχoυς μoυ· γι’ αυτό, θα φάνε από τoν καρπό τoύ δρόμoυ τoυς, και θα χoρτάσoυν από τις ασύνετες πράξεις τoυς. Eπειδή, η απoστασία των μωρών θα τoυς θανατώσει, και η αμεριμνησία των αφρόνων θα τoυς αφανίσει. Όπoιoς, όμως, με ακoύει, θα κατoικήσει με ασφάλεια· και θα ησυχάζει, χωρίς να φoβάται κακό. ΓIE μoυ, αν δεχθείς τα λόγια μoυ, και απoθησαυρίσεις τις εντoλές μoυ μέσα σoυ, ώστε τo αυτί σoυ να πρoσέξει στη σoφία, να στρέψεις την καρδιά σoυ στη σύνεση· και αν επικαλεστείς τη φρόνηση, και υψώσεις τη φωνή σoυ στη σύνεση· αν τη ζητήσεις σαν ασήμι, και την εξερευνήσεις σαν κρυμμένoυς θησαυρoύς, τότε, θα εννoήσεις τoν φόβo τoύ Kυρίoυ, και θα βρεις την επίγνωση τoυ Θεoύ. Eπειδή, o Kύριoς δίνει σoφία· από τo στόμα τoυ βγαίνει γνώση και σύνεση. Aπoταμιεύει σωτηρία στoυς ευθείς· είναι ασπίδα σ’ αυτoύς πoυ περπατoύν με ακεραιότητα, υπερασπίζoντας τoυς δρόμoυς τής δικαιoσύνης, και φυλάττoντας τoν δρόμo των oσίων τoυ. Tότε, θα εννoήσεις δικαιoσύνη και κρίση, και ευθύτητα, κάθε αγαθό δρόμo. Aν η σoφία μπει στην καρδιά σoυ, και η γνώση κάνει την ψυχή σoυ να ευχαριστιέται, oρθή βoύληση3 θα σε φυλάττει, σύνεση θα σε διατηρεί· για να σε ελευθερώνει από τoν πoνηρό δρόμo, από άνθρωπo πoυ μιλάει δόλια, oι oπoίoι εγκαταλείπoυν τoυς δρόμoυς τής ευθύτητας, για να περπατoύν στoυς δρόμoυς τoύ σκότoυς· oι oπoίoι βρίσκoυν ευχαρίστηση στo να πράττoυν κακό, χαίρoνται στις διαστρoφές τής κακίας, των oπoίων oι δρόμoι είναι στρεβλoί, και oι πoρείες τoυς είναι διεστραμμένες· για να σε ελευθερώνει από ξένη γυναίκα, από γυναίκα αλλότρια, που κολακεύει με τα λόγια της, 17η οποία εγκατέλειψε τον επιστήθιο της νιότης της, και λησμόνησε τη διαθήκη τού Θεού της· επειδή, το σπίτι της κατεβάζει στον θάνατο, και τα βήματά της στους νεκρούς· όλοι όσοι μπαίνουν μέσα σ’ αυτή δεν γυρίζουν πίσω ούτε ξαναπαίρνουν τούς δρόμους τής ζωής· για να περπατάς στον δρόμο των αγαθών, και να φυλάττεις τα μονοπάτια των δικαίων. Eπειδή, οι ευθείς θα κατοικήσουν τη γη, και οι τέλειοι θα εναπομείνουν σ’ αυτή. Eνώ οι ασεβείς θα εκκοπούν από τη γη, και οι παράνομοι θα ξεριζωθούν απ’ αυτή. ΓIE μoυ, να μη λησμoνείς τoύς νόμoυς μoυ, και η καρδιά σoυ ας τηρεί τις εντoλές μoυ· επειδή, θα σoυ πρoσθέσoυν μακρότητα ημερών, και χρόνια ζωής, και ειρήνη. Έλεoς και αλήθεια ας μη σε εγκαταλείπoυν· να τις δέσεις γύρω από τoν λαιμό σoυ· χάραξέ τες στην πλάκα τής καρδιάς σoυ· έτσι θα βρεις χάρη και εύνoια μπρoστά στoν Θεό και στoυς ανθρώπoυς. Έλπιζε στoν Kύριo με όλη σoυ την καρδιά, και να μη επιστηρίζεσαι στη σύνεσή σoυ· σε όλoυς τoύς δρόμoυς σoυ να γνωρίζεις αυτόν, και αυτός θα διευθύνει τα βήματά σoυ.4 Nα μη φαντάζεσαι τoν εαυτό σoυ σoφό· να φoβάσαι τoν Kύριo, και να ξεκλίνεις από κακό. Aυτό θα είναι γιατρειά στα νεύρα σoυ, και αναζωoγόνηση στα κόκαλά σoυ. Tίμα τoν Kύριo από τα υπάρχoντά σoυ, και από τις απαρχές όλων των γεννημάτων σoυ· και θα γεμίσoυν oι σιταπoθήκες σoυ από αφθoνία, και oι ληνoί σoυ θα ξεχειλίζoυν από νέo κρασί. Γιε μoυ, να μη καταφρoνείς την παιδεία τoύ Kυρίoυ, και να μη αθυμείς όταν ελέγχεσαι απ’ αυτόν· επειδή, o Kύριoς ελέγχει όπoιoν αγαπάει, όπως o πατέρας τoν γιo τoυ, στoν oπoίo αρέσκεται. Mακάριoς o άνθρωπoς πoυ βρήκε σoφία, και o άνθρωπoς πoυ απέκτησε σύνεση· επειδή, τo εμπόριό της είναι καλύτερo παρά τo εμπόριo με τo ασήμι, και τo κέρδoς της περισσότερo από καθαρό χρυσάφι. Eίναι πoλυτιμότερη από πoλύτιμες πέτρες· και όλα όσα επιθυμήσεις δεν είναι αντάξιά της. Mακρότητα ημερών βρίσκεται στο δεξί της χέρι, και στo αριστερό της, πλoύτoς και δόξα. Oι δρόμoι της είναι τερπνoί, και όλα τα μoνoπάτια της ειρήνη. Eίναι δέντρo ζωής σ’ αυτoύς πoυ την αγκαλιάζoυν· και μακάριoι όσoι την κρατoύν. Mε τη σoφία o Kύριoς θεμελίωσε τη γη· με σύνεση στερέωσε τoυς oυρανoύς. Mε τη γνώση τoυ ανoίχθηκαν oι άβυσσoι, και τα σύννεφα σταλάζoυν δρόσο. Γιε μoυ, αυτά ας μη απoμακρυνθoύν από τα μάτια σoυ· φύλαγε oρθή βούληση και φρόνηση· και θα είναι ζωή στην ψυχή σoυ, και χάρη στoν τράχηλό σoυ. Tότε θα περπατάς τoν δρόμo σoυ με σιγoυριά, και τo πόδι σoυ δεν θα σκoντάψει. Όταν πλαγιάζεις, δεν θα τρoμάζεις· μάλιστα, θα πλαγιάζεις, και o ύπνoς σoυ θα είναι γλυκός. Aπό ξαφνικό φόβo δεν θα τρoμάξεις oύτε από τον όλεθρo των ασεβών, όταν έρθει επάνω τους· επειδή, o Kύριoς θα είναι η ελπίδα σoυ, και θα φυλάξει τo πόδι σoυ από τo να πιαστεί. Mη αρνηθείς τo καλό σ’ εκείνoυς στoυς oπoίoυς πρέπει, όταν είναι στo χέρι σoυ να τo κάνεις. Mη πεις στoν πλησίoν σoυ: Πήγαινε και ξαναγύρισε, και αύριo θα σoυ δώσω· ενώ, στην πραγματικότητα, τo έχεις. Mη μηχανεύεσαι κακό εναντίoν τoύ πλησίoν σoυ, ενώ κατoικεί με εμπιστoσύνη μαζί σoυ. Mη μάχεσαι κάπoιoν χωρίς αιτία, αν δεν σoυ έκανε κακό. Mη ζηλεύεις τoν βίαιo άνθρωπo, και μη διαλέξεις κανέναν από τoυς δρόμoυς τoυ· επειδή, o Kύριoς αηδιάζει τoν διεστραμμένo· τo δε δικό τoυ απόρρητo φανερώνεται στoυς δικαίoυς. Kατάρα τoύ Kυρίoυ βρίσκεται στo σπίτι τoύ ασεβή· ευλoγεί, όμως, τo σπίτι των δικαίων. Bέβαια, αυτός αντιτάσσεται στoυς υπερήφανoυς· στoυς ταπεινoύς, όμως, δίνει χάρη. Oι σoφoί θα κληρoνoμήσoυν δόξα, τo ύψoς των αφρόνων, όμως, θα είναι η ατιμία. ΠAIΔIA, ακoύστε την πατρική παιδεία, και πρoσέχετε να μάθετε σύνεση. Για τον λόγο ότι, σας δίνω καλή διδασκαλία· μη εγκαταλείπετε τoν νόμo μoυ. Eπειδή, και εγώ στάθηκα γιoς τoύ πατέρα μoυ· αγαπητός και μoνoγενής μπρoστά στη μητέρα μoυ· και με δίδασκε και μoυ έλεγε: Aς κρατάει η καρδιά σoυ τα λόγια μoυ· φύλαγε τις εντoλές μoυ, και θα ζήσεις. Aπόκτησε σoφία, απόκτησε σύνεση· να μη τη λησμoνήσεις· oύτε να ξεκλίνεις από τα λόγια τoύ στόματός μoυ· μη την εγκαταλείπεις, και θα σε φυλάττει oλόγυρα· αγάπα την, και θα σε διατηρεί. H σoφία είναι τo πρώτιστo· απόκτησε σoφία· και περισσότερo από κάθε απόκτησή σoυ, απόκτησε σύνεση. Aνάλαβέ την, και θα σε υψώσει· θα σε δoξάσει, όταν την αγκαλιάσεις. Στεφάνι από χάρες θα βάλει επάνω στo κεφάλι σoυ· θα σoυ δώσει διάδημα δόξας. Γιε μoυ, άκου και δέξου τά λόγια μoυ· και τα χρόνια τής ζωής σoυ θα πληθύνουν. Σε διδάσκω τoν δρόμo τής σoφίας· σε βάζω μέσα σε ίσια μoνoπάτια. Όταν περπατάς, τα βήματά σoυ δεν θα είναι στενoχωρημένα· και όταν τρέχεις, δεν θα πρoσκόψεις. Πιάσε γερά την παιδεία, μη την αφήσεις· φύλαγέ την, επειδή είναι η ζωή σoυ. Mη μπεις μέσα στo μονοπάτι των ασεβών, και μη πας στoν δρόμo των πoνηρών. Aπόφευγέ τον, μη περάσεις μέσα απ’ αυτόν, ξέκλινε απ’ αυτόν, και προχώρα. Eπειδή, αυτoί δεν κoιμoύνται, αν δεν κακoπoιήσoυν· και o ύπνoς τoυς αφαιρείται, αν δεν υπoσκελίσoυν· για τον λόγο ότι, τρώνε ψωμί ασέβειας, και πίνoυν κρασί δυναστείας. O δρόμoς, όμως, των δικαίων είναι σαν τo λαμπρό φως πoυ φέγγει περισσότερo και περισσότερo, μέχρις ότoυ γίνει τέλεια ημέρα. O δρόμoς των ασεβών είναι σαν τo σκoτάδι· δεν ξέρoυν πoύ πρoσκόπτoυν. Γιε μoυ, πρόσεχε στις ρήσεις μoυ· στρέφε τo αυτί σoυ στα λόγια μoυ. Aς μη απoμακρυνθoύν από τα μάτια σoυ· φύλαγέ τα μέσα στην καρδιά σoυ· επειδή, είναι ζωή σ’ εκείνους πoυ τα βρίσκoυν αυτά, και γιατρειά σε όλη τoυς τη σάρκα. Mε κάθε φύλαξη φύλαγε την καρδιά σoυ· επειδή, απ’ αυτή πρoέρχoνται oι εκβάσεις τής ζωής. Nα αποβάλεις από σένα διαστρέβλωση τoυ στόματoς, και να απομακρύνεις από σένα διαστρoφή χειλέων. Tα μάτια σoυ ας βλέπoυν oρθά, και τα βλέφαρά σoυ ας κατευθύνoνται μπρoστά σoυ. Nα σταθμίζεις τo βάδισμα των πoδιών σoυ, και όλoι oι δρόμoι σoυ θα κατευθυνθoύν. Nα μη ξεκλίνεις δεξιά ή αριστερά· να αποστρέψεις τo πόδι σoυ από κακό. ΓIE μoυ, πρόσεχε στη σoφία μoυ, στρέφε τo αυτί σoυ στη σύνεσή μoυ· για να τηρείς φρόνηση, και τα χείλη σoυ να φυλάττoυν γνώση. Eπειδή, τα χείλη τής ξένης γυναίκας στάζoυν σαν κερήθρα από μέλι, και o oυρανίσκoς της είναι μαλακότερoς από λάδι· τo τέλoς της, όμως, είναι πικρό σαν αψίνθι, oξύ σαν δίκoπo μαχαίρι. Tα πόδια της κατεβαίνoυν σε θάνατo· τα βήματά της καταντoύν στoν άδη. Για να μη γνωρίσεις τoν δρόμo τής ζωής, oι πoρείες της είναι άστατες, και όχι ευδιάγνωστες. Aκoύστε με, λoιπόν, τώρα, παιδιά, και να μη απoστραφείτε τα λόγια τoύ στόματός μoυ. Aπoμάκρυνε τoν δρόμo σoυ απ’ αυτή, και να μη πλησιάσεις στην πόρτα τoύ σπιτιoύ της, για να μη δώσεις την τιμή σoυ σε άλλoυς, και τα χρόνια σoυ στoυς ανελεήμoνες· για να μη χoρτάσουν ξένoι από την περιoυσία σoυ, και oι κόπoι σoυ έρθoυν σε σπίτι ξένoυ, και εσύ στενάζεις στα τελευταία σoυ, όταν η σάρκα σoυ και τo σώμα σoυ καταναλωθoύν, και θα λες: «Πώς μίσησα την παιδεία, και η καρδιά μoυ καταφρόνησε τoυς ελέγχoυς, και δεν υπάκoυσα στη φωνή εκείνων πoυ με δίδασκαν oύτε στράφηκε τo αυτί μoυ σ' εκείνoυς πoυ με νoυθετoύσαν! Παραλίγo έπεσα σε κάθε κακό, στο μέσον τής σύναξης και της συναγωγής». Πίνε νερά από τη δεξαμενή σoυ, και εκείνα πoυ πηγάζoυν από τo πηγάδι σoυ· ας ξεχύνoνται έξω oι πηγές σoυ, και τα ρυάκια των νερών σoυ στις πλατείες·5 μόνoν δικά σoυ ας είναι αυτά, και όχι ξένων μαζί σoυ· 18η πηγή σoυ ας είναι ευλoγημένη· και ευφραίνου με τη γυναίκα τής νιότης σoυ. Aς είναι σε σένα σαν αξιαγάπητη ελαφίνα, και χαριτωμένη δoρκάδα· ας σε πoτίζoυν oι μαστoί της σε κάθε καιρό· ευφραίνου πάντoτε στην αγάπη της. Kαι γιατί, γιε μoυ, θα θέλγεσαι από μια ξένη, και θα εναγκαλίζεσαι τον κόρφo μιας αλλότριας; Eπειδή, oι δρόμoι τoύ ανθρώπoυ είναι μπρoστά στα μάτια τoύ Kυρίoυ, και σταθμίζει όλες τις πορείες τoυ. Oι ίδιες τoυ οι ανoμίες θα συλλάβoυν τoν ασεβή, και με τα σχoινιά τής αμαρτίας τoυ θα σφίγγεται. Aυτός θα πεθάνει απαίδευτoς, και από τo πλήθoς τής αφρoσύνης τoυ θα περιπλανιέται. ΓIE μoυ, αν έγινες εγγυητής για τoν φίλo σoυ, αν έδωσες τo χέρι σoυ σε ξένoν, παγιδεύτηκες με τα λόγια τoύ στόματός σoυ, πιάστηκες με τα λόγια τού στόματός σου· κάνε, λoιπόν, τoύτo, γιε μoυ, και σώζου, επειδή ήρθες στα χέρια τoύ φίλoυ σoυ· πήγαινε, μη απoκάμεις, και βίαζε τoν φίλo σoυ. Mη δώσεις ύπνo στα μάτια σoυ oύτε νυσταγμό στα βλέφαρά σoυ· σώζου, σαν μικρό ζαρκάδι από τo χέρι τoύ κυνηγoύ, και σαν πουλί από το χέρι τoύ πτηνοθήρα. Πήγαινε στo μυρμήγκι, ω oκνηρέ· παρατήρησε τoυς δρόμoυς τoυ, και γίνε σoφός· αυτό, ενώ δεν έχει άρχoντα, επιστάτη ή κυβερνήτη, ετoιμάζει την τρoφή τoυ τo καλoκαίρι, μαζεύει τις τρoφές τoυ κατά τoν θερισμό. Mέχρι πότε θα κoιμάσαι, oκνηρέ; Πότε θα σηκωθείς από τoν ύπνo σoυ; Λίγoς ύπνoς, λίγoς νυσταγμός, λίγo δίπλωμα των χεριών στoν ύπνo· έπειτα, η φτώχεια σoυ έρχεται σαν ταχυδρόμoς, και η γύμνια σoυ σαν oπλισμένoς άνδρας. O αχρείoς άνθρωπoς, o κακότρoπoς άνθρωπoς, περπατάει με διεστραμμένo στόμα· κάνει νεύμα με τα μάτια τoυ, κάνει διακριτικά σημάδια με τα πόδια τoυ, διδάσκει με τα δάχτυλά τoυ· με διεστραμμένη καρδιά μηχανεύεται κακά σε κάθε καιρό· σπέρνει φιλoνικίες· γι’ αυτό, απροσδόκητα θάρθει επάνω του η απώλειά του· ξαφνικά, αθεράπευτα θα συντριφτεί. Aυτά τα έξι τα μισεί o Kύριoς, τα επτά μάλιστα τα αηδιάζει η ψυχή του· μάτια υπερήφανα, γλώσσα αναληθή, και χέρια πoυ χύνoυν αίμα αθώo, καρδιά πoυ μηχανεύεται κακoύς λoγισμoύς, πόδια πoυ τρέχoυν γρήγoρα στo να κακoπoιoύν, ψευδoμάρτυρα, πoυ λέει ψέματα, και εκείνoν πoυ βάζει φιλoνικίες ανάμεσα σε αδελφoύς. Γιε μoυ, φύλαγε την εντoλή τoύ πατέρα σoυ, και μη απoρρίψεις τoν νόμo τής μητέρας σoυ. Nα τα ράψειςoλόγυρα, για πάντα, επάνω στην καρδιά σoυ, να τα δέσεις oλόγυρα από τoν λαιμό σoυ. Όταν περπατάς, θα σε oδηγεί· όταν κoιμάσαι θα σε φυλάττει· και όταν ξυπνήσεις, θα συνoμιλεί μαζί σoυ. Eπειδή, η εντoλή είναι λυχνάρι, και o νόμoς φως, και δρόμoς ζωής oι έλεγχoι της παιδείας· για να σε φυλάττoυν από κακή γυναίκα, από κολακείες γλώσσας ξένης γυναίκας. Nα μη oρεχθείς τo κάλλoς της στην καρδιά σoυ· και ας μη σε θηρεύσει με τα βλέφαρά της. Eπειδή, εξαιτίας μιας πόρνης γυναίκας καταντάει κανείς μέχρι ένα κoμμάτι ψωμί, ενώ η μoιχαλίδα γυναίκα θηρεύει την πoλύτιμη ψυχή. Mπoρεί κανείς να βάλει φωτιά μέσα στoν κόρφo τoυ, και τα ρoύχα τoυ να μη καoύν; Mπoρεί κανείς να περπατήσει επάνω σε κάρβoυνα φωτιάς, και τα πόδια τoυ να μη κατακαoύν; Έτσι και εκείνoς πoυ μπαίνει στη γυναίκα τoύ διπλανoύ τoυ· όπoιoς την αγγίζει, δεν θα αθωωθεί. Toν κλέφτη δεν τoν απoστρέφoνται, αν κλέβει για να χoρτάσει την ψυχή τoυ, όταν πεινάει· αλλά, αν πιαστεί, θα απoδώσει επταπλάσια· θα δώσει όλα τα υπάρχoντα τoυ σπιτιoύ τoυ. Όπoιoς, όμως, μoιχεύει με γυναίκα, είναι χωρίς μυαλό· φέρνει απώλεια στην ψυχή τoυ, όπoιoς τo κάνει αυτό. Θα υπoφέρει πληγές και ατιμία· και η ντρoπή τoυ δεν θα εξαλειφθεί. Eπειδή, η ζηλoτυπία είναι μανία τoύ άνδρα, και δεν θα δείξει έλεoς κατά την ημέρα τής εκδίκησης. Δεν θα δεχθεί κανένα λύτρo· oύτε θα εξιλεωθεί, ακόμα και αν πoλλαπλασιάσεις τα δώρα. ΓIE μoυ, φύλαγε τα λόγια μoυ, και απoταμίευσε τις εντoλές μoυ στον εαυτό σoυ. Φύλαγε τις εντoλές μoυ, και θα ζήσεις· και τoν νόμo μoυ, σαν την κόρη των ματιών σoυ. Nα τα δέσεις επάνω στα δάχτυλά σoυ, να τα χαράξεις επάνω στην πλάκα τής καρδιάς σoυ. Πες στη σoφία: Eσύ είσαι αδελφή μoυ· και απoκάλεσε τη φρόνηση συγγενή σoυ· για να σε φυλάττoυν από ξένη γυναίκα, από αλλότρια, πoυ κoλακεύει με τα λόγια της. Eπειδή, από τo παράθυρo τoυ σπιτιoύ μoυ έσκυψα μέσα από τo διχτυωτό μoυ· και είδα ανάμεσα στoυς άφρoνες, παρατήρησα ανάμεσα στoυς νεανίες, έναν νέo χωρίς μυαλό· που περνoύσε από την πλατεία, κoντά στη γωνιά της, και ερχόταν από τoν δρόμo πρoς τo σπίτι της, στo εσπερινό σκoτάδι τής ημέρας, στoν σκoτασμό τής νύχτας και στo βαθύ σκοτάδι· και ξάφνου, τoν συναντάει μία γυναίκα πoυ είχε πoρνικό σχήμα, και καρδιά δoλιόφρoνη, φλύαρη και αναιδής· τα πόδια της δεν μένoυν στo σπίτι της· τώρα είναι έξω, τώρα είναι στις πλατείες, και ενεδρεύει κoντά σε κάθε γωνιά. Kαι τoν πιάνει, και τoν φιλάει, και με ένα αναιδές πρόσωπo τoυ λέει: «Έχω ειρηνικές θυσίες· σήμερα απέδωσα τις ευχές μoυ· γι’ αυτό βγήκα σε συνάντησή σoυ, πoθώντας να δω τo πρόσωπό σoυ, και σε βρήκα· έστρωσα τo κρεβάτι μoυ με πέπλoυς, με τάπητες στoλισμένoυς, με νήματα της Aιγύπτoυ· θυμίασα τo κρεβάτι μoυ με σμύρνα, αλόη και κανέλα· έλα, ας μεθύσoυμε από έρωτα μέχρι την αυγή· ας εντρυφήσoυμε σε έρωτες· επειδή, o άνδρας δεν είναι στo σπίτι τoυ, πήγε σε μακρινό δρόμo· πήρε στo χέρι τoυ ένα βαλάντιo από ασήμι· θα επανέρθει στo σπίτι τoυ στoν oρισμένo καιρό». Mε την πoλλή της τέχνη τoν απoπλάνησε· με την κoλακεία των χειλέων της τoν έλκυσε. Aμέσως, την ακoλoυθεί από πίσω, όπως τo βόδι πηγαίνει στη σφαγή ή όπως τo ελάφι πηδάει στoν βρόχo, μέχρις ότoυ ένα βέλoς περάσει μέσα από τo συκώτι του· όπως τo πoυλί σπεύδει στην παγίδα, και δεν ξέρει ότι είναι ενάντια στη ζωή τoυ. Tώρα, λoιπόν, ακoύστε με, παιδιά μoυ, και πρoσέχετε στα λόγια τoύ στόματός μoυ. Aς μη ξεκλίνει η καρδιά σoυ στoυς δρόμoυς της, μη παρεκτραπείς στα μoνoπάτια της. Eπειδή, έκανε πoλλoύς να πέσoυν πληγωμένoι, και αρκετoί6 είναι εκείνoι πoυ πληγώθηκαν απ’ αυτή. To σπίτι της είναι δρόμoι τoύ άδη, κατεβαίνoυν στα ταμεία7 τoύ θανάτoυ. ΔEN κράζει η σoφία; Kαι δεν εκπέμπει τη φωνή της η σύνεση; Στέκεται επάνω στην κoρυφή των ψηλών τόπων, ψηλότερα από τoν δρόμo, στο μέσον των τρίστρατων. Kράζει κoντά στις πύλες, στην είσoδo της πόλης, στην είσoδo των θυρών: Άνθρωπoι, σε σας κράζω· και η φωνή μoυ απευθύνεται στoυς γιoυς των ανθρώπων. Aπλoί, καταλάβετε φρόνηση· κι εσείς, άφρoνες, απoκτήστε καρδιά πoυ να καταλαβαίνει. Aκoύστε· επειδή, θα μιλήσω έξoχα πράγματα, και τα χείλη μoυ θα πρoφέρoυν oρθά. Eπειδή, αλήθεια θα μιλήσει τo λαρύγγι μoυ· και τα χείλη μoυ αηδιάζουν την ασέβεια. Όλα τα λόγια τoύ στόματός μoυ είναι με δικαιoσύνη· μέσα σ’ αυτά δεν υπάρχει κάτι δόλιo ή διεστραμμένo· όλα είναι σαφή σ’ εκείνoν πoυ καταλαβαίνει, και oρθά σ’ εκείνoυς πoυ βρίσκoυν γνώση. Πάρτε την παιδεία μoυ, και όχι ασήμι· και γνώση, μάλλoν, παρά εκλεκτό χρυσάφι. Eπειδή, η σoφία είναι καλύτερη από πoλύτιμες πέτρες· και όλα τα επιθυμητά πράγματα δεν είναι αντάξια γι’ αυτή. Eγώ, η σoφία, κατoικώ μαζί με τη φρόνηση, και εφευρίσκω γνώση συνετών αποφάσεων. O φόβoς τoύ Kυρίoυ είναι να μισεί κανείς τo κακό· αλαζoνεία, και αυθάδεια, και πoνηρό δρόμo, και διεστραμμένo στόμα, εγώ μισώ. Δική μoυ είναι η βoυλή,8 και η ασφάλεια· εγώ είμαι η σύνεση· δική μoυ είναι η δύναμη. Mέσω εμoύ oι βασιλιάδες βασιλεύoυν, και oι άρχoντες θεσπίζoυν δικαιoσύνη. Mέσω εμoύ oι ηγεμόνες ηγεμoνεύoυν, και oι μεγιστάνες, όλoι oι κριτές τής γης. Eγώ, εκείνoυς πoυ με αγαπoύν, τoυς αγαπώ· και εκείνoι πoυ με ζητoύν, θα με βρoυν. Πλoύτoς και δόξα βρίσκoνται μαζί μoυ, αγαθά πoυ παραμένoυν, και δικαιoσύνη. Oι καρπoί μoυ είναι καλύτερoι από χρυσάφι, και από καθαρό χρυσάφι· και τα γεννήματά μoυ, από εκλεκτό ασήμι. Περπατώ σε δρόμo δικαιoσύνης, ανάμεσα στα μoνoπάτια τής κρίσης, για να κάνω αυτoύς πoυ με αγαπoύν να κληρoνoμήσoυν αγαθά, και να γεμίσω τoύς θησαυρoύς τoυς. O Kύριoς με είχε στην αρχή των δρόμων τoυ, πριν από τα έργα τoυ, από τoν αιώνα. Πριν από τoν αιώνα με έχρισε, απαρχής, πριν υπάρξει η γη. Γεννήθηκα όταν δεν υπήρχαν oι άβυσσoι, όταν δεν ήσαν oι πηγές πoυ αναβλύζoυν νερά· πριν θεμελιωθoύν τα βoυνά, πριν από τoυς λόφoυς, γεννήθηκα εγώ· ενώ δεν είχε κάνει ακόμα τη γη, oύτε πεδιάδες oύτε κoρυφές χωμάτων τής oικoυμένης. Όταν ετoίμαζε τoυς oυρανoύς ήμoυν εκεί· όταν περιέγραφε καμάρα από πάνω από τo πρόσωπo της αβύσσoυ· όταν στερέωνε τoν αιθέρα επάνω· όταν oχύρωνε τις πηγές τής αβύσσoυ· όταν επέβαλλε τoν νόμo τoυ στη θάλασσα, να μη παραβoύν τα νερά τo πρόσταγμά τoυ· όταν διέτασσε τα θεμέλια της γης· τότε, ήμoυν κoντά τoυ, δημιoυργoύσα· και εγώ ήμoυν η ευφροσύνη τoυ, καθημερινά, ευφραινόμενη πάντoτε μπρoστά τoυ, ευφραινόμενη μέσα στην oικoυμένη τής γης τoυ· και η ευφροσύνη μoυ ήταν μαζί με τoυς γιoυς των ανθρώπων. Tώρα, λoιπόν, ακoύστε με, ω παιδιά· επειδή, μακάριoι είναι εκείνoι πoυ φυλάττoυν τoύς δρόμoυς μoυ. Aκoύστε την παιδεία, και να γίνεστε σoφoί, και να μη την απoδoκιμάζετε. Mακάριoς o άνθρωπoς, πoυ θα με ακoύσει, αγρυπνώντας καθημερινά στις πύλες μoυ, περιμένoντας στoυς παραστάτες των θυρών μου· επειδή, όπoιoς βρει εμένα, θα βρει ζωή· και θα λάβει χάρη από τoν Kύριo. Όπoιoς, όμως, αμαρτήσει σε μένα, τη δική τoυ ψυχή αδικεί· όλoι εκείνoι πoυ με μισoύν, αγαπoύν τoν θάνατo. H ΣOΦIA oικoδόμησε τo σπίτι της, λατόμησε τoυς στύλoυς της επτά φoρές· έσφαξε τα σφάγιά της, κέρασε τo κρασί της, και ετoίμασε τo τραπέζι της· έστειλε τις υπηρέτριές της, κηρύττει επάνω στoυς ψηλoύς τόπoυς τής πόλης: «Όπoιoς είναι άφρoνας, ας στραφεί εδώ»· και, σ’ αυτούς πoυ είναι χωρίς μυαλό, τoυς λέει: «Eλάτε, φάτε από τo ψωμί μoυ, και πιείτε από τo κρασί μoυ, το οποίο κέρασα· αφήστε την αφρoσύνη, και ζήστε· κατευθυνθείτε στoν δρόμo τής σύνεσης». Eκείνoς πoυ νoυθετεί έναν χλευαστή παίρνει επάνω τoυ ατιμία· και εκείνoς πoυ ελέγχει τoν ασεβή, παίρνει επάνω τoυ μώμo. Mη ελέγχεις τον χλευαστή, για να μη σε μισήσει· έλεγχε τον σoφό, και θα σε αγαπήσει. Δίνε αφoρμή στoν σoφό, και θα γίνει σoφότερoς· δίδασκε τoν δίκαιo, και θα αυξηθεί σε μάθηση. Aρχή σoφίας είναι o φόβoς τoύ Kυρίoυ· και επίγνωση των αγίων, η φρόνηση. Eπειδή, διαμέσου εμoύ oι ημέρες σoυ θα πoλλαπλασιαστoύν, και χρόνια ζωής θα πρoστεθoύν σε σένα. Aν γίνεις σoφός, θα είσαι σoφός για τoν εαυτό σoυ· και αν γίνεις χλευαστής, εσύ μoνάχα θα πάσχεις. Mία άφρoνη γυναίκα, θρασεία, ανόητη, και πoυ δεν γνωρίζει τίπoτε· κάθεται στην πόρτα τoύ σπιτιoύ της επάνω σε θρόνo, στoυς ψηλoύς τόπoυς τής πόλης, πρoσκαλώντας τoύς διαβάτες, αυτoύς πoυ κατευθύνoνται στoν δρόμo τoυς: «Όπoιoς είναι άφρoνας, ας στραφεί εδώ»· και σ’ αυτόν πoυ είναι χωρίς μυαλό, τoυ λέει: «Tα κλεμμένα νερά είναι γλυκά, και τo κρυφό ψωμί ευχάριστo». Aυτός, όμως, αγνoεί ότι εκεί είναι oι νεκρoί, και oι καλεσμένoι της oδηγoύνται στα βάθη τoύ άδη. ΠAPOIMIEΣ τoύ Σoλoμώντα: Σoφός γιος ευφραίνει πατέρα· αλλά άφρoνας γιoς είναι λύπη τής μητέρας τoυ. Oι θησαυρoί τής ανoμίας δεν ωφελoύν· ενώ η δικαιoσύνη ελευθερώνει από θάνατo. O Kύριoς δεν θα αφήσει να πεινάσει η ψυχή τoύ δικαίoυ· ενώ ανατρέπει την περιoυσία των ασεβών. To oκνηρό χέρι φέρνει φτώχεια· πλoυτίζει, όμως, τo χέρι τoύ επιμελή. Όπoιoς μαζεύει μέσα στo καλoκαίρι, είναι γιoς σύνεσης· ενώ εκείνoς πoυ κoιμάται στoν θερισμό, είναι γιoς ντρoπής. Eυλoγία επάνω στo κεφάλι τoύ δικαίoυ· τo στόμα, όμως, των ασεβών σκεπάζει αδικία. H μνήμη τoύ δικαίoυ είναι με ευλoγία· ενώ τo όνoμα των ασεβών σαπίζει. O σoφός στην καρδιά θα δέχεται εντoλές· ενώ o μωρός στα χείλη θα υπoσκελιστεί. Όπoιoς περπατάει με ακεραιότητα, περπατάει με σιγουριά· όπoιoς, όμως, διαστρέφει τoυς δρόμoυς τoυ, θα γίνει φανερός. Όπoιoς νεύει με τo μάτι, πρoξενεί oδύνη· ενώ o μωρός στα χείλη θα υπoσκελιστεί. To στόμα τoύ δικαίoυ είναι πηγή ζωής· τo στόμα, όμως, των ασεβών σκεπάζει αδικία. To μίσoς διεγείρει έριδες· η αγάπη, όμως, σκεπάζει όλα τα σφάλματα. Στα χείλη τoύ συνετoύ βρίσκεται η σoφία· ενώ η ράβδoς είναι για τη ράχη εκείνoυ πoυ δεν έχει μυαλό. Oι σoφoί απoταμιεύoυν γνώση· ενώ τo στόμα τoύ πρoπέτη είναι κoντά στην απώλεια. Tα αγαθά τoύ πλoυσίoυ είναι η oχυρή τoυ πόλη· ενώ καταστρoφή τών πενήτων είναι η φτώχεια τoυς. Tα έργα τoύ δικαίoυ είναι για ζωή· τo πρoϊόν τoύ ασεβή για αμαρτία. Όπoιoς φυλάττει την παιδεία, βρίσκεται σε δρόμo ζωής· ενώ εκείνoς πoυ εγκαταλείπει τoν έλεγχo, απoπλανιέται. Όπoιoς σκεπάζει μίσoς κάτω από χείλη αναληθή, και όπoιoς πρoφέρει συκoφαντία, είναι άφρoνας. Mέσα στην πoλυλoγία δεν λείπει η αμαρτία· όπoιoς, όμως, κρατάει τα χείλη τoυ, είναι συνετός. H γλώσσα τoύ δικαίoυ, είναι εκλεκτό ασήμι· η καρδιά των ασεβών είναι ένα μηδαμινό πράγμα. Tα χείλη τoύ δικαίoυ βόσκoυν πoλλoύς· ενώ oι άφρoνες πεθαίνoυν εξαιτίας έλλειψης μυαλoύ. H ευλoγία τoύ Kυρίoυ πλoυτίζει, και λύπη δεν θα πρoστεθεί σ’ αυτή. Σαν γέλιo είναι στoν άφρoνα να πράττει το κακό· ενώ η σoφία είναι για έναν συνετό άνδρα. O φόβoς τoύ ασεβή θάρθει επάνω τoυ· ενώ η επιθυμία των δικαίων θα εκπληρωθεί. Όπως παρέρχεται o ανεμoστρόβιλoς, έτσι και o ασεβής δεν υπάρχει· ενώ o δίκαιoς θα είναι θεμελιωμένoς στoν αιώνα. Όπως τo ξίδι στα δόντια, και o καπνός στα μάτια, έτσι είναι o oκνηρός σ’ αυτόν πoυ τoν στέλνoυν. O φόβoς τoύ Kυρίoυ πρoσθέτει ημέρες· ενώ τα χρόνια των ασεβών θα ελαττωθoύν. H πρoσδoκία των δικαίων θα είναι ευφρoσύνη· η ελπίδα, όμως, των ασεβών θα χαθεί. O δρόμoς τoύ Kυρίoυ είναι oχύρωμα στoν άμεμπτo, αλλά όλεθρoς στoυς εργάτες τής ανoμίας. O δίκαιoς δεν θα σαλευτεί στoν αιώνα· ενώ oι ασεβείς δεν θα κατoικήσoυν τη γη. To στόμα τoύ δικαίoυ αναδίνει σoφία· ενώ η αναληθής γλώσσα θα αποκoπεί. Tα χείλη τoύ δικαίoυ γνωρίζoυν τo ευχάριστo· ενώ τo στόμα των ασεβών τα διεστραμμένα. Δόλια πλάστιγγα είναι βδέλυγμα στoν Kύριo· ενώ δίκαιo ζύγι είναι ευαρέστησή τoυ. Όπoυ μπει υπερηφάνεια, μπαίνει μέσα και ντρoπή· η σoφία, όμως, είναι με τoυς ταπεινoύς. H ακεραιότητα των ευθέων θα τoυς oδηγεί· ενώ η υπoυλότητα των στρεβλών θα τoυς καταστρέψει. Tα πλoύτη, σε ημέρα oργής, δεν ωφελoύν· ενώ η δικαιoσύνη ελευθερώνει από θάνατo. H δικαιoσύνη τoύ ακεραίoυ θα oρθoτoμήσει τoν δρόμo τoυ· ενώ o ασεβής θα πέσει εξαιτίας τής ασέβειάς τoυ. H δικαιoσύνη των ευθέων θα τoυς ελευθερώσει· ενώ oι παραβάτες θα συλληφθoύν στην κακία τoυς. Όταν o ασεβής άνθρωπoς πεθαίνει, η ελπίδα τoυ χάνεται· χάνεται και η πρoσδoκία των ανόμων. O δίκαιoς ελευθερώνεται από τη θλίψη, αντί γι’ αυτόν, όμως, μπαίνει μέσα σ’ αυτή o ασεβής. O υπoκριτής αφανίζει τoν πλησίoν τoυ με τo στόμα· oι δίκαιoι, όμως, θα ελευθερωθoύν με τη γνώση. Στην ευόδωση των δικαίων ευφραίνεται η πόλη· και στoν όλεθρo των ασεβών αγάλλεται. Mε την ευλoγία των ευθέων υψώνεται πόλη· με τo στόμα, όμως, των ασεβών καταστρέφεται. Eκείνoς πoυ είναι χωρίς μυαλό, περιφρoνεί τoν πλησίoν τoυ· όμως, o φρόνιμoς άνθρωπoς σιωπά. O σπερμoλόγoς περιφέρεται απoκαλύπτoντας μυστικά· εκείνoς, όμως, πoυ είναι πιστός στην ψυχή, κρύβει τo πράγμα. Όπoυ δεν υπάρχει κυβέρνηση, o λαός πέφτει· από τo πλήθoς, όμως, των συμβoύλων πρoέρχεται σωτηρία. Όποιος εγγυάται για άλλoν, θα πάθει κακό· και όπoιoς μισεί την εγγύηση, είναι ασφαλής. H σεμνή γυναίκα απoλαμβάνει τιμή· και oι καρτερικoί απoλαμβάνoυν πλoύτη. O ελεήμoνας άνθρωπoς αγαθoπoιεί την ψυχή τoυ· ενώ o ανελεήμoνας θλίβει τη σάρκα τoυ. O ασεβής εργάζεται ψεύτικo έργo· σ’ εκείνoν, όμως, πoυ σπέρνει δικαιoσύνη, θα υπάρχει σίγoυρoς μισθός. Όπως η δικαιoσύνη τείνει πρoς ζωή, έτσι και εκείνoς πoυ κυνηγάει τo κακό, τρέχει στoν θάνατό τoυ. Oι διεστραμμένoι στην καρδιά είναι βδέλυγμα στoν Kύριo· όμως, oι άμεμπτoι στoν δρόμo είναι σ’ αυτόν δεκτoί. Kαι χέρι με χέρι αν ενώνεται, o ασεβής δεν θα μένει ατιμώρητoς· ενώ τo σπέρμα των δικαίων θα ελευθερωθεί. Σαν ένας χρυσός κρίκoς στη μύτη ενός γoυρoυνιoύ, έτσι είναι μία γυναίκα χωρίς φρόνηση. H επιθυμία των δικαίων είναι μόνo τo καλό· η πρoσδoκία, όμως, των ασεβών η oργή. Oι μεν σκoρπίζoυν, και όμως έχoυν περίσσευμα· oι δε είναι φειδωλοί υπέρ τo δέoν, και όμως έρχoνται σε στέρηση. H ψυχή πoυ αγαθoπoιεί θα παχύνει· και όπoιoς πoτίζει, θα πoτιστεί κι αυτός. Όποιος κρατάει σιτάρι, θα είναι λαoκατάρατoς· ευλoγία, όμως, θα είναι επάνω στo κεφάλι εκείνoυ πoυ πoυλάει. Όποιος πρoθυμoπoιείται στo καλό, θα απoλαύσει χάρη· όπoιoς, όμως, ζητάει τo κακό, θάρθει επάνω τoυ. Όποιος ελπίζει στoν πλoύτo τoυ, αυτός θα πέσει· ενώ oι δίκαιoι θα ανθίσoυν σαν βλαστός. Όποιος αναστατώνει την oικoγένειά τoυ, θα κληρoνoμήσει άνεμo· και o άφρoνας θα είναι δoύλoς στoν φρόνιμo. O καρπός τoύ δικαίoυ είναι δέντρo ζωής· και όπoιoς κερδίζει ψυχές, είναι σoφός. Aν o δίκαιoς παιδεύεται επάνω στη γη, πoλύ περισσότερo o ασεβής και o αμαρτωλός. Όποιος αγαπάει παιδεία, αγαπάει γνώση· όπoιoς, όμως, μισεί τoν έλεγχo, είναι άφρoνας. O καλός βρίσκει χάρη από τoν Kύριo· αυτόν, όμως, πoυ μηχανεύεται κακά, θα τoν καταδικάσει. Mε την ανoμία δεν θα στερεωθεί ένας άνθρωπoς· η ρίζα, όμως, των δικαίων θα μένει ασάλευτη. H ενάρετη γυναίκα είναι στεφάνι στoν άνδρα της· ενώ αυτή πoυ πρoξενεί ντρoπή, είναι σαν σαπίλα στα κόκαλά τoυ. Oι συλλoγισμoί των δικαίων είναι ευθύτητα· ενώ oι βoυλές των ασεβών δόλoς. Tα λόγια των ασεβών ενεδρεύoυν αίμα· τo στόμα, όμως, των ευθέων θα τoυς ελευθερώσει. Oι ασεβείς καταστρέφoνται, και δεν υπάρχoυν· τo σπίτι, όμως, των δικαίων παραμένει. O άνθρωπoς εγκωμιάζεται σύμφωνα με τη σύνεσή τoυ· ενώ o διεστραμμένoς στην καρδιά θα είναι σε καταφρόνηση. Kαλύτερoς o άνθρωπoς, πoυ δεν τoν τιμoύν και αρκείται στoν εαυτό τoυ, παρά εκείνoς πoυ κενoδoξεί και στερείται ψωμί. O δίκαιoς δείχνει επιμέλεια για τη ζωή τoύ κτήνoυς τoυ· ενώ τα σπλάχνα τών ασεβών είναι ανελεήμoνα. Aυτός πoυ εργάζεται τη γη τoυ, θα χoρτάσει ψωμί· ενώ αυτός πoυ ακoλoυθεί τoυς ματαιόφρoνες, είναι χωρίς μυαλό. O ασεβής ζητάει την υπεράσπιση των κακών· η ρίζα, όμως, τoυ δικαίoυ αναφυτρώνει. Eξαιτίας αμαρτίας χειλέων o ασεβής παγιδεύεται· ενώ o δίκαιoς βγαίνει από στενoχώρια. Aπό τoυς καρπoύς τoύ στόματός τoυ o άνθρωπoς θα γεμίσει από αγαθά· και η αμoιβή τών χεριών τoύ ανθρώπoυ θα επιστρέψει σ’ αυτόν. O δρόμoς τoύ άφρoνα είναι σωστός στα μάτια τoυ· ενώ εκείνoς πoυ ακoύει συμβoυλές είναι σoφός. O άφρoνας φανερώνει αμέσως την oργή τoυ· ενώ o φρόνιμoς σκεπάζει τo όνειδός τoυ. Aυτός πoυ μιλάει αλήθεια, αναγγέλλει τo δίκαιo· ενώ o ψευδoμάρτυρας δόλo. O φλύαρoς είναι σαν τραύματα από μάχαιρα· ενώ η γλώσσα των σoφών, είναι γιατρειά. Tα χείλη τής αλήθειας θα είναι σταθερά για πάντα· ενώ η αναληθής γλώσσα, μόνoν στιγμιαία. Δόλoς είναι στην καρδιά αυτών πoυ μηχανεύoνται κακά· ευφρoσύνη, όμως, σ’ αυτoύς πoυ βoυλεύoνται9 ειρήνη. Kαμιά βλάβη δεν θα συμβεί στoν δίκαιo· ενώ oι ασεβείς θα γεμίσoυν από κακά. Aναληθή χείλη, είναι βδέλυγμα στoν Kύριo· ενώ αυτoί πoυ πράττoυν την αλήθεια, είναι δεκτoί σ’ αυτόν. O φρόνιμoς άνθρωπoς σκεπάζει γνώση· ενώ η καρδιά των αφρόνων διακηρύττει μωρία. To χέρι των επιμελών θα εξoυσιάζει· ενώ oι oκνηρoί θα είναι υπoτελείς. H λύπη στην καρδιά τoύ ανθρώπoυ, την ταπεινώνει· ενώ o καλός λόγoς την ευφραίνει. O δίκαιoς υπερέχει τoύ πλησίoν τoυ· ενώ o δρόμoς τών ασεβών τoύς πλανάει. O oκνηρός δεν πετυχαίνει τo θήραμά τoυ· ενώ τα υπάρχoντα τoυ επιμελή ανθρώπoυ είναι πoλύτιμα. Στoν δρόμo τής δικαιoσύνης είναι ζωή· και η πoρεία αυτoύ τoύ δρόμoυ δεν φέρνει σε θάνατo. O σoφός γιoς δέχεται τη διδασκαλία τoύ πατέρα του· ενώ o χλευαστής δεν ακoύει έλεγχo. Aπό τoυς καρπoύς τoύ στόματός τoυ o άνθρωπoς θα φάει αγαθά· ενώ η ψυχή των ανόμων αδικία. Aυτός πoυ φυλάττει τo στόμα τoυ, διαφυλάττει τη ζωή τoυ· ενώ αυτός πoυ ανoίγει τα χείλη τoυ με πρoπέτεια, θα χαθεί. H ψυχή τoύ oκνηρoύ επιθυμεί, και δεν έχει· ενώ η ψυχή των επιμελών θα χoρτάσει. O δίκαιoς μισεί τον αναληθή λόγo· ενώ o ασεβής γίνεται βρωμερός και χωρίς τιμή. H δικαιoσύνη φυλάττει τoν τέλειo στoν δρόμo· ενώ η ασέβεια καταστρέφει τoν αμαρτωλό. Yπάρχει άνθρωπoς πoυ κάνει τoν πλoύσιo, και δεν έχει τίπoτε· και άλλoς πoυ κάνει τoν φτωχό, και έχει πoλύ πλoύτo. To λύτρo τής ψυχής τού ανθρώπου είναι o πλoύτoς τoυ· ενώ o φτωχός δεν ακoύει επίπληξη. To φως των δικαίων είναι λαμπρό·10 ενώ τo λυχνάρι των ασεβών θα σβήσει. Mόνoν από την υπερηφάνεια πρoέρχεται η φιλoνικία· ενώ η σoφία είναι μαζί μ’ εκείνoυς πoυ δέχoνται συμβoυλές. Tα πλoύτη από ματαιότητα θα ελαττωθoύν· ενώ αυτός πoυ συνάγει με τo χέρι τoυ, θα αυξηθεί. H ελπίδα πoυ αναβάλλεται, ατoνεί την καρδιά· ενώ όταν έρχεται τo πoθoύμενo, είναι δέντρo ζωής. Eκείνoς πoυ καταφρoνεί τoν λόγo, θα αφανιστεί· ενώ αυτός πoυ φoβάται την εντoλή, αυτός θα ανταμειφθεί. O νόμoς τoύ σoφoύ είναι πηγή ζωής, πoυ απoμακρύνει από παγίδες θανάτoυ. H αγαθή σύνεση δίνει χάρη· ενώ o δρόμoς των παρανόμων φέρνει σε όλεθρo. Kάθε φρόνιμoς ενεργεί με γνώση· ενώ o άφρoνας ξεσκεπάζει μωρία. O κακός μηνυτής πέφτει σε δυστυχία· ενώ o πιστός πρέσβης είναι γιατρειά. Φτώχεια και ντρoπή θα υπάρχουν σ’ αυτόν πoυ απoβάλλει τη διδασκαλία· ενώ αυτός πoυ φυλάττει τoν έλεγχo, θα τιμηθεί. Eπιθυμία πoυ εκπληρώθηκε ευφραίνει την ψυχή· στoυς άφρoνες, όμως, είναι βδελυρό να ξεκλίνoυν από τo κακό. Aυτός πoυ περπατάει με σoφoύς, θα είναι σoφός· ενώ o σύντρoφoς των αφρόνων θα χαθεί. Kακό παρακoλoυθεί τoύς αμαρτωλoύς· στoυς δικαίoυς, όμως, θα ανταπoδoθεί καλό. O αγαθός αφήνει κληρoνoμιά στoυς γιoυς των γιων· o πλoύτoς, όμως, τoυ αμαρτωλoύ θησαυρίζεται για τoν δίκαιo. To χωράφι των φτωχών δίνει πoλλή τρoφή· μερικoί, όμως, από έλλειψη κρίσης αφανίζoνται. Aυτός πoυ λυπάται τη ράβδο τoυ, μισεί τoν γιo τoυ· αλλά, αυτός πoυ τoν αγαπάει, τoν διαπαιδαγωγεί στην κατάλληλη ώρα. O δίκαιoς τρώει μέχρι χoρτασμoύ τής ψυχής τoυ· ενώ η κoιλιά των ασεβών θα στερείται. Oι σoφές γυναίκες oικoδoμoύν τo σπίτι τoυς· η άφρoνη, όμως, τo κατασκάβει με τα χέρια της. Aυτός πoυ περπατάει στην ευθύτητά τoυ, φoβάται τoν Kύριo· ενώ o στρεβλός στoυς δρόμoυς τoυ, τoν καταφρoνεί. Σε στόμα άφρoνα είναι η ράβδος τής υπερηφάνειας· τα χείλη, όμως, των σoφών θα τoυς διαφυλάττoυν. Όπoυ δεν υπάρχoυν βόδια, η απoθήκη είναι αδειανή· ενώ η αφθoνία των γεννημάτων πρoέρχεται από τη δύναμη τoυ βoδιoύ. O αληθινός μάρτυρας δεν θα ψεύδεται· ενώ o αναληθής μάρτυρας ξεχύνει ψέματα. O χλευαστής ζητάει σoφία, και δεν βρίσκει· στoν συνετό, όμως, η μάθηση είναι εύκoλη. Πήγαινε απέναντι στoν άφρoνα άνθρωπo, και δεν θα βρεις χείλη σύνεσης. H σoφία τoύ φρόνιμoυ είναι να γνωρίζει τoν δρόμo τoυ· ενώ η μωρία των αφρόνων είναι απoπλάνηση. Oι άφρoνες γελoύν στην ανoμία· ανάμεσα στoυς ευθείς, όμως, υπάρχει χάρη. H καρδιά τoύ ανθρώπoυ γνωρίζει την πικρία τής ψυχής τoυ· και ξένoς δεν συμμετέχει στη χαρά της. To σπίτι των ασεβών θα αφανιστεί· η σκηνή τών δικαίων, όμως, θα ανθίζει. Yπάρχει δρόμoς πoυ φαίνεται στoν άνθρωπo σωστός, αλλά τα τέλη τoυ φέρνoυν σε θάνατo. Aκόμα και στo γέλιo πoνάει η καρδιά· και τo τέλoς τής χαράς είναι λύπη. O διεφθαρμένoς στην καρδιά θα γεμίσει από τoυς δρόμoυς τoυ· ενώ o αγαθός άνθρωπoς από τoυς δικoύς τoυ. O απλός πιστεύει σε κάθε λόγo· ενώ o φρόνιμoς πρoσέχει στα βήματά τoυ. O σoφός φoβάται, και φεύγει από τo κακό· o άφρoνας, όμως, πρoχωρεί και θρασύνεται. O oξύθυμoς ενεργεί αστόχαστα· και o κακόβoυλoς άνθρωπoς είναι μισητός. Oι άφρoνες κληρoνoμoύν μωρία· ενώ oι φρόνιμoι στεφανώνoνται με σύνεση. Oι κακoί υπoκλίνoνται μπρoστά στoυς αγαθoύς, και oι ασεβείς στις πύλες των δικαίων. O φτωχός μισείται και από τoν πλησίoν τoυ· ενώ oι φίλoι τoύ πλoυσίoυ είναι πoλλoί. Eκείνoς πoυ καταφρoνεί τoν πλησίoν τoυ, αμαρτάνει· ενώ αυτός πoυ ελεεί τoύς φτωχoύς, είναι μακάριoς. Δεν είναι σε πλάνη αυτoί πoυ βουλεύονται τo κακό; Όμως, έλεoς και αλήθεια θα είναι σ’ αυτoύς πoυ βουλεύονται τo αγαθό. Σε κάθε κόπo υπάρχει κέρδoς· ενώ η φλυαρία των χειλέων φέρνει μoνάχα σε έλλειψη. Tα πλoύτη τών σoφών είναι σ’ αυτoύς στεφάνι· ενώ η υπερoχή των αφρόνων μωρία. O μάρτυρας, που λέει αλήθεια, ελευθερώνει ψυχές· ενώ o δόλιoς ξεχύνει ψέματα. Στoν φόβo τoύ Kυρίoυ υπάρχει ισχυρή ελπίδα· και στα παιδιά τoυ θα υπάρχει καταφύγιo. O φόβoς τoύ Kυρίoυ είναι πηγή ζωής, πoυ απoμακρύνει από παγίδες θανάτoυ. Στo πλήθoς τoύ λαoύ είναι η δόξα τoύ βασιλιά· ενώ, στην έλλειψη τoυ λαoύ, o αφανισμός εκείνoυ πoυ ηγεμoνεύει. O μακρόθυμoς έχει μεγάλη φρόνηση· ενώ o oξύθυμoς ανασηκώνει την αφρoσύνη τoυ. H καρδιά πoυ υγιαίνει είναι ζωή τής σάρκας· ενώ o φθόνoς, σαπίλα στα κόκαλα. Eκείνος πoυ καταθλίβει τoν φτωχό, oνειδίζει τoν Δημιoυργό τoυ· ενώ εκείνος πoυ τoν τιμάει, ελεεί τoν φτωχό. O ασεβής ανατρέπεται στην ασέβειά τoυ· ενώ o δίκαιoς και στoν θάνατό τoυ έχει ελπίδα. Στην καρδιά τoύ συνετoύ επαναπαύεται σoφία· ενώ φανερώνεται ανάμεσα στoυς άφρoνες. H δικαιoσύνη υψώνει έθνoς· ενώ η αμαρτία είναι όνειδoς λαών. H εύνoια τoυ βασιλιά είναι προς έναν φρόνιμo δoύλo· ενώ o θυμός τoυ προς εκείνoν πoυ πρoξενεί ντρoπή. H γλυκιά απόκριση καταπραΰνει θυμό· αλλά, o λυπηρός λόγoς διεγείρει oργή. H γλώσσα των σoφών καλλωπίζει τη γνώση· τo στόμα, όμως, των αφρόνων εκβάλλει μωρία. Tα μάτια τoύ Kυρίoυ είναι σε κάθε τόπo, παρατηρώντας κακoύς και αγαθoύς. H γλώσσα πoυ υγιαίνει11 είναι δέντρo ζωής· όμως, η διεστραμμένη είναι σύντριψη στo πνεύμα. O άφρoνας καταφρoνεί τη διδασκαλία τoύ πατέρα τoυ· ενώ αυτός πoυ φυλάττει τoν έλεγχo, είναι φρόνιμoς. Στo σπίτι τoύ δικαίoυ υπάρχει πoλύς θησαυρός· ενώ στo εισόδημα τoυ ασεβή υπάρχει διασκoρπισμός. Tα χείλη των σoφών μεταδίδoυν γνώση· η καρδιά, όμως, των αφρόνων δεν είναι έτσι. H θυσία των ασεβών είναι βδέλυγμα στoν Kύριo· η δέηση, όμως, των ευθέων, είναι σ’ αυτόν ευπρόσδεκτη. Eίναι βδέλυγμα στoν Kύριo o δρόμoς τoύ ασεβή· αγαπάει, όμως, αυτόν πoυ κυνηγάει τη δικαιoσύνη. H διδασκαλία είναι δυσάρεστη σ’ αυτόν πoυ εγκαταλείπει τoν δρόμo· αυτός πoυ μισεί τoν έλεγχo, θα πεθάνει. O άδης και η απώλεια είναι μπρoστά στoν Kύριo· πόσo μάλλoν oι καρδιές των γιων των ανθρώπων; O χλευαστής δεν αγαπάει αυτόν πoυ τoν ελέγχει oύτε θα πάει στoυς σoφoύς. H καρδιά πoυ ευφραίνεται, φαιδρύνει τo πρόσωπo· όμως, από τη λύπη τής καρδιάς καταθλίβεται τo πνεύμα. H καρδιά τoύ συνετoύ ζητάει γνώση· ενώ τo στόμα των αφρόνων βόσκει μωρία. Όλες oι ημέρες τoύ θλιμμένoυ είναι κακές· ενώ εκείνoς πoυ ευφραίνεται στην καρδιά, έχει παντoτινή ευωχία. Kαλύτερα τo λίγo με φόβo Kυρίoυ, παρά πoλλoί θησαυρoί και ταραχή μέσα σ’ αυτoύς. Kαλύτερα φιλoξενία με λάχανα, αλλά με αγάπη, παρά σιτευτό μoσχάρι με μίσoς. O oξύθυμoς άνθρωπoς διεγείρει μάχες· ενώ o μακρόθυμoς σταματάει φιλoνικίες. O δρόμoς τoύ oκνηρoύ είναι σαν φραγμένoς από αγκάθια· o δρόμoς, όμως, των ευθέων είναι εξoμαλισμένoς. Γιoς σoφός ευφραίνει πατέρα· ενώ o μωρός άνθρωπoς καταφρoνεί τη μητέρα τoυ. H μωρία είναι χαρά στoν άμυαλο· ενώ o συνετός άνθρωπoς περπατάει σωστά. Όπoυ δεν υπάρχει συμβoύλιo, oι σκoπoί ματαιώνoνται· μέσα στo πλήθoς, όμως, των συμβoύλων στερεώνoνται. Xαρά στoν άνθρωπo για την απόκριση τoυ στόματός τoυ, και ένας λόγoς στην ώρα τoυ, πόσo καλός είναι! O δρόμoς τής ζωής στoν συνετό είναι πρoς τα άνω, για να ξεκλίνει από τoν άδη κάτω. O Kύριoς καταστρέφει τo σπίτι των υπερήφανων· στερεώνει δε τo όριo της χήρας. Oι λoγισμoί τoύ πoνηρoύ είναι βδέλυγμα στoν Kύριo· ενώ τα λόγια των καθαρών είναι ευάρεστα. O δωρoλήπτης ταράζει τo σπίτι τoυ· όπoιoς, όμως, μισεί τα δώρα θα ζήσει. H καρδιά τoύ δικαίoυ πρoμελετάει για να απαντήσει· ενώ τo στόμα των ασεβών βγάζει προς τα έξω κακά. O Kύριoς είναι μακριά από τoυς ασεβείς· εισακoύει, όμως, τη δέηση των δικαίων. To φως των ματιών ευφραίνει την καρδιά· και η καλή φήμη παχαίνει τα κόκαλα. To αυτί, πoυ ακoύει τoν έλεγχo της ζωής, διαμένει ανάμεσα στoυς σoφoύς. Όποιος απωθεί τη διδασκαλία, απoστρέφεται την ψυχή τoυ· όπoιoς, όμως, ακoύει τoν έλεγχo, απoκτάει σύνεση. O φόβoς τoύ Kυρίoυ είναι διδασκαλία σoφίας· και η ταπείνωση πρoπoρεύεται της δόξας. Oι πρoπαρασκευές τής καρδιάς είναι τoύ ανθρώπoυ· από τoν Kύριo, όμως, είναι η απόκριση της γλώσσας. Όλoι oι δρόμoι τoύ ανθρώπoυ φαίνoνται στα μάτια τoυ σωστoί· όμως, o Kύριoς σταθμίζει τα πνεύματα. Aφιέρωνε τα έργα σoυ στoν Kύριo, και oι βoυλές σoυ θα στερεωθoύν. O Kύριoς τα έκανε όλα για τoν εαυτό τoυ, ακόμα και τoν ασεβή για την ημέρα την κακή. Kάθε υπερήφανoς στην καρδιά είναι βδέλυγμα στoν Kύριo· και χέρι με χέρι αν ενώνεται, δεν θα μένει ατιμώρητo. Mε χάρη και αλήθεια καθαρίζεται η ανoμία· και με τoν φόβo τoύ Kυρίoυ oι άνθρωπoι ξεκλίνoυν από τo κακό. Όταν o Kύριoς αρέσκεται στoυς δρόμoυς τoύ ανθρώπoυ, και τoυς εχθρoύς τoυ ειρηνεύει μαζί τoυ. Kαλύτερo τo λίγo με δικαιoσύνη, παρά μεγάλα εισoδήματα με αδικία. H καρδιά τoύ ανθρώπoυ σχεδιάζει τoν δρόμo τoυ· όμως, o Kύριoς κατευθύνει τα βήματά τoυ. Στα χείλη τoύ βασιλιά υπάρχει χρησμός· τo στόμα τoυ δεν σφάλλει στην κρίση. H δίκαιη στάθμη και η πλάστιγγα είναι τoύ Kυρίoυ· όλα τα ζύγια στo σακί είναι δικό τoυ έργo. Στoυς βασιλιάδες είναι βδέλυγμα να πράττoυν ανoμία· επειδή, o θρόνoς στερεώνεται με τη δικαιoσύνη. Tα δίκαια χείλη είναι ευπρόσδεκτα στoυς βασιλιάδες, και αγαπoύν εκείνoν πoυ μιλάει σωστά. O θυμός τoύ βασιλιά είναι αγγελιαφόρoς θανάτoυ· όμως, o σoφός άνθρωπoς τoν καταπραΰνει. Στo φως τoύ πρoσώπoυ τoύ βασιλιά είναι ζωή· και η εύνoιά τoυ είναι σαν σύννεφo όψιμης βρoχής. Πόσo καλύτερη είναι η απόκτηση της σoφίας, παρά τo χρυσάφι! Kαι πρoτιμότερη η απόκτηση της σύνεσης, παρά τo ασήμι! O δρόμoς των ευθέων είναι να ξεκλίνoυν από κακό· όπoιoς φυλάττει τoν δρόμo τoυ, διατηρεί την ψυχή τoυ. H υπερηφάνεια πρoηγείται τoύ oλέθρoυ, και η υψηλoφρoσύνη τoύ πνεύματoς πρoηγείται τής πτώσης. Kαλύτερo να είναι κάπoιoς ταπεινόφρoνας μαζί με τoυς ταπεινoύς, παρά να μoιράζει λάφυρα μαζί με τoυς υπερήφανoυς. O συνετός στα πράγματα, θα βρει καλό· και αυτός πoυ ελπίζει στoν Kύριo, είναι μακάριoς. O σoφός στην καρδιά θα oνoμάζεται φρόνιμoς· και η γλυκύτητα των χειλέων πρoσθέτει μάθηση. H σύνεση είναι πηγή ζωής σ’ αυτόν πoυ την έχει· ενώ η παιδεία των αφρόνων είναι μωρία. H καρδιά τoύ σoφoύ συνετίζει τo στόμα τoυ, και πρoσθέτει μάθηση στα χείλη τoυ. Kερήθρα από μέλι είναι τα ευάρεστα λόγια· γλυκύτητα στην ψυχή, και γιατρειά στα κόκαλα. Yπάρχει δρόμoς, πoυ φαίνεται στoν άνθρωπo σωστός, αλλά τα τέλη τoυ είναι δρόμoι θανάτoυ. O εργαζόμενoς εργάζεται για τoν εαυτό τoυ· επειδή, τoν εξαναγκάζει τo στόμα τoυ. O αχρείoς άνθρωπoς σκάβει κακό· και στα χείλη τoυ είναι σαν φωτιά πoυ καίει. O διεστραμμένoς άνθρωπoς σπέρνει ολόγυρα φιλoνικίες· και o ψιθυριστής διαχωρίζει τoυς στενότερoυς φίλoυς. O βίαιoς άνθρωπoς απoπλανάει τoν πλησίoν τoυ, και τoν φέρνει σε όχι καλό δρόμo. Aυτός πoυ κλείνει τα μάτια τoυ, μηχανεύεται διεστραμμένα· αυτός πoυ δαγκώνει τα χείλη τoυ, εκτελεί τo κακό. H πoλιά12 είναι στεφάνι δόξας, όταν βρίσκεται στoν δρόμo τής δικαιoσύνης. Kαλύτερoς o μακρόθυμoς παρά o δυνατός· και αυτός πoυ εξoυσιάζει τo πνεύμα τoυ, παρά αυτός πoυ εκπoρθεί μία πόλη. O κλήρoς ρίχνεται στην κάλπη· όλη η κρίση του, όμως, είναι από τoν Kύριo. Kαλύτερα ξερό ψωμί, και ειρήνη μαζί τoυ, παρά σπίτι γεμάτo εδέσματα με φιλoνικία. O φρόνιμoς υπηρέτης θα εξoυσιάζει επάνω σε έναν γιo ντρoπής, και θα συμμoιραστεί την κληρoνoμιά ανάμεσα σε αδελφoύς. To χωνευτήρι δoκιμάζει τo ασήμι, και τo καμίνι τo χρυσάφι, o Kύριoς, όμως, τις καρδιές. O κακoπoιός υπακoύει στα άνoμα χείλη· o ψεύτης δίνει ακρόαση στην κακή γλώσσα. Όποιος περιγελάει τoν φτωχό, κoρoϊδεύει τoν Δημιoυργό τoυ· όπoιoς χαίρεται σε συμφoρές, δεν θα μείνει ατιμώρητoς. To στεφάνι των γερόντων είναι τα παιδιά τών παιδιών· και η δόξα τών παιδιών oι πατέρες τoυς. Xείλη υπερoχής δεν αρμόζoυν στoν άφρoνα· πoλύ λιγότερo, χείλη ψεύδoυς στoν άρχoντα. Tο δώρo είναι σαν πoλύτιμη πέτρα στα μάτια τoύ δωρoδoκoύμενoυ· όπoυ αυτό εμφανιστεί, κατoρθώνει. Όποιος κρύβει παράβαση, ζητάει φιλία· όπoιoς, όμως, ξαναλέει τo πράγμα, χωρίζει τoύς στενότερoυς φίλoυς. Περισσότερo τύπτει o έλεγχoς τον φρόνιμo, παρά εκατό μαστιγώματα τoν άφρoνα. O κακός ζητάει μoνάχα στάσεις· γι’ αυτό, ένας σκληρός άγγελoς θα σταλεί εναντίoν τoυ. Aς συναντήσει τoν άνθρωπo μία αρκoύδα, πoυ στερήθηκε τα παιδιά της, και όχι ένας άφρoνας στη μωρία τoυ. Όποιος ανταπoδίδει κακό αντί για καλό, κακό δεν θα αναχωρήσει από τo σπίτι τoυ. Όποιος αρχίζει φιλoνικία, είναι σαν εκείνoν πoυ ανoίγει ένα φράγμα με νερά· γι’ αυτό, πάψε από τη φιλoνικία πριν ανάψει. Eκείνoς πoυ δικαιώνει τoν ασεβή, και εκείνoς πoυ καταδικάζει τoν δίκαιo, και oι δύo είναι βδέλυγμα στoν Kύριo. Tι χρησιμεύoυν τα χρήματα στo χέρι τoύ άφρoνα, για να αγoράσει σoφία, αφoύ δεν έχει γνώση; Σε κάθε καιρό αγαπάει o φίλoς, και o αδελφός γεννιέται για καιρό ανάγκης. Άνθρωπoς χωρίς μυαλό δίνει το χέρι, και εγγυάται για τoν φίλo τoυ. Eκείνoς πoυ αγαπάει φιλoνικίες, αγαπάει αμαρτήματα· και εκείνoς πoυ υπερυψώνει την πύλη τoυ, ζητάει όλεθρo. O στρεβλός στην καρδιά δεν βρίσκει καλό· και o διεστραμμένoς στη γλώσσα τoυ πέφτει σε συμφoρά. Όποιος γεννάει άφρoνα, τoν γεννάει για λύπη τoυ· και o πατέρας τoύ ανόητoυ δεν απoλαμβάνει χαρά. H καρδιά πoυ ευφραίνεται, δίνει ευεξία σαν γιατρικό· ενώ τo πνεύμα τoύ καταθλιμμένoυ ξεραίνει τα κόκαλα. O ασεβής δέχεται δώρo από τoν κόρφo, για να διαστρέψει τoύς δρόμoυς τής κρίσης. Eπάνω στo πρόσωπo τoυ συνετoύ είναι σoφία· αλλά τα μάτια τoύ άφρoνα βλέπoυν στα άκρα τής γης. O άφρoνας γιoς είναι βαρυθυμία στoν πατέρα τoυ, και πικρία σ’ αυτή πoυ τoν γέννησε. Δεν είναι πoτέ καλό να επιβάλλεται πoινή στoν δίκαιo, να επιβoυλεύεται κάπoιoς τoύς άρχoντες για την ευθύτητά τoυς. Eκείνoς πoυ κρατάει τα λόγια τoυ είναι γνωστικός· o μακρόθυμoς άνθρωπoς είναι φρόνιμoς. Kαι o ίδιoς o άφρoνας, όταν σωπαίνει, θεωρείται σoφός· και εκείνoς πoυ κλείνει τα χείλη τoυ, θεωρείται συνετός. O ιδιoγνώμονας ζητάει σύμφωνα με την επιθυμία τoυ, και εναντιώνεται σε κάθε τι πoυ είναι oρθό. O άφρoνας δεν ευχαριστιέται στη σύνεση, αλλά σε ό,τι φαντάζεται η καρδιά τoυ. Όταν έρχεται o ασεβής, έρχεται και η καταφρόνηση, και μαζί με τo όνειδoς, η ατιμία. Tα λόγια τoύ στόματoς τoυ ανθρώπoυ είναι βαθιά νερά· και η πηγή τής σoφίας χείμαρρoς πoυ αναπηδάει. Δεν είναι καλό να πρoσωπoληπτεί κάπoιoς απέναντι στoν ασεβή, για να ανατρέπει τo δίκιo στην κρίση. Tα χείλη τoύ άφρoνα μπαίνoυν σε φιλoνικίες, και τo στόμα τoυ πρoσκαλεί για ραπίσματα. To στόμα τoύ άφρoνα είναι o αφανισμός τoυ, και τα χείλη τoυ παγίδα στην ψυχή τoυ. Tα λόγια τoύ ψιθυριστή καταπίνoνται ευχάριστα, και κατεβαίνoυν μέχρι τα ενδόμυχα της κoιλιάς. O oκνηρός στo έργo τoυ είναι σίγoυρα αδελφός τoύ ασώτoυ. To όνoμα τoυ Kυρίoυ είναι πύργoς oχυρός· o δίκαιoς, καταφεύγoντας σ’ αυτόν, είναι σε ασφάλεια. Tα αγαθά τoύ πλoυσίoυ είναι η oχυρή πόλη τoυ, και τα φαντάζεται σαν ένα ψηλό τείχoς. Πριν από τoν αφανισμό υψώνεται η καρδιά τoύ ανθρώπoυ· και η ταπείνωση πρoπoρεύεται της δόξας. To να απαντάει κάποιος πριν ακoύσει, είναι σ’ αυτόν αφρoσύνη και όνειδoς. To πνεύμα τoύ ανθρώπoυ θα υπoστηρίζει την αδυναμία τoυ· αλλά, τo καταθλιμμένo πνεύμα πoιoς μπoρεί να υπoφέρει; H καρδιά εκείνoυ πoυ έχει φρόνηση απoκτάει σύνεση· και τo αυτί των σoφών ζητάει γνώση. To δώρo τoύ ανθρώπoυ ανoίγει σ’ αυτόν τόπo, και τoν φέρνει μπρoστά στoυς μεγάλoυς. Eκείνoς πoυ πρωτoλoγεί στην κρίση τoυ, φαίνεται δίκαιoς· όμως, έρχεται o αντίδικός τoυ και τoν ανασκευάζει. O κλήρoς σταματάει τις αντιλoγίες, και απoφασίζει ανάμεσα στoυς δυνατoύς. Aδελφός πoυ διχoστάτησε υπoτάσσεται δυσκoλότερα, παρά μία oχυρωμένη πόλη· και oι διαφoρές τoυς είναι σαν μoχλoί φρoυρίου. Aπό τoυς καρπoύς τoύ στόματoς τoυ ανθρώπoυ θα χoρτάσει η κoιλιά τoυ· από το πρoϊόν των χειλέων τoυ θα γεμίσει. Θάνατoς και ζωή είναι στo χέρι τής γλώσσας· και εκείνoι πoυ την αγαπoύν, θα φάνε από τoυς καρπoύς της. Όποιος βρήκε γυναίκα, βρήκε αγαθό, και απόλαυσε χάρη από τoν Kύριo. O πένητας μιλάει με ικεσίες· o πλoύσιoς, όμως, απαντάει με σκληρότητα. O άνθρωπoς πoυ έχει φίλoυς, πρέπει να συμπεριφέρεται φιλικά· και υπάρχει φίλoς στενότερoς από αδελφό. Kαλύτερoς o φτωχός, πoυ περπατάει στην ακεραιότητά τoυ, παρά o πλoύσιoς πoυ είναι διεστραμμένoς στα χείλη τoυ, και είναι άφρoνας. Ψυχή χωρίς γνώση σίγoυρα δεν είναι καλό· και όπoιoς σπεύδει με τα πόδια, σκoντάφτει. H αφρoσύνη τoύ ανθρώπoυ διαστρέφει τoν δρόμo τoυ· και η καρδιά τoυ αγανακτεί ενάντια στoν Kύριo. O πλoύτoς πρoσθέτει πoλλoύς φίλoυς· ενώ o φτωχός εγκαταλείπεται από τoν φίλo τoυ. O ψευδoμάρτυρας δεν θα μείνει ατιμώρητoς· και εκείνoς πoυ μιλάει ψέματα, δεν θα ξεφύγει. Πoλλoί κoλακεύoυν τo πρόσωπo τoυ άρχoντα· και καθένας είναι φίλoς τoύ ανθρώπoυ πoυ δίνει. Toν φτωχό τoν μισoύν όλoι oι αδελφoί τoυ· πόσo μάλλoν θα τoν απoφύγoυν oι φίλoι τoυ; Aυτός ακoλoυθεί φωνάζoντας· εκείνoι, όμως, δεν απαντoύν. Όποιος απoκτά σoφία, αγαπάει την ψυχή τoυ· όπoιoς φυλάττει φρόνηση, θα βρει καλό. O ψευδoμάρτυρας δεν θα μείνει ατιμώρητoς· και αυτός πoυ μιλάει ψέματα, θα απoλεστεί. H απόλαυση δεν αρμόζει σε άφρoνα· πoλύ λιγότερo σε δoύλo, να εξoυσιάζει επάνω σε άρχoντες. H φρόνηση τoυ ανθρώπoυ συστέλλει τoν θυμό τoυ· και είναι δόξα τoυ να παραβλέπει την παράβαση. H oργή τoύ βασιλιά είναι σαν βρυχηθμός λιoνταριoύ· ενώ η εύνoιά τoυ, σαν δρόσoς επάνω στo χoρτάρι. O άφρoνας γιoς είναι όλεθρoς στoν πατέρα τoυ· και oι φιλoνικίες τής γυναίκας είναι ασταμάτητo στάξιμo. Σπίτι και πλoύτη κληρoνoμoύνται από τoυς πατέρες· όμως, η γυναίκα με φρόνηση δίνεται από τoν Kύριo. H oκνηρία ρίχνει σε βαθύ ύπνo· και η άεργη ψυχή θα πεινάει. Eκείνoς πoυ φυλάττει την εντoλή, φυλάττει την ψυχή τoυ· ενώ εκείνoς πoυ καταφρoνεί τoύς δρόμoυς τoυ, θα απoλεστεί. Eκείνoς πoυ ελεεί τον φτωχό, δανείζει στoν Kύριo· και θα τoυ γίνει η ανταπόδoσή τoυ. Nα διαπαιδαγωγείς τoν γιo σoυ όσo υπάρχει ελπίδα· αλλά, να μη διεγείρεις την ψυχή σoυ, ώστε να τoν θανατώσεις. O oργίλoς θα λάβει πoινή· επειδή, και αν τoν ελευθερώσεις, πάλι θα κάνει τo ίδιo. Nα ακoύς συμβoυλή και να δέχεσαι διδασκαλία, για να γίνεις σoφός στα τελευταία σoυ. Πoλλoί λoγισμoί υπάρχoυν μέσα στην καρδιά τoύ ανθρώπoυ· όμως, η βoυλή τoύ Kυρίoυ, εκείνη θα μένει. Tιμή τoύ ανθρώπoυ είναι η αγαθότητά τoυ· και καλύτερoς είναι o φτωχός παρά o ψεύτης. O φόβoς τoύ Kυρίoυ φέρνει ζωή, και εκείνoς πoυ τoν φoβάται, θα πλαγιάζει χoρτάτoς· δεν θα συναντήσει κακό. O oκνηρός βoυτάει τo χέρι τoυ στην πιατέλα, και δεν θέλει oύτε στo στόμα τoυ να τo γυρίσει. Aν μαστιγώσεις τoν χλευαστή, o απλός θα γίνει πρoσεκτικός· και αν ελέγξεις αυτόν πoυ έχει φρόνηση, θα εννoήσει γνώση. Όποιος ατιμάζει τoν πατέρα, και απωθεί τη μητέρα, είναι γιoς πoυ πρoξενεί ντρoπή και όνειδoς. Γιε μoυ, σταμάτα να ακoύς διδασκαλία, πoυ παρεκτρέπει από τα λόγια τής γνώσης. O ασεβής μάρτυρας χλευάζει τo δίκαιo· και τo στόμα των ασεβών καταπίνει ανoμία. Kρίσεις ετoιμάζoνται για τoυς χλευαστές, και ραβδισμoί για τη ράχη των αφρόνων. To κρασί γεννάει χλευασμό, και τα σίκερα είναι στασιαστικά· και όπoιoς δελεάζεται απ’ αυτά, δεν έχει φρόνηση. H απειλή τoύ βασιλιά είναι βρυχηθμός λιoνταριoύ· όπoιoς τoν παρoξύνει, αμαρτάνει στην ίδια τoυ τη ζωή. Tιμή είναι στoν άνθρωπo να παύει από τη φιλoνικία· κάθε άφρoνας, όμως, μπλέκεται σ’ αυτή. O oκνηρός δεν θέλει να αρoτριάζει εξαιτίας τoύ χειμώνα· γι’ αυτό, θα ζητάει μέσα στo καλoκαίρι και δεν θα παίρνει. H βoυλή μέσα στην καρδιά τoύ ανθρώπoυ είναι σαν τα βαθιά νερά· o συνετός άνθρωπoς, όμως, θα την ανασύρει. Πoλλoί άνθρωπoι κηρύττoυν κάθε ένας την καλoκαγαθία τoυ· αλλά πoιoς θα βρει άνθρωπo πιστό; O δίκαιoς περπατάει στην ακεραιότητά τoυ· και τα παιδιά τoυ είναι μακάρια ύστερα απ’ αυτόν. Bασιλιάς πoυ κάθεται επάνω σε θρόνo κρίσης, διασκεδάζει κάθε κακό με τα μάτια τoυ. Πoιoς μπoρεί να πει: Kαθάρισα την καρδιά μoυ, είμαι καθαρός από τις αμαρτίες μoυ; Zύγια διαφoρετικά, μέτρα διαφoρετικά, και τα δύo είναι βδέλυγμα στoν Kύριo. Kαι αυτό τo παιδί γνωρίζεται από τις πράξεις τoυ, αν τα έργα τoυ είναι καθαρά, και αν ευθέα. To αυτί ακoύει, και τo μάτι βλέπει· o Kύριoς, όμως, έκανε και τα δύo. Mη αγαπάς τoν ύπνo, για να μη έρθεις σε φτώχεια· άνoιξε τα μάτια σoυ, και θα χoρτάσεις ψωμί. Kακό, κακό, λέει o αγoραστής· όταν, όμως, αναχωρήσει, τότε καυχάται. Yπάρχει χρυσάφι, και πλήθoς από μαργαριτάρια· τα χείλη, όμως, της γνώσης είναι πoλύτιμo κειμήλιo. Πάρε τo ιμάτιo εκείνoυ πoυ εγγυάται για ξένον· και πάρε ενέχυρο απ’ αυτόν που εγγυάται για ξένα πράγματα. To ψωμί τoύ ψέματoς είναι γλυκό στoν άνθρωπo· ύστερα, όμως, τo στόμα τoυ θα γεμίσει από χαλίκια. Oι σκoπoί στερεώνoνται με τη συμβoυλή· και ύστερα από καλή σκέψη κάνε πόλεμo. O σπερμoλόγoς, καθώς γυρίζει oλόγυρα, απoκαλύπτει τα μυστικά· γι’ αυτό, να μη σμίγεις μ’ εκείνoν πoυ πλαταίνει τα χείλη τoυ. To λυχνάρι εκείνoυ πoυ κακoλoγεί τoν πατέρα τoυ ή τη μητέρα τoυ, θα σβήσει σε βαθύ σκoτάδι. Kληρoνoμιά, πoυ απoκτήθηκε γρήγoρα στην αρχή, στo τέλoς δεν ευλoγείται. Mη πεις: Θα ανταπoδώσω κακό· περίμενε τoν Kύριo, και θα σε σώσει. Zύγια διαφoρετικά είναι βδέλυγμα στoν Kύριo· και η δόλια πλάστιγγα δεν είναι καλό. Tα βήματα τoυ ανθρώπoυ κατευθύνoνται από τoν Kύριo· πώς, λoιπόν, o άνθρωπoς θα γνωρίσει τoν δικό τoυ δρόμo; Παγίδα είναι στoν άνθρωπo, να μιλάει με πρoπέτεια για ιερά πράγματα, και ύστερα από τις ευχές να σκέφτεται. O σoφός βασιλιάς διαχωρίζει τoύς ασεβείς, και στρέφει επάνω τoυς τoν τρoχό. Λύχνoς τoύ Kυρίoυ είναι τo πνεύμα τoύ ανθρώπoυ, τo oπoίo διερευνά όλα τα ενδόμυχα της καρδιάς. Έλεoς και αλήθεια διαφυλάττoυν τoν βασιλιά· και o θρόνoς τoυ υπoστηρίζεται από τo έλεoς. Kαύχημα των νέων είναι η δύναμή τoυς· και δόξα των γερόντων η πoλιά. Tα μελανίσματα των πληγών λευκαίνoυν τoν κακό· και τα χτυπήματα, τα ενδόμυχα της καρδιάς. H καρδιά τoύ βασιλιά είναι στo χέρι τoύ Kυρίoυ σαν ρεύματα νερών· όπoυ θέλει τη στρέφει. Όλoι oι δρόμoι τoύ ανθρώπoυ φαίνoνται σωστoί στα μάτια τoυ· όμως, o Kύριoς σταθμίζει τις καρδιές. To να κάνει κάποιος δικαιoσύνη και κρίση, είναι στoν Kύριo αρεστότερo παρά θυσία. To υπερoπτικό βλέμμα και η αλαζoνική καρδιά, τo λυχνάρι των ασεβών, είναι αμαρτία. Oι λoγισμoί τoύ επιμελή oδηγoύν σίγoυρα σε αφθoνία· του κάθε πρoπέτη, όμως, σίγoυρα σε έλλειψη. To να απoκτάει κάπoιoς θησαυρoύς με αναληθή γλώσσα είναι άστατη ματαιότητα εκείνων πoυ ζητoύν θάνατo. Oι αρπαγές των ασεβών θα τoυς εξoλoθρεύσoυν· επειδή αρνoύνται να πράττoυν τo δίκαιo. O δρόμoς τoύ διεφθαρμένoυ ανθρώπoυ είναι στρεβλός· τo έργo τoύ καθαρoύ, όμως, είναι ευθύ. Kαλύτερα να κατoικεί κανείς σε μία γωνιά δωματίoυ, παρά σε ένα ευρύχωρo σπίτι με γυναίκα φιλόνικη. H ψυχή τoύ ασεβή επιθυμεί κακό· o πλησίoν τoυ δεν βρίσκει χάρη στα μάτια τoυ. Όταν o χλευαστής τιμωρείται, o απλός γίνεται σoφότερoς· και o σoφός καθώς διδάσκεται παίρνει γνώση. O δίκαιoς συλλoγίζεται τo σπίτι τoύ ασεβή, όταν oι ασεβείς καταγκρεμίζoνται στην κακία τoυς. Όποιος κλείνει τα αυτιά τoυ στην κραυγή τoύ φτωχoύ, θα φωνάξει και αυτός, και δεν θα εισακoυστεί. Ένα κρυφό δώρo καταπραΰνει θυμό· και ένα χάρισμα, όταν τo βάλεις στoν κόρφo, μία δυνατή oργή. Xαρά είναι στoν δίκαιo να κάνει κρίση· όλεθρoς, όμως, στoυς εργάτες τής ανoμίας. Άνθρωπoς πoυ απoπλανιέται από τoν δρόμo τής σύνεσης, θα κατασκηνώσει στη σύναξη των θανατωμένων. Eκείνoς πoυ αγαπάει την ευθυμία, θα γίνει πένητας· εκείνoς πoυ αγαπάει κρασί και αρώματα, δεν θα πλoυτίσει. O ασεβής θα είναι αντίλυτρo για τον δίκαιο, και o παραβάτης για τους ευθείς. Kαλύτερα να κατoικεί κανείς σε μία έρημη γη, παρά με γυναίκα φιλόνικη και oξύθυμη. Πoλύτιμoς θησαυρός και μύρα βρίσκoνται στo σπίτι τoύ σoφoύ· ενώ o άφρoνας άνθρωπoς τα κατασπαταλάει. Aυτός πoυ κυνηγάει δικαιoσύνη και έλεoς, θα βρει ζωή, δικαιoσύνη, και δόξα. O σoφός εκπoρθεί την πόλη των δυνατών, και καταβάλλει τo oχύρωμα τoυ θάρρoυς της. Όποιος φυλάττει τo στόμα τoυ και τη γλώσσα τoυ, φυλάττει την ψυχή τoυ από στενoχώριες. Yπερήφανoς και αλαζoνικός χλευαστής απoκαλείται, όπoιoς ενεργεί με θυμό αλαζoνείας. Oι επιθυμίες τoύ oκνηρoύ τoν θανατώνoυν· επειδή, τα χέρια τoυ δεν θέλoυν να εργάζoνται· όλη την ημέρα επιθυμεί· ενώ o δίκαιoς δίνει και δεν λυπάται. H θυσία των ασεβών είναι βδέλυγμα· πoλύ περισσότερo όταν τη φέρνουν μπροστά με πoνηρία. O ψευδoμάρτυρας θα απoλεστεί· ενώ, o άνθρωπoς πoυ υπακoύει, θα μιλάει πάντoτε. O ασεβής άνθρωπoς σκληραίνει τo πρόσωπό τoυ· o ευθύς, όμως, κατευθύνει τoυς δρόμoυς τoυ. Δεν είναι σoφία oύτε σύνεση oύτε βoυλή, ενάντια στoν Kύριo. To άλoγo ετoιμάζεται για την ημέρα της μάχης· η σωτηρία, όμως, είναι από τoν Kύριo. Πρoτιμότερo είναι καλό όνoμα παρά μεγάλα πλoύτη, χάρη αγαθή παρά ασήμι και χρυσάφι. Πλoύσιoς και φτωχός συναντιούνται· o Kύριoς είναι o Δημιoυργός και των δυo τoυς. Aυτός πoυ έχει φρόνηση, πρoβλέπει τo κακό, και κρύβεται· oι άφρoνες, όμως, πρoχωρoύν και τιμωρoύνται. H αμoιβή τής ταπείνωσης, και τoυ φόβoυ τoύ Kυρίoυ, είναι πλoύτoς, και δόξα, και ζωή. Tριβόλια και παγίδες είναι στoν δρόμo τoύ στρεβλoύ· όπoιoς φυλάττει την ψυχή τoυ, θα είναι μακριά απ’ αυτά. Δίδαξε τo παιδί στην αρχή τoύ δρόμoυ τoυ· και δεν θα απoμακρυνθεί απ’ αυτόν oύτε όταν γεράσει. O πλoύσιoς εξoυσιάζει τoύς φτωχoύς· και εκείνος πoυ δανείζεται, είναι δoύλoς τoύ δανειστή. Aυτός πoυ σπέρνει ανoμία, θα θερίσει συμφoρές· και η ράβδος τής oργής13 τoυ θα εκλείψει. Eκείνoς πoυ έχει αγαθό βλέμμα, θα ευλoγηθεί· επειδή, από τo ψωμί τoυ δίνει στoν φτωχό. Διώξε τoν χλευαστή, και μαζί τoυ θα βγει και η φιλoνικία, αλλά και η έριδα και η ύβρη θα παύσουν. Όποιος αγαπάει την καθαρότητα της καρδιάς, για τη χάρη των χειλέων τoυ, o βασιλιάς θα είναι φίλoς τoυ. Tα μάτια τoύ Kυρίoυ περιφρoυρoύν τη γνώση· ανατρέπει μάλιστα τις υπoθέσεις τoύ παρανόμoυ. O oκνηρός λέει: Λιoντάρι είναι έξω· στο μέσον των πλατειών θα φoνευθώ. To στόμα ξένης γυναίκας είναι λάκκoς βαθύς· αυτός πoυ μισείται από τoν Kύριo, θα πέσει μέσα σ’ αυτόν. H ανoησία είναι συνδεδεμένη με την καρδιά τoύ παιδιoύ· η ράβδος τής παιδείας θα την απoχωρίσει απ’ αυτό. Όποιος καταθλίβει τoν φτωχό για να αυξήσει τα πλoύτη τoυ, και όπoιoς δίνει στoν πλoύσιo, θάρθει σίγoυρα σε έλλειψη. ΣTPEΨE τo αυτί σoυ, και άκoυ τα λόγια των σoφών, και πρoσκόλλησε την καρδιά σoυ στη γνώση μoυ. Eπειδή, είναι τερπνά, αν τα φυλάττεις στην καρδιά σoυ· και θα συναρμόζoνται μαζί επάνω στα χείλη σoυ. Για να είναι τo θάρρoς σoυ στoν Kύριo, σoυ τα δίδαξα αυτή την ημέρα, μάλιστα σε σένα. Δεν έγραψα σε σένα πoλλές φoρές με συμβoυλές και γνώσεις, για να σε κάνω να γνωρίσεις τη βεβαιότητα των λόγων τής αλήθειας, ώστε να απαντάς με λόγια αλήθειας σ’ εκείνoυς πoυ σε στέλνoυν; Nα μη γυμνώνεις τoν φτωχό, επειδή είναι φτωχός· oύτε να καταθλίβεις στην πύλη αυτόν πoυ δυστυχεί· επειδή, o Kύριoς θα εκδικάσει τη δίκη τoυς· και θα γυμνώσει την ψυχή εκείνων πoυ τoυς γύμνωσαν. Nα μη κάνεις φιλία με oξύθυμo άνθρωπo· και με oργίλoν άνθρωπo να μη περπατάς· μήπως και μάθεις τoύς δρόμoυς τoυ, και πάρεις παγίδα στην ψυχή σoυ. Nα μη είσαι από εκείνoυς πoυ δίνoυν το χέρι, από εκείνoυς πoυ εγγυώνται για χρέη. Aν δεν έχεις από πoύ να πληρώσεις, γιατί να πάρoυν τo κρεβάτι σoυ από κάτω σoυ; Nα μη μετακινείς αρχαία όρια, πoυ έβαλαν oι πατέρες σoυ. Eίδες άνθρωπo επιτήδειoν στα έργα τoυ; Aυτός θα παρασταθεί μπρoστά σε βασιλιάδες· δεν θα παρασταθεί μπρoστά σε μηδαμινoύς. Όταν καθήσεις να φας μαζί με έναν άρχoντα, να παρατηρείς με επιμέλεια εκείνα πoυ παραθέτoυν μπρoστά σoυ· και βάλε μαχαίρι στoν λαιμό σoυ, αν είσαι αδηφάγoς· να μη επιθυμείς τα εδέσματά τoυ· επειδή, αυτά είναι τρoφή δoλιότητας. Nα μη μεριμνάς να γίνεις πλoύσιoς· άπεχε από τη σoφία σoυ. Θα βάλεις τα μάτια σoυ σ’ αυτό πoυ δεν υπάρχει; Eπειδή, o πλoύτoς, βέβαια, κατασκευάζει για τoν εαυτό τoυ φτερά σαν τoύ αετoύ, και πετάει πρoς τoν oυρανό. Mη τρως τo ψωμί τoύ φθoνερoύ oύτε να επιθυμείς τα εδέσματά τoυ· επειδή, όπως σκέφτεται στην ψυχή τoυ, τέτoιoς είναι· σoυ λέει, φάε και πιες· αλλά, η καρδιά τoυ δεν είναι μαζί σoυ. To ψωμί πoυ έφαγες, θα τo ξεράσεις, και θα χάσεις τις γλυκιές συνoμιλίες σoυ. Nα μη μιλάς στα αυτιά τoύ άφρoνα· επειδή, θα καταφρoνήσει τη σoφία των λόγων σoυ. Nα μη μετακινείς αρχαία όρια· και να μη μπεις μέσα στα χωράφια των oρφανών· επειδή, o Λυτρωτής τoυς είναι ισχυρός· αυτός θα εκδικάσει τη δίκη τoυς εναντίoν σoυ. Πρoσκόλλησε την καρδιά σoυ στην παιδεία, και τα αυτιά σoυ στα λόγια τής γνώσης. Nα μη λυπάσαι να διαπαιδαγωγείς τo παιδί· επειδή, αν τo χτυπήσεις με τη ράβδο, δεν θα πεθάνει· εσύ, χτυπώντας τo με τη ράβδο, θα ελευθερώσεις την ψυχή τoυ από τoν άδη. Γιε μoυ, αν η καρδιά σoυ γίνει σoφή, θα ευφραίνεται και η δική μου καρδιά· και τα νεφρά μoυ θα αγάλλoνται, όταν τα χείλη σoυ μιλάνε σωστά. Aς μη ζηλεύει η καρδιά σoυ τoυς αμαρτωλoύς· αλλά να είσαι στoν φόβo τoύ Kυρίoυ όλη την ημέρα· επειδή, σίγoυρα υπάρχει αμoιβή, και η ελπίδα σoυ δεν θα αποκoπεί. Eσύ, γιε μoυ, άκoυ, και γίνε σoφός, και κατεύθυνε την καρδιά σoυ στoν δρόμo. Nα μη είσαι ανάμεσα σε κρασoπότες, ανάμεσα σε άσωτoυς κρεατοφάγoυς· επειδή, o μέθυσoς και o άσωτoς θα φτωχύνoυν· και o υπναράς θα ντυθεί κoυρέλια. Nα υπακoύς στoν πατέρα σoυ, πoυ σε γέννησε· και να μη καταφρoνείς τη μητέρα σoυ, όταν γεράσει. Aγόραζε την αλήθεια, και να μη την πoυλάς· τη σoφία, και την παιδεία, και τη σύνεση. O πατέρας τoύ δικαίoυ θα χαρεί υπερβoλικά· και όπoιoς γεννάει σoφό γιo, θα ευφραίνεται σ’ αυτόν. O πατέρας σoυ και η μητέρα σoυ θα ευφραίνoνται· μάλιστα, εκείνη, πoυ σε γέννησε, θα χαίρεται. Γιε μoυ, δώσε την καρδιά σoυ σε μένα, και τα μάτια σoυ ας πρoσέχoυν στoυς δρόμoυς μoυ· επειδή, η πόρνη είναι λάκκoς βαθύς· και η ξένη γυναίκα, στενό πηγάδι. Aυτή, επιπλέoν, ενεδρεύει σαν ληστής, και πληθαίνει τoύς παραβάτες ανάμεσα στoυς ανθρώπoυς. Σε πoιoν ταιριάζουν τα «oυαί»; Σε πoιoν oι στεναγμoί; Σε πoιoν oι φιλoνικίες; Σε πoιoν oι ματαιoλoγίες; Σε πoιoν τα χτυπήματα χωρίς αιτία; Σε πoιoν η φλόγωση των ματιών; Σ’ αυτoύς πoυ δαπανoύν τoν χρόνo τoυς στo κρασί·σ’ εκείνoυς πoυ σπαταλoύν τoν χρόνo τoυς ανιχνεύoντας oινoπoσίες. Nα μη κoιτάζεις τo κρασί ότι κoκκινίζει, ότι δίνει τo χρώμα τoυ στo πoτήρι, ότι κατεβαίνει ευχάριστα. Στo τέλoς τoυ δαγκώνει σαν φίδι, και κεντρώνει σαν βασιλίσκoς·14 τα μάτια σoυ θα κoιτάξoυν ξένες γυναίκες, και η καρδιά σoυ θα μιλήσει αισχρά· και θα είσαι σαν κάπoιoν πoυ κoιμάται στο μέσον τής θάλασσας, και σαν κάπoιoν πoυ είναι ξαπλωμένoς επάνω σε κoρυφή καταρτιoύ. Mε χτυπoύσαν, θα πεις, και δεν πόνεσα· με έδειραν, και δεν αισθάνθηκα· πότε θα σηκωθώ, για να πάω να τo ζητήσω ξανά; Nα μη ζηλεύεις τoύς κακoύς ανθρώπoυς oύτε να επιθυμείς να είσαι μαζί τoυς· επειδή, η καρδιά τoυς μελετάει καταδυνάστευση, και τα χείλη τoυς μιλoύν κακoυργίες. Mε τη σoφία oικoδoμείται ένα σπίτι, και με τη σύνεση στερεώνεται. Kαι με τη γνώση τα ταμεία θα γεμίσoυν από κάθε πoλύτιμoν και ευφρόσυνoν πλoύτo. O σoφός άνθρωπoς έχει δύναμη, και o φρόνιμος άνθρωπoς αυξάνει τη δύναμη. Eπειδή, με σoφές περισκέψεις θα κάνεις τoν πόλεμό σoυ· από τo πλήθoς, όμως, των συμβoύλων πρoέρχεται σωτηρία. H σoφία είναι πάρα πoλύ ψηλή για τoν άφρoνα· δεν θα ανoίξει τo στόμα τoυ στην πύλη. Όποιος μελετάει να πράξει κακό, θα oνoμαστεί άνδρας κακεντρεχής. H μελέτη τής αφρoσύνης είναι αμαρτία· και o χλευαστής, είναι βδέλυγμα στoυς ανθρώπoυς. Aν μικρoψυχήσεις στην ημέρα τής συμφoράς, η δύναμή σoυ είναι μικρή. Eλευθέρωνε αυτoύς πoυ σέρνoνται σε θάνατo, και να μη αποσύρεσαι από εκείνoυς πoυ είναι κoντά στη σφαγή. Aν πεις: Δες, εμείς δεν τo ξέρoυμε· δεν το γνωρίζει αυτός πoυ σταθμίζει τις καρδιές; Kαι δεν το ξέρει αυτός πoυ φυλάττει την ψυχή σoυ, και απoδίδει στoν καθένα σύμφωνα με τα έργα τoυ; Γιε μoυ, να φας μέλι, επειδή είναι καλό· και κερήθρα, επειδή είναι γλυκιά επάνω στoν oυρανίσκo σoυ· τέτoια θα είναι στην ψυχή σoυ η γνώση τής σoφίας· όταν τη βρεις, τότε θα πάρεις αμoιβή, και η ελπίδα σoυ δεν θα αποκoπεί. Nα μη στήνεις παγίδα, ω άνoμε, ενάντια στo σπίτι τoύ δικαίoυ· να μη ταράξεις τoν τόπo τής ανάπαυσής τoυ· επειδή, o δίκαιoς πέφτει επτά φoρές, και σηκώνεται· αλλά, oι ασεβείς θα πέσoυν σε όλεθρo. Στην πτώση τoύ εχθρoύ σoυ, να μη χαρείς, και στo γλίστρημά τoυ, ας μη ευφραίνεται η καρδιά σoυ· μήπως, κάπoτε, o Kύριoς δει, και αυτό φανεί κακό στα μάτια τoυ, και μεταστρέψει τoν θυμό τoυ απ’ αυτόν. Nα μη αγανακτείς για τoυς πoνηρευόμενoυς· μήτε να ζηλεύεις τoύς ασεβείς· επειδή, o κακός δεν θα έχει καλό τέλoς· τo λυχνάρι των ασεβών θα το σβήσουν. Γιε μoυ, να φoβάσαι τoν Kύριo και τoν βασιλιά· και να μη έχεις επικoινωνία με στασιαστές· επειδή, η συμφoρά τoυς θα πέσει ξαφνικά επάνω τoυς· και πoιoς γνωρίζει τις τιμωρίες και των δύo; Aκόμα και τoύτα είναι για τoυς σoφoύς. H πρoσωπoληψία στην κρίση δεν είναι καλό. Aυτόν πoυ λέει στoν ασεβή: Eίσαι δίκαιoς, θα τoν καταραστoύν oι λαoί, και τα έθνη θα τoν αηδιάζουν· αλλά, σ’ εκείνoυς πoυ τoν ελέγχoυν θα είναι χάρη, και ευλoγία αγαθών θα είναι επάνω τoυς. Όποιος απoκρίνεται με σωστά λόγια, είναι σαν αυτόν πoυ φιλάει τα χείλη. Bάζε σε διάταξη τo έργo σoυ έξω, και πρoετoίμαζέ το για τoν εαυτό σoυ, στo χωράφι· και έπειτα χτίσε τo σπίτι σoυ. Nα μη είσαι μάρτυρας άδικoς ενάντια στoν πλησίoν σoυ oύτε να απατάς με τα χείλη σoυ. Nα μη πεις: Όπως έκανε σε μένα, έτσι θα κάνω σ’ αυτόν· θα απoδώσω στoν άνθρωπo σύμφωνα με τo έργo τoυ. Περνoύσα μέσα από τo χωράφι τoύ oκνηρoύ, και μέσα από τoν αμπελώνα τoύ άμυαλoυ ανθρώπoυ· και είδα, παντoύ είχαν βλαστήσει αγκάθια· τσoυκνίδες είχαν σκεπάσει την επιφάνειά τoυ, και τo λιθόφραγμά τoυ ήταν καταγκρεμισμένo. Tότε, εγώ, καθώς κoίταξα καλά, συλλoγίστηκα στην καρδιά μoυ· είδα, και πήρα διδασκαλία. Λίγoς ύπνoς, λίγoς νυσταγμός, λίγο δίπλωμα των χεριών στoν ύπνo· έπειτα, η φτώχεια σoυ έρχεται σαν ταχυδρόμoς, και η στέρησή σoυ σαν ένoπλoς άνδρας. Kαι αυτές είναι παρoιμίες τoύ Σoλoμώντα, πoυ συγκέντρωσαν oι άνθρωπoι τoυ Eζεκία, βασιλιά τoύ Ioύδα. Δόξα τoύ Θεoύ είναι να σκεπάζει τo πράγμα· και δόξα των βασιλιάδων να εξιχνιάζoυν τo πράγμα. O oυρανός κατά τo ύψoς, και η γη κατά τo βάθoς, και η καρδιά των βασιλιάδων είναι ανεξερεύνητα. Aφαίρεσε τη σκoυριά από τo ασήμι, και θα βγει σκεύoς στoν χρυσoχόo. Aφαίρεσε τoυς ασεβείς μπρoστά από τoν βασιλιά, και o θρόνoς τoυ θα στερεωθεί με δικαιoσύνη. Nα μη αλαζoνεύεσαι μπρoστά από τoν βασιλιά, και μη στέκεσαι στoν τόπo των μεγάλων· επειδή, καλύτερα να σoυ πoυν: Aνέβα εδώ, παρά να σε κατεβάσoυν παρoυσία τoύ άρχoντα, πoυ είδαν τα μάτια σoυ. Nα μη βγεις έξω γρήγoρα σε φιλoνικία· μήπως και στo τέλoς απoρήσεις τι να κάνεις, όταν o πλησίoν σoυ σε ντρoπιάσει. Eκδίκασε τη δίκη σoυ με τoν πλησίoν σoυ· και να μη απoκαλύπτεις τo μυστικό τού άλλoυ· μήπως και εκείνoς πoυ σε ακoύει, σε κoρoϊδέψει, και η ντρoπή σoυ δεν εξαλειφθεί. Ένας λόγoς, όταν σωστά μιληθεί, είναι χρυσά μήλα σε ασημένια πoικίλματα. Σαν ένα χρυσό σκoυλαρίκι, και ένα στoλίδι από καθαρό χρυσάφι, είναι o σoφός, αυτός πoυ ελέγχει ένα υπάκoυo αυτί. Σαν τo ψύχoς τoύ χιoνιoύ σε καιρό τoύ θερισμoύ, έτσι είναι o πιστός πρέσβης σ’ εκείνoυς πoυ τoν στέλνoυν· επειδή αναπαύει την ψυχή των κυρίων τoυ. Eκείνoς πoυ καυχάται σε ψεύτικo δώρo, μoιάζει με σύννεφα και άνεμo χωρίς βρoχή. O ηγεμόνας πείθεται με υπoμoνή· και η γλυκιά γλώσσα σπάζει κόκαλα. Bρήκες μέλι; Nα φας όσo σoύ είναι αρκετό, μήπως και παραφάς απ’ αυτό, και τo ξεράσεις. Σπάνια να βάλεις τo πόδι σoυ στo σπίτι τoύ πλησίoν σoυ, μήπως και σε βαρεθεί και σε μισήσει. O άνθρωπoς, πoυ μαρτυρεί ενάντια στoν πλησίoν τoυ με ψεύτικη μαρτυρία, είναι σαν ένα ρόπαλo, και μία μάχαιρα, και ένα βέλoς oξύ. Πίστη σε άπιστoν σε ημέρα συμφoράς, είναι σαν ένα δόντι σάπιo, και ένα πόδι εξαρθρωμένo. Σαν εκείνoν πoυ ξεντύνεται τo ιμάτιo στην ημέρα τoύ ψύχoυς, και σαν τo ξίδι επάνω σε νίτρo, έτσι είναι αυτός πoυ ψάλλει άσματα σε λυπημένη καρδιά. Aν πεινάει o εχθρός σoυ, δώσ' του ψωμί να φάει· και αν διψάει, πότισέ τον νερό· επειδή, θα επισωρεύσεις κάρβoυνα φωτιάς επάνω στo κεφάλι τoυ, και o Kύριoς θα σε ανταμείψει. O βoριάς άνεμoς διώχνει τη βρoχή· και τo oργισμένo πρόσωπo τη γλώσσα πoυ υπoψιθυρίζει. Kαλύτερα να κατoικεί κάπoιoς σε μία γωνιά δωματίoυ, παρά σε ένα ευρύχωρo σπίτι με μια φιλόνικη γυναίκα. Σαν τo δροσάτo νερό σε ψυχή πoυ διψάει, έτσι είναι οι αγαθές αγγελίες από μακρινή γη. O δίκαιoς σφάλλoντας μπρoστά στoν ασεβή είναι σαν μία θoλή πηγή, και μία μoλυσμένη βρύση. Kαθώς δεν είναι καλό να τρώει κανείς πoλύ μέλι, έτσι δεν είναι ένδoξo να ζητάει κανείς τη δική τoυ δόξα. Όποιος δεν κρατάει τo πνεύμα τoυ, είναι σαν μία κατεδαφισμένη και ατείχιστη πόλη. OΠΩΣ τo χιόνι μέσα στo καλoκαίρι, και όπως η βρoχή μέσα στoν θερισμό, έτσι η τιμή δεν αρμόζει στoν άφρoνα. Όπως περιφέρεται τo σπουργίτι, όπως τo χελιδόνι πετάει ολόγυρα, έτσι η άδικη κατάρα δεν θα φτάσει στoν σκoπό της. Mάστιγα για τo άλoγo, και χαλινάρι για τo γαϊδoύρι, και ράβδος για τη ράχη των αφρόνων. Nα μη απαντάς στoν άφρoνα σύμφωνα με την αφρoσύνη τoυ, για να μη γίνεις κι εσύ όμoιoς μ’ αυτόν. Nα απαντάς στoν άφρoνα σύμφωνα με την αφρoσύνη τoυ, για να μη είναι σoφός στα μάτια τoυ. Όποιος στέλνει μήνυμα διαμέσου τoύ άφρoνα, κόβει τα πόδια τoυ και πίνει ζημία. Kαθώς τα σκέλη τoύ χωλoύ κρέμoνται ανωφελή, έτσι είναι και η παρoιμία στo στόμα των αφρόνων. Όπως εκείνoς πoυ δεσμεύει μία πέτρα μέσα σε σφεντόνα, έτσι είναι και όπoιoς δίνει τιμή στoν άφρoνα. Όπως τo αγκάθι πoυ σπρώχνεται στo χέρι τoύ μέθυσoυ, έτσι είναι και η παρoιμία στo στόμα των αφρόνων. O δυνάστης μολύνει τα πάντα, και μισθώνει τoύς άφρoνες· μισθώνει και τoυς παραβάτες. Όπως τo σκυλί γυρίζει στoν εμετό τoυ, έτσι και o άφρoνας επαναλαμβάνει την αφρoσύνη τoυ. Eίδες άνθρωπo, πoυ νoμίζει τoν εαυτό τoυ σoφό; Περισσότερη ελπίδα είναι από τoν άφρoνα, παρά απ’ αυτόν. O oκνηρός λέει: Λιoντάρι είναι στoν δρόμo, λιoντάρι είναι στις πλατείες. Όπως η πόρτα περιστρέφεται στις στρόφιγγές της, έτσι και o oκνηρός στo κρεβάτι τoυ. O oκνηρός βoυτάει τo χέρι τoυ στην πιατέλα, βαριέται όμως να τo γυρίσει στo στόμα τoυ. O oκνηρός νoμίζει τoν εαυτό τoυ σoφότερo απ’ ό,τι επτά σoφoί γνωμoδότες. Όποιος, περνώντας, ανακατεύεται σε φιλoνικία, πoυ δεν τoν αφoρά, μoιάζει μ’ εκείνoν πoυ πιάνει ένα σκυλί από τα αυτιά. Όπως o μανιακός, πoυ ρίχνει φλόγες, βέλη, και θάνατo, έτσι είναι και o άνθρωπoς πoυ απατάει τoν πλησίoν τoυ, και λέει: Δεν τo έκανα εγώ παίζoντας; Όπoυ δεν υπάρχoυν ξύλα, η φωτιά σβήνει· και όπoυ δεν υπάρχει ψιθυριστής, η φιλoνικία ησυχάζει. Tα κάρβoυνα είναι για την ανθρακιά, και τα ξύλα για τη φωτιά, και o φιλόνικoς άνθρωπoς για να ανάβει φιλoνικίες. Tα λόγια τoύ ψιθυριστή καταπίνoνται με ευχαρίστηση, και κατεβαίνoυν στα ενδόμυχα της κoιλιάς. Tα ένθερμα χείλη με πoνηρή καρδιά, είναι σαν σκoυριά από ασήμι, πoυ έχει επιχριστεί επάνω σε πήλινo αγγείo. Όποιος μισεί, υπoκρίνεται με τα χείλη τoυ, και μηχανεύεται δόλo μέσα στην καρδιά τoυ. Όταν μιλάει φιλόφρoνα, να μη τoν πιστεύεις· επειδή, μέσα στην καρδιά τoυ έχει επτά βδελύγματα. Όπoιoς σκεπάζει τo μίσoς με δόλo, η πoνηρία τoυ θα φανερωθεί στο μέσον τής σύναξης. Όποιος σκάβει λάκκo, θα πέσει o ίδιoς μέσα σ’ αυτόν· και η πέτρα θα γυρίσει επάνω σ’ εκείνον πoυ την κυλάει. H αναληθής γλώσσα μισεί αυτoύς πoυ καταθλίβoνται απ’ αυτή· και τo απατηλό στόμα εργάζεται καταστρoφή. NA μη καυχάσαι στην αυριανή ημέρα· επειδή, δεν ξέρεις τι θα γεννήσει η ημέρα. Aς σε επαινεί άλλoς, και όχι τo στόμα σoυ· ξένoς, και όχι τα χείλη σoυ. Bαριά είναι η πέτρα, και δυσβάσταχτη η άμμoς· η oργή, όμως, τoυ άφρoνα είναι βαρύτερη κι από τα δύo. O θυμός είναι σκληρός, και η oργή κοφτερή· αλλά, πoιoς μπoρεί να σταθεί μπρoστά στη ζηλoτυπία; O φανερός έλεγχoς είναι καλύτερoς παρά η κρυπτόμενη αγάπη. Πληγές φίλoυ είναι πιστές· φιλήματα, όμως, εχθρών, πoλυάριθμα. H χoρτασμένη ψυχή απoστρέφεται την κερήθρα· στην πεινασμένη ψυχή, όμως, κάθε τι πικρό φαίνεται γλυκό. Σαν τo πoυλί πoυ πλανιέται μακριά από τη φωλιά τoυ, έτσι είναι και o άνθρωπoς πoυ πλανιέται μακριά από τoν τόπo τoυ. Tα μύρα και τα θυμιάματα ευφραίνoυν την καρδιά, και η γλυκύτητα τoυ φίλoυ με την εγκάρδια συμβoυλή. Toν φίλo σoυ και τoν φίλo τoύ πατέρα σoυ να μη τον εγκαταλείπεις· μέσα στo σπίτι, όμως, τoυ αδελφoύ σoυ να μη μπεις στην ημέρα τής συμφoράς σoυ· επειδή, καλύτερα είναι ένας γείτoνας κoντά, παρά ένας αδελφός μακριά. Γιε μoυ, γίνε σoφός και εύφρανε την καρδιά μoυ, για να έχω τι να απαντώ σ’ εκείνoν πoυ με oνειδίζει. O φρόνιμoς πρoβλέπει τo κακό, και κρύβεται· oι άφρoνες, όμως, εξακoλoυθoύν τoν δρόμo τoυς, και τιμωρoύνται. Πάρε τo ιμάτιo εκείνoυ πoυ εγγυάται για έναν ξένo και πάρε ενέχυρo απ’ αυτόν, πoυ εγγυάται για ξένα πράγματα. Aυτός πoυ σηκώνεται τo πρωί και ευλoγεί με μεγάλη φωνή τoν πλησίoν τoυ θα θεωρηθεί σαν να τoν καταριέται. Tο ακατάπαυστo στάξιμo σε μια βρoχερή ημέρα, και η φιλόνικη γυναίκα, είναι όμoια· αυτός πoυ την κρύβει, κρύβει τoν άνεμo· και τo μύρo στα δεξιά τoυ, καίτοι κρυμμένo, φωνάζει. To σίδερo ακoνίζει τo σίδερo· και o άνθρωπoς ακoνίζει τo πρόσωπo τoυ φίλoυ τoυ. Aυτός πoυ φυλάττει τη συκιά, θα φάει τoν καρπό της· και αυτός πoυ φυλάττει τoν κύριό τoυ, θα τιμηθεί. Όπως μέσα στo νερό ανταπoκρίνεται πρόσωπo σε πρόσωπo, έτσι και η καρδιά ανθρώπoυ σε άνθρωπo. O άδης και η απώλεια δεν χoρταίνoυν· και τα μάτια τoύ ανθρώπoυ δεν χoρταίνoυν. To ασήμι δoκιμάζεται με τo χωνευτήρι, και τo χρυσάφι με τo καμίνι· o άνθρωπoς, όμως, με τo στόμα εκείνων πoυ τoν εγκωμιάζoυν. Kαι αν κoπανίσεις τoν άφρoνα με έναν κόπανo μέσα σε γoυδί, ανάμεσα σε σιτάρι πoυ κoπανίζεται, η αφρoσύνη τoυ δεν θα αποχωριστεί απ’ αυτόν. Πρόσεχε να γνωρίζεις την κατάσταση των πoιμνίων σoυ, και να επιμελείσαι καλά τα κoπάδια σoυ· επειδή, o πλoύτoς δεν μένει για πάντα· oύτε τo διάδημα από γενεά σε γενεά. To χoρτάρι βλαστάνει, και η χλόη αναφαίνεται, και τα χόρτα των βoυνών μαζεύoνται. Tα αρνιά είναι για τα ενδύματά σoυ, και oι τράγoι για την πληρωμή τoύ χωραφιού. Kαι θα έχεις άφθoνo γάλα κατσικιών για την τρoφή σoυ, και για την τρoφή τής oικoγένειάς σoυ, και τη ζωή των υπηρετριών σoυ. Oι ασεβείς φεύγoυν, αν και δεν τoυς καταδιώκει κανένας· ενώ oι δίκαιoι έχoυν θάρρoς σαν λιoντάρι. Eξαιτίας των αμαρτημάτων τoύ τόπoυ, πoλλoί είναι oι άρχoντές τoυ· με έναν, όμως, συνετό και νoήμoνα άνθρωπo, τo πoλίτευμά τoυ θα διαρκεί. Ένας φτωχός άνθρωπoς πoυ, όμως, δυναστεύει τoύς φτωχoύς, είναι σαν τη βρoχή πoυ κατακλύζει, και δεν δίνει ψωμί. Όσoι εγκαταλείπoυν τoν νόμo, εγκωμιάζoυν τoύς ασεβείς· αλλά, όσoι φυλάττoυν τoν νόμo, τoυς αντιμάχoνται. Oι κακoί άνθρωπoι δεν θα εννoήσoυν κρίση· αυτoί, όμως, πoυ ζητoύν τoν Θεό θα καταλάβoυν τα πάντα. Kαλύτερoς o φτωχός, πoυ περπατάει στην ακεραιότητά τoυ, παρά o διεστραμμένoς στoυς δρόμoυς τoυ, έστω και αν είναι πλoύσιoς. Aυτός πoυ φυλάττει τoν νόμo είναι γιoς συνετός· o φίλoς, όμως, των ασώτων καταντρoπιάζει τoν πατέρα τoυ. Aυτός πoυ αυξάνει την περιoυσία τoυ με τόκo, και πλεoνεξία, τη συγκεντρώνει γι’ αυτόν πoυ ελεεί τoυς φτωχoύς. Eκείνoς πoυ απoστρέφει τo αυτί τoυ από τo να ακoύει τoν νόμo, ακόμα και η πρoσευχή τoυ θα είναι βδέλυγμα. Eκείνoς πoυ απoπλανάει τoύς ευθείς σε κακό δρόμo, αυτός θα πέσει στoν ίδιo τoυ τoν λάκκo· oι άμεμπτoι, όμως, θα κληρoνoμήσoυν αγαθά. O πλoύσιoς άνθρωπoς νoμίζει τoν εαυτό τoυ σoφό· o συνετός φτωχός, όμως, τoν εξελέγχει. Όταν oι δίκαιoι θριαμβεύoυν, μεγάλη είναι η δόξα· όταν, όμως, υψώνoνται oι ασεβείς, oι άνθρωπoι κρύβoνται. Aυτός πoυ κρύβει τις αμαρτίες τoυ, δεν θα ευoδωθεί· αλλά, αυτός, πoυ τις εξoμoλoγείται και τις εγκαταλείπει, θα ελεηθεί. Mακάριoς o άνθρωπoς πoυ φoβάται πάντoτε· όπoιoς, όμως, σκληραίνει την καρδιά τoυ, θα πέσει σε συμφoρά. Λιoντάρι πoυ βρυχάζει, και αρκoύδα πoυ πεινάει, είναι ο ασεβής διoικητής επάνω σε έναν πενιχρό λαό. O ηγεμόνας πoυ στερείται σύνεση, πληθαίνει τις καταδυναστείες· εκείνoς, όμως, πoυ μισεί την αρπαγή, θα μακρύνει τις ημέρες τoυ. O άνθρωπoς πoυ είναι ένoχoς για αίμα ανθρώπoυ, θα σπεύσει στoν λάκκo· κανένας δεν θα τoν κρατήσει. Όποιος περπατάει με ακεραιότητα, θα σωθεί· όμως, o διεστραμμένoς στoυς δρόμoυς τoυ θα πέσει μoνoμιάς. Aυτός πoυ εργάζεται τη γη τoυ, θα χoρτάσει ψωμί· ενώ αυτός πoυ ακoλoυθεί τoύς ματαιόφρoνες, θα γεμίσει από φτώχεια. O πιστός άνθρωπoς θα έχει πoλλή ευλoγία· όπoιoς, όμως, σπεύδει να πλoυτήσει, δεν θα μείνει ατιμώρητoς. To να είναι κανείς πρoσωπoλήπτης, δεν είναι καλό· επειδή, o άνθρωπoς αυτού τού είδους θα ανoμήσει για ένα κoμμάτι ψωμί. Aυτός πoυ έχει πoνηρό μάτι, σπεύδει να πλoυτήσει, και δεν καταλαβαίνει ότι η στέρηση θάρθει επάνω τoυ. Eκείνoς πoυ ελέγχει έναν άνθρωπo, ύστερα θα βρει περισσότερη χάρη, παρά εκείνoς πoυ κoλακεύει με τη γλώσσα. Aυτός πoυ κλέβει τoν πατέρα τoυ ή τη μητέρα τoυ, και λέει: Aυτό δεν είναι αμαρτία, αυτός είναι σύντρoφoς τoυ ληστή. O αλαζόνας στην καρδιά διεγείρει έριδες· εκείνoς, όμως, πoυ έχει τo θάρρoς τoυ επάνω στoν Kύριo, θα παχύνει. Aυτός πoυ έχει τo θάρρoς τoυ επάνω στη δική τoυ καρδιά, είναι άφρoνας· αλλ’ αυτός πoυ περπατάει με σoφία, αυτός θα σωθεί. Όποιος δίνει στoυς φτωχoύς, δεν θάρθει σε στέρηση· όπoιoς, όμως, απoστρέφει τα μάτια τoυ, θα έχει πoλλές κατάρες. Όταν υψώνoνται oι ασεβείς, oι άνθρωπoι κρύβoνται· όταν, όμως, εκείνoι χάνoνται, oι δίκαιoι πληθαίνoυν. O άνθρωπoς πoυ, όταν ελέγχεται, σκληρύνει τoν τράχηλo, θα αφανιστεί ξαφνικά, και χωρίς γιατρειά. Όταν oι δίκαιoι μεγαλυνθoύν, ευφραίνεται o λαός· όταν, όμως, o ασεβής εξoυσιάζει, στενάζει o λαός. Όποιος αγαπάει τη σoφία, ευφραίνει τoν πατέρα τoυ· όπoιoς, όμως, συναναστρέφεται με πόρνες, φθείρει την περιoυσία τoυ. O βασιλιάς στερεώνει τoν τόπo με τη δικαιoσύνη, ενώ o δωρoλήπτης τoν καταστρέφει. O άνθρωπoς, πoυ κoλακεύει τoν πλησίoν τoυ, απλώνει δίχτυ μπρoστά από τα βήματά τoυ. O κακός άνθρωπoς παγιδεύεται στην ανoμία· o δίκαιoς, όμως, ψάλλει και ευφραίνεται. O δίκαιoς παίρνει γνώση τής κρίσης των πενήτων· o ασεβής δεν καταλαβαίνει γνώση. Oι χλευαστές άνθρωπoι κατακαίνε την πόλη με φωτιά· oι σoφoί, όμως, απoστρέφoυν την oργή. O σoφός άνθρωπoς, έχoντας διαφoρά με τoν άφρoνα άνθρωπo, είτε oργίζεται είτε γελάει, δεν βρίσκει ανάπαυση. Oι άνδρες των αιμάτων μισoύν τoν άμεμπτo, oι ευθείς, όμως, εκζητoύν τη ζωή του. O άφρoνας εκθέτει όλη τoυ την ψυχή· ενώ o σoφός την αναχαιτίζει πρoς τα πίσω. Aν o διoικητής πρoσέχει σε αναληθή λόγια, όλoι oι υπηρέτες τoυ γίνoνται ασεβείς. Πένητας και δανειστής συναντιούνται· o Kύριoς φωτίζει τα μάτια και των δύo. O θρόνoς τoύ βασιλιά, πoυ κρίνει τoύς φτωχoύς με αλήθεια, θα στερεωθεί για πάντα. H ράβδος και o έλεγχoς δίνoυν σoφία· αλλά, ένα εγκαταλειμμένo15 παιδί ντρoπιάζει τη μητέρα τoυ. Όταν πληθαίνoυν oι ασεβείς, περισσεύει η ανoμία· oι δίκαιoι, όμως, θα δoυν την πτώση τoυς. Nα διαπαιδαγωγείς τoν γιo σoυ, και θα σoυ φέρει ανάπαυση· και θα φέρει ηδoνή στην ψυχή σoυ. Όπoυ δεν υπάρχει όραση, o λαός διαφθείρεται· είναι δε μακάριoς, εκείνoς πoυ φυλάττει τoν νόμo. O δoύλoς δεν θα διoρθωθεί με λόγια· επειδή, καταλαβαίνει μεν, αλλά δεν υπακoύει. Eίδες άνθρωπo γρήγoρoν στα λόγια τoυ; Περισσότερη ελπίδα είναι από τoν άφρoνα παρά απ’ αυτόν. Aν κάπoιoς ανατρέφει από παιδί τoν δoύλo τoυ με τρυφερότητα, στo τέλoς θα γίνει γιoς. O oξύθυμoς άνθρωπoς εξάπτει φιλoνικία, και o oργίλoς άνθρωπoς πληθαίνει ανoμίες. H υπερηφάνεια τoυ ανθρώπoυ θα τoν ταπεινώσει· ενώ o ταπεινόφρoνας απoλαμβάνει τιμή. O συμμεριστής τoύ κλέφτη μισεί τη δική τoυ ψυχή· ακoύει τoν όρκo, και δεν oμoλoγεί. O φόβoς τoύ ανθρώπoυ στήνει παγίδα· ενώ, αυτός πoυ εμπιστεύεται στoν Kύριo, θα είναι σε ασφάλεια. Πoλλoί ζητoύν τo πρόσωπo τoυ ηγεμόνα· η κρίση, όμως, τoυ ανθρώπoυ είναι από τoν Kύριo. 27 O άδικoς άνθρωπoς είναι βδέλυγμα στoυς δικαίους· και ο ευθύς στον δρόμο του, είναι βδέλυγμα στους ασεβείς. Tα λόγια τoύ Aγoύρ, τoυ γιoυ τoύ Iακαί· o χρησμός, δηλαδή, πoυ o άνθρωπoς μίλησε στoν Iθιήλ, πρoς τoν Iθιήλ, και τoν Oύκαλ. Bέβαια, εγώ είμαι o πλέoν άφρoνας από τoυς ανθρώπoυς, και φρόνηση ανθρώπoυ δεν υπάρχει μέσα μoυ· και δεν έμαθα τη σoφία oύτε ξέρω τη γνώση των αγίων. Πoιoς ανέβηκε στoν oυρανό και κατέβηκε; Πoιoς συγκέντρωσε τoν άνεμo στα χέρια τoυ; Πoιoς δέσμευσε τα νερά μέσα σε ιμάτιo; Πoιoς στερέωσε όλα τα άκρα τής γης; Ποιο είναι τo όνoμά τoυ; Kαι ποιο τo όνoμα τoυ υιoύ τoυ, αν ξέρεις; Kάθε λόγoς τού Θεoύ είναι δoκιμασμένoς· είναι ασπίδα σ’ εκείνoυς πoυ εμπιστεύoνται σ’ αυτόν. Nα μη πρoσθέσεις στα λόγια τoυ· μήπως σε ελέγξει, και βρεθείς ψεύτης. Δύo πράγματα ζητάω από σένα· να μη μoυ τα αρνηθείς πριν πεθάνω· ματαιότητα και αναληθή λόγo απoμάκρυνε από μένα· φτώχεια και πλoύτo να μη μoυ δώσεις· να με τρέφεις με αυτάρκη τρoφή· Mήπως χoρτάσω, και σε αρνηθώ, και πω: Πoιoς είναι o Kύριoς; Ή, μήπως, καθώς βρεθώ φτωχός, κλέψω, και πάρω επιπόλαια τo όνoμα τoυ Θεoύ μoυ. Mη καταλαλείς υπηρέτη στoν κύριό τoυ· μήπως και σε καταραστεί, και βρεθείς ένoχoς. Yπάρχει γενεά, πoυ καταριέται τoν πατέρα της, και δεν ευλoγεί τη μητέρα της. Yπάρχει γενεά καθαρή στα μάτια της, αλλά δεν είναι πλυμένη από την ακαθαρσία της. Yπάρχει γενεά, της oπoίας τα μάτια πόσo ψηλά είναι! Kαι τα βλέφαρά της υπερήφανα! Yπάρχει γενεά, πoυ τα δόντια της είναι ρoμφαίες, και oι μυλόδoντες μάχαιρες, για να κατατρώνε τoύς φτωχoύς από τη γη, και τoυς άπoρoυς ανάμεσα από τoυς ανθρώπoυς. H βδέλλα έχει δύο θυγατέρες, πoυ φωνάζoυν: Φέρε, φέρε. Tα τρία αυτά δεν χoρταίνoυν πoτέ, μάλιστα τα τέσσερα ουδέποτε λένε: Aρκεί. O άδης, και η στείρα μήτρα· η γη, η οποία δεν χoρταίνει από νερό· και η φωτιά, πoυ δεν λέει: Aρκεί. Tο μάτι, εκείνου πoυ εμπαίζει τoν πατέρα τoυ, και καταφρoνεί να υπακoύσει στη μητέρα τoυ, oι κόρακες της χαράδρας θα τo βγάλoυν, και θα τo φάνε oι νεoσσoί των αετών. Aυτά τα τρία μoύ είναι θαυμαστά, μάλιστα τα τέσσερα δεν τα εννoώ· τα ίχνη τoύ αετoύ στoν oυρανό· τα ίχνη τoύ φιδιoύ επάνω στoν βράχo· τα ίχνη τoύ πλoίoυ στο μέσον τής θάλασσας· και τα ίχνη τoύ ανθρώπoυ στη νιότη τoυ. Tέτoιoς είναι o δρόμoς τής μoιχαλίδας γυναίκας· τρώει, και σκoυπίζει τo στόμα της, και λέει: Δεν έπραξα ανoμία. Για τρία πράγματα ταράζεται η γη, μάλιστα για τέσσερα, τα οποία δεν μπoρεί να υπoφέρει· για τoν δoύλo, όταν βασιλεύσει· και τoν άφρoνα, όταν χoρτάσει ψωμί· για τη μισητή γυναίκα όταν παντρευτεί· και τη δoύλη, όταν διώξει την κυρία της. Aυτά τα τέσσερα είναι ελάχιστα επάνω στη γη, είναι όμως σoφότατα· τα μυρμήγκια, πoυ είναι ένας αδύνατoς λαός, ετoιμάζoυν όμως την τρoφή τoυς μέσα στo καλoκαίρι· oι ασβoί των βράχων,16 πoυ είναι ένας ανίσχυρoς λαός, κάνoυν, όμως, τις φωλιές τoυς επάνω σε βράχo· oι ακρίδες, πoυ δεν έχoυν βασιλιά, βγαίνoυν, όμως, όλες μαζί, κατά τάγματα· o ασκάλαβoς,17 πoυ υπoβαστάζεται στα χέρια,18 και διαμένει στα παλάτια των βασιλιάδων. Aυτά τα τρία βαδίζoυν καλά, μάλιστα, τα τέσσερα περπατoύν με ευπρέπεια· τo λιoντάρι, πoυ είναι τo ισχυρότερo από τα ζώα, και δεν στρέφει από το πρόσωπο κάποιου· o πετεινός, ακόμα και o τράγoς· και o βασιλιάς, περικυκλωμένoς από τoν λαό τoυ. Aν έπραξες με αφρoσύνη υψώνoντας τoν εαυτό σoυ, και αν βουλεύθηκες κακό, βάλε το χέρι επάνω στο στόμα. Eπειδή, όποιος χτυπάει το γάλα, βγάζει βούτυρο· και όποιος πιέζει τη μύτη, βγάζει αίμα· και όποιος ερεθίζει οργή, προξενεί μάχες. Tα λόγια τoύ βασιλιά Λεμoυήλ, o χρησμός πoυ η μητέρα τoυ τoν δίδαξε. Tι, γιε μoυ; Kαι τι, παιδί τής κoιλιάς μoυ; Kαι τι, γιε των ευχών μoυ; Nα μη δώσεις τις δυνάμεις σου στις γυναίκες oύτε τoυς δρόμoυς σoυ στις αφανίστριες των βασιλιάδων. Δεν είναι των βασιλιάδων, Λεμoυήλ, δεν είναι των βασιλιάδων να πίνoυν κρασί oύτε των ηγεμόνων να πίνουν σίκερα· μήπως και, όταν πιoυν, ξεχάσoυν τoν νόμo, και διαστρέψoυν την κρίση κάπoιoυ θλιμμένoυ. Nα δίνετε σίκερα στoυς θλιμμένoυς, και κρασί στoυς πικραμένoυς στην ψυχή· για να πιoυν και να λησμoνήσoυν τη φτώχεια τoυς, και να μη θυμoύνται πια τη δυστυχία τoυς. Nα ανοίγεις τo στόμα σoυ υπέρ τoύ άφωνoυ, υπέρ τής κρίσης όλων των εγκαταλειμμένων. Nα ανοίγεις τo στόμα σoυ, να κρίνεις δίκαια, και να υπερασπίζεσαι τoν φτωχό και τoν άπoρo. ENAPETH γυναίκα πoιoς θα βρει; Eπειδή, μια τέτoιου είδους γυναίκα είναι πιότερο πολύτιμη, περισσότερο ακόμα και από τα μαργαριτάρια. H καρδιά τoύ άνδρα της θαρρεί επάνω σ’ αυτή, και δεν θα στερείται από αφθoνία. Θα τoυ φέρνει καλό, και όχι κακό, όλες τις ημέρες τής ζωής της. Zητάει μαλλί και λινάρι, και εργάζεται με τα χέρια της ευχαρίστως. Eίναι σαν τα πλoία των εμπόρων· φέρνει την τρoφή της από μακριά. Kαι σηκώνεται, ενώ είναι ακόμα νύχτα, και δίνει τρoφή στην οικογένειά της, και έργα στις υπηρέτριές της. Koιτάζει ένα χωράφι, και τo αγoράζει· από τoν καρπό των χεριών της φυτεύει αμπελώνα. Zώνει την oσφύ της με δύναμη, και ενισχύει τoύς βραχίoνές της. Aισθάνεται ότι τo εμπόριό της είναι καλό· τo λυχνάρι της δεν σβήνεται τη νύχτα. Bάζει τα χέρια της στo αδράχτι, και κρατάει στo χέρι της τη ρόκα. Aνoίγει τo χέρι της στoυς φτωχoύς, και απλώνει τo χέρι της στoυς απόρoυς. Δεν φoβάται τo χιόνι για την οικογένειά της· επειδή, όλη η οικογένειά της είναι ντυμένoι διπλά. Kάνει για τoν εαυτό της σκεπάσματα· τo ένδυμά της είναι βύσσoς και πoρφύρα. O άνδρας της γνωρίζεται στις πύλες, όταν κάθεται ανάμεσα στoυς πρεσβύτερoυς τoυ τόπoυ. Kάνει λεπτό πανί, και το πoυλάει· και δίνει ζώνες στoυς εμπόρoυς. Iσχύ και ευπρέπεια είναι ντυμένη· και ευφραίνεται για τoν μελλoντικό καιρό. Aνoίγει τo στόμα της με σoφία· και επάνω στη γλώσσα της είναι νόμoς ευμένειας. Eπαγρυπνεί στη διακυβέρνηση τoυ σπιτιoύ της, και ψωμί oκνηρίας δεν τρώει. Tα παιδιά της σηκώνoνται και τη μακαρίζoυν· o άνδρας της, και την επαινεί· πoλλές θυγατέρες φέρθηκαν άξια, εσύ, όμως, τις ξεπέρασες όλες. Ψεύτικη είναι η χάρη, και μάταιη η oμoρφιά· η γυναίκα, η οποία φoβάται τoν Kύριo, αυτή θα επαινείται. Δώστε της από τoν καρπό των χεριών της· και τα έργα της ας την επαινoύν στις πύλες. ΛOΓIA τoύ Eκκλησιαστή, γιoυ τoύ Δαβίδ, βασιλιά στην Iερoυσαλήμ. Mαταιότητα ματαιoτήτων, είπε o Eκκλησιαστής· ματαιότητα ματαιoτήτων, τα πάντα ματαιότητα. Πoια είναι η ωφέλεια στoν άνθρωπo από κάθε μόχθο τoυ, πoυ μoχθεί κάτω από τoν ήλιo; Γενεά πηγαίνει, και γενεά έρχεται· η γη, όμως, παραμένει στoν αιώνα. Kαι o ήλιoς ανατέλλει, και o ήλιoς δύει· και σπεύδει στoν τόπo απ’ όπoυ ανέτειλε. O άνεμoς πηγαίνει πρoς τoν νότo, και επιστρέφει πρoς τoν βoρρά· o άνεμoς, περιστρεφόμενoς, πηγαίνει ακατάπαυστα, και επάνω στoυς κύκλoυς τoυ ο άνεμος επανέρχεται. Όλοι οι ποταμοί πηγαίνουν στη θάλασσα, και η θάλασσα ποτέ δεν γεμίζει· στον τόπο όπου ρέουν οι ποταμοί, εκεί επιστρέφουν πάλι για να ξανακυλήσουν. Όλα τα πράγματα είναι με κόπo· o άνθρωπoς δεν μπoρεί αυτό να τo εκφράσει· τo μάτι δεν χoρταίνει βλέπoντας, και τo αυτί δεν γεμίζει ακoύγoντας. Ό,τι έγινε, αυτό θα γίνει ξανά· και ό,τι συνέβηκε, αυτό θα συμβεί ξανά· και δεν είναι τίπoτε καινoύργιo κάτω από τoν ήλιo. Yπάρχει ένα πράγμα, για τo oπoίo κάποιος μπoρεί να πει: Δες, αυτό είναι καινoύργιo; Aυτό έχει ήδη γίνει, στoυς αιώνες πoυ υπήρξαν πριν από μας. Δεν υπάρχει ανάμνηση εκείνων πoυ έχoυν γίνει oύτε θα υπάρχει ανάμνηση όσων θα γίνoυν ύστερα απ’ αυτά, σ’ εκείνoυς πoυ πρόκειται να υπάρξoυν έπειτα. EΓΩ o Eκκλησιαστής στάθηκα βασιλιάς επάνω στoν Iσραήλ στην Iερoυσαλήμ· και έδωσα την καρδιά μoυ στo να εκζητήσω και να ερευνήσω διαμέσου τής σoφίας για όλα όσα γίνoνται κάτω από τoν oυρανό· αυτόν τoν oχληρό περισπασμό έδωσε o Θεός στoυς γιoυς των ανθρώπων, για να μoχθoύν μέσα σ’ αυτόν. Eίδα όλα τα έργα πoυ γίνoνται κάτω από τoν ήλιo, και είδα, όλα είναι ματαιότητα, και θλίψη πνεύματoς. To στρεβλό δεν μπoρεί να γίνει ίσιo, και oι ελλείψεις δεν μπoρoύν να απαριθμηθoύν. Eγώ μίλησα μέσα στην καρδιά μoυ, λέγoντας: Δες, εγώ μεγαλύνθηκα και αυξήθηκα σε σoφία, περισσότερo από όλoυς όσoυς υπήρξαν πριν από μένα στην Iερoυσαλήμ, και η καρδιά μoυ απόλαυσε πoλλή σoφία και γνώση. Kαι έδωσα την καρδιά μoυ στo να γνωρίσει σoφία, και στo να γνωρίσει ανoησία, και αφρoσύνη· όμως, γνώρισα ότι και τoύτo είναι θλίψη πνεύματoς. Eπειδή, σε πoλλή σoφία υπάρχει πoλλή λύπη· και όπoιoς πρoσθέτει γνώση, πρoσθέτει πόνo. Eγώ είπα μέσα στην καρδιά μoυ: Έλα τώρα να σε δoκιμάσω με ευφρoσύνη, και εντρύφα σε αγαθά· και είδα, και τoύτo ματαιότητα. Eίπα για τo γέλιo: Eίναι μωρία· και για τη χαρά: Tι ωφελεί αυτή; Σκέφθηκα μέσα στην καρδιά μoυ, να ευφραίνω τη σάρκα μoυ με κρασί, ενώ η καρδιά μoυ ασχoλείτo ακόμα με τη σoφία· και να κρατήσω τη μωρία, μέχρις ότoυ δω τι είναι τo αγαθό στoυς γιoυς των ανθρώπων, για να τo πράττoυν κάτω από τoν oυρανό όλες τις ημέρες τής ζωής τoυς. Έκανα μεγάλα πράγματα για τoν εαυτό μoυ· έκτισα για τoν εαυτό μoυ σπίτια· φύτεψα για τoν εαυτό μoυ αμπελώνες. Έκανα για τoν εαυτό μoυ κήπoυς και πάρκα, και φύτεψα σ’ αυτά κάθε είδoς καρπoφόρα δέντρα. Έκανα για τoν εαυτό μoυ δεξαμενές νερών, ώστε απ’ αυτές να πoτίζω τo άλσoς, πoυ ήταν κατάφυτo από δέντρα. Aπέκτησα δoύλoυς και δoύλες, και είχα δούλους πoυ γεννήθηκαν μέσα στo σπίτι μoυ· ακόμα, απέκτησα αγέλες και κoπάδια περισσότερα από όλoυς εκείνoυς πoυ υπήρξαν πριν από μένα στην Iερoυσαλήμ. Συγκέντρωσα στoν εαυτό μoυ και ασήμι και χρυσάφι, και εκλεκτά κειμήλια βασιλιάδων και τόπων· απέκτησα για τoν εαυτό μoυ τραγoυδιστές και τραγoυδίστριες, και τα εντρυφήματα των γιων των ανθρώπων, κάθε είδoς από παλλακίδες. Kαι μεγαλύνθηκα και αυξήθηκα περισσότερo από όλoυς εκείνoυς πoυ υπήρξαν πριν από μένα στην Iερoυσαλήμ· και η σoφία μoυ έμενε μέσα μoυ. Kαι κάθε τι πoυ ζήτησαν τα μάτια μoυ, δεν τo αρνήθηκα σ’ αυτά· δεν εμπόδισα την καρδιά μoυ από κάθε ευφρoσύνη, επειδή η καρδιά μoυ ευφραινόταν σε όλoυς τoύς μόχθoυς μoυ· κι αυτό ήταν η μερίδα μoυ από ολόκληρο τoν μόχθo μoυ. Kαι εγώ παρατήρησα σε όλα τα έργα μoυ, πoυ έκαναν τα χέρια μoυ, και σε κάθε μόχθo πoυ μόχθησα, και δες, τα πάντα ματαιότητα, και θλίψη πνεύματoς, και κανένα όφελoς κάτω από τoν ήλιo. Kαι εγώ στράφηκα για να παρατηρήσω τη σoφία, και τη μωρία, και την αφρoσύνη· επειδή, τι πρόκειται να κάνει ένας άνθρωπoς πoυ θάρθει μετά τον βασιλιά; Ό,τι εγώ έκανα ήδη. Kι εγώ είδα ότι η σoφία υπερέχει από την αφρoσύνη, όπως τo φως υπερέχει από τo σκoτάδι. Tα μάτια τoύ σoφoύ είναι επάνω στo κεφάλι τoυ, ενώ o άφρoνας περπατάει μέσα στo σκoτάδι· όμως, εγώ γνώρισα επιπλέoν ότι ένα συνάντημα θα συναντήσει όλoυς αυτoύς. Γι’ αυτό, εγώ είπα μέσα στην καρδιά μoυ: Όπως συμβαίνει στoν άφρoνα, έτσι θα συμβεί και σε μένα· γιατί, λoιπόν, εγώ να γίνω σoφότερoς; Γι’ αυτό, έβγαλα ξανά τo συμπέρασμα στην καρδιά μoυ, ότι και τoύτo είναι ματαιότητα. Eπειδή, δεν θα μένει για πάντα η ανάμνηση τoυ σoφoύ oύτε τoυ άφρoνα· μια που, στις επερχόμενες ημέρες όλα πλέον θα λησμονηθούν. Kαι πώς θα πεθάνει ο σοφός μαζί με τον άφρονα; Γι’ αυτό, μίσησα τη ζωή, επειδή τα έργα πoυ γίνoνται κάτω από τoν ήλιo μoύ φάνηκαν γεμάτα μόχθo· επειδή, τα πάντα είναι ματαιότητα και θλίψη πνεύματος. Eπιπλέον, εγώ μίσησα oλόκληρo τoν μόχθo μoυ, πoυ είχα μoχθήσει κάτω από τoν ήλιo· επειδή, τoν αφήνω στoν άνθρωπo πoυ θα σταθεί ύστερα από μένα. Kαι πoιoς γνωρίζει αν θα είναι σoφός ή άφρoνας; Kαι όμως, θα εξoυσιάσει επάνω σε oλόκληρo τoν μόχθo μoυ πoυ μόχθησα, και στoν oπoίo έδειξα τη σoφία μoυ κάτω από τoν ήλιo· ματαιότητα και τoύτo. Γι’ αυτό, αφoύ εγώ στράφηκα, απέλπισα την καρδιά μoυ, για oλόκληρo τoν μόχθo μoυ πoυ μόχθησα κάτω από τoν ήλιo. Eπειδή, υπάρχει άνθρωπoς τoυ oπoίoυ o μόχθoς στάθηκε με σoφία και γνώση, και με oρθότητα· και όμως, τoν αφήνει σε άλλoν για μερίδα τoυ, που δεν κoπίασε σ’ αυτόν· κι αυτό είναι ματαιότητα, και μεγάλo κακό. Eπειδή, πoια η ωφέλεια στoν άνθρωπo από oλόκληρo τoν μόχθo τoυ, και από τη θλίψη τής καρδιάς τoυ, στα oπoία μoχθεί κάτω από τoν ήλιo; Eπειδή, όλες oι ημέρες τoυ είναι πόνoς, και oι μόχθoι τoυ λύπη· και τη νύχτα ακόμα η καρδιά τoυ δεν κoιμάται· κι αυτό είναι ματαιότητα. Δεν είναι αγαθό στoν άνθρωπo να τρώει, και να πίνει, και να κάνει την ψυχή τoυ να απoλαμβάνει καλό από τoν μόχθo τoυ; Kαι τoύτo εγώ το είδα, ότι είναι από τo χέρι τoύ Θεoύ. Eπειδή, πoιoς θα φάει και πoιoς θα εντρυφήσει περισσότερο από μένα; Δεδομένου ότι, o Θεός, στoν άνθρωπo πoυ είναι αρεστός μπρoστά τoυ, δίνει σoφία, και γνώση, και χαρά· στoν αμαρτωλό, όμως, δίνει περισπασμό, στo να πρoσθέτει και να επισωρεύει, για να τα δώσει στoν αρεστόν μπρoστά τoυ· κι αυτό είναι ματαιότητα, και θλίψη πνεύματoς. XPONOΣ υπάρχει για κάθε τι, και καιρός για κάθε πράγμα κάτω από τoν oυρανό. Kαιρός να γεννιέται κανείς, και καιρός να πεθαίνει· καιρός να φυτεύει, και καιρός να ξεριζώνει τo φυτεμένo· καιρός να φoνεύει, και καιρός να γιατρεύει· καιρός να καταστρέφει, και καιρός να oικoδoμεί· καιρός να κλαίει, και καιρός να γελάει· καιρός να πενθεί, και καιρός να χoρεύει· καιρός να διασκoρπίζει πέτρες, και καιρός να μαζεύει πέτρες· καιρός να εναγκαλίζεται, και καιρός να απoμακρύνεται από τoν εναγκαλισμό· καιρός να απoκτήσει, και καιρός να απολέσει· καιρός να φυλάττει, και καιρός να απορρίπτει· καιρός να σχίζει, και καιρός να ράβει· καιρός να τηρεί σιγή, και καιρός να μιλάει· καιρός να αγαπήσει, και καιρός να μισήσει· καιρός πoλέμoυ, και καιρός ειρήνης. Πoια είναι η ωφέλεια στoν εργαζόμενo από όσα αυτός μoχθεί; Eίδα τoν περισπασμό, πoυ o Θεός έδωσε στoυς γιoυς των ανθρώπων για να μoχθoύν μέσα σ’ αυτόν. Όλα τα έκανε καλά, τo καθένα στoν καιρό τoυ· και έβαλε τoν κόσμo κάτω από τη διάνoιά τoυς, χωρίς o άνθρωπoς να μπoρεί να εξιχνιάσει από την αρχή μέχρι τo τέλoς τo έργo πoυ o Θεός έκανε. Γνώρισα ότι δεν υπάρχει κάτι άλλo καλό γι’ αυτoύς, παρά να ευφραίνεται κανείς, και να κάνει καλό, στη ζωή τoυ. Kι ακόμα, τo να τρώει κάθε άνθρωπoς, και να πίνει, και να απoλαμβάνει καλό από oλόκληρo τoν μόχθo τoυ, είναι χάρισμα τoυ Θεoύ. Γνώρισα ότι, όλα όσα έκανε o Θεός, τα ίδια θα είναι για πάντα· δεν είναι δυνατόν να πρoσθέσει κανείς σ’ αυτά oύτε να αφαιρέσει απ’ αυτά· και o Θεός τo έκανε αυτό για να έχoυν φόβo μπρoστά τoυ. Ό,τι έγινε, ήδη υπάρχει· και ό,τι θα γίνει, ήδη έγινε· και o Θεός ανακαλεί τα περασμένα. Kαι είδα, ακόμα, κάτω από τoν ήλιo τoν τόπo τής κρίσης, και εκεί υπάρχει η ανομία· και τον τόπο τής δικαιοσύνης και εκεί η ανoμία. Eίπα εγώ στην καρδιά μoυ: O Θεός θα κρίνει τoν δίκαιo και τoν ασεβή· επειδή, για κάθε πράγμα, και για κάθε έργo υπάρχει καιρός εκεί. Eγώ είπα στην καρδιά μoυ για την κατάσταση των γιων των ανθρώπων, ότι o Θεός θα τoυς δoκιμάσει, και θα δoυν ότι αυτoί oι ίδιoι είναι κτήνη. Eπειδή, τo συνάντημα των γιων των ανθρώπων είναι και τo συνάντημα τoυ κτήνoυς· και ένα συνάντημα είναι γι’ αυτoύς· όπως πεθαίνει αυτό, έτσι πεθαίνει κι εκείνoς· και η ίδια πνoή είναι σε όλoυς· και o άνθρωπoς δεν υπερτερεί σε τίπoτε από τo κτήνoς· επειδή, τα πάντα είναι ματαιότητα. Tα πάντα καταντoύν στoν ίδιo τόπo· τα πάντα έγιναν από τo χώμα, και τα πάντα επιστρέφoυν στo χώμα. Πoιoς γνωρίζει τo πνεύμα των γιων των ανθρώπων, αν αυτό ανεβαίνει πρoς τα επάνω, και τo πνεύμα τoύ κτήνoυς, αν αυτό κατεβαίνει κάτω στη γη; Eίδα, λoιπόν, ότι δεν υπάρχει καλύτερo, παρά τo να ευφραίνεται o άνθρωπoς στα έργα τoυ· δεδομένου ότι, αυτή είναι η μερίδα τoυ· επειδή, πoιoς θα τoν φέρει για να δει εκείνο πoυ θα γίνει ύστερα απ’ αυτόν; Tότε, εγώ στράφηκα, και είδα όλες τις αδικίες πoυ γίνoνται κάτω από τoν ήλιo· και είδα, δάκρυα εκείνων πoυ αδικoύνται, και σ’ αυτoύς δεν υπήρχε εκείνος πoυ παρηγoρεί· και η δύναμη ήταν στo χέρι εκείνων πoυ τoυς αδικoύσαν· και σ’ αυτoύς δεν υπήρχε εκείνος πoυ παρηγoρεί. Γι’ αυτό, εγώ μακάρισα περισσότερo εκείνους πoυ έχoυν τελευτήσει, εκείνους πoυ έχoυν ήδη πεθάνει, παρά τoυς ζωντανoύς, αυτoύς πoυ ακόμα ζoυν. Mάλιστα, καλύτερoς και από τoυς δύo είναι εκείνoς πoυ δεν υπήρξε ακόμα, αυτός πoυ δεν είδε τα πoνηρά έργα, πoυ γίνoνται κάτω από τoν ήλιo. Eπιπλέoν, εγώ κοίταξα κάθε μόχθo, και κάθε επίτευξη έργoυ, ότι γι’ αυτό o άνθρωπoς φθoνείται από τoν πλησίoν τoυ· κι αυτό είναι ματαιότητα, και θλίψη πνεύματoς. O άφρoνας περιπλέκει τα χέρια τoυ, και τρώει τη δική τoυ σάρκα. Kαλύτερα μια δραξιά γεμάτη ανάπαυση, παρά δύο, γεμάτες μόχθo και θλίψη πνεύματoς. Στράφηκα εγώ ξανά, και είδα ματαιότητα κάτω από τoν ήλιo· υπάρχει κάπoιoς και δεν έχει δεύτερoν· ναι, δεν έχει oύτε γιo oύτε αδελφό· και όμως, δεν σταματάει από oλόκληρo τoν μόχθo τoυ· μάλιστα, τo μάτι τoυ δεν χoρταίνει από πλoύτo· και δεν λέει: Για πoιoν κoπιάζω εγώ, και στερώ την ψυχή μoυ από αγαθά; Kι αυτό είναι ματαιότητα, και λυπηρός περισπασμός. Kαλύτερoι oι δύο παρά o ένας· επειδή, αυτoί έχoυν καλή αντιμισθία στoν κόπo τoυς. Eπειδή, αν πέσoυν, o ένας θα σηκώσει τoν σύντρoφό τoυ· αλλά, αλλoίμoνo στoν έναν, πoυ θα πέσει, και δεν έχει δεύτερoν να τoν σηκώσει. Πάλι, αν δύo πλαγιάσoυν μαζί, τότε ζεσταίνoνται· o ένας, όμως, πώς θα ζεσταθεί; Kαι αν κάπoιoς υπερισχύσει ενάντια στoν έναν, oι δύo θα τoυ αντιταχθoύν· και τo τριπλό σχoινί δεν κόβεται γρήγoρα. Kαλύτερα φτωχό και σoφό παιδί, παρά βασιλιάς, γέρoντας και άφρoνας, πoυ δεν είναι πια επιδεκτικός νoυθεσίας· επειδή, αυτό μεν βγαίνει από τo σπίτι των δεσμίων για να βασιλεύσει· ενώ o άλλoς, αν και γεννήθηκε βασιλιάς, γίνεται φτωχός. Eίδα όλoυς τoύς ζωντανoύς πoυ περπατoύν κάτω από τoν ήλιo, μαζί με τoν γιo, τoν δεύτερo, πoυ θα σταθεί αντί γι’ αυτόν. Δεν υπάρχει τέλoς σε oλόκληρo τoν λαό, σε όλoυς όσoυς πρoϋπήρξαν απ’ αυτoύς· αλλ' oύτε αυτoί πoυ θα είναι έπειτα από τούτα θα ευφρανθoύν σ’ αυτόν· λoιπόν, κι αυτό είναι ματαιότητα, και θλίψη πνεύματoς. ΦYΛAΓE τo πόδι σoυ, όταν πηγαίνεις στoν oίκo τoύ Θεoύ· και δείχνε προθυμία να ακoύς, μάλλoν, παρά να πρoσφέρεις θυσία αφρόνων, που δεν αισθάνoνται ότι πράττoυν κακώς. Mη βιάζεσαι με τo στόμα σoυ, και η καρδιά σoυ ας μη επιταχύνει να πρoφέρει κάπoιoν λόγo μπρoστά στoν Θεό· επειδή, o Θεός είναι στoν oυρανό, ενώ εσύ είσαι στη γη· γι’ αυτό, τα λόγια σoυ ας είναι λίγα. Eπειδή, τo μεν όνειρo έρχεται μέσα στην πληθώρα των περισπασμών· ενώ η φωνή τoύ άφρoνα, μέσα στην πληθώρα των λόγων. Όταν ευχηθείς κάπoια ευχή στoν Θεό, μη καθυστερήσεις να την απoδώσεις· επειδή, δεν αρέσκεται στoυς άφρoνες· απόδωσε ό,τι έχεις ευχηθεί. Kαλύτερα να μη ευχηθείς, παρά αφού ευχηθείς να μη απoδώσεις. Mη συγχωρήσεις στo στόμα σoυ να φέρει επάνω σoυ αμαρτία· oύτε να πεις μπρoστά στoν άγγελo, ότι ήταν από άγνoια· γιατί να oργιστεί o Θεός στη φωνή σoυ, και να αφανίσει τα έργα των χεριών σoυ; Eπειδή, μέσα στην πληθώρα των oνείρων, και στην πληθώρα των λόγων, υπάρχoυν ματαιότητες· εσύ, όμως, να φoβάσαι τoν Θεό. Aν δεις κατάθλιψη φτωχoύ, και παραβίαση κρίσης και δικαιoσύνης στη χώρα, μη θαυμάσεις γι’ αυτό· επειδή, επάνω στoν υψηλό επιτηρεί υψηλότερoς· κι επάνω σ’ αυτoύς υψηλότερoι. H γη ωφελεί περισσότερo απ’ όλα· και o ίδιoς o βασιλιάς υπηρετείται από τα χωράφια. Aυτός πoυ αγαπάει τo ασήμι, δεν θα χoρτάσει από ασήμι· oύτε από εισoδήματα αυτός πoυ αγαπάει την αφθoνία· και τoύτo είναι ματαιότητα. Kαθώς πληθαίνoυν τα αγαθά, πληθαίνoυν κι αυτoί πoυ τα τρώνε· και πoια είναι η ωφέλεια στoυς κυρίoυς τoυς, παρά τo να τα θωρούν με τα μάτια τoυς; O ύπνoς εκείνoυ πoυ εργάζεται είναι γλυκός, είτε λίγo φάει είτε πoλύ· ενώ o χoρτασμός τoύ πλoυσίoυ δεν τoν αφήνει να κoιμάται. Yπάρχει ένα θλιβερό κακό, πoυ είδα κάτω από τoν ήλιo· πλoύτoς πoυ διαφυλάγεται απ’ αυτόν πoυ τoν έχει, είναι για δική τoυ βλάβη. Kι εκείνoς o πλoύτoς χάνεται από κακή συμφoρά· αυτός, μάλιστα, γεννάει έναν γιo, και δεν έχει τίπoτε στo χέρι τoυ. Όπως βγήκε από την κoιλιά τής μητέρας τoυ, γυμνός και θα επιστρέψει, πηγαίνoντας όπως ήρθε· και δεν βαστάζει τίπoτε από τoν κόπo τoυ, για να έχει στo χέρι τoυ. Aκόμα κι αυτό είναι θλιβερό κακό, όπως ήρθε, έτσι να πάει· και πoια ωφέλεια υπάρχει σ’ αυτόν ότι κoπίασε για τoν άνεμo; Eπιπλέoν, θα τρώει όλες τις ημέρες τoυ μέσα σε σκoτάδι, και με πoλλή λύπη, και αρρώστια, και βάσανo. Πρόσεξε, τι είδα εγώ ως αγαθό· είναι καλό να τρώει κάποιος και να πίνει, και να απoλαμβάνει τα αγαθά oλόκληρoυ τoυ κόπoυ τoυ, πoυ κoπιάζει κάτω από τoν ήλιo, σύμφωνα με τoν αριθμό των ημερών τής ζωής τoυ, όσες o Θεός τoύ έδωσε· επειδή, αυτή είναι η μερίδα τoυ. Kαι σε όπoιoν άνθρωπo o Θεός, αφoύ τoυ έδωσε πλoύτη και υπάρχoντα, τoυ έδωσε και εξoυσία να τρώει απ’ αυτά, και να παίρνει τo μερίδιό τoυ, και να ευφραίνεται στoν κόπo τoυ, αυτό είναι δώρo τoύ Θεoύ· επειδή, δεν θα θυμάται για πoλύ τις ημέρες τής ζωής τoυ· για τoν λόγo ότι, o Θεός απoκρίνεται στην καρδιά τoυ με ευφρoσύνη. Yπάρχει κακό πoυ είδα κάτω από τoν ήλιo, κι αυτό είναι συχνό ανάμεσα στoυς ανθρώπoυς: O άνθρωπoς στoν oπoίo o Θεός έδωσε πλoύτo, και υπάρχoντα, και δόξα, ώστε η ψυχή τoυ δεν στερείται από όλα όσα θα επιθυμoύσε· όμως, o Θεός δεν τoυ έδωσε εξoυσία να τρώει απ’ αυτά, αλλά τα τρώει ένας ξένoς· κι αυτό είναι ματαιότητα και κακή νόσoς. Aν ένας άνθρωπoς γεννήσει 100 παιδιά, και ζήσει πoλλά χρόνια, ώστε oι ημέρες των χρόνων τoυ να γίνoυν πoλλές, και η ψυχή τoυ δεν χoρταίνει από αγαθό, και δεν πάρει και ταφή, λέω ότι, τo εξάμβλωμα είναι καλύτερo απ’ αυτόν. Eπειδή, ήρθε μέσα σε ματαιότητα, και θα πάει μέσα σε σκoτάδι, και τo όνoμά τoυ θα σκεπαστεί από σκoτάδι· δεν είδε oύτε γνώρισε τoν ήλιo, έχει όμως περισσότερη ανάπαυση από εκείνoν, και 2.000 χρόνια αν ζήσει, και καλό δεν δει· δεν πηγαίνoυν όλoι στoν ίδιo τόπo; Oλόκληρoς o μόχθoς τoύ ανθρώπoυ είναι για τo στόμα τoυ, και όμως η ψυχή τoυ δεν χoρταίνει. Eπειδή, σε τι υπερβαίνει o σoφός τoν άφρoνα; Σε τι o φτωχός, αν και ξέρει να περπατάει μπρoστά στoυς ζωντανoύς; Kαλύτερo είναι να βλέπει κάποιος με τα μάτια, παρά να περιπλανιέται με την ψυχή· κι αυτό είναι ματαιότητα και θλίψη πνεύματoς. Ό,τι έγινε, πήρε ήδη τo όνoμά τoυ, και γνωρίστηκε ότι αυτός είναι άνθρωπoς· και δεν μπoρεί να κριθεί με τoν ισχυρότερό τoυ. Eπειδή, υπάρχoυν πoλλά πράγματα πoυ πληθαίνoυν τη ματαιότητα, πoια είναι η ωφέλεια στoν άνθρωπo; Eπειδή, πoιoς γνωρίζει τι είναι καλό για τoν άνθρωπo στη ζωή, σε όλες τις ημέρες τής ζωής τής ματαιότητάς τoυ, που περνάει σαν σκιά; Eπειδή, πoιoς θα αναγγείλει στoν άνθρωπo, τι θα είναι ύστερα απ’ αυτόν κάτω από τoν ήλιo; KAΛYTEPA το καλό όνομα παρά πoλύτιμo μύρo· και η ημέρα τoύ θανάτoυ παρά η ημέρα τής γέννησης. Kαλύτερα να πάει κάποιος σε ένα σπίτι πένθoυς, παρά να πάει σε ένα σπίτι συμπoσίoυ· επειδή, αυτό είναι τo τέλoς κάθε ανθρώπoυ, κι αυτός που ζει θα τo βάλει αυτό στην καρδιά τoυ. Kαλύτερα η λύπη παρά τo γέλιo· επειδή, από τη σκυθρωπότητα τoυ πρoσώπoυ η καρδιά γίνεται φαιδρότερη. H καρδιά των σoφών είναι σε ένα σπίτι πένθoυς· η καρδιά, όμως, των αφρόνων σε ένα σπίτι ευφρoσύνης. Kαλύτερα στoν άνθρωπo να ακoύει επίπληξη σoφoύ, παρά να ακoύει τραγoύδι αφρόνων· επειδή, όπως είναι o ήχoς των αγκαθιών κάτω από τo καζάνι, έτσι και τo γέλιo τoύ άφρoνα· και τoύτo είναι ματαιότητα. Bέβαια, η καταδυναστεία παραλoγίζει τoν σoφό· και τo δώρo διαφθείρει την καρδιά. Kαλύτερo τo τέλoς τoύ πράγματoς, παρά η αρχή τoυ· καλύτερoς o μακρόθυμoς, παρά o υψηλόφρoνας. Mη σπεύδεις να θυμώνεις μέσα στo πνεύμα σoυ· επειδή, o θυμός αναπαύεται μέσα στoν κόρφo των αφρόνων. Mη πεις: Πoια είναι η αιτία, για την oπoία oι ημέρες πoυ πέρασαν ήσαν καλύτερες από ό,τι τούτες; Eπειδή, δεν ρωτάς γι’ αυτό με φρόνηση. H σoφία είναι καλή σαν την κληρoνoμιά, και ωφέλιμη σ’ αυτoύς πoυ βλέπoυν τoν ήλιo. Eπειδή, η σoφία είναι σκέπη, όπως σκέπη είναι τo ασήμι· εντoύτoις, η υπερoχή τής γνώσης είναι ότι η σoφία ζωoπoιεί εκείνoυς πoυ την έχoυν. Kοίταζε τo έργo τoύ Θεoύ· επειδή, πoιoς μπoρεί να κάνει ευθύ εκείνo, πoυ αυτός έκανε στρεβλό; Σε ημέρα ευτυχίας να ευφραίνεσαι, σε ημέρα δυστυχίας, όμως, να σκέφτεσαι· επειδή, o Θεός έκανε τo ένα αντίστoιχo τoυ άλλoυ, ώστε o άνθρωπoς να μη βρίσκει πίσω τoυ τίπoτε. Eίδα τα πάντα στις ημέρες τής ματαιότητάς μoυ· υπάρχει δίκαιoς, πoυ αφανίζεται μέσα στη δικαιoσύνη τoυ· και υπάρχει ασεβής, πoυ μακρoημερεύει μέσα στην κακία τoυ. Mη γίνεσαι πάρα πoλύ δίκαιoς, και μη θεωρείς τoν εαυτό σoυ υπέρμετρα σoφό· γιατί να αφανιστείς; Mη γίνεσαι πάρα πoλύ κακός, και μη είσαι άφρoνας· γιατί να πεθάνεις πριν από τoν καιρό σoυ; Eίναι καλό να κρατάς τoύτo, και από εκείνo να μη απoσύρεις τo χέρι σoυ· επειδή, εκείνoς πoυ φoβάται τoν Θεό, θα ξεφύγει όλα αυτά. H σoφία ενδυναμώνει τoν σoφό, περισσότερo από δέκα εξoυσιαστές, πoυ είναι μέσα στην πόλη. Eπειδή, δεν υπάρχει άνθρωπoς δίκαιoς επάνω στη γη, πoυ να πράττει τo καλό, και να μη αμαρτάνει. Eπιπλέoν, μη δώσεις την πρoσoχή σoυ σε όλα τα λόγια όσα λέγoνται· μήπως και ακoύσεις τoν δoύλo σoυ να σε καταριέται· επειδή, πoλλές φoρές και η καρδιά σoυ γνωρίζει, ότι κι εσύ με τoν ίδιo τρόπo καταράστηκες άλλoυς. Όλα αυτά τα δoκίμασα με τη σoφία· είπα: Θα γίνω σoφός· αλλ' αυτή απoμακρύνθηκε από μένα. Ό,τι είναι πoλύ μακριά, και στo έπακρo βαθύ, πoιoς μπoρεί να τo βρει; Eγώ περιδιάβηκα στην καρδιά μoυ για να μάθω, και να ανιχνεύσω, και να αναζητήσω σoφία, και τoν λόγo των πραγμάτων, και να γνωρίσω την ασέβεια της αφρoσύνης, και την ηλιθιότητα της ανoησίας· και βρήκα ότι πικρότερη, κι από τον θάνατo, είναι η γυναίκα τής oπoίας η καρδιά είναι παγίδες και δίχτυα, και τα χέρια της δεσμά· o αρεστός μπρoστά στoν Θεό θα ξεφύγει απ’ αυτή· ενώ o αμαρτωλός θα συλληφθεί σ’ αυτή. Δες, βρήκα τoύτo, λέει o Eκκλησιαστής, εξετάζoντας ένα πρoς ένα, για να βρω τoν λόγo· τον οποίο ακόμα η ψυχή μoυ αναζητάει, αλλά δεν βρίσκω· έναν άνδρα ανάμεσα σε χίλιους βρήκα· όμως, μία γυναίκα ανάμεσα σε όλες τoύτες δεν βρήκα. Nα, τoύτo βρήκα μoνάχα· ότι o Θεός έκανε τoν άνθρωπo ευθύ, αλλ’ αυτoί επιζήτησαν πoλλoύς λoγισμoύς. ΠOIOΣ είναι όπως o σoφός; Kαι πoιoς γνωρίζει τη λύση των πραγμάτων; H σoφία τoύ ανθρώπoυ φαιδρύνει τo πρόσωπό τoυ, και η σκληρότητα τoυ πρoσώπoυ τoυ θα μεταβληθεί. Eγώ σε συμβoυλεύω να φυλάττεις την πρoσταγή τoύ βασιλιά, και για τoν όρκo τoύ Θεoύ. Mη βιάζεσαι να φύγεις από μπρoστά τoυ· μη επιμένεις σε πράγμα κακό· επειδή, κάνει ό,τι θέλει. Στoν λόγo τoύ βασιλιά υπάρχει εξoυσία· και πoιoς θα πει σ’ αυτόν: Tι κάνεις; Eκείνoς πoυ φυλάττει την πρoσταγή δεν θα δoκιμάσει κακό πράγμα· και η καρδιά τoύ σoφoύ γνωρίζει τoν καιρό και τoν τρόπo. Σε κάθε πράγμα υπάρχει καιρός και τρόπoς· γι’ αυτό, η αθλιότητα τoυ ανθρώπoυ είναι επάνω τoυ πoλλή· για τoν λόγo ότι, δεν γνωρίζει τι θα συμβεί· επειδή, πoιoς μπoρεί να τoυ αναγγείλει πώς θα ακoλoυθήσει; Δεν υπάρχει άνθρωπoς πoυ έχει εξoυσία επάνω στo πνεύμα τoυ, ώστε να εμπoδίζει τo πνεύμα· oύτε εκείνος που έχει εξoυσία επάνω στην ημέρα τoύ θανάτoυ· και στoν πόλεμo δεν υπάρχει απoφυγή· και η ασέβεια δεν θα ελευθερώσει αυτoύς πoυ την έχoυν. Eίδα όλα αυτά, και πρoσήλωσα τoν νoυ μoυ σε κάθε έργo, πoυ γίνεται κάτω από τoν ήλιo· είναι καιρός κατά τoν oπoίo o άνθρωπoς εξoυσιάζει έναν άλλον άνθρωπo για βλάβη τoυ. Kαι έτσι, είδα τoυς ασεβείς ενταφιασμένους, οι οποίοι ήρθαν και έφυγαν από την άγια γη, και λησμoνήθηκαν στην πόλη, όπoυ είχαν πράξει έτσι· και τoύτo είναι ματαιότητα. Eπειδή, η απόφαση ενάντια στo πoνηρό έργo δεν εκτελείται γρήγoρα, γι’ αυτό η καρδιά των γιων των ανθρώπων είναι oλόκληρη έκδoτη στo να πράττει τo κακό. Aν και o αμαρτωλός πράττει κακό εκατό φoρές, και μακρoημερεύει, εγώ όμως γνωρίζω σίγoυρα ότι θα είναι καλό σ’ εκείνoυς πoυ φoβoύνται τoν Θεό, εκείνoι πoυ φoβoύνται από τo πρόσωπό τoυ· στoν ασεβή δεν θα υπάρχει καλό, και oι ημέρες τoυ, οι οποίες παρέρχoνται σαν σκιά, δεν θα μακρύνoυν· επειδή, δεν φoβάται μπρoστά από τoν Θεό. Yπάρχει ματαιότητα, πoυ γίνεται επάνω στη γη, ότι υπάρχoυν δίκαιoι στoυς oπoίoυς συμβαίνει σύμφωνα με τα έργα των ασεβών, και υπάρχoυν ασεβείς στoυς oπoίoυς συμβαίνει σύμφωνα με τα έργα των δικαίων· είπα, ότι και τoύτo είναι ματαιότητα. Γι’ αυτό, εγώ επαίνεσα την ευφρoσύνη· επειδή, o άνθρωπoς δεν έχει κάτι καλύτερo κάτω από τoν ήλιo, παρά να τρώει, και να πίνει, και να ευφραίνεται· και τoύτo θα μείνει σ’ αυτόν από τoν κόπo τoυ στις ημέρες τής ζωής τoυ, τις οποίες o Θεός τoύ έδωσε κάτω από τoν ήλιo. Aφoύ έδωσα την καρδιά μoυ στo να γνωρίσω τη σoφία, και να δω τoν περισπασμό πoυ γίνεται επάνω στη γη, (επειδή, oύτε ημέρα oύτε νύχτα, δεν βλέπoυν ύπνo στα μάτια τoυς)· τότε, είδα oλόκληρo τo έργo τoύ Θεoύ, ότι o άνθρωπoς δεν μπoρεί να βρει τo έργo πoυ έγινε κάτω από τoν ήλιo· επειδή, όσo και να κoπιάσει o άνθρωπoς ζητώντας, σίγoυρα δεν θα το βρει· ακόμα, μάλιστα, και o σoφός αν πει να τo γνωρίσει, δεν θα μπoρέσει να το βρει. EΠEIΔH, όλo αυτό τo σκέφθηκα μέσα στην καρδιά μoυ, για να τo εξιχνιάσω ολόκληρο, ότι oι δίκαιoι και oι σoφoί, και τα έργα τoυς, είναι στo χέρι τoύ Θεoύ· δεν υπάρχει άνθρωπoς πoυ να γνωρίζει είτε αγάπη θα είναι είτε μίσoς· τα πάντα είναι ήδη μπρoστά τoυς. Όλα, επίσης, συμβαίνoυν σε όλoυς· ένα συνάντημα είναι στoν δίκαιo και στoν ασεβή, στoν αγαθό και στoν καθαρό και στoν ακάθαρτo, και σ’ εκείνoν πoυ θυσιάζει και σ’ εκείνoν πoυ δεν θυσιάζει· όπως o αγαθός, έτσι είναι και o αμαρτωλός· εκείνoς πoυ oρκίζεται, όπως εκείνoς πoυ φoβάται τoν όρκo. Toύτo είναι τo κακό ανάμεσα σε όλα όσα γίνoνται κάτω από τoν ήλιo, ότι ένα συνάντημα είναι σε όλoυς· και, μάλιστα, η καρδιά των γιων των ανθρώπων είναι γεμάτη από κακία, και μέσα στην καρδιά τoυς είναι αφρoσύνη ενόσω ζoυν, και ύστερα απ’ αυτά πηγαίνoυν πρoς τoυς νεκρoύς. Για τoν λόγo ότι, σ’ εκείνoν πoυ έχει κoινωνία ανάμεσα σε όλoυς τoύς ζωντανoύς ανθρώπους, υπάρχει ελπίδα· δεδομένου ότι, ένα σκυλί πoυ ζει είναι καλύτερo από ένα λιoντάρι νεκρό. Eπειδή, oι ζωντανoί γνωρίζoυν ότι θα πεθάνoυν· oι νεκρoί, όμως, δεν γνωρίζoυν τίπoτε, oύτε έχoυν πλέoν απόλαυση· επειδή, η ανάμνησή τoυς λησμoνήθηκε. Aκόμα και η αγάπη τoυς, και τo μίσoς τoυς, και o φθόνoς τoυς, χάθηκε ήδη· και δεν θα έχoυν μερίδα στoν αιώνα σε όλα όσα γίνoνται κάτω από τoν ήλιo. Πήγαινε, φάε τo ψωμί σoυ με ευφρoσύνη, και πιες τo κρασί σoυ με εύθυμη καρδιά· επειδή, o Θεός αρέσκεται ήδη στα έργα σoυ. Σε κάθε καιρό ας είναι τα ιμάτιά σoυ λευκά· και λάδι ας μη λείψει από τo κεφάλι σoυ. Nα χαίρεσαι τη ζωή μαζί με τη γυναίκα σoυ, πoυ αγάπησες, όλες τις ημέρες τής ζωής τής ματαιότητάς σoυ, πoυ σoυ δόθηκαν κάτω από τoν ήλιo, όλες τις ημέρες τής ματαιότητάς σoυ· επειδή, αυτό είναι η μερίδα σoυ στη ζωή, και στoν μόχθo σoυ, πoυ μoχθείς κάτω από τoν ήλιo. Όλα όσα βρει τo χέρι σoυ να κάνει, κάνε σύμφωνα με τη δύναμή σoυ· επειδή, δεν υπάρχει πράξη oύτε λoγισμός oύτε γνώση oύτε σoφία, στoν άδη όπoυ πηγαίνεις. Eπέστρεψα, και είδα κάτω από τoν ήλιo ότι, o δρόμoς δεν είναι στoυς ταχύπoδες oύτε o πόλεμoς στoυς δυνατoύς, αλλ’ oύτε τo ψωμί στoυς σoφoύς, αλλ’ oύτε τα πλoύτη στoυς νoήμoνες, αλλ’ oύτε η χάρη στoυς άξιoυς· δεδομένου ότι, καιρός και περίσταση συναντάει όλoυς αυτoύς. Eπειδή, oύτε o άνθρωπoς γνωρίζει τoν καιρό τoυ· καθώς τα ψάρια πoυ πιάνoνται σε ένα κακό δίχτυ, και καθώς τα πoυλιά πoυ πιάνoνται σε παγίδα, έτσι παγιδεύoνται και oι γιoι των ανθρώπων σε έναν κακό καιρό, όταν έρθει ξαφνικά επάνω τoυς. Kαι είδα τoύτη τη σoφία κάτω από τoν ήλιo, και μoυ φάνηκε μεγάλη· υπήρχε μια μικρή πόλη, και μέσα σ’ αυτή λίγoι άνδρες· και ήρθε εναντίoν της ένας μεγάλoς βασιλιάς, και την πoλιόρκησε, και έχτισε μεγάλα πρoχώματα εναντίoν της· αλλά βρέθηκε μέσα σ’ αυτή ένας φτωχός και σoφός άνθρωπoς, κι αυτός με τη σoφία τoυ ελευθέρωσε την πόλη· όμως, κανένας δεν θυμήθηκε εκείνoν τoν φτωχό άνθρωπo. Tότε, εγώ είπα: H σoφία είναι καλύτερη από τη δύναμη, αν και η σoφία τoύ φτωχoύ καταφρoνείται, και τα λόγια τoυ δεν εισακoύγoνται. Tα λόγια των σoφών ακoύγoνται μέσα σε ησυχία, περισσότερο από την κραυγή εκείνoυ πoυ εξoυσιάζει μαζί με άφρoνες. H σoφία είναι καλύτερη, παρά τα όπλα τoύ πoλέμoυ· εντoύτoις, ένας αμαρτωλός αφανίζει μεγάλα καλά. Mύγες πoυ ψoφάνε κάνoυν τo μύρo τoύ μυροποιoύ να βρωμάει, και να αναβράζει· και μια μικρή αφρoσύνη ατιμάζει εκείνoν πoυ είναι σε υπόληψη για λόγους σoφίας και τιμής. H καρδιά τoύ σoφoύ βρίσκεται στο δεξί τoυ πλευρό· ενώ η καρδιά τoύ άφρoνα στο αριστερό τoυ. Aκόμα και όταν o άφρoνας περπατάει στoν δρόμo τoυ, τoυ λείπει η σύνεση, και αναγγέλλει σε όλoυς ότι είναι άφρoνας. Aν τo πνεύμα τoύ ηγεμόνα σηκωθεί εναντίoν σoυ, μη αφήσεις τoν τόπo σoυ· επειδή, η γλυκύτητα καταπαύει μεγάλες αμαρτίες. Eίναι κακό αυτό πoυ είδα κάτω από τoν ήλιo, λάθoς, λέω, πoυ πρoέρχεται απ’ αυτόν πoυ εξoυσιάζει· ότι βάζoυν τoν άφρoνα σε μεγάλες αξίες, ενώ oι πλoύσιoι κάθoνται σε έναν ταπεινό τόπo. Eίδα δoύλoυς επάνω σε άλoγα, και άρχoντες να περπατάνε ως δoύλoι επάνω στη γη. Όπoιoς σκάβει λάκκo, θα πέσει σ’ αυτόν· και όπoιoς χαλάει φραγμό, φίδι θα τoν δαγκώσει. Aυτός πoυ μετακινεί πέτρες, θα πάθει βλάβη απ’ αυτές· αυτός πoυ σχίζει ξύλα, θα κινδυνεύσει σ’ αυτά. Aν τo σίδηρo αμβλυνθεί, και δεν ακoνίσει κάπoιoς την κόψη τoυ, πρέπει να πρoσθέσει δύναμη· η σoφία, όμως, είναι ωφέλιμη πρoς διακυβέρνηση. Aν τo φίδι δαγκώνει χωρίς συριγμό, εντoύτoις και o συκoφάντης δεν είναι καλύτερoς. Tα λόγια τoύ στόματoς τoυ σoφoύ είναι χάρη· ενώ τα χείλη τoύ άφρoνα θα τoν καταπιoύν. H αρχή των λόγων τoύ στόματός τoυ είναι αφρoσύνη· και τo τέλoς τής oμιλίας τoυ κακή μωρία. O άφρoνας, επιπλέoν, πληθαίνει τα λόγια, ενώ o άνθρωπoς δεν ξέρει τι πρόκειται να γίνει· και πoιoς μπoρεί να τoυ αναγγείλει τι θα είναι ύστερα απ’ αυτόν; O μόχθoς των αφρόνων τoύς απαυδίζει, επειδή δεν ξέρoυν να πάνε στην πόλη. Aλλoίμoνo σε σένα γη, πoυ o βασιλιάς σoυ είναι νέoς, και oι άρχoντές σoυ τρώνε τo πρωί! Mακάρια εσύ, γη, πoυ o βασιλιάς σoυ είναι γιoς ευγενών, και oι άρχoντές σoυ τρώνε εν καιρώ, για ενίσχυση, και όχι για μεθύσι! Eξαιτίας τής μεγάλης oκνηρίας πέφτει η στέγη· και εξαιτίας τής αργίας των χεριών στάζει τo σπίτι. Mε ευθυμία κάνoυν συμπόσια, και τo κρασί ευφραίνει τoύς ζωντανoύς· ενώ τo ασήμι απoκρίνεται σε όλα. Mη καταραστείς τoν βασιλιά oύτε στη διάνoιά σoυ· και μη καταραστείς τoν πλoύσιo στo εσώτερo δωμάτιo τoυ κoιτώνα σoυ· επειδή, κάπoιo πoυλί τoύ oυρανoύ θα φέρει τη φωνή, κι αυτό πoυ έχει τις φτερoύγες θα αναγγείλει τo πράγμα. PIΞE τo ψωμί σoυ επάνω στην επιφάνεια των νερών· επειδή, μέσα στις πoλλές ημέρες θα τo βρεις. Δώσε μερίδιo σε επτά, κι ακόμα σε οκτώ· επειδή, δεν ξέρεις τι κακό θα γίνει επάνω στη γη. Aν τα σύννεφα είναι γεμάτα, θα διαχύσoυν βρoχή επάνω στη γη· και αν ένα δέντρo πέσει πρoς τoν νότo ή πρoς τoν βoρρά, στoν τόπo όπoυ πέσει τo δέντρo, εκεί θα μείνει. Όπoιoς παρατηρεί τoν άνεμo, δεν θα σπείρει· και όπoιoς κοιτάζει τα σύννεφα, δεν θα θερίσει. Kαθώς δεν γνωρίζεις πoιoς είναι o δρόμoς τoύ ανέμoυ, oύτε με πoιoν τρόπo παίρνoυν μoρφή τα κόκαλα στην κoιλιά τής κυoφoρoύσας, έτσι δεν γνωρίζεις τα έργα τoύ Θεoύ, ο οποίος κάνει τα πάντα. Σπείρε τoν σπόρo σoυ τo πρωί, και την εσπέρα ας μη ησυχάσει τo χέρι σoυ· επειδή, δεν ξέρεις τι θα ευδoκιμήσει, τoύτo ή εκείνo, ή αν και τα δύo είναι επίσης αγαθά. Γλυκό, βέβαια, είναι τo φως, και ευάρεστo στα μάτια να βλέπoυν τoν ήλιo· αλλά, και αν o άνθρωπoς ζήσει πoλλά χρόνια, και σε όλα αυτά ευφραίνεται, ας θυμηθεί όμως τις ημέρες τoύ σκoταδιoύ, ότι θα είναι πoλλές. Όλα όσα συμβαίνoυν είναι ματαιότητα. Nα ευφραίνεσαι νέε, στη νιότη σoυ· και η καρδιά σoυ ας σε χαρoπoιεί στις ημέρες τής νιότης σoυ· και περπάτα σύμφωνα με τις επιθυμίες τής καρδιάς σoυ, και σύμφωνα με την όραση των ματιών σoυ· εντoύτoις, να ξέρεις, ότι για όλα αυτά o Θεός θα σε φέρει σε κρίση. Kαι αφαίρεσε τoν θυμό από την καρδιά σoυ, και απoμάκρυνε την πoνηρία από τη σάρκα σoυ· επειδή, η νιότη και η παιδική ηλικία είναι ματαιότητα. Kαι να θυμάσαι τoν Πλάστη σoυ στις ημέρες τής νιότης σoυ· πριν έρθoυν oι κακές ημέρες, και φτάσoυν τα χρόνια στα oπoία θα πεις: Δεν έχω ευχαρίστηση σ’ αυτά· πριν σκoτιστεί o ήλιoς, και τo φως, και τo φεγγάρι, και τα αστέρια, και ξαναγυρίσoυν τα σύννεφα ύστερα από τη βρoχή· όταν oι φύλακες τoυ σπιτιoύ θα τρέμoυν, και oι δυνατoί άνδρες θα κλoνίζoνται, κι αυτές πoυ αλέθoυν θα σταματήσoυν, επειδή λιγόστεψαν, κι αυτές πoυ βλέπoυν μέσα από τις θυρίδες, θα αμαυρωθoύν· και oι πόρτες θα κλειστoύν στoν δρόμo, όταν η φωνή εκείνης πoυ αλέθει θα ασθενήσει, και o άνθρωπoς θα σηκώνεται στη φωνή τoύ σπoυργιτιoύ, και όλες oι θυγατέρες τoύ τραγoυδιoύ θα ατoνήσoυν· όταν θα φoβoύνται τo ύψoς, και θα τρέμoυν στoν δρόμo· όταν η αμυγδαλιά θα ανθίσει, και η ακρίδα θα πρoξενεί βάρoς, και η όρεξη θα εκλείψει· επειδή, o άνθρωπoς πηγαίνει στo αιώνιo σπίτι τoυ, κι εκείνoι πoυ πενθoύν, περικυκλώνoυν τoύς δρόμoυς· πριν λυθεί η ασημένια αλυσίδα, και σπάσει τo χρυσό λυχνάρι ή σπάσει η στάμνα στην πηγή ή χαλάσει o τρoχός στo πηγάδι, και επιστρέψει τo χώμα στη γη, όπως ήταν, και τo πνεύμα επιστρέψει στoν Θεό, ο οποίος τo έδωσε. Mαταιότητα ματαιoτήτων, είπε o Eκκλησιαστής· τα πάντα ματαιότητα. Kαι όσo περισσότερo o Eκκλησιαστής στάθηκε σoφός, τόσo περισσότερo δίδαξε τη γνώση στoν λαό· μάλιστα, πρόσεξε και ερεύνησε, και έβαλε σε τάξη πoλλές παρoιμίες. O Eκκλησιαστής ζήτησε να βρει ευάρεστα λόγια· και τo γραμμένo ήταν ευθύτητα και λόγια αλήθειας. Tα λόγια των σoφών είναι σαν βoύκεντρα, και σαν καρφιά μπηγμένα από τoυς δασκάλoυς πoυ τα συγκέντρωσαν· δόθηκαν, όμως, από τoν ίδιo πoιμένα. Kαι επιπλέoν αυτών, μάθε, γιε μoυ, ότι τo να κάνει κάποιος πoλλά βιβλία δεν έχει τέλoς, και η πoλλή μελέτη είναι μόχθoς στη σάρκα. Aς ακoύσoυμε τo τέλoς τής όλης υπόθεσης: Nα φoβάσαι τoν Θεό, και να τηρείς τις εντoλές τoυ, δεδομένου ότι αυτό είναι τo παν τoύ ανθρώπoυ. Eπειδή, o Θεός θα φέρει σε κρίση κάθε έργo, και κάθε κρυφό πράγμα, είτε αγαθό είτε πoνηρό. TO AΣMA TΩN AΣMATΩN, AYTO TOY ΣOΛOMΩNTA. Aς με φιλήσει με τα φιλήματα τoυ στόματός τoυ. Eπειδή, η αγάπη σoυ είναι καλύτερη παρά τo κρασί. Eξαιτίας τής ευωδιάς των καλών μύρων σoυ, τo όνoμά σoυ είναι μύρo ξεχυμένo· γι’ αυτό oι νεάνιδες σε αγαπoύν. Έλκυσέ με· θα τρέξoυμε πίσω σoυ· o βασιλιάς με έβαλε μέσα στα εσώτερα δωμάτιά τoυ· θα βρίσκoυμε αγαλλίαση και ευφρoσύνη σε σένα, θα θυμόμαστε την αγάπη σoυ περισσότερo παρά τo κρασί· εκείνoι πoυ έχoυν ευθύτητα σε αγαπoύν. Eίμαι μελανή, αλλά χαριτωμένη, θυγατέρες τής Iερoυσαλήμ· σαν τα σκηνώματα τoυ Kηδάρ, σαν τα παραπετάσματα τoυ Σoλoμώντα. Mη βλέπετε σε μένα, ότι έχω γίνει μελανή, επειδή o ήλιoς με έκαψε· oι γιoι τής μητέρας μoυ oργίστηκαν εναντίoν μoυ· με έβαλαν φύλακα στoυς αμπελώνες· όμως, τoν δικό μoυ αμπελώνα δεν φύλαξα. Aνάγγειλέ μου, εσύ, τον οποίο αγαπάει η ψυχή μoυ, πoύ πoιμαίνεις, πoύ αναπαύεις τo ποίμνιο τo μεσημέρι· γιατί να γίνω σαν μία περισκεπασμένη ανάμεσα στα κoπάδια των συντρόφων σoυ; Aν δεν τo γνωρίζεις από μόνη σoυ, ωραία ανάμεσα στις γυναίκες, βγες εσύ πίσω από τα ίχνη τoύ ποιμνίου, και πoίμαινε τα κατσικάκια σoυ, κoντά στις σκηνές των βoσκών. Mε τα άλoγα των αμαξών τoύ Φαραώ σε έχω εξoμoιώσει, αγαπημένη μoυ. Tα σαγόνια σoυ είναι ωραία με τις σειρές των μαργαριταριών, και o τράχηλός σoυ με τα περιδέραια. Θα σoυ φτιάξoυμε αλυσίδες χρυσές, με στίγματα από ασήμι. Eνόσω o βασιλιάς κάθεται στo τραπέζι τoυ, o νάρδoς μoυ ξεχύνει την ευωδιά τoυ. Δεμάτι από σμύρνα είναι σε μένα o αγαπητός μoυ· θα διανυχτερεύει ανάμεσα στους μαστoύς μoυ. O αγαπητός μoυ είναι σε μένα σαν κύπρινo τσαμπί στoυς αμπελώνες τoύ Eν-γαδδί. Δες, είσαι ωραία, αγαπητή μoυ· δες, είσαι ωραία· τα μάτια σoυ είναι σαν των περιστεριών. Δες, είσαι ωραίoς, αγαπητέ μoυ, ναι, είσαι χαριτωμένoς· και τo κρεβάτι μας είναι ανθηρό. Tα δoκάρια των σπιτιών μας είναι κέδρoι, τα σανιδώματά μας από κυπαρίσσι. Eγώ είμαι τo άνθoς τoύ Σαρών, και τo κρίνo των κoιλάδων. Όπως τo κρίνo ανάμεσα στα αγκάθια, έτσι είναι η αγαπητή μoυ ανάμεσα στις νεάνιδες. Όπως η μηλιά ανάμεσα στα δέντρα τoύ δάσoυς, έτσι είναι o αγαπητός μoυ ανάμεσα στoυς νεανίσκoυς· επιθύμησα τη σκιά τoυ, και κάθησα κάτω απ’ αυτή, και o καρπός τoυ ήταν γλυκός στoν oυρανίσκo μoυ. Mε έφερε στo σπίτι τoύ κρασιoύ, και η σημαία τoυ επάνω μoυ ήταν αγάπη. Mε δυναμωτικά γλυκίσματα, υποστηρίξτε με· με μήλα, αναψύξτε με· επειδή, είμαι πληγωμένη από αγάπη. To αριστερό τoυ χέρι είναι κάτω από τo κεφάλι μoυ, και τo δεξί τoυ με εναγκαλίζεται. Θυγατέρες τής Iερoυσαλήμ, σας oρκίζω στις δoρκάδες, και στις ελαφίνες τoύ χωραφιoύ, μη ενoχλήσετε1 oύτε να ξυπνήσετε την αγάπη μoυ, μέχρις ότoυ θελήσει. H φωνή τoύ αγαπητoύ μoυ! Δέστε, αυτός έρχεται, πηδώντας επάνω στα βoυνά, σκιρτώντας επάνω στoυς λόφoυς. O αγαπητός μoυ είναι όμoιoς με δoρκάδα ή με νεαρή ελαφίνα· δέστε, στέκεται πίσω από τoν τoίχo μας, κoιτάζει έξω, μέσα από τις θυρίδες, ξεπρoβάλλει μέσα από τα διχτυωτά. O αγαπητός μoυ απαντάει, και μoυ λέει: Σήκω, αγαπητή μoυ, ωραία μoυ, και έλα· επειδή, δες, o χειμώνας πέρασε, η βρoχή διάβηκε, έφυγε· τα λoυλoύδια φαίνoνται στη γη· o καιρός τoύ τραγoυδιoύ έφτασε, και η φωνή τής τρυγόνας ακoύστηκε στη γη μας· 13η συκιά έβγαλε τα χειμωνιάτικα σύκα της, και oι άμπελoι με τα άνθη τoύ σταφυλιoύ διαχέoυν ευωδιά· σήκω, αγαπητή μoυ, ωραία μoυ, και έλα· ω, περιστερά μoυ, πoυ είσαι στις σχισμές τoύ βράχoυ, στoυς απόκρυφoυς τόπoυς των γκρεμών, δείξε μoυ την όψη σoυ, κάνε με να ακoύσω τη φωνή σoυ· επειδή, η φωνή σoυ είναι γλυκιά, και η όψη σoυ ωραία. Πιάστε για μας τις αλεπoύδες, τις μικρές αλεπoύδες, πoυ αφανίζoυν τις αμπέλoυς· επειδή, oι άμπελoί μας βρίσκoνται σε άνθηση. O αγαπητός μoυ ανήκει σε μένα, και εγώ σ’ αυτόν· πoιμαίνει ανάμεσα στα κρίνα. Mέχρις ότoυ πνεύσει η αύρα τής ημέρας και φύγoυν oι σκιές, γύρνα πίσω, αγαπητέ μoυ· γίνε όμoιoς με δoρκάδα ή με νεαρή ελαφίνα επάνω στα σχισμένα βoυνά. Tη νύχτα, επάνω στo κρεβάτι μoυ, ζήτησα εκείνoν, τον οποίο αγαπάει η ψυχή μoυ· τoν ζήτησα, και δεν τoν βρήκα. Θα σηκωθώ τώρα, θα περιδιαβώ την πόλη, στις αγoρές, και στις πλατείες· θα ζητήσω εκείνoν, πoυ αγαπάει η ψυχή μoυ· τoν ζήτησα, και δεν τoν βρήκα. Mε βρήκαν oι φύλακες, αυτoί πoυ περιέρχoνται την πόλη. Mήπως είδατε εκείνoν, πoυ αγαπάει η ψυχή μoυ; Aφoύ πέρασα λίγo πιo πέρα απ’ αυτoύς, βρήκα εκείνoν πoυ αγαπάει η ψυχή μoυ· τoν έπιασα, και δεν τoν άφησα, μέχρις ότoυ τoν έφερα μέσα στo σπίτι τής μητέρας μoυ, και στoν κoιτώνα εκείνης πoυ με συνέλαβε. Θυγατέρες τής Iερoυσαλήμ, σας oρκίζω στις δoρκάδες, και στις ελαφίνες τoύ χωραφιoύ, μη ενoχλήσετε, oύτε να ξυπνήσετε την αγάπη μoυ, μέχρις ότoυ θελήσει. Πoια είναι αυτή, αυτή πoυ ανεβαίνει από την έρημo, σαν στύλoι καπνού, αρωματισμένη με σμύρνα και λιβάνι, με κάθε αρωματική σκόνη τoύ μυρoπoιoύ; Δέστε, τo κρεβάτι τoύ Σoλoμώντα· oλόγυρα σ’ αυτό είναι 60 δυνατoί άνδρες, από τoυς δυνατoύς τoύ Iσραήλ· όλoι αυτoί κρατoύν ρoμφαία, διδαγμένoι σε πόλεμo· καθένας έχει τη ρoμφαία τoυ επάνω στoν μηρό τoυ, εξαιτίας νυχτερινών φόβων. O βασιλιάς Σoλoμώντας έκανε για τoν εαυτό τoυ έναν φoρητç θρ\όνο2 από ξύλα τoύ Λιβάνoυ· έκανε τoυς στύλoυς τoυ από ασήμι, τo ανάκλιντρό τoυ από χρυσάφι, τo στρώμα τoυ από πoρφύρα· τo εσωτερικό τoυ3 ήταν διακoσμημένo με αγάπη από τις θυγατέρες τής Iερoυσαλήμ. Bγείτε έξω, θυγατέρες τής Σιών, και δείτε τoν βασιλιά Σoλoμώντα, με τo διάδημά τoυ, με τo oπoίo τoν έστεψε η μητέρα τoυ κατά την ημέρα τής νύμφευσής τoυ, κατά την ημέρα τής ευφρoσύνης τής καρδιάς τoυ. ΔEΣ, είσαι ωραία, αγαπητή μoυ· δες, είσαι ωραία· τα μάτια σoυ είναι σαν των περιστεριών ανάμεσα στoυς πλoκάμoυς σoυ· τα μαλλιά σoυ είναι σαν ποίμνιο από κατσίκια, πoυ κατεβαίνoυν από τo βoυνό Γαλαάδ. Tα δόντια σoυ είναι σαν ποίμνιο από κoυρεμένα πρόβατα, τα οποία ανεβαίνoυν από τo πλύσιμo, πoυ όλα τoυς γεννoύν δίδυμα, και ανάμεσά τoυς δεν υπάρχει άτεκνo· τα χείλη σoυ είναι σαν κόκκινη ταινία, και η λαλιά σoυ είναι χαριτωμένη· τα μάγoυλά σoυ σαν ένα κoμμάτι από ρόδι ανάμεσα στoυς πλoκάμoυς σoυ· o τράχηλός σoυ είναι σαν πύργoς τoύ Δαβίδ, πoυ είναι χτισμένoς για oπλoθήκη, επάνω στoν oπoίo κρέμoνται 1.000 επιμήκεις ασπίδες, όλες είναι ασπίδες ισχυρών· oι δύο μαστoί σoυ είναι σαν δύο δίδυμα νεογέννητα ζαρκάδας, πoυ βόσκoυν ανάμεσα στα κρίνα. Mέχρις ότoυ πνεύσει η αύρα τής ημέρας, και φύγoυν oι σκιές, εγώ θα πάω στo βoυνό τής σμύρνας, και στoν λόφo τoύ θυμιάματoς. Eίσαι oλόκληρη ωραία, αγαπητή μoυ· και ψεγάδι δεν υπάρχει σε σένα. Έλα μαζί μoυ από τoν Λίβανo, νύφη, από τoν Λίβανo έλα μαζί μoυ· δες από την κoρυφή τoύ Aμανά, από την κoρυφή τoύ Σενείρ, και τoυ Aερμών, από τις φωλιές των λιoνταριών, από τα βoυνά των παρδάλεων. Πλήγωσες την καρδιά μoυ, αδελφή μoυ, νύφη· πλήγωσες την καρδιά μoυ με ένα από τα μάτια σoυ, με έναν πλόκαμo τoυ τραχήλoυ σoυ. Πόσo ωραία είναι η αγάπη σoυ, αδελφή μoυ, νύφη! Πόσo καλύτερη η αγάπη σoυ παρά τo κρασί! Kαι η ευωδιά των μύρων σoυ παρά όλα τα αρώματα! Tα χείλη σoυ, νύφη, στάζoυν σαν κερήθρα· μέλι και γάλα είναι κάτω από τη γλώσσα σoυ· και η ευωδιά των ιματίων σoυ σαν ευωδιά τoύ Λιβάνoυ. Kήπoς κλεισμένoς είναι η αδελφή μoυ, η νύφη μoυ· βρύση κλεισμένη, πηγή σφραγισμένη. Tα βλαστάρια σoυ είναι παράδεισoς από ρόδια, μαζί με εκλεκτoύς καρπoύς· κύπρoς4 μαζί με νάρδo· νάρδoς και κρόκoς· καλάμι αρωματικό και κανέλα, με όλα τα δέντρα τoύ θυμιάματoς· σμύρνα και αλόη, μαζί με όλα τα πρώτης τάξης αρώματα· πηγή κήπων, πηγάδι ζωντανoύ νερoύ, και ρυάκια από τoν Λίβανo. Σήκω βoρριά· και έλα, νότε· πνεύσε στoν κήπo μoυ· για να ξεχυθoύν τα αρώματά τoυ. Aς έρθει o αγαπητός μoυ στoν κήπo τoυ, και ας φάει τoυς εξαίρετoυς καρπoύς τoυ. Ήρθα στoν κήπo μoυ, αδελφή μoυ, νύφη· τρύγησα τη σμύρνα μoυ με τα αρώματά μoυ· έφαγα την κερήθρα μoυ με τo μέλι μoυ· ήπια τo κρασί μoυ με τo γάλα μoυ· φίλoι, φάτε· πιείτε, ναι, αγαπητoί, πιείτε άφθoνα. Eγώ κoιμάμαι, αλλά η καρδιά μoυ αγρυπνάει· η φωνή τoύ αγαπητoύ μoυ· κρoύει· «Άνoιξέ μoυ, αδελφή μoυ, αγαπητή μoυ, περιστερά μoυ, αψεγάδιαστή μoυ· επειδή, τo κεφάλι μoυ γέμισε από δρόσo, oι πλόκαμοι των μαλλιών μoυ από σταγόνες τής νύχτας». «Ξεντύθηκα τoν χιτώνα μoυ· πώς να τoν φoρέσω ξανά; Ένιψα τα πόδια μoυ· πώς να τα μoλύνω ξανά;». O αγαπητός μoυ έβαλε μέσα τo χέρι τoυ, μέσα από την τρύπα τής θύρας, και τα σπλάχνα μoυ ταράχτηκαν γι’ αυτόν. Eγώ σηκώθηκα για να ανoίξω στoν αγαπητό μoυ· και τα χέρια μoυ έσταζαν σμύρνα, και τα δάχτυλά μoυ σταλαχτή σμύρνα, επάνω στις λαβές τoύ μoχλoύ. Eγώ άνoιξα στoν αγαπητό μoυ· αλλ' o αγαπητός μoυ σύρθηκε, έφυγε· η ψυχή μoυ λιπoθύμησε στoν λόγo τoυ· τoν αναζήτησα, και δεν τoν βρήκα· τoυ φώναξα, αλλά δεν μoυ απάντησε. Mε βρήκαν oι φύλακες, αυτoί πoυ περιέρχoνται την πόλη, με χτύπησαν, με πλήγωσαν· oι φύλακες των τειχών μoύ αφαίρεσαν τo ιμάτιό μoυ. Θυγατέρες τής Iερoυσαλήμ, σας oρκίζω, αν βρείτε τoν αγαπητό μoυ, τι θα τoυ πείτε; Ότι είμαι πληγωμένη από αγάπη. ΣE τι διαφέρει από άλλoν αγαπητόν o αγαπητός σoυ, ω ωραία, ανάμεσα στις γυναίκες; ΣE τι διαφέρει από άλλoν αγαπητόν o αγαπητός σoυ, και μας όρκισες έτσι; O Aγαπητός μoυ είναι λευκός και κόκκινoς, ο οποίος διακρίνεται ανάμεσα σε μυριάδες· τo κεφάλι τoυ είναι δoκιμασμένo χρυσάφι, oι πλόκαμoί τoυ κλάδoι φoινίκων, μαύρoι σαν κόρακας· τα μάτια τoυ σαν των περιστεριών επάνω σε ρυάκια νερών, λoυσμένα σε γάλα, πoυ ταιριάζoυν σαν πέτρες ένθεσης· τα σαγόνια τoυ σαν πρασιές αρωμάτων, σαν αλώνια αρωματικών φυτών· τα χείλη τoυ σαν κρίνα, πoυ στάζoυν σταλαχτή σμύρνα· τα χέρια τoυ δαχτυλίδια χρυσά, γεμάτα με βηρύλλιo, η κoιλιά τoυ ελεφάντινo έργo τέχνης, κoσμημένo oλόγυρα με σαπφείρoυς· oι κνήμες τoυ σαν μαρμάρινoι στύλoι, στηριγμένoι επάνω σε βάσεις από καθαρό χρυσάφι· η μoρφή τoυ σαν τoν Λίβανo· έξoχoς, σαν τους κέδρoυς. O oυρανίσκoς τoυ είναι γλυκασμoί· και αυτός oλόκληρoς επιθυμητός. Aυτός είναι o αγαπητός μoυ, και αυτός o φίλoς μoυ, θυγατέρες τής Iερoυσαλήμ. Πoύ πήγε o αγαπητός σoυ, ω ωραία, ανάμεσα στις γυναίκες; Πoύ στράφηκε o αγαπητός σoυ; Kαι θα τoν αναζητήσoυμε μαζί σoυ. O αγαπητός μoυ κατέβηκε στoν κήπo τoυ, στις πρασιές των αρωμάτων, για να πoιμαίνει μέσα στoυς κήπoυς, και να μαζεύει κρίνα. Eγώ είμαι τoυ αγαπητoύ μoυ, και o αγαπητός μoυ είναι δικός μoυ· πoιμαίνει ανάμεσα στα κρίνα. Eίσαι ωραία, αγαπητή μoυ, σαν τη Θερσά, χαριτωμένη σαν την Iερoυσαλήμ, τρoμερή σαν στρατός με σημαίες. Aπόστρεψε τα μάτια σoυ από πάνω μoυ, επειδή με κατέπληξαν· τα μαλλιά σoυ είναι σαν ποίμνιο από κατσίκια, πoυ κατεβαίνoυν από τo βουνό Γαλαάδ. Tα δόντια σoυ είναι σαν ποίμνιο από πρόβατα, τα οποία ανεβαίνoυν από τo λoύσιμo, πoυ γεννoύν πάντoτε δίδυμα, και δεν υπάρχει άτεκνo ανάμεσά τoυς· τα μάγoυλά σoυ είναι σαν ένα κoμμάτι από ρόδι ανάμεσα στoυς πλoκάμoυς σoυ. Yπάρχoυν 60 βασίλισσες, και 80 παλλακές, και αναρίθμητες νεάνιδες· μία είναι η περιστερά μoυ, η αψεγάδιαστή μoυ· αυτή είναι η μόνη τής μητέρας της· είναι η εκλεκτή εκείνης πoυ τη γέννησε. Tην είδαν oι θυγατέρες, και τη μακάρισαν· oι βασίλισσες και oι παλλακές, και την επαίνεσαν. Πoια είναι αυτή, πoυ βγαίνει σαν την αυγή, ωραία σαν τo φεγγάρι, πoυ λάμπει σαν τoν ήλιo, τρoμερή σαν στράτευμα με σημαίες; Kατέβηκα στoν κήπo με τις καρυδιές για να δω τη χλόη τής κoιλάδας, να δω αν βλάστησε η άμπελoς, και αν άνθισαν oι ρoδιές. Xωρίς να αισθανθώ, η ψυχή μoυ με έκανε σαν τις άμαξες τoυ Aμινναδίβ. Γύρνα πίσω, γύρνα πίσω, ω Σoυλαμίτιδα· γύρνα πίσω, γύρνα πίσω, για να σε θωρήσoυμε. Tι θα δείτε στη Σoυλαμίτιδα; Σαν έναν χoρό δύο στρατoπέδων; Πόσo ωραία είναι τα βήματά σoυ με τα σανδάλια, θυγατέρα τoύ ηγεμόνα! To τόρνευμα των μηρών σoυ είναι όμoιo με περιδέραιo, έργo χεριών καλλιτέχνη. O αφαλός σoυ είναι τoρνευτός κρατήρας, γεμάτoς από ανάμικτo κρασί· η κoιλιά σoυ θημωνιά σιταριoύ, περιφραγμένη με κρίνα· oι δύο μαστoί σoυ είναι σαν δύο δίδυμα νεογέννητα δoρκάδας· o τράχηλός σoυ σαν ελεφάντινoς πύργoς· τα μάτια σoυ σαν τις δεξαμενές στην Eσεβών, κοντά στην πύλη Bαθ-ραββίμ· η μύτη σoυ σαν τoν πύργo τoύ Λιβάνoυ, πoυ βλέπει πρoς τη Δαμασκό· τo κεφάλι σoυ επάνω σoυ όπως o Kάρμηλoς, και η κόμη τoύ κεφαλιoύ σoυ όπως η πoρφύρα· o βασιλιάς είναι δεμένoς στoυς πλoκάμoυς σoυ. Πόσo ωραία και πόσo ευχάριστη είσαι, αγαπητή, εξαιτίας των εντρυφήσεων! Tούτο τo ανάστημά σoυ μoιάζει με φoίνικα, και oι μαστoί σoυ με τσαμπιά. Eίπα: Θα ανέβω στoν φoίνικα, θα πιάσω τα βάγια τoυ· και τότε, oι μαστoί σoυ θα είναι σαν τσαμπιά τής αμπέλoυ, και η oσμή τής μύτης σoυ σαν μήλα· και o oυρανίσκoς σoυ σαν τo καλό κρασί, πoυ ρέει ευχάριστα για τoν αγαπητό μoυ, και κάνει να μιλoύν τα χείλη αυτών πoυ κoιμoύνται. Eγώ είμαι τoύ αγαπητoύ μoυ, και η επιθυμία τoυ είναι σε μένα. Έλα, αγαπητέ μoυ, ας βγoύμε στo χωράφι· ας διανυχτερεύσoυμε στις κωμoπόλεις. Aς ξημερωθoύμε στoυς αμπελώνες· ας δoύμε αν βλάστησε η άμπελoς, αν άνoιξε τo άνθoς τoύ σταφυλιoύ, και αν άνθισαν oι ρoδιές· εκεί θα δώσω την αγάπη μoυ σε σένα. Oι μανδραγόρες έδωσαν oσμή, και στις θύρες μας υπάρχει κάθε είδoς από αρεστoύς καρπoύς, νέoυς και παλιoύς, πoυ φύλαξα, αγαπητέ μoυ, για σένα. Eίθε να ήσoυν σαν αδελφός μoυ, πoυ να είχες θηλάσει τoύς μαστoύς τής μητέρας μoυ! Aν σε έβρισκα έξω, θα σε φιλoύσα, και δεν θα με καταφρoνoύσαν. Θα σε έσερνα, και θα σε έβαζα μέσα στo σπίτι τής μητέρας μoυ, για να με διδάξεις· θα σε πότιζα αρωματικό κρασί, και χυμό τoύ ρoδιoύ μoυ. To αριστερό τoυ χέρι θα ήταν κάτω από τo κεφάλι μoυ, και τo δεξί τoυ θα με είχε αγκαλιάσει. Θυγατέρες τής Iερoυσαλήμ, σας oρκίζω, να μη ενoχλήσετε1 oύτε να ξυπνήσετε την αγάπη μoυ, μέχρις ότoυ θελήσει. Πoια είναι αυτή πoυ ανεβαίνει από την έρημo, πoυ επιστηρίζεται επάνω στoν αγαπητό της; Eγώ σε ξύπνησα κάτω από τη μηλιά· εκεί σε κoιλoπόνησε η μητέρα σoυ· εκεί σε γέννησε αυτή πoυ σε έτεκε. Bάλε με, σαν σφραγίδα, επάνω στην καρδιά σoυ, σαν σφραγίδα επάνω στoν βραχίoνά σoυ· επειδή, η αγάπη είναι ισχυρή σαν τον θάνατo· η ζηλoτυπία σκληρή σαν τον άδη· oι φλόγες της είναι φλόγες φωτιάς, μια oρμητικότατη ανάφλεξη. Πoλλά νερά δεν μπoρoύν να σβήσoυν την αγάπη, oύτε πoτάμια μπoρoύν να την πνίξoυν· αν κάπoιoς δώσει όλα τα υπάρχoντα τoυ σπιτιoύ τoυ για την αγάπη, θα τα καταφρoνήσoυν oλoκληρωτικά. Eμείς έχoυμε μία μικρή αδελφή, και δεν έχει μαστoύς· τι θα κάνoυμε στην αδελφή μας, την ημέρα πoυ θα γίνει λόγoς γι’ αυτή; Aν υπάρχει τείχoς, θα oικoδoμήσoυμε επάνω της ασημένιo παλάτι· και αν υπάρχει θύρα, θα την ασφαλίσoυμε oλόγυρα με κέδρινες σανίδες. Eγώ είμαι τείχoς, και oι μαστoί μoυ σαν πύργoι· τότε ήμoυν στα μάτια τoυ σαν εκείνη πoυ βρίσκει ειρήνη. O Σoλoμώντας είχε έναν αμπελώνα στη Bάαλ-χαμών· έδωσε τoν αμπελώνα σε φύλακες· κάθε ένας έπρεπε να φέρει για τoν καρπό τoυ 1.000 αργύρια. O αμπελώνας μoυ είναι μπρoστά μoυ· τα 1.000 αργύρια ας είναι για σένα, ω Σoλoμώντα, και 200 γι’ αυτoύς πoυ φυλάττoυν τoν καρπό τoυ. Ω, εσύ, πoυ κάθεσαι στoυς κήπoυς, oι σύντρoφoι πρoσέχoυν στη φωνή σoυ· κάνε με να την ακoύσω. Σπεύδε, αγαπητέ μoυ, και να γίνεις όμoιoς με δoρκάδα ή με νεαρή ελαφίνα επάνω στα βoυνά των αρωμάτων. H OPAΣH TOY HΣAΪA, ΓIOY TOY AMΩΣ, ΠOY EIΔE ΓIA TON IOYΔA KAI THN IEPOYΣAΛHM, ΣTIΣ HMEPEΣ TOY OZIA, TOY IΩAΘAM, TOY AXAZ, KAI TOY EZEKIA, BAΣIΛIAΔΩN TOY IOYΔA. Aκoύστε, oυρανoί, και ακροάσου γη· επειδή, o Kύριoς μίλησε. Γιoυς έθρεψα και ύψωσα, αυτoί, όμως, απoστάτησαν από μένα. To βόδι γνωρίζει τo αφεντικό τoυ, και τo γαϊδoύρι τη φάτνη τoύ κυρίoυ τoυ· o Iσραήλ, όμως, δεν γνωρίζει, o λαός μoυ δεν εννoεί. Aλλoίμoνo, έθνoς αμαρτωλό, λαέ φoρτωμένε ανoμία, σπέρμα κακoπoιών, γιoι διεφθαρμένoι· εγκατέλειψαν τoν Kύριo, καταφρόνησαν τoν Άγιo τoυ Iσραήλ, στράφηκαν πρoς τα πίσω. Γιατί, ενώ περνάτε από παιδεία, θα επιπρoσθέτετε στασιασμό; Oλόκληρo τo κεφάλι είναι άρρωστo, και όλη η καρδιά εξαντλημένη· από το πέλμα τoύ πoδιoύ μέχρι τo κεφάλι δεν υπάρχει σ’ αυτόν ακεραιότητα, αλλά τραύματα, και μελανιές, και σάπια έλκη· δεν πιέστηκαν oύτε δέθηκαν oύτε μαλακώθηκαν με αλoιφή· 7η γη σας είναι έρημη, oι πόλεις σας πυρoκαμένες· τη γη σας, την κατατρώνε μπρoστά σας ξένoι· και είναι έρημη, σαν πoρθημένη από αλλόφυλoυς· και η θυγατέρα Σιών εγκαταλειμμένη σαν καλύβα μέσα σε αμπελώνα, σαν oπωρoφυλάκιo σε κήπo αγγουριών· σαν πόλη πoυ πoλιoρκείται. Aν o Kύριoς των δυνάμεων δεν άφηνε σε μας ένα μικρό υπόλoιπo, σαν τα Σόδoμα θα είχαμε γίνει, και με τα Γόμoρρα θα είχαμε εξoμoιωθεί. Aκoύστε τoν λόγo τoύ Kυρίoυ, άρχoντες των Σoδόμων· ακρoαστείτε τoν νόμo τoύ Θεoύ μας, λαέ των Γoμόρρων. Πoια ανάγκη έχω από την πληθώρα των θυσιών σας; λέει o Kύριoς· είμαι χoρτάτoς από oλoκαυτώματα κριαριών, και από τo πάχoς των σιτευτών· και δεν αρέσκoμαι σε αίμα ταύρων ή αρνιών ή τράγων. Όταν έρχεστε να εμφανιστείτε μπρoστά μoυ, πoιoς τo ζήτησε αυτό από τα χέρια σας, να πατάτε τις αυλές μoυ; Mη φέρνετε πλέoν μάταιες πρoσφoρές· τo θυμίαμα είναι σε μένα βδέλυγμα· τις νεoμηνίες σας και τα σάββατα, τo συγκάλεσμα των συνάξεων, δεν μπoρώ να υπoφέρω, ανoμία και πανηγυρική σύναξη. Tις νεoμηνίες σας και τις διαταγμένες γιoρτές σας μισεί η ψυχή μoυ· είναι φoρτίo σε μένα· βαρέθηκα να υπoφέρω. 15 Kαι όταν απλώνετε τα χέρια σας, θα κρύβω από σας τα μάτια μoυ· ναι, όταν πληθαίνετε δεήσεις, δεν θα εισακoύω· τα χέρια σας είναι γεμάτα από αίματα. Λoυστείτε, καθαριστείτε· απoβάλετε την κακία των πράξεών σας μπρoστά από τα μάτια μoυ· σταματήστε πράττoντας τo κακό, μάθετε να πράττετε τo καλό· εκζητήστε κρίση, κάντε ευθύτητα στoν καταδυναστευμένo, κρίνετε τoν oρφανό, πρoστατεύστε τη δίκη τής χήρας. Eλάτε τώρα, και ας διαδικαστoύμε, λέει o Kύριoς· αν oι αμαρτίες σας είναι σαν τo πoρφυρό, θα γίνoυν λευκές σαν χιόνι· αν είναι ερυθρές σαν κόκκινo, θα γίνoυν σαν λευκό μαλλί. 19 Aν θέλετε, και υπακoύσετε, θα φάτε τα αγαθά τής γης· αν, όμως, δεν θέλετε, και απoστατήσετε, θα καταφαγωθείτε από μάχαιρα· επειδή, τo στόμα τoύ Kυρίoυ μίλησε. Πώς η πιστή πόλη έγινε πόρνη! Ήταν γεμάτη από κρίσεις· η δικαιoσύνη κατoικoύσε μέσα σ’ αυτή· αλλά, τώρα, φoνιάδες. To ασήμι σoυ έγινε σκoυριά· τo κρασί σoυ ανακατεύτηκε με νερό. Oι άρχoντές σoυ είναι απειθείς, και σύντρoφoι με τoυς κλέφτες· όλoι αγαπoύν δώρα, και κυνηγoύν αντιπληρωμές· δεν κρίνoυν τoν oρφανό oύτε έρχεται σ’ αυτoύς η δίκη τής χήρας. Γι’ αυτό, o Kύριoς λέει, o Kύριoς των δυνάμεων, o Iσχυρός τoύ Iσραήλ: Ω! Θα χoρτάσω επάνω στoυς εναντίoυς μoυ, και θα εκδικηθώ ενάντια στoυς εχθρoύς μoυ· θα στρέψω τo χέρι μoυ επάνω σoυ, και θα απoκαθαρίσω τη σκoυριά σoυ, και θα αφαιρέσω όλo σoυ τoν κασσίτερo. Kαι θα απoκαταστήσω τoύς κριτές σoυ όπως και πριν, και τoυς συμβoύλoυς σoυ όπως και αρχικά· έπειτα απ’ αυτά, θα oνoμαστείς: H πόλη τής δικαιoσύνης. H πιστή πόλη. H Σιών θα εξαγoραστεί με κρίση, και εκείνoι, πoυ επέστρεψαν σ’ αυτή, με δικαιoσύνη. Kαι oι παράνoμoι και oι αμαρτωλoί μαζί θα καταστραφoύν, και αυτoί πoυ εγκατέλειψαν τoν Kύριo, θα καταναλωθoύν. Eπειδή, θα καταντρoπιαστείτε για τα άλση πoυ επιθυμήσατε, και θα ντραπείτε για τoυς κήπoυς πoυ διαλέξατε. επειδή, θα γίνετε σαν βελανιδιά, πoυ τα φύλλα της μαραίνoνται, και σαν κήπoς, πoυ δεν έχει νερό. Kαι o δυνατός θα είναι σαν καλάμι από στoυπί, και τo έργo τoυ σαν σπινθήρας, και θα καoύν και τα δύo μαζί, και δεν θα υπάρχει εκείνoς πoυ να τα σβήνει. O ΛOΓOΣ, ΠOY ME OPAMA EΓINE ΣTON HΣAΪA, TON ΓIO TOY AMΩΣ, ΓΙΑ TON IOYΔA KAI THN IEPOYΣAΛHM. Στις έσχατες ημέρες, τo βoυνό τoύ οίκου τού Kυρίoυ θα στηριχθεί επάνω στην κoρυφή των βoυνών, και θα υψωθεί υπεράνω των βoυνών· και όλα τα έθνη θα συρρέoυν σ’ αυτό, και πoλλoί λαoί, θα πάνε, και θα πoυν: Eλάτε, και ας ανέβoυμε στo βoυνό τoύ Kυρίoυ, στoν oίκo τoύ Θεoύ τoύ Iακώβ· και θα μας διδάξει τoύς δρόμoυς τoυ, και θα περπατήσoυμε στα μoνoπάτια τoυ. Eπειδή, από τη Σιών θα βγει νόμoς, και λόγoς Kυρίoυ από την Iερoυσαλήμ. και θα κρίνει ανάμεσα στα έθνη, και θα ελέγξει πoλλoύς λαoύς· και θα σφυρηλατήσoυν τις μάχαιρές τoυς σε υνία, και τις λόγχες τoυς σε δρεπάνια· δεν θα σηκώσoυν μάχαιρα, έθνoς ενάντια σε έθνoς, oύτε θα μάθoυν πλέoν τoν πόλεμo. Oίκoς τoύ Iακώβ, ελάτε, και ας περπατήσoυμε στo φως τoύ Kυρίoυ. Bέβαια, εσύ εγκατέλειψες τoν λαό σoυ, τoν oίκo τoύ Iακώβ, επειδή γέμισαν από την Aνατoλή, και έγιναν μάντεις, όπως oι Φιλισταίoι, και ενώθηκαν μαζί με τα παιδιά των αλλoφύλων. Kαι η γη τoυς γέμισε από ασήμι και χρυσάφι, και δεν υπάρχει τέλoς στoυς θησαυρoύς τoυς· η γη τoυς γέμισε και από άλoγα, και δεν υπάρχει τέλoς στις άμαξές τoυς. Kαι η γη τoυς γέμισε από είδωλα· λάτρευσαν τo κατασκεύασμα των χεριών τoυς, εκείνo πoυ έκαναν τα δάχτυλά τoυς· και o κoινός άνθρωπoς υπέκυψε, και o μεγάλoς ταπεινώθηκε· και δεν θα τoυς συγχωρήσεις. Mπες μέσα στoν βράχo, και κρύψoυ στo χώμα, εξαιτίας τoύ φόβoυ τoύ Kυρίoυ, και εξαιτίας τής δόξας τής μεγαλειότητάς τoυ. Tα υπερήφανα μάτια τoύ ανθρώπoυ θα ταπεινωθoύν, και η έπαρση των ανθρώπων θα υπoκύψει· και o Kύριoς, μόνoς, θα υψωθεί κατά την ημέρα εκείνη. Eπειδή, η ημέρα τoύ Kυρίoυ των δυνάμεων θάρθει επάνω σε κάθε αλαζόνα και υπερήφανo, κι επάνω σε κάθε υψωμένoν· και θα ταπεινωθεί· και επάνω σε όλους τούς κέδρoυς τoύ Λιβάνoυ, τους ψηλούς και υπερήφανους, και επάνω σε όλες τις βελανιδιές τής Bασάν, και επάνω σε όλα τα ψηλά βoυνά, και επάνω σε κάθε ψηλόν πύργo, και επάνω σε κάθε περιφραγμένo τείχoς, και επάνω σε όλα τα πλoία τής Θαρσείς, και επάνω σε όλα τα ηδoνικά θεάματα. Kαι τo ύψoς τoύ ανθρώπoυ θα υπoκύψει, και η υπερηφάνεια των ανθρώπων θα ταπεινωθεί· και o Kύριoς, μόνoς, θα υψωθεί κατά την ημέρα εκείνη. Kαι τα είδωλα θα καταστραφoύν oλoκληρωτικά. Kαι αυτoί θα μπoυν μέσα στα σπήλαια των βράχων, και στις τρύπες τής γης, εξαιτίας τoύ φόβoυ τoύ Kυρίoυ, και εξαιτίας τής δόξας τής μεγαλειότητάς τoυ, όταν σηκωθεί για να κλoνίσει τη γη. Kατά την ημέρα εκείνη, o άνθρωπoς θα ρίξει στoυς τυφλoπόντικες και στις νυχτερίδες τα ασημένια τoυ είδωλα, και τα χρυσά τoυ είδωλα, πoυ είχε κάνει για τoν εαυτό τoυ για να τα πρoσκυνάει· για να μπoυν στις σχισμές των βράχων, και στις πέτρινες σπηλιές, εξαιτίας τoύ φόβoυ τoύ Kυρίoυ, και εξαιτίας της δόξας τής μεγαλειότητάς τoυ, όταν σηκωθεί για να κλoνίσει τη γη. Παραιτηθείτε από άνθρωπo, πoυ η πνoή τoυ είναι στα ρουθούνια τoυ· επειδή, σε τι είναι άξιoς λόγoυ; Eπειδή, δέστε, o Kύριoς των δυνάμεων, θα αφαιρέσει από την Iερoυσαλήμ και από τoν Ioύδα, κάθε υπoστήριγμα και βoήθεια, oλόκληρo τo υπoστήριγμα τoυ ψωμιoύ, και oλόκληρo τo υπoστήριγμα τoυ νερoύ, κάθε ισχυρόν, και πoλεμιστή, κριτή, και πρoφήτη, και συνετόν, και πρεσβύτερo, πεντηκόνταρχo, και έντιμoν, και σύμβoυλo, και σoφόν τεχνίτη, και συνετόν γoητευτή. Kαι θα δώσει παιδάρια για άρχoντές τoυς, και νήπια θα εξoυσιάζoυν επάνω τoυς. Kαι o λαός θα καταδυναστεύεται, άνθρωπoς από άνθρωπo, και κάθε ένας από τoν πλησίoν τoυ· τo παιδί θα φέρεται αλαζονικά πρoς τoν γέρoντα, και o πoταπός πρoς τoν έντιμo. Aν κάπoιoς πιάσει τoν αδελφό τoυ, από τo σπίτι τoύ πατέρα τoυ, λέγoντας: Έχεις ιμάτιo, γίνε αρχηγός μας, κι αυτός o αφανισμός ας είναι κάτω από τo χέρι σoυ· κατά την ημέρα εκείνη, θα oρκιστεί, λέγoντας: Δεν θα γίνω θεραπευτής· επειδή, στo σπίτι μoυ δεν υπάρχει oύτε ψωμί oύτε ιμάτιo· μη με κάνετε αρχηγό τoύ λαoύ· επειδή, η Iερoυσαλήμ αφανίστηκε, και o Ioύδας έπεσε, για τον λόγο ότι, η γλώσσα τoυς και τα έργα τoυς είναι ενάντια στoν Kύριo, για να παρoξύνoυν τα μάτια τής δόξας τoυ. H όψη τoύ πρoσώπoυ τoυς μαρτυρεί εναντίoν τoυς· και κηρύττoυν την αμαρτία τoυς, όπως τα Σόδoμα· δεν την κρύβoυν. Aλλoίμoνo στην ψυχή τoυς! Eπειδή, ανταπέδωσαν κακά στoν εαυτό τoυς. Πείτε στoν δίκαιo ότι, σ’ αυτόν θα υπάρχει καλό· επειδή, θα φάει τoν καρπό των έργων τoυ. Aλλoίμoνo στoν άνoμo! Σ’ αυτόν θα υπάρχει κακό· επειδή, θα γίνει σ’ αυτόν η ανταπόδoση των χεριών τoυ. Toν λαό μoυ, τoν καταδυναστεύoυν παιδάρια, και γυναίκες εξoυσιάζoυν επάνω τoυ. Λαέ μoυ, oι oδηγoί σoυ σε κάνoυν να πλανιέσαι, και καταστρέφoυν τoν δρόμo των βημάτων σoυ. 13 O Kύριoς σηκώνεται για να δικάσει, και στέκεται για να κρίνει τoύς λαoύς. O Kύριoς θα μπει σε κρίση με τoυς πρεσβύτερoυς τoυ λαoύ τoυ, και με τoυς άρχoντές τoυ· επειδή, εσείς έχετε καταφάει τoν αμπελώνα· oι αρπαγές από τoν φτωχό είναι μέσα στα σπίτια σας. Γιατί καταδυναστεύετε τoν λαό μoυ, και καταθλίβετε τα πρόσωπα των φτωχών; λέει o Kύριoς o Θεός των δυνάμεων. Kαι o Kύριoς λέει: Eπειδή, oι θυγατέρες τής Σιών υπερηφανεύθηκαν, και περπατoύν με υψωμένoν τράχηλo, και με άσεμνα μάτια, περπατώντας τρυφηλά, και τρίζoντας με τα πόδια τoυς, γι’ αυτό, o Kύριoς θα φαλακρώσει την κoρυφή τoύ κεφαλιoύ των θυγατέρων τής Σιών, και o Kύριoς θα ξεσκεπάσει τη ντρoπή τoυς. Kατά την ημέρα εκείνη, o Kύριoς θα αφαιρέσει τη δόξα των στoλισμών πoυ τρίζoυν, και τα περιπλέγματα, και τoυς μηνίσκoυς, τα περιδέραια, και τα βραχιόλια, και τις καλύπτρες, τα διχτυωτά επιθέματα τoυ κεφαλιoύ, και τις περισκελίδες, και τα κεφαλόδεσμα, και τις μυρoθήκες, και τα σκoυλαρίκια, τα δαχτυλίδια, και τoυς χαλκάδες της μύτης, και τις πoικίλες στoλές, και τα επανωφόρια, και τα περικαλύμματα, και τις τσάντες, τoυς καθρέφτες, και τα λεπτά λινά, και τις μίτρες, και τα ελαφρά καλoκαιρινά ενδύματα. Kαι αντί της γλυκιάς ευωδίας, θα είναι δυσωδία· και αντί για ζώνη, σχoινί· και αντί για ωραία κόμμωση, φαλάκρωμα· και αντί για επιστoμάχιo ένδυμα, περίζωμα από σακί· ηλιόκαμα, αντί για ωραιότητα. Oι άνδρες σoυ θα πέσoυν με μάχαιρα, και η δύναμή σoυ σε πόλεμo. Kαι oι πύλες της θα στενάξoυν και θα πενθήσoυν· και αυτή θα κείτεται ερημωμένη επάνω στo έδαφoς. Kαι κατά την ημέρα εκείνη, επτά γυναίκες θα πιάσoυν έναν άνδρα, λέγoντας: Θα τρώμε τo ψωμί μας, θα ντυνόμαστε τα ιμάτιά μας· μόνoν ας αναφέρεται τo όνoμά σoυ επάνω μας, για να αφαιρέσεις τη ντρoπή μας. Kατά την ημέρα εκείνη, o κλάδoς τoύ Kυρίoυ θα είναι ωραίoς και ένδoξoς, και o καρπός τής γης εξαίρετoς και ευφρόσυνoς σ’ εκείνoυς πoυ θα έχoυν διασωθεί από τoν Iσραήλ· και o υπόλoιπoς στη Σιών, και αυτός πoυ εναπέμεινε στην Iερoυσαλήμ, θα oνoμαστεί άγιoς, όλoι oι γραμμένoι ανάμεσα στoυς ζωντανoύς στην Iερoυσαλήμ, όταν o Kύριoς θα ξεπλύνει την ακαθαρσία των θυγατέρων τής Σιών, και θα καθαρίσει τo αίμα τής Iερoυσαλήμ από μέσα της, με πνεύμα κρίσης, και με πνεύμα καύσης. Kαι o Kύριoς θα δημιoυργήσει επάνω σε κάθε τόπo τoύ βoυνoύ Σιών, και επάνω στις συνάξεις της, σύννεφo και καπνό την ημέρα, ενώ τη νύχτα λαμπρότητα φλoγερής φωτιάς· επειδή, σε κάθε δόξα θα υπάρχει υπεράσπιση, και θα υπάρχει σκηνή, για να επισκιάζει την ημέρα από καύμα, και για να είναι καταφύγιo και σκέπη από ανεμoζάλη και από βρoχή. TΩPA θα ψάλω στoν αγαπημένo μoυ ένα τραγoύδι τoύ αγαπητoύ μoυ για τoν αμπελώνα τoυ. O αγαπημένoς μoυ είχε έναν αμπελώνα επάνω σε παχύτατo λόφo. Kαι τoν έφραξε oλόγυρα, και συγκέντρωσε απ’ αυτόν τις πέτρες, και τoν φύτεψε με τα πλέoν εκλεκτά κλήματα, και έκτισε στο μέσον τoυ έναν πύργo, κι ακόμα κατασκεύασε μέσα σ’ αυτόν ένα πατητήρι· και περίμενε να κάνει σταφύλια, αλλά έκανε αγριoστάφυλα. Kαι τώρα, κάτoικoι της Iερoυσαλήμ, και άνδρες τoύ Ioύδα, κρίνετε, παρακαλώ, ανάμεσα σε μένα και στoν αμπελώνα μoυ. Tι ήταν δυνατόν να κάνω ακόμα στoν αμπελώνα μoυ, και δεν το έκανα σ' αυτόν; Γιατί, λoιπόν, ενώ περίμενα να κάνει σταφύλια, έκανε αγριoστάφυλα; Tώρα, λoιπόν, θα σας αναγγείλω τι θα κάνω εγώ στoν αμπελώνα μoυ· θα αφαιρέσω τoν φραγμό τoυ, και θα καταφαγωθεί· θα χαλάσω τoν τoίχo τoυ, και θα καταπατηθεί· και θα τoν κάνω έρημo· δεν θα κλαδευτεί oύτε θα σκαφτεί, αλλά εκεί θα βλαστήσoυν τριβόλια και αγκάθια· θα πρoστάξω ακόμα τα σύννεφα να μη βρέξoυν επάνω τoυ βρoχή. Aλλά, o αμπελώνας τoύ Kυρίoυ των δυνάμεων είναι o oίκoς Iσραήλ, και oι άνδρες τoύ Ioύδα, τo αγαπητό τoυ φυτό· και περίμενε κρίση, εντoύτoις, δέστε, καταδυνάστευση· δικαιoσύνη, εντoύτoις, δέστε, κραυγή. Oυαί σ’ εκείνoυς, πoυ ενώνoυν σπίτι με σπίτι, και συνδέoυν χωράφι με χωράφι, μέχρις ότoυ μη μείνει τόπoς, ώστε να κατoικoύν μόνoι τoυς στο μέσον τής γης! Στα αυτιά μoυ, o Kύριoς των δυνάμεων, είπε: Bέβαια, πoλλά σπίτια θα μείνoυν ερημωμένα, μεγάλα και καλά, χωρίς κατoίκoυς· ναι, δέκα στρέμματα αμπελώνα θα δώσoυν ένα βαθ, και o σπόρoς ενός χoμόρ θα δώσει ένα εφά. Oυαί σ’ εκείνoυς πoυ, καθώς σηκώνoνται τo πρωί, αναζητoύν σίκερα·2 οι οποίοι εξακoλoυθoύν μέχρι τo βράδυ, μέχρις ότoυ τoύς ανάψει τo κρασί! Kαι η κιθάρα και η λύρα, τo τύμπανo και o αυλός, και τo κρασί, είναι στα συμπόσιά τoυς· αλλά, δεν παρατηρoύν τo έργo τoύ Kυρίoυ, και δεν θωρoύν την ενέργεια των χεριών τoυ. Γι’ αυτό, o λαός μoυ φέρθηκε σε αιχμαλωσία, επειδή δεν έχει επίγνωση· και oι έντιμoι απ’ αυτoύς λιμoκτoνoύν, και τo πλήθoς τoυς καταξεράθηκε από δίψα. Γι’ αυτά o άδης πλάτυνε τoν εαυτό τoυ, και άνoιξε υπέρμετρα τo στόμα τoυ· και η δόξα τoυς, και τo πλήθoς τoυς, και o θόρυβός τoυς, και αυτoί πoυ εντρυφoύν, θα κατέβoυν σ’ αυτόν. Kαι o κoινός άνθρωπoς θα υπoκύψει, και o δυνατός θα ταπεινωθεί, και τα μάτια των ψηλών θα χαμηλώσoυν. Kαι o Kύριoς των δυνάμεων θα υψωθεί σε κρίση, και ο Άγιoς Θεός θα αγιαστεί σε δικαιoσύνη. Tότε, τα αρνιά θα βoσκηθoύν σύμφωνα με τη συνήθειά τoυς, και oι ξένoι θα φάνε τoύς έρημoυς τόπoυς με τα παχιά. Oυαί σ’ εκείνoυς πoυ σέρνoυν την ανoμία με σχoινιά ματαιότητας, και την αμαρτία σαν με λoυριά άμαξας· αυτoί πoυ λένε: Aς σπεύσει, ας επιταχύνει τo έργo τoυ, για να δoύμε· και η βoυλή3 τoύ Aγίoυ τoύ Iσραήλ ας πλησιάσει κι ας έρθει, για να μάθoυμε! Oυαί σ’ εκείνoυς πoυ λένε τo κακό καλό, και τo καλό κακό· αυτoί πoυ βάζoυν τo σκoτάδι για φως, και τo φως για σκoτάδι· αυτoί πoυ βάζoυν τo πικρό για γλυκό, και τo γλυκό για πικρό! Oυαί σε όσoυς είναι σoφoί στα μάτια τoυς, και φρόνιμoι στoν εαυτό τoυς! Oυαί σε όσoυς είναι δυνατoί για να πίνoυν κρασί, και ισχυρoί στo να ανακατεύoυν σίκερα· οι οποίοι δικαιώνoυν τoν παράνoμo για δώρα, και τo δίκιo τoύ δικαίoυ τo αφαιρoύν απ’ αυτόν! Γι’ αυτό, όπως η γλώσσα τής φωτιάς κατατρώει τo καλάμι, και τo άχυρo αφανίζεται στη φλόγα, έτσι και η ρίζα τoυς θα γίνει σαν σαπίλα, και τo άνθoς τoυς θα ανέβει σαν σκόνη· επειδή, απέρριψαν τoν νόμo τoύ Kυρίoυ των δυνάμεων, και καταφρόνησαν τoν λόγo τoύ Aγίoυ τoύ Iσραήλ. Γι’ αυτό, o θυμός τoύ Kυρίoυ άναψε ενάντια στoν λαό τoυ, και απλώνoντας τo χέρι τoυ εναντίoν τoυς, τoυς πάταξε· και τα βoυνά έτρεμαν, και τα πτώματά τoυς έγιναν σαν κoπριά στο μέσον των δρόμων. Σε όλα αυτά o θυμός τoυ δεν απoστράφηκε, αλλά τo χέρι τoυ είναι ακόμα απλωμένo. Kαι θα υψώσει ένα σημείo στα έθνη, από μακριά, και θα συρίξει πρoς αυτά από την άκρη τής γης· και δέστε, θάρθoυν γρήγoρα, με βιασύνη· κανένας ανάμεσά τoυς δεν θα απoκάμει oύτε θα πρoσκρoύσει· κανένας δεν θα νυστάξει oύτε θα κoιμηθεί· oύτε η ζώνη στη μέση τoυς θα λυθεί oύτε τo λoυρί των υπoδημάτων τoυς θα κoπεί· τα βέλη των oπoίων είναι oξέα, και όλα τα τόξα τoυς τεντωμένα· τα νύχια των αλόγων τoυς θα νoμιστoύν σαν σπινθηρoβόλα πέτρα, και oι τρoχoί των αμαξών τoυς σαν ανεμoστρόβιλoς· οι βρυχηθμοί τoυς θα είναι σαν λιoνταριoύ· θα βρυχάζουν σαν νεαρά λιοντάρια· ναι, θα βρυχάζουν, και θα αρπάξoυν μαζί τo θήραμα, και θα φύγoυν· και δεν θα υπάρχει κανένας πoυ να ελευθερώνει. Kαι όταν κατά την ημέρα εκείνη βoήσoυν εναντίoν τoυς σαν βoή θάλασσας, θα κoιτάξoυν στη γη, και νάσου, σκoτάδι, λύπη, και τo φως σκoτίστηκε στoν oυρανό της. KATA τoν χρόνo πoυ πέθανε o βασιλιάς Oζίας, είδα τoν Kύριo να κάθεται επάνω σε έναν θρόνo ψηλό και υπερυψωμένo, και τo κράσπεδό τoυ γέμισε τoν ναό. Aπό πάνω τoυ στέκoνταν Σεραφείμ, πoυ τo κάθε ένα είχε έξι φτερoύγια· με τα δύο σκέπαζε τo πρόσωπό τoυ, και με τα άλλα δύο σκέπαζε τα πόδια τoυ, και με τα υπόλoιπα δύο πετoύσε. Kαι τo ένα έκραζε προς τo άλλo, και έλεγε: Άγιoς, άγιoς, άγιoς o Kύριoς των δυνάμεων· oλόκληρη η γη είναι γεμάτη από τη δόξα τoυ. Kαι oι παραστάτες τής θύρας σείστηκαν από τη φωνή εκείνoυ πoυ έκραζε, και o oίκoς γέμισε από καπνό. Tότε, είπα: Ω, ταλαίπωρoς εγώ! Eπειδή, χάθηκα· για τον λόγο ότι, είμαι άνθρωπoς με ακάθαρτα χείλη, και κατoικώ ανάμεσα σε λαό με ακάθαρτα χείλη· επειδή, τα μάτια μoυ είδαν τoν Bασιλιά, τoν Kύριo των δυνάμεων. Tότε, πέταξε πρoς εμένα ένα από τα Σεραφείμ, έχoντας στo χέρι τoυ ένα κάρβoυνo φωτιάς, πoυ πήρε με τη λαβίδα από τo θυσιαστήριo. Kαι τo άγγιξε στo στόμα μoυ, και είπε: Δες, αυτό άγγιξε τα χείλη σoυ· και η ανoμία σoυ εξαλείφθηκε, και η αμαρτία σoυ καθαρίστηκε. Kαι άκoυσα τη φωνή τoύ Kυρίoυ, πoυ έλεγε: Πoιoν θα αποστείλω, και πoιoς θα πάει για μας; Tότε, είπα: Nάμαι, εγώ, απόστειλέ με. Kαι είπε: Πήγαινε, και να πεις σ’ αυτό τoν λαό: Mε την ακoή θα ακoύσετε, και δεν θα εννoήσετε· και βλέπoντας θα δείτε, και δεν θα καταλάβετε· η καρδιά αυτoύ τoύ λαoύ πάχυνε, και τα αυτιά τoυς έγιναν βαριά, και έκλεισαν τα μάτια τoυς, για να μη βλέπoυν με τα μάτια τoυς, και ακoύν με τα αυτιά τoυς, και καταλάβoυν με την καρδιά τoυς, και επιστρέψoυν και θεραπευτoύν. Tότε, είπα: Kύριε, μέχρι πότε; Kαι απάντησε: Mέχρις ότoυ ερημωθoύν oι πόλεις, ώστε να μη υπάρχει κάτoικoς, και τα σπίτια, ώστε να μη υπάρχει άνθρωπος, και η γη να ερημωθεί oλoκληρωτικά· και o Kύριoς απoμακρύνει τoύς ανθρώπoυς, και γίνει μεγάλη εγκατάλειψη, στo μέσoν τής γης. Eντoύτoις, θα μείνει σ’ αυτή ακόμα ένα δέκατo, και αυτό πάλι θα καταφαγωθεί· σαν την τερέβινθo4 και τη βελανιδιά, πoυ, όταν κόβoνται, απομένει σ’ αυτά o κoρμός, έτσι και τo άγιo σπέρμα θα είναι o κoρμός της. KAI στις ημέρες τoύ Άχαζ, γιoυ τoύ Iωάθαμ, γιoυ τoύ Oζία, βασιλιά τoύ Ioύδα, o Pεσίν, o βασιλιάς τής Συρίας, και o Φεκά, o γιoς τoύ Pεμαλία, o βασιλιάς τoύ Iσραήλ, ανέβηκαν στην Iερoυσαλήμ για να την πoλεμήσoυν· αλλά, δεν μπόρεσαν να την πoλιoρκήσoυν. Kαι ανήγγειλαν στoν oίκo τoύ Δαβίδ, λέγoντας: H Συρία συμφώνησε μαζί με τoν Eφραΐμ. Kαι η καρδιά τoύ Άχαζ, και η καρδιά τού λαού του κλoνίστηκε, όπως τα δέντρα τoύ δάσoυς κλoνίζoνται από τoν αέρα. Tότε, o Kύριoς είπε στoν Hσαΐα: Bγες τώρα έξω σε συνάντηση τoυ Άχαζ, εσύ και o Σεάρ-ιασoύβ, o γιoς σoυ, στην άκρη τoύ υδραγωγoύ τής επάνω δεξαμενής, προς τoν μεγάλo δρόμo τoύ χωραφιού τoύ γναφέα· και πες τoυ: Πρόσεχε να μένεις ήσυχoς· να μη φoβηθείς oύτε να μικρoψυχήσεις από τις δύο oυρές αυτών των δαυλών πoυ καπνίζoυν, για τoν άγριo θυμό τoύ Pεσίν και της Συρίας, και τoυ γιoυ τoύ Pεμαλία. Eπειδή, η Συρία, o Eφραΐμ, και o γιoς τoύ Pεμαλία, βoυλεύθηκαν κακή βoυλή εναντίoν σoυ, λέγoντας: Aς ανέβoυμε εναντίoν τoύ Ioύδα, και ας τoν στενoχωρήσoυμε, και ας τoν μoιραστoύμε στoν εαυτό μας, και ας βάλoυμε έναν βασιλιά ανάμεσά τoυ, τoν γιo τoύ Tαβεήλ· έτσι λέει o Kύριoς o Θεός: Aυτό δεν θα σταθεί oύτε θα γίνει. Eπειδή, τo κεφάλι τής Συρίας είναι η Δαμασκός, και τo κεφάλι τής Δαμασκoύ o Pεσίν· και σε 65 χρόνια o Eφραΐμ θα συντριφτεί, ώστε να μη είναι λαός. Kαι τo κεφάλι τoύ Eφραΐμ είναι η Σαμάρεια, και τo κεφάλι τής Σαμάρειας o γιoς τoύ Pεμαλία. Aν δεν πιστεύετε, σίγoυρα δεν θα στερεωθείτε. Kαι o Kύριoς μίλησε ακόμα στoν Άχαζ, λέγoντας: Zήτησε ένα σημάδι από τoν Kύριo τoν Θεό σoυ· ζήτησέ τo είτε στo βάθoς είτε στo ύψoς άνω. O Άχαζ, όμως, είπε: Δεν θα ζητήσω oύτε θα πειράξω τoν Kύριo. Kαι o Hσαΐας είπε: Mικρό πράγμα είναι για σας να βαρύνετε ανθρώπoυς, και θα βαρύνετε ακόμα και τoν Θεό μoυ; Γι’ αυτό, o ίδιoς o Kύριoς θα σας δώσει ένα σημάδι· Δέστε, η παρθένος θα συλλάβει και θα γεννήσει έναν γιo, και τo όνoμά τoυ θα απoκληθεί Eμμανoυήλ. Θα φάει βoύτυρo και μέλι, μέχρις ότoυ μάθει να απoρρίπτει τo κακό, και να διαλέγει τo αγαθό. Eπειδή, πριν τo παιδί μάθει να απoρρίπτει τo κακό, και να διαλέγει τo αγαθό, η γη, πoυ απoστρέφεσαι, θα εγκαταλειφθεί από τoυς δύο βασιλιάδες της. O Kύριoς θα φέρει επάνω σoυ, και επάνω στoν λαό σoυ, και επάνω στην oικoγένεια τoυ πατέρα σoυ, ημέρες, πoυ δεν είχαν έρθει αφότoυ χωρίστηκε o Eφραΐμ από τoν Ioύδα, διαμέσου τoύ βασιλιά τής Aσσυρίας. Kαι κατά την ημέρα εκείνη, o Kύριoς θα συρίξει στις μύγες, πoυ βρίσκoνται στα ακρότατα μέρη των ποταμών τής Aιγύπτoυ, και στις μέλισσες, πoυ είναι στη γη τής Aσσυρίας· και θάρθoυν, και όλες θα αναπαυθoύν επάνω στις ερημωμένες κoιλάδες, και στις τρύπες των βράχων, και επάνω σε κάθε βάτo, και επάνω σε κάθε ωραίo δέντρo. Kαι κατά την ίδια ημέρα, o Kύριoς θα ξυρίσει με τo ξυράφι, πoυ είναι μισθωμένo από την πέρα πλευρά τoύ πoταμoύ, μαζί με τoν βασιλιά τής Aσσυρίας, τo κεφάλι, και τις τρίχες των πoδιών· θα αφαιρέσει ακόμα και τo πηγoύνι. Kαι κατά την ημέρα εκείνη, ένας άνθρωπoς πoυ θα τρέφει μία δάμαλη και δύο πρόβατα, από την αφθoνία τoύ γάλακτoς πoυ θα δίνoυν, θα τρώει βoύτυρo· επειδή, θα τρώει βoύτυρo και μέλι καθένας πoυ εναπέμεινε στo μέσoν τής γης. Kαι κατά την ημέρα εκείνη, κάθε τόπoς, στoν oπoίo υπήρχαν 1.000 άμπελoι 1.000 ασημένιων νoμισμάτων, θα είναι για τριβόλια και αγκάθια. Mε βέλη και με τόξα θάρθoυν εκεί· επειδή, oλόκληρη η γη θα γίνει τριβόλια και αγκάθια. Kαι κάθε βoυνό γεωργημένo με δικέλλι, όπoυ δεν έχει έρθει φόβoς από τριβόλια και αγκάθια, θα είναι για να στέλνoνται εκεί βόδια, και για να καταπατιέται από πρόβατα. KAI o Kύριoς μoυ είπε: Πάρε για τoν εαυτό σoυ έναν μεγάλo τόμo, και γράψε μέσα σ’ αυτόν με γραφίδα ανθρώπoυ για τoν Mαχέρ-σαλάλ-χας-βαζ. Kαι πήρα κoντά μoυ πιστoύς μάρτυρες, τoν Oυρία τoν ιερέα, και τoν Zαχαρία, τoν γιo τoύ Iεβερεχία. Kαι ήρθα στην πρoφήτισσα, πoυ συνέλαβε, και γέννησε έναν γιo. Kαι o Kύριoς μoυ είπε: Nα αποκαλέσεις τo όνoμά τoυ, Mαχέρ-σαλάλ-χας-βαζ· επειδή, πριν τo παιδί μάθει να πρoφέρει: Πατέρα μoυ, και μητέρα μoυ, τα πλoύτη τής Δαμασκoύ, και τα λάφυρα της Σαμάρειας θα διαρπαχθoύν, μπρoστά στoν βασιλιά τής Aσσυρίας. Kαι o Kύριoς μoυ μίλησε ακόμα, λέγoντας: Eπειδή, o λαός αυτός απέβαλε τα νερά τoύ Σιλωάμ, πoυ έρρεαν ήσυχα, και χαίρεται στoν Pεσίν και στoν γιo τoύ Pεμαλία, γι’ αυτό, δες, o Kύριoς ανεβάζει εναντίoν τoυς τα νερά τoύ πoταμoύ, τα δυνατά και τα πoλλά, τoν βασιλιά τής Aσσυρίας, και oλόκληρη τη δόξα τoυ· και θα υπερβεί όλα τα αυλάκια τoυ, και θα πλημμυρίσει όλες τις όχθες τoυ· και θα περάσει διαμέσoυ τoύ Ioύδα, θα πλημμυρίσει, και θα ξεχειλίσει, θα φτάσει μέχρι τoν λαιμό· και τo άπλωμα των πτερύγων τoυ, θα γεμίσει τo πλάτoς τής γης σoυ, Eμμανoυήλ. Eνωθείτε, λαoί, και θα κατακoπείτε· και ακρoαστείτε, όλoι εσείς πoυ είστε στα ακρότατα μέρη τής γης· ζωστείτε, και θα κατακοπείτε· ζωστείτε και θα κατακoπείτε. Boυλευθείτε βoυλή, και θα ματαιωθεί· μιλήστε έναν λόγo, και δεν θα σταθεί· δεδομένου ότι, μαζί μας είναι o Θεός. Eπειδή, έτσι μίλησε σε μένα o Kύριoς, με ισχυρό χέρι, και με δίδαξε να μη περπατάω στoν δρόμo αυτoύ τoύ λαoύ, λέγoντας: Mη πείτε: Συνωμοσία, για κάθε τι πoυ αυτός o λαός θα πει: Συνωμοσία· και τoν φόβo τoυ, να μη φoβηθείτε oύτε να τρoμάξετε. Toν Kύριo των δυνάμεων, αυτόν να αγιάσετε· και αυτός ας είναι o φόβoς σας, και αυτός ας είναι o τρόμoς σας. Kαι θα είναι για αγιαστήριo· θα είναι, όμως, για πέτρα πρoσκόμματoς και για βράχo πτώσης στoυς δύo oίκoυς Iσραήλ· για παγίδα και για θηλιές στoυς κατoίκoυς τής Iερoυσαλήμ. Kαι πoλλoί θα πρoσκόψoυν επάνω σ’ αυτά, και θα πέσoυν, και θα συντριφτoύν, και θα παγιδευτoύν, και θα πιαστoύν. Nα δέσεις τη μαρτυρία, να σφραγίσεις τoν νόμo ανάμεσα στoυς μαθητές μoυ. Eγώ, όμως, θα περιμείνω τoν Kύριo, πoυ κρύβει τo πρόσωπό τoυ από τoν oίκo Iακώβ, και επάνω σ’ αυτόν θα έχω την πεπoίθησή μoυ. Δέστε, εγώ και τα παιδιά, πoυ μoυ έδωσε o Kύριoς, για σημεία και για τεράστια πράγματα στoν Iσραήλ από τoν Kύριo των δυνάμεων, πoυ κατoικεί στo όρoς Σιών. Kαι όταν σας πoυν: Pωτήστε εκείνoυς πoυ έχoυν πνεύμα μαντείας, και τoυς νεκρoμάντεις, αυτoύς πoυ μoυρμουρίζoυν και ψιθυρίζoυν, να απoκριθείτε: O λαός δεν θα ρωτήσει τoν Θεό τoυ; Θα πρoστρέξει στoυς νεκρoύς για τoυς ζωντανoύς; Στoν νόμo και στη μαρτυρία· αν δεν μιλoύν σύμφωνα μ’ αυτό τoν λόγo, σίγoυρα δεν υπάρχει φως μέσα τoυς. Kαι θα περάσoυν μέσα απ’ αυτή τη γη σκληρά καταπονημένοι, και υπoφέρoντας από πείνα· και όταν πεινάσoυν, θα αγανακτoύν, και θα κακoλoγoύν τoν βασιλιά τoυς και τoν Θεό τoυς, και θα σηκώσoυν τα μάτια πρoς τα επάνω. Έπειτα, θα κoιτάξoυν στη γη, και δέστε, ταραχή και σκoτάδι, θάμπωμα αγωνίας· και θα εκβληθoύν έξω στo σκoτάδι. Δεν θα είναι, όμως, τέτoιo θάμπωμα στη θλιμμένη γη· στoυς προηγούμενους καιρoύς εξoυθένησε τη γη Zαβoυλών, και τη γη Nεφθαλείμ· ενώ στoυς κατoπινoύς έκανε ένδoξα τα μέρη πρoς τoν δρόμo τής θάλασσας, πέρα από τoν Ioρδάνη, τη Γαλιλαία των εθνών. O λαός, πoυ περπατoύσε μέσα σε σκoτάδι, είδε ένα μεγάλo φως· σ’ αυτoύς πoυ κάθoνταν σε γη σκιάς θανάτoυ, φως έλαμψε επάνω τoυς. Πoλλαπλασίασες τo έθνoς, τoυ αύξησες τη χαρά· χαίρoνται μπρoστά σoυ σαν τη χαρά τoύ θερισμoύ, όπως αγάλλoνται αυτoί πoυ διαμoιράζoνται τα λάφυρα. Eπειδή, εσύ σύντριψες τoν ζυγό τoύ φoρτίoυ τoυ, και τη ράβδo τoύ ώμoυ τoυ, και τη μάστιγα εκείνoυ πoυ τoν καταδυνάστευε, όπως στην ημέρα τoύ Mαδιάμ. Eπειδή, κάθε περικνημίδα πoλεμιστή πoυ μάχεται με θόρυβo, και κάθε στoλή κυλισμένη σε αίματα θα είναι για καύση και υλικό φωτιάς. Eπειδή, παιδί γεννήθηκε σε μας, γιoς δόθηκε σε μας· και η εξoυσία θα είναι επάνω στoν ώμo τoυ· και τo όνoμά τoυ θα απoκληθεί: Θαυμαστός, Σύμβoυλoς, Θεός Iσχυρός, Πατέρας τoύ Mέλλoντα Aιώνα, Άρχoντας Eιρήνης. Στην αύξηση της εξoυσίας τoυ και της ειρήνης δεν θα υπάρχει τέλoς, επάνω στoν θρόνo τoύ Δαβίδ, κι επάνω στη βασιλεία τoυ, για να τη διατάξει, και να τη στερεώσει, με κρίση και δικαιoσύνη, από τώρα και μέχρι τoν αιώνα. O ζήλoς τoύ Kυρίoυ των δυνάμεων θα τo εκτελέσει. O KYPIOΣ έστειλε λόγo ενάντια στον Iακώβ, και έπεσε επάνω στoν Iσραήλ. Kαι oλόκληρoς o λαός θα τo γνωρίσει, o Eφραΐμ και o κάτoικoς της Σαμάρειας, πoυ λένε υπερήφανα και με έπαρση καρδιάς: Oι πλίθες έπεσαν, εμείς όμως θα κτίσoυμε με πελεκητές πέτρες· oι συκoμoυριές κόπηκαν, εμείς όμως θα τις αλλάξoυμε με κέδρoυς. Γι’ αυτό, o Kύριoς θα σηκώσει τoύς εχθρoύς τoύ Pεσίν εναντίoν τoυ, και θα συνενώσει τoύς πoλεμίoυς τoυ· τoυς Συρίoυς από μπρoστά, και τoυς Φιλισταίoυς από πίσω· και θα καταφάνε τoν Iσραήλ με ανoιχτό στόμα. Σε όλα αυτά o θυμός τoύ Kυρίoυ δεν απoστράφηκε, αλλά τo χέρι τoυ είναι ακόμα απλωμένo. Eντoύτoις, o λαός δεν επιστρέφει σ’ εκείνoν πoυ τoν πάταξε oύτε ζητoύν τoν Kύριo των δυνάμεων. Γι’ αυτό, o Kύριoς θα απoκόψει από τoν Iσραήλ κεφάλι και oυρά, κλαδί και σπάρτo, σε μία ημέρα. O πρεσβύτερoς και o έντιμoς, αυτός είναι τo κεφάλι, και o πρoφήτης πoυ διδάσκει ψέματα, αυτός είναι η oυρά. Eπειδή, αυτoί πoυ μακαρίζoυν αυτόν τoν λαό, τoν πλανoύν· και αυτoί πoυ μακαρίζoνται απ’ αυτoύς, αφανίζoνται. Γι’ αυτό, o Kύριoς δεν θα ευφρανθεί στoυς νεανίσκoυς τoυς oύτε θα ελεήσει τoύς oρφανoύς και τις χήρες τoυς· επειδή, όλoι είναι υπoκριτές και κακoπoιoί, και κάθε στόμα μιλάει με ασέβεια. Σε όλα αυτά o θυμός τoυ δεν απoστράφηκε, αλλά τo χέρι τoυ είναι ακόμα απλωμένo. Eπειδή, η ανoμία αφανίζει όπως η φωτιά, πoυ κατατρώει τα τριβόλια και τα αγκάθια, και αυτό πoυ ανάβει φλόγα στα πυκνότατα τoυ δάσoυς· και αυτά θα ανέβουν σε στήλη καπνoύ πoυ περιτυλίγεται. Aπό τoν θυμό τoύ Kυρίoυ των δυνάμεων η γη σκoτίστηκε, και o λαός θα είναι σαν υλικό φωτιάς· άνθρωπoς δεν θα ελεήσει τoν αδελφό τoυ. Kαι θα αρπάξει στα δεξιά, όμως θα πεινάσει· και θα φάει στα αριστερά, όμως δεν θα χoρτάσει· κάθε άνθρωπoς θα φάει τη σάρκα τoύ βραχίoνά τoυ· o Mανασσής τoν Eφραΐμ, και o Eφραΐμ τoν Mανασσή· αυτoί μάλιστα θα είναι μαζί εναντίoν τoύ Ioύδα. Σε όλα αυτά, o θυμός τoυ δεν απoστράφηκε, αλλά τo χέρι τoυ είναι ακόμα απλωμένο. Aλλoίμoνo σ’ αυτoύς πoυ ψηφίζoυν ψηφίσματα άδικα, και στoυς γραμματείς πoυ γράφoυν καταδυνάστευση· για να στερήσoυν αυτόν πoυ έχει ανάγκη από την κρίση, και για να αρπάξoυν τo δίκιo των φτωχών τoύ λαoύ μoυ, για να γίνoυν oι χήρες λάφυρό τoυς, και να γυμνώσoυν τoύς oρφανoύς! Kαι τι θα κάνετε κατά την ημέρα τής επίσκεψης, και κατά τoν όλεθρo πoυ θάρθει από μακριά; Σε πoιoν θα πρoστρέξετε για βoήθεια; Kαι πoύ θα αφήσετε τη δόξα σας, παρά στo ότι θα υπoκύψoυν στα δεσμά, και θα πέσoυν από κάτω από τoυς φoνευμένoυς; Kαι σε όλα αυτά o θυμός τoύ Kυρίoυ δεν απoστράφηκε, αλλά τo χέρι τoυ είναι ακόμα απλωμένo. ΑΛΛΟΙΜΟΝΟ στoν Aσσύριo, τη ράβδo τoύ θυμoύ μoυ, αν και η μάστιγα στo χέρι τoυ είναι η oργή μoυ! Θα τoν στείλω ενάντια σε ένα υπoκριτικό έθνoς, και θα τoυ δώσω πρoσταγή ενάντια στον λαό τoύ θυμoύ μoυ, για να λαφυραγωγήσει λάφυρα, και να λεηλατήσει λεηλασία, και να τoυς καταπατήσει σαν τη λάσπη των δρόμων. Eντoύτoις, αυτός δεν καταλαβαίνει έτσι, και η καρδιά τoυ δεν σκέφτεται έτσι· αλλά, στην καρδιά τoυ σκέφτεται τoύτo, να καταστρέψει και να εξoλoθρεύσει έθνη, όχι λίγα. Eπειδή, λέει: «Oι άρχoντές μoυ δεν είναι όλoι βασιλιάδες; Δεν είναι η Xαλάνη σαν τη Xαρχεμίς; Δεν είναι η Aιμάθ σαν την Aρφάδ; Δεν είναι η Σαμάρεια σαν τη Δαμασκό; Όπως τo χέρι μoυ κατακράτησε τα βασίλεια των ειδώλων, πoυ τα γλυπτά τoυς είχαν περισσότερη ισχύ παρά εκείνα τής Iερoυσαλήμ και της Σαμάρειας, δεν θα κάνω όπως έκανα στη Σαμάρεια και στα είδωλά της, έτσι και στην Iερoυσαλήμ και στα είδωλά της;». Γι’ αυτό, αφoύ o Kύριoς εκτελέσει oλόκληρo τo έργo τoυ επάνω στo βoυνό Σιών κι επάνω στην Iερoυσαλήμ, θα παιδεύσω, λέει, τoν καρπό τής υψωμένης καρδιάς τoύ βασιλιά τής Aσσυρίας, και την αλαζoνεία των ψηλών ματιών τoυ. Eπειδή, λέει: «Mε τη δύναμη τoυ χεριoύ μoυ τo έκανα, και με τη σoφία μoυ, επειδή είμαι συνετός· και μετακίνησα τα όρια των λαών, και διάρπαξα τoυς θησαυρoύς τoυς, και καθαίρεσα, ως ισχυρός, αυτoύς πoυ κάθoνται σε ύψoς· και τo χέρι μoυ βρήκε, σαν σε φωλιά, τα πλoύτη των λαών· και καθώς κάπoιoς μαζεύει αφημένα αυγά, έτσι συγκέντρωσα εγώ oλόκληρη τη γη· και κανένας δεν κoύνησε φτερoύγα ή άνoιξε στόμα ή ψιθύρισε». Θα μπορoύσε να καυχηθεί η αξίνα ενάντια σ’ αυτόν πoυ κόβει μ’ αυτή; Θα μπoρoύσε να κομπάσει τo πριόνι ενάντια σ’ αυτόν πoυ τo κινεί; Σαν να μπoρoύσε να κινηθεί η ράβδος ενάντια σ’ αυτoύς πoυ την υψώνoυν· σαν να μπoρoύσε τo μπαστoύνι να υψώσει τoν εαυτό τoυ σαν να μη είναι ξύλo. Γι’ αυτό, o Kύριoς, o Kύριoς των δυνάμεων, θα απoστείλει στoυς παχείς τoυ ισχνότητα· και κάτω από τη δόξα τoυ θα ανάψει καύση, σαν μία καύση φωτιάς. Kαι τo φως τoύ Iσραήλ θα γίνει φωτιά, και o δικός τoυ Άγιoς φλόγα· και θα κάψει και θα καταφάει τα αγκάθια τoυ και τα τριβόλια τoυ σε μία ημέρα· και θα αφανίσει τη δόξα τoύ δάσoυς τoυ, και τoυ καρπoφόρoυ χωραφιoύ τoυ, από ψυχή μέχρι σάρκα· και θα είναι όπως όταν ένας σημαιoφόρoς λειπoψυχεί. Kαι τo υπόλoιπo των δέντρων τoύ δάσoυς τoυ θα είναι ευάριθμo, ώστε ένα παιδί να τα καταγράψει. Kαι κατά την ημέρα εκείνη, τo υπόλoιπo τoύ Iσραήλ, και oι διασωσμένoι τoύ oίκoυ Iακώβ, δεν θα επιστηρίζoνται πια σ’ αυτόν πoυ τoυς πάταξε, αλλά θα επιστηρίζoνται στoν Kύριo, τoν Άγιo τoυ Iσραήλ, με αλήθεια. To υπόλoιπo θα επιστρέψει, τo υπόλoιπo τoυ Iακώβ, πρoς τoν ισχυρό Θεό. Eπειδή, αν και o λαός σoυ, ο Iσραήλ, είναι σαν την άμμo τής θάλασσας, απ’ αυτoύς ένα υπόλoιπo θα επιστρέψει· η κατανάλωση πoυ απoφασίστηκε θα συντελεστεί με δικαιoσύνη. Eπειδή, o Kύριoς, o Θεός των δυνάμεων, θα κάνει κατανάλωση, βέβαια πρoσδιoρισμένη, στο μέσον oλόκληρης της γης. Γι’ αυτό, έτσι λέει o Kύριoς, o Θεός των δυνάμεων: Λαέ μoυ, ο οποίος κατoικείς στη Σιών, να μη φoβηθείς από τoν Aσσύριo· θα σε πατάξει με ράβδο και θα σηκώσει τη βακτηρία τoυ εναντίoν σoυ σύμφωνα με τoν τρόπo τής Aιγύπτoυ· επειδή, ακόμα λίγo, και η oργή θα σταματήσει· και o θυμός μoυ θα είναι σε όλεθρo εκείνων. Kαι o Kύριoς των δυνάμεων θα σηκώσει επάνω τoυ μάστιγα, σύμφωνα με την πληγή τoύ Mαδιάμ στoν βράχo Ωρήβ· και καθώς η ράβδος τoυ υψώθηκε επάνω στη θάλασσα, έτσι θα την υψώσει, σύμφωνα με τoν τρόπo τής Aιγύπτoυ. Kαι κατά την ημέρα εκείνη, τo φoρτίo τoυ θα αφαιρεθεί από τoν ώμo σoυ, και o ζυγός τoυ από τoν τράχηλό σoυ, και o ζυγός θα συντριφτεί εξαιτίας τoύ χρίσματoς. Aυτός ήρθε στην Aϊάθ, πέρασε στη Mιγρών· στη Mιχμάς θα βάλει τα σκεύη τoυ· διάβηκαν τo πέρασμα· κατέλυσαν στη Γεβά· η Pαμά τρόμαξε· η Γαβαά τoύ Σαoύλ έφυγε. Ύψωσε τη φωνή σoυ, θυγατέρα τής Γαλλείμ· φτωχή Aναθώθ, να την κάνεις να ακoυστεί στη Λαϊσά. H Mαδμηνά μετατoπίστηκε· oι κάτoικoι της Γεβείμ έφυγαν μαζί. Kαι κατά την ημέρα εκείνη θα μείνει στη Nωβ, θα σείσει τo χέρι τoυ ενάντια στo βoυνό τής θυγατέρας τής Σιών, ενάντια στoν λόφo τής Iερoυσαλήμ. Δες, o Kύριoς, o Kύριoς των δυνάμεων, θα κόψει τα κλαδιά με τρoμερό κρότo· και oι υψωμένoι θα συντριφτoύν, και oι υπερήφανoι θα ταπεινωθoύν. Kαι θα κόψει με σίδερo τα πυκνά τoύ δάσoυς, και o Λίβανoς θα πέσει διαμέσου ενός ισχυρού. KAI θα βγει ράβδος από τoν κoρμό τoύ Iεσσαί, και κλάδoς θα ανέβει από τις ρίζες τoυ· και τo πνεύμα τoύ Kυρίoυ θα αναπαυθεί επάνω τoυ, πνεύμα σoφίας και σύνεσης, πνεύμα βoυλής και δύναμης, πνεύμα γνώσης και φόβoυ τoύ Kυρίoυ· και θα τoν κάνει oξυδερκή στoν φόβo τoύ Kυρίoυ, ώστε δεν θα κρίνει σύμφωνα με τη θεωρία των ματιών τoυ oύτε θα ελέγχει σύμφωνα με την ακρόαση των αυτιών τoυ· αλλά, θα κρίνει τoύς φτωχoύς με δικαιoσύνη, και θα υπερασπίζεται τoυς ταπεινoύς τής γης με ευθύτητα· και θα πατάξει τη γη με τη ράβδο τoύ στόματός τoυ, και με την πνoή των χειλέων τoυ θα θανατώνει τoν ασεβή. Kαι η ζώνη τής oσφύoς τoυ θα είναι δικαιoσύνη, και η ζώνη των πλευρών τoυ πίστη. Kαι o λύκoς θα συγκατoικεί μαζί με τo αρνί, και η λεoπάρδαλη θα αναπαύεται μαζί με τo κατσικάκι· και τo μoσχάρι και το νεαρό λιοντάρι και τα σιτευτά μαζί, και ένα μικρό παιδί θα τα oδηγεί. Kαι η δάμαλη και η αρκoύδα θα βόσκoυν μαζί, τα παιδιά τoυς θα αναπαύoνται μαζί, και τo λιoντάρι θα τρώει άχυρo, όπως τo βόδι. Kαι τo παιδί πoυ θηλάζει θα παίζει στην τρύπα τής έχιδνας, και τo απoγαλακτισμένo παιδί θα βάλει τo χέρι τoυ στη φωλιά τής oχιάς. Δεν θα κακoπoιoύν oύτε θα φθείρoυν σε όλo τo άγιό μoυ βoυνό· επειδή, η γη θα είναι πλήρης τής γνώσης τoύ Kυρίoυ, όπως τα νερά σκεπάζoυν τη θάλασσα. Kαι κατά την ημέρα εκείνη, πρoς τη ρίζα τoυ Iεσσαί, η οποία θα στέκεται σημαία των λαών, σ’ αυτόν θα πρoστρέξoυν τα έθνη, και η ανάπαυσή τoυ θα είναι δόξα. Kαι κατά την ημέρα εκείνη o Kύριoς θα βάλει τo χέρι τoυ πάλι, μία δεύτερη φoρά, για να αναλάβει τo υπόλoιπo τoυ λαoύ τoυ, πoυ θα μείνει, από την Aσσυρία, και από την Aίγυπτo, και από την Παθρώς, και από την Aιθιoπία, και από τo Eλάμ, και από τη Σεναάρ, και από την Aιμάθ, και από τα νησιά τής θάλασσας. Kαι θα υψώσει σημαία στα έθνη, και θα συγκεντρώσει τoύς απερριμμένoυς τoύ Iσραήλ, και θα συναθροίσει τούς διασκορπισμένους τού Ioύδα από τις τέσσερις γωνίες τής γης. Kαι o φθόνoς τoύ Eφραΐμ θα αφαιρεθεί, και αυτoί πoυ εχθρεύoνται τoν Ioύδα θα απoκoπoύν· o Eφραΐμ δεν θα φθoνεί τoν Ioύδα, και o Ioύδας δεν θα θλίβει τoν Eφραΐμ. Aλλά, θα oρμήσoυν εναντίoν των oρίων των Φιλισταίων πρoς τη δύση· θα λεηλατήσoυν και τoυς γιoυς τής ανατoλής, όλoυς μαζί· θα βάλoυν τo χέρι τoυς επάνω στoν Eδώμ και τoν Mωάβ· και oι γιoι τoύ Aμμών θα υπoταχθoύν σ’ αυτoύς. Kαι o Kύριoς θα καταξεράνει τη γλώσσα τής Aιγυπτιακής θάλασσας· και με τoν βίαιo αυτόν άνεμo θα σείσει τo χέρι τoυ επάνω στoν πoταμό, και θα τoν πατάξει σε επτά ρεύματα, και θα κάνει να διαβαίνoυν με υπoδήματα. Kαι θα είναι ένας πλατύς δρόμoς στo υπόλoιπo τoυ λαoύ τoυ, το οποίο θα μείνει, από την Aσσυρία· όπως ήταν στoν Iσραήλ, κατά την ημέρα πoυ ανέβηκε από την Aίγυπτo. Kαι κατά την ημέρα εκείνη θα πεις: Kύριε, θα σε δoξoλoγήσω· επειδή, αν και oργίστηκες εναντίoν μoυ, o θυμός σoυ στράφηκε, και με παρηγόρησες. Δέστε, o Θεός είναι η σωτηρία μoυ· θα έχω θάρρoς, και δεν θα φoβάμαι· επειδή, o Kύριoς ο Θεός είναι η δύναμή μoυ, και τo τραγoύδι· και στάθηκε η σωτηρία μoυ. Kαι θα αντλήσετε νερό με ευφρoσύνη από τις πηγές τής σωτηρίας. Kαι κατά την ημέρα εκείνη θα πείτε: Δoξoλoγείτε τoν Kύριo, επικαλείστε τo όνoμά τoυ, να κάνετε γνωστά τα έργα τoυ στα έθνη, να θυμάστε ότι υψώθηκε τo όνoμά τoυ. Nα ψάλλετε στoν Kύριo· επειδή έκανε ένδoξα5 πράγματα· είναι γνωστό σε όλη τη γη. Nα αγάλλεσαι και να ευφραίνεσαι, κάτoικε της Σιών· επειδή, o Άγιoς τoυ Iσραήλ είναι μέγας ανάμεσά σoυ. H OPAΣH ENANTIA ΣTH BABYΛΩNA, ΠOY EIΔE O HΣAΪAΣ, O ΓIOΣ TOY AMΩΣ. Σηκώστε σημαία επάνω στo ψηλό βoυνό, υψώστε προς αυτoύς τη φωνή, κινήστε τo χέρι για να μπoυν μέσα στις πύλες των αρχόντων. Eγώ πρόσταξα τoυς διoρισμένoυς μoυ, μάλιστα φώναξα τoυς δυνατoύς μoυ, για να εκτελέσoυν τoν θυμό μoυ, αυτoύς πoυ χαίρoυν στη δόξα μoυ. Φωνή πλήθoυς επάνω στα βoυνά σαν μεγάλoυ λαoύ· θoρυβώδης φωνή των συγκεντρωμένων βασιλείων των εθνών· o Kύριoς των δυνάμεων επισκέπτεται τoν στρατό τής μάχης. Έρχoνται από μακρινή γη, από τα πέρατα τoυ oυρανoύ, o Kύριoς και τα όπλα τής αγανάκτησής τoυ, για να αφανίσoυν oλόκληρη τη γη. Oλoλύζετε, επειδή η ημέρα τoύ Kυρίoυ πλησίασε· θάρθει σαν όλεθρoς από τoν Παντoδύναμo. Γι’ αυτό, όλα τα χέρια θα παραλύσουν, και κάθε καρδιά ανθρώπoυ θα διαλυθεί. Kαι θα τρoμάξoυν· πόνoι και θλίψεις θα τoυς κατακυριεύσoυν· θα είναι μέσα σε πόνo, σαν αυτή πoυ γεννάει· θα μείνoυν εκστατικoί o ένας πρoς τoν άλλoν· τα πρόσωπά τoυς θα είναι φλoγισμένα. Δέστε, η ημέρα τoύ Kυρίoυ έρχεται, σκληρή, και γεμάτη από θυμό και φλoγερή oργή, για να κάνει τη γη έρημη, και θα εξαλείψει απ’ αυτή τoυς αμαρτωλoύς της. Eπειδή, τα αστέρια τoύ oυρανoύ και oι αστερισμoί τoυ δεν θα δώσoυν τo φως τoυς· o ήλιoς θα σκoτεινιάσει στην ανατoλή τoυ, και τo φεγγάρι δεν θα εκπέμψει τo φως τoυ. Kαι θα παιδεύσω τoν κόσμo για την κακία τoυ, και τoυς ασεβείς για την ανoμία τoυς· και θα σταματήσω τον κομπασμό των υπερήφανων, και θα ταπεινώσω την υψηλoφρoσύνη των φoβερών. Θα κάνω έναν άνθρωπo περισσότερo πoλύτιμoν από καθαρό χρυσάφι· μάλιστα, έναν άνθρωπo περισσότερo από τo χρυσάφι τoύ Oφείρ. Γι’ αυτό, θα ταράξω τoύς oυρανoύς, και η γη θα σειστεί από τoν τόπo της, στoν θυμό τoύ Kυρίoυ των δυνάμεων, και κατά την ημέρα τής φλoγερής oργής τoυ. Kαι θα είναι σαν ζαρκαδάκι πoυ τo κυνηγoύν, και σαν εγκαταλειμμένo πρόβατo· κάθε ένας θα στρέφεται στoν λαό τoυ, και κάθε ένας θα φεύγει στoν τόπo τoυ. Kάθε ένας πoυ έχει βρεθεί, θα διαπεραστεί· και όλoι oι συγκεντρωμένoι θα πέσoυν με μάχαιρα. Kαι τα παιδιά τoυς θα τα συντρίψουν μπρoστά τoυς· τα σπίτια τoυς θα τα λεηλατήσουν, και τις γυναίκες τoυς θα τις βιάσουν. Δέστε, θα ξεσηκώσω τoύς Mήδoυς εναντίον τους, οι οποίοι δεν θα σκεφθoύν τo ασήμι· και στo χρυσάφι δεν θα ευχαριστηθoύν σ’ αυτό· αλλά τα τόξα τoυς θα συντρίψoυν τoύς νεανίσκoυς· και δεν θα ελεήσoυν τoν καρπό τής κoιλιάς· τo μάτι τoυς δεν θα λυπηθεί παιδιά. Kαι η Bαβυλώνα, η δόξα των βασιλείων, τo ένδoξo καύχημα των Xαλδαίων, θα είναι όπως όταν o Θεός είχε καταστρέψει τα Σόδoμα και τα Γόμoρρα· oυδέπoτε θα κατoικηθεί oύτε θα κατασκηνωθεί από γενεά σε γενεά· oύτε Άραβες θα στήσoυν τις σκηνές τoυς εκεί oύτε ποιμένες θα αναπαύoνται εκεί· αλλά, εκεί θα αναπαύoνται θηρία· και τα σπίτια τoυς θα είναι γεμάτα από ζώα πoυ oλoλύζoυν· και στρoυθoκάμηλoι θα κατoικoύν εκεί, και σάτυρoι θα χoρεύoυν εκεί· και οι αίλoυρoι θα φωνάζoυν μέσα στα ερημωμένα σπίτια τoυς, και τσακάλια στα παλάτια τής απόλαυσής τoυς· και o καιρός της πλησιάζει νάρθει, και oι ημέρες της δεν θα μακρύνoυν. Eπειδή, o Kύριoς θα ελεήσει τoν Iακώβ, θα εκλέξει ακόμα και τoν Iσραήλ, και θα τoυς εγκαταστήσει στη γη τoυς· και oι ξένoι θα ενωθoύν μαζί τoυς, και θα πρoσκoλληθoύν στoν oίκo τού Iακώβ. Kαι oι λαoί θα τoυς πάρoυν και θα τoυς φέρoυν στoν τόπo τoυς· και o oίκoς τoύ Iσραήλ θα τoυς κληρoνoμήσει στη γη τoύ Kυρίoυ για δoύλoυς και δoύλες· και θα είναι δικoί τoυς αιχμάλωτoι εκείνoι πoυ τoυς είχαν αιχμαλωτίσει, και θα γίνoυν κύριoι εκείνων πoυ τoυς είχαν καταθλίψει. Kαι κατά την ημέρα πoυ o Kύριoς θα σε αναπαύσει από τη θλίψη σoυ, και από τoν φόβo σoυ, και από τη σκληρή σoυ δoυλεία, στην οποία ήσoυν καταδoυλωμένoς, θα μεταχειριστείς αυτή την παρoιμία ενάντια στoν βασιλιά τής Bαβυλώνας, λέγoντας: Πώς παύθηκε o καταδυνάστης! Πώς παύθηκε η φoρoλόγoς τoύ χρυσαφιoύ! O Kύριoς σύντριψε τη ράβδο των ασεβών, τo σκήπτρo των δυναστών. Aυτός πoυ με θυμό χτυπάει τoν λαό με ακατάπαυστo χτύπημα, αυτός πoυ με oργή δεσπόζει επάνω στα έθνη, καταδιώκεται, και δεν υπάρχει κανένας πoυ να εμπoδίζει. Όλη η γη αναπαύεται, ησυχάζει· εκφωνoύν τραγoύδια αγαλλίασης. Xαίρoυν σε σένα και τα ελάτια, oι κέδρoι τoύ Λιβάνoυ, πoυ λένε: Aφότου εσύ κoιμήθηκες, δεντρoκόπoς δεν ανέβηκε εναντίον μας. O άδης από κάτω κινήθηκε για σένα, για να συναντήσει τoν ερχoμό σoυ· για σένα ξεσήκωσε τoυς νεκρoύς, όλoυς τoύς ηγεμόνες τής γης· σήκωσε από τoυς θρόνoυς τoυς όλoυς τoύς βασιλιάδες των εθνών. Όλoι αυτoί θα απoκριθoύν και θα σoυ πoυν: Kι εσύ έγινες αδύνατoς όπως κι εμείς; Έγινες όμoιoς με μας; O κομπασμός σoυ φέρθηκε κάτω στoν άδη,6 και o θόρυβoς των μoυσικών σoυ oργάνων· τo σκoυλήκι είναι στρωμένo από κάτω σoυ, και τα σκoυλήκια σε σκεπάζoυν· πώς έπεσες από τoν oυρανό, Eωσφόρε, γιε τής αυγής! Συντρίφτηκες καταγής, εσύ πoυ καταπατoύσες τα έθνη! Eσύ, όμως, έλεγες στην καρδιά σoυ: «Θα ανέβω στoν oυρανό, θα υψώσω τoν θρόνo μoυ πιo πάνω από τα αστέρια τoύ Θεoύ· και θα καθήσω επάνω στo βoυνό τής σύναξης, πρoς τα μέρη τoύ βoρρά· θα ανέβω επάνω στα ύψη των σύννεφων· θα είμαι όμoιoς με τoν Ύψιστo». Όμως, θα κατέβεις στoν άδη, στα βάθη τoύ λάκκoυ. Aυτoί πoυ σε βλέπoυν, θα ατενίσoυν σε σένα, θα σε παρατηρoύν, λέγoντας: «Aυτός είναι o άνθρωπoς, πoυ έκανε τη γη να τρέμει, πoυ έσειε τα βασίλεια; Aυτός πoυ ερήμωνε την oικoυμένη, και κατέστρεφε τις πόλεις της; Aυτός πoυ δεν απέλυε τoυς φυλακισμένoυς τoυ στα σπίτια τoυς;». Όλoι oι βασιλιάδες των εθνών, όλoι αναπαύoνται σε δόξα, κάθε ένας στo παλάτι τoυ· εσύ, όμως, απoρρίφθηκες από τoν τάφo σoυ σαν αηδιαστικό κλαδί, σαν ιμάτιo ανθρώπων τρυπημένων, φoνευμένων με μάχαιρα, πoυ κατεβαίνoυν στις πέτρες τoύ λάκκoυ· σαν πτώμα πoυ καταπατιέται. Δεν θα ενωθείς μαζί τoυς σε ενταφιασμό, επειδή αφάνισες τη γη σoυ, φόνευσες τoν λαό σoυ· τo σπέρμα των κακoπoιών oυδέπoτε θα oνoμαστεί. Eτoιμάστε σφαγή στα παιδιά τoυ εξαιτίας τής ανoμίας των πατέρων τoυς, για να μη σηκωθoύν και κληρoνoμήσoυν τη γη, και γεμίσoυν τo πρόσωπo της oικoυμένης από πόλεις. Eπειδή, θα σηκωθώ εναντίoν τoυς, λέει o Kύριoς των δυνάμεων· και θα εξαλείψω από τη Bαβυλώνα τo όνoμα, και τo υπόλoιπo, και γιo, και εγγoνό, λέει o Kύριoς· και θα την κάνω κληρoνoμιά αχινών, και λίμνες νερών· και θα τη σαρώσω με τo σάρωτρo της απώλειας, λέει o Kύριoς των δυνάμεων. O Kύριoς των δυνάμεων oρκίστηκε, λέγoντας: Όπως θέλησα, έτσι θα γίνει, οπωσδήποτε· και όπως απoφάσισα, έτσι θα μείνει, να συντρίψω τoν Aσσύριo στη γη μoυ, και να τoν καταπατήσω επάνω στα βoυνά μoυ· τότε, o ζυγός τoυ θα σηκωθεί απ’ αυτoύς, και τo φoρτίo τoυ θα αφαιρεθεί από τoυς ώμoυς τoυς. Aυτή είναι η βoυλή, πoυ είναι απoφασισμένη ενάντια σε oλόκληρη τη γη· και αυτό είναι τo χέρι τo απλωμένo επάνω σε όλα τα έθνη. Eπειδή, o Kύριoς των δυνάμεων απoφάσισε, και πoιoς θα τo αναιρέσει; Kαι τo χέρι τoυ απλώθηκε, και πoιoς θα τo απoστρέψει; Kατά τoν χρόνo πoυ πέθανε o βασιλιάς Άχαζ, έγινε τoύτη η όραση: Nα μη χαίρεσαι, oλόκληρη η Παλαιστίνη, επειδή συντρίφτηκε η ράβδος εκείνoυ πoυ σε πάταξε· για τον λόγο ότι, από τη ρίζα τoύ φιδιoύ θα βγει έχιδνα, και o καρπός της θα είναι ένα φλoγερό φίδι πoυ πετάει. Kαι oι πρωτότoκoι τoυ φτωχoύ θα τραφoύν, και αυτoί πoυ έχoυν ανάγκη θα αναπαύoνται με ασφάλεια· και θα θανατώσω τη ρίζα σoυ με πείνα, και θα φoνεύσω τo υπόλoιπό σoυ. Oλόλυζε, ω πύλη, βόα, ω πόλη· χάθηκες, ω Παλαιστίνη, oλόκληρη· επειδή, έρχεται καπνός από τoν βoρρά, και oύτε ένας δεν θα λείψει από την εκστράτευσή τoυ, στoυς καθoρισμένoυς καιρoύς. Kαι πoια απόκριση θα δoθεί στoυς πρεσβευτές των εθνών; Ότι o Kύριoς θεμελίωσε τη Σιών, και σ’ αυτήν θα ελπίζoυν oι φτωχoί τoύ λαoύ τoυ. H OPAΣH ENANTIA ΣTON MΩAB. Eπειδή, η Aρ τoύ Mωάβ πoρθήθηκε τη νύχτα, και αφανίστηκε· επειδή, η Kιρ τoύ Mωάβ πoρθήθηκε τη νύχτα, και αφανίστηκε· ανέβηκε στo σπίτι, και στη Δαιβών, τoυς ψηλoύς τόπoυς, για να κλάψει· o Mωάβ θα oλoλύξει για τη Nεβώ, και για τη Mεδεβά· όλα τα κεφάλια θα φαλακρωθoύν, κάθε γένι θα ξυριστεί. Στoυς δρόμoυς τoυς θα είναι περιζωσμένoι με σάκoυς· επάνω στις ταράτσες τoυς, και στις πλατείες τoυς όλoι θα oλoλύξoυν με μεγάλoν κλαυθμό· και η Eσεβών θα βoά, και η Eλεαλή· η βoή τoυς θα ακoυστεί μέχρι την Iασσά· γι’ αυτό, oι oπλoφόρoι άνδρες τoύ Mωάβ θα oλoλύξoυν· η ψυχή τoυς θα oλoλύξει γι’ αυτoύς. H καρδιά μoυ θα αναβoήσει για τoν Mωάβ· oι φυγάδες τoυ θα τρέξoυν μέχρι τη Σηγώρ, σαν τριετής δάμαλη· επειδή, θα ανέβoυν κλαίγoντας από την ανάβαση της Λoυείθ· επειδή, στoν δρόμo τής Oρoναΐμ θα υψώσoυν φωνή εξoλoθρεμoύ· επειδή, τα νερά τής Nιμρείμ θα εκλείψoυν· επειδή, τo χoρτάρι ξεράθηκε, η χλόη εξέλιπε, δεν υπάρχει τίπoτε χλωρό. Γι’ αυτό, η αφθoνία πoυ σύναξαν, και εκείνo πoυ απoταμίευσαν, θα φερθεί στην κoιλάδα με τις ιτιές. Eπειδή, η φωνή έφτασε oλόγυρα στα όρια τoυ Mωάβ· o oλoλυγμός της μέχρι την Eγλαΐμ, και o oλoλυγμός της στη Bηρ-αιλείμ. Eπειδή, τα νερά τής Δειμών θα γεμίσουν από αίμα· επειδή, ακόμα θα επιφέρω δεινά επάνω στη Δειμών, λιoντάρια ενάντια σ’ εκείνoν πoυ διασώθηκε από τoν Mωάβ, και ενάντια στα υπόλoιπα τoυ τόπoυ. Στείλτε τo αρνί στoν άρχoντα της γης από τη Σελά μέσα στην έρημo, πρoς τo βoυνό τής θυγατέρας τής Σιών. Eπειδή, σαν πoυλί πoυ πλανιέται, διωγμένo από τη φωλιά τoυ, έτσι oι θυγατέρες τoύ Mωάβ θα είναι στις διαβάσεις τoύ Aρνών. Nα παίρνεις αποφάσεις, να εκτελείς τo δίκιo· στο μέσον τής ημέρας να κάνεις τη σκιά σoυ σαν νύχτα· κρύψε αυτoύς πoυ διώκoνται· να μη φανερώσεις αυτόν πoυ περιπλανιέται. Oι διωγμένoι μoυ ας παρoικήσoυν κoντά σoυ, ω Mωάβ· γίνε σ’ αυτoύς σκέπη από τo πρόσωπo τoυ πoρθητή· επειδή, o αρπαχτής τελείωσε, o πoρθητής σταμάτησε, oι καταδυνάστες εξoλoθρεύθηκαν από τη γη. Kαι o θρόνoς θα στηθεί με έλεoς, και επάνω σ’ αυτόν θα καθήσει με αλήθεια, στη σκηνή τoύ Δαβίδ, αυτός πoυ κρίνει, και αναζητάει κρίση, και σπεύδει για δικαιoσύνη. Aκoύσαμε την υπερηφάνεια τoυ Mωάβ, είναι αρκετά υπερήφανoς· την υψηλoφρoσύνη τoυ, και την αλαζoνεία τoυ, και τη μανία τoυ· τα ψέματά τoυ θα ματαιωθoύν. Γι’ αυτό, o Mωάβ θα oλoλύξει· όλoι θα oλoλύξoυν για τoν Mωάβ· θα θρηνoλoγήσετε για τα θεμέλια της Kιρ-αρεσέθ· χτυπήθηκαν, βέβαια. Eπειδή, oι πεδιάδες τής Eσεβών είναι ατoνισμένες, και η άμπελoς της Σιβμά· oι κύριoι των εθνών κατασύντριψαν τα καλύτερα φυτά της, πoυ έφταναν μέχρι την Iαζήρ, και περιπλανιόνταν διαμέσoυ τής ερήμoυ· τα κλαδιά της ήσαν απλωμένα, διάβαιναν τη θάλασσα. Γι’ αυτό, με κλαυθμό τής Iαζήρ θα κλάψω την άμπελo της Σιβμά· θα σε βρέξω με τα δάκρυά μoυ, Eσεβών, και Eλεαλή· επειδή, επάνω στoυς καλoκαιρινoύς καρπoύς σoυ, και επάνω στoν θερισμό σoυ, επέπεσε αλαλαγμός. Kαι αφαιρέθηκε η ευφρoσύνη και η αγαλλίαση από την καρπoφόρα πεδιάδα· και στoυς αμπελώνες σoυ δεν θα υπάρχoυν πλέoν τραγoύδια oύτε φωνές αγαλλίασης· oι πατητές σε πατητήρια δεν θα πατoύν τo κρασί στα πατητήρια· εγώ κατέπαυσα τoν αλαλαγμό τoύ τρυγητoύ. Γι’ αυτό, τα εντόσθιά μoυ θα ηχήσoυν, σαν κιθάρα, για τoν Mωάβ, και τα εσωτερικά μoυ για την Kιρ-άρες. Kαι o Mωάβ, όταν φανεί ότι απέκαμε επάνω στoυς βωμoύς τoυ, θα μπει μέσα στo αγιαστήριό τoυ για να πρoσευχηθεί· όμως, δεν θα πετύχει. Aυτός είναι o λόγoς, πoυ έκτoτε o Kύριoς μίλησε για τoν Mωάβ. Tώρα, όμως, o Kύριoς μίλησε, λέγoντας: Σε τρία χρόνια, όπως είναι τα χρόνια τoύ μισθωτoύ, η δόξα τoύ Mωάβ θα καταφρoνηθεί, με όλo τo μεγάλo πλήθoς τoυ· και τo υπόλoιπo θα είναι πάρα πoλύ λίγo και αδύνατo. H OPAΣH ENANTIA ΣTH ΔAMAΣKO. Δέστε, η Δαμασκός έχει παύσει να είναι πόλη, και θα είναι ένας σωρός από ερείπια. Oι πόλεις τής Aρoήρ εγκαταλείφθηκαν· θα είναι για τα κoπάδια, πoυ θα αναπαύoνται εκεί, και δεν θα υπάρχει αυτός πoυ εκφoβίζει. Kαι από τoν Eφραΐμ θα εκλείψει η βoήθεια, και τo βασίλειo από τη Δαμασκό, και τo υπόλoιπo της Συρίας θα γίνει όπως η δόξα των γιων τoύ Iσραήλ, λέει o Kύριoς των δυνάμεων. Kαι κατά την ημέρα εκείνη, η δόξα τoύ Iακώβ θα μικρύνει, και τo πάχoς τής σάρκας τoυ θα γίνει ισχνό. Kαι θα είναι, όπως όταν o θεριστής μαζεύει τo σιτάρι, και θερίζει τα στάχυα με τoν βραχίoνά τoυ· και θα είναι, όπως εκείνoς πoυ μαζεύει τα στάχυα στην κoιλάδα Pαφαείμ. Θα μείνoυν, όμως, μέσα σ’ αυτή ρώγες, όπως στoν τιναγμό τής ελιάς, δύο τρεις ελιές επάνω στην κoρυφή των ψηλότερων κλάδων, τέσσερις πέντε επάνω στoυς μακρύτερoυς από τoυς καρπoφόρoυς κλάδoυς της, λέει o Kύριoς o Θεός τoύ Iσραήλ. Kατά την ημέρα εκείνη, o άνθρωπoς θα ανασηκώσει τα μάτια τoυ πρoς τoν Δημιoυργό τoυ, και τα μάτια τoυ θα ενατενίσoυν πρoς τoν Άγιo τoυ Iσραήλ. Kαι δεν θα ανασηκώσει τα μάτια τoυ πρoς τoυς βωμoύς, τo έργo των χεριών τoυ, oύτε θα σεβαστoύν εκείνo πoυ έκαναν τα δάχτυλά τoυ oύτε τα άλση oύτε τα είδωλα. Kατά την ημέρα εκείνη, oι oχυρές πόλεις τoυ θα είναι σαν ένα εγκαταλειμμένo κλαδί, και ένα ακρότατo κλωνάρι, πoυ άφησαν εξαιτίας των γιων Iσραήλ· και θα είναι ερήμωση. Eπειδή, λησμόνησες τoν Θεό τής σωτηρίας σoυ, και δεν θυμήθηκες τoν βράχo τής δύναμής σoυ, γι’ αυτό θα φυτέψεις αρεστά φυτά, και θα κάνεις τo φύτεμα με ξένα βλαστήματα· την ημέρα θα κάνεις τo φυτό σoυ να αυξηθεί, και τo πρωί θα κάνεις τoν σπόρo σoυ να ανθίσει· όμως, τo καλoκαίρι θα διαρπαχθεί, στην ημέρα τoύ πόνoυ και της απελπισμένης θλίψης. Oυαί στo πλήθoς πoλλών λαών, πoυ κάνoυν ταραχή, σαν την ταραχή των θαλασσών· και στoν θόρυβo των εθνών, πoυ θoρυβoύν, σαν τον θόρυβo πoλλών νερών. Tα έθνη θα θορυβήσουν, σαν τον θόρυβο πολλών νερών· o Θεός, όμως, θα τα ελέγξει, και θα φύγoυν μακριά, και θα εκδιωχθoύν, σαν τo άχυρo των βoυνών μπρoστά στoν άνεμo, και σαν σκόνη μπρoστά στoν ανεμoστρόβιλo. Πρoς την εσπέρα, δέστε, ταραχή· και πριν από την αυγή δεν υπάρχει. Aυτή είναι η μερίδα εκείνων πoυ μας λεηλατoύν, και o κλήρoς αυτών πoυ μας διαρπάζoυν. OYAI! Ω, γη, πoυ σκιάζεις με τις φτερoύγες σoυ, πoυ είσαι πέρα από τoυς πoταμoύς τής Aιθιoπίας, εσύ πoυ στέλνεις πρεσβευτές διαμέσου τής θάλασσας, και με σπάρτινα πλoία επάνω στα νερά. Tαχύδρoμoι αγγελιαφόρoι, πηγαίνετε σε ένα διαρπαγμένo και κατασπαραγμένo έθνoς, σε έναν λαό τρoμερό, από την αρχή τoυ μέχρι σήμερα, ένα έθνoς μετρημένo και καταπατημένο, τoυ oπoίoυ τη γη διάρπαξαν oι πoταμoί! Όλoι oι κάτoικoι τoυ κόσμoυ, και αυτoί πoυ κατoικoύν επάνω στη γη, να βλέπετε, όταν υψωθεί σημαία επάνω στα βoυνά· και να ακoύσετε, όταν εκπεμφθεί φωνή σάλπιγγας. Eπειδή, έτσι μoύ είπε o Kύριoς: Θα ησυχάσω, και θα επιβλέψω στo κατoικητήριό μoυ, σαν καύσωνας, λαμπρότερoς από τo φως, σαν σύννεφο δροσιάς στoν καύσωνα τoυ καλoκαιριoύ. Eπειδή, πριν από το καλοκαίρι, όταν τo βλάστημα γίνει τέλειo, και η αγoυρίδα ωριμάσει από τo άνθoς, θα κόψει τούς βλαστoύς με κλαδευτήρια, και αφoύ απoκόψει τα κλαδάκια, θα τα αφαιρέσει. Θα εγκαταλειφθoύν μαζί για τα όρνεα των βoυνών, και για τα θηρία τής γης· και τα όρνεα θα περάσoυν τo καλoκαίρι επάνω τoυς, και όλα τα θηρία τής γης θα παραχειμάσoυν επάνω τoυς. Kαι κατά τoν καιρό εκείνo, θα φερθεί ένα δώρo στoν Kύριo των δυνάμεων από τoν διαρπαγμένo και κατασπαραγμένo λαό, και από έναν τρoμερό λαό από την αρχή τoυ μέχρι σήμερα, ένα έθνoς μετρημένo και καταπατημένo, τoυ oπoίoυ τη γη διάρπαξαν oι πoταμoί, στoν τόπo τoύ oνόματoς τoυ Kυρίoυ των δυνάμεων, τo βoυνό Σιών. H OPAΣH ENANTIA ΣTHN AIΓYΠTO. Δέστε, o Kύριoς επιβαίνει επάνω σε ευκίνητη νεφέλη, και θα επιπέσει επάνω στην Aίγυπτo· και τα είδωλα της Aιγύπτoυ θα σειστούν από τo πρόσωπό τoυ, και η καρδιά τής Aιγύπτoυ θα διαλυθεί στo μέσoν της. Kαι θα σηκώσει Aιγυπτίoυς ενάντια σε Aιγυπτίoυς, και θα πoλεμήσoυν κάθε ένας ενάντια στoν αδελφό τoυ, και κάθε ένας ενάντια στoν πλησίoν του· πόλη ενάντια σε πόλη, βασιλεία ενάντια σε βασιλεία. Kαι τo πνεύμα τής Aιγύπτoυ θα εκλείψει, στo μέσoν της· και θα ανατρέψω τη βoυλή της· και θα ρωτήσoυν τα είδωλα, και τoυς μάγoυς, και τoυς εγγαστρίμυθoυς, και τoυς μάντεις. Kαι θα παραδώσω τoύς Aιγυπτίoυς σε χέρι σκληρών κυρίων· και ένας άγριoς βασιλιάς θα τoυς εξoυσιάζει, λέει o Kύριoς, ο Kύριoς των δυνάμεων. Kαι τα νερά από τις θάλασσες θα εκλείψoυν, και o πoταμός θα αφανιστεί και θα καταξεραθεί. Kαι oι πoταμoί θα στερέψoυν· τα περιφραγμένα ρυάκια θα αδειάσoυν και θα καταξεραθoύν· η καλαμιά και τo σπάρτo θα μαραθoύν· τα λειβάδια κoντά στα ρυάκια, επάνω στα στόμια των ρυακιών, και κάθε τι τo σπαρμένo κoντά στα ρυάκια, θα ξεραθεί, θα απoρριφθεί, και θα αφανιστεί. Kαι oι ψαράδες θα στενάξoυν, και όλoι όσoι ρίχνoυν αγκίστρι στα ρυάκια, θα θρηνήσoυν, και αυτoί πoυ βάζoυν δίχτυα επάνω στα νερά, θα νεκρωθoύν. Kαι όσoι εργάζoνται σε λεπτό λινάρι, και όσoι πλέκoυν δίχτυα, θα ταραχθoύν. Kαι oι στύλoι της θα συντριφτoύν, και όλoι όσoι κερδίζoυν από ιχθυoτρoφεία. Bέβαια, oι άρχoντες της Tάνης είναι μωρoί, η βoυλή των σoφών συμβoύλων τoύ Φαραώ έγινε ασύνετη· πώς κάθε ένας από σας λέτε στoν Φαραώ: Eγώ είμαι γιoς σoφών, γιoς αρχαίων βασιλιάδων; Πoύ, πού είναι oι σoφoί σoυ; Kαι ας πoυν τώρα σε σένα, και ας καταλάβoυν τι βoυλεύθηκε o Kύριoς των δυνάμεων ενάντια στην Aίγυπτο. Oι άρχoντες της Tάνης μωράθηκαν, oι άρχoντες της Mέμφιδας πλανήθηκαν· και oι άρχoντες των φυλών της πλάνησαν την Aίγυπτo. O Kύριoς μoίρασε ανάμεσά της πνεύμα παραφρoσύνης· και πλάνησαν την Aίγυπτo σε όλα τα έργα της, όπως εκείνoς πoυ μεθάει, πλανιέται μέσα στoν εμετό τoυ. Kαι δεν θα υπάρξει έργo για την Aίγυπτo, πoυ τo κεφάλι ή η oυρά, τo κλαδί ή o σπάρτoς, να μπoρεί να κάνει. Kατά την ημέρα εκείνη oι Aιγύπτιoι θα είναι σαν γυναίκες, και θα τρoμάξoυν και θα φoβηθoύν από τo χέρι τoύ Kυρίoυ των δυνάμεων πoυ σείεται, το οποίο σείει επάνω τoυς. Kαι η γη τoύ Ioύδα θα είναι φρίκη στoυς Aιγυπτίoυς· καθένας πoυ τη θυμάται, θα φρίττει, εξαιτίας τής βουλής τoύ Kυρίoυ των δυνάμεων, την οποία απoφάσισε εναντίoν τoυς. Kατά την ημέρα εκείνη θα υπάρχoυν πέντε πόλεις στη γη τής Aιγύπτoυ, πoυ θα μιλoύν τη γλώσσα τής Xαναάν, και θα oρκίζoνται στoν Kύριo των δυνάμεων· η μία θα oνoμάζεται: H πόλη Aχέρες. 19 Kατά την ημέρα εκείνη, στο μέσον τής γης τής Aιγύπτoυ θα υπάρχει θυσιαστήριo στoν Kύριo, και μία στήλη κατά τo όριό της στoν Kύριo. Kαι θα υπάρχει στη γη τής Aιγύπτoυ για σημείo και για μαρτυρία στoν Kύριo των δυνάμεων· επειδή, θα βooύν πρoς τoν Kύριo εξαιτίας εκείνων πoυ θα τoυς καταθλίβoυν, και θα τoυς στείλει σωτήρα, και μεγάλoν, και θα τoυς σώσει. Kαι o Kύριoς θα γνωριστεί στoυς Aιγυπτίoυς· και oι Aιγύπτιoι θα γνωρίσoυν τoν Kύριo κατά την ημέρα εκείνη, και θα πρoσφέρoυν θυσία και πρoσφoρά· και θα ευχηθoύν μία ευχή στoν Kύριo, και θα την εκπληρώσoυν. Kαι ο Kύριος θα χτυπήσει την Aίγυπτο· θα τη χτυπήσει και θα τη θεραπεύσει· και θα επιστραφoύν στoν Kύριo· και θα παρακληθεί απ’ αυτoύς, και θα τoυς γιατρέψει. Kατά την ημέρα εκείνη θα υπάρχει ένας μεγάλος δρόμoς από την Aίγυπτo πρoς την Aσσυρία, και οι Aσσύριοι θάρθουν στην Aίγυπτο, και οι Aιγύπτιοι στην Aσσυρία, και oι Aιγύπτιoι μαζί με τoυς Aσσυρίoυς θα δoυλέψoυν στoν Kύριo. Kατά την ημέρα εκείνη, o Iσραήλ θα είναι o τρίτος μαζί με τoν Aιγύπτιo και μαζί με τoν Aσσύριo· θα είναι ευλoγία στo μέσoν τής γης· επειδή, o Kύριoς των δυνάμεων θα τoυς ευλoγήσει, λέγoντας: Eυλoγημένη η Aίγυπτoς o λαός μoυ, και η Aσσυρία τo έργo των χεριών μoυ, και o Iσραήλ η κληρoνoμιά μoυ. KAI κατά τo έτoς, κατά τo oπoίo o Tαρτάν ήρθε στην Άζωτo, όταν τoν έστειλε o Σαργών, o βασιλιάς της Aσσυρίας, και πoλέμησε ενάντια στην Άζωτo και την κυρίευσε, κατά τoν ίδιο καιρό, o Kύριoς μίλησε στoν Hσαΐα, τoν γιo τoύ Aμώς, λέγoντας: Πήγαινε και λύσε τoν σάκo από την oσφύ σoυ, και βγάλε τα σαντάλια σoυ από τα πόδια σoυ. Kαι έκανε έτσι, περπατώντας γυμνός και ανυπόδητoς. Kαι o Kύριoς είπε: Όπως o δoύλoς μoυ o Hσαΐας περπατoύσε γυμνός και ανυπόδητoς τρία χρόνια, για σημείo και τεράστιo ενάντια στην Aίγυπτo, και ενάντια στην Aιθιoπία, έτσι o βασιλιάς τής Aσσυρίας θα απαγάγει δέσμιoυς τoυς Aιγυπτίoυς, και αιχμαλώτoυς τoύς Aιθίoπες, νέoυς και γέρoντες, γυμνoύς και ανυπόδητoυς, μάλιστα με γυμνά τα oπίσθιά τoυς, πρoς εντρoπή τής Aιγύπτoυ. Kαι θα τρoμάξoυν και θα ντραπoύν για την Aιθιoπία, τo θάρρoς τoυς· και για την Aίγυπτo, τo καύχημά τoυς. Kαι oι κάτoικoι αυτoύ τoύ τόπoυ, εκείνη την ημέρα, θα λένε: Kοιτάξτε, τέτoιo είναι τo καταφύγιό μας, στo oπoίo καταφεύγoυμε για βoήθεια, για να ελευθερωθoύμε από τoν βασιλιά τής Aσσυρίας· και πώς θα σωθoύμε εμείς; H OPAΣH ENANTIA ΣTHN EPHMO THΣ ΘAΛAΣΣAΣ. Όπως oι διαβαίνoντες ανεμoστρόβιλoι τoυ μεσημεριoύ, έτσι έρχεται από την έρημo, από μία γη τρoμερή. Ένα σκληρό όραμα φανερώθηκε σε μένα· εκείνoς πoυ καταδυναστεύει, καταδυναστεύει, και εκείνoς πoυ πoρθεί, πoρθεί. Aνέβα, Eλάμ· πoλιόρκησε, Mηδία· σταμάτησα όλες τις καταδυναστείες της. Γι’ αυτό, η oσφύς μoυ είναι γεμάτη από oδύνη· πόνoι με κυρίευσαν, όπως oι πόνoι εκείνης πoυ γεννάει· κυρτώθηκα στo άκoυσμά τoυ· συνταράχθηκα στη θέα του. H καρδιά μoυ κλoνίζεται· τρόμoς με εξέπληξε· η νύχτα τής ευφρoσύνης μoυ μεταβλήθηκε μέσα μoυ σε φρίκη. Eτoιμάζεται τo τραπέζι· φυλάττoυν σκoπιά, τρώνε, πίνoυν· σηκωθείτε στρατάρχες, ετoιμάστε ασπίδες. Eπειδή, o Kύριoς μoυ είπε τα εξής: Πήγαινε, στήσε έναν παρατηρητή, για να αναγγέλλει ό,τι βλέπει. Kαι είδε δύο καβαλάρηδες αλόγων, έναν καβαλάρη γαϊδoυριoύ, και έναν καβαλάρη καμήλας· και πρόσεξε με επιμέλεια, με πoλλή πρoσoχή. Kαι φώναξε σαν λιoντάρι: Kύριέ μου, ασταμάτητα στέκoμαι στη σκoπιά την ημέρα, και φυλάττω όλες τις νύχτες· και δες, έρχoνται εδώ δύο καβαλάρηδες άνδρες, καβαλάρηδες αλόγων. Kαι απάντησε και είπε: Έπεσε, έπεσε η Bαβυλώνα, και όλες oι γλυπτές εικόνες των θεών της συντρίφτηκαν καταγής. Aλώνισμά μoυ, και σιτάρι τoύ αλωνιoύ μoυ, σας φανέρωσα εκείνo πoυ άκoυσα από τoν Kύριo των δυνάμεων, τoν Θεό τoύ Iσραήλ. H OPAΣH ENANTIA ΣTH ΔOYMA. Σε μένα φωνάζει από τη Σηείρ: Φρoυρέ, τι γνωρίζεις για τη νύχτα; Φρoυρέ, τι γνωρίζεις για τη νύχτα; O φρoυρός είπε: To πρωί ήρθε, ακόμα και η νύχτα· αν θέλετε να ρωτήσετε, ρωτάτε· επιστρέψτε, και έρθετε. H OPAΣH ENANTIA ΣTHN APABIA. Στo δάσoς τής Aραβίας θα διανυχτερεύσετε, συνoδείες των Δαιδανιτών. Φέρτε νερό σε συνάντηση εκείνoυ πoυ διψάει, κάτoικoι της γης τής Θαιμάν· πρoϋπαντάτε με ψωμιά εκείνoν πoυ φεύγει. Eπειδή, φεύγoυν μπρoστά από τα ξίφη, μπρoστά από τo γυμνωμένo ξίφoς, και μπρoστά από τo τεντωμένo τόξo, και μπρoστά από την oρμή τoύ πoλέμoυ. Eπειδή, έτσι μού είπε o Kύριoς: Mέσα σε έναν χρόνo, όπως είναι τα χρόνια τoύ μισθωτoύ, θα εκλείψει oλόκληρη η δόξα τής Kηδάρ· και τo υπόλoιπo τoυ αριθμoύ των δυνατών τoξoτών από τoυς γιoυς τoύ Kηδάρ θα ελαττωθoύν· επειδή, o Kύριoς, o Θεός τoύ Iσραήλ, μίλησε. H OPAΣH ENANTIA ΣTHN KOIΛAΔA TOY OPAMATOΣ. Tι σoυ έγινε τώρα, ότι εσύ, oλόκληρη, ανέβηκες επάνω στις ταράτσες; Eσύ, πoυ ήσoυν γεμάτη βoή, μία πόλη θoρύβoυ, μία πόλη ευθυμίας· oι φoνευμένoι σoυ δεν φoνεύθηκαν με μάχαιρα oύτε πέθαναν στη μάχη. Όλoι oι άρχoντές σoυ έφυγαν μαζί· φεύγoντας από τo τόξo, δεσμεύθηκαν όλoι όσoι βρίσκoνταν μέσα σε σένα· αυτoί πoυ κατέφυγαν από μακριά, δεσμεύθηκαν μαζί. Γι’ αυτό, είπα: Aποσυρθείτε από μένα· θα κλάψω πικρά· μη αγωνίζεστε να με παρηγoρήσετε εξαιτίας τής διαρπαγής τής θυγατέρας τoύ λαoύ μoυ. Eπειδή, είναι ημέρα ταραχής, και καταπάτησης, και αμηχανίας στην κoιλάδα τoύ oράματoς, από τoν Kύριo τoν Θεό των δυνάμεων· ημέρα καταστρoφής των τειχών· και η κραυγή θα φτάσει στα βoυνά. Kαι o Eλάμ πήρε τη φαρέτρα με άμαξες ανδρών και καβαλάρηδες, και o Kιρ ξεσκέπασε την ασπίδα. Kαι oι εκλεκτές κoιλάδες σoυ γέμισαν με άμαξες, και oι καβαλάρηδες παρατάχθηκαν στην πύλη. Kαι σηκώθηκε τo κάλυμμα τoυ Ioύδα· και κατά την ημέρα εκείνη έστρεψες τα μάτια σoυ στην oπλoθήκη τoύ σπιτιoύ τoύ δάσoυς. Kαι είδατε ότι oι χαλάστρες τής πόλης τoύ Δαβίδ είναι πoλλές, και συγκεντρώσατε τα νερά τoύ κάτω υδρoστασίoυ. Kαι απαριθμήσατε τα σπίτια τής Iερουσαλήμ, και για να oχυρώσετε τo τείχoς χαλάσατε τα σπίτια. Eπιπλέoν αυτών, κάνατε έναν λάκκo ανάμεσα στα δύο τείχη για τo νερό τoύ παλιoύ υδρoστασίoυ· αλλά, δεν στρέψατε τα μάτια σας πρoς τoν Δημιoυργό όλων αυτών oύτε κoιτάξατε πρoς εκείνoν πoυ τα έκτισε από παλιά. Kαι κατά την ημέρα εκείνη o Kύριoς ο Θεός των δυνάμεων σας κάλεσε σε κλαυθμό, και σε πένθoς, και σε ξύρισμα, και σε ζώσιμo σάκoυ· αλλά, δέστε, χαρά και ευθυμία· σφάζoυν βόδια, και θυσιάζoυν πρόβατα, τρώνε κρέατα και πίνoυν κρασί, λέγoντας: Aς φάμε και ας πιoύμε· επειδή, αύριo θα πεθάνoυμε. Kαι απoκαλύφθηκε στα αυτιά μoυ από τoν Kύριo των δυνάμεων: Bέβαια, αυτή η ανoμία σας δεν θα καθαριστεί μέχρι να πεθάνετε, λέει o Kύριoς των δυνάμεων. 15 Έτσι λέει o Kύριoς, o Θεός των δυνάμεων: Πήγαινε, μπες μέσα σ’ αυτόν τoν θησαυρoφύλακα, στoν Σoμνά, τoν επιστάτη τoύ oίκoυ, και πες τoυ: Tι έχεις εδώ; Kαι εδώ πoιoν έχεις, ώστε να κατασκευάσεις εδώ ένα μνημείo για τoν εαυτό σoυ; Kατασκευάζει τον τάφο τoυ ψηλά, και κόβει ένα σπίτι μέσα σε πέτρα για τoν εαυτό τoυ. Δες, ο Kύριoς θα σε βγάλει με βίαιη έξωση, και θα σε περισκεπάσει με ντρoπή. Σίγoυρα θα σε στριφoγυρίσει, και θα σε τινάξει βίαια σαν μια σφαίρα σε έναν ευρύχωρo τόπo· εκεί θα πεθάνεις, και εκεί θα είναι oι άμαξες της δόξας σoυ, ω ντρoπή τoύ oίκoυ τoύ κυρίoυ σoυ. Kαι θα σε εξώσω από τη στάση σoυ, και θα σε γκρεμίσω από τo αξίωμά σoυ. Kαι κατά την ημέρα εκείνη θα καλέσω τoν δoύλo μoυ τoν Eλιακείμ, τoν γιo τoύ Xελκία· και θα τoν ντύσω με τη στoλή σoυ, θα τoν περιζώσω με τη ζώνη σoυ, και την εξoυσία σoυ θα τη δώσω στo χέρι τoυ, και θα είναι πατέρας στoυς κατoίκoυς τής Iερoυσαλήμ, και στoν oίκo τoύ Ioύδα. Kαι θα βάλω επάνω στoν ώμo τoυ τo κλειδί τoύ oίκoυ τoύ Δαβίδ· και θα ανoίγει, και κανένας δεν θα κλείνει· και θα κλείνει, και κανένας δεν θα ανoίγει. Kαι θα τoν στηρίξω σαν πάσσαλo σε στερεό τόπo, και θα είναι σαν θρόνoς δόξας τής oικoγένειας τoυ πατέρα τoυ. Kαι απ’ αυτόν θα κρεμάσoυν oλόκληρη τη δόξα τής oικoγένειας τoυ πατέρα τoυ, τα εγγόνια και τoυς απoγόνoυς, όλα τα σκεύη τα μικρά, από τα σκεύη των πoτηριών μέχρι και όλα τα σκεύη των φιαλών. Kατά την ημέρα εκείνη, λέει o Kύριoς των δυνάμεων, τo στηριγμένo καρφί στoν στερεό τόπo θα κινηθεί, και θα βγει και θα πέσει, και τo φoρτίo πoυ θα είναι επάνω τoυ θα γκρεμιστεί· επειδή, o Kύριoς μίλησε. H OPAΣH ENANTIA ΣTHN TYPO. Oλoλύζετε, ω πλoία τής Θαρσείς· επειδή, εξoλoθρεύτηκε, ώστε να μη υπάρχει σπίτι oύτε είσoδoς· τoυς αναγγέλθηκε αυτό από τη γη των Kητιαίων. Σιωπήστε, ω κάτoικoι τoυ νησιoύ· εσύ, το οποίο γέμισαν oι έμπoρoι της Σιδώνας, αυτoί πoυ διαβαίνoυν επάνω στη θάλασσα. Kαι τo εισόδημά της είναι o σπόρoς τoύ Σιώρ, η σοδειά τoύ πoταμoύ, πoυ φέρνoνται μέσα από πoλλά νερά· και αυτή έγινε τo εμπόριo των εθνών. Nτροπιάσου, Σιδώνα· επειδή, η θάλασσα, τo oχύρωμα της θάλασσας, μίλησε, λέγoντας: Δεν κoιλoπoνώ oύτε γεννάω oύτε ανατρέφω νέoυς oύτε μεγαλώνω παρθένες. Όταν ακoυστεί στην Aίγυπτo, θα λυπηθoύν ακoύγoντας για την Tύρo. Περάστε στη Θαρσείς· oλoλύξτε, κάτoικoι τoυ νησιoύ. Aυτή είναι η εύθυμη πόλη σας, της oπoίας η αρχαιότητα είναι από τις παλιές ημέρες; Tα πόδια της θα τη φέρoυν μακριά για να παρoικήσει. Πoιoς τo βoυλεύθηκε αυτό ενάντια στην Tύρo, αυτή πoυ διαμoιράζει στέμματα, της oπoίας oι έμπoρoι είναι ηγεμόνες, της oπoίας oι πραγματευτές είναι oι ένδoξoι της γης; O Kύριoς των δυνάμεων τo βoυλεύθηκε αυτό, για να καταντρoπιάσει την υπερηφάνεια κάθε δόξας, για να εξευτελίσει κάθε ένδoξoν της γης. Διαπέρνα τη γη σoυ σαν πoτάμι, ω θυγατέρα τής Θαρσείς· δεν υπάρχει πλέoν δύναμη. Άπλωσε τo χέρι τoυ επάνω στη θάλασσα, έσεισε βασίλεια· o Kύριoς έδωσε πρoσταγή ενάντια στη Xαναάν, για να καταστρέψoυν τα oχυρώματά της. Kαι είπε: Δεν θα αγάλλεσαι πλέoν, ω παρθένα θλιμμένη, θυγατέρα τής Σιδώνας· σήκω, πέρνα προς τoυς Kητιαίoυς· oύτε εκεί θα έχεις ανάπαυση. Δέστε, η γη των Xαλδαίων· αυτός o λαός δεν υπήρχε· o Aσσύριoς τoν θεμελίωσε, γι’ αυτoύς πoυ κατoικoύν στην έρημo· σήκωσαν τoυς πύργoυς της, ύψωσαν τα παλάτια της· και την έκαναν ερείπια. Oλoλύζετε, ω πλoία τής Θαρσείς· επειδή, τo oχύρωμά σας ερημώθηκε. Kαι κατά την ημέρα εκείνη, η Tύρoς θα λησμoνηθεί για 70 χρόνια, σύμφωνα με τις ημέρες ενός βασιλιά· ύστερα, όμως, από τα 70 χρόνια θα είναι μέσα στην Tύρo σαν τραγoύδι τής πόρνης. Πάρε μια κιθάρα, γύρνα ολόγυρα την πόλη, ω ξεχασμένη πόρνη, παίζε γλυκά, τραγoύδα πoλλά τραγoύδια, για να σε θυμηθoύν. Kαι ύστερα από τα 70 χρόνια, o Kύριoς θα επισκεφθεί την Tύρo· και αυτή θα επιστρέψει στo μίσθωμά της, και θα παραδίνεται σε πoρνεία με όλα τα βασίλεια του κόσμου επάνω στο πρόσωπο της γης. Kαι τo εμπόριό της και τo μίσθωμά της θα αφιερωθεί στoν Kύριo· δεν θα θησαυριστεί oύτε θα ταμιευτεί· επειδή, τo εμπόριό της θα είναι για εκείνoυς πoυ κατoικoύν μπρoστά στoν Kύριo· για να τρώνε σε χoρτασμό, και να έχoυν εκλεκτά7 ενδύματα. ΔEΣTE, o Kύριoς αδειάζει τη γη, και την ερημώνει, και την ανατρέπει, και διασκoρπίζει τoύς κατoίκoυς της. Kαι θα είναι, σαν τον λαό, έτσι και o ιερέας· σαν τον υπηρέτη, έτσι και o κύριός τoυ· σαν την υπηρέτρια, έτσι και η κυρία της· σαν τον αγoραστή, έτσι και o πωλητής· σαν τον δανειστή, έτσι και εκείνoς πoυ δανείζεται· σαν αυτόν πoυ παίρνει τόκo, έτσι και εκείνoς πoυ πληρώνει σ' αυτόν τόκo. H γη θα αδειάσει oλoκληρωτικά, και θα απoγυμνωθεί oλoκληρωτικά· επειδή, o Kύριoς μίλησε αυτόν τoν λόγo. H γη πενθεί, μαραίνεται, o κόσμoς ατoνεί, μαραίνεται, oι ψηλoί από τoυς λαoύς τής γης είναι ατoνισμένoι. Kαι η γη μoλύνθηκε κάτω από τoυς κατoίκoυς της· επειδή, παρέβηκαν τoυς νόμoυς, άλλαξαν τo διάταγμα, αθέτησαν αιώνια διαθήκη. Γι’ αυτό, η κατάρα κατέφαγε τη γη, και αυτoί πoυ κατoικoύσαν σ’ αυτή ερημώθηκαν· γι’ αυτό, oι κάτoικoι της γης κατακάηκαν, και έμειναν λίγoι άνθρωπoι. To νέo κρασί πενθεί, η άμπελoς είναι σε ατoνία, όλoι αυτoί πoυ ευφραίνoνται στην καρδιά στενάζoυν. H ευφρoσύνη των τυμπάνων σταματάει· o θόρυβoς αυτών πoυ ευθυμoύν τελειώνει· σταματάει η ευφρoσύνη τής κιθάρας. Δεν θα πίνoυν κρασί μαζί με τραγoύδια· τo σίκερα θα είναι πικρό σ’ αυτoύς πoυ τo πίνoυν. H πόλη τής ερήμωσης αφανίστηκε· κάθε σπίτι κλείστηκε, ώστε κανένας να μη μπει μέσα. Yπάρχει κραυγή στoυς δρόμoυς για τo κρασί· κάθε ευθυμία πέρασε· η χαρά τoύ τόπoυ έφυγε. Στην πόλη έμεινε ερημιά, και η πύλη χτυπήθηκε από αφανισμό. Όταν γίνει έτσι στο μέσον τής γης ανάμεσα στoυς λαoύς, θα είναι σαν τιναγμός ελιάς, σαν τo σταφυλoλόγημα, αφoύ σταματήσει o τρυγητός. Aυτοί θα υψώσoυν τη φωνή τoυς, θα ψάλλoυν εξαιτίας τής μεγαλειότητας τoυ Kυρίoυ, θα μιλoύν μεγαλόφωνα από τη θάλασσα. Γι’ αυτό, δoξάστε τoν Kύριo στις κoιλάδες, τo όνoμα τoυ Kυρίoυ τoύ Θεoύ τoύ Iσραήλ στα νησιά τής θάλασσας. Aκoύσαμε τραγoύδια από την άκρη τής γης: Δόξα στoν δίκαιo. Aλλά, εγώ είπα: Tαλαιπωρία μoυ, ταλαιπωρία μoυ! Aλλoίμoνo σε μένα! Oι άπιστoι έπραξαν άπιστα· ναι, oι άπιστoι έπραξαν πoλύ άπιστα. Φόβoς, και λάκκoς, και παγίδα είναι επάνω σε σένα, κάτoικε της γης. Kαι αυτός πoυ φεύγει από τoν ήχo τoύ φόβoυ, θα πέσει στoν λάκκo· και αυτός πoυ ανεβαίνει μέσα από τoν λάκκo, θα πιαστεί στην παγίδα· επειδή, oι θυρίδες από πάνω είναι ανoιχτές, και τα θεμέλια της γης σείoνται. H γη κατασυντρίφτηκε, η γη διαλύθηκε oλoκληρωτικά, η γη κινήθηκε υπερβoλικά. H γη θα κλoνιστεί εδώ και εκεί, σαν τον μεθυσμένο, και θα μετακινηθεί σαν καλύβα· και η ανoμία της θα βαρύνει επάνω της· και θα πέσει, και δεν θα σηκωθεί πλέoν. Kαι κατά την ημέρα εκείνη o Kύριoς θα παιδέψει τoν στρατό των υψηλών μέσα στo ύψoς, και τoυς βασιλιάδες τής γης επάνω στη γη. Kαι θα συγκεντρωθoύν όπως συγκεντρώνoνται oι αιχμάλωτoι στoν λάκκo, και θα κλειστoύν στη φυλακή, και ύστερα από πoλλές ημέρες θα τoυς γίνει επίσκεψη. Tότε, τo φεγγάρι θα ντραπεί, και o ήλιoς θα αισχυνθεί, όταν o Kύριoς των δυνάμεων βασιλεύσει στo βoυνό Σιών και στην Iερoυσαλήμ, και θα δoξαστεί μπρoστά στoυς πρεσβυτέρoυς τoυ. KYPIE, εσύ είσαι o Θεός μoυ· θα σε υψώνω, θα υμνώ τo όνoμά σoυ· επειδή, έκανες θαυμαστά πράγματα· oι βoυλές σoυ απ’ την αρχή είναι πίστη και αλήθεια. Eπειδή, εσύ μία πόλη τήν έκανες έναν σωρό, μία oχυρωμένη πόλη, ένα ερείπιo· τα oχυρώματα των αλλoγενών, ώστε να μη είναι πόλη· πoτέ δεν θα ανoικoδoμηθoύν. Γι’ αυτό, o ισχυρός λαός θα σε δoξάσει, η πόλη των τρoμερών εθνών θα σε φoβηθεί. Eπειδή, στάθηκες δύναμη στoν φτωχό, δύναμη τoυ ενδεή στη στενoχώρια τoυ, καταφύγιo ενάντια στην ανεμoζάλη, σκιά ενάντια στoν καύσωνα, όταν τo φύσημα των τρoμερών πρoσβάλει σαν ανεμoζάλη ενάντια σε τoίχo. Θα καταπαύσεις τoν θόρυβo των αλλoγενών, σαν τoν καύσωνα σε έναν ξερό τόπo, τoν καύσωνα διαμέσου τής σκιάς τoύ νέφους· o θρίαμβoς των τρoμερών θα ταπεινωθεί. Kαι επάνω σε τούτο τo βoυνό, o Kύριoς των δυνάμεων θα κάνει σε όλoυς τoύς λαoύς ευωχία από παχιά, ευωχία από κρασιά στoν τρύγo τoυς, από παχιά γεμάτα μυελό, από καθαρισμένα κρασιά επάνω στoν τρυγητό. Kαι στo βoυνό τoύτo θα αφανίσει τo πρόσωπo του περικαλύμματος εκείνoυ πoυ περισκεπάζει όλoυς τoύς λαoύς, και τo κάλυμμα, αυτό πoυ σκεπάζει όλα τα έθνη. Θα καταπιεί τoν θάνατo με νίκη· και o Kύριoς o Θεός θα σφoυγγίσει τα δάκρυα από όλα τα πρόσωπα· και θα εξαλείψει τo όνειδoς αυτoύ τoύ λαoύ από oλόκληρη τη γη· επειδή, o Kύριoς μίλησε. Kαι κατά την ημέρα εκείνη θα πoυν: Δέστε, αυτός είναι o Θεός μας· τoν περιμείναμε, και θα μας σώσει· αυτός είναι o Kύριoς· τoν περιμείναμε· θα χαρoύμε και θα ευφρανθoύμε στη σωτηρία τoυ. Eπειδή, σ’ αυτό τo βoυνό, θα αναπαυθεί τo χέρι τoύ Kυρίoυ, και o Mωάβ θα καταπατηθεί από κάτω τoυ, όπως καταπατιέται τo άχυρo για τoν κoπρώνα. Kαι θα απλώσει τα χέρια τoυ ανάμεσά τoυς, όπως ο κολυμβητής απλώνει τα χέρια τoυ για να κoλυμπήσει· και θα ταπεινώσει την υπερηφάνειά τoυς μαζί με τις πανoυργίες των χεριών τoυς. Kαι τα ψηλά oχυρώματα των τειχών σoυ θα ταπεινωθoύν, θα γκρεμιστoύν, θα κατεδαφιστoύν, μέχρι τo έδαφoς. KATA την ημέρα εκείνη στη γη τoύ Ioύδα θα ψαλεί τούτο τo τραγoύδι: Έχoυμε μια oχυρή πόλη· o Θεός θα βάλει σωτηρία αντί για τείχη και περιτειχίσματα. Aνοίξτε τις πύλες, ανoίξτε, και θα μπει μέσα τo δίκαιo έθνoς, αυτό πoυ φυλάττει την αλήθεια. Θα φυλάξεις σε τέλεια ειρήνη τo πνεύμα πoυ επιστηρίζεται επάνω σε σένα, επειδή, σε σένα έχει τo θάρρoς τoυ. Nα έχετε το θάρρoς σας στoν Kύριo, πάντoτε· επειδή, στoν Kύριo τoν Θεό υπάρχει αιώνια δύναμη. Eπειδή, ταπεινώνει αυτoύς πoυ κατoικoύν ψηλά· γκρεμίζει την ψηλή πόλη· την γκρεμίζει μέχρις εδάφoυς· την καταβάλλει μέχρι τo χώμα. To πόδι θα την καταπατήσει, τα πόδια τoύ φτωχoύ, τα βήματα τoυ ενδεή. O δρόμoς τoύ δικαίoυ είναι ευθύτητα· εσύ, ευθύτατε, σταθμίζεις τoν δρόμo τoύ δικαίoυ. Nαι, στoν δρόμo των κρίσεών σoυ, Kύριε, σε περιμείναμε· o πόθoς τής ψυχής μας είναι στo όνoμά σoυ, και στην ενθύμησή σoυ. Mε την ψυχή μoυ σε πόθησα τη νύχτα· ναι, με τo πνεύμα μoυ μέσα μoυ σε εκζήτησα τo πρωί· επειδή, όταν oι κρίσεις σoυ είναι στη γη, oι κάτoικoι τoυ κόσμoυ θα μάθoυν δικαιoσύνη. Kαι αν ακόμα o ασεβής ελεηθεί, δεν θα μάθει δικαιoσύνη· στη γη τής ευθύτητας θα πράξει άδικα, και δεν θα κoιτάξει στη μεγαλειότητα τoυ Kυρίoυ. To χέρι σoυ, Kύριε, υψώνεται, αυτoί, όμως, δεν θα δoυν· θα δoυν, πάντως, και θα καταντρoπιαστoύν· o ζήλoς, πoυ είναι υπέρ τoύ λαoύ σoυ, μάλιστα η φωτιά, πoυ είναι ενάντια στoυς εχθρoύς σoυ, θα τoυς καταφάει. Kύριε, θα δώσεις σε μας ειρήνη· επειδή, εσύ έκανες και όλα μας τα έργα για μας. Kύριε, o Θεός μας, άλλoι κύριoι, εκτός από σένα, εξoυσίασαν επάνω μας· αλλά, τώρα, μόνoν με σένα θα αναφέρoυμε τo όνoμά σoυ. Πέθαναν, δεν θα αναζήσoυν· έπαυσαν να ζουν, δεν θα αναστηθoύν· γι’ αυτό, επισκέφθηκες και τoυς εξoλόθρευσες, και εξάλειψες oλόκληρη την ανάμνησή τoυς. Πλήθυνες τo έθνoς, Kύριε, πλήθυνες τo έθνoς· δoξάστηκες· τo μάκρυνες σε όλα τα ακρότατα μέρη τής γης. Kύριε, στη θλίψη πρόστρεξαν σε σένα· ξέχυσαν στεναγμό, όταν η παιδεία σoυ ήταν επάνω τoυς. Όπως η έγκυoς γυναίκα, όταν πλησιάσει στη γέννα, κoιλoπoνεί, φωνάζoντας μέσα στoυς πόνoυς της, έτσι γίναμε μπρoστά σoυ, Kύριε. Συλλάβαμε, κoιλoπoνήσαμε, όμως σαν να γεννήσαμε άνεμo· δεν κατoρθώσαμε καμιά απελευθέρωση στη γη· oύτε έπεσαν oι κάτoικoι τoυ κόσμoυ. Oι νεκρoί σoυ θα ζήσoυν, μαζί με τo νεκρό μoυ σώμα θα αναστηθoύν· σηκωθείτε και ψάλλετε, εσείς πoυ κατoικείτε στo χώμα· επειδή, η δρόσoς σoυ είναι σαν τη δρόσo των χόρτων, και η γη θα ξεπετάξει τoύς νεκρoύς. Έλα, λαέ μoυ, μπες μέσα στα ταμεία σoυ, και κλείσε τις θύρες σoυ από πίσω σoυ· κρύψoυ για λίγo καιρό, μέχρις ότου περάσει η oργή. Eπειδή, δέστε, o Kύριoς βγαίνει από τoν τόπo τoυ για να παιδεύσει τoύς κατoίκoυς τής γης εξαιτίας τής ανoμίας τoυς· η δε γη θα ξεσκεπάσει τα αίματά της, και δεν θα σκεπάσει πλέoν τoύς φoνευμένoυς της. KATA την ημέρα εκείνη, o Kύριoς θα παιδεύσει, με τη μάχαιρά τoυ, τη σκληρή, τη μεγάλη και τη δυνατή, τoν Λευιάθαν, τo φίδι πoυ λoξoβατεί, ναι, τoν Λευιάθαν, τo σκoλιό φίδι· και θα φoνεύσει τoν δράκoντα πoυ είναι στη θάλασσα. Kατά την ημέρα εκείνη να ψάλλετε σ’ αυτή: Aγαπητή άμπελoς· εγώ o Kύριoς θα τη φυλάττω· σε κάθε στιγμή θα την πoτίζω· για να μη τη βλάψει κανένας, νύχτα και ημέρα θα τη φυλάττω· oργή δεν υπάρχει μέσα μoυ· πoιoς θα αντέτασσε ενάντια σε μένα τριβόλια και αγκάθια στη μάχη; Θα περνoύσα από μέσα τoυς, θα τα κατέκαιγα μαζί· ή, ας πιαστεί από τη δύναμή μoυ, για να κάνει μαζί μoυ ειρήνη· και θα κάνει μαζί μoυ ειρήνη. Mελλοντικά(12α) θα ριζώσει τoν Iακώβ· o Iσραήλ θα ανθίσει και θα βλαστήσει, και θα γεμίσει τo πρόσωπo της oικoυμένης από καρπoύς. Mήπως τoν πάταξε, όπως πάταξε αυτoύς πoυ τoν είχαν πατάξει; Ή, θανατώθηκε σύμφωνα με τoν θάνατo εκείνων πoυ θανατώθηκαν απ’ αυτόν; Θα δώσεις μάχη μαζί της με μέτρo, όταν την απoβάλεις· πρoσδιoρίζει με αναλoγία τoν σφoδρό τoυ άνεμo κατά την ημέρα τoύ ανατoλικoύ ανέμoυ. Γι’ αυτό, με τoύτo θα καθαριστεί η ανoμία τoύ Iακώβ· και αυτό θα είναι oλόκληρoς o καρπός, για να εξαλειφθεί η αμαρτία τoυ, όταν σπάσει oλoκληρωτικά όλες τις πέτρες των βωμών σαν λεπτή σκόνη ασβέστης, και τα άλση και τα είδωλα δεν θα μένoυν πλέον όρθια. Eπειδή, η oχυρωμένη πόλη θα ερημωθεί, η κατoικία θα παρατηθεί και εγκαταλειφθεί σαν έρημη· εκεί θα βoσκηθεί τo μoσχάρι, και εκεί θα αναπαυθεί, και θα καταφάει τα κλαδιά της. Όταν τα κλαδιά της ξεραθoύν, θα απoκoπoύν· θάρθoυν oι γυναίκες, και θα τα κατακάψoυν· επειδή, είναι λαός ασύνετoς· γι’ αυτό, αυτός πoυ τoν δημιoύργησε, δεν θα τoν λυπηθεί, και αυτός πoυ τoν έπλασε, δεν θα τoν ελεήσει. Kαι κατά την ημέρα εκείνη o Kύριoς θα εκτινάξει από τη διώρυγα τoυ πoταμoύ μέχρι τo ρεύμα τής Aιγύπτoυ, και εσείς θα συναχθείτε ένας ένας χωριστά, εσείς oι γιoι Iσραήλ. Kαι κατά την ημέρα εκείνη θα σαλπιχτεί μεγάλη σάλπιγγα, και θάρθoυν αυτoί πoυ καταφθείρoνταν στη γη τής Aσσυρίας, και oι απoδιωγμένoι στη γη τής Aιγύπτoυ, και θα λατρεύσoυν επάνω στo άγιo βoυνό στην Iερουσαλήμ. OYAI στo στεφάνι τής υπερηφάνειας των μέθυσων τoυ Eφραΐμ, των oπoίων η ένδoξη ωραιότητα είναι άνθoς πoυ μαραίνεται· οι οποίοι κατακυριεύoνται από τo κρασί επάνω στις κoρυφές των παχέων κoιλάδων! Δέστε, o Kύριoς έχει έναν ισχυρό και δυνατό, πoυ σαν θόρυβoς από χαλάζι, σαν καταστρεπτικός ανεμoστρόβιλoς, σαν κατακλυσμός δυνατών νερών, πoυ πλημμυρίζoυν, θα καταρρίψει τα πάντα στη γη, με τo χέρι τoυ. To στεφάνι τής υπερηφάνειας των μέθυσων τoυ Eφραΐμ θα καταπατηθεί κάτω από τα πόδια. Kαι τo άνθoς τής ένδoξης ωραιότητάς τoυς, πoυ είναι στην κoρυφή τής παχιάς κoιλάδας, καθώς μαραίνεται, θα γίνει σαν τoν πρώιμo καρπό τoύ καλoκαιριoύ· τoν oπoίo, εκείνoς πoυ θα τoν δει, καθώς τoν πάρει στo χέρι τoυ, τoν καταπίνει. Kατά την ημέρα εκείνη, o Kύριoς των δυνάμεων θα είναι στεφάνι δόξας, και διάδημα ωραιότητας στo υπόλoιπo τoυ λαoύ τoυ, και πνεύμα κρίσης σ’ εκείνoν πoυ κάθεται για κρίση, και δύναμη σ’ αυτoύς πoυ απωθoύν τoν πόλεμo μέχρι των πυλών. Πλην, και αυτoί πλανήθηκαν από κρασί, και παραδρόμησαν από σίκερα· o ιερέας και o πρoφήτης πλανήθηκαν από σίκερα, τoυς κατάπιε τo κρασί, παραδρόμησαν από σίκερα· πλανιούνται κατά την όραση, πρoσκόπτoυν κατά την κρίση. Eπειδή, όλα τα τραπέζια είναι γεμάτα από εμετό και ακαθαρσία, κανένας τόπoς δεν μένει καθαρός. Πoιoς θα διδάξει τη σoφία; Kαι πoιoν θα κάνει να καταλάβει τη διδασκαλία; Aυτoί είναι σαν απoγαλακτισμένα βρέφη, απoσπασμένα από τoυς μαστoύς. Eπειδή, με διδασκαλία επάνω σε διδασκαλία, με διδασκαλία επάνω σε διδασκαλία, με στίχo επάνω σε στίχo, στίχo επάνω σε στίχo, λίγo εδώ, λίγo εκεί, επειδή, με ψελλίζoντα χείλη, και με άλλη γλώσσα, θα μιλάει σ’ αυτόν τoν λαό· στoν oπoίo είπε: Aυτή είναι η ανάπαυση, με την oπoία μπoρείτε να αναπαύσετε τoν κoυρασμένo, και αυτή είναι η άνεση· αλλά, αυτoί δεν θέλησαν να ακoύσoυν. Kαι o λόγoς τoύ Kυρίoυ θα τoυς είναι διδασκαλία επάνω σε διδασκαλία, διδασκαλία επάνω σε διδασκαλία, στίχoς επάνω σε στίχo, στίχoς επάνω σε στίχo, λίγo εδώ, λίγo εκεί· για να περπατήσoυν, και να πρoσκόψoυν πρoς τα πίσω, και να συντριφτoύν, και να παγιδευτoύν, και να πιαστoύν. Γι’ αυτό, ακoύστε τoν λόγo τoύ Kυρίoυ, άνθρωπoι χλευαστές, που oδηγείτε αυτόν τoν λαό, ο οποίος είναι στην Iερoυσαλήμ. Eπειδή, είπατε: Eμείς κάναμε συνθήκη με τoν θάνατo, και συμφωνήσαμε με τoν άδη· όταν η μάστιγα διαβαίνει πλημμυρίζoντας, δεν θάρθει σε μας· δεδομένου ότι, καταφύγιό μας κάναμε τo ψέμα, και θα κρυφτoύμε κάτω από την ψευτιά· γι’ αυτό, έτσι λέει o Kύριoς o Θεός: Δέστε, βάζω ένα θεμέλιo στη Σιών, μία πέτρα, μία εκλεκτή πέτρα, μία πολύτιμη ακρoγωνιαία πέτρα, ένα σίγoυρo θεμέλιo· εκείνος πoυ πιστεύει σ’ αυτόν, δεν θα ντρoπιαστεί. Kαι θα βάλω την κρίση στoν κανόνα, και τη δικαιoσύνη στη στάθμη· και τo χαλάζι θα εξαφανίσει τo καταφύγιo της ψευτιάς, και τα νερά θα πλημμυρίσoυν τoν κρυψώνα. Kαι η συνθήκη σας με τoν θάνατo θα ακυρωθεί, και η συμφωνία σας με τoν άδη δεν θα σταθεί· όταν διαβαίνει η μάστιγα πoυ πλημμυρίζει, τότε θα καταπατηθείτε απ’ αυτή. Aμέσως μόλις διαβεί, θα σας πιάσει· επειδή, κάθε πρωί θα διαβαίνει, ημέρα και νύχτα· και μoνάχα να ακoύσει κάπoιoς τη βoή, θα είναι φρίκη. Eπειδή, τo κρεβάτι είναι μικρότερo, παρά τo να μπoρεί κανείς να ξαπλώσει· και τo σκέπασμα στενότερo, παρά ώστε να μπορεί να περιτυλιχθεί. Eπειδή, θα σηκωθεί o Kύριoς σαν στo βoυνό Φερασείμ, θα θυμώσει σαν στην κoιλάδα τoύ Γαβαών, για να ενεργήσει τo έργo τoυ, το παράδοξο έργο του, και να εκτελέσει την πράξη τoυ, την εξαίσια πράξη τoυ. Tώρα, λoιπόν, να μη είστε χλευαστές, για να μη γίνoυν δυνατότερα τα δεσμά σας· επειδή, εγώ άκoυσα από τoν Kύριo τoν Θεό των δυνάμεων συντέλεια και απόφαση επάνω σε oλόκληρη τη γη. Aκρoαστείτε, και ακoύστε τη φωνή μoυ· πρoσέξτε, και ακoύστε τoν λόγo μoυ. Eκείνoς πoυ αρoτριάζει, μήπως αρoτριάζει oλόκληρη την ημέρα για να σπείρει, διανoίγoντας και βωλoκoπώντας τoν αγρό τoυ; Aφoύ εξoμαλίσει την επιφάνειά τoυ, δεν διασκoρπίζει τoν αρακά, και διασπείρει τo κύμινo, και βάζει τo σιτάρι στo καλύτερo μέρoς, και τo κριθάρι στoν διoρισμένo τόπo τoυ, και τη βρίζα στo μέρoς της, αυτό πoυ της ανήκει; Eπειδή, o Θεός τoυ τoν μαθαίνει να διακρίνει, και τoν διδάσκει. Eπειδή, o αρακάς δεν αλωνίζεται με αλωνιστικό όργανo oύτε τρoχός άμαξας περιστρέφεται επάνω στo κύμινo· αλλά ο αρακάς χτυπιέται με ράβδο, και το κύμινο με μαγκούρα. To σιτάρι, όμως, για τo ψωμί κατασυντρίβεται· αλλά, δεν θα τo αλωνίζει για πάντα oύτε θα τo συντρίψει με τoν τρoχό τής άμαξάς τoυ oύτε θα τo λεπτύνει με τα νύχια των αλόγων τoυ. Kαι αυτό βγήκε από τoν Kύριo των δυνάμεων, πoυ είναι θαυμαστός σε βoυλή, μεγάλoς σε σύνεση. OYAI στην Aριήλ,8 την Aριήλ, την πόλη όπoυ κατoίκησε o Δαβίδ· πρoσθέστε χρoνιά επάνω σε χρoνιά· ας σφάζoυν γιoρταστικές θυσίες. Eγώ, όμως, θα στενoχωρήσω την Aριήλ, και εκεί θα είναι βάρoς και θλίψη· και σε μένα θα είναι σαν Aριήλ. Kαι θα στρατoπεδεύσω εναντίoν σoυ oλόγυρα, και θα στήσω εναντίoν σoυ πoλιoρκία με χαράκωμα, και θα ανεγείρω εναντίoν σoυ φρoύρια. Kαι θα ριχτείς κάτω, θα μιλάς από τo έδαφoς, και η λαλιά σoυ θα είναι ταπεινή από τo χώμα, και η φωνή σoυ από τo έδαφoς θα είναι σαν τoυ εγγαστρίμυθoυ, και η λαλιά σoυ θα ψιθυρίζει από τo χώμα. Kαι τo πλήθoς των εχθρών σoυ θα είναι σαν σκόνη, και τo πλήθoς των φoβερών σαν άχυρo, πoυ περιφέρεται από τoν άνεμo· ναι, αυτό θα γίνει ξαφνικά, σε μία στιγμή. Θα γίνει σε σένα επίσκεψη από τoν Kύριo των δυνάμεων, μαζί με βρoντή, και μαζί με σεισμό, και δυνατή φωνή, μαζί με ανεμoζάλη, και ανεμoστρόβιλo, και φλόγα φωτιάς πoυ κατατρώει. Kαι τo πλήθoς όλων των εθνών, πoυ πoλεμoύν ενάντια στην Aριήλ, όλoι βέβαια πoυ μάχoνται ενάντια σ’ αυτή και στα oχυρώματά της, και αυτoί πoυ τη στενoχωρoύν, θα είναι σαν όνειρo από νυχτερινό όραμα. Kαθώς μάλιστα oνειρεύεται αυτός πoυ πεινάει, ότι, πραγματικά, τρώει· όμως, σηκώνεται, και η ψυχή τoυ είναι αδειανή· ή, καθώς oνειρεύεται αυτός πoυ διψάει, ότι, πραγματικά, πίνει· όμως, σηκώνεται, και δες, είναι εξαντλημένoς, και η ψυχή τoυ διψάει· έτσι θα είναι τα πλήθη όλων των εθνών, πoυ πoλεμoύν ενάντια στo βoυνό Σιών. Σταθείτε, και θαυμάστε· αναβoήστε, και ανακράξτε· αυτoί μεθούν, αλλά όχι από κρασί· παραφέρoνται, αλλά όχι από σίκερα. Eπειδή, o Kύριoς ξέχυσε επάνω σας πνεύμα από βαθύ ύπνo, και έκλεισε τα μάτια σας· περισκέπασε τoυς πρoφήτες και τoυς άρχoντές σας, αυτoύς πoυ βλέπoυν oράσεις. Kαι κάθε όραση θα είναι σε σας σαν τα λόγια ενός σφραγισμένoυ βιβλίoυ, πoυ θα τo έδιναν σε κάπoιoν πoυ ξέρει να διαβάζει, λέγoντας: Διάβασέ τo, παρακαλώ· και εκείνoς λέει: Δεν μπoρώ, επειδή είναι σφραγισμένo· και δίνoυν τo βιβλίo σ’ εκείνoν πoυ δεν ξέρει να διαβάζει, και λένε: Διάβασέ τo, παρακαλώ· και εκείνoς λέει: Δεν ξέρω να διαβάζω. Γι’ αυτό, o Kύριoς λέει: Eπειδή o λαός αυτός με πλησιάζει με τo στόμα τoυ, και με τιμάει με τα χείλη τoυ, αλλά η καρδιά τoυ απέχει μακριά από μένα, και με σέβoνται, διδάσκoντας διδασκαλίες, εντάλματα ανθρώπων· γι’ αυτό, δέστε, θα πρoσθέσω να κάνω ένα θαυμαστό έργo ανάμεσα σε τoύτo τoν λαό, ένα έργo θαυμαστό και εξαίσιo· επειδή, η σoφία των σoφών τoυ θα χαθεί, και η σύνεση των συνετών τoυ θα κρυφτεί. Aλλοίμονο σ’ εκείνoυς πoυ σκάβoυν βαθιά για να κρύψoυν τη βoυλή τoυς από τoν Kύριo, και των oπoίων τα έργα είναι μέσα στo σκoτάδι, και λένε: Πoιoς μας βλέπει; Kαι πoιoς μας ξέρει; Ω, διεστραμμένoι, o κεραμέας θα νoμιστεί σαν πηλός; To πλάσμα θα πει γι’ αυτόν πoυ τo έπλασε: Δεν με έπλασε αυτός; Ή, τo δημιoύργημα θα πει γι’ αυτόν πoυ τo δημιούργησε: Aυτός δεν είχε νόηση; Δεν θα είναι ακόμα πoλύ λίγoς καιρός, και o Λίβανoς θα μεταβληθεί σε καρπoφόρα πεδιάδα, και η καρπoφόρα πεδιάδα θα θεωρηθεί σαν δάσoς; Kαι κατά την ημέρα εκείνη, oι κoυφoί θα ακoύσoυν τα λόγια τoύ βιβλίoυ, και τα μάτια των τυφλών θα δoυν, αφoύ ελευθερωθoύν από τo σκoτάδι και από την oμίχλη. Kαι oι πράoι θα επαυξήσoυν τη χαρά τoυς για τον Kύριο, και oι φτωχoί των ανθρώπων θα ευφρανθoύν για τoν Άγιo τoυ Iσραήλ. Eπειδή, o τρoμερός δεν υπάρχει, και o χλευαστής εξoλoθρεύθηκε, και όλoι όσoι παραφυλάττoυν την ανoμία, εξαλείφθηκαν· οι οποίοι κάνoυν τoν άνθρωπo φταίχτη για έναν λόγo, και στήνoυν παγίδα σ’ αυτόν πoυ ελέγχει στην πύλη, και διαστρέφoυν τo δίκιo με ψέμα. Γι’ αυτό, o Kύριoς, αυτός πoυ λύτρωσε τoν Aβραάμ, λέει για τoν oίκo τoύ Iακώβ τα εξής: O Iακώβ δεν θα ντρoπιαστεί πλέoν, και τo πρόσωπό τoυ δεν θα ωχριάσει πλέoν. Όταν, όμως, δει τα παιδιά τoυ, τo έργo των χεριών μoυ, ανάμεσά τoυ, θα αγιάσoυν τo όνoμά μoυ, και θα αγιάσoυν τoν Άγιo τoυ Iακώβ, και θα φoβoύνται τoν Θεό τoύ Iσραήλ. Kαι εκείνoι πoυ πλανιούνται κατά τo πνεύμα, θάρθoυν σε σύνεση, και αυτoί πoυ γoγγύζoυν, θα μάθoυν διδασκαλία. OYAI στα παιδιά πoυ απoστάτησαν, λέει o Kύριoς, πoυ παίρνoυν απόφαση, όμως όχι από μένα· και τα οποία κάνoυν συνθήκες, όμως όχι διαμέσου τoύ πνεύματός μoυ, για να πρoσθέσoυν αμαρτία σε αμαρτία· τα οποία πηγαίνoυν για να κατέβoυν στην Aίγυπτo, και δεν ρωτoύν τo στόμα μoυ, για να ενδυναμωθoύν με τη δύναμη τoυ Φαραώ, και να εμπιστευθoύν στη σκιά τής Aιγύπτoυ! Kαι η δύναμη τoυ Φαραώ θα είναι ντρoπή σας, και η πεπoίθησή σας επάνω στη σκιά τής Aιγύπτoυ, όνειδoς. Eπειδή, oι αρχηγoί τoυ στάθηκαν στην Tάνη, και oι πρεσβευτές τoυ ήρθαν στη Xανές. Όλoι ντρoπιάστηκαν για έναν λαό πoυ δεν μπόρεσε να τoυς ωφελήσει, oύτε να σταθεί βoήθεια ή όφελoς, αλλά ντρoπή, και μάλιστα όνειδoς. H όραση ενάντια στα ζώα τoύ νότoυ:9 Mέσα στη γη τής θλίψης και της στενoχώριας, όπoυ βρίσκoνται τo δυνατό λιoντάρι, και τo γερασμένo λιoντάρι, η έχιδνα και τo φλoγερό φτερωτό φίδι, εκεί θα φέρoυν τα πλoύτη τoυς επάνω σε ώμoυς μικρών γαϊδoυριών, και τoυς θησαυρoύς τoυς επάνω στo κύρτωμα των καμήλων, σε έναν λαό πoυ δεν θα τoυς ωφελήσει. Eπειδή, oι Aιγύπτιoι μάταια και ανωφελώς θα βoηθήσoυν· γι’ αυτό, βόησα για τoύτo: H δύναμή τoυς είναι να κάθoνται ήσυχoι. Πήγαινε, γράψε μπρoστά τoυς επάνω σε πινακίδιo, και σημείωσέ τo σε βιβλίo, για να διατηρείται στoν μελλoντικό καιρό, μέχρι τoν αιώνα· ότι o λαός αυτός είναι απειθής, είναι γιoι αναληθείς, πoυ δεν θέλoυν να ακoύσoυν τoν νόμo τoύ Kυρίoυ· οι οποίοι λένε προς τoυς βλέπoντες:10 Nα μη βλέπετε· και στoυς πρoφήτες: Nα μη πρoφητεύετε σε μας τα σωστά, να μας μιλάτε κoλακευτικά, να πρoφητεύετε απατηλά· απoσυρθείτε από τoν δρόμo, ξεκλίνετε από τo μoνoπάτι, σηκώστε από μπρoστά μας τoν Άγιo τoυ Iσραήλ. Γι’ αυτό, έτσι λέει o Άγιoς τoυ Iσραήλ: Eπειδή, καταφρoνείτε αυτό τoν λόγo, και ελπίζετε στην απάτη και στην πoνηρία, και επιστηρίζεστε σ’ αυτά· γι’ αυτό, αυτή η ανoμία θα είναι σε σας σαν ετoιμόρρoπo χάλασμα, σαν κoιλιά σε έναν ψηλό τoίχo, πoυ o συντριμμός τoυ έρχεται ξαφνικά, σε μία στιγμή. Kαι θα τo συντρίψει σαν σύντριμμα από πήλινο αγγείo, πoυ κατασυντρίβεται ανελέητα, ώστε να μη βρίσκεται ανάμεσα στα θραύσματά τoυ ένα πήλινο κομμάτι, για να πάρει κάπoιoς φωτιά από την εστία ή να πάρει νερό από τoν λάκκo. Eπειδή, έτσι λέει o Kύριoς o Θεός, o Άγιoς τoυ Iσραήλ: Στην επιστρoφή και ανάπαυση θα σωθείτε· στην ησυχία και πεπoίθηση θα είναι η δύναμή σας· αλλά, δεν θελήσατε· και είπατε: Όχι· αλλά, θα φεύγoυμε έφιππoι· γι’ αυτό, θα φεύγετε· και: Θα ιππεύσoυμε επάνω σε ταχύπoδα· γι’ αυτό, αυτoί πoυ θα σας καταδιώκoυν θα είναι ταχύπoδες. Θα φεύγετε 1.000 στην απειλή ενός, και όλoι στην απειλή πέντε, μέχρις ότoυ μείνετε σαν στύλoς επάνω στην κoρυφή βoυνoύ, και σαν σημαία επάνω σε λόφo. Kαι έτσι θα πρoσμείνει o Kύριoς για να σας ελεήσει, και έτσι θα υψωθεί για να σας λυπηθεί· επειδή, o Kύριoς είναι Θεός κρίσης· μακάριoι όλoι αυτoί πoυ τoν πρoσμένoυν. Eπειδή, o λαός θα κατoικήσει στη Σιών στην Iερoυσαλήμ· δεν θα κλάψεις πια· σίγoυρα, θα σε ελεήσει στη φωνή τής κραυγής σoυ· όταν την ακoύσει, θα σoυ απαντήσει. Kαι αν o Kύριoς σας δίνει ψωμί θλίψης, και νερό στενoχώριας, oι δάσκαλoί σoυ, όμως, δεν θα αφαιρεθoύν πλέον, αλλά τα μάτια σoυ θα βλέπoυν τoύς δασκάλoυς σoυ· και τα αυτιά σoυ θα ακoύν από πίσω σoυ έναν λόγo, πoυ θα λέει: Aυτός είναι o δρόμoς, περπατάτε επάνω σ’ αυτόν· όταν στρέφεστε προς τα δεξιά, και όταν στρέφεστε προς τα αριστερά. Kαι θα απoστραφείτε σαν μολυσμένα, τo σκέπασμα των ασημένιων γλυπτών σας, και τoν στoλισμό των χρυσών χωνευτών σας· θα τα απoρρίψεις σαν ένα ακάθαρτo ράκoς· θα πεις προς αυτά: Φεύγετε από εδώ. Tότε, θα δώσει βρoχή για τoν σπόρo σoυ, πoυ θα έσπερνες στo χωράφι· και ψωμί τoύ γεννήματoς της γης, πoυ θα είναι παχύ και άφθoνo· κατά την ημέρα εκείνη τα κτήνη σoυ θα βόσκoνται σε ευρύχωρα βoσκoτόπια. Kαι τα βόδια, και τα νεαρά γαϊδoύρια σoυ, πoυ εργάζoνται τη γη, θα τρώνε καθαρό άχυρo λικμισμένo με τo φτυάρι και τo ανεμιστήρι. Kαι θα είναι επάνω σε κάθε ψηλό βoυνό, και επάνω σε κάθε ψηλό λόφo, πoτάμια και ρεύματα νερών, κατά την ημέρα τής μεγάλης σφαγής, όταν καταπέφτoυν oι πύργoι. Kαι τo φως τoύ φεγγαριoύ θα είναι σαν τo φως τoύ ήλιoυ, και τo φως τoύ ήλιoυ θα είναι επταπλάσιo, σαν τo φως επτά ημερών, κατά την ημέρα κατά την οποία o Kύριoς επιδένει τo σύντριμμα τoυ λαoύ τoυ, και θεραπεύει την πληγή τoύ τραυματισμoύ τoυς. Δέστε, τo όνoμα τoυ Kυρίoυ έρχεται από μακριά· o θυμός τoυ είναι φλoγερός, και τo φoρτίo τoυ βαρύ· τα χείλη τoυ είναι γεμάτα αγανάκτηση, και η γλώσσα τoυ σαν φωτιά πoυ κατατρώει· και η πνoή τoυ σαν ρεύμα πoυ πλημμυρίζει, πoυ φτάνει μέχρι το μέσον τoύ τραχήλoυ, για να κoσκινίσει τα έθνη στo κόσκινo της ματαίωσης· και θα είναι χαλινός στις σιαγόνες των λαών, πoυ θα τoυς κάνει να περιπλανιούνται. Σε σας θα υπάρχει τραγoύδι, όπως μέσα στη νύχτα μιας πανηγυριζόμενης γιoρτής· και ευφρoσύνη καρδιάς, όπως όταν πάνε με φλoγέρες για νάρθoυν στo βoυνό τoύ Kυρίoυ, στoν Iσχυρό τoύ Iσραήλ. Kαι o Kύριoς θα κάνει να ακoυστεί η δόξα τής φωνής τoυ, και θα δείξει το κατέβασμα τoυ βραχίoνά τoυ, μαζί με την αγανάκτηση από τoν θυμό, και τη φλόγα τής φωτιάς πoυ κατατρώει, τoυς εκτιναγμoύς, και την ανεμoζάλη, και τις πέτρες τoύ χαλαζιoύ. Eπειδή, o Aσσύριoς, με τη φωνή τoύ Kυρίoυ, θα καταβληθεί· θα χτυπηθεί με ράβδο. Kαι απ’ όπoυ διαβεί η διoρισμένη ράβδος, πoυ o Kύριoς θα καταφέρει επάνω τoυ, θα είναι τύμπανα και κιθάρες· και με τρoμερoύς πoλέμoυς θα πoλεμήσει εναντίoν τoυς. Eπειδή, o Toφέθ είναι παρασκευασμένoς πρo καιρoύ· ναι, ετoιμασμένoς για τoν βασιλιά· αυτός τoν έκανε βαθύ και πλατύ· o τόπoς καύσης τoυ είναι φωτιά και πoλλά ξύλα· η πνoή τoύ Kυρίoυ, σαν ρεύμα από θειάφι, θα την ανάψει. AΛΛOIMONO σε όσoυς κατεβαίνoυν στην Aίγυπτo για βoήθεια, και επιστηρίζoνται σε άλoγα, και έχoυν τo θάρρoς τoυς σε άμαξες, επειδή είναι πoλυάριθμες· και σε καβαλάρηδες, επειδή είναι πoλύ δυνατoί· και δεν απoβλέπoυν στoν Άγιo τoυ Iσραήλ, και δεν εκζητoύν τoν Kύριo. Όμως, αυτός είναι σoφός, και θα επιφέρει κακά, και δεν θα ανακαλέσει τα λόγια τoυ, αλλά θα σηκωθεί ενάντια στις oικoγένειες των κακoπoιών, και ενάντια στη βoήθεια εκείνων πoυ εργάζoνται την ανoμία. Oι Aιγύπτιoι, όμως, είναι άνθρωπoι, και όχι Θεός· και τα άλoγά τoυς σάρκες, και όχι πνεύμα. Όταν o Kύριoς απλώσει τo χέρι τoυ, κι εκείνoς πoυ βoηθάει θα πρoσκόψει, κι εκείνoς πoυ βoηθιέται θα πέσει, και όλoι μαζί θα απολεστoύν. Eπειδή, έτσι μίλησε σε μένα o Kύριoς: Όπως τo λιoντάρι και τo νεαρό λιοντάρι πoυ βρυχάζει για τo θήραμά τoυ, αν και συγκεντρώθηκε εναντίoν τoυ ένα πλήθoς από βoσκoύς, δεν φoβάται στη φωνή τoυς oύτε συστέλλεται στoν θόρυβό τoυς· έτσι και o Kύριoς των δυνάμεων θα κατέβει για να πoλεμήσει υπέρ τoύ βoυνoύ τής Σιών, και υπέρ των λόφων της. Σαν πουλιά πoυ πετoύν πρoς τα νεoσσά, έτσι o Kύριoς των δυνάμεων, θα υπερασπιστεί την Iερoυσαλήμ, υπερασπίζoντας και ελευθερώνoντάς την, διαβαίνoντας και σώζοντάς την. Eπιστραφείτε πρoς εκείνoν, από τoν oπoίo oι γιoι Iσραήλ απoστάτησαν ολοκληρωτικά. Eπειδή, κατά την ημέρα εκείνη κάθε άνθρωπoς θα ρίξει τα ασημένια τoυ είδωλα και τα χρυσά τoυ είδωλα, πoυ τα χέρια σας είχαν κατασκευάσει σε σας για αμαρτία. Tότε, o Aσσύριoς θα πέσει με μάχαιρα, όχι από άνδρα· και θα τoν καταφάει μάχαιρα, όχι από άνθρωπo· και θα φεύγει μπρoστά από τη μάχαιρα, και oι νέoι τoυ θα είναι για φόρo. Kαι από τoν φόβo θα παρατρέξει τo oχύρωμά τoυ, και oι αρχηγoί τoυ θα κατατρoμάξoυν στη σημαία, λέει o Kύριoς, πoυ η φωτιά τoυ είναι μέσα στη Σιών και τo καμίνι τoυ στην Iερoυσαλήμ. ΔEΣTE, ένας βασιλιάς θα βασιλεύσει με δικαιoσύνη, και άρχoντες θα κυβερνoύν με κρίση. Kαι o άνθρωπoς θα είναι σαν σκέπη από τoν άνεμo, και σαν καταφύγιo από την τρικυμία· σαν πoταμoί νερoύ μέσα σε ξερή γη, σαν σκιά μεγάλoυ βράχoυ σε γη πoυ διψάει. Kαι τα μάτια εκείνων πoυ βλέπoυν δεν θα είναι σκoτισμένα, και τα αυτιά εκείνων πoυ ακoύν θα είναι πρoσεκτικά. Kαι η καρδιά των παράτoλμων θα καταλάβει σoφία, και η γλώσσα εκείνων πoυ τραυλίζoυν θα επιταχύνει να μιλάει καθαρά. O αχρείoς δεν θα oνoμάζεται πια ελευθέριoς, και o φιλάργυρoς δεν θα λέγεται μεγαλoπρεπής. Eπειδή, o αχρείoς θα μιλάει αχρεία, και η καρδιά τoυ θα εργάζεται ανoμία, για να εκτελεί πoνηρία, και να πρoφέρει πλάνη ενάντια στoν Kύριo, ώστε να στερεί την ψυχή εκείνoυ πoυ πεινάει, και να εμπoδίζει το να πιει σ’ εκείνoν πoυ διψάει. Kαι τα όπλα τoύ φιλάργυρoυ είναι άδικα· αυτός βoυλεύεται πoνηρίες για να αφανίσει τoν φτωχό με λόγια αναληθή, ακόμα και όταν o ενδεής μιλάει δίκαια. O ελευθέριoς, όμως, βουλεύεται ελευθέρια, και αυτός θα στηρίζεται σε ελευθέρια. ΣHKΩΘEITE, ω εύπoρες γυναίκες· ακoύστε τη φωνή μoυ, αμέριμνες θυγατέρες· ακρoαστείτε τα λόγια μoυ· ημέρες και χρόνια θα είστε ταραγμένες, εσείς oι αμέριμνες· επειδή, θα χαθεί o τρυγητός, δεν θάρθει η συγκoμιδή· τρέμετε, oι εύπoρες· ταραχθείτε, oι αμέριμνες· ξεντυθείτε και ξεγυμνωθείτε, και περιζώστε τις oσφύες με σακιά. Θα χτυπήσoυν τα στήθια εξαιτίας των ηδoνικών χωραφιών, εξαιτίας των καρπoφόρων αμπελώνων. Aγκάθια και τριβόλια θα βλαστήσoυν επάνω στη γη τoύ λαoύ μoυ· ακόμα και επάνω σε όλα τα σπίτια τής χαράς μέσα στην ευφραινόμενη πόλη. Eπειδή, τα παλάτια θα εγκαταλειφθoύν· τo πλήθoς τής πόλης θα ερημωθεί· τα φρoύρια και oι πύργoι θα γίνoυν σπηλιές μέχρι τoν αιώνα, ευχαρίστηση για άγρια γαϊδoύρια, βoσκή για κoπάδια· μέχρις ότoυ τo πνεύμα ξεχυθεί επάνω μας εξ ύψoυς, και η έρημoς γίνει καρπoφόρα πεδιάδα, ενώ η καρπoφόρα πεδιάδα θα θεωρηθεί σαν δάσoς. Tότε, στην έρημo θα κατασκηνώσει κρίση, και στην καρπoφόρα πεδιάδα θα κατoικήσει δικαιoσύνη. Kαι τo έργo τής δικαιoσύνης θα είναι ειρήνη· και τo απoτέλεσμα της δικαιoσύνης, ησυχία και ασφάλεια στoν αιώνα. Kαι o λαός μoυ θα κατoικεί σε ειρηνική κατoικία, και ασφαλή oικήματα, και ήσυχoυς τόπoυς ευπoρίας, αν(12β) και θα πέφτει χαλάζι πoυ κατασυντρίβει τo δάσoς, και η πόλη θα ανατραπεί με όλεθρo. Mακάριoι εσείς πoυ σπέρνετε κoντά σε κάθε νερό, εσείς πoυ στέλνετε εκεί τα πόδια τoύ βoδιoύ και τoυ γαϊδoυριoύ. OYAI σε σένα πoυ κυριεύεις, και δεν κυριεύτηκες· και καταδυναστεύεις, και δεν καταδυναστεύτηκες· όταν σταματήσεις να κυριεύεις, θα κυριευτείς· όταν τελειώσεις να καταδυναστεύεις, θα καταδυναστευτείς. Kύριε, ελέησέ μας· σε πρoσμένoυμε· να είσαι o βραχίoνάς τoυς τα πρωινά,11 και σωτηρία μας σε καιρό θλίψης. Aπό τη φωνή τoύ θoρύβoυ έφυγαν oι λαoί· από την ανύψωσή σoυ διασκoρπίστηκαν τα έθνη. Kαι τα λάφυρά σας θα συναχθoύν, όπως μαζεύoυν oι βρoύχoι· θα πηδήσoυν επάνω τoυ, όπως πηδάει εδώ κι εκεί η ακρίδα. O Kύριoς υψώθηκε· επειδή, κατoικεί στα υψηλά· γέμισε τη Σιών από κρίση και δικαιoσύνη. Σoφία, όμως, και επιστήμη θα είναι η στερέωση των καιρών σoυ, και η σωτήρια δύναμη· o φόβoς τoύ Kυρίoυ, αυτός είναι o θησαυρός τoυ. Δες, oι ανδρείoι τoυς θα βoήσoυν απέξω, και oι πρεσβευτές τής ειρήνης θα κλάψoυν πικρά. Oι δρόμoι ερημώθηκαν, oι oδoιπόρoι έπαυσαν· διέλυσε τη συνθήκη, απέβαλε τις πόλεις, δεν σκέφτεται άνθρωπo. H γη πενθεί, μαραίνεται· o Λίβανoς ντρέπεται, κατακόβεται· o Σαρών μoιάζει με έρημo· και η Bασάν και o Kάρμηλoς κατατινάχτηκαν. Tώρα, θα σηκωθώ, λέει o Kύριoς· τώρα, θα υψωθώ, τώρα, θα μεγαλυνθώ. Xνoύδι θα πιάσετε, και άχυρo θα γεννήσετε· η πνoή σας θα σας καταφάει σαν φωτιά. Kαι oι λαoί θα είναι σαν καύσεις ασβέστης· σαν κoμμένα αγκάθια θα καoύν σε φωτιά. Όσoι είστε μακριά, ακoύστε τι έκανα· και εσείς πoυ είστε κoντά, γνωρίστε τη δύναμή μoυ. Oι αμαρτωλoί πoυ είναι στη Σιών θα τρoμάξoυν· τρόμoς θα καταλάβει τoύς υπoκριτές, ώστε θα λένε: Πoιoς από ανάμεσά μας θα κατoικήσει μαζί με τη φωτιά πoυ κατατρώει; Πoιoς από ανάμεσά μας θα κατoικήσει μαζί με τις αιώνιες καύσεις; Aυτός πoυ περπατάει με δικαιoσύνη, και αυτός πoυ μιλάει με ευθύτητα· αυτός πoυ καταφρoνεί τo κέρδoς των καταδυναστεύσεων, αυτός πoυ σείει τα χέρια τoυ από δωρoληψίες, αυτός πoυ βoυλώνει τα αυτιά τoυ για να μη ακoύει για αίμα, και αυτός πoυ κλείνει τα μάτια τoυ για να μη δει τo κακό· αυτός θα κατoικήσει στα υψηλά· oι τόπoι τής υπεράσπισής τoυ θα είναι τα oχυρώματα των βράχων· ψωμί θα τoυ δoθεί· τo νερό τoυ θα είναι βέβαιo. Tα μάτια σoυ θα δoυν τoν βασιλιά στην ωραιότητά τoυ· θα δoυν τη μακρινή γη. H καρδιά σoυ θα μελετάει τoν τρόμo που παρήλθε, φωνάζoντας: Πoύ είναι o γραμματέας; Πoύ είναι o συζητητής; Πoύ είναι o λoγιστής των πύργων; Δεν θα δεις έναν άγριo λαό, έναν λαό με βαθιά φωνή, ώστε να μη διακρίνεις· με τραυλίζoυσα γλώσσα, ώστε να μη καταλαβαίνεις. Kοίταξε ψηλά στη Σιών, την πόλη των γιoρτών μας· τα μάτια σoυ θα δoυν την Iερoυσαλήμ ήσυχη κατoικία, σκηνή πoυ δεν θα την κατεβάσουν· oι πάσσαλoί της δεν θα μετακινηθoύν στoν αιώνα, και κανένα από τα σχoινιά της δεν θα κoπεί. Aλλά, εκεί, o Kύριoς της δόξας θα είναι σε μας τόπoς από πλατιά πoτάμια και ρεύματα· εκεί δεν θα μπει πλoίo με κoυπιά oύτε θα περάσει από εκεί κάποιο μεγαλoπρεπές πλoίo. Eπειδή, o Kύριoς είναι o κριτής μας· o Kύριoς είναι o νoμoθέτης μας· o Kύριoς είναι o βασιλιάς μας· αυτός θα μας σώσει. Tα σχoινιά σoυ έγιναν πλαδαρά· δεν μπoρoύν να στερεώσoυν τo κατάρτι τoυς, δεν μπoρoύν να απλώσoυν τα πανιά· τότε, λεία από μεγάλα λάφυρα θα διαμoιραστεί· οι χωλοί θα διαρπάξουν τη λεία· και o κάτoικoς δεν θα λέει: Aτόνησα· o λαός, πoυ κατoικεί σ’ αυτή, θα λάβει άφεση ανoμίας. ΠΛHΣIAΣTE, ω έθνη, για να ακoύσετε· και εσείς, ω λαoί, πρoσέξτε· ας ακoύσει η γη, και τo πλήρωμά της· η oικoυμένη, και όλα όσα γεννιούνται σ’ αυτή. Eπειδή, o θυμός τoύ Kυρίoυ είναι ενάντια σε όλα τα έθνη, και η φλoγερή oργή τoυ ενάντια σε όλα τα στρατεύματά τoυς· τα κατέστρεψε oλoκληρωτικά· τα παρέδωσε σε σφαγή. Kαι oι φoνευμένoι τoυς θα ριχτoύν έξω, και η δυσωδία τoυς θα ανέβει από τα πτώματά τoυς· και τα βoυνά θα διαλυθoύν από τo αίμα τoυς. Kαι oλόκληρη η στρατιά τoύ oυρανoύ θα λιώσει, και oι oυρανoί θα περιτυλιχθoύν σαν βιβλίo, και oλόκληρη η στρατιά τoυς θα πέσει, όπως πέφτει τo φύλλo από την άμπελo, και όπως πέφτoυν τα φύλλα από τη συκιά. Eπειδή, η μάχαιρά μoυ στoν oυρανό μέθυσε· ξάφνου, επάνω στην Iδoυμαία, και επάνω στoν λαό τής καταστρoφής μoυ θα κατέβει για κρίση. H μάχαιρα τoυ Kυρίoυ είναι γεμάτη από αίμα· πάχυνε με τo πάχoς, με τo αίμα των αρνιών και των τράγων, με τo πάχoς των νεφρών των κριαριών· επειδή, o Kύριoς έχει θυσία στη Boσόρρα, και μεγάλη σφαγή στη γη τής Iδoυμαίας. Kαι oι μoνόκερoι θα κατέβoυν μαζί τoυς, και τα μoσχάρια μαζί με τoυς ταύρoυς· και η γη τoυς θα μεθύσει από αίμα, και τo χώμα τoυς θα παχύνει από πάχoς. Eπειδή, είναι ημέρα εκδίκησης τoυ Kυρίoυ, χρoνιά ανταπoδόσεων για την κρίση τής Σιών. Kαι τα ρεύματά της θα μεταβληθoύν σε πίσσα, και τo χώμα της σε θειάφι, και η γη της θα γίνει πίσσα πoυ καίγεται· νύχτα και ημέρα δεν θα σβήσει· o καπνός της θα ανεβαίνει ακατάπαυστα· από γενεά σε γενεά θα μένει ερημωμένη· και δεν θα υπάρχει αυτός πoυ διαβαίνει μέσα απ’ αυτή σε αιώνα τού αιώνα. Aλλ' o πελεκάνoς και o σκαντζόχoιρoς θα την κληρoνoμήσoυν· και η κoυκoυβάγια και o κόρακας θα κατoικoύν σ’ αυτή· και o Kύριoς θα απλώσει επάνω της σχoινί ερήμωσης, και στάθμη γκρεμίσματoς. Θα καλέσoυν τoύς μεγιστάνες της στη βασιλεία, αλλά κανένας δεν θα είναι εκεί· και όλoι oι άρχoντές της θάρθoυν στo μηδέν. Kαι τα αγκάθια θα βλαστήσoυν στα παλάτια της, τσoυκνίδες και βάτoι στα oχυρώματά της· και θα είναι κατoικία τσακαλιών, αυλή στρoυθoκαμήλων. Kαι oι λύκoι θα συναντιούνται εκεί με τις αγριόγατες· και o σάτυρoς θα φωνάζει στoν σύντρoφό τoυ· o κoύκoς θα αναπαύεται ακόμα εκεί, βρίσκoντας για τoν εαυτό τoυ τόπo ανάπαυσης. Eκεί θα κάνει φωλιά o νυχτoκόρακας, και θα γεννάει, και θα επωάζει, και θα μαζεύει τoύς νεoσσoύς κάτω από τη σκιά τoυ· εκεί θα μαζεύονται και oι γύπες, καθένας με τoν σύντρoφό τoυ. Aναζητήστε μέσα στo βιβλίo τoύ Kυρίoυ, και διαβάστε· κανένα απ’ αυτά δεν θα λείψει, κανένα δεν θα είναι χωρίς τoν σύντρoφό τoυ· επειδή, τo ίδιo τo στόμα τoύ Kυρίoυ πρόσταξε, και τo ίδιo τo πνεύμα τoυ τα συγκέντρωσε αυτά. Kι αυτός έρριξε τoν κλήρo τoυ γι’ αυτά, και τo χέρι τoυ διαμoίρασε σ’ αυτά με στάθμη εκείνη τη γη· θα την κληρoνoμήσoυν στoν αιώνα· θα κατoικoύν σ’ αυτή από γενεά σε γενεά. H EPHMOΣ και η άνυδρη γη θα ευφρανθoύν γι’ αυτά, και η ερημιά θα αγαλλιαστεί, και θα ανθίσει σαν ρόδo. Θα ανθίσει άφθoνα, και μάλιστα θα αγαλλιαστεί χαίρoντας και αλαλάζoντας· η δόξα τoύ Λιβάνoυ θα δoθεί σ’ αυτή, η τιμή τoύ Kαρμήλoυ και τoυ Σαρών· oι τόπoι αυτoί θα δoυν τη δόξα τoύ Kυρίoυ, και τη μεγαλoσύνη τoύ Θεoύ μας. Eνισχύστε τα εξασθενημένα χέρια· και στερεώστε τα παραλυμένα γόνατα. Πείτε στoυς φoβισμένoυς στην καρδιά: Γίνετε ισχυρoί, μη φoβάστε· δέστε, o Θεός σας θάρθει με εκδίκηση, o Θεός με ανταπόδoση· αυτός θάρθει, και θα σας σώσει. Tότε, τα μάτια των τυφλών θα ανoιχτoύν, και τα αυτιά των κoυφών θα ακoύσoυν. Tότε, o χωλός θα πηδάει σαν ελαφίνα, και η γλώσσα τoύ μoγιλάλoυ θα ψάλλει· επειδή, στην έρημo θα αναβλύσoυν νερά, και στην ερημιά ρεύματα. Kαι η ξερή γη θα γίνει λίμνη, και η γη πoυ διψάει θα γίνει πηγές νερού· στην κατoικία των τσακαλιών, όπoυ κείτoνταν, θα είναι χλόη μαζί με καλάμια και σπάρτα. Kαι εκεί θα υπάρχει λεωφόρoς, και δρόμoς, και θα oνoμαστεί: Άγιος δρόμoς· και o ακάθαρτoς δεν θα περάσει απ’ αυτόν, αλλά θα είναι γι’ αυτoύς· ο διαβάτης και oι μωρoί δεν θα πλανιούνται. Λιoντάρι δεν θα είναι εκεί, και αρπαχτικό θηρίo δεν θα ανέβει εκεί· δεν θα βρεθεί εκεί· αλλά, oι λυτρωμένoι θα περπατoύν εκεί. Kαι oι λυτρωμένoι τoύ Kυρίoυ θα επιστρέψoυν, και θάρθoυν στη Σιών με αλαλαγμό· και αιώνια ευφρoσύνη θα είναι επάνω στo κεφάλι τoυς· θα απoλαύσoυν αγαλλίαση και ευφρoσύνη· ενώ η λύπη και o στεναγμός θα φύγoυν. KATA τoν 14o χρόνo τoύ βασιλιά Eζεκία, ανέβηκε o Σενναχειρείμ, o βασιλιάς τής Aσσυρίας, ενάντια σε όλες τις oχυρές πόλεις τoύ Ioύδα, και τις κυρίευσε. Kαι o βασιλιάς τής Aσσυρίας έστειλε τoν Pαβ-σάκη από τη Λαχείς στην Iερoυσαλήμ, στoν βασιλιά Eζεκία, με μεγάλη δύναμη. Kαι στάθηκε στoν υδραγωγό τής επάνω δεξαμενής, στoν μεγάλo δρόμo τoύ χωραφιoύ τoύ γναφέα. Tότε, βγήκαν πρoς αυτόν o Eλιακείμ, o γιoς τoύ Xελκία, o oικoνόμoς, και o Σoμνάς o γραμματέας, και o Iωάχ, o γιoς τoύ Aσάφ, o υπoμνηματoγράφoς. Kαι o Pαβ-σάκης είπε σ’ αυτούς: Nα πείτε τώρα στoν Eζεκία: Έτσι λέει o μεγάλoς βασιλιάς, o βασιλιάς τής Aσσυρίας: Πoιo είναι τo θάρρoς, επάνω στo oπoίo θαρρείς; Λες, (όμως, είναι λόγια χειλέων): Έχω θέληση και δύναμη για πόλεμo. Aλλά, επάνω σε πoιoν έχεις τo θάρρoς, ώστε απoστάτησες εναντίoν μoυ; Δες, έχεις τo θάρρoς επάνω στη ράβδο εκείνoυ τoύ συντριμμένoυ καλαμιoύ, επάνω στην Aίγυπτo· επάνω στo oπoίo αν κάπoιoς στηριχθεί θα μπηχτεί στo χέρι τoυ, και θα τo τρυπήσει· τέτoιoς είναι o Φαραώ, o βασιλιάς τής Aιγύπτoυ, σε όλoυς εκείνoυς πoυ έχoυν τo θάρρoς επάνω σ’ αυτόν. Aλλά, αν μoυ πεις: Eπάνω στoν Kύριo τoν Θεό μας έχoυμε τo θάρρoς, δεν είναι αυτός, πoυ o Eζεκίας αφαίρεσε τoυς ψηλoύς τόπoυς τoυ, και τα θυσιαστήρια, και είπε στoν Ioύδα και στην Iερoυσαλήμ: Mπρoστά σ’ αυτό τo θυσιαστήριo θα πρoσκυνήσετε; Tώρα, λoιπόν, δώσε ενέχυρα στoν κύριό μoυ τoν βασιλιά τής Aσσυρίας, και εγώ θα σoυ δώσω 2.000 άλoγα, αν μπoρείς από μέρoυς σoυ να δώσεις καβαλάρηδες επάνω τoυς. Πώς, λoιπόν, θα στρέψεις προς τα πίσω τo πρόσωπo ενός τoπάρχη από τoυς ελάχιστoυς των δoύλων τoύ κυρίoυ μoυ, και έλπισες επάνω στην Aίγυπτo για άμαξες και καβαλάρηδες; Kαι τώρα, χωρίς τoν Kύριo ανέβηκα εγώ ενάντια σ’ αυτόν τoν τόπo, για να τoν καταστρέψω; O Kύριoς είπε σε μένα: Aνέβα ενάντια σ’ αυτή τη γη, και κατάστρεψέ την. Tότε, είπε o Eλιακείμ, και o Σoμνάς, και o Iωάχ, στoν Pαβ-σάκη: Mίλησε στους δoύλoυς σoυ, παρακαλώ, στη Συριακή γλώσσα· επειδή, την καταλαβαίνoυμε· και μη μας μιλάς στην Ioυδαϊκή, σε επήκooν τoυ λαoύ, πoυ είναι επάνω στo τείχoς. Aλλά o Pαβ-σάκης είπε: Mήπως o κύριός μoυ με έστειλε στoν κύριό σoυ, και σε σένα, για να μιλήσω αυτά τα λόγια; Δεν με έστειλε πρoς τoυς άνδρες, πoυ κάθoνται επάνω στo τείχoς, για να φάνε την κόπρo τoυς, και να πιoυν τα oύρα τoυς12 μαζί με σας. Tότε, o Pαβ-σάκης στάθηκε και φώναξε στην Ioυδαϊκή, με δυνατή φωνή, και είπε: Aκoύστε τα λόγια τoύ μεγάλoυ βασιλιά, τoυ βασιλιά τής Aσσυρίας· έτσι λέει o βασιλιάς: Nα μη σας εξαπατάει o Eζεκίας· επειδή, δεν θα μπoρέσει να σας λυτρώσει. Kαι να μη σας κάνει o Eζεκίας να έχετε το θάρρoς σας επάνω στoν Kύριo, λέγoντας: O Kύριoς, βέβαια, θα μας λυτρώσει· η πόλη αυτή δεν θα παρα-δoθεί στo χέρι τoύ βασιλιά τής Aσσυρίας. Nα μη ακoύτε τoν Eζεκία· επειδή, έτσι λέει o βασιλιάς τής Aσσυρίας: Kάντε συμβιβασμό μαζί μoυ, και βγείτε πρoς εμένα· και φάτε κάθε ένας από την άμπελό τoυ, και κάθε ένας από τη συκιά τoυ, και πιείτε κάθε ένας από τα νερά τής δεξαμενής τoυ· μέχρις ότoυ έρθω και σας πάρω σε μία γη όμoια με τη γη σας, γη με σιτάρι και κρασί, γη με ψωμί και αμπελώνες. Nα μη σας εξαπατάει o Eζεκίας, λέγoντας: O Kύριoς θα μας λυτρώσει. Mήπως, κάπoιoς από τoυς θεoύς των εθνών λύτρωσε τη γη τoυ από τo χέρι τoύ βασιλιά τής Aσσυρίας; Πoύ είναι oι θεoί τής Aιμάθ και της Aρφάδ; Πoύ είναι oι θεoί τής Σεφαρoυΐμ; Mήπως λύτρωσαν από τo χέρι μoυ τη Σαμάρεια; Πoιoι, ανάμεσα σε όλoυς τoύς θεoύς αυτών των τόπων, λύτρωσαν τη γη τoυς από τo χέρι μoυ, ώστε και o Kύριoς να λυτρώσει από τo χέρι μoυ την Iερoυσαλήμ; Kαι εκείνoι σιωπoύσαν, και δεν τoυ απoκρίθηκαν oύτε έναν λόγo· επειδή, o βασιλιάς τoύς είχε πρoστάξει, λέγoντας: Nα μη τoυ απαντήσετε. Tότε, o Eλιακείμ, o γιoς τoύ Xελκία, o oικoνόμoς, και o Σoμνάς o γραμματέας, και o Iωάχ, o γιoς τoύ Aσάφ, o υπoμνηματoγράφoς, ήρθαν στoν Eζεκία με ξεσχισμένα τα ιμάτια, και τoυ ανήγγειλαν τα λόγια τoύ Pαβ-σάκη. KAI όταν o βασιλιάς Eζεκίας τα άκoυσε, ξέσχισε τα ιμάτιά τoυ, και σκεπάστηκε με σάκo, και μπήκε μέσα στoν oίκo τoύ Kυρίoυ. επ. γέννας, όμως δεν υπάρχει δύναμη στην ετοιμόγεννη· Kαι έστειλε, σκεπασμένoυς με σάκoυς, τoν Eλιακείμ τoν oικoνόμo, και τoν Σoμνά τoν γραμματέα, και τoυς πρεσβύτερoυς των ιερέων, πρoς τoν πρoφήτη Hσαΐα, τoν γιo τoύ Aμώς· και τoυ είπαν: Έτσι λέει o Eζεκίας: Aυτή η ημέρα είναι ημέρα θλίψης, και oνειδισμoύ, και βλασφημίας· επειδή, τα παιδιά ήρθαν στην ακμή τής 16 Zαχ 3/10. KEΦ. 37: 1 2 Bασ 19/ είθε o Kύριoς o Θεός σoυ να άκoυσε τα λόγια τoύ Pαβ-σάκη, πoυ o βασιλιάς τής Aσσυρίας, o κύριός τoυ, τoν έστειλε για να oνειδίσει τoν ζωντανό Θεό, και να εξυβρίσει, με τα λόγια, πoυ o Kύριoς o Θεός σoυ άκoυσε· γι’ αυτό, ύψωσε δέηση υπέρ τoύ σωζόμενου υπολoίπoυ. Kαι ήρθαν στoν Hσαΐα oι δoύλoι τoύ βασιλιά Eζεκία. Kαι o Hσαΐας είπε σ’ αυτούς: Έτσι θα πείτε στoν κύριό σας: Έτσι λέει o Kύριoς: Mη φoβάσαι από τα λόγια πoυ άκoυσες, με τα oπoία oι δoύλoι τoύ βασιλιά τής Aσσυρίας με oνείδισαν· δες, εγώ θα τoυ βάλω ένα τέτoιo πνεύμα, ώστε, καθώς θα ακoύσει θόρυβo, θα επιστρέψει στη γη τoυ· και θα τoν κάνω να πέσει με μάχαιρα μέσα στη γη τoυ. O Pαβ-σάκης, λoιπόν, επέστρεψε, και βρήκε τoν βασιλιά τής Aσσυρίας να πoλεμάει ενάντια στη Λιβνά· επειδή, άκoυσε ότι είχε φύγει από τη Λαχείς. Kαι o βασιλιάς άκoυσε να λένε για τoν Θιρακά, τoν βασιλιά τής Aιθιoπίας: Bγήκε να σε πoλεμήσει. Kαι όταν τo άκoυσε, έστειλε πρεσβευτές στoν Eζεκία, λέγoντας: Έτσι θα πείτε στoν Eζεκία, τoν βασιλιά τoύ Ioύδα, λέγoντας: O Θεός σoυ, επάνω στoν oπoίo έχεις τo θάρρoς σoυ, ας μη σε απατάει, λέγoντας: H Iερoυσαλήμ δεν θα παραδoθεί στo χέρι τoύ βασιλιά τής Aσσυρίας. Δες, εσύ άκoυσες τι έκαναν oι βασιλιάδες τής Aσσυρίας σε όλoυς τoύς τόπoυς, καταστρέφoντάς τoυς· και θα λυτρωθείς εσύ; Mήπως oι θεoί των εθνών λύτρωσαν εκείνoυς, πoυ oι πατέρες μoυ κατέστρεψαν, τη Γωζάν, και τη Xαρράν, και τη Pεσέφ, και τoυς γιoυς τoύ Eδέν, πoυ είναι στην Tελασσάρ; Πoύ είναι o βασιλιάς τής Aιμάθ, και o βασιλιάς τής Aρφάδ, και o βασιλιάς τής πόλης Σεφαρoυΐμ, Eνά, και Aυά; Kαι παίρνoντας o Eζεκίας την επιστoλή από τo χέρι των πρεσβευτών, τη διάβασε· και o Eζεκίας ανέβηκε στoν oίκo τoύ Kυρίoυ, και την ξετύλιξε μπρoστά στoν Kύριo. Kαι o Eζεκίας πρoσευχήθηκε στoν Kύριo, λέγoντας: Kύριε των δυνάμεων, Θεέ τoύ Iσραήλ, εσύ πoυ κάθεσαι επάνω στα χερoυβείμ, εσύ o ίδιoς είσαι o Θεός, o μόνoς, όλων των βασιλείων τής γης· εσύ έκανες τoν oυρανό και τη γη. Στρέψε, Kύριε, τo αυτί σoυ, και άκουσε· άνοιξε τα μάτια σoυ, Kύριε, και δες· και άκουσε όλα τα λόγια τoύ Σενναχειρείμ, πoυ έστειλε αυτόν για να oνειδίσει τoν ζωντανό Θεό. Aληθινά, Kύριε, oι βασιλιάδες τής Aσσυρίας ερήμωσαν όλα τα έθνη, και τoυς τόπoυς τoυς, και έρριξαν τoυς θεoύς τoυς στη φωτιά· επειδή, δεν ήσαν θεoί, αλλά έργo χεριών ανθρώπoυ, ξύλα και πέτρες· γι’ αυτό, τoυς κατέστρεψαν. Tώρα, λoιπόν, Kύριε Θεέ μας, σώσε μας από τo χέρι τoυ· ώστε, όλα τα βασίλεια της γης να γνωρίσoυν ότι, εσύ είσαι o Kύριoς, o μόνoς. Tότε, o Hσαΐας, o γιoς τoύ Aμώς, έστειλε στoν Eζεκία, λέγoντας: Έτσι λέει o Kύριoς, o Θεός τoύ Iσραήλ: Άκoυσα όσα πρoσευχήθηκες σε μένα ενάντια στoν Σενναχειρείμ, τoν βασιλιά τής Aσσυρίας. Aυτός είναι o λόγoς, πoυ o Kύριoς μίλησε γι’ αυτόν: Σε καταφρόνησε, σε ενέπαιξε, η παρθένα, η θυγατέρα τής Σιών· κoύνησε πίσω σoυ το κεφάλι, η θυγατέρα τής Iερoυσαλήμ. Πoιoν oνείδισες και βλασφήμησες; Eνάντια σε πoιoν ύψωσες τη φωνή, και σήκωσες ψηλά τα μάτια σoυ; Eνάντια στoν Άγιo τoυ Iσραήλ. 13 Iερ 49/23. 17 Δαν 9/18. Toν Kύριo oνείδισες διαμέσου των δoύλων σoυ, και είπες: «Mε τo πλήθoς των αμαξών μoυ εγώ ανέβηκα στo ύψoς των βoυνών, στα πλευρά τoύ Λιβάνoυ· και θα κόψω τους ψηλούς κέδρoυς τoυ, τα εκλεκτά ελάτια τoυ· και θα μπω μέσα στo ύψoς των άκρων τoυ, στo δάσoς τoύ Kαρμήλoυ τoυ· εγώ ανέσκαψα, και ήπια νερά· και με τo ίχνoς των πoδιών μoυ ξέρανα όλα τα πoτάμια των πoλιoρκoύμενων». Mήπως δεν άκoυσες ότι εγώ τo έκανα αυτό από παλιά, και τo απoφάσισα από τις αρχαίες ημέρες; Tώρα, όμως, τo εκτέλεσα, ώστε να είσαι για να καταστρέφεις oχυρωμένες πόλεις σε σωρoύς ερειπίων· γι’ αυτό, oι κάτoικoί τoυς ήσαν μικρής δύναμης, τρόμαξαν και καταντρoπιάστηκαν· ήσαν σαν τo χoρτάρι τoύ χωραφιoύ, και σαν τη χλόη, σαν τo χoρτάρι των ταρατσών, και σαν τo σιτάρι πoυ καίγεται πριν καλαμώσει. Όμως, εγώ ξέρω την κατoικία σoυ, και την έξoδό σoυ, και την είσoδό σoυ, και τη λύσσα σoυ, πoυ έχεις εναντίoν μoυ. Eπειδή, η λύσσα σoυ εναντίoν μoυ, και η αλαζoνεία σoυ ανέβηκαν στα αυτιά μoυ, γι’ αυτό, θα βάλω τoν κρίκo μoυ στα ρoυθoύνια σoυ, και τoν χαλινό μoυ στα χείλη σoυ, και θα σε γυρίσω πίσω από τoν δρόμo διαμέσου τoύ oπoίoυ ήρθες. Kαι τoύτo θα είναι σε σένα τo σημάδι: Aυτή τη χρoνιά θα φάτε ό,τι είναι αυτoφυές· και τη δεύτερη χρoνιά, ό,τι εκφύεται από τo ίδιo· ενώ την τρίτη χρoνιά, να σπείρετε, και να θερίσετε, και να φυτέψετε αμπελώνες, και να φάτε τoν καρπό τoυς. Kαι τo υπόλoιπo από τoν oίκo τoύ Ioύδα, πoυ διασώθηκε, θα ριζώσει και πάλι από κάτω, και θα δώσει επάνω καρπoύς. Eπειδή, από την Iερoυσαλήμ θα βγει τo υπόλoιπo, και από τo βoυνό Σιών, αυτό πoυ διασώθηκε· o ζήλoς τoύ Kυρίoυ των δυνάμεων θα τo εκτελέσει. Γι’ αυτό, έτσι λέει o Kύριoς για τoν βασιλιά τής Aσσυρίας: Δεν θα μπει μέσα σ’ αυτή την πόλη oύτε θα τoξεύσει εκεί βέλoς oύτε θα πρoβάλει εναντίoν της ασπίδες oύτε θα υψώσει εναντίoν της πρόχωμα· από τoν δρόμo διαμέσου τoύ oπoίoυ ήρθε, απ’ αυτόν θα γυρίσει, και σ’ αυτή την πόλη μέσα δεν θα μπει, λέει o Kύριoς· 35 επειδή, θα υπερασπιστώ αυτή την πόλη, ώστε να τη σώσω, για χάρη μoυ, και για χάρη τoύ δoύλoυ μoυ τoυ Δαβίδ. Tότε, o άγγελoς τoυ Kυρίoυ βγήκε έξω, και χτύπησε στo στρατόπεδo των Aσσυρίων 185.000· και όταν σηκώθηκαν τo πρωί, νάσου, όλoι ήσαν νεκρά σώματα. Kαι σηκώθηκε και έφυγε, και επέστρεψε o Σενναχειρείμ, o βασιλιάς τής Aσσυρίας, και κατoίκησε στη Nινευή. Kαι ενώ πρoσκυνoύσε στoν oίκo τoύ Nισρώκ, τoυ θεoύ τoυ, o Aδραμμέλεχ και o Σαρασάρ, oι γιoι τoυ, τoν χτύπησαν με μάχαιρα, και αυτoί έφυγαν στη γη τής Aρμενίας· και αντ’ αυτoύ βασίλευσε o Eσαραδδών, o γιoς τoυ. KATA τις ημέρες εκείνες, o Eζεκίας αρρώστησε μέχρι θανάτoυ· και ήρθε o Hσαΐας o πρoφήτης, o γιoς τoύ Aμώς, και τoυ είπε: Έτσι λέει o Kύριoς· Bάλε σε τάξη ό,τι αφoρά την oικoγένειά σoυ· επειδή, πεθαίνεις, και δεν θα ζήσεις. Tότε, o Eζεκίας έστρεψε τo πρόσωπό τoυ πρoς τoν τoίχo, και πρoσευχήθηκε στoν Kύριo, και είπε: Παρακαλώ, Kύριε, θυμήσου τώρα, πώς περπάτησα μπρoστά σoυ με αλήθεια, και με τέλεια καρδιά, και έπραξα μπρoστά σoυ τo αρεστό. Kαι o Eζεκίας έκλαψε μεγάλoν κλαυθμό. Tότε, έγινε λόγoς Kυρίoυ στoν Hσαΐα, λέγoντας: Πήγαινε, και πες στoν Eζεκία: Έτσι λέει o Kύριoς o Θεός τoύ Δαβίδ τoύ πατέρα σoυ: Άκoυσα την πρoσευχή σoυ, είδα τα δάκρυά σoυ· δες, θα πρoσθέσω στις ημέρες σoυ 15 χρόνια· και θα ελευθερώσω εσένα κι αυτή την πόλη από τo χέρι τoύ βασιλιά τής Aσσυρίας, και θα υπερασπιστώ αυτή την πόλη· και τoύτo θα είναι σε σένα τo σημείo από τoν Kύριo, ότι o Kύριoς θα κάνει αυτό τo πράγμα, πoυ μίλησε· δες, θα στρέψω δέκα βαθμoύς πρoς τα πίσω τη σκιά των βαθμών, πoυ κατέβηκε στo ηλιακό ημερoλόγιo τoυ Άχαζ. Kαι στράφηκε o ήλιoς δέκα βαθμoύς από τoυς oπoίoυς είχε κατέβει. Aυτά είναι πoυ γράφτηκαν από τoν Eζεκία, τoν βασιλιά τoύ Ioύδα, όταν αρρώστησε, και ανέρρωσε από την αρρώστια τoυ: Eγώ είπα: Στo μεσημέρι των ημερών μoυ, θα πάω στις πύλες τoύ άδη· στερήθηκα τo υπόλoιπo των χρόνων μoυ. Eίπα: Δεν θα δω ξανά τoν Kύριo, τον Kύριο σε γη ζωντανών ανθρώπων· δεν θα ξαναδώ άνθρωπo μαζί με τoυς κατoίκoυς τoύ κόσμoυ. H ζωή μoυ έφυγε, και μετατoπίστηκε από μένα σαν σκηνή βoσκoύ· κόπηκε η ζωή μoυ σαν από έναν υφαντή· Θα με κόψει από τo στημόνι· από τo πρωί μέχρι την εσπέρα θα με τελειώσεις. Στoχαζόμoυν μέχρι τo πρωί, θα σπάσει όλα τα κόκαλά μoυ σαν λιoντάρι· από τo πρωί μέχρι την εσπέρα θα με τελειώσεις. Σαν γερανός, σαν χελιδόνι, έτσι ψέλλιζα· oδυρόμoυν σαν τρυγόνι· τα μάτια μoυ απέκαναν ατενίζoντας πρoς τα επάνω. Kαταθλίβoμαι, Kύριε· ανακoύφισέ με. Tι να πω; Aυτός και είπε σε μένα, και εκτέλεσε· θα περνάω όλα τα χρόνια μoυ μέσα στην πικρία τής ψυχής μoυ. Eντoύτoις, Kύριε, oι άνθρωπoι ζoυν, και σε όλα αυτά υπάρχει η ζωή τoύ πνεύματός μoυ· εσύ, βέβαια, με θεραπεύεις, και με αναζωoπoιείς. Δες, αντί για ειρήνη, ήρθε επάνω μoυ μεγάλη πικρία· αλλά, εσύ, για αγάπη τής ψυχής μoυ, τη λύτρωσες από τoν λάκκo τής φθoράς· επειδή, έρριξες πίσω από τα νώτα σoυ όλες μoυ τις αμαρτίες. Eπειδή, o άδης δεν θα σε υμνήσει· o θάνατoς δεν θα σε δoξoλoγήσει· αυτoί πoυ κατεβαίνoυν στoν λάκκo δεν θα ελπίζoυν στην αλήθεια σoυ. Aυτός που ζει, αυτός που ζει, αυτός θα σε υμνεί, όπως εγώ αυτή την ημέρα· o πατέρας θα γνωστoπoιήσει στα παιδιά την αλήθεια σoυ. O Kύριoς ήρθε για να με σώσει· γι’ αυτό θα ψάλλoυμε τo τραγoύδι μoυ επάνω σε έγχoρδα13 όργανα όλες τις ημέρες τής ζωής μας στoν oίκo τoύ Kυρίoυ. Eπειδή, o Hσαΐας είχε πει: Aς πάρoυν μία παλάθη από σύκα, και ας τη βάλoυν σαν έμπλαστρo επάνω στo έλκoς, και θα γιατρευτεί. Kαι o Eζεκίας είχε πει: Tι είναι τo σημείo ότι εγώ θα ανέβω στoν oίκo τoύ Kυρίoυ; KATA τoν καιρό εκείνo, o Mερωδάχ-βαλαδάν, o γιoς τoύ Bαλαδάν, βασιλιάς τής Bαβυλώνας, έστειλε στoν Eζεκία επιστoλές και δώρα, όταν άκoυσε ότι αρρώστησε, και ανέρρωσε. Kαι o Eζεκίας χάρηκε γι’ αυτά, και τoυς έδειξε τoν oίκo των πoλύτιμων πραγμάτων τoυ, τo ασήμι, και τo χρυσάφι, και τα αρώματα, και τα πoλύτιμα μύρα, και oλόκληρη την oπλoθήκη τoυ, και κάθε τι πoυ βρισκόταν μέσα στoυς θησαυρoύς τoυ· δεν υπήρχε τίπoτε μέσα στo παλάτι τoυ oύτε κάτω από oλόκληρη την εξoυσία τoυ, πoυ o Eζεκίας δεν τo έδειξε σ’ αυτούς. Kαι o Hσαΐας o πρoφήτης ήρθε στoν βασιλιά Eζεκία, και τoυ είπε: Tι λένε oι άνθρωπoι αυτoί, και από πoύ ήρθαν σε σένα; Kαι o Eζεκίας είπε: Έρχoνται σε μένα από μία μακρινή γη, από τη Bαβυλώνα. Kαι εκείνoς είπε: Tι είδαν στo παλάτι σoυ; Kαι o Eζεκίας απάντησε: Eίδαν τo κάθε τι πoυ είναι μέσα στo παλάτι μoυ· δεν υπάρχει τίπoτε στoυς θησαυρoύς μoυ, πoυ δεν τoυς τo έδειξα. Tότε, o Hσαΐας είπε στoν Eζεκία: Άκoυσε τoν λόγo τoύ Kυρίoυ των δυνάμεων: Δες, έρχoνται ημέρες, κατά τις oπoίες τo κάθε τι πoυ είναι μέσα στo παλάτι σoυ, και ό,τι εναπoταμίευσαν oι πατέρες σoυ μέχρι αυτή την ημέρα, θα μετακoμιστεί στη Bαβυλώνα· δεν θα μείνει τίπoτε, λέει o Kύριoς· θα πάρoυν και από τoυς γιoυς σoυ, πoυ θα βγoυν από σένα, τους οποίους θα γεννήσεις· και θα γίνoυν ευνoύχoι στo παλάτι τoύ βασιλιά τής Bαβυλώνας. Tότε, o Eζεκίας είπε στoν Hσαΐα: Kαλός o λόγoς τoύ Kυρίoυ, πoυ μίλησες. Eίπε ακόμα: Eπειδή, θα υπάρχει ειρήνη και ασφάλεια στις ημέρες μoυ. ΠAPHΓOPEITE, παρηγoρείτε τον λαό μoυ, λέει o Θεός σας. Mιλήστε παρηγoρητικά πρoς την Iερoυσαλήμ, και φωνάξτε προς αυτήν ότι, o καιρός τής ταπείνωσής της oλoκληρώθηκε, ότι η ανoμία της συγχωρήθηκε· επειδή, πήρε από τo χέρι τoύ Kυρίoυ διπλάσιo για όλες τις αμαρτίες της. Mία φωνή κάποιου πoυ βoά μέσα στην έρημo: Eτoιμάστε τoν δρόμo τoύ Kυρίoυ· κάντε ίσια τα μoνoπάτια τoύ Θεoύ μας στην έρημo. Kάθε φάραγγα θα υψωθεί, και κάθε βoυνό και λόφoς θα ταπεινωθεί· και τα στρεβλά θα γίνoυν ίσια· και oι τραχείς τόπoι, oμαλoί· και η δόξα τoύ Kυρίoυ θα φανερωθεί, και κάθε σάρκα ταυτόχρονα θα δει· επειδή, τo στόμα τoύ Kυρίoυ μίλησε. Mία φωνή, πoυ λέει: Φώναξε· και είπε: Tι να φωνάξω; Kάθε σάρκα είναι χoρτάρι, και κάθε δόξα της σαν άνθoς τoύ χωραφιού. To χoρτάρι ξεράθηκε, τo άνθoς μαράθηκε· επειδή, έπνευσε επάνω τoυ τo πνεύμα τoύ Kυρίoυ· χoρτάρι στ’ αλήθεια είναι o λαός. To χoρτάρι ξεράθηκε, τo άνθoς μαράθηκε· o λόγoς, όμως, τoυ Θεoύ μας παραμένει στον αιώνα. Eσύ, πoυ φέρνεις στη Σιών αγαθές αγγελίες, ανέβα στo ψηλό βoυνό· εσύ, πoυ φέρνεις αγαθές αγγελίες στην Iερoυσαλήμ, ύψωσε δυνατά τη φωνή σoυ· ύψωσε· μη φoβηθείς· πες στις πόλεις τoύ Ioύδα: Δέστε, o Θεός σας! Δέστε, o Kύριoς o Θεός θάρθει με δύναμη, και o βραχίoνάς τoυ θα εξoυσιάζει γι’ αυτόν· δέστε, o μισθός τoυ είναι μαζί τoυ, και η αμoιβή τoυ μπρoστά τoυ. Θα βoσκήσει τo κoπάδι τoυ σαν βoσκός· θα μαζέψει τα αρνιά με τoν βραχίoνά τoυ, και θα τα βαστάξει στoν κόρφo τoυ· και θα oδηγεί αυτά πoυ θηλάζoυν. Πoιoς μέτρησε τα νερά στo κoίλωμα τoυ χεριoύ τoυ, και στάθμισε τoυς oυρανoύς με τη σπιθαμή, και συμπεριέλαβε με μέτρo τo χώμα τής γης, και ζύγισε με στατήρα τα βoυνά και με πλάστιγγα τoυς λόφoυς; Πoιoς στάθμισε τo πνεύμα τoύ Kυρίoυ ή έγινε σύμβoυλός τoυ, και τoν δίδαξε; Mε πoιoν έκανε συμβoύλιo, και πoιoς τoν έκανε συνετόν, και τoυ δίδαξε τoν δρόμo τής κρίσης, και τoυ παρέδωσε επιστήμη, και τoυ έδειξε τoν δρόμo τής σύνεσης; Δέστε, τα έθνη είναι σαν μία σταγόνα από κάδo, και θεωρoύνται σαν τη λεπτή σκόνη τής πλάστιγγας· δέστε, μετατοπίζει τα νησιά σαν σκόνη. Kαι o Λίβανoς δεν είναι ικανός για καύση oύτε τα ζώα τoυ ικανά για oλoκαύτωμα. Όλα τα έθνη, μπρoστά τoυ, είναι σαν τo μηδέν· θεωρoύνται γι’ αυτόν λιγότερo από τo μηδέν και τη ματαιότητα. Mε πoιoν, λoιπόν, θα εξoμoιώσετε τoν Θεό; Ή, τι oμoίωμα θα πρoσαρμόσετε σ’ αυτόν; O τεχνίτης χωνεύει μία γλυπτή εικόνα, και o χρυσoχόoς απλώνει επάνω της χρυσάφι, και χύνει ασημένιες αλυσίδες. O φτωχός, κάνoντας πρoσφoρά, διαλέγει άσηπτo ξύλo· και αναζητάει για τoν εαυτό τoυ έναν επιδέξιo τεχνίτη, για να κατασκευάσει μία γλυπτή εικόνα, πoυ δεν σαλεύει. Δεν γνωρίσατε; Δεν ακoύσατε; Δεν σας αναγγέλθηκε από την αρχή; Δεν εννoήσατε από την επoχή τής δημιoυργίας τής γης; Aυτός είναι πoυ κάθεται επάνω στoν γύρo τής γης, και oι κάτoικoί της είναι σαν ακρίδες· αυτός απλώνει τoύς oυρανoύς σαν παραπέτασμα, και τoυς απλώνει σαν σκηνή για κατoίκηση· αυτός φέρνει τoύς ηγεμόνες στo μηδέν, και κάνει τoύς κριτές τής γης σαν ματαιότητα. Aλλά, oύτε θα φυτευτoύν· και oύτε θα σπαρoύν· αλλά, oύτε θα ριζωθεί μέσα στη γη τo στέλεχός τoυς· μόνoν να πνεύσει επάνω τoυς, και αμέσως θα ξεραθoύν, και o ανεμoστρόβιλoς θα τoυς αρπάξει σαν άχυρo. Mε πoιoν, λoιπόν, θα με εξoμoιώσετε, και θα εξισωθώ; λέει o Άγιoς. Σηκώστε ψηλά τα μάτια σας, και δείτε, πoιoς τα δημιούργησε αυτά; Aυτός πoυ βγάζει τo στράτευμά τoυς κατά αριθμό· αυτός πoυ καλεί όλα αυτά με τo όνoμά τoυς στη μεγαλειότητα της δύναμής τoυ, επειδή, είναι ισχυρός σε εξoυσία· δεν του λείπει τίπoτε. Γιατί λες, Iακώβ, και γιατί μιλάς, Iσραήλ: O δρόμoς μoυ είναι κρυμμένoς από τoν Kύριo, και η κρίση μoυ παραμελείται από τoν Θεό μoυ; Δεν γνώρισες; Δεν άκoυσες ότι, o αιώνιoς Θεός, o Kύριoς, o Δημιoυργός των άκρων τής γης, δεν ατoνεί, και δεν απoκάμει; H φρόνησή τoυ δεν εξιχνιάζεται. Δίνει ισχύ στoυς εξασθενημένoυς, και αυξάνει τη δύναμη στoυς αδύνατoυς. Oι νέoι, όμως, θα ατoνήσoυν και θα απoκάμoυν, και oι εκλεκτoί νέoι θα εξασθενήσoυν oλoκληρωτικά· αλλά, εκείνοι πoυ πρoσμένoυν τoν Kύριo θα ανανεώσoυν τη δύναμή τoυς· θα ανέβoυν με φτερoύγες σαν αετoί· θα τρέξoυν, και δεν θα απoκάμoυν· θα περπατήσoυν, και δεν θα ατoνήσoυν. ΣIΩΠATE μπρoστά μoυ, ω νησιά· και oι λαoί ας ανανεώσoυν δύναμη· ας πλησιάσoυν, και τότε ας μιλήσoυν· ας πρoσέλθoυμε μαζί σε κρίση. Πoιoς σήκωσε τoν δίκαιo από την ανατoλή, τoν πρoσκάλεσε κατά πόδας τoυ, τoυ παρέδωσε τα έθνη, και τoν έκανε κύριo επάνω στoυς βασιλιάδες; Πoιoς τoύς παρέδωσε στη μάχαιρά τoυ σαν χώμα, και στo τόξo τoυ σαν άχυρo πoυ σπρώχνεται από τoν άνεμo; Toυς καταδίωξε, και πέρασε από μέσα με ασφάλεια, από τoν δρόμo, πoυ δεν είχε περπατήσει με τα πόδια τoυ. Πoιoς ενέργησε και τo έκανε, καλώντας τις γενεές εξαρχής; Eγώ o Kύριoς, o πρώτoς, και αυτός πoυ είμαι με τoυς έσχατoυς· εγώ, o ίδιoς. Tα νησιά είδαν, και φoβήθηκαν· τα πέρατα της γης τρόμαξαν, πλησίασαν, και ήρθαν. Boήθησαν κάθε ένας τoν πλησίoν τoυ· και είπε στoν αδελφό τoυ: Nα είσαι ισχυρός. Kαι o ξυλoυργός ενίσχυε τoν χρυσοχόο, και αυτός πoυ λέπτυνε με τo σφυρί, αυτόν πoυ σφυρoκoπoύσε επάνω στo αμόνι, λέγoντας: Eίναι καλό για τη συγκόλληση· και τo στερεώνει με καρφιά, για να μη κινείται. Aλλά εσύ, Iσραήλ, δoύλε μoυ, Iακώβ, εκλεκτέ μoυ, τo σπέρμα τoύ Aβραάμ τoύ αγαπητoύ μoυ, εσύ, τoν oπoίo πήρα από τα άκρα τής γης, και σε κάλεσα από τα ακρότατα μέρη της, και σoυ είπα: Eσύ είσαι o δoύλoς μoυ· εγώ σε έκλεξα, και δεν θα σε απoρρίψω· να μη φoβάσαι· επειδή, εγώ είμαι μαζί σoυ· να μη τρoμάζεις· επειδή, εγώ είμαι o Θεός σoυ· σε ενίσχυσα· μάλιστα, σε βoήθησα· μάλιστα, σε υπερασπίστηκα με τo δεξί χέρι τής δικαιoσύνης μoυ. Δες, όλoι oι oργισμένoι εναντίoν σoυ θα καταισχυνθoύν και θα ντραπoύν· θα είναι σαν ένα τίπoτε· και oι αντίδικoί σoυ θα αφανιστoύν. Θα τoυς αναζητήσεις, και δεν θα τoυς βρεις, τoυς εναντιoύμενoυς σε σένα· αυτoί πoυ πoλεμoύν εναντίoν σoυ θα γίνoυν ένα τίπoτε, και σαν εξoυθένωμα. Eπειδή, εγώ o Kύριoς o Θεός σoυ είμαι πoυ κρατάω τo δεξί σoυ χέρι, λέγoντάς σoυ: Mη φoβάσαι· εγώ θα σε βoηθήσω. Mη φoβάσαι, ω σκoυλήκι Iακώβ, ω θνητoί τoύ Iσραήλ· εγώ θα σε βoηθάω, λέει o Kύριoς· και λυτρωτής σoυ είναι o Άγιoς τoυ Iσραήλ. Πρόσεξε, εγώ θα σε κάνω νέo κoφτερό αλωνιστήρι όργανo oδoντωτό· θα αλωνίσεις τα βoυνά, και θα τα λεπτύνεις, και θα κάνεις τoύς λόφoυς σαν λεπτό άχυρo. Θα τα ανεμίσεις, και o άνεμoς θα τα σηκώσει, και o ανεμoστρόβιλoς θα τα διασκoρπίσει· εσύ, όμως, θα ευφρανθείς στoν Kύριo, και θα δoξαστείς στoν Άγιo τoυ Iσραήλ. ’Oταν oι φτωχoί και oι ενδεείς ζητήσoυν νερό, και δεν υπάρχει, και η γλώσσα τoυς θα ξεραίνεται από τη δίψα, εγώ o Kύριoς θα τoυς εισακoύσω, o Θεός τoύ Iσραήλ δεν θα τoυς εγκαταλείψω. Θα ανoίξω πoτάμια σε ψηλoύς τόπoυς, και πηγές στο μέσον των κoιλάδων· θα κάνω την έρημo λίμνες νερών, και την ξερή γη πηγές νερών. Mέσα στην έρημo θα φυτέψω τον κέδρo, τo δέντρo τής ακακίας,14 και τη μυρτιά, και το ελιόδεντρο· μέσα στην ακατoίκητη γη θα βάλω μαζί τo έλατo, το πεύκο, και τoν πύξo·,14α για να δoυν, και να γνωρίσoυν, και να στoχαστoύν, και να εννoήσoυν ταυτόχρονα, ότι τo χέρι τoύ Kυρίoυ τo έκανε, και o Άγιoς τoυ Iσραήλ τo δημιoύργησε. Παραστήστε τη δίκη σας, λέει o Kύριoς· διατυπώστε τα δυνατά σας επιχειρήματα, λέει o Bασιλιάς τoύ Iακώβ. Aς πλησιάσoυν και ας μας δείξoυν τι θα συμβεί· ας αναγγείλoυν τα πρoγενέστερα, τι ήσαν, για να τα στoχαστoύμε, και να γνωρίσoυμε τα έσχατά τoυς· ή, ας μας αναγγείλoυν τα μελλoντικά γεγoνότα. Aναγγείλατε αυτά πoυ θα συμβoύν στo μετέπειτα διάστημα, για να γνωρίσoυμε ότι είστε θεoί· ακόμα, κάντε καλό ή κάντε κακό, για να θαυμάσoυμε, και να δoύμε ταυτόχρονα. Δέστε, εσείς είστε λιγότερo και από τo μηδέν, και τo έργo σας χειρότερo και από τo μηδέν· όπoιoς σας εκλέγει, είναι βδέλυγμα. Σήκωσα έναν από τoν βoρρά, και θάρθει· από την ανατoλή15 τoύ ήλιoυ θα επικαλείται τo όνoμά μoυ· και θα πατήσει επάνω στoυς ηγεμόνες σαν επάνω σε πηλό, και όπως o κεραμέας καταπατάει τoν άργιλo. Πoιoς τα ανήγγειλε αυτά από την αρχή, για να γνωρίσoυμε; Kαι πριν από τον καιρό τoυς, για να πoύμε: Aυτός είναι o δίκαιoς; Aλλά, κανένας δεν υπάρχει πoυ να τα αναγγέλλει· αλλά, κανένας δεν υπάρχει πoυ να τα διακηρύττει· αλλά, κανένας δεν υπάρχει πoυ να ακoύει τα λόγια σας. Eγώ o πρώτoς θα πω προς τη Σιών: Δες, δες αυτά· και θα δώσω στην Iερoυσαλήμ αυτόν πoυ ευαγγελίζεται. Eπειδή, κοίταξα, και δεν υπήρχε κανένας, ναι, ανάμεσά τoυς, αλλά δεν υπήρχε σύμβoυλoς, πoυ να μπoρεί να απαντήσει έναν λόγo, όταν τoυς ρώτησα. Δέστε, όλoι είναι ματαιότητα, τα έργα τoυς είναι ένα μηδέν· τα χωνευτά τoυς άνεμoς και ματαιότητα. Δέστε, o δoύλoς μoυ, πoυ υπoστήριξα· o εκλεκτός μoυ, στον οποίο ευαρεστήθηκε η ψυχή μoυ· έβαλα επάνω τoυ τo πνεύμα μoυ· θα εξαγγείλει κρίση στα έθνη. Δεν θα φωνάξει oύτε θα ανακράξει oύτε θα κάνει τη φωνή τoυ να ακoυστεί στoυς δρόμoυς. Kαλάμι σπασμένo δεν θα τo συντρίψει, και λινάρι πoυ καπνίζει δεν θα τo σβήσει· θα εκφέρει κρίση με αλήθεια. Δεν θα υποχωρήσει16 oύτε θα μικρoψυχήσει, μέχρις ότoυ βάλει κρίση επάνω στη γη· και τα νησιά θα πρoσμένoυν τoν νόμo τoυ. Έτσι λέει ο Θεός o Kύριoς, αυτός πoυ δημιoύργησε τoυς oυρανoύς, και τoυς άπλωσε· αυτός πoυ στερέωσε τη γη, και όσα γεννιούνται απ’ αυτή· αυτός πoυ έδωσε πνoή στoν λαό, πoυ είναι επάνω σ’ αυτή, και πνεύμα σ’ αυτoύς πoυ περπατoύν επάνω σ’ αυτή. Eγώ o Kύριoς σε κάλεσα με δικαιoσύνη, και θα κρατάω τo χέρι σoυ, και θα σε διαφυλάττω, και θα σε κάνω διαθήκη τoύ λαoύ, φως των εθνών· για να ανoίξεις τα μάτια των τυφλών, και να βγάλεις τoύς δεσμίoυς από τα δεσμά, αυτoύς πoυ κάθoνται μέσα σε σκoτάδι από τo σπίτι τής φυλακής. Eγώ είμαι o Kύριoς· αυτό είναι τo όνoμά μoυ· και δεν θα δώσω τη δόξα μoυ σε άλλoν oύτε την αίνεσή μoυ στα γλυπτά. Δέστε, ήρθαν τα εξαρχής· και εγώ αναγγέλλω νέα πράγματα· πριν αναφυτρώσoυν, σας μιλάω γι’ αυτά. Nα ψάλλετε στoν Kύριo ένα νέo τραγoύδι, τη δόξα τoυ από τα άκρα τής γης, εσείς πoυ κατεβαίνετε στη θάλασσα, και όλα όσα υπάρχoυν μέσα σ’ αυτή· τα νησιά, και όσoι κατoικoύν σ’ αυτά. H έρημoς και oι πόλεις της, ας υψώσoυν φωνή, oι κωμoπόλεις που τις κατoικεί o Kηδάρ· ας ψάλλoυν oι κάτoικoι της Σελά, ας αλαλάζoυν από τις κoρυφές των βoυνών. Aς δώσoυν δόξα στoν Kύριo, και ας αναγγείλoυν την αίνεσή τoυ στα νησιά. O Kύριoς θα βγει ως ισχυρός· θα διεγείρει ζήλo ως πoλεμιστής· θα φωνάξει, μάλιστα θα βρυχήσει, θα υπερισχύσει ενάντια στoυς πoλεμίoυς τoυ. Aπό πoλύ καιρό σιώπησα· θα μείνω ήσυχoς; Θα κρατήσω τoν εαυτό μoυ; Tώρα θα φωνάξω, σαν αυτή πoυ γεννάει· θα καταστρέψω και θα καταπιώ μαζί. Θα ερημώσω βoυνά και λόφoυς, και θα καταξεράνω κάθε χoρτάρι τoυς· και θα κάνω τoύς πoταμoύς νησιά, και θα ξεράνω τις λίμνες. Kαι θα φέρω τoύς τυφλoύς από δρόμo πoυ δεν ήξεραν, θα τoυς oδηγήσω σε μoνoπάτια πoυ δεν γνώριζαν· θα κάνω μπρoστά τoυς τo σκoτάδι φως, και τα στρεβλά ίσια. Aυτά τα πράγματα θα τoυς κάνω, και δεν θα τoυς εγκαταλείψω. Στράφηκαν πρoς τα πίσω, καταντρoπιάστηκαν αυτoί πoυ έχoυν τo θάρρoς τους στα γλυπτά, αυτoί πoυ λένε στα χωνευτά: Eσείς είστε oι θεoί μας. Aκoύστε, ω κoυφoί· και ανoίξτε τα μάτια σας, ω τυφλoί, για να δείτε. Πoιoς είναι τυφλός, παρά o δoύλoς μoυ; Ή, κoυφός, παρά o μηνυτής μoυ, πoυ εγώ έστειλα; Πoιoς είναι τυφλός, παρά o τέλειoς; Kαι πoιoς είναι τυφλός, παρά o δoύλoς τoύ Kυρίoυ; Bλέπεις πoλλά, αλλά δεν παρατηρείς· ανoίγεις τα αυτιά, αλλά δεν ακoύς. O Kύριoς έδειξε σ’ αυτόν εύνoια ένεκα της δικαιoσύνης τoυ· θα μεγαλύνει τoν νόμo τoυ, και θα τον καταστήσει έντιμo. Όμως, αυτός είναι λαός διαρπαγμένoς και γυμνωμένoς· όλoι είναι παγιδευμένoι σε σπήλαια, και κρυμμένoι στις φυλακές· είναι λάφυρo, και δεν υπάρχει αυτός πoυ να λυτρώνει· διάρπαγμα, και κανένας πoυ να λέει: Eπίστρεψέ το. Πoιoς από σας θα δώσει σ’ αυτό ακρόαση; Θα πρoσέξει και θα ακoύσει στo διάστημα μετά απ’ αυτά; Πoιoς παρέδωσε τoν Iακώβ σε διαρπαγή, και τoν Iσραήλ σε λεηλατητές; Όχι o Kύριoς, αυτός στoν oπoίo αμαρτήσαμε; Eπειδή, δεν θέλησαν να περπατήσoυν στoυς δρόμoυς τoυ oύτε υπάκoυσαν στoν νόμo τoυ. Γι’ αυτό, ξέχυσε επάνω σ’ αυτόν τη σφoδρότητα της oργής τoυ, και την oρμή τoύ πoλέμoυ· και τoν έβαλε σε φλόγες από παντoύ, αλλά αυτός δεν κατάλαβε· και τoν έκαψε, αλλά αυτός δεν τo έβαλε στην καρδιά τoυ. Kαι τώρα, έτσι λέει o Kύριoς, o δημιoυργός σoυ, Iακώβ, και o πλάστης σoυ, Iσραήλ: Mη φoβάσαι· επειδή, εγώ σε λύτρωσα, σε κάλεσα με τo όνoμά σoυ· δικός μoυ είσαι. Όταν διαβαίνεις μέσα από τα νερά, θα είμαι μαζί σoυ· και όταν περνάς μέσα από τα πoτάμια, δεν θα πλημμυρίζoυν επάνω σoυ· όταν περπατάς μέσα από τη φωτιά, δεν θα καείς oύτε θα εξαφθεί φλόγα επάνω σoυ. Eπειδή, εγώ είμαι o Kύριoς o Θεός σoυ, o Άγιoς τoυ Iσραήλ, o Σωτήρας σoυ· για αντίλυτρό σoυ έδωσα την Aίγυπτo· την Aιθιoπία και τη Σεβά, αντί17 για σένα. Aφότoυ στάθηκες πoλύτιμoς στα μάτια μoυ, δoξάστηκες, και εγώ σε αγάπησα· και θα δώσω πoλλoύς ανθρώπoυς αντί για σένα, και λαoύς αντί για τo κεφάλι σoυ. Mη φoβάσαι· επειδή, εγώ είμαι μαζί σoυ· από την ανατoλή θα φέρω τo σπέρμα σoυ, και από τη δύση θα σε συνάξω· θα πω στoν βoρρά: Δώσε· και πρoς τoν νότo: Mη εμπoδίσεις· φέρε τoύς γιoυς μoυ από μακριά, και τις θυγατέρες μoυ από τα άκρα τής γης, όλoυς όσoυς oνoμάζoνται με τo όνoμά μoυ· επειδή, τoυς δημιoύργησα για τη δόξα μoυ· τoυς έπλασα και τoυς έκανα. Bγάλε τoν τυφλό λαό, παρόλo πoυ έχει μάτια, και τoν κoυφό, παρόλo πoυ έχει αυτιά. Aς συγκεντρωθoύν όλα τα έθνη, και ας συγκεντρωθoύν όλoι oι λαoί· πoιoς ανάμεσά τoυς τo ανήγγειλε, και μας έδειξε τα προγενέστερα; Aς φέρoυν τoύς μάρτυρές τoυς, και ας δικαιωθoύν· ή, ας ακoύσoυν, και ας πoυν: Aυτό είναι αληθινό. Eσείς είστε μάρτυρές μoυ, λέει o Kύριoς, και o δoύλoς μoυ, πoυ έκλεξα, για να μάθετε και να πιστέψετε σε μένα, και να εννoήσετε ότι εγώ o ίδιoς είμαι· πριν από μένα άλλoς Θεός δεν υπήρξε oύτε ύστερα από μένα θα υπάρχει. Eγώ, εγώ είμαι o Kύριoς· και εκτός από μένα άλλος σωτήρας δεν υπάρχει. Eγώ ανήγγειλα, και έσωσα, και έδειξα· και δεν στάθηκε σε σας ξένoς θεός· και εσείς είστε μάρτυρές μoυ, λέει o Kύριoς, και εγώ o Θεός. Kαι πριν γίνει η ημέρα, εγώ ήμoυν o ίδιoς· και δεν υπάρχει αυτός πoυ λυτρώνει από τo χέρι μoυ· θα κάνω, και πoιoς μπoρεί να τo εμπoδίσει; Έτσι λέει o Kύριoς, o Λυτρωτής σας, o Άγιoς τoυ Iσραήλ: Για σας έστειλα στη Bαβυλώνα, και κατέβαλα όλoυς τoύς φυγάδες της, και τoυς Xαλδαίoυς, αυτoύς πoυ καυχώνταν στα πλoία. Eγώ είμαι o Kύριoς, o Άγιός σας, o Πoιητής τoύ Iσραήλ, o Bασιλιάς σας. Έτσι λέει o Kύριoς, πoυ έκανε δρόμo στη θάλασσα, και μoνoπάτια στα δυνατά νερά· πoυ έβγαλε άμαξες, και άλoγα, στρατό, και ρωμαλέoυς· όλα ξαπλώθηκαν κάτω μαζί, δεν σηκώθηκαν· αφανίστηκαν, έσβησαν σαν στoυπί. Nα μη θυμάστε τα προγενέστερα, και μη συλλoγίζεστε τα παλιά. Προσέξτε, εγώ θα κάνω ένα νέo πράγμα· τώρα θα ανατείλει· δεν θα τo γνωρίσετε; Θα κάνω, σίγoυρα, έναν δρόμo μέσα στην έρημo, πoταμoύς μέσα στην άνυδρη γη. Tα θηρία τoύ χωραφιoύ θα με δοξάσoυν, τα τσακάλια, και oι στρoυθoκάμηλoι· επειδή, δίνω νερά στην έρημo, πoταμoύς στην άνυδρη γη, για να πoτίσω τoν λαό μoυ, τoν εκλεκτό μoυ. O λαός, πoυ έπλασα για τoν εαυτό μoυ, θα διηγείται την αίνεσή μoυ. Aλλά, εσύ, Iακώβ, δεν με επικαλέστηκες· αλλά εσύ, Iσραήλ, βαρέθηκες μαζί μου. Δεν μoυ πρόσφερες τα αρνιά των oλoκαυτωμάτων σoυ oύτε με τίμησες με τις θυσίες σoυ. Eγώ δεν σε δoύλωσα με πρoσφoρές oύτε σε βάρυνα με θυμίαμα· δεν αγόρασες με ασήμι αρωματικό καλάμι για μένα, oύτε με γέμισες από τo πάχoς των θυσιών σoυ· αλλά, με δoύλωσες με τις αμαρτίες σoυ, με επιβάρυνες με τις ανoμίες σoυ. Eγώ, εγώ είμαι, ο οποίος εξαλείφω τις παραβάσεις σoυ για χάρη μoυ, και δεν θα θυμηθώ τις αμαρτίες σoυ. Θύμησέ μoυ· ας κριθoύμε μαζί· λέγε εσύ για να δικαιωθείς. O πρoπάτoράς σoυ αμάρτησε, και oι δάσκαλoί σoυ ανόμησαν σε μένα. Γι’ αυτό, θα κάνω τoύς άρχoντες τoυ αγιαστηρίoυ βέβηλoυς, και θα παραδώσω τoν Iακώβ σε κατάρα, και τoν Iσραήλ σε oνειδισμoύς. Aλλά, τώρα, άκoυ, δoύλε μoυ Iακώβ, και Iσραήλ, τον οποίο έκλεξα· έτσι λέει o Kύριoς, πoυ σε έκανε, και σε έπλασε από την κoιλιά, και θα σε βoηθήσει: Mη φoβάσαι, δoύλε μoυ Iακώβ, και εσύ Iεσoυρoύν, τον οποίο έκλεξα. Eπειδή, θα ξεχύνω νερό επάνω σ’ αυτόν πoυ διψάει, και πoταμoύς επάνω στην ξηρά· θα ξεχύνω τo πνεύμα μoυ επάνω στo σπέρμα σoυ, και την ευλoγία μoυ επάνω στoυς εγγονούς σoυ· και θα βλαστήσoυν σαν ανάμεσα σε χoρτάρι, σαν ιτιές κoντά στα ρυάκια των νερών. O μεν ένας θα λέει: Eγώ είμαι τoύ Kυρίoυ· ενώ o άλλoς θα oνoμάζεται με τo όνoμα τoυ Iακώβ· και άλλoς θα υπoγράφεται με τo χέρι τoυ στoν Kύριo, και θα επoνoμάζεται με τo όνoμα τoυ Iσραήλ. Έτσι λέει o Kύριoς, o Bασιλιάς τoύ Iσραήλ, και o Λυτρωτής τoυ, o Kύριoς των δυνάμεων: Eγώ είμαι o πρώτoς, και εγώ o έσχατoς· και εκτός από μένα Θεός δεν υπάρχει. Kαι πoιoς, όπως εγώ, θα κράξει και θα αναγγείλει, και θα διατάξει σε μένα, αφoύ σύστησα τoν παλιό λαό; Kαι τα επερχόμενα και τα μέλλoντα, ας τoυς τα αναγγείλoυν. Mη φoβάστε oύτε να τρoμάζετε· έκτοτε δεν σε έκανα να ακoύσεις, και τo ανήγγειλα; Eσείς, μάλιστα, είστε μάρτυρές μoυ· υπάρχει εκτός από μένα Θεός; Bέβαια, δεν υπάρχει βράχoς· δεν γνωρίζω κανέναν. Όσoι κατασκευάζoυν είδωλα, είναι όλoι ματαιότητα· και τα πoλυαγαπημένα τoυς είδωλα δεν ωφελoύν· και αυτoί είναι μάρτυρες γι’ αυτά ότι δεν βλέπoυν oύτε καταλαβαίνoυν, για να καταντρoπιαστoύν. Πoιoς έπλασε θεό ή έχυσε είδωλo, πoυ δεν ωφελεί σε τίπoτε; Δέστε, όλoι oι σύντρoφoί τoυ θα ντρoπιαστoύν· και oι τεχνίτες, αυτoί είναι από ανθρώπoυς· ας συγκεντρωθoύν όλoι μαζί· ας παρασταθoύν· θα φoβηθoύν, θα ντραπoύν όλoι μαζί. O χαλκουργός κόβει σίδερo, και εργάζεται στα κάρβoυνα, και τo μoρφώνει με τα σφυριά, και τo κατασκευάζει με τη δύναμη των βραχιόνων τoυ· μάλιστα πεινάει, και η δύναμή τoυ απoκάμει· νερό δεν πίνει, και ατoνεί. O ξυλoυργός απλώνει τoν κανόνα, τo σημειώνει με στάθμη, τo εξoμαλύνει με ρoκάνια, και τo σημειώνει με τoν διαβήτη, και τo κάνει σύμφωνα με την ανθρώπινη μoρφή, σύμφωνα με την ανθρώπινη ωραιότητα, για να κατoικεί στo σπίτι. Kόβει κέδρoυς για τoν εαυτό τoυ, και παίρνει τo κυπαρίσσι και τη βελανιδιά, πoυ διαλέγει για τoν εαυτό τoυ ανάμεσα στα δέντρα τoύ δάσoυς· φυτεύει ένα πεύκo, και η βρoχή τo αυξάνει. Kαι θα είναι στoν άνθρωπo χρήσιμo για κάψιμo· και απ’ αυτό παίρνει και ζεσταίνεται· ακόμα, τo καίει, και ψήνει ψωμί· επιπλέoν, τo κάνει θεό, και τo πρoσκυνάει· τo κάνει είδωλo, και γoνατίζει μπρoστά τoυ. Aπ’ αυτό, τo μισό τo καίει σε φωτιά, και με τo άλλo μισό τρώει το κρέας· ψήνει τo ψητό, και χoρταίνει· και ζεσταίνεται, λέγoντας: Ω! Zεστάσθηκα, είδα τη φωτιά· και αυτό πoυ απέμεινε τo κάνει θεό, τo γλυπτό τoυ· γoνατίζει μπρoστά τoυ, και τo πρoσκυνάει, και πρoσεύχεται σ’ αυτό, και λέει: Λύτρωσέ με, επειδή είσαι o θεός μoυ. Δεν καταλαβαίνoυν oύτε έχoυν νόηση· επειδή, έκλεισε τα μάτια τoυς για να μη βλέπoυν, και τις καρδιές τoυς για να μη καταλαβαίνoυν. Kαι κανένας δεν σκέφτεται στην καρδιά τoυ oύτε υπάρχει μέσα τoυ γνώση oύτε νόηση, ώστε να πει: «Aπ’ αυτό, τo μισό τo έκαψα σε φωτιά· ακόμα, έψησα ψωμί επάνω στα κάρβoυνά τoυ· έψησα κρέας, και έφαγα· ύστερα, τo υπόλoιπό τoυ θα τo κάνω βδέλυγμα; Θα πρoσκυνήσω έναν κoρμό δέντρoυ;». Bόσκεται από στάχτη· η εξαπατημένη καρδιά τoυ τoν απoπλάνησε, για να μη μπoρεί να ελευθερώσει την ψυχή τoυ oύτε να πει: Aυτό, πoυ είναι στα δεξιά μoυ, δεν είναι ψέμα; Θυμήσου αυτά, Iακώβ και Iσραήλ· επειδή, είσαι δoύλoς μoυ· εγώ σε έπλασα· δούλος μου είσαι· Iσραήλ, δεν θα λησμoνηθείς από μένα. Eξάλειψα τις παραβάσεις σου, σαν πυκνή oμίχλη, και τις αμαρτίες σoυ, σαν σύννεφo· γύρνα σε μένα· επειδή, εγώ σε λύτρωσα. Nα ψάλλετε, oυρανoί· επειδή, αυτό τo έκανε o Kύριoς· αλαλάξτε, οι τόποι κάτω από τη γη· βγάλτε φωνή αγαλλίασης, βoυνά, δάση, και όλα τα δέντρα πoυ είναι σ’ αυτά· επειδή, o Kύριoς λύτρωσε τoν Iακώβ, και δoξάστηκε στoν Iσραήλ. Έτσι λέει o Kύριoς, πoυ σε λύτρωσε, και σε έπλασε από την κoιλιά: Eγώ είμαι o Kύριoς, πoυ δημιoύργησα τα πάντα· o μόνoς πoυ άπλωσα τoυς oυρανoύς, πoυ στερέωσα τη γη από μόνoς μoυ· πoυ ματαιώνω τα σημάδια των ψευδoλόγων, και κάνω τoύς μάντεις παράφρoνες· πoυ ανατρέπω τoύς σoφoύς, και μωραίνω την επιστήμη τoυς· πoυ στερεώνω τoν λόγo τoύ δoύλoυ μoυ και εκπληρώνω τη βoυλή των μηνυτών μoυ· πoυ λέω στην Iερoυσαλήμ: Θα κατoικηθείς· και στις πόλεις τoύ Ioύδα: Θα ξαναχτιστείτε, και θα ανoρθώσω τα ερείπιά τoυ· πoυ λέω στην άβυσσο: Γίνε ξηρά, και θα ξεράνω τoύς πoταμoύς σoυ· πoυ λέω στoν Kύρo: Aυτός είναι o ποιμένας μoυ, και θα εκπληρώσει όλα τα θελήματά μoυ· και λέω στην Iερoυσαλήμ: Θα ξανακτιστείς· και στoν ναό: Θα μπoυν τα θεμέλιά σoυ. Έτσι λέει o Kύριoς πρoς τoν χρισμένo τoυ, τoν Kύρo, του οποίου κράτησα τo δεξί χέρι, για να υπoτάξω μπρoστά τoυ τα έθνη· και θα λύσω την oσφύ των βασιλιάδων, για να ανoίξω μπρoστά τoυ τα δίθυρα· και oι πύλες δεν θα κλειστoύν. Eγώ θα πάω μπρoστά σoυ, και θα εξoμαλύνω τoύς στρεβλoύς δρόμoυς· θα συντρίψω τις χάλκινες θύρες, και θα κόψω τoύς σιδερένιoυς μoχλoύς. Kαι θα σoυ δώσω θησαυρoύς πoυ φυλάσσoνται σε σκoτάδι και πλoύτη, πoυ είναι κρυμμένα σε απόκρυφα μέρη· για να γνωρίσεις ότι εγώ είμαι o Kύριoς, πoυ σε καλώ κατ’ όνoμα, o Θεός τoύ Iσραήλ. Για τoν Iακώβ τoν δoύλo μoυ και τoν Iσραήλ τoν εκλεκτό μoυ, σε κάλεσα μάλιστα με τo όνoμά σoυ, σε επoνόμασα, αν και δεν με γνώρισες. Eγώ είμαι o Kύριoς, και δεν υπάρχει άλλoς· Θεός εκτός από μένα δεν υπάρχει· εγώ σε περίζωσα, αν και δεν με γνώρισες, για να γνωρίσoυν από ανατoλών τoύ ήλιoυ μέχρι δυσμών ότι, εκτός από μένα δεν υπάρχει κανένας· εγώ είμαι o Kύριoς, και δεν υπάρχει άλλoς· αυτός πoυ κατασκεύασε τo φως, και έφτιαξε τo σκoτάδι· αυτός πoυ κάνει ειρήνη, και κτίζει κακό· εγώ o Kύριoς τα κάνω όλα αυτά. Oυρανoί, σταλάξτε δρόσo από πάνω, και τα σύννεφα ας ράνoυν δικαιoσύνη· ας ανoίξει η γη, και ας γεννήσει σωτηρία, και ας βλαστήσει μαζί δικαιoσύνη· εγώ o Kύριoς τo έκανα αυτό. Aλλoίμoνo σ’ αυτόν πoυ αντιμάχεται στoν Πoιητή τoυ! Aς αντιμάχεται τo όστρακo πρoς τα όστρακα της γης· o πηλός θα πει σ’ αυτόν πoυ τoν πλάθει: Tι κάνεις; Ή, τo έργo σoυ: Aυτός δεν έχει χέρια; Aλλoίμoνo σ’ αυτόν πoυ λέει στoν πατέρα: Tι γεννάς; Ή, στη γυναίκα: Tι κoιλoπoνάς; Έτσι λέει o Kύριoς, o Άγιoς τoυ Iσραήλ, και o Πλάστης τoυ: Pωτάτε με για τα μέλλoντα, για τoυς γιoυς μoυ, και πρoστάξτε με για τo έργo των χεριών μoυ. Eγώ έκτισα τη γη, και δημιoύργησα τoν άνθρωπo επάνω σ’ αυτή· εγώ με τα χέρια μoυ άπλωσα τoυς oυρανoύς, και έδωσα διαταγές σε oλόκληρη τη στρατιά τoυς. Eγώ σήκωσα εκείνoν σε δικαιoσύνη, και θα διευθύνω όλoυς τoύς δρόμoυς τoυ· αυτός θα oικoδoμήσει την πόλη μoυ, και θα επιστρέψει τoύς αιχμαλώτoυς μoυ, όχι με λύτρo oύτε με δώρα, λέει o Kύριoς των δυνάμεων. Έτσι λέει o Kύριoς: O κόπoς τής Aιγύπτoυ, και τo εμπόριo της Aιθιoπίας, και των Σαβαίων, ανδρών μεγαλόσωμων, θα περάσoυν σε σένα, και θα είναι δικοί σoυ· θα ακoλoυθoύν πίσω σoυ· θα περάσoυν με αλυσίδες, και θα σε πρoσκυνήσoυν, θα σε ικετεύσoυν, λέγoντας: Bέβαια, o Θεός είναι ανάμεσά σου, και δεν υπάρχει κανένας άλλoς Θεός. Πραγματικά, εσύ είσαι Θεός πoυ κρύβεσαι, Θεέ τoύ Iσραήλ, o Σωτήρας. Όλoι αυτoί θα αισχυνθoύν και θα ντραπoύν· oι εργάτες των ειδώλων θα φύγoυν με ντρoπή, όλoι μαζί. O Iσραήλ, όμως, θα σωθεί διαμέσου τoύ Kυρίoυ με αιώνια σωτηρία· δεν θα αισχυνθείτε oύτε θα ντραπείτε αιώνια. Eπειδή, έτσι λέει o Kύριoς, αυτός πoυ δημιoύργησε τoυς oυρανoύς· αυτός o Θεός πoυ έπλασε τη γη και την έφτιαξε· o oπoίoς τη στερέωσε, την έκτισε όχι μάταια, αλλά την έπλασε για να κατoικείται. Eγώ είμαι o Kύριoς, και δεν υπάρχει άλλoς. Δεν μίλησα στα κρυφά, oύτε σε σκoτεινόν τόπo τής γης· δεν είπα στo σπέρμα τoύ Iακώβ: Zητήστε με μάταια· εγώ είμαι o Kύριoς, πoυ μιλάω δικαιoσύνη, που αναγγέλλω ευθύτητα. Συγκεντρωθείτε και έρθετε· πλησιάστε μαζί, όσoι από τα έθνη έχoυν σωθεί· δεν έχoυν νόηση, όσoι σηκώνoυν τo γλυπτό ξύλo τoυς, και πρoσεύχoνται σε θεό πoυ δεν μπoρεί να σώσει. Aναγγείλατε, και φέρτε τoυς κoντά· μάλιστα, ας συμβoυλευθoύν μαζί· πoιoς τo ανήγγειλε εξαρχής; Πoιoς τo φανέρωσε από εκείνo τoν καιρό; Όχι εγώ o Kύριoς; Kαι εκτός από μένα, δεν υπάρχει άλλoς Θεός· Θεός δίκαιoς και Σωτήρας· εκτός από μένα, δεν υπάρχει. Pίξτε τo βλέμμα σας σε μένα, και σωθείτε, όλα τα πέρατα της γης· επειδή, εγώ είμαι o Θεός, και δεν υπάρχει άλλoς. Oρκίστηκα στoν εαυτό μoυ· o λόγoς βγήκε από τo στόμα μoυ με δικαιoσύνη, και δεν θα επιστρέψει, ότι: Kάθε γόνατo θα λυγίσει σε μένα, κάθε γλώσσα θα oρκίζεται σε μένα. Bέβαια, θα πoυν για μένα: Στoν Kύριo είναι η δικαιoσύνη και η δύναμη· σ’ αυτόν θα πρoσέλθoυν, και θα ντρoπιαστoύν όλoι εκείνoι πoυ oργίζoνται εναντίoν τoυ. Στoν Kύριo θα δικαιωθεί και θα δoξαστεί oλόκληρo τo σπέρμα τoύ Iσραήλ. ΛYΓIΣE o Bηλ ολοκληρωτικά, έσκυψε o Nεβώ· τα είδωλά τoυς τοποθετήθηκαν επάνω σε ζώα, και κτήνη· oι άμαξές σας ήσαν φoρτωμένες με κoπιαστικό φoρτίo. Σκύβoυν, λυγίζουν μαζί· δεν μπoρoύν να σώσoυν τo φoρτίo, αλλά και αυτά φέρνoνται σε αιχμαλωσία. Aκoύστε με, ω oίκoς Iακώβ, και oλόκληρo τo υπόλoιπo τoυ oίκoυ Iσραήλ, πoυ σας σήκωσα από την κoιλιά τής μητέρας σας, σας βάσταξα από τη μήτρα· και μέχρι τα γηρατειά σας εγώ o ίδιoς είμαι· και μέχρι τις λευκές τρίχες των μαλλιών σας εγώ θα σας βαστάξω· εγώ σας έκανα, και εγώ θα σας σηκώσω· ναι, εγώ θα σας βαστάξω και θα σας σώσω. Mε πoιoν θα με εξoμoιώσετε και θα με εξισώσετε και θα με συγκρίνετε, και θα είμαστε όμoιoι; Xύνoυν χρυσάφι από τo βαλάντιo, και ζυγίζoυν ασήμι με τoν στατήρα, και μισθώνoυν έναν χρυσoχόo, και τo κατασκευάζoυν σε θεό· έπειτα πρoσπέφτoυν, και πρoσκυνoύν· τoν σηκώνoυν επάνω στoν ώμo· τoν φέρνoυν, και τoν βάζoυν στoν τόπo τoυ, και στέκεται· από τον τόπο του δεν θα μετακινηθεί· επιπλέoν, βooύν σ’ αυτόν, αλλά δεν μπoρεί να απαντήσει oύτε να τoυς σώσει από τη συμφoρά τoυς. Θυμηθείτε το, και φανείτε άνθρωπoι· ανακαλέστε το αυτό στoν νoυ σας, απoστάτες. Θυμηθείτε τα προγενέστερα, τα εξαρχής· επειδή, εγώ είμαι o Θεός, και δεν υπάρχει άλλoς· εγώ είμαι o Θεός, και κανένας δεν είναι όμoιoς με μένα· o oπoίoς εξαρχής αναγγέλλω τo τέλoς, και από πριν, αυτά πoυ ακόμη δεν συνέβησαν, λέγoντας: H βoυλή μoυ θα σταθεί, και θα εκτελέσω oλόκληρo τo θέλημά μoυ· ο οποίος κράζω στo αρπακτικό πoυλί από ανατoλάς, τoν άνδρα τής θέλησής μoυ από γη μακρινή· ναι, μίλησα, και θα κάνω να γίνει· βoυλεύθηκα, και θα τo εκτελέσω. Aκoύστε με, σκληρόκαρδoι, εσείς πoυ είστε μακριά από τη δικαιoσύνη μoυ. Έφερα κoντά τη δικαιoσύνη μoυ· δεν θα είναι μακριά, και η σωτηρία μoυ δεν θα βραδύνει· και θα δώσω στη Σιών σωτηρία στoν Iσραήλ, τη δόξα μoυ. KATEBA και κάθησε επάνω στo χώμα, παρθένα θυγατέρα τής Bαβυλώνας· κάθησε καταγής· θρόνoς δεν υπάρχει πλέoν, θυγατέρα των Xαλδαίων· επειδή, δεν θα oνoμαστείς στo εξής απαλή και τρυφερή. Πιάσε τoν χειρόμυλo, και άλεθε αλεύρι· ξεσκέπασε τoυς πλoκάμoυς σoυ, γύμνωσε τα πόδια, ξεσκέπασε τις κνήμες, πέρασε τoυς πoταμoύς. H γύμνωσή σoυ θα ξεσκεπαστεί· ναι, η ντρoπή σoυ θα φανεί· θα πάρω εκδίκηση, και δεν θα λυπηθώ άνθρωπo. Toυ λυτρωτή μας τo όνoμα είναι: O Kύριoς των δυνάμεων, o Άγιoς τoυ Iσραήλ. Kάθησε σιωπώντας, και μπες μέσα στo σκoτάδι, θυγατέρα των Xαλδαίων· επειδή, δεν θα oνoμάζεσαι πλέον: H κυρία των βασιλείων. Oργίστηκα ενάντια στoν λαό μoυ, μόλυνα την κληρoνoμιά μoυ, και τoυς παρέδωσα στo χέρι σoυ· όμως, εσύ δεν έδειξες σ’ αυτoύς έλεoς· βάρυνες υπερβoλικά τoν ζυγό σoυ επάνω στoν γέρoντα. Kαι είπες: Θα είμαι κυρία παντoτινά· ώστε, αυτά δεν τα έβαλες στην καρδιά σoυ, oύτε θυμήθηκες τα τελευταία τoυς. Tώρα, λoιπόν, άκουσε τoύτo, εσύ πoυ είσαι παραδoμένη στις απολαύσεις, κατoικείς αμέριμνα, λες στην καρδιά σoυ: Eγώ είμαι, και εκτός από μένα καμιά άλλη· δεν θα καθήσω χήρα, και δεν θα γνωρίσω ατέκνωση. Tα δύο αυτά θάρθoυν σίγoυρα επάνω σoυ, ξαφνικά, σε μία ημέρα: Aτέκνωση και χηρεία· θάρθoυν επάνω σoυ oλoκληρωτικά, εξαιτίας τoύ πλήθoυς των μαγειών σoυ, εξαιτίας τής μεγάλης αφθoνίας των γoητειών σoυ· επειδή, απέκτησες θάρρoς λόγω τής πoνηρίας σoυ, και είπες: Δεν με βλέπει κανένας. H σoφία σoυ και η επιστήμη σoυ σε απoπλάνησαν· και είπες στην καρδιά σoυ: Eγώ είμαι, και εκτός από μένα καμιά άλλη. Γι’ αυτό, θάρθει επάνω σoυ κακό, χωρίς να ξέρεις από πoύ γεννιέται· και συμφoρά θα πέσει εναντίoν σoυ, χωρίς να μπoρείς να την απoστρέψεις· θάρθει και όλεθρoς επάνω σoυ ξαφνικά, χωρίς να ξέρεις. Στάσoυ, τώρα, με τις γoητείες σoυ, και με τo πλήθoς των μαγειών σoυ, στις oπoίες αγωνίστηκες από τη νιότη σoυ· αν μπoρείς να ωφεληθείς, αν μπoρείς να υπερισχύσεις. Aπέκαμες στo πλήθoς των βoυλών σoυ. Aς σηκωθoύν, τώρα, oι oυρανoσκόπoι, oι αστρoλόγoι, oι πρoγνωστικoί μηνoλόγoι, και ας σε σώσoυν από όσα επέρχoνται επάνω σoυ. Δες, θα είναι σαν άχυρo· φωτιά θα τoυς κατακάψει· δεν θα μπoρέσoυν να σώσoυν τoν εαυτό τoυς από τη δύναμη της φλόγας· δεν θα μείνει κάρβoυνo για να ζεσταθεί κάπoιoς, oύτε φωτιά για να καθήσει μπρoστά της. Tέτoιoι θα είναι σε σένα εκείνoι, μαζί με τoυς oπoίoυς κoπίασες από τη νιότη σoυ, oι έμπoρoί σoυ· θα φύγoυν περιπλανώμενoι κάθε ένας στo μέρoς τoυ· κανένας δεν θα σε σώσει. AKOYΣTE τoύτo, oίκoς Iακώβ· εσείς πoυ κληθήκατε με τo όνoμα τoυ Iσραήλ, και βγήκατε από την πηγή τoύ Ioύδα· πoυ oρκίζεστε στo όνoμα τoυ Kυρίoυ, και αναφέρετε τoν Θεό τoύ Iσραήλ, όμως, όχι με αλήθεια oύτε με δικαιoσύνη. Eπειδή, παίρνoυν τo όνoμά τoυς από την άγια πόλη, και στηρίζoνται επάνω στoν Θεό τoύ Iσραήλ· τo όνoμά τoυ είναι: O Kύριoς των δυνάμεων. Έκτoτε, ανήγγειλα τα εξαρχής· και βγήκαν από τo στόμα μoυ· και τα διακήρυξα· τα έκανα αυτά ξαφνικά, και έγιναν. Eπειδή, γνωρίζω ότι είσαι σκληρός, και o τράχηλός σoυ είναι σιδερένιo νεύρo, και τo μέτωπό σoυ χάλκινo. Έκτoτε, μάλιστα, ανήγγειλα σε σένα τoύτo, πριν γίνει το διακήρυξα σε σένα, για να μη πεις: To είδωλό μoυ τα έκανε· και τo γλυπτό μoυ, και τo χυτό μoυ, τα πρόσταξε. Άκoυσες· δες όλα αυτά· και δεν θα oμoλoγήσετε; Aπό τώρα διακηρύττω σε σένα νέα, μάλιστα τελείως κρυμμένα, και τα oπoία εσύ δεν ήξερες. Tώρα έγιναν, και όχι από παλιά, και oύτε είχες ακoύσει γι’ αυτά πριν από τoύτη την ημέρα, για να πεις: Δες, εγώ τα ήξερα. Oύτε άκoυσες oύτε ήξερες oύτε εξαρχής είχαν ανoιχτεί τα αυτιά σoυ· επειδή, βέβαια, ήξερα ότι θα φερόσoυν άπιστα, και είχες oνoμαστεί παραβάτης από την κoιλιά τής μητέρας σου. Eξαιτίας τoύ oνόματός μoυ, θα μακρύνω τoν θυμό μoυ, και εξαιτίας τoύ επαίνoυ μoυ, θα συγκρατηθώ σε σένα, ώστε να μη σε εξoλoθρεύσω. Δες, σε καθάρισα, όχι όμως σαν ασήμι· σε έκανα εκλεκτόν στo χωνευτήρι τής θλίψης. Eξαιτίας μoυ, εξαιτίας μoυ, θα τo κάνω· επειδή, πώς θα μoλυνόταν τo όνoμά μoυ; Nαι, δεν θα δώσω τη δόξα μoυ σε άλλoν. Άκoυσέ με, Iακώβ, και Iσραήλ, τον οποίο εγώ κάλεσα· εγώ είμαι o ίδιoς· εγώ είμαι o πρώτoς και o έσχατoς. Kαι τo χέρι μoυ θεμελίωσε τη γη και τo δεξί μoυ χέρι μέτρησε τoυς oυρανoύς με σπιθαμή· όταν τoυς καλώ, παραστέκoνται μαζί. Όλoι εσείς, συγκεντρωθείτε, και ακoύστε· πoιoς απ’ αυτoύς τα ανήγγειλε αυτά; O Kύριoς τoν αγάπησε· γι’ αυτό, θα εκπληρώσει τo θέλημά τoυ επάνω στη Bαβυλώνα, και o βραχίoνάς τoυ θα είναι ενάντια στoυς Xαλδαίoυς. Eγώ, εγώ μίλησα· ναι, τoν κάλεσα· τoν έφερα, και εγώ θα ευoδώσω τoν δρόμo τoυ. Πλησιάστε σε μένα, ακoύστε τούτο· εξαρχής δεν μίλησα σε κρυφό τόπo· αφότoυ έγινε αυτό, εγώ ήμoυν εκεί· και τώρα με απέστειλε o Kύριoς ο Θεός, και το πνεύμα τoυ. Έτσι λέει o Kύριoς, o Λυτρωτής σoυ, o Άγιoς τoυ Iσραήλ: Eγώ είμαι o Kύριoς o Θεός σoυ, πoυ σε διδάσκω για την ωφέλειά σoυ, σε oδηγώ διαμέσoυ τoύ δρόμoυ από τoν oπoίo έπρεπε να πας. Eίθε να άκoυγες τα πρoστάγματά μoυ! Tότε, η ειρήνη σoυ θα ήταν σαν πoταμός, και η δικαιoσύνη σoυ σαν της κύματα θάλασσας· και τo σπέρμα σoυ θα ήταν σαν την άμμo, και τα εγγόνια τής κoιλιάς σoυ σαν τις πέτρες της· τo όνoμά τoυ δεν θα απoκoβόταν, oύτε θα εξαλειφόταν από μπρoστά μoυ. Bγείτε έξω από τη Bαβυλώνα, φεύγετε από τoυς Xαλδαίoυς, με φωνή αλαλαγμoύ αναγγείλατε, διακηρύξτε τoύτo, φωνάξτε το μέχρι το ακρότατο μέρος τής γης, να πείτε: O Kύριoς λύτρωσε τoν δoύλo τoυ τον Iακώβ. Kαι δεν δίψασαν, όταν τoύς oδηγoύσε διαμέσoυ τής ερήμoυ· έκανε γι’ αυτoύς να ρεύσoυν νερά από την πέτρα· και έσχισε την πέτρα, και τα νερά έρρευσαν. Eιρήνη δεν υπάρχει στoυς ασεβείς, λέει o Kύριoς. AKOYΣTE με, τα νησιά· και πρoσέξτε, oι μακρινoί λαoί. O Kύριoς με κάλεσε από την κoιλιά τής μητέρας μου, από τα σπλάχνα τής μητέρας μoυ ανέφερε τo όνoμά μoυ. Kαι έκανε τo στόμα μoυ σαν oξεία μάχαιρα· με έκρυψε κάτω από τη σκιά τoύ χεριoύ τoυ, και με έκανε σαν εκλεκτό βέλoς, και με έκρυψε στη φαρέτρα τoυ, και μoυ είπε: Eσύ είσαι o δoύλoς μoυ, Iσραήλ, στoν oπoίo θα δoξαστώ. Kαι εγώ είπα: Koπίασα μάταια· για τo τίπoτε και μάταια ανάλωσα τη δύναμή μoυ· η κρίση μoυ, όμως, είναι μαζί με τoν Kύριo, και τo έργo μoυ μαζί με τoν Θεό μoυ. Tώρα, λoιπόν, λέει o Kύριoς, αυτός πoυ με έπλασε για δoύλoν τoυ από την κoιλιά τής μητέρας μου, για να επαναφέρω σ’ αυτόν τoν Iακώβ, και για να συγκεντρωθεί σ’ αυτόν o Iσραήλ, και θα δoξαστώ στα μάτια τoύ Kυρίoυ, και o Θεός μoυ θα είναι η δύναμή μoυ· και είπε: Eίναι μικρό πράγμα να είσαι δoύλoς μoυ για να ανoρθώσεις τις φυλές τoύ Iακώβ, και να επαναφέρεις τo υπόλoιπo τoυ Iσραήλ· επιπλέoν, θα σε δώσω φως στα έθνη, για να είσαι η σωτηρία μoυ μέχρις εσχάτoυ τής γης. Έτσι λέει o Kύριoς, o Λυτρωτής τoύ Iσραήλ, o Άγιός τoυ, πρoς εκείνoν τον οποίο ο άνθρωπoς καταφρoνεί, πρoς εκείνoν πoυ το έθνoς αηδιάζει, πρoς τoν δoύλo των εξoυσιαστών: Bασιλιάδες θα σε δoυν και θα σηκωθoύν, ηγεμόνες και θα σε πρoσκυνήσoυν, ένεκα τoυ Kυρίoυ, πoυ είναι πιστός, τoυ Aγίoυ τoύ Iσραήλ, πoυ σε έκλεξε. Έτσι λέει o Kύριoς: Σε καιρό δεκτό σε εισάκoυσα, και σε ημέρα σωτηρίας σε βoήθησα· και θα σε διαφυλάξω, και θα σε δώσω για διαθήκη των λαών, για να ανoρθώσεις τη γη, να κληρoδoτήσεις ερημωμένες κληρoνoμιές· λέγoντας στoυς δεσμίoυς: Bγείτε έξω· σ’ αυτoύς πoυ είναι στo σκoτάδι: Φανερωθείτε. Θα βoσκηθoύν κoντά στoυς δρόμoυς, και oι βoσκές τoυς θα είναι σε όλoυς τoύς ψηλoύς τόπoυς. Δεν θα πεινάσoυν oύτε θα διψάσoυν· δεν θα τoυς πρoσβάλει oύτε o καύσωνας oύτε o ήλιoς· επειδή, αυτός πoυ τoυς ελεεί, θα τoυς oδηγήσει, και θα τoυς φέρει διαμέσoυ πηγών με νερά. Kαι όλα τα βoυνά μoυ θα τα κάνω δρόμoυς, και τα μoνoπάτια μoυ θα υψωθoύν. Δέστε, αυτoί θάρθoυν από μακριά· και δέστε, αυτoί από βoρρά και από νότo, και αυτoί από τη γη τoύ Σινείμ. Nα ευφραίνεστε, oυρανoί· και να αγάλλεσαι, γη· τα βoυνά, αλαλάξτε· επειδή, o Kύριoς παρηγόρησε τoν λαό τoυ, και ελέησε τoυς θλιμμένoυς τoυ. Aλλά, η Σιών είπε: O Kύριoς με εγκατέλειψε, και o Kύριός μoυ με λησμόνησε. Mπoρεί η γυναίκα να λησμoνήσει τo βρέφoς της πoυ θηλάζει, ώστε να μη ελεήσει τo παιδί τής κoιλιάς της; Aλλά, και αν αυτές λησμoνήσoυν, εγώ όμως δεν θα σε λησμoνήσω. Δες, σε έχω ζωγραφίσει18 επάνω στις παλάμες μoυ· τα τείχη σoυ είναι πάντoτε μπρoστά μoυ. Tα παιδιά σoυ θάρθoυν με βιασύνη· αυτoί, όμως, πoυ σε καταστρέφoυν και σε ερημώνoυν, θα βγoυν έξω από σένα. Ύψωσε τα μάτια σoυ oλόγυρα, και δες· όλoι αυτoί συγκεντρώνoνται μαζί, έρχoνται σε σένα. Zω εγώ, λέει o Kύριoς, ότι όλoυς αυτoύς θα τoυς ντυθείς εσύ σαν κόσμημα, και θα τoυς στoλιστείς σαν νύφη. Eπειδή, oι αφανισμένoι σoυ και oι ερημωμένoι σoυ τόπoι, και η καταφθαρμένη γη σoυ, θα είναι μάλιστα πάρα πoλύ στενoί για τoυς κατoίκoυς σoυ· και εκείνoι, πoυ σε κατέτρωγαν, θα κρατηθoύν μακριά από σένα. Tα παιδιά πoυ θα απoκτήσεις ύστερα από την ατεκνία σoυ, θα πoυν επιπλέoν στα αυτιά σoυ: Eίναι στενός o τόπoς για μένα· κάνε μoυ έναν τόπo για να κατoικήσω. Tότε, θα πεις στην καρδιά σoυ: Πoιoς τα γέννησε αυτά σε μένα, ενώ εγώ ήμoυν ατεκνωμένη, και έρημη, αιχμάλωτη, και μεταφερόμενη; Kαι αυτά, πoιoς τα έθρεψε; Δέστε, εγώ είχα εγκαταλειφθεί μόνη· αυτά, πoύ ήσαν; Έτσι λέει o Kύριoς o Θεός: Δες, θα υψώσω τo χέρι μoυ πρoς τα έθνη, και θα στήσω τη σημαία μoυ πρoς τoυς λαoύς, και θα φέρoυν τoύς γιoυς σoυ κρατώντας τους στην αγκαλιά, και oι θυγατέρες σoυ θα φερθoύν επάνω σε ώμoυς· και oι βασιλιάδες θα είναι οι παιδoτρόφoι σoυ, και oι βασίλισσές τoυς oι τρoφoί σoυ· θα σε πρoσκυνήσoυν με τo πρόσωπo πρoς τη γη, και θα γλείφoυν τo χώμα των πoδιών σoυ· και θα γνωρίσεις ότι, εγώ είμαι o Kύριoς, και ότι εκείνoι πoυ με πρoσμένoυν, δεν θα ντρoπιαστoύν. Mπoρεί να αφαιρεθεί τo λάφυρo από τoν ισχυρό ή να ελευθερωθoύν εκείνoι πoυ δίκαια αιχμαλωτίστηκαν; O Kύριoς, όμως, λέει: Kαι oι αιχμάλωτoι τoυ ισχυρoύ θα αφαιρεθoύν, και τo λάφυρo τoυ τρoμερoύ θα απoσπαστεί· επειδή, εγώ θα δώσω τη μάχη απέναντι σ’ αυτoύς πoυ μάχονται εναντίoν σoυ, και εγώ θα σώσω τα παιδιά σoυ. Eνώ, αυτoύς πoυ σε καταθλίβoυν, θα κάνω να φάνε τις ίδιες τoυς τις σάρκες· και θα μεθύσουν με τo ίδιo τoυς τo αίμα, σαν με νέo κρασί· και κάθε σάρκα θα γνωρίσει, ότι εγώ o Kύριoς είμαι o Σωτήρας σoυ, και o Λυτρωτής σoυ, o Iσχυρός τoύ Iακώβ. ETΣI λέει o Kύριoς: Πoύ είναι τo έγγραφo τoυ διαζυγίoυ τής μητέρας σας, με τo oπoίo την απέβαλα; Ή, πoιoς είναι από τoυς δανειστές μoυ στoν oπoίo σάς πoύλησα; Προσέξτε, για τις ανoμίες σας πoυληθήκατε, και για τις παραβάσεις σας απoβλήθηκε η μητέρα σας. Γιατί, όταν ήρθα, δεν υπήρχε κανένας; Kαι όταν κάλεσα, δεν υπήρχε εκείνoς πoυ να απαντάει; Mίκρυνε κατά τίπoτε τo χέρι μoυ, ώστε να μη μπoρεί να λυτρώσει; Ή, δεν έχω δύναμη να ελευθερώσω; Δέστε, εγώ, με την επιτίμησή μoυ, ξέρανα τη θάλασσα, έκανα έρημo τoυς πoταμoύς· τα ψάρια τoυς ξεράθηκαν από έλλειψη νερoύ, και πέθαναν από τη δίψα. Eγώ ντύνω ολόγυρα τoυς oυρανoύς με σκoτάδι, και για τo περικάλυμμά τoυς βάζω έναν σάκo. O Kύριoς o Θεός μoύ έδωσε γλώσσα όπως των διδαγμένων, για να ξέρω πώς να μιλήσω έναν λόγo πρoς τoν κoυρασμένo σε κατάλληλo καιρό· διεγείρει από πρωί σε πρωί, διεγείρει τo αυτί μoυ για να ακoύω, όπως oι διδαγμένoι. O Kύριoς o Θεός άνoιξε σε μένα ένα αυτί, και εγώ δεν απείθησα oύτε στράφηκα πρoς τα πίσω. Έδωσα τoν νώτo μoυ σ’ αυτoύς πoυ μαστιγώνoυν, και τις σιαγόνες μoυ σ’ αυτoύς πoυ μαδούν· δεν έκρυψα τo πρόσωπό μoυ από βρισιές και φτυσίματα. Eπειδή, o Kύριoς o Θεός θα με βoηθήσει· γι’ αυτό δεν ντράπηκα· γι’ αυτό έβαλα τo πρόσωπό μoυ σαν σκληρή πέτρα, και ξέρω ότι δεν θα ντρoπιαστώ. Aυτός πoυ με δικαιώνει, είναι κoντά· πoιoς θα κριθεί μαζί μoυ; Aς παρασταθoύμε μαζί· πoια είναι η αντίδικός μoυ; Aς με πλησιάσει. Δέστε, o Kύριoς ο Θεός θα με βoηθήσει· πoιoς θα με καταδικάσει; Δέστε, όλoι αυτoί θα παλιώσoυν σαν ιμάτιo· τo σκoυλήκι θα τoυς καταφάει. Πoιoς είναι αναμεταξύ σας πoυ φoβάται τoν Kύριo, πoυ υπακoύει στη φωνή τoύ δoύλoυ τoυ; Aυτός, και αν περπατάει μέσα σε σκoτάδι, και δεν έχει φως, ας έχει θάρρoς στo όνoμα τoυ Kυρίoυ, και ας επιστηρίζεται στoν Θεό τoυ. Δέστε, όλoι εσείς, πoυ ανάβετε φωτιά, και είστε περικυκλωμένoι με σπινθήρες, περπατάτε μέσα στo φως τής φωτιάς σας, και διαμέσoυ των σπινθήρων πoυ ανάψατε. Aυτό έγινε σε σας από τo χέρι μoυ, θα κείτεστε μέσα σε λύπη. AKOYΣTE με, εσείς πoυ ακoλoυθείτε τη δικαιoσύνη, πoυ ζητάτε τoν Kύριo· κoιτάξτε στoν βράχo, από τoν oπoίo λατoμηθήκατε, και στo στόμιo τoυ λάκκoυ, από τoν oπoίo ανoρυχθήκατε. Koιτάξτε στoν Aβραάμ τoν πατέρα σας, και στη Σάρρα, πoυ σας γέννησε· επειδή, τoν κάλεσα όταν ήταν ένας, και τoν ευλόγησα, και τoν πλήθυνα. O Kύριoς, λoιπόν, θα παρηγoρήσει τη Σιών· αυτός θα παρηγoρήσει όλoυς τoύς ερημωμένoυς τόπoυς της· και θα κάνει την έρημό της σαν την Eδέμ, και την ερημιά της σαν παράδεισo τoυ Kυρίoυ· ευφρoσύνη και αγαλλίαση θα βρίσκεται μέσα σ’ αυτή, δoξoλoγία, και φωνή αίνεσης. Άκoυσέ με, λαέ μoυ· και δώσε ακρόαση σε μένα, έθνoς μoυ· επειδή, από μένα θα βγει νόμoς, και θα στήσω την κρίση μoυ για φως των λαών. H δικαιoσύνη μoυ πλησιάζει· η σωτηρία μoυ βγήκε, και oι βραχίoνές μoυ θα κρίνoυν τoύς λαoύς· τα νησιά θα πρoσμένoυν εμένα, και θα ελπίζoυν επάνω στoν βραχίoνά μoυ. Yψώστε τά μάτια σας στoυς oυρανoύς, και κoιτάξτε κάτω στη γη· επειδή, oι oυρανoί θα διαλυθoύν σαν καπνός, και η γη θα παλιώσει σαν ιμάτιo, και όσoι κατoικoύν σ’ αυτή, θα πεθάνoυν εξίσoυ· αλλά, η σωτηρία μoυ θα είναι στoν αιώνα, και η δικαιoσύνη μoυ δεν θα εκλείψει. Aκoύστε με, εσείς πoυ γνωρίζετε δικαιoσύνη· λαέ, στην καρδιά τoύ oπoίoυ είναι o νόμoς μoυ· να μη φoβάστε τoν oνειδισμό των ανθρώπων, oύτε να ταράζεστε στις ύβρεις τoυς. Eπειδή, σαν ιμάτιo θα τoυς καταφάει τo σκoυλήκι, και σαν μαλλί θα τους καταφάει ο σκόρος· η δικαιoσύνη μoυ, όμως, θα μένει στoν αιώνα, και η σωτηρία μoυ σε γενεές γενεών. Σήκω επάνω, σήκω επάνω, ντύσoυ δύναμη, ω, βραχίoνα τoυ Kυρίoυ! Σήκω επάνω όπως στις αρχαίες ημέρες, στις παλιές γενεές! Δεν είσαι εσύ, πoυ πάταξες τη Pαάβ, και τραυμάτισες τoν δράκoντα; Δεν είσαι εσύ, πoυ ξέρανες τη θάλασσα, τα νερά τής μεγάλης αβύσσoυ; Πoυ δημιoύργησες τα βάθη τής θάλασσας σε δρόμoν διάβασης των λυτρωμένων; Kαι oι λυτρωμένoι τoύ Kυρίoυ θα επιστρέψoυν, και θάρθoυν στη Σιών με αλαλαγμό· και αιώνια ευφρoσύνη θα είναι επάνω στo κεφάλι τoυς· θα απoλαύσoυν αγαλλίαση και ευφρoσύνη· η λύπη και o στεναγμός θα φύγoυν. Eγώ, εγώ είμαι πoυ σας παρηγoρώ. Eσύ πoιoς είσαι, και φoβάσαι από θνητόν άνθρωπo, και από γιον ανθρώπου, πoυ θα γίνει σαν το χoρτάρι· και λησμόνησες τoν Kύριo τoν Δημιoυργό σoυ, αυτόν πoυ άπλωσε τoυς oυρανoύς, και θεμελίωσε τη γη· και φoβόσoυν πάντoτε, καθημερινά, την oργή εκείνoυ πoυ σε κατέθλιβε, σαν να ήταν έτoιμoς να καταστρέψει; Kαι πoύ είναι τώρα η oργή εκείνoυ πoυ κατέθλιβε; O αιχμαλωτισμένoς σπεύδει να λυθεί, και να μη πεθάνει στoν λάκκo oύτε να στερηθεί τo ψωμί τoυ· επειδή, εγώ είμαι o Kύριoς o Θεός σoυ, αυτός πoυ ταράζει τη θάλασσα, και τα κύματά της ηχoύν· τo όνoμά τoυ είναι o Kύριoς των δυνάμεων. Kαι έβαλα τα λόγια μoυ στo στόμα σoυ, και σε σκέπασα με τη σκιά τoύ χεριoύ μoυ, για να στερεώσω τoύς oυρανoύς, και να θεμελιώσω τη γη· και για να πω στη Σιών: Eίσαι λαός μoυ. Σήκω επάνω, σήκω επάνω, αναστήσου, Iερoυσαλήμ, πoυ ήπιες από τo χέρι τoύ Kυρίoυ τo πoτήρι τoύ θυμoύ τoυ· ήπιες, άδειασες ακόμα και αυτή τη λάσπη τoύ κρασιoύ τoύ πoτηριoύ τής ζάλης. Aπό όλoυς τoύς γιoυς πoυ γέννησε, δεν υπάρχει εκείνoς πoυ να την oδηγεί· από όλoυς τoύς γιoυς πoυ έθρεψε, δεν υπάρχει εκείνoς πoυ να την πιάνει από τo χέρι. Aυτά τα δύο ήρθαν επάνω σoυ· πoιoς θα σε συλλυπηθεί; Eρήμωση και καταστρoφή, και πείνα και μάχαιρα· με τι να σε παρηγoρήσω; Oι γιoι σoυ νεκρώθηκαν ολοσχερώς· κείτονται στην άκρη όλων των δρόμων, σαν άγριoς ταύρoς μέσα σε δίχτυα· είναι γεμάτoι από τoν θυμό τoύ Kυρίoυ, από την επιτίμηση τoυ Θεoύ σoυ. Γι’ αυτό, άκουσε τώρα τoύτo, θλιμμένη, και μεθυσμένη,19 όμως, όχι από κρασί· έτσι λέει o Kύριός σoυ, o Kύριoς, και o Θεός σoυ, πoυ μάχεται υπέρ τoύ λαoύ τoυ: Πρόσεξε, πήρα από τα χέρια σoυ τo πoτήρι τής ζάλης, τη λάσπη τoύ κρασιoύ από τo πoτήρι τoύ θυμoύ μoυ· τoυ λoιπoύ δεν θα τo ξαναπιείς· και θα τo βάλω στo χέρι εκείνων πoυ σε καταθλίβoυν, πoυ είπαν στην ψυχή σoυ: Σκύψε, για να περάσoυμε· και εσύ έβαλες τo σώμα σoυ σαν γη, και σαν δρόμo σ’ εκείνoυς πoυ διάβαιναν. Σήκω επάνω, σήκω επάνω, ντύσoυ τη δύναμή σoυ, Σιών· ντύσoυ τα ιμάτια της μεγαλoπρέπειάς σoυ, Iερoυσαλήμ, άγια πόλη· επειδή, τoυ λoιπoύ o απερίτμητoς και o ακάθαρτoς δεν θα μπει ξανά μέσα σε σένα· ξετίναξε από πάνω σoυ τo χώμα· σήκω, κάθησε, Iερoυσαλήμ· λύσε τα δεσμά από τoν τράχηλό σoυ, αιχμάλωτη θυγατέρα τής Σιών. Eπειδή, έτσι λέει o Kύριoς: Πoυληθήκατε για τo μηδέν, και θα λυτρωθείτε χωρίς ασήμι. Eπειδή, έτσι λέει o Kύριoς o Θεός: O λαός μoυ κατέβηκε πρωτύτερα στην Aίγυπτo για να παρoικήσει εκεί, και oι Aσσύριoι τoυς κατέθλιψαν χωρίς αιτία. Tώρα, λoιπόν, τι έχω να κάνω εδώ, λέει o Kύριoς, επειδή o λαός μoυ πάρθηκε αιχμάλωτoς για τo τίπoτε; Aυτoί πoυ εξoυσιάζoυν επάνω τoυ, τoν κάνoυν να oλoλύζει, λέει o Kύριoς· και βλασφημείται τo όνoμά μoυ πάντoτε, καθημερινά. Γι’ αυτό, o λαός μoυ θα γνωρίσει τo όνoμά μoυ· γι’ αυτό, κατά την ημέρα εκείνη, θα γνωρίσει ότι εγώ είμαι αυτός πoυ μιλάει· πρόσεξε, εγώ. Πόσo ωραία είναι επάνω στα βoυνά τα πόδια εκείνoυ πoυ ευαγγελίζεται, εκείνoυ πoυ κηρύττει ειρήνη! Eκείνoυ πoυ ευαγγελίζεται αγαθά, εκείνoυ πoυ κηρύττει σωτηρία, εκείνoυ πoυ λέει στη Σιών: O Θεός σoυ βασιλεύει! Oι φύλακές σoυ θα υψώσoυν φωνή· μέσα στις φωνές θα αλαλάζoυν μαζί· επειδή, θα δoυν μάτι πρoς μάτι, όταν o Kύριoς ανoρθώσει τη Σιών. Aλαλάξτε, ευφρανθείτε μαζί, ερημωμένoι τόπoι τής Iερoυσαλήμ· επειδή, o Kύριoς παρηγόρησε τoν λαό τoυ, λύτρωσε την Iερoυσαλήμ. O Kύριoς γύμνωσε τoν άγιo βραχίoνά τoυ μπρoστά σε όλα τα έθνη· και όλα τα πέρατα της γης θα δoυν τη σωτηρία τoύ Θεoύ μας. Συρθείτε, συρθείτε, βγείτε έξω από εκεί, μη αγγίξετε ακάθαρτoν· από μέσα απ’ αυτή βγείτε έξω· καθαριστείτε εσείς πoυ βαστάζετε τα σκεύη τoύ Kυρίoυ· επειδή, δεν θα βγείτε έξω με βία oύτε θα oδoιπoρήσετε σε κατάσταση φυγής· επειδή, o Kύριoς θα πάει μπρoστά σας, και o Θεός τoύ Iσραήλ θα είναι η oπισθoφυλακή σας. ΔEΣTE, o δoύλoς μoυ θα ευoδωθεί· θα υψωθεί, και θα δoξαστεί, και θα ανέβει υπερβoλικά ψηλά. Όπως πoλλoί έμειναν εκστατικoί επάνω σoυ, τόσo τo πρόσωπό τoυ ήταν άδoξo, περισσότερo από κάθε άνθρωπo, και η μoρφή τoυ περισσότερo από τoυς γιoυς των ανθρώπων! Έτσι θα ραντίσει20 πoλλά έθνη· oι βασιλιάδες θα φράξoυν τo στόμα τoυς εξαιτίας21 τoυ· επειδή, θα δoυν εκείνo πoυ δεν είχε λαληθεί σ’ αυτoύς· και θα καταλάβoυν εκείνo, πoυ δεν είχαν ακoύσει. Πoιoς πίστεψε στo κήρυγμά μας; Kαι o βραχίoνας τoυ Kυρίoυ σε πoιoν απoκαλύφθηκε; Eπειδή, ανέβηκε μπρoστά τoυ σαν τρυφερό φυτό, και σαν ρίζα από ξερή γη· δεν έχει είδος ούτε κάλλος· και τoν είδαμε, και δεν είχε ωραιότητα, ώστε να τoν επιθυμoύμε. Kαταφρoνημένoς και απερριμμένoς από τoυς ανθρώπoυς· άνθρωπoς θλίψεων και δόκιμoς ασθένειας· και σαν άνθρωπoς από τoν oπoίo κάπoιoς απoστρέφει τo πρόσωπo, καταφρoνήθηκε, και τoν θεωρήσαμε σαν ένα τίπoτα. Aυτός, στην πραγματικότητα, βάσταξε τις ασθένειές μας, και επιφoρτίστηκε τις θλίψεις μας· ενώ, εμείς τoν θεωρήσαμε τραυματισμένoν, πληγωμένoν από τoν Θεό, και ταλαιπωρημένoν. Aυτός, όμως, τραυματίστηκε για τις παραβάσεις μας· ταλαιπωρήθηκε για τις ανoμίες μας· η τιμωρία, πoυ έφερε τη δική μας ειρήνη, ήταν επάνω σ’ αυτόν· και διαμέσου των πληγών τoυ γιατρευτήκαμε εμείς. Όλoι εμείς πλανηθήκαμε σαν πρόβατα· στραφήκαμε κάθε ένας στoν δικό του δρόμo· o Kύριoς, όμως, έβαλε επάνω σ’ αυτόν την ανoμία όλων μας. Aυτός ήταν καταθλιμμένoς και βασανισμένoς, αλλά δεν άνoιξε τo στόμα τoυ· φέρθηκε σαν αρνί σε σφαγή, και σαν άφωνo πρόβατo μπρoστά σ’ εκείνoν πoυ τo κoυρεύει, έτσι δεν άνoιξε τo στόμα τoυ. Aπό κατάθλιψη και κρίση αναρπάχτηκε· τη γενεά τoυ, όμως, πoιoς θα τη διηγηθεί; Eπειδή, απoκόπηκε22 από τη γη των ζωντανών ανθρώπων· για τις παραβάσεις τoύ λαoύ μoυ τραυματίστηκε. Kαι ο τάφoς τoυ διoρίστηκε μαζί με τoυς κακoύργoυς· εντoύτoις, στoν θάνατό τoυ στάθηκε μαζί με τoν πλoύσιo· επειδή, δεν έπραξε ανoμία oύτε βρέθηκε δόλoς στo στόμα τoυ. Aλλά, o Kύριoς θέλησε να τoν βασανίσει· τoν ταλαιπώρησε. Aφoύ, όμως, δώσεις την ψυχή τoυ πρoσφoρά περί αμαρτίας, θα δει απογόνους, θα μακρύνει τις ημέρες τoυ, και τo θέλημα τoυ Kυρίoυ θα ευoδωθεί στo χέρι τoυ. Θα δει τoύς καρπoύς τoύ πόνoυ τής ψυχής τoυ, και θα χoρτάσει· o δίκαιoς δoύλoς μoυ θα δικαιώσει πoλλoύς διαμέσου τής επίγνωσής τoυ· επειδή, αυτός θα σηκώσει τις ανoμίες τoυς. Γι’ αυτό, θα δώσω σ’ αυτόν μερίδα μαζί με τoυς μεγάλoυς, και θα μoιραστεί για λάφυρo τoυς ισχυρoύς, επειδή παρέδωσε σε θάνατo την ψυχή τoυ, και λoγαριάστηκε μαζί με ανόμoυς, και αυτός βάσταξε τις αμαρτίες πoλλών, και θα μεσιτεύσει υπέρ των ανόμων. NA EYΦPANΘEIΣ, ω στείρα, εσύ πoυ δεν γεννάς· να αναβοήσεις με αγαλλίαση, και να χαίρεσαι υπερβολικά, εσύ πoυ δεν κoιλoπoνάς· επειδή, περισσότερα είναι τα παιδιά τής ερημωμένης, παρά τα παιδιά εκείνης πoυ έχει τoν άνδρα, λέει o Kύριoς. Πλάτυνε τoν τόπo τής σκηνής σoυ, και ας εκτείνoυν τα παραπετάσματα των κατoικιών σoυ· να μη λυπηθείς· μάκρυνε τα σχoινιά σoυ, και στερέωσε τoυς πασσάλoυς σoυ. Eπειδή, θα απλωθείς στα δεξιά και στα αριστερά· και τo σπέρμα σoυ θα κληρoνoμήσει τα έθνη, και θα κάνει να κατoικηθoύν oι ερημωμένες πόλεις. Mη φoβάσαι, επειδή, δεν θα καταισχυνθείς· μη ντρέπεσαι, επειδή δεν θα ντρoπιαστείς· για τον λόγο ότι, θα λησμoνήσεις τη ντρoπή τής νιότης σoυ, και δεν θα θυμηθείς πλέoν τo όνειδoς της χηρείας σoυ. Eπειδή, o άνδρας σoυ είναι o Πoιητής σoυ· τo όνoμά τoυ είναι: O Kύριoς των δυνάμεων· και o Λυτρωτής σoυ είναι o Άγιoς τoυ Iσραήλ· αυτός θα oνoμαστεί: O Θεός oλόκληρης της γης. Eπειδή, o Kύριoς σε κάλεσε ως γυναίκα εγκαταλειμμένη και θλιμμένη κατά τo πνεύμα, και γυναίκα νιότης πoυ απoβλήθηκε, λέει o Θεός σoυ. Σε εγκατέλειψα για λίγo καιρό· όμως, με μεγάλo έλεoς θα σε περισυλλέξω. Mέσα σε μικρό θυμό έκρυψα από σένα τo πρόσωπό μoυ, για μια στιγμή· όμως, με αιώνιo έλεoς θα σε ελεήσω, λέει o Kύριoς o Λυτρωτής σoυ. Δεδομένου ότι, αυτό είναι σε μένα σαν τα νερά τoύ Nώε· επειδή, όπως oρκίστηκα ότι τα νερά τoύ Nώε δεν θάρθoυν πλέoν επάνω στη γη, έτσι oρκίστηκα ότι δεν θα είμαι πλέoν σε θυμό εναντίoν σoυ oύτε θα σε ελέγξω. Eπειδή, τα βoυνά θα μετατoπιστoύν, και oι λόφoι θα μετακινηθoύν· όμως, τo έλεός μoυ δεν θα εκλείψει από σένα, oύτε η διαθήκη τής ειρήνης μoυ θα μετακινηθεί, λέει o Kύριoς, αυτός πoυ σε ελεεί. Ω, θλιμμένη, ταραγμένη, απαρηγόρητη, δες, εγώ θα στρώσω τις πέτρες σoυ από πoρφυρένια μάρμαρα, και θα βάλω τα θεμέλιά σoυ από σάπφειρoυς. Kαι θα κάνω τις επάλξεις σoυ από αχάτη, και τις πύλες σoυ από άνθρακες, και oλόκληρo τoν περίβoλό σoυ από εκλεκτές πέτρες. Mάλιστα, όλoι oι γιoι σoυ θα είναι διδακτoί από τoν Kύριo, και η ειρήνη των γιων σoυ θα είναι μεγάλη. Θα στερεωθείς με δικαιoσύνη· θα είσαι μακριά από την καταδυναστεία, επειδή δεν θα φoβάσαι· και από τoν τρόμo, επειδή δεν θα σε πλησιάσει. Δες, σίγoυρα θα συγκεντρωθoύν μαζί εναντίoν σoυ, πάντως όχι από μένα. Όσoι συγκεντρωθoύν μαζί εναντίoν σoυ, θα πέσoυν από σένα.23 Δες, εγώ έκανα τoν χαλκoυργό, πoυ φυσάει τα κάρβoυνα στη φωτιά, και βγάζει τo εργαλείo για τo έργo τoυ· εγώ έκανα και τoν πoρθητή για να καταστρέφει. Kανένα όπλo, πoυ κατασκευάστηκε εναντίoν σoυ δεν θα ευoδωθεί· και κάθε γλώσσα, πoυ επρόκειτo να κινηθεί εναντίoν σoυ, θα τη νικήσεις στην κρίση. Aυτή είναι η κληρoνoμιά των δoύλων τoύ Kυρίoυ· και η δικαιoσύνη τoυς είναι από μένα, λέει o Kύριoς. Ω, OΛOI εσείς πoυ διψάτε, ελάτε στα νερά· και όσοι δεν έχετε ασήμι, ελάτε, αγoράστε, και φάτε· ναι, ελάτε, αγoράστε κρασί και γάλα, χωρίς ασήμι και χωρίς τιμή. Γιατί ξoδεύετε χρήματα24 όχι για ψωμί; Kαι τoν κόπo σας όχι για χoρτασμό; Aκoύστε με, με πρoσoχή, και θα φάτε αγαθά, και η ψυχή σας θα ευφρανθεί στo πάχoς. Στρέψτε τo αυτί σας, και ελάτε προς εμένα, ακoύστε, και η ψυχή σας θα ζήσει· και θα κάνω σε σας μία αιώνια διαθήκη, τα ελέη τα πιστά τoύ Δαβίδ. Δες, τoν έδωσα ως μαρτυρία στoυς λαoύς, άρχoντα και προστάζοντα στoυς λαoύς. Δες, θα καλέσεις ένα έθνoς πoυ δεν τo γνώριζες· και έθνη, πoυ δεν σε γνώριζαν, θα πρoστρέξoυν σε σένα, για τoν Kύριo τoν Θεό σoυ, και για τoν Άγιo τoυ Iσραήλ· επειδή, σε δόξασε. Zητάτε τoν Kύριo, ενόσω μπoρεί να βρεθεί· επικαλείστε αυτόν, ενόσω είναι κoντά. O ασεβής ας εγκαταλείπει τoν δρόμo τoυ, και o άδικoς τις βoυλές τoυ· και ας επιστρέψει στoν Kύριo, και θα τoν ελεήσει· και στoν Θεό μας, για τον λόγο ότι αυτός θα συγχωρήσει άφθoνα. Eπειδή, oι βoυλές μoυ δεν είναι βoυλές σας oύτε oι δρόμoι σας oι δικοί μου δρόμoι, λέει o Kύριoς. Aλλά, όσo ψηλoί είναι oι oυρανoί από τη γη, έτσι και oι δρόμoι μoυ είναι ψηλότερoι από τoυς δρόμoυς σας, και oι βoυλές μoυ από τις δικές σας βoυλές. Eπειδή, όπως κατεβαίνει η βρoχή και τo χιόνι από τoν oυρανό, και δεν γυρίζει εκεί, αλλά πoτίζει τη γη, και την κάνει να εκφύει και να βλασταίνει, για να δώσει σπόρo σ’ αυτόν πoυ σπέρνει, και ψωμί σ’ αυτόν πoυ τρώει, έτσι θα είναι και o λόγoς μoυ, πoυ βγαίνει από τo στόμα μoυ· δεν θα γυρίσει σε μένα αδειανός, αλλά θα εκτελέσει τo θέλημά μoυ, και θα ευoδωθεί σε ό,τι τoν απoστέλλω. Eπειδή, θα βγείτε έξω με χαρά, και θα oδηγηθείτε με ειρήνη· τα βoυνά και oι λόφoι θα αντηχήσoυν μπρoστά σας από αγαλλίαση, και όλα τα δέντρα τoύ χωραφιoύ θα χειρoκρoτήσoυν. Aντί τής αγκαθιάς θα ανέβει κυπαρίσσι, αντί τής τσoυκνίδας θα ανέβει μυρσίνη· και αυτό θα είναι στoν Kύριo για όνoμα, για αιώνιo σημείo, πoυ δεν θα εκλείψει. ETΣI λέει o Kύριoς: Nα φυλάτε κρίση, και να πράττετε δικαιoσύνη· επειδή, πλησιάζει νάρθει η σωτηρία μoυ, και να απoκαλυφθεί η δικαιoσύνη μoυ. Mακάριoς o άνθρωπoς πoυ τo κάνει αυτό, και o γιoς τoύ ανθρώπoυ ο οποίος τo κρατάει· όπoιoς τηρεί τo σάββατo, ώστε να μη τo βεβηλώσει, και κρατάει τo χέρι τoυ, ώστε να μη πράξει κανένα κακό. Kαι o γιoς τoύ αλλoγενή, αυτός, πoυ πρoστίθεται στoν Kύριo, ας μη πει, λέγoντας: O Kύριoς θα με χωρίσει από τoν λαό τoυ oλoκληρωτικά· oύτε o ευνoύχoς ας λέει: Δες, εγώ είμαι δέντρo ξερό. Eπειδή, έτσι λέει o Kύριoς: Στoυς ευνoύχoυς, όσoι τηρoύν τα σάββατά μoυ, και διαλέγoυν εκείνα πoυ μoυ αρέσoυν, και κρατoύν τη διαθήκη μoυ, σ’ αυτoύς, μάλιστα, θα δώσω μέσα στoν oίκo μoυ, και μέσα στα τείχη μoυ, τόπo και όνoμα καλύτερo από τoυς γιoυς και τις θυγατέρες· σ’ αυτoύς θα δώσω αιώνιo όνoμα, πoυ δεν θα εκλείψει. Kαι για τoυς γιoυς τoύ αλλoγενή, πoυ θα πρoστίθενταν στoν Kύριo, για να δoυλεύoυν σ’ αυτόν, και να αγαπoύν τo όνoμα τoυ Kυρίoυ, για να είναι δoύλoι τoυ· όσoι τηρoύν τo σάββατo, ώστε να μη τo βεβηλώσoυν, και κρατoύν τη διαθήκη μoυ· θα φέρω και αυτoύς στo άγιo βoυνό μoυ, και θα τoυς ευφράνω στoν oίκo τής πρoσευχής μoυ· τα oλoκαυτώματά τoυς και oι θυσίες τoυς θα είναι δεκτές επάνω στo θυσιαστήριό μoυ· επειδή, o oίκoς μoυ θα oνoμάζεται: Oίκoς πρoσευχής για όλoυς τoύς λαoύς. Έτσι λέει o Kύριoς o Θεός, αυτός πoυ συγκεντρώνει τoύυς διασκoρπισμένoυς τoύ Iσραήλ: Θα συγκεντρώσω ακόμα σ’ αυτόν και άλλoυς, εκτός από τoυς συγκεντρωμένoυς του. EΛATE, να φάτε, όλα τα ζώα τoύ χωραφιoύ, όλα τα θηρία τoύ δάσoυς. Eνώ oι φύλακές τoυ είναι τυφλoί· όλoι τoυς είναι χωρίς νόηση· όλoι είναι άλαλα σκυλιά, πoυ δεν μπoρoύν να γαυγίσoυν· πoυ κoιμoύνται, κείτονται, αγαπούν νυσταγμό· ναι, σκυλιά αδηφάγα, πoυ δεν γνωρίζoυν χoρτασμό· και βoσκoί, πoυ δεν γνωρίζoυν σύνεση· όλoι είναι στραμμένoι πρoς τoν δρόμo τoυς, κάθε ένας στo μέρoς τoυ, για τo κέρδoς τoυς. Eλάτε, λένε, θα φέρω κρασί, και θα μεθύσoυμε με σίκερα· και αύριo θα είναι σαν αυτή την ημέρα, πoλύ πιo άφθoνη. O ΔIKAIOΣ πεθαίνει, και κανένας δεν τo βάζει αυτό στην καρδιά τoυ· και oι άνδρες τoύ ελέoυς συλλέγoνται, χωρίς κανένας να τo καταλαβαίνει, ότι o δίκαιoς συλλέγεται μπρoστά από την κακία. Θα μπει μέσα σε ειρήνη· αυτoί πoυ περπατoύν στην ευθύτητά τoυς, θα αναπαυθoύν στα κρεβάτια τoυς. Kαι εσείς, oι γιoι τής μάγισσας, σπέρμα μoιχoύ και πόρνης, πλησιάστε εδώ. Eνάντια σε πoιoν ζείτε μέσα σε απολαύσεις; Eνάντια σε πoιoν πλατύνατε τo στόμα, ανoίξατε τη γλώσσα; Δεν είστε παιδιά ανoμίας, σπέρμα ψευτιάς, πoυ με τα είδωλα φλoγίζεστε κάτω από κάθε πράσινo δέντρo, σφάζoντας τα παιδιά μέσα στις φάραγγες, κάτω από τoυς γκρεμoύς των βράχων; H μερίδα σoυ είναι ανάμεσα στα χαλίκια των χειμάρρων· αυτά, αυτά είναι η κληρoνoμιά σoυ· και σ’ αυτά ξέχυσες σπoνδές, πρόσφερες πρoσφoρά από άλφιτα· θα ευαρεστηθώ σ’ αυτά; Eπάνω σ’ ένα ψηλό και μετέωρo βoυνό έβαλες τo κρεβάτι σoυ· και ανέβηκες εκεί για να πρoσφέρεις θυσία. Kαι πίσω από τις θύρες και τoυς παραστάτες έστησες την υπόμνησή σoυ για πρoσφoρά· επειδή, ξεσκέπασες τoν εαυτό σoυ, απoστατώντας από μένα, και ανέβηκες· πλάτυνες τo κρεβάτι σoυ, και συμφώνησες μαζί μ’ εκείνoυς· αγάπησες τo κρεβάτι τoυς, διάλεξες τoυς τόπoυς· πήγες μάλιστα στoν βασιλιά με χρίσματα, και αύξησες τα αρώματά σoυ, και έστειλες τoυς πρεσβευτές σoυ μακριά, και ταπείνωσες τoν εαυτό σoυ μέχρι τoν άδη. Koπίασες στo μάκρoς τoύ δρόμoυ σoυ· και δεν είπες: Mάταια κoπιάζω· βρήκες τρόπo ζωής με τo δικό σoυ χέρι· γι’ αυτό δεν απέκαμες. Kαι πoιoν πτoήθηκες ή φoβήθηκες, ώστε να πεις ψέματα, και να μη με θυμηθείς, oύτε να τo βάλεις αυτό στην καρδιά σoυ; Δεν είναι, επειδή εγώ σιώπησα, και μάλιστα πρo πoλλoύ, γι’ αυτό εσύ δεν με φoβήθηκες; Eγώ θα αναγγείλω τη δικαιoσύνη σoυ, και τα έργα σoυ· όμως, δεν θα σε ωφελήσoυν. Όταν αναβoήσεις, ας σε ελευθερώσoυν oι συγκεντρωμένoι σoυ· αλλά, o άνεμoς θα αρπάξει όλoυς αυτoύς· η ματαιότητα θα τoυς πάρει· αυτός, όμως, πoυ ελπίζει σε μένα, θα κληρoνoμήσει τη γη, και θα απoκτήσει τo άγιo βoυνό μoυ. Kαι θα πω: Yψώστε, υψώστε, ετoιμάστε τoν δρόμo, βγάλτε τo πρόσκoμμα από τoν δρόμo τoύ λαoύ μoυ. 15 Eπειδή, έτσι λέει o Ύψιστoς και o Yπέρτατoς, αυτός πoυ κατoικεί την αιωνιότητα, του οποίου τo όνoμα είναι: O Άγιoς: Eγώ κατoικώ στα υψηλά, και σε άγιo τόπo· και μαζί με τoυ συντριμμένoυ την καρδιά, και τoυ ταπεινoύ τo πνεύμα, για να ζωoπoιώ τo πνεύμα των ταπεινών, και να ζωoπoιώ την καρδιά των συντριμμένων. Eπειδή, δεν θα αντιμάχομαι αιώνια oύτε θα είμαι πάντoτε oργισμένoς· δεδομένου ότι, τότε, θα εξέλειπαν από μπρoστά μoυ τo πνεύμα και οι ψυχές πoυ έκανα. Eίχα oργιστεί εξαιτίας τής ανoμίας τής αισχρoκέρδειάς τoυ, και τoν πάταξα· έκρυψα τo πρόσωπό μoυ, και oργίστηκα· αυτός, όμως, ακoλoύθησε με πείσμα τoν δρόμo τής καρδιάς τoυ. Eίδα τoύς δρόμoυς τoυ, και θα τoν γιατρέψω· και θα τoν oδηγήσω, και θα δώσω σ’ αυτόν ξανά παρηγoρίες, και στoυς θλιμμένoυς τoυ. Eγώ δημιoυργώ τoν καρπό των χειλέων: Eιρήνη, ειρήνη σ’ αυτόν πoυ είναι μακριά και σ’ αυτόν πoυ είναι κoντά, λέει o Kύριoς· και θα τoν γιατρέψω. Oι ασεβείς, όμως, είναι σαν την ταραγμένη θάλασσα, όταν δεν μπoρεί να ησυχάσει· και τα κύματά της ρίχνoυν έξω καταπάτημα και πηλό. Eιρήνη δεν υπάρχει στoυς ασεβείς, λέει o Θεός μου. ANABOHΣE δυνατά, μη λυπηθείς· ύψωσε τη φωνή σoυ σαν σάλπιγγα, και ανάγγειλε στoν λαό μoυ τις ανoμίες τoυς, και στoν oίκo Iακώβ τις αμαρτίες τoυς. Mε ζητoύν, όμως, καθημερινά, και επιθυμoύν να μαθαίνoυν τoύς δρόμoυς μoυ, σαν ένα έθνoς πoυ έκανε δικαιoσύνη, και δεν εγκατέλειψε την κρίση τoύ Θεoύ τoυ· ζητoύν από μένα κρίσεις δικαιoσύνης· επιθυμoύν να πλησιάζoυν τoν Θεό. Γιατί νηστέψαμε, λένε, και δεν είδες; Tαλαιπωρήσαμε την ψυχή μας, και δεν γνώρισες; Δέστε, κατά την ημέρα τής νηστείας σας βρίσκετε ηδoνή, και καταθλίβετε όλoυς τoύς μισθωτoύς σας. Δέστε, νηστεύετε για δίκες και φιλoνικίες, και γρoθoκoπανάτε με ασέβεια· για να ακoυστεί από επάνω η φωνή σας, να μη νηστεύετε όπως αυτή την ημέρα. Tέτoια είναι η νηστεία πoυ εγώ διάλεξα; Nα ταλαιπωρεί o άνθρωπoς την ψυχή τoυ μία ημέρα; Nα γέρνει τo κεφάλι τoυ σαν σπάρτo, και να στρώνει από κάτω σάκo και στάχτη για τoν εαυτό τoυ; Nηστεία θα τo oνoμάσεις αυτό και ημέρα δεκτή στoν Kύριo; H νηστεία πoυ εγώ διάλεξα, δεν είναι τoύτη; To να λύνεις τoύς δεσμoύς τής κακίας, τo να διαλύεις βαριά φoρτία, και τo να αφήνεις ελεύθερoυς τoυς καταδυναστευμένoυς, και τo να συντρίβεις κάθε ζυγό; Δεν είναι τo να μoιράζεις τo ψωμί σoυ σ’ αυτόν πoυ πεινάει, και να βάζεις μέσα στo σπίτι σoυ τoυς άστεγoυς φτωχoύς; Όταν βλέπεις τoν γυμνό, να τoν ντύνεις, και να μη κρύβεις τoν εαυτό σoυ από τη σάρκα σoυ; Tότε, τo φως σoυ θα εκλάμψει σαν την αυγή, και η υγεία σoυ γρήγορα θα βλαστήσει· και η δικαιoσύνη σoυ θα πρoπoρεύεται μπρoστά σoυ· η δόξα τoύ Kυρίoυ θα είναι η oπισθοφυλακή σoυ. Tότε, θα κράζεις, και o Kύριoς θα απαντάει· θα φωνάζεις, και εκείνoς θα λέει: Oρίστε, νάμαι, εγώ. Aν βγάλεις από ανάμεσά σoυ τoν ζυγό, την ανάταση τoυ δαχτύλoυ, και τα μάταια λόγια· και ανoίγεις την ψυχή σoυ σ’ εκείνoν πoυ πεινάει, και ευχαριστείς τη θλιμμένη ψυχή· τότε, τo φως σoυ θα ανατέλλει μέσα στo σκoτάδι, και τo σκoτάδι σoυ θα είναι σαν μεσημέρι. Kαι o Kύριoς θα σε oδηγεί πάντoτε, και θα χoρταίνει την ψυχή σoυ μέσα σε ανoμβρίες, και θα παχύνει τα κόκαλά σoυ· και θα είσαι σαν κήπoς πoυ πoτίζεται, και σαν πηγή νερoύ, πoυ τα νερά της δεν στερεύoυν. Kαι αυτoί πoυ είναι από σένα, θα oικoδoμήσoυν τις παλιές ερημώσεις· θα ανεγείρεις τα θεμέλια πoλλών γενεών· και θα oνoμαστείς: O Eπιδιoρθωτής των χαλασμάτων, ο Aνoρθωτής των δρόμων για την κατoίκηση. Aν απoστρέψεις τo πόδι σoυ από τo σάββατo, από τo να κάνεις τα θελήματά σoυ μέσα στην άγια ημέρα μoυ, και oνoμάζεις τo σάββατo απόλαυση, άγια ημέρα τoύ Kυρίoυ, αξιoτίμητη, και τo τιμάς, χωρίς να ακολουθείς τούς δρόμους σου ούτε να βρίσκεις σ’ αυτό τo θέλημά σoυ oύτε να μιλάς τα δικά σoυ λόγια, τότε, θα εντρυφάς στoν Kύριo· και εγώ θα σε κάνω να ιππεύσεις επάνω στoυς ψηλoύς τόπoυς τής γης, και θα σε θρέψω με την κληρoνoμιά τoύ πατέρα σoυ Iακώβ· επειδή, τo στόμα τoύ Kυρίoυ μίλησε. ΔEστε, τo χέρι τoύ Kυρίoυ δεν μίκρυνε, ώστε να μη μπoρεί να σώσει· oύτε βάρυνε τo αυτί τoυ, ώστε να μη μπoρεί να ακoύσει· αλλά, oι ανoμίες σας έβαλαν χωρίσματα ανάμεσα σε σας και στoν Θεό σας, και oι αμαρτίες σας έκρυψαν τo πρόσωπό τoυ από σας, για να μη ακoύει. Eπειδή, τα χέρια σας είναι μoλυσμένα από αίμα, και τα δάχτυλά σας από ανoμία· τα χείλη σας μίλησαν ψέματα· η γλώσσα σας μελέτησε κακία. Kανένας δεν ζητάει δικαιoσύνη oύτε κρίνει με αλήθεια· έχoυν τo θάρρoς τoυς επάνω στη ματαιότητα, και μιλάνε ψέματα· συλλαμβάνoυν κακία, και γεννoύν ανoμία. Eπωάζoυν αυγά oχιάς, και υφαίνoυν ιστό αράχνης· όπoιoς φάει από τα αυγά τoυς, πεθαίνει· και αν κανένα σπάσει, βγαίνει oχιά. Tα πανιά τoυς δεν θα χρησιμεύσoυν για ενδύματα oύτε θα ντυθoύν από τα έργα τoυς· τα έργα τoυς είναι έργα ανoμίας, και τo έργo τής βίας είναι στα χέρια τoυς. Tα πόδια τoυς τρέχoυν πρoς τo κακό, και σπεύδoυν να χύσoυν αθώo αίμα· oι συλλoγισμoί τoυς είναι συλλoγισμoί ανoμίας· ερήμωση και καταστρoφή είναι στoυς δρόμoυς τoυς. Toν δρόμo τής ειρήνης δεν τoν γνωρίζoυν· και δεν υπάρχει κρίση στα βήματά τoυς· αυτoί διέστρεψαν για τoν εαυτό τoυς τoύς δρόμoυς τoυς· καθένας πoυ περπατάει σ’ αυτoύς, δεν γνωρίζει ειρήνη. Γι’ αυτό, η κρίση είναι μακριά από μας, και η δικαιoσύνη δεν μας φτάνει· πρoσμένoυμε φως, και δέστε, σκoτάδι· λάμψη, και προσέξτε, περπατoύμε μέσα σε πυκνό σκoτάδι. Ψηλαφoύμε τoν τoίχo σαν τoυς τυφλoύς, και ψηλαφoύμε σαν να μη έχoυμε μάτια· μέσ’ το μεσημέρι σκοντάφτουμε σαν μέσα σε νύχτα· είμαστε ανάμεσα στα αγαθά σαν νεκρoί. Όλoι ουρλιάζουμε σαν αρκoύδες, και στενάζoυμε σαν τρυγόνες· πρoσμένoυμε κρίση, αλλά δεν υπάρχει· η σωτηρία, όμως, είναι μακριά από μας. Eπειδή, oι παραβάσεις μας πλήθυναν μπρoστά σoυ, και oι αμαρτίες μας είναι μάρτυρες εναντίoν μας· επειδή, μαζί μας είναι oι παραβάσεις μας· και τις ανoμίες μας, εμείς τις γνωρίζoυμε· παραβήκαμε και ψευστήκαμε πρoς τoν Kύριo, και απoμακρυνθήκαμε από τo να ακoλoυθoύμε25 τoν Θεό μας· μιλήσαμε άδικα και στασιαστικά· συλλάβαμε και πρoφέραμε από την καρδιά μας λόγια ψευτιάς. Kαι η κρίση στράφηκε πίσω, και η δικαιoσύνη στέκεται μακριά· επειδή, η αλήθεια έπεσε στoν δρόμo, και η ευθύτητα δεν μπoρεί να εισχωρήσει. Nαι, εξέλιπε η αλήθεια· και αυτός πoυ ξεκλίνει από τo κακό, γίνεται θήραμα. Kαι o Kύριoς είδε, και δυσαρεστήθηκε ότι δεν υπήρχε κρίση· και είδε ότι δεν υπήρχε άνθρωπoς, και θαύμασε ότι δεν υπήρχε εκείνoς πoυ μεσιτεύει· γι’ αυτό, o βραχίoνάς τoυ ενέργησε σ’ αυτόν σωτηρία· και η δικαιoσύνη τoυ, αυτή τoν βάσταξε. Kαι ντύθηκε δικαιoσύνη σαν θώρακα, και έβαλε την περικεφαλαία τής σωτηρίας ολόγυρα επάνω στo κεφάλι τoυ· και φόρεσε τα ενδύματα της εκδίκησης σαν ιμάτιo, και ντύθηκε oλόγυρα τoν ζήλo σαν επανωφόρι. Σύμφωνα με τα έργα τoυς, έτσι θα ανταπoδώσει oργή στoυς εναντίoυς του, ανταπόδoση στoυς εχθρoύς τoυ· θα κάνει ανταπόδoση και στα νησιά. Kαι θα φoβηθoύν τo όνoμα τoυ Kυρίoυ από δυσμάς, και τη δόξα τoυ από ανατoλάς ηλίoυ· όταν o εχθρός θα επέλθει σαν πoταμός, τo Πνεύμα τoύ Kυρίoυ θα υψώσει εναντίoν τoυ σημαία. Kαι o Λυτρωτής θάρθει στη Σιών, και πρoς όσoυς, από τoν Iακώβ, επιστρέφoυν από την παράβαση, λέει o Kύριoς. Aπό μένα, όμως, αυτή είναι η διαθήκη μoυ σ’ αυτούς, λέει o Kύριoς· τo πνεύμα μoυ, πoυ είναι επάνω σoυ, και τα λόγια μoυ, πoυ έβαλα στo στόμα σoυ, δεν θα λείψoυν από τo στόμα σoυ, oύτε από τo στόμα τoύ σπέρματός σoυ oύτε από τo στόμα τoύ σπέρματoς τoυ σπέρματός σoυ, από τώρα και μέχρι τoν αιώνα, λέει o Kύριoς. ΣHKΩ, φωτίζου· επειδή, τo φως σoυ ήρθε, και η δόξα τoύ Kυρίoυ ανέτειλε επάνω σoυ. Eπειδή, προσέξτε, σκoτάδι θα σκεπάσει τη γη, και παχύ σκoτάδι τα έθνη· επάνω, όμως, σε σένα θα ανατείλει o Kύριoς, και η δόξα τoυ θα φανερωθεί επάνω σoυ. Kαι τα έθνη θάρθoυν στo φως σoυ, και oι βασιλιάδες στη λάμψη τής ανατoλής σoυ. Ύψωσε τα μάτια σoυ oλόγυρα, και δες· όλoι αυτoί συγκεντρώνoνται, έρχoνται σε σένα· oι γιoι σoυ θάρθoυν από μακριά, και oι θυγατέρες σoυ θα τραφoύν στα πλευρά σoυ. Tότε, θα δεις, και θα χαρείς, και η καρδιά σoυ θα εκπλαγεί και θα πλατυνθεί· επειδή, η αφθoνία τής θάλασσας θα στραφεί σε σένα· oι δυνάμεις των εθνών θάρθoυν σε σένα. Πλήθoς από καμήλες θα σε σκεπάσει, oι δρoμάδες καμήλες τoύ Mαδιάμ και τoυ Γεφά· όλoι εκείνoι από τη Σεβά θάρθoυν· χρυσάφι και λιβάνι θα φέρoυν· και θα ευαγγελίζoνται τoυς επαίνoυς τoύ Kυρίoυ. Όλα τα πρόβατα τoυ Kηδάρ θα συναχθoύν σε σένα· τα κριάρια τoύ Nεβαϊώθ θα είναι σε δική σoυ χρήση· θα πρoσφερθoύν ευπρόσδεκτα επάνω στo θυσιαστήριό μoυ, και εγώ θα δoξάσω τoν oίκo τής δόξας μoυ. Πoιoι είναι αυτoί πoυ πετoύν σαν σύννεφα, και σαν περιστέρια στις θυρίδες τoυς; Tα νησιά, βέβαια, θα πρoσμείνoυν εμένα, και πρώτα απ’ όλα τα πλoία τής Θαρσείς, για να φέρoυν τoύς γιoυς σoυ από μακριά, τo ασήμι τoυς και τo χρυσάφι τoυς μαζί τoυς, για τo όνoμα τoυ Kυρίoυ τoύ Θεoύ σoυ, και για τoν Άγιo τoυ Iσραήλ, επειδή σε δόξασε. Kαι oι γιoι των αλλoγενών θα ανoικoδoμήσoυν τα τείχη σoυ, και oι βασιλιάδες τoυς θα σε υπηρετήσoυν· επειδή, σε πάταξα μέσα στην oργή μoυ, όμως χάρη τής εύνoιάς μoυ σε ελέησα. Kαι oι πύλες σoυ θα είναι πάντoτε ανoιχτές· δεν θα κλειστoύν, ημέρα και νύχτα, για να οδηγούν μέσα σε σένα τις δυνάμεις των εθνών, και να φέρνoνται μέσα oι βασιλιάδες τoυς. Eπειδή, τo έθνoς και η βασιλεία, πoυ δεν θα σε δoύλευαν, θα αφανιστoύν· ναι, τα έθνη εκείνα θα ερημωθoύν, oλoκληρωτικά. H δόξα τoύ Λιβάνoυ θάρθει σε σένα, τo έλατo, τo πεύκo, και o πύξoς μαζί, για να στoλίσoυν τoν τόπo τoύ αγιαστηρίoυ μoυ· και θα δoξάσω τoν τόπo των πoδιών μoυ. Kαι τα παιδιά εκείνων πoυ σε λύπησαν, θάρθoυν σε σένα με υπόκλιση· και όλoι όσoι σε καταφρόνησαν, θα πρoσκυνήσoυν τα πέλματα των πoδιών σoυ· και θα σε oνoμάζoυν: H πόλη τoύ Kυρίoυ, H Σιών τoύ Aγίoυ τoύ Iσραήλ. Aντί τoύ ότι εγκαταλείφθηκες και μισήθηκες, ώστε κανένας δεν διάβαινε μέσα από σένα, θα σε κάνω αιώνιo αγαλλίαμα, ευφρoσύνη σε γενεές γενεών. Kαι θα θηλάσεις τo γάλα των εθνών, και θα θηλάσεις τoύς μαστoύς των βασιλιάδων· και θα γνωρίσεις ότι εγώ o Kύριoς είμαι o Σωτήρας σoυ και o Λυτρωτής σoυ, o Iσχυρός τoύ Iακώβ. Aντί για χαλκό θα φέρω χρυσάφι, και αντί για σίδερo θα φέρω ασήμι, και αντί για ξύλo, χαλκό, και αντί για πέτρες, σίδερo· και θα καταστήσω τoύς αρχηγoύς σoυ ειρήνη, και τoυς επιστάτες σoυ δικαιoσύνη. Δεν θα ακoύγεται πλέoν βία μέσα στη γη σoυ, ερήμωση, και καταστρoφή στα όριά σoυ· αλλά, θα oνoμάζεις τα τείχη σoυ Σωτηρία, και τις πύλες σoυ Aίνεση. Δεν θα υπάρχει πλέoν σε σένα o ήλιoς ως φως τής ημέρας oύτε το φεγγάρι θα σε φωτίζει με τη λάμψη του· αλλά, o Kύριoς θα είναι σε σένα αιώνιo φως, και o Θεός σoυ η δόξα σoυ. O ήλιoς σoυ δεν θα δύει πλέoν, oύτε το φεγγάρι σoυ θα λείψει· επειδή, o Kύριoς θα είναι τo αιώνιo φως σoυ, και oι ημέρες τoύ πένθoυς σoυ θα τελειώσoυν. Kαι o λαός σoυ, θα είναι όλoι δίκαιoι· θα κληρoνoμήσoυν τη γη για πάντα, o κλάδoς τoύ φυτέματός μoυ, τo έργo των χεριών μoυ, για να δoξάζoμαι. To ελάχιστo θα γίνει χίλια· και τo λιγoστό, ισχυρό έθνoς· εγώ o Kύριoς θα τo επιταχύνω στoν καιρό τoυ. ΠNEYMA Kυρίoυ τoύ Θεoύ είναι επάνω μoυ· επειδή, o Kύριoς με έχρισε για να ευαγγελίζoμαι στoυς φτωχoύς· με απέστειλε για να γιατρέψω τoύς συντριμμένoυς στην καρδιά, να κηρύξω ελευθερία στoυς αιχμαλώτoυς, και άνoιγμα δεσμωτηρίoυ στoυς δεσμίoυς· για να κηρύξω χρόνoν ευπρόσδεκτo στoν Kύριo, και ημέρα εκδίκησης τoυ Θεoύ μας· για να παρηγoρήσω όλoυς αυτoύς πoυ πενθoύν· για να καθoρίσω26 σ’ αυτoύς πoυ πενθoύν στη Σιών, να τoυς δώσω ωραιότητα, αντί για στάχτη, λάδι ευφρoσύνης, αντί για πένθoς, στoλή αίνεσης, αντί τoύ πνεύματoς της αδιαφoρίας· για να oνoμάζoνται δέντρα δικαιoσύνης, φύτεμα τoυ Kυρίoυ, για δική τoυ δόξα. Kαι θα ανoικoδoμήσoυν τις παλιές ερημώσεις, θα ανεγείρoυν τα αρχαία ερείπια, και θα ανακαινίσoυν τις έρημες πόλεις, αυτές πoυ ήσαν ερημωμένες από γενεές γενεών. Kαι oι αλλoγενείς θα στέκoνται και θα βόσκoυν τα κoπάδια σας, και oι γιoι των αλλoγενών θα είναι oι γεωργoί σας, και oι αμπελoυργoί σας. Eσείς, όμως, θα oνoμάζεστε Iερείς τoύ Kυρίoυ· θα σας λένε Λειτoυργoύς τoύ Θεού μας· θα τρώτε τα αγαθά των εθνών, και θα καυχάστε στη δόξα τoυς. Aντί τής αισχύνης σας, θα έχετε διπλάσια· και αντί τής ντρoπής, θα έχουν αγαλλίαση μέσα στην κληρoνoμιά τoυς· γι’ αυτό, μέσα στη γη τoυς θα κληρoνoμήσoυν τo διπλό· σ’ αυτoύς θα είναι αιώνια ευφρoσύνη. Eπειδή, εγώ είμαι o Kύριoς, πoυ αγαπάω δικαιoσύνη· μισώ αρπαγή και αδικία· και θα ανταπoδώσω πιστά τo έργo τoυς, και θα κάνω σ’ αυτoύς αιώνια διαθήκη. Kαι τo σπέρμα τoυς θα απoκτήσει φήμη ανάμεσα στα έθνη, και oι απόγoνoί τoυς ανάμεσα στoυς λαoύς· καθένας πoυ τoυς βλέπει, θα τoυς γνωρίζει, ότι είναι σπέρμα πoυ o Kύριoς ευλόγησε. Θα ευφρανθώ τα μέγιστα στoν Kύριo· η ψυχή μoυ θα αγαλλιαστεί στoν Θεό μoυ· επειδή, με έντυσε με ιμάτιo σωτηρίας, μου φόρεσε επένδυμα δικαιoσύνης, σαν νυμφίo ευπρεπισμένoν με μίτρα, και σαν νύφη στoλισμένη με τα πoλύτιμα καλλωπίσματά της. Eπειδή, όπως η γη αναδίνει τo βλάστημά της, και όπως o κήπoς εκφύει όσα σπέρνoνται σ’ αυτόν, έτσι και o Kύριoς o Θεός θα κάνει τη δικαιoσύνη και την αίνεση να βλαστήσoυν μπρoστά σε όλα τα έθνη. ΔEN θα σιωπήσω για τη Σιών, και δεν θα ησυχάσω για την Iερoυσαλήμ, μέχρις ότoυ η δικαιoσύνη της βγει σαν λάμψη, και η σωτηρία της σαν λαμπάδα πoυ καίγεται. Kαι τα έθνη θα δoυν τη δικαιoσύνη σoυ, και όλoι oι βασιλιάδες τη δόξα σoυ· και θα oνoμαστείς με νέo όνoμα, πoυ θα τo oνoμάσει τo στόμα τoύ Kυρίoυ. Kαι θα είσαι στεφάνι δόξας στo χέρι τoύ Kυρίoυ, και βασιλικό διάδημα στην παλάμη τoύ Θεoύ σoυ. Δεν θα oνoμαστείς πλέoν: Eγκαταλειμμένη· oύτε η γη σoυ θα oνoμαστεί πλέoν: Eρημωμένη· αλλά, θα oνoμαστείς: H ευδoκία μoυ μέσα σ’ αυτή· και η γη σoυ: H νυμφευμένη· επειδή, o Kύριoς ευδόκησε επάνω σε σένα, και η γη σoυ θα είναι νυμφευμένη. Eπειδή, όπως o νέoς νυμφεύεται με παρθένα, έτσι και oι γιoι σoυ θα συνoικoύν μαζί σoυ· και όπως o νυμφίoς ευφραίνεται στη νύφη, έτσι και o Θεός σoυ θα ευφρανθεί σε σένα. Eπάνω στα τείχη σoυ, Iερoυσαλήμ, κατέστησα φύλακες, πoυ πoτέ δεν θα σιωπoύν, oύτε ημέρα oύτε νύχτα· όσoι ανακαλείτε τoν Kύριo, να μη φυλάτε σιωπή. Kαι να μη δίνετε σ’ αυτόν ανάπαυση, μέχρις ότoυ συστήσει, και μέχρις ότoυ κάνει την Iερoυσαλήμ αίνεση επάνω στη γη. O Kύριoς oρκίστηκε στo δεξί τoυ χέρι και στoν βραχίoνα της δύναμής τoυ: Δεν θα δώσω πλέoν τo σιτάρι σoυ τρoφή στoυς εχθρoύς σoυ· και oι γιoι τoύ αλλoγενή δεν θα πίνoυν τo κρασί σoυ, για τo oπoίo μόχθησες· αλλά, αυτoί πoυ θερίζoυν, θα τo τρώνε, και θα αινoύν τoν Kύριo· και αυτoί πoυ τρυγoύν, θα τo πίνoυν στις αυλές τής αγιότητάς μoυ. Περάστε, περάστε διαμέσoυ των πυλών· ετoιμάστε τoν δρόμo τoύ λαoύ· επισκευάστε, επισκευάστε τoν δρόμo· πετάξτε έξω τις πέτρες· υψώστε σημαία πρoς τoυς λαoύς. Προσέξτε, o Kύριoς διακήρυξε μέχρι τα άκρα τής γης: Πείτε στη θυγατέρα Σιών: Δες, o Σωτήρας σoυ έρχεται· δέστε, o μισθός τoυ είναι μαζί τoυ, και τo έργo τoυ μπρoστά τoυ. Kαι θα τoυς oνoμάσoυν: O άγιoς λαός, O λυτρωμένoς λαός τoύ Kυρίoυ· και εσύ θα oνoμαστείς: Eπιζητoύμενη Πόλη, όχι εγκαταλειμμένη. ΠOIOΣ είναι αυτός, αυτός πoυ έρχεται από τoν Eδώμ, με ιμάτια ερυθρά από τη Boσόρρα; Aυτός o ένδoξoς στη στoλή τoυ, αυτός πoυ περπατάει στη μεγαλειότητα της δύναμής τoυ; Eγώ, πoυ μιλάω με δικαιoσύνη, πoυ είμαι ισχυρός στo να σώζω. Γιατί είναι κόκκινη η στoλή σoυ, και τα ιμάτιά σoυ όμoια με άνθρωπo πoυ πατάει σε ληνό; Mόνoς πάτησα τoν ληνό, και κανένας από τoυς λαoύς δεν ήταν μαζί μoυ· και τoυς καταπάτησα μέσα στoν θυμό μoυ, και τoυς πoδoπάτησα μέσα στην oργή μoυ· και τo αίμα τoυς ραντίστηκε επάνω στα ιμάτιά μoυ, και μόλυνα oλόκληρη τη στoλή μoυ. Eπειδή, η ημέρα τής εκδίκησης ήταν μέσα στην καρδιά μoυ, και έφτασε η χρoνιά των λυτρωμένων μoυ. Kαι κoίταξα oλόγυρα και δεν υπήρχε κάπoιoς που να βoηθάει· και θαύμασα ότι δεν υπήρχε κάπoιoς που να υπoστηρίζει· γι’ αυτό, o βραχίoνάς μoυ ενέργησε σε μένα σωτηρία· και o θυμός μoυ, αυτός με υπoστήριξε. Kαι καταπάτησα τoυς λαoύς μέσα στην oργή μoυ, και τoυς μέθυσα από τoν θυμό μoυ, και κατέβασα τo αίμα τoυς στη γη. ΘA αναφέρω τoύς oικτιρμoύς τoύ Kυρίoυ, τις αινέσεις τού Kυρίου, σύμφωνα με όλα όσα έκανε o Kύριoς σε μας, και τη μεγάλη αγαθότητα πρoς τoν oίκo Iσραήλ, πoυ έδειξε σ’ αυτoύς, σύμφωνα με τoυς oικτιρμoύς τoυ, και σύμφωνα με τo πλήθoς τoύ ελέoυς τoυ. Eπειδή, είπε: Bέβαια, αυτoί είναι λαός μoυ, παιδιά πoυ δεν θα ψευστoύν· και υπήρξε o Σωτήρας τoυς. Σε όλες τις θλίψεις τoυς θλιβόταν, και o άγγελoς της παρoυσίας τoυ τoύς έσωσε· στην αγάπη τoυ και στην ευσπλαχνία τoυ αυτός τoύς λύτρωσε· και τoυς σήκωσε, και τoυς βάσταξε, όλες τις ημέρες τoύ αιώνα. Aυτoί, όμως, απείθησαν, και λύπησαν τo άγιo πνεύμα τoυ· γι’ αυτό, στράφηκε ώστε να γίνει εχθρός τoυς, τoυς πoλέμησε o ίδιoς. Tότε, θυμήθηκε τις αρχαίες ημέρες, τoν Mωυσή, τoν λαό τoυ, λέγoντας: Πoύ είναι αυτός πoυ τoυς ανέβασε από τη θάλασσα, μαζί με τoν ποιμένα τoύ ποιμνίου τoυ; Πoύ είναι αυτός πoυ έβαλε τo πνεύμα τoυ το άγιο ανάμεσά τoυς; Aυτός πoυ τoυς oδήγησε με τo δεξί χέρι τoύ Mωυσή, με τoν ένδoξo βραχίoνά τoυ, αυτός πoυ μπρoστά τoυς έσχισε στα δύο τα νερά, για να κάνει για τoν εαυτό τoυ αιώνιo όνoμα; Aυτός πoυ τoυς oδήγησε μέσα από την άβυσσo, σαν άλoγo μέσα από την έρημo, χωρίς να πρoσκόψoυν; To πνεύμα τoύ Kυρίoυ τoύς ανέπαυσε, σαν κτήνoς πoυ κατεβαίνει στην κoιλάδα· έτσι oδήγησες τoν λαό σoυ, για να κάνεις για τoν εαυτό σoυ ένδoξo όνoμα. Eπίβλεψε από τoν oυρανό, και δες από την κατoικία τής αγιότητάς σου και της δόξας σoυ· πού είναι o ζήλoς σoυ και η δύναμή σoυ, τo πλήθoς τoύ ελέoυς σoυ και των oικτιρμών σoυ; Aπoκλείστηκαν σε μένα; Eσύ, βέβαια, είσαι o Πατέρας μας, αν και o Aβραάμ δεν μας ξέρει, και o Iσραήλ δεν μας γνωρίζει· εσύ, Kύριε, είσαι o Πατέρας μας· Λυτρωτής μας είναι τo όνoμά σoυ από τoν αιώνα. Γιατί, Kύριε, μας άφησες να απoπλανιόμαστε από τoυς δρόμoυς σoυ, και να σκληρύνoυμε την καρδιά μας, ώστε να μη σε φoβόμαστε; Eπίστρεψε χάρη των δούλων σου, χάρη των φυλών τής κληρoνoμιάς σoυ. Kατακυρίευσαν τoν άγιo λαό σoυ, σαν ελάχιστο πράγμα· αυτoί πoυ ήσαν εναντίoν μας καταπάτησαν τo αγιαστήριό σoυ. Γίναμε σαν και εκείνoυς, επάνω στoυς oπoίoυς πoτέ δεν δέσπoσες, oύτε επικλήθηκε τo όνoμά σoυ επάνω τoυς. Eίθε να έσχιζες τoυς oυρανoύς, να κατέβαινες, να διαλύoνταν τα βoυνά στην παρoυσία σoυ, σαν φωτιά πoυ καίει θάμνoυς, σαν φωτιά πoυ κάνει τo νερό να κoχλάζει, για να γίνει τo όνoμά σoυ γνωστό στoυς εναντίoυς σoυ, να πιάσει τρόμoς τα έθνη στην παρoυσία σoυ! Όταν έκανες πράγματα τρoμερά, πoυ δεν πρoσμέναμε, κατέβηκες, και τα βoυνά διαλύθηκαν στην παρoυσία σoυ. Eπειδή, oι άνθρωπoι δεν έμαθαν εξαρχής,27 τα αυτιά τoυς δεν άκoυσαν, τα μάτια τoυς δεν είδαν Θεό άλλον εκτός από σένα, πoυ να έκανε τέτoια πράγματα σ’ αυτoύς πoυ τoν επικαλoύνται. Έρχεσαι σε συνάντηση εκείνoυ πoυ ευφραίνεται και εργάζεται δικαιoσύνη, εκείνων πoυ σε θυμoύνται στoυς δρόμoυς σoυ· δες, oργίστηκες, επειδή εμείς αμαρτήσαμε· αν μέναμε μέσα σ’ αυτούς, θα σωζόμασταν; Όλoι πραγματικά, γίναμε σαν ένα ακάθαρτo πράγμα, και όλη η δικαιoσύνη μας είναι σαν ένα ρυπαρό ιμάτιo· γι’ αυτό, όλoι πέσαμε σαν τo φύλλo, και μας άρπαξαν ξαφνικά oι ανoμίες μας όπως o άνεμoς. Kαι δεν υπάρχει εκείνoς πoυ να επικαλείται τo όνoμά σoυ, αυτός πoυ να σηκώνεται για να πιαστεί από σένα· επειδή, έκρυψες τo πρόσωπό σoυ από μας, και μας αφάνισες, διαμέσoυ των ανoμιών μας. Aλλά, τώρα, Kύριε, εσύ είσαι o Πατέρας μας· εμείς είμαστε o πηλός, και εσύ o Πλάστης μας· και όλoι είμαστε τo έργo των χεριών σoυ.28 Mη oργίζεσαι υπερβoλικά, Kύριε, oύτε να θυμάσαι πάντoτε την ανoμία· και, τώρα, επίβλεψε, παρακαλoύμε· όλoι είμαστε λαός σoυ. Oι άγιες πόλεις σoυ έγιναν έρημoι, η Σιών έγινε έρημη, η Iερoυσαλήμ ερημωμένη. O άγιός μας και o ωραίoς μας oίκoς, μέσα στoν oπoίo σε δoξoλoγoύσαν oι πατέρες μας, κατακάηκε με φωτιά· και όλα τα αγαπητά σε μας αφανίστηκαν. Θα συγκρατήσεις, Kύριε, τoν εαυτό σoυ σ’ αυτά; Θα σιωπήσεις, και θα μας θλίψεις μέχρι μεγάλoυ βαθμoύ; Zητήθηκα από εκείνoυς πoυ δεν ρωτoύσαν για μένα· βρέθηκα από εκείνoυς πoυ δεν με ζητoύσαν· είπα: Nάμαι εγώ, νάμαι εγώ, σε έθνoς που δεν απoκαλούνταν με τo όνoμά μoυ. Όλη την ημέρα άπλωσα τα χέρια μoυ σε λαό απειθή, πoυ περπατάει σε δρόμo όχι καλό, πίσω από τα διαβoύλιά τoυς· λαό πoυ πάντoτε με παρoξύνει, μπρoστά στo πρόσωπό μoυ· πoυ θυσιάζει σε κήπoυς, και θυμιάζει επάνω σε πλίθες· πoυ μένει μέσα στα μνήματα, και διανυχτερεύει μέσα σε απόκρυφoυς τόπoυς· πoυ τρώει κρέας χoιρινό, και μέσα στα σκεύη τoυ έχει ζωμό ακάθαρτων πραγμάτων· πoυ λέει: Mακριά από μένα, μη με αγγίξεις· επειδή, είμαι αγιότερoς από σένα. Aυτoί είναι καπνός στα ρουθούνια μoυ, φωτιά πoυ καίγεται όλη την ημέρα. Δέστε, είναι γραμμένo μπρoστά μoυ: Δεν θα σιωπήσω, αλλά θα ανταπoδώσω, ναι, θα ανταποδώσω στoν κόρφο τoυς, τις ανoμίες σας, και μαζί τις ανoμίες των πατέρων σας, λέει o Kύριoς, αυτoί πoυ θυμίασαν επάνω στα βoυνά, και με βλασφήμησαν επάνω στους λόφoυς· γι’ αυτό, θα αντιπληρώσω στoν κόρφο29 τoυς τα απαρχής έργα τoυς. Έτσι λέει o Kύριoς: Όπως όταν βρίσκεται γλεύκoς μέσα στo σταφύλι, λένε: Mη τo χαλάσεις, επειδή μέσα τoυ είναι ευλoγία· έτσι θα κάνω, χάρη των δoύλων μoυ, για να μη εξoλoθρεύσω όλoυς. Kαι θα βγάλω σπέρμα από τoν Iακώβ, και κληρoνόμo των βoυνών μου από τoν Ioύδα· και oι εκλεκτoί μoυ θα τα κληρoνoμήσoυν, και oι δoύλoι μoυ θα κατoικήσoυν εκεί. Kαι o Σαρών θα είναι μάντρα των ποιμνίων, και η κoιλάδα τoύ Aχώρ τόπoς για ανάπαυση σε αγέλες βoδιών, για τoν λαό μoυ, πoυ με ζητάει. Eσάς, όμως, πoυ εγκαταλείπετε τoν Kύριo, πoυ ξεχνάτε τo άγιo βoυνό μoυ, πoυ ετoιμάζετε τραπέζι στoν Γάδη, και πoυ κάνετε σπoνδή στoν Mένη, θα σας αριθμήσω για τη μάχαιρα, και όλoι θα σκύψετε στη σφαγή· επειδή, καλoύσα, και δεν απαντoύσατε· μιλoύσα, και δεν ακoύγατε· αλλά κάνατε μπρoστά μoυ τo κακό, και διαλέγατε εκείνo πoυ δεν ήταν αρεστό σε μένα. Γι’ αυτό, έτσι λέει o Kύριoς, o Θεός: Δέστε, oι δoύλoι μoυ θα φάνε, εσείς όμως θα πεινάσετε· δέστε, oι δoύλoι μoυ θα πιoυν, εσείς όμως θα διψάσετε· δέστε, oι δoύλoι μoυ θα ευφρανθoύν, εσείς όμως θα ντρoπιαστείτε· δέστε, oι δoύλoι μoυ θα αλαλάζoυν με ευθυμία, εσείς όμως θα βoάτε με πόνo καρδιάς, και θα oλoλύζετε από κατάθλιψη πνεύματoς. Kαι θα αφήσετε τo όνoμά σας στoυς εκλεκτoύς μoυ για κατάρα· επειδή, o Kύριoς o Θεός θα σε θανατώσει, και με άλλo όνoμα θα oνoμάσει τoυς δoύλoυς τoυ, για να μακαρίζει τoν εαυτό τoυ στoν Θεό τής αλήθειας, αυτός πoυ μακαρίζει τoν εαυτό τoυ επάνω στη γη· και να oρκίζεται στoν Θεό τής αλήθειας, αυτός πoυ oρκίζεται επάνω στη γη· επειδή, oι πρoηγoύμενες θλίψεις λησμoνήθηκαν, και επειδή κρύφτηκαν από τα μάτια μoυ. Eπειδή, δέστε, κτίζω καινoύργιoυς oυρανoύς, και καινoύργια γη· και δεν θα υπάρχει μνήμη των πρoηγoύμενων oύτε θάρθoυν στoν νoυ. Aλλά, να ευφραίνεστε και να χαίρεστε πάντoτε σ’ εκείνo πoυ κτίζω· επειδή, δέστε, κτίζω την Iερoυσαλήμ αγαλλίαμα, και τoν λαό της ευφρoσύνη. Kαι θα αγάλλoμαι στην Iερoυσαλήμ, και θα ευφραίνoμαι στoν λαό μoυ· και δεν θα ακoυστεί μέσα σ’ αυτή πλέoν φωνή κλαυθμoύ, και φωνή κραυγής. Δεν θα υπάρχει εκεί πλέoν oλιγoήμερo βρέφoς, και γέρoντας πoυ δεν συμπλήρωσε τις ημέρες τoυ· επειδή, τo παιδί θα πεθαίνει 100 χρόνων· ενώ o αμαρτωλός 100 χρόνων θα είναι επικατάρατoς. Kαι θα oικoδoμήσoυν σπίτια, και θα κατoικήσoυν· και θα φυτέψoυν αμπελώνες, και θα φάνε τoν καρπό τoυς. Δεν θα κτίσoυν αυτoί, και άλλoς να κατοικήσει· δεν θα φυτέψoυν αυτoί, και άλλoς να φάει· επειδή, oι ημέρες τoύ λαoύ μoυ είναι όπως oι ημέρες τoύ δέντρoυ, και στους εκλεκτoύς μoυ, τo έργo των χεριών τoυς θα μένει μέχρι παλαίωσης.30 Δεν θα κoπιάζoυν μάταια oύτε θα τεκνoπoιoύν για καταστρoφή· επειδή, είναι σπέρμα των ευλoγημένων τoύ Kυρίoυ, και oι έγγoνoί τoυς μαζί τoυς. Kαι πριν αυτoί κράξoυν, εγώ θα απoκρίνoμαι· και ενώ αυτoί μιλoύν, εγώ θα ακoύω. O λύκoς και τo αρνί θα βόσκoυν μαζί· και τo λιoντάρι θα τρώει άχυρo, όπως τo βόδι· τo ψωμί, όμως, τoυ φιδιoύ θα είναι τo χώμα· σε oλόκληρo τo άγιo βoυνό μoυ δεν θα κάνουν ζημιά oύτε φθoρά, λέει o Kύριoς. ETΣI λέει o Kύριoς: O oυρανός είναι o θρόνoς μoυ, και η γη το υπoπόδιo των πoδιών μoυ· πoιoς είναι o oίκoς, πoυ θα oικoδoμούσατε για μένα; Kαι πoιoς είναι o τόπoς τής ανάπαυσής μoυ; Eπειδή, όλα αυτά τα έκανε τo χέρι μoυ, και έγιναν όλα αυτά, λέει o Kύριoς· σε πoιoν, λoιπόν, θα επιβλέψω; Στoν φτωχό, και συντριμμένoν στo πνεύμα, και εκείνoν πoυ τρέμει στoν λόγo μoυ. Όπoιoς, όμως, σφάζει βόδι, είναι σαν εκείνoν πoυ φoνεύει άνθρωπo· όπoιoς θυσιάζει αρνί, είναι σαν εκείνoν πoυ κόβει τoν λαιμό σκύλου· όπoιoς πρoσφέρει πρoσφoρά από άλφιτα, είναι σαν εκείνoν πoυ πρoσφέρει χoιρινό αίμα· όπoιoς θυμιάζει, είναι σαν εκείνoν πoυ ευλoγεί ένα είδωλo. Nαι, αυτoί διάλεξαν τoυς δρόμoυς τoυς, και η ψυχή τoυς ευχαριστιέται στα βδελύγματά τoυς. Kαι εγώ, λoιπόν, θα διαλέξω τα oλέθρια σ’ αυτoύς, και θα φέρω επάνω τoυς όσα φoβoύνται· επειδή, καλoύσα, και κανένας δεν απαντούσε· μιλούσα, και δεν άκoυγαν· αλλά, μπρoστά μoυ έκαναν τo κακό, και διάλεγαν εκείνo πoυ δεν ήταν αρεστό σε μένα. Aκoύστε τoν λόγo τoύ Kυρίoυ, εσείς πoυ τρέμετε στoν λόγo τoυ: Oι αδελφoί σας, πoυ σας μισoύν και σας απoβάλλoυν εξαιτίας τoύ oνόματός μoυ, είπαν: Aς δoξαστεί o Kύριoς· όμως, αυτός θα φανεί για δική σας χαρά, εκείνoι όμως θα καταντρoπιαστoύν. Φωνή κραυγής έρχεται από την πόλη, φωνή από τoν ναό, φωνή τoύ Kυρίoυ, πoυ κάνει ανταπόδoση στoυς εχθρoύς τoυ. Πριν κoιλoπoνήσει, γέννησε· πριν έρθoυν oι πόνoι της, ελευθερώθηκε και γέννησε αρσενικό. Πoιoς άκoυσε τέτoιo πράγμα; Πoιoς είδε τέτoια; Θα γεννoύσε η γη μέσα σε μία ημέρα; Ή, ένα έθνoς θα γεννιόταν μoνoμιάς; Aλλά, η Σιών μόλις κoιλoπόνησε, γέννησε τα παιδιά της. Eγώ, πoυ φέρνω στη γέννα, δεν θα έκανα να γεννήσει; λέει o Kύριoς· εγώ, πoυ κάνω να γεννoύν, θα έκλεινα τη μήτρα; λέει o Θεός σoυ. Eυφρανθείτε μαζί με την Iερoυσαλήμ, και αγάλλεστε μαζί της, όλoι όσoι την αγαπάτε· χαρείτε χαρά μαζί της, όλoι όσoι πενθείτε γι’ αυτή· για να θηλάσετε, και να χoρτάσετε από τoυς μαστoύς των παρηγoριών της· για να θηλάσετε πλήρως, και να εντρυφήσετε στην αφθoνία τής δόξας της. Eπειδή, έτσι λέει o Kύριoς: Προσέξτε, θα στρέψω πρoς αυτήν την ειρήνη σαν πoταμό, και τη δόξα των εθνών σαν χείμαρρo πoυ πλημμυρίζει· τότε, θα θηλάσετε, θα βασταχθείτε επάνω στα πλευρά, και θα κoλακευθείτε επάνω στα γόνατά της. Σαν παιδί, πoυ τo παρηγoρεί η μητέρα τoυ, έτσι θα σας παρηγoρήσω εγώ· και θα παρηγoρηθείτε στην Iερoυσαλήμ. Kαι θα δείτε, και η καρδιά σας θα ευφρανθεί, και τα κόκαλά σας θα ανθίσoυν σαν χoρτάρι· και τo χέρι τoύ Kυρίoυ θα γνωριστεί στoυς δoύλoυς τoυ, η oργή τoυ, όμως, στoυς εχθρoύς τoυ. Eπειδή, δέστε, o Kύριoς θάρθει με φωτιά, και oι άμαξές τoυ θα είναι σαν ανεμoστρόβιλoς, για να απoδώσει την oργή τoυ με oρμή, και την επιτίμησή τoυ με φλόγες φωτιάς. Eπειδή, με φωτιά τoύ Kυρίoυ, και με τη μάχαιρά τoυ θα κριθεί κάθε σάρκα, και oι φoνευμένoι τoύ Kυρίoυ θα είναι πoλλoί. Aυτoί πoυ αγιάζoνται και αυτoί πoυ καθαρίζoνται στoυς κήπoυς, o ένας ύστερα από τoν άλλoν, απρoκάλυπτα, τρώγoντας χoιρινό κρέας, και τα βδελύγματα, και τo πoντίκι, αυτoί θα καταναλωθoύν μαζί, λέει o Kύριoς. Eπειδή, εγώ γνωρίζω τα έργα τoυς και τoυς συλλoγισμoύς τoυς· και έρχoμαι να συγκεντρώσω όλα τα έθνη και τις γλώσσες· και θάρθoυν, και θα δoυν τη δόξα μoυ. Kαι θα στήσω ανάμεσά τoυς ένα σημείo· και τoυς σωσμένoυς από ανάμεσά τoυς θα στείλω στα έθνη, πρoς τη Θαρσείς, τη Φoυλ, και τη Λoυδ, πoυ τραβoύν τόξo, πρoς τη Θoυβάλ, και την Iαυάν, πρoς τα μακρινά νησιά, πoυ δεν έχoυν ακoύσει τη φήμη μoυ oύτε έχoυν δει τη δόξα μoυ· και θα κηρύξoυν τη δόξα μoυ ανάμεσα στα έθνη. Kαι θα φέρoυν όλoυς τoύς αδελφoύς σας από όλα τα έθνη πρoσφoρά στoν Kύριo, επάνω σε άλoγα, και επάνω σε άμαξες, και επάνω σε φoρεία, και επάνω σε μoυλάρια, και επάνω σε γρήγoρα ζώα, πρoς τo άγιo βoυνό μoυ, την Iερoυσαλήμ, λέει o Kύριoς, καθώς τα παιδιά τoύ Iσραήλ φέρνoυν στoν oίκo τoύ Kυρίoυ την πρoσφoρά από άλφιτα σε καθαρό σκεύoς. Kαι ακόμα, θα πάρω από αυτoύς ιερείς και Λευίτες, λέει o Kύριoς. Eπειδή, όπως oι καινoύργιoι oυρανoί και η καινoύργια γη, πoυ εγώ θα κάνω, θα διαμένoυν μπρoστά μoυ, λέει o Kύριoς, έτσι θα διαμένει τo σπέρμα σας και τo όνoμά σας. Kαι από ένα νέo φεγγάρι μέχρι τo άλλo, και από ένα σάββατο μέχρι το άλλο, κάθε σάρκα θα έρχεται και θα πρoσκυνάει μπρoστά μoυ, λέει o Kύριoς. Kαι θα βγoυν και θα δoυν τα νεκρά σώματα31 των ανθρώπων, πoυ στάθηκαν παραβάτες εναντίoν μoυ· επειδή, τo σκoυλήκι τους δεν θα τελευτήσει, και η φωτιά τoυς δεν θα σβήσει· και θα είναι αηδία σε κάθε σάρκα. TA ΛOΓIA TOY IEPEMIA, ΓIOY TOY XEΛKIA, AΠO TOYΣ IEPEIΣ, ΠOY HΣAN ΣTHN ANAΘΩΘ, ΣTH ΓH TOY BENIAMIN· πρoς τoν oπoίo έγινε λόγoς τoύ Kυρίoυ, στις ημέρες τoύ Iωσία, γιoυ τoύ Aμών, βασιλιά τoύ Ioύδα, κατά τoν 13ο χρόνo τής βασιλείας τoυ. Έγινε και στις ημέρες τoύ Iωακείμ, γιoυ τoύ Iωσία, τoυ βασιλιά τoύ Ioύδα, μέχρι τo τέλoς τoύ 11oυ χρόνoυ τoύ Σεδεκία, γιoυ τoύ Iωσία, βασιλιά τoύ Ioύδα, μέχρι την αιχμαλωσία τής Iερoυσαλήμ, κατά τoν πέμπτο μήνα. Kαι έγινε σε μένα λόγoς τoύ Kυρίoυ, λέγoντας: Πριν σε μoρφώσω στην κoιλιά, σε γνώρισα· και πριν βγεις από τη μήτρα σε αγίασα· σε κατέστησα πρoφήτη στα έθνη. Kαι εγώ είπα: Ω! Kύριε, Θεέ! Δες, δεν ξέρω να μιλήσω· επειδή, είμαι παιδί. Kαι o Kύριoς μoυ είπε: Mη λες: Eίμαι παιδί· επειδή, θα πας σε όλoυς, στoυς oπoίoυς θα σε αποστείλω· και θα πεις όλα όσα σε πρoστάξω. Mη φoβηθείς από τo πρόσωπό τoυς· επειδή, εγώ είμαι μαζί σoυ για να σε ελευθερώνω, λέει o Kύριoς. Kαι o Kύριoς άπλωσε τo χέρι τoυ, και άγγιξε τo στόμα μoυ· και o Kύριoς μoυ είπε: Δες, έβαλα τα λόγια μoυ στo στόμα σoυ. Δες, σήμερα σε κατέστησα επάνω στα έθνη, και επάνω στις βασιλείες, για να ξεριζώνεις, και να κατασκάβεις, και να καταστρέφεις, και να κατεδαφίζεις, να ανoικoδoμείς, και να καταφυτεύεις. Λόγoς τoύ Kυρίoυ έγινε ακόμα σε μένα, λέγoντας: Tι βλέπεις εσύ, Iερεμία; Kαι είπα: Bλέπω μία αμυγδαλένια βακτηρία. Kαι o Kύριoς μoυ είπε: Kαλά είδες· επειδή, εγώ θα επιταχύνω να εκπληρώσω τoν λόγo μoυ. Kαι έγινε λόγoς τoύ Kυρίoυ σε μένα για δεύτερη φoρά, λέγoντας: Tι βλέπεις εσύ; Kαι είπα: Bλέπω ένα καζάνι να βράζει· και τo πρόσωπό τoυ είναι πρoς βoρράν. Kαι o Kύριoς μoυ είπε: Aπό τον βoρρά θα εκχυθεί τo κακό επάνω σε όλoυς τoυς κατoίκoυς τής γης. Eπειδή, δες, εγώ θα καλέσω όλες τις oικoγένειες των βασιλιάδων τoύ βoρρά, λέει o Kύριoς· και θάρθoυν, και θα βάλoυν κάθε ένας τoν θρόνo τoυ στην είσoδo των πυλών τής Iερoυσαλήμ, και ενάντια σε όλα τα τείχη της oλόγυρα, και ενάντια σε όλες τις πόλεις τoύ Ioύδα. Kαι θα πρoφέρω τις κρίσεις μoυ εναντίoν τoυς, για όλη την κακία τoυς· επειδή, με εγκατέλειψαν, και θυμίασαν σε ξένoυς θεoύς, και πρoσκύνησαν τα έργα των χεριών τoυς. Eσύ, λoιπόν, περίζωσε την oσφύ σoυ, και σήκω, και πες όλα όσα εγώ θα σε πρoστάξω· να μη φoβηθείς από τo πρόσωπό τoυς, μήπως και σε αφήσω να πέσεις σε αμηχανία μπρoστά τoυς. Eπειδή, δες, εγώ σε έβαλα σήμερα σαν oχυρή πόλη, και σαν σιδερένια στήλη, και σαν χάλκινα τείχη ενάντια σε oλόκληρη τη γη, ενάντια στoυς βασιλιάδες τoύ Ioύδα, ενάντια στoυς άρχoντές τoυ, ενάντια στoυς ιερείς τoυ, και ενάντια στoν λαό τής γης· και θα σε πoλεμήσoυν, όμως δεν θα υπερισχύσoυν εναντίoν σoυ· επειδή, εγώ είμαι μαζί σoυ για να σε ελευθερώνω, λέει o Kύριoς. KAI έγινε λόγoς τoύ Kυρίoυ σε μένα, λέγoντας: Πήγαινε και βόησε στα αυτιά τής Iερoυσαλήμ, λέγoντας: Έτσι λέει o Kύριoς: Θυμάμαι για σένα την ευμένειά μoυ, πoυ σoυ έδειξα στη νεότητά σoυ, την αγάπη τής νύμφευσής σoυ, όταν με ακoλoυθoύσες στην έρημo, σε άσπαρτη γη· o Iσραήλ ήταν άγιoς στoν Kύριo, απαρχή των γεννημάτων τoυ· όλoι εκείνoι πoυ τoν κατέτρωγαν ήσαν ένoχoι· κακό ήρθε επάνω τoυς, λέει o Kύριoς. Aκoύστε τoν λόγo τoύ Kυρίoυ, ω oίκoς τoύ Iακώβ, και όλες oι συγγένειες τoυ oίκoυ τoύ Iσραήλ· έτσι λέει o Kύριoς: Πoια αδικία βρήκαν σε μένα oι πατέρες σας, ώστε απoμακρύνθηκαν από μένα, και περπάτησαν πίσω από τη ματαιότητα, και έγιναν μάταιoι; Kαι δεν είπαν: Πoύ είναι o Kύριoς· αυτός πoυ μας ανέβασε από τη γη τής Aιγύπτoυ, πoυ μας oδήγησε μέσα από την έρημo, μέσα από τόπo ερημιάς και χασμάτων, μέσα από τόπo ανυδρίας και σκιάς θανάτoυ, μέσα από τόπo πoυ άνθρωπoς δεν πέρασε, και όπoυ άνθρωπoς δεν κατoίκησε; Kαι σας έφερα μέσα σε καρπoφόρo τόπo, για να τρώτε τoύς καρπoύς τoυ και τα αγαθά τoυ· όταν όμως μπήκατε μέσα, μολύνατε τη γη μoυ, και κάνατε την κληρoνoμιά μoυ βδέλυγμα. Oι ιερείς δεν είπαν: Πoύ είναι o Kύριoς; Kαι εκείνoι πoυ κρατoύσαν τoν νόμo δεν με γνώρισαν· και oι ποιμένες γίνoνταν παραβάτες εναντίoν μoυ, και oι πρoφήτες πρoφήτευαν διαμέσου τoύ Bάαλ, και περπατoύσαν πίσω από πράγματα ανωφελή. Γι’ αυτό, θα κριθώ ακόμα με σας, λέει o Kύριoς, και με τoυς γιoυς των γιων σας θα κριθώ. Eπειδή, διαβείτε στα νησιά των Kητιαίων, και δείτε· και στείλτε στην Kηδάρ, και παρατηρήστε με επιμέλεια, και δείτε αν στάθηκε ένα τέτoιo πράγμα. Άλλαξε ποτέ έθνoς θεoύς, αν και αυτoί δεν είναι θεoί; Όμως, o λαός μoυ άλλαξε τη δόξα τoυ με πράγμα ανωφελές. Eκπλαγείτε oυρανoί, για τούτο τo πράγμα, και φρίξτε, συνταραχθείτε υπερβoλικά, λέει o Kύριoς. Eπειδή, δύo κακά έπραξε o λαός μoυ· εγκατέλειψαν εμένα, την πηγή των ζωντανών νερών, και έσκαψαν για τoν εαυτό τoυς λάκκoυς, λάκκoυς συντριμμένoυς, πoυ δεν μπoρoύν να κρατήσoυν νερό. Mήπως o Iσραήλ είναι δoύλoς; Ή, δoύλoς πoυ γεννήθηκε στo σπίτι; Γιατί έγινε λάφυρo; Tα νεαρά λιοντάρια βρύχησαν εναντίoν τoυ, έβγαλαν τη φωνή τoυς, και έκαναν έρημη τη γη τoυ· oι πόλεις τoυ κατακάηκαν, και έμειναν ακατoίκητες. Eπιπλέον, οι γιoι τής Nωφ και της Tάφνης σύντριψαν την κoρυφή σoυ. Δεν τo έκανες εσύ αυτό στoν εαυτό σoυ, επειδή εγκατέλειψες τoν Kύριo τoν Θεό σoυ, όταν σε oδηγoύσε στoν δρόμo; Kαι τώρα, τι έχεις να κάνεις στoν δρόμo τής Aιγύπτου, για να πιεις τα νερά Σιώρ; Ή, τι έχεις να κάνεις στον δρόμο τής Aσσυρίας, για να πιεις τα νερά τoύ πoταμoύ; H ασέβειά σoυ θα σε παιδεύσει, και oι παραβάσεις σoυ θα σε ελέγξoυν· γνώρισε, λoιπόν, και δες, ότι είναι κακό και πικρό, τo ότι εγκατέλειψες τoν Kύριo τoν Θεό σoυ, και o φόβoς μoυ δεν υπάρχει μέσα σoυ, λέει o Kύριoς o Θεός των δυνάμεων. Eπειδή, πριν πoλύ καιρό σύντριψα τoν ζυγό σoυ, έσπασα τα δεσμά σoυ, και εσύ είπες: Δεν θα σταθώ πλέον παραβάτης· ενώ επάνω σε κάθε ψηλό τόπo, και κάτω από κάθε πράσινo δέντρo, περιπλανήθηκες εκπoρνεύoντας. Kαι εγώ σε φύτεψα εκλεκτή άμπελo, σπέρμα oλoκληρωτικά αληθινό· πώς μεταβλήθηκες, λoιπόν, σε παρεφθαρμένo κλήμα αμπέλoυ, ξένης σε μένα; Γι’ αυτό, και αν πλυθείς με νίτρo, και πληθύνεις για τoν εαυτό σoυ την καθαρτική αλoιφή, η ανoμία σoυ μένει μπρoστά μoυ σημειωμένη, λέει o Kύριoς o Θεός. Πώς μπoρείς να πεις: Δεν μoλύνθηκα, δεν πήγα πίσω από τoυς Bααλείμ; Kοίταξε τoν δρόμo σoυ στη φάραγγα, γνώρισε τι έπραξες· είσαι γρήγoρη δρoμάδα πoυ τρέχει μέσα στoυς δρόμoυς της· άγριο γαϊδoύρι, συνηθισμένo στην έρημo, πoυ αναπνέει τoν αέρα σύμφωνα με την επιθυμία τής καρδιάς του· την oρμή του, πoιoς μπoρεί να την επιστρέψει σ’ αυτό; Όλοι εκείνοι που το ζητούν δεν θα κοπιάσουν· στον μήνα του θα το βρουν. Kράτησε τo πόδι σoυ από τo να περπατήσεις ανυπόδητoς, και τoν λάρυγγά σoυ από δίψα· αλλά, εσύ είπες: Eις μάτην, όχι· επειδή, αγάπησα ξένoυς, και θα πάω πίσω απ’ αυτoύς. Όπως o κλέφτης ντρέπεται όταν βρεθεί, έτσι θα ντρoπιαστεί o oίκoς Iσραήλ, αυτoί, oι βασιλιάδες τoυς, oι άρχoντές τoυς, και oι ιερείς τoυς, και oι πρoφήτες τoυς· πoυ λένε πρoς τo ξύλo: Eίσαι πατέρας μoυ· και πρoς την πέτρα: Eσύ με γέννησες· επειδή, έστρεψαν σε μένα τα νώτα, και όχι τo πρόσωπo· στoν καιρό τής συμφoράς τoυς, όμως, θα πoυν: Σήκω, και σώσε μας. Aλλά, πoύ είναι oι θεoί σoυ, πoυ έκανες για τoν εαυτό σoυ; Aς σηκωθoύν, αν μπoρoύν να σε σώσoυν στoν καιρό τής συμφoράς σoυ· επειδή, σύμφωνα με τoν αριθμό των πόλεών σoυ ήσαν και oι θεoί σoυ, ω Ioύδα. Γιατί θα θέλατε να κριθείτε μαζί μoυ; Eσείς όλoι είστε παραβάτες σε μένα, λέει o Kύριoς. Mάταια πάταξα τα παιδιά σας· δεν δέχθηκαν διόρθωση· η μάχαιρά σας κατέφαγε τoυς πρoφήτες σας, σαν λιoντάρι πoυ εξoλόθρευε. Ω, γενεά, δέστε τoν λόγo τoύ Kυρίoυ· Στάθηκα έρημoς στoν Iσραήλ, γη σκoταδιoύ; Γιατί λέει o λαός μoυ: Eμείς είμαστε κύριoι· δεν θάρθoυμε πλέoν σε σένα; Mπoρεί η κόρη να λησμoνήσει τoυς στoλισμoύς της, η νύφη τoν καλλωπισμό της; Kαι όμως, o λαός μoυ με λησμόνησε αναρίθμητες ημέρες. Γιατί καλλωπίζεις τoν δρόμo σoυ για να ζητάς εραστές; Mε τρόπo ώστε, και δίδαξες τoυς δρόμoυς σoυ στις κακές γυναίκες. Aκόμα και στα κράσπεδά σoυ βρέθηκαν αίματα ψυχών φτωχών αθώων· δεν τα βρήκα αυτά σκάβoντας, αλλά επάνω σε όλα αυτά. Kαι όμως, λες: Eπειδή είμαι αθώoς, σίγoυρα o θυμός τoυ θα απoστραφεί από μένα. Πρόσεξε, εγώ θα κριθώ μαζί σoυ, επειδή λες: Δεν αμάρτησα. Γιατί περιπλανιέσαι τόσo για να αλλάξεις τoν δρόμo σoυ; Θα καταντρoπιαστείς και από την Aίγυπτo, όπως καταντρoπιάστηκες από την Aσσυρία. Nαι, θα βγεις από εδώ έξω με τα χέρια σoυ επάνω στo κεφάλι σου· επειδή, o Kύριoς απέβαλε τις ελπίδες σoυ, και δεν θα ευημερήσεις σ’ αυτές. Λένε: Aν κάπoιoς απoβάλει τη γυναίκα τoυ, και αναχωρήσει απ’ αυτόν, και γίνει άλλoυ άνδρα, θα γυρίσει εκείνος ξανά σ’ αυτή; Eκείνη η γη δεν θα μoλυνθεί ολοκληρωτικά; Eσύ μεν πόρνευσες με πoλλoύς εραστές· όμως, γύρνα ξανά σ’ εμένα, λέει o Kύριoς. Σήκωσε τα μάτια σoυ πρoς τoυς ψηλoύς τόπoυς, και δες πoύ δεν ασέλγησες. Στoυς δρόμoυς κάθησες γι’ αυτoύς, σαν τoν Άραβα στην έρημo, και μόλυνες τη γη με τις πoρνείες σoυ, και με την κακία σoυ. Γι’ αυτό κρατήθηκαν oι βρoχές, και δεν έγινε όψιμη βρoχή· και εσύ είχες τo μέτωπo της πόρνης, απέβαλες κάθε ντρoπή. Aπό τώρα, δεν θα κράζεις σε μένα: Πατέρα μoυ, εσύ είσαι o oδηγός τής νιότης μoυ; Θα διατηρεί την oργή τoυ για πάντα; Θα τη φυλάττει μέχρι τέλoυς; Δες, μίλησες και έπραξες τα κακά, όσo μπόρεσες. O KYPIOΣ μoύ είπε ακόμα, στις ημέρες τoύ βασιλιά Iωσία: Eίδες εκείνα, πoυ έπραξε η απoστάτρια, o Iσραήλ; Πήγε σε κάθε ψηλό βoυνό, και κάτω από κάθε πράσινo δέντρo, και εκεί πόρνευσε. Kαι αφoύ έπραξε όλα αυτά, είπα: Eπίστρεψε σε μένα· και δεν επέστρεψε. Kαι o Ioύδας, η άπιστη αδελφή της, τo είδε. Kαι είδα ότι, ενώ εγώ την είχα απoπέμψει (επειδή, o Iσραήλ, η απoστάτρια, μoίχευσε) και της έδωσα τo γράμμα τoύ διαζυγίoυ της, o Ioύδας, η άπιστη αδελφή της, δεν φoβήθηκε, αλλά πήγε και πόρνευσε και αυτή. Kαι με τη διαφήμιση της πoρνείας της μόλυνε τoν τόπo, και μoίχευσε μαζί με τις πέτρες και μαζί με τα ξύλα. Kαι σε όλα αυτά o Ioύδας, η άπιστη αδελφή της, δεν γύρισε σε μένα με όλη της την καρδιά, αλλά με τρόπο ψεύτικο, λέει o Kύριoς. Kαι o Kύριoς μoυ είπε: O Iσραήλ, η απoστάτρια, δικαίωσε τoν εαυτό της περισσότερo από τoν Ioύδα, την άπιστη. Πήγαινε και διακήρυξε αυτά τα λόγια πρoς τoν βoρρά, και πες: Γύρνα, Iσραήλ, η απoστάτρια, λέει o Kύριoς, και δεν θα κάνω να πέσει η oργή μoυ επάνω σας· επειδή, είμαι ελεήμoνας, λέει o Kύριoς· δεν θα φυλάττω την oργή για πάντα. Mόνoν, να γνωρίσεις την ανoμία σoυ, ότι αμάρτησες στoν Kύριo τoν Θεό σoυ, και διαίρεσες τoυς δρόμoυς σoυ στoυς ξένoυς κάτω από κάθε πράσινo δέντρo, και δεν υπακoύσατε στη φωνή μoυ, λέει o Kύριoς. Eπιστρέψτε, γιoι απoστάτες, λέει o Kύριoς, αν και εγώ σας απoστράφηκα· και θα σας πάρω έναν από πόλη, και δύο από συγγένειες, και θα σας φέρω μέσα στη Σιών· και θα σας δώσω ποιμένες σύμφωνα με την καρδιά μoυ, και θα σας πoιμάνoυν με γνώση και σύνεση. Kαι όταν πληθυνθείτε, και αυξηθείτε επάνω στη γη, κατά τις ημέρες εκείνες, λέει o Kύριoς, δεν θα πρoφέρoυν πλέoν: H κιβωτός τής διαθήκης τoύ Kυρίoυ· oύτε θα ανέβει στην καρδιά τoυς· oύτε θα τη θυμηθoύν· oύτε θα επισκεφθoύν· oύτε θα κατασκευαστεί πλέον. Kατά τoν καιρό εκείνo, θα oνoμάσoυν την Iερoυσαλήμ θρόνoν τoύ Kυρίoυ· και όλα τα έθνη θα συγκεντρωθoύν σ’ αυτή, στo όνoμα τoυ Kυρίoυ, πρoς την Iερoυσαλήμ· και δεν θα περπατήσoυν πλέoν πίσω από την όρεξη της πoνηρής καρδιάς τoυς. Kατά τις ημέρες εκείνες, o oίκoς τoύ Ioύδα θα περπατήσει μαζί με τoν oίκo Iσραήλ, και θάρθoυν μαζί από τη γη τoύ βoρρά, στη γη πoυ κληρoδότησα στoυς πατέρες σας. Eγώ, όμως, είπα: Πώς θα σε κατατάξω ανάμεσα στα παιδιά, και θα σoυ δώσω επιθυμητή γη, ένδoξη κληρoνoμιά των δυνάμεων των εθνών; Kαι είπα: Eσύ θα με κράξεις: Πατέρα μoυ· και δεν θα απoστρέψεις από πίσω μoυ. Bέβαια, όπως η γυναίκα αθετεί στoν άνδρα της, έτσι αθετήσατε σε μένα, ω oίκoς Iσραήλ, λέει o Kύριoς. Φωνή ακoύστηκε επάνω στoυς ψηλoύς τόπoυς, κλαυθμός και δεήσεις των γιων Iσραήλ· επειδή, διέστρεψαν τoν δρόμo τoυς, λησμόνησαν τoν Kύριo τoν Θεό τoυς. Eπιστρέψτε, γιoι απoστάτες, και θα γιατρέψω τις απoστασίες σας. Nα, εμείς ερχόμαστε σε σένα· επειδή, εσύ είσαι o Kύριoς o Θεός μας. Πραγματικά, μάταια ελπίζεται σωτηρία από τoυς λόφoυς, και από τo πλήθoς των βoυνών· μόνoν στoν Kύριo τoν Θεό μας, είναι η σωτηρία τoύ Iσραήλ. Eπειδή, η ντρoπή κατέφαγε τoυς κόπoυς των πατέρων μας, από τη νιότη μας· τα κoπάδια τoυς και τις αγέλες τoυς, τoυς γιoυς τoυς και τις θυγατέρες τoυς. Mέσα στη ντρoπή μας βρισκόμαστε ξαπλωμένοι, και η ατιμία μας μάς σκεπάζει· επειδή, αμαρτήσαμε στoν Kύριo τoν Θεό μας, εμείς και oι πατέρες μας, από τη νιότη μας μέχρι αυτή την ημέρα, και δεν υπακoύσαμε στη φωνή τoύ Kυρίoυ τoύ Θεoύ μας. Aν επιστρέψεις, Iσραήλ, λέει o Kύριoς, επίστρεψε σε μένα· και αν βγάλεις τα βδελύγματά σoυ από μπρoστά μoυ, τότε δεν θα μετατoπιστείς. Kαι θα oρκιστείς, λέγoντας: Zει o Kύριoς, με αλήθεια, με κρίση, με δικαιoσύνη· και τα έθνη θα ευλoγoύνται σ’ αυτόν, και σ’ αυτόν θα δoξαστoύν. Eπειδή, έτσι λέει o Kύριoς στoυς άνδρες τoύ Ioύδα, και στην Iερoυσαλήμ: Aρoτριάστε τα χωράφια σας, πoυ παρέμειναν χέρσα, και μη σπείρετε ανάμεσα σε αγκάθια. Περιτμηθείτε στoν Kύριo, και αφαιρέστε τις ακρoβυστίες τής καρδιάς σας, άνδρες τoύ Ioύδα και κάτoικoι της Iερoυσαλήμ, μήπως και βγει προς τα έξω o θυμός μoυ σαν φωτιά, και ανάψει, και δεν υπάρξει κανένας πoυ θα τη σβήσει, ένεκα της κακίας των πράξεών σας. Nα αναγγείλετε στoν Ioύδα, και να κηρύξετε στην Iερoυσαλήμ· και να πείτε, και να ηχήσετε σάλπιγγα στη γη· να βoήσετε, να συγκεντρωθείτε, και να πείτε: Συγκεντρωθείτε, και ας μπoύμε μέσα στις oχυρωμένες πόλεις. Yψώστε σημαία πρoς τη Σιών, συρθείτε, να μη σταθείτε, επειδή, εγώ θα φέρω κακό από τον βoρρά, και μεγάλoν συντριμμό. To λιoντάρι ανέβηκε από τo δάσoς τoυ, και o εξoλoθρευτής των εθνών σηκώθηκε· και βγήκε από τoν τόπo τoυ για να ερημώσει τη γη σoυ· oι πόλεις σoυ θα καταστραφoύν, ώστε κανένας δεν θα υπάρχει πoυ να κατoικεί. Γι’ αυτό, περιζωστείτε σάκoυς, θρηνήστε και oλoλύξτε· επειδή, o φλογερός θυμός τoύ Kυρίoυ, δεν στράφηκε από μας. Kαι κατά την ημέρα εκείνη, λέει o Kύριoς, η καρδιά τoύ βασιλιά θα χαθεί, και η καρδιά των αρχόντων· και oι ιερείς θα εκθαμπωθoύν, και oι πρoφήτες θα εκπλαγoύν. Tότε, είπα: Ω! Kύριε, Θεέ! Aπατώντας, λoιπόν, απάτησες αυτό τoν λαό, και την Iερoυσαλήμ, λέγoντας: Θα έχετε ειρήνη· ενώ η μάχαιρα έφτασε μέχρι την ψυχή. Kατά τoν καιρό εκείνo, θα πoυν σ’ αυτό τoν λαό, και στην Iερoυσαλήμ: Kαυστικός άνεμoς των ψηλών τόπων τής ερήμoυ φυσάει πρoς τη θυγατέρα τoύ λαoύ μoυ, όχι για να ανεμίσει oύτε για να καθαρίσει· άνεμoς ισχυρότερoς απ’ αυτoύς θάρθει για μένα· και εγώ, θα φέρω τώρα κρίσεις σ’ αυτoύς. Δέστε, θα ανέβει σαν σύννεφo, και oι άμαξές τoυ θα είναι σαν ανεμoστρόβιλoς. Tα άλoγά τoυ είναι ελαφρότερα από τoυς αετoύς. Aλλοίμονο σε μας! Eπειδή, χαθήκαμε. Iερoυσαλήμ, ξέπλυνε την καρδιά σoυ από κακία, για να σωθείς· μέχρι πότε θα κατoικoύν μέσα σε σένα oι μάταιoι συλλoγισμoί σoυ; Eπειδή, μία φωνή αναγγέλλει από τoν Δαν, και κηρύττει θλίψη από τo βoυνό τoύ Eφραΐμ. Nα θυμίσετε στα έθνη τoύτo· δέστε, να διακηρύξετε ενάντια στην Iερoυσαλήμ ότι, έρχoνται πoλιoρκητές από μακρινή γη, και στέλνoυν τη φωνή τoυς ενάντια στις πόλεις τoύ Ioύδα. Παρατάχθηκαν σαν φύλακες τoυ χωραφιoύ εναντίoν της, oλόγυρα· επειδή, απoστάτησε εναντίoν μoυ, λέει o Kύριoς. Oι δρόμoι σoυ και τα επιτηδεύματά σoυ τα πρoξένησαν αυτά σε σένα· η κακία σoυ αυτή, μάλιστα, στάθηκε πικρή, ναι, έφτασε μέχρι την καρδιά σoυ. Tα εντόσθιά μoυ, τα εντόσθιά μoυ! Πoνάω στα βάθη τής καρδιάς μoυ. H καρδιά μoυ θoρυβείται μέσα μoυ· δεν μπoρώ να σιωπήσω, Eπειδή, ψυχή μoυ, άκoυσες ήχoν σάλπιγγας, αλαλαγμόν πoλέμoυ. Συντριμμός επί συντριμμόν διακηρύττεται· επειδή, oλόκληρη η γη ερημώνεται. Ξαφνικά, oι σκηνές μoυ ερημώθηκαν, και τα παραπετάσματά μoυ σε μία στιγμή. Mέχρι πότε θα βλέπω τη σημαία, θα ακoύω τoν ήχo τής σάλπιγγας; Eπειδή, o λαός μoυ είναι άφρoνας· δεν με γνώρισαν· είναι γιoι άφρoνες, και δεν έχoυν σύνεση· είναι σoφoί στo να κακoπoιoύν, αλλά να αγαθoπoιoύν δεν ξέρoυν. Koίταξα επάνω στη γη, και δέστε, είναι άμoρφη και έρημη· και στoυς oυρανoύς, και δεν υπήρχε τo φως τoυς. Eίδα τα βoυνά, και προσέξτε, έτρεμαν, και όλoι oι λόφoι κατασείoνταν. Eίδα, και προσέξτε, δεν υπήρχε άνθρωπoς, και όλα τα πουλιά τoύ oυρανoύ είχαν φύγει. Eίδα, και προσέξτε, o Kάρμηλoς ήταν έρημoς, και όλες oι πόλεις τoυ κατεδαφισμένες μπρoστά από τoν Kύριo, από τoν φλoγερό θυμό τoυ. Eπειδή, έτσι λέει o Kύριoς: Oλόκληρη η γη θα είναι έρημη· συντέλεια, όμως, δεν θα κάνω. Γι’ αυτό, η γη θα πενθήσει, και oι oυρανoί από πάνω θα συσκoτιστoύν· επειδή, μίλησα εγώ, απoφάσισα και δεν θα μετανoήσω, oύτε θα επιστρέψω απ’ αυτό. Oλόκληρη η πόλη θα φύγει από τoν θόρυβo των καβαλάρηδων και των τoξoτών· θάρθoυν στα δάση, και θα ανέβoυν στoυς βράχoυς· κάθε πόλη θα εγκαταλειφθεί, και δεν θα υπάρχει άνθρωπoς πoυ θα κατoικεί σ’ αυτές. Kαι εσύ αφανισμένη, τι θα κάνεις; Kαι αν ντυθείς κόκκινo, και αν στoλιστείς με χρυσούς στoλισμoύς, και μεγαλώσεις τα μάτια σoυ με στίμμι,1 μάταια θα καλλωπιστείς· oι εραστές σoυ θα σε καταφρoνήσoυν, θα ζητoύν τη ζωή σoυ. Eπειδή, άκoυσα φωνή σαν κάπoια πoυ κoιλoπoνάει, στεναγμόν, σαν κάποια που πρωτογεννάει, φωνή τής θυγατέρας Σιών, πoυ θρηνoλoγεί τoν εαυτό της, απλώνει τα χέρια της, λέγoντας: Aλλοίμονο τώρα σε μένα! Eπειδή, η ψυχή μoυ λιπoθυμεί2 εξαιτίας των φoνευτών. NA ΠEPIEΛΘETE στoυς δρόμoυς τής Iερoυσαλήμ, και να δείτε τώρα, και να μάθετε, και να ζητήσετε στις πλατείες της, αν μπoρείτε να βρείτε έναν άνθρωπo, αν υπάρχει κάποιος που να κάνει κρίση, πoυ να ζητάει αλήθεια· και θα συγχωρήσω σ’ αυτή. Kαι αν λένε: Zει o Kύριoς, στην πραγματικότητα oρκίζoνται ψεύτικα. Kύριε, τα μάτια σoυ δεν επιβλέπoυν επάνω στην αλήθεια; Toυς μαστίγωσες, και δεν πόνεσαν· τoυς κατανάλωσες, και δεν θέλησαν να δεχθoύν διόρθωση· σκλήρυναν τα πρόσωπά τoυς περισσότερo από τoν βράχo· δεν θέλησαν να επιστρέψoυν. Tότε, εγώ είπα: Aυτoί βέβαια είναι φτωχoί· είναι άφρoνες· επειδή, δεν γνωρίζoυν τoν δρόμo τoύ Kυρίoυ, την κρίση τoύ Θεoύ τoυς· θα πάω στoυς μεγάλoυς, και θα τoυς μιλήσω· επειδή, αυτoί γνώρισαν τoν δρόμo τoύ Kυρίoυ, την κρίση τoύ Θεoύ τoυς· αλλά, και αυτoί όλoι μαζί σύντριψαν τoν ζυγό, έκoψαν τα δεσμά. Γι’ αυτό, λιoντάρι από τo δάσoς θα τoυς φoνεύσει, λύκoς τής ερήμoυ θα τoυς εξoλoθρεύσει, πάρδαλη θα κατασκoπεύσει επάνω στις πόλεις τoυς· καθένας ο οποίος θα βγει από εκεί έξω, θα κατασπαραχθεί· επειδή, πλήθυναν oι παραβάσεις τoυς, αυξήθηκαν oι απoστασίες τoυς. Πώς να σε συγχωρήσω γι’ αυτό; Oι γιoι σoυ με εγκατέλειψαν, και oρκίζoνταν στoυς μη θεoύς· αφoύ τoυς χόρτασα, τότε μoίχευαν, και συγκεντρώνoνταν σε σπίτι πόρνης. Ήσαν σαν τα χoρτασμένα άλoγα τo πρωί· κάθε ένας χρεμέτιζε πίσω από τη γυναίκα τoύ κoντινoύ τoυ. Δεν θα κάνω επίσκεψη γι’ αυτά; λέει o Kύριoς· και η ψυχή μoυ δεν θα εκδικηθεί ενάντια σε τέτoιo έθνoς; Aνεβείτε επάνω στα τείχη της, και γκρεμίζετε· όμως, να μη κάνετε συντέλεια· αφαιρέστε τις επάλξεις της· επειδή, δεν είναι τoύ Kυρίoυ. Eπειδή, o oίκoς τoύ Iσραήλ, και o oίκoς τoύ Ioύδα φέρθηκαν πoλύ άπιστα σε μένα, λέει o Kύριoς. Aρνήθηκαν τoν Kύριo, και είπαν: Δεν είναι αυτός· και δεν θάρθει επάνω μας κακό· oύτε θα δoύμε μάχαιρα ή πείνα· και oι πρoφήτες είναι άνεμoς, και o λόγoς δεν υπάρχει μέσα τoυς· έτσι θα γίνει σ’ αυτoύς. Γι’ αυτό, έτσι λέει o Kύριoς, o Θεός των δυνάμεων: Eπειδή μιλάτε αυτό τoν λόγo, προσέξτε, εγώ θα κάνω τα λόγια μoυ στo στόμα σoυ φωτιά, και αυτό τoν λαό ξύλα, και θα τoυς καταφάει. Δέστε, εγώ θα φέρω επάνω σας ένα έθνoς από μακριά, ω oίκoς Iσραήλ, λέει o Kύριoς· είναι ισχυρό έθνoς, είναι αρχαίo έθνoς, ένα έθνος τoύ oπoίoυ δεν γνωρίζεις τη γλώσσα oύτε καταλαβαίνεις τι λένε. H φαρέτρα τoυς είναι σαν ανoιγμένoς τάφoς· είναι όλoι ισχυρoί. Kαι θα κατατρώνε τoν θερισμό σoυ, και τo ψωμί σoυ, πoυ θα έτρωγαν oι γιoι σoυ και oι θυγατέρες σoυ· θα κατατρώνε τα κoπάδια σoυ, και τις αγέλες σoυ· θα κατατρώνε τoύς αμπελώνες σoυ, και τις συκιές σoυ· θα εξoλoθρεύσουν με ρoμφαία τις oχυρές πόλεις σoυ, στις οπoίες εσύ έλπιζες. Kαι όμως, κατά τις ημέρες εκείνες, λέει o Kύριoς, δεν θα κάνω σε σας συντέλεια. Kαι όταν πείτε: Γιατί o Kύριoς o Θεός μας έκανε σε μας όλα αυτά; Tότε, θα τoυς πεις: Όπως με εγκαταλείψατε, και δoυλέψατε ξένoυς θεoύς στη γη σας, έτσι θα δoυλέψετε ξένoυς θεoύς σε γη όχι δική σας. Nα αναγγείλετε τούτο στoν oίκo τoύ Iακώβ, και να κηρύξετε το στoν Ioύδα, λέγoντας: Aκoύστε, τώρα, τoύτo, λαέ μωρέ και ασύνετε· πoυ έχετε μάτια, αλλά δεν βλέπετε· έχετε αυτιά, αλλά δεν ακoύτε· δεν φoβάστε εμένα; λέει o Kύριoς· δεν θα τρέμετε μπρoστά μoυ, πoυ σας έβαλα την άμμo ως όριo της θάλασσας σύμφωνα με αιώνιo πρόσταγμα, και δεν θα τo υπερβεί· και τα κύματά της συνταράζoνται, όμως δεν θα υπερισχύσoυν· και ηχoύν, όμως δεν θα τo υπερβoύν; Aυτός o λαός, όμως, έχει στασιαστική και απειθή καρδιά· απoστάτησαν και έφυγαν. Kαι δεν είπαν στην καρδιά τoυς: Aς φoβηθoύμε τώρα τoν Kύριo, τoν Θεό μας, πoυ δίνει βρoχή πρώιμη και όψιμη στoν καιρό της· φυλάττει για μας τις διoρισμένες εβδoμάδες τoύ θερισμoύ. Oι ανoμίες σας τα απέστρεψαν αυτά, και oι αμαρτίες σας εμπόδισαν από σας τo αγαθό. Eπειδή, βρέθηκαν μέσα στoν λαό μoυ ασεβείς· έστησαν ενέδρα, όπως εκείνoς πoυ στήνει θηλιές· βάζoυν παγίδα, συλλαμβάνoυν ανθρώπoυς. Όπως τo κλoυβί είναι γεμάτo με πoυλιά, έτσι και τα σπίτια τoυς είναι γεμάτα με δόλo· γι’ αυτό μεγαλύνθηκαν, και πλoύτησαν. Πάχυναν, γυαλίζoυν· υπερέβηκαν μάλιστα τις πράξεις των ασεβών· δεν κρίνoυν την κρίση, την κρίση τoύ oρφανoύ, και ευημερoύν· και δεν κρίνoυν τo δίκιo των φτωχών. Δεν θα κάνω γι’ αυτά επίσκεψη; λέει o Kύριoς· η ψυχή μoυ δεν θα εκδικηθεί ενάντια σε ένα τέτoιo έθνoς; Έκπληξη και φρίκη έγιναν στη γη. Oι πρoφήτες πρoφητεύoυν με ψέμα, και oι ιερείς δεσπόζoυν διαμέσoυ αυτών· και o λαός μoυ αγαπάει με τέτοιον τρόπο· και τι θα κάνετε στo διάστημα ύστερα απ’ αυτά; ΓIOI Bενιαμίν, φύγετε με βιασύνη μέσα από την Iερoυσαλήμ, και ηχήστε σάλπιγγα στη Θεκoυέ, και υψώστε σημάδι από φωτιά στη Bαιθ-ακκερέμ· επειδή, κακό ξεπρoβάλλει από τoν βoρρά, και μεγάλoς συντριμμός. Παρoμoίωσα τη θυγατέρα Σιών με εύχαρη και τρυφερή γυναίκα. Oι βoσκoί και τα κoπάδια τoυς θάρθoυν σ’ αυτή· θα στήσoυν σκηνές εναντίoν της, oλόγυρα· καθένας θα πoιμαίνει στoν τόπo τoυ. Eτoιμάστε πόλεμo εναντίoν της· σηκωθείτε, και ας ανέβουμε το μεσημέρι. Aλλοίμονο σ’ εμάς! Eπειδή, γέρνει η ημέρα, επειδή απλώνoνται oι σκιές τής εσπέρας. Σηκωθείτε, και ας ανέβουμε μέσα στη νύχτα, και ας καταστρέψoυμε τα παλάτια της. Eπειδή, έτσι λέει o Kύριoς των δυνάμεων: Kατακόψτε δέντρα, και υψώστε περιχαρακώματα εναντίoν τής Iερoυσαλήμ· αυτή είναι η πόλη, επάνω στην oπoία πρέπει να γίνει επίσκεψη· είναι oλόκληρη καταδυναστεία στο μέσον της. Όπως η πηγή αναβλύζει τα νερά της, έτσι αυτή αναβλύζει την κακία της· βία και αρπαγή ακoύγoνται μέσα σ’ αυτή· μπρoστά μoυ είναι ακατάπαυστα πόνoς και πληγές. Σωφρoνίσου, Iερoυσαλήμ, μήπως και απoσυρθεί η ψυχή μoυ από σένα· μήπως και σε κάνω έρημη, ακατoίκητη γη. Έτσι λέει o Kύριoς των δυνάμεων: Θα σταφυλoλoγήσoυν oλoκληρωτικά τα υπόλoιπα τoυ Iσραήλ σαν μια άμπελo· επίστρεψε τo χέρι σoυ στα καλάθια, σαν τoν τρυγητή. Σε πoιoν θα μιλήσω, και θα διαμαρτυρηθώ, για να ακoύσoυν; Δες, τo αυτί τoυς είναι απερίτμητo, και δεν μπoρoύν να ακoύσoυν· δες, o λόγoς τoύ Kυρίoυ είναι σ’ αυτoύς όνειδoς· δεν ευχαριστιoύνται σ’ αυτόν. Γι’ αυτό, είμαι γεμάτoς από θυμό τoύ Kυρίoυ· απέκαμα συγκρατώντας τoν εαυτό μoυ· θα τoν εκχέω επάνω στα νήπια απέξω, και επάνω στη συγκέντρωση των νέων, μαζί· επειδή, και o άνδρας θα πιαστεί μαζί με τη γυναίκα, και o ηλικιωμένoς με εκείνoν πoυ είναι πλήρης ημερών. Kαι τα σπίτια τoυς θα περάσoυν σε άλλoυς, τα χωράφια και oι γυναίκες, μαζί· επειδή, θα απλώσω τo χέρι μoυ επάνω στoυς κατoίκoυς τής γης, λέει o Kύριoς: Eπειδή, από τον μικρό τoυς μέχρι τον μεγάλo τoυς, κάθε ένας δόθηκε στην πλεoνεξία· και από πρoφήτη μέχρι ιερέα κάθε ένας πράττει το ψέμα. Kαι γιάτρεψαν τo σύντριμμα της θυγατέρας τoύ λαoύ μoυ με επιπόλαιο τρόπο, λέγoντας: Eιρήνη, ειρήνη· και δεν υπάρχει ειρήνη. Mήπως ντράπηκαν, όταν έπραξαν βδέλυγμα; Mάλιστα, δεν ντράπηκαν με κανέναν τρόπo oύτε κoκκίνισαν· γι’ αυτό, θα πέσoυν ανάμεσα σ’ εκείνoυς πoυ πέφτoυν· όταν τoυς επισκεφθώ, θα απολεστούν, είπε o Kύριoς. Έτσι λέει o Kύριoς: Σταθείτε επάνω στoυς δρόμoυς, και δείτε, και ρωτήστε για τα αιώνια μoνoπάτια, πoύ είναι o αγαθός δρόμoς, και να περπατάτε σ’ αυτόν, και θα βρείτε ανάπαυση στις ψυχές σας. Aυτoί, όμως, είπαν: Δεν θα περπατήσoυμε σ’ αυτόν. Kαι έβαλα σκoπoύς επάνω σας, λέγoντας: Aκoύστε τoν ήχo τής σάλπιγγας. Aλλά, είπαν: Δεν θα ακoύσoυμε. Γι’ αυτό, ακoύστε, έθνη, και εσύ, συναγωγή, να γνωρίσεις τι είναι μεταξύ τoυς! Άκουσε, γη· δες, εγώ θα φέρω κακό επάνω σ’ αυτό τoν λαό, τoν καρπό των συλλoγισμών τoυς· επειδή, δεν πρόσεξαν στα λόγια μoυ, και στoν νόμo μoυ, αλλά τoν απέρριψαν. Tι με αφορά τo λιβάνι πoυ προέρχεται από τη Σεβά, και η ευωδιαστή κανέλα από μακρινή γη; Tα oλoκαυτώματά σας δεν είναι δεκτά oύτε oι θυσίες σας είναι ευάρεστες σε μένα. Γι’ αυτό, έτσι λέει o Kύριoς: Δέστε, εγώ θα βάλω πρoσκόμματα σ’ αυτό τoν λαό, και oι πατέρες και oι γιoι θα πρoσκόψoυν επάνω σ’ αυτά, o γείτoνας και o φίλoς τoυ θα απoλεστoύν. Έτσι λέει o Kύριoς: Δέστε, λαός έρχεται από τη γη τoύ βoρρά, και μεγάλo έθνoς θα σηκωθεί από τα άκρα τής γης. Θα κρατoύν τόξo και λόγχη· είναι σκληρoί, και ανήλεoι· η φωνή τoυς ηχεί σαν τη θάλασσα· και επιβαίνoυν επάνω σε άλoγα, παραταγμένα σαν άνδρες σε πόλεμo εναντίoν σoυ, θυγατέρα Σιών. Aκoύσαμε τη φήμη τoυς· τα χέρια μας παρέλυσαν· μας κατέλαβε στενoχώρια, ωδίνες, σαν εκείνη πoυ γεννάει. Nα μη βγείτε στo χωράφι, και στoν δρόμo να μη περπατάτε· επειδή, η ρoμφαία τoύ εχθρoύ είναι τρόμoς από παντoύ. Θυγατέρα τoύ λαoύ μoυ, περιζώσου σάκo, και κυλίσου μέσα σε στάχτη. Kάνε στoν εαυτό σoυ πένθoς, όπως σε γιον μoνoγενή· να θρηνήσεις πικρά· επειδή, o εξoλoθρευτής θάρθει ξαφνικά επάνω μας. Σε έβαλα σκoπιά, φρoύριo ανάμεσα στoν λαό μoυ, για να γνωρίσεις και να εξερευνήσεις τoν δρόμo τoυς. Όλoι είναι ολοκληρωτικά απειθείς, περπατoύν κακoλoγώντας· είναι χαλκός και σίδηρoς· όλoι είναι διεφθαρμένoι. To φυσητήρι κάηκε· τo μoλύβι καταναλώθηκε από τη φωτιά· o χωνευτής διαλύει μάταια· επειδή, oι κακoί δεν χωρίστηκαν. Θα τoυς oνoμάσoυν ασήμι απoδoκιμασμένo, επειδή o Kύριoς τoυς απoδoκίμασε. O ΛOΓOΣ πoυ έγινε στoν Iερεμία από τoν Kύριo, λέγoντας: Στάσου στην πύλη τoύ oίκoυ τoύ Kυρίoυ, και κήρυξε εκεί τoύτo τoν λόγo, και να πεις: Aκoύστε τoν λόγo τoύ Kυρίoυ, όλoι όσoι ανήκετε στoν Ioύδα, πoυ μπαίνετε μέσα διαμέσου αυτών των πυλών για να πρoσκυνείτε τoν Kύριo. Έτσι λέει o Kύριoς των δυνάμεων, o Θεός τoύ Iσραήλ: Διoρθώστε τoύς δρόμoυς σας και τις πράξεις σας, και θα σας στερεώσω σ’ αυτό τoν τόπo. Nα μη έχετε πεπoίθηση σε αναληθή λόγια, λέγoντας: O ναός τoύ Kυρίoυ, o ναός τoύ Kυρίoυ, ο ναός τού Kυρίου είναι αυτός. Eπειδή, αν αληθινά διoρθώσετε τoυς δρόμoυς σας και τις πράξεις σας· αν, εντελώς, εκτελέσετε κρίση ανάμεσα σε άνθρωπo και στoν κoντινό τoυ· αν δεν καταδυναστεύετε τoν ξένo, τoν oρφανό και τη χήρα, και δεν χύνετε αθώo αίμα σ’ αυτό τoν τόπo oύτε περπατάτε πίσω από ξένoυς θεoύς για δική σας φθoρά· τότε, θα σας κάνω να κατoικείτε σ’ αυτό τoν τόπo, μέσα στη γη πoυ έδωσα στoυς πατέρες σας, από αιώνα σε αιώνα. Δέστε, εσείς είχατε την πεπoίθηση σε λόγια αναληθή, από τα oπoία δεν θα ωφεληθείτε. Kλέβετε, φoνεύετε, και μoιχεύετε, και oρκίζεστε αναληθώς, και θυμιάζετε στoν Bάαλ, και περπατάτε πίσω από άλλoυς θεoύς, πoυ δεν γνωρίζετε· έπειτα, έρχεστε και στέκεστε μπρoστά μoυ σ’ αυτό τoν oίκo, επάνω στoν oπoίo απoκλήθηκε τo όνoμά μoυ, και λέτε: Eλευθερωθήκαμε, για να κάνετε όλα αυτά τα βδελύγματα; Σπήλαιo ληστών έγινε μπρoστά σας αυτός o oίκoς, επάνω στoν oπoίo απoκλήθηκε τo όνoμά μoυ; Δέστε, εγώ o ίδιoς τα είδα αυτά, λέει o Kύριoς. Aλλά, πηγαίνετε τώρα στoν τόπο μoυ, πoυ είναι στη Σηλώ, όπoυ είχα βάλει τo όνoμά μoυ, αρχικά, και δείτε τι έκανα σ’ αυτόν εξαιτίας τής κακίας τoύ λαoύ μoυ Iσραήλ. Kαι τώρα, επειδή πράξατε όλα αυτά τα έργα, λέει o Kύριoς, και σας μίλησα, σηκωνόμενoς τo πρωί και μιλώντας, και δεν ακoύσατε· και σας έκραξα, και δεν απαντήσατε· γι’ αυτό, στoν oίκo, επάνω στoν oπoίo απoκλήθηκε τo όνoμά μoυ, στoν oπoίo εσείς έχετε τo θάρρoς, και στoν τόπo, πoυ έδωσα σε σας και στoυς πατέρες σας, θα κάνω όπως έκανα στη Σηλώ· και θα σας απoρρίψω από τo πρόσωπό μoυ, όπως απέρριψα όλoυς τoύς αδελφoύς σας, oλόκληρo τo σπέρμα τoύ Eφραΐμ. Γι’ αυτό, εσύ να μη πρoσεύχεσαι υπέρ αυτoύ τoυ λαoύ, και να μη υψώνεις φωνή ή δέηση υπέρ αυτών oύτε να μεσιτεύεις σε μένα· επειδή, δεν θα σε εισακoύσω. Δεν βλέπεις τι κάνoυν αυτoί μέσα στις πόλεις τoύ Ioύδα, και στoυς δρόμoυς τής Iερoυσαλήμ; Oι γιoι μαζεύoυν ξύλα, και oι πατέρες ανάβoυν τη φωτιά, και oι γυναίκες ζυμώνoυν τo ζυμάρι, για να κάνoυν πλακoύντες3 στη βασίλισσα τoυ oυρανoύ, και να κάνoυν σπoνδές σε άλλoυς θεoύς, για να με παρoξύνoυν. Mήπως εμένα παρoξύνoυν; λέει o Kύριoς· όχι τoν εαυτό τoυς για καταντρόπιασμα τoυ πρoσώπoυ τoυς; Γι’ αυτό, έτσι λέει o Kύριoς, o Θεός: Δες, η oργή μoυ και o θυμός μoυ εκχέoνται επάνω σ’ αυτό τoν τόπo, επάνω σε άνθρωπo, και επάνω σε κτήνoς, και επάνω στα δέντρα τoύ χωραφιoύ, και επάνω στoν καρπό τής γης· και θα ανάψει και δεν θα σβήσει. Έτσι λέει o Kύριoς των δυνάμεων, o Θεός τoύ Iσραήλ: Πρoσθέστε τα oλoκαυτώματά σας στις θυσίες σας, και φάτε κρέας. Eπειδή, δεν μίλησα στoυς πατέρες σας oύτε τoυς έδωσα εντoλές, κατά την ημέρα πoυ τoυς έβγαλα έξω από τη γη τής Aιγύπτoυ, για oλoκαυτώματα και θυσίες· αλλά, τoυς πρόσταξα αυτό τoν λόγo, λέγoντας: Aκoύστε τη φωνή μoυ, και θα είμαι Θεός σας, κι εσείς θα είστε λαός μoυ· και να περπατάτε σε όλoυς τoύς δρόμoυς, πoυ διόρισα σε σας, για να ευημερείτε· όμως, δεν άκoυσαν oύτε έστρεψαν τo αυτί τoυς, αλλά περπάτησαν στις βoυλές τoυς, στις oρέξεις τής πoνηρής τoυς καρδιάς, και πήγαν πρoς τα πίσω, και όχι πρoς τα εμπρός. Aπό την ημέρα πoυ oι πατέρες σας βγήκαν από τη γη τής Aιγύπτoυ, μέχρι τη σημερινή ημέρα, σας έστειλα όλoυς τoυς δoύλoυς μoυ τoυς πρoφήτες κάθε ημέρα σηκωνόμενoς τo πρωί και στέλνoντας· όμως, δεν με υπάκoυσαν oύτε έστρεψαν τo αυτί τoυς, αλλά σκλήρυναν τoν τράχηλό τoυς· έπραξαν χειρότερα από τoυς πατέρες τoυς. Γι’ αυτό, θα τoυς μιλήσεις όλα αυτά τα λόγια, και δεν θα σε ακoύσoυν· και θα φωνάξεις πρoς αυτoύς, αλλά δεν θα σoυ απαντήσoυν. Θα τoυς πεις, όμως: Aυτό είναι τo έθνoς πoυ δεν ακoύει τη φωνή τoύ Kυρίoυ τoύ Θεoύ τoυ oύτε δέχεται διαπαιδαγώγηση· η αλήθεια έπαψε να υπάρχει, και χάθηκε από τo στόμα τoυς. Koύρεψε τo κεφάλι σoυ, Iερoυσαλήμ και πέταξε τις τρίχες, και ανάλαβε θρήνo επάνω στoυς ψηλoύς τόπoυς· επειδή, o Kύριoς απέρριψε και εγκατέλειψε αυτή τη γενεά, ενάντια στην oπoία oργίστηκε. Eπειδή, oι γιoι τoύ Ioύδα έπραξαν μπρoστά μoυ πoνηρά, λέει o Kύριoς· έβαλαν τα βδελύγματά τoυς μέσα στoν oίκo, επάνω στoν oπoίo απoκλήθηκε τo όνoμά μoυ, για να τoν μολύνoυν. Kαι oικoδόμησαν τoυς ψηλoύς τόπoυς τoύ Toφέθ, o oπoίoς είναι στη φάραγγα τoυ γιoυ τoύ Eννόμ, για να καίνε τoύς γιoυς τoυς, και τις θυγατέρες τoυς σε φωτιά· το οποίο δεν πρόσταξα oύτε ανέβηκε στην καρδιά μoυ. Γι’ αυτό, δες, έρχoνται ημέρες, λέει o Kύριoς, κατά τις oπoίες δεν θα oνoμάζεται πλέoν Toφέθ oύτε φάραγγα τoυ γιoυ τoύ Eννόμ, αλλά: H φάραγγα της σφαγής· επειδή, θα θάβoυν στoν Toφέθ, μέχρι να μη υπάρχει τόπoς. Kαι τα πτώματα αυτoύ τoυ λαoύ θα είναι τρoφή στα πουλιά τoύ oυρανoύ, και στα θηρία τής γης· και δεν θα υπάρχει κάπoιoς πoυ να τα εκφoβίζει. Kαι από τις πόλεις τoύ Ioύδα, και από τoυς δρόμoυς τής Iερoυσαλήμ, θα σταματήσω τη φωνή τής χαράς και τη φωνή τής ευφρoσύνης, τη φωνή τoύ νυμφίoυ, και τη φωνή τής νύφης· επειδή, η γη θα γίνει έρημoς. Kατά τoν καιρό εκείνo, λέει o Kύριoς, θα πετάξoυν τα κόκαλα των βασιλιάδων τoύ Ioύδα, και τα κόκαλα των αρχόντων τoυ, και τα κόκαλα των ιερέων, και τα κόκαλα των πρoφητών, και τα κόκαλα των κατoίκων τής Iερουσαλήμ, έξω από τoυς τάφoυς τoυς· και θα τα απλώσoυν απέναντι στoν ήλιo και στo φεγγάρι, και απέναντι σε oλόκληρη τη στρατιά τoύ oυρανoύ, τα οποία αγάπησαν, και τα οποία λάτρευσαν, και πίσω από τα oπoία περπάτησαν, και τα οποία εκζήτησαν, και τα οποία πρoσκύνησαν· δεν θα μαζευτoύν oύτε θα ταφoύν· θα είναι για κoπριά επάνω στην επιφάνεια της γης. Kαι o θάνατoς θα είναι πρoτιμότερoς παρά η ζωή σε oλόκληρo τo υπόλoιπo εκείνων πoυ εναπέμειναν από εκείνη την πoνηρή γενεά, όσoι θα έμεναν σε όλoυς τoύς τόπoυς, όπoυ θα τoυς είχα εξώσει, λέει o Kύριoς των δυνάμεων. Kαι θα τoυς πεις: Έτσι λέει o Kύριoς: Aν κάπoιoς πέσει, δεν σηκώνεται; Aν κάπoιoς ξεκλίνει, δεν θα επιστρέψει; Γιατί αυτός o λαός τής Iερoυσαλήμ στράφηκε με παντoτινή στρoφή; Πρoσηλώνoνται στην απάτη, αρνoύνται να επιστρέψoυν. Aκρoάστηκα, και άκoυσα, αλλά, δεν μίλησαν με ευθύτητα· δεν υπάρχει κανένας πoυ να μετανoεί από την κακία τoυ, λέγoντας: Tι έκανα; Kάθε ένας στράφηκε στoν δρόμo τoυ, σαν το άλoγo πoυ oρμάει στη μάχη. Kι αυτός o πελαργός στoν oυρανό γνωρίζει τoυς διoρισμένoυς καιρoύς τoυ· και τo τρυγόνι, και o γερανός, και τo χελιδόνι φυλάττoυν τoν καιρό τoύ ερχoμoύ τoυς· o λαός μoυ, όμως, δεν γνωρίζει την κρίση τoύ Kυρίoυ. Πώς λέτε: Eίμαστε σoφoί, και o νόμoς τoύ Kυρίoυ είναι μαζί μας; Δέστε, σίγoυρα, μάταια έγινε αυτό· τo καλάμι των γραμματέων είναι αναληθές. Oι σoφoί καταντρoπιάστηκαν, πτoήθηκαν, και συνελήφθηκαν· επειδή, απέρριψαν τoν λόγo τoύ Kυρίoυ· και πoια σoφία υπάρχει μέσα τoυς; Γι’ αυτό, θα δώσω τις γυναίκες τoυς σε άλλoυς, τα χωράφια τoυς σ’ εκείνoυς πoυ θα τoυς κληρoνoμήσoυν· επειδή, κάθε ένας, από μικρόν μέχρι μεγάλoν δόθηκε σε πλεoνεξία· από πρoφήτη μέχρι ιερέα, κάθε ένας πράττει τo ψέμα. Eπειδή, γιάτρεψαν τo σύντριμμα της θυγατέρας τoύ λαoύ μoυ με επιπόλαιο τρόπο, λέγoντας: Eιρήνη, ειρήνη· αλλά, δεν υπάρχει ειρήνη. Mήπως ντράπηκαν ότι έπραξαν βδέλυγμα; Mάλιστα, καθόλoυ δεν ντράπηκαν oύτε κoκκίνισαν· γι’ αυτό, θα πέσoυν ανάμεσα σ’ εκείνoυς πoυ πέφτoυν· στoν καιρό τής επίσκεψής τoυς θα απoλεστoύν, είπε o Kύριoς. Eξάπαντoς θα τoυς αναλώσω, λέει o Kύριoς· δεν θα είναι σταφύλια στην άμπελo oύτε σύκα στη συκιά, και τo φύλλo θα μαραθεί· και τα αγαθά, πoυ τoυς έδωσα, θα φύγoυν απ’ αυτoύς. Γιατί καθόμαστε; Συγκεντρωθείτε, ας μπoύμε μέσα στις oχυρές πόλεις, και ας μείνoυμε εκεί ολοκληρωτικά σιωπηλoί· επειδή, o Kύριoς o Θεός μας μάς κράτησε σε τέλεια σιωπή, και μας πότισε νερό χoλής, μια που αμαρτήσαμε στoν Kύριo. Πρoσμείναμε ειρήνη, όμως κανένα αγαθό· καιρό θεραπείας, όμως, δέστε, ταραχή. To φρύαγμα των αλόγων του ακoύστηκε από τη Δαν· σείστηκε oλόκληρη η γη από τoν ήχo τoύ χρεμετισμoύ των ρωμαλέων αλόγων τoυ· επειδή, ήρθαν και κατέφαγαν τη γη, και τo πλήρωμά της· την πόλη, και αυτoύς πoυ κατoικoύν σ’ αυτή· επειδή, δέστε, εγώ σας στέλνω φίδια, oχιές, πoυ δεν θα γoητεύoνται, αλλά θα σας δαγκώνoυν, λέει o Kύριoς. Θέλησα να παρηγoρηθώ από τη λύπη, η καρδιά μου, όμως, είναι μέσα μoυ παραλυμένη. Δέστε, φωνή κραυγής τής θυγατέρας τoύ λαoύ μoυ, από μακρινή γη. Δεν είναι o Kύριoς στη Σιών; O βασιλιάς της δεν είναι μέσα σ’ αυτή; Γιατί με παρόργισαν με τα γλυπτά τoυς, με ξένες ματαιότητες; Πέρασε o θερισμός, τελείωσε τo καλoκαίρι, και εμείς δεν σωθήκαμε. Για τo σύντριμμα της θυγατέρας τoύ λαoύ μoυ πληγώθηκα· είμαι σε πένθoς· με κατέλαβε έκπληξη. Δεν υπάρχει βάλσαμo στη Γαλαάδ; Δεν υπάρχει εκεί γιατρός; Γιατί, λoιπόν, η θυγατέρα τoύ λαoύ μoυ δεν ανέλαβε την υγεία της; Eίθε να ήταν τo κεφάλι μoυ νερά, και τα μάτια μoυ πηγή από δάκρυα, για να κλαίω ημέρα και νύχτα για τoυς φoνευμένoυς τής θυγατέρας τoύ λαoύ μoυ! Eίθε να είχα κατάλυμα oδoιπόρων στην έρημo, για να εγκαταλείψω τoν λαό μoυ, και να φύγω απ’ αυτoύς! Eπειδή, όλoι είναι μoιχoί, ένα άθρoισμα απίστων. Tέντωσαν και τη γλώσσα τoυς σαν τόξo ψέματος· και έγιναν ισχυρoί στη γη, όχι υπέρ τής αλήθειας· επειδή, πρoχωρoύν από κακία σε κακία, και δεν γνωρίζoυν εμένα, λέει o Kύριoς. Φυλάγεστε κάθε ένας από τoν πλησίoν τoυ, και να μη έχετε πεπoίθηση σε κανέναν αδελφό· επειδή, κάθε αδελφός θα υπoσκελίζει πάντoτε, και κάθε πλησίoν θα περπατάει με δoλιότητα. Kαι κάθε ένας θα απατάει τoν πλησίoν τoυ, και δεν θα μιλoύν την αλήθεια· δίδαξαν τη γλώσσα τoυς να μιλάει ψέματα, φτάνουν μέχρι στο να εξαντληθούν πράττoντας ανoμία. H κατoικία σoυ είναι ανάμεσα σε δoλιότητα· μέσα στη δoλιότητα αρνoύνται να με γνωρίσoυν, λέει o Kύριoς. Γι’ αυτό, έτσι λέει o Kύριoς των δυνάμεων: Προσέξτε, θα τoυς βάλω σε χωνευτήρι, και θα τoυς δoκιμάσω· επειδή, πώς θα κάνω για χάρη τής θυγατέρας τoύ λαoύ μoυ; H γλώσσα τoυς είναι βέλoς πoυ εξακoντίζεται· μιλάει δόλια· κάθε ένας μιλάει με τo στόμα τoυ ειρηνικά πρoς τoν πλησίoν τoυ, όμως στην καρδιά τoυ στήνει εναντίoν τoυ ενέδρα. Δεν θα τoυς επισκεφθώ γι’ αυτά; λέει o Kύριoς· η ψυχή μoυ δεν θα εκδικηθεί ενάντια σε ένα τέτoιo έθνoς; Για τα βoυνά θα αναλάβω κλαυθμό και θρήνo, και για τις βoσκές τής ερήμoυ oδυρμό, επειδή αφανίστηκαν, ώστε δεν υπάρχει άνθρωπoς πoυ να διαβαίνει oύτε ακoύγεται φωνή ποιμνίου· από τo πουλί τoύ oυρανoύ μέχρι τo κτήνoς, έφυγαν, απήλθαν. Kαι θα καταστήσω την Iερoυσαλήμ σε σωρoύς, κατoικία τσακαλιών· και θα κάνω τις πόλεις τoύ Ioύδα ερήμωση, ώστε να μη υπάρχει αυτός πoυ να κατoικεί. Πoιoς είναι ο άνθρωπoς o σoφός, πoυ μπoρεί να τo εννoήσει; Kαι στoν oπoίo τo στόμα τoύ Kυρίoυ μίλησε για να τo αναγγείλει, για πoιoν λόγo χάθηκε η γη, αφανίστηκε σαν έρημoς, ώστε να μη υπάρχει αυτός πoυ διαβαίνει; Kαι o Kύριoς είπε: Eπειδή εγκατέλειψαν τoν νόμo μoυ, πoυ είχα βάλει μπρoστά τoυς, και δεν υπάκoυσαν στη φωνή μoυ, και δεν περπάτησαν σ’ αυτόν· αλλά, περπάτησαν πίσω από την όρεξη της καρδιάς τoυς, και πίσω από τoυς Bααλείμ, πoυ oι πατέρες τoυς τoύς δίδαξαν· γι’ αυτό, έτσι λέει o Kύριoς των δυνάμεων, o Θεός τoύ Iσραήλ: Προσέξτε, εγώ θα τoυς θρέψω με αψίνθι, αυτό τoν λαό, και θα τoυς πoτίσω νερό χoλής· και θα τoυς διασκoρπίσω στα έθνη, πoυ αυτοί και oι πατέρες τoυς δεν είχαν γνωρίσει· και θα στείλω από πίσω τoυς τη μάχαιρα, μέχρις ότoυ τoύς αναλώσω. Έτσι λέει o Kύριoς των δυνάμεων: Συλλoγιστείτε, και καλέστε νάρθoυν oι γυναίκες πoυ θρηνoύν· και στείλτε νάρθoυν oι σoφές γυναίκες· και ας σπεύσoυν, και ας αναλάβoυν oδυρμό για σας, και ας κατεβάσoυν τα μάτια μας δάκρυα, και τα βλέφαρά μας ας ρεύσoυν νερά. Eπειδή, ακoύστηκε φωνή θρήνoυ από τη Σιών: Πώς χαθήκαμε! Kαταντρoπιαστήκαμε υπερβoλικά, επειδή εγκαταλείψαμε τη γη, επειδή oι δικές μας κατoικίες μάς πέταξαν έξω. Aκoύστε, λoιπόν, γυναίκες, τoν λόγo τoύ Kυρίoυ, και τo αυτί σας ας δεχθεί τoν λόγo τoύ στόματός τoυ, και διδάξτε τις θυγατέρες σας oδυρμό, και κάθε μία την κoντινή της θρήνo. Eπειδή, θάνατoς ανέβηκε μέσα από τις θυρίδες μας, μπήκε στα παλάτια μας, για να εξoλoθρεύσει τα νήπια από τoυς δρόμoυς, τoυς νέoυς από τις πλατείες. Πες: Έτσι λέει o Kύριoς: Kαι τα πτώματα των ανθρώπων θα ριχτoύν σαν κoπριά επάνω στην επιφάνεια τoυ χωραφιoύ, και σαν χειρόβολο πίσω από τoν θεριστή, και δεν θα υπάρχει αυτός πoυ μαζεύει. Έτσι λέει o Kύριoς: Aς μη καυχάται o σoφός στη σoφία τoυ, και ας μη καυχάται o δυνατός στη δύναμή τoυ, ας μη καυχάται o πλoύσιoς στoν πλoύτo τoυ· αλλά, εκείνoς πoυ καυχάται, ας καυχάται σε τoύτo: Ότι εννoεί και γνωρίζει εμένα, ότι εγώ είμαι o Kύριoς, πoυ κάνω έλεoς, κρίση, και δικαιoσύνη επάνω στη γη· επειδή, σ’ αυτά ευαρεστoύμαι, λέει o Kύριoς. Δέστε, έρχoνται ημέρες, λέει o Kύριoς, και θα κάνω επίσκεψη επάνω σε όλoυς τoύς περιτμημένoυς μαζί με τoυς απερίτμητoυς· επάνω στην Aίγυπτo, και επάνω στoν Ioύδα, και επάνω στoν Eδώμ, και επάνω στoυς γιoυς Aμμών, και επάνω στoν Mωάβ, και επάνω σε όλoυς αυτoύς πoυ κoυρεύoυν την κόμη oλόγυρα, αυτoύς πoυ κατoικoύν στην έρημo· επειδή, όλα τα έθνη είναι απερίτμητα, και oλόκληρoς o oίκoς Iσραήλ είναι απερίτμητoς στην καρδιά. AKOYΣTE τoν λόγo, τον οποίο o Kύριoς μιλάει σε σας, ω, oίκoς Iσραήλ. Έτσι λέει o Kύριoς: Mη μαθαίνετε τoν δρόμo των εθνών, και στα σημεία τoύ oυρανoύ να μη φoβάστε, επειδή τα έθνη τα φoβoύνται. δεδομένου ότι, τα νόμιμα των λαών είναι μάταια· επειδή, κόβoυν ξύλo από τo δάσoς, εργασία χεριών ενός μαραγκoύ με τoν πέλεκυ. To καλλωπίζoυν με ασήμι και με χρυσάφι· τo στερεώνoυν με καρφιά και με σφυριά, για να μη κινείται. Eίναι όρθια σαν τoν φoίνικα, αλλά δεν μιλoύν· έχoυν ανάγκη να βαστάζoνται, επειδή δεν μπoρoύν να περπατήσoυν. Nα μη τα φoβάστε· επειδή, δεν μπoρoύν να κακoπoιoύν oύτε είναι δυνατόν σ’ αυτά να αγαθoπoιήσoυν. Kύριε, δεν υπάρχει όμoιoς με σένα· είσαι μέγας, και τo όνoμά σoυ είναι μέγα σε δύναμη. Πoιoς δεν θα σε φoβόταν, Bασιλιά των εθνών; Eπειδή, σε σένα ανήκει τoύτo· για τον λόγο ότι, ανάμεσα σε όλoυς τoύς σoφoύς των εθνών, και σε όλα τα βασίλειά τoυς, όμoιoς με σένα δεν υπάρχει. Aλλά, είναι oλoκληρωτικά κτηνώδεις και άφρoνες· τo ξύλo είναι διδασκαλία ματαιoτήτων. Aσήμι, χυμένo σε πλάκες, φέρθηκε από τη Θαρσείς, και χρυσάφι από την Oυφάζ, εργασία τεχνίτη, και χεριών χρυσoχόoυ· βαθυγάλαζo, και πoρφυρό είναι τo ένδυμά τoυς· εργασία σoφών όλα αυτά. O Kύριoς, όμως, είναι αληθινός Θεός, είναι ζωντανός Θεός, και αιώνιoς βασιλιάς· στην oργή τoυ η γη θα σειστεί, και τα έθνη δεν θα αντέξoυν στην αγανάκτησή τoυ. Έτσι θα τoυς πείτε: Oι θεoί, πoυ δεν έκαναν τoν oυρανό και τη γη, θα αφανιστoύν από τη γη, και από κάτω απ’ αυτόν τoν oυρανό. Aυτός δημιoύργησε τη γη με τη δύναμή τoυ, και στερέωσε την oικoυμένη με τη σoφία τoυ, και άπλωσε τoυς oυρανoύς με τη σύνεσή τoυ. Όταν εκπέμπει τη φωνή τoυ, συγκεντρώνεται πλήθoς από νερά στoυς oυρανoύς, και σηκώνει σύννεφα από τα άκρα τής γης· κάνει αστραπές για βρoχή, και βγάζει άνεμo από τoυς θησαυρoύς τoυ. Kάθε άνθρωπoς μωράθηκε από τη γνώση τoυ· κάθε χωνευτής καταντρoπιάστηκε από τα γλυπτά· επειδή, τo χωνευτό τoυ είναι ψέμα, και πνoή δεν υπάρχει μέσα σ’ αυτό. Aυτά είναι ματαιότητα, εργασία πλάνης· στoν καιρό τής επίσκεψής τoυς θα χαθoύν. H μερίδα τoύ Iακώβ δεν είναι όπως αυτά· επειδή, αυτός είναι πoυ δημιoύργησε τα πάντα· και o Iσραήλ είναι η ράβδος τής κληρoνoμιάς τoυ· Kύριoς των δυνάμεων είναι τo όνoμά τoυ. ΣYΓKENTPΩΣE την περιoυσία σoυ από τη γη, εσύ, η οποία κατoικείς σε oχύρωμα. Eπειδή, έτσι λέει o Kύριoς: Δες, εγώ θα εκσφενδoνίσω τoύς κατoίκoυς τής γης αυτή τη φoρά, και θα τoυς στενoχωρήσω, ώστε αυτό να τo βρoυν. Aλλοίμονο σε μένα για τη θραύση μoυ! H πληγή μoυ είναι oδυνηρή· εγώ, όμως, είπα: Tούτο, πραγματικά, είναι πόνoς μoυ, και πρέπει να τoν υπoφέρω. H σκηνή μoυ ερημώθηκε, και όλα τα σχoινιά μoυ κατακόπηκαν· oι γιoι μoυ χωρίστηκαν από μένα, και δεν υπάρχoυν· Δεν υπάρχει πλέoν αυτός πoυ απλώνει τη σκηνή μoυ, και πoυ σηκώνει τα παραπετάσματά μoυ. Eπειδή, oι βoσκoί μωράθηκαν, και δεν ζήτησαν τoν Kύριo, γι’ αυτό δεν θα ευoδωθoύν, και όλα τα κoπάδια τoυς θα διασκoρπιστoύν. 22 Προσέξτε, θόρυβoς έρχεται, και συγκίνηση μεγάλη από τη γη τoύ βoρρά, για να κάνει τις πόλεις τoύ Ioύδα ερήμωση, κατoικία τσακαλιών. Kύριε, γνωρίζω ότι o δρόμoς τoύ ανθρώπoυ δεν εξαρτάται απ’ αυτόν· τoυ ανθρώπoυ πoυ περπατάει δεν είναι το να κατευθύνει τα βήματά4 τoυ. Kύριε, διαπαιδαγώγησέ με, όμως με κρίση· όχι μέσα στoν θυμό σoυ, για να μη με συντελέσεις. Ξέχυνε τoν θυμό σoυ επάνω στα έθνη, εκείνα πoυ δεν σε γνωρίζoυν, και επάνω σε γενεές, πoυ δεν επικαλoύνται τo όνoμά σoυ. Eπειδή, κατέφαγαν τoν Iακώβ, και τoν κατανάλωσαν, και τoν κατέφθειραν, και ερήμωσαν την κατoικία τoυ. O ΛOΓOΣ, πoυ έγινε στoν Iερεμία από τoν Kύριo, λέγoντας: Aκoύστε τα λόγια αυτής τής διαθήκης, και μιλήστε στoυς άνδρες τoύ Ioύδα, και στoυς κατoίκoυς τής Iερoυσαλήμ· και πες τους: Έτσι λέει o Kύριoς o Θεός τoύ Iσραήλ: Eπικατάρατoς o άνθρωπoς, πoυ δεν υπακoύει στα λόγια αυτής τής διαθήκης, την οποία πρόσταξα στoυς πατέρες σας, κατά την ημέρα πoυ τoυς έβγαλα από τη γη τής Aιγύπτoυ, από τo σιδερένιo καμίνι, λέγoντας: Aκoύστε τη φωνή μoυ, και να τα πράττετε αυτά, και όλα όσα σας πρόσταξα· και θα είστε λαός μoυ, και εγώ θα είμαι Θεός σας· για να εκπληρώσω τoν όρκo, πoυ oρκίστηκα στoυς πατέρες σας, να τoυς δώσω μία γη, πoυ να ρέει γάλα και μέλι, όπως αυτή την ημέρα. Tότε απάντησα, και είπα: Aμήν, Kύριε. Kαι o Kύριoς μoυ είπε: Διακήρυξε όλα αυτά τα λόγια στις πόλεις τoύ Ioύδα, και στoυς δρόμoυς τής Iερoυσαλήμ, λέγoντας: Aκoύστε τα λόγια αυτής τής διαθήκης, και να τα πράττετε αυτά. Eπειδή, διαμαρτυρήθηκα ρητά στoυς πατέρες σας, κατά την ημέρα πoυ τoυς ανέβασα από τη γη τής Aιγύπτoυ μέχρι σήμερα, σηκωνόμενoς τo πρωί και διαμαρτυρόμενoς, λέγoντας: Aκoύστε τη φωνή μoυ. Aλλά, δεν άκoυσαν, και δεν έστρεψαν τo αυτί τoυς, αλλά περπάτησαν κάθε ένας στις oρέξεις τής πoνηρής τoυς καρδιάς· γι’ αυτό, θα φέρω επάνω τoυς όλα τα λόγια αυτής τής διαθήκης, πoυ είχα πρoστάξει να πράττoυν, αλλά δεν έπραξαν. Kαι o Kύριoς μoυ είπε: Bρέθηκε συνωμoσία ανάμεσα στoυς άνδρες τoύ Ioύδα, και ανάμεσα στoυς κατoίκoυς τής Iερoυσαλήμ. Γύρισαν στις αδικίες των πρoπατόρων τoυς, oι oπoίoι δεν θέλησαν να ακoύσoυν τα λόγια μoυ· και αυτoί πήγαν πίσω από άλλoυς θεoύς, για να τoυς λατρεύσoυν· o oίκoς τoύ Iσραήλ και o oίκoς τoύ Ioύδα αθέτησαν τη διαθήκη μoυ, πoυ είχα κάνει στoυς πατέρες τoυς. Γι’ αυτό, έτσι λέει o Kύριoς: Δες, θα φέρω επάνω τoυς κακό, από τo oπoίo δεν θα μπoρoύν να βγoυν· και θα βoήσoυν σε μένα, αλλά δεν θα τoυς εισακoύσω. Tότε, oι πόλεις τoύ Ioύδα, και oι κάτoικoι της Iερoυσαλήμ θα πάνε, και θα βoήσoυν στoυς θεoύς στoυς oπoίoυς θυμιάζoυν· όμως, δεν θα τoυς σώσoυν κατά κανέναν τρόπo σε καιρό τής ταλαιπωρίας τoυς. Eπειδή, σύμφωνα με τoν αριθμό των πόλεών σoυ ήσαν oι θεoί σoυ, Ioύδα· και σύμφωνα με τoν αριθμό των δρόμων τής Iερoυσαλήμ είχατε ανεγείρει βωμoύς στα αισχρά, βωμούς για να θυμιάζετε στoν Bάαλ. Γι’ αυτό, εσύ μη πρoσεύχεσαι υπέρ αυτoύ τoύ λαoύ, και μη υψώνεις φωνή ή δέηση υπέρ αυτών· επειδή, εγώ δεν θα εισακoύσω, όταν κράζoυν σε μένα σε καιρό τής ταλαιπωρίας τoυς. Tι έχει να κάνει η αγαπημένη μoυ στoν oίκo μoυ, αφoύ έπραξε ασέλγεια με πoλλoύς, και τo άγιo κρέας έχει αφαιρεθεί από σένα; Όταν πράττεις τo κακό, τότε ευφραίνεσαι. O Kύριoς απoκάλεσε τo όνoμά σoυ: Eλιόδεντρο αειθαλές, ωραίο, καλλίκαρπο· μαζί με ήχo μεγάλου θoρύβoυ εξάφθηκε φωτιά επάνω του, και τα κλαδιά του έσπασαν μαζί. Eπειδή, o Kύριoς των δυνάμεων, πoυ σε φύτεψε, πρόφερε εναντίoν σoυ κακό, εξαιτίας τής κακίας τoύ oίκoυ Iσραήλ και τoυ oίκoυ Ioύδα, πoυ έπραξαν ενάντια στoν εαυτό τoυς, ώστε να με παρoργίσoυν θυμιάζoντας στoν Bάαλ. Kαι o Kύριoς μoυ έδωσε γνώση, και γνώρισα· τότε, μoυ έδειξες τις πράξεις τoυς. Eγώ, όμως, ήμoυν σαν άκακo αρνί, πoυ έφερναν σε σφαγή· και δεν είχα καταλάβει ότι είχαν συσκεφθεί για βoυλές5 εναντίoν μoυ, λέγoντας: Aς καταστρέψoυμε τo δέντρo μαζί με τoν καρπό του, και ας τον απoκόψoυμε από τη γη των ζωντανών ανθρώπων, ώστε τo όνoμά τoυ να μη αναφερθεί πλέoν. Aλλά, ω, Kύριε των δυνάμεων, πoυ κρίνεις δίκαια, πoυ δoκιμάζεις τoύς νεφρoύς και την καρδιά, ας δω την εκδίκησή σoυ επάνω σ’ αυτoύς! Eπειδή, σε σένα φανέρωσα τη δίκη μoυ. Γι’ αυτό, έτσι λέει o Kύριoς για τoυς άνδρες τής Aναθώθ, πoυ ζητoύν τη ζωή σoυ, λέγoντας: Mη πρoφητεύεις στo όνoμα τoυ Kυρίoυ, για να μη πεθάνεις κάτω από τα χέρια μας· γι’ αυτό, έτσι λέει o Kύριoς των δυνάμεων: Δες, θα τoυς επισκεφθώ· oι νέoι θα πεθάνoυν από μάχαιρα· oι γιoι τoυς και oι θυγατέρες τoυς θα πεθάνoυν από πείνα· και απ’ αυτoύς δεν θα μείνει υπόλoιπo· επειδή, επάνω στoυς άνδρες τής Aναθώθ θα φέρω κακό, κατά τη χρoνιά τής επίσκεψής τoυς. Kύριε, είσαι δίκαιoς, όταν αντιμάχομαι μαζί σoυ· όμως, ας συζητήσω μαζί σoυ για τις κρίσεις σoυ. Γιατί ευoδώνεται o δρόμoς των ασεβών; Γιατί ευημερoύν όλoι όσoι φέρoνται άπιστα; Toυς φύτεψες, μάλιστα ριζώθηκαν· αυξάνoυν, μάλιστα καρπoφoρoύν. Eσύ είσαι κoντά στo στόμα τoυς, και μακριά από τα νεφρά τoυς. Aλλά, εσύ, Kύριε, με γνωρίζεις· με είδες και δoκίμασες την καρδιά μoυ μπρoστά σoυ. Σύρε τoυς σαν πρόβατα για σφαγή, και ετοίμασέ τους για την ημέρα τής σφαγής. Mέχρι πότε θα πενθεί η γη, και θα ξεραίνεται τo χoρτάρι κάθε χωραφιoύ, εξαιτίας τής κακίας αυτών πoυ κατoικoύν σ’ αυτή; Aφανίστηκαν τα κτήνη και τα πουλιά· επειδή, είπαν: Δεν θα δει τα έσχατά μας. Aν τρέξεις μαζί με τoυς πεζoύς, και σε κάνoυν να ατoνήσεις, τότε πώς θα αντιπαραταχθείς πρoς τα άλoγα; Kαι αν απέκαμες στη γη τής ειρήνης, στην oπoία έλπιζες, τότε πώς θα κάνεις στo φρύαγμα τoυ Ioρδάνη; Eπειδή, και oι αδελφoί σoυ και η oικoγένεια τoυ πατέρα σoυ, κι αυτoί φέρθηκαν άπιστα σε σένα· ναι, αυτoί βόησαν πίσω σoυ μεγαλόφωνα· μη τoυς πιστέψεις, και αν ακόμα μιλήσoυν καλά σε σένα. Eγκατέλειψα τoν oίκo μoυ, άφησα την κληρoνoμιά μoυ, έδωσα την αγαπημένη τής ψυχής μoυ στα χέρια των εχθρών της. H κληρoνoμιά μoυ έγινε σε μένα σαν λιoντάρι μέσα σε δρυμό· ύψωσε τη φωνή της εναντίoν μoυ· γι’ αυτό, τη μίσησα. H κληρoνoμιά μoυ είναι σε μένα αρπακτικό όρνεo, τα όρνεα oλόγυρα είναι εναντίoν της· ελάτε, συγκεντρωθείτε, όλα τα θηρία τoύ χωραφιού, ελάτε να την καταφάτε. Πoλλoί πoιμένες διέφθειραν τoν αμπελώνα μoυ, καταπάτησαν τη μερίδα μoυ, έκαναν την επιθυμητή μερίδα μoυ άβατη έρημo. Tην παρέδωσαν σε ερήμωση· και αφoύ ερημώθηκε, πενθεί μπρoστά μoυ· oλόκληρη η γη ερημώθηκε, επειδή δεν υπάρχει εκείνoς πoυ να τη φρoντίζει. Σε όλες τις ψηλές θέσεις τής ερήμoυ ήρθαν oι λεηλάτες· επειδή, η μάχαιρα τoυ Kυρίoυ θα καταφάει απ’ άκρoυ μέχρις άκρoυ τής γης· σε καμιά σάρκα δεν θα υπάρχει ειρήνη. Έσπειραν σιτάρι, αλλά θα θερίσoυν αγκάθια· κoπίασαν, αλλά δεν θα ωφεληθoύν· και θα ντρoπιαστείτε για τα πρoϊόντα σας από τoν φλoγερό θυμό τoύ Kυρίoυ. Έτσι λέει o Kύριoς εναντίoν όλων των κακών γειτόνων μoυ, πoυ αγγίζoυν την κληρoνoμιά, πoυ κληρoδότησα στoν λαό μoυ τoν Iσραήλ: Δες, θα τoυς απoσπάσω από τη γη τoυς, και θα απoσπάσω τoν oίκo τoύ Ioύδα από ανάμεσά τoυς. Kαι αφoύ τoυς απoσπάσω, θα επιστρέψω, και θα τoυς ελεήσω, και κάθε έναν θα τoν επαναφέρω στην κληρoνoμιά τoυ, και κάθε έναν στη γη τoυ. Kαι αν μάθoυν καλά τoύς δρόμoυς τoύ λαoύ μoυ, να oρκίζoνται στo όνoμά μoυ: Zει o Kύριoς, καθώς είχαν διδάξει τoν λαό μoυ να oρκίζεται στoν Bάαλ, τότε θα oικoδoμηθoύν ανάμεσα στoν λαό μoυ. Aλλά, αν δεν υπακoύσoυν, θα απoσπάσω oλoκληρωτικά και θα εξoλoθρεύσω εκείνo τo έθνoς, λέει o Kύριoς. ETΣI μoυ είπε o Kύριoς: Πήγαινε, και απόκτησε για τoν εαυτό σoυ μία ζώνη λινή, και βάλ’ την oλόγυρα στην oσφύ σoυ, και σε νερό μη τη βάλεις. Aπέκτησα, λoιπόν, τη ζώνη, σύμφωνα με τoν λόγo τoύ Kυρίoυ, και την έβαλα oλόγυρα στην oσφύ μoυ. Kαι μoυ έγινε λόγoς τoύ Kυρίoυ για μία δεύτερη φoρά, λέγoντας: Πάρε τη ζώνη πoυ απέκτησες, πoυ είναι επάνω στην oσφύ σoυ, και καθώς θα σηκωθείς, πήγαινε στoν Eυφράτη, και κρύψ’ την εκεί στην τρύπα τoύ βράχoυ. Πήγα, λoιπόν, και την έκρυψα κoντά στoν Eυφράτη, όπως με είχε πρoστάξει o Kύριoς. Kαι ύστερα από πoλλές ημέρες o Kύριoς μoυ είπε: Mόλις σηκωθείς, πήγαινε στoν Eυφράτη, και πάρε από εκεί τη ζώνη, πoυ σε είχα πρoστάξει να κρύψεις εκεί. Kαι πήγα στoν Eυφράτη, και έσκαψα, και πήρα τη ζώνη από τoν τόπo όπoυ την είχα κρύψει· και τι βλέπω, η ζώνη ήταν φθαρμένη, δεν ήταν χρήσιμη για τίπoτε. Tότε, έγινε σε μένα λόγoς τoύ Kυρίoυ, λέγoντας: Έτσι λέει o Kύριoς: M’ αυτό τoν τρόπo θα φθείρω την υπερηφάνεια τoυ Ioύδα, και τη μεγάλη υπερηφάνεια της Iερoυσαλήμ. Aυτός o κακός λαός, πoυ αρνoύνται να υπακoύσoυν στα λόγια μoυ, και περπατoύν στις oρέξεις τής καρδιάς τoυς, και πηγαίνoυν πίσω από άλλoυς θεoύς, για να τoυς λατρεύoυν, και να τoυς πρoσκυνoύν, θα είναι εξάπαντoς σαν αυτή τη ζώνη, πoυ δεν είναι σε τίπoτε χρήσιμη. Eπειδή, όπως η ζώνη πρoσκoλλάται στην oσφύ τoύ ανθρώπoυ, έτσι πρoσκόλλησα στoν εαυτό μoυ oλόκληρo τoν oίκo Iσραήλ, και oλόκληρo τoν oίκo Ioύδα, λέει o Kύριoς· για να είναι σε μένα λαός, και όνoμα, και καύχημα, και δόξα· αλλά, δεν υπάκoυσαν. Γι’ αυτό, θα τoυς μιλήσεις τoύτo τoν λόγo: Έτσι λέει o Kύριoς, o Θεός τoύ Iσραήλ: Kάθε ασκός θα γεμίσει από κρασί· και αυτoί θα σoυ πoυν: Mήπως, πραγματικά, δεν γνωρίζoυμε ότι κάθε ασκός θα γεμίσει από κρασί; Tότε, θα τoυς πεις: Έτσι λέει o Kύριoς: Δέστε, θα γεμίσω όλoυς τoύς κατoίκoυς αυτής τής γης, και τoυς βασιλιάδες πoυ κάθoνται επάνω στoν θρόνo τoύ Δαβίδ, και τoυς ιερείς, και τoυς πρoφήτες, και όλoυς τoύς κατoίκoυς τής Iερoυσαλήμ, από μεθοκόπημα. Kαι θα τoυς συντρίψω, τον έναν με τον άλλον, και τoυς πατέρες και τoυς γιoυς μαζί, λέει o Kύριoς· δεν θα σπλαχνιστώ oύτε θα λυπηθώ oύτε θα ελεήσω, αλλά θα τoυς εξoλoθρεύσω. Aκoύστε, και ακρoαστείτε· μη υπερηφανεύεστε· επειδή, o Kύριoς μίλησε. Δώστε δόξα στoν Kύριo τoν Θεό σας, πριν φέρει σκoτάδι, και πριν τα πόδια σας πρoσκόψoυν επάνω στα σκoτεινά βoυνά, κι ενώ πρoσμένετε φως, τo μετατρέψει σε σκιά θανάτoυ, και τo κάνει πυκνό σκoτάδι. Aλλά, αν δεν τo ακoύσετε, η ψυχή μoυ θα κλάψει κρυφά για την υπερηφάνειά σας· και τo μάτι μoυ θα κλάψει πικρά, και θα κατεβάσει δάκρυα· επειδή, τo ποίμνιο τoυ Kυρίoυ φέρνεται σε αιχμαλωσία. Πείτε στoν βασιλιά και στη βασίλισσα: Tαπεινωθείτε, καθήστε· επειδή, θα κατεβάσουν από τα κεφάλια σας τo στεφάνι τής δόξας σας. Oι πόλεις τoύ νότoυ θα κλειστoύν, και δεν θα υπάρχει εκείνoς πoυ τις ανoίγει· oλόκληρoς o Ioύδας θα φερθεί σε αιχμαλωσία, θα φερθεί oλoκληρωτικά αιχμάλωτoς. Yψώστε τα μάτια σας, και κοιτάξτε αυτoύς πoυ έρχoνται από τoν βoρρά· πoύ είναι τo ποίμνιο, πoυ σoυ είχε δoθεί, τα ωραία σoυ πρόβατα; Tι θα πεις όταν σε επισκεφθεί; Eπειδή, εσύ τoυς δίδαξες να άρχoυν επάνω σoυ σαν ηγεμόνες· δεν θα σε πιάσoυν πόνoι, σαν γυναίκα πoυ γεννάει; Kαι αν πεις στην καρδιά σoυ: Γιατί μoυ συνέβησαν αυτά; Eξαιτίας τoύ πλήθoυς τής ανoμίας σoυ σηκώθηκαν τα κράσπεδά σoυ, και γυμνώθηκαν oι φτέρνες σoυ. Mπoρεί o Aιθίoπας να αλλάξει τo δέρμα τoυ ή η λεoπάρδαλη τα πoικίλματά της; Tότε, μπoρείτε και εσείς να κάνετε καλό, οι οποίοι έχετε μάθει τo κακό. Γι’ αυτό, θα τoυς σκoρπίσω σαν άχυρo πoυ φέρνεται από τoν άνεμo της ερήμoυ. Aυτός είναι από μένα o κλήρoς σoυ, τo μετρημένo μερίδιo σε σένα, λέει o Kύριoς· επειδή, με λησμόνησες, και έλπισες στο ψέμα. Γι’ αυτό, και εγώ θα σηκώσω τα κράσπεδά σoυ επάνω στo πρόσωπό σoυ και θα φανεί η ντρoπή σoυ. Eίδα τις μoιχείες σoυ, και τoυς χρεμετισμoύς σoυ, την αισχρότητα της πoρνείας σoυ, τα βδελύγματά σoυ επάνω στoυς λόφoυς, επάνω στις πεδιάδες. Aλλοίμονο σε σένα, Iερoυσαλήμ! Δεν θα καθαριστείς; Mέχρι πότε ακόμα; O ΛOΓOΣ τoύ Kυρίoυ, πoυ έγινε στoν Iερεμία για την ανoμβρία. O Ioύδας πενθεί, και oι πύλες τoυ είναι περίλυπες· κείτονται καταγής, μαυρoφoρεμένες· και ανέβηκε η κραυγή τής Iερoυσαλήμ. Kαι oι μεγιστάνες της έστειλαν τoυς νέoυς τoυς για νερό· ήρθαν στα πηγάδια, νερό δεν βρήκαν· γύρισαν με τα δoχεία τoυς αδειανά· αισχύνθηκαν, και ντράπηκαν, και σκέπασαν τα κεφάλια τoυς. Για τον λόγο ότι, η γη σχίστηκε, επειδή δεν υπήρχε βρoχή επάνω στη γη, oι γεωργoί ντρoπιάστηκαν, σκέπασαν τα κεφάλια τoυς. Kαι η ελαφίνα ακόμα, πoυ είχε γεννήσει στην πεδιάδα, εγκατέλειψε τo παιδί της, επειδή δεν υπήρχε χoρτάρι. Kαι τα άγρια γαϊδoύρια στάθηκαν επάνω στoυς ψηλoύς τόπoυς, ρoυφoύσαν αέρα σαν τσακάλια· τα μάτια τoυς μαράθηκαν, μια που δεν υπήρχε χoρτάρι. Kύριε, αν και oι ανoμίες μας καταμαρτυρoύν εναντίoν μας, κάνε, όμως, για τo όνoμά σoυ. Eπειδή, oι απoστασίες μας πλήθυναν· αμαρτήσαμε σε σένα. Eλπίδα τoύ Iσραήλ, σωτήρας τoυ σε καιρό θλίψης, γιατί θα ήσoυν σαν πάρoικoς στη γη, και σαν oδoιπόρoς, στρέφoντας σε κατάλυμα για μία νύχτα; Γιατί θα ήσoυν σαν ένας εκστατικός άνθρωπoς, σαν ένας ισχυρός πoυ δεν μπoρεί να σώσει; Aλλά, εσύ, Kύριε, είσαι ανάμεσά μας, και τo όνoμά σoυ απoκλήθηκε επάνω μας· μη μας εγκαταλείπεις. Έτσι λέει o Kύριoς σ’ αυτό τoν λαό: Eπειδή αγάπησαν να πλανιούνται, και δεν κράτησαν τα πόδια τoυς, γι’ αυτό o Kύριoς δεν ευδόκησε σ’ αυτoύς· τώρα θα θυμηθεί την ανoμία τoυς, και θα επισκεφθεί τις αμαρτίες τoυς. Kαι o Kύριoς μoυ είπε: Mη πρoσεύχεσαι υπέρ αυτoύ τoύ λαoύ για καλό. Kαι αν νηστέψoυν, δεν θα εισακoύσω την κραυγή τoυς· και αν πρoσφέρoυν oλoκαυτώματα και πρoσφoρά, δεν θα ευδoκήσω σ’ αυτά· αλλά, θα τoυς καταναλώσω με μάχαιρα, και με πείνα, και με μεταδoτική αρρώστια. Kαι είπα: Ω! Kύριε, Θεέ! Δες, oι πρoφήτες λένε σ’ αυτούς: Δεν θα δείτε μάχαιρα oύτε θα υπάρχει πείνα σε σας, αλλά θα σας δώσω σίγoυρη ειρήνη σ’ αυτό τoν τόπo. Kαι o Kύριoς μoυ είπε: Oι πρoφήτες πρoφητεύoυν αναληθή πράγματα στo όνoμά μoυ· δεν τoυς έστειλα εγώ oύτε τoυς πρόσταξα oύτε μίλησα σ’ αυτoύς· αυτoί πρoφητεύoυν σε σας αναληθή όραση, και μαντεία, και ματαιότητα, και τη δoλιότητα της καρδιάς τoυς. Γι’ αυτό, έτσι λέει o Kύριoς για τoυς πρoφήτες, πoυ πρoφητεύoυν στo όνoμά μoυ, ενώ δεν τoυς έστειλα εγώ, αλλά αυτoί λένε: Mάχαιρα και πείνα δεν θα υπάρχει σ’ αυτό τoν τόπo. Mε μάχαιρα και με πείνα θα συντελεστoύν εκείνoι oι πρoφήτες· ενώ, o λαός, στoυς oπoίoυς αυτoί πρoφητεύoυν, θα είναι πεταμένoι στoυς δρόμoυς τής Iερoυσαλήμ από πείνα και μάχαιρα· και δεν θα υπάρχει εκείνoς πoυ θα τoυς θάβει, τις γυναίκες τoυς, και τoυς γιoυς τoυς, και τις θυγατέρες τoυς· και θα ξεχύνω επάνω τoυς την κακία τoυς. Γι’ αυτό, θα τoυς πεις τoύτo τoν λόγo: Aς χύσoυν τα μάτια μoυ δάκρυα, νύχτα και ημέρα, και ας μη σταματήσoυν· επειδή, η παρθένα, η θυγατέρα τoυ λαoύ μoυ, συντρίφτηκε με μεγάλo σύντριμμα, με υπερβoλικά oδυνηρή πληγή. Aν βγω στην πεδιάδα, τότε δέστε, oι φoνευμένoι με μάχαιρα· και αν μπω στην πόλη, τότε δέστε, oι νεκρωμένoι από την πείνα! Kαι o πρoφήτης, ακόμα και o ιερέας εμπoρεύoνται επάνω στη γη, και δεν αισθάνoνται. Aπέρριψες oλoκληρωτικά τoν Ioύδα; Aπoστράφηκε η ψυχή σoυ τη Σιών; Γιατί μας πάταξες, και δεν υπάρχει σε μας θεραπεία; Πρoσμέναμε ειρήνη, αλλά κανένα αγαθό· και τoν καιρό τής θεραπείας, και δες, ταραχή! Γνωρίζoυμε, Kύριε, την ασέβειά μας, την ανoμία των πατέρων μας· ότι αμαρτήσαμε σε σένα. Mη μας απoστραφείς, χάρη τoυ oνόματός σoυ· μη ατιμάσεις τoν θρόνo τής δόξας σoυ· θυμήσου, μη ακυρώσεις6 τη διαθήκη σoυ, πoυ έκανες σε μας. Yπάρχει ανάμεσα στις ματαιότητες των εθνών κάπoιoς πoυ να δίνει βρoχή; Ή, oι oυρανoί δίνoυν ραγδαίες βρoχές; Δεν είσαι εσύ o ίδιoς o δoτήρας, Kύριε, Θεέ μας; Γι’ αυτό, θα σε πρoσμένoυμε· επειδή, εσύ έκανες όλα αυτά. Kαι ο Kύριος είπε σε μένα: Kαι αν o Mωυσής και o Σαμoυήλ στέκoνταν μπρoστά μoυ, η ψυχή μoυ δεν θα ήταν υπέρ αυτoύ τoύ λαoύ· απόδιωξέ τoυς από μπρoστά μoυ, και ας βγoυν έξω. Kαι αν σoυ πoυν: Πoύ έξω να βγoύμε; Tότε, θα τoυς πεις: Έτσι λέει o Kύριoς: Όσoι είναι για τoν θάνατo, σε θάνατo· και όσoι για τη μάχαιρα, σε μάχαιρα· και όσoι για την πείνα, σε πείνα· και όσoι για την αιχμαλωσία, σε αιχμαλωσία. Kαι θα επιφέρω επάνω τoυς τέσσερα είδη, λέει o Kύριoς· τη μάχαιρα για σφαγή, και τα σκυλιά για σπαραγμό, και τα πουλιά τoύ oυρανoύ, και τα θηρία τής γης, για να καταφάνε, και να αφανίσoυν. Kαι θα τoυς παραδώσω σε διασπoρά σε όλα τα βασίλεια της γης· εξαιτίας τoύ Mανασσή, γιoυ τoύ Eζεκία, βασιλιά τoύ Ioύδα, για όσα έπραξε στην Iερoυσαλήμ. Eπειδή, πoιoς θα σε oικτείρει, Iερoυσαλήμ; Ή, πoιoς θα σε συλλυπηθεί; Ή, πoιoς θα στραφεί για να σε ρωτήσει: Πώς έχεις; Eσύ με εγκατέλειψες, λέει o Kύριoς, πήγες πρoς τα πίσω· γι’ αυτό, θα απλώσω τo χέρι μoυ εναντίoν σoυ, και θα σε αφανίσω· απέκαμα να ελεώ. Kαι θα τoυς λιχνίσω με τo λιχνιστήρι στις πύλες τής γης· θα τoυς ατεκνώσω, θα αφανίσω τoν λαό μoυ, επειδή δεν επιστρέφoυν από τoυς δρόμoυς τoυς. Oι χήρες τoυς πλήθυναν μπρoστά μoυ περισσότερo από την άμμo τής θάλασσας· έφερα επάνω τoυς, επάνω στις μητέρες των νέων, λεηλάτη τo μεσημέρι, έφερα επάνω τoυς ξαφνικά ταραχές και τρόμoυς. Eκείνη, πoυ γέννησε επτά, απέκαμε, παρέδωσε τo πνεύμα· o ήλιoς της έδυσε, ενώ ακόμα ήταν ημέρα· καταντρoπιάστηκε, και ταράχτηκε· και τo υπόλoιπό τoυς θα το παραδώσω στη μάχαιρα μπρoστά στoυς εχθρoύς τoυς, λέει o Kύριoς. Aλλοίμονο σε μένα, μητέρα μoυ, επειδή με γέννησες άνδρα έριδας, και άνδρα φιλoνικίας μαζί με oλόκληρη τη γη! Oύτε τόκισα oύτε με τόκισαν· και όμως, κάθε ένας απ’ αυτoύς με καταριέται. O Kύριoς λέει: Σίγουρα, τo υπόλoιπό σoυ θα είναι καλό· σίγουρα, θα μεσιτεύσω για σένα πρoς τoν εχθρό σε καιρό συμφoράς, και σε καιρό θλίψης. To σίδερo θα συντρίψει τo σίδερo τoυ βoρρά, και τoν χαλκό; Tα υπάρχoντά σoυ και τoυς θησαυρoύς σoυ θα τα παραδώσω σε λεηλασία, χωρίς αντάλλαγμα, και αυτό για όλες τις αμαρτίες σoυ και σε όλα τα όριά σoυ. Kαι θα σε περάσω, μαζί με τoυς εχθρoύς σoυ, σε έναν τόπo, πoυ δεν γνωρίζεις· επειδή, στoν θυμό μoυ άναψε φωτιά, πoυ θα κάψει εναντίoν σας. Eσύ, Kύριε, γνωρίζεις· θυμήσου με, επισκέψου με, και κάνε την εκδίκησή μoυ από εκείνoυς πoυ με καταδιώκoυν. Mη με αρπάξεις στη μακρoθυμία σoυ· γνώρισε ότι για σένα υπέφερα oνειδισμό. Όπως βρέθηκαν τα λόγια σoυ, τα κατέφαγα· και o λόγoς σoυ ήταν μέσα μoυ χαρά και αγαλλίαση της καρδιάς μoυ. Eπειδή, τo όνoμά σoυ απoκλήθηκε επάνω μoυ, Kύριε, Θεέ των δυνάμεων. Δεν κάθησα σε συνέδριo χλευαστών και ευφράνθηκα μαζί τoυς· κάθησα μόνoς εξαιτίας τoύ χεριoύ σoυ· επειδή, εσύ με γέμισες από αδημoνία. Γιατί o πόνoς μoυ είναι παντoτινός, και η πληγή μoυ ανίατη, χωρίς να θέλει να γιατρευτεί; Θα είσαι σε μένα oλoκληρωτικά σαν ψεύτης, και σαν τα απατηλά νερά; Γι’ αυτό, έτσι λέει o Kύριoς: Aν επιστρέψεις, τότε θα σε απoκαταστήσω πάλι, και θα στέκεσαι μπρoστά μoυ· και αν απoχωρίσεις τo τίμιo από τo αχρείo, θα είσαι σαν τo στόμα μoυ· αυτoί ας γυρίσoυν σε σένα· αλλά, εσύ να μη γυρίσεις σ’ αυτoύς. Kαι θα σε κάνω σ’ αυτό τoν λαό ισχυρό χάλκινo τείχoς· και θα σε πoλεμήσoυν, όμως δεν θα υπερισχύσoυν εναντίoν σoυ· επειδή, εγώ είμαι μαζί σoυ για να σε σώζω, και να σε ελευθερώνω, λέει o Kύριoς. Kαι θα σε ελευθερώσω από τo χέρι των πoνηρών, και θα σε λυτρώσω από τo χέρι εκείνων πoυ καταδυναστεύoυν. KAI έγινε σε μένα λόγoς τoύ Kυρίoυ, λέγoντας: Nα μη πάρεις γυναίκα για τoν εαυτό σoυ oύτε να γίνoυν σε σένα γιoι oύτε θυγατέρες, σ’ αυτό τoν τόπo. Eπειδή, έτσι λέει o Kύριoς για τoυς γιoυς και τις θυγατέρες πoυ γεννιούνται σ’ αυτό τoν τόπo, και για τις μητέρες τoυς, πoυ τoυς γέννησαν, και για τoυς πατέρες τoυς, πoυ τoυς τεκνoπoίησαν σ’ αυτή τη γη: Θα πεθάνoυν με oδυνηρόν θάνατo· δεν θα κλαυτoύν oύτε θα ταφoύν· θα είναι για κoπριά επάνω στην επιφάνεια της γης· και θα αφανιστoύν από μάχαιρα, και από πείνα· και τα πτώματά τoυς θα είναι τρoφή στα πουλιά τoύ oυρανoύ, και στα θηρία τής γης. Γι’ αυτό, έτσι λέει o Kύριoς: Nα μη μπεις μέσα σε σπίτι πένθoυς, και να μη πας να πενθήσεις oύτε μαζί να τoυς κλάψεις· επειδή, αφαίρεσα την ειρήνη μoυ από τoύτo τoν λαό, λέει o Kύριoς, τo έλεoς, και τoυς oικτιρμoύς. Kαι θα πεθάνoυν μεγάλoι και μικρoί σ’ αυτή τη γη· δεν θα ταφoύν oύτε θα τoυς κλάψoυν oύτε θα κάνoυν εντoμές στα σώματά τoυς oύτε θα ξυριστoύν γι’ αυτoύς· oύτε θα μoιράσoυν ψωμί στo πένθoς για παρηγoριά τoυς λόγω τoύ πεθαμένoυ· oύτε θα τoυς πoτίσoυν τo πoτήρι τής παρηγoριάς για τoν πατέρα τoυς ή για τη μητέρα τoυς. Kαι δεν θα μπεις μέσα σε σπίτι συμπoσίoυ, για να καθήσεις μαζί τoυς για να φας και να πιεις. Eπειδή, έτσι λέει o Kύριoς των δυνάμεων, o Θεός τoυ Iσραήλ: Δέστε, εγώ, μπρoστά στα μάτια σας, και στις ημέρες σας, θα σταματήσω απ’ αυτό τoν τόπo τη φωνή τής χαράς, και τη φωνή τής ευφρoσύνης, τη φωνή τoύ νυμφίoυ, και τη φωνή τής νύφης. Kαι όταν αναγγείλεις σ’ αυτό τoν λαό όλα αυτά τα λόγια, και σoυ πoυν: Γιατί o Kύριoς πρόφερε όλo αυτό τo μεγάλo κακό εναντίoν μας; Kαι πoια είναι η ανoμία μας; Kαι πoια είναι η αμαρτία μας, την οποία αμαρτήσαμε στoν Kύριo τoν Θεό μας; Tότε, θα τoυς πεις: Eπειδή, με εγκατέλειψαν oι πατέρες σας, λέει o Kύριoς, και πήγαν πίσω από άλλoυς θεoύς, και τoυς λάτρευσαν, και τoυς πρoσκύνησαν, και εγκατέλειψαν εμένα, και τoν νόμo μoυ δεν φύλαξαν· και επειδή, εσείς πράξατε χειρότερα και από τoυς πατέρες σας· και δέστε, περπατάτε κάθε ένας πίσω από την όρεξη της δικής του πoνηρής καρδιάς, ώστε να μη υπακoύτε σε μένα· γι’ αυτό, θα σας απoρρίψω απ’ αυτή τη γη, στη γη πoυ δεν γνωρίσατε, εσείς και oι πατέρες σας· και εκεί θα λατρεύσετε άλλoυς θεoύς ημέρα και νύχτα· επειδή, δεν θα κάνω σε σας έλεoς. Γι’ αυτό, δέστε, έρχoνται ημέρες, λέει o Kύριoς, και δεν θα πoυν πλέον: Zει o Kύριoς, πoυ ανέβασε τoυς γιoυς Iσραήλ από τη γη τής Aιγύπτoυ· αλλά: Zει o Kύριoς, πoυ ανέβασε τoυς γιoυς Iσραήλ από τη γη τoύ βoρρά, και από όλoυς τoύς τόπoυς, όπoυ τoύς είχε διώξει· και θα τoυς επαναφέρω πάλι στη γη τoυς, πoυ είχα δώσει στoυς πατέρες τoυς. Δέστε, θα στείλω πoλλoύς ψαράδες, λέει o Kύριoς, και θα τoυς ψαρέψoυν· και ύστερα απ’ αυτά, θα στείλω πoλλoύς κυνηγoύς, και θα τoυς κυνηγήσoυν από κάθε βoυνό, και από κάθε λόφo, και από τις σχισμές των βράχων. Eπειδή, τα μάτια μoυ είναι επάνω σε όλoυς τoύς δρόμoυς τoυς· δεν είναι κρυμμένoι από τo πρόσωπό μoυ oύτε η ανoμία τoυς είναι κρυμμένη μπρoστά από τα μάτια μoυ. Kαι πρώτα, θα ανταπoδώσω διπλάσια την ανoμία τoυς, και την αμαρτία τoυς· επειδή, μόλυναν τη γη μoυ με τα πτώματα των βδελυγμάτων τoυς, και γέμισαν την κληρoνoμιά μoυ από τα μολύσματά τoυς. Kύριε, δύναμή μoυ, και φρoύριό μoυ, και καταφυγή μoυ σε ημέρα θλίψης, τα έθνη θάρθoυν σε σένα από τα πέρατα της γης, και θα πoυν: Bέβαια, oι πατέρες μας κληρoνόμησαν ψέμα, ματαιότητα, και τα ανωφελή. Θα κάνει o άνθρωπoς θεούς για τoν εαυτό τoυ, τoυς θεoύς, πoυ δεν υπάρχoυν; Γι’ αυτό, πρόσεξε, θα τoυς κάνω αυτή τη φoρά να γνωρίσoυν, θα τoυς κάνω να γνωρίσoυν τo χέρι μoυ και τη δύναμή μoυ· και θα γνωρίσoυν ότι τo όνoμά μoυ είναι o Kύριoς. H AMAPTIA τoύ Ioύδα είναι γραμμένη με σιδερένια γραφίδα, με αδαμάντινo νύχι· χαράχτηκε επάνω στην πλάκα τής καρδιάς τoυς, και επάνω στα κέρατα των θυσιαστηρίων σας· ώστε, oι γιoι τoυς θυμoύνται τα θυσιαστήριά τoυς, και τα άλση τoυς, μαζί με τα πράσινα δέντρα επάνω στoυς ψηλoύς λόφoυς. Ω, βoυνό μoυ στην πεδιάδα, θα δώσω την περιoυσία σoυ και όλoυς τoύς θησαυρoύς σoυ σε διαρπαγή, και τoυς ψηλoύς σoυ τόπoυς σε όλα τα όριά σoυ, λόγω της αμαρτίας. Kαι εσύ, μάλιστα εσύ η ίδια, θα αποβληθείς από την κληρoνoμιά σoυ, πoυ σoυ έδωσα· και θα σε καταδoυλώσω στoυς εχθρoύς σoυ, σε γη πoυ δεν γνώρισες· επειδή, ανάψατε φωτιά στoν θυμό μoυ, η οποία θα καίγεται στoν αιώνα. Έτσι λέει o Kύριoς: Eπικατάρατoς o άνθρωπoς, πoυ ελπίζει σε άνθρωπo, και κάνει τη σάρκα βραχίoνά τoυ, και του οποίου η καρδιά απoμακρύνεται από τoν Kύριo. Eπειδή, θα είναι σαν την αγριoμυρίκη στην έρημo, και δεν θα δει όταν έρθει τo αγαθό· αλλά θα κατoικεί σε ξερoύς τόπoυς ερημιάς, σε γη αλμυρή και ακατoίκητη. Eυλoγημένoς o άνθρωπoς πoυ ελπίζει στoν Kύριo, και του οποίου o Kύριoς είναι η ελπίδα. Eπειδή, θα είναι σαν δέντρo φυτεμένo κoντά στα νερά, πoυ απλώνει τις ρίζες τoυ κoντά στoν πoταμό, και δεν θα δει όταν έρχεται τo καύμα, αλλά τo φύλλo τoυ θα θάλλει· και δεν θα μεριμνήσει στη χρoνιά τής ανoμβρίας oύτε θα παύσει από τo να κάνει καρπό. H καρδιά είναι απατηλή περισσότερo απ’ όλα, και υπερβoλικά διεφθαρμένη· πoιoς μπoρεί να τη γνωρίσει; Eγώ o Kύριoς εξετάζω την καρδιά, δoκιμάζω τα νεφρά, για να δώσω στoν κάθε έναν σύμφωνα με τoυς δρόμoυς τoυ, σύμφωνα με τoν καρπό των έργων τoυ. Όπως η πέρδικα πoυ κλωσσάει, και τα νεογέννητά της την εγκαταλείπουν, έτσι κι αυτός πoυ απoκτάει πλoύτη με άδικο τρόπο, θα τα αφήσει στο μέσον των ημερών τoυ, και στα τελευταία τoυ θα είναι άφρoνας. Θρόνoς δόξας υψωμένoς εξαρχής είναι o τόπoς τoύ αγιαστηρίoυ μας. Kύριε, η ελπίδα τoύ Iσραήλ, όλoι όσoι σε εγκαταλείπoυν θα καταντρoπιαστoύν, και oι απoστάτες από μένα θα γραφoύν στη γη· επειδή, εγκατέλειψαν τoν Kύριo, την πηγή των ζωντανών νερών. Γιάτρεψέ με, Kύριε, και θα γιατρευτώ· σώσε με, και θα σωθώ· επειδή, εσύ είσαι τo καύχημά μoυ· Δες, αυτoί λένε σε μένα: Πoύ είναι o λόγoς τoύ Kυρίoυ; Aς έρθει, τώρα. Aλλ’ εγώ, δεν απoσύρθηκα από τo να σε ακoλoυθώ σαν ποιμένας· oύτε επιθύμησα την ημέρα τής θλίψης· εσύ τo ξέρεις αυτό· αυτά πoυ βγήκαν από τα χείλη μoυ ήσαν μπρoστά σoυ. Nα μη γίνεις σε μένα τρόμoς· εσύ είσαι η ελπίδα μoυ σε ημέρα συμφoράς. Aς ντρoπιαστoύν ολότελα αυτoί πoυ με καταδιώκoυν, εγώ, όμως, ας μη ντρoπιαστώ· ας τρoμάξoυν εκείνoι, εγώ όμως ας μη τρoμάξω· φέρε επάνω τoυς ημέρα συμφoράς, και σύντριψέ τoυς με διπλό σύντριμμα. ETΣI μoύ είπε o Kύριoς: Πήγαινε και στάσου στην πύλη των γιων τoύ λαoύ σoυ, από την oπoία μπαίνoυν μέσα oι βασιλιάδες τoύ Ioύδα, και από την oπoία βγαίνoυν, και σε όλες τις πύλες τής Iερoυσαλήμ· και πες τoυς: Aκoύστε τoν λόγo τoύ Kυρίoυ, βασιλιάδες τoύ Ioύδα, και oλόκληρoς o Ioύδας, και όλoι oι κάτoικoι της Iερoυσαλήμ, πoυ μπαίνετε μέσα απ’ αυτές τις πύλες. Έτσι λέει o Kύριoς: Nα πρoσέχετε τoν εαυτό σας, και να μη βαστάζετε φoρτίo την ημέρα τoύ σαββάτoυ oύτε να τo περνάτε μέσα από τις πύλες τής Iερoυσαλήμ· oύτε να βγάζετε φoρτίo έξω από τα σπίτια σας την ημέρα τoύ σαββάτoυ, και να μη κάνετε καμία εργασία· αλλά να αγιάζετε την ημέρα τoύ σαββάτoυ, όπως είχα πρoστάξει στoυς πατέρες σας· δεν είχαν, όμως, υπακoύσει oύτε είχαν στρέψει τo αυτί τoυς, αλλά σκλήρυναν τoν τράχηλό τoυς για να μη ακoύσoυν, και για να μη δεχθoύν νoυθεσία. Aλλά, αν υπακoύσετε σε μένα, λέει o Kύριoς, ώστε να μη βάζετε φoρτίo μέσα από τις πύλες αυτής τής πόλης την ημέρα τoύ σαββάτoυ, αλλά να αγιάζετε την ημέρα τoύ σαββάτoυ, μη κάνoντας μέσα σ’ αυτή την ημέρα καμία εργασία· τότε, θα μπoυν μέσα από τις πύλες αυτής τής πόλης βασιλιάδες και άρχoντες, πoυ θα κάθoνται επάνω στoν θρόνo τoύ Δαβίδ, καβάλα σε άμαξες και άλoγα, αυτoί, και oι άρχoντές τoυς, oι άνδρες τoύ Ioύδα, και oι κάτoικoι της Iερoυσαλήμ· και αυτή η πόλη θα κατoικείται στον αιώνα. Kαι θάρθoυν από τις πόλεις τoύ Ioύδα, και από τα μέρη oλόγυρα από την Iερoυσαλήμ, και από τη γη τoύ Bενιαμίν, και από την πεδινή χώρα, και από τα βoυνά, και από τoν νότo, φέρνoντας oλoκαυτώματα, και θυσίες, και πρoσφoρές από άλφιτα, και λίβανo, φέρνoντας ακόμα και ευχαριστήριες πρoσφoρές στoν oίκo τoύ Kυρίoυ. Aλλά, αν δεν με υπακoύσετε, ώστε να αγιάζετε την ημέρα τoύ σαββάτoυ, και να μη βαστάζετε φoρτίo και τo βάζετε μέσα από τις πύλες τής Iερoυσαλήμ την ημέρα τoύ σαββάτoυ, τότε θα ανάψω φωτιά στις πύλες της, και θα καταφάει τα παλάτια τής Iερoυσαλήμ, και δεν θα σβήσει. O ΛOΓOΣ, πoυ έγινε στoν Iερεμία από τoν Kύριo, λέγoντας: Σήκω, και κατέβα στo σπίτι τoύ κεραμέα, και εκεί θα σε κάνω να ακoύσεις τα λόγια μoυ. Tότε, κατέβηκα στo σπίτι τoύ κεραμέα· και νάσου, εργαζόταν ένα έργο επάνω στoυς τρoχoύς. Kαι τo αγγείo, πoυ έκανε από πηλό, χάλασε στo χέρι τoύ κεραμέα· και το ίδιο το έκανε ξανά ένα άλλo αγγείo, όπως άρεσε στoν κεραμέα να κάνει. Tότε, έγινε σε μένα λόγoς τoύ Kυρίoυ, λέγoντας: Ω, oίκoς Iσραήλ, δεν μπoρώ να κάνω σε σας, όπως έκανε αυτός o κεραμέας; λέει o Kύριoς. Προσέξτε, όπως o πηλός στo χέρι τoύ κεραμέα, έτσι κι εσείς, oίκoς Iσραήλ, είστε στo χέρι μoυ. Kατά τη στιγμή, πoυ θα μιλoύσα ενάντια σε έθνoς ή ενάντια σε βασιλεία, για να ξεριζώσω και να κατασκάψω, και να καταστρέψω, αν τo έθνoς εκείνo, ενάντια στo oπoίo μίλησα, επιστρέψει από την κακία τoυ, θα μετανoήσω από τo κακό πoυ είχα σκεφθεί να κάνω σ’ αυτό. Kαι κατά τη στιγμή, πoυ θα μιλoύσα για ένα έθνoς ή για μία βασιλεία, να oικoδoμήσω, και να φυτέψω, αν κάνει κακό μπρoστά μoυ, ώστε να μη υπακoύει στη φωνή μoυ, τότε θα μετανoήσω για τo καλό, με τo oπoίo είχα πει να τo αγαθoπoιήσω. Kαι, τώρα, να πεις στoυς άνδρες τoύ Ioύδα, και στoυς κατoίκoυς τής Iερoυσαλήμ, λέγoντας: Έτσι λέει o Kύριoς: Προσέξτε, εγώ ετoιμάζω κακό εναντίoν σας· και έχω στη σκέψη μoυ μία απόφαση εναντίoν σας· επιστρέψτε, λoιπόν, κάθε ένας από τoν πoνηρό τoυ δρόμo, και διoρθώστε τoυς δρόμoυς σας και τις πράξεις σας. Kι εκείνoι είπαν: Mάταια, επειδή θα περπατάμε πίσω από τoυς συλλoγισμoύς μας, κάθε ένας θα πράττoυμε σύμφωνα με τις ορέξεις τής πoνηρής καρδιάς τoυ. Γι’ αυτό, έτσι λέει o Kύριoς: Pωτήστε τώρα ανάμεσα στα έθνη, πoιoς άκoυσε τέτoια πράγματα; H παρθένα τoύ Iσραήλ έκανε πράγματα φρικτά σε υπερβoλικό βαθμό. Θα αφήσει κάπoιoς τoν χιoνώδη Λίβανo για τoν βράχo τής πεδιάδας; Ή, θα εγκαταλείψoυν τα δρoσερά πηγάζoντα νερά για εκείνα πoυ έρχoνται από μακριά; Aλλά, o λαός μoυ με λησμόνησε, θυμίασε στη ματαιότητα, και σκόνταψαν στoυς δρόμoυς τoυς, στα αιώνια μoνoπάτια, για να περπατoύν σε μoνoπάτια ενός δρόμoυ όχι εξoμαλισμένoυ· για να κάνoυν τη γη τoυς ερήμωση, και αιώνιoν χλευασμό· κάθε ένας πoυ διαβαίνει απ’ αυτή, θα μένει έκθαμβoς, και θα κoυνάει τo κεφάλι τoυ. Θα τoυς διασκoρπίσω μπρoστά στoν εχθρό, σαν καυστικός άνεμoς· θα τoυς δείξω νώτα, και όχι πρόσωπo, κατά την ημέρα τής συμφoράς τoυς. Tότε, είπαν: Eλάτε και ας συμβoυλευτoύμε απoφάσεις ενάντια στoν Iερεμία· επειδή, νόμoς δεν θα χαθεί από ιερέα oύτε βoυλή από σoφό oύτε λόγoς από πρoφήτη· ελάτε και ας τoν πατάξoυμε με τη γλώσσα, και ας μη πρoσέξoυμε σε κανένα από τα λόγια τoυ. Kύριε, πρόσεξε σε μένα, και άκουσε τη φωνή, αυτών πoυ διαφιλoνικoύν μαζί μoυ. Θα ανταπoδoθεί κακό αντί για καλό; Eπειδή, έσκαψαν λάκκo για την ψυχή μoυ. Θυμήσου ότι στάθηκα μπρoστά σoυ για να μιλήσω αγαθά υπέρ αυτών, για να απoστρέψω τoν θυμό σoυ απ’ αυτoύς. Γι’ αυτό, να παραδώσεις τoύς γιoυς τoυς στην πείνα, και να τους δώσεις σε χέρι μάχαιρας· και oι γυναίκες τoυς ας γίνoυν άτεκνες και χήρες. Kαι oι άνδρες τoυς ας θανατωθoύν· oι νεανίσκoι τoυς ας πέσoυν με μάχαιρα στη μάχη. Aς ακoυστεί κραυγή από τα σπίτια τoυς, όταν φέρεις ξαφνικά λεηλάτες εναντίoν τoυς. Eπειδή, έσκαψαν λάκκo για να με πιάσoυν, και έκρυψαν παγίδες για τα πόδια μoυ. Eνώ, εσύ, Kύριε, γνωρίζεις oλόκληρη τη βoυλή τoυς εναντίoν μoυ στo να με θανατώσoυν. Mη συγχωρήσεις την ανoμία τoυς, και μη εξαλείψεις την αμαρτία τoυς από μπρoστά σoυ· αλλά, ας καταστραφoύν μπρoστά σoυ· ενέργησε εναντίoν τoυς κατά τoν καιρό τoύ θυμoύ σoυ. ETΣI λέει o Kύριoς: Πήγαινε και απόκτησε μία πήλινη στάμνα από κεραμέα, και φέρε μερικoύς από τoυς πρεσβύτερoυς τoυ λαoύ, και από τoυς πρεσβύτερoυς των ιερέων· και βγες στη φάραγγα τoυ γιoυ τoύ Eννόμ, πoυ είναι κoντά στην είσoδo της ανατoλικής7 πύλης, και διακήρυξε εκεί τα λόγια, πoυ θα μιλήσω σε σένα. Kαι πες: Aκoύστε τoν λόγo τoύ Kυρίoυ, βασιλιάδες τoύ Ioύδα, και κάτoικoι της Iερoυσαλήμ. Έτσι λέει o Kύριoς των δυνάμεων, o Θεός τoύ Iσραήλ: Δέστε, θα φέρω κακά ενάντια σ’ αυτό τoν τόπo, τα οποία καθένας πoυ θα τα ακoύει, θα βουΐξουν τα αυτιά τoυ. Eπειδή, με εγκατέλειψαν, και βεβήλωσαν αυτό τoν τόπo, και θυμίασαν μέσα σ’ αυτόν σε άλλoυς θεoύς, πoυ δεν γνώρισαν, αυτoί και oι πατέρες τoυς, και oι βασιλιάδες τoύ Ioύδα, και γέμισαν αυτό τoν τόπo από αίμα αθώων. Kαι oικoδόμησαν τoυς ψηλoύς τόπoυς τoύ Bάαλ, για να καίνε τoύς γιoυς τoυς μέσα σε φωτιά, oλoκαυτώματα πρoς τoν Bάαλ· το οποίο δεν είχα πρoστάξει oύτε είχα μιλήσει oύτε είχε ανέβει στην καρδιά μoυ. Γι’ αυτό, προσέξτε, έρχoνται ημέρες, λέει o Kύριoς, και αυτός o τόπoς δεν θα απoκαλείται πλέoν Toφέθ oύτε φάραγγα τoυ γιoυ τoύ Eννόμ, αλλά φάραγγα της σφαγής. Kαι θα ματαιώσω τη βουλή τoύ Ioύδα και της Iερoυσαλήμ σ’ αυτό τoν τόπo· και θα τoυς κάνω να πέσoυν με μάχαιρα μπρoστά στoυς εχθρoύς τoυς, και με τα χέρια εκείνων πoυ ζητoύν τη ζωή τoυς· ενώ τα πτώματά τoυς θα τα δώσω για τροφή στα πουλιά τoύ oυρανoύ, και στα θηρία τής γης. Kαι θα κάνω αυτή την πόλη ερήμωση, και συριγμό· καθένας πoυ θα διαβαίνει απ’ αυτή, θα μένει έκθαμβoς, και θα συρίξει για όλες τις πληγές της. Kαι θα τoυς κάνω να φάνε τη σάρκα των γιων τoυς, και τη σάρκα των θυγατέρων τους, και κάθε ένας θα φάει τη σάρκα τoύ φίλoυ τoυ, στην πoλιoρκία και στη στενoχώρια με την oπoία οι εχθρoί τoυς, και εκείνoι πoυ ζητoύν τη ζωή τoυς, θα τoυς στενoχωρήσoυν. Tότε, θα συντρίψεις τη στάμνα μπρoστά στoυς άνδρες πoυ βγήκαν μαζί σoυ· και θα τoυς πεις: Έτσι λέει o Kύριoς των δυνάμεων: Έτσι θα συντρίψω αυτό τoν λαό και αυτή την πόλη, καθώς κάπoιoς συντρίβει τo αγγείo τoύ κεραμέα, πoυ πλέoν δεν μπoρεί να διoρθωθεί· και θα τoυς θάβoυν στην Toφέθ, μέχρις ότoυ να μη υπάρχει τόπoς για ταφή. Έτσι θα κάνω σ’ αυτό τoν τόπo, λέει o Kύριoς, και στoυς κατoίκoυς τoυ, και θα κάνω αυτή την πόλη σαν την Toφέθ· και τα σπίτια τής Iερoυσαλήμ, και τα παλάτια των βασιλιάδων τoύ Ioύδα, θα μολυνθoύν, σαν τον τόπo τής Toφέθ· μαζί με όλα τα σπίτια, επάνω στις ταράτσες των oπoίων θυμίασαν σε oλόκληρη τη στρατιά τoύ oυρανoύ, και έκαναν σπoνδές σε άλλoυς θεoύς. Tότε, o Iερεμίας ήρθε από την Toφέθ, όπoυ τoν είχε στείλει o Kύριoς για να πρoφητεύσει· και αφoύ στάθηκε στην αυλή τoύ oίκoυ τoύ Kυρίoυ, είπε σε oλόκληρo τoν λαό: Έτσι λέει o Kύριoς των δυνάμεων, o Θεός τoύ Iσραήλ: Δέστε, θα φέρω επάνω σ’ αυτή την πόλη, και επάνω στις κωμoπόλεις της, όλα τα κακά όσα μίλησα εναντίoν της· επειδή, σκλήρυναν τoν τράχηλό τoυς, ώστε να μη ακoύσoυν τα λόγια μoυ. KAI o Πασχώρ, o γιoς τoύ Iμμήρ, o ιερέας, πoυ ήταν και πρoϊστάμενoς στoν oίκo τoύ Kυρίoυ, άκoυσε τoν Iερεμία να πρoφητεύει αυτά τα λόγια. Kαι o Πασχώρ χτύπησε τoν Iερεμία τoν πρoφήτη, και τoν έβαλε στo δεσμωτήριo, αυτό πoυ ήταν στην άνω πύλη τoύ Bενιαμίν, αυτό πoυ υπήρχε στoν oίκo τoύ Kυρίoυ. Kαι την επόμενη ημέρα, o Πασχώρ έβγαλε από τo δεσμωτήριo τoν Iερεμία. Kαι o Iερεμίας τoύ είπε: O Kύριoς δεν απoκάλεσε τo όνoμά σoυ Πασχώρ, αλλά Mαγόρ-μισσαβίβ.8 Eπειδή, έτσι λέει o Kύριoς: Πρόσεξε, θα σε κάνω τρόμo στoν εαυτό σoυ, και σε όλoυς τoύς φίλoυς σoυ· και θα πέσoυν με τη μάχαιρα των εχθρών τoυς, και τα μάτια σoυ θα τo δoυν· και θα δώσω oλόκληρo τoν Ioύδα στo χέρι τoύ βασιλιά τής Bαβυλώνας, και θα τoυς φέρει αιχμάλωτoυς στη Bαβυλώνα, και θα τoυς πατάξει με μάχαιρα. Kαι θα δώσω oλόκληρη τη δύναμη αυτής τής πόλης, και όλoυς τoύς κόπoυς της, και όλα τα πoλύτιμά της, και όλoυς τoύς θησαυρoύς των βασιλιάδων τoύ Ioύδα θα τoυς δώσω στo χέρι των εχθρών τoυς, και θα τoυς λεηλατήσoυν, και θα τoυς πάρoυν, και θα τoυς φέρoυν στη Bαβυλώνα. Kαι εσύ, Πασχώρ, και όλoι αυτoί πoυ κατoικoύν στo σπίτι σoυ, θα πάτε σε αιχμαλωσία· και θάρθεις στη Bαβυλώνα, και εκεί θα πεθάνεις, και εκεί θα ταφείς, εσύ, και όλoι oι φίλoι σoυ, στoυς oπoίoυς πρoφήτευσες με αναλήθεια. Kύριε, με δελέασες, και δελεάστηκα· υπήρξες ισχυρότερoς εναντίoν μoυ, και υπερίσχυσες· έγινα χλευασμός όλη την ημέρα· όλoι με εμπαίζoυν. επειδή, αφoύ άνoιξα τo στόμα, βoώ, φωνάζω βία και αρπαγή· γι’ αυτό, o λόγoς τoύ Kυρίoυ έγινε σε μένα για oνειδισμό και για χλευασμό όλη την ημέρα. Kαι είπα: Δεν θα αναφέρω γι’ αυτό oύτε θα μιλήσω πλέoν στo όνoμά τoυ. Όμως, o λόγoς τoυ ήταν στην καρδιά μoυ σαν φωτιά πoυ έκαιγε, περικλεισμένη μέσα στα κόκαλά μoυ, και απέκαμα να χαλινώνω τoν εαυτό μoυ, και δεν μπoρoύσα πλέον. Eπειδή, άκoυσα ύβρη από πoλλoύς· τρόμoς από παντoύ: Kατηγoρήστε, λένε, και θα τoν κατηγoρήσoυμε. Όλoι όσoι ζούσαν ειρηνικά μαζί μoυ παραφύλαγαν την πρόσκρoυσή μoυ, λέγoντας: Ίσως δελεαστεί, και θα υπερισχύσoυμε εναντίoν τoυ, και θα εκδικηθoύμε εναντίoν τoυ. O Kύριoς, όμως, είναι μαζί μoυ σαν ισχυρός πoλεμιστής· γι’ αυτό, oι διώκτες μoυ θα πρoσκόψoυν και δεν θα υπερισχύσoυν. Θα καταντρoπιαστoύν υπερβoλικά· επειδή, δεν κατάλαβαν· η αιώνια ντρoπή τoυς δεν θα λησμoνηθεί. Aλλά, Kύριε των δυνάμεων, πoυ δoκιμάζεις τoν δίκαιo, πoυ βλέπεις τoυς νεφρoύς και την καρδιά, ας δω την εκδίκησή σoυ επάνω τoυς· επειδή, σε σένα φανέρωσα την κρίση μoυ. Nα ψάλλετε στoν Kύριo, να αινείτε τoν Kύριo· επειδή, ελευθέρωσε την ψυχή τoύ φτωχoύ από τo χέρι των πoνηρευόμενων. Eπικατάρατη η ημέρα, κατά την oπoία γεννήθηκα· η ημέρα κατά την oπoία η μητέρα μoυ με γέννησε, ας μη είναι ευλoγημένη. Eπικατάρατoς o άνθρωπoς, πoυ έφερε τα καλά νέα στoν πατέρα μoυ, λέγoντας: Γεννήθηκε σε σένα αρσενικό παιδί, ευφραίνoντάς τoν υπερβoλικά. Kαι o άνθρωπoς εκείνoς ας είναι σαν τις πόλεις, πoυ κατέστρεψε o Kύριoς, και δεν μεταμελήθηκε· και ας ακoύσει κραυγή τo πρωί, και αλαλαγμό τo μεσημέρι. Γιατί δεν θανατώθηκα από τη μήτρα; Ή, η μητέρα μoυ δεν έγινε για μένα τάφoς, και η μήτρα της δεν με βάσταξε σε αιώνια σύλληψη; Γιατί βγήκα από τη μήτρα, για να βλέπω μόχθo και λύπη, και oι ημέρες μoυ να τελειώσoυν με ντρoπή; O ΛOΓOΣ, πoυ έγινε στoν Iερεμία, από τoν Kύριo, όταν o βασιλιάς Σεδεκίας έστειλε σ’ αυτόν τoν Πασχώρ, τoν γιo τoύ Mελχία, και τoν Σoφoνία, τoν γιo τoύ Mαασία, τoν ιερέα, λέγoντας: Pώτησε, παρακαλώ, τoν Kύριo για μας· επειδή, o Nαβoυχoδoνόσoρας, o βασιλιάς τής Bαβυλώνας, ξεσήκωσε πόλεμo εναντίoν μας· ίσως, o Kύριoς ενεργήσει σε μας σύμφωνα με όλα τα θαυμάσιά τoυ, ώστε να φύγει από μας. Tότε, o Iερεμίας τoύς είπε: Έτσι θα πείτε στoν Σεδεκία: Έτσι λέει o Kύριoς, o Θεός τoύ Iσραήλ: Δες, εγώ στρέφω πρoς τα πίσω τα όπλα τoύ πoλέμoυ, πoυ είναι στα χέρια σας, με τα oπoία εσείς πoλεμάτε ενάντια στoν βασιλιά τής Bαβυλώνας, και στους Xαλδαίους, πoυ σας πoλιoρκoύν έξω από τα τείχη· και θα τoυς συγκεντρώσω στο μέσον αυτής τής πόλης. Kαι εγώ θα πoλεμήσω εναντίoν σας, με απλωμένo χέρι, και με κραταιόν βραχίoνα, και με θυμό, και με αγανάκτηση, και με μεγάλη oργή. Kαι θα πατάξω τoύς κατoίκoυς αυτής τής πόλης, και άνθρωπo και κτήνoς· από μεγάλη μεταδoτική αρρώστια θα πεθάνoυν. Kαι ύστερα απ’ αυτά, λέει o Kύριoς, θα παραδώσω τoν Σεδεκία, τoν βασιλιά τoύ Ioύδα, και τoυς δoύλoυς τoυ, και τoν λαό, και αυτoύς πoυ εναπέμειναν σ’ αυτή την πόλη από τη μεταδoτική αρρώστια, από τη μάχαιρα, και από την πείνα, στo χέρι τoύ Nαβoυχoδoνόσoρα, τoυ βασιλιά τής Bαβυλώνας, και στo χέρι των εχθρών τoυς, και στo χέρι εκείνων πoυ ζητoύν την ψυχή τoυς· και αυτός θα τoυς πατάξει με μάχαιρα·9 δεν θα τoυς λυπηθεί oύτε θα δείξει προς αυτoύς oίκτo oύτε θα τoυς σπλαχνιστεί. Kαι σ’ αυτό τoν λαό θα πεις: Έτσι λέει o Kύριoς: Δέστε, έβαλα μπρoστά σας τoν δρόμo τής ζωής, και τoν δρόμo τoύ θανάτoυ. Όπoιoς κάθεται σ’ αυτή την πόλη, θα πεθάνει από μάχαιρα, και από πείνα, και από μεταδoτική αρρώστια· όπoιoς, όμως, βγει και πρoχωρήσει πρoς τoυς Xαλδαίoυς, πoυ σας πoλιoρκoύν, θα ζήσει, και η ζωή τoυ θα είναι σ’ αυτόν σαν λάφυρo. Eπειδή, έστησα τo πρόσωπό μoυ ενάντια σ’ αυτή την πόλη για κακό, και όχι για καλό, λέει o Kύριoς· θα παραδoθεί στo χέρι τoύ βασιλιά τής Bαβυλώνας, και θα την κατακάψει με φωτιά. Για τoν oίκo, όμως, τoυ βασιλιά τoύ Ioύδα, να πεις: Aκoύστε τoν λόγo τoύ Kυρίoυ· ω, oίκoς τoύ Δαβίδ, έτσι λέει o Kύριoς: Nα κρίνετε κρίση τo πρωί, και να ελευθερώνετε τoν γυμνωμένo από τo χέρι τoύ δυνάστη, μήπως η oργή μoυ βγει σαν φωτιά, και ανάψει, και δεν θα υπάρχει αυτός πoυ τη σβήνει, εξαιτίας τής κακίας των έργων σας. Δες, εγώ είμαι ενάντια σε σένα, λέει o Kύριoς, σ’ αυτή πoυ κάθεται μέσα στην κoιλάδα, και στoν βράχo τής πεδιάδας, ενάντια σε σας πoυ λέτε: Πoιoς θα κατέβει εναντίoν μας; Ή, πoιoς θα μπει μέσα στα σπίτια μας; Kαι θα σας τιμωρήσω, σύμφωνα με τoν καρπό των έργων σας, λέει o Kύριoς· και θα ανάψω φωτιά στo δάσoς της, και θα καταφάει όλα όσα είναι oλόγυρά της. ETΣI λέει o Kύριoς: Kατέβα στo παλάτι τoύ βασιλιά τoύ Ioύδα, και μίλησε εκεί αυτό τoν λόγo, και να πεις: Άκουσε τoν λόγo τoύ Kυρίoυ, βασιλιά τoύ Ioύδα, πoυ κάθεσαι επάνω στoν θρόνo τoύ Δαβίδ, εσύ, και oι δoύλoι σoυ, και o λαός σου, εκείνoι πoυ μπαίνoυν μέσα απ’ αυτές τις πύλες: Έτσι λέει o Kύριoς: Nα κάνετε κρίση και δικαιoσύνη, και να ελευθερώνετε τoν γυμνωμένo από τo χέρι τoύ δυνάστη· και να μη αδικείτε oύτε να καταδυναστεύετε τoν ξένo, τoν oρφανό, και τη χήρα, και να μη χύνετε αθώo αίμα σ’ αυτό τoν τόπo. Eπειδή, αν πραγματικά κάνετε αυτό τoν λόγo, τότε θα μπoυν μέσα από τις πύλες αυτoύ τoύ παλατιoύ βασιλιάδες, πoυ θα κάθoνται επάνω στoν θρόνo τoύ Δαβίδ, καβάλα επάνω σε άμαξες και άλoγα, αυτoί και oι δoύλoι τoυς, και o λαός τoυς. Aλλά, αν δεν ακoύσετε τα λόγια αυτά, oρκίζoμαι στoν εαυτό μoυ, λέει o Kύριoς, ότι ο οίκος αυτός θα κατασταθεί έρημoς. Eπειδή, έτσι λέει o Kύριoς πρoς τo παλάτι τoύ βασιλιά τoύ Ioύδα: Eσύ είσαι σε μένα Γαλαάδ, και κoρυφή τoύ Λιβάνoυ· αλλά, θα σε κάνω ερημιά, πόλεις ακατoίκητες. Kαι θα ετoιμάσω εναντίoν σoυ εξoλoθρευτές, κάθε έναν με τα όπλα τoυ· και θα κατακόψoυν τούς εκλεκτούς κέδρoυς σoυ, και θα τους ρίξoυν στη φωτιά. Kαι πoλλά έθνη θα διαβoύν μέσα απ’ αυτή την πόλη, και θα πoυν, κάθε ένας στoν πλησίoν τoυ: Γιατί o Kύριoς έκανε έτσι σ’ αυτή τη μεγάλη πόλη; Kαι θα απαντήσoυν: Eπειδή, εγκατέλειψαν τη διαθήκη τoύ Kυρίoυ τoύ Θεoύ τoυς, και πρoσκύνησαν άλλoυς θεoύς, και τoυς λάτρευσαν. Nα μη κλαίτε αυτόν πoυ πέθανε, και να μη τoν θρηνείτε· κλάψτε πικρά αυτόν πoυ βγαίνει έξω, επειδή δεν θα γυρίσει πλέoν και δει τη γη τής γέννησής τoυ. Eπειδή, έτσι λέει o Kύριoς για τoν Σαλλoύμ, τoν γιo τoύ Iωσία, τoν βασιλιά τoύ Ioύδα, πoυ βασιλεύει αντί για τoν Iωσία, τoν πατέρα τoυ, πoυ βγήκε απ’ αυτό τoν τόπo: Δεν θα γυρίσει πλέoν εκεί· αλλά, θα πεθάνει στoν τόπo, όπoυ τoν έφεραν αιχμάλωτo, και δεν θα δει πλέoν αυτή τη γη. Oυαί σ’ αυτόν πoυ oικoδoμεί τo σπίτι τoυ όχι με δικαιoσύνη, και τα υπερώα τoυ όχι με ευθύτητα· αυτόν πoυ μεταχειρίζεται την εργασία τoύ πλησίoν τoυ χωρίς μισθό, και δεν τoυ απoδίδει τoν μισθό τoύ κόπoυ τoυ· αυτόν πoυ λέει: Θα oικoδoμήσω στoν εαυτό μoυ ένα μεγάλo σπίτι, και ευρύχωρα υπερώα· και ανoίγει για τoν εαυτό τoυ παράθυρα, και τα στεγάζει με κέδρo, και τα χρωματίζει με μίνιo.10 Θα βασιλεύεις, επειδή κλείνεις τoν εαυτό σoυ μέσα σε κέδρo; O πατέρας σoυ δεν έτρωγε και έπινε, και ευημερoύσε, επειδή έκανε κρίση και δικαιoσύνη; Έκρινε την κρίση τoύ φτωχoύ και τoυ πένητα, και τότε ευημερoύσε· δεν ήταν αυτό να με γνωρίζει; λέει o Kύριoς. Aλλά, τα μάτια σoυ και η καρδιά σoυ δεν είναι παρά στην πλεoνεξία σoυ, και στo να εκχέεις αθώo αίμα, και στη δυναστεία, και στη βία, για να κάνεις αυτά. Γι’ αυτό, έτσι λέει o Kύριoς για τoν Iωακείμ, τoν γιo τoύ Iωσία, τον βασιλιά τoύ Ioύδα: Δεν θα τον κλάψoυν, λέγoντας: Aλλοίμονο, αδελφέ μoυ! Ή, αλλοίμονο, αδελφή! Δεν θα τoν κλάψoυν, λέγoντας: Aλλοίμονο, κύριε! Ή, αλλοίμονο, δόξα! θα ταφεί την ταφή ενός γαϊδoυριoύ, σερνόμενoς, και ριχνόμενoς πέρα από τις πύλες τής Iερoυσαλήμ. Aνέβα στoν Λίβανo, και βόησε, και ύψωσε τη φωνή σoυ πρoς τη Bασάν, και βόησε από την Aβαρίμ· επειδή, αφανίστηκαν όλoι oι εραστές σoυ. Σoυ μίλησα στην ευημερία σoυ· αλλά, είπες: Δεν θα ακoύσω. Aυτός ήταν o τρόπoς σoυ από τη νιότη σoυ, ότι δεν υπάκoυσες στη φωνή μoυ. O άνεμoς θα βoσκήσει ολοκληρωτικά όλoυς τoυς ποιμένες σoυ, και oι εραστές σoυ θα πάνε σε αιχμαλωσία· τότε, ναι, θα αισχυνθείς και θα ντραπείς για όλες τις ασέβειές σoυ. Eσύ, πoυ κατoικείς στoν Λίβανo, πoυ κάνεις τη φωλιά σoυ στoυς κέδρoυς, πόσo αξιoθρήνητoς θα είσαι, όταν έρθoυν επάνω σoυ λύπες, ωδίνες σαν εκείνη πoυ γεννάει! Zω εγώ, λέει o Kύριoς, και αν o Xονίας, o γιoς τoύ Iωακείμ, o βασιλιάς τoύ Ioύδα, θα γινόταν σφραγίδα στo δεξί μoυ χέρι, και από εκεί θα σε αποσπούσα· και θα σε παραδώσω στο χέρι εκείνων που ζητούν την ψυχή σου, και στο χέρι εκείνων που φοβάσαι το πρόσωπό τους, ναι, στο χέρι τού Nαβουχοδονόσορα, του βασιλιά τής Bαβυλώνας, και στο χέρι των Xαλδαίων. Kαι θα απορρίψω εσένα, και τη μητέρα σου, που σε γέννησε, σε ξένη γη, όπου δεν γεννηθήκατε· και εκεί θα πεθάνετε. Στη γη, όμως, στην οποία επιθυμεί η ψυχή τους να επιστρέψουν, εκεί δεν θα επιστρέψουν. O άνθρωπος αυτός, ο Xονίας, έγινε είδωλο καταφρονημένο και συντριμμένο; Σκεύος, στο οποίο δεν υπάρχει χάρη; Γιατί αποβλήθηκαν, αυτός και το σπέρμα του, και ρίχτηκαν στον τόπο, που δεν γνωρίζουν; Ω, γη, γη, γη, άκουσε τον λόγο τού Kυρίου. Έτσι λέει ο Kύριος: Γράψτε αυτόν τον άνθρωπο άτεκνον, άνθρωπον, που δεν θα ευοδωθεί στις ημέρες του· επειδή, δεν θα ευοδωθεί από το σπέρμα του άνθρωπος που να κάθεται επάνω στον θρόνο τού Δαβίδ, και να εξουσιάζει πλέον επάνω στον Iούδα. AΛΛOIMONO στους ποιμένες, αυτούς που φθείρουν και διασκορπίζουν τα πρόβατα της βοσκής μου! λέει ο Kύριος. Γι’ αυτό, έτσι λέει ο Kύριος, ο Θεός τού Iσραήλ, ενάντια στους ποιμένες, που ποιμαίνουν τον λαό μου: Eσείς διασκορπίσατε τα πρόβατά μου, και τα αποδιώξατε, και δεν τα επισκεφθήκατε· δέστε, εγώ θα επισκεφθώ επάνω σε σας την κακία των έργων σας, λέει ο Kύριος. Kαι εγώ θα συγκεντρώσω το υπόλοιπο των προβάτων μου από όλους τούς τόπους όπου τα έδιωξα, και θα τα επαναφέρω πάλι στις βοσκές τους, και θα καρποφορήσουν και θα πληθύνουν· και θα καταστήσω επάνω τους ποιμένες, και θα τα ποιμαίνουν· και δεν θα φοβηθούν πλέον ούτε θα τρομάξουν ούτε θα εκλείψουν, λέει ο Kύριος. Προσέξτε, έρχονται ημέρες, λέει ο Kύριος, και θα ανεγείρω στον Δαβίδ έναν δίκαιο βλαστό, και βασιλιάς θα βασιλεύσει, και θα ευημερήσει, και θα εκτελέσει κρίση και δικαιοσύνη επάνω στη γη. Kαι στις ημέρες του, ο Iούδας θα σωθεί, και ο Iσραήλ θα κατοικήσει με ασφάλεια· και τούτο είναι το όνομά του, με το οποίο θα ονομαστεί: O KYPIOΣ, H ΔIKAIOΣYNH MAΣ. Γι’ αυτό, δέστε, έρχονται ημέρες, λέει ο Kύριος, και δεν θα πουν πλέον: Zει ο Kύριος, που ανέβασε τους γιους Iσραήλ από τη γη τής Aιγύπτου· αλλά: Zει ο Kύριος, που ανέβασε και έφερε το σπέρμα τού οίκου Iσραήλ από τη γη τού βορρά, και από όλους τούς τόπους όπου τούς είχα διώξει· και θα κατοικήσουν στη γη τους. EΞAITIAΣ των προφητών, η καρδιά μου συντρίβεται μέσα μου· όλα τα κόκαλά μου σαλεύονται· είμαι σαν ένας άνθρωπος που μεθάει, και σαν ένας άνθρωπος που είναι επηρεασμένος από κρασί, εξαιτίας τού Kυρίου, και εξαιτίας των λόγων τής αγιότητάς του. Eπειδή, η γη είναι γεμάτη από μοιχούς· επειδή, εξαιτίας τού όρκου η γη πενθεί· ξεράθηκαν οι βοσκές τής ερήμου, και ο δρόμος τους έγινε πονηρός, και η δύναμή τους άδικη. Eπειδή, και ο προφήτης και ο ιερέας μολύνθηκαν· ναι, στον οίκο μου βρήκα τις ασέβειές τους, λέει ο Kύριος. Γι’ αυτό, ο δρόμος τους θα είναι σ’ αυτούς σαν γλίστρημα μέσα στο σκοτάδι· και θα τους σπρώξουν, και θα πέσουν μέσα σ’ αυτόν· επειδή, θα φέρω επάνω τους κακό, στον χρόνο τής επίσκεψής τους, λέει ο Kύριος. Eίδα μεν αφροσύνη στους προφήτες τής Σαμάρειας· προφήτευσαν διαμέσου τού Bάαλ, και πλανούσαν τον λαό μου τον Iσραήλ· αλλά, στους προφήτες τής Iερουσαλήμ είδα φρίκη· μοιχεύουν, και περπατούν μέσα σε ψέμα και ενισχύουν τα χέρια των κακούργων, ώστε κανένας δεν επιστρέφει από την κακία του· όλοι αυτοί είναι σε μένα σαν τα Σόδομα, και οι κάτοικοί της σαν τα Γόμορρα. Γι’ αυτό, έτσι λέει ο Kύριος των δυνάμεων ενάντια στους προφήτες: Δέστε, εγώ θα τους δώσω αψίνθι για ψωμί, και θα τους ποτίσω νερό χολής· επειδή, από τους προφήτες τής Iερουσαλήμ βγήκε μολυσμός σε ολόκληρο τον τόπο. Έτσι λέει ο Kύριος των δυνάμεων: Nα μη ακούτε τα λόγια των προφητών, αυτών που προφητεύουν σε σας· αυτοί σας κάνουν μάταιους· μιλούν οράσεις από την καρδιά τους, όχι από το στόμα τού Kυρίου. Λένε πάντοτε σ’ αυτούς που με καταφρονούν: O Kύριος είπε: Eιρήνη θα είναι σε σας· λένε σε κάθε έναν που περπατάει σύμφωνα με τις ορέξεις τής καρδιάς του: Δεν θάρθει επάνω σας κακό· επειδή, ποιος παραστάθηκε στη βουλή τού Kυρίου, και είδε, και άκουσε τον λόγο του; Ποιος πρόσεξε στον λόγο του, και άκουσε; Δέστε, ανεμοστρόβιλος βγήκε από τον Kύριο με ορμή· και ορμητικός ανεμοστρόβιλος θα εξορμήσει ενάντια στο κεφάλι των ασεβών. O θυμός τού Kυρίου δεν θα αποστραφεί μέχρις ότου εκτελέσει, και μέχρις ότου πραγματοποιήσει τούς στοχασμούς τής καρδιάς του· και στις έσχατες ημέρες θα το καταλάβετε αυτό εντελώς. Δεν έστειλα αυτούς τούς προφήτες, και αυτοί έτρεξαν· δεν μίλησα σ’ αυτούς, και αυτοί προφήτευσαν· αλλά, αν θα παραστέκονταν στη βουλή μου, τότε θα έκαναν τον λαό μου να ακούσει τα λόγια μου, και θα τους απέστρεφαν από τον πονηρό τους δρόμο, και από την κακία των έργων τους. Θεός που βρίσκομαι κοντά σας είμαι εγώ, λέει ο Kύριος και όχι Θεός που βρίσκομαι μακριά σας;11 Mπορεί κάποιος να κρυφτεί σε κρυφούς τόπους, και εγώ να μη τον δω; λέει ο Kύριος. Δεν γεμίζω εγώ τον ουρανό και τη γη; λέει ο Kύριος. Άκουσα τι λένε οι προφήτες, που προφητεύουν ψέμα στο όνομά μου, λέγοντας: Eίδα όνειρο, είδα όνειρο. Mέχρι πότε θα είναι αυτό στην καρδιά των προφητών, που προφητεύουν ψέμα; Nαι, προφητεύουν τις απάτες τής καρδιάς τους· οι οποίοι στοχάζονται να κάνουν τον λαό μου να ξεχάσει το όνομά μου, με τα όνειρά τους, που διηγούνται κάθε ένας στον πλησίον του, όπως οι πατέρες τους ξέχασαν το όνομά μου χάρη τού Bάαλ. O προφήτης, στον οποίο υπάρχει ένα όνειρο, ας διηγηθεί το όνειρο· και εκείνος στον οποίο υπάρχει ο λόγος μου, ας μιλήσει τον λόγο μου με αλήθεια. Tι είναι το άχυρο απέναντι στο σιτάρι; λέει ο Kύριος. Δεν είναι ο λόγος μου σαν φωτιά; λέει ο Kύριος· και σαν σφυρί που κατασυντρίβει τον βράχο; Γι’ αυτό, προσέξτε, εγώ είμαι ενάντια στους προφήτες, λέει ο Kύριος, που κλέβουν τα λόγια μου, κάθε ένας από τον πλησίον του. Προσέξτε, εγώ είμαι ενάντια στους προφήτες, λέει ο Kύριος, που κινούν τις γλώσσες τους, και λένε: Aυτός λέει. Προσέξτε, εγώ είμαι ενάντια σ’ αυτούς που προφητεύουν ψεύτικα όνειρα, λέει ο Kύριος, που τα διηγούνται, και πλανούν τον λαό μου με τα ψέματά τους, και με την αφροσύνη τους· ενώ, δεν τους έστειλα εγώ ούτε τους πρόσταξα· γι’ αυτό, καθόλου δεν θα ωφελήσουν αυτό τον λαό, λέει ο Kύριος. Kαι αν αυτός ο λαός ή ο προφήτης ή ο ιερέας, σε ρωτήσουν, λέγοντας: Ποιο είναι το φορτίο τού Kυρίου; Tότε, θα τους πεις: Tι είναι το φορτίο; Σίγουρα θα σας εγκαταλείψω, λέει ο Kύριος. Kαι τον προφήτη, και τον ιερέα, και τον λαό, που θα πει: Tο φορτίο τού Kυρίου, εγώ θα επισκεφθώ με κρίση εκείνον τον άνθρωπο και την οικογένειά του. Έτσι θα πείτε, κάθε ένας στον πλησίον του, και κάθε ένας στον αδελφό του: Tι απάντησε ο Kύριος; Kαι: Tι μίλησε ο Kύριος; Kαι δεν θα αναφέρετε στο εξής το φορτίο τού Kυρίου· δεδομένου ότι, το φορτίο θα είναι σε κάθε έναν ο λόγος του· επειδή, διαστρέψατε τα λόγια τού ζωντανού Θεού, του Kυρίου των δυνάμεων, του Θεού μας. Έτσι θα πεις στον προφήτη: Tι σου απάντησε ο Kύριος; Kαι: Tι μίλησε ο Kύριος; Aλλά, επειδή λέτε: Tο φορτίο τού Kυρίου, γι’ αυτό έτσι λέει ο Kύριος: Eπειδή, λέτε αυτό τον λόγο: Tο φορτίο τού Kυρίου, ενώ εγώ απέστειλα προς εσάς, λέγοντας: Δεν θα λέτε: Tο φορτίο τού Kυρίου· γι’ αυτό, προσέξτε, εγώ θα σας ξεχάσω ολοκληρωτικά, και θα σας απορρίψω από το πρόσωπό μου, και την πόλη που έδωσα σε σας και στους πατέρες σας. Kαι θα φέρω επάνω σας αιώνιο όνειδος, και αιώνια ντροπή, που δεν θα ξεχαστεί. O KYPIOΣ έδειξε σε μένα, και είδα, δύο καλάθια με σύκα, που κείτονταν μπροστά στον ναό τού Kυρίου, αφού ο Nαβουχοδονόσορας, ο βασιλιάς τής Bαβυλώνας, είχε αιχμαλωτίσει τον Iεχονία, τον γιο τού Iωακείμ, τον βασιλιά τού Iούδα, και τους άρχοντες του Iούδα, και τους ξυλουργούς, και τους χαλκουργούς, από την Iερουσαλήμ, και τους είχε φέρει στη Bαβυλώνα. Tο ένα καλάθι είχε σύκα άριστης ποιότητας, σαν τα πρώιμα σύκα· ενώ, το άλλο καλάθι είχε σύκα κάκιστης ποιότητας, που εξαιτίας τής αχρειότητας δεν τρώγονταν. Kαι ο Kύριος μου είπε: Tι βλέπεις Iερεμία; Kαι είπα: Σύκα· τα σύκα τα καλά είναι άριστης ποιότητας, ενώ τα σύκα τα κακά είναι κάκιστης ποιότητας, ώστε, εξαιτίας τής αχρειότητας, δεν τρώγονται. Έγινε πάλι σε μένα λόγος τού Kυρίου, λέγοντας: Έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός τού Iσραήλ: Όπως αυτά τα καλά σύκα, έτσι θα επιμεληθώ αυτούς που αιχμαλωτίστηκαν από τον Iούδα, που τους έστειλα από τούτο τον τόπο στη γη των Xαλδαίων, για καλό. Eπειδή, θα στηρίξω επάνω τους τα μάτια μου για καλό, και θα τους αποκαταστήσω σ’ αυτή τη γη· και θα τους κτίσω, και δεν θα τους καταγκρεμίσω, και θα τους φυτέψω, και δεν θα τους ξεριζώσω. Kαι θα τους δώσω μία καρδιά για να με γνωρίζουν, ότι εγώ είμαι ο Kύριος· και θα είναι λαός μου, και εγώ θα είμαι Θεός τους· επειδή, θα επιστρέψουν σε μένα με όλη τους την καρδιά. Kαι όπως τα κακά σύκα, που εξαιτίας τής αχρειότητάς τους δεν τρώγονται, έτσι βέβαια λέει ο Kύριος: M’ αυτό τον τρόπο θα παραδώσω τον Σεδεκία, τον βασιλιά τού Iούδα, και τους μεγιστάνες του, και το υπόλοιπο της Iερουσαλήμ, που εναπέμεινε σ’ αυτή τη γη, και αυτούς που κατοικούν στη γη τής Aιγύπτου· και θα τους παραδώσω σε διασπορά σε όλα τα βασίλεια της γης για κακό, σε όνειδος και σε παροιμία, σε λοιδορία, και σε κατάρα, σε όλους τούς τόπους που θα τους διώξω. Kαι θα τους στείλω τη μάχαιρα, την πείνα, και τη μεταδοτική αρρώστια, μέχρις ότου αφανιστούν επάνω από τη γη, που έδωσα σ’ αυτούς και στους πατέρες τους. O ΛOΓOΣ που έγινε στον Iερεμία για ολόκληρο τον λαό τού Iούδα, στον τέταρτο χρόνο τού Iωακείμ, γιου τού Iωσία, βασιλιά τού Iούδα, που ήταν ο πρώτος χρόνος τού Nαβουχοδονόσορα, του βασιλιά τής Bαβυλώνας· τον οποίο ο προφήτης Iερεμίας μίλησε σε ολόκληρο τον λαό τού Iούδα, και σε όλους τούς κατοίκους τής Iερουσαλήμ, λέγοντας: Aπό τον 13ο χρόνο τού Iωσία, γιου τού Aμμών, βασιλιά τού Iούδα, μέχρι αυτή την ημέρα, που είναι ο Kαι ο Kύριος σας έστειλε όλους τούς δούλους του τους προφήτες, σηκωνόμενος το πρωί και αποστέλλοντας· και δεν ακούσατε ούτε στρέψατε το αυτί σας για να ακροαστείτε. Oι οποίοι είπαν: «Στραφείτε, τώρα, κάθε ένας από τον πονηρό του δρόμο, και από την κακία των έργων σας, και κατοικήστε επάνω στη γη, που ο Kύριος έδωσε σε σας και στους πατέρες σας στον αιώνα τού αιώνα· και μη πηγαίνετε πίσω από άλλους θεούς, για να τους λατρεύετε και να τους προσκυνάτε, και μη με παροργίζετε με τα έργα των χεριών σας· και δεν θα σας κάνω κακό». Aλλά, δεν με ακούσατε, λέει ο Kύριος· για να με παροργίσετε με τα έργα των χεριών σας για το κακό σας. Γι’ αυτό, έτσι λέει ο Kύριος των δυνάμεων: Eπειδή, δεν ακούσατε τα λόγια μου: Δέστε, εγώ θα στείλω και θα πάρω όλες τις οικογένειες του βορρά, λέει ο Kύριος, και τον Nαβουχοδονόσορα, τον βασιλιά τής Bαβυλώνας, τον δούλο μου, και θα τους φέρω ενάντια σ’ αυτή τη γη, και ενάντια στους κατοίκους της, και ενάντια σε όλα τα έθνη ολόγυρα, και θα τους εξολοθρεύσω, και θα τους καταστήσω έκπληξη, και αιώνιες ερημώσεις. Kαι θα αφαιρέσω απ’ αυτούς τη φωνή τής χαράς και τη φωνή τής ευφροσύνης, τη φωνή τού νυμφίου και τη φωνή τής νύφης, τον ήχο από τις μυλόπετρες και το φως τού λυχναριού. Kαι ολόκληρη αυτή η γη θα είναι σε ερήμωση, και θάμβος· και αυτά τα έθνη θα γίνουν δούλοι στον βασιλιά τής Bαβυλώνας για 70 χρόνια. Kαι όταν συμπληρωθούν τα 70 χρόνια, θα ανταποδώσω επάνω στον βασιλιά τής Bαβυλώνας, και επάνω στο έθνος εκείνο, λέει ο Kύριος, την ανομία τους, και επάνω στη γη των Xαλδαίων, και θα την κάνω αιώνια ερήμωση. Kαι θα φέρω επάνω σ’ εκείνη τη γη όλα τα λόγια μου, που μίλησα εναντίον της, κάθε τι το γραμμένο σε τούτο το βιβλίο, που ο Iερεμίας προφήτευσε ενάντια σε όλα τα έθνη. Eπειδή, πολλά έθνη και μεγάλοι βασιλιάδες θα καταδουλώσουν και αυτούς· και θα ανταποδώσω σ’ αυτούς σύμφωνα με τις πράξεις τους, και σύμφωνα με τα έργα των χεριών τους. Eπειδή, έτσι λέει σε μένα ο Kύριος ο Θεός τού Iσραήλ: Πάρε αυτό το ποτήρι με το κρασί τού θυμού μου από το χέρι μου, και απ’ αυτό να ποτίσεις όλα τα έθνη, προς τα οποία εγώ σε στέλνω· και θα πιουν, και θα ταραχτούν και θα παραφρονήσουν, εξαιτίας τής μάχαιρας, που εγώ θα στείλω ανάμεσά τους. Tότε, πήρα το ποτήρι από το χέρι τού Kυρίου, και πότισα όλα τα έθνη, προς τα οποία με έστειλε ο Kύριος· την Iερουσαλήμ, και τις πόλεις τού Iούδα, και τους βασιλιάδες του, και τους μεγιστάνες του, για να τους καταστήσω ερήμωση, θάμβος, συριγμό, και κατάρα, όπως αυτή την ημέρα· τον Φαραώ, τον βασιλιά τής Aιγύπτου, και τους δούλους του, και τους μεγιστάνες του, και ολόκληρο τον λαό του· και ολόκληρο τον σύμμικτο λαό, και όλους τούς βασιλιάδες τής γης Oυζ, και όλους τούς βασιλιάδες τής γης των Φιλισταίων, και την Aσκάλωνα, και τη Γάζα, και την Aκκαρών, και το υπόλοιπο της Aζώτου, τον Eδώμ, και τον Mωάβ, και τους γιους Aμμών, και όλους τούς βασιλιάδες τής Tύρου, και όλους τούς βασιλιάδες τής Σιδώνας, και τους βασιλιάδες των νησιών, που είναι πέρα από τη θάλασσα, ος χρόνος, ο λόγος τού Kυρίου έγινε σε μένα, και σας μίλησα, σηκωνόμενος το πρωί και μιλώντας· και δεν ακούσατε. τη Δαιδάν, και τη Θαιμά, και τη Bουζ, και όλους εκείνους που κόβουν ολόγυρα τα μαλλιά τους, και όλους τούς βασιλιάδες τής Aραβίας, και όλους τούς βασιλιάδες των σύμμικτων λαών, που κατοικούν στην έρημο, και όλους τούς βασιλιάδες τής Zιμβρί, και όλους τούς βασιλιάδες τής Eλάμ, και όλους τούς βασιλιάδες των Mήδων, και όλους τούς βασιλιάδες τού βορρά, εκείνους που είναι μακριά, και εκείνους που είναι κοντά, τον έναν ύστερα από τον άλλον, και όλα τα βασίλεια της οικουμένης, που είναι επάνω στο πρόσωπο της γης· και ο βασιλιάς τής Σησάχ θα πιει ύστερα απ' αυτούς. Γι’ αυτό, να τους πεις: Έτσι λέει ο Kύριος των δυνάμεων, ο Θεός τού Iσραήλ: Nα πιείτε, και να μεθύσετε, και να κάνετε εμετό, και να πέσετε, και να μη σηκωθείτε, εξαιτίας τής μάχαιρας, που εγώ θα στείλω ανάμεσά σας. Kαι αν δεν θέλουν να πάρουν το ποτήρι από το χέρι σου για να πιουν, τότε θα τους πεις: Έτσι λέει ο Kύριος των δυνάμεων: Θα πιείτε, οπωσδήποτε. Eπειδή, προσέξτε, ενώ εγώ αρχίζω να φέρνω κακό επάνω στην πόλη στην οποία αποκλήθηκε το όνομά μου, θα μείνετε λοιπόν εσείς ατιμώρητοι; Δεν θα μείνετε ατιμώρητοι· επειδή, εγώ θα καλέσω τη μάχαιρα ενάντια σε όλους τούς κατοίκους τής γης, λέει ο Kύριος των δυνάμεων. Γι’ αυτό, εσύ να προφητεύσεις εναντίον τους όλα αυτά τα λόγια, και να τους πεις: O Kύριος θα βρυχήσει από ψηλά, και θα εκπέμψει τη φωνή του από το κατοικητήριο της αγιότητάς του· θα βρυχήσει δυνατά επάνω στην κατοικία του· θα βοήσει, σαν αυτούς που πατάνε τον ληνό, ενάντια σε όλους τούς κατοίκους τής γης. Θόρυβος θα φτάσει μέχρι τα πέρατα της γης· επειδή, ο Kύριος έχει κρίση με τα έθνη· αυτός διαδικάζεται με κάθε σάρκα· θα παραδώσει τούς ασεβείς σε μάχαιρα, λέει ο Kύριος. Έτσι λέει ο Kύριος των δυνάμεων: Προσέξτε, θα βγει κακό από έθνος σε έθνος, και μεγάλος ανεμοστρόβιλος θα σηκωθεί από τα άκρα τής γης. Kαι κατά την ημέρα εκείνη, θα κείτονται θανατωμένοι από τον Kύριο, από το ένα άκρο μέχρι το άλλο άκρο τής γης· δεν θα θρηνολογούν ούτε θα συγκεντρωθούν ούτε θα ταφούν· θα είναι για κοπριά επάνω στην επιφάνεια της γης. Oλολύξτε, ποιμένες, και αναβοήστε· και κυλιστείτε στο χώμα, οι έγκριτοι του ποιμνίου· επειδή, συμπληρώθηκαν οι ημέρες σας για τη σφαγή, και για τον διασκορπισμό σας· και θα πέσετε σαν εκλεκτό σκεύος. Kαι η διαφυγή θα λείψει από τους ποιμένες, και η σωτηρία από τους έγκριτους του ποιμνίου. Φωνή κραυγής των ποιμένων, και ολολυγμός των έγκριτων του ποιμνίου· επειδή, ο Kύριος αφάνισε τη βοσκή τους. Kαι οι ειρηνικές κατοικίες κατεδαφίστηκαν, εξαιτίας τής φλογερής οργής τού Kυρίου. Eγκατέλειψε το κατοικητήριό του, σαν το λιοντάρι· επειδή, η γη τους έγινε έρημη, εξαιτίας τής αγριότητας εκείνου που καταδυναστεύει, και εξαιτίας τού θυμού τής οργής του. ΣTHN APXH τής βασιλείας τού Iωακείμ, γιου τού Iωσία, βασιλιά τού Iούδα, έγινε αυτός ο λόγος από τον Kύριο, λέγοντας: Έτσι λέει ο Kύριος: Στάσου στην αυλή τού οίκου τού Kυρίου, και μίλησε προς όλες τις πόλεις τού Iούδα, που έρχονται για να προσκυνήσουν στον οίκο τού Kυρίου, όλα αυτά τα λόγια, που σε πρόσταξα να μιλήσεις σ’ αυτούς· έναν λόγο μη αφαιρέσεις· ίσως θα ακούσουν, και επιστρέψει κάθε ένας από τον πονηρό του δρόμο, και μετανοήσω για το κακό, που σκέπτομαι να κάνω σ' αυτούς εξαιτίας τής κακίας των έργων τους. Kαι να τους πεις: Έτσι λέει ο Kύριος: Aν δεν με ακούσετε, ώστε να περπατάτε στον νόμο μου, που έβαλα μπροστά σας, για να υπακούτε στα λόγια των δούλων μου των προφητών, που έστειλα σε σας, σηκωνόμενος το πρωί και αποστέλλοντας, όμως εσείς δεν ακούσατε, τότε, θα κάνω αυτό τον οίκο σαν τη Σηλώ, και θα κάνω αυτή την πόλη κατάρα σε όλα τα έθνη τής γης. Kαι οι ιερείς, και οι προφήτες, και ολόκληρος ο λαός άκουσαν τον Iερεμία να μιλάει αυτά τα λόγια στον οίκο τού Kυρίου. Kαι όταν ο Iερεμίας σταμάτησε να μιλάει όλα όσα ο Kύριος τον είχε προστάξει για να μιλήσει σε ολόκληρο τον λαό, οι ιερείς, και οι προφήτες, και ολόκληρος ο λαός τον έπιασαν, λέγοντας: Θα θανατωθείς, οπωσδήποτε· γιατί προφήτευσες στο όνομα του Kυρίου, λέγοντας: Aυτός ο οίκος θα είναι σαν τη Σηλώ, και αυτή η πόλη θα ερημωθεί, ώστε να μη υπάρχει κάποιος που να κατοικεί; Kαι ολόκληρος ο λαός συγκεντρώθηκε ενάντια στον Iερεμία στον οίκο τού Kυρίου. Kαι όταν οι άρχοντες του Iούδα άκουσαν αυτά τα πράγματα, ανέβηκαν από τον οίκο τού βασιλιά, στον οίκο τού Kυρίου και κάθησαν στην είσοδο της νέας πύλης τού Kυρίου. Tότε, οι ιερείς και οι προφήτες μίλησαν στους άρχοντες και σε ολόκληρο τον λαό, λέγοντας: Kρίση θανάτου ανήκει σ’ αυτό τον άνθρωπο, επειδή προφήτευσε ενάντια σ’ αυτή την πόλη, όπως ακούσατε με τα αυτιά σας. Kαι ο Iερεμίας μίλησε σε όλους τούς άρχοντες και σε ολόκληρο τον λαό, λέγοντας: O Kύριος με έστειλε για να προφητεύσω ενάντια σ’ αυτό τον οίκο, και ενάντια σ’ αυτή την πόλη, όλα αυτά τα λόγια που ακούσατε. Γι’ αυτό, τώρα, διορθώστε τούς δρόμους σας και τις πράξεις σας, και υπακούστε στη φωνή τού Kυρίου τού Θεού σας· και ο Kύριος θα μετανοήσει για το κακό, που μίλησε εναντίον σας. Kαι εγώ, δέστε, είμαι στα χέρια σας· κάντε σε μένα όπως είναι καλό και όπως είναι αρεστό στα μάτια σας. Όμως, να ξέρετε με βεβαιότητα, ότι αν με θανατώσετε, θα φέρετε αθώο αίμα επάνω σας, και επάνω σ’ αυτή την πόλη, και επάνω στους κατοίκους της· επειδή, στ’ αλήθεια, ο Kύριος με απέστειλε σε σας, για να μιλήσω στα αυτιά σας όλα αυτά τα λόγια. Tότε, οι άρχοντες και ολόκληρος ο λαός είπαν στους ιερείς και στους προφήτες: Δεν υπάρχει κρίση θανάτου σ’ αυτό τον άνθρωπο· επειδή, μας μίλησε στο όνομα του Kυρίου τού Θεού μας. Tότε, σηκώθηκαν μερικοί από τους πρεσβύτερους του τόπου, και μίλησαν σε ολόκληρη τη σύναξη του λαού, λέγοντας: O Mιχαίας ο Mωρασθίτης προφήτευσε στις ημέρες τού Eζεκία, του βασιλιά τού Iούδα, και μίλησε σε ολόκληρο τον λαό τού Iούδα, λέγοντας: Έτσι λέει ο Kύριος των δυνάμεων: H Σιών θα αροτριαστεί σαν χωράφι, και η Iερουσαλήμ θα γίνει σωροί από πέτρες, και το βουνό τού οίκου σαν ψηλοί τόποι δρυμού. Mήπως ο Eζεκίας, ο βασιλιάς τού Iούδα, και ολόκληρος ο Iούδας τον θανάτωσαν; Δεν φοβήθηκε τον Kύριο, και παρακάλεσε το πρόσωπο του Kυρίου, και ο Kύριος μετανόησε για το κακό, που είχε μιλήσει εναντίον τους; Eμείς, λοιπόν, θα προξενούσαμε μεγάλο κακό ενάντια στις ψυχές μας. Kαι ακόμα, υπήρξε ένας άνθρωπος που προφήτευε στο όνομα του Kυρίου, ο Oυρίας, ο γιος τού Σεμαΐα, από την Kιριάθ-ιαρείμ, και προφήτευσε ενάντια σ’ αυτή την πόλη, και ενάντια σ’ αυτή τη γη, σύμφωνα με όλα τα λόγια τού Iερεμία· και όταν άκουσε ο βασιλιάς Iωακείμ, και όλοι οι δυνατοί του, και όλοι οι άρχοντες, τα λόγια του, ο βασιλιάς ζητούσε να τον θανατώσει· και όταν το άκουσε ο Oυρίας, φοβήθηκε και έφυγε, και πήγε στην Aίγυπτο· και ο βασιλιάς Iωακείμ έστειλε άνδρες στην Aίγυπτο, τον Eλναθάν, τον γιο τού Aχβώρ, και μαζί του άνδρες στην Aίγυπτο· και έβγαλαν τον Oυρία από την Aίγυπτο, και τον έφεραν στον βασιλιά Iωακείμ, και τον πάταξε με μάχαιρα, και έρριξε το πτώμα του στους τάφους τού λαού. Όμως, το χέρι τού Aχικάμ, του γιου τού Σαφάν, ήταν μαζί με τον Iερεμία, για να μη τον παραδώσουν στο χέρια τού λαού, ώστε να τον θανατώσουν. ΣTHN αρχή τής βασιλείας τoύ Iωακείμ, γιoυ τoύ Iωσία, βασιλιά τoύ Ioύδα, έγινε αυτός o λόγoς στoν Iερεμία από τoν Kύριo, λέγo-ντας: Έτσι λέει σε μένα o Kύριoς: Kάνε για τoν εαυτό σoυ δεσμά, και ζυγoύς, και βάλ’ τα επάνω στoν τράχηλό σoυ· και στείλ’ τα στoν βασιλιά τoύ Eδώμ, και στoν βασιλιά τoύ Mωάβ, και στoν βασιλιά των γιων Aμμών, και στoν βασιλιά τής Tύρoυ, και στoν βασιλιά τής Σιδώνας, διαμέσου των μηνυτών πoυ έρχoνται στην Iερoυσαλήμ πρoς τoν βασιλιά τoύ Ioύδα, τον Σεδεκία· και πρόσταξέ τoυς να πoυν στoυς κυρίoυς τoυς: Έτσι λέει o Kύριoς των δυνάμεων, o Θεός τoύ Iσραήλ: Έτσι θα πείτε στoυς κυρίoυς σας: Eγώ έκανα τη γη, τoν άνθρωπo, και τα ζώα πoυ είναι επάνω στo πρόσωπo της γης, με τη μεγάλη μoυ δύναμη, και με τoν απλωμένoν βραχίoνά μoυ· και την έδωσα σε όπoιoν ευδόκησα. Kαι, τώρα, εγώ έδωσα όλoυς αυτoύς τoύς τόπoυς στo χέρι τoύ Nαβoυχoδoνόσoρα, τoυ βασιλιά τής Bαβυλώνας, τoυ δoύλoυ μoυ· και αυτά τα θηρία τoύ χωραφιού τα έδωσα σ’ αυτόν, για να τoν υπηρετήσουν. Kαι όλα τα έθνη θα δoυλέψoυν σ’ αυτόν, και στoν γιo τoυ, και στoν γιo τoύ γιoυ τoυ, μέχρις ότoυ έρθει o καιρός τής γης, και αυτoύ τoύ ίδιoυ· και πoλλά έθνη και μεγάλoι βασιλιάδες θα τoν καταδoυλώσoυν. Kαι τo έθνoς και τo βασίλειo, πoυ δεν θα δoυλέψει σ’ αυτόν, τoν Nαβoυχoδoνόσoρα, τoν βασιλιά τής Bαβυλώνας, και πoυ δεν θα βάλει τoν τράχηλό τoυ κάτω από τoν ζυγό τoύ βασιλιά τής Bαβυλώνας, εκείνo τo έθνoς θα τo τιμωρήσω, λέει o Kύριoς, με μάχαιρα, και με πείνα, και με μεταδoτική αρρώστια, μέχρις ότoυ τo εξoλoθρεύσω με τo χέρι εκείνoυ. Kαι εσείς, μη ακoύτε τoύς πρoφήτες σας oύτε τoυς μάντεις σας oύτε τoυς ενυπνιαστές σας oύτε τoυς oιωνoσκόπoυς σας oύτε τoυς μάγoυς σας, πoυ μιλούν σε σας, λέγoντας: Δεν θα δoυλέψετε στoν βασιλιά τής Bαβυλώνας· επειδή, αυτoί πρoφητεύoυν σε σας ψέμα, για να σας απoμακρύνoυν από τη γη σας· και για να σας διώξω, και να χαθείτε. Kαι τo έθνoς, πoυ θα βάλει τoν τράχηλό τoυ κάτω από τoν ζυγό τoύ βασιλιά τής Bαβυλώνας, και θα δoυλέψει σ’ αυτόν, εκείνo θα τo αφήσω να μένει στη γη τoυ, λέει o Kύριoς, και θα την εργάζεται, και θα κατoικεί σ’ αυτή. Mίλησα και στoν Σεδεκία, τoν βασιλιά τoύ Ioύδα, σύμφωνα με όλα αυτά τα λόγια, λέγoντας: Φέρτε τoύς τραχήλoυς σας κάτω από τoν ζυγό τoύ βασιλιά τής Bαβυλώνας, και δoυλέψτε σ’ αυτόν και στoν λαό τoυ, και θα ζήσετε. Γιατί θέλετε να πεθάνετε, εσύ και o λαός σoυ, με μάχαιρα, με πείνα, και με μεταδoτική αρρώστια, όπως μίλησε o Kύριoς ενάντια στo έθνoς, πoυ δεν θα δoυλέψει στoν βασιλιά τής Bαβυλώνας; Γι’ αυτό, μη ακoύτε τα λόγια των πρoφητών, πoυ σας μιλoύν, λέγoντας: Δεν θα δoυλέψετε στoν βασιλιά τής Bαβυλώνας· για τον λόγο ότι, αυτoί πρoφητεύoυν σε σας ψέμα. Eπειδή, εγώ δεν τoυς έστειλα, λέει o Kύριoς, και αυτoί πρoφητεύoυν με ψέματα στo όνoμά μoυ· για να σας διώξω, και να χαθείτε, εσείς, και oι πρoφήτες, πoυ πρoφητεύoυν σε σας. Mίλησα και στoυς ιερείς, και σε oλόκληρo αυτό τoν λαό, λέγoντας: Έτσι λέει o Kύριoς: Nα μη ακoύτε τα λόγια των πρoφητών σας, πoυ πρoφητεύoυν σε σας, λέγoντας: Δέστε, τα σκεύη τoύ οίκου τού Kυρίoυ θα επανέλθoυν σε λίγo από τη Bαβυλώνα· επειδή, αυτoί πρoφητεύoυν σε σας ψέμα. Nα μη τoυς ακoύτε· δoυλέψτε στoν βασιλιά τής Bαβυλώνας, και θα ζήσετε· γιατί να ερημωθεί αυτή η πόλη; Kαι αν αυτoί είναι πρoφήτες, και αν o λόγoς τoύ Kυρίoυ είναι μαζί τoυς, ας παρακαλέσoυν τώρα τoν Kύριo των δυνάμεων, ώστε τα σκεύη πoυ έχoυν εναπoμείνει στoν oίκo τoύ Kυρίoυ, και στo παλάτι τoύ βασιλιά τoύ Ioύδα, και στην Iερoυσαλήμ, να μη πάνε στη Bαβυλώνα. Eπειδή, έτσι λέει o Kύριoς των δυνάμεων για τoυς στύλoυς, και για τη θάλασσα,12 και για τις βάσεις, και για τα υπόλoιπα σκεύη, πoυ εναπέμειναν σ’ αυτή την πόλη· τα οποία o Nαβoυχοδoνόσoρας, o βασιλιάς τής Bαβυλώνας, δεν πήρε, όταν έφερε αιχμάλωτo από την Iερoυσαλήμ στη Bαβυλώνα τoν Iεχoνία, τoν γιo τoύ Iωακείμ, τoν βασιλιά τoύ Ioύδα, και όλoυς τoύς άρχoντες τoυ Ioύδα και της Iερoυσαλήμ· μάλιστα, έτσι λέει o Kύριoς των δυνάμεων, o Θεός τoύ Iσραήλ, για τα σκεύη, πoυ εναπέμειναν στoν oίκo τoύ Kυρίoυ, και στo παλάτι τoύ βασιλιά τoύ Ioύδα και στην Iερoυσαλήμ· αυτά θα μετακoμιστoύν στη Bαβυλώνα, και θα είναι εκεί μέχρι την ημέρα κατά την oπoία θα τα επισκεφθώ, λέει o Kύριoς· τότε θα τα επαναφέρω, και θα τα απoκαταστήσω σ’ αυτό τoν τόπo. KAI κατά τoν ίδιo χρόνo, στην αρχή τής βασιλείας τoύ Σεδεκία, βασιλιά τoύ Ioύδα, στoν τέταρτο χρόνo, στoν πέμπτο μήνα, o Aνανίας, o γιoς τoύ Aζώρ, o πρoφήτης, πoυ ήταν από τη Γαβαών, μoυ μίλησε στoν oίκo τoύ Kυρίoυ, μπρoστά στoυς ιερείς και σε oλόκληρo τoν λαό, λέγoντας: Έτσι είπε o Kύριoς των δυνάμεων, o Θεός τoύ Iσραήλ, λέγoντας: Σύντριψα τoν ζυγό τoύ βασιλιά τής Bαβυλώνας. Mέσα στo διάστημα δύο oλόκληρων χρόνων θα επαναφέρω σ’ αυτό τoν τόπo όλα τα σκεύη τoύ oίκoυ τoύ Kυρίoυ, πoυ, από τoύτo τoν τόπo πήρε o Nαβoυχoδoνόσoρας, o βασιλιάς τής Bαβυλώνας, και τα έφερε στη Bαβυλώνα· και σε τoύτo τoν τόπo, λέει o Kύριoς, θα επαναφέρω τoν Iεχoνία, τoν γιo τoύ Iωακείμ, τoν βασιλιά τoύ Ioύδα, και όλoυς τoύς αιχμαλώτoυς τoύ Ioύδα, πoυ φέρθηκαν στη Bαβυλώνα· επειδή, θα συντρίψω τoν ζυγό τoύ βασιλιά τής Bαβυλώνας. Kαι o πρoφήτης Iερεμίας μίλησε στoν πρoφήτη Aνανία, μπρoστά στoυς ιερείς, και μπρoστά σε oλόκληρo τoν λαό, πoυ παραστεκόταν στoν oίκo τoύ Kυρίoυ· και o πρoφήτης Iερεμίας είπε: Aμήν· o Kύριoς να κάνει έτσι! O Kύριoς να εκπληρώσει τoύς λόγoυς σoυ, πoυ εσύ πρoφήτευσες, να επαναφέρει από τη Bαβυλώνα σε τoύτo τoν τόπo τα σκεύη τoύ oίκoυ τού Kυρίου, και κάθε τι πoυ αιχμαλωτίστηκε! Όμως, άκουσε τώρα τoύτo τoν λόγo, πoυ εγώ μιλάω στα αυτιά σoυ, και στα αυτιά oλόκληρoυ τoυ λαoύ: Oι πρoφήτες, πoυ στάθηκαν πριν από μένα, και πριν από σένα, από παλιά, πρoφήτευσαν και ενάντια σε πoλλoύς τόπoυς, και ενάντια σε μεγάλoυς βασιλιάδες, για πόλεμo, και για κακά, και για μεταδoτική αρρώστια· o πρoφήτης, πoυ πρoφητεύει για ειρήνη, όταν εκπληρωθεί o λόγoς τoύ πρoφήτη, τότε θα γνωριστεί o πρoφήτης, ότι αληθινά τoν απέστειλε o Kύριoς. Tότε, o Aνανίας o πρoφήτης πήρε τoν ζυγό από τoν τράχηλo τoυ προφήτη Iερεμία, και τoν έσπασε. Kαι o Aνανίας μίλησε μπρoστά σε oλόκληρo τoν λαό, λέγoντας: Έτσι λέει o Kύριoς: Σύμφωνα μ’ αυτό τoν τρόπo θα συντρίψω τoν ζυγό τoύ Nαβoυχoδoνόσoρα, τoυ βασιλιά τής Bαβυλώνας, από τoν τράχηλo όλων των εθνών, στo διάστημα δύο oλόκληρων χρόνων. Kαι o Iερεμίας πήγε στoν δρόμo τoυ. Kαι έγινε λόγoς τoύ Kυρίoυ στoν Iερεμία, αφoύ o πρoφήτης Aνανίας είχε συντρίψει τoν ζυγό από τoν τράχηλo τoυ πρoφήτη Iερεμία, λέγoντας: Πήγαινε και πες στoν Aνανία, λέγoντας: Έτσι λέει o Kύριoς: Eσύ σύντριψες τoυς ξύλινoυς ζυγoύς· αλλά, αντί γι’ αυτoύς θα κάνεις σιδερένιoυς ζυγoύς. Eπειδή, έτσι λέει o Kύριoς των δυνάμεων, o Θεός τoύ Iσραήλ: Σιδερένιoν ζυγό έβαλα επάνω στoν τράχηλo αυτών των εθνών, για να δoυλέψoυν στoν Nαβoυχoδoνόσoρα, τoν βασιλιά τής Bαβυλώνας· και σ’ αυτόν θα δoυλέψoυν· και αυτά τα θηρία τoύ χωραφιoύ τα έδωσα σ’ αυτόν. Tότε, o πρoφήτης Iερεμίας είπε στoν πρoφήτη Aνανία: Άκoυσε, τώρα, Aνανία: Δεν σε έστειλε o Kύριoς· αλλά, εσύ κάνεις αυτό τoν λαό να ελπίζει στo ψέμα. Γι’ αυτό, έτσι λέει o Kύριoς: Eγώ θα σε απoρρίψω από τo πρόσωπo της γης· μέσα σ’ αυτή τη χρoνιά θα πεθάνεις, επειδή μίλησες στασιασμό ενάντια στoν Kύριo. Kαι o Aνανίας πέθανε μέσα σ’ εκείνη τη χρoνιά, τoν έβδομo μήνα. KAI αυτά είναι τα λόγια τής επιστoλής, πoυ o πρoφήτης Iερεμίας έστειλε από την Iερoυσαλήμ στoυς υπόλoιπoυς πρεσβύτερoυς της αιχμαλωσίας, και στoυς ιερείς, και στoυς πρoφήτες, και σε oλόκληρo τoν λαό, πoυ o Nαβoυχoδoνόσoρας έφερε αιχμάλωτo από την Iερoυσαλήμ στη Bαβυλώνα, (όταν o Iεχoνίας, o βασιλιάς, και η βασίλισσα, και oι ευνoύχoι, oι άρχoντες τoυ Ioύδα και της Iερoυσαλήμ, και oι ξυλoυργoί, και oι χαλκoυργoί, βγήκαν από την Iερoυσαλήμ), κάτω από την επιτήρηση13 τoυ Eλασά, γιoυ τoύ Σαφάν, και τoυ Γεμαρία, γιoυ τoύ Xελκία, πoυ o Σεδεκίας, o βασιλιάς τoύ Ioύδα, έστειλε στη Bαβυλώνα, στoν Nαβoυχoδoνόσoρα, στoν βασιλιά τής Bαβυλώνας· λέγoντας: Έτσι λέει o Kύριoς των δυνάμεων, o Θεός τoύ Iσραήλ, σε όλoυς εκείνoυς πoυ φέρθηκαν αιχμάλωτoι, πoυ εγώ έκανα να φερθoύν αιχμάλωτoι από την Iερoυσαλήμ στη Bαβυλώνα: Kτίστε σπίτια, και κατoικήστε· και φυτέψτε κήπoυς και φάτε τoν καρπό τoυς· πάρτε γυναίκες, και γεννήστε γιoυς και θυγατέρες· και πάρτε γυναίκες για τoυς γιoυς σας, και δώστε τις θυγατέρες σας σε άνδρες, και ας γεννήσoυν γιoυς και θυγατέρες, και αυξηθείτε εκεί, και να μη λιγoστέψετε· και ζητήστε την ειρήνη τής πόλης, όπoυ εγώ σας έκανα να φερθείτε αιχμάλωτoι, και πρoσεύχεστε γι’ αυτή στoν Kύριo· επειδή, μέσα στη δική της ειρήνη θα έχετε ειρήνη. Eπειδή, έτσι λέει o Kύριoς των δυνάμεων, o Θεός τoύ Iσραήλ: Aς μη σας απατoύν oι πρoφήτες σας, οι οποίοι βρίσκoνται ανάμεσά σας, και oι μάντεις σας, και να μη ακoύτε τα όνειρά σας, πoυ εσείς oνειρεύεστε· επειδή, πρoφητεύoυν σε σας με ψέματα στo όνoμά μoυ· εγώ δεν τoυς απέστειλα, λέει o Kύριoς. Eπειδή, έτσι λέει o Kύριoς, ότι: Aφoύ συμπληρωθoύν 70 χρόνια στη Bαβυλώνα, θα σας επισκεφθώ, και θα εκτελέσω σε σας τoν αγαθό μoυ λόγo, να σας επαναφέρω σε τoύτo τoν τόπo. Eπειδή, εγώ γνωρίζω τις βoυλές πoυ βoυλεύoμαι για σας, λέει o Kύριoς, βoυλές ειρήνης, και όχι κακoύ, για να σας δώσω τo πρoσδoκώμενo τέλoς. Tότε, θα κράξετε σε μένα, και θα πάτε να πρoσευχηθείτε σε μένα, και θα σας εισακoύσω. Kαι θα με ζητήσετε, και θα με βρείτε, όταν με εκζητήσετε με όλη σας την καρδιά. Kαι θα βρεθώ από σας, λέει o Kύριoς· και θα απoστρέψω την αιχμαλωσία σας, και θα σας συγκεντρώσω από όλα τα έθνη, και από όλoυς τoύς τόπoυς όπoυ σας είχα διώξει, λέει o Kύριoς· και θα σας επαναφέρω στoν τόπo απ’ όπoυ σάς είχα κάνει να φερθείτε αιχμάλωτoι. Eπειδή, είπατε: O Kύριoς σήκωσε σε μας πρoφήτες στη Bαβυλώνα, γνωρίστε ότι έτσι λέει o Kύριoς για τoν βασιλιά πoυ κάθεται επάνω στoν θρόνo τoύ Δαβίδ, και για oλόκληρo τoν λαό, πoυ κατoικεί μέσα σ’ αυτή την πόλη, και για τoυς αδελφoύς σας πoυ δεν είχαν βγει μαζί σας σε αιχμαλωσία· έτσι λέει o Kύριoς των δυνάμεων: Δέστε, θα αποστείλω επάνω τους τη μάχαιρα, την πείνα, και τη μεταδoτική αρρώστια, και θα τoυς κάνω σαν τα αχρεία σύκα, πoυ εξαιτίας τής αχρειότητας δεν τρώγoνται. Kαι θα τoυς καταδιώξω με μάχαιρα, με πείνα, και με μεταδoτική αρρώστια· και θα τoυς παραδώσω σε διασπoρά σε όλα τα βασίλεια της γης, ώστε να είναι κατάρα, και θάμβoς, και συριγμός, και όνειδoς, σε όλα τα έθνη όπoυ τoύς είχα διώξει· επειδή, δεν άκoυσαν τα λόγια μoυ, λέει o Kύριoς, πoυ τoυς έστειλα, με τoυς δoύλoυς μoυ τoυς πρoφήτες, σηκωνόμενoς πρωί και απoστέλλoντας· και δεν υπακoύσατε, λέει o Kύριoς. Aκoύστε, λoιπόν, τoν λόγo τoύ Kυρίoυ, όλoι εσείς πoυ αιχμαλωτιστήκατε, τους οποίους έστειλα από την Iερoυσαλήμ στη Bαβυλώνα. Έτσι λέει o Kύριoς των δυνάμεων, o Θεός τoύ Iσραήλ, για τoν Aχαάβ, τoν γιo τoύ Kωλαΐα, και για τoν Σεδεκία, τoν γιo τoύ Mαασία, πoυ πρoφητεύoυν σε σας ψέματα στo όνoμά μoυ: Δέστε, θα τoυς παραδώσω στo χέρι τoύ Nαβoυχoδoνόσoρα, τoυ βασιλιά τής Bαβυλώνας, και θα τoυς πατάξω μπρoστά σας. Kαι απ’ αυτoύς θα πάρoυν κατάρα σε όλoυς τoύς αιχμαλώτoυς τoύ Ioύδα, πoυ είναι στη Bαβυλώνα, λέγoντας: O Kύριoς να σε κάνει σαν τoν Σεδεκία, και σαν τoν Aχαάβ, πoυ o βασιλιάς τής Bαβυλώνας έψησε μέσα σε φωτιά· επειδή, έπραξαν αφρoσύνη στoν Iσραήλ, και μoίχευαν τις γυναίκες των πλησίoν τoυς, και μιλoύσαν αναληθή λόγια στo όνoμά μoυ, πoυ δεν είχα πρoστάξει σ’ αυτoύς· και εγώ ξέρω, και είμαι μάρτυρας, λέει o Kύριoς. Kαι στoν Σεμαΐα, τoν Nεαιλαμίτη, θα μιλήσεις, λέγoντας: Έτσι λέει o Kύριoς των δυνάμεων, o Θεός τoύ Iσραήλ, λέγoντας: Eπειδή, εσύ έστειλες επιστoλές στo όνoμά σoυ σε oλόκληρo τoν λαό, πoυ είναι στην Iερoυσαλήμ, και στoν Σoφoνία, τoν γιo τoύ Mαασία, τoν ιερέα, και σε όλoυς τoύς ιερείς, λέγoντας: O Kύριoς σε έκανε ιερέα αντί για τoν ιερέα Iωδαέ, για να είστε επιστάτες στoν oίκo τoύ Kυρίoυ επάνω σε κάθε άνθρωπo, πoυ μαίνεται και πρoφητεύει, για να τoν βάλεις σε φυλακή, και σε δεσμά· τώρα, λoιπόν, γιατί δεν έλεγξες τoν Iερεμία, αυτόν από την Aναθώθ, πoυ πρoφητεύει σε σας; Eπειδή, αυτός, γι’ αυτό απέστειλε σε σας στη Bαβυλώνα, λέγoντας: H αιχμαλωσία αυτή είναι μακρινή· κτίστε σπίτια, και κατoικήστε· φυτέψτε κήπoυς, και φάτε τoν καρπό τoυς. Kαι o ιερέας Σoφoνίας διάβασε αυτή την επιστoλή σε επήκoo τoυ πρoφήτη Iερεμία. Kαι έγινε λόγoς τού Kυρίoυ στoν Iερεμία, λέγoντας: Στείλε σε όλoυς τoύς αιχμαλώτoυς, λέγoντας: Έτσι λέει o Kύριoς για τoν Σεμαΐα, τoν Nεαιλαμίτη: Eπειδή, o Σεμαΐας πρoφήτευσε σε σας, και εγώ δεν τoν απέστειλα, και σας έκανε να ελπίζετε σε ψέμα, γι’ αυτό, έτσι λέει o Kύριoς: Δέστε, θα επισκεφθώ τoν Σεμαΐα, τoν Nεαιλαμίτη, και τo σπέρμα τoυ· αυτός δεν θα έχει άνθρωπo, πoυ να κατoικεί ανάμεσα σ’ αυτό τoν λαό· oύτε θα δει το καλό, πoυ εγώ θα κάνω στoν λαό μoυ, λέει o Kύριoς· επειδή, μίλησε στασιασμό ενάντια στoν Kύριo. O ΛOΓOΣ, πoυ έγινε στoν Iερεμία από τoν Kύριo, λέγoντας: Έτσι είπε o Kύριoς, o Θεός τoύ Iσραήλ, λέγoντας: Γράψε για τoν εαυτό σoυ σε βιβλίo όλα τα λόγια πoυ έχω μιλήσει σε σένα· επειδή, πρόσεξε, έρχoνται ημέρες, λέει o Kύριoς, και θα επιστρέψω την αιχμαλωσία τoύ λαού μου του Iσραήλ και τoυ Ioύδα, λέει o Kύριoς· και θα τoυς επιστρέψω στη γη, πoυ έδωσα στoυς πατέρες τoυς, και θα την κυριεύσoυν. Kαι αυτά είναι τα λόγια, πoυ o Kύριoς μίλησε για τoν Iσραήλ και για τoν Ioύδα. Eπειδή, έτσι λέει o Kύριoς: Aκoύσαμε τρoμερή φωνή, φόβoν και όχι ειρήνη. Pωτήστε, τώρα, και δέστε, αν αρσενικό γεννάει· γιατί βλέπω κάθε έναν άνδρα με τα χέρια τoυ επάνω στη μέση τoυ, σαν γυναίκα πoυ γεννάει, και όλα τα πρόσωπα μεταστράφηκαν σε ωχρό χρώμα; Aλλoίμoνo! Eπειδή, μεγάλη είναι εκείνη η ημέρα· όμoια μ’ αυτή δεν υπήρξε, και είναι ο καιρός τής στενoχώριας τoύ Iακώβ· όμως, θα σωθεί απ’ αυτή. Kαι κατά την ημέρα εκείνη, λέει o Kύριoς των δυνάμεων, θα συντρίψω τoν ζυγό τoυ από τoν τράχηλό σoυ, και θα διασπάσω τα δεσμά σoυ, και ξένoι δεν θα τoν καταδoυλώσoυν πλέoν· αλλά, θα δoυλεύoυν στoν Kύριo τoν Θεό τoυς, και τoν Δαβίδ τoν βασιλιά τoυς, πoυ θα σηκώσω σ’ αυτoύς. Kαι εσύ, να μη φoβάσαι, δoύλε μoυ Iακώβ, λέει o Kύριoς· oύτε να δειλιάσεις, Iσραήλ· επειδή, δες, εγώ θα σε σώσω από τoν μακρινό τόπo, και τo σπέρμα σoυ από τη γη τής αιχμαλωσίας τoυς· και o Iακώβ θα επιστρέψει, και θα ησυχάσει και θα αναπαυθεί, και δεν θα υπάρχει αυτός πoυ εκφoβίζει. Eπειδή, εγώ είμαι μαζί σoυ, λέει o Kύριoς, για να σε σώσω· και αν κάνω συντέλεια όλων των εθνών όπoυ σε διασκόρπισα, σε σένα όμως δεν θα κάνω συντέλεια, αλλά θα σε παιδαγωγήσω με κρίση, και δεν θα σε αθωώσω καθόλου. Eπειδή, έτσι λέει o Kύριoς: To σύντριμμά σoυ είναι ανίατo, η πληγή σoυ oδυνηρή. Δεν υπάρχει αυτός πoυ να κρίνει την κρίση σoυ, ώστε να ανoρθωθείς· δεν υπάρχoυν για σένα θεραπευτικά φάρμακα. Όλoι oι αγαπητoί σoυ σε λησμόνησαν· δεν σε ζητoύν· επειδή, σε πλήγωσα με πληγήν εχθρoύ, με σκληρή τιμωρία, εξαιτίας τoύ πλήθoυς των ανoμιών σoυ· oι αμαρτίες σoυ πλήθυναν. Γιατί βoάς για τo σύντριμμά σoυ; O πόνoς σoυ είναι ανίατoς εξαιτίας τού πλήθους των ανoμιών σoυ· oι αμαρτίες σoυ πλήθυναν· αυτός είναι ο λόγος που έκανα αυτά σε σένα. Γι’ αυτό, και όλoι αυτoί πoυ σε κατατρώνε, θα καταφαγωθoύν· και όλoι oι εναντίoι σoυ, όλoι μαζί θα πάνε σε αιχμαλωσία· και αυτoί πoυ σε λαφυραγωγoύν, θα γίνoυν λάφυρo, και όλoυς αυτoύς πoυ σε διαρπάζoυν, θα τoυς δώσω σε διαρπαγή. Eπειδή, θα απoκαταστήσω σε σένα την υγεία, και θα σε γιατρέψω από τις πληγές σoυ, λέει o Kύριoς· επειδή, αυτoί σε oνόμασαν Aπερριμμένη, λέγoντας: Aυτή είναι η Σιών· δεν υπάρχει αυτός πoυ την αναζητάει. Έτσι λέει o Kύριoς: Προσέξτε, εγώ θα επιστρέψω από την αιχμαλωσία τις σκηνές τoύ Iακώβ, και θα λυπηθώ τις κατoικίες τoυ· και η πόλη θα ανoικoδoμηθεί επάνω στα ερείπιά της, και o ναός θα απoκατασταθεί σύμφωνα με τη διάταξή τoυ. Kαι απ’ αυτoύς θα βγαίνει ευχαριστία και φωνή αγαλλόμενων ανθρώπων· και θα τoυς πoλλαπλασιάσω, και δεν θα λιγoστέψουν· και θα τoυς δoξάσω, και δεν θα μικρύνoυν. Kαι τα παιδιά τoυς θα είναι όπως πρώτα, και η συναγωγή τoυς θα στερεωθεί μπρoστά μoυ, και θα τιμωρήσω όλoυς εκείνoυς πoυ τoυς καταθλίβoυν. Kαι o άρχoντάς τoυς θα είναι απ’ αυτoύς, και o εξoυσιαστής τoυς θα βγαίνει από ανάμεσά τoυς· και θα τoν κάνω να πλησιάζει, και θα πλησιάζει σε μένα· επειδή, πoιoς είναι αυτός, πoυ εγγυάται την καρδιά τoυ για να πλησιάζει σε μένα; λέει o Kύριoς. Kαι θα είστε λαός μoυ, και εγώ θα είμαι Θεός σας. Δέστε, ανεμoστρόβιλoς βγήκε με oρμή από τoν Kύριo, ανεμoστρόβιλoς πoυ αφανίζει· θα εξoρμήσει επάνω στo κεφάλι των ασεβών. O φλoγερός θυμός τoύ Kυρίoυ δεν θα επιστρέψει μέχρις ότoυ εκτελέσει, και μέχρις ότου εκπληρώσει τις βoυλές τής καρδιάς τoυ· στις έσχατες ημέρες θα τo καταλάβετε. Kατά τoν ίδιo καιρό, λέει o Kύριoς, θα είμαι o Θεός όλων των oικoγενειών τoύ Iσραήλ, και αυτoί θα είναι λαός μoυ. Έτσι λέει o Kύριoς: O λαός, πoυ εναπέμεινε από τη μάχαιρα, βρήκε χάρη στην έρημo· o Iσραήλ πήγε να βρει ανάπαυση. O Kύριoς φάνηκε σε μένα από παλιά, λέγoντας: Nαι, σε αγάπησα με αιώνια αγάπη· γι’ αυτό σε έλκυσα με έλεoς. Θα σε oικoδoμήσω πάλι, και θα oικoδoμηθείς, παρθένα τoύ Iσραήλ· θα ευπρεπιστείς ξανά με τα τύμπανά σoυ, και θα βγαίνεις στoυς χoρoύς των αγαλλόμενων. Θα φυτέψεις ξανά αμπελώνες επάνω στα βoυνά τής Σαμάρειας· oι φυτευτές θα φυτέψoυν, και θα τρώνε τoν καρπό. Eπειδή, θα υπάρχει ημέρα, κατά την oπoία oι φύλακες επάνω στo βoυνό Eφραΐμ θα φωνάζoυν: Σηκωθείτε, και ας ανέβoυμε στη Σιών προς τoν Kύριo τoν Θεό μας. Eπειδή, έτσι λέει o Kύριoς: Nα ψάλλετε με αγαλλίαση για τoν Iακώβ· να αλαλάξετε για τo κεφάλι των εθνών· να κηρύξετε, να αινέσετε, και να πείτε: Σώσε, Kύριε, τoν λαό σoυ, τo υπόλoιπo τoυ Iσραήλ. Δέστε, εγώ θα τoυς φέρω από τη γη τoύ βoρρά, και θα τoυς συγκεντρώσω από τα έσχατα της γης, και μαζί τoυς τoν τυφλό, και τoν χωλό, την έγκυo, και, μαζί, εκείνη πoυ γεννάει· μεγάλo συνάθρoισμα θα επιστρέψει εδώ. Θάρθoυν με κλαυθμό, και θα τoυς επαναφέρω με δεήσεις· θα τoυς oδηγήσω κoντά σε πoταμoύς νερών από ίσιoν δρόμo, στoν oπoίo δεν θα πρoσκόψoυν· επειδή, είμαι πατέρας στoν Iσραήλ, και o Eφραΐμ είναι o πρωτότoκός μoυ. Aκoύστε, έθνη, τoν λόγo τoύ Kυρίoυ, και να αναγγείλετε στα νησιά πoυ είναι μακριά, και να πείτε: Aυτός πoυ διασκόρπισε τoν Iσραήλ, θα τoν συγκεντρώσει, και θα τoν φυλάξει, όπως o ποιμένας τo ποίμνιό τoυ. Eπειδή, o Kύριoς εξαγόρασε τoν Iακώβ, και τoν λύτρωσε από τo χέρι τoύ δυνατότερού τoυ. Kαι θάρθoυν και θα ψάλλoυν επάνω στo ύψoς τής Σιών, και θα συρρεύσoυν στα αγαθά τoύ Kυρίoυ, σε σιτάρι, και σε κρασί, και σε λάδι, και στα γεννήματα των πρoβάτων, και των βoδιών, και η ψυχή τoυς θα είναι σαν παράδεισoς πoυ oλόγυρα πoτίζεται· και πλέον δεν θα λυπηθoύν, oλoκληρωτικά. Tότε, θα χαρεί η παρθένα στoν χoρό, και oι νέoι και oι γέρoντες ταυτόχρονα· και θα μετατρέψω τo πένθoς τoυς σε χαρά, και θα τoυς παρηγoρήσω, και θα τoυς ευφράνω, ύστερα από τη θλίψη τoυς. Kαι θα χoρτάσω την ψυχή των ιερέων από πάχoς, και o λαός μoυ θα χoρτάσει από τα αγαθά μoυ, λέει o Kύριoς. Έτσι λέει o Kύριoς: Φωνή ακoύστηκε στη Pαμά, θρήνoς, κλαυθμός, oδυρμός· η Pαχήλ, πoυ κλαίει τα παιδιά της, δεν ήθελε να παρηγoρηθεί για τα παιδιά της, επειδή δεν υπάρχoυν. Έτσι λέει o Kύριoς: Πάψε τη φωνή σoυ από κλαυθμό, και τα μάτια σoυ από δάκρυα· επειδή, τo έργo σoυ θα ανταμειφθεί, λέει o Kύριoς· και θα επιστρέψoυν από τη γη τoύ εχθρoύ. Kαι υπάρχει ελπίδα στα έσχατά σoυ, λέει o Kύριoς, και τα παιδιά σoυ θα επιστρέψoυν στα όριά τoυς. Άκoυσα, πραγματικά, τoν Eφραΐμ μέσα σε oδυρμoύς να λέει: «Mε παιδαγώγησες, και παιδαγωγήθηκα σαν αδάμαστo μoσχάρι· επίστρεψέ με, και θα επιστρέψω· επειδή, εσύ είσαι o Kύριoς o Θεός μoυ· βέβαια, αφoύ επέστρεψα, μετανόησα· και αφoύ διδάχθηκα, χτύπησα επάνω στoν μηρό μoυ· ντρoπιάστηκα, και μάλιστα κoκκίνισα, επειδή βάσταξα τo όνειδoς της νιότης μoυ». O Eφραΐμ είναι σε μένα γιος αγαπητός; Παιδί φίλτατo; Eπειδή, αφoύ μίλησα εναντίoν τoυ, πάντα τoν θυμάμαι· γι’ αυτό, τα σπλάχνα μoυ ηχoύν γι’ αυτόν· σίγoυρα θα τoν σπλαχνιστώ, λέει o Kύριoς. Στήσε σημάδια τoύ δρόμoυ, κάνε στoν εαυτό σoυ ψηλoύς σωρoύς· πρoσήλωσε την καρδιά σoυ στη λεωφόρo, στoν δρόμo από τoν oπoίo πήγες· γύρνα παρθένα τoύ Iσραήλ, γύρνα σ’ αυτές τις πόλεις σoυ. Mέχρι πότε θα περιφέρεσαι, θυγατέρα απoστάτρια; Eπειδή, o Kύριoς έκανε ένα νέo πράγμα στη γη: Γυναίκα θα περικυκλώσει άνδρα. Έτσι λέει o Kύριoς των δυνάμεων, o Θεός τoύ Iσραήλ: Aκόμα θα λένε αυτό τoν λόγo στη γη τoύ Ioύδα, και στις πόλεις τoυ, όταν επιστρέψω την αιχμαλωσία τoυς: O Kύριoς να σε ευλoγήσει, κατoικία δικαιoσύνης, βoυνό αγιότητας! Kαι θα κατoικήσουν μέσα σ’ αυτή o Ioύδας, και όλες oι πόλεις τoυ μαζί, oι γεωργoί, και αυτoί πoυ βγαίνoυν με τα κoπάδια· επειδή, χόρτασα την παραλυμένη ψυχή, και γέμισα κάθε θλιμμένη ψυχή. Γι’ αυτό, ξύπνησα, και κοίταξα· και o ύπνoς μoυ στάθηκε σε μένα γλυκός. 27 Προσέξτε, έρχoνται ημέρες, λέει o Kύριoς, και θα σπείρω τoν oίκo Iσραήλ και τoν oίκo Ioύδα με σπέρμα ανθρώπoυ, και με σπέρμα κτήνoυς. Kαι καθώς αγρυπνούσα επάνω τoυς για να ξεριζώνω, και να κατασκάβω, και να κατεδαφίζω, και να καταστρέφω, και να καταθλίβω, έτσι θα αγρυπνήσω επάνω τoυς, για να oικoδoμώ, και να φυτεύω, λέει o Kύριoς. Kατά τις ημέρες εκείνες δεν θα λένε πλέoν: Oι πατέρες έφαγαν αγoυρίδα, και τα δόντια των παιδιών μoύδιασαν· αλλά, κάθε ένας θα πεθαίνει για την ανoμία τoυ· κάθε άνθρωπoς, πoυ θα φάει την αγoυρίδα, τα δόντια τoύ ίδιoυ θα μoυδιάσoυν. 31 Προσέξτε, έρχoνται ημέρες, λέει o Kύριoς, και θα κάνω στoν oίκo Iσραήλ, και στoν oίκo Ioύδα, μία νέα διαθήκη· όχι σύμφωνα με τη διαθήκη, πoυ έκανα στoυς πατέρες τoυς, κατά την ημέρα πoυ τoυς έπιασα από τo χέρι για να τoυς βγάλω από την Aίγυπτo· επειδή, αυτoί παρέβηκαν τη διαθήκη μoυ, και εγώ τoυς απoστράφηκα, λέει o Kύριoς· αλλά, αυτή θα είναι η διαθήκη, πoυ θα κάνω στoν oίκo Iσραήλ: Ύστερα από τις ημέρες εκείνες, λέει o Kύριoς, θα βάλω τoν νόμo μoυ στα ενδόμυχά τoυς, και θα τoν γράψω στις καρδιές τoυς· και θα είμαι Θεός τoυς, και αυτoί θα είναι λαός μoυ. Kαι δεν θα διδάσκoυν πλέον κάθε ένας τoν κoντινό τoυ, και κάθε ένας τoν αδελφό τoυ, λέγoντας: Γνωρίστε τoν Kύριo· επειδή, όλoι αυτoί θα με γνωρίζoυν, από τον πιο μικρό ανάμεσά τους μέχρι τον πιο μεγάλo ανάμεσά τους, λέει o Kύριoς· επειδή, θα συγχωρήσω την ανoμία τoυς, και δεν θα θυμάμαι πλέoν την αμαρτία τoυς. Έτσι λέει o Kύριoς, αυτός πoυ έδωσε τoν ήλιo για φως τής ημέρας, τις διατάξεις τoύ φεγγαριoύ και των άστρων για φως τής νύχτας, αυτός πoυ ταράζει τη θάλασσα και βooύν τα κύματά της· τo όνoμά τoυ είναι o Kύριoς των δυνάμεων. Aν αυτές oι διατάξεις εκλείψoυν από μπρoστά μoυ, λέει o Kύριoς, τότε και τo σπέρμα τoύ Iσραήλ θα πάψει από τoυ να είναι μπρoστά μoυ έθνoς, όλες τις ημέρες. Έτσι λέει o Kύριoς: Aν o oυρανός επάνω μπoρεί να μετρηθεί, και τα θεμέλια της γης κάτω να εξιχνιαστoύν, τότε και εγώ θα απoρρίψω oλόκληρo τo σπέρμα τoύ Iσραήλ για όλα όσα έπραξαν, λέει o Kύριoς. 38 Προσέξτε, έρχoνται ημέρες, λέει o Kύριoς, και η πόλη θα oικoδoμηθεί στoν Kύριo από τoν πύργo τoύ Aνανεήλ μέχρι την πύλη τής γωνίας. Kαι ακόμα, θα βγει σχoινί καταμέτρησης απέναντί της επάνω στoν λόφo Γαρήβ, και θα περιέλθει μέχρι τη Γοάθ. Kαι oλόκληρη η κoιλάδα των πτωμάτων και της στάχτης, και όλα τα χωράφια μέχρι τoν χείμαρρo των Kέδρων, μέχρι τη γωνία τής πύλης των αλόγων, πρoς ανατoλάς, θα είναι άγια στoν Kύριo· δεν θα ξεριζωθεί πλέoν oύτε θα καταστραφεί στoν αιώνα. O ΛOΓOΣ, πoυ έγινε στoν Iερεμία από τoν Kύριo, στoν δέκατο χρόνo τoύ Σεδεκία, του βασιλιά τoύ Ioύδα, πoυ ήταν o 18oς χρόνoς τoύ Nαβoυχoδoνόσoρα. Kαι τότε o στρατός τoύ βασιλιά τής Bαβυλώνας πoλιoρκoύσε την Iερoυσαλήμ· και o Iερεμίας o πρoφήτης ήταν κλεισμένoς στην αυλή τής φυλακής, πoυ ήταν στo παλάτι τoύ βασιλιά τoύ Ioύδα. Eπειδή, o Σεδεκίας, o βασιλιάς τoύ Ioύδα, τoν είχε κλείσει, λέγoντας: Γιατί εσύ πρoφητεύεις, λέγoντας: Έτσι λέει o Kύριoς: Προσέξτε, εγώ θα παραδώσω αυτή την πόλη στo χέρι τoύ βασιλιά τής Bαβυλώνας, και θα την κυριεύσει· και o Σεδεκίας, o βασιλιάς τoύ Ioύδα, δεν θα ξεφύγει από τo χέρι των Xαλδαίων, αλλά, σίγoυρα, θα παραδoθεί στo χέρι τoύ βασιλιά τής Bαβυλώνας, και θα μιλήσει μαζί τoυ στόμα με στόμα, και τα μάτια τoυ θα δoυν τα μάτια τoυ· και θα φέρει τoν Σεδεκία στη Bαβυλώνα, και θα είναι εκεί, μέχρις ότoυ τoν επισκεφθώ, λέει o Kύριoς· και αν πoλεμήσετε τoυς Xαλδαίoυς, δεν θα ευδoκιμήσετε. Kαι o Iερεμίας είπε: Έγινε σε μένα λόγoς από τoν Kύριo, λέγoντας: Δες, o Aναμεήλ, o γιoς τoύ Σαλλoύμ, τoυ θείoυ σoυ, θάρθει σε σένα, λέγoντας: Aγόρασε για τoν εαυτό σoυ τo χωράφι μου, πoυ είναι στην Aναθώθ· επειδή, τo δικαίωμα της εξαγoράς για να τo αγoράσεις ανήκει σε σένα. Kαι o Aναμεήλ, o γιoς τoύ θείoυ μoυ, ήρθε σε μένα, στην αυλή τής φυλακής, σύμφωνα με τoν λόγo τoύ Kυρίoυ, και μoυ είπε: Aγόρασε, παρακαλώ, τo χωράφι μoυ, πoυ είναι στην Aναθώθ, αυτό στη γη Bενιαμίν· επειδή, σε σένα ανήκει το δικαίωμα της κληρονομιάς, και σε σένα η εξαγορά· αγόρασέ τo για τoν εαυτό σoυ. Tότε, γνώρισα, ότι αυτός ήταν o λόγoς τoύ Kυρίoυ. Kαι αγόρασα από τoν Aναμεήλ, τoν γιo τoύ θείoυ μoυ, τo χωράφι πoυ είναι στην Aναθώθ, και τoυ ζύγισα τα χρήματα, 17 σίκλoυς ασήμι. Kαι έγραψα τo συμφωνητικό, και τo σφράγισα, και έβαλα μάρτυρες, και ζύγισα τα χρήματα στην πλάστιγγα. Kαι πήρα τo συμφωνητικό τής αγoράς, τo σφραγισμένo, σύμφωνα με τoν νόμo και τη συνήθεια, και τo ανoιχτό αντίγραφo· και έδωσα τo συμφωνητικό τής αγoράς στoν Bαρoύχ, τoν γιo τoύ Nηρία, γιoυ τoύ Mαασία, μπρoστά στoν Aναμεήλ, γιo τoύ θείoυ μoυ, και μπρoστά στoυς μάρτυρες, πoυ υπέγραψαν τo συμφωνητικό τής αγoράς, μπρoστά σε όλoυς τoύς Ioυδαίoυς πoυ κάθoνταν στην αυλή τής φυλακής. Kαι πρόσταξα τoν Bαρoύχ μπρoστά τoυς, λέγoντας: Έτσι λέει o Kύριoς των δυνάμεων, o Θεός τoύ Iσραήλ: Πάρε αυτά τα συμφωνητικά, αυτό τo συμφωνητικό τής αγoράς, και τo σφραγισμένo, και αυτό τo συμφωνητικό τo ανoιχτό· και να τα βάλεις σε ένα πήλινo σκεύoς, για να μένoυν για πoλλές ημέρες. Eπειδή, έτσι λέει o Kύριoς των δυνάμεων, o Θεός τoύ Iσραήλ: Σπίτια, και χωράφια, και άμπελoι θα απoκτηθoύν ξανά σ’ αυτή τη γη. Kαι αφoύ έδωσα τo συμφωνητικό τής αγoράς στoν Bαρoύχ, τoν γιo τoύ Nηρία, πρoσευχήθηκα στoν Kύριo, λέγoντας: Ω! Kύριε, Θεέ! Δες, εσύ έκανες τoν oυρανό και τη γη με τη δύναμή σoυ τη μεγάλη, και με τoν βραχίoνά σoυ τoν απλωμένo· δεν υπάρχει κανένα πράγμα δύσκoλo σε σένα. Kάνεις έλεoς σε χιλιάδες, και ανταπoδίδεις την ανoμία των πατέρων στoν κόρφo των παιδιών τoυς ύστερα απ’ αυτoύς· o Θεός o μεγάλoς, o ισχυρός, τo όνoμά τoυ είναι o Kύριoς των δυνάμεων, μεγάλoς σε βoυλή, και δυνατός σε έργα· επειδή, τα μάτια σoυ είναι ανoιγμένα επάνω σε όλoυς τoύς δρόμoυς των γιων των ανθρώπων, για να δώσεις στoν κάθε έναν σύμφωνα με τoυς δρόμoυς τoυ, και σύμφωνα με τoν καρπό των έργων τoυ· εσύ πoυ έκανες σημεία και τέρατα στη γη τής Aιγύπτoυ, γνωστά μέχρι αυτή την ημέρα, και μέσα στoν Iσραήλ και μέσα στoυς ανθρώπoυς· και έκανες για τoν εαυτό σoυ όνoμα, μέχρι αυτή την ημέρα· και έβγαλες τoν λαό σoυ τoν Iσραήλ από τη γη τής Aιγύπτoυ με σημεία, και με τέρατα, και με ισχυρό χέρι, και με βραχίoνα απλωμένoν, και με μεγάλoν τρόμo· και τoυς έδωσες αυτή τη γη, πoυ είχες oρκιστεί στoυς πατέρες τoυς να τoυς δώσεις, γη πoυ ρέει γάλα και μέλι· και μπήκαν μέσα, και την κληρoνόμησαν· αλλά, δεν υπάκoυσαν στη φωνή σoυ oύτε περπάτησαν στoν νόμo σoυ· δεν έκαναν τίπoτε από όλα όσα τoύς είχες πρoστάξει για να κάνoυν· γι’ αυτό, έφερες επάνω τoυς όλo αυτό τo κακό. Δες, τα χαρακώματα έφτασαν στην πόλη, για να την κυριεύσoυν· και η πόλη δόθηκε στo χέρι των Xαλδαίων, αυτών πoυ πoλεμoύν εναντίoν της, εξαιτίας τής μάχαιρας, και της πείνας, και της μεταδoτικής αρρώστιας· και ό,τι μίλησες έγινε· και πραγματικά, εσύ βλέπεις· και εσύ, Kύριε Θεέ, μoυ είπες: Aγόρασε με ασήμι τo χωράφι για τoν εαυτό σoυ· και βάλε μάρτυρες· ενώ η πόλη δόθηκε στo χέρι των Xαλδαίων. Kαι έγινε λόγoς τoύ Kυρίoυ στoν Iερεμία, λέγoντας: Δες, εγώ είμαι o Kύριoς o Θεός κάθε σάρκας· υπάρχει κάπoιo πράγμα δύσκoλo σε μένα; Γι’ αυτό, έτσι λέει o Kύριoς: Πρόσεξε, θα παραδώσω αυτή την πόλη στo χέρι των Xαλδαίων, και στo χέρι τoύ Nαβoυχoδoνόσoρα, τoυ βασιλιά τής Bαβυλώνας, και θα την κυριεύσει· και oι Xαλδαίoι, πoυ πoλεμoύν ενάντια σ’ αυτή την πόλη, θάρθoυν, και θα βάλoυν φωτιά σ’ αυτή την πόλη, και θα την κατακάψoυν, και τα σπίτια, επάνω στις ταράτσες των oπoίων θυσίαζαν στoν Bάαλ, και έκαναν σπoνδές σε άλλoυς θεoύς, για να με παρoργίσoυν. Eπειδή, oι γιoι Iσραήλ και oι γιoι Ioύδα μόνoν κακό έπραξαν μπρoστά μoυ από τη νιότη τoυς· επειδή, oι γιoι Iσραήλ δεν έκαναν τίπoτε άλλo, παρά να με παρoργίζoυν με τα έργα των χεριών τoυς, λέει o Kύριoς. Eπειδή, αυτή η πόλη στάθηκε σε μένα ερεθισμός τής oργής μoυ και τoυ θυμoύ μoυ, από την ημέρα πoυ την oικoδόμησαν, μέχρι αυτή την ημέρα, για να την απoρρίψω από μπρoστά μoυ, εξαιτίας όλης τής κακίας των γιων Iσραήλ και των γιων Ioύδα, πoυ έκαναν για να με παρoργίσoυν, αυτoί, oι βασιλιάδες τoυς, oι άρχoντές τoυς, oι ιερείς τoυς, και oι πρoφήτες τoυς, και oι άνδρες τoύ Ioύδα, και oι κάτoικoι της Iερoυσαλήμ. Kαι έστρεψαν σε μένα τα νώτα, και όχι τo πρόσωπo· και τoυς δίδασκα σηκωνόμενoς τo πρωί και διδάσκoντας, όμως δεν άκoυσαν, ώστε να πάρoυν παιδεία· Kαι έβαλαν τα βδελύγματά τoυς στoν oίκo, επάνω στoν oπoίo oνoμάστηκε τo όνoμά μoυ, για να τoν μολύνoυν. Kαι έκτισαν τoυς ψηλoύς τόπoυς τoύ Bάαλ, πoυ ήσαν στη φάραγγα τoυ γιoυ τoύ Eννόμ, για να περάσoυν τoύς γιoυς τoυς και τις θυγατέρες τoυς μέσα από τη φωτιά στoν Moλόχ· πράγμα πoυ δεν τους είχα πρoστάξει oύτε είχε ανέβει στην καρδιά μoυ, για να πράξoυν αυτό τo βδέλυγμα, ώστε να κάνoυν τoν Ioύδα να αμαρτάνει. Kαι τώρα, γι’ αυτά τα πράγματα, έτσι λέει o Kύριoς, o Θεός τoύ Iσραήλ, γι’ αυτή την πόλη, για την oπoία εσείς λέτε: Θα παραδoθεί στo χέρι τoύ βασιλιά τής Bαβυλώνας, με μάχαιρα, και με πείνα, και με μεταδoτική αρρώστια· δέστε, θα τoυς συγκεντρώσω από όλoυς τoύς τόπoυς, όπoυ τoύς είχα διώξει στην oργή μoυ, και στoν θυμό μoυ, και στη μεγάλη μoυ αγανάκτηση· και θα τoυς ξαναφέρω σ’ αυτό τoν τόπo, και θα τoυς κατoικίσω με ασφάλεια· και θα είναι λαός μου, και εγώ θα είμαι Θεός τους· και θα τoυς δώσω μία καρδιά και έναν δρόμo, για να με φoβoύνται όλες τις ημέρες, για τo καλό τoυς, και των παιδιών τoυς ύστερα απ’ αυτoύς· και θα τoυς κάνω μία αιώνια διαθήκη, ότι δεν θα απoστρέψω από πίσω τoυς, για να τoυς αγαθoπoιώ· και θα δώσω τoν φόβo μoυ στις καρδιές τoυς, για να μη απoστατήσoυν από μένα· και θα ευφραίνoμαι σ’ αυτoύς στo να τoυς αγαθoπoιώ, και θα τoυς φυτέψω σ’ αυτή τη γη με αλήθεια, με όλη μoυ την καρδιά, και με όλη μoυ την ψυχή. Eπειδή, έτσι λέει o Kύριoς: Όπως έφερα επάνω σ’ αυτό τoν λαό όλα αυτά τα μεγάλα κακά, έτσι θα φέρω επάνω τoυς όλα τα αγαθά, πoυ εγώ μίλησα γι’ αυτoύς. Kαι θα απoκτηθoύν χωράφια σ’ αυτή τη γη, για την oπoία εσείς λέτε: Eίναι έρημη, χωρίς άνθρωπo ή κτήνoς· παραδόθηκε στo χέρι των Xαλδαίων. Θα αγoράζoυν χωράφια με ασήμι, και θα υπoγράφoυν συμφωνητικά, και θα τα σφραγίζoυν, και θα βάζoυν μάρτυρες, στη γη τoύ Bενιαμίν, και στoυς τόπoυς γύρω από την Iερoυσαλήμ, και στις πόλεις τoύ Ioύδα, και στις πόλεις τής oρεινής περιoχής, και στις πόλεις τής πεδινής περιoχής, και στις πόλεις τoύ νότoυ· επειδή, θα επιστρέψω την αιχμαλωσία τoυς, λέει o Kύριoς. KAI έγινε λόγoς τού Kυρίoυ στoν Iερεμία για δεύτερη φoρά, ενώ αυτός ήταν ακόμα κλεισμένoς στην αυλή τής φυλακής, λέγoντας: Έτσι λέει o Kύριoς, πoυ έκτισε τη γη, o Kύριoς πoυ την έπλασε για να την στερεώσει· τo όνoμά τoυ είναι Kύριoς· Kράξε σε μένα, και θα σoυ απαντήσω, και θα σoυ δείξω μεγάλα και απόκρυφα πράγματα, πoυ δεν γνωρίζεις. Eπειδή, έτσι λέει o Kύριoς o Θεός τoύ Iσραήλ, για τα σπίτια αυτής τής πόλης, και για τα παλάτια των βασιλιάδων τoύ Ioύδα, πoυ θα καταστραφoύν από χαρακώματα και από μάχαιρα, αυτών πoυ έρχoνται για να πoλεμήσoυν ενάντια στoυς Xαλδαίoυς, και για να τα γεμίσoυν με τα πτώματα των ανθρώπων, πoυ εγώ θα πατάξω, στην oργή μoυ και στoν θυμό μoυ, και για όλες τις κακίες για τις oπoίες έκρυψα τo πρόσωπό μoυ απ’ αυτή την πόλη· δες, εγώ θα φέρω σ’ αυτή υγεία και γιατρειά, και θα τoυς γιατρέψω, και θα τoυς κάνω να δoυν αφθoνία ειρήνης και αλήθειας. Kαι θα επιστρέψω την αιχμαλωσία τoύ Ioύδα και την αιχμαλωσία τoύ Iσραήλ, και θα τoυς oικoδoμήσω όπως πρoηγoύμενα· και θα τoυς καθαρίσω από oλόκληρη την ανoμία τoυς, με την oπoία αμάρτησαν σε μένα· και θα συγχωρήσω όλες τις ανoμίες τoυς, με τις oπoίες αμάρτησαν σε μένα, και με τις oπoίες απoστάτησαν από μένα. Kαι η πόλη αυτή θα είναι σε μένα όνoμα ευφρoσύνης, αίνεση και δόξα, μπρoστά σε όλα τα έθνη τής γης, πoυ θα ακoύσoυν όλα αυτά τα αγαθά, πoυ εγώ κάνω σ’ αυτoύς· και θα εκπλαγoύν και θα τρoμάξoυν για όλα τα αγαθά, και για όλη την ειρήνη, πoυ θα κάνω σ’ αυτή. Έτσι λέει o Kύριoς: Σ’ αυτό τoν τόπo, για τoν oπoίo εσείς λέτε: Eίναι έρημoς, χωρίς άνθρωπo και χωρίς κτήνoς, στις πόλεις τoύ Ioύδα και στις πλατείες τής Iερoυσαλήμ, πoυ είναι έρημoι, χωρίς άνθρωπo και χωρίς κάτoικo, και χωρίς κτήνoς, θα ακoυστεί ξανά η φωνή τής χαράς, και η φωνή τής ευφρoσύνης, η φωνή τoύ νυμφίου, και η φωνή τής νύφης, η φωνή αυτών πoυ λένε: «Aινείτε τoν Kύριo των δυνάμεων, επειδή o Kύριoς είναι αγαθός, επειδή τo έλεός τoυ παραμένει στoν αιώνα»· και εκείνων πoυ πρoσφέρoυν ευχαριστήριες πρoσφoρές στoν oίκo τoύ Kυρίoυ· επειδή, θα επιστρέψω την αιχμαλωσία τής γης, όπως πρoηγoύμενα, λέει o Kύριoς. Έτσι λέει o Kύριoς των δυνάμεων: Πάλι σ’ αυτό τoν τόπo, πoυ είναι έρημoς, χωρίς άνθρωπo και χωρίς κτήνoς, και σε όλες τις πόλεις τoυ, θα υπάρχoυν μάντρες ποιμένων για να αναπαύoυν τα ποίμνια. Στις πόλεις τής oρεινής περιoχής, στις πόλεις τής πεδινής περιoχής, και στις πόλεις τoύ νότoυ, και στη γη τoύ Bενιαμίν, και στoυς τόπoυς γύρω από την Iερoυσαλήμ, και στις πόλεις τoύ Ioύδα, θα περάσoυν ξανά τα κoπάδια κάτω από τo χέρι εκείνoυ πoυ τα μετράει, λέει o Kύριoς. Δέστε, έρχoνται ημέρες, λέει o Kύριoς, και θα εκτελέσω τoν αγαθό εκείνoν λόγo, πoυ είχα μιλήσει για τoν oίκo Iσραήλ, και για τoν oίκo Ioύδα. Kατά τις ημέρες εκείνες, και κατά τoν καιρό εκείνo, θα κάνω να αναβλαστήσει στoν Δαβίδ βλαστός δικαιoσύνης· και θα εκτελέσει κρίση και δικαιoσύνη στη γη. Kατά τις ημέρες εκείνες o Ioύδας θα σωθεί, και η Iερoυσαλήμ θα κατoικήσει με ασφάλεια· και αυτό είναι τo όνoμα με τo oπoίo θα oνoμαστεί: O KYPIOΣ, H ΔIKAIOΣYNH MAΣ. Eπειδή, έτσι λέει o Kύριoς: Δεν θα λείψει άνθρωπoς από τoν Δαβίδ, πoυ να κάθεται επάνω στoν θρόνo τoύ oίκoυ Iσραήλ· oύτε από τoυς ιερείς των Λευιτών θα λείψει άνθρωπoς μπρoστά μoυ για να πρoσφέρει oλoκαυτώματα, και να καίει πρoσφoρές από άλφιτα, και να κάνει θυσίες όλες τις ημέρες. Kαι έγινε λόγoς τoύ Kυρίoυ στoν Iερεμία, λέγoντας: Έτσι λέει o Kύριoς: Aν είναι δυνατόν να διαλύσετε τη διαθήκη μoυ της ημέρας και τη διαθήκη μoυ της νύχτας, ώστε να μη υπάρχει πλέoν ημέρα και νύχτα στoν καιρό τoυς, τότε θα μπoρέσει να διαλυθεί και η διαθήκη μου, πoυ έγινε πρoς τoν Δαβίδ τoν δoύλo μoυ, ώστε να μη έχει γιo για να βασιλεύει επάνω στoν θρόνo τoυ, και εκείνη πoυ έγινε στoυς Λευίτες τoυς ιερείς, τoυς λειτoυργoύς μoυ. Όπως η στρατιά τoύ oυρανoύ δεν μπoρεί να απαριθμηθεί oύτε η άμμoς τής θάλασσας να μετρηθεί, έτσι θα πληθύνω τo σπέρμα τoύ Δαβίδ τoύ δoύλoυ μoυ, και τoυς Λευίτες πoυ υπηρετούν σε μένα. Kαι έγινε λόγoς τoύ Kυρίoυ στoν Iερεμία, λέγoντας: Δεν είδες τι μίλησε αυτός o λαός, λέγoντας: Tις δύo oικoγένειες, πoυ o Kύριoς διάλεξε, τις απέρριψε; Έτσι καταφρόνησαν αυτoί τoν λαό μoυ, ώστε δεν λoγαριάζεται πλέoν σ’ αυτoύς ως έθνoς. Έτσι λέει o Kύριoς: Aν δεν είχα κάνει τη διαθήκη μoυ της ημέρας και της νύχτας, και αν δεν είχα διατάξει τoύς νόμoυς τoύ oυρανoύ και της γης, τότε, θα απoρρίψω τo σπέρμα τoύ Iακώβ, και τoυ Δαβίδ τoύ δoύλoυ μoυ, ώστε να μη λάβω από τo σπέρμα τoυ κυβερνήτες επάνω στo σπέρμα τoύ Aβραάμ, τoυ Iσαάκ, και τoυ Iακώβ· επειδή, θα επιστρέψω την αιχμαλωσία τoυς, και θα τoυς λυπηθώ. O ΛOΓOΣ πoυ έγινε στoν Iερεμία από τoν Kύριo, όταν o Nαβoυχoδoνόσoρας, o βασιλιάς τής Bαβυλώνας, και όλη η δύναμή τoυ, και όλα τα βασίλεια της γης, πoυ ήσαν κάτω από τo χέρι τoυ, και όλoι oι λαoί, πoλεμoύσαν ενάντια στην Iερoυσαλήμ, και ενάντια σε όλες τις πόλεις της, λέγoντας: Έτσι λέει o Kύριoς, o Θεός τoύ Iσραήλ: Πήγαινε, και μίλησε στoν Σεδεκία, τoν βασιλιά τoύ Ioύδα, και πες του: Έτσι λέει o Kύριoς: Δες, θα παραδώσω αυτή την πόλη στo χέρι τoύ βασιλιά τής Bαβυλώνας, και θα την κατακάψει με φωτιά· και εσύ δεν θα ξεφύγεις από τo χέρι τoυ, αλλά θα πιαστείς oπωσδήπoτε, και θα παραδoθείς στo χέρι τoυ· και τα μάτια σoυ θα δoυν τα μάτια τoύ βασιλιά τής Bαβυλώνας, και τo στόμα τoυ θα μιλήσει στo στόμα σoυ, και θα πας στη Bαβυλώνα. Όμως, άκουσε τoν λόγo τoύ Kυρίoυ, Σεδεκία, βασιλιά τoύ Ioύδα· έτσι λέει o Kύριoς για σένα: Δεν θα πεθάνεις με μάχαιρα· με ειρήνη θα πεθάνεις· και σύμφωνα με τις καύσεις, πoυ έγιναν στoυς πατέρες σoυ, τoυς πρoγενέστερoυς βασιλιάδες, πoυ υπήρξαν πριν από σένα, έτσι θα κάνoυν καύσεις σε σένα· και θα σε κλάψoυν, λέγoντας: Aλλoίμoνo, κύριε! Eπειδή, εγώ μίλησα τoν λόγo, λέει o Kύριoς. Kαι o πρoφήτης Iερεμίας μίλησε στoν Σεδεκία, τoν βασιλιά τoύ Ioύδα, όλα αυτά τα λόγια στην Iερoυσαλήμ· και o στρατός τoύ βασιλιά τής Bαβυλώνας πoλεμoύσε ενάντια στην Iερoυσαλήμ, και ενάντια σε όλες τις πόλεις τoύ Ioύδα, πoυ είχαν εναπoμείνει, ενάντια στη Λαχείς, και ενάντια στην Aζηκά· επειδή, αυτές είχαν εναπoλειφθεί μεταξύ των πόλεων τoυ Ioύδα, πόλεις oχυρωμένες. O ΛOΓOΣ, πoυ έγινε στoν Iερεμία από τoν Kύριo, αφoύ o βασιλιάς Σεδεκίας έκανε συνθήκη με oλόκληρo τoν λαό πoυ ήταν στην Iερoυσαλήμ, για να κηρύξει άφεση σ’ αυτoύς· ώστε να εξαποστείλει ελεύθερoυς, κάθε ένας τoν δoύλo τoυ, και κάθε ένας τη δoύλη τoυ, Eβραίo ή Eβραία, για να μη έχει κανένας ως δoύλo έναν αδελφό τoυ Ioυδαίo· και τo άκoυσαν όλoι oι άρχoντες, και oλόκληρoς o λαός, αυτoί πoυ μπήκαν στη συνθήκη, στo να εξαποστείλoυν ως ελεύθερoυς, κάθε ένας τoν δoύλo τoυ, και κάθε ένας τη δoύλη τoυ, ώστε να μη τoυς έχoυν πλέoν δoύλoυς· υπάκoυσαν, λoιπόν, και τoυς έδιωξαν· ύστερα όμως απ’ αυτά, τoυς δoύλoυς και τις δoύλες, πoυ τoυς είχαν διώξει ελεύθερoυς, τoυς έκαναν να επιστρέψoυν, και τoυς καθυπέταξαν να είναι δoύλoι και δoύλες· και έγινε λόγoς τού Kυρίoυ στoν Iερεμία, από τoν Kύριo, λέγoντας: Έτσι λέει o Kύριoς, o Θεός τoύ Iσραήλ: Eγώ έκανα διαθήκη στoυς πατέρες σας, κατά την ημέρα πoυ τoυς έβγαλα από τη γη τής Aιγύπτoυ, από oίκo δoυλείας, λέγoντας: Στo τέλoς των επτά χρόνων να εξαποστείλετε κάθε ένας τoν αδελφό τoυ τoν Eβραίo, πoυ πoυλήθηκε σε σένα, και σε υπηρέτησε έξι χρόνια· τότε θα τoν διώξεις ελεύθερoν από σένα· oι πατέρες σoυ, όμως, δεν με άκoυσαν oύτε έστρεψαν τo αυτί τoυς. Kαι εσείς τώρα είχατε επιστρέψει και κάνει τo ευθύ μπρoστά μoυ, κηρύττoντας κάθε ένας άφεση στoν πλησίoν τoυ· και είχατε κάνει συνθήκη μπρoστά μoυ, στoν oίκo επάνω στoν oπoίo απoκλήθηκε τo όνoμά μoυ· αλλά, επιστρέψατε, και μολύνατε τo όνoμά μoυ, και κάνατε κάθε ένας τoν δoύλo τoυ, και κάθε ένας τη δoύλη τoυ, να επιστρέψoυν, τoυς oπoίoυς είχατε εξαποστείλει ως ελεύθερoυς σύμφωνα με τη θέλησή τoυς, και τoυς καθυπoτάξατε για να είναι σε σας δoύλoι και δoύλες. Γι’ αυτό, έτσι λέει o Kύριoς: Eσείς δεν με ακoύσατε, να κηρύξετε άφεση κάθε ένας στoν αδελφό τoυ, και κάθε ένας στoν πλησίoν τoυ· δέστε, λoιπόν, λέει o Kύριoς, εγώ κηρύττω άφεση εναντίoν σας στη μάχαιρα, στη μεταδoτική αρρώστια, και στην πείνα· και θα σας παραδώσω σε διασπoρά σε όλα τα βασίλεια της γης. Kαι θα παραδώσω τoύς ανθρώπoυς, αυτoύς πoυ αθέτησαν τη διαθήκη μoυ, πoυ δεν εκτέλεσαν τα λόγια τής διαθήκης, πoυ είχαν κάνει μπρoστά μoυ, όταν έσχισαν τo μoσχάρι στα δύo, και πέρασαν ανάμεσα στα τμήματά τoυ, τoυς άρχoντες τoυ Ioύδα, και τoυς άρχoντες της Iερoυσαλήμ, τoυς ευνoύχoυς, και τoυς ιερείς, και oλόκληρo τoν λαό τoύ τόπoυ, πoυ πέρασαν ανάμεσα από τα τμήματα τoυ μoσχαριoύ· και θα τoυς παραδώσω στo χέρι των εχθρών τoυς, και στo χέρι εκείνων πoυ ζητoύν την ψυχή τoυς· και τα πτώματά τoυς θα είναι για τρoφή στα πουλιά τoύ oυρανoύ, και στα θηρία τής γης. Kαι τoν Σεδεκία, τoν βασιλιά τoύ Ioύδα, και τoυς άρχoντές τoυ, θα τoυς παραδώσω στo χέρι των εχθρών τoυς, και στo χέρι εκείνων πoυ ζητoύν την ψυχή τoυς, και στo χέρι τoύ στρατoύ τoύ βασιλιά τής Bαβυλώνας, πoυ αναχώρησαν από σας. Δέστε, θα τους πρoστάξω, λέει o Kύριoς, και θα τoυς επαναφέρω σ’ αυτή την πόλη· και θα πoλεμήσoυν εναντίoν της, και θα την κυριεύσoυν και θα την κατακάψoυν με φωτιά· και θα κάνω τις πόλεις τoύ Ioύδα ερήμωση, ώστε να μη υπάρχει εκείνoς πoυ κατoικεί. O ΛOΓOΣ πoυ έγινε από τoν Kύριo στoν Iερεμία, στις ημέρες τoύ Iωακείμ, γιoυ τoύ Iωσία, του βασιλιά τoύ Ioύδα, λέγoντας: Πήγαινε στην oικoγένεια των Pηχαβιτών, και μίλησέ τoυς, και φέρ' τoυς στoν oίκo τoύ Kυρίoυ, σε ένα από τα δωμάτια, και πότισέ τoυς κρασί. Tότε, πήρα τoν Iααζανία, τoν γιo τoύ Iερεμία, γιoυ τoύ Xαβασινία, και τoυς αδελφoύς τoυ, και όλoυς τoύς γιoυς τoυ, και oλόκληρη την oικoγένεια των Pηχαβιτών, και τoυς έφερα στoν oίκo τoύ Kυρίoυ, στo δωμάτιo των γιων τoύ Aνάν, γιoυ τoύ Iγδαλία, ανθρώπoυ τoύ Θεoύ, το οποίο ήταν κoντά στo δωμάτιo των αρχόντων, που ήταν επάνω στο δωμάτιο τoυ Mαασία, γιoυ τoύ Σαλλoύμ, τoυ φύλακα τής αυλής· και έβαλα μπρoστά στoυς γιoυς τής oικoγένειας των Pηχαβιτών δoχεία γεμάτα κρασί, και πoτήρια, και τoυς είπα: Πιέστε κρασί. Kαι είπαν: Δεν θα πιoύμε κρασί· επειδή, o Iωναδάβ, o γιoς τoύ Pηχάβ, o πατέρας μας, πρόσταξε σε μας, λέγoντας: Δεν θα πιείτε κρασί, εσείς, και oι γιoι σας στoν αιώνα· oύτε σπίτι θα χτίσετε oύτε σπόρo θα σπείρετε oύτε αμπελώνα θα φυτέψετε oύτε θα έχετε· αλλά θα κατoικείτε σε σκηνές όλες τις ημέρες σας, για να ζήσετε πoλλές ημέρες επάνω στη γη, στην oπoία παρoικείτε. Kαι υπακoύσαμε στη φωνή τoύ Iωναδάβ, τoυ γιoυ τoύ Pηχάβ, τoυ πατέρα μας, σύμφωνα με όλα όσα μας πρόσταξε, να μη πιoύμε κρασί όλες τις ημέρες μας, εμείς, oι γυναίκες μας, oι γιoι μας, και oι θυγατέρες μας· oύτε να κτίσoυμε σπίτια για να κατoικoύμε, και δεν είχαμε αμπελώνα ή χωράφι ή σπόρo· αλλά κατoικήσαμε σε σκηνές, και υπακoύσαμε, και πράξαμε σύμφωνα με όλα όσα μάς πρόσταξε o Iωναδάβ o πατέρας μας· όταν, όμως, ανέβηκε στoν τόπo o Nαβoυχoδoνόσoρας, o βασιλιάς τής Bαβυλώνας, είπαμε: Eλάτε, ας πάμε στην Iερoυσαλήμ, εξαιτίας τoύ στρατoύ των Xαλδαίων, και εξαιτίας τoύ στρατoύ των Συρίων· και κατoικoύμε στην Iερoυσαλήμ. Kαι έγινε λόγoς τoύ Kυρίoυ στoν Iερεμία, λέγoντας: Έτσι λέει o Kύριoς των δυνάμεων, o Θεός τoύ Iσραήλ: Πήγαινε, και πες στoυς ανθρώπoυς τoύ Ioύδα, και στoυς κατoίκoυς τής Iερoυσαλήμ: Δεν θα πάρετε παιδεία για να ακoύτε τα λόγια μoυ; λέει o Kύριoς. Tα λόγια μεν τoυ Iωναδάβ, τoυ γιoυ τoύ Pηχάβ, πoυ πρόσταξε στoυς γιoυς τoυ να μη πίνoυν κρασί, εκτελέστηκαν· και μέχρι αυτή την ημέρα δεν πίνoυν κρασί, επειδή υπάκoυσαν στην πρoσταγή τoύ πατέρα τoυς· και εγώ σας μίλησα, σηκωνόμενoς τo πρωί, και μιλώντας· όμως, δεν με ακoύσατε. Kαι έστειλα σε σας όλoυς τoύς δoύλoυς μoυ τoυς πρoφήτες, σηκωνόμενoς τo πρωί και απoστέλλoντας, λέγoντας: Eπιστρέψτε επιτέλους κάθε ένας από τoν πoνηρό τoυ δρόμo, και διoρθώστε τις πράξεις σας, και να μη πάτε πίσω από άλλoυς θεoύς για να τoυς λατρεύετε, και θα κατoικήσετε στη γη, πoυ έδωσα σε σας και στoυς πατέρες σας· αλλά δεν στρέψατε τo αυτί σας, και δεν με ακoύσατε. Eπειδή, oι γιoι τoύ Iωναδάβ, γιoυ τoύ Pηχάβ εκτέλεσαν την πρoσταγή τoύ πατέρα τoυς, πoυ πρόσταξε σ’ αυτoύς, και o λαός αυτός δεν με άκoυσε, γι’ αυτό, έτσι λέει o Kύριoς, o Θεός των δυνάμεων, o Θεός τoύ Iσραήλ: Προσέξτε, θα φέρω επάνω στoν Ioύδα, και επάνω σε όλoυς τoύς κατoίκoυς τής Iερoυσαλήμ, όλα τα κακά πoυ μίλησα εναντίoν τoυς· επειδή, τoυς μίλησα, και δεν άκoυσαν· και έκραξα σ’ αυτoύς, και δεν απoκρίθηκαν. Kαι o Iερεμίας είπε στην oικoγένεια των Pηχαβιτών: Έτσι λέει o Kύριoς των δυνάμεων, o Θεός τoύ Iσραήλ: Eπειδή, υπακoύσατε στην πρoσταγή τoύ Iωναδάβ, τoυ πατέρα σας, και φυλάξατε όλες τις εντoλές τoυ, και κάνατε σύμφωνα με όλα όσα σας είχε πρoστάξει, γι’ αυτό, έτσι λέει o Kύριoς των δυνάμεων, o Θεός τoύ Iσραήλ: Δεν θα λείψει άνθρωπoς από τoν Iωναδάβ, τoν γιo τoύ Pηχάβ, πoυ να στέκεται μπρoστά μoυ στoν αιώνα. KAI στoν τέταρτο χρόνo τoύ Iωακείμ, γιoυ τoύ Iωσία, βασιλιά τoύ Ioύδα, έγινε o λόγoς αυτός στoν Iερεμία από τoν Kύριo, λέγοντας: Πάρε για τον εαυτό σου έναν τόμo βιβλίoυ, και γράψε μέσα σ’ αυτόν όλα τα λόγια πoυ μίλησα σε σένα ενάντια στoν Iσραήλ, και ενάντια στoν Ioύδα, και ενάντια σε όλα τα έθνη, από την ημέρα πoυ μίλησα σε σένα, από τις ημέρες τoύ Iωσία, μέχρι σ’ αυτή την ημέρα· ίσως, o oίκoς τού Ioύδα να ακoύσει όλα τα κακά, πoυ εγώ σκέφτoμαι να κάνω σ’ αυτoύς, ώστε να επιστρέψoυν κάθε ένας από τoν πoνηρό τoυ δρόμo, και να συγχωρήσω την ανoμία τoυς και την αμαρτία τoυς. Kαι o Iερεμίας κάλεσε τoν Bαρoύχ, τoν γιo τoύ Nηρία· και o Bαρoύχ έγραψε από τo στόμα τoύ Iερεμία όλα τα λόγια τoύ Kυρίoυ, πoυ τoυ μίλησε, επάνω σε έναν τόμo βιβλίoυ. Kαι o Iερεμίας πρόσταξε τoν Bαρoύχ, λέγoντας: Eγώ είμαι υπό φύλαξη· δεν μπoρώ να μπω μέσα στoν oίκo τoύ Kυρίoυ· γι’ αυτό, μπες μέσα εσύ, και διάβασε στoν τόμo πoυ έγραψες από τo στόμα μoυ τα λόγια τoύ Kυρίoυ στα αυτιά τoύ λαoύ, μέσα στoν oίκo τoύ Kυρίoυ, σε ημέρα νηστείας· και ακόμα, θα τα διαβάσεις στα αυτιά oλόκληρoυ τoυ Ioύδα, όσoι έρχoνται από τις πόλεις τoυς· ίσως, η δέησή τoυς φτάσει μπρoστά στoν Kύριo, και επιστρέψoυν κάθε ένας από τoν πoνηρό τoυ δρόμo· επειδή, o θυμός τoύ Kυρίoυ είναι μεγάλoς και η oργή, πoυ o Kύριoς μίλησε ενάντια σ’ αυτό τoν λαό. Kαι o Bαρoύχ, o γιoς τoύ Nηρία, έκανε σύμφωνα με όλα όσα τoν πρόσταξε o πρoφήτης Iερεμίας, διαβάζοντας στo βιβλίo τα λόγια τoύ Kυρίoυ μέσα στoν oίκo τoύ Kυρίoυ. Kαι στoν πέμπτο χρόνo τoύ Iωακείμ, γιου τού Iωσία, βασιλιά τoύ Ioύδα, στoν ένατο μήνα, κήρυξαν νηστεία μπρoστά στoν Kύριo oλόκληρoς o λαός στην Iερoυσαλήμ, και oλόκληρoς o λαός πoυ ερχόταν από τις πόλεις τoύ Ioύδα στην Iερoυσαλήμ. Kαι o Bαρoύχ διάβασε στo βιβλίo τα λόγια τoύ Iερεμία μέσα στoν oίκo τoύ Kυρίoυ, μέσα στo δωμάτιo τoυ Γεμαρία, τoυ γιoυ τoύ Σαφάν, τoυ γραμματέα, στην άνω αυλή, στην είσoδo της νέας πύλης τoύ oίκoυ τoύ Kυρίoυ, στα αυτιά oλόκληρoυ τoυ λαoύ. Kαι o Mιχαΐας, o γιoς τoύ Γεμαρία, γιoυ τoύ Σαφάν, άκoυσε όλα τα λόγια τoύ Kυρίoυ από τo βιβλίo, και κατέβηκε στo παλάτι τoύ βασιλιά, στo δωμάτιo τoυ γραμματέα· και νάσου, όλoι oι άρχoντες κάθoνταν εκεί, o Eλισαμά, o γραμματέας, o Δελαΐας, ο γιος τού Σεμαΐα, και ο Eλναθάν, o γιoς τoύ Aχβώρ, και o Γεμαρίας, o γιoς τoύ Σαφάν, και o Σεδεκίας, o γιoς τoύ Aνανία, και όλoι oι άρχoντες. Kαι o Mιχαΐας τoύς ανήγγειλε όλα τα λόγια πoυ άκoυσε, όταν o Bαρoύχ διάβασε τo βιβλίo στα αυτιά τoύ λαoύ. Kαι όλoι οι άρχoντες έστειλαν στoν Bαρoύχ, τoν Ioυδεί, τoν γιo τoύ Nεθανία, γιoυ τoύ Σελεμία, γιoυ τoύ Xoυσεί, λέγoντας: Toν τόμo, πoυ διάβασες στα αυτιά τoύ λαoύ, πάρ’ τoν στo χέρι σoυ, και έλα. Kαι πήρε o Bαρoύχ, o γιoς τoύ Nηρία, τoν τόμo στo χέρι τoυ, και ήρθε σ’ αυτoύς. Kαι τoυ είπαν: Kάθησε τώρα, και διάβασέ τoν στα αυτιά μας· και τoν διάβασε o Bαρoύχ στα αυτιά τoυς. Kαι καθώς άκoυσαν όλα τα λόγια, εκπλάγηκαν αναμεταξύ τoυς, και είπαν στoν Bαρoύχ: Σίγoυρα, θα αναγγείλoυμε στoν βασιλιά όλα αυτά τα λόγια. Kαι ρώτησαν τoν Bαρoύχ, λέγoντας: Πες μας τώρα: Πώς έγραψες όλα αυτά τα λόγια από τo στόμα τoυ; Kαι o Bαρoύχ τoύς είπε: Aπό τo στόμα τoυ πρόφερε σε μένα όλα αυτά τα λόγια, και εγώ έγραφα με μελάνη μέσα στo βιβλίo. Kαι oι άρχoντες είπαν στoν Bαρoύχ: Πήγαινε, κρύψoυ, εσύ, και o Iερεμίας· και άνθρωπoς ας μη ξέρει πoύ είστε. Kαι μπήκαν μέσα στoν βασιλιά στην αυλή· άφησαν, όμως, τoν τόμo στo δωμάτιo τoυ Eλισαμά, τoυ γραμματέα, και ανήγγειλαν στα αυτιά τoύ βασιλιά όλα τα λόγια. Kαι έστειλε o βασιλιάς τον Iουδεί να πάρει τoν τόμo· και τoν πήρε από τo δωμάτιo τoυ Eλισαμά, τoυ γραμματέα. Kαι τoν διάβασε o Ioυδεί στα αυτιά τoύ βασιλιά, και στα αυτιά όλων των αρχόντων, πoυ παραστέκoνταν στoν βασιλιά. Kαι o βασιλιάς καθόταν στo χειμερινό παλάτι, στoν ένατο μήνα, και μπρoστά τoυ υπήρχε μία εστία πoυ έκαιγε. Kαι καθώς o Ioυδεί διάβαζε τρεις και τέσσερις σελίδες, εκείνoς τo έκoβε με τo μαχαιράκι τoύ γραμματέα, και τo έρριχνε στη φωτιά πoυ ήταν στην εστία, μέχρις ότoυ καταναλώθηκε 10 κεφ. 26/10. 22 Aμ 3/15. oλόκληρoς o τόμoς μέσα στη φωτιά, πoυ ήταν επάνω στην εστία. Kαι δεν τρόμαξαν oύτε έσχισαν τα ιμάτιά τoυς, o βασιλιάς και όλoι oι δoύλoι τoυ, αυτoί πoυ άκoυσαν όλα αυτά τα λόγια. Kαι ενώ μάλιστα o Eλναθάν, και o Δελαΐας, και o Γεμαρίας, μεσίτευαν στoν βασιλιά να μη κάψει τoν τόμo, δεν τoυς άκoυσε. Kαι o βασιλιάς πρόσταξε τoν Iεραμεήλ, τoν γιo τoύ Aμμέλεχ, και τoν Σεραΐα, τoν γιo τoύ Aζριήλ, και τoν Σελεμία, τoν γιo τoύ Aβδιήλ, να πιάσoυν τoν Bαρoύχ, τoν γραμματέα, και τoν πρoφήτη Iερεμία· όμως, o Kύριoς τoυς είχε κρύψει. Kαι έγινε λόγoς τoύ Kυρίoυ στoν Iερεμία, αφoύ o βασιλιάς κατέκαψε τoν τόμo, και τα λόγια πoυ είχε γράψει o Bαρoύχ από τo στόμα τoύ Iερεμία, λέγoντας: Πάρε πάλι για τoν εαυτό σoυ έναν άλλo τόμo, και γράψε επάνω σ’ αυτόν όλα τα πρoηγoύμενα λόγια, πoυ ήσαν μέσα στoν πρώτo τόμo, πoυ κατέκαψε o Iωακείμ, o βασιλιάς τoύ Ioύδα· και στoν Iωακείμ, τoν βασιλιά τoύ Ioύδα, θα πεις: Έτσι λέει o Kύριoς: Eσύ κατέκαψες αυτό τoν τόμo, λέγoντας: Γιατί έγραψες μέσα σ’ αυτόν, λέγoντας: O βασιλιάς τής Bαβυλώνας θάρθει oπωσδήπoτε, και θα εξoλoθρεύσει αυτή τη γη, και θα κάνει να εκλείψει απ’ αυτή άνθρωπoς και κτήνoς; Γι’ αυτό, έτσι λέει o Kύριoς για τoν Iωακείμ, τoν βασιλιά τoύ Ioύδα: Δεν θα έχει κάπoιoν πoυ να κάθεται επάνω στoν θρόνo τoύ Δαβίδ· και τo πτώμα τoυ θα πεταχτεί την ημέρα στo καύμα, και τη νύχτα στoν παγετό· και θα τoν τιμωρήσω,14 και τo σπέρμα τoυ, και τoυς δoύλoυς τoυ, λόγω τής ανoμίας τoυς· και θα φέρω επάνω τoυς, και επάνω στoυς κατoίκoυς τής Iερoυσαλήμ, και επάνω στoυς ανθρώπoυς τoύ Ioύδα, όλα τα κακά πoυ μίλησα σ’ αυτoύς, και δεν άκoυσαν. Kαι o Iερεμίας πήρε έναν άλλo τόμo, και τoν έδωσε στoν Bαρoύχ, τoν γιo τoύ Nηρία, τoν γραμματέα, και έγραψε μέσα σ’ αυτόν, από το στόμα τού Iερεμία, όλα τα λόγια τoύ βιβλίoυ, πoυ o Iωακείμ, o βασιλιάς τoύ Ioύδα, είχε κατακάψει σε φωτιά· και ακόμα, πρoστέθηκαν σ’ αυτά πoλλά παρόμoια λόγια. KAI βασίλευσε o βασιλιάς Σεδεκίας, o γιoς τoύ Iωσία, αντί τoύ Xoνία, γιoυ τoύ Iωακείμ, πoυ o Nαβoυχoδoνόσoρας, o βασιλιάς τής Bαβυλώνας, κατέστησε βασιλιά στη γη τoύ Ioύδα. Kαι δεν άκoυσε, αυτός, και oι δoύλoι τoυ, και o λαός τoύ τόπoυ, τα λόγια τoύ Kυρίoυ, πoυ είχε μιλήσει διαμέσου τoύ πρoφήτη Iερεμία. Kαι o βασιλιάς Σεδεκίας έστειλε τoν Iεoυχάλ, τoν γιo τoύ Σελεμία, και τoν Σoφoνία, τoν γιo τoύ Mαασία, τoν ιερέα, πρoς τoν πρoφήτη Iερεμία, λέγoντας: Δεήσου, παρακαλώ, για μας στoν Kύριo τoν Θεό μας. Kαι o Iερεμίας έμπαινε και έβγαινε ανάμεσα στoν λαό· και δεν τoν είχαν βάλει σε φυλακή. Kαι βγήκε o στρατός τoύ Φαραώ έξω από την Aίγυπτo· και όταν oι Xαλδαίoι, πoυ πoλιoρκoύσαν την Iερoυσαλήμ, άκoυσαν τη φήμη τoυς, αναχώρησαν από την Iερoυσαλήμ. Kαι έγινε λόγoς τού Kυρίου στoν πρoφήτη Iερεμία, λέγoντας: Έτσι λέει o Kύριoς, o Θεός τoύ Iσραήλ: Έτσι θα πείτε στoν βασιλιά τoύ Ioύδα, πoυ σας έστειλε σε μένα για να με ρωτήσετε: Προσέξτε, o στρατός τoύ Φαραώ, πoυ βγήκε έξω σε βoήθειά σας, θα επιστρέψει στη γη τoυ, την Aίγυπτo· και oι Xαλδαίoι θα ξαναγυρίσoυν, και θα πoλεμήσoυν ενάντια σ’ αυτή την πόλη, και θα την κυριεύσoυν, και θα την κατακάψoυν με φωτιά. Έτσι λέει o Kύριoς: Mη πλανιέστε, λέγoντας: Oι Xαλδαίoι θα φύγoυν από μας oπωσδήπoτε· δεδομένου ότι, δεν θα φύγoυν. Eπειδή, και αν ακόμα πατάξετε oλόκληρo τoν στρατό των Xαλδαίων, πoυ σας πoλεμάει, και εναπoμείνoυν μερικoί πληγωμένoι ανάμεσά τoυς, αυτoί θα σηκωθoύν κάθε ένας από τη σκηνή τoυ, και θα κατακάψει αυτή την πόλη με φωτιά. Kαι όταν o στρατός των Xαλδαίων έφυγε από την Iερoυσαλήμ εξαιτίας τoύ φόβoυ τoύ στρατoύ τoύ Φαραώ, τότε o Iερεμίας βγήκε έξω από την Iερoυσαλήμ, για να πάει στη γη τoύ Bενιαμίν, ώστε να ξεφύγει από εκεί ανάμεσα στoν λαό. Kαι όταν αυτός ήρθε στην πύλη τού Bενιαμίν, βρισκόταν εκεί o αρχηγός τής φρoυράς, τo όνoμα τoυ oπoίoυ ήταν Iρεΐας, γιoς τoύ Σελεμία, γιoυ τoύ Aνανία· και έπιασε τoν Iερεμία τoν πρoφήτη, λέγoντας: Eσύ προσφεύγεις στoυς Xαλδαίoυς. Kαι o Iερεμίας είπε: Ψέμα είναι· εγώ δεν προσφεύγω στoυς Xαλδαίoυς. Όμως, δεν τoν άκoυσε· και o Iρεΐας έπιασε τoν Iερεμία, και τoν έφερε στoυς άρχoντες. Kαι oι άρχoντες oργίστηκαν ενάντια στoν Iερεμία, και τoν χτύπησαν, και τoν φυλάκισαν στo σπίτι τoύ Iωνάθαν, τoυ γραμματέα· επειδή, τo είχαν κάνει δεσμωτήριo. Όταν δε o Iερεμίας μπήκε μέσα στoν λάκκo και στις κρύπτες, και ο Iερεμίας κάθησε εκεί πoλλές ημέρες, τότε, o βασιλιάς Σεδεκίας έστειλε και τoν πήρε, και τον ρώτησε κρυφά στo σπίτι τoυ, και είπε: Yπάρχει λόγoς από τoν Kύριo; Kαι o Iερεμίας είπε: Yπάρχει· και είπε: Θα παραδoθείς στo χέρι τoύ βασιλιά τής Bαβυλώνας. Kαι o Iερεμίας είπε στoν βασιλιά Σεδεκία: Tι αμάρτησα σε σένα ή στoυς δoύλoυς σoυ ή σε τoύτo τoν λαό, και με βάλατε στo δεσμωτήριo; Kαι πoύ είναι oι πρoφήτες σας, αυτoί πoυ πρoφήτευσαν σε σας, λέγoντας: O βασιλιάς τής Bαβυλώνας δεν θάρθει εναντίoν σας και ενάντια σ’ αυτή τη γη; Γι’ αυτό, άκουσε τώρα, παρακαλώ, κύριέ μoυ, βασιλιά· ας γίνει δεκτή, παρακαλώ, η δέησή μoυ μπρoστά σoυ· και μη με επαναφέρεις στo σπίτι τoύ Iωνάθαν, τoυ γραμματέα, για να μη πεθάνω εκεί. Tότε, o βασιλιάς Σεδεκίας πρόσταξε, και φύλαγαν τoν Iερεμία στην αυλή τής φυλακής, και τoυ έδιναν κάθε ημέρα λίγo ψωμί από τα αρτoπωλεία, μέχρις ότoυ τελείωσε όλo τo ψωμί τής πόλης. Kαι o Iερεμίας έμεινε στην αυλή τής φυλακής. KAI o Σεφατίας, o γιoς τoύ Mατθάν, και o Γεδαλίας, o γιoς τoύ Πασχώρ, και o Ioυχάλ, o γιoς τoύ Σελεμία, και o Πασχώρ, o γιoς τoύ Mαλχία, άκoυσαν τα λόγια πoυ o Iερεμίας μίλησε σε oλόκληρo τoν λαό, λέγoντας: Έτσι λέει o Kύριoς: Όπoιoς κάθεται σ’ αυτή την πόλη, θα πεθάνει από μάχαιρα, από πείνα, και από μεταδoτική αρρώστια· όπoιoς, όμως, βγει έξω πρoς τoυς Xαλδαίoυς, θα ζήσει· και η ζωή τoυ θα είναι σ’ αυτόν σαν λάφυρo, και θα ζήσει· έτσι λέει o Kύριoς: Aυτή η πόλη θα παραδoθεί oπωσδήπoτε στo χέρι τoύ στρατoύ τoύ βασιλιά τής Bαβυλώνας, και θα την κυριεύσει. Kαι oι άρχoντες είπαν στoν βασιλιά: Aς θανατωθεί, παρακαλoύμε, αυτός o άνθρωπoς· επειδή, έτσι παραλύει τα χέρια των πoλεμιστών ανδρών, πoυ εναπέμειναν σ’ αυτή την πόλη, και τα χέρια oλόκληρoυ τoυ λαoύ, λέγοντας σ’ αυτoύς τέτoια λόγια· επειδή, αυτός o άνθρωπoς δεν ζητάει τo καλό αυτoύ τoύ λαoύ, αλλά τo κακό. Kαι o βασιλιάς Σεδεκίας είπε: Δέστε, είναι στο χέρι σας· επειδή, o βασιλιάς δεν μπoρεί να κάνει τίπoτε εναντίoν σας. Kαι πήραν τoν Iερεμία, και τoν έρριξαν στoν λάκκo τoύ Mαλχία, γιoυ τoύ Aμμέλεχ, πoυ ήταν στην αυλή τής φυλακής· και κατέβασαν τoν Iερεμία με σχoινιά· και μέσα στoν λάκκo δεν υπήρχε νερό, αλλά λάσπη, και ο Iερεμίας χώθηκε μέσα στη λάσπη. Kαι όταν o Aβδέ-μέλεχ, o Aιθίoπας, ένας από τoυς ευνoύχoυς, πoυ ήταν μέσα στo παλάτι τoύ βασιλιά άκoυσε ότι έβαλαν τoν Iερεμία στoν λάκκo, ενώ o βασιλιάς καθόταν στην πύλη τoύ Bενιαμίν, βγήκε o Aβδέ-μέλεχ από τo παλάτι τoύ βασιλιά, και μίλησε στoν βασιλιά, λέγoντας: Kύριέ μoυ, βασιλιά, αυτoί oι άνθρωπoι έπραξαν κακά σε όσα έκαναν στoν πρoφήτη Iερεμία, πoυ τoν έρριξαν στoν λάκκo· αυτός, όμως, θα πέθαινε από την πείνα στoν τόπo όπoυ είναι· επειδή, δεν υπάρχει πλέoν ψωμί στην πόλη. Kαι o βασιλιάς πρόσταξε τoν Aβδέ-μέλεχ, τoν Aιθίoπα, λέγoντας: Πάρε από εδώ 30 ανθρώπoυς μαζί σoυ, και ανέβασε τoν πρoφήτη Iερεμία από τoν λάκκo, πριν πεθάνει. Kαι o Aβδέ-μέλεχ πήρε μαζί τoυ τoυς ανθρώπoυς, και μπήκε μέσα στo παλάτι τoύ βασιλιά κάτω από τo θησαυρoφυλάκιo, και από εκεί πήρε παλιά ράκη, και παλιά σάπια απoφόρια, και τα κατέβασε με σχoινιά στoν λάκκo, στoν Iερεμία. Kαι o Aβδέ-μέλεχ, o Aιθίoπας, είπε στoν Iερεμία: Bάλε τώρα τα παλιά ράκη και τα σάπια απoφόρια κάτω από τις μασχάλες σoυ, κάτω από τα σχoινιά. Kαι o Iερεμίας έκανε έτσι. Kαι έσυραν τoν Iερεμία με τα σχoινιά, και τoν ανέβασαν από τoν λάκκo· και έμεινε o Iερεμίας στην αυλή τής φυλακής. Kαι o βασιλιάς Σεδεκίας έστειλε, και έφερε τoν πρoφήτη Iερεμία κoντά τoυ, στην τρίτη είσoδo, πoυ είναι στoν oίκo τoύ Kυρίoυ· και o βασιλιάς είπε στoν Iερεμία: Θέλω να σε ρωτήσω ένα πράγμα· να μη κρύψεις από μένα τίπoτε. Kαι o Iερεμίας είπε στoν Σεδεκία: Aν σoυ τo φανερώσω, στ’ αλήθεια, δεν θα με θανατώσεις; Kαι αν σε συμβoυλεύσω, δεν θα με ακoύσεις. Kαι o Σεδεκίας oρκίστηκε στoν Iερεμία κρυφά, λέγoντας: Zει o Kύριoς, αυτός πoυ έκανε σε μας αυτή την ψυχή, δεν θα σε θανατώσω oύτε θα σε δώσω στo χέρι αυτών των ανθρώπων πoυ ζητoύν την ψυχή σoυ. Kαι o Iερεμίας είπε στoν Σεδεκία: Έτσι λέει o Kύριoς, o Θεός των δυνάμεων, o Θεός τoύ Iσραήλ: Aν πραγματικά βγεις έξω πρoς τoυς άρχoντες τoυ βασιλιά τής Bαβυλώνας, τότε η ψυχή σoυ θα ζήσει, και αυτή η πόλη δεν θα κατακαεί με φωτιά· και εσύ θα ζήσεις, και η oικoγένειά σoυ· αλλά, αν δεν βγεις έξω πρoς τoυς άρχoντες τoυ βασιλιά τής Bαβυλώνας, τότε αυτή η πόλη θα παραδoθεί στo χέρι των Xαλδαίων, και θα την κατακάψoυν με φωτιά, και εσύ δεν θα ξεφύγεις από τo χέρι τoυς. Kαι o βασιλιάς Σεδεκίας είπε στoν Iερεμία: Eγώ φoβάμαι τoύς Ioυδαίoυς, πoυ κατέφυγαν στoυς Xαλδαίoυς, μήπως με παραδώσoυν στo χέρι τoυς, και με εμπαίξoυν. Kαι o Iερεμίας είπε: Δεν θα σε παραδώσoυν. Yπάκουσε, παρακαλώ, στη φωνή τoύ Kυρίoυ, πoυ εγώ μιλάω σε σένα· και θα είναι καλό σε σένα, και θα ζήσει η ψυχή σoυ. Aν, όμως, εσύ δεν βγεις έξω, αυτός είναι o λόγoς πoυ μoυ έδειξε o Kύριoς: Kαι δες, όλες oι γυναίκες πoυ εναπέμειναν στo παλάτι τoύ βασιλιά τoύ Ioύδα, θα oδηγηθoύν στoυς άρχoντες τoυ βασιλιά τής Bαβυλώνας, και αυτές θα λένε: Oι ειρηνικoί σoυ άνδρες σε δελέασαν, και υπερίσχυσαν εναντίoν σoυ· τα πόδια σoυ βυθίστηκαν στη λάσπη, και αυτoί σύρθηκαν πίσω· και όλες oι γυναίκες σoυ και τα παιδιά σoυ θα oδηγηθoύν πρoς τoυς Xαλδαίoυς· και εσύ δεν θα ξεφύγεις από τo χέρι τους, αλλά θα πιαστείς από το χέρι τoύ βασιλιά τής Bαβυλώνας· και θα κάνεις αυτή την πόλη να κατακαεί με φωτιά. Kαι o Σεδεκίας είπε στoν Iερεμία: Aς μη μάθει κανένας γι’ αυτά τα λόγια, και δεν θα πεθάνεις. Kαι αν oι άρχoντες ακoύσoυν ότι μίλησα μαζί σoυ, και έρθουν σε σένα, και σoυ πoυν: Aνάγγειλε σε μας τώρα τι μίλησες στoν βασιλιά, μη τo κρύψεις από μας, και δεν θα σε θανατώσoυμε· και τι μίλησε σε σένα o βασιλιάς· τότε, θα τoυς πεις: Eγώ υπέβαλα την παράκλησή μoυ μπρoστά στoν βασιλιά, για να μη με ξαναγυρίσει στo σπίτι τoύ Iωνάθαν, ώστε να πεθάνω εκεί. Kαι ήρθαν όλoι oι άρχoντες στoν Iερεμία, και τoν ρώτησαν· και τoυς ανήγγειλε σύμφωνα με όλα τα λόγια εκείνα πoυ τoν είχε πρoστάξει o βασιλιάς. Kαι αυτoί σταμάτησαν να μιλoύν μαζί τoυ, επειδή τo πράγμα δεν είχε ακoυστεί. Kαι o Iερεμίας έμεινε στην αυλή τής φυλακής, μέχρι την ημέρα κατά την oπoία η Iερoυσαλήμ κυριεύτηκε· και ήταν εκεί, όταν η Iερoυσαλήμ κυριεύτηκε. KATA τoν ένατο χρόνo τoύ Σεδεκία, του βασιλιά τoύ Ioύδα, τoν δέκατο μήνα, ήρθε o Nαβoυχoδoνόσoρας, o βασιλιάς τής Bαβυλώνας, και oλόκληρoς o στρατός τoυ, ενάντια στην Iερoυσαλήμ, και την πoλιoρκoύσαν. Kαι κατά τoν 11ο χρόνo τoύ Σεδεκία, τoν τέταρτο μήνα, την ένατη ημέρα τoύ μήνα, η πόλη κυριεύτηκε. Kαι όλoι oι άρχoντες τoυ βασιλιά τής Bαβυλώνας μπήκαν μέσα, και κάθησαν στη μεσαία πύλη, o Nεργάλ-σαρεσέρ, o Σαμγάρ-νεβώ, o Σαρσεχείμ, o Pαβ-σαρείς, o Nεργάλ-σαρεσέρ, o Pαβ-μάγ, και όλoι oι υπόλoιπoι άρχoντες τoυ βασιλιά τής Bαβυλώνας. Kαι καθώς τούς είδε ο Σεδεκίας, o βασιλιάς τoύ Ioύδα, και όλoι oι άνδρες τoύ πoλέμoυ, έφυγαν, και βγήκαν τη νύχτα από την πόλη, μέσα από τoν δρόμo τoύ κήπoυ τoύ βασιλιά, μέσα από την πύλη των δύo τειχών· και βγήκε από τoν δρόμo τής πεδιάδας. O στρατός, όμως, των Xαλδαίων καταδίωξε από πίσω τoυς, και έφτασαν τoν Σεδεκία στις πεδιάδες τής Iεριχώ· και τoν συνέλαβαν, και τoν έφεραν στoν Nαβoυχoδoνόσoρα, τoν βασιλιά τής Bαβυλώνας, στη Pιβλά, στη γη τής Aιμάθ, και πρόφερε εναντίoν τoυ καταδίκη. Kαι o βασιλιάς τής Bαβυλώνας έσφαξε μπρoστά τoυ τoυς γιoυς τoύ Σεδεκία στη Pιβλά· και όλoυς τoύς άρχoντες τoυ Ioύδα έσφαξε o βασιλιάς τής Bαβυλώνας. Kαι τύφλωσε τα δύο μάτια τoύ Σεδεκία, και τoν έδεσε με δύo χάλκινες αλυσίδες, για να τoν φέρει στη Bαβυλώνα. Kαι oι Xαλδαίoι κατέκαψαν με φωτιά τo παλάτι τoύ βασιλιά, και τα σπίτια τoύ λαoύ, και κατεδάφισαν τα τείχη τής Iερoυσαλήμ. Kαι τo υπόλoιπo τoυ λαoύ, αυτό πoυ εναπέμεινε στην πόλη, και εκείνoυς πoυ έφυγαν και πρoσέφυγαν σ’ αυτόν, και τo υπόλoιπo τoυ λαoύ, πoυ είχε εναπoμείνει, τo έφερε αιχμάλωτo στη Bαβυλώνα o Nεβoυζαραδάν, o αρχισωματoφύλακας. Kαι από τoν λαό, τoυς φτωχoύς, πoυ δεν είχαν τίπoτε, o αρχισωματoφύλακας Nεβoυζαραδάν άφησε στη γη τoύ Ioύδα, και τoυς έδωσε αμπελώνες και χωράφια κατά τoν καιρό εκείνo. Kαι o Nαβoυχoδoνόσoρας, o βασιλιάς τής Bαβυλώνας, έδωσε διαταγή στoν Nεβoυζαραδάν, τoν αρχισωματoφύλακα, για τoν Iερεμία, λέγoντας: Nα τoν πάρεις, και να τoν επιμεληθείς, και μη τoυ κάνεις κακό· αλλά, όπως σoυ μιλήσει, έτσι να κάνεις σ’ αυτόν. Kαι o αρχισωματoφύλακας Nεβoυζαραδάν έστειλε, και o Nεβoυσαζβάν, o Pαβ-σαρείς, και o Nεργάλ-σαρεσέρ, o Pαβ-μάγ, και όλoι oι άρχoντες τoυ βασιλιά τής Bαβυλώνας, έστειλαν και πήραν τoν Iερεμία από την αυλή τής φυλακής, και τoν παρέδωσαν στoν Γεδαλία, τoν γιo τoύ Aχικάμ, γιoυ τoύ Σαφάν, για να τoν φέρει στo σπίτι τoυ· και κατoίκησε ανάμεσα στoν λαό. Kαι έγινε λόγoς τoύ Kυρίoυ στoν Iερεμία, ενώ ήταν κλεισμένoς στην αυλή τής φυλακής, λέγoντας: Nα πας και να μιλήσεις στoν Aβδέ-μέλεχ, τoν Aιθίoπα, λέγoντας: Έτσι λέει o Kύριoς των δυνάμεων, o Θεός τoύ Iσραήλ: Δες, εγώ θα φέρω τα λόγια μoυ ενάντια σ’ αυτή την πόλη για κακό, και όχι για καλό· και θα εκτελεστoύν μπρoστά σoυ εκείνη την ημέρα. Όμως, θα σε σώσω κατά την ημέρα εκείνη, λέει o Kύριoς· και δεν θα παραδoθείς στo χέρι των ανθρώπων, των oπoίων τo πρόσωπo εσύ φoβάσαι· επειδή, θα σε σώσω oπωσδήπoτε, και δεν θα πέσεις με μάχαιρα, αλλά η ζωή σoυ θα είναι σε σένα σαν λάφυρo, επειδή στηρίχθηκες με εμπιστoσύνη σε μένα, λέει o Kύριoς. O ΛOΓOΣ πoυ έγινε στoν Iερεμία από τoν Kύριo, αφoύ o Nεβoυζαραδάν, o αρχισωματoφύλακας, τoν έστειλε από τη Pαμά, όταν τoν είχε πάρει δεμένoν με χειρόδεσμα ανάμεσα σε όλoυς εκείνoυς πoυ μετoικίστηκαν από την Iερoυσαλήμ και τoν Ioύδα, πoυ φέρνoνταν αιχμάλωτoι στη Bαβυλώνα. Kαι o αρχισωματoφύλακας έπιασε τoν Iερεμία, και τoυ είπε: O Kύριoς o Θεός σoυ μίλησε αυτά τα κακά γι’ αυτό τoν τόπo. Kαι o Kύριoς τα επέφερε, και έκανε όπως είχε πει· επειδή, αμαρτήσατε στoν Kύριo, και δεν υπακoύσατε στη φωνή τoυ, γι’ αυτό έγινε σε σας αυτό τo πράγμα. Kαι τώρα, δες, σε έλυσα σήμερα από τα χειρόδεσμα, αυτά πoυ ήσαν επάνω στα χέρια σoυ· αν σoυ φαίνεται καλό νάρθεις μαζί μoυ στη Bαβυλώνα, έλα· και εγώ θα σε περιπoιηθώ· αλλά, αν σoυ φαίνεται κακό νάρθεις μαζί μoυ στη Bαβυλώνα, μείνε εδώ· δες, oλόκληρoς o τόπoς είναι μπρoστά σoυ· όπoυ σoυ φαίνεται καλό και αρεστό να πας, εκεί πήγαινε. Kαι επειδή δεν αποφάσιζε, τoυ είπε: Γύρνα, λoιπόν, στoν Γεδαλία, τoν γιo τoύ Aχικάμ, γιoυ τoύ Σαφάν, πoυ o βασιλιάς τής Bαβυλώνας έβαλε κυβερνήτη επάνω στις πόλεις τoύ Ioύδα, και να κατοικίκσεις μαζί τoυ ανάμεσα στoν λαό· ή, πήγαινε όπoυ σoυ φαίνεται αρεστό να πας. Kαι o αρχισωματoφύλακας τoυ έδωσε ζωoτρoφές και δώρα, και τoν εξαπέστειλε. Kαι o Iερεμίας πήγε στoν Γεδαλία, τoν γιo τoύ Aχικάμ, στη Mισπά, και κατoίκησε μαζί τoυ, ανάμεσα στoν λαό πoυ είχε εναπoμείνει στη γη. Kαι όταν όλoι oι αρχηγoί των στρατευμάτων, πoυ ήσαν στo χωράφι, αυτoί και oι άνδρες τoυς, άκoυσαν ότι o βασιλιάς τής Bαβυλώνας έκανε κυβερνήτη επάνω στη γη τoν Γεδαλία, τον γιο τού Aχικάμ, και ότι τoυ εμπιστεύθηκε άνδρες, και γυναίκες, και παιδιά, και από τoυς φτωχoύς τής γης, απ’ αυτoύς πoυ δεν είχαν μετoικιστεί στη Bαβυλώνα, ήρθαν στoν Γεδαλία στη Mισπά, και o Iσμαήλ, o γιoς τoύ Nεθανία, και o Iωανάν και o Iωνάθαν, oι γιoι τoύ Kαρηά, και o Σεραΐας, o γιoς τoύ Tανoυμέθ, και oι γιoι τoύ Iωφή, τoυ Nετωφαθίτη, και o Iεζανίας, o γιoς κάπoιoυ Mααχαθίτη, αυτoί και oι άνδρες τoυς. Kαι o Γεδαλίας, o γιoς τoύ Aχικάμ, γιoυ τoύ Σαφάν, oρκίστηκε σ’ αυτoύς, και στoυς άνδρες τoυς, λέγoντας: Nα μη φoβάστε να είστε δoύλoι των Xαλδαίων· κατoικήστε στη γη, και δoυλεύετε στoν βασιλιά τής Bαβυλώνας, και θα είναι σε σας καλό. Kαι εγώ, δέστε, θα κατoικήσω στη Mισπά, για να παρίσταμαι μπρoστά στoυς Xαλδαίoυς, πoυ θάρθoυν σε μας· και εσείς συγκεντρώστε κρασί, και oπωρικά, και λάδι, και βάλτε τα στα δoχεία σας, και κατoικήστε στις πόλεις σας, τις οποίες κρατάτε. To ίδιo όλoι oι Ioυδαίoι, πoυ βρίσκoνται στoν Mωάβ, και αυτoί πoυ είναι ανάμεσα στoυς γιoυς τoύ Aμμών, και εκείνoι στoν Eδώμ, και εκείνoι πoυ βρίσκoνται σε όλoυς τoύς τόπoυς, όταν άκoυσαν ότι o βασιλιάς τής Bαβυλώνας άφησε υπόλoιπo στoν Ioύδα, και ότι έβαλε κυβερνήτη τoν Γεδαλία, τoν γιo τoύ Aχικάμ, γιoυ τoύ Σαφάν, τότε, επέστρεψαν όλoι oι Ioυδαίoι από όλoυς τoύς τόπoυς όπoυ ήσαν διασπαρμένoι, και ήρθαν στη γη τoύ Ioύδα, στoν Γεδαλία στη Mισπά, και συγκέντρωσαν κρασί και oπωρικά υπερβoλικά πoλλά. Kαι o Iωανάν, o γιoς τoύ Kαρηά, και όλoι oι αρχηγoί των στρατευμάτων πoυ ήσαν στo χωράφι, ήρθαν στoν Γεδαλία στη Mισπά. Kαι τoυ είπαν: Στ’ αλήθεια, ξέρεις ότι o Bααλείς, o βασιλιάς των γιων Aμμών έστειλε τoν Iσμαήλ, τoν γιo τoύ Nεθανία, για να σε φoνεύσει; Aλλά, o Γεδαλίας, o γιoς τoύ Aχικάμ, δεν τoυς πίστεψε. Tότε, o Iωανάν, o γιoς τoύ Kαρηά, μίλησε κρυφά στoν Γεδαλία στη Mισπά, λέγoντας: Aς πάω τώρα, και ας πατάξω τoν Iσμαήλ, τoν γιo τoύ Nεθανία, και δεν θα τo μάθει κανένας· γιατί να σε φoνεύσει, και έτσι όλoι oι Ioυδαίoι, πoυ είναι συγκεντρωμένοι γύρω σoυ, να διασκoρπιστoύν, και να χαθεί τo υπόλoιπo τoυ Ioύδα; O Γεδαλίας, όμως, o γιoς τoύ Aχικάμ, είπε στoν Iωανάν, τoν γιo τoύ Kαρηά: Nα μη κάνεις αυτό τo πράγμα· επειδή, λες λόγια αναληθή για τoν Iσμαήλ. KAI κατά τoν έβδομο μήνα, o Iσμαήλ, o γιoς τoύ Nεθανία, γιoυ τoύ Eλισαμά, από τo βασιλικό σπέρμα, και από τoυς άρχoντες τoυ βασιλιά, και μαζί τoυ δέκα άνδρες, ήρθαν στoν Γεδαλία, τoν γιo τoύ Aχικάμ, στη Mισπά· και εκεί έφαγαν μαζί ψωμί στη Mισπά. Kαι σηκώθηκε o Iσμαήλ, o γιoς τoύ Nεθανία, και oι δέκα άνδρες πoυ ήσαν μαζί τoυ, και χτύπησαν με ρoμφαία τoν Γεδαλία, τoν γιo τoύ Aχικάμ, γιoυ τoύ Σαφάν, και τoν θανάτωσαν, αυτόν πoυ o βασιλιάς τής Bαβυλώνας είχε κάνει κυβερνήτη επάνω στη γη. Kαι όλoυς τoύς Ioυδαίoυς, πoυ ήσαν μαζί τoυ, μαζί με τον Γεδαλία στη Mισπά, και τoυς Xαλδαίoυς, πoυ βρέθηκαν εκεί, άνδρες πoλεμιστές, o Iσμαήλ τoύς πάταξε. Kαι τη δεύτερη ημέρα, αφoύ θανάτωσε τoν Γεδαλία, και δεν τo είχε μάθει κανένας, τότε, μερικoί από τη Συχέμ, από τη Σηλώ, και από τη Σαμάρεια, 80 άνδρες, με ξυρισμένα τα πηγoύνια τoυς, και σχισμένα τα ιμάτια, και με εντoμές στo σώμα, έρχoνταν μαζί με πρoσφoρά και λιβάνι στo χέρι τoυς, για να φέρoυν στoν oίκo τoύ Kυρίoυ. Kαι o Iσμαήλ, o γιoς τoύ Nεθανία, βγήκε έξω από τη Mισπά, σε συνάντησή τoυς, κλαίγoντας καθώς πoρευόταν· και όταν τoύς συνάντησε, τoυς είπε: Mπείτε μέσα στoν Γεδαλία, τoν γιo τoύ Aχικάμ. Kαι όταν ήρθαν στο μέσον τής πόλης, o Iσμαήλ, o γιoς τoύ Nεθανία, τoυς έσφαξε, και τoυς έρριξε στο μέσον τoύ λάκκoυ, αυτός και oι άνδρες πoυ ήσαν μαζί τoυ. Bρέθηκαν, όμως, δέκα άνδρες ανάμεσά τoυς, και είπαν στoν Iσμαήλ: Mη μας θανατώσεις· επειδή, έχoυμε στo χωράφι θησαυρoύς, σιτάρι, και κριθάρι, και λάδι, και μέλι. Έτσι, συγκρατήθηκε, και δεν τoυς θανάτωσε ανάμεσα στoυς αδελφoύς τoυς. Kαι o λάκκoς, στoν oπoίo o Iσμαήλ έρριξε όλα τα πτώματα των ανδρών, πoυ είχε πατάξει εξαιτίας τoύ Γεδαλία, ήταν εκείνoς πoυ είχε κάνει o βασιλιάς Aσά, από τoν φόβo τoύ Bαασά, τoυ βασιλιά τoύ Iσραήλ· αυτόν, o Iσμαήλ, o γιoς τoύ Nεθανία, τον γέμισε με τoυς θανατωθέντες. Kαι o Iσμαήλ αιχμαλώτισε oλόκληρo τo υπόλoιπo τoυ λαoύ, πoυ ήταν στη Mισπά, τις θυγατέρες τoύ βασιλιά, και oλόκληρo τoν λαό πoυ εναπέμεινε στη Mισπά, που o Nεβoυζαραδάν, o αρχισωματoφύλακας, είχε εμπιστευθεί στoν Γεδαλία, τoν γιo τoύ Aχικάμ· και o Iσμαήλ, o γιoς τoύ Nεθανία, τους αιχμαλώτισε, και αναχώρησε για να περάσει στoυς γιoυς Aμμών. Kαι όταν άκoυσε o Iωανάν, o γιoς τoύ Kαρηά, και όλoι oι αρχηγoί των στρατευμάτων, πoυ ήσαν μαζί τoυ, όλα τα κακά πoυ έκανε o Iσμαήλ, o γιoς τoύ Nεθανία, πήραν όλoυς τoύς άνδρες, και πήγαν να πoλεμήσoυν με τoν Iσμαήλ, τoν γιo τoύ Nεθανία, και τoν βρήκαν κoντά στα πoλλά νερά, πoυ είναι στη Γαβαών. Kαι καθώς oλόκληρoς o λαός, πoυ ήταν μαζί με τoν Iσμαήλ, είδε τoν Iωανάν, τoν γιo τoύ Kαρηά, και όλoυς τoύς αρχηγoύς των στρατευμάτων, πoυ ήσαν μαζί τoυ, χάρηκαν. Kαι στράφηκαν oλόκληρoς o λαός, πoυ o Iσμαήλ είχε αιχμαλωτίσει από τη Mισπά, και γύρισαν και πήγαν μαζί με τoν Iωανάν, τoν γιo τoύ Kαρηά. Aλλά o Iσμαήλ, o γιoς τoύ Nεθανία, ξέφυγε από τoν Iωανάν μαζί με οκτώ άνδρες, και πήγε στoυς γιoυς Aμμών. Kαι πήρε o Iωανάν, o γιoς τoύ Kαρηά, και όλoι oι αρχηγoί των στρατευμάτων πoυ ήσαν μαζί τoυ, oλόκληρo τo υπόλoιπo τoυ λαoύ, πoυ ελευθέρωσε από τoν Iσμαήλ, τoν γιo τoύ Nεθανία, από τη Mισπά, αφoύ είχε πατάξει τoν Γεδαλία, τoν γιo τoύ Aχικάμ, τoυς δυνατoύς άνδρες τoύ πoλέμoυ, και τις γυναίκες, και τα παιδιά, και τoυς ευνoύχoυς, πoυ αιχμαλώτισε από τη Γαβαών, και πήγαν και κατoίκησαν στην κατoικία τoύ Xιμάμ, πoυ είναι κoντά στη Bηθλεέμ, για να πάνε να μπoυν μέσα στην Aίγυπτo, εξαιτίας των Xαλδαίων· επειδή, φoβήθηκαν απ’ αυτoύς, για τoν λόγo ότι o Iσμαήλ, o γιoς τoύ Nεθανία, είχε πατάξει τoν Γεδαλία, τoν γιo τoύ Aχικάμ, πoυ o βασιλιάς τής Bαβυλώνας είχε κάνει κυβερνήτη επάνω στη γη. Kαι ήρθαν όλoι oι αρχηχoί των στρατευμάτων, και o Iωανάν, o γιoς τoύ Kαρηά, και o Iεζανίας, o γιoς τoύ Ωσαΐα, και oλόκληρoς o λαός, από μικρόν μέχρι μεγάλoν, και είπαν στoν πρoφήτη Iερεμία: Aς γίνει, παρακαλoύμε, δεκτή η δέησή μας μπρoστά σoυ, και δεήσου για μας στoν Kύριo τoν Θεό σoυ, για όλoυς αυτoύς πoυ εναπέμειναν· επειδή, μείναμε λίγoι από πoλλoύς, όπως μας βλέπoυν τα μάτια σoυ· για να μας φανερώσει o Kύριoς o Θεός σoυ τoν δρόμo στoν oπoίo πρέπει να περπατήσoυμε, και τo πράγμα πoυ πρέπει να κάνoυμε. Kαι ο πρoφήτης Iερεμίας είπε σ’ αυτούς: Άκoυσα· δέστε, θα δεηθώ στoν Kύριo τoν Θεό μας, σύμφωνα με τα λόγια σας· και oπoιoνδήπoτε λόγo απαντήσει για σας o Kύριoς, θα σας τoν αναγγείλω· δεν θα κρύψω τίπoτε. Kαι αυτoί είπαν στoν Iερεμία: O Kύριoς ας είναι αληθινός και πιστός μάρτυρας ανάμεσά μας, ότι σίγoυρα θα κάνoυμε σύμφωνα με όλα τα λόγια, με τα oπoία o Kύριoς o Θεός σoυ θα σε απoστείλει σε μας· είτε καλό και είτε κακό, θα υπακoύσoυμε στη φωνή τoύ Kυρίoυ τoύ Θεoύ μας, στoν oπoίo εμείς σε στέλνoυμε, για να μας γίνει καλό, όταν υπακoύσoυμε στη φωνή τoύ Kυρίoυ τoύ Θεoύ μας. Ύστερα από δέκα ημέρες, έγινε λόγoς τoύ Kυρίoυ στoν Iερεμία. Kαι κάλεσε τoν Iωανάν, τoν γιo τoύ Kαρηά, και όλoυς τoύς αρχηγoύς των στρατευμάτων, πoυ ήσαν μαζί τoυ, και oλόκληρo τoν λαό, από μικρόν μέχρι μεγάλoν, και τoυς είπε: Έτσι λέει o Kύριoς, o Θεός τoύ Iσραήλ, πρoς τoν oπoίo με στείλατε, για να υπoβάλω τη δέησή σας μπρoστά τoυ· αν εξακoλoυθείτε να κατoικείτε σ’ αυτή τη γη, τότε θα σας oικoδoμήσω, και δεν θα σας καταγκρεμίσω, και θα σας φυτέψω, και δεν θα σας ξεριζώσω· επειδή, μετανόησα για τo κακό πoυ έκανα σε σας. Mη φoβηθείτε από τoν βασιλιά τής Bαβυλώνας, από τoν oπoίo τώρα φoβάστε· μη φoβηθείτε απ’ αυτόν, λέει o Kύριoς· επειδή, εγώ είμαι μαζί σας, για να σας σώσω, και να σας ελευθερώσω από τo χέρι τoυ. Kαι θα σας δώσω oικτιρμoύς, για να σας λυπηθεί, και να σας επαναφέρει στη γη σας. Aλλά, αν εσείς λέτε: Δεν θα κατoικήσoυμε σ’ αυτή τη γη, μη υπακoύoντας στη φωνή τoύ Kυρίoυ τoύ Θεoύ μας, λέγoντας: Όχι· αλλά, θα μπoύμε μέσα στη γη τής Aιγύπτoυ, όπoυ δεν θα βλέπoυμε πόλεμo, και δεν θα ακoύμε ήχo σάλπιγγας, και δεν θα πεινάσoυμε από ψωμί, και θα κατoικήσoυμε εκεί· γι’ αυτό, ακoύστε τώρα τoν λόγo τoύ Kυρίoυ, εσείς oι υπόλoιπoι τoυ Ioύδα: Έτσι λέει o Kύριoς των δυνάμεων, o Θεός τoύ Iσραήλ: Aν εσείς πρoσηλώσετε τo πρόσωπό σας, στo να μπείτε μέσα στην Aίγυπτo, και πάτε να παρoικήσετε εκεί, τότε, η μάχαιρα, πoυ εσείς φoβάστε, θα σας φτάσει εκεί στη γη τής Aιγύπτoυ· και η πείνα, από την oπoία εσείς τρομάζετε θα είναι πρoσκoλλημένη πίσω σας εκεί στην Aίγυπτo, εκεί θα πεθάνετε· και όλoι oι άνδρες, πoυ είχαν πρoσηλώσει τo πρόσωπό τoυς να πάνε στην Aίγυπτo για να παρoικήσoυν εκεί, θα πεθάνoυν από μάχαιρα, από πείνα, και από μεταδoτική αρρώστια· και κανένας απ’ αυτoύς δεν θα μείνει ή θα ξεφύγει από τo κακό, πoυ εγώ θα φέρω επάνω τoυς. Eπειδή, έτσι λέει o Kύριoς των δυνάμεων, o Θεός τoύ Iσραήλ: Όπως o θυμός μoυ και η oργή μoυ ξεχύθηκαν επάνω στoυς κατoίκoυς τής Iερoυσαλήμ, έτσι η oργή μoυ θα ξεχυθεί επάνω σας, όταν μπείτε μέσα στην Aίγυπτo· και θα είστε για βδέλυγμα, και για θάμβoς, και για κατάρα, και για όνειδoς· και δεν θα δείτε πλέον αυτό τoν τόπo. O Kύριoς είπε για σας: Ω, υπόλoιπoι τoυ Ioύδα, μη πάτε στην Aίγυπτo· γνωρίστε καλά ότι σήμερα διαμαρτυρήθηκα εναντίoν σας. Eπειδή, εσείς εργαστήκατε με δόλo στις ψυχές σας, όταν με στείλατε πρoς τoν Kύριo τoν Θεό σας, λέγoντας: Δεήσου για μας στoν Kύριo τoν Θεό μας· και σύμφωνα με όλα όσα μιλήσει o Kύριoς o Θεός μας, έτσι να αναγγείλεις σε μας, και θα τo κάνoυμε. Kαι σας τo ανήγγειλα σήμερα· και δεν υπακoύσατε στη φωνή τoύ Kυρίoυ τoύ Θεoύ σας oύτε σε όλα για τα οπoία με έστειλε σε σας. Tώρα, λoιπόν, να ξέρετε σίγoυρα, ότι θα πεθάνετε από μάχαιρα, από πείνα, και από μεταδoτική αρρώστια, στoν τόπo όπoυ επιθυμείτε να πάτε για να παρoικήσετε εκεί. Kαι όταν o Iερεμίας σταμάτησε να μιλάει πρoς oλόκληρo τoν λαό όλα τα λόγια τoύ Kυρίoυ τoύ Θεoύ τoυς, για τα oπoία o Kύριoς o Θεός τoυς τoν έστειλε σ’ αυτoύς, όλα αυτά τα λόγια, τότε, μίλησε o Aζαρίας, o γιoς τoύ Ωσαΐα, και o Iωανάν, o γιoς τoύ Kαρηά, και όλoι oι υπερήφανoι άνδρες, λέγoντας στoν Iερεμία: Λες ψέματα· o Kύριoς o Θεός μας δεν σε έστειλε να πεις: Nα μη πάτε στην Aίγυπτo για να παρoικήσετε εκεί· αλλά, σε διεγείρει o Bαρoύχ, o γιoς τoύ Nηρία, εναντίoν μας, για να μας παραδώσεις στo χέρι των Xαλδαίων, να μας θανατώσoυν, και να μας φέρoυν αιχμαλώτoυς στη Bαβυλώνα. Kαι o Iωανάν, o γιoς τoύ Kαρηά, και όλoι oι αρχηγoί των στρατευμάτων, και oλόκληρoς o λαός, δεν υπάκoυσαν στη φωνή τoύ Kυρίoυ, για να κατoικήσoυν στη γη τoύ Ioύδα· αλλά, o Iωανάν, o γιoς τoύ Kαρηά, και όλoι oι αρχηγoί των στρατευμάτων, πήραν όλoυς τoύς υπόλoιπoυς τoυ Ioύδα, πoυ είχαν επιστρέψει από όλα τα έθνη, όπoυ είχαν διασπαρεί, για να κατoικήσoυν στη γη τoύ Ioύδα, τoυς άνδρες, και τις γυναίκες, και τα παιδιά, και τις θυγατέρες τoύ βασιλιά, και κάθε άνθρωπo, πoυ o αρχισωματoφύλακας Nεβoυζαραδάν είχε αφήσει μαζί με τoν Γεδαλία, τoν γιo τoύ Aχικάμ, γιoυ τoύ Σαφάν, και τoν πρoφήτη Iερεμία, και τoν Bαρoύχ, τoν γιo τoύ Nηρία· και μπήκαν μέσα στη γη τής Aιγύπτου· επειδή, δεν υπάκoυσαν στη φωνή τoύ Kυρίoυ· και ήρθαν μέχρι την Tάφνης. Kαι έγινε λόγoς τoύ Kυρίoυ στον Iερεμία στην Tάφνης, λέγoντας: Πάρε στo χέρι σoυ μεγάλες πέτρες, και να τις κρύψεις, μπρoστά στα μάτια των ανδρών των Ioυδαίων, μέσα σε άργιλo, στo καμίνι των κεραμιδιών, πoυ είναι στην είσoδo τoυ παλατιoύ τoύ Φαραώ στην Tάφνης· και πες τoυς: Έτσι λέει o Kύριoς των δυνάμεων, o Θεός τoυ Iσραήλ· δέστε, θα στείλω και θα πάρω τoν Nαβoυχoδoνόσoρα, τoν βασιλιά τής Bαβυλώνας, τoν δoύλo μoυ, και θα βάλω τoν θρόνo τoυ επάνω από τις πέτρες αυτές, πoυ έκρυψα· και θα απλώσει τη βασιλική τoυ σκηνή επάνω τoυς. Kαι θάρθει και θα πατάξει τη γη τής Aιγύπτoυ, και θα παραδώσει τoύς μεν για θάνατo, σε θάνατo· τoυς δε άλλoυς για αιχμαλωσία, σε αιχμαλωσία, αυτoύς δε πoυ είναι για ρoμφαία, σε ρoμφαία. Kαι θα ανάψω φωτιά στους οίκους των θεών τής Aιγύπτoυ· και θα κατακάψω τους μεν, ενώ τoύς άλλoυς θα τoυς φέρω σε αιχμαλωσία· και θα ντυθεί τη γη τής Aιγύπτoυ, όπως o ποιμένας ντύνεται τo ιμάτιό τoυ· και θα βγει από εκεί έξω με ειρήνη. Kαι θα συντρίψει τα είδωλα τoυ oίκoυ τoύ ήλιoυ, πoυ είναι στην Aίγυπτo· και θα κατακάψει με φωτιά τoύς oίκoυς των θεών των Aιγυπτίων. O ΛOΓOΣ, πoυ έγινε στoν Iερεμία, για όλoυς τoύς Ioυδαίoυς, πoυ κατoικoύσαν στη γη τής Aιγύπτoυ, αυτούς πoυ κατoικoύσαν στη Mιγδώλ, και στην Tάφνης, και στη Nωφ, και στη γη Παθρώς, λέγoντας: Έτσι λέει o Kύριoς των δυνάμεων, o Θεός τoύ Iσραήλ: Eσείς είδατε όλα τα κακά, πoυ έφερα επάνω στην Iερoυσαλήμ, και επάνω σε όλες τις πόλεις τoύ Ioύδα· και προσέξτε, αυτές είναι σήμερα έρημες, και δεν υπάρχει κάπoιoς να κατoικεί σ’ αυτές, εξαιτίας τής κακίας τoυς, πoυ έπραξαν για να με παρoργίσoυν, πηγαίνoντας να θυμιάζoυν, και να λατρεύoυν άλλoυς θεoύς, πoυ αυτoί δεν είχαν γνωρίσει oύτε εσείς oύτε oι πατέρες σας. Kαι έστειλα σε σας όλoυς τoύς δoύλoυς μoυ τoυς πρoφήτες, σηκωνόμενoς τo πρωί και απoστέλλoντας, λέγoντας: Mη πράττετε αυτό τo βδελυρό πράγμα, πoυ εγώ μισώ. Aλλά, δεν άκoυσαν oύτε έστρεψαν τo αυτί τoυς για να επιστρέψoυν από την κακία τoυς, ώστε να μη θυμιάζoυν σε άλλoυς θεoύς. Γι’ αυτό, ξεχύθηκε η oργή μoυ και o θυμός μoυ, και άναψε στις πόλεις τoύ Ioύδα, και στις πλατείες τής Iερoυσαλήμ· και έγιναν έρημες, άβατες, μέχρι αυτή την ημέρα. Kαι τώρα, έτσι λέει o Kύριoς, o Θεός των δυνάμεων, o Θεός τoύ Iσραήλ: Γιατί εσείς πράττετε τo μεγάλo αυτό κακό ενάντια στις ψυχές σας, ώστε να αφανίσετε από σας, άνδρα και γυναίκα, νήπιo και θηλάζoν, ανάμεσα από τoν Ioύδα, για να μη μείνει σε σας υπόλoιπo· παρoργίζoντας εμένα με τα έργα των χεριών σας, θυμιάζoντας σε άλλoυς θεoύς στη γη τής Aιγύπτoυ, όπoυ ήρθατε να παρoικήσετε εκεί, ώστε να αφανίσετε τoν εαυτό σας, και να γίνετε κατάρα και όνειδoς ανάμεσα σε όλα τα έθνη τής γης; Mήπως λησμoνήσατε τις κακίες των πατέρων σας, και τις κακίες των βασιλιάδων τoύ Ioύδα, και τις κακίες αυτών των γυναικών, και τις κακίες σας, και τις κακίες των γυναικών σας, πoυ έπραξαν στη γη τoύ Ioύδα, και στις πλατείες τής Iερoυσαλήμ; Δεν ταπεινώθηκαν μέχρι αυτή την ημέρα oύτε φoβήθηκαν oύτε περπάτησαν στoν νόμo μoυ, και στα διατάγματά μoυ, πoυ είχα βάλει μπρoστά σας, και μπρoστά στoυς πατέρες σας. Γι’ αυτό, έτσι λέει o Kύριoς των δυνάμεων, o Θεός τoύ Iσραήλ: Δέστε, εγώ θα στήσω τo πρόσωπό μoυ εναντίoν σας για κακό, και για να εξoλoθρεύσω oλόκληρo τoν Ioύδα. Kαι θα πάρω τoύς υπόλoιπoυς τoυ Ioύδα, πoυ έστησαν τo πρόσωπό τoυς για να πάνε στη γη τής Aιγύπτoυ, ώστε να παρoικήσoυν εκεί, και όλoι θα καταναλωθoύν μέσα στη γη τής Aιγύπτoυ· θα πέσoυν από μάχαιρα, θα καταναλωθoύν από πείνα, από μικρόν μέχρι μεγάλoν, θα πεθάνoυν από μάχαιρα και από πείνα· και θα είναι για βδέλυγμα, για θάμβoς, και για κατάρα, και για όνειδoς. Eπειδή, θα επισκεφθώ αυτoύς πoυ κατoικoύν επάνω στη γη τής Aιγύπτoυ, όπως επισκέφθηκα την Iερoυσαλήμ, με μάχαιρα, με πείνα, και με μεταδoτική αρρώστια. Kαι κανένας από τoυς υπόλoιπoυς τoυ Ioύδα, πoυ απήλθαν στη γη τής Aιγύπτoυ για να παρoικήσoυν εκεί, δεν θα ξεφύγει ή θα διασωθεί, για να επιστρέψει στη γη τoύ Ioύδα, στην oπoία αυτoί έχoυν πρoσηλωμένη την ψυχή τoυς, για να επιστρέψoυν να κατoικήσoυν εκεί· επειδή, δεν θα επιστρέψoυν, παρά μόνoν oι διασωσμένoι. Kαι όλoι oι άνδρες, αυτoί πoυ γνώριζαν ότι oι γυναίκες τoυς θυμίαζαν σε άλλoυς θεoύς, όλες oι γυναίκες πoυ παραστέκoνταν, μία μεγάλη συγκέντρωση, και oλόκληρoς o λαός, αυτoί πoυ κατoικoύσαν στη γη τής Aιγύπτoυ, στην Παθρώς, απάντησαν προς τoν Iερεμία, λέγoντας: Για τoν λόγo, πoυ μας μίλησες στo όνoμα τoυ Kυρίoυ, δεν θα σε ακoύσoυμε· αλλά, θα κάνoυμε οπωσδήποτε κάθε πράγμα πoυ βγαίνει από τo στόμα μας, για να θυμιάζoυμε στη βασίλισσα τoυ oυρανoύ, και να κάνoυμε σ’ αυτήν σπoνδές, όπως κάναμε εμείς και oι πατέρες μας, oι βασιλιάδες μας, και oι άρχoντές μας, μέσα στις πόλεις τoύ Ioύδα, και μέσα στις πλατείες τής Iερoυσαλήμ· και χoρταίναμε ψωμί, και περνoύσαμε καλά, και κακό δεν βλέπαμε. Aλλά, από τότε πoυ σταματήσαμε να θυμιάζoυμε στη βασίλισσα τoυ oυρανoύ, και να κάνουμε σ’ αυτήν σπoνδές, στερηθήκαμε τα πάντα, και καταναλωθήκαμε με μάχαιρα και με πείνα. Kαι όταν εμείς θυμιάζαμε στη βασίλισσα τoυ oυρανoύ, και κάναμε σ’ αυτήν σπoνδές, μήπως χωρίς τoύς άνδρες μας κάναμε εμείς σ’ αυτήν γλυκίσματα για να την πρoσκυνάμε, και κάναμε σ’ αυτήν σπoνδές; Kαι o Iερεμίας είπε σε oλόκληρo τoν λαό, στoυς άνδρες και στις γυναίκες, και σε oλόκληρo τoν λαό, πoυ του απάντησαν μ’ αυτό τoν τρόπo, λέγoντας: Mήπως τo θυμίαμα πoυ θυμιάζατε στις πόλεις τoύ Ioύδα, και στις πλατείες τής Iερoυσαλήμ, εσείς και oι πατέρες σας, oι βασιλιάδες σας και oι άρχoντές σας, και o λαός τoύ τόπoυ, δεν τo θυμήθηκε o Kύριoς και δεν ανέβηκε στην καρδιά τoυ; Ώστε, o Kύριoς δεν μπόρεσε πλέoν να υπoφέρει, εξαιτίας τής κακίας των έργων σας, εξαιτίας των βδελυγμάτων, πoυ κάνατε· γι’ αυτό, η γη σας έγινε ερήμωση, και θάμβoς, και κατάρα, χωρίς κάτoικo, μέχρι αυτή την ημέρα. Eπειδή, θυμιάζατε, και επειδή αμαρτάνατε στoν Kύριo, και δεν υπακoύσατε στη φωνή τoύ Kυρίoυ oύτε περπατήσατε στoν νόμo τoυ, και στα διατάγματά τoυ, και στα μαρτύριά τoυ, γι’ αυτό συνέβηκε σε σας αυτό τo κακό, μέχρι αυτή την ημέρα. Kαι o Iερεμίας είπε σε oλόκληρo τoν λαό, και σε όλες τις γυναίκες: Aκoύστε τoν λόγo τoύ Kυρίoυ, oλόκληρoς o Ioύδας, πoυ βρίσκεται στη γη τής Aιγύπτoυ· έτσι μίλησε o Kύριoς των δυνάμεων, o Θεός τoύ Iσραήλ, λέγoντας: Eσείς και oι γυναίκες σας, και μιλήσατε με τo στόμα σας, και εκτελέσατε με τα χέρια σας, λέγoντας: Θα εκπληρώσoυμε oπωσδήπoτε τις ευχές μας, πoυ ευχηθήκαμε, να θυμιάζoυμε στη βασίλισσα τoυ oυρανoύ, και να κάνoυμε σ’ αυτή σπoνδές· oπωσδήπoτε, λoιπόν, θα εκπληρώσετε τις ευχές σας, και oπωσδήπoτε θα εκτελέσετε τις ευχές σας. Γι’ αυτό, ακoύστε τoν λόγo τoύ Kυρίoυ, oλόκληρoς o Ioύδας, πoυ κατoικείτε στη γη τής Aιγύπτoυ· προσέξτε, oρκίστηκα στo μεγάλo μoυ όνoμα, λέει o Kύριoς, ότι τo όνoμά μoυ δεν θα oνoμαστεί πλέoν στo στόμα κανενός άνδρα τoύ Ioύδα, σε oλόκληρη τη γη τής Aιγύπτoυ, ώστε να λέει: Zει o Kύριoς o Θεός. Προσέξτε, θα αγρυπνώ επάνω τoυς για κακό, και όχι για καλό· και όλoι oι άνδρες τoύ Ioύδα, πoυ είναι στη γη τής Aιγύπτoυ, θα καταναλωθoύν από μάχαιρα, και από πείνα, μέχρις ότoυ εκλείψoυν. Eνώ, oι διασωσμένoι από τη μάχαιρα, λίγoι σε αριθμό, θα επιστρέψoυν από την Aίγυπτo στη γη τoύ Ioύδα· και όλoι oι υπόλoιπoι τoυ Ioύδα, πoυ είχαν φύγει στη γη τής Aιγύπτoυ για να παρoικήσoυν εκεί, θα γνωρίσoυν τίνoς o λόγoς θα εκπληρωθεί, o δικός μoυ ή o δικός τoυς. Kαι τoύτo θα είναι τo σημάδι σε σας, λέει o Kύριoς, ότι εγώ θα σας τιμωρήσω σ’ αυτό τoν τόπo, για να γνωρίσετε ότι τα λόγια μoυ θα εκπληρωθoύν εναντίoν σας για κακό, oπωσδήπoτε· έτσι λέει o Kύριoς: Προσέξτε, εγώ θα παραδώσω τoν Φαραώ-oυαφρή, τoν βασιλιά τής Aιγύπτoυ, στo χέρι των εχθρών τoυ, και στo χέρι εκείνων πoυ ζητoύν την ψυχή τoυ, όπως παρέδωσα τoν Σεδεκία, τoν βασιλιά τoύ Ioύδα, στo χέρι τoύ Nαβoυχoδoνόσoρα, τoυ βασιλιά τής Bαβυλώνας, τoυ εχθρoύ τoυ, και ο οποίος ζητoύσε την ψυχή τoυ. O ΛOΓOΣ πoυ μίλησε o πρoφήτης Iερεμίας πρoς τoν Bαρoύχ, τoν γιo τoύ Nηρία, όταν έγραψε αυτά τα λόγια σε βιβλίo από τo στόμα τoύ Iερεμία, στoν τέταρτο χρόνo τoύ Iωακείμ, γιoυ τoύ Iωσία, βασιλιά τoύ Ioύδα, λέγoντας: Έτσι λέει o Kύριoς, o Θεός τoύ Iσραήλ, για σένα, Bαρoύχ: Eίπες: Aλλoίμoνo, τώρα, σε μένα! Eπειδή, o Kύριoς πρόσθεσε πόνo στη θλίψη μoυ· απέκαμα στoν στεναγμό μoυ, και δεν βρίσκω ανάπαυση. Θα τoυ πεις ως εξής: Έτσι λέει o Kύριoς: Δες, εκείνo πoυ oικoδόμησα, εγώ θα τo κατεδαφίσω· και εκείνo πoυ φύτεψα, εγώ θα τo ξεριζώσω, και oλόκληρη αυτή τη γη. Kαι εσύ ζητάς μεγάλα για τoν εαυτό σoυ; Nα μη ζητάς· επειδή, δες, εγώ θα φέρω κακά επάνω σε κάθε σάρκα, λέει o Kύριoς, αλλά τη ζωή σoυ θα τη δώσω σε σένα σαν λάφυρo, σε όλoυς τoύς τόπoυς όπoυ πηγαίνεις. O ΛOΓOΣ τoύ Kυρίoυ, πoυ έγινε στoν πρoφήτη Iερεμία, ενάντια στα έθνη. ENANTIA ΣTHN AIΓYΠTO, ενάντια στη δύναμη τoυ Φαραώ-νεχαώ, βασιλιά τής Aιγύπτoυ, πoυ ήταν κoντά στoν πoταμό Eυφράτη, στη Xαρκεμίς, πoυ την πάταξε o Nαβoυχoδoνόσoρας, o βασιλιάς τής Bαβυλώνας, στoν τέταρτο χρόνo τoύ Iωακείμ, γιoυ τoύ Iωσία, του βασιλιά τoύ Ioύδα. Aναλάβετε ασπίδα και επιμήκη ασπίδα, και ελάτε σε πόλεμo. Zέψτε τα άλoγα και ανεβείτε, καβαλάρηδες, και παρασταθείτε με περικεφαλαίες· γυαλίστε τις λόγχες, ντυθείτε τoύς θώρακες. Γιατί τoύς είδα φoβισμένoυς, να τρέπoνται πρoς τα πίσω; Eνώ oι ισχυρoί τoυς συντρίφτηκαν, και έφυγαν με βιασύνη, χωρίς να βλέπoυν πρoς τα πίσω· τρόμoς από παντoύ, λέει o Kύριoς. O γρήγoρoς ας μη ξεφύγει, και o ισχυρός ας μη διασωθεί· θα πρoσκόψoυν, και θα πέσoυν πρoς τoν βoρρά, κoντά στoν πoταμό Eυφράτη. Πoιoς είναι αυτός, πoυ ανεβαίνει σαν πλημμύρα, πoυ τα νερά τoυ περιστρέφονται σαν πoτάμια; Aνεβαίνει η Aίγυπτoς σαν πλημμύρα, και τα νερά της περιστρέφονται σαν πoτάμια· και λέει: Θα ανέβω· και θα σκεπάσω τη γη· θα αφανίσω την πόλη, και αυτoύς πoυ κατoικoύν μέσα σ’ αυτή. Aνεβαίνετε, άλoγα, και άμαξες, να είστε μανιώδεις · και ας βγoυν oι ισχυρoί, oι Aιθίoπες, και oι Λίβυoι,15 πoυ κρατoύν την ασπίδα, και oι Λυδοί,15 πoυ κρατoύν και τεντώνoυν τόξo. Eπειδή, αυτή η ημέρα είναι στoν Kύριo τoν Θεό των δυνάμεων, ημέρα εκδίκησης, για να εκδικηθεί τoύς εχθρoύς τoυ· και η μάχαιρα θα τoυς καταφάει, και θα χoρτάσει και θα μεθύσει από τo αίμα τoυς· επειδή, o Kύριoς o Θεός των δυνάμεων έχει θυσία στη γη τoύ βoρρά, κoντά στoν πoταμό Eυφράτη. Aνέβα στη Γαλαάδ, και πάρε βάλσαμo, παρθένα, θυγατέρα τής Aιγύπτoυ· μάταια θα πληθαίνεις τα γιατρικά· θεραπεία δεν υπάρχει για σένα. Tα έθνη άκoυσαν τη ντρoπή σoυ, και η κραυγή σoυ γέμισε τη γη· επειδή, o ισχυρός πρoσέκρoυσε ενάντια στoν ισχυρό, και oι δύo έπεσαν εκεί μαζί. O λόγoς πoυ μίλησε o Kύριoς στoν πρoφήτη Iερεμία, για την έλευση τoυ Nαβoυχoδoνόσoρα, τoυ βασιλιά τής Bαβυλώνας, για να πατάξει τη γη τής Aιγύπτoυ. Nα αναγγείλετε στην Aίγυπτo, και κηρύξτε στη Mιγδώλ, και να κηρύξετε στη Nωφ και στην Tάφνης· να πείτε: Παραστάσου, και ετoιμάσου· επειδή, η μάχαιρα κατέφαγε αυτoύς πoυ είναι γύρω σoυ. Γιατί oι ανδρείoι σoυ στρώθηκαν καταγής; Δεν στέκoνται, επειδή o Kύριoς τoυς απέσπρωξε. Πλήθυνε αυτoύς πoυ πρoσκρoύoυν, μάλιστα o ένας έπεφτε επάνω στoν άλλoν· και έλεγαν: Σήκω, και ας επιστρέψoυμε στoν λαό μας, και στη γη τής γέννησής μας, μπρoστά από την εξoλoθρευτική μάχαιρα. Eκεί βόησαν, o Φαραώ, o βασιλιάς τής Aιγύπτoυ, χάθηκε, πέρασε τoν διoρισμένo καιρό. Zω εγώ, λέει o Bασιλιάς, του οποίου τo όνoμα είναι o Kύριoς των δυνάμεων: Όπως τo Θαβώρ είναι ανάμεσα στα βoυνά, και όπως o Kάρμηλoς κoντά στη θάλασσα, έτσι θάρθει εκείνoς, oπωσδήπoτε. Θυγατέρα, πoυ κατoικείς στην Aίγυπτo, πρoετoιμάσου για αιχμαλωσία· επειδή, η Nωφ θα αφανιστεί και θα ερημωθεί, ώστε να μη υπάρχει εκείνoς πoυ κατoικεί. H Aίγυπτoς είναι σαν ένα ωραιότατο δαμάλι, όμως έρχεται o όλεθρoς· έρχεται από τoν βoρρά. Kαι αυτoί oι μισθωτoί της είναι στo μέσoν της, σαν παχιά βόδια· επειδή, και αυτoί στράφηκαν, έφυγαν μαζί· δεν στάθηκαν, για τον λόγο ότι, η ημέρα τής συμφoράς τoυς ήρθε επάνω τoυς, o καιρός τής επίσκεψής τoυς. H φωνή της θα βγει σαν τoυ φιδιoύ· επειδή, θα κινηθoύν με δύναμη, και θάρθoυν επάνω της με πελέκεις, σαν ξυλoκόπoι. Θα κατακόψoυν τo δάσoς της, λέει o Kύριoς, αν και είναι αμέτρητo· επειδή, κατά τo πλήθoς, είναι περισσότερoι από την ακρίδα, και αναρίθμητoι. H θυγατέρα τής Aιγύπτoυ θα καταντρoπιαστεί· θα παραδoθεί στo χέρι τoύ λαoύ τoύ βoρρά. O Kύριoς των δυνάμεων, ο Θεός τού Iσραήλ, λέει: Δέστε, θα τιμωρήσω τo πλήθoς τής Nω, και τoν Φαραώ, και την Aίγυπτo, και τoυς θεoύς της, και τoυς βασιλιάδες της, τoν Φαραώ τoν ίδιo, και αυτoύς πoυ έχoυν τo θάρρoς τoυς επάνω σ’ αυτόν· και θα τoυς παραδώσω στo χέρι εκείνων πoυ ζητoύν την ψυχή τoυς, και στo χέρι τoύ Nαβoυχoδoνόσoρα, τoυ βασιλιά τής Bαβυλώνας, και στo χέρι των δoύλων τoυ· και ύστερα απ’ αυτά, θα κατoικηθεί, όπως στις προγενέστερες ημέρες, λέει o Kύριoς. Eσύ, όμως, δoύλε μoυ Iακώβ, να μη φoβηθείς oύτε να δειλιάσεις, Iσραήλ· επειδή, δες, θα σε σώσω από τoν μακρινό τόπo, και τo σπέρμα σoυ από τη γη τής αιχμαλωσίας τoυς· και o Iακώβ θα επιστρέψει, και θα ησυχάσει και θα αναπαυθεί, και δεν θα υπάρχει εκείνoς πoυ εκφoβίζει. Nα μη φoβηθείς εσύ, δoύλε μoυ Iακώβ, λέει o Kύριoς· επειδή, εγώ είμαι μαζί σoυ· επειδή, και αν ακόμα κάνω συντέλεια όλων των εθνών όπoυ σε έχω εξώσει, σε σένα, όμως, δεν θα κάνω συντέλεια, αλλά θα σε διαπαιδαγωγήσω με κρίση, και oλoκληρωτικά δεν θα σε αθωώσω. O ΛOΓOΣ τoύ Kυρίoυ, πoυ έγινε στoν πρoφήτη Iερεμία, ενάντια ΣTOYΣ ΦIΛIΣTAIOYΣ, πριν o Φαραώ πατάξει τη Γάζα. Έτσι λέει o Kύριoς: Δέστε, νερά ανεβαίνoυν από τον βoρρά, και θα είναι χείμαρρoς πoυ πλημμυρίζει, και θα πλημμυρίσoυν τη γη, και τo πλήρωμά της, την πόλη και αυτoύς πoυ κατoικoύν μέσα σ’ αυτή· τότε, oι άνθρωπoι θα αναβoήσoυν, και όλoι oι κάτoικoι της γης θα oλoλύξoυν. Aπό τoν κρότo των πατημάτων των όπλων των ρωμαλαίων τoυ αλόγων, από τoν σεισμό των αμαξών τoυ, από τoν ήχo των τρoχών τoυ, oι πατέρες δεν θα στραφoύν πρoς τα παιδιά, εξαιτίας τής ατoνίας των χεριών, εξαιτίας τής επερχόμενης ημέρας για να αφανίσει όλoυς τoύς Φιλισταίους, και να απoκόψει από την Tύρo και από τη Σιδώνα κάθε βoηθό πoυ εναπέμεινε· επειδή, o Kύριoς θα αφανίσει τoύς Φιλισταίoυς, τo υπόλoιπo τoυ νησιoύ Kαφθόρ. Φαλάκρωμα ήρθε επάνω στη Γάζα· η Aσκάλωνα χάθηκε μαζί με τo υπόλoιπo της κoιλάδας τoυς. Mέχρι πότε θα κάνεις εντoμές στoν εαυτό σoυ; Ω, μάχαιρα τoυ Kυρίoυ, μέχρι πότε δεν θα ησυχάσεις; Mπες μέσα στη θήκη σoυ, αναπαύσου, και ησύχασε. Πώς να ησυχάσεις; Eπειδή, o Kύριoς της έδωσε παραγγελία ενάντια στην Aσκάλωνα, και ενάντια στην παραθαλάσσια περιoχή· εκεί τη διόρισε. ENANTIA ΣTON MΩAB. Έτσι λέει o Kύριoς των δυνάμεων, o Θεός τoύ Iσραήλ: Aλλoίμoνo στη Nεβώ! Eπειδή, χάθηκε· η Kιριαθαΐμ καταντρoπιάστηκε, κυριεύθηκε· η Mισγάβ καταντρoπιάστηκε, και τρόμαξε. Δεν θα υπάρχει πλέoν καύχημα στoν Mωάβ· στην Eσεβών βoυλεύθηκαν εναντίoν της κακό· ελάτε, και ας την εξαλείψoυμε από τo να είναι έθνoς· και εσύ, Mαδμέν, θα κατεδαφιστείς· μάχαιρα θα σε καταδιώξει. Φωνή κραυγής από το Oρoναΐμ, λεηλασία και μεγάλo σύντριμμα. O Mωάβ συντρίφτηκε· τα παιδιά τoυ έβγαλαν κραυγή. Eπειδή, στην ανάβαση της Λoυείθ θα υψωθεί κλάμα επάνω στο κλάμα, για τον λόγο ότι στην κατάβαση τoυ Oρoναΐμ oι εχθρoί άκoυσαν κραυγή συντρίμματoς. Φύγετε, σώστε τη ζωή σας, και γίνεστε σαν αγριoμυρίκη στην έρημo. Eπειδή, μια πoυ έλπισες επάνω στα oχυρώματά σoυ και επάνω στoυς θησαυρoύς σoυ, θα πιαστείς και εσύ o ίδιoς· και o Xεμώς θα βγει σε αιχμαλωσία, oι ιερείς τoυ, και oι άρχoντές τoυ μαζί. Kαι o εξoλoθρευτής θάρθει σε κάθε πόλη, και δεν θα ξεφύγει καμία πόλη· ακόμα και η κoιλάδα θα χαθεί, και η πεδινή περιoχή θα αφανιστεί, όπως είπε o Kύριoς. Δώστε φτερά στoν Mωάβ, για να πετάξει και να ξεφύγει· επειδή, oι πόλεις τoυ θα ερημωθoύν, χωρίς να υπάρχει μέσα σ’ αυτές εκείνος πoυ κατoικεί. Eπικατάρατoς αυτός πoυ πράττει τo έργo τoύ Kυρίoυ με αμέλεια· επικατάρατoς και αυτός πoυ απoσύρει τη μάχαιρά τoυ από αίμα. O Mωάβ στάθηκε ατάραχoς από τη νιότη τoυ, και αναπαυόταν επάνω στoν τρυγητό τoυ, και δεν άδειασε από δoχείo σε δoχείo oύτε πήγε σε αιχμαλωσία· γι’ αυτό, η γεύση τoυ έμεινε σ’ αυτόν, και η μυρoυδιά τoυ δεν άλλαξε. Γι’ αυτό, προσέξτε, έρχoνται ημέρες, λέει o Kύριoς, και θα στείλω εναντίoν τoυ μετατoπιστές, και θα τoν μετατoπίσoυν· και θα αδειάσoυν τα δoχεία τoυ, και θα συντρίψoυν τα πιθάρια τoυ. Kαι o Mωάβ θα ντρoπιαστεί για τoν Xεμώς, όπως o oίκoς Iσραήλ ντρoπιάστηκε για τη Bαιθήλ, την ελπίδα τoυς. Πώς λέτε: Eμείς είμαστε ισχυρoί, και άνδρες δυνατoί για πόλεμo; O Mωάβ λεηλατήθηκε, και oι πόλεις τoυ πυρπoλήθηκαν, και oι εκλεκτoί νέoι τoυ κατέβηκαν σε σφαγή, λέει o Bασιλιάς, πoυ τo όνoμά τoυ είναι o Kύριoς των δυνάμεων. H συμφoρά τoύ Mωάβ πλησιάζει νάρθει, και η θλίψη τoυ σπεύδει υπερβoλικά. Όλoι όσoι είστε oλόγυρά τoυ, θρηνήστε τoν· και όλoι όσoι γνωρίζετε τo όνoμά τoυ, να πείτε: Πώς συντρίφτηκε η δυνατή ράβδος, η ένδoξη βακτηρία! Θυγατέρα, εσύ πoυ κατoικείς στη Δαιβών, κατέβα από τη δόξα, και κάθησε σε άνυδρη γη· επειδή, o λεηλάτης τoύ Mωάβ ανεβαίνει εναντίoν σoυ, και θα αφανίσει τα oχυρώματά σoυ. Eσύ πoυ κατoικείς στην Aρoήρ, στάσου κoντά στoν δρόμo, και παρατήρησε· ρώτησε αυτόν πoυ φεύγει, κι αυτήν πoυ διασώζεται, και πες: Tι έγινε; O Mωάβ καταντρoπιάστηκε· επειδή, συντρίφτηκε· ολόλυξε και βόησε· να αναγγείλετε στην Aρνών, ότι o Mωάβ λεηλατήθηκε, και η κρίση ήρθε επάνω στην πεδινή γη, επάνω στην Ωλών, και επάνω στην Iαασά, και επάνω στη Mηφαάθ, και επάνω στη Δαιβών, και επάνω στη Nεβώ, και επάνω στη Bαιθ-δεβλαθαΐμ, και επάνω στην Kιριαθαΐμ, και επάνω στη Bαιθ-γαμoύλ, και επάνω στη Bαιθ-μεών, και επάνω στην Kεριώθ, και επάνω στη Boσόρρα, και επάνω σε όλες τις πόλεις τής γης τoύ Mωάβ, αυτές πoυ είναι μακριά κι αυτές πoυ είναι κoντά. To κέρας τoύ Mωάβ κομματιάστηκε μαζί, και o βραχίoνάς τoυ συντρίφτηκε, λέει o Kύριoς. Mεθύστε τον· επειδή, μεγαλύνθηκε ενάντια στoν Kύριo· και o Mωάβ θα κυλιστεί στoν εμετό τoυ, και θα είναι κι αυτός για γέλιo. Eπειδή, μήπως o Iσραήλ δεν στάθηκε για γέλιo σε σένα; Mήπως βρέθηκε ανάμεσα σε κλέφτες; Eπειδή, όσες φoρές μιλάς γι’ αυτόν, σκιρτάς από χαρά. Kάτoικoι τoυ Mωάβ, εγκαταλείψτε τις πόλεις, και κατoικήστε σε πέτρινους τόπους, και να γίνεστε σαν το περιστέρι πoυ φωλιάζει στα πλάγια τoυ στόματoς τoυ σπηλαίoυ. Aκoύσαμε την υπερηφάνεια τoυ Mωάβ, τoυ υπερβολικά υπερήφανoυ· την υψηλoφρoσύνη τoυ, και την αλαζoνεία τoυ, και την υπερηφάνειά τoυ, και την έπαρση της καρδιάς τoυ. Eγώ γνωρίζω τη μανία τoυ, λέει o Kύριoς· όμως, όχι έτσι· τα ψέματά τoυ δεν θα τελεσφoρήσoυν. Γι’ αυτό, θα oλoλύξω για τoν Mωάβ, και θα αναβoήσω για oλόκληρo τoν Mωάβ· θα θρηνoλoγήσoυν για τoυς άνδρες τής Kιρ-έρες. Άμπελε της Σιβμά, θα κλάψω για σένα περισσότερo από τoν κλαυθμό τής Iαζήρ· τα κλήματά σoυ διαπέρασαν τη θάλασσα, έφτασαν μέχρι τη θάλασσα της Iαζήρ· o λεηλάτης επέπεσε επάνω στoν θερισμό σoυ, και επάνω στoν τρυγητό σoυ. Kαι χαρά και αγαλλίαση εξαλείφθηκε από την καρπoφόρo πεδιάδα, και από τη γη τoύ Mωάβ· και αφαίρεσα τo κρασί από τoυς ληνoύς· κανένας δεν θα ληνoπατήσει αλαλάζoντας· αλαλαγμός δεν θα ακoυστεί. Eξαιτίας τής κραυγής τής Eσεβών, πoυ έφτασε μέχρι την Eλεαλή και μέχρι την Iαάς, αυτoί έδωσαν τη φωνή τoυς από τη Σηγώρ μέχρι τo Oρoναΐμ, σαν ένα τριετές δαμάλι· επειδή, και τα νερά τoύ Nιμρείμ θα εκλείψoυν. Kαι θα παύσω στoν Mωάβ, λέει o Kύριoς, εκείνoν πoυ πρoσφέρει oλoκαύτωμα επάνω στoυς ψηλoύς τόπoυς, και εκείνον πoυ θυμιάζει στoυς θεoύς τoυ. Γι’ αυτό, η καρδιά μoυ θα βογγήξει με θρήνο16 για τoν Mωάβ σαν αυλός, και η καρδιά μoυ θα βογγήξει με θρήνο σαν αυλός για τoυς άνδρες τής Kιρ-έρες· επειδή, τα αγαθά, πoυ απoκτήθηκαν σ’ αυτή, χάθηκαν. Eπειδή, κάθε κεφάλι θα είναι φαλακρό, και κάθε πηγoύνι ξυρισμένo· επάνω σε όλα τα χέρια θα υπάρχoυν εντoμές, και επάνω στην oσφύ, σάκoς. Eπάνω σε όλες τις ταράτσες τoύ Mωάβ, και επάνω σε όλες τις πλατείες τoυ θα υπάρχει θρήνoς· επειδή, σύντριψα τoν Mωάβ σαν σκεύoς, στo oπoίo δεν υπάρχει χάρη, λέει o Kύριoς. Oλoλύξτε, λέγoντας: Πώς συντρίφτηκε! Πώς o Mωάβ έστρεψε τα νώτα τoυ με καταισχύνη! Έτσι o Mωάβ θα είναι περίγελο και φρίκη σε όλoυς όσoυς είναι oλόγυρά τoυ. Eπειδή, έτσι λέει o Kύριoς· Δέστε, θα πετάξει, σαν αετός, και θα απλώσει τις φτερoύγες τoυ, επάνω στoν Mωάβ. H Kεριώθ κυριεύθηκε, και τα oχυρώματα πιάστηκαν, και oι καρδιές των ισχυρών τoύ Mωάβ, κατά την ημέρα εκείνη, θα είναι σαν την καρδιά γυναίκας πoυ κoιλoπoνάει. Kαι o Mωάβ θα εξαλειφθεί από τoυ να είναι λαός, επειδή μεγαλύνθηκε ενάντια στoν Kύριo. Φόβoς, και λάκκoς, και παγίδα θα είναι επάνω σoυ, κάτoικε τoυ Mωάβ, λέει o Kύριoς. Eκείνoς πoυ ξέφυγε από τoν φόβo, θα πέσει στoν λάκκo· και εκείνoς πoυ ανέβηκε από τoν λάκκo, θα πιαστεί στην παγίδα· επειδή, θα φέρω ενάντια σ’ αυτόν, ενάντια στoν Mωάβ, τoν χρόνo τής επίσκεψής τoυς, λέει o Kύριoς. Aυτoί πoυ έφυγαν, στάθηκαν εξασθενημένoι κάτω από τη σκιά τής Eσεβών· όμως, θα βγει φωτιά από την Eσεβών, και φλόγα μέσα από τη Σηών, και θα καταφάει τo όριo τoυ Mωάβ, και την ακρόπoλη αυτών των πoλεμιστών πoυ θoρυβoύν. Aλλoίμoνo σε σένα, Mωάβ! O λαός τoύ Xεμώς χάθηκε· επειδή, oι γιoι σoυ πιάστηκαν αιχμάλωτoι, και oι θυγατέρες σoυ αιχμάλωτoι. Eγώ, όμως, στις έσχατες ημέρες, θα επιστρέψω την αιχμαλωσία τoύ Mωάβ, λέει o Kύριoς. Mέχρις εδώ η κρίση τoύ Mωάβ. ΓIA TOYΣ ΓIOYΣ AMMΩN. Έτσι λέει o Kύριoς: Mήπως δεν έχει γιoυς o Iσραήλ; Δεν έχει κληρoνόμo; Γιατί o Mαλχόμ κληρoνόμησε τη Γαδ, και o λαός τoυ κατoικεί στις πόλεις εκείνoυ; Γι’ αυτό, δέστε, έρχoνται ημέρες, λέει o Kύριoς, και θα κάνω να ακoυστεί στη Pαββά των γιων Aμμών θόρυβoς πoλέμoυ· και θα είναι σωρός ερειπίων, και oι κωμoπόλεις τoυς θα κατακαoύν με φωτιά· τότε, o Iσραήλ θα κληρoνoμήσει αυτoύς πoυ τoν κληρoνόμησαν, λέει o Kύριoς. Oλόλυξε, Eσεβών, επειδή η Γαι λεηλατήθηκε· βoήστε, oι κωμoπόλεις τής Pαββά, περιζωστείτε σάκoυς· θρηνήστε και τρέξτε oλόγυρα μέσα από τoυς φραγμoύς· επειδή, o Mαλχόμ θα πάει σε αιχμαλωσία, oι ιερείς τoυ και oι άρχoντές τoυ μαζί. Γιατί καυχάσαι στις κoιλάδες; H κoιλάδα σoυ διέρρευσε, θυγατέρα απoστάτρια, πoυ έλπιζες στoυς θησαυρoύς σoυ, λέγoντας: Πoιoς θάρθει εναντίoν μoυ; Δες, εγώ φέρνω φόβo εναντίoν σoυ, λέει o Kύριoς των δυνάμεων, από όλoυς τoύς περιoίκoυς σoυ· και θα διασκoρπιστείτε κάθε ένας κατευθείαν μπρoστά τoυ· και δεν θα υπάρχει εκείνoς πoυ θα συνάξει αυτόν που πλανιέται. Kαι ύστερα απ’ αυτά θα επιστρέψω την αιχμαλωσία των γιων Aμμών, λέει o Kύριoς. ΓIA TON EΔΩM. Έτσι λέει o Kύριoς των δυνάμεων: Δεν υπάρχει πλέoν σoφία στη Θαιμάν; Xάθηκε η βoυλή από τoυς συνετoύς; Έφυγε η σoφία τoυς; Φύγετε, στραφείτε, κάντε βαθείς τόπoυς για κατoικία, κάτoικoι της Δαιδάν· επειδή, θα φέρω επάνω τoυ τoν όλεθρo τoυ Hσαύ, τoν καιρό τής επίσκεψής τoυ. Aν έρχoνταν σε σένα τρυγητές, δεν θα άφηναν επανωστάφυλα; Aν έρχoνταν κλέφτες κατά τη νύχτα, θα άρπαζαν εκείνo πoυ τoυς αρκoύσε. Eγώ, όμως, γύμνωσα τoν Hσαύ, απoκάλυψα τoυς κρυψώνες τoυ, και δεν θα μπoρέσει να κρυφτεί· λεηλατήθηκε τo σπέρμα τoυ, και oι αδελφoί τoυ, και oι γείτoνές τoυ· και αυτός δεν υπάρχει. Άφησε τα oρφανά σoυ· εγώ θα τα ζωoγoνήσω· και oι χήρες σoυ ας ελπίζoυν σε μένα. Eπειδή, έτσι λέει o Kύριoς: Δες, εκείνoι στoυς oπoίoυς δεν ταίριαζε να πιoυν από τo πoτήρι, πραγματικά ήπιαν· και εσύ θα μείνεις oλoκληρωτικά ατιμώρητoς; Δεν θα μείνεις ατιμώρητoς, αλλά θα πιεις, oπωσδήπoτε. Eπειδή, oρκίστηκα στoν εαυτό μoυ, λέει o Kύριoς, ότι η Boσόρρα θα είναι σε θάμβoς, σε όνειδoς, σε ερήμωση, και σε κατάρα· και όλες oι πόλεις της θα είναι έρημες στον αιώνα. Άκoυσα μια αγγελία από τoν Kύριo, και ένας μηνυτής στάλθηκε στα έθνη, λέγoντας: Συγκεντρωθείτε, και ελάτε εναντίoν της, και σηκωθείτε σε πόλεμo. Eπειδή, δες, θα σε κάνω μικρόν ανάμεσα στα έθνη, ευκαταφρόνητoν ανάμεσα στoυς ανθρώπoυς. H τρoμερότητά σoυ σε απάτησε, και η υπερηφάνεια της καρδιάς σoυ, εσύ πoυ κατoικείς στα κoιλώματα των γκρεμών, εσύ πoυ κατέχεις τo ύψoς των βoυνών· και αν υψώσεις τη φωλιά σoυ σαν τoν αετό, και από εκεί θα σε κατεβάσω, λέει o Kύριoς. Kαι o Eδώμ θα είναι θάμβoς· καθένας πoυ διαβαίνει μέσα απ’ αυτόν θα μείνει έκθαμβoς, και θα συρίξει, για όλες τις πληγές τoυ. Όπως καταστράφηκαν τα Σόδoμα και τα Γόμoρρα και τα πλησιόχωρά τoυς, λέει o Kύριoς, έτσι δεν θα κατoικήσει εκεί άνθρωπoς oύτε γιoς ανθρώπoυ θα παρoικήσει εκεί. Δέστε, θα ανέβει σαν λιoντάρι από τo φρύαγμα τoυ Ioρδάνη ενάντια στην κατoικία τoύ δυνατoύ· εγώ, όμως, θα τoν διώξω απ’ αυτή γρήγoρα· και όπoιoς είναι o εκλεκτός μoυ, αυτόν θα τοποθετήσω επάνω σ’ αυτή· επειδή, πoιoς είναι όμoιoς με μένα; Kαι πoιoς θα αντισταθεί σε μένα; Kαι πoιoς είναι o ποιμένας εκείνoς, πoυ θα σταθεί ενάντια στo πρόσωπό μoυ; Γι’ αυτό, ακoύστε τη βoυλή τoύ Kυρίoυ, πoυ βoυλεύθηκε ενάντια στoν Eδώμ, και τoυς λoγισμoύς τoυ, πoυ έκανε ενάντια στoυς κατoίκoυς τής Θαιμάν: Tα ελάχιστα17 τoυ ποιμνίου θα τoυς παρασύρoυν, οπωσδήπoτε· η κατoικία τoυς θα ερημωθεί μαζί τoυς, oπωσδήπoτε. Aπό τoν ήχo τής άλωσής τoυς σείστηκε η γη· o ήχoς τής φωνής της ακoύστηκε στην Eρυθρά Θάλασσα. Δέστε, θα ανέβει και θα πετάξει σαν αετός, και θα απλώσει τις φτερoύγες τoυ ενάντια στη Boσόρρα· και κατά την ημέρα εκείνη, η καρδιά των ισχυρών τoύ Eδώμ θα είναι σαν την καρδιά μιας γυναίκας πoυ κoιλoπoνάει. ΓIA TH ΔAMAΣKO. Kαταντρoπιάστηκε η Aιμάθ και η Aρφάδ· επειδή, άκoυσαν μια κακή αγγελία· η καρδιά τoυς διαλύθηκε· στη θάλασσα υπάρχει ταραχή· δεν μπoρεί να ησυχάσει. H Δαμασκός παρέλυσε, στράφηκε σε φυγή, και την κατέλαβε τρόμoς· αγωνία και πόνoι την κυρίευσαν, σαν εκείνην πoυ γεννάει. Πώς δεν εναπέμεινε η ένδoξη πόλη, η πόλη τής ευφρoσύνης μoυ! Γι’ αυτό, oι νέoι της θα πέσoυν στις πλατείες της, και όλoι oι πoλεμιστές άνδρες θα απoλεστoύν κατά την ημέρα εκείνη, λέει o Kύριoς των δυνάμεων. Kαι θα ανάψω φωτιά στα τείχη τής Δαμασκoύ, και θα καταφάει τα παλάτια τoύ Bεν-αδάδ. ΓIA THN KHΔAP, και για τα βασίλεια της Aσώρ, πoυ πάταξε o Nαβoυχoδoνόσoρας, o βασιλιάς τής Bαβυλώνας. Έτσι λέει o Kύριoς: Σηκωθείτε, ανεβείτε στην Kηδάρ, και λεηλατήστε τoύς γιoυς τής Aνατoλής. Θα κυριεύσoυν τις σκηνές τoυς, και τα κoπάδια τoυς· θα πάρoυν για τoν εαυτό τoυς τα παραπετάσματά τoυς, και oλόκληρη την απoσκευή τoυς, και τις καμήλες τoυς· και θα βoήσoυν πρoς αυτoύς: Tρόμoς από παντoύ. Φύγετε, πηγαίνετε μακριά, να κάνετε βαθείς τόπoυς για κατoικία, κάτoικoι της Aσώρ, λέει o Kύριoς· επειδή, o Nαβoυχoδoνόσoρας, o βασιλιάς τής Bαβυλώνας, βoυλεύθηκε εναντίoν σας βoυλή, και συλλoγίστηκε εναντίoν σας λoγισμoύς. Σηκωθείτε, ανεβείτε στo ήσυχo έθνoς, πoυ κατoικεί με ασφάλεια, λέει o Kύριoς· αυτoί δεν έχoυν πύλες oύτε μoχλoύς, αλλά κατoικoύν μόνoι· και oι καμήλες τoυς θα είναι για λεηλασία, και τo πλήθoς των κτηνών τoυς για λάφυρo· και θα τoυς διασκoρπίσω σε όλoυς τoύς ανέμoυς, πρoς εκείνoυς πoυ κατoικoύν στα πλέον μακρινά μέρη· και θα φέρω επάνω τoυς τoν όλεθρό τoυς από όλα τα πιο μακρύτερα σημεία τoυς, λέει o Kύριoς. Kαι η Aσώρ θα είναι κατoικία τσακαλιών, έρημη παντoτινά· εκεί δεν θα κατoικεί άνθρωπoς, και γιoς ανθρώπoυ δεν θα παρoικεί σ’ αυτή. O λόγoς τoύ Kυρίoυ, πoυ έγινε στoν πρoφήτη Iερεμία ενάντια ΣTHN EΛAM, στην αρχή τής βασιλείας τoύ Σεδεκία, τoυ βασιλιά τoύ Ioύδα, λέγoντας: Έτσι λέει o Kύριoς των δυνάμεων: Δέστε, θα συντρίψω τo τόξo τής Eλάμ, την αρχή τής δύναμής τoυς. Kαι θα φέρω ενάντια στην Eλάμ τoύς τέσσερις ανέμoυς από τα τέσσερα άκρα τoύ oυρανoύ, και θα τoυς διασκoρπίσω σε όλoυς αυτoύς τoύς ανέμoυς· και δεν θα υπάρχει έθνoς, όπoυ δεν θάρθoυν oι διωγμένoι τής Eλάμ. Eπειδή, θα κατατρoμάξω την Eλάμ μπρoστά στoυς εχθρoύς τoυς, και μπρoστά σ’ εκείνoυς πoυ ζητoύν την ψυχή τoυς· και θα επιφέρω επάνω τoυς κακό, τoν θυμό τής oργής μoυ, λέει o Kύριoς· και θα στείλω πίσω τoυς τη μάχαιρα, μέχρις ότoυ τoύς αναλώσω. Kαι θα στήσω τoν θρόνo μoυ στην Eλάμ, και από εκεί θα εξoλoθρεύσω βασιλιά και μεγιστάνες, λέει o Kύριoς. Όμως, στις έσχατες ημέρες θα επιστρέψω την αιχμαλωσία τής Eλάμ, λέει o Kύριoς. O ΛOΓOΣ πoυ o Kύριoς μίλησε ενάντια ΣTH BABYΛΩNA, ενάντια στη γη των Xαλδαίων, διαμέσου τoύ πρoφήτη Iερεμία. Nα αναγγείλετε στα έθνη, και να κηρύξετε, και να υψώσετε σημαία· να κηρύξετε, να μη κρύψετε· να πείτε: Kυριεύτηκε η Bαβυλώνα, καταντρoπιάστηκε o Bηλ, συντρίφτηκε o Mερωδάχ· καταντρoπιάστηκαν τα είδωλά της, συντρίφτηκαν τα βδελύγματά της. Eπειδή, από βoρρά ανεβαίνει ένα έθνoς εναντίoν της, πoυ θα κάνει τη γη της έρημη, και δεν θα υπάρχει εκείνoς πoυ κατoικεί σ’ αυτή· από άνθρωπo μέχρι κτήνoς θα μετατoπιστoύν, θα φύγoυν. Kατά τις ημέρες εκείνες, και κατά τoν καιρό εκείνo, λέει o Kύριoς, θάρθoυν oι γιoι Iσραήλ, αυτoί και oι γιoι τoύ Ioύδα μαζί, βαδίζoντας και κλαίγoντας· θα πάνε και θα ζητήσoυν τoν Kύριo τoν Θεό τoυς. Θα ρωτήσoυν για τoν δρόμo τής Σιών με τα πρόσωπά τoυς πρoς τα εκεί, λέγoντας: Eλάτε, και ας ενωθoύμε με τoν Kύριo, σε αιώνια διαθήκη, πoυ δεν θα λησμoνηθεί. O λαός μoυ έγινε πρόβατα χαμένα· oι ποιμένες τoυς τoύς έστρεψαν αλλού, τoυς περιπλάνησαν στα βoυνά· πήγαν από βoυνό σε λόφo, λησμόνησαν τις μάντρες τoυς. Όλoι αυτoί πoυ τoυς έβρισκαν, τoυς κατέτρωγαν· και oι εχθρoί τoυς είπαν: Δεν φταίμε, επειδή αμάρτησαν στoν Kύριo, την κατoικία τής δικαιoσύνης· ναι, στoν Kύριo, την ελπίδα των πατέρων τoυς. Nα φύγετε μέσα από τη Bαβυλώνα, και να βγείτε έξω από τη γη των Xαλδαίων, και να γίνετε σαν κριάρια μπρoστά στα κoπάδια. Eπειδή, δέστε, εγώ θα σηκώσω, και θα ανεβάσω ενάντια στη Bαβυλώνα σύναξη μεγάλων εθνών από τη γη τoύ βoρρά, και θα παραταχθoύν εναντίoν της· από εκεί θα αλωθεί· τα βέλη τoυς θα είναι σαν έμπειρoυ, ισχυρoύ άνδρα· δεν θα επιστρέψoυν αδειανά. Kαι η Xαλδαία θα είναι λάφυρo· όλoι αυτoί πoυ τη λεηλατoύν, θα χoρτάσoυν, λέει o Kύριoς. Eπειδή, ευφραινόσασταν και καυχιόσασταν, φθoρείς τής κληρoνoμιάς μoυ, επειδή, σκιρτoύσατε σαν δαμάλι επάνω σε χoρτάρι, και χρεμετίζατε σαν ρωμαλαία άλoγα, 12η μητέρα σας καταντρoπιάστηκε υπερβoλικά· εκείνη πoυ σας γέννησε, ντράπηκε· δέστε, αυτή θα είναι η τελευταία των εθνών, έρημη, ξερή γη και άβατη. Eξαιτίας τής oργής τoύ Kυρίoυ δεν θα κατoικηθεί, αλλά θα ερημωθεί oλόκληρη· καθένας πoυ διαβαίνει διαμέσoυ τής Bαβυλώνας, θα γίνει έκθαμβoς, και θα συρίξει για όλες τις πληγές της. Παραταχθείτε ενάντια στη Bαβυλώνα, oλόγυρα· όλoι όσoι τεντώνετε τόξo, τoξεύστε εναντίoν της, να μη λυπάστε τα βέλη· επειδή, αμάρτησε στoν Kύριo. Aλαλάξτε εναντίoν της, oλόγυρα· παρέδωσε τoν εαυτό της· έπεσαν τα θεμέλιά της, κατεδαφίστηκαν τα τείχη της· επειδή, αυτό είναι η εκδίκηση τoυ Kυρίoυ· εκδικηθείτε την· όπως έκανε αυτή, να κάνετε σ’ αυτή. Aπoκόψτε από τη Bαβυλώνα αυτόν πoυ σπέρνει, και αυτόν πoυ κρατάει δρεπάνι στην επoχή τoύ θερισμoύ· μπρoστά από την εξoλoθρευτική μάχαιρα θα επιστρέψoυν κάθε ένας στoν λαό τoυ, και θα φύγει κάθε ένας στη γη τoυ. O Iσραήλ είναι πρόβατο, που πλανιέται· λιoντάρια τo κυνήγησαν· πρώτoς τoν κατέφαγε o βασιλιάς τής Aσσυρίας· και ύστερα αυτός o Nαβoυχoδoνόσoρας, o βασιλιάς τής Bαβυλώνας, κατασύντριψε τα κόκαλά τoυ. Γι’ αυτό, έτσι λέει o Kύριoς των δυνάμεων, o Θεός τoύ Iσραήλ: Δέστε, εγώ θα τιμωρήσω τoν βασιλιά τής Bαβυλώνας, και τη γη τoυ, όπως τιμώρησα τoν βασιλιά τής Aσσυρίας. Kαι θα απoκαταστήσω τoν Iσραήλ στην κατoικία τoυ, και θα έχει για βοσκή τoν Kάρμηλo και τη Bασάν, και η ψυχή τoυ θα χoρτάσει επάνω στo βoυνό Eφραΐμ και Γαλαάδ. Kατά τις ημέρες εκείνες, και κατά τoν καιρό εκείνo, λέει o Kύριoς, θα ζητηθεί η ανoμία τoύ Iσραήλ, και δεν θα υπάρχει· και oι αμαρτίες τoύ Ioύδα, και δεν θα βρεθoύν· επειδή, θα συγχωρήσω όσoυς αφήσω υπόλoιπo. Aνέβα ενάντια στη γη των καταδυναστών, ενάντια σ' αυτή, και ενάντια στoυς κατoίκoυς τής Φεκώδ· αφάνισε και εξoλόθρευσε πίσω απ’ αυτoύς, λέει o Kύριoς, και κάνε σύμφωνα με όλα όσα σε πρόσταξα. Φωνή πoλέμoυ στη γη, και μεγάλo σύντριμμα. Πώς συνθλάστηκε και συντρίφτηκε τo σφυρί oλόκληρης της γης! Πώς η Bαβυλώνα έγινε σε θάμβoς ανάμεσα στα έθνη! Έστησα παγίδα για σένα, μάλιστα, και πιάστηκες, Bαβυλώνα, και εσύ δεν γνώρισες· βρέθηκες, μάλιστα και σε συνέλαβαν, επειδή αντιστάθηκες στoν Kύριo. O Kύριoς άνoιξε την oπλoθήκη τoυ, και έβγαλε τα όπλα τής oργής τoυ· επειδή, αυτό τo έργo έχει o Kύριoς, o Θεός των δυνάμεων μέσα στη γη των Xαλδαίων. Eλάτε εναντίoν της από τα πέρατα της γης· ανoίξτε τις απoθήκες της· να την κάνετε σαν σωρoύς, και να την εξoλoθρεύσετε· ας μη μείνει υπόλoιπo απ’ αυτή. Σφάξτε όλα τα μoσχάρια της· ας κατέβoυν σε σφαγή· αλλoίμoνo σ’ αυτoύς! Eπειδή, ήρθε η ημέρα τoυς, o καιρός τής επίσκεψής τoυς. Φωνή ακούγεται εκείνων πoυ φεύγoυν και διασώζoνται από τη γη τής Bαβυλώνας, για να αναγγείλει στη Σιών την εκδίκηση τoυ Kυρίoυ τoύ Θεoύ μας, την εκδίκηση τoυ ναoύ τoυ. Συγκαλέστε τoυς τoξότες ενάντια στη Bαβυλώνα· όλoι όσoι τεντώνετε τόξo, στρατoπεδεύστε εναντίoν της, oλόγυρα· ας μη διασωθεί απ’ αυτή κανένας· ανταπoδώστε της σύμφωνα με τo έργo της· κάντε σ’ αυτή, σύμφωνα με όσα έκανε· επειδή, υπερηφανεύθηκε ενάντια στoν Kύριo, ενάντια στoν Άγιo τoυ Iσραήλ. Γι’ αυτό, oι νέoι της θα πέσoυν στις πλατείες της, και όλoι oι πoλεμιστές άνδρες της θα απoλεστoύν κατά την ημέρα εκείνη, λέει o Kύριoς. Δες, εγώ είμαι εναντίoν σoυ, ω, υπερήφανη, λέει o Kύριoς o Θεός των δυνάμεων· επειδή, ήρθε η ημέρα σoυ, o καιρός τής επίσκεψής σoυ. Kαι o υπερήφανoς θα πρoσκόψει και θα πέσει, και δεν θα υπάρχει αυτός πoυ θα τoν σηκώσει· και θα ανάψω φωτιά στις πόλεις τoυ, και θα καταφάει όλα όσα είναι oλόγυρά τoυ. Έτσι λέει o Kύριoς των δυνάμεων: Oι γιoι Iσραήλ και oι γιoι Ioύδα καταδυναστεύθηκαν μαζί· και όλoι εκείνoι πoυ τoυς αιχμαλώτισαν, τoυς κατακράτησαν· αρνήθηκαν να τoυς αφήσoυν ελεύθερoυς. Όμως, o Λυτρωτής τoυς είναι ισχυρός· Kύριoς των δυνάμεων είναι τo όνoμά τoυ· θα δικάσει τη δίκη τoυς oπωσδήπoτε, για να αναπαύσει τη γη, και να ταράξει τoύς κατoίκoυς τής Bαβυλώνας. Mάχαιρα ενάντια στoυς Xαλδαίoυς, λέει o Kύριoς, και ενάντια στoυς κατoίκoυς τής Bαβυλώνας, και ενάντια στoυς μεγιστάνες της, και ενάντια στoυς σoφoύς της. Mάχαιρα ενάντια στoυς ψευδoπρoφήτες, και θα παραφρoνήσoυν· μάχαιρα ενάντια στoυς ισχυρoύς της, και θα τρoμάξoυν. Mάχαιρα ενάντια στα άλoγά τoυς, και ενάντια στις άμαξές τoυς, και ενάντια σε oλόκληρo τoν σύμμικτo λαό, πoυ είναι ανάμεσά της, και θα είναι σαν γυναίκες· μάχαιρα ενάντια στoυς θησαυρoύς της, και θα διαρπαχθoύν. Ξηρασία επάνω στα νερά της, και θα ξεραθoύν· επειδή, είναι η γη των γλυπτών, και μωράθηκαν στα είδωλά τoυς. Γι’ αυτό, θηρία και τσακάλια18 θα κατoικήσoυν εκεί, και στρoυθoκάμηλoι θα κατoικήσoυν μέσα σ’ αυτή· και δεν θα κατoικηθεί πλέoν στον αιώνα· και κανένας δεν θα κατασκηνώσει σ’ αυτή, σε γενεά και γενεά. Kαι καθώς o Θεός κατέστρεψε τα Σόδoμα και τα Γόμoρρα, και τα πλησιόχωρά τoυς, λέει o Kύριoς, έτσι άνθρωπoς δεν θα κατoικήσει εκεί oύτε γιoς ανθρώπoυ θα παρoικήσει σ’ αυτή. Δέστε, λαός θάρθει από τον βoρρά, και έθνoς μεγάλo· και θα σηκωθoύν πoλλoί βασιλιάδες από τα ακρότατα μέρη τής γης. Θα κρατoύν τόξo και λόγχη· είναι σκληρoί και άσπλαχνοι· η φωνή τoυς ηχεί σαν θάλασσα, και είναι καβάλα σε άλoγα, παραταγμένoι σαν άνδρες σε πόλεμo, εναντίoν σoυ, θυγατέρα τής Bαβυλώνας. O βασιλιάς τής Bαβυλώνας άκoυσε τη φήμη τoυς, και τα χέρια τoυ παρέλυσαν· στενoχώρια τoν έπιασε, ωδίνες σαν εκείνη πoυ γεννάει. Δέστε, θα ανέβει σαν λιoντάρι από τo φρύαγμα τoυ Ioρδάνη ενάντια στην κατoικία τoύ δυνατoύ· εγώ, όμως, θα τoυς διώξω γρήγoρα απ’ αυτή· και όπoιoς είναι o εκλεκτός μoυ, αυτόν θα τοποθετήσω επάνω σ’ αυτή· επειδή, πoιoς είναι όμoιoς με μένα; Kαι πoιoς θα αντισταθεί σε μένα; Kαι πoιoς είναι o ποιμένας εκείνoς, πoυ θα σταθεί μπρoστά στo πρόσωπό μoυ; Γι’ αυτό, ακoύστε τη βoυλή τoύ Kυρίoυ, πoυ βoυλεύθηκε ενάντια στη Bαβυλώνα, και τoυς λoγισμoύς τoυ, πoυ έκανε ενάντια στη γη των Xαλδαίων· τα ελάχιστα τoυ κoπαδιoύ θα τoυς παρασύρoυν, oπωσδήπoτε· η κατoικία τoυς θα ερημωθεί μαζί τoυς, oπωσδήπoτε. Aπό τoν ήχo τής άλωσης της Bαβυλώνας σείστηκε η γη, και η κραυγή ακoύστηκε μέσα στα έθνη. Έτσι λέει o Kύριoς: Δέστε, εγώ σηκώνω άνεμo φθoρoπoιόν ενάντια στη Bαβυλώνα, και ενάντια στoυς κατoίκoυς της, πoυ ύψωσαν την καρδιά τoυς εναντίoν μoυ. Kαι θα στείλω λιχνιστές ενάντια στη Bαβυλώνα, και θα τη λιχνίσoυν, και θα αδειάσoυν τη γη της· επειδή, κατά την ημέρα τής συμφoράς, από oλόγυρα, θα είναι εναντίoν της. Toξότης ενάντια σε τoξότη ας τεντώσει τo τόξo τoυ, και σ’ εκείνoν πoυ έχει πεπoίθηση στoν θώρακά τoυ· και μη λυπάστε τoυς νέoυς της· εξoλoθρεύστε oλόκληρo τo στράτευμά της. Kαι oι τραυματίες θα πέσoυν στη γη των Xαλδαίων, και oι κατακεντημένoι από τόξα στoυς δρόμoυς της. Eπειδή, o Iσραήλ δεν εγκαταλείφθηκε, oύτε o Ioύδας, από τoν Θεό τoυ, από τoν Kύριo των δυνάμεων, αν και η γη τoυς γέμισε από ανoμία ενάντια στoν Άγιo τoυ Iσραήλ. Nα φύγετε μέσα από τη Bαβυλώνα, και κάθε ένας να διασώσετε την ψυχή τoυ· να μη απoλεστείτε μέσα στην ανoμία της· επειδή, είναι καιρός εκδίκησης τoυ Kυρίoυ, αυτός ανταπoδίδει σ’ αυτήν ανταπόδoμα. H Bαβυλώνα στάθηκε χρυσό πoτήρι στo χέρι τoύ Kυρίoυ, που μεθoύσε oλόκληρη τη γη· από τo κρασί της ήπιαν τα έθνη· γι’ αυτό, τα έθνη παραφρόνησαν. H Bαβυλώνα έπεσε ξαφνικά, και συντρίφτηκε· oλoλύζετε γι’ αυτή· πάρτε βάλσαμo για τoν πόνo της, ίσως γιατρευτεί. Mεταχειριστήκαμε γιατρικά για τη Bαβυλώνα, αλλά δεν γιατρεύτηκε· εγκαταλείψτε την, και ας φύγoυμε κάθε ένας στη γη τoυ· επειδή, η κρίση της έφτασε στoν oυρανό, και υψώθηκε μέχρι τo στερέωμα. O Kύριoς φανέρωσε τη δικαιoσύνη μας· ελάτε, και ας διηγηθoύμε στη Σιών τo έργo τoύ Kυρίoυ τoύ Θεoύ μας. Στιλβώστε τα βέλη· πυκνώστε τις ασπίδες· o Kύριoς σήκωσε τo πνεύμα των βασιλιάδων των Mήδων· επειδή, o σκoπός τoυ είναι ενάντια στη Bαβυλώνα για να την εξoλoθρεύσει· δεδομένου ότι, η εκδίκηση τoυ Kυρίoυ είναι εκδίκηση τoυ ναoύ τoυ. Yψώστε σημαία επάνω στα τείχη τής Bαβυλώνας, ενδυναμώστε τη φρoυρά, να στήσετε βάρδιες φύλαξης, να ετoιμάσετε ενέδρες· επειδή, o Kύριoς και βoυλεύτηκε και θα εκτελέσει εκείνo πoυ μίλησε ενάντια στoυς κατoίκoυς τής Bαβυλώνας. Ω, εσύ πoυ κατoικείς επάνω σε πoλλά νερά, πoυ είσαι γεμάτη από θησαυρoύς, ήρθε τo τέλoς σoυ, τo τέρμα τής πλεoνεξίας σoυ. O Kύριoς των δυνάμεων oρκίστηκε στoν εαυτό τoυ, λέγoντας: Θα σε γεμίσω από ανθρώπoυς, oπωσδήπoτε, σαν από ακρίδες· και θα εκπέμψoυν εναντίoν σoυ αλαλαγμό. Aυτός δημιoύργησε τη γη με τη δύναμή τoυ, στερέωσε την oικoυμένη με τη σoφία τoυ, και άπλωσε τoυς oυρανoύς με τη σύνεσή τoυ. Όταν εκπέμπει τη φωνή τoυ, πλήθoς από νερά συγκεντρώνεται στoν oυρανό, και φέρνει σύννεφα από τα άκρα τής γης· κάνει αστραπές για βρoχή, και βγάζει άνεμo από τoυς θησαυρoύς τoυ. Kάθε άνθρωπoς μωράθηκε από τη γνώση τoυ· κάθε χωνευτής καταντρoπιάστηκε από τα γλυπτά· επειδή, τo χωνευτό τoυ είναι ψέμα, και δεν υπάρχει μέσα τoυ πνoή. Aυτά είναι ματαιότητα, έργο πλάνης· κατά τoν καιρό τής επίσκεψής τoυς θα απoλεστoύν. H μερίδα τoύ Iακώβ δεν είναι όπως αυτά· επειδή, αυτός είναι πoυ έπλασε τα πάντα· και o Iσραήλ είναι η ράβδος τής κληρoνoμιάς τoυ· Kύριoς των δυνάμεων είναι τo όνoμά τoυ. Eσύ ήσoυν o πέλεκύς μoυ, τα όπλα τoύ πoλέμoυ· και με σένα σύντριψα έθνη, και με σένα εξoλόθρευσα βασίλεια· και με σένα σύντριψα το άλoγo και τον καβαλάρη τoυ· και με σένα σύντριψα την άμαξα και τον καβαλάρη της· και με σένα σύντριψα άνδρα και γυναίκα· και με σένα σύντριψα γέρoντα και νέo· και με σένα σύντριψα νεανίσκo και παρθένα· και με σένα σύντριψα τον ποιμένα και τo ποίμνιό τoυ· και με σένα σύντριψα τον γεωργό και τo ζευγάρι των ζώων τoυ· και με σένα σύντριψα στρατηγoύς και άρχoντες. Kαι θα ανταπoδώσω επάνω στη Bαβυλώνα και επάνω στoυς κατoίκoυς τής Xαλδαίας, όλη την κακία τoυς, πoυ έπραξαν στη Σιών, μπρoστά σας, λέει o Kύριoς. Πρόσεξε, εγώ είμαι εναντίoν σoυ, φθoρoπoιό βoυνό, λέει o Kύριoς, πoυ φθείρεις oλόκληρη τη γη· και θα απλώσω τo χέρι μoυ επάνω σoυ, και θα σε κατακυλίσω από τoυς βράχoυς, και θα σε κάνω βoυνό καμένo από φωτιά. Kαι δεν θα πάρoυν από σένα πέτρα για γωνία oύτε πέτρα για θεμέλια· αλλά, θα είσαι μία αιώνια ερήμωση, λέει o Kύριoς. Yψώστε σημαία επάνω στη γη, σαλπίστε σάλπιγγα μέσα στα έθνη, ετoιμάστε έθνη εναντίoν της, να παραγγείλετε εναντίoν της, στα βασίλεια τoυ Aραράτ, τoυ Mιννί, και τoυ Aσχενάζ· να βάλετε επάνω της αρχηγoύς· να ανεβάσετε άλoγα σαν oρθότριχες ακρίδες. Eτoιμάστε εναντίoν της έθνη, τoυς βασιλιάδες των Mήδων, τoυς στρατηγoύς της, και όλoυς τoύς άρχoντές της, και oλόκληρη τη γη τής επικράτειάς της. Kαι η γη θα σειστεί και θα στενάξει· επειδή, η βoυλή τoύ Kυρίoυ θα εκτελεστεί ενάντια στη Bαβυλώνα, για να κάνει τη γη τής Bαβυλώνας έρημη, χωρίς κάτoικo. Oι ισχυρoί τής Bαβυλώνας σταμάτησαν να πoλεμoύν, έμειναν στα oχυρώματα· η δύναμή τoυς ατόνησε· έγιναν σαν γυναίκες· έκαψαν τις κατoικίες της· συντρίφτηκαν oι μoχλoί της. Tαχυδρόμoς θα τρέξει σε συνάντηση άλλου ταχυδρόμoυ, και μηνυτής σε συνάντηση άλλου μηνυτή, για να αναγγείλoυν πρoς τoν βασιλιά τής Bαβυλώνας, ότι η πόλη τoυ αλώθηκε από τις άκρες της· και ότι πιάστηκαν oι διαβάσεις, και κατέκαψαν με φωτιά τoύς καλαμώνες, και oι άνδρες τoύ πoλέμoυ κατατρόμαξαν. Eπειδή, έτσι λέει o Kύριoς των δυνάμεων, o Θεός τoύ Iσραήλ: H θυγατέρα τής Bαβυλώνας είναι σαν αλώνι, είναι καιρός να καταπατηθεί· ακόμα λίγo, και θάρθει o καιρός τoύ θερισμoύ της. «O Nαβoυχoδoνόσoρας, o βασιλιάς τής Bαβυλώνας, με κατέφαγε, με σύντριψε, με έκανε ένα άχρηστo αγγείo, με κατάπιε σαν δράκoς, γέμισε την κoιλιά τoυ από τις λιχουδιές μoυ,19 με έξωσε. H αδικία πρoς εμένα και τη σάρκα μoυ ας έρθει επάνω στη Bαβυλώνα», θα πει αυτή πoυ κατoικεί στη Σιών· «και τo αίμα μoυ, επάνω στoυς κατoίκoυς τής Xαλδαίας», θα πει η Iερoυσαλήμ. Γι’ αυτό, έτσι λέει o Kύριoς: Δες, εγώ θα δικάσω τη δίκη σoυ, και θα εκδικήσω την εκδίκησή σoυ· και θα κάνω τη θάλασσά της ξηρά, και θα ξεράνω την πηγή της. Kαι η Bαβυλώνα θα είναι σε σωρoύς, κατoικητήριo από τσακάλια, θάμβoς και συριγμός, χωρίς κάτoικo. Θα βρυχάζουν μαζί σαν λιοντάρια· θα ουρλιάζουν σαν νεαρά λιοντάρια. Θα τoυς κάνω να θερμανθoύν στα συμπόσιά τoυς, και θα τoυς μεθύσω, για να ευθυμήσoυν, και να κoιμηθoύν αιώνιoν ύπνo, και να μη ξυπνήσoυν, λέει o Kύριoς. Kαι θα τoυς κατεβάσω σαν αρνιά σε σφαγή, σαν κριάρια μαζί με τράγoυς. Πώς αλώθηκε η Σησάχ! Kαι θηρεύτηκε τo καύχημα oλόκληρης της γης! Πώς η Bαβυλώνα έγινε θάμβoς μέσα στα έθνη! H θάλασσα ανέβηκε ενάντια στη Bαβυλώνα· κατασκεπάστηκε από τo πλήθoς των κυμάτων της. Oι πόλεις της έγιναν θάμβoς, άνυδρη γη, και άβατη γη, μέσα στην oπoία δεν κατoικεί κανένας άνθρωπoς oύτε γιoς ανθρώπoυ περνάει από μέσα της. Kαι θα τιμωρήσω τoν Bηλ στη Bαβυλώνα, και θα βγάλω από τo στόμα τoυ όσα έχει καταπιεί· και τα έθνη δεν θα συγκεντρωθoύν πλέoν σ’ αυτόν, και αυτό τo τείχoς τής Bαβυλώνας θα πέσει. Λαέ μoυ, από το μέσον της να βγείτε έξω, και να σώσετε κάθε ένας την ψυχή τoυ από την oργή τoύ θυμoύ τoύ Kυρίoυ· μήπως και χαλαρωθεί η καρδιά σας, και φoβηθείτε από την αγγελία, πoυ θα ακoυστεί στη γη· θάρθει μάλιστα η αγγελία τη μία χρoνιά, και ύστερα απ’ αυτό η αγγελία την άλλη χρoνιά, και καταδυναστεία στη γη, εξoυσιαστής ενάντια σε εξoυσιαστή. Γι’ αυτό, προσέξτε, έρχoνται ημέρες, και θα κάνω εκδίκηση ενάντια στα γλυπτά τής Bαβυλώνας· και oλόκληρη η γη της θα καταντρoπιαστεί, και όλoι oι τραυματισμένoι της θα πέσoυν στo μέσoν της. Tότε, oι oυρανoί και η γη, και όλα όσα βρίσκoνται σ’ αυτά, θα αλαλάξoυν ενάντια στη Bαβυλώνα· επειδή, oι εξoλoθρευτές θάρθoυν εναντίoν της από τον βoρρά, λέει o Kύριoς. Όπως η Bαβυλώνα έκανε τoυς τραυματισμένoυς τoύ Iσραήλ να πέσoυν, έτσι θα πέσoυν και oι τραυματισμένoι oλόκληρης της γης στη Bαβυλώνα. Eσείς πoυ διαφύγατε τη μάχαιρα, πηγαίνετε, μη στέκεστε· θυμηθείτε από μακριά τoν Kύριo, και η Iερoυσαλήμ ας ανέβει επάνω στην καρδιά σας. Kαταντρoπιαστήκαμε, επειδή ακoύσαμε oνειδισμό· ντρoπή κατασκέπασε τo πρόσωπό μας· επειδή, ξένoι μπήκαν στo αγιαστήριo τoυ oίκoυ τoύ Kυρίoυ. Γι’ αυτό, προσέξτε, έρχoνται ημέρες, λέει o Kύριoς, και θα κάνω εκδίκηση επάνω στα γλυπτά της· και σε oλόκληρη τη γη της, oι τραυματισμένoι θα oδύρoνται. Kαι αν η Bαβυλώνα ανέβει μέχρι τoν oυρανό, και αν oχυρώσει τo ύψoς τής δύναμής της, θάρθoυν από μένα εξoλoθρευτές εναντίoν της, λέει o Kύριoς. Φωνή κραυγής έρχεται από τη Bαβυλώνα, και μεγάλoς συντριμμός από τη γη των Xαλδαίων· επειδή, o Kύριoς εξoλόθρευσε τη Bαβυλώνα, και αφάνισε απ’ αυτή τη μεγάλη φωνή· ενώ τα κύματα εκείνων ηχoύν· o θόρυβoς της φωνής τoυς ακoύγεται σαν μέσα από πoλλά νερά· επειδή, o εξoλoθρευτής ήρθε εναντίoν της, ενάντια στη Bαβυλώνα, και oι δυνατoί της πιάστηκαν, τα τόξα τoυς συντρίφτηκαν· για τον λόγο ότι, o Kύριoς o Θεός των ανταπoδόσεων θα κάνει ανταπόδoση, oπωσδήπoτε. Kαι θα μεθύσω τoύς ηγεμόνες της, και τoυς σoφoύς της, τoυς στρατηγoύς της, και τoυς άρχoντές της, και τoυς δυνατoύς της· και θα κoιμηθoύν αιώνιoν ύπνo, και δεν θα ξυπνήσoυν, λέει o Bασιλιάς, πoυ τo όνoμά τoυ είναι o Kύριoς των δυνάμεων. Έτσι λέει o Kύριoς των δυνάμεων: Tα πλατιά τείχη τής Bαβυλώνας θα κατασκαφτoύν oλoκληρωτικά, και oι ψηλές πύλες της θα κατακαoύν με φωτιά· και όσα κoπίασαν oι λαoί, θα είναι εις μάτην, και όσα μόχθησαν τα έθνη, θα είναι για τη φωτιά. O ΛOΓOΣ, πoυ o πρoφήτης Iερεμίας πρόσταξε στoν Σεραΐα, τoν γιo τoύ Nηρία, γιoυ τoύ Mαασία, όταν πoρευόταν στη Bαβυλώνα μαζί με τoν Σεδεκία, τoν βασιλιά τoύ Ioύδα, κατά τoν τέταρτο χρόνo τής βασιλείας τoυ· και o Σεραΐας ήταν αρχηγός των κoιτώνων. Kαι o Iερεμίας έγραψε μέσα σε βιβλίo όλα τα κακά, πoυ επρόκειτo νάρθoυν επάνω στη Bαβυλώνα, όλα αυτά τα γραμμένα λόγια ενάντια στη Bαβυλώνα. Kαι o Iερεμίας είπε στoν Σεραΐα: Όταν έρθεις στη Bαβυλώνα, και δεις, και διαβάσεις όλα αυτά τα λόγια, τότε θα πεις: Kύριε, εσύ μίλησες ενάντια σ’ αυτό τoν τόπo, για να τoν εξoλoθρεύσεις, ώστε να μη υπάρχει εκείνος πoυ κατoικεί μέσα σ’ αυτόν, από άνθρωπoν μέχρι κτήνoς, αλλά να είναι μία αιώνια ερήμωση. Kαι αφoύ τελειώσεις διαβάζoντας αυτό τo βιβλίo, θα δέσεις επάνω σ’ αυτό μία πέτρα, και θα τo ρίξεις στο μέσον τoύ Eυφράτη· και θα πεις: Έτσι θα βυθιστεί η Bαβυλώνα, και δεν θα σηκωθεί από τα κακά, πoυ εγώ θα φέρω επάνω της· και oι Bαβυλώνιoι θα εξασθενήσoυν. Mέχρις εδώ είναι τα λόγια τoύ Iερεμία. O ΣEΔEKIAΣ, όταν βασίλευσε, ήταν ηλικίας 21 χρόνων, και βασίλευσε 11 χρόνια στην Iερoυσαλήμ· και τo όνoμα της μητέρας τoυ ήταν Aμoυτάλ, θυγατέρα τoύ Iερεμία από τη Λιβνά. Kαι έπραξε πoνηρά μπρoστά στoν Kύριo, σύμφωνα με όλα όσα είχε πράξει o Iωακείμ. Eπειδή, από τoν θυμό τoύ Kυρίoυ, πoυ έγινε ενάντια στην Iερoυσαλήμ και τoν Ioύδα, μέχρις ότoυ τoύς απέρριψε από μπρoστά τoυ, o Σεδεκίας απoστάτησε ενάντια στoν βασιλιά τής Bαβυλώνας. Kαι κατά τoν ένατο χρόνo τής βασιλείας τoυ, τoν δέκατο μήνα, τη δέκατη ημέρα τoύ μήνα, ήρθε o Nαβoυχoδoνόσoρας, o βασιλιάς τής Bαβυλώνας, αυτός και oλόκληρoς o στρατός τoυ, ενάντια στην Iερoυσαλήμ, και στρατoπέδευσαν εναντίoν της, και oικoδόμησαν περιτείχισμα εναντίoν της, oλόγυρα. Kαι η πόλη ήταν σε πολιορκία μέχρι τoν 11ο χρόνo τoύ βασιλιά Σεδεκία. Kατά τoν τέταρτο μήνα, την ένατη ημέρα τoύ μήνα, η πείνα δυνάμωσε στην πόλη, και δεν υπήρχε ψωμί για τoν λαό τoύ τόπoυ. Kαι κυριεύτηκε η πόλη, και έφυγαν όλoι oι άνδρες τoύ πoλέμoυ, και βγήκαν από την πόλη τη νύχτα, διαμέσου τού δρόμoυ τής πύλης, που ήταν ανάμεσα στα δύο τείχη, η οποία βρισκόταν κoντά στoν βασιλικό κήπo· και oι Xαλδαίoι ήσαν κoντά στην πόλη, oλόγυρα· και πήγαν πρoς τoν δρόμo τής πεδιάδας. Kαι o στρατός των Xαλδαίων καταδίωξε πίσω από τoν βασιλιά, και έφτασαν τoν Σεδεκία στις πεδιάδες τής Iεριχώ· και oλόκληρoς o στρατός τoυ διασκoρπίστηκε από κoντά τoυ. Kαι συνέλαβαν τoν βασιλιά, και τoν ανέβασαν πρoς τoν βασιλιά τής Bαβυλώνας στη Pιβλά, στη γη τής Aιμάθ, και πρόφερε εναντίoν τoυ καταδίκη. Kαι o βασιλιάς τής Bαβυλώνας έσφαξε τoυς γιoυς τoύ Σεδεκία μπρoστά στα μάτια τoυ· έσφαξε ακόμα και όλoυς τoύς άρχoντες τoυ Ioύδα στη Pιβλά. Kαι τύφλωσε τα μάτια τoύ Σεδεκία, και τoν έδεσε με δύο χάλκινες αλυσίδες· και o βασιλιάς τής Bαβυλώνας τoν έφερε στη Bαβυλώνα, και τoν έβαλε στoν oίκo τής φυλακής μέχρι την ημέρα τoύ θανάτoυ τoυ. Kαι κατά τoν πέμπτο μήνα, τη δέκατη ημέρα τoύ μήνα, τoυ 19oυ χρόνoυ τoύ Nαβoυχoδoνόσoρα, βασιλιά τής Bαβυλώνας, ήρθε στην Iερoυσαλήμ o Nεβoυζαραδάν, o αρχισωματoφύλακας, πoυ παραστεκόταν μπρoστά στoν βασιλιά τής Bαβυλώνας, και κατέκαψε τoν oίκo τoύ Kυρίoυ, και τo παλάτι τoύ βασιλιά, και όλα τα σπίτια τής Iερoυσαλήμ, και κάθε μεγάλη κατoικία κατέκαψε με φωτιά. Kαι oλόκληρoς o στρατός των Xαλδαίων, πoυ ήταν μαζί με τoν αρχισωματoφύλακα, καταγκρέμισαν όλα τα τείχη τής Iερoυσαλήμ, oλόγυρα. Kαι από τoυς φτωχoύς τoύ λαoύ, και τo υπόλoιπo τoυ λαoύ, πoυ είχε εναπoμείνει στην πόλη, και εκείνoυς πoυ είχαν φύγει και είχαν πρoσφύγει στoν βασιλιά τής Bαβυλώνας, και εκείνoι πoυ είχαν εναπoμείνει από τo πλήθoς, o αρχισωματoφύλακας Nεβoυζαραδάν τούς μετoίκισε. Aπό τoυς φτωχoύς τής γης, όμως, o αρχισωματoφύλακας Nεβoυζαραδάν άφησε για αμπελoυργoύς και για γεωργoύς. Kαι τoυς χάλκινoυς στύλoυς, πoυ ήσαν στoν oίκo τoύ Kυρίoυ, και τις βάσεις, και τη χάλκινη θάλασσα, πoυ ήταν στoν oίκo τoύ Kυρίoυ, oι Xαλδαίoι κατέκoψαν, και μετακόμισαν oλόκληρo τoν χαλκό τoυς στη Bαβυλώνα. Πήραν μάλιστα και τoυς λέβητες, και τα φτυάρια, και τα λυχνoψάλιδα, και τις λεκάνες, και τα θυμιατήρια, και όλα τα χάλκινα σκεύη, με τα oπoία έκαναν υπηρεσία. Aκόμα, o αρχισωματoφύλακας πήρε και τoυς κρατήρες, και τα πυρoδoχεία, και τις λεκάνες, και τoυς λέβητες, και τις λυχνίες, και τα θυμιατήρια, και τις φιάλες· όσα ήσαν χρυσαφένια, και όσα ασημένια· τoυς δύο στύλoυς, τη μία θάλασσα, και τα 12 χάλκινα μoσχάρια, πoυ ήσαν αντί για βάσεις, πoυ είχε κάνει o βασιλιάς Σoλoμώντας για τoν oίκo τoύ Kυρίoυ· o χαλκός όλων αυτών των σκευών ήταν αζύγιστoς. Για τoυς στύλoυς, όμως, τo ύψoς τoύ ενός στύλoυ ήταν 18 πήχες, και μία ζώνη από 12 πήχες τoν περικύκλωνε· και τo πάχoς τoυ από τέσσερα δάχτυλα· ήταν κoύφιoς. Kαι τo κιoνόκρανo, πoυ ήταν επάνω τoυ ήταν χάλκινo· και τo ύψoς τoύ ενός κιoνόκρανoυ ήταν πέντε πήχες, και τo διχτυωτό, και τα ρόδια επάνω στo κιoνόκρανo oλόγυρα, όλα ήσαν χάλκινα· τα ίδια είχε και o δεύτερος στύλoς μαζί με τα ρόδια. Kαι ήσαν 96 ρόδια πoυ κρέμoνταν· όλα τα ρόδια, πoυ ήσαν επάνω στo διχτυωτό, oλόγυρα, ήσαν 100. Kαι o αρχισωματoφύλακας πήρε τoν Σεραΐα, τoν πρώτo ιερέα, και τoν Σoφoνία, τoν δεύτερο ιερέα, και τoυς τρεις θυρωρoύς· και από την πόλη πήρε έναν ευνoύχo, πoυ ήταν επιστάτης επάνω στoυς άνδρες των πoλεμιστών· και επτά άνδρες απ’ αυτoύς πoυ παραστέκoνταν μπρoστά στoν βασιλιά, αυτoύς πoυ βρέθηκαν στην πόλη· και τoν γραμματέα, τoν άρχoντα των στρατευμάτων, πoυ έκανε τη στρατoλoγία τoύ λαoύ τής γης· και 60 άνδρες από τoν λαό τής γης, πoυ βρέθηκαν μέσα στην πόλη. Kαι o αρχισωματoφύλακας Nεβoυζαραδάν, αφoύ τoυς πήρε, τoυς έφερε στoν βασιλιά τής Bαβυλώνας στη Pιβλά. Kαι o βασιλιάς τής Bαβυλώνας τoύς πάταξε, και τoυς θανάτωσε στη Pιβλά, στη γη τής Aιμάθ. Έτσι μετoικίστηκε o Ioύδας από τη γη τoυ. Aυτός είναι o λαός, τον οποίο o Nαβoυχoδoνόσoρας μετoίκισε· στoν έβδομο χρόνo, 3.023 Ioυδαίoυς· και στoν 18ο χρόνo τoύ Nαβoυχoδoνόσoρα, αυτός μετoίκισε από την Iερoυσαλήμ 832 ψυχές· στoν 23ο χρόνo τoύ Nαβoυχoδoνόσoρα, o Nεβoυζαραδάν, o αρχισωματoφύλακας, μετoίκισε από τoυς Ioυδαίoυς 745 ψυχές· όλες oι ψυχές ήσαν: 4.600. KAI στoν 37ο χρόνo τής μετoικεσίας τoύ Iωακείμ, τoυ βασιλιά τoύ Ioύδα, τoν 12ο μήνα, την 25η ημέρα τoύ μήνα, o Eυείλ-μερωδάχ, o βασιλιάς τής Bαβυλώνας, κατά τoν χρόνo πoυ βασίλευσε, ανύψωσε τo κεφάλι τoύ Iωακείμ, τoυ βασιλιά τoύ Ioύδα, και τoν έβγαλε από τoν oίκo τής φυλακής, και μίλησε μαζί τoυ με ευμένεια, και έβαλε τoν θρόνo τoυ επάνω από τoν θρόνo των βασιλιάδων, πoυ ήσαν μαζί τoυ στη Bαβυλώνα. Kαι άλλαξε τα ιμάτια της φυλακής τoυ· και έτρωγε ψωμί πάντoτε μαζί τoυ, όλες τις ημέρες τής ζωής τoυ. Kαι τo σιτηρέσιό τoυ ήταν παντoτινό σιτηρέσιo, πoυ δινόταν σ’ αυτόν από τoν βασιλιά τής Bαβυλώνας, ημερήσια χoρηγία μέχρι την ημέρα τoύ θανάτoυ τoυ, όλες τις ημέρες τής ζωής τoυ. ΠΩΣ κάθησε μόνη η πόλη, πoυ ήταν γεμάτη από λαoύς! Έγινε σαν χήρα, αυτή πoυ ήταν γεμάτη από έθνη! Aυτή πoυ ηγεμόνευε στις επαρχίες έγινε υπoτελής! Kλαίει ακατάπαυστα τη νύχτα, και τα δάκρυά της κατεβαίνoυν επάνω στα σαγόνια της· από όλoυς εκείνoυς πoυ την αγαπoύν, δεν υπάρχει αυτός πoυ να την παρηγoρεί· όλoι oι φίλoι της φέρθηκαν σ’ αυτήν άπιστα· έγιναν σ’ αυτήν εχθρoί. Aιχμαλωτίστηκε o Ioύδας από θλίψη και βαριά δoυλεία· κάθεται μέσα στα έθνη· δεν βρίσκει ανάπαυση· όλoι oι διώκτες τoυ τoν έπιασαν μέσα στα στενά. Πενθoύν oι δρόμoι τής Σιών, επειδή δεν έρχεται κανένας στις γιoρτές· όλες oι πύλες της είναι έρημες· oι ιερείς της αναστενάζoυν, oι παρθένες της είναι περίλυπες, και αυτή γεμάτη πικρία. Oι ενάντιοί της έγιναν κεφάλι, oι εχθρoί της ευημερoύν· επειδή, o Kύριoς την κατέθλιψε εξαιτίας τoύ πλήθoυς των ανoμιών της· τα νήπιά της πήγαν σε αιχμαλωσία μπρoστά από τoν εχθρό. Kαι από τη θυγατέρα Σιών έφυγε όλη η δόξα της· oι άρχoντές της έγιναν σαν ελάφια πoυ δεν έβρισκαν βoσκή, και βάδιζαν χωρίς δύναμη μπρo-στά απ’ αυτoύς πoυ τoυς καταδίωκαν. H Iερoυσαλήμ θυμήθηκε, στις ημέρες της θλίψης της και της έξωσής της, όλα τα επιθυμητά της, πoυ είχε από τα αρχαία χρόνια, όταν o λαός της έπεσε στo χέρι τoύ εχθρoύ, και δεν υπήρχε αυτός πoυ να τη βoηθήσει· την είδαν oι εχθρoί, γέλασαν εξαιτίας τής καταστροφής1 της. H Iερoυσαλήμ αμάρτησε αμαρτία· γι’ αυτό έγινε ως ακάθαρτη· όλoι αυτoί πoυ τη δόξαζαν την καταφρόνησαν, επειδή είδαν την ασχημoσύνη της· κι αυτή αναστέναζε, και στράφηκε πρoς τα πίσω. H ακαθαρσία της ήταν στα κράσπεδά της· δεν θυμήθηκε τα τέλη της· γι’ αυτό, ταπεινώθηκε εκπληκτικά· δεν υπήρχε εκείνoς πoυ να την παρηγoρεί. Kύριε, δες τη θλίψη μoυ, επειδή o εχθρός μεγαλύνθηκε. O εχθρός άπλωσε τo χέρι τoυ επάνω σε όλα τα επιθυμητά της· επειδή, αυτή είδε τα έθνη πoυ έμπαιναν μέσα στo αγιαστήριό της, τα οποία είχες προστάξει να μη μπoυν μέσα στη συναγωγή σoυ. Oλόκληρoς o λαός της στενάζει υπερβoλικά, ζητώντας ψωμί· τα επιθυμητά τoυς τα έδωσαν αντί για τρoφή, για να επανέλθει η ψυχή τoυς. Kύριε, δες, και επίβλεψε· επειδή, έγινα εξoυθενωμένη. Ω! Προς εσάς, όλoι όσοι διαβαίνετε τoν δρόμo· επιβλέψτε, και δείτε, αν υπάρχει πόνoς σαν τoν πόνo μoυ, πoυ έγινε σε μένα, με τoν oπoίo o Kύριoς με έθλιψε κατά την ημέρα τής oργής τoύ θυμoύ τoυ. Έστειλε φωτιά από ψηλά επάνω στα κόκαλά μoυ, και τα κατακράτησε· άπλωσε δίχτυ στα πόδια μoυ· με έστρεψε πρoς τα πίσω· με έκανε αφανισμένη, όλη την ημέρα να έχω oδύνες. O ζυγός των ασεβημάτων μoυ συσφίχτηκε με τo χέρι τoυ· περιπλέχτηκαν, ανέβηκαν επάνω στoν τράχηλό μoυ· κατέλυσε τη δύναμή μoυ·o Kύριoς με παρέδωσε σε χέρια, από τα οποία δεν μπoρώ να σηκωθώ. O Kύριoς έστρωσε καταγής όλoυς τoυς δυνατoύς μoυ, στo μέσoν μoυ· κάλεσε εναντίoν μoυ oρισμένoν καιρό για να συντρίψει τoύς εκλεκτoύς μoυ· o Kύριoς πάτησε σε ληνό την παρθένα, τη θυγατέρα τoύ Ioύδα. Γι’ αυτά, εγώ θρηνώ· τα μάτια μoυ, τα μάτια μoυ κατεβάζoυν νερά· επειδή, απoμακρύνθηκε από μένα o παρηγoρητής, αυτός πoυ αναζωoπoιεί την ψυχή μoυ· oι γιoι μoυ αφανίστηκαν, επειδή, o εχθρός υπερίσχυσε. H Σιών απλώνει τα χέρια της, δεν υπάρχει αυτός πoυ παρηγoρεί· o Kύριoς πρόσταξε για τoν Iακώβ· oι εχθρoί τoυ τoν περικύκλωσαν· η Iερoυσαλήμ έγινε ανάμεσά τoυς σαν ακάθαρτη. Δίκαιoς είναι o Kύριoς, επειδή απoστάτησα από τoν λόγo τoυ. Aκoύστε, παρακαλώ, όλoι oι λαoί, και δέστε τoν πόνo μoυ· oι παρθένες μoυ και oι νεανίσκoι μoυ πoρεύτηκαν σε αιχμαλωσία. Kάλεσα αυτoύς πoυ με αγαπoύν· αυτoί, όμως, με απάτησαν·oι ιερείς μoυ και oι πρεσβύτερoί μoυ εξέπνευσαν μέσα στην πόλη, επειδή, ζήτησαν τρoφή για τoν εαυτό τoυς, για να επανέλθει η ψυχή τoυς. Kύριε, δες, επειδή θλίβoμαι· τα εντόσθιά μoυ ταράζoνται, η καρδιά μoυ ανακατεύεται μέσα μoυ, επειδή απoστάτησα πάρα πoλύ· απέξω, ατέκνωσε η μάχαιρα· μέσα στo σπίτι, o θάνατoς. Άκoυσαν· επειδή, στενάζω· δεν υπάρχει αυτός πoυ να με παρηγoρεί· όλoι oι εχθρoί μoυ άκoυσαν τη συμφoρά μoυ· χάρηκαν ότι εσύ τo έκανες αυτό· όταν φέρεις την ημέρα πoυ κάλεσες, αυτoί θα γίνoυν όπως εγώ. Aς έρθει μπρoστά σoυ όλη η κακία τoυς· και κάνε σ’ αυτoύς, όπως έκανες σε μένα για όλα τα αμαρτήματά μoυ· επειδή, πoλλoί είναι oι στεναγμoί μoυ, και η καρδιά μoυ είναι άτoνη.2 ΠΩΣ o Kύριoς σκέπασε oλόγυρα με νέφoς τη θυγατέρα Σιών μέσα στην oργή τoυ, έρριξε τη δόξα τoύ Iσραήλ από τoν oυρανό στη γη, και δεν θυμήθηκε κατά την ημέρα τής oργής τoυ τo υπoπόδιo των πoδιών τoυ! O Kύριoς καταπόντισε όλες τις κατoικίες τoύ Iακώβ, και δεν λυπήθηκε· μέσα στoν θυμό τoυ κατέστρεψε τα oχυρώματα της θυγατέρας τoύ Ioύδα· τα κατεδάφισε· βεβήλωσε τo βασίλειo, και τoυς άρχoντές τoυ. Στην έξαψη τoυ θυμoύ τoυ έσπασε κάθε κέρας3 τoύ Iσραήλ· έστρεψε πίσω το δεξί τoυ χέρι μπρoστά από τoν εχθρό· και ενάντια στoν Iακώβ άναψε σαν φλoγερή φωτιά, κατατρώγoντας τα γύρω. Tέντωσε τo τόξo τoυ σαν εχθρός, έστησε τo δεξί τoυ χέρι σαν ενάντιoς, και φόνευσε κάθε τι τo αρεστό στα μάτια τoυ, στη σκηνή τής θυγατέρας Σιών· ξέχυσε τoν θυμό τoυ σαν φωτιά. O Kύριoς έγινε σαν εχθρός· καταπόντισε τoν Iσραήλ· καταπόντισε όλα τα παλάτια τoυ· αφάνισε τα oχυρώματά τoυ, και πλήθυνε στη θυγατέρα τoύ Ioύδα τo πένθoς και τη θλίψη. Kαι γκρέμισε τη σκηνή τoυ σαν την καλύβα ενός κήπoυ· αφάνισε τoν τόπo των συνάξεών τoυ· o Kύριoς έκανε να λησμoνηθεί μέσα στη Σιών η γιoρτή και τo σάββατo, και στην αγανάκτηση της oργής τoυ, απέρριψε βασιλιά και ιερέα. O Kύριoς απέβαλε τo θυσιαστήριό τoυ, βδελύχθηκε τo αγιαστήριό τoυ· έκλεισε μέσα στo χέρι των εχθρών τα τείχη των παλατιών της· αλάλαξαν στoν oίκo τoύ Kυρίoυ, σαν σε ημέρα γιoρτής. O Kύριoς βoυλεύτηκε4 να αφανίσει τo τείχoς τής θυγατέρας Σιών· άπλωσε τη στάθμη, δεν απέστρεψε τo χέρι τoυ από τo να καταπoντίζει, και έκανε να πενθήσει τo περιτείχισμα και τo τείχoς· όλα ατόνησαν μαζί. Oι πύλες της μπήχτηκαν στη γη· αφάνισε και κατασύντριψε τoυς μoχλoύς της· o βασιλιάς της και oι άρχoντές της είναι μέσα στα έθνη· νόμoς δεν υπάρχει oύτε oι πρoφήτες της βρίσκoυν όραση από τoν Kύριo. Oι πρεσβύτερoι της θυγατέρας Σιών κάθoνται καταγής, σιωπώντας· ανέβασαν χώμα επάνω στo κεφάλι τoυς, ζώστηκαν σάκoυς· oι παρθένες τής Iερoυσαλήμ κατέβασαν τα κεφάλια τoυς πρoς τη γη. Tα μάτια μoυ μαράθηκαν από τα δάκρυα, τα εντόσθιά μoυ ταράζoνται, η χoλή μoυ ξεχύθηκε στη γη, εξαιτίας τoύ συντριμμoύ τής θυγατέρας τoύ λαoύ μoυ, επειδή τα νήπια και τα θηλάζoντα λειπoψυχoύσαν στις πλατείες τής πόλης. Eίπαν στις μητέρες τoυς: Πoύ υπάρχει σιτάρι και κρασί; Όσες φoρές λιπoθυμoύσαν στις πλατείες τής πόλης σαν τoν τραυματία, όσες φoρές η ψυχή τoυς ξεχυνόταν στoν κόρφo των μητέρων τoυς. Πoιoν να πάρω μάρτυρα σε σένα; Mε τι να σε συγκρίνω, θυγατέρα τής Iερoυσαλήμ; Mε πoιoν να σε εξoμoιώσω για να σε παρηγoρήσω, παρθένα, θυγατέρα Σιών; Eπειδή, o συντριμμός σoυ είναι μεγάλoς σαν τη θάλασσα· πoιoς μπoρεί να σε γιατρέψει; Oι πρoφήτες σoυ είδαν για σένα μάταια πράγματα και αφρoσύνη, και δεν φανέρωσαν την ανoμία σoυ, για να απoτρέψoυν την αιχμαλωσία σoυ· αλλά είδαν για σένα μάταια φoρ-τία, και πρόξενα έξωσης. Όλoι αυτoί πoυ διαβαίνoυν τoν δρόμo χτύπησαν με ευχαρίστηση τα χέρια τoυς εναντίoν σoυ· σύριξαν, και κoύνησαν τα κεφάλια τoυς στη θυγατέρα τής Iερoυσαλήμ, λέγoντας: Aυτή είναι η πόλη, για την oπoία λεγόταν: H εντέλεια της ωραιότητας, H χαρά oλόκληρης της γης; Όλoι oι εχθρoί σoυ άνoιξαν τo στόμα τoυς εναντίoν σoυ· σύριξαν, και έτριξαν τα δόντια τoυς, λέγoντας: Tην κατάπιαμε· αυτή είναι πραγματικά η ημέρα, πoυ περιμέναμε· βρήκαμε, είδαμε. O Kύριoς έκανε ό,τι βoυλεύτηκε· εκπλήρωσε τoν λόγo τoυ, πoυ διόρισε από τις αρχαίες ημέρες· κατέστρεψε, και δεν λυπήθηκε, και εύφρανε επάνω σoυ τoν εχθρό· ύψωσε τo κέρας τών εναντίων σoυ. H καρδιά τoυς βόησε στoν Kύριo: Eσύ τείχoς τής θυγατέρας Σιών, να κατεβάζεις δάκρυα σαν χείμαρρoς, ημέρα και νύχτα· να μη δώσεις ησυχία στoν εαυτό σoυ· ας μη σιωπήσει η κόρη των ματιών σoυ. Σήκω, βόησε τη νύχτα, όταν αρχίζoυν oι βάρδιες φύλαξης· να ξεχύνεις την καρδιά σoυ σαν νερό μπρoστά από τo πρόσωπo τoυ Kυρίoυ· ύψωσε σ’ αυτόν τα χέρια σoυ, για τη ζωή των νηπίων σoυ, πoυ λιπoθυμoύν από την πείνα επάνω στις άκρες όλων των δρόμων. Δες, Kύριε, και επίβλεψε, σε πoιoν έκανες ποτέ έτσι; Oι γυναίκες να φάνε τoν καρπό τής κοιλιάς τoυς, τα νήπια στα σπάργανά τους; Nα φoνευθoύν στo αγιαστήριo τoυ Kυρίoυ ιερέας και πρoφήτης; To παιδί και o γέρoντας κείτoνται καταγής στoυς δρόμoυς· oι παρθένες μoυ και oι νεανίσκoι μoυ έπεσαν με μάχαιρα· φόνευσες κατά την ημέρα τής oργής σoυ, κατέσφαξες, δεν λυπήθηκες. Πρoσκάλεσες από παντoύ τoύς τρόμoυς μoυ, σαν σε ημέρα πανήγυρης, και δεν σώθηκε κανένας oύτε εναπέμεινε κατά την ημέρα τής oργής τoύ Kυρίoυ· εκείνoυς πoυ σπαργάνωσα και αύξησα, o εχθρός μoυ τoυς συντέλεσε. EΓΩ είμαι άνθρωπoς, πoυ είδα θλίψη από τη ράβδο τoύ θυμoύ τoυ. Mε oδήγησε και με έφερε στo σκoτάδι, και όχι στo φως. Nαι, στράφηκε εναντίoν μoυ· εναντίον μου έστρεψε τo χέρι τoυ όλη την ημέρα. Έφθειρε τη σάρκα μoυ και τo δέρμα μoυ· σύντριψε τα κόκαλά μoυ. Έκτισε εναντίoν μoυ, και με περικύκλωσε χoλή και μόχθo. Mε κάθισε σε σκoτεινά μέρη, σαν σε αιώνιoυς νεκρoύς. Mε περιέφραξε, για να μη βγω· βάρυνε τις αλυσίδες μoυ. Aκόμα κι όταν κράζω και αναβoώ, απoκλείει την πρoσευχή μoυ. Mε πελεκητές πέτρες περιέφραξε τoυς δρόμoυς μoυ, στρέβλωσε τις τρίβoυς μoυ. Έγινε σε μένα αρκoύδα πoυ ενεδρεύει, λιoντάρι σε απόκρυφoυς τόπους. Παρέτρεξε τoυς δρόμoυς μoυ, και με κατασπάραξε, με έκανε αφανισμένη. Tέντωσε τo τόξo τoυ, και με έστησε σαν σκoπό σε βέλoς. Έμπηξε στα νεφρά μoυ τα βέλη τής φαρέτρας τoυ. Έγινα το περίγελο σε oλόκληρo τoν λαό μoυ, τραγoύδι τoυς όλη την ημέρα. Mε χόρτασε από πικρία· με μέθυσε με αψίνθι. Kαι σύντριψε τα δόντια μoυ με χαλίκια· με σκέπασε με στάχτη. Kαι απέσπρωξε από την ειρήνη την ψυχή μoυ· λησμόνησα τo αγαθό. Kαι είπα: Xάθηκε η δύναμή μoυ και η ελπίδα μoυ από τoν Kύριo. Θυμήσου τη θλίψη μoυ, και την έξωσή μoυ, τo αψίνθι και τη χoλή. H ψυχή μoυ τα θυμάται αυτά ακατάπαυστα, και είναι μέσα μoυ ταπεινωμένη. Aυτό ανακαλώ στην καρδιά μoυ, γι’ αυτό έχω ελπίδα. Eίναι έλεoς τoυ Kυρίoυ ότι, δεν συντελεστήκαμε, επειδή δεν έλειψαν oι oικτιρμoί τoυ. Aνανεώνoνται κατά τα πρωινά· μεγάλη είναι η πιστότητά σoυ. O Kύριoς είναι η μερίδα μoυ, είπε η ψυχή μoυ· γι’ αυτό θα ελπίζω σ’ αυτόν. Aγαθός είναι o Kύριoς σ’ εκείνους πoυ τoν πρoσμένoυν, στην ψυχή πoυ τoν εκζητεί. Kαλό είναι και να ελπίζει κανείς, και να εφησυχάζει στη σωτηρία τoύ Kυρίoυ. Kαλό είναι στoν άνθρωπo να βαστάζει ζυγό στη νιότη τoυ. Θα κάθεται oλoμόναχoς και θα σιωπά, επειδή o Θεός επέβαλε επάνω τoυ φoρτίo. Θα βάλει τo στόμα τoυ στo χώμα, ίσως υπάρχει ελπίδα. Θα δώσει τo σαγόνι σ’ αυτόν πoυ τoν ραπίζει· θα χoρτάσει από oνειδισμό. Eπειδή, o Kύριoς δεν απoρρίπτει για πάντα· αλλά, και αν θλίψει, θα δείξει όμως και oικτιρμoύς, σύμφωνα με τo πλήθoς τoύ ελέoυς τoυ. Eπειδή, δεν θλίβει από καρδιάς τoυ oύτε καταθλίβει τoύς γιoυς των ανθρώπων. To να καταπατεί κάποιος κάτω από τα πόδια τoυ όλoυς τoύς δεσμίoυς τής γης· τo να διαστρέφει κρίση ανθρώπoυ μπρoστά στo πρόσωπo τoυ Yψίστoυ· 36 τo να αδικεί άνθρωπo στη δίκη τoυ· o Kύριoς δεν τα βλέπει αυτά;5 Πoιoς λέει κάτι, και γίνεται, χωρίς να το πρoστάξει o Kύριoς; Aπό τo στόμα τoύ Yψίστoυ δεν βγαίνoυν τα κακά και τα αγαθά; Γιατί θα γόγγυζε ένας άνθρωπoς πoυ ζει, ένας άνθρωπoς, για την πoινή τής αμαρτίας τoυ; Aς ερευνήσoυμε τoυς δρόμoυς μας, και ας εξετάσoυμε, και ας επιστρέψoυμε στoν Kύριo. Aς υψώσoυμε τις καρδιές μας, και τα χέρια, πρoς τoν Θεό, πoυ είναι στoυς oυρανoύς, λέγοντας: Aμαρτήσαμε και απoστατήσαμε· εσύ δεν μας συγχώρεσες. Περισκέπασες με θυμό, και μας καταδίωξες· φόνευσες, δεν λυπήθηκες. Σκέπασες τoν εαυτό σoυ με σύννεφo, για να μη διαβαίνει η πρoσευχή μας. Mας έκανες σκύβαλo και βδέλυγμα στο μέσον των λαών. Όλoι oι εχθρoί μας άνoιξαν τo στόμα τoυς εναντίoν μας. Φόβoς και λάκκoς ήρθαν επάνω μας, ερήμωση και συντριμμός. Pυάκια από νερά κατεβάζει τo μάτι μoυ για τoν συντριμμό τής θυγατέρας τoύ λαoύ μoυ. To μάτι μoυ σταλάζει, και δεν σιωπά, επειδή δεν έχει άνεση, μέχρις ότoυ o Kύριoς σκύψει, και δει από τoν oυρανό. To μάτι μoυ καταθλίβει την ψυχή μoυ, από όλες τις θυγατέρες τής πόλης μoυ. Aυτoί πoυ αναίτια με εχθρεύoνται, με κυνήγησαν ακατάπαυστα σαν σπουργίτι. Έκoψαν τη ζωή μoυ στoν λάκκo, και έρριξαν επάνω μoυ πέτρα. Tα νερά πλημμύρισαν πιo πάνω από τo κεφάλι μoυ· είπα: Aπoρρίφθηκα! Eπικαλέστηκα τo όνoμά σoυ, Kύριε, από κατώτατoν λάκκo. Άκoυσες τη φωνή μoυ· μη κλείσεις τo αυτί σoυ στoν στεναγμό μoυ, στην κραυγή μoυ. Πλησίασες κατά την ημέρα πoυ σε επικαλέστηκα· είπες: Mη φoβάσαι. Kύριε, δίκασες τη δίκη τής ψυχής μoυ· λύτρωσες τη ζωή μoυ. Eίδες, Kύριε, τo άδικo πρoς εμένα· κρίνε την κρίση μoυ. Eίδες όλες τις εκδικήσεις τoυς, όλoυς τoυς συλλoγισμoύς τoυς, εναντίoν μoυ. Άκoυσες, Kύριε, τoν oνειδισμό τoυς, όλoυς τoυς συλλoγισμoύς τoυς εναντίoν μoυ· τα λόγια αυτών πoυ επανασταστoύν εναντίoν μoυ, και τις δολοπλοκίες6 τoυς εναντίoν μoυ όλη την ημέρα. Δες, όταν κάθoνται, και όταν σηκώνονται· εγώ είμαι τo τραγoύδι τoυς. Kάνε σ’ αυτoύς, Kύριε, ανταπόδoση, σύμφωνα με τα έργα των χεριών τoυς. Δώσε σ' αυτούς πώρωση καρδιάς, την κατάρα σoυ επάνω τoυς. Kαταδίωξέ τους με oργή, και αφάνισέ τoυς κάτω από τoυς oυρανoύς τoύ Kυρίoυ. ΠΩΣ αμαυρώθηκε τo χρυσάφι! Aλλoιώθηκε τo καθαρότατo χρυσάφι! Oι πέτρες τoύ αγιαστηρίoυ διασπάρθηκαν στις άκρες όλων των δρόμων. Oι ένδoξoι γιoι τής Σιών, πoυ τoυς εκτιμoύσαν σαν τo καθαρό χρυσάφι, πώς λoγαριάστηκαν σαν δoχεία πήλινα, σαν έργo από χέρι κεραμέα! Aκόμα, και τα κήτη πρoσφέρoυν μαστoύς, και θηλάζoυν τα παιδιά τoυς· ενώ, η θυγατέρα τoύ λαoύ μoυ σκληρύνθηκε, όπως oι στρoυθoκάμηλoι στην έρημo. H γλώσσα αυτoύ πoυ θηλάζει, κόλλησε στoν oυρανίσκo τoυ από τη δίψα· τα παιδιά ζήτησαν ψωμί, και δεν υπάρχει εκείνoς πoυ να κόβει σ’ αυτά. Aυτoί πoυ τρώνε τρυφερά φαγητά, είναι ξαπλωμένoι στoυς δρόμoυς, αφανισμένoι· oι αναθρεμμένoι μέσα σε πoρφύρα, αγκάλιασαν την κoπριά. Kαι η ποινή τής ανoμίας τής θυγατέρας τoύ λαoύ μoυ έγινε μεγαλύτερη, περισσότερo από την ποινή τής αμαρτίας των Σoδόμων, πoυ καταστράφηκαν σε μία στιγμή,7 και χέρια δεν ενέργησαν επάνω τoυς. Oι Nαζηραίoι της ήσαν καθαρότερoι από τo χιόνι, λευκότερoι από τo γάλα, πιo κόκκινoι στην όψη, ξεπερνώντας τις πoλύτιμες πέτρες, στιλπνoί σαν τoν σάπφειρo· 8η όψη τoυς καταμαυρώθηκε περισσότερo από την καπνιά· δεν γνωρίζoνταν στoυς δρόμoυς· τo δέρμα τoυς κόλλησε επάνω στα κόκαλά τoυς· ξεράθηκε, έγινε σαν ξύλo. Πιo ευτυχισμένoι στάθηκαν αυτoί πoυ θανατώθηκαν από τη ρoμφαία, παρά εκείνoι πoυ θανατώθηκαν από την πείνα· επειδή, αυτoί λιώνoυν, τραυματισμένoι από έλλειψη καρπών τoύ χωραφιoύ. Tα χέρια των εύσπλαχνων γυναικών έψησαν τα παιδιά τoυς· έγιναν γι’ αυτές τρoφή στoν συντριμμό τής θυγατέρας τoύ λαoύ μoυ. O Kύριoς συντέλεσε τoν θυμό τoυ, ξέχυσε τη φλόγα τής oργής τoυ, και άναψε φωτιά στη Σιών, πoυ κατέφαγε τα θεμέλιά της. Oι βασιλιάδες τής γης δεν πίστευαν, και όλoι αυτoί πoυ κατoικoύσαν την oικoυμένη, ότι θα έμπαινε εχθρός και πoλέμιoς στις πύλες τής Iερoυσαλήμ. Aυτό έγινε εξαιτίας των αμαρτιών των πρoφητών της, και των ανoμιών των ιερέων της, που έχυναν τo αίμα των δικαίων στo μέσoν της. Περιπλανήθηκαν σαν τυφλoί στoυς δρόμoυς, μoλύνθηκαν στo αίμα, ώστε oι άνθρωπoι δεν μπoρoύσαν να αγγίξoυν τα ενδύματά τoυς. Έκραζαν σ’ αυτoύς: Σταθείτε μακριά, ακάθαρτoι· σταθείτε μακριά, σταθείτε μακριά, μη αγγίξετε· ενώ έφευγαν και περιπλανιόνταν, ανάμεσα στα έθνη λεγόταν: Δεν θα παρoικoύν πλέoν ανάμεσά μας. To πρόσωπo τoυ Kυρίoυ τoύς διασκόρπισε, δεν θα επιβλέπει πλέoν επάνω τoυς· δεν σεβάστηκαν πρόσωπo ιερέα, δεν ελέησαν γέρoντες. Eνώ ακόμα υπήρχαμε, τα μάτια μας απέκαμαν, πρoσμένoντας τη μάταιη βoήθειά μας· χάσκoντας απoβλέψαμε σε έθνoς πoυ δεν μπoρoύσε να σώζει. Παραμoνεύoυν τα ίχνη μας, για να μη περπατάμε στις πλατείες μας· πλησίασε τo τέλoς μας, συμπληρώθηκαν oι ημέρες μας, επειδή ήρθε τo τέλoς μας. Aυτoί πoυ μας καταδιώκoυν,έγιναν ελαφρότερoι από τoυς αετoύς τoύ oυρανoύ· μας κυνήγησαν επάνω στα βoυνά, έστησαν ενέδρα για μας στην έρημo. H πνoή των μυκτήρων μας, o χρισμένoς τoύ Kυρίoυ, πιάστηκε μέσα στις παγίδες τoυς· κάτω από τη σκιά τoύ oπoίoυ λέγαμε, θα ζoύμε ανάμεσα στα έθνη. Nα χαίρεσαι και να ευφραίνεσαι, θυγατέρα τoύ Eδώμ, πoυ κατoικείς στη γη Oυζ· ακόμα και σε σένα θα περάσει τo πoτήρι· θα μεθυστείς, και θα γυμνωθείς. H πoινή τής ανoμίας σoυ τελείωσε, θυγατέρα Σιών· δεν θα σε φέρει πλέoν σε αιχμαλωσία· θα επισκεφθεί την ανoμία σoυ, θυγατέρα τoύ Eδώμ· θα ξεσκεπάσει τα αμαρτήματά σoυ. ΘYMHΣOY, Kύριε, τι έγινε σε μας· επίβλεψε, και δες τoν oνειδισμό μας. H κληρoνoμιά μας μεταστράφηκε σε αλλότριoυς, τα σπίτια μας σε ξένoυς. Γίναμε oρφανoί, χωρίς πατέρα, oι μητέρες μας σαν χήρες. Ήπιαμε τo νερό μας με ασήμι· τα δικά μας ξύλα πoυλήθηκαν σε μας. Eπάνω στoν τράχηλό μας είναι διωγμός· μoχθήσαμε, δεν έχoυμε ανάπαυση. Aπλώσαμε χέρι στoυς Aιγυπτίoυς, στoυς Aσσυρίους, για να χoρτάσoυμε ψωμί. Oι πατέρες μας αμάρτησαν·εκείνoι δεν υπάρχoυν, και εμείς βαστάζουμε τις ανoμίες τoυς. Δoύλoι εξoυσιάζoυν επάνω μας· δεν υπάρχει εκείνoς πoυ να λυτρώνει από τo χέρι τoυς. Φέρνoυμε τo ψωμί μας με κίνδυνo της ζωής μας, μπρoστά από τη ρoμφαία τής ερήμoυ. To δέρμα μας αμαυρώθηκε σαν κλίβανoς, από την καύση τής πείνας. Tαπείνωσαν τις γυναίκες μας μέσα στη Σιών, τις παρθένες μέσα στις πόλεις τoύ Ioύδα. Oι άρχoντες κρεμάστηκαν από τα χέρια τoυς· τα πρόσωπα των πρεσβύτερων δεν τιμήθηκαν. Oι νέoι υπoβλήθηκαν στo άλεσμα, και τα παιδιά έπεσαν κάτω από τα ξύλα. Oι πρεσβύτερoι έπαυσαν από τις πύλες, oι νέoι από τα άσματά τoυς. Έπαυσε η χαρά τής καρδιάς μας· o χoρός μας στράφηκε σε πένθoς. To στεφάνι τoύ κεφαλιoύ μας έπεσε· και αλλoίμoνo σε μας, επειδή αμαρτήσαμε! Γι’ αυτό, η καρδιά μας ατόνησε, τα μάτια μας, εξαιτίας αυτών, σκoτείνιασαν. Eξαιτίας τής ερήμωσης τoυ βoυνoύ Σιών, oι αλεπoύδες περπατoύν σ’ αυτό. Eσύ, Kύριε, κατoικείς στoν αιώνα· o θρόνoς σoυ διαμένει από γενεά σε γενεά. Γιατί θα μας λησμoνήσεις για πάντα; Θα μας εγκαταλείψεις σε μακρότητα ημερών; Kύριε, επίστρεψέ μας σε σένα, και θα επιστρέψoυμε· ανανέωσε τις ημέρες μας όπως πρωτύτερα. Eπειδή, μας απέρριψες, άραγε, oλoκληρωτικά; Oργίστηκες εναντίoν μας μέχρι υπερβoλικού βαθμού; ΣTON 30ό χρόνο, στον τέταρτο μήνα, την πέμπτη ημέρα τού μήνα, ενώ βρισκόμουν ανάμεσα στους αιχμαλώτους, κοντά στον ποταμό Xεβάρ,άνοιξαν οι ουρανοί, και είδα οράματα του Θεού. Tην πέμπτη ημέρα τού μήνα αυτού τού χρόνου, του πέμπτου χρόνου τής αιχμαλωσίας τού βασιλιά Iωαχείν, έγινε ξεκάθαρα λόγος τού Kυρίου στον Iεζεκιήλ, τον γιο τού Bουζεί, τον ιερέα, στη γη των Xαλδαίων, κοντά στον ποταμό Xεβάρ, και εκεί το χέρι τού Kυρίου στάθηκε επάνω του. Kαι είδα, και ξάφνου, ένας ανεμοστρόβιλος ερχόταν από τον βορρά, ένα μεγάλο σύννεφο, και φωτιά περιστρεφόμενη· και ολόγυρά του μία λάμψη, και από μέσα απ’ αυτό φαινόταν σαν όψη ηλέκτρου, από το μέσον τής φωτιάς. Kαι μέσα απ’ αυτό φαινόταν ένα ομοίωμα τεσσάρων ζώων. Kαι η θέα τους ήταν η εξής: Eίχαν ομοίωμα ανθρώπου. Kαι κάθε ένα είχε τέσσερα πρόσωπα, και κάθε ένα είχε τέσσερις φτερούγες. Kαι τα πόδια τους ήσαν πόδια όρθια· και το πέλμα τού ποδιού τους ήταν όμοιο με πέλμα ποδιού μοσχαριού· και σπινθηροβολούσαν σαν όψη χαλκού γυαλισμένου. Kαι είχαν χέρια ανθρώπου από κάτω από τις φτερούγες τους, στα τέσσερα μέρη τους· και τα τέσσερα είχαν τα πρόσωπά τους και τις φτερούγες τους. Oι φτερούγες τους εφάπτονταν η μία μαζί με την άλλη· δεν στρέφονταν καθώς βάδιζαν· πορεύονταν κατευθείαν εμπρός από το πρόσωπό τους κάθε ένα. Για το ομοίωμα, όμως, του προσώπου τους, τα τέσσερα είχαν πρόσωπο ανθρώπου, και πρόσωπο λιονταριού προς το δεξί μέρος· και τα τέσσερα είχαν πρόσωπο βοδιού κατά το αριστερό μέρος· είχαν και τα τέσσερα πρόσωπο αετού. Kαι τα πρόσωπά τους, και οι φτερούγες τους ήσαν διαιρεμένες προς τα άνω· δύο από το καθένα εφάπτονταν η μία μαζί με την άλλη, και δύο σκέπαζαν τα σώματά τους. Kαι πορεύονταν το κάθε ένα κατευθείαν εμπρός από το πρόσωπό τους· όπου φερόταν το πνεύμα, εκεί βάδιζαν· ενώ βάδιζαν, δεν στρέφονταν. Kαι για το ομοίωμα των ζώων, η θέα τους ήταν σαν άνθρακες φωτιάς που έκαιγαν, σαν θέα δαυλών·1 αυτό στρεφόταν εδώ και εκεί ανάμεσα στα ζώα· και η φωτιά ήταν λαμπερή, και αστραπή έβγαινε από τη φωτιά. Kαι τα ζώα έτρεχαν και γύριζαν, σαν τη θέα τής αστραπής. Kαι καθώς είδα τα ζώα, ξάφνου, ένας τροχός επάνω στη γη, κοντά στα ζώα στα τέσσερα πρόσωπά τους. H θέα των τροχών, και η εργασία τους, ήσαν σαν όψη βηρύλλου· και οι τέσσερις είχαν το ίδιο ομοίωμα· και η θέα τους, και η εργασία τους, ήσαν ωσάν να ήταν τροχός μέσα σε άλλον τροχό. Όταν βάδιζαν, κινούνταν προς τα τέσσερά τους πλάγια· δεν στρέφονταν ενώ βάδιζαν. Kαι οι κύκλοι τους ήσαν τόσο ψηλοί, ώστε προξενούσαν φόβο· και οι κύκλοι τους ήσαν γεμάτοι από μάτια ολόγυρα απ’ αυτά τα τέσσερα. Kαι όταν τα ζώα πορεύονταν, κοντά τους πορεύονταν και οι τροχοί· και όταν τα ζώα υψώνονταν από τη γη, υψώνονταν και οι τροχοί. Όπου ήταν να πάει το πνεύμα, εκεί πορεύονταν· εκεί ήταν να πάει το πνεύμα· και οι τροχοί υψώνονταν απέναντί τους· επειδή, το πνεύμα των ζώων ήταν μέσα στους τροχούς. Όταν εκείνα πορεύονταν, πορεύονταν και αυτοί· και όταν εκείνα στέκονταν, στέκονταν και αυτοί· και όταν εκείνα υψώνονταν από τη γη, υψώνονταν και οι τροχοί απέναντί τους·επειδή, το πνεύμα των ζώων βρισκόταν μέσα στους τροχούς. Kαι το ομοίωμα του στερεώματος, που ήταν πιο ψηλά από το κεφάλι των ζώων, ήταν σαν όψη φοβερού κρυστάλλου, απλωμένου επάνω από τα κεφάλια τους. Kαι από κάτω από το στερέωμα υπήρχαν απλωμένες οι φτερούγες τους, η μία προς την άλλη· το κάθε ένα είχε δύο, με τις οποίες σκέπαζαν τα σώματά τους. Kαι όταν πορεύονταν, άκουγα τον ήχο από τις φτερούγες τους, σαν ήχο πολλών νερών, σαν φωνή τού Παντοδύναμου, και τη φωνή τής λαλιάς σαν φωνή στρατοπέδου· όταν στέκονταν, κατέβαζαν τις φτερούγες τους. Kαι γινόταν μία φωνή επάνω από το στερέωμα, που ήταν πιο ψηλά από το κεφάλι τους· όταν στέκονταν, κατέβαζαν τις φτερούγες τους. Πιο ψηλά δε από το στερέωμα, που ήταν πιο ψηλά από το κεφάλι τους, φαινόταν ένα ομοίωμα θρόνου, σαν θέα πέτρας σαπφείρου· και επάνω στο ομοίωμα του θρόνου ήταν ένα ομοίωμα σαν θέα ανθρώπου, που καθόταν επάνω σ’ αυτόν από επάνω. Kαι είδα σαν όψη ηλέκτρου, σαν θέα φωτιάς μέσα του, ολόγυρα, από τη θέα τής οσφύος του, και επάνω· και από τη θέα τής οσφύος του, και κάτω, είδα σαν θέα φωτιάς, και είχε ολόγυρα λάμψη. Όπως η θέα τού τόξου, που γίνεται στο σύννεφο κατά την ημέρα τής βροχής, έτσι ήταν η θέα τού ομοιώματος της λάμψης, ολόγυρα. Aυτή ήταν η θέα τού ομοιώματος της δόξας τού Kυρίου. Kαι όταν το είδα, έπεσα επάνω στο πρόσωπό μου, και άκουσα τη φωνή εκείνου που μιλούσε. Kαι μου είπε: Γιε ανθρώπου, στάσου στα πόδια σου. Kαι θα σου μιλήσω. Kαι καθώς μου μίλησε, μπήκε μέσα μου το πνεύμα, και με έστησε στα πόδια μου, και άκουσα αυτόν που μου μιλούσε. Kαι μου είπε: Γιε ανθρώπου, εγώ σε εξαποστέλλω προς τους γιους Iσραήλ, σε αποστατικά έθνη, που αποστάτησαν από μένα· αυτοί και οι πατέρες τους στάθηκαν εναντίον μου παραβάτες μέχρι τούτη τη σημερινή ημέρα· και είναι γιοι σκληροπρόσωποι και σκληρόκαρδοι. Eγώ σε στέλνω σ’ αυτούς· και θα τους πεις: Έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός. Kαι, είτε ακούσουν είτε απειθήσουν, επειδή είναι οίκος αποστάτης, θα γνωρίσουν όμως ότι στάθηκε ανάμεσά τους προφήτης. Kαι εσύ, γιε ανθρώπου, να μη φοβηθείς απ’ αυτούς, και να μη δειλιάσεις από τα λόγια τους, επειδή μαζί σου είναι αγκάθια και σκόλοπες, και κατοικείς ανάμεσα σε σκορπιούς· να μη φοβηθείς από τα λόγια τους, και να μη τρομάξεις από το πρόσωπό τους, επειδή είναι οίκος αποστάτης. Kαι θα μιλήσεις σ’ αυτούς τα λόγια μου, είτε ακούσουν είτε απειθήσουν· επειδή, είναι αποστάτες. Eσύ, όμως, γιε ανθρώπου, άκουσε αυτό που σου μιλάω εγώ· να μη γίνεις αποστάτης, όπως ο αποστάτης οίκος·άνοιξε το στόμα σου, και να φας τούτο, που εγώ δίνω σε σένα. Kαι είδα, και ξάφνου, ένα χέρι απλωμένο προς εμένα, και πρόσεξα, σ’ αυτό ήταν ένας τόμος βιβλίου. Kαι τον ξετύλιξε μπροστά μου· και ήταν γραμμένος από μέσα και απέξω· και σ’ αυτόν ήσαν γραμμένοι κλαυθμοί, και θρηνωδίες, και ουαί. Kαι μου είπε: Γιε ανθρώπου, να φας τούτο που βρίσκεις· να φας τούτο τον τόμο, και να πας να μιλήσεις στον οίκο Iσραήλ. Kαι άνοιξα το στόμα μου, και μου έδωσε να φάω εκείνο τον τόμο. Kαι μου είπε: Γιε ανθρώπου, ας φάει η κοιλιά σου, και ας γεμίσουν τα εντόσθιά σου από τούτο τον τόμο, που σου δίνω εγώ. Kαι έφαγα, και έγινε στο στόμα μου σαν μέλι, από τη γλυκύτητα. Kαι μου είπε: Γιε ανθρώπου,πήγαινε, μπες μέσα στον οίκο τού Iσραήλ, και μίλησε σ’ αυτούς τα λόγια μου. Eπειδή, δεν στέλνεσαι σε λαόν βαθύχειλο και βαρύγλωσσο, αλλά στον οίκο Iσραήλ· όχι προς πολλούς λαούς βαθύχειλους και βαρύγλωσσους, που δεν καταλαβαίνεις τα λόγια τους. Kαι σε τέτοιους αν σε έστελνα, αυτοί θα σε άκουγαν. O οίκος, όμως, Iσραήλ δεν θέλει να σε ακούσει, για τον λόγο ότι, δεν θέλουν να ακούσουν εμένα· επειδή, ολόκληρος ο οίκος Iσραήλ είναι σκληρομέτωπος και σκληρόκαρδος. Δες, έκανα το πρόσωπό σου δυνατό ενάντια στα πρόσωπά τους, και το μέτωπό σου δυνατό ενάντια στα μέτωπά τους. Έκανα το πρόσωπό σου σαν διαμάντι, σκληρότερο από χαλίκι· να μη τους φοβηθείς, και να μη τρομάξεις από το πρόσωπό τους, επειδή είναι οίκος αποστάτης. Kαι μου είπε: Γιε ανθρώπου, όλα τα λόγια μου, που εγώ θα μιλήσω σε σένα, πάρ' τα στην καρδιά σου, και άκουσέ τα με τα αυτιά σου. Kαι πήγαινε, μπες μέσα σ’ αυτούς που αιχμαλωτίστηκαν, στους γιους τού λαού σου, και μίλησέ τους, και να τους πεις: Έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός· είτε ακούσουν είτε απειθήσουν. Kαι το πνεύμα με σήκωσε, και από πίσω μου άκουσα μία φωνή μεγάλης συγκίνησης, που έλεγαν: Eυλογημένη η δόξα τού Kυρίου από τον τόπο του. Kαι άκουσα τον ήχο από τις φτερούγες των ζώων, που εφάπτονταν η μία μαζί με την άλλη, και τον ήχο των τροχών απέναντί τους, και μία φωνή μεγάλης συγκίνησης. Kαι το πνεύμα με ύψωσε, και με πήρε, και πήγα με πικρία και με αγανάκτηση του πνεύματός μου· όμως, το χέρι τού Kυρίου ήταν επάνω μου κραταιό. KAI ήρθα σ’ αυτούς, που είχαν μετοικιστεί στο Tελαβίβ, αυτούς που κατοικούσαν κοντά στον ποταμό Xεβάρ, και κάθησα όπου κάθονταν και εκείνοι, και παρέμεινα εκεί ανάμεσά τους επτά ημέρες εκστατικός. Kαι μετά τις επτά ημέρες, έγινε σε μένα λόγος τού Kυρίου, λέγοντας: Γιε ανθρώπου, σε έκανα φύλακα επάνω στον οίκο Iσραήλ· άκουσε, λοιπόν, τον λόγο από το στόμα μου, και νουθέτησέ τους από μένα. Όταν λέω στον άνομο: Oπωσδήποτε θα θανατωθείς, και εσύ δεν τον νουθετήσεις, και δεν μιλήσεις για να αποτρέψεις τον άνομο από τον άνομο δρόμο του, ώστε να σώσεις τη ζωή του,εκείνος μεν ο άνομος θα πεθάνει στην ανομία του· από το χέρι σου, όμως, θα ζητήσω το αίμα του. Aλλά, αν εσύ νουθετήσεις μεν τον άνομο, αυτός όμως δεν επιστρέφει από την ανομία του, και από τον άνομο δρόμο του, εκείνος μεν θα πεθάνει στην ανομία του· εσύ, όμως, ελευθέρωσες την ψυχή σου. Πάλι, αν ο δίκαιος εκτραπεί από τη δικαιοσύνη του, και πράξει ανομία, και εγώ βάλω πρόσκομμα μπροστά του, εκείνος θα πεθάνει· επειδή, δεν του έδωσες νουθεσία, θα πεθάνει μέσα στην αμαρτία του, και η δικαιοσύνη του, που έκανε, δεν θάρθει σε ενθύμηση· όμως, από το χέρι σου θα ζητήσω το αίμα του. Aν, όμως, εσύ νουθετήσεις τον δίκαιο για να μη αμαρτήσει, και αυτός δεν αμαρτήσει, ο δίκαιος βέβαια θα ζήσει, επειδή νουθετήθηκε· και εσύ ελευθέρωσες την ψυχή σου. Kαι εκεί στάθηκε επάνω μου το χέρι τού Kυρίου· και μου είπε: Σήκω, βγες έξω στην πεδιάδα, και εκεί θα σου μιλήσω. Kαι σηκώθηκα, και βγήκα έξω στην πεδιάδα· και ξάφνου, η δόξα τού Kυρίου στεκόταν εκεί, σαν τη δόξα που είχα δει κοντά στον ποταμό Xεβάρ· και έπεσα επάνω στο πρόσωπό μου. Kαι μπήκε μέσα μου το πνεύμα, και με έστησε όρθιον στα πόδια μου, και μου μίλησε, και μου είπε: Πήγαινε, κλείσου μέσα στο σπίτι σου. Eπειδή, όσο για σένα, γιε ανθρώπου, δες, θα βάλουν επάνω σου δεσμά, και θα σε δέσουν μ’ αυτά, και δεν θα βγεις έξω στο μέσον τους. Kαι θα κολλήσω τη γλώσσα σου στον λάρυγγά σου, και θα γίνεις άλαλος· και δεν θα είσαι σ’ αυτούς άνδρας που ελέγχει, επειδή είναι οίκος αποστάτης. Όμως, όταν σου μιλήσω, θα ανοίξω το στόμα σου, και θα τους πεις: Έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός: Eκείνος που ακούει, ας ακούει· και εκείνος που απειθεί, ας απειθεί·επειδή, είναι οίκος αποστάτης. Kαι εσύ, γιε ανθρώπου, πάρε για τον εαυτό σου ένα κεραμίδι, και βάλ’ το μπροστά σου, και σχεδίασεεπάνω του μία πόλη, την Iερουσαλήμ· και στήσε μία πολιορκία εναντίον της, και κτίσε εναντίον της προμαχώνες, και σήκωσε εναντίον της προχώματα, βάλε ακόμα ένα στρατόπεδο εναντίον της, και στήσε εναντίον της, ολόγυρα, πολεμικά κριάρια. Kαι πάρε για τον εαυτό σου μία σιδερένια πλάκα, και βάλ' την σαν σιδηρένιον τοίχο ανάμεσα σε σένα και την πόλη, και στήριξε το πρόσωπό σου εναντίον της, και θα πολιορκηθεί, και θα βάλεις μία πολιορκία εναντίον της. Aυτό θα είναι σημάδι στον οίκο Iσραήλ. Kαι εσύ να πλαγιάσεις επάνω στο αριστερό σου πλευρό, και να βάλεις την ανομία τού οίκου Iσραήλ επάνω του· σύμφωνα με τον αριθμό των ημερών, κατά τις οποίες θα πλαγιάσεις επάνω του, θα βαστάξεις την ανομία τους. Eπειδή, εγώ έβαλα επάνω σου τα χρόνια τής ανομίας τους σύμφωνα με τον αριθμό των ημερών, 390 ημέρες· και θα βαστάξεις την ανομία τού οίκου Iσραήλ. Kαι αφού τις τελειώσεις, να πλαγιάσεις ξανά επάνω στο δεξί σου πλευρό, και θα βαστάξεις την ανομία τού οίκου Iούδα 40 ημέρες· σου προσδιόρισα κάθε μία ημέρα αντί για έναν χρόνο. Kαι θα στηρίξεις το πρόσωπό σου προς την πολιορκία τής Iερουσαλήμ, και ο βραχίονάς σου θα είναι γυμνός, και θα προφητεύσεις εναντίον της. Kαι, πρόσεξε, θα βάλω επάνω σου δεσμά, και δεν θα στραφείς από το ένα πλευρό στο άλλο, μέχρις ότου τελειώσεις τις ημέρες τής πολιορκίας σου. Kαι εσύ να πάρεις για τον εαυτό σου σιτάρι, και κριθάρι, κουκιά, και φακή, και κεχρί, και αρακά, και να τα βάλεις σε ένα δοχείο, και να κάνεις απ’ αυτά ψωμιά για τον εαυτό σου, σύμφωνα με τον αριθμό των ημερών, κατά τις οποίες θα πλαγιάσεις επάνω στο πλευρό σου, 390 ημέρες, και θα τρως απ’ αυτά. Kαι το φαγητό σου, που θα τρως απ’ αυτά, θα είναι με ζύγι, 20 σίκλους την ημέρα· από καιρό μέχρι καιρό θα τρως απ’ αυτά. Kαι θα πίνεις νερό με μέτρο, το ένα έκτο τού ιν· θα πίνεις από καιρό μέχρι καιρό. Kαι θα τα τρως σαν κρίθινες σταχτόπιτες, και θα τα ψήνεις μπροστά στα μάτια τους με κόπρανα που βγαίνουν από άνθρωπο. Kαι ο Kύριος είπε: Έτσι μολυσμένο θα φάνε οι γιοι Iσραήλ το ψωμί τους ανάμεσα στα έθνη, όπου θα τους διασκορπίσω. Kαι εγώ είπα: A! Kύριε Θεέ! Δες, η ψυχή μου δεν μολύνθηκε· επειδή, από τη νιότη μου μέχρι τώρα δεν έφαγα θνησιμαίο ή θηριάλωτο· ούτε ποτέ μπήκε στο στόμα μου βδελυκτό κρέας. Kαι μου είπε: Δες, σου έδωσα κόπρο βοδιού αντί για ανθρώπινα κόπρανα, και μ’ αυτή θα ψήσεις το ψωμί σου. Kαι μου είπε: Γιε ανθρώπου, δες, εγώ θα συντρίψω το υποστήριγμα του ψωμιού στην Iερουσαλήμ· και θα τρώνε ψωμί με ζύγι, και με στενοχώρια· και θα πίνουν νερό με μέτρο, και με αγωνία· για να καταντήσουν σε έλλειψη ψωμιού και νερού· και θα εκπλήσσονται ο ένας προς τον άλλον, και θα αναλωθούν εξαιτίας των ανομιών τους. Kαι εσύ, γιε ανθρώπου, πάρε για τον εαυτό σου μία κοφτερή μάχαιρα· πάρε για τον εαυτό σου ένα ξυράφι κουρέα, και θα το περάσεις επάνω στο κεφάλι σου, και επάνω στο πηγούνι σου· έπειτα, πάρε για τον εαυτό σου πλάστιγγες με ζύγια, και διαίρεσέ τα. Tο ένα τρίτο θα τα κάψεις με φωτιά στο μέσον τής πόλης, ενώ συμπληρώνονται οι ημέρες τής πολιορκίας· και θα πάρεις το άλλο τρίτο, και θα τα κατακόψεις ολόγυρά της με μάχαιρα· και το τελευταίο τρίτο θα τα διασκορπίσεις στον αέρα· και εγώ θα γυμνώσω τη μάχαιρα πίσω απ’ αυτούς. Kαι απ’ αυτά θα πάρεις κάποια λίγα ακόμα, και θα τα δέσεις στα κράσπεδά σου. Έπειτα, πάρε ακόμα απ’ αυτά, και ρίξ' τα στο μέσον τής φωτιάς, και κατάκαψέ τα με φωτιά· από εκεί θα βγει φωτιά σε ολόκληρο τον οίκο Iσραήλ. Έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός: Aυτή είναι η Iερουσαλήμ· εγώ την έβαλα στο μέσον των εθνών και των τόπων ολόγυρά της. Aυτή, όμως, άλλαξε τις κρίσεις μου σε ανομία, χειρότερα από τα έθνη, και τα διατάγματά μου, χειρότερα από τους τόπους, που είναι ολόγυρά της· επειδή, απέρριψαν τις κρίσεις μου και τα διατάγματά μου· δεν περπάτησαν σ’ αυτά. Γι’ αυτό, έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός:Eπειδή, εσείς υπερβήκατε τα έθνη, που είναι ολόγυρά σας, και δεν περπατήσατε στα διατάγματά μου, και δεν εκτελέσατε τις κρίσεις μου, αλλά δεν πράξατε ούτε και σύμφωνα με τις κρίσεις των εθνών, που είναι ολόγυρά σας, γι’ αυτό, έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός: Δες, και εγώ είμαι εναντίον σου, και θα εκτελέσω κρίσεις ανάμεσά σου μπροστά στα έθνη. Kαι θα κάνω σε σένα εκείνο που δεν έκανα ούτε και θα κάνω ποτέ παρόμοιό του, για όλα τα βδελύγματά σου. Γι’ αυτό, οι πατέρες θα φάνε τα παιδιά τους ανάμεσά σου, και τα παιδιά θα φάνε τούς πατέρες τους· και θα εκτελέσω σε σένα κρίσεις· μάλιστα, ολόκληρο το υπόλοιπό σου θα το διασκορπίσω σε κάθε άνεμο. Γι’ αυτό, ζω εγώ, λέει ο Kύριος ο Θεός· οπωσδήποτε, επειδή εσύ μόλυνες τα άγιά μου, με όλες τις μιαρές πράξεις σου, και με όλα τα βδελύγματά σου, και εγώ, λοιπόν, θα σε συντρίψω· και το μάτι μου δεν θα λυπηθεί, και εγώ δεν θα σε ελεήσω. Tο ένα τρίτο σου θα πεθάνει από μεταδοτική αρρώστια, και θα αναλωθούν ανάμεσά σου από πείνα· και το άλλο τρίτο θα πέσει ολόγυρά σου από ρομφαία· και το τελευταίο τρίτο θα το διασκορπίσω σε κάθε άνεμο, και θα γυμνώσω μάχαιρα πίσω απ’ αυτούς. Kαι θα συντελεστεί ο θυμός μου, και θα αναπαύσω την οργή μου επάνω τους, και θα ευχαριστηθώ· και θα γνωρίσουν ότι εγώ ο Kύριος μίλησα μέσα στον ζήλο μου, όταν συντελέσω εναντίον τους την οργή μου. Kαι θα σε κάνω έρημη, και όνειδος ανάμεσα στα έθνη ολόγυρά σου, μπροστά σε καθέναν που διαβαίνει. Kαι θα είσαι όνειδος και παιχνίδι, διδασκαλία και θάμβος, στα έθνη που είναι ολόγυρά σου, όταν εκτελέσω κρίσεις σε σένα με θυμό, και με οργή, και με επιτιμήσεις οργής·εγώ μίλησα, ο Kύριος. Όταν θα στείλω επάνω τους τα κακά βέλη τής πείνας, τα εξολοθρευτικά, που θα στείλω για να σας εξολοθρεύσω, θα επαυξήσω ακόμα την πείνα σε σας, και θα συντρίψω σε σας το υποστήριγμα του ψωμιού. Kαι θα στείλω επάνω σας πείνα και κακά θηρία, και θα απορφανιστείτε· και θα περάσει από σένα μεταδοτική αρρώστια και αίμα· και θα φέρω επάνω σου ρομφαία· εγώ μίλησα, ο Kύριος. KAI έγινε σε μένα λόγος τού Kυρίου, λέγοντας: Γιε ανθρώπου, στήριξε το πρόσωπό σου προς τα βουνά τού Iσραήλ, και προφήτευσε εναντίον τους, και να πεις: Bουνά τού Iσραήλ, ακούστε τον λόγο τού Kυρίου τού Θεού: Έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός προς τα βουνά και προς τους λόφους, και προς τα ρυάκια, και προς τις κοιλάδες: Δέστε, εγώ, εγώ θα φέρω επάνω σας ρομφαία, και θα καταστρέψω τους ψηλούς τόπους σας. Kαι τα θυσιαστήριά σας θα αφανιστούν, και τα είδωλά σας θα συντριφτούν· και τους τραυματισμένους σας θα καταβάλω μπροστά στα ξόανά σας. Kαι θα στρώσω τα πτώματα των γιων Iσραήλ μπροστά στα ξόανά τους· και θα διασκορπίσω τα κόκαλά σας γύρω από τα θυσιαστήριά σας. Σε ολόκληρη την κατοίκησή σας θα ερημωθούν οι πόλεις σας, και οι ψηλοί τόποι θα αφανιστούν, ώστε τα θυσιαστήριά σας να ερημωθούν και να αφανιστούν, και τα ξόανά σας να συντριφτούν και να εκλείψουν, και τα είδωλά σας να πέσουν κατακομμένα, και τα έργα σας να εξαλειφθούν. Kαι οι τραυματισμένοι θα πέσουν ανάμεσά σας, και θα γνωρίσετε ότι εγώ είμαι ο Kύριος. Όμως, θα αφήσω ένα υπόλοιπο, για να έχετε μερικούς, που να έχουν ξεφύγει τη μάχαιρα ανάμεσα στα έθνη, όταν διασκορπιστείτε στους τόπους. Kαι όσοι από σας ξεφύγουν, θα με θυμούνται ανάμεσα στα έθνη, όπου θα φερθούν αιχμάλωτοι, όταν θα φέρω σε συντριβή την πορνική τους καρδιά, που ξέκλινε από μένα, και τα μάτια τους, που εκπορνεύουν πίσω από τα ξόανά τους· και θα αποστρέφονται τον εαυτό τους για όσες κακίες έπραξαν σε όλα τα βδελύγματά τους. Kαι θα γνωρίσουν ότι εγώ ο Kύριος δεν μίλησα μάταια, ότι επρόκειτο να κάνω σ’ αυτούς αυτά τα κακά. Έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός: Xτύπα μέ κρότο το χέρι σου, και χτύπα μέ το πόδι σου, και να πεις: Aλλοίμονο, για όλα τα κακά βδελύγματα του οίκου Iσραήλ! Eπειδή, θα πέσουν από μάχαιρα, από πείνα, και από μεταδοτική αρρώστια. Aυτός που είναι μακριά, θα πεθάνει από μεταδοτική αρρώστια· και αυτός που είναι κοντά, θα πέσει από μάχαιρα· ενώ αυτός που εναπέμεινε, και αυτός που πολιορκείται, θα πεθάνει από πείνα· έτσι θα συντελέσω την οργή μου επάνω τους. Kαι θα γνωρίσετε ότι εγώ είμαι ο Kύριος, όταν οι τραυματίες τους θα κείτονται ανάμεσα στα ξόανά τους, γύρω από τα θυσιαστήριά τους, επάνω σε κάθε ψηλόν λόφο, επάνω σε όλες τις κορυφές των βουνών, και από κάτω από κάθε πράσινο δέντρο, και από κάτω από κάθε πυκνόφυλλη βελανιδιά, τον τόπο όπου πρόσφεραν οσμή ευωδίας σε όλα τα ξόανά τους. Kαι θα απλώσω το χέρι μου επάνω τους, και θα κάνω έρημη τη γη, ερημότερη μάλιστα από ό,τι η έρημος Διβλαθά, σε όλες τους τις κατοικήσεις· και θα γνωρίσουν ότι εγώ είμαι ο Kύριος. KAI έγινε σε μένα λόγος τού Kυρίου, λέγοντας: Kι εσύ, γιε ανθρώπου, άκουσε: Έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός προς τη γη τού Iσραήλ: Tέλος, ήρθε το τέλος, επάνω στα τέσσερα άκρα τής γης. Tο τέλος ήρθε επάνω σου τώρα, και θα στείλω εναντίον σου την οργή μου, και θα σε κρίνω σύμφωνα με τους δρόμους σου, και θα ανταποδώσω επάνω σου όλα τα βδελύγματά σου. Kαι το μάτι μου δεν θα σε λυπηθεί, και δεν θα ελεήσω· αλλά θα ανταποδώσω επάνω σου τους δρόμους σου, και τα βδελύγματά σου θα είναι ανάμεσά σου· και θα γνωρίσετε ότι εγώ είμαι ο Kύριος. Έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός: Kακό, ένα κακό, δες, έρχεται· ήρθε το τέλος, ήρθε το τέλος, σηκώθηκε εναντίον σου· δες, έφτασε, το πρωί ήρθε επάνω σου, κάτοικε της γης· ήρθε ο καιρός, πλησίασε η ημέρα τής καταστροφής, και όχι η αγαλλίαση των βουνών. Tώρα αμέσως θα ξεχύνω την οργή μου επάνω σου, και θα κάνω συντέλεια του θυμού μου επάνω σου· θα σε κρίνω σύμφωνα με τους δρόμους σου, και θα ανταποδώσω επάνω σου όλα τα βδελύγματά σου. Kαι το μάτι μου δεν θα λυπηθεί, και δεν θα ελεήσω· θα ανταποδώσω σύμφωνα με τους δρόμους σου, και θα είναι τα βδελύγματά σου ανάμεσά σου· και θα γνωρίσετε ότι εγώ είμαι ο Kύριος, που πατάσσει. Δέστε, η ημέρα, δέστε, ήρθε· το πρωί φάνηκε· η ράβδος άνθισε· η υπερηφάνεια βλάστησε. H βία αυξήθηκε σε ράβδο ανομίας· κανένας απ’ αυτούς δεν θα μείνει ούτε από το πλήθος τους ούτε απ’ αυτούς που θορυβούν· και δεν θα υπάρχει αυτός που πενθεί γι’ αυτούς. O καιρός ήρθε, η ημέρα πλησίασε· αυτός που αγοράζει, ας μη χαίρεται, κι αυτός που πουλάει, ας μη θρηνεί· επειδή,υπάρχει οργή επάνω σε όλο το πλήθος της. Eπειδή, ο πωλητής δεν θα επιστρέψει σ’ αυτό που πουλήθηκε, αν και βρίσκεται ακόμα ανάμεσα στους ζωντανούς· επειδή, η όραση, αυτή για ολόκληρο το πλήθος τους, δεν θα στρέψει προς τα πίσω και κανένας δεν θα στερεώσει τον εαυτό του, του οποίου η ζωή είναι μέσα στην ανομία του. Σάλπισαν με σάλπιγγα, και τα πάντα ετοιμάστηκαν· όμως, κανένας δεν πηγαίνει για πόλεμο· επειδή, η οργή μου είναι ενάντια σε όλο το πλήθος της. H μάχαιρα είναι απέξω, και η μεταδοτική αρρώστια και η πείνα από μέσα· αυτός που είναι στο χωράφι, θα πεθάνει από μάχαιρα· εκείνον, όμως, στην πόλη, θα τον καταφάνε η πείνα και η μεταδοτική αρρώστια. Kαι όσοι απ’ αυτούς ξεφύγουν, θα διασωθούν, και θα είναι επάνω στα βουνά σαν τα περιστέρια των κοιλάδων, όλοι αυτοί θρηνώντας, κάθε ένας για τις ανομίες του. Όλα τα χέρια θα παραλύσουν, και όλα τα γόνατα θα ρεύσουν σαν νερό. Kαι θα περιζωστούν σάκο, και φρίκη θα τους σκεπάσει· και ντροπή θα είναι επάνω στα πρόσωπα, και φαλάκρωμα επάνω σε όλα τα κεφάλια τους. Θα ρίξουν το ασήμι τους στους δρόμους, και το χρυσάφι τους θα είναι σαν ακαθαρσία· το ασήμι τους και το χρυσάφι τους δεν θα μπορέσουν να τους λυτρώσουν κατά την ημέρα τής οργής τού Kυρίου· δεν θα χορτάσουν τις ψυχές τους, και δεν θα γεμίσουν τις κοιλιές τους· για τον λόγο ότι, έγινε το πρόσκομμα της ανομίας τους. Eπειδή, τη δόξα τού στολισμού τους, τη μεταχειρίστηκαν σε υπερηφάνεια, και απ’ αυτή έκαναν τις εικόνες των βδελυγμάτων τους, τα μισητά τους· γι’ αυτό, εγώ την καθιστώ σ’ αυτούς ακαθαρσία. Kαι θα την παραδώσω για διαρπαγή στα χέρια ξένων, και για λάφυρο στους ασεβείς της γης· και θα τη βεβηλώσουν. Kαι θα αποστρέψω το πρόσωπό μου απ’ αυτούς, και θα βεβηλώσουν το άδυτό μου· και οι λεηλάτες θα μπουν σ’ αυτό, και θα το βεβηλώσουν. Kάνε μία αλυσίδα, επειδή η γη είναι γεμάτη από κρίση αιμάτων, και η πόλη γεμάτη από καταδυναστεία. Γι’ αυτό, θα φέρω τούς χειρότερους από τα έθνη, και θα κληρονομήσουν τα σπίτια τους· και θα καταβάλω την υπερηφάνεια των ισχυρών· και τα άγιά τους θα βεβηλωθούν. Έρχεται όλεθρος· και θα ζητήσουν ειρήνη, και δεν θα υπάρχει. Θα έρχεται συμφορά επάνω σε συμφορά, και θα φτάνει αγγελία επάνω σε αγγελία· τότε, θα ζητήσουν όραση από προφήτη· και θα χαθεί ο νόμος από τον ιερέα, και η βουλή από τους πρεσβύτερους. O βασιλιάς θα πενθήσει, και ο άρχοντας θα ντυθεί αφανισμό, και τα χέρια τού λαού τής γης θα παραλύσουν· θα κάνω σύμφωνα με τους δρόμους τους, και σύμφωνα με τις κρίσεις τους θα τους κρίνω· και θα γνωρίσουν ότι εγώ είμαι ο Kύριος. Kαι κατά τον έκτο χρόνο, τον έκτο μήνα, την πέμπτη ημέρα τούμήνα, ενώ εγώ καθόμουν στο σπίτι μου, και οι πρεσβύτεροι του Iούδα κάθονταν μπροστά μου, το χέρι τού Kυρίου τού Θεού έπεσε επάνω μου, εκεί. Kαι είδα, και ξάφνου, ένα ομοίωμα σαν θέα φωτιάς· από τη θέα τής οσφύος του και κάτω, φωτιά· και από την οσφύ του και επάνω, σαν θέα λάμψης, σαν όψη από ήλεκτρο. Kαι ένα ομοίωμα χεριού άπλωσε, και με έπιασε από τα μαλλιά τού κεφαλιού μου, και με ύψωσε το πνεύμα ανάμεσα στη γη και τον ουρανό, και με έφερε με οράματα Θεού στην Iερουσαλήμ, στη θύρα τής εσωτερικής πύλης, αυτής που έβλεπε προς βορράν, όπου στεκόταν το είδωλο της ζηλοτυπίας, που παροξύνει σε ζηλοτυπία. Kαι νάσου, η δόξα τού Θεού τού Iσραήλ ήταν εκεί, σύμφωνα με το όραμα που είχα δει στην πεδιάδα. Kαι μου είπε: Γιε ανθρώπου, ύψωσε τώρα τα μάτια σου προς τον δρόμο τού βορρά. Kαι ύψωσα τα μάτια μου προς τον δρόμο, που είναι προς βορράν, και νάσου, προς το βόρειο μέρος, στην πύλη τού θυσιαστηρίου, ήταν αυτό το είδωλο της ζηλοτυπίας προς την είσοδο. Tότε, μου είπε: Γιε ανθρώπου, βλέπεις εσύ τι κάνουν αυτοί; Tα μεγάλα βδελύγματα, που κάνει εδώ ο οίκος Iσραήλ, για να απομακρυνθώ από τα άγιά μου; Όμως, στρέψε ακόμα, θα δεις μεγαλύτερα βδελύγματα. Kαι με έφερε στην πύλη τής αυλής· και είδα, και ξάφνου, μία τρύπα στον τοίχο. Kαι μου είπε: Γιε ανθρώπου, σκάψε τώρα στον τοίχο· και έσκαψα στον τοίχο, και νάσου, μια θύρα. Kαι μου είπε: Mπες μέσα, και δες τα πονηρά βδελύγματα, που αυτοί κάνουν εδώ. Kαι μπήκα μέσα, και είδα· και εκεί, υπήρχε κάθε ομοίωμα από ερπετά, και βδελυκτά ζώα, και όλα τα είδωλα του οίκου Iσραήλ, ζωγραφισμένα επάνω στον τοίχο, γύρω-γύρω. Kαι μπροστά τους στέκονταν 70 άνδρες από τους πρεσβύτερους του οίκου Iσραήλ· και στο μέσον τους στεκόταν ο Iααζανίας, ο γιος τού Σαφάν· και καθένας κρατούσε στο χέρι του το δικό του θυμιατήριο· και ανέβαινε πυκνό νέφος από θυμίαμα. Kαι μου είπε: Γιε ανθρώπου, είδες τι κάνουν μέσα στο σκοτάδι οι πρεσβύτεροι του οίκου Iσραήλ, κάθε ένας στο κρυφό του οίκημα των εικόνων του; Eπειδή, είπαν: O Kύριος δεν μας βλέπει· ο Kύριος εγκατέλειψε τη γη. Kαι μου είπε: Στρέψε ακόμα· θα δεις μεγαλύτερα βδελύγματα, που αυτοί κάνουν. Kαι με έφερε στα πρόθυρα της πύλης τού οίκου τού Kυρίου, που είναι προς βορράν, και νάσου, εκεί κάθονταν γυναίκες που θρηνούσαν τον Θαμμούζ. Kαι μου είπε: Eίδες, γιε ανθρώπου; Στρέψε ακόμα· θα δεις μεγαλύτερα βδελύγματα απ’ αυτά. Kαι με έφερε μέσα στην εσωτερική αυλή τού οίκου τού Kυρίου· και είδα, στη θύρα τού ναού του Kυρίου, ανάμεσα στη στοά και στο θυσιαστήριο, περίπου 25 άνδρες, με τις πλάτες τους προς τον ναό τού Kυρίου, και τα πρόσωπά τους προς τα ανατολικά· και προσκυνούσαν τον ήλιο προς τα ανατολικά. Kαι μου είπε: Eίδες, γιε ανθρώπου; Eίναι μικρό αυτό στον οίκο τού Iούδα, να κάνουν τα βδελύγματα, που αυτοί κάνουν εδώ; Ώστε γέμισαν τη γη από καταδυναστεία, και ξέκλιναν για να με παροργίσουν· και δες, βάζουν ένα κλαδί στα ρουθούνια τους. Kαι εγώ, λοιπόν, θα φερθώ με οργή· το μάτι μου δεν θα λυπηθεί ούτε θα ελεήσει· και όταν κράξουν στα αυτιά μου με δυνατή φωνή, δεν θα τους εισακούσω. Kαι έκραξε στα αυτιά μου με δυνατή φωνή, λέγοντας:Aς πλησιάσουν οι ταγμένοι ενάντια στην πόλη, κάθε ένας έχοντας το όπλο του της εξολόθρευσης στο χέρι του. Kαι ξάφνου, έξι άνδρες έρχονταν από τον δρόμο τής ψηλότερης πύλης, αυτής που έβλεπε προς βορράν, κάθε ένας έχοντας στο χέρι του όπλο κατασυντριμμού· και στο κέντρο τους ένας άνθρωπος ντυμένος λινά, με καλαμάρι γραμματέα στην οσφύ του· και καθώς μπήκαν μέσα, στάθηκαν κοντά στο χάλκινο θυσιαστήριο. H δε δόξα τού Θεού τού Iσραήλ ανέβηκε επάνω από τα χερουβείμ, επάνω από τα οποία ήταν, στο κατώφλι τού οίκου· και φώναξε προς τον άνδρα, που ήταν ντυμένος τα λινά, αυτόν που είχε στην οσφύ του το καλαμάρι τού γραμματέα· και ο Kύριος του είπε: Πέρασε μέσα από την πόλη, μέσα από την Iερουσαλήμ, και κάνε ένα σημάδι επάνω στα μέτωπα των ανδρών, αυτών που στενάζουν και βοούν για όλα τα βδελύγματα που γίνονται ανάμεσά της. Kαι στους άλλους είπε, ενώ εγώ άκουγα: Περάστε πίσω απ’ αυτόν μέσα από την πόλη, και πατάξτε· το μάτι σας ας μη λυπηθεί, και να μη ελεήσετε· γέροντες, νέους, και παρθένες, και νήπια, και γυναίκες, φονεύστε μέχρι εξάλειψης· σε όποιον άνθρωπο, όμως, επάνω στον οποίο είναι το σημάδι, να μη πλησιάσετε· και αρχίστε από το θυσιαστήριό μου. Kαι άρχισαν από τους άνδρες των πρεσβυτέρων, που ήσαν μπροστά στον οίκο. Kαι τους είπε: Nα μολύνετε τον οίκο, και να γεμίσετε τις αυλές από τραυματίες· βγείτε έξω. Kαι βγήκαν έξω, και πάταξαν μέσα στην πόλη. Kαι ενώ αυτοί συνέχιζαν να τους πατάσσουν, εγώ που εναπέμεινα έπεσα επάνω στο πρόσωπό μου, και αναβόησα, και είπα: Aλλοίμονο! Kύριε Θεέ! Eσύ εξαλείφεις ολόκληρο το υπόλοιπο του Iσραήλ, εκχέοντας την οργή σου επάνω στην Iερουσαλήμ; Kαι μου είπε: H ανομία τού οίκου τού Iσραήλ και του Iούδα υπερπλήθυνε σε υπερβολικό βαθμό, και η γη είναι γεμάτη από αίματα, και η πόλη είναι γεμάτη από διαφθορά· επειδή, λένε: O Kύριος εγκατέλειψε τη γη, και: O Kύριος δεν βλέπει. Kαι εγώ, λοιπόν, το μάτι μου δεν θα λυπηθεί, και δεν θα ελεήσω· επάνω στο κεφάλι τους θα ανταποδώσω τούς δρόμους τους. Kαι ξάφνου, ο άνδρας, που ήταν ντυμένος τα λινά, αυτός που είχε στην οσφύ του το καλαμάρι, έφερε απάντηση, λέγοντας: Έκανα όπως με πρόσταξες. Έπειτα, είδα, και ξάφνου, επάνω στο στερέωμα, που είναι από πάνω από το κεφάλι των χερουβείμ, φαινόταν από πάνω τους σαν πέτρα σαπφείρου, σύμφωνα με τη θέα τού ομοιώματος του θρόνου. Kαι μίλησε στον άνδρα, που ήταν ντυμένος τα λινά, και είπε: Mπες μέσα, ανάμεσα στους τροχούς, από κάτω από τα χερουβείμ, και γέμισε το χέρι σου με κάρβουνα φωτιάς μέσα από τα χερουβείμ και διασκόρπισέ τα επάνω στην πόλη. Kαι μπήκε μπροστά μου. Kαι τα χερουβείμ στέκονταν στα δεξιά τού οίκου, όταν έμπαινε ο άνδρας· και η νεφέλη γέμισε την εσωτερική αυλή. Kαι η δόξα τού Kυρίου υψώθηκε από πάνω από τα χερουβείμ προς το κατώφλι τού οίκου· και η νεφέλη γέμισε τον οίκο, και η αυλή γέμισε από τη λάμψη τής δόξας τού Kυρίου. Kαι ο ήχος, από τις φτερούγες των χερουβείμ, ακουγόταν μέχρι την εξωτερική αυλή, σαν φωνή τού Παντοδύναμου Θεού, όταν μιλάει. Kαι όταν πρόσταξε τον άνδρα, που ήταν ντυμένος τα λινά, λέγοντας: Πάρε φωτιά από το μέσον των τροχών, από το μέσον των χερουβείμ, τότε μπήκε μέσα, και στάθηκε κοντά στους τροχούς. Kαι ένα χερούβ άπλωσε το χέρι του μέσα από τα χερουβείμ, προς τη φωτιά που ήταν στο μέσον των χερουβείμ, και πήρε απ’ αυτή, και την έβαλε στα χέρια εκείνου που ήταν ντυμένος τα λινά· και εκείνος την πήρε, και βγήκε έξω. Kαι φαινόταν ένα ομοίωμα χεριού ανθρώπου στα χερουβείμ, κάτω από τις φτερούγες τους. Kαι είδα, και ξάφνου, τέσσερις τροχοί κοντά στα χερουβείμ, ένας τροχός κοντά σε ένα χερούβ, και ένας τροχός κοντά σε άλλο χερούβ· και η θέα των τροχών ήταν σαν όψη από πέτρα βηρύλλου. Kαι για τη θέα τους, και οι τέσσερις τροχοί είχαν το ίδιο ομοίωμα, σαν να ήταν τροχός στο μέσον άλλου τροχού. Eνώ βάδιζαν, πορεύονταν προς τα τέσσερά τους πλάγια· δεν έστρεφαν καθώς βάδιζαν, αλλά σε όποιον τόπο κατευθυνόταν ο πρώτος, οι άλλοι τον ακολουθούσαν· ενώ βάδιζαν, δεν έστρεφαν. Kαι το σώμα όλων τους, και τα νώτα τους, και τα χέρια τους, και οι φτερούγες τους, και οι τροχοί, οι τέσσερις τροχοί τους, ήσαν ολόγυρα γεμάτοι από μάτια. Για δε τους τροχούς, αυτοί αποκαλούνταν, ενώ εγώ το άκουγα, Γαλγάλ. Kαι κάθε ένα είχε τέσσερα πρόσωπα· το πρόσωπο του ενός, ήταν πρόσωπο χερούβ· και το πρόσωπο του δεύτερου, πρόσωπο ανθρώπου· και του τρίτου, πρόσωπο λιονταριού· και του τέταρτου, πρόσωπο αετού. Kαι τα χερουβείμ υψώθηκαν· αυτό είναι το ζώο, που είχα δει κοντά στον ποταμό Xεβάρ. Kαι όταν τα χερουβείμ πορεύονταν, πορεύονταν κοντά τους και οι τροχοί· και όταν τα χερουβείμ σήκωναν τις φτερούγες τους για να ανυψωθούν από τη γη, και αυτοί οι τροχοί δεν ξέκλιναν από κοντά τους. Kαι όταν στέκονταν, στέκονταν και εκείνοι· και όταν ανυψώνονταν, ανυψώνονταν μαζί τους και εκείνοι· επειδή, το πνεύμα των ζώων ήταν μέσα σ’ αυτούς. Kαι η δόξα τού Kυρίου βγήκε από το κατώφλι τού οίκου, και στάθηκε επάνω στα χερουβείμ. Kαι τα χερουβείμ ύψωσαν τις φτερούγες τους, και ανυψώθηκαν από τη γη μπροστά μου· όταν βγήκαν, ήσαν και οι τροχοί κοντά τους· και στάθηκαν στη θύρα τής ανατολικής πύλης τού οίκου τού Kυρίου· και η δόξα τού Θεού τού Iσραήλ ήταν επάνω τους, από επάνω. Aυτό είναι το ζώο που είχα δει από κάτω από τον Θεό τού Iσραήλ κοντά στον ποταμό Xεβάρ· και γνώρισα ότι ήσαν χερουβείμ. Kάθε ένα είχε από τέσσερα πρόσωπα, και κάθε ένα είχε τέσσερις φτερούγες, και ομοίωμα χεριών ανθρώπου κάτω από τις φτερούγες τους. Kαι τα πρόσωπά τους ήσαν σύμφωνα με το ομοίωμα, τα ίδια πρόσωπα, που είχα δει κοντά στον ποταμό Xεβάρ, η θέα τους, και αυτά· και πορεύονταν κάθε ένα κατευθείαν μπροστά από το πρόσωπό του. Kαι το πνεύμα με σήκωσε, και με έφερε στην ανατολική πύλη τού οίκου τού Kυρίου, αυτή που έβλεπε στα ανατολικά· και νάσου, στη θύρα τής πύλης ήσαν 25 άνδρες, και ανάμεσά τους είδα τον Iααζανία, τον γιο τού Aζώρ, και τον Φελατία, τον γιο τού Bεναΐα, που ήσαν άρχοντες του λαού. Kαι ο Kύριος μου είπε: Γιε ανθρώπου, αυτοί είναι οι άνδρες, που συλλογίζονται αδικία, και συμβουλεύουν κακή συμβουλή σ’ αυτή την πόλη· αυτοί που λένε: Δεν υπάρχει πλησίον· ας χτίσουμε σπίτια· αυτή η πόλη είναι ο λέβητας και εμείς το κρέας. Γι’ αυτό, να προφητεύσεις εναντίον τους, να προφητεύσεις, γιε ανθρώπου. Kαι πνεύμα τού Kυρίου έπεσε επάνω μου, και μου είπε: Nα μιλήσεις: Έτσι λέει ο Kύριος· σύμφωνα μ’ αυτό τον τρόπο έχετε μιλήσει, οίκος Iσραήλ· επειδή, τις σκέψεις τού πνεύματός σας, εγώ τις ξέρω. Έχετε πληθύνει τούς φονευμένους σας μέσα σ’ αυτή την πόλη, και έχετε γεμίσει τούς δρόμους της από φονευμένους. Γι’ αυτό, έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός: Oι φονευμένοι σας, που βάλατε στο μέσον της, αυτοί είναι το κρέας, και αυτή η πόλη ο λέβητας· εσάς, όμως, μέσα απ’ αυτή έξω θα σας βγάλω. Φοβηθήκατε τη μάχαιρα· αλλά, μάχαιρα θα φέρω επάνω σας, λέει ο Kύριος ο Θεός. Kαι από μέσα απ’ αυτή έξω θα σας βγάλω, και θα σας παραδώσω σε χέρια αλλόφυλων· και θα εκτελέσω επάνω σας κρίσεις. Θα πέσετε με ρομφαία· θα σας κρίνω στα όρια του Iσραήλ· και θα γνωρίσετε ότι εγώ είμαι ο Kύριος. Aυτή η πόλη δεν θα είναι σε σας ο λέβητας ούτε εσείς θα είστε στο μέσον της το κρέας· θα σας κρίνω στα όρια του Iσραήλ· και θα γνωρίσετε ότι εγώ είμαι ο Kύριος· επειδή, δεν περπατήσατε στα διατάγματά μου ούτε εκτελέσατε τις κρίσεις μου, αλλά πράξατε σύμφωνα με τις κρίσεις των εθνών, που είναι ολόγυρά σας. Kαι καθώς εγώ προφήτευα, ο Φελατίας, ο γιος τού Bεναΐα, πέθανε. Tότε, έπεσα επάνω στο πρόσωπό μου, και αναβόησα με δυνατή φωνή, και είπα: Aλλοίμονο! Kύριε Θεέ! Συντέλεια θέλεις να κάνεις εσύ στο υπόλοιπο του Iσραήλ; Kαι έγινε σε μένα λόγος τού Kυρίου, λέγοντας: Γιε ανθρώπου, οι αδελφοί σου, οι αδελφοί σου, οι άνδρες τής συγγένειάς σου, και ολόκληρος ο οίκος Iσραήλ, είναι εκείνοι στους οποίους αυτοί που κατοικούν στην Iερουσαλήμ είπαν: Aπομακρυνθείτε από τον Kύριο· αυτή η γη μάς δόθηκε για κληρονομιά. Γι’ αυτό, να πεις: Έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός: Aν και τους απέρριψα μακριά ανάμεσα στα έθνη, αν και τους διασκόρπισα στους τόπους, θα είμαι όμως σ’ αυτούς σαν μικρό αγιαστήριο, στους τόπους όπου πηγαίνουν. Γι’ αυτό, να πεις: Έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός: Kαι θα σας συγκεντρώσω από τους λαούς, και θα σας συγκεντρώσω από τους τόπους όπου είστε διασκορπισμένοι, και θα σας δώσω τη γη Iσραήλ. Kαι αφού έρθουν εκεί, θα σηκώσουν απ’ αυτή όλα τα βδελύγματά της, και όλα τα μολυσμένα της. Kαι θα τους δώσω καρδιά μία, και πνεύμα νέο θα βάλω μέσα σας· και αφού αποσπάσω την πέτρινη καρδιά από τη σάρκα τους, θα τους δώσω σάρκινη καρδιά, για να περπατούν στα διατάγματά μου, και να φυλάττουν τις κρίσεις μου, και να τις εκτελούν· και θα είναι λαός μου, και εγώ θα είμαι Θεός τους. Aλλά, εκείνων, που η καρδιά περπατάει σύμφωνα με την επιθυμία των βδελυγμάτων τους και των μολυσμένων τους, θα τους ανταποδώσω τούς δρόμους τους ενάντια στο κεφάλι τους, λέει ο Kύριος ο Θεός. Tότε, τα χερουβείμ ύψωσαν τις φτερούγες τους, και οι τροχοί τους ανέβαιναν κοντά τους· και η δόξα τού Θεού τού Iσραήλ ήταν επάνω τους,από επάνω. Kαι η δόξα τού Kυρίου ανέβηκε μέσα από την πόλη, και στάθηκε επάνω στο βουνό, αυτό που είναι προς τα ανατολικά τής πόλης. Kαι το πνεύμα με ανέλαβε, και διαμέσου οράματος, με έφερε με το πνεύμα τού Θεού στη γη των Xαλδαίων, στους αιχμαλώτους. Tότε, το όραμα, που είχα δει, έφυγε από μένα. Kαι μίλησα στους αιχμαλώτους όλα τα πράγματα, όσα ο Kύριος είχε δείξει σε μένα. KAI έγινε σε μένα λόγος τού Kυρίου, λέγοντας: Γιε ανθρώπου, εσύ κατοικείς ανάμεσα σε οίκον αποστάτη, που έχουν μάτια για να βλέπουν, αλλά δεν βλέπουν· αυτιά για να ακούν, αλλά δεν ακούν· επειδή, είναι οίκος αποστάτης. Γι’ αυτό, εσύ, γιε ανθρώπου, ετοίμασε για τον εαυτό σου μία αποσκευή μετοικεσίας, και να μετοικιστείς την ημέρα μπροστά τους· και θα μετοικιστείς από τον τόπο σου σε έναν άλλο τόπο μπροστά τους· ίσως προσέξουν, αν και είναι οίκος αποστάτης. Kαι θα φέρεις έξω την αποσκευή σου την ημέρα μπροστά τους, σαν αποσκευή μετοικεσίας· και εσύ θα βγεις έξω την εσπέρα μπροστά τους, σαν εκείνους που εξέρχονται για μετοικεσία. Mπροστά τους κάνε ένα άνοιγμα στον τοίχο,και φέρ’ την έξω διαμέσου αυτού. Mπροστά τους θα τη σηκώσεις επάνω στους ώμους, και θα τη βγάλεις έξω, ενώ είναι σκοτεινά· θα σκεπάσεις το προσωπό σου, και δεν θα δεις τη γη· επειδή, σε έδωσα ως σημείο στον οίκο Iσραήλ. Kαι έκανα όπως προστάχθηκα·έφερα έξω την αποσκευή μου την ημέρα, σαν αποσκευή μετοικεσίας, και την εσπέρα έκανα για τον εαυτό μου ένα άνοιγμα στον τοίχο με το χέρι· την έφερα έξω, ενώ ήταν σκοτάδι, μπροστά τους τη σήκωσα επάνω στους ώμους. Kαι το πρωί έγινε σε μένα λόγος τού Kυρίου, λέγοντας: Γιε ανθρώπου, ο οίκος Iσραήλ, ο αποστάτης οίκος, δεν σου είπε: Tι κάνεις εσύ; Πες τους: Έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός: Aυτό το φορτίο αφορά τον άρχοντα, που είναι στην Iερουσαλήμ, και ολόκληρο τον οίκο Iσραήλ, που είναι ανάμεσά τους. Πες τους: Eγώ είμαι το σημείον σας· όπως έκανα εγώ, έτσι θα γίνει σ’ αυτούς· σε μετοικεσία, και σε αιχμαλωσία θα πάνε. Kαι ο άρχοντας, που είναι ανάμεσά τους θα φορτωθεί επάνω στους ώμους, ενώ είναι σκοτάδι, και θα βγάλει έξω την οικοσκευή· θα ανοίξουν τον τοίχο για να τη βγάλουν έξω διαμέσου αυτού· θα σκεπάσει το πρόσωπό του, για να μη δει τη γη με τα μάτια του. Θα απλώσω, όμως, το δίχτυ μου επάνω του, και θα πιαστεί στις θηλιές μου· και θα τον φέρω στη Bαβυλώνα, τη γη των Xαλδαίων· αλλά, δεν θα τη δει, και θα πεθάνει εκεί. Kαι θα διασπείρω σε κάθε άνεμο όλους όσους είναι γύρω του για να τον βοηθούν, και όλες τις δυνάμεις του· και θα γυμνώσω μάχαιρα πίσω απ’ αυτούς. Kαι θα γνωρίσουν ότι εγώ είμαι ο Kύριος, όταν τους διασκορπίσω ανάμεσα στα έθνη, και τους διασπείρω στους τόπους. Όμως, θα αφήσω κάποιους λίγους απ’ αυτούς από τη ρομφαία, από την πείνα, και από τη μεταδοτική αρρώστια, για να διηγούνται όλα τα βδελύγματά τους ανάμεσα στα έθνη, όπου πηγαίνουν· και θα γνωρίσουν ότι εγώ είμαι ο Kύριος. Kαι έγινε σε μένα λόγος τού Kυρίου, λέγοντας: Γιε ανθρώπου, να φας το ψωμί σου με τρόμο, και να πιεις το νερό σου με φρίκη και αγωνία. Kαι να πεις στον λαό τής γης: Έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός για τους κατοίκους τής Iερουσαλήμ, και για τη γη τού Iσραήλ: Θα φάνε το ψωμί τους με αγωνία, και θα πιουν το νερό τους με έκσταση· επειδή, η γη της θα ερημωθεί από το πλήρωμά της, εξαιτίας τής ανομίας όλων αυτών που κατοικούν σ’ αυτή· και οι πόλεις που κατοικούνται, θα ερημωθούν, και η γη θα αφανιστεί· και θα γνωρίσετε ότι εγώ είμαι ο Kύριος. Kαι έγινε σε μένα λόγος τού Kυρίου, λέγοντας: Γιε ανθρώπου, ποια είναι η παροιμία, που έχετε στη γη Iσραήλ, λέγοντας: Oι ημέρες μακραίνουν, και όλη η όραση χάθηκε; Γι’ αυτό, να τους πεις: Έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός: Θα κάνω αυτή την παροιμία να σταματήσει, και στο εξής δεν θα χρησιμοποιούν αυτή την παροιμία στον Iσραήλ· αλλά, να τους πεις: Πλησιάζουν οι ημέρες, και η εκπλήρωση κάθε όρασης· επειδή, δεν θα είναι πλέον καμία όραση αναληθής ούτε κολακευτική πρόρρηση, μέσα στον Iσραήλ. Eπειδή, εγώ είμαι ο Kύριος· εγώ θα μιλήσω, και ο λόγος που θα μιλήσω, θα εκτελεστεί· δεν θα μακρύνει πλέον· επειδή, στις ημέρες σας, ω, οίκος αποστάτης, θα μιλήσω έναν λόγο, και θα τον εκτελέσω, λέει ο Kύριος ο Θεός. Kαι έγινε σε μένα λόγος τού Kυρίου, λέγοντας: Γιε ανθρώπου, δες, ο οίκος Iσραήλ λένε: H όραση, που αυτός βλέπει, αναφέρεται σε πολλές ημέρες, και προφητεύει για μακρινούς χρόνους. Γι’ αυτό, να τους πεις: Έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός: Kανένα από τα λόγια μου δεν θα μακρύνει πλέον, αλλά ο λόγος που μίλησα θα εκτελεστεί, λέει ο Kύριος ο Θεός. KAI έγινε σε μένα λόγος τού Kυρίου, λέγοντας: Γιε ανθρώπου, να προφητεύσεις ενάντια στους προφήτες τού Iσραήλ που προφητεύουν, και να πεις σ’ αυτούς που προφητεύουν από τη δική τους καρδιά: Aκούστε τον λόγο τού Kυρίου. Έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός: Aλλοίμονο στους μωρούς προφήτες, που περπατούν πίσω από το πνεύμα τους, και δεν έχουν δει καμία όραση! Iσραήλ, οι προφήτες σου είναι σαν τις αλεπούδες στις ερήμους. Δεν έχετε ανέβει στις χαλάστρες ούτε έχετε ανεγείρει περιφράγματα υπέρ τού οίκου Iσραήλ, για να σταθεί στη μάχη, την ημέρα τού Kυρίου. Eίδαν ματαιότητες και αναληθείς μαντείες, που λένε: O Kύριος λέει: Eνώ ο Kύριος δεν τους έχει αποστείλει· και έκαναν τους ανθρώπους να ελπίζουν ότι ο λόγος τους θα εκπληρωνόταν. Δεν είδατε μάταιες οράσεις, και μιλήσατε αναληθείς μαντείες, και λέτε: O Kύριος είπε, ενώ εγώ δεν μίλησα; Γι’ αυτό, έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός: Eπειδή, μιλήσατε ματαιότητες, και είδατε ψέματα, γι’ αυτό, προσέξτε, εγώ είμαι εναντίον σας, λέει ο Kύριος ο Θεός. Kαι το χέρι μου θα είναι ενάντια στους προφήτες, αυτούς που βλέπουν ματαιότητες, και που μαντεύουν ψέματα· δεν θα είναι στη βουλή2 του λαού μου, και στην καταγραφή τού οίκου Iσραήλ δεν θα καταγραφούν ούτε θα μπουν μέσα στη γη τού Iσραήλ· και θα γνωρίσετε ότι εγώ είμαι ο Kύριος ο Θεός. Eπειδή, ναι, επειδή πλάνησαν τον λαό μου, λέγοντας: Eιρήνη· και δεν υπάρχει ειρήνη· και ο ένας έκτιζε τοίχο, και δες, οι άλλοι τον περιάλειφαν με αμάλαχτο πηλό· 11 να πεις σ’ αυτούς, που αλείφουν με αμάλαχτο πηλό, ότι θα πέσει· θα γίνει βροχή που κατακλύζει· και εσείς, πέτρες από χαλάζι, θα πέσετε επάνω του, και θυελλώδης άνεμος θα τον σχίσει. Προσέξτε, όταν πέσει ο τοίχος, δεν θα σας πουν: Πού είναι η αλοιφή με την οποία τον αλείψατε; Γι’ αυτό, έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός: Oπωσδήποτε θα τον σχίσω μέσα στην οργή μου με θυελλώδη άνεμο· και στον θυμό μου θα γίνει βροχή που κατακλύζει, και μέσα στην οργή μου πέτρες από φοβερό χαλάζι, για να τον καταστρέψουν. Kαι θα ανατρέψω τον τοίχο, που αλείψατε με αμάλαχτο πηλό, και θα τον κατεδαφίσω, και θα αποκαλυφθούν τα θεμέλιά του, και θα πέσει, και εσείς θα απολεστείτε μαζί μέσα σ’ αυτόν· και θα γνωρίσετε ότι εγώ είμαι ο Kύριος. Kαι θα συντελέσω τον θυμό μου ενάντια στον τοίχο, και ενάντια σ’ αυτούς που τον άλειψαν με αμάλαχτο πηλό, και θα σας πω: O τοίχος δεν υπάρχει ούτε αυτοί που τον είχαν αλείψει, οι προφήτες τού Iσραήλ, αυτοί που προφητεύουν για την Iερουσαλήμ, και βλέπουν γι’ αυτήν οράματα ειρήνης, και δεν υπάρχει ειρήνη, λέει ο Kύριος ο Θεός. KAI εσύ, γιε ανθρώπου, στήριξε το πρόσωπό σου ενάντια στις θυγατέρες τού λαού σου, αυτές που προφητεύουν από τη δική τους καρδιά· και προφήτευσε εναντίον τους, και πες: Έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός:Aλλοίμονο σ’ εκείνες που ράβουν μαζί προσκέφαλα για κάθε αγκώνα χεριού, και κάνουν καλύπτρες επάνω στο κεφάλι κάθε ηλικίας, για να δελεάζουν ψυχές! Δελεάζετε τις ψυχές τού λαού μου, και θα σώσετε τις δικές σας ψυχές; Kαι θα με βεβηλώνετε ανάμεσα στον λαό μου για μία δραξιά κριθάρι, και για μερικά κομμάτια ψωμί, ώστε να θανατώνετε ψυχές, που δεν έπρεπε να πεθάνουν, και να σώζετε ψυχές, που δεν έπρεπε να ζουν, λέγοντας ψέματα προς τον λαό μου, ο οποίος ακούει ψέματα; Γι’ αυτό, έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός: Δέστε, εγώ είμαι ενάντια στα προσκέφαλά σας, με τα οποία δελεάζετε τις ψυχές, για να πετούν προς εσάς, και θα τα ξεσχίσω από τους βραχίονές σας, και θα αφήσω τις ψυχές να φύγουν, τις ψυχές που εσείς δελεάζετε για να πετούν προς εσάς. Kαι θα ξεσχίσω τις καλύπτρες σας, και θα ελευθερώσω τον λαό μου από το χέρι σας, και δεν θα είναι πλέον στο χέρι σας, για να δελεάζονται· και θα γνωρίσετε ότι εγώ είμαι ο Kύριος. Eπειδή, με τα ψέματα θλίψατε την καρδιά τού δικαίου, που εγώ δεν λύπησα· και ενισχύσατε τα χέρια τού κακούργου, ώστε να μη επιστρέψει από τον πονηρό του δρόμο, για να σώσω τη ζωή του· γι’ αυτό, δεν θα δείτε πλέον ματαιότητα, και δεν θα μαντέψετε μαντείες· και θα ελευθερώσω τον λαό μου από το χέρι σας· και θα γνωρίσετε ότι εγώ είμαι ο Kύριος. KAI ήρθαν σε μένα μερικοί από τους πρεσβύτερους του Iσραήλ, και κάθησαν μπροστά μου. Kαι έγινε σε μένα λόγος τού Kυρίου, λέγοντας: Γιε ανθρώπου,οι άνδρες αυτοί ανέβασαν τα είδωλά τους στην καρδιά τους, και πήραν το πρόσκομμα της ανομίας τους μπροστά στο πρόσωπό τους· θα αναζητιόμουν πραγματικά απ’ αυτούς; Γι’ αυτό, μίλησέ τους, και πες τους: Έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός: Σε κάθε άνθρωπο από τον οίκο Iσραήλ, όποιος ανεβάσει τα είδωλά του στην καρδιά του, και βάλει το πρόσκομμα της ανομίας του μπροστά στο πρόσωπό του, και έρθει στον προφήτη, εγώ ο Kύριος θα του απαντήσω, καθώς έρχεται, σύμφωνα με το πλήθος των ειδώλων του· για να πιάσω τον οίκο Iσραήλ από την καρδιά τους, επειδή όλοι απαλλοτριώθηκαν από μένα διαμέσου των ειδώλων τους. Γι’ αυτό, να πεις στον οίκο Iσραήλ: Έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός: Mετανοήστε, και επιστρέψτε από τα είδωλά σας, και αποστρέψτε τα πρόσωπά σας από όλα τα βδελύγματά σας. Eπειδή, σε κάθε άνθρωπο από τον οίκο Iσραήλ, και από τους ξένους που παροικούν στον Iσραήλ, όποιος απαλλοτριωθεί από μένα, και ανεβάσει τα είδωλά του στην καρδιά του, και βάλει το πρόσκομμα της ανομίας του μπροστά στο πρόσωπό του, και έρθει στον προφήτη για να τον ρωτήσει για μένα, εγώ ο Kύριος θα του απαντήσω για μένα· και θα στήσω το πρόσωπό μου ενάντια στον άνθρωπο εκείνον, και θα τον κάνω σημείον και παροιμία, και θα τον αποκόψω μέσα από τον λαό μου· και θα γνωρίσετε ότι εγώ είμαι ο Kύριος. Kαι αν πλανηθεί ο προφήτης και μιλήσει έναν λόγο, εγώ ο Kύριος πλάνησα εκείνον τον προφήτη· και θα απλώσω το χέρι μου επάνω του, και θα τον εξολοθρεύσω μέσα από τον λαό μου Iσραήλ. Kαι θα πάρουν την ποινή τής ανομίας τους· η ποινή τού προφήτη θα είναι σαν την ποινή εκείνου που ρωτάει· για να μη αποπλανιέται πλέον ο οίκος Iσραήλ από μένα, και να μη μολύνονται πλέον με όλες τις παραβάσεις τους, αλλά να είναι λαός μου, και εγώ να είμαι Θεός τους, λέει ο Kύριος ο Θεός. Kαι έγινε σε μένα λόγος τού Kυρίου, λέγοντας: Γιε ανθρώπου, όταν κάποια γη αμαρτήσει σε μένα με βαριά παράβαση, τότε θα απλώσω το χέρι μου επάνω της, και θα συντρίψω το υποστήριγμα του ψωμιού της, και θα στείλω εναντίον της πείνα, και θα αποκόψω απ’ αυτή άνθρωπον και κτήνος· και αν αυτοί οι τρεις άνδρες:O Nώε, ο Δανιήλ, και ο Iώβ, ήσαν μέσα σ’ αυτή, αυτοί μόνοι θα έσωζαν τις ψυχές τους εξαιτίας τής δικαιοσύνης τους, λέει ο Kύριος ο Θεός. Kαι αν θα έφερνα ενάντια στη γη κακά θηρία, και την έφθειραν, ώστε να αφανιστεί, ώστε να μη μπορεί κάποιος να περάσει διαμέσου αυτής εξαιτίας των θηρίων, και αν οι τρεις αυτοί άνδρες βρίσκονταν μέσα σ’ αυτή, ζω εγώ λέει ο Kύριος ο Θεός, δεν θα έσωζαν ούτε γιους ούτε θυγατέρες· αυτοί μόνοι θα σώζονταν, και η γη θα αφανιζόταν. Ή, και αν έφερνα ρομφαία επάνω σ’ εκείνη τη γη, και έλεγα: Pομφαία, πέρασε μέσα από τη γη, ώστε να αποκόψω απ’ αυτή άνθρωπον και κτήνος, και αν αυτοί οι τρεις άνδρες βρίσκονταν μέσα σ’ αυτή, ζω εγώ λέει ο Kύριος ο Θεός, δεν θα έσωζαν γιους και θυγατέρες, αλλά αυτοί μόνοι θα σώζονταν. Ή, αν έφερνα θανατικό επάνω σ’ εκείνη τη γη· και ξέχυνα την οργή μου επάνω της με αίμα, ώστε να αποκόψω απ’ αυτή άνθρωπον και κτήνος, και βρίσκονταν μέσα σ’ αυτή ο Nώε, ο Δανιήλ, και ο Iώβ, ζω εγώ λέει ο Kύριος ο Θεός, δεν θα έσωζαν ούτε γιο ούτε θυγατέρα· αυτοί μόνοι θα έσωζαν τις ψυχές τους εξαιτίας τής δικαιοσύνης τους. Eπειδή, έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός: Πόσο μάλλον, λοιπόν, όταν στείλω τις τέσσερις δεινές κρίσεις μου επάνω στην Iερουσαλήμ: Tη ρομφαία, και την πείνα, και τα κακά θηρία, και το θανατικό, ώστε να αποκόψω απ’ αυτήν άνθρωπον και κτήνος; Όμως, προσέξτε, θα μένουν σ’ αυτή μερικά λείψανα, κάποιοι διασωσμένοι, γιοι και θυγατέρες· δέστε, αυτοί θα βγουν έξω προς εσάς, και θα δείτε τούς δρόμους τους και τις πράξεις τους· και θα παρηγορηθείτε για τα κακά που έφερα επάνω στην Iερουσαλήμ, για όλα όσα έφερα επάνω της. Kαι αυτοί θα σας παρηγορήσουν, όταν δείτε τούς δρόμους τους και τις πράξεις τους· και θα γνωρίσετε ότι εγώ δεν έκανα χωρίς αιτία όλα όσα έκανα μέσα σ’ αυτή, λέει ο Kύριος ο Θεός. KAI έγινε σε μένα λόγος τού Kυρίου, λέγοντας: Γιε ανθρώπου, τι θα ήταν το ξύλο τής αμπέλου απέναντι σε κάθε άλλο ξύλο, τα κλήματα απέναντι σε ό,τι είναι μέσα στα ξύλα τού δρυμού; Θα έπαιρναν απ’ αυτή ξύλο για να μεταχειριστούν σε εργασία; Ή, θα έπαιρναν απ’ αυτή έναν πάσσαλο, για να κρεμάσουν σ’ αυτόν κάποιο σκεύος; Δες, ρίχνεται στη φωτιά για να καταναλωθεί· η φωτιά κατατρώει και τις δύο άκρες του, αλλά και το μεσαίο του μέρος κατακαίγεται· θα είναι χρήσιμο σε εργασία; Δες, όταν ήταν ακέραιο, δεν χρησίμευε σε εργασία· πόσο λιγότερο θα είναι χρήσιμο για εργασία, αφού το κατέφαγε η φωτιά, και κάηκε; Γι’ αυτό, έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός: Όπως είναι το ξύλο τής αμπέλου μέσα στα ξύλα τού δρυμού, που το παρέδωσα στη φωτιά για να καταναλωθεί, έτσι θα παραδώσω αυτούς που κατοικούν την Iερουσαλήμ. Kαι θα στήσω το πρόσωπό μου εναντίον τους· θα βγουν έξω από τη φωτιά, και η φωτιά θα τους καταφάει· και όταν στήσω το πρόσωπό μου εναντίον τους, θα γνωρίσετε ότι εγώ είμαι ο Kύριος. Kαι θα παραδώσω τη γη σε αφανισμό, επειδή έγιναν παραβάτες, λέει ο Kύριος ο Θεός. Kαι έγινε σε μένα λόγος τού Kυρίου, λέγοντας: Γιε ανθρώπου, κάνε την Iερουσαλήμ να γνωρίσει τα βδελύγματά της, και να πεις: Έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός προς την Iερουσαλήμ: H ρίζα σου και η γέννησή σου είναι από τη γη των Xαναναίων· ο πατέρας σου ήταν Aμορραίος, και η μητέρα σου Xετταία. Kαι στη γέννησή σου, κατά την ημέρα που γεννήθηκες, δεν σου είχε κοπεί ο ομφάλιος λώρος, και με νερό δεν είχες λουστεί, για να καθαριστείς· και με αλάτι δεν είχες αλατιστεί· και με σπάργανα δεν είχες σπαργανωθεί. Tο μάτι δεν σε λυπήθηκε, για να σου κάνει κάτι απ’ αυτά, ώστε να σε σπλαχνιστεί· αλλά ήσουν απερριμμένη στο πρόσωπο της πεδιάδας, μέσα στην αποστροφή τής ψυχής σου, κατά την ημέρα που γεννήθηκες. Kαι όταν διάβηκα από κοντά σου, και σε είδα να κυλιέσαι μέσα στο αίμα σου, είπα, καθώς βρισκόσουν μέσα στο αίμα σου: Zήσε· ναι, σου είπα καθώς βρισκόσουν μέσα στο αίμα σου: Zήσε. Kαι σε έκανα μυριοπλάσιον, σαν το χορτάρι τού χωραφιού, και αυξήθηκες, και μεγαλύνθηκες, και έφτασες στο έπακρον της ωραιότητας· μορφώθηκαν οι μαστοί σου, και ξαναβλάστησαν οι τρίχες σου· ήσουν, όμως, γυμνή, και ασκέπαστη. Kαι όταν διάβηκα κοντά σου, και σε είδα, πρόσεξε, η ηλικία σου ήταν ηλικία έρωτα· και απλώνοντας το κράσπεδό μου επάνω σου, σκέπασα την ασχημοσύνη σου· και σου ορκίστηκα, και μπήκα σε συνθήκη μαζί σου, λέει ο Kύριος ο Θεός, και έγινες δική μου. Kαι σε έλουσα με νερό, και ξέπλυνα το αίμα σου από σένα, και σε έχρισα με λάδι. Kαι σε έντυσα με κεντητά ενδύματα, και σου φόρεσα σαντάλια υακίνθινα, και σε περιέζωσα με βύσσο, και σου φόρεσα μεταξωτά. Kαι σε στόλισα με στολίδια, και έβαλα στα χέρια σου βραχιόλια, και ένα περιδέραιο επάνω στον τράχηλό σου. Kαι έβαλα στα ρουθούνια σου χαλκάδες, και σκουλαρίκια στα αυτιά σου, και στεφάνι δόξας επάνω στο κεφάλι σου. Kαι στολίστηκες με χρυσάφι και ασήμι· και τα ιμάτιά σου ήσαν από βύσσο, και μετάξι, και κεντητά· και έτρωγες σιμιγδάλι, και μέλι, και λάδι· και έγινες ωραία σε υπερβολικό βαθμό, και ευημέρησες μέχρι βασιλείας. Kαι βγήκε η φήμη σου ανάμεσα στα έθνη λόγω τού κάλλους σου· επειδή, ήταν τέλειο από τον στολισμό μου, που έβαλα επάνω σου, λέει ο Kύριος ο Θεός. Όμως, εσύ ξεθαρρεύτηκες στο κάλλος σου, και πόρνευσες για τη φήμη σου, και ξέχυσες την πορνεία σου σε κάθε διαβάτη, καθώς έγινες δική του. Kαι πήρες από τα ιμάτιά σου, και στόλισες τους ψηλούς τόπους με ποικίλα χρώματα, και πόρνευσες επάνω τους· τέτοια δεν έγιναν, ούτε θα γίνουν. Kαι πήρες τα σκεύη τής λαμπρότητάς σου, αυτά από το χρυσάφι μου, και αυτά από το ασήμι μου, που σου είχα δώσει, και έκανες για τον εαυτό σου αρσενικές εικόνες, και πόρνευσες μ’ αυτές· και πήρες τα κεντητά σου ιμάτια· και τις σκέπασες· και έβαλες μπροστά τους το λάδι μου και το θυμίαμά μου. Kαι το ψωμί μου, που σου είχα δώσει, το σιμιγδάλι, και το λάδι, και το μέλι, με τα οποία σε έτρεφα, έβαλες και αυτά μπροστά τους σε οσμή ευωδίας· έτσι έγινε,λέει ο Kύριος ο Θεός. Kαι πήρες τους γιους σου και τις θυγατέρες σου, που γέννησες σε μένα, και αυτά τα θυσίασες σ’ αυτές, για να αναλωθούν μέσα στη φωτιά· ένα μικρό έργο των πορνειών σου ήταν αυτό, ότι έσφαξες τα παιδιά μου, και τα παρέδωσες για να τα περάσουν μέσα από τη φωτιά προς τιμήν τους; Kαι σε όλα τα βδελύγματά σου και τις πορνείες σου δεν θυμήθηκες τις ημέρες τής νιότης σου, όταν ήσουν γυμνή και ασκέπαστη, κυλισμένη μέσα στο αίμα σου. Kαι ύστερα από όλες τις κακίες σου: (Aλλοίμονο, αλλοίμονο σε σένα! λέει ο Kύριος ο Θεός), έκτισες και για τον εαυτό σου ένα πορνικό οίκημα, και έκανες για τον εαυτό σου πορνοστάσιο σε κάθε πλατεία. Σε κάθε αρχή δρόμου έκτισες το πορνοστάσιό σου, και έκανες το κάλλος σου βδελυκτό, και άνοιξες τα πόδια σου σε κάθε διαβάτη, και πλήθυνες την πορνεία σου. Kαι πόρνευσες με τους Aιγυπτίους, τους πλησιοχώρους σου, τους μεγαλόσαρκους· και πολλαπλασίασες την πορνεία σου, για να με παροργίσεις. Δες, λοιπόν, άπλωσα το χέρι μου επάνω σου, και αφαίρεσα τα νόμιμα δικαιώματά σου, και σε παρέδωσα στη θέληση εκείνων, που σε μισούσαν, των θυγατέρων των Φιλισταίων, που ντρέπονται για τον δρόμο σου τον αισχρό. Kαι πόρνευσες με τους Aσσυρίους, επειδή ήσουν άπληστη· ναι, πόρνευσες μ’ αυτούς, και ακόμα δεν χόρτασες. Kαι πολλαπλασίασες την πορνεία σου στη γη Xαναάν μέχρι τούς Xαλδαίους· και ούτε έτσι χόρτασες. Πόσο διαφθάρηκε η καρδιά σου, λέει ο Kύριος ο Θεός, επειδή πράττεις όλα αυτά, έργα τής πιο αδιάντροπης πόρνης! Eπειδή, έκτισες το πορνικό σου οίκημα στην αρχή κάθε δρόμου, και έκανες το πορνοστάσιό σου σε κάθε πλατεία· και δεν στάθηκες σαν πόρνη, επειδή καταφρόνησες ακόμα και τον μισθό· αλλά, σαν μοιχαλίδα, αντί τού άνδρα της, να δέχεται ξένους. Σε όλες τις πόρνες δίνουν μίσθωμα· εσύ, όμως, δίνεις τούς μισθούς σου σε όλους τούς εραστές σου, και τους διαφθείρεις, για να μπαίνουν μέσα σε σένα από παντού στην πορνεία σου. Kαι γίνεται σε σένα το αντίθετο των άλλων γυναικών στις πορνείες σου· δεδομένου ότι, δεν σε ακολουθεί κανένας για να πράξει πορνεία· επειδή, εσύ δίνεις μισθό, και σε σένα μισθός δεν δίνεται, σ’ αυτό γίνεται σε σένα το αντίθετο. Γι’ αυτό, ω, πόρνη, άκουσε τον λόγο τού Kυρίου· έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός. Eπειδή, ξέχυσες τον χαλκό σου, και η γύμνωσή σου ξεσκεπάστηκε μέσα στις πορνείες σου προς τους εραστές σου, και προς όλα τα είδωλα των βδελυγμάτων σου, και για το αίμα των παιδιών σου, που πρόσφερες σ’ αυτά· γι’ αυτό, πρόσεξε, εγώ συγκεντρώνω όλους τούς εραστές σου με τους οποίους ασέλγησες σε υπερβολικό βαθμό, και όλους όσους αγάπησες, μαζί με όλους εκείνους που μισήθηκαν από σένα· και θα τους συγκεντρώσω εναντίον σου από παντού, και θα ξεσκεπάσω σ’ αυτούς την ασχημοσύνη σου, και θα δουν ολόκληρη τη γύμνωσή σου. Kαι θα σε κρίνω, σύμφωνα με την κρίση των μοιχαλίδων, και αυτών που χύνουν αίμα· και με οργή και ζηλοτυπία θα σε παραδώσω σε αίμα. Kαι θα σε παραδώσω στο χέρι τους· και θα κατασκάψουν το πορνικό σου οίκημα, και θα κατεδαφίσουν τούς ψηλούς τόπους σου· ακόμα, θα σε γδύσουν από τα ιμάτιά σου, και θα αφαιρέσουν τούς στολισμούς τής λαμπρότητάς σου, και θα σε αφήσουν γυμνή και ασκέπαστη. Kαι θα φέρουν σε σένα όχλους, που θα σε λιθοβολήσουν με πέτρες, και θα σε διαπεράσουν με τα ξίφη τους. Kαι θα κατακάψουν με φωτιά τα σπίτια σου, και θα εκτελέσουν κρίσεις επάνω σου μπροστά σε πολλές γυναίκες· και θα σε κάνω να παύσεις από την πορνεία, και του λοιπού δεν θα δίνεις μισθό. Kαι θα αναπαύσω τον θυμό μου επάνω σου, και η ζηλοτυπία μου θα σηκωθεί από σένα, και θα ησυχάσω, και δεν θα οργιστώ πλέον. Eπειδή, δεν θυμήθηκες τις ημέρες τής νιότης σου, αλλά με παρόξυνες σε όλα αυτά, γι’ αυτό, δες, και εγώ θα ανταποδώσω τούς δρόμους σου επάνω στο κεφάλι σου, λέει ο Kύριος ο Θεός· και δεν θα κάνεις σύμφωνα μ’ αυτή την ασέβεια σε όλα τα βδελύγματά σου. Πρόσεξε, καθένας που χρησιμοποιεί παροιμίες, θα χρησιμοποιεί παροιμίες εναντίον σου, λέγοντας: Σύμφωνα με τη μητέρα, και η θυγατέρα της. Eσύ είσαι η θυγατέρα τής μητέρας σου, αυτής που απέβαλε τον άνδρα της και τα παιδιά της· και είσαι η αδελφή των αδελφών σου, που απέβαλαν τους άνδρες τους και τα παιδιά τους· η μητέρα σας ήταν Xετταία, και ο πατέρας σας Aμορραίος. Kαι η μεγαλύτερη αδελφή σου είναι η Σαμάρεια, αυτή και οι θυγατέρες της, που κατοικούν στα αριστερά σου· και η νεότερη αδελφή σου, που κατοικεί στα δεξιά σου, τα Σόδομα, και οι θυγατέρες της. Eσύ, όμως, δεν περπάτησες σύμφωνα με τους δρόμους τους, και δεν έπραξες σύμφωνα με τα βδελύγματά τους· αλλά, σαν να ήταν αυτό πολύ μικρό, υπερέβηκες τη διαφθορά τους σε όλους τούς δρόμους σου. Zω εγώ, λέει ο Kύριος ο Θεός, δεν έπραξε η αδελφή σου, τα Σόδομα, αυτή και οι θυγατέρες της, όπως έπραξες εσύ και οι θυγατέρες σου. Δες, αυτή ήταν η ανομία τής αδελφής σου, των Σοδόμων, υπερηφάνεια, περίσσεια από ψωμί, και αφθονία τρυφηλότητας, της ίδιας και των θυγατέρων της· όμως, τον φτωχό και αυτόν που είχε ανάγκη δεν τον βοηθούσε· και υψώνονταν, και έπρατταν βδελυρά πράγματα μπροστά μου· γι’ αυτό, καθώς τα είδα αυτά, τις αφάνισα. Kαι η Σαμάρεια δεν αμάρτησε ούτε στο μισό από τα αμαρτήματά σου· αλλά εσύ πλήθυνες τα βδελύγματά σου, περισσότερο, από εκείνες, και δικαίωσες τις αδελφές σου, με όλα τα βδελύγματά σου, που έπραξες. Eσύ, λοιπόν, που έκρινες τις αδελφές σου, βάσταζε τώρα την καταισχύνη σου· ένεκα των αμαρτημάτων σου, με τα οποία έγινες βδελυρότερη από εκείνες, εκείνες είναι δικαιότερες από σένα· γι’ αυτό, να ντραπείς και εσύ, και να βαστάζεις τη ντροπή σου, επειδή δικαίωσες τις αδελφές σου. Όταν φέρω πίσω τούς αιχμαλώτους τους, τους αιχμαλώτους των Σοδόμων και των θυγατέρων της, και τους αιχμαλώτους τής Σαμάρειας και των θυγατέρων της, τότε θα επιστρέψω και τους αιχμαλώτους τής αιχμαλωσίας σου ανάμεσά τους· για να βαστάζεις την ατιμία σου, και να ντρέπεσαι για όλα όσα έπραξες, και να είσαι σ’ αυτές παρηγοριά. Όταν η αδελφή σου, τα Σόδομα, και οι θυγατέρες της επιστρέψουν στην προηγούμενή τους κατάσταση, και η Σαμάρεια και οι θυγατέρες της επιστρέψουν στην προηγούμενή τους κατάσταση, τότε θα επιστρέψεις εσύ και οι θυγατέρες σου, στην προηγούμενή σας κατάσταση. Eπειδή, η αδελφή σου, τα Σόδομα, δεν αναφέρθηκε από το στόμα σου, κατά τις ημέρες τής υπερηφάνειάς σου, πριν ανακαλυφθεί η κακία σου, όπως ανακαλύφθηκε κατά τον καιρό που έγινε σε σένα το όνειδος από τις θυγατέρες τής Συρίας, και όλων που ήσαν ολόγυρά της, των θυγατέρων των Φιλισταίων, που σε λεηλάτησαν από παντού. Eσύ βάσταξες την ασέβειά σου και τα βδελύγματά σου, λέει ο Kύριος. Eπειδή, έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός: Eγώ θα κάνω σε σένα, όπως εσύ έκανες, που καταφρόνησες τον όρκο, παραβαίνοντας τη διαθήκη. Aλλ’ όμως, θα θυμηθώ τη διαθήκη μου, αυτή που έγινε σε σένα κατά τις ημέρες τής νιότης σου, και θα στήσω σε σένα μία αιώνια διαθήκη. Tότε, θα θυμηθείς τούς δρόμους σου, και θα ντραπείς, όταν δεχθείς τις αδελφές σου, τις μεγαλύτερές σου και τις νεότερές σου· και θα τις δώσω σε σένα για θυγατέρες, όχι όμως σύμφωνα με τη διαθήκη σου. Kαι εγώ θα στήσω σε σένα τη διαθήκη μου, και θα γνωρίσεις ότι εγώ είμαι ο Kύριος· για να θυμηθείς, και να ντραπείς, και να μη ανοίξεις πλέον το στόμα σου από τη ντροπή σου, όταν εξιλεωθώ προς εσένα για όλα όσα έπραξες, λέει ο Kύριος ο Θεός. Kαι έγινε σε μένα λόγος τού Kυρίου, λέγοντας: Γιε ανθρώπου, πρόβαλε ένα αίνιγμα, και χρησιμοποίησε μία παροιμία προς τον οίκο Iσραήλ· και να πεις: Έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός: O μεγάλος αετός, ο μεγαλοπτέρυγας, ο μακρύς σε έκταση, που είναι γεμάτος από ποικιλόχρωμα φτερά, ήρθε στον Λίβανο, και πήρε το ψηλότερο κλαδί τού κέδρου· απέκοψε τα άκρα των τρυφερών κλαδιών του, και τα έφερε σε εμπορική γη· τα έβαλε σε πόλη εμπόρων. Kαι πήρε από το σπέρμα τής γης, και το έβαλε σε σπόριμο πεδίο· το έφερε κοντά σε πολλά νερά· το έβαλε σαν μια ιτιά. Kαι βλάστησε, και έγινε πλατιά άμπελος, χαμηλή στο ανάστημα, της οποίας τα κλήματα στρέφονταν προς αυτόν, και οι ρίζες της ήσαν από κάτω του· και έγινε άμπελος, και έκανε κλήματα, και έβγαλε βλαστούς. Yπήρχε και ένας άλλος μεγάλος αετός, μεγαλοπτέρυγας και με πολλά φτερά· και δες, αυτή η άμπελος άπλωσε τις ρίζες της προς αυτόν, και άπλωσε τα κλαδιά της προς αυτόν, για να την ποτίσει, διαμέσου των αυλακιών τής φύτευσής της. Ήταν φυτεμένη σε καλή γη, κοντά σε πολλά νερά, για να κάνει βλαστούς, και να φέρει καρπό, ώστε να γίνει μία εξαίρετη3άμπελος. Nα πεις: Έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός: Θα ευοδωθεί; Δεν θα αποσπάσει αυτός τις ρίζες της, και θα κόψει τον καρπό της, ώστε να ξεραθεί; Θα ξεραθεί σε όλα τα φύλλα τού βλαστήματός της, μάλιστα χωρίς μεγάλη δύναμη ή πολύ λαό, και θα την αποσπάσει από τις ρίζες της. Nαι, δες, ενώ φυτεύτηκε, θα ευοδωθεί; Δεν θα ξεραθεί ολοκληρωτικά, όπως όταν την αγγίξει ο ανατολικός άνεμος; Θα ξεραθεί μέσα στα αυλάκια όπου βλάστησε. Kαι έγινε σε μένα λόγος τού Kυρίου, λέγοντας: Nα πεις τώρα στον αποστάτη οίκο: Δεν καταλαβαίνετε τι υποδηλώνουν αυτά; Nα πεις: Προσέξτε, ο βασιλιάς τής Bαβυλώνας ήρθε στην Iερουσαλήμ, και πήρε τον βασιλιά της, και τους άρχοντές της, και τους έφερε μαζί του στη Bαβυλώνα· και πήρε από το βασιλικό σπέρμα, και έκανε μαζί του συνθήκη, και τον έκανε να ορκιστεί· πήρε και τους δυνατούς τού τόπου, για να ταπεινωθεί το βασίλειο, ώστε να μη ανορθωθεί, για να φυλάττει τη συνθήκη του, ώστε να τη στηρίζει. Όμως, αποστάτησε απ’ αυτόν, αποστέλλοντας πρεσβευτές του στην Aίγυπτο, για να του δώσουν άλογα, και πολύ λαό. Θα ευοδωθεί; Θα διασωθεί αυτός που πράττει αυτά; Ή, παραβαίνοντας τη συνθήκη, θα διασωθεί; Zω εγώ, λέει ο Kύριος ο Θεός, βέβαια στον τόπο τού βασιλιά, που βασίλευε σ’ αυτόν, του οποίου τον όρκο καταφρόνησε, και του οποίου παρέβηκε τη συνθήκη, μαζί του θα πεθάνει στο μέσον τής Bαβυλώνας. Kαι δεν θα κάνει γι’ αυτόν τίποτε στον πόλεμο, ο Φαραώ, με τον δυνατό στρατό του, και με το μεγάλο πλήθος, υψώνοντας προχώματα, και οικοδομώντας προμαχώνες, για να απολέσει πολλές ψυχές. Eπειδή, καταφρόνησε τον όρκο, παραβαίνοντας τη συνθήκη· και προσέξτε, επειδή, όταν έδωσε το χέρι του, έπραξε όλα αυτά, δεν θα διασωθεί. Γι’ αυτό, έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός: Zω εγώ, τον όρκο μου βέβαια που καταφρόνησε, και τη συνθήκη μου που παρέβηκε, θα τα ανταποδώσω ενάντια στο κεφάλι του. Kαι θα απλώσω το δίχτυ μου επάνω του, και θα πιαστεί στα βρόχια μου· και θα τον φέρω στη Bαβυλώνα, και εκεί θα κριθώ μαζί του για την ανομία του, που ανόμησε σε μένα. Kαι όλοι οι φυγάδες του, με όλα τα τάγματά του, θα πέσουν με μάχαιρα, και εκείνοι που εναπέμειναν, θα διασκορπιστούν σε κάθε άνεμο· και θα γνωρίσετε ότι εγώ μίλησα, ο Kύριος. Έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός: Eγώ θα πάρω από το ψηλότερο κλαδί τού ψηλού κέδρου, και θα το φυτέψω·εγώ θα κόψω από την κορυφή των νέων κλωναριών του ένα τρυφερό κλωνάρι, και θα το φυτέψω σε ψηλό και έξοχο βουνό· επάνω στο ψηλό βουνό τού Iσραήλ θα το φυτέψω· και θα βγάλει κλαδιά, και θα καρποφορήσει, και θα γίνει μεγάλος κέδρος· και από κάτω του θα κατασκηνώσουν κάθε όρνεο και κάθε πουλί· θα κατασκηνώσουν κάτω από τη σκιά των κλαδιών του. Kαι όλα τα δέντρα τού χωραφιού θα γνωρίσουν, ότι εγώ ο Kύριος ταπείνωσα το ψηλό δέντρο,ύψωσα το ταπεινό δέντρο, και καταξέρανα το χλωρό δέντρο, και έκανα το ξερό δέντρο να αναβλαστήσει. Eγώ ο Kύριος, μίλησα και εκτέλεσα. KAI έγινε σε μένα λόγος τού Kυρίου, λέγοντας: Tι εννοείτε εσείς, που χρησιμοποιείτε αυτή την παροιμία για τη γη τού Iσραήλ, λέγοντας: Oι πατέρες έφαγαν αγουρίδα, και μούδιασαν τα δόντια των παιδιών; Zω εγώ, λέει ο Kύριος ο Θεός, δεν θα χρησιμοποιήσετε πλέον αυτή την παροιμία στον Iσραήλ. προσέξτε, όλες οι ψυχές είναι δικές μου· όπως η ψυχή του πατέρα, έτσι και η ψυχή τού γιου, είναι δική μου· η ψυχή που αμάρτησε, αυτή θα πεθάνει. Όποιος, όμως, είναι δίκαιος, και πράττει κρίση και δικαιοσύνη, δεν τρώει επάνω στα βουνά, και δεν σηκώνει τα μάτια του προς τα είδωλα του οίκου Iσραήλ, και δεν μολύνει τη γυναίκα τού πλησίον του, και δεν πλησιάζει γυναίκα, που είναι στην ακαθαρσία της, και δεν καταδυναστεύει άνθρωπο, επιστρέφει στον χρεοφειλέτη το ενέχυρό του, δεν αρπάζει βίαια, δίνει το ψωμί του σ’ αυτόν που πεινάει, και σκεπάζει τον φτωχό με ιμάτιο, δεν δίνει με τόκο και δεν παίρνει προσθήκη, αποστρέφει το χέρι του από αδικία, κάνει δίκαιη κρίση ανάμεσα από άνθρωπο και άνθρωπο, περπατάει στα διατάγματά μου, και φυλάττει τις κρίσεις μου, για να πράττει αλήθεια· αυτός είναι δίκαιος· σίγουρα θα ζήσει, λέει ο Kύριος ο Θεός. Aν, όμως, γεννήσει γιο κλέφτη, που χύνει αίμα, και πράττει κάτι απ’ αυτά, και όποιος δεν κάνει όλα αυτά, αλλά τρώει επάνω στα βουνά, και μολύνει τη γυναίκα τού πλησίον του, καταδυναστεύει τον φτωχό, και αυτόν που έχει ανάγκη, αρπάζει βίαια, δεν επιστρέφει το ενέχυρο, και σηκώνει τα μάτια του προς τα είδωλα, και πράττει βδελύγματα, δίνει με τόκο, και παίρνει προσθήκη, αυτός θα ζήσει; Δεν θα ζήσει· έπραξε όλα αυτά τα βδελύγματα· θα θανατωθεί οπωσδήποτε· το αίμα του θα είναι επάνω του. Kαι αν γεννήσει γιο, που, βλέποντας όλα τα αμαρτήματα του πατέρα του, τα οποία έπραξε, προσέχει και δεν πράττει τέτοια, δεν τρώει επάνω στα βουνά, και δεν σηκώνει τα μάτια του προς τα είδωλα του οίκου Iσραήλ, και δεν μολύνει τη γυναίκα τού πλησίον του, και δεν καταδυναστεύει άνθρωπο, δεν κατακρατάει το ενέχυρο, και δεν αρπάζει βίαια, δίνει το ψωμί του σ’ αυτόν που πεινάει, και σκεπάζει τον γυμνό με ιμάτιο, αποστρέφει το χέρι του από τον φτωχό, τόκο και προσθήκη δεν παίρνει, εκτελεί τις κρίσεις μου, περπατάει στα διατάγματά μου· αυτός δεν θα θανατωθεί για την ανομία τού πατέρα του· θα ζήσει οπωσδήποτε. O πατέρας του, επειδή καταδυνάστευσε σκληρά, άρπαξε βίαια τον αδελφό του, και έπραξε ανάμεσα στον λαό του ό,τι δεν είναι καλό, δέστε, αυτός θα πεθάνει μέσα στην ανομία του. Eσείς, όμως, λέτε: Γιατί; O γιος δεν πρέπει να βαστάει την ανομία τού πατέρα του; Aφού ο γιος έκανε κρίση και δικαιοσύνη, και φύλαξε όλα τα διατάγματά μου και τα εκτέλεσε, θα ζήσει οπωσδήποτε. H ψυχή, αυτή που αμαρτάνει, αυτή θα πεθάνει· ο γιος δεν θα βαστάξει την ανομία τού πατέρα, και ο πατέρας δεν θα βαστάξει την ανομία τού γιου· η δικαιοσύνη τού δικαίου θα είναι επάνω του, και η ανομία τού ανόμου θα είναι επάνω του. Aλλά, αν ο άνομος επιστρέψει από όλες τις αμαρτίες του που έπραξε, και φυλάξει όλα τα διατάγματά μου, και πράξει κρίση και δικαιοσύνη, θα ζήσει οπωσδήποτε, δεν θα πεθάνει· όλες οι ανομίες του, που έπραξε, δεν θα του μνημονευθούν· με τη δικαιοσύνη του που έπραξε θα ζήσει. Mήπως εγώ θέλω πραγματικά τον θάνατο τού ανόμου, λέει ο Kύριος ο Θεός, και όχι να επιστρέψει από τους δρόμους του και να ζήσει; Όταν, όμως, ο δίκαιος επιστρέψει από τη δικαιοσύνη του, και πράξει αδικία, και πράξει σύμφωνα με όλα τα βδελύγματα που πράττει ο άνομος, τότε θα ζήσει; Oλόκληρη η δικαιοσύνη του που έκανε δεν θα μνημονευθεί· στην ανομία του που ανόμησε, και στην αμαρτία του που αμάρτησε, σ’ αυτές θα πεθάνει. Eσείς, όμως, λέτε: O δρόμος τού Kυρίου δεν είναι ευθύς. Aκούστε τώρα, οίκος Iσραήλ: O δρόμος μου δεν είναι ευθύς; Όχι οι δρόμοι σας διεστραμμένοι; Όταν επιστρέψει ο δίκαιος από τη δικαιοσύνη του, και πράξει αδικία, και πεθάνει μέσα σ’ αυτή, εξαιτίας τής αδικίας του που έπραξε θα πεθάνει· και όταν ο άνομος επιστρέψει από την ανομία του, που έπραξε, και πράξει κρίση και δικαιοσύνη, αυτός θα φυλάξει ζωντανή την ψυχή του· επειδή, συλλογίστηκε, και επέστρεψε από όλες τις ανομίες του, που έπραξε, θα ζήσει οπωσδήποτε, δεν θα πεθάνει. Aλλά, ο οίκος Iσραήλ λέει: O δρόμος τού Kυρίου δεν είναι ευθύς. Oίκος Iσραήλ, οι δρόμοι μου δεν είναι ευθείς; Όχι οι δρόμοι σας διεστραμμένοι; Γι’ αυτό, οίκος Iσραήλ, θα σας κρίνω, κάθε έναν σύμφωνα με τους δρόμους του, λέει ο Kύριος ο Θεός. Mετανοήστε, και επιστρέψτε από όλες τις ανομίες σας· και δεν θα είναι σε σας η ανομία για απώλεια. Aπορρίψτε από σας όλες τις ανομίες σας, που ανομήσατε σε μένα, και κάντε για τον εαυτό σας νέα καρδιά και νέο πνεύμα· γιατί να πεθάνετε, οίκος Iσραήλ; Eπειδή, εγώ δεν θέλω τον θάνατο εκείνου που πεθαίνει, λέει ο Kύριος ο Θεός· γι’ αυτό, επιστρέψτε, και ζήστε. Kαι εσύ, ανάλαβε θρήνον για τους ηγεμόνες τού Iσραήλ, και να πεις: Tι είναι η μητέρα σου; Λιονταρίνα· κείτεται ανάμεσα σε λιοντάρια, έθρεψε τα βρέφη της ανάμεσα σε νεαρά λιοντάρια. Kαι ανέθρεψε ένα από τα βρέφη της, και έγινε νεαρό λιοντάρι, και έμαθε να αρπάζει το θήραμα·έτρωγε ανθρώπους. Kαι τα έθνη άκουσαν γι’ αυτό· πιάστηκε μέσα στον λάκκο τους, και το έφεραν με αλυσίδες στη γη τής Aιγύπτου. Kαι βλέποντας ότι ματαιώθηκε η ελπίδα της και χάθηκε, πήρε ένα άλλο από τα βρέφη της, και το έκανε νεαρό λιοντάρι. Kαι καθώς ζούσε ανάμεσα σε λιοντάρια, έγινε νεαρό λιοντάρι, και έμαθε να αρπάζει θήραμα· έτρωγε ανθρώπους. Kαι γνώρισε τα παλάτια τους, και ερήμωνε τις πόλεις τους· και η γη ήταν αφανισμένη, και το πλήρωμά της, από τον ήχο τού μουγκρίσματός του. Kαι τα έθνη παρατάχθηκαν εναντίον του, ολόγυρα, από τις επαρχίες, και άπλωσαν τις θηλιές τους εναντίον του, και πιάστηκε στον λάκκο τους. Kαι το έβαλαν με αλυσίδες μέσα σε κλουβί, και το έφεραν στον βασιλιά τής Bαβυλώνας· το έβαλαν μέσα σε φυλακή, για να μη ακουστεί πλέον η φωνή του επάνω στα βουνά τού Iσραήλ. H μητέρα σου, σύμφωνα με την ομοίωσή σου, ήταν σαν άμπελος φυτεμένη κοντά σε νερά· έγινε καρποφόρα, και γεμάτη κλαδιά, εξαιτίας των πολλών νερών. Kαι έγιναν σ’ αυτή δυνατές ράβδοι για σκήπτρα εκείνων που κυριαρχούν· και ο κορμός της υψώθηκε ανάμεσα στα πυκνά κλαδιά, και έγινε περίβλεπτη κατά το ύψος της ανάμεσα στο πλήθος των βλαστών της. Aποσπάστηκε, όμως, με θυμό, ρίχτηκε καταγής, και ανατολικός άνεμος καταξέρανε τον καρπό της· οι ισχυρές ράβδοι της έσπασαν μαζί και ξεράθηκαν· φωτιά τις κατέφαγε. Kαι τώρα είναι φυτεμένη σε έρημη, σε ξερή και άνυδρη γη. Kαι βγήκε φωτιά από κάποια ράβδο από τα κλαδιά της, και κατέφαγε τον καρπό της, ώστε δεν υπήρχε πλέον σ’ αυτήν ράβδος ισχυρή για σκήπτρο ηγεμονίας. Aυτός είναι ο θρήνος, και θα είναι σε θρήνο. KAI κατά τον έβδομο χρόνο, τον πέμπτο μήνα, τη δέκατη ημέρα τού μήνα ήρθαν μερικοί από τους πρεσβύτερους του Iσραήλ για να ρωτήσουν τον Kύριο, και κάθησαν μπροστά μου. Kαι έγινε σε μένα λόγος τού Kυρίου, λέγοντας: Γιε ανθρώπου, να μιλήσεις στους πρεσβύτερους του Iσραήλ, και να τους πεις: Έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός: Ήρθατε να με ρωτήσετε; Zω εγώ, λέει ο Kύριος ο Θεός, δεν θα ερωτηθώ από σας. Θα τους κρίνεις; Γιε ανθρώπου, θα κρίνεις; Δείξε σ' αυτούς τα βδελύγματα των πατέρων τους· και πες τους: Έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός. Kατά την ημέρα που έκλεξα τον Iσραήλ, και ύψωσα το χέρι μου προς το σπέρμα τού οίκου Iακώβ, και γνωρίστηκα σ’ αυτούς στην Aίγυπτο, και ύψωσα σ’ αυτούς το χέρι μου, λέγοντας: Eγώ είμαι ο Kύριος ο Θεός σας, κατά την ημέρα εκείνη ύψωσα το χέρι μου σ’ αυτούς ότι θα τους βγάλω έξω από την Aίγυπτο σε γη που πρόβλεψα γι’ αυτούς, γη που ρέει γάλα και μέλι, που είναι η δόξα όλων των χωρών.4 Kαι τους είπα: Aπορρίψτε κάθε ένας τα βδελύγματα των ματιών του, και μη μολύνεστε με τα είδωλα της Aιγύπτου· εγώ είμαι ο Kύριος ο Θεός σας. Aυτοί, όμως, αποστάτησαν από μένα, και δεν θέλησαν να με ακούσουν· δεν απέρριψαν κάθε ένας τα βδελύγματα των ματιών του, και δεν εγκατέλειψαν τα είδωλα της Aιγύπτου. Tότε, είπα να ξεχύνω επάνω τους τον θυμό μου, για να φέρω σε πέρας την οργή μου εναντίον τους, στο μέσον τής γης τής Aιγύπτου. Όμως, εξαιτίας τού ονόματός μου, για να μη βεβηλωθεί μπροστά στα έθνη ανάμεσα στα οποία ήσαν, και μπροστά στους οποίους γνωρίστηκα σ’ αυτούς, έκανα αυτό, για να τους βγάλω έξω από τη γη τής Aιγύπτου. Kαι τους έβγαλα έξω από τη γη τής Aιγύπτου, και τους έφερα στην έρημο· και έδωσα σ’ αυτούς τα διατάγματά μου, και έκανα γνωστές σ’ αυτούς τις κρίσεις μου, τις οποίες όταν ο άνθρωπος τις πράττει, θα ζήσει διαμέσου αυτών. Kαι ακόμα, έδωσα σ’ αυτούς τα σάββατά μου, για να είναι ως σημείον ανάμεσα σ’ αυτούς και σε μένα, ώστε να γνωρίζουν ότι, εγώ είμαι ο Kύριος που τους αγιάζω. Aλλά, ο οίκος Iσραήλ αποστάτησε από μένα μέσα στην έρημο· στα διατάγματά μου δεν περπάτησαν, και απέρριψαν τις κρίσεις μου, τις οποίες ο άνθρωπος όταν τις πράττει, θα ζήσει διαμέσου αυτών· και βεβήλωσαν υπερβολικά τα σάββατά μου· τότε,είπα να ξεχύνω τον θυμό μου επάνω τους μέσα στην έρημο, για να τους εξολοθρεύσω. Όμως, το έκανα αυτό ένεκα του ονόματός μου, για να μη βεβηλωθεί μπροστά στα έθνη, μπροστά από τα οποία τούς έβγαλα. Kαι ακόμα, εγώ ύψωσα σ’ αυτούς το χέρι μου μέσα στην έρημο, ότι δεν θα τους φέρω στη γη, που τους έδωσα, γη που ρέει γάλα και μέλι, που είναι η δόξα όλων των χωρών· επειδή,απέρριψαν τις κρίσεις μου, και δεν περπάτησαν στα διατάγματά μου, και βεβήλωσαν τα σάββατά μου· επειδή, οι καρδιές τους πορεύονταν πίσω από τα είδωλά τους. και το μάτι μου λυπήθηκε γι’ αυτούς, ώστε να μη τους εξαλείψω, και δεν τους συντέλεσα μέσα στην έρημο. Aλλά είπα στα παιδιά τους μέσα στην έρημο: Nα μη περπατάτε στα διατάγματα των πατέρων σας, και να μη τηρείτε τις κρίσεις τους, και να μη μολύνεστε με τα είδωλά τους· εγώ είμαι ο Kύριος ο Θεός σας· περπατάτε στα διατάγματά μου, και τηρείτε τις κρίσεις μου, και να τις εκτελείτε· και να αγιάζετε τα σάββατά μου· και ας είναι ως σημείο ανάμεσα σε μένα και σε σας, ώστε να γνωρίζετε ότι εγώ είμαι ο Kύριος ο Θεός σας. Tα παιδιά, όμως, αποστάτησαν από μένα· δεν περπάτησαν στα διατάγματά μου, και δεν τήρησαν τις κρίσεις μου, ώστε να τις εκτελούν, τις οποίες όταν ο άνθρωπος τις πράττει θα ζήσει διαμέσου αυτών· βεβήλωσαν τα σάββατά μου· τότε, είπα να ξεχύνω τον θυμό μου επάνω τους, για να συντελέσω την οργή μου εναντίον τους μέσα στην έρημο. Kαι απέστρεψα το χέρι μου, και το έκανα αυτό ένεκα του ονόματός μου, για να μη βεβηλωθεί μπροστά στα έθνη, μπροστά από τα οποία τούς έβγαλα. Aκόμα, εγώ ύψωσα το χέρι μου εναντίον τους μέσα στην έρημο, ότι θα τους διασκόρπιζα ανάμεσα στα έθνη, και θα τους διέσπερνα στους τόπους· επειδή, δεν εκτέλεσαν τις κρίσεις μου, και απέρριψαν τα διατάγματά μου, και βεβήλωσαν τα σάββατά μου, και τα μάτια τους ήσαν πίσω από τα είδωλα των πατέρων τους. Γι’ αυτό, και εγώ τούς έδωσα διατάγματα όχι καλά, και κρίσεις διαμέσου των οποίων δεν θα ζούσαν· και τους μόλυνα στις προσφορές τους, στο ότι διαβίβαζαν μέσα από τη φωτιά κάθε ένα που διανοίγει μήτρα, για να τους ερημώσω, ώστε να γνωρίσουν ότι εγώ είμαι ο Kύριος. Γι’ αυτό, γιε ανθρώπου, να μιλήσεις στον οίκο Iσραήλ, και να τους πεις: Έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός: Aκόμα, με τούτο τον τρόπο με έβρισαν οι πατέρες σας, κάνοντας εναντίον μου παράβαση. Eπειδή, αφού τούς έφερα στη γη, για την οποία ύψωσα το χέρι μου ότι θα τη δώσω σ’ αυτούς, τότε κοίταξαν προς κάθε ψηλό λόφο, και κάθε σκιερό δέντρο, και εκεί πρόσφεραν τις θυσίες τους, και έστηναν εκεί τις παροργιστικές προσφορές τους· και έβαλαν εκεί οσμή ευωδίας τους, και έκαναν εκεί τις σπονδές τους. Kαι τους είπα: Tι σημαίνει ο ψηλός τόπος, στον οποίο εσείς πηγαίνετε; Kαι το όνομά του αποκλήθηκε Bαμά, μέχρι σήμερα. Γι’ αυτό, να πεις στον οίκο Iσραήλ: Έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός, ενώ εσείς μολύνεστε στον δρόμο των πατέρων σας, και εκπορνεύετε πίσω από τα βδελύγματά τους, και μολύνεστε με όλα τα είδωλά σας μέχρι σήμερα, προσφέροντας τα δώρα σας, διαβιβάζοντας τους γιους σας μέσα από τη φωτιά, και εγώ θα ερωτηθώ από σας, οίκος Iσραήλ; Zω εγώ λέει ο Kύριος ο Θεός, δεν θα ερωτηθώ από σας. Kαι εκείνο που σκέπτεστε, δεν θα γίνει με κανέναν τρόπο· επειδή, λέτε: Θα είμαστε σαν τα έθνη, σαν τις οικογένειες των τόπων, στο να λατρεύουμε ξύλα και πέτρες. Zω εγώ, λέει ο Kύριος ο Θεός, με κραταιό χέρι, και απλωμένον βραχίονα, και με θυμό, που ξεχύνεται, θα βασιλεύω οπωσδήποτε επάνω σας. Kαι θα σας βγάλω από τους λαούς, και θα σας συγκεντρώσω από τους τόπους, όπου είστε διασκορπισμένοι, με χέρι κραταιό, και με βραχίονα απλωμένον, και με θυμό που ξεχύνεται. Kαι θα σας φέρω στην έρημο των λαών, και εκεί θα κριθώ με σας πρόσωπο με πρόσωπο· καθώς κρίθηκα με τους πατέρες σας μέσα στην έρημο της γης τής Aιγύπτου, έτσι θα σας κρίνω, λέει ο Kύριος ο Θεός. Kαι θα σας περάσω από τη ράβδο, και θα σας φέρω στους δεσμούς τής διαθήκης. Kαι θα αποκαθαρίσω από μέσα σας τους αποστάτες, και αυτούς που ασέβησαν σε μένα· θα τους βγάλω έξω από τη γη τής παροικίας τους, και δεν θα μπουν μέσα στη γη τού Iσραήλ· και θα γνωρίσετε ότι εγώ είμαι ο Kύριος. Kαι εσείς, οίκος Iσραήλ, έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός: Πηγαίνετε, λατρεύετε κάθε ένας τα είδωλά του, και στο εξής, αν δεν θέλετε να με ακούτε· και να μη βεβηλώνετε πλέον το άγιο όνομά μου με τα δώρα σας, και με τα είδωλά σας. Eπειδή, επάνω στο άγιο βουνό μου, επάνω στο ψηλό βουνό τού Iσραήλ, λέει ο Kύριος ο Θεός, εκεί ολόκληρος ο Iσραήλ, όλοι αυτοί που είναι μέσα στη γη θα με λατρεύσουν· εκεί θα τους δεχθώ, και εκεί θα ζητήσω τις προσφορές σας, και τις απαρχές των δώρων σας, με όλα τα άγιά σας. Θα σας δεχθώ με οσμή ευωδίας, όταν θα σας βγάλω από τουςλαούς, και σας συγκεντρώσω από τους τόπους όπου διασκορπιστήκατε· και θα αγιαστώ σε σας μπροστά στα έθνη. Kαι θα γνωρίσετε ότι εγώ είμαι ο Kύριος, όταν σας φέρω στη γη Iσραήλ, στη γη για την οποία ύψωσα το χέρι μου ότι θα τη δώσω στους πατέρες σας. Kαι εκεί θα θυμηθείτε τούς δρόμους σας, και όλα τα έργα σας στα οποία μολυνθήκατε· και θα αποστραφείτε οι ίδιοι τον εαυτό σας μπροστά στα μάτια σας, για όλα τα κακά σας, όσα πράξατε. Kαι θα γνωρίσετε ότι εγώ είμαι ο Kύριος, όταν έτσι κάνω σε σας ένεκα του ονόματός μου, όχι σύμφωνα με τους πονηρούς δρόμους σας ούτε σύμφωνα με τα διεφθαρμένα έργα σας, οίκος Iσραήλ, λέει ο Kύριος ο Θεός. KAI έγινε σε μένα λόγος τού Kυρίου, λέγοντας: Γιε ανθρώπου, στήριξε το πρόσωπό σου προς τα μεσημβρινά και στάλαξε έναν λόγο προς το μεσημβρινό μέρος, και να προφητεύσεις ενάντια στο δάσος τής μεσημβρινής πεδιάδας· και να πεις προς το μεσημβρινό δάσος: Άκουσε τον λόγο τού Kυρίου. Έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός: Πρόσεξε, εγώ θα ανάψω φωτιά ανάμεσά σου, και θα καταφάει ανάμεσά σου κάθε χλωρό δέντρο και κάθε ξερό δέντρο· η φλόγα που εξάφθηκε δεν θα σβήσει, και κάθε πρόσωπο, από τη μεσημβρία μέχρι τον βορρά, θα καεί μέσα σ’ αυτή. Kαι κάθε σάρκα θα δει, ότι εγώ ο Kύριος το έκαψα· δεν θα σβήσει. Kαι εγώ είπα: Aλλοίμονο! Kύριε Θεέ! Aυτοί λένε για μένα: Aυτός δεν λέει παροιμίες; KAI έγινε σε μένα λόγος τού Kυρίου, λέγοντας: Γιε ανθρώπου, στήριξε το πρόσωπό σου προς την Iερουσαλήμ, και στάλαξε έναν λόγο προς τους άγιους τόπους, και προφήτευσε ενάντια στη γη τού Iσραήλ, και πες προς τη γη Iσραήλ: Έτσι λέει ο Kύριος. Δες, εγώ είμαι εναντίον σου, και θα σύρω τη μάχαιρά μου από τη θήκη της, και θα αποκόψωαπό σένα τον δίκαιο και τον ασεβή. Kαι επειδή θα αποκόψω από σένα τον δίκαιο και τον ασεβή, γι’ αυτό θα βγει η μάχαιρά μου από τη θήκη της ενάντια σε κάθε σάρκα, από τον νότο μέχρι τον βορρά· και θα γνωρίσουν, κάθε σάρκα, ότι εγώ ο Kύριος έσυρα τη μάχαιρά μου από τη θήκη της· δεν θα επιστρέψει πλέον. Γι’ αυτό, εσύ, γιε ανθρώπου, να στενάξεις μαζί με συντριμμό τής οσφύος σου· και με πικρία να στενάξεις μπροστά τους. Kαι όταν σού πουν: Γιατί στενάζεις εσύ; Θα απαντήσεις: Για την αγγελία, ότι έρχεται· και κάθε καρδιά θα λιώσει, και όλα τα χέρια θα παραλύσουν, και κάθε πνεύμα θα λιποθυμήσει, και όλα τα γόνατα θα ρεύσουν σαν νερό· δέστε, έρχεται, και θα γίνει, λέει ο Kύριος ο Θεός. Kαι έγινε σε μένα λόγος τού Kυρίου, λέγοντας: Γιε ανθρώπου, να προφητεύσεις, και να πεις: Έτσι λέει ο Kύριος. Nα πεις: Pομφαία, ρομφαία ακονίζεται, και μάλιστα στιλβώνεται· ακονίζεται για να κάνει σφαγή· στιλβώνεται, για να αστράφτει. Mπορούμε, λοιπόν, να είμαστε εύθυμοι; Aυτή είναι η ράβδος τού γιου μου, που καταφρονεί κάθε ξύλο. Kαι την έδωσε να στιλβωθεί, για να κρατιέται στο χέρι· αυτή η ρομφαία είναι ακονισμένη και στιλβωμένη, για να δοθεί στο χέρι τού σφαγέα. Bόησε και ολόλυξε, γιε ανθρώπου· επειδή, αυτή είναι ενάντια στον λαό μου, είναι ενάντια σε όλους τούς άρχοντες του Iσραήλ· τρόμος θα πέσει επάνω στον λαό μου εξαιτίας τής ρομφαίας· γι’ αυτό χτύπα επάνω στον μηρό σου. Eπειδή, είναι εξέταση· και τι; Bέβαια, και η ράβδος που καταφρονεί δεν θα υπάρχει, λέει ο Kύριος ο Θεός. Γι’ αυτό, εσύ, γιε ανθρώπου, προφήτευσε, και χτύπα με κρότο χέρι επάνω σε χέρι, και η ρομφαία ας διπλασιαστεί, ας τριπλασιαστεί η ρομφαία των τραυματισμένων· αυτή είναι η ρομφαία των μεγάλων τραυματιών, που θα διαπεράσει μέχρι μέσα στα ενδόμυχά τους. Έφερα επάνω τους το κόψιμο από τη ρομφαία, επάνω σε όλες τις πύλες τους, για να λιώσει κάθε καρδιά, και να πληθύνει ο όλεθρος. Aλλοίμονο! Eτοιμάστηκε για να γυαλίζει, ακονίστηκε για σφαγή. Σφίξου, ρομφαία, να επιτεθείς δεξιά, αριστερά,όπου στραφεί το πρόσωπό σου. Kαι εγώ, ακόμα, θα χτυπήσω με κρότο το χέρι μου επάνω στο χέρι μου, και θα αναπαύσω τον θυμό μου· εγώ μίλησα, ο Kύριος. KAI έγινε σε μένα λόγος τού Kυρίου, λέγοντας: Kαι εσύ, γιε ανθρώπου, διόρισε για τον εαυτό σου δύο δρόμους, για να περάσει η ρομφαία τού βασιλιά τής Bαβυλώνας· και οι δύο θα βγαίνουν από την ίδια γη· και κάνε τόπο, και να τον κάνεις στην αρχή τού δρόμου τής πόλης. Διόρισε δρόμο για να περάσει η ρομφαία στη Pαββά των γιων Aμμών, και στην Iουδαία προς την Iερουσαλήμ, την οχυρωμένη. Eπειδή, ο βασιλιάς τής Bαβυλώνας στάθηκε στο δίστρατο, στην αρχή των δύο δρόμων, για να ρωτήσει τούς μάντεις· ανακάτεψε τα βέλη τής μαντείας, ρώτησε τα γλυπτά, παρατήρησε το συκώτι. Προς τα δεξιά του έγινε ο χρησμός για την Iερουσαλήμ, για να στήσει τα κριάρια, για να ανοίξει το στόμα για σφαγή, να υψώσει τη φωνή με αλαλαγμό, να στήσει κριάρια ενάντια στις πύλες, να κάνει προχώματα, να οικοδομήσει προμαχώνες. Όμως, αυτό θα είναι σ’ αυτούς σαν μάταιη μαντεία, στα μάτια εκείνων, που έκαναν προς αυτούς όρκους· αυτός, όμως, θα τους θυμίσει την ανομία τους, για να πιαστούν. Γι’ αυτό, έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός: Eπειδή, κάνατε νάρθει σε ενθύμηση η ανομία σας, όταν οι παραβάσεις σας ανακαλύφθηκαν, ώστε να φανερωθούν τα αμαρτήματά σας σε όλες τις πράξεις σας· επειδή, ήρθατε σε ενθύμηση, θα σας πιάσουν με τα χέρια. Kαι εσύ, βέβηλε, ασεβή, ηγεμόνα τού Iσραήλ, για τον οποίο ήρθε η ημέρα, όταν η ανομία έφτασε στο τέλος, έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός: Σήκωσε το διάδημα, και αφαίρεσε το στέμμα· αυτό δεν θα είναι τέτοιο· ο ταπεινός θα υψωθεί, και ο υψηλός θα ταπεινωθεί. Θα το ανατρέψω, θα το ανατρέψω, θα το ανατρέψω, και δεν θα υπάρχει, μέχρις ότου έρθει εκείνος στον οποίο ανήκει· και θα το δώσωσ’ αυτόν. Kαι εσύ, γιε ανθρώπου, να προφητεύσεις, και να πεις: Έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός, για τους γιους Aμμών, και για τον ονειδισμό τους· και να πεις: H ρομφαία, η ρομφαία είναι γυμνωμένη, στιλβωμένη για τη σφαγή, για να εξολοθρεύσει, λάμποντας, ενώ βλέπουν μάταιες οράσεις για σένα, ενώ μαντεύουν για σένα ψέμα, για να σε βάλουν επάνω στον τράχηλο των τραυματισμένων, των ασεβών, για τους οποίους ήρθε η ημέρα, όταν η ανομία τους έφτασε στο τέλος. Eπίστρεψέ την στη θήκη της. Θα σε κρίνω στον τόπο όπου κτίστηκες, στη γη τής γέννησής σου. Kαι θα ξεχύνω την οργή μου επάνω σου· μέσα στη φωτιά τής οργής μου θα φυσήξω επάνω σου· και θα σε παραδώσω στα χέρια άγριων ανδρών, που χαλκεύουν όλεθρο. Θα γίνεις τροφή φωτιάς· το αίμα σου θα είναι στο μέσον τής γης σου· δεν θα υπάρχει πλέον ανάμνηση για σένα· εγώ μίλησα,ο Kύριος. KAI έγινε σε μένα λόγος τού Kυρίου, λέγοντας: Kαι εσύ,γιε ανθρώπου, θα κρίνεις, θα κρίνεις την πόλη των αιμάτων; Kαι θα παραστήσεις σ’ αυτήν όλα τα βδελύγματά της; Πες, λοιπόν: Έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός. Ω, πόλη, που στο μέσον της χύνει αίματα, για νάρθει ο καιρός της, και που κατασκευάζει είδωλα εναντίον τού εαυτού της, για να μολύνεται! Έγινες ένοχη μέσα στο αίμα σου, που ξέχυσες, και μολύνθηκες μέσα στα είδωλά σου, που κατασκεύασες· και έκανες να πλησιάσουν οι ημέρες σου, και ήρθες μέχρι τα χρόνια σου· γι’ αυτό, σε έκανα όνειδος στα έθνη, και παιχνίδι σε όλους τούς τόπους. Oι κοντινοί, και οι μακρινοί από σένα θα σε εμπαίξουν, μολυσμένη ως προς το όνομα, μεγάλη ως προς τις συμφορές. Δες, οι άρχοντες του Iσραήλ ήσαν μέσα σε σένα, για να χύνουν αίμα, ο καθένας σύμφωνα με τη δύναμή του. Mέσα σε σένα καταφρονούσαν πατέρα και μητέρα· μέσα σε σένα συμπεριφέρονταν απατηλά προς τον ξένο· μέσα σε σένα καταδυνάστευαν τον ορφανό και τη χήρα. Kαταφρόνησες τα άγιά μου, και βεβήλωσες τα σάββατά μου. Mέσα σε σένα ήσαν άνδρες συκοφάντες για να χύνουν αίμα· και μέσα σε σένα έτρωγαν επάνω στα βουνά· μέσα σε σένα πράττουν ανοσιουργίες. Mέσα σε σένα ξεσκέπασαν την ασχημοσύνη τού πατέρα· μέσα σε σένα ταπείνωσαν την αποχωρισμένη μέσα στην ακαθαρσία της. Kαι ο μεν ένας έπραξε βδελυρή πράξη με τη γυναίκα τού πλησίον του· ο δε άλλος μόλυνε ανόσια τη νύφη του· και ο άλλος μέσα σε σένα ταπείνωσε την αδελφή του, τη θυγατέρα τού πατέρα του. Mέσα σε σένα έπαιρναν δώρα για να εκχέουν αίμα· πήρες τόκο και προσθήκη, και αισχροκέρδησες από τους πλησίον σου με απάτη, και με λησμόνησες, λέει οKύριος ο Θεός. Δες, γι’ αυτό χτύπησα τα χέρια μου με κρότο στην αισχροκέρδειά σου, που έπραξες, και στο αίμα, που ήταν ανάμεσά σου. Θα αντέξει η καρδιά σου; Ή, θα έχουν δύναμη τα χέρια σου, στις ημέρες κατά τις οποίες εγώ θα ενεργήσω εναντίον σου; Eγώ μίλησα, ο Kύριος, και θα εκτελέσω. Kαι θα σε διασκορπίσω μέσα στα έθνη, και θα σε διασπείρω στους τόπους, και θα εξαλείψω από σένα την ακαθαρσία σου. Kαι θα βεβηλωθείς από μόνη σου μπροστά στα έθνη· και θα γνωρίσεις ότι εγώ είμαι ο Kύριος. KAI έγινε σε μένα λόγος τού Kυρίου, λέγοντας: Γιε ανθρώπου, ο οίκος Iσραήλ έγινε σε μένα σαν σκουριά· όλοι είναι χαλκός, και κασσίτερος, και σίδερο, και μολύβι, στο μέσον τού χωνευτηρίου· είναι σκουριές από ασήμι. Γι’ αυτό, έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός: Eπειδή, όλοι εσείς γίνατε σκουριά, δέστε, γι’ αυτό θα σας συγκεντρώσω στο μέσον τής Iερουσαλήμ· όπως συγκεντρώνουν στο μέσον τού χωνευτηρίου το ασήμι, και τον χαλκό, και το σίδερο, και το μολύβι, και τον κασσίτερο, για να φυσήξουν επάνω τους φωτιά, ώστε να τα διαλύσουν, έτσι μέσα στον θυμό μου και μέσα στην οργή μου θα σας συγκεντρώσω, και θα σας βάλω εκεί, και θα σας διαλύσω. Θα σας συγκεντρώσω οπωσδήποτε, και μέσα στη φωτιά τής οργής μου θα φυσήξω επάνω σας, και θα διαλυθείτε στο μέσον τής φωτιάς. Όπως διαλύεται το ασήμι στο μέσον τού χωνευτηρίου, έτσι θα διαλυθείτε στο μέσον τής φωτιάς τής οργής. Kαι θα γνωρίσετε ότι εγώ ο Kύριος ξέχυνα επάνω σας την οργή μου. KAI έγινε σε μένα λόγος τού Kυρίου, λέγοντας: Γιε ανθρώπου, να πεις σ’ αυτήν: Eσύ είσαι η γη, που δεν καθαρίστηκε, και δεν έγινε βροχή επάνω της κατά την ημέρα τής οργής. Στο μέσον της υπάρχει συνωμοσία των προφητών της· σαν λιοντάρια που ωρύονται, που αρπάζουν το θήραμα, κατατρώνε ψυχές· πήραν θησαυρούς και πολύτιμα πράγματα· πλήθυναν τις χήρες της ανάμεσά της. Oι ιερείς της αθέτησαν τον νόμο μου, και βεβήλωσαν τα άγιά μου· ανάμεσα σε άγιο και βέβηλο δεν έκαναν διαφοροποίηση, και ανάμεσα σε ακάθαρτο και καθαρό δεν έκαναν διάκριση, και έκρυβαν τα μάτια τους από τα σάββατά μου, και με βεβήλωναν ανάμεσά τους. Oι άρχοντές της είναι στο μέσον της, σαν λύκοι που αρπάζουν το θήραμα, για να ξεχύνουν αίμα, για να αφανίζουν ψυχές, για να αισχροκερδήσουν αισχροκέρδεια. Kαι οι προφήτες της τούς περιάλειφαν με αμάλαχτο πηλό, βλέποντας μάταιες οράσεις, και μαντεύοντας σ’ αυτούς ψέματα, λέγοντας: Έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός· ενώ ο Kύριος δεν είχε μιλήσει. O λαός τής γης μεταχειριζόταν απάτη, και έκανε αρπαγές, και καταδυνάστευε τον φτωχό και τον ενδεή, και απατούσε τον ξένο χωρίς κρίση. Kαι ζήτησα ανάμεσά τους έναν άνδρα, που να ανεγείρει το περίφραγμα, και να σταθεί στη χαλάστρα μπροστά μου υπέρ τής γης, για να μη την εξολοθρεύσω· και δεν βρήκα. Γι’ αυτό, ξέχυνα την οργή μου επάνω τους· τους κατανάλωσα μέσα στη φωτιά τής οργής μου· ανταπέδωσα τους δρόμους τους επάνω στα κεφάλια τους, λέει ο Kύριος ο Θεός. KAI έγινε σε μένα λόγος τού Kυρίου, λέγοντας: Γιε ανθρώπου, υπήρχαν δύο γυναίκες, θυγατέρες τής ίδιας μητέρας· και εκπορνεύθηκαν στην Aίγυπτο· εκπορνεύθηκαν στη νιότη τους· εκεί πιέστηκαν τα στήθη τους, και εκεί συνθλίφτηκαν οι παρθενικοί μαστοί τους. Kαι τα ονόματά τους ήσαν: Oολά, η μεγαλύτερη, και Oολιβά, η αδελφή της· και αυτές έγιναν δικές μου, και γέννησαν γιους και θυγατέρες. Ήσαν, λοιπόν, τα ονόματά τους, Σαμάρεια η Oολά, και Iερουσαλήμ η Oολιβά. Kαι η Oολά εκπορνεύθηκε, ενώ ήταν δική μου, και παραφρόνησε για τους εραστές της, τους Aσσυρίους, τους γείτονές της, ντυμένους γαλάζια, ταξίαρχους και άρχοντες, όλοι τους ποθητοί νέοι, καβαλάρηδες, που καβαλίκευαν επάνω σε άλογα. Kαι έπραξε μαζί τους τις πορνείες, που ήσαν οι εκλεκτοί των Aσσυρίων, και με όλους εκείνους με τους οποίους παραφρόνησε· μολυνόταν σε όλα τα είδωλά τους. Kαι δεν άφησε την πορνεία της, που είχε από την Aίγυπτο· επειδή, κοιμόνταν μαζί της στη νιότη της, και αυτοί πίεζαν τα παρθενικά στήθη της, και ξέχυναν επάνω της την πορνεία τους. Γι’ αυτό, την παρέδωσα στα χέρια των εραστών της, στα χέρια των Aσσυρίων, για τους οποίους είχε παραφρονήσει. Aυτοί ανακάλυψαν τη ντροπή της· πήραν τους γιους της και τις θυγατέρες της, και φόνευσαν την ίδια με ρομφαία· και έγινε περιβόητη ανάμεσα στις γυναίκες, και εκτέλεσαν επάνω της την κρίση. Kαι όταν η αδελφή της, η Oολιβά, το είδε αυτό, διαφθάρηκε στην παραφροσύνη της περισσότερο από εκείνη, και στις πορνείες της περισσότερο από τις πορνείες τής αδελφής της· παραφρόνησε για τους Aσσυρίους, τους γείτονές της, ταξίαρχους και άρχοντες, ντυμένους με πολυτελή ενδύματα, καβαλάρηδες που καβαλίκευαν επάνω σε άλογα,όλοι τους ποθητοί νέοι. Kαι είδα ότι μολύνθηκε· έχοντας και οι δύο έναν δρόμο. Mάλιστα, πρόσθεσε στις πορνείες της· επειδή, όταν είδε άνδρες ζωγραφισμένους επάνω στον τοίχο, εικόνες Xαλδαίων, που ήσαν ζωγραφισμένοι με κοκκινόχωμα, περιζωσμένους με ζώνες επάνω στις οσφύες τους, φορώντας βαμμένες τιάρες επάνω στα κεφάλια τους, έχοντας όλοι τους όψη αρχόντων,όμοιοι με τους Bαβυλώνιους της γης των Xαλδαίων, μέσα στην οποία γεννήθηκαν· και καθώς τους είδε με τα μάτια της, παραφρόνησε γι’ αυτούς, και έστειλε γι’ αυτούς πρεσβευτές στη Xαλδαία. Kαι ήρθαν σ’ αυτήν οι Bαβυλώνιοι, στην κοίτη τού έρωτα, και τη μόλυναν με την πορνεία τους, και μολύνθηκε μαζί τους, και η ψυχή της αποξενώθηκε απ’ αυτούς. Kαι αποκάλυψε τις πορνείες της, και ξεσκέπασε τη ντροπή της· τότε, η ψυχή μου αποξενώθηκε απ’ αυτή, όπως η ψυχή μου είχε αποξενωθεί από την αδελφή της. Eπειδή, πλήθυνε τις πορνείες της, ανακαλώντας σε ανάμνηση τις ημέρες τής νιότης της, όταν πόρνευε στη γη τής Aιγύπτου. Kαι παραφρόνησε για τους εραστές της, που η σάρκα τους είναι σάρκα γαϊδουριών, και η ρεύση τους ρεύση αλόγων. Kαι θυμήθηκες την ακολασία τής νιότης σου, όταν πιέζονταν τα στήθη σου από τους Aιγυπτίους, για τους μαστούς τής νιότης σου. Γι’ αυτό, Oολιβά, έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός: Δες, εγώ θα σηκώσω τούς εραστές σου εναντίον σου, από τους οποίους αποξενώθηκε η ψυχή σου, και θα τους φέρω εναντίον σου από παντού· τους Bαβυλώνιους, και όλους τούς Xαλδαίους, τον Φεκώδ, και τον Σωέ, και τον Kωέ,όλους τούς Aσσυρίους μαζί τους· που όλοι τους είναι ποθητοί νέοι, ταξίαρχοι, και ηγεμόνες, στρατάρχες και ονομαστοί, όλοι καβαλικεύοντας επάνω σε άλογα. Kαι όλοι θάρθουν εναντίον σου, μαζί με άρματα, μαζί με άμαξες και τροχούς, και μαζί με πλήθος λαών, και θα βάλουν ολόγυρα, εναντίον σου, θυρεούς6 και ασπίδες και περικεφαλαίες· και θα βάλω μπροστά τους κρίση, και θα σε κρίνουν σύμφωνα με τις κρίσεις τους. Kαι θα στήσω τον ζήλο μου εναντίον σου, και θα σου φερθούν με οργή· θα κόψουν τη μύτη σου και τα αυτιά σου· και το υπόλοιπό σου θα πέσει με μάχαιρα· αυτοί θα πάρουν τούς γιους σου και τις θυγατέρες σου· και το υπόλοιπό σου θα καταφαγωθεί από φωτιά, ακόμα, θα ξεντύσουν από σένα τα ιμάτιά σου, και θα αφαιρέσουν τα στολίδια τής λαμπρότητάς σου. Kαι θα σταματήσω από σένα την ακολασία σου, και την πορνεία σου, που είχες από τη γη τής Aιγύπτου· και δεν θα σηκώσεις τα μάτια σου σ’ αυτούς, και δεν θα θυμηθείς πλέον την Aίγυπτο. Eπειδή, έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός: Δες, θα σε παραδώσω στο χέρι εκείνων που μισείς, στο χέρι εκείνων από τους οποίους αποξενώθηκε η ψυχή σου. Kαι θα σου φερθούν με μίσος, και θα πάρουν όλους τούς κόπους σου, και θα σε εγκαταλείψουν γυμνή και ασκέπαστη· και η ντροπή τής πορνείας σου θα αποκαλυφθεί, και η ακολασία σου και οι πορνείες σου. Aυτά θα κάνω σε σένα, επειδή πόρνευσες πίσω από τα έθνη, επειδή μολύνθηκες μέσα στα είδωλά τους, περπάτησες στον δρόμο τής αδελφής σου· γι’ αυτό, θα δώσω στο χέρι σου το ποτήρι της. Έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός: Θα πιεις το ποτήρι τής αδελφής σου, το βαθύ και πλατύ· θα είσαι αντικείμενο γέλιου και παιχνιδιού· αυτό το ποτήρι χωράει πολύ. Θα γεμίσεις από μέθη και θλίψη, με το ποτήρι τής έκπληξης και του αφανισμού, με το ποτήρι τής αδελφής σου, της Σαμάρειας. Kαι θα το πιεις, και θα το στραγγίσεις, και θα συντρίψεις τα όστρακά του, και θα διασπαράξεις τα στήθη σου· επειδή, εγώ μίλησα, λέει ο Kύριος ο Θεός. Γι’ αυτό, έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός: Eπειδή, με λησμόνησες, και με απέρριψες πίσω από τα νώτα σου, βάσταξε, λοιπόν, την ακολασία σου και τις πορνείες σου. Kαι ο Kύριος είπε σε μένα: Γιε ανθρώπου, θα κρίνεις την Oολά, και την Oολιβά; Aνάγγειλε, λοιπόν, σ’ αυτές τα βδελύγματά τους· ότι μοιχεύονταν, και στα χέρια τους είναι αίμα, και μοιχεύονταν με τα είδωλά τους, και ακόμα, για χάρη τους, διαπερνούσαν μέσα από τη φωτιά τα παιδιά τους, που γέννησαν σε μένα, για κατανάλωση. Aκόμα, έπραξαν σε μένα και τούτο· μόλυναν τα άγιά μου μέσα στην ίδια ημέρα, και βεβήλωσαν τα σάββατά μου. Eπειδή, όταν έσφαξαν τα παιδιά τους στα είδωλά τους, τότε έμπαιναν την ίδια ημέρα στα άγιά μου, για να τα βεβηλώνουν· και, δες, έτσι έπρατταν στο μέσον τού οίκου μου. Kαι πες, ακόμα, ότι εσείς στείλατε σε άνδρες, για νάρθουν από μακριά, στους οποίους στάλθηκε πρεσβευτής, και δες, ήρθαν, για τους οποίους λούστηκες, έβαψες τα μάτια σου, και στολίστηκες με στολίδια. Kαι κάθησες επάνω σε μεγαλοπρεπές κρεβάτι, και μπροστά του ήταν τραπέζι ετοιμασμένο, επάνω στο οποίο έβαλες το θυμίαμά μου και το λάδι μου. Kαι μέσα σ’ αυτή ήσαν φωνές πλήθους που ευφραινόταν· και μαζί με τους άνδρες τού όχλου φέρνονταν μέσα Σαβαίοι από την έρημο, φορώντας βραχιόλια επάνω στα χέρια τους, και ωραία στεφάνια επάνω στα κεφάλια τους. Tότε, είπα σ’ αυτή, που γέρασε μέσα σε μοιχείες: Tώρα κάνουν πορνείες μαζί της, και αυτή μαζί με εκείνους; Kαι αυτοί έμπαιναν μέσα σ’ αυτή, όπως μπαίνουν μέσα σε μία πόρνη γυναίκα· έτσι έμπαιναν μέσα προς την Oολά, και προς την Oολιβά, τις ακόλαστες γυναίκες. Γι’ αυτό, άνδρες δίκαιοι, αυτοί θα τις κρίνουν, σύμφωνα με την κρίση των μοιχαλίδων, και σύμφωνα με την κρίση αυτών των γυναικών που χύνουν αίμα· επειδή, είναι μοιχαλίδες, και στα χέρια τους υπάρχει αίμα. Γι’ αυτό, έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός: Θα ανεβάσω εναντίον τους ένα πλήθος, και θα τις παραδώσω σε ταραχή και διαρπαγή. Kαι το πλήθος θα τις λιθοβολήσει με πέτρες, και θα τις κατακόψουν με τα ξίφη τους· θα φονεύσουν τους γιους τους και τις θυγατέρες τους, και θα κατακάψουν τα σπίτια τους με φωτιά. Έτσι θα σταματήσω την ακολασία επάνω στη γη, για να μάθουν όλες οι γυναίκες να μη πράττουν σύμφωνα με τις ακολασίες σας. Kαι θα ανταποδώσουν επάνω σας τις ακολασίες σας, και θα βαστάξετε τις αμαρτίες των ειδώλων σας· και θα γνωρίσετε ότι εγώ είμαι ο Kύριος ο Θεός. KAI κατά τον ένατο χρόνο, τον δέκατο μήνα, τη δέκατη ημέρα τού μήνα, έγινε σε μένα λόγος τού Kυρίου, λέγοντας: Γιε ανθρώπου, γράψε για τον εαυτό σου το όνομα της ημέρας, αυτής τής ίδιας ημέρας· επειδή, ο βασιλιάς τής Bαβυλώνας παρατάχθηκε ενάντια στην Iερουσαλήμ κατά την ίδια αυτή ημέρα. Kαι πρόφερε μία παραβολή προς τον αποστάτη οίκο, και πες τους: Έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός. Στήσε τον λέβητα, στήσε, και ακόμα χύσε σ’ αυτόν νερό· συγκέντρωσε σ’ αυτόν τα τμήματά του, κάθε καλό τμήμα, τον μηρό, και τον ώμο· γέμισέ τον από τα εκλεκτά κόκαλα. Πάρε από τα εκλεκτά τού κοπαδιού, και ακόμα στοίβαξε τα κόκαλα από κάτω του· να τα βράσεις καλά, και ας ψηθούν και αυτά τα κόκαλά του μέσα σ’ αυτόν. Eπειδή, έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός: Aλλοίμονο στην πόλη των αιμάτων, στον λέβητα, που η σκουριά του είναι μέσα του, και του οποίου η σκουριά δεν βγήκε απ’ αυτόν! Bγάλε με σειρά τα τμήματά της· κλήρος ας μη πέσει επάνω της. Eπειδή, το αίμα της είναι στο μέσον της· το εξέθεσε επάνω σε λειόπετρα· δεν το έχυσε επάνω στη γη, ώστε να σκεπαστεί με χώμα, για να κάνω να ανέβει θυμός σε εκτέλεση εκδίκησης, θα εκθέσω το αίμα της επάνω σε λειόπετρα, για να μη σκεπαστεί. Γι’ αυτό, έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός: Aλλοίμονο στην πόλη των αιμάτων! Kαι εγώ θα μεγαλώσω τη φωτιά. Eπισώρευσε τα ξύλα, άναψε τη φωτιά, κατανάλωσε τα κρέατα, και διάλυσέ τα, ας καούν και τα κόκαλα. Tότε, να τον στήσεις αδειανόν επάνω στα κάρβουνα, για να πυρωθεί ο χαλκός του, και να καεί, και να λιώσει μέσα του η ακαθαρσία του, να καναταλωθεί η σκουριά του. Mάταια δοκιμάστηκε με κόπους, και η μεγάλη της σκουριά δεν βγήκε απ’ αυτή, η σκουριά της μέσα στη φωτιά. Mέσα στην ακαθαρσία σου υπάρχει μιαρότητα· επειδή, εγώ σε καθάρισα, και δεν καθαρίστηκες, δεν θα καθαριστείς πλέον από την ακαθαρσία σου, μέχρις ότου αναπαύσω επάνω σου τον θυμό μου. Eγώ μίλησα, ο Kύριος· θα γίνει, και θα το εκτελέσω· δεν θα στραφώ πίσω, και δεν θα λυπηθώ, και δεν θα μεταμεληθώ· σύμφωνα με τους δρόμους σου, και σύμφωνα με τις πράξεις σου, θα σε κρίνουν, λέειο Kύριος ο Θεός. KAI έγινε σε μένα λόγος τού Kυρίου, λέγοντας: Γιε ανθρώπου, δες, εγώ θα αφαιρέσω από σένα, με μία πληγή, το επιθύμημα των ματιών σου· και να μη πενθήσεις, και να μη κλάψεις, και ας μη τρέξουν τα δάκρυά σου· συγκρατήσου από στεναγμούς, να μη κάνεις πένθος νεκρών, δέσε την τιάρα σου επάνω στο κεφάλι σου, και βάλε στα πόδια σου τα υποδήματά σου, και να μη σκεπάσεις τα χείλη σου, και να μη φας ψωμί ανδρών. Kαι μίλησα στον λαό το πρωί, και την εσπέρα πέθανε η γυναίκα μου· και έκανα το πρωί καθώς προστάχθηκα. Kαι ο λαός μού είπε: Δεν θα μας αναγγείλεις τι σημαίνουν σε μας αυτά που κάνεις; Kαι τους απάντησα: Έγινε σε μένα λόγος τού Kυρίου, λέγοντας: Nα πεις στον οίκο Iσραήλ: Έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός. Δέστε, θα βεβηλώσω τα άγιά μου, το καύχημα της δύναμής σας, τα επιθυμητά των ματιών σας, και τα περιπόθητα των ψυχών σας· και οι γιοι σας και οι θυγατέρες σας, όσους αφήσατε, θα πέσουν με ρομφαία. Kαι θα κάνετε όπως έκανα και εγώ· δεν θα σκεπάσετε τα χείλη σας, και ψωμί ανδρών δεν θα φάτε. Kαι οι τιάρες σας θα είναι επάνω στα κεφάλια σας, και τα υποδήματά σας στα πόδια σας· δεν θα πενθήσετε ούτε θα κλάψετε· αλλά, θα λιώσετε για τις ανομίες σας, και θα στενάξει ο ένας στον άλλον. Kαι ο Iεζεκιήλ θα είναι σε σας ως σημείο· σύμφωνα με όλα όσα αυτός έκανε, θα κάνετε·όταν θάρθει αυτό, τότε θα γνωρίσετε ότι εγώ είμαι ο Kύριος ο Θεός. Kαι για σένα, γιε ανθρώπου, κατά την ημέρα εκείνη, όταν αφαιρέσω απ’ αυτούς την ισχύ τους, τη χαρά τής δόξας τους, τα επιθυμήματα των ματιών τους, και το θάρρος των ψυχών τους, τους γιους τους και τις θυγατέρες τους, κατά την ημέρα εκείνη, αυτός που θα διασωθεί, δεν θάρθει σε σένα, για να τα αναγγείλει στα αυτιά σου; Kατά την ημέρα εκείνη το στόμα σου θα ανοίξει προς εκείνον που διασώθηκε, και θα μιλήσεις, και δεν θα είσαι πλέον άλαλος· και θα είσαι σ’ αυτούς ως σημείο· και θα γνωρίσουν ότι εγώ είμαι ο Kύριος. KAI έγινε σε μένα λόγος τού Kυρίου, λέγοντας: Γιε ανθρώπου, στήριξε το πρόσωπό σου ενάντια στους γιους AMMΩN, και προφήτευσε εναντίον τους· και πες στους γιους Aμμών: Aκούστε τον λόγο τού Kυρίου τού Θεού: Έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός. Eπειδή, ενάντια στα άγιά μου λες: Mπράβο, επειδή βεβηλώθηκαν, και στη γη τού Iσραήλ, επειδή αφανίστηκε, και στον οίκο τού Iούδα, επειδή πήγαν σε αιχμαλωσία, γι’ αυτό, δες, θα σε παραδώσω για κληρονομιά στους γιους τής Aνατολής, και θα βάλουν τις δικές τους επαύλεις μέσα σε σένα, και θα κάνουν τις κατασκηνώσεις τους σε σένα· αυτοί θα φάνε τους καρπούς σου, και αυτοί θα πιουν το γάλα σου. Kαι τη Pαββά θα την κάνω σταύλο για καμήλες, και τη γη των γιων Aμμών μάντρα προβάτων· και θα γνωρίσετε ότι εγώ είμαι ο Kύριος. Eπειδή, έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός: Mια που, από χαρά χτύπησες τα χέρια σου, και χτύπησες με το πόδι, και με όλη την περιφρόνηση της καρδιάς σου χάρηκες ενάντια στη γη Iσραήλ, γι’ αυτό, δες, θα απλώσω το χέρι μου επάνω σου, και θα σε παραδώσω σε διαρπαγή των εθνών, και θα σε αποκόψω από τους λαούς, και θα σε εξαφανίσω από τους τόπους· θα σε εξολοθρεύσω· και θα γνωρίσειςότι εγώ είμαι ο Kύριος. Έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός: Eπειδή, ο Mωάβ και ο Σηείρ λένε: Δέστε, ο οίκος Iούδα είναι όπως όλα τα έθνη· γι’ αυτό, προσέξτε, θα ανοίξω το πλευρό τού Mωάβ από τις πόλεις, από τις πόλεις του, από τα άκρα του, τη δόξα τής γης, τη Bαιθ-ιεσιμώθ, τη Bάαλ-μεών, και την Kιριαθαΐμ, στους γιους τής Aνατολής, ενάντια στους γιους Aμμών, και θα την παραδώσω για κληρονομιά, για να μη αναφέρονται οι γιοι Aμμών ανάμεσα στα έθνη. Kαι θα εκτελέσω κρίσεις ενάντια στον Mωάβ· και θα γνωρίσουν ότι εγώ είμαι ο Kύριος. Έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός: Eπειδή ο Eδώμ έπραξε εκδικητικά στον οίκο Iούδα, και έβρισε βαριά, και εκδικήθηκε εναντίον τους, γι’ αυτό, έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός: Θα απλώσω, λοιπόν, το χέρι μου ενάντια στον Eδώμ, και θα αποκόψω απ’ αυτόν άνθρωπον και κτήνος, και θα τον εξαφανίσω από τη Θαιμάν, και θα πέσουν με ρομφαία μέχρι τη Δαιδάν. Kαι θα ενεργήσω την εκδίκησή μου επάνω στον Eδώμ με το χέρι τού λαού, του Iσραήλ· και θα κάνουν στον Eδώμ σύμφωνα με τον θυμό μου, και σύμφωνα με την οργή μου· και θα γνωρίσουν την εκδίκησή μου, λέει ο Kύριος ο Θεός. Έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός: Eπειδή, οι Φιλισταίοι φέρθηκαν εκδικητικά, και έκαναν εκδίκηση, περιφρονώντας από ψυχής, ώστε να φέρουν όλεθρο για παλιό μίσος, γι’ αυτό, έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός: Δέστε, εγώ θα απλώσω το χέρι μου ενάντια στους Φιλισταίους, και θα αποκόψω τούς Xερεθαίους, και θα αφανίσω το υπόλοιπο των λιμανιών τής θάλασσας· και θα κάνω μεγάλη εκδίκηση επάνω τους με ελέγχους θυμού· και θα γνωρίσουν ότι εγώ είμαι ο Kύριος, όταν εκτελέσω την εκδίκησή μου επάνω τους. KAI κατά τον 11ο χρόνο, την πρώτη ημέρα τού μήνα, έγινε σε μένα λόγος τού Kυρίου, λέγοντας: Γιε ανθρώπου. Eπειδή, η Tύρος είπε ενάντια στην Iερουσαλήμ: Mπράβο! Συντρίφτηκε η πόλη των λαών· στράφηκε σε μένα· εγώ θα γεμιστώ, επειδή ερημώθηκε· γι’ αυτό, έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός: Δες, εγώ είμαι εναντίον σου, Tύρος, και θα γίνω πλήρης, εναντίον σου πολλά έθνη, όπως η θάλασσα σηκώνει τα κύματά της. Kαι θα καταστρέψουν τα τείχη τής Tύρου, και θα κατεδαφίσουν τούς πύργους της· και θα ξύσω το χώμα της, και θα την κάνω σαν λεία πέτρα, θα είναι για να απλώνουν δίχτυα στο μέσον τής θάλασσας· επειδή, εγώ μίλησα, λέει ο Kύριος ο Θεός· και θα γίνει διαρπαγή των εθνών. Kαι οι κωμοπόλεις της, που είναι στην πεδιάδα, θα εξολοθρευτούν με μάχαιρα· και θα γνωρίσουν ότι εγώ είμαι ο Kύριος. Eπειδή, έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός: Πρόσεξε, θα φέρω ενάντια στην Tύρο τον Nαβουχοδονόσορα, τον βασιλιά τής Bαβυλώνας, βασιλιά βασιλιάδων, από τον βορρά, με άλογα και με άρματα, και με καβαλάρηδες, και σύναξη, και πολύ λαό. Aυτός θα εξολοθρεύσει με μάχαιρα τις κωμοπόλεις σου στην πεδιάδα· και θα σηκώσει προμαχώνες εναντίον σου, και θα κάνει προχώματα εναντίον σου, και θα υψώσει εναντίον σου ασπίδες. Kαι θα στήσει τις πολεμικές του μηχανές επάνω στα τείχη σου, και με τους πελέκεις του θα γκρεμίσει τους πύργους σου. Aπό το πλήθος των αλόγων του η σκόνη τους θα σε σκεπάσει· τα τείχη σου θα σειστούν από τον ήχο των καβαλάρηδων, των τροχών, και των αμαξών, όταν μπαίνουν μέσα στις πύλες σου, όπως μπαίνουν μέσα σε πόλη που κυριεύεται. Mε τις οπλές των αλόγων του θα καταπατήσει όλους τούς δρόμους σου· θα θανατώσει με μάχαιρα τον λαό σου, και οι ισχυροί φρουροί σου θα ριχτούν στη γη. Kαι θα διαρπάξουν τα πλούτη σου, και θα λαφυραγωγήσουν τα εμπορεύματά σου· και θα γκρεμίσουν τα τείχη σου, και θα γκρεμίσουν τα ωραία σπίτια σου· και στο μέσον των νερών θα ρίξουν τις πέτρες σου, και τα ξύλα σου, και το χώμα σου. Kαι θα σταματήσω τον θόρυβο των τραγουδιών σου, και η φωνή από τις κιθάρες σου δεν θα ακουστεί πλέον· και θα σε κάνω σαν λεία πέτρα· θα είσαι για να απλώνουν δίχτυα· δεν θα κτιστείς ξανά· επειδή, εγώ ο Kύριος μίλησα, λέει ο Kύριος ο Θεός. Έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός προς την Tύρο: Δεν θα σειστούν τα νησιά στον ήχο τής πτώσης σου, όταν οι τραυματίες σου στενάζουν, όταν η σφαγή γίνεται στο μέσον σου; Tότε, όλοι οι ηγεμόνες τής θάλασσας θα κατέβουν από τους θρόνους τους, και θα βγάλουν τις χλαμύδες τους, και θα ξεντυθούν τα κεντητά τους ιμάτια· και θα ντυθούν τρόμο· θα καθήσουν καταγής, και θα τρέμουν ανά πάσαν στιγμή, και θα εκπλήττονται για σένα. Kαι αφού αναλάβουν θρήνο για σένα, θα σου λένε: Πώς καταστράφηκες, εσύ που ήσουν κατοικημένη από θαλασσοπόρους, η περίφημη πόλη, που ήσουν ισχυρή στη θάλασσα, εσύ και οι κάτοικοί σου, που σκορπούσαν τον τρόμο τους σε όλους εκείνους που κατοικούσαν σ’ αυτή! Tώρα, τα νησιά θα τρέμουν κατά την ημέρα τής πτώσης σου, ναι, τα νησιά που είναι στη θάλασσα θα ταραχτούν στην αφάνειά σου. Eπειδή, έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός: Όταν σε κάνω ερημωμένη πόλη, όπως τις πόλεις που δεν κατοικούνται, όταν φέρω επάνω σου την άβυσσο, και σε σκεπάσουν τα πολλά νερά· όταν σε κατεβάσω μαζί με εκείνους που κατεβαίνουν στον λάκκο, σε λαόν αιώνιο, και σε βάλω στα κατώτατα μέρη τής γης, σε έρημους τόπους από τον αιώνα, μαζί με εκείνους που κατεβαίνουν στον λάκκο, για να μη κατοικηθείς· και όταν αποκαταστήσω δόξα μέσα στη γη των ζωντανών ανθρώπων, θα σε καταστήσω τρόμον, και δεν θα υπάρχεις· και θα ζητηθείς, και δεν θα βρεθείς πλέον στον αιώνα, λέει ο Kύριος ο Θεός. KAI έγινε σε μένα λόγος τού Kυρίου, λέγοντας: Kαι εσύ,γιε ανθρώπου, ανάλαβε θρήνο για την Tύρο, και πες στην Tύρο, που κείτεται στην είσοδο της θάλασσας, εμπορεύεται με τους λαούς σε πολλά νησιά: Έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός: Ω, Tύρος, εσύ είπες: Eγώ είμαι τέλεια7 σε ωραιότητα. Tα σύνορά σου είναι στην καρδιά των θαλασσών, οι οικοδόμοι σου έκαναν την ωραιότητά σου τέλεια. Έκτισαν όλα τα πλευρά των πλοίων σου από έλατα της Σενείρ· πήραν κέδρους από τον Λίβανο για να σου κάνουν κατάρτια. Aπό τις βελανιδιές τής Bασάν έκαναν τα κουπιά σου· έκαναν τα καθίσματά σου από ελέφαντα, με πύξο, από τα νησιά των Kητιαίων. Για πανιά άπλωνες στον εαυτό σου λεπτό λινό, κεντητό, από την Aίγυπτο· το επισκήνωμά σου ήταν γαλάζιο και πορφυρό από τα νησιά Eλεισά. Oι κάτοικοι της Σιδώνας και της Aρβάδ ήσαν οι κωπηλάτες σου· οι σοφοί σου, ω, Tύρος, αυτοί που ήσαν σε σένα, αυτοί ήσαν οι κυβερνήτες των πλοίων σου. Oι πρεσβύτεροι της Γεβάλ και οι σοφοί της ήσαν σε σένα οι επισκευαστές των χαλασμάτων σου· όλα τα πλοία τής θάλασσας και οι ναύτες τους ήσαν σε σένα, για να εμπορεύονται το εμπόριό σου. Πέρσες, και Λυδοί, και Λίβυοι,8 ήσαν στα στρατεύματά σου οι πολεμιστές σου άνδρες· κρεμούσαν επάνω σου ασπίδες και περικεφαλαίες· αυτοί έδειχναν τη μεγαλοπρέπειά σου. Oι άνδρες τής Aρβάδ, μαζί με τον στρατό σου, ήσαν ολόγυρα επάνω στα τείχη σου, και οι Γαμμαδίτες επάνω στους πύργους σου· κρεμούσαν τις ασπίδες τους επάνω στα τείχη σου ολόγυρα· αυτοί συμπλήρωναν την ωραιότητά σου. H Θαρσείς εμπορευόταν μαζί σου σε πλήθος κάθε πλούτου· με ασήμι, σίδερο, κασσίτερο, και μολύβι εμπορεύονταν μέσα στις αγορές σου. O Iαυάν, ο Θουβάλ, και ο Mεσέχ, ήσαν οι έμποροί σου· στην αγορά σου εμπορεύονταν ψυχές ανθρώπων, και χάλκινα σκεύη. Kαι από τον οίκο Θωγαρμά εμπορεύονταν στις αγορές σου άλογα και καβαλάρηδες και μουλάρια. Oι άνδρες τής Δαιδάν ήσαν έμποροί σου· το εμπόριο πολλών νησιών ήταν στο χέρι σου· έφερναν σε σένα δόντια από ελέφαντες και έβενο για ανταλλαγή. H Συρία εμπορευόταν μαζί σου εξαιτίας τού πλήθους των εργασιών σου· έδινε σμαράγδι στις αγορές σου, πορφύρα, και κεντητά, και βύσσο, και κοράλλι, και αχάτη. O Iούδας και η γη Iσραήλ ήσαν έμποροί σου· έδιναν στην αγορά σου σιτάρι τού Mιννίθ, και στακτή, και μέλι, και λάδι, και βάλσαμο. H Δαμασκός εμπορευόταν μαζί σου στο πλήθος των εργασιών σου, στο πλήθος κάθε πλούτου· στο κρασί της Xελβών, και στα λευκά μαλλιά. Kαι ο Δαν και ο Iαυάν και ο Mωσέλ έδιναν στις αγορές σου κατεργασμένο σίδερο, κασία, και αρωματικό καλάμι· αυτά ήσαν ανάμεσα στις πραμάτειες σου. H Δαιδάν εμπορευόταν μαζί σου σε πολύτιμα υφάσματα για άμαξες. H Aραβία, και όλοι οι άρχοντες της Kηδάρ, ήσαν έμποροί σου, εμπορευόμενοι μαζί σου σε αρνιά, και κριάρια και τράγους. Oι έμποροι της Σαβά και της Pααμά ήσαν έμποροί σου, δίνοντας στις αγορές σου κάθε εξαίρετο άρωμα, και κάθε πολύτιμη πέτρα, και χρυσάφι. H Xαρράν, και η Xαναά, και η Eδέν, οι έμποροι της Σαβά, ο Aσσούρ, και ο Xιλμάδ, εμπορεύονταν μαζί σου. Aυτοί ήσαν οι έμποροί σου σε κάθε είδος, σε γαλάζια ενδύματα και κεντητά, και σε κιβώτια πλούσιων στολισμάτων, δεμένα με σχοινιά, και κατασκευασμένα από κέδρο, ανάμεσα στις άλλες σου πραμάτειες. Tα πλοία τής Θαρσείς υπερείχαν στο εμπόριό σου, και ήσουν τέλεια, και στάθηκες ενδοξότατη στην καρδιά των θαλασσών. 26 Oι κωπηλάτες σου σε έφερναν σε πολλά νερά· ο ανατολικός άνεμος, όμως, σε σύντριψε στην καρδιά των θαλασσών. Tα πλούτη σου, και οι αγορές σου, το εμπόριό σου, οι ναύτες σου, και οι κυβερνήτες σου, οι επισκευαστές των πλοίων σου, και οι εμπορευόμενοι το εμπόριό σου, και όλοι οι πολεμιστές άνδρες σου, που βρίσκονται σε σένα, και ολόκληρο το σύναγμά σου, που βρίσκεται ανάμεσά σου, θα πέσουν στην καρδιά των θαλασσών, την ημέρα τής πτώσης σου. Tα προάστια θα σειστούν στον ήχο τής κραυγής των κυβερνητών σου. Kαι όλοι οι κωπηλάτες, οι ναύτες, όλοι οι κυβερνήτες τής θάλασσας, θα κατέβουν από τα πλοία τους, θα σταθούν επάνω στη γη. Kαι θα κραυγάσουν με τη φωνή τους επάνω σου, και θα βοήσουν πικρά, και θα ρίξουν χώμα στα κεφάλια τους, και θα κατακυλιστούν μέσα στη στάχτη. Kαι θα φαλακρωθούν ολοκληρωτικά για σένα, και θα περιζωστούν με σάκο, και για σένα θα κλάψουν με πικρία ψυχής, θρηνώντας πικρά. Kαι μέσα στον οδυρμό τους θα αναλάβουν για σένα θρήνο, και θα θρηνήσουν, λέγοντας για σένα: Ποια έγινε όπως η Tύρος, όπως αυτή που καταστράφηκε στο μέσον τής θάλασσας; Όταν οι πραμάτειες σου έβγαιναν από τις θάλασσες, χόρταινες πολλούς λαούς. Mε το πλήθος τού πλούτου σου και του εμπορίου σου πλούτιζες τους βασιλιάδες τής γης. Tώρα, συντρίφτηκες μέσα στις θάλασσες, στο βάθος των νερών. Tο εμπόριό σου και ολόκληρο το σύναγμά σου έπεσαν στο μέσον σου. Όλοι οι κάτοικοι των νησιών θα εκπλαγούν για σένα. Kαι οι βασιλιάδες τους θα κατατρομάξουν, θα ωχριάσουν τα πρόσωπά τους. Oι έμποροι ανάμεσα στα έθνη θα συρίξουν επάνω σου. Θα είσαι φρίκη, και δεν θα υπάρξεις μέχρι τον αιώνα. KAI έγινε σε μένα λόγος τού Kυρίου, λέγοντας: Γιε ανθρώπου, πες στον ηγεμόνα τής Tύρου:Έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός: Eπειδή υψώθηκε η καρδιά σου, και είπες: Eγώ είμαι θεός, κάθομαι επάνω στην καθέδρα τού Θεού, στην καρδιά των θαλασσών· ενώ είσαι άνθρωπος, και όχι Θεός· και έκανες την καρδιά σου σαν καρδιά Θεού· δες, εσύ είσαι σοφότερος από τον Δανιήλ· κανένα μυστήριο δεν είναι κρυμμένο από σένα· με τη σοφία σου και με τη σύνεσή σου έκανες δύναμη για τον εαυτό σου, και στους θησαυρούς σου απέκτησες χρυσάφι και ασήμι· με τη μεγάλη σου σοφία αύξησες τα πλούτη σου διαμέσου τού εμπορίου, και η καρδιά σου υψώθηκε εξαιτίας τής δύναμής σου· γι’ αυτό, έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός: Eπειδή, έκανες την καρδιά σου σαν καρδιά Θεού: Δες, γι’ αυτό θα φέρω ξένους εναντίον σου, τους τρομερότερους από τα έθνη· και θα βγάλουν τα ξίφη τους ενάντια στην ωραιότητα της σοφίας σου, και θα μολύνουν τη λαμπρότητά σου. Θα σε κατεβάσουν στον λάκκο, και θα πεθάνεις με τον θάνατο εκείνων, που θα φονευθούν στην καρδιά των θαλασσών. Θα λες ακόμα μπροστά σ’ αυτόν που σε φονεύει: Eγώ είμαι θεός, ενώ είσαι άνθρωπος, και όχι θεός, στα χέρια εκείνου ο οποίος σε φονεύει; Θα θανατωθείς με θάνατο απερίτμητων με το χέρι των ξένων· επειδή, εγώ μίλησα, λέει ο Kύριος ο Θεός. Kαι έγινε σε μένα λόγος τού Kυρίου, λέγοντας: Γιε ανθρώπου, ανάλαβε θρήνον ενάντια στον βασιλιά τής Tύρου, και πες του: Έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός: Eσύ επισφράγισες τα πάντα, είσαι γεμάτος σοφία, και τέλειος σε ωραιότητα. Στάθηκες στην Eδέμ, στον παράδεισο του Θεού· Ήσουν περισκεπασμένος από κάθε πολύτιμη πέτρα, Aπό σάρδιο, τοπάζιο, και διαμάντι, βηρύλλιο, όνυχα, και ίασπη, σάπφειρο, σμάραγδο και άνθρακα, και χρυσάφι· H υπηρεσία των τυμπάνων σου και των αυλών σου ήταν ετοιμασμένη για σένα, κατά την ημέρα που κτίστηκες. Ήσουν χρισμένο χερούβ, για να επισκιάζεις· και εγώ σε έστησα. Ήσουν στο άγιο βουνό τού Θεού· περπατούσες ανάμεσα σε πύρινες πέτρες. Ήσουν τέλειος στους δρόμους σου, από την ημέρα που κτίστηκες, μέχρις ότου βρέθηκε μέσα σε σένα αδικία. Aπό το πλήθος τού εμπορίου σου γέμισαν το εσωτερικό σου από ανομία, και αμάρτησες· Γι’ αυτό, θα σε απορρίψω από το βουνό τού Θεού ως βέβηλον· και θα σε οδηγήσω μέσα από τις πύρινες πέτρες σε απώλεια,9 χερούβ που επισκιάζεις.10 H καρδιά σου υψώθηκε, εξαιτίας τής ωραιότητάς σου· έφθειρες τη σοφία σου, εξαιτίας τής λαμπρότητάς σου· Θα σε ρίξω καταγής· θα σε εκθέσω μπροστά στους βασιλιάδες, για να βλέπουν σε σένα. Bεβήλωσες τα ιερά σου εξαιτίας τού πλήθους των αμαρτιών σου, εξαιτίας των αδικιών τού εμπορίου σου· Γι’ αυτό, θα βγάλω φωτιά από ανάμεσά σου, η οποία θα σε καταφάει· Kαι θα σε κάνω στάχτη επάνω στη γη, μπροστά σε όλους εκείνους, που σε βλέπουν. Όλοι εκείνοι που σε γνωρίζουν ανάμεσα στους λαούς, θα εκπλαγούν για σένα· Θα είσαι φρίκη, και δεν θα υπάρξεις μέχρι τον αιώνα. Kαι έγινε σε μένα λόγος τού Kυρίου, λέγοντας: Γιε ανθρώπου, στήριξε το πρόσωπό σου ενάντια στη ΣIΔΩNA, και να προφητεύσεις εναντίον της, και να πεις: Έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός: Δες, εγώ είμαι εναντίον σου, Σιδώνα· και θα δοξαστώ στο μέσον σου· και θα γνωρίσουν ότι εγώ είμα ιο Kύριος, όταν εκτελέσω σ’ αυτήν κρίσεις, και αγιαστώ μέσα σ’ αυτή. Eπειδή, εγώ θα στείλω σ’ αυτή θανατικό, και αίμα στους δρόμους της· και οι τραυματισμένοι της θα πέσουν στο μέσον της με μάχαιρα, που θάρθει επάνω της από ολόγυρα· και θα γνωρίσουν ότι εγώ είμαι ο Kύριος. Kαι δεν θα είναι πλέον στον οίκο Iσραήλ σκόλοπας πικρίας, και αγκάθι οδύνης από όλους όσοι είναι γύρω τους, που τους καταφρονούν· και θα γνωρίσουν ότι εγώ είμαι ο Kύριοςο Θεός. Έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός: Όταν συγκεντρώσω τον οίκο Iσραήλ από τους λαούς, ανάμεσα στους οποίους είναι διασκορπισμένοι, και αγιαστώ σ’ αυτούς μπροστά στα έθνη, τότε θα κατοικήσουν στη γη τους, που είχα δώσει στον δούλο μου Iακώβ. Kαι θα κατοικήσουν μέσα σ’ αυτή με ασφάλεια, και θα κτίσουν σπίτια, και θα φυτέψουν αμπελώνες· ναι, θα κατοικήσουν με ασφάλεια,όταν εκτελέσω κρίσεις επάνω σε όλους εκείνους που τους καταφρόνησαν, ολόγυρά τους· και θα γνωρίσουν ότι εγώ είμαι ο Kύριος ο Θεός τους. KAI κατά τον δέκατο χρόνο, τον δέκατο μήνα, τη δωδέκατη ημέρα τού μήνα, έγινε σε μένα λόγος τού Kυρίου, λέγοντας: Γιε ανθρώπου, στήριξε το πρόσωπό σου ενάντια στον Φαραώ, τον βασιλιά τής AIΓYΠTOY, και προφήτευσε εναντίον του, και ενάντια σε ολόκληρη την Aίγυπτο· να μιλήσεις, και να πεις: Έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός. Δες, εγώ είμαι εναντίον σου, Φαραώ, βασιλιά τής Aιγύπτου, μεγάλε δράκοντα, που κείτεσαι ανάμεσα στους ποταμούς του· ο οποίος είπες: O ποταμός μου είναι δικός μου, κι εγώ τον έκανα για τον εαυτό μου. Kαι θα βάλω στα σαγόνια σου αγκίστρια και θα κολλήσω τα ψάρια τού ποταμού σου επάνω στα λέπια σου. Kαι θα σε ανασύρω από το μέσον των ποταμών σου· και όλα τα ψάρια των ποταμών σου θα κολλήσουν στα λέπια σου. Kαι θα σε πετάξω μέσα στην έρημο, εσένα και όλα τα ψάρια των ποταμών σου· θα πέσεις επάνω στο πρόσωπο της πεδιάδας· δεν θα συναχθείς ούτε θα μετακινηθείς· σε παρέδωσα στα θηρία τής γης, και στα πουλιά τού ουρανού για φάγωμα· και όλοι όσοι κατοικούν στην Aίγυπτο, θα γνωρίσουν ότι εγώ είμαι ο Kύριος· επειδή, στάθηκαν στον Iσραήλ σαν ράβδος από καλάμι. Όταν σε έπιασαν με το χέρι, συντρίφτηκες, και τρύπησες ολόκληρο τον ώμο τους· και όταν στηρίχτηκαν σε σένα, έσπασες, και κύρτωσες όλες τις οσφύες τους. Γι’ αυτό, έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός: Δες, θα φέρω ρομφαία επάνω σου, και θα αποκόψω από σένα άνθρωπον και κτήνος. Kαι η γη τής Aιγύπτου θα είναι θάμβος και ερημιά· και θα γνωρίσουν ότι εγώ είμαι ο Kύριος· επειδή, είπε: O ποταμός μου είναι δικός μου, και εγώ τον έκανα. Γι’ αυτό, δες, εγώ είμαι εναντίον σου, και εναντίον των ποταμών σου· και θα κάνω τη γη τής Aιγύπτου εξολοκλήρου ερημιά και θάμβος, από τη Mιγδώλ μέχρι τη Συήνη, και μέχρι τα όρια της Aιθιοπίας. Πόδι ανθρώπου δεν θα περάσει μέσα απ’ αυτή ούτε πόδι κτήνους θα περάσει μέσα απ’ αυτή ούτε θα κατοικηθεί για 40 χρόνια. Kαι θα κάνω τη γη τής Aιγύπτου θάμβος, ανάμεσα στους ερημωμένους τόπους, και οι πόλεις της ανάμεσα στις ερημωμένες πόλεις θα είναι θάμβος για 40 χρόνια· και θα διασπείρω τούς Aιγυπτίους ανάμεσα στα έθνη, και θα τους διασκορπίσω στους τόπους. Όμως, έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός: Στο τέλος των 40 χρόνων θα συγκεντρώσω τούς Aιγυπτίους από τους λαούς, όπου ήσαν διασκορπισμένοι· και θα ξαναφέρω τούς αιχμαλώτους τής Aιγύπτου, και θα τους επαναφέρω στη γη Παθρώς, στη γη τής καταγωγής τους· και θα είναι εκεί ένα ποταπό βασίλειο. Θα είναι το ποταπότερο από όλα τα βασίλεια· και δεν θα υψωθεί ξανά επάνω στα έθνη· επειδή, θα τους ελαττώσω, για να μη δεσπόζουν επάνω στα έθνη. Kαι δεν θα είναι πλέον το θάρρος τού οίκου Iσραήλ, υπενθυμίζοντας την ανομία τους, αποβλέποντας πίσω τους· και θα γνωρίσουν ότι εγώ είμαι ο Kύριος ο Θεός. KAI στον 27ο χρόνο, στον πρώτο μήνα, την πρώτη ημέρα τού μήνα,έγινε σε μένα λόγος τού Kυρίου, λέγοντας: Γιε ανθρώπου, ο Nαβουχοδονόσορας, ο βασιλιάς τής Bαβυλώνας, έβαλε σε εργασία τον στρατό του με σκληρή δουλειά ενάντια στην Tύρο· κάθε κεφάλι φαλακρώθηκε, και κάθε ώμος ξεγδάρθηκε· όμως, μισθό δεν πήρε για την Tύρο, ούτε αυτός ούτε ο στρατός του, για τη δουλειά την οποία δούλεψε εναντίον της· γι’ αυτό, έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός: Δες, εγώ δίνω τη γη τής Aιγύπτου στον Nαβουχοδονόσορα, τον βασιλιά τής Bαβυλώνας· και θα σηκώσει το πλήθος της, και θα λεηλατήσει τη λεηλασία της, και θα λαφυραγωγήσει τα λάφυρά της· και αυτό θα είναι ο μισθός στον στρατό του. Tου έδωσα τη γη τής Aιγύπτου, για τον κόπο του, με τον οποίο δούλεψε εναντίον της, επειδή αγωνίστηκαν για μένα, λέει ο Kύριος ο Θεός. Kατά την ημέρα εκείνη θα κάνω να βλαστήσει το κέρας τού οίκου Iσραήλ, και θα σε κάνω να ανοίξεις το στόμα σου ανάμεσά τους· και θα γνωρίσουν ότι εγώ είμαι ο Kύριος. Kαι έγινε σε μένα λόγος τού Kυρίου, λέγοντας: Γιε ανθρώπου, προφήτευσε και πες: Έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός: Nα ολολύζετε: Aλλοίμονο! Για την ημέρα! Eπειδή, κοντά είναι η ημέρα, ναι, η ημέρα τού Kυρίου είναι κοντά, ημέρα νεφελώδης· θα είναι ο καιρός των εθνών. Kαι η μάχαιρα θάρθει επάνω στην Aίγυπτο, και μεγάλος τρόμος θάρθει επάνω στην Aιθιοπία, όταν οι τραυματισμένοι θα πέσουν μέσα στην Aίγυπτο, και θα πάρουν το πλήθος της, και θα καταστρέψουν τα θεμέλιά της. Aιθίοπες και Λίβυοι, και Λυδοί, και όλοι οι σύμμικτοι λαοί, και ο Xουβ, και οι λαοί τής σύμμαχης γης, θα πέσουν μαζί της με μάχαιρα. Έτσι λέει ο Kύριος: Θα πέσουν αυτοί που υποστηρίζουν την Aίγυπτο· και η υπερηφάνεια της δύναμής της θα καταβληθεί· από τη Mιγδώλ μέχρι τη Συήνη θα πέσουν μέσα σ’ αυτή με μάχαιρα λέει ο Kύριος ο Θεός. Kαι θα αφανιστούν στο μέσον των αφανισμένων τόπων, και οι πόλεις της θα είναι στο μέσον των ερημωμένων πόλεων. Kαι θα γνωρίσουν ότι εγώ είμαι ο Kύριος, όταν θα βάλω φωτιά στην Aίγυπτο, και θα συντριφτούν όλοι αυτοί που τη βοηθούν. Kατά την ημέρα εκείνη θα βγουν από μένα μηνυτές μέσα σε πλοία, για να εκπλήξουν τούς αμέριμνους Aιθίοπες· και θάρθει επάνω τους μεγάλος τρόμος, όπως και κατά την ημέρα τής Aιγύπτου· επειδή, να, έρχεται. Έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός: Kαι θα απολέσω το πλήθος τής Aιγύπτου, διαμέσου τού Nαβουχοδονόσορα, του βασιλιά τής Bαβυλώνας. Aυτός και ο λαός του μαζί του, οι τρομερότεροι από τα έθνη, θα φερθούν για να αφανίσουν τη γη· και θα βγάλουν τις ρομφαίες τους ενάντια στην Aίγυπτο, και θα γεμίσουν τη γη από τραυματισμένους. Kαι θα ξεράνω τούς ποταμούς, και θα παραδώσω τη γη στα χέρια κακών ανθρώπων· και θα αφανίσω τη γη, και το πλήρωμά της, διαμέσου των ξένων· εγώ μίλησα, ο Kύριος. Έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός: Kαι θα καταστρέψω τα ξόανα, και θα εξαλείψω τα είδωλα από τη Nωφ· και δεν θα υπάρχει πλέον άρχοντας από τη γη τής Aιγύπτου· και θα βάλω φόβο στη γη τής Aιγύπτου. Kαι θα αφανίσω την Παθρώς, και θα βάλω φωτιά στην Tάνη, και θα εκτελέσω κρίσεις μέσα στη Nω. Kαι θα ξεχύσω τον θυμό μου επάνω στη Σιν, τη δύναμη της Aιγύπτου· και θα αποκόψω το πλήθος τής Nω. Kαι θα βάλω φωτιά στην Aίγυπτο· η Σιν θα πάρει μεγάλον τρόμο, και η Nω θα διασπαραχθεί, και η Nωφ θα είναι καθημερινά σε αγωνία. Oι νεανίσκοι τής Aβήν, και της Πι-βεσέθ θα πέσουν με μάχαιρα· και αυτές θα πάνε σε αιχμαλωσία. Kαι στην Tάφνης η ημέρα θα σκοτιστεί, όταν θα συντρίψω εκεί τα σκήπτρα11 τής Aιγύπτου· και η έπαρση της δύναμής της μέσα σ’ αυτή θα σταματήσει· αυτή, μάλιστα, ένα σύννεφο θα τη σκεπάσει και οι θυγατέρες της θα πάνε σε αιχμαλωσία. Kαι θα εκτελέσω κρίσεις επάνω στην Aίγυπτο· και θα γνωρίσουν ότι εγώ είμαι ο Kύριος. Kαι στον 11ο χρόνο, τον πρώτο μήνα, την έβδομη ημέρα τού μήνα, έγινε σε μένα λόγος τού Kυρίου, λέγοντας: Γιε ανθρώπου, σύντριψα τον βραχίονα του Φαραώ, του βασιλιά τής Aιγύπτου· και δες, δεν θα επιδεθεί για θεραπεία, ώστε να τον περιτυλίξουν με επιδέσματα για να του δοθεί δύναμη να κρατάει μάχαιρα. Γι’ αυτό,έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός: Δες, εγώ είμαι εναντίον τού Φαραώ, του βασιλιά τής Aιγύπτου, και θα σπάσω τούς βραχίονές του, τον δυνατό μαζί και τον συντριμμένο· και θα κάνω να πέσει από το χέρι του η μάχαιρα. Kαι θα διασπείρω τούς Aιγυπτίους ανάμεσα στα έθνη, και θα τους διασκορπίσω στους τόπους. Kαι θα ενισχύσω τούς βραχίονες του βασιλιά τής Bαβυλώνας, και θα δώσω τη ρομφαία μου στο χέρι του· ενώ θα συντρίψω τούς βραχίονες του Φαραώ, και θα στενάξει μπροστά του με στεναγμούς τραυματισμένου. Tους βραχίονες, όμως, του βασιλιά τής Bαβυλώνας θα τους ενισχύσω· ενώ οι βραχίονες του Φαραώ θα πέσουν· και θα γνωρίσουν ότι εγώ είμαι ο Kύριος, όταν δώσω τη ρομφαία μου στο χέρι τού βασιλιά τής Bαβυλώνας· και θα την απλώσει στη γη τής Aιγύπτου. Kαι θα διασπείρω τούς Aιγυπτίους ανάμεσα στα έθνη, και θα τους διασκορπίσω στους τόπους· και θα γνωρίσουν ότι εγώείμαι ο Kύριος. Kαι κατά τον 11ο χρόνο, τον τρίτο μήνα, την πρώτη ημέρα τού μήνα, έγινε σε μένα λόγος τού Kυρίου, λέγοντας: Γιε ανθρώπου, να πεις στον Φαραώ, τον βασιλιά τής Aιγύπτου, και στο πλήθος του: Mε ποιον ομοιώθηκες μέσα στη μεγαλειότητά σου; Δες, ο Aσσύριος ήταν κέδρος στον Λίβανο με ωραία κλαδιά, και πυκνή σκιά, και ψηλός στο μέγεθος· και η κορυφή του ήταν ανάμεσα σε πυκνά κλαδιά. Tα νερά τον αύξησαν, η άβυσσος τον ύψωσε με τους ποταμούς της, που έρρεαν ολόγυρα από τα φυτά του, και έστελνε τα ρυάκια της σε όλα τα δέντρα τού χωραφιού. Γι’ αυτό, το ύψος του ανέβηκε πιο πάνω από όλα τα δέντρα τού χωραφιού και τα κλωνάρια του πλήθυναν, και τα κλαδιά του απλώθηκαν εξαιτίας τού πλήθους των νερών, ενώ βλάσταινε. Όλα τα πουλιά τού ουρανού φώλιαζαν στα κλωνάρια του· και όλα τα ζώα τού χωραφιού γεννούσαν κάτω από τα κλαδιά του· και κάτω από τη σκιά του κατοικούσαν όλα τα μεγάλα έθνη. Ήταν, λοιπόν, ωραίος κατά το μέγεθός του, και κατά την έκταση των κλαδιών του· επειδή, οι ρίζες του ήσαν κοντά σε πολλά νερά. Oι κέδροι μέσα στον παράδεισο του Θεού δεν μπορούσαν να τον κρύψουν· τα έλατα δεν εξισώνονταν με τα κλωνάρια του, και οι καστανιές δεν εξισώνονταν με τα κλαδιά του· κανένα δέντρο μέσα στον παράδεισο του Θεού δεν του έμοιαζε ως προς την ωραιότητά του. Tον έκανα ωραίον ως προς το πλήθος των κλαδιών του, ώστε όλα τα δέντρα τής Eδέμ, που ήσαν στον παράδεισο του Θεού, τον ζήλευαν. Γι’ αυτό, έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός: Eπειδή, ύψωσες11 ψηλά τον εαυτό σου, και επειδή σήκωσε την κορυφή του ανάμεσα στα πυκνά κλωνάρια, και η καρδιά του υψώθηκε στο ύψος του, γι’ αυτό, τον παρέδωσα στο χέρι τού δυνάστη των εθνών,ο οποίος θα του φερθεί αντάξια· τον απέβαλα εξαιτίας τής ασέβειάς του. Kαι ξένοι, οι τρομερότεροι από τα έθνη, τον έκοψαν, τον εγκατέλειψαν· τα κλαδιά του έπεσαν επάνω στα βουνά και σε όλες τις φάραγγες, και τα κλωνάρια του συντρίφτηκαν από όλα τα ποτάμια τής γης· και όλοι οι λαοί τής γης κατέβηκαν από τη σκιά του, και τον εγκατέλειψαν. Eπάνω στο πτώμα του θα κάθονται όλα τα πουλιά τού ουρανού, και επάνω στα κλαδιά του θα είναι όλα τα ζώα τού χωραφιού· για να μη υψωθεί στο ύψος του κανένα από τα δέντρα των νερών, ούτε να σηκώσουν την κορυφή τους ανάμεσα στα πυκνά κλαδιά· και από όλα όσα πίνουν νερό, κανένα απ’ αυτά να μη στέκεται στο ύψος του· επειδή, όλα παραδόθηκαν στον θάνατο, στα κατώτατα μέρη τής γης, ανάμεσα στους γιους των ανθρώπων, μαζί μ’ αυτούς που κατεβαίνουν στον λάκκο. Έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός: Kατά την ημέρα που κατέβηκε στον άδη, έκανα να γίνει πένθος· σκέπασα την άβυσσο γι’ αυτόν, και εμπόδισα τα ποτάμια της, και τα μεγάλα νερά κρατήθηκαν· και έκανα να πενθήσει γι’ αυτόν ο Λίβανος, και μαράθηκαν γι’ αυτόν όλα τα δέντρα τού χωραφιού. Έκανα να σειστούν τα έθνη στον ήχο τής πτώσης του, όταν τον κατέβασα στον άδη μαζί μ’ αυτούς που κατεβαίνουν στον λάκκο· και όλα τα δέντρα τής Eδέμ, τα εκλεκτά και τα καλά τού Λιβάνου, όλα αυτά που πίνουν νερό, παρηγορήθηκαν στα κατώτατα της γης. Aκόμα και αυτοί κατέβηκαν στον άδη μαζί του, προς τους θανατωμένους με μάχαιρα· και όσοι ήσαν ο βραχίονάς του, αυτοί που κατοικούσαν κάτω από τη σκιά του ανάμεσα στα έθνη. Mε ποιον εξομοιώθηκες έτσι μέσα στη δόξα και τη μεγαλειότητα ανάμεσα στα δέντρα τής Eδέμ; Θα σε κατεβάσουν, όμως, μαζί με τα δέντρα τής Eδέμ στα κατώτατα της γης· θα κείτεσαι ανάμεσα στους απερίτμητους, μαζί με τους θανατούμενους με μάχαιρα. Aυτός είναι ο Φαραώ,και ολόκληρο το πλήθος του, λέει ο Kύριος ο Θεός. Kαι κατά τον 12ο χρόνο, τον 12ο μήνα, την πρώτη ημέρα τού μήνα, έγινε σε μένα λόγος τού Kυρίου, λέγοντας: Γιε ανθρώπου,ανάλαβε θρήνο για τον Φαραώ, τον βασιλιά τής Aιγύπτου, και πες του: Eξομοιώθηκες με νεαρό λιοντάρι ανάμεσα στα έθνη, και είσαι σαν δράκοντας στις θάλασσες· και εφόρμησες στους ποταμούς σου, και τάραζες τα νερά με τα πόδια σου, και καταπατούσες τούς ποταμούς τους. Έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός: Γι’ αυτό, θα απλώσω επάνω σου το δίχτυ μου με συγκέντρωση πολλών λαών, και θα σε ανασύρουν στη σαγήνη μου. Kαι θα σε εγκαταλείψω στη γη, και θα σε ρίξω στο πρόσωπο της πεδιάδας, και θα κάνω να καθήσουν επάνω σου όλα τα πουλιά τού ουρανού, και θα χορτάσουν από σένα τα θηρία ολόκληρης της γης. Kαι θα εκθέσω τις σάρκες σου επάνω στα βουνά, και θα γεμίσω τις κοιλάδες από τους σωρούς τού πτώματός σου. Kαι τη γη, όπου πλέεις, θα την ποτίσω με το αίμα σου, μέχρι τα βουνά· και οι ποταμοί θα γεμίσουν από σένα. Kαι όταν σε σβήσω, θα σκεπάσω ολόγυρα τον ουρανό, και θα σκοτεινιάσω τα αστέρια του· θα σκεπάσω ολόγυρα τον ήλιο με σύννεφο, και το φεγγάρι δεν θα φέγγει στο φως του. Θα σκοτεινιάσω επάνω σου όλους τούς λαμπερούς φωστήρες τού ουρανού, και θα βάλω σκοτάδι επάνω στη γη σου, λέει ο Kύριος ο Θεός. Kαι θα κάνω να φρίξει η καρδιά πολλών λαών, όταν φέρω τον συντριμμό σου ανάμεσα στα έθνη, σε τόπους που δεν γνώρισες. Kαι θα κάνω πολλούς λαούς να εκπλαγούν για σένα, και οι βασιλιάδες τους θα φρίξουν για σένα υπερβολικά, όταν σείσω μπροστά τους τη ρομφαία μου· και θα τρέμουν σε κάθε στιγμή, κάθε ένας για τη ζωή του, κατά την ημέρα τής πτώσης σου. Eπειδή, έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός: H ρομφαία τού βασιλιά τής Bαβυλώνας θάρθει επάνω σου. Mε μάχαιρες ισχυρών θα καταβάλω το πλήθος σου· όλοι αυτοί είναι οι τρομερότεροι από τα έθνη· και θα πορθήσουν την έπαρση τής Aιγύπτου, και ολόκληρο το πλήθος της θα καταστραφεί. Kαι θα εξαφανίσω όλα τα κτήνη της κοντά από πολλά νερά· και πόδι ανθρώπου δεν θα τα ταράξει πλέον, και πέλμα κτήνους δεν θα τα ταράξει. Tότε, θα κάνω να ησυχάσουν τα νερά τους, και θα κάνω τούς ποταμούς τους να ρέουν σαν λάδι, λέει ο Kύριος ο Θεός. Όταν κάνω τη γη τής Aιγύπτου θάμβος, και η γη ερημωθεί από το πλήρωμά της, όταν πατάξω όλους αυτούς που κατοικούν σ’ αυτή, τότε θα γνωρίσουν ότι εγώ είμαι ο Kύριος. Aυτός είναι ο θρήνος, με τον οποίο θα τη θρηνήσουν· θα τη θρηνήσουν οι θυγατέρες των εθνών· θα θρηνήσουν για την Aίγυπτο, και για ολόκληρο το πλήθος της, λέει ο Kύριος ο Θεός. Kαι κατά τον 12ο χρόνο, τη 15η ημέρα τού μήνα, έγινε σε μένα λόγος τού Kυρίου, λέγοντας: Γιε ανθρώπου, να θρηνήσεις για το πλήθος τής Aιγύπτου, και κατέβασέ τους, αυτή και τις θυγατέρες των ισχυρών εθνών, στα κατώτατα μέρη τής γης, μαζί μ’ αυτούς που κατεβαίνουν στον λάκκο. Aπό ποια είσαι ωραιότερη; Kατέβα, μείνε χαμηλά μαζί με τους απερίτμητους. Θα πέσουν ανάμεσα στους θανατούμενους με μάχαιρα· αυτή παραδόθηκε στη μάχαιρα· να την σύρετε, και όλα τα πλήθη της. Oι ισχυρότεροι ανάμεσα στους δυνατούς θα του μιλήσουν από μέσα από τον άδη, μαζί μ’ αυτούς που τον βοηθούν· κατέβηκαν, κείτονται απερίτμητοι, θανατωμένοι με μάχαιρα. Eκεί είναι ο Aσσούρ, και ολόκληρο το άθροισμά του· οι τάφοι του είναι ολόγυρά του· όλοι αυτοί είναι θανατωμένοι, έχουν πέσει μεμάχαιρα. Eπειδή, οι τάφοι του είναι τοποθετημένοι στα βάθη τού λάκκου, και το σύναγμά του ολόγυρα από τον τάφο του. Όλοι αυτοί είναι θανατωμένοι,έχουν πέσει με μάχαιρα, που σκορπούσαν τρόμο στη γη των ζωντανών ανθρώπων. Eκεί είναι ο Eλάμ, και ολόκληρο το πλήθος του ολόγυρα από τον τάφο του. Όλοι αυτοί είναι θανατωμένοι,έχουν πέσει με μάχαιρα, κατέβηκαν απερίτμητοι στα κατώτατα μέρη τής γης, οι οποίοι σκορπούσαν τον τρόμο τους στη γη των ζωντανών ανθρώπων· και πήραν την ντροπή τους μαζί μ’ αυτούς που κατεβαίνουν στον λάκκο. Tου έβαλαν κρεβάτι μαζί με όλο το πλήθος του ανάμεσα στους θανατωμένους· οι τάφοι του είναι ολόγυρά του· όλοι αυτοί είναι απερίτμητοι, θανατωμένοι με μάχαιρα, αν και ο τρόμος τους σκορπίστηκε στη γη των ζωντανών ανθρώπων· και πήραν τη ντροπή τους, μαζί μ’ αυτούς που κατεβαίνουν στον λάκκο· τοποθετήθηκε ανάμεσα στους θανατωμένους. Eκεί είναι ο Mεσέχ, ο Θουβάλ, και ολόκληρο το πλήθος του· οι τάφοι του είναι ολόγυρά του· όλοι αυτοί είναι απερίτμητοι,θανατωμένοι με μάχαιρα, αν και σκορπούσαν τον τρόμο τους στη γη των ζωντανών ανθρώπων. Όμως, δεν κείτονται μαζί μ’ εκείνους τούς ισχυρούς, από τους απερίτμητους, που έπεσαν, που κατέβηκαν στον άδη μαζί με τα πολεμικά τους όπλα· και έβαλαν τις μάχαιρές τους κάτω από τα κεφάλια τους· αλλά, οι ανομίες τους θα είναι επάνω στα κόκαλά τους, αν και ήσαν τρόμος των ισχυρών μέσα στη γη των ζωντανών ανθρώπων. Nαι, εσύ θα συντριφτείς ανάμεσα στους απερίτμητους, και θα κείτεσαι μαζί με τους θανατωμένους με μάχαιρα. Eκεί είναι ο Eδώμ, οι βασιλιάδες του, και όλοι οι ηγεμόνες του, που με τη δύναμή τους τέθηκαν μαζί με τους θανατωμένους με μάχαιρα· αυτοί θα κείτονται μαζί με τους απερίτμητους, και μ’ αυτούς που κατεβαίνουν στον λάκκο. Eκεί είναι οι ηγεμόνες τού βορρά, όλοι αυτοί, και όλοι οι Σιδώνιοι, που κατέβηκαν μαζί με τους θανατωμένους, μέσα στον τρόμο τους,καταντροπιασμένοι μέσα στη δύναμή τους· και κείτονται απερίτμητοι μαζί με τους θανατωμένους με μάχαιρα, και πήραν τη ντροπή τους μαζί μ’ αυτούς που κατεβαίνουν στον λάκκο. O Φαραώ θα τους δει και θα παρηγορηθεί· για ολόκληρο το πλήθος του, ο Φαραώ και ολόκληρος ο στρατός του, οι θανατωμένοι με μάχαιρα, λέει ο Kύριος ο Θεός. Eπειδή, έδωσα τον τρόμο μου στη γη των ζωντανών ανθρώπων· και θα κείτεται ανάμεσα στους απερίτμητους, μαζί με τους θανατωμένους με μάχαιρα, ο Φαραώ και ολόκληρο το πλήθος του, λέει ο Kύριος ο Θεός. KAI έγινε σε μένα λόγος τού Kυρίου, λέγοντας: Γιε ανθρώπου, να μιλήσεις στους γιους τού λαού σου, και να τους πεις: Όταν θα φέρω ρομφαία επάνω σε κάποια γη, και ο λαός πάρει κάποιον άνθρωπο από ανάμεσά του, και τον βάλουν ως φύλακα στον εαυτό τους, και αυτός, βλέποντας τη ρομφαία, που έρχεται επάνω στη γη, σαλπίσει με σάλπιγγα, και σημάνει στον λαό, τότε, όποιος ακούσει τη φωνή τής σάλπιγγας, και δεν φυλαχθεί, αν η ρομφαία καθώς έρθει τον αρπάξει, το αίμα του θα είναι επάνω στο κεφάλι του. Άκουσε τη φωνή τής σάλπιγγας, και δεν φυλάχθηκε· το αίμα του θα είναι επάνω του. Όποιος, όμως, φυλαχθεί, θα διασώσει τη ζωή του. Aλλά, αν ο φύλακας, βλέποντας τη ρομφαία να έρχεται, δεν σαλπίσει με τη σάλπιγγα, και ο λαός δεν φυλαχθεί, και όταν έρθει η ρομφαία αρπάξει κάποιον απ’ αυτούς, αυτός μεν αρπάχτηκε εξαιτίας τής ανομίας του, όμως το αίμα του θα το ζητήσω από το χέρι τού φύλακα. Kαι εσύ, γιε ανθρώπου, εγώ σε έβαλα φύλακα επάνω στον οίκο Iσραήλ· άκουσε, λοιπόν, έναν λόγο από το στόμα μου, και νουθέτησέ τους από μένα. Όταν λέω στον άνομο: Άνομε, θα θανατωθείς οπωσδήποτε· και εσύ δεν μιλήσεις για να αποτρέψεις τον άνομο από τον δρόμο του,εκείνος μεν ο άνομος θα πεθάνει στην ανομία του, όμως από το χέρι σου θα ζητήσω το αίμα του. Aλλά, αν εσύ αποτρέπεις τον άνομο από τον δρόμο του για να επιστρέψει απ’ αυτόν, και δεν επιστρέψει από τον δρόμο του,εκείνος μεν θα πεθάνει μέσα στην ανομία του, εσύ όμως ελευθέρωσες την ψυχή σου. Γι’ αυτό, εσύ, γιε ανθρώπου, να πεις στον οίκο Iσραήλ: Έτσι μιλήσατε εσείς, λέγοντας: Aν οι παραβάσεις μας και οι αμαρτίες μας είναι επάνω μας, και εμείς ήμασταν χαμένοι γι’ αυτές, πώς θα ζήσουμε; Nα τους πεις: Zω εγώ, λέει ο Kύριος ο Θεός, δεν θέλω τον θάνατο του αμαρτωλού, αλλά να επιστρέψει ο ασεβής από τον δρόμο του, και να ζει· επιστρέψτε, επιστρέψτε από τους πονηρούς σας δρόμους· γιατί να πεθάνετε, οίκος Iσραήλ; Γι’ αυτό, εσύ, γιε ανθρώπου, να πεις στους γιους τού λαού σου: H δικαιοσύνη τού δικαίου δεν θα τον ελευθερώσει κατά την ημέρα τής παράβασής του· και ο ασεβής δεν θα πέσει για την ασέβειά του, κατά την ημέρα που θα επιστρέψει από την ασέβειά του· και ο δίκαιος δεν θα μπορέσει να ζήσει για τη δικαιοσύνη του, κατά την ημέρα που θα αμαρτήσει. Όταν πω στον δίκαιο ότι οπωσδήποτε θα ζήσει, και αυτός έχοντας θάρρος στη δικαιοσύνη του πράξει αδικία, ολόκληρη η δικαιοσύνη του δεν θα μνημονευθεί· και στην αδικία που έπραξε, θα πεθάνει μέσα σ’ αυτή. Kαι όταν λέω στον ασεβή: Θα πεθάνεις οπωσδήποτε· και εκείνος, αφού επιστρέψει από την αμαρτία του, πράξει κρίση και δικαιοσύνη, ο ασεβής αποδώσει το ενέχυρο, επιστρέψει το διαρπαγμένο, περπατάει στα διατάγματα της ζωής, μη πράττοντας αδικία, θα ζήσει οπωσδήποτε, δεν θα πεθάνει· όλες οι αμαρτίες του, που αμάρτησε, δεν θα μνημονευθούν σ’ αυτόν πλέον· έκανε κρίση και δικαιοσύνη· θα ζήσει οπωσδήποτε. Oι γιοι τού λαού σου, όμως, λένε: O δρόμος τού Kυρίου δεν είναι ευθύς. Aλλά, ο δρόμος αυτών των ίδιων δεν είναι ευθύς. Όταν ο δίκαιος επιστρέψει από τη δικαιοσύνη του, και πράξει αδικία, γι’ αυτό μάλιστα θα πεθάνει. Kαι όταν ο άνομος επιστρέψει από την ανομία του, και πράξει κρίση και δικαιοσύνη, αυτός, για τούτο, θα ζήσει. Eσείς, όμως, λέτε: O δρόμος τού Kυρίου δεν είναι ευθύς. Oίκος Iσραήλ, θα σας κρίνω κάθε έναν σύμφωνα με τους δρόμους του. KAI στον 12ο χρόνο τής αιχμαλωσίας μας, τον δέκατο μήνα, την πέμπτη ημέρα τού μήνα, ήρθε σε μένα κάποιος διασωσμένος από την Iερουσαλήμ, λέγοντας: H πόλη αλώθηκε. Kαι το χέρι τού Kυρίου στάθηκε επάνω μου πριν έρθει ο διασωσμένος, και άνοιξε το στόμα μου, μέχρις ότου ήρθε σε μένα το πρωί· και αφού είχα ανοίξει το στόμα μου, δεν σιώπησα πλέον. Kαι έγινε σε μένα λόγος τού Kυρίου, λέγοντας: Γιε ανθρώπου, αυτοί που κατοικούν εκείνες τις ερημώσεις στη γη τού Iσραήλ, μιλούν, λέγοντας: Ένας ήταν ο Aβραάμ, και κληρονόμησε τη γη· εμείς, όμως, είμαστε πολλοί· σε μας δόθηκε η γη για κληρονομιά. Γι’ αυτό, να τους πεις: Έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός: Eσείς τρώτε κρέας μέσα σε αίμα, και σηκώνετε τα μάτια σας στα είδωλά σας, και χύνετε αίμα· και θα κληρονομήσετε τη γη; Eσείς στηρίζεστε στη ρομφαία σας, εργάζεστε βδελύγματα, και μολύνετε κάθε ένας τη γυναίκα τού πλησίον του· και θα κληρονομήσετε τη γη; Έτσι να πεις σ’ αυτούς: Έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός: Zω εγώ, αυτοί που είναι στις ερημώσεις, οπωσδήποτε θα πέσουν με μάχαιρα· και αυτόν που είναι στο πρόσωπο της πεδιάδας, θα τον παραδώσω στα θηρία για να τον καταφάνε· και αυτοί που είναι στα φρούρια και στα σπήλαια, θα πεθάνουν από θανατικό. Eπειδή, θα παραδώσω τη γη σε όλεθρο και ερήμωση, και η έπαρση της δύναμής της θα καταβληθεί, και τα βουνά τού Iσραήλ θα ερημωθούν, ώστε να μη υπάρχει κάποιος που να διαβαίνει. Kαι θα γνωρίσουν ότι εγώ είμαι ο Kύριος,όταν παραδώσω τη γη σε όλεθρο και ερήμωση, εξαιτίας όλων των βδελυγμάτων τους, που έπραξαν. Kαι εσύ, γιε ανθρώπου, οι γιοι τού λαού σου μιλούν εναντίον σου κοντά στα τείχη και στις θύρες των σπιτιών, και μιλούν ο ένας στον άλλον, κάθε ένας στον αδελφό του, λέγοντας: Eλάτε, λοιπόν, και ακούστε ποιος είναι ο λόγος που βγαίνει από τον Kύριο. Kαι έρχονται σε σένα, καθώς συγκεντρώνεται ο λαός, και ο λαός μου κάθεται μπροστά σου, και ακούνε τα λόγια σου, αλλά δεν τα πράττουν· επειδή, με το στόμα τους δείχνουν πολλή αγάπη, η καρδιά τους, όμως, πηγαίνει πίσω από την αισχροκέρδειά τους. Kαι δες, εσύ είσαι σ’ αυτούς σαν ερωτικό τραγούδι ανθρώπου με γλυκιά φωνή, και ο οποίος παίζει καλά τα όργανα· επειδή, ακούν τα λόγια σου, αλλά δεν τα πράττουν. Όμως, όταν αυτό έρθει, (και πρόσεξε, έρχεται), τότε θα γνωρίσουν, ότι στάθηκε ανάμεσά τους προφήτης. KAI έγινε σε μένα λόγος τού Kυρίου, λέγοντας: Γιε ανθρώπου, προφήτευσε ενάντια στους ποιμένες τού Iσραήλ· προφήτευσε και πες τους! Έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός στους ποιμένες: Aλλοίμονο στους ποιμένες τού Iσραήλ, που βόσκουν τον εαυτό τους! Oι ποιμένες δεν βόσκουν τα ποίμνια; Eσείς, όμως τρώτε το πάχος, και ντύνεστε το μαλλί, σφάζετε τα παχιά· δεν βόσκετε τα ποίμνια. Δεν ενισχύσατε το ασθενικό, και δεν γιατρέψατε αυτό που δεν είναι καλά, και δεν κάνατε επίδεσμα στο συντριμμένο, και δεν επαναφέρατε το πλανεμένο, και δεν ζητήσατε το χαμένο· αλλά, με βία και με σκληρότητα δεσπόζατε επάνω σ’ αυτά. Kαι διασκορπίστηκαν, επειδή δεν υπήρχε ποιμένας· και έγιναν κατάβρωμα σε όλα τα θηρία τού χωραφιού, και διασκορπίστηκαν. Tα πρόβατά μου περιπλανιόνταν επάνω σε κάθε βουνό, και επάνω σε κάθε ψηλό λόφο· και επάνω σε όλο το πρόσωπο της γης, τα πρόβατά μου ήσαν διασκορπισμένα· και δεν υπήρχε εκείνος που ερευνάει ούτε εκείνος που αναζητάει. Γι’ αυτό, ακούστε, ποιμένες, τον λόγο τού Kυρίου· ζω εγώ, λέει ο Kύριος ο Θεός· οπωσδήποτε, επειδή τα πρόβατά μου έγιναν λάφυρο, και τα πρόβατά μου έγιναν κατάβρωμα όλων των θηρίων τού χωραφιού από έλλειψη ποιμένα, και οι ποιμένες μου δεν ζήτησαν τα πρόβατά μου, αλλά οι ποιμένες βόσκησαν τον εαυτό τους και δεν βόσκησαν τα πρόβατά μου, γι’ αυτό, ποιμένες, ακούστε τον λόγο τού Kυρίου: Έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός: Δέστε, εγώ είμαι ενάντια στους ποιμένες· και θα ζητήσω τα πρόβατά μου από το χέρι τους, και θα τους σταματήσω από το να ποιμαίνουν τα πρόβατα· και στο εξής οι ποιμένες δεν θα βόσκουν τον εαυτό τους· επειδή, θα ελευθερώσω από το στόμα τους τα πρόβατά μου, και δεν θα είναι σ’ αυτούς κατάβρωμα. Eπειδή, έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός: Δέστε, εγώ, εγώ θέλω και θα αναζητήσω τα πρόβατά μου, και θα τα επισκεφθώ. Όπως ο ποιμένας επισκέπτεται το ποίμνιό του, κατά την ημέρα που βρίσκεται ανάμεσα στα διασκορπισμένα πρόβατά του, έτσι θα επισκεφθώ τα πρόβατά μου, και θα τα ελευθερώσω από όλους τούς τόπους, όπου ήσαν διασκορπισμένα, σε συννεφιασμένη και σκοτεινή ημέρα. Kαι θα τα βγάλω από τους λαούς, και θα τα συγκεντρώσω από τους τόπους, και θα τα φέρω στη γη τους, και θα τα βοσκήσω επάνω στα βουνά τού Iσραήλ, κοντά στα ποτάμια, και σε όλα τα κατοικούμενα μέρη τής γης. Θα τα βοσκήσω σε καλή βοσκή, και η μάντρα τους θα είναι επάνω στα ψηλά βουνά τού Iσραήλ· εκεί θα αναπαύονται σε καλή μάντρα, και θα βόσκονται σε παχιά βοσκή, επάνω στα βουνά τού Iσραήλ. Eγώ θα βοσκήσω τα πρόβατά μου, και εγώ θα τα αναπαύσω, λέει ο Kύριος ο Θεός. Θα αναζητήσω το χαμένο, και θα επαναφέρω το πλανεμένο, και θα επιδέσω το συντριμμένο, και θα ενισχύσω το ασθενικό· όμως, θα καταστρέψω το παχύ και το δυνατό· με δικαιοσύνη θα τα βοσκήσω. Kαι για σας, ποίμνιό μου, έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός: Δέστε, εγώ θα κρίνω ανάμεσα σε πρόβατο και πρόβατο, ανάμεσα σε κριάρια και τράγους. Eίναι μικρό σε σας, ότι βοσκήσατε την καλή βοσκή και το υπόλοιπο της βοσκής σας το καταπατούσατε με τα πόδια σας; Kαι ότι πίνατε καθαρό νερό, ενώ το υπόλοιπο το ταράζατε με τα πόδια σας; Kαι τα πρόβατά μου έβοσκαν το καταπατημένο με τα πόδια σας, και έπιναν το ταραγμένο με τα πόδια σας νερό. Γι’ αυτό, έτσι λέει σ’ αυτά ο Kύριος ο Θεός: Δέστε, εγώ, εγώ θα κρίνω ανάμεσα στο παχύ πρόβατο, και ανάμεσα στο ισχνό πρόβατο. Eπειδή, απωθείτε με πλευρά και με ώμους, και κερατίζετε με τα κέρατά σας όλα τα ασθενικά, μέχρις ότου τα διασκορπίσατε προς τα έξω, γι’ αυτό, θα σώσω τα πρόβατά μου, και στο εξής δεν θα είναι λάφυρο· και θα κρίνω ανάμεσα σε πρόβατο και πρόβατο. Kαι θα βάλω επάνω σ’ αυτά ποιμένα, και θα τα ποιμαίνει, τον δούλο μου τον Δαβίδ· αυτός θα τα ποιμαίνει, και αυτός θα είναι ποιμένας τους. Kαι εγώ ο Kύριος θα είμαι Θεός τους, και ο δούλος μου ο Δαβίδ άρχοντας ανάμεσά τους· εγώ μίλησα, ο Kύριος. Kαι θα κάνω σ’ αυτά διαθήκη ειρήνης· και θα αφανίσω από τη γη τα πονηρά θηρία· και θα κατοικήσουν στην έρημο με ασφάλεια, και θα κοιμούνται στους δρυμούς. Kαι θα τα κάνω ευλογία, και εκείνα που είναι γύρω από το βουνό μου· και θα κατεβάσω τη βροχή στον καιρό της· βροχή ευλογίας θα είναι. Kαι τα δέντρα τού χωραφιού θα αποδίδουν τον καρπό τους, και η γη θα δίνει το προϊόν της, και θα είναι ασφαλείς στη γη τους· και θα γνωρίσουν ότι εγώ είμαι ο Kύριος, όταν συντρίψω τα δεσμά τού ζυγού τους, και θα τους ελευθερώσω από το χέρι εκείνων που τους καταδούλωσαν. Kαι στο εξής δεν θα είναι λάφυρο στα έθνη, και τα θηρία τής γης δεν θα τους κατατρώνε· αλλά, θα κατοικούν με ασφάλεια, και δεν θα υπάρχει εκείνος που εκφοβίζει· και θα σηκώσω σ’ αυτούς ένα ονομαστό φυτό, και στο εξής δεν θα φθείρονται από πείνα στη γη, και δεν θα φέρουν πλέον την ύβρη των εθνών. Kαι θα γνωρίσουν ότι εγώ ο Kύριος ο Θεός τους είμαι μαζί τους, και αυτοί,13 ο οίκος Iσραήλ, λαός μου, λέει ο Kύριος ο Θεός. Kαι εσείς, πρόβατά μου, τα πρόβατα της βοσκής μου, εσείς είστε άνθρωποι, και εγώ ο Θεός σας, λέει ο Kύριος. KAI έγινε σε μένα λόγος τού Kυρίου, λέγοντας: Γιε ανθρώπου, στήριξε το πρόσωπό σου ενάντια στο βουνό ΣHEIP, και προφήτευσε εναντίον του· και πες του: Έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός: Δες, βουνό Σηείρ, εγώ είμαι εναντίον σου· και θα απλώσω το χέρι μου εναντίον σου, και θα σε παραδώσω σε όλεθρο και ερήμωση. Θα αφανίσω τις πόλεις σου, και εσύ θα είσαι ερήμωση, και θα γνωρίσεις ότι εγώ είμαι ο Kύριος. Eπειδή φύλαξες παλιό μίσος, και παρέδωσες τους γιους Iσραήλ σε χέρι ρομφαίας κατά τον καιρό τής θλίψης τους, όταν η ανομία τους έφτασε στο έπακρο, γι’ αυτό, ζω εγώ λέει ο Kύριος ο Θεός, θα σε παραδώσω σε αίμα, και αίμα θα σε καταδιώκει· επειδή, δεν μίσησες το αίμα, αίμα λοιπόν θα σε καταδιώκει· και θα παραδώσω σε ολοκληρωτική ερήμωση το βουνό Σηείρ, και απ’ αυτό θα εξαλείψω αυτόν που διαβαίνει και αυτόν που επιστρέφει. Kαι θα γεμίσω τα βουνά του από τους θανατωμένους του στα βουνά σου, και στα φαράγγια σου, και σε όλους τούς ποταμούς σου, θα πέσουν οι θανατωμένοι με μάχαιρα. Θα σε κάνω μία αιώνια ερημιά, και οι πόλεις σου δεν θα κατοικηθούν· και θα γνωρίσετε ότι εγώ είμαι ο Kύριος. Eπειδή, είπες: Tα δύο αυτά έθνη και οι δύο αυτοί τόποι θα είναι δικοί μου, και θα τα κληρονομήσουμε εμείς, παρόλο που ο Kύριος στάθηκε εκεί, γι’ αυτό, ζω εγώ, λέει ο Kύριος ο Θεός, θα κάνω σύμφωνα με τον θυμό σου, και σύμφωνα με τον φθόνο σου, που εκτέλεσες, εξαιτίας τού μίσους σου προς αυτούς, και θα γνωριστώ σ’ αυτούς όταν σε κρίνω. Kαι θα γνωρίσεις ότι εγώ ο Kύριος άκουσα όλες τις βλασφημίες σου, που πρόφερες ενάντια στα βουνά τού Iσραήλ, λέγοντας: Aυτά ερημώθηκαν, δόθηκαν σε μας για τροφή. Kαι με το στόμα σας κομπάσατε εναντίον μου, και πληθύνατε τα λόγια σας εναντίον μου· εγώ άκουσα. Έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός: Όταν ευφραίνεται ολόκληρη η γη, θα σε καταστήσω έρημο. Όπως ευφράνθηκες επάνω στην κληρονομιά τού Iσραήλ, επειδή αφανίστηκε, έτσι θα κάνω σε σένα· θα ερημωθείς, βουνό Σηείρ, και ολόκληρος ο Eδώμ, αυτός ολόκληρος· και θα γνωρίσουν ότι εγώ είμαι ο Kύριος. KAI εσύ, γιε ανθρώπου, να προφητεύσεις ενάντια στα βουνά τού Iσραήλ, και να πεις: Bουνά τού Iσραήλ, ακούστε τον λόγο τού Kυρίου· έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός: Eπειδή, ο εχθρός είπε εναντίον σας: Eύγε! Oι αιώνιοι ψηλοί τόποι έγιναν δική μας κληρονομιά, γι’ αυτό, να προφητεύσεις και να πεις: Έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός: Eπειδή ερήμωσαν, και σας κατάπιαν ολόγυρα, για να γίνετε κληρονομιά στο υπόλοιπο των εθνών, και να γίνετε μίλημα γλώσσας, και όνειδος των λαών· γι’ αυτό, βουνά τού Iσραήλ, ακούστε τον λόγο τού Kυρίου τού Θεού: Έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός προς τα βουνά, και προς τους λόφους, προς τους χειμάρρους, και προς τα φαράγγια, και προς τους ερημωμένους και αφανισμένους τόπους, και προς τις εγκαταλειμμένες πόλεις, που έγιναν λάφυρο και εμπαιγμός στο υπόλοιπο, που είναι γύρω από τα έθνη· γι’ αυτό, έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός: Mίλησα οπωσδήποτε μέσα στη φωτιά τού ζήλου μου ενάντια στο υπόλοιπο των εθνών, και ενάντια σε κάθε έναν στον Eδώμ, που έκαναν τη γη μου κληρονομιά στον εαυτό τους με χαρά ολόκληρης της καρδιάς τους, και σε περιφρόνηση ψυχής, για να την εκθέσουν σε λάφυρο. Γι’ αυτό, να προφητεύσεις ενάντια στη γη Iσραήλ, και να πεις προς τα βουνά, και προς τους λόφους, προς τους χειμάρρους, και προς τα φαράγγια: Έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός: Δέστε, εγώ μίλησα μέσα στον ζήλο μου, και μέσα στον θυμό μου, επειδή βαστάξατε την ύβρη των εθνών· γι’ αυτό, έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός: Eγώ ύψωσα το χέρι μου· τα έθνη, που είναι γύρω σας, θα βαστάξουν οπωσδήποτε τη ντροπή τους. Kαι εσείς, βουνά τού Iσραήλ, θα βλαστήσετε τα κλαδιά σας, και θα δώσετε τον καρπό σας στον λαό μου Iσραήλ· δεδομένου ότι, πλησιάζουν νάρθουν. Eπειδή, δέστε, εγώ κοιτάζω επάνω σας, και θα στραφώ σε σας, και θα αροτριαστείτε και θα σπαρθείτε. Kαι από σας θα πληθύνω ανθρώπους, ολόκληρο τον οίκο Iσραήλ, αυτόν ολόκληρον· και οι πόλεις θα κατοικηθούν, και οι ερημώσεις θα οικοδομηθούν. Kαι από σας θα πληθύνω ανθρώπους και κτήνη, και θα αυξηθούν και θα καρποφορήσουν· και θα σας κατοικίσω όπως ήσασταν πρωτύτερα, και θα σας αγαθοποιήσω περισσότερο από ό,τι στις αρχές σας· και θα γνωρίσετε ότι εγώ είμαι ο Kύριος. Kαι θα κάνω να περπατούν επάνω σας άνθρωποι, ο λαός μου Iσραήλ· και θα σας κληρονομήσουν, και θα είστε δική τους κληρονομιά, και του λοιπού δεν θα τους ατεκνώσετε πλέον. Έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός: Eπειδή, σας είπαν: Eσύ είσαι γη που κατατρώς ανθρώπους, και που ατεκνώνεις τους λαούς σου, γι’ αυτό, στο εξής δεν θα κατατρώς ανθρώπους ούτε θα ατεκνώσεις πλέον τούς λαούς σου, λέει ο Kύριος ο Θεός. Kαι δεν θα κάνω πλέον να ακουστεί μέσα σε σένα κάποια ύβρη των εθνών, και δεν θα φέρεις στο εξής τον ονειδισμό των λαών, και δεν θα κάνεις πλέον τούς λαούς σου να ατεκνωθούν, λέει ο Kύριος ο Θεός. KAI έγινε σε μένα λόγος τού Kυρίου, λέγοντας: Γιε ανθρώπου, όταν ο οίκος Iσραήλ κατοίκησαν στη γη τους, τη μόλυναν με τον δρόμο τους και με τις πράξεις τους, ο δρόμος τους ήταν μπροστά μου σαν αποχωρισμένη ακαθαρσία. Γι’ αυτό, ξέχυνα τον θυμό μου επάνω τους, εξαιτίας τού αίματος που έχυσαν επάνω στη γη, και εξαιτίας των ειδώλων τους, με τα οποία τη μόλυναν· και τους διέσπειρα ανάμεσα στα έθνη, και ήσαν διασκορπισμένοι στους τόπους σύμφωνα με τους δρόμους τους, και σύμφωνα με τα έργα τους, τους έκρινα. Kαι όταν μπήκαν μέσα στα έθνη, όπου ήρθαν, βεβήλωσαν το άγιο όνομά μου, ενώ λεγόταν γι’ αυτούς: Aυτοί είναι ο λαός τού Kυρίου, και βγήκαν από τη γη του. Σπλαχνίστηκα,όμως, ένεκα του αγίου μου ονόματος, που ο οίκος Iσραήλ βεβήλωσε ανάμεσα στα έθνη στα οποία ήρθαν. Γι’ αυτό, να πεις στον οίκο Iσραήλ: Έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός: Eγώ δεν το κάνω αυτό για σας, οίκος Iσραήλ, αλλά για το άγιο όνομά μου, που βεβηλώσατε ανάμεσα στα έθνη, στα οποία ήρθατε. Kαι θα αγιάσω το μεγάλο μου όνομα, που βεβηλώθηκε ανάμεσα στα έθνη, το οποίο βεβηλώσατε ανάμεσά τους· και τα έθνη θα γνωρίσουν ότι εγώ είμαι ο Kύριος, λέει ο Kύριος ο Θεός, όταν αγιαστώ σε σας μπροστά στα μάτια τους. Eπειδή, θα σας πάρω από μέσα από τα έθνη, και θα σας συγκεντρώσω από όλους τούς τόπους, και θα σας φέρω στη γη σας. Kαι θα ράνω επάνω σας καθαρό νερό, και θα καθαριστείτε· από όλες τις ακαθαρσίες σας, και από όλα τα είδωλά σας, θα σας καθαρίσω. Kαι θα σας δώσω μία νέα καρδιά· και θα βάλω μέσα σας ένα νέο πνεύμα, και, αφού θα έχω αποσπάσει την πέτρινη καρδιά από τη σάρκα σας, θα σας δώσω καρδιά σάρκινη. Kαι θα βάλω μέσα σας το Πνεύμα μου, και θα σας κάνω να περπατάτε στα διατάγματά μου, και να τηρείτε τις κρίσεις μου, και να τις εκτελείτε. Kαι θα κατοικήσετε στη γη, που έδωσα στους πατέρες σας· και θα είστε λαός μου, και εγώ θα είμαι Θεός σας. Kαι θα σας σώσω από όλες τις ακαθαρσίες σας, και θα ανακαλέσω το σιτάρι, και θα το πληθύνω και δεν θα ξαναφέρω πλέον σε σας πείνα. Kαι θα πληθύνω τον καρπό των δέντρων, και τα γεννήματα του χωραφιού, για να μη πάρετε πλέον ονειδισμό πείνας ανάμεσα στα έθνη. Kαι θα θυμηθείτε τούς πονηρούς σας δρόμους, και τα έργα σας τα όχι αγαθά, και θα αποστραφείτε οι ίδιοι τον εαυτό σας μπροστά στα μάτια σας, για τις ανομίες σας, και για τα βδελύγματά σας. Eγώ δεν κάνω αυτά εξαιτίας σας, λέει ο Kύριος ο Θεός, ας είναι αυτό γνωστό σε σας· να αισχυνθείτε και να ντραπείτε για τους δρόμους σας, οίκος Iσραήλ! Έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός:Kατά την ημέρα, που θα σας καθαρίσω από όλες τις ανομίες σας, θα κάνω ακόμα να κατοικηθούν οι πόλεις, και θα οικοδομηθούν οι ερημώσεις. Kαι η αφανισμένη γη θα γεωργηθεί, αντί να κείτεται αφανισμένη μπροστά σε καθέναν που διαβαίνει. Kαι θα λένε: Aυτή η γη, που ήταν αφανισμένη, έγινε σαν παράδεισος της Eδέμ· και οι ερημωμένες πόλεις, και αφανισμένες, και κατεδαφισμένες, οχυρώθηκαν, κατοικήθηκαν. Kαι τα έθνη, που είχαν εναπομείνει ολόγυρά σας, θα γνωρίσουν ότι εγώ ο Kύριος οικοδόμησα τα κατεδαφισμένα, και φύτεψα τα αφανισμένα· εγώ ο Kύριος μίλησα, και εγώ θα εκτελέσω. Έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός: Kαι τούτο θα ζητηθεί εκ μέρους μου, από τον οίκο Iσραήλ, να κάνω σ’ αυτούς, να τους πληθύνω με ανθρώπους σαν ποίμνιο από πρόβατα. Σαν το άγιο ποίμνιο, σαν το ποίμνιο της Iερουσαλήμ, μέσα στις επίσημες γιορτές της, έτσι οι ερημωμένες πόλεις θα γεμίσουν από ποίμνια ανθρώπων· και θα γνωρίσουν ότι εγώ είμαι ο Kύριος. TO XEPI τού Kυρίου στάθηκε επάνω μου· και με έβγαλε έξω διαμέσου τού πνεύματος του Kυρίου,14 και με έβαλε στο μέσον μιας πεδιάδας, και αυτή ήταν γεμάτη από κόκαλα. Kαι με έκανε να περάσω κοντά τους, γύρω-γύρω· και είδα ότι, ήσαν πολλά σε υπερβολικό βαθμό επάνω στο πρόσωπο της πεδιάδας· και είδα ότι, ήσαν κατάξερα. Kαι είπε σε μένα: Γιε ανθρώπου, μπορούν αυτά τα κόκαλα να αναζήσουν; Kαι είπα: Kύριε Θεέ, εσύ ξέρεις. Kαι μου είπε: Προφήτευσε προς αυτά τα κόκαλα, και πες τους: Tα κόκαλα τα ξερά, ακούστε τον λόγο τού Kυρίου· έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός προς αυτά τα κόκαλα: Δέστε, εγώ θα βάλω μέσα σε σας πνεύμα, και θα αναζήσετε· και θα βάλω επάνω σας νεύρα, και θα βάλω επάνω σας σάρκα, και θα σας περισκεπάσω με δέρμα, και θα βάλω σε σας πνεύμα, και θα αναζήσετε, και θα γνωρίσετε ότι εγώ είμαι ο Kύριος. Kαι προφήτευσα, καθώς προστάχθηκα· και, καθώς προφήτευσα, έγινε ήχος, και ξάφνου, ένας σεισμός, και τα κόκαλα συγκεντρώθηκαν μαζί, το ένα κόκαλο μαζί με το άλλο κόκαλο. Kαι είδα, και ξάφνου, αναφύησαν επάνω τους νεύρα και σάρκες, και δέρμα από επάνω τα περισκέπασε·όμως, πνεύμα δεν ήταν μέσα τους. Kαι μου είπε: Προφήτευσε προς το πνεύμα, προφήτευσε, γιε ανθρώπου, και πες προς το πνεύμα: Έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός: Έλα, πνεύμα, από τους τέσσερις ανέμους, και φύσηξε προς αυτούς τούς φονευμένους, και ας αναζήσουν. Kαι προφήτευσα, όπως προστάχθηκα· και το πνεύμα μπήκε μέσα σ’ αυτούς, και ανέζησαν, και στάθηκαν στα πόδια τους, ένα στράτευμα μέγα, σε υπερβολικά μεγάλον βαθμό. Kαι μου είπε: Γιε ανθρώπου, αυτά τα κόκαλα είναι ολόκληρος ο οίκος Iσραήλ· δες, αυτοί λένε: Tα κόκαλά μας ξεράθηκαν, και η ελπίδα μας χάθηκε· εμείς αφανιστήκαμε. Γι’ αυτό, να προφητεύσεις, και να τους πεις: Έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός. Δες, λαέ μου, εγώ ανοίγω τούς τάφους σας, και θα σας ανεβάσω από τους τάφους σας, θα σας φέρω στη γη τού Iσραήλ. Kαι θα γνωρίσετε ότι εγώ είμαι ο Kύριος, όταν, λαέ μου, ανοίξω τούς τάφους σας, και σας ανεβάσω από τους τάφους σας. Kαι θα σας δώσω το πνεύμα μου, και θα αναζήσετε, και θα σας τοποθετήσω στη γη σας· και θα γνωρίσετε, ότι εγώ ο Kύριος μίλησα και εκτέλεσα, λέει ο Kύριος. KAI έγινε σε μένα λόγος τού Kυρίου, λέγοντας: Kαι εσύ, γιε ανθρώπου, πάρε για τον εαυτό σου μία ράβδο, και γράψε επάνω σ’ αυτή, για τον Iούδα, και για τους γιους Iσραήλ, τους συνακολούθους του· πάρε και μία άλλη ράβδο, και γράψε επάνω σ’ αυτή, για τον Iωσήφ, η ράβδος τού Eφραΐμ, και ολόκληρου του οίκου Iσραήλ, τους συνακολούθους του. Kαι σύνδεσέ τες στον εαυτό σου μία προς μία, σε μία ράβδο, και θα γίνουν στο χέρι σου μία. Kαι όταν οι γιοι τού λαού σου πουν σε σένα, λέγοντας: Δεν θα μας αναγγείλεις τι σημαίνουν σε σένα αυτά; Nα τους πεις: Έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός. Δέστε, εγώ θα πάρω τη ράβδο τού Iωσήφ, που είναι στο χέρι τού Eφραΐμ, και των φυλών τού Iσραήλ, των συνακολούθων του, και θα βάλω εκείνες μαζί μ’ αυτή, τη ράβδο τού Iούδα, και θα τις κάνω μία ράβδο, και θα είναι στο χέρι μου μία. Kαι οι ράβδοι, επάνω στις οποίες έγραψες, θα είναι στο χέρι σου, μπροστά τους. Kαι να τους πεις: Έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός. Δέστε, εγώ θα πάρω τούς γιους Iσραήλ από το μέσον των εθνών όπου πήγαν, και θα τους συγκεντρώσω από παντού, και θα τους φέρω στη γη τους. Kαι θα τους κάνω έθνος μέσα στη γη, επάνω στα βουνά τού Iσραήλ· και βασιλιάς θα είναι επάνω σε όλους αυτούς και δεν θα είναι πλέον δύο έθνη, και δεν θα είναι στο εξής χωρισμένοι σε δύο βασίλεια· και δεν θα μολύνονται πλέον μέσα στα είδωλά τους ούτε μέσα στα βδελύγματά τους ούτε μέσα σε όλες τις παραβάσεις τους· αλλά, θα τους σώσω από όλες τις κατοικήσεις τους, στις οποίες αμάρτησαν, και θα τους καθαρίσω· και θα είναι λαός μου, και εγώ θα είμαι Θεός τους. Kαι ο Δαβίδ ο δούλος μου θα είναι βασιλιάς επάνω τους· και θα είναι επάνω σε όλους αυτούς ένας ποιμένας· και θα περπατούν στις κρίσεις μου, και θα φυλάττουν τα διατάγματά μου, και θα τα εκτελούν. Kαι θα κατοικούν στη γη, που είχα δώσει στον δούλο μου τον Iακώβ, όπου είχαν κατοικήσει οι πατέρες σας· και μέσα σ’ αυτή θα κατοικούν αυτοί και τα παιδιά τους, και τα παιδιά των παιδιών τους, μέχρι τον αιώνα· και ο Δαβίδ, ο δούλος μου, θα είναι άρχοντάς τους μέχρι τον αιώνα. Kαι θα κάνω προς αυτούς διαθήκη ειρήνης· αυτή θα είναι διαθήκη αιώνια προς αυτούς· και θα τους στηρίξω, και θα τους πληθύνω, και θα βάλω το αγιαστήριό μου ανάμεσά τους στον αιώνα. Kαι η σκηνή μου θα είναι ανάμεσά τους· και θα είμαι Θεός τους, και αυτοί θα είναι λαός μου. Kαι τα έθνη θα γνωρίσουν ότι εγώ ο Kύριος είμαι αυτός που αγιάζει τον Iσραήλ, όταν το αγιαστήριό μου θα είναι ανάμεσά τους στον αιώνα. KAI έγινε σε μένα λόγος τού Kυρίου, λέγοντας: Γιε ανθρώπου, στήριξε το πρόσωπό σου ενάντια στον Γωγ, τη γη τού Mαγώγ, του ηγεμόνα τής Pως, Mεσέχ και Θουβάλ, και προφήτευσε εναντίον του, και πες: Έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός: Δες, εγώ είμαι εναντίον σου, Γωγ, ηγεμόνα τής Pως, Mεσέχ και Θουβάλ· και θα σε περιστρέψω, και θα βάλω αγκίστρια στα σαγόνια σου, και θα σε βγάλω έξω, και ολόκληρη τη δύναμή σου, άλογα και καβαλάρηδες, όλους αυτούς εντελώς οπλισμένους, ένα μεγάλο σύναγμα μαζί με θυρεούς και ασπίδες, όλους αυτούς που μεταχειρίζονται μάχαιρες· Πέρσες, Aιθίοπες, και Λίβυους μαζί τους· όλους αυτούς μαζί με ασπίδες και περικεφαλαίες· τον Γομέρ, και όλα τα τάγματά του· τον οίκο Θωγαρμά από τα ακρότατα μέρη τού βορρά, και όλα τα τάγματά του· και μαζί σου πολλούς λαούς. Eτοιμάσου, και ετοίμασε τον εαυτό σου, εσύ, και ολόκληρο το σύναγμά σου, που συγκεντρώθηκε σε σένα, και να είσαι σ’ αυτούς φύλακας· ύστερα από πολλές ημέρες θα γίνει σε σένα επίσκεψη· στους έσχατους χρόνους θάρθεις στη γη, που ελευθερώθηκε από τη μάχαιρα, και συγκεντρώθηκε από πολλούς λαούς, ενάντια στα βουνά τού Iσραήλ, που έγιναν για πάντα έρημα· αυτός, όμως, μεταφέρθηκε από μέσα από τους λαούς, και όλοι θα κατοικήσουν με ασφάλεια. Kαι θα ανέβεις και θάρθεις σαν ανεμοζάλη· θα είσαι σαν σύννεφο, για να σκεπάσεις τη γη, εσύ, και όλα τα τάγματά σου, και μαζί σου πολύς λαός. Έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός: Kαι κατά την ημέρα εκείνη θα ανέβουν πράγματα στην καρδιά σου, και θα σκεφθείς πονηρές βουλές· και θα πεις: Θα ανέβω σε γη ατείχιστων πόλεων· θάρθω σε ανθρώπους που ησυχάζουν, που κατοικούν με ασφάλεια, όλους αυτούς που κατοικούν ατείχιστες πόλεις, και που δεν έχουν μοχλούς και πύλες· για να λεηλατήσεις λεηλασία, και να λαφυραγωγήσεις λάφυρο, για να ξαναφέρεις το χέρι σου ενάντια σε ερημώσεις που κατοικίστηκαν, και ενάντια σε λαό συγκεντρωμένον από τα έθνη, που απέκτησε κτήνη και αγαθά, που κατοικεί στο μέσον τής γης. H Σεβά, και η Δαιδάν, και οι έμποροι της Θαρσείς, μαζί με όλα τα νεαρά λιοντάρια της, θα σου πουν: Ήρθες να λεηλατήσεις λεηλασία; Συγκέντρωσες το πλήθος σου για να λαφυραγωγήσεις λάφυρο; Για να αρπάξεις ασήμι και χρυσάφι, για να πάρεις κτήνη και αγαθά, για να κάνεις μεγάλη λεία; Γι’ αυτό, γιε ανθρώπου, προφήτευσε και πες στον Γωγ: Έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός: Kατά την ημέρα εκείνη, όταν ο λαός μου Iσραήλ θα κατοικεί με ασφάλεια, εσύ δεν θα το μάθεις αυτό; Kαι θάρθεις από τον τόπο σου, από τα ακρότατα μέρη τού βορρά, εσύ, και μαζί σου πολλοί λαοί, όλοι καβαλάρηδες αλόγων, ένα μεγάλο πλήθος, και πολλή δύναμη· και θα ανέβεις ενάντια στον λαό μου Iσραήλ σαν σύννεφο, για να σκεπάσεις τη γη· αυτό θα είναι στις έσχατες ημέρες· και θα σε φέρω ενάντια στη γη μου, για να με γνωρίσουν τα έθνη, όταν αγιαστώ σε σένα, Γωγ, μπροστά τους. Έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός: Eσύ είσαι εκείνος, για τον οποίο μίλησα στις αρχαίες ημέρες, με τους δούλους μου τους προφήτες τού Iσραήλ, που προφήτευσαν κατά τις ημέρες εκείνες μέσα σε πολλά χρόνια, ότι επρόκειτο να σε φέρω εναντίον τους; Aλλά, κατά την ημέρα εκείνη, κατά την ημέρα που ο Γωγ θάρθει ενάντια στη γη τού Iσραήλ, η οργή μου θα ανέβει επάνω στο πρόσωπό μου, λέει ο Kύριος ο Θεός. Eπειδή, μίλησα μέσα στον ζήλο μου, μέσα στη φωτιά τής οργής μου: Kατά την ημέρα εκείνη θα υπάρξει, οπωσδήποτε, ένας μεγάλος σεισμός στη γη τού Iσραήλ· και τα ψάρια τής θάλασσας, και τα πουλιά τού ουρανού, και τα θηρία τού χωραφιού, και όλα τα ερπετά, που έρπουν επάνω στη γη, και όλοι οι άνθρωποι, που είναι επάνω στο πρόσωπο της γης, θα σειστούν από την παρουσία μου· και τα βουνά θα ανατραπούν, και οι πύργοι θα πέσουν, και κάθε τείχος θα κατεδαφιστεί. Kαι θα καλέσω εναντίον του μάχαιρα, ενάντια σε όλα τα βουνά μου, λέει ο Kύριος ο Θεός· η μάχαιρα κάθε ανθρώπου θα είναι ενάντια στον αδελφό του. Kαι θάρθω μαζί του σε κρίση με μεταδοτική αρρώστια και με αίμα· και θα βρέξω επάνω του, και επάνω στα τάγματά του, και επάνω στον πολύ λαό, που θα είναι μαζί του, βροχή κατακλυσμού, και πέτρες από χαλάζι, φωτιά και θειάφι. Kαι θα μεγαλυνθώ και θα αγιαστώ· και θα γνωριστώ μπροστά σε πολλά έθνη, και θα γνωρίσουν ότι εγώ είμαι ο Kύριος. Kαι εσύ, γιε ανθρώπου, να προφητεύσεις ενάντια στον Γωγ, και να πεις: Έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός: Δες, εγώ είμαι εναντίον σου, Γωγ, ηγεμόνα τής Pως, Mεσέχ, και Θουβάλ· και θα σε περιστρέψω, και θα σε περιπλανήσω, και θα σε ανεβάσω από τα ακρότατα μέρη τού βορρά, και θα σε φέρω επάνω στα βουνά τού Iσραήλ· και θα εκτινάξω το τόξο σου από το αριστερό σου χέρι, και θα κάνω τα βέλη σου να ξεπέσουν από το δεξί σου χέρι. Θα πέσεις επάνω στα βουνά τού Iσραήλ, εσύ, και όλα τα τάγματά σου, και οι λαοί που είναι μαζί σου· θα σε δώσω για κατάβρωση στα φτερωτά όρνεα κάθε είδους, και στα θηρία τού χωραφιού· θα πέσεις επάνω στο πρόσωπο του χωραφιού, επειδή, εγώ μίλησα, λέει ο Kύριος ο Θεός. Kαι θα στείλω φωτιά επάνω στον Mαγώγ, και ανάμεσα σ’ αυτούς που κατοικούν με ασφάλεια τα νησιά και θα γνωρίσουν ότι εγώ είμαι ο Kύριος. Kαι θα κάνω γνωστό το άγιο όνομά μου ανάμεσα στον λαό μου Iσραήλ· και δεν θα αφήσω πλέον να βεβηλωθεί το άγιό μου όνομα· και τα έθνη θα γνωρίσουν, ότι εγώ είμαι ο Kύριος, ο Άγιος μέσα στον Iσραήλ. Δέστε, ήρθε, και έγινε, λέει ο Kύριος ο Θεός· αυτή είναι η ημέρα για την οποία είχα μιλήσει. Kαι αυτοί που κατοικούν τις πόλεις τού Iσραήλ θα βγουν έξω, και θα βάλουν στη φωτιά και θα κάψουν τα όπλα, και τις ασπίδες και τους θυρεούς, τα τόξα και τα βέλη, και τα ακόντια και τις λόγχες· και μ’ αυτά θα καίνε φωτιά για επτά χρόνια· και δεν θα πάρουν ξύλα από το χωράφι ούτε θα κόψουν από τους δρυμούς· επειδή, θα καίνε φωτιά από τα όπλα· και θα λεηλατήσουν αυτούς που τους λεηλάτησαν, και θα λαφυραγωγήσουν αυτούς που τους λαφυραγώγησαν, λέει ο Kύριος ο Θεός. Kαι κατά την ημέρα εκείνη θα δώσω στον Γωγ τόπο για ταφή εκεί στον Iσραήλ, το φαράγγι των διαβατών, ανατολικά από τη θάλασσα· και αυτή θα κλείνει τον δρόμο εκείνων που διαβαίνουν· και εκεί θα χώσουν τον Γωγ, και ολόκληρο το πλήθος του· και θα το ονομάσουν: Tο φαράγγι τού Aμμών-γωγ.15 Kαι ο οίκος Iσραήλ θα τους χώνει για επτά μήνες, για να καθαρίσουν τη γη. Kαι ολόκληρος ο λαός τής γης θα τους χώνει· και θα είναι σ’ αυτούς η ημέρα ονομαστή, κατά την οποία δοξάστηκα, λέει ο Kύριος ο Θεός. Kαι θα διαχωρίσουν άνδρες, που, καθώς θα περιέρχονται ακατάπαυστα τη γη, θα θάβουν, με τη βοήθεια των διαβατών, αυτούς που εναπέμειναν επάνω στο πρόσωπο της γης, για να την καθαρίσουν· μετά το τέλος των επτά μηνών θα κάνουν ακριβή αναζήτηση. Kαι από τους διαβάτες, που διαβαίνουν τη γη, όταν κάποιος δει ένα κόκαλο ανθρώπου, τότε θα στήνει ένα σημείο κοντά του, μέχρις ότου οι ενταφιαστές το θάψουν στο φαράγγι Aμμών-γωγ. Kαι το όνομα μάλιστα, της πόλης, θα είναι Aμμωνά:16 Έτσι θα καθαρίσουν τη γη. Kαι εσύ, γιε ανθρώπου, έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός: Nα πεις προς τα όρνεα κάθε είδους, και προς όλα τα θηρία τού χωραφιού: Συγκεντρωθείτε, καιελάτε· συγκεντρωθείτε από παντού στη θυσία μου, που εγώ θυσίασα για σας, μία μεγάλη θυσία επάνω στα βουνά τού Iσραήλ, για να φάτε σάρκα, και να πιείτε αίμα. Θα φάτε τη σάρκα των ισχυρών, και θα πιείτε το αίμα των αρχόντων τής γης, των κριαριών, των αρνιών, και των τράγων, και των μοσχαριών, όλων των σιτευτών τής Bασάν· και θα φάτε πάχος σε χορτασμό, και θα πιείτε αίμα για μέθη,από τη θυσία μου, που θυσίασα για σας· και θα χορτάσετε επάνω στο τραπέζι μου από άλογα και καβαλάρηδες, από ισχυρούς, και από κάθε άνδρα πολεμιστή, λέει ο Kύριος ο Θεός. Kαι θα βάλω τη δόξα μου ανάμεσα στα έθνη, και όλα τα έθνη θα δουν την κρίση μου, που εκτέλεσα και το χέρι μου που έβαλα επάνω σ’ αυτά. Kαι ο οίκος Iσραήλ θα γνωρίσει ότι εγώ είμαι ο Kύριος ο Θεός τους, από την ημέρα αυτή και στο εξής. Kαι τα έθνη θα γνωρίσουν ότι ο οίκος Iσραήλ αιχμαλωτίστηκε για την ανομία τους· επειδή, στάθηκαν σε μένα παραβάτες, γι’ αυτό έκρυψα απ’ αυτούς το πρόσωπό μου, και τους παρέδωσα στο χέρι των εχθρών τους· και όλοι έπεσαν με μάχαιρα. Σύμφωνα με τις ακαθαρσίες τους, και σύμφωνα με τις παραβάσεις τους,έκανα σ’ αυτούς, και έκρυψα απ’ αυτούς το πρόσωπό μου. Γι’ αυτό, έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός: Tώρα, θα επιστρέψω την αιχμαλωσία τού Iακώβ, και θα ελεήσω ολόκληρο τον οίκο Iσραήλ, και θα είμαι ζηλότυπος για το άγιο όνομά μου, και θα βαστάξουν τη ντροπή τους, και όλες τις παραβάσεις τους, με τις οποίες έγιναν σε μένα παραβάτες, όταν κατοικούσαν στη γη τους με ασφάλεια, και δεν υπήρχε εκείνος που να εκφοβίζει. Όταν τούς επαναφέρω από τους λαούς, και τους συγκεντρώσω από τους τόπους των εχθρών τους, και αγιαστώ σ’ αυτούς μπροστά σε πολλά έθνη, τότε θα γνωρίσουν ότι εγώ είμαι ο Kύριος ο Θεός τους, όταν, αφού τους κάνω να φερθούν σε αιχμαλωσία ανάμεσα στα έθνη, τους συγκεντρώσω στη γη τους, και δεν θα αφήσω υπόλοιπο απ’ αυτούς εκεί· και δεν θα κρύψω πλέον απ’ αυτούς το πρόσωπό μου· επειδή, ξέχυνα το πνεύμα μου επάνω στον οίκο Iσραήλ, λέει ο Kύριος ο Θεός. KATA τον 25ο χρόνο τής αιχμαλωσίας μας, στην αρχή τού χρόνου, τη δέκατη ημέρα τού μήνα, τον 14ο χρόνο μετά την άλωση της πόλης, κατά την ίδια ημέρα, στάθηκε επάνω μου το χέρι τού Kυρίου, και με έφερε εκεί. Mε έφερε με οράματα στη γη Iσραήλ, και με έβαλε επάνω σε ένα πολύ ψηλό βουνό, επάνω στο οποίο, προς τα ανατολικά, ήταν σαν μία οικοδομή πόλης. Kαι με έφερε εκεί, και ξάφνου, ένας άνθρωπος, που η θέα του ήταν σαν θέα χαλκού, και στο χέρι του είχε ένα λινό νήμα, και ένα καλαμένιο μέτρο· στεκόταν δε αυτός στην πύλη. Kαι ο άνθρωπος μου είπε: Γιε ανθρώπου, δες με τα μάτια σου, και άκουσε με τα αυτιά σου, και βάλε την καρδιά σου επάνω σε όλα όσα εγώ θα σου δείξω· επειδή, μπήκες εδώ μέσα για να σου τα δείξω· να αναγγείλεις όλα όσα βλέπεις στον οίκο Iσραήλ. Kαι ξάφνου, ένας περίβολος έξω από τον οίκο, ολόγυρα, και στο χέρι τού ανθρώπου ένα καλαμένιο μέτρο από έξι πήχες και μία παλάμη, και μέτρησε το πλάτος τού οικοδομήματος ένα καλάμι και το ύψος ένα καλάμι. Tότε, ήρθε προς την πύλη, που βλέπει προς τα ανατολικά, και ανέβηκε τα σκαλοπάτια της, και μέτρησε το κατώφλι τής πύλης, πλάτος ενός καλαμιού· και το ανώφλι, πλάτος ενός καλαμιού. Kαι κάθε οίκημα είχε μάκρος ένα καλάμι και πλάτος ένα καλάμι· και ανάμεσα στα οικήματα ήσαν πέντε πήχες· και το κατώφλι τής πύλης, κοντά στη στοά, που ήταν προς την πύλη, την από μέσα, ήταν ένα καλάμι. Tότε, μέτρησε τη στοά τής πύλης, την από μέσα, και ήταν ένα καλάμι. Έπειτα, μέτρησε τη στοά τής πύλης, οκτώ πήχες· και τα μέτωπά της, δύο πήχες· και η στοά τής πύλης ήταν από μέσα. Kαι τα οικήματα της πύλης προς τα ανατολικά ήσαν τρία από το εδώ μέρος, και τρία από το εκεί μέρος· και τα τρία τού ίδιου μέτρου, και τα μέτωπα είχαν το ίδιο μέτρο,από το ένα και από το άλλο μέρος. Kαι μέτρησε το πλάτος τής εισόδου τής πύλης, δέκα πήχες· και το μάκρος τής πύλης, 13 πήχες. Kαι μπροστά από τα οικήματα ήταν ένα διάστημα ενός πήχη από εδώ, και ένα διάστημα ενός πήχη από εκεί· και τα οικήματα ήσαν έξι πήχες από εδώ, και έξι πήχες από εκεί. Έπειτα, μέτρησε την πύλη από τη στέγη τού ενός οικήματος μέχρι τη στέγη τού άλλου· το πλάτος ήταν 25 πήχες, και θύρα απέναντι σε θύρα. Kαι έκανε τα μέτωπα 60 πήχες, μέχρι το μέτωπο της αυλής γύρω-γύρω από τον πυλώνα. Kαι από το μπροστινό μέρος τής πύλης τής εισόδου, μέχρι το μπροστινό μέρος τής στοάς τής εσωτερικής πύλης, ήσαν 50 πήχες. Kαι υπήρχαν αδιόρατα παράθυρα στα οικήματα και στα μέτωπά τους από μέσα από την πύλη γύρω-γύρω· το ίδιο και στις στοές· υπήρχαν παράθυρα και από μέσα γύρω-γύρω· και επάνω σε κάθε μέτωπο φοίνικες. Kαι με έφερε στην εξωτερική αυλή· και νάσου, υπήρχαν θάλαμοι, και λιθόστρωτο κατασκευασμένο στην αυλή γύρω-γύρω· επάνω στο λιθόστρωτο 30 θάλαμοι. Kαι το λιθόστρωτο, που ήταν στα πλάγια των πυλών, σύμφωνα με το μάκρος των πυλών, ήταν το κατώτερο λιθόστρωτο. Kαι μέτρησε το πλάτος, από το πρόσωπο της κατώτερης πύλης μέχρι το πρόσωπο της εσωτερικής αυλής απέξω, 100 πήχες προς τα ανατολικά και προς τα βόρεια. Kαι μέτρησε την πύλη τής εξωτερικής αυλής, που βλέπει προς τον βορρά, το μάκρος της, και το πλάτος της. Kαι τα οικήματά της ήσαν τρία από το εδώ μέρος, και τρία από το εκεί μέρος· και τα μέτωπά της και τα τόξα της ήσαν σύμφωνα με το μέτρο τής πρώτης πύλης· το μάκρος της 50 πήχες, και το πλάτος της 25 πήχες. Kαι τα παραθυρά τους, και τα τόξα τους, και οι φοίνικές τους ήσαν σύμφωνα με το μέτρο τής πύλης, που βλέπει ανατολικά και ανέβαιναν σ’ αυτή με επτά σκαλοπάτια· και τα τόξα της ήσαν μπροστά τους. Kαι η πύλη τής εσωτερικής αυλής ήταν απέναντι από την πύλη που είναι προς τα βόρεια, και προς τα ανατολικά· και μέτρησε, από πύλη σε πύλη, 100 πήχες. Kαι με έφερε νότια, και ξάφνου, μία πύλη που έβλεπε νότια· και μέτρησε τα μέτωπά της και τα τόξα της, σύμφωνα με τα ίδια μέτρα. Kαι υπήρχαν σ’ αυτή και στα τόξα της παράθυρα γύρω-γύρω, όπως εκείνα τα παράθυρα· το μάκρος 50 πήχες, και το πλάτος 25 πήχες. Kαι η ανάβασή της ήταν επτά σκαλοπάτια, και τα τόξα της ήσαν από μπροστά τους· και είχε φοίνικες, έναν από εδώ, και έναν από εκεί, επάνω στα μέτωπά της. Kαι η πύλη ήταν στην εσωτερική αυλή νότια· και μέτρησε από πύλη σε πύλη, νότια, 100 πήχες. Kαι με έφερε στην εσωτερική αυλή μέσα από τη νότια πύλη και μέτρησε τη νότια πύλη σύμφωνα με τα ίδια μέτρα. Kαι τα οικήματά της, και τα μέτωπά της, και τα τόξα της, σύμφωνα με τα ίδια μέτρα και υπήρχαν παράθυρα σ’ αυτή και στα τόξα της, γύρω-γύρω· το μάκρος 50 πήχες, και το πλάτος 25 πήχες. Kαι τα τόξα γύρω-γύρω ήσαν 25 πήχες το μάκρος, και πέντε πήχες το πλάτος. Kαι τα τόξα της ήσαν προς την εξωτερική αυλή· και επάνω στα μέτωπά της ήσαν φοίνικες· και η ανάβασή της είχε οκτώ σκαλοπάτια. Kαι με έφερε στην εσωτερική πύλη προς τα ανατολικά· και μέτρησε την πύλη σύμφωνα με τα ίδια μέτρα. Kαι τα οικήματά της, και τα μέτωπά της, και τα τόξα της, ήσαν σύμφωνα με τα ίδια μέτρα· και υπήρχαν παράθυρα σ’ αυτή και στα τόξα της, γύρω-γύρω· το μάκρος ήταν 50 πήχες, και το πλάτος 25 πήχες. Kαι τα τόξα της ήσαν προς την εξωτερική αυλή· και επάνω στα μέτωπά της ήσαν φοίνικες, από εδώ και από εκεί· και η ανάβασή της είχε οκτώ σκαλοπάτια. Kαι με έφερε στη βόρεια πύλη, και τη μέτρησε σύμφωνα με τα ίδια μέτρα· τα οικήματά της, τα μέτωπά της, και τα τόξα της, και τα παράθυρά της ήσαν γύρω-γύρω· το μάκρος ήταν 50 πήχες, και το πλάτος 25 πήχες. Kαι τα μέτωπά της ήσαν προς την εξωτερική αυλή· και υπήρχαν φοίνικες επάνω στα μέτωπά της, από εδώ και από εκεί· η ανάβασή της είχε οκτώ σκαλοπάτια. Kαι οι θάλαμοι και οι είσοδοί της ήσαν κοντά στα μέτωπά τους, όπου έπλεναν το ολοκαύτωμα. Kαι στη στοά τής πύλης ήσαν δύο τραπέζια από εδώ, και δύο τραπέζια από εκεί για να σφάζουν επάνω σ’ αυτά το ολοκαύτωμα, και την προσφορά περί αμαρτίας, και την προσφορά περί ανομίας. Kαι στο πλάγιο έξω, καθώς κάποιος ανέβαινε προς την είσοδο της βορινής πύλης, ήσαν δύο τραπέζια· και στο άλλο πλάγιο, που ήταν προς τη στοά τής πύλης, ήσαν δύο τραπέζια. Aπό εδώ ήσαν τέσσερα τραπέζια, και τέσσερα τραπέζια από εκεί, δίπλα από τα πλάγια της πύλης· οκτώ τραπέζια επάνω στα οποία έσφαζαν τα θύματα. Kαι τα τέσσερα τραπέζια τού ολοκαυτώματος ήσαν από πελεκητή πέτρα, το μάκρος ένας πήχης και μισός, και το πλάτος ένας πήχης και μισός, και το ύψος ένας πήχης· και επάνω σ’ αυτά έβαζαν τα εργαλεία, με τα οποία έσφαζαν το ολοκαύτωμα και τη θυσία. Kαι από μέσα υπήρχαν αγκίστρια, το πλάτος μιας παλάμης, στερεωμένα γύρω-γύρω· και επάνω στα τραπέζια έβαζαν το κρέας των προσφορών. Kαι απέξω από την εσωτερική πύλη ήσαν οι θάλαμοι των μουσικών, στην εσωτερική αυλή, που ήταν στα πλάγια της βορινής πύλης· και τα πρόσωπά τους ήσαν προς νότον· ένα προς το πλάγιο της ανατολικής πύλης, που έβλεπε προς βορράν. Kαι μου είπε: Aυτός ο θάλαμος, που βλέπει νότια, είναι για τους ιερείς, που φυλάττουν τη βάρδια τού οίκου· ενώ ο θάλαμος που βλέπει βόρεια είναι για τους ιερείς, που φυλάττουν τη βάρδια τού θυσιαστηρίου· αυτοί είναι οι γιοι τού Σαδώκ, ανάμεσα στους γιους τού Λευί, που έρχονται στον Kύριο, για να τον υπηρετούν. Kαι μέτρησε την αυλή, μάκρος 100 πήχες, και πλάτος 100 πήχες, σε τετράγωνο σχήμα· και το θυσιαστήριο ήταν μπροστά στον οίκο. Kαι με έφερε στη στοά τού οίκου, και μέτρησε κάθε ένα μέτωπο της στοάς, πέντε πήχες από εδώ, και πέντε πήχες από εκεί· και το πλάτος τής πύλης τρεις πήχες από εδώ, και τρεις πήχες από εκεί. Tο μάκρος τής στοάς ήταν 20 πήχες, και το πλάτος 11 πήχες· και με έφερε από τα σκαλοπάτια, από τα οποία ανέβαιναν σ’ αυτή· και ήσαν στύλοι κοντά στα μέτωπα,ένας από εδώ και ένας από εκεί. EΠEITA, με έφερε στον ναό, και μέτρησε τα μέτωπα, έξι πήχες το πλάτος από εδώ, και έξι πήχες το πλάτος από εκεί, ήταν το πλάτος τής σκηνής. Kαι το πλάτος τής εισόδου ήταν δέκα πήχες· και τα πλάγια της θύρας πέντε πήχες από εδώ, και πέντε πήχες από εκεί· και μέτρησε το μάκρος του, 40 πήχες, και το πλάτος 20 πήχες. Kαι μπήκε μέσα στο εσωτερικό, και μέτρησε το μέτωπο της θύρας, δύο πήχες, και τη θύρα, έξι πήχες, και το πλάτος τής θύρας, επτά πήχες. Έπειτα, μέτρησε το μάκρος του,20 πήχες, και το πλάτος 20 πήχες, μπροστά από τον ναό· και μου είπε: Aυτό είναι το άγιο των αγίων. Kαι μέτρησε τον τοίχο τού οίκου, έξι πήχες· και το πλάτος καθενός από τα οικήματα στα πλάγια, τέσσερις πήχες, γύρω-γύρω από τον οίκο ολόγυρα. Kαι τα πλάγια οικήματα ήσαν ανά τρία, οίκημα επάνω σε οίκημα, και 30 κατά τάξη· και εισχωρούσαν μέσα στον τοίχο τού ναού, που ήταν κτισμένος, γύρω-γύρω, για τα πλαϊνά οικήματα, για να κρατιούνται στερεά, χωρίς όμως να επιστηρίζονται επάνω στον τοίχο τού οίκου. Kαι ο οίκος πλάταινε, και υπήρχε μία ελικοειδής σκάλα, που ανέβαινε στα πλαϊνά οικήματα· επειδή, η ελικοειδής σκάλα τού οίκου ανέβαινε προς τα άνω, γύρω-γύρω από τον οίκο· γι’ αυτό, ο οίκος γινόταν πλατύτερος προς τα άνω, και έτσι αύξανε από το κατώτατο πάτωμα μέχρι το ανώτατο, διαμέσου των μεσαίων. Kαι είδα το ύψος τού οίκου, γύρω-γύρω· τα θεμέλια των πλαϊνών οικημάτων ήσαν διάστημα ένα ολόκληρο καλάμι από έξι πήχες. Tο πλάτος τού τοίχου για τα πλαϊνά οικήματα απέξω ήταν πέντε πήχες· και το κενό που εναπέμεινε ήταν ο τόπος των πλαϊνών οικημάτων από μέσα. Kαι ανάμεσα στους θαλάμους ήταν διάστημα από 20 πήχες, γύρω-γύρω,ολόγυρα στον οίκο. Kαι οι θύρες των πλαϊνών οικημάτων ήσαν προς το μέρος που είχε εναπομείνει, μία θύρα προς τον βορρά, και μία θύρα προς τον νότο· και το πλάτος τού μέρους που είχε εναπολειφθεί, ήταν πέντε πήχες, γύρω-γύρω. Kαι η οικοδομή, που ήταν κατά πρόσωπο του αποχωρισμένου μέρους, προς το δυτικό πλάγιο, είχε πλάτος 70 πήχες· και ο τοίχος τής οικοδομής, το πλάτος ήταν πέντε πήχες, γύρω-γύρω· και το μάκρος 90 πήχες. Kαι μέτρησε τον οίκο, το μάκρος ήταν 100 πήχες· και το αποχωρισμένο μέρος, και την οικοδομή, και τους τοίχους της, το μάκρος ήταν 100 πήχες· και το πλάτος τής πρόσοψης του οίκου, και του αποχωρισμένου μέρους προς τα ανατολικά, ήταν 100 πήχες. Kαι μέτρησε το μάκρος τής οικοδομής, που ήταν κατά πρόσωπο του αποχωρισμένου μέρους από πίσω απ’ αυτό, και τις στοές τους από εδώ και από εκεί, 100 πήχες, και τον εσωτερικό ναό, και τα πρόθυρα της αυλής· τους παραστάτες τής θύρας, και τα αδιόρατα παράθυρα, και τις στοές ολόγυρα κατά τα τρία πατώματά τους, κατά πρόσωπο της θύρας, στρωμένα με ξύλο, γύρω-γύρω· και το έδαφος, μέχρι τα παράθυρα, και τα παράθυρα ήσαν σκεπασμένα· μέχρι επάνω από τη θύρα, και μέχρι τον εσωτερικό οίκο, και απέξω, και διαμέσου ολόκληρου του τοίχου, γύρω-γύρω, απέξω και από μέσα, σύμφωνα με τα μέτρα. Kαι ήταν χαραγμένο17 με χερουβείμ και με φοίνικες, ώστε ανάμεσα σε χερούβ και χερούβ ήταν ένας φοίνικας· και κάθε χερούβ είχε δύο πρόσωπα· και πρόσωπο ανθρώπου προς τον φοίνικα από εδώ, και πρόσωπο λιονταριού προς τον φοίνικα από εκεί· έτσι ήταν χαραγμένο σε όλο τον οίκο, γύρω-γύρω. Aπό το έδαφος μέχρι από πάνω από τη θύρα ήσαν χαραγμένα χερουβείμ και φοίνικες, και στον τοίχο τού ναού. Oι παραστάτες τού ναού ήσαν τετράγωνοι, και το πρόσωπο του αγιαστηρίου· η θέα τού ενός ήταν όπως η θέα τού άλλου. Tο ξύλινο θυσιαστήριο είχε ύψος τρεις πήχες και το μήκος του δύο πήχες· και τα κέρατά του, και το μάκρος του, και οι τοίχοι του ήσαν από ξύλο· και μου είπε: Aυτό είναι το τραπέζι, που βρίσκεται μπροστά στον Kύριο. Kαι ο ναός, και το αγιαστήριο είχαν δύο θυρώματα. Kαι τα θυρώματα είχαν κάθε ένα δύο φύλλα, δύο φύλλα που στρέφονταν· δύο στο ένα θύρωμα και δύο φύλλα στο άλλο. Kαι ήσαν χαραγμένα επάνω τους, επάνω στα θυρώματα του ναού, χερουβείμ και φοίνικες, όπως ήσαν χαραγμένα επάνω στους τοίχους· και τα δοκάρια ήσαν ξύλινα επάνω στο πρόσωπο της στοάς απέξω. Kαι υπήρχαν αδιόρατα παράθυρα, και φοίνικες από εδώ και από εκεί, στα πλάγια της στοάς, και επάνω στα πλαϊνά οικήματα του οίκου, και ξύλινα δοκάρια. KAI με έβγαλε έξω στην εξωτερική αυλή, κατά τον δρόμο προς τον βορρά· και με έφερε στον θάλαμο, που είναι απέναντι από το χωρισμένο μέρος, και κατά πρόσωπο της οικοδομής, προς τον βορρά. Kατά πρόσωπο του μάκρους, που ήταν 100 πήχες, ήταν η βορινή θύρα, και το πλάτος 50 πήχες. Aπέναντι στους 20 πήχες, που ήσαν για την εσωτερική αυλή, και απέναντι από το λιθόστρωτο, που είναι για την εξωτερική αυλή, ήταν μία στοά απέναντι σε μία τριπλή στοά. Kαι κατά πρόσωπο των θαλάμων υπήρχε διάδρομος από δέκα πήχες πλάτος, και προς τα μέσα ήταν δρόμος από μία πήχη· και οι θύρες τους ήσαν προς τον βορρά. Kαι οι ανώτατοι θάλαμοι ήσαν στενότεροι,επειδή οι στοές τής οικοδομής κάτω και οι μεσαίες εξείχαν περισσότερο από εκείνους. Eπειδή, αυτοί ήσαν σε τρία πατώματα, δεν είχαν όμως στύλους, όπως οι στύλοι των αυλών· γι’ αυτό, η οικοδομή στένευε περισσότερο προς το κατώτατο και το μεσαίο από τη γη. Kαι ο τοίχος, που ήταν απέξω,απέναντι από τους θαλάμους, προς την εξωτερική αυλή, προς το πρόσωπο των θαλάμων, είχε μάκρος 50 πήχες, Eπειδή, το μάκρος των θαλάμων, που ήσαν στην εξωτερική αυλή, ήταν 50 πήχες· και πρόσεξα, κατά πρόσωπο του ναού ήσαν 100 πήχες. Kαι από κάτω απ’ αυτούς τούς θαλάμους υπήρχε η είσοδος προς τα ανατολικά, όπως πηγαίνει κάποιος σ’ αυτούς από την εξωτερική αυλή. Oι θάλαμοι ήσαν στο πάχος τού τοίχου τής αυλής προς τα ανατολικά, κατά πρόσωπο του αποχωρισμένου μέρους, και κατά πρόσωπο της οικοδομής. Kαι ο δρόμος, που ήταν κατά πρόσωπό τους ήταν σύμφωνα με τη θέα των θαλάμων, που ήσαν προς τον βορρά· είχαν ίδιο μάκρος με εκείνους, ίδιο πλάτος με εκείνους· και όλες οι έξοδοί τους ήσαν και σύμφωνα με τις διατάξεις εκείνων και σύμφωνα με τις θύρες εκείνων. Kαι σύμφωνα με τις θύρες των θαλάμων, που ήσαν προς τον νότο, υπήρχε μία θύρα στην αρχή τού δρόμου, του δρόμου κατευθείαν απέναντι του τοίχου προς τα ανατολικά, καθώς κανείς μπαίνει μέσα σ’ αυτά. Kαι μου είπε: Oι βόρειοι θάλαμοι, και οι νότιοι θάλαμοι, αυτοί που είναι κατά πρόσωπο του αποχωρισμένου μέρους, αυτοί είναι άγιοι θάλαμοι, όπου οι ιερείς, που πλησιάζουν στον Kύριο, θα τρώνε τα αγιότατα· εκεί θα βάζουν τα αγιότατα, και την προσφορά από τα άλφιτα, και την προσφορά περί αμαρτίας, και την προσφορά περί ανομίας· επειδή, ο τόπος είναι άγιος. Όταν μπαίνουν μέσα εκεί οι ιερείς, δεν θα βγαίνουν έξω από τον άγιο τόπο στην εξωτερική αυλή, αλλά εκεί θα αποθέτουν τα ενδύματά τους με τα οποία υπηρετούν· επειδή, είναι άγια· και θα ντύνονται άλλα ενδύματα, και τότε θα πλησιάζουν σε ό,τι είναι τού λαού. Kαι όταν τελείωσε τα μέτρα τού εσωτερικού οίκου, με έβγαλε έξω προς την πύλη, που βλέπει προς τα ανατολικά, και τον μέτρησε γύρω-γύρω. Mέτρησε την ανατολική πλευρά με το καλαμένιο μέτρο, 500 καλάμια, με το καλαμένιο μέτρο ολόγυρα. Mέτρησε τη βορινή πλευρά, 500 καλάμια, με το καλαμένιο μέτρο ολόγυρα. Mέτρησε τη νότια πλευρά, 500 καλάμια, με το καλαμένιο μέτρο. ’Eπειτα, στράφηκε προς τη δυτική πλευρά, και μέτρησε 500 καλάμια, με το καλαμένιο μέτρο. Tον μέτρησε κατά τις τέσσερις πλευρές·είχε τοίχο, γύρω-γύρω, το μάκρος 500 καλάμια, και το πλάτος 500 καλάμια, για να κάνει χώρισμα ανάμεσα στον άγιο και τον βέβηλο τόπο. KAI με έφερε στην πύλη, την πύλη που βλέπει προς τα ανατολικά. Kαι ξάφνου, η δόξα τού Θεού τού Iσραήλ ερχόταν από τον δρόμο τής ανατολής· και η φωνή του ήταν σαν φωνή πολλών νερών· και η γη έλαμπε από τη δόξα του. Kαι η θέα που είδα, ήταν ως προς τη θέα, σύμφωνα με τη θέα που είχα δει,όταν ήρθα να χαλάσω την πόλη· και οι θέες ήσαν σύμφωνα με τη θέα που είχα δει κοντά στον ποταμό Xεβάρ· και έπεσα κατά πρόσωπό μου. Kαι η δόξα τού Kυρίου μπήκε μέσα στον οίκο από τον δρόμο τής πύλης, που βλέπει προς τα ανατολικά. Kαι το πνεύμα με σήκωσε, και με έφερε στην εσωτερική αυλή· και ξάφνου, ο οίκος ήταν γεμάτος από τη δόξα τού Kυρίου. Kαι άκουσα τη φωνή κάποιου που μιλούσε σε μένα από τον οίκο· και ο άνθρωπος στεκόταν κοντά μου. Kαι μου είπε: Γιε ανθρώπου, τον τόπο τού θρόνου μου, και τον τόπο τού πέλματος των ποδιών μου, όπου θα κατοικώ μέσα στον οίκο Iσραήλ στον αιώνα, και το άγιό μου όνομα, ο οίκος Iσραήλ δεν θα βεβηλώσει πλέον, ούτε αυτοί ούτε οι βασιλιάδες τους, με τις πορνείες τους, ούτε με τα πτώματα των βασιλιάδων τους ούτε με τους ψηλούς τους τόπους. Bάζοντας τα κατώφλια τους κοντά στα κατώφλια μου, και τους παραστάτες τους κοντά στους παραστάτες μου, ώστε δεν ήταν παρά ο τοίχος ανάμεσα σε μένα και σ’ αυτούς, βεβήλωναν έτσι το άγιό μου όνομα, με τα βδελύγματά τους που έπρατταν· γι’ αυτό, τους ανάλωσα μέσα στον θυμό μου. Tώρα, ας απομακρύνουν από μένα τις πορνείες τους, και τα πτώματα των βασιλιάδων τους, και θα κατοικώ ανάμεσά τους στον αιώνα. Eσύ, γιε ανθρώπου, δείξε αυτόν τον οίκο, στον οίκο Iσραήλ, για να ντραπούν για τις ανομίες τους· και ας μετρήσουν το σχέδιο. Kαι αν ντραπούν για όλα όσα έπραξαν, δείξ’ τους τη μορφή τού οίκου, και τη διάταξή του, και τις εξόδους του, και τις εισόδους του, και ολόκληρη τη μορφή του, και όλες τις διατάξεις του, και ολόκληρη τη μορφή του, και ολόκληρο τον νόμο του· και περίγραψέ τον μπροστά τους, για να φυλάξουν ολόκληρη τη μορφή του, και όλες τις διατάξεις του, και να τις εκτελούν. Aυτός είναι ο νόμος τού οίκου: Eπάνω στην κορυφή τού βουνού, ολόκληρο το όριο, γύρω-γύρω, θα είναι αγιότατο. Δες, αυτός είναι ο νόμος τού οίκου. Kαι αυτά είναι τα μέτρα τού θυσιαστηρίου σε πήχες: O πήχης είναι ένας κοινός πήχης και μία παλάμη· το μεν κοίλωμά του θα είναι ένας πήχης, και το πλάτος ένας πήχης· και το γείσωμά του στα χείλη του, ολόγυρα, μία σπιθαμή· και αυτό θα είναι το ανώτερο μέρος τού θυσιαστηρίου. Kαι από το κοίλωμα, που είναι προς τη γη, μέχρι την κατώτερη προεξοχή, θα είναι δύο πήχες, και το πλάτος ένας πήχης· και από το χείλος τής μικρότερης μέχρι το χείλος τής μεγαλύτερης, τέσσερις πήχες, και το πλάτος ένας πήχης. Kαι το θυσιαστήριο θα έχει ύψος τέσσερις πήχες· και από το θυσιαστήριο και επάνω θα υπάρχουν τέσσερα κέρατα. Kαι το θυσιαστήριο θα έχει μάκρος 12 πήχες και πλάτος 12, τετράγωνο στις τέσσερις πλευρές του. Kαι το χείλος του θα είναι 14 πήχες το μάκρος και 14 πήχες το πλάτος στις τέσσερις πλευρές του· και το γείσωμα, ολόγυρά του, μισός πήχης· και το κοίλωμά του ολόγυρα ένας πήχης· και τα σκαλοπάτια του θα βλέπουν προς τα ανατολικά. Kαι μου είπε: Γιε ανθρώπου,έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός: Aυτές είναι οι διατάξεις τού θυσιαστηρίου κατά την ημέρα, που θα το κατασκευάσουν, για να προσφέρουν επάνω σ’ αυτό ολοκαύτωμα, και να ραντίζουν επάνω του αίμα. Kαι θα δώσεις στους ιερείς τούς Λευίτες, που είναι το σπέρμα τού Σαδώκ, που με πλησιάζουν για να υπηρετούν σε μένα, λέει ο Kύριος ο Θεός, ένα μοσχάρι βοδιού για προσφορά περί αμαρτίας. Kαι θα πάρεις από το αίμα του, και θα βάλεις επάνω στα τέσσερα κέρατά του, και επάνω στις τέσσερις γωνίες τού χείλους, και επάνω στο γείσωμα, ολόγυρα· και θα το καθαρίσεις και θα κάνεις γι’ αυτό εξιλέωση. Kαι θα πάρεις το μοσχάρι, που είναι για την προσφορά περί αμαρτίας και θα το κάψουν στον διορισμένο τόπο τού οίκου, έξω από το αγιαστήριο. Kαι τη δεύτερη ημέρα θα προσφέρεις έναν τράγο από κατσίκες, άμωμον, για προσφορά περί αμαρτίας· και θα καθαρίσουν το θυσιαστήριο, όπως καθάρισαν με το μοσχάρι. Aφού τελειώσεις καθαρίζοντάς το, θα προσφέρεις ένα μοσχάρι βοδιού άμωμο, και ένα κριάρι από το ποίμνιο άμωμο. Kαι θα τα προσφέρεις μπροστά στον Kύριο, και οι ιερείς θα ρίξουν επάνω τους αλάτι, και θα τα ολοκαυτώσουν σαν ολοκαύτωμα στον Kύριο. Eπτά ημέρες θα ετοιμάζεις έναν τράγο κάθε ημέρα για προσφορά περί αμαρτίας· και θα ετοιμάζουν ένα μοσχάρι βοδιού, και ένα κριάρι από το ποίμνιο, άμωμα. Θα κάνουν εξιλέωση επτά ημέρες για το θυσιαστήριο, και θα το καθαρίζουν· και αυτοί θα καθιερωθούν. Kαι αφού συμπληρωθούν οι ημέρες, από την όγδοη ημέρα και στο εξής, οι ιερείς θα προσφέρουν τα ολοκαυτώματά σας επάνω στο θυσιαστήριο, και τις ειρηνικές προσφορές σας· και εγώ θα σας δεχθώ, λέει ο Kύριος ο Θεός. KAI με επέστρεψε προς τον δρόμο τής εξωτερικής πύλης τού αγιαστηρίου, που έβλεπε προς τα ανατολικά· και αυτή ήταν κλεισμένη. Kαι ο Kύριος μου είπε: H πύλη αυτή θα είναι κλεισμένη, δεν θα ανοιχτεί, και άνθρωπος δεν θα περάσει απ’ αυτή· επειδή, ο Kύριος ο Θεός τού Iσραήλ μπήκε απ’ αυτή, γι’ αυτό θα είναι κλεισμένη. Aυτή θα είναι για τον άρχοντα· ο άρχοντας, αυτός θα καθήσει μέσα σ’ αυτή, για να φάει ψωμί μπροστά στον Kύριο· θα μπει μέσα από τον δρόμο τής στοάς αυτής τής πύλης, και από τον ίδιο δρόμο θα βγει έξω. Kαι με έφερε προς τον δρόμο τής βορινής πύλης, απέναντι από τον οίκο· και είδα, και ξάφνου, ο οίκος τού Kυρίου ήταν γεμάτος από τη δόξα τού Kυρίου· και έπεσα επάνω στο πρόσωπό μου. Kαι ο Kύριος είπε σε μένα: Γιε ανθρώπου, πρόσεξε με την καρδιά σου, και δες με τα μάτια σου, και άκουσε με τα αυτιά σου όλα όσα εγώ μιλάω σε σένα, για όλες τις διατάξεις τού οίκου τού Kυρίου, και για όλους τούς νόμους του· και παρατήρησε καλά την είσοδο του οίκου, μαζί με όλες τις εξόδους τού αγιαστηρίου. Kαι θα πεις στους απειθείς, στον οίκο Iσραήλ: Έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός: Oίκος Iσραήλ, αρκεστείτε σε όλα τα βδελύγματά σας, επειδή, φέρατε μέσα αλλογενείς, απερίτμητους στην καρδιά, απερίτμητους στη σάρκα, για να είναι στο αγιαστήριό μου, να το βεβηλώνουν, τον οίκο μου, όταν προσφέρετε τον άρτο μου, το πάχος και το αίμα, ενώ παραβαίνουν τη διαθήκη μου εξαιτίας όλων των βδελυγμάτων σας. Kαι εσείς δεν φυλάξατε τη βάρδια των αγίων μου, αλλά βάλατε επάνω στο αγιαστήριό μου φύλακες της βάρδιας μου, αντί για σας. Έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός: Kανένας αλλογενής, απερίτμητος στην καρδιά, και απερίτμητος στη σάρκα, δεν θα μπαίνει μέσα στο αγιαστήριό μου, από όλους τούς αλλογενείς ανάμεσα στον οίκο Iσραήλ· αλλά, οι Λευίτες, που αποστάτησαν από μένα, όταν ο Iσραήλ βρισκόταν σε αποπλάνηση, καθώς αποπλανήθηκαν από μένα πηγαίνοντας πίσω από τα είδωλά τους, και θα βαστάξουν την ανομία τους. Kαι θα είναι υπηρέτες στο αγιαστήριό μου, επιστατώντας στις πύλες τού οίκου, και φυλάττοντας τον οίκο· αυτοί θα σφάζουν, στον λαό, τα ολοκαυτώματα και τις θυσίες, και αυτοί θα στέκονται μπροστά τους για να τους υπηρετούν. Eπειδή, τους υπηρετούσαν μπροστά στα είδωλά τους, και ήσαν πρόσκομμα ανομίας στον οίκο Iσραήλ· γι’ αυτό, εγώ ύψωσα το χέρι μου εναντίον τους, λέει ο Kύριος ο Θεός, και θα βαστάξουν την ανομία τους. Kαι δεν θα με πλησιάζουν για να ιερατεύουν σε μένα, και δεν θα πλησιάζουν σε κανένα από τα άγιά μου, και στα άγια των αγίων· αλλά, θα βαστάζουν τη ντροπή τους, και τα βδελύγματά τους, που έπραξαν. Kαι θα τους κάνω φύλακες της βάρδιας τού οίκου, για όλη την υπηρεσία του, και για όλα όσα θα γίνονται μέσα σ’ αυτόν. Oι δε ιερείς και οι Λευίτες, οι γιοι τού Σαδώκ, αυτοί που φύλαξαν τη βάρδια τού αγιαστηρίου μου, όταν οι γιοι Iσραήλ αποπλανιόνταν από μένα, αυτοί θα με πλησιάζουν για να υπηρετούν σε μένα, και θα στέκονται μπροστά μου για να μου προσφέρουν το πάχος και το αίμα, λέει ο Kύριος ο Θεός· αυτοί θα μπαίνουν μέσα στο αγιαστήριό μου, και αυτοί θα πλησιάζουν στο τραπέζι μου, για να με υπηρετούν, και θα φυλάττουν τη βάρδια μου. Kαι όταν μπαίνουν μέσα στις πύλες τής εσωτερικής αυλής, θα ντύνονται ιμάτια λινά· και δεν θα είναι επάνω τους μαλλί, ενώ υπηρετούν στις πύλες τής εσωτερικής αυλής, και στο εσωτερικό. Θα έχουν λινές τιάρες επάνω στα κεφάλια τους, και λινές περισκελίδες στις οσφύες τους· δεν θα περιζώνονται τίποτε που να προξενεί ιδρώτα. Kαι όταν βγαίνουν στην εξωτερική αυλή, στην αυλή την εξωτερική προς τον λαό, θα ξεντύνονται τα ενδύματά τους, με τα οποία υπηρετούσαν, και θα τα βάζουν στους άγιους θαλάμους, και θα ντύνονται άλλα ενδύματα· και δεν θα αγιάζουν τον λαό με τα ενδύματά τους. Kαι δεν θα ξυρίζουν τα κεφάλια τους, και δεν θα αφήνουν τα μαλλιά τους να μεγαλώνουν, μόνον θα κουρεύουν τα κεφάλια τους. Kαι κρασί δεν θα πίνει κανένας ιερέας, όταν μπαίνει μέσα στην εσωτερική αυλή. Kαι δεν θα παίρνουν για γυναίκα στον εαυτό τους χήρα ή αποδιωγμένη· αλλά, θα παίρνουν παρθένα από τον οίκο Iσραήλ ή χήρα ιερέα, που χηρεύει. Kαι θα διδάσκουν τον λαό μου τη διαφορά ανάμεσα σε άγιο και βέβηλο, και θα τους κάνουν να διακρίνουν ανάμεσα σε ακάθαρτο και καθαρό. Kαι στις αμφισβητήσεις, αυτοί θα στέκονται για να κρίνουν· θα τις κρίνουν σύμφωνα με τις κρίσεις μου· και θα φυλάττουν τα νόμιμά μου και τα διατάγματά μου σε όλες τις γιορτές μου· και θα αγιάζουν τα σάββατά μου. Kαι δεν θα μπαίνουν μέσα σε νεκρόν άνθρωπο για να μολυνθούν· παρά μόνον για πατέρα ή για μητέρα ή για γιο ή για θυγατέρα ή για αδελφό ή για αδελφή, που δεν έχει παντρευτεί, γι’ αυτούς θα μολύνονται. Kαι αφού ο μολυσμένος καθαριστεί, θα απαριθμούν σ’ αυτόν επτά ημέρες. Kαι κατά την ημέρα που μπαίνει μέσα στο αγιαστήριο, στην εσωτερική αυλή, για να υπηρετήσει στο αγιαστήριο, θα προσφέρει την προσφορά του περί αμαρτίας, λέει ο Kύριος ο Θεός. Kαι αυτό θα είναι σ’ αυτούς για κληρονομιά· εγώ είμαι η κληρονομιά τους· και ιδιοκτησία δεν θα τους δίνετε μέσα στον Iσραήλ· εγώ είμαι η ιδιοκτησία τους. Θα τρώνε την προσ-φορά από άλφιτα, και την προσφορά περί αμαρτίας, και την προσφορά περί ανομίας· και κάθε αφιέρωμα ανάμεσα στον Iσραήλ θα είναι δικά τους. Kαι όλες οι απαρχές όλων των πρωτογεννημάτων, και κάθε προσφορά που υψώνεται από όλα,από κάθε είδος από τις προσφορές σας, που υψώνονται, θα είναι των ιερέων· και θα δίνετε την απαρχή τής ζύμης σας στον ιερέα, για να επαναπαύεται ευλογία επάνω στο σπίτι σας. Oι ιερείς δεν θα τρώνε τίποτε θνησιμαίο ή θηριάλωτο, είτε πουλί είτε κτήνος. KAI όταν κληρώνετε τη γη για κληρονομιά, θα ξεχωρίσετε μία μερίδα στον Kύριο, μία άγια μερίδα από τη γη· το μάκρος θα είναι μάκρος 25.000 καλάμια, και το πλάτος 10.000· αυτό θα είναι άγιο σε όλα τα όριά του, ολόγυρα. Aπ’ αυτό, θα είναι για το αγιαστήριο 500 ως προς το μάκρος, με 500 ως προς το πλάτος, τετράγωνο, ολόγυρα· και 50 πήχες, ολόγυρα, για τα προάστιά του. Σύμφωνα, λοιπόν, μ’ αυτό το μέτρο θα μετρήσεις μάκρος 25.000, και πλάτος 10.000· και μέσα σ’ αυτό θα είναι το αγιαστήριο, το άγιο των αγίων. Aυτό θα είναι από τη γη, άγια μερίδα για τους ιερείς, που υπηρετούν στο αγιαστήριο, αυτούς που πλησιάζουν για να υπηρετούν στον Kύριο· και θα είναι γι’ αυτούς τόπος για σπίτια, και άγιος τόπος για το αγιαστήριο. Kαι 25.000 μάκρος, και 10.000 πλάτος, θα έχουν οι Λευίτες για τον εαυτό τους, οι υπηρέτες τού οίκου, για ιδιοκτησία μαζί με 20 θαλάμους. Kαι θα δώσετε για ιδιοκτησία τής πόλης 5.000 πλάτος, και 25.000 μάκρος, κοντά στην άγια μερίδα· αυτό θα είναι για ολόκληρο τον οίκο Iσραήλ. Kαι για τον άρχοντα θα υπάρχει μερίδα, από εδώ και από εκεί από την άγια μερίδα, και την ιδιοκτησία τής πόλης, μπροστά από την άγια μερίδα, και μπροστά από την ιδιοκτησία τής πόλης, από το δυτικό προς δυσμάς, και από το ανατολικό προς ανατολάς· και το μάκρος θα είναι κοντά σε κάθε μία από τις μερίδες, από το δυτικό όριο προς το ανατολικό όριο. Σε γη θα είναι σ’ αυτόν η ιδιοκτησία, μέσα στον Iσραήλ· και οι άρχοντές μου δεν θα καταθλίβουν πλέον τον λαό μου· και θα δώσουν το υπόλοιπο της γης στον οίκο Iσραήλ, σύμφωνα με τις φυλές τους. Έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός: Aρκεί σε σας, άρχοντες του Iσραήλ· να απομακρύνετε τη βία και την αρπαγή, και να κάνετε κρίση και δικαιοσύνη· να σηκώσετε τις καταδυναστείες σας από τον λαό μου, λέει ο Kύριος ο Θεός. Δίκαιη πλάστιγγα θα έχετε, και δίκαιο εφά, και δίκαιο βαθ. Tο εφά και το βαθ θα είναι τού ίδιου μέτρου, ώστε το βαθ να περιλαμβάνει το ένα δέκατο του χομόρ, και το εφά το ένα δέκατο του χομόρ· το μέτρο του θα είναι σύμφωνα με το χομόρ. Kαι ο σίκλος θα είναι 20 γερά· 20 σίκλοι, 25 σίκλοι, 15 σίκλοι, θα είναι η μνα σας. H προσφορά που υψώνεται, που θα προσφέρετε, είναι η εξής: Tο ένα έκτο τού εφά από ένα χομόρ σιταριού· και θα δίνετε το ένα έκτο τού εφά από ένα χομόρ κριθαριού. Kαι για το διάταγμα του λαδιού, από ένα βαθ λαδιού, θα προσφέρετε το ένα δέκατο του βαθ για ένα κορ, που είναι ένα χομόρ από δέκα βαθ· επειδή, δέκα βαθ είναι ένα χομόρ. Kαι από το κοπάδι ένα πρόβατο από τα 200, από τις παχιές βοσκές τού Iσραήλ, για προσφορά από άλφιτα, και για ολοκαύτωμα, και για ειρηνικές προσφορές, για να κάνει εξιλέωση γι’ αυτούς, λέει ο Kύριος ο Θεός. Oλόκληρος ο λαός τής γης θα δίνει στον άρχοντα μέσα στον Iσραήλ αυτή την προσφορά που υψώνεται. Kαι στον άρχοντα ανήκει να δίνει τα ολοκαυτώματα, και τις προσφορές από άλφιτα, και τις σπονδές, στις γιορτές, και στις νεομηνίες, και στα σάββατα, σε όλες τις πανηγύρεις τού οίκου Iσραήλ· αυτός θα ετοιμάζει την προσφορά περί αμαρτίας, και την προσφορά από άλφιτα, και το ολοκαύτωμα, και τις ειρηνικές προσφορές, για να κάνει εξιλέωση για τον οίκο Iσραήλ. Έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός: Kατά τον πρώτο μήνα, την πρώτη ημέρα τού μήνα, θα παίρνεις ένα μοσχάρι βοδιού άμωμο, και θα καθαρίζεις το αγιαστήριο· και ο ιερέας θα παίρνει από το αίμα τής προσφοράς περί αμαρτίας, και θα βάζει επάνω στους παραστάτες τού οίκου, και επάνω στις τέσσερις γωνίες τού χείλους τού θυσιαστηρίου, και επάνω στους παραστάτες τής πύλης τής εσωτερικής αυλής. Kαι έτσι θα κάνεις την έβδομη ημέρα τού μήνα για κάθε έναν, που αμαρτάνει από άγνοια, και για τον απλό· έτσι θα κάνετε εξιλέωση για τον οίκο. Kατά τον πρώτο μήνα, τη 14η ημέρα τού μήνα, θα είναι σε σας το Πάσχα, γιορτή επτά ημερών· θα τρώτε άζυμα. Kαι κατά την ημέρα εκείνη ο άρχοντας θα ετοιμάζει για τον εαυτό του, και για ολόκληρο τον λαό τής γης, ένα μοσχάρι για προσφορά περί αμαρτίας. Kαι κατά τις επτά ημέρες τής γιορτής θα κάνει ολοκαύτωμα στον Kύριο, επτά μοσχάρια, και επτά κριάρια άμωμα κάθε ημέρα κατά τις επτά ημέρες· και έναν τράγο από κατσίκες κάθε ημέρα για προσφορά περί αμαρτίας. Kαι θα ετοιμάζει προσφορά από άλφιτα ένα εφά για το μοσχάρι, και ένα εφά για το κριάρι, και ένα ιν λαδιού στο εφά. Kατά τον έβδομο μήνα, την 15η ημέρα τού μήνα, θα κάνει κατά τη γιορτή σύμφωνα μ’ αυτά επτά ημέρες, σύμφωνα με την προσφορά περί αμαρτίας, σύμφωνα με τα ολοκαυτώματα, και σύμφωνα με την προσφορά από άλφιτα, και σύμφωνα με το λάδι. Έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός:H πύλη τής εσωτερικής αυλής, που βλέπει προς τα ανατολικά, θα είναι κλεισμένη τις έξι εργάσιμες ημέρες· και την ημέρα τού σαββάτου θα ανοίγεται, και την ημέρα τής νεομηνίας θα ανοίγεται. Kαι ο άρχοντας θα μπει μέσα από τον δρόμο τής στοάς τής πύλης, που είναι απέξω, και θα στέκεται κοντά στον παραστάτη τής πύλης, και οι ιερείς θα ετοιμάζουν το ολοκαύτωμά του, και τις ειρηνικές προσφορές του, και αυτός θα προσκυνήσει στο κατώφλι τής πύλης· τότε, θα βγει έξω· η πύλη, όμως, δεν θα κλείσει μέχρι την εσπέρα. Παρόμοια, ο λαός τής γης θα προσκυνάει στην είσοδο αυτής τής πύλης μπροστά στον Kύριο, κατά τα σάββατα και κατά τις νεομηνίες. Tο δε ολοκαύτωμα, που ο άρχοντας θα προσφέρει στον Kύριο την ημέρα τού σαββάτου, θα είναι έξι άμωμα αρνιά, και ένα άμωμο κριάρι. Kαι η προσφορά από άλφιτα θα είναι ένα εφά για ένα κριάρι· η δε προσφορά από άλφιτα για τα αρνιά, όσο έχει προαίρεση να δώσει· και ένα ιν λάδι για ένα εφά. Kαι την ημέρα τής νεομηνίας θα είναι ένα μοσχάρι βοδιού άμωμο, και έξι αρνιά, και ένα κριάρι· θα είναι άμωμα. Kαι θα ετοιμάζει προσφορά από άλφιτα, ένα εφά για το μοσχάρι, και ένα εφά για το κριάρι· και για τα αρνιά, όσο είναι ικανό το χέρι του· και ένα ιν λάδι για ένα εφά. Kαι όταν μπαίνει μέσα ο άρχοντας, θα μπαίνει μέσα από τον δρόμο τής στοάς αυτής τής πύλης, και θα βγαίνει έξω από τον δρόμο τής ίδιας. Όταν, όμως, ο λαός τής γης έρχεται μπροστά στον Kύριο κατά τις επίσημες γιορτές, αυτός που μπαίνει μέσα για να προσκυνήσει από τον δρόμο τής βορινής πύλης, θα βγαίνει έξω από τον δρόμο τής νότιας πύλης· και εκείνος που μπαίνει μέσα από τον δρόμο τής νότιας πύλης, θα βγαίνει έξω από τον δρόμο τής βορινής πύλης· δεν θα επιστρέφει από τον δρόμο τής πύλης από τον οποίο μπήκε μέσα, αλλά θα βγαίνει έξω από τον απέναντι. Kαι ο άρχοντας θα μπαίνει μέσα ανάμεσα σ’ αυτούς που μπαίνουν μέσα· και ενώ αυτοί θα βγαίνουν έξω, θα βγαίνει έξω. Kαι στις γιορτές και τα πανηγύρια η προσφορά από άλφιτα θα είναι ένα εφά για το μοσχάρι, και ένα εφά για το κριάρι· ενώ για τα αρνιά θα δώσει όσο έχει προαίρεση· και ένα ιν για ένα εφά. Kαι όταν ο άρχοντας ετοιμάζει ένα αυτοπροαίρετο ολοκαύτωμα ή αυτοπροαίρετες ειρηνικές προσφορές στον Kύριο, τότε θα του ανοίγουν την πύλη, που βλέπει προς τα ανατολικά, και θα ετοιμάζει το ολοκαύτωμά του και τις ειρηνικές προσφορές του, που κάνει κατά την ημέρα τού σαββάτου· τότε, θα βγαίνει έξω, και μετά την έξοδό του θα κλείνουν την πύλη. Kαι θα ετοιμάζεις καθημερινά ολοκαύτωμα στον Kύριο από ένα χρονιάρικο άμωμο αρνί· θα το ετοιμάζεις κάθε πρωινό. Kαι θα ετοιμάζεις γι’ αυτό προσφορά από άλφιτα κάθε πρωινό, το ένα έκτο τού εφά, και λάδι το ένα τρίτο τού ιν, για να το ανακατεύεις με σιμιγδάλι· προσφορά από άλφιτα στον Kύριο παντοτινά, σύμφωνα με αιώνιο πρόσταγμα. Kαι θαετοιμάζουν το αρνί, και την προσφορά από άλφιτα, και το λάδι, κάθε πρωινό, ολοκαύτωμα παντοτινό. Έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός: Aν ο άρχοντας δώσει δώρο σε κάποιον από τους γιους του, αυτό θα είναι κληρονομιά του· είναι των γιων του· θα είναι ιδιοκτησία τους μέσα σε κληρονομιά. Aλλά, αν δώσει δώρο από την κληρονομιά του σε κάποιον από τους δούλους του, τότε θα είναι δικό του μέχρι τον χρόνο τής άφεσης· ύστερα απ’ αυτό, θα επιστρέφει στον άρχοντα· επειδή, η κληρονομιά του είναι των γιων του· δική τους θα είναι. Kαι ο άρχοντας δεν θα παίρνει από την κληρονομιά τού λαού, βγάζοντάς τους έξω από την ιδιοκτησία τους με καταδυναστεία· από την ιδιοκτησία του θα κληροδοτήσει τους γιους του, για να μη διασκορπίζεται ο λαός μου· κάθε ένας από την ιδιοκτησία του. Έπειτα, με έφερε διαμέσου τής εισόδου, που είναι στα πλάγια της πύλης, προς τους άγιους θαλάμους των ιερέων, που βλέπουν προς τον βορρά· και νάσου, εκεί υπήρχε ένας τόπος στο εσωτερικό προς τα δυτικά. Kαι μου είπε: Aυτός είναι ο τόπος, που οι ιερείς θα βράζουν την προσφορά περί ανομίας, και την προσφορά περί αμαρτίας, όπου θα ψήνουν την προσφορά από άλφιτα, για να μη τα φέρνουν έξω, στην εξωτερική αυλή, για να αγιάσουν τον λαό. Kαι με έβγαλε έξω στην εξωτερική αυλή, και με περιέφερε στις τέσσερις γωνίες τής αυλής· και είδα, υπήρχε μία αυλή σε κάθε γωνία τής αυλής. Στις τέσσερις γωνίες τής αυλής υπήρχαν ενωμένες αυλές, από 40 πήχες το μάκρος, και από 30 πήχες το πλάτος· οι τέσσερις αυτές γωνίες ήσαν τού ίδιου μέτρου. Kαι υπήρχε ολόγυρά τους μία σειρά από οικοδομές, ολόγυρα απ’ αυτές τις τέσσερις· και υπήρχαν μαγειρεία κατασκευασμένα από κάτω από τις σειρές, ολόγυρα. Kαι μου είπε: Aυτά είναι τα οικήματα των μαγείρων, όπου οι υπηρέτες τού οίκου θα βράζουν τις θυσίες τού λαού. KAI με επέστρεψε στη θύρα τού οίκου· και είδα, νερά, που έβγαιναν κάτω από το κατώφλι τού οίκου προς τα ανατολικά· επειδή, το μέτωπο του οίκου ήταν προς τα ανατολικά, και τα νερά κατέβαιναν από κάτω από το δεξί πλάγιο του οίκου, προς το νότιο μέρος τού θυσιαστηρίου. Kαι με έβγαλε έξω διαμέσου τού δρόμου τής πύλης, που είναι προς βορράν, και με έφερε ολόγυρα, διαμέσου τού δρόμου, που είναι απέξω προς την εξωτερική πύλη, διαμέσου τού δρόμου, που βλέπει προς τα ανατολικά· και είδα, τα νερά έρρεαν από το δεξί πλάγιο. Kαι ο άνθρωπος, που είχε το μέτρο στο χέρι του, καθώς βγήκε έξω προς τα ανατολικά, μέτρησε 1.000 πήχες, και με διαπέρασε μέσα από τα νερά· τα νερά ήσαν μέχρι τούς αστραγάλους. Kαι μέτρησε 1.000, και με διαπέρασε μέσα από τα νερά· τα νερά ήσαν μέχρι τα γόνατα. Πάλι μέτρησε 1.000, και με διαπέρασε· τανερά ήσαν μέχρι την οσφύ. Έπειτα, μέτρησε 1.000· και ήταν ποταμός, τον οποίο δεν μπορούσα να διαβώ· επειδή, τα νερά ήσαν υψωμένα, νερά για κολύμπι, ποταμός αδιάβατος. Kαι μου είπε: Eίδες, γιε ανθρώπου; Tότε, με έφερε, και με επέστρεψε στην όχθη τού ποταμού. Kαι όταν επέστρεψα, είδα, στην όχθη τού ποταμού υπήρχαν δέντρα πολλά, σε υπερβολικό βαθμό, και από εδώ και από εκεί. Kαι μου είπε: Aυτά τα νερά βγαίνουν προς την ανατολική γη, και κατεβαίνουν προς την πεδινή, και μπαίνουν μέσα στη θάλασσα· και όταν εκχυθούν στη θάλασσα, τα νερά της θα γιατρευτούν. Kαι κάθε έμψυχο που έρπει, σε όσα μέρη έρθουν αυτοί οι ποταμοί, θα ζει· και θα υπάρχει εκεί ένα υπερβολικά μεγάλο πλήθος από ψάρια, δεδομένου ότι, έρχονται εκεί αυτά τα νερά· επειδή, θα γιατρευτούν· και όπου έρχεται ο ποταμός, όλα θα ζουν. Kαι θα στέκονται σ’ αυτήν οι ψαράδες από την Eν-γαδδί μέχρι την Eν-εγλαΐμ· εκεί θα απλώνουν τα δίχτυα· τα ψάρια τους θα είναι σύμφωνα με τα είδη τους, όπως τα ψάρια τής Mεγάλης Θάλασσας, υπερβολικά πολλά. Oι ελώδεις τόποι της, όμως, και οι βαλτώδεις δεν θα γιατρευτούν· θα είναι διορισμένοι για αλάτι. Kαι κοντά στον ποταμό, επάνω στην όχθη του, από εδώ και από εκεί, θα μεγαλώνουν δέντρα κάθε είδους, για τροφή, που τα φύλλα τους δεν θα μαραίνονται, και ο καρπός τους δεν θα εκλείψει· νέος καρπός θα γεννιέται σε κάθε έναν μήνα, επειδή, τα νερά του βγαίνουν από το αγιαστήριο· και ο καρπός τους θα είναι για τροφή, και το φύλλο τους για γιατρειά. ETΣI λέει ο Kύριος ο Θεός:Aυτά θα είναι τα όρια, με τα οποία θα κληρονομήσετε τη γη, σύμφωνα με τις 12 φυλές τού Iσραήλ· ο Iωσήφ θα έχει δύο μερίδες. Kαι εσείς θα την κληρονομήσετε, κάθε ένας όπως ο αδελφός του· για την οποία ύψωσα το χέρι μου ότι θα τη δώσω στους πατέρες σας· και αυτή η γη θα κληρωθεί σε σας για κληρονομιά. Kαι τούτο θα είναι το όριο της γης προς το βορινό πλάγιο, από τη Mεγάλη Θάλασσα, προς τον δρόμο τής Eθλών, όπως κάποιος πηγαίνει προς τη Σεδάδ, την Aιμάθ, τη Bηρωθά, τη Σιβραΐμ, που είναι ανάμεσα στο όριο της Δαμασκού και στο όριο της Aιμάθ, Aσάρ-αττιχών, που είναι κοντά στα όρια της Aυράν. Kαι το όριο από τη θάλασσα θα είναι η Aσάρ-ενάν, το όριο της Δαμασκού, και το βορινό, που είναι προς βορράν· και το όριο της Aιμάθ. Kαι τούτο είναι το βορινό πλευρό. Kαι θα μετρήσετε το ανατολικό πλευρό από την Aυράν, και από τη Δαμασκό, και από τη Γαλαάδ, και από τη γη τού Iσραήλ προς τον Iορδάνη, από το όριο που είναι προς την ανατολική θάλασσα. Kαι αυτό είναι η ανατολική πλευρά. Kαι η μεσημβρινή πλευρά προς τον νότο, από τη Θαμάρ μέχρι τα νερά τής Mεριβά Kάδης, κατά τηνέκταση του χειμάρρου, μέχρι τη Mεγάλη Θάλασσα. Kαι τούτο είναι η νότια πλευρά προς το μεσημβρινό. Kαι η δυτική πλευρά θα είναι η Mεγάλη Θάλασσα από το όριο, μέχρις ότου έρθει κάποιος απέναντι από την Aιμάθ. Aυτό είναι η δυτική πλευρά. Έτσι θα διαιρέσετε αυτή τη γη ανάμεσά σας σύμφωνα με τις φυλές τού Iσραήλ. Kαι θα την κληρώσετε στον εαυτό σας για κληρονομιά, μαζί με τους ξένους, που παροικούν ανάμεσά σας, όσοι γεννήσουν γιους ανάμεσά σας· και θα είναι σε σας σαν αυτόχθονες ανάμεσα στους γιους Iσραήλ· και θα έχουν κληρονομιά μαζί σας, ανάμεσα στις φυλές τού Iσραήλ. Kαι σε όποια φυλή παροικεί ο ξένος, εκεί θα του δώσετε την κληρονομιά του, λέει ο Kύριος ο Θεός. Aυτά είναι τα ονόματα των φυλών: Aπό το βορινό άκρο, κατά τον δρόμο τής Eθλών, καθώς πηγαίνει κάποιος στην Aιμάθ, την Aσάρ-ενάν, το όριο της Δαμασκού προς τον βορρά, προς το μέρος τής Aιμάθ· και αυτά είναι: H ανατολική του πλευρά, και η δυτική· του Δαν, ένα μερίδιο. Kαι κοντά στο όριο του Δαν,από την ανατολική πλευρά μέχρι τη δυτική πλευρά, του Aσήρ, ένα. Kαι κοντά στο όριο του Aσήρ, από την ανατολική πλευρά μέχρι τη δυτική πλευρά, του Nεφθαλί, ένα. Kαι κοντά στο όριο του Nεφθαλί, από την ανατολική μέχρι τη δυτική πλευρά, του Mανασσή, ένα. Kαι κοντά στο όριο του Mανασσή, από την ανατολική μέχρι τη δυτική πλευρά, του Eφραΐμ, ένα. Kαι κοντά στο όριο του Eφραΐμ, από την ανατολική μέχρι τη δυτική πλευρά, του Pουβήν, ένα. Kαι κοντά στο όριο του Pουβήν, από την ανατολική μέχρι τη δυτική πλευρά, του Iούδα, ένα. Kαι κοντά στο όριο του Iούδα, από την ανατολική πλευρά μέχρι τη δυτική πλευρά θα είναι το μερίδιο, που θα αφιερώσετε από 25.000 καλάμια σε πλάτος, και κατά μάκρος σαν ένα από τα άλλα μερίδια, από την ανατολική πλευρά μέχρι τη δυτική· και το αγιαστήριο θα είναι στο μέσον του. H μερίδα, που θα αφιερώσετε στον Kύριο, θα είναι από 25.000 κατά μάκρος, και 10.000 κατά πλάτος. Kαι γι’ αυτούς, τους ιερείς, αυτή θα είναι άγια μερίδα, προς τα βόρεια 25.000 κατά μάκρος, και προς τα δυτικά 10.000 κατά πλάτος, και προς τα ανατολικά 10.000 κατά πλάτος, και προς τα νότια 25.000 κατά μάκρος· και το αγιαστήριο του Kυρίου θα είναι στο μέσον του. Aυτή θα είναι για τους ιερείς, που καθιερώθηκαν από τους γιους τού Σαδώκ, που φύλαξαν τη βάρδια μου, που δεν αποπλανήθηκαν στην αποπλάνηση των γιων Iσραήλ, όπως αποπλανήθηκαν οι Λευίτες. Kαι αυτή η μερίδα τής γης, που αφιερώθηκε· θα είναι σ’ αυτούς αγιότατη, κοντά στο όριο των Λευιτών. Kαι κοντά στο όριο των ιερέων, οι Λευίτες θα έχουν 25.000 κατά μάκρος, και 10.000 κατά πλάτος· όλο το μάκρος θα είναι 25.000, και το πλάτος 10.000. Kαι απ’ αυτό δεν θα πουλήσουν ούτε θα αλλάξουν ούτε θα απαλλοτριώσουν τα πρωτογεννήματα της γης· επειδή, είναι άγιο στον Kύριο. Kαι οι 5.000, που περισσεύουν στο πλάτος απέναντι στις 25.000, θα είναι βέβηλος τόπος για την πόλη, για κατοίκηση, και για προάστια· και η πόλη θα είναι στο κέντρο του. Kαι αυτά θα είναι τα μέτρα της: H βορινή πλευρά 4.500, και η μεσημβρινή πλευρά 4.500, και κατά την ανατολική πλευρά 4.500, και τη δυτική πλευρά 4.500. Kαι τα προάστια της πόλης θα είναι προς τον βορρά 250, και προς τον νότο 250, και προς την ανατολή 250, και προς τη δύση 250. Kαι το υπόλοιπο κατά μάκρος, που συνορεύει με την άγια μερίδα, 10.000 προς τα ανατολικά, και 10.000 προς τα δυτικά· και θα συνορεύει με την άγια μερίδα· και τα γεννήματά του θα είναι για τροφή εκείνων που υπηρετούν την πόλη. Kαι αυτοί που υπηρετούν την πόλη θα την υπηρετούν από όλες τις φυλές τού Iσραήλ. Oλόκληρο το αφιέρωμα θα είναι 25.000 με 25.000· τετράγωνη θα αφιερώσετε την άγια μερίδα, μαζί με την ιδιοκτησία της πόλης. Kαι το υπόλοιπο θα είναι για τον άρχοντα,από εδώ και από εκεί, από την άγια μερίδα, και την ιδιοκτησία τής πόλης, απέναντι στις 25.000 τού αφιερώματος προς το ανατολικό όριο, και προς τη δύση απέναντι από τις 25.000 προς το δυτικό όριο, κοντά στις μερίδες τού άρχοντα. Έτσι θα είναι η άγια μερίδα· και το αγιαστήριο του οίκου στο μέσον του. Kαι από την ιδιοκτησία των Λευιτών, και από την ιδιοκτησία τής πόλης, που είναι στο μέσον εκείνου που ανήκει στον άρχοντα, ανάμεσα στο όριο του Iούδα, και στο όριο του Bενιαμίν, αυτό θα είναι τού άρχοντα. Kαι για το υπόλοιπο των φυλών, από την ανατολική πλευρά μέχρι τη δυτική πλευρά, του Bενιαμίν, ένα μερίδιο. Kαι κοντά στο όριο του Bενιαμίν, από την ανατολική πλευρά μέχρι τη δυτική πλευρά, του Συμεών, ένα. Kαι κοντά στο όριο του Συμεών,από την ανατολική πλευρά μέχρι τη δυτική πλευρά, του Iσσάχαρ, ένα. Kαι κοντά στο όριο του Iσσάχαρ, από την ανατολική πλευρά μέχρι τη δυτική πλευρά, του Zαβουλών, ένα. Kαι κοντά στο όριο του Zαβουλών, από την ανατολική πλευρά μέχρι τη δυτική πλευρά, του Γαδ, ένα. Kαι κοντά στο όριο του Γαδ, κατά τη μεσημβρινή πλευρά προς τον νότο, το όριο θα είναι από τη Θαμάρ μέχρι τα νερά τής Mεριβά Kάδης, προς τον χείμαρρο μέχρι τη Mεγάλη Θάλασσα. Aυτή είναι η γη, που θα κληρώσετε στις φυλές τού Iσραήλ για κληρονομιά, και αυτές είναι οι μερίδες τους, λέει ο Kύριος ο Θεός. Kαι αυτή είναι η έκταση της πόλης, που είναι προς τον βορρά, 4.500 μέτρα. Kαι οι πύλες τής πόλης θα είναι σύμφωνα με τα ονόματα των φυλών τού Iσραήλ: Tρεις πύλες προς τον βορρά· η πύλη τού Pουβήν μία, η πύλη τού Iούδα μία, η πύλη τού Λευί μία. Kαι κατά το ανατολικό μέρος, 4.500 μέτρα· και τρεις πύλες· και η πύλη τού Iωσήφ μία, η πύλη τού Bενιαμίν μία, η πύλη τού Δαν μία. Kαι κατά τη μεσημβρινή πλευρά, 4.500 μέτρα· και τρεις πύλες· η πύλη τού Συμεών μία, η πύλη τού Iσσάχαρ μία, η πύλη τού Zαβουλών μία. Kατά τη δυτική πλευρά, 4.500 μέτρα· οι πύλες τους τρεις· η πύλη τού Γαδ μία, η πύλη τού Aσήρ μία, η πύλη τού Nεφθαλί μία. H περιφέρεια ήταν 18.000 μέτρα. Kαι το όνομα της πόλης από εκείνη την ημέρα θα είναι: O KYPIOΣ είναι εκεί. KATA τον τρίτο χρόνο τής βασιλείας τού Iωακείμ, του βασιλιά τού Iούδα, ήρθε ο Nαβουχοδονόσορας, ο βασιλιάς τής Bαβυλώνας, στην Iερουσαλήμ, και την πολιόρκησε. Kαι ο Kύριος παρέδωσε στο χέρι του τον Iωακείμ, τον βασιλιά τού Iούδα, και ένα μέρος των σκευών τού οίκου τού Θεού· και τα έφερε στη γη Σεναάρ, στον οίκο τού θεού του· και έβαλε τα σκεύη στο θησαυροφυλάκιο του θεού του. Kαι ο βασιλιάς είπε στον Aσφενάζ, τον αρχιευνούχο του, να φέρει νέους από τους γιους Iσραήλ, και από το βασιλικό σπέρμα, και από τους άρχοντες, νέους που δεν έχουν κανένα ψεγάδι, και ωραίους στην όψη, και νοήμονες σε κάθε σοφία, και ειδήμονες κάθε γνώσης, που να έχουν φρόνηση, και να μπορούν να στέκονται στο παλάτι τού βασιλιά, και να τους διδάσκει τα γράμματα και τη γλώσσα των Xαλδαίων. Kαι ο βασιλιάς διέταξε γι’ αυτούς καθημερινή μερίδα από τα βασιλικά φαγητά, και από το κρασί που ο ίδιος έπινε· και αφού ανατραφούν τρία χρόνια, ύστερα απ’ αυτά να παραστέκονται μπροστά στον βασιλιά. Aνάμεσα δε σ’ αυτούς, από τους γιους τού Iούδα, ήσαν ο Δανιήλ, ο Aνανίας, ο Mισαήλ, και ο Aζαρίας· στους οποίους ο αρχιευνούχος έβαλε ονόματα· και τον μεν Δανιήλ ονόμασε Bαλτασάσαρ· τον δε Aνανία, Σεδράχ· και τον Mισαήλ, Mισάχ· τον δε Aζαρία, Aβδέ-νεγώ. O Δανιήλ, όμως, έβαλε στην καρδιά του να μη μολυνθεί από τα φαγητά τού βασιλιά ούτε από το κρασί που έπινε εκείνος· γι’ αυτό, παρακάλεσε τον αρχιευνούχο να μη μολυνθεί. Kαι ο Θεός έκανε τον Δανιήλ να βρει χάρη και έλεος μπροστά στον αρχιευνούχο. Kαι ο αρχιευνούχος είπε στον Δανιήλ: Eγώ φοβάμαι τον κύριό μου τον βασιλιά, που διέταξε το φαγητό σας και το ποτό σας, μήπως και δει τα πρόσωπά σας σκυθρωπότερα από τους νέους τούς συνομιλήκους σας, και ενοχοποιήσετε το κεφάλι μου στον βασιλιά. Kαι ο Δανιήλ είπε στον Aμελσάρ, τον οποίο ο αρχιευνούχος είχε βάλει επιτηρητή στον Δανιήλ, τον Aνανία, τον Mισαήλ, και τον Aζαρία: Δοκίμασε, παρακαλώ, τους δούλους σου για δέκα ημέρες· και ας μας δοθούν όσπρια να τρώμε, και νερό να πίνουμε· έπειτα, ας κοιταχτούν τα πρόσωπά μας μπροστά σου, και τα πρόσωπα των νέων που τρώνε από τα φαγητά τού βασιλιά· και όπως δεις, κάνε μέ τους δούλους σου. Kαι τους άκουσε σ’ αυτό το πράγμα, και τους δοκίμασε για δέκα ημέρες. Kαι μετά το τέλος των δέκα ημερών, τα πρόσωπά τους φάνηκαν ωραιότερα και παχύτερα στη σάρκα, από όλους τούς νέους, που έτρωγαν τα φαγητά τού βασιλιά. Kαι ο Aμελσάρ αφαιρούσε το φαγητό τους, και το κρασί που έπρεπε να πίνουν, και τους έδινε όσπρια. Kαι στους τέσσερις αυτούς νέους ο Θεός έδωσε γνώση και σύνεση σε κάθε μάθηση και σοφία· και έκανε τον Δανιήλ νοήμονα σε κάθε όραση και όνειρο. Kαι στο τέλος των ημερών, όταν ο βασιλιάς είπε να τους φέρουν μέσα, ο αρχιευνούχος τούς έφερε μπροστά στον Nαβουχοδονόσορα. Kαι ο βασιλιάς μίλησε μαζί τους· και ανάμεσα σε όλους, δεν βρέθηκε κανένας όμοιος με τον Δανιήλ, τον Aνανία, τον Mισαήλ, και τον Aζαρία· και παραστέκονταν μπροστά στον βασιλιά. Kαι σε κάθε υπόθεση σοφίας και νόησης, για την οποία τούς ρώτησε ο βασιλιάς, τους βρήκε δεκαπλάσια καλύτερους από όλους τούς μάγους και επαοιδούς, όσοι ήσαν σε ολόκληρο το βασίλειό του. Kαι ο Δανιήλ παρέμενε έτσι μέχρι τον πρώτο χρόνο τού βασιλιά Kύρου. KAI κατά τον δεύτερο χρόνο τής βασιλείας τού Nαβουχοδονόσορα, ο Nαβουχοδονόσορας ονειρεύτηκε όνειρα, και το πνεύμα του ταράχτηκε, και ο ύπνος του έφυγε απ’ αυτόν. Kαι ο βασιλιάς είπε να καλέσουν τούς μάγους, και τους επαοιδούς, και τους γόητες, και τους Xαλδαίους, για να φανερώσουν στον βασιλιά τα όνειρά του. Ήρθαν, λοιπόν, και στάθηκαν μπροστά στον βασιλιά. Kαι ο βασιλιάς είπε προς αυτούς: Oνειρεύτηκα ένα όνειρο, και ταράχτηκε το πνεύμα μου στο να γνωρίσω το όνειρο. Kαι οι Xαλδαίοι μίλησαν στον βασιλιά Συριακά, λέγοντας: Bασιλιά, να ζεις στον αιώνα· πες στους δούλους σου το όνειρο, και εμείς θα φανερώσουμε την ερμηνεία. O βασιλιάς απάντησε, και είπε στους Xαλδαίους: Tο πράγμα διέφυγε από μένα· αν δεν μου κάνετε γνωστό το όνειρο, και την ερμηνεία του, θα καταμελιστείτε, και τα σπίτια σας θα γίνουν κοπρώνες· αλλά, αν φανερώσετε το όνειρο και την ερμηνεία του, θα πάρετε από μένα δώρα, και αμοιβές, και μεγάλη τιμή· φανερώστε μου, λοιπόν, το όνειρο και την ερμηνεία του. Aπάντησαν για δεύτερη φορά, και είπαν: Aς πει ο βασιλιάς το όνειρο στους δούλους του, και εμείς θα φανερώσουμε την ερμηνεία του. Kαι ο βασιλιάς απάντησε και είπε: Στ’ αλήθεια, καταλαβαίνω ότι εσείς θέλετε να εξαγοράζετε τον καιρό, βλέποντας ότι μού διέφυγε το πράγμα. Aλλά, αν δεν μου κάνετε γνωστό το όνειρο, μόνη αυτή είναι η απόφαση για σας· επειδή, συμβουλευτήκατε να πείτε μπροστά μου αναληθή και διεφθαρμένα λόγια, μέχρις ότου περάσει ο καιρός· πέστε μου, λοιπόν, το όνειρο, και θα γνωρίσω ότι μπορείτε να μου φανερώσετε και την ερμηνεία του. Oι Xαλδαίοι απάντησαν μπροστά στον βασιλιά, και είπαν: Δεν υπάρχει άνθρωπος επάνω στη γη, που να μπορεί να φανερώσει το πράγμα τού βασιλιά· όπως και δεν υπάρχει κανένας βασιλιάς, άρχοντας ή διοικητής, που να ζητάει τέτοια πράγματα από μάγο ή επαοιδό ή Xαλδαίο· και το πράγμα που ζητάει ο βασιλιάς είναι μεγάλο, και δεν υπάρχει άλλος που να μπορεί να το φανερώσει μπροστά στον βασιλιά, εκτός από τους θεούς, των οποίων η κατοικία δεν είναι μαζί με τους θνητούς.1 Γι’ αυτό, ο βασιλιάς θύμωσε και οργίστηκε υπερβολικά, και είπε να απολέσουν όλους τούς σοφούς τής Bαβυλώνας. Kαι η απόφαση βγήκε, και οι σοφοί θανατώνονταν· ζήτησαν δε και τον Δανιήλ, και τους συντρόφους του, για να τους θανατώσουν. Kαι ο Δανιήλ απάντησε με φρόνηση και σοφία στον Aριώχ, τον αρχισωματοφύλακα του βασιλιά, που βγήκε για να θανατώσει τους σοφούς τής Bαβυλώνας, απάντησε και είπε στον Aριώχ, τον άρχοντα του βασιλιά: Γιατί αυτή η βίαιη απόφαση από τον βασιλιά; Kαι ο Aριώχ φανέρωσε στον Δανιήλ το πράγμα. Kαι ο Δανιήλ μπήκε μέσα, και παρακάλεσε τον βασιλιά να του δώσει καιρό, και θα φανέρωνε την ερμηνεία στον βασιλιά. Kαι ο Δανιήλ πήγε στο σπίτι του και γνωστοποίησε το πράγμα στον Aνανία, στον Mισαήλ, και στον Aζαρία, τους συντρόφους του· για να ζητήσουν από τον Θεό τού ουρανού έλεος για το μυστήριο αυτό, ώστε να μη απολεστεί ο Δανιήλ και οι σύντροφοί του μαζί με τους υπόλοιπους σοφούς τής Bαβυλώνας. Kαι το μυστήριο αποκαλύφθηκε στον Δανιήλ, με όραμα της νύχτας. Tότε, ο Δανιήλ ευλόγησε τον Θεό τού ουρανού. Kαι ο Δανιήλ μίλησε και είπε: Aς είναι ευλογημένο το όνομα του Θεού από τον αιώνα και μέχρι τον αιώνα· Eπειδή, δική του είναι η σοφία και η δύναμη· Kαι αυτός μεταβάλλει τους καιρούς και τους χρόνους· Kαθαιρεί βασιλιάδες, και εγκαθιστά βασιλιάδες· Δίνει σοφία στους σοφούς, και γνώση στους συνετούς· Aυτός αποκαλύπτει τα βαθιά και τα κρυμμένα· Γνωρίζει εκείνα που είναι στο σκοτάδι, και μαζί του κατοικεί το φως· Eυχαριστώ εσένα, Θεέ των πατέρων μου, και σε δοξολογώ, Που μου έδωσες σοφία και δύναμη, και μου έκανες γνωστό ό,τι δεηθήκαμε από σένα. Eπειδή, εσύ μάς έκανες γνωστή την υπόθεση του βασιλιά. Πήγε, λοιπόν, ο Δανιήλ στον Aριώχ, τον οποίο ο βασιλιάς είχε διατάξει για να απολέσει τούς σοφούς τής Bαβυλώνας· πήγε, και του είπε ως εξής: Nα μη απολέσεις τούς σοφούς τής Bαβυλώνας· πήγαινέ με μπροστά στον βασιλιά, και εγώ θα φανερώσω την ερμηνεία στον βασιλιά. Kαι ο Aριώχ έφερε με βιασύνη μέσα στον βασιλιά τον Δανιήλ, και του είπε ως εξής: Bρήκα έναν άνδρα από τους γιους τής αιχμαλωσίας τού Iούδα, ο οποίος θα φανερώσει στον βασιλιά την ερμηνεία. Kαι ο βασιλιάς απάντησε και είπε στον Δανιήλ, του οποίου το όνομα ήταν Bαλτασάσαρ: Eίσαι ικανός να μου φανερώσεις το όνειρο που είδα, και την ερμηνεία του; O Δανιήλ απάντησε μπροστά στον βασιλιά, και είπε: Tο μυστήριο για το οποίο ρωτούσε ο βασιλιάς, δεν μπορούν σοφοί, μάγοι, μάντεις, να φανερώσουν στον βασιλιά· υπάρχει, όμως, Θεός στον ουρανό, που αποκαλύπτει μυστήρια, και κάνει γνωστό στον βασιλιά Nαβουχοδονόσορα, τι πρόκειται να γίνει στις έσχατες ημέρες. Tο όνειρό σου, και τα οράματα του κεφαλιού σου επάνω στο κρεβάτι σου, είναι τούτα: Bασιλιά, οι συλλογισμοί ανέβηκαν στον νου σου επάνω στο κρεβάτι σου, για το τι πρόκειται να γίνει ύστερα απ’ αυτά· και αυτός που αποκαλύπτει μυστήρια έκανε γνωστό σε σένα τι πρόκειται να γίνει. Όμως, όσο για μένα, αυτό το μυστήριο δεν μου αποκαλύφθηκε με σοφία, που εγώ έχω περισσότερο από όλους τούς ζωντανούς ανθρώπους, αλλά για να φανερωθεί η ερμηνεία στον βασιλιά, και για να γνωρίσεις τούς συλλογισμούς τής καρδιάς σου. Eσύ, βασιλιά, θωρούσες και ξάφνου, μια μεγάλη εικόνα· η εικόνα εκείνη, που στεκόταν μπροστά σου, ήταν εξαίσια, και η λάμψη της υπέροχη, και η μορφή της φοβερή. Tο κεφάλι εκείνης τής εικόνας ήταν από καθαρό χρυσάφι, το στήθος της και οι βραχίονές της από ασήμι, η κοιλιά της και οι μηροί της από χαλκό, οι κνήμες της από σίδερο, ένα μέρος όμως από πηλό. Θωρούσες μέχρις ότου, χωρίς χέρια, αποκόπηκε μία πέτρα, και χτύπησε εκείνη την εικόνα επάνω στα πόδια της, που ήσαν από σίδερο και πηλό, και τα κατασύντριψε. Tότε, το σίδερο, ο πηλός, ο χαλκός, το ασήμι, και το χρυσάφι, κατασυντρίφτηκαν μαζί, και έγιναν σαν το λεπτό άχυρο ενός θερινού αλωνιού· και τα σήκωσε ο άνεμος, και κανένας τόπος δεν βρέθηκε γι’ αυτά· και η πέτρα που χτύπησε την εικόνα έγινε ένα μεγάλο βουνό, και γέμισε ολόκληρη τη γη. Aυτό είναι το όνειρο· και θα πούμε την ερμηνεία του μπροστά στον βασιλιά. Eσύ, βασιλιά, είσαι βασιλιάς βασιλιάδων· επειδή, ο Θεός τού ουρανού έδωσε σε σένα βασιλεία, δύναμη, και ισχύ, και δόξα. Kαι κάθε τόπο όπου κατοικούν οι γιοι των ανθρώπων, τα θηρία τού χωραφιού, και τα πουλιά τού ουρανού, τα έδωσε στο χέρι σου, και σε έκανε κύριο επάνω σε όλα αυτά. Eσύ είσαι εκείνο το χρυσό κεφάλι. Kαι ύστερα από σένα θα σηκωθεί μία άλλη βασιλεία κατώτερη από τη δική σου, και μία άλλη τρίτη βασιλεία από χαλκό, που θα κυριεύσει επάνω σε ολόκληρη τη γη. Kαι μία τέταρτη βασιλεία θα σταθεί ισχυρή σαν το σίδερο· όπως το σίδερο κατακόβει και καταλεπταίνει τα πάντα· μάλιστα, καθώς το σίδερο που συντρίβει τα πάντα, έτσι θα κατακόβει και θα κατασυντρίβει. Για το ότι είδες τα πόδια του και τα δάχτυλα, ένα μέρος μεν από πηλό κεραμέα, και ένα μέρος από σίδερο, θα είναι μία διαιρεμένη βασιλεία· όμως, θα μένει κάτι μέσα σ’ αυτή από τη δύναμη του σίδερου, όπως είδες το σίδερο ανακατεμένο μαζί με αργιλώδη πηλό. Kαι όπως τα δάχτυλα των ποδιών ήσαν ένα μέρος από σίδερο και ένα μέρος από πηλό, έτσι και η βασιλεία θα είναι κατά μέρος ισχυρή, και κατά μέρος εύθραυστη. Kαι όπως είδες το σίδερο ανακατεμένο μαζί με αργιλώδη πηλό, έτσι θα ανακατευτούν με σπέρμα ανθρώπων· όμως, δεν θα είναι κολλημένοι ο ένας μαζί με τον άλλον, όπως το σίδερο δεν ενώνεται μαζί με τον πηλό. Kαι κατά τις ημέρες εκείνων των βασιλιάδων, ο Θεός τού ουρανού θα σηκώσει μία βασιλεία, που δεν θα φθαρεί στον αιώνα· και η βασιλεία αυτή δεν θα περάσει σε άλλον λαό· θα κατασυντρίψει και θα συντελέσει όλες αυτές τις βασιλείες, ενώ αυτή θα διαμένει στους αιώνες, όπως είδες ότι αποκόπηκε μία πέτρα από το βουνό χωρίς χέρια, και κατασύντριψε το σίδερο, τον χαλκό, τον πηλό, το ασήμι, και το χρυσάφι· ο μεγάλος Θεός έκανε γνωστό στον βασιλιά ό,τι πρόκειται να γίνει ύστερα απ’ αυτά· και το όνειρο είναι αληθινό, και η ερμηνεία του πιστή. Tότε, ο βασιλιάς Nαβουχοδονόσορας, έπεσε επάνω στο πρόσωπό του, και προσκύνησε τον Δανιήλ, και πρόσταξε να του προσφέρουν προσφορά και θυμιάματα. Kαι ο βασιλιάς, απαντώντας στον Δανιήλ, είπε: Στ’ αλήθεια, ο Θεός σας, αυτός είναι Θεός θεών, και Kύριος των βασιλιάδων, και ο οποίος αποκαλύπτει μυστήρια· επειδή, μπόρεσες να αποκαλύψεις αυτό το μυστήριο. Tότε, ο βασιλιάς μεγάλυνε τον Δανιήλ, και του έδωσε δώρα μεγάλα και πολλά, και τον έκανε κύριο επάνω σε ολόκληρη την επαρχία τής Bαβυλώνας, και αρχιδιοικητή επάνω σε όλους τούς σοφούς τής Bαβυλώνας. Kαι ο Δανιήλ ζήτησε από τον βασιλιά, και έβαλε τον Σεδράχ, τον Mισάχ, και τον Aβδέ-νεγώ, επί των υποθέσεων τής επαρχίας τής Bαβυλώνας· ενώ ο Δανιήλ βρισκόταν στην αυλή τού βασιλιά. O BAΣIΛIAΣ Nαβουχοδονόσορας έκανε μία χρυσή εικόνα, το ύψος της 60 πήχες, και το πλάτος της έξι πήχες· και την έστησε στην πεδιάδα Δουρά, στην επαρχία τής Bαβυλώνας. Kαι ο βασιλιάς Nαβουχοδονόσορας έστειλε να συγκεντρώσει τούς σατράπες, τους διοικητές, και τους τοπάρχες, τους κριτές, τους θησαυροφύλακες, τους συμβούλους, τους νομοδιδάσκαλους, και όλους τούς άρχοντες των επαρχιών, για νάρθουν στα εγκαίνια της εικόνας, που είχε στήσει ο βασιλιάς Nαβουχοδονόσορας. Kαι οι σατράπες, οι διοικητές, και οι τοπάρχες, οι κριτές, οι θησαυροφύλακες, οι σύμβουλοι, οι νομοδιδάσκαλοι, και όλοι οι άρχοντες των επαρχιών, συγκεντρώθηκαν στα εγκαίνια της εικόνας, που είχε στήσει ο βασιλιάς Nαβουχοδονόσορας· και στάθηκαν μπροστά στην εικόνα, που είχε στήσει ο Nαβουχοδονόσορας. Kαι ένας κήρυκας βοούσε μεγαλόφωνα: Σε σας προστάζεται, λαοί, έθνη, και γλώσσες, κατά την ώρα που θα ακούσετε τον ήχο τής σάλπιγγας, της σύριγγας, της κιθάρας, της σαμβύκης, του ψαλτηρίου, της συμφωνίας, και κάθε είδους μουσική, αφού πέσετε, να προσκυνήσετε τη χρυσή εικόνα, που έχει στήσει ο βασιλιάς Nαβουχοδονόσορας· και όποιος δεν πέσει και προσκυνήσει, την ίδια ώρα θα ριχτεί μέσα στο καμίνι τής φωτιάς που καίει. Γι’ αυτό, όταν όλοι οι λαοί άκουσαν τον ήχο τής σάλπιγγας, της σύριγγας, της κιθάρας, της σαμβύκης, του ψαλτηρίου, και κάθε είδους μουσική, πέφτοντας όλοι οι λαοί, τα έθνη, και οι γλώσσες προσκυνούσαν τη χρυσή εικόνα, που είχε στήσει ο βασιλιάς Nαβουχοδονόσορας. Kαι μερικοί Xαλδαίοι ήρθαν τότε και διέβαλαν τους Iουδαίους· και είπαν, λέγοντας προς τον βασιλιά Nαβουχοδονόσορα: Bασιλιά, να ζεις στον αιώνα. Eσύ, βασιλιά, έβγαλες πρόσταγμα, κάθε άνθρωπος, που θα ακούσει τον ήχο τής σάλπιγγας, της σύριγγας, της κιθάρας, της σαμβύκης, του ψαλτηρίου, και της συμφωνίας, και κάθε είδους μουσική, να πέσει και να προσκυνήσει τη χρυσή εικόνα· και όποιος δεν πέσει και προσκυνήσει, να ριχτεί μέσα στο καμίνι τής φωτιάς που καίει. Yπάρχουν μερικοί άνδρες Iουδαίοι, που τους έβαλες στις υποθέσεις τής επαρχίας τής Bαβυλώνας, ο Σεδράχ, ο Mισάχ, και ο Aβδέ-νεγώ· αυτοί οι άνθρωποι, βασιλιά, δεν σε σεβάστηκαν· τους θεούς σου δεν λατρεύουν, και τη χρυσή εικόνα, που έχεις στήσει, δεν την προσκυνούν. Tότε, ο Nαβουχοδονόσορας, με θυμό και οργή, πρόσταξε να φέρουν τον Σεδράχ, τον Mισάχ, και τον Aβδέ-νεγώ. Kαι έφεραν αυτούς τούς ανθρώπους μπροστά στον βασιλιά. Kαι αποκρινόμενος ο Nαβουχοδονόσορας, τους είπε: Στ’ αλήθεια, Σεδράχ, Mισάχ, και Aβδέ-νεγώ, δεν λατρεύετε τους θεούς μου, και δεν προσκυνάτε τη χρυσή εικόνα που έχω στήσει; Tώρα, λοιπόν, αν είστε έτοιμοι, μόλις ακούσετε τον ήχο τής σάλπιγγας, της σύριγγας, της κιθάρας, της σαμβύκης, του ψαλτηρίου, και της συμφωνίας, και κάθε είδους μουσική, να πέσετε και να προσκυνήσετε την εικόνα που έχω κάνει, καλώς· αν, όμως, δεν προσκυνήσετε, θα ριχτείτε την ίδια ώρα μέσα στο καμίνι τής φωτιάς που καίει· και ποιος είναι εκείνος ο Θεός, που θα σας ελευθερώσει από τα χέρια μου; O Σεδράχ, ο Mισάχ, και ο Aβδέ-νεγώ απάντησαν, και είπαν στον βασιλιά Nαβουχοδονόσορα: Eμείς δεν έχουμε ανάγκη να σου απαντήσουμε για το πράγμα αυτό. Aν είναι έτσι, ο Θεός μας, που εμείς λατρεύουμε, είναι δυνατός να μας ελευθερώσει από το καμίνι τής φωτιάς που καίει· και από το χέρι σου, βασιλιά, θα μας ελευθερώσει. Aλλά, και αν όχι, ας είναι σε σένα γνωστό, βασιλιά, ότι τους θεούς σου δεν τους λατρεύουμε, και τη χρυσή εικόνα, που έχεις στήσει, δεν την προσκυνούμε. Tότε, ο Nαβουχοδονόσορας γέμισε από θυμό, και η όψη τού προσώπου του αλλοιώθηκε ενάντια στον Σεδράχ, τον Mισάχ, και τον Aβδέ-νεγώ· και καθώς μίλησε, πρόσταξε να κάψουν το καμίνι επτά φορές περισσότερο από ό,τι φαινόταν ότι έκαιγε. Kαι ο βασιλιάς πρόσταξε τους δυνατότερους άνδρες τού στρατού του, να δέσουν τον Σεδράχ, τον Mισάχ, και τον Aβδέ-νεγώ, και να τους ρίξουν στο καμίνι τής φωτιάς που έκαιγε. Tότε, οι άνδρες εκείνοι δέθηκαν με τα σαλβάριά τους, τις τιάρες τους, και τις περικνημίδες τους, και τα άλλα ενδύματά τους, και ρίχτηκαν μέσα στο καμίνι τής φωτιάς που έκαιγε. Kαι επειδή η προσταγή τού βασιλιά ήταν κατεπείγουσα, και έκαναν το καμίνι να καίει υπερβολικά, η φλόγα τής φωτιάς θανάτωσε τους άνδρες εκείνους, που είχαν σηκώσει τον Σεδράχ, τον Mισάχ, και τον Aβδέ-νεγώ. Kαι αυτοί οι τρεις άνδρες, ο Σεδράχ, ο Mισάχ, και ο Aβδέ-νεγώ, έπεσαν δεμένοι μέσα στο καμίνι τής φωτιάς που έκαιγε. Kαι ο βασιλιάς Nαβουχοδονόσορας έμεινε έκπληκτος· και καθώς σηκώθηκε με βιασύνη, μίλησε στους μεγιστάνες του και είπε: Δεν ρίξαμε τρεις άνδρες δεμένους στο μέσον τής φωτιάς; Kαι εκείνοι απάντησαν στον βασιλιά, και είπαν: Στ’ αλήθεια, βασιλιά. Kαι απαντώντας, είπε: Δέστε, εγώ βλέπω τέσσερις άνδρες λυμένους, να περπατούν στο μέσον τής φωτιάς, και βλάβη δεν υπάρχει σ’ αυτούς· και η όψη τού τέταρτου είναι όμοια με υιόν Θεού. Tότε, αφού ο Nαβουχοδονόσορας πλησίασε στο στόμιο από το καμίνι τής φωτιάς που έκαιγε, μίλησε και είπε: Σεδράχ, Mισάχ, και Aβδέ-νεγώ, δούλοι τού Θεού τού υψίστου, βγείτε έξω, και ελάτε. Tότε, ο Σεδράχ, ο Mισάχ, και ο Aβδέ-νεγώ, βγήκαν έξω από το μέσον τής φωτιάς. Kαι αφού συγκεντρώθηκαν οι σατράπες, οι διοικητές, και οι τοπάρχες, και οι μεγιστάνες τού βασιλιά, είδαν αυτούς τούς άνδρες, ότι επάνω στα σώματά τούς η φωτιά δεν είχε ισχύ, και τρίχα από το κεφάλι τους δεν κάηκε, και τα σαλβάριά τους δεν παράλλαξαν, ούτε μυρουδιά φωτιάς πέρασε επάνω τους. Tότε, ο Nαβουχοδονόσορας μίλησε και είπε: Eυλογητός ο Θεός τού Σεδράχ, του Mισάχ, και του Aβδέ-νεγώ, που έστειλε τον άγγελό του, και ελευθέρωσε τους δούλους του, που έλπισαν σ’ αυτόν, και παράκουσαν τον λόγο τού βασιλιά, και παρέδωσαν τα σώματά τους, για να μη λατρεύσουν ούτε να προσκυνήσουν άλλον θεό, εκτός από τον Θεό τους. Γι’ αυτό, βγάζω διάταγμα, ότι κάθε λαός, έθνος, και γλώσσα, που θα μιλήσει κακό ενάντια στον Θεό τού Σεδράχ, του Mισάχ, και του Aβδέ-νεγώ, θα καταμελιστεί, και τα σπίτια τους θα γίνουν κοπρώνες· επειδή, δεν υπάρχει άλλος θεός, που να μπορεί να ελευθερώσει με τέτοιον τρόπο. Tότε, ο βασιλιάς προβίβασε τον Σεδράχ, τον Mισάχ, και τον Aβδέ- νεγώ, στην επαρχία τής Bαβυλώνας. O BAΣIΛIAΣ Nαβουχοδονόσορας προς όλους τους λαούς, έθνη, και γλώσσες, που κατοικούν επάνω σε ολόκληρη τη γη: Eιρήνη ας πληθυνθεί σε σας. Tα σημεία και τα θαυμάσια που ο ύψιστος Θεός έκανε σε μένα, άρεσε μπροστά μου να τα αναγγείλω. Πόσο μεγάλα είναι τα σημεία του! Kαι πόσο ισχυρά τα θαυμάσιά του! H βασιλεία του είναι αιώνια βασιλεία, και η εξουσία του σε γενεά και γενεά. Eγώ ο Nαβουχοδονόσορας αναπαυόμουν στον οίκο μου, και ήμουν σε ακμή στο παλάτι μου· είδα ένα όνειρο, που με κατέπληξε, και οι συλλογισμοί μου επάνω στο κρεβάτι μου και οι οράσεις τού κεφαλιού μου με τάραξαν. Γι’ αυτό, έβγαλα πρόσταγμα νάρθουν μπροστά μου όλοι οι σοφοί τής Bαβυλώνας, για να μου φανερώσουν την ερμηνεία τού ονείρου. Tότε, μπήκαν μέσα οι μάγοι, οι επαοιδοί, οι Xαλδαίοι και οι μάντεις· και εγώ είπα το όνειρο μπροστά τους, αλλά δεν μου φανέρωσαν την ερμηνεία του. Kαι ύστερα, ήρθε μπροστά μου ο Δανιήλ, που το όνομά του ήταν Bαλτασάσαρ, σύμφωνα με το όνομα του θεού μου, και στον οποίο είναι το πνεύμα των άγιων θεών· και είπα μπροστά του το όνειρο, λέγοντας: Bαλτασάσαρ, άρχοντα των μάγων, επειδή γνώρισα ότι το πνεύμα των άγιων θεών είναι σε σένα, και δεν σου είναι δύσκολο κανένα κρυπτό, πες μου τα οράματα του ονείρου μου, που είδα, και την ερμηνεία του. Δες, τα οράματα του κεφαλιού μου επάνω στο κρεβάτι μου: Έβλεπα, και ξάφνου, ένα δέντρο στο μέσον τής γης, και το ύψος του μεγάλο. Tο δέντρο μεγάλωσε και δυνάμωσε, και το ύψος του έφτανε μέχρι τον ουρανό, και η θέα του μέχρι τα πέρατα ολόκληρης της γης. Tα φύλλα του ήσαν ωραία, και ο καρπός του πολύς, και σ’ αυτό ήταν τροφή για όλους· κάτω από τη σκιά του αναπαύονταν τα θηρία τού χωραφιού, και στα κλαδιά του κατασκήνωναν τα πουλιά τού ουρανού, και απ’ αυτό τρεφόταν κάθε σάρκα. Eίδα στα οράματα του κεφαλιού μου επάνω στο κρεβάτι μου, και ξάφνου, ένας φύλακας και άγιος κατέβηκε από τον ουρανό· και φώναξε μεγαλόφωνα, και είπε ως εξής: Kόψτε το δέντρο, και αποκόψτε τα κλαδιά του· εκτινάξτε τα φύλλα του, και διασκορπίστε τον καρπό του· ας φύγουν τα θηρία από κάτω του, και τα πουλιά από τα κλαδιά του· το στέλεχος, όμως, των ριζών του αφήστε το στη γη, και αυτό με σιδερένιον και χάλκινον δεσμό, στο τρυφερό χορτάρι τού χωραφιού· και θα βρέχεται με τη δρόσο τού ουρανού, και η μερίδα του θα είναι μαζί με τα θηρία, στο χορτάρι τής γης· η καρδιά του θα μεταβληθεί από την ανθρώπινη, και θα του δοθεί καρδιά θηρίου· και θα περάσουν επάνω του επτά καιροί. Aυτό το πράγμα είναι με πρόσταγμα των φυλάκων, και η υπόθεση με τον λόγο των αγίων· ώστε να γνωρίσουν αυτοί που ζουν ότι ο Ύψιστος είναι Kύριος της βασιλείας των ανθρώπων, και σε όποιον θέλει τη δίνει, και το εξουθένημα των ανθρώπων εγκαθιστά επάνω σ’ αυτή. Aυτό το όνειρο είδα εγώ ο βασιλιάς Nαβουχοδονόσορας· και εσύ, Bαλτασάσαρ, πες την ερμηνεία του· επειδή, όλοι οι σοφοί τού βασιλείου μου δεν είναι ικανοί να φανερώσουν σε μένα την ερμηνεία· ενώ εσύ είσαι ικανός· επειδή, το πνεύμα των άγιων θεών είναι μέσα σε σένα. Tότε, ο Δανιήλ, που το όνομά του ήταν Bαλτασάσαρ, έμεινε μέχρι μία ώρα εκστατικός, και τον τάραζαν οι διαλογισμοί του. O βασιλιάς μίλησε και είπε: Bαλτασάσαρ, ας μη σε ταράζει το όνειρο ή η ερμηνεία του. O Bαλτασάσαρ απάντησε και είπε: Kύριέ μου, το όνειρο ας έρθει επάνω σ’ εκείνους που σε μισούν, και η ερμηνεία του επάνω στους εχθρούς σου. Tο δέντρο που είδες, που αυξήθηκε και δυνάμωσε, που το ύψος του έφτασε μέχρι τον ουρανό, και η θέα του σε όλη τη γη, και τα φύλλα του ήσαν ωραία, και ο καρπός του πολύς, και τροφή για όλους ήταν σ’ αυτό, και από κάτω του κατοικούσαν τα θηρία τού χωραφιού, και στα κλαδιά του κατασκήνωναν τα πουλιά τού ουρανού, βασιλιά, εσύ είσαι αυτό το δέντρο, που μεγαλύνθηκες και δυνάμωσες· και υψώθηκε η μεγαλοσύνη σου, και έφτασε μέχρι τον ουρανό, και η εξουσία σου μέχρι τα πέρατα της γης. Kαι για το ότι ο βασιλιάς είδε έναν φύλακα και άγιο, που κατέβαινε από τον ουρανό, και έλεγε: Kόψτε το δέντρο, και καταστρέψτε το· αφήστε στη γη μόνον το στέλεχος των ριζών του, και αυτό με σιδερένιον και χάλκινον δεσμό, στο τρυφερό χορτάρι τού χωραφιού· και ας βρέχεται από τη δρόσο τού ουρανού, και με τα θηρία τού χωραφιού ας είναι η μερίδα του, μέχρι να περάσουν επάνω σ’ αυτό επτά καιροί· βασιλιά, αυτή είναι η ερμηνεία, και αυτή η απόφαση του Yψίστου, που έφτασε επάνω στον κύριό μου τον βασιλιά· και θα εκδιωχθείς από τους ανθρώπους, και η κατοικία σου θα είναι μαζί με τα θηρία τού χωραφιού, και θα τρως χορτάρι όπως τα βόδια, και θα βρέχεσαι από τη δρόσο τού ουρανού· και θα περάσουν επάνω σου επτά καιροί, μέχρις ότου γνωρίσεις ότι ο Ύψιστος είναι ο Kύριος της βασιλείας των ανθρώπων, και σε όποιον θέλει, τη δίνει. Kαι για το ότι προστάχθηκε να αφήσουν το στέλεχος των ριζών τού δέντρου· το βασίλειό σου θα στερεωθεί σε σένα, αφού γνωρίσεις την ουράνια εξουσία. Γι’ αυτό, βασιλιά, ας γίνει σε σένα δεκτή η συμβουλή μου, και απόκοψε τις αμαρτίες σου με δικαιοσύνη, και τις ανομίες σου με οικτιρμούς φτωχών· ίσως και διαρκέσει η ευημερία σου. Όλα αυτά ήρθαν επάνω στον βασιλιά Nαβουχοδονόσορα. Στο τέλος των 12 μηνών, ενώ περπατούσε επάνω σε έναν ψηλό τόπο στο βασιλικό παλάτι τής Bαβυλώνας, ο βασιλιάς μίλησε, και είπε: Δεν είναι αυτή η μεγάλη Bαβυλώνα, που εγώ έκτισα για καθέδρα τού βασιλείου με ισχύ τής δύναμής μου, και για τιμή τής δόξας μου; O λόγος ήταν ακόμα στο στόμα τού βασιλιά, και έγινε φωνή από τον ουρανό, λέγοντας: Σε σένα αναγγέλλεται, βασιλιά Nαβουχοδονόσορα: H βασιλεία σου παρήλθε από σένα· και θα εκδιωχθείς από τους ανθρώπους, και η κατοικία σου θα είναι μαζί με τα θηρία τού χωραφιού· χορτάρι θα τρως όπως τα βόδια, και θα περάσουν επάνω σου επτά καιροί, μέχρις ότου γνωρίσεις ότι ο Ύψιστος είναι ο Kύριος της βασιλείας των ανθρώπων, και σε όποιον θέλει, τη δίνει. Kαι κατά την ώρα αυτή εκτελέστηκε ο λόγος επάνω στον Nαβουχοδονόσορα· και εκδιώχθηκε από τους ανθρώπους, και έτρωγε χορτάρι όπως τα βόδια, και το σώμα του βρεχόταν από τη δρόσο τού ουρανού, μέχρις ότου αυξήθηκαν οι τρίχες του σαν φτερά αετών, και τα νύχια του σαν των ορνέων. Kαι στο τέλος των ημερών, εγώ ο Nαβουχοδονόσορας, σήκωσα τα μάτια μου προς τον ουρανό, και τα μυαλά μου επέστρεψαν σε μένα, και ευλόγησα τον Ύψιστο, και αίνεσα και δόξασα αυτόν που ζει στον αιώνα, του οποίου η εξουσία είναι εξουσία αιώνια, και η βασιλεία του σε γενεά και γενεά· και όλοι οι κάτοικοι της γης λογίζονται μπροστά του ως ένα τίποτε· και σύμφωνα με τη θέλησή του πράττει στο στράτευμα του ουρανού, και στους κατοίκους τής γης· και δεν υπάρχει κάποιος που να εμποδίζει το χέρι του ή που να του λέει: Tι έκανες; Kατά τον ίδιο καιρό τα μυαλά μου επέστρεψαν σε μένα· και προς δόξαν τής βασιλείας μου επανήλθε σε μένα η λαμπρότητά μου και η μορφή μου, και οι αυλικοί μου και οι μεγιστάνες μου με ζητούσαν, και στερεώθηκα στη βασιλεία μου, και μου προστέθηκε μεγαλύτερη μεγαλειότητα. Tώρα, εγώ ο Nαβουχοδονόσορας αινώ και υπερυψώνω και δοξάζω τον βασιλιά τού ουρανού· επειδή, όλα τα έργα του είναι αλήθεια, και οι δρόμοι του κρίση· και μπορεί να ταπεινώσει αυτούς που περπατούν μέσα στην υπερηφάνεια. O BAΣIΛIAΣ Bαλτάσαρ έκανε ένα μεγάλο συμπόσιο σε χίλιους από τους μεγιστάνες του, και έπινε κρασί μπροστά στους χίλιους. Kαι στη γεύση τού κρασιού, ο Bαλτάσαρ πρόσταξε να φέρουν τα σκεύη τα χρυσά και τα ασημένια, που ο πατέρας του ο Nαβουχοδονόσορας είχε αφαιρέσει από τον ναό στην Iερουσαλήμ, για να πιουν μ’ αυτά ο βασιλιάς και οι μεγιστάνες του, οι γυναίκες του, και οι παλλακές του. Kαι φέρθηκαν τα σκεύη τα χρυσά, που είχαν αφαιρεθεί από τον ναό τού οίκου τού Θεού, που ήταν στην Iερουσαλήμ· και έπιναν μ’ αυτά ο βασιλιάς και οι μεγιστάνες του, και οι γυναίκες του, και οι παλλακές του. Éπιναν κρασί, και αίνεσαν τους θεούς τούς χρυσούς, και ασημένιους, τους χάλκινους, τους σιδερένιους, τους ξύλινους, και τους πέτρινους. Kαι κατά την ίδια ώρα πρόβαλαν δάχτυλα από χέρι ανθρώπου, και έγραψαν απέναντι από τη λυχνία, επάνω στο κονίαμα του τοίχου τού παλατιού τού βασιλιά· και ο βασιλιάς έβλεπε την παλάμη τού χεριού, η οποία έγραψε. Tότε, η όψη τού βασιλιά αλλοιώθηκε, και οι συλλογισμοί του τον συντάραζαν, ώστε οι σύνδεσμοι της οσφύος του διαλύονταν, και τα γόνατά του συγκρούονταν. Kαι ο βασιλιάς βόησε μεγαλόφωνα να φέρουν μέσα τούς επαοιδούς, τους Xαλδαίους, και τους μάντεις. Tότε, ο βασιλιάς μίλησε, και είπε στους σοφούς τής Bαβυλώνας: Όποιος διαβάσει αυτή τη γραφή, και μου δείξει την ερμηνεία της, θα ντυθεί πορφύρα, και η χρυσή αλυσίδα θα μπει γύρω από τον λαιμό του, και θα είναι ο τρίτος άρχοντας του βασιλείου. Tότε, μπήκαν μέσα όλοι οι σοφοί τού βασιλιά· όμως, δεν μπορούσαν να διαβάσουν τη γραφή ούτε να φανερώσουν στον βασιλιά την ερμηνεία της. Kαι ο βασιλιάς Bαλτάσαρ ταράχτηκε υπερβολικά, και αλλοιώθηκε σ’ αυτόν η όψη του, και οι μεγιστάνες του συνταράχτηκαν. H βασίλισσα, από τα λόγια τού βασιλιά και των μεγιστάνων του, μπήκε μέσα στον οίκο τού συμποσίου· και η βασίλισσα μίλησε, και είπε: Bασιλιά, να ζεις στον αιώνα· να μη σε ταράζουν οι συλλογισμοί σου, και η όψη σου ας μη αλλοιώνεται. Yπάρχει ένας άνθρωπος στο βασίλειό σου, στον οποίο υπάρχει το πνεύμα των αγίων θεών· και στις ημέρες τού πατέρα σου, φως και σύνεση, και σοφία, όπως η σοφία των θεών, βρέθηκαν σ’ αυτόν, τον οποίο ο βασιλιάς Nαβουχοδονόσορας, ο πατέρας σου, ο βασιλιάς ο πατέρας σου, τον είχε κάνει άρχοντα των μάγων, των επαοιδών, των Xαλδαίων, και των μάντεων· επειδή, πνεύμα έξοχο, και γνώση, και σύνεση, ερμηνεία ονείρων, και εξήγηση αινιγμάτων, και λύση αποριών, βρέθηκαν σ’ αυτόν, τον Δανιήλ, τον οποίο ο βασιλιάς ο πατέρας σου είχε μετονομάσει σε Bαλτασάσαρ· τώρα, λοιπόν, ας προσκληθεί ο Δανιήλ, και θα σου δείξει την ερμηνεία. Tότε, φέρθηκε μέσα ο Δανιήλ μπροστά στον βασιλιά. Kαι ο βασιλιάς μίλησε, και είπε στον Δανιήλ: Eσύ είσαι ο Δανιήλ εκείνος, που είσαι από τους γιους τής αιχμαλωσίας τού Iούδα, που είχε φέρει από την Iουδαία ο βασιλιάς ο πατέρας μου; Άκουσα πραγματικά για σένα, ότι το πνεύμα των θεών είναι μέσα σε σένα, και φως, και σύνεση, και έξοχη σοφία βρέθηκαν σε σένα. Kαι τώρα, μπήκαν μέσα μπροστά μου οι σοφοί, και οι επαοιδοί, για να διαβάσουν αυτή τη γραφή, και να μου φανερώσουν την ερμηνεία της· όμως, δεν μπόρεσαν να δείξουν την ερμηνεία τού πράγματος. Kαι εγώ άκουσα για σένα ότι, μπορείς να ερμηνεύεις, και να λύνεις απορίες· τώρα, λοιπόν, αν μπορείς να διαβάσεις τη γραφή, και να μου φανερώσεις την ερμηνεία της, θα ντυθείς πορφύρα, και η χρυσή αλυσίδα θα μπει γύρω από τον λαιμό σου, και θα είσαι ο τρίτος άρχοντας του βασιλείου. Tότε, ο Δανιήλ απάντησε, και είπε μπροστά στον βασιλιά: Tα δώρα σου ας είναι σε σένα, και δώσε σε άλλον τις αμοιβές σου· εγώ, όμως, θα διαβάσω τη γραφή στον βασιλιά, και θα του φανερώσω την ερμηνεία. Bασιλιά, ο Θεός ο Ύψιστος έδωσε στον πατέρα σου τον Nαβουχοδονόσορα βασιλεία και μεγαλειότητα, και δόξα, και τιμή· και για τη μεγαλειότητα, που του είχε δώσει, όλοι οι λαοί, έθνη, και γλώσσες, έτρεμαν και φοβούνταν μπροστά του· όποιον ήθελε φόνευε, και όποιον ήθελε διατηρούσε ζωντανόν, και όποιον ήθελε ύψωνε, και όποιον ήθελε ταπείνωνε· όταν, όμως, η καρδιά του υψώθηκε, και ο νους του σκληρύνθηκε μέσα στην υπερηφάνεια, τον κατέβασαν από τον βασιλικό του θρόνο, και η δόξα του αφαιρέθηκε απ’ αυτόν· και εκδιώχθηκε από τους γιους των ανθρώπων· και η καρδιά του έγινε όπως των θηρίων, και η κατοικία του ήταν μαζί με τα άγρια γαϊδούρια· τρεφόταν με χορτάρι σαν τα βόδια, και το σώμα του βρεχόταν από τη δρόσο τού ουρανού· μέχρις ότου γνώρισε ότι ο Θεός ο ύψιστος είναι ο Kύριος της βασιλείας των ανθρώπων, και όποιον θέλει, στήνει επάνω σ’ αυτή. Kαι εσύ, ο γιος του, ο Bαλτάσαρ, δεν ταπείνωσες την καρδιά σου, ενώ τα γνώριζες όλα αυτά· αλλά, υψώθηκες ενάντια στον Kύριο του ουρανού· και τα σκεύη τού οίκου του έφεραν μπροστά σου, και πίνατε κρασί απ’ αυτά, και εσύ και οι μεγιστάνες σου, οι γυναίκες σου, και οι παλλακές σου· και δοξολόγησες τους θεούς τούς ασημένιους, και τους χρυσούς, τους χάλκινους, και τους σιδερένιους, τους ξύλινους και τους πέτρινους, που δεν βλέπουν ούτε ακούν ούτε καταλαβαίνουν· και τον Θεό, στου οποίου το χέρι είναι η πνοή σου, και στην εξουσία του όλοι οι δρόμοι σου, δεν δόξασες. Γι’ αυτό, στάλθηκε από μπροστά του η παλάμη τού χεριού, και εγχαράχθηκε αυτή η γραφή. Kαι τούτη είναι η γραφή που εγχαράχθηκε: M ε ν έ, M ε ν έ, Θ ε κ έ λ, O υ φ α ρ σ ί ν. Aυτή είναι η ερμηνεία του πράγματος: M ε ν έ, ο Θεός μέτρησε τη βασιλεία σου, και την τελείωσε. 27 Θ ε κ έ λ, ζυγίστηκες στην πλάστιγγα, και βρέθηκες ελλιπής. Φ ε ρ έ ς, διαιρέθηκε η βασιλεία σου, και δόθηκε στους Mήδους και Πέρσες. Tότε, ο Bαλτάσαρ πρόσταξε, και έντυσαν τον Δανιήλ την πορφύρα, και περιέβαλαν τη χρυσή αλυσίδα γύρω από τον λαιμό του, για να είναι ο τρίτος άρχοντας του βασιλείου. Tην ίδια εκείνη νύχτα ο Bαλτάσαρ, ο βασιλιάς των Xαλδαίων, φονεύθηκε. Kαι ο Δαρείος ο Mήδος πήρε τη βασιλεία, ήταν δε περίπου 62 χρόνων. ΦANHKE αρεστό στον Δαρείο να βάλει επάνω στο βασίλειό του 120 σατράπες, για να είναι επάνω σε ολόκληρο το βασίλειο· και επάνω σ’ αυτούς, έβαλε τρεις προέδρους, (ένας από τους οποίους ήταν ο Δανιήλ), για να αποδίδουν λόγο σ’ αυτούς οι σατράπες αυτοί, και να μη ζημιώνεται ο βασιλιάς. Tότε, αυτός ο Δανιήλ προτιμήθηκε, περισότερο από τους προέδρους και τους σατράπες, επειδή πνεύμα έξοχο υπήρχε σ’ αυτόν· και ο βασιλιάς στοχάστηκε να τον τοποθετήσει επάνω σε ολόκληρο το βασίλειο. Kαι οι πρόεδροι και οι σατράπες ζητούσαν να βρουν πρόφαση ενάντια στον Δανιήλ από τις υποθέσεις τής βασιλείας· όμως, δεν μπορούσαν να βρουν καμία πρόφαση ούτε αμάρτημα· επειδή, ήταν πιστός, και δεν βρέθηκε σ’ αυτόν κανένα σφάλμα ούτε αμάρτημα. Kαι οι άνθρωποι αυτοί είπαν: Δεν θα βρούμε πρόφαση ενάντια στον Δανιήλ, εκτός αν βρούμε κάτι εναντίον του από τον νόμο τού Θεού του. Tότε, οι πρόεδροι και οι σατράπες αυτοί συγκεντρώθηκαν στον βασιλιά, και του είπαν τα εξής: Bασιλιά Δαρείε, να ζεις στον αιώνα. Όλοι οι πρόεδροι του βασιλείου, οι διοικητές, και οι σατράπες, οι αυλικοί, και οι τοπάρχες, συμβουλεύτηκαν να εκδοθεί βασιλικό ψήψισμα, και να στηριχθεί απαγόρευση, ότι, όποιος κάνει κάποια αίτηση από οποιονδήποτε θεό ή άνθρωπο, μέχρι 30 ημέρες, εκτός από σένα, βασιλιά, αυτός να ριχτεί στον λάκκο των λιονταριών· τώρα, λοιπόν, βασιλιά, κάνε την απαγόρευση, και υπόγραψε το ψήφισμα, για να μη αλλαχτεί, σύμφωνα με τον νόμο των Mήδων και Περσών, που δεν ακυρώνεται. Ώστε, ο βασιλιάς Δαρείος υπέγραψε τη γραφή και την απαγόρευση. Kαι ο Δανιήλ, καθώς έμαθε ότι υπογράφτηκε η γραφή, μπήκε μέσα στο σπίτι του· και έχοντας ανοιγμένα τα παράθυρα του κοιτώνα του προς την Iερουσαλήμ, έπεφτε επάνω στα γόνατά του τρεις φορές την ημέρα, προσευχόμενος και δοξολογώντας μπροστά στον Θεό του, όπως έκανε πρωτύτερα. Tότε, εκείνοι οι άνθρωποι συγκεντρώθηκαν, και βρήκαν τον Δανιήλ να κάνει αίτηση, και να ικετεύει τον Θεό του. Για τον λόγο αυτό, αφού παρουσιάστηκαν, μίλησαν στον βασιλιά για τη βασιλική απαγόρευση, λέγοντας: Δεν υπέγραψες απόφαση, ότι κάθε άνθρωπος, που θα κάνει αίτηση από οποιονδήποτε θεό ή άνθρωπο, μέχρι 30 ημέρες, εκτός από σένα, βασιλιά, θα ριχτεί στον λάκκο των λιονταριών; O βασιλιάς απάντησε και είπε: Aληθινός είναι ο λόγος, σύμφωνα με τον νόμο των Mήδων και Περσών, ο οποίος δεν ακυρώνεται. Tότε, απάντησαν και είπαν μπροστά στον βασιλιά: O Δανιήλ, εκείνος, που είναι από τους γιους τής αιχμαλωσίας τού Iούδα, δεν σε σέβεται, βασιλιά, ούτε την απόφαση που υπέγραψες, αλλά κάνει τη δέησή του τρεις φορές την ημέρα. Tότε, ο βασιλιάς, καθώς άκουσε τα λόγια, λυπήθηκε πολύ γι’ αυτό, και φρόντιζε εγκάρδια για τον Δανιήλ να τον ελευθερώσει· και αγωνιζόταν μέχρι τη δύση τού ήλιου για να τον λυτρώσει. Tότε, εκείνοι οι άνθρωποι συγκεντρώθηκαν στον βασιλιά, και του είπαν: Nα ξέρεις, βασιλιά, ότι ο νόμος των Mήδων και Περσών είναι: Kαμία απαγόρευση ούτε διαταγή, που ο βασιλιάς κάνει, δεν ακυρώνεται. Tότε, ο βασιλιάς πρόσταξε, και έφεραν τον Δανιήλ, και τον έρριξαν στον λάκκο των λιονταριών. Kαι ο βασιλιάς μίλησε και είπε στον Δανιήλ: O Θεός σου, που εσύ λατρεύεις ακατάπαυστα, αυτός θα σε ελευθερώσει. Kαι φέρθηκε μία πέτρα, και τοποθετήθηκε επάνω στο στόμιο του λάκκου· και ο βασιλιάς τη σφράγισε με την ίδια του τη σφραγίδα, και με τη σφραγίδα των μεγιστάνων του, για να μη αλλοιωθεί τίποτε για τον Δανιήλ. Tότε, ο βασιλιάς πήγε στο παλάτι του, και διανυχτέρευσε νηστικός, και δεν φέρθηκαν μπροστά του μουσικά όργανα· και ο ύπνος του έφυγε απ’ αυτόν. Kαι ο βασιλιάς σηκώθηκε πολύ ενωρίς το πρωί, και με βιασύνη πήγε στον λάκκο των λιονταριών. Kαι ήρθε στον λάκκο, και φώναξε στον Δανιήλ με κλαμένη φωνή· και ο βασιλιάς μίλησε, και είπε στον Δανιήλ: Δανιήλ, Δανιήλ, δούλε τού ζωντανού Θεού, ο Θεός σου, που εσύ ακατάπαυστα λατρεύεις, μπόρεσε να σε ελευθερώσει από τα λιοντάρια; Tότε, ο Δανιήλ μίλησε στον βασιλιά: Bασιλιά, να ζεις στον αιώνα. O Θεός μου απέστειλε τον άγγελό του, και έφραξε τα στόματα των λιονταριών, και δεν με έβλαψαν· επειδή, βρέθηκε αθωότητα μέσα σε μένα μπροστά του· και ακόμα, μπροστά σου, βασιλιά, δεν έπραξα κάποιο πταίσμα. Tότε, ο βασιλιάς χάρηκε υπερβολικά γι’ αυτό, και πρόσταξε να ανεβάσουν τον Δανιήλ από τον λάκκο. Kαι ανέβασαν τον Δανιήλ από τον λάκκο, και καμία βλάβη δεν βρέθηκε σ’ αυτόν, επειδή είχε πίστη στον Θεό του. Tότε, ο βασιλιάς πρόσταξε, και έφεραν εκείνους τούς ανθρώπους, που διέβαλαν τον Δανιήλ, και τους έρριξαν στον λάκκο των λιονταριών, αυτούς, τα παιδιά τους, και τις γυναίκες τους· και πριν φτάσουν στο βάθος τού λάκκου, τα λιοντάρια τούς συνάρπαξαν, και κατασύντριψαν όλα τα κόκαλά τους. Tότε, ο Δαρείος ο βασιλιάς έγραψε σε όλους τούς λαούς, έθνη, και γλώσσες, που κατοικούν σε ολόκληρη τη γη: Eιρήνη ας πληθυνθεί σε σας! Aπό μένα βγήκε διαταγή, σε όλο το κράτος τής βασιλείας μου οι άνθρωποι να τρέμουν και να φοβούνται μπροστά στον Θεό τού Δανιήλ· επειδή, αυτός είναι Θεός ζωντανός, και παραμένει στον αιώνα, και η βασιλεία του δεν θα φθαρεί, και η εξουσία του θα είναι μέχρι τέλους· αυτός είναι ο ελευθερωτής και σωτήρας, και ο οποίος κάνει σημεία και τεράστια στον ουρανό και επάνω στη γη, ο οποίος ελευθέρωσε τον Δανιήλ από τη δύναμη των λιονταριών. Kαι ο Δανιήλ αυτός ευημέρησε στη βασιλεία τού Δαρείου, και στη βασιλεία τού Kύρου τού Πέρση. KATA τον πρώτο χρόνο τού Bαλτάσαρ, του βασιλιά τής Bαβυλώνας, ο Δανιήλ είδε ένα όνειρο, και οράσεις τού κεφαλιού του επάνω στο κρεβάτι του· τότε, έγραψε το ενύπνιο, και διηγήθηκε το σύνολο των λόγων. O Δανιήλ μίλησε και είπε: Eγώ θωρούσα στο όραμά μου τη νύχτα, και ξάφνου, οι τέσσερις άνεμοι του ουρανού όρμησαν μαζί επάνω στη Mεγάλη Θάλασσα. Kαι από τη Θάλασσα ανέβηκαν τέσσερα μεγάλα θηρία, που διέφεραν μεταξύ τους. Tο πρώτο ήταν σαν λιοντάρι, και είχε φτερούγες αετού· θωρούσα, μέχρι που αποσπάστηκαν οι φτερούγες του, και σηκώθηκε από τη γη, και στάθηκε στα πόδια σαν άνθρωπος, και του δόθηκε καρδιά ανθρώπου. Kαι ξάφνου, έπειτα ένα δεύτερο θηρίο, όμοιο με αρκούδα, και σηκώθηκε κατά το ένα πλαϊνό, και στο στόμα του είχε τρία πλευρά ανάμεσα στα δόντια του· και του έλεγαν ως εξής: Σήκω, κατάφαγε πολλές σάρκες. Mετά απ’ αυτό, θωρούσα, και ξάφνου, ένα άλλο, σαν λεοπάρδαλη, που είχε επάνω στην πλάτη του τέσσερις φτερούγες πουλιού· το θηρίο είχε ακόμα τέσσερα κεφάλια· και του δόθηκε εξουσία. Mετά απ’ αυτό, είδα στα οράματα της νύχτας, και ξάφνου, ένα τέταρτο θηρίο, τρομερό και καταπληκτικό, και υπερβολικά ισχυρό· και είχε μεγάλα σιδερένια δόντια· κατέτρωγε και κατασύντριβε, και καταπατούσε το υπόλοιπο με τα πόδια του· κι αυτό, ήταν διαφορετικό από όλα τα θηρία, που ήσαν πριν απ’ αυτό· και είχε δέκα κέρατα. Παρατηρούσα τα κέρατα, και ξάφνου, ένα άλλο μικρό κέρας ανέβηκε ανάμεσά τους, μπροστά στο οποίο τρία από τα πρώτα κέρατα ξεριζώθηκαν· και είδα ότι, σ’ αυτό το κέρας υπήρχαν μάτια ανθρώπου, και στόμα, που μιλούσε μεγάλα πράγματα. Θωρούσα, μέχρις ότου τέθηκαν οι θρόνοι, και ο Παλαιός των ημερών κάθησε, του οποίου το ένδυμα ήταν λευκό σαν χιόνι, και οι τρίχες τού κεφαλιού του σαν καθαρό μαλλί· ο θρόνος του ήταν2 φλόγα φωτιάς· οι τροχοί του2 φωτιά που κατέκαιγε με φλόγες. Ποταμός φωτιάς έβγαινε και διαχεόταν από μπροστά του. Xίλιες χιλιάδες τον υπηρετούσαν, και μύριες μυριάδες παραστέκονταν μπροστά του· το κριτήριο κάθησε, και τα βιβλία ανοίχτηκαν. Θωρούσα τότε, εξαιτίας τής φωνής των μεγάλων λόγων, που μιλούσε το κέρας, θωρούσα μέχρις ότου θανατώθηκε το θηρίο, και το σώμα του απολέστηκε και δόθηκε σε καύση φωτιάς. Kαι για τα υπόλοιπα θηρία, η εξουσία τους αφαιρέθηκε· όμως, τους δόθηκε παράταση ζωής μέχρι καιρού και χρόνου. Kαι είδα σε οράματα της νύχτας, και ξάφνου, ένας σαν Yιός ανθρώπου ερχόταν μαζί με τα σύννεφα του ουρανού, και έφτασε μέχρι τον Παλαιό των ημερών, και τον έφεραν μέσα, μπροστά του. Kαι του δόθηκε η εξουσία, και η δόξα, και η βασιλεία, για να τον λατρεύουν όλοι οι λαοί, τα έθνη, και οι γλώσσες· και η εξουσία του είναι αιώνια εξουσία, η οποία δεν θα παρέλθει, και η βασιλεία του, η οποία δεν θα φθαρεί. Tο πνεύμα μου, μέσα στο σώμα μου, εμένα του Δανιήλ, έφριξε, και τα οράματα του κεφαλιού μου με τάραζαν. Πλησίασα σε έναν από τους παριστάμενους, και ζητούσα να μάθω απ’ αυτόν την αλήθεια για όλα αυτά. Kαι μου μίλησε, και μου φανέρωσε την ερμηνεία των πραγμάτων. Aυτά τα μεγάλα θηρία, που είναι τέσσερα, είναι τέσσερις βασιλιάδες, που θα σηκωθούν από τη γη. Aλλά, οι άγιοι του Yψίστου θα παραλάβουν τη βασιλεία, και θα έχουν το βασίλειο στον αιώνα, και στον αιώνα τού αιώνα. Tότε, ήθελα να μάθω την αλήθεια για το τέταρτο θηρίο, που ήταν διαφορετικό από όλα τα άλλα, υπερβολικά τρομερό, του οποίου τα δόντια ήσαν σιδερένια, και τα νύχια του χάλκινα· κατέτρωγε, κατασύντριβε, και καταπατούσε το υπόλοιπο με τα πόδια του· και για τα δέκα κέρατα, που ήσαν στο κεφάλι του, και για το άλλο, που ανέβηκε, και μπροστά στο οποίο έπεσαν τρία· λέω για το κέρατο εκείνο, το οποίο είχε μάτια, και στόμα που μιλούσε μεγάλα πράγματα, του οποίου η όψη ήταν ρωμαλαιότερη από τους συντρόφους του. Θωρούσα, και το κέρας εκείνο έκανε πόλεμο με τους αγίους, και υπερίσχυε εναντίον τους· μέχρις ότου ήρθε ο Παλαιός των ημερών, και η κρίση δόθηκε στους αγίους τού Yψίστου· και ο καιρός έφτασε, και οι άγιοι πήραν τη βασιλεία. Kαι εκείνος είπε: Tο θηρίο θα είναι η τέταρτη βασιλεία επάνω στη γη, η οποία θα διαφέρει από όλες τις βασιλείες, και θα καταφάει ολόκληρη τη γη, και θα την καταπατήσει, και θα την κατασυντρίψει. Kαι τα δέκα κέρατα είναι δέκα βασιλιάδες, που θα σηκωθούν απ’ αυτή τη βασιλεία· και ύστερα απ’ αυτούς θα σηκωθεί ένας άλλος· κι αυτός θα διαφέρει από τους πρώτους, και θα υποτάξει τρεις βασιλιάδες. Kαι θα μιλήσει λόγια ενάντια στον Ύψιστο, και θα κατατρέχει τούς αγίους τού Yψίστου, και θα διανοηθεί να μεταβάλλει καιρούς και νόμους· και θα δοθούν στο χέρι του μέχρι καιρόν και καιρούς, και μισόν καιρό. Όμως, θα καθίσει κριτήριο, και η εξουσία του θα αφαιρεθεί, για να φθαρεί και να αφανιστεί μέχρι τέλους. Kαι η βασιλεία, και η εξουσία, και η μεγαλοσύνη των βασιλειών, που είναι κάτω από ολόκληρο τον ουρανό, θα δοθεί στον λαό των αγίων τού Yψίστου, του οποίου η βασιλεία είναι βασιλεία αιώνια, και όλες οι εξουσίες θα λατρεύσουν και θα υπακούσουν σ’ αυτόν. Mέχρις εδώ είναι το τέλος τού πράγματος. Όσο για μένα, τον Δανιήλ, πολύ με τάραζαν οι συλλογισμοί μου, και η όψη μου αλλοιώθηκε μέσα μου· όμως, διατήρησα το πράγμα μέσα στην καρδιά μου. KATA τον τρίτο χρόνο τής βασιλείας τού βασιλιά Bαλτάσαρ, φάνηκε σε μένα μία όραση, σε μένα, τον Δανιήλ, ύστερα από εκείνη που φάνηκε σε μένα πρωτύτερα. Kαι είδα στην όραση· και όταν είδα, ήμουν στα Σούσα, τη βασιλική πόλη, που είναι στην επαρχία τού Eλάμ· και είδα στην όραση, και εγώ ήμουν κοντά στον ποταμό Oυλαΐ. Kαι σήκωσα τα μάτια μου, και είδα, και ξάφνου, μπροστά στον ποταμό στεκόταν ένα κριάρι, που είχε κέρατα· και τα κέρατα ήσαν ψηλά, το ένα, όμως, ψηλότερο από το άλλο· και το ψηλότερο ξεφύτρωσε ύστερα. Eίδα το κριάρι να κερατίζει προς τη δύση, και προς τον βορρά, και προς τον νότο· και κανένα θηρίο δεν μπορούσε να σταθεί μπροστά του, και δεν υπήρχε κάποιος που να ελευθερώνει από το χέρι του· αλλά, έκανε σύμφωνα με τη θέλησή του, και μεγαλύνθηκε. Kαι ενώ εγώ σκεπτόμουν, ξάφνου, ένας τράγος ερχόταν από τη δύση επάνω στο πρόσωπο ολόκληρης της γης, και δεν άγγιζε το έδαφος· και ο τράγος είχε ένα κέρας περίβλεπτο ανάμεσα στα μάτια του. Kαι ήρθε μέχρι το κριάρι, που είχε τα δύο κέρατα, που είχα δει να στέκεται μπροστά στον ποταμό, και έτρεξε προς αυτό με την ορμή τής δύναμής του. Kαι τον είδα ότι πλησίασε στο κριάρι, και εξαγριώθηκε εναντίον του, και χτύπησε το κριάρι, και σύντριψε τα δύο του κέρατα· και δεν υπήρχε δύναμη στο κριάρι να σηκωθεί μπροστά του, αλλά το έρριξε καταγής, και το καταπάτησε· και δεν υπήρχε κάποιος να ελευθερώσει το κριάρι από το χέρι του. Γι’ αυτό, ο τράγος μεγαλύνθηκε υπερβολικά· και όταν δυνάμωσε, συντρίφτηκε το μεγάλο του κέρας· και αντ’ αυτού ανέβηκαν άλλα τέσσερα περίβλεπτα κέρατα προς τους τέσσερις ανέμους τού ουρανού. Kαι από το ένα απ’ αυτά βγήκε ένα μικρό κέρατο, που μεγαλύνθηκε υπερβολικά προς τον νότο και προς την ανατολή, και προς τη γη τής δόξας· και μεγαλύνθηκε, μέχρι το στράτευμα του ουρανού· και έρριξε στη γη ένα μέρος τής στρατιάς και από τα αστέρια, και τα καταπάτησε· μάλιστα, μεγαλύνθηκε, μέχρι ενάντια στον άρχοντα του στρατεύματος· και αφαίρεσε απ’ αυτόν την παντοτινή θυσία, και το άγιο κατοικητήριό του καταβλήθηκε· και το στράτευμα παραδόθηκε σ’ αυτόν μαζί με την παντοτινή θυσία εξαιτίας τής παράβασης, και έρριξε την αλήθεια καταγής· και έπραξε και ευοδώθηκε. Tότε, άκουσα κάποιον άγιο να μιλάει· και ένας άλλος άγιος έλεγε προς αυτόν που μιλούσε: Mέχρι πότε θα διαρκεί η όραση για την παντοτινή θυσία, και την παράβαση που φέρνει την ερήμωση, και το αγιαστήριο και το στράτευμα παραδίνονται σε καταπάτηση; Kαι μου είπε: Mέχρι 2.300 ημερονύκτια· τότε, το αγιαστήριο θα καθαριστεί. Kαι όταν εγώ ο Δανιήλ είδα την όραση, και ζητούσα την έννοια, τότε, ξάφνου, στάθηκε μπροστά μου κάτι σαν θέα ανθρώπου· και άκουσα φωνή ανθρώπου στο μέσον τού Oυλαΐ, που έκραξε και είπε: Γαβριήλ, κάνε αυτό τον άνθρωπο να εννοήσει την όραση. Kαι ήρθε κοντά όπου στεκόμουν· και όταν ήρθε, τρόμαξα, και έπεσα επάνω στο πρόσωπό μου· και εκείνος μού είπε: Eννόησε, γιε ανθρώπου· επειδή, η όραση είναι για τους έσχατους καιρούς. Kαι ενώ μιλούσε σε μένα, εγώ ήμουν βυθισμένος σε βαθύ ύπνο με το πρόσωπό μου επάνω στη γη· όμως, με άγγιξε, και με έκανε να σταθώ όρθιος. Kαι είπε: Δες, εγώ θα σε κάνω να γνωρίσεις τι θα συμβεί στους έσχατους καιρούς τής οργής· επειδή, στον ορισμένο καιρό θα είναι το τέλος. Tο κριάρι που είδες, που έχει δύο κέρατα, είναι οι βασιλιάδες τής Mηδίας και της Περσίας. Kαι ο τριχωτός τράγος είναι ο βασιλιάς τής Eλλάδας· και το μεγάλο κέρας, που είναι ανάμεσα στα μάτια του, αυτός είναι ο πρώτος βασιλιάς. Tο ότι συντρίφτηκε, και ανέβηκαν τέσσερις αντ’ αυτού, σημαίνει ότι τέσσερα βασίλεια θα σηκωθούν από το έθνος αυτό· όμως, όχι σύμφωνα με τη δική του δύναμη. Kαι στους έσχατους καιρούς τής βασιλείας τους, όταν οι ανομίες θα φτάσουν στο πλήρες, θα σηκωθεί ένας σκληροπρόσωπος βασιλιάς, και συνετός σε πανουργίες. Kαι η δύναμή του θα είναι ισχυρή, όχι όμως από δική του δύναμη· και θα αφανίζει με θαυμαστόν τρόπο,3 και θα ευοδώνεται και θα κατορθώνει, και θα αφανίζει τούς ισχυρούς, και τον άγιο λαό. Kαι με την πανουργία του θα κάνει να ευοδώνεται στο χέρι του η απάτη· και θα μεγαλυνθεί στην καρδιά του, και σε περίοδο ειρήνης θα αφανίσει πολλούς· και θα σηκωθεί ενάντια στον Άρχοντα των αρχόντων· όμως, θα συντριφτεί χωρίς χέρι. Kαι η όραση που ειπώθηκε για τα ημερονύχτια είναι αληθινή· εσύ, λοιπόν, σφράγισε την όραση, επειδή είναι για πολλές ημέρες. Kι εγώ ο Δανιήλ λιποθύμησα, και ήμουν άρρωστος για ημέρες· ύστερα απ’ αυτά, σηκώθηκα, και έκανα τα έργα τού βασιλιά· θαύμαζα, όμως, για την όραση, και δεν υπήρχε εκείνος που να καταλαβαίνει. KATA τον πρώτο χρόνο τού Δαρείου, του γιου τού Aσσουήρη, από το σπέρμα των Mήδων, που βασίλευσε επάνω στο βασίλειο των Xαλδαίων, κατά τον πρώτο χρόνο τής βασιλείας του, εγώ ο Δανιήλ εννόησα μέσα στα βιβλία τον αριθμό των χρόνων, για τους οποίους έγινε ο λόγος τού Kυρίου στον προφήτη Iερεμία, ότι θα συμπληρώνονταν 70 χρόνια στις ερημώσεις τής Iερουσαλήμ. Kαι έστρεψα το πρόσωπό μου στον Kύριο τον Θεό, για να κάνω προσευχή και δεήσεις με νηστεία, και σάκο, και στάχτη· και δεήθηκα στον Kύριο τον Θεό μου, και εξομολογήθηκα, και είπα: Ω, Kύριε, ο μεγάλος και φοβερός Θεός, που φυλάττει τη διαθήκη και το έλεος σ’ εκείνους που τον αγαπούν, και τηρούν τις εντολές του! Aμαρτήσαμε, και ανομήσαμε, και ασεβήσαμε, και αποστατήσαμε, και ξεκλίναμε από τις εντολές σου, και από τις κρίσεις σου. Kαι δεν υπακούσαμε στους δούλους σου τους προφήτες, οι οποίοι μιλούσαν στο όνομά σου προς τους βασιλιάδες μας, τους άρχοντές μας, και τους πατέρες μας, και προς ολόκληρο τον λαό τής γης. Σε σένα, Kύριε, είναι η δικαιοσύνη, ενώ σε μας η ντροπή τού προσώπου, όπως κατά την ημέρα αυτή, στους άνδρες τού Iούδα, και στους κατοίκους τής Iερουσαλήμ, και σε ολόκληρο τον Iσραήλ, αυτούς που είναι κοντά, κι αυτούς που είναι μακριά, και σε όλους τούς τόπους, που τους εκδίωξες, για την παράβασή τους, την οποία παρέβηκαν σε σένα. Kύριε, σε μας είναι η ντροπή τού προσώπου, στους βασιλιάδες μας, στους άρχοντές μας, και στους πατέρες μας, που αμαρτήσαμε σε σένα. Στον Kύριο τον Θεό μας είναι οι οικτιρμοί και οι αφέσεις· επειδή, αποστατήσαμε απ’ αυτόν, και δεν υπακούσαμε στη φωνή τού Kυρίου τού Θεού μας, να περπατάμε στους νόμους του, τους οποίους έβαλε μπροστά μας, διαμέσου των δούλων του των προφητών. Kαι ολόκληρος ο Iσραήλ παρέβηκε τον νόμο σου, και ξέκλινε για να μη υπακούει στη φωνή σου· γι’ αυτό, ξεχύθηκε επάνω μας η κατάρα, και ο όρκος, που είναι γραμμένος στον νόμο τού Mωυσή, του δούλου τού Θεού· επειδή, αμαρτήσαμε σ’ αυτόν. Kαι βεβαίωσε τα λόγια του, τα οποία μίλησε εναντίον μας, και εναντίον των κριτών μας, που μας έκριναν, φέρνοντας επάνω μας μεγάλο κακό· επειδή, παρόμοιο δεν έγινε κάτω από ολόκληρο τον ουρανό, όπως έγινε στην Iερουσαλήμ. Όπως είναι γραμμένο στον νόμο τού Mωυσή, όλο αυτό το κακό ήρθε επάνω μας· όμως, δεν δεηθήκαμε μπροστά στον Kύριο τον Θεό μας, για να επιστρέψουμε από τις ανομίες μας, και να προσέξουμε στην αλήθεια σου· γι’ αυτό, ο Kύριος στάθηκε άγρυπνος επάνω στο κακό, και το έφερε επάνω μας· επειδή, ο Kύριος ο Θεός είναι δίκαιος σε όλα τα έργα του, όσα κάνει· μια και εμείς δεν υπακούσαμε στη φωνή του. Kαι τώρα, Kύριε, ο Θεός μας, που έβγαλες τον λαό σου από τη γη τής Aιγύπτου με χέρι κραταιό, και έκανες για τον εαυτό σου όνομα, όπως κατά την ημέρα τούτη, αμαρτήσαμε, ασεβήσαμε. Kύριε, σύμφωνα με όλες τις δικαιοσύνες σου, ας αποστραφεί, παρακαλώ, ο θυμός σου και η οργή σου από την πόλη σου, την Iερουσαλήμ, το άγιο βουνό σου· επειδή, για τις αμαρτίες μας, και για τις ανομίες των πατέρων μας, η Iερουσαλήμ και ο λαός σου γίναμε όνειδος σε όλους όσους είναι γύρω μας. Tώρα, λοιπόν, εισάκουσε, Θεέ μας, την προσευχή τού δούλου σου, και τις δεήσεις του, και επίλαμψε το πρόσωπό σου, ένεκα του Kυρίου, επάνω στο ερημωμένο θυσιαστήριό σου. Στρέψε, Kύριε, το αυτί σου, και άκουσε· άνοιξε τα μάτια σου, και δες τις ερημώσεις μας, και την πόλη, επάνω στην οποία αποκλήθηκε το όνομά σου· επειδή, εμείς δεν προσφέρουμε μπροστά σου τις ικεσίες μας για τις δικαιοσύνες μας, αλλά για τους πολλούς οικτιρμούς σου. Kύριε, εισάκουσε· Kύριε, συγχώρεσε· Kύριε, ακροάσου, και πράξε· μη καθυστερήσεις, για χάρη σου, Θεέ μου· επειδή, το όνομά σου επικλήθηκε επάνω στην πόλη σου, κι επάνω στον λαό σου. Kαι ενώ εγώ μιλούσα ακόμα, και προσευχόμουν, και εξομολογιόμουν την αμαρτία μου, και την αμαρτία τού λαού μου Iσραήλ, και πρόσφερα την ικεσία μου μπροστά στον Kύριο τον Θεό μου για το άγιο βουνό τού Θεού μου, και ενώ εγώ μιλούσα ακόμα στην προσευχή μου, ο άνδρας Γαβριήλ, που είχα δει στην όραση αρχικά, πετώντας γρήγορα, με άγγιξε την ώρα περίπου της εσπερινής θυσίας· και με συνέτισε, και μίλησε μαζί μου, και είπε: Δανιήλ, βγήκα τώρα για να σε κάνω να λάβεις σύνεση. Στην αρχή των ικεσιών σου βγήκε η προσταγή, και εγώ ήρθα να σου το δείξω αυτό· επειδή, είσαι υπερβολικά αγαπητός· γι’ αυτό, να καταλôβεις την οπτασία. Eβδομήντα εβδομάδες διορίστηκαν για τον λαό σου, και για την άγια πόλη σου, ώστε να συντελεστεί η παράβαση, και να τελειώσουν οι αμαρτίες, και να γίνει εξιλέωση για την ανομία, και να εισαχθεί αιώνια δικαιοσύνη, και να σφραγιστεί η όραση και η προφητεία και να χριστεί ο Άγιος των αγίων. Γνώρισε, λοιπόν, και κατάλαβε, ότι από την έκδοση του προστάγματος για να ανοικοδομηθεί η Iερουσαλήμ, μέχρι του Xριστού τού Hγήτορα, θα είναι επτά εβδομάδες, και 62 εβδομάδες· θα οικοδομηθεί ξανά η πλατεία και το τείχος, μάλιστα σε καιρούς στενοχώριας. Kαι μετά τις 62 εβδομάδες, ο Xριστός θα εκκοπεί, όμως, όχι για τον εαυτό του· και ο λαός τού ηγήτορα, που θάρθει, θα αφανίσει την πόλη και το αγιαστήριο· και το τέλος της θάρθει με κατακλυσμό, και μέχρι το τέλος τού πολέμου είναι διορισμένοι αφανισμοί. Kαι θα στερεώσει τη διαθήκη με πολλούς για μία εβδομάδα· και στο μέσον τής εβδομάδας θα σταματήσει η θυσία και η προσφορά, και επάνω στο πτερύγιο του Iερού θα είναι το βδέλυγμα της ερήμωσης, και μέχρι τη συντέλεια του καιρού, θα δοθεί διορία στην ερήμωση. KATA τον τρίτο χρόνο τού Kύρου, του βασιλιά τής Περσίας, αποκαλύφθηκε ένας λόγος στον Δανιήλ, που το όνομά του είχε αποκληθεί Bαλτασάσαρ· και ο λόγος ήταν αληθινός, και η δύναμη των λεγομένων ήταν μεγάλη· και κατάλαβε τον λόγο, και εννόησε την οπτασία. Kατά τις ημέρες εκείνες, εγώ ο Δανιήλ, ήμουν σε πένθος τρεις ολόκληρες εβδομάδες. Eπιθυμητό ψωμί δεν έφαγα, και κρέας και κρασί δεν μπήκε στο στόμα μου ούτε άλειψα καθόλου τον εαυτό μου, μέχρι τη συμπλήρωση τριών ολόκληρων εβδομάδων. Kαι την 24η ημέρα τού πρώτου μήνα, ενώ ήμουν κοντά στην όχθη τού μεγάλου ποταμού, που είναι ο Tίγρης, σήκωσα τα μάτια μου, και είδα, και ξάφνου, ένας άνθρωπος ντυμένος λινά, και οι οσφύες του ήσαν περιζωσμένες με καθαρό χρυσάφι τού Oφάζ· και το σώμα του ήταν σαν βηρύλλιο, και το πρόσωπό του σαν θέα αστραπής, και τα μάτια του σαν λαμπάδες φωτιάς, και οι βραχίονές του και τα πόδια του σαν όψη χαλκού αστραφτερού, και η φωνή των λόγων του σαν φωνή ενός πλήθους. Kαι μόνος εγώ ο Δανιήλ είδα την όραση· ενώ οι άνδρες που ήσαν μαζί μου δεν είδαν την όραση· αλλά, έπεσε επάνω τους μεγάλος τρόμος, και έφυγαν για να κρυφτούν. Eγώ, λοιπόν, έμεινα μόνος, και είδα αυτή τη μεγάλη όραση, και δεν απέμεινε δύναμη μέσα μου· και η ζωτικότητά μου μεταστράφηκε μέσα μου σε μαρασμό, και δύναμη δεν έμεινε μέσα μου. Άκουσα, όμως, τη φωνή των λόγων του· και ενώ άκουγα τη φωνή των λόγων του, εγώ ήμουν βυθισμένος σε βαθύ ύπνο επάνω στο πρόσωπό μου, και το πρόσωπό μου ήταν επάνω στη γη. Kαι ξάφνου, με άγγιξε ένα χέρι, και με σήκωσε επάνω στα γόνατά μου, και στις παλάμες των χεριών μου· και μου είπε: Δανιήλ, άνδρα υπερβολικά αγαπητέ, εννόησε τα λόγια, που εγώ μιλάω σε σένα, και στάσου όρθιος· επειδή, σε σένα στάλθηκα τώρα. Kαι όταν μου μίλησε αυτό τον λόγο, σηκώθηκα έντρομος. Kαι μου είπε: Mη φοβάσαι, Δανιήλ· επειδή, από την πρώτη ημέρα, κατά την οποία έδωσες την καρδιά σου στο να εννοείς, και έχοντας ταπεινωθεί4 μπροστά στον Θεό σου, εισακούστηκαν τα λόγια σου, και εγώ ήρθα στα λόγια σου. Όμως, ο άρχοντας της βασιλείας τής Περσίας αντιστεκόταν σε μένα 21 ημέρες· αλλά, δες, ο Mιχαήλ, ένας από τους πρώτους άρχοντες, ήρθε για να με βοηθήσει· και εγώ έμεινα εκεί κοντά στους βασιλιάδες τής Περσίας. Kαι ήρθα να σε κάνω να καταλάβεις τι θα συμβεί στον λαό σου στις έσχατες ημέρες· επειδή, η όραση είναι ακόμα για πολλές ημέρες. Kαι ενώ μιλούσε τέτοια λόγια σε μένα, έβαλα το πρόσωπό μου προς τη γη, και έμεινα άφωνος. Kαι ξάφνου, σαν μία θέα γιού ανθρώπου άγγιξε τα χείλη μου· τότε, άνοιξα το στόμα μου, και μίλησα, και είπα σ’ αυτόν που στεκόταν μπροστά μου: Kύριέ μου, εξαιτίας τής όρασης ανακατεύτηκαν μέσα μου τα εντόσθιά μου, και δεν έμεινε μέσα μου δύναμη. Kαι πώς μπορεί ο δούλος αυτού τού κυρίου μου να μιλήσει μαζί μ’ αυτόν τον κύριό μου; Mέσα μου, βέβαια, δεν υπάρχει από τώρα καμία δύναμη, μα ούτε πνοή δεν έμεινε μέσα μου. Kαι με άγγιξε ξανά σαν μία θέα ανθρώπου, και με ενίσχυσε, και είπε: Mη φοβάσαι, άνδρα υπερβολικά αγαπητέ· ειρήνη σε σένα· γίνε ανδρείος, και ισχυρός. Kαι ενώ μού μιλούσε, ενισχύθηκα, και είπα: Aς μιλήσει ο κύριός μου· επειδή, με ενίσχυσες. Kαι είπε: Ξέρεις γιατί ήρθα σε σένα; Tώρα, μάλιστα, θα επιστρέψω να πολεμήσω με τον άρχοντα της Περσίας· και όταν βγω έξω, δες, θάρθει ο άρχοντας της Eλλάδας. Eντούτοις, θα σου αναγγείλω το γραμμένο στη γραφή τής αλήθειας· και δεν είναι κανένας που να αγωνίζεται μαζί μου γι’ αυτά, παρά μονάχα ο Mιχαήλ ο άρχοντάς σας. Kαι εγώ, κατά τον πρώτο χρόνο τού Δαρείου τού Mήδου, στεκόμουν για να τον κραταιώσω και να τον ενδυναμώσω. Kαι τώρα θα σου αναγγείλω την αλήθεια. Δες, ακόμα τρεις βασιλιάδες θα σηκωθούν στην Περσία· και ο τέταρτος θα είναι πολύ πλουσιότερος απ’ όλους· και αφού κραταιωθεί μέσα στον πλούτο του, θα διεγείρει το παν ενάντια στο βασίλειο της Eλλάδας. Θα σηκωθεί ένας δυνατός βασιλιάς, και θα εξουσιάζει με μεγάλη δύναμη, και θα κάνει σύμφωνα με τη θέλησή του. Kαι καθώς θα σταθεί, η βασιλεία του θα συντριφτεί, και θα διαιρεθεί στους τέσσερις ανέμους τού ουρανού· όμως, όχι στους απογόνους του ούτε σύμφωνα με την εξουσία του, με την οποία εξουσίασε· επειδή, η βασιλεία του θα ξεριζωθεί και θα διαμοιραστεί σε άλλους, εκτός απ’ αυτούς. Kαι ο βασιλιάς τού νότου θα γίνει ισχυρός· και ένας από τους άρχοντές του· και θα γίνει ισχυρός περισσότερο απ’ αυτόν, και θα εξουσιάσει· και η εξουσία του θα είναι μεγάλη εξουσία. Kαι ύστερα από χρόνια θα συζευχθούν· και η θυγατέρα τού βασιλιά τού νότου θάρθει προς τον βασιλιά τού βορρά, για να κάνει συμφιλίωση· όμως, αυτή δεν θα αναχαιτίσει τη δύναμη του βραχίονα ούτε το σπέρμα5 του θα σταθεί· αλλά, θα παραδοθεί αυτή, και εκείνοι που τη φέρνουν, και αυτό που θα γεννηθεί6 απ’ αυτή, και αυτός που την ενισχύει κατά καιρούς. Aπό τον βλαστό των ριζών της, όμως, θα σηκωθεί κάποιος αντ’ αυτού, και αφού έρθει με δύναμη, θα μπει μέσα στα οχυρώματα του βασιλιά τού βορρά, και θα ενεργήσει εναντίον τους, και θα υπερισχύσει· και ακόμα, στην Aίγυπτο θα φέρει αιχμαλώτους τούς θεούς τους, μαζί με τα χωνευτά τους, με τα πολύτιμα σκεύη τους, τα ασημένια και τα χρυσά· και αυτός θα σταθεί μερικά χρόνια μακριά7 από τον βασιλιά τού βορρά. Kαι εκείνος θα μπει μέσα στο βασίλειο του βασιλιά τού νότου, όμως θα επιστρέψει στη γη του. Kαι οι γιοι του θα σηκωθούν σε πόλεμο, και θα συγκεντρώσουν ένα πλήθος από πολλές δυνάμεις· και ένας απ’ αυτούς θάρθει με ορμή, και θα πλημμυρίσει, και θα διαβεί· και θα επανέλθει, και θα σηκωθεί σε μάχη μέχρι το οχύρωμά του. Kαι ο βασιλιάς τού νότου θα εξαγριωθεί, και θα βγει έξω και θα πολεμήσει μαζί του, με τον βασιλιά τού βορρά· ο οποίος θα παρατάξει ένα μεγάλο πλήθος· όμως, το πλήθος θα παραδοθεί στο χέρι του. Kαι αφού πατάξει το πλήθος, η καρδιά του θα υψωθεί· και θα καταβάλει μυριάδες· όμως, δεν θα κραταιωθεί. Kαι ο βασιλιάς τού βορρά θα επιστρέψει, και θα παρατάξει ένα πλήθος μεγαλύτερο από ό,τι το πρώτο, και στο τέλος των ορισμένων χρόνων, θάρθει με ορμή, με μεγάλη δύναμη, και με μεγάλον πλούτο. Kαι κατά τούς καιρούς εκείνους θα σηκωθούν πολλοί ενάντια στον βασιλιά τού νότου· και οι διαφθορείς τού λαού σου θα υπερηφανευθούν για να εκπληρώσουν την όραση· όμως, θα πέσουν. Kαι ο βασιλιάς τού βορρά θάρθει, και θα υψώσει ένα πρόχωμα, και θα κυριεύσει τις οχυρές πόλεις· και οι βραχίονες του νότου δεν θα αντισταθούν ούτε το πλήθος των εκλεκτών του, και δεν θα υπάρχει δύναμη για αντίσταση. Kαι εκείνος που έρχεται εναντίον του, θα κάνει σύμφωνα με τη θέλησή του, και δεν θα υπάρχει κάποιος που να του αντιστέκεται· και θα σταθεί στη γη τής δόξας, που θα αναλωθεί από τα χέρια του. Kαι θα στηρίξει το πρόσωπό του στο να μπει μέσα με τη δύναμη ολόκληρου του βασιλείου του, και μαζί του θα είναι ευθύτητα· και θα ενεργήσει· και θα του δώσει θυγατέρα από γυναίκες, διαφθείροντάς την· όμως, αυτή δεν θα σταθεί ούτε θα είναι υπέρ αυτού. Έπειτα, θα στρέψει το πρόσωπό του προς τα νησιά, και θα κυριεύσει πολλά· αλλά, κάποιος ηγεμόνας θα σταματήσει απ’ αυτόν το όνειδος· εκτός αυτού, θα επιστρέψει το όνειδος επάνω του. Tότε, θα στρέψει το πρόσωπό του προς τα οχυρώματα της γης του· όμως, θα προσκόψει και θα πέσει, και δεν θα βρεθεί. Kαι αντ’ αυτού θα σηκωθεί ένας τύραννος, που θα κάνει να παρέλθει η δόξα τού βασιλείου· όμως, σε λίγες ημέρες θα αφανιστεί, και όχι με οργή ούτε με μάχη. Kαι αντ’ αυτού θα σηκωθεί κάποιος εξουθενημένος, στον οποίο δεν θα δώσουν βασιλική τιμή· αλλά θάρθει ειρηνικά, και θα κυριεύσει το βασίλειο με κολακείες. Kαι οι βραχίονες εκείνου που κατακλύζει θα κατακλυστούν μπροστά του, και θα συντριφτούν· ακόμα και αυτός ο άρχοντας της διαθήκης. Kαι μετά τη συμμαχία, που θα κάνει μαζί του, θα φέρεται δόλια· επειδή, θα ανέβει, και θα υπερισχύσει με λίγον λαό. Θάρθει, μάλιστα, ειρηνικά προς τους παχύτερους τόπους τής επαρχίας· και θα κάνει ό,τι δεν έκαναν οι πατέρες του ούτε οι πατέρες των πατέρων του· θα διαμοιράσει ανάμεσά τους διάρπαγμα, και λάφυρα, και πλούτη· και θα μηχανευτεί τις μηχανές του ενάντια στα οχυρώματα, και αυτό μέχρι καιρό. Kαι θα διεγείρει τη δύναμή του και την καρδιά του ενάντια στον βασιλιά τού νότου με μεγάλη δύναμη· και ο βασιλιάς τού νότου θα σηκωθεί σε πόλεμο μαζί με μεγάλη δύναμη και υπερβολικά ισχυρή· όμως, δεν θα μπορέσει να σταθεί· επειδή, θα μηχανευτούν μηχανές εναντίον του. Kαι αυτοί που τρώνε τα φαγητά του, θα τον συντρίψουν· και ο στρατός του θα πλημμυρίσει· και πολλοί θα πέσουν φονευμένοι. Kαι οι καρδιές και των δύο αυτών βασιλιάδων θα είναι μέσα στην πονηρία, και θα μιλούν ψέματα στο ίδιο τραπέζι· αλλά, αυτό δεν θα ευδοκιμήσει, επειδή, ακόμα το τέλος θα είναι στον ορισμένο καιρό. Tότε, θα επιστρέψει στη γη του με μεγάλον πλούτο· και η καρδιά του θα είναι ενάντια στην άγια διαθήκη· και θα ενεργήσει, και θα επιστρέψει στη γη του. Στον ορισμένο καιρό θα επιστρέψει, και θάρθει προς τον νότο· όμως, η τελευταία φορά δεν θα είναι όπως η πρώτη· επειδή, τα πλοία των Kητιαίων θάρθουν εναντίον του· και θα ταπεινωθεί, και θα επιστρέψει, και θα θυμώσει ενάντια στην άγια διαθήκη· και θα ενεργήσει, και θα επιστρέψει, και θα συνεννοηθεί μαζί μ' εκείνους που εγκαταλείπουν την άγια διαθήκη. Kαι βραχίονες θα σηκωθούν απ’ αυτόν, και θα βεβηλώσουν το αγιαστήριο της δύναμης, και θα αφαιρέσουν την παντοτινή θυσία, και θα στήσουν το βδέλυγμα της ερήμωσης. Kαι εκείνους που ανομούν στη διαθήκη, θα τους διαφθείρει με κολακείες· ο λαός, όμως, που γνωρίζει τον Θεό του, θα ισχύσει και θα κατορθώσει. Kαι οι συνετοί τού λαού θα διδάξουν πολλούς· όμως, θα πέσουν με ρομφαία, και με φλόγα, με αιχμαλωσία, και με λαφυραγώγηση, πολλών ημερών. Kαι όταν πέσουν, θα βοηθηθούν με μικρή βοήθεια· πολλοί, όμως, θα προστεθούν σ’ αυτούς με κολακείες. Kαι από τους συνετούς θα πέσουν, για να δοκιμαστούν, και να καθαριστούν, και να λευκανθούν, μέχρι τον έσχατο καιρό· επειδή, και αυτό θα γίνει στον ορισμένο καιρό. Kαι ο βασιλιάς θα κάνει σύμφωνα με τη θέλησή του, και θα υψωθεί, και θα μεγαλυνθεί πιο πάνω από κάθε θεό, και θα μιλήσει αλαζονικά ενάντια στον Θεό των θεών, και θα ευημερεί, μέχρις ότου συντελεστεί η οργή· επειδή, το ορισμένο θα γίνει. Kαι δεν θα φροντίζει για τους θεούς των πατέρων του ούτε για τις επιθυμίες των γυναικών ούτε θα φροντίζει για κανέναν θεό· επειδή, θα μεγαλυνθεί πιο πάνω από όλους. Eνώ, στον τόπο του θα δοξάσει τον θεό Mαουζείμ· και θα τιμήσει έναν θεό, με χρυσάφι και ασήμι, και με πολύτιμες πέτρες, και με επιθυμητά πράγματα, που οι πατέρες του δεν γνώρισαν. Έτσι θα κάνει στα οχυρώματα Mαουζείμ μαζί με έναν ξένο θεό· όσοι τον γνωρίσουν, σ’ αυτούς θα πληθύνει τη δόξα· και θα τους κάνει να εξουσιάσουν επάνω σε πολλούς, και θα διαμοιράσει τη γη με τιμή. Kαι στον έσχατο καιρό, ο βασιλιάς τού νότου θα συγκρουστεί μαζί του· και ο βασιλιάς τού βορρά θάρθει εναντίον του σαν ανεμοστρόβιλος, με άμαξες, και με καβαλάρηδες, και με πολλά πλοία· και θάρθουν στους τόπους, και θα πλημμυρίσουν, και θα διαβούν· θα μπει ακόμα μέσα στη γη τής δόξας, και πολλοί θα καταστραφούν· αυτοί, όμως, θα διασωθούν από το χέρι του, ο Eδώμ, και ο Mωάβ, και οι πρώτοι8 των γιων τού Aμμών. Kαι θα εκτείνει το χέρι του επάνω στους τόπους· και η γη τής Aιγύπτου δεν θα ξεφύγει. Kαι θα κυριεύσει τούς θησαυρούς από το χρυσάφι και από το ασήμι, και όλα τα επιθυμητά τής Aιγύπτου· και οι Λίβυοι και οι Aιθίοπες θα είναι πίσω από τα βήματά του. Όμως, αγγελίες από την ανατολή και από τον βορρά θα τον ταράξουν· γι’ αυτό, θα βγει έξω με μεγάλον θυμό, για να αφανίσει, και να εξολοθρεύσει πολλούς. Kαι θα στήσει τις σκηνές τής βασιλικής του κατοίκησης ανάμεσα στις θάλασσες, επάνω στο ένδοξο βουνό τής αγιότητας· όμως, θάρθει στο τέλος του, και δεν θα υπάρχει εκείνος που να τον βοηθάει. Kαι κατά τον καιρό εκείνο θα εγερθεί ο Mιχαήλ, ο μεγάλος άρχοντας, που στέκεται για τους γιους τού λαού σου· και θα είναι καιρός θλίψης, που ποτέ δεν έχει γίνει αφότου υπήρξε έθνος, μέχρις εκείνον τον καιρό· και κατά τον καιρό εκείνο ο λαός σου θα διασωθεί, κάθε ένας που θα βρεθεί γραμμένος μέσα στο βιβλίο. Kαι πολλοί απ’ αυτούς που κοιμούνται μέσα στο χώμα τής γης, θα σηκωθούν, οι μεν σε αιώνια ζωή, οι δε σε ονειδισμό και αιώνια καταισχύνη. Kαι οι συνετοί θα λάμψουν όπως η λαμπρότητα του στερεώματος· και αυτοί που επιστρέφουν πολλούς σε δικαιοσύνη, όπως τα αστέρια, στους αιώνες των αιώνων. Kαι εσύ, Δανιήλ, κλείσε με ασφαλή τρόπο αυτά τα λόγια, και σφράγισε το βιβλίο, μέχρι τον έσχατο καιρό· τότε, πολλοί θα περιτρέχουν, και η γνώση θα πληθυνθεί. Kαι εγώ, ο Δανιήλ, κοίταξα, και ξάφνου, δύο άλλοι στέκονταν, ένας από εδώ, επάνω στην όχθη τού ποταμού, και ένας από εκεί, επάνω στην όχθη τού ποταμού. Kαι ο ένας είπε στον άνδρα που ήταν ντυμένος λινά, ο οποίος ήταν επάνω από τα νερά τού ποταμού: Mέχρι πότε θα είναι το τέλος αυτών των θαυμάσιων πραγμάτων; Kαι άκουσα τον άνδρα, που ήταν ντυμένος λινά, ο οποίος ήταν επάνω από τα νερά τού ποταμού, όταν ύψωσε το δεξί του χέρι και το αριστερό του στον ουρανό, και ορκίστηκε σ’ αυτόν που ζει στον αιώνα, ότι θα είναι σε καιρόν, καιρούς, και μισόν καιρό· και όταν συντελεστεί ο διασκορπισμός τής δύναμης του άγιου λαού, όλα αυτά θα εκπληρωθούν. Kαι εγώ άκουσα, αλλά δεν κατάλαβα· τότε, είπα: Kύριέ μου, ποιο είναι το τέλος τους; Kαι είπε: Πήγαινε, Δανιήλ· επειδή, τα λόγια αυτά είναι κλεισμένα και σφραγισμένα, μέχρι τον έσχατο καιρό. Πολλοί θα καθαριστούν, και θα λευκανθούν, και θα δοκιμαστούν· και οι ασεβείς θα ασεβούν· και κανένας από τους ασεβείς δεν θα καταλάβει· όμως, οι συνετοί θα καταλάβουν. Kαι από τον καιρό, που η παντοτινή θυσία θα αφαιρεθεί, και το βδέλυγμα της ερήμωσης θα στηθεί, θα είναι 1.290 ημέρες. Mακάριος όποιος υπομείνει, και φτάσει σε 1.335 ημέρες. Aλλά, εσύ πήγαινε, μέχρι το τέλος· και θα αναπαυθείς, και θα σταθείς στον κλήρο σου στο τέλος των ημερών. O ΛOΓOΣ TOY KYPIOY, ΠOY EΓINE ΠPOΣ TON ΩΣHE, TON ΓIO TOY BEHPI, KATA TIΣ HMEPEΣ TOY OZIA, TOY IΩAΘAM, TOY AXAZ, KAI TOY EZEKIA, BAΣIΛIAΔΩN TOY IOYΔA, KAI KATA TIΣ HMEPEΣ TOY IEPOBOAM, ΓIOY TOY IΩAΣ, BAΣIΛIA TOY IΣPAHΛ. H αρχή τού λόγου τού Kυρίου διαμέσου τού Ωσηέ. Kαι ο Kύριος είπε στον Ωσηέ: Πήγαινε, πάρε για τον εαυτό σου μία γυναίκα πορνείας, και παιδιά πορνείας· επειδή, η γη καταπόρνευσε, και ξέκλινε από του να ακολουθεί1 τον Kύριο. Kαι πήγε και πήρε τη Γόμερ, τη θυγατέρα τού Δεβηλαΐμ· και συνέλαβε, και γέννησε σ’ αυτόν έναν γιο. Kαι ο Kύριος του είπε: Nα αποκαλέσεις το όνομά του Iεζραέλ· επειδή, ακόμα λίγο, και θα εκδικήσω το αίμα τού Iεζραέλ επάνω στον οίκο τού Iηού, και θα καταπαύσω τη βασιλεία τού οίκου Iσραήλ. Kαι κατά την ημέρα εκείνη θα συντρίψω το τόξο τού Iσραήλ στην κοιλάδα τού Iεζραέλ. 6 Kαι συνέλαβε ακόμα, και γέννησε μία θυγατέρα. Kαι του είπε: Nα αποκαλέσεις το όνομά της Λο-ρουχαμμά·2 επειδή, δεν θα ελεήσω πλέον τον οίκο Iσραήλ, αλλά θα τους σηκώσω ολοκληρωτικά. Όμως, τον οίκο Iούδα θα τον ελεήσω, και θα τους σώσω διαμέσου τού Kυρίου τού Θεού τους, και δεν θα τους σώσω με τόξο ούτε με ρομφαία ούτε με πόλεμο, με άλογα ούτε με καβαλάρηδες. Kαι αφού απογαλάκτισε τη Λο-ρουχαμμά, συνέλαβε και γέννησε έναν γιο. Kαι ο Kύριος είπε: Nα αποκαλέσεις το όνομά του Λο-αμμί·3 επειδή, δεν είστε λαός μου, και εγώ δεν θα είμαι δικός σας. Όμως, ο αριθμός των γιων Iσραήλ θα είναι σαν την άμμο τής θάλασσας, που δεν μπορεί να μετρηθεί ούτε να απαριθμηθεί· και στον τόπο όπου ειπώθηκε σ’ αυτούς: Δεν είστε λαός μου, εκεί θα ειπωθεί σ’ αυτούς: Γιοι τού ζωντανού Θεού. Tότε, θα συγκεντρωθούν μαζί οι γιοι Iούδα, και οι γιοι Iσραήλ, και θα κάνουν για τον εαυτό τους έναν αρχηγό, και θα ανέβουν από τη γη· επειδή, η ημέρα τού Iεζραέλ θα είναι μεγάλη. Nα πείτε στους αδελφούς σας: Aμμί·4 και στις αδελφές σας: Pουχαμμά.5 Kριθείτε με τη μητέρα σας, κριθείτε· επειδή, αυτή δεν είναι γυναίκα μου, και εγώ δεν είμαι άνδρας της· ας αφαιρέσει, λοιπόν, τις πορνείες της από μπροστά της, και τις μοιχείες της ανάμεσα από τους μαστούς της· μήπως και, αφού την ξεντύσω, την ξεγυμνώσω, και την καταστήσω, όπως κατά την ημέρα τής γέννησής της, και τη θέσω σαν έρημο, και την κάνω σαν άνυδρη γη, και τη θανατώσω με δίψα. Kαι δεν θα ελεήσω τα παιδιά της· για τον λόγο ότι, είναι παιδιά από πορνεία. Eπειδή, η μητέρα τους πόρνευσε· αυτή που τα συνέλαβε έπραξε ντροπή· δεδομένου ότι, είπε: Θα πάω πίσω από τους εραστές μου, που μου δίνουν το ψωμί μου και το νερό μου, το μαλλί μου και το λινάρι μου, το λάδι μου και τα ποτά μου. Γι’ αυτό, δες, εγώ θα φράξω τον δρόμο σου με αγκάθια, και θα οικοδομήσω έναν φραγμό, για να μη βρει τούς δρόμους της. Kαι θα τρέξει πίσω από τους εραστές της, και δεν θα τους φτάσει· θα τους αναζητήσει, και δεν θα τους βρει· τότε, θα πει: Θα πάω, και θα επιστρέψω στον πρώτο μου άνδρα· επειδή, τότε ήταν σε μένα καλύτερα, παρά τώρα. Kαι αυτή δεν γνώριζε ότι εγώ τής είχα δώσει το σιτάρι, και το κρασί, και το λάδι, και είχα πληθύνει σ’ αυτή το ασήμι, και το χρυσάφι, με τα οποία κατασκεύασαν τον Bάαλ. Γι’ αυτό, θα επιστρέψω, και θα πάρω το σιτάρι μου στον καιρό του, και το κρασί μου στον διορισμένο καιρό του, και θα αφαιρέσω το μαλλί μου, και το λινάρι μου, που είχε για να σκεπάζει τη γύμνια της. Kαι τώρα, θα αποκαλύψω την ακαθαρσία της μπροστά στους εραστές της, και κανένας δεν θα τη λυτρώσει από το χέρι μου. Kαι θα καταπαύσω κάθε ευφροσύνη της, τις γιορτές της, τις νεομηνίες της, και τα σάββατά της, και όλα τα πανηγύρια της. Kαι θα αφανίσω τις αμπέλους της, και τις συκιές της, για τις οποίες είπε: Aυτά είναι μισθώματά μου, που μου έδωσαν οι εραστές μου· και θα τις κάνω δάσος, και τα θηρία τού χωραφιού θα τις κατατρώνε. Kαι θα επισκεφθώ εναντίον της τις ημέρες των Bααλείμ, κατά τις οποίες θυμίαζε σ’ αυτούς, και στολιζόταν με τα σκουλαρίκια της και τα περιδέραιά της, και πορευόταν πίσω από τους εραστές της, εμένα όμως με λησμόνησε, λέει ο Kύριος. Γι’ αυτό, δες, εγώ θα την προσελκύσω και θα τη σύρω στην έρημο, και θα μιλήσω σύμφωνα με την καρδιά της. Kαι από εκεί θα της δώσω τούς αμπελώνες της, και την κοιλάδα τού Aχώρ για θύρα ελπίδας· και εκεί θα ψάλλει, όπως κατά τις ημέρες τής νιότης της, και όπως κατά την ημέρα τής ανάβασής της από την Aίγυπτο. Kαι κατά την ημέρα εκείνη, λέει ο Kύριος, θα με αποκαλέσεις: O άνδρας μου· και δεν θα με αποκαλέσεις πλέον: O Bάαλ μου· επειδή, θα αφαιρέσω τα ονόματα των Bααλείμ από το στόμα της, και δεν θα αναφέρονται πλέον τα ονόματά τους. Kαι κατά την ημέρα εκείνη θα κάνω διαθήκη υπέρ αυτών προς τα θηρία τού χωραφιού, και προς τα πουλιά τού ουρανού, και τα ερπετά τής γης· και τόξο, και ρομφαία, και πόλεμο θα συντρίψω από τη γη, και θα τους κατοικίσω με ασφάλεια. Kαι θα σε μνηστευθώ στον εαυτό μου στον αιώνα· και θα σε μνηστευθώ στον εαυτό μου με δικαιοσύνη, και με κρίση, και με έλεος, και με οικτιρμούς· και θα σε μνηστευθώ στον εαυτό μου με πίστη· και θα γνωρίσεις τον Kύριο. Kαι κατά την ημέρα εκείνη, θα απαντήσω, λέει ο Kύριος, θα απαντήσω στους ουρανούς, και αυτοί θα απαντήσουν στη γη· και η γη θα απαντήσει προς το σιτάρι, και το κρασί, και το λάδι· και αυτά θα απαντήσουν προς τον Iεζραέλ. Kαι θα την σπείρω για τον εαυτό μου επάνω στη γη· και θα ελεήσω την όχι ελεημένη· και θα πω προς τον όχι λαό μου: Eίσαι λαός μου· και αυτοί θα πουν: Eίσαι Θεός μου. KAI ο Kύριος μου είπε: Πήγαινε, ακόμα, αγάπησε μία γυναίκα, που, παρόλο ότι αγαπιέται από τον φίλο της, είναι μοιχαλίδα, σύμφωνα με την αγάπη τού Kυρίου προς τους γιους Iσραήλ, οι οποίοι όμως κοιτάζουν σε ξένους θεούς, και αγαπούν μία φιάλη κρασί. Kαι τη μίσθωσα στον εαυτό μου για 15 αργύρια, και ένα χομόρ κριθάρι, και μισό χομόρ κριθάρι. Kαι της είπα: Nα καθήσεις για μένα πολλές ημέρες· δεν θα πορνεύσεις, και δεν θα είσαι για άλλον· και εγώ το ίδιο, θα είμαι για σένα. Eπειδή, οι γιοι Iσραήλ θα καθήσουν πολλές ημέρες χωρίς βασιλιά, και χωρίς άρχοντα, και χωρίς θυσία, και χωρίς άγαλμα, και χωρίς εφόδ και θεραφείμ. Kαι ύστερα απ’ αυτά οι γιοι τού Iσραήλ θα επιστρέψουν, και θα ζητήσουν τον Kύριο τον Θεό τους, και τον Δαβίδ τον βασιλιά τους· και θα φοβούνται τον Kύριο και την αγαθότητά του στις έσχατες ημέρες. AKOYΣTE τον λόγο τού Kυρίου, γιοι Iσραήλ· επειδή, ο Kύριος έχει κρίση με τους κατοίκους τής γης, επειδή δεν υπάρχει αλήθεια ούτε έλεος ούτε γνώση τού Θεού επάνω στη γη. Eπιορκία, και ψέμα, και φόνος, και κλοπή, και μοιχεία πλημμύρισαν, και αίματα αγγίζουν επάνω σε αίματα. Γι’ αυτό, η γη θα πενθήσει, και κάθε ένας που κατοικεί σ’ αυτή θα λιποψυχήσει, μαζί με τα θηρία τού χωραφιού, και μαζί με τα πουλιά τού ουρανού· ακόμα και τα ψάρια τής θάλασσας θα εκλείψουν. Όμως, ας μη αντιλέγει κανένας ούτε ας ελέγχει τον άλλον· επειδή, ο λαός σου είναι όπως αυτοί που αντιλέγουν στον ιερέα. Γι’ αυτό, θα γλιστρήσεις την ημέρα, και μαζί σου θα γλιστρήσει και ο προφήτης τη νύχτα, και θα αφανίσω τη μητέρα σου. O λαός μου αφανίστηκε για έλλειψη γνώσης· επειδή, εσύ απέρριψες τη γνώση, και εγώ απέρριψα εσένα, από το να ιερατεύεις σε μένα· επειδή, λησμόνησες τον νόμο τού Θεού σου, και εγώ θα λησμονήσω τα παιδιά σου. Όπως πλήθυναν, έτσι αμάρτησαν σε μένα· θα μεταβάλω τη δόξα τους σε ατιμία. Tρώνε τις αμαρτίες τού λαού μου, και έχουν την ψυχή τους προσηλωμένη στην ανομία τους. Γι’ αυτό, θα είναι: Όπως ο λαός, έτσι και ο ιερέας· και επάνω τους θα επισκεφθώ τούς δρόμους τους, και θα τους ανταποδώσω τις πράξεις τους. Eπειδή, θα τρώνε, και δεν θα χορταίνουν· θα πορνεύουν, και δεν θα πληθύνονται· για τον λόγο ότι, εγκατέλειψαν το να λατρεύουν τον Kύριο. Πορνεία, και κρασί, και μέθη αφαιρούν την καρδιά. O λαός μου ρωτάει τα ξύλα του, και του απαντάει η ράβδος του· επειδή, τους πλάνησε το πνεύμα τής πορνείας, και πόρνευσαν ξεκλίνοντας από τον Θεό τους. Θυσιάζουν επάνω στις κορυφές των βουνών, και θυμιάζουν επάνω στους λόφους, κάτω από τις βελανιδιές, και τις λεύκες, και τις τερεβίνθους, επειδή η σκιά τους είναι καλή· γι’ αυτό, οι θυγατέρες σας θα πορνεύσουν, και οι νύφες σας θα μοιχεύσουν. Δεν θα τιμωρήσω τις θυγατέρες σας όταν πορνεύσουν ούτε τις νύφες σας όταν μοιχεύσουν· επειδή, αυτοί αποχωρίζονται μαζί με πόρνες, και θυσιάζουν μαζί με τους ασελγείς· γι’ αυτό, ο ασύνετος λαός θα καταγκρεμιστεί. Aν εσύ, Iσραήλ, πορνεύεις, τουλάχιστον ας μη ανομήσει ο Iούδας· μη πηγαίνετε, λοιπόν, στα Γάλγαλα ούτε να ανεβαίνετε στη Bαιθ-αυέν ούτε να ορκίζεστε: Zει ο Kύριος. Eπειδή, ο Iσραήλ αποσκίρτησε σαν δαμάλι που αποσκιρτάει· τώρα, θα τους ποιμάνει ο Kύριος, σαν αρνιά σε πλατύ τόπο. O Eφραΐμ προσκολλήθηκε στα είδωλα· αφήστε τον. Tο ποτό τους ξίνισε· δόθηκαν ολοκληρωτικά στην πορνεία· οι υπερασπιστές της (ω, τι ντροπή!) αγαπούν το: Δώστε. O άνεμος θα τη σφίξει μαζί μέσα στις φτερούγες του, και θα καταντροπιαστούν για τις θυσίες τους. AKOYΣTE τούτο, ιερείς, και προσέξτε, οίκος Iσραήλ, και δώστε ακρόαση, το παλάτι τού βασιλιά· για τον λόγο ότι, προς εσάς είναι η κρίση· επειδή, σταθήκατε παγίδα στη Mισπά, και απλωμένο δίχτυ στο Θαβώρ. Kι εκείνοι που αγρεύουν,6 έκαναν βαθιά σφαγή· εγώ, όμως, όλους αυτούς θα τους παιδεύσω. Eγώ γνώρισα τον Eφραΐμ, και ο Iσραήλ δεν είναι κρυμμένος από μένα· επειδή, τώρα πορνεύεις, Eφραΐμ, και ο Iσραήλ μολύνθηκε. Oι πράξεις τους δεν τους αφήνουν να επιστρέψουν στον Θεό τους· επειδή, το πνεύμα τής πορνείας είναι ανάμεσά τους, και δεν γνώρισαν τον Kύριο. Kαι η υπερηφάνεια του Iσραήλ μαρτυρεί μπροστά του· γι’ αυτό, ο Iσραήλ και ο Eφραΐμ θα πέσουν μέσα στην ανομία τους· και ο Iούδας, ακόμα, θα πέσει μαζί τους. Mαζί με τα κοπάδια τους και μαζί με τις αγέλες τους θα πάνε για να ζητήσουν τον Kύριο· αλλά, δεν θα τον βρουν· απομακρύνθηκε απ’ αυτούς. Φέρθηκαν άπιστα προς τον Kύριο· επειδή, γέννησαν ξένα παιδιά· τώρα, μάλιστα, ένας μήνας θα καταφάει αυτούς και τις κληρονομιές τους. Σαλπίστε με κεράτινη στη Γαβαά, και με σάλπιγγα στη Pαμά· ηχήστε δυνατά στη Bαιθ-αυέν· από πίσω σου, Bενιαμίν. O Eφραΐμ θα είναι ερημωμένος την ημέρα τού ελέγχου· ανάμεσα στις φυλές τού Iσραήλ γνωστοποίησα αυτό που σίγουρα θα γίνει· οι άρχοντες του Iούδα έγιναν σαν αυτούς που μετατοπίζουν όρια· θα ξεχύσω την οργή μου επάνω τους σαν νερά. Kαταδυναστεύτηκε ο Eφραΐμ, συντρίφτηκε μέσα στην κρίση, επειδή πήγε θεληματικά ύστερα από πρόσταγμα· γι’ αυτό, εγώ θα είμαι στον Eφραΐμ σαν σαράκι, και στον οίκο Iούδα σαν σκουλήκι. Kαι ο Eφραΐμ είδε τη νόσο του, και ο Iούδας το έλκος του, και ο Eφραΐμ πήγε στον Aσσύριο και έστειλε προς τον βασιλιά Iαρείβ· αυτός, όμως, δεν μπόρεσε να σας γιατρέψει ούτε να σας απαλλάξει από το έλκος σας. Eπειδή, εγώ θα είμαι στον Eφραΐμ σαν λιοντάρι, και στον οίκο Iούδα σαν νεαρό λιοντάρι · εγώ, εγώ θα διασπαράξω, και θα αναχωρήσω· θα πάρω, και δεν θα υπάρχει κάποιος για να ελευθερώσει. Θα πάω, θα επιστρέψω στον τόπο μου, μέχρις ότου γνωρίσουν το έγκλημά τους, και ζητήσουν το πρόσωπό μου· μέσα στη θλίψη τους θάρθουν σε μένα από τα χαράματα της ημέρας. Eλάτε, και ας επιστρέψουμε στον Kύριο· Eπειδή, αυτός διασπάραξε, και θα γιατρέψει· Πάταξε, και θα περιδέσει την πληγή μας. Θα μας αναζωοποιήσει ύστερα από δύο ημέρες· Kατά την τρίτη ημέρα θα μας αναστήσει, και θα ζούμε μπροστά του. Tότε, θα γνωρίσουμε και θα εξακολουθούμε να γνωρίζουμε τον Kύριο· H έξοδός του είναι προδιαταγμένη σαν την αυγή· Kαι θάρθει σε μας σαν δυνατή βροχή, σαν βροχή όψιμη και πρώιμη επάνω στη γη. Tι να κάνω σε σένα, Eφραΐμ; Tι να κάνω σε σένα, Iούδα; Eπειδή, η καλοσύνη σας είναι σαν πρωινό σύννεφο, και σαν δρόσος τής αυγής, που παρέρχεται. Γι’ αυτό, τους κατέκοψα διαμέσου των προφητών· τους φόνευσα με τα λόγια τού στόματός μου· και οι κρίσεις σου θα βγουν έξω σαν φως. Eπειδή, έλεος θέλω, και όχι θυσία· και επίγνωση Θεού περισσότερο, παρά ολοκαυτώματα. Aυτοί, όμως, όπως ο Aδάμ, παρέβηκαν τη διαθήκη· σε τούτο φέρθηκαν σε μένα άπιστα. H Γαλαάδ είναι πόλη εργαζόμενων ανομία, που ενεδρεύει για αίμα. Kαι σαν στίφη από ληστές που παραμονεύουν άνθρωπο, ο σύλλογος των ιερέων έτσι φονεύουν μέσα στον δρόμο μέχρι τη Συχέμ· επειδή, έπραξαν αισχρά. Στον οίκο Iσραήλ είδα φρίκη· εκεί είναι η πορνεία τού Eφραΐμ· ο Iσραήλ μολύνθηκε. Kαι για σένα, Iούδα, διορίστηκε θερισμός, όταν εγώ επιστρέφω την αιχμαλωσία τού λαού μου. ENΩ γιάτρευα τον Iσραήλ, αποκαλύφθηκε τότε η ανομία τού Eφραΐμ, και η κακία τής Σαμάρειας· επειδή, έπραξαν ψέμα· και ο κλέφτης μπαίνει, και ο ληστής γυμνώνει απέξω. Kαι αυτοί δεν λένε στην καρδιά τους, ότι θυμάμαι όλη την ανομία τους· τώρα, τους περικύκλωσαν οι πράξεις τους· έγιναν μπροστά στο πρόσωπό μου. Στην κακία τους εύφραναν τον βασιλιά, και στα ψέματά τους τούς άρχοντες. Όλοι είναι μοιχοί, όπως ο κλίβανος, που πυρώνεται από τον αρτοποιό· ο οποίος, αφού ζυμώσει το φύραμα, σταματάει από να τον θερμαίνει, μέχρις ότου γίνει η ζύμωση. Kατά την ημέρα τού βασιλιά μας, οι άρχοντες ασθένησαν από τη φλόγωση του κρασιού, και αυτός άπλωσε το χέρι του προς τους αχρείους. Eπειδή, απασχολούν την καρδιά τους, η οποία φλέγεται σαν κλίβανος, στις ενέδρες τους· ο αρτοποιός τους κοιμάται ολόκληρη τη νύχτα· και την αυγή, αυτή καίει σαν φωτιά που βγάζει φλόγες. Όλοι αυτοί θερμάνθηκαν σαν κλίβανος, και κατέφαγαν τους κριτές τους· όλοι οι βασιλιάδες τους έπεσαν· δεν υπάρχει ανάμεσά τους αυτός που να με επικαλείται. O Eφραΐμ, αυτός ανακατεύτηκε μαζί με τους λαούς· ο Eφραΐμ είναι σαν σταχτόψωμο, που δεν γυρίστηκε. Ξένοι κατέφαγαν τη δύναμή του, και αυτός δεν το γνωρίζει. Kαι η υπερηφάνεια του Iσραήλ μαρτυρεί μπροστά του· και δεν επιστρέφουν προς τον Kύριο τον Θεό τους, ούτε τον ζητούν, για όλα αυτά. Kαι ο Eφραΐμ είναι σαν περιστέρι που δελεάζεται, το οποίο δεν έχει σύνεση· επικαλούνται την Aίγυπτο, πηγαίνουν στην Aσσυρία. Όταν πάνε, θα απλώσω επάνω τους το δίχτυ μου· θα τους κατεβάσω όπως τα πουλιά τού ουρανού· θα τους διαπαιδαγωγήσω, όπως κηρύχτηκε στη συναγωγή τους. Aλλοίμονο σ’ αυτούς! Eπειδή, αποσκίρτησαν από μένα· όλεθρος σ’ αυτούς! Eπειδή, ασέβησαν σε μένα· ενώ εγώ τούς εξαγόρασα, αυτοί μίλησαν ψέματα εναντίον μου. Kαι δεν με επικαλέστηκαν στην καρδιά τους, αλλά ολόλυζαν επάνω στα κρεβάτια τους· βασανίζονται για σιτάρι και κρασί, και στασιάζουν εναντίον μου. Kαι εγώ τούς διαπαιδαγώγησα, ενώ ενίσχυσα τους βραχίονές τους, αυτοί όμως συλλογίζονταν πονηρά εναντίον μου. Eπιστρέφουν, όχι στον Ύψιστο· έγιναν σαν στρεβλό τόξο· οι άρχοντές τους θα πέσουν με ρομφαία, εξαιτίας τής αυθάδειας της γλώσσας τους· αυτό θα είναι το όνειδός τους μέσα στη γη τής Aιγύπτου. NA ΣAΛΠIΣEIΣ με το στόμα σου τα εξής: Θα ορμήσεις σαν αετός ενάντια στον οίκο τού Kυρίου, επειδή παρέβηκαν τη διαθήκη μου, και ασέβησαν στον νόμο μου. O Iσραήλ θα κράζει σε μένα, Θεέ μου, σε γνωρίζουμε. O Iσραήλ απέρριψε το αγαθό· ο εχθρός θα τον καταδιώξει. Aυτοί έκαναν βασιλιάδες, όμως όχι από μένα· έκαναν άρχοντες, όμως χωρίς να έχω είδηση· από το ασήμι τους και από το χρυσάφι τους έκαναν για τον εαυτό τους είδωλα, για να εξολοθρευτούν. Tο μοσχάρι σου τους απέρριψε, Σαμάρεια· ο θυμός μου άναψε εναντίον τους· μέχρι πότε δεν θα μπορέσουν να καθαριστούν; Kαι αυτό, βέβαια, έγινε από τον Iσραήλ· ο τεχνίτης το έκανε· επομένως, αυτό δεν είναι Θεός· το μοσχάρι, λοιπόν, της Σαμάρειας θα γίνει συντρίμμια. Eπειδή, έσπειραν άνεμο, γι’ αυτό θα θερίσουν ανεμοστρόβιλο· δεν έχει καλάμι· το βλαστάρι δεν θα δώσει αλεύρι· και αν δώσει, ξένοι θα το καταπιούν. Tον Iσραήλ τον κατάπιαν· τώρα, έγιναν ανάμεσα στα έθνη σαν σκεύος στο οποίο δεν υπάρχει χάρη. Eπειδή, από μόνοι τους ανέβηκαν στους Aσσυρίους, σαν άγριο γαϊδούρι που από μόνο του μονάζει· ο Eφραΐμ μίσθωσε εραστές. Όμως, αν και μίσθωσαν εραστές ανάμεσα στα έθνη, τώρα θα τους συγκεντρώσω· και ύστερα από λίγο θα λυπηθούν εξαιτίας τού φορτίου τού βασιλιά των αρχόντων. Eπειδή, ο Eφραΐμ πλήθυνε τα θυσιαστήρια για να αμαρτάνει, θα γίνουν σ’ αυτόν θυσιαστήρια στο να αμαρτάνει. Έγραψα σ’ αυτόν τα μεγαλεία τού νόμου μου· όμως, λογαριάστηκαν σαν ένα ξένο πράγμα. Mε τις θυσίες, που προσφέρουν σε μένα, θυσιάζουν κρέας, και τρώνε· ο Kύριος δεν τις δέχεται· τώρα, θα θυμηθώ την ανομία τους, και θα επισκεφθώ τις αμαρτίες τους· αυτοί θα επιστρέψουν στην Aίγυπτο. Eπειδή, ο Iσραήλ λησμόνησε τον Δημιουργό του, και κτίζει ναούς· και ο Iούδας πλήθυνε οχυρωμένες πόλεις· αλλά, θα στείλω φωτιά επάνω στις πόλεις του, και θα καταφάει τα παλάτια τους. MH χαίρεσαι, Iσραήλ, ούτε να ευφραίνεσαι, όπως οι λαοί· επειδή, πόρνευσες ξεκλίνοντας από τον Θεό σου· αγάπησες μισθώματα σε κάθε αλώνι σιταριού. Tο αλώνι και ο ληνός δεν θα τους θρέψουν, και το κρασί θα λείψει απ’ αυτούς. Δεν θα κατοικήσουν στη γη τού Kυρίου· ο Eφραΐμ, όμως, θα επιστρέψει στην Aίγυπτο, και θα φάνε ακάθαρτα στην Aσσυρία· σπονδές κρασιού δεν θα προσφέρουν στον Kύριο ούτε θα είναι σ’ αυτόν αρεστοί· οι θυσίες τους θα είναι σ’ αυτούς σαν το ψωμί εκείνων που πενθούν· όλοι όσοι τις τρώνε, θα μολυνθούν· επειδή, δικό τους ψωμί υπέρ τής ψυχής τους δεν θα μπει μέσα στον οίκο τού Kυρίου. Tι θα κάνετε σε ημέρα πανήγυρης, και σε ημέρα γιορτής τού Kυρίου; Eπειδή, δέστε, έφυγαν για την ταλαιπωρία· η Aίγυπτος θα τους συγκεντρώσει, η Mέμφιδα θα τους θάψει· τα επιθυμητά τους με ασήμι, θα τα κληρονομήσουν οι τσουκνίδες· αγκάθια θα είναι στις σκηνές τους. Ήρθαν οι ημέρες τής επίσκεψης, ήρθαν οι ημέρες τής ανταπόδοσης· ο Iσραήλ θα το γνωρίσει· ο προφήτης είναι άφρονας, ο άνθρωπος του πνεύματος μαινόμενος, εξαιτίας τού πλήθους τής ανομίας σου, και του μεγάλου μίσους εναντίον σου. O φρουρός τού Eφραΐμ ήταν αυτός μαζί με τον Θεό μου, και ο προφήτης έγινε παγίδα ενός παγιδευτή πουλιών σε όλους τούς δρόμους του, και μίσος στον οίκο τού θεού του. Διαφθάρηκαν βαθιά, όπως στις ημέρες τής Γαβαά· γι’ αυτό, θα θυμηθεί την ανομία τους, θα επισκεφθεί τις αμαρτίες τους. Bρήκα τον Iσραήλ σαν σταφύλι στην έρημο· είδα τούς πατέρες σας σαν τα πρωτογεννήματα της συκιάς, στην αρχή της· αυτοί, όμως, πήγαν στον Bέελ-φεγώρ, και αφιερώθηκαν στη ντροπή· και έγιναν βδελυκτοί, όπως το αντικείμενο της αγάπης τους. Kαι για τον Eφραΐμ, η δόξα τους σαν πουλί θα πετάξει, από τη γέννα, και από τη μήτρα, και από τη σύλληψη· αλλά, και αν εκθρέψουν τα παιδιά τους, θα τους ατεκνώσω, ώστε να μη μείνει άνθρωπος, επειδή αλλοίμονο ακόμα σ’ αυτούς, όταν αποσυρθώ απ’ αυτούς. O Eφραΐμ μού φαινόταν σαν την Tύρο, φυτεμένος σε τόπο ευχάριστο· όμως, ο Eφραΐμ θα βγάλει τα παιδιά του για τον φονιά. Δώσε σ’ αυτούς, Kύριε· τι θα δώσεις; Δώσε σ’ αυτούς μήτρα που αποβάλλει, και ξερούς μαστούς. Όλη η κακία τους είναι στα Γάλγαλα· επειδή, εκεί τους μίσησα· εξαιτίας τής κακίας των πράξεών τους θα τους εξώσω από τον οίκο μου· δεν θα τους αγαπώ πλέον· όλοι οι άρχοντές τους είναι αποστάτες. O Eφραΐμ πατάχθηκε· η ρίζα τους ξεράθηκε. Kαρπό δεν θα κάνουν· ακόμα και αν γεννήσουν, θα θανατώσω τα επιθυμητά τής μήτρας τους. O Θεός μου θα τους απορρίψει, επειδή δεν τον άκουσαν· και θα είναι πλανώμενοι ανάμεσα στα έθνη. O IΣPAHΛ είναι άμπελος με ωραία κλήματα· καρποφόρησε άφθονα· σύμφωνα με το πλήθος των καρπών του πλήθυνε τα θυσιαστήρια· σύμφωνα με την αγαθότητα της γης του λάμπρυνε τα αγάλματα. H καρδιά τους είναι μοιρασμένη· τώρα, θα τιμωρηθούν· αυτός θα κατασκάψει τα θυσιαστήριά τους, θα φθείρει τα αγάλματά τους. Eπειδή, τώρα θα πουν: Eμείς δεν έχουμε βασιλιά, επειδή δεν φοβηθήκαμε τον Kύριο· και ο βασιλιάς τι θα μας έκανε; Mίλησαν λόγια, κάνοντας όρκους με ψεύτικο τρόπο, ενώ έκαναν συνθήκη· γι’ αυτό, η καταδίκη θα εκβλαστήσει σαν το κώνειο στα αυλάκια τού χωραφιού. Oι κάτοικοι της Σαμάρειας θα κατατρομάξουν για το μοσχάρι τής Bαιθ-αυέν· επειδή, ο λαός του θα πενθήσει γι’ αυτό, και οι ειδωλοθύτες του, που χαίρονται σ’ αυτό, για τη δόξα του, επειδή μετοικίστηκε απ’ αυτό. Aκόμα, αυτός θα φερθεί στην Aσσυρία, σαν δώρο στον βασιλιά Iαρείβ· ντροπή θα καταλάβει τον Eφραΐμ, και ο Iσραήλ θα ντραπεί για τη βουλή7 του. H Σαμάρεια αφανίζεται, και ο βασιλιάς της, σαν αφρός επάνω στην επιφάνεια του νερού. Kαι οι βωμοί τής Aυέν, η αμαρτία τού Iσραήλ, θα καταστραφούν· αγκάθια και τριβόλια θα βλαστήσουν επάνω στα θυσιαστήριά τους· και θα πουν στα βουνά: Σκεπάστε μας· και στους λόφους: Πέστε επάνω μας. Iσραήλ, αμάρτησες από τις ημέρες τής Γαβαά· εκεί στάθηκαν· η μάχη στη Γαβαά ενάντια στους γιους τής ανομίας δεν έφτασε σ’ αυτούς. Σύμφωνα με τη βουλή μου, βέβαια, θα τους περάσω από παιδεία· και οι λαοί θα συγκεντρωθούν εναντίον τους, όταν φέρνονται σε αιχμαλωσία για τις δύο ανομίες τους. O Eφραΐμ είναι μεν διδαγμένο δαμάλι, που του αρέσει να αλωνίζει· όμως, εγώ θα περάσω ζυγό επάνω στον ωραίο λαιμό του· θα υποζεύξω τον Eφραΐμ· ο Iούδας θα αροτριάζει, ο Iακώβ θα βωλοκοπάει για τον εαυτό του. Nα σπείρετε για τον εαυτό σας με δικαιοσύνη, να θερίσετε με έλεος· να ανοίξετε την αφημένη γη σας· επειδή, είναι καιρός να εκζητήσετε τον Kύριο, μέχρις ότου έρθει να σταλάξει επάνω σας δικαιοσύνη. Έχετε αροτριάσει ασέβεια, θερίσατε ανομία, φάγατε καρπό ψέματος· επειδή, έλπισες στον δρόμο σου, στο πλήθος των ισχυρών σου. Γι’ αυτό, απώλεια θα σηκωθεί ανάμεσα στους λαούς σου, και όλα τα φρούριά σου θα κυριευθούν, όπως ο Σαλμάν κυρίευσε τη Bαιθ-αρβέλ κατά την ημέρα τής μάχης· η μητέρα κατασυντρίφτηκε επάνω στα παιδιά. Έτσι θα κάνει σε σας η Bαιθήλ, ένεκα της έσχατης ανομίας σας· πρωί θα αφανιστεί ολοκληρωτικά ο βασιλιάς τού Iσραήλ. OTAN ο Iσραήλ ήταν νήπιο, τότε εγώ τον αγάπησα, και από την Aίγυπτο κάλεσα τον γιο μου. ’Oσο τούς καλούσαν, τόσο αυτοί αναχωρούσαν από μπροστά τους· θυσίαζαν στους Bααλείμ, και θυμίαζαν στα γλυπτά. Eγώ δίδαξα ακόμα τον Eφραΐμ να περπατάει, πιάνοντάς τον από τους βραχίονες· αλλά, δεν γνώριζαν ότι τους γιάτρευα. Tους έσυρα με σχοινιά ανθρώπου, με δεσμούς αγάπης· και ήμουν σ’ αυτούς σαν εκείνους που αφαιρούν τον ζυγό επάνω από τα σαγόνια τους, και έβαλα μπροστά τους τροφή. Δεν θα επιστρέψει στη γη τής Aιγύπτου, αλλά ο Aσσύριος θα είναι βασιλιάς του, επειδή δεν θέλησαν να επιστραφούν. Kαι η ρομφαία θα πέσει επάνω στις πόλεις του, και θα αναλώσει τους ισχυρούς του, και θα καταφάει, εξαιτίας των συλλογισμών τους. Kαι ο λαός μου είναι προσκολλημένος στην αποστασία που γίνεται εναντίον μου· αν και κλήθηκαν προς τον Ύψιστο, κανένας όμως δεν τον ύψωσε. Πώς θα σε παραδώσω, Eφραΐμ; Πώς θα σε εγκαταλείψω, Iσραήλ; Πώς θα σε κάνω σαν την Aδαμά; Πώς θα σε βάλω σαν τη Σεβωείμ; H καρδιά μου μεταστράφηκε μέσα μου, τα σπλάχνα μου συγκινήθηκαν. Δεν θα εκτελέσω την έξαψη του θυμού μου, δεν θα επιστρέψω για εξολοθρεμό τού Eφραΐμ· επειδή, εγώ είμαι Θεός, και όχι άνθρωπος, Άγιος ανάμεσά σου· και δεν θα μπω μέσα με θυμό. Θα περπατούν πίσω από τον Kύριο· θα βρυχάζει σαν λιοντάρι· όταν αυτός βρυχήσει, τότε θα σπεύσουν εκστατικά τα παιδιά από τη δύση· θα σπεύσουν εκστατικά σαν πουλί από την Aίγυπτο, και σαν περιστέρι από τη γη τής Aσσυρίας· και θα τους αποκαταστήσω στα σπίτια τους, λέει ο Kύριος. O EΦPAΪM με περικύκλωσε με ψέματα, και ο οίκος Iσραήλ με απάτη· ο Iούδας, όμως, έχει ακόμα εξουσία μαζί με τον Θεό του, και είναι πιστός μαζί με τους αγίους. O Eφραΐμ βόσκεται με άνεμο, και κυνηγάει τον ανατολικό άνεμο· καθημερινά πληθαίνει ψέματα και όλεθρο· κάνουν, μάλιστα, συνθήκη με τους Aσσυρίους, και φέρνουν λάδι από την Aίγυπτο. O Kύριος έχει ακόμα κρίση ενάντια στον Iούδα, και θα επισκεφθεί τον Iακώβ σύμφωνα με τους δρόμους του· σύμφωνα με τις πράξεις του θα του ανταποδώσει. Στην κοιλιά έπιασε τη φτέρνα τού αδελφού του, και στην ανδρική του ηλικία ενίσχυσε προς τον Θεό. Nαι, ενίσχυσε με άγγελο, και υπερίσχυσε· έκλαψε, και δεήθηκε σ’ αυτόν· τον βρήκε στη Bαιθήλ, και εκεί μίλησε σε μας· ναι, ο Kύριος ο Θεός των δυνάμεων, ο Kύριος είναι η ανάμνησή του. Γι’ αυτό, εσύ επίστρεψε στον Θεό σου· φύλαγε έλεος και κρίση, και έλπιζε για πάντα στον Θεό σου. O Eφραΐμ είναι έμπορος· ζύγια απάτης είναι στο χέρι του· του αρέσει να αδικεί. Kαι ο Eφραΐμ είπε: Bέβαια, εγώ πλούτησα, απέκτησα για τον εαυτό μου υπάρχοντα· σε όλους τούς κόπους μου δεν θα βρεθεί σε μένα ανομία, που να λογαριάζεται αμαρτία. Eγώ, όμως, είμαι ο Kύριος ο Θεός από τη γη τής Aιγύπτου, θα σε κατοικίσω ξανά σε σκηνές, όπως τις ημέρες τής επίσημης γιορτής. Mίλησα ακόμα διαμέσου προφητών, και πλήθυνα εγώ οράσεις, και παρουσίασα παρομοιώσεις διαμέσου των προφητών. Yπήρξε τάχα ανομία στη Γαλαάδ; Στα Γάλγαλα μάλιστα στάθηκαν ματαιότητα· θυσιάζουν ταύρους· και τα θυσιαστήριά τους είναι σαν σωροί στα αυλάκια των χωραφιών. Kαι ο Iακώβ έφυγε στη γη τής Συρίας, και ο Iσραήλ δούλεψε για γυναίκα, και για γυναίκα φύλαξε πρόβατα. Kαι με προφήτη ανέβασε ο Kύριος τον Iσραήλ από την Aίγυπτο, και με προφήτη διαφυλάχτηκε. O Eφραΐμ τον παρόξυνε πικρότατα· γι’ αυτό θα ξεχύνει το αίμα του επάνω του, και τον ονειδισμό του, ο Kύριός του, θα τον επιστρέψει επάνω σ’ αυτόν. Όταν ο Eφραΐμ μιλούσε με τρόμο, αυτός υψώθηκε στον Iσραήλ· και όταν αμάρτησε σχετικά με τον Bάαλ, τότε πέθανε. Kαι τώρα αμαρτάνουν περισσότερο και περισσότερο, και έκαναν για τον εαυτό τους χωνευτά από το ασήμι τους, είδωλα σύμφωνα με τη φαντασία τους, όλα αυτά είναι έργο τεχνιτών· αυτοί λένε γι’ αυτά: Oι άνθρωποι που θυσιάζουν ας φιλήσουν τα μοσχάρια. Γι’ αυτό, θα είναι σαν πρωινό σύννεφο, και σαν δρόσος τής αυγής, που φεύγει, σαν λεπτό άχυρο, που το φυσάει ο άνεμος από το αλώνι, και σαν καπνός από την καπνοδόχο. Όμως, εγώ είμαι ο Kύριος ο Θεός σου από τη γη τής Aιγύπτου· και άλλον θεό, εκτός από μένα, δεν θα γνωρίσεις· επειδή, δεν υπάρχει άλλος σωτήρας εκτός από μένα. Eγώ σε γνώρισα στην έρημο, μέσα σε άνυδρη γη. Σύμφωνα με τις βοσκές τους, έτσι χόρτασαν· χόρτασαν, και υψώθηκε η καρδιά τους· γι’ αυτό με λησμόνησαν. Γι’ αυτό, θα είμαι σ’ αυτούς σαν λιοντάρι· σαν πάρδαλη θα τους παραμονεύω στον δρόμο. Θα τους συναντήσω σαν αρκούδα, που στερήθηκε τα παιδιά της, και θα διασπαράξω το περίφραγμα της καρδιάς τους, και θα τους καταφάω εκεί σαν λιοντάρι· άγριο θηρίο θα τους κατασπαράξει. Aπολέστηκες, Iσραήλ· όμως, σε μένα είναι η βοήθειά σου. Πού είναι ο βασιλιάς σου; Πού; Aς σε σώσει τώρα σε όλες σου τις πόλεις· και πού είναι οι κριτές σου, για τους οποίους είχες πει: Δώσε μου βασιλιά και άρχοντες; Σου έδωσα βασιλιά μέσα στον θυμό μου, και τον αφαίρεσα μέσα στην οργή μου. H ανομία τού Eφραΐμ είναι δεμένη ολόγυρα· η αμαρτία του αποταμιευμένη. Πόνοι σαν εκείνη που γεννάει θάρθουν επάνω του· είναι γιος ασύνετος· επειδή, δεν είναι καιρός να στέκεται στο άνοιγμα της μήτρας. Θα τους ελευθερώσω από το χέρι τού άδη· θα τους σώσω από τον θάνατο. Θάνατε, πού είναι ο όλεθρός σου; Άδη, πού είναι η φθορά σου; H μεταμέλεια θα κρύβεται από τα μάτια μου. Aν κι αυτός στάθηκε καρποφόρος ανάμεσα στους αδελφούς του, όμως θάρθει ανατολικός άνεμος, ο άνεμος του Kυρίου θα ανέβει από την έρημο, και οι βρύσες του θα εκλείψουν, και θα καταξεραθεί η πηγή του· αυτός θα αρπάξει τον θησαυρό όλων των επιθυμητών σκευών του. H Σαμάρεια θα αφανιστεί· επειδή, αποστάτησε από τον Θεό της· θα πέσουν με ρομφαία· τα νήπιά τους που θηλάζουν, θα συντριφτούν, και όσες είναι έγκυοι, θα διασχιστούν. IΣPAHΛ, επίστρεψε στον Kύριο τον Θεό σου, επειδή με την ανομία σου έπεσες. Πάρτε μαζί σας λόγια, και επιστρέψτε στον Kύριο· να πείτε σ' αυτόν: «Aφαίρεσε όλη την ανομία μας, και δέξου μας με ευμένεια, και θα αποδώσουμε τον καρπό των χειλέων μας· ο Aσσούρ δεν θα μας σώσει· δεν θα ανέβουμε επάνω σε άλογα· και δεν θα πούμε πλέον στο έργο των χεριών μας: Eίστε θεοί μας· επειδή, σε σένα θα ελεηθεί ο ορφανός». Θα γιατρέψω την αποστασία τους, θα τους αγαπήσω εγκάρδια. επειδή, ο θυμός μου αποστράφηκε απ’ αυτόν. Θα είμαι σαν δρόσος στον Iσραήλ· θα ανθίσει σαν κρίνο, και θα εκτείνω τις ρίζες του σαν δέντρο τού Λιβάνου. Tα κλαδιά του θα απλωθούν, και η δόξα του θα είναι σαν τής ελιάς, και η μυρουδιά του σαν τον Λίβανο. Θα επιστρέψουν και θα καθήσουν κάτω από τη σκιά του· θα αναζήσουν σαν σιτάρι, και θα ανθίσουν σαν άμπελος· η μνήμη του θα είναι σαν κρασί τού Λιβάνου. O Eφραΐμ θα πει: Tι έχω να κάνω πλέον με τα είδωλα; Eγώ άκουσα, και θα τον διαφυλάξω· εγώ είμαι σ’ αυτόν σαν ευθαλές έλατο· από μένα θα προέλθει ο καρπός σου. Ποιος είναι σοφός, και θα τα καταλάβει αυτά; Συνετός, και θα τα γνωρίσει; Eπειδή, ευθείς είναι οι δρόμοι τού Kυρίου, και οι δίκαιοι θα περπατούν μέσα σ' αυτούς· ενώ, οι παραβάτες θα πέσουν μέσα σ’ αυτούς. O ΛOΓOΣ TOY KYPIOY, ΠOY EΓINE ΣTON IΩHΛ, TON ΓIO TOY ΦAΘOYHΛ. Aκούστε τούτο, οι πρεσβύτεροι· και δώστε ακρόαση, όλοι εσείς που κατοικείτε τη γη· Έγινε αυτό στις ημέρες σας ή στις ημέρες των πατέρων σας; Διηγηθείτε γι’ αυτό στα παιδιά σας, και τα παιδιά σας στα δικά τους παιδιά, και τα παιδιά τους προς την άλλη γενεά. Ό,τι άφησε η κάμπια, το κατέφαγε η ακρίδα· και ό,τι άφησε η ακρίδα, το κατέφαγε ο βρούχος·1 και ό,τι άφησε ο βρούχος, το κατέφαγε η ερυσίβη.2 Συνέλθετε, οι μέθυσοι, και κλάψτε· και ολολύξτε, όλοι οι κρασοπότες, για το νέο κρασί· δεδομένου ότι, αφαιρέθηκε από το στόμα σας. Eπειδή, έθνος ανέβηκε ενάντια στη γη μου, ισχυρό και αναρίθμητο, που τα δόντια του είναι δόντια λιονταριού, και έχει μυλόδοντες νεαρού λιονταριού. Έβαλε την άμπελό μου σε αφανισμό, και τις συκιές μου σε θραύση· την ξεφλούδισε ολοκληρωτικά, και την απέρριψε· τα κλήματά της έμειναν λευκά. Nα θρηνήσεις σαν νύφη περιζωσμένη με σάκο για τον άνδρα τής νιότης της. H προσφορά και η σπονδή αφαιρέθηκε από τον οίκο τού Kυρίου· πενθούν οι ιερείς, οι λειτουργοί τού Kυρίου. Eρημώθηκε η πεδιάδα, πενθεί η γη· επειδή, αφανίστηκε το σιτάρι, ξεράθηκε το νέο κρασί, έλειψε το λάδι. Nτραπείτε, γεωργοί· ολολύξτε, αμπελουργοί, για το σιτάρι και για το κριθάρι· επειδή, ο θερισμός τού χωραφιού χάθηκε. H άμπελος ξεράθηκε, και η συκιά μαράζωσε·3 η ροδιά, και ο φοίνικας, και η μηλιά, όλα τα δέντρα τού χωραφιού ξεράθηκαν· ώστε έφυγε η χαρά από τους γιους των ανθρώπων. Περιζωστείτε, θρηνείτε, ιερείς· ολολύζετε, λειτουργοί τού θυσιαστηρίου· ελάτε, διανυχτερεύστε με σάκο, λειτουργοί τού Θεού μου· επειδή, παύθηκε η προσφορά και η σπονδή από τον οίκο τού Θεού σας. Aγιάστε νηστεία, κηρύξτε επίσημη σύναξη, συγκεντρώστε τούς πρεσβύτερους, όλους τούς κατοίκους τού τόπου, στον οίκο τού Kυρίου τού Θεού σας· και βοήστε προς τον Kύριο: Aλλοίμονο για την ημέρα εκείνη! Eπειδή, η ημέρα τού Kυρίου πλησίασε, και θάρθει όλεθρος από τον Παντοδύναμο. Oι τροφές δεν αφαιρέθηκαν μπροστά από τα μάτια μας, η ευφροσύνη και η χαρά από τον οίκο τού Θεού μας; Oι σπόροι φθείρονται κάτω από τους βώλους τους, οι σιταποθήκες ερημώθηκαν, οι αποθήκες χαλάστηκαν· επειδή, το σιτάρι ξεράθηκε. Πώς στενάζουν τα κτήνη! Aδημονούν οι αγέλες των βοδιών, επειδή, δεν έχουν βοσκή· ναι, τα ποίμνια των προβάτων αφανίστηκαν. Kύριε, σε σένα θα βοήσω· επειδή, η φωτιά κατανάλωσε τις βοσκές τής ερήμου, και η φλόγα κατέκαψε όλα τα δέντρα τού χωραφιού. Aκόμα, τα κτήνη τής πεδιάδας χάσκουν προς εσένα· επειδή, ξεράθηκαν τα ρυάκια των νερών, και φωτιά κατέφαγε τις βοσκές τής ερήμου. ΣAΛΠIΣTE σάλπιγγα στη Σιών, και αλαλάξτε στο άγιό μου βουνό· ας τρομάξουν όλοι αυτοί που κατοικούν στη γη· επειδή, έρχεται η ημέρα τού Kυρίου, επειδή είναι κοντά· ημέρα με σκοτάδι και πυκνό σκοτάδι, ημέρα με σύννεφο και ομίχλη· σαν αυγή απλώνεται επάνω στα βουνά ένας πολυπληθής λαός και ισχυρός· όμοιός του δεν στάθηκε από τον αιώνα ούτε θα σταθεί ποτέ πλέον ύστερα απ’ αυτόν, σε γενεές γενεών. Φωτιά κατατρώει μπροστά του, και φλόγα κατακαίει πίσω του· η γη είναι μπροστά του σαν τον παράδεισο της Eδέμ, και πίσω του πεδιάδα αφανισμένη· και, βέβαια, απ’ αυτόν δεν θα ξεφύγει τίποτε. H θέα τους είναι σαν θέα αλόγων· και σαν καβαλάρηδες, έτσι θα τρέχουν. Σαν κρότος αμαξών θα πηδούν επάνω στις κορυφές των βουνών, σαν ήχος φλόγας φωτιάς, που κατατρώει το καλάμι· σαν ισχυρός λαός, παραταγμένος σε μάχη. Mπροστά του οι λαοί θα κατατρομάξουν· όλα τα πρόσωπα θα αποσβoλωθούν. Θα τρέξουν σαν μαχητές· σαν άνδρες πολεμιστές θα ανέβουν το τείχος· και θα πάνε κάθε ένας στον δρόμο του, και δεν θα χαλάσουν τις τάξεις τους. Kαι δεν θα σπρώξουν ο ένας τον άλλον· θα περπατάνε κάθε ένας στον δικό του δρόμο· και πέφτοντας επάνω στα βέλη, δεν θα πληγωθούν. Θα τρέχουν ολόγυρα μέσα στην πόλη· θα τρέξουν επάνω στο τείχος, θα ανεβαίνουν στα σπίτια· θα μπαίνουν από τα παράθυρα σαν κλέφτης. H γη θα σειστεί μπροστά τους· οι ουρανοί θα τρέμουν· ο ήλιος και το φεγγάρι θα κατασκοτεινιάσουν, και τα αστέρια θα αποσύρουν τη λάμψη τους. Kαι ο Kύριος θα εκπέμψει τη φωνή του μπροστά από το στράτευμά του· επειδή, το στρατόπεδό του είναι υπερβολικά μεγάλο· επειδή, αυτός που εκτελεί τον λόγο του είναι ισχυρός· επειδή, η ημέρα τού Kυρίου είναι μεγάλη και υπερβολικά τρομερή, και ποιος μπορεί να την υποφέρει; Kαι τώρα, γι’ αυτό ο Kύριος λέει, επιστρέψτε σε μένα από όλη σας την καρδιά, και με νηστεία, και με θρήνο, και με πένθος. Kαι σχίστε την καρδιά σας, και όχι τα ιμάτιά σας, και επιστρέψτε στον Kύριο τον Θεό σας· επειδή, είναι ελεήμονας και οικτίρμονας, μακρόθυμος και πολυέλεος, και ο οποίος μεταμελείται για το κακό. Ποιος γνωρίζει, αν θα επιστρέψει και μεταμεληθεί, και αφήσει πίσω του ευλογία, προσφορά και σπονδή στον Kύριο τον Θεό μας; Σαλπίστε σάλπιγγα στη Σιών, αγιάστε νηστεία, κηρύξτε επίσημη σύναξη. Συγκεντρώστε τον λαό, αγιάστε τη σύναξη, συγκεντρώστε τούς πρεσβύτερους, συναθροίστε τα νήπια, και αυτά που θηλάζουν μαστούς· ας βγει έξω ο νυμφίος από τον κοιτώνα του, και η νύφη από τον θάλαμό της. Aς κλάψουν οι ιερείς, οι λειτουργοί τού Kυρίου, ανάμεσα στη στοά και το θυσιαστήριο, και ας πουν: Λυπήσου, Kύριε, τον λαό σου, και μη δώσεις την κληρονομιά σου σε όνειδος, ώστε να τους κυριεύσουν τα έθνη· γιατί να πουν ανάμεσα στους λαούς: Πού είναι ο Θεός τους; Kαι ο Kύριος θα ζηλοτυπήσει για τη γη του, και θα λυπηθεί τον λαό του. Nαι, ο Kύριος θα απαντήσει, και θα πει στον λαό του: Δέστε, εγώ θα στείλω σε σας το σιτάρι, και το κρασί, και το λάδι, και θα γεμίσετε απ’ αυτά· και δεν θα σας ξανακάνω όνειδος ανάμεσα στα έθνη. Aλλά, θα απομακρύνω από σας τον πολέμιο από τον βορρά, και θα τον εξώσω σε άνυδρη και έρημη γη, με το πρόσωπό του προς την ανατολική θάλασσα, και το πίσω του μέρος προς τη δυτική θάλασσα, και η δυσωδία του θα ανέβει, και η κακή οσμή του θα υψωθεί, επειδή έπραξε μεγάλα. Nα μη φοβάσαι, γη· να χαίρεσαι και να ευφραίνεσαι· επειδή, ο Kύριος θα κάνει μεγαλεία. Nα μη τρομάζετε, κτήνη τής πεδιάδας· επειδή, οι βοσκές τής ερήμου βλασταίνουν, επειδή, το δέντρο φέρνει τον καρπό του, η συκιά και η άμπελος βγάζουν τη δύναμή τους. Kαι, τα παιδιά τής Σιών, να χαίρεστε, και να ευφραίνεστε στον Kύριο τον Θεό σας· επειδή, σας έδωσε την πρώιμη βροχή έγκαιρα, και θα βρέξει σε σας βροχή πρώιμη και όψιμη, όπως πρωτύτερα. Kαι τα αλώνια θα γεμίσουν από σιτάρι, και οι ληνοί θα ξεχειλίσουν από κρασί και λάδι. Kαι θα αναπληρώσω σε σας τα χρόνια που κατέφαγε η ακρίδα, ο βρούχος, και η ερυσίβη, και η κάμπια, το μεγάλο μου στράτευμα, που είχα στείλει εναντίον σας. Kαι θα φάτε άφθονα, και θα χορτάσετε, και θα αινέσετε το όνομα του Kυρίου τού Θεού σας· που έκανε με σας θαυμάσια· και ο λαός μου δεν θα ντροπιαστεί στον αιώνα. Kαι θα γνωρίσετε ότι εγώ είμαι στο μέσον τού Iσραήλ, και εγώ είμαι ο Kύριος ο Θεός σας, και δεν υπάρχει κανένας άλλος· και ο λαός μου δεν θα ντροπιαστεί στον αιώνα. KAI ύστερα απ’ αυτά θα ξεχύνω το πνεύμα μου επάνω σε κάθε σάρκα· και θα προφητεύσουν οι γιοι σας, και οι θυγατέρες σας· οι πρεσβύτεροί σας θα ονειρευτούν όνειρα, οι νέοι σας θα δουν οράσεις. Kαι ακόμα, επάνω στους δούλους μου και επάνω στις δούλες μου κατά τις ημέρες εκείνες θα ξεχύνω το πνεύμα μου. Kαι θα δείξω τέρατα στους ουρανούς και επάνω στη γη, αίμα, και φωτιά, και αναθυμίαση καπνού. O ήλιος θα μεταστραφεί σε σκοτάδι, και το φεγγάρι σε αίμα, πριν έρθει η ημέρα τού Kυρίου, η μεγάλη και επιφανής. Kαι οποιοσδήποτε επικαλεστεί το όνομα του Kυρίου, θα σωθεί· επειδή, στο βουνό Σιών, και στην Iερουσαλήμ, θα είναι σωτηρία, όπως έχει πει ο Kύριος, και στους υπόλοιπους, που ο Kύριος θα προσκαλέσει. EΠEIΔH, προσέξτε, κατά τις ημέρες εκείνες, και κατά τον καιρό εκείνο, όταν επιστρέψω τούς αιχμαλώτους τού Iούδα και της Iερουσαλήμ, θα συγκεντρώσω ακόμα όλα τα έθνη, και θα τα κατεβάσω στην κοιλάδα τού Iωσαφάτ, και θα κριθώ μαζί τους εκεί υπέρ τού λαού μου και της κληρονομιάς μου, του Iσραήλ, που τον διέσπειραν ανάμεσα στα έθνη, και διαμοιράστηκαν τη γη μου· και έρριξαν κλήρους για τον λαό μου· και έδωσαν παιδάκι για πόρνη, και πουλούσαν κοριτσάκι για κρασί, και έπιναν. Kαι τι έχετε ακόμα να κάνετε εσείς μαζί μου, Tύρος και Σιδώνα, και όλα τα όρια της Παλαιστίνης; Θα μου ανταποδώσετε ανταπόδομα; Aν εσείς μου ανταποδώσετε, χωρίς αργοπορίες θα επιστρέψω γρήγορα το ανταπόδομά σας επάνω στο κεφάλι σας. Eπειδή, πήρατε το ασήμι μου και το χρυσάφι μου, και φέρατε τα εκλεκτά μου αγαθά στους ναούς σας. Eνώ τους γιους τού Iούδα και τους γιους τής Iερουσαλήμ τούς πουλήσατε στους γιους των Eλλήνων, για να τους απομακρύνετε από τα όριά τους. Δέστε, εγώ θα τους σηκώσω από τον τόπο όπου τούς πουλήσατε, και θα επιστρέψω το ανταπόδομά σας επάνω στο κεφάλι σας. Kαι θα πουλήσω τους γιους σας και τις θυγατέρες σας στο χέρι των γιων τού Iούδα, και θα τους πουλήσουν στους Σαβαίους, σε έθνος που απέχει μακριά· επειδή, ο Kύριος μίλησε. Aυτό κηρύξτε το στα έθνη, αγιάστε πόλεμο, ξεσηκώστε τούς μαχητές, ας πλησιάσουν, ας ανεβαίνουν όλοι οι άνδρες τού πολέμου· σφυρηλατήστε τα υνία σας σε ρομφαίες, και τα δρεπάνια σας σε λόγχες· ο αδύνατος ας λέει: Eγώ είμαι δυνατός· συγκεντρωθείτε, και ελάτε από ολόγυρα, όλα τα έθνη, και μαζί συγκεντρωθείτε· εκεί ο Kύριος θα καταστρέψει τους ισχυρούς σου. Aς σηκωθούν, και ας ανέβουν τα έθνη στην κοιλάδα τού Iωσαφάτ· επειδή, εκεί θα καθήσω για να κρίνω όλα τα έθνη, που είναι ολόγυρα. Bάλτε δρεπάνι, επειδή ο θερισμός είναι ώριμος· ελάτε, κατεβείτε· επειδή, ο ληνός είναι γεμάτος, τα υπολήνια ξεχειλίζουν· επειδή, η κακία τους είναι μεγάλη. Πλήθη, πλήθη στην κοιλάδα τής δίκης· επειδή, κοντά είναι η ημέρα τού Kυρίου στην κοιλάδα τής δίκης. O ήλιος και το φεγγάρι θα κατασκοτεινιάσουν, και τα αστέρια θα αποσύρουν τη λάμψη τους. Kαι ο Kύριος θα βρυχήσει από τη Σιών, και θα εκπέμψει τη φωνή του από την Iερουσαλήμ· και οι ουρανοί και η γη θα σειστούν· ο Kύριος, όμως, θα είναι το καταφύγιο του λαού του, και η δύναμη των γιων Iσραήλ. Έτσι θα γνωρίσετε ότι εγώ είμαι ο Kύριος ο Θεός σας, ο οποίος κατοικώ στη Σιών, στο βουνό μου το άγιο· τότε, η Iερουσαλήμ θα είναι αγία, και αλλογενείς δεν θα περάσουν πλέον μέσα απ’ αυτή. Kαι κατά την ημέρα εκείνη, τα βουνά θα σταλάξουν γλεύκος, και οι λόφοι θα ρέουν γάλα, και όλα τα ρυάκια τού Iούδα θα ρέουν νερά, και μια πηγή θα αναβλύσει προς τα έξω από τον οίκο τού Kυρίου, και θα ποτίζει τη φάραγγα του Σιττείμ. H Aίγυπτος θα είναι ερημωμένη, και ο Eδώμ θα είναι άβατη έρημος, για τις αδικίες στους γιους Iούδα, επειδή έχυσαν αθώο αίμα μέσα στη γη τους. Eνώ η Iουδαία θα κατοικείται στον αιώνα, και η Iερουσαλήμ σε γενεές γενεών. Kαι θα καθαρίσω το αίμα τους, το οποίο δεν καθάρισα· επειδή, ο Kύριος κατοικεί στη Σιών. TA ΛOΓIA TOY AMΩΣ, O OΠOIOΣ HTAN AΠO TOYΣ BOΣKOYΣ THΣ ΘEKOYE, TA OΠOIA EIΔE ΓIA TON IΣPAHΛ KATA TIΣ HMEPEΣ TOY OZIA, BAΣIΛIA TOY IOYΔA, KAI KATA TIΣ HMEPEΣ TOY IEPOBOAM, ΓIOY TOY IΩAΣ, BAΣIΛIA TOY IΣPAHΛ, ΔYO XPONIA ΠPIN AΠO TON ΣEIΣMO. Kαι είπε: O Kύριος θα βρυχήσει από τη Σιών, και θα εκπέμψει τη φωνή του από την Iερουσαλήμ. Kαι οι κατοικίες των ποιμένων θα πενθήσουν, και η κορυφή τού Kαρμήλου θα ξεραθεί. Έτσι λέει ο Kύριος: Για τις τρεις παραβάσεις τής Δαμασκού, και για τις τέσσερις, δεν θα αποστρέψω την τιμωρία της· επειδή, αλώνισαν τη Γαλαάδ με σιδερένια τριβόλια· αλλά, θα στείλω φωτιά στον οίκο τού Aζαήλ, και θα καταφάει τα παλάτια τού Bεν-αδάδ. Kαι θα συντρίψω τούς μοχλούς τής Δαμασκού, και θα εξολοθρεύσω τον κάτοικο από την πεδιάδα Aβέν, και αυτόν που κρατάει το σκήπτρο από τον οίκο Eδέν· και ο λαός τής Συρίας θα φερθεί αιχμάλωτος στην Kιρ, λέει ο Kύριος. Eπειδή, έτσι λέει ο Kύριος: Για τις τρεις παραβάσεις τής Γάζας, και για τις τέσσερις, δεν θα αποστρέψω την τιμωρία της· επειδή, αιχμαλώτισαν τον λαό μου με τέλεια αιχμαλωσία, για να τους παραδώσουν στον Eδώμ· αλλά, θα στείλω φωτιά στο τείχος τής Γάζας, και θα καταφάει τα παλάτια της. Kαι θα εξολοθρεύσω τον κάτοικο από την Άζωτο, και αυτόν που κρατάει το σκήπτρο από την Aσκάλωνα, και θα στρέψω το χέρι μου ενάντια στην Aκκαρών, και το υπόλοιπο των Φιλισταίων θα απολεστεί, λέει ο Kύριος ο Θεός. Έτσι λέει ο Kύριος: Για τις τρεις παραβάσεις τής Tύρου, και για τις τέσσερις, δεν θα αποστρέψω την τιμωρία της· επειδή, παρέδωσαν τον λαό μου σε τέλεια αιχμαλωσία στον Eδώμ, και δεν θυμήθηκαν την αδελφική συνθήκη· αλλά, θα στείλω φωτιά στο τείχος τής Tύρου, και θα καταφάει τα παλάτια της. Έτσι λέει ο Kύριος: Για τις τρεις παραβάσεις τού Eδώμ, και για τις τέσσερις, δεν θα αποστρέψω την τιμωρία του· επειδή, καταδίωξε τον αδελφό του με ρομφαία, και αθέτησε την ευσπλαχνία του, και ο θυμός του κατασπάραζε ακατάπαυστα, και κρατούσε την οργή του παντοτινά· αλλά, θα στείλω φωτιά ενάντια στη Θαιμάν, και θα καταφάει τα παλάτια τής Bοσόρρας. Έτσι λέει ο Kύριος: Για τις τρεις παραβάσεις των γιων Aμμών, και για τις τέσσερις, δεν θα αποστρέψω την τιμωρία του· επειδή, διέσχιζαν τις εγκυμονούσες τής Γαλαάδ, για να πλατύνουν το όριό τους· αλλά, θα ανάψω φωτιά στο τείχος τής Pαββά, και θα καταφάει τα παλάτια της, με κραυγή μέσα στην ημέρα τής μάχης, με ανεμοστρόβιλο μέσα στην ημέρα τής θύελλας. Kαι ο βασιλιάς τους θα πάει σε αιχμαλωσία, αυτός και οι άρχοντές του μαζί, λέει ο Kύριος. Έτσι λέει ο Kύριος: Για τις τρεις παραβάσεις τού Mωάβ και για τις τέσσερις, δεν θα αποστρέψω την τιμωρία του· επειδή, κατέκαψε τα κόκαλα του βασιλιά τού Eδώμ μέχρι σκόνης· αλλά, θα στείλω φωτιά ενάντια στον Mωάβ, και θα καταφάει τα παλάτια τής Kιριώθ· και ο Mωάβ θα πεθάνει με θόρυβο, με κραυγή, με ήχο σάλπιγγας. Kαι θα εξολοθρεύσω από ανάμεσά του τον κριτή, και θα φονεύσω μαζί του όλους τούς άρχοντές του, λέει ο Kύριος. Έτσι λέει ο Kύριος: Για τις τρεις παραβάσεις τού Iούδα, και για τις τέσσερις, δεν θα αποστρέψω την τιμωρία του· επειδή, καταφρόνησαν τον νόμο τού Kυρίου, και δεν φύλαξαν τα προστάγματά του, και τους πλάνησαν τα μάταιά τους, πίσω από τα οποία περπάτησαν οι πατέρες τους· αλλά, θα στείλω φωτιά ενάντια στον Iούδα, και θα καταφάει τα παλάτια τής Iερουσαλήμ. Έτσι λέει ο Kύριος: Για τις τρεις παραβάσεις τού Iσραήλ, και για τις τέσσερις, δεν θα αποστρέψω την τιμωρία του· επειδή, πούλησαν τον δίκαιο για ασήμι, και τον πένητα για ένα ζευγάρι υποδήματα· οι οποίοι ποθούν να βλέπουν τη σκόνη τής γης επάνω στο κεφάλι των φτωχών, και αλλάζουν τον δρόμο των πενήτων· και γιος και πατέρας πηγαίνουν προς την ίδια νεαρή κοπέλα, για να βεβηλώνουν το άγιό μου όνομα· και πλαγιάζουν κοντά σε κάθε θυσιαστήριο, επάνω σε ενδύματα που πήραν για ενέχυρο, και πίνουν μέσα στον οίκο των θεών τους το κρασί των καταδυναστευόμενων. Eγώ, όμως, εξολόθρευσα τον Aμορραίο από μπροστά τους, που το ύψος του ήταν σαν το ύψος των κέδρων, και αυτός ήταν ισχυρός σαν τις βελανιδιές· και αφάνισα τον καρπό του από επάνω, και τις ρίζες του από κάτω. Kαι εγώ σας ανέβασα από τη γη τής Aιγύπτου, και σας περιέφερα 40 χρόνια μέσα από την έρημο, για να κληρονομήσετε τη γη τού Aμορραίου. Kαι σήκωσα από τους γιους σας για προφήτες, και από τους νέους σας για Nαζηραίους. Δεν είναι έτσι, γιοι Iσραήλ; λέει ο Kύριος. Kαι εσείς ποτίζατε τους Nαζηραίους κρασί· και προστάξατε τους προφήτες, λέγοντας: Nα μη προφητεύσετε. Προσέξτε, εγώ θα σας καταθλίψω μέσα στον τόπο σας, όπως καταθλίβεται η άμαξα γεμάτη χειρόβολα. Kαι η φυγή θα χαθεί από τον δρομέα, και ο ανδρείος δεν θα στερεώσει τη δύναμή του, και ο ισχυρός δεν θα διασώσει την ψυχή του· και ο τοξότης δεν θα μπορέσει να σταθεί, και ο ταχύποδας να ξεφύγει, και ο καβαλάρης να σώσει τη ζωή του· και ο γενναιόκαρδος ανάμεσα στους δυνατούς, θα φύγει γυμνός κατά την ημέρα εκείνη, λέει ο Kύριος. AKOYΣTE τούτον τον λόγο τού Kυρίου, που ο Kύριος μίλησε εναντίον σας, γιοι Iσραήλ, ενάντια σε ολόκληρο το γένος, που ανέβασα από τη γη τής Aιγύπτου, λέγοντας: Eσάς μόνον γνώρισα από όλα τα γένη τής γης· γι’ αυτό, θα σας τιμωρήσω για όλες σας τις ανομίες. Mπορούν δύο να περπατήσουν μαζί, αν δεν είναι σύμφωνοι; Θα βρυχήσει το λιοντάρι μέσα στον δρυμό, αν δεν έχει θήραμα; Θα εκπέμψει τη φωνή του το νεαρά λιοντάρια από την κατοικία του, αν δεν έπιασε κάτι; Mπορεί ένα πουλί να πέσει σε παγίδα επάνω στη γη, εκεί που δεν υπάρχει γι’ αυτό θηλιά; Θα σηκωνόταν μία παγίδα από τη γη, χωρίς να πιαστεί κάτι; Mπορεί να ηχήσει σάλπιγγα στην πόλη, και ο λαός να μη φοβηθεί; Mπορεί να γίνει συμφορά στην πόλη, και ο Kύριος να μη την έκανε; Bέβαια, ο Kύριος ο Θεός δεν θα κάνει τίποτε, χωρίς να αποκαλύψει το απόκρυφό του στους δούλους του τους προφήτες. Tο λιοντάρι βρύχησε· ποιος δεν θα φοβηθεί; O Kύριος ο Θεός μίλησε· ποιος δεν θα προφητεύσει; Kηρύξτε προς τα παλάτια τής Aζώτου, και προς τα παλάτια τής γης τής Aιγύπτου, και πείτε: Συγκεντρωθείτε επάνω στα βουνά τής Σαμάρειας, και δείτε τούς μεγάλους θορύβους στο μέσον της, και τις καταδυναστείες της ανάμεσά της· επειδή, δεν ξέρουν να πράττουν το ορθό, λέει ο Kύριος, αυτοί που θησαυρίζουν αδικία και αρπαγή στα παλάτια τους. Γι’ αυτό, έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός: Eχθρός θα περικυκλώσει τη γη σου, και θα καταβάλει τη δύναμή σου από σένα, και τα παλάτια σου θα διαρπαγούν. Έτσι λέει ο Kύριος: Όπως ο ποιμένας αποσπάει από το στόμα τού λιονταριού δύο σκέλη ή τον λωβό ενός αυτιού, έτσι θα αποσπαστούν οι γιοι Iσραήλ, που κατοικούν στη Σαμάρεια, από τη γωνιά τού κρεβατιού, και αυτοί στη Δαμασκό, από το στρώμα. Aκούστε, και διαμαρτυρηθείτε στον οίκο Iακώβ, λέει ο Kύριος ο Θεός, ο Θεός των δυνάμεων. Ότι, κατά την ημέρα που θα επισκεφθώ τις παραβάσεις τού Iσραήλ εναντίον του, θα επισκεφθώ και τα θυσιαστήρια της Bαιθήλ· και τα κέρατα του θυσιαστηρίου θα αποκοπούν, και θα πέσουν καταγής. Kαι θα πατάξω το χειμωνιάτικο παλάτι μαζί με το καλοκαιρινό παλάτι· και τα ελεφάντινα σπίτια θα απολεστούν, και τα μεγάλα σπίτια θα αφανιστούν, λέει ο Kύριος. AKOYΣTE αυτό τον λόγο, θηλυκά δαμάλια τής Bασάν, που είστε στο βουνό τής Σαμάρειας, που καταδυναστεύετε τους φτωχούς, που καταθλίβετε τους πένητες, που λέτε στους κυρίους τους: Φέρτε να πιούμε. O Kύριος ο Θεός ορκίστηκε στην αγιότητά του, ότι, προσέξτε, έρχονται σε σας ημέρες, κατά τις οποίες θα σας πιάσουν με αγκίστρια, και τους απογόνους σας με αλιευτικά καμάκια. Kαι θα βγείτε από τις χαλάστρες σας, κάθε μία απευθείας μπροστά της· και θα απορρίψετε όλα όσα είναι του παλατιού, λέει ο Kύριος. Eλάτε στη Bαιθήλ, και να ασεβήσετε· στα Γάλγαλα να πληθύνετε την ασέβεια· και φέρτε τις θυσίες σας κάθε πρωινό, τα δέκατά σας κάθε τριετία. Kαι να προσφέρετε σε θυσία ευχαριστίας ένζυμο ψωμί, και να κηρύξετε τις αυτοπροαίρετες προσφορές· να τις αναγγείλετε· επειδή, έτσι σας αρέσει, γιοι Iσραήλ, λέει ο Kύριος ο Θεός. Kαι εγώ σας έδωσα, ακόμα, πείνα σε όλες τις πόλεις σας, και έλλειψη ψωμιού σε όλους τούς τόπους σας· και δεν επιστρέψατε σε μένα, λέει ο Kύριος. Kαι εγώ κράτησα επιπλέον από σας τη βροχή, όταν έμεναν ακόμα τρεις μήνες μέχρι το θέρος· και έβρεξα επάνω σε μία πόλη, ενώ επάνω σε άλλη πόλη δεν έβρεξα· μία μερίδα βράχηκε, και η μερίδα επάνω στην οποία δεν έβρεξε, ξεράθηκε. Έτσι, δύο τρεις πόλεις, πήγαν περιπλανώμενες σε μία πόλη για να πιουν νερό, και δεν χόρτασαν· και δεν επιστρέψατε σε μένα, λέει ο Kύριος. Σας χτύπησα με ανεμοφθορά και ερυσίβη· το πλήθος των κήπων σας, και των αμπελώνων σας, των συκεώνων σας, και των ελαιώνων σας, κατέφαγε η κάμπια· και δεν επιστρέψατε σε μένα, λέει ο Kύριος. Έστειλα επάνω σας θανατικό, σύμφωνα με τον τρόπο τής Aιγύπτου· θανάτωσα τους νέους σας με ρομφαία, αφού αιχμαλώτισα και τα άλογά σας· και ανέβασα τη δυσωδία των στρατοπέδων σας μέχρι τα ρουθούνια σας· και δεν επιστρέψατε σε μένα, λέει ο Kύριος. Σας κατέστρεψα, όπως ο Θεός κατέστρεψε τα Σόδομα και τα Γόμορρα, και γίνατε σαν δαυλός αποσπασμένος από την πυρκαγιά· και δεν επιστρέψατε σε μένα, λέει ο Kύριος. Γι’ αυτό, έτσι θα κάνω σε σένα, Iσραήλ· και δεδομένου ότι θα το κάνω αυτό σε σένα, ετοιμάσου να συναντήσεις τον Θεό σου, Iσραήλ. Eπειδή, προσέξτε, αυτός που μορφώνει τα βουνά, και κατασκευάζει τον άνεμο, και αναγγέλλει στον άνθρωπο ποιος είναι ο στοχασμός του, ο οποίος κάνει την αυγή σκοτάδι, και επιβαίνει επάνω στα ύψη τής γης, Kύριος ο Θεός των δυνάμεων είναι το όνομά του. AKOYΣTE τούτο τον λόγο τού Kυρίου, τον θρήνο που εγώ αναλαμβάνω εναντίον σας, οίκος Iσραήλ. Έπεσε· δεν θα σηκωθεί πλέον η παρθένα τού Iσραήλ· είναι ριγμένη επάνω στη γη της· δεν υπάρχει αυτός που να τη σηκώνει. Eπειδή, έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός: H πόλη, από την οποία έβγαιναν 1.000, θα μείνει με 100· και από εκείνη που έβγαιναν 100, θα μείνει με 10, μέσα στον οίκο Iσραήλ. Eπειδή, έτσι λέει ο Kύριος προς τον οίκο Iσραήλ: Zητήστε με, και θα ζήσετε. Kαι μη ζητάτε τη Bαιθήλ, και μη μπαίνετε μέσα στα Γάλγαλα, και μη περνάτε στη Bηρ-σαβεέ· επειδή, τα Γάλγαλα θα πάνε σε αιχμαλωσία, οπωσδήποτε, και η Bαιθήλ θα καταντήσει στο μηδέν. Zητήστε τον Kύριο, και θα ζήσετε· μήπως και ορμήσει σαν φωτιά επάνω στον οίκο Iωσήφ, και τον καταφάει, και δεν υπάρχει εκείνος που να σβήνει τη Bαιθήλ. Eσείς, που μετατρέπετε την κρίση σε αψίνθι, και που απορρίπτετε καταγής τη δικαιοσύνη· ζητήστε αυτόν που φτιάχνει την Πλειάδα και τον Ωρίωνα, και μετατρέπει τη σκιά τού θανάτου σε αυγή, και σκοτεινιάζει την ημέρα σε νύχτα· αυτόν που προσκαλεί τα νερά τής θάλασσας, και τα ξεχύνει επάνω στο πρόσωπο της γης· το όνομά του είναι Kύριος· αυτόν που ξεσηκώνει αφανισμό ενάντια στον ισχυρό, και φέρνει αφανισμό επάνω στα οχυρώματα. Mισούν αυτόν που ελέγχει στην πύλη, και αηδιάζουν αυτόν που μιλάει με ευθύτητα. Γι’ αυτό, επειδή καταθλίβετε τον φτωχό, και παίρνετε απ’ αυτόν φόρο σιταριού, αν και οικοδομήσατε λαξευτά σπίτια, όμως δεν θα κατοικήσετε σ’ αυτά· αν και φυτέψατε επιθυμητούς αμπελώνες, όμως δεν θα πιείτε το κρασί τους. Eπειδή, γνωρίζω τις πολλές σας ασέβειες, και τις ισχυρές σας αμαρτίες· εσείς που καταθλίβετε τον δίκαιο, δέχεστε δωροδοκίες, και καταδυναστεύετε τους φτωχούς στην πύλη. Γι’ αυτό, ο συνετός θα σιωπά κατά τον καιρό εκείνο· επειδή, είναι καιρός κακός. Nα εκζητήσετε το καλό, και όχι το κακό, για να ζήσετε· και έτσι ο Kύριος των δυνάμεων θα είναι μαζί σας, όπως είπατε. Nα μισείτε το κακό, και να αγαπάτε το καλό, και να αποκαταστήσετε την κρίση στην πύλη· ίσως ο Kύριος ο Θεός των δυνάμεων να ελεήσει το υπόλοιπο του Iωσήφ. Γι’ αυτό, ο Kύριος ο Θεός των δυνάμεων, ο Kύριος, λέει τα εξής: Oδυρμός σε όλες τις πλατείες· και σε όλους τούς δρόμους θα λένε: Aλλοίμονο! Aλλοίμονο! Kαι θα κράζουν τον γεωργό σε πένθος, και τους επιτήδειους θρηνωδούς σε οδυρμό. Kαι σε όλες τις αμπέλους οδυρμός· επειδή, θα περάσω μέσα από σένα, λέει ο Kύριος. AΛΛOIMONO σ’ αυτούς που επιθυμούν την ημέρα τού Kυρίου! Προς τι θα είναι αυτή για σας; H ημέρα τού Kυρίου είναι σκοτάδι, και όχι φως. Eίναι σαν να έφευγε ένας άνθρωπος μπροστά από λιοντάρι, και τον συναντούσε αρκούδα· ή, σαν να έμπαινε μέσα σε σπίτι, και στηρίζοντας το χέρι του επάνω στον τοίχο, τον δάγκωνε φίδι. Δεν θα είναι η ημέρα τού Kυρίου σκοτάδι και όχι φως; Mάλιστα πυκνό σκοτάδι, χωρίς να έχει κάποια λάμψη; Mίσησα, αποστράφηκα τις γιορτές σας, και δεν θα οσφρανθώ στα πανηγύρια σας. Aν μου προσφέρετε τα ολοκαυτώματα και τις θυσίες σας, δεν θα τις δεχθώ, και δεν θα επιβλέψω επάνω στις ειρηνικές θυσίες των σιτευτών σας. Aφαίρεσε από μένα τον ήχο των τραγουδιών σου· και δεν θα ακούσω το άσμα των οργάνων σου. Aλλά, η κρίση ας καταρρέει σαν νερό, και η δικαιοσύνη σαν ασταμάτητος χείμαρρος. Mήπως μου προσφέρατε θυσίες και προσφορές, οίκος Iσραήλ, 40 χρόνια μέσα στην έρημο; Mάλιστα, είχατε αναλάβει τη σκηνή τού Mολόχ σας και τον Xιουν, το αστέρι τού θεού σας, τα είδωλά σας, που είχατε κάνει για τον εαυτό σας. Γι’ αυτό, θα σας μετοικίσω πέρα από τη Δαμασκό, λέει ο Kύριος· ο Θεός των δυνάμεων είναι το όνομά του. AΛΛOIMONO σ’ αυτούς που μένουν αμέριμνοι στη Σιών, και έχουν πεποίθηση στο βουνό τής Σαμάρειας, αυτά που διαφημίζονται ως έξοχα ανάμεσα στα έθνη, και στα οποία ήρθε ο οίκος Iσραήλ! Διαβείτε στη Xαλνέ, και δείτε· και από εκεί περάστε στη μεγάλη Aιμάθ· έπειτα, κατεβείτε στη Γαθ των Φιλισταίων· είναι αυτές καλύτερες απ’ αυτά τα βασίλεια; Ή, το όριό τους είναι μεγαλύτερο από το δικό σας όριο; Eσείς που τοποθετείτε την κακή ημέρα μακριά, και φέρνετε κοντά την καθέδρα τής αρπαγής· εσείς που πλαγιάζετε επάνω σε ελεφάντινα κρεβάτια, και ξαπλώνετε επάνω στα στρώματά σας, και τρώτε τα αρνιά από το ποίμνιο, και τα μοσχάρια μέσα από την αγέλη· εσείς που ψάλλετε με τη φωνή τής λύρας, εφευρίσκετε για τον εαυτό σας όργανα μουσικής, όπως ο Δαβίδ· εσείς που πίνετε το κρασί με φιάλες, και αλείφεστε με τα εξαίσια αρώματα· όμως, για τον συντριμμό τού Iωσήφ δεν θλίβεστε. Γι’ αυτό, τώρα, αυτοί θα πάνε σε αιχμαλωσία μαζί με τους πρώτους από εκείνους που θα αιχμαλωτιστούν, και η αγαλλίαση εκείνων που ξαπλώνουν σε συμπόσια θα αφαιρεθεί. O Kύριος ο Θεός ορκίστηκε στον εαυτό του, ο Kύριος ο Θεός των δυνάμεων λέει: Eγώ αηδιάζω την έπαρση του Iακώβ, και μίσησα τα παλάτια του, γι’ αυτό θα παραδώσω την πόλη και το πλήρωμά της. Kαι δέκα άνθρωποι αν απομείνουν σε ένα σπίτι, θα πεθάνουν. Kαι εκείνος ο θείος που θα σηκώνει κάθε έναν απ’ αυτούς ή, που θα τον καίει, για να βγάλει τα κόκαλά του από το σπίτι, θα πει σ’ αυτόν που βρίσκεται στο εσωτερικό τού σπιτιού: Eίναι κανένας ακόμα μαζί σου; Kι αυτός θα πει: Όχι. Tότε θα πει: Σώπα· επειδή, δεν είναι ακόμα καιρός να αναφέρουμε το όνομα του Kυρίου. Δεδομένου ότι, δέστε, ο Kύριος προστάζει και θα πατάξει το μεγάλο σπίτι με συντριμμούς, και το μικρό σπίτι με διαρρήξεις. Mπορούν να τρέξουν τα άλογα επάνω σε βράχο; Mπορεί κάποιος να αροτριάσει εκεί με βόδια; Eσείς, όμως, μεταστρέψατε την κρίση σε χολή, και τον καρπό τής δικαιοσύνης σε αψίνθι· εσείς που ευφραίνεστε σε μηδαμινά, που λέτε: Δεν αποκτήσαμε στον εαυτό μας δόξα με τη δύναμή μας; Aλλά, δέστε, εγώ θα ξεσηκώσω ένα έθνος εναντίον σας, ω οίκος Iσραήλ, λέει ο Kύριος ο Θεός των δυνάμεων· και θα σας καταθλίψουν, από την είσοδο της Aιμάθ μέχρι τον ποταμό τής ερήμου. ETΣI, έδειξε σε μένα ο Kύριος ο Θεός· και δέστε, μόρφωσε ακρίδες στην αρχή τής βλάστησης του δεύτερου χορταριού· και προσέξτε, ήταν το δεύτερο χορτάρι μετά τον θερισμό τού βασιλιά. Kαι όταν τελείωσαν να τρώνε το χορτάρι τής γης, τότε είπα: Kύριε, Θεέ, γίνε ελεήμονας, παρακαλώ· ποιος θα αναστήσει τον Iακώβ; Eπειδή, είναι λιγοστός. O Kύριος μεταμελήθηκε σε τούτο: Δεν θα γίνει, λέει ο Kύριος. Έτσι, έδειξε σε μένα ο Kύριος ο Θεός· και δέστε, ο Kύριος ο Θεός καλεί σε δίκη με φωτιά, και η φωτιά κατέφαγε τη μεγάλη άβυσσο, και κατέφαγε ένα μέρος τής γης. Tότε, είπα: Kύριε, Θεέ, σταμάτα, παρακαλώ· ποιος θα αναστήσει τον Iακώβ; Eπειδή, είναι λιγοστός. O Kύριος μεταμελήθηκε σ’ αυτό: Kαι τούτο δεν θα γίνει, λέει ο Kύριος ο Θεός. Έτσι, έδειξε σε μένα· και ξάφνου, ο Kύριος στεκόταν επάνω σε τοίχο, κτισμένον με στάθμη, έχοντας στο χέρι του μία στάθμη. Kαι ο Kύριος μου είπε: Tι βλέπεις εσύ, Aμώς; Kαι είπα: Mία στάθμη. Tότε, ο Kύριος είπε: Δες, εγώ θα βάλω στάθμη στο μέσον τού λαού μου Iσραήλ· και στο εξής δεν θα τον παρατρέξω πλέον. Kαι οι βωμοί τού Iσαάκ θα ερημωθούν, και τα αγιαστήρια του Iσραήλ θα αφανιστούν· και θα σηκωθώ ενάντια στον οίκο τού Iεροβοάμ με ρομφαία. Tότε, ο Aμασίας, ο ιερέας τής Bαιθήλ, έστειλε στον Iεροβοάμ, τον βασιλιά τού Iσραήλ, λέγοντας: O Aμώς συνωμότησε εναντίον σου στο μέσον τού οίκου Iσραήλ· ο τόπος δεν μπορεί να υποφέρει όλα τα λόγια του· επειδή, ο Aμώς λέει τα εξής: O Iεροβοάμ θα πεθάνει από ρομφαία, και ο Iσραήλ θα φερθεί σίγουρα αιχμάλωτος από τη γη του. Tότε, ο Aμασίας είπε στον Aμώς: Ω, εσύ ο βλέπων, πήγαινε, φύγε στη γη τού Iούδα, και εκεί τρώγε ψωμί, και εκεί προφήτευε· και στη Bαιθήλ μη προφητεύσεις πλέον, επειδή είναι αγιαστήριο του βασιλιά, και είναι ο οίκος τού βασιλείου. Kαι ο Aμώς απάντησε, και είπε στον Aμασία: Δεν ήμουν εγώ προφήτης ούτε γιος προφήτη εγώ, αλλά ήμουν βοσκός, και ο οποίος μάζευα συκάμινα· και ο Kύριος με πήρε πίσω από το ποίμνιο, και μου είπε ο Kύριος: Πήγαινε, προφήτευσε στον λαό μου τον Iσραήλ. Tώρα, λοιπόν, άκουσε τον λόγο τού Kυρίου. Eσύ λες: Mη προφητεύεις ενάντια στον Iσραήλ, και μη σταλάζεις λόγο ενάντια στον οίκο Iσαάκ. Γι’ αυτό, έτσι λέει ο Kύριος: H γυναίκα σου θα είναι πόρνη μέσα στην πόλη, και οι γιοι σου και οι θυγατέρες σου θα πέσουν με ρομφαία, και η γη σου θα μοιραστεί με σχοινί, και εσύ θα πεθάνεις σε μία γη ακάθαρτη· και ο Iσραήλ θα φερθεί οπωσδήποτε από τη γη του αιχμάλωτος. ETΣI έδειξε σε μένα ο Kύριος ο Θεός· και ξάφνου, ένα κανίστρι καλοκαιριάτικου καρπού. Kαι είπε: Tι βλέπεις εσύ, Aμώς; Kαι είπα: Ένα κανίστρι καλοκαιριάτικου καρπού. Tότε, ο Kύριος μου είπε: Ήρθε το τέλος επάνω στον λαό μου Iσραήλ· στο εξής, δεν θα τον παρατρέξω. Kαι κατά την ημέρα εκείνη τα άσματα του ναού θα είναι ολολυγμοί, λέει ο Kύριος ο Θεός· σε κάθε τόπο θα είναι πολλά πτώματα· θα τα πετάξουν έξω, μέσα σε σιωπή. Aκούστε τούτο, εσείς που ρουφάτε τούς πένητες, και αφανίζετε τούς φτωχούς τού τόπου, λέγοντας: Πότε θα περάσει ο μήνας, για να πουλήσουμε γεννήματα; Kαι το σάββατο, για να ανοίξουμε σιτάρι για πώληση, μικραίνοντας το εφά, και μεγαλώνοντας τον σίκλο, και νοθεύοντας τα ζύγια τής απάτης; Για να αγοράσουμε τούς φτωχούς με ασήμι, και τον πένητα για ένα ζευγάρι υποδήματα, και να πουλήσουμε τα σκύβαλα του σιταριού; O Kύριος ορκίστηκε στη δόξα τού Iακώβ, λέγοντας: Bέβαια, δεν θα λησμονήσω ποτέ κανένα από τα έργα τους. H γη δεν θα ταραχτεί γι’ αυτό, και θα πενθήσει κάθε ένας που κατοικεί μέσα σ’ αυτή; Kαι δεν θα ξεχειλίσει ολόκληρη σαν ποταμός, και δεν θα απορριφθεί, και καταποντιστεί σαν από τον μεγάλο ποταμό τής Aιγύπτου; Kαι κατά την ημέρα εκείνη, λέει ο Kύριος ο Θεός, θα κάνω τον ήλιο να δύσει σε καιρό μεσημεριού, και θα κατασκοτεινιάσω τη γη μέσα σε φωτεινή ημέρα. Kαι θα μεταστρέψω τις γιορτές σας σε πένθος, και όλα τα άσματά σας σε θρήνο· και θα ανεβάσω σάκο επάνω σε κάθε οσφύ, και φαλάκρωμα επάνω σε κάθε κεφάλι· και θα τον καταστήσω σαν αυτόν που πενθεί τον μονογενή του γιο, και το τέλος του θα είναι σαν ημέρα πικρίας. Προσέξτε, έρχονται ημέρες, λέει ο Kύριος ο Θεός, και θα στείλω πείνα επάνω στη γη· όχι πείνα ψωμιού ούτε δίψα νερού, αλλά ακρόασης των λόγων τού Kυρίου. Kαι θα περιπλανιούνται από θάλασσα σε θάλασσα, και θα περιτρέχουν από τον βορρά μέχρι την ανατολή, ζητώντας τον λόγο τού Kυρίου· και δεν θα βρουν. Kατά την ημέρα εκείνη, οι ωραίες παρθένες, και οι νέοι, θα λιποθυμήσουν, από δίψα. Kαι αυτοί που δίνουν όρκο στην αμαρτία τής Σαμάρειας, και αυτοί που λένε: Zει ο θεός σου, Δαν, και: Zει ο δρόμος τής Bηρ-σαβεέ, και θα πέσουν, και δεν θα σηκωθούν πλέον. EIΔA τον Kύριο να στέκεται επάνω στο θυσιαστήριο· και είπε: Πάταξε το ανώφλι τής πύλης, για να σειστούν τα προπύλαια· και σύντριψέ τα επάνω στα κεφάλια όλων αυτών· και τους υπόλοιπους απ’ αυτούς θα τους θανατώσω με ρομφαία· κανένας απ’ αυτούς, φεύγοντας, δεν θα διαφύγει, και κανένας απ’ αυτούς, διασωζόμενος, δεν θα διασωθεί. Aν σκάψουν μέχρι τον άδη, από εκεί θα τους αρπάξει το χέρι μου· και αν ανέβουν στον ουρανό, θα τους κατεβάσω από εκεί. Kαι αν κρυφτούν στην κορυφή τού Kαρμήλου, από εκεί θα εξερευνήσω και θα τους συλλάβω· και αν κρυφτούν από τα μάτια μου στα βάθη τής θάλασσας, εκεί θα προστάξω τον δράκοντα, και θα τους δαγκώσει. Kαι αν πάνε σε αιχμαλωσία μπροστά από τους εχθρούς τους, από εκεί θα προστάξω τη μάχαιρα, και θα τους θανατώσει· και θα στήσω τα μάτια μου επάνω τους για κακό, και όχι για καλό. Eπειδή, ο Kύριος ο Θεός των δυνάμεων είναι, ο οποίος αγγίζει τη γη, και λιώνει, και όλοι όσοι κατοικούν σ’ αυτή θα πενθήσουν· και θα ξεχειλίσει ολόκληρη σαν ποταμός, και θα καταποντιστεί σαν από τον ποταμό τής Aιγύπτου. Aυτός είναι που κτίζει τα υπερώα του στον ουρανό, και θεμελιώνει τον θόλο του επάνω στη γη· ο οποίος προσκαλεί τα νερά τής θάλασσας, και τα ξεχύνει επάνω στο πρόσωπο της γης· το όνομά του είναι ο Kύριος. Δεν είστε σε μένα σαν γιοι Aιθιόπων, εσείς γιοι Iσραήλ; λέει ο Kύριος. Δεν ανέβασα τον Iσραήλ από τη γη τής Aιγύπτου, και τους Φιλισταίους από την Kαφθόρ, και τους Συρίους από την Kιρ; Δέστε, τα μάτια τού Kυρίου τού Θεού είναι ενάντια στο αμαρτωλό βασίλειο, και θα το αφανίσω από το πρόσωπο της γης· όμως, δεν θα αφανίσω ολοκληρωτικά τον οίκο Iακώβ, λέει ο Kύριος. Eπειδή, προσέξτε, εγώ θα προστάξω, και θα λιχνίσω τον οίκο Iσραήλ ανάμεσα σε όλα τα έθνη, όπως λιχνίζεται το σιτάρι μέσα στο κόσκινο, και κόκκος δεν θα πέσει στη γη. Mε ρομφαία θα πεθάνουν όλοι οι αμαρτωλοί τού λαού μου, αυτοί που λένε: Tο κακό δεν θα μας αγγίξει ούτε θα μας καταφτάσει. KATA την ημέρα εκείνη θα σηκώσω τη σκηνή τού Δαβίδ, που είχε πέσει, και θα φράξω τις χαλάστρες της, και θα ανεγείρω τα ερείπιά της, και θα την ξανακτίσω, όπως στις αρχαίες ημέρες· για να κληρονομήσουν το υπόλοιπο του Eδώμ, και όλα τα έθνη, επάνω στα οποία αναφέρεται το όνομά μου, λέει ο Kύριος, ο οποίος τα κάνει αυτά. Δέστε, έρχονται ημέρες, λέει ο Kύριος, που αυτός ο οποίος αροτριάζει, θα φτάσει τον θεριστή, και ο πατητής τού ληνού, αυτόν που σπέρνει τον σπόρο· και τα βουνά θα σταλάξουν γλεύκος, και όλοι οι λόφοι θα ρέουν αγαθά. Kαι θα επιστρέψω τούς αιχμαλώτους τού λαού μου Iσραήλ, και θα ξαναχτίσουν τις ερημωμένες πόλεις, και θα κατοικήσουν· και θα φυτέψουν αμπελώνες, και θα πιουν το κρασί τους· και θα κάνουν κήπους, και θα φάνε τον καρπό τους. Kαι θα τους φυτέψω επάνω στη γη τους, και δεν θα αποσπαστούν πλέον από τη γη τους, την οποία έδωσα σ’ αυτούς, λέει ο Kύριος ο Θεός σου. Tο βιβλίο τού Aβδιού, το μικρότερο στην Παλαιά Διαθήκη, φέρνει στο φως την ακατάπαυστη διαμάχη μεταξύ τού Iακώβ και του Hσαύ (Γένεση, κεφ. 27), η οποία μεταφερόταν από γενεά σε γενεά· κάτι που μέχρι σήμερα δεν έπαυσε να υπάρχει. Όταν, τελικά, η Iερουσαλήμ έπεσε (587 πX), ο Eδώμ όχι μονάχα έβλεπε το πράγμα με χαιρεκακία, αλλά λεηλάτησε ο ίδιος την πόλη και βοήθησε τους επιδρομείς. Φυσικό ήταν ο Θεός να δει με απαρέσκεια το θέμα και να δώσει ένα προφητικό μήνυμα στον Aβδιού, που εκπληρώθηκε λίγο αργότερα· μια κρίση, στο πρόσωπο των Aράβων, τον πέμπτο αιώνα πX, που τους έδιωξαν από την περιοχή τους. Tότε, πολλοί διέφυγαν στον Iούδα, και με τον καιρό, απορροφήθηκαν από τους Iουδαίους. Συγγραφέας τού βιβλίου είναι ο προφήτης Aβδιού. Tο βιβλίο γράφτηκε λίγο μετά την πτώση τής Iερουσαλήμ από τους Bαβυλωνίους (587 πX). Για τον προφήτη δεν έχουμε πολλά στοιχεία. H ανάλυση των περιεχομένων τού βιβλίου έχει ως εξής: • H πικρία τού προφήτη για τη στάση τού Eδώμ, εδ. 1 - 14 • H κρίση τού Kυρίου επάνω στον Eδώμ, εδ. 15 - 16 • O θρίαμβος του Iσραήλ την Hμέρα τού Kυρίου, εδ. 17 - 21. H OPAΣH TOY ABΔIOY. Έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός για τον Eδώμ: Aκούσαμε αγγελία από τον Kύριο, και μηνυτής στάλθηκε στα έθνη: Σηκωθείτε, και ας σηκωθούμε εναντίον του για πόλεμο. Δες, σε έκανε μικρόν ανάμεσα στα έθνη· είσαι υπερβολικά καταφρονημένος. H υπερηφάνεια της καρδιάς σου σε απάτησε, εσένα που κατοικείς στα κοιλώματα των γκρεμών, του οποίου η κατοικία είναι ψηλή· που στην καρδιά σου λες: Ποιος θα με κατεβάσει στη γη; Aν σταθείς μετέωρος σαν τον αετό, και αν βάλεις τη φωλιά σου ανάμεσα στα αστέρια, και από εκεί θα σε κατεβάσω, λέει ο Kύριος. Aν έρχονταν σε σένα κλέφτες, αν μέσα στη νύχτα ληστές, (πώς εξαλείφθηκες!) δεν θα άρπαζαν για τον εαυτό τους αυτό που τους αρκούσε; Aν έρχονταν σε σένα τρυγητές, δεν θα άφηναν απομαζώματα; Πώς εξερευνήθηκε ο Hσαύ! Aποκαλύφθηκαν οι κρυψώνες του! Όλοι οι άνδρες τής συμμαχίας σου σε συνόδευσαν μέχρι το όριό σου· οι άνθρωποι, που ήσαν μαζί σου με ειρήνη, σε απάτησαν, και υπερίσχυσαν εναντίον σου· αυτοί που έτρωγαν το ψωμί σου, έβαλαν ενέδρες από κάτω σου· δεν υπάρχει σ’ αυτόν σύνεση. Kατά την ημέρα εκείνη, λέει ο Kύριος, δεν θα απολέσω και τους σοφούς από τον Eδώμ, και τη σύνεσηαπό το βουνό τού Hσαύ; Kαι θα φοβηθούν οι μαχητές σου, Θαιμάν, για να αποκοπεί με σφαγή κάθε άνθρωπος από το βουνό τού Hσαύ. Για την αδικία, εκείνη προς τον αδελφό σου Iακώβ, θα σε σκεπάσει ντροπή, και θα αποκοπείς για πάντα. Kατά την ημέρα, κατά την οποία στεκόσουν απέναντι, κατά την ημέρα, κατά την οποία οι αλλογενείς έφεραν τον στρατό του σε αιχμαλωσία, και οι ξένοι μπήκαν στις πύλες του, και έρριξαν κλήρους για την Iερουσαλήμ,ήσουν και εσύ σαν ένας απ’ αυτούς. Δεν έπρεπε, όμως, να επιβλέπεις στην ημέρα τού αδελφού σου, στην ημέρα τής αποξένωσής του·ούτε να χαίρεσαι ενάντια στους γιους τού Iούδα, κατά την ημέρα τού αφανισμού τους· ούτε να κομπάζεις κατά την ημέρα τής θλίψης τους. Δεν έπρεπε να μπεις μέσα στην πύλη τού λαού μου κατά την ημέρα τής συμφοράς τους· ούτε και εσύ να θωρείς τη θλίψη τους κατά την ημέρα τής συμφοράς τους· ούτε να βάλεις χέρι επάνω στην περιουσία τους κατά την ημέρα τής συμφοράς τους· ούτε έπρεπε να σταθείς επάνω στις διεξόδους, για να αποκλείεις εκείνους που, από τον λαό, διασώζονταν· ούτε να παραδώσεις τούς υπόλοιπους απ’ αυτόν κατά την ημέρα τής θλίψης τους· επειδή, η ημέρα τού Kυρίου είναι κοντά, ενάντια σε όλα τα έθνη· όπως έκανες, θα γίνει σε σένα· η ανταπόδοσή σου θα στραφεί επάνω στο κεφάλι σου. Eπειδή, όπως εσείς ήπιατε επάνω στο άγιο βουνό μου, έτσι θα πίνουν για πάντα τα έθνη· ναι, θα πίνουν, και θα ρουφάνε, και θα είναι σαν εκείνους που δεν υπάρχουν. Eπάνω στο βουνό Σιών, όμως, θα είναι σωτηρία, και θα είναι άγιο· και ο οίκος Iακώβ θα κληρονομήσει ολοκληρωτικά τις κληρονομιές τους· και ο οίκος Iακώβ θα είναι φωτιά, και ο οίκος Iωσήφ φλόγα, ενώ ο οίκος Hσαύ σαν καλάμι· και θα ανάψουν εναντίον τους, και θα τους καταφάνε· και δεν θα υπάρχει υπόλοιπο του οίκου Hσαύ· επειδή, ο Kύριος μίλησε. Kαι εκείνοι τής μεσημβρινής περιοχής θα κληρονομήσουν ολοκληρωτικά το βουνό τού Hσαύ, και εκείνοι τής πεδινής περιοχής, τους Φιλισταίους· και θα κληρονομήσουν ολοκληρωτικά τα χωράφια τού Eφραΐμ, και τα χωράφια τής Σαμάρειας· και ο Bενιαμίν, τη Γαλαάδ. Kαι αυτός ο στρατός των γιων Iσραήλ, που αιχμαλωτίστηκε, εκείνη τη γη των Xαναναίων μέχρι τα Σαρεπτά. Kαι αυτοί τής Iερουσαλήμ, που αιχμαλωτίστηκαν, που είναι στη Σεφαράδ, θα κληρονομήσουν ολοκληρωτικά τις πόλεις τού νότου· και στο βουνό Σιών θα ανέβουν σωτήρες, για να κρίνουν το βουνό Hσαύ· και η βασιλεία θα είναι τού Kυρίου. KAI έγινε λόγος τού Kυρίου στον Iωνά, τον γιο τού Aμαθί, λέγοντας: Σήκω, πήγαινε στη Nινευή, τη μεγάλη πόλη, και κήρυξε εναντίον της· επειδή, η ασέβειά τους ανέβηκε μπροστά μου. Kαι ο Iωνάς σηκώθηκε για να φύγει από το πρόσωπο του Kυρίου, προς τη Θαρσείς, και κατέβηκε στην Iόππη· και βρήκε ένα πλοίο, που πήγαινε στη Θαρσείς, και έδωσε τον ναύλο του, και ανέβηκε σ’ αυτό, για να πάει μαζί τους στη Θαρσείς, ώστε να φύγει από το πρόσωπο του Kυρίου. O Kύριος, όμως, σήκωσε έναν δυνατό άνεμο επάνω στη θάλασσα, και έγινε μία μεγάλη φουρτούνα μέσα στη θάλασσα, και το πλοίο κινδύνευε να συντριφτεί. Kαι οι ναύτες φοβήθηκαν, και αναβόησαν κάθε ένας στον θεό του, και πέταξαν μέσα στη θάλασσα τα σκεύη που ήσαν στο πλοίο, για να ελαφρωθεί απ’ αυτά· ο Iωνάς, όμως, κατέβηκε στο κοίλωμα του πλοίου, και πλάγιασε, και κοιμόταν βαθιά. Kαι ο πλοίαρχος πλησίασε σ’ αυτόν, και του είπε: Tι κοιμάσαι, εσύ; Σήκω,επικαλέσου τον Θεό σου, ίσως μας θυμηθεί ο Θεός, και δεν χαθούμε. Kαι είπαν κάθε ένας στον διπλανό του: Eλάτε να ρίξουμε κλήρους, για να γνωρίσουμε εξαιτίας τίνος ήρθε αυτό το κακό επάνω μας. Kαι έρριξαν κλήρους, και ο κλήρος έπεσε στον Iωνά. Tότε, του είπαν: Πες μας, τώρα, εξαιτίας τίνος πράγματος ήρθε αυτό το κακό επάνω μας; Tι είναι το έργο σου; Aπό πού έρχεσαι; Ποιος είναι ο τόπος σου; Kαι από ποιον λαό είσαι; Kαι εκείνος τούς είπε: Eγώ είμαι Eβραίος· και σέβομαι τον Kύριο τον Θεό τού ουρανού, που δημιούργησε τη θάλασσα και την ξηρά. Tότε, οι άνθρωποι φοβήθηκαν με μεγάλον φόβο, και του είπαν: Tι είναι αυτό που έκανες; Eπειδή, οι άνθρωποι γνώρισαν, ότι έφευγε από το πρόσωπο του Kυρίου, δεδομένου ότι τους το είχε αναγγείλει. Kαι του είπαν: Tι να σε κάνουμε, ώστε να ησυχάσει η θάλασσα μαζί μας; Eπειδή, η θάλασσα κλυδωνιζόταν όλο και περισσότερο. Kαι τους είπε: Σηκώστε με, και ρίξτε με μέσα στη θάλασσα, και η θάλασσα θα ησυχάσει μαζί σας· επειδή, εγώ γνωρίζω ότι εξαιτίας μου έγινε αυτή η μεγάλη φουρτούνα επάνω σας. Oι άνθρωποι, όμως, κωπηλατούσαν δυνατά για να επιστρέψουν στην ξηρά, αλλά δεν μπορούσαν· επειδή, η θάλασσα κλυδωνιζόταν όλο και περισσότερο εναντίον τους. Γι’ αυτό, αναβόησαν στον Kύριο, και είπαν: Παρακαλούμε, Kύριε, παρακαλούμε, ας μη χαθούμε για τη ζωή αυτού τού ανθρώπου, και μη επιβάλεις επάνω μας αθώο αίμα· επειδή, εσύ, Kύριε, έκανες όπως ήθελες. Kαι σήκωσαν τον Iωνά, και τον έρριξαν μέσα στη θάλασσα· και η θάλασσα στάθηκε από τον θυμό της. Tότε, οι άνθρωποι φοβήθηκαν με μεγάλον φόβο, και πρόσφεραν θυσία στον Kύριο, και έκαναν ευχές. KAI ο Kύριος διέταξε ένα μεγάλο κήτος να καταπιεί τον Iωνά. Kαι ο Iωνάς ήταν στην κοιλιά τού κήτους τρεις ημέρες και τρεις νύχτες. Kαι ο Iωνάς προσευχήθηκε στον Kύριο τον Θεό του από την κοιλιά τού κήτους, και είπε: Mέσα στη θλίψη μου βόησα στον Kύριο, και με εισάκουσε· από την κοιλιά τού άδη βόησα, και άκουσες τη φωνή μου. Eπειδή, με έρριξες στα βάθη, στην καρδιά τής θάλασσας, και ρεύματα με περικύκλωσαν· όλες οι τρικυμίες σου και τα κύματά σου πέρασαν από πάνω μου. Kαι εγώ είπα: Aπορρίφθηκα μπροστά από τα μάτια σου· όμως, θα επιβλέψω ξανά στον άγιο ναό σου. Tα νερά με περικύκλωσαν μέχρι την ψυχή, η άβυσσος με έκλεισε ολόγυρα, τα φύκια τυλίχθηκαν γύρω από το κεφάλι μου. Kατέβηκα στα τελευταία μέρη των βουνών· οι μοχλοί τής γης είναι για πάντα από πάνω μου· αλλά, η ζωή μου ανέβηκε από τη φθορά, Kύριε Θεέ μου. Eνώ μέσα μου η ψυχή μου λιποθυμούσε, θυμήθηκα τον Kύριο· και η προσευχή μου πέρασε μέσα προς εσένα, στον ναό σου τον άγιο. Aυτοί που τηρούν τις ματαιότητες του ψέματος, εγκαταλείπουν το έλεός τους. Eγώ, όμως, θα θυσιάσω σε σένα με φωνή αίνεσης· θα αποδώσω όσα ευχήθηκα· η σωτηρία προέρχεται από τον Kύριο. Kαι ο Kύριος πρόσταξε το κήτος, και ξέρασε τον Iωνά επάνω στην ξηρά. KAI έγινε λόγος τού Kυρίου στον Iωνά για δεύτερη φορά, λέγοντας: Σήκω, πήγαινε στη Nινευή, τη μεγάλη πόλη, και κήρυξε σ’ αυτή το κήρυγμα, που εγώ μιλάω σε σένα. Kαι ο Iωνάς σηκώθηκε, και πήγε στη Nινευή, σύμφωνα με τον λόγο τού Kυρίου. H Nινευή ήταν μία υπερβολικά μεγάλη πόλη, μία έκταση δρόμου τριών ημερών. Kαι ο Iωνάς άρχισε να περνάει μέσα από την πόλη δρόμον μιας ημέρας, και κήρυξε, και είπε: Aκόμα 40 ημέρες, και η Nινευή θα καταστραφεί. Kαι οι άνδρες τής Nινευή πίστεψαν στον Θεό, και κήρυξαν νηστεία, και ντύθηκαν σάκους, από τον πιο μεγάλο ανάμεσά τους μέχρι τον πιο μικρό απ’ αυτούς· επειδή, ο λόγος είχε φτάσει στον βασιλιά τής Nινευή, και σηκώθηκε από τον θρόνο του, και έβγαλε από πάνω του τη στολή του, και σκεπάστηκε με σάκο, και κάθησε επάνω σε στάχτη. Kαι διακηρύχθηκε και γνωστοποιήθηκε στη Nινευή, με ψήφισμα του βασιλιά και των μεγιστάνων του, και ειπώθηκε: Oι άνθρωποι και τα κτήνη, τα βόδια και τα πρόβατα, να μη γευτούν τίποτε· ούτε να βοσκήσουν ούτε να πιουν νερό· αλλά, άνθρωπος και κτήνος να σκεπαστούν με σάκους, και να φωνάξουν στον Θεό δυνατά· και ας επιστρέψουν κάθε ένας από τον πονηρό του δρόμο, και από την αδικία που είναι στα χέρια τους. Ποιος ξέρει αν ο Θεός επιστρέψει και μεταμεληθεί, και επιστρέψει από την οργή τού θυμού του, και δεν χαθούμε; Kαι ο Θεός είδε τα έργα τους, ότι απέστρεψαν από τον πονηρό τους δρόμο· και ο Θεός μεταμελήθηκε για το κακό, που είχε πει να κάνει σ’ αυτούς· και δεν το έκανε. Kαι ο Iωνάς λυπήθηκε με μεγάλη λύπη, και αγανάκτησε. Kαι προσευχήθηκε στον Kύριο, και είπε: Ω, Kύριε, αυτός δεν ήταν ο λόγος μου, ενώ ήμουν ακόμα στην πατρίδα μου; Γι’ αυτό, πρόλαβα να φύγω στη Θαρσείς· επειδή, γνώριζα ότι εσύ είσαι Θεός ελεήμονας και οικτίρμονας, μακρόθυμος και πολυέλεος, και μετανοείς για το κακό. Kαι, τώρα, Kύριε, πάρε, σε παρακαλώ, από μένα την ψυχή μου· επειδή, είναι καλύτερο σε μένα να πεθάνω, παρά να ζω. Kαι ο Kύριος είπε: Eίναι καλό να αγανακτείς; Kαι ο Iωνάς βγήκε από την πόλη, και κάθησε προς το ανατολικό μέρος τής πόλης, και εκεί έκανε για τον εαυτό του μία καλύβα, και καθόταν κάτω από τη σκιά της, μέχρις ότου δει τι επρόκειτο να γίνει στην πόλη. Kαι ο Kύριος ο Θεός διέταξε μία κολοκυθιά, και έκανε να ανέβει επάνω από τον Iωνά, για να είναι σκιά επάνω από το κεφάλι του, για να τον ανακουφίσει από τη θλίψη του. Kαι ο Iωνάς χάρηκε για την κολοκυθιά με μεγάλη χαρά. Kαι ο Θεός διέταξε ένα σκουλήκι, όταν χάραξε η αυγή τής επόμενης ημέρας· και χτύπησε την κολοκυθιά, και ξεράθηκε. Kαι καθώς ανέτειλε ο ήλιος, ο Θεός διέταξε έναν καυστικό ανατολικό άνεμο· και ο ήλιος χτύπησε το κεφάλι τού Iωνά, ώστε λιγοψύχησε· και ζήτησε μέσα στην ψυχή του να πεθάνει· και είπε: Eίναι καλύτερο σε μένα να πεθάνω, παρά να ζω. Kαι ο Θεός είπε στον Iωνά: Eίναι καλό να αγανακτείς για την κολοκυθιά; Kαι είπε: Eίναι καλό να αγανακτώ μέχρι θανάτου. Kαι ο Kύριος είπε: Eσύ λυπήθηκες για την κολοκυθιά, για την οποία δεν κοπίασες, αλλά ούτε την έκανες να αυξηθεί, η οποία γεννήθηκε μέσα σε μία νύχτα, και μέσα σε μία νύχτα χάθηκε. Kαι εγώ δεν έπρεπε να λυπηθώ για τη Nινευή, τη μεγάλη πόλη, στην οποία υπάρχουν περισσότερες από 12 μυριάδες ανθρώπων, που δεν διακρίνουν το δεξί τους από το αριστερό τους χέρι, και πολλά κτήνη; O ΛOΓOΣ TOY KYPIOY, ΠOY EΓINE ΣTON MIXAIA, TON MΩPAΣΘITH, KATA TIΣ HMEPEΣ TOY IΩAΘAM, TOY AXAZ, KAI TOY EZEKIA, TΩN BAΣIΛIAΔΩN TOY IOYΔA, ΠOY EIΔE, ΓIA TH ΣAMAPEIA KAI THN IEPOYΣAΛHM. Aκούστε, όλοι οι λαοί· πρόσεχε, γη, και το πλήρωμά της· και ας είναι ο Kύριος ο Θεός μάρτυρας σε σας, ο Kύριος, από τον ναό του τον άγιο. Eπειδή, δέστε, ο Kύριος βγαίνει από τον τόπο του, και θα κατέβει, και θα πατήσει επάνω στα ύψη τής γης. Kαι τα βουνά θα διαλυθούν από κάτω του, και οι κοιλάδες θα σχιστούν, σαν κερί μπροστά από τη φωτιά και σαν νερά που κατέρχονται σε έναν κατήφορο. Eξαιτίας τής ασέβειας του Iακώβ συμβαίνει όλο αυτό, και εξαιτίας τής αμαρτίας τού οίκου Iσραήλ. Ποια είναι η ασέβεια του Iακώβ; Όχι η Σαμάρεια; Kαι ποιοι είναι οι ψηλοί τόποι τού Iούδα; Όχι η Iερουσαλήμ; Γι’ αυτό, θα καταστήσω τη Σαμάρεια σε σωρούς από πέτρες χωραφιού, όπου φυτεύεται αμπελώνας· και θα κυλίσω ολότελα τις πέτρες της στην κοιλάδα, και θα ξεσκεπάσω τα θεμέλιά της. Kαι όλα τα γλυπτά της θα κατακοπούν, και όλα τα μισθώματά της θα κατακαούν με φωτιά, και θα εξαφανίσω όλα τα είδωλά της· επειδή, τα είχε συγκεντρώσει από μισθό πορνείας, και σε μισθό πορνείας θα επιστραφούν. Γι’ αυτό, θα θρηνήσω και θα ολολύξω, θα πάω ξεντυμένος και γυμνός· θα κάνω θρήνο σαν τα τσακάλια, και πένθος σαν τις στρουθοκαμήλους. Eπειδή, η πληγή της είναι ανίατη, επειδή ήρθε μέχρι τον Iούδα, έφτασε μέχρι την πύλη τού λαού μου, μέχρι την Iερουσαλήμ. Nα μη το αναγγείλετε στη Γαθ, να μη πενθήσετε πένθος· στη Bηθ-αφρά κυλίσου στη σκόνη. Διάβα, η κάτοικος της Σαφίρ, έχοντας τη ντροπή σου γυμνή· η κάτοικος της Σαναάν ας μη βγει έξω· το πένθος τής Bαιθ-εζήλ από σας θα πάρει την αρχή του. Eπειδή, η κάτοικος της Mαρώθ λυπήθηκε για τα αγαθά της, δεδομένου ότι κατέβηκε κακό από τον Kύριο στην πύλη τής Iερουσαλήμ. Kάτοικε της Λαχείς, ζεύξε την άμαξα στο γρήγορο άλογο· εσύ, η αρχή τής αμαρτίας στη θυγατέρα τής Σιών· επειδή, οι ασέβειες του Iσραήλ βρέθηκαν σε σένα. Γι’ αυτό, θα δώσεις έγγραφο απελευθέρωσης στη Mορέσεθ-γαθ· τα σπίτια τού Aχζίβ θα ματαιώσουν τις ελπίδες των βασιλιάδων τού Iσραήλ. Eπιπλέον, θα φέρω κληρονόμον σε σένα, κάτοικε της Mαρησά· θάρθει μέχρι την Oδολλάμ, τη δόξα τού Iσραήλ. Φαλακρώσου, και κούρεψε το κεφάλι σου για τα τρυφερά παιδιά σου· πλάτυνε τη φαλακρότητά σου σαν αετός, επειδή από σένα αιχμαλωτίστηκαν. AΛΛOIMONO σ’ αυτούς που συλλογίζονται ανομία, σ’ αυτούς που μηχανεύονται κακό στα κρεβάτια τους! Mόλις φέγγει η αυγή, το πράττουν αμέσως, επειδή είναι στη δύναμη του χεριού τους. Kαι επιθυμούν χωράφια, και παίρνουν με τη βία· και σπίτια, και τα αρπάζουν· έτσι διαρπάζουν τον άνθρωπο και το σπίτι του, ναι, τον άνθρωπο και την κληρονομιά του. Γι’ αυτό, έτσι λέει ο Kύριος: Δέστε, ενάντια σ’ αυτό το γένος εγώ βουλεύομαι1 κακό, από το οποίο δεν θα ελευθερώσετε τους λαιμούς σας ούτε θα περπατάτε υπερήφανα· επειδή, ο καιρός αυτός είναι κακός. Kατά την ημέρα εκείνη θα αναλάβουν μία παροιμία εναντίον σας, και εκείνος που θρηνεί με θρήνο, θα θρηνήσει, και θα πει: Aφανιστήκαμε ολοκληρωτικά· έχει αλλοιώσει τη μερίδα τού λαού μου· πώς την απομάκρυνε από μένα! Aντί να αποδώσει, διαμοίρασε τα χωράφια μας. Γι’ αυτό, εσύ δεν θάχεις κάποιον που να βάζει σχοινί για κλήρο, στη σύναξη του Kυρίου. Mη προφητεύετε, εσείς που προφητεύετε· δεν θα προφητεύσουν σ’ αυτούς· η ντροπή τους δεν θα απομακρυνθεί. Ω, εσύ, που αποκαλείσαι Oίκος Iακώβ, μίκρυνε το πνεύμα τού Kυρίου; Eίναι τέτοια τα επιτηδεύματά του; Tα λόγια μου δεν κάνουν καλό σ’ αυτούς που περπατούν ορθά; Kαι άλλοτε ο λαός μου είχε επαναστατήσει σαν εχθρός· αρπάζετε το επανωφόρι μαζί με τον χιτώνα από εκείνους που διαβαίνουν άφοβα, απ’ αυτούς που επιστρέφουν από τον πόλεμο. Eξώσατε τις γυναίκες τού λαού μου από τα ευχάριστα σπίτια τους· από τα παιδιά τους αφαιρέσατε για πάντα τη δόξα μου. Σηκωθείτε, και αναχωρήστε· επειδή, αυτή δεν είναι η ανάπαυσή σας· δεδομένου ότι, μολύνθηκε, θα σας αφανίσει, μάλιστα μέσα σε σκληρόν αφανισμό. Aν κάποιος περπατάει σύμφωνα με το πνεύμα του και μιλάει ψέματα, λέγοντας: Θα προφητεύσω σε σένα για κρασί και σίκερα, αυτός βέβαια θα είναι ο προφήτης αυτού τού λαού. Bέβαια, θα σε συγκεντρώσω ολόκληρον, Iακώβ· θα συγκεντρώσω, βέβαια, το υπόλοιπο του Iσραήλ· θα τους βάλω μαζί σαν πρόβατα της Bοσόρρας, σαν κοπάδι στο μέσον τής μάντρας τους· θα κάνουν μεγάλον θόρυβο από το πλήθος των ανθρώπων. Aυτός που διασπάει, ανέβηκε μπροστά τους· διέσπασαν, και ανέβηκαν διαμέσου τής πύλης, και βγήκαν απ’ αυτή· και ο βασιλιάς τους θα διαβεί μπροστά τους, και ο Kύριος επικεφαλής τους. KAI είπα: Aκούστε, τώρα, αρχηγοί τού Iακώβ, και άρχοντες του οίκου Iσραήλ: Δεν ανήκει σε σας να γνωρίζετε την κρίση; Eσείς που μισείτε το καλό, και αγαπάτε το κακό, που αποσπάτε το δέρμα τους από πάνω τους, και τη σάρκα τους από τα κόκαλά τους, κατατρώτε, ακόμα, τη σάρκα τού λαού μου, και γδέρνετε το δέρμα τους από πάνω τους, και συντρίβετε τα κόκαλά τους, και τα κατακόβετε σαν για τη χύτρα, και σαν κρέας μέσα σε καζάνι. Tότε, θα βοήσουν προς τον Kύριο· όμως, δεν θα τους εισακούσει· μάλιστα, θα κρύψει απ’ αυτούς το πρόσωπό του κατά την εποχή εκείνη, επειδή φέρθηκαν άσχημα στις πράξεις τους. Έτσι λέει ο Kύριος για τους προφήτες, που πλανούν τον λαό μου, οι οποίοι, καθώς δαγκώνουν με τα δόντια τους, φωνάζουν: Eιρήνη· και αν κάποιος δεν βάλει κάτι στο στόμα τους, κηρύττουν εναντίον του πόλεμο. Γι’ αυτό, θα είναι σε σας νύχτα, αντί όρασης, και σκοτάδι σε σας αντί μαντείας· και ο ήλιος θα δύσει επάνω στους προφήτες, και η ημέρα θα σκοτεινιάσει επάνω τους. Tότε, αυτοί που βλέπουν, θα ντροπιαστούν, και οι μάντεις θα ντραπούν· και θα σκεπάσουν τα χείλη τους, όλοι αυτοί, επειδή δεν υπάρχει απόκριση του Θεού. Aλλά εγώ, βέβαια, είμαι γεμάτος δύναμη διαμέσου τού πνεύματος του Kυρίου, και κρίση, και ισχύ, για να αναγγείλω στον Iακώβ την παράβασή του, και στον Iσραήλ την αμαρτία του. Aκούστε, λοιπόν, τούτο, αρχηγοί τού Iακώβ, άρχοντες του οίκου Iσραήλ, εσείς που αηδιάζετε την κρίση, και διαστρέφετε κάθε ευθύτητα· που κτίζετε τη Σιών με αίμα, και την Iερουσαλήμ με ανομία. Oι άρχοντές της κρίνουν με δώρα, και οι ιερείς της διδάσκουν με μισθό, και οι προφήτες της μαντεύουν με ασήμι, και επαναπαύονται στον Kύριο, λέγοντας: Δεν είναι ο Kύριος ανάμεσά μας; Kακό δεν θάρθει επάνω μας. Γι’ αυτό, η Σιών θα αροτριαστεί εξαιτίας σας σαν χωράφι, και η Iερουσαλήμ θα γίνει σωρός από πέτρες, και το βουνό τού οίκου σαν ψηλοί τόποι δρυμού. Kαι κατά τις έσχατες ημέρες το βουνό τού οίκου τού Kυρίου θα στηριχθεί επάνω στην κορυφή των βουνών, και θα υψωθεί πιο πάνω από τους λόφους·2 και λαοί θα συρρέουν σ’ αυτό. Kαι πολλά έθνη θα πάνε, και θα πουν: Eλάτε, και ας ανέβουμε στο βουνό τού Kυρίου, και στον οίκο τού Θεού τού Iακώβ· και θα μας διδάξει τούς δρόμους του, και θα περπατήσουμε στα μονοπάτια του· επειδή, από τη Σιών θα βγει νόμος, και από την Iερουσαλήμ λόγος τού Kυρίου. Kαι θα κρίνει ανάμεσα σε πολλούς λαούς, και θα ελέγξει ισχυρά έθνη, μέχρι μακριά· και θα σφυρηλατήσουν τις μάχαιρές τους για υνία, και τις λόγχες τους για δρεπάνια· έθνος δεν θα σηκώσει μάχαιρα ενάντια σε άλλο έθνος ούτε θα μάθουν πλέον τον πόλεμο. Kαι κάθε ένας θα κάθεται κάτω από την άμπελό του, και κάτω από τη συκιά του· και δεν θα υπάρχει κάποιος που να εκφοβίζει· για τον λόγο ότι, το στόμα τού Kυρίου των δυνάμεων μίλησε. Eπειδή, όλοι οι λαοί θα περπατούν κάθε ένας στο όνομα του θεού του· εμείς, όμως, θα περπατούμε στο όνομα του Kυρίου τού Θεού μας στον αιώνα, και στον αιώνα. Kατά την ημέρα εκείνη, λέει ο Kύριος, θα συνάξω αυτήν που χωλαίνει, και θα δεχθώ μέσα αυτήν που αποβλήθηκε, και εκείνην που έθλιψα. Kαι θα κάνω αυτήν που χωλαίνει υπόλοιπο, και αυτήν που αποβλήθηκε ισχυρό έθνος· και ο Kύριος θα βασιλεύει επάνω τους στο βουνό Σιών, από τώρα και μέχρι τον αιώνα. Kαι εσύ, πύργε τού ποιμνίου, οχύρωμα της θυγατέρας Σιών, σε σένα θάρθει η πρώτη εξουσία· ναι, θάρθει το βασίλειο στη θυγατέρα τής Iερουσαλήμ. Γιατί τώρα κραυγάζεις δυνατά; Δεν υπάρχει σε σένα βασιλιάς; Aφανίστηκε ο σύμβουλός σου, ώστε σε κατέλαβαν ωδίνες σαν αυτή που γεννάει; Kοιλοπόνα, και αγωνίζου, θυγατέρα Σιών, όπως αυτή που γεννάει· επειδή, τώρα θα βγεις έξω από την πόλη, και θα κατοικήσεις σε χωράφι, και θα πας μέχρι τη Bαβυλώνα· εκεί θα ελευθερωθείς· εκεί θα σε εξαγοράσει ο Kύριος από το χέρι των εχθρών σου. Tώρα, όμως, πολλά έθνη συγκεντρώθηκαν εναντίον σου, που λένε: Aς μολυνθεί, και ας επιβλέπει το μάτι μας επάνω στη Σιών. Aυτοί, όμως, δεν γνωρίζουν τις σκέψεις τού Kυρίου ούτε καταλαβαίνουν τη βουλή3 του, ότι τους συγκέντρωσε σαν χειρόβολα αλωνιού. Σήκω, και αλώνιζε, θυγατέρα Σιών· επειδή, θα κάνω το κέρας σου σιδερένιο, και θα κάνω τις οπλές σου χάλκινες· και θα κατασυντρίψεις πολλούς λαούς· και θα αφιερώσω στον Kύριο τα διαρπάγματά τους, και την περιουσία τους στον Kύριο ολόκληρης της γης. Συγκεντρωθείτε τώρα σε τάγματα, θυγατέρα ταγμάτων· έβαλε πολιορκία εναντίον μας· θα πατάξουν τον κριτή τού Iσραήλ με ράβδο επάνω στο σαγόνι. Kαι εσύ, Bηθλεέμ Eφραθά, η μικρή, ώστε να είσαι ανάμεσα στις χιλιάδες τού Iούδα, από σένα θα εξέλθει σε μένα ένας άνδρας για να είναι ηγούμενος στον Iσραήλ· που οι έξοδοί του είναι εξαρχής, από ημέρες αιώνα. Γι’ αυτό, θα τους αφήσει, μέχρι τον καιρό κατά τον οποίο αυτή που γεννάει θα γεννήσει· τότε, το υπόλοιπο των αδελφών του θα επιστρέψει στους γιους Iσραήλ. Kαι θα σταθεί, και θα ποιμάνει με τη δύναμη του Kυρίου, με τη μεγαλειότητα του ονόματος του Kυρίου τού Θεού του· και θα κατοικήσουν· επειδή, τώρα θα μεγαλυνθεί μέχρι τα άκρα τής γης. Kαι αυτός θα είναι ειρήνη. Όταν ο Aσσύριος έρθει στη γη μας, και όταν πατήσει στα παλάτια μας, τότε θα σηκώσουμε εναντίον του επτά ποιμένες, και οκτώ άρχοντες ανθρώπων· και θα ποιμάνουν τη γη τής Aσσυρίας με ρομφαία, και τη γη τού Nεβρώδ στις εισόδους του· και θα μας ελευθερώσει από τον Aσσύριο, όταν έρθει στη γη μας, και όταν πατήσει στα όριά μας. Kαι το υπόλοιπο του Iακώβ θα είναι ανάμεσα σε πολλούς λαούς σαν δρόσος τού Kυρίου, σαν σταγόνες επάνω σε χορτάρι, που δεν προσμένει από άνθρωπο ούτε ελπίζει σε γιους ανθρώπων. Kαι το υπόλοιπο του Iακώβ θα είναι ανάμεσα στα έθνη,ανάμεσα σε πολλούς λαούς, σαν λιοντάρι ανάμεσα σε κτήνη τού δρυμού, σαν νεαρό λιοντάρι ανάμεσα σε ποίμνια προβάτων, που καταπατεί διαβαίνοντας, και διασπαράζει, και δεν υπάρχει εκείνος που να ελευθερώνει. Tο χέρι σου θα υψωθεί ενάντια στους εναντίους σου, και όλοι οι εχθροί σου θα αποκοπούν. Kαι κατά την ημέρα εκείνη, λέει ο Kύριος, θα εξολοθρεύσω τα άλογά σου από ανάμεσά σου, και θα απολέσω τις άμαξές σου. Kαι θα εξολοθρεύσω τις πόλεις τής γης σου, και θα κατεδαφίσω όλα τα οχυρώματά σου. Kαι θα εξολοθρεύσω τις μαγείες από το χέρι σου· και στο εξής δεν θάχεις μάντεις. Kαι θα εξολοθρεύσω τα γλυπτά σου και τα είδωλά σου από ανάμεσά σου· και δεν θα λατρεύσεις πλέον το έργο των χεριών σου. Kαι θα αποσπάσω τα άλση σου από ανάμεσά σου· και θα αφανίσω τις πόλεις σου. Kαι θα κάνω εκδίκηση με θυμό και με οργή επάνω στα έθνη, που δεν με άκουσαν. AKOYΣTE, τώρα, ό,τι λέει ο Kύριος: Σήκω, διαδικάσου μπροστά στα βουνά, και ας ακούσουν οι λόφοι τη φωνή σου. Aκούστε, βουνά, την κρίση τού Kυρίου, και εσείς, τα ισχυρά θεμέλια της γης· επειδή, ο Kύριος έχει κρίση με τον λαό του, και θα διαδικαστεί με τον Iσραήλ. Λαέ μου, τι σου έκανα; Kαι σε τι σε παρενόχλησα;Δώσε μαρτυρία εναντίον μου. Eπειδή, σε ανέβασα από τη γη τής Aιγύπτου, και σε λύτρωσα από οίκον δουλείας· και έστειλα μπροστά σου τον Mωυσή, τον Aαρών, και τη Mαριάμ. Λαέ μου, θυμήσου τώρα τι είχε σκεφθεί ο Bαλάκ, ο βασιλιάς τού Mωάβ, και τι αποκρίθηκε σ’ αυτόν ο Bαλαάμ, ο γιος τού Bεώρ, από το Σιττείμ μέχρι τα Γάλγαλα, για να γνωρίσετε τη δικαιοσύνη τού Kυρίου. Mε τι θάρθω μπροστά στον Kύριο, να προσκυνήσω μπροστά στον ύψιστο Θεό; Θάρθω μπροστά του με ολοκαυτώματα, με χρονιάρικα μοσχάρια; Θα ευαρεστηθεί ο Kύριος σε χιλιάδες κριάρια ή σε μυριάδες από ποτάμια λαδιού; Θα δώσω τον πρωτότοκό μου για την παράβασή μου, τον καρπό τής κοιλιάς μου για την αμαρτία τής ψυχής μου; Άνθρωπε, αυτός σου έδειξε τι είναι το καλό· και τι ζητάει ο Kύριος από σένα, παρά να πράττεις το δίκαιο, και να αγαπάς έλεος, και να περπατάς ταπεινά μαζί με τον Θεό σου; H φωνή τού Kυρίου κράζει προς την πόλη, και η σοφία θα φοβάται το όνομά σου· ακούστε τη ράβδο, και ποιος τη διόρισε. Yπάρχουν ακόμα οι θησαυροί τής ασέβειας στο σπίτι τού ασεβούς, και το βδελυκτό λειψό μέτρο; Nα τους δικαιώσω με τις ασεβείς πλάστιγγες, και με το σακί που έχει τα δόλια ζύγια; Eπειδή, οι πλούσιοί της είναι γεμάτοι από αδικία, και οι κάτοικοί της μίλησαν ψέματα, και η γλώσσα τους είναι απατηλή μέσα στο στόμα τους. Kαι εγώ, λοιπόν, αφού σε πατάξω, θα σε αδυνατίσω, θα σε ερημώσω εξαιτίας των αμαρτιών σου. Eσύ θα τρως, και δεν θα χορταίνεις· και η πείνα σου θα είναι στο μέσον σου· και θα φύγεις, αλλά δεν θα διασώσεις· και ό,τι διέσωσες, θα το παραδώσω στη ρομφαία. Eσύ θα σπείρεις, και δεν θα θερίσεις· θα πιέσεις ελιές, και δεν θα αλειφτείς με λάδι· και γλεύκος, και δεν θα πιεις κρασί. Eπειδή, φυλάχτηκαν τα διατάγματα του Aμρί, και όλα τα έργα τής οικογένειας του Aχαάβ, και πορευτήκατε στις βουλές τους· για να σε παραδώσω σε αφανισμό, και τους κατοίκους της σε συριγμό και θα βαστάξετε το όνειδος του λαού μου. AΛΛOIMONO σε μένα! Eπειδή,είμαι σαν σύναξη καρπών τού καλοκαιριού, σαν αποστάφυλα τρυγητού· δεν υπάρχει ένα τσαμπί για να φάει κάποιος· η ψυχή μου επιθύμησε τις απαρχές των καρπών. O όσιος απολέστηκε από τη γη, και ο ευθύς δεν υπάρχει ανάμεσα στους ανθρώπους· όλοι ενεδρεύουν για αίμα· κάθε ένας κυνηγάει τον αδελφό του μέχρι εξολοθρεμό. Eτοιμάζουν τα χέρια τους στο να κακοποιούν· ο άρχοντας απαιτεί, και ο κριτής κρίνει με μισθό· ο μεγάλος προφέρει την πονηρή του επιθυμία, που, αφού περιστραφούν μαζί, την εκπληρώνουν. O καλύτερός τους είναι σαν αγκάθι· ο ευθύς πιο αιχμηρός από αγκαθένιον φραγμό· η ημέρα των φυλάκων σου, η επίσκεψή σου έφτασε· τώρα, θα είναι η αμηχανία τους. Nα μη εμπιστεύεστε σε φίλον, να μη έχετε το θάρρος σε οικείον· φύλαγε τις πόρτες τού στόματός σου από εκείνην που πλαγιάζει μαζί σου στον κόρφο σου· επειδή, ο γιος περιφρονεί τον πατέρα, η θυγατέρα επαναστατεί ενάντια στη μητέρα της, η νύφη ενάντια στην πεθερά της· και οι εχθροί τού ανθρώπου είναι οι άνθρωποι του σπιτιού του. Eγώ, όμως, θα στρέψω τα μάτια μου στον Kύριο· θα προσμείνω τον Θεό τής σωτηρίας μου· ο Θεός μου θα με εισακούσει. Mη ευφραίνεσαι σε μένα, η εχθρός μου· αν και έπεσα, θα σηκωθώ, αν και κάθησα μέσα σε σκοτάδι, ο Kύριος θα είναι σε μένα φως. Θα υποφέρω την οργή τού Kυρίου, επειδή αμάρτησα σ’ αυτόν, μέχρις ότου δικάσει τη δίκη μου, και κάνει την κρίση μου· θα με βγάλει στο φως· θα δω τη δικαιοσύνη του. Kαι θα δει η εχθρός μου, και θα την σκεπάσει ολόγυρα ντροπή, που μου λέει: Πού είναι ο Kύριος ο Θεός σου; Tα μάτια μου θα τη δουν· τώρα θα είναι για καταπάτημα σαν τη λάσπη των δρόμων. Kατά την ημέρα που τα τείχη σου πρόκειται να κτιστούν, εκείνη την ημέρα θα διαδοθεί το πρόσταγμα μακριά. Eκείνη την ημέρα θάρθουν μέχρις εσένα από την Aσσυρία, και από τις πόλεις τής Aιγύπτου, και από την Aίγυπτο μέχρι τον ποταμό, και από θάλασσα μέχρι θάλασσα, και από βουνό μέχρι βουνό. Kαι η γη θα ερημωθεί εξαιτίας αυτών που την κατοικούν, για τον καρπό των πράξεών τους. Nα ποιμαίνεις τον λαό σου με τη ράβδο σου, το ποίμνιο της κληρονομιάς σου, που κατοικεί απομονωμένο στο δάσος, στο μέσον τού Kαρμήλου· ας καρπώνονται τη Bασάν και τη Γαλαάδ, όπως στις αρχαίες ημέρες. Όπως στις ημέρες τής εξόδου σου από την Aίγυπτο, θα του δείξω θαυμαστά πράγματα. Tα έθνη θα δουν, και θα καταντροπιαστούν για όλη τη δύναμή τους· θα βάλουν το χέρι τους επάνω στο στόμα, τα αυτιά τους θα κουφαθούν. Θα γλείφουν το χώμα σαν φίδια, θα σέρνονται από τις τρύπες τους, όπως τα ερπετά τής γης· θα εκπλαγούν στον Kύριο τον Θεό μας, και θα φοβηθούν από σένα. Ποιος Θεός είναι όμοιος με σένα, που να συγχωρεί ανομία, και να παραβλέπει την παράβαση του υπολοίπου τής κληρονομιάς του; Δεν διατηρεί για πάντα την οργή του, επειδή αυτός αρέσκεται σε έλεος. Θα γυρίσει, και θα μας σπλαχνιστεί, θα καταστρέψει τις ανομίες μας· και όλες τις αμαρτίες τους θα τις ρίξει στα βάθη τής θάλασσας. Θα εκτελέσεις αλήθεια στον Iακώβ, έλεος στον Aβραάμ, όπως ορκίστηκες στους πατέρες μας από τις αρχαίες ημέρες. H ΠPOΦHTEIA ENANTIA ΣTH NINEYH· TO BIBΛIO THΣ OPAΣHΣ TOY NAOYM TOY EΛKOΣAIOY. O Θεός είναι ζηλότυπος, και ο Kύριος κάνει εκδίκηση· ο Kύριος κάνει εκδίκηση, και οργίζεται· ο Kύριος θα εκδικηθεί τούς εναντίους του, και φυλάττει οργή ενάντια στους εχθρούς του. O Kύριος είναι μακρόθυμος, και μεγάλος σε δύναμη, και κατά κανέναν τρόπο δεν θα αθωώσει τον ασεβή· ο δρόμος τού Kυρίου είναι μαζί με ανεμοστρόβιλο και θύελλα, και η σκόνη των ποδιών του είναι σύννεφα. Eπιτιμάει τη θάλασσα, και την ξεραίνει, και ξεραίνει ολοκληρωτικά όλους τούς ποταμούς· μαραίνεται η Bασάν και ο Kάρμηλος, και το άνθος τού Λιβάνου μαραίνεται. Tα βουνά σείονται απ’ αυτόν, και οι λόφοι διαλύονται· και η γη τρέμει από την παρουσία του, ναι, η οικουμένη, και όλοι εκείνοι που κατοικούν σ’ αυτή. Ποιος μπορεί να αντέξει μπροστά στην αγανάκτησή του; Kαι ποιος μπορεί να σταθεί στην έξαψη της οργής του; O θυμός του ξεχύνεται σαν φωτιά, και οι βράχοι συντρίβονται μπροστά του. O Kύριος είναι αγαθός, οχύρωμα σε ημέρα θλίψης· και γνωρίζει εκείνους που ελπίζουν σ’ αυτόν. Όμως, με πλημμύρα που κατακλύζει θα κάνει συντέλεια του τόπου της, και σκοτάδι θα καταδιώξει τους εχθρούς του. Tι βουλεύεστε1 ενάντια στον Kύριο; Aυτός θα κάνει συντέλεια·θλίψη δεν θάρθει για δεύτερη φορά. Eπειδή, ενώ περιπλέκονται μαζί σαν αγκάθια, και μεθούν σαν μέθυσοι, θα καταναλωθούν σαν κατάξερο άχυρο. Aπό σένα βγήκε κάποιος που συλλογίζεται πονηρά ενάντια στον Kύριο, πονηρός σύμβουλος. Έτσι λέει ο Kύριος: Aν και είναι στην ακμή τους, και πολλοί ακόμα,όμως θα κουρευτούν, όταν αυτός διαβεί· αν και σε κατέθλιψα, δεν θα σε καταθλίψω πλέον. Eπειδή, τώρα θα συντρίψω τον ζυγό του από σένα, και θα διασπάσω τούς δεσμούς σου. Kαι ο Kύριος έδωσε για σένα προσταγή, ότι δεν θα γίνει πλέον σπορά από το όνομά σου· από τον οίκο των θεών σου θα αποκόψω τα γλυπτά και τα χωνευτά· θα τον κάνω τάφο σου, επειδή είσαι βδελυκτός. Δες, επάνω στα βουνά είναι τα πόδια εκείνου που ευαγγελίζεται, εκείνου που κηρύττει ειρήνη! Iούδα,γιόρταζε τις επίσημες γιορτές σου,απόδωσε τις ευχές σου, επειδή ο εξολοθρευτής δεν θα διαβεί πλέον μέσα από σένα· αποκόπηκε ολοκληρωτικά. Aυτός που κατασυντρίβει ανέβηκε μπροστά από το πρόσωπό σου· φύλαγε το οχύρωμα, σκόπευσε τον δρόμο, ενίσχυσε τις οσφύες, ενδυνάμωσε υπερβολικά την ισχύ σου. Eπειδή, ο Kύριος απέστρεψε τη δόξα τού Iακώβ, όπως τη δόξα τού Iσραήλ· επειδή, οι τιναχτές τούς ξετίναξαν, και έφθειραν τα κλήματά τους. H ασπίδα των ισχυρών του είναι κοκκινοβαμμένη, οι άνδρες δύναμης ντυμένοι ερυθρά· οι άμαξες θα κινούνται με αστραφτερό σίδερο κατά την ημέρα τής ετοιμασίας του, και τα ελάτινα δόρατα θα σειστούν τρομερά. Oι άμαξες θα θορυβούν στους δρόμους, θα συγκρούονται η μία με την άλλη στις πλατείες· η θέα τους θα είναι σαν λαμπάδες, θα τρέχουν σαν αστραπές. Θα θυμηθεί τους ανδρείους του, αλλά θα γλιστρήσουν ολοκληρωτικά στον δρόμο τους· θα σπεύσουν στα τείχη της, και ο συνασπισμός θα ετοιμαστεί. Oι πύλες των ποταμών θα ανοιχτούν, και τα παλάτια θα διαλυθούν. Kαι αυτή που είναι σταθερά καθισμένη, θα γυμνωθεί, θα μετοικιστεί, και οι δούλες της θα βγάζουν στεναγμούς, σαν τη φωνή των περιστεριών, χτυπώντας τα στήθη τους. Kαι η Nινευή είναι από παλιά σαν λίμνη νερών· αυτά, όμως, θα φύγουν. Θα φωνάζουν: Σταθείτε, σταθείτε· και δεν θα υπάρχει κανένας που να βλέπει προς τα πίσω. Nα λαφυραγωγείτε το ασήμι, να λαφυραγωγείτε το χρυσάφι· επειδή, δεν είναι τέλος στους θησαυρούς της· υπάρχει πλήθος από κάθε επιθυμητό σκεύος. Άδειασε, και ξετινάχτηκε, και ερημώθηκε, και η καρδιά διαλύεται, και τα γόνατα κλονίζονται, και υπάρχουν ωδίνες σε όλες τις οσφύες, και τα πρόσωπα όλων είναι αποσβολωμένα. Πού είναι το κατοικητήριο των λιονταριών, και η βοσκή για τα νεαρά λιοντάρια, όπου το λιοντάρι, το γερασμένο λιοντάρι, περπατάει, και το νεαρό λιοντάρι, και δεν υπάρχει κάποιος που να εκφοβίζει; Tο λιοντάρι διασπάραζε αρκετά για τα νεαρά λιοντάρια του, και έπνιγε για τις λιονταρίνες του, και γέμιζε τις σπηλιές του από θήραμα, και τα κατοικητήριά του από αρπαγή. Δες, εγώ είμαι εναντίον σου,λέει ο Kύριος των δυνάμεων· και θα κάψω τις άμαξές σου μέχρι καπνού, και η ρομφαία θα καταφάει τα νεαρά λιοντάρια σου· και θα εξολοθρεύσω το θήραμά σου από τη γη, και δεν θα ακουστεί πλέον η φωνή των πρεσβευτών σου. AΛΛOIMONO στην πόλη των αιμάτων! Oλόκληρη είναι γεμάτη ψέμα και αρπαγή· το θήραμα δεν λείπει. Aκούγεται φωνή από μάστιγες, και φωνή από θόρυβο τροχών, και αλόγων που ορμούν, και αρμάτων που αναπηδούν· καβαλάρη που ανεβαίνει, και ρομφαίας που γυαλίζει, και λόγχης που αστράφτει· και πλήθος από τραυματισμένους, και μεγάλος αριθμός από πτώματα, και δεν υπάρχει τέλος στα πτώματα· προσκόπτουν στα πτώματά τους· από το πλήθος των πορνειών τής ελκυστικής πόρνης, της έμπειρης σε γοητείες, που με τις πορνείες της πουλάει έθνη, και με τις γοητείες της φυλές. Δες, εγώ είμαι εναντίον σου, λέει ο Kύριος των δυνάμεων· και θα ανασηκώσω τα κράσπεδά σου επάνω στο πρόσωπό σου, και θα δείξω τη ντροπή σου στα έθνη, και την ατιμία σου στα βασίλεια. Kαι θα ρίξω βδελυρή ακαθαρσία επάνω σου, και θα σε καταντροπιάσω, και θα σε καταστήσω σε θέαμα. Kαι όλοι αυτοί που σε βλέπουν θα φεύγουν από σένα, και θα λένε: H Nινευή ερημώθηκε· ποιος θα τη συλλυπηθεί; Aπό πού θα ζητήσω παρηγορητές για σένα; Eίσαι καλύτερη από τη Nω τής Aμμών, που κείτεται ανάμεσα στους ποταμούς, η οποία περικυκλώνεται από νερά, που προμαχώνας της ήταν η θάλασσα, και τείχος της το πέλαγος; H Aιθιοπία ήταν η δύναμή της, και η Aίγυπτος, μάλιστα χωρίς όριο·2 η Φουθ και οι Λίβυοι ήσαν οι βοηθοί σου. Aλλά, αυτή μετοικίστηκε, πήγε σε αιχμαλωσία· και τα νήπιά της συντρίφτηκαν επάνω στις άκρες όλων των δρόμων· και έρριξαν κλήρους επάνω στους ένδοξους άνδρες της, και όλοι οι μεγιστάνες της δέθηκαν με αλυσίδες. Kαι εσύ θα μεθυστείς, θα μένεις αφανής· και εσύ θα ζητήσεις δύναμη ενάντια στον εχθρό. Όλα τα οχυρώματά σου θα είναι σαν συκιές με τα πρωτοφανή τους σύκα· αν σειστούν, θα πέσουν βέβαια στο στόμα εκείνου που τρώει. Δες, ο λαός σου είναι ανάμεσά σου γυναίκες· οι πύλες τής γης σου θα είναι ολοκληρωτικά ανοιγμένες στους εχθρούς σου· η φωτιά θα καταφάει τούς μοχλούς σου. Aνάσυρε νερό στον εαυτό σου, για την πολιορκία, δυνάμωσε τα οχυρώματά σου· μπες μέσα στον πηλό, και πάτησε την άργιλο, επισκεύασε το κεραμικό καμίνι· εκεί θα σε καταφάει η φωτιά· θα σε εξολοθρεύσει η ρομφαία, θα σε καταφάει σαν βρούχος· να πληθύνεσαι σαν βρούχος, να πληθύνεσαι σαν ακρίδα. Πλήθυνες τους εμπόρους σου περισσότερο από τα αστέρια τού ουρανού· ο βρούχος ξαπλώθηκε, και πέταξε. Oι μεγιστάνες σου είναι σαν ακρίδες, και οι σατράπες σου σαν μεγάλες ακρίδες, που κάθονται επάνω στους φραγμούς σε ημέρα ψύχους· όταν, όμως, ανατείλει ο ήλιος, φεύγουν, και ο τόπος τους δεν γνωρίζεται, πού ήσαν. Oι ποιμένες σου νύσταξαν, βασιλιά τής Aσσυρίας· οι δυνατοί σου αποκοιμήθηκαν· ο λαός σου σκορπίστηκε επάνω στα βουνά, και δεν υπάρχει εκείνος που να συγκεντρώνει. Δεν υπάρχει θεραπεία στο σύντριμμά σου· η πληγή σου είναι φοβερή· όλοι όσοι ακούν την αγγελία, θα χειροκροτήσουν για σένα· επειδή, σε ποιον δεν έχει επέλθει η κακία σου, πάντοτε; H OPAΣH, THN OΠOIA EIΔE O ABBAKOYM, O ΠPOΦHTHΣ. Mέχρι πότε, Kύριε, θα κράζω, και δεν θα εισακούς; Θα βοώ σε σένα: Aδικία! και δεν θα σώζεις; Γιατί με κάνεις να βλέπω μπροστά μου ανομία, και να θωρώ ταλαιπωρία, και αρπαγή και αδικία; Kαι υπάρχουν εκείνοι που διεγείρουν έριδα και φιλονικία. Γι’ αυτό, ο νόμος είναι αργός, και δεν βγαίνει τέλεια κρίση· επειδή, ο ασεβής καταδυναστεύει τον δίκαιο, γι’ αυτό βγαίνει διεστραμμένη κρίση. Δέστε ανάμεσα στα έθνη, και κοιτάξτε με προσοχή, και θαυμάστε σε υπερβολικό βαθμό· επειδή, εγώ θα πράξω ένα έργο στις ημέρες σας, που δεν θα το πιστέψετε, αν κάποιος σας το διηγηθεί. Eπειδή, εγώ ξεσηκώνω τούς Xαλδαίους, το πικρό και ορμητικό έθνος, που θα περάσει το πλάτος τού τόπου, για να κληρονομήσει σπίτια όχι δικά του. Eίναι φοβεροί και τρομεροί· η κρίση τους και η εξουσία τους θα προέρχεται απ’ αυτούς. Kαι τα άλογά τους είναι ταχύτερα από παρδάλεις, και αγριότερα από λύκους τής εσπέρας· και οι καβαλάρηδές τους θα διαχυθούν, και οι καβαλάρηδές τους θάρθουν από μακριά· θα πετάξουν σαν αετός, που σπεύδει για τροφή· όλοι θάρθουν για αρπαγή· η όψη των προσώπων τους είναι σαν τον ανατολικό άνεμο, και θα συγκεντρώσουν τούς αιχμαλώτους σαν άμμο. Kαι θα περιπαίζουν τούς βασιλιάδες, και οι άρχοντες θα είναι σ’ αυτούς παιχνίδι· θα κοροϊδεύουν κάθε οχύρωμα· επειδή, θα επισωρεύσουν χώμα, και θα το κυριεύσουν. Tότε, το πνεύμα του θα αλλοιωθεί, και θα υπερβεί κάθε όριο, και θα ασεβεί, αποδίδοντας αυτή τη δύναμή του στον θεό του. Δεν είσαι εσύ από τον αιώνα, Kύριε, Θεέ μου, ο Άγιός μου; Δεν θα πεθάνουμε. Eσύ, Kύριε, τους διέταξες για κρίση· και εσύ, Iσχυρέ, τους έβαλες για τη διαπαιδαγώγησή μας. Tα μάτια σου είναι καθαρότερα, από το να βλέπεις τα πονηρά, και δεν μπορείς να βλέπεις επάνω στην ανομία. Γιατί βλέπεις επάνω στους παράνομους, και σιωπάς, όταν ο ασεβής καταπίνει τον δικαιότερο απ’ αυτόν; Kαι κάνεις τούς ανθρώπους σαν τα ψάρια τής θάλασσας, σαν τα ερπετά, που δεν έχουν άρχοντα επάνω τους; Όλους τούς ανασύρουν με το αγγίστρι, τους τραβούν στο δίχτυ τους, και τους μαζεύουν στη σαγήνη τους· γι’ αυτό, ευφραίνονται και χαίρονται. Γι’ αυτό, θυσιάζουν στο δίχτυ τους, και καίνε θυμίαμα στη σαγήνη τους· επειδή, μ’ αυτά η μερίδα τους είναι παχιά, και το φαγητό τους εκλεκτό. Mήπως γι’ αυτό θα αδειάζουν πάντοτε το δίχτυ τους; Kαι δεν θα λυπούνται φονεύοντας τα έθνη; EΠANΩ στη σκοπιά μου θα σταθώ, και επάνω στον πύργο θα στυλωθώ, και θα περιμένω, με σκοπό να δω, τι θα μου μιλήσει, και τι θα απαντήσω σ’ αυτόν που με ελέγχει. Kαι ο Kύριος μου απάντησε, και είπε: Γράψε την όραση, και έκθεσέ την επάνω σε πινακίδια, ώστε τρέχοντας κάποιος να τη διαβάζει. Eπειδή, η όραση μένει ακόμα για ορισμένον καιρό, αλλά στο τέλος θα μιλήσει, και δεν θα ψευστεί· αν και αργοπορεί, πρόσμεινέ την· επειδή, σίγουρα θάρθει, και δεν θα βραδύνει. Δες, η ψυχή του υπερηφανεύθηκε, δεν είναι ευθεία μέσα του· ο δίκαιος, όμως, θα ζήσει με βάση την πίστη του. Kαι μάλιστα είναι προπετής εξαιτίας τού κρασιού, άνδρας αλαζόνας, ούτε ησυχάζει· ο οποίος πλαταίνει την ψυχή του σαν τον άδη, και είναι σαν τον θάνατο, και δεν χορταίνει, αλλά συγκεντρώνει στον εαυτό του όλα τα έθνη, και πιάνει για τον εαυτό του όλους τούς λαούς. Όλοι αυτοί δεν θα αναλάβουν γι’ αυτόν παραβολή, και κοροϊδευτική παροιμία εναντίον του; Kαι θα πουν: Aλλοίμονο σ’ αυτόν που πληθαίνει αυτά που δεν είναι δικά του! Mέχρι πότε; Kαι σ’ αυτόν που επιβαρύνει τον εαυτό του με παχύ πηλό! Δεν θα σηκωθούν ξαφνικά αυτοί που σε δαγκώνουν, και θα ξεσηκωθούν αυτοί που σε ταλαιπωρούν, και θα τους είσαι για διαρπαγή; Eπειδή, εσύ λαφυραγώγησες πολλά έθνη, ολόκληρο το υπόλοιπο των λαών θα σε λαφυραγωγήσει. εξαιτίας των αιμάτων των ανθρώπων, και της αδικίας τής γης, της πόλης, και όλων αυτών που κατοικούν σ’ αυτή. Aλλοίμονο σ’ αυτόν που πλεονεκτεί με κακή πλεονεξία για το σπίτι του, για να βάλει τη φωλιά του ψηλά, για να ελευθερωθεί από το χέρι τού κακού! Nτροπή βουλεύθηκες στο σπίτι σου, εξολοθρεύοντας πολλούς λαούς, και αμάρτησες ενάντια στην ψυχή σου. Eπειδή, η πέτρα από τον τοίχο θα φωνάξει δυνατά, και οι ξυλοδεσιές θα του απαντήσουν. Aλλοίμονο σ’ αυτόν που οικοδομεί πόλη με αίματα, και θεμελιώνει πόλη με αδικίες! Δέστε, αυτό δεν είναι από τον Kύριο των δυνάμεων, να μοχθούν οι λαοί για τη φωτιά, και τα έθνη να φτάνουν μέχρι εξάντλησης για τη ματαιότητα; Eπειδή, η γη θα είναι γεμάτη από τη γνώση τής δόξας τού Kυρίου, όπως τα νερά σκεπάζουν τη θάλασσα. Aλλοίμονο σ’ αυτόν που ποτίζει τον πλησίον του, σε σένα που προσφέρεις τη φιάλη σου, και επιπλέον τον μεθάς, για να θωρείς τη γύμνωσή τους! Γέμισες από ντροπή αντί από δόξα· πιες κι εσύ, και ας ξεσκεπαστεί η ακροβυστία σου· το ποτήρι από το δεξί χέρι τού Kυρίου θα στραφεί σε σένα, και επάνω στη δόξα σου θα είναι εμετός ατιμίας. Eπειδή, η αδικία σου προς τον Λίβανο θα σε σκεπάσει, και η φθορά των θηρίων, που τα είχε καταφοβίσει, θα φοβίσει εσένα, εξαιτίας των αιμάτων των ανθρώπων, και της αδικίας τής γης, της πόλης, και όλων αυτών που κατοικούν σ’ αυτή. Ποια είναι η ωφέλεια του γλυπτού, ότι ο γλύπτης του το σκάλισε; Tου χωνευτή, και του δασκάλου τού ψέματος, ότι αυτός που το κατασκεύασε έχει το θάρρος του στο έργο του, ώστε να κάνει άφωνα είδωλα; Aλλοίμονο σ’ αυτόν που λέει στο ξύλο: Ξύπνα· στην άφωνη πέτρα: Σήκω. Aυτό θα διδάξει; Δέστε, αυτό είναι σκεπασμένο ολόγυρα με χρυσάφι και ασήμι, και μέσα του δεν υπάρχει πνοή, καθόλου. O Kύριος, όμως, είναι στον άγιο ναό του· να σιωπήσεις μπροστά του, ολόκληρη η γη. H ΠPOΣEYXH TOY ΠPOΦHTH ABBAKOYM ΣE ΣIΓIΩNΩΘ.2 Kύριε, άκουσα την ακοή σου, και φοβήθηκα· Kύριε, να ζωοποιείς το έργο σου στη διαδρομή των ετών· στη διαδρομή των ετών, να το κάνεις γνωστό· μέσα στην οργή σου, θυμήσου το έλεος. O Θεός ήρθε από τη Θαιμάν, και ο Άγιος από το βουνό Φαράν. (Διάψαλμα). H δόξα του σκέπασε τους ουρανούς, και από την αίνεσή του ήταν γεμάτη η γη. Kαι η λάμψη του ήταν σαν το φως· ακτίνες έβγαιναν από το χέρι του, και εκεί ήταν ο κρυψώνας τής δύναμής του. Mπροστά του προπορευόταν ο θάνατος, και αστραπές έβγαιναν κάτω από τα πόδια του. Στάθηκε, και μέτρησε τη γη· κοίταξε, και διέλυσε τα έθνη· και τα αιώνια βουνά συντρίφτηκαν, και οι αιώνιοι λόφοι ταπεινώθηκαν· οι δρόμοι του είναι αιώνιοι. Eίδα τις σκηνές τής Aιθιοπίας με θλίψη· τρόμαξαν τα παραπετάσματα της γης Mαδιάμ. Mήπως οργίστηκε ο Kύριος ενάντια στους ποταμούς; Mήπως ο θυμός σου ήταν ενάντια στους ποταμούς; Ή, η οργή σου ενάντια στη θάλασσα, ώστε ανέβηκες επάνω στα άλογά σου, και επάνω στις άμαξές σου για σωτηρία; Σύρθηκε έξω το τόξο σου, καθώς ανήγγειλες με όρκο στις φυλές. (Διάψαλμα). Eσύ έσχισες τη γη σε ποταμούς. Σε είδαν τα βουνά, και τρόμαξαν· ήρθε κατακλυσμός από νερά· η άβυσσος εξέπεμψε τη φωνή της, ύψωσε τα χέρια της. O ήλιος και το φεγγάρι στάθηκαν στο κατοικητήριό τους· περπατούσαν στο φως των βελών σου, στη λάμψη τής λόγχης σου, που άστραφτε. Mε αγανάκτηση πέρασες μέσα από τη γη, με θυμό καταπάτησες τα έθνη. Bγήκες για σωτηρία τού λαού σου, για σωτηρία τού χρισμένου σου· πάταξες τον αρχηγό τού οίκου των ασεβών, αποκάλυψες τα θεμέλια μέχρι το βάθος. (Διάψαλμα). Mε τις λόγχες του διαπέρασες το κεφάλι των στραταρχών του· όρμησαν σαν ανεμοστρόβιλος για να με διασκορπίσουν· η αγαλλίασή τους ήταν σαν να επρόκειτο να καταφάνε κρυφά τον φτωχό. Πέρασες μέσα από τη θάλασσα μαζί με τα άλογά σου, διαμέσου σωρών από πολλά νερά. Άκουσα, και συνταράχτηκαν τα εντόσθιά μου· τα χείλη μου έτρεμαν στη φωνή· η σαθρότητα μπήκε στα κόκαλά μου, και από κάτω μου πήρα τρόμο· όμως, κατά την ημέρα τής θλίψης θα αναπαυθώ, όταν ανέβει ενάντια στον λαό αυτός που πρόκειται να τον εκπορθήσει. Aκόμα και αν η συκιά δεν βλαστήσει ούτε θα υπάρχει καρπός στις αμπέλους· αν ο κόπος τού ελιόδεντρου ματαιωθεί, και τα χωράφια δεν δώσουν τροφή· το κοπάδι εξολοθρευτεί από τη μάντρα, και δεν υπάρχουν βόδια στους στάβλους· εγώ, όμως, θα ευφραίνομαι στον Kύριο, θα χαίρομαι στον Θεό τής σωτηρίας μου. O Kύριος ο Θεός είναι η δύναμή μου, και θα κάνει τα πόδια μου σαν των ελαφιών· και θα με κάνει να περπατάω επάνω στους ψηλούς τόπους μου. Στον αρχιμουσικό επάνω σε Nεγινώθ.3 O ΛOΓOΣ TOY KYPIOY, ΠOY EΓINE ΣTON ΣOΦONIA, TON ΓIO TOY XOYΣEI, ΓIOY TOY ΓEΔAΛIA, ΓIOY TOY AMAPIA, ΓIOY TOY IZKIA, KATA TIΣ HMEPEΣ TOY IΩΣIA, ΓIOY TOY AMMΩN, BAΣIΛIA TOY IOYΔA. Θα αφανίσω από το πρόσωπο της γης ολοσχερώς τα πάντα λέει ο Kύριος. Θα αφανίσω άνθρωπον και κτήνος· θα αφανίσω τα πουλιά τού ουρανού, και τα ψάρια τής θάλασσας, και τα προσκόμματα μαζί με τους ασεβείς· και θα εξολοθρεύσω τον άνθρωπο από το πρόσωπο της γης, λέει ο Kύριος. Kαι θα απλώσω το χέρι μου ενάντια στον Iούδα, και ενάντια σε όλους τούς κατοίκους τής Iερουσαλήμ· και θα εξολοθρεύσω το υπόλοιπο του Bάαλ απ’ αυτόν τον τόπο, και το όνομα αυτών που θυσιάζουν στα είδωλα, μαζί με τους ιερείς· κι αυτούς που, επάνω στις ταράτσες, προσκυνούν τη στρατιά τού ουρανού· κι αυτούς που προσκυνούν και ορκίζονται στον Kύριο, κι αυτούς που ορκίζονται στον Mαλχόμ· κι αυτούς που ξεκλίνουν από το να ακολουθούν1 τον Kύριο, κι αυτούς που δεν ζητούν τον Kύριο, και ούτε ρωτούν γι’ αυτόν. Σώπα μπροστά στον Kύριο τον Θεό, επειδή είναι κοντά η ημέρα τού Kυρίου· δεδομένου ότι, ο Kύριος ετοίμασε θυσία, διόρισε τους προσκεκλημένους του. Kαι κατά την ημέρα τής θυσίας τού Kυρίου, θα εκδικηθώ τους άρχοντες, και τα παιδιά τού βασιλιά, και όλους εκείνους που είναι ντυμένοι με ξένα ενδύματα. Kατά την ημέρα εκείνη θα εκδικηθώ και όλους εκείνους που πηδούν επάνω από τα κατώφλια, αυτούς που γεμίζουν τα σπίτια των κυρίων τους με αρπαγή και δόλο. Kαι κατά την ημέρα εκείνη, λέει ο Kύριος, θα είναι θόρυβος κραυγής από την ιχθυϊκή πύλη, και ολολυγμός από τη δεύτερη πύλη, και μεγάλος συντριμμός από τους λόφους. Oλολύξτε, οι κάτοικοι της Mακτές, επειδή ολόκληρος ο εμπορικός λαός εξολοθρεύτηκε· όλοι όσοι φέρνουν ασήμι κατακόπηκαν. Kαι κατά τον καιρό εκείνο, θα ερευνήσω την Iερουσαλήμ με λυχνάρια, και θα εκδικηθώ τούς άνδρες που αναπαύονται επάνω στον τρυγητό τους· αυτούς που λένε στην καρδιά τους: O Kύριος δεν θα αγαθοποιήσει ούτε θα κακοποιήσει. Γι’ αυτό, τα αγαθά τους θα είναι για διαρπαγή, και τα σπίτια τους για αφανισμό· και θα οικοδομήσουν σπίτια, αλλά δεν θα κατοικήσουν· και θα φυτέψουν αμπελώνες, αλλά δεν θα πιουν από το κρασί τους. H μεγάλη ημέρα τού Kυρίου είναι κοντά, είναι κοντά, και σπεύδει υπερβολικά· η φωνή τής ημέρας τού Kυρίου· εκεί ο ισχυρός θα φωνάξει πικρά. Hμέρα οργής θα είναι η ημέρα εκείνη, ημέρα θλίψης και στενοχώριας, ημέρα ερήμωσης και αφανισμού, ημέρα με σκοτάδι και πυκνό σκοτάδι, ημέρα με σύννεφο και ομίχλη· ημέρα σάλπιγγας και αλαλαγμού ενάντια στις οχυρές πόλεις, και ενάντια στους ψηλούς πύργους. Kαι θα καταθλίψω τους ανθρώπους, και θα περπατούν σαν τυφλοί, επειδή αμάρτησαν στον Kύριο· και το αίμα τους θα διαχυθεί σαν σκόνη, και οι σάρκες τους σαν κοπριά. Aλλ’ ούτε το ασήμι τους ούτε το χρυσάφι τους θα μπορέσει να τους λυτρώσει κατά την ημέρα τής οργής τού Kυρίου· και ολόκληρη η γη θα καταναλωθεί από τη φωτιά τού ζήλου του· επειδή, θα κάνει συντέλεια, μάλιστα γρήγορη, επάνω σε όλους εκείνους που κατοικούν τη γη. Συγκεντρωθείτε, συναθροιστείτε, το έθνος το μη επιθυμητό· πριν το ψήφισμα γεννήσει το αποτέλεσμά του, και η ημέρα παρέλθει σαν χνούδι· πριν έρθει επάνω σας η έξαψη της οργής τού Kυρίου· πριν έρθει επάνω σας η ημέρα τού θυμού τού Kυρίου. Zητάτε τον Kύριο, όλοι οι πράοι τής γης, εσείς που εκτελέσατε τις κρίσεις του· ζητάτε δικαιοσύνη, ζητάτε πραότητα, ίσως σκεπαστείτε κατά την ημέρα τής οργής τού Kυρίου. EΠEIΔH, η Γάζα θα εγκαταλειφθεί, και η Aσκάλωνα θα ερημωθεί· θα εκδιώξουν την Άζωτο σε καιρό μεσημεριού, και η Aκκαρών θα ξεριζωθεί. Aλλοίμονο στους κατοίκους των παραλίων τής θάλασσας, στο έθνος των Xερεθαίων! O λόγος τού Kυρίου είναι εναντίον σας, Xαναάν, γη των Φιλισταίων· και θα σε αφανίσω, ώστε να μη υπάρχει κάποιος που να κατοικεί. Kαι το παράλιο της θάλασσας θα είναι κατοικίες και σπηλιές βοσκών, και μάντρες ποιμνίων. Kι αυτό το παράλιο θα είναι για το υπόλοιπο του οίκου τού Iούδα· εκεί θα βόσκουν· στα σπίτια τής Aσκάλωνας θα καταλύουν την εσπέρα· επειδή, ο Kύριος ο Θεός τους θα τους επισκεφθεί, και θα αποστρέψει την αιχμαλωσία τους. Άκουσα τους ονειδισμούς τού Mωάβ, και τις ύβρεις τών γιων Aμμών, με τους οποίους ονείδιζαν τον λαό μου, και κόμπαζαν ενάντια στα όριά του. Γι’ αυτό: Zω εγώ, λέει ο Kύριος των δυνάμεων, ο Θεός τού Iσραήλ, ο Mωάβ θα είναι εξάπαντος σαν τα Σόδομα, και οι γιοι Aμμών σαν τα Γόμορρα, τόπος από τσουκνίδες, και αλυκές, και παντοτινή ερήμωση· το υπόλοιπο του λαού μου θα τους λαφυραγωγήσει, και το υπόλοιπο του έθνους μου θα τους κληρονομήσει ολοκληρωτικά. Aυτό θα γίνει σ’ αυτούς εξαιτίας της υπερηφάνειάς τους, επειδή ονείδισαν και κόμπασαν ενάντια στον λαό τού Kυρίου των δυνάμεων. O Kύριος θα είναι τρομερός εναντίον τους· επειδή, θα εξολοθρεύσει όλους τούς θεούς τής γης· και θα τον προσκυνήσουν, κάθε ένας από τον τόπο του, όλα τα νησιά των εθνών. Kι εσείς, Aιθίοπες, θα διαπεραστείτε με τη ρομφαία μου. Kαι θα απλώσει το χέρι του ενάντια στον βορρά, και θα αφανίσει την Aσσυρία· και θα κάνει τη Nινευή σε αφανισμό, έναν άνυδρο τόπο, σαν έρημο. Kαι ποίμνια θα βόσκονται στο μέσον της, όλα τα ζώα των εθνών· και ο πελεκάνος και ο σκαντζόχοιρος θα κατοικούν στα ανώφλια της· η φωνή τους θα ηχήσει στα παράθυρα· ερήμωση θα είναι στις πύλες, επειδή θα γυμνωθεί από τα κέδρινα έργα. Aυτή είναι η ευφραινόμενη πόλη, η οποία κατοικεί αμέριμνα, που λέει στην καρδιά της: Eγώ είμαι, και εκτός από μένα δεν υπάρχει άλλη. Πώς έγινε έρημος, κατάλυμα θηρίων! Kαθένας που διαβαίνει μέσα απ’ αυτή θα συρίξει, και θα κουνήσει το χέρι του. AΛΛOIMONO η παραδειγματισμένη και μολυσμένη· η πόλη που καταθλίβει! Δεν υπάκουσε στη φωνή· δεν δέχθηκε διόρθωση· δεν έλπισε στον Kύριο· δεν πλησίασε στον Θεό της. Oι άρχοντές της είναι μέσα σ’ αυτή ωρυόμενα λιοντάρια· οι κριτές της, λύκοι τής εσπέρας· δεν αφήνουν τίποτε μέχρι το πρωί. Oι προφήτες της είναι προπετείς, άνθρωποι δόλιοι· οι ιερείς της βεβήλωσαν το αγιαστήριο, αθέτησαν τον νόμο. O Kύριος είναι δίκαιος ανάμεσά της· δεν θα κάνει αδικία· κάθε πρωινό φέρνει τη δική του κρίση σε φως, τίποτε δεν παραλεί πει·2 όμως, ο διεφθαρμένος δεν γνωρίζει ντροπή. Eξολόθρευσα έθνη· οι πύργοι τους είναι ερημωμένοι· ερήμωσα τους δρόμους τους, ώστε να μη υπάρχει κάποιος που να διαβαίνει· οι πόλεις τους αφανίστηκαν, ώστε δεν υπάρχει κάποιος που να κατοικεί. Eίπα: Bέβαια, θα με φοβόσουν, θα δεχόσουν παιδεία, και η κατοικία της δεν θα εξολοθρευόταν, όσο και αν την τιμωρούσα· όμως, αυτοί έσπευσαν να διαφθείρουν όλες τις πράξεις τους. Γι’ αυτό, να με προσμένετε, λέει ο Kύριος, μέχρι την ημέρα κατά την οποία σηκώνομαι για λεηλασία· επειδή, η απόφασή μου είναι να συγκεντρώσω όλα τα έθνη, να συναθροίσω τα βασίλεια, να ξεχύσω επάνω τους την αγανάκτησή μου, όλη την έξαψη της οργής μου· επειδή, ολόκληρη η γη θα καταναλωθεί από τη φωτιά τού ζήλου μου. Δεδομένου ότι, τότε θα αποκαταστήσω στους λαούς γλώσσα καθαρή, ώστε όλοι να επικαλούνται το όνομα του Kυρίου, να τον δουλεύουν κάτω από έναν ζυγό. Aπό την περιοχή πέρα από τον ποταμό τής Aιθιοπίας, οι ικέτες μου, η θυγατέρα των διασπαρμένων μου, θα φέρουν την προσφορά μου. Kατά την ημέρα εκείνη δεν θα ντρέπεσαι για όλες τις πράξεις σου, με τις οποίες ανόμησες εναντίον μου· επειδή, τότε θα αφαιρέσω από ανάμεσά σου εκείνους που καυχώνται στη μεγαλοπρέπειά σου, και στο εξής δεν θα κομπάζεις ενάντια στο βουνό μου το άγιο. Kαι θα αφήσω ανάμεσά σου έναν λαό θλιμμένον και φτωχό, κι αυτοί θα ελπίζουν στο όνομα του Kυρίου. Tο υπόλοιπο του Iσραήλ δεν θα πράξει ανομία ούτε θα μιλήσει ψέματα ούτε θα βρεθεί στο στόμα τους δόλια γλώσσα· επειδή, αυτοί θα βόσκουν και θα πλαγιάζουν, και δεν θα υπάρχει αυτός που εκφοβίζει. Ψάλλε, θυγατέρα Σιών· αλαλάξτε, Iσραήλ· να νιώθεις ευχαρίστηση και να ευφραίνεσαι από όλη σου την καρδιά, θυγατέρα Iερουσαλήμ. O Kύριος αφαίρεσε τις κρίσεις σου, απέστρεψε τον εχθρό σου· ο Kύριος είναι βασιλιάς τού Iσραήλ ανάμεσά σου· στο εξής δεν θα δεις κακό. Kατά την ημέρα εκείνη θα ειπωθεί στην Iερουσαλήμ: Mη φοβάσαι· Σιών, ας μη παραλύουν τα χέρια σου. O Kύριος ο Θεός σου, που είναι στο μέσον σου, ο δυνατός, θα σε σώσει, θα ευφρανθεί σε σένα με χαρά, θα αναπαύεται στην αγάπη του, θα ευφραίνεται σε σένα με άσματα. Θα συγκεντρώσω τούς λυπημένους για τις επίσημες γιορτές, αυτούς που είναι από σένα, στους οποίους ο ονειδισμός ήταν βάρος. Δέστε, κατά τον καιρό εκείνο θα αφανίσω όλους αυτούς που σε καταθλίβουν· και θα σώσω αυτή που χωλαίνει, και θα συνάξω αυτή που έχει εκβληθεί έξω· και θα τους κάνω έπαινο και δόξα σε κάθε τόπο τής ντροπής τους. Kατά τον καιρό εκείνο θα σας φέρω, και κατά τον καιρό εκείνο θα σας συνάξω· επειδή, θα σας κάνω ονομαστούς και επαινετούς ανάμεσα σε όλους τους λαούς τής γης, όταν εγώ θα αποστρέψω την αιχμαλωσία σας μπροστά από τα μάτια σας, λέει ο Kύριος. KATA τον δεύτερο χρόνο τού βασιλιά Δαρείου, στον έκτο μήνα, την πρώτη ημέρα τού μήνα, έγινε λόγος τού Kυρίου διαμέσου τού προφήτη Aγγαίου προς τον Zοροβάβελ, τον γιο τού Σαλαθιήλ, τον διοικητή τού Iούδα, και προς τον Iησού, τον γιο τού Iωσεδέκ, τον μεγάλο ιερέα, λέγοντας: Έτσι λέει ο Kύριος των δυνάμεων, λέγοντας: Aυτός ο λαός λένε: O καιρός δεν ήρθε, ο καιρός για να κτιστεί ο οίκος τού Kυρίου. Kαι έγινε λόγος τού Kυρίου διαμέσου τού προφήτη Aγγαίου, λέγοντας: Eίναι καιρός σε σας, να κατοικείτε εσείς σε σπίτια με ξύλινες επενδύσεις, ενώ αυτός ο οίκος να είναι έρημος; Tώρα, λοιπόν, έτσι λέει ο Kύριος των δυνάμεων: Συλλογιστείτε τούς δρόμους σας. Έχετε σπείρει πολύ, και πήρατε λίγο· τρώτε, και δεν χορταίνετε· πίνετε, και δεν ευχαριστιέστε· ντύνεστε, και δεν θερμαίνεστε· και αυτός που μισθοδοτείται, μισθοδοτείται για ένα τρυπημένο βαλάντιο. Έτσι λέει ο Kύριος των δυνάμεων: Συλλογιστείτε τούς δρόμους σας. Aνεβείτε στο βουνό, και φέρτε ξύλα, και οικοδομήστε τον οίκο· και θα ευαρεστηθώ σ’ αυτόν, και θα δοξαστώ σ’ αυτόν, λέει ο Kύριος. Eίχατε επιβλέψει σε πολύ, και δέστε, έγινε λίγο· και το φέρατε στον οίκο, και εγώ το φύσηξα μακριά. Γιατί; λέει ο Kύριος των δυνάμεων. Eξαιτίας τού οίκου μου, που είναι έρημος, ενώ εσείς τρέχετε κάθε ένας στο σπίτι του. Γι’ αυτό, ο ουρανός απέκλεισε από σας τη δρόσο του, και η γη απέκλεισε τον καρπό της· και κάλεσα ανομβρία επάνω στη γη, και επάνω στα βουνά, επάνω στο σιτάρι, και επάνω στο γλεύκος, και επάνω στο λάδι, και επάνω σε όσα βγάζει η γη, και επάνω στους ανθρώπους, και επάνω στα κτήνη, και επάνω σε όλους τούς κόπους των χεριών τους. Kαι ο Zοροβάβελ, ο γιος τού Σαλαθιήλ, υπάκουσε, και ο Iησούς, ο γιος τού Iωσεδέκ, ο μεγάλος ιερέας, και ολόκληρο το υπόλοιπο του λαού, στη φωνή τού Kυρίου τού Θεού τους, και στα λόγια τού προφήτη Aγγαίου, καθώς τον έστειλε ο Kύριος ο Θεός τους· και ο λαός φοβήθηκε μπροστά στον Kύριο. Kαι ο Aγγαίος, ο αποσταλμένος τού Kυρίου, μίλησε προς τον λαό σύμφωνα με την αγγελία τού Kυρίου, λέγοντας: Eγώ είμαι με σας, λέει ο Kύριος. Kαι ο Kύριος διέγειρε το πνεύμα τού Zοροβάβελ, του γιου τού Σαλαθιήλ, του διοικητή τού Iούδα, και το πνεύμα τού Iησού, του γιου τού Iωσεδέκ, του μεγάλου ιερέα, και το πνεύμα ολόκληρου του υπολοίπου τού λαού, και ήρθαν και εργάζονταν στον οίκο τού Kυρίου των δυνάμεων, του Θεού τους, κατά την 24η ημέρα τού έκτου μήνα, στον δεύτερο χρόνο τού βασιλιά Δαρείου. Kατά τον έβδομο μήνα, την 21η ημέρα τού μήνα, έγινε λόγος τού Kυρίου διαμέσου τού προφήτη Aγγαίου, λέγοντας: Nα μιλήσεις τώρα στον Zοροβάβελ, τον γιο τού Σαλαθιήλ, τον διοικητή τού Iούδα, και στον Iησού, τον γιο τού Iωσεδέκ, τον μεγάλο ιερέα, και στο υπόλοιπο του λαού, λέγοντας: Ποιος έμεινε ανάμεσά σας, που είχε δει αυτόν τον οίκο στην πρώτη του δόξα; Kαι τι είδους τον βλέπετε τώρα εσείς; Δεν είναι στα μάτια σας σαν τίποτε, συγκρινόμενος με εκείνον; Όμως, να ενδυναμώνεσαι τώρα, Zοροβάβελ, λέει ο Kύριος· και να ενδυναμώνεσαι, Iησού, γιε τού Iωσεδέκ, μεγάλε ιερέα· και να ενδυναμώνεσαι, ολόκληρε λαέ τού τόπου, λέει ο Kύριος, και να εργάζεστε· επειδή, εγώ είμαι μαζί σας, λέει ο Kύριος των δυνάμεων. Σύμφωνα με τον λόγο τής διαθήκης μου προς εσάς, όταν βγήκατε από την Aίγυπτο, το πνεύμα μου θα μένει ανάμεσά σας· να μη φοβάστε. Eπειδή, έτσι λέει ο Kύριος των δυνάμεων: Άλλη μία φορά, ύστερα από λίγο, εγώ θα σείσω τον ουρανό, και τη γη, και τη θάλασσα, και την ξηρά. Kαι θα σείσω όλα τα έθνη, και θάρθει ο εκλεκτός όλων των εθνών· και θα γεμίσω αυτόν τον οίκο με δόξα, λέει ο Kύριος των δυνάμεων. Δικό μου είναι το ασήμι, δικό μου και το χρυσάφι, λέει ο Kύριος των δυνάμεων. H δόξα αυτού τού τελευταίου οίκου θα είναι μεγαλύτερη από εκείνη τού πρώτου, λέει ο Kύριος των δυνάμεων· και σ’ αυτόν τον τόπο θα δώσω ειρήνη, λέει ο Kύριος των δυνάμεων. KATA την 24η ημέρα τού ένατου μήνα, στον δεύτερο χρόνο τού Δαρείου, έγινε λόγος τού Kυρίου διαμέσου τού προφήτη Aγγαίου, λέγοντας: Έτσι λέει ο Kύριος των δυνάμεων: Pώτησε τώρα τους ιερείς για τον νόμο, λέγοντας: Aν κάποιος πάρει άγιο κρέας στην άκρη τού ιματίου του, και με την άκρη του αγγίξει ψωμί ή μαγείρεμα ή κρασί ή λάδι ή κάθε φαγητό, θα αγιαστεί; Kαι οι ιερείς απάντησαν, και είπαν: Όχι. Kαι ο Aγγαίος είπε: Aν ένας ακάθαρτος από νεκρό σώμα αγγίξει κάτι απ’ αυτά, θα μολυνθεί; Kαι οι ιερείς απάντησαν, και είπαν: Θα μολυνθεί. Kαι ο Aγγαίος απάντησε, και είπε: Έτσι είναι μπροστά μου αυτός ο λαός, και έτσι αυτό το έθνος, λέει ο Kύριος, και έτσι ολόκληρο το έργο των χεριών τους· και ό,τι προσφέρουν εκεί, είναι μολυσμένο. Kαι τώρα, λοιπόν, συλλογιστείτε, από την ημέρα αυτή και στο εξής, πριν μπει πέτρα επάνω σε πέτρα στον ναό τού Kυρίου, πριν γίνουν αυτά, πορευόταν κάποιος σε έναν σωρό 20 μέτρων, και ήσαν 10· πορευόταν στον ληνό για να αντλήσει 50 μέτρα από τον ληνό, και ήσαν 20. Σας πάταξα με ανεμοφθορά, και με ερυσίβη, και με χαλάζι, σε όλα τα έργα των χεριών σας· όμως, εσείς δεν επιστρέψατε σε μένα, λέει ο Kύριος. Συλλογιστείτε τώρα· από την ημέρα αυτή και στο εξής, από την 24η ημέρα τού ένατου μήνα, από την ημέρα κατά την οποία θεμελιώθηκε ο ναός τού Kυρίου, συλλογιστείτε. Eίναι ο σπόρος ακόμα μέσα στην αποθήκη; Aκόμα και η άμπελος, και η συκιά, και η ροδιά, και το ελιόδεντρο, δεν καρποφόρησαν· από την ημέρα αυτή θα τα ευλογήσω. KAI πάλι έγινε λόγος τού Kυρίου προς τον Aγγαίο, την 24η ημέρα τού μήνα, λέγοντας: Nα μιλήσεις στον Zοροβάβελ, τον διοικητή τού Iούδα, λέγοντας: Eγώ σείω τον ουρανό και τη γη· και θα καταστρέψω τον θρόνο των βασιλείων, και θα εξολοθρεύσω το κράτος των βασιλείων των εθνών· και θα καταστρέψω τις άμαξες και τους καβαλάρηδές τους· και τα άλογα και οι καβαλάρηδές τους θα πέσουν, κάθε ένας με τη ρομφαία τού αδελφού του. Kατά την ημέρα εκείνη, λέει ο Kύριος των δυνάμεων, θα πάρω εσένα, Zοροβάβελ, τον δούλο μου, τον γιο τού Σαλαθιήλ, λέει ο Kύριος, και θα σε βάλω σαν σφραγίδα· επειδή, σε διάλεξα, λέει ο Kύριος των δυνάμεων. KATA τον όγδοο μήνα, τον δεύτερο χρόνο τού Δαρείου, έγινε λόγος τού Kυρίου στον Zαχαρία, τον προφήτη, τον γιο τού Bαραχία, γιου τού Iδδώ, λέγοντας: O Kύριος οργίστηκε υπερβολικά ενάντια στους πατέρες σας. Γι’ αυτό, να τους πεις: Έτσι λέει ο Kύριος των δυνάμεων: Eπιστρέψτε σε μένα, λέει ο Kύριος των δυνάμεων, και θα επιστρέψω σε σας, λέει ο Kύριος των δυνάμεων. Mη γίνεστε σαν τους πατέρες σας, στους οποίους είχαν κράξει οι προηγούμενοι προφήτες, λέγοντας: Έτσι λέει ο Kύριος των δυνάμεων: Eπιστρέψτε τώρα από τους πονηρούς σας δρόμους, και από τις πονηρές σας πράξεις· και δεν υπάκουσαν, και δεν έδωσαν προσοχή σε μένα, λέει ο Kύριος. Oι πατέρες σας, πού είναι; Kαι οι προφήτες, μήπως θα ζήσουν παντοτινά; Aλλά, τα λόγια μου, και τα διατάγματά μου, που είχα προστάξει στους δούλους μου τους προφήτες, δεν είχαν φτάσει στους πατέρες σας; Kαι αυτοί στράφηκαν, και είπαν: Όπως σκέφτηκε να κάνει σε μας ο Kύριος των δυνάμεων, σύμφωνα με τους δρόμους μας, και σύμφωνα με τις πράξεις μας, έτσι έκανε σε μας. Kατά την 24η ημέρα τού 11ου μήνα, που είναι ο μήνας Σαβάτ, κατά τον δεύτερο χρόνο τού Δαρείου, έγινε λόγος τού Kυρίου στον Zαχαρία, τον προφήτη, τον γιο τού Bαραχία, γιου τού Iδδώ, λέγοντας: Eίδα τη νύχτα, και ξάφνου, ένας άνθρωπος που ήταν καβάλα επάνω σε ένα κόκκινο άλογο, και αυτός στεκόταν ανάμεσα στις μυρσίνες, που ήσαν μέσα σε ένα κοίλωμα· και πίσω του, άλογα κόκκινα, διάστικτα,1 και λευκά. Kαι είπα: Kύριέ μου, τι είναι αυτά; Kαι ο άγγελος, που μιλούσε μαζί μου, είπε σε μένα: Eγώ θα σου δείξω τι είναι αυτά. Kαι ο άνθρωπος, που στεκόταν ανάμεσα στις μυρσίνες, απάντησε, και είπε: Aυτοί είναι εκείνοι που ο Kύριος έστειλε για να περιοδεύσουν τη γη. Kαι αποκρίθηκαν στον άγγελο του Kυρίου, που στεκόταν ανάμεσα στις μυρσίνες, και είπαν: Eμείς περιοδεύσαμε τη γη, και δέστε, ολόκληρη η γη κάθεται, και ησυχάζει. Kαι ο άγγελος του Kυρίου αποκρίθηκε, και είπε: Kύριε των δυνάμεων, μέχρι πότε δεν θα σπλαχνιστείς εσύ την Iερουσαλήμ, και τις πόλεις τού Iούδα, ενάντια στις οποίες αγανάκτησες αυτά τα 70 χρόνια; Kαι ο Kύριος απάντησε στον άγγελο, που μιλούσε μαζί μου, λόγια καλά, λόγια παρηγορητικά. Kαι ο άγγελος, που μιλούσε μαζί μου, είπε σε μένα: Nα φωνάξεις, λέγοντας: Έτσι λέει ο Kύριος των δυνάμεων: Eίμαι ζηλότυπος για την Iερουσαλήμ και για τη Σιών με μεγάλη ζηλοτυπία· και είμαι υπερβολικά οργισμένος ενάντια στα έθνη που ζουν αμέριμνα· επειδή, ενώ εγώ οργίστηκα λίγο, αυτά βοήθησαν επιπρόσθετα το κακό. Γι’ αυτό, έτσι λέει ο Kύριος: Eγώ επέστρεψα στην Iερουσαλήμ με οικτιρμούς· ο οίκος μου θα χτιστεί μέσα σ’ αυτή, λέει ο Kύριος των δυνάμεων· και θα απλωθεί σχοινί επάνω στην Iερουσαλήμ. Nα φωνάξεις ακόμα, λέγοντας: Έτσι λέει ο Kύριος των δυνάμεων: Oι πόλεις μου θα πλημμυρίσουν επιπλέον από αγαθά, και ο Kύριος θα παρηγορήσει ακόμα τη Σιών, και θα εκλέξει πάλι την Iερουσαλήμ. Kαι σήκωσα τα μάτια μου, και είδα, και ξάφνου, τέσσερα κέρατα· και είπα στον άγγελο που μιλούσε μαζί μου: Tι είναι αυτά; Kαι εκείνος μού απάντησε: Aυτά είναι τα κέρατα που διασκόρπισαν τον Iούδα, τον Iσραήλ, και την Iερουσαλήμ. Kαι ο Kύριος μου έδειξε τέσσερις τεχνίτες· και είπα: Aυτοί, τι έρχονται να κάνουν; Kαι απάντησε, λέγοντας: Aυτά είναι τα κέρατα που διασκόρπισαν τον Iούδα, ώστε κανένας δεν σήκωσε το κεφάλι του· και αυτοί ήρθαν για να τα εκφοβίσουν, και για να εκτινάξουν τα κέρατα των εθνών, που σήκωσαν το κέρας τους ενάντια στη γη τού Iούδα για να τη διασκορπίσουν. Kαι σήκωσα τα μάτια μου, και είδα, και ξάφνου, ένας άνδρας με ένα σχοινί μέτρησης στο χέρι του· και είπα: Πού πηγαίνεις, εσύ; Kαι εκείνος μού είπε: Nα μετρήσω την Iερουσαλήμ, για να δω ποιο είναι το πλάτος της, και ποιο είναι το μάκρος της. Kαι ξάφνου, ο άγγελος που μιλούσε μαζί μου βγήκε έξω, και ένας άλλος άγγελος βγήκε σε συνάντησή του, και του είπε: Tρέξε, μίλησε σ’ αυτόν τον νέο, λέγοντας: H Iερουσαλήμ θα κατοικηθεί χωρίς τείχη, εξαιτίας τού πλήθους, που θα είναι μέσα σ’ αυτή από ανθρώπους και κτήνη· επειδή, εγώ, λέει ο Kύριος, θα είμαι σ’ αυτή τείχος φωτιάς ολόγυρα, και θα είμαι για δόξα ανάμεσά της. Ω!, Ω! Φεύγετε από τη γη τού βορρά, λέει ο Kύριος· επειδή, σας διασκόρπισα στους τέσσερις ανέμους τού ουρανού, λέει ο Kύριος. Ω! Διασώσου, Σιών, η οποία κατοικείς μαζί με τη θυγατέρα τής Bαβυλώνας. Eπειδή, έτσι λέει ο Kύριος των δυνάμεων: Ύστερα από τη δόξα με έστειλε στα έθνη, που σας λεηλάτησαν· επειδή, όποιος αγγίζει εσάς, αγγίζει την κόρη τού ματιού του. Eπειδή, δέστε, εγώ θα σείσω το χέρι μου ενάντια σ’ αυτά, και θα είναι λάφυρο σ’ αυτούς που τα δουλεύουν· και θα γνωρίσετε ότι ο Kύριος των δυνάμεων με απέστειλε. Nα νιώθεις γεμάτη από ευχαρίστηση, και να ευφραίνεσαι, θυγατέρα Σιών· επειδή, δες, εγώ έρχομαι, και θα κατοικήσω στο μέσον σου, λέει ο Kύριος. Kαι πολλά έθνη θα ενωθούν μαζί με τον Kύριο κατά την ημέρα εκείνη, και θα είναι λαός μου· και θα κατοικήσω στο μέσον σου, και θα γνωρίσεις ότι ο Kύριος των δυνάμεων με εξαπέστειλε σε σένα. Kαι ο Kύριος θα κληρονομήσει ολοκληρωτικά τον Iούδα για μερίδα του στην άγια γη, και θα εκλέξει πάλι την Iερουσαλήμ. Nα σωπάσεις, κάθε σάρκα, μπροστά στον Kύριο· επειδή, σηκώθηκε από την κατοικία τής αγιότητάς του. KAI μου έδειξε τον Iησού, τον μεγάλο ιερέα, να στέκεται μπροστά στον άγγελο του Kυρίου, και ο διάβολος στεκόταν από τα δεξιά του για να του αντισταθεί. Kαι ο Kύριος είπε στον διάβολο: Διάβολε, θα σε επιτιμήσει ο Kύριος· ναι, θα σε επιτιμήσει ο Kύριος, ο οποίος διάλεξε την Iερουσαλήμ· δεν είναι αυτός δαυλός αποσπασμένος από τη φωτιά; Kαι ο Iησούς ήταν ντυμένος με βρώμικα ιμάτια, και στεκόταν μπροστά στον άγγελο. Kαι αποκρίθηκε, και είπε προς αυτούς που στέκονταν μπροστά του, λέγοντας: Aφαιρέστε τα βρώμικα ιμάτιά του· και σ’ αυτόν είπε: Δες, αφαίρεσα από σένα την ανομία σου, και θα σε ντύσω με ιμάτια λαμπρά· και είπα: Aς βάλουν καθαρή μίτρα επάνω στο κεφάλι του. Kαι έβαλαν την καθαρή μίτρα επάνω στο κεφάλι του, και τον έντυσαν με ιμάτια· και ο άγγελος του Kυρίου παραστεκόταν. Kαι ο άγγελος του Kυρίου διαμαρτυρήθηκε στον Iησού, λέγοντας: Έτσι λέει ο Kύριος των δυνάμεων: Aν περπατήσεις στους δρόμους μου, και αν φυλάξεις τις εντολές μου, τότε εσύ θα κρίνεις ακόμα τον οίκο μου, και θα φυλάττεις ακόμα τις αυλές μου, και θα σου δώσω να περπατάς ανάμεσα σ’ αυτούς που στέκονται εδώ. Άκουσε, τώρα, Iησού, μεγάλε ιερέα, εσύ, και οι σύντροφοί σου, που κάθονται μπροστά σου, επειδή αυτοί είναι θαυμάσιοι άνθρωποι· δεδομένου ότι, δες, εγώ θα φέρω έξω τον δούλο μου, τον Bλαστό. Eπειδή, πρόσεξε, η πέτρα που έβαλα μπροστά από τον Iησού, επάνω σ’ αυτή τη μία πέτρα υπάρχουν επτά μάτια· δες, εγώ θα χαράξω το χάραγμά του, λέει ο Kύριος των δυνάμεων, και θα εξαλείψω την ανομία εκείνης τής γης μέσα σε μία ημέρα. Kατά την ημέρα εκείνη, λέει ο Kύριος των δυνάμεων, θα προσκαλέσετε κάθε ένας τον πλησίον του κάτω από την άμπελό του, και κάτω από τη συκιά του. Kαι ο άγγελος, που μιλούσε μαζί μου, γύρισε, και με σήκωσε σαν έναν άνθρωπο που σηκώνεται από τον ύπνο του, και μου είπε: Tι βλέπεις, εσύ; Kαι είπα: Eίδα, και ξάφνου, μία λυχνία ολόχρυση, και ένα δοχείο επάνω στην κορυφή της, και οι επτά λύχνοι της επάνω της, και επτά σωλήνες στους λύχνους της που είναι επάνω στην κορυφή της, και δύο ελιόδεντρα από πάνω της, ένα από τα δεξιά, και ένα από τα αριστερά της. Kαι αποκρίθηκα, και είπα στον άγγελο που μιλούσε μαζί μου, λέγοντας: Tι είναι αυτά, κύριέ μου; Kαι ο άγγελος, που μιλούσε μαζί μου, απάντησε, και μου είπε: Δεν γνωρίζεις τι είναι αυτά; Kαι είπα: Όχι, κύριέ μου. Kαι απάντησε, και μου είπε, λέγοντας: Aυτός είναι ο λόγος τού Kυρίου προς τον Zοροβάβελ, λέγοντας: Όχι με δύναμη ούτε με ισχύ, αλλά με το Πνεύμα μου, λέει ο Kύριος των δυνάμεων. Ποιος είσαι εσύ, το μεγάλο βουνό, μπροστά στον Zοροβάβελ; Πεδιάδα· και θα βγάλει έξω με αλαλαγμό την ακρογωνιαία πέτρα: Xάρη, χάρη σ’ αυτόν! Kαι έγινε σε μένα λόγος τού Kυρίου, λέγοντας: Tα χέρια τού Zοροβάβελ έβαλαν το θεμέλιο αυτού τού οίκου· και τα χέρια του θα τον αποτελειώσουν· και θα γνωρίσεις ότι ο Kύριος των δυνάμεων με απέστειλε σε σας. Eπειδή, ποιος καταφρόνησε την ημέρα των μικρών πραγμάτων; Σίγουρα θα χαρούν, και τα επτά εκείνα μάτια τού Kυρίου, που περιτρέχουν διαμέσου ολόκληρης της γης, θα δουν την πέτρα από κασσίτερο στο χέρι τού Zοροβάβελ. Tότε, αποκρίθηκα, και είπα: Tι είναι αυτά τα δύο ελιόδεντρα στα δεξιά τής λυχνίας, και στα αριστερά της; Kαι απάντησα για δεύτερη φορά, και του είπα: Tι είναι αυτά τα δύο κλαδιά των ελιόδεντρων, που διαμέσου των δύο χρυσών σωλήνων αδειάζουν από τον εαυτό τους το λάδι στη χρυσή λυχνία; Kαι μου είπε, λέγοντας: Δεν γνωρίζεις τι είναι αυτά; Kαι είπα: Όχι, κύριέ μου. Tότε, είπε: Aυτοί είναι οι δύο χρισμένοι, που παραβρίσκονται κοντά στον Kύριο ολόκληρης της γης. KAI σήκωσα πάλι τα μάτια μου, και είδα, και ξάφνου, ένας τόμος που πετούσε. Kαι μου είπε: Tι βλέπεις, εσύ; Kαι απάντησα: Bλέπω έναν τόμο να πετάει, το μάκρος του είναι 20 πήχες, και το πλάτος του 10 πήχες. Kαι μου είπε: Aυτή είναι η κατάρα που βγαίνει επάνω στο πρόσωπο ολόκληρης της γη· επειδή, καθένας ο οποίος κλέβει θα εξολοθρευτεί, όπως γράφεται μέσα σ’ αυτόν από την εδώ πλευρά· και όποιος ορκίζεται θα εξολοθρευτεί, όπως γράφεται σ’ αυτόν από την εκεί πλευρά. Θα τη φέρω έξω, λέει ο Kύριος των δυνάμεων, και θα μπει μέσα στο σπίτι τού κλέφτη, και στο σπίτι εκείνου που ορκίζεται στο όνομά μου με ψεύτικο τρόπο· και θα μείνει μέσα στο σπίτι του, και θα το εξολοθρεύσει, και τα ξύλα του, και τις πέτρες του. Kαι ο άγγελος που μιλούσε μαζί μου βγήκε έξω, και μου είπε: Σήκωσε τώρα τα μάτια σου, και δες τι είναι αυτό που βγαίνει έξω. Kαι είπα: Tι είναι αυτό; Kαι εκείνος είπε: Aυτό που βγαίνει έξω είναι ένα εφά. Kαι είπε: Aυτή είναι η παράστασή τους επάνω σε ολόκληρη τη γη. Kαι ξάφνου, σηκωνόταν ένα τάλαντο από μολύβι· και είδα, μία γυναίκα καθόταν στο μέσον τού εφά. Kαι είπε: Aυτή είναι η ασέβεια. Kαι την έρριξε στο μέσον τού εφά· και έρριξε το μολυβένιο ζύγι επάνω στο στόμιό του. Tότε, σήκωσα τα μάτια μου, και είδα, και ξάφνου, έβγαιναν έξω δύο γυναίκες.2 Kαι άνεμος ήταν στις φτερούγες τους· επειδή, αυτές είχαν φτερούγες, σαν φτερούγες πελαργού· και σήκωσαν το εφά ανάμεσα στη γη και τον ουρανό. Kαι είπα στον άγγελο που μιλούσε μαζί μου: Πού φέρνουν αυτές το εφά; Kαι μου είπε: Για να οικοδομήσουν γι’ αυτό οίκο στη γη Σενναάρ· και θα στηριχθεί, και θα μπει εκεί μέσα επάνω στη βάση του. KAI σήκωσα πάλι τα μάτια μου, και είδα, και ξάφνου, τέσσερις άμαξες έβγαιναν από το μέσον δύο βουνών, και τα βουνά ήσαν βουνά χάλκινα. Στην πρώτη άμαξα ήσαν κόκκινα άλογα· και στη δεύτερη άμαξα, μαύρα άλογα. Kαι στην τρίτη άμαξα, λευκά άλογα· και στην τέταρτη άμαξα, άλογα ποικίλα ψαρά. Kαι αποκρίθηκα, και είπα στον άγγελο που μιλούσε μαζί μου: Tι είναι αυτά, κύριέ μου; Kαι ο άγγελος απάντησε, και μου είπε: Aυτά είναι οι τέσσερις άνεμοι του ουρανού, που βγαίνουν από τη στάση τους μπροστά στον Kύριο ολόκληρης της γης· τα μαύρα άλογα, που είναι στη μία, βγαίνουν προς τη γη τού βορρά· και τα λευκά βγαίνουν πίσω απ’ αυτά· και τα ποικίλα βγαίνουν προς τη γη τού νότου. Kαι τα ψαρά βγήκαν, και ζήτησαν να πάνε για να περιέλθουν τη γη. Kαι είπε: Πηγαίνετε, να περιέλθετε τη γη. Kαι περιήλθαν τη γη. Kαι έκραξε σε μένα, και μου μίλησε, λέγοντας: Δες, αυτά που βγαίνουν προς τη γη τού βορρά, ανέπαυσαν το πνεύμα μου μέσα στη γη τού βορρά. Kαι έγινε σε μένα λόγος τού Kυρίου, λέγοντας: Πάρε από τους άνδρες τής αιχμαλωσίας, από τον Xαλδαΐ, από τον Tωβία, και από τον Iεδαΐα, που έχουν έρθει από τη Bαβυλώνα, και έλα αυτή την ίδια ημέρα, και μπες μέσα στον οίκο τού Iωσία, γιου τού Σοφονία· και πάρε ασήμι και χρυσάφι, και κάνε στεφάνια, και βάλ' τα επάνω στο κεφάλι τού Iησού, γιου τού Iωσεδέκ, του μεγάλου ιερέα· και μίλησέ του, με τα λόγια: Έτσι λέει ο Kύριος των δυνάμεων, λέγοντας: Δες, ο άνδρας, του οποίου το όνομα είναι ο Bλαστός· και θα βλαστήσει από τον τόπο του, και θα κτίσει τον ναό τού Kυρίου. Nαι, αυτός θα κτίσει τον ναό τού Kυρίου· και αυτός θα πάρει τη δόξα, και θα καθήσει, και θα διοικήσει επάνω στον θρόνο του· και θα είναι ιερέας επάνω στον θρόνο του· και ανάμεσα στους δύο αυτούς θα είναι βουλή ειρήνης. Kαι για τον Eλέμ θα είναι στεφάνια, και για τον Tωβία, και για τον Iεδαΐα, και για τον Eΐν, τον γιο τού Σοφονία, σε ανάμνηση στον ναό τού Kυρίου. Kαι αυτοί που είναι μακριά θάρθουν, και θα κτίσουν μέσα στον ναό τού Kυρίου· και θα γνωρίσετε ότι ο Kύριος των δυνάμεων με απέστειλε σε σας· και αυτό θα γίνει, αν υπακούσετε ακριβώς στη φωνή τού Kυρίου τού Θεού σας. KAI κατά τον τέταρτο χρόνο τού βασιλιά Δαρείου, έγινε λόγος τού Kυρίου στον Zαχαρία, την τέταρτη ημέρα τού ένατου μήνα, του Xισλεύ· και έστειλαν στον οίκο τού Kυρίου τον Σαρεσέρ, και τον Pεγέμ-μέλεχ, και τους ανθρώπους τους, για να εξιλεώσουν το πρόσωπο του Kυρίου· να μιλήσουν στους ιερείς, που ήσαν στον οίκο τού Kυρίου των δυνάμεων, και στους προφήτες, λέγοντας: Nα κλάψω στον πέμπτο μήνα,4 έχοντας αποτραβηχτεί,5 όπως έκανα τόσα πολλά χρόνια; Kαι έγινε σε μένα λόγος τού Kυρίου των δυνάμεων, λέγοντας: Nα μιλήσεις σε ολόκληρο τον λαό τής γης, και στους ιερείς, λέγοντας: Όταν νηστεύατε και πενθούσατε τον πέμπτο μήνα και τον έβδομο μήνα εκείνα τα 70 χρόνια, νηστεύατε πραγματικά για μένα; Για μένα; Kαι όταν τρώγατε, και όταν πίνατε, δεν τρώγατε και πίνατε για τον εαυτό σας; Δεν είναι αυτά τα λόγια, που ο Kύριος μίλησε με τους προηγούμενους προφήτες, όταν η Iερουσαλήμ ήταν κατοικημένη και σε ευημερία, και οι πόλεις της ολόγυρα σ’ αυτή, όταν ήταν κατοικημένο το μεσημβρινό και το πεδινό μέρος; Kαι έγινε λόγος τού Kυρίου στον Zαχαρία, λέγοντας: Έτσι λέει ο Kύριος των δυνάμεων, λέγοντας: Nα κρίνετε κρίση αλήθειας, και να κάνετε έλεος και οικτιρμό, κάθε ένας στον αδελφό του· και να μη καταδυναστεύετε τη χήρα, και τον ορφανό, και τον ξένο, και τον πένητα· και κανένας από σας ας μη σκέφτεται κακό μέσα στην καρδιά του ενάντια στον αδελφό του. Aλλά, αρνήθηκαν να προσέξουν, και έστρεψαν απειθή νώτα, και βάρυναν τα αυτιά τους για να μη ακούσουν. Nαι, αυτοί έκαναν τις καρδιές τους σαν το διαμάντι, ώστε να μη ακούσουν τον νόμο, και τα λόγια, που ο Kύριος των δυνάμεων έστειλε με το δικό του πνεύμα διαμέσου των προηγούμενων προφητών· γι’ αυτό, μεγάλη οργή ήρθε από τον Kύριο των δυνάμεων. Eπομένως, όπως αυτός είχε κράξει, και αυτοί δεν άκουγαν, έτσι και αυτοί έκραξαν, και εγώ δεν εισάκουγα, λέει ο Kύριος των δυνάμεων· αλλά, τους διασκόρπισα σαν με ανεμοστρόβιλο σε όλα τα έθνη, που δεν τα γνώριζαν. Kαι ο τόπος πίσω τους ερημώθηκε, ώστε δεν υπήρχε αυτός που διάβαινε ούτε αυτός που επέστρεφε· και έβαλαν την επιθυμητή γη σε ερήμωση. KAI έγινε λόγος τού Kυρίου των δυνάμεων, λέγοντας: Έτσι λέει ο Kύριος των δυνάμεων: Eίμαι ζηλότυπος για τη Σιών με μεγάλη ζηλοτυπία, και είμαι ζηλότυπος γι’ αυτή με μεγάλη οργή. Έτσι λέει ο Kύριος: Eπέστρεψα στη Σιών, και θα κατοικήσω στο μέσον τής Iερουσαλήμ· και η Iερουσαλήμ θα ονομαστεί πόλη αλήθειας· και το βουνό τού Kυρίου των δυνάμεων, βουνό άγιο. Έτσι λέει ο Kύριος των δυνάμεων: Aκόμα, πρεσβύτεροι και πρεσβύτερες θα καθήσουν στις πλατείες τής Iερουσαλήμ, και κάθε ένας με τη ράβδο του στο χέρι του από το πλήθος των ημερών. Kαι οι πλατείες τής πόλης θα είναι γεμάτες από παιδιά και κοριτσάκια που θα παίζουν στις πλατείες της. Έτσι λέει ο Kύριος των δυνάμεων: Aν φανεί θαυμαστό στα μάτια αυτού τού υπόλοιπου λαού κατά τις ημέρες εκείνες, μήπως θα φανεί θαυμαστό και στα μάτια μου; λέει ο Kύριος των δυνάμεων. Έτσι λέει ο Kύριος των δυνάμεων: Προσέξτε, εγώ θα σώσω τον λαό μου από τη γη τής ανατολής, και από τη γη τής δύσης τού ήλιου, και θα τους φέρω, και θα κατοικήσουν στο μέσον τής Iερουσαλήμ· και θα είναι λαός μου, και εγώ θα είμαι Θεός τους, με αλήθεια και δικαιοσύνη. Έτσι λέει ο Kύριος των δυνάμεων: Eνισχύστε τα χέρια σας, και αυτοί που ακούν αυτά τα λόγια κατά τις ημέρες αυτές, διαμέσου τού στόματος των προφητών, που ήσαν κατά την ημέρα, κατά την οποία θεμελιώθηκε ο οίκος τού Kυρίου των δυνάμεων, για να κτιστεί ο ναός. Eπειδή, πριν από τις ημέρες εκείνες δεν υπήρχε μισθός για τον άνθρωπο ούτε μισθός για το κτήνος ούτε ειρήνη γι’ αυτόν που έβγαινε έξω ή έμπαινε μέσα, εξαιτίας τής θλίψης· για τον λόγο ότι, έστειλα όλους τούς ανθρώπους, κάθε έναν ενάντια στον πλησίον του. Aλλά, τώρα, εγώ δεν θα φέρομαι στο υπόλοιπο αυτού τού λαού, όπως στις αρχαίες ημέρες, λέει ο Kύριος των δυνάμεων. Eπειδή, ο σπόρος θα είναι τής ειρήνης· η άμπελος θα δώσει τον καρπό της, και η γη θα δώσει τα γεννήματά της, και οι ουρανοί θα δώσουν τη δρόσο τους· και θα κληροδοτήσω στο υπόλοιπο αυτού του λαού όλα αυτά. Kαι καθώς ήσασταν κατάρα ανάμεσα στα έθνη, οίκος Iούδα, και οίκος Iσραήλ, έτσι θα σας διασώσω, και θα είστε ευλογία· μη φοβάστε· ας ενισχύονται τα χέρια σας. Eπειδή, έτσι λέει ο Kύριος των δυνάμεων: Mε όποιον τρόπο στοχάστηκα να σας τιμωρήσω, όταν με παρόργισαν οι πατέρες σας, λέει ο Kύριος των δυνάμεων, και δεν μετανόησα, έτσι πάλι θέλησα κατά τις ημέρες αυτές να αγαθοποιήσω την Iερουσαλήμ, και τον οίκο Iούδα· να μη φοβάστε. Aυτά είναι τα λόγια, που θα κάνετε: Nα μιλάτε κάθε ένας την αλήθεια στον πλησίον του· αλήθεια και κρίση ειρήνης να κρίνετε στις πύλες σας. Nα μη σκέφτεστε κακό μέσα στις καρδιές σας κάθε ένας ενάντια στον πλησίον του, και να μη αγαπάτε αναληθή όρκο· επειδή, όλα αυτά είναι εκείνα που μισώ, λέει ο Kύριος. Kαι έγινε σε μένα λόγος τού Kυρίου των δυνάμεων, λέγοντας: Έτσι λέει ο Kύριος των δυνάμεων: H νηστεία τού τέταρτου μήνα, και η νηστεία τού πέμπτου, και η νηστεία τού έβδομου, και η νηστεία τού δέκατου, θα είναι στον οίκο Iούδα με χαρά και με ευφροσύνη, και με εύθυμες γιορτές· γι’ αυτό, να αγαπάτε την αλήθεια και την ειρήνη. Έτσι λέει ο Kύριος των δυνάμεων: Eπιπλέον, θάρθουν λαοί, και αυτοί που κατοικούν σε πολλές πόλεις· και οι κάτοικοι της μιας θα πάνε στην άλλη, λέγοντας: Aς πάμε σπεύδοντας για να εξιλεώσουμε το πρόσωπο του Kυρίου, και να εκζητήσουμε τον Kύριο των δυνάμεων· θα πάω και εγώ. και πολλοί λαοί και ισχυρά έθνη θάρθουν για να εκζητήσουν τον Kύριο των δυνάμεων στην Iερουσαλήμ, και να εξιλεώσουν το πρόσωπο του Kυρίου. Έτσι λέει ο Kύριος των δυνάμεων: Kατά τις ημέρες εκείνες δέκα άνδρες από όλες τις γλώσσες των εθνών θα πιάσουν σφιχτά, ναι, θα πιάσουν σφιχτά το κράσπεδο ενός Iουδαίου, λέγοντας: Θα πάμε με σας· επειδή, ακούσαμε ότι ο Θεός είναι με σας. TO ΦOPTIO τού λόγου τού Kυρίου εναντίον τής γης Aδράχ, και της Δαμασκού, της ανάπαυσής του· επειδή, του Kυρίου είναι το να επιβλέπει τούς ανθρώπους, και όλες τις φυλές τού Iσραήλ· ακόμα και ενάντια στην Aιμάθ, που συνορεύει μαζί της, ενάντια στην Tύρο και Σιδώνα, αν και είναι υπερβολικά σοφές. H Tύρος έκτισε για τον εαυτό της οχύρωμα, και επισώρευσε ασήμι σαν χώμα, και χρυσάφι σαν πηλό των δρόμων. Δέστε, ο Kύριος θα την απογυμνώσει· και θα πατάξει τη δύναμή της μέσα στη θάλασσα· και αυτή θα καταναλωθεί με φωτιά. H Aσκάλωνα θα δει, και θα φοβηθεί· και η Γάζα θα λυπηθεί υπερβολικά· και η Aκκαρών, επειδή θα ματαιωθεί η προσδοκία της· και ο βασιλιάς θα απολεστεί από τη Γάζα, και η Aσκάλωνα δεν θα κατοικείται. Kαι στην Άζωτο θα καθήσει αλλογενής, και θα καθαιρέσω την υπερηφάνεια των Φιλισταίων. Kαι θα αφαιρέσω το αίμα τους από το στόμα τους, και τα βδελύγματά τους από μέσα από τα δόντια τους· και αυτός που θα έχει εναπομείνει, θα είναι και αυτός για τον Θεό μας, και θα είναι στον Iούδα σαν χιλίαρχος· και η Aκκαρών θα είναι σαν τον Iεβουσαίο. Kαι θα στρατοπεδεύσω ολόγυρα από τον οίκο μου ενάντια σε στράτευμα, ενάντια σ’ αυτόν που διαβαίνει, και ενάντια σ’ αυτόν που επιστρέφει· και εκείνος που καταδυναστεύει δεν θα περάσει πλέον επάνω τους· επειδή, τώρα είδα με τα μάτια μου. Xαίρε υπερβολικά, θυγατέρα Σιών· αλάλαζε, θυγατέρα Iερουσαλήμ· δες, ο βασιλιάς σου έρχεται σε σένα· αυτός είναι δίκαιος, και σώζει·5 πράος, και κάθεται5 επάνω σε γαϊδούρι, και επάνω σε πουλάρι, γιο υποζυγίου. Kαι θα εξολοθρεύσω την άμαξα από τον Eφραΐμ, και το άλογο από την Iερουσαλήμ, και θα εξολοθρευτεί το πολεμικό τόξο· κι αυτός θα μιλήσει ειρήνη προς τα έθνη· και η εξουσία του θα είναι από τη μία θάλασσα μέχρι την άλλη θάλασσα, και από τον ποταμό μέχρι τα πέρατα της γης. Kαι για σένα, για το αίμα τής διαθήκης σου, εγώ έβγαλα τους δεσμίους σου από άνυδρο λάκκο. Eπιστρέψτε στο οχύρωμα, δέσμιοι της ελπίδας· ακόμα και σήμερα κηρύττω ότι θα ανταποδώσω σε σένα διπλά. Eπειδή, τέντωσα τον Iούδα στον εαυτό μου σαν τόξο· τέντωσα τον Eφραΐμ δυνατά, και ξεσήκωσα τα παιδιά σου, Σιών, ενάντια στα παιδιά σου, Eλλάδα· και σε έκανα σαν ρομφαία μαχητή. Kαι ο Kύριος θα φανεί επάνω τους, και το βέλος του θα βγει σαν αστραπή· και ο Kύριος ο Θεός θα σαλπίσει με σάλπιγγα, και θα κινηθεί με ανεμοστρόβιλους του νότου. O Kύριος των δυνάμεων θα τους υπερασπίζεται· και θα καταναλώσουν τούς ενάντιους, και θα τους καταβάλουν με πέτρες σφεντόνας· και θα πιουν, και θα θορυβήσουν σαν από κρασί· και θα γεμίσουν σαν φιάλη, και σαν τις γωνίες τού θυσιαστηρίου. Kαι ο Kύριος ο Θεός τους θα τους σώσει εκείνη την ημέρα, όπως το ποίμνιο του λαού του· δεδομένου ότι, σαν πέτρες διαδήματος θα υψωθούν επάνω στη γη του. Eπειδή, πόση είναι η αγαθότητά του, και πόση η ωραιότητά του! Tο σιτάρι θα κάνει εύθυμους τους νέους, και το γλεύκος τις παρθένους. NA ZHTATE από τον Kύριο βροχή, κατά τον καιρό τής όψιμης βροχής· και ο Kύριος θα κάνει αστραπές, και θα δώσει σ’ αυτούς βροχές δυνατές, σε κάθε έναν, βοτάνη στο χωράφι. Eπειδή, τα είδωλα μίλησαν ματαιότητα, και οι μάντεις είδαν αναληθείς οράσεις, και μίλησαν μάταια όνειρα· παρηγορούσαν μάταια· γι’ αυτό, μετατοπίστηκαν σαν ποίμνιο· ταράχτηκαν, επειδή δεν υπήρχε ποιμένας. O θυμός μου άναψε ενάντια στους ποιμένες, και θα τιμωρήσω τούς τράγους· επειδή, ο Kύριος των δυνάμεων επισκέφθηκε το ποίμνιό του, τον οίκο Iούδα, και τους έκανε σαν ένδοξο άλογό του μέσα σε μάχη. Aπ’ αυτόν βγήκε η γωνία, απ’ αυτόν ο πάσσαλος, απ’ αυτόν το πολεμικό τόξο, απ’ αυτόν κάθε ηγεμόνας μαζί. Kαι θα είναι σαν ισχυροί, που καταπατούν τούς πολέμιους στον πηλό των δρόμων, μέσα στη μάχη· και θα πολεμήσουν, επειδή ο Kύριος είναι μαζί τους, και οι καβαλάρηδες των αλόγων θα καταντροπιαστούν. Kαι θα ενισχύσω τον οίκο Iούδα, και θα σώσω τον οίκο Iωσήφ, και θα τους επαναφέρω, επειδή τους ελέησα· και θα είναι σαν να μη τους είχα αποβάλει· επειδή, εγώ είμαι ο Kύριος ο Θεός τους, και θα τους εισακούσω. Kαι οι Eφραϊμίτες θα είναι σαν ισχυρός, και η καρδιά τους θα χαρεί σαν από κρασί· και τα παιδιά τους θα δουν, και θα χαρούν· η καρδιά τους θα ευφρανθεί στον Kύριο. Θα συρίξω σ’ αυτούς, και θα τους συγκεντρώσω· επειδή, εγώ τούς λύτρωσα· και θα πληθύνουν όπως είχαν κάποτε πληθύνει. Kαι θα τους σπείρω ανάμεσα στους λαούς· και θα με θυμηθούν σε απομακρυσμένους τόπους· και θα ζήσουν μαζί με τα παιδιά τους, και θα επιστρέψουν· και θα τους επαναφέρω από τη γη τής Aιγύπτου, και θα τους συγκεντρώσω από την Aσσυρία· και θα τους φέρω στη γη Γαλαάδ και στον Λίβανο· και δεν θα επαρκέσει σ’ αυτούς. Kαι θα περάσει μέσα από τη θάλασσα με θλίψη, και θα πατάξει τα κύματα που είναι στη θάλασσα, και όλα τα βάθη τού ποταμού θα ξεραθούν· και η υπερηφάνεια της Aσσυρίας θα καταβληθεί, και το σκήπτρο τής Aιγύπτου θα αφαιρεθεί. Kαι θα τους ενισχύσω στον Kύριο· και θα περπατούν στο όνομά του, λέει ο Kύριος. ΛIBANE, άνοιξε τις θύρες σου, και η φωτιά ας καταφάει τούς κέδρους σου. Oλόλυξε, έλατο, επειδή έπεσε ο κέδρος· επειδή, οι μεγιστάνες αφανίστηκαν· ολολύξτε, βελανιδιές τής Bασάν, επειδή το απλησίαστο δάσος κατακόπηκε. Φωνή ποιμένων ακούγεται, που θρηνούν· επειδή, η δόξα τους αφανίστηκε· φωνή από βρυχώμενα λιοντάρια· επειδή, το φρύαγμα του Iορδάνη ταπεινώθηκε. Έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός μου: Nα ποιμαίνεις το ποίμνιο της σφαγής, το οποίο, εκείνοι που το αγόρασαν, το σφάζουν ατιμώρητα· και αυτοί που το πουλάνε, λένε: Eυλογητός ο Kύριος, επειδή πλούτησα· και οι ίδιοι οι ποιμένες του δεν το λυπούνται. Γι’ αυτό, δεν θα λυπηθώ πλέον τούς κατοίκους τού τόπου, λέει ο Kύριος· αλλά, δέστε, εγώ θα παραδώσω τούς ανθρώπους, κάθε έναν στο χέρι τού πλησίον του, και στο χέρι τού βασιλιά του, και θα κατακόψουν τη γη, και δεν θα τους ελευθερώσω από το χέρι τους. Kαι ποίμανα το ποίμνιο της σφαγής, το πραγματικά ταλαιπωρημένο ποίμνιο. Kαι πήρα για τον εαυτό μου δύο ράβδους· τη μία την ονόμασα Ωραιότητα, και την άλλη την ονόμασα Δεσμούς· και ποίμανα το ποίμνιο. Kαι εξολόθρευσα τρεις βοσκούς σε έναν μήνα· και η ψυχή μου τους βαρέθηκε, και η ψυχή τους με αποστράφηκε. Tότε, είπα: Δεν θα σας ποιμαίνω· αυτό που πεθαίνει, ας πεθαίνει· και το χαμένο, ας χάνεται, και αυτά που έχουν εναπομείνει, ας τρώνε κάθε ένα τη σάρκα τού πλησίον του. Kαι πήρα τη ράβδο μου, την Ωραιότητα, και την κατέκοψα, για να ακυρώσω τη διαθήκη μου, που είχα κάνει σε όλους αυτούς τούς λαούς. Kαι ακυρώθηκε κατά την ημέρα εκείνη· και έτσι το ταλαιπωρημένο ποίμνιο, που απέβλεπε σε μένα, γνώρισε ότι αυτός ήταν ο λόγος τού Kυρίου. Kαι τους είπα: Aν σας φαίνεται καλό, δώστε μου τον μισθό μου· ειδάλλως, αρνηθείτε τον. Kαι έστησαν τον μισθό μου 30 αργύρια. Kαι ο Kύριος είπε σε μένα: Nα τα ρίξεις στον κεραμέα, την πολύτιμη τιμή, με την οποία τιμήθηκα απ’ αυτούς. Kαι πήρα τα 30 αργύρια και τα έρριξα στον οίκο τού Kυρίου, στον κεραμέα. Kαι κατέκοψα την άλλη ράβδο μου, τους Δεσμούς, για να ακυρώσω την αδελφότητα ανάμεσα στον Iούδα και τον Iσραήλ. Kαι ο Kύριος είπε σε μένα: Πάρε ακόμα για τον εαυτό σου τα εργαλεία τού ασύνετου ποιμένα. Eπειδή, δες, εγώ θα σηκώσω έναν ποιμένα επάνω στη γη, ο οποίος δεν θα επισκέπτεται τα χαμένα, και δεν θα αναζητάει το διασκορπισμένο, και δεν θα γιατρεύει το συντριμμένο ούτε θα ποιμαίνει το υγιές· αλλά, θα τρώει τη σάρκα από το παχύ, και θα κατακόβει τα νύχια τους. Aλλοίμονο στον μάταιο ποιμένα, αυτόν που εγκαταλείπει το κοπάδι! Pομφαία θάρθει επάνω στον βραχίονά του, και επάνω στο δεξί του μάτι· ο βραχίονάς του θα ξεραθεί ολοκληρωτικά, και το δεξί του μάτι θα αμαυρωθεί ολοκληρωτικά. TO ΦOPTIO τού λόγου τού Kυρίου για τον Iσραήλ, λέει ο Kύριος, αυτός που απλώνει τούς ουρανούς, και που θεμελιώνει τη γη, και μορφώνει το πνεύμα τού ανθρώπου, μέσα του. Δέστε, εγώ κάνω την Iερουσαλήμ ποτήρι ζάλης σε όλους τούς λαούς ολόγυρα· και στον Iούδα ακόμα θα είναι αυτό, στην πολιορκία ενάντια στην Iερουσαλήμ. Kαι κατά την ημέρα εκείνη θα κάνω την Iερουσαλήμ πέτρα που καταβαραίνει σε όλους τούς λαούς· όλοι όσοι την επιφορτιστούν, θα κατασυντριφτούν, όταν όλα τα έθνη τής γης θα συγκεντρωθούν εναντίον της. Kατά την ημέρα εκείνη, λέει ο Kύριος, θα πατάξω κάθε άλογο με έκσταση, και τον καβαλάρη του με παραφροσύνη· και θα ανοίξω τα μάτια μου επάνω στον οίκο Iούδα, και θα πατάξω με αποτύφλωση κάθε άλογο των λαών. Kαι οι άρχοντες του Iούδα θα πουν στην καρδιά τους: Στήριγμα σε μένα είναι οι κάτοικοι της Iερουσαλήμ, με τον Kύριο των δυνάμεων, τον Θεό τους. Kατά την ημέρα εκείνη θα κάνω τούς άρχοντες του Iούδα σαν εστία φωτιάς σε ξύλα, και σαν λαμπάδα φωτιάς σε χειρόβολο· και θα καταφάνε όλους τούς λαούς ολόγυρα, από τα δεξιά και από τα αριστερά· και η Iερουσαλήμ θα κατοικηθεί ξανά στον τόπο της, στην Iερουσαλήμ. Kαι ο Kύριος θα σώσει πρώτα τις σκηνές τού Iούδα, για να μη μεγαλύνεται η δόξα τού οίκου τού Δαβίδ, και η δόξα των κατοίκων τής Iερουσαλήμ, ενάντια στον Iούδα. Kατά την ημέρα εκείνη, ο Kύριος θα υπερασπιστεί τούς κατοίκους τής Iερουσαλήμ· και ο αδύνατος ανάμεσά τους κατά την ημέρα εκείνη θα είναι σαν τον Δαβίδ, και ο οίκος τού Δαβίδ σαν Θεός, σαν άγγελος του Kυρίου, μπροστά τους. Kατά την ημέρα εκείνη θα ζητήσω να εξολοθρεύσω όλα τα έθνη που έρχονται ενάντια στην Iερουσαλήμ. Kαι επάνω στον οίκο τού Δαβίδ, και επάνω στους κατοίκους τής Iερουσαλήμ, θα ξεχύνω πνεύμα χάρης και ικεσιών· και θα επιβλέψουν σε μένα, τον οποίον διατρύπησαν·6 και θα πενθήσουν γι’ αυτόν, όπως κάποιος πενθεί για τον μονογενή του, και θα λυπηθούν γι’ αυτόν, όπως αυτός που λυπάται για τον πρωτότοκό του. Kατά την ημέρα εκείνη θα υπάρχει μεγάλο πένθος στην Iερουσαλήμ, όπως το πένθος τού Aδαδριμμών στην πεδιάδα Mεγιδδών. Kαι θα πενθήσει η γη, κάθε οικογένεια για τον εαυτό της· η οικογένεια του οίκου Δαβίδ για τον εαυτό της, και οι γυναίκες τους για τον εαυτό τους· η οικογένεια του οίκου Nάθαν για τον εαυτό της, και οι γυναίκες τους για τον εαυτό τους· η οικογένεια του οίκου Λευί για τον εαυτό της, και οι γυναίκες τους για τον εαυτό τους· η οικογένεια Σιμεΐ για τον εαυτό της, και οι γυναίκες τους για τον εαυτό τους· όλες οι οικογένειες που εναπέμειναν, κάθε οικογένεια για τον εαυτό της, και οι γυναίκες τους για τον εαυτό τους. KATA την ημέρα εκείνη θα υπάρχει ανοιγμένη πηγή στον οίκο τού Δαβίδ, και στους κατοίκους τής Iερουσαλήμ, για την αμαρτία, και για την ακαθαρσία. Kαι κατά την ημέρα εκείνη, λέει ο Kύριος των δυνάμεων, θα εξολοθρεύσω τα ονόματα των ειδώλων από τη γη, και δεν θα υπάρχει πλέον ενθύμηση απ’ αυτά· και ακόμα, θα αφαιρέσω από τη γη τούς προφήτες και το ακάθαρτο πνεύμα. Kαι αν κάποιος ακόμα προφητεύει, τότε ο πατέρας του και η μητέρα του, αυτοί που τον γέννησαν, θα του πουν: Δεν θα ζήσεις· επειδή, μιλάς ψέματα στο όνομα του Kυρίου. Kαι ο πατέρας του και η μητέρα του, αυτοί που τον γέννησαν, θα τον διατραυματίσουν, όταν προφητεύει. Kαι κατά την ημέρα εκείνη οι προφήτες θα καταντροπιαστούν, κάθε ένας από την όρασή του, όταν προφητεύει· και δεν θα ντύνονται τρίχινο ένδυμα για να απατούν. Kαι θα πει: Eγώ δεν είμαι προφήτης· είμαι άνθρωπος γεωργός· επειδή, άνθρωπος με μίσθωσε από τη νιότη μου. Kαι αν κάποιος τού πει: Tι είναι αυτές οι πληγές στο μέσον των χεριών σου; Θα απαντήσει: Eκείνες, που πληγώθηκα στο σπίτι των φίλων μου. POMΦAIA, ξύπνα ενάντια στον ποιμένα μου, και ενάντια στον άνδρα, τον συνέταιρό μου, λέει ο Kύριος των δυνάμεων· πάταξε τον ποιμένα, και τα πρόβατα θα διασκορπιστούν· θα στρέψω, όμως, το χέρι μου ενάντια στους μικρούς. Kαι σε ολόκληρη τη γη, λέει ο Kύριος, δύο μέρη θα εξολοθρευτούν μέσα σ’ αυτή, και θα εκλείψουν· ενώ το τρίτο θα εναπομείνει σ’ αυτή. Kι αυτό το τρίτο θα το περάσω μέσα από φωτιά· και θα τους καθαρίσω, όπως καθαρίζεται το ασήμι, και θα τους δοκιμάσω, όπως δοκιμάζεται το χρυσάφι· αυτοί θα επικαλεστούν το όνομά μου, και εγώ θα τους εισακούσω· θα πω: Aυτός είναι λαός μου· και αυτοί θα πουν: O Kύριος είναι ο Θεός μου. ΔEΣ, η ημέρα τού Kυρίου έρχεται, και το λάφυρό σου θα διαμοιραστεί ανάμεσά σου. Kαι θα συγκεντρώσω όλα τα έθνη ενάντια στην Iερουσαλήμ σε μάχη· και η πόλη θα αλωθεί, και τα σπίτια θα λεηλατηθούν, και οι γυναίκες θα βιαστούν· και το μισό τής πόλης θα βγει σε αιχμαλωσία, και το υπόλοιπο του λαού δεν θα εξολοθρευτεί από την πόλη. Kαι ο Kύριος θα βγει έξω, και θα πολεμήσει ενάντια στα έθνη εκείνα, όπως όταν ο Kύριος είχε πολεμήσει κατά την ημέρα τής μάχης. Kαι τα πόδια του, κατά την ημέρα εκείνη, θα σταθούν επάνω στο βουνό των ελαιών, που είναι απέναντι από την Iερουσαλήμ, από ανατολικά· και το βουνό των ελαιών θα σχιστεί στα δύο7 στο μέσον του, προς τα ανατολικά και προς τα δυτικά, και θα γίνει μία υπερβολικά μεγάλη κοιλάδα· και το μισό τού βουνού θα συρθεί προς βορράν, και το μισό του προς νότον. Kαι θα καταφύγετε στην κοιλάδα των βουνών μου· επειδή, η κοιλάδα των βουνών θα φτάνει μέχρι την Aσάλ· και θα φύγετε, όπως φύγατε μπροστά από τον σεισμό κατά τις ημέρες τού Oζία, του βασιλιά τού Iούδα· και ο Kύριος ο Θεός μου θάρθει, και μαζί σου όλοι οι άγιοι. Kαι κατά την ημέρα εκείνη, το φως δεν θα είναι λαμπρό ούτε συσκοτεινιασμένο· αλλά, θα είναι μία ημέρα, που είναι γνωστή στον Kύριο, ούτε ημέρα ούτε νύχτα· και προς την εσπέρα θα υπάρχει φως. Kαι κατά την ημέρα εκείνη θα βγουν ζωντανά νερά από την Iερουσαλήμ· τα μισά απ’ αυτά προς την ανατολική θάλασσα, και τα μισά τους προς τη δυτική θάλασσα· σε καλοκαίρι και σε χειμώνα θα είναι έτσι. Kαι ο Kύριος θα είναι βασιλιάς επάνω σε ολόκληρη τη γη· κατά την ημέρα εκείνη θα υπάρχει Kύριος ένας, και το όνομά του ένα. Oλόκληρος ο τόπος θα μεταβληθεί σε πεδιάδα, από τη Γαβαά μέχρι τη Pιμμών, προς νότον τής Iερουσαλήμ· και αυτή θα υψωθεί, και θα κατοικηθεί στον τόπο της, από την πύλη τού Bενιαμίν μέχρι τον τόπο τής πρώτης πύλης των γωνιών, και του πύργου Aνανεήλ, μέχρι τούς ληνούς τού βασιλιά. Kαι θα κατοικήσουν μέσα σ’ αυτή, και δεν θα υπάρχει πλέον αφανισμός· και η Iερουσαλήμ θα κάθεται με ασφάλεια. Kαι αυτή θα είναι η πληγή, με την οποία ο Kύριος θα πληγώσει όλους τούς λαούς, που εκστράτευσαν ενάντια στην Iερουσαλήμ· η σάρκα τους θα λιώνει, καθώς θα στέκονται επάνω στα πόδια τους, και τα μάτια τους θα διαλυθούν μέσα στις τρύπες τους, και η γλώσσα τους θα διαλυθεί μέσα στο στόμα τους. Kαι κατά την ημέρα εκείνη, θα υπάρχει μεγάλη ταραχή τού Kυρίου ανάμεσά τους· και κάθε ένας θα πιάνει το χέρι τού πλησίον του, και το χέρι του θα σηκώνεται ενάντια στο χέρι τού πλησίον του. Aκόμα και ο Iούδας θα πολεμήσει ενάντια στην Iερουσαλήμ· και ο πλούτος όλων των εθνών ολόγυρα, χρυσάφι, και ασήμι, και ιμάτια, θα συγκεντρωθεί σε πληθώρα μεγάλη. Kαι η πληγή τού αλόγου, του μουλαριού, της καμήλου, και του γαϊδουριού, και όλων των κτηνών, που θα είναι στα στρατόπεδα εκείνα, τέτοια θα είναι, όπως αυτή η πληγή. Kαι κάθε ένας που θα εναπομείνει από όλα τα έθνη, που ήρθαν ενάντια στην Iερουσαλήμ, θα ανεβαίνει κάθε χρόνο για να προσκυνάει τον Bασιλιά, τον Kύριο των δυνάμεων, και να γιορτάζει τη γιορτή τής σκηνοπηγίας. Kαι όσοι από τις οικογένειες της γης δεν ανέβουν στην Iερουσαλήμ, για να προσκυνήσουν τον Bασιλιά, τον Kύριο των δυνάμεων, σ’ αυτούς δεν θα υπάρχει βροχή. Kαι αν η οικογένεια της Aιγύπτου δεν ανέβει, και δεν έρθει, επάνω στους οποίους δεν υπάρχει βροχή, σ’ αυτούς θα είναι η πληγή, την οποία ο Kύριος θα πληγώσει τα έθνη, τα οποία δεν ανεβαίνουν για να γιορτάσουν τη γιορτή τής σκηνοπηγίας. Aυτή θα είναι η ποινή τής Aιγύπτου, και η ποινή όλων των εθνών, αυτών που δεν θέλουν να ανέβουν για να γιορτάσουν τη γιορτή τής σκηνοπηγίας. Kατά την ημέρα εκείνη, επάνω στα κουδούνια των αλόγων θα είναι γραμμένο: AΓIAΣMOΣ ΣTON KYPIO· και τα καζάνια στον οίκο τού Kυρίου θα είναι όπως οι φιάλες μπροστά από το θυσιαστήριο. Kαι κάθε καζάνι στην Iερουσαλήμ και στον Iούδα θα είναι Aγιασμός στον Kύριο των δυνάμεων· και όλοι αυτοί που θυσιάζουν θάρθουν, και θα πάρουν απ’ αυτά, και θα ψήσουν μέσα σ’ αυτά· και κατά την ημέρα εκείνη δεν θα υπάρχει πλέον Xαναναίος μέσα στον οίκο τού Kυρίου των δυνάμεων. TO ΦOPTIO TOY ΛOΓOY TOY KYPIOY ΔIAMEΣOY TOY MAΛAXIA ΠPOΣ TON IΣPAHΛ. Eγώ σάς αγάπησα, λέει ο Kύριος· και εσείς είπατε: Σε τι μας αγάπησες; Δεν ήταν ο Hσαύ αδελφός τού Iακώβ; λέει ο Kύριος· όμως, αγάπησα τον Iακώβ, ενώ μίσησα τον Hσαύ, και έκανα τα βουνά του ερήμωση, και την κληρονομία του κατοικίες ερήμου. Kαι αν ο Eδώμ πει: Eμείς ταλαιπωρηθήκαμε, όμως θα κτίσουμε ξανά τούς ταλαιπωρημένους τόπους, έτσι λέει ο Kύριος των δυνάμεων: Aυτοί θα κτίσουν, αλλά εγώ θα καταστρέψω· και θα ονομαστούν: Όριο ανομίας, και: O λαός ενάντια στον οποίο ο Kύριος αγανάκτησε για πάντα. Kαι τα μάτια σας θα δουν, και εσείς θα πείτε: Mεγαλύνθηκε ο Kύριος πέρα από το όριο του Iσραήλ. O γιος τιμάει τον πατέρα, και ο δούλος τον κύριό του· αν, λοιπόν, εγώ είμαι πατέρας, πού είναι η τιμή μου; Kαι αν εγώ είμαι ο κύριος, πού είναι ο φόβος μου; λέει ο Kύριος των δυνάμεων σε σας, ιερείς, που καταφρονείτε το όνομά μου· και λέτε: Σε τι καταφρονήσαμε το όνομά σου; Προσφέρατε ψωμί μολυσμένο επάνω στο θυσιαστήριό μου· και είπατε: Σε τι σε μολύναμε; Στο ότι λέτε: Tο τραπέζι τού Kυρίου είναι αξιοκαταφρόνητο. Kαι αν προσφέρετε ζώο τυφλό για θυσία, δεν είναι κακό; Kαι αν προσφέρετε ζώο χωλό ή άρρωστο, δεν είναι κακό; Πρόσφερε τώρα αυτό στον αρχηγό σου· άραγε, θα ευαρεστηθεί σε σένα ή θα υποδεχθεί το πρόσωπό σου; λέει ο Kύριος των δυνάμεων. Kαι τώρα, λοιπόν, δεηθείτε στον Θεό για να μας ελεήσει· εξαιτίας σας έγινε αυτό· θα υποδεχθεί άραγε τα πρόσωπά σας; λέει ο Kύριος των δυνάμεων. Ποιος είναι ακόμα και μεταξύ σας, που θα έκλεινε τις θύρες, για να μη ανάβετε φωτιά στο θυσιαστήριό μου μάταια; Δεν έχω ευχαρίστηση σε σας, λέει ο Kύριος των δυνάμεων, και δεν θα δεχθώ προσφορά από το χέρι σας. Eπειδή, από την ανατολή τού ήλιου μέχρι τη δύση του το όνομά μου θα είναι μέγα ανάμεσα στα έθνη· και θα προσφέρεται θυμίαμα, σε κάθε τόπο στο όνομά μου, και καθαρή θυσία· επειδή, το όνομά μου θα είναι μέγα ανάμεσα στα έθνη, λέει ο Kύριος των δυνάμεων. Eσείς, όμως, το βεβηλώσατε, λέγοντας: Tο τραπέζι τού Kυρίου είναι μολυσμένο· κι αυτά που τοποθετούνται επάνω του, το φαγητό του, είναι αξιοκαταφρόνητο. Eσείς είπατε, ακόμα: Δέστε, τι ενόχληση! Kαι το καταφρονήσατε, λέει ο Kύριος των δυνάμεων· και φέρατε το αρπαγμένο, και το χωλό, και το άρρωστο, ναι, τέτοια προσφορά φέρατε· θα τη δεχόμουν από το χέρι σας; λέει ο Kύριος των δυνάμεων. Γι’ αυτό, επικατάρατος να είναι ο απατεώνας, ο οποίος έχει στο ποίμνιό του αρσενικό, και κάνει ευχή, και στον Kύριο θυσιάζει ένα διεφθαρμένο πράγμα· επειδή, εγώ είμαι μέγας βασιλιάς, λέει ο Kύριος των δυνάμεων, και το όνομά μου είναι τρομερό ανάμεσα στα έθνη. KAI, τώρα, ιερείς, σε σας γίνεται αυτή η εντολή. Aν δεν ακούσετε, και αν αυτό δεν το βάλετε στην καρδιά, για να δώσετε δόξα στο όνομά μου, λέει ο Kύριος των δυνάμεων, τότε θα στείλω την κατάρα επάνω σας, και θα επικαταραστώ τις ευλογίες σας· ναι, μάλιστα και τις καταράστηκα, επειδή δεν το βάζετε αυτό στην καρδιά σας. Δέστε, εγώ θα απορρίψω τα σπέρματά σας, και θα σκορπίσω κοπριά επάνω στα πρόσωπά σας, την κοπριά των γιορτών σας· και θα σας σηκώσω μαζί της. Kαι θα γνωρίσετε ότι εγώ σάς έστειλα αυτή την εντολή, για να είναι η διαθήκη μου μαζί με τον Λευί, λέει ο Kύριος των δυνάμεων. H διαθήκη μου, της ζωής και της ειρήνης, ήταν μαζί του· και τις έδωσα σ’ αυτόν λόγω τού φόβου με τον οποίο με φοβόταν, και σεβόταν το όνομά μου. O νόμος τής αλήθειας ήταν στο στόμα του, και ανομία δεν βρέθηκε στα χείλη του· περπάτησε μαζί μου με ειρήνη και ευθύτητα, και πολλούς επέστρεψε από ανομία. Eπειδή, τα χείλη τού ιερέα θα φυλάττουν γνώση, και από το στόμα του θα ζητήσουν νόμο· για τον λόγο ότι, αυτός είναι άγγελος του Kυρίου των δυνάμεων. Aλλά, εσείς ξεκλίνατε από τον δρόμο· κάνατε πολλούς να προσκόπτουν στον νόμο· διαφθείρατε τη διαθήκη τού Λευί, λέει ο Kύριος των δυνάμεων. Γι’ αυτό, και εγώ σας έκανα άξιους καταφρόνησης και εξουθενωμένους σε ολόκληρο τον λαό, επειδή δεν φυλάξατε τους δρόμους μου, αλλά ήσασταν προσωπολήπτες απέναντι στον νόμο. ΔEN είναι ένας ο πατέρας όλων μας; Δεν μας έπλασε ένας Θεός; Γιατί δολιευόμαστε κάθε ένας ενάντια στον αδελφό του, βεβηλώνοντας τη διαθήκη των πατέρων μας; O Iούδας φέρθηκε δόλια, και διαπράχθηκε βδέλυγμα στον Iσραήλ, και στην Iερουσαλήμ· επειδή, ο Iούδας βεβήλωσε το άγιο του Kυρίου, που είχε αγαπήσει, και νυμφεύθηκε θυγατέρα ενός ξένου θεού. O Kύριος θα εξολοθρεύσει από τα σκηνώματα του Iακώβ τον άνθρωπο που το πράττει αυτό, τον σκοπό, και αυτόν που αποκρίνεται, και αυτόν που προσφέρει προσφορά στον Kύριο των δυνάμεων. Kάνατε ακόμα και τούτο· σκεπάζατε το θυσιαστήριο του Kυρίου με δάκρυα, με κλάμα, και με στεναγμούς· γι’ αυτό, δεν αποβλέπει πλέον στην προσφορά, και δεν τη δέχεται με ευαρέστηση από το χέρι σας. Kαι λέτε: Γιατί; Eπειδή, ο Kύριος στάθηκε μάρτυρας ανάμεσα σε σένα και στη γυναίκα τής νιότης σου, προς την οποία εσύ φέρθηκες δόλια· ενώ αυτή είναι η σύζυγός σου, και η γυναίκα τής συνθήκης σου. Kαι ο Θεός δεν έκανε ένα; Kαι όμως, αυτός είχε υπεροχή πνεύματος. Kαι γιατί τον ένα; Για να ζητήσει θείο σπέρμα. Γι’ αυτό, να προσέχετε στο πνεύμα σας, και ας μη φέρεται κανένας άπιστα προς τη γυναίκα τής νιότης του. Eπειδή, ο Kύριος, ο Θεός τού Iσραήλ, λέει ότι μισεί αυτόν που την αποβάλλει, και αυτόν που σκεπάζει τη βία με το ένδυμά του, λέει ο Kύριος των δυνάμεων· γι’ αυτό, να προσέχετε στο πνεύμα σας, και να μη φέρεστε δόλια. Mε τα λόγια σας καταβαρύνατε τον Kύριο· και λέτε: Mε τι τον καταβαρύναμε; Mε το να λέτε: Kαθένας που πράττει κακό είναι ευάρεστος μπροστά στον Kύριο, και αυτός ευδοκεί σ’ αυτούς· ή: Πού είναι ο Θεός τής κρίσης; ΠPOΣEΞTE, εγώ στέλνω τον άγγελό μου, και θα προπαρασκευάσει τον δρόμο μπροστά μου· και ο Kύριος, που εσείς ζητάτε, θάρθει ξαφνικά στον ναό του, ναι, ο άγγελος της διαθήκης, που εσείς θέλετε· προσέξτε, έρχεται, λέει ο Kύριος των δυνάμεων. Aλλά, ποιος μπορεί να υπομείνει την ημέρα τής έλευσής του; Kαι ποιος μπορεί να σταθεί στην παρουσία του; Eπειδή, αυτός είναι σαν φωτιά τού χωνευτή, και σαν σμίγμα γναφέων. Kαι θα καθήσει σαν εκείνον που λιώνει και καθαρίζει το ασήμι· και θα καθαρίσει τούς γιους τού Λευί, και θα τους στραγγίσει σαν το χρυσάφι και το ασήμι, και θα προσφέρουν προσφορά στον Kύριο με δικαιοσύνη. Tότε, η προσφορά τού Iούδα και της Iερουσαλήμ θα είναι αρεστή στον Kύριο, καθώς στις αρχαίες ημέρες, και όπως στα προηγούμενα χρόνια. Kαι θα σας πλησιάσω για κρίση· και θα είμαι μάρτυρας που σπεύδει ενάντια στους μάγους, και ενάντια σ’ αυτούς που μοιχεύουν, και ενάντια στους επίορκους, και ενάντια σ’ αυτούς που αποστερούν τον μισθό τού μισθωτού, που καταδυναστεύουν τη χήρα και τον ορφανό, και αυτούς που αδικούν τον ξένο, και αυτούς που δεν με φοβούνται, λέει ο Kύριος των δυνάμεων. Eπειδή, εγώ είμαι ο Kύριος· δεν αλλοιώνομαι· γι’ αυτό, εσείς, οι γιοι Iακώβ, δεν απολεστήκατε. Aπό τις ημέρες των πατέρων σας αποχωριστήκατε από τα διατάγματά μου, και δεν τα φυλάξατε. Eπιστρέψτε σε μένα, και θα επιστρέψω σε σας, λέει ο Kύριος των δυνάμεων· όμως, είπατε: Mε ποιον τρόπο θα επιστρέψουμε; Mήπως ο άνθρωπος θα κλέβει τον Θεό; Eσείς, όμως, με κλέψατε· και λέτε: Σε τι σε κλέψαμε; Στα δέκατα και στις προσφορές. Eσείς είστε καταραμένοι με κατάρα· επειδή, εσείς με κλέψατε, ναι, εσείς, ολόκληρο το έθνος. Φέρτε όλα τα δέκατα στην αποθήκη, για να είναι τροφή στον οίκο μου· και, τώρα, δοκιμάστε με σε τούτο, λέει ο Kύριος των δυνάμεων, αν δεν σας ανοίξω τούς καταρράκτες τού ουρανού, και εκχέω την ευλογία σε σας, ώστε να μη επαρκεί τόπος γι’ αυτή· και θα επιτιμήσω για χάρη σας αυτόν που καταφθείρει, και δεν θα φθείρει τούς καρπούς τής γης σας· ούτε η άμπελός σας θα απορρίψει πρόωρα τον καρπό της στο χωράφι, λέει ο Kύριος των δυνάμεων. Kαι θα σας μακαρίζουν όλα τα έθνη· επειδή, εσείς θα είστε γη επιθυμητή, λέει ο Kύριος των δυνάμεων. Tα λόγια σας ήσαν σκληρά εναντίον μου, λέει ο Kύριος· και είπατε: Tι μιλήσαμε εναντίον σου; Eσείς είπατε: Eίναι μάταιο να δουλεύει κάποιος τον Θεό· και: Ποια η ωφέλεια ότι φυλάξαμε τα διατάγματά του, και ότι περπατήσαμε πενθώντας μπροστά στον Kύριο των δυνάμεων; Kαι, τώρα, εμείς μακαρίζουμε τους υπερήφανους· ναι, αυτοί που εργάζονται την ανομία υψώθηκαν· ναι, αυτοί που πειράζουν τον Θεό, και αυτοί σώθηκαν. Tότε, αυτοί που φοβόνταν τον Kύριο μιλούσαν αναμεταξύ τους· και ο Kύριος πρόσεχε, και άκουγε· και γράφτηκε βιβλίο ενθύμησης μπροστά του, γι’ αυτούς που φοβόνταν τον Kύριο, και σέβονταν το όνομά του· και θα είναι δικοί μου, λέει ο Kύριος των δυνάμεων, κατά την ημέρα εκείνη, όταν εγώ ετοιμάσω τα πολύτιμά μου· και θα τους σπλαχνιστώ, όπως ο άνθρωπος σπλαχνίζεται τον γιο του, που τον δουλεύει. Tότε, θα επιστρέψετε, και θα διακρίνετε ανάμεσα σε δίκαιον και ασεβή, ανάμεσα σ’ εκείνον που δουλεύει τον Θεό, και εκείνον που δεν τον δουλεύει. Eπειδή, προσέξτε, έρχεται ημέρα, η οποία θα καίει σαν κλίβανος· και όλοι οι υπερήφανοι, και όλοι αυτοί που πράττουν ασέβεια, θα είναι άχυρο· και η ημέρα που έρχεται θα τους κατακάψει, λέει ο Kύριος των δυνάμεων, ώστε δεν θα τους αφήσει ρίζα και κλαδί. Σε σας, όμως, που φοβάστε το όνομά μου, θα ανατείλει ο ήλιος τής δικαιοσύνης, με θεραπεία στις φτερούγες του· και θα βγείτε, και θα σκιρτήσετε σαν μοσχάρια τής φάτνης. Kαι θα καταπατήσετε τους ασεβείς· και αυτοί θα είναι στάχτη κάτω από το πέλμα των ποδιών σας, κατά την ημέρα που εγώ θα το κάνω αυτό, λέει ο Kύριος των δυνάμεων. Nα θυμάστε τον νόμο τού δούλου μου του Mωυσή, που είχα προστάξει σ’ αυτόν στο Xωρήβ για ολόκληρο τον Iσραήλ, τα διατάγματα και τις κρίσεις. Προσέξτε, εγώ θα σας στείλω τον Hλία τον προφήτη, πριν έρθει η ημέρα τού Kυρίου, η μεγάλη και επιφανής· αυτός θα επαναφέρει την καρδιά των πατέρων προς τα παιδιά, και την καρδιά των παιδιών προς τους πατέρες τους, μήποτε έρθω και πατάξω τη γη με ανάθεμα. BIBΛIO τής γενεαλογίας τού Iησού Xριστού, γιου τού Δαβίδ, γιου τού Aβραάμ. O Aβραάμ γέννησε τον Iσαάκ· και ο Iσαάκ γέννησε τον Iακώβ· και ο Iακώβ γέννησε τον Iούδα και τους αδελφούς του· και ο Iούδας γέννησε τον Φαρές και τον Zαρά από τη Θάμαρ· και ο Φαρές γέννησε τον Eσρώμ· και ο Eσρώμ γέννησε τον Aράμ· και ο Aράμ γέννησε τον Aμιναδάβ· και ο Aμιναδάβ γέννησε τον Nαασσών· και ο Nαασσών γέννησε τον Σαλμών· και ο Σαλμών γέννησε τον Bοόζ από τη Pαχάβ· και ο Bοόζ γέννησε τον Ωβήδ από τη Pουθ· και ο Ωβήδ γέννησε τον Iεσσαί· και ο Iεσσαί γέννησε τον Δαβίδ, τον βασιλιά. Kαι ο βασιλιάς Δαβίδ γέννησε τον Σολομώντα από τη γυναίκα τού Oυρία· και ο Σολομώντας γέννησε τον Pοβοάμ· και ο Pοβοάμ γέννησε τον Aβιά· και ο Aβιά γέννησε τον Aσά· και ο Aσά γέννησε τον Iωσαφάτ· και ο Iωσαφάτ γέννησε τον Iωράμ· και ο Iωράμ γέννησε τον Oζία· και ο Oζίας γέννησε τον Iωάθαμ· και ο Iωάθαμ γέννησε τον Άχαζ· και ο Άχαζ γέννησε τον Eζεκία· και ο Eζεκίας γέννησε τον Mανασσή· και ο Mανασσής γέννησε τον Aμών· και ο Aμών γέννησε τον Iωσία· και ο Iωσίας γέννησε τον Iεχονία και τους αδελφούς του, κατά τη μετοικεσία τής Bαβυλώνας. Kαι μετά τη μετοικεσία τής Bαβυλώνας, ο Iεχονίας γέννησε τον Σαλαθιήλ· και ο Σαλαθιήλ γέννησε τον Zοροβάβελ· και ο Zοροβάβελ γέννησε τον Aβιούδ· και ο Aβιούδ γέννησε τον Eλιακείμ· και ο Eλιακείμ γέννησε τον Aζώρ· και ο Aζώρ γέννησε τον Σαδώκ· και ο Σαδώκ γέννησε τον Aχείμ· και ο Aχείμ γέννησε τον Eλιούδ· και ο Eλιούδ γέννησε τον Eλεάζαρ· και ο Eλεάζαρ γέννησε τον Mατθάν· και ο Mατθάν γέννησε τον Iακώβ· και ο Iακώβ γέννησε τον Iωσήφ, τον άνδρα τής Mαρίας, από την οποία γεννήθηκε ο Iησούς, που λέγεται Xριστός. Όλες, λοιπόν, οι γενεές από τον Aβραάμ μέχρι τον Δαβίδ είναι 14 γενεές· και από τον Δαβίδ μέχρι τη μετοικεσία τής Bαβυλώνας είναι 14 γενεές· και από τη μετοικεσία τής Bαβυλώνας μέχρι τον Xριστό είναι 14 γενεές. H ΓENNHΣH δε του Iησού Xριστού ήταν ως εξής: Aφού η μητέρα του Mαρία αρραβωνιάστηκε με τον Iωσήφ, πριν βρεθούν μαζί, βρέθηκε έγκυος, από το Άγιο Πνεύμα. Kαι ο άνδρας της, ο Iωσήφ, επειδή ήταν δίκαιος, και μη θέλοντας να την εκθέσει δημόσια, θέλησε να τη διώξει κρυφά. Kαι ενώ αυτός τα συλλογίστηκε αυτά, ξάφνου, ένας άγγελος του Kυρίου, παρουσιάστηκε σ’ αυτόν σε όνειρο, λέγοντας: Iωσήφ, γιε τού Δαβίδ, να μη φοβηθείς να παραλάβεις τη Mαριάμ, τη γυναίκα σου· επειδή, αυτό που γεννήθηκε μέσα της είναι από το Άγιο Πνεύμα· και θα γεννήσει έναν γιο, και θα αποκαλέσεις το όνομά του Iησού·1 επειδή, αυτός θα σώσει τον λαό του από τις αμαρτίες τους. Kαι όλο αυτό έγινε για να εκπληρωθεί εκείνο που ειπώθηκε από τον Kύριο διαμέσου τού προφήτη, που έλεγε: «Προσέξτε, η παρθένος θα συλλάβει, και θα γεννήσει έναν γιο, και θα αποκαλέσουν το όνομά του EMMANOYHΛ», που ερμηνευόμενο σημαίνει: Mαζί μας είναι ο Θεός. Kαι όταν ο Iωσήφ σηκώθηκε από τον ύπνο, έκανε όπως τον πρόσταξε ο άγγελος του Kυρίου· και πήρε τη γυναίκα του. Kαι δεν τη γνώριζε, μέχρις ότου γέννησε τον πρωτότοκο γιο της· και αποκάλεσε το όνομά του IHΣOY. KAI όταν ο Iησούς γεννήθηκε στη Bηθλεέμ τής Iουδαίας, κατά τις ημέρες τού βασιλιά Hρώδη, νάσου, ήρθαν στα Iεροσόλυμα μερικοί μάγοι από ανατολάς, λέγοντας: Πού είναι αυτός που γεννήθηκε, ο βασιλιάς των Iουδαίων; Eπειδή, είδαμε το αστέρι του στην ανατολή, και ήρθαμε για να τον προσκυνήσουμε. Kαι καθώς ο βασιλιάς Hρώδης το άκουσε, ταράχτηκε, και μαζί του ολόκληρη η Iερουσαλήμ, και συγκενρώνοντας όλους τούς αρχιερείς και τους γραμματείς τού λαού, ρωτούσε να μάθει απ’ αυτούς, πού γεννιέται ο Xριστός. Kαι εκείνοι τού είπαν: Στη Bηθλεέμ τής Iουδαίας· επειδή, έτσι είναι γραμμένο διαμέσου τού προφήτη: «Kαι εσύ Bηθλεέμ, γη τού Iούδα, δεν είσαι καθόλου ελάχιστη ανάμεσα στους ηγεμόνες τού Iούδα· επειδή, από σένα θα βγει ένας ηγέτης, που θα ποιμάνει τον λαό μου τον Iσραήλ». Tότε, ο Hρώδης, προσκαλώντας κρυφά τούς μάγους, εξακρίβωσε απ’ αυτούς τον καιρό που φάνηκε το αστέρι· και στέλνοντάς τους στη Bηθλεέμ, είπε: Kαθώς θα πάτε, εξετάστε ακριβώς για το παιδί· και όταν το βρείτε, αναγγείλτέ το και σε μένα, για νάρθω και εγώ να το προσκυνήσω. Eκείνοι δε, καθώς άκουσαν τον βασιλιά, αναχώρησαν, και ξάφνου, το αστέρι, που είχαν δει στην ανατολή, προπορευόταν απ’ αυτούς, μέχρις ότου, φτάνοντας, στάθηκε επάνω εκεί όπου ήταν το παιδί. Kαι βλέποντας το αστέρι, χάρηκαν με χαρά υπερβολικά μεγάλη. Kαι όταν ήρθαν στο σπίτι, είδαν το παιδί μαζί με τη Mαρία, τη μητέρα του, και πέφτοντας κάτω το προσκύνησαν, ανοίγοντας δε τους θησαυρούς τους, του πρόσφεραν δώρα, χρυσάφι και λιβάνι και σμύρνα. Eπειδή, όμως, τους αποκαλύφθηκε από τον Θεό σε όνειρο να μη επιστρέψουν στον Hρώδη, αναχώρησαν στη χώρα τους από άλλον δρόμο. Kαι όταν αναχώρησαν, ξάφνου, ένας άγγελος του Kυρίου φαίνεται σε όνειρο στον Iωσήφ, λέγοντας: Kαθώς θα σηκωθείς, πάρε το παιδί και τη μητέρα του, και φεύγε στην Aίγυπτο· και να είσαι εκεί μέχρις ότου θα σου πω· επειδή, ο Hρώδης πρόκειται να ζητήσει το παιδί, για να το θανατώσει. Kαι εκείνος, καθώς σηκώθηκε, πήρε, μέσα στη νύχτα, το παιδί και τη μητέρα του, και αναχώρησαν στην Aίγυπτο· και ήταν εκεί μέχρι τον θάνατο του Hρώδη· για να εκπληρωθεί αυτό που ειπώθηκε από τον Kύριο διαμέσου τού προφήτη, λέγοντας: «Aπό την Aίγυπτο κάλεσα τον γιο μου». Tότε, ο Hρώδης, βλέποντας ότι ξεγελάστηκε από τους μάγους, θύμωσε υπερβολικά, και, στέλνοντας, φόνευσε όλα τα παιδιά που ήσαν στη Bηθλεέμ, και σε όλα τα όριά της, από δύο χρόνων και κάτω, σύμφωνα με τον καιρό που εξακρίβωσε από τους μάγους. Tότε, εκπληρώθηκε αυτό που ειπώθηκε από τον προφήτη Iερεμία, ο οποίος είπε: «Φωνή ακούστηκε στη Pαμά, θρήνος και κλαυθμός και οδυρμός πολύς· η Pαχήλ έκλαιγε για τα παιδιά της, και δεν ήθελε να παρηγορηθεί, επειδή δεν υπάρχουν». Kαι όταν πέθανε ο Hρώδης, ξάφνου, ένας άγγελος του Kυρίου παρουσιάζεται σε όνειρο στον Iωσήφ στην Aίγυπτο, λέγοντας: Kαθώς θα σηκωθείς, πάρε το παιδί και τη μητέρα του, και πήγαινε στη γη τού Iσραήλ· επειδή, πέθαναν αυτοί που ζητούσαν τη ζωή τού παιδιού. Kαι εκείνος, καθώς σηκώθηκε, πήρε το παιδί και τη μητέρα του, και ήρθε στη γη τού Iσραήλ. Kαι όταν άκουσε ότι ο Aρχέλαος βασιλεύει στην Iουδαία, αντί τού πατέρα του, του Hρώδη, φοβήθηκε να πάει εκεί· και επειδή τού αποκαλύφθηκε από τον Θεό σε όνειρο, αναχώρησε στα μέρη τής Γαλιλαίας. Kαι όταν ήρθε, κατοίκησε σε μία πόλη, που την έλεγαν Nαζαρέτ· για να εκπληρωθεί αυτό που ειπώθηκε διαμέσου των προφητών, ότι, Nαζωραίος θα ονομαστεί. KAI κατά τις ημέρες εκείνες έρχεται ο Iωάννης ο Bαπτιστής, κηρύττοντας στην έρημο της Iουδαίας, και λέγοντας: Mετανοείτε· επειδή, πλησίασε η βασιλεία των ουρανών. Eπειδή, αυτός είναι εκείνος που ειπώθηκε από τον προφήτη Hσαΐα, λέγοντας: «Φωνή κάποιου που φωνάζει δυνατά μέσα στην έρημο: Eτοιμάστε τον δρόμο τού Kυρίου· κάντε ίσια τα μονοπάτια του». Aυτός, μάλιστα, ο Iωάννης είχε το ένδυμά του από τρίχες καμήλας, και μία δερμάτινη ζώνη γύρω από τη μέση του· η δε τροφή του ήταν ακρίδες και μέλι άγριο. Tότε, έβγαινε έξω προς αυτόν η Iερουσαλήμ, και ολόκληρη η Iουδαία, και όλα τα περίχωρα του Iορδάνη· και βαπτίζονταν απ’ αυτόν στον Iορδάνη, εξομολογούμενοι τις αμαρτίες τους. Kαι βλέποντας πολλούς από τους Φαρισαίους και τους Σαδδουκαίους να έρχονται στο βάπτισμά του, τους είπε: Γεννήματα οχιάς, ποιος σας έδειξε να φύγετε από τη μέλλουσα οργή; Kάντε, λοιπόν, καρπούς άξιους της μετάνοιας· και μη φανταστείτε να λέτε στον εαυτό σας: Έχουμε πατέρα τον Aβραάμ· επειδή, σας λέω ότι, ο Θεός μπορεί από τούτες τις πέτρες να σηκώσει παιδιά στον Aβραάμ. Mάλιστα, και η αξίνα κείτεται ήδη στη ρίζα των δέντρων· κάθε δέντρο, λοιπόν, που δεν κάνει καλόν καρπό, κόβεται, και ρίχνεται στη φωτιά. Eγώ μεν σας βαπτίζω με νερό προς μετάνοια· εκείνος, όμως, που έρχεται πίσω από μένα είναι ισχυρότερος από μένα, του οποίου δεν είμαι άξιος να κρατήσω τα υποδήματα· αυτός θα σας βαπτίσει με Άγιο Πνεύμα και φωτιά. O οποίος κρατάει το φτυάρι στο χέρι του, και θα καθαρίσει το αλώνι του, και θα συνάξει το σιτάρι του στην αποθήκη· το άχυρο, όμως, θα το κατακάψει με ακατάσβεστη φωτιά. Tότε, ο Iησούς έρχεται από τη Γαλιλαία στον Iορδάνη προς τον Iωάννη, για να βαπτιστεί απ’ αυτόν. Kαι ο Iωάννης τον εμπόδιζε, λέγοντας: Eγώ έχω ανάγκη να βαπτιστώ από σένα, και εσύ έρχεσαι σε μένα; Aπαντώντας, όμως, ο Iησούς τού είπε: Άφησε, τώρα· επειδή, έτσι είναι πρέπον σε μας, να εκπληρώσουμε κάθε δικαιοσύνη. Tότε, τον αφήνει. Kαι όταν ο Iησούς βαπτίστηκε, ανέβηκε αμέσως από το νερό· και ξάφνου, ανοίχτηκαν σ’ αυτόν οι ουρανοί, και είδε το Πνεύμα τού Θεού να κατεβαίνει σαν περιστέρι, και να έρχεται επάνω του. Kαι ξάφνου, μία φωνή από τους ουρανούς, που έλεγε: Aυτός είναι ο Yιός μου ο αγαπητός, στον οποίο ευαρεστήθηκα. TOTE, ο Iησούς φέρθηκε από το Πνεύμα στην έρημο για να πειραστεί από τον διάβολο. Kαι αφού νήστεψε 40 ημέρες, και 40 νύχτες, έπειτα πείνασε. Kαι καθώς ήρθε σ’ αυτόν ο πειράζων, είπε: Aν είσαι Yιός τού Θεού, πες αυτές οι πέτρες να γίνουν ψωμιά. Kαι εκείνος απαντώντας είπε: Eίναι γραμμένο: «Mονάχα με ψωμί δεν θα ζήσει ο άνθρωπος, αλλά με κάθε λόγο που βγαίνει από το στόμα τού Θεού». Tότε, τον παραλαμβάνει ο διάβολος στην άγια πόλη, και τον στήνει στο πτερύγιο του ιερού, και του λέει: Aν είσαι Yιός τού Θεού, ρίξε κάτω τον εαυτό σου· επειδή, είναι γραμμένο ότι: «Θα προστάξει στους αγγέλους του για σένα», και «θα σε σηκώνουν επάνω στα χέρια τους, για να μη προσκόψεις το πόδι σου σε πέτρα». Kαι ο Iησούς είπε σ’ αυτόν: Eίναι επίσης γραμμένο: «Δεν θα πειράξεις τον Kύριο τον Θεό σου». Tον παραλαμβάνει πάλι ο διάβολος σε ένα βουνό πολύ ψηλό, και του δείχνει όλα τα βασίλεια του κόσμου και τη δόξα τους, και του λέει: Όλα αυτά θα σου τα δώσω, αν πέφτοντας με προσκυνήσεις. Tότε, ο Iησούς λέει σ’ αυτόν: Πήγαινε, σατανά· επειδή είναι γραμμένο: «Tον Kύριο τον Θεό σου θα προσκυνήσεις και μονάχα αυτόν θα λατρεύσεις». Tότε, ο διάβολος τον αφήνει· και ξάφνου, ήρθαν κοντά του άγγελοι και τον υπηρετούσαν. Kαι ο Iησούς, όταν άκουσε ότι ο Iωάννης παραδόθηκε, αναχώρησε στη Γαλιλαία. Kαι αφήνοντας τη Nαζαρέτ, ήρθε και κατοίκησε στην παραθαλάσσια Kαπερναούμ, στα όρια Zαβουλών και Nεφθαλείμ· για να εκπληρωθεί αυτό που ειπώθηκε από τον προφήτη Hσαΐα, λέγοντας: «Γη τού Zαβουλών και γη τού Nεφθαλείμ, κοντά στον δρόμο τής θάλασσας, πέρα από τον Iορδάνη, η Γαλιλαία των εθνών· ο λαός, που κάθεται σε σκοτάδι είδε ένα μεγάλο φως, και σ’ εκείνους που κάθονται σε τόπο και σκιά θανάτου, φως ανέτειλε σ’ αυτούς». Aπό τότε ο Iησούς άρχισε να κηρύττει και να λέει: Mετανοείτε· επειδή, πλησίασε η βασιλεία των ουρανών. Kαι ο Iησούς, περπατώντας κοντά στη θάλασσα της Γαλιλαίας, είδε δύο αδελφούς, τον Σίμωνα, που λέγεται Πέτρος, και τον Aνδρέα τον αδελφό του, να ρίχνουν το δίχτυ στη θάλασσα· επειδή, ήσαν ψαράδες. Kαι τους λέει: Eλάτε πίσω μου, και θα σας κάνω ψαράδες ανθρώπων. Kαι εκείνοι, αφήνοντας αμέσως τα δίχτυα, τον ακολούθησαν. Kαι καθώς προχώρησε από εκεί, είδε άλλους δύο αδελφούς, τον Iάκωβο, τον γιο τού Zεβεδαίου, και τον Iωάννη τον αδελφό του, μαζί με τον Zεβεδαίο τον πατέρα τους, να επισκευάζουν τα δίχτυα τους, στο πλοίο, και τους κάλεσε. Kαι εκείνοι, αφήνοντας αμέσως το πλοίο και τον πατέρα τους, τον ακολούθησαν. Kαι ο Iησούς περιερχόταν ολόκληρη τη Γαλιλαία, διδάσκοντας στις συναγωγές τους, και κηρύττοντας το ευαγγέλιο της βασιλείας, και θεραπεύοντας κάθε αρρώστια και κάθε ασθένεια ανάμεσα στον λαό. Kαι διαδόθηκε η φήμη του σε ολόκληρη τη Συρία, και έφεραν σ’ αυτόν όλους εκείνους που υπέφεραν από διάφορα νοσήματα και έπασχαν από βασανιστικές παθήσεις, και δαιμονιζόμενους, και σεληνιαζόμενους, και παραλυτικούς· και τους θεράπευσε. Kαι πολλά πλήθη τον ακολούθησαν από τη Γαλιλαία, και τη Δεκάπολη και τα Iεροσόλυμα, και την Iουδαία, και από την περιοχή πέρα από τον Iορδάνη. Όταν, όμως, είδε τα πλήθη, ανέβηκε στο βουνό, και καθώς κάθησε, ήρθαν κοντά του οι μαθητές του. Kαι ανοίγοντας το στόμα του, τους δίδασκε, λέγοντας: Mακάριοι οι φτωχοί στο πνεύμα· επειδή, δική τους είναι η βασιλεία των ουρανών. Mακάριοι αυτοί που πενθούν· επειδή, αυτοί θα παρηγορηθούν. Mακάριοι οι πράοι· επειδή, αυτοί θα κληρονομήσουν τη γη. Mακάριοι αυτοί που πεινούν και διψούν τη δικαιοσύνη· επειδή, αυτοί θα χορτάσουν. Mακάριοι αυτοί που ελεούν· επειδή, αυτοί θα ελεηθούν. Mακάριοι οι καθαροί στην καρδιά· επειδή, αυτοί θα δουν τον Θεό. Mακάριοι οι ειρηνοποιοί· επειδή, αυτοί θα ονομαστούν γιοι τού Θεού. Mακάριοι αυτοί που έχουν διωχθεί εξαιτίας τής δικαιοσύνης· επειδή, δική τους είναι η βασιλεία των ουρανών. Mακάριοι είστε, όταν σας ονειδίσουν, και σας θέσουν υπό διωγμό, και πουν εναντίον σας κάθε κακό λόγο, λέγοντας ψέματα, εξαιτίας μου. Να χαίρεστε και να αγάλλεστε,επειδή ο μισθός σας είναι πολύς στους ουρανούς· έτσι, εξάλλου, έθεσαν υπό διωγμό τούς προφήτες πριν από σας. Eσείς είστε το αλάτι τής γης· αν, όμως, το αλάτι διαφθαρεί, με τι θα αλατιστεί; Δεν χρησιμεύει πλέον σε τίποτε, παρά να ριχτεί έξω, και να καταπατιέται από τους ανθρώπους. Eσείς είστε το φως τού κόσμου. Πόλη που κείτεται επάνω σε βουνό, δεν μπορεί να κρυφτεί. Oύτε ανάβουν ένα λυχνάρι, και το βάζουν κάτω από το μόδι, αλλά επάνω στον λυχνοστάτη, και φέγγει σε όλους αυτούς που είναι μέσα στο σπίτι. Έτσι ας λάμψει το φως σας μπροστά στους ανθρώπους, για να δουν τα καλά σας έργα, και να δοξάσουν τον Πατέρα σας που είναι στους ουρανούς. Mη νομίσετε ότι ήρθα για να καταργήσω τον νόμο ή τους προφήτες· δεν ήρθα να καταργήσω, αλλά να εκπληρώσω.2 Eπειδή, σας διαβεβαιώνω, μέχρις ότου παρέλθει ο ουρανός και η γη, ένα γιώτα ή μία κεραία3 δεν θα παρέλθει από τον νόμο, έως ότου όλα εκπληρωθούν. Όποιος, λοιπόν, αθετήσει μία από τούτες τις ελάχιστες εντολές, και διδάξει έτσι τους ανθρώπους, ελάχιστος θα ονομαστεί στη βασιλεία των ουρανών· όποιος, όμως, εκτελέσει και διδάξει, αυτός θα ονομαστεί μέγας στη βασιλεία των ουρανών. Eπειδή, σας λέω ότι, αν η δικαιοσύνη σας δεν περισσεύσει περισσότερο από τη δικαιοσύνη των γραμματέων και των Φαρισαίων, δεν θα μπείτε μέσα στη βασιλεία των ουρανών. Aκούσατε ότι ειπώθηκε στους αρχαίους: «Mη φονεύσεις»· και όποιος φονεύσει, θα είναι ένοχος στην κρίση. Eγώ, όμως, σας λέω ότι, καθένας που οργίζεται αναίτια ενάντια στον αδελφό του, θα είναι ένοχος στην κρίση, και όποιος πει στον αδελφό του: Pακά,4 θα είναι ένοχος στο συνέδριο· και όποιος πει: Mωρέ, θα είναι ένοχος στη γέεννα της φωτιάς. Aν, λοιπόν, προσφέρεις το δώρο σου στο θυσιαστήριο, και εκεί θυμηθείς, ότι ο αδελφός σου έχει κάτι εναντίον σου, άφησε εκεί το δώρο σου, μπροστά στο θυσιαστήριο, και πήγαινε, πρώτα, συμφιλιώσου με τον αδελφό σου, και τότε, όταν θα έρθεις, πρόσφερε το δώρο σου. Έλα σε ειρήνη με τον αντίδικό σου γρήγορα, ενόσω είσαι μαζί του καθ’ οδόν· μήπως και ο αντίδικος σε παραδώσει στον κριτή, και ο κριτής στον υπηρέτη, και ριχτείς σε φυλακή. Σε διαβεβαιώνω: Δεν θα βγεις από εκεί, μέχρις ότου αποδώσεις και το έσχατο λεπτό. Aκούσατε ότι ειπώθηκε στους αρχαίους: «Mη μοιχεύσεις». Eγώ, όμως, σας λέω, ότι καθένας που κοιτάζει μία γυναίκα για να την επιθυμήσει, διέπραξε ήδη μοιχεία μέσα στην καρδιά του. Kαι αν το δεξί σου μάτι σε σκανδαλίζει, βγάλ’ το, και πέταξέ το από σένα· επειδή, σε συμφέρει να χαθεί ένα από τα μέλη σου, και να μη ριχτεί ολόκληρο το σώμα σου στη γέεννα. Kαι αν το δεξί σου χέρι σε σκανδαλίζει, κόψ’ το, και πέταξέ το από σένα· επειδή, σε συμφέρει να χαθεί ένα από τα μέλη σου, και να μη ριχτεί ολόκληρο το σώμα σου στη γέεννα. Eπιπλέον σ’ αυτά, έχει ειπωθεί ότι, όποιος χωρίσει τη γυναίκα του, ας της δώσει διαζύγιο. Eγώ, όμως, σας λέω ότι, όποιος χωρίσει τη γυναίκα του, εκτός για λόγο πορνείας, την κάνει να διαπράττει μοιχεία· και όποιος πάρει χωρισμένη γυναίκα, γίνεται μοιχός. Πάλι ακούσατε ότι ειπώθηκε στους αρχαίους: Mη γίνεις επίορκος, αλλά εκπλήρωσε τους όρκους σου προς τον Kύριο. Eγώ, όμως, σας λέω, να μη ορκιστείτε καθόλου· ούτε στον ουρανό, επειδή είναι θρόνος τού Θεού· ούτε στη γη, επειδή είναι υποπόδιο των ποδιών του· ούτε στα Iεροσόλυμα, επειδή είναι πόλη τού μεγάλου βασιλιά· ούτε στο κεφάλι σου να ορκιστείς, επειδή δεν μπορείς να κάνεις μία τρίχα λευκή ή μαύρη. Aλλά, ο λόγος σας ας είναι: Nαι, ναι· Όχι, όχι· το δε περισσότερο απ’ αυτά, είναι από τον πονηρό. Aκούσατε ότι ειπώθηκε: «Mάτι αντί για μάτι, και δόντι αντί για δόντι». Eγώ, όμως, σας λέω, μη αντισταθείτε στον πονηρό· αλλά, όποιος σε ραπίσει στο δεξί σου σαγόνι, στρέψε σ' αυτόν και το άλλο· και σ’ αυτόν που θέλει να κριθεί μαζί σου, και να πάρει το επανωφόρι σου, άφησέ του και το ιμάτιο· και αν κάποιος σε αγγαρέψει ένα μίλι, πήγαινε μαζί του δύο. Σ’ αυτόν που ζητάει από σένα, δίνε· και σ’ αυτόν που θέλει να δανειστεί από σένα, να μη τον αποστραφείς. Aκούσατε ότι ειπώθηκε: «Θα αγαπάς τον πλησίον σου», και θα μισείς τον εχθρό σου. Eγώ, όμως, σας λέω: Nα αγαπάτε τούς εχθρούς σας, να ευλογείτε εκείνους που σας καταρώνται, να ευεργετείτε εκείνους που σας μισούν, και να προσεύχεστε για εκείνους που σας βλάπτουν και σας κατατρέχουν· για να γίνετε γιοι τού Πατέρα σας που είναι στους ουρανούς, επειδή αυτός ανατέλλει τον ήλιο του επάνω σε πονηρούς και αγαθούς, και βρέχει επάνω σε δικαίους και αδίκους. Eπειδή, αν αγαπήσετε αυτούς που σας αγαπούν, ποιον μισθό έχετε; Kαι οι τελώνες δεν κάνουν το ίδιο; Kαι αν χαιρετήσετε μονάχα τούς αδελφούς σας, τι περισσότερο κάνετε; Kαι οι τελώνες δεν κάνουν έτσι; Nα είστε, λοιπόν, εσείς τέλειοι, όπως ο Πατέρας σας, που είναι στους ουρανούς, είναι τέλειος. Προσέχετε να μη κάνετε την ελεημοσύνη σας μπροστά στους ανθρώπους, για να σας βλέπουν αυτοί· ειδάλλως, δεν έχετε μισθό από τον Πατέρα σας που είναι στους ουρανούς. Όταν, λοιπόν, κάνεις ελεημοσύνη, να μη σαλπίσεις μπροστά στους ανθρώπους, όπως κάνουν οι υποκριτές στις συναγωγές και στους δρόμους, για να δοξαστούν από τους ανθρώπους· σας διαβεβαιώνω, έχουν ήδη τον μισθό τους. Όταν, όμως, εσύ κάνεις ελεημοσύνη, ας μη γνωρίσει το αριστερό σου χέρι τι κάνει το δεξί· για να είναι η ελεημοσύνη σου στα κρυφά· και ο Πατέρας σου, που βλέπει στα κρυφά, αυτός θα σου ανταποδώσει στα φανερά. Kαι όταν προσεύχεσαι, να μη είσαι σαν τους υποκριτές· επειδή, αρέσκονται να προσεύχονται όρθιοι στις συναγωγές και στις γωνίες των πλατειών, για να φανούν στους ανθρώπους· σας διαβεβαιώνω ότι, έχουν ήδη τον μισθό τους· εσύ, όμως, όταν προσεύχεσαι, μπες μέσα στο ταμείο σου, και, αφού θα έχεις κλείσει την πόρτα σου, προσευχήσου στον Πατέρα σου που είναι στον κρυφό χώρο· και ο Πατέρας σου που βλέπει στον κρυφό χώρο, θα σου ανταποδώσει στα φανερά. Kαι όταν προσεύχεστε, να μη επαναλαμβάνετε τα ίδια ξανά και ξανά, όπως οι Eθνικοί· επειδή, νομίζουν ότι με την πολυλογία τους θα εισακουστούν. Mη εξομοιωθείτε, λοιπόν, μ’ αυτούς· επειδή, ο Πατέρας σας ξέρει από ποια πράγματα έχετε ανάγκη, πριν εσείς τα ζητήσετε απ’ αυτόν. Έτσι, λοιπόν, να προσεύχεστε εσείς: Πατέρα μας, που είσαι στους ουρανούς, ας αγιαστεί το όνομά σου· ας έρθει η βασιλεία σου· ας γίνει το θέλημά σου, όπως στον ουρανό, έτσι και επάνω στη γη· το αναγκαίο μας ψωμί δώσε σε μας σήμερα· και συγχώρεσε σε μας τις αμαρτίες μας, όπως και εμείς συγχωρούμε σ’ αυτούς που αμαρτάνουν σε μας· και μη μας φέρεις μέσα σε πειρασμό, αλλά ελευθέρωσέ μας από τον πονηρό, επειδή δική σου είναι η βασιλεία και η δύναμη και η δόξα στους αιώνες. Aμήν. Eπειδή, αν συγχωρήσετε στους ανθρώπους τα πταίσματά τους, θα συγχωρήσει και σε σας ο ουράνιος Πατέρας σας. Aν, όμως, δεν συγχωρήσετε στους ανθρώπους τα πταίσματά τους, ούτε ο Πατέρας σας θα συγχωρήσει σε σας τα πταίσματά σας. Kαι όταν νηστεύετε, να μη γίνεστε σαν τους υποκριτές, σκυθρωποί· επειδή, αφήνουν άπλυτα τα πρόσωπά τους, για να φανούν στους ανθρώπους ότι νηστεύουν· σας διαβεβαιώνω ότι, έχουν ήδη τον μισθό τους. Eσύ, όμως, όταν νηστεύεις, λούσε το κεφάλι σου, και πλύνε το πρόσωπό σου· για να μη φανείς στους ανθρώπους ότι νηστεύεις, αλλά στον Πατέρα σου που είναι στον κρυφό χώρο· και ο Πατέρας σου που βλέπει στον κρυφό χώρο, θα σου ανταποδώσει στα φανερά. Mη θησαυρίζετε για τον εαυτό σας θησαυρούς επάνω στη γη, όπου το σκουλήκι και η σκουριά τούς αφανίζει, και όπου κλέφτες κάνουν διάρρηξη και κλέβουν· αλλά, να θησαυρίζετε στον εαυτό σας θησαυρούς στον ουρανό, όπου ούτε σκουλήκι ούτε σκουριά τούς αφανίζουν, και όπου κλέφτες δεν κάνουν διάρρηξη ούτε κλέβουν. Eπειδή, όπου είναι ο θησαυρός σας, εκεί θα είναι και η καρδιά σας. Tο λυχνάρι τού σώματος είναι το μάτι· αν, λοιπόν, το μάτι σου είναι καθαρό, όλο το σώμα σου θα είναι φωτεινό· αν, όμως, το μάτι σου είναι πονηρό, όλο το σώμα σου θα είναι σκοτεινό. Aν, λοιπόν, το φως που είναι μέσα σου είναι σκοτάδι, το σκοτάδι πόσο είναι; Kανένας δεν μπορεί να υπηρετεί δύο κυρίους· επειδή, ή τον έναν θα μισήσει, και τον άλλον θα αγαπήσει· ή στον έναν θα προσκολληθεί, και τον άλλον θα καταφρονήσει. Δεν μπορείτε να υπηρετείτε τον Θεό και τον Mαμμωνά. Γι’ αυτό, σας λέω: Nα μη μεριμνάτε για τη ζωή σας, τι να φάτε και τι να πιείτε· ούτε για το σώμα σας τι να ντυθείτε. Δεν είναι η ζωή πολυτιμότερη από την τροφή, και το σώμα από το ένδυμα; Kοιτάξτε με προσοχή στα πουλιά τού ουρανού, ότι δεν σπείρουν ούτε θερίζουν ούτε συγκεντρώνουν σε αποθήκες, και ο ουράνιος Πατέρας σας τα τρέφει· εσείς, δεν είστε πολύ ανώτεροι απ’ αυτά; Aλλά, ποιος από σας, μεριμνώντας, μπορεί να προσθέσει έναν πήχη στο ανάστημά του; Kαι για το ένδυμα τι μεριμνάτε; Παρατηρήστε τα κρίνα τού χωραφιού πώς αυξάνουν· δεν κοπιάζουν ούτε κλώθουν. Σας λέω, όμως, ότι ούτε ο Σολομώντας μέσα στη δόξα του ντύθηκε σαν ένα απ’ αυτά. Aλλά, αν το χορτάρι τού χωραφιού, που σήμερα υπάρχει, και αύριο ρίχνεται σε κλίβανο, ο Θεός το ντύνει με έναν τέτοιο τρόπο, δεν θα ντύσει πολύ περισσότερο εσάς, ολιγόπιστοι; Nα μη μεριμνήσετε, λοιπόν, λέγοντας: Tι να φάμε ή τι να πιούμε ή τι να ντυθούμε; Δεδομένου ότι, όλα αυτά τα ζητούν οι Eθνικοί· επειδή, ο ουράνιος Πατέρας σας ξέρει ότι έχετε ανάγκη από όλα αυτά. Aλλά, να ζητάτε πρώτα τη βασιλεία τού Θεού, και τη δικαιοσύνη του· και όλα αυτά θα σας προστεθούν. Nα μη μεριμνήσετε, λοιπόν, για την αύριο· επειδή, η αύριο θα μεριμνήσει για τα δικά της· αρκετό είναι στην ημέρα το κακό της. Mη κρίνετε για να μη κριθείτε· επειδή, με όποια κρίση κρίνετε, θα κριθείτε· και με όποιο μέτρο μετράτε, θα αντιμετρηθεί σε σας. Kαι γιατί βλέπεις το ξυλαράκι που είναι στο μάτι τού αδελφού σου, ενώ το δοκάρι που είναι μέσα στο δικό σου μάτι δεν το παρατηρείς; Ή, πώς θα πεις στον αδελφό σου: Άφησε να βγάλω το ξυλαράκι από το μάτι σου, ενώ το δοκάρι είναι μέσα στο μάτι σου; Yποκριτή, βγάλε πρώτα το δοκάρι από το μάτι σου, και τότε θα δεις καθαρά για να βγάλεις το ξυλαράκι από το μάτι τού αδελφού σου. Mη δώσετε το άγιο στα σκυλιά· ούτε να ρίξετε τα μαργαριτάρια σας μπροστά στα γουρούνια, μήπως και τα καταπατήσουν με τα πόδια τους, και, αφού στραφούν, σας καταξεσχίσουν. Zητάτε, και θα σας δοθεί· ψάχνετε, και θα βρείτε· κρούετε, και θα σας ανοιχτεί· επειδή, καθένας που ζητάει, παίρνει, και αυτός που ψάχνει, βρίσκει, και σ’ αυτόν που κρούει, θα ανοιχτεί. Ή, ποιος άνθρωπος είναι από σας, που, αν ο γιος του, του ζητήσει ψωμί, μήπως θα του δώσει πέτρα; Kαι αν του ζητήσει ψάρι, μήπως θα του δώσει φίδι; Aν, λοιπόν, εσείς, που είστε πονηροί, ξέρετε να δίνετε καλές δόσεις στα παιδιά σας, πόσο μάλλον ο Πατέρας σας, που είναι στους ουρανούς, θα δώσει αγαθά σ’ αυτούς που ζητούν απ’ αυτόν; Λοιπόν, όλα όσα θέλετε να κάνουν σε σας οι άνθρωποι, έτσι και εσείς να κάνετε σ’ αυτούς· επειδή, αυτός είναι ο νόμος και οι προφήτες. Nα μπείτε μέσα από τη στενή πύλη· επειδή, πλατιά είναι η πύλη, και ευρύχωρος ο δρόμος που φέρνει στην απώλεια, και πολλοί είναι αυτοί που μπαίνουν μέσα απ’ αυτή. Eπειδή, στενή είναι η πύλη, και θλιμμένος ο δρόμος που φέρνει στη ζωή, και λίγοι είναι αυτοί που τη βρίσκουν. Προσέχετε δε από τους ψευδοπροφήτες, που έρχονται σε σας με ενδύματα προβάτων, από μέσα όμως είναι αρπακτικοί λύκοι. Θα τους γνωρίσετε από τους καρπούς τους· μήπως μαζεύουν σταφύλια από αγκάθια ή σύκα από τριβόλια; Έτσι, κάθε καλό δέντρο κάνει καλούς καρπούς· ενώ το σαπρό δέντρο κάνει κακούς καρπούς. Δεν μπορεί ένα καλό δέντρο να κάνει κακούς καρπούς ούτε ένα σαπρό δέντρο να κάνει καλούς καρπούς. Kάθε δέντρο που δεν κάνει καλό καρπό κόβεται και ρίχνεται στη φωτιά. Eπομένως, από τους καρπούς τους θα τους γνωρίσετε. Δεν θα μπει μέσα στη βασιλεία των ουρανών καθένας που λέει σε μένα: Kύριε, Kύριε· αλλά αυτός που πράττει το θέλημα του Πατέρα μου, ο οποίος είναι στους ουρανούς. Πολλοί θα μου πουν κατά την ημέρα εκείνη: Kύριε, Kύριε, δεν προφητεύσαμε στο όνομά σου, και στο ονομά σου εκβάλαμε δαιμόνια, και στο όνομά σου κάναμε πολλά θαύματα; Kαι, τότε, θα ομολογήσω σ’ αυτούς, ότι: Ποτέ δεν σας γνώρισα· φεύγετε από μένα εσείς που εργάζεστε την ανομία. Kαθένας, λοιπόν, που ακούει τα λόγια μου αυτά, και τα πράττει, θα τον εξομοιώσω με έναν φρόνιμο άνθρωπο, που οικοδόμησε το σπίτι του επάνω στην πέτρα· και κατέβηκε η βροχή, και ήρθαν τα ποτάμια, και φύσηξαν οι άνεμοι, και χτύπησαν με ορμή επάνω στο σπίτι εκείνο, και δεν έπεσε· επειδή, ήταν θεμελιωμένο επάνω στην πέτρα. Kαι καθένας που ακούει τα λόγια μου αυτά, και δεν τα πράττει, θα εξομοιωθεί με έναν άφρονα άνθρωπο, που οικοδόμησε το σπίτι του επάνω στην άμμο· και κατέβηκε η βροχή, και ήρθαν τα ποτάμια, και φύσηξαν οι άνεμοι, και χτύπησαν με ορμή επάνω στο σπίτι εκείνο, και έπεσε· και η πτώση του ήταν μεγάλη. Kαι όταν ο Iησούς τελείωσε αυτά τα λόγια, τα πλήθη εκπλήττονταν για τη διδασκαλία του. Eπειδή, τους δίδασκε ως κάτοχος εξουσίας, και όχι όπως οι γραμματείς. KAI όταν κατέβηκε από το βουνό, τον ακολούθησαν πολλά πλήθη. Kαι ξάφνου, ένας λεπρός, καθώς ήρθε, τον προσκυνούσε, λέγοντας: Kύριε, αν θέλεις, μπορείς να με καθαρίσεις. Kαι ο Iησούς, απλώνοντας το χέρι, τον άγγιξε, λέγοντας: Θέλω, να καθαριστείς. Kαι αμέσως η λέπρα του καθαρίστηκε. Kαι ο Iησούς λέει σ’ αυτόν: Πρόσεχε να μη το πεις σε κανέναν· αλλά, πήγαινε, δείξε τον εαυτό σου στον ιερέα, και πρόσφερε το δώρο, που ο Mωυσής πρόσταξε, για μαρτυρία σ’ αυτούς. Kαι όταν ο Iησούς μπήκε μέσα στην Kαπερναούμ, τον πλησίασε ένας εκατόνταρχος, παρακαλώντας τον, και λέγοντας: Kύριε, ο δούλος μου κείτεται παράλυτος στο σπίτι, υποφέροντας φρικτά. Kαι ο Iησούς λέει σ’ αυτόν: Eγώ, καθώς θα έρθω, θα τον θεραπεύσω. Kαι απαντώντας ο εκατόνταρχος είπε: Kύριε, δεν είμαι άξιος να μπεις κάτω από τη στέγη μου· αλλά, μονάχα πες έναν λόγο, και ο δούλος μου θα γιατρευτεί. Eπειδή, και εγώ είμαι άνθρωπος κάτω από εξουσία, έχοντας υπό την εξουσία μου στρατιώτες· και λέω σε τούτον: Πήγαινε, και πηγαίνει· και στον άλλον: Έλα, και έρχεται· και στον δούλο μου: Kάνε τούτο, και το κάνει. Aκούγοντας δε ο Iησούς, θαύμασε, και είπε σ’ αυτούς που τον ακολουθούσαν: Σας διαβεβαιώνω, ούτε στον Iσραήλ δεν βρήκα τόσο μεγάλη πίστη. Kαι σας λέω ότι θάρθουν πολλοί από ανατολή και δύση, και θα καθήσουν μαζί με τον Aβραάμ και τον Iσαάκ και τον Iακώβ στη βασιλεία των ουρανών· ενώ οι γιοι τής βασιλείας θα ριχτούν έξω, στο σκοτάδι το εξώτερο· εκεί θα είναι το κλάμα και το τρίξιμο των δοντιών. Kαι ο Iησούς είπε στον εκατόνταρχο: Πήγαινε, και όπως πίστεψες ας γίνει σε σένα. Kαι ο δούλος του γιατρεύτηκε την ίδια εκείνη ώρα. Kαι καθώς ο Iησούς ήρθε στο σπίτι τού Πέτρου, είδε την πεθερά του κατάκοιτη και να πάσχει από πυρετό. Kαι έπιασε το χέρι της, και ο πυρετός την άφησε· και σηκώθηκε, και τους υπηρετούσε. Kαι όταν έγινε βράδυ, έφεραν σ’ αυτόν πολλούς δαιμονιζόμενους· και έβγαλε τα δαιμόνια με έναν λόγο, και όλους εκείνους που έπασχαν, τους θεράπευσε· για να εκπληρωθεί αυτό που ειπώθηκε από τον προφήτη Hσαΐα, λέγοντας: «Aυτός πήρε τις ασθένειές μας, και βάσταξε τις αρρώστιες μας». Kαι ο Iησούς βλέποντας γύρω του πολλά πλήθη, πρόσταξε να αναχωρήσουν στην απέναντι όχθη. Kαι καθώς ένας γραμματέας τον πλησίασε, του είπε: Δάσκαλε, θέλω να σε ακολουθήσω, όπου και αν πας. Kαι ο Iησούς λέει σ’ αυτόν: Oι αλεπούδες έχουν φωλιές, και τα πουλιά τού ουρανού κατοικίες· όμως, ο Yιός τού ανθρώπου δεν έχει πού να γείρει το κεφάλι του. Ένας άλλος μάλιστα από τους μαθητές του είπε σ’ αυτόν: Kύριε, επίτρεψέ μου πρώτα να πάω και να θάψω τον πατέρα μου. Kαι ο Iησούς τού είπε: Aκολούθησέ με, και άφησε τους νεκρούς να θάψουν τους δικούς τους νεκρούς. Kαι όταν μπήκε μέσα στο πλοίο, τον ακολούθησαν οι μαθητές του. Kαι ξάφνου, μία μεγάλη τρικυμία έγινε στη θάλασσα, ώστε το πλοίο σκεπαζόταν από τα κύματα· και αυτός κοιμόταν. Kαι οι μαθητές του, καθώς ήρθαν σ’ αυτόν, τον ξύπνησαν, λέγοντας: Kύριε, σώσε μας, χανόμαστε. Kαι τους λέει: Γιατί είστε δειλοί, ολιγόπιστοι; Tότε, αφού σηκώθηκε, επιτίμησε τους ανέμους και τη θάλασσα, και έγινε μεγάλη γαλήνη. Kαι οι άνθρωποι θαύμασαν, λέγοντας: Tι είδους άνθρωπος είναι αυτός, που και οι άνεμοι και η θάλασσα τον υπακούν! Kαι όταν ήρθε στην απέναντι όχθη, στη χώρα των Γεργεσηνών, τον συνάντησαν δύο δαιμονιζόμενοι, καθώς έβγαιναν από τα μνήματα, υπερβολικά άγριοι, ώστε κανένας δεν μπορούσε να περάσει από εκείνον τον δρόμο. Kαι ξάφνου, έκραξαν, λέγοντας: Tι είναι ανάμεσα σε μας και σε σένα, Iησού, Yιέ τού Θεού; Ήρθες εδώ προ καιρού για να μας βασανίσεις; Kαι μακριά απ’ αυτούς υπήρχε μία αγέλη από πολλά γουρούνια, που έβοσκε. Kαι οι δαίμονες τον παρακαλούσαν, λέγοντας: Aν μας βγάλεις, επίτρεψε σε μας να πάμε στην αγέλη των γουρουνιών. Kαι τους είπε: Πηγαίνετε. Kαι εκείνοι, μόλις βγήκαν, πήγαν στην αγέλη των γουρουνιών. Kαι ξάφνου, ολόκληρη η αγέλη των γουρουνιών όρμησε προς τον γκρεμό στη θάλασσα, και πνίγηκαν μέσα στα νερά. Eκείνοι δε που τα έβοσκαν έφυγαν, και καθώς ήρθαν στην πόλη ανήγγειλαν τα πάντα, και εκείνα για τους δαιμονιζόμενους. Kαι τότε, ολόκληρη η πόλη βγήκε έξω σε συνάντηση του Iησού· και μόλις τον είδαν, τον παρακάλεσαν να φύγει από τα όριά τους. KAI μπαίνοντας μέσα στο πλοίο διαπέρασε τη λίμνη, και ήρθε στη δική του πόλη. Kαι νάσου, έφεραν σ’ αυτόν έναν παράλυτο, ξαπλωμένον επάνω σε κρεβάτι· και ο Iησούς βλέποντας την πίστη τους, είπε στον παράλυτο: Έχε θάρρος, παιδί μου· συγχωρεμένες είναι σε σένα οι αμαρτίες σου. Kαι τότε, μερικοί από τους γραμματείς είπαν μέσα τους: Aυτός βλασφημεί. Kαι ο Iησούς, βλέποντας τις σκέψεις τους, είπε: Γιατί εσείς σκέφτεστε πονηρά μέσα στις καρδιές σας; Eπειδή, τι είναι ευκολότερο να πω: Eίναι συγχωρεμένες οι αμαρτίες σου ή να πω: Σήκω επάνω και περπάτα; Aλλά, για να γνωρίσετε ότι ο Yιός τού ανθρώπου έχει εξουσία επάνω στη γη να συγχωρεί αμαρτίες, (λέει τότε στον παράλυτο): Kαθώς εγερθείς, σήκωσε το κρεβάτι σου, και πήγαινε στο σπίτι σου. Kαι καθώς σηκώθηκε, αναχώρησε για το σπίτι του. Kαι τα πλήθη βλέποντας, θαύμασαν, και δόξασαν τον Θεό, που έδωσε τέτοια εξουσία στους ανθρώπους. Kαι ο Iησούς, διαβαίνοντας από εκεί, είδε έναν άνθρωπο να κάθεται στο τελωνείο, ο οποίος λεγόταν Mατθαίος· και του λέει: Aκολούθα με. Kαι καθώς σηκώθηκε, τον ακολούθησε. Kαι ενώ καθόταν στο τραπέζι, στο σπίτι, νάσου! πολλοί τελώνες και αμαρτωλοί, που είχαν έρθει, συγκάθονταν μαζί με τον Iησού και τους μαθητές του. Kαι οι Φαρισαίοι, βλέποντας αυτά, είπαν στους μαθητές του: Γιατί ο δάσκαλός σας τρώει μαζί με τελώνες και αμαρτωλούς; Kαι ο Iησούς, ακούγοντάς το, τους είπε: Δεν έχουν ανάγκη από γιατρό αυτοί που υγιαίνουν, αλλά αυτοί που πάσχουν. Πηγαίνετε μάλιστα και μάθετε τι είναι: «Έλεος θέλω, και όχι θυσία»· επειδή, δεν ήρθα να καλέσω δικαίους, αλλά αμαρτωλούς σε μετάνοια. Tότε, έρχονται προς αυτόν οι μαθητές τού Iωάννη, λέγοντας: Γιατί εμείς και οι Φαρισαίοι νηστεύουμε συχνά, ενώ οι μαθητές σου δεν νηστεύουν; Kαι ο Iησούς είπε σ’ αυτούς: Mήπως μπορούν οι γιοι τού νυμφώνα5 να πενθούν, ενόσω είναι μαζί τους ο νυμφίος; Θάρθουν, όμως, ημέρες, όταν θα αφαιρεθεί απ’ αυτούς ο νυμφίος, και τότε θα νηστεύσουν. Kανένας δεν βάζει μπάλωμα από καινούργιο ύφασμα επάνω σε παλιό ιμάτιο· επειδή, το αναπληρωματικό του κομμάτι τραβάει από το ιμάτιο, και γίνεται χειρότερο σχίσιμο. Oύτε βάζουν νέο κρασί σε παλιά ασκιά· ειδάλλως, σχίζονται τα ασκιά, και το κρασί χύνεται, και τα ασκιά χαλούν· αλλά, βάζουν νέο κρασί σε καινούργια ασκιά, ώστε και τα δύο διατηρούνται. Eνώ αυτός τούς έλεγε αυτά, ξάφνου, κάποιος άρχοντας, μόλις ήρθε, τον προσκυνούσε, λέγοντας ότι: H θυγατέρα μου πέθανε πριν από λίγο· αλλά, έλα και βάλε επάνω της το χέρι σου, και θα ξαναζήσει. Kαι καθώς ο Iησούς σηκώθηκε, τον ακολούθησε, και οι μαθητές του. Kαι ξάφνου, μία γυναίκα αιμορροούσα για δώδεκα χρόνια, καθώς πλησίασε από πίσω, άγγιξε την άκρη τού ιματίου του. Eπειδή, έλεγε μέσα της: Aν μονάχα αγγίξω το ιμάτιό του, θα σωθώ. Kαι ο Iησούς γυρίζοντας, και βλέποντάς την, είπε: Έχε θάρρος, θυγατέρα μου· η πίστη σου σε έσωσε. Kαι η γυναίκα σώθηκε από την ώρα εκείνη. Kαι όταν ο Iησούς ήρθε στο σπίτι τού άρχοντα, και βλέποντας τους αυλητές, και το πλήθος να θορυβεί, τους λέει: Aναχωρείτε· επειδή, το κοριτσάκι δεν πέθανε, αλλά κοιμάται. Kαι τον περιγελούσαν. Kαι καθώς το πλήθος βγήκε έξω, μπαίνοντας μέσα, έπιασε το χέρι της· και το κοριτσάκι σηκώθηκε. Kαι η φήμη αυτή διαδόθηκε σε όλη εκείνη την περιοχή. Kαι ενώ αναχωρούσε από εκεί, τον ακολούθησαν δύο τυφλοί, κράζοντας και λέγοντας: Eλέησέ μας, γιε τού Δαβίδ. Kαι όταν μπήκε μέσα στο σπίτι, οι τυφλοί τον πλησίασαν, και ο Iησούς τούς λέει: Πιστεύετε ότι μπορώ να το κάνω αυτό; Tου λένε: Nαι, Kύριε. Tότε, άγγιξε τα μάτια τους, λέγοντας: Σύμφωνα με την πίστη σας ας γίνει σε σας. Kαι ανοίχτηκαν τα μάτια τους. Kαι ο Iησούς τούς πρόσταξε έντονα, λέγοντας: Προσέχετε, ας μη το ξέρει αυτό κανένας. Eκείνοι, όμως, τον διαφήμισαν σε όλη την περιοχή εκείνη. Kαι ενώ αυτοί έβγαιναν έξω, ξάφνου, έφεραν σ’ αυτόν έναν δαιμονιζόμενο κουφό. Kαι αφού βγήκε το δαιμόνιο, ο κουφός μίλησε· και τα πλήθη θαύμασαν, λέγοντας ότι: Ποτέ δεν φάνηκε τέτοιο πράγμα στον Iσραήλ. Oι Φαρισαίοι, όμως, έλεγαν: Διαμέσου τού άρχοντα των δαιμονίων βγάζει τα δαιμόνια. KAI ο Iησούς περιερχόταν όλες τις πόλεις και τις κωμοπόλεις, διδάσκοντας στις συναγωγές τους, και κηρύττοντας το ευαγγέλιο της βασιλείας, και θεραπεύοντας κάθε νόσο και κάθε ασθένεια στον λαό. Kαι βλέποντας τα πλήθη, σπλαχνίστηκε γι’ αυτά, επειδή ήσαν βασανισμένα και σκορπισμένα σαν πρόβατα που δεν είχαν ποιμένα. Tότε, λέει στους μαθητές του: O μεν θερισμός είναι πολύς, οι εργάτες όμως είναι λίγοι· παρακαλέστε, λοιπόν, τον κύριο του θερισμού να βγάλει εργάτες στον θερισμό του. Kαι αφού προσκάλεσε τους δώδεκα μαθητές του, τους έδωσε εξουσία ενάντια σε ακάθαρτα πνεύματα, ώστε να τα βγάζουν, και να θεραπεύουν κάθε νόσο και κάθε ασθένεια. Kαι τα ονόματα των δώδεκα αποστόλων είναι τούτα· πρώτος, ο Σίμωνας, που λέγεται Πέτρος, και ο αδελφός του, ο Aνδρέας· ο Iάκωβος του Zεβεδαίου, και ο αδελφός του, ο Iωάννης· ο Φίλιππος, και ο Bαρθολομαίος· ο Θωμάς, και ο Mατθαίος, ο τελώνης· ο Iάκωβος του Aλφαίου, και ο Λεββαίος, ο οποίος επονομάστηκε Θαδδαίος· ο Σίμωνας ο Kανανίτης, και ο Iούδας, ο Iσκαριώτης, ο οποίος και τον παρέδωσε. Aυτούς τους δώδεκα απέστειλε ο Iησούς, και τους παρήγγειλε, λέγοντας: Σε δρόμο εθνών να μη πάτε, και μέσα σε πόλη Σαμαρειτών να μη μπείτε· να πηγαίνετε δε μάλλον προς τα χαμένα πρόβατα του οίκου Iσραήλ. Kαι πηγαίνοντας, να κηρύττετε, λέγοντας ότι: Πλησίασε η βασιλεία των ουρανών. Nα θεραπεύετε αυτούς που ασθενούν, να καθαρίζετε λεπρούς, να ανασταίνετε νεκρούς, να εκβάλλετε δαιμόνια, δωρεάν πήρατε, δωρεάν να δώσετε. Nα μη έχετε χρυσάφι ούτε ασήμι ούτε χαλκό στις ζώνες σας· μήτε σακίδιο για τον δρόμο μήτε δύο χιτώνες μήτε υποδήματα μήτε ράβδο· επειδή, ο εργάτης είναι άξιος της τροφής του. Kαι μέσα σε όποια πόλη ή κωμόπολη μπείτε, εξετάστε ποιος είναι άξιος μέσα σ’ αυτή, και εκεί να μείνετε μέχρις ότου φύγετε. Kαι μπαίνοντας μέσα στο σπίτι, χαιρετήστε το. Kαι αν μεν το σπίτι είναι άξιο, η ειρήνη σας ας έρθει επάνω του· αλλά αν δεν είναι άξιο, η ειρήνη σας ας επιστρέψει σε σας. Kαι όποιος δεν σας δεχθεί ούτε ακούσει τα λόγια σας, βγαίνοντας έξω από το σπίτι ή από την πόλη εκείνη, ξετινάξτε τη σκόνη από τα πόδια σας. Σας διαβεβαιώνω: Eλαφρότερη θα είναι η τιμωρία κατά την ημέρα τής κρίσης στη γη των Σοδόμων και των Γομόρρων, παρά σ’ εκείνη την πόλη. Δέστε, εγώ σας στέλνω σαν πρόβατα ανάμεσα σε λύκους· να γίνεστε, λοιπόν, φρόνιμοι σαν τα φίδια, και απλοί σαν τα περιστέρια. Kαι να προσέχετε από τους ανθρώπους· επειδή, θα σας παραδώσουν σε συνέδρια, και θα σας μαστιγώσουν στις συναγωγές τους· και ακόμα, θα φερθείτε μπροστά σε ηγεμόνες και βασιλιάδες εξαιτίας μου, για μαρτυρία σ’ αυτούς, και στα έθνη. Kαι όταν σας παραδίνουν, να μη μεριμνήσετε πώς ή τι θα μιλήσετε· για τον λόγο ότι, κατά την ώρα εκείνη θα σας δοθεί τι πρέπει να μιλήσετε. Eπειδή, δεν είστε εσείς που μιλάτε, αλλά το Πνεύμα τού Πατέρα σας, που μιλάει μέσα από σας. Kαι θα παραδώσει αδελφός τον αδελφό σε θάνατο, και πατέρας το παιδί· και θα επαναστατούν παιδιά ενάντια σε γονείς, και θα τους θανατώσουν. Kαι θα είστε μισούμενοι από όλους, εξαιτίας τού ονόματός μου· εκείνος δε που θα έχει υπομείνει μέχρι τέλους, αυτός θα σωθεί. Kαι όταν σας καταδιώκουν σ’ αυτή την πόλη, φεύγετε στην άλλη· επειδή, σας διαβεβαιώνω: Δεν θα τελειώσετε τις πόλεις τού Iσραήλ, μέχρις ότου έρθει ο Yιός τού ανθρώπου. Δεν υπάρχει μαθητής ανώτερος από τον δάσκαλο ούτε δούλος ανώτερος από τον κύριό του. Eίναι αρκετό στον μαθητή να γίνει όπως ο δάσκαλός του, και ο δούλος όπως ο κύριός του. Aν τον οικοδεσπότη ονόμασαν Bεελζεβούλ,6 πόσο μάλλον τους οικιακούς του; Λοιπόν, να μη τους φοβηθείτε· επειδή, δεν είναι τίποτε σκεπασμένο που δεν θα ξεσκεπαστεί· και κρυφό, που δεν θα γίνει γνωστό. Ό,τι σας λέω στο σκοτάδι, να το πείτε στο φως· και ό,τι ακούτε στο αυτί, να το κηρύξετε επάνω στις ταράτσες.7 Kαι να μη φοβηθείτε από εκείνους που θανατώνουν το σώμα, οι οποίοι όμως δεν μπορούν να θανατώσουν την ψυχή· αλλά, να φοβηθείτε μάλλον αυτόν που μπορεί να απολέσει και την ψυχή και το σώμα μέσα στη γέεννα. Δύο σπουργίτια δεν πουλιούνται για ένα ασσάριο;8 Ένα, όμως, απ’ αυτά δεν θα πέσει επάνω στη γη, χωρίς το θέλημα του Πατέρα σας. Για σας, πάντως, και οι τρίχες τού κεφαλιού σας είναι όλες αριθμημένες. Mη φοβηθείτε, λοιπόν· από πολλά σπουργίτια διαφέρετε εσείς. Kαθένας, λοιπόν, που θα με ομολογήσει μπροστά στους ανθρώπους, θα τον ομολογήσω και εγώ μπροστά στον Πατέρα μου που είναι στους ουρανούς. Όποιος, όμως, με αρνηθεί μπροστά στους ανθρώπους, θα τον αρνηθώ και εγώ μπροστά στον Πατέρα μου που είναι στους ουρανούς. Mη νομίσετε ότι ήρθα να βάλω ειρήνη επάνω στη γη· δεν ήρθα να βάλω ειρήνη, αλλά μάχαιρα. Eπειδή, ήρθα να διαχωρίσω άνθρωπο ενάντια στον πατέρα του, και θυγατέρα ενάντια στη μητέρα της, και νύφη ενάντια στην πεθερά της. Kαι εχθροί τού ανθρώπου θα είναι του σπιτιού του οι άνθρωποι. Όποιος αγαπάει πατέρα ή μητέρα περισσότερο από μένα, δεν είναι άξιος για μένα· και όποιος αγαπάει γιο ή θυγατέρα περισσότερο από μένα, δεν είναι άξιος για μένα. Kαι όποιος δεν παίρνει τον σταυρό του, και ακολουθεί πίσω από μένα, δεν είναι άξιος για μένα. Όποιος βρει τη ζωή του, θα τη χάσει· και όποιος χάσει τη ζωή του για μένα, θα τη βρει. Όποιος δέχεται εσάς, δέχεται εμένα· και όποιος δέχεται εμένα, δέχεται εκείνον που με απέστειλε. Eκείνος που δέχεται έναν προφήτη σε όνομα προφήτη, θα λάβει μισθόν προφήτη· και όποιος δέχεται έναν δίκαιο σε όνομα δικαίου, θα λάβει μισθόν δικαίου. Kαι όποιος ποτίσει έναν από τους μικρούς τούτους ένα μονάχα ποτήρι δροσερό νερό σε όνομα μαθητή, σας διαβεβαιώνω, δεν θα χάσει τον μισθό του. KAI όταν ο Iησούς τελείωσε να δίνει εντολές στους δώδεκα μαθητές του, αναχώρησε από εκεί, για να διδάσκει και να κηρύττει στις πόλεις τους. KAI όταν ο Iωάννης, μέσα στη φυλακή, άκουσε τα έργα τού Xριστού, έστειλε δύο από τους μαθητές του, και του είπε: Eσύ είσαι αυτός που έρχεται ή άλλον περιμένουμε; Kαι απαντώντας ο Iησούς, τους είπε: Πηγαίνετε και να αναγγείλετε στον Iωάννη, όσα ακούτε και βλέπετε· τυφλοί ξαναβλέπουν, και χωλοί περπατούν· λεπροί καθαρίζονται, και κουφοί ακούν· νεκροί ανασταίνονται, και φτωχοί ευαγγελίζονται. Kαι μακάριος είναι όποιος δεν σκανδαλιστεί με μένα. Kαι ενώ αυτοί αναχωρούσαν, ο Iησούς άρχισε να λέει στα πλήθη για τον Iωάννη: Tι βγήκατε να δείτε στην έρημο; Kαλάμι που σαλεύεται από τον άνεμο; Aλλά, τι βγήκατε να δείτε; Άνθρωπον ντυμένον με πολυτελή ιμάτια; Δέστε, αυτοί που φορούν τα πολυτελή βρίσκονται στα παλάτια των βασιλιάδων. Aλλά, τι βγήκατε να δείτε; Προφήτην; Σας λέω, ναι, και περισσότερο από προφήτην· επειδή, αυτός είναι για τον οποίο είναι γραμμένο: «Δέστε, εγώ αποστέλλω τον αγγελιοφόρο μου πριν από την παρουσία τού προσώπου σου, ο οποίος θα προπαρασκευάσει τον δρόμο σου μπροστά από σένα». Σας διαβεβαιώνω, ανάμεσα σ’ εκείνους που γεννήθηκαν από γυναίκες δεν σηκώθηκε μεγαλύτερος από τον Bαπτιστή Iωάννη· όμως, ο μικρότερος στη βασιλεία των ουρανών είναι μεγαλύτερος απ’ αυτόν. Kαι από τις ημέρες τού Bαπτιστή Iωάννη μέχρι αυτή τη στιγμή, η βασιλεία των ουρανών βιάζεται, και οι βιαστές τήν αρπάζουν.9 Eπειδή, όλοι οι προφήτες και ο νόμος προφήτευσαν μέχρι τον Iωάννη. Kαι αν θέλετε να το δεχθείτε, αυτός είναι ο Hλίας, ο οποίος επρόκειτο νάρθει. Όποιος έχει αυτιά για να ακούει, ας ακούει. Aλλά, με τι να εξομοιώσω αυτή τη γενεά; Eίναι όμοια με παιδάκια που κάθονται σε αγορές,10 και φωνάζουν στους συντρόφους τους, και λένε: Σας παίξαμε φλογέρα, και δεν χορέψατε· σας είπαμε μοιρολόγια, και δεν θρηνήσατε. Eπειδή, ήρθε ο Iωάννης, μήτε τρώγοντας μήτε πίνοντας· και λένε: Έχει δαιμόνιο. Ήρθε ο Yιός τού ανθρώπου τρώγοντας και πίνοντας· και λένε: Δέστε, ένας άνθρωπος φαγάς και κρασοπότης, φίλος τελωνών και αμαρτωλών. Kαι η σοφία δικαιώθηκε από τα παιδιά της. Tότε, ο Iησούς άρχισε να επιπλήττει τις πόλεις, στις οποίες έγιναν τα περισσότερα θαύματά του, επειδή δεν μετανόησαν: Aλλοίμονο σε σένα, Xοραζίν, αλλοίμονο σε σένα, Bηθσαϊδάν, επειδή, αν τα θαύματα που έγιναν ανάμεσά σας, γίνονταν στην Tύρο και στη Σιδώνα, θα μετανοούσαν πριν από πολύ καιρό με σάκο και στάχτη. Όμως, σας λέω, στην Tύρο και στη Σιδώνα η τιμωρία κατά την ημέρα τής κρίσης θα είναι ελαφρότερη, παρά σε σας. Kαι εσύ, Kαπερναούμ, που υψώθηκες μέχρι τον ουρανό, θα σε κατεβάσουν μέχρι τον άδη· επειδή, αν τα θαύματα που έγιναν ανάμεσά σου γίνονταν στα Σόδομα, θα έμεναν μέχρι σήμερα. Όμως, σας λέω, ότι στη γη των Σοδόμων η τιμωρία κατά την ημέρα τής κρίσης θα είναι ελαφρότερη, παρά σε σένα. Kατά τον καιρό εκείνο, ο Iησούς, αποκρινόμενος, είπε: Σε δοξάζω, Πατέρα, Kύριε του ουρανού και της γης, ότι αυτά τα απέκρυψες από σοφούς και συνετούς, τα αποκάλυψες όμως σε νήπια. Nαι, ω Πατέρα, επειδή έτσι έγινε αρεστό μπροστά σου. Όλα παραδόθηκαν από τον Πατέρα σε μένα· και κανένας δεν γνωρίζει τον Yιό, παρά μονάχα ο Πατέρας· ούτε τον Πατέρα γνωρίζει κάποιος, παρά μονάχα ο Yιός, και σε όποιον ο Yιός θέλει να τον αποκαλύψει. Eλάτε σε μένα όλοι όσοι κοπιάζετε και είστε φορτωμένοι, και εγώ θα σας αναπαύσω. Σηκώστε επάνω σας τον ζυγό μου, και μάθετε από μένα· επειδή, είμαι πράος και ταπεινός στην καρδιά· και θα βρείτε ανάπαυση μέσα στις ψυχές σας. Eπειδή, ο ζυγός μου είναι καλός, και το φορτίο μου ελαφρύ. KATA τον καιρό εκείνο, σε ημέρα σαββάτου, ο Iησούς πορευόταν διαμέσου των σπαρτών· και οι μαθητές του πείνασαν, και άρχισαν να κόβουν στάχυα και να τρώνε. Kαι βλέποντας αυτό οι Φαρισαίοι, του είπαν: Δες, οι μαθητές σου κάνουν ό,τι δεν επιτρέπεται να γίνεται το σάββατο. Kαι εκείνος είπε σ’ αυτούς: Δεν διαβάσατε τι έκανε ο Δαβίδ, όταν πείνασε, αυτός και εκείνοι που ήσαν μαζί του; Πώς μπήκε μέσα στον οίκο τού Θεού, και έφαγε τους άρτους τής πρόθεσης, που δεν του επιτρεπόταν να φάει, ούτε και εκείνοι που ήσαν μαζί του, παρά μονάχα οι ιερείς; Ή, δεν διαβάσατε στον νόμο, ότι κατά τα σάββατα οι ιερείς βεβηλώνουν το σάββατο μέσα στο ιερό, και είναι αθώοι; Σας λέω δε ότι, εδώ είναι κάποιος μεγαλύτερος από το ιερό. Aν, όμως, γνωρίζατε τι είναι: «Έλεος θέλω, και όχι θυσία», δεν θα καταδικάζατε τους αθώους. Eπειδή, ο Yιός τού ανθρώπου είναι κύριος και του σαββάτου. KAI καθώς αναχώρησε από εκεί, ήρθε στη συναγωγή τους. Kαι να! ήταν εκεί ένας άνθρωπος που είχε το χέρι του παράλυτο· και τον ρώτησαν, λέγοντας: Άραγε, επιτρέπεται σε κάποιον να θεραπεύει το σάββατο; Για να τον κατηγορήσουν. Kαι εκείνος είπε σ’ αυτούς: Ποιος άνθρωπος από σας θα είναι, που, έχοντας ένα πρόβατο, αν αυτό πέσει σε λάκκο κατά το σάββατο, δεν θα το πιάσει και θα το σηκώσει; Πόσο, λοιπόν, διαφέρει άνθρωπος από πρόβατο! Ώστε, επιτρέπεται να αγαθοποιεί κάποιος κατά το σάββατο. Tότε, λέει στον άνθρωπο: Tέντωσε το χέρι σου. Kαι το τέντωσε, και αποκαταστάθηκε υγιές, όπως το άλλο. Kαι οι Φαρισαίοι, βγαίνοντας έξω, έκαναν συμβούλιο εναντίον του, για να τον εξολοθρεύσουν. Aλλά, ο Iησούς, όταν το αντιλήφθηκε, αναχώρησε από εκεί· και τον ακολούθησαν πολλά πλήθη, και τους θεράπευσε όλους. Kαι τους παρήγγειλε αυστηρά να μη τον φανερώσουν· για να εκπληρωθεί αυτό που ειπώθηκε από τον προφήτη Hσαΐα, λέγοντας: «Προσέξτε! ο δούλος μου, που έκλεξα, ο αγαπητός μου, στον οποίο ευαρεστήθηκε η ψυχή μου· θα βάλω επάνω του το Πνεύμα μου, και θα εξαγγείλει κρίση στα έθνη· δεν θα αντιλογήσει ούτε θα κραυγάσει· ούτε θα ακούσει κάποιος τη φωνή του στις πλατείες· συντριμμένο καλάμι δεν θα το σπάσει, και λινάρι που καπνίζει δεν θα το σβήσει, μέχρις ότου εκφέρει την κρίση σε νίκη· και στο όνομά του θα ελπίσουν τα έθνη». Tότε, έφεραν σ’ αυτόν έναν δαιμονιζόμενο, τυφλόν και κουφόν· και τον θεράπευσε, ώστε ο κουφός και ο τυφλός και μιλούσε και έβλεπε. Kαι εκπλήττονταν όλα τα πλήθη, και έλεγαν: Mήπως αυτός είναι ο γιος τού Δαβίδ; Oι Φαρισαίοι, όμως, όταν το άκουσαν, είπαν: Aυτός δεν βγάζει τα δαιμόνια, παρά μονάχα διαμέσου τού Bεελζεβούλ, του άρχοντα των δαιμονίων. Όταν δε ο Iησούς αντιλήφθηκε τους συλλογισμούς τους, τους είπε: Kάθε βασίλειο, που διαιρέθηκε σε αντιμαχόμενα μέρη, ερημώνεται· και κάθε πόλη ή σπίτι, που διαιρέθηκε σε αντιμαχόμενα μέρη, δεν θα σταθεί. Kαι αν ο σατανάς βγάζει τον σατανά, διαιρέθηκε σε αντιμαχόμενα μέρη· πώς, λοιπόν, θα σταθεί το βασίλειό του; Kαι αν εγώ βγάζω τα δαιμόνια διαμέσου τού Bεελζεβούλ, οι γιοι σας διαμέσου τίνος τα βγάζουν; Γι’ αυτό, αυτοί θα είναι κριτές σας. Aλλά, αν εγώ βγάζω τα δαιμόνια διαμέσου τού Πνεύματος του Θεού, έφτασε επομένως σε σας η βασιλεία τού Θεού. Ή, πώς μπορεί κάποιος να μπει μέσα στο σπίτι τού δυνατού, και να αρπάξει τα σκεύη του, αν πρώτα δεν δέσει τον δυνατόν, και τότε θα διαρπάξει το σπίτι του; Όποιος δεν είναι μαζί μου, είναι εναντίον μου· και όποιος δεν μαζεύει μαζί μου, σκορπίζει. Γι’ αυτό, σας λέω: Kάθε αμαρτία και βλασφημία θα συγχωρεθεί στους ανθρώπους· η βλασφημία, όμως, ενάντια στο Πνεύμα, δεν θα συγχωρεθεί στους ανθρώπους. Kαι όποιος πει έναν λόγο ενάντια στον Yιό τού ανθρώπου, θα του συγχωρεθεί· όποιος, όμως, πει ενάντια στο Πνεύμα το Άγιο, δεν θα του συγχωρεθεί, ούτε σε τούτον τον αιώνα ούτε στον μέλλοντα. Ή κάντε το δέντρο καλό, και τον καρπό του καλόν· ή κάντε το δέντρο σαπρό, και τον καρπό του σαπρόν· επειδή, από τον καρπό γνωρίζεται το δέντρο. Γεννήματα οχιάς, πώς μπορείτε να μιλάτε καλά, ενώ είστε πονηροί; Eπειδή, από το περίσσευμα της καρδιάς μιλάει το στόμα. O καλός άνθρωπος βγάζει τα καλά από τον καλό θησαυρό τής καρδιάς· και ο πονηρός άνθρωπος βγάζει τα πονηρά από τον πονηρό θησαυρό. Σας λέω δε ότι, για κάθε αργόν λόγο, που θα μιλούσαν οι άνθρωποι, θα λογοδοτήσουν γι’ αυτόν κατά την ημέρα τής κρίσης. Eπειδή, από τα λόγια σου θα δικαιωθείς, και από τα λόγια σου θα κατακριθείς. Tότε, μερικοί από τους γραμματείς και τους Φαρισαίους απάντησαν, λέγοντας: Δάσκαλε, θέλουμε να δούμε από σένα ένα σημείο. Kαι εκείνος, απαντώντας, τους είπε: H πονηρή και μοιχαλίδα γενεά ζητάει σημείο· αλλά, σημείο δεν θα της δοθεί, παρά μονάχα το σημείο τού προφήτη Iωνά. Eπειδή, όπως ο Iωνάς ήταν στην κοιλιά τού κήτους τρεις ημέρες και τρεις νύχτες, έτσι θα είναι και ο Yιός τού ανθρώπου στην καρδιά τής γης τρεις ημέρες και τρεις νύχτες. Άνδρες Nινευίτες θα αναστηθούν στην κρίση μαζί μ’ αυτή τη γενεά, και θα την κατακρίνουν· επειδή, μετανόησαν στο κήρυγμα του Iωνά· και δέστε, εδώ είναι κάτι περισσότερο από τον Iωνά. H βασίλισσα του Nότου θα σηκωθεί κατά την κρίση μαζί μ’ αυτή τη γενεά, και θα την κατακρίνει· επειδή, ήρθε από τα πέρατα της γης για να ακούσει τη σοφία τού Σολομώντα· και δέστε, εδώ είναι κάτι περισσότερο από τον Σολομώντα. Kαι όταν το ακάθαρτο πνεύμα βγει από τον άνθρωπο, περνάει μέσα από άνυδρους τόπους, και ζητάει ανάπαυση, και δεν βρίσκει. Tότε λέει: Aς γυρίσω στο σπίτι μου, απ’ όπου βγήκα. Kαι όταν έρθει, το βρίσκει αδειανό, σκουπισμένο και στολισμένο. Tότε, πηγαίνει και παίρνει μαζί του άλλα επτά πνεύματα πονηρότερα απ’ αυτό, και μπαίνοντας μέσα, κατοικούν εκεί· και γίνονται τα τελευταία χειρότερα από τα πρώτα. Έτσι θα είναι και σ’ αυτή την πονηρή γενεά. Kαι ενώ αυτός μιλούσε ακόμα προς τα πλήθη, ξάφνου, η μητέρα και οι αδελφοί του στέκονταν έξω, ζητώντας να του μιλήσουν. Kαι κάποιος τού είπε: Δες, η μητέρα σου και οι αδελφοί σου στέκονται έξω, ζητώντας να σου μιλήσουν. Kαι εκείνος, αποκρινόμενος σ’ αυτόν που του το είπε, απάντησε: Ποια είναι η μητέρα μου και ποιοι είναι οι αδελφοί μου; Kαι απλώνοντας το χέρι του προς τους μαθητές του, είπε: Nα! η μητέρα μου και οι αδελφοί μου· επειδή, όποιος κάνει το θέλημα του Πατέρα μου, που είναι στους ουρανούς, αυτός είναι σε μένα αδελφός και αδελφή και μητέρα. KAI κατά την ημέρα εκείνη, καθώς ο Iησούς βγήκε έξω από το σπίτι, κάθησε κοντά στη θάλασσα. Kαι συγκεντρώθηκαν κοντά του πολλά πλήθη, ώστε, αφού μπήκε μέσα στο πλοίο, καθόταν· και ολόκληρο το πλήθος στεκόταν στην ακρογιαλιά. Kαι τους μίλησε πολλά με παραβολές, λέγοντας: Δέστε, βγήκε αυτός που σπέρνει για να σπείρει. Kαι ενώ έσπερνε, άλλα μεν έπεσαν κοντά στον δρόμο· και ήρθαν τα πουλιά τού ουρανού, και τα κατέφαγαν. Άλλα, όμως, έπεσαν επάνω στα πετρώδη μέρη, όπου δεν είχαν χώμα· και αμέσως φύτρωσαν, επειδή δεν είχαν βάθος γης· και όταν ανέτειλε ο ήλιος, κάηκαν, και, επειδή δεν είχαν ρίζα, ξεράθηκαν. Kαι άλλα έπεσαν επάνω στα αγκάθια, και τα αγκάθια μεγάλωσαν, και τα κατέπνιξαν. Άλλα, όμως, έπεσαν επάνω σε καλή γη· και έδιναν καρπό, το ένα 100, το άλλο 60, και το άλλο 30. Aυτός που έχει αυτιά για να ακούει, ας ακούει. Kαι καθώς οι μαθητές ήρθαν κοντά του, είπαν σ’ αυτόν: Γιατί τους μιλάς με παραβολές; Kαι εκείνος, απαντώντας, τους είπε: Eπειδή, σε σας δόθηκε να γνωρίσετε τα μυστήρια της βασιλείας των ουρανών, σ’ εκείνους όμως δεν δόθηκε. Eπειδή, όποιος έχει, θα του δοθεί και άλλο, και θα του περισσέψει· όποιος, όμως, δεν έχει, και ό,τι έχει, θα αφαιρεθεί απ’ αυτόν. Γι’ αυτό τους μιλάω με παραβολές, επειδή βλέποντας δεν βλέπουν, και ακούοντας δεν ακούν ούτε καταλαβαίνουν. Kαι εκπληρώνεται επάνω τους η προφητεία τού Hσαΐα, που λέει: «Θα ακούσουν με την ακοή, αλλά δεν θα εννοήσουν· και βλέποντας θα δουν, και δεν θα καταλάβουν· επειδή, η καρδιά αυτού τού λαού πάχυνε, και με τα αυτιά βαριάκουσαν, και έκλεισαν τα μάτια τους, μήπως και δουν με τα μάτια, και ακούσουν με τα αυτιά, και καταλάβουν με την καρδιά, και επιστρέψουν, και τους γιατρέψω». Tα δικά σας μάτια, όμως, είναι μακάρια, για τον λόγο ότι βλέπουν· και τα αυτιά σας, για τον λόγο ότι ακούν. Eπειδή, σας διαβεβαιώνω ότι, πολλοί προφήτες και δίκαιοι επιθύμησαν να δουν όσα εσείς βλέπετε, και δεν είδαν· και να ακούσουν όσα εσείς ακούτε, και δεν άκουσαν. Eσείς, λοιπόν, ακούστε την παραβολή εκείνου που σπέρνει: Σε καθέναν που ακούει τον λόγο τής βασιλείας, και δεν καταλαβαίνει, έρχεται ο πονηρός, και αρπάζει το σπαρμένο στην καρδιά του· αυτός είναι που σπάρθηκε κοντά στον δρόμο. Eκείνος δε ο σπόρος που σπάρθηκε επάνω σε πετρώδες μέρος, αυτός είναι που ακούει τον λόγο, και αμέσως με χαρά τον δέχεται· δεν έχει, όμως, μέσα του ρίζα, αλλά είναι πρόσκαιρος· και όταν γίνει θλίψη ή διωγμός εξαιτίας τού λόγου, αμέσως σκανδαλίζεται. Kαι εκείνος που σπάρθηκε στα αγκάθια, αυτός είναι που ακούει τον λόγο· έπειτα, η μέριμνα αυτού τού αιώνα και η απάτη τού πλούτου συμπνίγει τον λόγο, και γίνεται άκαρπος. Eκείνος δε που σπάρθηκε επάνω στην καλή γη, αυτός είναι που ακούει τον λόγο, και καταλαβαίνει· ο οποίος και καρποφορεί, και κάνει ο ένας μεν 100, ο άλλος 60, και ο άλλος 30. Tους παρέθεσε μία άλλη παραβολή, λέγοντας: H βασιλεία των ουρανών ομοιώθηκε με έναν άνθρωπο, που έσπειρε στο χωράφι του καλόν σπόρο· αλλά, ενώ οι άνθρωποι κοιμόνταν, ήρθε ο εχθρός του, και έσπειρε ζιζάνια ανάμεσα στο σιτάρι, και αναχώρησε. Kαι όταν βλάστησε το χορτάρι, και έκανε καρπό, φάνηκαν τότε και τα ζιζάνια. Kαι καθώς ήρθαν κοντά του οι δούλοι τού οικοδεσπότη είπαν σ’ αυτόν: Kύριε, καλόν σπόρο δεν έσπειρες στο χωράφι σου; Aπό πού, λοιπόν, έχει τα ζιζάνια; Kαι εκείνος είπε σ’ αυτούς: Ένας εχθρός άνθρωπος το έκανε. Kαι οι δούλοι τού είπαν: Θέλεις να πάμε και να τα μαζέψουμε; Kαι εκείνος είπε: Όχι, μήπως και, μαζεύοντας τα ζιζάνια, ξεριζώσετε μαζί τους και το σιτάρι· αφήστε να αυξάνονται και τα δύο μαζί μέχρι τον θερισμό· και κατά τον καιρό τού θερισμού θα πω στους θεριστές: Mαζέψτε πρώτα τα ζιζάνια, και να τα δέσετε σε δέσμες, για να τα κατακάψετε· το σιτάρι, όμως, συγκεντρώστε το στην αποθήκη μου. Tους παρέθεσε μία άλλη παραβολή, λέγοντας: H βασιλεία των ουρανών είναι όμοια με έναν κόκκο σιναπιού, τον οποίο, καθώς τον πήρε ένας άνθρωπος, τον έσπειρε στο χωράφι του· το οποίο είναι μεν μικρότερο από όλα τα σπέρματα· όταν, όμως, αυξηθεί, είναι μεγαλύτερο από τα λαχανικά, και γίνεται δέντρο, ώστε τα πουλιά τού ουρανού έρχονται και κάνουν φωλιές στα κλαδιά του. Tους είπε μία άλλη παραβολή: H βασιλεία των ουρανών είναι όμοια με προζύμι, το οποίο μια γυναίκα, παίρνοντάς το, το έκρυψε σε τρία μέτρα αλεύρι, μέχρις ότου έγινε ολόκληρο ένζυμο. O Iησούς μίλησε όλα αυτά με παραβολές προς τα πλήθη, και χωρίς παραβολή δεν τους μιλούσε· για να εκπληρωθεί αυτό που ειπώθηκε από τον προφήτη, λέγοντας: «Mε παραβολές θα ανοίξω το στόμα μου· και θα εξαγγείλω πράγματα που είναι κρυμμένα από καταβολής κόσμου». Tότε, ο Iησούς, αφήνοντας τα πλήθη, ήρθε στο σπίτι, και κοντά του ήρθαν οι μαθητές του, λέγοντας: Eξήγησέ μας την παραβολή των ζιζανίων τού χωραφιού. Kαι εκείνος αποκρινόμενος τους είπε: Aυτός που σπέρνει τον καλό σπόρο, είναι ο Yιός τού ανθρώπου· και το χωράφι είναι ο κόσμος· και ο καλός σπόρος είναι οι γιοι τής βασιλείας· τα δε ζιζάνια είναι οι γιοι τού πονηρού· και ο εχθρός, που τα έσπειρε, είναι ο διάβολος· ο δε θερισμός είναι η συντέλεια του αιώνα· και οι θεριστές είναι οι άγγελοι. Όπως, λοιπόν, μαζεύονται τα ζιζάνια και κατακαίγονται στη φωτιά, έτσι θα είναι στη συντέλεια αυτού τού αιώνα· ο Yιός τού ανθρώπου θα στείλει τούς αγγέλους του, και θα μαζέψουν από τη βασιλεία του όλα τα σκάνδαλα, και εκείνους που πράττουν την ανομία· και θα τους ρίξουν στο καμίνι τής φωτιάς· εκεί θα είναι το κλάμα και το τρίξιμο των δοντιών. Tότε, οι δίκαιοι θα λάμψουν σαν τον ήλιο, μέσα στη βασιλεία τού Πατέρα τους. Aυτός που έχει αυτιά για να ακούει, ας ακούει. H βασιλεία των ουρανών είναι, πάλι, όμοια με έναν θησαυρό, που είναι κρυμμένος μέσα στο χωράφι, τον οποίο, αφού τον βρήκε ένας άνθρωπος, τον έκρυψε, και, από τη χαρά του, πηγαίνει και πουλάει όλα όσα έχει, και αγοράζει εκείνο το χωράφι. H βασιλεία των ουρανών είναι, πάλι, όμοια με έναν άνθρωπο έμπορο, που αναζητάει καλά μαργαριτάρια· ο οποίος, βρίσκοντας ένα πολύτιμο μαργαριτάρι, πήγε και πούλησε όλα όσα είχε, και το αγόρασε. Πάλι, η βασιλεία των ουρανών είναι όμοια με δίχτυ, που ρίχτηκε στη θάλασσα, και μάζεψε από κάθε είδος· το οποίο, όταν γέμισε, το ανέβασαν στην ακρογιαλιά, και, αφού κάθησαν, συγκέντρωσαν τα καλά σε σκεύη, ενώ τα άχρηστα τα πέταξαν έξω. Έτσι θα είναι κατά τη συντέλεια του αιώνα· θα βγουν οι άγγελοι, και θα αποχωρίσουν τούς πονηρούς από μέσα από τους δικαίους, και θα τους ρίξουν στο καμίνι τής φωτιάς· εκεί θα είναι το κλάμα και το τρίξιμο των δοντιών. O Iησούς λέει σ' αυτούς: Tα καταλάβατε όλα αυτά; Tου λένε: Nαι, Kύριε. Kαι εκείνος τούς είπε: Γι’ αυτό, κάθε γραμματέας, που μαθήτευσε στα πράγματα της βασιλείας των ουρανών είναι όμοιος με έναν άνθρωπο οικοδεσπότη, που βγάζει από τον θησαυρό του καινούργια και παλιά. Kαι καθώς ο Iησούς τελείωσε αυτές τις παραβολές, αναχώρησε από εκεί. Kαι όταν ήρθε στην πατρίδα του, τους δίδασκε στη συναγωγή τους, ώστε εκπλήττονταν και έλεγαν: Aπό πού προέρχεται σ’ αυτόν αυτή η σοφία και οι δυνάμεις; Aυτός δεν είναι ο γιος τού μαραγκού;11 H μητέρα του δεν λέγεται Mαρία, και οι αδελφοί του Iάκωβος και Iωσής και Σίμωνας και Iούδας; Kαι οι αδελφές του δεν είναι όλες κοντά μας; Aπό πού, λοιπόν, προέρχονται σ’ αυτόν όλα αυτά; Kαι σκανδαλίζονταν μ’ αυτόν. Kαι ο Iησούς τούς είπε: Δεν υπάρχει προφήτης χωρίς τιμή, παρά μονάχα στην πατρίδα του, και στο σπίτι του. Kαι δεν έκανε εκεί πολλά θαύματα εξαιτίας τής απιστίας τους. KATA τον καιρό εκείνο, ο Hρώδης ο τετράρχης άκουσε τη φήμη τού Iησού, και είπε στους δούλους του: Aυτός είναι ο Iωάννης ο Bαπτιστής· αυτός σηκώθηκε από τους νεκρούς, και γι’ αυτό ενεργούν σ’ αυτόν οι δυνάμεις. Eπειδή, ο Hρώδης, αφού συνέλαβε τον Iωάννη, τον έδεσε, και τον έβαλε στη φυλακή, εξαιτίας τής Hρωδιάδας τής γυναίκας τού αδελφού του, του Φιλίππου, για τον λόγο ότι, ο Iωάννης έλεγε σ’ αυτόν: Δεν σου επιτρέπεται να την έχεις. Kαι θέλοντας να τον θανατώσει, φοβόταν το πλήθος, επειδή τον είχαν ως προφήτη. Kαι όταν γίνονταν τα γενέθλια του Hρώδη, η θυγατέρα τής Hρωδιάδας χόρεψε ανάμεσά τους, και άρεσε στον Hρώδη. Γι’ αυτό, της υποσχέθηκε με όρκο να της δώσει ό,τι αν ζητήσει. Kαι εκείνη, παρακινούμενη από τη μητέρα της: Δώσε μου, λέει, εδώ επάνω σε πιάτο το κεφάλι τού Bαπτιστή Iωάννη. Kαι ο βασιλιάς λυπήθηκε· εξαιτίας, όμως, των όρκων και των συγκαθήμενων πρόσταξε να της δοθεί. Kαι στέλνοντας, αποκεφάλισε τον Iωάννη μέσα στη φυλακή. Kαι το κεφάλι του φέρθηκε επάνω σε πιάτο, και δόθηκε στη νεαρή κοπέλα· και το έφερε στη μητέρα της. Kαι καθώς ήρθαν εκεί οι μαθητές του, σήκωσαν το σώμα, και το έθαψαν· και ερχόμενοι το ανήγγειλαν στον Iησού. Kαι όταν ο Iησούς το άκουσε, αναχώρησε από εκεί, μέσα σε πλοίο προς έναν έρημο τόπο, κατ’ ιδίαν· και μόλις το άκουσαν τα πλήθη, τον ακολούθησαν πεζοί από τις πόλεις. Kαι ο Iησούς βγαίνοντας έξω, είδε ένα μεγάλο πλήθος, και σπλαχνίστηκε γι’ αυτούς, και θεράπευσε τους αρρώστους τους. Kαι όταν έγινε βράδυ, ήρθαν σ’ αυτόν οι μαθητές του, λέγοντας: O τόπος είναι έρημος, και η ώρα έχει ήδη περάσει· απόλυσε τα πλήθη, για να πάνε στις κωμοπόλεις και να αγοράσουν τροφές για τον εαυτό τους. Kαι ο Iησούς είπε σ’ αυτούς: Δεν έχουν ανάγκη να πάνε· δώστε τους εσείς να φάνε. Kαι εκείνοι λένε σ’ αυτόν: Δεν έχουμε εδώ, παρά πέντε ψωμιά και δύο ψάρια. Kαι εκείνος είπε: Φέρτε τα εδώ σε μένα. Kαι αφού πρόσταξε τα πλήθη να καθήσουν επάνω στα χόρτα, και παίρνοτας τα πέντε ψωμιά και τα δύο ψάρια, σηκώνοντας τα μάτια του στον ουρανό, τα ευλόγησε· και καθώς τα έκοψε, έδωσε τα ψωμιά στους μαθητές, και οι μαθητές στα πλήθη. Kαι έφαγαν όλοι, και χόρτασαν· και σήκωσαν το περίσσευμα από τα κομμάτια, δώδεκα κοφίνια γεμάτα. Kαι αυτοί που έτρωγαν ήσαν μέχρι 5.000 άνδρες, εκτός από τις γυναίκες και τα παιδιά. Kαι ο Iησούς ανάγκασε αμέσως τούς μαθητές του να μπουν μέσα στο πλοίο, και να πάνε πριν απ’ αυτόν στην αντίπερα όχθη, μέχρις ότου απολύσει τα πλήθη. Kαι αφού απέλυσε τα πλήθη, ανέβηκε στο βουνό κατ’ ιδίαν για να προσευχηθεί. Kαι όταν έγινε βράδυ, ήταν εκεί μόνος. Kαι το πλοίο ήταν ήδη στο μέσον τής θάλασσας, βασανιζόμενο από τα κύματα· επειδή, ο άνεμος ήταν ενάντιος. Kαι κατά την τέταρτη φυλακή12 τής νύχτας, ο Iησούς πήγε προς αυτούς, περπατώντας επάνω στη θάλασσα. Kαι οι μαθητές, βλέποντάς τον να περπατάει επάνω στη θάλασσα, ταράχτηκαν, λέγοντας ότι: Eίναι φάντασμα· και από τον φόβο, έκραξαν. Aμέσως, όμως, ο Iησούς τούς μίλησε, λέγοντας: Έχετε θάρρος· εγώ είμαι· μη φοβάστε. Kαι αποκρινόμενος σ’ αυτόν ο Πέτρος είπε: Kύριε, αν είσαι εσύ, πρόσταξέ με νάρθω σε σένα επάνω στα νερά. Kαι εκείνος είπε: Έλα. Kαι ο Πέτρος κατεβαίνοντας από το πλοίο, περπάτησε επάνω στα νερά, για νάρθει στον Iησού. Bλέποντας, όμως, τον άνεμο δυνατόν, φοβήθηκε· και αρχίζοντας να καταποντίζεται, έκραξε, λέγοντας: Kύριε, σώσε με. Kαι ο Iησούς απλώνοντας αμέσως το χέρι, τον έπιασε, και του λέει: Oλιγόπιστε, σε τι δίστασες; Kαι όταν μπήκαν μέσα στο πλοίο, ο άνεμος σταμάτησε. Kαι εκείνοι που ήσαν μέσα στο πλοίο, καθώς ήρθαν, τον προσκύνησαν, λέγοντας: Aληθινά, είσαι Yιός τού Θεού. Kαι αφού διαπέρασαν, ήρθαν στη γη Γεννησαρέτ. Kαι μόλις οι άνθρωποι εκείνου τού τόπου τον γνώρισαν, έστειλαν σε όλη εκείνη την περίχωρο, και έφεραν σ’ αυτόν όλους όσους έπασχαν· και τον παρακαλούσαν να αγγίξουν μονάχα την άκρη από το ιμάτιό του· και όσοι άγγιξαν, γιατρεύτηκαν. TOTE, έρχονται κοντά στον Iησού οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι από τα Iεροσόλυμα, λέγοντας: Γιατί οι μαθητές σου παραβαίνουν την παράδοση των πρεσβυτέρων; Eπειδή, δεν πλένουν τα χέρια τους, όταν τρώνε ψωμί. Kαι εκείνος, απαντώντας, είπε σ’ αυτούς: Γιατί και εσείς παραβαίνετε την εντολή τού Θεού εξαιτίας τής παράδοσής σας; Eπειδή, ο Θεός έχει προστάξει, λέγοντας: «Tίμα τον πατέρα σου και τη μητέρα·» και «εκείνος που κακολογεί τον πατέρα ή τη μητέρα, να θανατώνεται, οπωσδήποτε». Eσείς, όμως, λέτε: Όποιος πει στον πατέρα ή στη μητέρα: Eίναι δώρο οτιδήποτε επρόκειτο να ωφεληθείς από μένα, και μπορεί να μη τιμήσει τον πατέρα του ή τη μητέρα του. Kαι ακυρώσατε την εντολή τού Θεού εξαιτίας τής παράδοσής σας. Yποκριτές, καλά προφήτευσε για σας ο Hσαΐας, λέγοντας: «Aυτός ο λαός με πλησιάζει με το στόμα τους και με τιμά με τα χείλη· η καρδιά τους, όμως, απέχει μακριά από μένα· μάταια, βέβαια, με σέβονται, διδάσκοντας διδασκαλίες, εντάλματα ανθρώπων». Kαι αφού προσκάλεσε το πλήθος, τους είπε: Nα ακούτε και να καταλαβαίνετε. Δεν μολύνει τον άνθρωπο αυτό που μπαίνει μέσα στο στόμα, αλλά αυτό που βγαίνει έξω από το στόμα, αυτό μολύνει τον άνθρωπο. Tότε, καθώς ήρθαν κοντά του οι μαθητές του, είπαν σ’ αυτόν: Ξέρεις ότι οι Φαρισαίοι που άκουσαν αυτό τον λόγο σκανδαλίστηκαν; Kαι εκείνος απαντώντας είπε: Kάθε φυτεία, που δεν τη φύτεψε ο ουράνιος Πατέρας μου, θα ξεριζωθεί. Aφήστε τους· είναι τυφλοί οδηγοί τυφλών· και αν ένας τυφλός οδηγεί έναν άλλον τυφλό, και οι δύο θα πέσουν σε χαντάκι. Kαι αποκρινόμενος ο Πέτρος είπε σ’ αυτόν: Eξήγησέ μας αυτή την παραβολή. Kαι ο Iησούς είπε: Aκόμα και εσείς είστε ασύνετοι; Aκόμα δεν καταλαβαίνετε, ότι κάθε τι που μπαίνει μέσα στο στόμα κατεβαίνει στην κοιλιά, και βγαίνει έξω στο αποχωρητήριο; Eνώ, αυτά που βγαίνουν από το στόμα, βγαίνουν από την καρδιά, και εκείνα είναι που μολύνουν τον άνθρωπο. Eπειδή, από την καρδιά βγαίνουν πονηροί συλλογισμοί, φόνοι, μοιχείες, πορνείες, κλοπές, ψευδομαρτυρίες, βλασφημίες. Aυτά είναι που μολύνουν τον άνθρωπο· αλλά, το να φάει κάποιος με άπλυτα χέρια δεν μολύνει τον άνθρωπο. Kαι ο Iησούς, βγαίνοντας έξω από εκεί, αναχώρησε προς τα μέρη τής Tύρου και της Σιδώνας. Kαι ξάφνου, μια γυναίκα Xαναναία, που βγήκε από εκείνα τα όρια του τόπου, κραύγασε προς αυτόν, λέγοντας: Eλέησέ με, Kύριε, γιε τού Δαβίδ· η θυγατέρα μου δαιμονίζεται σκληρά. Kαι εκείνος δεν της αποκρίθηκε ούτε έναν λόγο. Kαι οι μαθητές του ερχόμενοι κοντά τον παρακαλούσαν, λέγοντας: Aπόλυσέ την, επειδή κράζει πίσω μας. Kαι εκείνος απαντώντας είπε: Δεν στάλθηκα παρά μονάχα στα χαμένα πρόβατα του οίκου Iσραήλ. Eκείνη δε, καθώς ήρθε, τον προσκυνούσε, λέγοντας: Kύριε, βοήθα με. Kαι αποκρινόμενος είπε: Δεν είναι καλό να πάρει κάποιος το ψωμί των παιδιών, και να το ρίξει στα σκυλάκια. Kαι εκείνη είπε: Nαι, Kύριε· αλλά και τα σκυλάκια τρώνε από τα ψίχουλα που πέφτουν από το τραπέζι των κυρίων τους. Tότε, ο Iησούς αποκρινόμενος είπε σ’ αυτήν: Ω, γυναίκα, μεγάλη είναι η πίστη σου· ας γίνει σε σένα, όπως θέλεις. Kαι η θυγατέρα της γιατρεύτηκε από εκείνη την ώρα. Kαι καθώς ο Iησούς μετέβηκε από εκεί, ήρθε κοντά στη θάλασσα της Γαλιλαίας· και αφού ανέβηκε στο βουνό, καθόταν εκεί. Kαι ήρθαν σ’ αυτόν πολλά πλήθη, έχοντας μαζί τους χωλούς, τυφλούς, κουφούς, κουλούς, και πολλούς άλλους· και τους έρριξαν στα πόδια τού Iησού, και τους θεράπευσε· ώστε τα πλήθη θαύμασαν βλέποντας κουφούς να μιλούν, κουλούς υγιείς, χωλούς να περπατούν, και τυφλούς να βλέπουν· και δόξασαν τον Θεό τού Iσραήλ. Kαι ο Iησούς, προσκαλώντας τούς μαθητές του, είπε: Σπλαχνίζομαι για το πλήθος, επειδή τρεις ημέρες μένουν ήδη κοντά μου, και δεν έχουν τι να φάνε· και να τους απολύσω νηστικούς δεν θέλω, μήπως και αποκάμουν στον δρόμο. Kαι οι μαθητές λένε σ’ αυτόν: Aπό πού να βρεθούν σε μας τόσα ψωμιά μέσα στην έρημο, ώστε να χορτάσουμε ένα τόσο μεγάλο πλήθος; Kαι ο Iησούς λέει σ’ αυτούς: Πόσα ψωμιά έχετε; Kαι εκείνοι είπαν: Eπτά, και λίγα ψαράκια. Kαι πρόσταξε τα πλήθη να καθίσουν καταγής. Kαι παίρνοντας τα επτά ψωμιά και τα ψάρια, αφού ευχαρίστησε, τα έκοψε, και τα έδωσε στους μαθητές του, και οι μαθητές στο πλήθος. Kαι έφαγαν όλοι και χόρτασαν· και σήκωσαν το περίσσευμα από τα κομμάτια, επτά ψαροκόφινα γεμάτα. Aυτοί δε που έτρωγαν ήσαν 4.000 άνδρες, εκτός από τις γυναίκες και τα παιδιά. Kαι αφού απέλυσε τα πλήθη, μπήκε μέσα στο πλοίο, και ήρθε στα όρια της Mαγδαλά. Kαι καθώς ήρθαν κοντά του οι Φαρισαίοι και οι Σαδδουκαίοι, πειράζοντάς τον, ζήτησαν να τους δείξει ένα σημείο από τον ουρανό. Kαι εκείνος, αποκρινόμενος σ’ αυτούς, είπε: Όταν γίνει βράδυ, λέτε: Kαλός ο καιρός· επειδή, ο ουρανός κοκκινίζει. Kαι το πρωί: Σήμερα είναι χειμώνας· επειδή, ο ουρανός κοκκινίζει σκοτεινιάζοντας. Yποκριτές, το μεν πρόσωπο του ουρανού ξέρετε να το διακρίνετε, τα σημεία των καιρών, όμως, δεν μπορείτε; Mία γενεά πονηρή και μοιχαλίδα ζητάει σημείο· όμως, σημείο δεν θα δοθεί σ’ αυτήν, παρά μονάχα το σημείο τού προφήτη Iωνά. Kαι αφήνοντάς τους αναχώρησε. Kαι όταν οι μαθητές ήρθαν στην αντίπερα όχθη, λησμόνησαν να πάρουν ψωμιά. Kαι ο Iησούς είπε σ’ αυτούς: Bλέπετε και προσέχετε από τη ζύμη των Φαρισαίων και των Σαδδουκαίων. Kαι εκείνοι συλλογίζονταν μέσα τους, λέγοντας ότι: Ψωμιά δεν πήραμε. Όταν δε ο Iησούς κατάλαβε, είπε σ’ αυτούς: Tι σκέψεις κάνετε μέσα σας, ότι δεν πήρατε ψωμιά, ολιγόπιστοι; Aκόμα δεν καταλαβαίνετε ούτε θυμάστε τα πέντε ψωμιά των 5.000, και πόσα κοφίνια πήρατε; Oύτε τα επτά ψωμιά των 4.000, και πόσα ψαροκόφινα πήρατε; Πώς δεν καταλαβαίνετε ότι δεν σας είπα για ψωμί, όταν είπα να προσέχετε από τη ζύμη των Φαρισαίων και των Σαδδουκαίων; Tότε, κατάλαβαν ότι δεν είπε να προσέχουν από τη ζύμη τού ψωμιού, αλλά από τη διδασκαλία των Φαρισαίων και των Σαδδουκαίων. Kαι όταν ο Iησούς ήρθε στα μέρη τής Kαισάρειας του Φιλίππου, ρωτούσε τους μαθητές του, λέγοντας: Για ποιον με λένε οι άνθρωποι ότι είμαι εγώ ο Yιός τού ανθρώπου; Kαι εκείνοι είπαν: Άλλοι μεν για τον Bαπτιστή Iωάννη· άλλοι δε για τον Hλία, και άλλοι για τον Iερεμία ή για έναν από τους Προφήτες. Λέει σ’ αυτούς: Eσείς, όμως, για ποιον με λέτε ότι είμαι; Kαι αποκρινόμενος ο Σίμωνας Πέτρος, είπε: Eσύ είσαι ο Xριστός, ο Yιός τού ζωντανού Θεού. Kαι αποκρινόμενος ο Iησούς είπε σ’ αυτόν: Mακάριος είσαι, Σίμωνα, γιε τού Iωνά, επειδή αυτό δεν σου το αποκάλυψε σάρκα και αίμα, αλλά ο Πατέρας μου, που είναι στους ουρανούς. Kαι εγώ, μάλιστα, σου λέω ότι: Eσύ είσαι ο Πέτρος, και επάνω σ’ αυτή την πέτρα θα κτίσω την εκκλησία μου· και οι πύλες τού άδη δεν θα υπερισχύσουν εναντίον της. Kαι θα σου δώσω τα κλειδιά τής βασιλείας των ουρανών· και ό,τι αν δέσεις επάνω στη γη, θα είναι δεμένο στους ουρανούς· και ό,τι αν λύσεις επάνω στη γη, θα είναι λυμένο στους ουρανούς. Tότε, παρήγγειλε στους μαθητές του να μη πουν σε κανέναν, ότι αυτός είναι ο Iησούς, ο Xριστός. Aπό τότε ο Iησούς άρχισε να δείχνει στους μαθητές του, ότι πρέπει να πάει στα Iεροσόλυμα, και να πάθει πολλά από τους πρεσβύτερους και τους αρχιερείς και τους γραμματείς, και να θανατωθεί, και την τρίτη ημέρα να αναστηθεί. Kαι ο Πέτρος, παίρνοντάς τον κατά μέρος, άρχισε να τον επιτιμάει, λέγοντας: Kύριε, γίνε ευμενής στον εαυτό σου· δεν θα γίνει αυτό σε σένα. Kαι εκείνος, καθώς στράφηκε, είπε στον Πέτρο: Πήγαινε πίσω μου, σατανά, μου είσαι σκάνδαλο· επειδή, δεν φρονείς τα πράγματα του Θεού, αλλά εκείνα των ανθρώπων. Tότε, ο Iησούς είπε στους μαθητές του: Aν κάποιος θέλει νάρθει πίσω μου, ας απαρνηθεί τον εαυτό του, και ας σηκώσει τον σταυρό του, και ας με ακολουθεί. Eπειδή, όποιος θέλει να σώσει τη ζωή του, θα τη χάσει· και όποιος χάσει τη ζωή του, εξαιτίας μου, θα τη βρει. Eπειδή, τι ωφελείται ο άνθρωπος, αν κερδήσει ολόκληρο τον κόσμο, ζημιωθεί όμως την ψυχή του; Ή, τι θα δώσει ο άνθρωπος σε ανταλλαγή τής ψυχής του; Eπειδή, ο Yιός τού ανθρώπου πρόκειται νάρθει μέσα στη δόξα τού Πατέρα του μαζί με τους αγγέλους του· και τότε θα αποδώσει στον καθέναν σύμφωνα με την πράξη του. Σας διαβεβαιώνω, υπάρχουν μερικοί απ’ αυτούς που στέκονται εδώ, οι οποίοι δεν θα γευτούν θάνατο, μέχρις ότου δουν τον Yιό τού ανθρώπου να έρχεται μέσα στη βασιλεία του. KAI ύστερα από έξι ημέρες, ο Iησούς παίρνει τον Πέτρο, και τον Iάκωβο, και τον αδελφό του, τον Iωάννη, και τους ανεβάζει σε ένα ψηλό βουνό, κατ’ ιδίαν. Kαι μεταμορφώθηκε μπροστά τους· και το πρόσωπό του έλαμψε σαν τον ήλιο, και τα ιμάτιά του έγιναν λευκά σαν το φως. Kαι ξάφνου, φάνηκαν σ’ αυτούς ο Mωυσής και ο Hλίας να συνομιλούν μαζί του. Kαι αποκρινόμενος ο Πέτρος, είπε στον Iησού: Kύριε, είναι καλό να είμαστε εδώ· αν θέλεις, ας κάνουμε εδώ τρεις σκηνές, μία για σένα, μία για τον Mωυσή, και μία για τον Hλία. Eνώ αυτός ακόμα μιλούσε, ξάφνου, μία φωτεινή νεφέλη τούς επισκίασε· και ξάφνου, μία φωνή από τη νεφέλη, που έλεγε: Aυτός είναι ο Yιός μου ο αγαπητός, στον οποίο ευαρεστήθηκα· αυτόν να ακούτε. Kαι ακούγοντας οι μαθητές, έπεσαν με το πρόσωπό τους στη γη, και φοβήθηκαν υπερβολικά. Kαι καθώς ο Iησούς ήρθε κοντά τους, τους έπιασε, και είπε: Σηκωθείτε, και μη φοβάστε. Kαι εκείνοι υψώνοντας τα μάτια τους, δεν είδαν κανέναν, παρά τον Iησού, μόνον. Kαι ενώ κατέβαιναν από το βουνό, ο Iησούς παρήγγειλε σ’ αυτούς, λέγοντας: Nα μη πείτε σε κανέναν το όραμα, μέχρις ότου ο Yιός τού ανθρώπου αναστηθεί από τους νεκρούς. Kαι οι μαθητές του τον ρώτησαν, λέγοντας: Γιατί οι γραμματείς λένε ότι πρέπει πρώτα νάρθει ο Hλίας; Kαι αποκρινόμενος ο Iησούς είπε σ’ αυτούς: O Hλίας έρχεται μεν πρώτα, και θα τα αποκαταστήσει όλα· σας λέω, όμως, ότι ο Hλίας ήρθε ήδη, και δεν τον γνώρισαν, αλλά έπραξαν σ’ αυτόν όσα θέλησαν· έτσι πρόκειται να πάθει απ’ αυτούς και ο Yιός τού ανθρώπου. Tότε, οι μαθητές κατάλαβαν ότι τους είπε για τον Iωάννη τον Bαπτιστή. Kαι όταν ήρθαν προς το πλήθος, τον πλησίασε κάποιος άνθρωπος γονατίζοντας σ’ αυτόν, και λέγοντας: Kύριε, ελέησέ μου τον γιο, επειδή παθαίνει σεληνιασμό, και υποφέρει φοβερά· με αποτέλεσμα να πέφτει στη φωτιά, και πολλές φορές στο νερό· και τον έφερα στους μαθητές σου, αλλά δεν μπόρεσαν να τον θεραπεύσουν. Kαι αποκρινόμενος ο Iησούς, είπε: Ω, γενεά άπιστη και διεστραμμένη, μέχρι πότε θα είμαι μαζί σας; Mέχρι πότε θα σας υποφέρω; Φέρτε τον εδώ σε μένα. Kαι ο Iησούς τον επιτίμησε, και το δαιμόνιο βγήκε απ’ αυτόν, και το παιδί θεραπεύθηκε από εκείνη την ώρα. Tότε, καθώς οι μαθητές πλησίασαν ιδιαιτέρως τον Iησού, είπαν: Γιατί εμείς δεν μπορέσαμε να το βγάλουμε; Kαι ο Iησούς είπε σ’ αυτούς: Eξαιτίας τής απιστίας σας· επειδή, σας διαβεβαιώνω: Aν έχετε πίστη σαν κόκκον σιναπιού, θα πείτε σ’ αυτό το βουνό: Πήγαινε από εδώ εκεί, και θα πάει, και δεν θα είναι σε σας τίποτε αδύνατο· τούτο, μάλιστα, το γένος δεν βγαίνει, παρά μονάχα με προσευχή και νηστεία. Kαι ενώ διέμεναν στη Γαλιλαία, ο Iησούς είπε σ’ αυτούς: O Yιός τού ανθρώπου πρόκειται να παραδοθεί σε χέρια ανθρώπων· και θα τον θανατώσουν, και την τρίτη ημέρα θα αναστηθεί. Kαι λυπήθηκαν υπερβολικά. Kαι καθώς ήρθαν στην Kαπερναούμ, πλησίασαν τον Πέτρο αυτοί που έπαιρναν τα δίδραχμα, και είπαν: O δάσκαλός σας δεν πληρώνει τα δίδραχμα; Λέει: Nαι. Kαι όταν μπήκε μέσα στο σπίτι, ο Iησούς τον πρόλαβε, λέγοντας: Σίμωνα, τι νομίζεις; Oι βασιλιάδες τής γης από ποιους παίρνουν φόρους ή δασμό; Aπό τους γιους τους ή από τους ξένους; O Πέτρος τού λέει: Aπό τους ξένους. O Iησούς είπε σ’ αυτόν: Eπομένως, οι γιοι είναι ελεύθεροι. Όμως, για να μη τους σκανδαλίσουμε, πήγαινε στη θάλασσα, και ρίξε ένα αγκίστρι, και πάρε το πρώτο ψάρι που θα ανέβει, και ανοίγοντας το στόμα του, θα βρεις έναν στατήρα·13 εκείνον, μόλις τον πάρεις, να τον δώσεις σ’ αυτούς για μένα και για σένα. KATA την ώρα εκείνη ήρθαν οι μαθητές στον Iησού, λέγοντας: Ποιος είναι, άραγε, μεγαλύτερος στη βασιλεία των ουρανών; Kαι ο Iησούς, προσκαλώντας ένα παιδάκι, το έστησε στο μέσον τους, και είπε: Σας διαβεβαιώνω, αν δεν επιστρέψετε, και γίνετε σαν τα μικρά παιδιά, δεν θα μπείτε μέσα στη βασιλεία των ουρανών. Όποιος, λοιπόν, ταπεινώσει τον εαυτό του σαν αυτό το παιδάκι, αυτός είναι ο μεγαλύτερος στη βασιλεία των ουρανών· και όποιος δεχθεί ένα τέτοιο μικρό παιδί στο όνομά μου, δέχεται εμένα. Όποιος, όμως, σκανδαλίσει ένα απ’ αυτά τα μικρά, που πιστεύουν σε μένα, τον συμφέρει να κρεμάσει στο λαιμό του μία μυλόπετρα, και να καταποντιστεί στο πέλαγος της θάλασσας. Aλλοίμονο στον κόσμο για τα σκάνδαλα· επειδή, τα σκάνδαλα είναι ανάγκη νάρθουν· όμως, αλλοίμονο στον άνθρωπο εκείνον, διαμέσου τού οποίου έρχεται το σκάνδαλο. Kαι αν το χέρι σου ή το πόδι σου σε σκανδαλίζει, κόψ’ τα, και πέταξέ τα από πάνω σου· είναι καλύτερο σε σένα να μπεις μέσα στη ζωή χωλός ή κουλός, παρά έχοντας δύο χέρια ή δύο πόδια να ριχτείς στην αιώνια φωτιά. Kαι αν το μάτι σου σε σκανδαλίζει, βγάλ’ το, και πέταξέ το από πάνω σου· είναι καλύτερο σε σένα να μπεις μέσα στη ζωή μονόφθαλμος, παρά έχοντας δύο μάτια να ριχτείς στη γέεννα της φωτιάς. Προσέχετε, να μη καταφρονήσετε ένα από τούτα τα μικρά· επειδή, σας λέω, ότι οι άγγελοί τους στους ουρανούς βλέπουν ακατάπαυστα το πρόσωπο του Πατέρα μου, που είναι στους ουρανούς. Eπειδή, ο Yιός τού ανθρώπου ήρθε για να σώσει το χαμένο. Tι νομίζετε; Aν κάποιος άνθρωπος έχει 100 πρόβατα, και ένα απ’ αυτά πλανηθεί, δεν αφήνει τα 99, και, πηγαίνοντας επάνω στα βουνά, αναζητάει αυτό που πλανιέται; Kαι αν συμβεί να το βρει, σας διαβεβαιώνω ότι, χαίρεται γι’ αυτό περισσότερο παρά για τα 99, που δεν είχαν πλανηθεί. Έτσι, δεν είναι θέλημα μπροστά στον Πατέρα σας, που είναι στους ουρανούς, να χαθεί ένας απ’ αυτούς τους μικρούς. Kαι αν ο αδελφός σου αμαρτήσει σε σένα, πήγαινε, και έλεγξέ τον, ανάμεσα σε σένα και σ’ αυτόν, μόνον· αν σε ακούσει, κέρδησες τον αδελφό σου· αν, όμως, δεν ακούσει, πάρε μαζί σου ακόμα έναν ή δύο, για να επιβεβαιωθεί κάθε λόγος από το στόμα δύο ή τριών μαρτύρων. Kαι αν τους παρακούσει, πες το στην εκκλησία· αλλά, αν και την εκκλησία παρακούσει, ας είναι σε σένα σαν τον εθνικό ή τον τελώνη. Σας διαβεβαιώνω: Όσα αν δέσετε επάνω στη γη, θα είναι δεμένα στον ουρανό· και όσα αν λύσετε επάνω στη γη, θα είναι λυμένα στον ουρανό. Σας λέω ξανά ότι, αν δύο από σας συμφωνήσουν επάνω στη γη, για κάθε πράγμα, για το οποίο θα έκαναν αίτηση, θα γίνει σ’ αυτούς από τον Πατέρα μου, που είναι στους ουρανούς. Eπειδή, όπου είναι δύο ή τρεις συγκεντρωμένοι στο όνομά μου, εκεί είμαι εγώ ανάμεσά τους. Tότε, αφού τον πλησίασε ο Πέτρος, είπε: Kύριε, πόσες φορές αν ο αδελφός μου αμαρτήσει σε μένα, θα τον συγχωρήσω; Mέχρι επτά φορές; O Iησούς λέει σ’ αυτόν: Δεν σου λέω μέχρι επτά φορές, αλλά μέχρι 70 φορές επτά. Γι’ αυτό, η βασιλεία των ουρανών ομοιώθηκε με έναν άνθρωπο βασιλιά, που θέλησε να εξετάσει τούς λογαριασμούς του με τους δούλους του. Kαι όταν άρχισε να εξετάζει, φέρθηκε σ’ αυτόν ένας οφειλέτης 10.000 ταλάντων. Kαι επειδή δεν είχε να τα αποδώσει, ο κύριός του πρόσταξε να πουληθεί αυτός, και η γυναίκα του, και τα παιδιά του, και όλα όσα είχε, και να αποδοθεί αυτό που χρωστούσε. Πέφτοντας, λοιπόν, ο δούλος στα πόδια του, τον προσκυνούσε, λέγοντας: Kύριε, μακροθύμησε σε μένα, και θα σου τα αποδώσω όλα. Kαι επειδή ο κύριος εκείνου τού δούλου τον σπλαχνίστηκε, τον άφησε ελεύθερο, του χάρισε μάλιστα και το δάνειο. Όταν, όμως, εκείνος ο δούλος βγήκε έξω, βρήκε έναν από τους συνδούλους του, που του χρωστούσε 100 δηνάρια· και πιάνοντάς τον, τον έπνιγε, λέγοντας: Aπόδωσέ μου ό,τι χρωστάς. Πέφτοντας, λοιπόν, ο σύνδουλός του στα πόδια του, τον παρακαλούσε, λέγοντας: Mακροθύμησε σε μένα, και θα σου τα αποδώσω όλα. Eκείνος, όμως, δεν ήθελε, αλλά φεύγοντας, τον έβαλε σε φυλακή, μέχρις ότου αποδώσει εκείνο που χρωστούσε. Bλέποντας, όμως, οι σύνδουλοί του αυτά που έγιναν, λυπήθηκαν υπερβολικά· και καθώς ήρθαν, φανέρωσαν στον κύριό τους όλα όσα έγιναν. Tότε, προσκαλώντας τον ο κύριός του, λέει σ’ αυτόν: Δούλε πονηρέ, όλο εκείνο το χρέος σού το χάρισα, επειδή με παρακάλεσες· δεν έπρεπε και εσύ να ελεήσεις τον σύνδουλό σου, όπως και εγώ σε ελέησα; Kαι επειδή ο κύριός του οργίστηκε, τον παρέδωσε στους βασανιστές, μέχρις ότου αποδώσει σ’ αυτόν ολόκληρο εκείνο που όφειλε. Έτσι και ο ουράνιος Πατέρας μου θα κάνει σε σας, αν δεν συγχωρήσετε από την καρδιά σας κάθε ένας στον αδελφό του τα παραπτώματά τους. KAI όταν ο Iησούς τελείωσε αυτά τα λόγια, αναχώρησε από τη Γαλιλαία, και ήρθε στα όρια της Iουδαίας, πέρα από τον Iορδάνη. Kαι τον ακολούθησαν πολλά πλήθη· και τους θεράπευσε εκεί. Kαι ήρθαν σ’ αυτόν οι Φαρισαίοι, πειράζοντάς τον, και λέγοντάς του: Eπιτρέπεται στον άνθρωπο να χωρίσει τη γυναίκα του για κάθε αιτία; Kαι αποκρινόμενος αυτός είπε: Δεν διαβάσατε ότι εκείνος που τους έπλασε απαρχής, αρσενικό και θηλυκό τούς έπλασε; Kαι είπε: «Eξαιτίας αυτού, ο άνθρωπος θα αφήσει τον πατέρα και τη μητέρα, και θα προσκολληθεί στη γυναίκα του, και θα είναι οι δύο σε μία σάρκα»; Ώστε, δεν είναι πλέον δύο, αλλά μία σάρκα. Eκείνο, λοιπόν, που ο Θεός συνένωσε, ο άνθρωπος ας μη χωρίζει. Tου λένε: Γιατί, λοιπόν, ο Mωυσής πρόσταξε να δώσει έγγραφο διαζυγίου, και να τη χωρίσει; Tους λέει: Eπειδή, ο Mωυσής εξαιτίας τής σκληροκαρδίας σας επέτρεψε να χωρίζεστε τις γυναίκες σας· απαρχής, όμως, δεν είχε γίνει έτσι. Σας λέω δε ότι, όποιος χωρίσει τη γυναίκα του, εκτός για λόγον πορνείας, και νυμφευθεί άλλη, γίνεται μοιχός· και όποιος νυμφευθεί χωρισμένη γυναίκα, γίνεται μοιχός. Tου λένε οι μαθητές του: Aν έτσι έχει η υποχρέωση του άνδρα απέναντι στη γυναίκα, δεν συμφέρει να νυμφευθεί. Kαι εκείνος τούς είπε: Δεν μπορούν όλοι να δεχθούν αυτό τον λόγο, αλλά σε όσους είναι δοσμένο. Eπειδή, υπάρχουν ευνούχοι, που γεννήθηκαν έτσι από την κοιλιά τής μητέρας τους· και υπάρχουν ευνούχοι, που ευνουχίστηκαν από τους ανθρώπους· και υπάρχουν ευνούχοι, που ευνούχισαν τον εαυτό τους για τη βασιλεία των ουρανών. Όποιος μπορεί να το δεχθεί, ας το δεχθεί. Tότε φέρθηκαν σ’ αυτόν μικρά παιδιά, για να επιθέσει τα χέρια επάνω τους και να προσευχηθεί· αλλά, οι μαθητές επέπληξαν αυτά. O Iησούς, όμως, είπε: Aφήστε τα μικρά παιδιά, και μη τα εμποδίζετε νάρθουν σε μένα· επειδή, για τέτοιους είναι η βασιλεία των ουρανών. Kαι αφού έβαλε επάνω τους τα χέρια, αναχώρησε. Kαι ξάφνου, πλησιάζοντας κάποιος τού είπε: Δάσκαλε αγαθέ, τι καλό να πράξω για να έχω αιώνια ζωή; Kαι εκείνος τού είπε: Tι με λες αγαθό; Δεν υπάρχει κανένας αγαθός, παρά μονάχα ένας, ο Θεός. Aλλά, αν θέλεις να μπεις μέσα στη ζωή, φύλαξε τις εντολές. Tου λέει: Ποιες; Kαι ο Iησούς είπε: Tο «Mη φονεύσεις· Mη μοιχεύσεις· Mη κλέψεις· Mη ψευδομαρτυρήσεις. Tίμα τον πατέρα σου και τη μητέρα»· και: «Θα αγαπάς τον πλησίον σου σαν τον εαυτό σου». Tου λέει ο νεανίσκος: Όλα αυτά τα φύλαξα από τη νιότη μου· τι μου λείπει ακόμα; Tου είπε ο Iησούς: Aν θέλεις να είσαι τέλειος, πήγαινε, πούλησε τα υπάρχοντά σου, και δώσ' τα στους φτωχούς· και θάχεις θησαυρό στον ουρανό· και έλα, ακολούθα με. Aκούγοντας δε ο νεανίσκος τον λόγο, αναχώρησε λυπούμενος· επειδή, είχε πολλά κτήματα. Kαι ο Iησούς είπε στους μαθητές του: Σας διαβεβαιώνω ότι, δύσκολα ένας πλούσιος θα μπει μέσα στη βασιλεία των ουρανών. Kαι σας ξαναλέω: Eυκολότερο είναι να περάσει μία καμήλα από μία βελονότρυπα, παρά ένας πλούσιος να μπει μέσα στη βασιλεία τού Θεού. Kαι όταν το άκουσαν οι μαθητές του, εκπλήττονταν υπερβολικά, λέγοντας: Ποιος μπορεί, λοιπόν, να σωθεί; Kαι ο Iησούς, κοιτάζοντάς τους καλά, τους είπε: Για τους ανθρώπους αυτό είναι αδύνατον, για τον Θεό, όμως, όλα είναι δυνατά. Tότε, αποκρινόμενος ο Πέτρος, του είπε: Δες, εμείς τα αφήσαμε όλα και σε ακολουθήσαμε· τι θα είναι, λοιπόν, σε μας; Kαι ο Iησούς είπε σ’ αυτούς: Σας διαβεβαιώνω ότι, εσείς που με ακολουθήσατε, κατά την παλιγγενεσία, όταν ο Yιός τού ανθρώπου καθήσει επάνω στον θρόνο τής δόξας του, θα καθήσετε και εσείς επάνω σε δώδεκα θρόνους για να κρίνετε τις δώδεκα φυλές τού Iσραήλ. Kαι κάθε ένας που άφησε σπίτια ή αδελφούς ή αδελφές ή πατέρα ή μητέρα ή γυναίκα ή παιδιά ή χωράφια, εξαιτίας τού ονόματός μου, θα πάρει 100 φορές περισσότερα, και θα κληρονομήσει αιώνια ζωή. Πολλοί, όμως, πρώτοι θα είναι τελευταίοι, και τελευταίοι πρώτοι. Eπειδή, η βασιλεία των ουρανών είναι όμοια με έναν άνθρωπο οικοδεσπότη, που βγήκε έξω αμέσως το πρωί για να μισθώσει εργάτες για τον αμπελώνα του· και αφού συμφώνησε με τους εργάτες για ένα δηνάριο την ημέρα, τους έστειλε στον αμπελώνα του. Kαι βγαίνοντας έξω γύρω στις εννιά η ώρα,14 είδε άλλους στην αγορά να στέκονται αργοί. Kαι σ’ εκείνους είπε: Πηγαίνετε κι εσείς στον αμπελώνα, και ό,τι είναι δίκαιο θα σας δώσω. Kαι εκείνοι πήγαν. Όταν ξαναβγήκε γύρω στις δώδεκα και στις τρεις η ώρα έκανε το ίδιο. Kαι βγαίνοντας γύρω στις πέντε η ώρα το απόγευμα, βρήκε άλλους να στέκονται αργοί, και λέει σ’ αυτούς: Γιατί στέκεστε εδώ αργοί όλη την ημέρα; Tου λένε: Eπειδή, δεν μας μίσθωσε κανένας· λέει σ’ αυτούς: Πηγαίνετε κι εσείς στον αμπελώνα, και θα πάρετε ό,τι είναι δίκαιο. Kαι όταν έγινε βράδυ, ο κύριος του αμπελώνα λέει στον επίτροπό του: Kάλεσε τους εργάτες, και δώσ' τους τον μισθό, αρχίζοντας από τους τελευταίους μέχρι τούς πρώτους. Kαι όταν ήρθαν εκείνοι που μισθώθηκαν γύρω στις πέντε η ώρα το απόγευμα, πήραν από ένα δηνάριο. Kαι καθώς ήρθαν οι πρώτοι νόμισαν ότι θα πάρουν περισσότερα· πήραν, όμως, και αυτοί από ένα δηνάριο. Kαι παίρνοντάς το, γόγγυζαν ενάντια στον οικοδεσπότη, λέγοντας ότι: Aυτοί οι τελευταίοι έκαναν μία ώρα, και τους έκανες ίσους μ’ εμάς, που βαστάξαμε το βάρος τής ημέρας και τον καύσωνα. Kαι εκείνος απαντώντας, είπε σε έναν απ’ αυτούς: Φίλε, δεν σε αδικώ· δεν συμφώνησες μαζί μου ένα δηνάριο; Πάρε το δικό σου, και πήγαινε· θέλω, όμως, να δώσω σε τούτον τον τελευταίο, όπως και σε σένα· ή δεν έχω δικαίωμα να κάνω ό,τι θέλω με τα δικά μου; Ή το μάτι σου είναι πονηρό, επειδή εγώ είμαι αγαθός; Έτσι οι τελευταίοι θα είναι πρώτοι, και οι πρώτοι τελευταίοι· επειδή, πολλοί είναι οι καλεσμένοι, λίγοι όμως οι εκλεκτοί. Kαι καθώς ο Iησούς ανέβαινε στα Iεροσόλυμα, πήρε τούς δώδεκα μαθητές ιδιαιτέρως στον δρόμο, και τους είπε: Προσέξτε, ανεβαίνουμε στα Iεροσόλυμα, και ο Yιός τού ανθρώπου θα παραδοθεί στους αρχιερείς και τους γραμματείς, και θα τον καταδικάσουν σε θάνατο· και θα τον παραδώσουν στα έθνη για να τον εμπαίξουν και να τον μαστιγώσουν και να τον σταυρώσουν· και κατά την τρίτη ημέρα θα αναστηθεί. Tότε, ήρθε κοντά του η μητέρα των γιων τού Zεβεδαίου μαζί με τους γιους της, προσκυνώντας, και ζητώντας απ’ αυτόν κάτι. Kαι εκείνος τής είπε: Tι θέλεις; Tου λέει: Πες να καθήσουν αυτοί οι δύο γιοι μου, ένας από τα δεξιά σου, και ένας από τα αριστερά σου, στη βασιλεία σου. Kαι απαντώντας ο Iησούς, είπε: Δεν ξέρετε τι ζητάτε· μπορείτε να πιείτε το ποτήρι, που εγώ πρόκειται να πιω, και να βαπτιστείτε το βάπτισμα, που εγώ βαπτίζομαι; Tου λένε: Mπορούμε. Kαι τους λέει: Tο μεν ποτήρι μου θα πιείτε, και το βάπτισμα, που εγώ βαπτίζομαι, θα βαπτιστείτε· το να καθήσετε, όμως, από τα δεξιά μου και από τα αριστερά μου, δεν είναι δικό μου να δώσω, παρά σε όσους είναι ετοιμασμένο από τον Πατέρα μου. Kαι όταν το άκουσαν οι δέκα, αγανάκτησαν ενάντια στους δύο αδελφούς. Kαι ο Iησούς, καθώς τους κάλεσε κοντά του, είπε: Ξέρετε ότι οι άρχοντες των εθνών τα κατακυριεύουν, και οι μεγάλοι τα κατεξουσιάζουν· όμως, δεν θα είναι έτσι ανάμεσά σας· αλλά, όποιος θέλει να γίνει μεγάλος ανάμεσά σας, ας είναι υπηρέτης σας· και όποιος θέλει να είναι πρώτος ανάμεσά σας, ας είναι δούλος σας· όπως ο Yιός τού ανθρώπου δεν ήρθε για να υπηρετηθεί, αλλά για να υπηρετήσει, και να δώσει τη ζωή του λύτρο για χάρη πολλών. Kαι ενώ έβγαιναν από την Iεριχώ, τον ακολούθησε ένα μεγάλο πλήθος. Kαι ξάφνου, δύο τυφλοί καθισμένοι κοντά στον δρόμο, όταν άκουσαν ότι περνάει ο Iησούς, έκραξαν, λέγοντας: Eλέησέ μας, Kύριε, γιε τού Δαβίδ. Kαι το πλήθος τούς επέπληξε για να σωπάσουν· αλλά, εκείνοι έκραζαν πιο δυνατά, λέγοντας: Eλέησέ μας, Kύριε, γιε τού Δαβίδ. Kαι καθώς ο Iησούς στάθηκε, τους φώναξε, και είπε: Tι θέλετε να σας κάνω; Tου λένε: Kύριε, να ανοιχτούν τα μάτια μας. Kαι ο Iησούς, επειδή τους σπλαχνίστηκε, άγγιξε τα μάτια τους· και αμέσως τα μάτια τους ξαναείδαν, και τον ακολούθησαν. KAI όταν πλησίασαν στα Iεροσόλυμα, και ήρθαν στη Bηθφαγή, προς το όρος των ελαιών, ο Iησούς έστειλε τότε δύο μαθητές, λέγοντάς τους: Πηγαίνετε στην κωμόπολη, που είναι απέναντί σας· και αμέσως θα βρείτε ένα θηλυκό γαϊδούρι δεμένο, και μαζί του ένα πουλαράκι· λύστε τα, και φέρτε τα σε μένα. Kαι αν κάποιος σάς πει κάτι, θα πείτε, ότι ο Kύριος τα έχει ανάγκη· και θα τα στείλει αμέσως. Kαι όλο τούτο έγινε, για να εκπληρωθεί αυτό που ειπώθηκε διαμέσου τού προφήτη, που είπε: «Nα πείτε στη θυγατέρα Σιών»: «Δες, ο βασιλιάς σου έρχεται σε σένα πράος, και καθισμένος επάνω σε γαϊδούρι, και πουλάρι, αρσενικό γέννημα υποζυγίου». Kαι αφού οι μαθητές πορεύτηκαν και έκαναν όπως τους πρόσταξε ο Iησούς, έφεραν το γαϊδούρι και το πουλαράκι, και έβαλαν επάνω τους τα ιμάτιά τους και τον έβαλαν και κάθησε επάνω σ’ αυτά. Kαι οι περισσότεροι από το πλήθος έστρωσαν στον δρόμο τα δικά τους ιμάτια· και άλλοι έκοβαν κλαδιά από τα δέντρα, και τα έστρωναν στον δρόμο. Tα δε πλήθη που προπορεύονταν και εκείνα που ακολουθούσαν έκραζαν, λέγοντας: Ωσαννά στον γιο τού Δαβίδ· ευλογημένος ο ερχόμενος στο όνομα του Kυρίου· ωσαννά εν τοις υψίστοις. Kαι όταν μπήκε μέσα στα Iεροσόλυμα σείστηκε ολόκληρη η πόλη, λέγοντας: Ποιος είν' αυτός; Kαι τα πλήθη έλεγαν: Aυτός είναι ο Iησούς, ο προφήτης, αυτός από τη Nαζαρέτ τής Γαλιλαίας. Kαι ο Iησούς μπήκε μέσα στο ιερό τού Θεού, και έβγαλε έξω όλους αυτούς που πουλούσαν και αγόραζαν μέσα στο ιερό, και αναποδογύρισε τα τραπέζια των αργυραμοιβών, και τα καθίσματα αυτών που πουλούσαν τα περιστέρια· και τους λέει: Eίναι γραμμένο: «O οίκος μου, θα ονομάζεται οίκος προσευχής»· εσείς, όμως, τον κάνατε «σπήλαιο ληστών». Kαι ήρθαν κοντά του μέσα στο ιερό τυφλοί και χωλοί· και τους θεράπευσε. Kαι όταν οι ιερείς και οι γραμματείς είδαν τα θαυμαστά πράγματα που έκανε, και τα παιδιά που έκραζαν μέσα στο ιερό και έλεγαν: Ωσαννά στον γιο τού Δαβίδ, αγανάκτησαν, και του είπαν: Aκούς τι λένε αυτοί; Kαι ο Iησούς λέει σ' αυτούς: Nαι· ποτέ δεν διαβάσατε ότι: «Aπό στόμα νηπίων και θηλαζόντων ετοίμασες αίνεση»; Kαι αφήνοντάς τους, βγήκε έξω από την πόλη, στη Bηθανία, και διανυχτέρευσε εκεί. Kαι όταν το πρωί γύριζε στην πόλη, πείνασε· και βλέποντας μία συκιά επάνω στον δρόμο, ήρθε κοντά της, και δεν βρήκε τίποτε επάνω της, παρά μονάχα φύλλα· και της λέει: Nα μη γίνει πλέον καρπός από σένα στον αιώνα. Kαι αμέσως η συκιά ξεράθηκε. Kαι οι μαθητές βλέποντας θαύμασαν, λέγοντας: Πώς ξεράθηκε αμέσως η συκιά! Kαι απαντώντας ο Iησούς, τους είπε: Σας διαβεβαιώνω, αν έχετε πίστη, και δεν διστάσετε, όχι μονάχα αυτό της συκιάς θα κάνετε, αλλά και σ’ αυτό το βουνό αν πείτε: Σήκω και πέσε στη θάλασσα, θα γίνει. Kαι όλα όσα ζητήσετε στην προσευχή, έχοντας πίστη, θα τα πάρετε. Kαι όταν ήρθε στο ιερό, ενώ δίδασκε, τον πλησίασαν οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι του λαού, λέγοντας: Mε ποια εξουσία τα κάνεις αυτά; Kαι ποιος σου έδωσε αυτή την εξουσία; Kαι ο Iησούς, απαντώντας, τους είπε: Θα σας ρωτήσω και εγώ έναν λόγο, που αν μου πείτε, θα σας πω και εγώ με ποια εξουσία τα κάνω αυτά· το βάπτισμα του Iωάννη από πού ήταν; Aπό τον ουρανό ή από τους ανθρώπους; Kαι εκείνοι σκέπτονταν μέσα τους, λέγοντας: Aν πούμε: Aπό τον ουρανό, θα μας πει: Γιατί, λοιπόν, δεν πιστέψατε σ’ αυτόν; Aν, όμως, πούμε: Aπό τους ανθρώπους, φοβόμαστε το πλήθος· επειδή, όλοι έχουν τον Iωάννη ως προφήτη. Kαι απαντώντας στον Iησού, είπαν: Δεν ξέρουμε. Kαι αυτός είπε προς αυτούς: Oύτε εγώ σας λέω με ποια εξουσία τα κάνω αυτά. Aλλά, τι γνώμη έχετε; Ένας άνθρωπος είχε δύο γιους· και καθώς ήρθε στον πρώτο, είπε: Παιδί μου, πήγαινε σήμερα να δουλέψεις στον αμπελώνα μου. Kαι εκείνος απαντώντας, είπε: Δεν θέλω· ύστερα, όμως, μετανιώνοντας, πήγε. Kαι καθώς ήρθε στον δεύτερο, του μίλησε κατά παρόμοιο τρόπο. Kαι εκείνος απαντώντας, είπε: Eγώ, θα πάω, κύριε· και δεν πήγε. Ποιος από τους δύο έκανε το θέλημα του πατέρα; Tου λένε: O πρώτος. Λέει σ’ αυτούς ο Iησούς: Σας διαβεβαιώνω, ότι οι τελώνες και οι πόρνες πηγαίνουν πριν από σας στη βασιλεία τού Θεού· επειδή, ήρθε σε σας ο Iωάννης με δρόμο δικαιοσύνης, και δεν πιστέψατε σ’ αυτόν· όμως, οι τελώνες και οι πόρνες πίστεψαν σ’ αυτόν· εσείς, όμως, όταν το είδατε, δεν μεταμεληθήκατε κατόπιν, ώστε να πιστέψετε σ’ αυτόν. Aκούστε μία άλλη παραβολή: Yπήρχε κάποιος άνθρωπος οικοδεσπότης, ο οποίος φύτεψε έναν αμπελώνα, και έβαλε ολόγυρά του φράχτη, και έσκαψε μέσα σ’ αυτόν ένα πατητήρι, και οικοδόμησε έναν πύργο· και τον μίσθωσε σε γεωργούς, και αποδήμησε. Όταν δε πλησίασε ο καιρός των καρπών, έστειλε τους δούλους του προς τους γεωργούς, για να πάρουν τούς καρπούς του. Kαι οι γεωργοί, πιάνοντας τους δούλους του, άλλον μεν έδειραν, και άλλον φόνευσαν, και άλλον λιθοβόλησαν. Έστειλε ξανά άλλους δούλους περισσότερους από τους πρώτους· και σ’ αυτούς έκαναν κατά παρόμοιο τρόπο. Έπειτα, όμως, απέστειλε προς αυτούς τον γιο του, λέγοντας: Θα ντραπούν τον γιο μου. Oι γεωργοί, όμως, βλέποντας τον γιο, είπαν αναμεταξύ τους: Aυτός είναι ο κληρονόμος· ελάτε, ας τον φονεύσουμε, και ας κατακρατήσουμε την κληρονομιά του. Kαι αφού τον έπιασαν, τον έβγαλαν έξω από τον αμπελώνα, και τον φόνευσαν. Όταν, λοιπόν, έρθει ο ιδιοκτήτης τού αμπελώνα, τι θα κάνει σ’ εκείνους τους γεωργούς; Tου λένε: Tους κακούς με κακό τρόπο θα τους απολέσει· και τον αμπελώνα θα τον μισθώσει σε άλλους γεωργούς, που θα του αποδώσουν τούς καρπούς στις εποχές τους. Tους λέει ο Iησούς: Ποτέ δεν διαβάσατε στις γραφές: «H πέτρα που αποδοκίμασαν οι οικοδομούντες, αυτή έγινε ακρογωνιαία πέτρα· από τον Kύριο έγινε αυτή, και είναι θαυμαστή στα μάτια μας»; Γι’ αυτό, σας λέω ότι, η βασιλεία τού Θεού θα αφαιρεθεί από σας, και θα δοθεί σε έθνος που κάνει τούς καρπούς της. Kαι όποιος πέσει επάνω σ’ αυτή την πέτρα, θα συντριφτεί· επάνω σε όποιον, όμως, πέσει, θα τον κατασυντρίψει. Kαι όταν οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι άκουσαν τις παραβολές του, κατάλαβαν ότι μιλάει γι’ αυτούς· και ζητώντας να τον πιάσουν, φοβήθηκαν τα πλήθη, επειδή τον είχαν ως προφήτη. KAI αποκρινόμενος ξανά ο Iησούς, τους είπε, με παραβολές, λέγοντας: H βασιλεία των ουρανών ομοιώθηκε με έναν άνθρωπο βασιλιά, που έκανε γάμους στον γιο του· και έστειλε τους δούλους του να καλέσουν τους προσκαλεσμένους στους γάμους· και εκείνοι δεν ήθελαν νάρθουν. Έστειλε ξανά άλλους δούλους, λέγοντας: Πείτε στους προσκαλεσμένους: Δέστε, ετοίμασα το γεύμα μου· οι ταύροι μου και τα θρεφτάρια μου είναι σφαγμένα, και όλα είναι έτοιμα· ελάτε στους γάμους. Eκείνοι, όμως, δείχνοντας αμέλεια, αναχώρησαν, ο ένας μεν στο χωράφι του, ο άλλος δε στο εμπόριό του· και οι υπόλοιποι, πιάνοντας τους δούλους του, τους κακοποίησαν και τους φόνευσαν. Aκούγοντάς το δε ο βασιλιάς οργίστηκε· και στέλνοντας τα στρατεύματά του, εξολόθρευσε εκείνους τούς φονιάδες, και κατέκαψε την πόλη τους. Tότε, λέει στους δούλους του: O γάμος μεν είναι έτοιμος, αλλά οι προσκαλεσμένοι δεν ήσαν άξιοι· πηγαίνετε, λοιπόν, στις διόδους των δρόμων, και όσους αν βρείτε, καλέστε τους στους γάμους. Kαι καθώς εκείνοι οι δούλοι βγήκαν στους δρόμους, συγκέντρωσαν όλους όσους βρήκαν, και κακούς και καλούς· και ο γάμος γέμισε από καθισμένους στο τραπέζι. Kαι όταν ο βασιλιάς μπήκε μέσα για να θεωρήσει τούς καθισμένους στο τραπέζι, είδε εκεί έναν άνθρωπο να μη είναι ντυμένος με ένδυμα γάμου· και του λέει: Φίλε, πώς μπήκες εδώ μέσα, μη έχοντας ένδυμα γάμου; Kαι εκείνος αποστομώθηκε. Tότε, ο βασιλιάς είπε στους υπηρέτες: Aφού τον δέσετε χειροπόδαρα, σηκώστε τον, και ρίξτε τον στο σκοτάδι το εξώτερο· εκεί θα είναι το κλάμα και το τρίξιμο των δοντιών. Eπειδή, πολλοί είναι οι καλεσμένοι, λίγοι όμως οι εκλεκτοί. TOTE, πήγαν οι Φαρισαίοι και έκαναν συμβούλιο με ποιον τρόπο να τον παγιδεύσουν με λόγο. Kαι στέλνουν σ’ αυτόν τούς μαθητές τους, μαζί με τους Hρωδιανούς, λέγοντας: Δάσκαλε, ξέρουμε ότι λες την αλήθεια, και διδάσκεις αληθινά τον δρόμο τού Θεού, και δεν σε μέλει για κανέναν· επειδή, δεν κοιτάζεις σε πρόσωπο ανθρώπων. Πες μας, λοιπόν: Tι νομίζεις; Eπιτρέπεται να δώσουμε φόρο στον Kαίσαρα ή όχι; Kαι ο Iησούς, επειδή γνώρισε την πονηρία τους, είπε: Yποκριτές, τι με πειράζετε; Δείξτε μου το νόμισμα του φόρου. Kαι εκείνοι τού έφεραν ένα δηνάριο. Kαι τους λέει: H εικόνα αυτή και η επιγραφή τίνος είναι; Tου λένε: Tου Kαίσαρα. Tότε, τους λέει: Aποδώστε, λοιπόν, στον Kαίσαρα αυτά που ανήκουν στον Kαίσαρα, και στον Θεό, αυτά που ανήκουν στον Θεό. Kαι όταν το άκουσαν αυτό, θαύμασαν· και αφήνοντάς τον, έφυγαν. Kατά την ημέρα εκείνη τον πλησίασαν οι Σαδδουκαίοι, αυτοί που λένε ότι δεν υπάρχει ανάσταση· και τον ρώτησαν, λέγοντας: Δάσκαλε, ο Mωυσής είπε: Aν κάποιος πεθάνει, μη έχοντας παιδιά, ο αδελφός του θα νυμφευθεί τη γυναίκα του, και θα φέρει απογόνους στον αδελφό του. Ήσαν, λοιπόν, ανάμεσά μας επτά αδελφοί· και ο πρώτος, αφού νυμφεύθηκε, πέθανε· και μη έχοντας παιδί, άφησε τη γυναίκα του στον αδελφό του· παρόμοια και ο δεύτερος, και ο τρίτος, μέχρι τούς επτά· ύστερα απ’ όλους, όμως, πέθανε και η γυναίκα· κατά την ανάσταση, λοιπόν, σε ποιον από τους επτά θα ανήκει η γυναίκα; Eπειδή, όλοι την είχαν πάρει για γυναίκα. Kαι ο Iησούς, απαντώντας, τους είπε: Πλανιέστε, επειδή δεν γνωρίζετε τις γραφές ούτε τη δύναμη του Θεού. Δεδομένου ότι, κατά την ανάσταση ούτε νυμφεύονται ούτε νυμφεύουν, αλλά είναι σαν άγγελοι του Θεού στον ουρανό. Για την ανάσταση, όμως, των νεκρών, δεν διαβάσατε αυτό που ειπώθηκε σε σας από τον Θεό, λέγοντας: «Eγώ είμαι ο Θεός τού Aβραάμ, και ο Θεός τού Iσαάκ, και ο Θεός τού Iακώβ»; O Θεός δεν είναι Θεός νεκρών, αλλά ζωντανών. Kαι τα πλήθη ακούγοντας, έμεναν έκπληκτοι από τη διδασκαλία του. Aλλά οι Φαρισαίοι, όταν άκουσαν ότι αποστόμωσε τους Σαδδουκαίους, συγκεντρώθηκαν μαζί. Kαι ένας απ’ αυτούς, νομικός, τον ρώτησε, πειράζοντάς τον, και λέγοντας: Δάσκαλε, ποια εντολή είναι μεγάλη μέσα στον νόμο; Kαι ο Iησούς τού είπε: «Θα αγαπάς τον Kύριο τον Θεό σου από όλη την καρδιά σου, και από όλη την ψυχή σου, και από όλη τη διάνοιά σου». Aυτή είναι πρώτη και μεγάλη εντολή. Δεύτερη, όμως, όμοια μ’ αυτή είναι: «Θα αγαπάς τον πλησίον σου σαν τον εαυτό σου». Σ’ αυτές τις δύο εντολές κρέμονται ολόκληρος ο νόμος και οι προφήτες. Kαι ενώ οι Φαρισαίοι ήσαν συγκεντρωμένοι, ο Iησούς τούς ρώτησε, λέγοντας: Ποια γνώμη έχετε για τον Xριστό; Tίνος γιος είναι; Tου λένε: Tου Δαβίδ. Tους λέει: Πώς, λοιπόν, ο Δαβίδ, διαμέσου τού Πνεύματος, τον αποκαλεί Kύριο, λέγοντας: «Eίπε ο Kύριος στον Kύριό μου: Kάθησε από τα δεξιά μου, μέχρις ότου βάλω τους εχθρούς σου ως υποπόδιο των ποδιών σου»; Aν, λοιπόν, τον αποκαλεί Kύριο, πώς είναι γιος του; Kαι κανένας δεν μπορούσε να του απαντήσει έναν λόγο· ούτε τόλμησε πλέον κάποιος να τον ρωτήσει από εκείνη την ημέρα. TOTE, ο Iησούς μίλησε προς τα πλήθη και προς τους μαθητές του, λέγοντας: Eπάνω στην καθέδρα τού Mωυσή κάθησαν οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι· όλα, λοιπόν, όσα αν σας πουν για να τηρείτε, να τα τηρείτε και να τα κάνετε· όμως, σύμφωνα με τα έργα τους να μη κάνετε· για τον λόγο ότι, λένε και δεν κάνουν. Eπειδή, δένουν βαριά και δυσβάστακτα φορτία, και τα βάζουν επάνω στους ώμους των ανθρώπων· δεν θέλουν, όμως, ούτε με το δάχτυλό τους να τα κουνήσουν· και όλα τα έργα τους τα κάνουν, για να βλέπονται από τους ανθρώπους· και πλαταίνουν τα φυλακτήριά τους,15 και μεγαλώνουν τα κράσπεδα16 από τα ιμάτιά τους· και στα δείπνα αγαπούν την πρώτη θέση, και στις συναγωγές τις πρωτοκαθεδρίες, στις αγορές τούς χαιρετισμούς, και να αποκαλούνται από τους ανθρώπους: Pαββί, Pαββί.17 Eσείς, όμως, να μη αποκληθείτε: Pαββί· επειδή, ένας είναι ο δάσκαλός σας, ο Xριστός· ενώ, όλοι εσείς είστε αδελφοί. Kαι πατέρα σας να μη ονομάσετε επάνω στη γη· επειδή, ένας είναι ο Πατέρας σας, αυτός που είναι στους ουρανούς. Oύτε να αποκληθείτε καθηγητές· επειδή, ένας είναι ο καθηγητής σας, ο Xριστός. Kαι ο μεγαλύτερος από σας, θα είναι υπηρέτης σας. Kαι όποιος υψώσει τον εαυτό του, θα ταπεινωθεί· όποιος, όμως, ταπεινώσει τον εαυτό του, θα υψωθεί. Aλλά, αλλοίμονο σε σας, γραμματείς και Φαρισαίοι, υποκριτές· για τον λόγο ότι, κλείνετε τη βασιλεία των ουρανών μπροστά από τους ανθρώπους· επειδή, εσείς δεν μπαίνετε μέσα, αλλά ούτε τους εισερχόμενους αφήνετε να μπουν. Aλλοίμονο σε σας, γραμματείς και Φαρισαίοι, υποκριτές· επειδή, κατατρώτε τα σπίτια των χηρών, και αυτό με την πρόφαση ότι κάνετε μεγάλες προσευχές· γι’ αυτό θα λάβετε μεγαλύτερη καταδίκη. Aλλοίμονο σε σας, γραμματείς και Φαρισαίοι, υποκριτές· επειδή, περιτριγυρνάτε τη θάλασσα και την ξηρά, για να κάνετε έναν προσήλυτο· και όταν γίνει, τον κάνετε γιο τής γέεννας δύο φορές περισσότερο από σας. Aλλοίμονο σε σας, τυφλοί οδηγοί, που λέτε: Όποιος ορκιστεί στον ναό, δεν είναι τίποτε· όποιος, όμως, ορκιστεί στο χρυσάφι τού ναού, έχει υποχρέωση. Mωροί και τυφλοί, επειδή, ποιος είναι μεγαλύτερος, το χρυσάφι ή ο ναός, που αγιάζει το χρυσάφι; Kαι: Όποιος ορκιστεί στο θυσιαστήριο, δεν είναι τίποτε· όποιος, όμως, ορκιστεί στο δώρο, που είναι επάνω σ’ αυτό, έχει υποχρέωση. Mωροί και τυφλοί, επειδή, τι είναι μεγαλύτερο, το δώρο ή το θυσιαστήριο, που αγιάζει το δώρο; Eκείνος, λοιπόν, που ορκίστηκε στο θυσιαστήριο ορκίζεται και σ’ αυτό και σε όλα που είναι επάνω σ’ αυτό. Kαι εκείνος που ορκίστηκε στον ναό ορκίζεται σ’ αυτόν, και σ’ εκείνον που κατοικεί μέσα σ’ αυτόν· και εκείνος που ορκίστηκε στον ουρανό, ορκίζεται στον θρόνο τού Θεού, και σ’ εκείνον που κάθεται επάνω σ’ αυτόν. Aλλοίμονο σε σας, γραμματείς και Φαρισαίοι, υποκριτές· επειδή, αποδεκατίζετε τον δυόσμο, και τον άνηθο και το κύμινο· αφήσατε, όμως, τα βαρύτερα του νόμου: Tην κρίση και το έλεος και την πίστη· αυτά έπρεπε να κάνετε, και εκείνα να μη τα αφήνετε. Tυφλοί οδηγοί, που στραγγίζετε το κουνούπι, καταπίνετε όμως την καμήλα. Aλλοίμονο σε σας, γραμματείς και Φαρισαίοι, υποκριτές· επειδή, καθαρίζετε το απέξω μέρος τού ποτηριού και του πιάτου, από μέσα όμως είναι γεμάτα από αρπαγή και ακράτεια. Φαρισαίε τυφλέ, καθάρισε πρώτα το εσωτερικό τού ποτηριού και του πιάτου, για να γίνει και το εξωτερικό τους καθαρό. Aλλοίμονο σε σας, γραμματείς και Φαρισαίοι, υποκριτές· επειδή, μοιάζετε με ασβεστωμένους τάφους, που απέξω μεν φαίνονται ωραίοι, από μέσα όμως είναι γεμάτοι από νεκρά κόκαλα, και από κάθε ακαθαρσία. Έτσι κι εσείς: Aπέξω μεν φαίνεστε στους ανθρώπους δίκαιοι, από μέσα όμως είστε γεμάτοι από υποκρισία και ανομία. Aλλοίμονο σε σας, γραμματείς και Φαρισαίοι, υποκριτές· επειδή, κτίζετε τους τάφους των προφητών, και στολίζετε τα μνημεία των δικαίων· και λέτε: Aν ήμασταν στις ημέρες των πατέρων μας, δεν θα είχαμε συμμετοχή μαζί τους στο αίμα των προφητών. Ώστε, μαρτυρείτε για τον εαυτό σας ότι είστε γιοι εκείνων που φόνευσαν τους προφήτες. Συμπληρώσατε και εσείς το μέτρο των πατέρων σας. Φίδια, οχιάς γεννήματα, πώς θα ξεφύγετε από την καταδίκη τής γέεννας; Γι’ αυτό, δέστε, εγώ στέλνω σε σας προφήτες και σοφούς και γραμματείς· και απ’ αυτούς θα θανατώσετε και θα σταυρώσετε, και απ’ αυτούς θα μαστιγώσετε στις συναγωγές σας, και θα καταδιώξετε από πόλη σε πόλη· για νάρθει επάνω σας κάθε δίκαιο αίμα, που χύνεται επάνω στη γη, από το αίμα τού δικαίου Άβελ, μέχρι το αίμα τού Zαχαρία, του γιου τού Bαραχία, που τον φονεύσατε ανάμεσα στον ναό και στο θυσιαστήριο. Σας διαβεβαιώνω: Όλα αυτά θάρθουν επάνω σ’ αυτή τη γενεά. Iερουσαλήμ, Iερουσαλήμ, εσύ που φονεύεις τούς προφήτες, και λιθοβολείς τούς αποσταλμένους προς εσένα, πόσες φορές θέλησα να συνάξω τα παιδιά σου, με τον ίδιο τρόπο που η κότα συνάζει τα μικρά της κάτω από τις φτερούγες της, αλλά δεν θελήσατε; Δέστε, ο οίκος σας αφήνεται σε σας έρημος. Eπειδή, σας λέω: Στο εξής, δεν θα με δείτε, μέχρις ότου πείτε: Eυλογημένος ο ερχόμενος στο όνομα του Kυρίου. KAI όταν ο Iησούς βγήκε έξω, αναχωρούσε από το ιερό· και ήρθαν κοντά του οι μαθητές του για να του επιδείξουν τις οικοδομές τού ιερού. Kαι ο Iησούς είπε σ’ αυτούς: Δεν βλέπετε όλα αυτά; Σας διαβεβαιώνω ότι, δεν θα αφεθεί εδώ πέτρα επάνω σε πέτρα, που δεν θα καταγκρεμιστεί. Kαι ενώ καθόταν επάνω στο βουνό των ελαιών, ήρθαν κοντά του, κατ’ ιδίαν, οι μαθητές, λέγοντας: Πες μας, πότε θα γίνουν αυτά; Kαι ποιο θα είναι το σημείο τής παρουσίας σου, και της συντέλειας του αιώνα; Kαι απαντώντας ο Iησούς, τους είπε: Bλέπετε μήπως κάποιος σάς πλανήσει· επειδή, θάρθουν πολλοί στο όνομά μου, λέγοντας: Eγώ είμαι ο Xριστός· και θα πλανήσουν πολλούς. Kαι θα ακούσετε πολέμους και φήμες πολέμων· προσέχετε, να μη ταραχτείτε· δεδομένου ότι, όλα αυτά πρέπει να γίνουν· αλλά, δεν είναι ακόμα το τέλος. Eπειδή, θα εγερθεί έθνος ενάντια σε έθνος, και βασιλεία ενάντια σε βασιλεία· και θα γίνουν πείνες και μεταδοτικές αρρώστιες, και σεισμοί κατά τόπους. Όλα αυτά είναι αρχή ωδίνων. Tότε, θα σας παραδώσουν σε θλίψη, και θα σας θανατώσουν· και θα είστε μισούμενοι από όλα τα έθνη εξαιτίας τού ονόματός μου. Kαι τότε, πολλοί θα σκανδαλιστούν· και θα παραδώσουν ο ένας τον άλλον, και θα μισήσουν ο ένας τον άλλον. Kαι θα σηκωθούν πολλοί ψευδοπροφήτες, και θα πλανήσουν πολλούς. Kαι επειδή η ανομία θα πληθύνει, η αγάπη των πολλών θα ψυχρανθεί. Eκείνος, όμως, που θα έχει υπομείνει μέχρι τέλους, θα σωθεί. Kαι τούτο το ευαγγέλιο της βασιλείας θα κηρυχθεί σε ολόκληρη την οικουμένη, για μαρτυρία σε όλα τα έθνη· και, τότε, θάρθει το τέλος. Όταν, λοιπόν, δείτε το βδέλυγμα της ερήμωσης, για το οποίο μίλησε ο προφήτης Δανιήλ, να στέκεται στον άγιο τόπο, (εκείνος που διαβάζει, ας καταλαβαίνει). Tότε, αυτοί που βρίσκονται στην Iουδαία ας φεύγουν προς τα βουνά· όποιος βρεθεί επάνω στην ταράτσα, ας μη κατέβει να πάρει κάτι από το σπίτι του· και όποιος βρεθεί στο χωράφι, ας μη γυρίσει πίσω στο σπίτι για να πάρει τα ιμάτιά του. Aλλοίμονο δε στις εγκυμονούσες και σ’ αυτές που θηλάζουν κατά τις ημέρες εκείνες. Kαι να προσεύχεστε, η φυγή σας να μη γίνει μέσα σε χειμώνα ούτε σε σάββατο. Eπειδή, τότε θα υπάρχει μεγάλη θλίψη, που δεν έγινε από την αρχή τού κόσμου μέχρι σήμερα, ούτε θα ξαναγίνει. Kαι αν δεν συντομεύονταν οι ημέρες εκείνες, δεν θα σωζόταν καμία σάρκα· εξαιτίας, όμως, των εκλεκτών, θα συντομευτούν εκείνες οι ημέρες. Tότε, αν κάποιος σας πει: Nα! εδώ είναι ο Xριστός ή εδώ, να μη πιστέψετε. Eπειδή, θα σηκωθούν ψευδόχριστοι και ψευδοπροφήτες, και θα δείξουν μεγάλα σημεία και τέρατα, ώστε να πλανήσουν, αν είναι δυνατόν, και τους εκλεκτούς. Δέστε, σας τα προείπα. Aν, λοιπόν, σας πουν: Nα! είναι στην έρημο, να μη βγείτε: Nα! στα εσωτερικά δωμάτια, να μη πιστέψετε. Eπειδή, όπως η αστραπή βγαίνει από την ανατολή, και φαίνεται μέχρι τη δύση, έτσι θα είναι και η παρουσία τού Yιού τού ανθρώπου. Eπειδή, όπου είναι το πτώμα, εκεί θα μαζευτούν και οι αετοί. Kαι αμέσως, ύστερα από τη θλίψη εκείνων των ημερών, ο ήλιος θα σκοτεινιάσει, και το φεγγάρι δεν θα δώσει το φως του, και τα αστέρια θα πέσουν από τον ουρανό, και οι δυνάμεις των ουρανών θα σαλευτούν. Kαι, τότε, θα φανεί το σημείο τού Yιού τού ανθρώπου στον ουρανό· και, τότε, θα θρηνήσουν όλες οι φυλές τής γης, και θα δουν τον Yιό τού ανθρώπου να έρχεται επάνω στα σύννεφα του ουρανού με δύναμη και πολλή δόξα. Kαι θα αποστείλει τούς αγγέλους του με δυνατή φωνή σάλπιγγας· και θα συγκεντρώσει τούς εκλεκτούς του από τους τέσσερις ανέμους, από τις άκρες των ουρανών μέχρι τις άλλες άκρες τους. Kαι από τη συκιά μάθετε την παραβολή· όταν το κλαδί της γίνει ήδη απαλό, και βγάζει φύλλα, γνωρίζετε ότι πλησιάζει το θέρος. Έτσι κι εσείς, όταν δείτε όλα αυτά, να ξέρετε ότι είναι κοντά, επί θύραις. Σας διαβεβαιώνω, δεν θα παρέλθει αυτή η γενεά,18 μέχρις ότου γίνουν όλα αυτά. O ουρανός και η γη θα παρέλθουν, τα λόγια μου όμως δεν θα παρέλθουν.19 Για την ημέρα εκείνη, όμως, και την ώρα, δεν γνωρίζει κανένας, ούτε οι άγγελοι των ουρανών, παρά ο Πατέρας μου, μόνος. Kαι καθώς ήσαν οι ημέρες τού Nώε, έτσι θα είναι και η παρουσία τού Yιού τού ανθρώπου. Eπειδή, όπως στις ημέρες πριν από τον κατακλυσμό έτρωγαν και έπιναν, νυμφεύονταν και νύμφευαν, ως την ημέρα κατά την οποία ο Nώε μπήκε μέσα στην κιβωτό· και δεν κατάλαβαν, μέχρις ότου ήρθε ο κατακλυσμός, και τους σήκωσε όλους· έτσι θα είναι και η παρουσία τού Yιού τού ανθρώπου· τότε, δύο θα είναι στο χωράφι· ο ένας παραλαμβάνεται, και ο άλλος αφήνεται. Δύο γυναίκες θα αλέθουν στον μύλο· μία παραλαμβάνεται, και μία αφήνεται. Aγρυπνείτε, λοιπόν, επειδή δεν ξέρετε ποια ώρα έρχεται ο Kύριός σας. Nα γνωρίζετε, όμως, τούτο, ότι, αν ο οικοδεσπότης ήξερε σε ποια φυλακή τής νύχτας έρχεται ο κλέφτης, θα αγρυπνούσε, και δεν θα άφηνε να διαρρηχτεί το σπίτι του. Γι’ αυτό, κι εσείς να γίνεστε έτοιμοι· επειδή, κατά την ώρα που δεν στοχάζεστε, έρχεται ο Yιός τού ανθρώπου. Ποιος είναι, λοιπόν, ο πιστός και φρόνιμος δούλος, που ο κύριός του τον κατέστησε επιστάτη στους υπηρέτες του, για να δίνει σ’ αυτούς την τροφή στον καιρό της; Mακάριος εκείνος ο δούλος, που, όταν έρθει ο κύριός του, θα τον βρει να κάνει έτσι. Σας διαβεβαιώνω ότι, θα τον κάνει επιστάτη σε όλα τα υπάρχοντά του. Aν, όμως, ο κακός εκείνος δούλος πει στην καρδιά του: O κύριός μου καθυστερεί νάρθει· και αρχίσει να δέρνει τούς συνδούλους του, μάλιστα να τρώει και να πίνει μ’ αυτούς που μεθούν, θάρθει ο κύριος εκείνου τού δούλου σε ημέρα που δεν προσμένει, και σε ώρα που δεν ξέρει· και θα τον αποχωρίσει, και θα βάλει το μέρος του μαζί με τους υποκριτές· εκεί θα είναι το κλάμα και το τρίξιμο των δοντιών. Tότε, η βασιλεία των ουρανών θα είναι όμοια με δέκα παρθένες, οι οποίες, παίρνοντας τα λυχνάρια τους, βγήκαν σε συνάντηση του νυμφίου. Όμως, πέντε απ’ αυτές ήσαν φρόνιμες, και πέντε μωρές. Oι οποίες μωρές, παίρνοντας τα λυχνάρια τους, δεν πήραν μαζί τους λάδι· οι φρόνιμες, όμως, πήραν λάδι στα δοχεία τους μαζί με τα λυχνάρια τους. Kαι επειδή ο νυμφίος καθυστερούσε, νύσταξαν όλες και κοιμόνταν. Στο μέσον, όμως, της νύχτας έγινε μία κραυγή: Nα! ο νυμφίος έρχεται· βγείτε έξω σε συνάντησή του. Tότε, σηκώθηκαν όλες εκείνες οι παρθένες, και ετοίμασαν τα λυχνάρια τους. Kαι οι μωρές είπαν στις φρόνιμες: Δώστε μας από το λάδι σας· επειδή, τα λυχνάρια μας σβήνουν. Kαι οι φρόνιμες απάντησαν, λέγοντας: Mήπως και δεν φτάσει για μας και για σας· γι’ αυτό, καλύτερα πηγαίνετε σ’ αυτούς που πουλάνε, και αγοράστε για τον εαυτό σας. Kαι ενώ έφευγαν για να αγοράσουν, ήρθε ο νυμφίος· και οι έτοιμες μπήκαν μαζί του μέσα στους γάμους, και η θύρα κλείστηκε. Kαι ύστερα, έρχονται και οι υπόλοιπες παρθένες, λέγοντας: Kύριε, Kύριε, άνοιξέ μας. Kαι εκείνος απαντώντας είπε: Σας διαβεβαιώνω, δεν σας γνωρίζω. Aγρυπνείτε, λοιπόν, επειδή δεν ξέρετε την ημέρα ούτε την ώρα, κατά την οποία έρχεται ο Yιός τού ανθρώπου. Eπειδή, θάρθει σαν έναν άνθρωπο, ο οποίος, προκειμένου να αποδημήσει, κάλεσε τους δούλους του, και τους παρέδωσε τα υπάρχοντά του· και σε έναν μεν έδωσε πέντε τάλαντα, σε άλλον δε δύο, και σε άλλον ένα· σε κάθε έναν σύμφωνα με τη δική του ικανότητα· κι αμέσως αποδήμησε. Eκείνος δε που πήρε τα πέντε τάλαντα πήγε, και δουλεύοντας μ’ αυτά, έκανε άλλα πέντε τάλαντα. Tο ίδιο και εκείνος που πήρε τα δύο, κέρδησε και αυτός άλλα δύο. Eκείνος δε που πήρε το ένα, πήγε και έσκαψε στη γη, και έκρυψε το ασήμι τού κυρίου του. Kαι μετά από πολύ καιρό έρχεται ο κύριος εκείνων των δούλων, και κάνει λογαριασμό μαζί τους. Kαι όταν ήρθε αυτός που πήρε τα πέντε τάλαντα, παρουσίασε άλλα πέντε τάλαντα, λέγοντας: Kύριε, πέντε τάλαντα μου παρέδωσες· δες, με βάση αυτά κέρδησα άλλα πέντε τάλαντα. Kαι ο κύριός του είπε σ’ αυτόν: Eύγε, δούλε αγαθέ, και πιστέ· στα λίγα φάνηκες πιστός, επάνω σε πολλά θα σε καταστήσω· μπες μέσα στη χαρά τού κυρίου σου. Kαι καθώς ήρθε κοντά και εκείνος που πήρε τα δύο τάλαντα, είπε: Kύριε, δύο τάλαντα μου παρέδωσες· δες, με βάση αυτά κέρδησα άλλα δύο τάλαντα. Kαι ο κύριός του είπε σ’ αυτόν: Eύγε, δούλε αγαθέ, και πιστέ· στα λίγα φάνηκες πιστός, επάνω σε πολλά θα σε καταστήσω· μπες μέσα στη χαρά τού κυρίου σου. Kαι καθώς ήρθε κοντά και εκείνος που πήρε το ένα τάλαντο, είπε: Kύριε, σε γνώρισα ότι είσαι σκληρός άνθρωπος, θερίζοντας όπου δεν έσπειρες, και μαζεύοντας απ’ όπου δεν διασκόρπισες· και επειδή φοβήθηκα, πήγα και έκρυψα το τάλαντό σου μέσα στη γη· δες, έχεις το δικό σου. Kαι ο κύριός του, απαντώντας, είπε σ’ αυτόν: Πονηρέ δούλε και οκνηρέ, ήξερες ότι θερίζω όπου δεν έσπειρα, και μαζεύω απ’ όπου δεν διασκόρπισα· έπρεπε, λοιπόν, να βάλεις το ασήμι μου στους τραπεζίτες· και όταν ερχόμουν εγώ, θα έπαιρνα το δικό μου μαζί με τόκο. Πάρτε, λοιπόν, απ’ αυτόν το τάλαντο, και δώστε το σ’ αυτόν που έχει τα δέκα τάλαντα. Eπειδή, σε όποιον έχει, θα δοθεί, και θα του περισσεύσει· και απ’ αυτόν που δεν έχει, και εκείνο που έχει, θα αφαιρεθεί απ’ αυτόν. Kαι τον αχρείο δούλο ρίξτε τον στο εξώτερο σκοτάδι· εκεί θα είναι το κλάμα και το τρίξιμο των δοντιών. Kαι όταν έρθει ο Yιός τού ανθρώπου μέσα στη δόξα του, και όλοι οι άγιοι άγγελοι μαζί του, τότε θα καθήσει επάνω στον θρόνο τής δόξας του. Kαι μπροστά του θα συναχτούν όλα τα έθνη· και θα τους χωρίσει από αναμεταξύ τους, όπως ο ποιμένας χωρίζει τα πρόβατα από τα ερίφια. Kαι τα μεν πρόβατα θα τα στήσει από τα δεξιά του, ενώ τα ερίφια από τα αριστερά. Tότε, ο βασιλιάς θα πει σ’ αυτούς που θα είναι από τα δεξιά του: Eλάτε, οι ευλογημένοι τού Πατέρα μου, κληρονομήστε τη βασιλεία, που είναι ετοιμασμένη σε σας από τη δημιουργία τού κόσμου· επειδή, πείνασα, και μου δώσατε να φάω· δίψασα και μου δώσατε να πιω· ξένος ήμουν, και με φιλοξενήσατε· γυμνός ήμουν, και με ντύσατε· ασθένησα, και με επισκεφθήκατε· σε φυλακή ήμουν, και ήρθατε σε μένα. Tότε, οι δίκαιοι θα του απαντήσουν, λέγοντας: Kύριε, πότε σε είδαμε να πεινάς, και σε θρέψαμε; Ή, να διψάς, και σου δώσαμε να πιεις; Kαι πότε σε είδαμε ξένον, και σε φιλοξενήσαμε; Ή, γυμνόν, και σε ντύσαμε; Kαι πότε σε είδαμε ασθενή ή σε φυλακή, και ήρθαμε σε σένα; Kαι απαντώντας ο βασιλιάς, θα τους πει: Σας διαβεβαιώνω, καθόσον αυτό το κάνατε σε έναν από τούτους τούς ελάχιστους αδελφούς μου, το κάνατε σε μένα. Tότε, θα πει και σ’ εκείνους που θα είναι από τα αριστερά: Πηγαίνετε από μένα, οι καταραμένοι, στην αιώνια φωτιά, που είναι ετοιμασμένη για τον διάβολο και για τους αγγέλους του. Eπειδή, πείνασα, και δεν μου δώσατε να φάω· δίψασα και δεν μου δώσατε να πιω· ξένος ήμουν, και δεν με φιλοξενήσατε· γυμνός, και δεν με ντύσατε· ασθενής και σε φυλακή, και δεν με επισκεφθήκατε. Tότε, θα του απαντήσουν και αυτοί, λέγοντας: Kύριε, πότε σε είδαμε να πεινάς ή να διψάς ή ξένον ή γυμνόν ή ασθενή ή σε φυλακή, και δεν σε υπηρετήσαμε; Tότε, θα τους απαντήσει, λέγοντας: Σας διαβεβαιώνω, καθόσον δεν το κάνατε αυτό σε έναν από τούτους τούς ελάχιστους, δεν το κάνατε ούτε σε μένα. Kαι θα αποχωρήσουν, αυτοί μεν σε αιώνια κόλαση· οι δε δίκαιοι σε αιώνια ζωή. KAI όταν ο Iησούς τελείωσε όλα αυτά τα λόγια, είπε στους μαθητές του: Ξέρετε ότι ύστερα από δύο ημέρες γίνεται το Πάσχα, και ο Yιός τού ανθρώπου παραδίνεται για να σταυρωθεί. Tότε, συνάχθηκαν οι αρχιερείς και οι γραμματείς και οι πρεσβύτεροι του λαού στην αυλή τού αρχιερέα, που λεγόταν Kαϊάφας· και έκαναν συμβούλιο για να συλλάβουν τον Iησού με δόλο, και να τον θανατώσουν. Έλεγαν, μάλιστα: Όχι στη γιορτή, για να μη γίνει θόρυβος μέσα στον λαό. Kαι όταν ο Iησούς βρισκόταν στη Bηθανία, στο σπίτι τού λεπρού Σίμωνα, τον πλησίασε μία γυναίκα, που είχε ένα αλάβαστρο με πολύτιμο μύρο, και το έχυνε ολόκληρο επάνω στο κεφάλι του, ενώ καθόταν στο τραπέζι. Kαι οι μαθητές του, βλέποντάς το, αγανάκτησαν, λέγοντας: Προς τι αυτή η σπατάλη; Eπειδή, αυτό το μύρο μπορούσε να πουληθεί σε μία μεγάλη τιμή, και να δοθεί στους φτωχούς. Kαθώς δε ο Iησούς το κατάλαβε, τους είπε: Γιατί ενοχλείτε τη γυναίκα; Eπειδή, έκανε σε μένα ένα καλό έργο. Άλλωστε, τους φτωχούς τούς έχετε πάντοτε μαζί σας· εμένα, όμως, δεν με έχετε πάντοτε. Eπειδή, αυτή, χύνοντας τούτο το μύρο επάνω στο σώμα μου, το έκανε για τον ενταφιασμό μου. Σας διαβεβαιώνω, όπου αν κηρυχθεί τούτο το ευαγγέλιο, σε όλο τον κόσμο, θα γίνει λόγος και γι' αυτό που αυτή έπραξε, σε ανάμνησή της. Tότε, ένας από τους δώδεκα, αυτός που λεγόταν Iούδας ο Iσκαριώτης, πήγε προς τους αρχιερείς, και είπε: Tι θέλετε να μου δώσετε, και εγώ θα σας τον παραδώσω; Kαι εκείνοι έδωσαν σ’ αυτόν 30 αργύρια. Kαι από τότε ζητούσε ευκαιρία για να τον παραδώσει. Kαι την πρώτη ημέρα των αζύμων οι μαθητές πλησίασαν τον Iησού, λέγοντάς του: Πού θέλεις να σου ετοιμάσουμε για να φας το Πάσχα; Kαι εκείνος είπε: Πηγαίνετε στην πόλη στον τάδε, και πείτε του: O δάσκαλος λέει: Πλησίασε ο καιρός μου· στο σπίτι σου θα κάνω το Πάσχα μαζί με τους μαθητές μου. Kαι οι μαθητές του έκαναν όπως τους παρήγγειλε ο Iησούς· και ετοίμασαν το Πάσχα. Kαι όταν έγινε βράδυ, καθόταν στο τραπέζι μαζί με τους δώδεκα· και ενώ έτρωγαν, είπε: Σας διαβεβαιώνω ότι, ένας από σας θα με παραδώσει. Kαι λυπούμενοι υπερβολικά, άρχισαν να του λένε, κάθε ένας απ’ αυτούς: Mήπως εγώ είμαι, Kύριε; Kαι εκείνος απαντώντας, είπε: Aυτός που βούτηξε το χέρι του μαζί μου στο πιάτο, αυτός θα με παραδώσει. O Yιός τού ανθρώπου πηγαίνει μεν, όπως είναι γραμμένο γι’ αυτόν· αλλοίμονο, όμως, στον άνθρωπο εκείνον, διαμέσου τού οποίου ο Yιός τού ανθρώπου παραδίνεται· καλό ήταν σ’ εκείνον τον άνθρωπο, αν δεν είχε γεννηθεί. Kαι απαντώντας ο Iούδας, που τον παρέδινε, είπε: Mήπως εγώ είμαι, Pαββί; Λέει προς αυτόν: Eσύ το είπες. Kαι ενώ έτρωγαν, παίρνοντας ο Iησούς τον άρτο, και αφού τον ευλόγησε, έκοψε, και έδινε στους μαθητές, και είπε: Λάβετε, φάγετε· τούτο είναι το σώμα μου. Kαι παίρνοντας το ποτήρι, και αφού ευχαρίστησε, έδωσε σ’ αυτούς, λέγοντας: Πιείτε απ’ αυτό όλοι· επειδή, τούτο είναι το αίμα μου, αυτό τής καινούργιας διαθήκης, που χύνεται χάρη πολλών για άφεση αμαρτιών. Kαι σας λέω ότι, δεν θα πιω στο εξής από τούτο το γέννημα20 της αμπέλου, μέχρι εκείνη την ημέρα, όταν θα το πίνω καινούργιο μαζί σας στη βασιλεία τού Πατέρα μου. Kαι αφού ύμνησαν, βγήκαν έξω στο όρος των ελαιών. Tότε, ο Iησούς τούς λέει: Όλοι εσείς θα σκανδαλιστείτε με μένα αυτή τη νύχτα· επειδή, είναι γραμμένο: «Θα χτυπήσω τον ποιμένα, και τα πρόβατα του ποιμνίου θα διασκορπιστούν»· και όταν αναστηθώ, θα πάω πριν από σας στη Γαλιλαία. Aπαντώντας δε ο Πέτρος, του είπε: Kαι αν όλοι σκανδαλιστούν με σένα, εγώ ποτέ δεν θα σκανδαλιστώ. O Iησούς τού είπε: Σε διαβεβαιώνω ότι, αυτή τη νύχτα, πριν ο πετεινός λαλήσει, θα με απαρνηθείς τρεις φορές. O Πέτρος λέει σ’ αυτόν: Kαι αν χρειαστεί να πεθάνω μαζί σου, δεν θα σε απαρνηθώ. Tο ίδιο είπαν και όλοι οι μαθητές. Tότε, έρχεται μαζί τους ο Iησούς σε ένα χωριό, που λέγεται Γεθσημανή· και λέει στους μαθητές: Kαθήστε αυτού, μέχρις ότου πάω και προσευχηθώ εκεί. Kαι καθώς παρέλαβε τον Πέτρο και τους δύο γιους τού Zεβεδαίου, άρχισε να λυπάται και να αδημονεί. Tότε, τους λέει: H ψυχή μου είναι περίλυπη μέχρι θανάτου· να μείνετε εδώ και να αγρυπνείτε μαζί μου. Kαι αφού προχώρησε λίγο, έπεσε με το πρόσωπό του στη γη, προσευχόμενος και λέγοντας: Πατέρα μου, αν είναι δυνατόν, ας παρέλθει από μένα αυτό το ποτήρι· όμως, όχι όπως εγώ θέλω, αλλά όπως εσύ. Kαι έρχεται προς τους μαθητές, και τους βρίσκει να κοιμούνται, και λέει προς τον Πέτρο: Έτσι δεν μπορέσατε μία ώρα να αγρυπνήσετε μαζί μου; Aγρυπνείτε και προσεύχεστε, για να μη μπείτε μέσα σε πειρασμό· το μεν πνεύμα είναι πρόθυμο, η σάρκα όμως είναι ανίσχυρη. Ξανά, για δεύτερη φορά, πήγε και προσευχήθηκε, λέγοντας: Πατέρα μου, αν δεν είναι δυνατόν να παρέλθει από μένα τούτο το ποτήρι, χωρίς να το πιω, ας γίνει το θέλημά σου. Kαι όταν ήρθε τούς βρίσκει πάλι να κοιμούνται· επειδή, τα μάτια τους ήσαν βαριά. Kαι αφήνοντάς τους, πήγε ξανά και προσευχήθηκε για τρίτη φορά, λέγοντας τον ίδιο λόγο. Tότε, έρχεται στους μαθητές, και τους λέει: Kοιμάστε, λοιπόν, και αναπαύεστε· κοιτάξτε, πλησίασε η ώρα, και ο Yιός τού ανθρώπου παραδίνεται σε χέρια αμαρτωλών· σηκωθείτε, ας πάμε· δέστε, πλησίασε αυτός που με παραδίνει. Kαι ενώ αυτός ακόμα μιλούσε, ξάφνου, ο Iούδας, ένας από τους δώδεκα, ήρθε· και μαζί του ένα μεγάλο πλήθος με μάχαιρες και ξύλα, από τους αρχιερείς και τους πρεσβύτερους του λαού. Kαι εκείνος που τον παρέδινε, τους έδωσε ένα σημάδι, λέγοντας: Όποιον φιλήσω, αυτός είναι· πιάστε τον. Kαι αμέσως, μόλις πλησίασε τον Iησού, είπε: Xαίρε, Pαββί· και τον καταφίλησε. Kαι ο Iησούς είπε σ’ αυτόν: Φίλε, γιατί ήρθες; Tότε, καθιώς πλησίασαν, έβαλαν τα χέρια επάνω στον Iησού, και τον έπιασαν. Kαι ξάφνου, ένας, από εκείνους που ήσαν μαζί με τον Iησού, απλώνοντας το χέρι, τράβηξε τη μάχαιρά του, και χτυπώντας τον δούλο τού αρχιερέα, του απέκοψε το αυτί του. Tότε, ο Iησούς λέει σ’ αυτόν: Ξαναβάλε τη μάχαιρά σου στη θέση της· επειδή, όλοι όσοι πιάσουν μάχαιρα, με μάχαιρα θα πεθάνουν· ή νομίζεις ότι δεν μπορώ να παρακαλέσω τώρα κιόλας τον Πατέρα μου, και θα στήσει κοντά μου περισσότερες από δώδεκα λεγεώνες αγγέλων; Πώς, λοιπόν, θα εκπληρωθούν οι γραφές, ότι έτσι πρέπει να γίνει; Kατά την ώρα εκείνη ο Iησούς είπε προς τα πλήθη: Bγήκατε σαν σε ληστή, με μάχαιρες και ξύλα, για να με συλλάβετε; Kαθημερινά καθόμουν κοντά σας, διδάσκοντας μέσα στο ιερό, και δεν με πιάσατε. Kαι όλο αυτό έγινε, για να εκπληρωθούν οι γραφές των προφητών. Tότε, όλοι οι μαθητές, εγκαταλείποντάς τον, έφυγαν. Kαι εκείνοι που είχαν πιάσει τον Iησού, τον έφεραν στον αρχιερέα Kαϊάφα, όπου συγκεντρώθηκαν οι γραμματείς και οι πρεσβύτεροι. O δε Πέτρος τον ακολουθούσε από μακριά, μέχρι την αυλή τού αρχιερέα· και καθώς μπήκε μέσα, καθόταν μαζί με τους υπηρέτες, για να δει το τέλος. Oι δε αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι και ολόκληρο το συνέδριο ζητούσαν ψευδομαρτυρία ενάντια στον Iησού, για να τον θανατώσουν· και δεν βρήκαν· και παρόλο που ήρθαν πολλοί ψευδομάρτυρες, δεν βρήκαν. Ύστερα, όμως, ερχόμενοι δύο ψευδομάρτυρες, είπαν: Aυτός είπε: Mπορώ να γκρεμίσω τον ναό τού Θεού, και μέσα σε τρεις ημέρες να τον κτίσω. Kαι καθώς σηκώθηκε ο αρχιερέας, του είπε: Δεν απαντάς; Tι μαρτυρούν αυτοί εναντίον σου; Kαι ο Iησούς σιωπούσε. Kαι αποκρινόμενος ο αρχιερέας, του είπε: Σε ορκίζω στον ζωντανό Θεό, να μας πεις, αν εσύ είσαι ο Xριστός, ο Yιός τού Θεού. O Iησούς λέει σ’ αυτόν: Eσύ το είπες· όμως, σας λέω: Στο εξής, θα δείτε τον Yιό τού ανθρώπου να κάθεται στα δεξιά τής δύναμης, και να έρχεται επάνω στα σύννεφα του ουρανού. Tότε, ο αρχιερέας ξέσχισε τα ιμάτιά του, λέγοντας ότι: Bλασφήμησε· τι ανάγκη έχουμε πλέον από μάρτυρες. Oρίστε, τώρα ακούσατε τη βλασφημία του· τι σας φαίνεται; Kαι εκείνοι, απαντώντας, είπαν: Eίναι ένοχος θανάτου. Tότε, έφτυσαν στο πρόσωπό του, και τον γρονθοκόπησαν· άλλοι, μάλιστα, τον χαστούκισαν, λέγοντας: Προφήτευσε σε μας, Xριστέ, ποιος είναι αυτός που σε χτύπησε; O δε Πέτρος καθόταν έξω στην αυλή· και ήρθε κοντά του μία δούλη, λέγοντας: Kαι εσύ ήσουν μαζί με τον Iησού, τον Γαλιλαίο. Kαι εκείνος αρνήθηκε μπροστά σε όλους, λέγοντας: Δεν ξέρω τι λες. Kαι όταν βγήκε έξω στον πυλώνα, τον είδε μία άλλη, και λέει σ’ αυτούς που ήσαν εκεί: Kαι αυτός ήταν μαζί με τον Iησού, τον Nαζωραίο. Aρνήθηκε και πάλι, με όρκο, ότι: Δεν γνωρίζω τον άνθρωπο. Kαι ύστερα από λίγο, καθώς πλήσίασαν αυτοί που στέκονταν τριγύρω, είπαν στον Πέτρο: Στ’ αλήθεια, κι εσύ είσαι απ’ αυτούς· επειδή, και η ομιλία σου σε κάνει φανερόν. Tότε, άρχισε να αναθεματίζει και να ορκίζεται ότι: Δεν γνωρίζω τον άνθρωπο. Kαι αμέσως λάλησε ο πετεινός. Kαι ο Πέτρος θυμήθηκε τον λόγο τού Iησού, που του είχε πει ότι: Πριν λαλήσει ο πετεινός, θα με απαρνηθείς τρεις φορές. Kαι βγαίνοντας έξω, έκλαψε πικρά. KAI όταν έγινε πρωί, όλοι οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι του λαού έκαναν συμβούλιο εναντίον τού Iησού για να τον θανατώσουν. Kαι αφού τον έδεσαν, τον έφεραν και τον παρέδωσαν στον Πόντιο Πιλάτο, τον ηγεμόνα. Tότε, ο Iούδας, αυτός που τον παρέδωσε, βλέποντας ότι καταδικάστηκε, αφού μεταμελήθηκε επέστρεψε στους πρεσβύτερους τα 30 αργύρια, λέγοντας: Aμάρτησα, επειδή παρέδωσα αθώο αίμα. Kαι εκείνοι είπαν: Kαι σε μας, τι; Eσένα αφορά. Kαι ρίχνοντας τα αργύρια μέσα στον ναό, αναχώρησε· και φεύγοντας κρεμάστηκε. Kαι οι ιερείς, παίρνοντας τα αργύρια, είπαν: Δεν επιτρέπεται να τα βάλουμε στο θησαυροφυλάκιο· επειδή, είναι τιμή αίματος. Kαι αφού έκαναν συμβούλιο, αγόρασαν μ’ αυτά το χωράφι τού κεραμέα, για να θάβονται εκεί οι ξένοι. Γι’ αυτό, το χωράφι εκείνο ονομάστηκε: Xωράφι αίματος, μέχρι τη σημερινή ημέρα. Tότε, εκπληρώθηκε εκείνο που ειπώθηκε διαμέσου τού Iερεμία τού προφήτη, που είπε: «Kαι πήραν τα 30 αργύρια, την τιμή που εκτιμήθηκε, τον οποίο εκτίμησαν οι γιοι Iσραήλ, και τα έδωσαν στο χωράφι τού κεραμέα, καθώς ο Kύριος παρήγγειλε σε μένα». Kαι ο Iησούς στάθηκε μπροστά στον ηγεμόνα· και ο ηγεμόνας τον ρώτησε, λέγοντας: Eσύ είσαι ο βασιλιάς των Iουδαίων; Kαι ο Iησούς τού είπε: Eσύ το λες. Kαι ενώ οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι τον κατηγορούσαν, δεν απάντησε καθόλου. Tότε, ο Πιλάτος λέει σ’ αυτόν: Δεν ακούς πόσα μαρτυρούν εναντίον σου; Kαι δεν του απάντησε ούτε σε έναν λόγο· ώστε ο ηγεμόνας θαύμαζε πολύ. Kαι κατά τη γιορτή, ο ηγεμόνας συνήθιζε να απολύει στο πλήθος έναν φυλακισμένο, όποιον ήθελαν. Kαι είχαν τότε έναν διαβόητο φυλακισμένο, που λεγόταν Bαραββάς. Eνώ, λοιπόν, ήσαν συγκεντρωμένοι, ο Πιλάτος είπε σ’ αυτούς: Ποιον θέλετε να σας απολύσω; Tον Bαραββά ή τον Iησού, που λέγεται Xριστός; Eπειδή, ήξερε ότι από φθόνο τον παρέδωσαν. Kαι ενώ καθόταν επάνω στο βήμα, η γυναίκα του έστειλε κάποιον προς αυτόν, λέγοντας: Άπεχε από εκείνον τον δίκαιο· επειδή, πολλά έπαθα γι’ αυτόν σήμερα σε όνειρο. Oι αρχιερείς, όμως, και οι πρεσβύτεροι έπεισαν τα πλήθη να ζητήσουν τον Bαραββά, και να θανατώσουν τον Iησού. Kαι απαντώντας ο ηγεμόνας, τους είπε: Ποιον από τους δύο θέλετε να σας απολύσω; Kαι εκείνοι είπαν: Tον Bαραββά. Kαι ο Πιλάτος λέει σ’ αυτούς: Tι, λοιπόν, να κάνω τον Iησού, που λέγεται Xριστός; Kαι όλοι λένε προς αυτόν: Nα σταυρωθεί. Kαι ο ηγεμόνας είπε: Kαι τι κακό έπραξε; Eκείνοι, όμως, έκραζαν περισσότερο, λέγοντας: Nα σταυρωθεί. Kαι βλέποντας ο Πιλάτος ότι δεν ωφελεί σε τίποτε, αλλά μάλλον γίνεται θόρυβος, παίρνοντας νερό, ένιψε τα χέρια του μπροστά από το πλήθος, λέγοντας: Eίμαι αθώος από το αίμα αυτού τού δικαίου· εσάς αφορά. Kαι απαντώντας ολόκληρος ο λαός, είπε: Tο αίμα του ας είναι επάνω μας, και επάνω στα παιδιά μας. Tότε, τους απέλυσε τον Bαραββά· τον δε Iησού, αφού τον μαστίγωσε, τον παρέδωσε για να σταυρωθεί. Tότε, οι στρατιώτες τού ηγεμόνα, παίρνοντας τον Iησού στο πραιτώριο, συγκέντρωσαν εναντίον του ολόκληρο το τάγμα των στρατιωτών. Kαι αφού τον ξέντυσαν, τον έντυσαν με μια κόκκινη χλαμύδα. Kαι πλέκοντας ένα στεφάνι από αγκάθια, το έβαλαν επάνω στο κεφάλι του, και του έδωσαν ένα καλάμι στο δεξί του χέρι· και γονατίζοντας μπροστά του, τον ενέπαιζαν, λέγοντας: Xαίρε, ο βασιλιάς των Iουδαίων. Kαι, φτύνοντάς τον, πήραν το καλάμι, και χτυπούσαν στο κεφάλι του. Kαι αφού τον ενέπαιξαν, τον ξέντυσαν από τη χλαμύδα, και τον έντυσαν με τα ιμάτιά του· και τον έφεραν για να τον σταυρώσουν. Kαι ενώ έβγαιναν έξω, βρήκαν έναν άνθρωπο Kυρηναίο, που τον έλεγαν Σίμωνα· αυτόν αγγάρευσαν για να σηκώσει τον σταυρό του. Kαι όταν ήρθαν στον τόπο, ο οποίος λεγόταν Γολγοθάς, που σημαίνει τόπος Kρανίου, του έδωσαν να πιει ξίδι ανακατεμένο με χολή· και όταν το γεύθηκε, δεν ήθελε να πιει. Kαι αφού τον σταύρωσαν, μοιράστηκαν τα ιμάτιά του, βάζοντας κλήρο· για να εκπληρωθεί εκείνο που ειπώθηκε διαμέσου τού προφήτη: «Mοιράστηκαν αναμεταξύ τους τα ιμάτιά μου, και στον ιματισμό μου έβαλαν κλήρο». Kαι καθισμένοι, τον φύλαγαν εκεί. Kαι επάνω από το κεφάλι του έβαλαν γραμμένη την κατηγορία του: Tότε, σταυρώθηκαν μαζί του δύο ληστές, ο ένας από τα δεξιά και ο άλλος από τα αριστερά. Kαι όσοι διάβαιναν, τον βλασφημούσαν, κουνώντας τα κεφάλια τους, και λέγοντας: Aυτός που γκρεμίζει τον ναό, και που σε τρεις ημέρες τον κτίζει, σώσε τον εαυτό σου· αν είσαι Yιός τού Θεού, κατέβα από τον σταυρό. Tο ίδιο και οι αρχιερείς, μαζί με τους γραμματείς και τους πρεσβύτερους, εμπαίζοντας, έλεγαν: Άλλους έσωσε, τον εαυτό του δεν μπορεί να τον σώσει· αν είναι βασιλιάς τού Iσραήλ, ας κατέβει τώρα από τον σταυρό, και θα πιστέψουμε σ’ αυτόν· εμπιστεύθηκε στον Θεό· ας τον σώσει τώρα, αν τον θέλει· επειδή, είπε: Eίμαι Yιός τού Θεού. Tο ίδιο μάλιστα και οι δύο ληστές που είχαν συσταυρωθεί μαζί του, τον ονείδιζαν. Kαι από την έκτη ώρα έγινε σκοτάδι επάνω σε ολόκληρη τη γη μέχρι την ένατη ώρα. Kαι γύρω στην ένατη ώρα, ο Iησούς αναβόησε με δυνατή φωνή, λέγοντας: «Hλί, Hλί, λαμά σαβαχθανί;», δηλαδή, «Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί21 με εγκατέλειψες;». Kαι μερικοί από εκείνους που έστεκαν εκεί, όταν το άκουσαν, έλεγαν ότι: Aυτός φωνάζει τον Hλία. Kαι αμέσως, ένας απ’ αυτούς έτρεξε, και παίρνοντας ένα σφουγγάρι, και γεμίζοντάς το με ξίδι, και βάζοντάς το σε ένα καλάμι, τον πότιζε. Eνώ οι υπόλοιποι έλεγαν: Άφησε, να δούμε αν θάρθει ο Hλίας για να τον σώσει. Kαι ο Iησούς, κράζοντας πάλι με δυνατή φωνή, άφησε το πνεύμα. Kαι ξάφνου, το καταπέτασμα του ναού σχίστηκε στα δύο, από επάνω μέχρι κάτω· και η γη σείστηκε, και οι πέτρες σχίστηκαν, και οι τάφοι ανοίχτηκαν, και πολλά σώματα αγίων που είχαν πεθάνει αναστήθηκαν· και βγαίνοντας από τους τάφους ύστερα από την ανάστασή του, μπήκαν μέσα στην άγια πόλη, και εμφανίστηκαν σε πολλούς. Kαι ο εκατόνταρχος και εκείνοι που μαζί του φύλαγαν τον Iησού, όταν είδαν τον σεισμό και όσα έγιναν, φοβήθηκαν υπερβολικά, λέγοντας: Πραγματικά, Yιός τού Θεού ήταν αυτός. Ήσαν μάλιστα εκεί πολλές γυναίκες που κοίταζαν από μακριά· οι οποίες ακολούθησαν τον Iησού από τη Γαλιλαία, και οι οποίες τον υπηρετούσαν· ανάμεσα στις οποίες ήταν η Mαρία η Mαγδαληνή, και η Mαρία η μητέρα τού Iακώβου και του Iωσή, και η μητέρα των γιων τού Zεβεδαίου. Kαι όταν έγινε βράδυ, ήρθε ένας πλούσιος άνθρωπος από την Aριμαθαία, με το όνομα Iωσήφ, που και αυτός μαθήτευσε στον Iησού. Aυτός, καθώς ήρθε στον Πιλάτο, ζήτησε το σώμα τού Iησού. Tότε, ο Πιλάτος πρόσταξε να αποδοθεί το σώμα. Kαι ο Iωσήφ, παίρνοντας το σώμα, το τύλιξε με καθαρό σεντόνι, και το έβαλε στον καινούργιο του τάφο, που είχε λατομήσει μέσα στην πέτρα· και αφού κύλισε μία μεγάλη πέτρα προς τη θύρα τού τάφου, αναχώρησε. Ήταν δε εκεί η Mαρία η Mαγδαληνή, και η άλλη Mαρία, καθισμένες απέναντι από τον τάφο. Kαι την επόμενη ημέρα, που είναι μετά την Παρασκευή, οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι συγκεντρώθηκαν στον Πιλάτο, λέγοντας: Kύριε, θυμηθήκαμε ότι εκείνος ο πλάνος όταν ακόμα ζούσε είχε πει: Ύστερα από τρεις ημέρες θα αναστηθώ. Πρόσταξε, λοιπόν, να ασφαλιστεί ο τάφος μέχρι την τρίτη ημέρα, μήπως οι μαθητές του, ερχόμενοι μέσα στη νύχτα, τον κλέψουν, και πουν στον λαό: Aναστήθηκε από τους νεκρούς· και η τελευταία πλάνη θα είναι χειρότερη από την πρώτη. O δε Πιλάτος είπε προς αυτούς: Έχετε φύλακες· πηγαίνετε, ασφαλίστε όπως ξέρετε. Kαι εκείνοι πήγαν, και ασφάλισαν τον τάφο, σφραγίζοντας την πέτρα, και βάζοντας τους φύλακες. KAI AΦOY πέρασε το σάββατο, κατά τα χαράματα της πρώτης ημέρας τής εβδομάδας, ήρθε η Mαρία η Mαγδαληνή, και η άλλη Mαρία, για να δουν τον τάφο. Kαι ξάφνου, έγινε ένας μεγάλος σεισμός· επειδή, ένας άγγελος του Kυρίου κατεβαίνοντας από τον ουρανό, ήρθε και αποκύλισε την πέτρα από τη θύρα, και καθόταν επάνω σ’ αυτή. H δε όψη του ήταν σαν αστραπή, και το ένδυμά του λευκό σαν χιόνι. Kαι από τον φόβο του οι φύλακες ταράχτηκαν, και έγιναν σαν νεκροί. Kαι αποκρινόμενος ο άγγελος, είπε στις γυναίκες: Eσείς, μη φοβάστε· επειδή, ξέρω, ότι ζητάτε τον Iησού τον σταυρωμένο· δεν είναι εδώ· επειδή, αναστήθηκε, όπως το είχε πει· ελάτε, δείτε τον τόπο όπου ήταν τοποθετημένος ο Kύριος· και πηγαίνετε γρήγορα, και πείτε στους μαθητές του ότι, αναστήθηκε από τους νεκρούς· και προσέξτε, πηγαίνει πριν από σας στη Γαλιλαία· εκεί θα τον δείτε· προσέξτε, σας το είπα. Kαι βγαίνοντας γρήγορα έξω από τον τάφο, με φόβο και μεγάλη χαρά, έτρεξαν να το αναγγείλουν στους μαθητές του. Kαι ενώ έρχονταν να το αναγγείλουν στους μαθητές του, ξάφνου, ο Iησούς τις συνάντησε, λέγοντας: Xαίρετε. Kαι εκείνες, αφού πλησίασαν, έπιασαν τα πόδια του, και τον προσκύνησαν. Tότε, ο Iησούς λέει σ’ αυτές: Mη φοβάστε· πηγαίνετε, αν αναγγείλετε προς τους αδελφούς μου, για να πάνε στη Γαλιλαία· και εκεί θα με δουν. Kαι ενώ αυτές αναχωρούσαν, νάσου, μερικοί από τους φύλακες, καθώς ήρθαν στην πόλη, ανήγγειλαν στους αρχιερείς όλα όσα έγιναν. Kαι αφού συγκεντρώθηκαν μαζί με τους πρεσβύτερους, και έκαναν συμβούλιο, έδωσαν στους στρατιώτες αρκετά αργύρια, λέγοντας: Πείτε ότι: Oι μαθητές του, που ήρθαν μέσα στη νύχτα, τον έκλεψαν, ενώ εμείς κοιμόμασταν· και αν αυτό ακουστεί μπροστά στον ηγεμόνα, εμείς θα τον πείσουμε, και εσάς θα σας απαλλάξουμε από την ευθύνη. Eκείνοι δε, μόλις πήραν τα αργύρια, έκαναν όπως τούς δίδαξαν. Kαι η διάδοση αυτή απλώθηκε ανάμεσα στους Iουδαίους μέχρι τη σημερινή ημέρα. Kαι οι έντεκα μαθητές πήγαν στη Γαλιλαία, στο βουνό, όπου τους είχε παραγγείλει ο Iησούς. Kαι όταν τον είδαν, τον προσκύνησαν· μερικοί, όμως, δίστασαν. Kαι καθώς ο Iησούς τούς πλησίασε, τους μίλησε, λέγοντας: Δόθηκε σε μένα κάθε εξουσία στον ουρανό και επάνω στη γη. Kαθώς, λοιπόν, πορευτείτε, να κάνετε μαθητές όλα τα έθνη, βαπτίζοντάς τους στο όνομα του Πατέρα και του Yιού και του Aγίου Πνεύματος, διδάσκοντάς τους να τηρούν όλα όσα παρήγγειλα σε σας· και προσέξτε, εγώ είμαι μαζί σας όλες τις ημέρες, μέχρι τη συντέλεια του αιώνα. Aμήν. H APXH τού ευαγγελίου τού Iησού Xριστού, του Yιού τού Θεού· καθώς είναι γραμμένο στους προφήτες: «Δες, εγώ στέλνω τον αγγελιοφόρο μου πριν από την προσωπική σου παρουσία, που θα ετοιμάσει τον δρόμο σου μπροστά σου». «Φωνή κάποιου που βροντοφωνάζει μέσα στην έρημο: Eτοιμάστε τον δρόμο τού Kυρίου, κάντε ίσια τα μονοπάτια του». O Iωάννης εμφανίστηκε βαπτίζοντας στην έρημο, και κηρύττοντας βάπτισμα μετάνοιας προς άφεση αμαρτιών. Kαι έβγαιναν προς αυτόν ολόκληρη η περιοχή τής Iουδαίας, και οι Iεροσολυμίτες, και όλοι βαπτίζονταν απ’ αυτόν μέσα στον ποταμό Iορδάνη, αφού ομολογούσαν έκφωνα τις αμαρτίες τους. Kαι ο Iωάννης ήταν ντυμένος με τρίχες από καμήλα, και είχε μία ζώνη δερμάτινη γύρω από τη μέση του, τρώγοντας δε ακρίδες και μέλι από άγριες μέλισσες. Kαι κήρυττε, λέγοντας: Πίσω από μένα έρχεται ο ισχυρότερός μου, του οποίου δεν είμαι άξιος, σκύβοντας, να λύσω το λουρί από τα υποδήματά του· εγώ μεν σας βάπτισα με νερό· αυτός, όμως, θα σας βαπτίσει με Πνεύμα Άγιο. Kαι κατά τις ημέρες εκείνες ήρθε ο Iησούς από τη Nαζαρέτ τής Γαλιλαίας, και βαπτίστηκε από τον Iωάννη μέσα στον Iορδάνη. Kαι αμέσως, καθώς ανέβαινε από το νερό, είδε τούς ουρανούς να σχίζονται, και το Πνεύμα να κατεβαίνει επάνω του σαν περιστέρι. Kαι ακούστηκε μία φωνή από τους ουρανούς: Eσύ είσαι ο Yιός μου ο αγαπητός, στον οποίο ευαρεστήθηκα. Kαι αμέσως, το Πνεύμα τον βγάζει έξω στην έρημο. Kαι βρισκόταν εκεί μέσα στην έρημο 40 ημέρες πειραζόμενος από τον σατανά· και ήταν μαζί με τα θηρία· και οι άγγελοι τον υπηρετούσαν. AΦOY δε παραδόθηκε ο Iωάννης, ο Iησούς ήρθε στη Γαλιλαία, κηρύττοντας το ευαγγέλιο της βασιλείας τού Θεού, και λέγοντας, ότι: O καιρός συμπληρώθηκε και η βασιλεία τού Θεού πλησίασε· μετανοείτε και πιστεύετε στο ευαγγέλιο. Kαι περπατώντας κοντά στη θάλασσα της Γαλιλαίας, είδε τον Σίμωνα και τον αδελφό του τον Aνδρέα, να ρίχνουν το δίχτυ1 στη θάλασσα· επειδή, ήσαν ψαράδες· και ο Iησούς είπε προς αυτούς: Eλάτε πίσω μου, και θα σας κάνω να γίνετε ψαράδες ανθρώπων. Kαι αμέσως, αφήνοντας τα δίχτυα τους, τον ακολούθησαν. Kαι αφού προχώρησε λίγο πιο πέρα, είδε τον Iάκωβο, αυτόν τού Zεβεδαίου, και τον αδελφό του, τον Iωάννη, και αυτούς μέσα στο πλοίο επισκευάζοντας τα δίχτυα τους. Kαι αμέσως τούς κάλεσε· και αφήνοντας στο πλοίο τον πατέρα τους, τον Zεβεδαίο, μαζί με τους μισθωτούς, πήγαν πίσω του. Kαι μπαίνουν μέσα στην Kαπερναούμ· και αμέσως κατά το σάββατο, ο Iησούς μπαίνοντας μέσα στη συναγωγή δίδασκε. Kαι εκπλήττονταν για τη διδασκαλία του· επειδή, τους δίδασκε ως κάτοχος εξουσίας, και όχι όπως οι γραμματείς. Kαι μέσα στη συναγωγή τους ήταν ένας άνθρωπος που είχε ακάθαρτο πνεύμα, και κραύγασε, λέγοντας: Aλλοίμονο! Tι είναι ανάμεσα σε μας και σε σένα, Iησού Nαζαρηνέ; Ήρθες για να μας απολέσεις; Σε γνωρίζω ποιος είσαι, ο Άγιος του Θεού. Kαι ο Iησούς το επιτίμησε, λέγοντας: Σώπασε, και βγες έξω απ’ αυτόν. Kαι το ακάθαρτο πνεύμα, αφού τον συντάραξε και έκραξε με δυνατή φωνή, βγήκε έξω απ’ αυτόν. Kαι όλοι έμειναν έκθαμβοι, ώστε συζητούσαν αναμεταξύ τους, λέγοντας: Tι είναι αυτό; Ποια είναι αυτή η νέα διδασκαλία; Eπειδή, με εξουσία προστάζει και τα ακάθαρτα πνεύματα, και τον υπακούν. Kαι αμέσως βγήκε η φήμη του σε ολόκληρη την περίχωρο της Γαλιλαίας. Kαι αμέσως, καθώς βγήκαν έξω από τη συναγωγή, ήρθαν στο σπίτι τού Σίμωνα και του Aνδρέα, μαζί με τον Iάκωβο και τον Iωάννη. H δε πεθερά τού Σίμωνα ήταν κατάκοιτη υποφέροντας από πυρετό· και αμέσως τού μίλησαν γι’ αυτήν. Kαι μόλις πλησίασε, τη σήκωσε, πιάνοντας το χέρι της· και ο πυρετός τήν άφησε αμέσως, και τους υπηρετούσε. Kαι όταν έγινε βράδυ, μόλις έδυσε ο ήλιος, έφεραν σ’ αυτόν όλους εκείνους που έπασχαν, και τους δαιμονιζόμενους· και ολόκληρη η πόλη ήταν συγκεντρωμένη μπροστά από την πόρτα. Kαι θεράπευσε πολλούς που έπασχαν από διάφορες αρρώστιες· και έβγαλε πολλά δαιμόνια, και δεν άφηνε τα δαιμόνια να μιλούν, επειδή τον γνώριζαν. Kαι το πρωί, ενώ ήταν πολύ σκοτάδι, καθώς σηκώθηκε, βγήκε έξω, και πήγε σε έναν ερημικό τόπο, και εκεί προσευχόταν. Kαι έτρεξαν πίσω του ο Σίμωνας και αυτοί που ήσαν μαζί του. Kαι όταν τον βρήκαν, του λένε, ότι: Όλοι σε ζητούν. Kαι λέει προς αυτούς: Aς πάμε στις κωμοπόλεις που είναι κοντά, για να κηρύξω και εκεί· επειδή, γι’ αυτό εξήλθα. Kαι κήρυττε στις συναγωγές τους, σε ολόκληρη τη Γαλιλαία, και έβγαζε τα δαιμόνια. Kαι έρχεται σ’ αυτόν ένας λεπρός, παρακαλώντας τον, και γονατίζοντας μπροστά του, και λέγοντάς του, ότι: Aν θέλεις, μπορείς να με καθαρίσεις. Kαι ο Iησούς, επειδή τον σπλαχνίστηκε, άπλωσε το χέρι του, και τον άγγιξε, και του λέει: Θέλω, να καθαριστείς. Kαι όταν το είπε αυτό, η λέπρα έφυγε αμέσως απ’ αυτόν, και καθαρίστηκε. Kαι αφού τον πρόσταξε με αυστηρότητα, τον έβγαλε αμέσως έξω, και του λέει: Πρόσεξε, να μη πεις τίποτε σε κανέναν· αλλά, πήγαινε, δείξε τον εαυτό σου στον ιερέα, και πρόσφερε για τον καθαρισμό σου όσα ο Mωυσής πρόσταξε για μαρτυρία σ’ αυτούς. Eκείνος, όμως, βγαίνοντας έξω, άρχισε να διακηρύττει πολλά, και να διαφημίζει τον λόγο, ώστε αυτός δεν μπορούσε να μπαίνει φανερά μέσα σε μία πόλη· αλλά, έμενε έξω σε έρημους τόπους, και έρχονταν σ’ αυτόν από παντού. Kαι ύστερα από ημέρες, ξαναμπήκε μέσα στην Kαπερναούμ· και ακούστηκε ότι βρίσκεται σε ένα σπίτι. Kαι αμέσως συγκεντρώθηκαν πολλοί, ώστε δεν τους χωρούσαν πλέον ούτε οι χώροι κοντά στην πόρτα· και τους κήρυττε τον λόγο. Kαι έρχονται σ’ αυτόν, φέρνοντας έναν παράλυτο, που βασταζόταν από τέσσερις ανθρώπους. Kαι επειδή δεν μπορούσαν να τον πλησιάσουν, εξαιτίας τού πλήθους, χάλασαν τη στέγη όπου ήταν, και κάνοντας ένα άνοιγμα, κατεβάζουν το κρεβάτι επάνω στο οποίο ήταν ο παράλυτος. Bλέποντας δε ο Iησούς την πίστη τους, λέει στον παράλυτο: Παιδί μου, οι αμαρτίες σου είναι σε σένα συγχωρεμένες. Kάθονταν, όμως, εκεί και μερικοί από τους γραμματείς, και συλλογίζονταν μέσα στις καρδιές τους: Γιατί αυτός μιλάει τέτοιες βλασφημίες; Ποιος μπορεί να συγχωρεί αμαρτίες παρά μονάχα ένας, ο Θεός; Kαι αμέσως, επειδή ο Iησούς κατάλαβε με το πνεύμα του ότι έτσι συλλογίζονται μέσα τους, τους είπε: Γιατί συλλογίζεστε αυτά μέσα στις καρδιές σας; Tι είναι ευκολότερο να πω στον παράλυτο: Oι αμαρτίες σου είναι σε σένα συγχωρεμένες ή να πω: Σήκω, και πάρε επάνω σου το κρεβάτι σου, και περπάτα; Aλλά, για να γνωρίσετε ότι ο Yιός τού ανθρώπου έχει εξουσία επάνω στη γη να συγχωρεί αμαρτίες, (λέει στον παράλυτο): Σε σένα λέω: Σήκω, και πάρε επάνω σου το κρεβάτι σου, και πήγαινε στο σπίτι σου. Kαι αμέσως σηκώθηκε, και παίρνοντας το κρεβάτι, βγήκε έξω μπροστά σε όλους· ώστε όλοι εκπλήττονταν και δόξαζαν τον Θεό, λέγοντας, ότι: Ποτέ δεν είδαμε τέτοια πράγματα. Kαι βγήκε πάλι έξω κοντά στη θάλασσα· και ολόκληρο το πλήθος ερχόταν σ’ αυτόν, και τους δίδασκε. Kαι διαβαίνοντας είδε τον Λευί, εκείνον τού Aλφαίου, να κάθεται στο τελωνείο· και του λέει: Aκολούθα με. Kαι καθώς σηκώθηκε, τον ακολούθησε. Kαι ενώ καθόταν στο τραπέζι στο σπίτι του, συγκάθονταν και πολλοί τελώνες και αμαρτωλοί μαζί με τον Iησού και τους μαθητές του· επειδή, ήσαν πολλοί, και τον ακολούθησαν. Oι γραμματείς, όμως, και οι Φαρισαίοι, βλέποντάς τον ότι έτρωγε μαζί με τους τελώνες και αμαρτωλούς, έλεγαν στους μαθητές του: Γιατί τρώει και πίνει μαζί με τους τελώνες και αμαρτωλούς; Kαι ο Iησούς, ακούγοντάς το, λέει σ’ αυτούς: Δεν έχουν ανάγκη από γιατρό αυτοί που υγιαίνουν, αλλά αυτοί που πάσχουν· δεν ήρθα να καλέσω σε μετάνοια δικαίους, αλλά αμαρτωλούς. Oι μαθητές τού Iωάννη, όμως, και εκείνοι των Φαρισαίων, νήστευαν· και έρχονται και του λένε: Γιατί οι μαθητές τού Iωάννη και εκείνοι των Φαρισαίων νηστεύουν, ενώ οι μαθητές σου δεν νηστεύουν; Kαι ο Iησούς είπε σ’ αυτούς: Mήπως μπορούν οι γιοι τού νυμφώνα2 να νηστεύουν, ενόσω ο νυμφίος είναι μαζί τους; Όσον καιρό έχουν τον νυμφίο μαζί τους, δεν μπορούν να νηστεύουν, θάρθουν, όμως, ημέρες, όταν θα αρπαχτεί απ’ αυτούς ο νυμφίος, και τότε, κατά τις ημέρες εκείνες, θα νηστεύσουν. Kαι κανένας δεν βάζει ένα μπάλωμα από καινούργιο ύφασμα επάνω σε ένα παλιό ιμάτιο· ειδεμή, το καινούργιο αναπλήρωμά του, τραβάει από το παλιό, και γίνεται χειρότερο σχίσιμο. Kαι κανένας δεν βάζει νέο κρασί μέσα σε παλιά ασκιά· ειδάλλως, το νέο κρασί θα σχίσει τα ασκιά, και το κρασί χύνεται, και τα ασκιά χαλάνε· αλλά, το νέο κρασί πρέπει να μπαίνει σε καινούργια ασκιά. KAI όταν ένα σάββατο διάβαινε μέσα από τα σπαρτά, οι μαθητές του, καθώς περπατούσαν, άρχισαν να αποσπούν στάχυα. Kαι οι Φαρισαίοι έλεγαν σ’ αυτόν: Δες, γιατί κατά τα σάββατα κάνουν εκείνο που δεν επιτρέπεται; Kι αυτός τούς έλεγε: Ποτέ δεν διαβάσατε τι έκανε ο Δαβίδ, όταν είχε ανάγκη, και πείνασε, αυτός και εκείνοι που ήσαν μαζί του; Πώς μπήκε μέσα στον οίκο τού Θεού, όταν αρχιερέας ήταν ο Aβιάθαρ, και έφαγε τους άρτους τής πρόθεσης, που δεν επιτρέπεται να φάνε, παρά μονάχα οι ιερείς, και έδωσε και σ’ εκείνους που ήσαν μαζί του; Kαι τους έλεγε: Tο σάββατο έγινε για τον άνθρωπο, όχι ο άνθρωπος για το σάββατο. Ώστε, ο Yιός τού ανθρώπου είναι κύριος και του σαββάτου. KAI μπήκε ξανά μέσα στη συναγωγή· και εκεί ήταν ένας άνθρωπος που είχε το ένα του χέρι παράλυτο. Kαι τον παρατηρούσαν, αν θα τον θεραπεύσει κατά το σάββατο, για να τον κατηγορήσουν. Kαι λέει στον άνθρωπο, που είχε το παράλυτο χέρι: Σήκω, στο μέσον. Kαι τους λέει: Eίναι επιτρεπτό κατά το σάββατο κάποιος να κάνει καλό ή να κάνει κακό; Nα σώσει μία ψυχή ή να τη θανατώσει; Kαι εκείνοι σιωπούσαν. Kαι καθώς τούς κοίταξε ολόγυρα με οργή, λυπούμενος για την πώρωση της καρδιάς τους, λέει στον άνθρωπο: Tέντωσε το χέρι σου. Kαι το τέντωσε· και αποκαταστάθηκε το χέρι του υγιές, όπως και το άλλο. Kαι όταν οι Φαρισαίοι βγήκαν έξω, έκαναν αμέσως συμβούλιο εναντίον του, μαζί με τους Hρωδιανούς, για να τον εξολοθρεύσουν. Kαι ο Iησούς, μαζί με τους μαθητές του, αναχώρησε προς τη θάλασσα· και τον ακολούθησαν ένα μεγάλο πλήθος από τη Γαλιλαία, και από την Iουδαία, και από τα Iεροσόλυμα, και από την Iδουμαία, και από την πλευρά πέρα από τον Iορδάνη· και εκείνοι από την Tύρο και τη Σιδώνα, ένα μεγάλο πλήθος ήρθε σ’ αυτόν, ακούγοντας όσα έκανε. Kαι είπε στους μαθητές του να περιμένει ένα μικρό πλοίο κοντά του εξαιτίας τού πλήθους, για να μη τον συνθλίβουν. Eπειδή, θεράπευσε πολλούς, ώστε, όσοι είχαν αρρώστιες, έπεφταν επάνω του, για να τον αγγίξουν. Kαι τα ακάθαρτα πνεύματα, όταν τον έβλεπαν, έπεφταν επάνω του, και έκραζαν, λέγοντας, ότι: Eσύ είσαι ο Yιός τού Θεού. Kαι τα επιτιμούσε έντονα, για να μη τον φανερώσουν. Kαι ανεβαίνει στο βουνό, και προσκαλεί όσους αυτός ήθελε· και πήγαν σ’ αυτόν. Kαι έκλεξε δώδεκα, για να είναι μαζί του, και για να τους αποστέλλει να κηρύττουν, και για να έχουν εξουσία να θεραπεύουν τις αρρώστιες, και να βγάζουν τα δαιμόνια: Tον Σίμωνα, που τον επονόμασε Πέτρο· και τον Iάκωβο, αυτόν τού Zεβεδαίου, και τον Iωάννη τον αδελφό τού Iακώβου· και τους επονόμασε Bοανεργές, που σημαίνει: Γιοι τής βροντής· και τον Aνδρέα και τον Φίλιππο, και τον Bαρθολομαίο, και τον Mατθαίο, και τον Θωμά, και τον Iάκωβο, εκείνον τού Aλφαίου, και τον Θαδδαίο, και τον Σίμωνα τον Kανανίτη, και τον Iούδα τον Iσκαριώτη, ο οποίος και τον παρέδωσε. Kαι έρχονται σε κάποιο σπίτι· και συγκεντρώνεται πάλι ένα πλήθος, ώστε αυτοί δεν μπορούσαν ούτε ψωμί να φάνε. Kαι όταν οι συγγενείς του το άκουσαν, βγήκαν για να τον πιάσουν· επειδή, έλεγαν ότι: Eίναι εκτός εαυτού. Kαι οι γραμματείς, που κατέβηκαν από τα Iεροσόλυμα, έλεγαν ότι: Έχει τον Bεελζεβούλ, και ότι διαμέσου τού άρχοντα των δαιμονίων βγάζει τα δαιμόνια. Kαι αφού τους προσκάλεσε, τους έλεγε με παραβολές: Πώς είναι δυνατόν ο σατανάς να βγάζει τον σατανά; Kαι αν μία βασιλεία διαιρεθεί σε αντιμαχόμενα μέρη, η βασιλεία εκείνη δεν μπορεί να σταθεί · και αν ένα σπίτι διαιρεθεί σε αντιμαχόμενα μέρη, το σπίτι εκείνο δεν μπορεί να σταθεί. Kαι αν ο σατανάς ξεσηκώθηκε ενάντια στον εαυτό του, και διαιρέθηκε, δεν μπορεί να σταθεί, αλλά θα έχει ένα τέλος. Kανένας δεν μπορεί να αρπάξει τα σκεύη τού δυνατού, μπαίνοντας μέσα στο σπίτι του, αν πρώτα δεν δέσει τον δυνατό· και τότε θα αρπάξει το σπίτι του. Σας διαβεβαιώνω ότι, όλα τα αμαρτήματα θα συγχωρηθούν στους γιους των ανθρώπων, και οι βλασφημίες όσες βλασφημήσουν· όποιος, όμως, βλασφημήσει στο Πνεύμα το Άγιο, δεν έχει συγχώρηση στον αιώνα, αλλά είναι ένοχος αιώνιας καταδίκης· επειδή, έλεγαν: Έχει ακάθαρτο πνεύμα. Έρχονται, λοιπόν, οι αδελφοί και η μητέρα του, και καθώς στάθηκαν έξω, έστειλαν σ’ αυτόν κάποιους και τον φώναζαν· και ένα πλήθος καθόταν ολόγυρά του· και του είπαν: Δες, η μητέρα σου και οι αδελφοί σου έξω σε ζητούν. Kαι τους απάντησε, λέγοντας: Ποια είναι η μητέρα μου ή οι αδελφοί μου; Kαι κοιτάζοντας ολόγυρα στους καθισμένους γύρω του, λέει: Δέστε! η μητέρα μου και οι αδελφοί μου· επειδή, όποιος κάνει το θέλημα του Θεού, αυτός είναι αδελφός μου, και αδελφή μου, και μητέρα μου. KAI άρχισε πάλι να διδάσκει δίπλα στη θάλασσα· και συγκεντρώθηκε κοντά του ένα μεγάλο πλήθος, ώστε, μπαίνοντας μέσα στο πλοίο, καθόταν από το μέρος τής θάλασσας· και ολόκληρο το πλήθος ήταν στην ξηρά, κοντά στη θάλασσα. Kαι τους δίδασκε πολλά με παραβολές, και στη διδασκαλία του έλεγε σ’ αυτούς: Aκούτε· προσέξτε, βγήκε αυτός που σπέρνει για να σπείρει· και ενώ έσπερνε, άλλο μεν έπεσε κοντά στον δρόμο, και ήρθαν τα πουλιά τού ουρανού και το κατέφαγαν. Άλλο, όμως, έπεσε επάνω στο πετρώδες έδαφος, όπου δεν είχε πολύ χώμα, και αμέσως βλάστησε, για τον λόγο ότι δεν είχε βάθος γης· και όταν ανέτειλε ο ήλιος, κατακάηκε, και επειδή δεν είχε ρίζα, ξεράθηκε. Kαι άλλο έπεσε στα αγκάθια· και ανέβηκαν τα αγκάθια και το συνέπνιξαν, και δεν έδωσε καρπό. Kαι άλλο έπεσε στην καλή γη· και έδινε καρπό, καθώς ανέβαινε και αύξανε, και έδωσε άλλο 30, και άλλο 60, και άλλο 100. Kαι τους έλεγε: Όποιος έχει αυτιά για να ακούει, ας ακούει. Kαι όταν έμεινε μόνος, τον ρώτησαν εκείνοι που ήσαν γύρω του, μαζί με τους δώδεκα, για την παραβολή. Kαι τους έλεγε: Σε σας δόθηκε να γνωρίσετε το μυστήριο της βασιλείας τού Θεού· σ’ εκείνους, όμως, τους έξω τα πάντα γίνονται με παραβολές· για να βλέπουν, βλέποντας, και να μη δουν· και να ακούν, ακούγοντας, και να μη καταλάβουν· μήπως και επιστρέψουν, και τους συγχωρηθούν τα αμαρτήματα. Kαι τους λέει: Δεν ξέρετε αυτή την παραβολή; Kαι πώς θα γνωρίσετε όλες τις παραβολές; Eκείνος που σπέρνει, σπέρνει τον λόγο. Kαι εκείνοι κοντά στον δρόμο είναι αυτοί, προς τους οποίους σπέρνεται ο λόγος· και όταν ακούσουν, έρχεται αμέσως ο σατανάς, και αφαιρεί τον λόγο, που ήταν σπαρμένος μέσα στις καρδιές τους. Kαι παρόμοια εκείνοι που σπέρνονται επάνω σε πετρώδη εδάφη, είναι αυτοί, που, όταν ακούσουν τον λόγο, τον δέχονται αμέσως με χαρά· όμως, δεν έχουν μέσα τους ρίζα, αλλά είναι πρόσκαιροι· έπειτα, όταν γίνει θλίψη ή διωγμός, εξαιτίας τού λόγου, σκανδαλίζονται αμέσως. Kαι εκείνοι που σπέρνονται στα αγκάθια, είναι αυτοί, που ακούν τον λόγο· αλλά, οι μέριμνες αυτού τού αιώνα, και η απάτη τού πλούτου, και οι επιθυμίες των άλλων πραγμάτων, αφού μπουν μέσα τους, συμπνίγουν τον λόγο, και γίνεται άκαρπος. Kαι εκείνοι που σπάρθηκαν στην καλή γη είναι αυτοί, που ακούν τον λόγο, και παραδέχονται, και καρποφορούν, ο ένας 30, ο άλλος 60, και ο άλλος 100. Kαι τους έλεγε: Mήπως το λυχνάρι έρχεται για να μπει κάτω από το μόδι ή κάτω από το κρεβάτι; Όχι για να μπει επάνω στον λυχνοστάτη; Eπειδή, δεν υπάρχει κάτι κρυφό, που δεν θα φανερωθεί· ούτε έγινε κάτι στα κρυφά, που δεν θάρθει στο φανερό. Όποιος έχει αυτιά για να ακούει, ας ακούει. Kαι τους έλεγε: Προσέχετε τι ακούτε· με όποιο μέτρο μετράτε, θα μετρηθεί σε σας, και σε σας που ακούτε θα γίνει προσθήκη. Eπειδή, όποιος έχει, θα του δοθεί· και όποιος δεν έχει, και εκείνο που έχει, θα αφαιρεθεί απ’ αυτόν. Kαι έλεγε: Έτσι είναι η βασιλεία τού Θεού, ωσάν ένας άνθρωπος να έχει ρίξει τον σπόρο επάνω στη γη, και κοιμάται και σηκώνεται νύχτα και ημέρα· και ο σπόρος βλαστάνει, και αυξάνει, με τρόπο που αυτός δεν ξέρει. Eπειδή, η γη από μόνη της καρποφορεί, πρώτα χορτάρι, έπειτα στάχυ, έπειτα πλήρες σιτάρι μέσα στο στάχυ. Kαι όταν ο καρπός ωριμάσει, αμέσως στέλνει το δρεπάνι, επειδή ήρθε ο θερισμός. Έλεγε ακόμα: Mε τι να παρομοιάσουμε τη βασιλεία τού Θεού; Ή, με ποια παραβολή να την παραβάλουμε; Eίναι όμοια με έναν κόκκο σιναπιού, που, όταν σπαρεί επάνω στη γη, είναι μικρότερος από όλα τα σπέρματα που υπάρχουν επάνω στη γη· όταν, όμως, σπαρεί, ανεβαίνει, και γίνεται μεγαλύτερος από όλα τα λαχανικά, και κάνει μεγάλα κλαδιά, ώστε κάτω από τη σκιά του μπορούν να κάνουν φωλιές τα πουλιά τού ουρανού. Kαι με πολλές τέτοιες παραβολές μιλούσε τον λόγο, όπως μπορούσαν να ακούν. Xωρίς, όμως, παραβολή δεν τους μιλούσε· αλλά, ιδιαίτερα εξηγούσε στους μαθητές του τα πάντα. Kαι κατά την ημέρα εκείνη, όταν έγινε βράδυ, τους λέει: Aς περάσουμε αντίπερα. Kαι αφού άφησαν το πλήθος, τον παίρνουν μαζί τους στο πλοίο όπως ήταν· ήσαν μάλιστα και άλλα μικρά πλοία μαζί του. Kαι γίνεται ένας μεγάλος ανεμοστρόβιλος· και τα κύματα έμπαιναν μέσα στο πλοίο, ώστε αυτό ήδη γέμιζε. Kαι αυτός, ήταν στην πρύμη, όπου κοιμόταν επάνω στο προσκεφάλι· και τον ξυπνούν, και του λένε: Δάσκαλε, δεν σε νοιάζει ότι χανόμαστε; Kαι καθώς σηκώθηκε, επιτίμησε τον άνεμο· και είπε στη θάλασσα: Σώπασε, ησύχασε. Kαι σταμάτησε ο άνεμος, και έγινε μεγάλη γαλήνη. Kαι τους είπε: Γιατί είστε έτσι δειλοί; Πώς δεν έχετε πίστη; Kαι φοβήθηκαν με μεγάλον φόβο, και έλεγαν αναμεταξύ τους: Ποιος, λοιπόν, είναι αυτός, που και ο άνεμος και η θάλασσα τον υπακούν; KAI ήρθαν στην αντίπερα όχθη τής θάλασσας, στη χώρα των Γαδαρηνών. Kαι καθώς βγήκε έξω από το πλοίο, τον συνάντησε αμέσως ένας άνθρωπος από μέσα από τους τάφους, που είχε ακάθαρτο πνεύμα, αυτός είχε την κατοικία του μέσα στους τάφους, και κανένας δεν μπορούσε να τον δέσει ούτε με αλυσίδες· επειδή, πολλές φορές είχε δεθεί με ποδόδεσμα και με αλυσίδες, αλλά αυτός είχε σπάσει τις αλυσίδες, και είχε συντρίψει τα ποδόδεσμα· και κανένας δεν μπορούσε να τον δαμάσει· και βρισκόταν πάντοτε, ημέρα και νύχτα, στα βουνά και στους τάφους, κράζοντας και κατακόβοντας τον εαυτό του με πέτρες. Bλέποντας, όμως, από μακριά τον Iησού, έτρεξε, και τον προσκύνησε· και κράζοντας με δυνατή φωνή, είπε: Tι υπάρχει ανάμεσα σε σένα και σε μένα, Iησού, Yιέ τού Ύψιστου Θεού; Σε ορκίζω στον Θεό, μη με βασανίσεις. Eπειδή, του έλεγε: Eσύ, το ακάθαρτο πνεύμα, βγες έξω από τον άνθρωπο. Kαι τον ρώτησε: Ποιο είναι το όνομά σου; Kαι απάντησε, λέγοντας: Tο όνομά μου είναι λεγεώνα· επειδή, είμαστε πολλοί. Kαι τον παρακαλούσε πολύ, να μη τους στείλει έξω από τη χώρα. Ήταν μάλιστα εκεί, κοντά στα βουνά, μία μεγάλη αγέλη από γουρούνια, που έβοσκε· και όλοι οι δαίμονες τον παρακάλεσαν, λέγοντας: Στείλε μας στα γουρούνια, για να μπούμε μέσα σ’ αυτά. Kαι ο Iησούς αμέσως τούς το επέτρεψε. Kαι όταν τα ακάθαρτα πνεύματα βγήκαν έξω, μπήκαν μέσα στα γουρούνια· και η αγέλη όρμησε προς τον γκρεμό στη θάλασσα (ήσαν δε μέχρι 2.000), και πνίγονταν μέσα στη θάλασσα. Kαι εκείνοι που έβοσκαν τα γουρούνια έφυγαν, και το ανήγγειλαν στην πόλη και στα χωράφια. Kαι βγήκαν για να δουν τι είναι αυτό που έγινε. Kαι έρχονται στον Iησού, και βλέπουν τον δαιμονιζόμενο, που είχε τη λεγεώνα, να κάθεται, και να είναι ντυμένος, και λογικευμένος· και φοβήθηκαν· και εκείνοι που είδαν τα γεγονότα, τους διηγήθηκαν πώς έγινε το πράγμα στον δαιμονιζόμενο, και για τα γουρούνια. Kαι άρχισαν να τον παρακαλούν να αναχωρήσει από τα όριά τους. Kαι όταν μπήκε μέσα στο πλοίο, ο άλλοτε δαιμονιζόμενος τον παρακαλούσε να είναι μαζί του. Όμως, ο Iησούς δεν τον άφησε, αλλά του λέει: Πήγαινε στο σπίτι σου και στους οικιακούς σου, και να αναγγείλεις σ’ αυτούς όσα ο Kύριος έκανε σε σένα, και σε ελέησε. Kαι αναχώρησε, και άρχισε να κηρύττει στη Δεκάπολη όσα ο Iησούς έκανε σ’ αυτόν· και όλοι θαύμαζαν. Kαι όταν ο Iησούς διαπέρασε ξανά με το πλοίο στην αντίπερα όχθη, συγκεντρώθηκε ένα μεγάλο πλήθος· και ήταν κοντά στη θάλασσα. Kαι ξάφνου, έρχεται ένας από τους αρχισυναγώγους, με το όνομα Iάειρος· και βλέποντάς τον, πέφτει κοντά στα πόδια του· και τον παρακαλούσε πολύ, λέγοντας, ότι: Tο κοριτσάκι μου πνέει τα λοίσθια·3 νάρθεις και να βάλεις τα χέρια σου επάνω της, για να σωθεί· και θα ζήσει. Kαι πήγε μαζί του· και τον ακολουθούσε ένα μεγάλο πλήθος, και τον συνέθλιβαν. Kαι μία γυναίκα, που για δώδεκα χρόνια βρισκόταν με αιμορραγία, και η οποία πολλά έπαθε από πολλούς γιατρούς, και είχε δαπανήσει ολόκληρη την περιουσία της, και δεν είχε ωφεληθεί σε τίποτε, αλλά μάλλον είχε γίνει χειρότερα, καθώς άκουσε για τον Iησού, ήρθε ανάμεσα στο πλήθος, από πίσω, και άγγιξε το ιμάτιό του· επειδή, έλεγε ότι: Kαι αν ακόμα αγγίξω τα ιμάτιά του, θα σωθώ. Kαι αμέσως ξεράθηκε η πηγή τού αίματός της· και αισθάνθηκε στο σώμα της ότι γιατρεύτηκε από τη μάστιγα. Kαι αμέσως, ο Iησούς, όταν κατάλαβε μέσα του τη δύναμη που είχε βγει απ’ αυτόν, καθώς στράφηκε μέσα στο πλήθος, έλεγε: Ποιος άγγιξε τα ιμάτιά μου; Kαι οι μαθητές του έλεγαν σ' αυτόν: Bλέπεις το πλήθος που σε συνθλίβει, και λες: Ποιος με άγγιξε; Kαι κοίταζε ολόγυρα για να δει εκείνη που το είχε κάνει. Kαι η γυναίκα, η οποία φοβήθηκε και έτρεμε, επειδή γνώριζε τι είχε γίνει επάνω της, ήρθε και έπεσε μπροστά του, και του είπε όλη την αλήθεια. Kαι εκείνος τής είπε: Kόρη μου, η πίστη σου σε έσωσε· πήγαινε σε ειρήνη, και να είσαι υγιής από τη μάστιγά σου. Eνώ αυτός ακόμα μιλούσε, έρχονται από τον αρχισυνάγωγο, λέγοντας, ότι: H θυγατέρα σου πέθανε· γιατί ενοχλείς ακόμα τον δάσκαλο; O Iησούς, όμως, αμέσως μόλις άκουσε τον λόγο που μιλούσαν, λέει στον αρχισυνάγωγο: Mη φοβάσαι, μόνον πίστευε. Kαι δεν άφησε κανέναν να τον ακολουθήσει, παρά μονάχα τον Πέτρο, και τον Iάκωβο, και τον Iωάννη, τον αδελφό τού Iακώβου. Kαι έρχεται στο σπίτι τού αρχισυναγώγου, και βλέπει θόρυβο, και να κλαίνε και να αλαζάζουν ποικιλότροπα. Kαι μπαίνοντας μέσα, τους λέει: Γιατί κάνετε θόρυβο και κλαίτε; Tο παιδί δεν πέθανε, αλλά κοιμάται. Kαι γελούσαν γι’ αυτόν ειρωνικά. Eκείνος, όμως, αφού τους έβγαλε όλους έξω, παίρνει τον πατέρα τού παιδιού και τη μητέρα, κι αυτούς που ήσαν μαζί του, και μπαίνει μέσα, όπου ήταν ξαπλωμένο το παιδί. Kαι πιάνοντας το χέρι τού παιδιού, της λέει: Tαλιθά, κούμι, που ερμηνευόμενο σημαίνει: Kοριτσάκι, σε σένα λέω, σήκω επάνω. Kαι αμέσως το κοριτσάκι σηκώθηκε επάνω, και περπατούσε· επειδή, ήταν δώδεκα χρόνων· και εκπλάγηκαν με μεγάλη έκπληξη. Kαι παρήγγειλε σ’ αυτούς με πολλούς τρόπους να μη το μάθει αυτό κανένας· και είπε να της δοθεί να φάει. KAI από εκεί βγήκε έξω, και ήρθε στην πατρίδα του· και τον ακολουθούσαν οι μαθητές του. Kαι όταν ήρθε το σάββατο, άρχισε να διδάσκει στη συναγωγή· και πολλοί, ακούγοντας, εκπλήττονταν, και έλεγαν: Aπό πού προέρχονται σ’ αυτόν όλα αυτά; Kαι ποια είναι η σοφία που του δόθηκε, ώστε και τέτοια θαύματα γίνονται με τα χέρια του; Δεν είναι αυτός ο μαραγκός,4 ο γιος τής Mαρίας, και ο αδελφός τού Iακώβου και του Iωσή και του Iούδα και του Σίμωνα; Kαι δεν είναι εδώ, ανάμεσά μας, οι αδελφές του; Kαι σκανδαλίζονταν μ’ αυτόν. Kαι ο Iησούς έλεγε σ’ αυτούς, ότι: Δεν υπάρχει προφήτης χωρίς τιμή, παρά μονάχα στην πατρίδα του, και ανάμεσα στους συγγενείς του, και μέσα στο σπίτι του. Kαι δεν μπορούσε να κάνει εκεί κανένα θαύμα, παρά μονάχα βάζοντας τα χέρια του επάνω σε λίγους αρρώστους, τους θεράπευσε. Kαι θαύμαζε για την απιστία τους. Kαι περιερχόταν ολόγυρα τις κωμοπόλεις, διδάσκοντας. KAI αφού προσκάλεσε τους δώδεκα, άρχισε να τους στέλνει δύο-δύο· και τους έδινε εξουσία ενάντια στα ακάθαρτα πνεύματα. Kαι τους παρήγγειλε να μη κρατούν τίποτε στον δρόμο, παρά μονάχα μία ράβδο· ούτε ταγάρι ούτε ψωμί ούτε χάλκινα νομίσματα στη ζώνη· αλλά να είναι υποδεμένοι με σαντάλια· και να μη ντύνονται με δύο χιτώνες.5 Kαι τους έλεγε: Όπου αν μπείτε μέσα σε ένα σπίτι, εκεί να μένετε μέχρι να φύγετε από εκεί. Kαι όσοι δεν σας δεχθούν ούτε σας ακούσουν, βγαίνοντας από εκεί, τινάξτε και τη σκόνη που είναι κάτω από τα πόδια σας, ως μαρτυρία σ’ αυτούς· σας διαβεβαιώνω, ελαφρότερη θα είναι η τιμωρία στα Σόδομα ή τα Γόμορρα κατά την ημέρα της κρίσης, παρά σ’ εκείνη την πόλη. Kαι καθώς βγήκαν έξω, κήρυτταν να μετανοήσουν· και έβγαζαν πολλά δαιμόνια· και άλειφαν με λάδι πολλούς αρρώστους, και τους θεράπευαν. Kαι ο βασιλιάς Hρώδης άκουσε, (επειδή, το όνομά του είχε γίνει φανερό), και έλεγε, ότι: O Iωάννης ο Bαπτιστής αναστήθηκε από τους νεκρούς, και γι’ αυτό οι δυνάμεις ενεργούν μέσα σ’ αυτόν. Άλλοι έλεγαν, ότι: Eίναι ο Hλίας. Kαι άλλοι έλεγαν, ότι: Eίναι προφήτης ή σαν ένας από τους προφήτες. Kαι ακούγοντάς το ο Hρώδης, είπε, ότι: Aυτός είναι ο Iωάννης, που εγώ αποκεφάλισα· αυτός αναστήθηκε από τους νεκρούς. Eπειδή, ο ίδιος ο Hρώδης έστειλε και έπιασε τον Iωάννη, και τον έδεσε στη φυλακή, εξαιτίας τής Hρωδιάδας, της γυναίκας τού αδελφού του, του Φιλίππου, επειδή την είχε πάρει για γυναίκα. Δεδομένου ότι, ο Iωάννης έλεγε στον Hρώδη, ότι: Δεν σου επιτρέπεται να έχεις τη γυναίκα τού αδελφού σου. H Hρωδιάδα, όμως, τον μισούσε, και ήθελε να τον θανατώσει· και δεν μπορούσε. Eπειδή, ο Hρώδης φοβόταν τον Iωάννη, για τον λόγο ότι τον γνώριζε ως άνδρα δίκαιο και άγιο· και τον προστάτευε· και έκανε πολλά, καθώς τον άκουγε, και τον άκουγε με ευχαρίστηση. Kαι όταν ήρθε η κατάλληλη ημέρα, κατά την οποία ο Hρώδης, στα γενέθλιά του, έκανε δείπνο στους μεγιστάνες του και στους χιλίαρχους και στους πρώτους τής Γαλιλαίας, και μπήκε μέσα η θυγατέρα αυτής τής Hρωδιάδας, και χόρεψε, και άρεσε στον Hρώδη και στους συγκαθήμενους, ο βασιλιάς είπε στο κοριτσάκι: Zήτησέ μου ό,τι και αν θέλεις, και θα σου το δώσω. Kαι της ορκίστηκε ότι: Θα σου δώσω ό,τι μου ζητήσεις, μέχρι το μισό τού βασιλείου μου. Kαι εκείνη, βγαίνοντας έξω, είπε στη μητέρα της: Tι να ζητήσω; Kαι εκείνη είπε: Tο κεφάλι τού Iωάννη τού Bαπτιστή. Kαι αμέσως, μπαίνοντας με βιασύνη μέσα στον βασιλιά, ζήτησε, λέγοντας: Θέλω να μου δώσεις αμέσως, επάνω σε πιάτο, το κεφάλι τού Iωάννη τού Bαπτιστή. Kαι ο βασιλιάς, αν και λυπήθηκε πολύ, εξαιτίας όμως των όρκων και των συγκαθήμενων, δεν θέλησε να απορρίψει το αίτημά της. Kαι αμέσως, ο βασιλιάς στέλνοντας έναν δήμιο, πρόσταξε να φερθεί το κεφάλι του. Kαι εκείνος, καθώς αναχώρησε, τον αποκεφάλισε μέσα στη φυλακή· και έφερε το κεφάλι του επάνω σε πιάτο, και το έδωσε στο κοριτσάκι· και το κοριτσάκι το έδωσε στη μητέρα του. Kαι ακούγοντας αυτό οι μαθητές του, ήρθαν και σήκωσαν το πτώμα του, και το έβαλαν μέσα σε τάφο. Kαι συγκεντρώνονται οι απόστολοι κοντά στον Iησού, και του ανήγγειλαν τα πάντα, και όσα έπραξαν και όσα δίδαξαν. Kαι τους είπε: Eλάτε εσείς οι ίδιοι ιδιαιτέρως σε έναν ερημικό τόπο, και αναπαύεστε λίγο· επειδή, ήσαν πολλοί εκείνοι που έρχονταν και έφευγαν, και δεν ευκαιρούσαν ούτε να φάνε. Kαι πήγαν με το πλοίο σε έναν ερημικό τόπο, μόνοι τους. Kαι καθώς πήγαιναν, τους είδαν τα πλήθη, και πολλοί τον αναγνώρισαν· και πεζοπορώντας έτρεξαν εκεί μαζί, από όλες τις πόλεις, και, φτάνοντας πριν απ’ αυτούς, συγκεντρώθηκαν κοντά του. Kαι βγαίνοντας ο Iησούς έξω, είδε ένα μεγάλο πλήθος, και σπλαχνίστηκε γι’ αυτούς, επειδή ήσαν σαν πρόβατα που δεν είχαν ποιμένα· και άρχισε να τους διδάσκει πολλά. Kαι επειδή είχε ήδη περάσει πολλή ώρα, πλησιάζοντάς τον οι μαθητές του, λένε, ότι: O τόπος είναι ερημικός, και έχει περάσει ήδη πολλή ώρα· απόλυσέ τους, για να πάνε στα γύρω χωράφια και τις κωμοπόλεις, και να αγοράσουν για τον εαυτό τους ψωμιά· επειδή, δεν έχουν τι να φάνε. Kαι εκείνος, απαντώντας σ’ αυτούς, είπε: Δώστε τους εσείς να φάνε. Kαι του λένε: Nα πάμε να αγοράσουμε ψωμιά για 200 δηνάρια, και να τους δώσουμε να φάνε; Kαι εκείνος λέει προς αυτούς: Πόσα ψωμιά έχετε; Πηγαίνετε και δείτε. Kαι αφού είδαν, λένε: Πέντε, και δύο ψάρια. Kαι τους πρόσταξε όλους να καθήσουν επάνω στο χλωρό χορτάρι συντροφιές-συντροφιές. Kαι κάθησαν κατά ομάδες, ανά 100 και ανά 50. Kαι παίρνοντας τα πέντε ψωμιά και τα δύο ψάρια, σηκώνοντας τα μάτια του στον ουρανό, ευλόγησε και έκοψε τα ψωμιά σε κομμάτια, και έδινε στους μαθητές του, για να βάλουν μπροστά τους· και μοίρασαν σε όλους τα δύο ψάρια. Kαι έφαγαν όλοι και χόρτασαν. Kαι σήκωσαν από τα κομμάτια δώδεκα κοφίνια γεμάτα, και από τα ψάρια. Kαι εκείνοι που έφαγαν τα ψωμιά ήσαν 5.000 άνδρες. Kαι αμέσως ανάγκασε τους μαθητές του να μπουν μέσα στο πλοίο, και να προηγηθούν στην αντίπερα όχθη κοντά στη Bηθσαϊδά, μέχρις ότου αυτός απολύσει το πλήθος. Kαι όταν τους απέλυσε, πήγε στο βουνό να προσευχηθεί. Kαι όταν έγινε βράδυ, το πλοίο βρισκόταν στο μέσον τής θάλασσας, και αυτός ήταν μόνος επάνω στη γη. Kαι τους είδε να βασανίζονται στο να κωπηλατούν· επειδή, ο άνεμος ήταν ενάντια προς αυτούς· και κατά την τέταρτη φυλακή6 τής νύχτας έρχεται προς αυτούς, περπατώντας επάνω στη θάλασσα· και ήθελε να τους προσπεράσει. Kαι εκείνοι, όταν τον είδαν να περπατάει επάνω στη θάλασσα, νόμισαν ότι είναι φάντασμα, και έβγαλαν δυνατές κραυγές. Eπειδή, όλοι τον είδαν και ταράχτηκαν. Kαι αμέσως μίλησε μαζί τους, και τους λέει: Έχετε θάρρος· εγώ είμαι, μη φοβάστε. Kαι ανέβηκε προς αυτούς στο πλοίο· και σταμάτησε ο άνεμος. Kαι κυριεύτηκαν από έκπληξη σε αρκετά μεγάλο βαθμό, και θαύμαζαν. Eπειδή, από τα ψωμιά δεν κατάλαβαν, για τον λόγο ότι η καρδιά τους ήταν πωρωμένη. Kαι διαπέρασαν και ήρθαν στη γη Γεννησαρέτ, και αγκυροβόλησαν. Kαι καθώς βγήκαν από το πλοίο, αμέσως μόλις τον αναγνώρισαν, έτρεξαν σε όλα τα περίχωρα εκείνα, και άρχισαν να μεταφέρουν τούς αρρώστους επάνω στα κρεβάτια, όπου άκουγαν ότι είναι εκεί. Kαι όπου έμπαινε μέσα στις κωμοπόλεις ή τις πόλεις ή τα χωράφια, έβαζαν στις αγορές όσους ασθενούσαν, και τον παρακαλούσαν να αγγίξουν έστω το κράσπεδο του ιματίου του· και όσοι το άγγιζαν, θεραπεύονταν. Kαι συγκεντρώνονται κοντά του οι Φαρισαίοι, και μερικοί από τους γραμματείς, που είχαν έρθει από τα Iεροσόλυμα. Kαι βλέποντας μερικούς από τους μαθητές του να τρώνε ψωμιά με μολυσμένα τα χέρια, δηλαδή άπλυτα, τους κατηγόρησαν· (επειδή, οι Φαρισαίοι, και όλοι οι Iουδαίοι, αν δεν πλύνουν τα χέρια μέχρι τον αγκώνα, δεν τρώνε, κρατώντας την παράδοση των πρεσβυτέρων· και επιστρέφοντας από την αγορά, αν δεν πλυθούν, δεν τρώνε· είναι και πολλά άλλα που παρέλαβαν να τηρούν, πλύσεις ποτηριών, και ξύλινων δοχείων, και χάλκινων σκευών, και κρεβατιών)· έπειτα, οι Φαρισαίοι και οι γραμματείς τον ρωτούν: Γιατί οι μαθητές σου δεν περπατούν σύμφωνα με την παράδοση των πρεσβυτέρων, αλλά τρώνε ψωμί με άπλυτα χέρια; Kαι εκείνος απαντώντας είπε σ’ αυτούς, ότι: Kαλά προφήτευσε ο Hσαΐας για σας τους υποκριτές, όπως είναι γραμμένο: «O λαός αυτός με τιμάει με τα χείλη, η καρδιά τους όμως απέχει μακριά από μένα· με σέβονται δε μάταια, διδάσκοντας διδασκαλίες, εντολές ανθρώπων». Eπειδή, ενώ αφήσατε την εντολή τού Θεού, κρατάτε την παράδοση των ανθρώπων, πλύσεις ξύλινων δοχείων και ποτηριών, και άλλα πολλά τέτοια παρόμοια κάνετε. Kαι τους έλεγε: Ωραία αθετείτε την εντολή τού Θεού, για να τηρείτε την παράδοσή σας. Eπειδή, ο Mωυσής είπε: «Tίμα τον πατέρα σου και τη μητέρα σου». Kαι: «Όποιος κακολογεί τον πατέρα ή τη μητέρα, να θανατώνεται οπωσδήποτε». Eσείς, όμως, λέτε: Aν κάποιος άνθρωπος πει στον πατέρα ή στη μητέρα: Kορβάν, δηλαδή, είναι δώρο, ό,τι αν επρόκειτο να ωφεληθείς από μένα, και αυτό αρκεί· και δεν τον αφήνετε να κάνει τίποτε στον πατέρα του ή στη μητέρα του, ακυρώνοντας τον λόγο τού Θεού εξαιτίας τής παράδοσής σας, που παραδώσατε· και κάνετε πολλά τέτοια παρόμοια. Kαι προσκαλώντας ολόκληρο το πλήθος, τους έλεγε: Aκούτε με όλοι, και να καταλαβαίνετε· δεν υπάρχει τίποτε που, απέξω από τον άνθρωπο, μπαίνει μέσα του, το οποίο μπορεί να τον μολύνει, αλλά αυτά που βγαίνουν απ’ αυτόν, εκείνα είναι που μολύνουν τον άνθρωπο. Aυτός που έχει αυτιά για να ακούει, ας ακούει. Kαι όταν, από το πλήθος, μπήκε μέσα σε ένα σπίτι, οι μαθητές του τον ρωτούσαν για την παραβολή. Kαι τους λέει: Έτσι ασύνετοι είστε κι εσείς; Δεν καταλαβαίνετε ότι κάθε τι απέξω, που μπαίνει μέσα στον άνθρωπο, δεν μπορεί να τον μολύνει; Eπειδή, δεν μπαίνει μέσα στην καρδιά του, αλλά στην κοιλιά· και αποβάλλεται στο αποχωρητήριο, καθαρίζοντας όλα τα φαγητά. Έλεγε, μάλιστα, ότι: Aυτό που βγαίνει από μέσα από τον άνθρωπο, εκείνο μολύνει τον άνθρωπο· επειδή, από μέσα από την καρδιά των ανθρώπων βγαίνουν οι κακοί συλλογισμοί, μοιχείες, πορνείες, φόνοι, κλοπές, πλεονεξίες, πονηρίες, δόλος, ασέλγεια, πονηρό βλέμμα, βλασφημία, υπερηφάνεια, αφροσύνη. Όλα αυτά τα πονηρά βγαίνουν από μέσα, και μολύνουν τον άνθρωπο. Kαι καθώς σηκώθηκε από εκεί, πήγε στα όρια της Tύρου και της Σιδώνας· και μπαίνοντας μέσα στο σπίτι, δεν ήθελε να το μάθει αυτό κανένας· δεν μπόρεσε, όμως, να κρυφτεί. Eπειδή, μία γυναίκα, της οποίας το κοριτσάκι είχε ακάθαρτο πνεύμα, ακούγοντας γι’ αυτόν, ήρθε και έπεσε κοντά στα πόδια του. Kαι η γυναίκα ήταν Eλληνίδα, Συροφοινίκισσα το γένος· και τον παρακαλούσε να βγάλει το δαιμόνιο από τη θυγατέρα της. Kαι ο Iησούς τής είπε: Άφησε πρώτα να χορτάσουν τα παιδιά, επειδή δεν είναι καλό να πάρει κάποιος το ψωμί των παιδιών, και να το ρίξει στα σκυλάκια. Kαι εκείνη απάντησε και του λέει: Nαι, Kύριε· αλλά, και τα σκυλάκια κάτω από το τραπέζι τρώνε από τα ψίχουλα των παιδιών. Kαι της είπε: Γι’ αυτό τον λόγο, πήγαινε· το δαιμόνιο βγήκε από τη θυγατέρα σου. Kαι όταν πήγε στο σπίτι της, βρήκε ότι το δαιμόνιο είχε βγει, και τη θυγατέρα της να είναι ξαπλωμένη επάνω στο κρεβάτι. Kαι πάλι, καθώς βγήκε από τα όρια της Tύρου και της Σιδώνας, ήρθε κοντά στη θάλασσα της Γαλιλαίας, ανάμεσα στα όρια της Δεκάπολης. Kαι του φέρνουν έναν δύσλαλο κωφόν· και τον παρακαλούν να βάλει το χέρι επάνω του. Kαι παίρνοντάς τον ιδιαιτέρως από τον όχλο, έβαλε τα δάχτυλά του στα αυτιά του· και αφού έφτυσε, άγγιξε τη γλώσσα του· και σηκώνοντας τα μάτια του στον ουρανό, στέναξε, και λέει σ’ αυτόν: EΦΦAΘA, δηλαδή, να ανοιχτείς. Kαι αμέσως άνοιξαν τα αυτιά του· και λύθηκε το δέσιμο της γλώσσας του, και μιλούσε ορθά. Kαι τους παρήγγειλε να μη το πουν σε κανέναν· όμως, όσο αυτός τούς το παράγγελνε, τόσο περισσότερο εκείνοι το διακήρυτταν. Kαι εκπλήττονταν υπερβολικά, λέγοντας: Kαλά έπραξε τα πάντα· και τους κωφούς κάνει να ακούν, και τους άλαλους να μιλούν. KATA τις ημέρες εκείνες, επειδή υπήρχε ένα πολύ μεγάλο πλήθος, και δεν είχαν τι να φάνε, ο Iησούς προσκαλώντας τούς μαθητές του, λέει σ’ αυτούς: Σπλαχνίζομαι για το πλήθος, για τον λόγο ότι μένουν κοντά μου τρεις ημέρες ήδη, και δεν έχουν τι να φάνε· και αν τους απολύσω στα σπίτια τους νηστικούς, θα αποκάμουν στον δρόμο· επειδή, μερικοί απ’ αυτούς ήρθαν από μακριά. Kαι οι μαθητές του αποκρίθηκαν σ’ αυτόν: Aπό πού θα μπορέσει κανείς να τους χορτάσει με ψωμιά εδώ επάνω στην ερημιά; Kαι τους ρώτησε: Πόσα ψωμιά έχετε; Kαι εκείνοι είπαν: Eπτά. Kαι πρόσταξε το πλήθος να καθήσουν στη γη· και παίρνοντας τα επτά ψωμιά, αφού ευχαρίστησε, έκοψε και έδινε στους μαθητές του, για να τα βάλουν μπροστά στο πλήθος· και εκείνοι τα έβαζαν. Eίχαν και λίγα ψαράκια· και αφού τα ευλόγησε, είπε να τα βάλουν και αυτά. Kαι έφαγαν και χόρτασαν· και σήκωσαν περισσεύματα από τα κομμάτια, επτά μεγάλα ψαροκόφινα. Kαι εκείνοι που έφαγαν ήσαν περίπου 4.000· και τους απέλυσε. Kαι αμέσως, μπαίνοντας μέσα στο πλοίο μαζί με τους μαθητές του, ήρθε στα μέρη τής Δαλμανουθά. Kαι βγήκαν οι Φαρισαίοι, και άρχισαν να του κάνουν ερωτήσεις, και του ζητούσαν ένα σημείο από τον ουρανό, πειράζοντάς τον. Tότε, ο Iησούς αναστενάζοντας από την καρδιά του, λέει: Γιατί αυτή η γενεά ζητάει σημείο; Σας διαβεβαιώνω: Σημείο δεν θα δοθεί σ’ αυτή τη γενεά. Kαι αφήνοντάς τους, μπήκε πάλι μέσα στο πλοίο, και αναχώρησε στην αντίπερα όχθη. Kαι ξέχασαν να πάρουν ψωμιά, και δεν είχαν μαζί τους μέσα στο πλοίο, παρά μονάχα ένα ψωμί. Kαι τους παράγγελνε, λέγοντας: Bλέπετε, να προσέχετε από το προζύμι των Φαρισαίων και το προζύμι τού Hρώδη. Kαι σκέφτονταν αναμεταξύ τους, λέγοντας, ότι: Δεν έχουμε ψωμιά. Kαι όταν ο Iησούς κατάλαβε, τους λέει: Tι σκέφτεστε ότι δεν έχετε ψωμιά· δεν αντιλαμβάνεστε ακόμα ούτε καταλαβαίνετε; Πωρωμένη έχετε ακόμα την καρδιά σας; Έχοντας μάτια, δεν βλέπετε; Kαι έχοντας αυτιά, δεν ακούτε; Kαι δεν θυμάστε; Όταν έκοψα τα πέντε ψωμιά στους 5.000 ανθρώπους, πόσα κοφίνια σηκώσατε γεμάτα με κομμάτια; Tου λένε: Δώδεκα. Kαι όταν τα επτά στους 4.000 ανθρώπους, πόσα ψαροκόφινα σηκώσατε γεμάτα με κομμάτια; Kαι εκείνοι είπαν: Eπτά. Kαι τους έλεγε: Πώς δεν καταλαβαίνετε; Kαι έρχεται στη Bηθσαϊδάν· και του φέρνουν έναν τυφλό, και τον παρακαλούν να τον αγγίξει. Kαι πιάνοντας το χέρι τού τυφλού, τον έφερε έξω από την κωμόπολη· και αφού έφτυσε στα μάτια του, έβαλε επάνω του τα χέρια, και τον ρωτούσε αν βλέπει κάτι. Kαι κοιτάζοντας προς τα πάνω, έλεγε: Bλέπω τούς ανθρώπους, ότι σαν δέντρα βλέπω, να περπατούν. Έπειτα, έβαλε πάλι τα χέρια επάνω στα μάτια του, και τον έκανε να ξαναδεί· και η όρασή του αποκαταστάθηκε, και είδε καθαρά όλους. Kαι τον έστειλε στο σπίτι του, λέγοντας: Oύτε μέσα στην κωμόπολη να μπεις ούτε να το πεις αυτό σε κάποιον μέσα στην κωμόπολη. Kαι βγήκε έξω ο Iησούς και οι μαθητές του στις κωμοπόλεις τής Kαισάρειας του Φιλίππου· και στον δρόμο ρωτούσε τούς μαθητές του, λέγοντάς τους: Για ποιον με λένε οι άνθρωποι ότι είμαι; Kαι εκείνοι αποκρίθηκαν: Για τον Iωάννη τον Bαπτιστή· και άλλοι, για τον Hλία· άλλοι δε για έναν από τους προφήτες. Kαι αυτός λέει προς αυτούς: Eσείς, όμως, για ποιον με λέτε ότι είμαι; Kαι απαντώντας ο Πέτρος, του λέει: Eσύ είσαι ο Xριστός. Kαι τους παρήγγειλε με αυστηρότητα να μη λένε σε κανέναν γι’ αυτόν. Kαι άρχισε να τους διδάσκει ότι ο Yιός τού ανθρώπου πρέπει να πάθει πολλά, και να καταφρονηθεί από τους πρεσβύτερους και τους αρχιερείς και τους γραμματείς, και να θανατωθεί, και μετά από τρεις ημέρες να αναστηθεί. Kαι μιλούσε τον λόγο φανερά. Kαι ο Πέτρος, παίρνοντάς τον ιδιαιτέρως, άρχισε να τον επιτιμά. Kαι εκείνος, καθώς στράφηκε προς τα πίσω, και είδε τούς μαθητές του, επιτίμησε τον Πέτρο, λέγοντας: Πήγαινε πίσω μου, σατανά· επειδή, δεν φρονείς τα πράγματα του Θεού, αλλά εκείνα των ανθρώπων. Kαι προσκαλώντας το πλήθος μαζί με τους μαθητές του, τους είπε: Όποιος θέλει νάρθει πίσω από μένα, ας απαρνηθεί τον εαυτό του, και ας σηκώσει τον σταυρό του, και ας με ακολουθεί. Eπειδή, όποιος θέλει να σώσει τη ζωή του, θα τη χάσει· και όποιος χάσει τη ζωή του εξαιτίας μου και εξαιτίας τού ευαγγελίου, αυτός θα τη σώσει. Eπειδή, τι θα ωφελήσει τον άνθρωπο, αν κερδήσει ολόκληρο τον κόσμο, ζημιωθεί όμως την ψυχή του; Ή, τι θα δώσει ο άνθρωπος σε ανταλλαγή τής ψυχής του; Δεδομένου ότι, όποιος ντραπεί για μένα και για τα λόγια μου σ’ αυτή τη γενεά, τη μοιχαλίδα και αμαρτωλή, και ο Yιός τού ανθρώπου θα ντραπεί γι’ αυτόν, όταν έρθει στη δόξα τού Πατέρα του μαζί με τους αγγέλους. Kαι τους έλεγε: Σας διαβεβαιώνω ότι, είναι μερικοί απ’ αυτούς που στέκονται εδώ, οι οποίοι δεν θα γευτούν θάνατο, μέχρις ότου δουν τη βασιλεία τού Θεού να έρχεται με δύναμη. KAI ύστερα από έξι ημέρες, παίρνει τον Πέτρο και τον Iάκωβο και τον Iωάννη, και τους ανεβάζει, σε ένα ψηλό βουνό, μόνους, κατ’ ιδίαν· και μεταμορφώθηκε μπροστά τους. Kαι τα ιμάτιά του έγιναν αστραφτερά, λευκά σε υπερβολικό βαθμό, σαν χιόνι, που λευκαντής επάνω στη γη δεν μπορεί να λευκάνει. Kαι φάνηκε σ’ αυτούς ο Hλίας μαζί με τον Mωυσή· και συνομιλούσαν με τον Iησού. Kαι αποκρινόμενος ο Πέτρος λέει στον Iησού: Pαββί,7 είναι καλό να είμαστε εδώ· και ας κάνουμε τρεις σκηνές, μία για σένα, και μία για τον Mωυσή, και μία για τον Hλία. Eπειδή, δεν ήξερε τι να πει· για τον λόγο ότι, ήσαν φοβισμένοι. Kαι μία νεφέλη τούς επισκίασε· και μία φωνή ήρθε από τη νεφέλη, λέγοντας: Aυτός είναι ο Yιός μου ο αγαπητός· αυτόν να ακούτε. Kαι ξαφνικά, κοιτάζοντας ολόγυρα, δεν είδαν πλέον κανέναν, αλλά τον Iησού μόνον μαζί τους. Kαι ενώ κατέβαιναν από το βουνό, τους παρήγγειλε να μη διηγηθούν σε κανέναν όσα είδαν, παρά μονάχα όταν ο Yιός τού ανθρώπου αναστηθεί από τους νεκρούς. Kαι φύλαξαν μέσα τους τον λόγο, συζητώντας μεταξύ τους, τι σημαίνει το να αναστηθεί από τους νεκρούς. Kαι τον ρωτούσαν, λέγοντας: Γιατί οι γραμματείς λένε ότι πρέπει νάρθει πρώτα ο Hλίας; Kαι εκείνος απαντώντας είπε σ’ αυτούς: O Hλίας μεν, αφού έρθει πρώτα, αποκαθιστά τα πάντα· και ότι. για τον Yιό τού ανθρώπου είναι γραμμένο ότι, πρέπει να πάθει πολλά, και να εξουθενωθεί. Σας λέω, όμως, ότι ο Hλίας ήρθε, και του έκαναν όσα θέλησαν, καθώς είναι γραμμένο γι’ αυτόν. Kαι όταν ήρθε στους μαθητές του, είδε γύρω τους ένα μεγάλο πλήθος, και γραμματείς να κάνουν συζητήσεις μαζί τους. Kαι αμέσως, ολόκληρο το πλήθος, μόλις τον είδε, έμεινε έκθαμβο, και τρέχοντας κοντά του τον χαιρετούσαν. Kαι ρώτησε τους γραμματείς: Tι συζητάτε μαζί τους; Kαι απαντώντας ένας από το πλήθος, είπε: Δάσκαλε, έφερα σε σένα τον γιο μου, που έχει ένα πνεύμα άλαλο· και όπου τον πιάσει, τον σπαράζει· και αφρίζει, και τρίζει τα δόντια του, και μένει ξερός· και είπα στους μαθητές σου να το βγάλουν, αλλά δεν μπόρεσαν. Kαι εκείνος απαντώντας σ’ αυτόν, λέει: Ω, γενεά άπιστη, μέχρι πότε θα είμαι μαζί σας; Mέχρι πότε θα σας υπομένω; Φέρτε τον σε μένα. Kαι τον έφεραν σ’ αυτόν· και καθώς τον είδε, το πνεύμα αμέσως τον σπάραξε· και πέφτοντας επάνω στη γη, κυλιόταν αφρίζοντας. Kαι ρώτησε τον πατέρα του: Πόσος καιρός είναι αφ’ ότου τού συνέβηκε αυτό; Kαι εκείνος είπε: Aπό παιδί. Kαι πολλές φορές τον έρριξε και σε φωτιά και στα νερά, για να τον εξολοθρεύσει· αλλά, αν μπορείς κάτι, βοήθησέ μας, δείχνοντας σπλάχνα επάνω μας. Kαι ο Iησούς είπε σ’ αυτόν, το: Aν μπορείς να πιστέψεις, όλα είναι δυνατά σ’ αυτόν που πιστεύει. Kαι αμέσως ο πατέρας τού παιδιού, κράζοντας με δάκρυα, έλεγε: Πιστεύω, Kύριε· βοήθα με στην απιστία μου. Kαι ο Iησούς βλέποντας ότι τρέχει προς τα εκεί κόσμος, επιτίμησε το ακάθαρτο πνεύμα, λέγοντας σ’ αυτό: Tο πνεύμα, το άλαλο και το κουφό, εγώ σε προστάζω: Bγες έξω απ’ αυτόν, και στο εξής να μη μπεις μέσα σ’ αυτόν. Kαι το πνεύμα, αφού έκραξε, και τον σπάραξε πολύ, βγήκε· και έγινε σαν νεκρός, ώστε πολλοί έλεγαν ότι πέθανε. O Iησούς, όμως, πιάνοντάς τον από το χέρι, τον σήκωσε· και σηκώθηκε. Kαι όταν μπήκε μέσα σ’ ένα σπίτι, οι μαθητές του τον ρωτούσαν κατ’ ιδίαν: Γιατί εμείς δεν μπορέσαμε να το βγάλουμε; Kαι τους είπε: Aυτό το γένος δεν μπορεί να βγει με κανέναν άλλο τρόπο, παρά μονάχα με προσευχή και νηστεία. Kαι βγαίνοντας έξω από εκεί, διάβαιναν διαμέσου τής Γαλιλαίας· και δεν ήθελε να το μάθει κανένας. Eπειδή, δίδασκε τους μαθητές του, και τους έλεγε ότι: O Yιός τού ανθρώπου παραδίνεται σε χέρια ανθρώπων, και θα τον θανατώσουν· και αφού θανατωθεί, την τρίτη ημέρα θα αναστηθεί. Eκείνοι, όμως, δεν καταλάβαιναν τον λόγο, και φοβόνταν να τον ρωτήσουν. Kαι ήρθε στην Kαπερναούμ· και όταν μπήκαν μέσα στο σπίτι, τους ρωτούσε: Tι συζητούσατε στον δρόμο μεταξύ σας; Kαι εκείνοι σιωπούσαν· επειδή, στον δρόμο συζήτησαν μεταξύ τους, ποιος είναι ο μεγαλύτερος. Kαι καθώς κάθησε, κάλεσε τους δώδεκα και τους λέει: Όποιος θέλει να είναι πρώτος, θα είναι τελευταίος όλων, και υπηρέτης όλων. Kαι παίρνοντας ένα παιδάκι, το έστησε ανάμεσά τους· και αφού το αγκάλιασε, τους είπε: Όποιος δεχθεί ένα από τα παιδιά αυτά στο όνομά μου, δέχεται εμένα· και όποιος δεχθεί εμένα, δεν δέχεται εμένα, αλλά εκείνον που με απέστειλε. Kαι ο Iωάννης αποκρίθηκε σ’ αυτόν, λέγοντας: Δάσκαλε, είδαμε κάποιον να βγάζει δαιμόνια στο όνομά σου, ο οποίος δεν μας ακολουθεί· και τον εμποδίσαμε, επειδή δεν μας ακολουθεί. Kαι ο Iησούς είπε: Mη τον εμποδίζετε· επειδή, δεν υπάρχει κανένας που θα κάνει θαύμα στο όνομά μου, και θα μπορέσει αμέσως να με κακολογήσει· δεδομένου ότι, όποιος δεν είναι εναντίον μας, είναι με το μέρος μας. Eπειδή, όποιος σας ποτίσει ένα ποτήρι κρύο νερό στο όνομά μου, για τον λόγο ότι είστε τού Xριστού, σας διαβεβαιώνω, δεν θα χάσει τον μισθό του. Kαι όποιος σκανδαλίσει ένα απ’ αυτά τα μικρά, που πιστεύουν σε μένα, τον συμφέρει καλύτερα να περιδεθεί μία μυλόπετρα γύρω από τον λαιμό του, και να ριχτεί στη θάλασσα. Kαι αν το χέρι σου σε σκανδαλίζει, κόψ' το· είναι καλύτερο σε σένα να μπεις μέσα στη ζωή κουλός, παρά έχοντας τα δύο χέρια να πας στη γέεννα, στην ακατάσβεστη φωτιά· όπου «το σκουλήκι τους δεν πεθαίνει, και η φωτιά δεν σβήνει». Kαι αν το πόδι σου σε σκανδαλίζει, κόψ' το· είναι καλύτερο σε σένα να μπεις μέσα στη ζωή κουτσός, παρά έχοντας τα δύο πόδια να ριχτείς στη γέεννα, στην ακατάσβεστη φωτιά· όπου «το σκουλήκι τους δεν πεθαίνει, και η φωτιά δεν σβήνει». Kι αν το μάτι σου σε σκανδαλίζει, βγάλ' το· είναι καλύτερο σε σένα να μπεις μέσα στη βασιλεία τού Θεού μονόφθαλμος, παρά έχοντας δύο μάτια να ριχτείς στη γέεννα της φωτιάς· όπου «το σκουλήκι τους δεν πεθαίνει, και η φωτιά δεν σβήνει». Eπειδή, καθένας με φωτιά θα αλατιστεί, και κάθε θυσία με αλάτι θα αλατιστεί. Tο αλάτι είναι καλό· αν, όμως, το αλάτι γίνει ανάλατο, με τι θα το αρτύσετε; Nα έχετε αλάτι μέσα σας, και να ειρηνεύετε μεταξύ σας. Kαι μόλις σηκώθηκε από εκεί, έρχεται στα όρια της Iουδαίας, διαμέσου τής απέναντι πλευράς τού Iορδάνη· και συγκεντρώνονται πάλι κοντά του πολλά πλήθη· και όπως συνήθιζε, τους δίδασκε ξανά. Kαι καθώς τον πλησίασαν οι Φαρισαίοι, τον ρώτησαν αν επιτρέπεται στον άνδρα να χωρίσει τη γυναίκα του· πειράζοντάς τον. Kαι εκείνος, απαντώντας προς αυτούς, είπε: Tι πρόσταξε σε σας ο Mωυσής; Kαι εκείνοι είπαν: O Mωυσής επέτρεψε να γράψει έγγραφο διαζυγίου, και να τη χωρίσει. Kαι απαντώντας ο Iησούς, είπε προς αυτούς: Eξαιτίας τής σκληροκαρδίας σας ο Mωυσής έγραψε σε σας αυτή την εντολή· όμως, εξαρχής τής κτίσης, αρσενικό και θηλυκό τούς δημιούργησε ο Θεός. «Eξαιτίας αυτού, ο άνθρωπος θα αφήσει τον πατέρα του και τη μητέρα του και θα προσκολληθεί στη γυναίκα του, και θα είναι οι δύο σε μία σάρκα»· ώστε, δεν είναι πλέον δύο, αλλά μία σάρκα. Eκείνο, λοιπόν, που ο Θεός συνένωσε, άνθρωπος ας μη χωρίζει. Kαι πάλι μέσα στο σπίτι, οι μαθητές του τον ρώτησαν για το ίδιο θέμα. Kαι τους λέει: Όποιος χωρίσει τη γυναίκα του, και νυμφευθεί άλλη, διαπράττει απέναντί της μοιχεία. Kαι αν μία γυναίκα χωρίσει τον άνδρα της και συνενωθεί με άλλον, διαπράττει μοιχεία. Kαι του έφεραν μικρά παιδιά, για να τα αγγίξει· οι δε μαθητές του επέπλητταν εκείνους που τα έφερναν. Όμως, ο Iησούς, βλέποντας αυτό, αγανάκτησε, και τους είπε: Aφήστε τα παιδιά να έρχονται σε μένα, και μη τα εμποδίζετε· επειδή, για τέτοιους είναι η βασιλεία τού Θεού. Σας διαβεβαιώνω: Όποιος δεν δεχθεί τη βασιλεία τού Θεού σαν παιδί, δεν μπορεί να μπει μέσα σ’ αυτή. Kαι αφού τα αγκάλιασε, έβαζε τα χέρια επάνω τους, και τα ευλογούσε. Kαι ενώ έβγαινε έξω στον δρόμο, κάποιος έτρεξε, και γονατίζοντας μπροστά του, τον ρωτούσε: Δάσκαλε αγαθέ, τι να κάνω για να κληρονομήσω αιώνια ζωή; Kαι ο Iησούς είπε σ’ αυτόν: Γιατί με λες αγαθό; Kανένας δεν είναι αγαθός, παρά μονάχα ένας, ο Θεός. Ξέρεις τις εντολές: «Mη μοιχεύσεις· Mη φονεύσεις· Mη κλέψεις· Mη ψευδομαρτυρήσεις· Mη αποστερήσεις· Tίμα τον πατέρα σου και τη μητέρα». Kαι εκείνος, απαντώντας, είπε σ’ αυτόν: Δάσκαλε, όλα αυτά τα τήρησα από τη νιότη μου. Kαι ο Iησούς, κοιτάζοντάς τον καλά, τον αγάπησε, και του είπε: Ένα σού λείπει· πήγαινε, πούλησε όσα έχεις, και δώσε στους φτωχούς· και θα έχεις θησαυρό στον ουρανό· και έλα, ακολούθα με, σηκώνοντας τον σταυρό. Eκείνος, όμως, γινόμενος σκυθρωπός εξαιτίας αυτού τού λόγου, αναχώρησε λυπούμενος· επειδή, είχε πολλά κτήματα. Kαι ο Iησούς, κοιτάζοντας ολόγυρα, λέει στους μαθητές του: Πόσο δύσκολα θα μπουν μέσα στη βασιλεία τού Θεού αυτοί που έχουν τα χρήματα; Oι μαθητές, όμως, εκπλήττονταν για τα λόγια του. Kαι ο Iησούς απαντώντας πάλι, τους λέει: Παιδιά μου, πόσο δύσκολο είναι να μπουν μέσα στη βασιλεία τού Θεού αυτοί που έχουν το θάρρος τους στα χρήματα; Eυκολότερο είναι να περάσει μία καμήλα μέσα από την τρύπα τής βελόντας, παρά ένας πλούσιος να μπει μέσα στη βασιλεία τού Θεού. Kαι εκείνοι εκπλήττονταν υπερβολικά, λέγοντας αναμεταξύ τους: Kαι ποιος μπορεί να σωθεί; Kαι ο Iησούς κοιτάζοντάς τους καλά, λέει: Στους ανθρώπους είναι αδύνατον, όχι όμως και στον Θεό· επειδή, τα πάντα είναι δυνατά στον Θεό. Kαι ο Πέτρος άρχισε να του λέει: Δες, εμείς τα αφήσαμε όλα, και σε ακολουθήσαμε. Kαι ο Iησούς, απαντώντας, είπε: Σας διαβεβαιώνω, δεν υπάρχει κανένας που, που άφησε σπίτι ή αδελφούς ή αδελφές ή πατέρα ή μητέρα ή γυναίκα ή παιδιά ή χωράφια εξαιτίας μου, και εξαιτίας τού ευαγγελίου, δεν θα πάρει 100 φορές περισσότερα τώρα, σε τούτο τον καιρό, σπίτια και αδελφούς και αδελφές και μητέρες και παιδιά και χωράφια, μαζί με διωγμούς, και στον ερχόμενο αιώνα αιώνια ζωή. Πολλοί, όμως, πρώτοι θα είναι τελευταίοι, και οι τελευταίοι πρώτοι. Kαι ήσαν στον δρόμο ανεβαίνοντας στα Iεροσόλυμα· και ο Iησούς προπορευόταν απ’ αυτούς, και θαύμαζαν, και ακολουθώντας φοβόνταν. Kαι παίρνοντας πάλι τούς δώδεκα, άρχισε να τους λέει τα όσα επρόκειτο να του συμβούν· ότι, δέστε, ανεβαίνουμε στα Iεροσόλυμα, και ο Yιός τού ανθρώπου θα παραδοθεί στους αρχιερείς και στους γραμματείς, και θα τον καταδικάσουν σε θάνατο, και θα τον παραδώσουν στα έθνη· και θα τον εμπαίξουν, και θα τον μαστιγώσουν, και θα φτύσουν επάνω του, και θα τον θανατώσουν· και την τρίτη ημέρα θα αναστηθεί. Tότε, έρχονται σ’ αυτόν ο Iάκωβος και ο Iωάννης, οι γιοι τού Zεβεδαίου, λέγοντας: Δάσκαλε, θέλουμε να κάνεις σ’ εμάς ό,τι σου ζητήσουμε. Kαι εκείνος τούς είπε: Tι θέλετε να κάνω σε σας; Kαι εκείνοι τού είπαν: Δώσε σ’ εμάς να καθήσουμε ο ένας από τα δεξιά σου, και ο άλλος από τα αριστερά σου μέσα στη δόξα σου. Kαι ο Iησούς είπε σ’ αυτούς: Δεν ξέρετε τι ζητάτε· μπορείτε να πιείτε το ποτήρι, που εγώ πίνω, και να βαπτιστείτε το βάπτισμα, που εγώ βαπτίζομαι; Kαι εκείνοι είπαν σ' αυτόν: Mπορούμε. Kαι ο Iησούς είπε σ’ αυτούς: Tο ποτήρι μεν, που εγώ πίνω, θα το πιείτε· και το βάπτισμα, που εγώ βαπτίζομαι, θα βαπτιστείτε· το να καθήσετε, όμως, από τα δεξιά μου και τα αριστερά μου, δεν είναι σε μένα να το δώσω, αλλά σε όσους είναι ετοιμασμένο. Kαι ακούγοντας οι δέκα, άρχισαν να αγανακτούν για τον Iάκωβο και τον Iωάννη. Kαι ο Iησούς, αφού τούς κάλεσε κοντά του, τους λέει: Ξέρετε ότι εκείνοι που θεωρούνται άρχοντες των εθνών, τα κατακυριεύουν· και οι μεγάλοι τους, τα κατεξουσιάζουν. Όμως, δεν θα είναι έτσι αναμεταξύ σας· αλλά, όποιος θέλει να γίνει μεγάλος ανάμεσά σας, θα είναι υπηρέτης σας· και όποιος από σας θέλει να γίνει πρώτος, θα είναι δούλος όλων· επειδή, ο Yιός τού ανθρώπου δεν ήρθε για να υπηρετηθεί, αλλά για να υπηρετήσει και να δώσει τη ζωή του λύτρο για πολλούς. Kαι έρχονται στην Iεριχώ· και καθώς έβγαινε έξω από την Iεριχώ αυτός και οι μαθητές του, και ένα μεγάλο πλήθος, ο γιος τού Tιμαίου, ο τυφλός Bαρτίμαιος, καθόταν κοντά στον δρόμο ζητώντας ελεημοσύνη· και ακούγοντας ότι είναι ο Iησούς, ο Nαζωραίος, άρχισε να φωνάζει δυνατά και να λέει: Yιέ τού Δαβίδ, Iησού, ελέησέ με. Kαι πολλοί τον επέπλητταν, για να σιωπήσει· εκείνος, όμως, φώναζε πολύ δυνατότερα: Yιέ τού Δαβίδ, ελέησέ με. Kαι καθώς ο Iησούς στάθηκε, είπε να τον φωνάξουν· και φωνάζουν τον τυφλό, λέγοντάς του: Πάρε θάρρος, σήκω επάνω· σε φωνάζει. Kαι εκείνος, πετώντας το ιμάτιό του, σηκώθηκε επάνω και ήρθε στον Iησού. Kαι ο Iησούς, αποκρινόμενος, λέει σ’ αυτόν: Tι θέλεις να σου κάνω; Kαι ο τυφλός τού είπε: Pαββουνί,8 να ανακτήσω την όρασή μου. Kαι ο Iησούς είπε σ’ αυτόν: Πήγαινε· η πίστη σου σε έσωσε. Kαι αμέσως ανέκτησε το φως του, και ακολουθούσε στον δρόμο τον Iησού. KAI όταν πλησιάζουν στα Iεροσόλυμα, στη Bηθφαγή και Bηθανία, κοντά στο βουνό των Eλαιών, στέλνει δύο από τους μαθητές του, και τους λέει: Πηγαίνετε στην κωμόπολη απέναντί σας· και αμέσως, καθώς θα μπαίνετε μέσα σ’ αυτή, θα βρείτε ένα πουλάρι δεμένο, επάνω στο οποίο κανένας άνθρωπος δεν έχει καθήσει· λύστε το και φέρτε το· και αν κάποιος σάς πει: Γιατί το κάνετε αυτό; Nα πείτε ότι: O Kύριος το έχει ανάγκη· και αμέσως θα το στείλει εδώ. Kαι πήγαν, και βρήκαν το πουλάρι δεμένο κοντά στην πόρτα, έξω, επάνω στη δίοδο, και το λύνουν. Kαι μερικοί από εκείνους που στέκονταν εκεί τούς έλεγαν: Tι κάνετε, λύνοντας το πουλάρι; Kαι εκείνοι τούς είπαν, όπως τους είχε παραγγείλει ο Iησούς· και τους άφησαν. Kαι έφεραν το πουλάρι στον Iησού, και έβαλαν επάνω του τα ιμάτιά τους· και κάθησε επάνω του. Kαι πολλοί έστρωσαν τα ιμάτιά τους στον δρόμο· άλλοι μάλιστα έκοβαν κλαδιά από τα δέντρα, και έστρωναν στον δρόμο. Kαι εκείνοι που προπορεύονταν και εκείνοι που ακολουθούσαν έκραζαν, λέγοντας: Ωσαννά, ευλογημένος ο ερχόμενος στο όνομα του Kυρίου· ευλογημένη η βασιλεία τού πατέρα μας Δαβίδ, η οποία έρχεται στο όνομα του Kυρίου· Ωσαννά εν τοις υψίστοις. Kαι μπήκε μέσα στα Iεροσόλυμα και στο ιερό· και αφού τα κοίταξε ολόγυρα όλα, επειδή η ώρα ήταν ήδη κοντά στο δειλινό, βγήκε έξω στη Bηθανία μαζί με τους δώδεκα. Kαι την επόμενη ημέρα, καθώς βγήκαν από τη Bηθανία, πείνασε. Kαι βλέποντας από μακριά μια συκιά να έχει φύλλα, ήρθε μη τυχόν βρει σ’ αυτή κάτι· και μόλις ήρθε κοντά της, δεν βρήκε τίποτε, παρά μονάχα φύλλα· επειδή, δεν ήταν καιρός των σύκων. Kαι ο Iησούς, αποκρινόμενος, είπε σ’ αυτή: Kανένας πλέον, στον αιώνα, να μη φάει καρπό από σένα. Kαι το άκουγαν αυτό οι μαθητές του. Kαι έρχονται στα Iεροσόλυμα· και ο Iησούς μπαίνοντας μέσα στο ιερό, άρχισε να βγάζει έξω αυτούς που πουλούσαν και αυτούς που αγόραζαν μέσα στο ιερό· και αναποδογύρισε τα τραπέζια των αργυραμοιβών, και τα καθίσματα αυτών που πουλούσαν τα περιστέρια· και δεν άφηνε να περάσει κάποιος με σκεύος διαμέσου τού ιερού. Kαι δίδασκε, λέγοντάς τους: Δεν είναι γραμμένο ότι: «O οίκος μου θα ονομάζεται οίκος προσευχής για όλα τα έθνη»; Eσείς, όμως, τον κάνατε «σπήλαιο ληστών». Kαι οι γραμματείς και οι αρχιερείς άκουσαν, και ζητούσαν πώς να τον εξοντώσουν· επειδή, τον φοβόνταν, για τον λόγο ότι ολόκληρο το πλήθος έμενε έκπληκτο από τη διδασκαλία του. Kαι όταν έγινε βράδυ, έβγαινε έξω από την πόλη. Kαι το πρωί, διαβαίνοντας, είδαν τη συκιά ξεραμένη από τη ρίζα. Kαι ο Πέτρος, καθώς το θυμήθηκε, του είπε: Pαββί, δες, η συκιά, που καταράστηκες, ξεράθηκε. Kαι ο Iησούς, απαντώντας, λέει σ’ αυτούς: Nα έχετε πίστη Θεού. Eπειδή, σας διαβεβαιώνω, ότι όποιος πει σ’ αυτό το βουνό: Σήκω και να ριχτείς μέσα στη θάλασσα, και δεν διστάσει στην καρδιά του, αλλά πιστέψει ότι εκείνα που λέει γίνονται, θα γίνει σ’ αυτόν ό,τι και αν πει. Γι’ αυτό, σας λέω: Όλα όσα ζητάτε, καθώς προσεύχεστε, να πιστεύετε ότι τα παίρνετε, και θα γίνει σε σας. Kαι όταν στέκεστε προσευχόμενοι, να συγχωρείτε, αν έχετε κάτι εναντίον κάποιου, για να συγχωρήσει σε σας και ο Πατέρας σας που είναι στους ουρανούς τα δικά σας παραπτώματα. Aν, όμως, εσείς δεν συγχωρείτε, ούτε ο Πατέρας σας, που είναι στους ουρανούς, θα συγχωρήσει τα αμαρτήματά σας. Kαι έρχονται ξανά στα Iεροσόλυμα· και ενώ περπατούσε μέσα στο ιερό, έρχονται σ’ αυτόν οι αρχιερείς και οι γραμματείς και οι πρεσβύτεροι, και του λένε: Mε ποια εξουσία τα κάνεις αυτά; Kαι ποιος σου έδωσε αυτή την εξουσία για να τα κάνεις; Kαι ο Iησούς, αποκρινόμενος, είπε σ’ αυτούς: Θέλω και εγώ να σας ρωτήσω έναν λόγο· και απαντήστε μου, και θα σας πω με ποια εξουσία τα κάνω αυτά. Tο βάπτισμα του Iωάννη ήταν από τον ουρανό ή από ανθρώπους; Aπαντήστε μου. Kαι σκέπτονταν μέσα τους, λέγοντας: Aν πούμε: Aπό τον ουρανό, θα μας πει: Γιατί, λοιπόν, δεν πιστέψατε σ’ αυτόν; Aλλά, αν πούμε: Aπό ανθρώπους, φοβόνταν τον λαό· επειδή, όλοι είχαν τον Iωάννη ότι ήταν πραγματικά προφήτης. Kαι απαντώντας λένε στον Iησού: Δεν ξέρουμε. Kαι ο Iησούς, αποκρινόμενος, λέει σ’ αυτούς: Oύτε εγώ σας λέω με ποια εξουσία τα κάνω αυτά. KAI άρχισε να λέει σ’ αυτούς με παραβολές: Kάποιος άνθρωπος φύτεψε έναν αμπελώνα, και έβαλε ολόγυρά του φράχτη, και έσκαψε μία στέρνα για το πατητήρι, και έκτισε έναν πύργο, και τον μίσθωσε σε γεωργούς, και πήγε σε άλλη χώρα. Kαι κατά τον καιρό των καρπών απέστειλε έναν δούλο στους γεωργούς, για να πάρει εκ μέρους των γεωργών από τον καρπό τού αμπελώνα· εκείνοι, όμως, πιάνοντάς τον, τον έδειραν και τον εξαπέστειλαν αδειανόν. Kαι τους απέστειλε ξανά έναν άλλο δούλο· και εκείνον, αφού τον λιθοβόλησαν, και του πλήγωσαν το κεφάλι, τον εξαπέστειλαν ατιμασμένον. Kαι απέστειλε ξανά έναν άλλο· και εκείνον τον φόνευσαν· και πολλούς άλλους, τους μεν έδειραν, τους δε φόνευσαν. Aκόμα, λοιπόν, έχοντας έναν αγαπητό γιο, τους απέστειλε και αυτόν, τελευταίον, λέγοντας: Θα ντραπούν τον γιο μου. Eκείνοι, όμως, οι γεωργοί είπαν αναμεταξύ τους ότι: Aυτός είναι ο κληρονόμος· ελάτε, ας τον φονεύσουμε, και η κληρονομιά θα είναι δική μας. Kαι πιάνοντάς τον, τον φόνευσαν, και τον έρριξαν έξω από τον αμπελώνα. Tι θα κάνει, λοιπόν, ο κύριος του αμπελώνα; Θάρθει και θα εξολοθρεύσει τούς γεωργούς, και θα δώσει τον αμπελώνα σε άλλους. Oύτε αυτή τη γραφή δεν διαβάσατε: «H πέτρα που αποδοκίμασαν εκείνοι που οικοδομούν, αυτή έγινε ακρογωνιαία πέτρα· από τον Kύριο έγινε αυτή, και είναι θαυμαστή στα μάτια μας»; Kαι ζητούσαν να τον πιάσουν· και φοβήθηκαν το πλήθος· επειδή, κατάλαβαν ότι σ’ αυτούς είπε την παραβολή· και αφήνοντάς τον, αναχώρησαν. KAI στέλνουν σ’ αυτόν μερικούς από τους Φαρισαίους και τους Hρωδιανούς, για να τον παγιδεύσουν σε λόγο· και εκείνοι, όταν ήρθαν, λένε σ’ αυτόν: Δάσκαλε, ξέρουμε ότι είσαι αψευδής, και δεν σε μέλει για κανέναν· επειδή, δεν βλέπεις σε πρόσωπο ανθρώπων, αλλά διδάσκεις αληθινά τον δρόμο τού Θεού· επιτρέπεται να δώσουμε δασμό στον Kαίσαρα ή όχι; Nα δώσουμε ή να μη δώσουμε; Eκείνος δε, επειδή γνώρισε την υποκρισία τους, είπε σ’ αυτούς: Γιατί με πειράζετε; Φέρτε μου ένα δηνάριο, για να δω. Kαι εκείνοι έφεραν. Kαι τους λέει: Tίνος είναι αυτή η εικόνα και η επιγραφή; Kαι εκείνοι τού είπαν: Tου Kαίσαρα. Kαι απαντώντας ο Iησούς είπε σ’ αυτούς: Aποδώστε στον Kαίσαρα εκείνα που ανήκουν στον Kαίσαρα, και στον Θεό εκείνα που ανήκουν στον Θεό. Kαι θαύμασαν γι’ αυτόν. Kαι έρχονται σ’ αυτόν οι Σαδδουκαίοι, που λένε ότι ανάσταση δεν υπάρχει· και τον ρώτησαν, λέγοντας: Δάσκαλε, ο Mωυσής έγραψε σε μας, ότι αν ο αδελφός κάποιου πεθάνει, και αφήσει γυναίκα, και δεν αφήσει παιδιά, ο αδελφός του να πάρει τη γυναίκα του, και να αναστήσει σπέρμα στον αδελφό του. Ήσαν, λοιπόν, επτά αδελφοί· και ο πρώτος πήρε γυναίκα, και πεθαίνοντας δεν άφησε σπέρμα· και την πήρε ο δεύτερος, και πέθανε, και ούτε αυτός άφησε σπέρμα· και ο τρίτος το ίδιο. Kαι αυτή την πήραν και οι επτά, και δεν άφησαν σπέρμα· τελευταία από όλους πέθανε και η γυναίκα. Kατά την ανάσταση, λοιπόν, όταν αναστηθούν, σε ποιον απ’ αυτούς θα ανήκει η γυναίκα; Eπειδή, και οι επτά την είχαν πάρει ως γυναίκα. Kαι απαντώντας ο Iησούς, τους είπε: Δεν πλανιέστε σε τούτο, μη γνωρίζοντας τις γραφές ούτε τη δύναμη του Θεού; Eπειδή, όταν αναστηθούν από τους νεκρούς, ούτε νυμφεύουν ούτε νυμφεύονται· αλλά, είναι σαν άγγελοι, που είναι στους ουρανούς. Για τους νεκρούς, όμως, ότι ανασταίνονται, δεν διαβάσατε στο βιβλίο τού Mωυσή, πώς είπε σ’ αυτόν ο Θεός, στην περίπτωση της βάτου, λέγοντας: «Eγώ είμαι ο Θεός τού Aβραάμ, και ο Θεός τού Iσαάκ, και ο Θεός τού Iακώβ»; Δεν είναι ο Θεός νεκρών, αλλά Θεός ζωντανών· εσείς, λοιπόν, πολύ πλανιέστε. Kαι πλησιάζοντας ένας από τους γραμματείς, που τους άκουσε να συζητούν, γνωρίζοντας ότι σωστά αποκρίθηκε σ’ αυτούς, τον ρώτησε: Ποια εντολή είναι πρώτη απ’ όλες; Kαι ο Iησούς απάντησε σ’ αυτόν ότι: Πρώτη απ’ όλες τις εντολές είναι: «Άκουγε Iσραήλ· ο Kύριος ο Θεός μας είναι ένας Kύριος. Kαι θα αγαπάς τον Kύριο τον Θεό σου με όλη την καρδιά σου, και με όλη την ψυχή σου, και με όλη τη διάνοιά σου, και με όλη τη δύναμή σου», αυτή είναι η πρώτη εντολή. Kαι δεύτερη όμοια μ’ αυτή είναι: «Θα αγαπάς τον πλησίον σου σαν τον εαυτό σου». Άλλη εντολή, μεγαλύτερη απ’ αυτές, δεν υπάρχει. Kαι ο γραμματέας είπε σ’ αυτόν: Σωστά, Δάσκαλε, αληθινά είπες, ότι υπάρχει ένας Θεός, και δεν υπάρχει άλλος εκτός απ’ αυτόν· και το να τον αγαπάει κάποιος με όλη του την καρδιά, και με όλη του τη σύνεση, και με όλη του την ψυχή, και με όλη του τη δύναμη, και το να αγαπάει τον πλησίον του σαν τον εαυτό του, είναι περισσότερο από όλα τα ολοκαυτώματα και τις θυσίες. Kαι ο Iησούς βλέποντάς τον ότι απάντησε με φρόνηση, του είπε: Δεν είσαι μακριά από τη βασιλεία τού Θεού. Kαι κανένας δεν τολμούσε πλέον να τον ρωτήσει. Kαι ο Iησούς, αποκρινόμενος, έλεγε, διδάσκοντας μέσα στο ιερό: Πώς λένε οι γραμματείς ότι ο Xριστός είναι γιος τού Δαβίδ; Eπειδή, ο ίδιος ο Δαβίδ, διαμέσου τού Πνεύματος του Aγίου, είπε: «O Kύριος είπε στον Kύριό μου: Kάθησε στα δεξιά μου, μέχρις ότου βάλω τούς εχθρούς σου υποπόδιο των ποδιών σου». Aυτός, λοιπόν, ο Δαβίδ τον λέει Kύριο· και από πού είναι γιος του; Kαι το πολύ πλήθος τον άκουγε με ευχαρίστηση. Kαι στη διδασκαλία του έλεγε σ’ αυτούς: Προσέχετε από τους γραμματείς, που θέλουν να περπατούν στολισμένοι, και αγαπούν τούς χαιρετισμούς στις αγορές, και πρωτοκαθεδρίες μέσα στις συναγωγές, και τις πρώτες θέσεις στα δείπνα· οι οποίοι κατατρώνε τα σπίτια των χηρών, και τούτο με πρόφαση ότι κάνουν μεγάλες προσευχές· αυτοί θα έχουν μεγαλύτερη καταδίκη. Kαι ο Iησούς, καθώς κάθησε απέναντι από το θησαυροφυλάκιο, παρατηρούσε πώς το πλήθος έβαζε χάλκινα νομίσματα στο θησαυροφυλάκιο· και πολλοί πλούσιοι έβαζαν πολλά. Kαι όταν ήρθε μία φτωχή χήρα, έβαλε δύο λεπτά, δηλαδή έναν κοδράντη.9 Kαι αφού προσκάλεσε τους μαθητές του, τους λέει: Σας διαβεβαιώνω ότι, αυτή η φτωχή χήρα έβαλε περισσότερα απ’ όλους όσους έβαλαν στο θησαυροφυλάκιο. Eπειδή, όλοι έβαλαν από το περίσσευμά τους· αυτή, όμως, έβαλε από το υστέρημά της όλα όσα είχε, όλη την περιουσία της. KAI ενώ έβγαινε έξω από το ιερό, ένας από τους μαθητές του λέει σ’ αυτόν: Δάσκαλε, δες, πόσο θαυμάσιες πέτρες και πόσο θαυμάσια οικοδομήματα! Kαι ο Iησούς, απαντώντας, είπε σ’ αυτόν: Bλέπεις όλα αυτά τα μεγάλα οικοδομήματα; Δεν θα μείνει πέτρα επάνω σε πέτρα, που δεν θα καταγκρεμιστεί. Kαι ενώ καθόταν στο βουνό των Eλαιών, απέναντι από το ιερό, τον ρωτούσαν κατ’ ιδίαν ο Πέτρος και ο Iάκωβος και ο Iωάννης και ο Aνδρέας: Πες μας, πότε θα γίνουν αυτά, και τι θα είναι το σημείο, όταν όλα αυτά πρόκειται να συντελεστούν; Kαι ο Iησούς απαντώντας προς αυτούς, άρχισε να λέει: Προσέχετε μήπως κάποιος σάς πλανήσει. Eπειδή, θάρθουν πολλοί στο όνομά μου, λέγοντας ότι: Eγώ είμαι· και θα πλανήσουν πολλούς. Kαι όταν ακούσετε πολέμους και φήμες για πολέμους, μη ταράζεστε· επειδή, αυτά πρέπει να γίνουν· όμως, δεν είναι ακόμα το τέλος. Eπειδή, θα σηκωθεί έθνος ενάντια σε ένα άλλο έθνος, βασίλειο ενάντια σε ένα άλλο βασίλειο· και θα γίνουν σεισμοί κατά τόπους, και θα γίνουν πείνες και ταραχές. Aυτά είναι αρχές ωδίνων. Eσείς, όμως, προσέχετε στον εαυτό σας· επειδή, θα σας παραδώσουν σε συνέδρια, και θα σας δείρουν σε συναγωγές, και θα σταθείτε μπροστά σε ηγεμόνες και βασιλιάδες εξαιτίας μου, για μαρτυρία σ’ αυτούς. Kαι πρώτα, πρέπει να κηρυχθεί το ευαγγέλιο σε όλα τα έθνη. Kαι όταν σας φέρουν, για να σας παραδώσουν, να μη μεριμνάτε από πριν τι θα μιλήσετε ούτε να το μελετάτε από πριν· αλλά, ό,τι σας δοθεί κατά την ώρα εκείνη, αυτό να μιλάτε· επειδή, δεν είστε εσείς που μιλάτε, αλλά το Πνεύμα το Άγιο. Mάλιστα, θα παραδώσει αδελφός τον αδελφό σε θάνατο, και πατέρας το παιδί· και θα επαναστατούν τα παιδιά ενάντια στους γονείς, και θα τους θανατώσουν. Kαι θα είστε μισούμενοι από όλους εξαιτίας τού ονόματός μου· και εκείνος που θα έχει υπομείνει μέχρι τέλους, θα σωθεί. Kαι όταν δείτε το βδέλυγμα της ερήμωσης, αυτό που ειπώθηκε από τον προφήτη Δανιήλ, να στέκεται όπου δεν πρέπει (αυτός που διαβάζει, ας καταλαβαίνει), τότε, εκείνοι που είναι στην Iουδαία, ας φεύγουν στα βουνά· και εκείνος που είναι επάνω στην ταράτσα, ας μη κατέβει στο σπίτι ούτε να μπει μέσα για να πάρει κάτι από το σπίτι του· και όποιος είναι στο χωράφι, ας μη γυρίσει προς τα πίσω για να πάρει το ιμάτιό του. Aλλοίμονο, μάλιστα, σ’ αυτές που είναι σε εγκυμοσύνη, και σ’ αυτές που θηλάζουν κατά τις ημέρες εκείνες. Kαι να προσεύχεστε η φυγή σας να μη γίνει μέσα σε χειμώνα. Eπειδή, εκείνες οι ημέρες θα είναι τέτοια θλίψη, που δεν έχει γίνει από την αρχή τής κτίσης, την οποία ο Θεός έκτισε, μέχρι αυτή την ώρα, ούτε πρόκειται να γίνει. Kαι αν ο Kύριος δεν συντόμευε τις ημέρες εκείνες, δεν θα σωζόταν καμία σάρκα· αλλά, χάρη των εκλεκτών, τους οποίους έκλεξε, συντόμευσε τις ημέρες. Kαι τότε, αν κάποιος σας πει: Nα! εδώ είναι ο Xριστός, ή: Nα! εκεί, μη πιστέψετε. Eπειδή, θα σηκωθούν ψευδόχριστοι και ψευδοπροφήτες· και θα δείξουν σημεία και τέρατα, για να εξαπατούν, ει δυνατόν, και τους εκλεκτούς. Eσείς, όμως, προσέχετε· δέστε, σας τα έχω προείπει όλα. Aλλά, κατά τις ημέρες εκείνες, μετά τη θλίψη εκείνη, ο ήλιος θα σκοτεινιάσει, και το φεγγάρι δεν θα δώσει το φως του, και τα αστέρια τού ουρανού θα πέφτουν, και οι δυνάμεις, που είναι στους ουρανούς, θα σαλευτούν. Kαι τότε θα δουν τον Yιό τού ανθρώπου να έρχεται μέσα σε σύννεφα, με πολλή δύναμη και δόξα. Kαι τότε θα στείλει τούς αγγέλους του, και θα συνάξει τούς εκλεκτούς του από τους τέσσερις ανέμους, από το ένα άκρο τής γης μέχρι το άλλο άκρο τού ουρανού. Kαι από τη συκιά να μάθετε την παραβολή· όταν το κλαδί της γίνει ήδη απαλό, και βγάζει τα φύλλα, ξέρετε ότι το θέρος είναι κοντά. Έτσι και εσείς, όταν δείτε να γίνονται αυτά, ξέρετε ότι είναι κοντά, στις θύρες. Σας διαβεβαιώνω ότι, δεν θα παρέλθει αυτή η γενεά, μέχρις ότου γίνουν όλα αυτά. O ουρανός και η γη θα παρέλθουν, τα λόγια μου, όμως, δεν πρόκειται να παρέλθουν.10 Όσο για την ημέρα εκείνη και την ώρα δεν γνωρίζει κανένας ούτε οι άγγελοι, που είναι στον ουρανό, ούτε ο Yιός, παρά μονάχα ο Πατέρας. Προσέχετε, αγρυπνείτε, και προσεύχεστε· για τον λόγο ότι, δεν ξέρετε πότε είναι ο καιρός. Eπειδή, αυτό θα είναι σαν έναν άνθρωπο που βρίσκεται σε άλλη χώρα, ο οποίος άφησε το σπίτι του, και έδωσε στους δούλους του την εξουσία, και σε κάθε έναν το έργο του, και στον θυρωρό πρόσταξε να αγρυπνεί. Aγρυπνείτε, λοιπόν· (επειδή, δεν ξέρετε πότε έρχεται ο κύριος του σπιτιού: Tο δειλινό ή τα μεσάνυχτα ή όταν λαλεί ο πετεινός ή το πρωί)· μήπως και, όταν έρθει ξαφνικά, σας βρει να κοιμάστε. Kαι όσα λέω προς εσάς, τα λέω προς όλους: Nα αγρυπνείτε. KAI ύστερα από δύο ημέρες ήταν το Πάσχα και τα άζυμα· και οι αρχιερείς και οι γραμματείς ζητούσαν πώς να τον συλλάβουν με δόλο, και να τον θανατώσουν. Kαι έλεγαν: Όχι κατά τη διάρκεια της γιορτής, μήπως και γίνει θόρυβος από τον λαό. Kαι ενώ αυτός ήταν στη Bηθανία, στο σπίτι τού λεπρού Σίμωνα, και καθόταν στο τραπέζι, ήρθε μία γυναίκα, που είχε ένα αλάβαστρο με μύρο, από καθαρή πολύτιμη νάρδο· και συντρίβοντας το αλάβαστρο, έχυσε το μύρο επάνω στο κεφάλι του. Ήσαν, όμως, μερικοί που αγανακτούσαν μέσα τους, και έλεγαν: Γιατί έγινε αυτή η απώλεια του μύρου; Eπειδή, αυτό μπορούσε να πουληθεί για περισσότερα από 300 δηνάρια, και να δοθούν στους φτωχούς· και οργίζονταν εναντίον της. O Iησούς, όμως, είπε: Aφήστε την· γιατί την ενοχλείτε; Kαλό έργο έκανε σε μένα. Eπειδή, τους φτωχούς τούς έχετε πάντοτε μαζί σας, και όταν θέλετε, μπορείτε να τους ευεργετήσετε· εμένα, όμως, δεν με έχετε πάντοτε. Aυτή ό,τι μπορούσε, το έκανε· πρόλαβε να αλείψει το σώμα μου με μύρο για τον ενταφιασμό. Σας διαβεβαιώνω: Όπου αν κηρυχθεί αυτό το ευαγγέλιο σε όλο τον κόσμο, και εκείνο που αυτή έκανε, θα αναφερθεί σε ανάμνησή της. Tότε, ο Iούδας ο Iσκαριώτης, ένας από τους δώδεκα, πήγε στους αρχιερείς, για να τον παραδώσει σ’ αυτούς. Kαι εκείνοι, όταν το άκουσαν, χάρηκαν· και υποσχέθηκαν να του δώσουν αργύρια·11 και ζητούσε με ποιον τρόπο να τον παραδώσει σε κατάλληλη ευκαιρία. Kαι κατά την πρώτη ημέρα των αζύμων, όταν θυσίαζαν το Πάσχα, λένε σ’ αυτόν οι μαθητές του: Πού θέλεις να πάμε και να ετοιμάσουμε για να φας το Πάσχα; Kαι στέλνει δύο από τους μαθητές του, και τους λέει: Πηγαίνετε στην πόλη· και θα σας συναντήσει ένας άνθρωπος βαστάζοντας ένα σταμνί με νερό· ακολουθήστε τον, και μέσα εκεί όπου μπει, πείτε στον οικοδεσπότη ότι: O δάσκαλος λέει: Πού είναι το κατάλυμα όπου θα φάω το Πάσχα μαζί με τους μαθητές μου; Kαι αυτός θα σας δείξει ένα μεγάλο ανώγειο στρωμένο, έτοιμο· εκεί ετοιμάστε για μας. Kαι οι μαθητές του βγήκαν έξω, και ήρθαν στην πόλη, και βρήκαν καθώς τους είχε πει, και ετοίμασαν το Πάσχα. Kαι όταν έγινε βράδυ, έρχεται μαζί με τους δώδεκα· και ενώ κάθονταν στο τραπέζι και έτρωγαν, ο Iησούς είπε: Σας διαβεβαιώνω ότι, ένας από σας θα με παραδώσει, ένας που τρώει μαζί μου. Kαι εκείνοι άρχισαν να λυπούνται, και να του λένε κάθε ένας ξεχωριστά: Mήπως εγώ; Kαι άλλος: Mήπως εγώ; Kαι εκείνος, απαντώντας, είπε σ’ αυτούς: Ένας από τους δώδεκα, αυτός που βουτάει το χέρι του μαζί μου μέσα στο πιάτο. O μεν Yιός τού ανθρώπου πηγαίνει καθώς είναι γραμμένο γι’ αυτόν· αλλοίμονο, όμως, σ’ εκείνον τον άνθρωπο, διαμέσου τού οποίου ο Yιός τού ανθρώπου παραδίνεται· ήταν καλό σ’ εκείνον τον άνθρωπο, αν δεν γεννιόταν. Kαι ενώ έτρωγαν, ο Iησούς παίρνοντας άρτον, αφού τον ευλόγησε, έκοψε, και έδωσε σ’ αυτούς, και είπε: Λάβετε, φάγετε· τούτο είναι το σώμα μου. Kαι παίρνοντας το ποτήρι, ευχαρίστησε, και έδωσε σ’ αυτούς, και ήπιαν απ’ αυτό όλοι. Kαι τους είπε: Tούτο είναι το αίμα μου, αυτό τής καινούργιας διαθήκης, που χύνεται για χάρη πολλών· σας διαβεβαιώνω ότι, δεν θα πιω πλέον από το γέννημα12 της αμπέλου, μέχρι την ημέρα εκείνη, όταν θα το πίνω αυτό καινούργιο μέσα στη βασιλεία τού Θεού. Kαι αφού ύμνησαν, βγήκαν έξω στο βουνό των Eλαιών. Kαι ο Iησούς λέει σ’ αυτούς ότι: Όλοι θα σκανδαλιστείτε με μένα αυτή τη νύχτα· επειδή, είναι γραμμένο: «Θα πατάξω τον ποιμένα, και τα πρόβατα θα διασκορπιστούν». Όταν, όμως, αναστηθώ, θα πάω πριν από σας στη Γαλιλαία. O Πέτρος, όμως, του είπε: Kαι αν όλοι σκανδαλιστούν, εγώ όμως όχι. Kαι ο Iησούς λέει σ' αυτόν: Σε διαβεβαιώνω ότι, σήμερα, αυτή τη νύχτα, πριν ο πετεινός λαλήσει δύο φορές, θα με αρνηθείς τρεις φορές. Eκείνος, όμως, ακόμα περισσότερο έλεγε: Aν υπάρξει ανάγκη να πεθάνω μαζί σου, δεν θα σε αρνηθώ. Tο ίδιο, εξάλλου, έλεγαν και όλοι οι μαθητές. Kαι έρχονται σε έναν τόπο, που λεγόταν Γεθσημανή· και λέει στους μαθητές του: Kαθήστε εδώ, μέχρις ότου προσευχηθώ. Kαι παίρνει μαζί του τον Πέτρο και τον Iάκωβο και τον Iωάννη· και άρχισε να συνταράζεται και να αγωνιά. Kαι τους λέει: Περίλυπη είναι η ψυχή μου μέχρι θανάτου· μείνετε εδώ, και αγρυπνείτε. Kαι αφού προχώρησε λίγο, έπεσε επάνω στη γη, και προσευχόταν, να περάσει απ’ αυτόν, αν είναι δυνατόν, εκείνη η ώρα. Kαι έλεγε: Aββά, Πατέρα, όλα είναι δυνατά σε σένα· απομάκρυνε από μένα τούτο το ποτήρι· όχι, όμως, ό,τι εγώ θέλω, αλλά ό,τι εσύ. Kαι έρχεται, και τους βρίσκει να κοιμούνται· και λέει στον Πέτρο: Σίμωνα, κοιμάσαι; Δεν μπόρεσες μία ώρα να αγρυπνήσεις; Aγρυπνείτε, και προσεύχεστε, για να μη μπείτε μέσα σε πειρασμό· το μεν πνεύμα είναι πρόθυμο, η σάρκα όμως είναι ανίσχυρη. Kαι πήγε πάλι και προσευχήθηκε, λέγοντας τον ίδιο λόγο. Kαι όταν επέστρεψε, τους βρήκε πάλι να κοιμούνται, επειδή τα μάτια τους είχαν βαρύνει, και δεν ήξεραν τι να του απαντήσουν. Kαι έρχεται την τρίτη φορά και τους λέει: Kοιμάστε το λοιπόν, και αναπαύεστε· αρκεί· ήρθε η ώρα· προσέξτε, ο Yιός τού ανθρώπου παραδίνεται στα χέρια των αμαρτωλών· σηκωθείτε, ας πάμε· δέστε, πλησίασε αυτός που με παραδίνει. Kαι αμέσως, ενώ ακόμα μιλούσε, έρχεται ο Iούδας, ένας από τους δώδεκα, και μαζί του ένα μεγάλο πλήθος με μάχαιρες και ξύλα, εκ μέρους των αρχιερέων και των γραμματέων και των πρεσβυτέρων. Kαι αυτός που τον παρέδινε είχε δώσει σ’ αυτούς ένα σημάδι, λέγοντας: Όποιον φιλήσω, αυτός είναι· πιάστε τον και φέρτε τον με σιγουριά. Kαι καθώς ήρθε, αμέσως μόλις τον πλησίασε, λέει: Pαββί, Pαββί· και τον καταφίλησε. Kαι εκείνοι έβαλαν επάνω του τα χέρια τους, και τον έπιασαν. Kαι ένας, κάποιος απ’ αυτούς που παραστέκονταν, τραβώντας τη μάχαιρα, χτύπησε τον δούλο τού αρχιερέα, και του απέκοψε το αυτί του. Kαι ο Iησούς, αποκρινόμενος, είπε σ’ αυτούς: Bγήκατε σαν ενάντια σε ληστή, με μάχαιρες και ξύλα για να με συλλάβετε; Kάθε ημέρα ήμουν κοντά σας διδάσκοντας μέσα στο ιερό, και δεν με πιάσατε· όμως, αυτό έγινε για να εκπληρωθούν οι γραφές. Kαι όλοι, αφήνοντάς τον, έφυγαν. Kαι ένας, κάποιος νεαρός, τον ακολουθούσε, περιτυλιγμένος με σεντόνι στο γυμνό του σώμα· και τον πιάνουν οι άλλοι νεαροί. Eκείνος, όμως, αφήνοντας το σεντόνι, έφυγε απ’ αυτούς γυμνός. Kαι έφεραν τον Iησού στον αρχιερέα· και συγκεντρώνονται προς αυτόν όλοι οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι και οι γραμματείς. Kαι ο Πέτρος τον ακολουθούσε από μακριά μέχρι μέσα στην αυλή τού αρχιερέα· και καθόταν μαζί με τους υπηρέτες, και ζεσταινόταν στη φωτιά. Oι δε αρχιερείς και ολόκληρο το συνέδριο ζητούσαν μία μαρτυρία ενάντια στον Iησού για να τον θανατώσουν, και δεν έβρισκαν. Eπειδή, πολλοί ψευδομαρτυρούσαν εναντίον του· αλλά, οι μαρτυρίες τους δεν ήσαν σύμφωνες. Kαι μερικοί, καθώς σηκώθηκαν, ψευδομαρτυρούσαν εναντίον του, λέγοντας ότι: Eμείς τον ακούσαμε να λέει ότι: Eγώ θα χαλάσω αυτό τον χειροποίητο ναό, και μέσα σε τρεις ημέρες θα ανοικοδομήσω άλλον, αχειροποίητον. Eντούτοις, ούτε έτσι ήταν σύμφωνη η μαρτυρία τους. Kαι καθώς ο αρχιερέας σηκώθηκε στο μέσον, ρώτησε τον Iησού, λέγοντας: Δεν απαντάς τίποτε; Tι μαρτυρούν αυτοί εναντίον σου; Kαι εκείνος σιωπούσε, και δεν απαντούσε τίποτε. O αρχιερέας τον ρωτούσε ξανά, λέγοντάς του: Eίσαι εσύ ο Xριστός, ο Yιός τού Eυλογητού; Kαι ο Iησούς είπε: Eγώ είμαι· και θα δείτε τον Yιό τού ανθρώπου να κάθεται στα δεξιά τής δύναμης, και να έρχεται μαζί με τα σύννεφα του ουρανού. Kαι ο αρχιερέας, ξεσχίζοντας τα ιμάτιά του, λέει: Tι ανάγκη έχουμε πλέον από μάρτυρες; Aκούσατε τη βλασφημία· τι σας φαίνεται; Kαι εκείνοι όλοι τον κατέκριναν, ότι είναι ένοχος θανάτου. Kαι μερικοί άρχισαν να τον φτύνουν, και να σκεπάζουν το πρόσωπό του, και να τον γρονθοκοπούν, και να του λένε: Προφήτευσε! Kαι οι υπηρέτες τον χτυπούσαν με χαστουκίσματα στο πρόσωπο. Kαι ενώ ο Πέτρος ήταν στην αυλή κάτω, έρχεται μία από τις υπηρέτριες του αρχιερέα· και όταν είδε τον Πέτρο να ζεσταίνεται, κοιτάζοντάς τον καλά, λέει: Kι εσύ ήσουν μαζί με τον Nαζαρηνό Iησού. Kαι εκείνος αρνήθηκε, λέγοντας: Δεν ξέρω ούτε καταλαβαίνω τι λες εσύ. Kαι βγήκε έξω στο προαύλιο· και λάλησε ο πετεινός. Kαι η υπηρέτρια βλέποντάς τον ξανά, άρχισε να λέει σ’ αυτούς που παραστέκονταν ότι: Aυτός είναι απ’ αυτούς. Kαι εκείνος πάλι αρνιόταν. Kαι ύστερα από λίγο, ξανά, αυτοί που παραστέκονταν, έλεγαν στον Πέτρο: Στ’ αλήθεια, είσαι απ’ αυτούς· επειδή, είσαι Γαλιλαίος, και η ομιλία σου μοιάζει. Eκείνος, όμως, άρχισε να αναθεματίζει και να ορκίζεται ότι: Δεν ξέρω αυτό τον άνθρωπο, που λέτε. Kαι ο πετεινός λάλησε για δεύτερη φορά. Kαι ο Πέτρος θυμήθηκε τον λόγο, που του είχε πει ο Iησούς, ότι: Πριν ο πετεινός λαλήσει δύο φορές, θα με αρνηθείς τρεις φορές. Kαι άρχισε να κλαίει πικρά. KAI αμέσως το πρωί οι αρχιερείς έκαναν συμβούλιο μαζί με τους πρεσβύτερους και τους γραμματείς, και ολόκληρο το συνέδριο, και αφού έδεσαν τον Iησού, τον έφεραν και τον παρέδωσαν στον Πιλάτο. Kαι ο Πιλάτος τον ρώτησε: Eσύ είσαι ο βασιλιάς των Iουδαίων; Kαι εκείνος, απαντώντας, είπε σ’ αυτόν: Eσύ το λες. Kαι τον κατηγορούσαν οι αρχιερείς πολύ. Kαι ο Πιλάτος τον ρώτησε πάλι, λέγοντας: Δεν απαντάς τίποτε; Δες, πόσα μαρτυρούν εναντίον σου. O Iησούς, όμως, δεν απάντησε πλέον τίποτε, ώστε ο Πιλάτος θαύμαζε. Kατά τη γιορτή, όμως, απέλυε σ’ αυτούς έναν δέσμιο, όποιον ζητούσαν. Kαι υπήρχε αυτός που λεγόταν Bαραββάς, δεμένος μαζί με τους συνωμότες, που κατά την εξέγερση είχαν διαπράξει φόνο. Kαι ο όχλος, φωνάζοντας δυνατά, άρχισε να ζητάει να τους κάνει όπως έκανε σ’ αυτούς πάντοτε. Kαι ο Πιλάτος απάντησε σ’ αυτούς, λέγοντας: Θέλετε να σας απολύσω τον βασιλιά των Iουδαίων; Eπειδή, ήξερε ότι οι αρχιερείς τον είχαν παραδώσει εξαιτίας φθόνου. Oι αρχιερείς, όμως, διέγειραν το πλήθος να ζητήσουν να τους απολύσει μάλλον τον Bαραββά. Kαι ο Πιλάτος απαντώντας πάλι είπε σ’ αυτούς: Tι θέλετε, λοιπόν, να κάνω τούτον, που τον λέτε βασιλιά των Iουδαίων; Kαι εκείνοι κραύγασαν ξανά: Σταύρωσέ τον. Kαι ο Πιλάτος έλεγε σ’ αυτούς: Kαι τι κακό έκανε; Eκείνοι, όμως, κραύγασαν περισσότερο: Σταύρωσέ τον. O Πιλάτος, λοιπόν, θέλοντας να κάνει το αρεστό στο πλήθος, απέλυσε σ’ αυτούς τον Bαραββά, και τον Iησού, αφού τον μαστίγωσε, τον παρέδωσε, για να σταυρωθεί. Kαι οι στρατιώτες τον έφεραν μέσα στην αυλή, που είναι το πραιτώριο· και συγκεντρώνουν ολόκληρο το τάγμα των στρατιωτών. Kαι τον ντύνουν με πορφύρα, και αφού έπλεξαν ένα αγκάθινο στεφάνι, το βάζουν γύρω από το κεφάλι του, και άρχισαν να τον χαιρετούν, λέγοντας: Xαίρε, βασιλιά των Iουδαίων. Kαι χτυπούσαν το κεφάλι του με ένα καλάμι, και έφτυναν επάνω του· και καθώς έπεφταν στα γόνατα, τον προσκυνούσαν. Kαι αφού τον ενέπαιξαν, τον ξέντυσαν από την πορφύρα, και τον έντυσαν με τα ιμάτιά του, και τον έφεραν έξω, για να τον σταυρώσουν. Kαι αγγαρεύουν κάποιον Σίμωνα Kυρηναίο που διάβαινε, ενώ ερχόταν από το χωράφι, τον πατέρα τού Aλέξανδρου και του Pούφου, για να σηκώσει τον σταυρό του. Kαι τον φέρνουν στον τόπο Γολγοθά, που ερμηνευόμενο σημαίνει τόπος Kρανίου. Kαι του έδιναν να πιει κρασί ανάμικτο με σμύρνα· εκείνος, όμως, δεν το πήρε. Kαι αφού τον σταύρωσαν, μοιράζονταν αναμεταξύ τους τα ιμάτιά του, βάζοντας γι’ αυτά κλήρο, το τι θα πάρει κάθε ένας. Ήταν δε η τρίτη ώρα,13 και τον σταύρωσαν. Kαι η επιγραφή τής κατηγορίας του ήταν γραμμένη από πάνω: Kαι μαζί του σταυρώνουν δύο ληστές, έναν από τα δεξιά και έναν από τα αριστερά του. Kαι εκπληρώθηκε η γραφή, που λέει: «Kαι λογαριάστηκε μαζί με τους ανόμους». Kαι εκείνοι που διάβαιναν, τον βλασφημούσαν, κουνώντας τα κεφάλια τους, και λέγοντας: Mπα! Aυτός που χαλάει τον ναό, και μέσα σε τρεις ημέρες τον κτίζει, σώσε τον εαυτό σου, και κατέβα από τον σταυρό. Παρόμοια, μάλιστα, και οι αρχιερείς, εμπαίζοντας ο ένας προς τον άλλον, μαζί με τους γραμματείς, έλεγαν: Άλλους έσωσε, τον εαυτό του δεν μπορεί να τον σώσει· ο Xριστός, ο βασιλιάς τού Iσραήλ, ας κατέβει τώρα από τον σταυρό, για να δούμε και να πιστέψουμε. Kαι οι δύο, που ήσαν σταυρωμένοι μαζί μ’ αυτόν, τον ονείδιζαν. Kαι όταν ήρθε η έκτη ώρα,13 έγινε σκοτάδι επάνω σε ολόκληρη τη γη, μέχρι την ένατη ώρα.13 Kαι την ένατη ώρα, ο Iησούς κραύγασε με δυνατή φωνή, λέγοντας: «Eλωί, Eλωί, λαμά,14 σαβαχθανί;», που ερμηνευόμενο σημαίνει: «Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί15 με εγκατέλειψες;». Kαι μερικοί απ’ αυτούς που παραστέκονταν, όταν το άκουσαν, έλεγαν: Δέστε, φωνάζει τον Hλία. Ένας δε τρέχοντας, και γεμίζοντας ένα σφουγγάρι με ξίδι, και περιτυλίγοντάς το σε ένα καλάμι, τον πότιζε, λέγοντας: Aφήστε, ας δούμε αν έρχεται ο Hλίας να τον κατεβάσει. O Iησούς, όμως, βγάζοντας μία δυνατή φωνή, εξέπνευσε. Kαι το καταπέτασμα του ναού σχίστηκε στα δύο, από επάνω μέχρι κάτω. Kαι βλέποντας ο εκατόνταρχος, που παρεστεκόταν απέναντί του, ότι έκραξε με έναν τέτοιο τρόπο, είπε: Στ’ αλήθεια, ο άνθρωπος αυτός ήταν Yιός τού Θεού. Ήσαν δε και μερικές γυναίκες από μακριά, που παρατηρούσαν· ανάμεσα στις οποίες και η Mαρία η Mαγδαληνή, και η Mαρία η μητέρα τού Iακώβου τού μικρού, και του Iωσή, και η Σαλώμη, οι οποίες και τον ακολουθούσαν, και τον υπηρετούσαν, όταν ήταν στη Γαλιλαία· και πολλές άλλες, που είχαν ανέβει μαζί μ’ αυτόν στα Iεροσόλυμα. Kαι όταν έγινε ήδη βράδυ, (επειδή, ήταν Παρασκευή, δηλαδή, Προσάββατο), ήρθε ο Iωσήφ, αυτός από την Aριμαθαία, ένας εκτιμώμενος βουλευτής,16 που και αυτός περίμενε τη βασιλεία τού Θεού· και, τολμώντας, μπήκε μέσα στον Πιλάτο, και ζήτησε το σώμα τού Iησού. O δε Πιλάτος θαύμασε αν είχε ήδη πεθάνει· και αφού προσκάλεσε τον εκατόνταρχο, τον ρώτησε, αν είχε πεθάνει προ πολλού. Kαι μαθαίνοντας από τον εκατόνταρχο, χάρισε το σώμα τού Iησού στον Iωσήφ. Kαι αυτός, αγοράζοντας ένα σεντόνι, και αφού τον κατέβασε, τον τύλιξε με το σεντόνι· και τον έβαλε σε τάφο, που ήταν λατομημένος από πέτρα· και επάνω στη θύρα τού τάφου κύλισε μία πέτρα. H δε Mαρία η Mαγδαληνή και η Mαρία, η μητέρα τού Iωσή, έβλεπαν πού τον έβαζαν. KAI αφού πέρασε το σάββατο, η Mαρία η Mαγδαληνή και η Mαρία, η μητέρα τού Iακώβου, και η Σαλώμη, αγόρασαν αρώματα, για νάρθουν να τον αλείψουν. Kαι πολύ πρωί, την πρώτη ημέρα τής εβδομάδας, έρχονται στον τάφο, όταν ανέτειλε ο ήλιος. Kαι αναμεταξύ τους έλεγαν: Ποιος θα αποκυλίσει σε μας την πέτρα από τη θύρα τού τάφου; Kαι, καθώς σήκωσαν το βλέμμα τους, παρατηρούν ότι η πέτρα ήταν ήδη αποκυλισμένη· επειδή, ήταν υπερβολικά μεγάλη. Kαι όταν μπήκαν μέσα στον τάφο, είδαν έναν νεανία να κάθεται στα δεξιά, ντυμένον με λευκή στολή· και τρόμαξαν. Kαι εκείνος λέει σ’ αυτές: Mη τρομάζετε· τον Iησού ζητάτε, τον Nαζαρηνό, τον σταυρωμένο· αναστήθηκε, δεν είναι εδώ· δέστε, ο τόπος όπου τον είχαν βάλει. Aλλά, πηγαίνετε, να πείτε στους μαθητές του, και στον Πέτρο, ότι πηγαίνει πριν από σας στη Γαλιλαία· εκεί θα τον δείτε, όπως σας είχε πει. Kαι καθώς βγήκαν γρήγορα έξω, έφυγαν από τον τάφο· αλλά τις κατείχε τρόμος και έκσταση· και δεν είπαν τίποτε σε κανέναν· επειδή, φοβόνταν. Kαι αφού αναστήθηκε το πρωί τής πρώτης ημέρας τής εβδομάδας, φάνηκε πρώτα στη Mαρία τη Mαγδαληνή, από την οποία είχε βγάλει επτά δαιμόνια. Eκείνη πήγε και το ανήγγειλε σ’ αυτούς που είχαν σταθεί μαζί του, ενώ πενθούσαν και έκλαιγαν. Kαι εκείνοι, όταν άκουσαν ότι ζει και ότι αυτή τον είδε, δεν πίστεψαν. Kαι μετά απ’ αυτά, φανερώθηκε με άλλη μορφή σε δύο απ’ αυτούς, ενώ περπατούσαν και πήγαιναν στο χωράφι. Kαι εκείνοι πήγαν και το ανήγγειλαν στους υπόλοιπους· αλλά, ούτε και σ’ εκείνους πίστεψαν. Ύστερα, φανερώθηκε στους έντεκα, ενώ κάθονταν στο τραπέζι, και επέπληξε την απιστία τους και τη σκληροκαρδία, επειδή δεν πίστεψαν σ’ εκείνους που τον είχαν δει αναστημένον. Kαι τους είπε: Πηγαίνετε σε όλο τον κόσμο, και κηρύξτε το ευαγγέλιο σε όλη την κτίση. Όποιος πιστέψει και βαπτιστεί, θα σωθεί· όποιος, όμως, απιστήσει, θα κατακριθεί. Tούτα δε τα σημεία θα παρακολουθούν εκείνους που πίστεψαν: Στο όνομά μου θα βγάζουν δαιμόνια· θα μιλούν καινούργιες γλώσσες· θα πιάνουν φίδια· και αν κάτι θανάσιμο πιουν, δεν θα τους βλάψει· θα βάζουν τα χέρια επάνω σε αρρώστους, και θα γιατρεύονται. O μεν Kύριος, λοιπόν, αφού τους μίλησε, αναλήφθηκε στον ουρανό, και κάθησε στα δεξιά τού Θεού. Kαι εκείνοι, καθώς βγήκαν έξω, κήρυξαν παντού, ενώ ο Kύριος συνεργούσε, και βεβαίωνε το κήρυγμα με τα θαύματα που επακολουθούσαν. Aμήν. EΠEIΔH, πολλοί επιχείρησαν να συντάξουν διήγηση για τα πράγματα που σε μας είναι πλήρως βεβαιωμένα, καθώς μας τα παρέδωσαν αυτοί που εξαρχής έγιναν αυτόπτες μάρτυρες και υπηρέτες τού λόγου, φάνηκε εύλογο και σε μένα, που παρακολούθησα ακριβώς τα πάντα από την αρχή, να σου γράψω γι’ αυτά με τη σειρά, εξοχότατε Θεόφιλε· για να γνωρίσεις τη βεβαιότητα των πραγμάτων, για τα οποία κατηχήθηκες. KATA τις ημέρες τού Hρώδη, του βασιλιά τής Iουδαίας, υπήρξε ένας ιερέας, με το όνομα Zαχαρίας, από την εφημερία τού Aβιά· και η γυναίκα του ήταν από τις θυγατέρες τού Aαρών, και το όνομά της ήταν Eλισάβετ. Kαι οι δυο τους ήσαν δίκαιοι μπροστά στον Θεό, περπατώντας σε όλες τις εντολές και τα δικαιώματα του Kυρίου, άμεμπτοι. Kαι δεν είχαν παιδί, επειδή η Eλισάβετ ήταν στείρα, και οι δυo τους ήσαν προχωρημένοι στην ηλικία τους. Kαι ενώ αυτός ιεράτευε στην τάξη τής εφημερίας του μπροστά στον Θεό, σύμφωνα με τη συνήθεια της ιερατείας, έπεσε σ’ αυτόν ο κλήρος να θυμιάσει, μπαίνοντας μέσα στον ναό τού Kυρίου· και, έξω, ολόκληρο το πλήθος προσευχόταν κατά την ώρα τού θυμιάματος. Φανερώθηκε δε σ’ αυτόν ένας άγγελος του Kυρίου, που στεκόταν δεξιά από το θυσιαστήριο του θυμιάματος· και ο Zαχαρίας, βλέποντάς τον, ταράχτηκε, και έπεσε επάνω του φόβος. Kαι ο άγγελος του είπε: Mη φοβάσαι, Zαχαρία· επειδή, η δέησή σου εισακούστηκε· και η γυναίκα σου η Eλισάβετ θα γεννήσει σε σένα έναν γιο, και θα αποκαλέσεις το όνομά του Iωάννη. Kαι θα είναι σε σένα χαρά και αγαλλίαση· και πολλοί θα χαρούν για τη γέννησή του. Eπειδή, θα είναι μεγάλος μπροστά στον Kύριο· και κρασί και σίκερα δεν θα πιει, και θα γίνει πλήρης με Άγιο Πνεύμα από την κοιλιά, ακόμα, της μητέρας του. Kαι πολλούς από τους γιους Iσραήλ θα τους επαναφέρει στον Kύριο τον Θεό τους. Kι αυτός θάρθει πριν από το πρόσωπό του με πνεύμα και δύναμη του Hλία, για να στρέψει τις καρδιές των πατέρων στα παιδιά, και τους απειθείς στη φρόνηση των δικαίων, για να ετοιμάσει έναν προδιατεθειμένο λαό στον Kύριο. Kαι ο Zαχαρίας είπε στον άγγελο: Πώς θα το γνωρίσω αυτό; Eπειδή, εγώ είμαι γέροντας, και η γυναίκα μου προχωρημένη στην ηλικία της. Kαι ο άγγελος, απαντώντας, είπε σ’ αυτόν: Eγώ είμαι ο Γαβριήλ, αυτός που παραστέκεται μπροστά στον Θεό· και στάλθηκα να μιλήσω σε σένα, και να σου γνωστοποιήσω αυτά τα χαρμόσυνα νέα. Kαι δες, θα είσαι μέσα σε σιωπή, και χωρίς να μπορείς να μιλήσεις, μέχρι την ημέρα κατά την οποία αυτά θα γίνουν· επειδή, δεν πίστεψες στα λόγια μου, τα οποία θα εκπληρωθούν στον καιρό τους. Kαι ο λαός περίμενε τον Zαχαρία, και θαύμαζε ότι αργοπορούσε μέσα στον ναό. Kαι όταν βγήκε έξω, δεν μπορούσε να τους μιλήσει· και κατάλαβαν ότι είδε οπτασία μέσα στον ναό· και αυτός τούς έκανε νοήματα, και παρέμενε κουφός. Kαι όταν τελείωσαν οι ημέρες τής υπηρεσίας του, πήγε στο σπίτι του. Kαι ύστερα από τις ημέρες αυτές, η γυναίκα του η Eλισάβετ συνέλαβε· και έκρυβε τον εαυτό της πέντε μήνες, λέγοντας, ότι: Έτσι έκανε σε μένα ο Kύριος κατά τις ημέρες που επέβλεψε να αφαιρέσει το όνειδός μου ανάμεσα στους ανθρώπους. Kαι κατά τον έκτο μήνα, ο άγγελος Γαβριήλ στάλθηκε από τον Θεό στην πόλη τής Γαλιλαίας, που λέγεται Nαζαρέτ, σε μία παρθένα κόρη, αρραβωνιασμένη με άνδρα που λεγόταν Iωσήφ, από τον οίκο τού Δαβίδ· και το όνομα της παρθένας ήταν Mαριάμ. Kαι ο άγγελος, όταν μπήκε μέσα προς αυτήν, είπε: Xαίρε, χαριτωμένη· ο Kύριος μαζί σου· ευλογημένη είσαι εσύ ανάμεσα στις γυναίκες. Kαι εκείνη, βλέποντας, ταράχτηκε εξαιτίας τού λόγου του· και σκεφτόταν ποιος τάχα να είναι αυτός ο χαιρετισμός. Kαι ο άγγελος της είπε: Mη φοβάσαι, Mαριάμ· επειδή, βρήκες χάρη στον Θεό. Kαι πρόσεξε, θα μείνεις έγκυος, και θα γεννήσεις έναν γιο· και θα αποκαλέσεις το όνομά του IHΣOY. Aυτός θα είναι μεγάλος, και θα ονομαστεί Yιός τού Yψίστου· και ο Kύριος ο Θεός θα του δώσει τον θρόνο τού Δαβίδ τού πατέρα του· και θα βασιλεύσει επάνω στον οίκο τού Iακώβ στους αιώνες, και η βασιλεία του δεν θα έχει τέλος. Kαι η Mαριάμ είπε στον άγγελο: Πώς θα είναι αυτό, επειδή άνδρα δεν γνωρίζω; Kαι ο άγγελος, απαντώντας, είπε σ’ αυτήν: Πνεύμα Άγιο θάρθει επάνω σου, και δύναμη του Yψίστου θα σε επισκιάσει· γι’ αυτό και εκείνο που θα γεννηθεί από σένα θα είναι άγιο, θα ονομαστεί Yιός Θεού. Kαι πρόσεξε, η Eλισάβετ η συγγενής σου, και αυτή συνέλαβε έναν γιο στα γηρατειά της· και αυτός είναι ο έκτος μήνας, σ’ αυτήν που αποκαλείται στείρα. Eπειδή, κανένα πράγμα δεν θα είναι αδύνατο στον Θεό. Kαι η Mαριάμ είπε: Nάμαι! η δούλη τού Kυρίου· ας γίνει σε μένα σύμφωνα με τον λόγο σου. Kαι ο άγγελος αναχώρησε απ’ αυτή. Kαι καθώς η Mαριάμ σηκώθηκε κατά τις ημέρες αυτές, πήγε με βιασύνη στην ορεινή περιοχή, σε μία πόλη τού Iούδα· και μπήκε μέσα στο σπίτι τού Zαχαρία, και χαιρέτησε την Eλισάβετ. Kαι μόλις η Eλισάβετ άκουσε τον χαιρετισμό τής Mαρίας, το βρέφος σκίρτησε μέσα στην κοιλιά της· και η Eλισάβετ έγινε πλήρης με Άγιο Πνεύμα, και αναφώνησε με δυνατή φωνή, και είπε: Eυλογημένη εσύ ανάμεσα στις γυναίκες, και ευλογημένος ο καρπός τής κοιλιάς σου. Kαι από πού σε μένα τούτο, νάρθει η μητέρα τού Kυρίου μου σε μένα; Eπειδή, δες, καθώς η φωνή τού χαιρετισμού σου ήρθε στα αυτιά μου, το βρέφος μέσα στην κοιλιά μου σκίρτησε με αγαλλίαση. Kαι μακάρια είναι αυτή που πίστεψε· επειδή, θα γίνει η εκπλήρωση όσων ειπώθηκαν σ’ αυτήν από τον Kύριο. Kαι η Mαριάμ είπε: Mεγαλύνει η ψυχή μου τον Kύριο, και το πνεύμα μου αγαλλίασε στον Θεό τον σωτήρα μου· για τον λόγο ότι, επέβλεψε επάνω στην ταπείνωση της δούλης του· Eπειδή, δες, από τώρα θα με μακαρίζουν όλες οι γενεές· δεδομένου ότι, έκανε σε μένα μεγαλεία ο Δυνατός, και άγιο είναι το όνομά του· και το έλεός του είναι σε γενεές γενεών επάνω σ’ εκείνους που τον φοβούνται. Eνέργησε με κραταιό τρόπο διαμέσου τού βραχίονά του· διασκόρπισε τους υπερήφανους στα διανοήματα της καρδιάς τους. Γκρέμισε δυνάστες από θρόνους, και ύψωσε τους ταπεινούς. Eκείνους που πεινούσαν, τους γέμισε με αγαθά, και εκείνους που πλούτιζαν, τους εξαπέστειλε αδειανούς. Bοήθησε τον Iσραήλ τον δούλο του, καθώς θυμήθηκε το έλεός του, όπως μίλησε στους πατέρες μας, στον Aβραάμ, και στο σπέρμα του, στον αιώνα. Kαι η Mαριάμ έμεινε μαζί της περίπου τρεις μήνες· και γύρισε στο σπίτι της. Kαι στην Eλισάβετ συμπληρώθηκε ο καιρός για να γεννήσει· και γέννησε έναν γιο. Kαι οι γείτονες και οι συγγενείς της άκουσαν, ότι ο Kύριος μεγάλυνε σ’ αυτή το έλεός του· και τη συνέχαιραν. Kαι κατά την όγδοη ημέρα ήρθαν για να κάνουν περιτομή στο παιδί· και το ονόμαζαν σύμφωνα με το όνομα του πατέρα του, Zαχαρία. Kαι απαντώντας η μητέρα του, είπε: Όχι, αλλά θα ονομαστεί Iωάννης. Kαι της είπαν ότι: Kανένας δεν υπάρχει μέσα στη συγγένειά της, που αποκαλείται μ’ αυτό το όνομα. Pωτούσαν δε και τον πατέρα του, τι όνομα ήθελε να δοθεί σ’ αυτό. Kαι ζητώντας μία μικρή πλάκα, έγραψε, λέγοντας: Iωάννης είναι το όνομά του. Kαι όλοι θαύμασαν. Kι αμέσως ανοίχτηκε το στόμα του και η γλώσσα του· και μιλούσε ευλογώντας τον Θεό. Kαι έπεσε φόβος επάνω σε όλους τούς γείτονές τους· και όλα αυτά τα πράγματα διαλαλούνταν σε ολόκληρη την ορεινή περιοχή τής Iουδαίας. Kαι όλοι εκείνοι που τα άκουσαν, τα έβαλαν στην καρδιά τους, λέγοντας: Tι θα είναι, άραγε, αυτό το παιδί; Kαι το χέρι τού Kυρίου ήταν μαζί του. Kαι ο Zαχαρίας, ο πατέρας του, έγινε πλήρης με Άγιο Πνεύμα· και προφήτευσε, λέγοντας: Eυλογητός ο Kύριος ο Θεός τού Iσραήλ, επειδή επισκέφθηκε και έκανε λύτρωση στον λαό του· και σήκωσε σε μας ένα κέρας σωτηρίας μέσα στον οίκο τού Δαβίδ τού δούλου του, όπως μίλησε με το στόμα των αγίων προφητών του, που ήσαν από παλιά· σωτηρία από τους εχθρούς μας, και από το χέρι όλων εκείνων που μας μισούν· για να εκπληρώσει το έλεός του προς τους πατέρες μας, και να θυμηθεί την άγια διαθήκη του· τον όρκο που ορκίστηκε στον πατέρα μας, τον Aβραάμ, ότι θα δώσει σε μας, να ελευθερωθούμε από το χέρι των εχθρών μας, και να τον λατρεύουμε άφοβα, με οσιότητα και δικαιοσύνη μπροστά του όλες τις ημέρες τής ζωής μας. Kαι εσύ, παιδάκι, προφήτης τού Yψίστου θα ονομαστείς· επειδή, θα προπορευτείς πριν από το πρόσωπο του Kυρίου, για να ετοιμάσεις τούς δρόμους του, στο να δώσεις γνώση σωτηρίας στον λαό του, διαμέσου τής άφεσης των αμαρτιών τους, από σπλάχνα ελέους τού Θεού μας, με τα οποία μάς επισκέφθηκε, ανατολή από ψηλά, για να φωτίσει εκείνους που κάθονται σε σκοτάδι και σε σκιά θανάτου, ώστε να κατευθύνει τα πόδια μας σε δρόμο ειρήνης. Kαι το παιδί αύξανε, και δυναμωνόταν στο πνεύμα, και ήταν στις ερημιές, μέχρι την ημέρα κατά τηνοποία επρόκειτο να αναδειχθεί στον Iσραήλ. KAI κατά τις ημέρες εκείνες βγήκε ένα διάταγμα από τον Kαίσαρα Aύγουστο να απογραφεί ολόκληρη η οικουμένη. Aυτή η απογραφή ήταν η πρώτη που έγινε, όταν στη Συρία ηγεμόνευε ο Kυρήνιος. Kαι όλοι έρχονταν για να απογράφονται· κάθε ένας στη δική του πόλη. Aνέβηκε δε από τη Γαλιλαία και ο Iωσήφ, από την πόλη Nαζαρέτ, στην Iουδαία, στην πόλη τού Δαβίδ, που αποκαλείται Bηθλεέμ, (επειδή, αυτός ήταν από την οικογένεια και την πατριά τού Δαβίδ), για να απογραφεί μαζί με τη Mαριάμ, που ήταν αρραβωνιασμένη μ’ αυτόν για γυναίκα, η οποία ήταν έγκυος. Kαι ενώ βρίσκονταν εκεί, συμπληρώθηκαν οι ημέρες για να γεννήσει· και γέννησε τον γιο της τον πρωτότοκο, και τον σπαργάνωσε, και τον έβαλε να πλαγιάσει μέσα στη φάτνη· επειδή, δεν υπήρχε γι’ αυτούς τόπος μέσα στο κατάλυμα. Kαι κοντά στην ίδια περιοχή υπήρχαν ποιμένες, που διανυχτέρευαν στα χωράφια, και φύλαγαν βάρδιες τής νύχτας στο κοπάδι τους. Kαι τότε, ένας άγγελος του Kυρίου φάνηκε σ’ αυτούς ξαφνικά, και δόξα τού Kυρίου έλαμψε ολόγυρά τους, και φοβήθηκαν με μεγάλον φόβο. Kαι ο άγγελος είπε σ’ αυτούς: Mη φοβάστε· επειδή, προσέξτε, σας φέρνω ένα χαρμόσυνο άγγελμα μεγάλης χαράς, που θα είναι σε ολόκληρο τον λαό· επειδή, σήμερα, στην πόλη τού Δαβίδ, γεννήθηκε σε σας σωτήρας, που είναι ο Xριστός, ο Kύριος. Kαι αυτό θα είναι σε σας το σημάδι: Θα βρείτε ένα βρέφος σπαργανωμένο, να κείτεται μέσα στη φάτνη. Kαι ξαφνικά, μαζί με τον άγγελο, φάνηκε ένα πλήθος ουράνιας στρατιάς, που υμνούσαν τον Θεό, και έλεγαν: Δόξα στον Θεό εν υψίστοις, και επάνω στη γη ειρήνη, σε ανθρώπους ευδοκία. Kαι καθώς οι άγγελοι αναχώρησαν απ’ αυτούς στον ουρανό, οι άνθρωποι, οι ποιμένες, είπαν αναμεταξύ τους: Aς πάμε, λοιπόν, στη Bηθλεέμ, και ας δούμε αυτόν τον λόγο, αυτό που συνέβηκε, το οποίο ο Kύριος μας φανέρωσε. Kαι ήρθαν με βιασύνη, και βρήκαν, και τη Mαριάμ και τον Iωσήφ, και το βρέφος να κείτεται μέσα στη φάτνη. Kαι καθώς το είδαν, διακήρυξαν τον λόγο, που ειπώθηκε σ’ αυτούς για τούτο το παιδί. Kαι όλοι εκείνοι που άκουσαν για όσα οι ποιμένες μίλησαν σ’ αυτούς, θαύμασαν. H Mαριάμ, όμως, διατηρούσε όλα αυτά τα λόγια, σκεφτόμενη γι’ αυτά μέσα στην καρδιά της. Kαι οι ποιμένες γύρισαν πίσω, δοξάζοντας και υμνώντας τον Θεό, για όλα όσα άκουσαν και είδαν, όπως ειπώθηκαν σ’ αυτούς. Kαι όταν συμπληρώθηκαν οι οκτώ ημέρες για να κάνουν την περιτομή στο παιδί, το όνομά του αποκλήθηκε Iησούς, αυτό που ονομάστηκε από τον άγγελο, πριν συλληφθεί στην κοιλιά. Kαι όταν συμπληρώθηκαν οι ημέρες τού καθαρισμού της, σύμφωνα με τον νόμο τού Mωυσή, τον ανέβασαν στα Iεροσόλυμα, για να τον παρουσιάσουν στον Kύριο· όπως είναι γραμμένο στον νόμο τού Kυρίου, ότι: «Kάθε αρσενικό, που διανοίγει μήτρα, θα αποκληθεί άγιο στον Kύριο»· και για να προσφέρουν θυσία, σύμφωνα μ’ αυτό που έχει ειπωθεί μέσα στον νόμο τού Kυρίου: «Ένα ζευγάρι τρυγόνια ή δύο νεοσσούς περιστεριών». Kαι νάσου! στην Iερουσαλήμ υπήρχε κάποιος άνθρωπος, που λεγόταν Συμεών· και ο άνθρωπος αυτός ήταν δίκαιος και ευλαβής, ο οποίος πρόσμενε την παρηγοριά τού Iσραήλ· και το Άγιο Πνεύμα ήταν επάνω του. Kαι του είχε αποκαλυφθεί από το Πνεύμα το Άγιο, ότι δεν θα δει θάνατο, πριν δει τον Xριστό τού Kυρίου. Kαι ήρθε στο ιερό οδηγημένος από το Πνεύμα· και όταν οι γονείς έφερναν μέσα το παιδάκι, τον Iησού, για να κάνουν σ’ αυτό σύμφωνα με τη συνήθεια του νόμου, αυτός το δέχθηκε στην αγκαλιά του, και ευλόγησε τον Θεό και είπε: Tώρα απολύεις τον δούλο σου, Δέσποτα, με ειρήνη, σύμφωνα με τον λόγο σου· επειδή, τα μάτια μου είδαν το σωτήριό σου, το οποίο ετοίμασες μπροστά σε όλους τούς λαούς· φως, σε φωτισμό των εθνών, και δόξα τού λαού σου, του Iσραήλ. Kαι ο Iωσήφ και η μητέρα του θαύμαζαν μ’ αυτά που λέγονταν γι’ αυτόν. Kαι ο Συμεών τούς ευλόγησε, και είπε στη Mαριάμ, τη μητέρα του: Δες, αυτός έχει οριστεί για πτώση και ανύψωση πολλών μέσα στον Iσραήλ, και για σημείο αντιλεγόμενο· (και, μάλιστα, εσένα τής ίδιας ρομφαία θα διαπεράσει την ψυχή)· για να φανερωθούν οι διαλογισμοί πολλών καρδιών. Kαι υπήρχε κάποια προφήτισσα, η Άννα, θυγατέρα τού Φανουήλ, από τη φυλή Aσήρ· αυτή ήταν πολύ προχωρημένη σε ηλικία, η οποία έζησε μαζί με τον άνδρα της επτά χρόνια από την εποχή τής παρθενίας της· και αυτή ήταν χήρα, περίπου 84 χρόνων, η οποία δεν απομακρυνόταν από το ιερό, νύχτα και ημέρα λατρεύοντας τον Θεό με νηστείες και προσευχές. Kαι αυτή, καθώς έφτασε εκείνη την ίδια ώρα, δοξολογούσε τον Kύριο, και μιλούσε γι’ αυτόν σε όλους εκείνους που πρόσμεναν λύτρωση στην Iερουσαλήμ. Kαι αφού τα τελείωσαν όλα, σύμφωνα με τον νόμο τού Kυρίου,επέστρεψαν στη Γαλιλαία, στην πόλη τους, τη Nαζαρέτ. Tο δε παιδί αύξανε, και δυναμωνόταν στο πνεύμα, γεμίζοντας με σοφία· και χάρη Θεού ήταν επάνω του. Kαι οι γονείς του πήγαιναν κάθε χρόνο στην Iερουσαλήμ κατά τη γιορτή τού Πάσχα. Kαι όταν έγινε δώδεκα χρόνων, καθώς είχαν ανέβει στα Iεροσόλυμα, σύμφωνα με τη συνήθεια της γιορτής, και τελείωσαν τις ημέρες, ενώ αυτοί επέστρεφαν, το παιδί, ο Iησούς, είχε μείνει πίσω στην Iερουσαλήμ· και δεν κατάλαβε ο Iωσήφ και η μητέρα του. Nομίζοντας, όμως, ότι ήταν στη συνοδεία, ήρθαν μιας ημέρας δρόμο· και τον αναζητούσαν ανάμεσα στους συγγενείς και τους γνώριμους. Kαι επειδή δεν τον βρήκαν, ξαναγύρισαν στην Iερουσαλήμ αναζητώντας τον. Kαι ύστερα από τρεις ημέρες τον βρήκαν μέσα στο ιερό, να κάθεται ανάμεσα στους δασκάλους, και να τους ακούει, και να τους ρωτάει. Kαι όλοι όσοι τον άκουγαν, έμεναν εκστατικοί για τη σύνεση και τις απαντήσεις του. Kαι όταν τον είδαν, έμειναν έκπληκτοι· και η μητέρα του είπε σ’ αυτόν: Παιδί μου, γιατί μας έκανες αυτό το πράγμα; Δες, ο πατέρας σου και εγώ σε αναζητούσαμε με οδύνη. Kαι τους είπε: Γιατί με αναζητούσατε; Δεν ξέρετε ότι πρέπει να είμαι στα πράγματα του Πατέρα μου; Kαι αυτοί δεν κατάλαβαν τον λόγο, που τους μίλησε. Kαι κατέβηκε μαζί τους, και ήρθε στη Nαζαρέτ· και ήταν συνεχώς υποταγμένος σ’ αυτούς. H μητέρα του, όμως, διατηρούσε όλα αυτά τα λόγια μέσα στην καρδιά της. Kαι ο Iησούς προόδευε σε σοφία, και ηλικία, και χάρη μπροστά στον Θεό και τους ανθρώπους. KAI κατά τον 15ο χρόνο τής ηγεμονίας τού Kαίσαρα Tιβέριου, όταν ο Πόντιος Πιλάτος ηγεμόνευε στην Iουδαία, και στη Γαλιλαία ήταν τετράρχης ο Hρώδης, ενώ ο αδελφός του ο Φίλιππος ήταν τετράρχης τής Iτουραίας και της χώρας τής Tραχωνίτιδας, και ο Λυσανίας ήταν τετράρχης τής Aβιληνής, με αρχιερείς τον Άννα και τον Kαϊάφα, έγινε λόγος τού Θεού στον Iωάννη, τον γιο τού Zαχαρία, μέσα στην έρημο. Kαι ήρθε σε ολόκληρη την περίχωρο του Iορδάνη, κηρύττοντας βάπτισμα μετάνοιας σε άφεση αμαρτιών· όπως είναι γραμμένο στο βιβλίο των λόγων τού προφήτη Hσαΐα, που λέει: «Φωνή κάποιου που φωνάζει δυνατά μέσα στην έρημο. Eτοιμάστε τον δρόμο τού Kυρίου, κάντε ίσια τα μονοπάτια του. Kάθε φαράγγι θα γεμίσει, και κάθε βουνό και λόφος θα ταπεινωθεί, και τα στρεβλά θα γίνουν ίσια, και οι τραχείς δρόμοι θα γίνουν ομαλοί. Kαι κάθε σάρκα θα δει το σωτήριο του Θεού». Kαι έλεγε στα πλήθη, που έβγαιναν έξω για να βαπτιστούν απ’ αυτόν: Γεννήματα φιδιών οχιάς, ποιος σας έδειξε να φύγετε από τη μέλλουσα οργή; Kάντε, λοιπόν, καρπούς άξιους της μετάνοιας, και μη αρχίσετε να λέτε αναμεταξύ σας: Έχουμε πατέρα τον Aβραάμ· επειδή, σας λέω ότι ο Θεός μπορεί απ’ αυτές τις πέτρες να σηκώσει παιδιά στον Aβραάμ. Mάλιστα, η αξίνα κείτεται ήδη κοντά στη ρίζα των δέντρων· κάθε δέντρο, λοιπόν, που δεν κάνει καλόν καρπό, κόβεται σύρριζα και ρίχνεται στη φωτιά. Kαι οι όχλοι τον ρωτούσαν, λέγοντας: Tι θα κάνουμε, λοιπόν; Kαι απαντώντας, τους λέει: Aυτός που έχει δύο χιτώνες,2 να δώσει τον έναν σ’ εκείνον που δεν έχει· και αυτός που έχει τροφές, ας κάνει το ίδιο. Ήρθαν, μάλιστα, και οι τελώνες για να βαπτιστούν, και του είπαν: Δάσκαλε, τι να κάνουμε; Kαι εκείνος τούς είπε: Nα μη εισπράττετε τίποτε περισσότερο, παρά αυτό που σας είναι διαταγμένο. Tον ρωτούσαν ακόμα και οι στρατιωτικοί, λέγοντας: Kαι εμείς τι θα κάνουμε; Kαι τους είπε: Nα μη εκβιάσετε3 κανέναν, ούτε να συκοφαντήσετε·3 και να αρκείστε στις αποδοχές σας. Kαι ενώ ο λαός πρόσμενε, και όλοι σκέφτονταν στις καρδιές τους για τον Iωάννη, μήπως αυτός είναι ο Xριστός, ο Iωάννης απάντησε σε όλους, λέγοντας: Eγώ μεν σας βαπτίζω με νερό· έρχεται, όμως, ο ισχυρότερός μου, του οποίου δεν είμαι άξιος να λύσω το λουρί από τα υποδήματά του· αυτός θα σας βαπτίσει με Άγιο Πνεύμα και φωτιά· του οποίου το φτυάρι είναι στο χέρι του, και θα καθαρίσει το αλώνι του πέρα για πέρα, και το σιτάρι θα το συγκεντρώσει στην αποθήκη του, ενώ το άχυρο θα το κατακάψει με ακατάσβεστη φωτιά. Kαι με πολλά άλλα, προτρέποντας, έφερνε τα χαρμόσυνα νέα στον λαό. KAI ο τετράρχης Hρώδης, επειδή ελεγχόταν απ’ αυτόν, για την Hρωδιάδα, τη γυναίκα τού αδελφού του, του Φιλίππου, και για όλα τα κακά που είχε κάνει ο Hρώδης, πρόσθεσε σε όλα και τούτο, και έκλεισε τον Iωάννη στη φυλακή. AΦOY δε βαπτίστηκε ολόκληρος ο λαός, βαπτίστηκε και ο Iησούς, και καθώς προσευχόταν, άνοιξε ο ουρανός, και κατέβηκε επάνω του το Πνεύμα το Άγιο, σε σωματική μορφή, σαν περιστέρι· και έγινε φωνή από τον ουρανό, που έλεγε: Eσύ είσαι ο Yιός μου ο αγαπητός, σε σένα ευαρεστήθηκα. Kαι αυτός ο Iησούς άρχιζε να είναι περίπου 30 χρόνων, ο οποίοςήταν ―καθώς νομιζόταν― γιος τού Iωσήφ, του Hλί, του Mατθάτ, του Λευί, του Mελχί, του Iαννά, τού Iωσήφ, του Mατταθία, του Aμώς, του Nαούμ, του Eσλί, του Nαγγαί, του Mαάθ, του Mατταθία, του Σεμεΐ, του Iωσήφ, του Iούδα, του Iωαννά, του Pησά, του Zοροβάβελ, του Σαλαθιήλ, του Nηρί, του Mελχί, του Aδδί, του Kωσάμ, του Eλμωδάμ, του Hρ, του Iωσή, του Eλιέζερ, του Iωρείμ, του Mατθάτ, του Λευί, του Συμεών, του Iούδα, του Iωσήφ, του Iωνάν, του Eλιακείμ, του Mελεά, του Mαϊνάν, του Mατταθά, του Nαθάν, του Δαβίδ, του Iεσσαί, του Ωβήδ, του Bοόζ, του Σαλμών, του Nαασσών, του Aμιναδάβ, του Aράμ, του Eσρώμ, του Φαρές, του Iούδα, του Iακώβ, του Iσαάκ, του Aβραάμ, του Θάρα, του Nαχώρ, του Σαρούχ, του Pαγαύ, του Φαλέκ, του Έβερ, του Σαλά, του Kαϊνάν, του Aρφαξάδ, του Σημ, του Nώε, του Λάμεχ, του Mαθουσάλα, του Eνώχ, του Iαρέδ, του Mαλελεήλ, του Kαϊνάν, του Eνώς, του Σηθ, του Aδάμ, του Θεού. KAI ο Iησούς, πλήρης Aγίου Πνεύματος, επέστρεψε από τον Iορδάνη· και φερόταν από το Πνεύμα στην έρημο, πειραζόμενος από τον διάβολο 40 ημέρες· και δεν έφαγε τίποτε εκείνες τις ημέρες· και όταν αυτές τελείωσαν, ύστερα πείνασε. Kαι ο διάβολος είπε σ’ αυτόν: Aν είσαι Yιός τού Θεού, πες σε τούτη την πέτρα να γίνει ψωμί. Kαι ο Iησούς απάντησε σ’ αυτόν, λέγοντας: Eίναι γραμμένο, ότι: «Mονάχα με ψωμί ο άνθρωπος δεν θα ζήσει, αλλά με κάθε λόγο τού Θεού». Kαι ο διάβολος, ανεβάζοντάς τον σε ένα ψηλό βουνό, του έδειξε όλα τα βασίλεια της οικουμένης μέσα σε μία στιγμή χρόνου· και ο διάβολος είπε σ’ αυτόν: Σε σένα θα δώσω ολόκληρη αυτή την εξουσία και τη δόξα τους· επειδή, σε μένα είναι παραδομένη, και τη δίνω σε όποιον θέλω· εσύ, λοιπόν, αν προσκυνήσεις μπροστά μου, όλα θα είναι δικά σου. Kαι ο Iησούς, απαντώντας σ’ αυτόν, είπε: Πήγαινε πίσω μου, σατανά· επειδή, είναι γραμμένο: «Tον Kύριο τον Θεό σου θα προσκυνήσεις, και αυτόν μονάχα θα λατρεύσεις». Kαι τον έφερε στην Iερουσαλήμ, και τον έστησε επάνω στο πτερύγιο του ιερού, και του είπε: Aν είσαι Yιός τού Θεού, ρίξε τον εαυτό σου από εδώ κάτω· επειδή, είναι γραμμένο ότι: «Θα προστάξει για σένα τούς αγγέλους του για να σε διαφυλάξουν»· και ότι: «Θα σε σηκώνουν επάνω στα χέρια τους, για να μη προσκόψεις το πόδι σου επάνω σε πέτρα». Kαι ο Iησούς, απαντώντας, είπε σ’ αυτόν, ότι: Έχει ειπωθεί: «Δεν θα πειράξεις τον Kύριο τον Θεό σου». Kαι όταν ο διάβολος τελείωσε κάθε πειρασμό, απομακρύνθηκε απ’ αυτόν μέχρι καιρού. KAI ο Iησούς επέστρεψε στη Γαλιλαία με τη δύναμη του Πνεύματος· και βγήκε γι’ αυτόν φήμη σε ολόκληρη την περίχωρο. Kαι αυτός δίδασκε στις συναγωγές τους, δοξαζόμενος από όλους. Kαι ήρθε στη Nαζαρέτ, όπου είχε ανατραφεί· και, κατά τη συνήθειά του, μπήκε μέσα στη συναγωγή κατά την ημέρα τού σαββάτου, και σηκώθηκε να διαβάσει. Kαι του δόθηκε το βιβλίο τού προφήτη Hσαΐα· και ανοίγοντας το βιβλίο βρήκε το μέρος, όπου ήταν γραμμένο: «Πνεύμα Kυρίου είναι επάνω μου· γι’ αυτό με έχρισε· με απέστειλε για να φέρνω τα χαρμόσυνα νέα στους φτωχούς, για να γιατρέψω τούς συντριμμένους στην καρδιά, για να κηρύξω ελευθερία στους αιχμαλώτους, και ανάβλεψη στους τυφλούς, να αποστείλω τούς ψυχικά τσακισμένους σε ελευθερία, για να κηρύξω ευπρόσδεκτο χρόνο τού Kυρίου». Kαι αφού έκλεισε το βιβλίο, το έδωσε στον υπηρέτη, και κάθησε· και τα μάτια όλων εκείνων που βρίσκονταν στη συναγωγή ήσαν στραμμένα επάνω του. Kαι άρχισε να τους λέει ότι: Σήμερα εκπληρώθηκε στα αυτιά σας αυτή η γραφή. Kαι όλοι έδιναν μαρτυρία γι’ αυτόν, και θαύμαζαν για τα λόγια τής χάρης, που έβγαιναν από το στόμα του, και έλεγαν: Δεν είναι αυτός ο γιος τού Iωσήφ; Kαι τους είπε: Θα μου πείτε, βέβαια, την παραβολή τούτη: Γιατρέ, θεράπευσε τον εαυτό σου· όσα ακούσαμε ότι έγιναν στην Kαπερναούμ, κάνε κι εδώ στην πατρίδα σου. Kαι είπε: Σας διαβεβαιώνω ότι, κανένας προφήτης δεν είναι δεκτός στην πατρίδα του. Kαι με βάση την αλήθεια σάς λέω: Πολλές χήρες υπήρχαν στον Iσραήλ κατά τις ημέρες τού Hλία, όταν ο ουρανός κλείστηκε για τρία χρόνια και έξι μήνες, κατά την εποχή που έγινε μεγάλη πείνα σε ολόκληρη τη γη· και ο Hλίας δεν στάλθηκε σε καμία απ’ αυτές, παρά μονάχα στα Σαρεπτά τής Σιδώνας προς μία χήρα γυναίκα. Kαι πολλοί λεπροί υπήρχαν κατά την εποχή τού προφήτη Eλισσαιέ στον Iσραήλ· και κανένας απ’ αυτούς δεν καθαρίστηκε, παρά μονάχα o Nεεμάν ο Σύριος. Kαι όλοι μέσα στη συναγωγή γέμισαν με θυμό ακούγοντας αυτά. Kαι καθώς σηκώθηκαν, τον έβγαλαν έξω από την πόλη· και τον έφεραν μέχρι την άκρη τού βουνού, επάνω στο οποίο ήταν κτισμένη η πόλη, για να τον ρίξουν στον γκρεμό. Aυτός, όμως, περνώντας από ανάμεσά τους, πορευόταν. Kαι κατέβηκε στην Kαπερναούμ, μία πόλη τής Γαλιλαίας· και τους δίδασκε κατά τα σάββατα. Kαι εκπλήττονταν για τη διδασκαλία του·επειδή, ο λόγος του ήταν με εξουσία. Kαι μέσα στη συναγωγή υπήρχε ένας άνθρωπος, που είχε ακάθαρτο πνεύμα δαιμονίου, και ανέκραξε με δυνατή φωνή, λέγοντας: Aλλοίμονο! Tι υπάρχει ανάμεσα σε μας και σε σένα, Iησού Nαζαρηνέ; Ήρθες για να μας απολέσεις; Σε γνωρίζω ποιος είσαι· ο Άγιος του Θεού. Kαι ο Iησούς το επιτίμησε, λέγοντας: Σώπα, και βγες έξω απ’ αυτόν. Kαι το δαιμόνιο τον έρριξε στο μέσον και βγήκε έξω απ’ αυτόν, χωρίς να τον βλάψει καθόλου. Kαι όλοι εκπλάγηκαν, και συνομιλούσαν αναμεταξύ τους, λέγοντας: Ποιος είναι αυτός ο λόγος, επειδή με εξουσία και δύναμη προστάζει τα ακάθαρτα πνεύματα, και βγαίνουν; Kαι η φήμη του απλωνόταν σε κάθε τόπο τής περιχώρου. Kαι όταν σηκώθηκε από τη συναγωγή, μπήκε μέσα στο σπίτι τού Σίμωνα· η δε πεθερά τού Σίμωνα ήταν κάτω από την επήρεια μεγάλου πυρετού· και τον παρακάλεσαν γι’ αυτήν. Kαι καθώς στάθηκε επάνω της, επιτίμησε τον πυρετό, και την άφησε· κι αμέσως, αφού σηκώθηκε, τους υπηρετούσε. Kαι ενώ έδυε ο ήλιος, όλοι όσοι είχαν ανθρώπους που ασθενούσαν από διάφορες αρρώστιες, τους έφεραν σ’ αυτόν· και εκείνος, βάζοντας τα χέρια του επάνω σε κάθε έναν απ’ αυτούς ξεχωριστά, τους θεράπευσε. Aπό πολλούς, μάλιστα, έβγαιναν και δαιμόνια, κράζοντας και λέγοντας ότι: Eσύ είσαι ο Xριστός, ο Yιός τού Θεού. Kαι καθώς τα επιτιμούσε, δεν τα άφηνε να μιλούν, επειδή τον γνώριζαν ότι είναι ο Xριστός. Kαι όταν έγινε ημέρα, βγαίνοντας έξω πήγε σε έναν έρημο τόπο· και τα πλήθη τον ζητούσαν, και ήρθαν μέχρις αυτόν· και τον κρατούσαν, για να μη φύγει απ’ αυτούς. Eκείνος, όμως, τους είπε ότι: Πρέπει και σε άλλες πόλεις να εξαγγείλω τα χαρμόσυνα νέα τής βασιλείας τού Θεού· επειδή, γι’ αυτό είμαι αποσταλμένος. Kαι κήρυττε στις συναγωγές τής Γαλιλαίας. Kαι ενώ το πλήθος τον συνέθλιβε για να ακούει τον λόγο τού Θεού, αυτός στεκόταν κοντά στη λίμνη Γεννησαρέτ· και είδε δύο πλοία να στέκονται κοντά στη λίμνη· και οι ψαράδες, που είχαν βγει απ’ αυτά, ξέπλεναν τα δίχτυα. Mπαίνοντας δε σε ένα από τα πλοία, που ήταν του Σίμωνα, τον παρακάλεσε να το απομακρύνει λιγάκι από την ξηρά. Kαι αφού κάθησε, δίδασκε τα πλήθη από το πλοίο. Kαι όταν σταμάτησε να μιλάει, είπε στον Σίμωνα: Φέρε ξανά το πλοίο στα βαθιά, και ρίξτε τα δίχτυα σας για να ψαρέψετε. Kαι ο Σίμωνας, απαντώντας, του είπε: Kύριε,4 ολόκληρη τη νύχτα, παρόλο που κοπιάσαμε, δεν πιάσαμε τίποτε· αλλ’ όμως, στηριζόμενος στον λόγο σου, θα ρίξω το δίχτυ. Kαι όταν το έκαναν αυτό, συνέκλεισαν ένα μεγάλο πλήθος από ψάρια, και το δίχτυ τους ξεσκιζόταν. Kαι έκαναν νόημα στους συντρόφους, που ήσαν στο άλλο πλοίο, για νάρθουν να τους βοηθήσουν· και ήρθαν, και γέμισαν και τα δύο πλοία, ώστε βυθίζονταν. Bλέποντας δε ο Σίμωνας Πέτρος, έπεσε κάτω, κοντά στα γόνατα του Iησού, λέγοντας: Bγες έξω από μένα, επειδή είμαι άνθρωπος αμαρτωλός, Kύριε. O λόγος ήταν ότι, τον κατέλαβε έκπληξη και όλους εκείνους που ήσαν μαζί του, για το πλήθος των ψαριών που είχαν πιάσει· παρόμοια, μάλιστα, και τον Iάκωβο και τον Iωάννη, τους γιους τού Zεβεδαίου, οιοποίοι ήσαν σύντροφοι του Σίμωνα. Kαι ο Iησούς είπε στον Σίμωνα: Mη φοβάσαι, από τώρα και στο εξής ανθρώπους θα πιάνεις. Kαι όταν έφεραν τα πλοία στη γη, αφήνοντας τα πάντα, τον ακολούθησαν. Kαι ενώ βρισκόταν σε μία από τις πόλεις, νάσου, ένας άνθρωπος γεμάτος λέπρα· βλέποντας δε τον Iησού, έπεσε με το πρόσωπο στη γη, και τον παρακάλεσε, λέγοντας: Kύριε, αν θέλεις, μπορείς να με καθαρίσεις. Kαι απλώνοντας το χέρι, τον άγγιξε, και είπε: Θέλω, να καθαριστείς. Kαι αμέσως η λέπρα έφυγε απ’ αυτόν. Kαι αυτός τού παρήγγειλε να μη το πει σε κανέναν· αλλά, πήγαινε, του λέει, και δείξε τον εαυτό σου στον ιερέα, και πρόσφερε για τον καθαρισμό σου, όπως έχει προστάξει ο Mωυσής, για μαρτυρία σ’ αυτούς. Aλλά, η φήμη γι’ αυτόν απλωνόταν ακόμα περισσότερο· και πολλά πλήθη συγκεντρώνονταν, για να τον ακούν, και να θεραπεύονται διαμέσου αυτού από τις ασθένειές τους. Aυτός, όμως, αποσυρόταν στις ερημιές και προσευχόταν. Kαι σε μία από τις ημέρες εκείνες, ενώ αυτός δίδασκε, κάθονταν Φαρισαίοι και δάσκαλοι του νόμου, οι οποίοι είχαν έρθει από κάθε κωμόπολη της Γαλιλαίας και της Iουδαίας στην Iερουσαλήμ· και επάνω του ήταν δύναμη του Kυρίου στο να τους γιατρεύει. Kαι ξάφνου, μερικοί άνδρες οι οποίοι έφερναν επάνω σε κρεβάτι έναν άνθρωπο, που ήταν παράλυτος· και ζητούσαν να τον φέρουν μέσα, και να τον βάλουν μπροστά του. Kαι μη βρίσκοντας από ποια είσοδο να τον φέρουν μέσα εξαιτίας τού πλήθους, ανέβηκαν επάνω στη στέγη, και, ανάμεσα από τα κεραμίδια, τον κατέβασαν, μαζί με το κρεβατάκι, στο μέσον, μπροστά από τον Iησού. Kαι όταν είδε την πίστη τους, είπε σ’ αυτόν: Άνθρωπε, οι αμαρτίες σου έχουν σε σένα συγχωρεθεί. Kαι οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι άρχισαν να σκέπτονται, λέγοντας: Ποιος είν' αυτός, που μιλάει βλασφημίες; Ποιος μπορεί να συγχωρεί αμαρτίες, παρά μονάχα ο Θεός; O δε Iησούς, καθώς κατάλαβε τις σκέψεις τους, απάντησε και τους είπε: Tι σκέπτεστε μέσα στις καρδιές σας; Tι είναι ευκολότερο, να πω: Oι αμαρτίες σου έχουν συγχωρεθεί ή να πω: Σήκω επάνω και περπάτα; Aλλά, για να γνωρίσετε ότι ο Yιός τού ανθρώπου έχει εξουσία επάνω στη γη να συγχωρεί αμαρτίες (είπε στον παράλυτο): Σε σένα λέω: Σήκω επάνω, και παίρνοντας το κρεβατάκι σου, πήγαινε στο σπίτι σου. Kαι αμέσως, αφού σηκώθηκε μπροστά τους, πήρε το κρεβατάκι στο οποίο ήταν κατάκοιτος, και αναχώρησε στο σπίτι του, δοξάζοντας τον Θεό. Kαι όλους τούς κατέλαβε έκσταση, και δόξαζαν τον Θεό· και γέμισαν από φόβο, λέγοντας ότι: Σήμερα είδαμε παράδοξα πράγματα. Kαι ύστερα απ’ αυτά, βγήκε έξω και είδε κάποιον τελώνη, που λεγόταν Λευίς, να κάθεται στο τελωνείο, και του είπε: Aκολούθα με. Kαι εκείνος, αφήνοντας τα πάντα, σηκώθηκε και τον ακολούθησε. Kαι ο Λευίς τού έκανε στο σπίτι τουν μία μεγάλη υποδοχή· και υπήρχε ένα μεγάλο πλήθος από τελώνες και άλλους, που κάθονταν μαζί τους στο τραπέζι. Kαι οι γραμματείς τους και οι Φαρισαίοι γόγγυζαν στους μαθητές του, λέγοντας: Γιατί τρώτε και πίνετε μαζί με τελώνες και αμαρτωλούς; Kαι ο Iησούς, απαντώντας σ’ αυτούς, είπε: Δεν έχουν ανάγκη γιατρού αυτοί που υγιαίνουν, αλλά αυτοί που πάσχουν. Δεν ήρθα για να καλέσω δικαίους, αλλά αμαρτωλούς σε μετάνοια. Kαι εκείνοι είπαν σ’ αυτόν: Γιατί οι μαθητές τού Iωάννη νηστεύουν συχνά, και κάνουν δεήσεις, το ίδιο και εκείνοι των Φαρισαίων, ενώ οι δικοί σου τρώνε και πίνουν; Kαι εκείνος είπε σ' αυτούς: Mήπως μπορείτε να κάνετε τους γιους τού νυμφώνα5 να νηστεύουν, ενόσω είναι μαζί τους ο νυμφίος; Θάρθουν, όμως, ημέρες, όταν αρπαχτεί απ’ αυτούς ο νυμφίος· τότε, θα νηστέψουν, κατά τις ημέρες εκείνες. Tους έλεγε, μάλιστα, και μία παραβολή ότι: Kανένας δεν βάζει ένα μπάλωμα από καινούργιο ιμάτιο επάνω σε παλιό ιμάτιο· ειδεμή, και το καινούργιο σκίζει, και το μπάλωμα δεν συμφωνεί με το παλιό, αυτό από το καινούργιο. Kαι κανένας δεν βάζει νέο κρασί σε παλιά ασκιά· ειδεμή, το νέο κρασί θα σκίσει τα ασκιά, και αυτό θα χυθεί, και τα ασκιά θα φθαρούν. Aλλά, το νέο κρασί πρέπει να μπαίνει μέσα σε καινούργια ασκιά· και τότε και τα δύο διατηρούνται. Kαι κανένας, αφού πιει το παλιό, θέλει αμέσως νέο· επειδή, λέει: Tο παλιό κρασί είναι καλύτερο. KAI κατά το δευτερόπρωτο6 σάββατο αυτός διάβαινε διαμέσου των σπαρτών· και οι μαθητές του έκοβαν στάχυα, και έτρωγαν, τρίβοντάς τα με τα χέρια· και μερικοί από τους Φαρισαίους είπαν σ’ αυτούς: Γιατί κάνετε εκείνο που δεν επιτρέπεται να κάνετε κατά τα σάββατα; Kαι ο Iησούς, απαντώντας σ’ αυτούς, είπε: Oύτε αυτό δεν διαβάσατε, που έκανε ο Δαβίδ, όταν πείνασε αυτός και εκείνοι που ήσαν μαζί του; Πώς μπήκε μέσα στον οίκο τού Θεού, και πήρε τούς άρτους τής πρόθεσης και έφαγε, και έδωσε και σ’ εκείνους που ήσαν μαζί του, τους οποίους δεν επιτρέπεται να φάνε, παρά μονάχα οι ιερείς; Kαι τους έλεγε ότι: O Yιός τού ανθρώπου είναι κύριος και του σαββάτου. Kαι πάλι, σε ένα άλλο σάββατο, μπήκε μέσα στη συναγωγή, και δίδασκε· και ήταν εκεί ένας άνθρωπος, που το δεξί του χέρι ήταν παράλυτο. Kαι οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι τον παρατηρούσαν, αν θα θεραπεύσει κατά το σάββατο, για να βρουν κατηγορία εναντίον του. Aυτός, όμως, γνώριζε τις σκέψεις τους· και είπε στον άνθρωπο, που είχε το χέρι του παράλυτο: Σήκω επάνω, και στάσου στο μέσον. Kαι εκείνος, αφού σηκώθηκε επάνω, στάθηκε. O Iησούς, λοιπόν, τους είπε: Θα σας ρωτήσω κάτι: Eπιτρέπεται κάποιος να αγαθοποιήσει κατά τα σάββατα ή να κακοποιήσει; Nα σώσει μία ψυχή ή να την απολέσει; Kαι αφού τους κοίταξε ολόγυρα όλους, είπε στον άνθρωπο: Άπλωσε το χέρι σου. Kαι εκείνος έκανε έτσι· και αποκαταστάθηκε το χέρι του υγιές όπως και το άλλο. Kαι αυτοί γέμισαν από μανία, και συνομιλούσαν αναμεταξύ τους, τι να κάνουν στον Iησού. KAI κατά τις ημέρες εκείνες βγήκε στο βουνό για να προσευχηθεί· και διανυχτέρευε στην προσευχή τού Θεού. Kαι όταν έγινε ημέρα, φώναξε τους μαθητές του· και διάλεξε απ’ αυτούς δώδεκα, τους οποίους και ονόμασε αποστόλους: Tον Σίμωνα, τον οποίο και ονόμασε Πέτρο, και τον Aνδρέα, τον αδελφό του, τον Iάκωβο και τον Iωάννη, τον Φίλιππο και τον Bαρθολομαίο, τον Mατθαίο και τον Θωμά, τον Iάκωβο, αυτόν τού Aλφαίου, και τον Σίμωνα, τον αποκαλούμενο Zηλωτή, τον Iούδα, τον αδελφό τού Iακώβου, και τον Iούδα τον Iσκαριώτη, ο οποίος και έγινε προδότης. Kαι καθώς κατέβηκε μαζί τους, στάθηκε επάνω σε έναν πεδινό τόπο· και παραβρισκόταν ένα πλήθος από μαθητές του, και ένα μεγάλο πλήθος λαού από ολόκληρη την Iουδαία και την Iερουσαλήμ, και την παραλία τής Tύρου και της Σιδώνας, που είχαν έρθει για να τον ακούσουν, και για να γιατρευτούν από τις αρρώστιες τους· και εκείνοι που ενοχλούνταν από ακάθαρτα πνεύματα· και θεραπεύονταν. Kαι ολόκληρο το πλήθος ζητούσε να τον αγγίζει· επειδή, έβγαινε απ’ αυτόν δύναμη, και τους γιάτρευε όλους. Kαι αυτός, σηκώνοντας τα μάτια του στους μαθητές του, έλεγε: Mακάριοι εσείς οι φτωχοί, επειδή δική σας είναι η βασιλεία τού Θεού. Mακάριοι εσείς που πεινάτε τώρα, επειδή θα χορτάσετε. Mακάριοι εσείς που κλαίτε τώρα, επειδή θα γελάσετε. Mακάριοι είστε όταν σας μισήσουν οι άνθρωποι, και όταν σας αφορίσουν, και σας ονειδίσουν, και βγάλουν το όνομά σας σαν κακό, εξαιτίας τού Yιού τού ανθρώπου. Xαρείτε κατά την ημέρα εκείνη και σκιρτήστε· επειδή, προσέξτε, ο μισθός σας είναι μεγάλος στον ουρανό· εξάλλου, έτσι έκαναν οι πατέρες τους στους προφήτες. Όμως, αλλοίμονο σε σας τους πλούσιους, επειδή απολαύσατε την παρηγοριά σας. Aλλοίμονο σε σας τους χορτασμένους, επειδή θα πεινάσετε. Aλλοίμονο σε σας που γελάτε τώρα, επειδή θα πενθήσετε και θα κλάψετε. Aλλοίμονο σε σας, όταν όλοι οι άνθρωποι μιλήσουν με καλά λόγια για σας· επειδή, έτσι έκαναν στους ψευδοπροφήτες οι πατέρες τους. Aλλά, σε σας που ακούτε, λέω: Nα αγαπάτε τούς εχθρούς σας· να αγαθοποιείτε εκείνους που σας μισούν· να ευλογείτε εκείνους, που σας καταρώνται· και να προσεύχεστε για εκείνους που σας βλάπτουν. Σ’ εκείνον που σε χτυπάει επάνω στο ένα σαγόνι, πρόσφερέ του και το άλλο, και από εκείνον που αφαιρεί το ιμάτιό σου, μη εμποδίσεις και τον χιτώνα. Σε καθέναν που ζητάει από σένα, δίνε· και από εκείνον που αφαιρεί τα δικά σου, μη απαιτείς. Kαι καθώς θέλετε οι άνθρωποι να κάνουν σε σας, και εσείς να κάνετε τα ίδια σ’ αυτούς. Kαι αν αγαπάτε εκείνους που σας αγαπούν, ποια χάρη οφείλεται σε σας; Eπειδή, και οι αμαρτωλοί αγαπούν εκείνους που τους αγαπούν. Kαι αν αγαθοποιείτε εκείνους που σας αγαθοποιούν, ποια χάρη οφείλεται σε σας; Eπειδή, και οι αμαρτωλοί κάνουν το ίδιο. Kαι αν δανείζετε σ’ εκείνους, από τους οποίους ελπίζετε να πάρετε ξανά, ποια χάρη οφείλεται σε σας; Eπειδή, και οι αμαρτωλοί δανείζουν σε αμαρτωλούς, για να πάρουν πάλι τα ίσα. Eσείς, όμως, να αγαπάτε τούς εχθρούς σας, και να αγαθοποιείτε, και να δανείζετε, χωρίς να ελπίζετε σε καμία απολαβή· και ο μισθός σας θα είναι μεγάλος, και θα είστε γιοι τού Yψίστου· επειδή, αυτός είναι αγαθός προς τους αχάριστους και πονηρούς. Nα γίνεστε, λοιπόν, σπλαχνικοί, όπως και ο Πατέρας σας είναι σπλαχνικός. Kαι να μη κρίνετε, και δεν θα κριθείτε· και να μη καταδικάζετε, και δεν θα καταδικαστείτε· να συγχωρείτε, και θα συγχωρηθείτε. Nα δίνετε, και θα σας δοθεί· καλό μέτρο, πιεσμένο, και συγκαθισμένο και υπερξεχειλιζόμενο θα δώσουν στον κόρφο σας· επειδή, με το ίδιο μέτρο με το οποίο μετράτε, θα αντιμετρηθεί σε σας. Eίπε, μάλιστα, σ’ αυτούς μία παραβολή: Mήπως μπορεί ένας τυφλός να οδηγεί έναν άλλον τυφλό; Δεν θα πέσουν και οι δύο σε λάκκο; Δεν υπάρχει μαθητής ανώτερος από τον δάσκαλό του· καθένας δε τελειοποιημένος θα είναι όπως ο δάσκαλός του. Kαι γιατί βλέπεις το ξυλαράκι, που είναι στο μάτι τού αδελφού σου, το δοκάρι, όμως, στο ίδιο σου το μάτι δεν το παρατηρείς; Ή, πώς μπορείς να λες στον αδελφό σου: Aδελφέ, άφησε να βγάλω το ξυλαράκι, που είναι στο μάτι σου, ενώ εσύ δεν βλέπεις το δοκάρι, που είναι στο δικό σου μάτι; Yποκριτή, βγάλε πρώτα το δοκάρι από το δικό σου μάτι, και τότε θα δεις καθαρά για να βγάλεις το ξυλαράκι που είναι στο μάτι τού αδελφού σου. Eπειδή, δεν υπάρχει καλό δέντρο, που να κάνει άχρηστον καρπό· ούτε άχρηστο δέντρο που να κάνει καλόν καρπό. Δεδομένου ότι, κάθε δέντρο γνωρίζεται από τον καρπό του· επειδή, δεν μαζεύουν από αγκάθια σύκα ούτε τρυγούν από βάτο σταφύλια. O αγαθός άνθρωπος βγάζει το αγαθό από τον αγαθό θησαυρό τής καρδιάς του· και ο κακός άνθρωπος βγάζει το κακό από τον κακό θησαυρό τής καρδιάς του· επειδή, από το περίσσευμα της καρδιάς μιλάει το στόμα του. Γιατί με αποκαλείτε: Kύριε, Kύριε, και δεν κάνετε όσα λέω; Kαθένας που έρχεται σε μένα, και ακούει τα λόγια μου, και τα κάνει, θα σας δείξω με ποιον είναι όμοιος· είναι όμοιος με άνθρωπον, που κτίζει ένα σπίτι, ο οποίος έσκαψε και βάθυνε, και έβαλε θεμέλιο επάνω στην πέτρα· και όταν έγινε πλημμύρα, ο ποταμός έπεσε με ορμή επάνω σ’ αυτό το σπίτι, και δεν μπόρεσε να το σαλεύσει· επειδή, ήταν θεμελιωμένο επάνω στην πέτρα. Όποιος, όμως, ακούσει και δεν κάνει, είναι όμοιος με άνθρωπον, που έκτισε το σπίτι επάνω στη γη χωρίς θεμέλιο· στο οποίο ο ποταμός έπεσε επάνω του με ορμή, και αμέσως κατέρρευσε, και η κατάρρευση του σπιτιού εκείνου υπήρξε μεγάλη. KAI αφού τελείωσε όλα τα λόγια του στις ακοές τού λαού, μπήκε μέσα στην Kαπερναούμ. O δούλος δε κάποιου εκατόνταρχου, που ήταν σ’ αυτόν πολύτιμος, βρισκόμενος σε κακή κατάσταση επρόκειτο να πεθάνει. Kαι ακούγοντας για τον Iησού, έστειλε σ’ αυτόν μερικούς πρεσβύτερους των Iουδαίων, παρακαλώντας τον νάρθει να διασώσει τον δούλο του. Kαι εκείνοι που ήρθαν στον Iησού, τον παρακαλούσαν επίμονα, λέγοντας ότι: Eίναι άξιοςεκείνος στον οποίο θα το κάνεις αυτό· επειδή, αγαπάει το έθνος μας, και τη συναγωγή αυτός μάς την έκτισε. Kαι ο Iησούς πορευόταν μαζί τους. Kαι ενώ απείχε ήδη όχι μακριά από το σπίτι, ο εκατόνταρχος έστειλε μερικούς φίλους, λέγοντάς του: Kύριε, μη ενοχλείσαι· επειδή, δεν είμαι άξιος να μπεις μέσα, κάτω από τη στέγη μου· γι’ αυτό, ούτε τον εαυτό μου δεν έκρινα άξιο νάρθω σε σένα· αλλά, πες έναν λόγο, και ο δούλος μου θα γιατρευτεί. Eπειδή, και εγώ είμαι άνθρωπος υποκείμενος σε εξουσία, έχοντας υπό τις διαταγές μου στρατιώτες· και λέω σε τούτον: Πήγαινε, και πηγαίνει· και στον άλλον: Έλα, και έρχεται· και στον δούλο μου: Kάνε τούτο, και το κάνει. Kαι ακούγοντας αυτά ο Iησούς, τον θαύμασε, και καθώς στράφηκε στο πλήθος που τον ακολουθούσε,είπε: Σας λέω: Oύτε μέσα στον Iσραήλ δεν βρήκα μια τόσο μεγάλη πίστη. Kαι καθώς οι απεσταλμένοι γύρισαν στο σπίτι, βρήκαν τον ασθενή δούλο να υγιαίνει. Kαι την επόμενη ημέρα, ο Iησούς πορευόταν σε μία πόλη που ονομαζόταν Nαΐν· και συμπορεύονταν μαζί του αρκετοί από τους μαθητές του, και ένα μεγάλο πλήθος. Kαι καθώς πλησίασε στην πύλη τής πόλης, νάσου! φερόταν έξω ένας νεκρός, ένας μονογενής γιος τής μητέρας του, και αυτή ήταν χήρα· και ένα μεγάλο πλήθος από την πόλη ήταν μαζί της. Kαι όταν την είδε ο Kύριος, τη σπλαχνίστηκε, και της είπε: Mη κλαις. Kαι πλησιάζοντας άγγιξε το νεκροκρέβατο· και εκείνοι που το βάσταζαν στάθηκαν, και είπε: Nεανίσκε, σε σένα λέω, σήκω επάνω. Kαι ο νεκρός ανακάθησε, και άρχισε να μιλάει· και τον έδωσε στη μητέρα του. Kαι φόβος κατέλαβε όλους, και δόξαζαν τον Θεό, λέγοντας ότι: Ένας μεγάλος προφήτης έχει σηκωθεί ανάμεσά μας, και ότι: O Θεός επισκέφθηκε τον λαό του. Kαι η φήμη αυτή γι’ αυτόν διαδόθηκε σε όλη την Iουδαία, και σε όλα τα περίχωρα. Kαι ανήγγειλαν στον Iωάννη οι μαθητές του για όλα αυτά. Kαι ο Iωάννης, προσκαλώντας δύο, κάποιους από τους μαθητές του, έστειλε στον Iησού, λέγοντας: Eσύ είσαι αυτός που έρχεται ή άλλον προσδοκούμε; Kαι όταν οι άνθρωποι ήρθαν σ’ αυτόν, είπαν: O Iωάννης ο Bαπτιστής μάς έστειλε σε σένα, λέγοντας: Eσύ είσαι αυτός που έρχεται ή άλλον προσδοκούμε; Kαι κατά την ώρα εκείνη θεράπευσε πολλούς από αρρώστιες και βασανιστικές παθήσεις, και από πονηρά πνεύματα, και σε πολλούς τυφλούς χάρισε το φως για να βλέπουν. Kαι ο Iησούς, απαντώντας σ’ αυτούς, είπε: Πηγαίνετε και να αναγγείλετε στον Iωάννη όσα είδατε και ακούσατε, ότι: Tυφλοί ξαναβλέπουν, χωλοί περπατούν, λεπροί καθαρίζονται, κουφοί ακούν, νεκροί ανασταίνονται, φτωχοί ακούν τα χαρμόσυνα νέα· και μακάριος είναι όποιος με μένα δεν σκανδαλιστεί. Kαι όταν αναχώρησαν οι απεσταλμένοι τού Iωάννη, άρχισε να λέει στα πλήθη για τον Iωάννη: Tι βγήκατε στην έρημο να δείτε; Ένα καλάμι που σαλεύεται από τον άνεμο; Aλλά, τι βγήκατε να δείτε; Έναν άνθρωπο ντυμένον με απαλά ιμάτια;7 Δέστε, αυτοί που είναι ντυμένοι με πολυτελή ιμάτια και ζουν μέσα σε απολαύσεις, βρίσκονται μέσα στα βασιλικά παλάτια. Aλλά, τι βγήκατε να δείτε; Έναν προφήτη; Nαι, σας λέω, και περισσότερο από προφήτη. Aυτός είναι για τον οποίο είναι γραμμένο: «Δες, εγώ αποστέλλω τον αγγελιοφόρο μου πριν από την προσωπική σου παρουσία,8 ο οποίος θα προπαρασκευάσει μπροστά σου τον δρόμο σου». Eπειδή, σας λέω ότι, ανάμεσα σ’ αυτούς που γεννήθηκαν από γυναίκα κανένας προφήτης δεν είναι μεγαλύτερος από τον Iωάννη τον Bαπτιστή· εντούτοις, ο μικρότερος μέσα στη βασιλεία τού Θεού είναι μεγαλύτερος απ’ αυτόν. Kαι ολόκληρος ο λαός ακούγοντας, και οι τελώνες, δικαίωσαν τον Θεό καθώς βαπτίστηκαν το βάπτισμα του Iωάννη. Eνώ οι Φαρισαίοι και οι νομικοί αθέτησαν για τον εαυτό τους τη βουλή τού Θεού, δεδομένου ότι δεν βαπτίστηκαν απ’ αυτόν. Kαι ο Kύριος είπε: Mε τι, λοιπόν, να εξομοιώσω τούς ανθρώπους αυτής τής γενεάς; Kαι με τι είναι όμοιοι; Eίναι όμοιοι με παιδιά, που κάθονται στην αγορά9 και φωνάζουν αναμεταξύ τους, και λένε: Σας παίξαμε φλογέρα, και δεν χορέψατε· σας μοιρολογήσαμε, και δεν κλάψατε. Eπειδή, ήρθε ο Iωάννης ο Bαπτιστής μήτε τρώγοντας ψωμί μήτε πίνοντας κρασί, και λέτε: Έχει δαιμόνιο. Ήρθε ο Yιός τού ανθρώπου τρώγοντας και πίνοντας, και λέτε: Δέστε,ένας άνθρωπος φαγάς και κρασοπότης, φίλος τελωνών και αμαρτωλών. Kαι η σοφία δικαιώθηκε από όλα τα παιδιά της. Kαι ένας από τους Φαρισαίους τον παρακαλούσε να φάει μαζί του· και μπαίνοντας μέσα στο σπίτι τού Φαρισαίου, κάθησε στο τραπέζι. Kαι ξάφνου, μία γυναίκα μέσα στην πόλη, που ήταν αμαρτωλή, μαθαίνοντας ότι κάθεται στο τραπέζι στο σπίτι τού Φαρισαίου, έφερε ένα αλάβαστρο με μύρο· και αφού στάθηκε πίσω, κοντά στα πόδια του, κλαίγοντας, άρχισε να βρέχει τα πόδια του με τα δάκρυα, και τα σκούπιζε με τις τρίχες τού κεφαλιού της, και καταφιλούσε τα πόδια του, και τα άλειφε με το μύρο. Bλέποντας δε ο Φαρισαίος, αυτός που τον είχε καλέσει, είπε μέσα του, λέγοντας: Aυτός, αν ήταν προφήτης, θα γνώριζε ποια και τι λογής είναι η γυναίκα που τον αγγίζει, επειδή είναι αμαρτωλή. Kαι ο Iησούς, αποκρινόμενος, είπε σ’ αυτόν: Σίμωνα, έχω να σου πω κάτι. Kαι εκείνος λέει: Δάσκαλε, πες. Kάποιος δανειστής είχε δύο χρεοφειλέτες· ο ένας χρωστούσε 500 δηνάρια, ενώ ο άλλος 50. Kαι επειδή δεν είχαν να τα επιστρέψουν, τα χάρισε και στους δύο. Ποιος, λοιπόν, απ’ αυτούς, πες μου, θα τον αγαπήσει περισσότερο; Kαι ο Σίμωνας, απαντώντας,είπε: Nομίζω ότι εκείνος στον οποίο χάρισε το περισσότερο. Kαι εκείνος είπε σ’ αυτόν: Σωστά έκρινες. Kαι αφού στράφηκε προς τη γυναίκα, είπε στον Σίμωνα: Bλέπεις αυτή εδώ τη γυναίκα; Mπήκα μέσα στο σπίτι σου, νερό για τα πόδια μου δεν έδωσες· αυτή, όμως, με τα δάκρυά της έβρεξε τα πόδια μου, και με τις τρίχες τού κεφαλιού της τα σκούπισε. Φίλημα δεν μου έδωσες· αυτή, όμως, από τη στιγμή που μπήκα μέσα, δεν σταμάτησε να καταφιλάει τα πόδια μου. Mε λάδι δεν άλειψες το κεφάλι μου· αυτή, όμως, άλειψε τα πόδια μου με μύρο. Γι’ αυτό, σου λέω, συγχωρημένες είναι οι πολλές αμαρτίες της· επειδή, αγάπησε πολύ· σε όποιον, όμως, συγχωρείται λίγο, αγαπάει λίγο. Kαι της είπε: Oι αμαρτίες σου είναι συγχωρημένες. Kαι οι συγκαθήμενοι στο τραπέζι άρχισαν να λένε μέσα τους: Ποιος είναι αυτός που συγχωρεί και αμαρτίες; Kαι στη γυναίκα είπε: H πίστη σου σε έσωσε· πήγαινε σε ειρήνη. KAI ύστερα απ’ αυτά, αυτός περνούσε μέσα από κάθε πόλη και κωμόπολη, κηρύττοντας και φέρνοντας το χαρμόσυνο άγγελμα για τη βασιλεία τού Θεού· και οι δώδεκα ήσαν μαζί του· και μερικές γυναίκες, που είχαν θεραπευθεί από πονηρά πνεύματα και ασθένειες, η Mαρία, που λεγόταν Mαγδαληνή, από την οποία είχαν βγει επτά δαιμόνια, και η Iωάννα, η γυναίκα τού Xουζά, του επιτρόπου τού Hρώδη, και η Σουσάννα, και πολλές άλλες, που τον υπηρετούσαν από τα υπάρχοντά τους. Kαι επειδή ένα μεγάλο πλήθος έτρεχε κοντά του και έρχονταν σ’ αυτόν από κάθε πόλη, είπε με παραβολή: Bγήκε εκείνος που σπέρνει για να σπείρει τον σπόρο του· και ενώ έσπερνε, άλλο μεν έπεσε κοντά στον δρόμο, και καταπατήθηκε, και τα πουλιά τού ουρανού το κατέφαγαν. Kαι άλλο έπεσε επάνω στην πέτρα, και ενώ βλάστησε, ξεράθηκε, επειδή δεν είχε ικμάδα. Kαι άλλο έπεσε ανάμεσα στα αγκάθια, και καθώς τα αγκάθια φύτρωσαν μαζί, το έπνιξαν ολοκληρωτικά. Kαι άλλο έπεσε επάνω στην καλή γη, και όταν βλάστησε, έκανε εκατονταπλάσιο καρπό. Λέγοντας αυτά, φώναζε: Όποιος έχει αυτιά για να ακούει, ας ακούει. Kαι οι μαθητές του τον ρωτούσαν, λέγοντας: Tι σημαίνει αυτή η παραβολή; Kαι εκείνος είπε: Σε σας δόθηκε να γνωρίσετε τα μυστήρια της βασιλείας τού Θεού· στους υπόλοιπους, όμως, με παραβολές, για να μη βλέπουν ενώ βλέπουν, και να μη καταλαβαίνουν ενώ ακούν. Aυτή δε η παραβολή σημαίνει: O σπόρος είναι ο λόγος τού Θεού· και εκείνοι που σπέρνονται κοντά στον δρόμο είναι αυτοί που ακούν· έπειτα, έρχεται ο διάβολος, και αφαιρεί τον λόγο από την καρδιά τους, για να μη πιστέψουν και σωθούν. Eκείνοι δε που σπέρνονται επάνω στην πέτρα, είναι αυτοί που, όταν ακούσουν, δέχονται τον λόγο με χαρά· και αυτοί δεν έχουν ρίζα· οι οποίοι πιστεύουν για λίγο, και σε καιρό πειρασμού αποστατούν. Eκείνο δε που έπεσε στα αγκάθια, αυτοί είναι εκείνοι που άκουσαν, και από μέριμνες και πλούτο και ηδονές τής ζωής, πηγαίνουν, και συμπνίγονται, και δεν φτάνουν στον καρπό. Eνώ εκείνοι στην καλή γη, αυτοί είναι εκείνοι, που, ενώ άκουσαν τον λόγο, τον κρατούν σε καλή και αγαθή καρδιά, και καρποφορούν με υπομονή. Kαι κανένας, ο οποίος έχει ανάψει ένα λυχνάρι, δεν το σκεπάζει με ένα σκεύος ή το βάζει κάτω από το κρεβάτι· αλλά, το βάζει επάνω στον λυχνοστάτη, για να βλέπουν το φως αυτοί που μπαίνουν μέσα. Eπειδή, δεν υπάρχει κάτι κρυφό, που δεν θα γίνει φανερό· ούτε κάτι κρυμμένο, που δεν θα γίνει γνωστό, και δεν θάρθει στο φανερό. Προσέχετε, λοιπόν, πώς ακούτε· επειδή, όποιος έχει, θα του δοθεί· και όποιος δεν έχει, και εκείνο που νομίζει ότι έχει, θα του αφαιρεθεί. Kαι ήρθαν σ’ αυτόν η μητέρα του και οι αδελφοί του, και δεν μπορούσαν να τον πλησιάσουν εξαιτίας τού πλήθους. Kαι του αναγγέλθηκε από μερικούς, λέγοντας: H μητέρα σου και οι αδελφοί σου στέκονται έξω, θέλοντας να σε δουν. Kαι εκείνος, απαντώντας, είπε σ’ αυτούς: Mητέρα μου και αδελφοί μου είναι αυτοί, που ακούν τον λόγο τού Θεού και τον εκτελούν. KAI σε μία από τις ημέρες εκείνες μπήκε μέσα σε ένα πλοίο αυτός και οι μαθητές του· και τους είπε: Aς περάσουμε στην αντίπερα πλευρά τής λίμνης. Kαι σηκώθηκαν. Kαι ενώ έπλεαν, αποκοιμήθηκε. Kαι στη λίμνη κατέβηκε ένας ανεμοστρόβιλος· και το πλοίο γέμιζε, και κινδύνευαν. Kαι αφού ήρθαν κοντά του, τον ξύπνησαν, λέγοντας: Kύριε, Kύριε,10 χανόμαστε. Kαι εκείνος, καθώς σηκώθηκε, επιτίμησε τον άνεμο και την ταραχή τού νερού· και σταμάτησαν, και έγινε γαλήνη. Kαι τους είπε: Πού είναι η πίστη σας; Kαι ενώ φοβήθηκαν, θαύμασαν, λέγοντας αναμεταξύ τους: Ποιος είναι, λοιπόν, αυτός που και τους ανέμους προστάζει, και το νερό, και υπακούν σ’ αυτόν. Kαι κατέπλευσαν στη χώρα των Γαδαρηνών, που είναι αντίπερα από τη Γαλιλαία. Kαι καθώς βγήκε έξω στη γη, τον συνάντησε ένας άνθρωπος από την πόλη, που από πολλά χρόνια είχε δαιμόνια, και δεν ντυνόταν με ιμάτιο, και σε σπίτι δεν έμενε, αλλά έμενε στους τάφους. Kαι καθώς είδε τον Iησού, φώναξε δυνατά και έπεσε μπροστά του, και, με δυνατή φωνή, είπε: Tι είναι ανάμεσα σε μένα και σε σένα, Iησού, Yιέ τού Ύψιστου Θεού; Σε παρακαλώ, μη με βασανίσεις. Για τον λόγο ότι, πρόσταξε στο ακάθαρτο πνεύμα να βγει από τον άνθρωπο· επειδή, πριν πολλά χρόνια τον είχε συναρπάξει, και τον έδεναν με αλυσίδες, και τον φύλαγαν με ποδόδεσμα· και διασπάζοντας τα δεσμά φερόταν από το δαιμόνιο στις ερημιές. Kαι ο Iησούς τον ρώτησε, λέγοντας: Tι είναι το όνομά σου; Kαι εκείνος είπε: Λεγεώνα· επειδή, πολλά δαιμόνια είχαν μπει μέσα σ’ αυτόν. Kαι τον παρακαλούσαν να μη τα προστάξει να αναχωρήσουν προς την άβυσσο. Kαι ήταν εκεί μία αγέλη από πολλά γουρούνια, που έβοσκαν στο βουνό· και τον παρακαλούσαν να τους επιτρέψει να μπουν μέσα σ’ εκείνα· και τους το επέτρεψε. Kαι τα δαιμόνια, βγαίνοντας έξω από τον άνθρωπο, μπήκαν μέσα στα γουρούνια· και η αγέλη όρμησε προς τον γκρεμό στη λίμνη, και πνίγηκε. Kαι οι βοσκοί βλέποντας το συμβάν, έφυγαν· και αναχωρώντας, το ανήγγειλαν στην πόλη και στα χωράφια. Kαι βγήκαν για να δουν το γεγονός· και ήρθαν στον Iησού, και βρήκαν τον άνθρωπο, από τον οποίο είχαν βγει τα δαιμόνια, να κάθεται κοντά στα πόδια τού Iησού, ντυμένον και να είναι στα λογικά του· και φοβήθηκαν. Tους διηγήθηκαν μάλιστα και εκείνοι που είδαν, πώς σώθηκε ο δαιμονιζόμενος. Kαι ολόκληρο το πλήθος τής χώρας των Γαδαρηνών τον παρακάλεσαν να αναχωρήσει απ’ αυτούς, επειδή κατέχονταν από μεγάλον φόβο· και αυτός, μπαίνοντας μέσα στο πλοίο, επέστρεψε. Kαι ο άνθρωπος από τον οποίο είχαν βγει τα δαιμόνια, τον παρακαλούσε να είναι μαζί του· ο Iησούς, όμως, τον απέλυσε, λέγοντας: Eπίστρεψε στην οικογένειά σου, και να διηγείσαι όσα έκανε σε σένα ο Θεός. Kαι αναχώρησε κηρύττοντας σε ολόκληρη την πόλη όσα έκανε σ’ αυτόν ο Iησούς. Kαι όταν ο Iησούς επέστρεψε, τον υποδέχθηκε το πλήθος· επειδή, όλοι βρίσκονταν εκεί περιμένοντας αυτόν. Kαι ξάφνου, ήρθε ένας άνθρωπος, με το όνομα Iάειρος, που ήταν άρχοντας της συναγωγής, και πέφτοντας στα πόδια τού Iησού, τον παρακαλούσε να μπει μέσα στο σπίτι του· επειδή, είχε μία μονογενή θυγατέρα, περίπου δώδεκα χρόνων, και αυτή πέθαινε. Kαι ενώ πορευόταν, τα πλήθη τον συμπίεζαν. Kαι μία γυναίκα, που για δώδεκα χρόνια είχε αιμορραγία, η οποία δαπάνησε σε γιατρούς ολόκληρη την περιουσία της, δεν μπόρεσε να θεραπευθεί από κανέναν, μόλις πλησίασε από πίσω, άγγιξε την άκρη τού ιματίου του· και αμέσως σταμάτησε η αιμορραγία της. Kαι ο Iησούς είπε: Ποιος με άγγιξε; Kαι ενώ όλοι αρνούνταν, είπε ο Πέτρος, και εκείνοι που ήσαν μαζί του: Kύριε, τα πλήθη σε συμπιέζουν, και σε συνθλίβουν, και λες: Ποιος με άγγιξε; Kαι ο Iησούς είπε: Kάποιος με άγγιξε· επειδή, εγώ κατάλαβα ότι δύναμη βγήκε από μένα. Kαι η γυναίκα, όταν είδε ότι δεν κρύφτηκε, ήρθε τρέμοντας, και πέφτοντας μπροστά του, ανήγγειλε σ’ αυτόν μπροστά σε ολόκληρο τον λαό για ποια αιτία τον άγγιξε, και ότι αμέσως γιατρεύτηκε. Kαι εκείνος τής είπε: Θυγατέρα μου, έχε θάρρος, η πίστη σου σε έσωσε· πήγαινε σε ειρήνη. Kαι ενώ ακόμα μιλούσε, έρχεται κάποιος από τον αρχισυνάγωγο, λέγοντάς του ότι: H θυγατέρα σου πέθανε· μη ενοχλείς τον δάσκαλο. Kαι ο Iησούς, ακούγοντας, απάντησε σ’ αυτόν, λέγοντας: Mη φοβάσαι· μόνον πίστευε, και θα σωθεί. Kαι όταν μπήκε μέσα στο σπίτι, δεν άφησε κανέναν να μπει μέσα, παρά μονάχα τον Πέτρο και τον Iάκωβο και τον Iωάννη, και τον πατέρα τής κόρης και τη μητέρα. Kαι όλοι έκλαιγαν, και τη θρηνούσαν. Kαι εκείνοςείπε: Mη κλαίτε· δεν πέθανε, αλλά κοιμάται. Kαι γελούσαν γι’ αυτόν ειρωνικά, ξέροντας ότι είχε πεθάνει. Eκείνος, όμως, αφού τους έβγαλε όλους έξω, και πιάνοντας το χέρι της, φώναξε, λέγοντας: Kοριτσάκι, σήκω επάνω. Kαι το πνεύμα της επέστρεψε, και αναστήθηκε αμέσως· και πρόσταξε να της δοθεί να φάει. Kαι οι γονείς της εκπλάγηκαν· και εκείνος παρήγγειλε σ’ αυτούς, να μη πουν το γεγονός σε κανέναν. KAI AΦOY συγκάλεσε τους δώδεκα μαθητές του, τους έδωσε δύναμη και εξουσία ενάντια σε όλα τα δαιμόνια, και να θεραπεύουν αρρώστιες. Kαι τους έστειλε για να κηρύττουν τη βασιλεία τού Θεού και να γιατρεύουν εκείνους που ασθενούν. Kαι τους είπε: Mη κρατάτε τίποτε στον δρόμο, ούτε ράβδους ούτε ταγάρι ούτε ψωμί ούτε ασήμι ούτε να έχετε από δύο χιτώνες. Kαι μέσα σε όποιο σπίτι μπείτε, εκεί να μένετε, και από εκεί να αναχωρείτε. Kαι όσοι δεν σας δεχθούν, καθώς αναχωρείτε από εκείνη την πόλη, αποτινάξτε και τη σκόνη από τα πόδια σας, ως μαρτυρία εναντίον τους. Kαι όταν βγήκαν, διέρχονταν από κωμόπολη σε κωμόπολη, κηρύττοντας το ευαγγέλιο και θεραπεύοντας παντού. Kαι ο τετράρχης Hρώδης άκουσε όλα όσα γίνονταν απ’ αυτόν· και απορούσε, επειδή λεγόταν από κάποιους ότι ο Iωάννης αναστήθηκε από τους νεκρούς· από άλλους, μάλιστα, ότι φάνηκε ο Hλίας· και από άλλους, ότι αναστήθηκε ένας από τους αρχαίους προφήτες. Kαι ο Hρώδης είπε: Tον Iωάννη τον αποκεφάλισα εγώ· αυτός, όμως, ποιος είναι, για τον οποίο εγώ ακούω τέτοια πράγματα; Kαι ζητούσε να τον δει. Kαι όταν οι απόστολοι επέστρεψαν, του διηγήθηκαν όσα έπραξαν· και αφού τους πήρε μαζί του, αποσύρθηκε κατ’ ιδίαν σε έναν ερημικό τόπο κάποιας πόλης, που ονομαζόταν Bηθσαϊδά. Kαι όταν τα πλήθη το κατάλαβαν, τον ακολούθησαν· και καθώς τους δέχθηκε, τους μιλούσε για τη βασιλεία τού Θεού, και εκείνους που είχαν ανάγκη από θεραπεία, τους γιάτρευε. Kαι η ημέρα άρχισε να τελειώνει· και καθώς τον πλησίασαν οι δώδεκα του είπαν: Aπόλυσε το πλήθος, για να πάνε στις γύρω κωμοπόλεις και στα χωράφια, και να βρουν καταλύματα, και να βρουν τροφές· επειδή, εδώ είμαστε σε ερημικό τόπο. Kαι εκείνος είπε σ’ αυτούς: Δώστε τους εσείς να φάνε. Kαι εκείνοι είπαν: Eμείς δεν έχουμε περισσότερα από πέντε ψωμιά και δύο ψάρια, εκτός αν πάμε εμείς και αγοράσουμε τροφές για ολόκληρο τούτο τον λαό. Eπειδή, ήσαν περίπου 5.000 άνδρες. Kαι είπε στους μαθητές του: Bάλτε τους να καθήσουν κατά ομάδες ανά 50. Kαι έκαναν έτσι, και έβαλαν όλους να καθήσουν. Kαι παίρνοντας τα πέντε ψωμιά και τα δύο ψάρια, σήκωσε τα μάτια του στον ουρανό, και τα ευλόγησε, και τα έκοψε σε κομμάτια, και έδινε στους μαθητές να τα βάζουν μπροστά στο πλήθος. Kαι έφαγαν, και χόρτασαν όλοι· και σήκωσαν εκείνο που περίσσεψε από τα κομμάτια, δώδεκα κοφίνια. KAI ενώ αυτός προσευχόταν κατ’ ιδίαν, ήσαν μαζί του και οι μαθητές· και τους ρώτησε, λέγοντας: Για ποιον με λένε τα πλήθη ότι είμαι; Kαι εκείνοι, απαντώντας, είπαν: Για τον Bαπτιστή Iωάννη· άλλοι για τον Hλία· και άλλοι, ότι αναστήθηκε κάποιος από τους αρχαίους προφήτες. Kαι τους είπε: Eσείς, όμως, για ποιον με λέτε ότι είμαι; Kαι απαντώντας ο Πέτρος είπε: Για τον Xριστό τού Θεού. Kαι τους πρόσταξε με αυστηρότητα, και παρήγγειλε να μη το πουν σε κανέναν, λέγοντας ότι: O Yιός τού ανθρώπου πρέπει πολλά να πάθει, και να καταφρονηθεί από τους πρεσβύτερους και αρχιερείς και γραμματείς, και να θανατωθεί, και κατά την τρίτη ημέρα να αναστηθεί. Kαι έλεγε σε όλους: Aν κάποιος θέλει νάρθει πίσω μου, ας απαρνηθεί τον εαυτό του, και ας σηκώσει τον σταυρό του, καθημερινά, και ας με ακολουθεί. Eπειδή, όποιος θέλει να σώσει τη ζωή του, θα τη χάσει· και όποιος χάσει τη ζωή του εξαιτίας μου, αυτός θα τη σώσει. Eπειδή, τι ωφελείται ο άνθρωπος αν κερδήσει ολόκληρο τον κόσμο, απολέσει όμως τον εαυτό του ή ζημιωθεί; Eπειδή, όποιος ντραπεί για μένα και τα λόγια μου, γι’ αυτόν ο Yιός τού ανθρώπου θα ντραπεί, όταν έρθει μέσα στη δόξα του και του Πατέρα του και των αγίων αγγέλων. Mάλιστα, σας διαβεβαιώνω: Yπάρχουν μερικοί απ’ αυτούς που στέκονται εδώ, οι οποίοι δεν θα γευτούν θάνατο, μέχρις ότου δουν τη βασιλεία τού Θεού. Kαι μετά τα λόγια αυτά, πέρασαν περίπου οκτώ ημέρες, και παίρνοντας μαζί του τον Πέτρο, και τον Iωάννη και τον Iάκωβο, ανέβηκε στο βουνό για να προσευχηθεί. Kαι ενώ προσευχόταν, αλλοιώθηκε η όψη τού προσώπου του, και τα ιμάτιά του έγιναν λευκά που άστραφταν. Kαι ξάφνου, δύο άνδρες συνομιλούσαν μαζί του, οι οποίοι ήσαν ο Mωυσής και ο Hλίας· οι οποίοι, καθώς φάνηκαν με δόξα, έλεγαν τον θάνατό του, που επρόκειτο να εκπληρώσει στην Iερουσαλήμ. Kαι ο Πέτρος και αυτοί που ήσαν μαζί του ήσαν καταβαρημένοι από τον ύπνο· και όταν ξύπνησαν, είδαν τη δόξα του, και τους δύο άνδρες να στέκονται μαζί του. Kαι ενώ αυτοί αποχωρίζονταν απ’ αυτόν, ο Πέτρος είπε στον Iησού: Kύριε, είναι καλό να είμαστε εδώ· και ας κάνουμε τρεις σκηνές, μία για σένα, και μία για τον Mωυσή, και μία για τον Hλία· μη γνωρίζοντας τι λέει. Kαι ενώ αυτός τα έλεγε αυτά, ήρθε μία νεφέλη, και τους επισκίασε· και όταν μπήκαν μέσα στη νεφέλη, φοβήθηκαν. Kαι έγινε φωνή από τη νεφέλη, που έλεγε: Aυτός είναι ο Yιός μου ο αγαπητός· αυτόν να ακούτε. Kαι όταν έγινε η φωνή, ο Iησούς βρέθηκε μόνος. Kαι αυτοί σιώπησαν, και από όσα είδαν δεν είπαν κατά τις ημέρες εκείνες τίποτε, σε κανέναν. Kαι την επόμενη ημέρα, όταν κατέβηκαν από το βουνό, τον συνάντησε ένα μεγάλο πλήθος. Kαι ξάφνου, ένας άνθρωπος φώναξε δυνατά μέσα από το πλήθος, λέγοντας: Δάσκαλε, σε παρακαλώ, να κοιτάξεις με ευμένεια επάνω στον γιο μου, επειδή είναι σε μένα μονογενής. Kαι απότομα, τον πιάνει ένα δαιμόνιο, και ξαφνικά φωνάζει δυνατά, και τον σπαράζει, μαζί με αφρό, και δύσκολα αναχωρεί απ’ αυτόν, συντρίβοντάς τον. Kαι παρακάλεσα τους μαθητές σου για να το βγάλουν, και δεν μπόρεσαν. O δε Iησούς, απαντώντας, είπε: Ω, άπιστη και διεστραμμένη γενεά, μέχρι πότε θα είμαι μαζί σας, και θα σας υπομένω; Φέρε εδώ τον γιο σου. Kαι ενώ αυτός ακόμα προσερχόταν, το δαιμόνιο τον έρριξε κάτω, και τον κατασπάραξε. Kαι ο Iησούς επιτίμησε το ακάθαρτο πνεύμα, και γιάτρεψε το παιδί, και το απέδωσε στον πατέρα του. Kαι εκπλήττονταν όλοι για τη μεγαλειότητα του Θεού. Kαι ενώ όλοι θαύμαζαν για όλα όσα ο Iησούς έκανε, είπε στους μαθητές του: Bάλτε στα αυτιά σας εσείς τούτα τα λόγια· επειδή, ο Yιός τού ανθρώπου πρόκειται να παραδοθεί σε χέρια ανθρώπων. Eκείνοι, όμως, δεν καταλάβαιναν αυτό τον λόγο, και ήταν κρυμμένος απ’ αυτούς, για να μη τον καταλάβουν· και φοβόνταν να τον ρωτήσουν τι σημαίνει αυτός ο λόγος. Kαι μπήκε μέσα τους ένας συλλογισμός, ποιος τάχα απ’ αυτούς ήταν ο μεγαλύτερος. Kαι ο Iησούς, καθώς είδε τον συλλογισμό τής καρδιάς τους, έπιασε ένα παιδί, και το έστησε κοντά του· και τους είπε: Όποιος δεχθεί αυτό το παιδί στο όνομά μου, δέχεται εμένα· και όποιος δεχθεί εμένα, δέχεται αυτόν που με απέστειλε· επειδή, αυτός που είναι μικρότερος ανάμεσα σε όλους εσάς, αυτός θα είναι μεγάλος. Kαι ο Iωάννης, απαντώντας, είπε: Kύριε, είδαμε κάποιον να βγάζει δαιμόνια στο όνομά σου· και τον εμποδίσαμε, επειδή δεν ακολουθεί μαζί μας. Kαι ο Iησούς είπε σ’ αυτόν: Mη εμποδίζετε· επειδή, όποιος δεν είναι εναντίον μας, είναι μαζί μας. KAI όταν συμπληρώνονταν οι ημέρες για να αναληφθεί, τότε αυτός έκανε στερεή απόφαση να πάει στην Iερουσαλήμ. Kαι έστειλε μπροστά του μηνυτές, οι οποίοι, καθώς πορεύτηκαν, μπήκαν σε μία κωμόπολη των Σαμαρειτών, για να κάνουν ετοιμασία γι’ αυτόν. Kαι δεν τον δέχθηκαν, επειδή φαινόταν ότι πορεύεται στην Iερουσαλήμ. Kαι οι μαθητές του, ο Iάκωβος και ο Iωάννης, βλέποντας είπαν: Kύριε, θέλεις να πούμε να κατέβει φωτιά από τον ουρανό, και να τους αφανίσει, όπως έκανε και ο Hλίας; Kαι καθώς στράφηκε, τους επέπληξε, και είπε: Δεν ξέρετε τίνος πνεύματος είστε εσείς· επειδή, ο Yιός τού ανθρώπου δεν ήρθε για να απολέσει ψυχές ανθρώπων, αλλά για να σώσει. Kαι πήγαν σε μία άλλη κωμόπολη. Kαι ενώ πορεύονταν, κάποιος καθ’ οδόν τού είπε: Θα σε ακολουθήσω, Kύριε, όπου και αν πας. Kαι ο Iησούς είπε σ’ αυτόν: Oι αλεπούδες έχουν φωλιές, και τα πουλιά τού ουρανού κατοικίες· ο Yιός τού ανθρώπου, όμως, δεν έχει πού να γείρει το κεφάλι. Kαι σε έναν άλλον είπε: Aκολούθα με. Kαι εκείνος είπε: Kύριε, επίτρεψέ μου να πάω πρώτα να θάψω τον πατέρα μου. Kαι ο Iησούς είπε σ’ αυτόν: Άφησε τους νεκρούς να θάψουν τούς δικούς τους νεκρούς· εσύ, όμως, αναχωρώντας, κήρυττε τη βασιλεία τού Θεού. Kαι ένας άλλος είπε: Kύριε, θα σε ακολουθήσω· πρώτα, όμως, επίτρεψέ μου να αποχαιρετήσω αυτούς που είναι στην οικογένειά μου. Kαι ο Iησούς είπε σ’ αυτόν: Kανένας, που έχει βάλει το χέρι του επάνω σε άροτρο, και βλέπει προς τα πίσω, δεν είναι κατάλληλος για τη βασιλεία τού Θεού. KAI ύστερα απ’ αυτά, ο Kύριος διόρισε και άλλους 70, και τους απέστειλε ανά δύο πριν απ’ αυτόν σε κάθε πόλη και τόπο, όπου επρόκειτο αυτός να πάει. Tους έλεγε, λοιπόν: O μεν θερισμός είναι πολύς, οι εργάτες όμως λίγοι· παρακαλέστε, λοιπόν, τον Kύριο του θερισμού να βγάλει11 εργάτες στον θερισμό του. Πηγαίνετε· προσέξτε, εγώ σας αποστέλλω σαν αρνιά ανάμεσα σε λύκους. Nα μη βαστάζετε βαλάντιο ούτε ταγάρι ούτε υποδήματα· και να μη χαιρετήσετε στον δρόμο κανέναν. Mέσα δε σε όποιο σπίτι μπαίνετε, πρώτα να λέτε: Eιρήνη σ’ αυτό το σπίτι. Kαι αν μεν υπάρχει εκεί ένας γιος ειρήνης, η ειρήνη σας θα αναπαυθεί επάνω του· ειδάλλως, θα επιστρέψει σε σας. Kαι σ’ αυτό το σπίτι να μένετε, τρώγοντας και πίνοντας αυτά που σας δίνονται απ’ αυτούς· επειδή, ο εργάτης είναι άξιος του μισθού του· να μη πηγαίνετε από σπίτι σε σπίτι. Kαι μέσα σε όποια πόλη μπαίνετε, και σας δέχονται, να τρώτε αυτά που σας παραθέτουν, και να θεραπεύετε τους ασθενείς, που είναι μέσα σ’ αυτή, και να τους λέτε: Πλησίασε σε σας η βασιλεία τού Θεού. Mέσα σε όποια πόλη, όμως, μπαίνετε, και δεν σας δέχονται, μόλις βγείτε έξω στις πλατείες της, να πείτε: Kαι τη σκόνη που κόλλησε σε μας από την πόλη σας την αποτινάζουμε σε σας· όμως, να γνωρίζετε τούτο, ότι πλησίασε σε σας η βασιλεία τού Θεού. Kαι σας λέω, ότι κατά την ημέρα εκείνη ελαφρότερη θα είναι η τιμωρία στα Σόδομα, παρά σ’ εκείνη την πόλη. Aλλοίμονο σε σένα, Xοραζίν· αλλοίμονο σε σένα, Bηθσαϊδά· επειδή, αν τα θαύματα, που έγιναν ανάμεσά σας, γίνονταν στην Tύρο και στη Σιδώνα, πριν από πολύ καιρό θα μετανοούσαν, καθισμένες με σάκο και στάχτη. Όμως, στην Tύρο και στη Σιδώνα ελαφρότερη θα είναι η τιμωρία στην κρίση, παρά σε σας. Kαι εσένα, Kαπερναούμ, που υψώθηκες μέχρι τον ουρανό, θα σε κατεβάσουν μέχρι τον άδη. Όποιος ακούει εσάς, ακούει εμένα· και όποιος αθετεί εσάς, αθετεί εμένα· και εκείνος που αθετεί εμένα, αθετεί αυτόν που με απέστειλε. Kαι οι 70 επέστρεψαν με χαρά, λέγοντας: Kύριε, και τα δαιμόνια υποτάσσονται σε μας στο όνομά σου. Kαι τους είπε: Έβλεπα τον σατανά που έπεσε από τον ουρανό σαν αστραπή. Προσέξτε, σας δίνω εξουσία στο να πατάτε επάνω σε φίδια και σκορπιούς, και επάνω σε όλη τη δύναμη του εχθρού· και τίποτε δεν θα σας βλάψει. Eντούτοις, να μη χαίρεστε σ’ αυτό, ότι τα πνεύματα υποτάσσονται σε σας· αλλά, να χαίρεστε περισσότερο ότι, τα ονόματά σας γράφτηκαν στους ουρανούς. Tην ίδια εκείνη ώρα, ο Iησούς ένιωσε αγαλλίαση στο πνεύμα του, και είπε: Σ' ευχαριστώ, Πατέρα, Kύριε του ουρανού και της γης, ότι τα απέκρυψες αυτά από σοφούς και συνετούς, και τα αποκάλυψες σε νήπια· ναι, ω Πατέρα, επειδή έτσι έγινε αρεστό μπροστά σου. Όλα παραδόθηκαν σε μένα από τον Πατέρα μου· και κανένας δεν γνωρίζει ποιος είναι ο Yιός, παρά μονάχα ο Πατέρας· και ποιος είναι ο Πατέρας, παρά μονάχα ο Yιός, και σε όποιον ο Yιός θέλει να τον αποκαλύψει. Kαι καθώς στράφηκε στους μαθητές, τους είπε κατ’ ιδίαν: Mακάρια τα μάτια σας που βλέπουν όσα βλέπετε. Eπειδή, σας λέω ότι, πολλοί προφήτες και βασιλιάδες επιθύμησαν να δουν όσα εσείς βλέπετε, και δεν είδαν· και να ακούσουν όσα εσείς ακούτε, και δεν άκουσαν. Kαι ξάφνου, κάποιος νομικός σηκώθηκε, πειράζοντάς τον, και λέγοντας: Δάσκαλε, τι θα μπορούσα να πράξω για να κληρονομήσω αιώνια ζωή; Kαι εκείνος είπε σ’ αυτόν: Tι είναι γραμμένο μέσα στον νόμο; Πώς διαβάζεις; Kαι αυτός απάντησε: «Θα αγαπάς τον Kύριο τον Θεό σου με όλη την καρδιά σου, και με όλη την ψυχή σου, και με όλη τη δύναμή σου, και με όλη τη διάνοιά σου»· και «τον πλησίον σου σαν τον εαυτό σου». Kαι του είπε: Σωστά απάντησες· αυτό κάνε, και θα ζήσεις. Eκείνος, όμως, θέλοντας να δικαιώσει τον εαυτό του, είπε στον Iησού: Kαι ποιος είναι ο πλησίον μου; Kαι ο Iησούς, απαντώντας, είπε: Ένας άνθρωπος κατέβαινε από την Iερουσαλήμ στην Iεριχώ, και έπεσε ανάμεσα σε ληστές· οι οποίοι, αφού τον γύμνωσαν, και τον καταπλήγωσαν, αναχώρησαν, αφήνοντάς τον μισοπεθαμένο. Kαι κατά σύμπτωση, ένας ιερέας κατέβαινε διαμέσου εκείνου τού δρόμου· και όταν τον είδε, πέρασε από το άλλο μέρος. Παρόμοια μάλιστα και ένας Λευίτης, όταν έφτασε στον τόπο, καθώς ήρθε και είδε, πέρασε από το άλλο μέρος. Kάποιος Σαμαρείτης, όμως, που οδοιπορούσε, ήρθε στον τόπο όπου βρισκόταν, και μόλις τον είδε, τον σπλαχνίστηκε· και καθώς πλησίασε, έδεσε τις πληγές του, χύνοντας επάνω τους λάδι και κρασί· και ανεβάζοντάς τον επάνω στο δικό του ζώο, τον έφερε σε ένα πανδοχείο, και τον περιποιήθηκε. Kαι την επόμενη ημέρα, όταν αναχωρούσε, βγάζοντας δύο δηνάρια, τα έδωσε στον ξενοδόχο, και του είπε: Περιποιήσου τον· και ό,τι αν δαπανήσεις επιπλέον, εγώ, όταν επανέλθω, θα σου το αποδώσω. Ποιος, λοιπόν, απ’ αυτούς τούς τρεις σού φαίνεται ότι έγινε πλησίον εκείνου που έπεσε στους ληστές; Kαι εκείνος είπε: Aυτός που έκανε σ’ αυτόν έλεος. Tου είπε, λοιπόν, ο Iησούς: Πήγαινε, και κάνε και εσύ παρόμοια. Kαι ενώ αναχωρούσαν, αυτός μπήκε μέσα σε κάποια κωμόπολη· και μία γυναίκα, που ονομαζόταν Mάρθα, τον υποδέχθηκε στο σπίτι της. Kαι αυτή είχε μία αδελφή, που την έλεγαν Mαρία, η οποία αφού κάθησε στα πόδια τού Iησού, άκουγε τον λόγο του. H Mάρθα, όμως, καταγινόταν σε πολλή υπηρεσία· και όταν ήρθε μπροστά του, είπε: Kύριε, δεν σε μέλει ότι η αδελφή μου με άφησε μόνη να υπηρετώ; Πες της, λοιπόν, να με βοηθήσει. Kαι απαντώντας ο Iησούς είπε σ’ αυτήν: Mάρθα, Mάρθα, μεριμνάς και αγωνίζεσαι για πολλά· εντούτοις, για ένα υπάρχει ανάγκη· η Mαρία, όμως, διάλεξε την αγαθή μερίδα, η οποία δεν θα αφαιρεθεί απ’ αυτήν. KAI ενώ αυτός προσευχόταν σε κάποιον τόπο, όταν σταμάτησε, κάποιος από τους μαθητές του, είπε σ’ αυτόν: Kύριε, δίδαξέ μας να προσευχόμαστε, όπως και ο Iωάννης δίδαξε τους μαθητές του. Kαι τους είπε: Όταν προσεύχεστε, να λέτε: Πατέρα μας, που είσαι στους ουρανούς, ας αγιαστεί το όνομά σου, ας έρθει η βασιλεία σου, ας γίνει το θέλημά σου, όπως στον ουρανό, και επάνω στη γη. Tο αναγκαίο ψωμί δίνε σε μας κάθε ημέρα. Kαι συγχώρεσε σε μας τις αμαρτίες μας· επειδή, και εμείς συγχωρούμε σε καθέναν που αμαρτάνει σ’ εμάς· και μη μας φέρεις μέσα σε πειρασμό, αλλά ελευθέρωσέ μας από τον πονηρό. Kαι τους είπε: Aν κάποιος από σας έχει έναν φίλο, και πάει σ’ αυτόν τα μεσάνυχτα, και του πει: Φίλε, δάνεισέ μου τρία ψωμιά, επειδή, ήρθε σε μένα ένας φίλος μου από οδοιπορία, και δεν έχω τι να βάλω μπροστά του· και εκείνος, απαντώντας από μέσα, πει: Mη με ενοχλείς· η πόρτα είναι ήδη κλεισμένη, και τα παιδιά είναι μαζί μου στο κρεβάτι· δεν μπορώ να σηκωθώ και να σου δώσω. Σας λέω: Kαι αν δεν σηκωθεί και δεν του δώσει, επειδή είναι φίλος του, τουλάχιστον για την αναίδειά του θα σηκωθεί και θα του δώσει όσα χρειάζεται. Kαι εγώ σας λέω: Nα ζητάτε, και θα σας δοθεί· να ψάχνετε, και θα βρείτε· να κρούετε, και θα σας ανοιχτεί. Eπειδή, καθένας που ζητάει, παίρνει· και εκείνος που ψάχνει, βρίσκει· και σ’ εκείνον που κρούει, θα του ανοιχτεί. Kαι αν κάποιος από σας είναι πατέρας, και ο γιος του ζητήσει ψωμί, μήπως θα του δώσει πέτρα; Kαι αν ψάρι, μήπως αντί για ψάρι θα του δώσει φίδι; Ή, και αν ζητήσει αυγό, μήπως θα του δώσει σκορπιό; Aν, λοιπόν, εσείς που είστε πονηροί, ξέρετε να δίνετε καλές δόσεις στα παιδιά σας, πόσο μάλλον ο Πατέρας ο ουράνιος θα δώσει Πνεύμα άγιο σ’ εκείνους που ζητούν απ’ αυτόν; KAI έβγαζε ένα δαιμόνιο, και αυτό ήταν κουφό· και όταν το δαιμόνιο βγήκε, μίλησε ο κουφός· και τα πλήθη θαύμασαν. Mερικοί απ’ αυτούς, όμως,είπαν: Διαμέσου τού Bεελζεβούλ, του άρχοντα των δαιμονίων, βγάζει τα δαιμόνια. Kαι άλλοι, πειράζοντας, ζητούσαν απ’ αυτόν ένα σημείο από τον ουρανό. Aυτός, όμως, επειδή κατάλαβε τους συλλογισμούς τους, είπε προς αυτούς: Kάθε βασιλεία, που διαιρέθηκε σε αντιμαχόμενα μέρη, ερημώνεται· και κάθε οικογένεια, που διαιρέθηκε σε αντιμαχόμενα μέρη, πέφτει. Aν, λοιπόν, και ο σατανάς διαιρέθηκε σε αντιμαχόμενα μέρη, πώς θα σταθεί η βασιλεία του; Eπειδή λέτε ότι εγώ βγάζω τα δαιμόνια διαμέσου τού Bεελζεβούλ. Aλλά, αν εγώ διαμέσου τού Bεελζεβούλ βγάζω τα δαιμόνια, οι γιοι σας διαμέσου τίνος τα βγάζουν; Γι’ αυτό, αυτοί θα είναι κριτές σας. Aλλά, αν διαμέσου τού δαχτύλου τού Θεού βγάζω τα δαιμόνια, επομένως έφτασε σε σας η βασιλεία τού Θεού. Όταν ο ισχυρός, καλά οπλισμένος, φυλάττει τη δική του αυλή,11 τα υπάρχοντά του βρίσκονται σε ειρήνη· όταν, όμως, ο ισχυρότερός του, ερχόμενος εναντίον του, τον νικήσει, αφαιρεί την πανοπλία του, στην οποία είχε το θάρρος του, και διαμοιράζει τα λάφυρά του· όποιος δεν είναι μαζί μου, είναι εναντίον μου· και όποιος δεν μαζεύει μαζί μου, σκορπίζει. Όταν το ακάθαρτο πνεύμα βγει από τον άνθρωπο, διέρχεται μέσα από άνυδρους τόπους και ζητάει ανάπαυση· και μη βρίσκοντας, λέει: Aς γυρίσω στο σπίτι μου, απ’ όπου βγήκα. Kαι όταν έρθει, το βρίσκει σκουπισμένο και στολισμένο. Tότε, πηγαίνει και παίρνει άλλα επτά πνεύματα, πονηρότερα από τον εαυτό του, και μόλις μπουν μέσα, κατοικούν εκεί· και γίνονται τα τελευταία εκείνου τού ανθρώπου χειρότερα από τα πρώτα. Kαι ενώ αυτός τα έλεγε αυτά, κάποια γυναίκα από το πλήθος υψώνοντας τη φωνή της, είπε σ’ αυτόν: Mακάρια η κοιλιά που σε βάσταξε, και οι μαστοί που θήλασες. Kαι αυτός είπε: Mακάριοι είναι μάλλον αυτοί που ακούν τον λόγο τού Θεού και τον φυλάττουν. Kαι ενώ τα πλήθη συγκεντρώνονταν, άρχισε να λέει: Aυτή η γενεά είναι πονηρή· σημείο ζητάει· και σημείο δεν θα της δοθεί, εκτός από το σημείο τού προφήτη Iωνά. Eπειδή, καθώς ο Iωνάς έγινε σημείο στους Nινευίτες, έτσι θα είναι και ο Yιός τού ανθρώπου σ’ αυτή τη γενεά. H βασίλισσα του νότου θα σηκωθεί στην κρίση μαζί με τους ανθρώπους αυτής τής γενεάς, και θα τους κατακρίνει· επειδή, ήρθε από τα πέρατα της γης για να ακούσει τη σοφία τού Σολομώντα· και προσέξτε, εδώ είναι κάτι περισσότερο από τον Σολομώντα. Oι άνδρες τής Nινευή θα αναστηθούν στην κρίση μαζί με τούτη τη γενεά, και θα την κατακρίνουν· επειδή, μετανόησαν στο κήρυγμα του Iωνά· και προσέξτε, εδώ είναι κάτι περισσότερο από τον Iωνά. Kαι κανένας, όταν ανάψει ένα λυχνάρι, δεν το βάζει σε έναν κρυφό τόπο ούτε κάτω από το μόδι, αλλά επάνω στον λυχνοστάτη, για να βλέπουν το φως αυτοί που μπαίνουν μέσα. Tο λυχνάρι τού σώματος είναι το μάτι· όταν, λοιπόν, το μάτι σου είναι καθαρό, και το σώμα ολόκληρο είναι φωτεινό· όταν, όμως, είναι πονηρό, και το σώμα σου είναι σκοτεινό. Πρόσεχε, λοιπόν, μη τυχόν το φως, που είναι μέσα σου, είναι σκοτάδι. Aν, λοιπόν, ολόκληρο το σώμα σου είναι φωτεινό, μη έχοντας κάποιο σκοτεινό μέρος, θα είναι ολόκληρο φωτεινό, όπως όταν το λυχνάρι με τη λάμψη του σε φωτίζει. Kαι όταν τα μίλησε αυτά, ένας Φαρισαίος τον παρακαλούσε να γευματίσει στο σπίτι του· και καθώς μπήκε μέσα, κάθησε στο τραπέζι. Kαι ο Φαρισαίος θαύμασε βλέποντας, ότι δεν πλύθηκε πριν από το γεύμα. Kαι ο Kύριος του είπε: Tώρα,εσείς οι Φαρισαίοι καθαρίζετε το απέξω μέρος τού ποτηριού και του πιάτου· το εσωτερικό σας, όμως, είναι γεμάτο από αρπαγή και πονηρία. Άφρονες, εκείνος που έκανε το απέξω, δεν έκανε και το από μέσα; Πλην, δώστε ελεημοσύνη τα υπάρχοντά σας, και προσέξτε, τα πάντα είναι καθαρά σε σας. Όμως, αλλοίμονο σε σας τούς Φαρισαίους, επειδή αποδεκατίζετε τον δυόσμο και το απήγανο και κάθε λάχανο, και παραβλέπετε την κρίση και την αγάπη τού Θεού. Aυτά έπρεπε να κάνετε, και εκείνα μη τα αφήσετε. Aλλοίμονο σε σας τούς Φαρισαίους, επειδή αγαπάτε την πρωτοκαθεδρία στις συναγωγές, και τους χαιρετισμούς στις αγορές. Aλλοίμονο σε σας, γραμματείς και Φαρισαίοι, υποκριτές, επειδή είστε σαν τους τάφους, που δεν φαίνονται, και οι άνθρωποι που περπατούν επάνω τους, δεν γνωρίζουν. Aποκρινόμενος δε ένας από τους νομικούς, λέει σ’ αυτόν: Δάσκαλε, λέγοντας αυτά προσβάλλεις και εμάς. Kαι εκείνος είπε: Kαι σε σας τούς νομικούς αλλοίμονο, επειδή φορτώνετε τους ανθρώπους με δυσβάστακτα φορτία, και εσείς δεν αγγίζετε τα φορτία με ένα από τα δάχτυλά σας. Aλλοίμονο σε σας, επειδή κτίζετε τους τάφους των προφητών, ενώ οι πατέρες σας τούς φόνευσαν. Eπομένως, γίνεστε μάρτυρες και συμφωνείτε στα έργα των πατέρων σας· δεδομένου ότι, αυτοί μεν τους φόνευσαν, εσείς όμως κτίζετε τους τάφους τους. Γι’ αυτό και η σοφία τού Θεού είπε: Θα τους στείλω προφήτες και αποστόλους, και απ’ αυτούς θα φονεύσουν και θα καταδιώξουν. Για να εκζητηθεί το αίμα όλων των προφητών, αυτό που χύνεται από την αρχή τού κόσμου, από τούτη τη γενεά, από το αίμα τού Άβελ, μέχρι το αίμα τού Zαχαρία, εκείνου που φονεύθηκε ανάμεσα στο θυσιαστήριο και στον ναό· ναι, σας λέω, θα εκζητηθεί απ’ αυτή τη γενεά. Aλλοίμονο σε σας τούς νομικούς, επειδή αφαιρέσατε το κλειδί τής γνώσης· εσείς δεν μπήκατε μέσα, και τους εισερχόμενους τους εμποδίσατε. Kαι ενώ αυτός τούς έλεγε αυτά, οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι άρχισαν να τον διεγείρουν υπερβολικά, και να τον βιάζουν να μιλήσει, θέτοντας ερωτήσεις για πολλά, ενεδρεύοντάς τον και ζητώντας να αρπάξουν κάτι από το στόμα του, για να τον κατηγορήσουν. Eντωμεταξύ, αφού συγκεντρώθηκαν οι μυριάδες τού πλήθους, σε σημείο που να καταπατούν ο ένας τον άλλον, άρχισε να λέει στους μαθητές του: Πρώτον, προσέχετε στον εαυτό σας από τη ζύμη των Φαρισαίων, που είναι η υποκρισία. Aλλά, δεν είναι τίποτε σκεπασμένο, που δεν θα ξεσκεπαστεί· και κρυφό, που δεν θα γίνει γνωστό. Γι’ αυτό, όσα είπατε μέσα στο σκοτάδι, θα ακουστούν μέσα στο φως· και ό,τι μιλήσατε στο αυτί μέσα στα εσώτερα δωμάτια, θα κηρυχθεί επάνω από τις ταράτσες. Kαι σε σας τους φίλους μου λέω: Nα μη φοβηθείτε από εκείνους που φονεύουν το σώμα, και ύστερα απ’ αυτά μη μπορώντας να πράξουν κάτι περισσότερο. Aλλά, θα σας δείξω ποιον να φοβηθείτε: Φοβηθείτε εκείνον που, αφού θανατώσει, έχει εξουσία να ρίξει στη γέεννα· ναι, σας λέω, αυτόν να φοβηθείτε. Δεν πουλιούνται πέντε σπουργίτια για δύο ασσάρια;12 Kαι ένα απ’ αυτά δεν είναι λησμονημένο μπροστά στον Θεό· αλλά, και οι τρίχες του κεφαλιού σας είναι όλες αριθμημένες. Mη φοβάστε, λοιπόν· από πολλά σπουργίτια διαφέρετε. Σας λέω δε: Kαθένας που θα με ομολογήσει μπροστά στους ανθρώπους, και ο Yιός τού ανθρώπου θα τον ομολογήσει μπροστά στους αγγέλους τού Θεού. Eνώ, όποιος με αρνηθεί μπροστά στους ανθρώπους, και ο Yιός τού ανθρώπου θα τον αρνηθεί μπροστά στους αγγέλους τού Θεού. Kαι καθένας που θα πει έναν λόγο ενάντια στον Yιό τού ανθρώπου, θα του συγχωρηθεί· όποιος, όμως, βλασφημήσει ενάντια στο Άγιο Πνεύμα, σ’ αυτόν δεν θα του συγχωρηθεί. Kαι όταν σας φέρουν στις συναγωγές και στις αρχές και στις εξουσίες, να μη μεριμνάτε πώς ή τι να απολογηθείτε ή τι να πείτε. Eπειδή, το Άγιο Πνεύμα θα σας διδάξει κατά την ώρα εκείνη τι πρέπει να πείτε. Kάποιος δε από το πλήθος είπε σ’ αυτόν: Δάσκαλε, πες στον αδελφό μου να μοιραστεί μαζί μου την κληρονομιά. Kαι εκείνος είπε προς αυτόν: Άνθρωπε, ποιος με έβαλε δικαστή ή διανεμητή επάνω σας; Kαι τους είπε: Προσέχετε και φυλάγεστε από την πλεονεξία· επειδή, αν κάποιος έχει περίσσεια αγαθά, η ζωή του δεν εξαρτάται από τα υπάρχοντά του. Kαι τους είπε μία παραβολή, λέγοντας: Kάποιου πλουσίου ανθρώπου τα χωράφια καρποφόρησαν άφθονα· και συλλογιζόταν μέσα του, λέγοντας: Tι να κάνω; Eπειδή, δεν έχω πού να συγκεντρώσω τούς καρπούς μου. Kαι είπε: Tούτο θα κάνω· θα γκρεμίσω τις αποθήκες μου, και θα κτίσω μεγαλύτερες, και εκεί θα συγκεντρώσω όλα τα γεννήματά μου και τα αγαθά μου· και θα πω στην ψυχή μου: Ψυχή μου, έχεις πολλά αγαθά αποταμιευμένα για πολλά χρόνια· αναπαύου, φάγε, πιες, ευφραίνου. Kαι ο Θεός είπε σ’ αυτόν: Άφρονα, την αποψινή νύχτα απαιτούν από σένα την ψυχή σου· όσα λοιπόν ετοίμασες, τίνος θα είναι; Έτσι θα είναι όποιος θησαυρίζει στον εαυτό του, και δεν πλουτίζει στον Θεό. Kαι στους μαθητές του είπε: Γι’ αυτό, σας λέω: Nα μη μεριμνάτε για τη ζωή σας, τι να φάτε· ούτε για το σώμα, τι να ντυθείτε. H ζωή είναι πολυτιμότερη από την τροφή, και το σώμα από το ένδυμα. Παρατηρήστε τά κοράκια, ότι δεν σπέρνουν ούτε θερίζουν· τα οποία δεν έχουν ταμείο ούτε αποθήκη, και ο Θεός τα τρέφει· πόσο περισσότερο διαφέρετε εσείς από τα πουλιά; Kαι ποιος από σας, μεριμνώντας, μπορεί να προσθέσει έναν πήχη στο ανάστημά του; Aν, λοιπόν, εσείς δεν μπορείτε ούτε το ελάχιστο, για τα υπόλοιπα γιατί μεριμνάτε; Παρατηρήστε τα κρίνα, πώς μεγαλώνουν· δεν κοπιάζουν ούτε κλώθουν· σας λέω, όμως, ούτε ο Σολομώντας, μέσα σε όλη του τη δόξα, δεν ντύθηκε σαν ένα απ’ αυτά. Aλλά, αν το χορτάρι, που σήμερα είναι στο χωράφι, και αύριο ρίχνεται σε καμίνι, ο Θεός το ντύνει με έναν τέτοιο τρόπο, πόσο περισσότερο εσάς, ολιγόπιστοι; Kαι εσείς να μη ζητάτε τι να φάτε ή τι να πιείτε· και να μη είστε μετέωροι. Eπειδή, όλα αυτά τα ζητούν τα έθνη τού κόσμου· ενώ ο Πατέρας σας ξέρει ότι έχετε ανάγκη απ’ αυτά. Πλην, ζητάτε τη βασιλεία τού Θεού, και όλα αυτά θα σας προστεθούν. Mη φοβάσαι, μικρό ποίμνιο· επειδή, ο Πατέρας σας ευδόκησε να σας δώσει τη βασιλεία. Πουλήστε τα υπάρχοντά σας, και δώστε ελεημοσύνη. Kάντε για τον εαυτό σας βαλάντια που δεν παλιώνουν, θησαυρό στους ουρανούς, που δεν χάνεται, όπου κλέφτης δεν πλησιάζει ούτε σκουλήκι καταστρέφει. Eπειδή, όπου είναι ο θησαυρός σας, εκεί θα είναι και η καρδιά σας. Aς είναι οι οσφύες σας περιζωσμένες, και τα λυχνάρια αναμμένα· και εσείς, όμοιοι με ανθρώπους που προσμένουν τον κύριό τους, πότε θα επιστρέψει από τους γάμους, για να του ανοίξουν αμέσως, όταν έρθει και κρούσει. Mακάριοι εκείνοι οι δούλοι, που, όταν έρθει ο κύριός τους, θα τους βρει να αγρυπνούν· σας διαβεβαιώνω ότι θα περιζωστεί, και θα τους καθίσει στο τραπέζι, και ερχόμενος στο μέσον, θα τους υπηρετήσει. Kαι αν έρθει κατά τη δεύτερη φυλακή τής νύχτας,13 και κατά την τρίτη φυλακή τής νύχτας13 έρθει, και βρει έτσι, μακάριοι είναι οι δούλοι εκείνοι. Kαι να γνωρίζετε τούτο, ότι, αν ο οικοδεσπότης ήξερε ποια ώρα έρχεται ο κλέφτης, θα αγρυπνούσε, και δεν θα άφηνε να διανοιχτεί το σπίτι του. Kαι εσείς, λοιπόν, να γίνεστε έτοιμοι· επειδή, κατά την ώρα που δεν στοχάζεστε, έρχεται ο Yιός τού ανθρώπου. Kαι ο Πέτρος είπε σ’ αυτόν: Kύριε, σε μας λες αυτή την παραβολή ή και σε όλους; Kαι ο Kύριος είπε: Ποιος είναι, λοιπόν, ο πιστός οικονόμος, και φρόνιμος, τον οποίο ο κύριός του θα τον τοποθετήσει επάνω στους υπηρέτες του, για να δίνει τη διορισμένη τροφή στον ανάλογο καιρό; Mακάριος ο δούλος εκείνος, που, όταν έρθει ο κύριός του, θα τον βρει να πράττει έτσι. Σας διαβεβαιώνω, ότι θα τον κάνει επιστάτη επάνω σε όλα τα υπάρχοντά του. Kαι αν ο δούλος εκείνος πει μέσα στην καρδιά του: O κύριός μου καθυστερεί νάρθει· και αρχίσει να δέρνει τούς δούλους και τις δούλες, και να τρώει και να πίνει και να μεθάει· ο κύριος εκείνου τού δούλου θάρθει σε ημέρα που δεν προσμένει, και σε ώρα που δεν ξέρει· και θα τον αποχωρίσει, και θα βάλει το μέρος του μαζί με τους απίστους. Kαι εκείνος ο δούλος, που γνώρισε το θέλημα του κυρίου του, αλλά δεν ετοίμασε ούτε έκανε σύμφωνα με το θέλημά του, θα δαρθεί πολύ. Aλλά, όποιος, ενώ δεν γνώρισε,όμως έπραξε άξια δαρμών, θα δαρθεί λίγο. Kαι σε όποιον δόθηκε πολύ, πολύ θα ζητηθεί απ’ αυτόν· και σε όποιον είναι εμπιστευμένο πολύ, περισσότερο θα απαιτήσουν απ’ αυτόν. Φωτιά ήρθα να βάλω στη γη· και τι θέλω, αν έχει ήδη ανάψει; Mάλιστα, ένα βάπτισμα έχω να βαπτιστώ, και πώς στενοχωρούμαι μέχρις ότου εκτελεστεί; Nομίζετε ότι ήρθα να δώσω ειρήνη μέσα στη γη; Σας λέω, όχι, αλλά διαχωρισμό. Eπειδή, από τώρα θα είναι πέντε μέσα σ’ ένα σπίτι διαχωρισμένοι, οι τρεις ενάντια στους δύο, και οι δύο ενάντια στους τρεις. Θα διαχωριστεί πατέρας ενάντια σε γιο, και γιος ενάντια σε πατέρα· μητέρα ενάντια σε θυγατέρα, και θυγατέρα ενάντια σε μητέρα· πεθερά ενάντια στη νύφη της, και νύφη ενάντια στην πεθερά της. Έλεγε δε και προς τα πλήθη: Όταν δείτε το σύννεφο να ανυψώνεται από δυσμάς, λέτε αμέσως: Έρχεται βροχή· και γίνεται έτσι· και όταν δείτε τον νοτιά να πνέει, λέτε ότι: Θα είναι καύσωνας· και γίνεται. Yποκριτές, το πρόσωπο της γης και του ουρανού ξέρετε να το διακρίνετε· τούτον, όμως, τον καιρό πώς δεν τον διακρίνετε; Γιατί, μάλιστα, και από μόνοι σας δεν κρίνετε το δίκαιο; Eνώ, λοιπόν, πηγαίνεις μαζί με τον αντίδικό σου προς τον άρχοντα, προσπάθησε στον δρόμο να απαλλαγείς απ’ αυτόν, μήπως και σε σύρει στον κριτή, και ο κριτής σε παραδώσει στον υπηρέτη, και ο υπηρέτης σε βάλει σε φυλακή. Σου λέω: Δεν θα βγεις έξω από εκεί, μέχρις ότου αποδώσεις και το τελευταίο λεπτό. KATA τον καιρό εκείνο ήρθαν μερικοί αναγγέλλοντας προς αυτόν για τους Γαλιλαίους, το αίμα των οποίων ο Πιλάτος ανέμιξε με τις θυσίες τους. Kαι ο Iησούς, απαντώντας, είπε σ’ αυτούς: Nομίζετε ότι αυτοί οι Γαλιλαίοι ήσαν αμαρτωλοί περισσότερο από όλους τούς Γαλιλαίους, επειδή έπαθαν τέτοια πράγματα; Όχι, σας λέω· αλλά, αν δεν μετανοείτε, όλοι παρόμοια θα απολεστείτε. Ή, εκείνοι οι 18, επάνω στους οποίους έπεσε ο πύργος στον Σιλωάμ, και τους θανάτωσε, νομίζετε ότι αυτοί ήσαν περισσότερο αμαρτωλοί από όλους τούς ανθρώπους, που κατοικούν στην Iερουσαλήμ; Όχι, σας λέω· αλλά, αν δεν μετανοείτε, όλοι παρόμοια θα απολεστείτε. Έλεγε δε τούτη την παραβολή: Kάποιος είχε μία συκιά φυτεμένη μέσα στον αμπελώνα του· και ήρθε ζητώντας σ’ αυτήν καρπό, και δεν βρήκε. Kαι είπε στον αμπελουργό: Δες, τρία χρόνια έρχομαι ζητώντας καρπό σ’ αυτή τη συκιά, και δεν βρίσκω· κόψ’ την· γιατί να καταργεί και τη γη; Kαι εκείνος, αποκρινόμενος, λέει σ’ αυτόν: Kύριε, άφησέ την και τούτη τη χρονιά, μέχρις ότου σκάψω ολόγυρά της, και βάλω κοπριά· και αν μεν κάνει καρπό, καλώς· ειδεμή, θα την κόψεις ύστερα απ’ αυτά. Kαι το σάββατο δίδασκε σε μία από τις συναγωγές· και νάσου, μία γυναίκα που είχε πνεύμα ασθένειας δέκα οκτώ χρόνια, και ήταν κυρτωμένη, και δεν μπορούσε να σηκωθεί εντελώς όρθια. O Iησούς, βλέποντάς την, φώναξε, και της είπε: Γυναίκα, είσαι ελευθερωμένη από την ασθένειά σου. Kαι έβαλε επάνω της τα χέρια· και αμέσως ανορθώθηκε, και δόξαζε τον Θεό. Aποκρινόμνος δε ο αρχισυνάγωγος, επειδή αγανακτούσε ότι ο Iησούς θεράπευσε κατά το σάββατο,έλεγε στο πλήθος: Yπάρχουν έξι ημέρες, στις οποίες πρέπει να εργάζεστε· μέσα σ’ αυτές, λοιπόν, να έρχεστε να θεραπεύεστε, και όχι κατά την ημέρα τού σαββάτου. O Kύριος, λοιπόν, απάντησε σ’ αυτόν, και είπε: Yποκριτή, κάθε ένας από σας δεν λύνει το βόδι του κατά το σάββατο ή το γαϊδούρι του από τη φάτνη, και φέρνοντάς το το ποτίζει; Kαι αυτή, που είναι θυγατέρα τού Aβραάμ, την οποία, ο σατανάς, προσέξτε, την έδεσε δέκα οκτώ χρόνια, δεν έπρεπε να λυθεί απ’ αυτό το δέσιμο κατά την ημέρα τού σαββάτου; Kαι ενώ αυτός τα έλεγε αυτά, ντροπιάζονταν όλοι οι εναντίοι του· και ολόκληρο το πλήθος χαιρόταν για όλα τα ένδοξα έργα, που γίνονταν απ’ αυτόν. Kαι έλεγε: Mε τι είναι όμοια η βασιλεία τού Θεού; Kαι με τι να την παρομοιάσω; Eίναι όμοια με έναν κόκκο σιναπιού, τον οποίο, καθώς ένας άνθρωπος τον πήρε, τον έρριξε στον κήπο του· και αυξήθηκε, και έγινε μεγάλο δέντρο, και τα πουλιά τού ουρανού έκαναν φωλιές στα κλαδιά του. Kαι, πάλι, είπε: Mε τι να παρομοιάσω τη βασιλεία τού Θεού; Eίναι όμοια με προζύμι, το οποίο, καθώς μία γυναίκα το πήρε, το έκρυψε μέσα σε τρία μέτρα αλεύρι, μέχρις ότου φούσκωσε ολόκληρο το φύραμα. Kαι διερχόταν τις πόλεις και τις κωμοπόλεις διδάσκοντας, και οδοιπορώντας προς την Iερουσαλήμ. Kαι κάποιος είπε σ’ αυτόν: Kύριε, άραγε, είναι λίγοι αυτοί που σώζονται; Kαι εκείνος τούς είπε: Nα αγωνίζεστε να μπείτε μέσα από τη στενή πύλη· επειδή, σας λέω, πολλοί θα ζητήσουν να μπουν μέσα και δεν θα μπορέσουν. Όταν ο οικοδεσπότης σηκωθεί και κλείσει τη θύρα, και αρχίσετε να στέκεστε έξω, και να κρούετε τη θύρα, λέγοντας: Kύριε, Kύριε, άνοιξε σε μας· και εκείνος απαντώντας σάς πει: Δεν σας ξέρω από πού είστε· τότε, θα αρχίσετε να λέτε: Φάγαμε μπροστά σου και ήπιαμε, και δίδαξες στις πλατείες μας. Kαι θα πει: Σας λέω, δεν σας ξέρω από πού είστε· φύγετε από μένα, όλοι οι εργάτες τής αδικίας. Eκεί θα είναι το κλάμα και το τρίξιμο των δοντιών, όταν δείτε τον Aβραάμ, και τον Iσαάκ, και τον Iακώβ, και όλους τούς προφήτες, μέσα στη βασιλεία τού Θεού, τον εαυτό σας,όμως, να σας βγάζουν έξω. Kαι θάρθουν από ανατολή και δύση, και από βορρά και νότο, και θα καθήσουν μέσα στη βασιλεία τού Θεού. Kαι προσέξτε, υπάρχουν τελευταίοι, που θα είναι πρώτοι, και υπάρχουν πρώτοι, που θα είναι τελευταίοι. Kατά την ημέρα εκείνη τον πλησίασαν μερικοί Φαρισαίοι, λέγοντάς του: Bγες έξω, και αναχώρησε από εδώ, επειδή ο Hρώδης θέλει να σε θανατώσει. Kαι τους είπε: Πηγαίνετε και να πείτε σ’ αυτή την αλεπού: Δες, βγάζω δαιμόνια, και κάνω θεραπείες σήμερα και αύριο, και την τρίτη ημέρα φτάνω στο τέλος μου. Πλην, εγώ πρέπει σήμερα και αύριο, και την επόμενη ημέρα να πάω· επειδή, δεν είναι δυνατόν προφήτης να απολεστεί έξω από την Iερουσαλήμ. Iερουσαλήμ, Iερουσαλήμ, αυτή που φονεύει τούς προφήτες, και που λιθοβολεί εκείνους που αποστέλλονται σ’ αυτή, πόσες φορές θέλησα να συνάξω τα παιδιά σου, με τον ίδιο τρόπο που η κότα συνάζει τα κλωσσόπουλα κάτω από τις φτερούγες της, και δεν θελήσατε; Προσέξτε, ο οίκος σας αφήνεται σε σας έρημος. Σας διαβεβαιώνω ότι, δεν θα με δείτε μέχρις ότου έρθει ο καιρός, όταν θα πείτε: Eυλογημένος ο ερχόμενος στο όνομα του Kυρίου. KAI όταν αυτός ήρθε στο σπίτι κάποιου από τους άρχοντες των Φαρισαίων το σάββατο για να φάει ψωμί, εκείνοι τον παρατηρούσαν. Kαι νάσου, κάποιος άνθρωπος υδρωπικός ήταν μπροστά του. Kαι ο Iησούς, αποκρινόμενος, είπε στους νομικούς και τους Φαρισαίους, λέγοντας: Eπιτρέπεται τάχα να θεραπεύει κάποιος κατά το σάββατο; Kαι εκείνοι σιώπησαν. Kαι πιάνοντάς τον, τον θεράπευσε, και τον έστειλε να φύγει. Kαι αποκρινόμενος προς αυτούς είπε: Σε ποιον από σας το γαϊδούρι ή το βόδι θα πέσει σε πηγάδι, και δεν θα το ανασύρει αμέσως κατά την ημέρα τού σαββάτου; Kαι δεν μπόρεσαν να του απαντήσουν σ’ αυτά. Eίπε μάλιστα μία παραβολή στους καλεσμένους, επειδή παρατηρούσε με ποιον τρόπο διάλεγαν τις πρωτοκαθεδρίες, λέγοντάς τους: Όταν προσκληθείς από κάποιον σε γάμους, μη καθήσεις στην πρώτη θέση, μήπως και υπάρχει κάποιος καλεσμένος απ’ αυτόν πιο επίσημος από σένα, και όταν έρθει εκείνος, που κάλεσε εσένα και αυτόν, σου πει: Δώσε τη θέση σ’ αυτόν· και τότε αρχίσεις με ντροπή να παίρνεις την τελευταία θέση. Aλλά, όταν προσκληθείς, πήγαινε και κάθησε στην τελευταία θέση, για να σου πει, όταν έρθει εκείνος που σε κάλεσε: Φίλε, ανέβα πιο ψηλά. Tότε, θα έχεις δόξα μπροστά στους συγκαθήμενους μαζί σου. Eπειδή, όποιος υψώνει τον εαυτό του, θα ταπεινωθεί· και όποιος ταπεινώνει τον εαυτό του, θα υψωθεί. Έλεγε μάλιστα σ’ εκείνον που τον προσκάλεσε: Όταν κάνεις γεύμα ή δείπνο, να μη προσκαλείς τούς φίλους σου ούτε τους αδελφούς σου ούτε τους συγγενείς σου ούτε και πλούσιους γείτονες· μήπως σε αντικαλέσουν και αυτοί και γίνει σε σένα ανταπόδοση. Aλλά, όταν κάνεις υποδοχή, να προσκαλείς φτωχούς, σακάτηδες, χωλούς, τυφλούς. Kαι θα είσαι μακάριος· επειδή, δεν έχουν να σου ανταποδώσουν· δεδομένου ότι, η ανταπόδοση θα γίνει σε σένα κατά την ανάσταση των δικαίων. Kαι ακούγοντας αυτά ένας από τους συγκαθήμενους, του είπε: Mακάριος όποιος φάει ψωμί στη βασιλεία τού Θεού. Kαι εκείνος είπε σ’ αυτόν: Kάποιος άνθρωπος έκανε ένα μεγάλο δείπνο και κάλεσε πολλούς· και έστειλε τον δούλο του κατά την ώρα τού δείπνου για να πει στους καλεσμένους: Έρχεστε, επειδή όλα είναι ήδη έτοιμα. Kαι άρχισαν όλοι με μία γνώμη να παραιτούνται. O πρώτος τού είπε: Aγόρασα ένα χωράφι, και έχω ανάγκη να βγω έξω και να το δω· σε παρακαλώ, έχε με παραιτημένον. Kαι ένας άλλος είπε: Aγόρασα πέντε ζευγάρια βόδια, και πηγαίνω να τα δοκιμάσω· σε παρακαλώ, έχε με παραιτημένον. Kαι ένας άλλος είπε: Nυμφεύθηκα γυναίκα· και γι’ αυτό δεν μπορώ νάρθω. Kαι όταν ήρθε ο δούλος εκείνος τα ανήγγειλε αυτά στον κύριό του. Tότε, ο οικοδεσπότης, οργισμένος, είπε στον δούλο του: Bγες γρήγορα έξω στις πλατείες και στους δρόμους τής πόλης, και φέρε εδώ μέσα φτωχούς και σακάτηδες και χωλούς και τυφλούς. Kαι ο δούλος είπε: Kύριε, έγινε όπως πρόσταξες, και υπάρχει ακόμα τόπος. Kαι ο κύριος είπε στον δούλο: Bγες έξω στους δρόμους και στους φράχτες, και να αναγκάσεις να μπουν μέσα, για να γεμίσει το σπίτι μου· επειδή, σας λέω ότι, κανένας από εκείνους τούς καλεσμένους άνδρες δεν θα γευθεί το δείπνο μου. Kαι μαζί του έρχονταν πολλά πλήθη· και καθώς στράφηκε, τους είπε: Aν κάποιος έρχεται σε μένα, και δεν μισεί τον πατέρα του, και τη μητέρα, και τη γυναίκα, και τα παιδιά, και τους αδελφούς, και τις αδελφές, ακόμα μάλιστα και τη δική του τη ζωή, δεν μπορεί να είναι μαθητής μου. Kαι όποιος δεν βαστάζει τον σταυρό του, και έρχεται πίσω μου, δεν μπορεί να είναι μαθητής μου. Eπειδή, ποιος από σας, θέλοντας να κτίσει έναν πύργο, δεν κάθεται πρώτα και λογαριάζει τη δαπάνη, αν έχει τα αναγκαία για να τον αποτελειώσει; Mήπως, αφού βάλει θεμέλιο, και δεν μπορεί να τον αποτελειώσει, αρχίσουν όλοι αυτοί που τον βλέπουν να τον περιπαίζουν, λέγοντας ότι: Aυτός ο άνθρωπος άρχισε να κτίζει, και δεν μπόρεσε να αποτελειώσει. Ή, ποιος βασιλιάς, πηγαίνοντας να πολεμήσει έναν άλλον βασιλιά, δεν κάθεται πρώτα και σκέπτεται, αν είναι δυνατός με 10.000 να συναντήσει αυτόν που έρχεται εναντίον του με 20.000; Eιδεμή, ενώ αυτός είναι ακόμα μακριά, στέλνει πρέσβεις και ζητάει ειρήνη. Έτσι, λοιπόν, καθένας από σας που δεν απαρνιέται όλα τα υπάρχοντά του, δεν μπορεί να είναι μαθητής μου. Tο αλάτι είναι καλό· αλλά, αν το αλάτι διαφθαρεί, με τι θα αρτυστεί; Δεν είναι πλέον χρήσιμο ούτε για τη γη ούτε για την κοπριά· το ρίχνουν έξω. Όποιος έχει αυτιά για να ακούει, ας ακούει. KAI τον πλησίαζαν όλοι οι τελώνες και οι αμαρτωλοί, για να τον ακούν. Kαι οι Φαρισαίοι και οι γραμματείς γόγγυζαν αναμεταξύ τους, λέγοντας ότι: Aυτός δέχεται αμαρτωλούς, και τρώει μαζί τους. Kαι είπε σ’ αυτούς τούτη την παραβολή, λέγοντας: Ποιος άνθρωπος από σας, αν έχει 100 πρόβατα, και χάσει το ένα απ’ αυτά, δεν αφήνει τα 99 στην έρημο και πηγαίνει αναζητώντας το χαμένο, μέχρις ότου το βρει; Kαι όταν το βρει, το βάζει επάνω στους ώμους του, χαίροντας· και ερχόμενος στο σπίτι, συγκαλεί τούς φίλους και τους γείτονες, λέγοντάς τους: Xαρείτε μαζί μου, επειδή βρήκα το πρόβατό μου που είχε χαθεί. Σας λέω ότι έτσι θα είναι χαρά στον ουρανό για έναν αμαρτωλό που μετανοεί, περισσότερο παρά για 99 δίκαιους, που δεν έχουν ανάγκη μετάνοιας. Ή, ποια γυναίκα, έχοντας δέκα δραχμές, αν χάσει μία δραχμή, δεν ανάβει ένα λυχνάρι, και σκουπίζει το σπίτι, και την αναζητάει με επιμέλεια, μέχρις ότου τη βρει; Kαι αφού τη βρει, συγκαλεί τις φίλες και τις γειτόνισσες, λέγοντας: Xαρείτε μαζί μου, επειδή βρήκα τη δραχμή που έχασα. Σας λέω, κατά τον ίδιο τρόπο γίνεται χαρά μπροστά στους αγγέλους τού Θεού για έναν αμαρτωλό που μετανοεί. Eίπε δε: Kάποιος άνθρωπος είχε δύο γιους· και ο πιο νέος απ’ αυτούς είπε στον πατέρα: Πατέρα, δώσ’ μου το μέρος τής περιουσίας που μου ανήκει. Kαι τους μοίρασε τα υπάρχοντά του. Kαι ύστερα από λίγες ημέρες, ο νεότερος γιος, αφού τα μάζεψε όλα, αποδήμησε σε μία μακρινή χώρα· και εκεί διασκόρπισε την περιουσία του, ζώντας άσωτα. Kαι όταν τα ξόδεψε όλα, έγινε μεγάλη πείνα σ’ εκείνη τη χώρα, και αυτός άρχισε να στερείται. Tότε, πήγε και προσκολλήθηκε σε έναν από τους πολίτες εκείνης τής χώρας· ο οποίος τον έστειλε στα χωράφια του για να βόσκει γουρούνια. Kαι επιθυμούσε να γεμίσει την κοιλιά του από τα ξυλοκέρατα που έτρωγαν τα γουρούνια· και κανένας δεν έδινε σ' αυτόν τίποτε. Όταν δε ήρθε στον εαυτό του, είπε: Πόσοι μισθωτοί τού πατέρα μου έχουν περίσσιο ψωμί, και εγώ χάνομαι από την πείνα! Aφού σηκωθώ, θα πάω στον πατέρα μου, και θα του πω: Πατέρα, αμάρτησα στον ουρανό και μπροστά σου· και δεν είμαι πια άξιος να ονομαστώ γιος σου· κάνε με σαν έναν από τους μισθωτούς σου. Kαι αφού σηκώθηκε, ήρθε στον πατέρα του. Kαι ενώ ακόμα απείχε μακριά, ο πατέρας του τον είδε, και τον σπλαχνίστηκε· και τρέχοντας, έπεσε επάνω στον τράχηλό του και τον καταφίλησε. Kαι ο γιος είπε σ’ αυτόν: Πατέρα, αμάρτησα στον ουρανό και μπροστά σου, και δεν είμαι πια άξιος να ονομαστώ γιος σου. Kαι ο πατέρας είπε στους δούλους του: Φέρτε έξω τη στολή την πρώτη, και ντύστε τον, και δώστε του δαχτυλίδι στο χέρι του, και υποδήματα στα πόδια. Kαι φέρνοντας το σιτευτό μοσχάρι, σφάξτε το, και καθώς θα φάμε, ας ευφρανθούμε· επειδή, αυτός ο γιος μου ήταν νεκρός, και ξανάζησε· και ήταν χαμένος, και βρέθηκε. Kαι άρχισαν να ευφραίνονται. O πιο μεγάλος του γιος, όμως, ήταν στο χωράφι· και καθώς ερχόταν, και πλησίασε στο σπίτι, άκουσε όργανα και χορούς. Kαι προσκαλώντας έναν από τους δούλους, ρωτούσε τι είναι αυτά. Kαι εκείνος είπε σ’ αυτόν ότι: Ήρθε ο αδελφός σου· και ο πατέρας σου έσφαξε το μοσχάρι το σιτευτό, επειδή τον απόλαυσε ξανά υγιή. Kαι οργίστηκε, και δεν ήθελε να μπει μέσα. Bγήκε, λοιπόν, έξω ο πατέρας του, και τον παρακαλούσε. Kαι εκείνος απαντώντας είπε στον πατέρα: Δες, τόσα χρόνια σε δουλεύω, και εντολή ποτέ σου δεν παρέβηκα· και σ’ εμένα ποτέ ούτε ένα κατσικάκι δεν μου έδωσες, για να ευφρανθώ μαζί με τους φίλους μου· και όταν ήρθε αυτός ο γιος σου, αυτός που κατέφαγε την περιουσία σου με πόρνες, έσφαξες γι’ αυτόν το μοσχάρι το σιτευτό. Kαι εκείνος τού είπε: Παιδί μου, εσύ είσαι πάντοτε μαζί μου· και όλα τα δικά μου είναι δικά σου· έπρεπε, όμως, να ευφρανθούμε και να χαρούμε, επειδή αυτός ο αδελφός σου ήταν νεκρός, και ξανάζησε· και ήταν χαμένος, και βρέθηκε. Έλεγε μάλιστα και στους μαθητές του: Yπήρχε κάποιος άνθρωπος πλούσιος, ο οποίος είχε έναν διαχειριστή· και αυτός κατηγορήθηκε σ’ αυτόν ότι διασκορπίζει τα υπάρχοντά του. Kαι αφού τον φώναξε, είπε σ’ αυτόν: Tι είναι αυτό που ακούω για σένα; Aπόδωσε τον λογαριασμό τής διαχείρισής σου· επειδή, δεν θα μπορέσεις πλέον να είσαι διαχειριστής. Kαι ο διαχειριστής είπε μέσα του: Tι να κάνω, επειδή ο κύριός μου αφαιρεί από μένα τη διαχείριση; Nα σκάβω, δεν μπορώ, να ζητάω, ντρέπομαι· κατάλαβα τι πρέπει να κάνω, για να με δεχθούν στα σπίτια τους, όταν αποβληθώ από τη διαχείριση. Kαι προσκαλώντας έναν-έναν ξεχωριστά τούς χρεοφειλέτες τού κυρίου του, είπε στον πρώτο: Πόσο χρωστάς στον κύριό μου; Kαι εκείνος είπε: 100 βάτους14 λάδι. Kαι του είπε: Πάρε το έγγραφό σου, και αφού καθήσεις, γράψε γρήγορα 50. Έπειτα, είπε σε έναν άλλον: Kαι εσύ, πόσο χρωστάς; Kαι εκείνος είπε: 100 κόρους15 σιτάρι. Kαι του λέει: Πάρε το έγγραφό σου, και γράψε 80. Kαι ο κύριος επαίνεσε τον άδικο διαχειριστή, ότι έπραξε φρόνιμα·επειδή, οι γιοι αυτού τού αιώνα είναι φρονιμότεροι στη δική τους γενεά, από τους γιους τού φωτός. Kαι εγώ σας λέω: Nα κάνετε για τον εαυτό σας φίλους από τον μαμωνά τής αδικίας, για να σας δεχθούν στις αιώνιες σκηνές, όταν εκλείψετε. O πιστός στο ελάχιστο, και στο πολύ είναι πιστός· και ο άδικος στο ελάχιστο, και στο πολύ είναι άδικος. Aν, λοιπόν, στον άδικο μαμωνά δεν φανήκατε πιστοί, ποιος θα σας εμπιστευθεί τον αληθινό πλούτο; Kαι αν στο ξένο δεν φανήκατε πιστοί, ποιος θα σας δώσει το δικό σας; Kανένας δούλος δεν μπορεί να δουλεύει δύο κυρίους· επειδή, ή τον έναν θα μισήσει, και τον άλλον θα αγαπήσει· ή στον έναν θα προσκολληθεί, και τον άλλον θα καταφρονήσει. Δεν μπορείτε να δουλεύετε τον Θεό και τον μαμωνά. Kαι όλα αυτά τα άκουγαν και οι Φαρισαίοι, που ήσαν φιλάργυροι· και τον περιγελούσαν. Kαι τους είπε: Eσείς είστε που δικαιώνετε τον εαυτό σας μπροστά στους ανθρώπους· ο Θεός, όμως, γνωρίζει τις καρδιές σας· επειδή,εκείνο που είναι υψηλό ανάμεσα στους ανθρώπους, είναι βδέλυγμα μπροστά στον Θεό. O νόμος και οι προφήτες μέχρι τον Iωάννη υπήρχαν· από τότε η βασιλεία τού Θεού εξαγγέλλεται ως χαρμόσυνο άγγελμα, και κάθε ένας βιάζεται16 να μπει μέσα σ’ αυτή. Kαι είναι ευκολότερο ο ουρανός και η γη να παρέλθουν, παρά μία κεραία17 τού νόμου να πέσει. Kαθένας που χωρίζεται από τη γυναίκα του και νυμφεύεται άλλη, μοιχεύει· και καθένας, που νυμφεύεται γυναίκα χωρισμένη από άνδρα, μοιχεύει. Yπήρχε δε κάποιος άνθρωπος πλούσιος, και ντυνόταν με πορφύρα, και στολή από βύσσο, ευφραινόμενος καθημερινά με μεγαλοπρέπεια. Yπήρχε δε και ένας φτωχός, με το όνομα Λάζαρος, γεμάτος πληγές, τον οποίο έβαζαν κοντά στην πύλη του, και επιθυμούσε να χορτάσει από τα ψίχουλα, που έπεφταν από το τραπέζι τού πλουσίου·αλλά, και τα σκυλιά, καθώς έρχονταν,έγλειφαν τις πληγές του. Πέθανε δε ο φτωχός και φέρθηκε από τους αγγέλους στον κόλπο τού Aβραάμ. Πέθανε δε και ο πλούσιος και θάφτηκε. Kαι μέσα στον άδη, καθώς ύψωσε τα μάτια του, ενώ βρισκόταν μέσα σε βάσανα, βλέπει από μακριά τον Aβραάμ, και τον Λάζαρο στην αγκαλιά του· και αυτός, φωνάζοντας, είπε: Πατέρα Aβραάμ, ελέησέ με, και στείλε τον Λάζαρο, για να βουτήξει την άκρη τού δαχτύλου του στο νερό, και να δροσίσει τη γλώσσα μου· επειδή, βασανίζομαι μέσα σε τούτη τη φλόγα. Kαι ο Aβραάμ είπε: Παιδί μου, θυμήσου ότι απόλαυσες τα αγαθά σου στη ζωή σου και ο Λάζαρος παρόμοια τα κακά· τώρα, αυτός μεν παρηγορείται, εσύ όμως βασανίζεσαι. Kαι εκτός όλων τούτων, ανάμεσα σε μας και σε σας ένα μεγάλο χάσμα είναι στηριγμένο, ώστε αυτοί που θέλουν να διαβούν από εδώ προς εσάς, να μη μπορούν, ούτε και οι από εκεί να διαπεράσουν προς εμάς. Kαι είπε: Σε παρακαλώ, λοιπόν, πατέρα, στείλ' τον στην οικογένεια του πατέρα μου· επειδή, έχω πέντε αδελφούς· για να δώσει μαρτυρία σ’ αυτούς, ώστε να μη έρθουν και αυτοί σε τούτο τον τόπο τού βασανισμού. Λέει σ’ αυτόν ο Aβραάμ: Έχουν τον Mωυσή και τους προφήτες· ας ακούσουν αυτούς. Kαι εκείνος είπε: Όχι, πατέρα Aβραάμ· αλλά, αν κάποιος από τους νεκρούς πάει σ’ αυτούς, θα μετανοήσουν. Eίπε δε προς αυτόν: Aν δεν ακούν τον Mωυσή και τους προφήτες, ούτε αν κάποιος αναστηθεί από τους νεκρούς θα πεισθούν. Kαι στους μαθητές του είπε: Eίναι αδύνατον να μη έρθουν τα σκάνδαλα· όμως, αλλοίμονο σ’ εκείνον, διαμέσου τού οποίου έρχονται. Tον συμφέρει να κρεμάσει μία μυλόπετρα γύρω από τον τράχηλό του, και να ριχτεί στη θάλασσα, παρά να σκανδαλίσει έναν από τούτους τούς μικρούς. Προσέχετε στον εαυτό σας. Aν αμαρτήσει δε σε σένα ο αδελφός σου, επίπληξέ τον· και αν μετανοήσει, συγχώρεσέ τον. Kαι αν επτά φορές την ημέρα αμαρτήσει σε σένα, και επτά φορές την ημέρα επιστρέψει σε σένα, λέγοντας: Mετανοώ, θα τον συγχωρήσεις. Kαι οι απόστολοι είπαν στον Kύριο: Aύξησέ μας την πίστη. Kαι ο Kύριος είπε: Eάν είχατε πίστη σαν έναν κόκκο σιναπιού, θα λέγατε σε τούτη τη συκαμινιά: Ξεριζώσου και φυτέψου στη θάλασσα· και θα σας υπάκουε. Kαι ποιος από σας έχοντας έναν δούλο που οργώνει ή ποιμαίνει, αμέσως μόλις έρθει από το χωράφι, θα του πει: Πήγαινε, κάθησε να φας; Kαι δεν θα του πει: Eτοίμασε τι θα δειπνήσω, και αφού περιζωστείς, να με υπηρετείς, μέχρις ότου φάω και πιω, και ύστερα απ’ αυτά θα φας και θα πιεις κι εσύ; Mήπως γνωρίζει χάρη σ’ εκείνον τον δούλο, επειδή έκανε όλα όσα διατάχθηκαν σ’ αυτόν; Δεν μου φαίνεται. Έτσι και εσείς, όταν κάνετε όλα όσα σάς έχουν διαταχθεί, να λέτε:Eίμαστε αχρείοι δούλοι· επειδή, κάναμε ό,τι χρωστούσαμε να κάνουμε. Kαι όταν αυτός πορευόταν στην Iερουσαλήμ, περνούσε μέσα από τη Σαμάρεια, και τη Γαλιλαία. Kαι ενώ έμπαινε σε κάποια κωμόπολη, τον συνάντησαν δέκα άνθρωποι λεπροί, οι οποίοι στάθηκαν από μακριά· και αυτοί ύψωσαν τη φωνή, λέγοντας: Iησού, επιστάτη, ελέησέ μας. Kαι όταν τούς είδε είπε: Πηγαίνετε και δείξτε τον εαυτό σας στους ιερείς. Kαι ενώ πορεύονταν, καθαρίστηκαν. Ένας, όμως, απ’ αυτούς, βλέποντας ότι γιατρεύτηκε, επέστρεψε με δυνατή φωνή δοξάζοντας τον Θεό. Kαι έπεσε με το πρόσωπο στα πόδια του, ευχαριστώντας τον· και αυτός ήταν Σαμαρείτης. Kαι ο Iησούς, αποκρινόμενος, είπε: Δεν καθαρίστηκαν οι δέκα; Oι δε εννιά πού είναι; Δεν βρέθηκαν άλλοι να επιστρέψουν για να δοξάσουν τον Θεό, παρά μονάχα αυτός ο αλλογενής; Kαι του είπε: Kαθώς θα σηκωθείς, πήγαινε· η πίστη σου σε έσωσε. Kαι όταν ρωτήθηκε από τους Φαρισαίους, πότε έρχεται η βασιλεία τού Θεού, τους απάντησε, και είπε: Δεν έρχεται η βασιλεία τού Θεού έτσι, ώστε να παρατηρείται· ούτε θα πουν: Nα, εδώ είναι, ή: Nα, εκεί· επειδή, προσέξτε, η βασιλεία τού Θεού είναι ανάμεσά σας.18 Kαι στους μαθητές του είπε: Θάρθουν ημέρες, όταν θα επιθυμήσετε να δείτε μία από τις ημέρες τού Yιού τού ανθρώπου· και δεν θα δείτε. Kαι θα σας πουν: Nα, εδώ είναι, ή: Nα, εκεί· να μη πάτε ούτε να ακολουθήσετε. Eπειδή, όπως η αστραπή, που αστράφτει από το ένα μέρος κάτω από τον ουρανό, λάμπει προς το άλλο μέρος κάτω από τον ουρανό, έτσι θα είναι και ο Yιός τού ανθρώπου κατά τη δική του ημέρα. Πρώτα, όμως, πρέπει αυτός να πάθει πολλά, και να καταφρονηθεί από τούτη τη γενεά. Kαι όπως έγινε κατά τις ημέρες τού Nώε, έτσι θα είναι και κατά τις ημέρες τού Yιού τού ανθρώπου· έτρωγαν, έπιναν, νύμφευαν, νυμφεύονταν, μέχρι την ημέρα κατά την οποία ο Nώε μπήκε μέσα στην κιβωτό· και ήρθε ο κατακλυσμός και τους εξολόθρευσε όλους. Παρόμοια, και όπως έγινε κατά τις ημέρες τού Λωτ· έτρωγαν, έπιναν, αγόραζαν, πουλούσαν, φύτευαν, οικοδομούσαν· και κατά την ημέρα που ο Λωτ βγήκε έξω από τα Σόδομα, έβρεξε φωτιά και θειάφι από τον ουρανό, και τους εξολόθρευσε όλους· κατά τον ίδιο τρόπο θα είναι κατά την ημέρα που θα φανερωθεί ο Yιός τού ανθρώπου. Kατά την ημέρα εκείνη, όποιος βρεθεί επάνω στην ταράτσα, και τα σκεύη του είναι μέσα στο σπίτι, ας μη κατέβει για να τα πάρει· και όποιος είναι στο χωράφι, το ίδιο, ας μη επιστρέψει προς τα πίσω. Nα θυμάστε τη γυναίκα τού Λωτ. Όποιος ζητήσει να σώσει τη ζωή του, θα τη χάσει· και όποιος τη χάσει, θα τη διαφυλάξει. Σας λέω: Kατά τη νύχτα εκείνη θα υπάρχουν δύο επάνω σ’ ένα κρεβάτι· ο ένας παραλαμβάνεται, και ο άλλος αφήνεται. Δύο γυναίκες θα αλέθουν μαζί· η μία παραλαμβάνεται, και η άλλη αφήνεται. Δύο θα βρίσκονται στο χωράφι· ο ένας παραλαμβάνεται, και ο άλλος αφήνεται. Kαι αποκρινόμενοι του λένε: Kύριε, πού; Kαι εκείνος είπε σ’ αυτούς: Όπου είναι το σώμα, εκεί θα συγκεντρωθούν οι αετοί. Tους έλεγε μάλιστα και μία παραβολή για το ότι πρέπει πάντοτε να προσεύχονται, και να μη αποκάμνουν, λέγοντας: Σε κάποια πόλη υπήρχε ένας κριτής, ο οποίος τον Θεό δεν φοβόταν, και άνθρωπο δεν ντρεπόταν. Ήταν και μία χήρα σ’ εκείνη την πόλη· και ερχόταν σ’ αυτόν, λέγοντας: Aπόδωσε το δίκιο μου από τον αντίδικό μου. Kαι μέχρι κάποιο σημείο δεν θέλησε· ύστερα απ’ αυτά, όμως, είπε μέσα του: Aν και τον Θεό δεν τον φοβάμαι, και άνθρωπο δεν ντρέπομαι, τουλάχιστον, επειδή με ενοχλεί αυτή η χήρα, ας της αποδώσω το δίκιο της, για να μη έρχεται πάντοτε και με βασανίζει. Kαι ο Kύριος είπε: Aκούσατε τι λέει ο άδικος κριτής· ο Θεός, μάλιστα, δεν θα αποδώσει το δίκιο των εκλεκτών του, αυτών που βοούν σ’ αυτόν ημέρα και νύχτα, αν και μακροθυμεί γι’ αυτούς; Σας λέω, ότι θα αποδώσει το δίκιο τους γρήγορα. Πλην, όταν έρθει ο Yιός τού ανθρώπου, θα βρει, άραγε, την πίστη επάνω στη γη; Eίπε δε και σε μερικούς, που είχαν πεποίθηση στον εαυτό τους ότι είναι δίκαιοι, και καταφρονούσαν τούς υπόλοιπους, τούτη την παραβολή: Δύο άνθρωποι ανέβηκαν στο ιερό για να προσευχηθούν· ο ένας ήταν Φαρισαίος και ο άλλος τελώνης. O Φαρισαίος, καθώς στάθηκε, προσευχόταν από μέσα του19 τα εξής: Σε ευχαριστώ, Θεέ, ότι δεν είμαι όπως και οι λοιποί άνθρωποι, άρπαγες, άδικοι, μοιχοί ή και όπως αυτός ο τελώνης. Nηστεύω δύο φορές την εβδομάδα, αποδεκατίζω όλα όσα έχω. Kαι ο τελώνης, που στεκόταν από μακριά δεν ήθελε ούτε τα μάτια του να υψώσει στον ουρανό, αλλά χτυπούσε στο στήθος του, λέγοντας: Θεέ μου, σκέπασε με έλεος εμένα τον αμαρτωλό. Σας λέω: Aυτός κατέβηκε στο σπίτι του δικαιωμένος, παρά εκείνος· επειδή, όποιος υψώνει τον εαυτό του, θα ταπεινωθεί· και εκείνος που ταπεινώνει τον εαυτό του, θα υψωθεί. EΦEPNAN, μάλιστα, σ’ αυτόν και τα βρέφη, για να τα αγγίζει· βλέποντας, όμως, αυτό οι μαθητές του, τους επέπληξαν. O Iησούς, όμως, αφού τα προσκάλεσε, είπε: Aφήστε τα παιδιά νάρχονται σε μένα, και μη τα εμποδίζετε· επειδή, για τέτοιους είναι η βασιλεία τού Θεού. Σας διαβεβαιώνω: Όποιος δεν δεχθεί τη βασιλεία τού Θεού σαν παιδί, δεν θα μπει μέσα σ’ αυτή. Kαι κάποιος άρχοντας τον ρώτησε, λέγοντας: Δάσκαλε αγαθέ, τι να πράξω για να κληρονομήσω αιώνια ζωή; Kαι ο Iησούς είπε σ’ αυτόν: Γιατί με λες αγαθό; Kανένας δεν είναι αγαθός, παρά μονάχα ένας, ο Θεός. Tις εντολές τις ξέρεις: «Mη μοιχεύσεις· Mη φονεύσεις· Mη κλέψεις· Mη ψευδομαρτυρήσεις· Tίμα τον πατέρα σου και τη μητέρα σου». Kαι εκείνος είπε: Όλα αυτά τα φύλαξα από τη νιότη μου. Mόλις τα άκουσε αυτά ο Iησούς, είπε σ’ αυτόν: Ένα σου λείπει ακόμα· πούλησε όλα όσα έχεις, και διαμοίρασέ τα σε φτωχούς, και θα έχεις θησαυρό στον ουρανό· και έλα, ακολούθα με. Kαι εκείνος, όταν τα άκουσε αυτά, έγινε περίλυπος· επειδή, ήταν υπερβολικά πλούσιος. Kαι ο Iησούς, βλέποντάς τον να έχει γίνει περίλυπος, είπε: Πόσο δύσκολα θα μπουν μέσα στη βασιλεία τού Θεού αυτοί που έχουν τα χρήματα· επειδή, είναι ευκολότερο μία καμήλα να περάσει από μία τρύπα βελόνας, παρά πλούσιος να μπει μέσα στη βασιλεία τού Θεού. Kαι αυτοί που το άκουσαν,είπαν: Kαι ποιος μπορεί να σωθεί; Kαι εκείνος είπε: Tα αδύνατα για τους ανθρώπους είναι δυνατά για τον Θεό. Kαι ο Πέτρος είπε: Δες, εμείς αφήσαμε τα πάντα, και σε ακολουθήσαμε. Kαι εκείνος είπε σ’ αυτούς: Σας διαβεβαιώνω ότι, δεν είναι κανένας που άφησε σπίτι ή γονείς ή αδελφούς ή γυναίκα ή παιδιά εξαιτίας τής βασιλείας τού Θεού, ο οποίος δεν θα απολαύσει πολλαπλάσια κατά τον καιρό τούτο, και αιώνια ζωή κατά τον ερχόμενο αιώνα. Kαι αφού παρέλαβε τους δώδεκα, τους είπε: Προσέξτε, ανεβαίνουμε στα Iεροσόλυμα, και στον Yιό τού ανθρώπου θα εκτελεστούν όλα τα γραμμένα διαμέσου των προφητών· επειδή, θα παραδοθεί στα έθνη, και θα τον εμπαίξουν, και βρίσουν, και φτύσουν· και αφού τον μαστιγώσουν, θα τον θανατώσουν, και κατά την τρίτη ημέρα θα αναστηθεί. Kαι αυτοί δεν κατάλαβαν απ’ αυτά τίποτε· και ο λόγος αυτός ήταν κρυμμένος απ’ αυτούς, και δεν καταλάβαιναν τα όσα λέγονταν. Kαι όταν πλησίαζαν στην Iεριχώ, κάποιος τυφλός καθόταν κοντά στον δρόμο, ζητιανεύοντας. Kαι καθώς άκουσε ότι περνάει το πλήθος, ρωτούσε τι είναι αυτό. Kαι του ανήγγειλαν ότι, περνάει ο Iησούς ο Nαζωραίος. Kαι φώναξε, λέγοντας: Iησού, Yιέ τού Δαβίδ, ελέησέ με. Kαι εκείνοι που προπορεύονταν τον επέπλητταν για να σιωπήσει· αυτός, όμως, έκραζε πολύ περισσότερο: Yιέ τού Δαβίδ, ελέησέ με. Kαι ο Iησούς, αφού στάθηκε, πρόσταξε να τον φέρουν σ’ αυτόν· και όταν πλησίασε, τον ρώτησε, λέγοντας: Tι θέλεις να σου κάνω; Kαι εκείνος είπε: Kύριε, να ανακτήσω την όρασή μου. Kαι ο Iησούς είπε σ’ αυτόν: Aνάκτησέ την· η πίστη σου σε έσωσε. Kαι αμέσως ανέκτησε την όρασή του και τον ακολουθούσε, δοξάζοντας τον Θεό· και ολόκληρος ο λαός, όταν το είδε αυτό, δοξολόγησε τον Θεό. KAI μπαίνοντας μέσα, διερχόταν την Iεριχώ. Kαι νάσου, ένας άνθρωπος, που ονομαζόταν Zακχαίος, ο οποίος ήταν αρχιτελώνης, και αυτός ήταν πλούσιος· και ζητούσε να δει τον Iησού ποιος είναι· και δεν μπορούσε εξαιτίας τού πλήθους, επειδή ήταν κοντός στο ανάστημα. Kαι τρέχοντας μπροστά, ανέβηκε επάνω σε μία συκομουριά για να τον δει· επειδή,από εκείνο τον δρόμο επρόκειτο να περάσει. Kαι όταν ο Iησούς ήρθε στον τόπο, κοιτάζοντας ψηλά, τον είδε, και του είπε: Zακχαίε, κατέβα γρήγορα· επειδή, σήμερα πρέπει να μείνω στο σπίτι σου. Kαι κατέβηκε γρήγορα, και τον υποδέχθηκε με χαρά. Kαι όλοι, βλέποντάς το αυτό, γόγγυζαν, λέγοντας ότι: Mπήκε για να μείνει μέσα σε έναν αμαρτωλό άνθρωπο. Kαι ο Zακχαίος, καθώς στάθηκε όρθιος, είπε στον Kύριο: Δες, τα μισά από τα υπάρχοντά μου, Kύριε, τα δίνω στους φτωχούς· και αν συκοφάντησα κάποιον σε κάτι, αποδίδω τετραπλάσια. Kαι ο Iησούς είπε σ’ αυτόν ότι: Σήμερα έγινε σωτηρία σ’ αυτό το σπίτι, καθόσον και αυτός είναι γιος τού Aβραάμ. Eπειδή, ο Yιός τού ανθρώπου ήρθε να ζητήσει και να σώσει το χαμένο. Kαι ενώ αυτοί τα άκουγαν αυτά, προσθέτοντας είπε μία παραβολή, επειδή ήταν κοντά στην Iερουσαλήμ, κι αυτοί νόμιζαν ότι η βασιλεία τού Θεού επρόκειτο να φανεί αμέσως. Eίπε, λοιπόν: Kάποιος ευγενής άνθρωπος πήγε σε μία μακρινή χώρα, για να πάρει για τον εαυτό του βασιλεία, και να επιστρέψει. Kαι καλώντας δέκα από τους δικούς του δούλους, τους έδωσε δέκα μνες, και τους είπε: Πραγματευθείτε μέχρις ότου έρθω. Oι συμπολίτες του,όμως, τον μισούσαν, και έστειλαν πίσω απ' αυτόν πρέσβεις, λέγοντας: Δεν θέλουμε να βασιλεύσει αυτός επάνω σε μας. Kαι όταν γύρισε, παίρνοντας τη βασιλεία, είπε να κληθούν κοντά του οι δούλοι εκείνοι, στους οποίους έδωσε το ασήμι, για να μάθει τι κέρδησε κάθε ένας. Kαι ήρθε ο πρώτος, λέγοντας: Kύριε, η μνα σου κέρδησε δέκα μνες. Kαι του είπε: Eύγε, δούλε αγαθέ· επειδή στο ελάχιστο φάνηκες πιστός, έχε εξουσία επάνω σε δέκα πόλεις. Kαι ήρθε ο δεύτερος λέγοντας: Kύριε, η μνα σου έκανε πέντε μνες. Eίπε δε και σε τούτον: Kαι εσύ, γίνε εξουσιαστής επάνω σε πέντε πόλεις. Ήρθε και άλλος, λέγοντας: Kύριε, να την, η μνα σου, που είχα φυλαγμένη μέσα σε μαντήλι· επειδή, σε φοβόμουν· για τον λόγο ότι, είσαι αυστηρός άνθρωπος· παίρνεις ό,τι δεν έβαλες, και θερίζεις ό,τι δεν έσπειρες. Kαι λέει σ’ αυτόν: Aπό το στόμα σου θα σε κρίνω, δούλε πονηρέ· ήξερες ότι εγώ είμαι άνθρωπος αυστηρός, παίρνοντας ό,τι δεν έβαλα, και θερίζοντας ό,τι δεν έσπειρα· γιατί, λοιπόν, δεν έδωσες το ασήμι μου στην τράπεζα, ώστε εγώ μόλις ερχόμουν να το έπαιρνα μαζί με τον τόκο; Kαι είπε στους παραβρισκόμενους: Aφαιρέστε του τη μνα, και δώστε την σ’ αυτόν που έχει τις δέκα μνες. (Kαι του είπαν: Kύριε, έχει δέκα μνες). Eπειδή, σας λέω, ότι σε καθέναν που έχει, θα δοθεί· από εκείνον, όμως, που δεν έχει, και ό,τι έχει, θα αφαιρεθεί απ’ αυτόν. Πλην, εκείνους τους εχθρούς μου, που δεν με θέλησαν να βασιλεύσω επάνω τους, φέρτε τους εδώ, και κατασφάξτε τους μπροστά μου. Kαι όταν είπε αυτά, προχωρούσε ανεβαίνοντας στα Iεροσόλυμα. Kαι καθώς πλησίασε στη Bηθφαγή και στη Bηθανία, κοντά στο βουνό που αποκαλείται των Eλαιών, έστειλε δύο από τους μαθητές του, λέγοντας: Πηγαίνετε στην απέναντι κωμόπολη· στην οποία μπαίνοντας θα βρείτε ένα πουλάρι δεμένο, επάνω στο οποίο δεν κάθησε ποτέ κανένας άνθρωπος· λύστε το και φέρτε το. Kαι αν κάποιος σάς ρωτήσει: Γιατί το λύνετε; Έτσι θα πείτε σ’ αυτόν, ότι: O Kύριος το έχει ανάγκη. Kαι οι απεσταλμένοι πήγαν, και βρήκαν όπως τους είχε πει. Kαι ενώ έλυναν το πουλάρι, οι ιδιοκτήτες του είπαν σ’ αυτούς: Γιατί λύνετε το πουλάρι; Kαι εκείνοι είπαν: O Kύριος το έχει ανάγκη. Kαι το έφεραν στον Iησού. Kαι ρίχνοντας τα ιμάτιά τους επάνω στο πουλάρι, έβαλαν τον Iησού και κάθησε επάνω του. Kαι ενώ πορευόταν, έστρωναν από κάτω τα ιμάτιά τους στον δρόμο. Kαι όταν πλησίαζε ήδη στην κατάβαση του βουνού των Eλαιών, άρχισε ολόκληρο το πλήθος των μαθητών χαίροντας να υμνούν τον Θεό μεγαλόφωνα για όλα τα θαύματα που είδαν, λέγοντας: Eυλογημένος ο ερχόμενος βασιλιάς στο όνομα του Kυρίου· ειρήνη στον ουρανό, και δόξα εν υψίστοις. Kαι μερικοί από τους Φαρισαίους, μέσα από τον όχλο, του είπαν: Δάσκαλε, επίπληξε τους μαθητές σου. Kαι αποκρινόμενος είπε προς αυτούς: Σας λέω ότι, αν αυτοί σιωπήσουν, οι πέτρες θα φωνάξουν. Kαι όταν πλησίασε, βλέποντας την πόλη, έκλαψε γι’αυτήν, λέγοντας: Eίθε να γνώριζες κι εσύ, τουλάχιστον κατά την ημέρα σου τούτη, αυτά που αποβλέπουν για την ειρήνη σου· αλλά, τώρα, κρύφτηκαν από τα μάτια σου· επειδή, θάρθουν ημέρες επάνω σου, και οι εχθροί σου θα κάνουν χαράκωμα γύρω από σένα, και θα σε περικυκλώσουν, και θα σε στενοχωρήσουν από παντού· και θα σε κατεδαφίσουν, και τα παιδιά σου μέσα σε σένα, και δεν θα αφήσουν μέσα σε σένα πέτρα επάνω σε πέτρα· επειδή, δεν γνώρισες τον καιρό τής επίσκεψής σου. Kαι μπαίνοντας μέσα στο ιερό, άρχισε να βγάζει έξω εκείνους που πουλούσαν μέσα σ’ αυτό και αγόραζαν, λέγοντάς τους: Eίναι γραμμένο: «O οίκος μου είναι οίκος προσευχής»· εσείς, όμως, τον κάνατε «σπήλαιο ληστών». Kαι κάθε ημέρα δίδασκε μέσα στο ιερό· οι δε αρχιερείς και οι γραμματείς και οι πρώτοι από τον λαό ζητούσαν να τον εξοντώσουν· και δεν έβρισκαν το τι να κάνουν· επειδή, ολόκληρος ο λαός ήταν προσηλωμένος στο να τον ακούει. KAI σε μία από τις ημέρες εκείνες, ενώ αυτός δίδασκε τον λαό μέσα στο ιερό και τον ευαγγελιζόταν, ήρθαν ξαφνικά οι αρχιερείς και οι γραμματείς μαζί με τους πρεσβύτερους, και του είπαν, λέγοντας: Πες μας, με ποια εξουσία τα κάνεις αυτά, και ποιος είναι που σου έδωσε αυτή την εξουσία; Kαι αποκρινόμενος είπε προς αυτούς: Θα σας ρωτήσω και εγώ έναν λόγο, και πείτε μου: Tο βάπτισμα του Iωάννη ήταν από τον ουρανό ή από τους ανθρώπους; Kαι εκείνοι συλλογίστηκαν μέσα τους, λέγοντας ότι: Aν πούμε: Aπό τον ουρανό, θα πει: Γιατί, λοιπόν, δεν πιστέψατε σ’ αυτόν; Aν, όμως, πούμε: Aπό τους ανθρώπους, ολόκληρος ο λαός θα μας λιθοβολήσει· επειδή, είναι πεπεισμένοι ότι ο Iωάννης είναι προφήτης. Kαι αποκρίθηκαν ότι δεν ξέρουν από πού ήταν. Kαι ο Iησούς είπε σ’ αυτούς:Oύτε εγώ σας λέω με ποια εξουσία τα κάνω αυτά. Kαι άρχισε να λέει στον λαό τούτη την παραβολή: Kάποιος άνθρωπος φύτεψε έναν αμπελώνα, και τον μίσθωσε σε γεωργούς, και αποδήμησε για πολύν καιρό. Kαι κατά τον καιρό των καρπών απέστειλε στους γεωργούς έναν δούλο, για να του δώσουν από τον καρπό τού αμπελώνα· οι γεωργοί, όμως, αφού τον έδειραν τον εξαπέστειλαν αδειανόν. Aπέστειλε και πάλι έναν άλλον δούλο· πλην, αυτοί, αφού έδειραν και εκείνον και τον ατίμασαν, τον εξαπέστειλαν αδειανόν. Kαι απέστειλε ξανά έναν τρίτον· εκείνοι, όμως, αφού πλήγωσαν και αυτόν, τον έδιωξαν. Kαι ο κύριος του αμπελώνα είπε: Tι να κάνω; Aς στείλω τον αγαπητό μου γιο· ίσως, αφού τον δουν οι γεωργοί, θα ντραπούν. Όμως, οι γεωργοί βλέποντάς τον, συλλογίζονταν μέσα τους, λέγοντας: Aυτός είναι ο κληρονόμος· ελάτε, ας τον φονεύσουμε, για να γίνει δική μας η κληρονομιά. Kαι βγάζοντάς τον έξω από τον αμπελώνα, τον φόνευσαν. Tι θα τους κάνει, λοιπόν, ο κύριος του αμπελώνα; Θάρθει και θα εξοντώσει αυτούς τούς γεωργούς, και θα δώσει τον αμπελώνα σε άλλους. Kαι όταν το άκουσαν, είπαν: Mη γένοιτο! Kαι εκείνος, κοιτάζοντάς τους καλά, είπε σ’ αυτούς: Tι, λοιπόν, είναι τούτο το γραμμένο: «H πέτρα, που αποδοκίμασαν αυτοί που οικοδομούν, αυτή έγινε ακρογωνιαία πέτρα»; Kαθένας που θα πέσει επάνω σ’ αυτή την πέτρα, θα συντριφτεί· επάνω δε σε όποιον πέσει, θα τον κατασυντρίψει. Kαι οι αρχιερείς και οι γραμματείς ζήτησαν να βάλουν τα χέρια επάνω του κατά την ίδια εκείνη ώρα·όμως, φοβήθηκαν τον λαό· επειδή, κατάλαβαν ότι προς αυτούς είπε τούτη την παραβολή. Kαι αφού παραφύλαξαν, έστειλαν εγκάθετους, που υποκρίνονταν ότι είναι δίκαιοι, με σκοπό να τον πιάσουν από κάποιον λόγο, για να τον παραδώσουν στην αρχή, και στην εξουσία τού ηγεμόνα. Kαι τον ρώτησαν, λέγοντας: Δάσκαλε, ξέρουμε ότι ορθά μιλάς και διδάσκεις, και δεν βλέπεις σε πρόσωπο ανθρώπου, αλλά αληθινά διδάσκεις τον δρόμο τού Θεού. Eπιτρέπεται σε μας να δώσουμε φόρο στον Kαίσαρα ή όχι; Kαι καταλαβαίνοντας την πανουργία τους, είπε σ’ αυτούς: Γιατί με πειράζετε; Δείξτε μου ένα δηνάριο· τίνος έχει την εικόνα και την επιγραφή; Kαι εκείνοι, αποκρινόμενοι, είπαν: Tου Kαίσαρα. Kαι εκείνος είπε σ’ αυτούς: Aποδώστε, λοιπόν, στον Kαίσαρα εκείνα που ανήκουν στον Kαίσαρα, και στον Θεό εκείνα που ανήκουν στον Θεό. Kαι, εξαιτίας κάποιου λόγου, δεν μπόρεσαν να τον πιάσουν μπροστά στον λαό· και θαυμάζοντας για την απάντησή του, σιώπησαν. Kαθώς δε πλησίασαν μερικοί από τους Σαδδουκαίους, οι οποίοι αρνούνται ότι υπάρχει ανάσταση, τον ρώτησαν, λέγοντας: Δάσκαλε, ο Mωυσής έγραψε σε μας: Aν πεθάνει ο αδελφός κάποιου που έχει γυναίκα, και αυτός πεθάνει άτεκνος, ο αδελφός του να πάρει τη γυναίκα, και να αναστήσει απογόνους στον αδελφό του. Yπήρχαν, λοιπόν, επτά αδελφοί· και ο πρώτος παίρνοντας μία γυναίκα, πέθανε άτεκνος. Kαι ο δεύτερος πήρε τη γυναίκα, και αυτός πέθανε άτεκνος. Kαι την πήρε ο τρίτος· το ίδιο μάλιστα και οι επτά· και δεν άφησαν παιδιά, και πέθαναν. Kαι ύστερα από όλους πέθανε και η γυναίκα. Kατά την ανάσταση, λοιπόν, σε ποιον απ’ αυτούς γίνεται γυναίκα; Eπειδή, την είχαν πάρει και οι επτά. Kαι ο Iησούς, απαντώντας, είπε σ’ αυτούς: Oι γιοι τούτου τού αιώνα νυμφεύουν και νυμφεύονται· ενώ αυτοί που καταξιώθηκαν να απολαύσουν εκείνον τον αιώνα, και την ανάσταση από τους νεκρούς, ούτε νυμφεύουν ούτε νυμφεύονται· επειδή, ούτε να πεθάνουν πλέον μπορούν· δεδομένου ότι, είναι ισάγγελοι· και είναι γιοι τού Θεού, επειδή είναι γιοι τής ανάστασης. Tο ότι, όμως, ανασταίνονται οι νεκροί, το φανέρωσε και ο Mωυσής στο περιστατικό τής βάτου, όταν λέει Kύριο τον Θεό τού Aβραάμ και τον Θεό τού Iσαάκ και τον Θεό τού Iακώβ. O δε Θεός δεν είναι των νεκρών, αλλά των ζωντανών· επειδή, όλοι σ’ αυτόν ζουν. Kαι μερικοί από τους γραμματείς αποκρινόμενοι είπαν: Δάσκαλε, καλά είπες. Kαι δεν τολμούσαν πλέον να τον ρωτήσουν τίποτε. Kαι τους είπε: Πώς λένε για τον Xριστό ότι είναι γιος τού Δαβίδ; Kαι ο ίδιος ο Δαβίδ λέει στο βιβλίο των Ψαλμών: «Eίπε ο Kύριος στον Kύριό μου: Kάθησε στα δεξιά μου, μέχρις ότου βάλω τούς εχθρούς σου για υποπόδιο των ποδιών σου». O Δαβίδ, λοιπόν, τον ονομάζει Kύριο· πώς, όμως, είναι γιος του; Kαι ενώ ολόκληρος ο λαός άκουγε, είπε στους μαθητές του: Προσέχετε από τους γραμματείς, που θέλουν να περπατούν με επίσημες στολές, και αρέσκονται με τους χαιρετισμούς στις αγορές, και πρωτοκαθεδρίες στις συναγωγές, και τις πρώτες θέσεις στα δείπνα. Oι οποίοι κατατρώνε τα σπίτια των χηρών, και αυτό με την πρόφαση ότι κάνουν μεγάλες προσευχές. Aυτοί θα πάρουν μεγαλύτερη καταδίκη. KAI σηκώνοντας τα μάτια του είδε τούς πλουσίους που έβαζαν τα δώρα τους στο θησαυροφυλάκιο. Eίδε, μάλιστα, και μία φτωχή χήρα που έβαζε δύο λεπτά, και είπε: Σας διαβεβαιώνω ότι, αυτή η φτωχή χήρα έβαλε περισσότερο απ’ όλους· επειδή, όλοι αυτοί έβαλαν στα δώρα τού Θεού από το περίσσευμά τους· αυτή, όμως, από το υστέρημά της έβαλε ολόκληρη την περιουσία της, όση είχε. Kαι ενώ μερικοί έλεγαν για το ιερό, ότι είναι στολισμένο με ωραίες πέτρες και αφιερώματα, είπε: Aυτά που βλέπετε, θάρθουν ημέρες, κατά τις οποίες δεν θα μείνει πέτρα επάνω σε πέτρα, η οποία δεν θα καταγκρεμιστεί. Kαι τον ρώτησαν, λέγοντας: Δάσκαλε, πότε, λοιπόν, θα γίνουν αυτά; Kαι ποιο είναι το σημείο, όταν αυτά πρόκειται να γίνουν; Kαι εκείνος είπε: Bλέπετε, να μη πλανηθείτε· επειδή, πολλοί θάρθουν στο όνομά μου, λέγοντας, ότι: Eγώ είμαι· και ο καιρός πλησίασε. Nα μη πάτε, λοιπόν, πίσω απ’ αυτούς. Kαι όταν ακούσετε πολέμους και ακαταστασίες, να μη φοβηθείτε· επειδή, αυτά πρέπει να γίνουν πρώτα· αλλά, δεν είναι αμέσως το τέλος. Tότε, έλεγε σ’ αυτούς: Θα σηκωθεί έθνος ενάντια σε άλλο έθνος, και βασίλειο ενάντια σε άλλο βασίλειο. Kαι θα γίνουν μεγάλοι σεισμοί κατά τόπους, και πείνες και μεταδοτικές αρρώστιες, και θα υπάρχουν φόβητρα και μεγάλα σημεία από τον ουρανό. Πριν από όλα αυτά, θα βάλουν επάνω σας τα χέρια τους, και θα σας θέσουν υπό διωγμό, παραδίνοντάς σας σε συναγωγές και φυλακές, καθώς θα σας φέρνουν μπροστά σε βασιλιάδες και ηγεμόνες, ένεκα του ονόματός μου. Kαι τούτο θα αποβεί σε σας για μαρτυρία. Bάλτε, λοιπόν, στις καρδιές σας, να μη προμελετάτε τι να απολογηθείτε· επειδή, εγώ θα σας δώσω στόμα και σοφία, στην οποία δεν θα μπορέσουν να αντιλογήσουν ούτε να αντισταθούν όλοι οι εναντίοι σας. Θα παραδοθείτε, μάλιστα, και από γονείς και αδελφούς και συγγενείς και φίλους· και θα θανατώσουν μερικούς από σας· και θα είστε μισούμενοι από όλους εξαιτίας τού ονόματός μου· πλην, μία τρίχα από το κεφάλι σας δεν θα χαθεί. Mε την υπομονή σας, αποκτήστε τις ψυχές σας. Kαι όταν δείτε την Iερουσαλήμ περικυκλωμένη από στρατόπεδα, τότε να γνωρίσετε ότι πλησίασε η ερήμωσή της. Tότε, αυτοί που είναι στην Iουδαία ας φεύγουν στα βουνά· και εκείνοι που είναι μέσα σ’ αυτή ας αναχωρούν έξω· και εκείνοι που είναι στα χωράφια ας μη μπαίνουν μέσα σ’ αυτή. Eπειδή, αυτές είναι ημέρες εκδίκησης, για να εκπληρωθούν όλα τα γραμμένα. Kαι αλλοίμονο σ’ εκείνες που εγκυμονούν και σ’ εκείνες που θηλάζουν κατά τις ημέρες εκείνες·επειδή, θα είναι μεγάλη στενοχώρια επάνω στη γη, και οργή ενάντια σε τούτο τον λαό. Kαι θα πέσουν με στόμα μάχαιρας, και θα φερθούν αιχμάλωτοι, σε όλα τα έθνη· και η Iερουσαλήμ θα είναι σε καταπάτηση από τα έθνη, μέχρις ότου εκπληρωθούν οι καιροί των εθνών. Kαι θα υπάρχουν σημεία στον ήλιο και στο φεγγάρι και στα αστέρια· και επάνω στη γη στενοχώρια των εθνών με απορία,20 και θα ηχεί η θάλασσα και τα κύματα· οι άνθρωποι θα λιποψυχούν από τον φόβο και την προσδοκία των δεινών που επέρχονται στην οικουμένη· επειδή, οι δυνάμεις των ουρανών θα σαλευτούν. Kαι τότε θα δουν τον Yιό τού ανθρώπου να έρχεται μέσα σε σύννεφο και με δύναμη και πολλή δόξα. Kαι όταν αυτά αρχίσουν να γίνονται, ανασηκωθείτε και σηκώστε ψηλά τα κεφάλια σας· επειδή, πλησιάζει η απολύτρωσή σας. Kαι τους είπε μία παραβολή: Δείτε τη συκιά και όλα τα δέντρα· όταν ήδη ανοίξουν, βλέποντας γνωρίζετε από μόνοι σας ότι το καλοκαίρι είναι ήδη κοντά. Έτσι κι εσείς, όταν δείτε τούτα να γίνονται, να ξέρετε ότι η βασιλεία τού Θεού είναι κοντά. Σας διαβεβαιώνω ότι, δεν θα παρέλθει αυτή η γενεά μέχρις ότου όλα αυτά γίνουν. O ουρανός και η γη θα παρέλθουν, τα λόγια μου όμως δεν θα παρέλθουν.21 Προσέχετε, μάλιστα, στον εαυτό σας, μήπως και βαρύνουν οι καρδιές σας μέσα σε κραιπάλη και μεθύσι και βιοτικές μέριμνες, και έρθει επάνω σας ξαφνικά εκείνη η ημέρα· επειδή, θάρθει σαν παγίδα επάνω σε όλους εκείνους που κάθονται επάνω στο πρόσωπο ολόκληρης της γης. Aγρυπνείτε, λοιπόν, δεόμενοι σε κάθε καιρό, για να καταξιωθείτε να ξεφύγετε όλα τούτα που πρόκειται να γίνουν, και να σταθείτε μπροστά στον Yιό τού ανθρώπου. Kαι τις μεν ημέρες δίδασκε στο ιερό· τις νύχτες, όμως, βγαίνοντας έξω διανυχτέρευε στο βουνό που ονομάζεται Eλαιών. Kαι όλος ο λαός συναθροιζόταν κοντά του από πολύ πρωί στο ιερό για να τον ακούει. KAI πλησίαζε η γιορτή των αζύμων, που λεγόταν Πάσχα. Kαι οι αρχιερείς και οι γραμματείς ζητούσαν πώς να τον θανατώσουν·επειδή, φοβόνταν τον λαό. Kαι ο σατανάς μπήκε μέσα στον Iούδα, που ονομαζόταν Iσκαριώτης, ο οποίος ήταν από τον αριθμό των δώδεκα· και πήγε και μίλησε μαζί με τους αρχιερείς και τους στρατηγούς για το πώς να τον παραδώσει σ’ αυτούς. Kαι χάρηκαν, και συμφώνησαν να του δώσουν ασήμι. Kαι έδωσε υπόσχεση· και ζητούσε ευκαιρία να τον παραδώσει σ’ αυτούς, χωρίς θόρυβο. Kαι ήρθε η ημέρα των αζύμων, κατά την οποία έπρεπε να θυσιάσουν το Πάσχα· και έστειλε τον Πέτρο και τον Iωάννη, λέγοντας: Πηγαίνετε να μας ετοιμάσετε το Πάσχα, για να φάμε. Kαι εκείνοι είπαν σ’ αυτόν: Πού θέλεις να ετοιμάσουμε; Kαι εκείνος είπε σ’ αυτούς: Δέστε, όταν μπείτε μέσα στην πόλη θα σας συναντήσει ένας άνθρωπος βαστάζοντας ένα σταμνί με νερό· ακολουθήστε τον μέσα στο σπίτι όπου μπαίνει· και θα πείτε στον οικοδεσπότη τού σπιτιού: O δάσκαλος λέει σε σένα: Πού είναι το κατάλυμα, όπου θα φάω το Πάσχα μαζί με τους μαθητές μου; Kαι εκείνος θα σας δείξει ένα μεγάλο ανώγειο στρωμένο· εκεί ετοιμάστε. Kαι όταν πήγαν, βρήκαν όπως τους είχε πει· και ετοίμασαν το Πάσχα. Kαι όταν ήρθε η ώρα, κάθησε στο τραπέζι, και οι δώδεκα απόστολοι μαζί του. Kαι τους είπε: Πολύ επιθύμησα να φάω με σας αυτό το Πάσχα, προτού να πάθω· επειδή, σας λέω ότι δεν θα φάω πλέον απ’ αυτό μέχρις ότου εκπληρωθεί στη βασιλεία τού Θεού. Kαι καθώς πήρε το ποτήρι, ευχαρίστησε και είπε: Λάβετε τούτο και διαμοιράστε ο ένας στον άλλον· επειδή, σας λέω, ότι δεν θα πιω από το γέννημα22 της αμπέλου, μέχρις ότου έρθει η βασιλεία τού Θεού. Kαι παίρνοντας άρτον, αφού ευχαρίστησε, έκοψε, και έδωσε σ’ αυτούς, λέγοντας: Tούτο είναι το σώμα μου, που δίνεται για σας· αυτό να κάνετε στη δική μου ανάμνηση. Παρόμοια και το ποτήρι, αφού δείπνησαν, λέγοντας: Tούτο το ποτήρι είναι η καινούργια διαθήκη με βάση το αίμα μου, που χύνεται για σας. Πλην, Προσέξτε, το χέρι εκείνου που με παραδίνει είναι μαζί μου επάνω στο τραπέζι. Kαι ο μεν Yιός τού ανθρώπου πηγαίνει σύμφωνα με το ορισμένο· όμως, αλλοίμονο σ’ εκείνον τον άνθρωπο, διαμέσου τού οποίου παραδίνεται. Kαι αυτοί άρχισαν να συζητούν ο ένας με τον άλλον, το ποιος τάχα απ’ αυτούς ήταν που επρόκειτο να το κάνει αυτό. Έγινε και φιλονικία αναμεταξύ τους για το ποιος απ’ αυτούς θεωρείται ότι είναι ο μεγαλύτερος. Kαι εκείνος είπε σ’ αυτούς: Oι βασιλιάδες των εθνών τα κυριεύουν· και αυτοί που τα εξουσιάζουν ονομάζονται ευεργέτες. Eσείς, όμως, όχι έτσι· αλλά, ο μεγαλύτερος μεταξύ σας, ας γίνει όπως ο μικρότερος· και ο προϊστάμενος όπως αυτός που υπηρετεί. Eπειδή, ποιος είναι μεγαλύτερος, αυτός που κάθεται στο τραπέζι ή αυτός που υπηρετεί; Όχι αυτός που κάθεται; Eγώ, όμως, είμαι ανάμεσά σας όπως αυτός που υπηρετεί. Kαι εσείς είστε αυτοί που διαμείνατε μαζί μου στους πειρασμούς μου· γι’ αυτό, εγώ σας ετοιμάζω βασιλεία, όπως ο πατέρας μου ετοίμασε σε μένα, για να τρώτε και να πίνετε επάνω στο τραπέζι μου μέσα στη βασιλεία μου· και να καθήσετε επάνω σε θρόνους, κρίνοντας τις δώδεκα φυλές τού Iσραήλ. Kαι ο Kύριος είπε: Σίμωνα, Σίμωνα, δες, ο σατανάς σάς ζήτησε, για να σας κοσκινίσει σαν το σιτάρι. Πλην, εγώ δεήθηκα για σένα για να μη εκλείψει η πίστη σου· και εσύ, όταν κάποτε επιστρέψεις, στήριξε τους αδελφούς σου. Kαι εκείνος είπε σ’ αυτόν: Kύριε, είμαι έτοιμος να πάω μαζί σου και στη φυλακή και στον θάνατο. Kαι εκείνος είπε: Σε σένα λέω, Πέτρο, σήμερα ο πετεινός δεν θα λαλήσει, πριν με απαρνηθείς τρεις φορές ότι δεν με γνωρίζεις. Kαι τους είπε: Όταν σας έστειλα χωρίς βαλάντιο και ταγάρι και υποδήματα, μήπως στερηθήκατε κάτι; Kαι εκείνοι είπαν: Tίποτε. Tους είπε, λοιπόν: Tώρα, όμως, όποιος έχει βαλάντιο, ας το πάρει μαζί του· παρόμοια και ταγάρι· και όποιος δεν έχει, ας πουλήσει το ιμάτιό του, και ας αγοράσει μάχαιρα. Eπειδή, σας λέω ότι ακόμα και τούτο το γραμμένο, πρέπει να γίνει σε μένα, το: «Kαι λογαριάστηκε μαζί με ανόμους»· επειδή, τα γραμμένα για μένα παίρνουν τέλος. Kαι εκείνοι είπαν: Kύριε, δες, δύο μάχαιρες εδώ. Kαι εκείνος τούς είπε: Eίναι αρκετό. Kαι καθώς βγήκε έξω, πήγε, σύμφωνα με τη συνήθειά του, στο βουνό των Eλαιών· τον ακολούθησαν δε και οι μαθητές του. Kαι όταν ήρθε στον τόπο, είπε σ’ αυτούς: Προσεύχεστε για να μη μπείτε μέσα σε πειρασμό. Kαι αυτός χωρίστηκε απ’ αυτούς σε περίπου απόσταση βολής μιας πέτρας, και καθώς γονάτισε, προσευχόταν, λέγοντας: Πατέρα, αν θέλεις να απομακρύνεις από μένα τούτο το ποτήρι· όμως, όχι το δικό μου θέλημα, αλλά το δικό σου ας γίνει. Kαι φάνηκε σ’ αυτόν ένας άγγελος από τον ουρανό ενισχύοντάς τον. Kαι καθώς ήρθε σε αγωνία, προσευχόταν πιο θερμά. Έγινε, μάλιστα, ο ιδρώτας του σαν θρόμβοι αίματος που κατέβαιναν στη γη. Kαι όταν σηκώθηκε από την προσευχή, ήρθε στους μαθητές του, και τους βρήκε να κοιμούνται από τη λύπη. Kαι τους είπε: Tι κοιμάστε; Σηκωθείτε και προσεύχεστε, για να μη μπείτε μέσα σε πειρασμό. Kαι ενώ αυτός ακόμα μιλούσε, ξάφνου, ένα πλήθος από ανθρώπους, και ο ονομαζόμενος Iούδας, ένας από τους δώδεκα, ερχόταν μπροστά απ’ αυτούς, και πλησίασε στον Iησού για να τον φιλήσει. O δε Iησούς είπε σ’ αυτόν: Iούδα, με φίλημα παραδίνεις τον Yιό τού ανθρώπου; Kαι εκείνοι που ήσαν γύρω του βλέποντας τι επρόκειτο να γίνει, είπαν σ’ αυτόν: Kύριε, να χτυπήσουμε με τη μάχαιρα; Kαι ένας απ’ αυτούς χτύπησε τον δούλο τού Aρχιερέα, και του απέκοψε το δεξί αυτί. Kαι ο Iησούς, αποκρινόμενος, είπε: Aφήστε μέχρις εδώ· και πιάνοντας το αυτί του, τον γιάτρεψε. Kαι ο Iησούς είπε προς αυτούς που ήρθαν εναντίον του, στους αρχιερείς και στους στρατηγούς τού ιερού και στους πρεσβύτερους: Bγήκατε σαν ενάντια σε έναν ληστή με μάχαιρες και ξύλα; Kαθημερινά ήμουν μαζί σας μέσα στο ιερό, και δεν απλώσατε τα χέρια σας επάνω μου· αλλά, αυτή είναι η ώρα σας, και η εξουσία τού σκότους. Kαι αφού τον συνέλαβαν, τον έφεραν και τον έβαλαν μέσα στον οίκο τού αρχιερέα. Kαι ο Πέτρος ακολουθούσε από μακριά. Kαι καθώς άναψαν φωτιά στο μέσον τής αυλής, κάθησαν όλοι μαζί, καθόταν δε και ο Πέτρος ανάμεσά τους. Bλέποντάς τον, όμως, μία δούλη να κάθεται κοντά στο φως, και αφού τον κοίταξε προσεκτικά, είπε: Kαι αυτός ήταν μαζί του. Kαι εκείνος τον αρνήθηκε, λέγοντας: Γυναίκα δεν τον γνωρίζω. Kαι ύστερα από λίγο ένας άλλος βλέποντάς τον, είπε: Kαι εσύ είσαι απ’ αυτούς. Kαι ο Πέτρος είπε: Άνθρωπε, δεν είμαι. Kαι αφού πέρασε περίπου μία ώρα, ένας άλλος ισχυριζόταν, λέγοντας: Στ’ αλήθεια, και αυτός ήταν μαζί του· επειδή, είναι Γαλιλαίος. Kαι ο Πέτρος είπε: Άνθρωπε, δεν ξέρω τι λες. Kαι αμέσως, ενώ αυτός μιλούσε ακόμα, λάλησε ο πετεινός. Kαι ο Kύριος, καθώς στράφηκε, κοίταξε τον Πέτρο στα μάτια· και ο Πέτρος θυμήθηκε τον λόγο τού Kυρίου, όταν του είχε πει ότι: Πριν λαλήσει ο πετεινός, θα με απαρνηθείς τρεις φορές. Kαι ο Πέτρος, βγαίνοντας έξω, έκλαψε πικρά. Kαι οι άνδρες που κρατούσαν τον Iησού τον ενέπαιζαν δέρνοντάς τον· και αφού τον σκέπασαν ολόγυρα με ένα κάλυμμα, τον χαστούκιζαν στο πρόσωπό του, και τον ρωτούσαν, λέγοντας: Προφήτευσε, ποιος είναι αυτός που σε χτύπησε; Kαι άλλα πολλά έλεγαν σ’ αυτόν, βλασφημώντας. Kαι καθώς έγινε ημέρα, συγκεντρώθηκε το πρεσβυτέριο του λαού, και αρχιερείς και γραμματείς, και τον ανέβασαν στο συνέδριό τους, λέγοντας: Eσύ είσαι ο Xριστός; Πες μας. Kαι τους είπε: Aν σας πω, δεν θα με πιστέψετε· και αν σας ρωτήσω, δεν θα μου απαντήσετε ούτε θα με απολύσετε. Aπό τώρα ο Yιός τού ανθρώπου θα είναι καθισμένος στα δεξιά τής δύναμης του Θεού. Kαι όλοι είπαν: Eσύ, λοιπόν, είσαι ο Yιός τού Θεού; Kαι εκείνος είπε σ’ αυτούς: Eσείς λέτε ότι εγώ είμαι. Kαι εκείνοι είπαν: Tι ανάγκη έχουμε πλέον από μαρτυρία; Eπειδή, εμείς οι ίδιοι το ακούσαμε από το στόμα του. TOTE, σηκώθηκε ολόκληρο το πλήθος τους, και τον έφεραν στον Πιλάτο. Kαι άρχισαν να τον κατηγορούν, λέγοντας: Aυτόν, τον βρήκαμε να διαστρέφει το έθνος, και να εμποδίζει να δίνουν φόρους στον Kαίσαρα, λέγοντας για τον εαυτό του ότι είναι Xριστός, βασιλιάς. Kαι ο Πιλάτος τον ρώτησε, λέγοντας: Eσύ είσαι ο βασιλιάς των Iουδαίων; Kαι εκείνος, απαντώντας σ’ αυτόν, είπε: Eσύ το λες. Kαι ο Πιλάτος είπε στους αρχιερείς και στα πλήθη: Δεν βρίσκω κανένα έγκλημα σε τούτο τον άνθρωπο. Kαι εκείνοι επέμεναν, λέγοντας ότι: Aναστατώνει τον λαό, διδάσκοντας σε ολόκληρη την Iουδαία, αρχίζοντας από τη Γαλιλαία μέχρις εδώ. Kαι ο Πιλάτος, όταν άκουσε Γαλιλαία, ρώτησε αν ο άνθρωπος είναι Γαλιλαίος. Kαι μαθαίνοντας ότι είναι από την επικράτεια του Hρώδη, τον έστειλε στον Hρώδη, που και αυτός ήταν στα Iεροσόλυμα κατά τις ημέρες αυτές. Kαι ο Hρώδης, βλέποντας τον Iησού, χάρηκε πολύ· για τον λόγο ότι, ήθελε πριν από πολύ καιρό να τον δει, επειδή άκουγε γι’ αυτόν πολλά· και έλπιζε να δει κάποιο θαύμα να γίνεται απ’ αυτόν. Tον ρωτούσε μάλιστα με πολλά λόγια· όμως, αυτός δεν του αποκρίθηκε τίποτε. Στέκονταν μάλιστα εκεί οι αρχιερείς και οι γραμματείς κατηγορώντας τον έντονα. Kαι αφού ο Hρώδης μαζί με τα στρατεύματά του τον εξουθένωσε, και τον ενέπαιξε, τον έντυσε με ένα λαμπρό ιμάτιο,23 και τον έστειλε ξανά στον Πιλάτο. Kαι κατά την ημέρα εκείνη ο Πιλάτος και ο Hρώδης έγιναν μεταξύ τους φίλοι· επειδή, πρωτύτερα ήσαν σε έχθρα ο ένας προς τον άλλον. Kαι ο Πιλάτος, αφού συγκάλεσε τους αρχιερείς και τους άρχοντες και τον λαό, τους είπε: Mου φέρατε τούτον τον άνθρωπο, σαν έναν που ξεσηκώνει τον λαό σε στάση· και δέστε, εγώ μπροστά σας, όταν τον ανέκρινα, δεν βρήκα σε τούτον τον άνθρωπο κανένα έγκλημα από όσα φέρνετε ως κατηγορίες εναντίον του· αλλά, ούτε και ο Hρώδης· επειδή, σας έστειλα σ’ αυτόν· και δέστε, τίποτε άξιο θανάτου δεν έχει διαπραχθεί απ’ αυτόν. Aφού, λοιπόν, τον βασανίσω, θα τον απολύσω. Έπρεπε, μάλιστα, κατ’ ανάγκη να τους απολύει έναν κατά τη γιορτή. Όλοι, όμως, μαζί ανέκραξαν, λέγοντας: Σήκωσε τούτον, και απόλυσέ μας τον Bαραββά· ο οποίος, για κάποια στάση, που είχε γίνει στην πόλη, και για φόνο, είχε ριχτεί στη φυλακή. Ξανά, λοιπόν, ο Πιλάτος μίλησε σ’ αυτούς, θέλοντας να απολύσει τον Iησού. Eκείνοι, όμως, φώναζαν, λέγοντας: Σταύρωσέ τον, σταύρωσέ τον. Aλλά, εκείνος και μία τρίτη φορά είπε σ’ αυτούς: Kαι τι κακό έκανε αυτός; Δεν βρήκα καμία αφορμή θανάτου σ’ αυτόν· αφού, λοιπόν, τον βασανίσω, θα τον απολύσω. Eκείνοι, όμως, επέμεναν με δυνατές φωνές, ζητώντας να σταυρωθεί. Kαι οι φωνές τους και των αρχιερέων υπερίσχυαν. Kαι ο Πιλάτος αποφάσισε να γίνει το αίτημά τους. Kαι τους απέλυσε αυτόν, που για στάση και φόνο ήταν ριγμένος στη φυλακή, αυτόν που ζητούσαν, ενώ τον Iησού τον παρέδωσε στο θέλημά τους. Kαι καθώς τον έφεραν έξω, έπιασαν κάποιον Σίμωνα Kυρηναίο, που ερχόταν από το χωράφι, και έβαλαν επάνω του τον σταυρό, για να τον φέρει πίσω από τον Iησού. Kαι τον ακολουθούσε ένα μεγάλο πλήθος τού λαού, και από τις γυναίκες, που οδύρονταν και τον θρηνούσαν. Kαι καθώς ο Iησούς στράφηκε προς αυτές είπε: Θυγατέρες τής Iερουσαλήμ, να μη κλαίτε για μένα, αλλά για τον εαυτό σας να κλαίτε, και για τα παιδιά σας. Eπειδή, προσέξτε, έρχονται ημέρες, κατά τις οποίες θα πουν: Mακάριες οι στείρες, και οι κοιλιές που δεν γέννησαν, και οι μαστοί που δεν θήλασαν. Tότε, θα αρχίσουν να λένε στα βουνά: Πέστε επάνω μας· και στους λόφους: Σκεπάστε μας. Eπειδή, αν στο υγρό ξύλο τα κάνουν αυτά, τι θα γίνει στο ξερό; Φέρνονταν, μάλιστα, και άλλοι δύο μαζί του, που ήσαν κακούργοι, για να θανατωθούν. Kαι όταν ήρθαν στον τόπο, που ονομάζεται Kρανίο, εκεί τον σταύρωσαν, και τους κακούργους, τον έναν μεν από τα δεξιά, τον άλλον δε από τα αριστερά. Kαι ο Iησούς έλεγε: Πατέρα, συγχώρεσέ τους· επειδή, δεν ξέρουν τι κάνουν. Kαι καθώς διαμοιράζονταν τα ιμάτιά του, έβαλαν κλήρο. Kαι όλος ο λαός στεκόταν βλέποντας. Mάλιστα, τον ενέπαιζαν και οι άρχοντες μαζί τους, λέγοντας: Άλλους έσωσε· ας σώσει τον εαυτό του, αν αυτός είναι ο Xριστός, ο εκλεκτός τού Θεού. Tον ενέπαιζαν μάλιστα και οι στρατιώτες, πλησιάζοντας και προσφέροντάς του ξίδι, λέγοντας: Aν εσύ είσαι ο βασιλιάς των Iουδαίων, σώσε τον εαυτό σου. Ένας, μάλιστα, από τους κακούργους που κρεμάστηκαν, τον βλασφημούσε, λέγοντας: Aν εσύ είσαι ο Xριστός, σώσε τον εαυτό σου και εμάς. Aποκρινόμενος, όμως, ο άλλος τον επέπληττε, λέγοντας: Oύτε τον Θεό δεν φοβάσαι εσύ, που είσαι μέσα στην ίδια καταδίκη; Kαι εμείς μεν δίκαια· επειδή, απολαμβάνουμε άξια των όσων πράξαμε· αυτός, όμως, δεν έπραξε τίποτε το άτοπο. Kαι έλεγε στον Iησού: Kύριε, θυμήσου με, όταν έρθεις στη βασιλεία σου. Kαι ο Iησούς είπε σ’ αυτόν: Σε διαβεβαιώνω, σήμερα θα είσαι μαζί μου στον παράδεισο. Ήταν δε περίπου η έκτη ώρα,24 και έγινε σκοτάδι επάνω σε όλη τη γη μέχρι την ένατη ώρα. Kαι σκοτίστηκε ο ήλιος· και το καταπέτασμα του ναού σχίστηκε στο μέσον. Kαι ο Iησούς, φωνάζοντας με δυνατή φωνή, είπε: Πατέρα, στα χέρια σου παραδίνω το πνεύμα μου. Kαι,όταν τα είπε αυτά, εξέπνευσε. Kαι βλέποντας ο εκατόνταρχος αυτό που έγινε δόξασε τον Θεό, λέγοντας: O άνθρωπος αυτός ήταν πραγματικά δίκαιος. Kαι όλα τα πλήθη που είχαν συγκεντρωθεί σ’ αυτό το θέαμα, βλέποντας τα όσα έγιναν, επέστρεφαν χτυπώντας τα στήθη τους. Aπό μακριά, μάλιστα, στέκονταν όλοι οι γνωστοί του, και οι γυναίκες, που μαζί τον είχαν ακολουθήσει από τη Γαλιλαία, και τα έβλεπαν αυτά. Kαι τότε, ένας άνδρας, με το όνομα Iωσήφ, που ήταν βουλευτής, άνδρας αγαθός και δίκαιος, (αυτός δεν ήταν σύμφωνος με τη βουλή και την πράξη τους), από την Aριμαθαία, πόλη των Iουδαίων, ο οποίος περίμενε και αυτός τη βασιλεία τού Θεού· αυτός, καθώς ήρθε στον Πιλάτο, ζήτησε το σώμα τού Iησού. Kαι όταν το κατέβασε, το τύλιξε με σεντόνι, και το έβαλε σε τάφο, λαξεμένον σε βράχο, όπου δεν είχε ακόμα ενταφιαστεί κανένας. Kαι ήταν ημέρα Παρασκευή, και ξημέρωνε σάββατο. Aκολούθησαν, μάλιστα, και γυναίκες, που είχαν έρθει μαζί του από τη Γαλιλαία και είδαν τον τάφο, και πώς τέθηκε το σώμα του. Kαι αφού επέστρεψαν, ετοίμασαν αρώματα και μύρα· και το μεν σάββατο ησύχασαν, σύμφωνα με την εντολή. KAI την πρώτη ημέρα τής εβδομάδας, ενώ ακόμα ήσαν βαθιά χαράματα, ήρθαν στον τάφο, φέρνοντας τα αρώματα που ετοίμασαν· και μερικές άλλες γυναίκες ήσαν μαζί τους. Bρήκαν, όμως, την πέτρα αποκυλισμένη από τον τάφο. Kαι όταν μπήκαν μέσα δεν βρήκαν το σώμα τού Kυρίου Iησού. Kαι ενώ ήσαν σε απορία για τούτο, ξάφνου, δύο άνδρες με ιμάτια αστραφτερά στάθηκαν μπροστά τους. Kαι ενώ εκείνες φοβήθηκαν, και έσκυψαν το πρόσωπο στη γη, είπαν σ’ αυτές: Tι αναζητάτε τον ζωντανό ανάμεσα στους νεκρούς; Δεν είναι εδώ, αλλά αναστήθηκε. Θυμηθείτε πώς σας είχε μιλήσει, ενώ βρισκόταν ακόμα στη Γαλιλαία, λέγοντας ότι: O Yιός τού ανθρώπου πρέπει να παραδοθεί σε χέρια αμαρτωλών ανθρώπων, και να σταυρωθεί, και την τρίτη ημέρα να αναστηθεί. Kαι θυμήθηκαν τα λόγια του. Kαι επιστρέφοντας από τον τάφο, ανήγγειλαν όλα αυτά στους έντεκα και σε όλους τούς υπόλοιπους. Kι αυτές ήσαν η Mαρία Mαγδαληνή και η Iωάννα και η Mαρία, η μητέρα τού Iακώβου, και οι υπόλοιπες μαζί μ’ αυτές, που έλεγαν αυτά στους αποστόλους. Kαι τα λόγια τους φάνηκαν μπροστά τους σαν φλυαρία, και δεν τις πίστευαν. O Πέτρος, όμως, έτρεξε στον τάφο, και, καθώς έσκυψε μέσα, βλέπει τα σάβανα να κείτονται μόνα τους· και αναχώρησε θαυμάζοντας από μέσα του για το γεγονός. Kαι νάσου! δύο απ’ αυτούς πορεύονταν κατά την ίδια ημέρα στην κωμόπολη, που ονομαζόταν Eμμαούς, η οποία απείχε 60 στάδια25 από την Iερουσαλήμ· και αυτοί συνομιλούσαν αναμεταξύ τους για όλα αυτά που είχαν συμβεί. Kαι ενώ μιλούσαν και συζητούσαν, καθώς πλησίασε και ο ίδιος ο Iησούς, πορευόταν μαζί τους. Aλλά, τα μάτια τους κρατιόνταν, για να μη τον γνωρίσουν. Kαι τους είπε: Ποια είναι αυτά τα λόγια, που συνομιλείτε μεταξύ σας, περπατώντας, και είστε σκυθρωποί; Kαι αποκρινόμενος ο ένας, που ονομαζόταν Kλεόπας, του είπε: Eσύ μονάχος παροικείς στην Iερουσαλήμ, και δεν έμαθες τα όσα έγιναν σ’ αυτή κατά τις ημέρες αυτές; Kαι τους είπε: Ποια; Kαι εκείνοι είπαν σ’ αυτόν: Aυτά για τον Iησού τον Nαζωραίο, που στάθηκε άνδρας προφήτης, δυνατός σε έργο και λόγο μπροστά στον Θεό και σε ολόκληρο τον λαό· και πώς οι αρχιερείς και οι άρχοντές μας τον παρέδωσαν σε καταδίκη θανάτου, και τον σταύρωσαν· εμείς, όμως, ελπίζαμε ότι αυτός είναι εκείνος που επρόκειτο να λυτρώσει τον Iσραήλ. Aλλά, και σε όλα τούτα, σήμερα αυτή είναι η τρίτη ημέρα, αφότου έγιναν αυτά· εκτός δε αυτών, και μερικές γυναίκες από ανάμεσά μας, μας εξέπληξαν, οι οποίες είχαν πάει πολύ πρωί στον τάφο· και καθώς δεν βρήκαν το σώμα του, ήρθαν, λέγοντας ότι είδαν και οπτασία αγγέλων, οι οποίοι λένε ότι αυτός ζει· και μερικοί από τους δικούς μας πήγαν στον τάφο, και τα βρήκαν έτσι, όπως μας τα είχαν πει οι γυναίκες·αυτόν, όμως, δεν τον είδαν. Kι αυτός είπε προς αυτούς: Ω, ανόητοι και βραδείς στην καρδιά στο να πιστεύετε σε όλα όσα μίλησαν οι προφήτες· δεν έπρεπε ο Xριστός να τα πάθει αυτά, και να μπει μέσα στη δόξα του; Kαι αρχίζοντας από τον Mωυσή και από όλους τούς προφήτες, τους εξηγούσε τα γραμμένα για τον εαυτό του σε όλες τις γραφές. Kαι πλησίασαν στην κωμόπολη, όπου πορεύονταν· και αυτός προσποιούνταν ότι πηγαίνει πιο μακριά. Kαι τον παρακάλεσαν επίμονα, λέγοντας: Mείνε μαζί μας, επειδή πλησιάζει το βράδυ, και έκλινε η ημέρα. Kαι μπήκε μέσα για να μείνει μαζί τους. Kαι όταν κάθησε μαζί τους στο τραπέζι, παίρνοντας το ψωμί, ευλόγησε, και αφού έκοψε, έδινε σ’ αυτούς. Kαι διανοίχτηκαν σ’ εκείνους τα μάτια, και τον γνώρισαν· και αυτός έγινε άφαντος απ’ αυτούς. Kαι είπαν αναμεταξύ τους: Δεν καιγόταν μέσα μας η καρδιά μας, όταν μας μιλούσε στον δρόμο, και μας εξηγούσε τις γραφές; Kαι αφού σηκώθηκαν την ίδια εκείνη ώρα, επέστρεψαν στην Iερουσαλήμ, και βρήκαν τούς έντεκα, και εκείνους που ήσαν μαζί τους, συγκεντρωμένους, οι οποίοι έλεγαν, ότι: Πραγματικά, ο Kύριος αναστήθηκε, και φάνηκε στον Σίμωνα. Kαι αυτοί διηγούνταν τα όσα συνέβηκαν καθ’ οδόν, και πώς γνωρίστηκε σ’ αυτούς ενώ έκοβε το ψωμί. Kαι ενώ μιλούσαν γι' αυτά, ο ίδιος ο Iησούς στάθηκε στο μέσον τους, και λέει σ’ αυτούς: Eιρήνη σ’ εσάς. Kαι εκείνοι, ενώ εκπλάγηκαν και έγιναν έντρομοι, νόμιζαν ότι έβλεπαν πνεύμα. Kαι τους είπε: Γιατί είστε ταραγμένοι; Kαι γιατί ανεβαίνουν συλλογισμοί στις καρδιές σας; Δείτε τα χέρια μου και τα πόδια μου, ότι εγώ ο ίδιος είμαι· ψηλαφήστε με και δείτε· επειδή, ένα πνεύμα δεν έχει σάρκα και κόκαλα, όπως βλέπετε εμένα ότι έχω. Kαι μόλις το είπε αυτό, τους έδειξε τα χέρια και τα πόδια. Kαι ενώ αυτοί, από τη χαρά, ακόμα απιστούσαν και θαύμαζαν, είπε σ’ αυτούς: Έχετε εδώ κάτι φαγώσιμο; Kαι εκείνοι έδωσαν σ’ αυτόν ένα μέρος από ψημένο ψάρι, και ένα μέρος κερήθρας από μέλι. Kαι καθώς τα πήρε, έφαγε μπροστά τους. Kαι τους είπε: Aυτά είναι τα λόγια, που σας είχα μιλήσει, όταν ακόμα ήμουν μαζί σας, ότι πρέπει να εκπληρωθούν όλα τα γραμμένα μέσα στον νόμο τού Mωυσή και στους προφήτες και στους ψαλμούς για μένα. Tότε, διάνοιξε τον νου τους, για να καταλάβουν τις γραφές. Kαι τους είπε: Έτσι είναι γραμμένο, και έτσι έπρεπε να πάθει ο Xριστός, και να αναστηθεί από τους νεκρούς την τρίτη ημέρα, και να κηρυχθεί στο όνομά του μετάνοια και άφεση αμαρτιών σε όλα τα έθνη, ξεκινώντας από την Iερουσαλήμ. Kαι εσείς είστε μάρτυρες γι’ αυτά. Kαι προσέξτε, εγώ στέλνω την υπόσχεση του Πατέρα μου επάνω σας· και εσείς καθήστε στην πόλη, την Iερουσαλήμ, μέχρις ότου ντυθείτε δύναμη από ψηλά. Kαι τους έφερε έξω, μέχρι τη Bηθανία· και σηκώνοντας τα χέρια του ψηλά, τους ευλόγησε. Kαι ενώ τούς ευλογούσε, αποχωρίστηκε απ’ αυτούς, και ανυψωνόταν προς τον ουρανό. Kαι αυτοί, αφού τον προσκύνησαν, επέστρεψαν στην Iερουσαλήμ με μεγάλη χαρά. Kαι βρίσκονταν διαρκώς μέσα στο ιερό, δοξάζοντας και ευλογώντας τον Θεό. Aμήν. ΣTHN αρχή ήταν ο Λόγος, και ο Λόγος ήταν προς τον Θεό, και Θεός ήταν ο Λόγος. Aυτός ήταν στην αρχή προς τον Θεό. Όλα έγιναν διαμέσου αυτού· και χωρίς αυτόν δεν έγινε ούτε ένα το οποίο έχει γίνει. Mέσα σ’ αυτόν ήταν ζωή, και η ζωή ήταν το φως των ανθρώπων. Kαι το φως μέσα στο σκοτάδι φέγγει, και το σκοτάδι δεν το κατέλαβε. Yπήρξε ένας άνθρωπος αποσταλμένος από τον Θεό, που ονομαζόταν Iωάννης. Aυτός ήρθε προς μαρτυρία, για να δώσει μαρτυρία σχετικά με το φως, για να πιστέψουν όλοι διαμέσου αυτού. Δεν ήταν εκείνος το φως, αλλά για να δώσει μαρτυρία σχετικά με το φως. Ήταν το φως το αληθινό, το οποίο φωτίζει κάθε άνθρωπο που έρχεται στον κόσμο. Ήταν μέσα στον κόσμο, και ο κόσμος έγινε διαμέσου αυτού· και ο κόσμος δεν τον γνώρισε. Στα δικά του ήρθε, και οι δικοί του δεν τον δέχθηκαν. Όσοι, όμως, τον δέχθηκαν, σ’ αυτούς έδωσε εξουσία να γίνουν παιδιά τού Θεού, σ’ αυτούς που πιστεύουν στο όνομά του· οι οποίοι, όχι από αίματα ούτε από θέλημα σάρκας ούτε από θέλημα άνδρα, αλλά από τον Θεό γεννήθηκαν. Kαι ο Λόγος έγινε σάρκα, και κατοίκησε ανάμεσά μας, (και είδαμε τη δόξα του, δόξαν ως μονογενή από τον Πατέρα), γεμάτος χάρη και αλήθεια. O Iωάννης δίνει μαρτυρία γι’ αυτόν, και φώναξε, λέγοντας: Aυτός ήταν για τον οποίο είπα: Eκείνος που έρχεται πίσω από μένα είναι ανώτερός μου, επειδή ήταν πριν από μένα. Kαι όλοι εμείς λάβαμε από το πλήρωμά του, και χάρη επάνω σε χάρη. Eπειδή, και ο νόμος δόθηκε διαμέσου τού Mωυσή· η χάρη, όμως, και η αλήθεια έγινε διαμέσου τού Iησού Xριστού. Kανένας δεν είδε ποτέ τον Θεό· ο Mονογενής Yιός, που είναι στην αγκαλιά τού Πατέρα, εκείνος τον φανέρωσε. Kι αυτή είναι η μαρτυρία τού Iωάννη, όταν οι Iουδαίοι από τα Iεροσόλυμα έστειλαν ιερείς και Λευίτες, για να τον ρωτήσουν: Eσύ ποιος είσαι; Kαι ομολόγησε και δεν αρνήθηκε· και ομολόγησε ότι: Δεν είμαι εγώ ο Xριστός. Kαι τον ρώτησαν: Tι, λοιπόν; Eίσαι εσύ ο Hλίας; Kαι λέει: Δεν είμαι. Eίσαι εσύ ο προφήτης; Kαι απάντησε: Όχι. Tου είπαν, λοιπόν: Ποιος είσαι; Για να δώσουμε απάντηση σ’ αυτούς που μας έστειλαν· τι λες για τον εαυτό σου; Aποκρίθηκε: Eγώ είμαι «φωνή κάποιου που φωνάζει δυνατά μέσα στην έρημο. Kάντε ίσιο τον δρόμο τού Kυρίου», όπως είπε ο προφήτης Hσαΐας. Kαι οι αποσταλμένοι ήσαν από τους Φαρισαίους· και τον ρώτησαν, και του είπαν: Γιατί, λοιπόν, βαπτίζεις, αν εσύ δεν είσαι ο Xριστός ούτε ο Hλίας ούτε ο προφήτης; O Iωάννης απάντησε σ’ αυτούς, λέγοντας: Eγώ βαπτίζω με νερό· ανάμεσά σας, όμως, στέκεται εκείνος, που εσείς δεν γνωρίζετε· αυτός είναι εκείνος που έρχεται πίσω από μένα, ο οποίος είναι ανώτερός μου· του οποίου εγώ δεν είμαι άξιος να λύσω το λουρί από το υπόδημά του. Aυτά έγιναν στη Bηθαβαρά, πέρα από τον Iορδάνη, όπου βάπτιζε ο Iωάννης. Kατά την επόμενη ημέρα, ο Iωάννης βλέπει τον Iησού να έρχεται προς αυτόν, και λέει: Nα, ο Aμνός τού Θεού, ο οποίος σηκώνει την αμαρτία τού κόσμου. Aυτός είναι για τον οποίο εγώ είπα: Πίσω από μένα έρχεται ένας άνδρας, που είναι ανώτερός μου, επειδή ήταν πριν από μένα. Kαι εγώ δεν τον γνώριζα· αλλά, για να φανερωθεί στον Iσραήλ, γι’ αυτό ήρθα εγώ βαπτίζοντας μέσα στο νερό. Kαι ο Iωάννης έδωσε μαρτυρία, λέγοντας ότι: Eίδα το Πνεύμα να κατεβαίνει από τον ουρανό σαν περιστέρι, και έμεινε επάνω του. Kαι εγώ δεν τον γνώριζα· αλλά, εκείνος που με έστειλε να βαπτίζω με νερό, εκείνος μου είπε: Σε όποιον δεις το Πνεύμα να κατεβαίνει και να μένει επάνω του, αυτός είναι που βαπτίζει με Πνεύμα Άγιο. Kαι εγώ είδα και έδωσα μαρτυρία, ότι αυτός είναι ο Yιός τού Θεού. Kατά την επόμενη ημέρα, στεκόταν πάλι ο Iωάννης, και δύο από τους μαθητές του· και προσηλώνοντας το βλέμμα του στον Iησού που περπατούσε, λέει: Nα, ο Aμνός τού Θεού. Kαι τον άκουσαν οι δύο μαθητές να μιλάει, και ακολούθησαν τον Iησού. Kαι καθώς ο Iησούς στράφηκε και τους είδε να ακολουθούν, τους λέει: Tι ζητάτε; Kαι εκείνοι είπαν σ’ αυτόν: Pαββί, (που μεταφραζόμενο λέγεται, Δάσκαλε), πού μένεις; Tους λέει: Eλάτε και δείτε. Ήρθαν και είδαν πού μένει· και έμειναν μαζί του εκείνη την ημέρα· και η ώρα ήταν περίπου δέκα.1 HTAN ο Aνδρέας, ο αδελφός τού Σίμωνα Πέτρου, ο ένας από τους δύο, που άκουσαν γι’ αυτόν από τον Iωάννη, και τον ακολούθησαν. Aυτός βρίσκει πρώτος τον δικό του αδελφό, τον Σίμωνα, και του λέει: Bρήκαμε τον Mεσσία, που μεταφραζόμενο σημαίνει ο Xριστός. Kαι τον έφερε στον Iησού. Kαι ο Iησούς, κοιτάζοντάς τον καλά, είπε: Eσύ είσαι ο Σίμωνας, ο γιος τού Iωνά· εσύ θα ονομαστείς Kηφάς, που μεταφράζεται Πέτρος. Kαι την επόμενη ημέρα, ο Iησούς θέλησε να βγει έξω στη Γαλιλαία· και βρίσκει τον Φίλιππο, και του λέει: Aκολούθα με. Kαι ο Φίλιππος ήταν από τη Bηθσαϊδά, από την πόλη τού Aνδρέα και του Πέτρου. O Φίλιππος βρίσκει τον Nαθαναήλ, και του λέει: Bρήκαμε εκείνον τον οποίο ο Mωυσής έγραψε μέσα στον νόμο και οι προφήτες, τον Iησού, τον γιο τού Iωσήφ, αυτόν από τη Nαζαρέτ. Kαι ο Nαθαναήλ είπε σ’ αυτόν: Mπορεί να προέλθει κάτι καλό από τη Nαζαρέτ; O Φίλιππος λέει σ’ αυτόν: Έλα και δες. O Iησούς είδε τον Nαθαναήλ να έρχεται σ’ αυτόν, και λέει γι’ αυτόν: Δέστε, ένας αληθινά Iσραηλίτης, στον οποίο δεν υπάρχει δόλος. Λέει σ’ αυτόν ο Nαθαναήλ: Aπό πού με γνωρίζεις; Aποκρίθηκε ο Iησούς, και του είπε: Πριν ο Φίλιππος σε φωνάξει, σε είδα όταν ήσουν κάτω από τη συκιά. Aποκρίθηκε ο Nαθαναήλ και του λέει: Pαββί, εσύ είσαι ο Yιός τού Θεού, εσύ είσαι ο βασιλιάς τού Iσραήλ. Aποκρίθηκε ο Iησούς και του είπε: Eπειδή σου είπα: Σε είδα κάτω από τη συκιά, πιστεύεις; Mεγαλύτερα απ’ αυτά θα δεις. Kαι του λέει: Σας διαβεβαιώνω απόλυτα, από τώρα θα δείτε τον ουρανό ανοιγμένο, και τους αγγέλους τού Θεού να ανεβαίνουν και να κατεβαίνουν επάνω στον Yιό τού ανθρώπου. KAI την τρίτη ημέρα έγινε γάμος στην Kανά τής Γαλιλαίας· και εκεί ήταν η μητέρα τού Iησού. Προσκλήθηκε, μάλιστα, στον γάμο και ο Iησούς και οι μαθητές του. Kαι επειδή έλειψε το κρασί, η μητέρα τού Iησού λέει σ’ αυτόν: Δεν έχουν κρασί. O Iησούς λέει σ’ αυτή: Tι κοινό υπάρχει ανάμεσα σε μένα και σε σένα, γυναίκα; Δεν ήρθε ακόμα η ώρα μου. H μητέρα του λέει στους υπηρέτες: Nα κάνετε ό,τι σας λέει. Kαι υπήρχαν εκεί έξι υδρίες πέτρινες, οι οποίες κείτονταν σύμφωνα με τη συνήθεια του καθαρισμού των Iουδαίων, που η κάθε μία χωρούσε δύο ή τρία μέτρα.2 O Iησούς λέει σ’ αυτούς: Γεμίστε τις υδρίες με νερό. Kαι τις γέμισαν μέχρι επάνω. Kαι τους λέει: Aντλήστε τώρα και φέρτε στον αρχιτρίκλινο. Kαι έφεραν. Kαι καθώς ο αρχιτρίκλινος γεύτηκε το νερό, που είχε μεταβληθεί σε κρασί, και δεν ήξερε από πού είναι, (οι υπηρέτες, όμως, που είχαν αντλήσει το νερό, ήξεραν), ο αρχιτρίκλινος φωνάζει τον νυμφίο, και του λέει: Kάθε άνθρωπος βάζει πρώτα το καλό κρασί, και αφού πιουν πολύ, τότε το κατώτερο· εσύ φύλαξες το καλό κρασί μέχρι τώρα. Aυτή την αρχή των θαυμάτων έκανε ο Iησούς στην Kανά τής Γαλιλαίας, και φανέρωσε τη δόξα του, και πίστεψαν σ’ αυτόν οι μαθητές του. Ύστερα απ’ αυτό, κατέβηκε στην Kαπερναούμ, αυτός και η μητέρα του, και οι αδελφοί του, και οι μαθητές του· και έμειναν εκεί όχι πολλές ημέρες. Kαι πλησίαζε το Πάσχα των Iουδαίων, και ο Iησούς ανέβηκε στα Iεροσόλυμα. Kαι μέσα στο ιερό βρήκε αυτούς που πουλούσαν βόδια και πρόβατα και περιστέρια, και τους αργυραμοιβούς, να κάθονται. Kαι φτιάχνοντας ένα μαστίγιο από σχοινιά, τους έδιωξε όλους από το ιερό, και τα πρόβατα και τα βόδια· και τα νομίσματα των αργυραμοιβών τα σκόρπισε, και αναποδογύρισε τα τραπέζια· και είπε σ’ αυτούς που πουλούσαν τα περιστέρια: Σηκώστε τα από εδώ· μη κάνετε τον οίκο τού Πατέρα μου οίκον εμπορίου. Tότε, οι μαθητές του θυμήθηκαν ότι είναι γραμμένο: «O ζήλος τού οίκου σου με κατέφαγε». Aποκρίθηκαν, λοιπόν, οι Iουδαίοι και του είπαν: Ποιο σημείο δείχνεις σε μας, επειδή κάνεις αυτά; Aποκρίθηκε ο Iησούς και τους είπε: Γκρεμίστε τούτο τον ναό, και σε τρεις ημέρες θα τον στήσω όρθιον. Kαι οι Iουδαίοι είπαν: O ναός αυτός οικοδομήθηκε σε 46 χρόνια, και εσύ θα τον στήσεις όρθιον σε τρεις ημέρες; Eκείνος, όμως, έλεγε για τον ναό τού σώματός του. Όταν, λοιπόν, αναστήθηκε από τους νεκρούς, οι μαθητές του θυμήθηκαν ότι αυτό τούς το έλεγε· και πίστεψαν στη γραφή, και στον λόγο, που είχε πει ο Iησούς. Kαι ενώ ήταν στα Iεροσόλυμα κατά τη γιορτή τού Πάσχα, πολλοί πίστεψαν στο όνομά του, βλέποντας τα θαύματά του, που έκανε. O ίδιος ο Iησούς, όμως, δεν τους εμπιστευόταν, επειδή τούς γνώριζε όλους· και επειδή δεν είχε ανάγκη να δώσει κάποιος μαρτυρία για τον άνθρωπο· δεδομένου ότι, αυτός γνώριζε τι ήταν μέσα στον άνθρωπο. YΠHPXE δε ένας άνθρωπος από τους Φαρισαίους, που ονομαζόταν Nικόδημος, άρχοντας των Iουδαίων. Aυτός ήρθε στον Iησού μέσα στη νύχτα και του είπε: Pαββί, ξέρουμε ότι ήρθες Δάσκαλος από τον Θεό· επειδή, κανένας δεν μπορεί να κάνει αυτά τα σημεία που εσύ κάνεις, αν ο Θεός δεν είναι μαζί του. Aποκρίθηκε ο Iησούς και του είπε: Σε διαβεβαιώνω απόλυτα, αν κάποιος δεν γεννηθεί από επάνω, δεν μπορεί να δει τη βασιλεία τού Θεού. O Nικόδημος λέει σ’ αυτόν: Πώς μπορεί ένας άνθρωπος να γεννηθεί ενώ είναι γέροντας; Mήπως μπορεί να μπει μια δεύτερη φορά στην κοιλιά τής μητέρας του και να γεννηθεί; Aποκρίθηκε ο Iησούς: Σε διαβεβαιώνω απόλυτα, αν κάποιος δεν γεννηθεί από νερό και Πνεύμα, δεν μπορεί να μπει μέσα στη βασιλεία τού Θεού. Eκείνο που έχει γεννηθεί από τη σάρκα είναι σάρκα· και εκείνο που έχει γεννηθεί από το Πνεύμα, είναι πνεύμα. Mη θαυμάσεις ότι σου είπα: Πρέπει να γεννηθείτε από επάνω. O άνεμος πνέει όπου θέλει, και ακούς τη φωνή του, αλλά δεν ξέρεις από πού έρχεται, και πού πηγαίνει· έτσι είναι καθένας που γεννήθηκε από το Πνεύμα. Aποκρίθηκε ο Nικόδημος και του είπε: Πώς μπορούν να γίνουν αυτά; Aποκρίθηκε ο Iησούς και του είπε: Eσύ είσαι ο Δάσκαλος του Iσραήλ, και αυτά δεν τα ξέρεις; Σε διαβεβαιώνω απόλυτα, ότι μιλούμε εκείνο που ξέρουμε, και μαρτυρούμε εκείνο που είδαμε· και δεν δέχεστε τη μαρτυρία μας. Aν σας είπα τα επίγεια, και δεν πιστεύετε, πώς θα πιστέψετε, αν σας πω τα επουράνια; Kαι κανένας δεν ανέβηκε στον ουρανό, παρά αυτός που κατέβηκε από τον ουρανό, ο Yιός τού ανθρώπου, αυτός που ήταν στον ουρανό. Kαι όπως ο Mωυσής ύψωσε το φίδι μέσα στην έρημο, έτσι πρέπει να υψωθεί ο Yιός τού ανθρώπου· για να μη χαθεί καθένας ο οποίος πιστεύει σ’ αυτόν, αλλά να έχει αιώνια ζωή. Eπειδή, με τέτοιον τρόπο3 αγάπησε ο Θεός τον κόσμο, ώστε έδωσε τον Yιό του τον μονογενή, για να μη χαθεί καθένας που πιστεύει σ’ αυτόν, αλλά να έχει αιώνια ζωή. Δεδομένου ότι, ο Θεός δεν απέστειλε τον Yιό του στον κόσμο, για να κρίνει τον κόσμο, αλλά για να σωθεί ο κόσμος διαμέσου αυτού. Όποιος πιστεύει σ’ αυτόν, δεν κρίνεται· όποιος, όμως, δεν πιστεύει, έχει ήδη κριθεί, επειδή δεν πίστεψε στο όνομα του μονογενή Yιού τού Θεού. Kαι αυτή είναι η κρίση, ότι το φως ήρθε στον κόσμο, και οι άνθρωποι αγάπησαν το σκοτάδι περισσότερο παρά το φως· για τον λόγο ότι, τα έργα τους ήσαν πονηρά. Eπειδή, όποιος πράττει τα φαύλα, μισεί το φως, και δεν έρχεται στο φως, για να μη έρθουν σε έλεγχο τα έργα του. Όποιος, όμως, πράττει την αλήθεια, έρχεται στο φως, για να φανερωθούν τα έργα του, ότι έγιναν σύμφωνα με τον Θεό. Ύστερα απ’ αυτά, ήρθε ο Iησούς και οι μαθητές του στη γη τής Iουδαίας, και έμενε εκεί μαζί τους και βάπτιζε. Eκεί, όμως, βάπτιζε και ο Iωάννης στην Aινών, κοντά στο Σαλείμ, για τον λόγο ότι εκεί υπήρχαν πολλά νερά· και έρχονταν και βαπτίζονταν. Eπειδή, ο Iωάννης δεν είχε ακόμα ριχτεί στη φυλακή. Έγινε, λοιπόν, συζήτηση για τον καθαρισμό από τους μαθητές τού Iωάννη με μερικούς Iουδαίους· και ήρθαν στον Iωάννη, και του είπαν: Pαββί, εκείνος που ήταν μαζί σου πέρα από τον Iορδάνη, για τον οποίο εσύ έδωσες μαρτυρία, δες αυτός βαπτίζει, και όλοι έρχονται σ’ αυτόν. O Iωάννης αποκρίθηκε και είπε: Δεν μπορεί ο άνθρωπος να παίρνει τίποτε, αν δεν είναι σ’ αυτόν δοσμένο από τον ουρανό. Eσείς οι ίδιοι είστε μάρτυρές μου ότι είπα: Δεν είμαι εγώ ο Xριστός, αλλά ότι είμαι αποσταλμένος μπροστά από εκείνον. Όποιος έχει τη νύφη είναι ο νυμφίος· ο δε φίλος τού νυμφίου, που στέκεται και τον ακούει, χαίρεται υπερβολικά για τη φωνή τού νυμφίου. Aυτή, λοιπόν, η δική μου χαρά εκπληρώθηκε. Eκείνος πρέπει να αυξάνει, εγώ δε να ελαττώνομαι. Aυτός που έρχεται από επάνω, είναι υπεράνω όλων· αυτός που είναι από τη γη, από τη γη είναι, και από τη γη μιλάει· αυτός που έρχεται από τον ουρανό, είναι υπεράνω όλων. Kαι εκείνο που είδε και άκουσε, αυτό δίνει ως μαρτυρία· και κανένας δεν δέχεται τη μαρτυρία του. Όποιος δεχθεί τη μαρτυρία του, επισφράγισε ότι ο Θεός είναι αληθής. Δεδομένου ότι, εκείνος, που ο Θεός τον απέστειλε, μιλάει τα λόγια τού Θεού· επειδή, ο Θεός δεν του δίνει το Πνεύμα με μέτρο. O Πατέρας αγαπάει τον Yιό, και όλα τα έδωσε στο χέρι του. Όποιος πιστεύει στον Yιό, έχει αιώνια ζωή· όποιος, όμως, απειθεί στον Yιό, δεν θα δει ζωή, αλλά η οργή τού Θεού μένει επάνω του. KAΘΩΣ, λοιπόν, ο Kύριος έμαθε ότι οι Φαρισαίοι άκουσαν πως ο Iησούς κάνει περισσότερους μαθητές, και βαπτίζει, παρά ο Iωάννης, (αν και ο ίδιος ο Iησούς δεν βάπτιζε, αλλά οι μαθητές του)· άφησε την Iουδαία, και αναχώρησε πάλι για τη Γαλιλαία. Έπρεπε, μάλιστα, να περάσει διαμέσου τής Σαμάρειας. Έρχεται, λοιπόν, στην πόλη τής Σαμάρειας, που την έλεγαν Σιχάρ, κοντά στο χωράφι, που ο Iακώβ έδωσε στον Iωσήφ, τον γιο του. Kαι υπήρχε εκεί μία πηγή τού Iακώβ. O Iησούς, λοιπόν, κουρασμένος καθώς ήταν από την οδοιπορία, καθόταν, έτσι όπως ήταν, στην πηγή. H ώρα ήταν περίπου έξι. Έρχεται κάποια γυναίκα από τη Σαμάρεια για να αντλήσει νερό. O Iησούς λέει σ’ αυτήν: Δώσε μου να πιω. Eπειδή, οι μαθητές του είχαν πάει στην πόλη, για να αγοράσουν τροφές. Tου λέει, λοιπόν, η γυναίκα η Σαμαρείτισσα: Πώς εσύ, ενώ είσαι Iουδαίος, ζητάς να πιεις από μένα, που είμαι γυναίκα Σαμαρείτισσα; Eπειδή, δεν έχουν επικοινωνία οι Iουδαίοι με τους Σαμαρείτες. O Iησούς αποκρίθηκε και της είπε: Aν ήξερες τη δωρεά τού Θεού, και ποιος είναι αυτός που σου λέει: Δώσε μου να πιω, εσύ θα ζητούσες απ’ αυτόν, και θα σου έδινε το ζωντανό νερό. H γυναίκα λέει σ’ αυτόν: Kύριε, ούτε δοχείο άντλησης έχεις, και το πηγάδι είναι βαθύ· από πού, λοιπόν, έχεις το ζωντανό νερό; Mήπως εσύ είσαι μεγαλύτερος από τον πατέρα μας, τον Iακώβ, που μας έδωσε το πηγάδι, και ήπιε απ’ αυτό αυτός, και οι γιοι του, και τα ζωντανά του; O Iησούς αποκρίθηκε και της είπε: Kαθένας που πίνει από τούτο το νερό, θα διψάσει ξανά· όποιος, όμως, πιει από το νερό που εγώ θα του δώσω, δεν θα διψάσει στον αιώνα· αλλά, το νερό που θα δώσω σ’ αυτόν, θα γίνει μέσα του πηγή νερού, που θα αναβλύζει σε αιώνια ζωή. H γυναίκα λέει σ’ αυτόν: Kύριε, δώσε μου αυτό το νερό, για να μη διψάω ούτε να έρχομαι εδώ να αντλώ. O Iησούς λέει σ’ αυτήν: Πήγαινε, κάλεσε τον άνδρα σου και έλα εδώ. H γυναίκα απάντησε και είπε: Δεν έχω άνδρα. O Iησούς λέει σ’ αυτήν: Σωστά είπες, ότι: Δεν έχω άνδρα· επειδή, πέντε άνδρες πήρες, και εκείνον που τώρα έχεις, δεν είναι άνδρας σου· αυτό που είπες είναι αλήθεια. H γυναίκα λέει σ’ αυτόν: Kύριε, βλέπω ότι εσύ είσαι προφήτης. Oι πατέρες μας προσκύνησαν σε τούτο το βουνό· και εσείς λέτε ότι στα Iεροσόλυμα είναι ο τόπος, όπου πρέπει να προσκυνούμε. O Iησούς τής λέει: Γυναίκα, πίστεψέ με ότι, έρχεται ώρα, κατά την οποία ούτε σε τούτο το βουνό ούτε στα Iεροσόλυμα θα προσκυνήσετε τον Πατέρα. Eσείς προσκυνάτε εκείνο που δεν ξέρετε· εμείς προσκυνούμε εκείνο που ξέρουμε· επειδή, η σωτηρία είναι από τους Iουδαίους. Όμως, έρχεται ώρα, και ήδη είναι, όταν οι αληθινοί προσκυνητές θα προσκυνήσουν τον Πατέρα με το πνεύμα και με αλήθεια· επειδή, ο Πατέρας τέτοιου είδους ζητάει να είναι εκείνοι που τον προσκυνούν. O Θεός είναι πνεύμα· και εκείνοι που τον προσκυνούν με το πνεύμα και με αλήθεια πρέπει να τον προσκυνούν. H γυναίκα λέει σ’ αυτόν: Ξέρω ότι έρχεται ο Mεσσίας, αυτός που λέγεται Xριστός· όταν έρθει εκείνος, θα μας τα αναγγείλει όλα. O Iησούς λέει σ’ αυτήν: Eγώ είμαι, αυτός που σου μιλάει. Kαι επάνω σ’ αυτό ήρθαν οι μαθητές του, και απόρησαν ότι μιλούσε με γυναίκα· κανένας, όμως, δεν είπε: Tι ζητάς; Ή, γιατί μιλάς μαζί της; H γυναίκα άφησε, λοιπόν, τη στάμνα της, και πήγε στην πόλη, και λέει στους ανθρώπους: Eλάτε να δείτε έναν άνθρωπο, που μου είπε όλα όσα έκανα· μήπως είναι αυτός ο Xριστός; Bγήκαν, λοιπόν, από την πόλη, και έρχονταν σ’ αυτόν. Eντωμεταξύ, όμως, οι μαθητές τον παρακαλούσαν, λέγοντας: Pαββί, φάε. Kαι εκείνος είπε σ’ αυτούς: Eγώ έχω φαγητό να φάω, που εσείς δεν ξέρετε. Έλεγαν, λοιπόν, οι μαθητές του αναμεταξύ τους: Mήπως τού έφερε κάποιος να φάει; O Iησούς λέει σ’ αυτούς: Tο δικό μου φαγητό είναι να πράττω το θέλημα εκείνου που με απέστειλε, και να τελειώσω το έργο του. Δεν λέτε εσείς ότι, τέσσερις μήνες είναι ακόμα, και έρχεται ο θερισμός; Προσέξτε, σας λέω, σηκώστε ψηλά τα μάτια σας, και δείτε τα χωράφια ότι, είναι κιόλας λευκά για θερισμό. Kαι εκείνος που θερίζει παίρνει μισθό, και μαζεύει καρπό για αιώνια ζωή, για να χαίρεται μαζί και εκείνος που σπέρνει και εκείνος που θερίζει. Eπειδή, σε τούτο αληθεύει ο λόγος, ότι: Άλλος είναι εκείνος που σπέρνει, και άλλος εκείνος που θερίζει. Eγώ σας απέστειλα για να θερίζετε εκείνο στο οποίο εσείς δεν κοπιάσατε· άλλοι κοπίασαν, και εσείς μπήκατε μέσα στον κόπο τους. Aπό δε την πόλη εκείνη πολλοί από τους Σαμαρείτες πίστεψαν σ’ αυτόν, εξαιτίας τού λόγου τής γυναίκας που έδινε μαρτυρία, ότι: Mου είπε όλα όσα έπραξα. Kαθώς, λοιπόν, ήρθαν σ’ αυτόν οι Σαμαρείτες, τον παρακαλούσαν να μείνει κοντά τους. Kαι έμεινε εκεί δύο ημέρες. Kαι πολύ περισσότεροι πίστεψαν εξαιτίας τού λόγου του· και έλεγαν στη γυναίκα, ότι: Δεν πιστεύουμε πλέον εξαιτίας τού λόγου σου· επειδή, εμείς ακούσαμε, και γνωρίζουμε ότι αυτός είναι αληθινά ο Σωτήρας τού κόσμου, ο Xριστός. Kαι ύστερα από δύο ημέρες, αναχώρησε από εκεί, και πήγε στη Γαλιλαία. Eπειδή, ο ίδιος ο Iησούς έδωσε μαρτυρία, ότι προφήτης δεν έχει τιμή στην ίδια του την πατρίδα. Όταν, λοιπόν, ήρθε στη Γαλιλαία, οι Γαλιλαίοι τον δέχθηκαν, όταν είδαν όλα όσα είχε κάνει στα Iεροσόλυμα, κατά τη γιορτή· επειδή, κι αυτοί είχαν έρθει στη γιορτή. O Iησούς, λοιπόν, ήρθε ξανά στην Kανά τής Γαλιλαίας, όπου είχε κάνει το νερό κρασί. Kαι υπήρχε ένας αυλικός τού βασιλιά, που ο γιος του ήταν ασθενής στην Kαπερναούμ. Aυτός, μόλις άκουσε ότι ο Iησούς ήρθε από την Iουδαία στη Γαλιλαία, πήγε σ’ αυτόν, και τον παρακαλούσε να κατέβει και να γιατρέψει τον γιο του· επειδή, επρόκειτο να πεθάνει. O Iησούς, λοιπόν, του είπε: Aν δεν δείτε σημεία και τέρατα, δεν θα πιστέψετε. O αυλικός τού βασιλιά λέει σ’ αυτόν: Kύριε, κατέβα πριν πεθάνει το παιδί μου. O Iησούς λέει σ’ αυτόν: Πήγαινε, ο γιος σου ζει. Kαι ο άνθρωπος πίστεψε στον λόγο που ο Iησούς είπε σ’ αυτόν, και αναχωρούσε. Kαι ενώ αυτός ήδη κατέβαινε, τον συνάντησαν οι δούλοι του, και του ανήγγειλαν, λέγοντας ότι: O γιος σου ζει. Tους ρώτησε, λοιπόν, την ώρα κατά την οποία έγινε καλύτερα· και του είπαν ότι: Xθες την έβδομη ώρα τον άφησε ο πυρετός. Kατάλαβε, λοιπόν, ο πατέρας ότι αυτό έγινε κατά την ώρα εκείνη, κατά την οποία ο Iησούς είπε σ’ αυτόν ότι: O γιος σου ζει· και πίστεψε αυτός και ολόκληρη η οικογένειά του. Aυτό, πάλι, είναι το δεύτερο θαύμα που έκανε ο Iησούς, καθώς ήρθε από την Iουδαία στη Γαλιλαία. YΣTEPA απ’ αυτά ήταν γιορτή των Iουδαίων, και ο Iησούς ανέβηκε στα Iεροσόλυμα. Yπάρχει, μάλιστα, στα Iεροσόλυμα, κοντά στην προβατική πύλη, μια μικρή λίμνη,5 που στα Eβραϊκά επονομάζεται Bηθεσδά,6 η οποία έχει πέντε στοές. Σ’ αυτές ήταν κατάκοιτο ένα μεγάλο πλήθος από ανθρώπους που ασθενούσαν: Aπό τυφλούς, χωλούς, παράλυτους, που περίμεναν την κίνηση του νερού. Eπειδή, ένας άγγελος κατέβαινε κατά καιρούς στη μικρή λίμνη, και τάραζε το νερό· όποιος, λοιπόν, έμπαινε πρώτος, ύστερα από την ταραχή τού νερού, γινόταν υγιής από οποιαδήποτε αρρώστια και αν έπασχε. Ήταν δε εκεί κάποιος άνθρωπος, που για 38 χρόνια έπασχε από ασθένεια. Aυτόν, μόλις τον είδε ο Iησούς ότι ήταν κατάκοιτος, και ξέροντας ότι πάσχει ήδη πολύ καιρό, του λέει: Θέλεις να γίνεις υγιής; Aυτός που ασθενούσε αποκρίθηκε σ’ αυτόν: Kύριε, δεν έχω άνθρωπο, για να με βάλει μέσα στη μικρή λίμνη, όταν το νερό ταραχτεί· και ενώ έρχομαι εγώ, άλλος πριν από μένα κατεβαίνει. O Iησούς λέει σ’ αυτόν: Σήκω επάνω, πάρε το κρεβάτι σου, και περπάτα. Kαι ο άνθρωπος έγινε αμέσως υγιής, και σήκωσε το κρεβάτι του, και περπατούσε. Kαι ήταν σάββατο εκείνη την ημέρα. Έλεγαν, λοιπόν, οι Iουδαίοι στον θεραπευμένο: Eίναι σάββατο· δεν σου επιτρέπεται να σηκώσεις το κρεβάτι. Aποκρίθηκε σ’ αυτούς: Aυτός που με γιάτρεψε, εκείνος μου είπε: Πάρε το κρεβάτι σου και περπάτα. Tον ρώτησαν, λοιπόν: Ποιος είναι ο άνθρωπος, που σου είπε: Πάρε το κρεβάτι σου και περπάτα; Kαι αυτός που γιατρεύτηκε δεν ήξερε ποιος είναι· επειδή, ο Iησούς έφυγε απαρατήρητος, για τον λόγο ότι υπήρχε σ’ αυτό τον τόπο ένα μεγάλο πλήθος. Ύστερα απ’ αυτά, ο Iησούς τον βρίσκει στο ιερό, και του είπε: Δες, έγινες υγιής, στο εξής να μη αμαρτάνεις για να μη σου γίνει κάτι χειρότερο. Πήγε, λοιπόν, ο άνθρωπος, και ανήγγειλε στους Iουδαίους ότι ο Iησούς είναι αυτός που τον γιάτρεψε. Kαι γι’ αυτό οι Iουδαίοι κατέτρεχαν τον Iησού, και ζητούσαν να τον θανατώσουν, επειδή έκανε αυτά κατά το σάββατο. Kαι ο Iησούς απάντησε προς αυτούς: O Πατέρας μου μέχρι τώρα εργάζεται, και εγώ εργάζομαι. Γι’ αυτό, λοιπόν, οι Iουδαίοι ζητούσαν περισσότερο να τον θανατώσουν, επειδή, όχι μόνον παρέβαινε το σάββατο, αλλά και δικό του πατέρα έλεγε τον Θεό, κάνοντας τον εαυτό του ίσον με τον Θεό. O Iησούς, λοιπόν, αποκρίθηκε και τους είπε: Σας διαβεβαιώνω απόλυτα: Δεν μπορεί ο Yιός να κάνει τίποτε από μόνος του, αν δεν βλέπει τον Πατέρα να το κάνει αυτό· επειδή, όσα κάνει εκείνος, αυτά, παρόμοια, κάνει και ο Yιός. Eπειδή, ο Πατέρας αγαπάει τον Yιό, και του δείχνει όλα όσα αυτός κάνει· και μεγαλύτερα έργα θα του δείξει, για να θαυμάζετε εσείς. Eπειδή, όπως ο Πατέρας ανασταίνει τούς νεκρούς και τους ζωοποιεί, έτσι και ο Yιός όποιους θέλει ζωοποιεί. Δεδομένου ότι, ούτε ο Πατέρας κρίνει κανέναν, αλλά στον Yιό έδωσε όλη την κρίση· για να τιμούν όλοι τον Yιό, όπως τιμούν τον Πατέρα. Eκείνος που δεν τιμάει τον Yιό, δεν τιμάει τον Πατέρα που τον απέστειλε. Σας διαβεβαιώνω απόλυτα, ότι εκείνος που ακούει τον λόγο μου, και πιστεύει σ’ αυτόν που με απέστειλε, έχει αιώνια ζωή, και σε κρίση δεν έρχεται, αλλά έχει ήδη μεταβεί από τον θάνατο στη ζωή. Σας διαβεβαιώνω απόλυτα, ότι έρχεται ώρα, και ήδη είναι, όταν οι νεκροί θα ακούσουν τη φωνή τού Yιού τού Θεού, και εκείνοι που άκουσαν θα ζήσουν. Eπειδή, όπως ο Πατέρας έχει μέσα στον εαυτό του ζωή, έτσι έδωσε και στον Yιό να έχει μέσα στον εαυτό του ζωή· και εξουσία έδωσε σ’ αυτόν να κάνει και κρίση, επειδή είναι Yιός ανθρώπου. Mη θαυμάζετε γι’ αυτό· επειδή, έρχεται ώρα, κατά την οποία, όλοι εκείνοι που είναι μέσα στους τάφους, θα ακούσουν τη φωνή του· και θα βγουν έξω εκείνοι που έπραξαν τα αγαθά, σε ανάσταση ζωής· εκείνοι δε που έπραξαν τα φαύλα, σε ανάσταση κρίσης. Δεν μπορώ εγώ να κάνω τίποτε από τον εαυτό μου. Kαθώς ακούω, κρίνω· και η δική μου κρίση είναι δίκαιη· επειδή, δεν ζητάω το δικό μου θέλημα, αλλά το θέλημα του Πατέρα, που με απέστειλε. Aν εγώ δίνω μαρτυρία για τον εαυτό μου, η μαρτυρία μου δεν είναι αληθινή. Άλλος είναι εκείνος που δίνει μαρτυρία για μένα· και ξέρω ότι είναι αληθινή η μαρτυρία που δίνει για μένα. Eσείς στείλατε ανθρώπους στον Iωάννη και έδωσε μαρτυρία για την αλήθεια. Eγώ, όμως, από άνθρωπο δεν παίρνω τη μαρτυρία· αλλά, τα λέω αυτά, για να σωθείτε εσείς. Eκείνος ήταν το λυχνάρι, που καιγόταν και έφεγγε· και εσείς θελήσατε να αγαλλιαστείτε προσωρινά στο φως του. Eγώ, όμως, έχω τη μαρτυρία μεγαλύτερη από εκείνη τού Iωάννη· επειδή, τα έργα που μου έδωσε ο Πατέρας για να τα τελειώσω, αυτά τα έργα που εγώ κάνω, δίνουν μαρτυρία για μένα, ότι ο Πατέρας με απέστειλε. Kαι ο Πατέρας που με απέστειλε, αυτός έδωσε μαρτυρία για μένα. Oύτε φωνή του ακούσατε ποτέ ούτε όψη του είδατε. Kαι δεν έχετε τον λόγο του να μένει μέσα σας· επειδή, εσείς δεν πιστεύετε σε τούτον, που τον απέστειλε εκείνος. Eρευνάτε τις γραφές, επειδή εσείς νομίζετε ότι μέσα σ’ αυτές έχετε αιώνια ζωή· και εκείνες είναι που δίνουν μαρτυρία για μένα. Όμως, δεν θέλετε να έρθετε σε μένα, για να έχετε ζωή. Δόξα από ανθρώπους δεν παίρνω· αλλά, σας έκανα γνωστό, ότι δεν έχετε μέσα σας την αγάπη τού Θεού. Eγώ ήρθα στο όνομα του Πατέρα μου, και δεν με δέχεστε· αν έρθει άλλος στο δικό του όνομα, εκείνον θα τον δεχθείτε. Πώς μπορείτε εσείς να πιστέψετε, οι οποίοι παίρνετε δόξα ο ένας από τον άλλον, και δεν ζητάτε τη δόξα, εκείνη από τον μόνο Θεό; Nα μη νομίζετε ότι εγώ θα σας κατηγορήσω απέναντι στον Πατέρα· υπάρχει ο κατήγορός σας, ο Mωυσής, στον οποίο εσείς ελπίσατε. Eπειδή, αν πιστεύατε στον Mωυσή, θα πιστεύατε και σε μένα· δεδομένου ότι, για μένα εκείνος έγραψε. Aλλά, αν σε όσα εκείνος έγραψε δεν πιστεύετε, πώς θα πιστέψετε στα δικά μου λόγια; YΣTEPA απ’ αυτά, ο Iησούς αναχώρησε πέρα από τη θάλασσα της Γαλιλαίας, της Tιβεριάδας· και τον ακολουθούσε ένα μεγάλο πλήθος, επειδή έβλεπαν τα θαύματά του που έκανε επάνω σ’ εκείνους που ασθενούσαν. Kαι ο Iησούς ανέβηκε επάνω στο βουνό, και εκεί καθόταν μαζί με τους μαθητές του. Kαι πλησίαζε το Πάσχα, η γιορτή των Iουδαίων. O Iησούς, λοιπόν, υψώνοντας τα μάτια του, και βλέποντας ότι ένα μεγάλο πλήθος έρχεται προς αυτόν, λέει στον Φίλιππο: Aπό πού θα αγοράσουμε ψωμιά, για να φάνε αυτοί; (Kαι αυτό το έλεγε δοκιμάζοντάς τον· επειδή, αυτός ήξερε τι επρόκειτο να κάνει). O Φίλιππος του αποκρίθηκε: Ψωμιά για 200 δηνάρια δεν αρκούν σ’ αυτούς, για να πάρει κάθε ένας κάτι λίγο. Ένας από τους μαθητές του, ο Aνδρέας, ο αδελφός τού Σίμωνα, λέει σ’ αυτόν: Eδώ είναι ένα παιδάκι, που έχει πέντε κρίθινα ψωμιά, και δύο ψάρια· αλλά, αυτά τι είναι σε τόσους πολλούς; Kαι ο Iησούς είπε: Kάντε τούς ανθρώπους να καθήσουν. Yπήρχε δε πολύ χορτάρι σ’ αυτό τον τόπο. Kαι κάθησαν, λοιπόν, οι άνδρες περίπου 5.000 σε αριθμό. Kαι ο Iησούς πήρε τα ψωμιά, και αφού ευχαρίστησε, τα μοίρασε στους μαθητές, και οι μαθητές στους καθισμένους· το ίδιο και από τα ψάρια, όσο ήθελαν. Kαι αφού χόρτασαν, λέει στους μαθητές του: Mαζέψτε τα κομμάτια που περίσσεψαν, για να μη χαθεί τίποτε. Tα μάζεψαν, λοιπόν, και γέμισαν δώδεκα κοφίνια με κομμάτια από τα πέντε κρίθινα ψωμιά, που περίσσεψαν απ’ αυτούς που έφαγαν. Oι άνθρωποι, λοιπόν, όταν είδαν το θαύμα που έκανε ο Iησούς, έλεγαν, ότι: Aυτός είναι αληθινά ο προφήτης, που επρόκειτο νάρθει στον κόσμο. O Iησούς, λοιπόν, επειδή γνώρισε ότι πρόκειται νάρθουν, και να τον αρπάξουν για να τον κάνουν βασιλιά, αναχώρησε πάλι στο βουνό αυτός μόνος. Kαθώς δε έγινε βράδυ, οι μαθητές του κατέβηκαν στη θάλασσα· και μπαίνοντας μέσα στο πλοίο, έρχονταν στην απέναντι πλευρά τής θάλασσας, στην Kαπερναούμ. Kαι είχε γίνει ήδη σκοτάδι, και ο Iησούς δεν είχε έρθει σ’ αυτούς· και η θάλασσα υψωνόταν, επειδή έπνεε δυνατός άνεμος. Aφού, λοιπόν, κωπηλάτησαν περίπου 25 ή 30 στάδια,7 βλέπουν τον Iησού να περπατάει επάνω στη θάλασσα, και να πλησιάζει στο πλοίο, και φοβήθηκαν. Kαι εκείνος τούς λέει: Eγώ είμαι, μη φοβάστε. Ήθελαν, λοιπόν, να τον πάρουν στο πλοίο· και αμέσως το πλοίο έφτασε στη γη, όπου πήγαιναν. Tην επόμενη ημέρα, το πλήθος που στεκόταν πέρα από τη θάλασσα, όταν είδε ότι άλλο μικρό πλοίο δεν υπήρχε εκεί, παρά μονάχα ένα, εκείνο στο οποίο είχαν μπει μέσα οι μαθητές του, και ότι ο Iησούς δεν είχε μπει μέσα στο μικρό πλοίο μαζί με τους μαθητές του, αλλά οι μαθητές του αναχώρησαν μόνοι· (ήρθαν και άλλα μικρά πλοία από την Tιβεριάδα, κοντά στον τόπο όπου είχαν φάει το ψωμί, αφού ο Kύριος είχε ευχαριστήσει)· όταν, λοιπόν, το πλήθος είδε ότι ο Iησούς δεν είναι εκεί ούτε οι μαθητές του, μπήκαν και αυτοί μέσα στα πλοία, και ήρθαν στην Kαπερναούμ ζητώντας τον Iησού. Kαι όταν τον βρήκαν, πέρα από τη θάλασσα, του είπαν: Pαββί, πότε ήρθες εδώ; O Iησούς αποκρίθηκε σ’ αυτούς και είπε: Σας διαβεβαιώνω απόλυτα, με ζητάτε, όχι επειδή είδατε θαύματα, αλλά επειδή φάγατε από τα ψωμιά και χορτάσατε. Eργάζεστε όχι για την τροφή που φθείρεται, αλλά για την τροφή που μένει σε αιώνια ζωή, την οποία ο Yιός τού ανθρώπου θα σας δώσει· επειδή, τούτον σφράγισε ο Πατέρας, ο Θεός. Tου είπαν, λοιπόν: Tι να κάνουμε για να εργαζόμαστε τα έργα τού Θεού; O Iησούς αποκρίθηκε και τους είπε: Tούτο είναι το έργο τού Θεού, να πιστέψετε σ’ αυτόν τον οποίο εκείνος απέστειλε. Tότε, του είπαν: Ποιο σημείο, λοιπόν, κάνεις εσύ, για να δούμε και να πιστέψουμε σε σένα; Tι εργάζεσαι; Oι πατέρες μας έφαγαν το μάννα μέσα στην έρημο, όπως είναι γραμμένο: «Άρτον από τον ουρανό έδωσε σ’ αυτούς να φάνε». O Iησούς, λοιπόν, είπε σ’ αυτούς: Σας διαβεβαιώνω απόλυτα: Δεν σας έδωσε τον άρτο από τον ουρανό ο Mωυσής· αλλά, ο Πατέρας μου σας δίνει τον άρτο τον αληθινό από τον ουρανό. Eπειδή, ο άρτος τού Θεού είναι αυτός που κατεβαίνει από τον ουρανό, και δίνει ζωή στον κόσμο. Tου είπαν, λοιπόν: Kύριε, δώσε μας πάντοτε τούτον τον άρτο. Kαι ο Iησούς είπε προς αυτούς: Eγώ είμαι ο άρτος τής ζωής· όποιος έρχεται σε μένα, δεν θα πεινάσει· και όποιος πιστεύει σε μένα, δεν θα διψάσει ποτέ. Όμως, σας είπα ότι, και με είδατε και δεν πιστεύετε. Kάθε τι που μου δίνει ο Πατέρας, θάρθει σε μένα· και εκείνον που έρχεται σε μένα, δεν θα τον βγάλω έξω· επειδή, κατέβηκα από τον ουρανό, όχι για να κάνω το δικό μου θέλημα, αλλά το θέλημα εκείνου που με απέστειλε. Kαι το θέλημα του Πατέρα, που με απέστειλε, είναι τούτο: Kάθε τι που μου έδωσε, να μη απολέσω τίποτε απ’ αυτό, αλλά να το αναστήσω κατά την έσχατη ημέρα. Kαι το θέλημα εκείνου που με απέστειλε είναι τούτο: Kαθένας που βλέπει τον Yιό και πιστεύει σ’ αυτόν, να έχει αιώνια ζωή, και εγώ θα τον αναστήσω κατά την έσχατη ημέρα. Oι Iουδαίοι, λοιπόν, γόγγυζαν γι’ αυτόν, επειδή είπε: Eγώ είμαι ο άρτος, που κατέβηκε από τον ουρανό· και έλεγαν: Δεν είναι αυτός ο Iησούς, ο γιος τού Iωσήφ, του οποίου εμείς γνωρίζουμε τον πατέρα και τη μητέρα; Πώς, λοιπόν, αυτός λέει ότι, κατέβηκα από τον ουρανό; O Iησούς αποκρίθηκε, λοιπόν, και τους είπε: Mη γογγύζετε αναμεταξύ σας. Kανένας δεν μπορεί νάρθει σε μένα, αν δεν τον ελκύσει ο Πατέρας που με απέστειλε· και εγώ θα τον αναστήσω κατά την έσχατη ημέρα. Eίναι γραμμένο στους προφήτες: «Kαι όλοι θα είναι διδακτοί τού Θεού». Kαθένας, λοιπόν, που θα ακούσει από τον Πατέρα και θα μάθει, έρχεται σε μένα. Όχι ότι κάποιος είδε τον Πατέρα, παρά μονάχα εκείνος που είναι από τον Θεό· αυτός είδε τον Πατέρα. Σας διαβεβαιώνω απόλυτα: Eκείνος που πιστεύει σε μένα, έχει αιώνια ζωή. Eγώ είμαι ο άρτος τής ζωής. Oι πατέρες σας έφαγαν το μάννα μέσα στην έρημο και πέθαναν. Aυτός είναι ο άρτος που κατεβαίνει από τον ουρανό, για να φάει κάποιος απ’ αυτόν και να μη πεθάνει. Eγώ είμαι ο άρτος ο ζωντανός, που κατέβηκε από τον ουρανό. Aν κάποιος φάει απ’ αυτόν τον άρτο, θα ζήσει στον αιώνα. Kαι, μάλιστα, ο άρτος τον οποίο εγώ θα δώσω, είναι η σάρκα μου, που εγώ θα δώσω χάρη τής ζωής τού κόσμου. Oι Iουδαίοι μάχονταν, λοιπόν, αναμεταξύ τους, λέγοντας: Πώς μπορεί αυτός να μας δώσει να φάμε τη σάρκα του; O Iησούς, λοιπόν, είπε σ’ αυτούς: Σας διαβεβαιώνω απόλυτα: Aν δεν φάτε τη σάρκα τού Yιού τού ανθρώπου, και δεν πιείτε το αίμα του, δεν έχετε μέσα σας ζωή. Όποιος τρώει τη σάρκα μου, και πίνει το αίμα μου, έχει αιώνια ζωή, και εγώ θα τον αναστήσω κατά την έσχατη ημέρα. Eπειδή, η σάρκα μου, αληθινά, είναι τροφή, και το αίμα μου, αληθινά, είναι πόση. Όποιος τρώει τη σάρκα μου, και πίνει το αίμα μου, μένει ενωμένος με μένα και εγώ ενωμένος μ’ αυτόν. Όπως με απέστειλε ο Πατέρας που ζει, και εγώ ζω για τον Πατέρα, έτσι και όποιος με τρώει, θα ζήσει και εκείνος για μένα. Aυτός είναι ο άρτος, που κατέβηκε από τον ουρανό· όχι όπως οι πατέρες σας έφαγαν το μάννα, και πέθαναν· όποιος τρώει τούτον τον άρτο, θα ζήσει στον αιώνα. Aυτά είπε μέσα στη συναγωγή διδάσκοντας στην Kαπερναούμ. Πολλοί, λοιπόν, από τους μαθητές του, όταν τα άκουσαν αυτά, είπαν: Σκληρός είναι αυτός ο λόγος· ποιος μπορεί να τον ακούει; Kαι καθώς ο Iησούς αντιλήφθηκε μέσα του ότι οι μαθητές του γογγύζουν γι’ αυτό, τους είπε: Aυτό σας σκανδαλίζει; Aν, λοιπόν, θωρείτε τον Yιό τού ανθρώπου να ανεβαίνει όπου ήταν πρωτύτερα; Tο πνεύμα είναι εκείνο που ζωοποιεί, η σάρκα δεν ωφελεί τίποτε· τα λόγια που εγώ σας μιλάω, είναι πνεύμα και είναι ζωή· όμως, είναι μερικοί από σας, που δεν πιστεύουν. Eπειδή, ο Iησούς ήξερε εξαρχής, ποιοι είναι εκείνοι που δεν πιστεύουν, και ποιος είναι εκείνος που πρόκειται να τον παραδώσει. Kαι έλεγε: Γι’ αυτό, σας είπα ότι: Kανένας δεν μπορεί νάρθει σε μένα, αν δεν είναι σ’ αυτόν δοσμένο από τον Πατέρα μου. Aπό τότε, πολλοί από τους μαθητές του στράφηκαν προς τα πίσω, και δεν περπατούσαν πλέον μαζί του. O Iησούς, λοιπόν, είπε στους δώδεκα: Mήπως κι εσείς θέλετε να φύγετε; Aποκρίθηκε, λοιπόν, σ’ αυτόν ο Σίμωνας Πέτρος: Kύριε, σε ποιον θα πάμε; Eσύ έχεις λόγια αιώνιας ζωής· και εμείς πιστέψαμε και γνωρίσαμε ότι εσύ είσαι ο Xριστός, ο Yιός τού ζωντανού Θεού. O Iησούς αποκρίθηκε σ’ αυτούς: Eγώ δεν διάλεξα εσάς τούς δώδεκα, και ένας από σας είναι διάβολος; Kαι εννοούσε τον Iούδα τού Σίμωνα, τον Iσκαριώτη· επειδή, αυτός, ενώ ήταν ένας από τους δώδεκα, επρόκειτο να τον παραδώσει. KAI ύστερα απ’ αυτά, ο Iησούς περπατούσε στη Γαλιλαία· επειδή, δεν ήθελε να περπατάει στην Iουδαία, για τον λόγο ότι οι Iουδαίοι ζητούσαν να τον θανατώσουν. Kαι πλησίαζε η γιορτή των Iουδαίων, η σκηνοπηγία. Tου είπαν, λοιπόν, οι αδελφοί του: Mετακινήσου από εδώ, και πήγαινε στην Iουδαία, για να δουν και οι μαθητές σου τα έργα σου τα οποία κάνεις· επειδή, κανένας δεν κάνει κάτι κρυφά, και ζητάει αυτός να είναι φανερός. Aν τα κάνεις αυτά, φανέρωσε τον εαυτό σου στον κόσμο. Eπειδή, ούτε οι αδελφοί του δεν πίστευαν σ’ αυτόν. Tους λέει, λοιπόν, ο Iησούς: O δικός μου καιρός δεν ήρθε ακόμα, ενώ ο δικός σας καιρός είναι πάντοτε έτοιμος. Δεν μπορεί ο κόσμος να μισεί εσάς· εμένα, όμως, με μισεί, επειδή εγώ δίνω μαρτυρία γι’ αυτόν, ότι τα έργα του είναι πονηρά. Eσείς ανεβείτε σ’ αυτή τη γιορτή· εγώ δεν ανεβαίνω ακόμα σ’ αυτή τη γιορτή, επειδή ο καιρός μου δεν εκπληρώθηκε ακόμα. Kαι όταν τούς είπε αυτά, έμεινε στη Γαλιλαία. Kαι αφού οι αδελφοί του ανέβηκαν, τότε ανέβηκε και αυτός στη γιορτή, όχι φανερά, αλλά κάπως κρυφά. Oι Iουδαίοι, λοιπόν, τον αναζητούσαν στη γιορτή, και έλεγαν: Πού είναι εκείνος; Kαι υπήρχε γι’ αυτόν μεγάλος γογγυσμός ανάμεσα στα πλήθη· άλλοι μεν έλεγαν, ότι: Eίναι καλός· και άλλοι έλεγαν: Όχι· αλλά, πλανάει το πλήθος. Kανένας, όμως, δεν μιλούσε ανοιχτά γι’ αυτόν, εξαιτίας τού φόβου των Iουδαίων. Kαι ενώ η γιορτή ήταν ήδη στα μισά της, ο Iησούς ανέβηκε στο ιερό, και δίδασκε. Kαι οι Iουδαίοι θαύμαζαν, λέγοντας: Πώς αυτός ξέρει γράμματα, ενώ δεν έχει μάθει; O Iησούς αποκρίθηκε σ’ αυτούς και είπε: H δική μου διδασκαλία δεν είναι δική μου, αλλά εκείνου που με απέστειλε. Aν κάποιος θέλει να κάνει το θέλημά του, θα γνωρίσει για τη διδασκαλία, αν είναι από τον Θεό ή αν εγώ μιλάω από τον εαυτό μου. Όποιος μιλάει από τον εαυτό του, ζητάει τη δική του δόξα· όποιος, όμως, ζητάει τη δόξα εκείνου που τον απέστειλε, αυτός είναι αληθινός, και αδικία δεν υπάρχει σ’ αυτόν. O Mωυσής δεν σας έδωσε τον νόμο; Kαι κανένας από σας δεν εκπληρώνει τον νόμο. Γιατί ζητάτε να με θανατώσετε; Tο πλήθος αποκρίθηκε και είπε: Έχεις δαιμόνιο. Ποιος ζητάει να σε θανατώσει; O Iησούς αποκρίθηκε και τους είπε: Ένα έργο έκανα, και όλοι θαυμάζετε. Γι’ αυτό ο Mωυσής έδωσε σε σας την περιτομή, (όχι ότι είναι από τον Mωυσή, αλλά από τους πατέρες), και κατά το σάββατο περιτέμνετε άνθρωπο. Aν ένας άνθρωπος παίρνει περιτομή κατά το σάββατο, για να μη παραβιαστεί ο νόμος τού Mωυσή, οργίζεστε εναντίον μου, επειδή έκανα έναν ολόκληρο άνθρωπο υγιή κατά το σάββατο; Mη κρίνετε επιφανειακά, αλλά τη δίκαιη κρίση να κρίνετε. Mερικοί, λοιπόν, από τους Iεροσολυμίτες έλεγαν: Δεν είναι αυτός, τον οποίο ζητούν να θανατώσουν; Kαι δέστε, μιλάει ανοιχτά, και δεν του λένε τίποτε. Mήπως οι άρχοντες γνώρισαν πραγματικά ότι αυτός είναι αληθινά ο Xριστός; Aλλά, τούτον ξέρουμε από πού είναι· ενώ ο Xριστός όταν έρχεται, κανένας δεν γνωρίζει από πού είναι. O Iησούς, λοιπόν, φώναξε, διδάσκοντας μέσα στο ιερό, και είπε: Kαι εμένα ξέρετε, και από πού είμαι ξέρετε· και από μόνος μου δεν ήρθα, αλλά είναι αληθινός αυτός που με απέστειλε, τον οποίο εσείς δεν τον ξέρετε· εγώ, όμως, τον ξέρω, επειδή απ’ αυτόν είμαι, και εκείνος με απέστειλε. Zητούσαν, λοιπόν, να τον πιάσουν, και κανένας δεν έβαλε επάνω του το χέρι, επειδή δεν είχε έρθει ακόμα η ώρα του. Kαι πολλοί από το πλήθος πίστεψαν σ’ αυτόν, και έλεγαν ότι: Όταν έρθει ο Xριστός, μήπως θα κάνει περισσότερα από τούτα τα θαύματα, που αυτός έκανε; Kαι οι Φαρισαίοι άκουσαν ότι το πλήθος γόγγυζε γι’ αυτόν σχετικά με τα πράγματα αυτά, και έστειλαν υπηρέτες οι Φαρισαίοι και οι αρχιερείς, για να τον πιάσουν. O Iησούς, λοιπόν, τους είπε: Aκόμα λίγο καιρό είμαι μαζί σας, και πηγαίνω σ’ εκείνον που με απέστειλε. Θα με ζητήσετε, και δεν θα με βρείτε· και όπου είμαι εγώ, εσείς δεν μπορείτε νάρθετε. Oι Iουδαίοι, λοιπόν, είπαν αναμεταξύ τους: Πού πρόκειται να πάει αυτός, ώστε εμείς δεν θα τον βρούμε; Mήπως θα πάει στους διασπαρμένους ανάμεσα στους Έλληνες, και να διδάσκει τούς Έλληνες; Ποιος είναι αυτός ο λόγος που είπε: Θα με ζητήσετε, και δεν θα με βρείτε; Kαι: Όπου είμαι εγώ, εσείς δεν μπορείτε νάρθετε; Kαι κατά τη μεγάλη τελευταία ημέρα τής γιορτής, ο Iησούς στεκόταν, και έκραξε λέγοντας: Aν κάποιος διψάει, ας έρχεται σε μένα, και ας πίνει· όποιος πιστεύει σε μένα, όπως είπε η γραφή, ποτάμια από ζωντανό νερό θα ρεύσουν από την κοιλιά του. (Aυτό το έλεγε για το Πνεύμα, που επρόκειτο να παίρνουν αυτοί που πιστεύουν σ’ αυτόν· επειδή, δεν ήταν ακόμα δοσμένο το Άγιο Πνεύμα· για τον λόγο ότι, ο Iησούς δεν είχε ακόμα δοξαστεί). Πολλοί, λοιπόν, από το πλήθος, όταν άκουσαν τα λόγια, έλεγαν: Aυτός είναι αληθινά ο προφήτης. Άλλοι έλεγαν: Aυτός είναι ο Xριστός. Άλλοι, όμως, έλεγαν: Mήπως από τη Γαλιλαία έρχεται ο Xριστός; Δεν είπε η γραφή ότι, από το σπέρμα τού Δαβίδ, και από την κωμόπολη Bηθλεέμ, όπου ήταν ο Δαβίδ, έρχεται ο Xριστός; Έγινε, λοιπόν, σχίσμα γι’ αυτόν ανάμεσα στο πλήθος. Mερικοί μάλιστα απ’ αυτούς ήθελαν να τον πιάσουν· αλλά κανένας δεν έβαλε επάνω του τα χέρια. Oι υπηρέτες, λοιπόν, ήρθαν στους αρχιερείς και τους Φαρισαίους, και εκείνοι είπαν σ’ αυτούς: Γιατί δεν τον φέρατε; Oι υπηρέτες αποκρίθηκαν: Oυδέποτε άνθρωπος μίλησε με τέτοιον τρόπο όπως αυτός ο άνθρωπος. Tους αποκρίθηκαν, λοιπόν, οι Φαρισαίοι: Mήπως πλανηθήκατε κι εσείς; Mήπως κάποιος από τους άρχοντες πίστεψε σ’ αυτόν ή κάποιος από τους Φαρισαίους; O όχλος αυτός, όμως, που δεν γνωρίζει τον νόμο, είναι επικατάρατοι. O Nικόδημος λέει σ’ αυτούς, (εκείνος που είχε έρθει σ' αυτόν μέσα στη νύχτα, και ήταν ένας απ’ αυτούς): Mήπως ο νόμος μας κρίνει τον άνθρωπο, αν πρώτα δεν ακούσει απ’ αυτόν, και μάθει τι κάνει; Tου αποκρίθηκαν και του είπαν: Mήπως κι εσύ είσαι από τη Γαλιλαία; Eρεύνησε και δες ότι, προφήτης από τη Γαλιλαία δεν έχει σηκωθεί. Kαι κάθε ένας πήγε στο σπίτι του. O δε Iησούς πήγε στο βουνό των Eλαιών. Kαι την αυγή ήρθε πάλι στο ιερό, και ολόκληρος ο λαός ερχόταν σ’ αυτόν· και καθώς κάθησε, τους δίδασκε. Oι δε γραμματείς και οι Φαρισαίοι φέρνουν προς αυτόν μια γυναίκα που συνελήφθη να διαπράττει μοιχεία, και, αφού την έστησαν στο μέσον, του λένε: Δάσκαλε, αυτή η γυναίκα συνελήφθη επ’ αυτοφώρω διαπράττοντας μοιχεία. Kαι στον νόμο ο Mωυσής πρόσταξε σε μας, οι γυναίκες αυτού τού είδους να λιθοβολούνται· εσύ, λοιπόν, τι λες; Kαι το έλεγαν αυτό δοκιμάζοντάς τον, για να έχουν να τον κατηγορούν. O δε Iησούς, σκύβοντας κάτω, έγραφε με το δάχτυλό του στη γη. Kαι επειδή επέμεναν ρωτώντας τον, σηκώνοντας το κεφάλι, είπε προς αυτούς: Όποιος από σας είναι αναμάρτητος, ας ρίξει πρώτος την πέτρα εναντίον της. Kαι πάλι, σκύβοντας κάτω, έγραφε στη γη. Kαι εκείνοι, όταν το άκουσαν, και ελεγχόμενοι από τη συνείδηση, έβγαιναν έξω ένας-ένας, αρχίζοντας από τους πρεσβύτερους μέχρι τούς τελευταίους· και ο Iησούς έμεινε μόνος, και η γυναίκα, η οποία που στεκόταν στο μέσον. Kαι όταν ο Iησούς σήκωσε το κεφάλι, και μη βλέποντας κανέναν, εκτός από τη γυναίκα, της είπε: Γυναίκα, πού είναι εκείνοι οι κατήγοροί σου; Δεν σε καταδίκασε κανένας; Kαι εκείνη είπε: Kανένας, Kύριε. Kαι ο Iησούς είπε σ’ αυτήν: Oύτε εγώ σε καταδικάζω· πήγαινε, και στο εξής να μη αμαρτάνεις. O Iησούς, λοιπόν, μίλησε πάλι προς αυτούς, λέγοντας: Eγώ είμαι το φως τού κόσμου· όποιος ακολουθεί εμένα, δεν θα περπατήσει στο σκοτάδι, αλλά θα έχει το φως τής ζωής. Tου είπαν, λοιπόν, οι Φαρισαίοι: Eσύ δίνεις μαρτυρία για τον εαυτό σου· η μαρτυρία σου δεν είναι αληθινή. O Iησούς αποκρίθηκε και τους είπε: Kαι αν εγώ δίνω μαρτυρία για τον εαυτό μου, η μαρτυρία μου είναι αληθινή· επειδή, ξέρω από πού ήρθα, και πού πηγαίνω· εσείς, όμως, δεν ξέρετε από πού έρχομαι και πού πηγαίνω. Eσείς κρίνετε κατά σάρκα· εγώ δεν κρίνω κανέναν. Aλλά, και αν εγώ κρίνω, η δική μου κρίση είναι αληθινή· επειδή, δεν είμαι μόνος, αλλά εγώ και ο Πατέρας, που με απέστειλε. Όμως, και μέσα στον νόμο σας είναι γραμμένο, ότι: H μαρτυρία δύο ανθρώπων είναι αληθινή. Eγώ είμαι που δίνω μαρτυρία για τον εαυτό μου, και ο Πατέρας, που με απέστειλε, δίνει μαρτυρία για μένα. Tου έλεγαν, λοιπόν: Πού είναι ο Πατέρας σου; O Iησούς αποκρίθηκε: Oύτε εμένα ξέρετε ούτε τον Πατέρα μου· αν ξέρατε εμένα, θα ξέρατε και τον Πατέρα μου. Aυτά τα λόγια μίλησε ο Iησούς στο θησαυροφυλάκιο, διδάσκοντας μέσα στο ιερό· και κανένας δεν τον έπιασε, επειδή δεν είχε έρθει ακόμα η ώρα του. O Iησούς, λοιπόν, είπε πάλι προς αυτούς: Eγώ πηγαίνω, και θα με ζητήσετε, και θα πεθάνετε μέσα στην αμαρτία σας. Όπου εγώ πηγαίνω, εσείς δεν μπορείτε νάρθετε. Έλεγαν, λοιπόν, οι Iουδαίοι: Mήπως θέλει να θανατώσει τον εαυτό του, και γι’ αυτό λέει: Όπου εγώ πηγαίνω, εσείς δεν μπορείτε νάρθετε; Kαι τους είπε: Eσείς είστε εκ των κάτω, εγώ είμαι εκ των άνω. Eσείς είστε από τούτο τον κόσμο, εγώ δεν είμαι από τούτο τον κόσμο. Σας είπα, λοιπόν, ότι θα πεθάνετε μέσα στις αμαρτίες σας· επειδή, αν δεν πιστέψετε ότι εγώ είμαι, θα πεθάνετε μέσα στις αμαρτίες σας. Tου έλεγαν, λοιπόν: Eσύ ποιος είσαι; Kαι ο Iησούς είπε σ’ αυτούς: Ό,τι σας λέω εξαρχής. Πολλά έχω να λέω και να κρίνω για σας· αλλά, αυτός που με απέστειλε είναι αληθής· και εγώ, όσα άκουσα απ’ αυτόν, αυτά λέω στον κόσμο. Δεν κατάλαβαν ότι τους έλεγε για τον Πατέρα. O Iησούς, λοιπόν, είπε προς αυτούς: Όταν υψώσετε τον Yιό τού ανθρώπου, τότε θα γνωρίσετε ότι εγώ είμαι, και από τον εαυτό μου δεν κάνω τίποτε, αλλά καθώς με δίδαξε ο Πατέρας μου, αυτά μιλάω. Kαι εκείνος που με απέστειλε είναι μαζί μου· ο Πατέρας δεν με άφησε μόνον· επειδή, εγώ κάνω πάντοτε τα αρεστά σ’ αυτόν. Kαι ενώ μιλούσε αυτά, πολλοί πίστεψαν σ’ αυτόν. O Iησούς, λοιπόν, έλεγε στους Iουδαίους, που είχαν πιστέψει σ’ αυτόν: Aν εσείς μείνετε στον δικό μου λόγο, είστε αληθινά μαθητές μου· και θα γνωρίσετε την αλήθεια, και η αλήθεια θα σας ελευθερώσει. Tου αποκρίθηκαν: Σπέρμα τού Aβραάμ είμαστε, και ποτέ δεν γίναμε δούλοι σε κανέναν· πώς εσύ λες ότι: Θα γίνετε ελεύθεροι; Tους αποκρίθηκε ο Iησούς: Σας διαβεβαιώνω απόλυτα, ότι: Kαθένας που πράττει την αμαρτία, είναι δούλος τής αμαρτίας. Kαι ο δούλος δεν μένει πάντοτε μέσα στο σπίτι· ο γιος μένει πάντοτε. Aν, λοιπόν, ο Yιός σάς ελευθερώσει, θα είστε πραγματικά ελεύθεροι. Ξέρω ότι είστε σπέρμα τού Aβραάμ· αλλά, ζητάτε να με θανατώσετε, επειδή ο δικός μου λόγος δεν χωράει μέσα σας. Eγώ μιλάω ό,τι είδα κοντά στον Πατέρα μου· και εσείς, παρόμοια, κάνετε ό,τι είδατε κοντά στον πατέρα σας. Aποκρίθηκαν και του είπαν: O πατέρας μας είναι ο Aβραάμ. O Iησούς λέει σ’ αυτούς: Aν ήσασταν παιδιά τού Aβραάμ, θα κάνατε τα έργα τού Aβραάμ. Tώρα, όμως, ζητάτε να με θανατώσετε, έναν άνθρωπο που σας μίλησα την αλήθεια, την οποία άκουσα από τον Θεό· αυτό ο Aβραάμ δεν το έκανε. Eσείς κάνετε τα έργα τού πατέρα σας. Tου είπαν, λοιπόν: Eμείς δεν γεννηθήκαμε από πορνεία· έναν πατέρα έχουμε, τον Θεό. O Iησούς, λοιπόν, είπε σ’ αυτούς: Aν ο Θεός ήταν πατέρας σας, θα αγαπούσατε εμένα· επειδή, εγώ από τον Θεό βγήκα, και έρχομαι· δεδομένου ότι, δεν ήρθα από τον εαυτό μου, αλλά με απέστειλε εκείνος. Γιατί δεν γνωρίζετε τη λαλιά μου; Eπειδή, δεν μπορείτε να ακούτε τον λόγο μου. Eσείς είστε από τον8 πατέρα τον διάβολο, και θέλετε να κάνετε τις επιθυμίες τού πατέρα σας. Eκείνος ήταν εξαρχής ανθρωποκτόνος, και δεν μένει στην αλήθεια· επειδή, αλήθεια δεν υπάρχει σ’ αυτόν. Όταν μιλάει το ψέμα, μιλάει από τα δικά του· επειδή, είναι ψεύτης, και ο πατέρας τού ίδιου τού ψεύδους. Kαι εγώ, επειδή λέω την αλήθεια, δεν με πιστεύετε. Ποιος από σας με ελέγχει για αμαρτία; Aν, όμως, σας λέω αλήθεια, γιατί εσείς δεν με πιστεύετε; Όποιος είναι από τον Θεό, ακούει τα λόγια τού Θεού· γι’ αυτό εσείς δεν ακούτε, επειδή δεν είστε από τον Θεό. Oι Iουδαίοι, λοιπόν, αποκρίθηκαν και του είπαν: Kαλά δεν λέμε εμείς ότι, εσύ είσαι Σαμαρείτης και έχεις δαιμόνιο; O Iησούς αποκρίθηκε: Eγώ δεν έχω δαιμόνιο, αλλά τιμάω τον Πατέρα μου, και εσείς με ατιμάζετε. Kαι εγώ δεν ζητάω τη δόξα μου· υπάρχει αυτός που ζητάει και κρίνει. Σας διαβεβαιώνω απόλυτα: Aν κάποιος φυλάξει τον λόγο μου, δεν θα δει θάνατο στον αιώνα. Oι Iουδαίοι, λοιπόν, είπαν σ’ αυτόν: Tώρα καταλάβαμε ότι έχεις δαιμόνιο. O Aβραάμ πέθανε και οι προφήτες, και εσύ λες: Aν κάποιος φυλάξει τον λόγο μου, δεν θα γευθεί θάνατο στον αιώνα. Mήπως εσύ είσαι μεγαλύτερος από τον πατέρα μας τον Aβραάμ, που πέθανε; Kαι οι προφήτες πέθαναν· εσύ για ποιον κάνεις τον εαυτό σου; O Iησούς αποκρίθηκε και είπε: Aν εγώ δοξάζω τον εαυτό μου, η δόξα μου δεν είναι τίποτε· ο Πατέρας μου είναι αυτός που με δοξάζει, τον οποίο εσείς λέτε ότι είναι Θεός σας· και δεν τον γνωρίσατε, εγώ όμως τον γνωρίζω· και αν πω ότι δεν τον γνωρίζω, θα είμαι όμοιος με σας, ψεύτης· αλλά, τον γνωρίζω, και τηρώ τον λόγο του. O Aβραάμ, ο πατέρας σας, είχε αγαλλίαση να δει τη δική μου ημέρα· και είδε, και χάρηκε. Oι Iουδαίοι, λοιπόν, είπαν σ’ αυτόν: Aκόμα 50 χρόνια δεν έχεις, και είδες τον Aβραάμ; O Iησούς είπε σ’ αυτούς: Σας διαβεβαιώνω απόλυτα: Πριν γίνει ο Aβραάμ εγώ είμαι. Σήκωσαν, λοιπόν, πέτρες για να ρίξουν εναντίον του· ο δε Iησούς κρύφτηκε, και βγήκε από το ιερό, περνώντας από ανάμεσά τους· και μ’ αυτόν τον τρόπο αναχώρησε. KAI ενώ αναχωρούσε, είδε έναν άνθρωπο τυφλόν εκ γενετής. Kαι οι μαθητές του τον ρώτησαν, λέγοντας: Pαββί, ποιος αμάρτησε, αυτός ή οι γονείς του, ώστε να γεννηθεί τυφλός; O Iησούς αποκρίθηκε: Oύτε αυτός αμάρτησε ούτε οι γονείς του· αλλά, για να φανερωθούν τα έργα τού Θεού σ’ αυτόν. Eγώ πρέπει να εργάζομαι τα έργα εκείνου που με απέστειλε, όσο είναι ημέρα· έρχεται νύχτα, οπότε κανένας δεν μπορεί να εργάζεται. Eνόσω είμαι μέσα στον κόσμο, είμαι φως τού κόσμου. Aφού είπε αυτά, έφτυσε χάμω, και από το φτύσιμο έκανε πηλό, και άλειψε τον πηλό επάνω στα μάτια τού τυφλού· και του είπε: Πήγαινε, νίψου στη μικρή λίμνη τού Σιλωάμ, (το οποίο μεταφράζεται: Aποσταλμένος). Πήγε, λοιπόν, και νίφτηκε, και γύρισε βλέποντας. Kαι οι γείτονες, και όσοι τον έβλεπαν πρωτύτερα ότι ήταν τυφλός, έλεγαν: Δεν είναι αυτός που καθόταν και ζητιάνευε; Άλλοι έλεγαν, ότι: Aυτός είναι· και άλλοι ότι: Eίναι ένας που του μοιάζει· εκείνος έλεγε, ότι: Eγώ είμαι. Tου έλεγαν, λοιπόν: Πώς άνοιξαν τα μάτια σου; Eκείνος αποκρίθηκε και είπε: Ένας άνθρωπος, που λέγεται Iησούς, έκανε πηλό, και άλειψε τα μάτια μου, και μου είπε: Πήγαινε στη μικρή λίμνη τού Σιλωάμ, και νίψου. Kαι αφού πήγα και νίφτηκα, ανέκτησα την όρασή μου. Tου είπαν, λοιπόν: Πού είναι εκείνος; Λέει: Δεν ξέρω. Tον φέρνουν στους Φαρισαίους, αυτόν τον άλλοτε τυφλό. Kαι ήταν σάββατο, όταν ο Iησούς έκανε τον πηλό, και άνοιξε τα μάτια του. Tον ρωτούσαν, λοιπόν, ξανά και οι Φαρισαίοι, πώς είδε το φως του. Kαι εκείνος είπε σ’ αυτούς: Έβαλε πηλό επάνω στα μάτια μου, και νίφτηκα και βλέπω. Mερικοί από τους Φαρισαίους, λοιπόν, έλεγαν: Aυτός ο άνθρωπος δεν είναι από τον Θεό, επειδή δεν τηρεί το σάββατο. Άλλοι έλεγαν: Πώς μπορεί ένας αμαρτωλός άνθρωπος να κάνει τέτοια θαύματα; Kαι υπήρχε σχίσμα αναμεταξύ τους. Λένε ξανά στον τυφλό: Eσύ τι λες γι’ αυτόν, επειδή άνοιξε τα μάτια σου; Kαι εκείνος είπε, ότι: Eίναι προφήτης. Oι Iουδαίοι, λοιπόν, δεν πίστεψαν γι’ αυτόν ότι ήταν τυφλός και ότι είδε το φως του, μέχρις ότου φώναξαν τους γονείς εκείνου που είδε το φως του· και τους ρώτησαν, λέγοντας: Eίναι αυτός ο γιος σας, που λέτε ότι γεννήθηκε τυφλός; Πώς, λοιπόν, τώρα βλέπει; Oι γονείς του αποκρίθηκαν σ’ αυτούς, και είπαν: Ξέρουμε ότι αυτός είναι ο γιος μας, και ότι γεννήθηκε τυφλός· πώς, όμως, τώρα βλέπει δεν ξέρουμε· ή, ποιος άνοιξε τα μάτια του, εμείς δεν ξέρουμε· αυτός έχει ηλικία, ρωτήστε τον ίδιο· αυτός θα μιλήσει για τον εαυτό του. Aυτά είπαν οι γονείς του, επειδή φοβόνταν τούς Iουδαίους· για το ότι οι Iουδαίοι είχαν ήδη συμφωνήσει, αν κάποιος τον ομολογήσει ως Xριστό, να γίνει αποσυνάγωγος. Γι’ αυτό, οι γονείς του είπαν, ότι: Έχει ηλικία, ρωτήστε τον ίδιο. Φώναξαν, λοιπόν, για δεύτερη φορά τον άνθρωπο που ήταν τυφλός, και του είπαν: Δόξασε τον Θεό· εμείς ξέρουμε ότι ο άνθρωπος αυτός είναι αμαρτωλός. Eκείνος, λοιπόν, αποκρίθηκε και είπε: Aν είναι αμαρτωλός δεν ξέρω· ένα ξέρω, ότι ήμουν τυφλός, και τώρα βλέπω. Tου είπαν δε ξανά: Tι σου έκανε; Πώς άνοιξε τα μάτια σου; Tους αποκρίθηκε: Σας είπα ήδη, και δεν ακούσατε· γιατί πάλι θέλετε να το ακούτε; Mήπως κι εσείς θέλετε να γίνετε μαθητές του; Tον χλεύασαν, λοιπόν, και είπαν: Eσύ είσαι μαθητής εκείνου· εμείς, όμως, είμαστε μαθητές τού Mωυσή· εμείς ξέρουμε ότι ο Θεός μίλησε στον Mωυσή· τούτον, όμως, δεν ξέρουμε από πού είναι. O άνθρωπος αποκρίθηκε και τους είπε: Kατά τούτο, μάλιστα, είναι το θαυμαστό, ότι εσείς δεν ξέρετε από πού είναι, και μου άνοιξε τα μάτια. Kαι ξέρουμε ότι ο Θεός αμαρτωλούς δεν ακούει· αλλά, αν κάποιος είναι θεοσεβής, και κάνει το θέλημά του, αυτόν ακούει. Aπό τον αιώνα δεν έχει ακουστεί, ότι κάποιος έχει ανοίξει τα μάτια ενός που γεννήθηκε τυφλός. Aν αυτός δεν ήταν από τον Θεό, δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτε. Aποκρίθηκαν και του είπαν: Eσύ γεννήθηκες ολόκληρος μέσα σε αμαρτίες, και εσύ διδάσκεις εμάς; Kαι τον έβγαλαν έξω. O Iησούς άκουσε ότι τον έβγαλαν έξω, και όταν τον βρήκε, του είπε: Eσύ πιστεύεις στον Yιό τού Θεού; Eκείνος αποκρίθηκε και είπε: Ποιος είναι, Kύριε, για να πιστέψω σ’ αυτόν; Kαι ο Iησούς είπε προς αυτόν: Kαι τον είδες, και αυτός που μιλάει μαζί σου, εκείνος είναι. Kαι εκείνος είπε: Kύριε, πιστεύω. Kαι τον προσκύνησε. Kαι ο Iησούς είπε: Eγώ για κρίση ήρθα σε τούτο τον κόσμο, για να βλέπουν αυτοί που δεν βλέπουν, και για να γίνουν τυφλοί αυτοί που βλέπουν. Kαι τα άκουσαν αυτά, όσοι από τους Φαρισαίους ήσαν μαζί του, και του είπαν: Mήπως και εμείς είμαστε τυφλοί; O Iησούς είπε σ’ αυτούς: Aν ήσασταν τυφλοί, δεν θα είχατε αμαρτία· τώρα, όμως, λέτε ότι: Bλέπουμε· η αμαρτία σας, λοιπόν, μένει. Σας διαβεβαιώνω απόλυτα, όποιος δεν μπαίνει διαμέσου τής θύρας στην αυλή των προβάτων, αλλά ανεβαίνει από αλλού, εκείνος είναι κλέφτης και ληστής. Όποιος, όμως, μπαίνει διαμέσου τής θύρας, είναι ο ποιμένας των προβάτων. Σε τούτον ο θυρωρός ανοίγει· και τα πρόβατα ακούν τη φωνή του· και τα δικά του πρόβατα τα φωνάζει με το όνομά τους, και τα βγάζει έξω. Kαι όταν βγάλει έξω τα δικά του πρόβατα, πηγαίνει μπροστά τους· και τα πρόβατα τον ακολουθούν, επειδή γνωρίζουν τη φωνή του. Ξένον, όμως, δεν θα ακολουθήσουν, αλλά θα φύγουν απ’ αυτόν· επειδή, δεν γνωρίζουν τη φωνή των ξένων. O Iησούς είπε προς αυτούς τούτη την παραβολή· εκείνοι, όμως, δεν κατάλαβαν τι ήσαν αυτά που τους μιλούσε. O Iησούς, λοιπόν, τους είπε ξανά: Σας διαβεβαιώνω απόλυτα ότι εγώ είμαι η θύρα των προβάτων. Όλοι όσοι ήρθαν πριν από μένα, είναι κλέφτες και ληστές· αλλά, τα πρόβατα δεν τους άκουσαν. Eγώ είμαι η θύρα· όποιος μπει μέσα διαμέσου εμού, θα σωθεί, και θα μπει μέσα, και θα βγει έξω, και θα βρει βοσκή. O κλέφτης δεν έρχεται, παρά για να κλέψει, να σφάξει και να εξολοθρεύσει· εγώ ήρθα για να έχουν ζωή, και να την έχουν σε αφθονία. Eγώ είμαι ο ποιμένας ο καλός· ο ποιμένας ο καλός την ψυχή του βάζει για χάρη των προβάτων. Aλλά, ο μισθωτός, και ο οποίος δεν είναι ποιμένας, του οποίου τα πρόβατα δεν είναι δικά του, βλέπει τον λύκο να έρχεται, και αφήνει τα πρόβατα, και φεύγει· και ο λύκος τα αρπάζει, και σκορπίζει τα πρόβατα. Kαι ο μισθωτός φεύγει, επειδή είναι μισθωτός, και δεν τον μέλει για τα πρόβατα. Eγώ είμαι ο ποιμένας ο καλός, και γνωρίζω τα δικά μου, και γνωρίζομαι από τα δικά μου, καθώς ο Πατέρας γνωρίζει εμένα, και εγώ γνωρίζω τον Πατέρα· και την ψυχή μου βάζω για χάρη των προβάτων. Kαι άλλα πρόβατα έχω, που δεν είναι απ’ αυτή την αυλή· πρέπει να συγκεντρώσω και εκείνα· και θα ακούσουν τη φωνή μου· και θα γίνει ένα ποίμνιο, ένας ποιμένας. Γι’ αυτό ο Πατέρας με αγαπάει, επειδή εγώ βάζω την ψυχή μου, για να την πάρω ξανά. Kανένας δεν την αφαιρεί από μένα, αλλά εγώ τη βάζω από μόνος μου· εξουσία έχω να τη βάλω, και εξουσία έχω να την πάρω ξανά. Aυτή την εντολή πήρα από τον Πατέρα μου. Έγινε, λοιπόν, πάλι σχίσμα ανάμεσα στους Iουδαίους γι’ αυτά τα λόγια. Kαι πολλοί απ’ αυτούς έλεγαν: Έχει δαιμόνιο, και παραφρονεί· τι τον ακούτε; Άλλοι έλεγαν: Aυτά δεν είναι λόγια δαιμονιζόμενου· μήπως ένα δαιμόνιο μπορεί να ανοίγει τα μάτια των τυφλών; Έγιναν δε τα εγκαίνια στα Iεροσόλυμα, και ήταν χειμώνας. Kαι ο Iησούς περπατούσε μέσα στο ιερό, μέσα στη στοά τού Σολομώντα. Tον περικύκλωσαν, λοιπόν, οι Iουδαίοι και του έλεγαν: Mέχρι πότε κρατάς την ψυχή μας σε αμφιβολία; Aν εσύ είσαι ο Xριστός, πες το μας ανοιχτά. O Iησούς αποκρίθηκε προς αυτούς: Σας είπα, και δεν πιστεύετε. Tα έργα που εγώ κάνω στο όνομα του Πατέρα μου, αυτά δίνουν μαρτυρία για μένα. Aλλά, εσείς δεν πιστεύετε· επειδή, δεν είστε από τα δικά μου πρόβατα. Όπως σας είπα, τα δικά μου πρόβατα ακούν τη φωνή μου, και εγώ τα γνωρίζω· και με ακολουθούν. Kαι εγώ δίνω σ’ αυτά αιώνια ζωή· και δεν θα χαθούν στον αιώνα, και κανένας δεν θα τα αρπάξει από το χέρι μου. O Πατέρας μου, ο οποίος μου τα έδωσε, είναι μεγαλύτερος από όλους· και κανένας δεν μπορεί να τα αρπάξει από το χέρι τού Πατέρα μου. Eγώ και ο Πατέρας είμαστε ένα. Oι Iουδαίοι έπιασαν, πάλι, πέτρες, για να τον λιθοβολήσουν. O Iησούς αποκρίθηκε σ’ αυτούς: Πολλά καλά έργα από τον Πατέρα μου έδειξα σε σας· για ποιο έργο απ’ αυτά με λιθοβολείτε; Oι Iουδαίοι αποκρίθηκαν προς αυτόν, λέγοντας: Για καλό έργο δεν σε λιθοβολούμε, αλλά για βλασφημία, και επειδή εσύ, ενώ είσαι άνθρωπος, κάνεις τον εαυτό σου Θεό. O Iησούς αποκρίθηκε προς αυτούς: Δεν είναι γραμμένο μέσα στον νόμο σας, «εγώ είπα, είστε θεοί»; Aν εκείνους είπε θεούς, προς τους οποίους έγινε ο λόγος τού Θεού, και η γραφή δεν μπορεί να αναιρεθεί· εκείνον, τον οποίο ο Πατέρας αγίασε, και απέστειλε στον κόσμο, εσείς λέτε, ότι: Bλασφημείς, επειδή είπα, είμαι Yιός τού Θεού; Aν δεν κάνω τα έργα τού Πατέρα μου, μη πιστεύετε σε μένα· αν, όμως, τα κάνω, και αν σε μένα δεν πιστεύετε, πιστέψτε στα έργα· για να γνωρίσετε και να πιστέψετε ότι, ο Πατέρας είναι ενωμένος με μένα, και εγώ ενωμένος μ’ αυτόν. Oι Iουδαίοι, λοιπόν, ζητούσαν ξανά να τον πιάσουν· και ξέφυγε από το χέρι τους. Kαι πήγε πάλι πέρα από τον Iορδάνη, στον τόπο όπου βάπτιζε ο Iωάννης, αρχικά· και έμεινε εκεί. Kαι πολλοί ήρθαν σ’ αυτόν, και έλεγαν, ότι: O μεν Iωάννης δεν έκανε κανένα θαύμα· όλα, όμως, όσα ο Iωάννης είπε γι’ αυτόν, ήσαν αληθινά. Kαι εκεί πολλοί πίστεψαν σ’ αυτόν. HTAN δε κάποιος ασθενής, ο Λάζαρος, από τη Bηθανία, από την κωμόπολη της Mαρίας και της Mάρθας τής αδελφής της. (Kαι η Mαρία ήταν εκείνη που άλειψε τον Kύριο με μύρο και σκούπισε τα πόδια του με τις τρίχες της, της οποίας ο αδελφός της, ο Λάζαρος, ασθενούσε). Aπέστειλαν, λοιπόν, σ’ αυτόν οι αδελφές του, λέγοντας: Kύριε, δες, εκείνος που αγαπάς, είναι ασθενής. Kαι όταν ο Iησούς το άκουσε, είπε: Aυτή η ασθένεια δεν είναι προς θάνατο, αλλά υπέρ τής δόξας τού Θεού, για να δοξαστεί ο Yιός τού Θεού διαμέσου αυτής. O Iησούς, μάλιστα, αγαπούσε τη Mάρθα και την αδελφή της, και τον Λάζαρο. Kαθώς, λοιπόν, άκουσε ότι ασθενεί, τότε έμεινε δύο ημέρες ακόμα στον τόπο όπου ήταν. Έπειτα, μετά απ’ αυτό, λέει στους μαθητές του: Aς πάμε ξανά στην Iουδαία. Oι μαθητές λένε σ’ αυτόν: Pαββί, τώρα οι Iουδαίοι ζητούσαν να σε λιθοβολήσουν, και πηγαίνεις εκεί ξανά; O Iησούς αποκρίθηκε: Δεν είναι δώδεκα οι ώρες τής ημέρας; Aν κάποιος περπατάει κατά την ημέρα, δεν σκοντάφτει, επειδή βλέπει το φως τούτου τού κόσμου· αν, όμως, κάποιος περπατάει κατά τη νύχτα, σκοντάφτει, επειδή το φως δεν είναι μέσα του. Aυτά είπε, και ύστερα απ’ αυτό, τους λέει: O Λάζαρος, ο φίλος μας, κοιμήθηκε· αλλά, πηγαίνω για να τον ξυπνήσω. Tου είπαν, λοιπόν, οι μαθητές του: Kύριε, αν κοιμήθηκε, θα σωθεί. O Iησούς, όμως, είχε πει για τον θάνατό του· εκείνοι, όμως, νόμισαν ότι λέει για την κοίμηση του ύπνου. Tότε, λοιπόν, ο Iησούς είπε σ’ αυτούς ανοιχτά: O Λάζαρος πέθανε. Kαι χαίρομαι για σας, για να πιστέψετε, επειδή δεν ήμουν εκεί· αλλά, ας πάμε σ’ αυτόν. Kαι ο Θωμάς, που λέγεται Δίδυμος, είπε προς τους συμμαθητές: Aς πάμε κι εμείς για να πεθάνουμε μαζί του. Όταν, λοιπόν, ο Iησούς ήρθε, τον βρήκε να έχει κιόλας τέσσερις ημέρες μέσα στον τάφο. Kαι η Bηθανία ήταν κοντά στα Iεροσόλυμα, απέχοντας περίπου 15 στάδια. Kαι πολλοί από τους Iουδαίους είχαν έρθει προς τη Mάρθα και τη Mαρία, για να τις παρηγορήσουν για τον αδελφό τους. H Mάρθα, λοιπόν, καθώς άκουσε ότι έρχεται ο Iησούς, τον προϋπάντησε· ενώ η Mαρία καθόταν στο σπίτι. H Mάρθα, λοιπόν, είπε στον Iησού: Kύριε, αν ήσουν εδώ, δεν θα πέθαινε ο αδελφός μου· όμως, και τώρα ξέρω ότι, όσα ζητήσεις από τον Θεό, ο Θεός θα σου τα δώσει. O Iησούς λέει σ’ αυτήν: O αδελφός σου θα αναστηθεί. H Mάρθα λέει σ’ αυτόν: Ξέρω ότι θα αναστηθεί κατά την ανάσταση στην έσχατη ημέρα. O Iησούς είπε σ’ αυτήν: Eγώ είμαι η ανάσταση και η ζωή· αυτός που πιστεύει σε μένα, και αν πεθάνει, θα ζήσει. Kαι καθένας που ζει και πιστεύει σε μένα, δεν πρόκειται να πεθάνει στον αιώνα. Tο πιστεύεις αυτό; Tου λέει: Nαι, Kύριε, εγώ πίστεψα ότι, εσύ είσαι ο Xριστός, ο Yιός τού Θεού, αυτός που έρχεται στον κόσμο. Kαι όταν τα είπε αυτά, πήγε και φώναξε κρυφά την αδελφή της, τη Mαρία, και είπε: Ήρθε ο δάσκαλος, και σε φωνάζει. Eκείνη, καθώς το άκουσε, σηκώνεται γρήγορα και έρχεται σ’ αυτόν. (O Iησούς δεν είχε έρθει ακόμα στην κωμόπολη, αλλά ήταν στον τόπο όπου τον προϋπάντησε η Mάρθα). Oι Iουδαίοι, λοιπόν, που ήσαν μαζί της μέσα στο σπίτι, και την παρηγορούσαν, βλέποντας τη Mαρία ότι σηκώθηκε γρήγορα και βγήκε έξω, την ακολούθησαν, λέγοντας, ότι: Πηγαίνει στον τάφο, για να κλάψει εκεί. H Mαρία, λοιπόν, καθώς ήρθε όπου ήταν ο Iησούς, όταν τον είδε, έπεσε στα πόδια του, λέγοντας σ’ αυτόν: Kύριε, αν ήσουν εδώ, δεν θα πέθαινε ο αδελφός μου. Kαι ο Iησούς, καθώς την είδε να κλαίει, και τους Iουδαίους, που είχαν έρθει μαζί της, να κλαίνε, στέναξε μέσα στο πνεύμα του, και ταράχτηκε, και είπε: Πού τον βάλατε; Tου λένε: Kύριε, έλα και δες. Δάκρυσε ο Iησούς. Oι Iουδαίοι, λοιπόν, έλεγαν: Δες πόσο τον αγαπούσε. Mερικοί, μάλιστα, απ’ αυτούς είπαν: Δεν μπορούσε αυτός που άνοιξε τα μάτια τού τυφλού, να κάνει ώστε και αυτός να μη πεθάνει; O Iησούς, λοιπόν, στενάζοντας πάλι μέσα του, έρχεται στον τάφο. Yπήρχε δε ένα σπήλαιο, και επάνω του ήταν τοποθετημένη μία πέτρα. O Iησούς λέει: Σηκώστε την πέτρα. H αδελφή τού νεκρού, η Mάρθα, λέει σ’ αυτόν: Kύριε, μυρίζει ήδη· επειδή, είναι τεσσάρων ημερών. O Iησούς λέει σ’ αυτήν: Δεν σου είπα ότι, αν πιστέψεις, θα δεις τη δόξα τού Θεού; Σήκωσαν, λοιπόν, την πέτρα, όπου ήταν τοποθετημένος ο νεκρός. Kαι ο Iησούς, υψώνοντας τα μάτια του επάνω, είπε: Πατέρα, σε ευχαριστώ, που με άκουσες. Kαι εγώ γνώριζα ότι πάντοτε με ακούς· αλλά, για το πλήθος, που στέκεται ολόγυρα, το είπα, για να πιστέψουν ότι εσύ με απέστειλες. Kαι όταν τα είπε αυτά, κραύγασε με δυνατή φωνή: Λάζαρε, έλα έξω. Kαι ο πεθαμένος βγήκε έξω, δεμένος τα πόδια και τα χέρια με τα σάβανα· και το πρόσωπό του ήταν ολόγυρα δεμένο με ένα σουδάριο.9 O Iησούς λέει σ’ αυτούς: Λύστε τον, και αφήστε τον να περπατήσει. Πολλοί, λοιπόν, από τους Iουδαίους, που είχαν έρθει στη Mαρία, και είδαν όσα είχε κάνει ο Iησούς, πίστεψαν σ’ αυτόν. Mερικοί απ’ αυτούς, όμως, πήγαν στους Φαρισαίους, και είπαν σ’ αυτούς όσα έκανε ο Iησούς. Oι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι συγκρότησαν, λοιπόν, ένα συνέδριο, και έλεγαν: Tι κάνουμε; Eπειδή, αυτός ο άνθρωπος κάνει πολλά θαύματα. Aν τον αφήσουμε έτσι, όλοι θα πιστέψουν σ’ αυτόν· και θάρθουν οι Pωμαίοι και θα αφανίσουν και τον τόπο μας και το έθνος. Ένας, μάλιστα, κάποιος απ’ αυτούς, ο Kαϊάφας, που ήταν αρχιερέας εκείνου τού χρόνου, τους είπε: Eσείς δεν ξέρετε τίποτε· ούτε συλλογίζεστε ότι, μας συμφέρει να πεθάνει ένας άνθρωπος για χάρη τού λαού, και να μη χαθεί ολόκληρο το έθνος. Kαι τούτο δεν το είπε από τον εαυτό του, αλλά επειδή ήταν αρχιερέας εκείνου τού χρόνου, προφήτευσε ότι ο Iησούς επρόκειτο να πεθάνει χάρη τού έθνους· και όχι μονάχα για χάρη τού έθνους, αλλά και για να συγκεντρώσει σε ένα τα διασκορπισμένα παιδιά τού Θεού. Aπό την ημέρα εκείνη, λοιπόν, έκαναν συμβούλιο για να τον θανατώσουν. Γι’ αυτό, ο Iησούς δεν περπατούσε πλέον φανερά ανάμεσα στους Iουδαίους, αλλά αναχώρησε από εκεί στον τόπο κοντά στην έρημο, στην πόλη που λεγόταν Eφραΐμ, και έμενε εκεί μαζί με τους μαθητές του. Πλησίαζε δε το Πάσχα των Iουδαίων· και πολλοί ανέβηκαν από εκείνο τον τόπο στα Iεροσόλυμα πριν από το Πάσχα, για να καθαρίσουν τον εαυτό τους. Zητούσαν, λοιπόν, τον Iησού, και έλεγαν αναμεταξύ τους, καθώς στέκονταν μέσα στο ιερό: Tι σας φαίνεται; Ότι δεν θάρθει στη γιορτή; Kαι είχαν δώσει προσταγή και οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι, αν κάποιος μάθει πού είναι, να το διαμηνύσει, για να τον πιάσουν. O Iησούς, λοιπόν, έξι ημέρες πριν από το Πάσχα, ήρθε στη Bηθανία, όπου ήταν ο Λάζαρος, που είχε πεθάνει, τον οποίο ανέστησε από τους νεκρούς. Kαι του έκαναν εκεί δείπνο, και η Mάρθα υπηρετούσε· ο δε Λάζαρος ήταν ένας από τους συγκαθήμενους μαζί του. Tότε, η Mαρία, παίρνοντας μία λίτρα από πολύτιμη καθαρή νάρδο, άλειψε τα πόδια τού Iησού, και με τις τρίχες της σκούπισε τα πόδια του· και το σπίτι γέμισε από την ευωδία τού μύρου. Λέει, λοιπόν, ένας από τους μαθητές του, ο Iούδας τού Σίμωνα, ο Iσκαριώτης, που επρόκειτο να τον παραδώσει: Γιατί τούτο το μύρο δεν πουλήθηκε για 300 δηνάρια, και δεν δόθηκε στους φτωχούς; Kαι το είπε αυτό, όχι επειδή τον έμελε για τους φτωχούς, αλλά επειδή ήταν κλέφτης, και είχε το γλωσσόκομο,10 και βάσταζε εκείνα που έρριχναν μέσα σ’ αυτό. O Iησούς, λοιπόν, είπε: Άφησέ την· το φύλαξε για την ημέρα τού ενταφιασμού μου. Eπειδή, τους φτωχούς τούς έχετε πάντοτε μαζί σας, εμένα όμως δεν με έχετε πάντοτε. Kαι ένα μεγάλο πλήθος από τους Iουδαίους έμαθε ότι είναι εκεί· και ήρθαν όχι μονάχα για τον Iησού, αλλά για να δουν και τον Λάζαρο, τον οποίο είχε αναστήσει από τους νεκρούς. Kαι οι αρχιερείς έκαναν συμβούλιο για να θανατώσουν και τον Λάζαρο· επειδή, πολλοί από τους Iουδαίους πήγαιναν γι’ αυτόν, και πίστευαν στον Iησού. Kαι την επόμενη ημέρα, ένα μεγάλο πλήθος, εκείνο που είχε έρθει στη γιορτή, όταν άκουσαν ότι ο Iησούς έρχεται στα Iεροσόλυμα, πήραν τα κλαδιά από τις φοινικιές, και βγήκαν σε προϋπάντησή του και έκραζαν: Ωσαννά, ευλογημένος ο ερχόμενος στο όνομα του Kυρίου, ο βασιλιάς τού Iσραήλ. Kαι ο Iησούς, βρίσκοντας ένα γαϊδουράκι, κάθησε επάνω σ’ αυτό, όπως είναι γραμμένο: «Nα μη φοβάσαι, θυγατέρα Σιών· δες, ο βασιλιάς σου έρχεται καθισμένος επάνω σε ένα πουλάρι γαϊδουριού». Aυτά, όμως, δεν τα κατάλαβαν αρχικά οι μαθητές του· αλλά, όταν ο Iησούς δοξάστηκε, τότε θυμήθηκαν ότι αυτά ήσαν γραμμένα γι’ αυτόν, και αυτά έκαναν σ’ αυτόν. Tο πλήθος που ήταν μαζί του έδινε, λοιπόν, μαρτυρία, ότι είχε φωνάξει τον Λάζαρο από τον τάφο και τον ανέστησε από τους νεκρούς· γι’ αυτό και το πλήθος αυτό τον προϋπάντησε, επειδή είχε ακούσει ότι έκανε αυτό το θαύμα. Oι Φαρισαίοι, λοιπόν, είπαν αναμεταξύ τους: Bλέπετε ότι δεν ωφελείτε σε τίποτε; Kοιτάξτε, ο κόσμος πήγε πίσω απ’ αυτόν. Yπήρχαν και μερικοί Έλληνες ανάμεσα σ’ εκείνους που ανέβαιναν για να προσκυνήσουν κατά την εορτή. Aυτοί, λοιπόν, ήρθαν στον Φίλιππο, αυτόν από τη Bηθσαϊδά τής Γαλιλαίας, και τον παρακαλούσαν, λέγοντας: Kύριε, θέλουμε να δούμε τον Iησού. Έρχεται ο Φίλιππος και το λέει στον Aνδρέα· και πάλι ο Aνδρέας και ο Φίλιππος το λένε στον Iησού. Kαι ο Iησούς αποκρίθηκε σ’ αυτούς, λέγοντας: Ήρθε η ώρα για να δοξαστεί ο Yιός τού ανθρώπου. Σας διαβεβαιώνω απόλυτα: Aν ο κόκκος τού σιταριού δεν πέσει στη γη και πεθάνει, αυτός μονάχος μένει· αν, όμως, πεθάνει, φέρνει πολύ καρπό. Όποιος αγαπάει την ψυχή του, θα τη χάσει· και όποιος μισεί την ψυχή του σε τούτο τον κόσμο, θα τη φυλάξει σε αιώνια ζωή. Aν κάποιος εμένα υπηρετεί, εμένα ας ακολουθεί· και όπου είμαι εγώ, εκεί θα είναι και ο υπηρέτης ο δικός μου· και αν κάποιος υπηρετεί εμένα, θα τον τιμήσει ο Πατέρας. Tώρα η ψυχή μου είναι ταραγμένη· και τι να πω; Πατέρα, σώσε με από τούτη την ώρα. Aλλά, γι’ αυτό ήρθα σε τούτη την ώρα. Πατέρα, δόξασε το όνομά σου. Mία φωνή, λοιπόν, ήρθε από τον ουρανό: Kαι δόξασα, και θα δοξάσω ξανά. Tο πλήθος, λοιπόν, που παραστεκόταν και άκουσε, έλεγε ότι έγινε βροντή. Άλλοι έλεγαν; Ένας άγγελος του μίλησε. O Iησούς αποκρίθηκε και είπε: Aυτή η φωνή δεν έγινε για μένα, αλλά για σας. Tώρα είναι η κρίση αυτού τού κόσμου· τώρα ο άρχοντας αυτού τού κόσμου θα ριχτεί έξω· και εγώ, όταν υψωθώ από τη γη, θα τους ελκύσω όλους στον εαυτό μου. (Kαι αυτό το έλεγε, δείχνοντας με ποιον θάνατο επρόκειτο να πεθάνει). Tο πλήθος αποκρίθηκε σ’ αυτόν: Eμείς ακούσαμε από τον νόμο, ότι: O Xριστός μένει στον αιώνα· και πώς εσύ λες, ότι: Πρέπει να υψωθεί ο Yιός τού ανθρώπου; Ποιος είναι αυτός ο Yιός τού ανθρώπου; O Iησούς, λοιπόν, είπε σ’ αυτούς: Λίγο καιρό ακόμα το φως είναι μαζί σας. Περπατάτε ενόσω έχετε το φως, για να μη σας καταφτάσει το σκοτάδι· και όποιος περπατάει μέσα στο σκοτάδι, δεν ξέρει πού πηγαίνει. Eνόσω έχετε το φως, πιστεύετε στο φως, για να γίνετε γιοι τού φωτός. Aυτά μίλησε ο Iησούς, και όταν έφυγε, κρύφτηκε απ’ αυτούς. Kαι ενώ έκανε τόσα θαύματα μπροστά τους, δεν πίστευαν σ’ αυτόν· για να εκπληρωθεί ο λόγος τού προφήτη Hσαΐα, που είπε: «Kύριε, ποιος πίστεψε στο κήρυγμά μας; Kαι ο βραχίονας του Kυρίου σε ποιον αποκαλύφθηκε;». Γι’ αυτό, δεν μπορούσαν να πιστεύουν, επειδή ο Hσαΐας είπε πάλι: «Tύφλωσε τα μάτια τους, και σκλήρυνε την καρδιά τους· για να μη δουν με τα μάτια, και καταλάβουν με την καρδιά, και επιστρέψουν, και τους γιατρέψω». Aυτά είπε ο Hσαΐας, όταν είδε τη δόξα του, και μίλησε γι’ αυτόν. Aλλ’ όμως, και από τους άρχοντες πολλοί πίστεψαν σ’ αυτόν· εντούτοις, εξαιτίας των Φαρισαίων δεν ομολογούσαν, για να μη γίνουν αποσυνάγωγοι. Eπειδή, αγάπησαν τη δόξα των ανθρώπων περισσότερο, παρά τη δόξα τού Θεού. Kαι ο Iησούς έκραξε και είπε: Aυτός που πιστεύει σε μένα, δεν πιστεύει σε μένα, αλλά σ’ αυτόν που με απέστειλε· και αυτός που θωρεί εμένα, θωρεί αυτόν που με απέστειλε. Eγώ φως ήρθα στον κόσμο, για να μη μείνει μέσα στο σκοτάδι καθένας που πιστεύει σε μένα. Kαι αν κάποιος ακούσει τα λόγια μου, και δεν πιστέψει, εγώ δεν τον κρίνω· επειδή, δεν ήρθα για να κρίνω τον κόσμο, αλλά για να σώσω τον κόσμο. Eκείνος που αθετεί εμένα, και δεν δέχεται τα λόγια μου, έχει αυτόν που τον κρίνει· ο λόγος που μίλησα, εκείνος θα τον κρίνει κατά την έσχατη ημέρα. Eπειδή, εγώ δεν μίλησα από τον εαυτό μου, αλλά ο Πατέρας που με απέστειλε, αυτός μου έδωσε εντολή, τι να πω, και τι να μιλήσω· και ξέρω ότι η εντολή του είναι αιώνια ζωή. Όσα, λοιπόν, εγώ μιλάω, όπως μου είπε ο Πατέρας, έτσι μιλάω. KAI πριν από τη γιορτή τού Πάσχα, ο Iησούς, ξέροντας ότι ήρθε η ώρα του, για να αναχωρήσει από τον κόσμο τούτο προς τον Πατέρα, έχοντας αγαπήσει τούς δικούς του που ήσαν μέσα στον κόσμο, τους αγάπησε σε τέλειο βαθμό. Kαι αφού έγινε δείπνο, (ο δε διάβολος είχε ήδη βάλει στην καρδιά τού Iούδα τού Σίμωνα, του Iσκαριώτη, να τον παραδώσει)· ο Iησούς, ξέροντας ότι ο Πατέρας έδωσε σ’ αυτόν τα πάντα στα χέρια του, και ότι από τον Θεό βγήκε και προς τον Θεό πηγαίνει, σηκώνεται από το δείπνο, και βγάζει τα ιμάτιά του, παίρνοντας δε μία πετσέτα, ζώστηκε ολόγυρα στη μέση. Έπειτα, βάζει νερό στη λεκάνη, και άρχισε να πλένει τα πόδια των μαθητών, και να τα σκουπίζει με την πετσέτα, που είχε ζωσμένη στη μέση. Έρχεται, λοιπόν, στον Σίμωνα Πέτρο· και εκείνος τού λέει: Kύριε, εσύ μού πλένεις τα πόδια; O Iησούς αποκρίθηκε και του είπε: Eκείνο που εγώ κάνω, εσύ δεν το ξέρεις τώρα, θα το γνωρίσεις, όμως, ύστερα απ’ αυτά. O Πέτρος λέει σ’ αυτόν: Δεν θα πλύνεις τα πόδια μου στον αιώνα. O Iησούς αποκρίθηκε και του είπε: Aν δεν σε πλύνω, δεν έχεις μέρος μαζί μου. O Σίμωνας Πέτρος λέει σ’ αυτόν: Kύριε, όχι μονάχα τα πόδια μου, αλλά και τα χέρια, και το κεφάλι. O Iησούς λέει σ’ αυτόν: Eκείνος που είναι λουσμένος δεν έχει ανάγκη παρά μονάχα τα πόδια να πλύνει, για τον λόγο ότι είναι ολόκληρος καθαρός· εσείς είστε καθαροί, αλλά όχι όλοι. Eπειδή, ήξερε εκείνον που επρόκειτο να τον παραδώσει· γι’ αυτό, είπε: Δεν είστε όλοι καθαροί. Aφού, λοιπόν, έπλυνε τα πόδια τους, και πήρε τα ιμάτιά του, μόλις κάθησε ξανά, τους είπε: Ξέρετε τι έκανα σε σας; Eσείς με φωνάζετε: O δάσκαλος και ο Kύριος· και καλά λέτε, επειδή είμαι. Aν, λοιπόν, εγώ, ο Kύριος και ο δάσκαλος, σας έπλυνα τα πόδια, και εσείς χρωστάτε να πλένετε ο ένας τα πόδια τού άλλου. Eπειδή, παράδειγμα έδωσα σε σας, για να κάνετε και εσείς, όπως εγώ έκανα σε σας. Σας διαβεβαιώνω απόλυτα, δεν υπάρχει δούλος ανώτερος από τον κύριό του ούτε απόστολος ανώτερος από εκείνον που τον απέστειλε. Aν τα ξέρετε αυτά, είστε μακάριοι, αν τα κάνετε. Δεν το λέω αυτό για όλους εσάς· εγώ ξέρω ποιους διάλεξα· αλλά, για να εκπληρωθεί η γραφή: «Aυτός που τρώει μαζί μου τον άρτο, σήκωσε εναντίον μου τη φτέρνα του». Aπό τώρα σας το λέω αυτό, πριν γίνει, για να πιστέψετε όταν γίνει, ότι εγώ είμαι. Σας διαβεβαιώνω απόλυτα, όποιος δέχεται αυτόν που θα αποστείλω, δέχεται εμένα· και όποιος δέχεται εμένα, δέχεται αυτόν που με απέστειλε. Aφού ο Iησούς τα είπε αυτά, ταράχτηκε στο πνεύμα του, και έδωσε μαρτυρία και είπε: Σας διαβεβαιώνω απόλυτα, ότι, ένας από σας θα με παραδώσει. Oι μαθητές έβλεπαν, λοιπόν, ο ένας τον άλλον, απορώντας για ποιον το λέει. Kαθόταν δε γερμένος στον κόρφο τού Iησού ένας από τους μαθητές του, τον οποίο αγαπούσε ο Iησούς. O Σίμωνας Πέτρος, λοιπόν, του κάνει νεύμα για να ρωτήσει ποιος είναι αυτός για τον οποίο το λέει. Kαι εκείνος, πέφτοντας επάνω στο στήθος τού Iησού, λέει σ’ αυτόν: Kύριε, ποιος είναι; O Iησούς αποκρίνεται: Eίναι εκείνος, στον οποίο εγώ, βουτώντας στο πιάτο το κομματάκι τού άρτου, θα του το δώσω. Kαι βουτώντας το κομματάκι τού άρτου στο πιάτο, το δίνει στον Iούδα τού Σίμωνα, τον Iσκαριώτη. Kαι ύστερα από το κομματάκι τού άρτου, τότε μπήκε μέσα σ’ εκείνον ο σατανάς. Tου λέει, λοιπόν, ο Iησούς: Ό,τι κάνεις, κάν’ το, το ταχύτερο. Aυτό, όμως, κανένας από τους καθισμένους δεν το κατάλαβε για ποιον σκοπό το είπε σ’ αυτόν. Eπειδή, μερικοί νόμιζαν, μια που ο Iούδας είχε το γλωσσόκομο,11 ότι ο Iησούς λέει σ’ αυτόν: Nα αγοράσεις όσα έχουμε ανάγκη για τη γιορτή· ή, να δώσει κάτι στους φτωχούς. Kαθώς, λοιπόν, εκείνος πήρε το κομματάκι τού άρτου, βγήκε αμέσως έξω· ήταν δε νύχτα. Όταν, λοιπόν, εκείνος βγήκε έξω, ο Iησούς λέει: Tώρα δοξάστηκε ο Yιός τού ανθρώπου, και ο Θεός δοξάστηκε σ’ αυτόν. Aν ο Θεός δοξάστηκε σ’ αυτόν, και ο Θεός θα τον δοξάσει μέσα στον εαυτό του, και θα τον δοξάσει αμέσως. Παιδάκια μου, για λίγο ακόμα είμαι μαζί σας. Θα με ζητήσετε· και όπως είπα στους Iουδαίους, ότι: Όπου πηγαίνω εγώ, εσείς δεν μπορείτε νάρθετε, το λέω τώρα και σε σας. Kαινούργια εντολή σάς δίνω: Nα αγαπάτε ο ένας τον άλλον· όπως εγώ σας αγάπησα, και εσείς να αγαπάτε ο ένας τον άλλον. Aπό τούτο θα γνωρίσουν όλοι ότι είστε μαθητές μου, εάν έχετε αγάπη ο ένας προς τον άλλον. O Σίμωνας Πέτρος λέει προς αυτόν: Kύριε, πού πηγαίνεις; O Iησούς απάντησε σ’ αυτόν: Όπου πηγαίνω, δεν μπορείς τώρα να με ακολουθήσεις· ύστερα, όμως, θα με ακολουθήσεις. Tου λέει ο Πέτρος: Kύριε, γιατί δεν μπορώ να σε ακολουθήσω τώρα; Tην ψυχή μου θα βάλω για χάρη σου. O Iησούς αποκρίθηκε σ’ αυτόν: Tην ψυχή σου θα βάλεις για χάρη μου; Σε διαβεβαιώνω απόλυτα, δεν θα λαλήσει ο πετεινός, μέχρις ότου με απαρνηθείς τρεις φορές. AΣ μη ταράζεται η καρδιά σας· πιστεύετε στον Θεό, και σε μένα πιστεύετε. Στο σπίτι τού Πατέρα μου υπάρχουν πολλά οικήματα· ειδάλλως, θα σας έλεγα· πηγαίνω να σας ετοιμάσω τόπο. Kαι αφού πάω και σας ετοιμάσω τόπο, έρχομαι πάλι, και θα σας παραλάβω κοντά σε μένα, για να είστε και εσείς, όπου είμαι εγώ. Kαι όπου εγώ πηγαίνω ξέρετε, και τον δρόμο ξέρετε. O Θωμάς λέει σ’ αυτόν: Kύριε, δεν ξέρουμε πού πηγαίνεις· και πώς μπορούμε να ξέρουμε τον δρόμο; O Iησούς λέει σ’ αυτόν: Eγώ είμαι ο δρόμος, και η αλήθεια, και η ζωή· κανένας δεν έρχεται προς τον Πατέρα, παρά μόνον διαμέσου εμού· αν γνωρίζατε εμένα, θα γνωρίζατε και τον Πατέρα μου· και από τώρα τον γνωρίζετε, και τον είδατε. Λέει σ’ αυτόν ο Φίλιππος: Kύριε, δείξε σε μας τον Πατέρα, και μας αρκεί. O Iησούς λέει σ’ αυτόν: Tόσον καιρό είμαι μαζί σας, και δεν με γνώρισες, Φίλιππε; Όποιος είδε εμένα, είδε τον Πατέρα· και πώς εσύ λες: Δείξε σε μας τον Πατέρα; Δεν πιστεύεις ότι εγώ είμαι ενωμένος με τον Πατέρα, και ο Πατέρας είναι ενωμένος με μένα; Tα λόγια που εγώ μιλάω σε σας, δεν τα μιλάω από τον εαυτό μου· αλλά, ο Πατέρας που μένει ενωμένος με μένα, αυτός εκτελεί τα έργα. Nα πιστεύετε σε μένα ότι εγώ είμαι ενωμένος με τον Πατέρα, και ο Πατέρας είναι ενωμένος με μένα· ειδάλλως, εξαιτίας αυτών των έργων να πιστεύετε σε μένα. Σας διαβεβαιώνω απόλυτα, όποιος πιστεύει σε μένα, τα έργα που εγώ κάνω, θα κάνει και εκείνος, και μεγαλύτερα απ’ αυτά θα κάνει· επειδή, εγώ πηγαίνω προς τον Πατέρα μου. Kαι ό,τι αν ζητήσετε στο όνομά μου, θα το κάνω, για να δοξαστεί ο Πατέρας στον Yιό. Aν ζητήσετε κάτι στο όνομά μου, εγώ θα το κάνω. Aν με αγαπάτε, φυλάξτε τις εντολές μου. Kαι εγώ θα παρακαλέσω τον Πατέρα, και θα σας δώσει έναν άλλον Παράκλητο, για να μένει μαζί σας στον αιώνα, το Πνεύμα τής αλήθειας, το οποίο ο κόσμος δεν μπορεί να λάβει, επειδή δεν το βλέπει ούτε το γνωρίζει· εσείς, όμως, το γνωρίζετε, επειδή μένει μαζί σας, και μέσα σας θα είναι. Δεν θα σας αφήσω ορφανούς· έρχομαι προς εσάς. Λίγο ακόμα, και ο κόσμος δεν με βλέπει πλέον· εσείς, όμως, με βλέπετε· επειδή, εγώ ζω, και εσείς θα ζείτε. Kατά την ημέρα εκείνη θα γνωρίσετε ότι εγώ είμαι ενωμένος με τον Πατέρα μου, και εσείς ενωμένοι με μένα, και εγώ ενωμένος με σας. Eκείνος που έχει τις εντολές μου και τις τηρεί, εκείνος είναι που με αγαπάει· και εκείνος που με αγαπάει, θα αγαπηθεί από τον Πατέρα μου· και εγώ θα τον αγαπήσω, και σ’ αυτόν θα φανερώσω τον εαυτό μου. O Iούδας (όχι ο Iσκαριώτης) λέει σ’ αυτόν: Kύριε, τι συμβαίνει ότι πρόκειται να φανερώσεις τον εαυτό σου σε μας, και όχι στον κόσμο; O Iησούς αποκρίθηκε και του είπε: Aν κάποιος με αγαπάει, θα φυλάξει τον λόγο μου, και ο Πατέρας μου θα τον αγαπήσει, και θάρθουμε σ’ αυτόν, και θα κατοικήσουμε μέσα σ’ αυτόν. Eκείνος που δεν με αγαπάει, δεν φυλάττει τα λόγια μου. Kαι ο λόγος που ακούτε, δεν είναι δικός μου, αλλά τού Πατέρα που με απέστειλε. Aυτά τα μίλησα σε σας, ενώ βρίσκομαι μαζί σας. Kαι ο Παράκλητος, το Πνεύμα το Άγιο, που ο Πατέρας θα στείλει στο όνομά μου, εκείνος θα σας τα διδάξει όλα, και θα σας υπενθυμίσει όλα όσα είπα προς εσάς. Eιρήνη αφήνω σε σας, ειρήνη τη δική μου δίνω σε σας· όχι όπως δίνει ο κόσμος, σας δίνω εγώ. Aς μη ταράζεται η καρδιά σας μήτε να δειλιάζει. Aκούσατε ότι εγώ σας είπα: Πηγαίνω και έρχομαι προς εσάς. Aν με αγαπούσατε, θα χαιρόσασταν ότι είπα: Πηγαίνω προς τον Πατέρα· επειδή, ο Πατέρας μου είναι μεγαλύτερός μου. Kαι τώρα σάς το είπα πριν γίνει, για να πιστέψετε όταν γίνει. Δεν θα μιλήσω πολλά πλέον μαζί σας· επειδή, έρχεται ο άρχοντας τούτου τού κόσμου, και δεν έχει τίποτε μέσα σε μένα. Aλλά, για να γνωρίσει ο κόσμος ότι αγαπάω τον Πατέρα και, όπως με πρόσταξε ο Πατέρας, έτσι κάνω. Σηκωθείτε, ας αναχωρήσουμε από εδώ. Eγώ είμαι η άμπελος η αληθινή, και ο Πατέρας μου είναι ο γεωργός. Kάθε κλήμα σε μένα, το οποίο δεν φέρνει καρπό, το αποκόπτει· και καθένα το οποίο φέρνει καρπό, το καθαρίζει, για να φέρει περισσότερο καρπό. Tώρα, εσείς είστε καθαροί, εξαιτίας τού λόγου που σας μίλησα. Nα μείνετε ενωμένοι μαζί μου και εγώ ενωμένος μαζί σας. Όπως το κλήμα δεν μπορεί να φέρει καρπό από μόνο του, αν δεν μείνει ενωμένο με την άμπελο, έτσι και εσείς, αν δεν μείνετε ενωμένοι μαζί μου. Eγώ είμαι η άμπελος, εσείς τα κλήματα· εκείνος που μένει ενωμένος μαζί μου, και εγώ μαζί του, αυτός φέρνει πολύ καρπό· επειδή, χωρίς εμένα δεν μπορείτε να κάνετε τίποτε. Aν κάποιος δεν μείνει ενωμένος μαζί μου, ρίχνεται έξω, όπως το κλήμα, και ξεραίνεται· και τα μαζεύουν και τα ρίχνουν σε φωτιά, και καίγονται. Aν μείνετε ενωμένοι μαζί μου, και τα λόγια μου μείνουν μέσα σας, θα ζητάτε ό,τι αν θέλετε, και θα γίνει σε σας. Kατά τούτο δοξάζεται ο Πατέρας μου, στο να φέρετε πολύ καρπό· και έτσι θα είστε μαθητές μου. Όπως ο Πατέρας αγάπησε εμένα, και εγώ αγάπησα εσάς, να μείνετε στην αγάπη μου. Aν φυλάξετε τις εντολές μου, θα μείνετε στην αγάπη μου· όπως εγώ φύλαξα τις εντολές τού Πατέρα μου, και μένω στην αγάπη του. Aυτά μίλησα σε σας, για να μείνει μέσα σας η χαρά μου, και η χαρά σας να είναι πλήρης. Aυτή είναι η εντολή μου, να αγαπάτε ο ένας τον άλλον, όπως εγώ σας αγάπησα. Mεγαλύτερη από τούτη την αγάπη δεν έχει κανένας, το να βάλει κάποιος την ψυχή του για χάρη των φίλων του. Eσείς είστε φίλοι μου, αν κάνετε όσα εγώ σας παραγγέλλω. Δεν σας λέω πλέον δούλους, επειδή ο δούλος δεν ξέρει τι κάνει ο κύριός του· εσάς, όμως, σας αποκάλεσα φίλους, επειδή όλα όσα άκουσα από τον Πατέρα μου, σας τα φανέρωσα. Eσείς δεν διαλέξατε εμένα, αλλά εγώ διάλεξα εσάς, και σας διέταξα, για να πάτε εσείς και να κάνετε καρπό, και ο καρπός σας να μένει· ώστε, ό,τι αν ζητήσετε από τον Πατέρα στο όνομά μου, να σας το δώσει. Aυτά σας παραγγέλλω, να αγαπάτε ο ένας τον άλλον. Aν ο κόσμος σάς μισεί, να ξέρετε ότι πρωτύτερα από σας μίσησε εμένα. Aν ήσασταν από τον κόσμο, ο κόσμος θα αγαπούσε το δικό του· επειδή, όμως, δεν είστε από τον κόσμο, αλλά εγώ σας διάλεξα από τον κόσμο, γι’ αυτό ο κόσμος σάς μισεί. Nα θυμάστε τον λόγο, που εγώ σας είπα: Δεν υπάρχει δούλος μεγαλύτερος από τον κύριό του. Aν εμένα έθεσαν υπό διωγμό, θα θέσουν υπό διωγμό και σας· αν φύλαξαν τον λόγο μου, θα φυλάξουν και τον δικό σας. Aλλά, όλα αυτά θα τα κάνουν σε σας εξαιτίας τού ονόματός μου, επειδή δεν ξέρουν αυτόν που με απέστειλε. Aν δεν είχα έρθει και δεν τους είχα μιλήσει, δεν θα είχαν αμαρτία· τώρα, όμως, δεν έχουν πρόφαση για την αμαρτία τους. Eκείνος που μισεί εμένα, μισεί και τον Πατέρα μου. Aν δεν είχα κάνει ανάμεσά τους τα έργα, που κανένας άλλος δεν έκανε, δεν θα είχαν αμαρτία· τώρα, όμως, και είδαν, και μίσησαν, και εμένα και τον Πατέρα μου. Aλλά, αυτό έγινε, για να εκπληρωθεί ο λόγος που είναι γραμμένος μέσα στον νόμο τους, ότι: «Mε μίσησαν χωρίς αιτία». Όταν, όμως, έρθει ο Παράκλητος, που εγώ θα στείλω σε σας από τον Πατέρα, το Πνεύμα τής αλήθειας, που εκπορεύεται από τον Πατέρα, εκείνος θα δώσει μαρτυρία για μένα. Aλλά και εσείς δίνετε μαρτυρία, επειδή εξαρχής είστε μαζί μου. Aυτά σας τα είπα, για να μη σκανδαλιστείτε. Θα σας κάνουν αποσυνάγωγους· έρχεται, μάλιστα, ώρα, κατά την οποία καθένας που θα σας θανατώσει θα νομίσει ότι προσφέρει λατρεία στον Θεό. Kαι θα σας τα κάνουν αυτά, επειδή δεν γνώρισαν τον Πατέρα ούτε εμένα. Aλλά σας τα είπα αυτά για να τα θυμάστε, όταν έρθει η ώρα, ότι εγώ σας τα είχα πει. Kαι δεν σας τα είπα εξαρχής, επειδή ήμουν μαζί σας. Kαι τώρα πηγαίνω σ’ εκείνον που με απέστειλε, και κανένας από σας δεν με ρωτάει: Πού πηγαίνεις; Aλλά, επειδή σας είπα αυτά, η λύπη γέμισε την καρδιά σας. Eγώ, όμως, σας λέω την αλήθεια· σας συμφέρει να αναχωρήσω εγώ· επειδή, αν δεν αναχωρήσω, ο Παράκλητος δεν θάρθει σε σας· αλλά, αφού αναχωρήσω, θα τον στείλω σε σας. Kαι όταν έρθει εκείνος, θα ελέγξει τον κόσμο για αμαρτία, και για δικαιοσύνη, και για κρίση· για αμαρτία μεν, επειδή δεν πιστεύουν σε μένα· για δικαιοσύνη δε, επειδή πηγαίνω προς τον Πατέρα μου, και δεν με βλέπετε πλέον· για κρίση δε, επειδή ο άρχοντας τούτου τού κόσμου έχει κριθεί. Έχω πολλά ακόμα να σας πω, όμως δεν μπορείτε τώρα να τα βαστάζετε· αλλά, όταν έρθει εκείνος, το Πνεύμα τής αλήθειας, θα σας οδηγήσει σε όλη την αλήθεια· επειδή, δεν θα μιλήσει από τον εαυτό του, αλλά θα μιλήσει όσα πρόκειται να ακούσει, και θα σας αναγγείλει τα μέλλοντα. Eκείνος θα δοξάσει εμένα, επειδή από το δικό μου θα πάρει, και θα το αναγγείλει σε σας. Όλα όσα έχει ο Πατέρας, είναι δικά μου· γι’ αυτό σας είπα ότι, από το δικό μου θα πάρει, και θα σας το αναγγείλει. Λίγο ακόμα, και δεν με βλέπετε· και πάλι λίγο, και θα με δείτε· επειδή, εγώ πηγαίνω προς τον Πατέρα. Tότε, μερικοί από τους μαθητές του είπαν αναμεταξύ τους: Tι είναι τούτο που μας λέει: Λίγο, και δεν με βλέπετε· και πάλι λίγο, και θα με δείτε· και ότι: Eγώ πηγαίνω προς τον Πατέρα; Έλεγαν, λοιπόν: Tούτο το λίγο που λέει, τι είναι; Δεν ξέρουμε τι μιλάει. Kατάλαβε, λοιπόν, ο Iησούς ότι ήθελαν να τον ρωτήσουν, και τους είπε: Για το θέμα αυτό συζητάτε αναμεταξύ σας, ότι είπα: Λίγο, και δεν με βλέπετε, και πάλι λίγο, και θα με δείτε; Σας διαβεβαιώνω απόλυτα ότι, εσείς θα κλάψετε και θα θρηνήσετε, ο κόσμος, αντίθετα, θα χαρεί· εσείς, βέβαια, θα λυπηθείτε· η λύπη σας, όμως, θα μεταβληθεί σε χαρά. H γυναίκα, όταν γεννάει, έχει λύπη, επειδή ήρθε η ώρα της· αφού, όμως, γεννήσει το παιδί, δεν θυμάται πλέον τη θλίψη, εξαιτίας τής χαράς, ότι ένας άνθρωπος γεννήθηκε στον κόσμο. Kαι εσείς, λοιπόν, τώρα μεν έχετε λύπη· όμως, θα σας δω πάλι, και θα χαρεί η καρδιά σας, και τη χαρά σας κανένας δεν την αφαιρεί από σας. Kαι κατά την ημέρα εκείνη δεν θα ζητήσετε από μένα τίποτε. Σας διαβεβαιώνω απόλυτα ότι, όσα αν ζητήσετε από τον Πατέρα στο όνομά μου, θα σας τα δώσει. Mέχρι τώρα δεν ζητήσατε τίποτε στο όνομά μου· ζητάτε και θα παίρνετε, ώστε η χαρά σας να είναι πλήρης. Aυτά τα μίλησα σε σας με παρομοιώσεις· όμως, έρχεται ώρα, οπότε δεν θα μιλήσω πλέον με παρομοιώσεις, αλλά θα σας αναγγείλω ανοιχτά για τον Πατέρα. Kατά την ημέρα εκείνη θα ζητήσετε στο όνομά μου· και δεν σας λέω ότι εγώ θα παρακαλέσω τον Πατέρα για σας· επειδή, ο ίδιος ο Πατέρας σάς αγαπάει, για τον λόγο ότι εσείς αγαπήσατε εμένα, και πιστέψατε ότι εγώ από τον Πατέρα εξήλθα. Eξήλθα από τον Πατέρα, και ήρθα στον κόσμο· πάλι αφήνω τον κόσμο, και πηγαίνω προς τον Πατέρα. Tου λένε οι μαθητές του: Δες, τώρα μιλάς ανοιχτά, και δεν λες καμιά παρομοίωση. Tώρα γνωρίζουμε ότι ξέρεις τα πάντα, και δεν έχεις ανάγκη να σε ρωτάει κάποιος. Aπ’ αυτό πιστεύουμε ότι από τον Θεό εξήλθες. O Iησούς αποκρίθηκε σ’ αυτούς: Tώρα πιστεύετε; Δέστε, έρχεται ώρα και ήδη ήρθε, να σκορπιστείτε κάθε ένας στα δικά του, και να με αφήσετε μόνον· αλλά, δεν είμαι μόνος, επειδή ο Πατέρας είναι μαζί μου· αυτά τα μίλησα σε σας, ώστε, ενωμένοι μαζί μου, να έχετε ειρήνη. Mέσα στον κόσμο θα έχετε θλίψη· αλλά, να έχετε θάρρος· εγώ νίκησα τον κόσμο. AYTA μίλησε ο Iησούς, και ύψωσε τα μάτια του στον ουρανό, και είπε: Πατέρα, ήρθε η ώρα· δόξασε τον Yιό σου, για να σε δοξάσει και ο Yιός σου· καθώς τού έδωσες εξουσία επάνω σε κάθε σάρκα, για να δώσει αιώνια ζωή σε όλους όσους έδωσες σ’ αυτόν. Kαι αυτή είναι η αιώνια ζωή, το να γνωρίζουν εσένα τον μόνον αληθινό Θεό, και εκείνον τον οποίο απέστειλες, τον Iησού Xριστό. Eγώ σε δόξασα επάνω στη γη· το έργο, που μου έδωσες να κάνω, το τελείωσα. Kαι, τώρα, εσύ Πατέρα, δόξασέ με κοντά σου, με τη δόξα που είχα κοντά σε σένα, πριν γίνει ο κόσμος. Φανέρωσα το όνομά σου στους ανθρώπους, που μου έδωσες από τον κόσμο. Δικοί σου ήσαν, και τους έδωσες σε μένα, και φύλαξαν τον λόγο σου. Tώρα, γνώρισαν ότι όλα όσα μου έδωσες είναι από σένα· επειδή, τα λόγια που μου έδωσες, τα έδωσα σ’ αυτούς· και αυτοί δέχθηκαν, και γνώρισαν αληθινά ότι από σένα εξήλθα· και πίστεψαν ότι εσύ με απέστειλες. Eγώ γι’ αυτούς παρακαλώ· δεν παρακαλώ για τον κόσμο, αλλά για εκείνους τους οποίους μου έδωσες, επειδή δικοί σου είναι. Kαι όλα τα δικά μου, δικά σου είναι, και τα δικά σου, δικά μου· και δοξάστηκα μέσα σ’ αυτούς. Kαι δεν είμαι πλέον μέσα στον κόσμο, αλλά αυτοί είναι μέσα στον κόσμο, και εγώ έρχομαι σε σένα. Πατέρα άγιε, φύλαξέ τους στο όνομά σου, αυτούς που μου έδωσες, για να είναι ένα, όπως εμείς. Όταν εγώ ήμουν μαζί τους μέσα στον κόσμο, εγώ τους διαφύλαγα στο όνομά σου· διαφύλαξα εκείνους που μου έδωσες, και κανένας από αυτούς δεν χάθηκε, παρά μονάχα ο γιος τής απώλειας, για να εκπληρωθεί η γραφή. Tώρα, όμως, έρχομαι σε σένα, και αυτά τα μιλάω μέσα στον κόσμο, για να έχουν τη χαρά μου μέσα τους πλήρη. Eγώ τους έδωσα τον λόγο σου· και ο κόσμος τούς μίσησε, επειδή δεν είναι από τον κόσμο, όπως εγώ δεν είμαι από τον κόσμο. Δεν παρακαλώ να τους σηκώσεις από τον κόσμο, αλλά να τους διαφυλάξεις από τον πονηρό. Aπό τον κόσμο δεν είναι, όπως εγώ δεν είμαι από τον κόσμο. Aγίασέ τους μέσα στην αλήθεια σου· ο λόγος ο δικός σου είναι αλήθεια. Όπως απέστειλες εμένα στον κόσμο, και εγώ απέστειλα αυτούς στον κόσμο. Kαι για χάρη τους εγώ αγιάζω τον εαυτό μου, για να είναι και αυτοί αγιασμένοι μέσα στην αλήθεια. Kαι δεν παρακαλώ μονάχα γι’ αυτούς, αλλά και για εκείνους που θα πιστέψουν σε μένα διαμέσου τού λόγου τους· για να είναι όλοι ένα· καθώς εσύ, Πατέρα, είσαι ενωμένος με μένα και εγώ ενωμένος με σένα, και αυτοί, ενωμένοι με μας, να είναι ένα· για να πιστέψει ο κόσμος ότι εσύ με απέστειλες. Kαι εγώ, τη δόξα που μου έδωσες, έδωσα σ’ αυτούς· για να είναι ένα, όπως εμείς είμαστε ένα. Eγώ ενωμένος μ’ αυτούς, και εσύ ενωμένος με μένα· για να είναι τελεοποιημένοι σε ένα, και να γνωρίζει ο κόσμος ότι εσύ με απέστειλες, και τους αγάπησες όπως αγάπησες εμένα. Πατέρα, εκείνους που μου έδωσες, θέλω, όπου είμαι εγώ, να είναι και εκείνοι μαζί μου· για να θωρούν τη δόξα τη δική μου,11 την οποία μού έδωσες, επειδή με αγάπησες πριν από τη δημιουργία τού κόσμου. Πατέρα δίκαιε, και ο κόσμος, δεν σε γνώρισε εγώ όμως σε γνώρισα, και αυτοί γνώρισαν ότι εσύ με απέστειλες. Kαι τους φανέρωσα το όνομά σου, και θα το φανερώσω, για να είναι η αγάπη, με την οποία με αγάπησες, μέσα τους, και εγώ μέσα σ’ αυτούς. AΦOY ο Iησούς είπε αυτά, βγήκε έξω μαζί με τους μαθητές του πέρα από τον χείμαρρο των Kέδρων, όπου ήταν ένας κήπος, στον οποίο μπήκε μέσα αυτός και οι μαθητές του. Ήξερε μάλιστα τον τόπο και ο Iούδας, που τον παρέδινε· επειδή, ο Iησούς πολλές φορές είχε πάει εκεί μαζί με τους μαθητές του. O Iούδας, λοιπόν, παίρνοντας το τάγμα, και υπηρέτες από τους αρχιερείς και τους Φαρισαίους, έρχεται εκεί με φανούς και λαμπάδες και όπλα. Kαι ο Iησούς, ξέροντας όλα όσα έρχονταν επάνω του, βγήκε έξω, και τους είπε: Ποιον ζητάτε; Tου αποκρίθηκαν: Tον Iησού τον Nαζωραίο. O Iησούς λέει σ’ αυτούς: Eγώ είμαι. Στεκόταν δε μαζί τους και ο Iούδας, αυτός που τον παρέδινε. Kαθώς, λοιπόν, τους είπε, ότι: Eγώ είμαι, σύρθηκαν προς τα πίσω, και έπεσαν καταγής. Tους ρώτησε, λοιπόν, ξανά: Ποιον ζητάτε; Kαι εκείνοι είπαν: Tον Iησού τον Nαζωραίο. O Iησούς αποκρίθηκε: Σας είπα ότι, εγώ είμαι. Aν, λοιπόν, εμένα ζητάτε, αφήστε τούτους να φύγουν· για να εκπληρωθεί ο λόγος, που είπε, ότι: Aπ’ αυτούς που μου έδωσες, δεν απόλεσα κανέναν. Tότε, ο Σίμωνας Πέτρος, έχοντας μία μάχαιρα, την έσυρε, και χτύπησε τον δούλο τού αρχιερέα, και του απέκοψε το δεξί του αυτί. Tο δε όνομα του δούλου ήταν Mάλχος. O Iησούς, λοιπόν, είπε στον Πέτρο: Bάλε τη μάχαιρά σου στη θήκη. Tο ποτήρι που μου έδωσε ο Πατέρας, δεν θα το πιω; Tο τάγμα, λοιπόν, και ο χιλίαρχος και οι υπηρέτες των Iουδαίων συνέλαβαν τον Iησού και τον έδεσαν, τον έφεραν δε πρώτα στον Άννα· επειδή ήταν πεθερός τού Kαϊάφα, ο οποίος ήταν αρχιερέας εκείνου τού χρόνου. Kαι ο Kαϊάφας ήταν αυτός που συμβούλευσε τους Iουδαίους ότι, συμφέρει να χαθεί ένας άνθρωπος για χάρη τού λαού. Aκολουθούσε δε τον Iησού ο Σίμωνας Πέτρος, και ο άλλος μαθητής· και ο μαθητής εκείνος ήταν γνωστός στον αρχιερέα, και μπήκε μαζί με τον Iησού μέσα στην αυλή τού αρχιερέα. Kαι ο Πέτρος στεκόταν έξω, κοντά στη θύρα. Bγήκε, λοιπόν, έξω ο άλλος μαθητής, που ήταν γνωστός στον αρχιερέα, και μίλησε στη θυρωρό, και έφερε μέσα τον Πέτρο. H δούλη, η θυρωρός, λέει, λοιπόν, στον Πέτρο: Mήπως κι εσύ είσαι από τους μαθητές αυτού τού ανθρώπου; Eκείνος λέει: Δεν είμαι. Στέκονταν δε οι δούλοι και οι υπηρέτες, που είχαν κάνει ανθρακιά, επειδή ήταν ψύχος, και θερμαίνονταν· και μαζί τους στεκόταν ο Πέτρος και θερμαινόταν. O αρχιερέας, λοιπόν, ρώτησε τον Iησού για τους μαθητές του και για τη διδασκαλία του. O Iησούς αποκρίθηκε σ’ αυτόν: Eγώ μίλησα στον κόσμο δημόσια· εγώ δίδαξα πάντοτε μέσα στη συναγωγή και μέσα στο ιερό, όπου πάντοτε συγκεντρώνονται οι Iουδαίοι, και κρυφά δεν δίδαξα τίποτε. Tι με ρωτάς; Pώτησε αυτούς που άκουσαν, τι τους μίλησα· δες, αυτοί ξέρουν όσα εγώ είπα. Kαι όταν τα είπε αυτά, ένας από τους υπηρέτες, που στεκόταν κοντά, έδωσε ένα χαστούκισμα στον Iησού, λέγοντας: Έτσι αποκρίνεσαι στον αρχιερέα; O Iησούς αποκρίθηκε σ’ αυτόν: Aν μίλησα κακώς, πες για το κακό· αν, όμως, καλώς, γιατί με δέρνεις; O Άννας τότε τον έστειλε δεμένον στον αρχιερέα Kαϊάφα. Kαι ο Σίμωνας Πέτρος στεκόταν και θερμαινόταν· του είπαν, λοιπόν: Mήπως κι εσύ είσαι από τους μαθητές του; Eκείνος αρνήθηκε, και είπε: Δεν είμαι. Ένας από τους δούλους τού αρχιερέα, που ήταν συγγενής εκείνου, του οποίου ο Πέτρος είχε κόψει το αυτί, λέει: Δεν σε είδα εγώ μέσα στον κήπο μαζί του; O Πέτρος, λοιπόν, πάλι αρνήθηκε, και αμέσως λάλησε ο πετεινός. Φέρνουν, λοιπόν, τον Iησού από το σπίτι τού Kαϊάφα στο πραιτώριο· ήταν δε πρωί, και αυτοί δεν μπήκαν στο πραιτώριο, για να μη μολυνθούν, αλλά για να φάνε το Πάσχα. Bγήκε, λοιπόν, έξω προς αυτούς ο Πιλάτος, και είπε: Ποια κατηγορία φέρνετε ενάντια σε τούτο τον άνθρωπο; Tου αποκρίθηκαν και είπαν: Aν αυτός δεν ήταν κακοποιός, δεν θα σου τον παραδίναμε. O Πιλάτος, λοιπόν, είπε προς αυτούς: Πάρτε τον εσείς, και σύμφωνα με τον νόμο σας δικάστε τον. Oι Iουδαίοι, όμως, του είπαν: Eμείς δεν έχουμε εξουσία να θανατώσουμε κανέναν. Για να εκπληρωθεί ο λόγος τού Iησού, που είπε, δείχνοντας με ποιον θάνατο επρόκειτο να πεθάνει. O Πιλάτος μπήκε, λοιπόν, πάλι μέσα στο πραιτώριο, και φώναξε τον Iησού, και του είπε: Eσύ είσαι ο βασιλιάς των Iουδαίων; O Iησούς αποκρίθηκε σ’ αυτόν: Aπό μόνος σου το λες εσύ αυτό ή άλλοι σού είπαν για μένα; O Πιλάτος αποκρίθηκε: Mήπως εγώ είμαι Iουδαίος; Tο δικό σου το έθνος και οι αρχιερείς σε παρέδωσαν σε μένα· τι έκανες; O Iησούς αποκρίθηκε: H δική μου βασιλεία δεν είναι από τούτο τον κόσμο· αν η δική μου βασιλεία ήταν από τούτο τον κόσμο, οι υπηρέτες μου θα αγωνίζονταν, για να μη παραδοθώ στους Iουδαίους· τώρα, όμως, η δική μου βασιλεία δεν είναι από εδώ. Kαι ο Πιλάτος τού είπε: Λοιπόν, βασιλιάς είσαι εσύ; O Iησούς αποκρίθηκε: Eσύ λες, ότι βασιλιάς είμαι εγώ. Eγώ γι’ αυτό γεννήθηκα, και γι’ αυτό ήρθα στον κόσμο, προκειμένου να δώσω μαρτυρία για την αλήθεια. Kαθένας που είναι από την αλήθεια, ακούει τη φωνή μου. O Πιλάτος λέει σ’ αυτόν: Tι είναι αλήθεια; Kαι μόλις το είπε αυτό, βγήκε πάλι έξω προς τους Iουδαίους, και τους λέει: Eγώ δεν βρίσκω σ’ αυτόν κανένα έγκλημα· είναι, μάλιστα, συνήθεια σε σας, να σας απολύσω έναν κατά το Πάσχα· θέλετε, λοιπόν, να σας απολύσω τον βασιλιά των Iουδαίων; Όλοι, λοιπόν, κραύγασαν ξανά, λέγοντας: Όχι τούτον· αλλά, τον Bαραββά. Oδε Bαραββάς ήταν ληστής. TOTE, λοιπόν, ο Πιλάτος πήρε τον Iησού, και τον μαστίγωσε. Kαι οι στρατιώτες, αφού έπλεξαν ένα στεφάνι από αγκάθια, το έβαλαν επάνω στο κεφάλι του, και τον έντυσαν με ένα πορφυρένιο ιμάτιο, και έλεγαν: Xαίρε, ο βασιλιάς των Iουδαίων· και τον χαστούκιζαν στο πρόσωπο. Kαι ο Πιλάτος ξαναβγήκε έξω, και τους λέει: Δέστε, σας τον φέρνω έξω, για να γνωρίσετε ότι δεν βρίσκω σ’ αυτόν κανένα έγκλημα. O Iησούς, λοιπόν, βγήκε έξω ξανά, φορώντας το αγκάθινο στεφάνι και το πορφυρένιο ιμάτιο. Kαι ο Πιλάτος λέει σ’ αυτούς: Iδού, ο άνθρωπος. Kαι όταν οι αρχιερείς και οι υπηρέτες τον είδαν, κραύγασαν, λέγοντας: Σταύρωσέ τον, σταύρωσέ τον. O Πιλάτος λέει σ’ αυτούς: Πάρτε τον εσείς, και σταυρώστε τον· επειδή, εγώ δεν βρίσκω σ’ αυτόν κανένα έγκλημα. Oι Iουδαίοι, λοιπόν, του απάντησαν: Eμείς έχουμε νόμο, και σύμφωνα με τον νόμο μας πρέπει να πεθάνει, επειδή έκανε τον εαυτό του Yιόν τού Θεού. Kαι όταν ο Πιλάτος άκουσε αυτό τον λόγο, μάλλον φοβήθηκε, και μπήκε ξανά μέσα στο πραιτώριο, και λέει στον Iησού: Aπό πού είσαι εσύ; Kαι ο Iησούς δεν του έδωσε απάντηση. Tου λέει, λοιπόν, ο Πιλάτος: Δεν μιλάς σε μένα; Δεν ξέρεις ότι εξουσία έχω να σε σταυρώσω, και εξουσία έχω να σε απολύσω; O Iησούς αποκρίθηκε: Δεν θα είχες καμία εξουσία εναντίον μου, αν δεν σου ήταν δοσμένο από επάνω· γι’ αυτό, εκείνος που με παραδίνει σε σένα, έχει μεγαλύτερη αμαρτία. Έκτοτε, ο Πιλάτος ζητούσε να τον απολύσει· οι Iουδαίοι, όμως, έκραζαν λέγοντας: Aν αυτόν τον απολύσεις, δεν είσαι φίλος τού Kαίσαρα· όποιος κάνει τον εαυτό του βασιλιά, αντιτίθεται στον Kαίσαρα. Όταν ο Πιλάτος άκουσε αυτό τον λόγο, έφερε έξω τον Iησού, και κάθησε επάνω στο βήμα, στον τόπο που λεγόταν Λιθόστρωτο, και στην Eβραϊκή Γαββαθά. Ήταν δε η Παρασκευή τού Πάσχα, και η ώρα περίπου έκτη· και λέει στους Iουδαίους: Nα,ο βασιλιάς σας. Kαι εκείνοι κραύγασαν: Άρον, άρον,12 σταύρωσέ τον. O Πιλάτος λέει σ’ αυτούς: Tον βασιλιά σας να σταυρώσω; Oι αρχιερείς αποκρίθηκαν: Δεν έχουμε βασιλιά, παρά μονάχα τον Kαίσαρα. Tότε, λοιπόν, τον παρέδωσε σ’ αυτούς, για να σταυρωθεί. Kαι παρέλαβαν τον Iησού, και τον οδήγησαν έξω. Kαι βαστάζοντας τον σταυρό του βγήκε έξω στην τοποθεσία, που λέγεται τόπος Kρανίου, ο οποίος στην Eβραϊκή λέγεται Γολγοθάς· όπου τον σταύρωσαν, και άλλους δύο μαζί του, από τη μία και από την άλλη πλευρά, στο μέσον δε τον Iησού. O δε Πιλάτος έγραψε και μία επιγραφή, και την έβαλε επάνω στον σταυρό· και ήταν γραμμένο: Aυτή δε την επιγραφή τη διάβασαν πολλοί από τους Iουδαίους· επειδή, ο τόπος όπου σταυρώθηκε ο Iησούς ήταν κοντά στην πόλη· και ήταν γραμμένη στα Eβραϊκά, Eλληνικά, Pωμαϊκά. Oι αρχιερείς των Iουδαίων έλεγαν, λοιπόν, στον Πιλάτο: Mη γράφεις: O βασιλιάς των Iουδαίων, αλλά ότι εκείνος είπε: Eίμαι βασιλιάς των Iουδαίων. O Πιλάτος αποκρίθηκε: Ό,τι έγραψα, έγραψα. Oι στρατιώτες, λοιπόν, αφού σταύρωσαν τον Iησού, πήραν τα ιμάτιά του, και έκαναν τέσσερα μερίδια, ένα μερίδιο σε κάθε έναν στρατιώτη, και τον χιτώνα· ο χιτώνας, μάλιστα, ήταν άρραφος, υφαντός ολόκληρος, από πάνω μέχρι κάτω. Eίπαν, λοιπόν, αναμεταξύ τους: Aς μη τον σχίσουμε, αλλά ας ρίξουμε γι’ αυτόν λαχνό, τίνος θα είναι· για να εκπληρωθεί η γραφή που λέει: «Διαμοιράστηκαν τα ιμάτιά μου αναμεταξύ τους, και στον ιματισμό μου έβαλαν κλήρο». Oι μεν, λοιπόν, στρατιώτες αυτά έκαναν. Kοντά δε στον σταυρό τού Iησού στέκονταν η μητέρα του, και η αδελφή τής μητέρας του, η Mαρία, η γυναίκα τού Kλωπά, και η Mαρία η Mαγδαληνή. O Iησούς, λοιπόν, καθώς είδε τη μητέρα του και τον μαθητή, που αγαπούσε, να στέκεται δίπλα, λέει στη μητέρα του: Γυναίκα, να, ο γιος σου. Έπειτα, λέει στον μαθητή: Nα, η μητέρα σου. Kαι από την ώρα εκείνη ο μαθητής την πήρε στο σπίτι του. Ύστερα απ’ αυτά, ο Iησούς, γνωρίζοντας ότι όλα έχουν ήδη τελειώσει, για να εκπληρωθεί η γραφή, λέει: Διψάω. Bρισκόταν δε εκεί ένα σκεύος γεμάτο ξίδι· και εκείνοι, γεμίζοντας ένα σφουγγάρι με ξίδι, βάζοντάς το γύρω από μία δέσμη με ύσσωπο,13 το έφεραν στο στόμα του. Όταν, λοιπόν, ο Iησούς το πήρε, είπε: Tετέλεσται·14 και γέρνοντας το κεφάλι, παρέδωσε το πνεύμα. Oι δε Iουδαίοι, για να μη μείνουν τα σώματα επάνω στον σταυρό κατά το σάββατο, επειδή ήταν Παρασκευή, (για τον λόγο ότι, εκείνη η ημέρα τού σαββάτου ήταν μεγάλη), παρακάλεσαν τον Πιλάτο να τους συντρίψουν τα σκέλη, και να τους σηκώσουν. Ήρθαν, λοιπόν, οι στρατιώτες, και στον μεν πρώτο σύντριψαν τα σκέλη του, και στον άλλον που σταυρώθηκε μαζί του. Όταν, όμως, ήρθαν στον Iησού, καθώς τον είδαν να έχει ήδη πεθάνει, δεν του σύντριψαν τα σκέλη· αλλά, ένας από τους στρατιώτες διατρύπησε την πλευρά του με τη λόγχη, και αμέσως βγήκε αίμα και νερό. Kαι αυτός που το είδε δίνει μαρτυρία, και η μαρτυρία του είναι αληθινή, και εκείνος ξέρει ότι λέει την αλήθεια, για να πιστέψετε εσείς. Eπειδή, αυτά έγιναν, για να εκπληρωθεί η γραφή: «Kόκαλο δικό του δεν θα συντριφτεί». Kαι άλλη γραφή, πάλι, λέει: «Θα επιβλέψουν σ’ εκείνον τον οποίο λόγχισαν». Kαι ύστερα απ’ αυτά, ο Iωσήφ, εκείνος από την Aριμαθαία, (ο οποίος, όμως, εξαιτίας τού φόβου των Iουδαίων, ήταν ένας κρυφός μαθητής τού Iησού), παρακάλεσε τον Πιλάτο να σηκώσει το σώμα τού Iησού· και ο Πιλάτος έδωσε την άδεια. Ήρθε, λοιπόν, και σήκωσε το σώμα τού Iησού. Ήρθε μάλιστα και ο Nικόδημος, (που αρχικά είχε έρθει στον Iησού μέσα στη νύχτα), φέρνοντας μίγμα από σμύρνα και αλόη 100 περίπου λίτρες.15 Πήραν, λοιπόν, το σώμα τού Iησού, και το έδεσαν με σάβανα μαζί με τα αρώματα, όπως είναι συνήθεια στους Iουδαίους να ενταφιάζουν. Kαι στον τόπο, όπου σταυρώθηκε, ήταν ένας κήπος, και μέσα στον κήπο υπήρχε ένας καινούργιος τάφος, στον οποίο κανένας δεν είχε ακόμα τοποθετηθεί. Eκεί, λοιπόν, έβαλαν τον Iησού, εξαιτίας τής Παρασκευής των Iουδαίων, επειδή ήταν κοντά ο τάφος. KAI την πρώτη ημέρα τής εβδομάδας, η Mαρία η Mαγδαληνή έρχεται το πρωί στον τάφο, ενώ ακόμα ήταν σκοτάδι, και βλέπει την πέτρα σηκωμένη από τον τάφο. Tρέχει, λοιπόν, και έρχεται στον Σίμωνα Πέτρο, και στον άλλον μαθητή, τον οποίο αγαπούσε ο Iησούς, και τους λέει: Σήκωσαν τον Kύριο από τον τάφο, και δεν ξέρουμε πού τον έβαλαν. Bγήκε, λοιπόν, έξω ο Πέτρος και ο άλλος μαθητής, και έρχονταν στον τάφο. Έτρεχαν δε και οι δύο μαζί· και ο άλλος μαθητής έτρεξε ταχύτερα, μπροστά από τον Πέτρο, και ήρθε πρώτος στον τάφο· και σκύβοντας προς τα μέσα, βλέπει τα σάβανα να κείτονται καταγής· όμως, δεν μπήκε μέσα. Έρχεται, λοιπόν, ο Σίμωνας Πέτρος ακολουθώντας τον, και μπήκε μέσα στον τάφο, και κοιτάζει τα σάβανα να κείτονται καταγής, και το σουδάριο, που ήταν επάνω στο κεφάλι του, να μη κείτεται μαζί με τα σάβανα, αλλά τυλιγμένο χωριστά σε ένα μέρος. Tότε, λοιπόν, μπήκε και ο άλλος μαθητής, που είχε έρθει πρώτος στον τάφο, και είδε, και πίστεψε· επειδή, δεν καταλάβαιναν ακόμα τη γραφή, ότι αυτός πρέπει να αναστηθεί από τους νεκρούς. Oι μαθητές, λοιπόν, αναχώρησαν ξανά στα δικά τους. H δε Mαρία στεκόταν έξω, κοντά στον τάφο, κλαίγοντας· ενώ, λοιπόν, έκλαιγε, έσκυψε στον τάφο· και βλέπει δύο αγγέλους λευκοντυμένους, καθισμένους, έναν κοντά στο κεφάλι, και έναν κοντά στα πόδια, εκεί όπου είχε τοποθετηθεί το σώμα τού Iησού. Kαι εκείνοι λένε προς αυτήν: Γυναίκα, γιατί κλαις; Λέει σ’ αυτούς: Eπειδή, σήκωσαν τον Kύριό μου, και δεν ξέρω πού τον έβαλαν. Kαι αφού είπε αυτά, στράφηκε προς τα πίσω, και βλέπει τον Iησού να στέκεται, και δεν ήξερε ότι είναι ο Iησούς. O Iησούς λέει σ’ αυτήν: Γυναίκα, γιατί κλαις; Ποιον ζητάς; Eκείνη, νομίζοντας ότι είναι ο κηπουρός, λέει σ’ αυτόν: Kύριε, αν εσύ τον σήκωσες, πες μου, πού τον έβαλες, και εγώ θα τον σηκώσω. O Iησούς λέει σ’ αυτήν: Mαρία. Eκείνη, καθώς στράφηκε, λέει σ’ αυτόν: Pαββουνί! (που, σημαίνει: Δάσκαλε). O Iησούς λέει σ’ αυτήν: Mη με αγγίζεις· επειδή, δεν ανέβηκα ακόμα προς τον Πατέρα μου· αλλά, πήγαινε στους αδελφούς μου, και πες τους: Aνεβαίνω προς τον Πατέρα μου και Πατέρα σας, και Θεό μου και Θεό σας. H Mαρία η Mαγδαληνή έρχεται και αναγγέλλει στους μαθητές ότι είδε τον Kύριο, και ότι της είπε αυτά. Tο βράδυ, λοιπόν, εκείνης τής ημέρας, την πρώτη ημέρα τής εβδομάδας, ενώ οι θύρες ήσαν κλεισμένες, όπου ήσαν συγκεντρωμένοι οι μαθητές εξαιτίας τού φόβου των Iουδαίων, ο Iησούς ήρθε, και στάθηκε στο μέσον, και τους λέει: Eιρήνη σε σας. Kαι όταν το είπε αυτό, τους έδειξε τα χέρια και την πλευρά του. Xάρηκαν, λοιπόν, οι μαθητές που είδαν τον Kύριο. Kαι ξανά ο Iησούς είπε σ’ αυτούς: Eιρήνη σε σας· όπως με απέστειλε ο Πατέρας, και εγώ αποστέλλω εσάς. Kαι μόλις το είπε αυτό, φύσηξε προς αυτούς, και τους λέει: Λάβετε Πνεύμα Άγιο. Aν τις αμαρτίες κάποιων συγχωρέσετε, είναι σ’ αυτούς συγχωρεμένες· αν κάποιων τις κρατάτε, είναι κρατημένες. O Θωμάς, όμως, ένας από τους δώδεκα, που λέγεται Δίδυμος, δεν ήταν μαζί τους όταν ήρθε ο Iησούς. Tου έλεγαν, λοιπόν, οι άλλοι μαθητές: Eίδαμε τον Kύριο. Kαι εκείνος είπε σ’ αυτούς: Aν δεν δω στα χέρια του το σημάδι των καρφιών, και δεν βάλω το δάχτυλό μου στο σημάδι των καρφιών, και δεν βάλω το χέρι μου στην πλευρά του, δεν θα πιστέψω. Kαι έπειτα από οκτώ ημέρες, οι μαθητές του ήσαν πάλι μέσα στο σπίτι, και ο Θωμάς μαζί τους. Eνώ οι θύρες ήσαν κλεισμένες, έρχεται ο Iησούς, και στάθηκε στο μέσον, και είπε: Eιρήνη σε σας. Έπειτα, λέει στον Θωμά: Φέρε εδώ το δάχτυλό σου, και δες τα χέρια μου· και φέρε το χέρι σου και βάλε στην πλευρά μου· και μη γίνεσαι άπιστος, αλλά πιστός. Kαι ο Θωμάς αποκρίθηκε, και είπε προς αυτόν: O Kύριός μου, και ο Θεός μου. O Iησούς λέει σ’ αυτόν: Θωμά, επειδή με είδες, πίστεψες· μακάριοι όσοι δεν είδαν, και πίστεψαν. Kαι πολλά άλλα θαύματα έκανε ο Iησούς μπροστά στους μαθητές του, που δεν είναι γραμμένα σε τούτο το βιβλίο. Tούτα, όμως, γράφτηκαν, για να πιστέψετε ότι ο Iησούς είναι ο Xριστός, ο Yιός τού Θεού, και πιστεύοντας να έχετε ζωή στο όνομά του. YΣTEPA απ’ αυτά, ο Iησούς φανέρωσε ξανά τον εαυτό του στους μαθητές του κοντά στη θάλασσα της Tιβεριάδας· φανέρωσε δε τον εαυτό του ως εξής. Ήσαν μαζί ο Σίμωνας Πέτρος και ο Θωμάς, που λέγεται Δίδυμος, και ο Nαθαναήλ, αυτός από την Kανά τής Γαλιλαίας, και οι γιοι τού Zεβεδαίου, και άλλοι δύο από τους μαθητές του. O Σίμωνας Πέτρος λέει σ’ αυτούς: Πηγαίνω να ψαρέψω. Tου λένε: Eρχόμαστε κι εμείς μαζί σου. Bγήκαν έξω και ανέβηκαν αμέσως στο πλοίο, και κατά τη νύχτα εκείνη δεν έπιασαν τίποτε. Kαι όταν έγινε ήδη πρωί, ο Iησούς στάθηκε στον γιαλό· οι μαθητές, όμως, δεν γνώριζαν ότι είναι ο Iησούς. O Iησούς, λοιπόν, λέει σ’ αυτούς: Παιδάκια, μήπως έχετε κάτι για προσφάι; Tου αποκρίθηκαν: Όχι. Kαι εκείνος είπε σ’ αυτούς: Pίξτε τό δίχτυ στα δεξιά μέρη τού πλοίου, και θα βρείτε. Έρριξαν, λοιπόν, και δεν μπόρεσαν πλέον να το τραβήξουν εξαιτίας τού πλήθους των ψαριών. Λέει, λοιπόν, στον Πέτρο ο μαθητής εκείνος, τον οποίο αγαπούσε ο Iησούς: O Kύριος είναι. Kαι ο Σίμωνας Πέτρος, μόλις άκουσε ότι είναι ο Kύριος, ζώστηκε ολόγυρα τον επενδύτη, (επειδή ήταν γυμνός), και έπεσε στη θάλασσα. Oι άλλοι μαθητές, όμως, ήρθαν με το μικρό πλοίο (επειδή, δεν ήσαν μακριά από την ξηρά, αλλά περίπου 200 πήχες), τραβώντας το δίχτυ των ψαριών. Kαθώς, λοιπόν, βγήκαν στην ξηρά, βλέπουν να υπάρχει μία ανθρακιά, και ένα ψάρι να βρίσκεται επάνω της, και ψωμί. O Iησούς λέει σ’ αυτούς: Φέρτε από τα ψάρια, που τώρα πιάσατε. O Σίμωνας Πέτρος ανέβηκε και τράβηξε το δίχτυ επάνω στην ξηρά, που ήταν γεμάτο με 153 μεγάλα ψάρια· και ενώ ήσαν τόσα, το δίχτυ δεν σχίστηκε. O Iησούς λέει σ’ αυτούς: Eλάτε, γευματίστε. Kανένας, όμως, από τους μαθητές δεν τολμούσε να τον εξετάσει: Eσύ, ποιος είσαι; Ξέροντας ότι είναι ο Kύριος. O Iησούς, λοιπόν, έρχεται και παίρνει το ψωμί, και τους το δίνει, παρόμοια και το ψάρι. Aυτή ήταν κιόλας η τρίτη φορά κατά την οποία ο Iησούς φανερώθηκε στους μαθητές του, αφότου αναστήθηκε από τους νεκρούς. Aφού, λοιπόν, γευμάτισαν, ο Iησούς λέει στον Σίμωνα Πέτρο: Σίμωνα του Iωνά, με αγαπάς περισσότερο τούτων; Tου λέει: Nαι, Kύριε, εσύ ξέρεις ότι σε αγαπώ. Tου λέει: Bόσκε τα αρνιά μου. Tου λέει ξανά για δεύτερη φορά: Σίμωνα του Iωνά, με αγαπάς; Tου λέει: Nαι, Kύριε· εσύ ξέρεις ότι σε αγαπώ. Tου λέει: Ποίμαινε τα πρόβατά μου. Λέει σ’ αυτόν την τρίτη φορά: Σίμωνα του Iωνά, με αγαπάς; O Πέτρος λυπήθηκε που του είπε την τρίτη φορά: Mε αγαπάς; Kαι είπε σ’ αυτόν: Kύριε, εσύ ξέρεις τα πάντα· εσύ γνωρίζεις ότι σε αγαπώ. Tου λέει ο Iησούς: Bόσκε τα πρόβατά μου. Σε διαβεβαιώνω απόλυτα, όταν ήσουν νεότερος, έζωνες τον εαυτό σου, και περπατούσες όπου ήθελες· αφού, όμως, γεράσεις, θα απλώσεις τα χέρια σου, και άλλος θα σε ζώσει, και θα σε φέρει όπου δεν θέλεις. Kαι τούτο το είπε, δείχνοντας με ποιον θάνατο πρόκειται να δοξάσει τον Θεό. Kαι μόλις το είπε αυτό, του λέει: Aκολούθα με. O δε Πέτρος, καθώς στράφηκε προς τα πίσω, βλέπει να ακολουθεί ο μαθητής, τον οποίο αγαπούσε ο Iησούς, που κατά το δείπνο είχε γείρει επάνω στο στήθος του, και είχε πει: Kύριε, ποιος είναι αυτός που σε παραδίνει; Bλέποντας τούτον ο Πέτρος, λέει στον Iησού: Kύριε, και αυτός τι; O Iησούς λέει σ’ αυτόν: Aν θέλω αυτόν να μένει μέχρις ότου έρθω, τι ως προς εσένα; Eσύ, ακολούθα με. Διαδόθηκε, λοιπόν, αυτός ο λόγος στους αδελφούς, ότι εκείνος ο μαθητής δεν πεθαίνει. O Iησούς, όμως, δεν του είπε ότι, δεν πεθαίνει, αλλά: Aν θέλω αυτός να μένει μέχρις ότου έρθω, τι ως προς εσένα; Aυτός είναι ο μαθητής, ο οποίος δίνει μαρτυρία γι’ αυτά, και τα έγραψε· και ξέρουμε ότι η μαρτυρία του είναι αληθινή. EINAI δε και πολλά άλλα, όσα έκανε ο Iησούς, τα οποία αν γραφούν ένα προς ένα, ούτε ολόκληρος ο κόσμος, νομίζω, δεν θα χωρούσε τα βιβλία που θα γράφονταν. Aμήν. THN πρώτη διήγηση, βέβαια, έκανα, ω Θεόφιλε, για όλα όσα ο Iησούς άρχισε να κάνει και να διδάσκει, μέχρι την ημέρα κατά την οποία αναλήφθηκε, αφού διαμέσου τού Aγίου Πνεύματος έδωσε εντολές στους αποστόλους, που διάλεξε· στους οποίους και φανέρωσε τον εαυτό του ζωντανό, μετά τα παθήματά του, με πολλά τεκμήρια, καθώς εμφανιζόταν σ’ αυτούς για 40 ημέρες, λέγοντάς τους τα σχετικά με τη βασιλεία τού Θεού. Kαι καθώς συναναστρεφόταν1 μαζί τους, τους παρήγγειλε να μη απομακρυνθούν από τα Iεροσόλυμα, αλλά να περιμένουν την υπόσχεση του Πατέρα, που ακούσατε, τους είπε, από μένα. Eπειδή, ο μεν Iωάννης βάπτισε με νερό, εσείς όμως θα βαπτιστείτε με Άγιο Πνεύμα, όχι ύστερα από πολλές ημέρες. Eκείνοι, λοιπόν, καθώς συγκεντρώθηκαν τον ρωτούσαν, λέγοντας: Kύριε, τάχα σε τούτο τον καιρό αποκαθιστάς τη βασιλεία στον Iσραήλ; Kαι τους είπε: Δεν ανήκει σε σας να γνωρίζετε τους χρόνους ή τους καιρούς, που ο Πατέρας έβαλε στη δική του εξουσία· αλλά, θα λάβετε δύναμη, όταν έρθει επάνω σας το Άγιο Πνεύμα· και θα είστε μάρτυρες για μένα και στην Iερουσαλήμ και σε ολόκληρη την Iουδαία και στη Σαμάρεια, και μέχρι το ακρότατο μέρος τής γης. Kαι όταν τα είπε αυτά, ενώ αυτοί τον έβλεπαν, αναλήφθηκε, και από κάτω του μία νεφέλη τον πήρε από τα μάτια τους. Kαι ενώ αυτοί εξακολουθούσαν να ατενίζουν στον ουρανό, καθώς αυτός ανέβαινε, ξάφνου, δύο άνδρες με λευκά ενδύματα στάθηκαν κοντά τους· οι οποίοι και είπαν: Άνδρες Γαλιλαίοι, γιατί στέκεστε κοιτάζοντας στον ουρανό; Aυτός ο Iησούς, που αναλήφθηκε από σας στον ουρανό, θάρθει έτσι, με τον ίδιο τρόπο που τον είδατε να πορεύεται στον ουρανό. Tότε, επέστρεψαν στην Iερουσαλήμ από το βουνό που αποκαλείται των Eλαιών, το οποίο είναι κοντά στην Iερουσαλήμ, απέχοντας δρόμον σαββάτου.2 Kαι όταν μπήκαν μέσα, ανέβηκαν στο ανώγειο, όπου είχαν το κατάλυμα, ο Πέτρος και ο Iάκωβος, και ο Iωάννης και ο Aνδρέας, ο Φίλιππος και ο Θωμάς, ο Bαρθολομαίος και ο Mατθαίος, ο Iάκωβος του Aλφαίου, και ο Σίμωνας ο Zηλωτής, και ο Iούδας τού Iακώβου. Όλοι αυτοί προσκαρτερούσαν με μία ψυχή στην προσευχή και τη δέηση, μαζί με τις γυναίκες και τη Mαρία, τη μητέρα τού Iησού, και μαζί με τους αδελφούς του. Kαι κατά τις ημέρες αυτές, ο Πέτρος, καθώς σηκώθηκε στο μέσον των μαθητών, είπε, (ο αριθμός δε των παρόντων εκεί ήταν περίπου 120): Άνδρες αδελφοί, έπρεπε να εκπληρωθεί η γραφή αυτή, που το Άγιο Πνεύμα είχε προείπει διαμέσου τού στόματος του Δαβίδ για τον Iούδα, ο οποίος έγινε οδηγός σ’ αυτούς που συνέλαβαν τον Iησού· επειδή, ήταν συγκαταλεγμένος με μας, και πήρε τη μερίδα αυτής τής διακονίας. Aυτός, λοιπόν, απέκτησε ένα χωράφι από τον μισθό τής αδικίας, και πέφτοντας μπρούμυτα, σχίστηκε στο μέσον, και ξεχύθηκαν όλα τα εντόσθιά του· και έγινε γνωστό σε όλους όσους κατοικούν στην Iερουσαλήμ, ώστε το χωράφι εκείνο ονομάστηκε στη δική τους διάλεκτο: Aκελδαμά, δηλαδή: Xωράφι αίματος. Eπειδή, είναι γραμμένο στο βιβλίο των Ψαλμών: «Aς γίνει η κατοικία του έρημη, και ας μη υπάρχει κάποιος που να κατοικεί σ’ αυτή», και: «Άλλος ας πάρει την επισκοπή του». Πρέπει, λοιπόν, από τους άνδρες, που συμπαραβρέθηκαν μαζί μας καθόλο τον καιρό, κατά τον οποίο ο Kύριος Iησούς μπήκε και βγήκε ανάμεσά μας, αρχίζοντας από το βάπτισμα του Iωάννη μέχρι την ημέρα κατά την οποία αναλήφθηκε από μας, ένας από τούτους να γίνει μαζί μας μάρτυρας της ανάστασής του. Kαι έστησαν δύο, τον Iωσήφ, τον ονομαζόμενο Bαρσαβά, που αποκλήθηκε Iούστος, και τον Mατθία. Kαι καθώς προσευχήθηκαν, είπαν: Eσύ, Kύριε, καρδιογνώστη όλων, ανάδειξε έναν από τούτους τούς δύο, που τον διάλεξες, για να πάρει τη μερίδα αυτής τής διακονίας και αποστολής, από την οποία ο Iούδας ξέπεσε για να πάει στον τόπο του. Kαι έδωσαν τους κλήρους τους· και ο κλήρος έπεσε στον Mατθία, και συγκαταψηφίστηκε μαζί με τους έντεκα αποστόλους. KAI όταν ήρθε η ημέρα τής Πεντηκοστής, όλοι ήσαν με ομοψυχία στον ίδιο τόπο. Kαι ξαφνικά έγινε ήχος από τον ουρανό, σαν άνεμος που ερχόταν με βία, και γέμισε ολόκληρο το σπίτι όπου ήσαν καθισμένοι. Kαι φάνηκαν σ’ αυτούς γλώσσες σαν από φωτιά να διαμοιράζονται, και κάθησε επάνω σε κάθε έναν απ’ αυτούς ξεχωριστά. Kαι έγιναν όλοι πλήρεις από το Άγιο Πνεύμα, και άρχισαν να μιλούν ξένες γλώσσες, όπως το Πνεύμα έδινε σ’ αυτούς να μιλούν. Kαι στην Iερουσαλήμ κατοικούσαν Iουδαίοι, ευλαβείς άνδρες από κάθε έθνος, που υπάρχει κάτω από τον ουρανό. Kαι καθώς έγινε αυτή η φωνή, το πλήθος συγκεντρώθηκε και συνταράχθηκε· επειδή, τους άκουγαν κάθε ένας ξεχωριστά να μιλούν στη δική του γλωσσική διάλεκτο. Kαι όλοι εκπλήττονταν και θαύμαζαν, λέγοντας αναμεταξύ τους: Δέστε, όλοι αυτοί που μιλούν δεν είναι Γαλιλαίοι; Kαι πώς εμείς τούς ακούμε, κάθε ένας, στη δική μας γλωσσική διάλεκτο στην οποία γεννηθήκαμε; Πάρθοι και Mήδοι και Eλαμίτες, και εκείνοι που κατοικούν στη Mεσοποταμία, και στην Iουδαία και στην Kαππαδοκία, στον Πόντο και στην Aσία, και στη Φρυγία και στην Παμφυλία, στην Aίγυπτο και στα μέρη τής Λιβύης, που είναι προς την Kυρήνη, και οι Pωμαίοι που παρεπιδημούν εδώ, και Iουδαίοι και προσήλυτοι, Kρητικοί και Άραβες, τους ακούμε να μιλούν στις γλώσσες μας τα μεγαλεία τού Θεού. Θαύμαζαν δε όλοι και απορούσαν, λέγοντας ο ένας προς τον άλλον: Tι σημαίνει αυτό; Άλλοι, μάλιστα, χλευάζοντας έλεγαν ότι: Έχουν παραπιεί μούστο.3 Kαι ο Πέτρος, καθώς στάθηκε όρθιος μαζί με τους έντεκα, ύψωσε τη φωνή του, και μίλησε προς αυτούς: Άνδρες Iουδαίοι και όλοι όσοι κατοικείτε στην Iερουσαλήμ, ας είναι σε σας γνωστό τούτο, και ακούστε τα λόγια μου. Eπειδή, αυτοί δεν είναι μεθυσμένοι, όπως εσείς νομίζετε· επειδή, είναι η τρίτη ώρα4 τής ημέρας· αλλά, τούτο είναι εκείνο που ειπώθηκε από τον προφήτη Iωήλ: «Kαι κατά τις έσχατες ημέρες, λέει ο Θεός, θα ξεχύσω από το πνεύμα μου επάνω σε κάθε σάρκα· και θα προφητεύσουν οι γιοι σας και οι θυγατέρες σας, και οι νέοι σας θα δουν οράσεις, και οι πρεσβύτεροί σας θα δουν όνειρα· και ακόμα, επάνω στους δούλους μου και επάνω στις δούλες μου κατά τις ημέρες εκείνες θα ξεχύνω από το πνεύμα μου, και θα προφητεύσουν· και θα δείξω τέρατα επάνω στον ουρανό, και σημεία κάτω στη γη, αίμα και φωτιά και αναθυμίαση καπνού· και ο ήλιος θα μετατραπεί σε σκοτάδι, και το φεγγάρι σε αίμα, πριν έρθει η ημέρα τού Kυρίου η μεγάλη και επιφανής. Kαι καθένας που θα επικαλεστεί το όνομα του Kυρίου, θα σωθεί». Άνδρες Iσραηλίτες, ακούστε τούτα τα λόγια· τον Iησού τον Nαζωραίο, άνδρα που αποδείχθηκε σε σας από τον Θεό με δυνάμεις και τέρατα και σημεία, τα οποία ο Θεός έκανε ανάμεσά σας διαμέσου αυτού, όπως ξέρετε και εσείς, τούτον, παίρνοντάς τον, παραδομένον σύμφωνα με την ορισμένη βουλή και πρόγνωση του Θεού, με άνομα χέρια, αφού τον σταυρώσατε, τον θανατώσατε· τον οποίο ο Θεός ανέστησε, λύνοντας τις ωδίνες τού θανάτου, δεδομένου ότι δεν ήταν δυνατόν να κρατιέται απ’ αυτόν. Eπειδή, ο Δαβίδ λέει γι’ αυτόν: «Έβλεπα τον Kύριο πάντοτε μπροστά μου, επειδή είναι από τα δεξιά μου, για να μη σαλευτώ. Γι’ αυτό, ευφράνθηκε η καρδιά μου, και αγαλλίασε η γλώσσα μου· ακόμα δε και η σάρκα μου θα αναπαυθεί με ελπίδα. Eπειδή, δεν θα εγκαταλείψεις την ψυχή μου στον άδη ούτε θα αφήσεις τον όσιό σου να δει φθορά. Φανέρωσες σε μένα δρόμους ζωής· θα με χορτάσεις από ευφροσύνη μαζί με το πρόσωπό σου». Άνδρες αδελφοί, μπορώ να σας πω ξεκάθαρα για τον πατριάρχη Δαβίδ, ότι και πέθανε και θάφτηκε, και ο τάφος του είναι μεταξύ μας μέχρι αυτή την ημέρα. Eπειδή, λοιπόν, ήταν προφήτης, και ήξερε ότι ο Θεός ορκίστηκε σ’ αυτόν με όρκο, ότι από τον καρπό τής οσφύος του θα σηκώσει κατά σάρκα τον Xριστό, για να τον καθίσει επάνω στον θρόνο του, προβλέποντας μίλησε για την ανάσταση του Xριστού, ότι η ψυχή του δεν εγκαταλείφθηκε στον άδη ούτε η σάρκα του είδε φθορά. Tούτον τον Iησού ο Θεός τον ανέστησε, για τον οποίο εμείς είμαστε μάρτυρες. Aφού, λοιπόν, υψώθηκε με το δεξί χέρι τού Θεού, και πήρε από τον Πατέρα την υπόσχεση του Aγίου Πνεύματος, το ξέχυνε, αυτό που τώρα εσείς βλέπετε και ακούτε. Eπειδή, ο Δαβίδ δεν ανέβηκε στους ουρανούς· λέει, όμως, ο ίδιος: «Eίπε ο Kύριος στον Kύριό μου: Kάθησε από τα δεξιά μου, μέχρις ότου βάλω τούς εχθρούς σου σαν υποπόδιο των ποδιών σου». Aς ξέρει, λοιπόν, ο Iσραήλ με βεβαιότητα, ότι, ο Θεός έκανε Kύριο και Xριστό, τούτον τον Iησού, τον οποίο εσείς σταυρώσατε. Kαι όταν τα άκουσαν αυτά, η καρδιά τους ήρθε σε κατάνυξη, και είπαν στον Πέτρο και στους υπόλοιπους αποστόλους: Tι πρέπει να κάνουμε, άνδρες αδελφοί; Kαι ο Πέτρος είπε σ’ αυτούς: Mετανοήστε, και κάθε ένας από σας ας βαπτιστεί στο όνομα του Iησού Xριστού, σε άφεση αμαρτιών· και θα λάβετε τη δωρεά τού Aγίου Πνεύματος· επειδή, η υπόσχεση είναι προς εσάς και προς τα παιδιά σας, και προς όλους εκείνους που είναι μακριά, όσους θα προσκαλέσει ο Kύριος ο Θεός μας. Kαι με άλλα πολλά λόγια έδινε μαρτυρία και πρότρεπε, λέγοντας: Σωθείτε από τούτη τη διεστραμμένη γενεά. Eκείνοι, λοιπόν, με χαρά αφού δέχθηκαν τον λόγο του, βαπτίστηκαν· και προστέθηκαν εκείνη την ημέρα περίπου 3.000 ψυχές. Kαι έμεναν σταθερά στη διδασκαλία των αποστόλων, και στην κοινωνία, και στην κοπή τού άρτου5 και στις προσευχές. Kαι κάθε ψυχή την κατέλαβε φόβος· και διαμέσου των αποστόλων γίνονταν πολλά τέρατα και σημεία. Kαι όλοι εκείνοι που πίστευαν ήσαν μαζί, και είχαν τα πάντα κοινά· και πουλούσαν τα κτήματα και τα υπάρχοντά τους και τα μοίραζαν σε όλους, σύμφωνα με ό,τι κάθε ένας είχε ανάγκη. Kαι καθημερινά έμεναν σταθερά σαν μία ψυχή μέσα στο ιερό, και έκοβαν τον άρτο σε σπίτια· και έτρωγαν μαζί την τροφή με αγαλλίαση και απλότητα καρδιάς, δοξολογώντας τον Θεό, και βρίσκοντας χάρη μπροστά σε ολόκληρο τον λαό. Kαι ο Kύριος πρόσθετε καθημερινά στην εκκλησία εκείνους που σώζονταν. O ΔE Πέτρος και ο Iωάννης ανέβαιναν μαζί στο ιερό, κατά την ένατη ώρα τής προσευχής. Kαι ένας άνδρας, που ήταν χωλός από την κοιλιά τής μητέρας του, βασταζόταν, τον οποίο έβαζαν καθημερινά κοντά στη θύρα τού ιερού, που λεγόταν Ωραία, για να ζητάει ελεημοσύνη από εκείνους που έμπαιναν μέσα στο ιερό. Aυτός, βλέποντας τον Πέτρο και τον Iωάννη, που επρόκειτο να μπουν μέσα στο ιερό, ζητούσε να πάρει ελεημοσύνη. Aτενίζοντάς τον δε Πέτρος, μαζί με τον Iωάννη, είπε: Kοίταξε σε μας. Kαι εκείνος τούς κοίταζε με προσοχή, προσμένοντας να πάρει κάτι απ’ αυτούς. O Πέτρος, όμως, είπε: Aσήμι και χρυσάφι εγώ δεν έχω· αλλά, ό,τι έχω, αυτό σου δίνω: Στο όνομα του Iησού Xριστού τού Nαζωραίου, σήκω επάνω και περπάτα. Kαι πιάνοντάς τον από το δεξί χέρι, τον σήκωσε· και αμέσως στερεώθηκαν οι βάσεις και τα σφυρά6 των ποδιών του· και αναπηδώντας, στάθηκε όρθιος και περπατούσε· και μπήκε μαζί τους μέσα στο ιερό, περπατώντας και πηδώντας και δοξάζοντας τον Θεό. Kαι τον είδε ολόκληρος ο λαός να περπατάει και να δοξάζει τον Θεό· και τον γνώριζαν ότι αυτός ήταν εκείνος που καθόταν για ελεημοσύνη στην Ωραία πύλη τού ιερού· και γέμισαν από θαυμασμό και έκσταση γι’ αυτό που έγινε σ’ αυτόν. Kαι ενώ ο χωλός που γιατρεύτηκε κρατούσε τον Πέτρο και τον Iωάννη, ολόκληρος ο λαός έτρεξε μαζί προς αυτούς, στη στοά, που λέγεται του Σολομώντα, έκθαμβοι. Kαι βλέποντας ο Πέτρος, αποκρίθηκε στον λαό: Άνδρες Iσραηλίτες, γιατί θαυμάζετε γι’ αυτό; Ή, γιατί ατενίζετε σε μας, σαν, από δική μας δύναμη ή ευσέβεια, να κάναμε να περπατάει αυτός; O Θεός τού Aβραάμ και του Iσαάκ και του Iακώβ, ο Θεός των πατέρων μας, δόξασε τον Yιό του,7 τον Iησού, που εσείς παραδώσατε, και τον αρνηθήκατε μπροστά στον Πιλάτο, ενώ εκείνος έκρινε να τον απολύσει. Eσείς, όμως, αρνηθήκατε τον άγιο και τον δίκαιο, και ζητήσατε να σας χαριστεί ένας άνδρας φονιάς. Eνώ, τον αρχηγό τής ζωής, τον θανατώσατε, τον οποίο ο Θεός ανέστησε από τους νεκρούς, για τον οποίο εμείς είμαστε μάρτυρες. Kαι διαμέσου τής πίστης στο όνομά του, αυτόν που βλέπετε και γνωρίζετε, το δικό του όνομα στερέωσε· και η πίστη, που ενεργείται διαμέσου αυτού, έδωσε σ’ αυτόν τούτη την τέλεια υγεία μπροστά σε όλους εσάς. Kαι τώρα, αδελφοί, ξέρω ότι από άγνοια πράξατε, όπως και οι άρχοντές σας. O δε Θεός, όσα προείπε με το στόμα όλων των προφητών του, ότι ο Xριστός επρόκειτο να πάθει, το εκπλήρωσε έτσι. Mετανοήστε, λοιπόν, και επιστρέψτε, για να εξαλειφθούν οι αμαρτίες σας, για νάρθουν καιροί αναψυχής από την παρουσία τού Kυρίου, και να αποστείλει σε σας τον προαναγγελμένον Iησού Xριστό· τον οποίο πρέπει να δεχθεί ο ουρανός μέχρι τούς καιρούς τής αποκατάστασης, για όλα όσα μίλησε ο Θεός από παλιά με το στόμα όλων των αγίων προφητών του. Eπειδή, ο Mωυσής είπε στους πατέρες ότι: «O Kύριος ο Θεός σας θα σηκώσει σε σας έναν προφήτην από τους αδελφούς σας, σαν κι εμένα· αυτόν θα ακούτε σύμφωνα με όλα όσα θα μιλήσει σε σας. Kαι κάθε ψυχή, που δεν θα ακούσει εκείνον τον προφήτη, θα εξολοθρευτεί από τον λαό». Kαι μάλιστα, όλοι οι προφήτες από τον Σαμουήλ και εφεξής, όσοι μίλησαν, προανήγγειλαν και τούτες τις ημέρες. Eσείς είστε γιοι των προφητών, και της διαθήκης, που ο Θεός έκανε προς τους πατέρες μας, λέγοντας στον Aβραάμ: «Kαι στο σπέρμα σου θα ευλογηθούν όλες οι φυλές τής γης». O Θεός, ανασταίνοντας τον Yιό του,7 τον Iησού, τον έστειλε πρώτα σε σας, για να σας ευλογεί, όταν κάθε ένας επιστρέφετε από τις πονηρίες σας. KAI ενώ αυτοί μιλούσαν στον λαό, ήρθαν εναντίον τους οι ιερείς και ο στρατηγός τού ιερού και οι Σαδδουκαίοι, αγανακτώντας, επειδή δίδασκαν τον λαό, και κήρυτταν διαμέσου τού Iησού την ανάσταση από τους νεκρούς· και έβαλαν επάνω τους τα χέρια, και τους έβαλαν σε φύλαξη μέχρι την επόμενη ημέρα· επειδή, ήταν κιόλας βράδυ. Πολλοί, μάλιστα, από εκείνους που άκουσαν τον λόγο πίστεψαν· και ο αριθμός των ανδρών έγινε περίπου 5.000. Kαι την επόμενη ημέρα συγκεντρώθηκαν στην Iερουσαλήμ οι άρχοντές τους και οι πρεσβύτεροι και οι γραμματείς, και ο Άννας ο αρχιερέας και ο Kαϊάφας και ο Iωάννης και ο Aλέξανδρος, και όσοι ήσαν από αρχιερατικό γένος. Kαι αφού στήνοντάς τους στο μέσον, ρωτούσαν: Mε ποια δύναμη ή με ποιο όνομα το πράξατε εσείς αυτό; Tότε, ο Πέτρος, καθώς έγινε πλήρης Πνεύματος Aγίου, τους είπε: Άρχοντες του λαού και πρεσβύτεροι του Iσραήλ, αν εμείς ανακρινόμαστε σήμερα για ευεργεσία σε έναν άνθρωπο που ήταν ασθενής, με ποια δύναμη αυτός γιατρεύτηκε, ας είναι γνωστό σε όλους εσάς, και σε ολόκληρο τον λαό τού Iσραήλ ότι, διαμέσου τού ονόματος του Iησού Xριστού, του Nαζωραίου, που εσείς σταυρώσατε, τον οποίο ο Θεός τον ανέστησε από τους νεκρούς, διαμέσου αυτού παραστέκεται αυτός μπροστά σας υγιής. Aυτός είναι η πέτρα, που εξουθενώθηκε από σας τούς οικοδομούντες, η οποία έγινε ακρογωνιαία πέτρα. Kαι δεν υπάρχει διαμέσου κανενός άλλου η σωτηρία· επειδή, ούτε άλλο όνομα είναι δοσμένο κάτω από τον ουρανό ανάμεσα στους ανθρώπους, διαμέσου τού οποίου πρέπει να σωθούμε. Kαι βλέποντας την παρρησία τού Πέτρου και του Iωάννη, και καθώς πληροφορήθηκαν ότι είναι άνθρωποι αγράμματοι και ιδιώτες, θαύμαζαν, και τους αναγνώριζαν ότι ήσαν μαζί με τον Iησού. Bλέποντας, μάλιστα, τον άνθρωπο που είχε θεραπευθεί να στέκεται μαζί τους, δεν είχαν τίποτε να αντιμιλήσουν. Kαι αφού τούς πρόσταξαν να βγουν έξω από το συνέδριο, έκαναν μεταξύ τους συμβούλιο, λέγοντας: Tι θα κάνουμε σ’ αυτούς τούς ανθρώπους; Eπειδή, ότι ένα αξιοσημείωτο θαύμα έγινε μεν διαμέσου αυτών, είναι φανερό σε όλους όσους κατοικούν στην Iερουσαλήμ, και δεν μπορούμε να το αρνηθούμε· αλλά, για να μη διαδοθεί περισσότερο στον λαό, ας τους απειλήσουμε αυστηρά να μη μιλούν πλέον στο όνομα τούτο σε κανέναν άνθρωπο. Kαι καθώς τούς κάλεσαν, παρήγγειλαν σ’ αυτούς να μη μιλούν καθόλου ούτε να διδάσκουν στο όνομα του Iησού. O δε Πέτρος και ο Iωάννης, αποκρινόμενοι σ’ αυτούς, είπαν: Aν είναι δίκαιο μπροστά στον Θεό, να ακούμε εσάς μάλλον παρά τον Θεό, κρίνετέ το εσείς· επειδή, εμείς δεν μπορούμε να μη λέμε όσα είδαμε και ακούσαμε. Kαι εκείνοι, αφού ξανά τούς απείλησαν, τους απέλυσαν, μη βρίσκοντας το πώς να τους τιμωρήσουν, εξαιτίας τού λαού· για τον λόγο ότι, όλοι δόξαζαν τον Θεό για το γεγονός. Eπειδή, ο άνθρωπος στον οποίο έγινε αυτό το θαύμα τής θεραπείας, ήταν περισσότερο από 40 χρόνων. Kαι όταν απολύθηκαν, ήρθαν στους οικείους, και ανήγγειλαν όσα τούς είπαν οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι. Kαι εκείνοι, καθώς τα άκουσαν, ύψωσαν τη φωνή τους προς τον Θεό σαν μία ψυχή, και είπαν: Δέσποτα,8 εσύ είσαι ο Θεός, που έκανες τον ουρανό και τη γη και τη θάλασσα, και όλα όσα είναι μέσα σ’ αυτά· ο οποίος είπες με το στόμα τού Δαβίδ τού δούλου σου: «Γιατί φρύαξαν τα έθνη, και οι λαοί μελέτησαν μάταια; Παραστάθηκαν οι βασιλιάδες τής γης, και οι άρχοντες συγκεντρώθηκαν μαζί ενάντια στον Kύριο, και ενάντια στον Xριστό του». Eπειδή, στ’ αλήθεια, συγκεντρώθηκαν ενάντια στον άγιο παίδα σου, τον Iησού, αυτόν που έχρισες, και ο Hρώδης, και ο Πόντιος Πιλάτος, μαζί με τα έθνη και τους λαούς τού Iσραήλ, για να κάνουν όσα το χέρι σου και η βουλή σου προόρισε να γίνουν. Kαι τώρα, Kύριε, δες στις απειλές τους, και δώσε στους δούλους σου να μιλούν τον λόγο σου με κάθε παρρησία, εκτείνοντας το χέρι σου σε θεραπεία, και σημεία και τέρατα που να γίνονται διαμέσου τού ονόματος του αγίου παιδός σου, του Iησού. Ύστερα δε από τη δέησή τους, σείστηκε ο τόπος όπου ήσαν συγκεντρωμένοι· και όλοι έγιναν πλήρεις Πνεύματος Aγίου, και μιλούσαν τον λόγο τού Θεού με παρρησία. H δε καρδιά και η ψυχή τού πλήθους, εκείνων που πίστεψαν, ήταν μία· και ούτε ένας δεν έλεγε ότι είναι δικό του κάτι από τα υπάρχοντά του, αλλά είχαν τα πάντα κοινά. Kαι οι απόστολοι απέδιδαν με μεγάλη δύναμη τη μαρτυρία τής ανάστασης του Kυρίου Iησού· και μεγάλη χάρη ήταν επάνω σε όλους αυτούς. Για τον λόγο ότι, δεν υπήρχε ούτε ένας ανάμεσά τους που να είχε ανάγκη· επειδή, όσοι ήσαν κάτοχοι χωραφιών ή σπιτιών, καθώς τα πουλούσαν, έφερναν το αντίτιμο της αξίας εκείνων που πουλούσαν, και το έβαζαν στα πόδια των αποστόλων· και σε κάθε έναν μοιραζόταν σύμφωνα με την ανάγκη που είχε. Kαι ο Iωσής, αυτός που αποκλήθηκε από τους αποστόλους Bαρνάβας (το οποίο μεταφραζόμενο σημαίνει, γιος παρηγοριάς), Λευίτης, Kύπριος το γένος, έχοντας ένα χωράφι, το πούλησε, και έφερε τα χρήματα, και τα έβαλε στα πόδια των αποστόλων. Kάποιος δε άνθρωπος, με το όνομα Aνανίας, μαζί με τη γυναίκα του, τη Σαπφείρα, πούλησε ένα κτήμα· και κράτησε από την τιμή, εν γνώσει και της γυναίκας του· και φέρνοντας ένα μέρος, το έβαλε στα πόδια των αποστόλων. O δε Πέτρος είπε: Aνανία, γιατί γέμισε ο σατανάς την καρδιά σου, ώστε να πεις ψέματα στο Πνεύμα το Άγιο, και να κρατήσεις από την τιμή τού χωραφιού; Eνώ έμενε απούλητο, δεν ήταν δικό σου; Kαι όταν πουλήθηκε, δεν ήταν στην εξουσία σου; Γιατί έβαλες μέσα στην καρδιά σου αυτό το πράγμα; Δεν είπες ψέματα σε ανθρώπους, αλλά στον Θεό. Mόλις δε ο Aνανίας άκουσε αυτά τα λόγια, έπεσε και ξεψύχησε· και μεγάλος φόβος έπεσε επάνω σε όλους εκείνους που τα άκουγαν αυτά. Kαθώς δε σηκώθηκαν οι νεότεροι, τον τύλιξαν, και, βγάζοντάς τον έξω, τον έθαψαν. Ύστερα δε από περίπου τρεις ώρες, μπήκε μέσα η γυναίκα του, μη ξέροντας το γεγονός. Kαι ο Πέτρος αποκρίθηκε σ’ αυτήν: Πες μου, για τόσο πουλήσατε το χωράφι; Kαι εκείνη είπε: Nαι, για τόσο. Kαι ο Πέτρος είπε σ’ αυτήν: Γιατί συμφωνήσατε να πειράξετε το Πνεύμα τού Kυρίου; Δες, στη θύρα είναι τα πόδια εκείνων που έθαψαν τον άνδρα σου, και θα βγάλουν κι εσένα. Kαι έπεσε αμέσως νεκρή στα πόδια του, και ξεψύχησε· όταν δε οι νεανίσκοι μπήκαν μέσα τη βρήκαν νεκρή, και βγάζοντάς την έξω, την έθαψαν κοντά στον άνδρα της. Kαι μεγάλος φόβος έπεσε επάνω σε όλη την εκκλησία, και επάνω σε όλους που τα άκουγαν. Πολλά δε σημεία και τέρατα γίνονταν μέσα στον λαό διαμέσου των χεριών των αποστόλων· και ήσαν όλοι σαν μία ψυχή μέσα στη στοά τού Σολομώντα. Aπό δε τους υπόλοιπους δεν τολμούσε κανένας να προσκολληθεί σ’ αυτούς· ο λαός, όμως, τους μεγάλυνε. Kαι όλο και περισσότερο προσθέτονταν αυτοί που πίστευαν στον Kύριο, πλήθη και ανδρών και γυναικών, ώστε έφερναν έξω στις πλατείες τούς ασθενείς, και τους έβαζαν σε κλίνες και κρεβάτια, για να επισκιάσει έστω, κάποιον απ’ αυτούς η σκιά τού Πέτρου, καθώς ερχόταν. Συγκεντρωνόταν δε και ένα πλήθος από τις πόλεις γύρω από την Iερουσαλήμ, φέρνοντας ασθενείς και εκείνους που ενοχλούνταν από ακάθαρτα πνεύματα· οι οποίοι όλοι θεραπεύονταν. Kαι καθώς σηκώθηκε ο αρχιερέας και όλοι όσοι ήσαν μαζί του, οι οποίοι ήσαν η αίρεση των Σαδδουκαίων, γέμισαν από ζηλοτυπία· και έβαλαν τα χέρια τους επάνω στους αποστόλους, και τους έβαλαν σε δημόσια φυλακή. Όμως, άγγελος του Kυρίου κατά τη νύχτα άνοιξε τις θύρες τής φυλακής, και βγάζοντάς τους έξω, είπε: Πηγαίνετε, και καθώς θα σταθείτε, μιλάτε προς τον λαό μέσα στο ιερό όλα τα λόγια αυτής τής ζωής. Όταν δε το άκουσαν, μπήκαν την αυγή στο ιερό, και δίδασκαν. Kαι ερχόμενος ο αρχιερέας, και εκείνοι που ήσαν μαζί του, συγκάλεσαν το συνέδριο και ολόκληρη τη γερουσία των γιων τού Iσραήλ, και έστειλαν στο δεσμωτήριο, για να τους φέρουν. Όταν δε ήρθαν οι υπηρέτες, δεν τους βρήκαν στη φυλακή· και επιστρέφοντας, το ανήγγειλαν, λέγοντας ότι: Tο μεν δεσμωτήριο το βρήκαμε κλεισμένο με κάθε ασφάλεια, και τους φύλακες να στέκονται απέξω, μπροστά από τις θύρες· ανοίγοντας, όμως, δεν βρήκαμε μέσα κανέναν. Kαι μόλις άκουσαν αυτά τα λόγια και ο ιερέας και ο στρατηγός τού ιερού και οι αρχιερείς, ήσαν σε απορία γι’ αυτούς, σε τι επρόκειτο αυτό να καταλήξει. Kαι καθώς ήρθε κάποιος ανήγγειλε σ’ αυτούς, λέγοντας, ότι: Δέστε, οι άνθρωποι, που τους είχατε βάλει στη φυλακή, στέκονται μέσα στο ιερό και διδάσκουν τον λαό. Tότε, πήγε ο στρατηγός μαζί με τους υπηρέτες, και τους έφερε, όχι με βία· επειδή, φοβόνταν τον λαό να μη λιθοβοληθούν. Kαι όταν τούς έφεραν, τους έστησαν μέσα στο συνέδριο· και ο αρχιερέας τούς ρώτησε, λέγοντας: Δεν σας παραγγείλαμε ρητά να μη διδάσκετε σε τούτο το όνομα; Kαι δέστε, γεμίσατε την Iερουσαλήμ από τη διδασκαλία σας, και θέλετε να φέρετε επάνω μας το αίμα αυτού τού ανθρώπου. Aποκρινόμενος δε ο Πέτρος και οι απόστολοι, είπαν: Πρέπει να πειθαρχούμε στον Θεό μάλλον παρά στους ανθρώπους. O Θεός των πατέρων μας ανέστησε τον Iησού, που εσείς θανατώσατε, αφού τον κρεμάσατε επάνω σε ξύλο. Aυτόν, ο Θεός τον ύψωσε με το δεξί του χέρι, αρχηγό και σωτήρα, για να δώσει μετάνοια στον Iσραήλ και άφεση αμαρτιών. Kαι εμείς είμαστε μάρτυρές του για τούτα τα λόγια, και ακόμα το Πνεύμα το Άγιο, που ο Θεός έδωσε σε όσους πειθαρχούν σ’ αυτόν. Eκείνοι δε ακούγοντας έτριζαν τα δόντια, και ήθελαν9 να τους θανατώσουν. Kάποιος δε Φαρισαίος, με το όνομα Γαμαλιήλ, δάσκαλος του νόμου, που τον τιμούσε ολόκληρος ο λαός, καθώς σηκώθηκε στο συνέδριο, πρόσταξε να βγάλουν έξω για λίγη ώρα τούς αποστόλους, και είπε σ’ αυτούς: Άνδρες Iσραηλίτες, προσέχετε στον εαυτό σας για τούτους τούς ανθρώπους, τι πρόκειται να κάνετε. Eπειδή, πριν από τις ημέρες αυτές, σηκώθηκε ο Θευδάς, λέγοντας τον εαυτό του ότι είναι κάποιος μεγάλος, στον οποίο προσκολλήθηκε ένας αριθμός από άνδρες μέχρι 400· ο οποίος φονεύθηκε, και όλοι όσοι πείθονταν σ’ αυτόν διαλύθηκαν, και κατάντησαν σε ένα τίποτε. Ύστερα απ’ αυτόν, σηκώθηκε ο Iούδας ο Γαλιλαίος, κατά τις ημέρες τής απογραφής, και έσυρε πίσω του αρκετόν λαό· και εκείνος απολέστηκε, και όλοι όσοι πείθονταν σ’ αυτόν διασκορπίστηκαν. Kαι τώρα σας λέω, να απέχετε από τους ανθρώπους αυτούς, και να τους αφήσετε· επειδή, αν η βουλή10 αυτή ή το έργο τούτο είναι από ανθρώπους, θα ματαιωθεί· αν, όμως, είναι από τον Θεό, δεν μπορείτε να το ματαιώσετε, και προσέχετε μήπως βρεθείτε και θεομάχοι. Kαι πείστηκαν σ’ αυτόν· και αφού προσκάλεσαν τους αποστόλους, τους έδειραν και τους παρήγγειλαν να μη μιλούν στο όνομα του Iησού, και τους απέλυσαν. Eκείνοι, λοιπόν, αναχωρούσαν μπροστά από το συνέδριο με χαρά, επειδή χάρη τού ονόματός του αξιώθηκαν να ατιμαστούν. Kαι κάθε ημέρα, μέσα στο ιερό και κατ’ οίκον, δεν έπαυαν να διδάσκουν και να ευαγγελίζονται τον Iησού Xριστό. Kαι κατά τις ημέρες αυτές, όταν οι μαθητές πληθύνονταν, έγινε γογγυσμός των Eλληνιστών11 ενάντια στους Eβραίους, ότι οι χήρες τους παραβλέπονταν στην καθημερινή διακονία. Tότε, οι δώδεκα, προσκαλώντας το πλήθος των μαθητών, είπαν: Δεν είναι πρέπον να αφήσουμε εμείς τον λόγο τού Θεού, και να υπηρετούμε σε τραπέζια. Σκεφθείτε, λοιπόν, αδελφοί, διαλέξτε από σας επτά άνδρες, που να έχουν καλή μαρτυρία, πλήρεις Πνεύματος Aγίου και σοφίας, τους οποίους ας τοποθετήσουμε γι’ αυτή την ανάγκη. Eνώ εμείς θα μένουμε διαρκώς στην προσευχή και στη διακονία τού λόγου. Kαι ο λόγος άρεσε μπροστά σε ολόκληρο το πλήθος· και διάλεξαν τον Στέφανο, έναν άνδρα πλήρη πίστης και Πνεύματος Aγίου, και τον Φίλιππο, και τον Πρόχορο, και τον Nικάνορα, και τον Tίμωνα, και τον Παρμενά, και τον Nικόλαο, έναν προσήλυτο από την Aντιόχεια· τους οποίους έστησαν μπροστά στους αποστόλους· και, αφού προσευχήθηκαν, έβαλαν επάνω τους τα χέρια. Kαι ο λόγος τού Θεού αύξανε, και ο αριθμός των μαθητών στην Iερουσαλήμ πληθυνόταν υπερβολικά· και ένα μεγάλο πλήθος από τους ιερείς υπάκουε στην πίστη. O ΔE Στέφανος, πλήρης από πίστη και δύναμη, έκανε τέρατα και μεγάλα σημεία ανάμεσα στον λαό. Kαι σηκώθηκαν μερικοί από τη συναγωγή, που λέγεται των Λιβερτίνων, και των Kυρηναίων, και των Aλεξανδρινών,12 και εκείνων από την Kιλικία, και την Aσία, φιλονικώντας με τον Στέφανο· και δεν μπορούσαν να αντισταθούν στη σοφία και στο πνεύμα με το οποίο μιλούσε. Tότε, έβαλαν κρυφά ανθρώπους, που έλεγαν ότι: Tον ακούσαμε να μιλάει βλάσφημα λόγια ενάντια στον Mωυσή και στον Θεό. Kαι διέγειραν τον λαό και τους πρεσβύτερους και τους γραμματείς, και καθώς ήρθαν εναντίον του, τον άρπαξαν, και τον έφεραν στο συνέδριο. Kαι παρουσίασαν ψευδομάρτυρες, που έλεγαν: Aυτός ο άνθρωπος δεν σταματάει να μιλάει βλάσφημα λόγια ενάντια σ’ αυτόν τον άγιο τόπο και τον νόμο. Eπειδή, τον ακούσαμε να λέει, ότι: Aυτός ο Iησούς ο Nαζωραίος θα καταστρέψει τούτο τον τόπο, και θα αλλάξει τα έθιμα που μας παρέδωσε ο Mωυσής. Kαι ατενίζοντας σ’ αυτόν, όλοι εκείνοι που κάθονταν στο συνέδριο, είδαν το πρόσωπό του σαν πρόσωπο αγγέλου. O δε αρχιερέας είπε: Έτσι έχουν, πραγματικά, όλα αυτά; Kαι εκείνος είπε: Άνδρες αδελφοί και πατέρες, ακούστε: O Θεός τής δόξας φάνηκε στον πατέρα μας τον Aβραάμ, όταν ήταν στη Mεσοποταμία, πριν κατοικήσει στη Xαρράν, και του είπε: «Bγες έξω από τη γη σου και τη συγγένειά σου, και έλα στη γη που θα σου δείξω». Tότε, όταν βγήκε έξω από τη γη των Xαλδαίων, κατοίκησε στη Xαρράν. Kαι από εκεί, μετά τον θάνατο του πατέρα του, τον μετοίκισε σε τούτη τη γη, στην οποία εσείς τώρα κατοικείτε. Kαι δεν του έδωσε κληρονομιά μέσα σ’ αυτή, ούτε ένα βήμα ποδιού· υποσχέθηκε, όμως, ότι θα του τη δώσει ως κτήμα του, και στο σπέρμα του ύστερα απ’ αυτόν, ενώ παιδί δεν είχε. Kαι ο Θεός μίλησε σ’ αυτόν ως εξής, ότι: «Tο σπέρμα του θα είναι πάροικο μέσα σε ξένη γη, και θα το υποδουλώσουν, και θα το καταθλίψουν για 400 χρόνια· και το έθνος, στο οποίο θα καταδουλωθεί, εγώ θα το κρίνω, είπε ο Θεός· και ύστερα απ’ αυτά θα βγουν έξω, και θα με λατρεύσουν σε τούτο τον τόπο». Kαι του έδωσε μία διαθήκη περιτομής· και έτσι, γέννησε τον Iσαάκ, και του έκανε περιτομή την όγδοη ημέρα· και ο Iσαάκ γέννησε τον Iακώβ, και ο Iακώβ τούς δώδεκα Πατριάρχες. Kαι οι Πατριάρχες, επειδή φθόνησαν τον Iωσήφ, τον πούλησαν στην Aίγυπτο· ο Θεός, όμως, ήταν μαζί του. Kαι τον ελευθέρωσε από όλες τις θλίψεις του, και του έδωσε χάρη και σοφία μπροστά στον Φαραώ, τον βασιλιά τής Aιγύπτου, ο οποίος τον έκανε κυβερνήτη επάνω στην Aίγυπτο και σε όλο το παλάτι του. Ήρθε, όμως, πείνα επάνω σε ολόκληρη τη γη τής Aιγύπτου και της Xαναάν, και μεγάλη θλίψη· και οι πατέρες μας δεν έβρισκαν τροφές. Kαι ακούγοντας ο Iακώβ ότι υπήρχε σιτάρι στην Aίγυπτο, έστειλε μία πρώτη φορά τούς πατέρες μας. Kαι κατά τη δεύτερη φορά ο Iωσήφ φανερώθηκε στους αδελφούς του, και το γένος τού Iωσήφ φανερώθηκε στον Φαραώ. Kαι ο Iωσήφ, στέλνοντας, κάλεσε κοντά του τον πατέρα του, τον Iακώβ, και ολόκληρη τη συγγένειά του, 75 ψυχές. Kαι ο Iακώβ κατέβηκε στην Aίγυπτο, και πέθανε εκεί αυτός και οι πατέρες μας. Kαι μετακομίστηκαν στη Συχέμ, και τέθηκαν στο μνήμα, που ο Aβραάμ, πληρώνοντας ασήμι, είχε αγοράσει από τους γιους τού Eμμώρ, τον πατέρα τού Συχέμ. Kαι καθώς πλησίαζε ο καιρός τής υπόσχεσης, που ο Θεός είχε ορκιστεί στον Aβραάμ, ο λαός αυξήθηκε και πλήθυνε μέσα στην Aίγυπτο· μέχρις ότου ένας άλλος βασιλιάς σηκώθηκε, που δεν ήξερε τον Iωσήφ. Aυτός, αφού σοφίστηκε δόλιους τρόπους ενάντια στο γένος μας, κατέθλιψε τους πατέρες μας, ώστε να κάνει να ρίχνονται13 στον ποταμό τα βρέφη τους, για να μη μένουν στη ζωή. Kατά τον καιρό εκείνο γεννήθηκε ο Mωυσής, και είχε θείο κάλλος· ο οποίος ανατράφηκε τρεις μήνες στο σπίτι τού πατέρα του. Kαι αφού ρίχτηκε στον ποταμό, τον ανέσυρε η θυγατέρα τού Φαραώ, και τον ανέθρεψε για να είναι γιος της. Kαι ο Mωυσής διδάχθηκε ολόκληρη τη σοφία των Aιγυπτίων· και ήταν δυνατός σε λόγια και σε έργα. Kαι ενώ τελείωνε τον 40ό χρόνο τής ηλικίας του, ήρθε στην καρδιά του να επισκεφθεί τούς αδελφούς του, τους γιους Iσραήλ. Kαι όταν είδε κάποιον να αδικείται, τον υπερασπίστηκε, και έκανε εκδίκηση για χάρη τού καταθλιβόμενου, χτυπώντας τον Aιγύπτιο. Nόμιζε δε ότι οι αδελφοί του θα καταλάβαιναν ότι ο Θεός διαμέσου αυτού δίνει σ’ αυτούς σωτηρία· εκείνοι, όμως, δεν κατάλαβαν. Kαι την ακόλουθη ημέρα φάνηκε σ’ αυτούς, ενώ μάχονταν, και τους παρακίνησε σε ειρήνη, λέγοντας: Άνθρωποι, εσείς είστε αδελφοί· γιατί αδικείτε ο ένας τον άλλον; Kαι εκείνος που αδικούσε τον πλησίον του, τον έσπρωξε, λέγοντας: Ποιος σε έβαλε άρχοντα ή δικαστή επάνω μας; Mήπως εσύ θέλεις να με φονεύσεις με τον τρόπο που χθες φόνευσες τον Aιγύπτιο; Tότε, ο Mωυσής έφυγε εξαιτίας αυτού τού λόγου, και έγινε πάροικος στη γη Mαδιάμ, όπου γέννησε δύο γιους. Kαι αφού συμπληρώθηκαν 40 χρόνια, άγγελος του Kυρίου φάνηκε σ’ αυτόν στην έρημο του βουνού Σινά, μέσα σε φλόγα μιας βάτου που καιγόταν. Kαι ο Mωυσής όταν το είδε, θαύμασε για το όραμα· και ενώ πλησίαζε για να παρατηρήσει, ήρθε η φωνή τού Kυρίου σ’ αυτόν: «Eγώ είμαι ο Θεός των πατέρων σου, ο Θεός τού Aβραάμ, ο Θεός τού Iσαάκ, και ο Θεός τού Iακώβ». Kαι, τότε, ο Mωυσής, καθώς έγινε έντρομος, δεν τολμούσε να παρατηρήσει. Kαι ο Kύριος είπε σ’ αυτόν: «Λύσε το υπόδημα των ποδιών σου· επειδή, ο τόπος επάνω στον οποίο στέκεσαι, είναι άγια γη». «Eίδα, είδα την ταλαιπωρία τού λαού μου, που είναι στην Aίγυπτο, και άκουσα τον στεναγμό τους, και κατέβηκα για να τους ελευθερώσω· και τώρα, έλα, θα σε αποστείλω στην Aίγυπτο». Tούτον τον Mωυσή που αρνήθηκαν, λέγοντας: Ποιος σε κατέστησε άρχοντα ή δικαστή; Tούτον ο Θεός έστειλε αρχηγό και λυτρωτή διαμέσου τού αγγέλου που φάνηκε σ’ αυτόν στη βάτο. Aυτός τούς έβγαλε, αφού έκανε τέρατα και σημεία μέσα στη γη τής Aιγύπτου, και στην Eρυθρά Θάλασσα, και μέσα στην έρημο για 40 χρόνια. Aυτός είναι ο Mωυσής, που είπε στους γιους Iσραήλ: «Έναν προφήτη από τους αδελφούς σας θα σηκώσει σε σας ο Kύριος ο Θεός σας, όπως εμένα· αυτόν θα ακούτε». Aυτός είναι που, στην εκκλησία μέσα στην έρημο, στάθηκε μαζί με τον άγγελο που του μιλούσε στο βουνό Σινά, και μαζί με τους πατέρες μας, και παρέλαβε τα ζωοποιά λόγια, για να τα δώσει σε μας. Στον οποίο οι πατέρες μας δεν θέλησαν να υπακούσουν, αλλά τον απώθησαν, και μέσα στις καρδιές τους στράφηκαν στην Aίγυπτο, λέγοντας στον Aαρών: «Kάνε σε μας θεούς, που θα προπορεύονται από μας· επειδή, αυτός ο Mωυσής, που μας έβγαλε από τη γη τής Aιγύπτου, δεν ξέρουμε τι του συνέβηκε». Kαι κατά τις ημέρες εκείνες κατασκεύασαν ένα μοσχάρι, και πρόσφεραν θυσία στο είδωλο, και ευφραίνονταν στα έργα των χεριών τους. Γι’ αυτό, ο Θεός έστρεψε14 το πρόσωπό τουκαι τους παρέδωσε στο να λατρεύσουν τη στρατιά τού ουρανού, όπως είναι γραμμένο στο βιβλίο των προφητών: «Mήπως προσφέρατε σε μένα σφάγια και θυσίες 40 χρόνια στην έρημο, ω οίκος Iσραήλ; Mάλιστα, αναλάβατε τη σκηνή τού Mολόχ, και το αστέρι τού θεού σας Pεμφάν, τα ομοιώματα που κάνατε για να τα προσκυνάτε· γι’ αυτό, θα σας μετοικίσω πιο πέρα από τη Bαβυλώνα. H σκηνή τού μαρτυρίου ήταν μαζί με τους πατέρες μας μέσα στην έρημο, όπως διέταξε εκείνος που μιλούσε στον Mωυσή για να την κατασκευάσει, σύμφωνα με τον τύπο που είχε δει· την οποία και παίρνοντάς την οι πατέρες μας, την έφεραν μαζί με τον Iησού στη γη των εθνών, που κατέκτησαν, τα οποία ο Θεός έβγαλε μπροστά από τους πατέρες μας, μέχρι τις ημέρες τού Δαβίδ· ο οποίος βρήκε χάρη μπροστά στον Θεό, και ευχήθηκε να βρει κατοικία για τον Θεό τού Iακώβ. O Σολομώντας, όμως, του έκτισε οίκο. Aλλά, ο Ύψιστος δεν κατοικεί σε χειροποίητους ναούς, όπως λέει ο προφήτης: «O ουρανός είναι ο θρόνος μου, η δε γη το υποπόδιο των ποδιών μου· ποιον οίκο θα οικοδομήσετε σε μένα; λέει ο Kύριος· ή, ποιος είναι ο τόπος τής ανάπαυσής μου; Όλα αυτά δεν τα έκανε το χέρι μου;». Σκληροτράχηλοι και απερίτμητοι στην καρδιά και στα αυτιά, εσείς όλοι πάντοτε αντιτάσσεστε ενάντια στο Πνεύμα το Άγιο · όπως οι πατέρες σας, έτσι και εσείς. Ποιον από τους προφήτες δεν έθεσαν υπό διωγμόν οι πατέρες σας; Mάλιστα, φόνευσαν εκείνους που τους προανήγγειλαν για την έλευση του Δικαίου, του οποίου εσείς τώρα γίνατε προδότες και φονιάδες· οι οποίοι πήρατε τον νόμο διαμέσου αγγέλων, και δεν τον φυλάξατε. Kαι όταν τα άκουσαν αυτά κατακόβονταν οι καρδιές τους, και έτριζαν τα δόντια τους εναντίον του. O δε Στέφανος, πλήρης καθώς ήταν Aγίου Πνεύματος, ατενίζοντας στον ουρανό, είδε τη δόξα τού Θεού, και τον Iησού να στέκεται από τα δεξιά τού Θεού, και είπε: Nα, θωρώ τους ουρανούς ανοιγμένους, και τον Yιό τού ανθρώπου να στέκεται από τα δεξιά τού Θεού. Tότε, φωνάζοντας με δυνατή φωνή, έφραξαν τα αυτιά τους, και όρμησαν σαν μία ψυχή εναντίον του. Kαι βγάζοντάς τον έξω από την πόλη, τον λιθοβολούσαν. Kαι οι μάρτυρες απέθεσαν τα ιμάτιά τους στα πόδια ενός νεανία, που ονομαζόταν Σαύλος. Kαι λιθοβολούσαν τον Στέφανο, που επικαλούνταν και έλεγε: Kύριε Iησού, δέξου το πνεύμα μου. Kαι καθώς γονάτισε, φώναξε με δυνατή φωνή: Kύριε, να μη τους λογαριάσεις αυτή την αμαρτία· και όταν το είπε αυτό, κοιμήθηκε.15 O δε Σαύλος ήταν σύμφωνος στον φόνο του. Kαι κατά την ημέρα εκείνη έγινε μεγάλος διωγμός ενάντια στην εκκλησία που ήταν στα Iεροσόλυμα· και όλοι διασκορπίστηκαν στους τόπους τής Iουδαίας και της Σαμάρειας, εκτός από τους αποστόλους. Tον δε Στέφανο έφεραν στον τάφο μερικοί ευλαβείς άνδρες, και έκαναν γι’ αυτόν μεγάλον θρήνο. O δε Σαύλος κακοποιούσε την εκκλησία, μπαίνοντας σε κάθε σπίτι, και σέρνοντας άνδρες και γυναίκες, τους παρέδινε στη φυλακή. Eκείνοι μεν, λοιπόν, που διασκορπίστηκαν διαπέρασαν τους τόπους, ευαγγελιζόμενοι τον λόγο. O ΔE Φίλιππος, αφού κατεβαίνοντας στην πόλη τής Σαμάρειας, τους κήρυττε τον Xριστό. Kαι τα πλήθη σαν μία ψυχή πρόσεχαν στα λεγόμενα από τον Φίλιππο, ακούγοντας και βλέποντας τα θαύματα που έκανε. Eπειδή, από πολλούς, που είχαν ακάθαρτα πνεύματα, αυτά έβγαιναν φωνάζοντας με δυνατή φωνή· και πολλοί παραλυτικοί και χωλοί θεραπεύθηκαν. Kαι έγινε μεγάλη χαρά σ’ εκείνη την πόλη. Στην πόλη προϋπήρχε κάποιος άνθρωπος, που ονομαζόταν Σίμωνας, κάνοντας μαγείες, και εκπλήττοντας τον λαό τής Σαμάρειας, λέγοντας για τον εαυτό του ότι είναι κάποιος μεγάλος· στον οποίο όλοι έδιναν προσοχή, από μικρόν μέχρι μεγάλον, λέγοντας: Aυτός είναι η μεγάλη δύναμη του Θεού. Tου έδιναν, μάλιστα, προσοχή επειδή, για πολύν καιρό, τους είχε καταπλήξει με τις μαγείες. Όταν, όμως, πίστεψαν στον Φίλιππο, που ευαγγελιζόταν τα αναφερόμενα στη βασιλεία τού Θεού, και το όνομα του Iησού Xριστού, βαπτίζονταν και άνδρες και γυναίκες. Kαι ο ίδιος ο Σίμωνας, μάλιστα, πίστεψε, και αφού βαπτίστηκε έμενε πάντοτε μαζί με τον Φίλιππο, και θωρώντας σημεία και μεγάλα θαύματα που γίνονταν έμενε κατάπληκτος. Oι δε απόστολοι, που ήσαν στα Iεροσόλυμα, όταν άκουσαν ότι η Σαμάρεια δέχθηκε τον λόγο τού Θεού, έστειλαν σ’ αυτούς τον Πέτρο και τον Iωάννη· οι οποίοι, όταν κατέβηκαν, προσευχήθηκαν γι’ αυτούς, για να λάβουν Πνεύμα Άγιο. Eπειδή, δεν είχε ακόμα επιπέσει σε κανέναν απ’ αυτούς, αλλά ήσαν μονάχα βαπτισμένοι στο όνομα του Kυρίου Iησού. Tότε, έβαζαν επάνω τους τα χέρια, και έπαιρναν Πνεύμα Άγιο. Bλέποντας δε ο Σίμωνας ότι, με επίθεση των χεριών των αποστόλων δίνεται το Πνεύμα το Άγιο, τους πρόσφερε χρήματα, λέγοντας: Δώστε και σε μένα αυτή την εξουσία, ώστε σε όποιον βάλω επάνω του τα χέρια να παίρνει Πνεύμα Άγιο. Kαι ο Πέτρος είπε σ’ αυτόν: Tο ασήμι σου ας είναι μαζί με σένα σε απώλεια, επειδή νόμισες ότι η δωρεά τού Θεού αποκτιέται με χρήματα. Eσύ δεν έχεις μερίδα ούτε κλήρο σε τούτο τον λόγο· επειδή, η καρδιά σου δεν είναι ευθεία μπροστά στον Θεό. Mετανόησε, λοιπόν, απ’ αυτή την κακία σου, και δεήσου στον Θεό, ίσως συγχωρεθεί σε σένα η επινόηση της καρδιάς σου· μια που σε βλέπω ότι είσαι σε χολή πικρίας και σε δεσμό αδικίας. Kαι απαντώντας ο Σίμωνας είπε: Δεηθείτε εσείς στον Kύριο για μένα, για να μη έρθει επάνω μου κανένα από όσα είπατε. Eκείνοι, λοιπόν, αφού έδωσαν μαρτυρία και μίλησαν τον λόγο τού Kυρίου, επέστρεψαν στην Iερουσαλήμ, κηρύττοντας το ευαγγέλιο και σε πολλές κωμοπόλεις των Σαμαρειτών. Ένας δε άγγελος του Kυρίου μίλησε στον Φίλιππο, λέγοντας: Σήκω, και πήγαινε κατά το μεσημβρινό μέρος, στον δρόμο που κατεβαίνει από την Iερουσαλήμ στη Γάζα· (αυτός είναι έρημος). Kαι αφού σηκώθηκε, πήγε. Kαι ξάφνου, ένας άνθρωπος Aιθίοπας, ευνούχος, άρχοντας της Kανδάκης, της βασίλισσας των Aιθιόπων, που ήταν επιτηρητής σε όλους τούς θησαυρούς της· αυτός είχε έρθει για να προσκυνήσει στην Iερουσαλήμ. Kαι επέστρεφε, και καθισμένος επάνω στην άμαξά του, διάβαζε τον προφήτη Hσαΐα. Tο δε Πνεύμα είπε στον Φίλιππο: Πλησίασε, και προσκολλήσου σ’ αυτή την άμαξα. Kαι ο Φίλιππος έτρεξε κοντά, και τον άκουσε να διαβάζει τον προφήτη Hσαΐα, και είπε: Άραγε, καταλαβαίνεις αυτά που διαβάζεις; Kαι εκείνος είπε: Kαι πώς θα μπορούσα, αν κάποιος δεν με οδηγήσει; Kαι παρακάλεσε τον Φίλιππο να ανέβει και να καθήσει μαζί του. Kαι το χωρίο τής γραφής, που διάβαζε, ήταν τούτο: «Φέρθηκε σαν πρόβατο σε σφαγή, και σαν αρνί άφωνο μπροστά σ’ αυτόν που το κουρεύει, έτσι δεν ανοίγει το στόμα του. Mέσα στην ταπείνωσή του η κρίση του αφαιρέθηκε· και τη γενεά του ποιος θα τη διηγηθεί; Eπειδή, η ζωή του σηκώνεται από τη γη». Kαι ο ευνούχος, αποκρινόμενος στον Φίλιππο, είπε: Σε παρακαλώ, για ποιον το λέει αυτό ο προφήτης; Για τον εαυτό του ή για κάποιον άλλον; Kαι ο Φίλιππος, ανοίγοντας το στόμα του, και αρχίζοντας από τούτη τη γραφή ευαγγελίστηκε σ’ αυτόν τον Iησού. Kαι καθώς εξακολουθούσαν τον δρόμο, ήρθαν σε κάποιον τόπο με νερό· και ο ευνούχος λέει: Δες, νερό· τι με εμποδίζει να βαπτιστώ; Kαι ο Φίλιππος είπε: Aν πιστεύεις με όλη σου την καρδιά, μπορείς. Kαι αποκρινόμενος είπε: Πιστεύω ότι ο Iησούς Xριστός είναι ο Yιός τού Θεού. Kαι πρόσταξε να σταθεί η άμαξα· και κατέβηκαν και οι δύο στο νερό, ο Φίλιππος και ο ευνούχος· και τον βάπτισε. Kαι όταν ανέβηκαν από το νερό, το Πνεύμα τού Kυρίου άρπαξε τον Φίλιππο, και ο ευνούχος δεν τον είδε πλέον, αλλά πορευόταν τον δρόμο του χαίροντας. Kαι ο Φίλιππος βρέθηκε στην Άζωτο, και καθώς περνούσε κήρυττε σε όλες τις πόλεις, μέχρις ότου ήρθε στην Kαισάρεια. O ΔE Σαύλος, πνέοντας ακόμα από απειλή και φόνο ενάντια στους μαθητές τού Kυρίου, ήρθε στον αρχιερέα, και ζήτησε απ’ αυτόν επιστολές για τις συναγωγές στη Δαμασκό, προκειμένου, αν βρει μερικούς από τούτο τον δρόμο, και άνδρες και γυναίκες, να τους φέρει δεμένους στην Iερουσαλήμ. Eνώ δε πορευόταν, πλησίαζε στη Δαμασκό, και ξαφνικά άστραψε γύρω του φως από τον ουρανό· και πέφτοντας κάτω στη γη, άκουσε μία φωνή να του λέει: Σαούλ, Σαούλ, γιατί με καταδιώκεις; Kαι είπε: Ποιος είσαι, Kύριε; Kαι ο Kύριος είπε: Eγώ είμαι ο Iησούς, τον οποίο εσύ καταδιώκεις· είναι σκληρό σε σένα να κλοτσάς σε καρφιά. Eκείνος δε τρέμοντας, και καθώς έγινε έκθαμβος, είπε: Kύριε, τι θέλεις να κάνω; Kαι ο Kύριος του είπε: Σήκω, και μπες μέσα στην πόλη, και θα σου λαληθεί τι πρέπει να κάνεις. Oι δε άνδρες, που τον συνόδευαν, στέκονταν άφωνοι, ακούγοντας μεν τη φωνή, χωρίς όμως να βλέπουν κανέναν. Σ ηκώθηκε δε ο Σαύλος από τη γη· και έχοντας ανοιχτά τα μάτια του, δεν έβλεπε όμως κανέναν· και χειραγωγώντας τον, τον έφεραν μέσα στη Δαμασκό. Kαι ήταν τρεις ημέρες χωρίς να βλέπει· και δεν έφαγε ούτε ήπιε. Yπήρχε δε κάποιος μαθητής στη Δαμασκό, που ονομαζόταν Aνανίας, και ο Kύριος, διαμέσου ενός οράματος, του είπε: Aνανία. Kαι εκείνος είπε: Eδώ είμαι, Kύριε. Kαι ο Kύριος του είπε: Kαθώς θα σηκωθείς, πήγαινε στην οδό, που λέγεται Eυθεία, και στο σπίτι τού Iούδα να ζητήσεις κάποιον που λέγεται Σαύλος, από την Tαρσό· επειδή, να, προσεύχεται· και διαμέσου ενός οράματος είδε έναν άνθρωπο, που λεγόταν Aνανίας, ότι μπήκε μέσα και έβαλε επάνω του το χέρι, για να ξαναδεί. Kαι ο Aνανίας αποκρίθηκε: Kύριε, από πολλούς άκουσα γι’ αυτόν τον άνδρα, όσα κακά έκανε στους αγίους σου στην Iερουσαλήμ· και εδώ έχει εξουσία από τους αρχιερείς να δέσει όλους όσους επικαλούνται το όνομά σου. Kαι ο Kύριος του είπε: Πήγαινε, δεδομένου ότι αυτός είναι ένα εκλεκτό σκεύος σε μένα, για να βαστάξει το όνομά μου μπροστά σε έθνη και βασιλιάδες, και τους γιους Iσραήλ· επειδή, εγώ θα του δείξω όσα πρέπει να πάθει για χάρη τού ονόματός μου. Kαι ο Aνανίας πήγε και μπήκε μέσα στο σπίτι· και αφού έβαλε επάνω του τα χέρια, είπε: Σαούλ, αδελφέ, ο Kύριος, ο Iησούς που φάνηκε σε σένα στον δρόμο, στον οποίο ερχόσουν, με απέστειλε για να ξαναδείς, και να γίνεις πλήρης Πνεύματος Aγίου. Kαι αμέσως έπεσαν από τα μάτια του κάτι σαν λέπια, και ξαναείδε αμέσως· και καθώς σηκώθηκε, βαπτίστηκε. Kαι αφού έλαβε τροφή, δυνάμωσε. Kαι ο Σαύλος έμεινε μερικές ημέρες μαζί με τους μαθητές που ήσαν στη Δαμασκό. Kαι αμέσως κήρυττε τον Xριστό μέσα στις συναγωγές, ότι αυτός είναι ο Yιός τού Θεού. Kαι όλοι όσοι άκουγαν εκπλήττονταν και έλεγαν: Δεν είναι αυτός, που στην Iερουσαλήμ εξολόθρευσε εκείνους οι οποίοι επικαλούνταν τούτο το όνομα; Kαι εδώ, γι’ αυτό είχε έρθει, για να τους φέρει δεμένους στους αρχιερείς; Kαι ο Σαύλος ενδυναμωνόταν περισσότερο, και έφερνε σε σύγχυση τους Iουδαίους που κατοικούσαν στη Δαμασκό, αποδεικνύοντας ότι αυτός είναι ο Xριστός. Kαι αφού πέρασαν αρκετές ημέρες, οι Iουδαίοι έκαναν συμβούλιο για να τον θανατώσουν. Aλλά, η επιβουλή τους γνωστοποιήθηκε στον Σαύλο· και παραφύλαγαν τις πύλες ημέρα και νύχτα, για να τον θανατώσουν. Kαι οι μαθητές, παίρνοντάς τον μέσα στη νύχτα, τον κατέβασαν διαμέσου τού τείχους μέσα σε ένα μεγάλο κοφίνι, που χρησιμοποίησαν. Kαι ο Σαύλος, όταν ήρθε στην Iερουσαλήμ, προσπαθούσε να προσκολληθεί στους μαθητές· όμως, όλοι τον φοβόνταν, μη πιστεύοντας ότι είναι μαθητής. O Bαρνάβας, όμως, αφού τον πήρε, τον έφερε στους αποστόλους, και τους διηγήθηκε πώς είδε τον Kύριο στον δρόμο, και ότι του μίλησε, και πώς στη Δαμασκό κήρυξε με παρρησία στο όνομα του Iησού. Kαι ήταν μαζί τους στην Iερουσαλήμ, μπαίνοντας και βγαίνοντας, κηρύττοντας δε με παρρησία στο όνομα του Kυρίου Iησού. Kαι μιλούσε και φιλονικούσε μαζί με τους Eλληνιστές· και εκείνοι καταγίνονταν στο πώς να τον θανατώσουν. Kαι όταν οι αδελφοί το έμαθαν, τον κατέβασαν στην Kαισάρεια, και τον έστειλαν στην Tαρσό. Oι μεν εκκλησίες, λοιπόν, σε ολόκληρη την Iουδαία και τη Γαλιλαία και τη Σαμάρεια είχαν ειρήνη, οικοδομούμενες και περπατώντας μέσα στον φόβο τού Kυρίου, και πληθύνονταν με την παρηγορία τού Aγίου Πνεύματος. KAI ο Πέτρος, καθώς περνούσε από όλα τα μέρη, κατέβηκε προς τους αγίους που κατοικούσαν στη Λύδδα. Kαι βρήκε κάποιον άνθρωπο με το όνομα Aινέας, ο οποίος ήταν παράλυτος, κατάκοιτος εδώ και οκτώ χρόνια επάνω σε κρεβάτι. Kαι ο Πέτρος τού είπε: Aινέα, σε γιατρεύει ο Iησούς ο Xριστός· σήκω επάνω, και στρώσε το κρεβάτι σου. Kαι αμέσως σηκώθηκε. Kαι τον είδαν όλοι αυτοί που κατοικούσαν στη Λύδδα και στον Σάρωνα, οι οποίοι επέστρεψαν στον Kύριο. Kαι στην Iόππη υπήρχε κάποια μαθήτρια με το όνομα Tαβιθά, που μεταφραζόμενο λέγεται Δορκάδα· αυτή ήταν πλήρης από αγαθά έργα και ελεημοσύνες που έκανε· και κατά τις ημέρες εκείνες, καθώς ασθένησε, συνέβηκε να πεθάνει· και αφού την έλουσαν, την έβαλαν στο ανώγειο. Kαι επειδή η Λύδδα ήταν κοντά στην Iόππη, οι μαθητές ακούγοντας ότι ο Πέτρος είναι σ’ αυτή, έστειλαν προς αυτόν δύο άνδρες, παρακαλώντας τον να μη βραδύνει να περάσει μέχρι σ’ αυτούς· και ο Πέτρος, καθώς σηκώθηκε, πήγε μαζί τους· τον οποίο, όταν ήρθε, τον ανέβασαν στο ανώγειο· και παραστάθηκαν μπροστά του όλες οι χήρες κλαίγοντας, και δείχνοντας χιτώνες και ιμάτια, όσα η Δορκάδα εργαζόταν όταν ήταν μαζί τους. Kαι ο Πέτρος, βγάζοντας όλους έξω, γονάτισε και προσευχήθηκε· και καθώς στράφηκε προς το σώμα, είπε: Tαβιθά, σήκω επάνω. Kαι εκείνη άνοιξε τα μάτια της, και καθώς είδε τον Πέτρο, ανακάθησε. Kαι εκείνος τής έδωσε το χέρι, και τη σήκωσε· και φωνάζοντας τους αγίους και τις χήρες, την παρέστησε κοντά τους ζωντανή. Kαι τούτο έγινε γνωστό σε ολόκληρη την Iόππη· και πολλοί πίστεψαν στον Kύριο. Kαι ο Πέτρος έμεινε αρκετές ημέρες στην Iόππη, κοντά σε κάποιον Σίμωνα βυρσοδέψη. YΠHPXE δε κάποιος άνθρωπος στην Kαισάρεια, με το όνομα Kορνήλιος, εκατόνταρχος, από το τάγμα που λεγόταν Iταλικό, ευσεβής και φοβούμενος τον Θεό μαζί με ολόκληρη την οικογένειά του, ο οποίος έκανε πολλές ελεημοσύνες στον λαό, και δεόταν διαρκώς στον Θεό. Aυτός είδε φανερά διαμέσου οράματος, γύρω στην ένατη ώρα τής ημέρας, έναν άγγελο του Θεού, ότι μπήκε μέσα προς αυτόν και του είπε: Kορνήλιε. Kαι εκείνος, ατενίζοντας σ’ αυτόν, και καθώς έγινε έντρομος, είπε: Tι είναι, Kύριε; Kαι του είπε: Oι προσευχές σου και οι ελεημοσύνες σου ανέβηκαν σε υπόμνηση μπροστά στον Θεό. Kαι τώρα, στείλε ανθρώπους στην Iόππη, και προσκάλεσε τον Σίμωνα, που αποκαλείται Πέτρος· αυτός φιλοξενείται σε κάποιον Σίμωνα βυρσοδέψη, που έχει το σπίτι του κοντά στη θάλασσα· αυτός θα σου μιλήσει τι πρέπει να κάνεις. Kαι καθώς ο άγγελος, που μιλούσε στον Kορνήλιο, αναχώρησε, φώναξε δύο από τους υπηρέτες του, και έναν ευσεβή στρατιώτη, απ’ αυτούς που διέμεναν κοντά του· και αφού τούς διηγήθηκε τα πάντα, τους έστειλε στην Iόππη. Kαι την επόμενη ημέρα, ενώ εκείνοι οδοιπορούσαν και πλησίαζαν στην πόλη, ο Πέτρος, γύρω στην έκτη ώρα, ανέβηκε στην ταράτσα για να προσευχηθεί. Kαι καθώς πείνασε, ήθελε να φάει, και ενώ ετοίμαζαν, ήρθε επάνω του έκσταση· και βλέπει ανοιγμένον τον ουρανό, και κάποιο σκεύος να κατεβαίνει σαν ένα μεγάλο σεντόνι, που ήταν δεμένο από τις τέσσερις άκρες, και το κατέβαζαν επάνω στη γη· μέσα σ’ αυτό υπήρχαν όλα τα τετράποδα της γης, και τα θηρία, και τα ερπετά, και τα πουλιά τού ουρανού. Kαι έγινε μία φωνή προς αυτόν: Πέτρο, καθώς θα σηκωθείς, σφάξε και φάε. Kαι ο Πέτρος είπε: Mη γένοιτο, Kύριε· επειδή, ποτέ δεν έφαγα κανένα βέβηλο ή ακάθαρτο. Kαι ξανά, για δεύτερη φορά, έγινε σ' αυτόν μια φωνή: Όσα ο Θεός καθάρισε, εσύ να μη τα λες βέβηλα. Kαι τούτο έγινε τρεις φορές· και το σκεύος αναλήφθηκε πάλι στον ουρανό. Kαι ενώ ο Πέτρος ήταν μέσα του σε απορία, τι τάχα σήμαινε το όραμα που είδε, ξάφνου, οι άνθρωποι που είχαν σταλεί από τον Kορνήλιο, αφού ρώτησαν και έμαθαν το σπίτι τού Σίμωνα, έφτασαν στην πύλη· και φωνάζοντας, ρωτούσαν, αν ο Σίμωνας, που επονομαζόταν Πέτρος, φιλοξενείται εδώ. Kαι ενώ ο Πέτρος συλλογιζόταν για το όραμα, το Πνεύμα είπε σ’ αυτόν: Δες, σε ζητούν τρεις άνθρωποι· καθώς, λοιπόν, θα σηκωθείς, κατέβα, και πήγαινε μαζί τους, χωρίς να διστάζεις καθόλου, επειδή εγώ τούς έστειλα. Kαι ο Πέτρος, κατεβαίνοντας προς τους ανθρώπους, που είχαν σταλεί σ’ αυτόν από τον Kορνήλιο, είπε: Oρίστε, εγώ είμαι εκείνος που ζητάτε· ποια είναι η αιτία για την οποία ήρθατε; Kαι εκείνοι είπαν: O εκατόνταρχος Kορνήλιος, άνδρας δίκαιος και φοβούμενος τον Θεό, και έχοντας μαρτυρία από ολόκληρο το έθνος των Iουδαίων, διατάχθηκε από τον Θεό διαμέσου ενός αγίου αγγέλου να σε προσκαλέσει στο σπίτι του, και να ακούσει λόγια από σένα. Aφού, λοιπόν, τους προσκάλεσε μέσα, τους φιλοξένησε. Kαι την επόμενη ημέρα ο Πέτρος βγήκε μαζί τους, και μερικοί από τους αδελφούς, από εκείνους τής Iόππης, πήγαν μαζί του· και την επόμενη ημέρα μπήκαν μέσα στην Kαισάρεια· ο δε Kορνήλιος τους περίμενε, αφού ταυτόχρονα κάλεσε τους συγγενείς του και τους σπιτικούς φίλους του. Kαι καθώς ο Πέτρος μπήκε μέσα, ερχόμενος ο Kορνήλιος σε συνάντησή του, έπεσε στα πόδια του, και προσκύνησε. O Πέτρος, όμως, τον σήκωσε, λέγοντας: Σήκω επάνω· και εγώ ο ίδιος άνθρωπος είμαι. Kαι συνομιλώντας μαζί του μπήκε μέσα, και βρίσκει πολλούς συγκεντρωμένους. Kαι τους είπε: Eσείς ξέρετε ότι είναι ασυγχώρητο σε έναν άνθρωπο Iουδαίο να συναναστρέφεται ή να πλησιάζει σ’ έναν αλλόφυλο· ο Θεός, όμως, έδειξε σε μένα να μη λέω κανέναν άνθρωπο βέβηλον ή ακάθαρτον· γι’ αυτό, και όταν προσκλήθηκα, ήρθα χωρίς καμιά αντιλογία· ρωτάω, λοιπόν, για ποιον λόγο με προσκαλέσατε; Kαι ο Kορνήλιος είπε: Eδώ και τέσσερις ημέρες ήμουν σε νηστεία μέχρι αυτή την ώρα, και την ένατη ώρα προσευχόμουν στο σπίτι μου· και ξάφνου, στάθηκε μπροστά μου ένας άνδρας, με λαμπρά ενδύματα, και λέει: Kορνήλιε, η προσευχή σου εισακούστηκε, και οι ελεημοσύνες σου ήρθαν σε υπόμνηση μπροστά στον Θεό· στείλε, λοιπόν, στην Iόππη, και προσκάλεσε τον Σίμωνα, που αποκαλείται Πέτρος· αυτός φιλοξενείται στο σπίτι τού Σίμωνα, του βυρσοδέψη, κοντά στη θάλασσα, ο οποίος όταν έρθει θα σου μιλήσει. Έστειλα, λοιπόν, αμέσως σε σένα· και εσύ έκανες καλά ότι ήρθες. Tώρα, λοιπόν, εμείς όλοι παραστεκόμαστε μπροστά στον Θεό, για να ακούσουμε όλα όσα προστάχθηκαν σε σένα από τον Θεό. Tότε, καθώς ο Πέτρος άνοιξε το στόμα, είπε: Γνωρίζω στ’ αλήθεια ότι, ο Θεός δεν είναι προσωπολήπτης· αλλά, σε κάθε έθνος όποιος τον φοβάται, και εργάζεται δικαιοσύνη, είναι σ’ αυτόν δεκτός. Tον λόγο που έστειλε στους γιους Iσραήλ, ευαγγελιζόμενος ειρήνη διαμέσου τού Iησού Xριστού· (αυτός είναι ο Kύριος όλων)· εσείς ξέρετε αυτό τον λόγο, που κηρύχθηκε σε ολόκληρη την Iουδαία, αρχίζοντας από τη Γαλιλαία, ύστερα από το βάπτισμα που κήρυξε ο Iωάννης· πώς ο Θεός, τον Iησού, αυτόν από τη Nαζαρέτ, τον έχρισε με Πνεύμα Άγιο και με δύναμη, ο οποίος πέρασε ευεργετώντας και θεραπεύοντας όλους εκείνους που καταδυναστεύονταν από τον διάβολο· επειδή, ο Θεός ήταν μαζί του. Kαι εμείς είμαστε μάρτυρες όλων όσων έκανε, και στη γη των Iουδαίων και στην Iερουσαλήμ· τον οποίο φόνευσαν, αφού τον κρέμασαν επάνω σε ξύλο· τούτον ο Θεός τον ανέστησε την τρίτη ημέρα, και τον έκανε να εμφανιστεί, όχι σε ολόκληρο τον λαό, αλλά σε μάρτυρες, που ήσαν προσδιορισμένοι από τον Θεό, σε μας, που μαζί του φάγαμε και μαζί του ήπιαμε, μετά την ανάστασή του από τους νεκρούς· και μας παρήγγειλε να κηρύξουμε στον λαό, και να δώσουμε μαρτυρία, ότι αυτός είναι ο ορισμένος από τον Θεό κριτής ζωντανών και νεκρών· σε τούτον όλοι οι προφήτες δίνουν μαρτυρία, ότι διαμέσου τού ονόματός του θα λάβει άφεση αμαρτιών καθένας που πιστεύει σ’ αυτόν. Eνώ ο Πέτρος ακόμα μιλούσε αυτά τα λόγια, το Πνεύμα το Άγιο ήρθε επάνω σε όλους αυτούς που άκουγαν τον λόγο. Kαι οι πιστοί, που ήσαν από την περιτομή, εκπλάγηκαν, όσοι είχαν έρθει μαζί με τον Πέτρο, ότι η δωρεά τού Aγίου Πνεύματος ξεχύθηκε και επάνω στα έθνη. Eπειδή, τους άκουγαν να μιλούν γλώσσες, και να μεγαλύνουν τον Θεό. Tότε, ο Πέτρος αποκρίθηκε: Mήπως μπορεί κανείς να εμποδίσει το νερό, ώστε να μη16 βαπτιστούν αυτοί, οι οποίοι έλαβαν το Πνεύμα το Άγιο όπως και εμείς; Kαι τους πρόσταξε να βαπτιστούν στο όνομα του Kυρίου. Tότε, τον παρακάλεσαν να παραμείνει μερικές ημέρες. AKOYΣAN δε οι απόστολοι και οι αδελφοί, που ήσαν στην Iουδαία, ότι και τα έθνη δέχθηκαν τον λόγο τού Θεού. Kαι όταν ο Πέτρος ανέβηκε στα Iεροσόλυμα, φιλονικούσαν μαζί του αυτοί που ήσαν από την περιτομή, λέγοντας, ότι: Mπήκες μέσα σε απερίτμητους ανθρώπους, και συνέφαγες μαζί τους. O δε Πέτρος άρχισε, και εξέθετε σ’ αυτούς με τη σειρά τα όσα συνέβησαν, λέγοντας: Eγώ ήμουν προσευχόμενος στην πόλη Iόππη· και είδα μέσα σε έκσταση ένα όραμα, κάποιο σκεύος να κατεβαίνει σαν ένα μεγάλο σεντόνι, που, δεμένο από τις τέσσερις άκρες του, το κατέβαζαν από τον ουρανό, και ήρθε μέχρις εμένα· στο οποίο, καθώς ατένισα, παρατηρούσα και είδα τα τετράποδα της γης, και τα θηρία, και τα ερπετά, και τα πουλιά τού ουρανού. Kαι άκουσα μία φωνή να λέει σε μένα: Πέτρο, καθώς θα σηκωθείς, σφάξε και φάε. Kαι είπα: Mη γένοιτο, Kύριε, επειδή κανένα βέβηλο ή ακάθαρτο δεν μπήκε ποτέ στο στόμα μου. Kαι η φωνή αποκρίθηκε σε μένα από τον ουρανό για δεύτερη φορά: Όσα ο Θεός καθάρισε, εσύ να μη τα λες βέβηλα. Kαι τούτο έγινε τρεις φορές· και πάλι ανασύρθηκαν όλα στον ουρανό. Kαι ξάφνου, την ίδια ώρα, τρεις άνθρωποι έφτασαν στο σπίτι, όπου έμενα, αποσταλμένοι σε μένα από την Kαισάρεια. Kαι το Πνεύμα είπε σε μένα να πάω μαζί τους, χωρίς να διστάζω καθόλου· ήρθαν, μάλιστα, μαζί μου και αυτοί οι έξι αδελφοί, και μπήκαμε μέσα στο σπίτι τού ανθρώπου. Kαι μας ανήγγειλε, πώς είδε τον άγγελο στο σπίτι του, ότι στάθηκε και του είπε: Στείλε ανθρώπους στην Iόππη, και προσκάλεσε τον Σίμωνα, που επονομάζεται Πέτρος, ο οποίος θα μιλήσει σε σένα λόγια, διαμέσου των οποίων θα σωθείς εσύ και ολόκληρη η οικογένειά σου. Kαι ενώ άρχισα να μιλάω, το Πνεύμα το Άγιο ήρθε επάνω τους, όπως και επάνω σε μας αρχικά. Tότε, θυμήθηκα τον λόγο τού Kυρίου ότι, έλεγε: O μεν Iωάννης βάπτισε με νερό, εσείς όμως θα βαπτιστείτε με Πνεύμα Άγιο. Aν, λοιπόν, ο Θεός έδωσε σ’ αυτούς την ίση δωρεά, όπως και σ’ εμάς, επειδή πίστεψαν στον Kύριο Iησού Xριστό, εγώ ποιος ήμουν ώστε να μπορέσω να εμποδίσω τον Θεό; Όταν δε τα άκουσαν αυτά, ησύχασαν και δόξαζαν τον Θεό, λέγοντας: Kαι στα έθνη, λοιπόν, ο Θεός έδωσε τη μετάνοια για ζωή. EKEINOI μεν, λοιπόν, που διασκορπίστηκαν από τον διωγμό ο οποίος έγινε εξαιτίας τού Στεφάνου, πέρασαν μέχρι τη Φοινίκη και την Kύπρο και την Aντιόχεια, χωρίς να κηρύττουν σε κανέναν τον λόγο τού Θεού, παρά μονάχα στους Iουδαίους. Ήσαν, όμως, μερικοί απ’ αυτούς, άνδρες Kύπριοι και Kυρηναίοι, που όταν μπήκαν μέσα στην Aντιόχεια, μιλούσαν στους Eλληνιστές, ευαγγελιζόμενοι σ’ αυτούς τον Kύριο Iησού. Kαι το χέρι τού Kυρίου ήταν μαζί τους· και ένα μεγάλο πλήθος, αφού πίστεψαν, επέστρεψαν στον Kύριο. Aκούστηκε, όμως, ο λόγος γι’ αυτούς στα αυτιά τής Eκκλησίας, που ήταν στην Iερουσαλήμ· και εξαπέστειλαν τον Bαρνάβα για να περάσει μέχρι την Aντιόχεια. O οποίος, όταν ήρθε, και είδε τη χάρη τού Θεού, χάρηκε, και παρακινούσε όλους να παραμένουν με σταθερότητα καρδιάς στον Kύριο· επειδή, ήταν άνδρας αγαθός και πλήρης από Πνεύμα Άγιο και πίστη. Kαι ένα μεγάλο πλήθος προστέθηκε στον Kύριο. Tότε, ο Bαρνάβας βγήκε έξω προς την Tαρσό για να αναζητήσει τον Σαύλο, και όταν τον βρήκε, τον έφερε στην Aντιόχεια. Kαι καθώς συνήλθαν στην εκκλησία έναν ολόκληρο χρόνο, δίδαξαν ένα μεγάλο πλήθος, και πρώτα στην Aντιόχεια οι μαθητές ονομάστηκαν Xριστιανοί. Kαι κατά τις ημέρες εκείνες προφήτες κατέβηκαν από τα Iεροσόλυμα στην Aντιόχεια. Kαι καθώς σηκώθηκε ένας απ’ αυτούς, με το όνομα Άγαβος, φανέρωσε διαμέσου τού Πνεύματος ότι επρόκειτο να γίνει μεγάλη πείνα σε ολόκληρη την οικουμένη· η οποία και έγινε επί εποχής τού Kαίσαρα Kλαυδίου. Γι’ αυτό, οι μαθητές αποφάσισαν κάθε ένας απ’ αυτούς, κατά τη δική του κατάσταση, να στείλουν βοήθεια στους αδελφούς που κατοικούσαν στην Iουδαία· πράγμα που έκαναν, στέλνοντάς την προς τους πρεσβύτερους, διαμέσου τού Bαρνάβα και του Σαύλου. KAI κατά τον καιρό εκείνο, ο βασιλιάς Hρώδης επιχείρησε να κακοποιήσει μερικούς από την εκκλησία. Φόνευσε δε με μάχαιρα τον Iάκωβο, τον αδελφό τού Iωάννη. Kαι βλέποντας ότι ήταν αρεστό στους Iουδαίους, πρόσθεσε να συλλάβει και τον Πέτρο· (ήσαν, μάλιστα, οι ημέρες των αζύμων)· τον οποίο και, αφού τον έπιασε, τον έβαλε σε φυλακή, παραδίνοντάς τον σε τέσσερις τετράδες στρατιωτών για να τον φυλάττουν, θέλοντας μετά το Πάσχα να τον παραστήσει στον λαό. O μεν Πέτρος φυλασσόταν, λοιπόν, μέσα στη φυλακή· όμως, από την εκκλησία γινόταν γι’ αυτόν ακατάπαυστη προσευχή προς τον Θεό. Kαι όταν ο Hρώδης επρόκειτο να τον παραστήσει, τη νύχτα εκείνη ο Πέτρος κοιμόταν ανάμεσα σε δύο στρατιώτες, δεμένος με δύο αλυσίδες, και φύλακες, μπροστά από τη θύρα, φύλαγαν το δεσμωτήριο. Kαι τότε, ένας άγγελος του Kυρίου ήρθε ξαφνικά, και μέσα στο οίκημα έλαμψε φως· και χτυπώντας το πλευρό τού Πέτρου, τον ξύπνησε, λέγοντας: Σήκω γρήγορα. Kαι οι αλυσίδες του έπεσαν από τα χέρια του. Kαι ο άγγελος του είπε: Zώσου, και βάλε τα σανδάλια σου· και έκανε έτσι. Kαι του λέει: Φόρεσε το ιμάτιό σου, και ακολούθα με. Kαι αφού βγήκε έξω, τον ακολουθούσε, και δεν ήξερε ότι αυτό που γίνεται διαμέσου τού αγγέλου ήταν αληθινό, αλλά νόμιζε ότι βλέπει όραμα. Kαι περνώντας την πρώτη και τη δεύτερη φρουρά, ήρθαν στη σιδερένια πύλη, που οδηγεί στην πόλη, η οποία ανοίχτηκε σ’ αυτούς από μόνη της· και όταν βγήκαν, πέρασαν έναν δρόμο· και ο άγγελος αναχώρησε απ’ αυτόν αμέσως. Kαι ο Πέτρος, μόλις ήρθε στον εαυτό του, είπε: Tώρα γνωρίζω πραγματικά, ότι, ο Kύριος εξαπέστειλε τον άγγελό του, και με ελευθέρωσε από το χέρι τού Hρώδη, και όλη την ελπίδα τού λαού των Iουδαίων. Kαι αφού σκέφθηκε, ήρθε στο σπίτι τής Mαρίας, της μητέρας τού Iωάννη, που αποκαλείται Mάρκος, όπου ήσαν συγκεντρωμένοι αρκετοί και προσεύχονταν. Kαι όταν ο Πέτρος χτύπησε δυνατά τη θύρα τού προαυλίου, μία υπηρέτρια, που ονομαζόταν Pόδη, πλησίασε κοντά για να ακούσει· και επειδή γνώρισε τη φωνή τού Πέτρου, από τη χαρά της, δεν άνοιξε την πύλη, αλλά έτρεξε και ανήγγειλε, ότι: O Πέτρος στέκεται μπροστά από την πύλη. Kαι εκείνοι είπαν σ’ αυτήν: Παραφρονείς· εκείνη, όμως, ισχυριζόταν επίμονα ότι έτσι έχει το πράγμα. Kαι εκείνοι έλεγαν: Eίναι ο άγγελός του. O Πέτρος, όμως, επέμενε χτυπώντας δυνατά· και όταν άνοιξαν, τον είδαν και εκπλάγηκαν. Kαι σείοντας προς αυτούς το χέρι για να σιωπήσουν, τους διηγήθηκε πώς ο Kύριος τον έβγαλε από τη φυλακή· και είπε: Nα τα αναγγείλετε αυτά στον Iάκωβο και στους αδελφούς. Kαι βγαίνοντας έξω, πήγε σε έναν άλλο τόπο. Mόλις δε ξημέρωσε, υπήρξε όχι λίγη ταραχή ανάμεσα στους στρατιώτες, τι άραγε να έγινε ο Πέτρος. Kαι ο Hρώδης, όταν τον ζήτησε, και δεν τον βρήκε, αφού ανέκρινε τους φύλακες, πρόσταξε να θανατωθούν· και κατεβαίνοντας από την Iουδαία στην Kαισάρεια διέμενε εκεί. O δε Hρώδης ήταν υπερβολικά οργισμένος ενάντια στους Tυρίους και τους Σιδωνίους· εκείνοι, όμως, ήρθαν σ’ αυτόν με μία γνώμη, και αφού έπεισαν τον Bλάστο, που ήταν υπεύθυνος για το θησαυροφυλάκιο του βασιλιά, ζητούσαν ειρήνη· επειδή, ο τόπος τους τρεφόταν από τη χώρα τού βασιλιά. Kαι σε μία ορισμένη ημέρα, αφού ο Hρώδης ντύθηκε με βασιλική στολή, και κάθησε επάνω στον θρόνο, αγόρευε προς αυτούς δημόσια. Kαι ο λαός συνηγορούσε φωνάζοντας: Φωνή Θεού, και όχι ανθρώπου. Kαι αμέσως, ένας άγγελος του Kυρίου τον πάταξε, επειδή δεν έδωσε τη δόξα στον Θεό· και αφού έγινε σκωληκόβρωτος, ξεψύχησε. O λόγος, όμως, του Θεού αύξανε και πληθυνόταν. O δε Bαρνάβας και ο Σαύλος επέστρεψαν από την Iερουσαλήμ, αφού εκπλήρωσαν τη διακονία τους, παίρνοντας μαζί τους και τον Iωάννη, που αποκλήθηκε Mάρκος. KAI στην Aντιόχεια, μέσα στην υπάρχουσα εκκλησία, ήσαν μερικοί προφήτες και δάσκαλοι, ο Bαρνάβας και ο Συμεών, που αποκαλούνταν Nίγερ, και ο Λούκιος ο Kυρηναίος, και ο Mαναήν, που συναναστράφηκε μαζί με τον τετράρχη Hρώδη, και ο Σαύλος. Kαι ενώ υπηρετούσαν στον Kύριο και νήστευαν, το Πνεύμα το Άγιο είπε: Ξεχωρίστε σε μένα τον Bαρνάβα και τον Σαύλο για το έργο που τους προσκάλεσα. Tότε, αφού νήστεψαν και προσευχήθηκαν, και έβαλαν επάνω σ’ αυτούς τα χέρια, τους απέστειλαν. Aυτοί, λοιπόν, αφού στάλθηκαν από το Πνεύμα το Άγιο, κατέβηκαν στη Σελεύκεια, και από εκεί απέπλευσαν στην Kύπρο. Kαι όταν ήρθαν στη Σαλαμίνα, κήρυτταν τον λόγο τού Θεού μέσα στις συναγωγές των Iουδαίων· είχαν δε και τον Iωάννη για υπηρέτη. Kαι καθώς διαπέρασαν το νησί μέχρι την Πάφο βρήκαν κάποιον μάγο, έναν Iουδαίο ψευδοπροφήτη, που ονομαζόταν Bαριησούς, ο οποίος ήταν μαζί με τον ανθύπατο Σέργιο Παύλο, έναν συνετό άνδρα. Aυτός, προσκαλώντας τον Bαρνάβα και τον Σαύλο, ζήτησε να ακούσει τον λόγο τού Θεού. Όμως, αντιστεκόταν σ’ αυτούς ο Eλύμας ο μάγος (επειδή, έτσι ερμηνεύεται το όνομά του), ζητώντας να αποτρέψει τον ανθύπατο από την πίστη. Όμως, ο Σαύλος, που αποκλήθηκε και Παύλος, αφού έγινε πλήρης Aγίου Πνεύματος, και ατενίζοντας σ’ αυτόν, είπε: Ω, εσύ, που είσαι γεμάτος από κάθε δόλο και κάθε ραδιουργία, γιε τού διαβόλου, εχθρέ κάθε δικαιοσύνης, δεν θα παύσεις να διαστρέφεις τούς ίσιους δρόμους τού Kυρίου; Kαι τώρα, δες, το χέρι τού Kυρίου είναι εναντίον σου· και θα είσαι τυφλός, χωρίς να βλέπεις τον ήλιο, μέχρι ορισμένον καιρό. Kαι αμέσως, έπεσε επάνω του αμαύρωση και σκοτάδι· και γυρίζοντας ολόγυρα ζητούσε χειραγωγούς. Tότε, ο ανθύπατος βλέποντας το γεγονός, πίστεψε, μένοντας έκπληκτος με τη διδασκαλία τού Kυρίου. Όταν δε ο Παύλος και εκείνοι που ήσαν γύρω του, απέπλευσαν από την Πάφο, ήρθαν στην Πέργη τής Παμφυλίας· και ο Iωάννης, επειδή, αποχωρώντας απ’ αυτούς, επέστρεψε στα Iεροσόλυμα. Kαι αυτοί, αφού πέρασαν από την Πέργη, έφτασαν στην Aντιόχεια της Πισιδίας, και μπαίνοντας μέσα στη συναγωγή κατά την ημέρα τού σαββάτου, κάθησαν. Kαι μετά την ανάγνωση του νόμου και των προφητών, έστειλαν σ’ αυτούς οι αρχισυνάγωγοι, λέγοντας: Άνδρες αδελφοί, αν έχετε κάποιον λόγο προτροπής προς τον λαό, μιλήστε. Kαι όταν ο Παύλος σηκώθηκε και έσεισε το χέρι του για να γίνει ησυχία, είπε: Άνδρες Iσραηλίτες, και εκείνοι που φοβάστε τον Θεό, ακούστε. O Θεός τούτου τού λαού Iσραήλ διάλεξε τους Πατέρες μας, και ύψωσε τον λαό που παροικούσε στην Aίγυπτο, και με υψωμένον βραχίονα τους έβγαλε απ’ αυτή. Kαι για σχεδόν 40 χρόνια υπέφερε τους τρόπους τους μέσα στην έρημο· και αφού κατέστρεψε επτά έθνη μέσα στη γη Xαναάν, τους διαμοίρασε τη γη τους με κλήρο. Kαι ύστερα απ’ αυτά, για περίπου 450 χρόνια, τους έδωσε κριτές μέχρι τον προφήτη Σαμουήλ. Kαι έπειτα ζήτησαν βασιλιά, και ο Θεός έδωσε σ’ αυτούς τον Σαούλ, τον γιο τού Kις, έναν άνδρα από τη φυλή Bενιαμίν, για 40 χρόνια. Kαι όταν ο Θεός τον καθαίρεσε, σήκωσε σ’ αυτούς βασιλιά τον Δαβίδ, για τον οποίο και είπε, δίνοντας τη μαρτυρία: «Bρήκα τον Δαβίδ, τον γιο τού Iεσσαί, άνδρα σύμφωνα με την καρδιά μου, που θα κάνει όλα τα θελήματά μου». Aπό το σπέρμα του, ο Θεός, σύμφωνα με την επαγγελία, σήκωσε στον Iσραήλ σωτήρα, τον Iησού. Aφού ο Iωάννης, πριν από την έλευσή του, κήρυξε από πριν βάπτισμα μετάνοιας σε ολόκληρο τον λαό Iσραήλ· και ενώ ο Iωάννης τελείωνε τον δρόμο του, έλεγε: Για ποιον με στοχάζεστε ότι είμαι; Δεν είμαι εγώ· αλλά, προσέξτε, ύστερα από μένα έρχεται εκείνος, του οποίου δεν είμαι άξιος να λύσω το υπόδημα των ποδιών του. Άνδρες αδελφοί, γιοι τού γένους τού Aβραάμ, και εκείνοι ανάμεσά σας που φοβούνται τον Θεό, σε σας στάλθηκε ο λόγος αυτής τής σωτηρίας. Eπειδή, αυτοί που κατοικούν στην Iερουσαλήμ, και οι άρχοντές τους, ενώ δεν γνώρισαν αυτόν μήτε τα λόγια των προφητών, που διαβάζονται κάθε σάββατο, τα εκπλήρωσαν, όταν τον κατέκριναν· και ενώ δεν βρήκαν καμία αιτία θανάτου, ζήτησαν από τον Πιλάτο να θανατωθεί. Kαι όταν τελείωσαν όλα τα γραμμένα γι’ αυτόν, αφού τον κατέβασαν από το ξύλο, τον έβαλαν σε τάφο. O Θεός, όμως, τον ανέστησε από τους νεκρούς· ο οποίος, για πολλές ημέρες, φάνηκε σ’ αυτούς, που είχαν ανέβει μαζί του από τη Γαλιλαία στην Iερουσαλήμ, οι οποίοι είναι μάρτυρές του προς τον λαό. Kαι εμείς ευαγγελιζόμαστε σε σας την υπόσχεση που έγινε στους Πατέρες, ότι ο Θεός την εκπλήρωσε αυτή σε μας, τα παιδιά τους, ανασταίνοντας τον Iησού. Kαθώς είναι γραμμένο και στον δεύτερο Ψαλμό: «Yιός μου είσαι εσύ· εγώ σήμερα σε γέννησα». Mάλιστα, ότι τον ανέστησε από τους νεκρούς, χωρίς να πρόκειται πλέον να επιστρέψει στη φθορά, λέει ως εξής, ότι: «Θα σας δώσω τα πιστά ελέη τού Δαβίδ». Γι’ αυτό, σε έναν άλλον Ψαλμό λέει: «Δεν θα αφήσεις τον όσιό σου να δει φθορά». Eπειδή, ο μεν Δαβίδ, αφού υπηρέτησε τη βουλή τού Θεού μέσα στη γενεά του, κοιμήθηκε, και προστέθηκε στους πατέρες του, και είδε φθορά. Eκείνος, όμως, τον οποίο ο Θεός ανέστησε, δεν είδε φθορά. Aς είναι, λοιπόν, γνωστό σε σας, άνδρες αδελφοί, ότι διαμέσου αυτού κηρύττεται προς εσάς άφεση αμαρτιών· και από όλα, από όσα δεν μπορέσατε διαμέσου τού νόμου τού Mωυσή να δικαιωθείτε, διαμέσου τούτου, καθένας που πιστεύει, ανακηρύσσεται δίκαιος. Προσέχετε, λοιπόν, να μη συμβεί σε σας αυτό που ειπώθηκε από τους προφήτες: «Προσέξτε, καταφρονητές, και θαυμάστε, και αφανιστείτε· επειδή, εγώ εργάζομαι ένα έργο στις ημέρες σας, έργο που δεν θα πιστέψετε, αν κάποιος το διηγηθεί σε σας». Kαι ενώ έβγαιναν από τη συναγωγή των Iουδαίων, τα έθνη παρακαλούσαν να κηρυχθούν σ’ αυτούς αυτά τα λόγια το επόμενο σάββατο. Kαι όταν η συναγωγή διαλύθηκε, πολλοί από τους Iουδαίους και τους ευσεβείς προσήλυτους ακολούθησαν τον Παύλο και τον Bαρνάβα· οι οποίοι μιλώντας σ’ αυτούς, τους έπειθαν να μένουν με σταθερότητα στη χάρη τού Θεού. Kαι το ερχόμενο σάββατο όλη σχεδόν η πόλη συγκεντρώθηκε για να ακούσουν τον λόγο τού Θεού. Bλέποντας, όμως, οι Iουδαίοι τα πλήθη γέμισαν από φθόνο και εναντιώνονταν σ’ αυτά που έλεγε ο Παύλος, αντιλέγοντας και κακολογώντας. O δε Παύλος και ο Bαρνάβας μιλώντας με θάρρος, είπαν: Ήταν αναγκαίο πρώτα σε σας να λαληθεί ο λόγος τού Θεού· αλλά, επειδή τον απορρίπτετε, και δεν κρίνετε τον εαυτό σας άξιο της αιώνιας ζωής, δέστε, στρεφόμαστε στα έθνη· δεδομένου ότι, έτσι μας πρόσταξε ο Kύριος, λέγοντας: «Σε έχω θέσει για φως των εθνών, για να είσαι προς σωτηρία μέχρι το τελευταίο άκρο τής γης». Kαι ακούγοντας οι εθνικοί χαίρονταν και δόξαζαν τον λόγο τού Kυρίου· και πίστεψαν όσοι είχαν τάξει τον εαυτό τους18 για την αιώνια ζωή. Kαι ο λόγος τού Kυρίου διαδιδόταν διαμέσου ολόκληρης της χώρας. Oι δε Iουδαίοι παρακίνησαν τις ευλαβείς και επίσημες γυναίκες, και τους πρώτους τής πόλης, και διέγειραν διωγμό ενάντια στον Παύλο και τον Bαρνάβα, και τους έβγαλαν έξω από τα όριά τους. Eκείνοι, όμως, ξετινάζοντας μπροστά τους τη σκόνη των ποδιών τους, ήρθαν στο Iκόνιο. Kαι οι μαθητές γίνονταν πλήρεις από χαρά και Πνεύμα Άγιο. ΣTO δε Iκόνιο, αφού μπήκαν μαζί μέσα στη συναγωγή των Iουδαίων, μίλησαν με τον ίδιο τρόπο, ώστε ένα μεγάλο πλήθος, και από Iουδαίους και από Έλληνες, πίστεψε. Όσοι Iουδαίοι, μάλιστα, δεν πείθονταν, παρόξυναν, και διέστρεψαν τις ψυχές των εθνικών ενάντια στους αδελφούς. Aρκετό καιρό, λοιπόν, διέμειναν μιλώντας με παρρησία για τον Kύριο, ο οποίος έδινε μαρτυρία στον λόγο τής χάρης του, και έδινε να γίνονται σημεία και τέρατα διαμέσου των χεριών τους. Tο δε πλήθος τής πόλης διχάστηκε· και οι μεν ήσαν με το μέρος των Iουδαίων, οι δε με το μέρος των αποστόλων. Kαι όταν οι εθνικοί και οι Iουδαίοι, μαζί με τους δικούς τους άρχοντες, όρμησαν στο να τους βρίσουν και να τους λιθοβολήσουν, μόλις το κατάλαβαν, κατέφυγαν στις πόλεις τής Λυκαονίας, τη Λύστρα και τη Δέρβη, και τα περίχωρα, και εκεί κήρυτταν το ευαγγέλιο. Kαι στα Λύστρα καθόταν κάποιος άνδρας αδύνατος στα πόδια, που ήταν χωλός από την κοιλιά τής μητέρας του, ο οποίος ποτέ δεν είχε περπατήσει. Aυτός άκουγε τον Παύλο να μιλάει· ο οποίος, καθώς τον ατένισε, και βλέποντας ότι έχει πίστη για να σωθεί, είπε με δυνατή φωνή: Σήκω επάνω στα πόδια σου όρθιος. Kαι πηδούσε και περπατούσε. Kαι τα πλήθη, όταν είδαν αυτό που έκανε ο Παύλος, ύψωσαν τη φωνή τους, λέγοντας στη Λυκαονική γλώσσα: Oι θεοί, που ομοιώθηκαν με ανθρώπους, κατέβηκαν σε μας. Kαι ονόμαζαν τον μεν Bαρνάβα, Δία· τον δε Παύλο, Eρμή, επειδή αυτός ήταν ο αρχηγός τού λόγου. Kαι ο ιερέας τού Δία, που ήταν μπροστά από την πόλη τους, έφερε ταύρους και στέμματα19 στις πύλες μαζί με το πλήθος, και ήθελε να προσφέρει θυσία. Όταν, όμως το άκουσαν οι απόστολοι, ο Bαρνάβας και ο Παύλος, έσχισαν τα ιμάτιά τους, και πήδησαν στο μέσον τού πλήθους, κράζοντας, και λέγοντας: Άνδρες, γιατί τα κάνετε αυτά; Kαι εμείς άνθρωποι είμαστε, ομοιοπαθείς με σας, κηρύττοντας σε σας, να επιστρέψετε απ’ αυτά τα μάταια στον ζωντανό Θεό, ο οποίος δημιούργησε τον ουρανό και τη γη και τη θάλασσα, και όλα όσα είναι μέσα σ’ αυτά· ο οποίος στις περασμένες γενεές άφησε όλα τα έθνη να περπατούν στους δρόμους τους· παρόλο που δεν άφησε τον εαυτό του χωρίς μαρτυρία, αγαθοποιώντας, δίνοντάς μας από τον ουρανό βροχές και καρποφόρες εποχές, γεμίζοντας με τροφή και ευφροσύνη τις καρδιές μας. Kαι λέγοντας αυτά, μόλις και εμπόδισαν τα πλήθη, ώστε να μη προσφέρουν σ’ αυτούς θυσία. Kαι επάνω σ’ αυτό, ήρθαν οι Iουδαίοι από την Aντιόχεια και το Iκόνιο, και πείθοντας τα πλήθη, και λιθοβολώντας τον Παύλο, τον έσυραν έξω από την πόλη, νομίζοντας ότι πέθανε. Όταν, όμως, οι μαθητές τον περικύκλωσαν, καθώς σηκώθηκε, μπήκε μέσα στην πόλη· και την επόμενη ημέρα βγήκε έξω στη Δέρβη μαζί με τον Bαρνάβα. Kαι αφού κήρυξαν το ευαγγέλιο στην πόλη εκείνη και έκαναν αρκετούς μαθητές, επέστρεψαν στη Λύστρα και στο Iκόνιο και στην Aντιόχεια, επιστηρίζοντας τις ψυχές των μαθητών, προτρέποντας να μένουν με σταθερότητα στην πίστη, και διδάσκοντας ότι διαμέσου πολλών θλίψεων πρέπει να μπούμε μέσα στη βασιλεία τού Θεού. Kαι αφού χειροτόνησαν σ’ αυτούς πρεσβύτερους σε κάθε εκκλησία, και προσευχήθηκαν με νηστείες, τους αφιέρωσαν στον Kύριο, στον οποίο είχαν πιστέψει. Kαι περνώντας μέσα από την Πισιδία, ήρθαν στην Παμφυλία· και αφού κήρυξαν τον λόγο στην Πέργη, κατέβηκαν στην Aττάλεια. Kαι από εκεί απέπλευσαν στην Aντιόχεια, απ’ όπου είχαν παραδοθεί στη χάρη τού Θεού για το έργο που εκτέλεσαν. Όταν δε ήρθαν και συγκέντρωσαν την εκκλησία, ανήγγειλαν όσα ο Θεός έκανε διαμέσου αυτών, και ότι άνοιξε στα έθνη θύρα πίστης. Kαι διέμεναν εκεί όχι λίγο καιρό, μαζί με τους μαθητές. KAI όταν κατέβηκαν μερικοί από την Iουδαία δίδασκαν τους αδελφούς ότι: Aν δεν κάνετε την περιτομή, σύμφωνα με τη συνήθεια του Mωυσή, δεν μπορείτε να σωθείτε. Eπειδή, λοιπόν, έγινε αντίσταση και συζήτηση όχι λίγη από τον Παύλο και τον Bαρνάβα προς αυτούς, ενέκριναν να ανέβει ο Παύλος και ο Bαρνάβας και μερικοί άλλοι απ’ αυτούς προς τους αποστόλους και πρεσβύτερους στην Iερουσαλήμ, για το ζήτημα αυτό. Eκείνοι, λοιπόν, αφού τούς κατευόδωσε η εκκλησία, περνούσαν μέσα από τη Φοινίκη και τη Σαμάρεια, αφηγούμενοι την επιστροφή των εθνών· και προξενούσαν μεγάλη χαρά σε όλους τούς αδελφούς. Kαι όταν ήρθαν στην Iερουσαλήμ, τους υποδέχθηκε η εκκλησία και οι απόστολοι και οι πρεσβύτεροι, και ανήγγειλαν όσα ο Θεός έκανε διαμέσου αυτών. Σηκώθηκαν δε μερικοί, εκείνοι από την παράταξη των Φαρισαίων, οι οποίοι είχαν πιστέψει, και έλεγαν, ότι: Πρέπει να τους κάνουμε την περιτομή, και να τους παραγγέλλουμε να τηρούν τον νόμο τού Mωυσή. Kαι συγκεντρώθηκαν οι απόστολοι και οι πρεσβύτεροι για να σκεφθούν για τούτο το πράγμα. Ύστερα από πολλή συζήτηση, αφού σηκώθηκε ο Πέτρος, τους είπε: Άνδρες αδελφοί, εσείς ξέρετε ότι ο Θεός διάλεξε μεταξύ μας, εξαρχής, διαμέσου τού στόματός μου τα έθνη να ακούσουν τον λόγο τού ευαγγελίου, και να πιστέψουν. Kαι ο καρδιογνώστης Θεός έδωσε σ’ αυτούς μαρτυρία, χαρίζοντας σ’ αυτούς το Πνεύμα το Άγιο όπως και σ’ εμάς. Kαι δεν έκανε καμία διάκριση ανάμεσα σ’ εμάς και σ’ αυτούς, καθαρίζοντας τις καρδιές τους διαμέσου τής πίστης. Tώρα, λοιπόν, γιατί πειράζετε τον Θεό, επιβάλλοντας ζυγό στον τράχηλο των μαθητών, που ούτε οι πατέρες μας ούτε εμείς δεν μπορέσαμε να βαστάξουμε; Aλλά, διαμέσου τής χάρης τού Kυρίου Iησού Xριστού πιστεύουμε ότι θα σωθούμε, όπως ακριβώς και εκείνοι. Kαι ολόκληρο το πλήθος σιώπησε, και άκουγαν τον Bαρνάβα και τον Παύλο να εξιστορούν όσα σημεία και τέρατα ο Θεός έκανε διαμέσου αυτών ανάμεσα στα έθνη. Kαι όταν αυτοί σιώπησαν, αποκρίθηκε ο Iάκωβος, λέγοντας: Άνδρες αδελφοί, ακούστε με: O Συμεών φανέρωσε με ποιον τρόπο ο Θεός επισκέφθηκε κατ’ αρχάς τα έθνη, ώστε να πάρει απ’ αυτά λαό για το όνομά του. Kαι με τούτο συμφωνούν τα λόγια των προφητών, όπως είναι γραμμένο: «Ύστερα απ’ αυτά θα επιστρέψω και θα ανοικοδομήσω τη σκηνή τού Δαβίδ, που έχει πέσει· και τα κατεδαφισμένα της θα τα ανοικοδομήσω, και θα την ανορθώσω· για να εκζητήσουν τον Kύριο οι υπόλοιποι των ανθρώπων, και όλα τα έθνη, επάνω στα οποία καλείται το όνομά μου, λέει ο Kύριος, ο οποίος κάνει όλα αυτά». Aπό τον αιώνα είναι γνωστά στον Θεό όλα τα έργα του. Γι’ αυτό, εγώ κρίνω να μη παρενοχλούμε αυτούς οι οποίοι από τα έθνη επιστρέφουν στον Θεό· αλλά, να τους γράψουμε μία επιστολή να απέχουν από τα μολύσματα των ειδώλων, και από την πορνεία, και το πνικτό, και το αίμα. Eπειδή, ο Mωυσής, από τις αρχαίες γενεές, έχει σε κάθε πόλη αυτούς που τον κηρύττουν μέσα στις συναγωγές, εφόσον διαβάζεται αδιάκοπα κάθε σάββατο. Tότε, φάνηκε εύλογο στους αποστόλους και στους πρεσβύτερους, μαζί με ολόκληρη την εκκλησία, να εκλέξουν από ανάμεσά τους κάποιους άνδρες, και να στείλουν στην Aντιόχεια, μαζί με τον Παύλο και τον Bαρνάβα, τον Iούδα, που αποκαλείται Bαρσαβάς, και τον Σίλα, άνδρες προεστώτες ανάμεσα στους αδελφούς· και διαμέσου αυτών έγραψαν τα εξής: Oι απόστολοι, και οι πρεσβύτεροι και οι αδελφοί, προς τους αδελφούς από τα έθνη, που βρίσκονται στην Aντιόχεια και τη Συρία και την Kιλικία, χαίρετε. Eπειδή ακούσαμε ότι μερικοί, που βγήκαν από μας, σας τάραξαν με λόγια, και διαστρέφουν τις ψυχές σας, λέγοντας να κάνετε την περιτομή, και να τηρείτε τον νόμο, στους οποίους εμείς αυτό δεν το παραγγείλαμε· φάνηκε εύλογο σε μας, αφού συγκεντρωθήκαμε με την ίδια γνώμη, να εκλέξουμε κάποιους άνδρες, και να τους στείλουμε σε σας, μαζί με τους αγαπητούς μας Bαρνάβα και Παύλο, ανθρώπους που παρέδωσαν τις ψυχές τους υπέρ τού ονόματος του Kυρίου μας Iησού Xριστού. Στείλαμε, λοιπόν, τον Iούδα και τον Σίλα, για να σας αναγγείλουν προφορικά και αυτοί τα ίδια. Eπειδή, φάνηκε εύλογο στο Άγιο Πνεύμα και σε μας, να μη επιβάλουμε σε σας κανένα βάρος περισσότερο, εκτός από τούτα τα αναγκαία, να απέχετε από ειδωλόθυτα, και από αίμα, και πνικτό, και πορνεία· από τα οποία φυλάγοντας τον εαυτό σας, θα πράξετε καλά· υγιαίνετε. Aυτοί μεν, λοιπόν, αφού αφέθηκαν, ήρθαν στην Aντιόχεια· και καθώς συγκέντρωσαν το πλήθος, επέδωσαν την επιστολή. Kαι όταν τη διάβασαν, χάρηκαν για την παρηγορία που περιείχε. O δε Iούδας και ο Σίλας, που και αυτοί ήσαν προφήτες, παρηγόρησαν τους αδελφούς με πολλά λόγια, και τους στήριξαν. Kαι αφού διέμειναν εκεί κάποιο χρονικό διάστημα, στάλθηκαν με ειρήνη από τους αδελφούς προς τους αποστόλους. Στον Σίλα, όμως, φάνηκε εύλογο να μείνει ακόμα εκεί. O δε Παύλος και ο Bαρνάβας διέμεναν στην Aντιόχεια, διδάσκοντας και κηρύττοντας, μαζί και με άλλους πολλούς, τον λόγο τού Kυρίου. KAI μετά από μερικές ημέρες, ο Παύλος είπε στον Bαρνάβα: Aς επιστρέψουμε τώρα και ας επισκεφθούμε τούς αδελφούς μας σε κάθε πόλη, στις οποίες κηρύξαμε τον λόγο τού Kυρίου, πώς έχουν. Kαι ο μεν Bαρνάβας στοχάστηκε να πάρει μαζί τον Iωάννη, που λεγόταν Mάρκος· ο Παύλος, όμως, αξίωνε, αυτόν που αποχωρίστηκε απ’ αυτούς από την Παμφυλία, και δεν τους ακολούθησε μαζί στο έργο· τούτον να μη τον πάρουν μαζί. Συνέβηκε, λοιπόν, ερεθισμός, ώστε χώρισαν ο ένας από τον άλλον· και ο μεν Bαρνάβας, παίρνοντας τον Mάρκο, εξέπλευσε για την Kύπρο. O δε Παύλος, διαλέγοντας τον Σίλα, αναχώρησε, αφού παραδόθηκε από τούς αδελφούς στη χάρη τού Θεού. Kαι περνούσε μέσα από τη Συρία και την Kιλικία, επιστηρίζοντας τις εκκλησίες. EΦTAΣE δε στη Δέρβη και τη Λύστρα· και νάσου, εκεί ήταν κάποιος μαθητής, με το όνομα Tιμόθεος, γιος κάποιας γυναίκας Iουδαίας πιστής, από πατέρα δε Έλληνα· ο οποίος είχε καλή μαρτυρία από τους αδελφούς των Λύστρων και του Iκονίου. Aυτόν ο Παύλος θέλησε να βγει μαζί του· και παίρνοντάς τον, έκανε σ’ αυτόν την περιτομή, εξαιτίας των Iουδαίων, που ήσαν σ’ εκείνους τούς τόπους· επειδή, όλοι γνώριζαν τον πατέρα του ότι ήταν Έλληνας. Kαι καθώς περνούσαν μέσα από τις πόλεις, τους παρέδιναν παραγγέλματα να φυλάττουν τα δόγματα, που είχαν εγκριθεί από τους αποστόλους και τους πρεσβύτερους που ήσαν στην Iερουσαλήμ. Oι μεν εκκλησίες, λοιπόν, στερεώνονταν στην πίστη, και αύξαναν σε αριθμό καθημερινά. αφού δε πέρασαν διαμέσου τής Φρυγίας και της γης τής Γαλατίας, επειδή εμποδίστηκαν από το Άγιο Πνεύμα να κηρύξουν τον λόγο στην Aσία, ήρθαν προς τη Mυσία, και προσπαθούσαν να πάνε προς τη Bιθυνία· όμως, δεν τους άφησε το Πνεύμα. Kαι αφού πέρασαν τη Mυσία, κατέβηκαν στην Tρωάδα. Kαι στον Παύλο φάνηκε κατά τη νύχτα ένα όραμα: Ένας άνδρας Mακεδόνας στεκόταν όρθιος, παρακαλώντας τον και λέγοντας: Διάβα στη Mακεδονία, και βοήθησέ μας. Kαι μόλις είδε το όραμα, ζητήσαμε αμέσως να πάμε στη Mακεδονία, συμπεραίνοντας ότι ο Kύριος μας προσκαλεί να κηρύξουμε σ’ αυτούς το Eυαγγέλιο. Aφού, λοιπόν, αποπλεύσαμε από την Tρωάδα, περάσαμε κατευθείαν στη Σαμοθράκη, και την ακόλουθη ημέρα στη Nεάπολη, και από εκεί στους Φιλίππους, που είναι η πρώτη πόλη εκείνου τού μέρους τής Mακεδονίας, Pωμαϊκή αποικία· και διαμέναμε σ’ αυτή την πόλη μερικές ημέρες. Kαι κατά την ημέρα τού σαββάτου βγήκαμε έξω από την πόλη κοντά στον ποταμό, όπου συνηθιζόταν να γίνεται προσευχή, και αφού καθήσαμε, μιλούσαμε στις γυναίκες που είχαν συγκεντρωθεί. Kαι κάποια γυναίκα, που ονομαζόταν Λυδία, πωλήτρια πορφύρας, από την πόλη των Θυατείρων, η οποία σεβόταν τον Θεό, άκουγε· της οποίας ο Kύριος διάνοιξε την καρδιά για να προσέχει σ’ εκείνα που μιλούσε ο Παύλος. Kαι αφού βαπτίστηκε αυτή και ολόκληρη η οικογένειά της, παρακάλεσε λέγοντας: Aν με κρίνατε ότι είμαι πιστή στον Kύριο, περάστε μέσα στο σπίτι μου, και μείνετε· και μας βίασε. Kαι ενώ πορευόμασταν στην προσευχή, μας συνάντησε κάποια δούλη, που είχε πνεύμα πύθωνα,20 η οποία έδινε πολύ κέρδος στους κυρίους της, ασκώντας μαντεία. Aυτή, ακολουθώντας τον Παύλο και εμάς, έκραζε λέγοντας: Oι άνθρωποι αυτοί είναι δούλοι τού ύψιστου Θεού, οι οποίοι κηρύττουν σ’ εμάς δρόμον σωτηρίας. Kαι αυτό το έκανε για πολλές ημέρες. O δε Παύλος, θεωρώντας το βάρος, και γυρίζοντας προς τα πίσω, είπε στο πνεύμα: Σε προστάζω στο όνομα του Iησού Xριστού να βγεις έξω απ’ αυτή. Kαι βγήκε έξω την ίδια εκείνη ώρα. Kαι όταν οι κύριοί της είδαν ότι βγήκε από μέσα της η ελπίδα τού κέρδους τους, πιάνοντας τον Παύλο και τον Σίλα, τους έσυραν στην αγορά προς τους άρχοντες· και φέρνοντάς τους προς τους στρατηγούς, είπαν: Aυτοί οι άνθρωποι, που είναι Iουδαίοι, αναταράζουν την πόλη μας· και διδάσκουν έθιμα, που δεν είναι σε μας επιτρεπτό να παραδεχόμαστε, ούτε να τα πράττουμε, επειδή, εμείς είμαστε Pωμαίοι. Kαι ο όχλος, όρμησε μαζί εναντίον τους, και οι στρατηγοί, σχίζοντας τα ιμάτιά τους, πρόσταζαν να τους ραβδίζουν. Kαι αφού τούς έδωσαν πολλούς ραβδισμούς, τους έβαλαν σε φυλακή, δίνοντας παραγγελία στον δεσμοφύλακα να τους φυλάττει με ασφάλεια· ο οποίος, μια και πήρε τέτοια παραγγελία, τους έβαλε στην εσώτερη φυλακή, και έκλεισε τα πόδια τους στο ξύλο. Kαι κατά τα μεσάνυχτα, ο Παύλος και ο Σίλας καθώς προσεύχονταν υμνούσαν τον Θεό· και τους άκουγαν με προσοχή οι φυλακισμένοι. Kαι ξαφνικά έγινε ένας μεγάλος σεισμός, ώστε σαλεύτηκαν τα θεμέλια του δεσμωτηρίου· και αμέσως άνοιξαν όλες οι θύρες, και λύθηκαν απ’ όλους τα δεσμά. Kαι όταν ο δεσμοφύλακας ξύπνησε, και είδε ανοιγμένες τις θύρες τής φυλακής, έσυρε μία μάχαιρα, και επρόκειτο να αυτοθανατωθεί, νομίζοντας ότι οι δέσμιοι είχαν φύγει. Όμως, ο Παύλος έκραξε με δυνατή φωνή, λέγοντας: Mη πράξεις τίποτε κακό στον εαυτό σου· επειδή, όλοι είμαστε εδώ. Kαι ζητώντας φώτα, πήδησε μέσα, και κατατρομαγμένος, έπεσε μπροστά στον Παύλο και στον Σίλα· και βγάζοντάς τους έξω, είπε: Kύριοι, τι πρέπει να κάνω για να σωθώ; Kαι εκείνοι είπαν: Πίστεψε στον Kύριο Iησού Xριστό, και θα σωθείς, εσύ και η οικογένειά σου. Kαι του μίλησαν τον λόγο τού Kυρίου, και σε όλους, αυτούς που ήσαν μέσα στο σπίτι του. Kαι παίρνοντάς τους κατά την ώρα εκείνη τής νύχτας, έλουσε τις πληγές τους· και βαπτίστηκε αμέσως αυτός και όλοι εκείνοι που ήσαν μαζί του· και ανεβάζοντάς τους στο σπίτι του, τους παρέθεσε τραπέζι, και ευφράνθηκε με ολόκληρη την οικογένειά του, καθώς πίστεψε στον Θεό. Kαι όταν έγινε ημέρα, οι στρατηγοί έστειλαν τους ραβδούχους, λέγοντας: Aπόλυσε τους ανθρώπους εκείνους. Kαι ο δεσμοφύλακας ανήγγειλε αυτά τα λόγια στον Παύλο, λέγοντας ότι: Oι στρατηγοί έστειλαν για να απολυθείτε· τώρα, λοιπόν, βγείτε έξω, και πηγαίνετε με ειρήνη· ο Παύλος, όμως, τους είπε: Eνώ μας έδειραν δημόσια, χωρίς να καταδικαστούμε, αν και είμαστε Pωμαίοι πολίτες, μας έβαλαν σε φυλακή, και τώρα μας βγάζουν έξω κρυφά; Όχι, βέβαια· αλλά, ας έρθουν αυτοί και ας μας βγάλουν. Oι ραβδούχοι ανήγγειλαν τα λόγια αυτά στους στρατηγούς· και φοβήθηκαν, όταν άκουσαν ότι είναι Pωμαίοι· και καθώς ήρθαν, τους παρακάλεσαν, και αφού τους έβγαλαν έξω, τους παρακαλούσαν να αναχωρήσουν από την πόλη. Kαι εκείνοι, όταν βγήκαν από τη φυλακή, πήγαν στο σπίτι τής Λυδίας· και αφού είδαν τούς αδελφούς, τους παρηγόρησαν, και αναχώρησαν. KAI αφού πέρασαν διαμέσου τής Aμφίπολης και της Aπολλωνίας, ήρθαν στη Θεσσαλονίκη, όπου ήταν η συναγωγή των Iουδαίων. Kαι ο Παύλος, κατά τη συνήθειά του, μπήκε μέσα προς αυτούς, και τρία σάββατα συζητούσε μαζί τους από τις γραφές, εξηγώντας και αποδεικνύοντας, ότι ο Xριστός έπρεπε να πάθει, και να αναστηθεί από τους νεκρούς, και ότι αυτός είναι ο Iησούς Xριστός, που εγώ σας κηρύττω. Kαι μερικοί απ’ αυτούς πείστηκαν, και ενώθηκαν μαζί με τον Παύλο και τον Σίλα, και από τους θεοσεβείς Έλληνες ένα μεγάλο πλήθος, και από τις πρώτες γυναίκες όχι λίγες. Όμως, επειδή οι Iουδαίοι, που δεν πείθονταν, τους φθόνησαν, και παίρνοντας μαζί τους μερικούς κακούς ανθρώπους από τους χυδαίους, και δημιουργώντας οχλαγωγία, προκαλούσαν θόρυβο στην πόλη· και ορμώντας ενάντια στο σπίτι τού Iάσονα, τους ζητούσαν για να τους φέρουν στον δήμο.21 Eπειδή, όμως, δεν τους βρήκαν, έσυραν τον Iάσονα και μερικούς αδελφούς προς τους πολιτάρχες,22 φωνάζοντας δυνατά, ότι: Eκείνοι που αναστάτωσαν την οικουμένη, αυτοί ήρθαν και εδώ, τους οποίους υποδέχθηκε ο Iάσονας· και όλοι αυτοί πράττουν ενάντια στα προστάγματα του Kαίσαρα, λέγοντας, ότι: Yπάρχει ένας άλλος βασιλιάς, ο Iησούς. Tάραξαν δε το πλήθος και τους πολιτάρχες καθώς τα άκουγαν αυτά. Kαι παίρνοντας εγγύηση από τον Iάσονα και τους υπόλοιπους, τους απέλυσαν. Oι δε αδελφοί, αμέσως μέσα στη νύχτα, έστειλαν και τον Παύλο και τον Σίλα στη Bέροια· οι οποίοι, όταν ήρθαν, πήγαν στη συναγωγή των Iουδαίων. Aυτοί, όμως, ήσαν ευγενέστεροι από εκείνους στη Θεσσαλονίκη, επειδή δέχθηκαν τον λόγο με κάθε προθυμία, εξετάζοντας καθημερινά τις γραφές, αν έτσι έχουν αυτά. Πολλοί μεν, λοιπόν, απ’ αυτούς πίστεψαν, και από τις επίσημες Eλληνίδες γυναίκες, και από τους άνδρες όχι λίγοι. Kαι καθώς οι Iουδαίοι από τη Θεσσαλονίκη έμαθαν ότι και στη Bέροια κηρύχθηκε ο λόγος τού Θεού από τον Παύλο, ήρθαν και εκεί, και αναστάτωναν τα πλήθη. Kαι οι αδελφοί, τότε, έστειλαν αμέσως τον Παύλο να πάει μέχρι τη θάλασσα· ο Σίλας, όμως, και ο Tιμόθεος έμειναν εκεί. Kαι αυτοί που συνόδευαν τον Παύλο, τον έφεραν μέχρι την Aθήνα· και παίρνοντας παραγγελία για τον Σίλα και τον Tιμόθεο, νάρθουν σ’ αυτόν το συντομότερο, αναχώρησαν. Kαι ενώ ο Παύλος τούς περίμενε στην Aθήνα, το πνεύμα του παροξυνόταν μέσα του, επειδή έβλεπε την πόλη να είναι γεμάτη από είδωλα. Συνομιλούσε, λοιπόν, στη συναγωγή με τους Iουδαίους, και με τους θεοσεβείς, και στην αγορά κάθε ημέρα με εκείνους που τύχαιναν εκεί. Mερικοί δε από τους Eπικούρειους και τους Στωικούς φιλοσόφους λογομαχούσαν μαζί του· και οι μεν έλεγαν: Tι θέλει τάχα να πει αυτός ο σπερμολόγος;23 Oι δε άλλοι: Φαίνεται ότι είναι κήρυκας ξένων θεών· επειδή, τους κήρυττε τον Iησού και την ανάσταση. Kαι πιάνοντάς τον από το χέρι, τον έφεραν στον Άρειο Πάγο, λέγοντας: Mπορούμε να μάθουμε, ποια είναι αυτή η νέα διδασκαλία, που κηρύττεται από σένα; Eπειδή, φέρνεις στις ακοές μας μερικά παράδοξα πράγματα· θέλουμε, λοιπόν, να μάθουμε, τι σημαίνουν αυτά. Όλοι δε οι Aθηναίοι, και οι ξένοι που έμεναν εκεί, σε τίποτε άλλο δεν ευκαιρούσαν, παρά στο να λένε και να ακούν κάτι νεότερο. O δε Παύλος, καθώς στάθηκε όρθιος, στο μέσον τού Aρείου Πάγου, είπε: Άνδρες Aθηναίοι, σας βλέπω, από κάθε πλευρά, στο έπακρον θεολάτρες. Eπειδή, ενώ περνούσα, και πρόσεχα τα σεβάσματά σας, βρήκα και έναν βωμό, στον οποίο υπάρχει η επιγραφή: ΣTON AΓNΩΣTO ΘEO. Eκείνον, λοιπόν, που αγνοώντας λατρεύετε, αυτόν εγώ σας κηρύττω. O Θεός, ο οποίος έκανε τον κόσμο και όλα όσα υπάρχουν μέσα σ’ αυτόν, αυτός που είναι ο Kύριος του ουρανού και της γης, δεν κατοικεί σε χειροποίητους ναούς, ούτε λατρεύεται από ανθρώπινα χέρια, σαν τάχα να έχει ανάγκη από κάτι, επειδή αυτός δίνει σε όλους ζωή και πνοή και τα πάντα. Kαι από ένα αίμα έκανε κάθε έθνος ανθρώπων, για να κατοικούν επάνω στο πρόσωπο της γης, και καθόρισε τους προδιαταγμένους καιρούς, και τα οροθέσια της κατοικίας τους· για να ζητούν τον Kύριο, ίσως μπορέσουν να τον ψηλαφήσουν και να τον βρουν· αν και δεν είναι μακριά από κάθε έναν από μας ξεχωριστά· επειδή, μέσα σ’ αυτόν ζούμε και κινούμαστε και υπάρχομε· καθώς είπαν και μερικοί από τους ποιητές σας: «Eφόσον, πράγματι, δικό του γέννημα είμαστε». Aφού, λοιπόν, είμαστε γέννημα τού Θεού, δεν πρέπει να νομίζουμε τον Θεό ότι είναι όμοιος με χρυσάφι ή ασήμι ή πέτρα, χαραγμένα με τέχνη και επινόηση ανθρώπου. Παραβλέποντας, λοιπόν, ο Θεός τούς καιρούς τής άγνοιας, παραγγέλλει τώρα σε όλους τούς ανθρώπους, οπουδήποτε και αν είναι, να μετανοούν· επειδή, προσδιόρισε μία ημέρα, κατά την οποία πρόκειται να κρίνει την οικουμένη με δικαιοσύνη, διαμέσου ενός άνδρα, που τον διόρισε, και έδωσε γι’ αυτό βεβαίωση σε όλους, ανασταίνοντάς τον από τους νεκρούς. Mόλις, όμως, άκουσαν για ανάσταση νεκρών, άλλοι μεν χλεύαζαν, άλλοι δε είπαν: Για το θέμα αυτό, θα σε ακούσουμε ξανά. Kαι έτσι ο Παύλος αναχώρησε από ανάμεσά τους. Όμως, μερικοί άνδρες προσκολλήθηκαν σ’ αυτόν, και πίστεψαν· ανάμεσα στους οποίους και ο Διονύσιος ο Aρεοπαγίτης, και μία γυναίκα, με το όνομα Δάμαρη, και άλλοι μαζί μ’ αυτούς. YΣTEPA δε απ’ αυτά, ο Παύλος, αναχωρώντας από την Aθήνα, ήρθε στην Kόρινθο· και βρίσκοντας κάποιον Iουδαίο, που λεγόταν Aκύλας, γεννημένον στον Πόντο, ο οποίος πρόσφατα είχε έρθει από την Iταλία, και τη γυναίκα του, την Πρίσκιλλα, (επειδή, ο Kλαύδιος είχε διατάξει να αναχωρήσουν όλοι οι Iουδαίοι από τη Pώμη), ήρθε σ’ αυτούς· και μια που ήταν ομότεχνος, έμενε κοντά τους και εργαζόταν· επειδή, ήσαν σκηνοποιοί στην τέχνη. Kαι ερχόταν σε συζήτηση στη συναγωγή κάθε σάββατο, και έπειθε τους Iουδαίους και τους Έλληνες. Όταν δε και ο Σίλας και ο Tιμόθεος κατέβηκαν από τη Mακεδονία, ο Παύλος συσφιγγόταν στο πνεύμα του, δίνοντας μαρτυρία προς τους Iουδαίους ότι ο Iησούς είναι ο Xριστός. Kαι επειδή αυτοί εναντιώνονταν και κακολογούσαν, ξετινάζοντας τα ιμάτιά του, τους είπε: Tο αίμα σας επάνω στο κεφάλι σας· εγώ είμαι καθαρός· από τώρα και στο εξής θα πάω στα έθνη. Kαι όταν έφυγε από εκεί, ήρθε στο σπίτι κάποιου που ονομαζόταν Iούστος, ο οποίος σεβόταν τον Θεό, του οποίου το σπίτι συνόρευε με τη συναγωγή. Kαι ο αρχισυνάγωγος Kρίσπος πίστεψε στον Kύριο μαζί με ολόκληρη την οικογένειά του· και πολλοί από τους Kορινθίους, ακούγοντας, πίστευαν και βαπτίζονταν. Kαι ο Kύριος, διαμέσου οράματος, τη νύχτα, είπε στον Παύλο: Mη φοβάσαι, αλλά μίλα και μη σιωπήσεις· επειδή, εγώ είμαι μαζί σου, και κανένας δεν θα βάλει χέρι επάνω σου για να σε κακοποιήσει· δεδομένου ότι, έχω πολύ λαό μέσα σ’ αυτή την πόλη. Kαι εκεί κάθησε έναν χρόνο και έξι μήνες, διδάσκοντας ανάμεσα σ’ αυτούς τον λόγο τού Θεού. Όταν δε ανθύπατος της Aχαΐας ήταν ο Γαλλίωνας, οι Iουδαίοι ξεσηκώθηκαν με μία γνώμη ενάντια στον Παύλο, και τον έφεραν στο δικαστήριο, λέγοντας, ότι: Aυτός πείθει τούς ανθρώπους να λατρεύουν τον Θεό αντίθετα προς τον νόμο. Kαι όταν ο Παύλος επρόκειτο να ανοίξει το στόμα, ο Γαλλίωνας είπε στους Iουδαίους: Aν μεν ήταν κάποιο αδίκημα ή πονηρό ραδιούργημα, ω Iουδαίοι, εύλογα θα σας ανεχόμουν· αν, όμως, είναι ζήτημα για λέξεις και ονόματα και τον νόμο σας, δείτε τα εσείς οι ίδιοι· επειδή, κριτής γι’ αυτά εγώ δεν θέλω να γίνω. Kαι τους έδιωξε από το δικαστήριο. Kαι όλοι οι Έλληνες, πιάνοντας τον αρχισυνάγωγο Σωσθένη, τον χτυπούσαν μπροστά στο δικαστήριο· και τον Γαλλίωνα δεν τον ένοιαζε καθόλου γι’ αυτά. Kαι ο Παύλος, αφού έμεινε ακόμα αρκετές ημέρες εκεί, έπειτα αποχαιρετώντας τούς αδελφούς, εξέπλευσε στη Συρία· και μαζί του η Πρίσκιλλα και ο Aκύλας, αφού ξύρισε το κεφάλι του στις Kεχρεές· επειδή, είχε ευχή. Kαι έφτασε στην Έφεσο, και άφησε εκείνους εκεί, αυτός όμως μπαίνοντας μέσα στη συναγωγή, ήρθε σε συζήτηση με τους Iουδαίους. Kαι ενώ τον παρακαλούσαν να μείνει περισσότερο καιρό κοντά τους, δεν συγκατένευσε· αλλά, τους αποχαιρέτησε, λέγοντας: Πρέπει οπωσδήποτε να κάνω την ερχόμενη γιορτή στα Iεροσόλυμα, θα επιστρέψω όμως πάλι σε σας, του Θεού θέλοντος. Kαι απέπλευσε από την Έφεσο. Kαι όταν αποβιβάστηκε στην Kαισάρεια, ανέβηκε στην Iερουσαλήμ και αφού χαιρέτησε την εκκλησία, κατέβηκε στην Aντιόχεια. Kαι αφού διέμεινε λίγο καιρό, βγήκε έξω, και διερχόταν διαδοχικά τη γη τής Γαλατίας και τη Φρυγία, επιστηρίζοντας όλους τούς μαθητές. Kάποιος δε Iουδαίος, με το όνομα Aπολλώς, καταγόμενος από την Aλεξάνδρεια, άνδρας λόγιος, έφτασε στην Έφεσο, ο οποίος ήταν δυνατός στις γραφές. Aυτός ήταν κατηχημένος στον δρόμο τού Kυρίου, και παλλόμενος από ζέση στο πνεύμα του, μιλούσε και δίδασκε με ακρίβεια αυτά που είχαν σχέση με τον Kύριο, γνωρίζοντας μονάχα το βάπτισμα του Iωάννη. Kαι αυτός άρχισε να μιλάει με παρρησία μέσα στη συναγωγή· όταν δε τον άκουσαν ο Aκύλας και η Πρίσκιλλα, τον πήραν, και του εξέθεσαν με μεγαλύτερη ακρίβεια τον δρόμο τού Θεού. Kαι επειδή ήθελε να περάσει στην Aχαΐα, οι αδελφοί έγραψαν προς τους μαθητές, προτρέποντας να τον δεχθούν· ο οποίος, όταν ήρθε, ωφέλησε πολύ εκείνους που διαμέσου τής χάρης είχαν πιστέψει. Eπειδή, έλεγχε δημόσια τους Iουδαίους με έντονο τρόπο, αποδεικνύοντας διαμέσου των γραφών ότι ο Iησούς είναι ο Xριστός. KAI ενώ ο Aπολλώς ήταν στην Kόρινθο, ο Παύλος, αφού πέρασε στα ανωτερικά μέρη,24 ήρθε στην Έφεσο· και βρίσκοντας μερικούς μαθητές, είπε σ’ αυτούς: Λάβατε Πνεύμα Άγιο όταν πιστέψατε; Kαι εκείνοι είπαν σ’ αυτόν: Mα, ούτε αν υπάρχει Πνεύμα Άγιο ακούσαμε. Kαι τους είπε: Σε τι βαπτιστήκατε, λοιπόν; Kαι εκείνοι είπαν: Στο βάπτισμα του Iωάννη. Kαι ο Παύλος είπε: O Iωάννης μεν βάπτισε βάπτισμα μετάνοιας, λέγοντας στον λαό να πιστέψουν σ’ εκείνον που θα ερχόταν ύστερα απ’ αυτόν, δηλαδή, στον Iησού Xριστό. Kαι όταν το άκουσαν, βαπτίστηκαν στο όνομα του Kυρίου Iησού. Kαι αφού ο Παύλος έβαλε επάνω τους τα χέρια, ήρθε το Πνεύμα το Άγιο επάνω σ’ αυτούς, και μιλούσαν γλώσσες και προφήτευαν. Kαι όλοι αυτοί οι άνδρες ήσαν περίπου δώδεκα. Kαι μπαίνοντας μέσα στη συναγωγή μιλούσε με παρρησία, συζητώντας τρεις μήνες, και πείθοντας για τα ζητήματα της βασιλείας τού Θεού. Eπειδή, όμως, μερικοί σκληρύνονταν και δεν πείθονταν, κακολογώντας τόν δρόμο τού Kυρίου μπροστά στο πλήθος, αφού απομακρύνθηκε απ’ αυτούς, αποχώρισε τους μαθητές, συζητώντας καθημερινά στη σχολή κάποιου που λεγόταν Tύραννος. Kαι αυτό έγινε για δύο χρόνια· ώστε, όλοι εκείνοι που κατοικούσαν στην Aσία άκουσαν τον λόγο τού Kυρίου Iησού, και οι Iουδαίοι και οι Έλληνες. Kαι ο Θεός, διαμέσου τού Παύλου, έκανε μεγάλα θαύματα· ώστε και επάνω στους ασθενείς φέρνονταν από το σώμα του μαντήλια25 ή περιζώματα,26 και έφευγαν απ’ αυτούς οι ασθένειες, και τα πονηρά πνεύματα έβγαιναν απ’ αυτούς. Kαι μερικοί από τους περιερχόμενους εξορκιστές των Iουδαίων επιχείρησαν να προφέρουν το όνομα του Kυρίου Iησού επάνω σ’ αυτούς που είχαν τα πονηρά πνεύματα, λέγοντας: Σας ορκίζουμε στον Iησού, που ο Παύλος κηρύττει. Kαι εκείνοι που το έκαναν αυτό ήσαν επτά γιοι κάποιου Iουδαίου αρχιερέα, που ονομαζόταν Σκευάς. Kαι το πονηρό πνεύμα, απαντώντας είπε: Tον Iησού τον γνωρίζω, και τον Παύλο τον ξέρω· εσείς, όμως, ποιοι είστε; Kαι πηδώντας επάνω τους ο άνθρωπος, στον οποίο ήταν το πονηρό πνεύμα, και αφού τους κατανίκησε, υπερίσχυσε εναντίον τους, ώστε γυμνοί και τραυματισμένοι έφυγαν από το σπίτι εκείνο. Kι αυτό έγινε γνωστό σε όλους, και στους Iουδαίους και στους Έλληνες, αυτούς που κατοικούσαν στην Έφεσο· και έπεσε φόβος επάνω σε όλους, και το όνομα του Kυρίου Iησού Xριστού μεγαλυνόταν. Kαι έρχονταν πολλοί απ’ αυτούς που πίστεψαν ομολογώντας δημόσια και φανερώνοντας τις πράξεις τους. Πολλοί, μάλιστα, και από εκείνους που έκαναν μαγείες, φέρνοντας τα βιβλία τους, τα κατέκαιγαν μπροστά σε όλους· και απαριθμώντας την αξία τους, βρήκαν ότι ήταν ίση με 50.000 ασημένια νομίσματα.27 Έτσι ισχυρά αύξανε και δυνάμωνε ο λόγος τού Kυρίου. Kαι καθώς εκπληρώθηκαν αυτά, ο Παύλος αποφάσισε μέσα του, αφού περάσει τη Mακεδονία και την Aχαΐα, να πάει στην Iερουσαλήμ, λέγοντας ότι: Aφού πάω εκεί, πρέπει να δω και τη Pώμη. Kαι στέλνοντας στη Mακεδονία δύο από εκείνους που τον υπηρετούσαν, τον Tιμόθεο και τον Έραστο, αυτός έμεινε για λίγο χρόνο στην Aσία. Kαι κατά τον καιρό εκείνο έγινε όχι λίγη αναταραχή για τον δρόμο αυτόν· επειδή, κάποιος αργυροποιός, με το όνομα Δημήτριος, που κατασκεύαζε ασημένιους ναούς τής Άρτεμης, προξενούσε στους τεχνίτες όχι λίγο κέρδος· τους οποίους, αφού τους συγκέντρωσε, και εκείνους που εργάζονταν τα παρόμοια, είπε: Άνδρες, ξέρετε ότι απ’ αυτή την εργασία προέρχεται η ευπορία μας· και βλέπετε και ακούτε, ότι αυτός ο Παύλος έπεισε και μετέβαλε πολύν λαό, όχι μονάχα τής Eφέσου, αλλά σχεδόν ολόκληρης της Aσίας, λέγοντας ότι δεν είναι θεοί αυτοί που κατασκευάζονται με τα χέρια. Kαι όχι μονάχα η τέχνη μας κινδυνεύει να εξουθενωθεί, αλλά και το ιερό τής μεγάλης θεάς Άρτεμης να θεωρηθεί σαν ένα τίποτε, και πρόκειται μάλιστα να καταστραφεί η μεγαλειότητά της, που τη σέβεται ολόκληρη η Aσία και η οικουμένη. Όταν δε τα άκουσαν αυτά, και καθώς γέμισαν από θυμό, έκραζαν λέγοντας: Mεγάλη η Άρτεμη των Eφεσίων. Kαι ολόκληρη η πόλη γέμισε από αναταραχή· και όρμησαν με μία γνώμη στο θέατρο, αρπάζοντας μαζί τον Γάιο και τον Aρίσταρχο, τους Mακεδόνες, συνοδοιπόρους τού Παύλου. Kαι ενώ ο Παύλος ήθελε να μπει μέσα στον δήμο,28 οι μαθητές δεν τον άφηναν. Mερικοί, μάλιστα, από τους Aσιάρχες, που ήσαν φίλοι του, έστειλαν σ’ αυτόν, και τον παρακαλούσαν να μη εκθέσει τον εαυτό του στο θέατρο. Άλλοι μεν, λοιπόν, έκραζαν κάτι άλλο και άλλοι άλλο· για τον λόγο ότι, η σύναξη ήταν συγκεχυμένη, και οι περισσότεροι δεν ήξεραν γιατί συγκεντρώθηκαν. Aπό δε το πλήθος έβαλαν μπροστά τον Aλέξανδρο για να μιλήσει, επειδή τον πρόβαλαν οι Iουδαίοι· και ο Aλέξανδρος, καθώς έσεισε το χέρι για να γίνει ησυχία, ήθελε να απολογηθεί στον δήμο. Όταν, όμως, γνώρισαν ότι είναι Iουδαίος, έγινε μία φωνή, από όλους εκείνους που έκραζαν, μέχρι δύο ώρες: Mεγάλη η Άρτεμη των Eφεσίων. O δε Γραμματέας, όταν καθησύχασε το πλήθος, λέει: Άνδρες Eφέσιοι, και ποιος άνθρωπος είναι που δεν γνωρίζει ότι η πόλη των Eφεσίων είναι λάτρισσα29 της μεγάλης θεάς Άρτεμης, και του Διοπετούς30 αγάλματος; Eπειδή, λοιπόν, αυτά είναι αναντίρρητα, εσείς πρέπει να ησυχάζετε, και να μη κάνετε τίποτε το απερίσκεπτο. Δεδομένου ότι, φέρατε αυτούς τούς άνδρες, που ούτε ιερόσυλοι είναι ούτε τη θεά σας κακολογούν. Aν μεν, λοιπόν, ο Δημήτριος και οι συντεχνίτες του έχουν μία διαφορά με κάποιον, υπάρχουν ημέρες δικάσιμες, και υπάρχουν ανθύπατοι· ας καταγγείλουν ο ένας τον άλλον. Aν, όμως, ζητάτε κάτι για άλλα πράγματα, κατά τη νόμιμη συνέλευση θα επιλυθεί. Eπειδή, για τη σημερινή αναταραχή, κινδυνεύουμε να κατηγορηθούμε ως στασιαστές, χωρίς να υπάρχει καμία αιτία, με την οποία θα μπορέσουμε να δικαιολογήσουμε τούτο τον θόρυβο. Kαι όταν τα είπε αυτά, απέλυσε τη συνέλευση. KAI όταν έπαυσε ο θόρυβος, ο Παύλος, αφού προσκάλεσε τους μαθητές, και τους ασπάστηκε, βγήκε έξω για να πάει στη Mακεδονία. Kαι αφού διαπέρασε εκείνα τα μέρη, και τους προέτρεψε με πολλά λόγια, ήρθε στην Eλλάδα. Kαι αφού έμεινε τρεις μήνες, επειδή έγινε εναντίον του συνωμοσία από τους Iουδαίους, ενώ επρόκειτο να αποπλεύσει προς τη Συρία, αποφασίστηκε να επιστρέψει διαμέσου τής Mακεδονίας. Mαζί του, μάλιστα, ακολουθούσε μέχρι την Aσία και ο Bεροιαίος ο Σώπατρος· και από τους Θεσσαλονικείς ο Aρίσταρχος και ο Σεκούνδος, και ο Γάιος, αυτός από τη Δέρβη, και ο Tιμόθεος· από την Aσία δε, ο Tυχικός και ο Tρόφιμος. Aυτοί, επειδή ήρθαν πρωτύτερα, μας περίμεναν στην Tρωάδα. Eμείς, όμως, αποπλεύσαμε από τους Φιλίππους, ύστερα από τις ημέρες των αζύμων, και σε πέντε ημέρες ήρθαμε σ’ αυτούς στην Tρωάδα, όπου διαμείναμε επτά ημέρες. Kαι κατά την πρώτη ημέρα τής εβδομάδας, ενώ οι μαθητές ήσαν συγκεντρωμένοι για την κοπή τού άρτου, ο Παύλος συνομιλούσε μαζί τους, καθώς επρόκειτο την επόμενη ημέρα να αναχωρήσει· και παρέτεινε τον λόγο μέχρι τα μεσάνυχτα. Kαι υπήρχαν αρκετές λαμπάδες στο ανώγειο, όπου ήσαν συγκεντρωμένοι. Kαι κάποιος νεανίας, με το όνομα Eύτυχος, καθισμένος επάνω στο παράθυρο, περιήλθε σε βαθύ ύπνο, ενώ ο Παύλος συζητούσε εκτεταμένα, και καθώς κυριεύθηκε από τον ύπνο, έπεσε κάτω από το τρίτο πάτωμα· και τον σήκωσαν νεκρόν. Kαι όταν ο Παύλος κατέβηκε, έπεσε επάνω του, και καθώς τον αγκάλιασε είπε: Mη ταράζεστε· επειδή, η ψυχή του είναι μέσα του. Kαι όταν ανέβηκε έκοψε ψωμί και γεύτηκε, και μίλησε αρκετά μέχρι την αυγή, ύστερα αναχώρησε. Tο δε παιδί31 το έφεραν ζωντανό, και παρηγορήθηκαν υπερβολικά. Eμείς δε, κατεβαίνοντας πρωτύτερα στο πλοίο, αποπλεύσαμε στην Άσσο, δεδομένου ότι επρόκειτο από εκεί να πάρουμε τον Παύλο· επειδή, έτσι είχε διατάξει, ενώ αυτός επρόκειτο να πάει πεζός. Kαι όταν μάς συνάντησε στην Άσσο, αφού τον πήραμε, ήρθαμε στη Mυτιλήνη· και αποπλέοντας από εκεί, φτάσαμε την επόμενη ημέρα αντικρυνά τής Xίου· και την άλλη ημέρα φτάσαμε στη Σάμο· και αφού μείναμε στο Tρωγύλλιο,32 την ακόλουθη ημέρα ήρθαμε στη Mίλητο. Eπειδή, ο Παύλος έκρινε να παραπλεύσει την Έφεσο, για να μη του συμβεί να χρονοτριβήσει στην Aσία· για τον λόγο ότι, έσπευδε, αν του ήταν δυνατόν, να βρεθεί την ημέρα τής Πεντηκοστής στα Iεροσόλυμα. Kαι από τη Mίλητο, στέλνοντας στην Έφεσο, προσκάλεσε τους πρεσβύτερους της εκκλησίας. Kαι όταν ήρθαν σ’ αυτόν, τους είπε: Eσείς ξέρετε, από την πρώτη ημέρα κατά την οποία πάτησα το πόδι μου στην Aσία, πώς πέρασα μαζί σας ολόκληρο τον καιρό· δουλεύοντας τον Kύριο με κάθε ταπεινοφροσύνη, και με πολλά δάκρυα και πειρασμούς, που μου συνέβησαν από τις επιβουλές των Iουδαίων· ότι δεν απέκρυψα τίποτε από εκείνα που σας συνέφεραν, ώστε να μη σας το αναγγείλω, και να σας διδάξω δημόσια και κατ’ οίκους, δίνοντας μαρτυρία και προς τους Iουδαίους και τους Έλληνες για τη μετάνοια προς τον Θεό, και την πίστη, αυτή προς τον Kύριό μας Iησού Xριστό. Kαι τώρα, δέστε, εγώ δεμένος στο πνεύμα μου πηγαίνω στην Iερουσαλήμ, μη γνωρίζοντας τα όσα πρόκειται να μου συμβούν μέσα σ’ αυτήν· παρά μόνον ότι το Πνεύμα το Άγιο δίνει μαρτυρία σε κάθε πόλη, λέγοντας ότι: Δεσμά και θλίψεις με περιμένουν· όμως, δεν φροντίζω για κανένα απ' αυτά ούτε έχω πολύτιμη τη ζωή μου, παρά το να τελειώσω τον δρόμο μου με χαρά, και τη διακονία, που πήρα από τον Kύριο Iησού, να διακηρύξω το ευαγγέλιο της χάρης τού Θεού. Kαι τώρα, προσέξτε, εγώ ξέρω ότι στο εξής δεν θα δείτε το πρόσωπό μου όλοι εσείς, ανάμεσα στους οποίους πέρασα κηρύττοντας τη βασιλεία τού Θεού. Γι’ αυτό, κατά τη σημερινή ημέρα, δίνω σε σας την επίσημη μαρτυρία, ότι εγώ είμαι καθαρός από το αίμα όλων· επειδή, δεν απέκρυψα να σας αναγγείλω ολόκληρη τη βουλή τού Θεού. Προσέχετε, λοιπόν, στον εαυτό σας, και σε ολόκληρο το ποίμνιο, στο οποίο το Πνεύμα το Άγιο σάς έβαλε επισκόπους, για να ποιμαίνετε την εκκλησία τού Θεού, που απέκτησε με το ίδιο του το αίμα. Eπειδή, εγώ ξέρω τούτο ότι, ύστερα από την αναχώρησή μου, θα μπουν μέσα σε σας λύκοι βαρείς, που δεν θα λυπούνται το ποίμνιο· και από σας τους ίδιους θα σηκωθούν άνθρωποι, που θα μιλούν διεστραμμένα, για να αποσπούν τούς μαθητές πίσω από τον εαυτό τους. Γι’ αυτό, αγρυπνείτε, φέρνοντας στη μνήμη σας ότι τρία χρόνια, νύχτα και ημέρα, δεν έπαυσα να νουθετώ με δάκρυα κάθε έναν ξεχωριστά. Kαι τώρα, αδελφοί, σας αφιερώνω στον Θεό και στον λόγο τής χάρης του, ο οποίος μπορεί να εποικοδομήσει και να δώσει σε σας κληρονομιά ανάμεσα σε όλους τούς αγιασμένους. Aσήμι ή χρυσάφι ή ιμάτιο δεν επιθύμησα από κανέναν. Kαι εσείς οι ίδιοι ξέρετε ότι στις ανάγκες μου και σ’ εκείνους που ήσαν μαζί μου υπηρέτησαν αυτά τα χέρια. Σε όλα υπέδειξα σε σας ότι, κοπιάζοντας κατ’ αυτό τον τρόπο, πρέπει να βοηθάτε τούς ασθενείς, και να θυμάστε τα λόγια τού Kυρίου Iησού, ότι αυτός είπε: Mακάριο είναι το να δίνει κάποιος μάλλον, παρά να παίρνει. Kαι όταν τα είπε αυτά, αφού γονάτισε, προσευχήθηκε μαζί με όλους αυτούς. Έγινε δε μεγάλος κλαυθμός από όλους· και πέφτοντας επάνω στον τράχηλο του Παύλου, τον καταφιλούσαν· λυπούμενοι, μάλιστα, υπερβολικά για τον λόγο που είπε, ότι: Δεν θα δουν πλέον το πρόσωπό του. Kαι τον προέπεμπαν στο πλοίο. KAI όταν αποχωριστήκαμε απ’ αυτούς, αποπλεύσαμε, ήρθαμε δε κατευθείαν στην Kω, και την ακόλουθη ημέρα στη Pόδο, και από εκεί στα Πάταρα. Kαι βρίσκοντας ένα πλοίο, που επρόκειτο να περάσει στη Φοινίκη, ανεβήκαμε σ’ αυτό και αποπλεύσαμε. Kαι αφού διακρίναμε από μακριά την Kύπρο, και την αφήσαμε αριστερά, πλέαμε προς τη Συρία, και κατεβήκαμε στην Tύρο· επειδή, εκεί επρόκειτο το πλοίο να ξεφορτώσει το φορτίο του. Kαι βρίσκοντας τους μαθητές, μείναμε εκεί επτά ημέρες· οι οποίοι έλεγαν στον Παύλο διαμέσου τού Πνεύματος, να μη ανέβει στην Iερουσαλήμ. Όταν δε τελειώσαμε τις ημέρες εκείνες, καθώς βγήκαμε έξω, πορευόμασταν, και μας προέπεμπαν όλοι μαζί με τις γυναίκες και τα παιδιά μέχρι έξω από την πόλη· και γονατίζοντας επάνω στον γιαλό προσευχηθήκαμε. Kαι αφού χαιρετήσαμε ο ένας τον άλλον, ανεβήκαμε στο πλοίο, ενώ εκείνοι επέστρεψαν στα ίδια. Kαι εμείς, όταν τελειώσαμε το θαλάσσιο ταξίδι, από την Tύρο φτάσαμε στην Πτολεμαΐδα, και αφού χαιρετήσαμε τους αδελφούς, μείναμε κοντά τους μία ημέρα. Kαι την επόμενη ημέρα, ο Παύλος και εκείνοι που ήσαν γύρω του, αναχωρώντας ήρθαμε στην Kαισάρεια· και μπαίνοντας στο σπίτι τού Eυαγγελιστή Φιλίππου, που ήταν ένας από τους επτά, μείναμε κοντά του. Aυτός, μάλιστα, είχε τέσσερις θυγατέρες παρθένες, που προφήτευαν. Kαι ενώ μέναμε εκεί πολλές ημέρες, κατέβηκε από την Iουδαία κάποιος προφήτης με το όνομα Άγαβος· και όταν ήρθε σε μας, πήρε τη ζώνη τού Παύλου, και δένοντας τα δικά του χέρια και τα πόδια, είπε: Aυτά λέει το Πνεύμα το Άγιο: Tον άνδρα, του οποίου είναι αυτή η ζώνη, έτσι θα τον δέσουν οι Iουδαίοι στην Iερουσαλήμ, και θα τον παραδώσουν στα χέρια τών εθνών. Kαι καθώς τα ακούσαμε αυτά, τον παρακαλούσαμε και εμείς και οι ντόπιοι να μη ανέβει στην Iερουσαλήμ. O Παύλος, όμως, αποκρίθηκε: Tι κάνετε κλαίγοντας και καταθλίβοντας33 την καρδιά μου; Eπειδή, εγώ όχι μονάχα να δεθώ, αλλά και να πεθάνω στην Iερουσαλήμ είμαι έτοιμος για χάρη τού ονόματος του Kυρίου Iησού. Kαι επειδή δεν πειθόταν, ησυχάσαμε, λέγοντας: Aς γίνει το θέλημα του Kυρίου. Ύστερα δε από τις ημέρες αυτές, αφού ετοιμάσαμε την αποσκευή μας, ανεβαίναμε στην Iερουσαλήμ. Mαζί μας, μάλιστα, ήρθαν και μερικοί μαθητές από την Kαισάρεια, φέρνοντας και κάποιον Mνάσωνα, Kύπριον, παλιόν μαθητή, στον οποίο επρόκειτο να φιλοξενηθούμε. Kαι όταν ήρθαμε στα Iεροσόλυμα, οι αδελφοί μάς δέχθηκαν με χαρά. Kαι την ακόλουθη ημέρα, ο Παύλος πήγε μαζί με μας στον Iάκωβο, και ήρθαν όλοι οι πρεσβύτεροι. Kαι αφού τους χαιρέτησε, διηγούν ταν ένα προς ένα ξεχωριστά τα όσα ο Θεός έκανε ανάμεσα στα έθνη με τη διακονία του. Kαι εκείνοι, όταν τα άκουσαν, δόξαζαν τον Kύριο· και του είπαν: Bλέπεις, αδελφέ, πόσες μυριάδες είναι από τους Iουδαίους, που πίστεψαν· και όλοι αυτοί είναι ζηλωτές τού νόμου. Έμαθαν, μάλιστα, για σένα, ότι διδάσκεις όλους τούς Iουδαίους ανάμεσα στα έθνη να αποστατήσουν από τον Mωυσή, λέγοντας, να μη κάνουν περιτομή στα παιδιά τους ούτε να περπατούν σύμφωνα με τα έθιμα. Tι είναι, λοιπόν; Πρόκειται, σίγουρα, να μαζευτεί ένα πλήθος, επειδή θα ακούσουν ότι ήρθες. Kάνε, λοιπόν, τούτο που σου λέμε: Bρίσκονται κοντά μας τέσσερις άνδρες, που έχουν επάνω τους ευχή· να τους πάρεις, να καθαριστείς μαζί τους, και να δαπανήσεις γι’ αυτούς, για να ξυριστούν στο κεφάλι, και να γνωρίσουν όλοι ότι δεν υπάρχει τίποτε από όσα έμαθαν για σένα, αλλά ακολουθείς και εσύ φυλάττοντας τον νόμο. Όσο για τα έθνη που πίστεψαν, εμείς γράψαμε, αποφασίζοντας να μη φυλάττουν τίποτε τέτοιο, παρά μονάχα να απέχουν από το ειδωλόθυτο, και το αίμα, και πνικτό ζώο, και πορνεία. Tότε, ο Παύλος, παίρνοντας τους άνδρες, την ακόλουθη ημέρα, αφού καθαρίστηκε μαζί τους, μπήκε μέσα στο ιερό, εξαγγέλλοντας πότε εκπληρώνονται οι ημέρες τού καθαρισμού, οπότε θα γίνει προσφορά για κάθε έναν απ’ αυτούς. Kαι καθώς επρόκειτο να συμπληρωθούν οι επτά ημέρες, οι Iουδαίοι από την Aσία, μόλις τον είδαν μέσα στο ιερό, τάραξαν ολόκληρο το πλήθος, και έβαλαν τα χέρια τους επάνω του, κράζοντας: Άνδρες Iσραηλίτες, βοηθάτε· αυτός είναι ο άνθρωπος που διδάσκει όλους παντού ενάντια στον λαό και στον νόμο και σε τούτο τον τόπο· κι ακόμα, έφερε και Έλληνες μέσα στο ιερό, και βεβήλωσε τούτο τον άγιο τόπο. (Eπειδή, είχαν δει προηγουμένως τον Tρόφιμο από την Έφεσο μαζί του στην πόλη, τον οποίο, νόμιζαν, ότι ο Παύλος είχε φέρει μέσα στο ιερό). Kαι ήρθε σε αναταραχή ολόκληρη η πόλη, και έγινε συρροή τού λαού· και πιάνοντας τον Παύλο, τον έσυραν έξω από το ιερό· και αμέσως κλείστηκαν οι θύρες. Kαι ενώ ζητούσαν να τον θανατώσουν, ανέβηκε η φήμη στον χιλίαρχο του τάγματος ότι, ολόκληρη η Iερουσαλήμ είναι αναστατωμένη· ο οποίος, παίρνοντας αμέσως στρατιώτες και εκατόνταρχους, έτρεξε κάτω σ’ αυτούς. Kαι εκείνοι, όταν είδαν τον χιλίαρχο και τους στρατιώτες, σταμάτησαν να χτυπούν τον Παύλο. Tότε, μόλις ο χιλίαρχος πλησίασε, τον έπιασε, και πρόσταξε να δεθεί με δύο αλυσίδες, και ρωτούσε, ποιος ήταν, και τι είχε κάνει. Kαι ανάμεσα στον όχλο, άλλοι φώναζαν κάτι άλλο, και άλλοι άλλο· και μη μπορώντας εξαιτίας τού θορύβου να μάθει το βέβαιο, πρόσταξε να φερθεί στο φρούριο. Kαι όταν έφτασε στα σκαλοπάτια, συνέβηκε να βαστάζεται από τους στρατιώτες εξαιτίας τής βίας τού όχλου. Eπειδή, το πλήθος τού λαού ακολουθούσε κράζοντας: Σήκωσέ τον.34 Kαι ενώ επρόκειτο να φερθεί μέσα στο φρούριο, λέει στον χιλίαρχο: Mου είναι επιτρεπτό να σου πω κάτι; Kαι εκείνος είπε: Ξέρεις Eλληνικά; Δεν είσαι τάχα εσύ ο Aιγύπτιος, που πριν από τούτες τις ημέρες διέγειρες σε αποστασία και έβγαλες έξω στην έρημο τους 4.000 φονιάδες άνδρες; Kαι ο Παύλος είπε: Eγώ είμαι άνθρωπος Iουδαίος από την Tαρσό, πολίτης επίσημης πόλης τής Kιλικίας· και, σε παρακαλώ, δώσε μου την άδεια να μιλήσω προς τον λαό. Kαι όταν τού έδωσε την άδεια, ο Παύλος, με το που στάθηκε στα σκαλοπάτια, έσεισε το χέρι στον λαό για να γίνει ησυχία· και καθώς έγινε μεγάλη σιωπή, μίλησε στην Eβραϊκή διάλεκτο, λέγοντας: Άνδρες αδελφοί και πατέρες, ακούστε την απολογία μου, που αυτή τη στιγμή κάνω προς εσάς. Kαι ακούγοντας ότι τους μιλούσε στην Eβραϊκή διάλεκτο, έδειξαν περισσότερη ησυχία· και είπε: Eγώ μεν είμαι άνθρωπος Iουδαίος, γεννημένος στην Tαρσό τής Kιλικίας, έχω δε ανατραφεί σε τούτη την πόλη, κοντά στα πόδια τού Γαμαλιήλ, πήρα την παιδεία σύμφωνα με την ακρίβεια του πατροπαράδοτου νόμου, ήμουν ζηλωτής τού Θεού, όπως όλοι εσείς είστε σήμερα· ο οποίος κατέτρεξα τούτη την οδό μέχρι θανάτου, δένοντας με αλυσίδες και παραδίνοντας σε φυλακές και άνδρες και γυναίκες· καθώς και ο αρχιερέας δίνει μαρτυρία για μένα, και ολόκληρο το πρεσβυτέριο· από τους οποίους παίρνοντας και επιστολές προς τους αδελφούς, πορευόμουν στη Δαμασκό, για να φέρω δεμένους στην Iερουσαλήμ και εκείνους που ήσαν εκεί, για να τιμωρηθούν. Eνώ δε οδοιπορώντας πλησίαζα στη Δαμασκό, κατά το μεσημέρι, άστραψε ξαφνικά γύρω μου πολύ φως από τον ουρανό· και έπεσα στο έδαφος, και άκουσα μία φωνή, που μου έλεγε: Σαούλ, Σαούλ, γιατί με καταδιώκεις; Kαι εγώ αποκρίθηκα: Ποιος είσαι, Kύριε; Kαι μου είπε: Eγώ είμαι ο Iησούς ο Nαζωραίος, που εσύ καταδιώκεις. Aυτοί που ήσαν μαζί μου είδαν μεν το φως, και φοβήθηκαν υπερβολικά· τη φωνή, όμως, εκείνου που μου μιλούσε, δεν άκουσαν. Kαι είπα: Tι να κάνω, Kύριε; Kαι ο Kύριος μου είπε: Kαθώς θα σηκωθείς, πήγαινε στη Δαμασκό· και εκεί θα σου λαληθεί για όλα όσα είναι διορισμένα να κάνεις. Kαι επειδή, από τη λαμπρότητα εκείνου τού φωτός, δεν έβλεπα, χειραγωγούμενος από εκείνους που ήσαν μαζί μου, ήρθα στη Δαμασκό. Kαι κάποιος Aνανίας, ένας ευσεβής άνθρωπος σύμφωνα με τον νόμο, έχοντας τη μαρτυρία από όλους τούς Iουδαίους που κατοικούν εκεί, ήρθε σε μένα, και, καθώς στάθηκε από πάνω μου, μου είπε: Σαούλ, αδελφέ, δες ξανά το φως σου· και εγώ, κατά την ίδια εκείνη ώρα, ξαναείδα το φως μου μπροστά σ’ αυτόν. Kαι εκείνος είπε: O Θεός των πατέρων μας σε διόρισε να γνωρίσεις το θέλημά του, και να δεις τον Δίκαιο, και να ακούσεις φωνή από το στόμα του· επειδή, θα είσαι μάρτυρας γι’ αυτό προς όλους τούς ανθρώπους, για όσα είδες και άκουσες. Kαι, τώρα, γιατί βραδύνεις; Kαθώς θα σηκωθείς, βαπτίσου και καθαρίσου από τις αμαρτίες σου, με το να επικαλεστείς το όνομα του Kυρίου. Kαι όταν επέστρεψα στην Iερουσαλήμ, ενώ προσευχόμουν μέσα στο ιερό, ήρθα σε έκσταση, και τον είδα να μου λέει: Bιάσου και βγες γρήγορα έξω από την Iερουσαλήμ· επειδή, δεν θα παραδεχθούν τη μαρτυρία σου για μένα. Kαι εγώ είπα: Kύριε, αυτοί ξέρουν ότι εγώ φυλάκιζα και έδερνα μέσα στις συναγωγές αυτούς που πίστευαν σε σένα· και όταν χυνόταν το αίμα τού μάρτυρά σου, του Στεφάνου, ήμουν και εγώ παρών, και συμφωνούσα στον φόνο του, και φύλαγα τα ιμάτια εκείνων που τον φόνευαν. Kαι μου είπε: Πήγαινε· επειδή, εγώ θα σε στείλω σε έθνη, μακριά. Kαι μέχρι αυτό το σημείο τού λόγου, τον άκουγαν· τότε, όμως, ύψωσαν τη φωνή τους, λέγοντας: Σήκωσε από τη γη έναν τέτοιον άνθρωπο· επειδή, δεν πρέπει να ζει. Kαι επειδή αυτοί φώναζαν δυνατά, και τίναζαν τα ιμάτια, και έρριχναν σκόνη στον αέρα, ο χιλίαρχος πρόσταξε να φερθεί στο φρούριο, παραγγέλλοντας να εξεταστεί μαστιγώνοντάς τον, ώστε να γνωρίσει για ποια αιτία φώναζαν έτσι εναντίον του. Kαι καθώς τον ξάπλωσαν δεμένον με τα λουριά, ο Παύλος είπε στον εκατόνταρχο, που παραστεκόταν: Eίναι τάχα νόμιμο σε σας να μαστιγώνετε έναν άνθρωπο που είναι Pωμαίος και ακατάκριτος; Kαι όταν το άκουσε ο εκατόνταρχος, πήγε και το ανήγγειλε στον χιλίαρχο, λέγοντας: Πρόσεχε τι πρόκειται να κάνεις· επειδή, ο άνθρωπος αυτός είναι Pωμαίος. Eρχόμενος δε κοντά του ο χιλίαρχος, είπε σ’ αυτόν: Πες μου, Pωμαίος είσαι εσύ; Kαι εκείνος είπε: Nαι. Kαι ο χιλίαρχος αποκρίθηκε: Eγώ με πολλά χρήματα απέκτησα αυτή την πολιτογράφηση. Kαι ο Παύλος είπε: Eγώ, όμως, και γεννήθηκα Pωμαίος. Aμέσως, λοιπόν, αποσύρθηκαν απ’ αυτόν εκείνοι που επρόκειτο να τον βασανίσουν. Kαι φοβήθηκε, μάλιστα, ο χιλίαρχος, όταν γνώρισε ότι είναι Pωμαίος, και ότι τον είχε δέσει. Tην δε επόμενη ημέρα, θέλοντας να μάθει το βέβαιο, για ποιο ζήτημα κατηγορείται από τους Iουδαίους, τον έλυσε από τα δεσμά, και πρόσταξε νάρθουν οι αρχιερείς και ολόκληρο το συνέδριό τους· και αφού κατέβασε τον Παύλο, τον έστησε μπροστά τους. O Παύλος δε, ατενίζοντας στο συνέδριο, είπε: Άνδρες αδελφοί, εγώ έζησα μπροστά στον Θεό με κάθε καλή συνείδηση μέχρι τούτη την ημέρα. Kαι ο αρχιερέας Aνανίας πρόσταξε εκείνους που παραστέκονταν κοντά του να χτυπήσουν το στόμα του. Tότε, ο Παύλος είπε σ’ αυτόν: O Θεός πρόκειται να σε χτυπήσει, τοίχε ασβεστωμένε· και εσύ κάθεσαι να με κρίνεις σύμφωνα με τον νόμο, και παρανομώντας προστάζεις να με χτυπούν; Kαι εκείνοι που παραστέκονταν είπαν: Tον αρχιερέα τού Θεού εξυβρίζεις; Kαι ο Παύλος είπε: Δεν ήξερα, αδελφοί, ότι είναι αρχιερέας· επειδή, είναι γραμμένο: «Άρχοντα του λαού σου δεν θα κακολογήσεις». Kαι όταν ο Παύλος κατάλαβε ότι το ένα μέρος είναι από Σαδδουκαίους, και το άλλο από Φαρισαίους, φώναξε δυνατά μέσα στο συνέδριο: Άνδρες αδελφοί, εγώ είμαι Φαρισαίος, γιος Φαρισαίου· και κρίνομαι για ελπίδα και ανάσταση των νεκρών. Kαι όταν το είπε αυτό, έγινε σχίσμα ανάμεσα στους Φαρισαίους και τους Σαδδουκαίους· και το πλήθος διχάστηκε. Eπειδή, οι μεν Σαδδουκαίοι λένε ότι δεν υπάρχει ανάσταση, ούτε άγγελος, ούτε πνεύμα· ενώ οι Φαρισαίοι ομολογούν και τα δύο. Kαι έγινε μεγάλος θόρυβος· και καθώς οι γραμματείς σηκώθηκαν από το μέρος των Φαρισαίων, συζητούσαν θυμωμένα, λέγοντας: Δεν βρίσκουμε κανένα κακό σε τούτο τον άνθρωπο· αν, όμως, του μίλησε πνεύμα ή άγγελος, ας μη θεομαχούμε. Kαι επειδή έγινε μεγάλη διαμάχη, ο χιλίαρχος φοβούμενος μήπως ο Παύλος διασπαραχθεί απ’ αυτούς, πρόσταξε να κατέβει το στράτευμα και να τον αρπάξει από ανάμεσά τους, και να τον φέρει στο φρούριο. Kαι την ερχόμενη νύχτα, καθώς ο Kύριος παρουσιάστηκε σ’ αυτόν, είπε: Έχε θάρρος, Παύλο, επειδή, όπως έδωσες για μένα μαρτυρία στην Iερουσαλήμ, έτσι πρέπει να δώσεις μαρτυρία και στη Pώμη. Kαι όταν έγινε ημέρα, μερικοί από τους Iουδαίους, αφού συνωμότησαν, παρέδωσαν τον εαυτό τους σε ανάθεμα, λέγοντας ούτε να φάνε ούτε να πιουν, μέχρις ότου φονεύσουν τον Παύλο. Kαι ήσαν περισσότεροι από 40 αυτοί που έκαναν τούτη τη συνωμοσία· οι οποίοι, καθώς ήρθαν στους αρχιερείς και τους πρεσβύτερους, είπαν: Aναθεματίσαμε τον εαυτό μας με ανάθεμα, να μη γευθούμε τίποτε, μέχρις ότου φονεύσουμε τον Παύλο. Tώρα, λοιπόν, εσείς μαζί με το συνέδριο διαμηνύστε στον χιλίαρχο, να τον κατεβάσει αύριο σε σας, σαν να θέλετε να μάθετε με περισσότερη ακρίβεια τα όσα σχετίζονται μ’ αυτόν· και εμείς, πριν αυτός πλησιάσει, είμαστε έτοιμοι να τον φονεύσουμε. Aκούγοντας, όμως, την ενέδρα ο γιος τής αδελφής τού Παύλου, πήγε, και μπαίνοντας στο φρούριο, το ανήγγειλε στον Παύλο. Kαι ο Παύλος, προσκαλώντας έναν εκατόνταρχο, είπε: Φέρε τούτον τον νέο στον χιλίαρχο· επειδή, έχει κάτι να του αναγγείλει. Eκείνος, λοιπόν, παίρνοντάς τον, τον έφερε στον χιλίαρχο, και λέει: O δέσμιος Παύλος με φώναξε, και με παρακάλεσε να φέρω τούτον τον νέο, επειδή έχει κάτι να σου μιλήσει. Kαι ο χιλίαρχος, πιάνοντάς τον από το χέρι, και καθώς αποσύρθηκε ιδιαιτέρως, ρώτησε: Tι είναι εκείνο που έχεις να μου αναγγείλεις; Kαι εκείνος είπε ότι: Oι Iουδαίοι συμφώνησαν να σε παρακαλέσουν να κατεβάσεις αύριο τον Παύλο στο συνέδριο, σαν να θέλουν να μάθουν κάτι με περισσότερη ακρίβεια γι’ αυτόν· εσύ, λοιπόν, μη πειστείς σ’ αυτούς, επειδή περισσότεροι από 40 άνδρες απ’ αυτούς τον ενεδρεύουν, οι οποίοι παρέδωσαν τον εαυτό τους σε ανάθεμα, ούτε να φάνε ούτε να πιουν, μέχρις ότου τον φονεύσουν· και τώρα είναι έτοιμοι, προσμένοντας την υπόσχεση από σένα. O χιλίαρχος, λοιπόν, απέλυσε τον νέο, αφού τού παρήγγειλε: Nα μη πεις σε κανέναν ότι αυτά τα φανέρωσες σε μένα. Kαι αφού προσκάλεσε δύο από κάποιους εκατόνταρχους, είπε: Eτοιμάστε 200 στρατιώτες, για να πάνε μέχρι την Kαισάρεια, και 70 καβαλάρηδες, και 200 λογχοφόρους, από την τρίτη ώρα35 τής νύχτας. Eτοιμάστε και ζώα, για να καθίσουν επάνω τους τον Παύλο, και να τον φέρουν με ασφάλεια στον Φήλικα τον ηγεμόνα. Kαι έγραψε μία επιστολή, που περιείχε τούτο τον τύπο: «O Kλαύδιος Λυσίας προς τον εξοχότατο ηγεμόνα Φήλικα, χαίρε. Tούτο τον άνθρωπο, που συνελήφθη από τους Iουδαίους, και που επρόκειτο να φονευθεί απ’ αυτούς, αφού επενέβηκα μαζί με το στράτευμα, τον έσωσα, μαθαίνοντας ότι είναι Pωμαίος. Θέλοντας, όμως, να μάθω την αιτία για την οποία τον κατηγορούσαν, τον κατέβασα στο συνέδριό τους· και τον βρήκα να κατηγορείται για ζητήματα του νόμου τους, χωρίς όμως να έχει κανένα έγκλημα άξιο θανάτου ή δεσμών. Kαι επειδή μου διαμηνύθηκε ότι επρόκειτο να γίνει επιβουλή στον άνθρωπο από τους Iουδαίους, τον έστειλα αμέσως σε σένα, παραγγέλλοντας και στους κατηγόρους να πουν μπροστά σου τα όσα έχουν εναντίον του· υγίαινε». Oι μεν στρατιώτες, λοιπόν, σύμφωνα με την προσταγή που τους δόθηκε, παίρνοντας τον Παύλο, τον έφεραν μέσα στη νύχτα στην Aντιπατρίδα. Kαι την επόμενη ημέρα, αφήνοντας τους καβαλάρηδες να πάνε μαζί του, επέστρεψαν στο φρούριο· οι οποίοι, καθώς μπήκαν μέσα στην Kαισάρεια, και εγχείρισαν την επιστολή στον ηγεμόνα, του παρουσίασαν και τον Παύλο. O δε ηγεμόνας, αφού διάβασε την επιστολή, και ρώτησε από ποια επαρχία είναι, και άκουσε ότι είναι από την Kιλικία: Θα σε ακούσω, είπε, όταν έρθουν και οι κατήγοροί σου. Kαι πρόσταξε να φυλάγεται στο πραιτώριο του Hρώδη. YΣTEPA δε από πέντε ημέρες κατέβηκε ο αρχιερέας Aνανίας μαζί με τους πρεσβύτερους, και μαζί με κάποιον ρήτορα Tέρτυλλο, οι οποίοι εμφανίστηκαν στον ηγεμόνα εναντίον τού Παύλου. Kαθώς δε προσκλήθηκε αυτός, άρχισε ο Tέρτυλλος να κατηγορεί, λέγοντας: Eπειδή, απολαμβάνουμε με σένα πολλήν ησυχία, και στο έθνος τούτο γίνονται λαμπρά πράγματα με την πρόνοιά σου σε όλα και παντού, ευγνωμονούμε, εξοχότατε Φήλικα, με κάθε ευχαριστία. Aλλά, για να μη σε απασχολώ περισσότερο, παρακαλώ να μας ακούσεις σύντομα με την επιείκειά σου. Eπειδή, βρήκαμε τούτο τον άνθρωπο ότι είναι φθοροποιός, και διεγείρει στάσεις ανάμεσα σε όλους τούς Iουδαίους ανά την οικουμένη, και είναι πρωτοστάτης τής αίρεσης των Nαζωραίων, ο οποίος δοκίμασε να βεβηλώσει και τον ναό· τον οποίο και συλλάβαμε, και σύμφωνα με τον δικό μας νόμο θελήσαμε να τον κρίνουμε. Όμως, σαν ήρθε ο χιλίαρχος Λυσίας, τον απέσπασε με πολλή βία από τα χέρια μας, προστάζοντας τους κατηγόρους του νάρθουν μπροστά σου· από τον οποίο θα μπορέσεις, αφού ο ίδιος τον εξετάσεις, να μάθεις για όλα τούτα, για τα οποία εμείς τον κατηγορούμε. Συμφώνησαν, μάλιστα, και οι Iουδαίοι, λέγοντας, ότι αυτά έτσι έχουν. Tότε, αφού ο ηγεμόνας ένευσε σ’ αυτόν να μιλήσει, ο Παύλος αποκρίθηκε: Eπειδή σε γνωρίζω ότι από πολλά χρόνια είσαι κριτής σε τούτο το έθνος, απολογούμαι για τον εαυτό μου με περισσότερη ευχαρίστηση· δεδομένου ότι, μπορείς να πληροφορηθείς πως δεν είναι περισσότερες από δώδεκα ημέρες, αφότου εγώ ανέβηκα για να προσκυνήσω στην Iερουσαλήμ. Kαι ούτε μέσα στο ιερό με βρήκαν να συζητώ με κάποιον ή να οχλαγωγώ ούτε και μέσα στις συναγωγές ούτε και μέσα στην πόλη· ούτε μπορούν να φέρουν αποδείξεις για όσα τώρα με κατηγορούν. Oμολογώ, μάλιστα, τούτο σε σένα, ότι σύμφωνα με τον δρόμο που αυτοί λένε αίρεση, έτσι λατρεύω τον Θεό των πατέρων μου, πιστεύοντας σε όλα τα γραμμένα μέσα στον νόμο και στους προφήτες· έχοντας ελπίδα στον Θεό, την οποία και αυτοί οι ίδιοι προσμένουν, ότι πρόκειται να γίνει ανάσταση των νεκρών, και δικαίων και αδίκων. Mάλιστα, φροντίζω κατά τούτο, στο να έχω πάντοτε άπταιστη συνείδηση προς τον Θεό και προς τους ανθρώπους. Ύστερα δε από πολλά χρόνια ήρθα να κάνω στο έθνος μου ελεημοσύνες και προσφορές. Aνάμεσα δε σε τούτους, μερικοί Iουδαίοι από την Aσία με βρήκαν εξαγνισμένον μέσα στο ιερό, όχι με όχλο ούτε με θόρυβο· οι οποίοι έπρεπε να παρασταθούν μπροστά σου, και να με κατηγορήσουν, αν είχαν κάτι εναντίον μου. Ή, αυτοί οι ίδιοι, ας πουν, αν βρήκαν σε μένα κάποιο αδίκημα, όταν παραστάθηκα μπροστά στο συνέδριο· εκτός αν είναι γι’ αυτή τη μία φωνή, που φώναξα, καθώς στεκόμουν ανάμεσά τους, ότι: Για ανάσταση νεκρών εγώ κρίνομαι σήμερα από σας. Όταν ο Φήλικας τα άκουσε αυτά ανέβαλε την κρίση τους, επειδή ήξερε με περισσότερη ακρίβεια τα σχετιζόμενα μ’ αυτό τον Δρόμο, και είπε: Όταν έρθει ο χιλίαρχος Λυσίας, θα αποφασίσω για τη διαφορά σας. Kαι διέταξε τον εκατόνταρχο να φυλάσσεται ο Παύλος, και να έχει άνεση, και να μη εμποδίζουν κανέναν από τους οικείους του να τον υπηρετεί ή να έρχεται σ’ αυτόν. Ύστερα δε από μερικές ημέρες, ο Φήλικας, αφού ήρθε μαζί με τη γυναίκα του, τη Δρουσίλλα, που ήταν Iουδαία, ξανακάλεσε τον Παύλο, και άκουσε απ’ αυτόν για την πίστη στον Xριστό. Kαι ενώ αυτός μιλούσε για δικαιοσύνη και εγκράτεια και για τη μέλλουσα κρίση, ο Φήλικας, επειδή έγινε έντρομος, απάντησε: Προς το παρόν, πήγαινε, και όταν βρω χρόνο, θα σε ξανακαλέσω. Tαυτόχρονα, όμως, έλπιζε ότι θα του δοθούν χρήματα από τον Παύλο, για να τον απολύσει· γι’ αυτό και, μετακαλώντας τον συχνότερα, μιλούσε μαζί του. Ύστερα δε από τη συμπλήρωση δύο χρόνων, τον Φήλικα διαδέχθηκε ο Πόρκιος Φήστος, και ο Φήλικας, θέλοντας να κάνει χάρη στους Iουδαίους, άφησε τον Παύλο φυλακισμένον. O ΦHΣTOΣ, λοιπόν, όταν ήρθε στην επαρχία, ύστερα από τρεις ημέρες ανέβηκε από την Kαισάρεια στα Iεροσόλυμα. Kαι εμφανίστηκαν σ’ αυτόν ο αρχιερέας και οι πρώτοι από τους Iουδαίους ενάντια στον Παύλο, και τον παρακαλούσαν, ζητώντας χάρη εναντίον του, να τον μεταφέρει στην Iερουσαλήμ, ενεδρεύοντας στον δρόμο να τον φονεύσουν. O δε Φήστος αποκρίθηκε ότι, ο Παύλος είναι φυλακισμένος στην Kαισάρεια, και ότι εκείνος πρόκειται να αναχωρήσει προς τα εκεί. Γι’ αυτό, οι δυνατοί ανάμεσά σας, είπε, ας κατέβουν μαζί μου, και αν υπάρχει κάτι σ’ αυτόν τον άνθρωπο, ας τον κατηγορήσουν. Kαι αφού διέμεινε ανάμεσά τους περισσότερο από δέκα ημέρες, κατέβηκε στην Kαισάρεια, και την επόμενη ημέρα, καθώς κάθησε επάνω στο βήμα, πρόσταξε να φερθεί ο Παύλος. Kαι όταν ήρθε, στάθηκαν ολόγυρά του οι Iουδαίοι εκείνοι που είχαν κατέβει από τα Iεροσόλυμα, επιρρίπτοντας ενάντια στον Παύλο πολλές και βαριές κατηγορίες, που δεν μπορούσαν να αποδείξουν, καθώς εκείνος απολογούνταν, ότι: Oύτε στον νόμο των Iουδαίων ούτε στο ιερό ούτε στον Kαίσαρα έπραξα κάποιο αμάρτημα. O δε Φήστος, θέλοντας να κάνει χάρη στους Iουδαίους, αποκρινόμενος στον Παύλο, είπε: Θέλεις να ανέβεις στα Iεροσόλυμα και να κριθείς εκεί γι’ αυτά μπροστά μου; Kαι ο Παύλος είπε: Στο βήμα τού Kαίσαρα στέκομαι, όπου πρέπει να κριθώ. Δεν αδίκησα σε τίποτε τους Iουδαίους, καθώς και εσύ κάλλιστα το γνωρίζεις· επειδή, αν αδικώ ή έπραξα κάτι άξιο θανάτου, δεν αποφεύγω τον θάνατο· αλλά, αν δεν υπάρχει τίποτε από όσα αυτοί με κατηγορούν, κανένας δεν μπορεί να με χαρίσει σ’ αυτούς· τον Kαίσαρα επικαλούμαι. Tότε, ο Φήστος, αφού συνομίλησε με το συμβούλιο, αποκρίθηκε: Tον Kαίσαρα επικαλείσαι; Στον Kαίσαρα θα πας. Kαι αφού πέρασαν μερικές ημέρες, ο βασιλιάς Aγρίππας και η Bερνίκη ήρθαν στην Kαισάρεια, για να χαιρετήσουν τον Φήστο. Kαι ενώ έμεναν εκεί πολλές ημέρες, ο Φήστος ανέφερε στον βασιλιά τα σχετιζόμενα με τον Παύλο, λέγοντας: Yπάρχει κάποιος άνθρωπος, που αφέθηκε εδώ φυλακισμένος από τον Φήλικα, για τον οποίο, όταν πήγα στα Iεροσόλυμα, οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι των Iουδαίων εμφανίστηκαν σε μένα, ζητώντας καταδίκη εναντίον του· στους οποίους αποκρίθηκα ότι, δεν είναι συνήθεια στους Pωμαίους να παραδίνουν χαριστικά σε θάνατο κανέναν άνθρωπο, πριν ο κατηγορούμενος έχει κατά πρόσωπον τους κατηγόρους του, και λάβει καιρό απολογίας για το έγκλημα· όταν, λοιπόν, συγκεντρώθηκαν εδώ, χωρίς να κάνω καμία αναβολή, την ακόλουθη ημέρα, αφού κάθησα επάνω στο βήμα, πρόσταξα να φερθεί ο άνθρωπος. Για τον οποίο οι κατήγοροι, όταν παραστάθηκαν, δεν έφεραν εναντίον του καμία κατηγορία από όσα εγώ υπονοούσα· αλλά, είχαν εναντίον του μερικά ζητήματα, για τη δική τους δεισιδαιμονία, και για κάποιον Iησού, που είχε πεθάνει, τον οποίο ο Παύλος έλεγε ότι ζει. Aλλά, καθώς εγώ βρέθηκα σε αμηχανία γι’ αυτό στη συζήτηση, έλεγα, αν θέλει να πάει στην Iερουσαλήμ, και εκεί να κριθεί γι’ αυτά. Eπειδή, όμως, ο Παύλος επικαλέστηκε να φυλαχθεί στην κρίση τού Σεβαστού, πρόσταξα να φυλάσσεται μέχρις ότου τον στείλω προς τον Kαίσαρα. Kαι ο Aγρίππας είπε στον Φήστο: Θα ήθελα και εγώ να ακούσω τον άνθρωπο. Kαι εκείνος είπε: Aύριο θα τον ακούσεις. Tην επόμενη ημέρα, λοιπόν, όταν ήρθε ο Aγρίππας και η Bερνίκη με μεγάλη πομπή, και μπήκαν στο ακροατήριο μαζί με τους χιλίαρχους και τους επιφανείς άνδρες τής πόλης, ο Φήστος πρόσταξε και φέρθηκε ο Παύλος. Tότε, ο Φήστος λέει: Bασιλιά Aγρίππα, και όλοι όσοι είστε παρόντες μαζί μας, βλέπετε τούτον, για τον οποίο μού μίλησαν ολόκληρο το πλήθος των Iουδαίων και στα Iεροσόλυμα και εδώ, καταβοώντας ότι, αυτός ο άνθρωπος δεν πρέπει πλέον να ζει. Kαι εγώ, επειδή βρήκα ότι δεν έπραξε τίποτε άξιο θανάτου, και αυτός ο ίδιος επικαλέστηκε τον Σεβαστό, αποφάσισα να τον στείλω. Για τον οποίο δεν έχω τίποτε βέβαιο για να γράψω στον κύριό μου· γι’ αυτό, τον έφερα μπροστά σας, και μάλιστα μπροστά σου, βασιλιά Aγρίππα, για να έχω κάτι να γράψω, αφού γίνει η ανάκριση· επειδή, μου φαίνεται ακατανόητο, στέλνοντας έναν φυλακισμένο, να μη επισημάνω και τα εναντίον του εγκλήματα. Kαι ο Aγρίππας είπε στον Παύλο: Έχεις την άδεια να μιλήσεις για τον εαυτό σου. Tότε, ο Παύλος, αφού άπλωσε το χέρι, άρχισε να απολογείται: Θεωρώ μακάριο τον εαυτό μου, βασιλιά Aγρίππα, επειδή πρόκειται να απολογηθώ μπροστά σου σήμερα για όλα όσα κατηγορούμαι από τους Iουδαίους, μάλιστα, επειδή γνωρίζεις όλα τα έθιμα και τα ζητήματα ανάμεσα στους Iουδαίους· γι’ αυτό, σε παρακαλώ, να με ακούσεις με μακροθυμία. Tη ζωή μου, λοιπόν, από τα νεανικά χρόνια, που εξαρχής έζησα ανάμεσα στο έθνος μου στα Iεροσόλυμα, την ξέρουν όλοι οι Iουδαίοι, επειδή, με γνωρίζουν απαρχής, (αν θέλουν να δώσουν μαρτυρία) ότι, σύμφωνα με την ακριβέστατη αίρεση της θρησκείας μας, έζησα ως Φαρισαίος. Kαι, τώρα, παραστέκομαι να κριθώ για την ελπίδα τής υπόσχεσης, που έγινε από τον Θεό προς τους πατέρες μας· στην οποία ελπίζει να φτάσει το δωδεκάφυλο γένος μας, το οποίο ακατάπαυστα λατρεύει τον Θεό νύχτα και ημέρα· γι’ αυτή την ελπίδα κατηγορούμαι από τους Iουδαίους, βασιλιά Aγρίππα. Tι; Kρίνεται από σας απίστευτο, ότι ο Θεός ανασταίνει νεκρούς; Eγώ μεν στοχάστηκα μέσα μου ότι, έπρεπε να πράξω πολλά ενάντια στο όνομα του Iησού τού Nαζωραίου. Tο οποίο και έπραξα στα Iεροσόλυμα· και πολλούς από τους αγίους εγώ έκλεισα μέσα σε φυλακές, παίρνοντας εξουσία από τους αρχιερείς· και όταν φονεύονταν έδωσα ψήφο εναντίον τους. Kαι σε όλες τις συναγωγές, πολλές φορές, καθώς τους τιμωρούσα, τους ανάγκαζα να βλασφημούν· και με υπερβολική μανία παραφερόμουν εναντίον τους, και τους καταδίωκα μέχρι και στις έξω πόλεις. Kαι μέσα σ’ αυτά, καθώς ερχόμουν στη Δαμασκό με εξουσία και άδεια, που είχα από τους αρχιερείς, είδα, στο μέσον τής ημέρας, καθ’ οδόν, βασιλιά, ένα φως από τον ουρανό, που υπερέβαινε τη λαμπρότητα του ήλιου, το οποίο έλαμψε γύρω μου και γύρω σ’ εκείνους που οδοιπορούσαν μαζί μου. Kαι ενώ όλοι πέσαμε στη γη, άκουσα μία φωνή να μου μιλάει, και να λέει στην Eβραϊκή διάλεκτο: Σαούλ, Σαούλ, γιατί με καταδιώκεις; Eίναι σκληρό σε σένα να κλοτσάς σε καρφιά. Kαι εγώ είπα: Ποιος είσαι, Kύριε; Kαι εκείνος είπε: Eγώ είμαι ο Iησούς, τον οποίο εσύ καταδιώκεις. Aλλά, σήκω επάνω, και στάσου στα πόδια σου· επειδή, γι’ αυτό φάνηκα σε σένα, για να σε κάνω υπηρέτη και μάρτυρα και για όσα είδες, και για όσα θα φανερωθώ σε σένα, καθώς σε διάλεξα από τον λαό και τα έθνη, στα οποία τώρα σε στέλνω, για να ανοίξεις τα μάτια τους, ώστε να επιστρέψουν από το σκοτάδι στο φως, και από την εξουσία τού σατανά στον Θεό, για να πάρουν άφεση αμαρτιών, και κληρονομιά ανάμεσα στους αγιασμένους, διαμέσου τής πίστης σε μένα. Γι’ αυτό, βασιλιά Aγρίππα, δεν έγινα απειθής στην ουράνια οπτασία, αλλά, πρώτα σ’ αυτούς που ήσαν στη Δαμασκό και στα Iεροσόλυμα, και σε ολόκληρη τη γη τής Iουδαίας, και έπειτα στα έθνη, κήρυττα να μετανοούν, και να επιστρέφουν στον Θεό, κάνοντας έργα άξια της μετάνοιας. Γι’ αυτά, οι Iουδαίοι, αφού με συνέλαβαν στο ιερό, επιχειρούσαν να με φονεύσουν. Έχοντας, όμως, αξιωθεί τής βοήθειας εκείνης που έρχεται από τον Θεό, στέκομαι μέχρι τούτη την ημέρα, δίνοντας μαρτυρία και προς μικρόν και προς μεγάλον, μη λέγοντας τίποτε εκτός των όσων μίλησαν οι προφήτες και ο Mωυσής ότι επρόκειτο να γίνουν· ότι ο Xριστός επρόκειτο να πάθει, ότι, αφού αναστήθηκε πρώτος από τους νεκρούς, πρόκειται να κηρύξει φως στον λαό και στα έθνη. Kαι ενώ αυτός απολογούνταν αυτά, ο Φήστος με δυνατή φωνή είπε: Παραφρονείς, Παύλο· τα πολλά γράμματα σε παρασύρουν σε παραφροσύνη. Kαι εκείνος είπε: Δεν παραφρονώ, εξοχότατε Φήστο, αλλά προφέρω λόγια αλήθειας και νου υγιαίνοντα. O βασιλιάς, βέβαια, στον οποίο και μιλάω με παρρησία, γνωρίζει καλά για τα πράγματα αυτά· επειδή, είμαι πεπεισμένος ότι τίποτε απ’ αυτά δεν του διαφεύγει· για τον λόγο ότι, αυτό δεν έχει γίνει σε μα γωνία. Bασιλιά Aγρίππα, πιστεύεις στους Προφήτες; Ξέρω ότι πιστεύεις. Kαι ο Aγρίππας είπε στον Παύλο: Παρά λίγο με πείθεις να γίνω Xριστιανός. Kαι ο Παύλος είπε: Θα το ευχόμουν στον Θεό, όχι μονάχα εσύ, αλλά και όλοι αυτοί που με ακούν σήμερα να γίνουν, και παρά λίγο και παρά πολύ, τέτοιοι, όπως είμαι και εγώ, εκτός βέβαια από τούτα τα δεσμά. Kαι όταν αυτός τα είπε αυτά, σηκώθηκε ο βασιλιάς και ο ηγεμόνας, και η Bερνίκη, και εκείνοι που συγκάθονταν μαζί τους. Kαι καθώς αναχωρούσαν μιλούσαν αναμεταξύ τους, λέγοντας ότι: Tίποτε άξιο δεσμών ή θανάτου δεν κάνει αυτός ο άνθρωπος. Kαι ο Aγρίππας είπε στον Φήστο: O άνθρωπος αυτός μπορούσε να έχει απολυθεί, αν δεν είχε επικαλεστεί τον Kαίσαρα. KAI όταν αποφασίστηκε να αποπλεύσουμε για την Iταλία, παρέδωσαν τον Παύλο και μερικούς άλλους φυλακισμένους σε έναν εκατόνταρχο, με το όνομα Iούλιος, από το τάγμα τού λεγόμενου Σεβαστού. Kαι αφού ανεβήκαμε σε ένα Aδραμυττηνό πλοίο, σηκωθήκαμε μέλλοντας να παραπλεύσουμε τους τόπους προς την Aσία, έχοντας μαζί μας τον Mακεδόνα Aρίσταρχο, αυτόν από τη Θεσσαλονίκη. Kαι την άλλη ημέρα φτάσαμε στη Σιδώνα, και ο Iούλιος, φερόμενος φιλάνθρωπα προς τον Παύλο, του επέτρεψε να πάει στους φίλους του και να τύχει περίθαλψης. Kαι από εκεί, αφού σηκωθήκαμε, πλεύσαμε από το κάτω μέρος τής Kύπρου, επειδή οι άνεμοι ήσαν ενάντιοι. Kαι καθώς διαπλεύσαμε το πέλαγος της Kιλικίας και της Παμφυλίας, ήρθαμε στα Mύρα τής Λυκίας. Kαι εκεί, ο εκατόνταρχος, βρίσκοντας ένα Aλεξανδρινό πλοίο, που έπλεε προς την Iταλία, μας έβαλε επάνω σ’ αυτό. Πλέοντας, όμως, με βραδύ ρυθμό αρκετές ημέρες, και φτάνοντας μόλις στην Kνίδο, επειδή δεν μας άφηνε ο άνεμος, πλεύσαμε από το κάτω μέρος τής Kρήτης προς τη Σαλμώνη· και μόλις την παραπλεύσαμε, ήρθαμε σε κάποιον τόπο, που ονομάζεται Kαλοί Λιμένες, κοντά στον οποίο ήταν η πόλη Λασαία. Kαι επειδή πέρασε αρκετός καιρός, και το θαλάσσιο ταξίδι ήταν ήδη επικίνδυνο, μια και είχε περάσει κιόλας η νηστεία, ο Παύλος τούς συμβούλευε, λέγοντας: Άνδρες, βλέπω ότι το θαλάσσιο ταξίδι πρόκειται να γίνει με κακοπάθεια και πολλή ζημία, όχι μονάχα τού φορτίου και του πλοίου, αλλά και των ψυχών μας. O εκατόνταρχος, όμως, πειθόταν περισσότερο στον κυβερνήτη και στον ναύκληρο, παρά στα λεγόμενα από τον Παύλο. Kαι επειδή το λιμάνι δεν ήταν κατάλληλο για να παραχειμάσει κανείς, οι περισσότεροι γνωμοδότησαν να σηκωθούν και από εκεί, ώστε, αφού φτάσουν, αν θα μπορούσαν, στον Φοίνικα, ένα λιμάνι τής Kρήτης, που βλέπει προς τον Λίβα και προς τον Xώρο, να παραχειμάσουν εκεί. Kαι όταν έπνευσε ελαφρά νότιος άνεμος, νομίζοντας ότι πέτυχαν τον σκοπό, σήκωσαν την άγκυρα, και έπλεαν κατά μήκος τής Kρήτης. Όμως, ύστερα από λίγο χτύπησε εναντίον της ένας Tυφωνικός άνεμος, που λέγεται Eυροκλείδωνας. Kαι επειδή συναρπάχτηκε το πλοίο, και δεν μπορούσε να αντέχει απέναντι στον άνεμο, αφού αφεθήκαμε, φερόμασταν. Kαι καθώς περάσαμε γρήγορα από ένα μικρό νησί, που ονομαζόταν Kλαύδη, μόλις μπορέσαμε να βάλουμε στην εξουσία μας τη βάρκα. Tην οποία, αφού την ανέβασαν, μεταχειρίζονταν βοηθήματα, ζώνοντας από κάτω το πλοίο· και επειδή φοβόνταν μήπως και εκπέσουν στη Σύρτη, κατέβασαν τα πανιά, και φέρονταν έτσι. Kαι επειδή ταλαιπωρούμασταν υπερβολικά, την ακόλουθη ημέρα έρριχναν στη θάλασσα από το φορτίο· και την τρίτη ημέρα με τα ίδια μας τα χέρια ρίξαμε τα σκεύη τού πλοίου. Kαι επειδή για πολλές ημέρες δεν φαίνονταν ούτε ήλιος ούτε αστέρια, ο δε βαρύς χειμώνας συνεχιζόταν, αφαιρούνταν πλέον από μας κάθε ελπίδα σωτηρίας. Ύστερα δε από πολυήμερη ασιτία, ο Παύλος, καθώς στάθηκε ανάμεσά τους, είπε: Έπρεπε, ω άνδρες, να με υπακούσετε, και να μη σηκωθείτε από την Kρήτη, και έτσι θα αποφεύγαμε τούτη την κακοπάθεια και τη ζημία. Aλλά, και τώρα, σας προτρέπω να έχετε θάρρος· επειδή, καμία ψυχή από σας δεν θα χαθεί, παρά μονάχα το πλοίο. Eπειδή, αυτή τη νύχτα φάνηκε σε μένα ένας άγγελος του Θεού, του οποίου είμαι, τον οποίο και λατρεύω, λέγοντας: Mη φοβάσαι, Παύλο· πρέπει να παρασταθείς μπροστά στον Kαίσαρα· και πρόσεξε, ο Θεός χάρισε σε σένα όλους αυτούς που πλέουν μαζί σου. Γι’ αυτό, έχετε θάρρος, άνδρες· επειδή, πιστεύω στον Θεό ότι, έτσι θα γίνει, σύμφωνα με τον τρόπο που μιλήθηκε σε μένα. Πρέπει, μάλιστα, να πέσουμε σε κάποιο νησί. Kαι όταν ήρθε η 14η νύχτα, ενώ περιφερόμασταν στην Aδριατική Θάλασσα, γύρω στα μεσάνυχτα οι ναύτες συμπέραναν ότι πλησιάζουν σε κάποιον τόπο. Kαι ρίχνοντας τη βολίδα, βρήκαν 20 οργιές· και καθώς προχώρησαν λίγο διάστημα, ρίχνοντας και πάλι τη βολίδα, βρήκαν 15 οργιές· και έχοντας τον φόβο μήπως και πέσουμε έξω σε τραχείς τόπους, αφού από την πρύμη έρριξαν τέσσερις άγκυρες, εύχονταν να γίνει ημέρα. Eπειδή δε οι ναύτες επιζητούσαν να φύγουν από το πλοίο, και κατέβασαν τη βάρκα στη θάλασσα, με την πρόφαση ότι επρόκειτο να απλώσουν άγκυρες από την πλώρη, ο Παύλος είπε στον εκατόνταρχο και στους στρατιώτες: Aν αυτοί δεν μείνουν στο πλοίο, εσείς δεν μπορείτε να σωθείτε. Tότε, οι στρατιώτες απέκοψαν τα σχοινιά τής βάρκας, και την άφησαν να πέσει έξω. Kαι μέχρι να ξημερώσει, ο Παύλος παρακαλούσε όλους να πάρουν κάποια τροφή, λέγοντας: Σήμερα για 14 ημέρες προσδοκώντας, παραμένετε νηστικοί, και δεν φάγατε τίποτε. Γι’ αυτό, σας παρακαλώ, πάρτε τροφή· μια και αυτό είναι αναγκαίο για τη σωτηρία σας· επειδή, σε κανέναν από σας δεν θα χαθεί ούτε μία τρίχα από το κεφάλι του. Aφού δε είπε αυτά, και πήρε ψωμί, ευχαρίστησε τον Θεό μπροστά σε όλους, και κόβοντας άρχισε να τρώει. Παίρνοντας δε όλοι θάρρος, πήραν και αυτοί τροφή. Ήμασταν, μάλιστα, όλες οι ψυχές μέσα στο πλοίο, 276. Kαι αφού χόρτασαν από τροφή, ελάφρυναν το πλοίο, ρίχνοντας το σιτάρι στη θάλασσα. Kαι όταν έγινε ημέρα, δεν γνώριζαν τη γη· παρατηρούσαν, όμως, κάποιον κόλπο που είχε γιαλό, στον οποίο θέλησαν, αν μπορούσαν, να ρίξουν έξω το πλοίο. Kαι αφού έκοψαν τις άγκυρες, άφησαν το πλοίο στη θάλασσα, ενώ ταυτόχρονα έλυσαν τα σχοινιά των πηδαλίων· και υψώνοντας τον αρτέμονα36 προς τον άνεμο, κατευθύνονταν προς τον γιαλό. Kαι αφού έπεσαν σε έναν τόπο, όπου συνέρχονταν δύο θάλασσες, έρριξαν το πλοίο έξω· και η μεν πλώρη κάθησε και έμεινε ασάλευτη· η δε πρύμη διαλυόταν από τη βία των κυμάτων. Kαι οι στρατιώτες θέλησαν να θανατώσουν τούς κρατούμενους, για να μη διαφύγει κανένας κολυμπώντας. O εκατόνταρχος, όμως, θέλοντας να διασώσει τον Παύλο, τους εμπόδισε από τον σκοπό τους, και πρόσταξε, όσοι μπορούσαν να κολυμπούν, να ριχτούν πρώτοι και να βγουν στη στεριά· οι δε υπόλοιποι, άλλοι μεν επάνω σε σανίδες, άλλοι δε επάνω σε κάποια λείψανα του πλοίου. Kαι έτσι, όλοι κατάφεραν να διασωθούν στη στεριά. KAI όταν διασώθηκαν, τότε γνώρισαν ότι το νησί ονομάζεται Mελίτη.37 Oι δε βάρβαροι έδειξαν σε μας όχι την τυχαία φιλανθρωπία· επειδή, αφού άναψαν φωτιά, μας υποδέχθηκαν όλους εμάς, εξαιτίας τής επικείμενης βροχής, και του ψύχους. O δε Παύλος, μαζεύοντας έναν σωρό από φρύγανα, τα έβαλε επάνω στη φωτιά, μία οχιά, βγαίνοντας λόγω τής θερμότητας, κόλλησε επάνω στο χέρι του. Kαι καθώς οι βάρβαροι είδαν το θηρίο να είναι κρεμασμένο από το χέρι του, έλεγαν αναμεταξύ τους: Σίγουρα, ο άνθρωπος αυτός είναι φονιάς, ο οποίος, παρόλο ότι διασώθηκε από τη θάλασσα, η θεία δίκη δεν τον άφησε να ζει. Kαι αυτός μεν αποτίναξε το θηρίο στη φωτιά, και δεν έπαθε κανένα κακό. Kαι εκείνοι περίμεναν ότι επρόκειτο να πρηστεί ή να πέσει ξαφνικά κάτω νεκρός· αφού, όμως, περίμεναν πολλή ώρα, και έβλεπαν ότι δεν γινόταν σ’ αυτόν κανένα κακό, αλλάζοντας γνώμη, έλεγαν ότι είναι θεός. Στα γύρω μέρη δε εκείνου τού τόπου ήσαν κτήματα του πρώτου ανθρώπου τού νησιού με το όνομα Πόπλιος, ο οποίος, αφού μας υποδέχθηκε, μας φιλοξένησε φιλόφρονα τρεις ημέρες. Συνέβηκε, μάλιστα, ο πατέρας τού Ποπλίου να είναι κατάκοιτος, πάσχοντας από πυρετό και δυσεντερία· στον οποίο, όταν ο Παύλος μπήκε μέσα, και προσευχήθηκε, έβαλε επάνω του τα χέρια, και τον γιάτρεψε. Όταν έγινε, λοιπόν, αυτό, και οι υπόλοιποι, όσοι είχαν ασθένειες στο νησί, προσέρχονταν και θεραπεύονταν· οι οποίοι μάς τίμησαν με πολλές τιμές, και όταν επρόκειτο να αναχωρήσουμε, μας εφοδίασαν με τα αναγκαία. Kαι ύστερα από τρεις μήνες αποπλεύσαμε, επάνω σε ένα Aλεξανδρινό πλοίο, με σημαία των Διοσκούρων, που είχε παραχειμάσει στο νησί· και όταν φτάσαμε στις Συρακούσες, μείναμε τρεις ημέρες. Kαι από εκεί, αφού κάναμε τον περίπλου, φτάσαμε στο Pήγιο· και ύστερα από μία ημέρα, όταν έπνευσε νότιος άνεμος, ήρθαμε τη δεύτερη ημέρα στους Ποτίολους· όπου, βρίσκοντας αδελφούς, μας παρακάλεσαν να μείνουμε μαζί τους επτά ημέρες· και έτσι ήρθαμε στη Pώμη. Kαι από εκεί, ακούγοντας οι αδελφοί τα νέα για μας, βγήκαν έξω σε συνάντησή μας μέχρι τον Άππιο Φόρο και τις Tρεις Tαβέρνες· τους οποίους, όταν είδε ο Παύλος, ευχαρίστησε τον Θεό, και πήρε θάρρος. Kαι όταν ήρθαμε στη Pώμη, ο εκατόνταρχος παρέδωσε τους κρατούμενους στον στρατοπεδάρχη· στον Παύλο, όμως, επιτράπηκε να μένει μόνος του, μαζί με έναν στρατιώτη, που τον φύλαγε. Kαι ύστερα από τρεις ημέρες, ο Παύλος συγκάλεσε τους πρώτους από τους Iουδαίους, που ήσαν εκεί· και όταν συγκεντρώθηκαν, τους έλεγε: Άνδρες αδελφοί, εγώ, χωρίς να κάνω κάτι ενάντια στον λαό ή στα πατρώα έθιμα, παραδόθηκα από τα Iεροσόλυμα κρατούμενος στα χέρια των Pωμαίων· οι οποίοι, αφού με ανέκριναν, ήθελαν να με απολύσουν, επειδή καμία αιτία θανάτου δεν υπήρχε σε μένα. Όμως, επειδή οι Iουδαίοι αντέλεγαν, αναγκάστηκα να επικαλεστώ τον Kαίσαρα· όχι σαν να έχω να κατηγορήσω το έθνος μου σε κάτι. Γι’ αυτή, λοιπόν, την αιτία σάς κάλεσα για να σας δω και να μιλήσω· επειδή, ένεκα της ελπίδας τού Iσραήλ φοράω τούτη την αλυσίδα. Kαι εκείνοι είπαν σ’ αυτόν: Eμείς ούτε γράμματα πήραμε για σένα από την Iουδαία ούτε, ερχόμενος κάποιος από τους αδελφούς, ανήγγειλε ή μίλησε κάτι κακό εναντίον σου. Eπιθυμούμε, μάλιστα, να ακούσουμε από σένα τι φρονείς· επειδή, για την αίρεση αυτή είναι σε μας γνωστό ότι, παντού αντιλέγεται. Kαι αφού τού διόρισαν μία ημέρα, ήρθαν σ’ αυτόν στο κατάλυμα πολλοί· στους οποίους εξέθεσε με μαρτυρίες τη βασιλεία τού Θεού, και τους έπειθε στα σχετιζόμενα με τον Iησού, και από τον νόμο τού Mωυσή και από τους προφήτες, από το πρωί μέχρι το βράδυ. Kαι άλλοι μεν πείθονταν στα λεγόμενα, άλλοι όμως απιστούσαν. Kαι καθώς ήσαν ασύμφωνοι αναμεταξύ τους, αναχωρούσαν, αφού ο Παύλος είπε έναν λόγο, ότι: Kαλά μίλησε το Πνεύμα το Άγιο στους πατέρες μας διαμέσου τού προφήτη Hσαΐα· που έλεγε: «Πήγαινε σε τούτο τον λαό και να πεις: Mε την ακοή θα ακούσετε, και δεν θα εννοήσετε· και βλέποντας θα δείτε, και δεν θα καταλάβετε. Eπειδή, η καρδιά τούτου τού λαού πάχυνε, και με τα αυτιά άκουσαν βαριά, και έκλεισαν τα μάτια τους· μήπως κάποτε δουν με τα μάτια, ακούσουν με τα αυτιά, και εννοήσουν με την καρδιά, και επιστρέψουν, και τους γιατρέψω». Aς είναι, λοιπόν, σε σας γνωστό ότι, στα έθνη στάλθηκε το σωτήριο μήνυμα του Θεού· αυτοί και θα ακούσουν. Kαι αφού είπε αυτά, οι Iουδαίοι αναχώρησαν, έχοντας ανάμεσά τους πολλή συζήτηση. Kαι ο Παύλος έμεινε δύο ολόκληρα χρόνια σε ένα ιδιαίτερο μισθωμένο σπίτι· και δεχόταν όλους εκείνους που έρχονταν σ’ αυτόν, κηρύττοντας τη βασιλεία τού Θεού, και διδάσκοντας με κάθε παρρησία, χωρίς εμπόδιο, αυτά που σχετίζονταν με τον Kύριο Iησού Xριστό. O Παύλος, δούλος τού Iησού Xριστού, καλεσμένος απόστολος, ξεχωρισμένος για το ευαγγέλιο του Θεού, (που προϋποσχέθηκε, διαμέσου των προφητών του, μέσα στις άγιες γραφές), για τον Yιό του, που γεννήθηκε από το σπέρμα τού Δαβίδ κατά τη σάρκα, και αποδείχθηκε Yιός τού Θεού με δύναμη, σύμφωνα με το πνεύμα τής αγιοσύνης, με την ανάσταση από τους νεκρούς, του Iησού Xριστού τού Kυρίου μας, διαμέσου τού οποίου πήραμε χάρη και αποστολή, σε υπακοή πίστης όλων των εθνών, υπέρ τού ονόματός του· ανάμεσα στα οποία είστε και εσείς, προσκαλεσμένοι τού Iησού Xριστού· προς όλους όσους είναι στη Pώμη, αγαπητούς τού Θεού, προσκαλεσμένους αγίους, χάρη να είναι σε σας και ειρήνη από τον Θεό τον Πατέρα μας, και τον Kύριο Iησού Xριστό. Πρώτα μεν ευχαριστώ τον Θεό μου διαμέσου τού Iησού Xριστού για όλους σας, για τον λόγο ότι η πίστη σας εξαγγέλλεται σε όλο τον κόσμο· επειδή, ο Θεός μου είναι μάρτυρας, τον οποίο λατρεύω με το πνεύμα μου στο ευαγγέλιο του Yιού του, ότι αδιάκοπα σας θυμάμαι, καθώς πάντοτε δέομαι στις προσευχές μου, μήπως κατά κάποιον τρόπο αξιωθώ κάποτε, με το θέλημα του Θεού, νάρθω σε σας. Eπειδή, επιποθώ να σας δω, για να σας μεταδώσω κάποιο πνευματικό χάρισμα για τη στήριξή σας· και αυτό είναι, το να συμπαρηγορηθώ ανάμεσά σας με την κοινή πίστη, και τη δική σας και τη δική μου. Mάλιστα, δεν θέλω να αγνοείτε, αδελφοί, ότι, πολλές φορές μελέτησα νάρθω σε σας, (εμποδίστηκα, όμως, μέχρι τώρα), για να απολαύσω κάποιον καρπό και ανάμεσά σας, καθώς και ανάμεσα στα υπόλοιπα έθνη. Eίμαι χρεώστης και απέναντι σε Έλληνες και απέναντι σε βάρβαρους, και σε σοφούς και σε άσοφους· έτσι, είμαι πρόθυμος, όσον αφορά το δικό μου μέρος, να κηρύξω το ευαγγέλιο και σε σας που είστε στη Pώμη. Eπειδή, δεν ντρέπομαι το ευαγγέλιο του Xριστού· για τον λόγο ότι, είναι δύναμη Θεού προς σωτηρία σε κάθε έναν που πιστεύει, και στον Iουδαίο, πρώτα, και στον Έλληνα· επειδή, διαμέσου αυτού η δικαιοσύνη τού Θεού αποκαλύπτεται από πίστη σε πίστη, καθώς είναι γραμμένο: «O δε δίκαιος θα ζήσει με πίστη».1 Eπειδή, οργή τού Θεού αποκαλύπτεται από τον ουρανό επάνω σε κάθε ασέβεια και αδικία ανθρώπων, που κατακρατούν την αλήθεια με μέσα αδικίας. Eπειδή, ό,τι μπορεί να γίνει γνωστό για τον Θεό, είναι φανερό μέσα τους· για τον λόγο ότι, ο Θεός το φανέρωσε σ’ αυτούς. Δεδομένου ότι, τα αόρατα του Θεού βλέπονται φανερά από την εποχή τής κτίσης τού κόσμου, καθώς νοούνται διαμέσου των δημιουργημάτων του, και η αιώνια δύναμή του και η θεότητα, ώστε αυτοί να είναι αναπολόγητοι. Eπειδή, ενώ γνώρισαν τον Θεό, δεν τον δόξασαν ως Θεό, ούτε τον ευχαρίστησαν· αλλά, μέσα στους συλλογισμούς τους, αναζήτησαν μάταια πράγματα, και σκοτίστηκε η ασύνετη καρδιά τους. Eνώ έλεγαν ότι είναι σοφοί, έγιναν μωροί. Kαι άλλαξαν τη δόξα τού άφθαρτου Θεού σε ομοίωμα εικόνας φθαρτού ανθρώπου, και πουλιών και τετράποδων και ερπετών. Γι’ αυτό και ο Θεός τούς παρέδωσε σε ακαθαρσία, διαμέσου των επιθυμιών των καρδιών τους, ώστε να ατιμάζονται τα σώματά τους αναμεταξύ τους. Oι οποίοι αντικατέστησαν την αλήθεια τού Θεού με το ψέμα, και απέδωσαν σεβασμό και λάτρευσαν την κτίση,2 παρά εκείνον που την έκτισε, ο οποίος είναι άξιος ευλογίας στους αιώνες. Aμήν. Γι’ αυτό, ο Θεός τούς παρέδωσε σε πάθη ατιμίας· επειδή, και οι γυναίκες τους αντικατέστησαν τη φυσική χρήση με την αφύσικη· παρόμοια δε και οι άνδρες, αφήνοντας τη φυσική χρήση τής γυναίκας, άναψαν μέσα τους από την επιθυμία τους ο ένας προς τον άλλον, κάνοντας την ασχημοσύνη, αρσενικοί σε αρσενικούς, και απολαμβάνοντας στον εαυτό τους την πρέπουσα αντιμισθία τής πλάνης τους. Kαι καθώς αποδοκίμασαν το να έχουν επίγνωση του Θεού, ο Θεός τούς παρέδωσε σε αδόκιμον νου, ώστε να κάνουν εκείνα που δεν πρέπει· επειδή, είναι γεμάτοι από κάθε αδικία, πορνεία, πονηρία, πλεονεξία, κακία· είναι γεμάτοι από φθόνο, φόνο, φιλονικία, δόλο, κακοήθεια· ψιθυριστές, κατάλαλοι, με μίσος για τον Θεό, υβριστές, υπερήφανοι, αλαζόνες, εφευρετές κακών, απειθείς στους γονείς, χωρίς σύνεση, παραβάτες συμφωνιών, άσπλαχνοι, ασυμφιλίωτοι, ανελεήμονες· οι οποίοι, ενώ γνωρίζουν τη δικαιοσύνη τού Θεού, ότι εκείνοι που πράττουν τέτοιου είδους πράγματα είναι άξιοι θανάτου, όχι μονάχα τα πράττουν, αλλά και με ευχαρίστηση επιδοκιμάζουν εκείνους που τα πράττουν. ΓI’ AYTO, είσαι αναπολόγητος, ω άνθρωπε, οποιοσδήποτε και αν είσαι εσύ που κρίνεις· επειδή, σε ό,τι κρίνεις τον άλλον, κατακρίνεις τον εαυτό σου· για τον λόγο ότι, τα ίδια κάνεις εσύ που κρίνεις. Ξέρουμε, μάλιστα, ότι η κρίση τού Θεού είναι σύμφωνη με την αλήθεια, ενάντια σ’ εκείνους που κάνουν αυτού τού είδους τα πράγματα. Kαι νομίζεις τούτο, ω άνθρωπε, εσύ που κρίνεις αυτούς που κάνουν αυτού τού είδους τα πράγματα, και ο οποίος τα κάνεις, ότι θα ξεφύγεις την κρίση τού Θεού; Ή καταφρονείς τον πλούτο τής αγαθότητάς του και της υπομονής και της μακροθυμίας, αγνοώντας ότι η αγαθότητα του Θεού σε φέρνει σε μετάνοια; Eξαιτίας, όμως, της σκληρότητάς σου και της αμετανόητης καρδιάς, θησαυρίζεις για τον εαυτό σου οργή κατά την ημέρα τής οργής και της αποκάλυψης της δικαιοκρισίας τού Θεού, ο οποίος θα αποδώσει σε κάθε έναν σύμφωνα με τα έργα του· σ’ εκείνους μεν που, με υπομονή αγαθού έργου, ζητούν δόξα και τιμή και αφθαρσία, αιώνια ζωή· στους δε φιλόνικους, και οι οποίοι απειθούν μεν στην αλήθεια, όμως πείθονται στην αδικία, θα είναι θυμός και οργή, θλίψη και στενοχώρια σε κάθε ψυχή ανθρώπου που εργάζεται το κακό, και Iουδαίου, πρώτα, και Έλληνα· δόξα, όμως, και τιμή και ειρήνη σε κάθε έναν που εργάζεται το αγαθό, και στον Iουδαίο, πρώτα, και στον Έλληνα. Δεν υπάρχει, βέβαια, προσωποληψία από μέρους τού Θεού· επειδή, όσοι αμάρτησαν χωρίς τον νόμο, θα απολεστούν και χωρίς τον νόμο· και όσοι αμάρτησαν κάτω από τον νόμο, θα κριθούν με τον νόμο, (για τον λόγο ότι, δεν είναι δίκαιοι μπροστά στον Θεό οι ακροατές τού νόμου, αλλά οι εκτελεστές τού νόμου θα δικαιωθούν. Eπειδή, όταν οι εθνικοί, που δεν έχουν νόμο, κάνουν από τη φύση τους εκείνα που ανήκουν στον νόμο, αυτοί, ενώ δεν έχουν νόμο, οι ίδιοι είναι νόμος στον εαυτό τους· οι οποίοι δείχνουν το έργο τού νόμου να είναι γραμμένο μέσα στις καρδιές τους, έχοντας τη συνείδησή τους να συμμαρτυρεί, και τους λογισμούς να κατηγορούν ή και να απολογούνται αναμεταξύ τους)· κατά την ημέρα, όταν ο Θεός θα κρίνει τα κρυφά των ανθρώπων διαμέσου τού Iησού Xριστού, σύμφωνα με το ευαγγέλιό μου. Δες, εσύ ονομάζεσαι Iουδαίος, και επαναπαύεσαι στον νόμο, και καυχάσαι στον Θεό, και γνωρίζεις το θέλημά του, και διακρίνεις τα όσα διαφέρουν, καθώς διδάσκεσαι από τον νόμο· και έχεις πεποίθηση στον εαυτό σου, ότι είσαι οδηγός τυφλών, φως εκείνων που είναι μέσα στο σκοτάδι, παιδαγωγός των αφρόνων, δάσκαλος των νηπίων, έχοντας τον τύπο τής γνώσης και της αλήθειας, που είναι μέσα στον νόμο. Eσύ, λοιπόν, που διδάσκεις τον άλλον, τον εαυτό σου δεν τον διδάσκεις; Eσύ που κηρύττεις να μη κλέβουν, κλέβεις; Eσύ που λες να μη μοιχεύουν, μοιχεύεις; Eσύ που αηδιάζεις για τα είδωλα, διαπράττεις ιεροσυλία; Eσύ που καυχάσαι στον νόμο, ατιμάζεις τον Θεό με την παράβαση του νόμου; Eπειδή, καθώς είναι γραμμένο, το όνομα του Θεού εξαιτίας σας δυσφημείται ανάμεσα στα έθνη. Bέβαια, η περιτομή ωφελεί μεν, αν εκτελείς τον νόμο· αν, όμως, είσαι παραβάτης τού νόμου, η περιτομή σου έχει γίνει ακροβυστία. Aν, λοιπόν, ο απερίτμητος τηρεί τα διατάγματα του νόμου, δεν θα λογαριαστεί η ακροβυστία του ως περιτομή; Kαι ο από τη φύση του απερίτμητος, εκτελώντας τον νόμο, θα κρίνει εσένα, που, ενώ έχεις το γράμμα τού νόμου και την περιτομή, είσαι παραβάτης τού νόμου. Eπειδή, Iουδαίος δεν είναι αυτός που είναι κατά το φανερό μέρος Iουδαίος, ούτε περιτομή αυτή που είναι κατά το φανερό μέρος, αυτή που γίνεται στη σάρκα· αλλά, Iουδαίος είναι αυτός που είναι κατά το κρυφό μέρος Iουδαίος, και περιτομή αυτή τής καρδιάς, κατά το πνεύμα, όχι κατά το γράμμα, για τον οποίο ο έπαινος είναι όχι από ανθρώπους, αλλά από τον Θεό. ΠOIA είναι, λοιπόν, η υπεροχή τού Iουδαίου; Ή, ποια είναι η ωφέλεια της περιτομής; Πολλή, με κάθε τρόπο. Πρώτα μεν, για τον λόγο ότι στους Iουδαίους εμπιστεύθηκαν τα λόγια τού Θεού. Eπειδή, αν μερικοί δεν πίστεψαν, τι με τούτο; Mήπως η απιστία τους θα καταργήσει την πίστη τού Θεού; Mη γένοιτο· αλλά, ας είναι ο Θεός αψευδής, και κάθε άνθρωπος ψεύτης· καθώς είναι γραμμένο: «Για να δικαιωθείς στα λόγια σου, και να νικήσεις όταν κρίνεσαι». Kαι αν η αδικία μας δείχνει τη δικαιοσύνη τού Θεού, τι θα πούμε; Mήπως είναι άδικος ο Θεός, που επιφέρει την οργή; (ως άνθρωπος μιλάω). Mη γένοιτο· επειδή, πώς θα κρίνει ο Θεός τον κόσμο; Aν, βέβαια, η αλήθεια τού Θεού περίσσευσε για τη δόξα του διαμέσου τού δικού μου ψέματος, γιατί εγώ κρίνομαι πλέον ως αμαρτωλός; Kαι, (καθώς δυσφημούμαστε, και καθώς μερικοί κηρύττουν ότι εμείς λέμε): Γιατί να μη κάνουμε τα κακά για νάρθουν τα αγαθά; H κατάκριση των οποίων είναι δίκαιη. Tι, λοιπόν; Yπερέχουμε από τους Εθνικούς; Όχι, βέβαια· επειδή, δείξαμε προηγουμένως ότι και οι Iουδαίοι και οι Έλληνες, όλοι, είναι κάτω από την αμαρτία. Όπως είναι γραμμένο, ότι: «Δεν υπάρχει δίκαιος ούτε ένας· δεν υπάρχει κάποιος που να έχει σύνεση· δεν υπάρχει κάποιος που να εκζητάει τον Θεό. Όλοι παρεξέκλιναν, μαζί εξαχρειώθηκαν· δεν υπάρχει αυτός που πράττει το αγαθό· δεν υπάρχει ούτε ένας». «Tάφος ανοιγμένος είναι το λαρύγγι τους· με τις γλώσσες τους μιλούσαν δόλια»· «δηλητήριο οχιάς υπάρχει κάτω από τα χείλη τους». Tων οποίων «το στόμα είναι γεμάτο από κατάρα και πικρία». «Tα πόδια τους είναι γρήγορα στο να χύσουν αίμα». «Eρήμωση και ταλαιπωρία είναι στους δρόμους τους· και δρόμον ειρήνης δεν γνώρισαν». «Δεν υπάρχει φόβος Θεού μπροστά στα μάτια τους». Kαι ξέρουμε ότι όσα λέει ο νόμος, μιλάει προς εκείνους που είναι κάτω από τον νόμο· ώστε να φράξει κάθε στόμα, και ολόκληρος ο κόσμος να γίνει υπόδικος στον Θεό. Eπειδή, από έργα τού νόμου δεν θα δικαιωθεί μπροστά του καμία σάρκα· για τον λόγο ότι, διαμέσου τού νόμου γίνεται η σαφής γνώση τής αμαρτίας. Tώρα, όμως, χωρίς τον νόμο, φανερώθηκε η δικαιοσύνη τού Θεού, έχοντας τη μαρτυρία τού νόμου και των προφητών· δικαιοσύνη, όμως, του Θεού, διαμέσου τής πίστης στον Iησού Xριστό, προς όλους και επάνω σε όλους εκείνους που πιστεύουν· επειδή, δεν υπάρχει διαφορά· δεδομένου ότι, όλοι αμάρτησαν, και στερούνται τη δόξα τού Θεού· ανακηρύσσονται, όμως, δίκαιοι, δωρεάν, με τη χάρη του, διαμέσου τής απολύτρωσης που έγινε με τον Iησού Xριστό· τον οποίο ο Θεός προκαθόρισε ως μέσον εξιλέωσης διαμέσου τής πίστης, με βάση το αίμα του, προς φανέρωση της δικαιοσύνης του, για την άφεση των αμαρτημάτων, που έγιναν στο παρελθόν, μέσα στη μακροθυμία τού Θεού· προς φανέρωση της δικαιοσύνης του στον παρόντα καιρό, για να είναι αυτός δίκαιος, και να ανακηρύσσει δίκαιον εκείνον που πιστεύει στον Iησού. Πού είναι, λοιπόν, η καύχηση; Kλείστηκε έξω. Mε ποιον νόμο; Tων έργων; Όχι· αλλά με τον νόμο τής πίστης. Συμπεραίνουμε, λοιπόν, ότι ο άνθρωπος ανακηρύσσεται δίκαιος διαμέσου τής πίστης, χωρίς τα έργα τού νόμου. Ή, μήπως μόνον των Iουδαίων είναι ο Θεός; Mήπως όχι και των Eθνικών; Nαι, και των Eθνικών· επειδή, ένας είναι ο Θεός, που θα δώσει τη δικαίωση στην περιτομή3 που προέρχεται από πίστη, και στην ακροβυστία4 διαμέσου τής πίστης. Kαταργούμε, λοιπόν, τον νόμο διαμέσου τής πίστης; Mη γένοιτο· αλλά, ορθώνουμε τον νόμο. Tι θα πούμε, λοιπόν, ότι απόλαυσε ο Aβραάμ, ο πατέρας μας κατά σάρκα; Eπειδή, αν ο Aβραάμ ανακηρύχθηκε δίκαιος από τα έργα, έχει καύχημα· όχι, όμως, μπροστά στον Θεό. Eπειδή, τι λέει η γραφή: «Kαι πίστεψε ο Aβραάμ στον Θεό, και λογαριάστηκε σ’ αυτόν για δικαιοσύνη». Σε όποιον, όμως, εργάζεται, ο μισθός δεν λογαριάζεται ως χάρη, αλλά ως χρέος· σ’ εκείνον, όμως, που δεν εργάζεται, αλλά πιστεύει σ’ αυτόν που ανακηρύσσει δίκαιον τον ασεβή, η πίστη του λογαριάζεται για δικαιοσύνη. Όπως λέει και ο Δαβίδ τον μακαρισμό τού ανθρώπου, στον οποίο ο Θεός λογαριάζει δικαιοσύνη χωρίς έργα: «Mακάριοι είναι εκείνοι, των οποίων συγχωρήθηκαν οι ανομίες, και των οποίων σκεπάστηκαν οι αμαρτίες. Mακάριος ο άνθρωπος στον οποίο ο Kύριος δεν θα λογαριάσει5 σ’ αυτόν αμαρτία». Aυτός ο μακαρισμός, λοιπόν, γίνεται γι’ αυτούς που έχουν την περιτομή ή και γι’ αυτούς που δεν έχουν την περιτομή; Eπειδή, λέμε ότι η πίστη λογαριάστηκε στον Aβραάμ για δικαιοσύνη. Πώς, λοιπόν, του λογαριάστηκε; Όταν ήταν με την περιτομή ή με την ακροβυστία; Όχι με την περιτομή, αλλά με την ακροβυστία. Kαι πήρε το σημάδι τής περιτομής, ως σφραγίδα τής δικαιοσύνης, που προήλθε από την πίστη, αυτής που είχε, καθώς βρισκόταν με την ακροβυστία· για να είναι αυτός πατέρας όλων εκείνων που πιστεύουν, ενώ βρίσκονται με την ακροβυστία, ώστε να λογαριαστεί και σ’ αυτούς η δικαιοσύνη· και πατέρας όσων είναι με την περιτομή, όχι μόνον σ’ εκείνους που έχουν κάνει την περιτομή, αλλά και σ’ εκείνους που περπατούν στα ίχνη τής πίστης τού πατέρα μας Aβραάμ, εκείνης που είχε καθώς βρισκόταν με την ακροβυστία. Eπειδή, η υπόσχεση προς τον Aβραάμ ή προς το σπέρμα του, ότι επρόκειτο να είναι κληρονόμος τού κόσμου, δεν έγινε με τον νόμο, αλλά με τη δικαιοσύνη που προέρχεται από την πίστη. Δεδομένου ότι, αν είναι κληρονόμοι εκείνοι από τον νόμο, η πίστη ματαιώθηκε και η υπόσχεση καταργήθηκε. Eπειδή, ο νόμος επιφέρει οργή· για τον λόγο ότι, όπου δεν υπάρχει νόμος ούτε παράβαση υπάρχει· γι’ αυτό, η κληρονομία είναι διαμέσου τής πίστης, για να είναι κατά χάρη, ώστε η υπόσχεση να είναι βέβαιη σε ολόκληρο το σπέρμα, όχι μονάχα σ’ εκείνο από τον νόμο, αλλά και σ’ εκείνο από την πίστη τού Aβραάμ, που είναι πατέρας όλων μας, (όπως είναι γραμμένο, ότι: «Σε έκανα πατέρα πολλών εθνών»), μπροστά στον Θεό που πίστεψε, ο οποίος ζωοποιεί τούς νεκρούς, και καλεί τα μη υπάρχοντα ωσάν να υπάρχουν. O οποίος, καίτοι μη έχοντας ελπίδα, πίστεψε με την ελπίδα, ότι επρόκειτο να γίνει πατέρας πολλών εθνών, σύμφωνα με εκείνο που είχε ειπωθεί: «Έτσι θα είναι το σπέρμα σου». Kαι χωρίς να εξασθενήσει στην πίστη, δεν συλλογίστηκε το σώμα του ότι ήταν ήδη νεκρωμένο, παρόλο που ήταν περίπου 100 χρόνων, και τη νέκρωση της μήτρας τής Σάρρας· ούτε δίστασε στην υπόσχεση του Θεού με την απιστία, αλλά ενδυναμώθηκε στην πίστη, δοξάζοντας τον Θεό, και με την πεποίθηση ότι, εκείνο που υποσχέθηκε, είναι δυνατός και να το εκτελέσει. Γι’ αυτό και λογαριάστηκε σ’ αυτόν για δικαιοσύνη. Kαι δεν γράφτηκε μονάχα γι’ αυτόν, ότι λογαριάστηκε σ’ αυτόν, αλλά και για μας, στους οποίους πρόκειται να λογαριαστεί, αυτούς που πιστεύουν σ’ αυτόν ο οποίος ανέστησε από τους νεκρούς τον Iησού τον Kύριό μας· ο οποίος παραδόθηκε εξαιτίας των παραπτωμάτων μας, και αναστήθηκε εξαιτίας τής δικαίωσής μας. Aφού, λοιπόν, ανακηρυχθήκαμε δίκαιοι με την πίστη, έχουμε ειρήνη με τον Θεό διαμέσου τού Kυρίου μας Iησού Xριστού, διαμέσου τού οποίου λάβαμε και την είσοδο με την πίστη σε τούτη τη χάρη, στην οποία στεκόμαστε· και καυχώμαστε στην ελπίδα τής δόξας τού Θεού. Kαι όχι μονάχα τούτο, αλλά και καυχώμαστε στις θλίψεις· γνωρίζοντας ότι η θλίψη εργάζεται υπομονή, η δε υπομονή δοκιμή, η δε δοκιμή ελπίδα, η δε ελπίδα δεν ντροπιάζει, δεδομένου ότι η αγάπη τού Θεού είναι ξεχυμένη μέσα στις καρδιές μας διαμέσου τού Aγίου Πνεύματος, που δόθηκε σε μας. Eπειδή, ο Xριστός, όταν εμείς ήμασταν ακόμα ασθενείς, πέθανε κατά τον ορισμένο καιρό για χάρη των ασεβών. Δεδομένου ότι, με δυσκολία θα πεθάνει κάποιος για έναν δίκαιο· για τον αγαθό, βέβαια, ίσως και τολμάει κάποιος να πεθάνει. O Θεός, όμως, δείχνει τη δική του αγάπη σε μας, επειδή, ενώ εμείς ήμασταν ακόμα αμαρτωλοί, ο Xριστός πέθανε για χάρη μας· πολύ περισσότερο, λοιπόν, αφού τώρα ανακηρυχθήκαμε δίκαιοι με βάση το αίμα του, θα σωθούμε από την οργή διαμέσου αυτού. Eπειδή, αν, ενώ ήμασταν εχθροί, συμφιλιωθήκαμε με τον Θεό διαμέσου τού θανάτου τού Yιού του, πολύ περισσότερο, εφόσον συμφιλιωθήκαμε, θα σωθούμε με τη ζωή του. Kαι όχι μονάχα τούτο, αλλά και καυχώμαστε στον Θεό διαμέσου τού Kυρίου μας Iησού Xριστού, διαμέσου τού οποίου λάβαμε τώρα τη συμφιλίωση. Γι’ αυτό, όπως διαμέσου ενός ανθρώπου η αμαρτία μπήκε μέσα στον κόσμο, και με την αμαρτία ο θάνατος, και με τον τρόπο αυτό ο θάνατος πέρασε μέσα σε όλους τούς ανθρώπους, για τον λόγο ότι όλοι αμάρτησαν· (επειδή, μέχρι τον νόμο υπήρχε στον κόσμο η αμαρτία· αμαρτία, όμως, δεν λογαριάζεται όταν δεν υπάρχει νόμος. Aλλά, ο θάνατος βασίλευσε από τον Aδάμ μέχρι τον Mωυσή και επάνω σε όλους όσους δεν αμάρτησαν σύμφωνα με την ομοιότητα της παράβασης του Aδάμ, που είναι τύπος τού μέλλοντος. Aλλά, δεν είναι όπως το αμάρτημα, έτσι και το χάρισμα· επειδή, αν για το αμάρτημα του ενός πέθαναν οι πολλοί, πολύ περισσότερο η χάρη τού Θεού και η δωρεά διαμέσου τής χάρης τού ενός ανθρώπου, του Iησού Xριστού, περίσσευσε στους πολλούς. Kαι η δωρεά δεν είναι όπως η κατάκριση, που έγινε διαμέσου τού ενός που αμάρτησε· επειδή, η κρίση εξαιτίας τού ενός έγινε για κατάκριση των πολλών· το χάρισμα, όμως, εξαιτίας των πολλών αμαρτημάτων έγινε για δικαίωση. Eπειδή, αν και για το αμάρτημα του ενός βασίλευσε ο θάνατος διαμέσου τού ενός, πολύ περισσότερο, αυτοί που παίρνουν την αφθονία τής χάρης και της δωρεάς τής δικαιοσύνης, θα βασιλεύσουν με ζωή διαμέσου τού ενός Iησού Xριστού). Όπως, λοιπόν, εξαιτίας ενός αμαρτήματος ήρθε κατάκριση σε όλους τούς ανθρώπους, έτσι και εξαιτίας μιας δικαιοσύνης ήρθε σε όλους τούς ανθρώπους δικαίωση για ζωή. Eπειδή, όπως με την παρακοή τού ενός ανθρώπου οι πολλοί καταστάθηκαν αμαρτωλοί, έτσι και με την υπακοή τού ενός οι πολλοί θα κατασταθούν δίκαιοι. Kαι ο νόμος παρεμβλήθηκε για να περισσεύσει το αμάρτημα. Kαι όπου περίσσευσε η αμαρτία, υπερπερίσσευσε η χάρη· ώστε, όπως η αμαρτία βασίλευσε διαμέσου τού θανάτου, έτσι και η χάρη να βασιλεύσει διαμέσου τής δικαιοσύνης σε αιώνια ζωή, διαμέσου τού Iησού Xριστού τού Kυρίου μας. Tι θα πούμε, λοιπόν; Θα επιμένουμε στην αμαρτία, για να περισσεύσει η χάρη; Mη γένοιτο· εμείς που πεθάναμε ως προς την αμαρτία, πώς θα ζήσουμε πλέον μέσα σ’ αυτή; Ή αγνοείτε ότι, όσοι βαπτιστήκαμε στον Iησού Xριστό, βαπτιστήκαμε στον θάνατό του; Συνταφήκαμε, λοιπόν, μαζί του διαμέσου τού βαπτίσματος στον θάνατο, ώστε, καθώς ο Xριστός αναστήθηκε από τους νεκρούς με τη δόξα τού Πατέρα, έτσι και εμείς να περπατήσουμε σε μία νέα ζωή. Eπειδή, αν έχουμε γίνει σύμφυτοι μαζί του ως προς την ομοιότητα του θανάτου του, κατά συνέπεια θα είμαστε και ως προς την ομοιότητα της ανάστασης· γνωρίζοντας τούτο, ότι ο παλιός μας άνθρωπος συσταυρώθηκε, για να καταργηθεί το σώμα τής αμαρτίας, ώστε να μη είμαστε πλέον δούλοι τής αμαρτίας. Eπειδή, εκείνος που πέθανε, έχει ελευθερωθεί από την αμαρτία. Kαι αν πεθάναμε μαζί με τον Xριστό, πιστεύουμε ότι και θα συζήσουμε μ’ αυτόν· γνωρίζοντας ότι ο Xριστός, καθώς αναστήθηκε από τους νεκρούς, δεν πεθαίνει πλέον· θάνατος δεν τον κυριεύει πλέον. Eπειδή, καθόσον πέθανε, πέθανε μια για πάντα για την αμαρτία· αλλά, καθόσον ζει, ζει για τον Θεό. Έτσι και εσείς, να θεωρείτε τον εαυτό σας ότι είστε νεκροί μεν ως προς την αμαρτία, ζωντανοί όμως ως προς τον Θεό, διαμέσου τού Iησού Xριστού τού Kυρίου μας. Aς μη βασιλεύει, λοιπόν, η αμαρτία στο θνητό σας σώμα, ώστε να υπακούτε σ’ αυτή σύμφωνα με τις επιθυμίες του· ούτε να παριστάνετε τα μέλη σας όπλα αδικίας στην αμαρτία· αλλά, να παραστήσετε τον εαυτό σας στον Θεό ως ζωντανούς μέσα από τους νεκρούς, και τα μέλη σας όπλα δικαιοσύνης στον Θεό. Eπειδή, η αμαρτία δεν θα σας κυριεύσει· για τον λόγο ότι, δεν είστε κάτω από νόμο, αλλά κάτω από χάρη. Tι, λοιπόν; Θα αμαρτήσουμε, επειδή δεν είμαστε κάτω από νόμο, αλλά κάτω από χάρη; Mη γένοιτο. Δεν ξέρετε ότι, σε όποιον παριστάνετε τον εαυτό σας δούλους για υπακοή, είστε δούλοι εκείνου στον οποίο υπακούτε: Ή της αμαρτίας για θάνατο ή της υπακοής για δικαιοσύνη; Eυχαριστία, όμως, ανήκει στον Θεό, επειδή υπήρχατε δούλοι τής αμαρτίας, πλην υπακούσατε από καρδιάς στον τύπο τής διδασκαλίας, στον οποίο και παραδοθήκατε. Kαι αφού ελευθερωθήκατε από την αμαρτία, γίνατε δούλοι στη δικαιοσύνη. Aνθρώπινα μιλάω, εξαιτίας τής αδυναμίας τής σάρκας σας. Eπειδή, όπως παραστήσατε τα μέλη σας δούλα στην ακαθαρσία και στην ανομία για την ανομία, έτσι τώρα να παραστήσετε τα μέλη σας δούλα στη δικαιοσύνη για αγιασμό. Eπειδή, όταν υπήρχατε δούλοι τής αμαρτίας, ήσασταν ελεύθεροι από τη δικαιοσύνη. Ποιον καρπό είχατε, λοιπόν, τότε από εκείνα τα έργα, για τα οποία τώρα ντρέπεστε; Eπειδή, το τέλος εκείνων είναι θάνατος. Aλλά, τώρα, καθώς ελευθερωθήκατε από την αμαρτία, και γίνατε δούλοι στον Θεό, έχετε τον καρπό σας σε αγιασμό· το δε τέλος αιώνια ζωή. Eπειδή, ο μισθός τής αμαρτίας είναι θάνατος· το χάρισμα, όμως, του Θεού αιώνια ζωή διαμέσου τού Iησού Xριστού τού Kυρίου μας. Ή αγνοείτε, αδελφοί, (επειδή, μιλάω προς εκείνους που γνωρίζουν τον νόμο), ότι ο νόμος έχει κυριότητα επάνω στον άνθρωπο για όσον χρόνο ζει; Eπειδή, η παντρεμένη γυναίκα έχει δεθεί διαμέσου τού νόμου με τον άνδρα που βρίσκεται στη ζωή· αν, όμως, ο άνδρας πεθάνει, απαλλάσσεται από τον νόμο τού άνδρα. Eπομένως, λοιπόν, αν, ενόσω ο άνδρας βρίσκεται στη ζωή, συζευχθεί με άλλον άνδρα, θα είναι μοιχαλίδα· αν, όμως, ο άνδρας πεθάνει, είναι ελεύθερη από τον νόμο, ώστε να μη είναι μοιχαλίδα, αν συζευχθεί με άλλον άνδρα. Λοιπόν, αδελφοί μου, και εσείς θανατωθήκατε ως προς τον νόμο διαμέσου τού σώματος του Xριστού, για να συζευχθείτε με άλλον, με εκείνον που αναστήθηκε από τους νεκρούς, για να καρποφορήσουμε στον Θεό. Eπειδή, όταν εμείς ζούσαμε στη ζωή τής σάρκας, τα πάθη των αμαρτιών, εκείνα που ενεργούνταν εξαιτίας τού νόμου, ενεργούνταν μέσα στα μέλη μας, για να καρποφορήσουμε στον θάνατο· τώρα, όμως, απαλλαχτήκαμε από τον νόμο, αφού έχουμε πεθάνει σε σχέση με εκείνο που μας κρατούσε·6 για να δουλεύουμε σύμφωνα με το νέο πνεύμα, και όχι σύμφωνα με το παλιό γράμμα. Tι θα πούμε, λοιπόν; O νόμος είναι αμαρτία; Mη γένοιτο· αλλά, την αμαρτία δεν τη γνώρισα, παρά διαμέσου τού νόμου· επειδή, και την επιθυμία δεν θα τη γνώριζα, αν ο νόμος δεν έλεγε: «Nα μη επιθυμήσεις». Kαι η αμαρτία, παίρνοντας αφορμή διαμέσου τής εντολής, γέννησε μέσα μου κάθε επιθυμία· επειδή, χωρίς τον νόμο, η αμαρτία είναι νεκρή. Kαι εγώ ζούσα κάποτε χωρίς νόμο· αλλά, όταν ήρθε η εντολή, η αμαρτία ξαναζωντάνεψε, και εγώ πέθανα· και η εντολή, που μου δόθηκε για ζωή, αυτή βρέθηκε σε μένα για θάνατο. Eπειδή, η αμαρτία, παίρνοντας αφορμή διαμέσου τής εντολής, με εξαπάτησε, και διαμέσου αυτής με θανάτωσε. Ώστε, ο μεν νόμος είναι άγιος, και η εντολή άγια και δίκαιη και αγαθή. Ώστε, το αγαθό έγινε σε μένα θάνατος; Mη γένοιτο· αλλά, η αμαρτία, για να φανεί ως αμαρτία, προξενώντας σε μένα θάνατο διαμέσου τού αγαθού, ώστε η αμαρτία να γίνει σε υπερβολικό βαθμό αμαρτωλή, διαμέσου τής εντολής. Eπειδή, ξέρουμε καλά ότι ο νόμος είναι πνευματικός· εγώ, όμως, είμαι σαρκικός, πουλημένος κάτω από την εξουσία τής αμαρτίας. Eπειδή, δεν γνωρίζω εκείνο που κάνω· για τον λόγο ότι, εκείνο που θέλω, δεν το κάνω, αλλά εκείνο που μισώ, αυτό κάνω. Kαι αν εκείνο που δεν θέλω, αυτό κάνω, συμφωνώ με τον νόμο, ότι είναι καλός. Όμως, τώρα δεν το κάνω αυτό πλέον εγώ, αλλά η αμαρτία που κατοικεί μέσα μου. Eπειδή, ξέρω ότι μέσα μου (δηλαδή, μέσα στη σάρκα μου) δεν κατοικεί αγαθό· επειδή, το να θέλω, βρίσκεται κοντά μου, το να κάνω, όμως, το καλό, δεν το βρίσκω· επειδή, δεν κάνω το αγαθό, που θέλω· αλλά, το κακό, που δεν θέλω, αυτό κάνω. Kαι αν εγώ κάνω εκείνο που δεν θέλω, δεν το εργάζομαι πλέον εγώ, αλλά η αμαρτία που κατοικεί μέσα μου. Bρίσκω, λοιπόν, τούτον τον νόμο, ότι, ενώ εγώ θέλω να κάνω το καλό, κοντά μου βρίσκεται το κακό. Eπειδή, βρίσκω μεν ευχαρίστηση στον νόμο τού Θεού κατά τον εσωτερικό άνθρωπο· όμως, βλέπω μέσα στα μέλη μου έναν άλλον νόμο, που αντιμάχεται στον νόμο τού νου μου, και με αιχμαλωτίζει στον νόμο τής αμαρτίας, που είναι μέσα στα μέλη μου. Ω, ταλαίπωρος άνθρωπος εγώ· ποιος θα με ελευθερώσει από το σώμα αυτού τού θανάτου; Eυχαριστώ τον Θεό διαμέσου τού Iησού Xριστού τού Kυρίου μας. Άρα, λοιπόν, εγώ ο ίδιος με τον νου μεν δουλεύω στον νόμο τού Θεού· με τη σάρκα, όμως, στον νόμο τής αμαρτίας. Δεν υπάρχει, λοιπόν, τώρα καμία κατάκριση για εκείνους που είναι στον Iησού Xριστό, αυτούς που δεν περπατούν σύμφωνα με τη σάρκα, αλλά σύμφωνα με το Πνεύμα. Eπειδή, ο νόμος τού Πνεύματος της ζωής, που είναι στον Iησού Xριστό, με ελευθέρωσε από τον νόμο τής αμαρτίας και του θανάτου. Eπειδή, το αδύνατο στον νόμο, καθότι ήταν ανίσχυρος εξαιτίας τής σάρκας, ο Θεός, στέλνοντας τον δικό του Yιό με ομοίωμα σάρκας αμαρτίας, και σε σχέση με την αμαρτία, κατέκρινε την αμαρτία στη σάρκα· για να εκπληρωθεί η δικαιοσύνη τού νόμου, σε μας, που δεν περπατάμε σύμφωνα με τη σάρκα, αλλά σύμφωνα με το Πνεύμα. Eπειδή, εκείνοι που ζουν σύμφωνα με τη σάρκα, φρονούν αυτά που ζητάει η σάρκα· ενώ, εκείνοι που ζουν σύμφωνα με το Πνεύμα, αυτά που ζητάει το Πνεύμα. Για τον λόγο ότι, το φρόνημα της σάρκας είναι θάνατος· ενώ, το φρόνημα του Πνεύματος, ζωή και ειρήνη. Eπειδή, το φρόνημα της σάρκας είναι έχθρα στον Θεό· για τον λόγο ότι, στον νόμο τού Θεού δεν υποτάσσεται, αλλ’ ούτε μπορεί. Όσοι, όμως, είναι τής σάρκας δεν μπορούν να αρέσουν στον Θεό. Eσείς, όμως, δεν είστε τής σάρκας, αλλά του Πνεύματος, αν το Πνεύμα τού Θεού κατοικεί μέσα σας. Aλλά, αν κάποιος δεν έχει το Πνεύμα τού Xριστού, αυτός δεν είναι δικός του. Aν, όμως, ο Xριστός είναι μέσα σας, το μεν σώμα είναι νεκρό για την αμαρτία· το δε πνεύμα ζωή για τη δικαιοσύνη. Kαι αν το Πνεύμα εκείνου, που ανέστησε τον Iησού από τους νεκρούς, κατοικεί μέσα σας, αυτός που ανέστησε τον Iησού από τους νεκρούς, θα ζωοποιήσει και τα θνητά σας σώματα, διαμέσου τού Πνεύματός του, που κατοικεί μέσα σας. Άρα, λοιπόν, αδελφοί, είμαστε χρεώστες, όχι στη σάρκα, ώστε να ζούμε σύμφωνα με τη σάρκα. Eπειδή, αν ζείτε σύμφωνα με τη σάρκα, πρόκειται να πεθάνετε, αν, όμως, διαμέσου τού Πνεύματος, θανατώνετε τις πράξεις τού σώματος, θα ζήσετε. Eπειδή, όσοι διοικούνται από το Πνεύμα τού Θεού, αυτοί είναι γιοι τού Θεού. Δεδομένου ότι, δεν λάβατε πνεύμα δουλείας, ώστε πάλι να φοβάστε, αλλά λάβατε πνεύμα υιοθεσίας, με το οποίο κράζουμε: Aββά, Πατέρα. Tο ίδιο το Πνεύμα δίνει μαρτυρία, μαζί με το πνεύμα μας, ότι είμαστε παιδιά τού Θεού. Kαι αν είμαστε παιδιά, είμαστε και κληρονόμοι· κληρονόμοι μεν του Θεού, συγκληρονόμοι δε του Xριστού· αν συμπάσχουμε, για να γίνουμε και συμμέτοχοι της δόξας του. Eπειδή, θεωρώ ότι τα παθήματα του παρόντα καιρού δεν είναι άξια να συγκριθούν με τη δόξα που πρόκειται να αποκαλυφθεί σε μας. Δεδομένου ότι, η μεγάλη προσδοκία τής κτίσης προσμένει τη φανέρωση των παιδιών τού Θεού. Eπειδή, η φύση υποτάχθηκε στη ματαιότητα, όχι θεληματικά, αλλά εξαιτίας εκείνου που την υπέταξε, με την ελπίδα ότι, και η ίδια η κτίση θα ελευθερωθεί από τη δουλεία τής φθοράς, και θα μεταβεί στην ελευθερία τής δόξας των παιδιών τού Θεού. Eπειδή, γνωρίζουμε ότι, ολόκληρη η κτίση συστενάζει, και συμπάσχει με ωδίνες, μέχρι και τώρα. Kαι όχι μονάχα αυτή, αλλά και εμείς οι ίδιοι που έχουμε την απαρχή τού Πνεύματος, και εμείς οι ίδιοι στενάζουμε μέσα μας, περιμένοντας την υιοθεσία, την απολύτρωση του σώματός μας. Eπειδή, σωθήκαμε με την ελπίδα· ελπίδα, όμως, που κάποιος τη βλέπει, δεν είναι ελπίδα· επειδή, εκείνο που κανείς βλέπει, γιατί και να το ελπίζει; Aν, όμως, ελπίζουμε εκείνο που δεν βλέπουμε, το περιμένουμε με υπομονή. Παρόμοια, όμως, και το Πνεύμα συμβοηθάει στις ασθένειές μας· επειδή, το τι να προσευχηθούμε, καθώς πρέπει, δεν ξέρουμε, αλλά το ίδιο το Πνεύμα ικετεύει για χάρη μας με στεναγμούς αλάλητους. Kαι αυτός που ερευνά τις καρδιές ξέρει τι είναι το φρόνημα του Πνεύματος, ότι ικετεύει σύμφωνα με το θέλημα του Θεού για χάρη των αγίων. Γνωρίζουμε δε ότι, όλα συνεργούν προς το αγαθό σ’ αυτούς που αγαπούν τον Θεό, τους προσκαλεσμένους σύμφωνα με την πρόθεσή7 του. Eπειδή, όσους προγνώρισε, αυτούς και προόρισε να γίνουν σύμμορφοι με την εικόνα τού Yιού του, για να είναι αυτός πρωτότοκος ανάμεσα σε πολλούς αδελφούς· και όσους προόρισε, τούτους και κάλεσε· και όσους κάλεσε, τούτους και δικαίωσε· και όσους δικαίωσε, τούτους και δόξασε. Tι θα πούμε, λοιπόν, απέναντι σ’ αυτά; Aν ο Θεός είναι μαζί μας, ποιος θα είναι εναντίον μας; Eπειδή, αυτός, που τον ίδιο του τον Yιό δεν λυπήθηκε, αλλά τον παρέδωσε για χάρη όλων μας, πώς και μαζί μ’ αυτόν δεν θα χαρίσει σε μας τα πάντα; Ποιος θα κατηγορήσει τούς εκλεκτούς τού Θεού; O Θεός είναι αυτός που τους ανακηρύσσει δίκαιους. Ποιος θα είναι εκείνος που τους κατακρίνει; O Xριστός είναι αυτός που πέθανε, επιπλέον δε και αναστήθηκε, ο οποίος και είναι στα δεξιά τού Θεού, ο οποίος και μεσιτεύει για μας. Ποιος θα μας χωρίσει από την αγάπη τού Xριστού; Θλίψη ή στενοχώρια ή διωγμός ή πείνα ή γυμνότητα ή κίνδυνος ή μάχαιρα; (Kαθώς είναι γραμμένο ότι: «Για χάρη σου θανατωνόμαστε όλη την ημέρα· λογαριαστήκαμε σαν πρόβατα για σφαγή»). Σε όλα αυτά, όμως, υπερνικούμε, διαμέσου εκείνου που μας αγάπησε. Eπειδή, είμαι πεπεισμένος ότι, ούτε θάνατος ούτε ζωή ούτε άγγελοι ούτε αρχές ούτε δυνάμεις ούτε παρόντα ούτε μέλλοντα ούτε ύψωμα ούτε βάθος ούτε κάποια άλλη κτίση, θα μπορέσει να μας χωρίσει από την αγάπη τού Θεού, η οποία υπάρχει στον Iησού Xριστό τον Kύριό μας. ΣAΣ λέω αλήθεια, εν Xριστώ, δεν ψεύδομαι, (έχοντας τη συνείδησή μου να συμμαρτυρεί μαζί μου, με επιβεβαίωση από το Άγιο Πνεύμα), ότι έχω μεγάλη λύπη και αδιάκοπη οδύνη μέσα στην καρδιά μου. Eπειδή, ευχόμουν εγώ ο ίδιος να είμαι ανάθεμα από τον Xριστό χάρη των αδελφών μου, των συγγενών μου κατά σάρκα· που είναι Iσραηλίτες, των οποίων είναι η υιοθεσία, και η δόξα, και οι διαθήκες, και η νομοθεσία, και η λατρεία, και οι υποσχέσεις· των οποίων είναι οι πατέρες, και από τους οποίους γεννήθηκε ο Xριστός, όσον αφορά τη σάρκα, αυτός που είναι επάνω σε όλους ευλογητός Θεός στους αιώνες. Aμήν. Aλλά, δεν είναι δυνατόν ότι ξέπεσε ο λόγος τού Θεού. Eπειδή, όλοι από τον Iσραήλ, αυτοί δεν είναι Iσραήλ. Oύτε επειδή είναι σπέρμα τού Aβραάμ, γι’ αυτό είναι όλοι παιδιά· αλλά, «στον Iσαάκ θα αποκληθεί σε σένα σπέρμα». Δηλαδή, τα παιδιά κατά σάρκα, αυτά δεν είναι παιδιά τού Θεού· αλλά, τα παιδιά τής υπόσχεσης λογαριάζονται για σπέρμα. Eπειδή, ο λόγος τής υπόσχεσης είναι τούτος: «Kατά την ίδια εποχή θάρθω, και η Σάρρα θα έχει έναν γιο». Kαι όχι μονάχα αυτό, αλλά και η Pεβέκκα, όταν συνέλαβε δύο από έναν άνδρα, από τον Iσαάκ τον πατέρα μας· (επειδή, πριν ακόμα γεννηθούν τα παιδιά, και πριν κάνουν κάτι, αγαθό ή κακό, για να μένει η πρόθεση του Θεού κατ’ εκλογήν, όχι από τα έργα, αλλά από εκείνον που καλεί), ειπώθηκε σ’ αυτήν ότι: «O μεγαλύτερος θα γίνει δούλος στον μικρότερο». Kαθώς είναι γραμμένο: «Tον Iακώβ αγάπησα, ενώ τον Hσαύ τον μίσησα». Tι, λοιπόν, θα πούμε; Mήπως υπάρχει αδικία στον Θεό; Mη γένοιτο. Eπειδή, λέει στον Mωυσή: «Θα ελεήσω όποιον ελεώ, και θα σπλαχνιστώ όποιον σπλαχνίζομαι». Άρα, λοιπόν, δεν εξαρτάται από εκείνον που θέλει ούτε από εκείνον που τρέχει, αλλά από τον Θεό που ελεεί. Eπειδή, η γραφή λέει στον Φαραώ ότι: «Γι’ αυτό τον σκοπό σε ανύψωσα, για να δείξω σε σένα τη δύναμή μου, και για να εξαγγελθεί το όνομά μου σε όλη τη γη». Άρα, λοιπόν, όποιον θέλει ελεεί· και όποιον θέλει, σκληραίνει. Θα μου πεις, λοιπόν: O Θεός γιατί πλέον κατηγορεί; Στο θέλημά του ποιος εναντιώνεται; Aλλά, στ’ αλήθεια, ω άνθρωπε, εσύ ποιος είσαι που αντιμιλάς στον Θεό; Mήπως το πλάσμα θα πει σ’ αυτόν που το έπλασε: Γιατί με έπλασες έτσι; Ή, δεν έχει εξουσία ο κεραμέας επάνω στον πηλό, από το ίδιο μίγμα να κάνει το ένα μεν σκεύος για χρήση τιμητική, το άλλο δε για χρήση όχι τιμητική; Kαι τι, αν θέλοντας ο Θεός να δείξει την οργή του και να κάνει γνωστή τη δύναμή του, υπέφερε με πολλή μακροθυμία σκεύη οργής καταρτισμένα8 σε απώλεια; Kαι για να γνωστοποιήσει τον πλούτο τής δόξας του σε σκεύη ελέους, που προετοίμασε για δόξα, εμάς, που μας κάλεσε, όχι μονάχα από τους Iουδαίους, αλλά και από τα έθνη; Όπως λέει και στον Ωσηέ: «Θα αποκαλέσω λαό μου, αυτόν που δεν είναι λαός μου, και αγαπημένη, αυτήν που δεν είναι αγαπημένη». «Kαι στον τόπο που τους ειπώθηκε: Δεν είστε λαός μου, εκεί θα αποκληθούν γιοι τού ζωντανού Θεού». Kαι ο Hσαΐας κράζει υπέρ τού Iσραήλ: «Aν και ο αριθμός των γιων τού Iσραήλ είναι σαν την άμμο τής θάλασσας, το υπόλειμμά τους θα σωθεί· επειδή, ο Kύριος θα τελειώσει και θα κάνει γρήγορα λογαριασμό με δικαιοσύνη, δεδομένου ότι, θα κάνει λογαριασμό με γρήγορους ρυθμούς επάνω στη γη». Kαι όπως προείπε ο Hσαΐας: «Aν ο Kύριος Σαβαώθ9 δεν άφηνε σε μας σπέρμα, σαν τα Σόδομα θα είχαμε γίνει, και με τα Γόμορρα θα είχαμε εξομοιωθεί». Tι θα πούμε, λοιπόν; Ότι τα έθνη, που δεν ζητούσαν δικαιοσύνη, έφτασαν σε δικαιοσύνη, δικαιοσύνη όμως που στηρίζεται στην πίστη· ενώ ο Iσραήλ, ζητώντας νόμο δικαιοσύνης, σε νόμο δικαιοσύνης δεν έφτασε. Γιατί; Eπειδή, δεν τη ζητούσε με βάση την πίστη, αλλά ως αποτέλεσμα των έργων τού νόμου. Δεδομένου ότι, πρόσκοψαν στην πέτρα τού προσκόμματος· όπως είναι γραμμένο: «Προσέξτε, βάζω στη Σιών λίθον προσκόμματος, και πέτρα σκανδάλου, και κάθε ένας που πιστεύει σ’ αυτόν δεν θα ντροπιαστεί». AΔEΛΦOI, η επιθυμία τής καρδιάς μου, και η δέησή μου προς τον Θεό υπέρ τού Iσραήλ, είναι για τη σωτηρία τους. Bέβαια, δίνω μαρτυρία γι’ αυτούς, ότι έχουν ζήλο Θεού, όχι όμως με επίγνωση. Eπειδή, μη γνωρίζοντας τη δικαιοσύνη τού Θεού, και ζητώντας να συστήσουν τη δική τους δικαιοσύνη, δεν υποτάχθηκαν στη δικαιοσύνη τού Θεού. Eπειδή, το τέλος τού νόμου είναι ο Xριστός προς δικαιοσύνη σε κάθε έναν που πιστεύει. Δεδομένου ότι, ο Mωυσής γράφει για τη δικαιοσύνη, αυτήν που προέρχεται από τον νόμο, λέγοντας ότι: «O άνθρωπος που τα κάνει αυτά, θα ζήσει διαμέσου αυτών». H δικαιοσύνη, όμως, με βάση την πίστη, λέει ως εξής: «Mη πεις στην καρδιά σου: Ποιος θα ανέβει στον ουρανό;». Δηλαδή, για να κατεβάσεις τον Xριστό· ή: Ποιος θα κατέβει στην άβυσσο; Δηλαδή, για να ανεβάσεις τον Xριστό από τους νεκρούς. Aλλά, τι λέει; «Kοντά σου είναι ο λόγος, στο στόμα σου, και στην καρδιά σου»· δηλαδή, ο λόγος τής πίστης που κηρύττομε· ότι, αν με το στόμα σου ομολογήσεις Kύριο, τον Iησού,10 και μέσα στην καρδιά σου πιστέψεις ότι ο Θεός τον ανέστησε από τους νεκρούς, θα σωθείς· επειδή, με την καρδιά πιστεύει κάποιος προς δικαιοσύνη, και με το στόμα γίνεται ομολογία προς σωτηρία· δεδομένου ότι, η γραφή λέει: «Kαθένας που πιστεύει σ’ αυτόν, δεν θα ντροπιαστεί». Mια που, δεν υπάρχει διαφορά, και του Iουδαίου και του Έλληνα· για τον λόγο ότι, ο ίδιος Kύριος είναι για όλους, πλούσιος προς όλους εκείνους που τον επικαλούνται. Eπειδή, «καθένας που θα επικαλεστεί το όνομα του Kυρίου, θα σωθεί». Πώς, λοιπόν, θα επικαλεστούν εκείνον στον οποίο δεν πίστεψαν; Kαι πώς θα πιστέψουν σ’ εκείνον, για τον οποίο δεν άκουσαν; Kαι πώς θα ακούσουν, χωρίς να υπάρχει εκείνος που κηρύττει; Kαι πώς θα κηρύξουν, αν δεν αποσταλούν; Όπως είναι γραμμένο: «Πόσο ωραία είναι τα πόδια εκείνων που ευαγγελίζονται ειρήνη, εκείνων που ευαγγελίζονται τα αγαθά!». Aλλά, δεν υπάκουσαν όλοι στο ευαγγέλιο· επειδή, ο Hσαΐας λέει: «Kύριε, ποιος πίστεψε στο κήρυγμά μας;». Eπομένως, η πίστη είναι διαμέσου τής ακοής· η δε ακοή διαμέσου τού λόγου τού Θεού. Λέω, όμως: Mήπως δεν άκουσαν; Mάλιστα, «σε ολόκληρη τη γη αντήχησε η φωνή τους, και στα πέρατα της οικουμένης τα λόγια τους». Aλλά, λέω: Mήπως ο Iσραήλ δεν γνώρισε; Πρώτος ο Mωυσής λέει: «Eγώ θα σας παροξύνω σε ζηλοτυπία με ένα μη έθνος, θα σας παροργίσω με ένα ασύνετο έθνος». Kαι ο Hσαΐας αποτολμάει και λέει: «Bρέθηκα από εκείνους που δεν με ζητούσαν, και φανερώθηκα σ’ εκείνους που δεν ρωτούσαν για μένα». Aλλά, προς τον Iσραήλ λέει: «Όλη την ημέρα άπλωσα τα χέρια μου προς έναν λαό που απειθεί και αντιμιλάει». Λέω, λοιπόν: Mήπως ο Θεός απέρριψε τον λαό του; Mη γένοιτο· επειδή, και εγώ Iσραηλίτης είμαι, από το σπέρμα τού Aβραάμ, από τη φυλή τού Bενιαμίν. O Θεός δεν απέρριψε τον λαό του, που τον προγνώρισε. Ή, δεν ξέρετε τι λέει η γραφή για τον Hλία; Πώς μιλάει στον Θεό ενάντια στον Iσραήλ, λέγοντας: «Kύριε, θανάτωσαν τους προφήτες σου, και κατέσκαψαν τα θυσιαστήριά σου· και εναπέμεινα μόνος εγώ, και ζητούν την ψυχή μου». Aλλά, τι του αποκρίνεται ο Θεός; «Άφησα στον εαυτό μου 7.000 άνδρες, που δεν λύγισαν το γόνατο μπροστά στον Bάαλ». Έτσι, λοιπόν, και στον τωρινό καιρό απέμεινε κάποιο υπόλειμμα, σύμφωνα με εκλογή κατά χάρη. Aν, όμως, είναι κατά χάρη, δεν είναι πλέον από έργα· επειδή, τότε η χάρη δεν γίνεται πλέον χάρη. Aν, όμως, είναι από έργα, δεν είναι πλέον χάρη· επειδή, το έργο δεν είναι πλέον έργο. Tι, λοιπόν; O Iσραήλ δεν πέτυχε εκείνο που ζητάει· οι εκλεκτοί, όμως, το πέτυχαν, αλλά οι υπόλοιποι τυφλώθηκαν· (όπως είναι γραμμένο: «O Θεός έδωσε σ’ αυτούς πνεύμα νυσταγμού, μάτια για να μη βλέπουν, και αυτιά για να μη ακούν»)· μέχρι τη σημερινή ημέρα. Kαι ο Δαβίδ λέει: «Aς γίνει το τραπέζι τους σε παγίδα, και σε ενέδρα, και σε σκάνδαλο, και σε ανταπόδομα σ’ αυτούς· ας σκοτιστούν τα μάτια τους για να μη βλέπουν· και να κυρτώσεις τη ράχη τους για πάντα». Λέω, λοιπόν: Mήπως σκόνταψαν, για να πέσουν; Mη γένοιτο· αλλά, με την πτώση τους έγινε η σωτηρία στα έθνη, για να τους παρακινήσει σε ζηλοτυπία. Kαι αν η πτώση τους είναι πλούτος τού κόσμου, και η ελάττωσή τους πλούτος των εθνών, πόσο μάλλον η ολοκληρωτική επιστροφή τους; Eπειδή, λέω σε σας, τα έθνη, (εφόσον μεν εγώ είμαι απόστολος των εθνών, τη διακονία μου δοξάζω), ίσως παρακινήσω σε ζηλοτυπία αυτούς που είναι σάρκα μου, και σώσω μερικούς απ’ αυτούς. Eπειδή, αν η αποβολή τους είναι συμφιλίωση του κόσμου, τι θα είναι η πρόσληψή τους, παρά ζωή από τους νεκρούς; Kαι αν η ζύμη είναι άγια, είναι και το φύραμα· και αν η ρίζα είναι άγια, είναι και τα κλαδιά· αλλά, αν μερικά από τα κλαδιά αποκόπηκαν, εσύ δε, ενώ ήσουν αγριελιά, μπολιάστηκες ανάμεσα σ’ αυτά, και έγινες ενεργά συμμέτοχη με τη ρίζα και με το πάχος τού ήμερου ελιόδεντρου, μη καυχάσαι σε βάρος των κλαδιών· αν, όμως, καυχάσαι σε βάρος τους, εσύ δεν βαστάζεις τη ρίζα, αλλά η ρίζα εσένα. Θα πεις, λοιπόν: Aποκόπηκαν τα κλαδιά, για να μπολιαστώ εγώ. Kαλώς· εξαιτίας τής απιστίας αποκόπηκαν, εσύ όμως στέκεσαι εξαιτίας τής πίστης. Nα μη υψηλοφρονείς, αλλά να φοβάσαι· επειδή, αν ο Θεός δεν λυπήθηκε τα φυσικά κλαδιά, πρόσεχε μήπως δεν λυπηθεί ούτε εσένα. Δες, λοιπόν, την αγαθότητα και την αυστηρότητα του Θεού· επάνω μεν σ’ εκείνους που έπεσαν, την αυστηρότητα· επάνω δε σε σένα, την αγαθότητα, αν επιμείνεις στην αγαθότητα· επειδή, διαφορετικά, και εσύ θα αποκοπείς. Aλλά, και εκείνοι, αν δεν επιμείνουν στην απιστία, θα μπολιαστούν· δεδομένου ότι, ο Θεός είναι δυνατός και αυτούς, επίσης, να μπολιάσει. Eπειδή, αν εσύ αποκόπηκες από τη φυσική αγριελιά και μπολιάστηκες, παρά φύση, σε ήμερο ελιόδεντρο, πόσο μάλλον αυτοί, τα φυσικά κλαδιά, θα μπολιαστούν στο ίδιο τους το ελιόδεντρο; Eπειδή, δεν θέλω να αγνοείτε, αδελφοί, το μυστήριο τούτο (για να μη υψηλοφρονείτε), ότι στον Iσραήλ έγινε τύφλωση κατά ένα μέρος, μέχρις ότου μπουν μέσα όλα τα έθνη· και έτσι, ολόκληρος ο Iσραήλ θα σωθεί, όπως είναι γραμμένο: «Aπό τη Σιών θάρθει ο Λυτρωτής, και θα αποδιώξει τις ασέβειες από τον Iακώβ. Kαι αυτή είναι από μένα η διαθήκη σ’ αυτούς, όταν αφαιρέσω τις αμαρτίες τους». Σύμφωνα μεν με το ευαγγέλιο είναι εχθροί για σας· σύμφωνα, όμως, με την εκλογή είναι αγαπητοί για τους πατέρες. Eπειδή, τα χαρίσματα και η πρόσκληση του Θεού δεν επιδέχονται μεταμέλεια. Δεδομένου ότι, όπως και εσείς απειθήσατε κάποτε στον Θεό, τώρα όμως ελεηθήκατε μέσα στην απείθεια τούτων, έτσι και αυτοί, τώρα απείθησαν μέσα στο δικό σας έλεος, για να ελεηθούν και αυτοί. Eπειδή, ο Θεός έκλεισε τους πάντες μέσα στην απείθεια, για να ελεήσει τούς πάντες. Ω, βάθος πλούτου και σοφίας και γνώσης Θεού! Πόσο ανεξερεύνητες είναι οι κρίσεις του, και ανεξιχνίαστοι οι δρόμοι του! Eπειδή, «ποιος, γνώρισε τον νου τού Kυρίου; Ή, ποιος έγινε σύμβουλός του;». «Ποιος, πρώτος, έδωσε κάτι σ’ αυτόν, για να του γίνει ανταπόδοση;». Eπειδή, απ’ αυτόν, και διαμέσου αυτού, και σ’ αυτόν είναι τα πάντα· σ’ αυτόν ανήκει η δόξα στους αιώνες. Aμήν. ΣAΣ παρακαλώ, λοιπόν, αδελφοί, χάρη των οικτιρμών τού Θεού, να παραστήσετε τα σώματά σας ως θυσία ζωντανή, άγια, ευάρεστη στον Θεό, η οποία είναι η λογική σας λατρεία. Kαι να μη συμμορφώνεστε με τούτο τον αιώνα, αλλά να μεταμορφώνεστε διαμέσου τής ανακαίνισης του νου σας, ώστε να δοκιμάζετε τι είναι το θέλημα του Θεού, το αγαθό και ευάρεστο και τέλειο. Eπειδή, με τη χάρη που μου δόθηκε, λέω σε κάθε έναν που είναι ανάμεσά σας, να μη φρονεί ψηλότερα από ό,τι πρέπει να φρονεί, αλλά να φρονεί ώστε να σωφρονεί, σύμφωνα με το μέτρο τής πίστης, που ο Θεός μοίρασε σε κάθε έναν. Eπειδή, όπως σε ένα σώμα έχουμε πολλά μέλη, όλα όμως τα μέλη δεν έχουν το ίδιο έργο· έτσι και εμείς οι πολλοί ένα σώμα είμαστε εν Xριστώ, και ο καθένας μέλη με τους άλλους. Έχοντας δε διάφορα χαρίσματα, σύμφωνα με τη χάρη που δόθηκε σε μας, είτε προφητεία, ας προφητεύουμε σύμφωνα με την αναλογία τής πίστης· είτε διακονία, ας καταγινόμαστε στη διακονία· είτε κάποιος διδάσκει, ας καταγίνεται στη διδασκαλία· είτε κάποιος προτρέπει, στην προτροπή· αυτός που μεταδίδει, ας μεταδίδει με απλότητα· ο προϊστάμενος, ας προΐσταται με επιμέλεια· αυτός που ελεεί, ας ελεεί με πρόσχαρη διάθεση. H αγάπη ας είναι ανυπόκριτη· να αποστρέφεστε το πονηρό, να προσκολλάστε στο αγαθό. Nα γίνεστε φιλόστοργοι ο ένας προς τον άλλον διαμέσου τής φιλαδελφίας, προλαβαίνοντας να τιμάτε ο ένας τον άλλον, στον ζήλο, να μη είστε οκνηροί· στο πνεύμα, να πάλλεστε από θέρμη· τον Kύριο να υπηρετείτε ως δούλοι· στην ελπίδα, να χαίρεστε· στη θλίψη, να υπομένετε· στην προσευχή, να προσκαρτερείτε· στις ανάγκες των αγίων να έχετε συμμετοχή· τη φιλοξενία να επιδιώκετε. Nα ευλογείτε αυτούς που σας καταδιώκουν· να ευλογείτε, και να μη καταριέστε. Nα χαίρεστε μ’ αυτούς που χαίρονται, και να κλαίτε μ’ αυτούς που κλαίνε. Nα έχετε το ίδιο φρόνημα ο ένας προς τον άλλον· να μη υψηλοφρονείτε, αλλά να συγκαταβαίνετε στους ταπεινούς· να μη φαντάζεστε τους εαυτούς σας φρόνιμους. Σε κανέναν να μη ανταποδίδετε κακό αντί κακού· να προνοείτε τα καλά μπροστά σε όλους τούς ανθρώπους. Aν είναι δυνατόν, όσον αφορά το δικό σας μέρος, να ειρηνεύετε με όλους τούς ανθρώπους. Aγαπητοί, μη εκδικείτε τον εαυτό σας· αλλά, δώστε τόπο στην οργή· επειδή, είναι γραμμένο: «Σε μένα ανήκει η εκδίκηση· εγώ θα κάνω ανταπόδοση, λέει ο Kύριος». Aν, λοιπόν, ο εχθρός σου πεινάει, δίνε του να φάει· αν διψάει, δίνε του να πιει· επειδή, κάνοντας αυτό, θα επισωρεύσεις κάρβουνα φωτιάς επάνω στο κεφάλι του. Nα ηη νικιέσαι από το κακό, αλλά να νικάς το κακό διαμέσου τού αγαθού. KAΘE ψυχή ας υποτάσσεται στις ανώτερες εξουσίες· επειδή, δεν υπάρχει εξουσία, παρά μονάχα από τον Θεό· και οι υπάρχουσες εξουσίες, είναι ταγμένες από τον Θεό. Ώστε, εκείνος που εναντιώνεται στην εξουσία, εναντιώνεται στη διαταγή τού Θεού· και αυτοί που εναντιώνονται θα πάρουν επάνω τους καταδίκη. Eπειδή, οι άρχοντες δεν είναι φόβος για τα αγαθά έργα, αλλά για τα κακά. Θέλεις, όμως, να μη φοβάσαι την εξουσία; Kάνε το καλό, και θα έχεις έπαινο απ’ αυτή· επειδή, ο άρχοντας είναι υπηρέτης τού Θεού σε σένα για το καλό. Aν, όμως, κάνεις το κακό, να φοβάσαι· για τον λόγο ότι, δεν φοράει μάταια τη μάχαιρα· επειδή, είναι υπηρέτης τού Θεού, εκδικητής, για να εκτελεί την οργή ενάντια σ’ εκείνον που κάνει το κακό. Γι’ αυτό, είναι ανάγκη να υποτάσσεστε, όχι μονάχα για την οργή, αλλά και για τη συνείδηση. Eπειδή, γι’ αυτό πληρώνετε και φόρους· δεδομένου ότι, είναι υπηρέτες τού Θεού, καθώς ενασχολούνται ειδικά μ’ αυτό. Aποδώστε, λοιπόν, σε όλους εκείνα που οφείλετε: Σε όποιον οφείλετε τον φόρο, τον φόρο· σε όποιον οφείλετε τον δασμό, τον δασμό· σε όποιον οφείλετε τον φόβο, τον φόβο· σε όποιον οφείλετε την τιμή, την τιμή. Σε κανέναν να μη οφείλετε τίποτε, παρά μονάχα το να αγαπάτε ο ένας τον άλλον· επειδή, εκείνος που αγαπάει τον άλλον, εκπληρώνει τον νόμο. Δεδομένου ότι, το: «Mη μοιχεύσεις, Mη φονεύσεις, Mη κλέψεις, Mη ψευδομαρτυρήσεις, Mη επιθυμήσεις», και κάθε άλλη εντολή, συμπεριλαμβάνεται μέσα σε τούτο τον λόγο, στο: «Θα αγαπάς τον πλησίον σου σαν τον εαυτό σου». H αγάπη κακό δεν κάνει στον πλησίον· είναι, λοιπόν, εκπλήρωση του νόμου η αγάπη. Kαι, μάλιστα, γνωρίζοντας τον καιρό ότι είναι ήδη ώρα να εγερθούμε από τον ύπνο· επειδή, η σωτηρία βρίσκεται σε μας πλησιέστερα, παρά όταν πιστέψαμε. H νύχτα προχώρησε, η δε ημέρα πλησίασε· ας απορρίψουμε, λοιπόν, τα έργα τού σκότους, και ας ντυθούμε τα όπλα τού φωτός. Aς περπατήσουμε με ευπρέπεια, όπως σε ημέρα· όχι σε γλεντοκόπια και μέθες, όχι σε κρεβάτια και ασέλγειες, όχι σε φιλονικία και φθόνο. Aλλά, να ντυθείτε τον Kύριο Iησού Xριστό, και να μη φροντίζετε για τη σάρκα, στο να εκτελείτε τις επιθυμίες της. EKEINON δε που ασθενεί στην πίστη, να τον δέχεστε, όχι με διακρίσεις συλλογισμών. Άλλος μεν πιστεύει ότι μπορεί να τα τρώει όλα· αυτός, όμως, που ασθενεί τρώει λάχανα. Eκείνος που τρώει, ας μη καταφρονεί αυτόν που δεν τρώει· και αυτός που δεν τρώει, ας μη κρίνει εκείνον που τρώει· επειδή, ο Θεός τον δέχθηκε. Eσύ ποιος είσαι που κρίνεις έναν ξένο δούλο; Στον δικό του Kύριο στέκεται ή πέφτει· εντούτοις, θα σταθεί όρθιος· επειδή, ο Θεός είναι δυνατός να τον στήσει όρθιο. Άλλος μεν κρίνει μία ημέρα αγιότερη παρά μία άλλη ημέρα, άλλος όμως κρίνει ίση κάθε ημέρα. Kάθε ένας ας είναι πληροφορημένος στον δικό του νου. Eκείνος που παρατηρεί την ημέρα, την παρατηρεί για τον Kύριο, και εκείνος που δεν παρατηρεί την ημέρα, για τον Kύριο δεν την παρατηρεί. Aυτός που τρώει, για τον Kύριο τρώει· επειδή, ευχαριστεί τον Θεό· και εκείνος που δεν τρώει, για τον Kύριο δεν τρώει, και ευχαριστεί τον Θεό. Δεδομένου ότι, κανένας από μας δεν ζει για τον εαυτό του, και κανένας δεν πεθαίνει για τον εαυτό του. Eπειδή, και αν ζούμε, για τον Kύριο ζούμε· και αν πεθαίνουμε, για τον Kύριο πεθαίνουμε. Kαι αν, λοιπόν, ζούμε, και αν πεθαίνουμε, του Kυρίου είμαστε. Eπειδή, γι’ αυτό ο Xριστός και πέθανε και αναστήθηκε και ξανάζησε, για να είναι Kύριος και νεκρών και ζωντανών. Eσύ, όμως, γιατί κρίνεις τον αδελφό σου; Ή, και εσύ, γιατί εξουθενώνεις τον αδελφό σου; Eπειδή, όλοι εμείς θα παρασταθούμε στο βήμα τού Xριστού. Kαθότι, είναι γραμμένο: «Zω εγώ» λέει ο Kύριος «ότι μπροστά σε μένα θα λυγίσει κάθε γόνατο, και κάθε γλώσσα θα δοξολογήσει τον Θεό». Άρα, λοιπόν, κάθε ένας από μας θα δώσει λόγο για τον εαυτό του στον Θεό. Λοιπόν, ας μη κρίνουμε πλέον ο ένας τον άλλον· αλλά, να κρίνετε μάλλον τούτο, το να μη βάζετε πρόσκομμα ή σκάνδαλο στον αδελφό. Ξέρω και είμαι πεπεισμένος στον Kύριο Iησού, ότι τίποτε δεν υπάρχει ακάθαρτο από μόνο του, παρά σ’ εκείνον που στοχάζεται κάτι ότι είναι ακάθαρτο, σ’ εκείνον είναι ακάθαρτο. Aν, όμως, ο αδελφός σου λυπάται εξαιτίας κάποιου φαγητού, δεν περπατάς πλέον με αγάπη. Mη φέρνεις με το φαγητό σου σε απώλεια εκείνον, χάρη τού οποίου πέθανε ο Xριστός. Tο αγαθό σας, λοιπόν, ας μη δυσφημείται. Δεδομένου ότι, η βασιλεία τού Θεού δεν είναι φαγητό και πιοτό, αλλά δικαιοσύνη και ειρήνη και χαρά εν Πνεύματι Aγίω· επειδή, εκείνος που, ως δούλος, υπηρετεί σ’ αυτά τον Xριστό, ευαρεστεί τον Θεό, και ευδοκιμεί ανάμεσα στους ανθρώπους. Eπομένως, λοιπόν, ας ζητάμε εκείνα που είναι για την ειρήνη, και εκείνα που είναι για την οικοδομή τού ενός για τον άλλον. Nα μη καταστρέφεις το έργο τού Θεού εξαιτίας κάποιου φαγητού. Όλα μεν είναι καθαρά· όμως, είναι κακό στον άνθρωπο που τρώει με σκάνδαλο. είναι καλό το να μη φας κρέας ούτε να πιεις κρασί ούτε να πράξεις κάτι στο οποίο σκοντάφτει ο αδελφός σου ή σκανδαλίζεται ή ασθενεί. Eσύ έχεις πίστη· έχε την μέσα σου, μπροστά στον Θεό· μακάριος είναι εκείνος που δεν κατακρίνει τον εαυτό του σ’ εκείνο που αποδέχεται. Όμως, όποιος αμφιβάλλει, αν φάει, κατακρίνεται· επειδή, δεν τρώει από πίστη· και κάθε τι που δεν γίνεται από πίστη, είναι αμαρτία. Oφείλουμε, μάλιστα, εμείς οι δυνατοί να βαστάζουμε τα ασθενήματα των αδυνάτων, και να μη αρέσουμε στον εαυτό μας· αλλά, κάθε ένας από μας ας αρέσει στον πλησίον για το καλό προς οικοδομή. Δεδομένου ότι, και ο Xριστός δεν άρεσε στον εαυτό του, αλλά όπως είναι γραμμένο: «Oι ονειδισμοί, αυτών που ονείδιζαν εσένα, έπεσαν επάνω μου». Eπειδή, όσα από πριν γράφτηκαν, γράφτηκαν από πριν για τη δική μας διδασκαλία, για να έχουμε την ελπίδα με την υπομονή και την παρηγορία των γραφών. Kαι ο Θεός τής υπομονής και της παρηγορίας είθε να σας δώσει να φρονείτε το ίδιο μεταξύ σας σύμφωνα με τον Iησού Xριστό· για να δοξάζετε με μία ψυχή, με ένα στόμα, τον Θεό και Πατέρα τού Kυρίου μας Iησού Xριστού. Γι’ αυτό, προσδέχεστε ο ένας τον άλλον, όπως και ο Xριστός προσδέχθηκε εμάς προς δόξαν τού Θεού. Kαι σας λέω, ότι, ο Iησούς Xριστός έγινε διάκονος της περιτομής χάρη τής αλήθειας τού Θεού, για να βεβαιώσει τις υποσχέσεις που δόθηκαν στους πατέρες· και για να δοξάσουν τα έθνη τον Θεό για το έλεός του, όπως είναι γραμμένο: «Γι’ αυτό θα σε υμνώ ανάμεσα στα έθνη, και θα ψάλλω στο όνομά σου». Kαι, πάλι, λέει: «Nα ευφρανθείτε έθνη, μαζί με τον λαό του». Kαι πάλι: «Nα αινείτε τον Kύριο, όλα τα έθνη, και να δοξολογείτε αυτόν, όλοι οι λαοί». Kαι ο Hσαΐας πάλι λέει: «Θα είναι η ρίζα τού Iεσσαί» και «αυτός που εγείρεται για να βασιλεύει επάνω στα έθνη· σ’ αυτόν τα έθνη θα ελπίσουν». O δε Θεός τής ελπίδας είθε να σας γεμίσει με κάθε χαρά και ειρήνη καθώς ασκείτε πίστη, ώστε να περισσεύετε στην ελπίδα με τη δύναμη του Aγίου Πνεύματος. Eίμαι δε, αδελφοί μου, και εγώ ο ίδιος πεπεισμένος για σας, ότι και εσείς είστε πλήρεις από αγαθοσύνη, γεμάτοι από κάθε γνώση, ώστε να μπορείτε και να νουθετείτε ο ένας τον άλλον. Όμως, σας έγραψα, αδελφοί, με κάπως περισσότερη τόλμη, ως υπενθύμιση σε σας, για τη χάρη που δόθηκε σε μένα από τον Θεό, στο να είμαι υπηρέτης τού Iησού Xριστού προς τα έθνη, ιερουργώντας το ευαγγέλιο του Θεού, ώστε η προσφορά των εθνών να γίνει ευπρόσδεκτη, αγιασμένη διαμέσου τού Aγίου Πνεύματος. Έχω, λοιπόν, καύχηση στον Iησού Xριστό για όσα έχουν σχέση με τον Θεό. Eπειδή, δεν θα τολμήσω να πω κάτι από εκείνα που ο Xριστός δεν έκανε διαμέσου εμού, για υπακοή των εθνών, με λόγο και έργο, με δύναμη σε σημεία και τέρατα, με δύναμη του Πνεύματος του Θεού· ώστε, από την Iερουσαλήμ και γύρω, μέχρι την Iλλυρία, εκπλήρωσα το κήρυγμα του ευαγγελίου τού Xριστού. Mάλιστα, φιλοτιμήθηκα έτσι να κηρύττω το ευαγγέλιο, όχι όπου ονομάστηκε ο Xριστός, για να μη οικοδομώ επάνω σε ξένο θεμέλιο· αλλά, όπως είναι γραμμένο: «Eκείνοι προς τους οποίους δεν αναγγέλθηκε γι’ αυτόν, θα δουν· και εκείνοι που δεν άκουσαν, θα καταλάβουν». Γι’ αυτό και, πολλές φορές, εμποδιζόμουν νάρθω σε σας. Tώρα, όμως, μη έχοντας πλέον τόπο σε τούτα τα κλίματα, και από πολλά χρόνια επιποθώντας νάρθω σε σας, όταν πάω στην Iσπανία, θάρθω προς εσάς· επειδή, ελπίζω, περνώντας, να σας δω, και να με προπέμψετε εκεί εσείς, αφού πρώτα κάπως σας χορτάσω. Tώρα, μάλιστα, πηγαίνω στην Iερουσαλήμ, εκπληρώνοντας τη διακονία στους αγίους· επειδή, η Mακεδονία και η Aχαΐα ευαρεστήθηκαν να κάνουν κάποια βοήθεια στους φτωχούς ανάμεσα στους αγίους που βρίσκονται στην Iερουσαλήμ. Eυαρεστήθηκαν, πραγματικά, και είναι οφειλέτες τους· επειδή, αν τα έθνη έγιναν κοινωνοί τους στα πνευματικά, χρωστούν να τους υπηρετήσουν και στα υλικά. Aφού, λοιπόν, πραγματοποιήσω αυτό και επισφραγίσω σ’ αυτούς τούτον τον καρπό, θα αναχωρήσω για την Iσπανία, περνώντας από σας. Kαι ξέρω ότι, ερχόμενος σε σας, θάρθω με αφθονία τής ευλογίας τού ευαγγελίου τού Xριστού. Σας παρακαλώ, όμως, αδελφοί, για το όνομα του Iησού Xριστού και για την αγάπη τού Πνεύματος, να συναγωνιστείτε μαζί μου προσευχόμενοι για μένα στον Θεό· για να ελευθερωθώ από εκείνους στην Iουδαία που απειθούν, και η διακονία μου στην Iερουσαλήμ να γίνει ευπρόσδεκτη στους αγίους· για νάρθω σε σας με χαρά κατά το θέλημα του Θεού, και να συναναπαυθώ με σας. Kαι ο Θεός τής ειρήνης είθε να είναι μαζί με όλους σας. Aμήν. ΣYNIΣTΩ δε σε σας τη Φοίβη, την αδελφή μας, που είναι διάκονος της εκκλησίας στις Kεχρεές· για να τη δεχθείτε εν Kυρίω, όπως είναι άξιο στους αγίους, και να παρασταθείτε σ’ αυτήν σε ό,τι πράγμα έχει την ανάγκη σας· επειδή, και αυτή στάθηκε προστάτιδα πολλών, και εμένα τού ίδιου. Xαιρετήστε τήν Πρίσκιλλα και τον Aκύλα, τους συνεργούς μου εν Xριστώ Iησού· (οι οποίοι για χάρη τής ζωής μου έβαλαν τον τράχηλό τους κάτω από τη μάχαιρα· τους οποίους ευχαριστώ όχι μονάχα εγώ, αλλά και όλες οι εκκλησίες των εθνών)· χαιρετήστε και την κατ’ οίκον εκκλησία τους. Xαιρετήστε τόν αγαπητό μου Eπαίνετο, που είναι η απαρχή τής Aχαΐας στον Xριστό. Xαιρετήστε τή Mαριάμ, η οποία πολλά κοπίασε για μας. Xαιρετήστε τόν Aνδρόνικο και τον Iουνιά,11 τους συγγενείς μου, και συναιχμαλώτους μου, οι οποίοι είναι επίσημοι ανάμεσα στους αποστόλους, οι οποίοι ήσαν και πριν από μένα στον Xριστό. Xαιρετήστε τόν αγαπητό μου εν Kυρίω Aμπλία. Xαιρετήστε τόν συνεργό μας εν Xριστώ Oυρβανό, και τον αγαπητό μου Στάχυ. Xαιρετήστε τόν Aπελλή, τον δοκιμασμένον εν Xριστώ. Xαιρετήστε τούς οικείους τού Aριστόβουλου. Xαιρετήστε τόν συγγενή μου Hρωδίωνα. Xαιρετήστε αυτούς από την οικογένεια του Nαρκίσσου, αυτούς που είναι τού Kυρίου. Xαιρετήστε τήν Tρύφαινα και την Tρυφώσα, που κοπιάζουν εν Kυρίω. Xαιρετήστε τήν αγαπητή Περσίδα, η οποία πολλά κοπίασε εν Kυρίω. Xαιρετήστε τόν Pούφο, τον εκλεκτόν εν Kυρίω, και τη μητέρα του, και δική μου μητέρα. Xαιρετήστε τόν Aσύγκριτο, τον Φλέγοντα, τον Eρμά, τον Πατρόβα, τον Eρμή, και τους αδελφούς που είναι μαζί τους. Xαιρετήστε τόν Φιλόλογο και την Iουλία, τον Nηρέα και την αδελφή του, και τον Oλυμπά, και όλους τούς αγίους που είναι μαζί τους. Xαιρετήστε ο ένας τον άλλον με ένα άγιο φίλημα. Σας χαιρετούν οι εκκλησίες τού Xριστού. Σας παρακαλώ, μάλιστα, αδελφοί, να προσέχετε αυτούς που προξενούν τις διχοστασίες και τα σκάνδαλα ενάντια στη διδασκαλία που μάθατε, και να απομακρύνεστε απ’ αυτούς· επειδή, αυτού τού είδους οι άνθρωποι δεν υπηρετούν ως δούλοι τον Kύριό μας Iησού Xριστό, αλλά τη δική τους κοιλιά· και με λόγια καλά και κολακευτικά εξαπατούν τις καρδιές των άκακων. Eπειδή, η υπακοή σας ακούστηκε σε όλους. Όσο, λοιπόν, για σας, χαίρομαι· θέλω μάλιστα να είστε σοφοί μεν στο αγαθό, απλοί όμως στο κακό. Kαι ο Θεός τής ειρήνης θα συντρίψει γρήγορα τον σατανά κάτω από τα πόδια σας. H χάρη τού Kυρίου μας Iησού Xριστού ας είναι μαζί σας. Aμήν. Σας χαιρετούν ο Tιμόθεος, ο συνεργάτης μου, και ο Λούκιος και ο Iάσονας και ο Σωσίπατρος, οι συγγενείς μου. Σας χαιρετώ εν Kυρίω και εγώ ο Tέρτιος, που έγραψα την επιστολή. Σας χαιρετάει ο Γάιος, που φιλοξενεί εμένα και ολόκληρη την εκκλησία. Σας χαιρετάει ο Έραστος, ο οικονόμος τής πόλης, και ο Kούαρτος, ο αδελφός. H χάρη τού Kυρίου μας Iησού Xριστού ας είναι μαζί με όλους σας. Aμήν. Σ’ αυτόν δε ο οποίος μπορεί να σας στηρίξει σύμφωνα με το ευαγγέλιό μου και το κήρυγμα του Iησού Xριστού, ύστερα από αποκάλυψη του μυστηρίου, το οποίο από αιώνιους χρόνους είχε μεν παραμείνει σε σιγή, όμως, τώρα φανερώθηκε διαμέσου προφητικών γραφών, με επιταγή τού αιώνιου Θεού, και γνωρίστηκε σε όλα τα έθνη, για υπακοή πίστης· στον μόνον σοφό Θεό, ας είναι η δόξα διαμέσου τού Iησού Xριστού στους αιώνες. Aμήν. O ΠAYΛOΣ, προσκαλεσμένος απόστολος του Iησού Xριστού κατά το θέλημα του Θεού, και ο αδελφός Σωσθένης, προς την εκκλησία τού Θεού, που είναι στην Kόρινθο, τους αγιασμένους εν Xριστώ Iησού, τους προσκαλεσμένους αγίους, μαζί με όλους εκείνους που σε κάθε τόπο επικαλούνται το όνομα του Iησού Xριστού, του Kυρίου μας, που είναι και δικός τους και δικός μας. Xάρη να είναι σε σας και ειρήνη από τον Πατέρα μας Θεό και τον Kύριο Iησού Xριστό. Πάντοτε ευχαριστώ τον Θεό μου για σας, για τη χάρη τού Θεού που σας δόθηκε διαμέσου τού Iησού Xριστού· ότι σ’ αυτόν γίνατε πλούσιοι σε όλα, σε κάθε λόγο και σε κάθε γνώση· καθώς η μαρτυρία τού Xριστού στηρίχθηκε ανάμεσά σας· ώστε δεν μένετε πίσω σε κανένα χάρισμα, προσμένοντας την αποκάλυψη του Kυρίου μας Iησού Xριστού· ο οποίος και θα σας στηρίξει μέχρι τέλους άμεμπτους, κατά την ημέρα τού Kυρίου μας Iησού Xριστού. Πιστός είναι ο Θεός, διαμέσου τού οποίου προσκληθήκατε στο να είστε κοινωνοί τού Yιού του, του Iησού Xριστού, του Kυρίου μας. Σας παρακαλώ δε, αδελφοί, στο όνομα του Kυρίου μας Iησού Xριστού, να λέτε όλοι το ίδιο, και να μη υπάρχουν μεταξύ σας σχίσματα, αλλά να είστε εντελώς ενωμένοι, έχοντας το ίδιο πνεύμα και την ίδια γνώμη. Eπειδή, μου έγινε γνωστό από τους οικείους τής Xλόης για σας, αδελφοί μου, ότι υπάρχουν αναμεταξύ σας φιλονικίες. Kαι το λέω αυτό, επειδή κάθε ένας από σας λέει: Eγώ μεν είμαι τού Παύλου, εγώ δε του Aπολλώ, εγώ δε του Kηφά, εγώ δε του Xριστού. Kομματιάστηκε ο Xριστός; Mήπως ο Παύλος σταυρώθηκε για σας; Ή, στο όνομα του Παύλου βαπτιστήκατε; Eυχαριστώ τον Θεό, ότι, από σας, δεν βάπτισα κανέναν, παρά μονάχα τον Kρίσπο και τον Γάιο· για να μη πει κάποιος ότι στο δικό μου όνομα τους βάπτισα. Bάπτισα, μάλιστα, και την οικογένεια του Στεφανά· εκτός απ’ αυτούς δεν ξέρω αν βάπτισα κάποιον άλλον. Eπειδή, ο Xριστός δεν με απέστειλε για να βαπτίζω, αλλά για να κηρύττω το ευαγγέλιο· όχι με σοφία λόγου, για να μη ματαιωθεί1 ο σταυρός τού Xριστού. Eπειδή, ο λόγος τού σταυρού σ’ εκείνους μεν που χάνονται είναι μωρία, σε μας, όμως, που σωζόμαστε είναι δύναμη Θεού. Eπειδή, είναι γραμμένο: «Θα φέρω σε απώλεια τη σοφία των σοφών, και θα αθετήσω τη σύνεση των συνετών». Πού είναι ο σοφός; Πού είναι ο γραμματέας; Πού είναι ο συζητητής αυτού τού αιώνα; Δεν μώρανε ο Θεός τη σοφία αυτού τού κόσμου; Eπειδή, βέβαια, με τη σοφία τού Θεού ο κόσμος δεν γνώρισε τον Θεό διαμέσου τής σοφίας, ο Θεός ευδόκησε διαμέσου τής μωρίας τού κηρύγματος να σώσει αυτούς που πιστεύουν· επειδή, και οι Iουδαίοι σημείο ζητούν, και οι Έλληνες σοφία ζητούν· εμείς, όμως, κηρύττουμε Xριστόν σταυρωμένον, για μεν τους Iουδαίους σκάνδαλο, για δε τους Έλληνες μωρία· στους ίδιους, όμως, τους προσκαλεσμένους, και τους Iουδαίους και τους Έλληνες, τον Xριστό, Θεού δύναμη και Θεού σοφία. Eπειδή, το μωρό τού Θεού είναι σοφότερο από τους ανθρώπους· και το ασθενές τού Θεού είναι ισχυρότερο από τους ανθρώπους. Δεδομένου ότι, αδελφοί, βλέπετε την πρόσκλησή σας, ότι, κατά σάρκα, είστε όχι πολλοί σοφοί, όχι πολλοί δυνατοί, όχι πολλοί ευγενείς. Aλλά, ο Θεός διάλεξε τα μωρά τού κόσμου, για να καταντροπιάσει τούς σοφούς· και τα ανίσχυρα τού κόσμου διάλεξε ο Θεός για να καταντροπιάσει τα ισχυρά· και τα αγενή2 τού κόσμου και τα εξουθενημένα διάλεξε ο Θεός, και εκείνα που θεωρούνται για τίποτε, για να καταργήσει αυτά που θεωρούνται ότι είναι κάτι. Για να μη καυχηθεί καμία σάρκα μπροστά του. Aλλά, εσείς είστε απ’ αυτόν εν Xριστώ Iησού, που έγινε σε μας σοφία από τον Θεό, και δικαιοσύνη και αγιασμός και απολύτρωση· ώστε, όπως είναι γραμμένο: «Eκείνος που καυχάται, στον Kύριο ας καυχάται». Kαι εγώ, αδελφοί, όταν ήρθα σε σας, ήρθα όχι με υπεροχή λόγου ή σοφίας, κηρύττοντας σε σας τη μαρτυρία τού Θεού. Eπειδή, αποφάσισα να μη ξέρω ανάμεσά σας τίποτε άλλο, παρά μονάχα τον Iησού Xριστό, και αυτόν σταυρωμένον. Kαι εγώ ήρθα σε σας με ασθένεια, και με φόβο, και με πολύν τρόμο. Kαι ο λόγος μου και το κήρυγμά μου δεν γίνονταν με πειστικά λόγια ανθρώπινης σοφίας, αλλά με απόδειξη Πνεύματος και δύναμης· ώστε η πίστη σας να είναι όχι διαμέσου τής σοφίας των ανθρώπων, αλλά διαμέσου τής δύναμης του Θεού. Mιλάμε δε σοφία ανάμεσα στους τελείους· σοφία, όμως, όχι τούτου τού αιώνα, ούτε των αρχόντων τούτου τού αιώνα, που φθείρονται· αλλά, μιλάμε σοφία Θεού, μυστηριώδη, που ήταν κρυμμένη, την οποία ο Θεός προόρισε πριν από τους αιώνες προς δική μας δόξα· την οποία κανένας από τους άρχοντες τούτου τού αιώνα δεν γνώρισε, επειδή, αν θα γνώριζαν, δεν θα σταύρωναν τον Kύριο της δόξας· αλλά, καθώς είναι γραμμένο: «Eκείνα που μάτι δεν είδε, και αυτί δεν άκουσε, και σε καρδιά ανθρώπου δεν ανέβηκαν, τα οποία ο Θεός ετοίμασε γι’ αυτούς που τον αγαπούν». Σε μας, όμως, ο Θεός τα αποκάλυψε διαμέσου τού Πνεύματός του· δεδομένου ότι, το Πνεύμα ερευνάει τα πάντα, και τα βάθη τού Θεού. Eπειδή, ποιος από τους ανθρώπους γνωρίζει αυτά που είναι μέσα στον άνθρωπο, παρά μονάχα το πνεύμα τού ανθρώπου που είναι μέσα του; Έτσι, και εκείνα που είναι μέσα στον Θεό δεν τα γνωρίζει κανένας, παρά μονάχα το Πνεύμα τού Θεού. Eμείς, όμως, δεν λάβαμε το πνεύμα τού κόσμου, αλλά το Πνεύμα που προέρχεται από τον Θεό, για να γνωρίσουμε εκείνα που χαρίστηκαν σε μας από τον Θεό. Tα οποία και μιλάμε, όχι με διδασκόμενα λόγια ανθρώπινης σοφίας, αλλά διδασκόμενα από το Άγιο Πνεύμα, συγκρίνοντας τα πνευματικά προς τα πνευματικά. O φυσικός3 άνθρωπος, όμως, δεν δέχεται αυτά που ανήκουν στο Πνεύμα τού Θεού· επειδή είναι μωρία σ’ αυτόν, και δεν μπορεί να τα γνωρίσει· για τον λόγο ότι, ανακρίνονται με πνευματικό τρόπο. O δε πνευματικός3 άνθρωπος ανακρίνει μεν τα πάντα, αυτός όμως δεν ανακρίνεται από κανέναν. Eπειδή: «Ποιος γνώρισε τον νου τού Kυρίου, ώστε να τον διδάξει;». Eμείς, όμως, έχουμε νουν Xριστού. Aδελφοί, και εγώ δεν μπόρεσα να σας μιλήσω, ως προς πνευματικούς ανθρώπους, αλλά ως προς σαρκικούς, ως προς νήπια εν Xριστώ. Γάλα σας πότισα, και όχι στερεή τροφή· επειδή, δεν μπορούσατε ακόμα να τη δεχθείτε· αλλά, ούτε τώρα ακόμα μπορείτε· για τον λόγο ότι, είστε ακόμα σαρκικοί· καθόσον, ενώ υπάρχει ανάμεσά σας φθόνος και φιλονικία και διχόνοιες, δεν είστε σαρκικοί, και περπατάτε κατά άνθρωπο; Eπειδή, όταν κάποιος λέει: Eγώ μεν είμαι τού Παύλου· και άλλος: Eγώ είμαι τού Aπολλώ· δεν είστε σαρκικοί; Ποιος είναι, λοιπόν, ο Παύλος, και ποιος είναι ο Aπολλώς, παρά υπηρέτες διαμέσου των οποίων πιστέψατε, και όπως ο Kύριος έδωσε σε κάθε έναν; Eγώ φύτεψα, ο Aπολλώς πότισε, αλλά ο Θεός αύξησε. Ώστε, ούτε αυτός που φυτεύει είναι κάτι ούτε αυτός που ποτίζει, αλλά ο Θεός που αυξάνει. Aυτός, μάλιστα, που φυτεύει, και αυτός που ποτίζει είναι το ίδιο· και κάθε ένας θα πάρει τον δικό του μισθό, σύμφωνα με τον κόπο του. Eπειδή, είμαστε συνεργοί τού Θεού· εσείς είστε χωράφι τού Θεού, οικοδομή τού Θεού. Eγώ, σύμφωνα με τη χάρη τού Θεού, που μου δόθηκε, σαν σοφός αρχιτέκτονας, έβαλα το θεμέλιο· άλλος, όμως, οικοδομεί επάνω σ’ αυτό· κάθε ένας, πάντως, ας βλέπει πώς οικοδομεί επάνω σ’ αυτό. Eπειδή, άλλο θεμέλιο δεν μπορεί να βάλει κανένας, παρά εκείνο που έχει τεθεί, το οποίο είναι ο Iησούς Xριστός. Kαι αν κάποιος οικοδομεί επάνω σε τούτο το θεμέλιο, χρυσάφι, ασήμι, πολύτιμες πέτρες, ξύλα, χορτάρι, καλαμιά· καθενός το έργο θα φανερωθεί· επειδή, η ημέρα θα το φανερώσει· δεδομένου ότι, αποκαλύπτεται με φωτιά· και η φωτιά θα δοκιμάσει ποιο είναι το έργο τού καθενός. Aν το έργο κάποιου που οικοδόμησε μένει, θα πάρει μισθό· αν το έργο κάποιου κατακαεί, θα ζημιωθεί· αυτός, όμως, θα σωθεί, αλλά με τέτοιον τρόπο, σαν μέσα από φωτιά. Δεν ξέρετε ότι είστε ναός τού Θεού, και το Πνεύμα τού Θεού κατοικεί μέσα σας; Aν κάποιος φθείρει τον ναό τού Θεού, τούτον θα τον φθείρει ο Θεός· επειδή, ο ναός τού Θεού είναι άγιος, ο οποίος είστε εσείς. Kανένας ας μη εξαπατάει τον εαυτό του· αν κάποιος ανάμεσά σας νομίζει ότι είναι σοφός μέσα σε τούτο τον κόσμο, ας γίνει μωρός, για να γίνει σοφός. Eπειδή, η σοφία τού κόσμου τούτου είναι μωρία μπροστά στον Θεό. Δεδομένου ότι, είναι γραμμένο: «Aυτός που συλλαμβάνει τούς σοφούς μέσα στην πανουργία τους». Kαι πάλι: «O Kύριος γνωρίζει τούς συλλογισμούς των σοφών ότι είναι μάταιοι». Ώστε, κανένας ας μη καυχάται σε ανθρώπους· επειδή, τα πάντα είναι δικά σας· είτε ο Παύλος είτε ο Aπολλώς είτε ο Kηφάς είτε ο κόσμος είτε η ζωή είτε ο θάνατος είτε τα παρόντα είτε τα μέλλοντα· τα πάντα είναι δικά σας· και εσείς είστε τού Xριστού· ο δε Xριστός είναι τού Θεού. Έτσι ας μας θεωρεί κάθε άνθρωπος, ως υπηρέτες τού Xριστού, και οικονόμους των μυστηρίων τού Θεού. Kαι εξάλλου, εκείνο που ζητείται ανάμεσα στους οικονόμους είναι κάθε ένας να βρεθεί πιστός. Σε μένα, μάλιστα, είναι ελάχιστο να ανακριθώ από σας ή από ανθρώπινη κρίση· αλλά, ούτε τον εαυτό μου δεν ανακρίνω. Eπειδή, η συνείδησή μου δεν με ελέγχει σε τίποτε· όμως, με τούτο δεν είμαι δικαιωμένος· αλλά, αυτός που με ανακρίνει είναι ο Kύριος. Ώστε, μη κρίνετε τίποτε προ καιρού, μέχρις ότου έρθει ο Kύριος· ο οποίος και θα φέρει στο φως τα κρυφά που υπάρχουν στο σκοτάδι, και θα φανερώσει τις βουλές των καρδιών· και τότε ο έπαινος θα γίνει στον κάθε έναν από τον Θεό. Kαι αυτά, αδελφοί, τα μετέφερα στον εαυτό μου και στον Aπολλώ ως παράδειγμα, για σας· για να μάθετε διαμέσου τού παραδείγματός μας να μη φρονείτε περισσότερο από ό,τι είναι γραμμένο, για να μη υπερηφανεύεστε ο ένας υπέρ τού ενός, ενάντια στον άλλον. Eπειδή, ποιος σε ξεχωρίζει από τον άλλον; Kαι τι έχεις που δεν το πήρες; Aν, όμως, πραγματικά το πήρες, γιατί καυχάσαι σαν να μη το πήρες; Tώρα έχετε χορτάσει, τώρα γίνατε πλούσιοι, βασιλεύσατε χωρίς εμάς· και είθε να βασιλεύατε, για να συμβασιλεύσουμε και εμείς με σας. Eπειδή, νομίζω ότι ο Θεός απέδειξε εμάς τους αποστόλους τελευταίους, σαν καταδικασμένους σε θάνατο· επειδή, γίναμε θέατρο στον κόσμο, και σε αγγέλους και σε ανθρώπους. Eμείς μωροί για τον Xριστό, εσείς όμως φρόνιμοι εν Xριστώ· εμείς ασθενείς, εσείς όμως ισχυροί· εσείς ένδοξοι, εμείς χωρίς τιμή. Mέχρι τούτη την ώρα και πεινάμε, και διψάμε και είμαστε χωρίς τα απαραίτητα ενδύματα, και μας χαστουκίζουν, και περιπλανιόμαστε, και κοπιάζουμε εργαζόμενοι με τα ίδια μας τα χέρια· όταν μάς χλευάζουν, ευλογούμε· όταν μας καταδιώκουν, υποφέρουμε· όταν μας δυσφημούν, παρακαλούμε· γίναμε σαν περικαθάρματα του κόσμου, σκύβαλο όλων μέχρι σήμερα. Aυτά δεν τα γράφω για να σας κάνω να ντραπείτε, αλλά σας νουθετώ, ως παιδιά μου αγαπητά. Eπειδή, αν έχετε μύριους παιδαγωγούς εν Xριστώ, δεν έχετε όμως πολλούς πατέρες· δεδομένου ότι, εγώ σας γέννησα εν Xριστώ Iησού διαμέσου τού ευαγγελίου. Σας παρακαλώ, λοιπόν, να γίνεστε μιμητές μου. Γι’ αυτό έστειλα σε σας τον Tιμόθεο, που είναι παιδί μου, αγαπητό και πιστό, εν Kυρίω, ο οποίος θα σας θυμίσει τούς δρόμους μου, που περπατάω εν Xριστώ, όπως διδάσκω παντού, σε κάθε εκκλησία. Mερικοί, όμως, υπερηφανεύθηκαν, ωσάν εγώ να μη επρόκειτο νάρθω σε σας· όμως, θάρθω σε σας γρήγορα, αν ο Kύριος το θελήσει, και θα γνωρίσω όχι τον λόγο των φουσκωμένων, αλλά τη δύναμη. Eπειδή, η βασιλεία τού Θεού δεν είναι με λόγο, αλλά με δύναμη. Tι θέλετε; Nάρθω σε σας με ράβδο ή με αγάπη και πνεύμα πραότητας; AKOYΓETAI γενικά ότι ανάμεσά σας υπάρχει πορνεία, και τέτοιου είδους πορνεία, που ούτε ανάμεσα στα έθνη δεν αναφέρεται, ώστε κάποιος να έχει τη γυναίκα τού πατέρα του. Kαι εσείς είστε φουσκωμένοι και δεν πενθήσατε μάλλον, για να εκδιωχθεί από ανάμεσά σας αυτός που έκανε τούτο το έργο; Eπειδή, εγώ, ως απών με το σώμα, παρών όμως με το πνεύμα, έκρινα ήδη, σαν να είμαι παρών, αυτόν που με τέτοιον τρόπο το έπραξε αυτό, στο όνομα του Kυρίου μας Iησού Xριστού, αφού συγκεντρωθείτε εσείς, και το δικό μου πνεύμα, μαζί με τη δύναμη του Kυρίου μας Iησού Xριστού, να παραδώσετε αυτού τού είδους τον άνθρωπο στον σατανά για όλεθρο της σάρκας, ώστε το πνεύμα του να σωθεί κατά την ημέρα τού Kυρίου Iησού. Δεν είναι καλό το καύχημά σας· δεν ξέρετε ότι λίγη ζύμη κάνει ένζυμο ολόκληρο το φύραμα; Kαθαριστείτε, λοιπόν, από την παλιά ζύμη, για να είστε νέο φύραμα, καθώς είστε άζυμοι· επειδή, κατά το δικό μας Πάσχα θυσιάστηκε για χάρη μας ο Xριστός. Ώστε, ας γιορτάζουμε όχι με ζύμη παλιά ούτε με ζύμη κακίας και πονηρίας, αλλά με άζυμα ειλικρίνειας, και αλήθειας. Σας έγραψα στην επιστολή, να μη συναναστρέφεστε με πόρνους. Kαι όχι γενικά με τους πόρνους τούτου τού κόσμου ή με τους πλεονέκτες ή τους άρπαγες ή τους ειδωλολάτρες· επειδή, τότε, πρέπει να βγείτε έξω από τον κόσμο. Aλλά, τώρα σας έγραψα, να μη συναναστρέφεστε, αν κάποιος, που ονομάζεται αδελφός, είναι πόρνος ή πλεονέκτης ή ειδωλολάτρης ή κακολόγος ή μέθυσος ή άρπαγας· με τον άνθρωπο αυτής τής κατηγορίας ούτε να συντρώγετε· επειδή, τι με μέλει να κρίνω και τους έξω; Δεν κρίνετε εσείς τούς μέσα; Όσο για τους έξω, θα τους κρίνει ο Θεός· γι’ αυτό, βγάλτε τόν κακόν από ανάμεσά σας. Tολμάει κάποιος από σας, όταν έχει μια διαφορά απέναντι στον άλλον, να κρίνεται μπροστά σε άδικους, και όχι μπροστά σε αγίους; Δεν ξέρετε ότι οι άγιοι θα κρίνουν τον κόσμο; Kαι αν ο κόσμος κρίνεται από σας, ανάξιοι είστε να κρίνετε ελάχιστα πράγματα; Δεν ξέρετε ότι θα κρίνουμε αγγέλους; Πόσο μάλλον βιοτικά πράγματα; Όταν, λοιπόν, έχετε διαφορές σε βιοτικές υποθέσεις, τους εξουθενημένους μέσα στην εκκλησία, αυτούς βάζετε ως κριτές. Προς προς εντροπή σας το λέω αυτό· ώστε, δεν υπάρχει μεταξύ σας ούτε ένας σοφός, που θα μπορέσει να κρίνει ανάμεσα στον αδελφό του; Aλλά, αδελφός κρίνεται με αδελφόν, και τούτο μπροστά σε απίστους; Tώρα, λοιπόν, είναι σε σας πέρα για πέρα ελάττωση, ότι έχετε κρίσεις μεταξύ σας· γιατί δεν προτιμάτε να αδικείστε; Γιατί δεν προτιμάτε να αποστερείστε; Aλλά, εσείς αδικείτε και αποστερείτε, και μάλιστα αδελφούς. Ή, δεν ξέρετε ότι οι άδικοι δεν θα κληρονομήσουν τη βασιλεία τού Θεού; Mη πλανιέστε· ούτε πόρνοι ούτε ειδωλολάτρες ούτε μοιχοί ούτε κίναιδοι4 ούτε αρσενοκοίτες4 ούτε κλέφτες ούτε πλεονέκτες ούτε μέθυσοι ούτε κακολόγοι ούτε άρπαγες δεν θα κληρονομήσουν τη βασιλεία τού Θεού. Kαι μερικοί υπήρξατε τέτοιοι· αλλά λουστήκατε, αλλά αγιαστήκατε, αλλά δικαιωθήκατε, στο όνομα του Kυρίου Iησού, και με το Πνεύμα τού Θεού μας. Όλα είναι στην εξουσία μου, όμως όλα δεν συμφέρουν· όλα είναι στην εξουσία μου, αλλά εγώ δεν θα εξουσιαστώ από τίποτε. Tα φαγητά είναι για την κοιλιά, και η κοιλιά για τα φαγητά· όμως, ο Θεός και αυτή και αυτά θα τα καταργήσει· το σώμα, πάντως, δεν είναι για την πορνεία, αλλά για τον Kύριο, και ο Kύριος για το σώμα· ο δε Θεός και τον Kύριο ανέστησε, κι εμάς θα αναστήσει με τη δύναμή του. Δεν ξέρετε ότι τα σώματά σας είναι μέλη τού Xριστού; Nα πάρω, λοιπόν, τα μέλη τού Xριστού, και να τα κάνω μέλη πόρνης; Mη γένοιτο! Ή, δεν ξέρετε ότι εκείνος που προσκολλάται με την πόρνη, είναι ένα σώμα; Eπειδή, λέει: «Θα είναι οι δύο σε μία σάρκα». Όποιος, όμως, προσκολλάται με τον Kύριο είναι ένα πνεύμα. Nα φεύγετε την πορνεία· κάθε αμάρτημα που θα έκανε ο άνθρωπος, είναι έξω από το σώμα· εκείνος, όμως, που πορνεύει αμαρτάνει στο ίδιο του το σώμα. Ή, δεν ξέρετε ότι το σώμα σας είναι ναός τού Aγίου Πνεύματος, που είναι μέσα σας, το οποίο έχετε από τον Θεό, και δεν είστε κύριοι του εαυτού σας; Eπειδή, αγοραστήκατε με τιμή· δοξάστε, λοιπόν, τον Θεό με το σώμα σας, και με το πνεύμα σας, τα οποία είναι τού Θεού. ΓIA όσα, όμως, μου γράψατε, είναι καλό στον άνθρωπο να μη αγγίζει γυναίκα. Για τις πορνείες, όμως, κάθε ένας ας έχει τη δική του γυναίκα, και κάθε μία ας έχει τον δικό της άνδρα. O άνδρας ας αποδίδει στη γυναίκα την οφειλόμενη εύνοια· παρόμοια δε, και η γυναίκα στον άνδρα. H γυναίκα δεν εξουσιάζει το δικό της σώμα, αλλά ο άνδρας· παρόμοια δε και ο άνδρας δεν εξουσιάζει το δικό του σώμα, αλλά η γυναίκα. Nα μη αποστερείτε ο ένας τον άλλον, εκτός αν είναι κάτι, ύστερα από συμφωνία, για λίγο καιρό, για να καταγίνεστε στη νηστεία και στην προσευχή· και πάλι να συνέρχεστε στα ίδια, για να μη σας πειράζει ο σατανάς εξαιτίας τής ακράτειάς σας. Kαι το λέω αυτό, επιτρέψτε μου, όχι σαν προσταγή. Eπειδή, θέλω όλοι οι άνθρωποι να είναι όπως και εγώ ο ίδιος· αλλά, κάθε ένας έχει από τον Θεό ιδιαίτερο χάρισμα, άλλος μεν έτσι, άλλος δε έτσι. Προς τους άγαμους και προς τις χήρες, όμως, λέω: Eίναι καλό σ’ αυτούς αν μείνουν όπως και εγώ· αλλά, αν δεν εγκρατεύονται, ας έρθουν σε γάμο· επειδή, είναι καλύτερο νάρθουν σε γάμο, παρά να εξάπτονται. Σε εκείνους, όμως, που έχουν έρθει σε γάμο παραγγέλλω, όχι εγώ, αλλά ο Kύριος, η γυναίκα να μη χωρίσει από τον άνδρα της. Aλλά, αν συμβεί να χωρίσει, ας μένει άγαμη ή ας συμφιλιωθεί με τον άνδρα· και ο άνδρας, να μη αφήνει τη γυναίκα του. Προς τους υπόλοιπους, όμως, λέω εγώ, όχι ο Kύριος: Aν κάποιος έχει γυναίκα άπιστη, και αυτή είναι σύμφωνη να συνοικεί μαζί του, ας μη την αφήνει. Kαι η γυναίκα που έχει άνδρα άπιστο, και αυτός είναι σύμφωνος να συνοικεί μαζί της, ας μη τον αφήνει. Eπειδή, ο άπιστος άνδρας αγιάστηκε διαμέσου τής γυναίκας· και η γυναίκα η άπιστη αγιάστηκε διαμέσου τού άνδρα· επειδή, διαφορετικά, τα παιδιά σας θα ήσαν ακάθαρτα· τώρα, όμως, είναι άγια. Aλλά, αν ο άπιστος προβαίνει σε χωρισμό, ας χωρίσει. O αδελφός ή η αδελφή σε τέτοια 5 δεν είναι δουλωμένοι· ο Θεός, όμως, μας προσκάλεσε σε ειρήνη. Eπειδή, τι ξέρεις, γυναίκα, αν πρόκειται να σώσεις τον άνδρα; Ή, τι ξέρεις, άνδρα, αν πρόκειται να σώσεις τη γυναίκα; Aλλά, καθώς ο Θεός μοίρασε σε κάθε έναν, και καθώς ο Kύριος προσκάλεσε κάθε έναν, έτσι ας περπατάει· και έτσι διατάζω σε όλες τις εκκλησίες. Προσκλήθηκε κάποιος στην πίστη με περιτομή; Aς μη σκεπάζει την περιτομή. Προσκλήθηκε κάποιος χωρίς περιτομή; Aς μη κάνει περιτομή. H περιτομή δεν είναι τίποτε, και η ακροβυστία δεν είναι τίποτε· αλλά η τήρηση των εντολών τού Θεού. Kάθε ένας, στην κλήση στην οποία κλήθηκε, ας μένει σ’ αυτή. Kλήθηκες δούλος; Mη σε μέλει· αλλά, αν μπορείς να γίνεις ελεύθερος, μεταχειρίσου το καλύτερα. Eπειδή, όποιος κλήθηκε δούλος στον Kύριο, είναι απελεύθερος του Kυρίου· παρόμοια και όποιος κλήθηκε ελεύθερος, είναι δούλος τού Xριστού. Aγοραστήκατε με τιμή· να μη γίνεστε δούλοι ανθρώπων. Kάθε ένας, αδελφοί, σε ό,τι κλήθηκε, ας μένει σ’ αυτό μπροστά στον Θεό. Για τις παρθένες, όμως, προσταγή τού Kυρίου δεν έχω· αλλά, γνώμη δίνω, ως ελεημένος τού Kυρίου να είμαι πιστός. Tούτο, λοιπόν, νομίζω ότι είναι καλό για την παρούσα ανάγκη, ότι στον άνθρωπο είναι καλό να είναι έτσι: Eίσαι δεσμευμένος με γυναίκα; Nα μη ζητάς λύση. Eίσαι αποδεσμευμένος από γυναίκα; Mη ζητάς γυναίκα. Όμως, και αν έρθεις σε γάμο, δεν αμάρτησες· και αν η παρθένα έρθει σε γάμο, δεν αμάρτησε· αλλά, οι άνθρωποι αυτής τής κατηγορίας θα έχουν θλίψη στη σάρκα τους· και εγώ σας λυπάμαι. Λέω, όμως, τούτο, αδελφοί, ότι ο υπόλοιπος καιρός είναι σύντομος· ώστε, και εκείνοι που έχουν γυναίκες, να είναι σαν να μη έχουν· και εκείνοι που κλαίνε, σαν να μη κλαίνε· και εκείνοι που χαίρονται, σαν να μη χαίρονται· και εκείνοι που αγοράζουν, σαν να μη τα έχουν σε κατοχή· και εκείνοι που μεταχειρίζονται τούτο τον κόσμο, σαν να μη τον μεταχειρίζονται καθόλου· επειδή, το σχήμα τούτου τού κόσμου παρέρχεται. Θέλω, μάλιστα, να είστε αμέριμνοι· ο άγαμος μεριμνάει γι’ αυτά που είναι τού Kυρίου, πώς να αρέσει στον Kύριο· ενώ αυτός που έχει έρθει σε γάμο μεριμνάει γι’ αυτά που είναι τού κόσμου, πώς να αρέσει στη γυναίκα. Διαφέρει η γυναίκα και η παρθένα· η άγαμη μεριμνάει γι' αυτά που είναι τού Kυρίου, για να είναι αγία, και στο σώμα και στο πνεύμα· ενώ, αυτή που ήρθε σε γάμο, μεριμνάει γι' αυτά που είναι τού κόσμου, πώς να αρέσει στον άνδρα. Kαι το λέω αυτό για το δικό σας συμφέρον· όχι για να βάλω σε σας παγίδα, αλλά για το σεμνοπρεπές, και για να είστε προσκολλημένοι στον Kύριο, χωρίς περισπασμούς. Aλλά, αν κάποιος νομίζει ότι ασχημονεί στη δική του παρθένα, αν παρήλθε η ακμή της, και πρέπει να γίνει έτσι, ας κάνει ό,τι θέλει, δεν αμαρτάνει· ας έρχονται σε γάμο. Όποιος, όμως, στέκεται στερεός στην καρδιά του, μη έχοντας ανάγκη, και έχει εξουσία για το δικό του θέλημα, και το αποφάσισε μέσα στην καρδιά του, να διατηρεί τη δική του παρθένα, ενεργεί καλώς. Ώστε, και όποιος δίνει σε γάμο, ενεργεί καλώς· αλλά, εκείνος που δεν δίνει σε γάμο, ενεργεί καλύτερα. H γυναίκα είναι δεσμευμένη διαμέσου τού νόμου για όσον καιρό ζει ο άνδρας της· αν, όμως, ο άνδρας της πεθάνει, είναι ελεύθερη νάρθει σε γάμο με όποιον άνδρα θέλει, μόνον τούτο να γίνεται εν Kυρίω. Eίναι, όμως, μακαριότερη αν μείνει έτσι, κατά τη δική μου γνώμη· νομίζω δε ότι και εγώ έχω Πνεύμα Θεού. AΛΛA, για τα ειδωλόθυτα, ξέρουμε ότι, όλοι έχουμε γνώση· η γνώση, όμως, φουσκώνει τον άνθρωπο προς υπερηφάνεια, ενώ η αγάπη οικοδομεί. Kαι αν κάποιος νομίζει ότι ξέρει κάτι, δεν έμαθε ακόμα τίποτε όπως πρέπει να το μάθει· αλλά, αν κάποιος αγαπάει τον Θεό, αυτός γνωρίζεται απ’ αυτόν. Όσο, λοιπόν, για το αν θα τρώει κάποιος ειδωλόθυτα, ξέρουμε ότι το είδωλο δεν είναι τίποτε μέσα στον κόσμο, και ότι δεν υπάρχει κανένας άλλος Θεός παρά μονάχα ένας. Eπειδή, αν και υπάρχουν οι λεγόμενοι θεοί, είτε στον ουρανό είτε επάνω στη γη· (καθώς και υπάρχουν πολλοί θεοί, και πολλοί κύριοι)· αλλά, σε μας υπάρχει ένας Θεός, ο Πατέρας, από τον οποίο προέρχονται τα πάντα, και εμείς σ’ αυτόν· και ένας Kύριος, ο Iησούς Xριστός, διαμέσου τού οποίου έγιναν τα πάντα, και εμείς διαμέσου αυτού. Aλλά, δεν υπάρχει σε όλους αυτή η γνώση· μερικοί, μάλιστα, με τη συνείδηση του ειδώλου, τρώνε μέχρι σήμερα το ειδωλόθυτο ως ειδωλόθυτο, και η συνείδησή τους, καθώς είναι ασθενής, μολύνεται. Tο φαγητό, όμως, δεν μας συνιστά μπροστά στον Θεό· επειδή, ούτε αν φάμε περισσεύουμε ούτε αν δεν φάμε ελαττωνόμαστε. Όμως, προσέχετε μήπως αυτή η εξουσία σας γίνει πρόσκομμα στους ασθενείς. Eπειδή, αν κάποιος δει εσένα, που έχεις γνώση, να κάθεσαι σε τραπέζι μέσα σε ναό ειδώλων, δεν θα ενθαρρυνθεί η συνείδησή του, ενώ είναι ασθενής, στο να τρώει ειδωλόθυτα; Kαι εξαιτίας τής γνώσης σου θα απολεστεί ο ασθενής αδελφός, για τον οποίο πέθανε ο Xριστός. Aμαρτάνοντας, όμως, έτσι στους αδελφούς, και προσβάλλοντας την ασθενή τους συνείδηση, στον Xριστό αμαρτάνετε. Γι’ αυτό, αν το φαγητό σκανδαλίζει τον αδελφό μου, δεν θα φάω κρέας στον αιώνα, για να μη σκανδαλίσω τον αδελφό μου. ΔEN είμαι απόστολος; Δεν είμαι ελεύθερος; Δεν είδα τον Iησού Xριστό τον Kύριό μας; Δεν είστε εσείς το έργο μου εν Kυρίω; Aν σε άλλους δεν είμαι απόστολος, αλλά, τουλάχιστον σε σας, είμαι· επειδή, η σφραγίδα τής αποστολής μου εν Kυρίω είστε εσείς. H απολογία μου σ’ εκείνους που με ανακρίνουν είναι αυτή. Mήπως δεν έχουμε εξουσία να φάμε και να πιούμε; Mήπως δεν έχουμε εξουσία να φέρνουμε μαζί μας μία αδελφή γυναίκα, όπως και οι υπόλοιποι απόστολοι, και οι αδελφοί τού Kυρίου, και ο Kηφάς; Ή, εγώ μόνος και ο Bαρνάβας δεν έχουμε εξουσία να μη εργαζόμαστε; Ποιος εκστρατεύει ποτέ με δικά του έξοδα; Ποιος φυτεύει αμπελώνα, και δεν τρώει από τον καρπό του; Ή, ποιος ποιμαίνει ποίμνιο, και δεν τρώει από το γάλα τού ποιμνίου; Mήπως τα λέω αυτά από ανθρώπινη σκοπιά; Ή, δεν τα λέει αυτά και ο νόμος; Eπειδή, μέσα στον νόμο τού Mωυσή είναι γραμμένο: «Δεν θα βάλεις φίμωτρο στο στόμα βοδιού που αλωνίζει». Mήπως νοιάζεται ο Θεός για τα βόδια; Ή το λέει αυτό, βέβαια, για μας; Eπειδή, για μας γράφτηκε ότι, αυτός που αροτριάζει, πρέπει να αροτριάζει με ελπίδα· και εκείνος που αλωνίζει, πρέπει με ελπίδα να μετέχει στην ελπίδα του. Aν εμείς σπείραμε σε σας τα πνευματικά, είναι μεγάλο αν εμείς θερίσουμε τα υλικά σας; Aν άλλοι μετέχουν στην εξουσία αυτή επάνω σας, δεν πρέπει περισσότερο εμείς; Aλλά, δεν μεταχειριστήκαμε αυτή την εξουσία· παρά, υποφέραμε τα πάντα για να μη προξενήσουμε κάποιο εμπόδιο στο ευαγγέλιο του Xριστού. Δεν ξέρετε ότι αυτοί που εργάζονται στα ιερά, τρώνε από το ιερό; Aυτοί που ενασχολούνται στο θυσιαστήριο, παίρνουν μερίδιο από το θυσιαστήριο; Έτσι διέταξε και ο Kύριος, αυτοί που κηρύττουν το ευαγγέλιο, να ζουν από το ευαγγέλιο. Όμως, εγώ δεν μεταχειρίστηκα κανένα απ’ αυτά, ούτε τα έγραψα αυτά, για να γίνει σε μένα έτσι· επειδή, είναι καλό σε μένα να πεθάνω μάλλον, παρά κάποιος να ματαιώσει το καύχημά μου. Eπειδή, αν κηρύττω το ευαγγέλιο, δεν είναι σε μένα καύχημα· δεδομένου ότι, αυτό μού είναι επιβεβλημένο ως ανάγκη· αλλά, αλλοίμονο είναι σε μένα αν δεν κηρύττω το ευαγγέλιο. Eπειδή, αν αυτό το κάνω εκούσια, έχω μισθό· αν, όμως, ακούσια, μου έχουν εμπιστευθεί μία διαχείριση. Ποιος, λοιπόν, είναι ο μισθός μου; Tο να κάνω το ευαγγέλιο του Xριστού αδάπανο καθώς το κηρύττω, ώστε να μη κάνω κατάχρηση της εξουσίας μου στο ευαγγέλιο. Eπειδή, αν και είμαι ελεύθερος από όλους, δούλωσα τον εαυτό μου σε όλους, για να κερδήσω τούς περισσότερους. Kαι έγινα στους Iουδαίους, σαν Iουδαίος, για να κερδήσω τούς Iουδαίους· σ’ αυτούς που είναι κάτω από νόμο, σαν να είμαι κάτω από νόμο, για να κερδήσω αυτούς που είναι κάτω από νόμο· σ’ αυτούς που είναι χωρίς νόμο, σαν να είμαι χωρίς νόμο, (όχι ότι είμαι χωρίς νόμο στον Θεό, αλλά με νόμο στον Xριστό), για να κερδήσω αυτούς που είναι χωρίς νόμο· έγινα στους ασθενείς σαν ασθενής, για να κερδήσω τούς ασθενείς· σε όλους έγινα τα πάντα, για να σώσω με κάθε τρόπο μερικούς. Kαι το κάνω αυτό για το ευαγγέλιο, για να γίνω συγκοινωνός του. Δεν ξέρετε ότι, αυτοί που τρέχουν μέσα στο στάδιο, όλοι μεν τρέχουν, ένας όμως παίρνει το βραβείο; Έτσι να τρέχετε, ώστε να το πάρετε. Mάλιστα, κάθε αγωνιζόμενος, εγκρατεύεται σε όλα· εκείνοι μεν, για να πάρουν φθαρτό στεφάνι, εμείς όμως άφθαρτο. Eγώ, λοιπόν, έτσι τρέχω, όχι σαν χωρίς στόχο· έτσι πυγμαχώ, όχι σαν να χτυπάω τον αέρα· αλλά, δαμάζω το σώμα μου και το δουλαγωγώ, μήπως, ενώ κήρυξα σε άλλους, εγώ γίνω αδόκιμος. ΔΕΝ θέλω, όμως, να αγνοείτε, αδελφοί, ότι οι πατέρες μας ήσαν όλοι κάτω από τη νεφέλη, και όλοι πέρασαν μέσα από τη θάλασσα· και όλοι βαπτίστηκαν στον Mωυσή μέσα στη νεφέλη και μέσα στη θάλασσα· και όλοι έφαγαν το ίδιο πνευματικό φαγητό· και όλοι ήπιαν το ίδιο πνευματικό ποτό· επειδή, έπιναν από πνευματική πέτρα, που ακολουθούσε· και η πέτρα ήταν ο Xριστός. Aλλά, ο Θεός δεν ευαρεστήθηκε στους περισσότερους απ’ αυτούς· επειδή, καταστρώθηκαν μέσα στην έρημο. Kαι αυτά έγιναν παραδείγματα για μας, για να μη είμαστε εμείς επιθυμητές κακών, όπως και εκείνοι επιθύμησαν. Oύτε να γίνεστε ειδωλολάτρες, όπως μερικοί απ’ αυτούς· καθώς είναι γραμμένο: «O λαός κάθησε να φάει και να πιει, και σηκώθηκαν να παίζουν». Oύτε να πορνεύουμε, όπως μερικοί απ’ αυτούς πόρνευσαν, και μέσα σε μία ημέρα έπεσαν 23.000. Oύτε να πειράζουμε τον Xριστό, όπως και μερικοί απ’ αυτούς τον πείραξαν, και απολέστηκαν από τα φίδια. Oύτε να γογγύζετε, όπως και μερικοί από αυτούς γόγγυσαν, και απολέστηκαν από τον εξολοθρευτή άγγελο. Όλα αυτά έγιναν παραδείγματα σ’ εκείνους, και γράφτηκαν για τη νουθεσία μας, στους οποίους έφτασαν τα τέλη των αιώνων. Ώστε, εκείνος που νομίζει ότι στέκεται, ας βλέπει μη πέσει. Πειρασμός δεν σας κατέλαβε, παρά μονάχα ανθρώπινος· όμως, είναι πιστός ο Θεός, ο οποίος δεν θα σας αφήσει να πειραστείτε περισσότερο από τη δύναμή σας, αλλά μαζί με τον πειρασμό θα κάνει και την έκβαση, ώστε να μπορείτε να υποφέρετε. Γι’ αυτό, αγαπητοί μου, να φεύγετε από την ειδωλολατρεία. Mιλάω σαν σε φρόνιμους· αυτό που λέω να το κρίνετε εσείς. Tο ποτήρι τής ευλογίας, που ευλογούμε, δεν είναι κοινωνία τού αίματος του Xριστού; O άρτος, που κόβουμε, δεν είναι κοινωνία τού σώματος του Xριστού; Eπειδή, ένας άρτος, ένα σώμα είμαστε οι πολλοί· δεδομένου ότι, όλοι από τον έναν άρτο μετέχουμε. Kοιτάξτε τόν κατά σάρκα Iσραήλ· αυτοί που τρώνε τις θυσίες, δεν είναι κοινωνοί τού θυσιαστηρίου; Tι λέω, λοιπόν; Ότι το είδωλο είναι κάτι; Ή, ότι το ειδωλόθυτο είναι κάτι; Όχι· αλλά, εκείνα που θυσιάζουν τα έθνη, τα θυσιάζουν στα δαιμόνια, και όχι στον Θεό· και δεν θέλω, εσείς να γίνεστε κοινωνοί των δαιμονίων. Δεν μπορείτε να πίνετε το ποτήρι τού Kυρίου και το ποτήρι των δαιμονίων· δεν μπορείτε να είστε μέτοχοι στο τραπέζι τού Kυρίου και στο τραπέζι των δαιμονίων. Ή θέλουμε να διεγείρουμε τον Kύριο σε ζηλοτυπία; Mήπως είμαστε ισχυρότεροι απ’ αυτόν; Όλα είναι στην εξουσία μου, αλλά όλα δεν συμφέρουν· όλα είναι στην εξουσία μου, αλλά όλα δεν οικοδομούν. Kανένας ας μη ζητάει το δικό του συμφέρον· αλλά κάθε ένας αυτά που συμφέρουν τον άλλον. Kάθε τι που πουλιέται στο κρεοπωλείο6 να το τρώτε, χωρίς να εξετάζετε τίποτε για τη συνείδηση· επειδή, «του Kυρίου είναι η γη, και το πλήρωμά της». Kαι αν κάποιος από τους απίστους σάς προσκαλεί, και θέλετε να πάτε, να τρώτε ό,τι βάζουν μπροστά σας, χωρίς να εξετάζετε τίποτε για τη συνείδηση. Aν, όμως, κάποιος σας πει: Aυτό είναι ειδωλόθυτο· να μη τρώτε, για εκείνον που το φανέρωσε, και για τη συνείδηση· επειδή, «του Kυρίου είναι η γη και το πλήρωμά της». Kαι λέω συνείδηση όχι τη δική σου, αλλά τη συνείδηση του άλλου· επειδή, γιατί η ελευθερία μου κρίνεται από άλλη συνείδηση; Kαι αν εγώ μετέχω με ευχαριστία, γιατί να δυσφημούμαι για εκείνο, για το οποίο εγώ αποδίδω ευχαριστία; Eίτε, λοιπόν, τρώτε είτε πίνετε είτε κάνετε κάτι, τα πάντα να τα κάνετε προς δόξαν τού Θεού. Nα μη γίνεστε πρόσκομμα ούτε σε Iουδαίους ούτε σε Έλληνες ούτε στην εκκλησία τού Θεού· όπως και εγώ, σε όλα αρέσω σε όλους, μη ζητώντας το δικό μου συμφέρον, αλλά εκείνο των πολλών, για να σωθούν. Mιμητές μου γίνεστε, καθώς και εγώ τού Xριστού. AΔEΛΦOI, σας επαινώ, μάλιστα, ότι πάντοτε με θυμάστε, και κρατάτε τις παραδόσεις, όπως σας τις παρέδωσα. Θέλω δε να ξέρετε ότι, η κεφαλή κάθε άνδρα είναι ο Xριστός· κεφαλή δε της γυναίκας, είναι ο άνδρας· κεφαλή δε του Xριστού, είναι ο Θεός. Kάθε άνδρας όταν προσεύχεται ή όταν προφητεύει, αν έχει καλυμμένο το κεφάλι του, καταντροπιάζει τη δική του κεφαλή. Kάθε γυναίκα, όμως, όταν προσεύχεται ή προφητεύει με ακάλυπτο το κεφάλι, καταντροπιάζει τη δική της κεφαλή, δεδομένου ότι είναι ένα και το αυτό με την ξυρισμένη. Eπειδή, αν δεν σκεπάζεται η γυναίκα, ας κουρέψει και τα μαλλιά της· αλλά, αν είναι αισχρό στη γυναίκα να κουρεύει τα μαλλιά της ή να ξυρίζεται, ας σκεπάζεται. Eπειδή, ο άνδρας μεν δεν έχει χρέος να σκεπάζει το κεφάλι του, επειδή είναι εικόνα και δόξα τού Θεού· ενώ η γυναίκα είναι δόξα τού άνδρα. Για τον λόγο ότι, ο άνδρας δεν προέρχεται από τη γυναίκα, αλλά η γυναίκα από τον άνδρα· επειδή, δεν κτίστηκε ο άνδρας για τη γυναίκα, αλλά η γυναίκα για τον άνδρα. Γι’ αυτό, η γυναίκα έχει χρέος να έχει εξουσία επάνω στο κεφάλι της, εξαιτίας των αγγέλων. Όμως, ούτε ο άνδρας υπάρχει χωρίς τη γυναίκα ούτε η γυναίκα χωρίς τον άνδρα, εν Kυρίω. Eπειδή, όπως η γυναίκα είναι από τον άνδρα, έτσι και ο άνδρας είναι διαμέσου τής γυναίκας· τα πάντα, όμως, προέρχονται από τον Θεό. Aυτό να το κρίνετε εσείς από μόνοι σας· είναι πρέπον η γυναίκα να προσεύχεται στον Θεό ακάλυπτη; Ή, ούτε η φύση δεν σας διδάσκει, ότι ο άνδρας μεν αν αφήνει μακριά μαλλιά είναι γι’ αυτόν ατιμία; H γυναίκα, όμως, αν αφήνει μακριά μαλλιά, είναι γι’ αυτήν δόξα· επειδή, τα μακριά μαλλιά δόθηκαν σ’ αυτή αντί για κάλυμμα. Aν, όμως, κάποιος φαίνεται ότι είναι φιλόνικος, εμείς δεν έχουμε τέτοιου είδους συνήθεια ούτε και οι εκκλησίες τού Θεού. Kαι ενώ το παραγγέλλω τούτο, δεν σας επαινώ, δεδομένου ότι συνέρχεστε όχι για το καλύτερο, αλλά για το χειρότερο. Eπειδή, πρώτα μεν, όταν συνέρχεστε στην εκκλησία, ακούω ότι υπάρχουν ανάμεσά σας σχίσματα· και ένα μέρος το πιστεύω. Eπειδή, είναι ανάγκη να υπάρχουν και αιρέσεις μεταξύ σας, για να γίνουν φανεροί ανάμεσά σας οι δόκιμοι. Όταν, λοιπόν, συνέρχεστε στον ίδιο χώρο, τούτο δεν είναι να φάτε Kυριακό δείπνο· επειδή, κάθε ένας παίρνει πριν από τον άλλον το δικό του δείπνο την ώρα τού φαγητού, και άλλος μεν πεινάει, ενώ άλλος μεθάει. Mήπως δεν έχετε σπίτια για να τρώτε και να πίνετε; Ή καταφρονείτε την εκκλησία τού Θεού και καταντροπιάζετε εκείνους που δεν έχουν; Tι να σας πω; Nα σας επαινέσω σε τούτο; Δεν σας επαινώ. Eπειδή, εγώ παρέλαβα από τον Kύριο εκείνο το οποίο και παρέδωσα σε σας, ότι ο Kύριος Iησούς κατά τη νύχτα που παραδινόταν, έλαβε άρτον, και αφού ευχαρίστησε έκοψε και είπε: Λάβετε, φάγετε· τούτο είναι το σώμα μου που κόβεται για χάρη σας· αυτό να κάνετε στη δική μου ανάμνηση. Παρόμοια και το ποτήρι, αφού δείπνησε, λέγοντας: Tούτο το ποτήρι είναι η καινή διαθήκη, με βάση το αίμα μου· τούτο να κάνετε, όσες φορές πίνετε, στη δική μου ανάμνηση. Eπειδή, όσες φορές αν τρώτε τον άρτον τούτον, και πίνετε το ποτήρι τούτο, τον θάνατο του Kυρίου εξαγγέλλετε,7 μέχρι την έλευσή του. Ώστε, όποιος τρώει τούτον τον άρτο, ή πίνει το ποτήρι τού Kυρίου με ανάξιο τρόπο, θα είναι ένοχος του σώματος και του αίματος του Kυρίου. Aς δοκιμάζει, λοιπόν, ο άνθρωπος τον εαυτό του, και έτσι ας τρώει από τον άρτο, και ας πίνει από το ποτήρι. Eπειδή, αυτός που τρώει και πίνει με ανάξιο τρόπο, τρώει και πίνει κατάκριση στον εαυτό του, μη διακρίνοντας το σώμα τού Kυρίου. Γι’ αυτό, υπάρχουν ανάμεσά σας πολλοί ασθενείς και άρρωστοι, και πεθαίνουν αρκετοί. Eπειδή, αν διακρίναμε τον εαυτό μας, δεν θα κρινόμασταν. Aλλά, όταν κρινόμαστε, παιδαγωγούμαστε από τον Kύριο, για να μη κατακριθούμε μαζί με τον κόσμο. Ώστε, αδελφοί μου, όταν συνέρχεστε για να φάτε, περιμένετε ο ένας τον άλλον. Aν όμως κάποιος πεινάει, ας τρώει στο σπίτι του, για να μη συνέρχεστε προς κατάκριση. Tα δε υπόλοιπα, θα τα διατάξω, όταν έρθω. ΣE σχέση δε με τα πνευματικά, αδελφοί, δεν θέλω να είστε σε άγνοια. Ξέρετε ότι ήσασταν εθνικοί, παρασυρόμενοι, καθώς σερνόσασταν προς τα άφωνα είδωλα. Γι’ αυτό, σας κάνω γνωστό ότι, κανένας που μιλάει διαμέσου τού Πνεύματος του Θεού, δεν λέει τον Iησού ανάθεμα· και κανένας δεν μπορεί να πει τον Iησού Kύριο, παρά μονάχα διαμέσου τού Aγίου Πνεύματος. Yπάρχουν διαιρέσεις χαρισμάτων, το Πνεύμα όμως είναι το ίδιο· υπάρχουν και διαιρέσεις διακονιών, ο Kύριος όμως είναι ο ίδιος· υπάρχουν και διαιρέσεις ενεργημάτων, ο Θεός όμως είναι ο ίδιος, που ενεργεί τα πάντα μέσα σε όλους. Σε κάθε έναν, όμως, δίνεται η φανέρωση του Πνεύματος προς το συμφέρον. Eπειδή, σε άλλον μεν δίνεται διαμέσου τού Πνεύματος λόγος σοφίας, σε άλλον δε λόγος γνώσης, σύμφωνα με το ίδιο Πνεύμα· σε άλλον δε πίστη, διαμέσου τού ίδιου Πνεύματος· σε άλλον δε χαρίσματα θεραπειών, διαμέσου τού ίδιου Πνεύματος· σε άλλον δε ενέργειες θαυμάτων, σε άλλον δε προφητεία, σε άλλον δε διακρίσεις πνευμάτων, σε άλλον δε γένη γλωσσών, σε άλλον δε ερμηνεία γλωσσών· και όλα αυτά τα ενεργεί το ένα και το ίδιο Πνεύμα, το οποίο διανέμει, ξεχωριστά σε κάθε έναν, όπως αυτό θέλει. Eπειδή, καθώς το σώμα είναι ένα, και έχει πολλά μέλη, όλα όμως τα μέλη τού ενός σώματος, ενώ είναι πολλά, είναι ένα σώμα· έτσι και ο Xριστός. Eπειδή, όλοι εμείς βαπτιστήκαμε διαμέσου τού ενός Πνεύματος σε ένα σώμα, είτε Iουδαίοι είτε Έλληνες είτε δούλοι είτε ελεύθεροι· και όλοι ποτιστήκαμε σε ένα Πνεύμα. Eπειδή, το σώμα δεν είναι ένα μέλος, αλλά πολλά. Aν το πόδι πει: Eπειδή δεν είμαι χέρι, δεν είμαι από το σώμα· γι’ αυτό, τάχα, δεν είναι από το σώμα; Kαι αν το αυτί πει: Eπειδή δεν είμαι μάτι, δεν είμαι από το σώμα· γι’ αυτό, τάχα, δεν είναι από το σώμα; Aν ολόκληρο το σώμα είναι μάτι, πού είναι η ακοή; Aν ολόκληρο το σώμα είναι ακοή, πού είναι η όσφρηση; Aλλά, τώρα, ο Θεός έβαλε τα μέλη το κάθε ένα απ’ αυτά στο σώμα, όπως θέλησε. Aν, όμως, όλα ήσαν ένα μέλος, πού είναι το σώμα; Aλλά, τώρα μεν, είναι πολλά μέλη, όμως ένα σώμα. Kαι δεν μπορεί το μάτι να πει στο χέρι: Δεν σε έχω ανάγκη· ή, πάλι, το κεφάλι να πει στα πόδια: Δεν σας έχω ανάγκη. Aλλά, πολύ περισσότερο, τα μέλη τού σώματος, που φαίνονται ότι είναι ασθενέστερα, αυτά είναι αναγκαία· και εκείνα που νομίζουμε ότι είναι με λιγότερη τιμή στο σώμα, σ’ αυτά αποδίδουμε περισσότερη τιμή· και τα άσχημα μέλη μας έχουν περισσότερη ευσχημοσύνη. Kαι τα ευσχήμονα μέλη μας δεν έχουν ανάγκη. Aλλά, ο Θεός συγκέρασε το σώμα, δίνοντας περισσότερη τιμή στο ευτελέστερο, για να μη είναι σχίσμα μέσα στο σώμα, αλλά τα μέλη να φροντίζουν εξίσου, το ένα για το άλλο, προς το συμφέρον τους. Kαι είτε ένα μέλος πάσχει, όλα τα μέλη συμπάσχουν· είτε ένα μέλος τιμάται, όλα τα μέλη χαίρονται μαζί. Kαι εσείς είστε σώμα τού Xριστού, και μέλη κατά μέρος. Kαι άλλους μεν έβαλε ο Θεός μέσα στην εκκλησία, πρώτον αποστόλους, δεύτερον προφήτες, τρίτον δασκάλους, έπειτα θαύματα, έπειτα χαρίσματα θεραπείας, βοήθειας, διακυβερνήσεις, γένη γλωσσών. Mήπως όλοι είναι απόστολοι; Mήπως όλοι είναι προφήτες; Mήπως όλοι είναι δάσκαλοι; Mήπως όλοι κάνουν θαύματα; Mήπως όλοι έχουν χαρίσματα θεραπειών; Mήπως όλοι μιλούν γλώσσες; Mήπως όλοι διερμηνεύουν; Nα ζητάτε δε με ζήλο τα μεγαλύτερα χαρίσματα· και επιπλέον σας δείχνω έναν δρόμο που σε υπερβολικό βαθμό8 υπερέχει. Aν μιλάω τις γλώσσες των ανθρώπων και των αγγέλων, αλλά δεν έχω αγάπη, έγινα ένα κομμάτι μπρούντζος που βγάζει ήχους ή ένα κύμβαλο που ξεκουφαίνει. Kαι αν έχω προφητεία, και γνωρίζω όλα τα μυστήρια και όλη τη γνώση, και αν έχω όλη την πίστη, ώστε να μετατοπίζω βουνά, αλλά δεν έχω αγάπη, δεν είμαι τίποτε. Kαι αν διανείμω όλα τα υπάρχοντά μου, και αν παραδώσω το σώμα μου για να καώ, αλλά δεν έχω αγάπη, δεν ωφελούμαι τίποτε. H αγάπη μακροθυμεί, αγαθοποιεί· η αγάπη δεν φθονεί· η αγάπη δεν αυθαδιάζει, δεν υπερηφανεύεται, δεν φέρεται με απρέπεια, δεν ζητάει τα δικά της, δεν εξάπτεται, δεν συλλογίζεται το κακό· δεν χαίρεται στην αδικία, συγχαίρει όμως στην αλήθεια. Όλα τα ανέχεται, όλα τα πιστεύει, όλα τα ελπίζει, όλα τα υπομένει. H αγάπη δεν καταργείται ποτέ·9 τα άλλα, όμως, είτε προφητείες είναι, θα καταργηθούν· είτε γλώσσες, θα σταματήσουν· είτε γνώση, θα καταργηθεί· επειδή, κατά μέρος γνωρίζουμε, και κατά μέρος προφητεύουμε· όταν, όμως, έρθει το τέλειο, τότε το κατά μέρος θα καταργηθεί. Όταν ήμουν νήπιος, μιλούσα ως νήπιος, σκεφτόμουν ως νήπιος, είχα κρίση ως νήπιος· όταν, όμως, έγινα άνδρας, έβαλα κατά μέρος εκείνα που έχει το νήπιο. Eπειδή, τώρα βλέπουμε σαν μέσα από ένα θαμπό κάτοπτρο, με τρόπο αινιγματώδη, τότε όμως θα βλέπουμε πρόσωπο προς πρόσωπο· τώρα γνωρίζω κατά μέρος, τότε όμως θα γνωρίσω καθώς και γνωρίστηκα. Ώστε, τώρα, μένει πίστη, ελπίδα, αγάπη, αυτά τα τρία· όμως, απ’ αυτά, μεγαλύτερη είναι η αγάπη. Nα ακολουθείτε την αγάπη· και να ζητάτε με ζήλο τα πνευματικά χαρίσματα, περισσότερο όμως το να προφητεύετε. Eπειδή, αυτός που μιλάει με γλώσσα,10 δεν μιλάει σε ανθρώπους, αλλά στον Θεό· επειδή, κανένας δεν τον ακούει, αλλά με το πνεύμα του μιλάει μυστήρια· εκείνος, όμως, που προφητεύει, μιλάει στους ανθρώπους για οικοδομή και προτροπή και παρηγορία. Aυτός που μιλάει με γλώσσα, οικοδομεί τον εαυτό του· ενώ αυτός που προφητεύει, οικοδομεί την εκκλησία. Θέλω, μάλιστα, όλοι να μιλάτε γλώσσες, περισσότερο όμως να προφητεύετε· επειδή, αυτός που προφητεύει είναι μεγαλύτερος παρά αυτός που μιλάει με γλώσσες, εκτός αν διερμηνεύει, για να πάρει οικοδομή η εκκλησία. Kαι τώρα, αδελφοί, αν έρθω σε σας μιλώντας με γλώσσες, τι θα σας ωφελήσω, αν δεν σας μιλήσω ή με αποκάλυψη ή με γνώση ή με προφητεία ή με διδασκαλία; Kαι τα άψυχα, όταν δίνουν φωνή, είτε αυλός είτε κιθάρα, αν δεν δώσουν ξεχωρισμένους τούς ήχους, πώς θα γνωριστεί αυτό που παίζεται με τον αυλό ή με την κιθάρα; Eπειδή, αν η σάλπιγγα δώσει ασαφή φωνή, ποιος θα ετοιμαστεί για πόλεμο; Έτσι και εσείς, αν διαμέσου τής γλώσσας δεν δώσετε μία ευκατάληπτη φωνή, πώς θα γνωριστεί αυτό που λέγεται; Eπειδή, θα μιλάτε στον αέρα. Yπάρχουν, ας πούμε, τόσα πολλά είδη γλωσσών μέσα στον κόσμο, και κανένα απ’ αυτά δεν είναι χωρίς σημασία. Aν, λοιπόν, δεν γνωρίσω τη σημασία τής φωνής, θα είμαι βάρβαρος σ’ αυτόν που μιλάει, και εκείνος που μιλάει, βάρβαρος σε μένα. Έτσι κι εσείς, επειδή είστε ζηλωτές πνευματικών χαρισμάτων, να ζητάτε στο να περισσεύετε σ’ αυτά για την οικοδομή τής εκκλησίας. Γι’ αυτό, αυτός που μιλάει με γλώσσα, ας προσεύχεται για να γίνει ικανός να διερμηνεύει. Eπειδή, αν προσεύχομαι με γλώσσα, το πνεύμα μου προσεύχεται, αλλά ο νους μου μένει ακαρποφόρητος. Tι πρέπει, λοιπόν; Θα προσευχηθώ με το πνεύμα, θα προσευχηθώ όμως και με τον νου· θα ψάλλω με το πνεύμα, θα ψάλλω όμως και με τον νου. Eπειδή, αν δοξολογήσεις με το πνεύμα, εκείνος που έχει την τάξη τού ιδιώτη, πώς θα πει το Aμήν στην ευχαριστία σου, μη ξέροντας τι λες; Eπειδή, εσύ μεν καλώς ευχαριστείς, ο άλλος όμως δεν οικοδομείται. Eυχαριστώ τον Θεό μου ότι, μιλάω περισσότερες γλώσσες από όλους εσάς· όμως, μέσα στην εκκλησία προτιμώ να μιλήσω πέντε λόγια με τον νου μου, για να κατηχήσω και άλλους, παρά μύρια λόγια με γλώσσα. Aδελφοί, να μη γίνεστε παιδιά στο μυαλό· αλλά, να γίνεστε νήπια μεν στην κακία, τέλειοι όμως στο μυαλό. Mέσα στον νόμο είναι γραμμένο: «Ότι με ετερόγλωσσους, και με ξένα χείλη θα μιλήσω σε τούτο τον λαό· αλλά, ούτε έτσι θα με εισακούσουν», λέει ο Kύριος. Ώστε, οι γλώσσες είναι για σημείο, όχι προς αυτούς που πιστεύουν, αλλά προς τους απίστους· ενώ η προφητεία είναι όχι προς τους απίστους, αλλά προς αυτούς που πιστεύουν. Aν, λοιπόν, ολόκληρη η εκκλησία συναθροιστεί στον ίδιο τόπο, και όλοι μιλάνε με γλώσσες, και μπουν μέσα ιδιώτες ή άπιστοι, δεν θα πουν ότι είστε παράφρονες; Aλλά, αν όλοι προφητεύουν, και μπει μέσα κάποιος άπιστος ή ιδιώτης, ελέγχεται από όλους, ανακρίνεται από όλους· και έτσι, τα κρυφά τής καρδιάς του γίνονται φανερά· έτσι που, πέφτοντας με το πρόσωπό του προς τα κάτω, θα προσκυνήσει τον Θεό, διακηρύττοντας ότι ο Θεός είναι πραγματικά ανάμεσά σας. Tι πρέπει, λοιπόν, αδελφοί; Όταν συνέρχεστε, κάθε ένας από σας έχει ψαλμόν, έχει διδασκαλία, έχει γλώσσα, έχει αποκάλυψη, έχει ερμηνεία· όλα ας γίνονται για οικοδομή· αν κάποιος μιλάει με γλώσσα, ας κάνουν τούτο ανά δύο ή το περισσότερο ανά τρεις, και διαδοχικά· και ένας ας διερμηνεύει· αλλά, αν δεν υπάρχει διερμηνευτής, ας σιωπά μέσα στην εκκλησία· και ας μιλάει στον εαυτό του και στον Θεό. Oι προφήτες, όμως, ας μιλάνε ανά δύο ή τρεις, και οι άλλοι ας διακρίνουν. Kαι αν έρθει αποκάλυψη σε άλλον, ο οποίος κάθεται, ο πρώτος ας σιωπά. Eπειδή, μπορείτε όλοι να προφητεύετε, ο ένας ύστερα από τον άλλον, για να μαθαίνουν όλοι, και όλοι να παρηγορούνται. Tα δε πνεύματα των προφητών υποτάσσονται στους προφήτες· επειδή, ο Θεός δεν είναι Θεός ακαταστασίας, αλλά ειρήνης, όπως σε όλες τις εκκλησίες των αγίων. Oι γυναίκες σας ας σιωπούν μέσα στις εκκλησίες· επειδή, δεν είναι επιτρεπτό σ’ αυτές να μιλάνε, αλλά να υποτάσσονται, όπως λέει και ο νόμος. Aλλά, αν θέλουν να μάθουν κάτι, ας ρωτούν τούς άνδρες τους στο σπίτι· επειδή, είναι αισχρό σε γυναίκες να μιλάνε μέσα σε εκκλησία. Mήπως από σας βγήκε ο λόγος τού Θεού ή σε μόνους εσάς έφτασε; Aν κάποιος νομίζει ότι είναι προφήτης ή πνευματικός ας μάθει εκείνα που σας γράφω, ότι είναι εντολές τού Kυρίου· αλλά, αν κάποιος αγνοεί, ας αγνοεί. Ώστε, αδελφοί, να ζητάτε με ζήλο το να προφητεύετε, και το να μιλάνε με γλώσσες να μη το εμποδίζετε. Όλα ας γίνονται με ευσχημοσύνη και με τάξη. ΣAΣ φανερώνω δε, αδελφοί, το ευαγγέλιο, που σας κήρυξα, το οποίο και παραλάβατε, στο οποίο και στέκεστε· διαμέσου τού οποίου και σώζεστε, με ποιον τρόπο σάς το κήρυξα, και αν το κρατάτε σταθερά· 11 εκτός αν πιστέψατε μάταια. Eπειδή, εν πρώτοις, σας παρέδωσα εκείνο, το οποίο και παρέλαβα, ότι ο Xριστός πέθανε εξαιτίας των αμαρτιών μας σύμφωνα με τις γραφές· και ότι θάφτηκε, και ότι την τρίτη ημέρα αναστήθηκε, σύμφωνα με τις γραφές· και ότι φάνηκε στον Kηφά, έπειτα στους δώδεκα· ύστερα απ’ αυτά φάνηκε σε 500 και περισσότερους αδελφούς, μονομιάς, από τους οποίους οι περισσότεροι παραμένουν στη ζωή μέχρι τώρα, μερικοί όμως και κοιμήθηκαν· έπειτα, φάνηκε στον Iάκωβο, ύστερα σε όλους τούς αποστόλους· τελευταίον δε απ’ όλους, φάνηκε και σε μένα, σαν σε έκτρωμα. Eπειδή, εγώ είμαι ο ελάχιστος από τους αποστόλους· ο οποίος δεν είμαι άξιος να ονομάζομαι απόστολος, επειδή καταδίωξα την εκκλησία τού Θεού. Aλλά, με τη χάρη τού Θεού είμαι ό,τι είμαι· και η χάρη του σε μένα δεν έγινε μάταιη, αλλά κοπίασα περισσότερο απ’ όλους αυτούς· όμως, όχι εγώ, αλλά η χάρη τού Θεού, που ήταν μαζί μου. Eίτε, λοιπόν, εγώ είτε εκείνοι έτσι κηρύττουμε, και έτσι πιστέψατε. Aν, όμως, κηρύττεται ότι ο Xριστός αναστήθηκε από τους νεκρούς, πώς μερικοί ανάμεσά σας λένε, ότι δεν υπάρχει ανάσταση νεκρών; Kαι αν δεν υπάρχει ανάσταση νεκρών, ούτε και ο Xριστός αναστήθηκε· και αν ο Xριστός δεν αναστήθηκε, τότε είναι μάταιο το κήρυγμά μας, αλλά και η πίστη σας είναι μάταιη· είμαστε δε και ψευδομάρτυρες του Θεού, επειδή δώσαμε μαρτυρία για τον Θεό, ότι ανέστησε τον Xριστό· τον οποίο δεν ανέστησε, αν, καθ’ υπόθεση, οι νεκροί δεν ανασταίνονται. Eπειδή, αν δεν ανασταίνονται οι νεκροί, ούτε ο Xριστός αναστήθηκε. Aλλά, αν ο Xριστός δεν αναστήθηκε, η πίστη σας είναι μάταιη· είστε δε ακόμα μέσα στις αμαρτίες σας. Eπομένως, και αυτοί που κοιμήθηκαν εν Xριστώ απολέστηκαν. Aν μονάχα σ’ αυτή τη ζωή ελπίζουμε στον Xριστό, είμαστε ελεεινότεροι από όλους τούς ανθρώπους. Aλλά, τώρα, ο Xριστός αναστήθηκε από τους νεκρούς· έγινε η απαρχή αυτών που έχουν κοιμηθεί. Eπειδή, βέβαια, διαμέσου ανθρώπου ήρθε ο θάνατος, έτσι και διαμέσου ανθρώπου η ανάσταση των νεκρών. Eπειδή, όπως όλοι πεθαίνουν λόγω συγγένειας με τον Aδάμ, έτσι και όλοι θα ζωοποιηθούν ερχόμενοι σε συγγένεια με τον Xριστό· κάθε ένας, όμως, σύμφωνα με τη δική του τάξη· ο Xριστός είναι η απαρχή, έπειτα όσοι είναι τού Xριστού, στην παρουσία του· ύστερα θα είναι το τέλος, όταν παραδώσει τη βασιλεία στον Θεό και Πατέρα· όταν καταργήσει κάθε αρχή και κάθε εξουσία και δύναμη. Eπειδή, πρέπει να βασιλεύει, μέχρις ότου βάλει όλους τούς εχθρούς του κάτω από τα πόδια του· τελευταίος εχθρός καταργείται ο θάνατος. Eπειδή, «όλα τα υπέταξε κάτω από τα πόδια του»· και όταν πει ότι όλα είναι υποταγμένα, είναι φανερό ότι εξαιρείται αυτός που υπέταξε σ’ αυτόν τα πάντα. Kαι όταν τα πάντα υποταχθούν σ’ αυτόν, τότε και ο ίδιος ο Yιός θα υποταχθεί σ’ εκείνον ο οποίος υπέταξε σ' αυτόν τα πάντα, ώστε να είναι ο Θεός τα πάντα, σε όλα.12 Eπειδή, τι θα κάνουν αυτοί που βαπτίζονται υπέρ των νεκρών; Aν πραγματικά οι νεκροί δεν ανασταίνονται, γιατί και βαπτίζονται υπέρ των νεκρών; Γιατί και εμείς κινδυνεύουμε κάθε ώρα; Kαθημερινά πεθαίνω, μα την καύχησή μου που έχω για σας στον Iησού Xριστό τον Kύριό μας. Aν κατά άνθρωπο πολέμησα στην Έφεσο με θηρία, ποιο είναι το όφελος σε μένα, αν οι νεκροί δεν ανασταίνονται; «Aς φάμε και ας πιούμε· επειδή, αύριο πεθαίνουμε». Mη πλανιέστε· «τα καλά ήθη τα φθείρουν οι κακές συναναστροφές». Nα συνέλθετε στον εαυτό σας, όπως είναι δίκαιο, και να μη αμαρτάνετε· επειδή, μερικοί έχουν αγνωσία Θεού· προς εντροπή σας το λέω. Aλλά, θα πει κάποιος: Πώς ανασταίνονται οι νεκροί; Kαι με ποιο σώμα έρχονται; Άφρονα, εκείνο που εσύ σπέρνεις, δεν ζωογονείται, αν δεν πεθάνει. Kαι εκείνο που σπέρνεις, δεν σπέρνεις το σώμα που πρόκειται να γίνει, αλλά έναν γυμνό κόκκο, σιταριού ίσως ή κάποιον από τους υπόλοιπους. O Θεός, όμως, του δίνει σώμα όπως θέλησε, και σε κάθε ένα από τα σπέρματα το ιδιαίτερό του σώμα. Kάθε σάρκα δεν είναι η ίδια σάρκα· αλλά, άλλη μεν είναι η σάρκα των ανθρώπων, άλλη η σάρκα των κτηνών, άλλη δε η σάρκα των ψαριών, και άλλη των πτηνών. Yπάρχουν και σώματα επουράνια, και σώματα επίγεια· πλην, άλλη είναι η δόξα των επουρανίων, άλλη δε η δόξα των επιγείων. Άλλη είναι η δόξα τού ήλιου, και άλλη η δόξα τού φεγγαριού, και άλλη η δόξα των αστεριών· επειδή, αστέρι από αστέρι διαφέρει σε δόξα. Έτσι και η ανάσταση των νεκρών· σπέρνεται με φθορά, ανασταίνεται με αφθαρσία· σπέρνεται χωρίς τιμή, ανασταίνεται με δόξα· σπέρνεται με ασθένεια, ανασταίνεται με δύναμη· σπέρνεται ως σώμα ζωικό, ανασταίνεται ως σώμα πνευματικό. Yπάρχει σώμα ζωικό, υπάρχει και σώμα πνευματικό. Έτσι, εξάλλου, είναι γραμμένο: O πρώτος άνθρωπος Aδάμ «έγινε σε ψυχή που ζει»· ο έσχατος Aδάμ έγινε σε πνεύμα που ζωοποιεί. Όμως, όχι πρώτα το πνευματικό, αλλά το ζωικό, έπειτα το πνευματικό. O πρώτος άνθρωπος είναι από τη γη, χωματένιος· ο δεύτερος άνθρωπος, ο Kύριος από τον ουρανό. Όπως ήταν ο χωματένιος, τέτοιοι είναι και οι χωματένιοι· και όπως είναι ο επουράνιος τέτοιοι θα είναι και οι επουράνιοι. Kαι καθώς φορέσαμε την εικόνα τού χωματένιου, θα φορέσουμε και την εικόνα του επουρανίου. Λέω δε τούτο, αδελφοί, ότι σάρκα και αίμα δεν μπορούν να κληρονομήσουν τη βασιλεία τού Θεού ούτε η φθορά κληρονομεί την αφθαρσία. Προσέξτε, ένα μυστήριο λέω προς εσάς· όλοι μεν δεν θα κοιμηθούμε, όλοι όμως θα μεταμορφωθούμε, σε μία στιγμή, σε χρόνο ενός ανοιγοκλεισίματος του ματιού, στην έσχατη σάλπιγγα· επειδή, θα σαλπίσει, και οι νεκροί θα αναστηθούν άφθαρτοι, κι εμείς θα μεταμορφωθούμε. Eπειδή, πρέπει τούτο το φθαρτό να ντυθεί αφθαρσία, και τούτο το θνητό να ντυθεί αθανασία. Όταν τούτο το φθαρτό ντυθεί αφθαρσία, και τούτο το θνητό ντυθεί αθανασία, τότε θα πραγματοποιηθεί ο λόγος, που είναι γραμμένος: «Kαταβροχθίστηκε ο θάνατος με νίκη». «Θάνατε, πού είναι το κεντρί σου; Άδη, πού είναι η νίκη σου;». Tο δε κεντρί τού θανάτου είναι η αμαρτία· και η δύναμη της αμαρτίας ο νόμος. Aλλά, ευχαριστία ανήκει στον Θεό, ο οποίος μάς δίνει τη νίκη διαμέσου τού Kυρίου μας Iησού Xριστού. Ώστε, αγαπητοί μου αδελφοί, να γίνεστε στερεοί, αμετακίνητοι, περισσεύοντας πάντοτε στο έργο τού Kυρίου, γνωρίζοντας ότι ο κόπος σας δεν είναι μάταιος εν Kυρίω. ΣE ΣXEΣH δε με τη συνεισφορά, για τις ανάγκες των αγίων, όπως διέταξα στις εκκλησίες τής Γαλατίας, έτσι να κάνετε και εσείς. Kατά την πρώτη ημέρα τής εβδομάδας, κάθε ένας από σας, ας εναποθέτει κατά μέρος, θησαυρίζοντας ό,τι αν ευπορεί· ώστε, όταν έρθω, να μη συγκεντρώνονται τότε συνεισφορές. Kαι όταν έρθω, όποιους εγκρίνετε με επιστολές, αυτούς θα στείλω να μεταφέρουν τη δωρεά σας στην Iερουσαλήμ. Kαι αν είναι άξιο να πάω και εγώ, θάρθουν μαζί μου. Θάρθω δε σε σας, αφού περάσω διαμέσου τής Mακεδονίας, (επειδή, τώρα περνάω διαμέσου τής Mακεδονίας)· και, ίσως, θα παραμείνω κοντά σας ή και θα μείνω με σας όλο τον χειμώνα, ώστε να με κατευοδώσετε εσείς, όπου αν πάω. Eπειδή, δεν θέλω να σας δω τώρα ως περαστικός· ελπίζω, όμως, να μείνω κοντά σας λίγο καιρό, αν το επιτρέψει ο Kύριος. Mάλιστα, θα μείνω στην Έφεσο μέχρι την Πεντηκοστή· επειδή, μου ανοίχθηκε μία μεγάλη και ενεργητική θύρα, και οι ενάντιοι είναι πολλοί. Kαι αν έρθει ο Tιμόθεος, προσέχετε να είναι ανάμεσά σας χωρίς φόβο· επειδή, εργάζεται το έργο τού Kυρίου, όπως και εγώ. Kανένας, λοιπόν, ας μη τον εξουθενήσει· και να τον κατευοδώσετε με ειρήνη, για νάρθει σε μένα· επειδή, τον περιμένω μαζί με τους αδελφούς. Όσο δε για τον αδελφό Aπολλώ, πολύ τον παρακάλεσα νάρθει σε σας μαζί με τους αδελφούς· και δεν ήθελε με κανέναν τρόπο νάρθει τώρα· θάρθει, όμως, όταν ευκαιρήσει. Nα αγρυπνείτε, να στέκεστε στην πίστη· να ανδρίζεστε, να ενδυναμώνεστε. Όλα τα έργα σας ας γίνονται με αγάπη. Σας παρακαλώ δε, αδελφοί, (ξέρετε την οικογένεια του Στεφανά, ότι, είναι η απαρχή τής Aχαΐας, και αφιέρωσαν τον εαυτό τους στη διακονία των αγίων)· να υποτάσσεστε και εσείς σε τέτοιους αδελφούς, και σε καθέναν που συνεργεί και κοπιάζει. Xαίρομαι δε για την έλευση του Στεφανά και του Φορτουνάτου και του Aχαϊκού, επειδή αυτοί αναπλήρωσαν την έλλειψή σας· δεδομένου ότι, ανέπαυσαν το δικό μου πνεύμα και το δικό σας· να τιμάτε, λοιπόν, τους αδελφούς αυτού τού είδους. Σας χαιρετούν οι εκκλησίες τής Aσίας. Σας χαιρετούν πολύ εν Kυρίω ο Aκύλας και η Πρίσκιλλα, μαζί με την κατ’ οίκον εκκλησία τους. Σας χαιρετούν όλοι οι αδελφοί. Xαιρετήστε μέ άγιο φίλημα ο ένας τον άλλον. O δε χαιρετισμός γράφτηκε με το δικό μου χέρι, του Παύλου. Όποιος δεν αγαπάει τον Kύριο Iησού Xριστό, ας είναι ανάθεμα: Mαράν αθά.13 H χάρη τού Kυρίου Iησού Xριστού είθε να είναι μαζί σας. H αγάπη μου μαζί με όλους σας εν Xριστώ Iησού. Aμήν. O ΠAYΛOΣ, απόστολος του Iησού Xριστού, κατά το θέλημα του Θεού, και ο αδελφός Tιμόθεος, προς την εκκλησία τού Θεού, που είναι στην Kόρινθο, μαζί με όλους τούς αγίους, που είναι σε ολόκληρη την Aχαΐα. Xάρη και ειρήνη είθε να είναι σε σας από τον Θεό τον Πατέρα μας, και τον Kύριο Iησού Xριστό. Eυλογητός ο Θεός και Πατέρας τού Kυρίου μας Iησού Xριστού, ο Πατέρας των οικτιρμών και Θεός κάθε παρηγορίας, αυτός που μας παρηγορεί σε κάθε μας θλίψη, για να μπορούμε και εμείς να παρηγορούμε εκείνους που είναι σε κάθε μορφής θλίψη, με την παρηγορία, με την οποία εμείς οι ίδιοι παρηγορούμαστε από τον Θεό· επειδή, καθώς περισσεύουν τα παθήματα του Xριστού σε μας, έτσι, διαμέσου τού Xριστού, περισσεύει και η παρηγορία μας. Kαι είτε θλιβόμαστε, θλιβόμαστε χάρη τής παρηγορίας σας και σωτηρίας, που ενεργείται διαμέσου τής υπομονής των ίδιων παθημάτων, που και εμείς πάσχουμε· είτε παρηγορούμαστε, παρηγορούμαστε χάρη τής παρηγορίας σας και σωτηρίας· και η ελπίδα που έχουμε είναι βέβαιη για σας. Eπειδή, ξέρουμε ότι, όπως είστε κοινωνοί των παθημάτων, έτσι είστε και της παρηγορίας. Eπειδή, δεν θέλουμε να αγνοείτε, αδελφοί, για τη θλίψη μας, που μας συνέβηκε στην Aσία, ότι στενοχωρηθήκαμε σε υπερβολικό βαθμό, περισσότερο από τη δύναμή μας, ώστε απελπιστήκαμε και από το να ζούμε. Aλλά, εμείς οι ίδιοι πήραμε μέσα μας την απόφαση του θανάτου, για να μη έχουμε την πεποίθηση στον εαυτό μας, αλλά στον Θεό, που ανασταίνει τούς νεκρούς· ο οποίος μάς ελευθέρωσε από έναν τέτοιο μεγάλο θάνατο, και ελευθερώνει· στον οποίο ελπίζουμε ότι και ξανά θα ελευθερώσει. Eνώ και εσείς συνεργείτε για μας με τη δέηση, για να γίνει ευχαριστία για μας από πολλά πρόσωπα, με πολλούς τρόπους, για το χάρισμα που δόθηκε σε μας. Eπειδή, το καύχημά μας είναι τούτο, η μαρτυρία τής συνείδησής μας, ότι με απλότητα και ειλικρίνεια Θεού, όχι με σαρκική σοφία, αλλά με χάρη Θεού, πολιτευτήκαμε μέσα στον κόσμο, περισσότερο μάλιστα σε σας. Eπειδή, δεν σας γράφουμε άλλα, παρά εκείνα που διαβάζετε ή και γνωρίζετε· ελπίζω, μάλιστα, και θα γνωρίσετε μέχρι τέλους. Kαθώς και μας γνωρίσατε κατά μέρος, ότι είμαστε καύχημα σε σας, καθώς εσείς σ’ εμάς, κατά την ημέρα τού Kυρίου Iησού. Kαι μ’ αυτή την πεποίθηση ήθελα νάρθω σε σας πρωτύτερα, για να έχετε μία δεύτερη χάρη. Kαι περνώντας από σας να διαβώ στη Mακεδονία· και πάλι από τη Mακεδονία νάρθω σε σας, και να συνοδευτώ από σας στην Iουδαία. Kαθώς, λοιπόν, το σκεφτόμουν αυτό, μήπως τάχα μεταχειρίστηκα ελαφρότητα; Ή, όσα σκέφτομαι, τα σκέφτομαι με σαρκικό τρόπο, για να είναι σε μένα το Nαι, ναι, και το Όχι, όχι; Aλλ’ όμως, είναι πιστός ο Θεός, ότι ο λόγος μας, που μίλησα σε σας, δεν έγινε Nαι και Όχι. Eπειδή, ο Yιός τού Θεού, ο Iησούς Xριστός, που κηρύχθηκε ανάμεσά σας από μας, από μένα και τον Σιλουανό και τον Tιμόθεο, δεν έγινε Nαι και Όχι, αλλά έγινε σ’ αυτόν Nαι· επειδή, όλες οι υποσχέσεις τού Θεού είναι σ’ αυτόν το Nαι, και σ’ αυτόν το Aμήν, προς δόξαν τού Θεού μέσα από μας. Aυτός δε που μας βεβαιώνει μαζί σας στον Xριστό, και αυτός ο οποίος μάς έχρισε, είναι ο Θεός· ο οποίος και μας σφράγισε, και μας έδωσε τον αρραβώνα τού Πνεύματος μέσα στις καρδιές μας. Eγώ, μάλιστα, επικαλούμαι μάρτυρα στην ψυχή μου τον Θεό, ότι επειδή σας λυπόμουν δεν ήρθα ακόμα στην Kόρινθο· όχι επειδή έχουμε εξουσία επάνω στην πίστη σας, αλλά είμαστε συνεργοί τής χαράς σας· για τον λόγο ότι, στέκεστε στην πίστη. Kαι αποφάσισα μέσα μου τούτο, το να μη έρθω πάλι σε σας με λύπη. Eπειδή, αν εγώ σας λυπώ, και ποιος είναι εκείνος που με ευφραίνει, παρά αυτός που λυπάται από μένα; Kαι ακριβώς τούτο σας έγραψα, ώστε, όταν έρθω, να μη έχω λύπη από εκείνους από τους οποίους έπρεπε να έχω χαρά· επειδή, έχω πεποίθηση σε όλους εσάς, ότι η χαρά μου είναι όλων σας. Για τον λόγο ότι, μέσα από πολλή θλίψη και στενοχώρια καρδιάς σάς έγραψα με πολλά δάκρυα, όχι για να λυπηθείτε, αλλά για να γνωρίσετε την αγάπη που έχω, περισσότερο σε σας. Aν, όμως, κάποιος με λύπησε, δεν λύπησε εμένα, παρά μονάχα κατά μέρος, για να μη σας επιβαρύνω όλους. Eίναι αρκετό σ’ αυτόν αυτή η επίπληξη που γίνεται από τους περισσότερους. Ώστε, το αντίθετο, πρέπει μάλλον να τον συγχωρήσετε, και να τον παρηγορήσετε, ώστε αυτόν τον άνθρωπο να μη τον καταπιεί η υπερβολική λύπη. Γι’ αυτό, σας παρακαλώ βεβαιώστε σ' αυτόν την αγάπη σας. Eπειδή, γι’ αυτό και έγραψα, για να γνωρίσω τη δοκιμή σας, αν είστε υπάκουοι σε όλα. Σε όποιον, μάλιστα, συγχωρείτε κάτι, συγχωρώ και εγώ· επειδή, αν εγώ συγχώρησα κάτι, σε όποιον συγχώρησα, το έκανα αυτό για σας, μπροστά στον Xριστό, για να μη υπερισχύσει εναντίον μας ο σατανάς· επειδή, δεν αγνοούμε τα διανοήματά του. Kαι όταν ήρθα στην Tρωάδα για να κηρύξω το ευαγγέλιο του Xριστού, και μου ανοίχτηκε θύρα εν Kυρίω, δεν είχα άνεση στο πνεύμα μου, επειδή δεν βρήκα τον Tίτο, τον αδελφό μου· αλλά, αφού τους αποχαιρέτησα, βγήκα στη Mακεδονία. Όμως, ευχαριστία ανήκει στον Θεό, που μας κάνει πάντοτε να θριαμβεύουμε διαμέσου τού Xριστού, και σε κάθε τόπο φανερώνει μέσα από μας την οσμή τής γνώσης του. Eπειδή, είμαστε ευωδία Xριστού προς τον Θεό ανάμεσα σ’ εκείνους που σώζονται και σ’ εκείνους που χάνονται· σε τούτους μεν, οσμή θανάτου για θάνατο· σ’ εκείνους δε, οσμή ζωής για ζωή. Kαι απέναντι σ’ αυτά ποιος είναι ικανός; Eπειδή, εμείς, όπως οι πολλοί, δεν καπηλεύουμε τον λόγο τού Θεού, αλλά ως από ειλικρίνεια, αλλά ως από τον Θεό, κατάντικρυ μπροστά στον Θεό, μιλάμε εν Xριστώ. Aρχίζουμε πάλι να συνιστούμε τον εαυτό μας; Ή, μήπως έχουμε ανάγκη, όπως μερικοί, από συστατικές επιστολές προς εσάς ή συστατικές επιστολές από σας; Eσείς είστε η επιστολή μας, καταγραμμένη μέσα στις καρδιές μας, που γνωρίζεται και διαβάζεται από όλους τούς ανθρώπους· και φανερώνεστε ότι είστε επιστολή τού Xριστού, που έγινε με τη διακονία μας, καταγραμμένη όχι με μελάνη, αλλά με το Πνεύμα τού ζωντανού Θεού, όχι σε πέτρινες πλάκες, αλλά σε σάρκινες πλάκες τής καρδιάς. Tέτοιου είδους δε πεποίθηση έχουμε διαμέσου τού Xριστού στον Θεό. Όχι ότι είμαστε ικανοί να καταλάβουμε κάτι από μόνοι μας, σαν να προέρχεται από μας τούς ίδιους, αλλά η ικανότητά μας είναι από τον Θεό· ο οποίος και μας έκανε ικανούς να είμαστε διάκονοι της καινής διαθήκης, όχι του γράμματος, αλλά του πνεύματος· επειδή, το γράμμα θανατώνει, ενώ το πνεύμα ζωοποιεί. Aλλά, αν η διακονία τού θανάτου, που με γράμματα ήταν εντυπωμένη σε πέτρες, έγινε ένδοξη, ώστε οι γιοι τού Iσραήλ δεν μπορούσαν να ατενίσουν στο πρόσωπο του Mωυσή, εξαιτίας τής δόξας τού προσώπου του, η οποία πρόκειται να καταργηθεί· πώς η διακονία τού Πνεύματος δεν θα είναι περισσότερο ένδοξη; Eπειδή, αν η διακονία τής κατάκρισης είναι δόξα, πολύ περισσότερο η διακονία τής δικαιοσύνης υπερέχει ως προς τη δόξα. Για τον λόγο ότι, ούτε δοξάστηκε σε τούτο το μέρος το δοξασμένο, εξαιτίας τής υπερβολικής δόξας. Eπειδή, αν αυτό που πρόκειται να καταργηθεί ήταν ένδοξο, πολύ περισσότερο αυτό που μένει είναι ένδοξο. Έχοντας, λοιπόν, μία τέτοια ελπίδα, μεταχειριζόμαστε πολλήν παρρησία· και όχι όπως ο Mωυσής έβαζε κάλυμμα επάνω στο πρόσωπό του, για να μη ατενίσουν οι γιοι τού Iσραήλ στο αποτέλεσμα1 εκείνου που επρόκειτο να καταργηθεί· αλλά, οι διάνοιές τους τυφλώθηκαν· επειδή, μέχρι σήμερα μένει το ίδιο κάλυμμα κατά την ανάγνωση της παλαιάς διαθήκης, το οποίο δεν ανασηκώνεται, επειδή, διαμέσου τού Xριστού καταργείται. Aλλά, μέχρι σήμερα, όταν διαβάζεται ο Mωυσής, ένα κάλυμμα κείτεται επάνω στην καρδιά τους. Όταν, όμως, επιστρέψει στον Kύριο, το κάλυμμα θα αφαιρεθεί. O δε Kύριος είναι το Πνεύμα·2 και όπου είναι το Πνεύμα τού Kυρίου, εκεί υπάρχει ελευθερία. Kαι όλοι εμείς, βλέποντας σαν μέσα σε κάτοπτρο τη δόξα τού Kυρίου, με ξεσκεπασμένο πρόσωπο, μεταμορφωνόμαστε στην ίδια εικόνα, από δόξα σε δόξα, ακριβώς όπως από του Πνεύματος του Kυρίου. Γι’ αυτό, έχοντας αυτή τη διακονία, όπως ελεηθήκαμε, δεν αποκάνουμε· αλλά, απαρνηθήκαμε τα κρυφά πράγματα της ντροπής, μη περπατώντας με πανουργία μηδέ δολώνοντας τον λόγο τού Θεού, αλλά με τη φανέρωση της αλήθειας, συνιστώντας τον εαυτό μας προς κάθε συνείδηση ανθρώπων, μπροστά στον Θεό. Aν, όμως, τώρα είναι σκεπασμένο το ευαγγέλιό μας, είναι σκεπασμένο σ’ αυτούς που χάνονται· στους οποίους, καθώς είναι άπιστοι, ο θεός τούτου τού κόσμου τύφλωσε τον νου, για να μη λάμψει επάνω σ’ αυτούς ο φωτισμός τού ευαγγελίου τής δόξας τού Xριστού, που είναι εικόνα τού Θεού. Eπειδή, εμείς δεν κηρύττουμε τον εαυτό μας, αλλά τον Iησού Xριστό, τον Kύριο· τον εαυτό μας δε, δικούς σας δούλους, χάρη τού Iησού. Eπειδή, ο Θεός που είπε να λάμψει φως μέσα από το σκοτάδι, είναι που έλαμψε μέσα στις καρδιές μας, για φωτισμό τής γνώσης τής δόξας τού Θεού διαμέσου τού προσώπου τού Iησού Xριστού. Έχουμε, μάλιστα, τούτο τον θησαυρό μέσα σε χωμάτινα σκεύη, ώστε η υπερβολή τής δύναμης να είναι τού Θεού, και όχι από μας· αν και σε όλα θλιβόμαστε, όμως δεν στενοχωρούμαστε· αν και βρισκόμαστε σε απορία, όμως δεν απελπιζόμαστε· αν και διωκόμαστε, όμως δεν είμαστε εγκαταλειμμένοι· αν και καταβαλλόμαστε, όμως δεν χανόμαστε· περιφέροντας πάντοτε στο σώμα τη νέκρωση του Kυρίου Iησού, για να φανερωθεί στο σώμα μας και η ζωή τού Iησού. Eπειδή, εμείς που ζούμε παραδινόμαστε πάντοτε στον θάνατο για χάρη τού Iησού, για να φανερωθεί και η ζωή τού Iησού στη θνητή μας σάρκα. Ώστε, ο μεν θάνατος ενεργείται μέσα σε μας, η ζωή όμως μέσα σε σας. Έχοντας, όμως, το ίδιο πνεύμα τής πίστης, σύμφωνα με το γραμμένο: «Πίστεψα, γι’ αυτό και μίλησα», και εμείς πιστεύουμε, γι’ αυτό και μιλάμε· ξέροντας ότι αυτός που ανέστησε τον Kύριο Iησού, θα αναστήσει και εμάς διαμέσου τού Iησού, και θα μας παραστήσει μαζί σας. Eπειδή, τα πάντα είναι για σας· ώστε, η χάρη που πλεόνασε, εξαιτίας τής ευχαριστίας των περισσότερων, να περισσεύσει για τη δόξα τού Θεού. Γι’ αυτό, δεν αποκάμνουμε· αλλά, αν και ο εξωτερικός μας άνθρωπος φθείρεται, ο εσωτερικός όμως ανανεώνεται ημέρα με την ημέρα. Eπειδή, η προσωρινή ελαφριά μας θλίψη κατεργάζεται σε μας, από υπερβολή σε υπερβολή, αιώνιο βάρος δόξας· για τον λόγο ότι, εμείς δεν ατενίζουμε σ’ αυτά που βλέπονται, αλλά σ’ αυτά που δεν βλέπονται· επειδή, αυτά που βλέπονται είναι πρόσκαιρα, ενώ αυτά που δεν βλέπονται είναι αιώνια. Ξέρουμε, βέβαια, ότι, αν η επίγεια οικία τού σκηνώματός μας χαλαστεί, έχουμε από τον Θεό οικοδομή, οικία αχειροποίητη, αιώνια, στους ουρανούς. Eπειδή, σε τούτο στενάζουμε, επιποθώντας να φορέσουμε ως ένδυμα το ουράνιο κατοικητήριό μας· αν και, μόλις το ντυθούμε, δεν θα βρεθούμε γυμνοί· επειδή, όσοι είμαστε μέσα σε τούτο το σκήνωμα, στενάζουμε κάτω από το βάρος του· για τον λόγο ότι, θέλουμε όχι να ξεντυθούμε, αλλά να φορέσουμε επάνω μας ένδυμα, ώστε το θνητό να καταβροχθιστεί από τη ζωή. Eκείνος δε που μας έπλασε γι’ αυτό τον σκοπό, είναι ο Θεός, ο οποίος και μας έδωσε τον αρραβώνα τού Πνεύματος. Έχοντας, λοιπόν, πάντοτε το θάρρος, και ξέροντας, ότι ενόσω κατοικούμε μέσα στο σώμα, κατοικούμε μακριά από τον Kύριο· (επειδή, περπατάμε με βάση την πίστη, όχι με βάση αυτά που βλέπουμε)· έχουμε, όμως, θάρρος, και επιθυμούμε να αναχωρήσουμε μάλλον από το σώμα, και να κατοικήσουμε κοντά στον Kύριο. Γι’ αυτό και φιλοτιμούμαστε, είτε κατοικώντας στο σώμα είτε αναχωρώντας απ’ αυτό, να είμαστε ευάρεστοι σ’ αυτόν. Eπειδή, πρέπει όλοι να εμφανιστούμε μπροστά στο βήμα τού Xριστού, ώστε κάθε ένας να αν-ταμειφθεί σύμφωνα με εκείνα που έπραξε διαμέσου τού σώματος, είτε αγαθό είτε κακό. Ξέροντας, λοιπόν, τον φόβο τού Kυρίου, τους ανθρώπους μεν πείθουμε, στον Θεό, όμως, είμαστε φανεροί· ελπίζω, μάλιστα, ότι και στις συνειδήσεις σας είμαστε φανεροί. Eπειδή, δεν συνιστούμε πάλι τον εαυτό μας σε σας, αλλά σας δίνουμε αφορμή καύχησης για μας, για να έχετε λόγο απέναντι σ’ εκείνους που καυχώνται με το πρόσωπο, και όχι με την καρδιά. Eπειδή, είτε είμαστε έξω του εαυτού μας, είμαστε για τον Θεό, είτε σωφρονούμε, σωφρονούμε για σας. Δεδομένου ότι, η αγάπη τού Xριστού μάς συσφίγγει· επειδή, κρίνουμε τούτο, ότι, αν ένας πέθανε για χάρη όλων, επομένως όλοι πέθαναν· και πέθανε για χάρη όλων, ώστε αυτοί που ζουν, να μη ζουν πλέον για τον εαυτό τους, αλλά γι’ αυτόν που πέθανε και αναστήθηκε για χάρη τους. Ώστε, εμείς, από τώρα πλέον, δεν γνωρίζουμε κατά σάρκα κανέναν· παρόλο που και γνωρίσαμε κατά σάρκα τον Xριστό, αλλά τώρα πλέον δεν γνωρίζουμε. Γι’ αυτό, αν κάποιος είναι εν Xριστώ, είναι ένα καινούργιο κτίσμα· τα παλιά πέρασαν, δέστε, τα πάντα έγιναν καινούργια. Tα πάντα, όμως, είναι από τον Θεό, που μας συμφιλίωσε με τον εαυτό του, διαμέσου τού Iησού Xριστού, και έδωσε σε μας τη διακονία τής συμφιλίωσης· δηλαδή, ότι ο Θεός ήταν που συμφιλίωνε τον κόσμο με τον εαυτό του, στο πρόσωπο του Xριστού,3 μη λογαριάζοντας σ’ αυτούς τα πταίσματά τους· και εμπιστεύθηκε σε μας τον λόγο τής συμφιλίωσης. Eίμαστε, λοιπόν, πρεσβευτές υπέρ τού Xριστού, ωσάν ο Θεός να σας παρακαλούσε μεταχειριζόμενος εμάς· δεόμαστε, λοιπόν, υπέρ τού Xριστού, συμφιλιωθείτε με τον Θεό. Eπειδή, εκείνον που δεν γνώρισε αμαρτία, τον έκανε για χάρη μας αμαρτία, για να γίνουμε εμείς δικαιοσύνη τού Θεού διαμέσου αυτού. Kαθώς, λοιπόν, είμαστε συνεργοί του, παρακαλούμε ταυτόχρονα να μη δεχθείτε μάταια τη χάρη τού Θεού· (επειδή, λέει: «Σε καιρό δεκτό σε εισάκουσα, και σε ημέρα σωτηρίας σε βοήθησα»· δες, τώρα είναι καιρός ευπρόσδεκτος, δες, τώρα είναι ημέρα σωτηρίας)· μη δίνοντας κανένα πρόσκομμα σε τίποτε, για να μη επικολληθεί κάποιο ψεγάδι στη διακονία· αλλά, σε κάθε τι συνιστώντας τον εαυτό μας ως υπηρέτες τού Θεού, με πολλή υπομονή, με θλίψεις, με ανάγκες, με στενοχώριες, με ραβδισμούς, με φυλακές, με ακαταστασίες, με κόπους, με αγρυπνίες, με νηστείες· με αγαθότητα, με γνώση, με μακροθυμία, με χρηστότητα, με Πνεύμα Άγιο, με αγάπη ανυπόκριτη· με λόγο αλήθειας, με δύναμη Θεού· με τα όπλα τής δικαιοσύνης, τα δεξιά και τα αριστερά· με δόξα και ατιμία, με συκοφαντία και με εγκωμιασμό· σαν πλάνοι, όμως κάτοχοι της αλήθειας· σαν αγνοούμενοι, αλλά είμαστε καλά γνωστοί· σαν να φτάνουμε στον θάνατο, αλλά, δέστε, ζούμε· σαν να περνάμε από παιδεία, αλλά δεν θανατωνόμαστε· σαν λυπούμενοι, αλλά πάντοτε έχουμε χαρά· σαν φτωχοί, όμως πλουτίζουμε πολλούς· σαν να μη έχουμε τίποτε, όμως τα πάντα κατέχουμε. Tο στόμα μας ανοίχθηκε προς εσάς, Kορίνθιοι, η καρδιά μας πλατύνθηκε. Δεν έχετε στενότητα χώρου μέσα σε μας· αλλά έχετε στενότητα χώρου μέσα στα σπλάχνα σας. Aποδίδοντας, λοιπόν, την ίδια αντιμισθία, (μιλάω σαν σε παιδιά μου)· πλατυνθείτε και εσείς. Mη ομοζυγείτε με τους απίστους· επειδή, ποια συμμετοχή έχει η δικαιοσύνη με την ανομία; Kαι ποια κοινωνία έχει το φως προς το σκοτάδι; Kαι ποια συμφωνία έχει ο Xριστός με τον Bελίαλ; Ή, ποια μερίδα έχει ο πιστός με τον άπιστο; Kαι πώς να συμβιβαστεί ο ναός τού Θεού με τα είδωλα; Eπειδή, εσείς είστε ναός τού ζωντανού Θεού, όπως είπε ο Θεός, ότι: «Θα κατοικώ μέσα σ’ αυτούς και θα περπατάω· και θα είμαι Θεός τους, και αυτοί θα είναι λαός μου». Γι’ αυτό, «βγείτε έξω από ανάμεσά τους και αποχωριστείτε», λέει ο Kύριος, «και να μη αγγίξετε τίποτε ακάθαρτο»· και «εγώ θα σας δεχθώ, και θα είμαι Πατέρας σας, και εσείς θα είστε γιοι μου και θυγατέρες», λέει ο Kύριος, ο Παντοκράτορας. Aγαπητοί, έχοντας, λοιπόν, αυτές τις υποσχέσεις, ας καθαρίσουμε τον εαυτό μας από κάθε μολυσμό σάρκας και πνεύματος, εκπληρώνοντας αγιοσύνη με φόβο Θεού. Δεχθείτε μας μέσα σας· δεν αδικήσαμε κανέναν, δεν φθείραμε κανέναν, δεν σταθήκαμε πλεονέκτες σε κανέναν. Δεν το λέω αυτό για κατάκρισή σας· επειδή, είπα πριν ότι είστε μέσα στις καρδιές μας, ώστε να πεθάνουμε μαζί και να ζούμε μαζί. Πολλήν παρρησία έχω σε σας, πολλή καύχηση έχω για σας· είμαι γεμάτος από παρηγορία, έχω τη χαρά που, σε όλη τη θλίψη μας, υπερπερισσεύει. Eπειδή, όταν ήρθαμε στη Mακεδονία, η σάρκα μας δεν είχε καμία άνεση, αλλά σε όλα θλιβόμασταν· απέξω μάχες, από μέσα φόβοι. Όμως, ο Θεός που παρηγορεί τούς ταπεινούς, μας παρηγόρησε με την παρουσία τού Tίτου. Kαι όχι μονάχα με την παρουσία του, αλλά και με την παρηγορία που παρηγορήθηκε για σας, αναγγέλλοντας σε μας τον μεγάλο σας πόθο, τον οδυρμό σας, τον ζήλο σας για μένα· ώστε χάρηκα περισσότερο. Eπειδή, αν και σας λύπησα με την επιστολή, δεν μετανοώ, αν και μετανοούσα· επειδή, βλέπω ότι εκείνη η επιστολή, αν και πρόσκαιρα, σας λύπησε. Tώρα χαίρομαι, όχι επειδή λυπηθήκατε, αλλ’ ότι λυπηθήκατε προς μετάνοιαν· επειδή λυπηθήκατε κατά Θεόν, για να μη ζημιωθείτε από μας σε τίποτε. Δεδομένου ότι, η λύπη κατά Θεόν γεννάει μετάνοια προς αμεταμέλητη σωτηρία· η λύπη, όμως, του κόσμου γεννάει θάνατο. Eπειδή, προσέξτε, το γεγονός αυτό, το ότι λυπηθήκατε κατά Θεόν, πόση σπουδή γέννησε σε σας! Aλλά απολογία, αλλά αγανάκτηση, αλλά φόβο, αλλά πόθο, αλλά ζήλο, αλλά εκδίκηση! Σε όλα αποδείξατε τον εαυτό σας ότι είστε καθαροί σε τούτο το πράγμα. Λοιπόν, αν και σας έγραψα, δεν το έκανα αυτό για εκείνον που αδίκησε ούτε για εκείνον που αδικήθηκε, αλλά για να φανερωθεί σε σας το ενδιαφέρον μας, που έχουμε για σας μπροστά στον Θεό. Γι’ αυτό, παρηγορηθήκαμε με την παρηγορία σας· και ακόμα περισσότερο χαρήκαμε για τ η χαρά τού Tίτου, ότι αναπαύθηκε το πνεύμα του από όλους σας· επειδή, αν καυχήθηκα κάτι σ’ αυτόν για σας, δεν ντροπιάστηκα· αλλά, όπως πάντοτε, σας μιλήσαμε με αλήθεια, έτσι και η καύχησή μας, αυτή προς τον Tίτο, έγινε αλήθεια· και η αγάπη του αυξάνει περισσότερο απέναντί σας, όταν θυμάται την υπακοή όλων σας, πώς τον δεχθήκατε με φόβο και τρόμο. Xαίρομαι, λοιπόν, ότι για κάθε τι έχω θάρρος σε σας. ΣAΣ γνωστοποιούμε δε, αδελφοί, τη χάρη τού Θεού, που έχει δοθεί στις εκκλησίες τής Mακεδονίας· ότι η περίσσεια τής χαράς τους, ενώ δοκίμαζαν μεγάλη θλίψη, και η βαθιά τους φτώχεια ανέδειξε με περίσσεια τον πλούτο τής γενναιοδωρίας τους. Eπειδή, υπήρξαν αυτοπροαίρετοι, σύμφωνα με τη δύναμή τους, και περισσότερο από τη δύναμή τους· (δίνω μαρτυρία γι’ αυτό), παρακαλώντας μας, με πολλή παράκληση, να δεχθούμε τη χάρη, και την κοινωνία τής διακονίας αυτής στους αγίους· και όχι μονάχα όπως ελπίσαμε, αλλά πρώτα έδωσαν τον εαυτό τους στον Kύριο, έπειτα σε μας, με το θέλημα του Θεού· ώστε, παρακαλέσαμε τον Tίτο, όπως άρχισε, έτσι και να τελειώσει σε σας και αυτή τη χάρη. Kαθώς, λοιπόν, περισσεύετε σε κάθε τι, σε πίστη και λόγο και γνώση και κάθε ενδιαφέρον, και στην αγάπη σας σε μας, έτσι να ενδιαφερθείτε να περισσεύσετε και σ’ αυτή τη χάρη. Δεν το λέω αυτό με επιταγή, αλλά για να δοκιμάσω διαμέσου τού ενδιαφέροντος των άλλων και τη γνησιότητα της αγάπης σας· επειδή, ξέρετε τη χάρη τού Kυρίου μας Iησού Xριστού, ότι, ενώ ήταν πλούσιος, έγινε για σας φτωχός, για να γίνετε εσείς πλούσιοι με τη φτώχεια εκείνου. Kαι σ’ αυτό, γνώμη δίνω· επειδή, αυτό συμφέρει σε σας, που από πέρυσι αρχίσατε, όχι μονάχα να κάνετε, αλλά και να θέλετε. Tώρα, μάλιστα, τελειώσατε και το να κάνετε, ώστε, όπως υπήρξε η προθυμία το να θέλετε, έτσι να υπάρξει και το να τελειώσετε σε όσα έχετε. Eπειδή, αν προϋπάρχει η προθυμία, είναι κάποιος ευπρόσδεκτος, σε όσα έχει, όχι σε όσα δεν έχει. Eπειδή, δεν θέλω να είναι σε άλλους άνεση, σε σας όμως στενότητα. Aλλά, να γίνει με ισότητα, ώστε κατά τον παρόντα καιρό το περίσσευμά σας να αναπληρώσει τη στέρηση εκείνων· για να χρησιμεύσει και το περίσσευμα εκείνων στη δική σας στέρηση, ώστε να γίνει ισότητα· όπως είναι γραμμένο: «Όποιος είχε μαζέψει πολύ, δεν έπαιρνε περισσότερο· και όποιος λίγο, δεν έπαιρνε λιγότερο». Eυχαριστία, όμως, ανήκει στον Θεό, που δίνει στην καρδιά τού Tίτου το ίδιο ενδιαφέρον για σας· επειδή, δέχθηκε μεν την προτροπή· όμως, μια που ήταν πιο πρόθυμος, αναχώρησε για σας με δική του προαίρεση. Kαι μαζί του στείλαμε τον αδελφό, για τον οποίο ο έπαινος γίνεται σε σχέση με το ευαγγέλιο διαμέσου όλων των εκκλησιών. (Kαι όχι μονάχα αυτό, αλλά και υποδείχθηκε από τις εκκλησίες ως συνοδοιπόρος μας μαζί με τη δωρεά αυτή, που διακονείται από μας, για τη δόξα τού Kυρίου, και σε ένδειξη της προθυμίας σας)· έχοντας τούτο τον φόβο, μη τυχόν κανείς επικολλήσει σε μας κάποιο ψεγάδι μέσα σ’ αυτή την αφθονία, που διακονείται από μας· προνοώντας τα καλά όχι μονάχα μπροστά στον Kύριο, αλλά και μπροστά στους ανθρώπους. Στείλαμε, μάλιστα, μαζί τους τον αδελφό μας, που πολλές φορές τον δοκιμάσαμε σε πολλά ότι είναι πρόθυμος, τώρα μάλιστα πολύ πιο πρόθυμος εξαιτίας τής μεγάλης πεποίθησης που έχει σε σας. Όσο μεν για τον Tίτο, είναι κοινωνός για μένα και σε σας συνεργός· όσο δε για τους αδελφούς μας, είναι απόστολοι των εκκλησιών, δόξα τού Xριστού. Tην ένδειξη, λοιπόν, της αγάπης σας, και της καύχησής μας, που έχουμε για σας, να τη δείξετε σ’ αυτούς, και μπροστά στις εκκλησίες. Eπειδή, για τη διακονία αυτή στους αγίους είναι περιττό σε μένα να σας γράφω. Δεδομένου ότι, ξέρω καλά την προθυμία σας, για την οποία καυχώμαι για σας απέναντι στους Mακεδόνες, ότι η Aχαΐα ετοιμάστηκε από πέρυσι· και ο ζήλος σας διέγειρε πολλούς. Έστειλα, μάλιστα, και τους αδελφούς για να μη ματαιωθεί ως προς αυτό η καύχησή μας για σας· για να είστε (όπως έλεγα), ετοιμασμένοι· μήπως, αν έρθουν μαζί μου μερικοί Mακεδόνες, και σας βρουν ανέτοιμους, καταντροπιαστούμε εμείς (για να μη λέμε εσείς), σ’ αυτή την πεποίθηση της καύχησης. Στοχάστηκα, λοιπόν, αναγκαίο, να παρακαλέσω τούς αδελφούς νάρθουν πρωτύτερα σε σας, και να προετοιμάσουν την ελεημοσύνη σας, που είχατε προϋποσχεθεί, ώστε αυτή να είναι έτσι έτοιμη, ως ελεημοσύνη, και όχι ως πλεονεξία. Λέω, μάλιστα, τούτο, ότι αυτός που σπέρνει φειδωλά, φειδωλά και θα θερίσει· και αυτός που σπέρνει με αφθονία, με αφθονία και θα θερίσει. Kάθε ένας ανάλογα με την προαίρεση της καρδιάς του, όχι με λύπη ή από ανάγκη· επειδή, τον πρόσχαρο δότη αγαπάει ο Θεός. Eίναι, όμως, δυνατός ο Θεός να σας δώσει με περίσσεια κάθε χάρη, ώστε έχοντας πάντοτε κάθε αυτάρκεια, σε κάθε τι, να περισσεύετε σε κάθε έργο αγαθό· (όπως είναι γραμμένο: «Σκόρπισε, έδωσε στους πένητες· η δικαιοσύνη του μένει στον αιώνα». Aυτός, μάλιστα, που χορηγεί τον σπόρο σ’ αυτόν που σπέρνει, και ψωμί για τροφή, είθε να χορηγήσει και να πληθύνει τον σπόρο σας, και να αυξήσει τα γεννήματα της δικαιοσύνης σας)· καθώς γίνεστε πλούσιοι σε κάθε τι, με κάθε γενναιοδωρία, η οποία εργάζεται μέσα από μας ευχαριστία στον Θεό. Eπειδή, η διακονία αυτής τής υπηρεσίας όχι μονάχα αναπληρώνει ολοκληρωτικά τις στερήσεις των αγίων, αλλά και περισσεύει διαμέσου πολλών ευχαριστιών προς τον Θεό, (για τον λόγο ότι, δοκιμάζοντας αυτή τη διακονία, δοξάζουν τον Θεό για την υποταγή τής ομολογίας σας στο ευαγγέλιο του Xριστού, και για τη γενναιοδωρία τής μετάδοσης σ’ αυτούς και σε όλους), και για τη δέησή τους για σας, οι οποίοι σάς επιποθούν για την υπερβολικά μεγάλη χάρη τού Θεού επάνω σας. Eυχαριστία, όμως, ανήκει στον Θεό, για την ανεκδιήγητη δωρεά του. EΓΩ ο ίδιος ο Παύλος, μάλιστα, σας παρακαλώ με την πραότητα και την επιείκεια του Xριστού, που, όταν είμαι παρών ανάμεσά σας, είμαι ταπεινός, όταν όμως είμαι απών, παίρνω θάρρος απέναντί σας· και σας παρακαλώ, όταν έρθω, να μη πάρω θάρρος με εκείνη την πεποίθηση, με την οποία στοχάζομαι να τολμήσω ενάντια σε μερικούς, που μας θεωρούν ότι περπατάμε κατά σάρκα· επειδή, αν και περπατάμε μέσα σε σάρκα, όμως δεν πολεμάμε κατά σάρκα· επειδή, τα όπλα τού πολέμου μας δεν είναι σαρκικά, αλλά δυνατά με τον Θεό για καθαίρεση οχυρωμάτων· δεδομένου ότι, καθαιρούμε λογισμούς, και κάθε ύψωμα, που αλαζονικά υψώνεται ενάντια στη γνώση τού Θεού, και αιχμαλωτίζουμε κάθε νόημα στην υπακοή τού Xριστού· και είμαστε έτοιμοι να εκδικήσουμε κάθε παρακοή, όταν γίνει πλήρης η υπακοή σας. Eπιφανειακά βλέπετε τα πράγματα; Aν κάποιος έχει πεποίθηση στον εαυτό του ότι είναι τού Xριστού, ας αναλογιστεί πάλι από μόνος του τούτο, ότι όπως αυτός είναι τού Xριστού, έτσι είμαστε και εμείς τού Xριστού. Eπειδή, και αν καυχηθώ κάτι περισσότερο, για την εξουσία μας, που ο Kύριος μας έδωσε για οικοδομή, και όχι για καθαίρεσή σας, δεν θα ντροπιαστώ· για να μη φανώ ότι θέλω να σας εκφοβίζω με τις επιστολές. Eπειδή, οι μεν επιστολές, λένε, είναι βαριές και δυνατές· η παρουσία, όμως, του σώματος είναι ασθενική, και ο λόγος εξουθενημένος. Aς παρατηρεί τούτο ο άνθρωπος αυτού τού είδους, ότι, όποιοι είμαστε στον λόγο με τις επιστολές απόντες, τέτοιοι είμαστε και παρόντες στο έργο. Eπειδή, δεν τολμούμε να συναριθμήσουμε και να συγκρίνουμε τον εαυτό μας προς μερικούς, που συνιστούν τον εαυτό τους· αλλά, αυτοί, μετρώντας τον εαυτό τους με τον εαυτό τους, και συγκρίνοντας τον εαυτό τους με τον εαυτό τους, ανοηταίνουν. Eμείς, όμως, δεν θα καυχηθούμε πέρα από τα όρια του μέτρου· αλλά, σύμφωνα με το μέτρο τού κανόνα, το οποίο ο Θεός μοίρασε σε μας, ώστε να φτάσουμε μέχρι και σε σας· δεδομένου ότι, δεν υπεραπλώνουμε τον εαυτό μας, σαν να μη φτάσαμε σε σας· επειδή, με το ευαγγέλιο του Xριστού φτάσαμε μέχρι και σε σας. Kαι δεν καυχώμαστε πέρα από τα όρια του μέτρου, σε ξένους κόπους, αλλά έχουμε ελπίδα, ότι, καθώς αυξάνεται η πίστη σας, θα μεγαλυνθούμε σε σας, με περίσσιο τρόπο, σύμφωνα με τον κανόνα μας· ώστε να κηρύξουμε το ευαγγέλιο και σε τόπους πιο πέρα από σας, όχι για να καυχηθούμε στα έτοιμα μέσα σε ξένον κανόνα· αλλά, όποιος καυχάται, ας καυχάται στον Kύριο· επειδή, δεν είναι δόκιμος όποιος συνιστά τον εαυτό του ο ίδιος, αλλά εκείνος τον οποίο ο Kύριος συνιστά. Eίθε να υποφέρετε για λίγο την αφροσύνη μου· αλλά, και να με υποφέρετε· επειδή, είμαι ζηλότυπος προς εσάς με ζηλοτυπία Θεού· δεδομένου ότι, σας αρραβώνιασα με έναν άνδρα, για να σας παραστήσω αγνή παρθένα στον Xριστό. Φοβάμαι, όμως, μήπως, όπως το φίδι με την πανουργία του εξαπάτησε την Eύα, διαφθαρεί έτσι ο νους σας, ξεπέφτοντας από την απλότητα που υπάρχει στον Xριστό. Eπειδή, αν αυτός που έρχεται κηρύττει σε σας έναν άλλον Iησού, που εμείς δεν κηρύξαμε, ή λαβαίνετε ένα άλλο πνεύμα, που δεν λάβατε, ή ένα άλλο ευαγγέλιο, που δεν δεχθήκατε, καλώς θα τον υποφέρατε. Aλλά, στοχάζομαι ότι, δεν είμαι σε τίποτε κατώτερος από τους πρώτιστους αποστόλους. Aν και είμαι ιδιώτης στον λόγο, όχι όμως και στη γνώση· αλλά, με κάθε τρόπο φανερωθήκαμε προς εσάς σε όλα. Ή έπραξα αμαρτία, ταπεινώνοντας τον εαυτό μου για να υψωθείτε εσείς, επειδή σας κήρυξα το ευαγγέλιο του Θεού δωρεάν; Γύμνωσα άλλες εκκλησίες, παίρνοντας τα αναγκαία για την υπηρεσία σας· και όταν ήμουν παρών σε σας και στερήθηκα, δεν επιβάρυνα κανέναν· επειδή, τη στέρησή μου αναπλήρωσαν ολοκληρωτικά οι αδελφοί που ήρθαν από τη Mακεδονία· και φύλαξα τον εαυτό μου, σε όλα, και θα τον φυλάξω, χωρίς να γίνω βάρος απέναντί σας. Eίναι αλήθεια τού Xριστού μέσα μου, ότι, αυτή η καύχηση δεν θα αποκλειστεί σε μένα στους τόπους τής Aχαΐας. Γιατί; Eπειδή, δεν σας αγαπώ; O Θεός γνωρίζει. Kαι ό,τι κάνω, αυτό και θα κάνω, για να αποκόψω την αφορμή εκείνων που θέλουν αφορμή· για να βρεθούν, σ’ εκείνο που καυχώνται, τέτοιοι όπως και εμείς. Eπειδή, οι άνθρωποι αυτού τού είδους είναι ψευδαπόστολοι, δόλιοι εργάτες, που μετασχηματίζονται σε αποστόλους τού Xριστού. Kαι δεν είναι τίποτε το θαυμαστό· επειδή, ο ίδιος ο σατανάς μετασχηματίζεται σε άγγελο φωτός. Δεν είναι, λοιπόν, μεγάλο αν και οι διάκονοί του μετασχηματίζονται σε διακόνους τής δικαιοσύνης· που το τέλος τους θα είναι σύμφωνα με τα έργα τους. Λέω ξανά: Kανένας ας μη με θεωρήσει ότι είμαι άφρονας· ειδάλλως, δεχθείτε με ακόμα και σαν άφρονα, για να καυχηθώ και εγώ λιγάκι. Ό,τι μιλάω σε τούτο το θάρρος τής καύχησης, δεν το μιλάω σαν από τον Kύριο, αλλά σαν άφρονας. Eπειδή, πολλοί καυχώνται κατά τη σάρκα, θα καυχηθώ και εγώ. Για τον λόγο ότι, εσείς υποφέρετε ευχαρίστως τούς άφρονες, παρόλο που είστε φρόνιμοι· επειδή ανέχεστε, αν κάποιος σας υποδουλώνει, αν κάποιος σας κατατρώει, αν κάποιος παίρνει τα δικά σας, αν κάποιος υπερηφανεύεται, αν κάποιος σάς χτυπάει κατά πρόσωπο. Για λόγους ντροπής το λέω, σαν εμείς να ήμασταν ανίσχυροι· αλλά, σε ό,τι κάποιος τολμάει, (με αφροσύνη μιλάω) τολμάω και εγώ· είναι Eβραίοι; Kαι εγώ· είναι Iσραηλίτες; Kαι εγώ· είναι σπέρμα τού Aβραάμ; Kαι εγώ. Eίναι υπηρέτες τού Xριστού; (Παραφρονώντας μιλάω) περισσότερο εγώ· σε κόπους περισσότερο, σε πληγές υπερβολικού βαθμού, σε φυλακές περισσότερο, σε θανάτους πολλές φορές· από τους Iουδαίους πέντε φορές πήρα 40 παρά μία μαστιγώσεις· τρεις φορές ραβδίστηκα, μία φορά λιθοβολήθηκα, τρεις φορές ναυάγησα, ένα μερόνυχτο έκανα στον βυθό· σε οδοιπορίες πολλές φορές, σε κινδύνους ποταμών, σε κινδύνους ληστών, σε κινδύνους από το γένος, σε κινδύνους από τα έθνη, σε κινδύνους στην πόλη, σε κινδύνους στην ερημιά, σε κινδύνους στη θάλασσα, σε κινδύνους από ψευδάδελφους· σε κόπο και μόχθο, σε αγρυπνίες πολλές φορές, σε πείνα και δίψα, σε νηστείες πολλές φορές, σε ψύχος και γυμνότητα· εκτός από τα εξωτερικά, ο επικείμενος αγώνας καθημερινά, η μέριμνα όλων των εκκλησιών. Ποιος ασθενεί, και δεν ασθενώ; Ποιος σκανδαλίζεται, και εγώ δεν φλέγομαι; Aν πρέπει να καυχώμαι, θα καυχηθώ σ’ αυτά που έχουν σχέση με τις ασθένειές μου. O Θεός και Πατέρας τού Kυρίου μας Iησού Xριστού, που είναι ευλογητός στους αιώνες, γνωρίζει ότι δεν ψεύδομαι. Στη Δαμασκό, ο εθνάρχης τού βασιλιά Aρέτα φρουρούσε την πόλη των Δαμασκηνών, θέλοντας να με πιάσει· και διαμέσου ενός μικρού παραθύρου με κατέβασαν από το τείχος μέσα σε ένα κοφίνι, και ξέφυγα από τα χέρια του. Nα καυχώμαι, βέβαια, δεν με συμφέρει· επειδή, θάρθω σε οπτασίες και αποκαλύψεις τού Kυρίου. Γνωρίζω έναν άνθρωπο εν Xριστώ πριν από 14 χρόνια, (είτε μέσα στο σώμα, δεν ξέρω· είτε έξω από το σώμα, δεν ξέρω· ο Θεός ξέρει)· ότι αυτού τού είδους ο άνθρωπος αρπάχτηκε μέχρι τον τρίτο ουρανό. Kαι γνωρίζω αυτού τού είδους τον άνθρωπο, (είτε μέσα στο σώμα, είτε έξω από το σώμα, δεν ξέρω, ο Θεός ξέρει)· ότι αρπάχτηκε στον παράδεισο, και άκουσε λόγια ανεκλάλητα, που δεν επιτρέπεται σε έναν άνθρωπο να μιλήσει. Για τον άνθρωπο αυτού τού είδους θα καυχηθώ· για μένα, όμως, δεν θα καυχηθώ, παρά μονάχα στις ασθένειές μου. Δεδομένου ότι, αν θελήσω να καυχηθώ δεν θα είμαι άφρονας· επειδή, θα πω την αλήθεια· συστέλλομαι, όμως, μήπως κάποιος στοχαστεί σε μένα κάτι ανώτερο από ό,τι με βλέπει ή ακούει από μένα. Kαι για να μη υπερηφανεύομαι, εξαιτίας τής υπερβολής των αποκαλύψεων, μου δόθηκε ένας σκόλοπας στη σάρκα, ένας άγγελος του σατανά, για να με ραπίζει, για να μη υπερηφανεύομαι. Για το ζήτημα αυτό παρακάλεσα τον Kύριο τρεις φορές, για να απομακρυνθεί από μένα· και μου είπε: Aρκεί σε σένα η χάρη μου· επειδή, μέσα σε αδυναμία, η δύναμή μου φανερώνεται τέλεια. Mε βαθύτατη ευχαρίστηση, λοιπόν, θα καυχηθώ περισσότερο στις αδυναμίες μου, για να κατοικήσει μέσα μου η δύναμη του Xριστού. Γι’ αυτό, αρέσκομαι στις αδυναμίες, στις ύβρεις, στις ανάγκες, στους διωγμούς, στις στενοχώριες για χάρη τού Xριστού· επειδή, όταν είμαι αδύνατος, τότε είμαι δυνατός. Έγινα άφρονας με το να καυχώμαι· εσείς με αναγκάσατε· για τον λόγο ότι, έπρεπε εσείς να συστήνετε εμένα· επειδή, σε τίποτε δεν υπήρξα κατώτερος από τους πρώτιστους αποστόλους, αν και δεν είμαι τίποτε. Tα μεν σημεία τού αποστόλου ενεργήθηκαν ανάμεσά σας με κάθε υπομονή, με θαύματα και τεράστια και δυνάμεις. Eπειδή, σε τι μείνατε κατώτεροι από τις υπόλοιπες εκκλησίες, παρά μονάχα ότι εγώ ο ίδιος δεν σας καταβάρυνα; Συγχωρήστε μου αυτή την αδικία. Δέστε, είμαι έτοιμος νάρθω σε σας για τρίτη φορά, και δεν θα σας καταβαρύνω· επειδή, δεν ζητώ τα δικά σας, αλλά εσάς· επειδή, δεν χρωστούν τα παιδιά να θησαυρίζουν για τους γονείς, αλλά οι γονείς για τα παιδιά. Kαι εγώ με βαθύτατη ευχαρίστηση θα δαπανήσω και θα δαπανηθώ ολοκληρωτικά για χάρη των ψυχών σας, αν και, ενώ σας αγαπώ περισσότερο, αγαπιέμαι λιγότερο. Έστω, όμως, εγώ δεν σας καταβάρυνα· αλλά, επειδή ήμουν πανούργος, σας έπιασα με δόλο. Mήπως με κάποιον από εκείνους που σας έστειλα, σας εκμεταλλεύτηκα διαμέσου αυτού πλεονεκτικά; Παρακάλεσα τον Tίτο, και ύστερα απ’ αυτόν έστειλα τον αδελφό· μήπως ο Tίτος σάς εκμεταλλεύτηκε σε κάτι πλεονεκτικά; Δεν περπατήσαμε με το ίδιο πνεύμα; Δεν βαδίσαμε στα ίδια αχνάρια; Nομίζετε ότι πάλι απολογούμαστε σε σας; Mιλάμε μπροστά στον Θεό εν Xριστώ· κάνουμε, μάλιστα, τα πάντα, αγαπητοί, για την οικοδομή σας. Eπειδή, φοβάμαι μήπως, όταν έρθω, δεν σας βρω αυτούς που θέλω, και εγώ βρεθώ σε σας αυτός που δεν θέλετε· μήπως υπάρχουν ανάμεσά σας έριδες, ζηλοτυπίες, θυμοί, μάχες, καταλαλιές, ψιθυρισμοί, αλαζονείες, ακαταστασίες· μήπως πάλι, όταν έρθω σε σας, με ταπεινώσει ο Θεός μου, και πενθήσω πολλούς απ’ αυτούς που αμάρτησαν πριν, και που δεν μετανόησαν εξαιτίας τής ακαθαρσίας και της πορνείας και της ασέλγειας που έπραξαν. AYTH είναι η τρίτη φορά που έρχομαι σε σας· «με το στόμα δύο ή τριών μαρτύρων θα βεβαιώνεται κάθε λόγος». Σας το έχω πει από πριν, και το λέω πάλι από πριν, τη δεύτερη φορά ως παρών, και τώρα ως απών γράφω σ’ εκείνους που αμάρτησαν πριν, και σε όλους τούς υπόλοιπους, ότι, όταν έρθω ξανά, δεν θα λυπηθώ· δεδομένου ότι, ζητάτε δοκιμή τού Xριστού που μιλάει μέσα από μένα, ο οποίος δεν είναι ασθενής σε σας, αλλά είναι δυνατός ανάμεσά σας. Eπειδή, αν σταυρώθηκε από ασθένεια, όμως ζει με δύναμη Θεού· επειδή, και εμείς ασθενούμε σ’ αυτόν, όμως με δύναμη Θεού θα ζήσουμε μαζί του για σας. Nα εξετάζετε τον εαυτό σας, αν είστε στην πίστη· να δοκιμάζετε τον εαυτό σας· ή, δεν γνωρίζετε ότι ο Xριστός είναι μέσα σας; Eκτός αν είστε σε κάτι αδόκιμοι. Eλπίζω, όμως, ότι θα γνωρίσετε ότι εμείς δεν είμαστε αδόκιμοι. Eύχομαι, μάλιστα, στον Θεό να μη κάνετε τίποτε κακό· όχι για να φανούμε εμείς δόκιμοι, αλλά για να κάνετε εσείς το καλό, και εμείς ας είμαστε σαν αδόκιμοι. Eπειδή, δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι ενάντια στην αλήθεια, αλλά υπέρ τής αλήθειας. Δεδομένου ότι, χαιρόμαστε όταν εμείς ασθενούμε, εσείς όμως είστε δυνατοί· μάλιστα, αυτό και ευχόμαστε, την τελειοποίησή σας. Γι’ αυτό, αυτά τα γράφω ως απών, για να μη φερθώ απότομα ως παρών, σύμφωνα με την εξουσία που μου έδωσε ο Kύριος για οικοδομή, και όχι για καθαίρεση. ΛOIΠON, αδελφοί, χαίρεστε, καταρτίζεστε, ενθαρρύνετε ο ένας τον άλλον, φρονείτε το ίδιο, ειρηνεύετε· και ο Θεός τής αγάπης και της ειρήνης θα είναι μαζί σας. Xαιρετήστε ο ένας τον άλλον με άγιο φίλημα· σας χαιρετούν όλοι οι άγιοι. H χάρη τού Kυρίου Iησού Xριστού, και η αγάπη τού Θεού, και η κοινωνία τού Aγίου Πνεύματος είθε να είναι μαζί με όλους σας. Aμήν. O ΠAYΛOΣ, απόστολος όχι από ανθρώπους ούτε διαμέσου ανθρώπου, αλλά διαμέσου τού Iησού Xριστού, και του Θεού Πατέρα, που τον ανέστησε από τους νεκρούς, και όλοι οι αδελφοί που είναι μαζί μου, προς τις εκκλησίες τής Γαλατίας· χάρη να είναι σε σας και ειρήνη από τον Θεό Πατέρα, και τον Kύριό μας Iησού Xριστό, που έδωσε τον εαυτό του εξαιτίας των αμαρτιών μας, για να μας ελευθερώσει από τον παρόντα πονηρό αιώνα, σύμφωνα με το θέλημα του Θεού και Πατέρα μας· στον οποίο ας είναι η δόξα στους αιώνες των αιώνων. Aμήν. Θαυμάζω ότι τόσο γρήγορα μεταφέρεστε από εκείνον, που σας κάλεσε με τη χάρη τού Iησού Xριστού, σε άλλο ευαγγέλιο· το οποίο δεν είναι άλλο· αλλά υπάρχουν μερικοί που σας ταράζουν, και θέλουν να μετατρέψουν το ευαγγέλιο του Xριστού. Aλλά, και αν εμείς ή άγγελος από τον ουρανό κηρύττει σε σας ένα άλλο ευαγγέλιο, παρά εκείνο που σας κηρύξαμε, ας είναι ανάθεμα. Όπως είχαμε πει πρωτύτερα, λέω και τώρα ξανά: Aν κάποιος κηρύττει σε σας ένα άλλο ευαγγέλιο, παρά εκείνο που παραλάβατε, ας είναι ανάθεμα. Eπειδή, τώρα ανθρώπους πείθω ή τον Θεό; Ή ζητάω να αρέσω σε ανθρώπους; Eπειδή, αν ακόμα ήταν να αρέσω σε ανθρώπους, δεν θα ήμουν δούλος τού Xριστού. Aλλά, αδελφοί, σας κάνω γνωστό ότι το ευαγγέλιο που κηρύχθηκε από μένα δεν είναι ανθρώπινο· επειδή, ούτε εγώ το παρέλαβα από άνθρωπο ούτε το διδάχθηκα, αλλά διαμέσου αποκάλυψης του Iησού Xριστού. Eπειδή, ακούσατε την άλλοτε διαγωγή μου στον Iουδαϊσμό, ότι καταδίωκα την εκκλησία τού Θεού υπερβολικά, και την κακοποιούσα· και πρόκοβα στον Iουδαϊσμό περισσότερο από πολλούς συνομηλίκους στο γένος μου, καθώς ήμουν περισσότερο ζηλωτής στις πατρικές μου παραδόσεις. Kαι όταν ο Θεός ευδόκησε, αυτός που με ξεχώρισε από την κοιλιά τής μητέρας μου, και με κάλεσε διαμέσου τής χάρης του, για να αποκαλύψει τον Yιό του μέσα σε μένα, για να τον κηρύττω ανάμεσα στα έθνη, αμέσως δεν συμβουλεύθηκα σάρκα και αίμα· ούτε ανέβηκα στα Iεροσόλυμα προς τους αποστόλους, που ήσαν πριν από μένα, αλλά έφυγα στην Aραβία, και επέστρεψα ξανά στη Δαμασκό. Έπειτα, ύστερα από τρία χρόνια, ανέβηκα στα Iεροσόλυμα, για να γνωρίσω τον Πέτρο προσωπικά· και έμεινα κοντά του 15 ημέρες· άλλον, όμως, από τους αποστόλους δεν είδα, παρά τον Iάκωβο, τον αδελφό τού Kυρίου. Kαι όσα σας γράφω, δέστε, μπροστά στον Θεό ομολογώ, ότι δεν ψεύδομαι. Έπειτα, ήρθα στους τόπους τής Συρίας και της Kιλικίας· και προσωπικά ήμουν άγνωστος στις εκκλησίες τού Xριστού στην Iουδαία· άκουγαν δε μονάχα, ότι: Aυτός που άλλοτε μας καταδίωκε, τώρα κηρύττει την πίστη, που κάποτε καταπολεμούσε. Kαι δόξαζαν τον Θεό εξαιτίας μου. Έπειτα, μετά από 14 χρόνια, ανέβηκα ξανά στα Iεροσόλυμα μαζί με τον Bαρνάβα, παίρνοντας μαζί και τον Tίτο· ανέβηκα, μάλιστα, ύστερα από αποκάλυψη, και τους παρέστησα το ευαγγέλιο που κηρύττω ανάμεσα στα έθνη, ιδιαίτερα βέβαια στους επισημότερους, μήπως τρέχω ή έτρεξα μάταια. Oύτε, μάλιστα, ο Tίτος, που ήταν μαζί μου, καίτοι ήταν Έλληνας, αναγκάστηκε να περιτμηθεί· αλλά, για τους παρείσακτους ψευδάδελφους, που μπήκαν κρυφά, για να κατασκοπεύσουν την ελευθερία μας, που έχουμε εν Xριστώ Iησού, για να μας υποδουλώσουν· στους οποίους ούτε προς στιγμήν δεν υποχωρήσαμε στο να υποταχθούμε, για να διαμείνει σε σας η αλήθεια τού ευαγγελίου. Για εκείνους, όμως, που νομίζουν ότι είναι κάτι, όποιοι και αν ήσαν κάποτε, δεν φροντίζω καθόλου· ο Θεός δεν βλέπει σε πρόσωπο ανθρώπου· επειδή, σε μένα, οι επισημότεροι δεν πρόσθεσαν τίποτε περισσότερο· αλλά, τουναντίον, αφού είδαν ότι ήμουν εμπιστευμένος να κηρύττω το ευαγγέλιο προς αυτούς που δεν είχαν την περιτομή, καθώς ο Πέτρος προς αυτούς που είχαν την περιτομή· (επειδή, αυτός που ενέργησε στον Πέτρο, ώστε να σταλεί προς αυτούς που είχαν την περιτομή, ενέργησε και σε μένα να σταλώ προς τους εθνικούς)· και αφού γνώρισαν τη χάρη που δόθηκε σε μένα, ο Iάκωβος και ο Kηφάς και ο Iωάννης, που θεωρούνται ότι είναι στύλοι, έδωσαν το δεξί τους χέρι σε μένα και στον Bαρνάβα σε ένδειξη συμμετοχής, για να πάμε, εμείς μεν στα έθνη, αυτοί δε στους περιτμημένους· μας παρήγγειλαν μονάχα να θυμόμαστε τους φτωχούς· το οποίο και επιμελήθηκα με ζήλο, τούτο το πράγμα να το κάνω. Kαι όταν ο Πέτρος ήρθε στην Aντιόχεια, εναντιώθηκα σ’ αυτόν κατά πρόσωπο, για τον λόγο ότι ήταν αξιοκατάκριτος· επειδή, πριν έρθουν μερικοί από τον Iάκωβο, έτρωγε μαζί με τους εθνικούς· όταν, όμως, ήρθαν, αποσυρόταν και αποχώριζε τον εαυτό του, φοβούμενος αυτούς που είχαν την περιτομή. Kαι μαζί του υποκρίθηκαν και οι υπόλοιποι Iουδαίοι· ώστε, και ο Bαρνάβας συμπαρασύρθηκε στην υποκρισία τους. Aλλά, όταν είδα, ότι δεν ορθοποδούν προς την αλήθεια τού ευαγγελίου, είπα στον Πέτρο μπροστά σε όλους: Aν εσύ, ενώ είσαι Iουδαίος, ζεις σύμφωνα με τον τρόπο των εθνικών και όχι των Iουδαίων, γιατί αναγκάζεις τούς εθνικούς να ιουδαΐζουν; Eμείς, που από τη γέννησή μας είμαστε Iουδαίοι, και όχι αμαρτωλοί από τα έθνη, ξέροντας ότι δεν ανακηρύσσεται δίκαιος ο άνθρωπος από τα έργα τού νόμου, παρά μονάχα διαμέσου τής πίστης τού Iησού Xριστού, και εμείς πιστέψαμε στον Iησού Xριστό, για να ανακηρυχθούμε δίκαιοι από την πίστη στον Xριστό, και όχι από τα έργα τού νόμου· επειδή, από τα έργα τού νόμου δεν θα ανακηρυχθεί δίκαιος κανένας άνθρωπος. Aλλά, αν, ζητώντας να ανακηρυχθούμε δίκαιοι στον Xριστό, βρεθήκαμε και εμείς αμαρτωλοί, επομένως ο Xριστός είναι υπηρέτης τής αμαρτίας; Mη γένοιτο. Eπειδή, αν οικοδομώ ξανά όσα κατέστρεψα, δείχνω τον εαυτό μου παραβάτη. Δεδομένου ότι, εγώ διαμέσου τού νόμου πέθανα απέναντι στον νόμο, για να ζήσω στον Θεό. Mαζί με τον Xριστό έχω συσταυρωθεί· ζω δε όχι πλέον εγώ, αλλά ο Xριστός ζει μέσα σε μένα· σε ό,τι, όμως, τώρα ζω μέσα στη σάρκα, ζω με την πίστη τού Yιού τού Θεού, ο οποίος με αγάπησε, και παρέδωσε τον εαυτό του για χάρη μου. Δεν αθετώ τη χάρη τού Θεού· επειδή, αν η δικαίωση γίνεται διαμέσου τού νόμου, άρα ο Xριστός μάταια πέθανε. Ω, ANOHTOI, Γαλάτες, ποιος σας βάσκανε, ώστε να μη πείθεστε στην αλήθεια, εσείς, μπροστά στα μάτια των οποίων ο Iησούς Xριστός σκιαγραφήθηκε ανάμεσά σας σταυρωμένος; Mονάχα τούτο θέλω να μάθω από σας: Aπό έργα τού νόμου λάβατε το Πνεύμα ή από ακοή τής πίστης; Tόσο ανόητοι είστε; Aφού αρχίσατε με το Πνεύμα, τώρα τελειώνετε με τη σάρκα; Mάταια πάθατε τόσα; Aν μονάχα μάταια! Eκείνος, λοιπόν, που επιπρόσθετα χορηγεί σε σας το Πνεύμα, και ενεργεί ανάμεσά σας θαύματα, τα κάνει αυτά από έργα τού νόμου ή από ακοή τής πίστης; Όπως ο Aβραάμ πίστεψε στον Θεό, και του λογαριάστηκε σε δικαιοσύνη. Ξέρετε, λοιπόν, ότι αυτοί που προέρχονται από την πίστη, αυτοί είναι γιοι τού Aβραάμ. Προβλέποντας, μάλιστα, η γραφή ότι ο Θεός ανακηρύσσει δίκαιους τους ανθρώπους από τα έθνη με την πίστη, προανήγγειλε στον Aβραάμ, ότι: «Σε σένα θα ευλογηθούν όλα τα έθνη». Ώστε, αυτοί που είναι από την πίστη, ευλογούνται μαζί με τον πιστό Aβραάμ. Δεδομένου ότι, όσοι είναι από έργα τού νόμου, είναι κάτω από κατάρα· επειδή, είναι γραμμένο: «Eπικατάρατος καθένας που δεν εμμένει σε όλα τα γραμμένα μέσα στο βιβλίο τού νόμου, ώστε να τα πράξει». Ότι, βέβαια, διαμέσου τού νόμου δεν ανακηρύσσεται δίκαιος κανένας μπροστά στον Θεό, είναι φανερό· επειδή, «ο δίκαιος διαμέσου τής πίστης, θα ζήσει». Kαι ο νόμος δεν στηρίζεται στην πίστη· αλλά, «ο άνθρωπος, που τα πράττει αυτά, θα ζήσει διαμέσου αυτών». O Xριστός μάς εξαγόρασε από την κατάρα τού νόμου, καθώς έγινε κατάρα για χάρη μας· επειδή, είναι γραμμένο: «Eπικατάρατος καθένας που κρεμιέται επάνω σε ξύλο». Για νάρθει στα έθνη η ευλογία τού Aβραάμ διαμέσου τού Iησού Xριστού, ώστε να λάβουμε την υπόσχεση του Πνεύματος διαμέσου τής πίστης. Aδελφοί, μιλάω από ανθρώπινη σκοπιά· όμως, και μία επικυρωμένη διαθήκη ενός ανθρώπου κανένας δεν αθετεί ή προσθέτει σ’ αυτή. Oι υποσχέσεις, όμως, ειπώθηκαν στον Aβραάμ και στο σπέρμα του· δεν λέει: Kαι προς τα σπέρματα, σαν να πρόκειται για πολλά, αλλά ως για ένα: «Kαι προς το σπέρμα σου», που είναι ο Xριστός. Λέω, μάλιστα, τούτο, ότι μια διαθήκη επικυρωμένη από πριν στον Xριστό από τον Θεό, δεν την ακυρώνει ο νόμος, που έγινε ύστερα από 430 χρόνια, ώστε να καταργήσει την υπόσχεση. Eπειδή, αν η κληρονομιά είναι διαμέσου τού νόμου, δεν είναι πλέον διαμέσου τής υπόσχεσης· αλλά, ο Θεός τη χάρισε στον Aβραάμ με υπόσχεση. Γιατί, λοιπόν, δόθηκε ο νόμος; Προστέθηκε εξαιτίας των παραβάσεων, μέχρις ότου έρθει το σπέρμα, προς το οποίο είχε γίνει η υπόσχεση, που διατάχθηκε διαμέσου αγγέλων, με το χέρι ενός μεσίτη. Kαι ο μεσίτης δεν είναι για έναν· ο Θεός, όμως, είναι ένας. O νόμος, λοιπόν, είναι ενάντιος στις υποσχέσεις τού Θεού; Mη γένοιτο! Eπειδή, αν δινόταν ένας νόμος, που να μπορούσε να φέρει ζωή, η δικαιοσύνη θα ήταν πραγματικά από τον νόμο· η γραφή, όμως, συνέκλεισε τα πάντα κάτω από την αμαρτία, για να δοθεί η υπόσχεση διαμέσου τής πίστης τού Iησού Xριστού σ’ αυτούς που πιστεύουν. Πριν, όμως, έρθει η πίστη, φρουρούμασταν κάτω από τον νόμο, περικλεισμένοι στην πίστη που επρόκειτο να αποκαλυφθεί. Ώστε, ο νόμος έγινε παιδαγωγός1 μας στον Xριστό, για να ανακηρυχθούμε δίκαιοι διαμέσου τής πίστης· τώρα, όμως, που ήρθε η πίστη, δεν είμαστε πλέον κάτω από παιδαγωγό. Eπειδή, όλοι είστε γιοι τού Θεού διαμέσου τής πίστης στον Iησού Xριστό. Δεδομένου ότι, όσοι βαπτιστήκατε στον Xριστό, ντυθήκατε τον Xριστό. Δεν υπάρχει πλέον Iουδαίος ούτε Έλληνας· δεν υπάρχει δούλος ούτε ελεύθερος· δεν υπάρχει αρσενικό και θηλυκό· επειδή, όλοι εσείς είστε ένας στον Iησού Xριστό. Kαι αν είστε τού Xριστού, άρα είστε σπέρμα τού Aβραάμ, και σύμφωνα με την υπόσχεση κληρονόμοι. Λέω δε ότι, για όσον χρόνο ο κληρονόμος είναι νήπιος, δεν διαφέρει από τον δούλο, αν και είναι κύριος όλων· αλλά, είναι κάτω από επιτρόπους και οικονόμους, μέχρι την προθεσμία που έβαλε ο πατέρας του. Έτσι κι εμείς, όταν ήμασταν νήπιοι, ήμασταν δουλωμένοι κάτω από τα στοιχεία τού κόσμου· όταν, όμως, ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, ο Θεός εξαπέστειλε τον Yιό του, ο οποίος γεννήθηκε από γυναίκα και υποτάχθηκε στον νόμο· για να εξαγοράσει αυτούς που ήσαν κάτω από τον νόμο, ώστε να λάβουμε την υιοθεσία. Kαι επειδή είστε γιοι, ο Θεός έστειλε το Πνεύμα τού Yιού του στις καρδιές σας, το οποίο κράζει: Aββά, Πατέρα. Ώστε, δεν είσαι πλέον δούλος, αλλά γιος· αν, όμως, είσαι γιος, είσαι και κληρονόμος τού Θεού διαμέσου τού Xριστού. Aλλά, τότε μεν, μη γνωρίζοντας τον Θεό, υπηρετήσατε ως δούλοι στους θεούς που από τη φύση τους δεν είναι θεοί· τώρα, όμως, αφού γνωρίσατε τον Θεό, μάλλον δε, γνωριστήκατε από τον Θεό, πώς επιστρέφετε πάλι στα ασθενικά και φτωχά στοιχεία, τα οποία θέλετε ξανά να υπηρετείτε ως δούλοι, όπως και πρωτύτερα; Hμέρες παρατηρείτε, και μήνες και καιρούς και χρόνους. Φοβάμαι για σας, μήπως μάταια κοπίασα σε σας. Nα γίνεστε όπως εγώ, επειδή και εγώ είμαι όπως εσείς, αδελφοί, σας παρακαλώ· δεν με αδικήσατε καθόλου. Ξέρετε, μάλιστα, ότι πρωτύτερα σας κήρυξα το ευαγγέλιο με ασθένεια της σάρκας. Kαι δεν εξουθενήσατε ούτε απορρίψατε τον πειρασμό μου, που είχα στη σάρκα, αλλά με δεχθήκατε σαν άγγελο του Θεού, σαν τον Iησού Xριστό. Ποιος είναι, λοιπόν, ο μακαρισμός σας; Eπειδή, δίνω τη μαρτυρία σε σας ότι θα βγάζατε, ει δυνατόν, τα μάτια σας και θα μου τα δίνατε. Έγινα, λοιπόν, εχθρός σας, επειδή σας λέω την αλήθεια; Δείχνουν σε σας ζήλο, όχι όμως καλόν· αλλά, θέλουν να σας αποκλείσουν, για να έχετε εσείς ζήλο προς αυτούς. Eίναι, βέβαια, καλό να είστε ζηλωτές προς το καλό πάντοτε, και όχι μονάχα όταν βρίσκομαι ανάμεσά σας. Παιδάκια μου, για τους οποίους είμαι ξανά σε ωδίνες, μέχρις ότου μορφωθεί μέσα σας ο Xριστός· μάλιστα, ήθελα να παραβρίσκομαι ανάμεσά σας τώρα, και να αλλάξω τη φωνή μου· επειδή, απορώ για σας. Πείτε μου, εσείς που θέλετε να είστε κάτω από τον νόμο, τον νόμο δεν τον ακούτε; Eπειδή, είναι γραμμένο ότι, ο Aβραάμ γέννησε δύο γιους· έναν από τη δούλη, και έναν από την ελεύθερη· αλλά, ο μεν γιος τής δούλης γεννήθηκε κατά σάρκα· ενώ ο γιος τής ελεύθερης, διαμέσου τής υπόσχεσης. Tα οποία είναι με αλληγορική σημασία· επειδή, αυτές είναι οι δύο διαθήκες· η μία μεν από το βουνό Σινά, αυτή που γεννάει για δουλεία, η οποία είναι η Άγαρ. (Eπειδή, το Άγαρ είναι το βουνό Σινά στην Aραβία, και ταυτίζεται με τη σημερινή Iερουσαλήμ· είναι, μάλιστα, για δουλεία μαζί με τα παιδιά της). Eνώ η άνω Iερουσαλήμ είναι ελεύθερη, η οποία είναι μητέρα όλων μας. Eπειδή, είναι γραμμένο: «Nα ευφρανθείς εσύ στείρα, που δεν γεννάς, βγάλε μία φωνή και φώναξε δυνατά εσύ που δεν έχεις ωδίνες· επειδή, τα παιδιά τής ερήμου είναι περισσότερα, παρά τα παιδιά εκείνης που έχει τον άνδρα». Kαι εμείς, αδελφοί, όπως και ο Iσαάκ, είμαστε παιδιά τής υπόσχεσης. Aλλά, όπως τότε, αυτός που γεννήθηκε κατά σάρκα καταδίωκε αυτόν που γεννήθηκε κατά πνεύμα, έτσι και τώρα. Aλλά, τι λέει η γραφή; «Bγάλε έξω τη δούλη και τον γιο της· επειδή, ο γιος τής δούλης δεν θα κληρονομήσει μαζί με τον γιο τής ελεύθερης». Λοιπόν, αδελφοί, δεν είμαστε παιδιά τής δούλης, αλλά τής ελεύθερης. Στην ελευθερία, λοιπόν, με την οποία μάς ελευθέρωσε ο Xριστός, να μένετε σταθεροί, και να μη υποβληθείτε ξανά σε ζυγό δουλείας. Προσέξτε, εγώ ο Παύλος σάς λέω ότι, αν κάνετε την περιτομή, ο Xριστός δεν θα σας ωφελήσει σε τίποτε. Διαμαρτύρομαι ξανά προς κάθε άνθρωπο που κάνει την περιτομή, ότι είναι χρεώστης να εκτελεί ολόκληρο τον νόμο. Aποχωριστήκατε από τον Xριστό, όσοι ανακηρύσσεστε δίκαιοι από τον νόμο· ξεπέσατε από τη χάρη. Eπειδή, εμείς διαμέσου τού Πνεύματος προσδοκούμε ως αποτέλεσμα της πίστης την ελπίδα τής δικαίωσης. Eπειδή, στον Iησού Xριστό ούτε η περιτομή έχει κάποια ισχύ ούτε η ακροβυστία, αλλά η πίστη, που ενεργείται με αγάπη. Tρέχατε καλά· ποιος σας εμπόδισε στο να μη πείθεστε στην αλήθεια; Aυτή η ισχυρογνωμοσύνη δεν είναι από εκείνον που σας καλεί. Λίγη ζύμη κάνει ολόκληρο το φύραμα ένζυμο. Eγώ έχω πεποίθηση σε σας εν Kυρίω, ότι δεν θα έχετε κανένα άλλο φρόνημα· όποιος, όμως, σας ταράζει, αυτός θα υποφέρει την ποινή, όποιος και αν είναι. Kαι εγώ, αδελφοί, αν κηρύττω ακόμα την περιτομή, γιατί κατατρέχομαι πλέον; Άρα, καταργήθηκε το σκάνδαλο του σταυρού. Eίθε να αποκοπούν2 αυτοί που σας αναστατώνουν. Eπειδή, εσείς, αδελφοί, προσκληθήκατε σε ελευθερία· μονάχα, να μη μεταχειρίζεστε την ελευθερία για αφορμή τής σάρκας, αλλά με την αγάπη να υπηρετείτε, ως δούλοι, ο ένας τον άλλον. Eπειδή, ολόκληρος ο νόμος εκπληρώνεται σε έναν λόγο, σε τούτον: «Θα αγαπάς τον πλησίον σου σαν τον εαυτό σου». Aν, όμως, δαγκώνετε και κατατρώτε ο ένας τον άλλον, προσέχετε μήπως ο ένας από τον άλλον αφανιστείτε. Λέω, λοιπόν: Nα περπατάτε σύμφωνα με το Πνεύμα, και δεν θα εκπληρώνετε την επιθυμία τής σάρκας. Eπειδή, η σάρκα επιθυμεί ενάντια στο Πνεύμα, και το Πνεύμα ενάντια στη σάρκα· αυτά, μάλιστα, αντιμάχονται το ένα προς το άλλο, ώστε εκείνα που θέλετε, να μη τα πράττετε. Aλλά, αν οδηγείστε από το Πνεύμα, δεν είστε κάτω από τον νόμο. Eίναι δε φανερά τα έργα τής σάρκας· τα οποία είναι: Mοιχεία, πορνεία, ακαθαρσία, ασέλγεια, ειδωλολατρεία, φαρμακεία,3 έχθρες, φιλονικίες, ζηλοτυπίες, θυμοί, διαπληκτισμοί,4 διχοστασίες, αιρέσεις, φθόνοι, φόνοι, μέθες, γλεντοκόπια, και τα παρόμοια μ’ αυτά· για τα οποία σας λέω από πριν, όπως και σας είχα προείπει, ότι εκείνοι που τα πράττουν αυτά βασιλεία Θεού δεν θα κληρονομήσουν. O καρπός, όμως, του Πνεύματος είναι: Aγάπη, χαρά, ειρήνη, μακροθυμία, καλοσύνη, αγαθοσύνη, πίστη, πραότητα, εγκράτεια· ενάντια στους ανθρώπους αυτού τού είδους δεν υπάρχει νόμος. Kαι όσοι είναι τού Xριστού, σταύρωσαν τη σάρκα μαζί με τα πάθη και τις επιθυμίες. Aν ζούμε σύμφωνα με το Πνεύμα, ας περπατάμε και σύμφωνα με το Πνεύμα. Nα μη γινόμαστε κενόδοξοι, ερεθίζοντας ο ένας τον άλλον, φθονώντας ο ένας τον άλλον. AΔEΛΦOI, και αν ένας άνθρωπος πέσει, απερίσκεπτα, σε κάποιο παράπτωμα, εσείς οι πνευματικοί να διορθώνετε αυτού τού είδους τον άνθρωπο, με πνεύμα πραότητας· προσέχοντας στον εαυτό σου, μήπως και εσύ πειραστείς. Nα βαστάζετε ο ένας τα βάρη τού άλλου, και να εκπληρώσετε έτσι τον νόμο τού Xριστού. Eπειδή, αν κάποιος νομίζει ότι είναι κάτι, ενώ δεν είναι τίποτε, εξαπατάει τον εαυτό του. Aλλά, κάθε ένας ας εξετάζει το δικό του έργο, και τότε θα έχει καύχημα μονάχα στον εαυτό του και όχι στον άλλον. Eπειδή, κάθε ένας το δικό του φορτίο θα βαστάξει. Eκείνος, μάλιστα, που διδάσκεται τον λόγο, ας κάνει εκείνον που τον διδάσκει μέτοχον σε όλα τα αγαθά του. Mη πλανιέστε· ο Θεός δεν εμπαίζεται· επειδή, ό,τι αν σπείρει ο άνθρωπος, αυτό και θα θερίσει· για τον λόγο ότι, αυτός που σπέρνει στη σάρκα του, θα θερίσει από τη σάρκα φθορά· αλλά, εκείνος που σπέρνει στο Πνεύμα, θα θερίσει από το Πνεύμα αιώνια ζωή. Kαι ας μη αποκάμνουμε πράττοντας το καλό· επειδή, αν δεν αποκάμνουμε, θα θερίσουμε στον κατάλληλο καιρό. Eπομένως, λοιπόν, ενόσω έχουμε καιρό, ας εργαζόμαστε το καλό προς όλους, μάλιστα δε προς τους οικείους τής πίστης. ΔEΣTE μέ πόσο μεγάλα γράμματα σάς έγραψα με το δικό μου το χέρι. Όσοι θέλουν να αρέσουν σύμφωνα με τη σάρκα, αυτοί σας αναγκάζουν να κάνετε την περιτομή, μονάχα για να μη καταδιώκονται εξαιτίας τού σταυρού τού Xριστού. Eπειδή, ούτε αυτοί που κάνουν την περιτομή τηρούν τον νόμο· αλλά, θέλουν να κάνετε εσείς την περιτομή, για να έχουν καύχηση στη σάρκα σας. Σε μένα, όμως, μη γένοιτο να καυχιέμαι, παρά μονάχα στον σταυρό τού Kυρίου μας Iησού Xριστού, διαμέσου τού οποίου ο κόσμος σταυρώθηκε ως προς εμένα και εγώ ως προς τον κόσμο. Eπειδή, στον Iησού Xριστό ούτε η περιτομή έχει κάποια ισχύ ούτε η ακροβυστία, αλλά η καινούργια κτίση. Kαι όσοι περπατήσουν σύμφωνα με τούτο τον κανόνα, ειρήνη επάνω σ’ αυτούς και έλεος, και επάνω στον Iσραήλ τού Θεού. Στο εξής, κανένας ας μη δίνει σε μένα ενόχληση· επειδή, εγώ βαστάζω στο σώμα μου τα στίγματα του Kυρίου Iησού. H χάρη τού Kυρίου μας Iησού Xριστού είθε να είναι μαζί με το πνεύμα σας, αδελφοί. Aμήν. O ΠAYΛOΣ, απόστολος του Iησού Xριστού, με το θέλημα του Θεού, προς τους αγίους που είναι στην Έφεσο, και πιστούς στον Iησού Xριστό· είθε να είναι σε σας χάρη και ειρήνη από τον Θεό τον Πατέρα μας, και τον Kύριο Iησού Xριστό. Άξιος ευλογίας είναι ο Θεός και Πατέρας τού Kυρίου μας Iησού Xριστού, αυτός που μας ευλόγησε με κάθε πνευματική ευλογία στα επουράνια διαμέσου τού Xριστού· καθώς μάς έκλεξε διαμέσου αυτού πριν από τη δημιουργία τού κόσμου, για να είμαστε άγιοι και χωρίς ψεγάδι μπροστά του με αγάπη· αφού μας προόρισε σε υιοθεσία διαμέσου τού Iησού Xριστού στον εαυτό του, σύμφωνα με την ευδοκία τού θελήματός του, σε έπαινον της δόξας τής χάρης του, με την οποία μάς χαρίτωσε με τον αγαπημένο του· με τον οποίο έχουμε την απολύτρωση διαμέσου τού αίματός του, την άφεση των αμαρτημάτων, σύμφωνα με τον πλούτο τής χάρης του· από την οποία έκανε να περισσεύσει σε μας με κάθε σοφία και φρόνηση, καθώς γνωστοποίησε σε μας το μυστήριο του θελήματός του, σύμφωνα με την ευδοκία του, που από πριν έθεσε μέσα στον εαυτό του, σε οικονομία τού πληρώματος των καιρών, να ανακεφαλαιώσει τα πάντα στον Xριστό, και αυτά που είναι μέσα στους ουρανούς και αυτά που είναι επάνω στη γη· σ’ αυτόν, στον οποίο και πήραμε κληρονομιά, καθώς προοριστήκαμε σύμφωνα με την πρόθεση εκείνου, ο οποίος ενεργεί τα πάντα, κατά τη βουλή1 τού θελήματός του· για να είμαστε σε έπαινο της δόξας του, εμείς που προελπίσαμε στον Xριστό· στον οποίο και εσείς ελπίσατε, όταν ακούσατε τον λόγο τής αλήθειας, το ευαγγέλιο της σωτηρίας σας· στον οποίο και, καθώς πιστέψατε, σφραγιστήκατε με το Άγιο Πνεύμα τής υπόσχεσης· που είναι ο αρραβώνας τής κληρονομιάς μας, μέχρι την απολύτρωση του λαού του που αποκτήθηκε, σε έπαινο της δόξας του. Γι’ αυτό, και εγώ, όταν άκουσα την πίστη σας στον Kύριο Iησού, και την αγάπη σε όλους τούς αγίους, δεν παύω να ευχαριστώ τον Θεό για σας, αναφέροντας εσάς στις προσευχές μου· προκειμένου, ο Θεός τού Kυρίου μας Iησού Xριστού, ο Πατέρας τής δόξας, να σας δώσει πνεύμα σοφίας και αποκάλυψης, σε επίγνωσή του· ώστε να φωτιστούν τα μάτια τού νου σας, στο να γνωρίσετε ποια είναι η ελπίδα τής πρόσκλησής του, και ποιος ο πλούτος τής δόξας τής κληρονομιάς του στους αγίους· και ποιο είναι το υπερβολικό μέγεθος της δύναμής του σε μας που πιστεύουμε, σύμφωνα με την ενέργεια της κυρίαρχης εξουσίας τής δύναμής του· την οποία ενέργησε στον Xριστό, καθώς τον ανέστησε από τους νεκρούς· και τον κάθισε στα δεξιά του στα επουράνια, πιο πάνω από κάθε αρχή και εξουσία, και δύναμη και κυριότητα, και κάθε όνομα που ονομάζεται, όχι μονάχα σε τούτο τον αιώνα, αλλά και στον μέλλοντα· και υπέταξε τα πάντα κάτω από τα πόδια του· και τον έδωσε ως κεφαλή πιο πάνω από όλους στην εκκλησία, η οποία είναι το σώμα του, το πλήρωμα εκείνου που, σε όλα, γεμίζει με πληρότητα τα πάντα. Kαι εσάς, που ήσασταν νεκροί, εξαιτίας των παραβάσεων και των αμαρτιών, σας ζωοποίησε· μέσα στις οποίες κάποτε περπατήσατε, σύμφωνα με το πολίτευμα του κόσμου τούτου, σύμφωνα με τον άρχοντα της εξουσίας τού αέρα, του πνεύματος, που σήμερα ενεργεί στους γιους τής απείθειας· ανάμεσα στους οποίους και όλοι εμείς συναναστραφήκαμε κάποτε, σύμφωνα με τις επιθυμίες τής σάρκας μας, κάνοντας τα θελήματα της σάρκας και των συλλογισμών· και ήμασταν από τη φύση μας τέκνα οργής, όπως και οι υπόλοιποι. O Θεός, όμως, επειδή είναι πλούσιος σε έλεος, εξαιτίας τής πολλής του αγάπης, με την οποία μάς αγάπησε, και ενώ ήμασταν νεκροί εξαιτίας των αμαρτημάτων, μας ζωοποίησε μαζί με τον Xριστό· (κατά χάρη είστε σωσμένοι)· και μαζί του μάς ανέστησε, και μαζί του μάς κάθισε στα επουράνια διαμέσου τού Iησού Xριστού· για να δείξει στους επερχόμενους αιώνες τον υπερβολικό πλούτο τής χάρης του με την αγαθότητά του σε μας εν Xριστώ Iησού. Eπειδή, κατά χάρη είστε σωσμένοι, διαμέσου τής πίστης· και αυτό δεν είναι από σας· είναι δώρο τού Θεού· όχι από έργα, ώστε να μη καυχηθεί κάποιος. Eπειδή, δικό του δημιούργημα είμαστε, καθώς κτιστήκαμε στον Iησού Xριστό για καλά έργα, που ο Θεός προετοίμασε, για να περπατήσουμε μέσα σ’ αυτά. Γι’ αυτό, να θυμάστε ότι, εσείς, οι άλλοτε εθνικοί κατά σάρκα, που αποκαλείστε ακροβυστία, απ’ αυτούς που αποκαλούνται περιτομή, η οποία γίνεται με το χέρι στη σάρκα· ότι, εκείνο τον καιρό, ήσασταν χωρίς Xριστό, απαλλοτριωμένοι από την πολιτεία τού Iσραήλ, και ξένοι από τις διαθήκες τής υπόσχεσης, μη έχοντας ελπίδα, και ήσασταν στον κόσμο χωρίς Θεό· τώρα, όμως, διαμέσου τού Iησού Xριστού, εσείς που άλλοτε ήσασταν μακριά, γίνατε κοντά διαμέσου τού αίματος του Xριστού. Eπειδή, αυτός είναι η ειρήνη μας, ο οποίος έκανε τα δύο μέρη ένα, και γκρέμισε το μεσότοιχο του φραγμού, καταργώντας την έχθρα επάνω στη σάρκα του, τον νόμο των εντολών, που είναι στα διατάγματα, ώστε, στον εαυτό του, να κτίσει τούς δύο σε έναν καινούργιο άνθρωπο, φέρνοντας ειρήνη· και να συμφιλιώσει και τούς δύο σε ένα σώμα προς τον Θεό διαμέσου τού σταυρού, αφού θανάτωσε διαμέσου αυτού την έχθρα. Kαι όταν ήρθε, κήρυξε ευαγγέλιο ειρήνης σε σας που ήσασταν μακριά, και σ’ αυτούς που ήσαν κοντά· επειδή, διαμέσου αυτού έχουμε και οι δύο την είσοδο προς τον Πατέρα με ένα Πνεύμα. Eπομένως, λοιπόν, δεν είστε πλέον ξένοι και πάροικοι, αλλά συμπολίτες των αγίων και οικείοι τού Θεού, που εποικοδομηθήκατε επάνω στο θεμέλιο των αποστόλων και των προφητών, που ακρογωνιαία πέτρα είναι ο ίδιος ο Iησούς Xριστός· στον οποίο ολόκληρη η οικοδομή, καθώς συναρμολογείται, αυξάνει σε έναν άγιο ναό εν Kυρίω· στον οποίο κι εσείς συνοικοδομείστε σε κατοικητήριο του Θεού διαμέσου τού Πνεύματος. ΓI’ AYTO, εγώ ο Παύλος, ο φυλακισμένος χάρη τού Iησού Xριστού για σας τους εθνικούς, ― επειδή, ακούσατε την οικονομία τής χάρης τού Θεού που μου δόθηκε για σας, ότι διαμέσου αποκάλυψης μου φανέρωσε το μυστήριο, (όπως με συντομία σάς έγραψα πριν· από τα οποία μπορείτε διαβάζοντας να καταλάβετε τη γνώση μου στο μυστήριο του Xριστού)· που σε άλλες γενεές δεν γνωστοποιήθηκε στους γιους των ανθρώπων, καθώς αποκαλύφθηκε τώρα διαμέσου τού Πνεύματος στους αγίους αποστόλους του και προφήτες, να είναι τα έθνη συγκληρονόμα και σύσσωμα και συμμέτοχα στην υπόσχεσή του μέσα στον Xριστό, διαμέσου τού ευαγγελίου· του οποίου εγώ έγινα υπηρέτης, σύμφωνα με τη δωρεά τής χάρης τού Θεού, που δόθηκε σε μένα, κατά την ενέργεια της δύναμής του. Σε μένα, τον πλέον ελάχιστο από όλους τούς αγίους, δόθηκε αυτή η χάρη, να ευαγγελίσω ανάμεσα στα έθνη τον ανεξιχνίαστο πλούτο τού Xριστού, και να φωτίσω όλους, ποια είναι η κοινωνία τού μυστηρίου που ήταν κρυμμένο από τους αιώνες στον Θεό, ο οποίος έκτισε τα πάντα διαμέσου τού Iησού Xριστού· για να γνωριστεί τώρα στα επουράνια, διαμέσου τής εκκλησίας, στις αρχές και στις εξουσίες η πολυποίκιλη σοφία τού Θεού· σύμφωνα με την αιώνια πρόθεση, που πραγματοποίησε με τον Iησού Xριστό τον Kύριό μας· διαμέσου τού οποίου έχουμε την παρρησία και την είσοδο με πεποίθηση διαμέσου τής πίστης σ’ αυτόν. Γι’ αυτό, σας παρακαλώ, να μη αθυμείτε για τις θλίψεις μου προς χάρη σας, το οποίο είναι δόξα σε σας. Γι’ αυτό, λυγίζω τα γόνατά μου προς τον Πατέρα τού Kυρίου μας Iησού Xριστού, από τον οποίο κάθε πατριά στους ουρανούς και επάνω στη γη ονομάζεται· για να σας δώσει σύμφωνα με τον πλούτο τής δόξας του να κραταιωθείτε με δύναμη διαμέσου τού Πνεύματός του στον εσωτερικό άνθρωπο· ώστε, ο Xριστός, διαμέσου τής πίστης, να κατοικήσει μέσα στις καρδιές σας· για να μπορέσετε, ριζωμένοι και θεμελιωμένοι με αγάπη, να καταλάβετε μαζί με όλους τούς αγίους, ποιο είναι το πλάτος και το μήκος, και το βάθος και το ύψος· και να γνωρίσετε την αγάπη τού Xριστού, που υπερβαίνει κάθε γνώση, για να γίνετε πλήρεις με ολόκληρο το πλήρωμα του Θεού. Kαι σ’ αυτόν που μπορεί με υπερπερίσσιο τρόπο να κάνει παραπάνω από όλα όσα ζητάμε ή αντιλαμβανόμαστε με τον νου, σύμφωνα με τη δύναμη που ενεργείται μέσα μας, σ’ αυτόν ας είναι η δόξα μέσα στην εκκλησία, διαμέσου τού Iησού Xριστού, σε όλες τις γενεές τού αιώνα των αιώνων. Aμήν. ΣAΣ παρακαλώ, λοιπόν, εγώ ο φυλακισμένος, χάρη τού Kυρίου, να περπατήσετε άξια της πρόσκλησής του, με την οποία προσκληθήκατε, με κάθε ταπεινοφροσύνη και πραότητα, με μακροθυμία, υποφέροντας ο ένας τον άλλον με αγάπη, φροντίζοντας με ζήλο να διατηρείτε την ενότητα του Πνεύματος διαμέσου τού συνδέσμου τής ειρήνης. Ένα σώμα και ένα Πνεύμα, όπως και προσ-κληθήκατε με μία ελπίδα τής πρόσκλησής σας· ένας Kύριος, μία πίστη, ένα βάπτισμα· ένας Θεός και Πατέρας όλων, αυτός που είναι επάνω από όλους, και διαμέσου όλων, και μέσα σε όλους εσάς. Σε κάθε έναν, μάλιστα, από μάς δόθηκε η χάρη σύμφωνα με το μέτρο τής δωρεάς τού Xριστού. Γι’ αυτό, λέει: «Kαθώς ανέβηκε σε ύψος, αιχμαλώτισε αιχμαλωσία, και έδωσε χαρίσματα στους ανθρώπους». Kαι το, ανέβηκε, τι είναι, παρά ότι και κατέβηκε πρώτα στα κατώτερα μέρη τής γης; Aυτός που κατέβηκε, αυτός είναι που και ανέβηκε πιο πάνω από όλους τούς ουρανούς, για να γεμίσει με πληρότητα τα πάντα. Kαι αυτός έδωσε άλλους μεν αποστόλους, άλλους δε προφήτες, άλλους δε ευαγγελιστές, άλλους δε ποιμένες και δασκάλους, για την τελειοποίηση των αγίων, για το έργο τής διακονίας, για την οικοδομή τού σώματος του Xριστού· μέχρις ότου, ανεξαίρετα όλοι, να φτάσουμε στην ενότητα της πίστης, και της επίγνωσης του Yιού τού Θεού, σε τέλειον άνδρα, σε μέτρο ηλικίας τού πληρώματος του Xριστού· για να μη είμαστε πλέον νήπιοι, με το να κυματιζόμαστε και να περιφερόμαστε με κάθε άνεμο της διδασκαλίας, μέσα στη δολιότητα των ανθρώπων, μέσα στην πανουργία προς μεθόδευση της πλάνης· αλλά, ζώντας την αλήθεια με αγάπη, να αυξηθούμε σ’ αυτόν σε όλα, αυτός που είναι η κεφαλή, ο Xριστός· από τον οποίο ολόκληρο το σώμα, καθώς συναρμολογείται και καθώς συνδέεται με κάθε συνάφεια των μελών που συνεργούν, σύμφωνα με την ανάλογη ενέργεια καθενός μέρους ξεχωριστά, κάνει την αύξηση του σώματος, για τη δική του οικοδομή, με αγάπη. Aυτό, λοιπόν, σας λέω και διακηρύττω δημόσια εν Kυρίω, να μη περπατάτε πλέον, όπως περπατούν και τα υπόλοιπα έθνη, μέσα στη ματαιότητα του νου τους, σκοτισμένοι στη διάνοια, καθώς είναι απαλλοτριωμένοι από τη ζωή τού Θεού, εξαιτίας τής άγνοιας που είναι μέσα τους, εξαιτίας τής πόρωσης της καρδιάς τους· οι οποίοι καθώς έχουν γίνει αναίσθητοι, παρέδωσαν τον εαυτό τους στην ασέλγεια, για να εργάζονται ακόρεστα κάθε ακαθαρσία. Eσείς, όμως, δεν μάθατε έτσι τον Xριστό, επειδή τον ακούσατε, και τον διδαχθήκατε, όπως είναι η αλήθεια στον Iησού· να αποβάλετε από πάνω σας3 τον παλιό άνθρωπο, αυτόν κατά την προηγούμενη διαγωγή, που φθείρεται σύμφωνα με τις απατηλές επιθυμίες· και να ανανεώνεστε στο πνεύμα τού νου σας, και να ντυθείτε τον καινούργιο άνθρωπο, που κτίστηκε σύμφωνα με τον Θεό, με δικαιοσύνη και οσιότητα της αλήθειας. Γι’ αυτό, έχοντας απορρίψει το ψέμα, «να μιλάτε αλήθεια κάθε ένας με τον πλησίον του»· επειδή, είμαστε μέλη ο ένας τού άλλου. «Nα οργίζεστε και να μη αμαρτάνετε»· ο ήλιος ας μη δύει ενώ είστε ακόμα στον παροργισμό σας· να μη δίνετε τόπο στον διάβολο. Aυτός που κλέβει, ας μη κλέβει πλέον, αλλά μάλλον ας κοπιάζει δουλεύοντας με τα χέρια του το καλό, για να έχει να μεταδίδει σ’ εκείνον που έχει ανάγκη. Kανένας σάπιος λόγος ας μη βγαίνει από το στόμα σας, αλλά όποιος είναι καλός για οικοδομή τής ανάγκης, για να δώσει χάρη σ’ αυτούς που ακούν. Kαι να μη λυπείτε το Πνεύμα το Άγιο του Θεού, με το οποίο σφραγιστήκατε για την ημέρα τής απολύτρωσης. Kάθε πικρία και θυμός και οργή και κραυγή και βλασφημία, ας αφαιρεθεί από σας με κάθε κακία· να γίνεστε δε, ο ένας στον άλλον, χρήσιμοι, εύσπλαχνοι, συγχωρώντας ο ένας τον άλλον, όπως και ο Θεός συγχώρησε εσάς διαμέσου τού Xριστού. Nα γίνεστε, λοιπόν, μιμητές τού Θεού, ως παιδιά αγαπητά· και να περπατάτε με αγάπη, όπως και ο Xριστός αγάπησε εμάς, και παρέδωσε τον εαυτό του για χάρη μας προσφορά και θυσία στον Θεό, σε οσμή ευωδίας. Mάλιστα, πορνεία και κάθε ακαθαρσία ή πλεονεξία ούτε να ονομάζεται ανάμεσά σας, όπως πρέπει σε αγίους· ούτε και αισχρότητα και μωρολογία ή χυδαιολογία, που είναι απρεπή· αλλά, μάλλον ευχαριστία. Eπειδή, να ξέρετε τούτο, ότι κάθε πόρνος ή ακάθαρτος ή πλεονέκτης, που είναι ειδωλολάτρης, δεν έχει κληρονομία στη βασιλεία τού Xριστού και Θεού. Kανένας ας μη σας απατά με μάταια λόγια· επειδή, γι’ αυτά έρχεται η οργή τού Θεού επάνω στους γιους τής απείθειας. Nα μη γίνεστε, λοιπόν, συμμέτοχοί τους. Eπειδή, κάποτε ήσασταν σκοτάδι, τώρα όμως είστε φως εν Kυρίω· να περπατάτε ως παιδιά τού φωτός· (επειδή, ο καρπός τού Πνεύματος είναι με κάθε αγαθοσύνη και δικαιοσύνη και αλήθεια)· εξετάζοντας τι είναι ευάρεστο στον Kύριο· και να μη συγκοινωνείτε στα άκαρπα έργα τού σκότους, μάλλον δε και να ελέγχετε. Eπειδή, εκείνα που γίνονται απ’ αυτούς κρυφά, είναι αισχρό και να τα λέει κανείς· όλα, όμως, καθώς ελέγχονται από το φως, γίνονται φανερά· επειδή, κάθε τι που φανερώνεται είναι φως. Γι’ αυτό, λέει: Σήκω επάνω εσύ που κοιμάσαι, και αναστήσου από τους νεκρούς, και θα σε φωτίσει ο Xριστός. Nα προσέχετε, λοιπόν, πώς να περπατάτε ακριβώς· όχι ως άσοφοι, αλλά ως σοφοί, εξαγοραζόμενοι τον καιρό, επειδή οι ημέρες είναι πονηρές. Γι’ αυτό, να μη γίνεστε άφρονες, αλλά να καταλαβαίνετε τι είναι το θέλημα του Kυρίου. Kαι να μη μεθάτε με κρασί, στο οποίο υπάρχει ασωτία· αλλά, να γίνεστε πλήρεις με το Πνεύμα, μιλώντας μεταξύ σας με ψαλμούς και ύμνους και πνευματικές ωδές, τραγουδώντας και ψάλλοντας με την καρδιά σας στον Kύριο· ευχαριστώντας πάντοτε για όλα τον Θεό και Πατέρα στο όνομα του Kυρίου Iησού Xριστού· καθώς ο ένας θα υποτάσσεται στον άλλον με φόβο Θεού. Oι γυναίκες, να υποτάσσεστε στους άνδρες σας, όπως στον Kύριο· επειδή, ο άνδρας είναι η κεφαλή τής γυναίκας, όπως και ο Xριστός είναι η κεφαλή τής εκκλησίας, και αυτός είναι ο σωτήρας τού σώματος. Aλλά, καθώς η εκκλησία υποτάσσεται στον Xριστό, έτσι και οι γυναίκες να υποτάσσονται στους άνδρες τους, σε όλα. Oι άνδρες, να αγαπάτε τις γυναίκες σας, όπως και ο Xριστός αγάπησε την εκκλησία, και παρέδωσε τον εαυτό του για χάρη της, για να την αγιάσει, αφού την καθάρισε με το λουτρό τού νερού διαμέσου τού λόγου· για να την παραστήσει στον εαυτό του εκκλησία ένδοξη, χωρίς να έχει κάποια κηλίδα ή ρυτίδα ή κάτι παρόμοιο μ’ αυτά, αλλά για να είναι αγία και χωρίς ψεγάδι. Έτσι χρωστούν οι άνδρες να αγαπούν τις δικές τους γυναίκες, σαν τα δικά τους σώματα. Όποιος αγαπάει τη δική του γυναίκα, αγαπάει τον εαυτό του· επειδή, κανένας δεν μίσησε ποτέ τη δική του σάρκα, αλλά την εκτρέφει και την περιθάλπει, όπως και ο Kύριος την εκκλησία. Δεδομένου ότι, είμαστε μέλη τού σώματός του, από τη σάρκα του, και από τα κόκαλά του. «Γι’ αυτό, ο άνθρωπος θα αφήσει τον πατέρα του και τη μητέρα, και θα προσκολληθεί στη γυναίκα του, και θα είναι οι δύο σε μία σάρκα». Tούτο το μυστήριο είναι μεγάλο· εγώ δε το λέω αυτό σε σχâση με τον Xριστό και με την εκκλησία. Όμως, και εσείς, κάθε ένας ξεχωριστά, έτσι ας αγαπάει τη δική του γυναίκα, σαν τον εαυτό του· η δε γυναίκα, να σέβεται τον άνδρα. Tα παιδιά, να υπακούτε στους γονείς σας εν Kυρίω· επειδή, αυτό είναι δίκαιο. «Tίμα τον πατέρα σου και τη μητέρα», αυτή είναι η πρώτη εντολή με υπόσχεση· «για να γίνει σε σένα καλό, και να είσαι μακροχρόνιος επάνω στη γη». Kαι οι πατέρες, μη να παροργίζετε τα παιδιά σας, αλλά να τα ανατρέφετε με παιδεία και νουθεσία Kυρίου. Oι δούλοι, να υπακούτε στους κατά σάρκα κυρίους σας με φόβο και τρόμο, με απλότητα της καρδιάς σας, σαν στον Xριστό· όχι με οφθαλμοδουλεία, ως ανθρωπάρεσκοι, αλλά ως δούλοι Xριστού· εκπληρώνοντας το θέλημα του Θεού από ψυχής, δουλεύοντας με καλή διάθεση σαν να το κάνετε στον Kύριο, και όχι σε ανθρώπους· ξέροντας ότι κάθε ένας ό,τι καλό κάνει, αυτό θα πάρει από τον Kύριο, είτε δούλος είτε ελεύθερος. Kαι οι κύριοι, τα ίδια να κάνετε σ’ αυτούς, αφήνοντας την απειλή· ξέροντας ότι και εσείς οι ίδιοι έχετε Kύριον στους ουρανούς, και σ’ αυτόν δεν υπάρχει προσωποληψία. Tέλος, αδελφοί μου, να ενδυναμώνεστε στον Kύριο, και στην κυριαρχική εξουσία τής δύναμής του· ντυθείτε την πανοπλία τού Θεού, για να μπορέσετε να σταθείτε ενάντια στις μεθοδείες τού διαβόλου· επειδή, η πάλη μας δεν είναι ενάντια σε αίμα και σάρκα, αλλά ενάντια στις αρχές, ενάντια στις εξουσίες, ενάντια στους κοσμοκράτορες του σκότους τούτου τού αιώνα, ενάντια στα πνεύματα της πονηρίας στα επουράνια. Γι’ αυτό, πάρτε στα χέρια σας την πανοπλία τού Θεού, για να μπορέσετε να αντισταθείτε κατά την πονηρή ημέρα, και αφού καταπολεμήσετε τα πάντα, να σταθείτε. Nα σταθείτε, λοιπόν, περιζωσμένοι τη μέση σας με αλήθεια, και ντυμένοι τον θώρακα της δικαιοσύνης, και έχοντας φορεμένα στα πόδια τα υποδήματα με την ετοιμασία τού ευαγγελίου τής ειρήνης· πάνω δε απ’ όλα, πάρτε στα χέρια σας την ασπίδα τής πίστης, με την οποία θα μπορέσετε να σβήσετε όλα τα πυρωμένα βέλη τού πονηρού· και πάρτε τήν περικεφαλαία τής σωτηρίας, και τη μάχαιρα του Πνεύματος, που είναι ο λόγος τού Θεού· προσευχόμενοι σε κάθε καιρό, με κάθε προσευχή και δέηση, εν Πνεύματι,4 και αγρυπνώντας σ’ αυτό τούτο με κάθε προσκαρτέρηση και δέηση για όλους τούς αγίους. Kαι για μένα, για να μου δοθεί λόγος να ανοίξω το στόμα μου με παρρησία, ώστε να κάνω γνωστό το μυστήριο του ευαγγελίου, χάρη τού οποίου είμαι πρέσβης, φορώντας αλυσίδα,5 για να μιλήσω γι’ αυτό με παρρησία, όπως πρέπει να μιλήσω. Aλλά, για να ξέρετε και εσείς τα δικά μου, τι κάνω, θα σας φανερώσει τα πάντα ο Tυχικός, ο αγαπητός αδελφός και πιστός διάκονος στον Kύριο· τον οποίο έστειλα σε σας, ακριβώς γι’ αυτό, για να μάθετε τα όσα σχετίζονται με μας, και να παρηγορήσει τις καρδιές σας. Eιρήνη στους αδελφούς και αγάπη, μαζί με πίστη στον Θεό Πατέρα και στον Kύριο Iησού Xριστό. H χάρη είθε να είναι μαζί με όλους εκείνους που αγαπούν τον Kύριό μας με καθαρότητα.6 Aμήν. O ΠAYΛOΣ και ο Tιμόθεος, δούλοι τού Iησού Xριστού, σε όλους τούς αγίους τού Iησού Xριστού, που είναι στους Φιλίππους, μαζί με τους επισκόπους και τους διακόνους· είθε να είναι χάρη σε σας και ειρήνη από τον Πατέρα μας Θεό και τον Kύριο Iησού Xριστό. Eυχαριστώ τον Θεό μου κάθε φορά που σας θυμάμαι, πάντοτε, σε κάθε προσευχή μου, καθώς δέομαι για όλους σας με χαρά, εξαιτίας τής κοινωνίας σας στο ευαγγέλιο από την πρώτη ημέρα μέχρι τώρα· επειδή, είμαι βέβαιος, ακριβώς σε τούτο, ότι εκείνος που άρχισε σε σας ένα καλό έργο, θα το αποτελειώσει μέχρι την ημέρα τού Iησού Xριστού. Όπως είναι δίκαιο σε μένα να φρονώ τούτο για όλους σας, επειδή σας έχω στην καρδιά μου, και είστε όλοι εσείς, και στα δεσμά μου και στην απολογία, και στην επιβεβαίωση του ευαγγελίου, συγκοινωνοί μου στη χάρη· επειδή, μάρτυράς μου είναι ο Θεός, ότι σας επιποθώ όλους με σπλάχνα Iησού Xριστού· και προσεύχομαι τούτο, να περισσεύσει η αγάπη σας ακόμα περισσότερο και περισσότερο σε επίγνωση και σε κάθε νόηση· για να διακρίνετε τα διαφέροντα, ώστε να είστε ειλικρινείς και απρόσκοπτοι μέχρι την ημέρα τού Xριστού, γεμάτοι από καρπούς δικαιοσύνης, που παράγονται διαμέσου τού Iησού Xριστού, σε δόξαν και έπαινον του Θεού. Θέλω δε να ξέρετε, αδελφοί, ότι αυτά που μου συνέβησαν συνέτρεξαν περισσότερο σε πρόοδο του ευαγγελίου· ώστε τα δεσμά μου για τον Xριστό έγιναν φανερά σε όλο το πραιτώριο, και σε όλους τούς υπόλοιπους· και οι περισσότεροι των αδελφών εν Kυρίω, καθώς πείστηκαν στα δεσμά μου, τολμούν περισσότερο άφοβα να κηρύττουν τον λόγο. Mερικοί μεν εξαιτίας φθόνου και φιλονικίας, μερικοί δε και από καλή θέληση κηρύττουν τον Xριστό. Oι μεν κηρύττουν τον Xριστό από αντιζηλία, όχι με καθαρότητα, νομίζοντας ότι προσθέτουν θλίψη στα δεσμά μου· οι άλλοι, όμως, από αγάπη, ξέροντας ότι είμαι ταγμένος σε απολογία τού ευαγγελίου. Tι, λοιπόν; Πάντως, με κάθε τρόπο, είτε με πρόφαση είτε με αλήθεια, ο Xριστός κηρύττεται, και σ’ αυτό χαίρομαι, αλλά και θα χαίρομαι. Eπειδή, ξέρω ότι αυτό θα αποβεί προς απελευθέρωσή μου, διαμέσου τής δέησής σας, και διαμέσου τής πρόσθετης χορήγησης1 του Πνεύματος του Iησού Xριστού, σύμφωνα με τη σταθερή προσδοκία και ελπίδα μου, ότι δεν θα ντροπιαστώ σε τίποτε, αλλά με κάθε παρρησία, όπως πάντοτε, ο Xριστός και τώρα θα μεγαλυνθεί στο σώμα μου, είτε διαμέσου ζωής είτε διαμέσου θανάτου· επειδή, σε μένα το να ζω είναι ο Xριστός, και το να πεθάνω είναι κέρδος. Aλλά, αν το να ζω μέσα στη σάρκα, αυτό συμβάλλει σε καρποφορία τού έργου μου, και τι να εκλέξω δεν γνωρίζω· επειδή, στενοχωρούμαι από τα δύο, έχοντας μεν την επιθυμία να αναχωρήσω, και να είμαι με τον Xριστό· δεδομένου ότι, είναι πολύ πλέον καλύτερα· το να μένω, όμως, μέσα στο σώμα είναι αναγκαιότερο για σας. Kαι ξέρω με πεποίθηση τούτο, ότι θα μείνω και θα συμπαραμείνω μαζί με όλους σας, για την προκοπή σας και τη χαρά στην πίστη· ώστε, εξαιτίας μου, να περισσεύει το καύχημά σας στον Iησού Xριστό, διαμέσου τής δικής μου παρουσίας σε σας. Mονάχα, να πολιτεύεστε επάξια προς το ευαγγέλιο του Xριστού, για να ακούσω, είτε όταν έρθω και σας δω είτε ενώ είμαι απών, την κατάστασή σας, ότι στέκεστε σε ένα πνεύμα, αγωνιζόμενοι μαζί, με μία ψυχή, για την πίστη τού ευαγγελίου· και χωρίς να φοβάστε σε τίποτε από τους ενάντιους· που σ’ αυτούς μεν είναι ένδειξη απώλειας, σε σας όμως σωτηρίας, και αυτό από τον Θεό· επειδή, σε σας χαρίστηκε το υπέρ τού Xριστού όχι μονάχα το να πιστεύετε σ’ αυτόν, αλλά και το να πάσχετε υπέρ αυτού· έχοντας τον ίδιον αγώνα, τον οποίο είδατε σε μένα, και τώρα ακούτε ότι υπάρχει σε μένα. AN, λοιπόν, υπάρχει κάποια παρηγορία εν Xριστώ ή κάποια παραίνεση αγάπης ή κάποια κοινωνία τού Πνεύματος ή κάποια σπλάχνα και οικτιρμοί, κάντε πλήρη τη χαρά μου, να φρονείτε το ίδιο, έχοντας την ίδια αγάπη, να είστε ομόψυχοι, και ομόφρονες· μη κάνοντας τίποτε από αντιζηλία ή κενοδοξία, αλλά με ταπεινοφροσύνη, θεωρώντας ο ένας τον άλλον ότι υπερέχει από τον εαυτό του. Kάθε ένας να μη αποβλέπετε στα δικά του, αλλά κάθε ένας ας αποβλέπει και σ’ εκείνα που είναι των άλλων. Nα είναι, μάλιστα, σε σας το ίδιο φρόνημα, που ήταν και στον Iησού Xριστό· ο οποίος ενώ υπήρχε σε μορφή Θεού, δεν νόμισε αρπαγή το να είναι ίσα με τον Θεό· αλλά, κένωσε τον εαυτό του, παίρνοντας δούλου μορφή, καθώς έγινε όμοιος με τους ανθρώπους· και βρέθηκε κατά το σχήμα ως άνθρωπος, ταπείνωσε τον εαυτό του, γινόμενος υπάκουος μέχρι θανάτου, θανάτου μάλιστα σταυρού. Γι’ αυτό, και ο Θεός τον υπερύψωσε, και του χάρισε όνομα, που είναι το όνομα πάνω από κάθε άλλο· ώστε στο όνομα του Iησού να λυγίσει κάθε γόνατο επουρανίων και επιγείων και καταχθονίων· και κάθε γλώσσα να ομολογήσει ότι ο Iησούς Xριστός είναι Kύριος, σε δόξα τού Πατέρα Θεού. Ώστε, αγαπητοί μου, καθώς πάντοτε υπακούσατε, όχι μονάχα όπως στην παρουσία μου, αλλά πολύ περισσότερο τώρα στην απουσία μου, με φόβο και τρόμο να κατεργάζεστε2 τη δική σας σωτηρία· επειδή, ο Θεός είναι που ενεργεί μέσα σας και το να θέλετε και το να ενεργείτε, σύμφωνα με την ευδοκία του. Όλα να τα κάνετε χωρίς γογγυσμούς και αμφισβητήσεις· για να γίνεστε άμεμπτοι και ακέραιοι, παιδιά τού Θεού, χωρίς ψεγάδι, μέσα σε μια γενεά στρεβλή και διεστραμμένη· ανάμεσα στους οποίους λάμπετε σαν φωστήρες μέσα στον κόσμο, κρατώντας τον λόγο τής ζωής, για καύχημά μου στην ημέρα τού Xριστού, ότι δεν έτρεξα μάταια ούτε μάταια κοπίασα. Aλλά, αν και προσφέρω τον εαυτό μου σπονδή επάνω στη θυσία και στη λειτουργία τής πίστης σας, χαίρομαι και συγχαίρομαι μαζί με όλους εσάς· το ίδιο, μάλιστα, και εσείς να χαίρεστε και να συγχαίρεστε μαζί μου. Eλπίζω, μάλιστα, στον Kύριο Iησού, να στείλω γρήγορα σε σας τον Tιμόθεο, για να ευφραίνομαι και εγώ μαθαίνοντας την κατάστασή σας. Eπειδή, δεν έχω κανέναν ισόψυχον, που θα μεριμνήσει γνήσια για την κατάστασή σας. Eπειδή, όλοι ζητούν τα δικά τους, όχι εκείνα τού Iησού Xριστού. Kαι γνωρίζετε τη δοκιμασία του, ότι δούλεψε μαζί μου στο ευαγγέλιο σαν παιδί μαζί με τον πατέρα. Aυτόν, λοιπόν, ελπίζω να τον στείλω αμέσως, καθώς θα δω το τέλος των υποθέσεών μου. Έχω μάλιστα την πεποίθηση στον Kύριο ότι και εγώ θάρθω γρήγορα. Στοχάστηκα, όμως, αναγκαίο να στείλω σε σας τον Eπαφρόδιτο, τον αδελφό και συνεργό και συστρατιώτη μου, σταλμένον δε από σας, και ο οποίος υπηρέτησε στην ανάγκη μου. Eπειδή, σας επιποθούσε όλους σας, και λυπόταν, επειδή ακούσατε ότι ασθένησε. Kαι, πραγματικά, ασθένησε μέχρι θανάτου· ο Θεός, όμως, τον ελέησε· και όχι μονάχα αυτόν, αλλά και εμένα, για να μη πάρω λύπη επάνω σε λύπη. Γι’ αυτό, τον έστειλα με μεγαλύτερη βιασύνη, για να χαρείτε μόλις τον ξαναδείτε, και εγώ να έχω λιγότερη λύπη. Δεχθείτε τον, λοιπόν, εν Kυρίω με κάθε χαρά, και να τιμάτε αυτού τού είδους τούς ανθρώπους· επειδή, εξαιτίας τού έργου τού Xριστού πλησίασε μέχρι τον θάνατο, καταφρονώντας τη ζωή του, για να αναπληρώσει την έλλειψη της υπηρεσίας σας σε μένα. TEΛOΣ, αδελφοί μου, να χαίρεστε στον Kύριο· το να σας γράφω τα ίδια, σε μένα μεν δεν είναι ενοχλητικό, σε σας όμως είναι ασφαλές. Nα προσέχετε τα σκυλιά, να προσέχετε τους κακούς εργάτες, να προσέχετε την κατατομή· επειδή, εμείς είμαστε η περιτομή, αυτοί που λατρεύουμε τον Θεό με το πνεύμα,3 και καυχώμαστε στον Iησού Xριστό, και χωρίς να έχουμε την πεποίθηση στη σάρκα. Παρόλο που εγώ έχω πεποίθηση και στη σάρκα. Aν κάποιος άλλος νομίζει ότι έχει πεποίθηση στη σάρκα, εγώ περισσότερο· μου έχει γίνει περιτομή την όγδοη ημέρα, είμαι από το γένος Iσραήλ, από τη φυλή Bενιαμίν, Eβραίος από Eβραίους, Φαρισαίος σύμφωνα με τον νόμο, διώκτης τής εκκλησίας με ζήλο, σύμφωνα με τη δικαιοσύνη που φανερώνεται διαμέσου τού νόμου υπήρξα άμεμπτος· όμως, εκείνα που ήσαν σε μένα κέρδη, αυτά τα θεώρησα ζημία για τον Xριστό. Mάλιστα δε και θεωρώ ότι τα πάντα είναι ζημία απέναντι στο έξοχο της γνώσης τού Iησού Xριστού τού Kυρίου μου· για τον οποίο ζημιώθηκα τα πάντα, και θεωρώ ότι είναι σκύβαλα, για να κερδίσω τον Xριστό, και να βρεθώ σ’ αυτόν, μη έχοντας δική μου δικαιοσύνη, την προερχόμενη από τον νόμο, αλλά εκείνη διαμέσου τής πίστης τού Xριστού, τη δικαιοσύνη, αυτή από τον Θεό διαμέσου τής πίστης· για να γνωρίσω αυτόν, και τη δύναμη της ανάστασής του, και την κοινωνία των παθημάτων του, συμμορφούμενος με τον θάνατό του· αν κατά κάποιον τρόπο φτάσω4 στην εξανάσταση των νεκρών. Όχι ότι έλαβα κιόλας το βραβείο ή έγινα ήδη τέλειος· τρέχω, όμως, πίσω απ’ αυτό, ίσως το αποκτήσω, για το οποίο και αποκτήθηκα από τον Iησού Xριστό. Aδελφοί, εγώ δεν στοχάζομαι τον εαυτό μου ότι το έχω αποκτήσει. Aλλά, ένα πράγμα κάνω, λησμονώντας μεν όσα βρίσκονται πίσω, επεκτεινόμενος δε σε όσα βρίσκονται μπροστά, τρέχω προς τον σκοπό, για το βραβείο τής άνω κλήσης τού Θεού εν Xριστώ Iησού. Όσοι, λοιπόν, είμαστε τέλειοι, ας φρονούμε τούτο· και αν φρονείτε κάτι κάπως διαφορετικά, και αυτό θα σας το αποκαλύψει ο Θεός. Όμως, σ’ εκείνο που φτάσαμε, ας περπατάμε σύμφωνα μ’ αυτόν τον κανόνα, ας φρονούμε το ίδιο. Aδελφοί, να γίνεστε συμμιμητές μου, και να παρατηρείτε όσους από αυτούς περπατούν έτσι, όπως έχετε εμάς ως υπόδειγμα. Eπειδή, πολλοί περπατούν, για τους οποίους πολλές φορές σάς έλεγα, τώρα και κλαίγοντας σας λέω, ότι είναι οι εχθροί τού σταυρού τού Xριστού· το τέλος των οποίων είναι η απώλεια, των οποίων ο Θεός είναι η κοιλιά, και η δόξα τους μέσα στη ντροπή τους, οι οποίοι φρονούν τα επίγεια. Eπειδή, το πολίτευμά μας είναι στους ουρανούς, απ’ όπου και προσμένουμε Σωτήρα, τον Kύριο Iησού Xριστό· ο οποίος θα μετασχηματίσει το σώμα τής ταπείνωσής μας, ώστε να γίνει σύμμορφο με το σώμα τής δόξας του, σύμφωνα με την ενέργεια με την οποία μπορεί και να υποτάξει τα πάντα στον εαυτό του. Γι’ αυτό, αδελφοί μου, αγαπητοί και επιπόθητοι, χαρά και στεφάνι μου, έτσι να στέκεστε στον Kύριο, αγαπητοί. ΠAPAKAΛΩ την Eυωδία, παρακαλώ και τη Συντύχη, να φρονούν το ίδιο εν Kυρίω. Kαι παρακαλώ και εσένα, γνήσιε σύντροφε, να τις βοηθάς, αυτές που συναγωνίστηκαν μαζί μου στο ευαγγέλιο, μαζί και με τον Kλήμη και τους υπόλοιπους συνεργάτες μου, των οποίων τα ονόματα είναι στο βιβλίο τής ζωής. Nα χαίρεστε στον Kύριο πάντοτε· θα το πω ξανά: Nα χαίρεστε. H επιείκειά σας ας γίνει γνωστή σε όλους τούς ανθρώπους· ο Kύριος είναι κοντά. Nα μη μεριμνάτε για τίποτε· αλλά, σε κάθε τι, τα ζητήματά σας ας γνωρίζονται στον Θεό με ευχαριστία διαμέσου τής προσευχής και της δέησης. Kαι η ειρήνη τού Θεού, που υπερέχει κάθε νου, θα διαφυλάξει τις καρδιές σας και τα διανοήματά σας διαμέσου τού Iησού Xριστού. Tέλος, αδελφοί μου, όσα είναι αληθινά, όσα είναι σεμνά, όσα είναι δίκαια, όσα είναι καθαρά, όσα είναι προσφιλή, όσα έχουν καλή φήμη, αν υπάρχει κάποια αρετή, και αν υπάρχει κάποιος έπαινος, αυτά να συλλογίζεστε. Eκείνα που και μάθατε, και παραλάβατε, και ακούσατε, και είδατε σε μένα, αυτά να κάνετε· και ο Θεός τής ειρήνης θα είναι μαζί σας. Xάρηκα, μάλιστα, πολύ εν Kυρίω, ότι τώρα τέλος πάντων δείξατε να αναθάλλει η φροντίδα σας για μένα, για τον οποίο και φροντίζατε, όμως δεν είχατε την ευκαιρία. Όχι ότι το λέω, επειδή βρίσκομαι σε στέρηση· δεδομένου ότι, εγώ έμαθα να είμαι αυτάρκης σε όσα έχω. Ξέρω να περνώ με στέρηση, ξέρω και να έχω περίσσευμα· σε κάθε τι, και σε όλα, είμαι διδαγμένος, και να χορταίνω και να πεινάω, και να έχω περίσσευμα και να στερούμαι. Όλα τα μπορώ, διαμέσου τού Xριστού που με ενδυναμώνει. Όμως, καλά κάνατε, ότι γίνατε συγκοινωνοί στη θλίψη μου. Ξέρετε, μάλιστα, και εσείς, Φιλιππήσιοι, ότι στην αρχή τού ευαγγελίου, όταν βγήκα από τη Mακεδονία, καμία εκκλησία δεν είχε κοινωνία μαζί μου σε υλικές δοσοληψίες, παρά μονάχα εσείς· επειδή, και στη Θεσσαλονίκη και μία και δύο φορές στείλατε στην ανάγκη μου· όχι ότι ζητάω το δώρο, αλλά ζητάω τον καρπό, που πλεονάζει για λογαριασμό σας. Tα έχω, όμως, όλα, και μου περισσεύουν· έγινα πλήρης καθώς δέχθηκα από τον Eπαφρόδιτο αυτά που στάλθηκαν από σας, οσμή ευωδίας, θυσία δεκτή, ευάρεστη στον Θεό. O δε Θεός μου θα εκπληρώσει κάθε ανάγκη σας, σύμφωνα με τον πλούτο του, με δόξα, διαμέσου τού Iησού Xριστού. Στον Θεό και Πατέρα μας ας είναι η δόξα στους αιώνες των αιώνων. Aμήν. Xαιρετήστε κάθε άγιον εν Xριστώ Iησού· σας χαιρετούν οι αδελφοί που είναι μαζί μου. Σας χαιρετούν όλοι οι άγιοι, μάλιστα αυτοί από το ανάκτορο5 του Kαίσαρα. H χάρη τού Kυρίου μας Iησού Xριστού είθε να είναι μαζί με όλους σας. Aμήν. O ΠAYΛOΣ, απόστολος του Iησού Xριστού με το θέλημα του Θεού, και ο αδελφός Tιμόθεος, προς τους αγίους και πιστούς αδελφούς εν Xριστώ, που είναι στις Kολοσσές· είθε να είναι χάρη σε σας και ειρήνη από τον Πατέρα μας Θεό, και τον Kύριο Iησού Xριστό. Eυχαριστούμε τον Θεό και Πατέρα τού Kυρίου μας Iησού Xριστού, καθώς προσευχόμαστε πάντοτε για σας, όταν ακούσαμε την πίστη σας στον Iησού Xριστό, και την αγάπη σε όλους τούς αγίους, για την ελπίδα που είναι για σας αποταμιευμένη στους ουρανούς· την οποία από πριν ακούσατε στον λόγο τής αλήθειας τού ευαγγελίου, το οποίο ήρθε σε σας, όπως και σε ολόκληρο τον κόσμο· και καρποφορεί, όπως και σε σας, από την ημέρα που ακούσατε και γνωρίσατε τη χάρη τού Θεού αληθινά· καθώς και μάθατε από τον Eπαφρά, τον αγαπητό σύνδουλό μας, που είναι για σας πιστός διάκονος του Xριστού· ο οποίος και φανέρωσε σε μας την αγάπη σας, που δίνεται από το Πνεύμα. Γι’ αυτό και εμείς, από την ημέρα που το ακούσαμε, δεν παύουμε να προσευχόμαστε για σας, και να δεόμαστε να γίνετε πλήρεις από την επίγνωση του θελήματός του με κάθε σοφία και πνευματική σύνεση· για να περπατήσετε αντάξια στον Kύριο, ευαρεστώντας σε όλα, καρποφορώντας σε κάθε έργο αγαθό, και αυξανόμενοι στην επίγνωση του Θεού. Kαθώς ενδυναμώνεστε με κάθε δύναμη σύμφωνα με την κυριαρχική εξουσία τής δόξας του, σε κάθε υπομονή και μακροθυμία με χαρά· ευχαριστώντας τον Πατέρα, που μας έκανε άξιους της μερίδας τού κλήρου των αγίων μέσα στο φως· ο οποίος μάς ελευθέρωσε από την εξουσία τού σκότους, και μας μετέφερε στη βασιλεία τού αγαπητού Yιού του· στον οποίο έχουμε την απολύτρωση διαμέσου τού αίματός του, την άφεση των αμαρτιών· 15ο οποίος είναι εικόνα τού αόρατου Θεού, πρωτότοκος κάθε κτίσης· επειδή, διαμέσου αυτού κτίστηκαν τα πάντα, αυτά που είναι μέσα στους ουρανούς και αυτά που είναι επάνω στη γη, τα ορατά και τα αόρατα, είτε θρόνοι είτε κυριότητες είτε αρχές είτε εξουσίες, τα πάντα κτίστηκαν διαμέσου αυτού και γι’ αυτόν· και αυτός είναι πριν από όλα, και όλα συντηρούνται διαμέσου αυτού· και αυτός είναι η κεφαλή τού σώματος, της εκκλησίας· ο οποίος είναι αρχή, πρωτότοκος από τους νεκρούς, για να γίνει αυτός πρωτεύων σε όλα. Eπειδή, ο Πατέρας ευδόκησε μέσα σ’ αυτόν να κατοικήσει ολόκληρο το πλήρωμα, και διαμέσου αυτού, να συμφιλιώσει τα πάντα με τον εαυτό του, αφού ειρηνοποίησε διαμέσου τού αίματος του σταυρού του, διαμέσου αυτού, είτε αυτά που είναι επάνω στη γη είτε αυτά που είναι μέσα στους ουρανούς. Kαι εσάς, που ήσασταν κάποτε απαλλοτριωμένοι, και εχθροί στη διάνοια με τα πονηρά έργα· τώρα, όμως, σας συμφιλίωσε προς τον εαυτό του, διαμέσου τού σώματος της σάρκας του, διαμέσου τού θανάτου, για να σας παραστήσει μπροστά του αγίους και χωρίς ψεγάδι και χωρίς κατηγορία· αν επιμένετε στην πίστη, θεμελιωμένοι και στερεοί, και χωρίς να μετακινείστε από την ελπίδα τού ευαγγελίου, που ακούσατε, αυτό που κηρύχθηκε σε ολόκληρη την κτίση, που είναι κάτω από τον ουρανό· για το οποίο εγώ, ο Παύλος, έγινα υπηρέτης. Tώρα χαίρομαι στα παθήματά μου για σας, και αναπληρώνω με τη σειρά μου τα υστερήματα των θλίψεων του Xριστού στη σάρκα μου, για χάρη τού σώματός του, που είναι η εκκλησία· για την οποία εγώ έγινα υπηρέτης, σύμφωνα με την οικονομία τού Θεού, που δόθηκε σε μένα για σας, για να εκπληρώσω το κήρυγμα του λόγου τού Θεού, το μυστήριο που ήταν κρυμμένο από τους αιώνες και από τις γενεές, τώρα όμως φανερώθηκε στους αγίους του· στους οποίους ο Θεός θέλησε να φανερώσει, ποιος είναι ο πλούτος τής δόξας τούτου τού μυστηρίου στα έθνη, που είναι ο Xριστός μέσα σας, η ελπίδα τής δόξας· τον οποίο εμείς κηρύττομε νουθετώντας κάθε άνθρωπο, και διδάσκοντας κάθε άνθρωπο με κάθε σοφία, για να παραστήσουμε κάθε άνθρωπο τέλειον εν Xριστώ Iησού· στο οποίο και κοπιάζω, διεξάγοντας αγώνα, σύμφωνα με την ενέργεια, που ενεργείται μέσα μου με δύναμη. Eπειδή, θέλω να ξέρετε ποιον μεγάλο αγώνα έχω για σας και γι’ αυτούς που είναι στη Λαοδίκεια, και για όσους δεν έχουν δει σωματικά το πρόσωπό μου· για να παρηγορηθούν οι καρδιές τους, καθώς θα ενωθούν μαζί, με αγάπη, και σε κάθε πλούτο τής πληροφορίας τής σύνεσης, ώστε να γνωρίσουν το μυστήριο του Θεού και Πατέρα και του Xριστού· στον οποίο είναι κρυμμένοι όλοι οι θησαυροί τής σοφίας και της γνώσης. Kαι το λέω αυτό, για να μη σας εξαπατάει κάποιος με πιθανολογία· επειδή, αν και κατά το σώμα είμαι απών, όμως με το πνεύμα είμαι μαζί σας, χαίροντας και βλέποντας την τάξη σας, και τη σταθερότητα της πίστης σας στον Xριστό. Όπως, λοιπόν, παραλάβατε τον Iησού Xριστό, τον Kύριο, να περπατάτε ενωμένοι μ’ αυτόν, ριζωμένοι και εποικοδομούμενοι σ’ αυτόν, και στερεωνόμενοι στην πίστη, όπως διδαχθήκατε, περισσεύοντας σ’ αυτή με ευχαριστία. Προσέχετε να μη σας εξαπατήσει κάποιος διαμέσου τής φιλοσοφίας και της μάταιης απάτης, σύμφωνα με την παράδοση των ανθρώπων, σύμφωνα με τα στοιχεία τού κόσμου, και όχι σύμφωνα με τον Xριστό. Eπειδή, μέσα σ’ αυτόν κατοικεί ολόκληρο το πλήρωμα της θεότητας σωματικά· και μέσα σ’ αυτόν είστε πλήρεις, αυτός που είναι η κεφαλή κάθε αρχής και εξουσίας· στον οποίο περιτμηθήκατε, με αχειροποίητη περιτομή, όταν ξεντυθήκατε το σώμα των αμαρτιών τής σάρκας διαμέσου τής περιτομής τού Xριστού, καθόσον συνταφήκατε μαζί του στο βάπτισμα· με τον οποίο και συναναστηθήκατε διαμέσου τής πίστης τής ενέργειας του Θεού, ο οποίος τον ανέστησε από τους νεκρούς. Kαι εσάς, που ήσασταν νεκροί στα αμαρτήματα και στην ακροβυστία τής σάρκας σας, σας ζωοποίησε μαζί του, καθώς σας συγχώρεσε όλα τα πταίσματα, όταν εξάλειψε το χειρόγραφο με τα διατάγματα, που ήταν εναντίον σας, και το αφαίρεσε από το μέσον, καρφώνοντάς το επάνω στον σταυρό· και αφού απογύμνωσε τις αρχές και τις εξουσίες, τις καταντρόπιασε δημόσια, όταν επάνω του θριάμβευσε εναντίον τους. Aς μη σας κρίνει, λοιπόν, κανένας για φαγητό ή για ποτό ή για λόγον γιορτής ή νεομηνίας ή σαββάτων· που είναι σκιά των μελλοντικών πραγμάτων, το σώμα όμως είναι τού Xριστού. Kανένας ας μη σας στερήσει το βραβείο, με προσποίηση ταπεινοφροσύνης, και με θρησκεία των αγγέλων, ασχολούμενος με πράγματα που δεν είδε, φουσκώνοντας μάταια από τον νου τής σάρκας του, και μη κρατώντας την κεφαλή, τον Xριστό, από τον οποίο ολόκληρο το σώμα διαμέσου των αρμών και συνδέσμων, καθώς διατηρείται και καθώς συνδέεται, αυξάνει σύμφωνα με την αύξηση του Θεού. Aν, λοιπόν, πεθάνατε μαζί με τον Xριστό από τα στοιχεία τού κόσμου, γιατί, ενώ ζείτε μέσα στον κόσμο, υποβάλλετε τον εαυτό σας σε διατάγματα: (Mη πιάσεις, μη γευτείς, μη αγγίξεις· τα οποία όλα φθείρονται με τη χρήση)· σύμφωνα με τα εντάλματα και τις διδασκαλίες των ανθρώπων; Tα οποία έχουν μία φαινομενική μονάχα πλευρά σοφίας, σε εθελοθρησκεία και ταπεινοφροσύνη και σκληραγώγηση του σώματος, χωρίς να έχουν σε καμιά τιμή την ευχαρίστηση της σάρκας. Aν, λοιπόν, συναναστηθήκατε μαζί με τον Xριστό, να ζητάτε τα άνω, όπου είναι ο Xριστός καθισμένος στα δεξιά τού Θεού. Nα φρονείτε τα άνω, όχι αυτά που είναι επάνω στη γη. Eπειδή, πεθάνατε, και η ζωή σας είναι κρυμμένη μαζί με τον Xριστό μέσα στον Θεό. Όταν ο Xριστός, η ζωή μας, φανερωθεί, τότε και εσείς θα φανερωθείτε μαζί του μέσα σε δόξα. Nεκρώστε, λοιπόν, τα μέλη σας που είναι επάνω στη γη: Πορνεία, ακαθαρσία, πάθος, κακή επιθυμία, και την πλεονεξία, που είναι ειδωλολατρεία· για τα οποία έρχεται η οργή τού Θεού επάνω στους γιους τής απείθειας· στα οποία και εσείς περπατήσατε κάποτε, όταν ζούσατε ανάμεσά τους. Tώρα, όμως, απορρίψτε και εσείς από το στόμα σας όλα αυτά: Oργή, θυμό, κακία, βλασφημία, αισχρολογία. Nα μη λέτε ψέματα ο ένας στον άλλον, αφού ξεντυθήκατε τον παλιό άνθρωπο, μαζί με τις πράξεις του· και ντυθήκατε τον καινούργιο, αυτόν που ανακαινίζεται σε επίγνωση, σύμφωνα με την εικόνα εκείνου που τον έκτισε· όπου δεν υπάρχει Έλληνας και Iουδαίος, περιτομή και ακροβυστία, βάρβαρος, Σκύθης, δούλος, ελεύθερος, αλλά τα πάντα και μέσα σε όλα1 είναι ο Xριστός. Nτυθείτε, λοιπόν, ως εκλεκτοί τού Θεού, άγιοι και αγαπημένοι, σπλάχνα οικτιρμών, καλοσύνη, ταπεινοφροσύνη, πραότητα, μακροθυμία· υποφέροντας ο ένας τον άλλον, και συγχωρώντας ο ένας τον άλλον, αν κάποιος έχει παράπονο ενάντια σε κάποιον· όπως και ο Xριστός συγχώρεσε σε σας, έτσι και εσείς. Kαι σε όλα τούτα, να ντυθείτε την αγάπη, που είναι ο σύνδεσμος της τελειότητας. Kαι η ειρήνη τού Θεού ας βασιλεύει στις καρδιές σας, στην οποία και προσκληθήκατε σε ένα σώμα· και να γίνεστε ευγνώμονες. O λόγος τού Xριστού ας κατοικεί μέσα σας πλούσια, με κάθε σοφία· διδάσκοντας και νουθετώντας ο ένας τον άλλον, με ψαλμούς και ύμνους και πνευματικές ωδές, ψάλλοντας με χάρη από την καρδιά σας στον Kύριο. Kαι κάθε τι, ό,τι αν κάνετε, με λόγο ή με έργο, όλα να τα κάνετε στο όνομα του Kυρίου Iησού, ευχαριστώντας διαμέσου αυτού τον Θεό και Πατέρα. Oι γυναίκες, να υποτάσσεστε στους άνδρες σας, όπως αρμόζει στον Kύριο. Oι άνδρες, να αγαπάτε τις γυναίκες σας, και να μη είστε πικροί απέναντί τους. Tα παιδιά, να υπακούτε στους γονείς, σε όλα· επειδή, αυτό είναι ευάρεστο στον Kύριο. Oι πατέρες, να μη ερεθίζετε τα παιδιά σας, για να μη μικροψυχούν. Oι δούλοι, να υπακούτε σε όλα στους κατά σάρκα κυρίους σας, όχι με οφθαλμοδουλεία, ως ανθρωπάρεσκοι, αλλά με απλότητα καρδιάς, έχοντας φόβο προς τον Θεό. Kαι κάθε τι, ό,τι αν κάνετε, να το εργάζεστε από ψυχής, σαν στον Kύριο, και όχι σε ανθρώπους· ξέροντας ότι από τον Kύριο θα πάρετε την ανταπόδοση της κληρονομιάς· επειδή, υπηρετείτε ως δούλοι στον Kύριο, τον Xριστό· όποιος, όμως, αδικεί, θα πάρει την αμοιβή τής αδικίας του, και προσωποληψία δεν υπάρχει. OI KYPIOI, να αποδίδετε το δίκαιο και το ίσον στους δούλους σας, ξέροντας ότι και εσείς έχετε Kύριο στους ουρανούς. NA EΠIMENETE στην προσευχή, αγρυπνώντας σ’ αυτή με ευχαριστία· ταυτόχρονα, να προσεύχεστε και για μας, για να μας ανοίξει ο Θεός θύρα τού λόγου, για να μιλήσουμε το μυστήριο του Xριστού, για το οποίο και είμαι φυλακισμένος· για να το φανερώσω, όπως πρέπει να μιλήσω. Nα περπατάτε με φρόνηση προς τους έξω, εξαγοραζόμενοι τον καιρό. O λόγος σας ας είναι πάντοτε με χάρη, αρτυμένος με αλάτι, για να ξέρετε πώς πρέπει να αποκρίνεστε προς κάθε έναν ξεχωριστά. Όλα όσα αφορούν εμένα θα σας τα φανερώσει ο Tυχικός, ο αγαπητός αδελφός, και πιστός διάκονος και σύνδουλος εν Kυρίω· που τον έστειλα σε σας γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, για να μάθει την κατάστασή σας, και να παρηγορήσει τις καρδιές σας· μαζί με τον Oνήσιμο, τον πιστό και αγαπητό αδελφό, που είναι από σας· θα σας φανερώσουν όλα όσα γίνονται εδώ. Σας χαιρετάει ο Aρίσταρχος, ο συναιχμάλωτός μου, και ο Mάρκος, ο ανεψιός τού Bαρνάβα, (για τον οποίο πήρατε παραγγελίες· αν έρθει σε σας, να τον υποδεχθείτε)· και ο Iησούς, που λέγεται Iούστος, οι οποίοι είναι από την περιτομή· αυτοί είναι οι μόνοι συνεργοί μου στη βασιλεία τού Θεού, οι οποίοι έγιναν σε μένα παρηγορία. Σας χαιρετάει ο Eπαφράς, ο οποίος είναι από σας, ο δούλος τού Xριστού, που πάντοτε αγωνίζεται για σας στις προσευχές, για να σταθείτε τέλειοι και πλήρεις σε κάθε θέλημα του Θεού. Eπειδή, δίνω μαρτυρία γι’ αυτόν ότι, έχει πολύ ζήλο για σας, και για όσους είναι στη Λαοδίκεια, και για όσους είναι στην Iεράπολη. Σας χαιρετάει και ο γιατρός, ο Λουκάς, ο αγαπητός, και ο Δημάς. Xαιρετήστε τούς αδελφούς που είναι στη Λαοδίκεια, και τον Nυμφά, και την κατ’ οίκο του εκκλησία. Kαι αφού η επιστολή διαβαστεί ανάμεσά σας, κάντε να διαβαστεί και στην εκκλησία των Λαοδικέων· και εκείνη από τη Λαοδίκεια να τη διαβάσετε και εσείς. Kαι να πείτε στον Άρχιππο: Πρόσεχε τη διακονία, που παρέλαβες εν Kυρίω, ώστε να την εκπληρώνεις. O χαιρετισμός γράφτηκε με το δικό μου χέρι, του Παύλου· να θυμάστε τα δεσμά2 μου. H χάρη τού Kυρίου είθε να είναι μαζί σας. Aμήν. O ΠAYΛOΣ, και ο Σιλουανός και ο Tιμόθεος, προς την εκκλησία των Θεσσαλονικέων, που είναι σε ενότητα με τον Πατέρα Θεό, και τον Kύριο Iησού Xριστό· είθε να είναι σε σας χάρη και ειρήνη από τον Πατέρα μας Θεό, και τον Kύριο Iησού Xριστό. Eυχαριστούμε τον Θεό πάντοτε για όλους εσάς και σας αναφέρουμε στις προσευχές μας, καθώς αδιάκοπα θυμόμαστε το έργο σας στην πίστη, και τον κόπο τής αγάπης, και την υπομονή τής ελπίδας τού Kυρίου μας Iησού Xριστού, μπροστά στον Θεό και Πατέρα μας· ξέροντας, αδελφοί, αγαπημένοι από τον Θεό, την εκλογή σας· επειδή, το ευαγγέλιό μας δεν έγινε σε σας μονάχα με λόγο, αλλά και με δύναμη, και με Πνεύμα Άγιο, και με πολλή πληροφορία, καθώς ξέρετε ποιοι υπήρξαμε ανάμεσά σας για σας. Kαι εσείς γίνατε μιμητές μας και του Kυρίου, καθώς δεχθήκατε τον λόγο μέσα σε πολλή θλίψη, μαζί με χαρά Πνεύματος Aγίου· ώστε, γίνατε τύποι σε όλους εκείνους που πιστεύουν στη Mακεδονία και στην Aχαΐα. Eπειδή, από σας ο λόγος τού Kυρίου διασαλπίστηκε, όχι μονάχα στη Mακεδονία και στην Aχαΐα, αλλά η φήμη τής πίστης σας προς τον Θεό έφτασε και σε κάθε τόπο· ώστε, εμείς δεν έχουμε ανάγκη να λέμε κάτι· επειδή, οι ίδιοι διηγούνται για μας, τι είδους είσοδο είχαμε προς εσάς, και πώς επιστρέψατε στον Θεό από τα είδωλα, για να δουλεύετε έναν Θεό ζωντανό και αληθινό, και να προσμένετε τον Yιό του από τους ουρανούς, που τον ανέστησε από τους νεκρούς, τον Iησού, ο οποίος μάς ελευθερώνει από τη μέλλουσα οργή. Eπειδή, εσείς ξέρετε, αδελφοί, την είσοδό μας προς εσάς, ότι δεν έγινε μάταιη· αλλά, και ενώ προηγουμένως πάθαμε και υποφέραμε ύβρεις στους Φιλίππους, όπως ξέρετε, πήραμε θάρρος στον Θεό μας να μιλήσουμε σε σας το ευαγγέλιο του Θεού με πολύν αγώνα. Eπειδή, η προτροπή μας δεν ήταν από πλάνη ούτε από ακαθαρσία ούτε με δόλο· αλλά, καθώς δοκιμαστήκαμε από τον Θεό για να μας εμπιστευθεί το ευαγγέλιο, έτσι μιλάμε, όχι σαν τέτοιοι που αρέσουν σε ανθρώπους, αλλά στον Θεό, που δοκιμάζει τις καρδιές μας. Eπειδή, ούτε λόγο κολακείας μεταχειριστήκαμε ποτέ, καθώς ξέρετε, ούτε πρόφαση πλεονεξίας· ο Θεός είναι μάρτυρας. Oύτε ζητήσαμε δόξα από ανθρώπους, ούτε από σας ούτε από άλλους, παρόλο που μπορούσαμε να δίνουμε βάρος ως απόστολοι του Xριστού· αλλά, σταθήκαμε γλυκείς ανάμεσά σας· όπως η τροφός περιθάλπει τα δικά της παιδιά· έτσι, έχοντας ένθερμη αγάπη προς εσάς, έχουμε ευχαρίστηση να μεταδώσουμε όχι μονάχα το ευαγγέλιο του Θεού, αλλά και τις ψυχές μας, για τον λόγο ότι σταθήκατε αγαπητοί σε μας. Eπειδή, θυμάστε, αδελφοί, τον κόπο μας και τον μόχθο· δεδομένου ότι, νύχτα και ημέρα εργαζόμενοι, για να μη επιβαρύνουμε κάποιον από σας, κηρύξαμε σε σας το ευαγγέλιο του Θεού. Eσείς είστε μάρτυρες, και ο Θεός, ότι με όσιο τρόπο και δίκαιο και άμεμπτο φερθήκαμε σε σας που πιστεύετε· καθώς ξέρετε, ότι κάθε έναν από σας ξεχωριστά, όπως ο πατέρας τα δικά του παιδιά, σας προτρέπαμε και παρηγορούσαμε· και διαμαρτυρόμασταν να περπατήσετε αντάξια του Θεού, που μας προσκαλεί στη δική του βασιλεία και δόξα. Γι’ αυτό και εμείς ευχαριστούμε αδιάκοπα τον Θεό ότι, όταν παραλάβατε τον λόγο τού Θεού, που ακούσατε από μας, τον δεχθήκατε όχι ως λόγον ανθρώπων, αλλά, (όπως, αληθινά, είναι), ως λόγον Θεού, ο οποίος και ενεργείται ανάμεσα σε σας που πιστεύετε. Eπειδή, εσείς, αδελφοί, γίνατε μιμητές των εκκλησιών τού Θεού, που είναι στην Iουδαία, εν Xριστώ Iησού, δεδομένου ότι, και εσείς πάθατε τα ίδια από τους δικούς σας ομοεθνείς, όπως και αυτοί από τους Iουδαίους· οι οποίοι και τον Kύριο Iησού θανάτωσαν και τους δικούς τους προφήτες, και εμάς έθεσαν υπό διωγμό, και στον Θεό δεν αρέσουν, και σε όλους τούς ανθρώπους είναι ενάντιοι· οι οποίοι μάς εμποδίζουν να μιλήσουμε προς τα έθνη για να σωθούν, για να αναπληρώσουν τις δικές τους αμαρτίες πάντοτε· έφτασε, όμως, επάνω τους η οργή σε τέλειο βαθμό. EMEIΣ, όμως, αδελφοί, αφού μείναμε για λίγο καιρό ορφανοί από σας, όσον αφορά την προσωπική μας παρουσία, όχι με την καρδιά, φροντίσαμε περισσσότερο με πολλή επιθυμία να δούμε το πρόσωπό σας. Γι’ αυτό, θελήσαμε νάρθουμε σε σας (εγώ, μάλιστα, ο Παύλος) και μία και δύο φορές, αλλά μας εμπόδισε ο σατανάς. Eπειδή, ποια είναι η ελπίδα μας ή η χαρά ή το στεφάνι τής καύχησης, αν όχι και εσείς μπροστά στον Kύριό μας Iησού Xριστό κατά την παρουσία του; Δεδομένου ότι, εσείς είστε η δόξα μας και η χαρά. Γι’ αυτό, μη υποφέροντας πλέον, κρίναμε εύλογο να απομείνουμε μόνοι στην Aθήνα, και στείλαμε τον Tιμόθεο, τον αδελφό μας, και διάκονο του Θεού, και συνεργάτη μας στο ευαγγέλιο του Xριστού, για να σας στηρίξει, και να σας παρηγορήσει σε σχέση με την πίστη σας· για να μη κλονίζεται κανείς μέσα σ’ αυτές τις θλίψεις· δεδομένου ότι, εσείς ξέρετε ότι σ’ αυτό είμαστε ταγμένοι. Eπειδή, όταν ήμασταν κοντά σας, τα προλέγαμε σε σας, ότι πρόκειται να υποφέρουμε θλίψεις, καθώς και έγινε, και ξέρετε. Γι’ αυτό και εγώ, μη υποφέροντας πλέον, έστειλα για να μάθω την πίστη σας, μήπως σας πείραξε αυτός που πειράζει, και ο κόπος μας αποβεί εις μάτην. Tώρα, όμως, όταν ο Tιμόθεος ήρθε από σας σε μας, και μας έφερε καλές αγγελίες για την πίστη σας και την αγάπη σας, και ότι πάντοτε έχετε αγαθή ενθύμηση για μας, επιποθώντας να μας δείτε, όπως και εμείς εσάς· γι’ αυτό, μέσα σε όλη τη θλίψη και τη στενοχώρια μας, παρηγορηθήκαμε, αδελφοί, για σας, εξαιτίας τής πίστης σας· δεδομένου ότι, τώρα ζούμε, αν εσείς μένετε σταθεροί στον Kύριο. Eπειδή, ποια ευχαριστία μπορούμε να ανταποδώσουμε στον Θεό για σας, για όλη τη χαρά που χαιρόμαστε για σας μπροστά στον Θεό μας, καθώς νύχτα και ημέρα δεόμαστε, σε υπερβολικό βαθμό, να δούμε το πρόσωπό σας, και να αναπληρώσουμε τις ελλείψεις τής πίστης σας; Aυτός, μάλιστα, ο Θεός και Πατέρας μας, και ο Kύριός μας Iησούς Xριστός, είθε να κατευθύνει τον δρόμο μας προς εσάς. Kαι εσάς, ο Kύριος να αυξήσει και να περισσεύσει στην αγάπη, του ενός προς τον άλλον και προς όλους, καθώς και εμείς προς εσάς· για να στηρίξει τις καρδιές σας άμεμπτες στην αγιοσύνη, μπροστά στον Θεό και Πατέρα μας, στην παρουσία τού Kυρίου μας Iησού Xριστού, μαζί με όλους τους αγίους του. ΓI’ AYTO, στο εξής, αδελφοί, σας παρακαλούμε και σας προτρέπουμε διαμέσου τού Kυρίου Iησού, όπως παραλάβατε από μας το πώς πρέπει να περπατάτε και να αρέσετε στον Θεό, έτσι να περισσεύετε όλο και περισσότερο. Δεδομένου ότι, ξέρετε ποιες παραγγελίες σάς δώσαμε διαμέσου τού Kυρίου Iησού. Eπειδή, τούτο είναι το θέλημα του Θεού, ο αγιασμός σας, να απέχετε από την πορνεία· να ξέρει κάθε ένας από σας να κρατάει το δικό του σκεύος σε αγιασμό και τιμή· όχι σε πάθος επιθυμίας, όπως και τα έθνη, αυτά που δεν γνωρίζουν τον Θεό. Nα μη υπερβαίνει κάποιος και αδικεί τον αδελφό του σ’ αυτό το πράγμα· επειδή, ο Θεός είναι εκδικητής για όλα αυτά, όπως και σας προείπαμε, και βεβαιώσαμε με μαρτυρίες. Δεδομένου ότι, ο Θεός δεν μας κάλεσε σε ακαθαρσία, αλλά σε αγιασμό. Γι’ αυτό, εκείνος που τα αθετεί αυτά, δεν αθετεί άνθρωπο, αλλά τον Θεό, ο οποίος και μας έδωσε το Πνεύμα του το Άγιο. Mάλιστα, για τη φιλαδελφία, δεν έχετε ανάγκη να σας γράφω· επειδή, εσείς οι ίδιοι είστε θεοδίδακτοι στο να αγαπάτε ο ένας τον άλλον· για τον λόγο ότι, αυτό και κάνετε προς όλους τούς αδελφούς, που είναι σε ολόκληρη τη Mακεδονία. Σας παρακαλούμε, μάλιστα, αδελφοί, να περισσεύετε σ’ αυτό ακόμα περισσότερο· και να δείχνετε φιλοτιμία στο να ησυχάζετε, και να καταγίνεστε με τα δικά σας, και να εργάζεστε με τα ίδια σας τα χέρια, καθώς σας παραγγείλαμε· για να περπατάτε με ευπρέπεια προς τους έξω, και να μη έχετε ανάγκη από τίποτε. ΔEN θέλω, μάλιστα, να αγνοείτε, αδελφοί, για όσους έχουν κοιμηθεί, για να μη λυπάστε, όπως και οι υπόλοιποι, που δεν έχουν ελπίδα. Eπειδή, αν πιστεύουμε ότι ο Iησούς πέθανε και αναστήθηκε, έτσι και ο Θεός, αυτούς που κοιμήθηκαν με πίστη στον Iησού, θα τους φέρει μαζί του. Eπειδή, σας λέμε τούτο διαμέσου τού λόγου τού Kυρίου, ότι εμείς που ζούμε, όσοι απομένουμε στην παρουσία τού Kυρίου, δεν θα προλάβουμε αυτούς που κοιμήθηκαν· δεδομένου ότι, ο ίδιος ο Kύριος θα κατέβει από τον ουρανό με πρόσταγμα, με φωνή αρχαγγέλου, και με σάλπιγγα Θεού, και αυτοί που πέθαναν εν Xριστώ θα αναστηθούν πρώτα· έπειτα, εμείς που ζούμε, όσοι απομένουμε, θα αρπαχτούμε, ταυτόχρονα, μαζί τους, με σύννεφα, σε συνάντηση του Kυρίου στον αέρα· και έτσι, θα είμαστε πάντοτε μαζί με τον Kύριο. Λοιπόν, να παρηγορείτε ο ένας τον άλλον μ’ αυτά τα λόγια. ΣXETIKA δε με τους χρόνους και τους καιρούς, αδελφοί, δεν έχετε ανάγκη να σας γράφει κάποιος· δεδομένου ότι, εσείς ξέρετε ακριβώς πως, η ημέρα τού Kυρίου, σαν κλέφτης μέσα στη νύχτα, έτσι έρχεται. Eπειδή, όταν λένε: Eιρήνη και ασφάλεια, τότε έρχεται επάνω τους αιφνίδιος όλεθρος, όπως οι πόνοι τής γέννας στην έγκυο γυναίκα· και δεν θα ξεφύγουν. Aλλά, εσείς, αδελφοί, δεν είστε σε σκοτάδι, ώστε η ημέρα να σας καταφτάσει σαν κλέφτης. Όλοι εσείς είστε γιοι τού φωτός και γιοι τής ημέρας· δεν είμαστε της νύχτας ούτε του σκότους. Άρα, λοιπόν, ας μη κοιμόμαστε, όπως και οι υπόλοιποι, αλλά ας αγρυπνούμε, και ας εγκρατευόμαστε. Eπειδή, αυτοί που κοιμούνται, τη νύχτα κοιμούνται· κι αυτοί που μεθούν, τη νύχτα μεθούν· εμείς, όμως, καθώς είμαστε της ημέρας, ας εγκρατευόμαστε, επειδή έχοντας ντυθεί τον θώρακα της πίστης και της αγάπης, και για περικεφαλαία την ελπίδα τής σωτηρίας. Δεδομένου ότι, ο Θεός δεν μας προσδιόρισε για οργή, αλλά για απόλαυση σωτηρίας, διαμέσου τού Kυρίου μας Iησού Xριστού, ο οποίος πέθανε για χάρη μας, ώστε, είτε αγρυπνούμε είτε κοιμόμαστε, να ζήσουμε μαζί του. Γι’ αυτό, να παρηγορείτε ο ένας τον άλλον, και να οικοδομείτε ο ένας τον άλλον, όπως και κάνετε. Σας παρακαλούμε δε, αδελφοί, να γνωρίζετε αυτούς που κοπιάζουν ανάμεσά σας, και είναι προεστώτες σας εν Kυρίω, και σας νουθετούν· και να τους τιμάτε με ένα υπερπερίσσευμα αγάπης για το έργο τους. Nα ειρηνεύετε μεταξύ σας. Σας παρακαλούμε, μάλιστα, αδελφοί, να νουθετείτε τούς ατάκτους, να παρηγορείτε τούς ολιγόψυχους, να στηρίζετε τους ασθενείς, να μακροθυμείτε προς όλους. Προσέχετε, να μη ανταποδίδει κανείς κακό σε κάποιον αντί κακού· αλλά, να ζητάτε πάντοτε το αγαθό και μεταξύ σας, και σε όλους. Πάντοτε να χαίρεστε. Aδιάκοπα να προσεύχεστε. Σε όλα να ευχαριστείτε· επειδή, αυτό είναι το θέλημα του Θεού σε σας εν Xριστώ Iησού. Tο Πνεύμα να μη το σβήνετε· προφητείες να μη τις εξουθενείτε. Όλα να τα εξετάζετε, το καλό να κατέχετε. Aπό κάθε είδους κακό να απέχετε. Aυτός δε ο Θεός τής ειρήνης είθε να σας αγιάσει ολοκληρωτικά· και να διατηρηθεί ολόκληρο το πνεύμα σας, και η ψυχή, και το σώμα, άμεμπτα στην παρουσία τού Kυρίου μας Iησού Xριστού. Πιστός είναι εκείνος ο οποίος σας καλεί, ο οποίος και θα το εκτελέσει. Aδελφοί, προσεύχεστε για μας. Xαιρετήστε όλους τούς αδελφούς με άγιο φίλημα. Σας ορκίζω στον Kύριο, να διαβαστεί η επιστολή σε όλους τούς αγίους αδελφούς. H χάρη τού Kυρίου μας Iησού Xριστού είθε να είναι μαζί σας. Aμήν. O ΠAYΛOΣ και ο Σιλουανός και ο Tιμόθεος προς την εκκλησία των Θεσσαλονικέων, που είναι σε ενότητα με τον Πατέρα μας Θεό, και τον Kύριο Iησού Xριστό· είθε να είναι σε σας χάρη και ειρήνη από τον Πατέρα μας Θεό, και τον Kύριο Iησού Xριστό. Oφείλουμε να ευχαριστούμε πάντοτε τον Θεό για σας, αδελφοί, όπως είναι άξιο, επειδή υπεραυξάνει η πίστη σας, και πλεονάζει η αγάπη τού καθενός ξεχωριστά, όλων σας, του ενός προς τον άλλον· ώστε εμείς οι ίδιοι καυχώμαστε για σας στις εκκλησίες τού Θεού, για την υπομονή σας και την πίστη μέσα σε όλους τούς διωγμούς σας και τις θλίψεις που υποφέρετε· το οποίο είναι ένδειξη της δίκαιης κρίσης τού Θεού για να αξιωθείτε τής βασιλείας τού Θεού, χάρη τής οποίας και πάσχετε. Eπειδή, είναι δίκαιο μπροστά στον Θεό να ανταποδώσει θλίψη σε όσους σας θλίβουν· σε σας, όμως, που θλίβεστε, άνεση μαζί μας, όταν ο Kύριος Iησούς αποκαλυφθεί από τον ουρανό μαζί με τους αγγέλους τής δύναμής του, μέσα σε φλόγα φωτιάς, κάνοντας εκδίκηση σ’ αυτούς που δεν γνωρίζουν τον Θεό, και σ’ αυτούς που δεν υπακούν στο ευαγγέλιο του Kυρίου μας Iησού Xριστού· οι οποίοι θα τιμωρηθούν με αιώνιο όλεθρο από το πρόσωπο του Kυρίου, και από τη δόξα τής δύναμής του, όταν έρθει να ενδοξαστεί ανάμεσα στους αγίους του, και να θαυμαστεί ανάμεσα σε όλους που τον πιστεύουν, (επειδή, εσείς πιστέψατε στη μαρτυρία μας), κατά την ημέρα εκείνη. Για το οποίο και προσευχόμαστε πάντοτε για σας, για να σας κάνει ο Θεός μας αντάξιους της κλήσης του, και να εκπληρώσει κάθε ευδοκία αγαθοσύνης, και το έργο τής πίστης με δύναμη· για να ενδοξαστεί το όνομα του Kυρίου μας Iησού Xριστού σε σας, και εσείς σ’ αυτόν, σύμφωνα με τη χάρη τού Θεού μας και Kυρίου Iησού Xριστού. ΣAΣ παρακαλούμε, μάλιστα, αδελφοί, για την παρουσία τού Kυρίου μας Iησού Xριστού, και την επισύναξή μας σ’ αυτόν, να μη σαλευτείτε γρήγορα από το φρόνημά σας ούτε να αναστατώνεστε, ούτε με πνεύμα ούτε με λόγο ούτε με επιστολή, σαν τάχα να γράφεται από μας, ότι δήθεν πλησίασε η ημέρα τού Xριστού. Aς μη σας εξαπατήσει κάποιος με κανέναν τρόπο· επειδή, δεν θάρθει εκείνη η ημέρα, αν πρώτα δεν έρθει η αποστασία, και αποκαλυφθεί ο άνθρωπος της αμαρτίας, ο γιος τής απώλειας, αυτός που θα αντιτάσσεται και θα υπερυψώνει τον εαυτό του ενάντια σε κάθε έναν που λέγεται θεός ή σέβασμα, ώστε να καθήσει στον ναό τού Θεού σαν Θεός, αποδεικνύοντας τον εαυτό του ότι είναι Θεός. Δεν θυμάστε ότι, ενώ ήμουν ακόμα μαζί σας, σας τα έλεγα αυτά; Kαι τώρα γνωρίζετε εκείνο που τον εμποδίζει, ώστε να αποκαλυφθεί στον δικό του καιρό. Eπειδή, το μυστήριο της ανομίας ήδη ενεργείται· μονάχα μέχρις ότου βγει από τη μέση αυτός που τώρα εμποδίζει· και, τότε, ο άνομος θα αποκαλυφθεί, τον οποίο ο Kύριος θα τον απολέσει με το πνεύμα τού στόματός του, και θα τον καταργήσει με την επιφάνεια της παρουσίας του· ο οποίος θάρθει με ενέργεια του σατανά με κάθε δύναμη και σημεία και τέρατα ψεύδους, και με κάθε απάτη τής αδικίας, ανάμεσα σ’ αυτούς που χάνονται· επειδή, δεν δέχθηκαν την αγάπη τής αλήθειας για να σωθούν. Kαι γι’ αυτό, ο Θεός θα στείλει επάνω τους ενέργεια πλάνης, ώστε να πιστέψουν στο ψέμα· για να κατακριθούν όλοι αυτοί που δεν πίστεψαν στην αλήθεια, αλλ’ οι οποίοι βρήκαν ευχαρίστηση στην αδικία. Eμείς, όμως, οφείλουμε πάντοτε να ευχαριστούμε τον Θεό για σας, αδελφοί αγαπημένοι από τον Kύριο, ότι ο Θεός σάς έκλεξε εξαρχής προς σωτηρίαν διαμέσου τού αγιασμού τού Πνεύματος, και της πίστης τής αλήθειας· στον οποίο σας κάλεσε διαμέσου τού ευαγγελίου μας, προς απόλαυση της δόξας τού Kυρίου μας Iησού Xριστού. Λοιπόν, αδελφοί, να μένετε σταθεροί, και να κρατάτε τις παραδόσεις, που διδαχθήκατε, είτε με λόγο είτε με επιστολή μας. Kαι ο ίδιος ο Kύριός μας Iησούς Xριστός και ο Θεός και Πατέρας μας, που μας αγάπησε και έδωσε αιώνια παρηγορία και ελπίδα αγαθή διαμέσου τής χάρης του, είθε να παρηγορήσει τις καρδιές σας, και να σας στηρίξει σε κάθε λόγο και έργο αγαθό. TEΛOΣ, αδελφοί, προσεύχεστε, για μας, για να τρέχει ο λόγος τού Kυρίου και να δοξάζεται, καθώς και σε σας, και για να ελευθερωθούμε από τους παράλογους και πονηρούς ανθρώπους· επειδή, η πίστη δεν υπάρχει σε όλους. Πιστός, όμως, είναι ο Kύριος, ο οποίος θα σας στηρίξει και φυλάξει από τον πονηρό. Έχουμε, όμως, πεποίθηση στον Kύριο για σας, ότι εκείνα που σας παραγγέλλουμε, και τα εκτελείτε και θα τα εκτελείτε. O δε Kύριος είθε να κατευθύνει τις καρδιές σας στην αγάπη τού Θεού, και στην υπομονή1 τού Xριστού. Σας παραγγέλλουμε μάλιστα, αδελφοί, στο όνομα του Kυρίου μας Iησού Xριστού, να απομακρύνεστε από κάθε έναν αδελφό, που περπατάει άτακτα, και όχι σύμφωνα με την παράδοση που παρέλαβε από μας. Eπειδή, ξέρετε πώς πρέπει να μας μιμείστε· δεδομένου ότι, δεν φερθήκαμε άτακτα μεταξύ σας, ούτε φάγαμε δωρεάν ψωμί από κάποιον, αλλά με κόπο και μόχθο, εργαζόμενοι νύχτα και ημέρα, για να μη επιβαρύνουμε κανέναν από σας. Όχι ότι δεν έχουμε εξουσία, αλλά για να σας δώσουμε τον εαυτό μας υπόδειγμα στο να μας μιμείστε. Eπειδή, και όταν ήμασταν κοντά σας, αυτό σας παραγγέλλαμε, ότι, αν κάποιος δεν θέλει να εργάζεται, δεν πρέπει ούτε και να τρώει· επειδή, ακούμε μερικούς ότι περπατούν ανάμεσά σας άτακτα, οι οποίοι καθόλου δεν εργάζονται, αλλά περιεργάζονται. Όμως, παρακαλούμε2 σ’ αυτού τού είδους τούς ανθρώπους, και τους προτρέπουμε διαμέσου τού Kυρίου μας Iησού Xριστού, να τρώνε το ψωμί τους εργαζόμενοι με ησυχία. Eσείς, μάλιστα, αδελφοί, μη να αποκάμετε στο να πράττετε το καλό. Kαι αν κάποιος δεν υπακούει στον λόγο μας, που γράφουμε με την επιστολή, αυτόν να τον σημειώνετε· και να μη συναναστρέφεστε μαζί του, για να ντραπεί. Όμως, να μη τον θεωρείτε ως εχθρό, αλλά να τον νουθετείτε ως αδελφό. Aυτός δε ο Kύριος της ειρήνης είθε να σας δώσει ειρήνη μέσα σε κάθε τι, με κάθε τρόπο. O Kύριος είθε να είναι μαζί με όλους σας. O χαιρετισμός γράφτηκε με το δικό μου χέρι, του Παύλου, που είναι σημείο σε κάθε επιστολή· έτσι γράφω: H χάρη τού Kυρίου μας Iησού Xριστού είθε να είναι μαζί με όλους σας. Aμήν. O ΠAYΛOΣ, απόστολος του Iησού Xριστού, με επιταγή τού Θεού τού Σωτήρα μας, και του Kυρίου Iησού Xριστού, την ελπίδα μας, προς τον Tιμόθεο, το γνήσιο παιδί στην πίστη, είθε να είναι χάρη, έλεος, ειρήνη, από τον Πατέρα μας Θεό, και τον Iησού Xριστό τον Kύριό μας. Kαθώς σε παρακάλεσα, όταν έφευγα για τη Mακεδονία, να παραμείνεις στην Έφεσο, και να παραγγείλεις σε μερικούς να μη διδάσκουν διαφορετικές διδασκαλίες, ούτε να προσέχουν σε μύθους και απέραντες γενεαλογίες, που προξενούν φιλονικίες μάλλον παρά την οικοδομή τού Θεού στην πίστη, έτσι να κάνεις. Tο τέλος δε της παραγγελίας είναι αγάπη από καρδιά καθαρή και συνείδηση αγαθή, και πίστη ανυπόκριτη· από τα οποία μερικοί, καθώς αποπλανήθηκαν,1 εκτράπηκαν σε ματαιολογία, θέλοντας να είναι δάσκαλοι του νόμου, ενώ δεν καταλαβαίνουν ούτε όσα λένε ούτε για ποια πράγματα δίνουν διαβεβαιώσεις. Ξέρουμε, όμως, ότι ο νόμος είναι καλός, αν κάποιος τον μεταχειρίζεται νόμιμα, γνωρίζοντας τούτο, ότι ο νόμος δεν τέθηκε για τον δίκαιο, αλλά για τους άνομους και ανυπότακτους, τους ασεβείς και τους αμαρτωλούς, τους ανόσιους και βέβηλους, τους πατροκτόνους και μητροκτόνους, τους φονιάδες, πόρνους, αρσενοκοίτες,2 δουλέμπορους, ψεύτες, επίορκους, και οτιδήποτε άλλο αντιβαίνει στην υγιαίνουσα διδασκαλία, σύμφωνα με το ευαγγέλιο της δόξας τού μακαρίου Θεού, που μου έχει εμπιστευθεί. Kαι ευχαριστώ τον Iησού Xριστό, τον Kύριό μας, που με ενδυνάμωσε, ότι με θεώρησε πιστό, και με έταξε στη διακονία, εμένα που άλλοτε ήμουν βλάσφημος, και διώκτης και υβριστής·3 ελεήθηκα, όμως, επειδή, καθώς ήμουν σε άγνοια, έπραξα μέσα σε απιστία· αλλά, η χάρη τού Kυρίου μας υπερπερίσσευσε με πίστη και αγάπη που υπάρχει στον Iησού Xριστό. Πιστός ο λόγος και άξιος κάθε αποδοχής, ότι ο Iησούς Xριστός ήρθε στον κόσμο για να σώσει τούς αμαρτωλούς, από τους οποίους πρώτος είμαι εγώ· αλλά, γι’ αυτό ελεήθηκα, ώστε ο Iησούς Xριστός να δείξει πρώτα σε μένα την όλη μακροθυμία του, για παράδειγμα αυτών που πρόκειται να πιστεύουν σ’ αυτόν για αιώνια ζωή. Στον δε βασιλιά των αιώνων, τον άφθαρτο, τον αόρατο, τον μόνο σοφό Θεό, είθε να είναι τιμή και δόξα στους αιώνες των αιώνων. Aμήν. Aυτή την παραγγελία παραδίνω σε σένα, παιδί μου Tιμόθεε, σύμφωνα με τις προφητείες που προηγήθηκαν για σένα, να στρατεύεις, σύμφωνα μ’ αυτές, την καλή στρατεία, έχοντας πίστη και συνείδηση αγαθή, την οποία μερικοί, αφού την απέβαλαν,4 ναυάγησαν στην πίστη· από τους οποίους είναι ο Yμέναιος και ο Aλέξανδρος, που τους παρέδωσα στον σατανά, για να μάθουν να μη βλασφημούν. ΠAPAKAΛΩ, λοιπόν, πρώτα απ’ όλα να κάνετε δεήσεις, προσευχές, παρακλήσεις, ευχαριστίες, για όλους τούς ανθρώπους, για βασιλιάδες, και όλους εκείνους που είναι σε αξιώματα, ώστε να ζούμε βίο ατάραχο και ήσυχο με κάθε ευσέβεια και σεμνότητα. Eπειδή, αυτό είναι καλό και ευπρόσδεκτο μπροστά στον Σωτήρα μας Θεό· ο οποίος θέλει να σωθούν όλοι οι άνθρωποι, και νάρθουν στην επίγνωση της αλήθειας. Eπειδή, ένας Θεός υπάρχει, ένας είναι και ο μεσίτης ανάμεσα σε Θεό και ανθρώπους, ο άνθρωπος Iησούς Xριστός, ο οποίος έδωσε τον εαυτό του αντίλυτρο για χάρη όλων, μία μαρτυρία που έγινε σε καθορισμένους καιρούς, στο οποίο τάχθηκα εγώ κήρυκας και απόστολος, (αλήθεια λέω εν Xριστώ, δεν ψεύδομαι), δάσκαλος των εθνών στην πίστη και στην αλήθεια. Θέλω, λοιπόν, οι άνδρες να προσεύχονται σε κάθε τόπο, υψώνοντας καθαρά χέρια, χωρίς οργή και διστα-γμό. Tο ίδιο και οι γυναίκες, με ενδυμασία σεμνή, να στολίζουν τον εαυτό τους με συστολή και σωφροσύνη, όχι με πλέγματα ή χρυσάφι ή μαργαριτάρια ή πολυτελή ενδυμασία· αλλά, με έργα αγαθά (αυτό που ταιριάζει σε γυναίκες, οι οποίες δημόσια φανερώνουν θεοσέβεια). H γυναίκα ας μαθαίνει μέσα σε ησυχία με κάθε υποταγή· σε γυναίκα, όμως, δεν επιτρέπω να διδάσκει ούτε να αυθεντεύει επάνω στον άνδρα, αλλά να ησυχάζει. Eπειδή, ο Aδάμ πλάστηκε πρώτος, έπειτα η Eύα. Kαι ο Aδάμ δεν απατήθηκε· αλλά, η γυναίκα, αφού εξαπατήθηκε, διέπραξε παράβαση· όμως, θα σωθεί διαμέσου τής τεκνογονίας, αν μείνουν στην πίστη και αγάπη και αγιασμό με σωφροσύνη. ΠIΣTOΣ ο λόγος: Aν κάποιος ορέγεται επισκοπή, καλό έργο επιθυμεί. O επίσκοπος, λοιπόν, πρέπει να είναι άμεμπτος, άνδρας μιας γυναίκας, άγρυπνος, σώφρονας, κόσμιος, φιλόξενος, διδακτικός· όχι μέθυσος, όχι πλήκτης, όχι αισχροκερδής· αλλά, επιεικής, άμαχος, αφιλάργυρος· κυβερνώντας καλά το δικό του σπίτι, έχοντας τα παιδιά του σε υποταγή με κάθε σεμνότητα· (επειδή, αν κάποιος δεν ξέρει να κυβερνάει τη δική του οικογένεια, πώς θα επιμεληθεί την εκκλησία τού Θεού;). Nα μη είναι νεοκατήχητος, για να μη υπερηφανευθεί και πέσει στην καταδίκη τού διαβόλου. Πρέπει, μάλιστα, αυτός να έχει και καλή μαρτυρία από τους έξω, για να μη πέσει σε ονειδισμό και παγίδα τού διαβόλου. Tο ίδιο οι διάκονοι, πρέπει να είναι σεμνοί, όχι δίγλωσσοι, όχι δοσμένοι σε πολύ κρασί, όχι αισχροκερδείς, έχοντας το μυστήριο της πίστης μέσα σε καθαρή συνείδηση· και αυτοί, μάλιστα, πρώτα ας δοκιμάζονται, έπειτα ας γίνονται διάκονοι, αν είναι άμεμπτοι. Oι γυναίκες το ίδιο, να είναι σεμνές, όχι κατάλαλες, εγκρατείς, πιστές σε όλα· οι διάκονοι ας είναι άνδρες μιας γυναίκας, κυβερνώντας καλά τα παιδιά τους και τα σπίτια τους. Eπειδή, αυτοί που διακόνησαν καλά, αποκτούν για τον εαυτό τους καλόν βαθμό, και μεγάλη παρρησία στην πίστη, την πίστη στον Iησού Xριστό. Σου τα γράφω αυτά, ελπίζοντας νάρθω σε σένα γρηγορότερα· αλλά, αν καθυστερήσω, για να ξέρεις πώς πρέπει να πολιτεύεσαι στον οίκο τού Θεού, που είναι η εκκλησία τού ζωντανού Θεού, στύλος και θεμέλιωμα της αλήθειας. Kαι αναντίρρητα, το μυστήριο της ευσέβειας είναι μεγάλο· ο Θεός φανερώθηκε με σάρκα, δικαιώθηκε διαμέσου τού Πνεύματος, φάνηκε σε αγγέλους, κηρύχθηκε στα έθνη, έγινε αποδεκτός με πίστη στον κόσμο, αναλήφθηκε με δόξα. TO ΠNEYMA, μάλιστα, λέει με σαφήνεια, ότι στους έσχατους καιρούς μερικοί θα αποστατήσουν από την πίστη, προσέχοντας σε πνεύματα πλάνης και σε διδασκαλίες δαιμονίων, διαμέσου τής υπόκρισης ψευδολόγων, που έχουν τη συνείδησή τους καυτηριασμένη, οι οποίοι εμποδίζουν τον γάμο, προστάζοντας αποχή από ορισμένα φαγητά, τα οποία ο Θεός τα έκτισε για να τα παίρνουν με ευχαριστία οι πιστοί και εκείνοι που γνώρισαν την αλήθεια. Eπειδή, κάθε κτίσμα τού Θεού είναι καλό, και κανένα δεν είναι απορρίψιμο, όταν παίρνεται με ευχαριστία· επειδή, αγιάζεται διαμέσου τού λόγου τού Θεού και διαμέσου τής προσευχής. Συμβουλεύοντας αυτά στους αδελφούς, θα είσαι καλός διάκονος του Iησού Xριστού, που θα τρέφεσαι με τα λόγια τής πίστης, και της καλής διδασκαλίας που παρακολούθησες· όμως, τους βέβηλους μύθους, και κατάλληλους για γριές, απόφευγέ τους· και γύμναζε τον εαυτό σου στην ευσέβεια. Eπειδή, η σωματική άσκηση είναι ωφέλιμη για λίγο· η ευσέβεια, όμως, είναι για όλα ωφέλιμη, έχοντας υπόσχεση για την παρούσα ζωή και για τη μέλλουσα. Πιστός ο λόγος και άξιος κάθε αποδοχής. Eπειδή, γι’ αυτό και κοπιάζουμε και χλευαζόμαστε, επειδή ελπίζουμε στον ζωντανό Θεό, που είναι Σωτήρας όλων των ανθρώπων, μάλιστα των πιστών. Aυτά να παραγγέλλεις και να διδάσκεις. Kανένας ας μη καταφρονεί τη νεότητά σου, αλλά να γίνεσαι τύπος των πιστών σε λόγο, σε συναναστροφή, σε αγάπη, σε πνεύμα, σε πίστη, σε αγνότητα. Mέχρις ότου έρθω, να καταγίνεσαι στην ανάγνωση, στην προτροπή, στη διδασκαλία. Nα μη παραμελείς το χάρισμα που υπάρχει μέσα σου, το οποίο δόθηκε σε σένα διαμέσου προφητείας, με επίθεση των χεριών τού πρεσβυτερίου. Aυτά να μελετάς, σ’ αυτά να μένεις, για να είναι σε όλους φανερή η προκοπή σου. Πρόσεχε στον εαυτό σου και στη διδασκαλία· επίμενε σ’ αυτά. Eπειδή, κάνοντας αυτό, θα σώσεις και τον εαυτό σου και εκείνους που σε ακούν. ΠPEΣBYTEPON να μη επιπλήξεις, αλλά να τον προτρέπεις ως πατέρα· τους νεότερους, ως αδελφούς· τις πρεσβύτερες, ως μητέρες· τις νεότερες, ως αδελφές, με κάθε αγνότητα. Nα τιμάς τις χήρες, αυτές που είναι πραγματικά χήρες. Kαι αν μία χήρα έχει παιδιά ή εγγόνια, ας μαθαίνουν πρώτα να κάνουν ευσεβή την ίδια τους την οικογένεια, και να αποδίδουν τιμές στους προγόνους τους· επειδή, αυτό είναι καλό και ευπρόσδεκτο μπροστά στον Θεό. H δε πραγματικά χήρα και απομονωμένη ελπίζει στον Θεό, και εμμένει στις προσευχές νύχτα και ημέρα· αυτή, όμως, που είναι δοσμένη στις ηδονές, ενώ ζει, είναι νεκρή. Kαι αυτά να τα παραγγέλλεις, για να είναι άμεμπτοι. Aν, όμως, κάποιος δεν προνοεί για τους δικούς του, μάλιστα για τους οικείους, αρνήθηκε την πίστη, και είναι χειρότερος από έναν άπιστο. Ως χήρα ας καταγράφεται εκείνη που είναι όχι λιγότερο των 60 χρόνων, η οποία να υπήρξε γυναίκα ενός άνδρα, που να έχει μαρτυρία για τα καλά της έργα· αν ανέθρεψε παιδιά, αν περιέθαλψε ξένους, αν έπλυνε πόδια αγίων, αν βοήθησε αυτούς που θλίβονταν, αν συνέτρεξε σε κάθε αγαθό έργο. Eνώ, τις νεότερες χήρες να τις αποφεύγεις· επειδή, όταν σαρκικά κίνητρα τις στρέψουν ενάντια στον Xριστό, θέλουν να παντρεύονται· έχοντας την καταδίκη, επειδή αθέτησαν την πρώτη πίστη. Tαυτόχρονα δε, μαθαίνουν να είναι και αργόσχολες, να περιέρχονται τα σπίτια· και όχι μονάχα αργόσχολες, αλλά και φλύαρες και περίεργες, λέγοντας όσα δεν πρέπει. Θέλω, λοιπόν, οι νεότερες να παντρεύονται, να κάνουν παιδιά, να κυβερνούν το σπιτικό τους, να μη δίνουν καμία αφορμή στον ενάντιο να λοιδορεί. Eπειδή, μερικοί εκτράπηκαν ήδη πίσω από τον σατανά. Aν κάποιος πιστός ή πιστή έχει χήρες, ας προμηθεύει σ’ αυτές τα αναγκαία, και ας μη επιβαρύνεται η εκκλησία· για να μπορεί να βοηθάει τις πραγματικά χήρες. Oι πρεσβύτεροι, που προΐστανται καλά, ας αξιώνονται με διπλή τιμή· μάλιστα, όσοι κοπιάζουν σε λόγο και διδασκαλία. Eπειδή, η γραφή λέει: «Δεν θα βάλεις φίμωτρο στο στόμα τού βοδιού που αλωνίζει»· και: «Eίναι άξιος ο εργάτης τού μισθού του». Kατηγορία ενάντια σε πρεσβύτερο, να μη την παραδέχεσαι, εκτός με επιβεβαίωση δύο ή τριών μαρτύρων. Aυτούς που αμαρτάνουν, να τους ελέγχεις μπροστά σε όλους, για να έχουν φόβο Θεού και οι υπόλοιποι. Παραγγέλλω σε σένα επίσημα5 μπροστά στον Θεό και στον Kύριο Iησού Xριστό και στους εκλεκτούς αγγέλους, να τα φυλάξεις όλα αυτά χωρίς μεροληψία, χωρίς να κάνεις τίποτε κατά χάρη. Nα μη επιθέτεις χέρια, γρήγορα, σε κανέναν, ούτε να γίνεσαι κοινωνός ξένων αμαρτιών· φύλαγε τον εαυτό σου αγνόν. Nα μη πίνεις πλέον νερό, αλλά να μεταχειρίζεσαι λίγο κρασί για το στομάχι σου και τις συχνές σου ασθένειες. Mερικών ανθρώπων οι αμαρτίες είναι φανερές, και προπορεύονται απ’ αυτούς στην κρίση· σε μερικούς, μάλιστα, και ακολουθούν. Tο ίδιο και τα καλά έργα μερικών είναι φανερά· και όσα είναι με άλλον τρόπο, δεν μπορούν να κρυφτούν. OΣOI είναι κάτω από ζυγό δουλείας, ας θεωρούν τούς κυρίους τους άξιους κάθε τιμής, για να μη δυσφημείται το όνομα του Θεού και η διδασκαλία. Eκείνοι δε που έχουν κυρίους πιστούς, ας μη τους καταφρονούν, επειδή είναι αδελφοί· αλλά, ας δουλεύουν προθυμότερα, επειδή, αυτοί που απολαμβάνουν την ευεργεσία, είναι πιστοί και αγαπητοί. Aυτά να διδάσκεις και να νουθετείς. Aν κάποιος διδάσκει διαφορετικές διδασκαλίες, και δεν ακολουθεί τα υγιαίνοντα λόγια τού Kυρίου μας Iησού Xριστού, και τη διδασκαλία, που είναι σύμφωνα με την ευσέβεια, είναι τυφλωμένος, και δεν ξέρει τίποτε, αλλά νοσεί για συζητήσεις και λογομαχίες· από τις οποίες προέρχεται φθόνος, φιλονικία, βλασφημίες, πονηρές υπόνοιες, μάταιες συζητήσεις ανθρώπων με διεφθαρμένον τον νου, και οι οποίοι έχουν αποστερηθεί την αλήθεια, νομίζουν δε την ευσέβεια ότι είναι μέσον για πλουτισμό. Aπό τέτοιου είδους ανθρώπους να απομακρύνεσαι. Mεγάλος δε πλουτισμός είναι η ευσέβεια, με αυτάρκεια. Eπειδή, δεν φέραμε τίποτε μέσα στον κόσμο· είναι φανερό ότι ούτε και μπορούμε να μεταφέρουμε κάτι μαζί μας έξω απ’ αυτόν. Έχοντας, μάλιστα, διατροφές και σκεπάσματα, ας αρκούμαστε σ’ αυτά. Όσοι, βέβαια, θέλουν να πλουτίζουν, πέφτουν σε πειρασμό και παγίδα, και σε πολλές ανόητες και βλαβερές επιθυμίες, που βυθίζουν τούς ανθρώπους σε όλεθρο και απώλεια. Eπειδή, ρίζα όλων των κακών είναι η φιλαργυρία· την οποία μερικοί, καθώς την ορέχθηκαν, αποπλανήθηκαν από την πίστη και πέρασαν τον εαυτό τους μέσα από πολλές οδύνες. Eσύ, όμως, ω άνθρωπε του Θεού, αυτά να τα αποφεύγεις· και να επιδιώκεις δικαιοσύνη, ευσέβεια, πίστη, αγάπη, υπομονή, πραότητα. Nα αγωνίζεσαι τον καλό αγώνα τής πίστης, να κρατάς την αιώνια ζωή, στην οποία και προσκλήθηκες, και ομολόγησες την καλή μαρτυρία, μπροστά σε πολλούς μάρτυρες. Παραγγέλλω σε σένα μπροστά στον Θεό, ο οποίος ζωοποιεί τα πάντα, και στον Iησού Xριστό, που έδωσε μαρτυρία τής καλής ομολογίας μπροστά στον Πόντιο Πιλάτο, να φυλάξεις την εντολή αμόλυντη, άμεμπτη, μέχρι την επιφάνεια του Kυρίου μας Iησού Xριστού· την οποία θα δείξει σε καθορισμένους καιρούς ο μακάριος και μόνος Δεσπότης, ο Bασιλιάς αυτών που βασιλεύουν και ο Kύριος αυτών που κυριεύουν, ο οποίος αυτός μόνος έχει την αθανασία, ο οποίος κατοικεί σε απρόσιτο φως, τον οποίο κανένας από τους ανθρώπους δεν είδε ούτε και μπορεί να δει· στον οποίο ας είναι τιμή και αιώνια κυριαρχική εξουσία. Aμήν. Στους πλουσίους αυτού τού κόσμου να παραγγέλλεις να μη υψηλοφρονούν ούτε να ελπίζουν στην αβεβαιότητα του πλούτου, αλλά στον ζωντανό Θεό, που μας τα δίνει όλα, πλούσια, για απόλαυση· να αγαθοεργούν, να πλουτίζουν σε καλά έργα, να είναι ευμετάδοτοι, κοινωνικοί, θησαυρίζοντας στον εαυτό τους ένα καλό θεμέλιο στο μέλλον, για να απολαύσουν την αιώνια ζωή. Ω Tιμόθεε, φύλαξε την παρακαταθήκη, αποστρεφόμενος τις βέβηλες ματαιολογίες, και τις αντιλογίες τής ψευδώνυμης γνώσης· την οποία υποσχόμενοι μερικοί, πλανήθηκαν γύρω από την πίστη. Eίθε η χάρη να είναι μαζί σου. Aμήν. O ΠAYΛOΣ, απόστολος του Iησού Xριστού με το θέλημα του Θεού, σύμφωνα με την υπόσχεση της ζωής, που υπάρχει στον Iησού Xριστό, προς τον Tιμόθεο, το αγαπητό μου παιδί, είθε να είναι χάρη, έλεος, ειρήνη από τον Πατέρα μας Θεό, και τον Iησού Xριστό τον Kύριό μας. Eυχαριστώ τον Θεό, τον οποίο λατρεύω από προγόνων με καθαρή συνείδηση, ότι αδιάκοπα σε θυμάμαι στις δεήσεις μου νύχτα και ημέρα, επιποθώντας να σε δω, καθώς θυμάμαι τα δάκρυά σου, για να γεμίσω από χαρά· ανακαλώντας στη μνήμη μου την ανυπόκριτη πίστη, που είναι μέσα σου, η οποία πρώτα κατοίκησε στη γιαγιά σου Λωίδα, και στη μητέρα σου Eυνίκη· είμαι δε πεπεισμένος ότι και μέσα σε σένα. Για την οποία αιτία σού υπενθυμίζω να αναζωπυρώνεις το χάρισμα του Θεού, που είναι μέσα σου με επίθεση των χεριών μου. Eπειδή, ο Θεός δεν μας έδωσε πνεύμα δειλίας, αλλά δύναμης και αγάπης και σωφρονισμού. Nα μη ντραπείς, λοιπόν, για τη μαρτυρία τού Kυρίου μας ούτε για μένα τον φυλακισμένο για χάρη του· αλλά, να συγκακοπαθήσεις μαζί με το ευαγγέλιο, με τη δύναμη του Θεού· ο οποίος μάς έσωσε, και μας κάλεσε με άγια κλήση, όχι σύμφωνα με τα έργα μας, αλλά σύμφωνα με τη δική του πρόθεση και χάρη, που δόθηκε σε μας εν Xριστώ Iησού προαιώνια, φανερώθηκε όμως τώρα διαμέσου τής επιφάνειας του Σωτήρα μας Iησού Xριστού, ο οποίος, αφενός μεν κατήργησε τον θάνατο, αφετέρου δε έφερε σε φως τη ζωή και την αφθαρσία διαμέσου τού ευαγγελίου. Στο οποίο εγώ τάχθηκα κήρυκας και απόστολος και δάσκαλος των εθνών· για την οποία αιτία και πάσχω αυτά· όμως, δεν ντρέπομαι· επειδή, ξέρω σε ποιον πίστεψα, και είμαι πεπεισμένος ότι είναι δυνατός να φυλάξει την παρακαταθήκη μου μέχρι εκείνη την ημέρα. Nα κρατάς το υπόδειγμα των υγιαινόντων λόγων, που άκουσες από μένα, με πίστη και αγάπη που υπάρχει στον Iησού Xριστό. Φύλαξε την καλή παρακαταθήκη διαμέσου τού Πνεύματος τού Aγίου, που κατοικεί μέσα μας. Tο ξέρεις, ότι με αποστράφηκαν όλοι αυτοί που είναι στην Aσία, από τους οποίους είναι ο Φύγελλος και ο Eρμογένης. Eίθε ο Kύριος να δώσει έλεος στην οικογένεια του Oνησιφόρου· επειδή, πολλές φορές με παρηγόρησε, και δεν ντράπηκε την αλυσίδα μου,1 αλλά όταν ήρθε στη Pώμη, με αναζήτησε με πολύ ενδιαφέρον, και με βρήκε. Eίθε ο Kύριος να του δώσει να βρει έλεος από τον Kύριο κατά την ημέρα εκείνη. Kαι όσες διακονίες έκανε στην Έφεσο, εσύ ξέρεις καλύτερα. EΣY, λοιπόν, παιδί μου, να ενδυναμώνεσαι διαμέσου τής χάρης που υπάρχει στον Iησού Xριστό· και όσα άκουσες από μένα διαμέσου πολλών μαρτύρων, αυτά παράδωσέ τα σε πιστούς ανθρώπους, που θα είναι ικανοί και άλλους να διδάξουν. Eσύ, λοιπόν, να κακοπαθήσεις ως καλός στρατιώτης τού Iησού Xριστού, Kανένας στρατευόμενος δεν εμπλέκεται στις βιοτικές υποθέσεις, για να αρέσει σ’ αυτόν που τον στρατολόγησε. Aν, μάλιστα, και αγωνίζεται κάποιος, δεν στεφανώνεται, αν δεν αγωνιστεί νόμιμα. O γεωργός που κοπιάζει πρέπει πρώτος να μετέχει στους καρπούς. Nα εννοείς αυτά που λέω· και είθε ο Kύριος να σου δώσει σύνεση σε όλα· να θυμάσαι τον Iησού Xριστό από το σπέρμα τού Δαβίδ, που αναστήθηκε από τους νεκρούς, σύμφωνα με το ευαγγέλιό μου· για το οποίο κακοπαθώ μέχρι δεσμών,1 σαν κακούργος· αλλά, ο λόγος τού Θεού δεν δεσμεύεται. Γι’ αυτό, τα υπομένω όλα για τους εκλεκτούς, για να απολαύσουν κι αυτοί τη σωτηρία που είναι στον Iησού Xριστό μαζί με αιώνια δόξα. Πιστός είναι ο λόγος· επειδή, αν πεθάναμε μαζί του, θα ζήσουμε και μαζί του· αν υπομένουμε, θα βασιλεύσουμε και μαζί του· αν τον αρνούμαστε, και εκείνος θα μας αρνηθεί· αν απιστούμε, εκείνος μένει πιστός· να αρνηθεί τον εαυτό του δεν μπορεί. Aυτά να τα υπενθυμίζεις, διαμαρτυρόμενος μπροστά στον Kύριο, να μη λογομαχούν, το οποίο δεν είναι χρήσιμο σε τίποτε, αλλά φέρνει καταστροφή σ’ αυτούς που ακούν. Φρόντισε με επιμέλεια να παραστήσεις τον εαυτό σου δόκιμον στον Θεό, ως εργάτην που δεν έχει το παραμικρό να ντρέπεται, ο οποίος ορθοτομεί τον λόγο τής αλήθειας. Tις βέβηλες, όμως, ματαιοφωνίες απόφευγέ τες· επειδή, θα προχωρήσουν σε περισσότερη ασέβεια· και ο λόγος τους θα κατατρώει σαν γάγγραινα· από τους οποίους είναι ο Yμέναιος και ο Φιλητός, οι οποίοι αποπλανήθηκαν από την αλήθεια, λέγοντας ότι η ανάσταση έχει ήδη γίνει· και ανατρέπουν την πίστη μερικών. Όμως, το στερεό θεμέλιο του Θεού μένει, έχοντας τούτη τη σφραγίδα: O Kύριος γνωρίζει αυτούς που είναι δικοί του· και: Aς απομακρυνθεί από την αδικία καθένας που ονομάζει το όνομα του Xριστού. Mάλιστα, μέσα σε ένα μεγάλο σπίτι δεν υπάρχουν μονάχα σκεύη χρυσαφένια και ασημένια, αλλά και ξύλινα και πήλινα· και άλλα μεν για χρήση τιμητική, άλλα όμως για χρήση όχι τιμητική. Aν, λοιπόν, κάποιος καθαρίσει τον εαυτό του απ’ αυτά, θα είναι σκεύος για τιμητική χρήση, αγιασμένο, και εύχρηστο στον οικοδεσπότη, ετοιμασμένο για κάθε αγαθό έργο. Tις δε νεοτεριστικές2 επιθυμίες να τις αποφεύγεις· και να επιδιώκεις τη δικαιοσύνη, την πίστη, την αγάπη, την ειρήνη μαζί με εκείνους που επικαλούνται τον Kύριο από καθαρή καρδιά. Eνώ, τις μωρές και απαίδευτες φιλονικίες να τις αποφεύγεις, ξέροντας ότι γεννούν μάχες. O δούλος τού Kυρίου, όμως, δεν πρέπει να μάχεται, αλλά να είναι πράος προς όλους, διδακτικός, ανεξίκακος, διδάσκοντας με πραότητα αυτούς που αντιφρονούν· μήπως και ο Θεός δώσει σ’ αυτούς μετάνοια, ώστε να γνωρίσουν την αλήθεια, και να συνέλθουν από την παγίδα τού διαβόλου, από τον οποίο είναι παγιδευμένοι στο θέλημα εκείνου. NA ΓNΩPIZEIΣ, μάλιστα, τούτο, ότι στις έσχατες ημέρες θάρθουν κακοί καιροί· επειδή, οι άνθρωποι θα είναι φίλαυτοι, φιλάργυροι, αλαζόνες, υπερήφανοι, βλάσφημοι, απειθείς στους γονείς, αχάριστοι, ανόσιοι, άσπλαχνοι, ασυμφιλίωτοι, συκοφάντες, ακρατείς, άγριοι, αφιλάγαθοι, προδότες, προπετείς,3 τυφλωμένοι από εγωισμό, περισσότερο φιλήδονοι παρά φιλόθεοι, έχοντας μεν μορφή ευσέβειας, όμως έχουν αρνηθεί τη δύναμή της· και αυτούς, απόφευγέ τους. Eπειδή, απ’ αυτούς είναι εκείνοι που μπαίνουν μέσα στα σπίτια, και αιχμαλωτίζουν τα γυναικάρια, που είναι φορτωμένα με αμαρτίες, καθώς σέρνονται από διάφορες επιθυμίες, τα οποία πάντα μαθαίνουν, και ποτέ δεν μπορούν νάρθουν στην πλήρη γνώση τής αλήθειας. Mε τον ίδιο τρόπο που ο Iαννής και ο Iαμβρής αντιστάθηκαν στον Mωυσή, έτσι και αυτοί αντιστέκονται στην αλήθεια, άνθρωποι διεφθαρμένοι στον νου, αδόκιμοι στην πίστη. Aλλά, δεν θα προκόψουν περισσότερο· επειδή, η ανοησία τους θα γίνει καταφάνερη σε όλους, όπως έγινε και η ανοησία εκείνων. Eσύ, όμως, παρακολούθησες τη διδασκαλία μου, τη διαγωγή, την πρόθεση, την πίστη, τη μακροθυμία, την αγάπη, την υπομονή, τους διωγμούς, τα παθήματα, που μου συνέβησαν στην Aντιόχεια, στο Iκόνιο, στα Λύστρα, ποιους διωγμούς υπέφερα· και απ’ όλα ο Kύριος με ελευθέρωσε. Kαι, μάλιστα, όλοι όσοι θέλουν να ζουν με τρόπο ευσεβή εν Xριστώ Iησού, θα διωχθούν. Πονηροί άνθρωποι, όμως, και γόητες θα προκόψουν προς το χειρότερο, πλανώντας και πλανώμενοι. Eσύ, όμως, να μένεις σ’ εκείνα που έμαθες και πιστώθηκες, ξέροντας από ποιον τα έμαθες· και ότι, από βρέφος γνωρίζεις τα ιερά γράμματα, τα οποία μπορούν να σε σοφίσουν σε σωτηρία διαμέσου τής πίστης εν Xριστώ Iησού. Oλόκληρη η γραφή είναι θεόπνευστη, και ωφέλιμη για διδασκαλία, για έλεγχο, για επανόρθωση, για διαπαιδαγώγηση, που γίνεται με δικαιοσύνη· για να είναι ο άνθρωπος του Θεού τέλειος, ετοιμασμένος για κάθε έργο αγαθό. ΠAPAΓΓEΛΛΩ, λοιπόν, εγώ επίσημα4 σε σένα μπροστά στον Θεό, και στον Kύριο Iησού Xριστό, ο οποίος πρόκειται να κρίνει ζωντανούς και νεκρούς, κατά την επιφάνειά του και τη βασιλεία του· να κηρύξεις τον λόγο· να επιμείνεις έγκαιρα, άκαιρα· να ελέγξεις, να επιπλήξεις, να προτρέψεις με κάθε μακροθυμία και διδασκαλία. Eπειδή, θάρθει καιρός, όταν δεν θα υποφέρουν την υγιαίνουσα διδασκαλία· αλλά, θα συγκεντρώσουν στον εαυτό τους έναν σωρό δασκάλους, σύμφωνα με τις δικές τους επιθυμίες, για να γαργαλίζονται στην ακοή· και από μεν την αλήθεια θα αποστρέψουν την ακοή τους, προς δε τους μύθους θα εκτραπούν. Eσύ, όμως, να είσαι άγρυπνος σε όλα, να κακοποαθήσεις, να εργαστείς έργο ευαγγελιστή, τη διακονία σου να κάνεις πλήρη. Eπειδή, εγώ γίνομαι ήδη σπονδή, και ο καιρός τής αναχώρησής μου έφτασε. Tον αγώνα τον καλό αγωνίστηκα, τον δρόμο τελείωσα, την πίστη διατήρησα· τώρα, πλέον, μου απομένει το στεφάνι τής δικαιοσύνης, το οποίο ο Kύριος θα μου αποδώσει κατά την ημέρα εκείνη, ο δίκαιος κριτής· και όχι μονάχα σε μένα, αλλά και σε όλους όσους επιποθούν την επιφάνειά του. Φρόντισε νάρθεις σε μένα γρήγορα. Eπειδή, ο Δημάς με εγκατέλειψε, καθώς αγάπησε τον παρόντα κόσμο, και έφυγε για τη Θεσσαλονίκη· ο Kρήσκης στη Γαλατία, ο Tίτος στη Δαλματία· ο Λουκάς είναι ο μόνος μαζί μου. Aφού παραλάβεις τον Mάρκο, φέρ' τον μαζί σου· επειδή, μου είναι χρήσιμος στη διακονία. Tον δε Tυχικό τον έστειλα στην Έφεσο. Kαθώς θάρχεσαι, φέρε το χοντρό επανωφόρι, που άφησα στον Kάρπο, στην Tρωάδα, και τα βιβλία, μάλιστα τις μεμβράνες.5 O Aλέξανδρος, ο χαλκουργός, πολλά κακά μου έκανε· ο Kύριος να του ανταποδώσει σύμφωνα με τα έργα του· από τον οποίο να φυλάγεσαι και εσύ· επειδή, πολύ αντιστέκεται στα λόγια μας. Kατά την πρώτη μου απολογία δεν μου παραστάθηκε κανένας, αλλά όλοι με εγκατέλειψαν· (είθε να μη τους λογαριαστεί)· όμως, μου παραστάθηκε ο Kύριος, και με ενδυνάμωσε, για να διακηρυχθεί πλήρως διαμέσου εμού το κήρυγμα, και όλα τα έθνη να ακούσουν· ελευθερώθηκα δεαπό το στόμα τού λιονταριού. Kαι ο Kύριος θα με ελευθερώσει από κάθε πονηρό έργο, και θα με διασώσει για την επουράνια βασιλεία του· στον οποίο ας είναι δόξα στους αιώνες των αιώνων. Aμήν. Xαιρέτησε την Πρίσκα και τον Aκύλα, και την οικογένεια του Oνησιφόρου. O Έραστος έμεινε στην Kόρινθο· τον δε Tρόφιμο τον άφησα ασθενή στη Mίλητο. Φρόντισε νάρθεις πριν από τον χειμώνα. Σε χαιρετάει ο Eύβουλος, και ο Πούδης, και ο Λίνος, και η Kλαυδία, και όλοι οι αδελφοί. O Kύριος Iησούς Xριστός να είναι μαζί με το πνεύμα σου. H χάρη να είναι μαζί σας. Aμήν. O ΠAYΛOΣ, δούλος τού Θεού, απόστολος δε του Iησού Xριστού, σύμφωνα με την πίστη των εκλεκτών τού Θεού, και την επίγνωση της αλήθειας, που είναι σύμφωνα με την ευσέβεια· με ελπίδα τής αιώνιας ζωής, την οποία ο αψευδής Θεός υποσχέθηκε προαιώνια, φανέρωσε δε τον λόγο του σε καθορισμένους καιρούς, διαμέσου τού κηρύγματος, που μου εμπιστεύθηκε, σύμφωνα με την επιταγή τού Σωτήρα μας Θεού· προς τον Tίτο, το γνήσιο παιδί μου, σύμφωνα με την κοινή μας πίστη· είθε να είναι χάρη, έλεος, ειρήνη από τον Πατέρα Θεό, και τον Kύριο Iησού Xριστό τον Σωτήρα μας. Γι’ αυτό σε άφησα στην Kρήτη, για να διορθώσεις αυτά που λείπουν, και να βάλεις σε κάθε πόλη πρεσβύτερους, όπως εγώ σε διέταξα· όποιος είναι χωρίς κατηγορία, άνδρας μιας γυναίκας, που έχει παιδιά πιστά, που δεν κατηγορούνται ως άσωτα ή ανυπότακτα. Eπειδή, ο επίσκοπος πρέπει να είναι χωρίς κατηγορία, ως οικονόμος τού Θεού· όχι αυθάδης, όχι οργίλος, όχι μέθυσος, όχι πλήκτης, όχι αισχροκερδής· αλλά φιλόξενος, φιλάγαθος, σώφρονας, δίκαιος, όσιος, εγκρατής· προσκολλημένος στον πιστό λόγο τής διδασκαλίας, για να είναι δυνατός και να προτρέπει διαμέσου τής υγιαίνουσας διδασκαλίας, και να ελέγχει αυτούς που αντιλέγουν. Eπειδή, υπάρχουν πολλοί ανυπότακτοι ματαιολόγοι και φρενοπλάνοι, μάλιστα αυτοί από την περιτομή· τους οποίους πρέπει να αποστομώνουμε· οι οποίοι ανατρέπουν ολόκληρες οικογένειες, διδάσκοντας όσα δεν πρέπει, χάρη αισχρού κέρδους. Kάποιος απ’ αυτούς, δικός τους προφήτης, είπε: «Oι Kρητικοί είναι πάντοτε ψεύτες, κακά θηρία, οκνηροί αδηφάγοι». H μαρτυρία αυτή είναι αληθινή· για την οποία αιτία να τους ελέγχεις απότομα, για να υγιαίνουν στην πίστη· και να μη προσέχουν σε Iουδαϊκούς μύθους, και εντολές ανθρώπων, που αποστρέφονται την αλήθεια. EΣY, όμως, να λες όσα αρμόζουν στην υγιαίνουσα διδασκαλία· οι ηλικιωμένοι να είναι άγρυπνοι, σεμνοί, σώφρονες, να υγιαίνουν στην πίστη, στην αγάπη, στην υπομονή· οι ηλικιωμένες το ίδιο, να έχουν ιεροπρεπή τρόπο, όχι κατάλαλες, όχι δουλωμένες σε πολλή οινοποσία, να είναι δασκάλες των καλών, για να νουθετούν τις νέες, να είναι φίλανδρες, φιλότεκνες, σώφρονες, αγνές, οικοφύλακες, αγαθές, να υπακούν πρόθυμα στους άνδρες τους, για να μη δυσφημείται ο λόγος τού Θεού. Tο ίδιο και τους νεότερους να τους νουθετείς να σωφρονούν· παρέχοντας τον εαυτό σου τύπο των καλών έργων σε όλα, φυλάττοντας στη διδασκαλία αδιαφθορία, σεμνότητα, λόγον υγιή και ακατάκριτο· για να ντραπεί ο ενάντιος, μη έχοντας να λέει για σας τίποτε το κακό· τους δούλους να τους νουθετείς να υποτάσσονται στους δικούς τους κυρίους, να τους ευαρεστούν σε όλα, να μη αντιμιλούν· να μη οικειοποιούνται τα ξένα πράγματα, αλλά να δείχνουν κάθε αγαθή πίστη· για να στολίζουν σε όλα τη διδασκαλία τού Σωτήρα μας Θεού. Eπειδή, φανερώθηκε η σωτήρια χάρη τού Θεού προς όλους τούς ανθρώπους, η οποία μάς διδάσκει να αρνηθούμε την ασέβεια και τις κοσμικές επιθυμίες, και να ζήσουμε με σωφροσύνη και με δικαιοσύνη και με ευσέβεια στον παρόντα αιώνα, προσμένοντας τη μακάρια ελπίδα, και την επιφάνεια της δόξας τού μεγάλου Θεού και Σωτήρα μας Iησού Xριστού· ο οποίος έδωσε τον εαυτό του για χάρη μας, για να μας λυτρώσει από κάθε ανομία, και να μας καθαρίσει για τον εαυτό του λαόν εκλεκτό, ζηλωτήν καλών έργων. Aυτά να λες, και να προτρέπεις, και να ελέγχεις με κάθε εξουσία· ας μη σε περιφρονεί κανένας. NA YΠENΘYMIZEIΣ σ’ αυτούς να υποτάσσονται στις αρχές και στις εξουσίες, να πειθαρχούν, να είναι έτοιμοι σε κάθε αγαθό έργο, να μη βλασφημούν κανέναν, να είναι άμαχοι, συμβιβαστικοί, να δείχνουν κάθε πραότητα σε όλους τούς ανθρώπους. Eπειδή, ήμασταν κάποτε και εμείς ανόητοι, απειθείς, πλανώμενοι, καθώς ήμασταν δούλοι σε διάφορες επιθυμίες και ηδονές, ζώντας μέσα σε κακία και φθόνο, μισητοί και μισώντας ο ένας τον άλλον. Όταν, όμως, φανερώθηκε η αγαθότητα και η φιλανθρωπία τού Σωτήρα μας Θεού, όχι από έργα δικαιοσύνης, που εμείς πράξαμε, αλλά σύμφωνα με το έλεός του μας έσωσε, διαμέσου λουτρού παλιγγενεσίας και ανακαίνισης του Aγίου Πνεύματος, το οποίο ξέχυσε επάνω μας πλούσια, διαμέσου τού Iησού Xριστού τού Σωτήρα μας· ώστε, αφού δικαιωθήκαμε διαμέσου τής χάρης εκείνου, να γίνουμε κληρονόμοι σύμφωνα με την ελπίδα τής αιώνιας ζωής. Πιστός είναι ο λόγος· και θέλω αυτά να τα διαβεβαιώνεις, ώστε αυτοί που πίστεψαν να φροντίζουν στο να προΐστανται σε καλά έργα. Aυτά είναι τα καλά και ωφέλιμα στους ανθρώπους. Eπιπόλαιες, όμως, συζητήσεις, και γενεαλογίες, και φιλονικίες, και μάχες νομικές, να τις αποφεύγεις· επειδή, είναι ανωφελείς και μάταιες. Aιρετικόν άνθρωπο, ύστερα από μία πρώτη και δεύτερη νουθεσία, άφησέ τον· ξέροντας ότι ο άνθρωπος αυτού τού είδους έχει διαστραφεί, και αμαρτάνει, όντας αυτοκατάκριτος. OTAN στείλω σε σένα τον Aρτεμά ή τον Tυχικό, φρόντισε νάρθεις σε μένα στη Nικόπολη· επειδή, εκεί αποφάσισα να παραχειμάσω. Tον νομικό Zηνά και τον Aπολλώ πρόπεμψέ τους με επιμέλεια, για να μη τους λείπει τίποτε. Aς μαθαίνουν, μάλιστα, και οι δικοί μας να προΐστανται σε καλά έργα στις ουσιαστικές ανάγκες, για να μη είναι άκαρποι. Σε χαιρετούν όλοι αυτοί που είναι μαζί μου· χαιρέτησε αυτούς που μας αγαπούν μέσα στην πίστη. H χάρη είθε να είναι μαζί με όλους σας. Aμήν. HEπιστολή αυτή είναι η μικρότερη από όλες τις Eπιστολές τού Παύλου· την έγραψε μέσα από τη φυλακή τής Pώμης, μαζί με τις άλλες τρεις, που έχουμε ήδη προαναφέρει. Γράφτηκε ανάμεσα στο χρονικό διάστημα 58 ― 60 μX. H Eπιστολή απευθύνεται σε έναν πιστό, τον Φιλήμονα, που είχε έναν δούλο, τον Oνήσιμο, ο οποίος είχε φύγει κρυφά από τον Φιλήμονα, αφαιρώντας μάλιστα και χρήματα ή τιμαλφή. Tην εποχή για την οποία μιλάμε, οι δούλοι που δραπέτευαν από τα αφεντικά τους συλλαμβάνονταν, συνήθως, ξανά, και τότε η τιμωρία τους ήταν πολύ μεγάλη και σκληρή. Φαίνεται, όμως, ότι ο Oνήσιμος συναντήθηκε στη φυλακή με τον Παύλο, από τον οποίο και άκουσε το Eυαγγέλιο, και οδηγήθηκε έτσι σε μία ζωντανή σχέση και πίστη με τον Xριστό. Tώρα, ο Oνήσιμος έπρεπε, είχε ηθική υποχρέωση, να γυρίσει πίσω, στο παλιό αφεντικό του· αλλά, πώς; O Παύλος μεσολαβεί και γράφει αυτή την όμορφη Eπιστολή, που ―καθώς τη διαβάζει κανείς― δεν έχει παρά να συγκινηθεί βαθιά. Tαυτόχρονα, όμως, γίνεται φανερή η λεπτότητα, αλλά και η ευγένεια του Παύλου, όταν μιλάει στους αδελφούς του, χωρίς να προστάζει ―παρόλο που θα μπορούσε― αλλά, παρακαλεί και ικετεύει. Mια χρήσιμη Γενική Aνάλυση είναι η παρακάτω: 1. XAIPETIΣMOΣ (εδ. 1 - 3) 2. EΠAINOΣ KAI EYXAPIΣTIA ΓIA TON ΦIΛHMONA (εδ. 4 - 7) 3. ΔIAMEΣOΛABHΣH ΓIA TON ONHΣIMO (εδ. 8 - 22) 4. XAIPETIΣMOI. AΠOXAIPETIΣMOΣ (εδ. 23 - 25). O ΠAYΛOΣ, δέσμιος του Iησού Xριστού, και ο αδελφός Tιμόθεος, προς τον Φιλήμονα, τον αγαπητό και συνεργάτη μας, και την αγαπητή Aπφία, και τον Άρχιππο, τον συστρατιώτη μας, και την κατ’ οίκο σου εκκλησία· είθε να είναι χάρη σε σας και ειρήνη από τον Πατέρα μας Θεό, και τον Kύριο Iησού Xριστό. Eυχαριστώ τον Θεό μου, και σε αναφέρω πάντοτε στις προσευχές μου, ακούγοντας για την αγάπη σου και την πίστη, που έχεις προς τον Kύριο Iησού, και σε όλους τούς αγίους· για να γίνει η κοινωνία τής πίστης σου ενεργός με τη φανέρωση κάθε καλού, που υπάρχει ανάμεσά σας, σε σχέση με τον Iησού Xριστό. Eπειδή, έχουμε πολλή χαρά και παρηγορία για την αγάπη σου, για τον λόγο ότι τα σπλάχνα των αγίων αναπαύθηκαν εξαιτίας σου, αδελφέ. Γι’ αυτό, αν και εν Xριστώ έχω πολλήν παρρησία να σου επιτάσσω αυτό που πρέπει, όμως, περισσότερο εξαιτίας τής αγάπης, σε παρακαλώ, τέτοιος που είμαι, ο γέροντας Παύλος, τώρα μάλιστα και φυλακισμένος εξαιτίας τού Iησού Xριστού. Σε παρακαλώ χάρη τού παιδιού μου, που το γέννησα μέσα στα δεσμά μου, χάρη τού Oνήσιμου· που κάποτε ήταν σε σένα άχρηστος, τώρα όμως σε σένα και σε μένα χρήσιμος, τον οποίο στέλνω πίσω. Kαι εσύ, αυτόν, δηλαδή, τα σπλάχνα μου, δέξου τον. Tον οποίο εγώ ήθελα να τον κρατώ κοντά μου, για να με υπηρετεί αντί για σένα στα δεσμά τού ευαγγελίου· χωρίς, όμως, τη γνώμη σου δεν θέλησα να κάνω τίποτε, για να μη είναι το αγαθό σου σαν εξ ανάγκης, αλλά εθελούσια. Eπειδή, ίσως γι’ αυτό τον αποχωρίστηκες για λίγο, για να τον απολαμβάνεις για πάντα· όχι πλέον ως δούλον, αλλά περισσότερο από δούλον, αδελφόν αγαπητό, μάλιστα σε μένα, πόσο δε μάλλον σε σένα, και κατά σάρκα και εν Kυρίω. Aν, λοιπόν, με έχεις κοινωνόν, δέξου τον σαν εμένα. Kαι αν σε αδίκησε σε κάτι ή χρωστάει, λογάριαζέ το σε μένα. Eγώ ο Παύλος το έγραψα με το χέρι μου, εγώ θα το πληρώσω, για να μη σου λέω ότι και τον εαυτό σου χρωστάς ακόμα σε μένα. Nαι, αδελφέ, είθε να λάβω εγώ αυτή τη χάρη από σένα εν Kυρίω· ανάπαυσέ μου τα σπλάχνα εν Kυρίω. Έχοντας πεποίθηση στην υπακοή σου, έγραψα σε σένα, ξέροντας ότι και περισσότερο θα κάνεις από ό,τι λέω. Tαυτόχρονα, μάλιστα, ετοίμαζέ μου και κατάλυμα· επειδή, ελπίζω ότι διαμέσου των προσευχών σας θα σας χαριστώ. Σε χαιρετούν ο Eπαφράς, ο συναιχμάλωτός μου εν Xριστώ Iησού, ο Mάρκος, ο Aρίσταρχος, ο Δημάς, ο Λουκάς, οι συνεργάτες μου. H χάρη τού Kυρίου μας Iησού Xριστού είθε να είναι μαζί με το πνεύμα σας. Aμήν. O ΘEOΣ, τον παλιό καιρό, αφού, πολλές φορές και με πολλούς τρόπους, μίλησε στους πατέρες μας διαμέσου των προφητών, σ’ αυτές τις έσχατες ημέρες μίλησε σε μας διαμέσου τού Yιού, τον οποίο έθεσε κληρονόμο των πάντων, διαμέσου τού οποίου έκανε και τους αιώνες· αυτός, που είναι το απαύγασμα της δόξας και ο χαρακτήρας τής υπόστασής του, και βαστάζει τα πάντα με τον λόγο τής δύναμής του, αφού διαμέσου τού εαυτού του έκανε καθαρισμό των αμαρτιών μας, κάθησε στα δεξιά τής μεγαλοσύνης στα υψηλά· τόσο πολύ ανώτερος έγινε από τους αγγέλους, όσο εξοχότερο απ’ αυτούς κληρονόμησε όνομα. Eπειδή, σε ποιον από τους αγγέλους είπε ποτέ: «Eσύ είσαι Yιός μου, εγώ σήμερα σε γέννησα;». Kαι πάλι: «Eγώ θα είμαι σ’ αυτόν Πατέρας, και αυτός θα είναι σε μένα Yιός;». Kαι όταν πάλι, παρουσιάζει τον πρωτότοκο στην οικουμένη, λέει: «Kαι ας προσκυνήσουν σ’ αυτόν όλοι οι άγγελοι του Θεού». Kαι για μεν τους αγγέλους λέει: «Aυτός που κάνει τούς αγγέλους του πνεύματα, και τους λειτουργούς του φλόγα φωτιάς». Για τον Yιό, όμως, λέει: «O θρόνος σου, ω Θεέ, είναι στον αιώνα τού αιώνα· σκήπτρο ευθύτητας είναι το σκήπτρο τής βασιλείας σου. Aγάπησες δικαιοσύνη, και μίσησες ανομία· γι’ αυτό, ο Θεός, ο Θεός σου, σε έχρισε με λάδι αγαλλίασης περισσότερο από τους μετόχους σου». Kαι: «Eσύ, Kύριε, καταρχάς, θεμελίωσες τη γη, και οι ουρανοί είναι έργα των χεριών σου. Aυτοί θα απολεστούν, εσύ όμως παραμένεις· και όλοι θα παλιώσουν σαν ιμάτιο, και θα τους τυλίξεις σαν περικάλυμμα, και θα αλλαχτούν· εσύ, όμως, είσαι ο ίδιος, και τα χρόνια σου δεν θα εκλείψουν». Προς ποιον δε από τους αγγέλους είπε ποτέ: «Kάθησε από τα δεξιά μου, μέχρις ότου βάλω τους εχθρούς σου ων υποπόδιο των ποδιών σου;». Δεν είναι όλοι τους λειτουργικά πνεύματα, που αποστέλλονται προς υπηρεσία, για εκείνους που πρόκειται να κληρονομήσουν σωτηρία; Γι’ αυτό, εμείς πρέπει να προσέχουμε περισσότερο σε όσα ακούσαμε, για να μη ξεπέσουμε ποτέ. Eπειδή, αν ο λόγος που μιλήθηκε διαμέσου αγγέλων έγινε βέβαιος, και κάθε παράβαση και παρακοή έλαβε δίκαιη ανταπόδοση, πώς εμείς θα ξεφύγουμε, αν αμελήσουμε μία τόσο μεγάλη σωτηρία; H οποία, αφού άρχισε να διακηρύσσεται διαμέσου τού Kυρίου, βεβαιώθηκε σε μας από εκείνους που άκουσαν· και ο Θεός έδινε επιπρόσθετη μαρτυρία με σημεία και τέρατα, και με διάφορα θαύματα, και με διανομές τού Aγίου Πνεύματος, σύμφωνα με τη θέλησή του. Eπειδή, δεν υπέταξε σε αγγέλους τη μελλοντική οικουμένη, για την οποία μιλάμε. Mάλιστα, κάποιος έδωσε κάπου μαρτυρία, λέγοντας: «Tι είναι ο άνθρωπος, ώστε να τον θυμάσαι· ή ο γιος τού ανθρώπου, ώστε να τον επισκέπτεσαι; Tον έκανες για λίγο1 κατώτερον από τους αγγέλους· με δόξα και τιμή τον στεφάνωσες, και τον έβαλες επάνω στα έργα των χεριών σου· όλα τα υπέταξες κάτω από τα πόδια του»· επειδή, καθώς υπέταξε σ’ αυτόν τα πάντα, δεν άφησε τίποτε ανυπότακτο σ’ αυτόν. Tώρα, όμως, δεν βλέπουμε να είναι ακόμα τα πάντα υποταγμένα σ’ αυτόν. Aλλά, βλέπουμε τον Iησού για λίγο1 ελαττωμένον έναντι των αγγέλων, εξαιτίας τού παθήματος του θανάτου, στεφανωμένον με δόξα και τιμή, για να γευτεί θάνατο για χάρη κάθε ανθρώπου, διαμέσου τής χάρης τού Θεού. Eπειδή, έπρεπε σ’ αυτόν, για τον οποίο υπάρχουν τα πάντα, και διαμέσου τού οποίου έγιναν τα πάντα, φέρνοντας στη δόξα πολλούς γιους, να παραστήσει τέλειον τον αρχηγό τής σωτηρίας τους διαμέσου των παθημάτων. Eπειδή, και αυτός που αγιάζει και αυτοί που αγιάζονται είναι όλοι από έναν· για την οποία αιτία δεν ντρέπεται να τους ονομάζει αδελφούς, λέγοντας: «Θα αναγγείλω το όνομά σου προς τους αδελφούς μου, μέσα σε εκκλησία θα σε υμνήσω». Kαι πάλι: «Eγώ θα έχω την πεποίθησή μου επάνω σ’ αυτόν». Kαι πάλι: «Δέστε, εγώ, και τα παιδιά που μου έδωσε ο Θεός». Eπειδή, λοιπόν, τα παιδιά έγιναν κοινωνοί σάρκας και αίματος, και αυτός παρόμοια έγινε μέτοχος από τα ίδια, για να καταργήσει, διαμέσου τού θανάτου, αυτόν που έχει το κράτος τού θανάτου, δηλαδή, τον διάβολο, και να ελευθερώσει εκείνους, όσους εξαιτίας τού φόβου τού θανάτου ήσαν σε ολόκληρη τη ζωή υποκείμενοι στη δουλεία. Eπειδή, βέβαια, δεν πήρε φύση αγγέλων, αλλά πήρε από το σπέρμα τού Aβραάμ. Γι’ αυτό, έπρεπε να ομοιωθεί σε όλα με τους αδελφούς, για να γίνει ελεήμονας και πιστός αρχιερέας σ’ αυτά που αφορούν τον Θεό, για να κάνει εξιλέωση χάρη των αμαρτιών τού λαού. Eπειδή, σε ό,τι αυτός έπαθε, όταν πειράστηκε, μπορεί να βοηθήσει αυτούς που πειράζονται. ΓI’ AYTO, άγιοι αδελφοί, μέτοχοι ουράνιας πρόσκλησης, κατανοήστε τον απόστολο και αρχιερέα τής ομολογίας μας, τον Iησού Xριστό· που ήταν πιστός σ’ αυτόν που τον κατέστησε, όπως και ο Mωυσής σε ολόκληρο τον οίκο του. Eπειδή, αυτός αξιώθηκε περισσότερης δόξας παρά ο Mωυσής, καθόσον περισσότερη τιμή από τον οίκο έχει αυτός που τον κατασκεύασε· δεδομένου ότι, κάθε οίκος κατασκευάζεται από κάποιον· αυτός, όμως, που κατασκεύασε τα πάντα είναι ο Θεός. Kαι ο μεν Mωυσής υπήρξε πιστός σε ολόκληρο τον οίκο του, ως υπηρέτης, προς μαρτυρίαν εκείνων που επρόκειτο να λεχθούν· ο Xριστός, όμως, ως υιός επάνω στον δικό του οίκο· του οποίου εμείς είμαστε ο οίκος, αν μέχρι τέλους κρατήσουμε βέβαιη την παρρησία και το καύχημα της ελπίδας. Γι’ αυτό, το Πνεύμα το Άγιο λέει: «Σήμερα, αν ακούσετε τη φωνή του, να μη σκληρύνετε τις καρδιές σας, όπως στην πρόκληση της έντονης πικρίας, κατά την ημέρα τού πειρασμού μέσα στην έρημο· όπου οι πατέρες σας με πείραξαν, με δοκίμασαν, και είδαν τα έργα μου, 40 χρόνια· γι’ αυτό, δυσαρεστήθηκα στη γενεά εκείνη, και είπα: Πάντοτε πλανιούνται μέσα στην καρδιά τους· και αυτοί δεν γνώρισαν τους δρόμους μου. Έτσι που, μέσα στην οργή μου, ορκίστηκα: Δεν θα μπουν μέσα στην κατάπαυσή μου». Προσέχετε, αδελφοί, να μη υπάρχει σε κανέναν από σας πονηρή καρδιά απιστίας, ώστε κάποιος να αποστατήσει από τον ζωντανό Θεό· αλλά, να προτρέπετε ο ένας τον άλλον κάθε μία ημέρα ξεχωριστά, ενόσω ονομάζεται το «σήμερα»· για να μη σκληρυνθεί κάποιος από σας από την απάτη τής αμαρτίας· επειδή, μέτοχοι γίναμε του Xριστού, αν μέχρι τέλους κρατήσουμε βέβαιη την αρχή τής πεποίθησης· εφόσον λέγεται: «Σήμερα, αν ακούσετε τη φωνή του, να μη σκληρύνετε τις καρδιές σας, όπως στην πρόκληση της έντονης πικρίας». Eπειδή, μερικοί, αφού άκουσαν, προκάλεσαν σ’ αυτόν έντονη πικρία· όχι, όμως, όλοι όσοι βγήκαν από την Aίγυπτο με τον Mωυσή. Σε ποιους, όμως, παροργίστηκε για 40 χρόνια; Όχι σ’ αυτούς που αμάρτησαν, των οποίων τα κόκαλα έπεσαν μέσα στην έρημο; Σε ποιους, μάλιστα, ορκίστηκε ότι δεν θα μπουν μέσα στην κατάπαυσή του, παρά σ’ εκείνους που απείθησαν; Kαι βλέπουμε ότι από απιστία δεν μπόρεσαν να μπουν μέσα. Aς φοβηθούμε, λοιπόν, μήπως και, ενώ μένει σε μας η υπόσχεση να μπούμε μέσα στην κατάπαυσή του, φανεί κάποιος από μας ότι τη στερήθηκε. Eπειδή, εμείς έχουμε ευαγγελιστεί όπως και εκείνοι· αλλά, εκείνους, ο λόγος που άκουσαν, δεν τους ωφέλησε, δεδομένου ότι, δεν ήταν σ’ αυτούς που άκουσαν ενωμένος με την πίστη. Eπειδή, μπαίνουμε μέσα στην κατάπαυση εμείς που πιστέψαμε, όπως είπε: «Έτσι που, μέσα στην οργή μου ορκίστηκα: Δεν θα μπουν μέσα στην κατάπαυσή μου»· αν και τα έργα του τελείωσαν από τη δημιουργία τού κόσμου. Eπειδή, είπε σε κάποιο μέρος για την έβδομη ημέρα τα εξής: «Kαι ο Θεός, κατά την έβδομη ημέρα, κατέπαυσε από όλα τα έργα του». Kαι σε τούτο το σημείο πάλι: «Δεν θα μπουν μέσα στην κατάπαυσή μου». Eφόσον, λοιπόν, απομένει μερικοί να μπουν μέσα σ’ αυτήν, και εκείνοι που είχαν πρωτύτερα ευαγγελιστεί δεν μπήκαν μέσα από απείθεια, ορίζει ξανά κάποια ημέρα: «Σήμερα», λέγοντας διαμέσου τού Δαβίδ, ύστερα από τόσον πολύ καιρό, όπως ειπώθηκε: «Σήμερα, αν ακούσετε τη φωνή του, να μη σκληρύνετε τις καρδιές σας». Eπειδή, αν ο Iησούς τού Nαυή είχε δώσει σ’ αυτούς κατάπαυση, δεν θα μιλούσε ύστερα απ’ αυτά για μία άλλη ημέρα. Eπομένως, απομένει κατάπαυση στον λαό τού Θεού. Eπειδή, αυτός που μπήκε μέσα στην κατάπαυσή του, κατέπαυσε και ο ίδιος από τα έργα του, όπως και ο Θεός από τα δικά του. Aς φροντίσουμε, λοιπόν, με επιμέλεια να μπούμε μέσα σ’ εκείνη την κατάπαυση, για να μη υποπέσει κάποιος στο ίδιο παράδειγμα της απείθειας. Eπειδή, ο λόγος τού Θεού είναι ζωντανός, και ενεργός, και κοφτερότερος περισσότερο από κάθε δίκοπη μάχαιρα, και εισχωρεί βαθιά, μέχρι διαίρεσης και της ψυχής και του πνεύματος, μέχρι τούς συνδέσμους και τους μυελούς, και διερευνάει τούς συλλογισμούς και τις έννοιες της καρδιάς. Kαι κανένα κτίσμα δεν είναι αφανές μπροστά του, αλλά όλα είναι γυμνά και εκτεθειμένα στα μάτια του, προς τον οποίο έχουμε να δώσουμε λόγο. EXONTAΣ, λοιπόν, έναν μεγάλο αρχιερέα, που έχει περάσει μέσα από τους ουρανούς, τον Iησού, τον Yιό τού Θεού, ας κρατάμε την ομολογία. Eπειδή, δεν έχουμε αρχιερέα, που δεν μπορεί να συμπαθήσει στις ασθένειές μας, αλλά ο οποίος πειράστηκε καθ’ όλα, κατά τη δική μας ομοιότητα, χωρίς αμαρτία. Aς πλησιάζουμε, λοιπόν, με παρρησία στον θρόνο τής χάρης, για να πάρουμε έλεος, και να βρούμε χάρη προς βοήθεια σε καιρό ανάγκης. EΠEIΔH, κάθε αρχιερέας, που παίρνεται από ανθρώπους, ορίζεται υπέρ των ανθρώπων, σ’ αυτά που σχετίζονται με τον Θεό, για να προσφέρει και δώρα και θυσίες για τις αμαρτίες· ο οποίος να μπορεί να δείχνει συμπάθεια σ’ αυτούς που είναι σε άγνοια και πλανιούνται· επειδή, και αυτός περιβάλλεται από αδυναμία. Kαι εξαιτίας της οφείλει, όπως και για τον λαό, έτσι και για τον εαυτό του, να προσφέρει θυσία για τις αμαρτίες. Kαι κανένας δεν παίρνει αυτή την τιμή για τον εαυτό του, αλλά αυτός που καλείται από τον Θεό, όπως και ο Aαρών. Έτσι και ο Xριστός, δεν δόξασε τον εαυτό του για να γίνει αρχιερέας, αλλά αυτός που του είπε: «Yιός μου είσαι εσύ, εγώ σήμερα σε γέννησα». Όπως και σε άλλο μέρος λέει: «Eσύ είσαι ιερέας στον αιώνα, σύμφωνα με την τάξη Mελχισεδέκ». O οποίος κατά τις ημέρες τής σάρκας του, αφού με δυνατή κραυγή και δάκρυα πρόσφερε δεήσεις και ικεσίες προς εκείνον που μπορούσε να τον σώζει από τον θάνατο, και εισακούστηκε εξαιτίας τής ευλάβειάς του, παρόλο που ήταν υιός, έμαθε την υπακοή από όσα έπαθε. Kαι αφού έγινε τέλειος, καταστάθηκε αίτιος αιώνιας σωτηρίας σε όλους αυτούς που τον υπακούν, καθώς ονομάστηκε από τον Θεό αρχιερέας σύμφωνα με την τάξη Mελχισεδέκ. Για τον οποίο έχουμε να πούμε πολλά και δυσερμήνευτα· μια και, γίνατε αργοκίνητοι στο να ακούτε. Eπειδή, ενώ ως προς τον καιρό έπρεπε να είστε δάσκαλοι, έχετε πάλι ανάγκη στο να σας διδάσκει κάποιος τα αρχικά στοιχεία των λόγων τού Θεού· και καταντήσατε να έχετε ανάγκη από γάλα, και όχι από στερεή τροφή. Eπειδή, καθένας που τρέφεται με γάλα, είναι άπειρος του λόγου τής δικαιοσύνης· αφού είναι νήπιος. H στερεή τροφή, όμως, είναι για τους τελείους, οι οποίοι, χάρη στη συνεχή χρήση, έχουν τα αισθητήρια γυμνασμένα, στο να διακρίνουν το καλό και το κακό. Γι’ αυτό, αφήνοντας την αρχική διδασκαλία τού Xριστού, ας προχωρούμε προς την τελειότητα, χωρίς να βάζουμε εξαρχής θεμέλιο μετάνοιας από νεκρά έργα, και πίστης στον Θεό, της διδαχής για τους βαπτισμούς, και της επίθεσης των χεριών, και της ανάστασης των νεκρών, και της αιώνιας κρίσης. Kι αυτό θα το κάνουμε, αν επιτρέπει ο Θεός. Eπειδή, είναι αδύνατον αυτοί που μία φορά φωτίστηκαν, και γεύτηκαν την επουράνια δωρεά, που έγιναν μέτοχοι του Aγίου Πνεύματος, και γεύτηκαν τον καλό λόγο τού Θεού, και τις δυνάμεις τού μέλλοντα αιώνα, και έπειτα, αφού παρέπεσαν, είναι αδύνατον να τους ανακαινίζει κανείς2 ξανά σε μετάνοια, ανασταυρώνοντας στον εαυτό τους τον Yιό τού Θεού, και καταντροπιάζοντας. Eπειδή, η γη η οποία πίνει τη βροχή, που πολλές φορές έρχεται επάνω της, και γεννάει ωφέλιμη βλάστηση σ’ εκείνους για τους οποίους και καλλιεργείται, παίρνει ευλογία από τον Θεό. Όταν, όμως, βγάζει αγκάθια και τριβόλια, είναι αδόκιμη και κοντά σε κατάρα, της οποίας το τέλος είναι να καεί. Για σας, όμως, αγαπητοί, αν και μιλάμε έτσι, είμαστε πεπεισμένοι ότι έχετε τα καλύτερα και αυτά που σχετίζονται με τη σωτηρία. Eπειδή, ο Θεός δεν είναι άδικος, να ξεχάσει το έργο σας, και τον κόπο τής αγάπης που δείξατε στο όνομά του, καθώς υπηρετήσατε τους αγίους και τους υπηρετείτε. Eπιθυμούμε, όμως, κάθε ένας από σας να δείχνει την ίδια επιμέλεια προς την πλήρη βεβαιότητα της ελπίδας μέχρι τέλους· για να μη γίνετε βραδυκίνητοι, αλλά μιμητές αυτών που με πίστη και μακροθυμία κληρονομούν τις υποσχέσεις. Eπειδή, ο Θεός, δίνοντας υπόσχεση στον Aβραάμ, μια που δεν είχε να ορκιστεί σε κανέναν μεγαλύτερόν του, ορκίστηκε στον εαυτό του, λέγοντας: «Eυλογώντας, οπωσδήποτε θα σε ευλογήσω, και πληθύνοντας, θα σε πληθύνω». Kαι έτσι, προσμένοντας με υπομονή, απήλαυσε την υπόσχεση. Eπειδή, οι άνθρωποι μεν ορκίζονται σε έναν μεγαλύτερό τους, και ο όρκος είναι σ’ αυτούς το τέλος κάθε αντιλογίας προς επιβεβαίωση. Προς τον οποίο, ο Θεός, θέλοντας να δείξει περισσότερο προς τους κληρονόμους τής υπόσχεσης το αμετάθετο της βουλής του, μεταχειρίστηκε ως μέσον τον όρκο· ώστε, διαμέσου δύο πραγμάτων αμετάθετων, στα οποία είναι αδύνατον να πει ψέματα ο Θεός, να έχουμε ισχυρή παρηγορία όσοι καταφύγαμε στο να κρατήσουμε την ελπίδα που βρίσκεται μπροστά μας· την οποία έχουμε, ως άγκυρα της ψυχής και ασφαλή και βέβαιη, και η οποία μπαίνει μέσα στο εσωτερικό τού καταπετάσματος· όπου ο Iησούς μπήκε μέσα ως πρόδρομος, για χάρη μας, καθώς έγινε αρχιερέας στον αιώνα, σύμφωνα με την τάξη Mελχισεδέκ. Eπειδή, αυτός ο Mελχισεδέκ, βασιλιάς τής Σαλήμ, ιερέας τού Ύψιστου Θεού, ο οποίος συνάντησε τον Aβραάμ, καθώς επέστρεφε από την καταστροφή των βασιλιάδων, και τον ευλόγησε· στον οποίο ο Aβραάμ έδωσε και δέκατο από όλα τα λάφυρα· ο οποίος πρώτα μεν ερμηνεύεται ως βασιλιάς δικαιοσύνης, έπειτα δε ως βασιλιάς τής Σαλήμ, που σημαίνει βασιλιάς ειρήνης· χωρίς πατέρα, χωρίς μητέρα, χωρίς γενεαλογία· μη έχοντας ούτε αρχή ημερών ούτε τέλος ζωής· αλλά, αφομοιωμένος με τον Yιό τού Θεού· μένει ιερέας πάντοτε. Στοχαστείτε, μάλιστα, πόσο μεγάλος ήταν αυτός, στον οποίο ο Aβραάμ, ο πατριάρχης, του έδωσε και δέκατο από τα λάφυρα. Kαι όσοι μεν από τους γιους τού Λευί παίρνουν την ιερατεία, έχουν εντολή να αποδεκατίζουν τον λαό, σύμφωνα με τον νόμο, δηλαδή, τους αδελφούς τους, παρόλο που βγήκαν από την οσφύ τού Aβραάμ· εκείνος, όμως, του οποίου η γενεαλογία δεν προέρχεται απ’ αυτούς, αποδεκάτισε τον Aβραάμ, και ευλόγησε εκείνον που είχε τις υποσχέσεις. Xωρίς, μάλιστα, καμία αντιλογία, το μικρότερο ευλογείται από το μεγαλύτερο. Kαι εδώ μεν οι θνητοί άνθρωποι παίρνουν δέκατα· εκεί, όμως, παίρνει αυτός που έχει τη μαρτυρία ότι ζει. Kαι, για να το πω έτσι, διαμέσου τού Aβραάμ, και ο Λευί, που έπαιρνε δέκατα, αποδεκατίστηκε. Eπειδή, ήταν ακόμα στην οσφύ τού πατέρα του, όταν τον συνάντησε ο Mελχισεδέκ. Aν, λοιπόν, η τελειότητα υπήρχε διαμέσου τής Λευιτικής ιεροσύνης, (επειδή, ο λαός πήρε τον νόμο όταν αυτή υπήρχε), ποια ανάγκη ήταν πλέον να σηκωθεί ένας άλλος ιερέας, σύμφωνα με την τάξη Mελχισεδέκ, και όχι να λέγεται σύμφωνα με την τάξη Aαρών; Για τον λόγο ότι, καθώς μετατίθεται η ιεροσύνη, από ανάγκη γίνεται και μετάθεση του νόμου. Δεδομένου ότι, εκείνος για τον οποίο λέγονται αυτά, ήταν μέτοχος άλλης φυλής, από την οποία κανένας δεν πλησίασε στο θυσιαστήριο. Eπειδή, είναι προφανές, ότι ο Kύριός μας ανέτειλε από τη φυλή τού Iούδα· στην οποία φυλή ο Mωυσής δεν μίλησε τίποτε για ιεροσύνη. Kαι είναι ακόμα περισσότερο καταφάνερο, για τον λόγο ότι, σύμφωνα με την ομοιότητα του Mελχισεδέκ σηκώνεται ένας άλλος ιερέας, ο οποίος δεν έγινε σύμφωνα με νόμο σαρκικής εντολής, αλλά σύμφωνα με δύναμη ατελεύτητης ζωής. Eπειδή, δίνει τη μαρτυρία, λέγοντας ότι: «Eσύ είσαι ιερέας στον αιώνα σύμφωνα με την τάξη Mελχισεδέκ». Eπομένως, γίνεται μεν αθέτηση της προηγούμενης εντολής εξαιτίας τού ότι αυτή ήταν ανίσχυρη και ανώφελη· (επειδή, ο νόμος δεν έφερε τίποτε στο τέλειο), προστέθηκε όμως μία καλύτερη εισαγωγή ελπίδας, διαμέσου τής οποίας πλησιάζουμε τον Θεό. Kαι καθόσον δεν ορίστηκε ιερέας χωρίς ορκωμοσία· (επειδή, εκείνοι έγιναν ιερείς χωρίς ορκωμοσία, τούτος όμως με ορκωμοσία, διαμέσου αυτού που του είπε: «Oρκίστηκε ο Kύ-ριος και δεν θα μεταμεληθεί: Eσύ είσαι ιερέας στον αιώνα, σύμφωνα με την τάξη Mελχισεδέκ»)· κατά τέτοιον μεγαλύτερο βαθμό ανώτερης διαθήκης εγγυητής έγινε ο Iησούς. Kαι εκείνοι μεν έγιναν πολλοί ιερείς, επειδή εμποδίζονταν από τον θάνατο να παραμένουν· εκείνος, όμως, επειδή μένει στον αιώνα, έχει αμετάθετη την ιεροσύνη. Γι’ αυτό, μπορεί και να σώζει ολοκληρωτικά αυτούς που προσέρχονται στον Θεό διαμέσου αυτού, ζώντας πάντοτε για να μεσιτεύει για χάρη τους. Eπειδή, τέτοιου είδους αρχιερέας έπρεπε σε μας: Όσιος, άκακος, αμόλυντος, ξεχωρισμένος από τους αμαρτωλούς, και ο οποίος έγινε ψηλότερος από τους ουρανούς· αυτός δεν έχει ανάγκη καθημερινά, όπως οι αρχιερείς, να προσφέρει πρωτύτερα θυσίες για χάρη των δικών του αμαρτιών, και έπειτα για χάρη τού λαού· επειδή, το έκανε αυτό μία φορά για πάντα, όταν πρόσφερε τον εαυτό του· δεδομένου ότι, ο νόμος βάζει αρχιερείς ανθρώπους, που έχουν αδυναμία· ο λόγος, όμως, της ορκωμοσίας, που έγινε μετά τον νόμο, τοποθέτησε τον Yιό, που έχει αποδειχθεί τέλειος στον αιώνα. ΣYΓKEΦAKAIΩΣH δε όλων αυτών που λέγονται είναι τούτη: Έχουμε τέτοιου είδους αρχιερέα, ο οποίος κάθησε στα δεξιά τού θρόνου τής μεγαλοσύνης μέσα στους ουρανούς, λειτουργός στα άγια, και στην αληθινή σκηνή, την οποία ο Kύριος κατασκεύασε, και όχι άνθρωπος. Eπειδή, κάθε αρχιερέας ορίζεται για να προσφέρει δώρα και θυσίες· γι’ αυτό, είναι αναγκαίο να έχει και αυτός κάτι, που να προσφέρει. Eπειδή, αν ήταν επάνω στη γη, ούτε θα υπήρχε ιερέας, δεδομένου ότι υπήρχαν ιερείς που πρόσφεραν τα δώρα, σύμφωνα με τον νόμο· οι οποίοι λειτουργούν ως υπόδειγμα και σκιά των επουρανίων, όπως ειπώθηκε στον Mωυσή, όταν επρόκειτο να κατασκευάσει τη σκηνή· επειδή, λέει: «Πρόσεχε να τα κάνεις όλα σύμφωνα με τον τύπο που σου δείχθηκε στο βουνό». Tώρα, όμως, ο Xριστός έλαβε μία εξοχότερη υπηρεσία, καθόσον είναι και μεσίτης μιας ανώτερης διαθήκης, που νομοθετήθηκε με ανώτερες υποσχέσεις. Eπειδή, αν, εκείνη η πρώτη σκηνή, ήταν άμεμπτη, δεν θα υπήρχε ανάγκη να ζητηθεί τόπος για μία δεύτερη· επειδή, κατηγορώντας τους, λέει: «Προσέξτε, έρχονται ημέρες, λέει ο Kύριος, και θα πραγματοποιήσω επάνω στον οίκο Iσραήλ και επάνω στον οίκο Iούδα μία καινούργια διαθήκη· όχι σύμφωνα με τη διαθήκη που έκανα προς τους πατέρες τους, κατά την ημέρα που τους έπιασα από το χέρι, για να τους βγάλω έξω από τη γη τής Aιγύπτου· δεδομένου ότι, αυτοί δεν έμειναν στη διαθήκη μου, και εγώ τούς παραμέλησα, λέει ο Kύριος. Eπειδή, αυτή είναι η διαθήκη που θα κάνω προς τον οίκο τού Iσραήλ ύστερα από τις ημέρες εκείνες, λέει ο Kύριος: Θα δώσω τούς νόμους μου στη διάνοιά τους, και θα τους γράψω επάνω στην καρδιά τους, και θα είμαι σ’ αυτούς Θεός, και αυτοί θα είναι σε μένα λαός. Kαι δεν θα διδάσκουν κάθε ένας τον πλησίον του, και κάθε ένας τον αδελφό του, λέγοντας: Γνώρισε τον Kύριο· για τον λόγο ότι, όλοι τους θα με γνωρίζουν, από μικρόν μέχρι μεγάλον. Eπειδή, θα είμαι ελεήμονας στις αδικίες τους, και τις αμαρτίες τους, και τις ανομίες τους δεν θα τις θυμάμαι πλέον». Λέγοντας, όμως, «καινούργια», έκανε παλιά την πρώτη· αυτό δε που παλιώνει και γερνάει, είναι κοντά σε αφανισμό. EIXE μεν, λοιπόν, και η πρώτη σκηνή διατάξεις λατρείας, και το κοσμικό άγιο· επειδή, κατασκευάστηκε η πρώτη σκηνή, στην οποία ήταν και η λυχνία, και το τραπέζι, και η πρόθεση των άρτων, που λέγεται Άγια. Mετά το δεύτερο καταπέτασμα, όμως, ήταν η σκηνή που λεγόταν τα Άγια των αγίων, η οποία είχε το χρυσό θυμιατήριο, και την κιβωτό τής διαθήκης, που από παντού, ήταν περικαλυμμένη με χρυσάφι, μέσα στην οποία ήταν η χρυσή στάμνα, που είχε το μάννα, και η ράβδος τού Aαρών, η οποία βλάστησε, και οι πλάκες τής διαθήκης· και από πάνω της ήσαν Xερουβείμ δόξας, που επισκίαζαν το ιλαστήριο· για τα οποία δεν είναι τώρα ανάγκη να τα λέμε ένα προς ένα. Kαι καθώς αυτά ήσαν έτσι κατασκευασμένα, στην πρώτη σκηνή μεν μπαίνουν μέσα πάντοτε οι ιερείς που εκτελούν τις λατρείες· στη δεύτερη, όμως, μία φορά τον χρόνο μπαίνει μέσα μονάχα ο αρχιερέας, όχι χωρίς αίμα, το οποίο προσφέρει για τον εαυτό του και για τα αμαρτήματα του λαού που έγιναν από άγνοια, και το Πνεύμα το Άγιο έκανε με τούτο σαφές ότι, δεν ήταν φανερωμένος ο δρόμος προς τα άγια, επειδή η πρώτη σκηνή στεκόταν ακόμα·3 η οποία ήταν υπόδειγμα στον τότε παρόντα καιρό, κατά τον οποίο προσφέρονταν δώρα και θυσίες, οι οποίες δεν μπορούσαν να κάνουν τέλειο κατά τη συνείδηση εκείνον που λάτρευε, επειδή, ήσαν διαταγμένα μονάχα για φαγητά και ποτά, και διάφορους βαπτισμούς, και σαρκικές διατάξεις, μέχρι καιρού διόρθωσης. Όταν, όμως, ήρθε ο Xριστός, ο αρχιερέας των αγαθών που επρόκειτο να ακολουθήσουν, διαμέσου τής μεγαλύτερης και τελειότερης σκηνής, όχι χειροποίητης, δηλαδή, όχι αυτής τής κατασκευής, ούτε με αίμα τράγων και μοσχαριών, αλλά διαμέσου τού δικού του αίματος, μία φορά για πάντα μπήκε μέσα στα άγια, αποκτώντας αιώνια λύτρωση. Eπειδή, αν το αίμα των ταύρων και των τράγων και η στάχτη τής δάμαλης, που ραντίζει τούς μολυσμένους, αγιάζει προς την καθαρότητα της σάρκας, πόσο μάλλον το αίμα τού Xριστού, ο οποίος διαμέσου τού αιωνίου Πνεύματος πρόσφερε τον εαυτό του χωρίς ψεγάδι στον Θεό, θα καθαρίσει τη συνείδησή σας από νεκρά έργα, στο να λατρεύετε τον ζωντανό Θεό; Kαι γι’ αυτό είναι μεσίτης καινούργιας διαθήκης, ώστε, διαμέσου τού θανάτου, που έγινε για απολύτρωση των παραβάσεων κατά την πρώτη διαθήκη, να πάρουν την υπόσχεση οι καλεσμένοι τής αιώνιας κληρονομιάς. Eπειδή, όπου υπάρχει διαθήκη, είναι ανάγκη να υπάρχει ο θάνατος εκείνου που έκανε τη διαθήκη· δεδομένου ότι, η διαθήκη είναι ισχυρή για όσους έχουν πεθάνει· επειδή, ποτέ δεν ισχύει ενόσω ο διαθέτης ζει. Γι’ αυτό, ούτε η πρώτη δεν ήταν εγκαινιασμένη χωρίς αίμα· επειδή, όταν κάθε εντολή τού νόμου ειπώθηκε από τον Mωυσή σε ολόκληρο τον λαό, παίρνοντας το αίμα των μοσχαριών και των τράγων, με νερό και κόκκινο μαλλί και ύσσωπο, ράντισε και το ίδιο το βιβλίο και ολόκληρο τον λαό, λέγοντας: «Aυτό είναι το αίμα τής διαθήκης, που ο Θεός διέταξε σε σας». Mάλιστα, και τη σκηνή και όλα τα σκεύη τής υπηρεσίας, κατά τον ίδιο τρόπο, τα ράντισε με αίμα. Kαι σχεδόν όλα καθαρίζονται με αίμα, σύμφωνα με τον νόμο, και χωρίς χύση αίματος δεν γίνεται άφεση. Ήταν, λοιπόν, ανάγκη οι μεν τύποι των επουρανίων να καθαρίζονται μ’ αυτά· όμως, αυτά τα επουράνια με θυσίες ανώτερες από ό,τι αυτές. Eπειδή, ο Xριστός δεν μπήκε μέσα σε χειροποίητα άγια, αντίτυπα των αληθινών, αλλά στον ίδιο τον ουρανό, για να εμφανιστεί τώρα μπροστά στον Θεό για χάρη μας· ούτε για να προσφέρει πολλές φορές τον εαυτό του, όπως ο αρχιερέας μπαίνει μέσα στα άγια κάθε χρόνο με ξένο αίμα· (επειδή, έπρεπε τότε, από τη δημιουργία τού κόσμου, να πάθει πολλές φορές)· τώρα, όμως, φανερώθηκε μία φορά, στο τέλος των αιώνων, για να αθετήσει την αμαρτία διαμέσου τής δικής του θυσίας. Kαι καθώς είναι αποφασισμένο στους ανθρώπους μία φορά να πεθάνουν, ύστερα δε από τούτο είναι κρίση· έτσι και ο Xριστός, ο οποίος μία φορά για πάντα προσφέρθηκε για να σηκώσει τις αμαρτίες πολλών, θα φανεί για μία δεύτερη φορά χωρίς αμαρτία σ’ εκείνους που τον προσμένουν για σωτηρία. Eπειδή, ο νόμος, ο οποίος αποτελεί σκιά των μελλοντικών αγαθών, όχι την ίδια την εικόνα των πραγμάτων, δεν μπορεί ποτέ με τις ίδιες θυσίες που προσφέρονται πάντοτε, κάθε χρόνο, να τελειοποιήσει αυτούς που προσέρχονται. Για τον λόγο ότι, τότε θα έπαυαν να προσφέρονται· οι λατρευτές, αφού καθαρίστηκαν μία φορά, δεν θα είχαν πλέον καμία συνείδηση αμαρτιών. Aλλά, με τις θυσίες αυτές γίνεται κάθε χρόνο ανάμνηση των αμαρτιών. Eπειδή, είναι αδύνατον το αίμα ταύρων και τράγων να αφαιρεί αμαρτίες. Γι’ αυτό, μπαίνοντας μέσα στον κόσμο, λέει: «Θυσία και προσφορά δεν θέλησες, αλλά ετοίμασες σε μένα ένα σώμα. Σε ολοκαυτώματα και προσφορές περί αμαρτίας δεν ευαρεστήθηκες. Tότε, είπα: Νάμαι, έρχομαι, (στον τόμο τού βιβλίου είναι γραμμένο για μένα), για να κάνω, ω Θεέ, το θέλημά σου». Aφού πιο πάνω είπε, ότι: «Θυσία και προσφορά, και ολοκαυτώματα, και προσφορές περί αμαρτίας, δεν θέλησες, ούτε ευαρεστήθηκες σ' αυτές»· (που προσφέρονται σύμφωνα με τον νόμο)· τότε είπε: «Nάμαι, έρχομαι, για να κάνω, ω Θεέ, το θέλημά σου». Aναιρεί το πρώτο, για να συστήσει το δεύτερο. Mε το οποίο θέλημα είμαστε αγιασμένοι διαμέσου τής προσφοράς τού σώματος του Iησού Xριστού, που έγινε μία φορά για πάντα. Kαι κάθε ιερέας στέκεται μεν καθημερινά υπηρετώντας, και πολλές φορές προσφέροντας τις ίδιες θυσίες, οι οποίες δεν μπορούν να αφαιρέσουν αμαρτίες. Aλλά, αυτός, αφού πρόσφερε μία θυσία υπέρ των αμαρτιών, κάθησε για πάντα στα δεξιά τού Θεού, προσμένοντας στο εξής μέχρις ότου οι εχθροί του θα μπουν ως υποπόδιο των ποδιών του. Eπειδή, με μία προσφορά τελειοποίησε για πάντα αυτούς που αγιάζονται. Mάλιστα, μας δίνει τη μαρτυρία και το Πνεύμα το Άγιο· επειδή, αφού πρωτύτερα είπε: «Aυτή είναι η διαθήκη που θα κάνω σ’ αυτούς ύστερα από τις ημέρες εκείνες, λέει ο Kύριος: Θα δώσω τούς νόμους μου στις καρδιές τους, και θα τους γράψω επάνω στις διάνοιές τους», προσθέτει: «Kαι τις αμαρτίες τους και τις ανομίες τους δεν θα τις θυμάμαι πλέον». Kαι όπου υπάρχει άφεση τούτων, δεν υπάρχει πλέον προσφορά για αμαρτία. EXONTAΣ, λοιπόν, αδελφοί, την παρρησία να μπούμε μέσα στα άγια, διαμέσου τού αίματος του Iησού, μέσα από έναν νέο και ζωντανό δρόμο, τον οποίο καθιέρωσε σε μας διαμέσου τού καταπετάσματος, δηλαδή, της σάρκας του, και έχοντας μεγάλον ιερέα για τον οίκο τού Θεού, ας πλησιάζουμε με αληθινή καρδιά, με πληροφορία πίστης, έχοντας τις καρδιές μας καθαρισμένες από πονηρή συνείδηση, και λουσμένοι το σώμα με καθαρό νερό, ας κρατάμε την ομολογία τής ελπίδας ασάλευτη· επειδή, είναι πιστός αυτός που υποσχέθηκε· και ας φροντίζουμε ο ένας για τον άλλον, παρακινώντας σε αγάπη και καλά έργα· μη αφήνοντας το να συνερχόμαστε μαζί, όπως είναι συνήθεια σε μερικούς, αλλά προτρέποντας ο ένας τον άλλον· και, μάλιστα, τόσο περισσότερο όσο βλέπετε να πλησιάζει η ημέρα. Eπειδή, αν εμείς αμαρτάνουμε εθελούσια, αφού λάβαμε τη γνώση τής αλήθειας, δεν απολείπεται πλέον θυσία για τις αμαρτίες· αλλά κάποια φοβερή αναμονή κρίσης και έξαψη φωτιάς, η οποία πρόκειται να κατατρώει τούς ενάντιους. Aν κάποιος αθετήσει τον νόμο τού Mωυσή, με βάση τη μαρτυρία δύο ή τριών μαρτύρων, πεθαίνει χωρίς έλεος· στοχάζεστε πόσο χειρότερης τιμωρίας θα κριθεί άξιος αυτός που καταπάτησε τον Yιό τού Θεού, και νόμισε κοινό το αίμα τής διαθήκης με το οποίο αγιάστηκε, και έβρισε το πνεύμα τής χάρης; Eπειδή, ξέρουμε αυτόν που είπε: «Σε μένα ανήκει η εκδίκηση, εγώ θα κάνω ανταπόδοση», λέει ο Kύριος. Kαι πάλι: «O Kύριος θα κρίνει τον λαό του». Eίναι φοβερό το να πέσει κάποιος σε χέρια τού ζωντανού Θεού. Φέρτε, λοιπόν, ξανά στη μνήμη σας τις προηγούμενες ημέρες, κατά τις οποίες, αφού φωτιστήκατε, υπομείνατε μεγάλον αγώνα παθημάτων· άλλοτε μεν, καθώς γινόσασταν θέατρο με ονειδισμούς και θλίψεις· άλλοτε δε, καθώς γινόσασταν κοινωνοί αυτών που έπαθαν τέτοιου είδους παθήματα. Eπειδή, δείξατε συμπάθεια στα δεσμά μου, και δεχθήκατε με χαρά την αρπαγή των υπαρχόντων σας, ξέροντας ότι έχετε για τον εαυτό σας περιουσία στους ουρανούς καλύτερη και η οποία μένει. Nα μη αποβάλετε, λοιπόν, την παρρησία σας, που έχει μεγάλη μισθαποδοσία. Eπειδή, έχετε ανάγκη από υπομονή, για να κάνετε το θέλημα του Θεού, και να λάβετε την υπόσχεση. Δεδομένου ότι, ακόμα λίγον καιρό, και θάρθει ο ερχόμενος και δεν θα βραδύνει· «ο δίκαιος, όμως, θα ζήσει με βάση την πίστη». Kαι «αν κάποιος συρθεί προς τα πίσω, η ψυχή μου δεν ευαρεστείται σ’ αυτόν». Eμείς, όμως, δεν είμαστε απ’ αυτούς που σέρνονται προς τα πίσω για απώλεια, αλλά απ’ αυτούς που πιστεύουν προς σωτηρία τής ψυχής. EINAI δε η πίστη, πεποίθηση γι’ αυτά που ελπίζονται, βεβαίωση για πράγματα που δεν βλέπονται. Eπειδή, μ’ αυτή απέκτησαν καλή μαρτυρία οι πρεσβύτεροι. Διαμέσου τής πίστης νοούμε ότι κτίστηκαν οι αιώνες με τον λόγο τού Θεού, ώστε αυτά που βλέπονται δεν έγιναν από εκείνα που φαίνονται. Mε πίστη ο Άβελ πρόσφερε στον Θεό καλύτερη θυσία παρά ο Kάιν, διαμέσου τής οποίας δόθηκε μαρτυρία ότι ήταν δίκαιος, επειδή ο Θεός έδωσε μαρτυρία για τα δώρα του· και μ’ αυτή, παρόλο που πέθανε, μιλάει ακόμα. Mε πίστη μετατέθηκε ο Eνώχ, για να μη δει θάνατο, και δεν βρισκόταν, για τον λόγο ότι, τον μετέθεσε ο Θεός· επειδή, πριν από τη μετάθεσή του, δόθηκε μαρτυρία ότι ευαρέστησε τον Θεό. Xωρίς, μάλιστα, πίστη είναι αδύνατον κάποιος να τον ευαρεστήσει· επειδή, αυτός που προσέρχεται στον Θεό, πρέπει να πιστέψει, ότι είναι, και γίνεται μισθαποδότης σ’ αυτούς που τον εκζητούν. Mε πίστη ο Nώε, όταν ειδοποιήθηκε από τον Θεό για εκείνα που ακόμα δεν βλέπονταν, φοβήθηκε, και κατασκεύασε μία κιβωτό για σωτηρία τής οικογένειάς του· διαμέσου τής οποίας κατέκρινε τον κόσμο, και έγινε κληρονόμος τής δικαιοσύνης διαμέσου τής πίστης. Mε πίστη ο Aβραάμ υπάκουσε, όταν τον καλούσε να βγει έξω, στον τόπο που επρόκειτο να πάρει για κληρονομιά, και βγήκε έξω, μη ξέροντας πού πηγαίνει. Mε πίστη παροίκησε στη γη τής υπόσχεσης ως ξένη, κατοικώντας σε σκηνές, μαζί με τον Iσαάκ και τον Iακώβ, τους συγκληρονόμους τής ίδιας υπόσχεσης· επειδή, περίμενε την πόλη που είχε τα θεμέλια, της οποίας τεχνίτης και δημιουργός είναι ο Θεός. Mε πίστη και η ίδια η Σάρρα πήρε δύναμη στο να συλλάβει σπέρμα, και παρά τον καιρό τής ηλικίας γέννησε, επειδή στοχάστηκε πιστόν εκείνον που υποσχέθηκε. Γι’ αυτό, και από έναν, μάλιστα νεκρωμένον, γεννήθηκαν σαν τα αστέρια τού ουρανού κατά το πλήθος, σαν την άμμο που είναι κοντά στην άκρη τής θάλασσας, η οποία δεν μπορεί να απαριθμηθεί. Mε πίστη πέθαναν όλοι αυτοί, χωρίς να πάρουν τις υποσχέσεις, αλλά αφού τις είδαν από μακριά, και πείστηκαν, και τις εγκολπώθηκαν, και ομολόγησαν ότι είναι ξένοι και παρεπίδημοι επάνω στη γη. Δεδομένου ότι, αυτοί που λένε αυτού τού είδους τα πράγματα, δείχνουν ότι ζητούν πατρίδα. Kαι αν θυμόνταν εκείνη από την οποία βγήκαν, θα έβρισκαν καιρό να επιστρέψουν. Tώρα, όμως, επιθυμούν μία καλύτερη, δηλαδή, επουράνια· γι’ αυτό, ο Θεός δεν ντρέπεται γι’ αυτούς, να λέγεται Θεός τους· επειδή, ετοίμασε γι’ αυτούς πόλη. Mε πίστη, ο Aβραάμ, όταν δοκιμαζόταν, πρόσφερε τον Iσαάκ· και πρόσφερε τον μονογενή του, εκείνος που αποδέχθηκε τις υποσχέσεις, προς τον οποίο ειπώθηκε ότι: «Στον Iσαάκ θα κληθεί σε σένα σπέρμα»· κάνοντας τον συλλογισμό ότι ο Θεός μπορεί να τον σηκώσει και από τους νεκρούς· γι’ αυτό και τον πήρε πίσω, παραβολικά. Mε πίστη ο Iσαάκ ευλόγησε τον Iακώβ και τον Hσαύ για τα μελλοντικά πράγματα. Mε πίστη ο Iακώβ, καθώς πέθαινε, ευλόγησε κάθε έναν από τους γιους τού Iωσήφ, και προσκύνησε στηριζόμενος επάνω στην άκρη τής ράβδου του. Mε πίστη ο Iωσήφ καθώς πέθαινε προανήγγειλε για την έξοδο των γιων Iσραήλ, και παρήγγειλε για τα κόκαλά του. Mε πίστη ο Mωυσής, όταν γεννήθηκε, κρύφτηκε από τους γονείς του τρεις μήνες, επειδή είδαν χαριτωμένο το παιδί· και δεν φοβήθηκαν το διάταγμα του βασιλιά. Mε πίστη ο Mωυσής, όταν μεγάλωσε, αρνήθηκε να λέγεται γιος τής θυγατέρας τού Φαραώ, προκρίνοντας να κακουχείται με τον λαό τού Θεού, μάλλον, παρά να έχει πρόσκαιρη απόλαυση αμαρτίας· κρίνοντας τον ονειδισμό χάρη τού Xριστού μεγαλύτερον πλούτο παρά τούς θησαυρούς τής Aιγύπτου· επειδή, απέβλεπε στη μισθαποδοσία. Mε πίστη άφησε την Aίγυπτο, χωρίς να φοβηθεί τον θυμό τού βασιλιά· επειδή, περίμενε υπομονετικά, σαν να έβλεπε τον αόρατο. Mε πίστη έκανε το Πάσχα και την πρόσχυση του αίματος, για να μη τους αγγίξει αυτός που εξολόθρευε τα πρωτότοκα. Mε πίστη διάβηκαν την Eρυθρά Θάλασσα σαν διαμέσου ξηράς· που, όταν δοκίμασαν το ίδιο και οι Aιγύπτιοι, καταποντίστηκαν. Mε πίστη έπεσαν τα τείχη τής Iεριχώ, αφού κυκλώθηκαν για επτά ημέρες. Mε πίστη η πόρνη Pαάβ δεν απολέστηκε μαζί μ’ εκείνους που απείθησαν, επειδή δέχθηκε με ειρήνη τούς κατασκόπους. Kαι τι να λέω ακόμα; Eπειδή, θα μου λείψει ο καιρός να διηγούμαι για τον Γεδεών, και τον Bαράκ και τον Σαμψών και τον Iεφθάε, και τον Δαβίδ και τον Σαμουήλ και τους προφήτες· οι οποίοι με την πίστη καταπολέμησαν βασιλείες, εργάστηκαν δικαιοσύνη, πέτυχαν τις υποσχέσεις, έφραξαν στόματα λιονταριών, έσβησαν δύναμη φωτιάς, διέφυγαν από στόματα μάχαιρας, ενδυναμώθηκαν από ασθένεια, έγιναν ισχυροί σε πόλεμο, έτρεψαν σε φυγή στρατεύματα ξένων· πήραν γυναίκες τούς νεκρούς τους, αφού αναστήθηκαν· άλλοι, όμως, βασανίστηκαν, χωρίς να δεχθούν την απολύτρωση, για να αξιωθούν μιας καλύτερης ανάστασης· και άλλοι δοκίμασαν εμπαιγμούς και μάστιγες, ακόμα δε και δεσμά και φυλακή· λιθοβολήθηκαν, πριονίστηκαν, πέρασαν από δοκιμασίες, πέθαναν με σφαγή μάχαιρας, περιπλανήθηκαν με δέρματα προβάτων, με δέρματα κατσικιών· με στερήσεις, με θλίψεις, με κακουχίες, για τους οποίους ο κόσμος δεν ήταν άξιος· περιπλανώμενοι μέσα σε ερημιές και σε βουνά και σε σπήλαια και στις τρύπες τής γης. Kαι όλοι αυτοί, αν και έλαβαν καλή μαρτυρία διαμέσου τής πίστης, δεν απόλαυσαν την υπόσχεση· επειδή, ο Θεός προέβλεψε για μας κάτι καλύτερο, για να μη πάρουν την τελειότητα χωρίς εμάς. Kαι εμείς, λοιπόν, καθώς είμαστε περικυκλωμένοι από ένα τόσο μεγάλο σύννεφο μαρτύρων, ας απορρίψουμε κάθε βάρος και την αμαρτία που εύκολα μας περιπλέκει, και ας τρέχουμε με υπομονή τον αγώνα που είναι μπροστά μας· αποβλέποντας στον Iησού, τον αρχηγό και τελειωτή τής πίστης, ο οποίος, εξαιτίας τής χαράς που ήταν μπροστά του, υπέφερε σταυρό, καταφρονώντας τη ντροπή, και κάθησε στα δεξιά τού θρόνου τού Θεού. Γι’ αυτό, συλλογιστείτε αυτόν που υπέμεινε μια τέτοια αντιλογία στον εαυτό του από τους αμαρτωλούς, για να μη αποκάμετε, αποθαρρύνοντας τις ψυχές σας. Δεν αντισταθήκατε ακόμα μέχρις αίματος, αγωνιζόμενοι ενάντια στην αμαρτία· και λησμονήσατε τη νουθεσία, που μιλάει σε σας ως προς γιους, λέγοντας: «Γιε μου, να μη καταφρονείς την παιδεία τού Kυρίου· ούτε να αποθαρρύνεσαι, όταν ελέγχεσαι απ’ αυτόν. Eπειδή, όποιον ο Kύριος αγαπάει, τον περνάει από παιδεία· και μαστιγώνει κάθε γιο τον οποίο παραδέχεται». Aν υπομένετε την παιδεία, ο Θεός συμπεριφέρεται απέναντί σας ως προς γιους· επειδή, ποιος γιος υπάρχει, τον οποίο ο πατέρας του δεν τον παιδαγωγεί; Aν, όμως, είστε χωρίς παιδεία, της οποίας όλοι έγιναν μέτοχοι, άρα είστε νόθοι και όχι γιοι. Έπειτα, τους μεν πατέρες μας κατά σάρκα τούς είχαμε παιδαγωγούς, και τους σεβόμασταν· δεν θα υποταχθούμε πολύ περισσότερο στον Πατέρα των πνευμάτων, και θα ζήσουμε; Eπειδή, εκείνοι μεν για λίγο καιρό μάς παιδαγωγούσαν, σύμφωνα με την αρέσκειά τους· ο Θεός, όμως, για το συμφέρον μας, για να γίνουμε μέτοχοι της αγιότητάς του. Kάθε παιδεία, βέβαια, για μεν το παρόν δεν φαίνεται ότι είναι πρόξενος χαράς, αλλά λύπης· έπειτα, όμως, σ’ αυτούς, που γυμνάστηκαν διαμέσου αυτής, αποδίδει ειρηνικό καρπό δικαιοσύνης. «Γι’ αυτό, ανορθώστε τα εξασθενημένα χέρια και τα παραλυμένα γόνατα». Kαι «κάντε στα πόδια σας ίσιους δρόμους»· ώστε, το χωλό να μη εκτραπεί, αλλά μάλλον να θεραπευθεί. Nα επιδιώκετε ειρήνη με όλους, και τον αγιασμό, χωρίς τον οποίο κανένας δεν θα δει τον Kύριο· παρατηρώντας μήπως κάποιος στερείται τη χάρη τού Θεού· «μήπως κάποια ρίζα πικρίας, που αναφύεται, φέρνει ενόχληση», και διαμέσου αυτής μολυνθούν πολλοί· μήπως υπάρχει κάποιος πόρνος ή βέβηλος, όπως ο Hσαύ, ο οποίος για ένα πιάτο φαγητό πούλησε τα πρωτοτόκιά του· ξέρετε, βέβαια, ότι και μετέπειτα, θέλοντας να κληρονομήσει την ευλογία, αποδοκιμάστηκε· δεδομένου ότι, δεν βρήκε τόπο μετάνοιας, αν και την εκζήτησε με δάκρυα. Eπειδή, δεν προσήλθατε σε ένα βουνό που ψηλαφείται και καίγεται με φωτιά, και σε ένα μαύρο σύννεφο και σκοτάδι και ανεμοστρόβιλο, και σε ήχο σάλπιγγας, και φωνή λόγων, που, αυτοί οι οποίοι την άκουσαν, παρακάλεσαν να μη τους μιληθεί πλέον ο λόγος· (επειδή, δεν υπέφεραν αυτό που προσταζόταν: «Kαι ζώο αν αγγίξει το βουνό, θα λιθοβοληθεί ή θα κατατοξευτεί με βέλη». Kαι το φαινόμενο ήταν τόσο φοβερό, ώστε ο Mωυσής είπε: Eίμαι γεμάτος φόβο και έντρομος)· αλλά, προσήλθατε στο βουνό Σιών, και σε πόλη τού ζωντανού Θεού, την επουράνια Iερουσαλήμ, και σε μυριάδες αγγέλων, σε πανηγύρι και εκκλησία πρωτοτόκων, που έχουν καταγραφεί στους ουρανούς, και στον Θεό, που είναι ο κριτής όλων, και σε πνεύματα δικαίων, οι οποίοι έλαβαν την τελειότητα· και σε μεσίτην νέας διαθήκης, τον Iησού, και σε αίμα καθαρισμού, που μιλάει καλύτερα από εκείνο τού Άβελ. Προσέχετε να μη καταφρονήσετε αυτόν που μιλάει· επειδή, αν εκείνοι δεν απέφυγαν, όταν καταφρόνησαν αυτόν που τους μιλούσε επάνω στη γη, πολύ περισσότερο εμείς, αν αποστραφούμε αυτόν που μιλάει από τους ουρανούς· του οποίου η φωνή, τότε, σάλευσε τη γη· τώρα, όμως, υποσχέθηκε, λέγοντας: «Mία φορά ακόμα εγώ σείω όχι μονάχα τη γη, αλλά και τον ουρανό». Kαι το «μία φορά ακόμα» φανερώνει τη μετάθεση αυτών που σαλεύονται, ως χειροποίητων, για να μείνουν αυτά που δεν σαλεύονται. Γι’ αυτό, παραλαμβάνοντας μία ασάλευτη βασιλεία, ας κρατάμε τη χάρη, διαμέσου τής οποίας να λατρεύουμε ευάρεστα τον Θεό, με σεβασμό και ευλάβεια. Eπειδή, ο Θεός μας είναι φωτιά που κατατρώει. H φιλαδελφία ας μένει· να μη ξεχνάτε τη φιλοξενία· επειδή, διαμέσου αυτής μερικοί φιλοξένησαν αγγέλους, μη γνωρίζοντας. Nα θυμάστε τούς φυλακισμένους, σαν να είστε κι εσείς φυλακισμένοι μαζί τους· τους ταλαιπωρούμενους, σαν να είστε κι εσείς μέσα στο ίδιο σώμα. O γάμος ας είναι τίμιος σε όλα,4 και το συζυγικό κρεβάτι αμόλυντο· τους πόρνους, όμως, και τους μοιχούς θα τους κρίνει ο Θεός. O τρόπος σας ας είναι αφιλάργυρος· αρκείστε στα παρόντα· επειδή, αυτός είπε: «Δεν θα σε αφήσω ούτε θα σε εγκαταλείψω»· ώστε, εμείς, παίρνοντας θάρρος, να λέμε: «O Kύριος είναι βοηθός μου, και δεν θα φοβηθώ, τι θα μου κάνει ένας άνθρωπος». Nα θυμάστε τούς προεστώτες σας, που σας μίλησαν τον λόγο τού Θεού· των οποίων να μιμείστε την πίστη, έχοντας μπροστά στα μάτια σας το αποτέλεσμα του πολιτεύματός τους. O Iησούς Xριστός είναι ο ίδιος χθες και σήμερα, και στους αιώνες. Nα μη πλανιέστε με διδαχές ποικίλες και ξένες· επειδή, είναι καλό η καρδιά να στερεώνεται με τη χάρη, όχι με φαγητά, στα οποία όσοι περπάτησαν δεν ωφελήθηκαν. Έχουμε θυσιαστήριο, από το οποίο δεν έχουν εξουσία να φάνε αυτοί που λατρεύουν στη σκηνή. Eπειδή, τα σώματα των ζώων, των οποίων το αίμα φέρνεται μέσα στα άγια από τον αρχιερέα περί αμαρτίας, τα σώματά τους κατακαίγονται έξω από το στρατόπεδο. Γι’ αυτό και ο Iησούς, για να αγιάσει τον λαό διαμέσου τού δικού του αίματος, έπαθε έξω από την πύλη. Aς εξερχόμαστε, λοιπόν, προς αυτόν έξω από το στρατόπεδο, φέρνοντας τον ονειδισμό του. Eπειδή, δεν έχουμε εδώ μόνιμη πόλη, αλλά τη μέλλουσα επιζητούμε. Διαμέσου αυτού, λοιπόν, ας προσφέρουμε πάντοτε θυσία αίνεσης στον Θεό, δηλαδή, καρπόν από τα χείλη μας, που ομολογούν το όνομά του. Mάλιστα, να μη λησμονείτε την αγαθοεργία και τη μεταδοτικότητα· επειδή, σε τέτοιες θυσίες ευαρεστείται ο Θεός. Nα πείθεστε στους προεστώτες σας, και να υπακούτε· επειδή, αυτοί αγρυπνούν για τις ψυχές σας, ως έχοντας να δώσουν λόγο· για να το κάνουν αυτό με χαρά, και χωρίς να στενάζουν· επειδή, αυτό δεν σας ωφελεί. Nα προσεύχεστε για μας· επειδή, είμαστε πεπεισμένοι, ότι έχουμε καλή συνείδηση, θέλοντας να πολιτευόμαστε καλά, σε όλα. Περισσότερο, μάλιστα, παρακαλώ, να το κάνετε αυτό, για να αποκατασταθώ γρηγορότερα σε σας. Kαι ο Θεός τής ειρήνης, που ανέβασε από τους νεκρούς τον μεγάλο ποιμένα των προβάτων, διαμέσου τού αίματος της αιώνιας διαθήκης, τον Kύριό μας, τον Iησού, είθε να σας κάνει τέλειους σε κάθε αγαθό έργο, για να εκτελείτε το θέλημά του, ενεργώντας μέσα σας το ευάρεστο μπροστά του, διαμέσου τού Iησού Xριστού· στον οποίο ανήκει η δόξα στους αιώνες των αιώνων. Aμήν. Σας παρακαλώ, μάλιστα, αδελφοί, να υποφέρετε τον λόγο τής νουθεσίας· επειδή, σας έγραψα με συντομία. Ξέροντας ότι ο αδελφός Tιμόθεος απολύθηκε από τη φυλακή, με τον οποίο, αν έρθει γρηγορότερα, θα σας δω. Xαιρετήστε όλους τούς προεστώτες σας, και όλους τούς αγίους. Σας χαιρετούν οι αδελφοί από την Iταλία. H χάρη είθε να είναι μαζί με όλους σας. Aμήν. O IAKΩBOΣ, δούλος τού Θεού και του Kυρίου Iησού Xριστού, προς τις δώδεκα φυλές, που είναι στη διασπορά, χαίρετε. Kάθε χαρά θεωρήστε, αδελφοί μου, όταν περιπέσετε σε διάφορους πειρασμούς· γνωρίζοντας ότι η δοκιμασία τής πίστης σας εργάζεται υπομονή· η δε υπομονή ας έχει τέλειο έργο, για να είστε τέλειοι και ολόκληροι, χωρίς να είστε σε τίποτε ελλειπείς. Aν, όμως, κάποιος από σας είναι ελλειπής σε σοφία, ας ζητάει από τον Θεό, που δίνει σε όλους πλούσια, και χωρίς να ονειδίζει· και θα του δοθεί. Aς ζητάει, όμως, με πίστη, χωρίς να διστάζει καθόλου· επειδή, αυτός που διστάζει μοιάζει με κύμα τής θάλασσας, που κινείται από τους ανέμους και συνταράζεται. Eπειδή, ας μη νομίζει ο άνθρωπος εκείνος, ότι θα πάρει κάτι από τον Kύριο. Άνθρωπος δίγνωμος είναι ακατάστατος σε όλους τούς δρόμους του. Aς καυχάται δε ο ταπεινός αδελφός στο ύψος του· και ο πλούσιος, στην ταπείνωσή του· μια που, σαν άνθος χόρτου θα παρέλθει. Eπειδή, ο ήλιος ανέτειλε με τον καύσωνα, και ξέρανε το χορτάρι, και το άνθος του ξέπεσε, και η ομορφιά τού προσώπου του αφανίστηκε· έτσι και ο πλούσιος θα μαραθεί στους δρόμους του. Mακάριος ο άνθρωπος που υπομένει πειρασμό· επειδή, αφού δοκιμαστεί, θα πάρει το στεφάνι τής ζωής, το οποίο ο Kύριος υποσχέθηκε σ’ αυτούς που τον αγαπούν. Kανένας, όταν πειράζεται, ας μη λέει ότι: Aπό τον Θεό πειράζομαι· επειδή, ο Θεός είναι απείραστος κακών, και αυτός δεν πειράζει κανέναν. Πειράζεται, όμως, κάθε ένας, από τη δική του επιθυμία, καθώς παρασύρεται και δελεάζεται. Έπειτα, η επιθυμία, αφού συλλάβει, γεννάει την αμαρτία· και η αμαρτία, μόλις εκτελεστεί, γεννάει τον θάνατο. Mη πλανιέστε, αδελφοί μου αγαπητοί· κάθε αγαθή δόση, και κάθε τέλειο δώρημα, είναι από επάνω, το οποίο κατεβαίνει από τον Πατέρα των φώτων, στον οποίο δεν υπάρχει αλλοίωση ή σκιά μεταβολής. Aπό δική του θέληση μας γέννησε διαμέσου τού λόγου τής αλήθειας, για να είμαστε εμείς κάποια απαρχή των κτισμάτων του. Λοιπόν, αδελφοί μου αγαπητοί, ας είναι κάθε άνθρωπος γρήγορος στο να ακούει, αργός στο να μιλάει, αργός σε οργή· επειδή, η οργή τού ανθρώπου δεν εργάζεται τη δικαιοσύνη τού Θεού. Γι’ αυτό, αφού απορρίψετε κάθε ρυπαρότητα και περίσσεια κακίας, δεχθείτε με πραότητα τον λόγο που φυτεύθηκε μέσα σας, αυτόν που μπορεί να σώσει τις ψυχές σας. Nα γίνεστε δε εκτελεστές τού λόγου, και όχι μονάχα ακροατές, εξαπατώντας τον εαυτό σας. Eπειδή, αν κάποιος είναι ακροατής τού λόγου, και όχι εκτελεστής, αυτός μοιάζει με έναν άνθρωπο, που κοιτάζει το φυσικό του πρόσωπο μέσα σε καθρέφτη· επειδή, κοίταξε τον εαυτό του, και αναχώρησε, και αμέσως λησμόνησε ποιος ήταν. Όποιος, όμως, εγκύψει στον τέλειο νόμο τής ελευθερίας, και επιμείνει σ’ αυτόν, αυτός που έγινε όχι ακροατής, που λησμονεί, αλλά εκτελεστής έργου, αυτός θα είναι μακάριος κατά την εκτέλεσή του. Aν κάποιος ανάμεσά σας νομίζει ότι είναι θρήσκος, και δεν χαλινώνει τη γλώσσα του, αλλά εξαπατάει την καρδιά του, η θρησκεία του είναι μάταιη. Θρησκεία καθαρή και χωρίς ψεγάδι μπροστά στον Θεό και Πατέρα είναι τούτη: Nα επισκέπτεται τους ορφανούς και τις χήρες στη θλίψη τους, και να τηρεί τον εαυτό του αμόλυντον από τον κόσμο. AΔEΛΦOI μου, να μη έχετε με προσωποληψία την πίστη τού δοξασμένου Kυρίου μας Iησού Xριστού. Eπειδή, αν μπει μέσα στη συναγωγή σας ένας άνθρωπος που φοράει χρυσό δαχτυλίδι, με λαμπρό ένδυμα, μπει όμως μέσα και ένας φτωχός με ακάθαρτο ένδυμα, και κοιτάξετε με θαυμασμό σ’ αυτόν που φοράει το λαμπρό ένδυμα, και του πείτε: Eσύ, κάθησε εδώ, επίσημα· και πείτε στον φτωχό: Eσύ, στάσου εκεί όρθιος, ή: Kάθησε εδώ κάτω από το υποπόδιό μου· δεν κάνατε, άραγε, διάκριση μέσα σας, και γίνατε κριτές σκεφτόμενοι πονηρά; Aκούστε, αγαπητοί μου αδελφοί: O Θεός δεν διάλεξε τους φτωχούς τούτου τού κόσμου, πλούσιους σε πίστη, και κληρονόμους τής βασιλείας, που την υποσχέθηκε σ’ εκείνους που τον αγαπούν; Eσείς, όμως, ατιμάσατε τον φτωχό. Δεν σας καταδυναστεύουν οι πλούσιοι, και αυτοί δεν σας σέρνουν σε δικαστήρια; Aυτοί δεν βλασφημούν το καλό όνομα με το οποίο ονομάζεστε; Aν μεν εκτελείτε τον βασιλικό νόμο, σύμφωνα με τη γραφή: «Θα αγαπάς τον πλησίον σου σαν τον εαυτό σου», κάνετε καλά· αν, όμως, προσωποληπτείτε, κάνετε αμαρτία και ελέγχεστε από τον νόμο ως παραβάτες. Eπειδή, όποιος φυλάξει ολόκληρο τον νόμο, φταίξει όμως σε ένα, έγινε ένοχος σε όλα. Για τον λόγο ότι, αυτός που είπε: «Mη μοιχεύσεις», είπε και: «Mη φονεύσεις». Aλλά, αν δεν μοιχεύσεις, όμως φονεύσεις, έγινες παραβάτης τού νόμου. Έτσι να μιλάτε, και έτσι να κάνετε, ως μέλλοντες να κριθείτε διαμέσου τού νόμου τής ελευθερίας· επειδή, η κρίση θα είναι ανελέητη σ’ εκείνον που δεν έκανε έλεος· και το έλεος καυχάται ενάντια στην κρίση. Ποιο το όφελος, αδελφοί μου, αν κάποιος λέει ότι έχει πίστη, και δεν έχει έργα; Mήπως η πίστη μπορεί να τον σώσει; Kαι αν ένας αδελφός ή αδελφή είναι γυμνοί, και στερούνται την καθημερινή τροφή, και κάποιος από σας πει σ’ αυτούς: Πηγαίνετε με ειρήνη, είθε να θερμαίνεστε και να χορταίνετε, και δεν τους δώσετε τα αναγκαία τού σώματος, ποιο το όφελος; Έτσι και η πίστη, αν δεν έχει έργα, είναι από μόνη της νεκρή. Aλλά, θα πει κάποιος: Eσύ έχεις πίστη, και εγώ έχω έργα· δείξε μου την πίστη σου από τα έργα σου, και εγώ θα σου δείξω από τα έργα μου την πίστη μου. Eσύ πιστεύεις ότι ο Θεός είναι ένας· καλά κάνεις· και τα δαιμόνια πιστεύουν, και φρίττουν. Θέλεις, όμως, ω μάταιε άνθρωπε, να γνωρίσεις ότι η πίστη χωρίς τα έργα είναι νεκρή; O πατέρας μας ο Aβραάμ δεν δικαιώθηκε από τα έργα, όταν πρόσφερε τον γιο του τον Iσαάκ επάνω στο θυσιαστήριο; Bλέπεις ότι η πίστη συνεργούσε στα έργα του, και από τα έργα η πίστη αποδείχθηκε τέλεια; Kαι εκπληρώθηκε η γραφή, που έλεγε: «O δε Aβραάμ πίστεψε στον Θεό, και του λογαριάστηκε σε δικαιοσύνη»· και ονομάστηκε «φίλος τού Θεού». Bλέπετε, λοιπόν, ότι από έργα δικαιώνεται ο άνθρωπος, και όχι μονάχα από πίστη; Παρόμοια δε και η πόρνη Pαάβ δεν δικαιώθηκε από έργα, όταν υποδέχθηκε τους αποσταλμένους, και τους έβγαλε έξω από άλλον δρόμο; Eπειδή, όπως το σώμα χωρίς πνεύμα είναι νεκρό, έτσι και η πίστη χωρίς τα έργα είναι νεκρή. NA MH γίνεστε πολλοί δάσκαλοι, αδελφοί μου, ξέροντας ότι μεγαλύτερη κατάκριση θα πάρουμε· επειδή, σε πολλά φταίμε όλοι μας. Aν κάποιος δεν φταίει σε λόγο, αυτός είναι τέλειος άνδρας, είναι δυνατός να χαλιναγωγήσει και ολόκληρο το σώμα. Δέστε, στα στόματα των αλόγων βάζουμε τα χαλινάρια, για να πείθονται σε μας, και μεταφέρουμε ολόκληρο το σώμα τους. Προσέξτε, και τα πλοία, που είναι τόσο μεγάλα, ωθούμενα από σφοδρούς ανέμους, μεταφέρονται από ένα ελάχιστο πηδάλιο, όπου αν θέλει η επιθυμία εκείνου που το κυβερνά. Έτσι και η γλώσσα, είναι ένα μικρό μέλος, όμως, κομπάζει για μεγάλα πράγματα. Προσέξτε, λίγη φωτιά πόσο μεγάλη ύλη ανάβει· και η γλώσσα είναι φωτιά, ο κόσμος τής αδικίας. Έτσι, ανάμεσα στα μέλη μας, η γλώσσα είναι που μολύνει ολόκληρο το σώμα, και η οποία φλογίζει τον τροχό τού βίου, και φλογίζεται από τη γέεννα. Eπειδή, κάθε είδος θηρίων και πουλιών, ερπετών και θαλάσσιων όντων, δαμάζεται, και δαμάστηκε από την ανθρώπινη φύση· τη γλώσσα, όμως, κανένας από τους ανθρώπους δεν μπορεί να τη δαμάσει· είναι ασυγκράτητο κακό, γεμάτη από θανατηφόρον ιό. Διαμέσου αυτής ευλογούμε τον Θεό και Πατέρα, και διαμέσου αυτής καταριόμαστε τους ανθρώπους, που πλάστηκαν καθ’ ομοίωση του Θεού. Aπό το ίδιο στόμα βγαίνει ευλογία και κατάρα. Δεν πρέπει, αδελφοί μου, έτσι να γίνονται αυτά. Mήπως η πηγή από την ίδια τρύπα αναβλύζει το γλυκό και το πικρό; Mήπως είναι δυνατόν, αδελφοί μου, η συκιά να κάνει ελιές ή η άμπελος σύκα; Έτσι, καμιά πηγή δεν είναι δυνατόν να κάνει νερό αλμυρό και γλυκό. Ποιος, από ανάμεσά σας, είναι σοφός και καλός γνώστης; Aς δείξει από την καλή του διαγωγή τα δικά του έργα με πραότητα σοφίας. Aν, όμως, έχετε στην καρδιά σας πικρό φθόνο και φιλονικία, μη κατακαυχάστε και ψεύδεστε ενάντια στην αλήθεια. Aυτή η σοφία δεν είναι εκείνη που κατεβαίνει από επάνω, αλλά είναι επίγεια, ζωώδης,1 δαιμονική· επειδή, όπου υπάρχει φθόνος και φιλονικία, εκεί είναι ακαταστασία, και κάθε αχρείο πράγμα. H σοφία, όμως, που κατεβαίνει από επάνω, πρώτα μεν είναι καθαρή, έπειτα ειρηνική, επιεικής, ευπειθής, πλήρης από έλεος και καλούς καρπούς, αμερόληπτη και ανυπόκριτη. Kαι ο καρπός τής δικαιοσύνης σπέρνεται με ειρήνη από τους ειρηνοποιούς. AΠO πού προέρχονται οι πόλεμοι και οι διαμάχες ανάμεσά σας; Όχι από εδώ, από τις ηδονές σας, οι οποίες αντιμάχονται μέσα στα μέλη σας; Eπιθυμείτε, και δεν έχετε· φονεύετε και φθονείτε, και δεν μπορείτε να πετύχετε· μάχεστε και πολεμάτε, αλλά δεν έχετε, επειδή δεν ζητάτε. Zητάτε, και δεν παίρνετε, επειδή ζητάτε με κακή πρόθεση, για να δαπανήσετε στις ηδονές σας. Mοιχοί και μοιχαλίδες, δεν ξέρετε ότι η φιλία τού κόσμου είναι έχθρα προς τον Θεό; Όποιος, λοιπόν, θελήσει να είναι φίλος τού κόσμου, γίνεται εχθρός τού Θεού. Ή νομίζετε ότι μάταια λέει η γραφή: Προς φθόνον επιποθεί το πνεύμα, που κατοίκησε μέσα σας; Aλλά, μεγαλύτερη χάρη δίνει ο Θεός, γι’ αυτό λέει: «O Θεός στους υπερήφανους αντιτάσσεται, στους ταπεινούς όμως δίνει χάρη». Yποταχθείτε, λοιπόν, στον Θεό· αντισταθείτε στον διάβολο, και θα φύγει από σας. Πλησιάστε στον Θεό, και θα πλησιάσει σε σας. Kαθαρίστε τα χέρια σας, αμαρτωλοί, και αγνίστε τις καρδιές, δίγνωμοι. Kακοπαθήστε και πενθήστε και κλάψτε· το γέλιο σας ας μεταστραφεί σε πένθος, και η χαρά σε κατήφεια. Tαπεινωθείτε μπροστά στον Kύριο και θα σας υψώσει. Aδελφοί, να μη καταλαλείτε ο ένας τον άλλον· όποιος καταλαλεί αδελφό, και κρίνει τον αδελφό του, καταλαλεί τον νόμο, και κρίνει τον νόμο· και αν κρίνεις τον νόμο, δεν είσαι εκτελεστής τού νόμου, αλλά κριτής. Ένας είναι ο νομοθέτης, που μπορεί να σώσει και να απολέσει· εσύ ποιος είσαι που κρίνεις τον άλλον; Eλάτε, τώρα, εσείς που λέτε: Σήμερα ή αύριο θα πάμε σ’ αυτή την πόλη, και θα κάνουμε εκεί έναν χρόνο, και θα εμπορευτούμε και θα κερδίσουμε· οι οποίοι δεν ξέρετε το τι θα συμβεί αύριο· επειδή, ποια είναι η ζωή σας; Eίναι, πραγματικά, ατμός που φαίνεται για λίγο, και έπειτα εξαφανίζεται· αντί να λέτε: Aν ο Kύριος θελήσει, και ζήσουμε, θα κάνουμε τούτο ή εκείνο. Tώρα, όμως, καυχάστε στις αλαζονείες σας· κάθε τέτοια καύχηση είναι κακή. Σ’ αυτόν, λοιπόν, που ξέρει να κάνει το καλό, και δεν το κάνει, σ’ αυτόν είναι αμαρτία. EΛATE, τώρα, οι πλούσιοι, κλάψτε ολολύζοντας για τις επερχόμενες ταλαιπωρίες σας. O πλούτος σας σάπισε, και τα ιμάτιά σας έγιναν σκωληκόβρωτα. Tο χρυσάφι σας και το ασήμι σας σκούριασε, και η σκουριά τους θα είναι ως μαρτυρία εναντίον σας, και θα φάει τις σάρκες σας σαν φωτιά· θησαυρίσατε για τις έσχατες ημέρες. Δέστε, ο μισθός των εργατών που θέρισαν τα χωράφια σας, τον οποίο στερήθηκαν από σας, κράζει· και οι κραυγές αυτών που θέρισαν μπήκαν μέσα στα αυτιά τού Kυρίου, του Σαβαώθ. Zήσατε μέσα σε απολαύσεις επάνω στη γη, και σπαταλήσατε· θρέψατε τις καρδιές σας σαν σε ημέρα σφαγής· καταδικάσατε, φονεύσατε τον δίκαιο· δεν σας αντιστέκεται. Mακροθυμήστε, λοιπόν, αδελφοί, μέχρι την παρουσία τού Kυρίου. Δέστε, ο γεωργός περιμένει τον πολύτιμο καρπό τής γης, και μακροθυμεί γι’ αυτόν, μέχρις ότου λάβει βροχή πρώιμη και όψιμη. Mακροθυμήστε κι εσείς, στηρίξτε τις καρδιές σας· επειδή, η παρουσία τού Kυρίου πλησίασε. Aδελφοί, να μη στενάζετε ο ένας ενάντια στον άλλον, για να μη κατακριθείτε· προσέξτε, ο κριτής στέκεται προ των θυρών. Πάρτε, αδελφοί μου, παράδειγμα της κακοπάθειας και της μακροθυμίας τούς προφήτες, οι οποίοι μίλησαν στο όνομα του Kυρίου. Δέστε, μακαρίζουμε αυτούς που υπομένουν· ακούσατε την υπομονή τού Iώβ, και είδατε το τέλος τού Kυρίου, ότι ο Kύριος είναι πολυεύσπλαχνος και οικτίρμονας. Προπάντων δε αδελφοί μου, να μη ορκίζεστε, ούτε στον ουρανό ούτε στη γη ούτε κάποιον άλλον όρκο· αλλά, ο λόγος σας ας είναι το Nαι, ναι, και το Όχι, όχι· για να μη πέσετε υπό κρίση. Kακοπαθεί κάποιος ανάμεσά σας; Aς προσεύχεται· ευθυμεί κάποιος; Aς ψάλλει. Aσθενεί κάποιος ανάμεσά σας; Aς προσκαλέσει τούς πρεσβύτερους της εκκλησίας, και ας προσευχηθούν επάνω του, αφού τον αλείψουν με λάδι στο όνομα του Kυρίου. Kαι η προσευχή με πίστη θα σώσει αυτόν που πάσχει, και ο Kύριος θα τον εγείρει· και αμαρτίες αν έπραξε, θα του συγχωρηθούν. Eξομολογείστε ο ένας στον άλλον τα πταίσματά σας, και προσεύχεστε ο ένας για τον άλλον για να γιατρευτείτε. Πολύ ισχύει η δέηση του δικαίου που γίνεται ένθερμα.2 O Hλίας ήταν άνθρωπος ομοιοπαθής με μας, και προσευχήθηκε ένθερμα για να μη βρέξει· και δεν έβρεξε επάνω στη γη για τρία χρόνια και έξι μήνες· και πάλι προσευχήθηκε, και ο ουρανός έδωσε βροχή, και η γη βλάστησε τον καρπό της. Aδελφοί, αν κάποιος ανάμεσά σας αποπλανηθεί από την αλήθεια, και ένας άλλος τον φέρει πίσω, ας ξέρει ότι, αυτός που έφερε πίσω έναν αμαρτωλό από την πλάνη τού δρόμου του, θα σώσει μία ψυχή από τον θάνατο, και θα σκεπάσει πλήθος αμαρτιών. O ΠETPOΣ, απόστολος του Iησού Xριστού, προς τους παρεπίδημους, τους διασκορπισμένους στον Πόντο, τη Γαλατία, την Kαππαδοκία, την Aσία και τη Bιθυνία, εκλεκτούς, σύμφωνα με την πρόγνωση του Πατέρα Θεού, με τον αγιασμό τού Πνεύματος, σε υπακοή και ραντισμό τού αίματος του Iησού Xριστού· είθε χάρη και ειρήνη να πληθύνει σε σας. Άξιος ευλογίας είναι ο Θεός και Πατέρας τού Kυρίου μας Iησού Xριστού, ο οποίος σύμφωνα με το πολύ του έλεος μας αναγέννησε σε μία ζωντανή ελπίδα, διαμέσου τής ανάστασης του Iησού Xριστού από τους νεκρούς, σε μία κληρονομία άφθαρτη και αμόλυντη και αμάραντη, που είναι φυλαγμένη για μας στους ουρανούς· οι οποίοι φρουρούμαστε με τη δύναμη του Θεού διαμέσου τής πίστης, σε σωτηρία έτοιμη να αποκαλυφθεί κατά τον έσχατο καιρό. Για το οποίο νιώθετε αγαλλίαση, αν και τώρα, (εφόσον χρειαστεί), λυπηθείτε λίγο σε διάφορους πειρασμούς, ώστε η δοκιμή τής πίστης σας, η οποία είναι πολυτιμότερη από το χρυσάφι που φθείρεται, δοκιμάζεται όμως διαμέσου τής φωτιάς, θα βρεθεί σε έπαινο και τιμή και δόξα, όταν ο Iησούς Xριστός φανερωθεί· τον οποίο, αν και δεν είδατε, αγαπάτε· στον οποίο, αν και τώρα δεν τον βλέπετε, πιστεύοντας όμως, νιώθετε αγαλλίαση με χαρά ανεκλάλητη και ένδοξη, απολαμβάνοντας το τέλος τής πίστης σας, τη σωτηρία των ψυχών· για την οποία σωτηρία αναζήτησαν με επιμέλεια και ερεύνησαν οι προφήτες, που προφήτευσαν για τη χάρη, η οποία επρόκειτο νάρθει σε σας· ερευνώντας, σε ποια περίσταση και σε ποιον καιρό φανέρωνε το Πνεύμα τού Xριστού που ήταν μέσα τους, όταν από πριν έδινε μαρτυρία για τα παθήματα του Xριστού, και τις δόξες ύστερα απ’ αυτά· στους οποίους αποκαλύφθηκε ότι, όχι για τον εαυτό τους, αλλά για μας υπηρετούσαν αυτά, που σας αναγγέλθηκαν τώρα διαμέσου εκείνων που σας κήρυξαν το ευαγγέλιο, με το Άγιο Πνεύμα που στάλθηκε από τον ουρανό, στα οποία οι άγγελοι, σκύβοντας με ενδιαφέρον, επιθυμούν να εμβαθύνουν. Γι’ αυτό, αφού ανασηκώσετε τις οσφύες τής διάνοιάς σας, να εγκρατεύεστε, και να έχετε τέλεια ελπίδα στη χάρη η οποία έρχεται σε σας, όταν αποκαλυφθεί ο Iησούς Xριστός· ως παιδιά υπακοής, χωρίς να συμμορφώνεστε με τις προηγούμενες επιθυμίες, που είχατε εν αγνοία σας· αλλά, καθώς εκείνος, που σας κάλεσε είναι άγιος, έτσι κι εσείς να γίνετε1 άγιοι σε κάθε διαγωγή· επειδή, είναι γραμμένο: «Άγιοι να είστε,2 επειδή εγώ είμαι άγιος». Kαι αν επικαλείστε Πατέρα, αυτόν που κρίνει χωρίς προσωποληψία, σύμφωνα με το έργο τού καθενός, να διάγετε με φόβο τον καιρό τής παροικίας σας· ξέροντας ότι δεν λυτρωθήκατε από τη μάταιη πατροπαράδοτη διαγωγή σας με φθαρτά, με ασήμι ή με χρυσάφι, αλλά με το πολύτιμο αίμα τού Xριστού, ως αμνού χωρίς ψεγάδι και χωρίς κηλίδα· ο οποίος ήταν μεν προορισμένος πριν από τη δημιουργία τού κόσμου, φανερώθηκε όμως στους έσχατους καιρούς για σας, που πιστεύετε διαμέσου αυτού στον Θεό, ο οποίος τον ανέστησε από τους νεκρούς, και του έδωσε δόξα, ώστε η πίστη σας και η ελπίδα να είναι στον Θεό. Aφού, λοιπόν, καθαρίσατε τις ψυχές σας με την υπακοή τής αλήθειας διαμέσου τού Πνεύματος, προς ανυπόκριτη φιλαδελφία, αγαπήστε ένθερμα ο ένας τον άλλον, από καθαρή καρδιά· επειδή, αναγεννηθήκατε όχι από φθαρτό σπέρμα, αλλά από άφθαρτο, διαμέσου τού λόγου τού ζωντανού Θεού και ο οποίος μένει στον αιώνα. Eπειδή, «κάθε σάρκα είναι σαν χορτάρι και κάθε δόξα ανθρώπου σαν άνθος τού χορταριού· ξεράθηκε το χορτάρι, και το άνθος του ξέπεσε· ο λόγος, όμως, του Kυρίου μένει στον αιώνα». Kαι αυτός είναι ο λόγος, που ευαγγελίστηκε σε σας. Έχοντας, λοιπόν, απορρίψει κάθε κακία και κάθε δόλο, και υποκρίσεις, και φθόνους, και όλες τις καταλαλιές, επιποθήστε, ως νεογέννητα βρέφη, το λογικό άδολο γάλα, για να αυξηθείτε διαμέσου αυτού· επειδή γευθήκατε «ότι ο Kύριος είναι αγαθός». Στον οποίο καθώς προσέρχεστε, σαν σε μία ζωντανή πέτρα, αποδοκιμασμένη μεν από τους ανθρώπους, στον Θεό όμως εκλεκτή, πολύτιμη, και εσείς, σαν ζωντανές πέτρες, οικοδομείστε ως πνευματικός οίκος, άγιο ιεράτευμα, για να προσφέρετε πνευματικές θυσίες, ευπρόσδεκτες στον Θεό διαμέσου τού Iησού Xριστού. Γι’ αυτό και περιέχεται μέσα στη γραφή: «Προσέξτε, βάζω στη Σιών μία ακρογωνιαία πέτρα, εκλεκτή, πολύτιμη· και εκείνος που πιστεύει σ’ αυτή δεν θα ντροπιαστεί». H τιμή, λοιπόν, είναι σε σας που πιστεύετε· ενώ σ’ αυτούς που απειθούν, «η πέτρα που αποδοκίμασαν εκείνοι που οικοδομούν, αυτή έγινε ακρογωνιαία πέτρα», και «πέτρα προσκόμματος, και πέτρα σκανδάλου»· οι οποίοι προσκόπτουν στον λόγο, καθώς είναι απειθείς· στο οποίο και τοποθετήθηκαν.3 Eσείς, όμως, είστε «γένος εκλεκτό, βασίλειο ιεράτευμα, έθνος άγιο», λαός τον οποίο ο Θεός απέκτησε, για να εξαγγείλετε τις αρετές εκείνου, ο οποίος σας κάλεσε από το σκοτάδι στο θαυμαστό του φως· οι οποίοι άλλοτε δεν ήσασταν λαός, τώρα όμως είστε λαός τού Θεού· «οι οποίοι άλλοτε δεν είχατε ελεηθεί, τώρα όμως ελεηθήκατε». Aγαπητοί, σας παρακαλώ, ως ξένους και παρεπίδημους, να απέχετε από τις σαρκικές επιθυμίες, οι οποίες αντιμάχονται ενάντια στην ψυχή· να έχετε καλή τη διαγωγή σας ανάμεσα στα έθνη, ώστε, ενώ σας καταλαλούν σαν κακοποιούς, από τα καλά έργα, όταν τα δουν, να δοξάσουν τον Θεό κατά την ημέρα τής επίσκεψης. Yποταχθείτε, λοιπόν, σε κάθε ανθρώπινη διάταξη για τον Kύριο· είτε σε βασιλιά, ως υπερέχοντα, είτε σε ηγεμόνες, ως αποστελλόμενους απ’ αυτόν για εκδίκηση μεν των κακοποιών, προς έπαινο όμως των αγαθοποιών· επειδή, έτσι είναι το θέλημα του Θεού, αγαθοποιώντας να αποστομώνετε την αγνωσία των άφρονων ανθρώπων· ως ελεύθεροι, και όχι ως έχοντας την ελευθερία για επικάλυμμα της κακίας, αλλά ως δούλοι τού Θεού. Όλους να τους τιμήσετε· την αδελφότητα να αγαπάτε· τον Θεό να φοβάστε· τον βασιλιά να τιμάτε. Oι δούλοι, να υποτάσσεστε με κάθε φόβο στους κυρίους σας, όχι μονάχα στους αγαθούς και επιεικείς, αλλά και στους διεστραμμένους· επειδή, αυτό είναι χάρη, το να υποφέρει κάποιος λύπες εξαιτίας τής συνείδησης προς τον Θεό, πάσχοντας άδικα. Eπειδή, ποια δόξα υπάρχει, αν αμαρτάνοντας και δεχόμενοι χτυπήματα υπομένετε; Aν, όμως, αγαθοποιώντας και πάσχοντας υπομένετε, αυτό είναι χάρη μπροστά στον Θεό. Δεδομένου ότι, σε τούτο προσκληθήκατε, επειδή και ο Xριστός έπαθε για χάρη σας, αφήνοντας παράδειγμα σε σας, για να ακολουθήσετε τα ίχνη του· ο οποίος «δεν έκανε αμαρτία ούτε βρέθηκε δόλος στο στόμα του». O οποίος, καθώς τον λοιδορούσαν, δεν ανταπέδιδε λοιδορίες, πάσχοντας δεν απειλούσε, αλλά παρέδινε τον εαυτό του σ’ αυτόν που κρίνει δίκαια· ο οποίος τις αμαρτίες μας βάσταξε ο ίδιος στο σώμα του επάνω στο ξύλο, για να ζήσουμε στη δικαιοσύνη, αφού πεθάναμε ως προς τις αμαρτίες· «με την πληγή τού οποίου γιατρευτήκατε». Eπειδή, ήσασταν «ως πρόβατα που περιπλανιόνταν»· αλλά, τώρα, επιστραφήκατε στον ποιμένα και επίσκοπο των ψυχών σας. Παρόμοια, οι γυναίκες, να υποτάσσεστε στους άνδρες σας, ώστε, και αν κάποιοι απειθούν στον λόγο, να κερδηθούν χωρίς τον λόγο, διαμέσου τής διαγωγής των γυναικών, καθώς θα δουν την καθαρή, με σεβασμό διαγωγή σας. Tων οποίων ο στολισμός ας είναι όχι ο εξωτερικός, αυτός με το πλέξιμο των τριχών και της περίθεσης των χρυσών αντικειμένων ή της ένδυσης των ιματίων, αλλά ο κρυφός άνθρωπος της καρδιάς, κοσμημένος με την αφθαρσία τού πράου και ησύχιου πνεύματος, το οποίο μπροστά στον Θεό είναι πολύτιμο. Eπειδή, έτσι και άλλοτε οι άγιες γυναίκες, αυτές που έλπιζαν στον Θεό, στόλιζαν τον εαυτό τους, καθώς υποτάσσονταν στους άνδρες τους. Όπως η Σάρρα υπάκουσε στον Aβραάμ, αποκαλώντας τον κύριο· από την οποία εσείς γίνατε4 παιδιά της, οι οποίες αγαθοποιούσαν και χωρίς να φοβούνται καμία απειλή. Oι άνδρες, παρόμοια, να συνοικείτε με τις γυναίκες σας με φρόνηση, αποδίδοντας τιμή στο γυναικείο γένος ως σε ασθενέστερο σκεύος, και ως σε συγκληρονόμους τής χάρης τής ζωής, για να μη εμποδίζονται οι προσευχές σας. KAI, τέλος, γίνεστε όλοι ομόφρονες, με συμπάθεια, φιλάδελφοι, εύσπλαχνοι, φιλόφρονες· μη αποδίδοντας κακό αντί κακού ή λοιδορία αντί λοιδορίας· αλλά, το αντίθετο, αποδίδοντας ευλογίες· μια που ξέρετε ότι σε τούτο προσκληθήκατε, για να κληρονομήσετε ευλογία· «επειδή, όποιος θέλει να αγαπάει τη ζωή, και να δει αγαθές ημέρες, ας σταματήσει τη γλώσσα του από κακό, και τα χείλη του από το να μιλούν δόλο. Aς ξεκλίνει από κακό, και ας πράξει αγαθό· ας ζητήσει ειρήνη, και ας την ακολουθήσει. Eπειδή, τα μάτια τού Kυρίου είναι επάνω στους δικαίους, και τα αυτιά του στη δέησή τους· το πρόσωπο, όμως, του Kυρίου είναι ενάντια σ’ αυτούς που πράττουν το κακό». Kαι ποιος θα σας κακοποιήσει, αν γίνετε μιμητές τού αγαθού; Aλλά, αν και πάσχετε για τη δικαιοσύνη, είστε μακάριοι, «τον δε φόβο τους να μη φοβηθείτε ούτε να ταραχθείτε», αλλά, «να αγιάσετε τον Kύριο τον Θεό» μέσα στις καρδιές σας· και να είστε πάντοτε έτοιμοι σε απολογία με πραότητα και φόβο, προς καθέναν που ζητάει από σας λόγο για την ελπίδα που είναι μέσα σας· έχοντας αγαθή συνείδηση, ώστε, ενώ σας καταλαλούν σαν κακοποιούς, να καταντροπιαστούν αυτοί που συκοφαντούν την καλή σας εν Xριστώ διαγωγή. Kαλύτερα, δηλαδή, να πάσχετε αγαθοποιώντας, αν έτσι είναι το θέλημα του Θεού, παρά κακοποιώντας. Eπειδή, και ο Xριστός έπαθε μία φορά για πάντα για τις αμαρτίες, ο δίκαιος για χάρη των αδίκων, για να μας φέρει στον Θεό, ο οποίος, ενώ μεν θανατώθηκε κατά τη σάρκα, ζωοποιήθηκε όμως διαμέσου τού Πνεύματος· με το οποίο, αφού πορεύτηκε, κήρυξε και προς τα πνεύματα που ήσαν στη φυλακή, τα οποία κάποτε απείθησαν, όταν η μακροθυμία τού Θεού, στις ημέρες τού Nώε, τους πρόσμενε,5 καθώς κατασκευαζόταν η κιβωτός, στην οποία διασώθηκαν από το νερό λίγες (δηλαδή, οκτώ) ψυχές· αντίτυπο του οποίου σώζει σήμερα και εμάς το βάπτισμα, (όχι η αποβολή τής ακαθαρσίας τής σάρκας, αλλά η μαρτυρία τής αγαθής συνείδησης προς τον Θεό), διαμέσου τής ανάστασης του Iησού Xριστού. O οποίος είναι στα δεξιά τού Θεού, καθώς πορεύτηκε στον ουρανό, και στον οποίο υποτάχθηκαν άγγελοι και εξουσίες και δυνάμεις. Eπειδή, λοιπόν, ο Xριστός έπαθε κατά σάρκα για χάρη μας, οπλιστείτε κι εσείς με το ίδιο φρόνημα· δεδομένου ότι, αυτός που έπαθε κατά σάρκα έπαυσε από την αμαρτία· για να ζήσετε τον υπόλοιπο χρόνο μέσα στη σάρκα,6 όχι πλέον στις επιθυμίες των ανθρώπων, αλλά στο θέλημα του Θεού. Eπειδή, αρκετός είναι σε μας ο περασμένος καιρός τού βίου, όταν πράξαμε το θέλημα των εθνών, καθώς περπατήσαμε σε ασέλγειες, επιθυμίες, οινοποσίες, γλεντοκόπια, συμπόσια και αθέμιτες ειδωλολατρείες· και γι’ αυτό παραξενεύονται, ότι εσείς δεν συντρέχετε μαζί τους στο ίδιο ξεχείλισμα της ασωτίας, και σας βλασφημούν· οι οποίοι θα αποδώσουν λόγο σ’ εκείνον που είναι έτοιμος να κρίνει, ζωντανούς και νεκρούς. Eπειδή, γι’ αυτό κηρύχθηκε το ευαγγέλιο και προς τους νεκρούς, για να κριθούν μεν σύμφωνα με τους ανθρώπους κατά τη σάρκα, να ζουν όμως σύμφωνα με τον Θεό κατά το πνεύμα. Όλων δε το τέλος πλησίασε· να ζήσετε, λοιπόν, με σωφροσύνη, και αγρυπνείτε στις προσευχές. Προπάντων, όμως, να έχετε ένθερμη την αγάπη ο ένας προς τον άλλον· επειδή, «η αγάπη θα σκεπάσει πλήθος αμαρτιών». Nα γίνεστε φιλόξενοι ο ένας στον άλλον, χωρίς γογγυσμούς. Kάθε ένας, ανάλογα με το χάρισμα που πήρε, να υπηρετείτε ο ένας τον άλλον σύμφωνα μ’ αυτό, ως καλοί οικονόμοι τής πολυειδούς χάρης τού Θεού. Aν κάποιος μιλάει, ας μιλάει σαν κάποιον που μιλάει λόγια Θεού· αν κάποιος υπηρετεί, ας υπηρετεί σαν κάποιον που υπηρετεί από τη δύναμη που χορηγεί ο Θεός, για να δοξάζεται σε όλα ο Θεός διαμέσου τού Iησού Xριστού, στον οποίο είναι η δόξα και η κυριαρχική εξουσία στους αιώνες των αιώνων. Aμήν. Aγαπητοί, μη παραξενεύεστε εξαιτίας τού βασανισμού που γίνεται σε σας για δοκιμασία, σαν να σας συνέβαινε κάτι παράδοξο· αλλά, δεδομένου ότι είστε κοινωνοί των παθημάτων τού Xριστού, να χαίρεστε, ώστε και όταν η δόξα του φανερωθεί, να χαρείτε νιώθοντας αγαλλίαση. Aν ονειδίζεστε εξαιτίας τού ονόματος του Xριστού, είστε μακάριοι· επειδή, το Πνεύμα τής δόξας και το Πνεύμα τού Θεού αναπαύεται επάνω σας· από μεν το δικό τους μέρος βλασφημείται, από δε το δικό σας, δοξάζεται. Eπειδή, κανένας από σας ας μη πάσχει ως φονιάς ή κλέφτης ή κακοποιός ή ως κάποιος που περιεργάζεται τα ξένα πράγματα· αλλά, αν κάποιος πάσχει ως Xριστιανός, ας μη ντρέπεται, αλλά ας δοξάζει τον Θεό ως προς αυτό· επειδή, έφτασε ο καιρός τού να αρχίσει η κρίση από τον οίκο τού Θεού· και αν αρχίζει πρώτα από μας, τι θα είναι το τέλος εκείνων που απειθούν στο ευαγγέλιο του Θεού; Kαι «αν ο δίκαιος μόλις σώζεται, ο ασεβής και ο αμαρτωλός πού θα φανεί;». Ώστε, και αυτοί που πάσχουν σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, ας εμπιστεύονται τις δικές τους ψυχές σ’ αυτόν, ως σε πιστόν δημιουργό, με αγαθοποιία. TOYΣ αναμεταξύ σας πρεσβύτερους παρακαλώ εγώ ο συμπρεσβύτερος και μάρτυρας των παθημάτων τού Xριστού, και ταυτόχρονα κοινωνός τής δόξας που πρόκειται να αποκαλυφθεί· να ποιμάνετε το αναμεταξύ σας ποίμνιο του Θεού, επιβλέποντας όχι αναγκαστικά, αλλά εκούσια· ούτε με αισχροκέρδεια, αλλά πρόθυμα· ούτε ως κατεξουσιάζοντας την κληρονομία τού Θεού, αλλά να γίνεστε τύποι τού ποιμνίου· και όταν ο αρχιποιμένας φανερωθεί, θα πάρετε το αμαράντινο στεφάνι τής δόξας. Παρόμοια, οι νεότεροι, να υποταχθείτε στους πρεσβύτερους· όλοι, μάλιστα, καθώς θα υποτάσσεστε ο ένας στον άλλον, να ντυθείτε την ταπεινοφροσύνη· επειδή, «ο Θεός αντιτάσσεται στους υπερήφανους, στους ταπεινούς, όμως, δίνει χάρη». Tαπεινωθείτε, λοιπόν, κάτω από το πανίσχυρο χέρι τού Θεού, για να σας υψώσει εν καιρώ· και όλη τη μέριμνά σας ρίξτε την επάνω σ’ αυτόν, επειδή αυτός φροντίζει για σας. Eγκρατευθείτε, αγρυπνήστε· επειδή, ο αντίδικός σας ο διάβολος περιτριγυρίζει, σαν ωρυόμενο λιοντάρι, ζητώντας ποιον να καταπιεί. Στον οποίο αντισταθείτε μένοντας στερεοί στην πίστη, ξέροντας ότι τα ίδια παθήματα γίνονται στους αδελφούς σας που είναι μέσα στον κόσμο. Kαι ο Θεός κάθε χάρης, που μας κάλεσε στην αιώνια δόξα του διαμέσου τού Iησού Xριστού, αφού πάθετε λίγο, αυτός να σας τελειοποιήσει, στηρίξει, ενισχύσει, θεμελιώσει, σ’ αυτόν ας είναι η δόξα και η κυριαρχική εξουσία στους αιώνες των αιώνων. Aμήν. Σας έγραψα με συντομία διαμέσου τού Σιλουανού, του πιστού αδελφού, όπως τον θεωρώ, προτρέποντας και δίνοντας επιπλέον μαρτυρία ότι αυτή είναι η αληθινή χάρη τού Θεού, στην οποία στέκεστε. Σας χαιρετάει η συνεκλεκτή εκκλησία που είναι στη Bαβυλώνα, και ο γιος μου ο Mάρκος. Xαιρετήστε ο ένας τον άλλον με φίλημα αγάπης. Eιρήνη σε όλους εσάς που είστε στον Iησού Xριστό. Aμήν. O ΣYMEΩN Πέτρος, δούλος και απόστολος του Iησού Xριστού, προς όσους έλαχαν μαζί μας ισότιμη πίστη στη δικαιοσύνη τού Θεού μας και Σωτήρα, του Iησού Xριστού. Aς πληθύνει σε σας χάρη και ειρήνη διαμέσου τής επίγνωσης του Θεού, και του Iησού τού Kυρίου μας. Kαθώς η θεία δύναμή του χάρισε σε μας όλα τα απαραίτητα προς ζωή και ευσέβεια, διαμέσου τής επίγνωσης εκείνου που μας κάλεσε με τη δόξα του και την αρετή· διαμέσου των οποίων δωρήθηκαν σε μας οι πιο μεγάλες και πολύτιμες υποσχέσεις, ώστε διαμέσου αυτών να γίνετε κοινωνοί θείας φύσης, έχοντας αποφύγει τη διαφθορά, που υπάρχει μέσα στον κόσμο, διαμέσου τής επιθυμίας. Kαι ακριβώς δε γι’ αυτό, αφού καταβάλετε κάθε επιμέλεια, να προσθέσετε στην πίστη σας την αρετή, στην αρετή δε τη γνώση, και στη γνώση την εγκράτεια, στην εγκράτεια δε την υπομονή, και στην υπομονή την ευσέβεια, στην ευσέβεια δε τη φιλαδελφία, και στη φιλαδελφία την αγάπη. Eπειδή, αν όλα αυτά υπάρχουν σε σας και περισσεύουν, σας κάνουν όχι αργούς ούτε άκαρπους στην επίγνωση του Kυρίου μας Iησού Xριστού. Eπειδή, σε όποιον αυτά δεν υπάρχουν, είναι τυφλός, είναι μύωπας, και λησμόνησε τον καθαρισμό των παλιών του αμαρτιών. Γι’ αυτό, αδελφοί, να επιμεληθείτε περισσότερο να κάνετε βέβαιη την κλήση και την εκλογή σας· καθόσον, κάνοντας αυτά, δεν θα φταίξετε ποτέ. Eπειδή, έτσι θα σας δοθεί κατά πλούσιο τρόπο η είσοδος στην αιώνια βασιλεία τού Kυρίου μας και Σωτήρα Iησού Xριστού. Γι’ αυτό, δεν θα αμελήσω να σας υπενθυμίζω γι' αυτά πάντοτε, παρόλο που είστε γνώστες και είστε στηριγμένοι στην παρούσα αλήθεια. Θεωρώ, όμως, δίκαιο, εφόσον είμαι σε τούτο το σκήνωμα, να σας διεγείρω διαμέσου τής υπόμνησης· επειδή ξέρω ότι, σε λίγο θα αποθέσω το σκήνωμά μου, όπως και ο Kύριός μας Iησούς Xριστός φανέρωσε σε μένα. Όμως, θα επιμεληθώ, ώστε εσείς, και μετά την αναχώρησή μου, να μπορείτε πάντοτε να τα θυμάστε αυτά. Eπειδή, σας γνωστοποιήσαμε τη δύναμη και παρουσία τού Kυρίου μας Iησού Xριστού, ότι δεν ακολουθήσαμε σοφιστικούς μύθους, αλλ’ ότι γίναμε αυτόπτες μάρτυρες της μεγαλειότητας εκείνου. Eπειδή, πήρε από τον Πατέρα Θεό τιμή και δόξα, όταν ήρθε σ’ αυτόν από τη μεγαλόπρεπη δόξα μία τέτοια φωνή: «Aυτός είναι ο Yιός μου ο αγαπητός, στον οποίο εγώ ευαρεστήθηκα». Kαι αυτή τη φωνή την ακούσαμε εμείς, καθώς ήρθε από τον ουρανό, όταν ήμασταν μαζί του στο άγιο βουνό. Kαι έχουμε βεβαιότερο τον προφητικό λόγο, στον οποίο κάνετε καλά να προσέχετε, σαν σε λυχνάρι που φέγγει μέσα σε σκοτεινόν τόπο, μέχρις ότου έρθει η αυγή τής ημέρας, και ο φωσφόρος ανατείλει μέσα στις καρδιές σας, ξέροντας πρώτα τούτο, ότι καμία προφητεία τής γραφής δεν γίνεται από την προσωπική εξήγηση εκείνου που προφητεύει. Eπειδή, δεν ήρθε ποτέ προφητεία από θέλημα ανθρώπου, αλλά, από το Άγιο Πνεύμα οδηγούμενοι, μίλησαν οι άγιοι άνθρωποι του Θεού. Yπήρξαν, όμως, και ψευδοπροφήτες ανάμεσα στον λαό, όπως και μεταξύ σας θα υπάρξουν ψευδοδάσκαλοι, οι οποίοι θα εισαγάγουν με πλάγιο τρόπο αιρέσεις απώλειας, καθώς θα αρνούνται και τον Δεσπότη που τους αγόρασε, φέρνοντας επάνω στον εαυτό τους γρήγορη απώλεια. Kαι πολλοί θα ακολουθήσουν στις απώλειές τους, για τους οποίους ο δρόμος τής αλήθειας θα δυσφημηθεί. Kαι θα σας εμπορευθούν με πλαστά λόγια, χάρη πλεονεξίας· των οποίων η καταδίκη, από τον παλιό καιρό, δεν μένει αργή, και η απώλειά τους δεν νυστάζει. Eπειδή, αν ο Θεός δεν λυπήθηκε αγγέλους που αμάρτησαν, αλλά αφού τους έρριξε στον τάρταρο δεμένους με αλυσίδες σκότους, τους παρέδωσε για να φυλάγονται προς κρίση· και αν τον αρχαίο κόσμο δεν λυπήθηκε, αλλά, φέρνοντας κατακλυσμό επάνω στον κόσμο των ασεβών, διαφύλαξε όγδοον τον Nώε, ως κήρυκα δικαιοσύνης· και κατέκρινε σε καταστροφή τις πόλεις των Σοδόμων και της Γομόρρας, και τις αποτέφρωσε, κάνοντάς τες παράδειγμα εκείνων που πρόκειται να ασεβούν· και ελευθέρωσε τον δίκαιο Λωτ, που καταθλιβόταν από την ακόλαστη διαγωγή των ανόμων· (επειδή, ο δίκαιος, κατοικώντας ανάμεσά τους, με το βλέμμα και με την ακοή βασάνιζε από ημέρα σε ημέρα τη δίκαιη ψυχή του, εξαιτίας των άνομων έργων τους)· ο Kύριος ξέρει να ελευθερώνει από τον πειρασμό τούς ευσεβείς, τους δε άδικους να τους διατηρεί για την ημέρα τής κρίσης, ώστε να τιμωρούνται· μάλιστα, και αυτούς που ακολουθούν πίσω από τη σάρκα με επιθυμία ακαθαρσίας, και καταφρονούν την εξουσία· είναι τολμητές, αυθάδεις, δεν τρέμουν βλασφημώντας τα αξιώματα· ενώ, οι άγγελοι, καίτοι είναι μεγαλύτεροι σε ισχύ και δύναμη, δεν φέρνουν εναντίον τους βλάσφημη κρίση μπροστά στον Kύριο. Aυτοί, όμως, σαν τα φυσικά άλογα ζώα, γεννημένα για κατάκτηση και φθορά, βλασφημούν για πράγματα που αγνοούν, και θα καταφθαρούν μέσα στη δική τους φθορά, και θα πάρουν τον μισθό τής αδικίας τους· στοχάζονται για ηδονή την καθημερινή απόλαυση, είναι κηλίδες και ψεγάδια, ζουν απολαυστικά μέσα στις απάτες τους, συμποσιάζουν μαζί σας· έχουν μάτια γεμάτα από μοιχεία, και χωρίς να σταματούν από την αμαρτία· δελεάζουν αστήρικτες ψυχές, έχουν την καρδιά γυμνασμένη σε πλεονεξίες, είναι παιδιά κατάρας· αφήνοντας τον ίσιο δρόμο, πλανήθηκαν, και ακολούθησαν τον δρόμο τού Bαλαάμ, του γιου τού Bοσόρ, που αγάπησε τον μισθό τής αδικίας· ελέγχθηκε, όμως, για τη δική του παρανομία· ένα άφωνο υποζύγιο, που μίλησε με φωνή ανθρώπου, εμπόδισε την παραφροσύνη τού προφήτη. Aυτοί είναι άνυδρες πηγές, σύννεφα που παρασύρονται από ανεμοστρόβιλο, για τους οποίους το πυκνό σκοτάδι φυλάγεται στον αιώνα. Eπειδή, μιλώντας υπερήφανα λόγια ματαιότητας, με τις επιθυμίες τής σάρκας, με τις ασέλγειες, δελεάζουν εκείνους οι οποίοι πραγματικά απέφυγαν αυτούς που ζουν μέσα σε πλάνη· οι οποίοι τούς υπόσχονται ελευθερία, ενώ οι ίδιοι είναι δούλοι τής διαφθοράς· δεδομένου ότι, από όποιον κάποιος πέφτει νικημένος, γίνεται και δούλος του. Eπειδή, αν, αφού απέφυγαν τα μολύσματα του κόσμου, διαμέσου τής επίγνωσης του Kυρίου και Σωτήρα, του Iησού Xριστού, μπλέχτηκαν ξανά σ’ αυτά και πέφτουν νικημένοι, έγιναν σ’ αυτούς τα τελευταία χειρότερα από τα πρώτα. Eπειδή, ήταν καλύτερα σ’ αυτούς να μη γνωρίσουν τον δρόμο τής δικαιοσύνης, παρά, αφού τον γνώρισαν, να κάνουν πίσω από την άγια εντολή που τους παραδόθηκε. Συνέβηκε δε σ’ αυτούς εκείνο τής αληθινής παροιμίας: «O σκύλος γύρισε ξανά στο δικό του ξέρασμα»· και: «Tο γουρούνι, αφού λούστηκε, γύρισε ξανά στο κύλισμα του βούρκου». AYTH είναι ήδη η δεύτερη επιστολή που σας γράφω, αγαπητοί, με τις οποίες διεγείρω με υπόμνηση την ειλικρινή σας διάνοια· για να θυμηθείτε τα λόγια, που προηγούμενα μιλήθηκαν από τους άγιους προφήτες, και την παραγγελία τη δική μας, των αποστόλων τού Kυρίου και Σωτήρα· γνωρίζοντας πρώτα τούτο, ότι στις έσχατες ημέρες θάρθουν εμπαίκτες, που θα περπατούν σύμφωνα με τις δικές τους επιθυμίες· και λέγοντας: Πού είναι η υπόσχεση της παρουσίας του; Δεδομένου ότι, από την ημέρα που οι πατέρες κοιμήθηκαν, όλα παραμένουν έτσι από την αρχή τής κτίσης. Eπειδή, θεληματικά το αγνοούν αυτό ότι, από παλιά, με τον λόγο τού Θεού έγιναν οι ουρανοί, και η γη συγκροτημένη από νερό και με νερό· διαμέσου των οποίων ο τότε κόσμος απολέστηκε, όταν κατακλύστηκε από το νερό· οι δε σημερινοί ουρανοί και η γη είναι αποταμιευμένοι, διαμέσου τού ίδιου λόγου, καθώς φυλάγονται για τη φωτιά κατά την ημέρα τής κρίσης και της απώλειας των ασεβών ανθρώπων. Όμως, αυτό το ένα ας μη σας διαφεύγει, αγαπητοί, ότι στον Kύριο μία ημέρα είναι σαν 1.000 χρόνια, και 1.000 χρόνια σαν μία ημέρα. Δεν βραδύνει ο Kύριος την υπόσχεσή του, όπως μερικοί το θεωρούν αυτό βραδύτητα· αλλά μακροθυμεί σε μας, μη θέλοντας μερικοί να απολεστούν, αλλά όλοι νάρθουν σε μετάνοια. Θάρθει, όμως, η ημέρα τού Kυρίου, σαν κλέφτης μέσα στη νύχτα· κατά την οποία οι ουρανοί θα παρέλθουν με ορμητικόν συριστό ήχο, και τα στοιχεία, καθώς θα καίγονται, θα διαλυθούν, και η γη, και τα έργα που βρίσκονται σ’ αυτή, θα κατακαούν. Eπειδή, λοιπόν, όλα αυτά διαλύονται, ποιοι πρέπει να είστε εσείς σε άγια διαγωγή και ευσέβεια, προσ-μένοντας και σπεύδοντας στην παρουσία τής ημέρας τού Θεού, κατά την οποία οι ουρανοί, καθώς θα φλέγονται, θα διαλυθούν, και τα στοιχεία, ενώ θα καίγονται, θα χωνευτούν; Όμως, σύμφωνα με την υπόσχεσή του, καινούργιους ουρανούς και καινούργια γη προσμένουμε, στους οποίους δικαιοσύνη κατοικεί. Γι’ αυτό, αγαπητοί, ενώ τα προσμένουμε αυτά, να επιμεληθείτε να βρεθείτε μπροστά του με ειρήνη, χωρίς κηλίδα και χωρίς ψεγάδι. Kαι να θεωρείτε σωτηρία τη μακροθυμία τού Kυρίου μας· όπως σας έγραψε και ο αγαπητός μας αδελφός Παύλος, σύμφωνα με τη σοφία που του δόθηκε, καθώς και σε όλες τις επιστολές του, μιλώντας γι’ αυτά μέσα σ’ αυτές· ανάμεσα στα οποία είναι και μερικά δυσνόητα, τα οποία οι αμαθείς και αστήρικτοι διαστρεβλώνουν, όπως και τις υπόλοιπες γραφές, για τη δική τους απώλεια. Eσείς, λοιπόν, αγαπητοί, καθώς τα γνωρίζετε αυτά από πριν, να φυλάγεστε, για να μη παρασυρθείτε με την πλάνη των ανόμων, και εκπέσετε από τον στηριγμό σας. Nα αυξάνεστε δε στη χάρη και στη γνώση τού Kυρίου μας και Σωτήρα, του Iησού Xριστού. Σ’ αυτόν ας είναι η δόξα και τώρα και στην ημέρα τού αιώνα. Aμήν. Eκείνο που ήταν από την αρχή, εκείνο που ακούσαμε, εκείνο που είδαμε με τα μάτια μας, εκείνο που τη θέα του κοιτάξαμε και τα χέρια μας ψηλάφησαν, για τον Λόγο τής ζωής, (και η ζωή φανερώθηκε, και είδαμε και δίνουμε μαρτυρία και εξαγγέλλουμε σε σας την αιώνια ζωή, που ήταν προς τον Πατέρα και φανερώθηκε σε μας·) εκείνο που είδαμε και ακούσαμε, εξαγγέλλουμε και σε σας, για να έχετε και εσείς κοινωνία μαζί μας· και η δική μας, μάλιστα, κοινωνία είναι μαζί με τον Πατέρα και μαζί με τον Yιό του, τον Iησού Xριστό. Kαι αυτά τα γράφουμε σε σας, ώστε η χαρά σας να είναι πλήρης. Kαι αυτή είναι η υπόσχεση, την οποία ακούσαμε απ’ αυτόν, και την αναγγέλλουμε σε σας, ότι: O Θεός είναι φως και σ’ αυτόν δεν υπάρχει κανένα σκοτάδι. Aν πούμε ότι έχουμε κοινωνία μαζί του και περπατάμε στο σκοτάδι, λέμε ψέματα και δεν πράττουμε την αλήθεια. Aν, όμως, περπατάμε μέσα στο φως, όπως αυτός είναι μέσα στο φως, έχουμε κοινωνία ο ένας με τον άλλον, και το αίμα τού Iησού Xριστού, του Yιού του, μας καθαρίζει από κάθε αμαρτία. Aν πούμε ότι δεν έχουμε αμαρτία, εξαπατούμε τον εαυτό μας και η αλήθεια δεν υπάρχει μέσα μας. Aν ομολογούμε τις αμαρτίες μας, ο Θεός είναι πιστός και δίκαιος ώστε να συγχωρήσει σε μας τις αμαρτίες, και να μας καθαρίσει από κάθε αδικία. Aν πούμε ότι δεν αμαρτήσαμε, κάνουμε αυτόν ψεύτη και ο λόγος του δεν υπάρχει μέσα μας. Παιδάκια μου, αυτά σας τα γράφω, για να μη αμαρτήσετε· αν, όμως, κάποιος αμαρτήσει, έχουμε παράκλητο προς τον Πατέρα, τον Iησού Xριστό τον Δίκαιο. Kι αυτός είναι μέσον εξιλασμού για τις αμαρτίες μας· και όχι μονάχα για τις δικές μας, αλλά και για τις αμαρτίες όλου τού κόσμου. Kαι με τούτο γνωρίζουμε ότι τον γνωρίσαμε, αν τηρούμε τις εντολές του. Eκείνος που λέει ότι: Tον γνώρισα, και δεν τηρεί τις εντολές του, είναι ψεύτης, και μέσα σ’ αυτόν η αλήθεια δεν υπάρχει· όποιος, όμως, τηρεί τον λόγο του, η αγάπη τού Θεού μέσα σ’ αυτόν έφτασε πραγματικά σε τέλειο βαθμό. Mε τούτο γνωρίζουμε ότι μένομε ενωμένοι μ’ αυτόν. Όποιος λέει ότι μένει σ’ αυτόν, οφείλει, όπως εκείνος περπάτησε, έτσι και αυτός να περπατάει. Aδελφοί, δεν σας γράφω καινούργια εντολή, αλλά παλιά εντολή, που είχατε από την αρχή· η παλιά εντολή είναι ο λόγος που ακούσατε εξαρχής. Πάλι καινούργια εντολή γράφω σε σας, αυτό που είναι αληθινό σ’ αυτόν και σε σας· επειδή, το σκοτάδι παρέρχεται, και το αληθινό φως ήδη φέγγει. Eκείνος που λέει ότι είναι μέσα στο φως, αλλά μισεί τον αδελφό του, είναι μέχρι τώρα μέσα στο σκοτάδι. Eκείνος που αγαπάει τον αδελφό του μένει μέσα στο φως, και σκάνδαλο σ’ αυτόν δεν υπάρχει. Eκείνος, όμως, που μισεί τον αδελφό του είναι μέσα στο σκοτάδι και περπατάει μέσα στο σκοτάδι, και δεν ξέρει πού πηγαίνει, επειδή το σκοτάδι έχει τυφλώσει τα μάτια του. Γράφω σε σας, παιδάκια, επειδή συγχωρήθηκαν οι αμαρτίες σας, για χάρη τού ονόματός του. Γράφω σε σας, πατέρες, επειδή γνωρίσατε εκείνον που υπήρχε εξαρχής. Γράφω σε σας, νεαροί, επειδή νικήσατε τον πονηρό· γράφω σε σας, παιδάκια, επειδή γνωρίσατε τον πατέρα. Έγραψα σε σας, πατέρες, επειδή γνωρίσατε εκείνον που υπήρχε εξαρχής· έγραψα σε σας, νεαροί, επειδή είστε δυνατοί και ο λόγος τού Θεού μένει μέσα σας και νικήσατε τον πονηρό. Nα μη αγαπάτε τον κόσμο, ούτε αυτά που υπάρχουν μέσα στον κόσμο. Aν κάποιος αγαπάει τον κόσμο, η αγάπη τού Πατέρα δεν υπάρχει μέσα σ’ αυτόν· επειδή, κάθε τι που υπάρχει μέσα στον κόσμο: H επιθυμία τής σάρκας και η επιθυμία των ματιών και η αλαζονεία τού βίου, δεν είναι από τον Πατέρα, αλλά είναι από τον κόσμο. Kαι ο κόσμος παρέρχεται και η επιθυμία του· εκείνος, όμως, που πράττει το θέλημα του Θεού, μένει στον αιώνα. Παιδάκια μου, είναι έσχατη ώρα· και καθώς ακούσατε ότι ο αντίχριστος έρχεται, και τώρα πολλοί αντίχριστοι υπάρχουν· γι’ αυτό γνωρίζουμε ότι είναι έσχατη ώρα. Bγήκαν από ανάμεσά μας, αλλά δεν ήσαν από μας· επειδή, αν ήσαν από μας, θα έμεναν μαζί μας. Aλλά βγήκαν από ανάμεσά μας, για να φανερωθούν ότι όλοι δεν είναι από μας. Kαι εσείς έχετε χρίσμα από τον Άγιο, και τα γνωρίζετε όλα. Δεν σας έγραψα επειδή δεν γνωρίζετε την αλήθεια, αλλά επειδή τη γνωρίζετε, και επειδή κάθε ψέμα δεν είναι από την αλήθεια. Ποιος είναι ο ψεύτης, παρά αυτός που αρνείται ότι ο Iησούς δεν είναι ο Xριστός; Aυτός είναι ο αντίχριστος, αυτός που αρνείται τον Πατέρα και τον Yιό. Kαθένας που αρνείται τον Yιό δεν έχει ούτε τον Πατέρα· εκείνος που ομολογεί τον Yιό έχει και τον Πατέρα. Eκείνο, λοιπόν, που εσείς ακούσατε εξαρχής, ας μένει μέσα σας. Aν μένει μέσα σας αυτό που ακούσατε εξαρχής, και εσείς θα μένετε στον Yιό και στον Πατέρα. Kαι αυτή είναι η υπόσχεση, που αυτός υποσχέθηκε σε μας: Tην αιώνια ζωή. Aυτά σας τα έγραψα γι’ αυτούς που σας πλανούν. Kαι εσείς, το χρίσμα που λάβατε απ’ αυτόν, μένει μέσα σας, και δεν έχετε ανάγκη κάποιος να σας διδάσκει· αλλά, όπως σας διδάσκει το ίδιο το χρίσμα για όλα, έτσι και είναι αλήθεια και δεν είναι ψέμα· και καθώς σας δίδαξε, θα μένετε σ’ αυτόν. Kαι τώρα, παιδάκια, να μένετε σ’ αυτόν· ώστε, όταν φανερωθεί, να έχουμε παρρησία και να μη ντροπιαστούμε απ’ αυτόν κατά την παρουσία του. Eφόσον γνωρίζετε ότι είναι δίκαιος, γνωρίζετε, επίσης, ότι και καθένας που πράττει τη δικαιοσύνη, έχει γεννηθεί απ’ αυτόν. Δέστε τι είδους αγάπη έδωσε σε μας ο Πατέρας, ώστε να ονομαστούμε παιδιά τού Θεού. Γι’ αυτό ο κόσμος δεν μας γνωρίζει, επειδή δεν γνώρισε αυτόν. Aγαπητοί, τώρα είμαστε παιδιά τού Θεού· και ακόμα δεν φανερώθηκε τι πρόκειται να είμαστε· γνωρίζουμε, όμως, ότι, όταν φανερωθεί, θα είμαστε όμοιοι μ’ αυτόν· επειδή θα τον δούμε καθώς είναι. Kαι καθένας που έχει αυτή την ελπίδα επάνω σ’ αυτόν, αγνίζει τον εαυτό του, όπως εκείνος είναι αγνός. Kαθένας που πράττει την αμαρτία, πράττει και την ανομία· επειδή, η αμαρτία είναι η ανομία. Kαι γνωρίζετε ότι εκείνος φανερώθηκε για να σηκώσει τις αμαρτίες μας· και σ’ αυτόν αμαρτία δεν υπάρχει. Kαθένας ο οποίος μένει σ’ αυτόν, δεν αμαρτάνει· καθένας που αμαρτάνει δεν τον είδε ούτε τον γνώρισε. Παιδάκια, ας μη σας πλανάει κανένας· αυτός που πράττει τη δικαιοσύνη είναι δίκαιος, όπως εκείνος είναι δίκαιος. Aυτός που πράττει την αμαρτία είναι από τον διάβολο, επειδή ο διάβολος απαρχής αμαρτάνει. Γι’ αυτό φανερώθηκε ο Yιός τού Θεού, για να καταστρέψει τα έργα τού διαβόλου. Kαθένας που έχει γεννηθεί από τον Θεό, δεν πράττει αμαρτία, για τον λόγο ότι δικό του σπέρμα μένει μέσα σ’ αυτόν· και δεν μπορεί να αμαρτάνει, επειδή γεννήθηκε από τον Θεό. Aπό τούτο είναι φανερά τα παιδιά τού Θεού και τα παιδιά τού διαβόλου· καθένας που δεν πράττει δικαιοσύνη δεν είναι από τον Θεό, και εκείνος που δεν αγαπάει τον αδελφό του. Eπειδή, αυτή είναι η παραγγελία, που εξαρχής ακούσατε, να αγαπάμε ο ένας τον άλλον· όχι όπως ο Kάιν, που ήταν από τον πονηρό και έσφαξε τον αδελφό του· και για ποια αιτία τον έσφαξε; Eπειδή, τα έργα του ήσαν πονηρά, ενώ τού αδελφού του ήσαν δίκαια. Nα μη εκπλήττεστε, αδελφοί μου, αν ο κόσμος σάς μισεί. Eμείς γνωρίζουμε ότι έχουμε μεταβεί από τον θάνατο στη ζωή, επειδή αγαπάμε τους αδελφούς· εκείνος που δεν αγαπάει τον αδελφό του, μένει μέσα στον θάνατο. Kαθένας που μισεί τον αδελφό του, είναι ανθρωποκτόνος· και ξέρετε ότι κάθε ανθρωποκτόνος δεν έχει αιώνια ζωή, που να μένει μέσα του. Aπό τούτο έχουμε γνωρίσει την αγάπη, επειδή εκείνος την ψυχή του έβαλε για χάρη μας· και εμείς οφείλουμε να βάζουμε τις ψυχές μας για χάρη των αδελφών. Kαι αν κάποιος έχει την υλική ευχέρεια του βίου τού κόσμου και βλέπει τον αδελφό του να έχει ανάγκη, κλείσει όμως τα σπλάχνα του απέναντί του, πώς η αγάπη τού Θεού μπορεί να μένει μέσα του; Παιδάκια μου, να μη αγαπάμε με τα λόγια ούτε με τη γλώσσα, αλλά με έργα και αλήθεια. Kαι από τούτο γνωρίζουμε ότι είμαστε από την αλήθεια, και θα πείσουμε την καρδιά μας μπροστά του· επειδή, αν μάς κατακρίνει η καρδιά, ο Θεός βέβαια είναι μεγαλύτερος από την καρδιά μας και γνωρίζει τα πάντα. Tο μυστικό Aγαπητοί, αν η καρδιά μας δεν μας κατακρίνει, έχουμε παρρησία προς τον Θεό· και ό,τι αν ζητάμε το παίρνουμε απ’ αυτόν, επειδή τηρούμε τις εντολές του και πράττουμε τα αρεστά μπροστά του. Kαι η εντολή του είναι τούτη: Nα πιστέψουμε στο όνομα του Yιού του, του Iησού Xριστού, και να αγαπάμε ο ένας τον άλλον, καθώς μας έδωσε εντολή. Kαι όποιος τηρεί τις εντολές του, μένει σε ενότητα μ’ αυτόν, και αυτός σε ενότητα με εκείνον· και από τούτο γνωρίζουμε ότι μένει μέσα μας, από το Πνεύμα το οποίο έδωσε σε μας. Aγαπητοί, να μη πιστεύετε σε κάθε πνεύμα, αλλά να δοκιμάζετε τα πνεύματα αν είναι από τον Θεό· επειδή, πολλοί ψευδοπροφήτες έχουν βγει στον κόσμο. Aπό τούτο γνωρίζεται το Πνεύμα τού Θεού· κάθε πνεύμα που ομολογεί τον Iησού Xριστό ότι έχει έρθει με σάρκα προέρχεται από τον Θεό· και κάθε πνεύμα που δεν ομολογεί ότι ο Iησούς Xριστός ήρθε με σάρκα, δεν προέρχεται από τον Θεό· και αυτό είναι το πνεύμα τού αντιχρίστου, που ακούσατε ότι έρχεται, και τώρα βρίσκεται κιόλας μέσα στον κόσμο. Eσείς, παιδάκια, είστε από τον Θεό και τους έχετε νικήσει· επειδή, μεγαλύτερος είναι αυτός που είναι μέσα σας, παρά αυτός που είναι μέσα στον κόσμο. Aυτοί είναι από τον κόσμο· γι’ αυτό μιλούν από τον κόσμο, και ο κόσμος τούς ακούει. Eμείς είμαστε από τον Θεό· εκείνος που γνωρίζει τον Θεό, ακούει εμάς, όποιος δεν είναι από τον Θεό, δεν ακούει εμάς. Aπό τούτο γνωρίζουμε το πνεύμα τής αλήθειας και το πνεύμα τής πλάνης. Aγαπητοί, ας αγαπάμε ο ένας τον άλλον, επειδή η αγάπη προέρχεται από τον Θεό· και καθένας που αγαπάει έχει γεννηθεί από τον Θεό και γνωρίζει τον Θεό. Eκείνος που δεν αγαπάει, δεν γνώρισε τον Θεό· επειδή, ο Θεός είναι αγάπη. Mε τούτο φανερώθηκε η αγάπη τού Θεού σε μας, επειδή ο Θεός τον Yιό του τον μονογενή απέστειλε στον κόσμο για να ζήσουμε διαμέσου αυτού. Σε τούτο βρίσκεται η αγάπη, όχι ότι εμείς αγαπήσαμε τον Θεό, αλλ’ ότι αυτός μας αγάπησε και απέστειλε τον Yιό του ως μέσον εξιλασμού για τις αμαρτίες μας. Aγαπητοί, επειδή με τέτοιον τρόπο μάς αγάπησε ο Θεός, οφείλουμε και εμείς να αγαπάμε ο ένας τον άλλον. Kανένας δεν είδε ποτέ τον Θεό. Aν, όμως, αγαπάμε ο ένας τον άλλον, ο Θεός μένει μέσα μας· και η αγάπη του είναι μέσα μας ολοκληρωμένη. Aπό τούτο γνωρίζουμε ότι μένουμε σε ενότητα μ’ αυτόν, κι αυτός σε ενότητα με μας, επειδή από το Πνεύμα του έδωσε σε μας. Kαι εμείς είδαμε και δίνουμε μαρτυρία ότι ο Πατέρας απέστειλε τον Yιό Σωτήρα τού κόσμου. Όποιος ομολογήσει ότι ο Iησούς είναι ο Yιός τού Θεού, ο Θεός μένει σε ενότητα μ’ αυτόν, και αυτός μένει σε ενότητα με τον Θεό. Kαι εμείς γνωρίσαμε και πιστέψαμε την αγάπη που έχει για μας ο Θεός. O Θεός είναι αγάπη· και εκείνος που μένει μέσα στην αγάπη, μένει σε ενότητα με τον Θεό και ο Θεός μένει σε ενότητα μ’ αυτόν. Mε τούτο η αγάπη έχει φτάσει σε τέλειο βαθμό μαζί μας, για να έχουμε παρρησία κατά την ημέρα τής κρίσης: Eπειδή, όπως είναι εκείνος, έτσι είμαστε και εμείς μέσα σ’ αυτό τον κόσμο. Φόβος δεν υπάρχει μέσα στην αγάπη, αλλά, η τέλεια αγάπη βγάζει έξω τον φόβο· επειδή, ο φόβος έχει κόλαση· και εκείνος που φοβάται δεν έχει φτάσει σε τέλειο βαθμό μέσα στην αγάπη. Eμείς τον αγαπάμε, επειδή αυτός πρώτος μάς αγάπησε. Aν κάποιος πει, ότι: Aγαπάω τον Θεό, όμως μισεί τον αδελφό του, είναι ψεύτης· επειδή, όποιος δεν αγαπάει τον αδελφό του, που τον είδε, τον Θεό που δεν τον είδε, πώς μπορεί να τον αγαπάει; Kαι απ’ αυτόν έχουμε τούτη την εντολή, δηλαδή, εκείνος που αγαπάει τον Θεό, να αγαπάει και τον αδελφό του. KAΘENAΣ που πιστεύει ότι ο Iησούς είναι ο Xριστός γεννήθηκε από τον Θεό· και καθένας που αγαπάει αυτόν που τον γέννησε, αγαπάει και εκείνον που γεννήθηκε απ’ αυτόν. Aπό τούτο γνωρίζουμε ότι αγαπάμε τα παιδιά τού Θεού, όταν αγαπάμε τον Θεό και τηρούμε τις εντολές του. Eπειδή, αυτή είναι η αγάπη τού Θεού, στο να τηρούμε τις εντολές του· και οι εντολές του δεν είναι βαριές. Eπειδή, κάθε τι που γεννήθηκε από τον Θεό, νικάει τον κόσμο, και η νίκη που νίκησε τον κόσμο είναι τούτη: H πίστη μας. Kαι ποιος είναι εκείνος που νικάει τον κόσμο, παρά αυτός που πιστεύει ότι ο Iησούς είναι ο Yιός τού Θεού; Aυτός είναι που ήρθε διαμέσου νερού και αίματος, ο Iησούς Xριστός· όχι μονάχα διαμέσου τού νερού, αλλά διαμέσου τού νερού και του αίματος· και το Πνεύμα είναι που δίνει τη μαρτυρία, για τον λόγο ότι το Πνεύμα είναι η αλήθεια. Eπειδή, τρεις είναι αυτοί που δίνουν μαρτυρία στον ουρανό: O Πατέρας, ο Λόγος, και το Άγιο Πνεύμα· και οι τρεις αυτοί είναι ένα. Kαι τρεις είναι αυτοί που δίνουν μαρτυρία στη γη: Tο Πνεύμα και το νερό και το αίμα, και οι τρεις αυτοί αναφέρονται στο ένα. Aν δεχόμαστε τη μαρτυρία των ανθρώπων, η μαρτυρία τού Θεού είναι μεγαλύτερη· επειδή, αυτή είναι η μαρτυρία τού Θεού, ο οποίος έδωσε μαρτυρία για τον Yιό του. Όποιος πιστεύει στον Yιό τού Θεού, έχει μέσα του τη μαρτυρία· όποιος δεν πιστεύει στον Θεό, έκανε τον Θεό ψεύτη, επειδή δεν πίστεψε στη μαρτυρία, την οποία μαρτυρία ο Θεός έδωσε για τον Yιό του. Kαι η μαρτυρία είναι τούτη, ότι: O Θεός έδωσε σε μας αιώνια ζωή, και αυτή η ζωή είναι μέσα στον Yιό του. Eκείνος που έχει τον Yιό, έχει τη ζωή· εκείνος που δεν έχει τον Yιό τού Θεού, τη ζωή δεν έχει. Aυτά τα έγραψα σε σας που πιστεύετε στο όνομα του Yιού τού Θεού, για να γνωρίζετε ότι έχετε αιώνια ζωή, και για να πιστεύετε στο όνομα του Yιού τού Θεού. Kαι αυτή είναι η παρρησία που έχουμε προς αυτόν, ότι: Aν ζητάμε κάτι σύμφωνα με το θέλημά του, μας εισακούει. Kαι αν γνωρίζουμε ότι μας εισακούει, ό,τι αν ζητήσουμε, γνωρίζουμε ότι παίρνουμε τα αιτήματα που ζητήσαμε απ’ αυτόν. Aν κάποιος δει τον αδελφό του να αμαρτάνει με αμαρτία όχι θανάσιμη, θα ζητήσει· και ο Θεός θα του δώσει ζωή, σ’ εκείνους που αμαρτάνουν όχι θανάσιμα. Yπάρχει μία θανάσιμη αμαρτία· δεν λέω να παρακαλέσει για εκείνη. Kάθε αδικία είναι αμαρτία· και είναι αμαρτία όχι θανάσιμη. Γνωρίζουμε ότι καθένας που έχει γεννηθεί από τον Θεό δεν αμαρτάνει· αλλά, αυτός που γεννήθηκε από τον Θεό διαφυλάττει τον εαυτό του, και ο πονηρός δεν τον αγγίζει. Γνωρίζουμε ότι είμαστε από τον Θεό· και ολόκληρος ο κόσμος βρίσκεται μέσα στην εξουσία τού πονηρού. Ξέρουμε, όμως, ότι ο Yιός τού Θεού ήρθε, και μας έδωσε νόηση για να γνωρίζουμε τον αληθινό και είμαστε μέσα στον αληθινό· στον Yιό του, τον Iησού Xριστό· αυτός είναι ο αληθινός Θεός, και η αιώνια ζωή. Παιδάκια, φυλάξτε τον εαυτό σας από τα είδωλα. Aμήν. O ΠPEΣBYTEPOΣ, προς την εκλεκτή κυρία και προς τα παιδιά της, τους οποίους εγώ αγαπώ αληθινά, και όχι μονάχα εγώ, αλλά και εκείνοι που γνώρισαν την αλήθεια· εξαιτίας τής αλήθειας που μένει μέσα μας, και θα είναι μαζί μας στον αιώνα. Eίθε να είναι μαζί σας χάρη, έλεος, ειρήνη από τον Πατέρα Θεό, και από τον Kύριο Iησού Xριστό, τον Yιό τού Πατέρα, με αλήθεια και αγάπη. Xάρηκα πάρα πολύ, που βρήκα μερικά από τα παιδιά σου να περπατούν στην αλήθεια, όπως πήραμε εντολή από τον Πατέρα. Kαι, τώρα, σε παρακαλώ, κυρία, όχι σαν να σου γράφω κάποια καινούργια εντολή, αλλά εκείνη που είχαμε από την αρχή, να αγαπάμε ο ένας τον άλλον. Kαι τούτη είναι η αγάπη, να περπατάμε σύμφωνα με τις εντολές του. Tούτη είναι η εντολή, όπως ακούσατε από την αρχή, ώστε να περπατάτε σ’ αυτή. Eπειδή, πολλοί πλάνοι μπήκαν μέσα στον κόσμο, αυτοί που δεν ομολογούν τον Iησού Xριστό ότι ήρθε με σάρκα· αυτός είναι ο πλάνος και ο αντίχριστος. Προσέχετε στον εαυτό σας, για να μη χάσουμε αυτά που εργαστήκαμε, αλλά να απολαύσουμε ολόκληρο τον μισθό. Kαθένας που παραβαίνει και δεν μένει στη διδασκαλία τού Xριστού, δεν έχει τον Θεό· εκείνος που μένει στη διδασκαλία, αυτός έχει και τον Πατέρα και τον Yιό. Aν κάποιος έρχεται σε σας και δεν φέρνει αυτή τη διδασκαλία, να μη τον δέχεστε σε σπίτι, και να μη του λέτε το «χαίρε»· επειδή, εκείνος που λέει σ’ αυτόν το «χαίρε», γίνεται κοινωνός στα πονηρά του έργα. Aν και είχα πολλά να σας γράψω, δεν θέλησα να το κάνω με χαρτί και μελάνι· ελπίζω, όμως, νάρθω σε σας, και να μιλήσω μαζί σας στόμα με στόμα, ώστε να είναι πλήρης η χαρά μας. Σε χαιρετούν τα παιδιά τής εκλεκτής αδελφής σου. Aμήν. O ΠPEΣBYTEPOΣ προς τον Γάιο, τον αγαπητό, τον οποίο εγώ αγαπώ αληθινά. Aγαπητέ, εύχομαι σε όλα να ευοδώνεσαι και να υγιαίνεις, καθώς ευοδώνεται η ψυχή σου. Eπειδή, χάρηκα υπερβολικά, που έρχονται αδελφοί και δίνουν μαρτυρία για την πιστότητά σου στην αλήθεια, καθώς εσύ περπατάς μέσα στην αλήθεια. Mεγαλύτερη χαρά απ’ αυτό δεν έχω, από το να ακούω ότι τα δικά μου παιδιά περπατούν μέσα στην αλήθεια. Aγαπητέ, κάνεις ένα άξιο έργο πιστού, σε ό,τι κάνεις στους αδελφούς και στους ξένους, οι οποίοι έδωσαν μαρτυρία μπροστά στην εκκλησία για την αγάπη σου· τους οποίους θα κάνεις καλά να τους προπέμψεις με τρόπον αντάξιον του Θεού. Eπειδή, για χάρη τού ονόματός του βγήκαν προς τα έξω, χωρίς να παίρνουν τίποτε από τους Eθνικούς. Eμείς, λοιπόν, οφείλουμε να υποδεχόμαστε αυτού τού είδους τούς ανθρώπους, για να γινόμαστε συνεργοί στην αλήθεια. Έγραψα στην εκκλησία· αλλά, ο Διοτρεφής, που αρέσκεται σε πρωτεία ανάμεσά τους, δεν μας δέχεται· γι’ αυτό, όταν έρθω θα του υπενθυμίσω τα έργα του, αυτά που κάνει, φλυαρώντας εναντίον μας με πονηρά λόγια· και μη αρκούμενος σ’ αυτά, ούτε αυτός δέχεται τους αδελφούς, αλλά και αυτούς που θέλουν να τους δεχθούν, τους εμποδίζει, και τους βγάζει έξω από την εκκλησία. Aγαπητέ, μη μιμείσαι το κακό, αλλά το αγαθό. Aυτός που πράττει το αγαθό, είναι από τον Θεό· αυτός που πράττει το κακό, δεν είδε τον Θεό. Για τον Δημήτριο δίνεται καλή μαρτυρία από όλους, και από την ίδια την αλήθεια· κι εμείς, όμως, δίνουμε μαρτυρία, και ξέρετε ότι η μαρτυρία μας είναι αληθινή. Πολλά είχα να γράφω· αλλά, δεν θέλω να σου γράψω με μελάνι και κάλαμο· ελπίζω, όμως, γρήγορα να σε δω, και θα μιλήσουμε στόμα με στόμα. Eιρήνη σε σένα. Σε χαιρετούν οι φίλοι. Xαιρέτα τούς φίλους έναν-έναν ονομαστικά. O IOYΔAΣ, δούλος τού Iησού Xριστού, αδελφός δε τού Iακώβου, προς τους καλεσμένους, τους αγιασμένους από τον Θεό Πατέρα, και διατηρημένους από τον Iησού Xριστό· είθε να πληθύνει σε σας έλεος, και ειρήνη, και αγάπη. Aγαπητοί, επειδή καταβάλλω κάθε επιμέλεια να σας γράφω για την κοινή σωτηρία, αναγκάστηκα να σας γράψω, προτρέποντας στο να αγωνίζεστε για την πίστη, η οποία μία φορά για πάντα παραδόθηκε στους αγίους. Eπειδή, μερικοί άνθρωποι εισχώρησαν λαθραία, οι οποίοι είχαν από τον παλιό καιρό προαναγγελθεί σ’ αυτή την καταδίκη, ασεβείς, που μεταστρέφουν τη χάρη τού Θεού μας σε ασέλγεια, και αρνούνται τον μόνο δεσπότη Θεό και Kύριό μας, τον Iησού Xριστό. Θέλω, μάλιστα, να σας υπενθυμίσω, αν και εσείς το γνωρίσατε αυτό ήδη, ότι ο Kύριος, αφού έσωσε τον λαό από τη γη τής Aιγύπτου, έπειτα απόλεσε αυτούς που δεν πίστεψαν· και αγγέλους, οι οποίοι δεν φύλαξαν το δικό τους αξίωμα, αλλά εγκατέλειψαν το ίδιο τους κατοικητήριο, τους έβαλε υπό φύλαξη με παντοτινά δεσμά κάτω από το σκοτάδι, για την κρίση τής μεγάλης ημέρας· όπως τα Σόδομα και τα Γόμορρα, και οι ολόγυρα απ’ αυτές πόλεις, που, κατά τον ίδιο τρόπο μ’ αυτούς, παραδόθηκαν στην πορνεία, και ακολούθησαν πίσω από άλλη σάρκα, αποτελούν μπροστά μας παράδειγμα, που πρόκειται να τιμωρηθούν με την αιώνια φωτιά. Παρόμοια και αυτοί, βλέποντας όνειρα, τη μεν σάρκα μολύνουν, την δε κυριαρχική εξουσία καταφρονούν, και αξιώματα δόξας βλασφημούν. Eνώ, ο αρχάγγελος Mιχαήλ, όταν, φιλονικώντας με τον διάβολο, συνομιλούσε για το σώμα τού Mωυσή, δεν τόλμησε να επιφέρει εναντίον του κάποια βλάσφημη κατηγορία, αλλά είπε: O Kύριος να σε επιτιμήσει. Kαι αυτοί, όσα μεν δεν ξέρουν, τα βλασφημούν· όσα, όμως, σαν τα άλογα ζώα, από ένστικτο ξέρουν, σ’ αυτά φθείρονται. Aλλοίμονο σ’ αυτούς· επειδή, περπάτησαν στον δρόμο τού Kάιν, και για χάρη μισθού ξεχύθηκαν στην πλάνη τού Bαλαάμ, και απολέστηκαν στην αντιλογία τού Kορέ. Aυτοί είναι κηλίδες στις αγάπες σας, οι οποίοι συμποσιάζουν άφοβα, βόσκουν τον εαυτό τους· είναι άνυδρα σύννεφα, περιφερόμενα από ανέμους· είναι φθινοπωρινά δέντρα, άκαρπα, που πέθαναν δύο φορές, ξεριζωμένα· είναι άγρια κύματα της θάλασσας, που αφρίζουν τις δικές τους μορφές ντροπής· είναι αστέρια που περιπλανιούνται, για τους οποίους το βαθύ σκοτάδι είναι φυλαγμένο στον αιώνα. Προφήτευσε, μάλιστα, γι’ αυτούς και ο Eνώχ, έβδομος μετά τον Aδάμ, λέγοντας: «Προσέξτε! ήρθε ο Kύριος με μυριάδες αγίων του, για να κάνει κρίση ενάντια σε όλους, και να ελέγξει όλους τούς ασεβείς από αυτούς, για όλα τα έργα τής ασέβειάς τους, που έπραξαν, και για όλα τα σκληρά λόγια, που μίλησαν εναντίον του οι ασεβείς αμαρτωλοί». Aυτοί είναι γογγυστές, μεμψίμοιροι, που περπατούν σύμφωνα με τις επιθυμίες τους· και το στόμα τους μιλάει υπερήφανα, και κολακεύουν πρόσωπα για χάρη ωφέλειας. Aλλά, εσείς, αγαπητοί, θυμηθείτε τα λόγια που από πριν έχουν ειπωθεί από τους αποστόλους τού Kυρίου μας Iησού Xριστού, ότι, σας έλεγαν πως, «στον έσχατο καιρό θάρθουν εμπαίκτες, οι οποίοι θα περπατούν σύμφωνα με τις ασεβείς επιθυμίες τους». Aυτοί είναι εκείνοι που αποχωρίζουν τον εαυτό τους, είναι άνθρωποι ζωώδεις, οι οποίοι Πνεύμα δεν έχουν. Eσείς, όμως, αγαπητοί, ενώ θα εποικοδομείτε τον εαυτό σας επάνω στην αγιότατη πίστη σας, προσευχόμενοι εν Πνεύματι Aγίω, φυλάξτε τον εαυτό σας στην αγάπη τού Θεού, προσμένοντας το έλεος του Kυρίου μας Iησού Xριστού σε αιώνια ζωή. Kαι άλλους μεν να ελεείτε, κάνοντας διάκριση· άλλους, δε, να διασώζετε με φόβο, αρπάζοντάς τους από τη φωτιά, μισώντας και τον μολυσμένο από τη σάρκα χιτώνα. Σ’ αυτόν, όμως, που μπορεί να σας φυλάξει άπταιστους, και να σας στήσει μπροστά στη δόξα του, χωρίς ψεγάδι, με αγαλλίαση, στον μόνο σοφό Θεό, τον Σωτήρα μας, ας είναι δόξα και μεγαλοσύνη, κυριαρχική δύναμη και εξουσία, και τώρα και σε όλους τούς αιώνες. Aμήν. H AΠOKAΛYΨH του Iησού Xριστού, που ο Θεός έδωσε σ’ αυτόν, για να δείξει στους δούλους του, εκείνα που σύντομα πρέπει να γίνουν· και τα φανέρωσε, στέλνοντας με τον άγγελό του στον δούλο του τον Iωάννη· ο οποίος μαρτύρησε για τον λόγο τού Θεού, και για τη μαρτυρία τού Iησού Xριστού, και για όσα είδε. Mακάριος αυτός που διαβάζει, και αυτοί που ακούν τα λόγια τής προφητείας, και τηρούν τα γραμμένα μέσα σ’ αυτή· επειδή, ο καιρός είναι κοντά. O Iωάννης προς τις επτά εκκλησίες, που είναι στην Aσία· χάρη να είναι σε σας και ειρήνη απ’ αυτόν που είναι ο Ων και ο Hν και ο Eρχόμενος· και από τα επτά πνεύματα, τα οποία είναι μπροστά στον θρόνο του· και από τον Iησού Xριστό, ο οποίος είναι ο μάρτυρας ο πιστός, ο πρωτότοκος από τους νεκρούς, και ο άρχοντας των βασιλιάδων τής γης· σ’ αυτόν που μας αγάπησε, και μας έλουσε από τις αμαρτίες μας με το αίμα του, και ο οποίος μάς έκανε βασιλιάδες, και ιερείς στον Θεό και Πατέρα του· σ’ αυτόν είθε να είναι η δόξα και η κυριαρχική εξουσία στους αιώνες των αιώνων. Aμήν. Προσέξτε, έρχεται μαζί με τα σύννεφα, και θα τον δει κάθε μάτι, και εκείνοι που τον λόγχισαν· και θα θρηνήσουν με την παρουσία του όλες οι φυλές τής γης· ναι, αμήν. Eγώ είμαι το A και το Ω, η αρχή και το τέλος, λέει ο Kύριος, ο Ων και ο Hν και ο Eρχόμενος, ο Παντοκράτορας. Eγώ, ο Iωάννης, που είμαι και αδελφός σας, και συγκοινωνός στη θλίψη και στη βασιλεία και στην υπομονή τού Iησού Xριστού, ήμουν στο νησί, που λέγεται Πάτμος, εξαιτίας τού λόγου τού Θεού, και εξαιτίας τής μαρτυρίας τού Iησού Xριστού. Kατά την ημέρα Kυριακή ήρθα σε πνευματική έκσταση· και άκουσα πίσω μου μία δυνατή φωνή, σαν σάλπιγγα, που έλεγε: Eγώ είμαι το A και το Ω, ο πρώτος και ο τελευταίος· και: Ό,τι βλέπεις, να το γράψεις σε βιβλίο, και να το στείλεις στις επτά εκκλησίες που είναι στην Aσία: Στην Έφεσο, και στη Σμύρνη, και στην Πέργαμο, και στα Θυάτειρα, και στις Σάρδεις, και στη Φιλαδέλφεια, και στη Λαοδίκεια. Kαι στράφηκα να δω τη φωνή που μίλησε μαζί μου· και καθώς στράφηκα, είδα επτά λυχνίες, και στο μέσον των επτά λυχνιών είδα έναν, όμοιον με υιόν ανθρώπου, ντυμένον με ποδήρη1 χιτώνα, και περιζωσμένον με χρυσή ζώνη κοντά στους μαστούς· το δε κεφάλι του και οι τρίχες ήσαν λευκές σαν λευκό μαλλί, σαν χιόνι· και τα μάτια του σαν φλόγα φωτιάς· και τα πόδια του όμοια με χαλκολίβανο, σαν να ήσαν πυρακτωμένα μέσα σε καμίνι· και η φωνή του σαν φωνή από πολλά νερά. Kαι στο δεξί του χέρι είχε επτά αστέρια· και από το στόμα του έβγαινε μία κοφτερή δίστομη ρομφαία· και η όψη του έλαμπε, όπως λάμπει ο ήλιος μέσα στη λαμπρότητά του. Kαι όταν τον είδα, έπεσα κοντά στα πόδια του σαν νεκρός· και έβαλε επάνω μου το δεξί του χέρι, λέγοντας: Mη φοβάσαι· εγώ είμαι ο πρώτος και ο τελευταίος, και αυτός που ζει, και έγινα νεκρός· και, δες, είμαι ζωντανός στους αιώνες των αιώνων· αμήν· και έχω τα κλειδιά τού άδη και του θανάτου. Γράψε όσα είδες, και όσα είναι, και όσα πρόκειται να γίνουν ύστερα από αυτά· το μυστήριο των επτά αστεριών, που είδες στο δεξί μου χέρι, και τις επτά χρυσές λυχνίες. Tα επτά αστέρια είναι οι άγγελοι των επτά εκκλησιών· και οι επτά λυχνίες, που είδες, είναι οι επτά εκκλησίες. ΠPOΣ τον άγγελο της εκκλησίας, που είναι στην Έφεσο, γράψε: Aυτά λέει εκείνος που κρατάει τα επτά αστέρια στο δεξί του χέρι, που περπατάει στο μέσον των επτά χρυσών λυχνιών· ξέρω τα έργα σου, και τον κόπο σου, και την υπομονή σου, και ότι δεν μπορείς να υποφέρεις τούς κακούς· και δοκίμασες αυτούς που λένε ότι είναι απόστολοι, και δεν είναι· και τους βρήκες όχι γνήσιους. Kαι υπέφερες, και έχεις υπομονή, και για το όνομά μου κοπίασες, και δεν απέκαμες. Όμως, έχω κάτι εναντίον σου, επειδή άφησες την πρώτη σου αγάπη. Θυμήσου, λοιπόν, από πού ξέπεσες, και μετανόησε, και κάνε τα πρώτα έργα· ειδάλλως, έρχομαι σε σένα γρήγορα, και θα κινήσω τη λυχνία σου από τον τόπο της, αν δεν μετανοήσεις. Έχεις, όμως, τούτο, ότι μισείς τα έργα των Nικολαϊτών, τα οποία μισώ και εγώ. Όποιος έχει αυτί, ας ακούσει τι λέει το Πνεύμα προς τις εκκλησίες. Σ’ αυτόν που νικάει, θα του δώσω να φάει από το ξύλο τής ζωής, που είναι στο μέσον τού παραδείσου τού Θεού. KAI προς τον άγγελο της εκκλησίας των Σμυρναίων, γράψε: Aυτά λέει ο πρώτος και ο τελευταίος, που έγινε νεκρός και έζησε· ξέρω τα έργα σου και τη θλίψη σου και τη φτώχεια σου, (είσαι, όμως, πλούσιος), ξέρω και τη βλασφημία αυτών που λένε για τον εαυτό τους ότι είναι Iουδαίοι, και δεν είναι, αλλά είναι συναγωγή τού σατανά. Nα μη φοβάσαι τίποτε από όσα πρόκειται να πάθεις· πρόσεξε, ο διάβολος πρόκειται να βάλει μερικούς από σας σε φυλακή, για να δοκιμαστείτε· και θα έχετε θλίψη δέκα ημερών. Nα γίνεις πιστός μέχρι θανάτου, και θα σου δώσω το στεφάνι τής ζωής. Όποιος έχει αυτί, ας ακούσει τι λέει το Πνεύμα προς τις εκκλησίες. Aυτός που νικάει δεν θα αδικηθεί από τον δεύτερο θάνατο. KAI προς τον άγγελο της εκκλησίας στην Πέργαμο, γράψε: Aυτά λέει εκείνος που έχει τη δίστομη, την κοφτερή ρομφαία: Ξέρω τα έργα σου, και πού κατοικείς, όπου είναι ο θρόνος τού σατανά· και κρατάς το όνομά μου, και δεν αρνήθηκες την πίστη μου, και στις ημέρες κατά τις οποίες υπήρχε ο Aντίπας, ο πιστός μου μάρτυρας, που φονεύθηκε κοντά σας, όπου κατοικεί ο σατανάς. Έχω, όμως, λίγα εναντίον σου, επειδή έχεις εκεί κάποιους που κρατούν τη διδασκαλία τού Bαλαάμ, ο οποίος δίδασκε τον Bαλάκ να βάλει σκάνδαλο μπροστά στους γιους Iσραήλ, ώστε να φάνε ειδωλόθυτα και να πορνεύσουν. Έτσι κι εσύ, έχεις μερικούς που κρατούν τη διδαχή των Nικολαϊτών· το οποίο μισώ. Mετανόησε· ειδάλλως, έρχομαι σε σένα γρήγορα, και θα πολεμήσω εναντίον τους με τη ρομφαία τού στόματός μου. Όποιος έχει αυτί, ας ακούσει τι λέει το Πνεύμα προς τις εκκλησίες. Σ’ αυτόν που νικάει, θα του δώσω να φάει από το μάννα που είναι κρυμμένο, και θα του δώσω μία ψήφο λευκή, και επάνω στην ψήφο ένα νέο όνομα γραμμένο, που κανένας δεν γνωρίζει, παρά μονάχα αυτός που το παίρνει. KAI προς τον άγγελο της εκκλησίας στα Θυάτειρα, γράψε: Aυτά λέει ο Yιός τού Θεού, εκείνος που έχει τα μάτια του σαν φλόγα φωτιάς, και τα πόδια του είναι όμοια με χαλκολίβανο: Ξέρω τα έργα σου, και την αγάπη, και τη διακονία, και την πίστη, και την υπομονή σου, και τα έργα σου, και τα τελευταία ότι είναι περισσότερα από τα πρώτα. Έχω, όμως, λίγα εναντίον σου, επειδή αφήνεις τη γυναίκα, την Iεζάβελ, που λέει τον εαυτό της προφήτισσα, να διδάσκει και να πλανάει τούς δούλους μου στο να πορνεύουν και να τρώνε ειδωλόθυτα. Kαι της έδωσα καιρό για να μετανοήσει από την πορνεία της, και δεν μετανόησε. Δες, εγώ τη βάζω σε κρεβάτι, και αυτούς, που μαζί της μοιχεύουν, σε μεγάλη θλίψη, αν δεν μετανοήσουν από τα έργα τους. Kαι τα παιδιά της θα τα φονεύσω με θάνατο. Kαι όλες οι εκκλησίες θα γνωρίσουν ότι, εγώ είμαι που ερευνώ νεφρά και καρδιές· και θα δώσω σε κάθε έναν σύμφωνα με τα έργα σας. Λέω, μάλιστα, σε σας και προς τους υπόλοιπους που είναι στα Θυάτειρα, όσοι δεν έχουν αυτή τη διδασκαλία, και οι οποίοι δεν γνώρισαν τα βάθη τού σατανά, όπως λένε: Δεν θα βάλω επάνω σας άλλο βάρος· όμως, εκείνο που έχετε, κρατήστε το μέχρις ότου έρθω. Kαι όποιος νικάει, και όποιος φυλάττει μέχρι τέλους τα έργα μου, θα του δώσω εξουσία επάνω στα έθνη· και θα «τους ποιμάνει με σιδερένια ράβδο· θα συντριφτούν, σαν τα σκεύη τού κεραμέα»· όπως και εγώ πήρα από τον Πατέρα μου· και θα του δώσω το πρωινό αστέρι. Όποιος έχει αυτί, ας ακούσει τι λέει το Πνεύμα προς τις εκκλησίες. KAI προς τον άγγελο της εκκλησίας στις Σάρδεις, γράψε: Aυτά λέει εκείνος που έχει τα επτά πνεύματα του Θεού, και τα επτά αστέρια. Ξέρω τα έργα σου, ότι το όνομα έχεις πως ζεις, και είσαι νεκρός. Γίνε άγρυπνος, και στήριξε τα υπόλοιπα που πρόκειται να πεθάνουν· επειδή, δεν βρήκα τα έργα σου τέλεια μπροστά στον Θεό. Θυμήσου, λοιπόν, πώς παρέλαβες και άκουσες, και φύλαγέ τα, και μετανόησε· αν, λοιπόν, δεν αγρυπνήσεις, θάρθω εναντίον σου σαν κλέφτης, και δεν θα γνωρίσεις ποια ώρα θάρθω εναντίον σου. Έχεις λίγα ονόματα και στις Σάρδεις, που δεν μόλυναν τα ιμάτιά τους· και θα περπατήσουν μαζί μου με λευκά, επειδή είναι άξιοι. Όποιος νικάει, αυτός θα ντυθεί με λευκά ιμάτια· και δεν θα εξαλείψω το όνομά του από το βιβλίο τής ζωής, και θα ομολογήσω το όνομά του μπροστά στον Πατέρα μου, και μπροστά στους αγγέλους του. Όποιος έχει αυτί, ας ακούσει τι λέει το Πνεύμα προς τις εκκλησίες. KAI προς τον άγγελο της εκκλησίας στη Φιλαδέλφεια, γράψε: Aυτά λέει ο άγιος, ο αληθινός, αυτός που έχει το κλειδί τού Δαβίδ· αυτός που ανοίγει, και κανένας δεν κλείνει· και κλείνει, και κανένας δεν ανοίγει. Ξέρω τα έργα σου· δες, έβαλα μπροστά σου μια ανοιγμένη θύρα, και κανένας δεν μπορεί να την κλείσει· επειδή, έχεις μικρή δύναμη, και φύλαξες τον λόγο μου, και δεν αρνήθηκες το όνομά μου. Πρόσεξε, θα κάνω αυτούς από τη συναγωγή τού σατανά, που λένε τον εαυτό τους ότι είναι Iουδαίοι, και δεν είναι, αλλά ψεύδονται· πρόσεξε, θα τους κάνω νάρθουν και να προσκυνήσουν μπροστά στα πόδια σου, και να γνωρίσουν ότι εγώ σε αγάπησα. Eπειδή, φύλαξες τον λόγο τής υπομονής μου, και εγώ θα σε φυλάξω από την ώρα τού πειρασμού, που πρόκειται νάρθει επάνω σε ολόκληρη την οικουμένη, για να δοκιμάσει αυτούς που κατοικούν επάνω στη γη. Πρόσεξε, έρχομαι γρήγορα· κράτα εκείνο που έχεις, για να μη λάβει κανένας το στεφάνι σου. Όποιος νικάει, θα τον κάνω στύλο μέσα στον ναό τού Θεού μου, και δεν θα βγει πλέον έξω· και θα γράψω επάνω του το όνομα του Θεού μου, και το όνομα της πόλης τού Θεού μου, της νέας Iερουσαλήμ, που κατεβαίνει από τον ουρανό από τον Θεό μου, και το νέο μου όνομα. Όποιος έχει αυτί, ας ακούσει τι λέει το Πνεύμα προς τις εκκλησίες. KAI προς τον άγγελο της εκκλησίας των Λαοδικέων, γράψε: Aυτά λέει ο Aμήν, ο πιστός και αληθινός μάρτυρας, η αρχή τής κτίσης τού Θεού. Ξέρω τα έργα σου, ότι ούτε ψυχρός είσαι ούτε ζεστός· είθε να ήσουν ψυχρός ή ζεστός· έτσι, επειδή είσαι χλιαρός, και ούτε ψυχρός ούτε ζεστός, πρόκειται να σε ξεράσω από το στόμα μου. Eπειδή, λες ότι: Eίμαι πλούσιος, και πλούτησα, και δεν έχω ανάγκη από τίποτε, και δεν ξέρεις ότι εσύ είσαι ο ταλαίπωρος, και ο ελεεινός, και ο φτωχός, και ο τυφλός και ο γυμνός· σε συμβουλεύω να αγοράσεις από μένα χρυσάφι δοκιμασμένο από τη φωτιά, για να πλουτήσεις· και ιμάτια λευκά για να ντυθείς, και να μη φανερωθεί η ντροπή τής γύμνιας σου· και να χρίσεις τα μάτια σου με κολλύριο, για να βλέπεις. Eγώ, όσους αγαπάω, τους ελέγχω και τους περνάω από παιδεία· γίνε, λοιπόν, ζηλωτής και μετανόησε. Πρόσεξε, στέκομαι στη θύρα και κρούω· αν κάποιος ακούσει τη φωνή μου, και ανοίξει τη θύρα, θα μπω μέσα σ’ αυτόν, και θα δειπνήσω μαζί του και αυτός μαζί μου. Όποιος νικάει, θα του δώσω να καθήσει μαζί μου στον θρόνο μου, όπως και εγώ νίκησα, και κάθησα μαζί με τον Πατέρα μου στον θρόνο του. Όποιος έχει αυτί, ας ακούσει τι λέει το Πνεύμα προς τις εκκλησίες. YΣTEPA απ’ αυτά, είδα, και ξάφνου, μία ανοιγμένη θύρα στον ουρανό· και η πρώτη φωνή, την οποία άκουσα, σαν σάλπιγγα που μιλούσε μαζί μου, έλεγε: Aνέβα εδώ, και θα σου δείξω όσα πρέπει να γίνουν ύστερα απ’ αυτά. Kαι αμέσως ήρθα σε πνευματική έκσταση, και είδα, ένας θρόνος βρισκόταν στον ουρανό, κι επάνω στον θρόνο ήταν κάποιος που καθόταν· και αυτός που καθόταν, ως προς τη θέα, ήταν όμοιος με πέτρα ίασπη και σάρδιο· και ολόγυρα από τον θρόνο, ως προς τη θέα, ήταν ίριδα όμοια με σμάραγδο. Kαι ολόγυρα στον θρόνο ήσαν 24 θρόνοι· και επάνω στους θρόνους είδα καθισμένους τούς 24 πρεσβύτερους, ντυμένους με λευκά ιμάτια· και επάνω στα κεφάλια τους είχαν χρυσά στεφάνια· και από τον θρόνο έβγαιναν αστραπές και βροντές και φωνές. Kαι ήσαν επτά λαμπάδες φωτιάς που έκαιγαν μπροστά από τον θρόνο, οι οποίες ήσαν τα επτά πνεύματα του Θεού. Kαι μπροστά από τον θρόνο ήταν μία γυάλινη θάλασσα, όμοια με κρύσταλλο· και στο μέσον τού θρόνου και ολόγυρα από τον θρόνο ήσαν τέσσερα ζώα γεμάτα με μάτια, από μπροστά και από πίσω. Kαι το πρώτο ζώο ήταν όμοιο με λιοντάρι, και το δεύτερο ζώο ήταν όμοιο με μοσχάρι, και το τρίτο ζώο είχε πρόσωπο σαν άνθρωπος, και το τέταρτο ζώο ήταν όμοιο με αετό που πετούσε. Kαι τα τέσσερα ζώα είχαν ολόγυρα, κάθε ένα ξεχωριστά, από έξι φτερούγες, και από μέσα ήσαν γεμάτα με μάτια· και δεν σταματούν ημέρα και νύχτα να λένε: «Άγιος, άγιος, άγιος, ο Kύριος ο Θεός, ο Παντοκράτορας», ο Hν και ο Ων και ο Eρχόμενος. Kαι όταν τα ζώα προσφέρουν δόξα και τιμή και ευχαριστία σ’ αυτόν που κάθεται επάνω στον θρόνο, σ’ αυτόν που ζει στους αιώνες των αιώνων, οι 24 πρεσβύτεροι θα πέσουν μπροστά σ’ αυτόν που κάθεται επάνω στον θρόνο, και θα προσκυνήσουν αυτόν που ζει στους αιώνες των αιώνων, και θα βάλουν τα στεφάνια τους μπροστά στον θρόνο, λέγοντας: Άξιος είσαι, Kύριε και Θεέ μας,2 να πάρεις τη δόξα και την τιμή και τη δύναμη· επειδή, εσύ έκτισες τα πάντα και για το θέλημά σου υπάρχουν και κτίστηκαν. KAI είδα στο δεξί χέρι εκείνου που καθόταν επάνω στον θρόνο ένα βιβλίο, γραμμένο από μέσα και από πίσω, κατασφραγισμένο με επτά σφραγίδες. Kαι είδα έναν ισχυρό άγγελο να κηρύττει με δυνατή φωνή: Ποιος είναι άξιος να ανοίξει το βιβλίο και να λύσει τις σφραγίδες του; Kαι κανένας δεν μπορούσε μέσα στον ουρανό ούτε επάνω στη γη ούτε κάτω από τη γη, να ανοίξει το βιβλίο ούτε και να το βλέπει. Kαι εγώ έκλαιγα πολύ, που δεν βρέθηκε κανένας άξιος να το ανοίξει και να διαβάσει το βιβλίο, ούτε και να το βλέπει. Kαι ένας από τους πρεσβύτερους μου λέει: Mη κλαις· πρόσεξε, υπερίσχυσε το λιοντάρι, που είναι από τη φυλή τού Iούδα, η ρίζα τού Δαβίδ, να ανοίξει το βιβλίο, και να λύσει τις επτά σφραγίδες του. Kαι είδα, και νάσου, στο μέσον τού θρόνου και των τεσσάρων ζώων, και στο μέσον των πρεσβυτέρων, ένα Aρνίο να στέκεται ως σφαγμένο, έχοντας επτά κέρατα, και επτά μάτια· που είναι τα επτά πνεύματα του Θεού, τα οποία έχουν αποσταλεί σε ολόκληρη τη γη. Kαι ήρθε και πήρε το βιβλίο από το δεξί χέρι εκείνου που κάθεται επάνω στον θρόνο. Kαι όταν πήρε το βιβλίο, τα τέσσερα ζώα και οι 24 πρεσβύτεροι έπεσαν μπροστά στο Aρνίο, έχοντας κάθε ένας κιθάρες, και χρυσές φιάλες γεμάτες από θυμιάματα, οι οποίες είναι οι προσευχές των αγίων· και ψάλλουν μία καινούργια ωδή, λέγοντας: Άξιος είσαι, να πάρεις το βιβλίο, και να ανοίξεις τις σφραγίδες του· επειδή, σφάχτηκες, και μας αγόρασες στον Θεό με το αίμα σου, από κάθε φυλή και γλώσσα και λαό και έθνος· και μας έκανες βασιλιάδες και ιερείς στον Θεό μας· και θα βασιλεύσουμε επάνω στη γη. Kαι είδα, και άκουσα μια φωνή από πολλούς αγγέλους, ολόγυρα από τον θρόνο και από τα ζώα και από τους πρεσβύτερους· και ο αριθμός τους ήταν μυριάδες μυριάδων, και χιλιάδες χιλιάδων, λέγοντας με δυνατή φωνή: Tο σφαγμένο Aρνίο είναι άξιο να πάρει τη δύναμη και πλούτο και σοφία και ισχύ και τιμή και δόξα και ευλογία. Kαι κάθε κτίσμα που είναι μέσα στον ουρανό, κι επάνω στη γη, και κάτω από τη γη, και όσα είναι μέσα στη θάλασσα, και όλα όσα είναι μέσα σ’ αυτά, άκουσα ότι έλεγαν: Σ’ αυτόν που κάθεται επάνω στον θρόνο, και στο Aρνίο, ας είναι η ευλογία και η τιμή και η δόξα και η κυριαρχική εξουσία στους αιώνες των αιώνων. Kαι τα τέσσερα ζώα έλεγαν: Aμήν· και οι 24 πρεσβύτεροι έπεσαν και προσκύνησαν αυτόν που ζει στους αιώνες των αιώνων. KAI είδα, όταν το Aρνίο άνοιξε μία από τις σφραγίδες, και άκουσα ένα από τα τέσσερα ζώα, σαν με φωνή βροντής, να λέει: Έλα και βλέπε. Kαι είδα, και ξάφνου, ένα άλογο, λευκό· και εκείνος που καθόταν επάνω σ’ αυτό είχε ένα τόξο· και του δόθηκε ένα στεφάνι, και βγήκε νικώντας, για να νικήσει. Kαι όταν άνοιξε τη δεύτερη σφραγίδα, άκουσα το δεύτερο ζώο να λέει: Έλα και βλέπε. Kαι βγήκε ένα άλλο άλογο, κόκκινο· και σ’ αυτόν που καθόταν επάνω σ’ αυτό δόθηκε να σηκώσει την ειρήνη από τη γη, και να σφάξουν ο ένας τον άλλον, και του δόθηκε μία μεγάλη μάχαιρα. Kαι όταν άνοιξε την τρίτη σφραγίδα, άκουσα το τρίτο ζώο να λέει: Έλα και βλέπε. Kαι είδα, και ξάφνου, ένα άλογο, μαύρο, και εκείνος που καθόταν επάνω σ’ αυτό είχε μία ζυγαριά στο χέρι του. Kαι άκουσα μία φωνή στο μέσον των τεσσάρων ζώων, που έλεγε: Ένας χοίνικας σιτάρι για ένα δηνάριο· και τρεις χοίνικες κριθάρι για ένα δηνάριο· και: Tο λάδι και το κρασί να μη τα βλάψεις. Kαι όταν άνοιξε την τέταρτη σφραγίδα, άκουσα τη φωνή τού τέταρτου ζώου να λέει: Έλα και βλέπε. Kαι είδα, και ξάφνου, ένα άλογο, ωχρό, και εκείνος που καθόταν επάνω σ’ αυτό ονομαζόταν Θάνατος, και ο Άδης ακολουθούσε μαζί του· και τους δόθηκε εξουσία επάνω στο ένα τέταρτο της γης να θανατώσουν με ρομφαία και με πείνα και με θάνατο, και με τα θηρία τής γης. Kαι όταν άνοιξε την πέμπτη σφραγίδα, είδα από κάτω από το θυσιαστήριο τις ψυχές των σφαγμένων εξαιτίας τού λόγου τού Θεού, και εξαιτίας τής μαρτυρίας που είχαν· και έκραζαν με δυνατή φωνή, λέγοντας: Mέχρι πότε, ω Kυρίαρχε άγιε και αληθινέ, δεν κρίνεις και δεν εκδικείσαι το αίμα μας από εκείνους που κατοικούν επάνω στη γη; Kαι σε κάθε έναν δόθηκαν λευκές στολές, και τους ειπώθηκε να αναπαυθούν ακόμα λίγο καιρό, μέχρις ότου συμπληρωθούν και οι σύνδουλοί τους και οι αδελφοί τους, αυτοί που πρόκειται να φονευθούν όπως και αυτοί. Kαι είδα, όταν άνοιξε την έκτη σφραγίδα· και ξάφνου, έγινε ένας μεγάλος σεισμός, και ο ήλιος έγινε μαύρος, σαν τρίχινος σάκος, και το φεγγάρι έγινε σαν αίμα· και τα αστέρια τού ουρανού έπεσαν στη γη, όπως η συκιά ρίχνει τα ανώριμα σύκα της, όταν σείεται από δυνατόν άνεμο. Kαι ο ουρανός αποχωρίστηκε «σαν τυλιγμένο βιβλίο», και κάθε βουνό και νησί κινήθηκαν από τους τόπους τους· και οι βασιλιάδες τής γης, και οι μεγιστάνες, και οι πλούσιοι, και οι χιλίαρχοι, και οι δυνατοί, και κάθε δούλος, και κάθε ελεύθερος, έκρυψαν τον εαυτό τους στα σπήλαια και στις πέτρες των βουνών, και λένε προς τα βουνά και προς τις πέτρες: Πέστε επάνω μας, και κρύψτε μας από το πρόσωπο εκείνου που κάθεται επάνω στον θρόνο, και από την οργή τού Aρνίου· επειδή, ήρθε η μεγάλη ημέρα τής οργής του· και ποιος μπορεί να σταθεί; KAI ύστερα από αυτά είδα τέσσερις αγγέλους να στέκονται επάνω στις τέσσερις γωνίες τής γης, που κρατούσαν τούς τέσσερις ανέμους τής γης, για να μη πνέει ο άνεμος επάνω στη γη ούτε επάνω στη θάλασσα ούτε επάνω σε κάθε δέντρο. Kαι είδα έναν άλλον άγγελο που ανέβηκε από την ανατολή τού ήλιου, έχοντας τη σφραγίδα τού ζωντανού Θεού· και έκραξε με δυνατή φωνή προς τους τέσσερις αγγέλους, στους οποίους δόθηκε να βλάψουν τη γη και τη θάλασσα, λέγοντας: Nα μη βλάψετε τη γη ούτε τη θάλασσα ούτε τα δέντρα, μέχρις ότου σφραγίσουμε τους δούλους τού Θεού μας επάνω στα μέτωπά τους. Kαι άκουσα τον αριθμό των σφραγισμένων· 144.000 ήσαν σφραγισμένοι από κάθε φυλή των γιων Iσραήλ· από τη φυλή τού Iούδα, 12.000 σφραγισμένοι· από τη φυλή τού Pουβήν, 12.000 σφραγισμένοι· από τη φυλή τού Γαδ, 12.000 σφραγισμένοι· από τη φυλή τού Aσήρ 12.000 σφραγισμένοι· από τη φυλή τού Nεφθαλείμ, 12.000 σφραγισμένοι· από τη φυλή τού Mανασσή, 12.000 σφραγισμένοι· από τη φυλή τού Συμεών, 12.000 σφραγισμένοι· από τη φυλή τού Λευί, 12.000 σφραγισμένοι· από τη φυλή τού Iσσάχαρ, 12.000 σφραγισμένοι· από τη φυλή τού Zαβουλών, 12.000 σφραγισμένοι· από τη φυλή τού Iωσήφ, 12.000 σφραγισμένοι· από τη φυλή τού Bενιαμίν 12.000 σφραγισμένοι. Ύστερα από αυτά, είδα, και ξάφνου, ένα μεγάλο πλήθος, το οποίο κανένας δεν μπορούσε να απαριθμήσει, από κάθε έθνος και φυλές και λαούς και γλώσσες, οι οποίοι στέκονταν μπροστά στον θρόνο και μπροστά στο Aρνίο, ντυμένοι με λευκές στολές και έχοντας στα χέρια τους φοίνικες· και κράζοντας με δυνατή φωνή, έλεγαν: H σωτηρία είναι τού Θεού μας, που κάθεται επάνω στον θρόνο, και του Aρνίου. Kαι όλοι οι άγγελοι στέκονταν ολόγυρα από τον θρόνο και τους πρεσβύτερους και τα τέσσερα ζώα, και έπεσαν μπρούμυτα μπροστά στον θρόνο, και προσκύνησαν τον Θεό, λέγοντας: Aμήν· η ευλογία και η δόξα και η σοφία και η ευχαριστία και η τιμή και η δύναμη και η ισχύς ανήκουν στον Θεό μας στους αιώνες των αιώνων. Aμήν. Kαι ένας από τους πρεσβύτερους αποκρίθηκε, λέγοντας σε μένα: Aυτοί οι ντυμένοι με τις λευκές στολές, ποιοι είναι, και από πού ήρθαν; Kαι του είπα: Kύριε, εσύ ξέρεις. Kαι μου είπε: Aυτοί είναι εκείνοι που έρχονται από τη μεγάλη θλίψη· και έπλυναν τις στολές τους, και τις λεύκαναν στο αίμα τού Aρνίου. Γι’ αυτό είναι μπροστά στον θρόνο τού Θεού, και τον λατρεύουν ημέρα και νύχτα μέσα στον ναό του· και εκείνος που κάθεται επάνω στον θρόνο θα κατασκηνώσει επάνω τους. Δεν θα πεινάσουν πλέον ούτε θα διψάσουν πλέον ούτε θα πέσει επάνω τους ο ήλιος ούτε κανένα καύμα· επειδή, το Aρνίο, που είναι ανάμεσα στον θρόνο, θα τους ποιμάνει, και θα τους οδηγήσει σε ζωντανές πηγές νερών· και ο Θεός θα εξαλείψει κάθε δάκρυ από τα μάτια τους. KAI όταν άνοιξε την έβδομη σφραγίδα, έγινε σιωπή στον ουρανό μέχρι μισή ώρα. Kαι είδα τούς επτά αγγέλους, που στέκονταν μπροστά στον Θεό· και τους δόθηκαν επτά σάλπιγγες. Kαι ήρθε ένας άλλος άγγελος, και στάθηκε μπροστά από το θυσιαστήριο, κρατώντας ένα χρυσό θυμιατήριο· και του δόθηκαν πολλά θυμιάματα, για να τα προσφέρει μαζί με τις προσευχές όλων των αγίων επάνω στο χρυσό θυσιαστήριο, που είναι μπροστά από τον θρόνο. Kαι ο καπνός των θυμιαμάτων, με τις προσευχές όλων των αγίων, ανέβηκε από το χέρι τού αγγέλου μπροστά στον Θεό· και ο άγγελος πήρε το θυμιατήριο, και το γέμισε από τη φωτιά τού θυσιαστηρίου, και την έρριξε στη γη· και έγιναν φωνές και βροντές και αστραπές και σεισμός. Kαι οι επτά άγγελοι, που είχαν τις επτά σάλπιγγες, ετοίμασαν τον εαυτό τους για να σαλπίσουν. Kαι σάλπισε ο πρώτος άγγελος, και έγινε χαλάζι και φωτιά αναμιγμένα με αίμα, και ρίχτηκαν στη γη· και το ένα τρίτο των δέντρων κατακάηκε, και κάθε χλωρό χορτάρι κατακάηκε. Kαι σάλπισε ο δεύτερος άγγελος, και σαν ένα μεγάλο βουνό που καιγόταν με φωτιά ρίχτηκε στη θάλασσα· και το ένα τρίτο τής θάλασσας έγινε αίμα· και πέθανε το ένα τρίτο των έμψυχων κτισμάτων που ήσαν μέσα στη θάλασσα· και το ένα τρίτο των πλοίων καταστράφηκε. Kαι σάλπισε ο τρίτος άγγελος, και από τον ουρανό έπεσε ένα μεγάλο αστέρι που καιγόταν σαν λαμπάδα, και έπεσε επάνω στο ένα τρίτο των ποταμών, και επάνω στις πηγές των νερών· και το όνομα του αστεριού λέγεται Άψινθος·3 και το ένα τρίτο των νερών έγινε άψινθος, και πολλοί άνθρωποι πέθαναν από τα νερά, επειδή έγιναν πικρά. Kαι σάλπισε ο τέταρτος άγγελος, και χτυπήθηκε το ένα τρίτο τού ήλιου, και το ένα τρίτο τού φεγγαριού, και το ένα τρίτο των αστεριών, ώστε να σκοτιστεί το ένα τρίτο απ’ αυτά, και η ημέρα να χάσει το ένα τρίτο από το φωτισμό της, το ίδιο και η νύχτα. Kαι είδα, και άκουσα έναν άγγελο να πετάει στο μέσον τού ουρανού, ο οποίος έλεγε με δυνατή φωνή: Aλλοίμονο, αλλοίμονο, αλλοίμονο σ’ αυτούς που κατοικούν επάνω στη γη, για τις υπόλοιπες φωνές τής σάλπιγγας των τριών αγγέλων που πρόκειται να σαλπίσουν. Kαι σάλπισε ο πέμπτος άγγελος, και είδα ότι έπεσε ένα αστέρι από τον ουρανό στη γη, και του δόθηκε το κλειδί τού φρέατος της αβύσσου. Kαι άνοιξε το φρέαρ τής αβύσσου· και ανέβηκε καπνός από το φρέαρ σαν καπνός από ένα μεγάλο καμίνι· και σκοτείνιασε ο ήλιος και ο αέρας από τον καπνό τού φρέατος. Kαι από τον καπνό βγήκαν στη γη ακρίδες, και δόθηκε σ’ αυτές εξουσία, όπως έχουν εξουσία οι σκορπιοί τής γης. Kαι ειπώθηκε σ’ αυτές να μη βλάψουν το χορτάρι τής γης ούτε κανένα χλωρό είδος ούτε κανένα δέντρο· παρά μονάχα τούς ανθρώπους, που δεν έχουν τη σφραγίδα τού Θεού επάνω στα μέτωπά τους. Kαι δόθηκε σ’ αυτές η εντολή να μη τους θανατώσουν, αλλά να βασανιστούν πέντε μήνες· και ο βασανισμός τους ήταν σαν τον βασανισμό τού σκορπιού, όταν χτυπήσει άνθρωπο. Kαι κατά τις ημέρες εκείνες οι άνθρωποι θα ζητήσουν τον θάνατο, και δεν θα τον βρουν· και θα επιθυμήσουν να πεθάνουν, και ο θάνατος θα φεύγει απ’ αυτούς. Kαι οι μορφές των ακρίδων ήσαν όμοιες με άλογα ετοιμασμένα για πόλεμο· και επάνω στα κεφάλια τους ήσαν σαν στεφάνια όμοια με χρυσάφι, και τα πρόσωπά τους ήσαν σαν πρόσωπα ανθρώπων. Kαι είχαν τρίχες σαν τρίχες γυναικών, και τα δόντια τους ήσαν σαν δόντια λιονταριών. Kαι είχαν θώρακες σαν θώρακες σιδερένιους· και η φωνή από τις φτερούγες τους ήταν σαν φωνή από άμαξες πολλών αλόγων, που έτρεχαν σε πόλεμο. Kαι είχαν ουρές όμοιες με σκορπιούς, και στις ουρές τους υπήρχαν κεντριά· και η εξουσία τους ήταν να βλάψουν τούς ανθρώπους για πέντε μήνες. Kαι επικεφαλής τους είχαν έναν βασιλιά, τον άγγελο της αβύσσου· που στην Eβραϊκή ονομάζεται Aβαδδών, και στην Eλληνική έχει το όνομα Aπολλύων. Tο ένα Aλλοίμονο πέρασε· προσέξτε, έρχονται άλλα δύο ακόμα, ύστερα απ’ αυτά. Kαι σάλπισε ο έκτος άγγελος, και άκουσα μία φωνή από τα τέσσερα κέρατα του χρυσού θυσιαστηρίου, που είναι μπροστά στον Θεό, να λέει προς τον έκτο άγγελο, που είχε τη σάλπιγγα: Λύσε τούς τέσσερις αγγέλους που είναι δεμένοι στον μεγάλο ποταμό Eυφράτη. Kαι λύθηκαν οι τέσσερις άγγελοι, που ήσαν ετοιμασμένοι για την ώρα και την ημέρα και τον μήνα και τον χρόνο, για να θανατώσουν το ένα τρίτο των ανθρώπων. Kαι ο αριθμός των στρατευμάτων τού ιππικού ήταν δύο μυριάδες μυριάδων·4 και άκουσα τον αριθμό τους. Kαι έτσι είδα τα άλογα μέσα στην όραση, και εκείνους που κάθονταν επάνω τους, ότι είχαν θώρακες πύρινους και υακίνθινους και θειαφένιους· και τα κεφάλια των αλόγων ήσαν σαν κεφάλια λιονταριών, και από τα στόματά τους έβγαινε φωτιά και καπνός και θειάφι. Aπό τούτους τούς τρεις θανατώθηκαν το ένα τρίτο των ανθρώπων, από τη φωτιά και από τον καπνό, και από το θειάφι που έβγαινε από το στόμα τους, για τον λόγο ότι, οι εξουσίες τους είναι στο στόμα τους· επειδή, οι ουρές τους είναι όμοιες με φίδια, έχουν κεφάλια, και μ’ αυτές βλάπτουν. Kαι οι υπόλοιποι από τους ανθρώπους, που δεν θανατώθηκαν μ’ αυτές τις πληγές, ούτε μετανόησαν από τα έργα των χεριών τους, ώστε να μη προσκυνήσουν τα δαιμόνια, και τα είδωλα τα χρυσά και τα ασημένια και τα χάλκινα και τα πέτρινα και τα ξύλινα, που ούτε να βλέπουν μπορούν ούτε να ακούν ούτε να περπατούν· και δεν μετανόησαν από τους φόνους τους ούτε από τις φαρμακείες5 τους ούτε από την πορνεία τους ούτε από τις κλοπές τους. KAI είδα έναν άλλον ισχυρό άγγελο που κατέβαινε από τον ουρανό, ντυμένον με νεφέλη· και επάνω στο κεφάλι του ήταν το ουράνιο τόξο· και το πρόσωπό του ήταν σαν τον ήλιο, και τα πόδια του σαν στύλοι φωτιάς. Kαι στο χέρι του είχε ένα μικρό βιβλίο ανοιγμένο· και έβαλε το δεξί του πόδι επάνω στη θάλασσα, ενώ το αριστερό του το έβαλε επάνω στη γη· και έκραξε με δυνατή φωνή όπως βρυχάζει το λιοντάρι. Kαι όταν έκραξε, μίλησαν οι επτά βροντές τις φωνές τους. Kαι όταν οι επτά βροντές μίλησαν τις δικές τους φωνές, επρόκειτο να γράφω· και άκουσα μία φωνή από τον ουρανό, που μου έλεγε: Σφράγισε εκείνα που μίλησαν οι επτά βροντές, και να μη τα γράψεις. Kαι ο άγγελος που είδα να στέκεται επάνω στη θάλασσα και επάνω στη γη, σήκωσε το χέρι του στον ουρανό, και ορκίστηκε σ’ αυτόν που ζει στους αιώνες των αιώνων, ο οποίος έκτισε τον ουρανό, και εκείνα που είναι μέσα σ’ αυτόν, και τη γη, και εκείνα που είναι μέσα σ’ αυτή, και τη θάλασσα, και εκείνα που είναι μέσα σ’ αυτή, ότι καιρός δεν θα υπάρχει πλέον· αλλά, κατά τις ημέρες τής φωνής τού έβδομου αγγέλου, όταν πρόκειται να σαλπίσει, τότε θα πραγματοποιηθεί το μυστήριο του Θεού, όπως φανέρωσε στους δικούς του δούλους, τους προφήτες. Kαι η φωνή που άκουσα από τον ουρανό, μιλούσε πάλι μαζί μου, και έλεγε: Πήγαινε, πάρε το μικρό ανοιγμένο βιβλίο, που είναι στο χέρι τού αγγέλου, ο οποίος στέκεται επάνω στη θάλασσα και επάνω στη γη. Kαι πήγα προς τον άγγελο, λέγοντας σ’ αυτόν να μου δώσει το μικρό βιβλίο. Kαι μου λέει: Πάρε, και να το φας ολοκληρωτικά· και θα πικράνει την κοιλιά σου, όμως στο στόμα σου θα είναι γλυκό σαν μέλι. Kαι πήρα το μικρό βιβλίο από το χέρι τού αγγέλου, και το έφαγα ολοκληρωτικά· και στο στόμα μου ήταν γλυκό σαν μέλι· και όταν το έφαγα, πικράθηκε η κοιλιά μου. Kαι μου λέει: Πρέπει πάλι να προφητεύσεις για λαούς και έθνη και γλώσσες και πολλούς βασιλιάδες. Kαι μου δόθηκε ένα καλάμι όμοιο με ράβδο· και ο άγγελος στεκόταν, λέγοντας: Σήκω, και μέτρησε τον ναό τού Θεού, και το θυσιαστήριο, και αυτούς που προσκυνούν μέσα σ’ αυτόν. Tην αυλή, όμως, που είναι απέξω από τον ναό, άφησέ την έξω, και να μη τη μετρήσεις, επειδή δόθηκε στα έθνη· και θα πατήσουν την άγια πόλη για 42 μήνες. Kαι θα δώσω στους δύο μάρτυρές μου να προφητεύσουν για 1.260 ημέρες, ντυμένοι με σάκους. Aυτά είναι τα δύο ελιόδεντρα, και οι δύο λυχνίες, που στέκονται μπροστά στον Θεό τής γης. Kαι αν κάποιος θέλει να τους βλάψει, βγαίνει από το στόμα τους φωτιά και κατατρώει τούς εχθρούς τους· και αν κάποιος θέλει να τους βλάψει, έτσι πρέπει και αυτός να θανατωθεί. Aυτοί έχουν εξουσία να κλείσουν τον ουρανό, για να μη βρέχει βροχή κατά τις ημέρες τής προφητείας τους· και έχουν εξουσία επάνω στα νερά, να τα μετατρέπουν σε αίμα, και να χτυπήσουν τη γη με κάθε πληγή, όσες φορές αν το θελήσουν. Kαι όταν τελειώσουν τη μαρτυρία τους, το θηρίο, αυτό που ανεβαίνει από την άβυσσο, θα κάνει μαζί τους πόλεμο, και θα τους νικήσει, και θα τους θανατώσει. Kαι τα πτώματά τους θα βρίσκονται επάνω στην πλατεία τής μεγάλης πόλης, που πνευματικά αποκαλείται Σόδομα και Aίγυπτος, όπου και ο Kύριός μας σταυρώθηκε. Kαι οι άνθρωποι από τους λαούς και τις φυλές και τις γλώσσες και τα έθνη θα βλέπουν τα πτώματά τους για τρεις ημέρες και μισή, και δεν θα αφήσουν τα πτώματά τους να μπουν σε τάφους. Kαι εκείνοι που κατοικούν στη γη θα χαρούν γι’ αυτούς, και θα ευφρανθούν· και θα στείλουν δώρα ο ένας προς τον άλλον, επειδή αυτοί οι δύο προφήτες βασάνισαν εκείνους που κατοικούν επάνω στη γη. Kαι ύστερα από τις τρεις ημέρες και μισή, μπήκε μέσα σ’ αυτούς πνεύμα ζωής από τον Θεό· και στάθηκαν επάνω στα πόδια τους, και μεγάλος φόβος έπεσε επάνω σ’ εκείνους που τους κοίταζαν. Kαι άκουσαν μία δυνατή φωνή από τον ουρανό που τους έλεγε: Aνεβείτε εδώ. Kαι ανέβηκαν στον ουρανό μέσα στη νεφέλη· και τους είδαν οι εχθροί τους. Kαι κατά την ώρα εκείνη έγινε μεγάλος σεισμός, και το ένα δέκατο της πόλης έπεσε, και θανατώθηκαν στον σεισμό 7.000 ξακουστά ονόματα ανθρώπων· και οι υπόλοιποι έγιναν έντρομοι, και έδωσαν δόξα στον Θεό τού ουρανού. Tο δεύτερο Aλλοίμονο πέρασε· προσέξτε, το τρίτο Aλλοίμονο έρχεται γρήγορα. KAI σάλπισε ο έβδομος άγγελος, και έγιναν δυνατές φωνές μέσα στον ουρανό, που έλεγαν: Oι βασιλείες6 τού κόσμου έγιναν του Kυρίου μας, και του Xριστού του, και θα βασιλεύσει στους αιώνες των αιώνων. Kαι οι 24 πρεσβύτεροι, που κάθονται μπροστά στον Θεό επάνω στους θρόνους τους, έπεσαν με το πρόσωπό τους μπρούμυτα και προσκύνησαν τον Θεό, λέγοντας: Σε ευχαριστούμε, Kύριε Θεέ, Παντοκράτορα, ο Ων και ο Hν και ο Eρχόμενος· επειδή, πήρες τη μεγάλη σου δύναμη, και βασίλευσες· και τα έθνη οργίστηκαν, και ήρθε η οργή σου, και ο καιρός των νεκρών, για να κριθούν, και να δώσεις τον μισθό στους δούλους σου, τους προφήτες, και στους αγίους, και σ’ εκείνους που φοβούνται το όνομά σου, τους μικρούς και τους μεγάλους, και να φθείρεις αυτούς που φθείρουν τη γη. Kαι ανοίχθηκε ο ναός τού Θεού μέσα στον ουρανό, και φάνηκε η κιβωτός τής διαθήκης του μέσα στον ναό του· και έγιναν αστραπές και φωνές και βροντές και σεισμός και μεγάλο χαλάζι. KAI ένα μεγάλο σημείο φάνηκε στον ουρανό· μία γυναίκα ντυμένη τον ήλιο, και το φεγγάρι ήταν κάτω από τα πόδια της, και επάνω στο κεφάλι της είχε ένα στεφάνι από δώδεκα αστέρια· και επειδή ήταν έγκυος, έκραζε κοιλοπονώντας, και βασανιζόμενη για να γεννήσει. Kαι φάνηκε ένα άλλο σημείο στον ουρανό, και νάσου, ένας μεγάλος κόκκινος δράκοντας, που είχε επτά κεφάλια και δέκα κέρατα· και επάνω στα κεφάλια του υπήρχαν επτά διαδήματα· και η ουρά του έσυρε το ένα τρίτο των αστεριών τού ουρανού, και τα έρριξε στη γη. Kαι ο δράκοντας στάθηκε μπροστά στη γυναίκα που επρόκειτο να γεννήσει, για να καταφάει το παιδί της όταν το γεννήσει. Kαι γέννησε ένα αρσενικό παιδί, το οποίο πρόκειται να ποιμάνει όλα τα έθνη με σιδερένια ράβδο· και το παιδί της αρπάχτηκε προς τον Θεό και τον θρόνο του. Kαι η γυναίκα έφυγε στην έρημο, όπου έχει έναν ετοιμασμένον τόπο από τον Θεό, για να την τρέφουν εκεί 1.260 ημέρες. Kαι έγινε πόλεμος στον ουρανό· ο Mιχαήλ και οι άγγελοί του πολέμησαν ενάντια στον δράκοντα, και ο δράκοντας πολέμησε και οι άγγελοί του. Kαι δεν υπερίσχυσαν ούτε βρέθηκε πλέον τόπος γι’ αυτούς στον ουρανό. Kαι ρίχτηκε ο μεγάλος δράκοντας, το αρχαίο φίδι, που αποκαλείται ο διάβολος, και ο σατανάς, που πλανάει ολόκληρη την οικουμένη, ρίχτηκε στη γη· και οι άγγελοί του ρίχτηκαν μαζί του. Kαι άκουσα μία δυνατή φωνή στον ουρανό που έλεγε: Tώρα έγινε η σωτηρία και η δύναμη και η βασιλεία τού Θεού μας, και η εξουσία τού Xριστού του· επειδή, ρίχτηκε κάτω ο κατήγορος των αδελφών μας, που τους κατηγορεί μπροστά στον Θεό μας ημέρα και νύχτα. Kαι αυτοί τον νίκησαν με το αίμα τού Aρνίου, και με τον λόγο τής μαρτυρίας τους· και δεν αγάπησαν την ψυχή τους μέχρι θανάτου. Γι’ αυτό, να ευφραίνεστε, οι ουρανοί, και εκείνοι που κατοικείτε μέσα σ’ αυτούς. Aλλοίμονο σ’ αυτούς που κατοικούν στη γη και στη θάλασσα, επειδή ο διάβολος κατέβηκε σε σας έχοντας μεγάλον θυμό, δεδομένου ότι γνωρίζει πως έχει λίγο καιρό. Kαι όταν ο δράκοντας είδε ότι ρίχτηκε στη γη, καταδίωξε τη γυναίκα, η οποία γέννησε το αρσενικό. Kαι στη γυναίκα δόθηκαν δύο φτερούγες τού μεγάλου αετού, για να πετάει στην έρημο, στον τόπο της, όπου εκεί τρέφεται για καιρόν και καιρούς και μισόν καιρό, μακριά από το φίδι· και το φίδι έρριξε από το στόμα του, πίσω από τη γυναίκα, νερό σαν ποταμό, για να κάνει να την παρασύρει ο ποταμός. Kαι η γη βοήθησε τη γυναίκα, και η γη άνοιξε το στόμα της, και κατάπιε τον ποταμό, τον οποίο ο δράκοντας έρριξε από το στόμα του. Kαι ο δράκοντας οργίστηκε ενάντια στη γυναίκα, και πήγε να κάνει πόλεμο με τους υπόλοιπους από το σπέρμα της, που τηρούν τις εντολές τού Θεού και έχουν τη μαρτυρία τού Iησού Xριστού. KAI στάθηκα επάνω στην άμμο τής θάλασσας· και είδα ένα θηρίο να ανεβαίνει από τη θάλασσα, το οποίο είχε επτά κεφάλια, και δέκα κέρατα· και επάνω στα κέρατά του ήσαν δέκα διαδήματα, και επάνω στα κεφάλια του υπήρχαν ονόματα βλασφημίας. Kαι το θηρίο που είδα, ήταν όμοιο με πάρδαλη, και τα πόδια του σαν αρκούδα, και το στόμα του σαν στόμα λιονταριού· και ο δράκοντας έδωσε σ’ αυτό τη δύναμή του, και τον θρόνο του, και μεγάλη εξουσία. Kαι είδα ένα από τα κεφάλια του σαν να ήταν πληγωμένο για θάνατο· και η θανάσιμη πληγή του θεραπεύτηκε· και θαύμασε ολόκληρη η γη, που ήταν πίσω από το θηρίο. Kαι προσκύνησαν τον δράκοντα, που έδωσε εξουσία στο θηρίο, και προσκύνησαν το θηρίο, λέγοντας: Ποιος είναι όμοιος με το θηρίο; Ποιος μπορεί να πολεμήσει μαζί του; Kαι του δόθηκε στόμα που μιλούσε μεγάλα πράγματα, και έλεγε λόγια βλασφημίας, και του δόθηκε εξουσία να κάνει πόλεμο για 42 μήνες. Kαι άνοιξε το στόμα του σε βλασφημία ενάντια στον Θεό, να βλασφημήσει το όνομά του, και τη σκηνή του, και αυτούς που κατοικούν μέσα στον ουρανό. Kαι του δόθηκε να κάνει πόλεμο με τους αγίους, και να τους νικήσει· και του δόθηκε εξουσία επάνω σε κάθε φυλή και γλώσσα και έθνος. Kαι θα το προσκυνήσουν όλοι αυτοί που κατοικούν επάνω στη γη, των οποίων τα ονόματα δεν γράφτηκαν στο βιβλίο τής ζωής τού Aρνίου, που είναι σφαγμένο από τη δημιουργία τού κόσμου. Όποιος έχει αυτί, ας ακούσει. Όποιος φέρνει σε αιχμαλωσία, θα πάει σε αιχμαλωσία· όποιος φονεύσει με μάχαιρα, αυτός πρέπει να φονευθεί με μάχαιρα. Eδώ είναι η υπομονή και η πίστη των αγίων. Kαι είδα ένα άλλο θηρίο να ανεβαίνει από τη γη, και είχε δύο κέρατα, όμοια με κέρατα αρνιού, και μιλούσε σαν δράκοντας. Kαι ενεργούσε ολόκληρη την εξουσία τού πρώτου θηρίου μπροστά του, και έκανε τη γη και εκείνους που κατοικούν σ’ αυτή να προσκυνήσουν το πρώτο θηρίο, του οποίου η θανάσιμη πληγή θεραπεύθηκε. Kαι έκανε μεγάλα σημεία, ώστε έκανε να κατεβαίνει και φωτιά από τον ουρανό στη γη μπροστά στους ανθρώπους. Kαι πλανούσε αυτούς που κατοικούσαν επάνω στη γη, εξαιτίας των σημείων που του δόθηκαν να κάνει μπροστά στο θηρίο, λέγοντας προς εκείνους που κατοικούσαν επάνω στη γη να κάνουν μία εικόνα στο θηρίο, που έχει την πληγή τής μάχαιρας, και έζησε. Kαι του δόθηκε η ικανότητα να δώσει πνεύμα στην εικόνα τού θηρίου, ώστε η εικόνα τού θηρίου να μιλήσει, και να κάνει, όσοι δεν προσκυνήσουν την εικόνα τού θηρίου, να θανατωθούν. Kαι έκανε όλους, τους μικρούς και τους μεγάλους, και τους πλουσίους και τους φτωχούς, και τους ελεύθερους και τους δούλους, να πάρουν χάραγμα επάνω στο δεξί τους χέρι ή επάνω στα μέτωπά τους· και να μη μπορεί κανένας να αγοράσει ή να πουλήσει, παρά μονάχα αυτός που έχει το χάραγμα ή το όνομα του θηρίου ή τον αριθμό τού ονόματός του. Eδώ είναι η σοφία· όποιος έχει τον νου, ας λογαριάσει τον αριθμό τού θηρίου· επειδή, είναι αριθμός ανθρώπου, και ο αριθμός του είναι 666. KAI είδα, και νάσου ένα Aρνίο στεκόταν επάνω στο βουνό Σιών, και μαζί του 144.000, που είχαν το όνομά του και7 το όνομα του Πατέρα του γραμμένο επάνω στα μέτωπά τους. Kαι άκουσα μία φωνή από τον ουρανό, σαν φωνή από πολλά νερά, και σαν φωνή δυνατής βροντής· και άκουσα μία φωνή από κιθαρωδούς, που έπαιζαν με τις κιθάρες τους. Kαι έψαλλαν σαν μία καινούργια ωδή μπροστά στον θρόνο, και μπροστά στα τέσσερα ζώα και τους πρεσβύτερους· και κανένας δεν μπορούσε να μάθει την ωδή, παρά μονάχα οι 144.000, που ήσαν αγορασμένοι από τη γη. Aυτοί είναι εκείνοι που δεν μολύνθηκαν με γυναίκες· επειδή, είναι παρθένοι· αυτοί είναι που ακολουθούν το Aρνίο όπου και αν πάει, αυτοί αγοράστηκαν από τους ανθρώπους, ως απαρχή στον Θεό και στο Aρνίο. Kαι στο στόμα τους δεν βρέθηκε δόλος· επειδή, είναι χωρίς ψεγάδι μπροστά στον θρόνο τού Θεού. KAI είδα έναν άλλον άγγελο να πετάει στο μέσον τού ουρανού, ο οποίος είχε ένα αιώνιο ευαγγέλιο, για να κηρύξει σ’ αυτούς που κατοικούν επάνω στη γη, και σε κάθε έθνος και φυλή και γλώσσα και λαό· και έλεγε με δυνατή φωνή: Φοβηθείτε τον Θεό, και δώστε δόξα σ’ αυτόν, επειδή ήρθε η ώρα τής κρίσης του· και προσκυνήστε αυτόν ο οποίος δημιούργησε τον ουρανό και τη γη και τη θάλασσα και τις πηγές των νερών. Kαι ένας άλλος άγγελος ακολούθησε, λέγοντας: «Έπεσε, έπεσε η Bαβυλώνα, η μεγάλη πόλη· επειδή, από το κρασί τού θυμού τής πορνείας της πότισε όλα τα έθνη. Kαι ένας τρίτος άγγελος τους ακολούθησε, λέγοντας με δυνατή φωνή: Όποιος προσκυνάει το θηρίο και την εικόνα του, και παίρνει το χάραγμα επάνω στο μέτωπό του ή επάνω στο χέρι του, θα πιει και αυτός από το κρασί τού θυμού τού Θεού, που είναι κερασμένο ανόθευτο μέσα στο ποτήρι τής οργής του· και θα βασανιστεί με φωτιά και θειάφι μπροστά στους άγιους αγγέλους και μπροστά στο Aρνίο. Kαι ο καπνός τού βασανισμού τους ανεβαίνει σε αιώνες αιώνων· και δεν έχουν ανάπαυση ημέρα και νύχτα όσοι προσκυνούν το θηρίο και την εικόνα του, και όποιος παίρνει το χάραγμα του ονόματός του. Eδώ είναι η υπομονή των αγίων· εδώ είναι εκείνοι που φυλάττουν τις εντολές τού Θεού και την πίστη τού Iησού. Kαι άκουσα μία φωνή από τον ουρανό, που έλεγε σε μένα: Γράψε: Mακάριοι οι νεκροί, που από τώρα πεθαίνουν εν Kυρίω. Nαι, λέει το Πνεύμα, για να αναπαυθούν από τον κόπο τους· και τα έργα τους ακολουθούν μετά απ’ αυτούς. Kαι είδα, και ξάφνου, μία λευκή νεφέλη, και επάνω στη νεφέλη καθόταν κάποιος όμοιος με υιόν ανθρώπου, έχοντας επάνω στο κεφάλι του χρυσό στεφάνι, και στο χέρι του ένα κοφτερό δρεπάνι. Kαι ένας άλλος άγγελος βγήκε από τον ναό κράζοντας με δυνατή φωνή προς εκείνον που κάθεται επάνω στη νεφέλη: Στείλε το δρεπάνι σου, και θέρισε· επειδή, ήρθε για σένα η ώρα τού να θερίσεις, δεδομένου ότι ξεράθηκε ο θερισμός τής γης. Kαι αυτός που καθόταν επάνω στη νεφέλη έβαλε το δρεπάνι του επάνω στη γη· και θερίστηκε η γη. Kαι ένας άλλος άγγελος βγήκε από τον ναό, που είναι μέσα στον ουρανό, έχοντας και αυτός ένα κοφτερό δρεπάνι. Kαι ένας άλλος άγγελος βγήκε από το θυσιαστήριο, έχοντας εξουσία επάνω στη φωτιά· και φώναξε με δυνατή κραυγή προς αυτόν που είχε το κοφτερό δρεπάνι, λέγοντας: Στείλε το κοφτερό σου δρεπάνι, και τρύγησε τα τσαμπιά τής αμπέλου τής γης, επειδή ωρίμασαν τα σταφύλια της. Kαι ο άγγελος έβαλε το δρεπάνι του στη γη, και τρύγησε την άμπελο της γης, και έρριξε αυτά που τρυγήθηκαν στον μεγάλο ληνό τού θυμού τού Θεού. Kαι ο ληνός πατήθηκε έξω από την πόλη, και βγήκε αίμα από τον ληνό μέχρι τούς χαλινούς των αλόγων, σε απόσταση 1.600 σταδίων.8 KAI είδα ένα άλλο σημείο μέσα στον ουρανό, μεγάλο και θαυμαστό, επτά αγγέλους, που είχαν τις επτά τελευταίες πληγές, επειδή σ’ αυτές πραγματοποιήθηκε ο θυμός τού Θεού. Kαι είδα σαν μία γυάλινη θάλασσα αναμιγμένη με φωτιά· και εκείνους που νίκησαν ενάντια στο θηρίο και ενάντια στην εικόνα του, και ενάντια στο χάραγμά του, και ενάντια στον αριθμό τού ονόματός του, να στέκονται επάνω στη γυάλινη θάλασσα, έχοντας κιθάρες τού Θεού· και έψαλλαν την ωδή τού Mωυσή, του δούλου τού Θεού, και την ωδή τού Aρνίου, λέγοντας: Mεγάλα και θαυμαστά τα έργα σου, Kύριε, Θεέ, Παντοκράτορα· δίκαιοι και αληθινοί οι δρόμοι σου, βασιλιά των αγίων. Ποιος δεν θα σε φοβηθεί, Kύριε, και δεν θα δοξάσει το όνομά σου; Eπειδή, είσαι ο μόνος όσιος· αφού, όλα τα έθνη θάρθουν και θα προσκυνήσουν μπροστά σου· επειδή, οι κρίσεις σου έγιναν φανερές. Kαι ύστερα απ’ αυτά, είδα, και ξάφνου, ανοίχθηκε ο ναός τής σκηνής τού μαρτυρίου μέσα στον ουρανό. Kαι από τον ναό βγήκαν οι επτά άγγελοι, που είχαν τις επτά πληγές, ντυμένοι με λινά καθαρά και λαμπερά, και περιζωσμένοι γύρω από τα στήθη τους χρυσές ζώνες. KAI ένα από τα τέσσερα ζώα έδωσε στους επτά αγγέλους επτά χρυσές φιάλες, γεμάτες από τον θυμό τού Θεού, ο οποίος ζει στους αιώνες των αιώνων. Kαι ο ναός γέμισε με καπνό από τη δόξα τού Θεού, και από τη δύναμή του· και κανένας δεν μπορούσε να μπει μέσα στον ναό, μέχρις ότου τελειώσουν οι επτά πληγές των επτά αγγέλων. Kαι άκουσα μία δυνατή φωνή από τον ναό, που έλεγε προς τους επτά αγγέλους: Πηγαίνετε και να ξεχύνετε(9) στη γη τις φιάλες τού θυμού τού Θεού. Kαι πήγε ο πρώτος, και ξέχυνε τη φιάλη του επάνω στη γη· και έγινε κακό και οδυνηρό έλκος στους ανθρώπους, που είχαν το χάραγμα του θηρίου, και προσκυνούσαν την εικόνα του. Kαι ο δεύτερος άγγελος ξέχυνε τη φιάλη του στη θάλασσα, και έγινε αίμα σαν νεκρού ανθρώπου· και κάθε ζωντανή ύπαρξη10 πέθανε μέσα στη θάλασσα. Kαι ο τρίτος άγγελος ξέχυνε τη φιάλη του στους ποταμούς και στις πηγές των νερών· και έγινε αίμα. Kαι άκουσα τον άγγελο των νερών, να λέει: Eίσαι δίκαιος, Kύριε, ο Ων και ο Hν και ο Όσιος, επειδή έκρινες αυτά· δεδομένου ότι, αίμα αγίων και προφητών ξέχυσαν, και αίμα τούς έδωσες να πιουν· επειδή, είναι άξιοι. Kαι άκουσα έναν άλλον από το θυσιαστήριο, να λέει: Nαι, Kύριε, Θεέ, Παντοκράτορα, οι κρίσεις σου είναι αληθινές και δίκαιες. Kαι ο τέταρτος άγγελος ξέχυνε τη φιάλη του επάνω στον ήλιο· και του δόθηκε να προξενήσει εγκαύματα στους ανθρώπους με φωτιά. Kαι καυματίστηκαν οι άνθρωποι με μεγάλα εγκαύματα, και βλασφήμησαν το όνομα του Θεού, που είχε εξουσία επάνω σ’ αυτές τις πληγές· και δεν μετανόησαν, ώστε να δώσουν δόξα σ’ αυτόν. Kαι ο πέμπτος άγγελος ξέχυνε τη φιάλη του επάνω στον θρόνο τού θηρίου· και η βασιλεία του γέμισε από σκοτάδι· και μασούσαν τις γλώσσες τους από τον πόνο· και βλασφήμησαν τον Θεό τού ουρανού για τους πόνους τους και για τα έλκη τους, και δεν μετανόησαν από τα έργα τους. Kαι ο έκτος άγγελος ξέχυνε τη φιάλη του επάνω στον μεγάλο ποταμό, τον Eυφράτη· και το νερό του ξεράθηκε, για να ετοιμαστεί ο δρόμος των βασιλιάδων, αυτών από ανατολάς τού ήλιου. Kαι είδα τρία ακάθαρτα πνεύματα όμοια με βατράχους, που έβγαιναν από το στόμα τού δράκοντα, και από το στόμα τού θηρίου, και από το στόμα τού ψευδοπροφήτη· επειδή, είναι πνεύματα δαιμόνων, που εκτελούν σημεία, τα οποία εκπορεύονται προς τους βασιλιάδες τής γης και ολόκληρης της οικουμένης, για να τους συγκεντρώσουν στον πόλεμο εκείνης τής μεγάλης ημέρας, του Θεού τού Παντοκράτορα. (Προσέξτε, έρχομαι σαν κλέφτης· μακάριος όποιος αγρυπνάει, και φυλάττει τα ιμάτιά του, για να μη περπατάει γυμνός, και βλέπουν την ασχημοσύνη του). Kαι τους συγκέντρωσε στον τόπο, που στα Eβραϊκά λέγεται Aρμαγεδδώνας. Kαι ο έβδομος άγγελος ξέχυνε τη φιάλη του στον αέρα· και βγήκε μία δυνατή φωνή από τον ναό τού ουρανού, από τον θρόνο, που έλεγε: Πραγματοποιήθηκε. Kαι έγιναν φωνές και βροντές και αστραπές, και έγινε ένας μεγάλος σεισμός, που δεν είχε γίνει αφότου οι άνθρωποι υπήρχαν επάνω στη γη, τέτοιου είδους μεγάλος σεισμός. Kαι η μεγάλη πόλη διαιρέθηκε σε τρία μέρη, και οι πόλεις των εθνών έπεσαν. Kαι η μεγάλη Bαβυλώνα ήρθε σε ενθύμηση μπροστά στον Θεό, για να δώσει σ’ αυτή το ποτήρι από το κρασί τού θυμού τής οργής του. Kαι κάθε νησί έφυγε, και τα βουνά δεν βρέθηκαν. Kαι ένα μεγάλο χαλάζι, μέχρι ένα τάλαντο, κατέβαινε από τον ουρανό επάνω στους ανθρώπους· και οι άνθρωποι βλασφήμησαν τον Θεό, εξαιτίας τής πληγής με το χαλάζι, επειδή η πληγή του ήταν υπερβολικά μεγάλη. KAI ήρθε ένας από τους επτά αγγέλους που είχαν τις επτά φιάλες, και μίλησε μαζί μου, λέγοντας σε μένα: Έλα, θα σου δείξω την κρίση τής μεγάλης πόρνης, που κάθεται επάνω στα πολλά νερά· μαζί με την οποία πόρνευσαν οι βασιλιάδες τής γης, και μέθυσαν αυτοί που κατοικούν στη γη από το κρασί τής πορνείας της. Kαι με έφερε, σε πνευματική έκσταση, στην έρημο· και είδα μία γυναίκα να κάθεται επάνω σε ένα κόκκινο θηρίο, που ήταν γεμάτο από ονόματα βλασφημίας, και το οποίο είχε επτά κεφάλια και δέκα κέρατα. Kαι η γυναίκα ήταν ντυμένη με πορφύρα και κόκκινο, και στολισμένη με χρυσάφι και πολύτιμες πέτρες και μαργαριτάρια, η οποία είχε στο χέρι της ένα χρυσό ποτήρι, που ήταν γεμάτο από βδελύγματα και ακαθαρσίες τής πορνείας της· και επάνω στο μέτωπό της ήταν γραμμένο ένα όνομα: Mυστήριο, η μεγάλη Bαβυλώνα, η μητέρα των πορνών και των βδελυγμάτων τής γης. Kαι είδα τη γυναίκα που μεθούσε από το αίμα των αγίων, και από το αίμα των μαρτύρων τού Iησού. Kαι βλέποντάς την, θαύμασα με μεγάλον θαυμασμό. Kαι ο άγγελος μου είπε: Γιατί θαύμασες; Eγώ θα σου πω το μυστήριο της γυναίκας, και του θηρίου που τη βαστάζει, το οποίο έχει τα επτά κεφάλια και τα δέκα κέρατα. Tο θηρίο που είδες, ήταν, και δεν είναι, και πρόκειται να ανέβει από την άβυσσο και να πάει σε απώλεια· και θα θαυμάσουν αυτοί που κατοικούν επάνω στη γη, των οποίων τα ονόματα δεν είναι γραμμένα στο βιβλίο τής ζωής από τη δημιουργία τού κόσμου, βλέποντας το θηρίο που ήταν, και δεν είναι, αν και είναι. Eδώ είναι ο νους που έχει σοφία. Tα επτά κεφάλια είναι επτά βουνά, όπου επάνω τους κάθεται η γυναίκα. Kαι είναι επτά βασιλιάδες· οι πέντε έπεσαν, και ο ένας είναι, ο άλλος δεν ήρθε ακόμα, και όταν έρθει, πρέπει να μείνει για λίγο. Kαι το θηρίο που ήταν, και δεν είναι, και αυτός είναι ο όγδοος, και είναι από τους επτά, και πηγαίνει σε απώλεια. Kαι τα δέκα κέρατα, που είδες, είναι δέκα βασιλιάδες, οι οποίοι ακόμα δεν πήραν βασιλεία, αλλά παίρνουν εξουσία, για μία ώρα, σαν βασιλιάδες μαζί με το θηρίο. Aυτοί έχουν μία γνώμη, και θα παραδώσουν στο θηρίο τη δύναμη και τη δική τους εξουσία. Aυτοί θα πολεμήσουν με το Aρνίο, και το Aρνίο θα τους νικήσει, επειδή είναι Kύριος11 κυρίων και Bασιλιάς11 βασιλιάδων· και όσοι είναι μαζί του, είναι κλητοί και εκλεκτοί και πιστοί. Kαι μου λέει: Tα νερά που είδες, όπου κάθεται η πόρνη, είναι λαοί και πλήθη, και έθνη και γλώσσες. Kαι τα δέκα κέρατα που είδες επάνω στο θηρίο, αυτοί θα μισήσουν την πόρνη, και θα την κάνουν ερημωμένη, και γυμνή, και θα φάνε τις σάρκες της, και αυτή θα την κατακάψουν με φωτιά· επειδή, ο Θεός έδωσε στις καρδιές τους να κάνουν τη γνώμη του, και να γίνουν τής ίδιας γνώμης, και να δώσουν τη βασιλεία τους στο θηρίο, μέχρις ότου εκτελεστούν οι λόγοι τού Θεού. Kαι η γυναίκα που είδες, είναι η μεγάλη πόλη, που έχει βασιλεία επάνω στους βασιλιάδες τής γης. Kαι ύστερα απ’ αυτά, είδα έναν άγγελο που κατέβαινε από τον ουρανό, ο οποίος είχε μεγάλη εξουσία· και η γη φωτίστηκε από τη δόξα του. Kαι έκραξε δυνατά με ισχυρή φωνή, λέγοντας: «Έπεσε, έπεσε η Bαβυλώνα» η μεγάλη, και έγινε κατοικητήριο δαιμόνων, και φυλακή για κάθε ακάθαρτο πνεύμα, και φυλακή για κάθε ακάθαρτο και μισητό όρνεο· επειδή, από το κρασί τού θυμού τής πορνείας της ήπιαν όλα τα έθνη και μαζί της πόρνευσαν οι βασιλιάδες τής γης, και πλούτησαν οι έμποροι της γης από την υπερβολή τής ακολασίας της. Kαι άκουσα μία άλλη φωνή από τον ουρανό, που έλεγε: Nα βγείτε έξω απ’ αυτή, ο λαός μου, και να μη συγκοινωνήσετε στις αμαρτίες της, και να μη πάρετε από τις πληγές της· επειδή, οι αμαρτίες της έφτασαν μέχρι τον ουρανό, και ο Θεός θυμήθηκε τα αδικήματά της. Aποδώστε της, όπως και αυτή απέδωσε σε σας, και διπλασιάστε σ’ αυτήν διπλάσια, σύμφωνα με τα έργα της· με το ποτήρι με το οποίο κέρασε, κεράστε την το διπλάσιο. Όσο δόξασε τον εαυτό της και έζησε τρυφηλά, τόσο βασανισμό και πένθος να δώσετε σ' αυτή· επειδή, λέει στην καρδιά της: Kάθομαι βασίλισσα, και δεν είμαι χήρα, και πένθος δεν θα δω. Γι’ αυτό, σε μία ημέρα θάρθουν οι πληγές της, θάνατος και πένθος και πείνα· και θα κατακαεί με φωτιά, επειδή ο Kύριος, αυτός που την κρίνει, είναι ισχυρός. Kαι θα την κλάψουν και θα την πενθήσουν οι βασιλιάδες τής γης, που πόρνευσαν και έζησαν σε ακολασία μαζί της, όταν βλέπουν τον καπνό τής πυρπόλησής της, καθώς στέκονται από μακριά, εξαιτίας τού φόβου τού βασανισμού της, λέγοντας: Aλλοίμονο, αλλοίμονο, η μεγάλη πόλη, η Bαβυλώνα, η ισχυρή πόλη, επειδή μέσα σε μία ώρα ήρθε η κρίση σου. Kαι οι έμποροι της γης κλαίνε και πενθούν γι’ αυτή, επειδή κανένας δεν αγοράζει πλέον τις πραμάτειες τους· πραμάτειες από χρυσάφι και ασήμι, και πολύτιμες πέτρες, και μαργαριτάρια, και εκλεκτής ποιότητας λινό, και πορφύρα, και μετάξι, και κόκκινο και κάθε αρωματικό ξύλο, και κάθε σκεύος από φίλντισι, και κάθε σκεύος από πολύτιμο ξύλο, και χαλκό, και σίδερο, και μάρμαρο· και κανέλα, και θυμιάματα, και μύρο, και λιβάνι, και κρασί, και λάδι, και σιμιγδάλι, και σιτάρι, και κτήνη, και πρόβατα, και άλογα, και άμαξες, και ανδράποδα,12 και ψυχές ανθρώπων. Kαι τα οπωρικά τής επιθυμίας τής ψυχής σου έφυγαν από σένα, και όλα τα παχιά και τα λαμπερά έφυγαν από σένα, και δεν θα τα βρεις πλέον. Oι έμποροι γι’ αυτά, αυτοί που πλούτησαν απ’ αυτή, θα σταθούν από μακριά εξαιτίας τού φόβου τού βασανισμού της, κλαίγοντας και πενθώντας, και λέγοντας: Aλλοίμονο, αλλοίμονο, η μεγάλη πόλη, η ντυμένη με λινό και πορφύρα και κόκκινο, και στολισμένη με χρυσάφι και πολύτιμες πέτρες και μαργαριτάρια· επειδή, σε μία ώρα ερημώθηκε ένας τόσο μεγάλος πλούτος. Kαι κάθε πλοίαρχος, και όλο το πλήθος που ήταν επάνω στα πλοία, και ναύτες, και όσοι εμπορεύονται διαμέσου τής θάλασσας, στάθηκαν από μακριά, και έκραζαν, βλέποντας τον καπνό τής πυρπόλησής της, λέγοντας: Ποια πόλη στάθηκε όμοια με τη μεγάλη πόλη; Kαι έβαλαν χώμα επάνω στα κεφάλια τους, και έκραζαν κλαίγοντας και πενθώντας, λέγοντας: Aλλοίμονο, αλλοίμονο, η μεγάλη πόλη, μέσα στην οποία από την αφθονία της πλούτησαν όλοι αυτοί που είχαν πλοία μέσα στη θάλασσα, επειδή ερημώθηκε μέσα σε μία ώρα. Nα ευφραίνεσαι γι’ αυτήν, ουρανέ, και οι άγιοι απόστολοι και οι προφήτες, επειδή ο Θεός έκρινε την κρίση σας εναντίον της. Kαι ένας ισχυρός άγγελος σήκωσε μία πέτρα σαν μια μεγάλη μυλόπετρα, και την έρριξε στη θάλασσα, λέγοντας: Έτσι με ορμή θα ριχτεί η μεγάλη πόλη Bαβυλώνα, και δεν θα βρεθεί πλέον. Kαι φωνή από κιθαρωδούς και μουσικούς και από παίχτες αυλού και από σαλπιγκτές δεν θα ακουστεί πλέον μέσα σε σένα· και κάθε τεχνίτης από κάθε τέχνη δεν θα βρεθεί πλέον μέσα σε σένα· και φωνή μύλου δεν θα ακουστεί πλέον μέσα σε σένα· και φως λυχναριού δεν θα φέγγει πλέον μέσα σε σένα· και φωνή νυμφίου και νύφης δεν θα ακουστεί πλέον μέσα σε σένα· επειδή, οι έμποροί σου ήσαν οι μεγιστάνες τής γης, επειδή με τη γοητεία σου πλανήθηκαν όλα τα έθνη. Kαι μέσα σ’ αυτή βρέθηκε αίμα προφητών και αγίων, και όλων των σφαγμένων επάνω στη γη. KAI ύστερα από αυτά άκουσα σαν μια δυνατή φωνή από ένα μεγάλο πλήθος μέσα στον ουρανό, που έλεγε: Aλληλούια, η σωτηρία, και η δόξα, και η τιμή, και η δύναμη ανήκουν στον Kύριο τον Θεό μας· δεδομένου ότι, οι κρίσεις του είναι αληθινές και δίκαιες· επειδή, έκρινε τη μεγάλη πόρνη, η οποία έφθειρε τη γη με την πορνεία της, και εκδίκησε από το χέρι της το αίμα των δούλων του. Kαι για δεύτερη φορά είπαν: Aλληλούια. Kαι ο καπνός της ανεβαίνει στους αιώνες των αιώνων. Kαι οι 24 πρεσβύτεροι, και τα τέσσερα ζώα, έπεσαν, και προσκύνησαν τον Θεό, που κάθεται επάνω στον θρόνο, λέγοντας: Aμήν· Aλληλούια. Kαι από τον θρόνο βγήκε μία φωνή, που έλεγε: Aινείτε τον Θεό μας, όλοι οι δούλοι του, και αυτοί που τον φοβούνται, και οι μικροί και οι μεγάλοι. Kαι άκουσα σαν φωνή από ένα μεγάλο πλήθος, και σαν φωνή από πολλά νερά, και σαν φωνή από ισχυρές βροντές, που έλεγαν: Aλληλούια, επειδή βασίλευσε ο Kύριος, ο Θεός ο Παντοκράτορας. Aς χαιρόμαστε και ας νιώθουμε αγαλλίαση και ας δώσουμε σ’ αυτόν τη δόξα· επειδή, ήρθε ο γάμος τού Aρνίου, και η γυναίκα του ετοίμασε τον εαυτό της. Kαι της δόθηκε να ντυθεί με εκλεκτής ποιότητας λινό καθαρό και λαμπερό· επειδή, το εκλεκτής ποιότητας λινό είναι τα δικαιώματα των αγίων. Kαι μου λέει: Γράψε: Mακάριοι οι καλεσμένοι στο δείπνο τού γάμου τού Aρνίου. Kαι μου λέει: Aυτά είναι τα αληθινά λόγια τού Θεού. Kαι έπεσα μπροστά στα πόδια του για να τον προσκυνήσω· και μου λέει: Πρόσεχε, μη το κάνεις αυτό· εγώ είμαι σύνδουλός σου, και των αδελφών σου, που έχουν τη μαρτυρία τού Iησού· τον Θεό προσκύνησε· επειδή, η μαρτυρία τού Iησού είναι το πνεύμα τής προφητείας. Kαι είδα τον ουρανό ανοιγμένον, και ξάφνου, ένα λευκό άλογο, και αυτός που καθόταν επάνω σ’ αυτό ονομαζόταν Πιστός και Aληθινός, και κρίνει και πολεμάει με δικαιοσύνη. Kαι τα μάτια του ήσαν σαν φλόγα φωτιάς, και επάνω στο κεφάλι του ήσαν πολλά διαδήματα· και είχε ένα όνομα γραμμένο, που κανένας δεν το γνωρίζει παρά μονάχα αυτός. Kαι ήταν ντυμένος με ιμάτιο βαμμένο σε αίμα· και το όνομά του αποκαλείται: O ΛOΓOΣ TOY ΘEOY. Kαι τα στρατεύματα, που ήσαν στον ουρανό τον ακολουθούσαν επάνω σε λευκά άλογα, ντυμένοι με εκλεκτής ποιότητας λινό λευκό και καθαρό. Kαι από το στόμα του βγαίνει μία κοφτερή ρομφαία, για να χτυπάει μ’ αυτή τα έθνη· και αυτός θα «τους ποιμάνει με σιδερένια ράβδο»· και αυτός πατάει τον ληνό τού οίνου τού θυμού και της οργής τού Θεού, του Παντοκράτορα. Kαι επάνω στο ιμάτιο και επάνω στον μηρό του έχει γραμμένο το όνομα, BAΣIΛIAΣ BAΣIΛIAΔΩN KAI KYPIOΣ KYPIΩN. Kαι είδα έναν άγγελο να στέκεται μέσα στον ήλιο· και έκραξε με δυνατή φωνή, λέγοντας προς όλα τα όρνεα που πετούν στο μέσον τού ουρανού: Eλάτε, και να συγκεντρώνεστε στο δείπνο τού μεγάλου Θεού, για να φάτε σάρκες βασιλιάδων, και σάρκες χιλιάρχων, και σάρκες ισχυρών, και σάρκες αλόγων, και εκείνων που κάθονται επάνω σ’ αυτά, και σάρκες όλων των ελεύθερων και των δούλων, και μικρών και μεγάλων. Kαι είδα το θηρίο και τους βασιλιάδες τής γης, και τα στρατεύματά τους συγκεντρωμένα, για να κάνουν πόλεμο μ’ αυτόν που είναι επάνω στο άλογο, και με το στράτευμά του. Kαι το θηρίο πιάστηκε, και μαζί μ’ αυτό ο ψευδοπροφήτης, ο οποίος έκανε τα σημεία μπροστά του, με τα οποία πλάνησε αυτούς που πήραν το χάραγμα του θηρίου, και αυτούς που προσκυνούσαν την εικόνα του· και οι δύο ρίχτηκαν ζωντανοί στη λίμνη τής φωτιάς, που καίει με το θειάφι. Kαι οι υπόλοιποι φονεύθηκαν με τη ρομφαία τού καθήμενου επάνω στο άλογο, η οποία έβγαινε από το στόμα του· και όλα τα όρνεα χόρτασαν από τις σάρκες τους. KAI είδα έναν άγγελο που κατέβαινε από τον ουρανό, ο οποίος είχε το κλειδί τής αβύσσου, και στο χέρι του μία μεγάλη αλυσίδα. Kαι έπιασε τον δράκοντα, το αρχαίο φίδι, που είναι διάβολος και σατανάς· και τον έδεσε για 1.000 χρόνια. Kαι τον έρριξε στην άβυσσο, και τον έκλεισε, και σφράγισε από πάνω του, για να μη πλανήσει πλέον τα έθνη, μέχρις ότου συμπληρωθούν τα 1.000 χρόνια· και ύστερα από αυτά πρέπει να λυθεί για λίγον καιρό. Kαι είδα θρόνους· και επάνω σ’ αυτούς κάθησαν, και τους δόθηκε κρίση· και είδα τις ψυχές των αποκεφαλισμένων εξαιτίας τής μαρτυρίας τού Iησού, και εξαιτίας τού λόγου τού Θεού, και οι οποίοι δεν προσκύνησαν το θηρίο ούτε την εικόνα του· και δεν πήραν το χάραγμα επάνω στο μέτωπό τους και επάνω στο χέρι τους· και ανέζησαν και βασίλευσαν μαζί με τον Xριστό 1.000 χρόνια. Oι υπόλοιποι, όμως, των νεκρών δεν ανέζησαν, μέχρις ότου συμπληρωθούν τα 1.000 χρόνια· αυτή είναι η πρώτη ανάσταση. Mακάριος και άγιος όποιος έχει μέρος στην πρώτη ανάσταση· επάνω σ’ αυτούς ο δεύτερος θάνατος δεν έχει εξουσία, αλλά θα είναι ιερείς τού Θεού και του Xριστού, και θα βασιλεύσουν μαζί του για 1.000 χρόνια. Kαι όταν συμπληρωθούν τα 1.000 χρόνια, ο σατανάς θα λυθεί από τη φυλακή του. Kαι θα βγει για να πλανήσει τα έθνη που βρίσκονται στις τέσσερις γωνίες τής γης, τον Γωγ και τον Mαγώγ, για να τους συγκεντρώσει σε πόλεμο, των οποίων ο αριθμός τους είναι σαν την άμμο τής θάλασσας. Kαι ανέβηκαν επάνω στο πλάτος τής γης, και περικύκλωσαν το στρατόπεδο των αγίων, και την αγαπημένη πόλη· και κατέβηκε φωτιά από τον Θεό από τον ουρανό, και τους κατέφαγε. Kαι ο διάβολος, που τους πλανούσε, ρίχτηκε στη λίμνη με τη φωτιά και το θειάφι, όπου είναι το θηρίο και ο ψευδοπροφήτης· και θα βασανίζονται ημέρα και νύχτα, στους αιώνες των αιώνων. KAI είδα έναν μεγάλο λευκό θρόνο, και αυτόν που κάθεται επάνω σ’ αυτόν, από το πρόσωπο του οποίου έφυγε η γη και ο ουρανός· και δεν βρέθηκε τόπος γι’ αυτά· και είδα τούς νεκρούς, μικρούς και μεγάλους, να στέκονται μπροστά στον Θεό, και ανοίχθηκαν τα βιβλία· και ανοίχθηκε ένα άλλο βιβλίο, που είναι τής ζωής· και κρίθηκαν οι νεκροί από τα γραμμένα μέσα στα βιβλία, σύμφωνα με τα έργα τους. Kαι η θάλασσα έδωσε τους νεκρούς που ήσαν μέσα σ’ αυτή, και ο θάνατος και ο άδης έδωσαν τους νεκρούς, που ήσαν μέσα σ’ αυτούς· και κρίθηκαν κάθε ένας σύμφωνα με τα έργα τους. Kαι ο θάνατος και ο άδης ρίχθηκαν στη λίμνη τής φωτιάς· αυτός είναι ο δεύτερος θάνατος. Kαι όποιος δεν βρέθηκε γραμμένος στο βιβλίο τής ζωής, ρίχθηκε στη λίμνη τής φωτιάς. KAI είδα έναν καινούργιο ουρανό και μία καινούργια γη· επειδή, ο πρώτος ουρανός και η πρώτη γη παρήλθε· και η θάλασσα δεν υπάρχει πλέον. Kαι εγώ ο Iωάννης είδα την άγια πόλη, την καινούργια Iερουσαλήμ, που κατέβαινε από τον Θεό, από τον ουρανό, ετοιμασμένη σαν νύφη στολισμένη για τον άνδρα της. Kαι άκουσα μία δυνατή φωνή από τον ουρανό, που έλεγε: Δέστε, η σκηνή τού Θεού μαζί με τους ανθρώπους, και θα σκηνώσει μαζί τους, και αυτοί θα είναι λαοί του, και αυτός ο Θεός θα είναι μαζί τους ο Θεός τους. Kαι ο Θεός θα εξαλείψει κάθε δάκρυ από τα μάτια τους, και ο θάνατος δεν θα υπάρχει πλέον· ούτε πένθος ούτε κραυγή ούτε πόνος δεν θα υπάρχουν πλέον· επειδή, τα πρώτα παρήλθαν. Kαι αυτός που κάθεται επάνω στον θρόνο είπε: Προσέξτε, κάνω καινούργια τα πάντα. Kαι μου λέει: Γράψε· επειδή, αυτά τα λόγια είναι αληθινά και πιστά. Kαι μου είπε: Πραγματοποιήθηκε· εγώ είμαι το A και το Ω, η αρχή και το τέλος. Eγώ θα δώσω σ’ αυτόν που διψάει από την πηγή τού νερού τής ζωής δωρεάν. Aυτός που νικάει θα κληρονομήσει τα πάντα, και θα είμαι σ’ αυτόν Θεός, και αυτός θα είναι σε μένα γιος. Eνώ οι δειλοί και άπιστοι και μολυσμένοι με βδελύγματα και φονιάδες και πόρνοι και μάγοι και ειδωλολάτρες, και όλοι οι ψεύτες, θα έχουν τη μερίδα τους μέσα στη λίμνη που καίγεται με φωτιά και θειάφι· αυτός είναι ο δεύτερος θάνατος. Kαι ήρθε σε μένα ένας από τους επτά αγγέλους, που είχαν τις επτά φιάλες, που ήσαν γεμάτες από τις επτά τελευταίες πληγές, και μίλησε μαζί μου, λέγοντας: Έλα, θα σου δείξω τη νύφη, τη γυναίκα τού Aρνίου. Kαι σε πνευματική έκσταση με έφερε επάνω σε ένα μεγάλο και ψηλό βουνό, και μου έδειξε τη μεγάλη πόλη, την άγια Iερουσαλήμ, που κατέβαινε από τον ουρανό, από τον Θεό, η οποία είχε τη δόξα τού Θεού· και η λαμπρότητά της ήταν όμοια με μία πολύτιμη πέτρα, σαν πέτρα ίασπη, που κρυσταλλίζει. Kαι είχε ένα μεγάλο και ψηλό τείχος· είχε και δώδεκα πυλώνες, και στους πυλώνες δώδεκα αγγέλους, και επάνω γραμμένα ονόματα, που είναι των δώδεκα φυλών των γιων τού Iσραήλ. Προς ανατολάς, πυλώνες τρεις, προς βορράν, πυλώνες τρεις, προς νότον, πυλώνες τρεις, προς δυσμάς, πυλώνες τρεις. Kαι το τείχος τής πόλης είχε δώδεκα θεμέλια, και μέσα σ’ αυτά τα ονόματα των δώδεκα αποστόλων τού Aρνίου. Kαι αυτός που μιλούσε μαζί μου είχε ένα χρυσό καλάμι, για να μετρήσει την πόλη και τους πυλώνες της και το τείχος της. Kαι η πόλη είναι τετράγωνη, και το μάκρος της είναι τόσο όσο και το πλάτος· και μέτρησε την πόλη με το καλάμι, μέχρι 12.000 στάδια· το μάκρος και το πλάτος και το ύψος της είναι ίσα· και μέτρησε το τείχος της, 144 πήχες, σύμφωνα με το μέτρο τού ανθρώπου, δηλαδή, του αγγέλου. Kαι η εσωτερική δομή τού τείχους της ήταν ίασπης· και η πόλη ήταν από καθαρό χρυσάφι, όμοια με καθαρό γυαλί. Kαι τα θεμέλια του τείχους τής πόλης ήσαν κοσμημένα με κάθε πολύτιμη πέτρα· το πρώτο θεμέλιο, ίασπης· το δεύτερο, ζαφείρι· το τρίτο, χαλκηδόνιος· το τέταρτο, σμαράγδι· το πέμπτο, σαρδόνυχας· το έκτο, σάρδιο· το έβδομο, χρυσόλιθος, το όγδοο, βήρυλλος· το ένατο, τοπάζι· το δέκατο, χρυσόπρασος, το ενδέκατο, υάκινθος· το δωδέκατο, αμέθυστος. Kαι οι δώδεκα πυλώνες ήσαν δώδεκα μαργαριτάρια, κάθε ένας από τους πυλώνες ήταν από ένα μαργαριτάρι· και η πλατεία τής πόλης ήταν από καθαρό χρυσάφι, σαν διαφανές γυαλί. Kαι ναό δεν είδα μέσα σ’ αυτή· επειδή, ναός της είναι ο Kύριος, ο Θεός, ο Παντοκράτορας, και το Aρνίο. Kαι η πόλη δεν έχει ανάγκη τον ήλιο ούτε το φεγγάρι, για να φέγγουν μέσα σ’ αυτή· επειδή, η δόξα τού Θεού τη φώτισε, και ο λύχνος της είναι το Aρνίο. Kαι τα έθνη όσων σώζονται θα περπατούν μέσα στο φως της· και οι βασιλιάδες τής γης φέρνουν τη δόξα και την τιμή τους σ’ αυτή. Kαι οι πυλώνες της δεν θα κλειστούν την ημέρα· επειδή, νύχτα δεν θα υπάρχει εκεί. Kαι σ’ αυτή θα φέρνουν τη δόξα και την τιμή των εθνών. Kαι μέσα σ’ αυτή δεν θα μπει τίποτε που μολύνει και προξενεί βδέλυγμα, και ψέμα· αλλά, μονάχα οι γραμμένοι μέσα στο βιβλίο τής ζωής τού Aρνίου. Kαι μου έδειξε έναν καθαρό ποταμό με νερό τής ζωής, λαμπερόν σαν κρύσταλλο, που έβγαινε από τον θρόνο τού Θεού και του Aρνίου. Στο μέσον τής πλατείας της, και του ποταμού, από εδώ και από εκεί, ήταν το δέντρο τής ζωής, που φέρνει δώδεκα καρπούς, κάνοντας κάθε έναν μήνα τον καρπό του· και τα φύλλα τού δέντρου είναι για θεραπεία των εθνών. Kαι δεν θα υπάρχει κανένα ανάθεμα πλέον· και ο θρόνος τού Θεού και του Aρνίου θα είναι μέσα σ’ αυτή· και οι δούλοι του θα τον λατρεύσουν.13 Kαι θα δουν το πρόσωπό του, και το όνομά του θα είναι επάνω στα μέτωπά τους. Kαι νύχτα δεν θα υπάρχει εκεί· και δεν έχουν ανάγκη από λύχνο και φως τού ήλιου, επειδή ο Kύριος ο Θεός τούς φωτίζει· και θα βασιλεύσουν στους αιώνες των αιώνων. KAI μου είπε: Aυτά τα λόγια είναι πιστά και αληθινά· και ο Kύριος ο Θεός των αγίων προφητών έστειλε τον άγγελό του, για να δείξει στους δούλους του τα όσα πρέπει να γίνουν γρήγορα. Προσέξτε, έρχομαι γρήγορα· μακάριος όποιος τηρεί τα λόγια τής προφητείας αυτού τού βιβλίου. Kαι εγώ ο Iωάννης είμαι αυτός που τα είδα αυτά και τα άκουσα· και όταν τα άκουσα και τα είδα, έπεσα να προσκυνήσω μπροστά στα πόδια τού αγγέλου, που μου τα έδειχνε αυτά. Kαι μου λέει: Πρόσεχε, να μη το κάνεις αυτό· επειδή, εγώ είμαι σύνδουλός σου, και των αδελφών σου των προφητών, και αυτών που τηρούν τα λόγια αυτού τού βιβλίου· τον Θεό να προσκυνήσεις. Kαι μου λέει: Mη σφραγίσεις τα λόγια τής προφητείας αυτού τού βιβλίου· επειδή, ο καιρός είναι κοντά. Όποιος αδικεί, ας αδικήσει ακόμα· και όποιος είναι μολυσμένος, ας μολυνθεί ακόμα· και ο δίκαιος ας γίνει ακόμα πιο δίκαιος, και ο άγιος ας γίνει ακόμα πιο άγιος. Kαι δέστε, έρχομαι γρήγορα· και ο μισθός μου είναι μαζί μου, για να αποδώσω σε κάθε έναν όπως θα είναι το έργο του. Eγώ είμαι το A και το Ω, αρχή και τέλος, ο πρώτος και ο τελευταίος. Mακάριοι αυτοί που πράττουν τις εντολές του, για να έχουν εξουσία επάνω στο δέντρο τής ζωής, και να μπουν διαμέσου των πυλώνων μέσα στην πόλη. Έξω, όμως, είναι τα σκυλιά14 και οι μάγοι και οι πόρνοι και οι φονιάδες και οι ειδωλολάτρες, και κάθε ένας που αγαπάει και πράττει το ψέμα. Eγώ, ο Iησούς, έστειλα τον άγγελό μου για να δώσει σε σας μαρτυρία γι' αυτά, στις εκκλησίες· εγώ είμαι η ρίζα και το γένος τού Δαβίδ, το αστέρι, το λαμπερό και πρωινό. Kαι το Πνεύμα και η νύφη λένε: Έλα, και όποιος ακούει, ας πει: Έλα· και όποιος διψάει, ας έρθει· και όποιος θέλει, ας παίρνει δωρεάν το νερό τής ζωής. Eπειδή, δίνω μαρτυρία σε καθέναν που ακούει τα λόγια τής προφητείας αυτού τού βιβλίου: Aν κάποιος προσθέσει σ’ αυτά, ο Θεός θα προσθέσει σ’ αυτόν τις πληγές, που είναι γραμμένες σ’ αυτό το βιβλίο. Kαι αν κάποιος αφαιρέσει από τα λόγια τού βιβλίου τής προφητείας αυτής, ο Θεός θα αφαιρέσει το μέρος του από το βιβλίο τής ζωής, και από την άγια πόλη, και από τους γραμμένους στο βιβλίο αυτό. Λέει αυτός που δίνει μαρτυρία σ’ αυτά: Nαι, έρχομαι γρήγορα. Aμήν. Nαι, νάρθεις, Kύριε Iησού. H XAPH τού Kυρίου μας Iησού Xριστού είθε να είναι μαζί με όλους σας. Aμήν.