Στην αρχή ο Θεός δημιούργησε τον ουρανό και τη γη. Η γη όμως ήταν έρημη και ασχημάτιστη· ήταν σκοτάδι πάνω από την άβυσσο, και πάνω στα νερά έπνεε Πνεύμα Θεού. Τότε είπε ο Θεός: «Να γίνει φως»· κι έγινε φως. Ο Θεός είδε ότι το φως ήταν καλό και το χώρισε από το σκοτάδι. Το φως το ονόμασε «ημέρα» και το σκοτάδι «νύχτα». Ήρθε το βράδυ, ήρθε το πρωί· πρώτη ημέρα. Μετά είπε ο Θεός: «Στερέωμα να γίνει στα νερά ανάμεσα, για να χωρίζει νερά από νερά». Έτσι κι έγινε· δημιούργησε ο Θεός το στερέωμα και χώρισε τα νερά που ήταν κάτω απ’ αυτό, από κείνα που ήταν πάνω απ’ αυτό. Κι ονόμασε ο Θεός το στερέωμα «ουρανό». Ήρθε το βράδυ, ήρθε το πρωί· δεύτερη ημέρα. Τότε είπε ο Θεός: «Να συναχθούν σε έναν τόπο τα νερά που είναι κάτω από τον ουρανό, και να φανεί η στεριά». Έτσι κι έγινε. Τα νερά που ήταν κάτω από τον ουρανό συνάχθηκαν στον τόπο τους, και φάνηκε η στεριά Κι ονόμασε ο Θεός «γη» τη στεριά, και το σύναγμα των υδάτων το είπε «θάλασσες». Και είδε ο Θεός ότι ήταν καλό. Μετά είπε ο Θεός: «Να πρασινίσει η γη: Να βλαστήσουν πάνω σ’ αυτήν χορτάρια που να βγάζουν σπόρους, και καρποφόρα δέντρα, που ανάλογα με το είδος τους να κάνουν καρπούς, οι οποίοι να περιέχουν τους σπόρους τους». Έτσι κι έγινε. Πρασίνισε η γη: Βλάστησε χορτάρια που έβγαζαν σπόρους ανάλογα με το είδος τους, και καρποφόρα δέντρα, που οι καρποί τους περιείχαν τους σπόρους τους, ανάλογα με το είδος τους. Και είδε ο Θεός ότι ήταν καλό. Ήρθε το βράδυ, ήρθε το πρωί· τρίτη ημέρα. Τότε είπε ο Θεός: «Να γίνουν φωτεινά σώματα στο στερέωμα του ουρανού, για να χωρίζουν την ημέρα από τη νύχτα, για να είναι σημάδια για τις εποχές, τις ημέρες και τα έτη, ώστε από το στερέωμα του ουρανού να φωτίζουν τη γη». Έτσι κι έγινε. Δημιούργησε ο Θεός τα δύο μεγάλα φωτεινά σώματα –το μεγαλύτερο για να κυριαρχεί την ημέρα, και το μικρότερο για να κυριαρχεί τη νύχτα· δημιούργησε και τ’ αστέρια. Και τα έβαλε όλα στο στερέωμα του ουρανού για να φωτίζουν τη γη, για να κυριαρχούν την ημέρα και τη νύχτα και να χωρίζουν το φως απ’ το σκοτάδι. Και είδε ο Θεός ότι ήταν καλό. Ήρθε το βράδυ, ήρθε το πρωί· τέταρτη ημέρα. Τότε είπε ο Θεός: «Να γεμίσουν τα νερά με ζωντανές υπάρξεις πλήθος, και να πετάνε πτηνά πάνω από τη γη προς το στερέωμα του ουρανού». Έτσι δημιούργησε ο Θεός τα μεγάλα κήτη και όλα τα είδη των ζωντανών οργανισμών, που κολυμπούν και γεμίζουν τα νερά. Επίσης δημιούργησε όλα τα είδη των πτηνών. Και είδε ο Θεός ότι ήταν καλό. Τα ευλόγησε λοιπόν όλα ο Θεός και τους είπε: «Να πολλαπλασιάζεστε και να γεμίσετε τα νερά των θαλασσών· και τα πτηνά ας πληθαίνουν πάνω στη γη». Ήρθε το βράδυ, ήρθε το πρωί· πέμπτη ημέρα. Τότε είπε ο Θεός: «Να βγάλει η γη κάθε είδος ζωντανού οργανισμού: Όλα τα είδη των ζώων, των ερπετών και των θηρίων». Έτσι κι έγινε. Δημιούργησε ο Θεός όλα τα είδη των αγρίων ζώων, των ήμερων ζώων και των ερπετών της γης. Και είδε ο Θεός ότι ήταν καλό. Μετά είπε ο Θεός: «Ας φτιάξουμε τον άνθρωπο σύμφωνα με την εικόνα τη δική μας και την ομοίωση, κι ας εξουσιάζει στης θάλασσας τα ψάρια, στου ουρανού τα πτηνά, στα ζώα και γενικά σ’ όλη τη γη και στα ερπετά που σέρνονται πάνω σ’ αυτήν». Δημιούργησε, λοιπόν, ο Θεός τον άνθρωπο σύμφωνα με τη δική του την εικόνα, «κατ’ εικόνα Θεού» τον δημιούργησε, τους δημιούργησε άντρα και γυναίκα. Τους ευλόγησε και τους είπε: «Να κάνετε πολλά παιδιά, ώστε να πολλαπλασιαστείτε, να γεμίσετε τη γη και να κυριαρχήσετε σ’ αυτήν. Να εξουσιάσετε στης θάλασσας τα ψάρια, στου ουρανού τα πτηνά και σε κάθε ζώο που κινείται πάνω στη γη». Και συνέχισε ο Θεός: «Να, όλα τα φυτά πάνω στη γη, που βγάζουν σπόρους, σάς τα δίνω, καθώς και όλα τα δέντρα που έχουν καρπούς γεμάτους σπόρους· αυτά θα είναι για τροφή σας. Και όλα τα χλωρά χόρτα τα δίνω για τροφή στα ζώα της γης, σε όσα πετούν στον ουρανό και σε όσα έρπουν στη γη κι έχουν ζωή». Έτσι κι έγινε. Ο Θεός είδε τα δημιουργήματά του και ήταν όλα πάρα πολύ καλά. Ήρθε το βράδυ, ήρθε το πρωί· έκτη ημέρα. Έτσι ολοκληρώθηκαν ο ουρανός και η γη και ό,τι υπάρχει σ’ αυτά. Μέχρι την έκτη μέρα ο Θεός είχε τελειώσει το έργο του και την έβδομη μέρα σταμάτησε να δημιουργεί. Την έβδομη ημέρα την ευλόγησε και την καθαγίασε, γιατί αυτή την ημέρα ολοκλήρωσε τη δημιουργία του και αναπαύθηκε. Έτσι, λοιπόν, δημιουργήθηκαν σταδιακά ο ουρανός και η γη. Την ημέρα που ο Κύριος ο Θεός δημιούργησε τη γη και τον ουρανό, δεν υπήρχαν θάμνοι στη γη ούτε είχαν φυτρώσει χόρτα, γιατί ο Κύριος ο Θεός δεν είχε ακόμη βρέξει πάνω στη γη και δεν υπήρχε άνθρωπος για να καλλιεργήσει το έδαφος. Από τη γη όμως ανέβλυζε νερό και πότιζε όλη την επιφάνεια του εδάφους. Τότε ο Κύριος ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο από το χώμα της γης και φύσηξε μέσα στα ρουθούνια του πνοή ζωής. Έτσι έγινε ο άνθρωπος ζωντανό ον. Ύστερα ο Κύριος ο Θεός φύτεψε έναν κήπο στην Εδέμ προς την ανατολή, όπου έβαλε τον άνθρωπο που είχε πλάσει. Έκανε να βλαστήσουν από τη γη όλα τα είδη των δέντρων. Ήταν ωραία στην εμφάνιση και οι καρποί τους ήταν εύγευστοι. Στη μέση του κήπου ήταν το δέντρο της ζωής· εκεί ήταν και το δέντρο της γνώσης του καλού και του κακού. Από την Εδέμ πήγαζε ένα ποτάμι και πότιζε τον κήπο, κι από ’κει διαχωριζόταν σε τέσσερις παραποτάμους. Το όνομα του ενός είναι Φισών και περικυκλώνει όλη τη χώρα Ευειλά, όπου υπάρχει το χρυσάφι. Το χρυσάφι εκείνης της χώρας είναι καθαρό· εκεί υπάρχει και το βδέλλιο και ο λίθος όνυχας. Το όνομα του δεύτερου ποταμού είναι Γιχών και περικυκλώνει όλη τη χώρα Χους. Το όνομα του τρίτου ποταμού είναι Τίγρης. Αυτός ρέει ανατολικά της Ασσυρίας. Κι ο τέταρτος ποταμός είναι ο Ευφράτης. Πήρε, λοιπόν, ο Κύριος ο Θεός τον άνθρωπο και τον έβαλε μέσα στον κήπο της Εδέμ για να τον καλλιεργεί και να τον προσέχει. Του έδωσε αυτήν την εντολή: «Απ’ όλα τα δέντρα του κήπου μπορείς να τρως. Από το δέντρο όμως της γνώσης του καλού και του κακού να μη φας· γιατί την ίδια μέρα που θα φας απ’ αυτό, εξάπαντος θα πεθάνεις». Ο Κύριος ο Θεός είπε: «Δεν είναι καλό να είναι ο άνθρωπος μόνος. Θα του φτιάξω έναν σύντροφο όμοιον μ’ αυτόν». Ο Κύριος έπλασε από το έδαφος όλα τα ζώα του αγρού και τα πτηνά του ουρανού και τα έφερε μπροστά στον άνθρωπο, για να δει πώς θα τα ονομάσει. Και ό,τι όνομα έδινε ο άνθρωπος σε κάθε ζωντανή ύπαρξη, αυτό ήταν και το όνομά της. Έδωσε ονόματα σε όλα τα ζώα, στα πτηνά του ουρανού και στα άγρια θηρία. Για τον άνθρωπο όμως δεν βρέθηκε σύντροφος όμοιός του. Τότε ο Κύριος ο Θεός τον έριξε σε βαθύ ύπνο κι αποκοιμήθηκε· πήρε μία από τις πλευρές του και τη θέση της τη συμπλήρωσε με σάρκα. Μετά, από την πλευρά που πήρε από τον Αδάμ, σχημάτισε μια γυναίκα και την οδήγησε σ’ αυτόν. Τότε ο Αδάμ είπε: «Αυτό επιτέλους είναι κόκαλο από τα κόκαλά μου και σάρκα από τη σάρκα μου. “Γυναίκα” αυτή θα λέγεται, γιατί απ’ τον άντρα πάρθηκε». Γι’ αυτόν το λόγο θα εγκαταλείπει ο άντρας τον πατέρα του και τη μητέρα του και θα ενώνεται με τη γυναίκα του· θα γίνονται ένας άνθρωπος. Ο Αδάμ και η γυναίκα του ήταν και οι δύο γυμνοί και δεν ντρέπονταν. Απ’ όλα τα ζώα του αγρού, που είχε δημιουργήσει ο Κύριος ο Θεός, το φίδι ήταν το πιο πανούργο. Είπε λοιπόν το φίδι στη γυναίκα: «Αλήθεια είπε ο Θεός να μη φάτε απο κανένα δέντρο του κήπου;» Η γυναίκα τού απάντησε: «Μπορούμε να φάμε καρπούς απ’ όλα τα δέντρα, εκτός από κείνο που βρίσκεται στη μέση του κήπου. Ο Θεός είπε να μη φάμε τον καρπό του, ούτε καν να τον αγγίξουμε, για να μην πεθάνουμε». Τότε το φίδι είπε στη γυναίκα: «Όχι βέβαια! Δε θα πεθάνετε· ξέρει όμως ο Θεός ότι την ημέρα που θα φάτε απ’ αυτό, θα ανοιχτούν τα μάτια σας και θα γίνετε σαν θεοί, και θα γνωρίζετε το καλό και το κακό». Η γυναίκα είδε ότι οι καρποί του δέντρου ήταν εύγευστοι, ελκυστικοί και ξεσήκωναν την επιθυμία για την απόκτηση γνώσης. Πήρε, λοιπόν, από τους καρπούς του κι έφαγε· έδωσε και στον άντρα της που ήταν μαζί της, και έφαγε κι αυτός. Τότε άνοιξαν τα μάτια και των δύο και κατάλαβαν ότι ήταν γυμνοί. Έραψαν, λοιπόν, φύλλα συκιάς και έφτιαξαν καλύμματα για να σκεπάσουν τη γύμνια τους. Τότε άκουσαν το θόρυβο που έκανε ο Κύριος ο Θεός, καθώς περπατούσε στον κήπο το δειλινό, και κρύφτηκαν απ’ αυτόν ο Αδάμ και η γυναίκα του ανάμεσα στα δέντρα του κήπου. Αλλά ο Κύριος ο Θεός φώναξε τον Αδάμ και του είπε: «Πού είσαι;» Εκείνος απάντησε: «Σε άκουσα στον κήπο, φοβήθηκα και κρύφτηκα, γιατί είμαι γυμνός». «Ποιος σου είπε πως είσαι γυμνός;» ρώτησε ο Θεός. «Μήπως έφαγες από το δέντρο που σου είχα απαγορέψει να φας;» Ο Αδάμ αποκρίθηκε: «Η γυναίκα που μου έδωσες, εκείνη μου πρόσφερε έναν καρπό και έφαγα». Ο Κύριος ο Θεός ρώτησε τη γυναίκα: «Γιατί το έκανες αυτό;» Εκείνη απάντησε: «Το φίδι με εξαπάτησε και έφαγα». Τότε είπε ο Κύριος ο Θεός στο φίδι: «Γι’ αυτό που έκανες, καταραμένο να ’σαι μόνο εσύ απ’ όλα τα ζώα της γης! Με την κοιλιά θα σέρνεσαι, και χώμα θα τρως σ’ όλη σου τη ζωή. Έχθρα θα βάλω ανάμεσα σ’ εσένα και στη γυναίκα, κι ανάμεσα στο σπέρμα σου και στο σπέρμα της. Εκείνος θα σου συντρίψει το κεφάλι κι εσύ θα του πληγώσεις τη φτέρνα». Και στη γυναίκα είπε: «Θ’ αυξήσω κατά πολύ τη θλίψη και τους πόνους της κυοφορίας σου, και με πόνους θα γεννάς τα παιδιά σου. Η επιθυμία σου θα στρέφεται προς τον άντρα σου, αλλά αυτός θα σε εξουσιάζει». Μετά είπε στον Αδάμ: «Επειδή άκουσες τη γυναίκα σου κι έφαγες από το δέντρο, απ’ το οποίο σε είχα διατάξει να μη φας, καταραμένη θα είναι η γη εξαιτίας σου. Με μόχθο θα την καλλιεργείς σ’ όλη σου τη ζωή. Αγκάθια και τριβόλια θα σου βλασταίνει και θα τρως το χορτάρι του αγρού. Με τον ιδρώτα του προσώπου σου θα τρως το ψωμί σου, ώσπου να ξαναγυρίσεις στη γη από την οποία προήλθες, γιατί χώμα είσαι, και στο χώμα θα επιστρέψεις». Ο Αδάμ ονόμασε τότε τη γυναίκα του «Εύα» γιατί αυτή έγινε μητέρα όλης της ανθρωπότητας. Ο Κύριος ο Θεός έφτιαξε για τον Αδάμ και τη γυναίκα του δερμάτινους χιτώνες και τους έντυσε. Και σκέφτηκε: «Τώρα πια ο άνθρωπος έγινε σαν ένας από μας στο να γνωρίζει το καλό και το κακό. Υπάρχει, λοιπόν, κίνδυνος ν’ απλώσει το χέρι του και να φάει από το δέντρο της ζωής και να ζήσει αιώνια». Ετσι, ο Κύριος ο Θεός έδιωξε τον άνθρωπο από τον κήπο της Εδέμ, για να καλλιεργεί τη γη απ’ την οποία είχε προέλθει. Αφού, λοιπόν, έδιωξε τον άνθρωπο, έβαλε στα ανατολικά του κήπου τα χερουβίμ και το πύρινο περιστρεφόμενο ξίφος, για να φυλάνε το δρόμο που οδηγούσε στο δέντρο της ζωής. Ο Αδάμ συνευρέθηκε με την Εύα τη γυναίκα του, κι εκείνη έμεινε έγκυος και γέννησε τον Κάιν και είπε: «Απέκτησα άνθρωπο με τη βοήθεια του Κυρίου». Έπειτα γέννησε τον αδερφό του τον Άβελ. Ο Άβελ έγινε βοσκός προβάτων και ο Κάιν γεωργός. Ύστερα από καιρό, ο Κάιν πρόσφερε στον Κύριο θυσία από τους καρπούς της γης. Ο Άβελ πρόσφερε κι αυτός από τα πρωτότοκα πρόβατα του κοπαδιού του και μάλιστα τα παχύτερα μέρη τους. Ο Κύριος είδε με ευμένεια τον Άβελ και τη θυσία του. Στον Κάιν όμως και στη δική του θυσία δεν έδειξε ευμένεια. Τότε εξοργίστηκε ο Κάιν και σκυθρώπιασε. Κι ο Κύριος του είπε: «Γιατί οργίστηκες και σκυθρώπιασες; Αν πράξεις το σωστό, θα ξαναβρείς το κέφι σου. Αν όχι, η αμαρτία δεν παύει να παραμονεύει σαν θηρίο στην πόρτα. Εσένα επιθυμεί· εσύ όμως πρέπει να κυριαρχήσεις πάνω της». Τότε ο Κάιν είπε στον Άβελ, τον αδερφό του: «Πάμε στα χωράφια». Κι εκεί, στα χωράφια, όρμησε ο Κάιν εναντίον του Άβελ και τον σκότωσε. Ο Κύριος ρώτησε τον Κάιν: «Πού είναι ο αδερφός σου ο Άβελ;» Εκείνος απάντησε: «Δεν ξέρω. Μήπως φύλακας του αδερφού μου είμαι εγώ;» Είπε τότε ο Κύριος: «Τι πήγες κι έκανες; Άκου! Το αίμα του αδερφού σου μου φωνάζει γοερά από τη γη! Από ’δω και πέρα θα σε καταριέται η ίδια η γη, που άνοιξε για να δεχτεί το αίμα του αδερφού σου, που εσύ τον σκότωσες. Όταν θα την καλλιεργείς, δεν θα σου δίνει πια τους καρπούς της. Φυγάς θα είσαι και περιπλανώμενος για πάντα πάνω στη γη». Τότε ο Κάιν είπε στον Κύριο: «Βαριά είναι η τιμωρία μου! Δεν μπορώ να την αντέξω! Σήμερα με διώχνεις από τη χώρα, και πρέπει να χαθώ από μπροστά σου και να γίνω φυγάς, περιπλανώμενος στη γη. Όποιος με βρει θα με σκοτώσει». Κι ο Κύριος του αποκρίθηκε: «Δε θα συμβεί αυτό, γιατί οποιοσδήποτε σκοτώσει τον Κάιν, θα αντιμετωπίσει επταπλάσια εκδίκηση». Κι έβαλε σημάδι στον Κάιν, ώστε όποιος θα τον συναντούσε να μην τον σκοτώσει. Έτσι ο Κάιν έφυγε από τον τόπο όπου του είχε μιλήσει ο Κύριος και πήγε να ζήσει στη χώρα Νωδ, ανατολικά της Εδέμ. Ο Κάιν συνευρέθηκε με τη γυναίκα του κι εκείνη έμεινε έγκυος και γέννησε τον Ενώχ. Έπειτα έχτισε μια πόλη και την ονόμασε με το όνομα του γιου του, Ενώχ. Από τον Ενώχ γεννήθηκε ο Ιράδ και ο Ιράδ απέκτησε το Μεχουϊαήλ· ο Μεχουϊαήλ απέκτησε το Μαθουσάλα κι ο Μαθουσάλα απέκτησε το Λάμεχ. Ο Λάμεχ πήρε δύο γυναίκες. Το όνομα της μιας ήταν Αδά και της άλλης Σιλλά. Η Αδά γέννησε τον Ιαβάλ. Αυτός έγινε ο γενάρχης των σκηνιτών και των κτηνοτρόφων. Το όνομα του αδερφού του ήταν Ιουβάλ. Αυτός έγινε γενάρχης εκείνων που παίζουν κιθάρα και αυλό. Η Σιλλά γέννησε κι αυτή τον Τουβάλ-Κάιν, το γενάρχη εκείνων που επεξεργάζονται το χαλκό και το σίδερο. Αδερφή του Τουβάλ-Κάιν ήταν η Νααμά. Τότε είπε ο Λάμεχ στις γυναίκες του, την Αδά και τη Σιλλά: «Ακούστε με, γυναίκες του Λάμεχ, στα λόγια μου δώστε προσοχή: Άνθρωπο σκότωσα γιατί με πλήγωσε, έναν νέο γιατί με χτύπησε. Αν στην περίπτωση του Κάιν προβλεπόταν επταπλάσια εκδίκηση, στην περίπτωση του Λάμεχ προβλέπεται εβδομήντα εφτά φορές μεγαλύτερη». Ο Αδάμ συνευρέθηκε πάλι με τη γυναίκα του κι εκείνη γέννησε γιο. «Ο Θεός μού έδωσε άλλον απόγονο», είπε, «αντί για τον Άβελ, που τον σκότωσε ο Κάιν». Και τον ονόμασε Σηθ. Ο Σηθ απέκτησε κι εκείνος γιο και τον ονόμασε Ενώς. Τότε ήταν που οι άνθρωποι άρχισαν να προσεύχονται στο Θεό ονομάζοντάς τον «Κύριο». Αυτό είναι το βιβλίο των γενεαλογιών του ανθρώπου. Όταν ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο, τον δημιούργησε «καθ’ ομοίωση Θεού». Τους δημιούργησε άντρα και γυναίκα, τους ευλόγησε και τους ονόμασε «άνθρωπο». Όταν ο Αδάμ ήταν εκατόν τριάντα ετών, απέκτησε γιο όμοιόν του και τον ονόμασε Σηθ. Μετά τη γέννηση του Σηθ ο Αδάμ έζησε οχτακόσια χρόνια και απέκτησε γιους και κόρες. Όλη η διάρκεια της ζωής του Αδάμ ήταν εννιακόσια τριάντα χρόνια· έπειτα πέθανε. Όταν ο Σηθ ήταν εκατό πέντε ετών, απέκτησε τον Ενώς. Μετά τη γέννηση του Ενώς ο Σηθ έζησε οχτακόσια εφτά χρόνια και απέκτησε γιους και κόρες. Ο Σηθ έζησε συνολικά εννιακόσια δώδεκα χρόνια· έπειτα πέθανε. Όταν ο Ενώς ήταν ενενήντα ετών, απέκτησε τον Καινάν. Μετά τη γέννηση του Καινάν ο Ενώς έζησε οχτακόσια δεκαπέντε χρόνια και απέκτησε γιους και κόρες. Ο Ενώς έζησε συνολικά εννιακόσια πέντε χρόνια· έπειτα πέθανε. Όταν ο Καινάν ήταν εβδομήντα ετών, απέκτησε το Μααλαλεήλ. Μετά τη γέννηση του Μααλαλεήλ ο Καινάν έζησε οχτακόσια σαράντα χρόνια και απέκτησε γιους και κόρες. Ο Καινάν έζησε συνολικά εννιακόσια δέκα χρόνια· έπειτα πέθανε. Όταν ο Μααλαλεήλ ήταν εξήντα πέντε ετών, απέκτησε τον Ιάρεδ. Μετά τη γέννηση του Ιάρεδ ο Μααλαλεήλ έζησε οχτακόσια τριάντα χρόνια και απέκτησε γιους και κόρες. Ο Μααλαλεήλ έζησε συνολικά οχτακόσια ενενήντα πέντε χρόνια· έπειτα πέθανε. Όταν ο Ιάρεδ ήταν εκατόν εξήντα δύο ετών, απέκτησε τον Ενώχ. Μετά τη γέννηση του Ενώχ ο Ιάρεδ έζησε οχτακόσια χρόνια και απέκτησε γιους και κόρες. Ο Ιάρεδ έζησε συνολικά εννιακόσια εξήντα δύο χρόνια· έπειτα πέθανε. Όταν ο Ενώχ ήταν εξήντα πέντε ετών, απέκτησε το Μαθουσάλα. Ο Ενώχ ζούσε θεάρεστα. Μετά τη γέννηση του Μαθουσάλα έζησε τριακόσια χρόνια και απέκτησε γιους και κόρες. Ο Ενώχ έζησε συνολικά τριακόσια εξήντα πέντε χρόνια. Έζησε θεάρεστα και εξαφανίστηκε, γιατί τον παρέλαβε ο Θεός. Όταν ο Μαθουσάλα ήταν εκατόν ογδόντα εφτά ετών, απέκτησε το Λάμεχ. Μετά τη γέννηση του Λάμεχ ο Μαθουσάλα έζησε εφτακόσια ογδόντα δύο χρόνια και απέκτησε γιους και κόρες. Ο Μαθουσάλα έζησε συνολικά εννιακόσια εξήντα εννέα χρόνια· έπειτα πέθανε. Όταν ο Λάμεχ ήταν εκατόν ογδόντα δύο ετών, απέκτησε γιο. «Αυτός θα μας ανακουφίσει από τα έργα μας», είπε, «από τον κόπο της χειρωνακτικής δουλειάς κι από τη γη, που την καταράστηκε ο Κύριος». Και τον ονόμασε Νώε. Μετά τη γέννηση του Νώε ο Λάμεχ έζησε πεντακόσια ενενήντα πέντε χρόνια και απέκτησε γιους και κόρες. Ο Λάμεχ έζησε συνολικά εφτακόσια εβδομήντα εφτά χρόνια· έπειτα πέθανε. Όταν ο Νώε ήταν πεντακοσίων ετών, απέκτησε το Σημ, το Χαμ, και τον Ιάφεθ. Όταν άρχισαν οι άνθρωποι να γίνονται πολλοί πάνω στη γη και απέκτησαν κόρες, είδαν οι γιοι του Θεού τις κόρες των ανθρώπων ότι ήταν όμορφες, και πήραν για γυναίκες τους εκείνες που τους άρεσαν. Τότε είπε ο Κύριος: «Δε θα παραμείνει το ζωοποιό Πνεύμα μου στους ανθρώπους για πάντα, γιατί είναι σαρκικοί· η ζωή τους θα διαρκεί μόνον εκατόν είκοσι χρόνια». Εκείνο τον καιρό και αργότερα, ζούσαν στη γη οι γίγαντες, απόγονοι των γιων του Θεού από την ένωσή τους με τις κόρες των ανθρώπων. Αυτοί οι γίγαντες έζησαν την πανάρχαια εποχή και ήταν άντρες ονομαστοί. Όταν ο Κύριος είδε πόσο είχε αυξηθεί η κακία των ανθρώπων στη γη και ότι όλες τους οι σκέψεις ήταν πάντα μόνο πονηρές, μετάνιωσε που είχε δημιουργήσει τον άνθρωπο στη γη και λυπήθηκε κατάκαρδα. Τότε είπε: «Θα εξαφανίσω από την επιφάνεια της γης τους ανθρώπους που δημιούργησα. Ακόμη θα εξαφανίσω όλα τα κτήνη, τα ερπετά και τα πτηνά του ουρανού. Μετάνιωσα που τα δημιούργησα». Ο Νώε όμως ευνοήθηκε από τον Κύριο. Αυτές είναι οι διηγήσεις για το Νώε: Ο Νώε ήταν άνθρωπος δίκαιος και τέλειος ανάμεσα στους συγχρόνους του, ζούσε θεάρεστα, και απέκτησε τρεις γιους: το Σημ, το Χαμ και τον Ιάφεθ. Ο υπόλοιπος κόσμος, όμως, ζούσε μέσα στη διαφθορά κι οι άνθρωποι είχαν γεμίσει τη γη με τις αδικίες τους. Ο Θεός, όταν είδε τη γη πως είχε διαφθαρεί, γιατί όλοι είχαν πάρει στραβό δρόμο, είπε στο Νώε: «Για μένα έφτασε το τέλος των ανθρώπων, γιατί γέμισε η γη από τις αδικίες τους. Θα τους εξαφανίσω, λοιπόν, μαζί με τη γη. Εσύ όμως κάνε μια κιβωτό από ξύλα ρητινοφόρου δέντρου, χώρισέ την σε δωμάτια και άλειψέ την από μέσα και απ’ έξω με πίσσα. Να πώς θα την κατασκευάσεις: Το μήκος της θα είναι τριακόσιοι πήχεις, το πλάτος της πενήντα πήχεις και το ύψος της τριάντα. Θα της βάλεις στέγη, αφήνοντας ανάμεσα σ’ αυτήν και στην κουπαστή απόσταση ενός πήχεως, και την πόρτα της θα την τοποθετήσεις στο πλευρό της. Θα κατασκευάσεις ένα χαμηλότερο όροφο, ένα δεύτερο και έναν τρίτο. Κι εγώ θα φέρω κατακλυσμό νερών για να καταστρέψω κάθε σάρκινο ον, που έχει πνοή ζωής. Καθετί που υπάρχει πάνω στη γη θα πεθάνει. Μ’ εσένα όμως θα συνάψω τη διαθήκη μου· θα μπεις στην κιβωτό εσύ και μαζί σου οι γιοι σου, η γυναίκα σου και οι γυναίκες των γιων σου. Επίσης μαζί σου στην κιβωτό θα μπουν από ένα ζευγάρι απ’ όλα τα ζώα, όλα τα όντα, για να επιζήσουν μαζί σου –ένα αρσενικό κι ένα θηλυκό. Ένα ζευγάρι απ’ όλα τα είδη των πτηνών, των κτηνών και των ερπετών της γης θα έρθουν σ’ εσένα στην κιβωτό, για να επιζήσουν. Πάρε και κάθε είδους τροφή και αποθήκευσέ τες μαζί σου, για να τρώτε εσύ κι εκείνα». Ο Νώε έκανε ακριβώς όλα όσα τον διέταξε ο Θεός. Μετά ο Κύριος είπε στο Νώε: «Μπες στην κιβωτό εσύ και όλη σου η οικογένεια, γιατί μέσα από τούτη τη γενιά μόνον εσένα βρήκα δίκαιο. Μαζί σου πάρε εφτά ζευγάρια από κάθε είδος από τα καθαρά ζώα κι από ένα ζευγάρι από κάθε είδος από τά μη καθαρά. Επίσης από τα πτηνά πάρε από εφτά ζευγάρια απ’ το κάθε είδος, για να διατηρηθεί το είδος τους πάνω στη γη. Κι εγώ ύστερα από εφτά μέρες θα στείλω βροχή επί σαράντα μέρες και σαράντα νύχτες, και θα εξαφανίσω από την επιφάνεια της γης κάθε ύπαρξη που δημιούργησα». Ο Νώε έκανε όλα όσα τον διέταξε ο Κύριος. Όταν έγινε ο κατακλυσμός, ο Νώε ήταν εξακοσίων ετών. Μπήκε λοιπόν στην κιβωτό αυτός, και μαζί του οι γιοι του, η γυναίκα του και οι γυναίκες των γιων του, για να προστατευτούν από τα νερά. Από τα καθαρά και τα μη καθαρά ζώα, από τα πτηνά κι απ’ όλα τα ερπετά ανά δύο, αρσενικό και θηλυκό, μπήκαν μαζί με το Νώε στην κιβωτό, όπως είχε διατάξει ο Θεός. Ύστερα από εφτά μέρες, άρχισαν να πέφτουν τα νερά του κατακλυσμού στη γη. Το εξακοσιοστό έτος της ζωής του Νώε, τη δέκατη έβδομη μέρα του δεύτερου μήνα, ξεχύθηκαν από κάτω όλες οι πηγές της μεγάλης αβύσσου κι από πάνω άνοιξαν οι καταρράχτες του ουρανού. Για σαράντα μερόνυχτα έβρεχε στη γη. Εκείνη ακριβώς την ημέρα μπήκε στην κιβωτό ο Νώε, οι γιοι του ο Σημ, ο Χαμ και ο Ιάφεθ και μαζί τους η γυναίκα του Νώε και οι τρεις γυναίκες των γιων του. Μαζί μ’ αυτούς μπήκαν και όλα τα είδη των θηρίων, των κτηνών και των ερπετών της γης και όλα τα είδη των πτηνών και των φτερωτών. Μπήκαν στην κιβωτό ζευγάρια από κάθε ον που είχε πνοή ζωής, αρσενικά και θηλυκά, όπως είχε διατάξει ο Θεός το Νώε. Μετά την είσοδο και του Νώε ο Κύριος έκλεισε την κιβωτό πίσω του. Σαράντα μέρες κράτησε ο κατακλυσμός. Τα νερά πλήθαιναν και σήκωναν την κιβωτό πάνω από τη γη. Ανέβαιναν και πλήθαιναν, η κιβωτός όμως επέπλεε στην επιφάνεια του νερού. Τα νερά συνέχισαν ν’ ανεβαίνουν όλο και πιο πολύ και σκέπασαν όλα τα ψηλά βουνά κάτω από τον ουρανό. Έφτασαν δεκαπέντε πήχεις πάνω από τα βουνά και τα σκέπασαν. Κάθε ζωντανή ύπαρξη που εκινείτο πάνω στη γη χάθηκε: τα πτηνά, τα ζώα, τα άγρια θηρία, τα ερπετά της γης και όλοι οι άνθρωποι. Ό,τι ανέπνεε και βρισκόταν πάνω στη στεριά πέθανε. Έτσι ο Θεός εξαφάνισε κάθε ύπαρξη από την επιφάνεια της γης: τους ανθρώπους, τα ζώα, τα ερπετά και τα πτηνά του ουρανού. Όλα εξαφανίστηκαν και δεν απέμεινε παρά ο Νώε και ό,τι ήταν μαζί του μέσα στην κιβωτό. Τα νερά έμειναν στη γη για εκατόν πενήντα μέρες. Ο Θεός όμως δεν είχε ξεχάσει το Νώε και τα θηρία και τα ζώα που ήταν μαζί του στην κιβωτό· έστειλε λοιπόν έναν άνεμο στη γη και τα νερά άρχισαν να υποχωρούν. Οι πηγές της αβύσσου και οι καταρράχτες του ουρανού έκλεισαν και σταμάτησε η βροχή. Τα νερά διαρκώς αποτραβιούνταν από τη γη, και ύστερα από εκατόν πενήντα μέρες είχαν κατέβει αρκετά. Τον έβδομο μήνα, τη δέκατη μέρα, η κιβωτός κάθισε πάνω στην οροσειρά του Αραράτ. Τα νερά διαρκώς υποχωρούσαν ως το δέκατο μήνα. Και την πρώτη μέρα του δέκατου μήνα φάνηκαν οι κορυφές των βουνών. Ύστερα από σαράντα μέρες, ο Νώε άνοιξε το παράθυρο της κιβωτού του, κι άφησε ελεύθερο τον κόρακα. Αυτός πήγαινε κι ερχόταν, ώσπου στέγνωσαν τα νερά πάνω στη γη. Στο μεταξύ ο Νώε άφησε ελεύθερο και το περιστέρι, για να δει αν τα νερά είχαν υποχωρήσει. Αλλά το περιστέρι δε βρήκε μέρος να πατήσει το πόδι του, και γύρισε πίσω στην κιβωτό, γιατί υπήρχαν ακόμα νερά στην επιφάνεια της γης. Ο Νώε άπλωσε το χέρι του, έπιασε το περιστέρι και το έφερε μέσα στην κιβωτό. Περίμενε άλλες εφτά μέρες κι έστειλε πάλι το περιστέρι από την κιβωτό. Εκείνο γύρισε πίσω το βράδυ, και στο ράμφος του είχε ένα χλωρό φύλλο ελιάς. Έτσι ο Νώε κατάλαβε ότι η στάθμη του νερού είχε πια κατέβει αρκετά. Περίμενε ακόμη άλλες εφτά μέρες και ξανάστειλε το περιστέρι, που όμως δε γύρισε πια πίσω. Το εξακοσιοστό πρώτο έτος της ζωής του Νώε, την πρώτη μέρα του πρώτου μήνα τα νερά είχαν αποτραβηχτεί για καλά από τη γη. Ο Νώε σήκωσε τη σκεπή της κιβωτού, κοίταξε, και είδε την επιφάνεια της γης ότι ήταν στεγνή. Την εικοστή έβδομη μέρα του δεύτερου μήνα η γη είχε τελείως στεγνώσει. Τότε ο Θεός είπε στο Νώε: «Βγες από την κιβωτό εσύ, και μαζί σου η γυναίκα σου, οι γιοι σου και οι γυναίκες τους. Όλα τα ζώα, τα πτηνά, και τα ερπετά που σέρνονται στο χώμα, ας βγουν κι αυτά μαζί σου για ν’ αρχίσουν να πολλαπλασιάζονται και να εξαπλωθούν πάνω στη γη». Βγήκε λοιπόν από την κιβωτό ο Νώε μαζί με τους γιους του, τη γυναίκα του και τις γυναίκες των γιων του. Επίσης βγήκαν και όλα τα θηρία, τα κτήνη, τα πτηνά και τα ερπετά της γης κατά τα είδη τους. Τότε ο Νώε έχτισε ένα θυσιαστήριο για τον Κύριο και πήρε απ’ όλα τα καθαρά κτήνη και τα καθαρά πτηνά και τα πρόσφερε θυσία πάνω στο θυσιαστήριο. Ο Κύριος δέχτηκε με ευχαρίστηση τη θυσία και σκέφτηκε: «Δε θα καταραστώ πια τη γη εξαιτίας του ανθρώπου, γιατί η σκέψη του είναι πονηρή από τη νεότητά του. Δε θα καταστρέψω πια καμιά ζωή, όπως έκανα τώρα. Στο εξής, όσο θα υπάρχει η γη, δε θα πάψουν να υπάρχουν σπορά και θερισμός, κρύο και ζέστη, καλοκαίρι και χειμώνας, ημέρα και νύχτα». Ο Θεός ευλόγησε το Νώε και τους γιους του και τους είπε: «Να κάνετε πολλά παιδιά, ώστε οι απόγονοί σας να εξαπλωθούν πάνω στη γη. Όλα τα ζώα της γης, τα πτηνά του ουρανού και καθετί που κινείται πάνω στη γη, καθώς και τα ψάρια της θάλασσας θα σας φοβούνται και θα σας τρέμουν· έχουν όλα παραδοθεί στην εξουσία σας. Κάθε ερπετό που έχει ζωή μπορείτε να το τρώτε. Όλα αυτά σας τα δίνω, όπως σας έχω δώσει και τα χλωρά χόρτα. Μόνο δε θα τρώτε κρέας στο οποίο υπάρχει η ζωή, δηλαδή το αίμα του. Αλλά και το δικό σας αίμα, που είναι η ζωή σας, θα το απαιτήσω· θα το ζητήσω από κάθε ζώο και από κάθε άνθρωπο· για κάθε άνθρωπο, θα ζητήσω τη ζωή του από το συνάνθρωπό του. Όποιος αφαιρέσει τη ζωή άλλου ανθρώπου, κάποιος άλλος θα του πάρει και τη δική του τη ζωή· γιατί ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο κατ’ εικόνα του. Κι εσείς να κάνετε πολλά παιδιά, ώστε οι απόγονοί σας να εξαπλωθούν πάνω στη γη». Ακόμα ο Θεός είπε στο Νώε και στους γιους του: «Θα συνάψω τώρα τη διαθήκη μου μαζί σας και με τους απογόνους σας, με κάθε ζωντανή ύπαρξη, με όλα τα πτηνά, τα κτήνη και τα θηρία της γης που βγήκαν μαζί σας από την κιβωτό. Η διαθήκη μου είναι να μην καταστραφεί πια καμιά ύπαρξη με κατακλυσμό. Δε θα ξαναγίνει κατακλυσμός που να καταστρέψει τη γη. Αυτό είναι το σημείο της διαθήκης μου μαζί σας και με κάθε ζωντανή ύπαρξη για όλες τις γενιές στο μέλλον: Βάζω το τόξο μου στα σύννεφα, ως σημείο της διαθήκης μου με τη γη. Όταν θα συνάζω σύννεφα πάνω από τη γη και θα παρουσιάζεται το τόξο μέσα στα σύννεφα, τότε θα θυμάμαι τη διαθήκη μου μ’ εσάς και με τα ζώα, και ο κατακλυσμός δε θα καταστρέφει τις ζωντανές υπάρξεις. Όταν λοιπόν θα εμφανίζεται το τόξο μέσα στα σύννεφα, εγώ θα το βλέπω και θα θυμάμαι την αιώνια διαθήκη μου με τις ζωντανές υπάρξεις πάνω στη γη. Αυτό», είπε ο Θεός στο Νώε, «είναι το σημείο της διαθήκης που συνάπτω ανάμεσα σ’ εμένα και σε κάθε ζωντανή ύπαρξη πάνω στη γη». Οι τρεις γιοι του Νώε, που βγήκαν από την κιβωτό, ήταν ο Σημ, ο Χαμ και ο Ιάφεθ. Ο Χαμ ήταν ο πατέρας του Χαναάν. Από αυτούς τους τρεις γιους του Νώε προήλθαν οι άνθρωποι όλης της γης. Ο Νώε ήταν γεωργός, και ο πρώτος που άρχισε να φυτεύει αμπέλια. Μια μέρα ήπιε πολύ κρασί, μέθυσε και ξεγυμνώθηκε μέσα στη σκηνή του. Ο Χαμ, πατέρας του Χαναάν, όταν είδε τη γύμνια του πατέρα του, βγήκε έξω και το είπε στους δύο αδερφούς του. Τότε, ο Σημ και ο Ιάφεθ πήραν ένα μανδύα, τον έβαλαν στον ώμο τους και με τα πρόσωπα γυρισμένα αλλού, πήγαν πισωπατώντας και σκέπασαν τη γύμνια του πατέρα τους, χωρίς να τη δουν. Όταν ο Νώε συνήλθε απ’ το μεθύσι και έμαθε τι του είχε κάνει ο νεότερος γιος του, είπε: «Καταραμένος να είναι ο Χαναάν! Χειρότερος κι από δούλος να γίνει για τ’ αδέρφια του». Μετά είπε: «Ευλογημένος να είναι ο Κύριος, ο Θεός του Σημ! Ο Χαναάν να είναι δούλος του. Να αυξήσει ο Θεός το λαό τού Ιάφεθ! Οι απόγονοί του να κατοικούν μαζί με το λαό του Σημ, κι ο Χαναάν να είναι δούλος του Ιάφεθ». Μετά τον κατακλυσμό, ο Νώε έζησε τριακόσια πενήντα χρόνια. Συνολικά έζησε εννιακόσια πενήντα χρόνια· έπειτα πέθανε. Αυτές είναι οι γενεαλογίες των γιων του Νώε, δηλαδή του Σημ, του Χαμ και του Ιάφεθ, από τους γιους που αυτοί απέκτησαν μετά τον κατακλυσμό. Απόγονοι του Ιάφεθ ήταν οι Γόμερ, Μαγώγ, Μαδαΐ, Ιαυάν, Τουβάλ, Μεσέχ και Θειράς. Απόγονοι του Γόμερ ήταν οι Ασκενάζ, Ριφάθ και Θωγαρμά. Απόγονοι του Ιαυάν ήταν οι Ελισά, Θαρσείς, Κίτιοι και Δωδανίμ. Απ’ αυτούς προήλθαν οι παράκτιοι λαοί σε διάφορες χώρες· κάθε λαός με την ιδιαίτερη γλώσσα του και τη φυλή του, διαφοροποιήθηκαν σε έθνη. Οι γιοι του Χαμ ήταν ο Χους, ο Μισραΐμ, ο Φουτ και ο Χαναάν –γενάρχες των αντίστοιχων λαών. Απόγονοι του Χους ήταν οι λαοί Σεβά, Ευειλά, Σαβτά, Ραγμά και Σαβτεχά· απόγονοι του Ραγμά ήταν οι λαοί Σεβά και Δεδάν. Ο Χους απέκτησε το Νεμρώδ. Αυτός ήταν ο πρώτος κατακτητής πάνω στη γη. Ήταν γενναίος κυνηγός ενώπιον του Κυρίου. Γι’ αυτό συνηθίζεται να λέγεται: «Γενναίος κυνηγός ενώπιον του Κυρίου, όπως ο Νεμρώδ». Η πρώτη περιοχή της κυριαρχίας του ήταν η Βαβέλ, η Έρεχ, η Αχάδ και η Χαλνή στη χώρα Σεναάρ. Από ’κει έφυγε και πήγε στην Ασσούρ, όπου έχτισε τη Νινευή, τη Ρεχωβώθ-Είρ, την Κάλαχ και τη Ρεσέν, ανάμεσα στη Νινευή και στη μεγάλη πόλη Κάλαχ. Από τον Μισραΐμ προήλθαν οι λαοί: Λουδίμ, Ανανίμ, Λεεβίμ, Ναφτουχίμ, Πατρουσίμ, Κασλουχίμ και οι Καφθωρίμ, από τους οποίους προήλθαν οι Φιλισταίοι. Ο Χαναάν απέκτησε τον Σιδώνα, που ήταν ο πρωτότοκος, και το Χετταίο –γενάρχες των αντίστοιχων λαών. Επιπλέον από το Χαναάν προήλθαν οι Ιεβουσαίοι, οι Αμορραίοι, οι Γεργεσαίοι, οι Ευαίοι, οι Αρουκαίοι, οι Ασενναίοι, οι Αραδαίοι, οι Σεμαραίοι και οι Αμαθαίοι. Στη συνέχεια διαχωρίστηκαν οι φυλές των Χαναναίων, που τα όριά τους έφταναν από τη Σιδώνα προς τα Γέραρα ως τη Γάζα, και προς τα Σόδομα και Γόμορρα, Αδαμά και Σεβωίμ ως τη Λασά. Αυτοί ήταν οι γιοι του Χαμ κατά τις φυλές τους, καθεμιά στις χώρες τους με τις ιδιαίτερες γλώσσες τους. Ο Σημ, ο μεγαλύτερος αδερφός του Ιάφεθ, είναι ο γενάρχης όλων των Εβραίων. Γιοι του Σημ ήταν οι Αιλάμ, Ασσούρ, Αρφαξάδ, Λουδ και Αράμ –γενάρχες των αντίστοιχων λαών. Απόγονοι του Αράμ ήταν οι λαοί Ουτς, Ουλ, Γεθέρ και Μας. Ο Αρφαξάδ απέκτησε το Σελάχ και ο Σελάχ τον Έβερ. Ο Έβερ απέκτησε δύο γιους: Ο ένας ονομαζόταν Πελέγ, επειδή στην εποχή του διαιρέθηκε η ανθρωπότητα, και ο αδερφός του ονομαζόταν Ιεκτάν. Ο Ιεκτάν απέκτησε τον Αλμωδάδ, το Σαλέφ, τον Ασαρμαβέθ, τον Ιαράχ, τον Αδωράμ, τον Ουζάλ, το Δικλά, τον Οβάλ, τον Αβιμαήλ, το Σεβά, τον Οφείρ, τον Ευειλά και τον Ιωβάβ. Όλοι αυτοί ήταν απόγονοι του Ιεκτάν. Κατοικούσαν απ’ τη Μισά ως τη Σεφαρά των ανατολικών ορέων. Αυτοί ήταν οι απόγονοι του Σημ κατά τις φυλές τους, καθεμιά στις χώρες τους, με τις ιδιαίτερες γλώσσες τους. Αυτές είναι οι φυλές των γιων του Νώε, από τις οποίες προήλθαν οι διάφοροι λαοί. Από αυτούς, μετά τον κατακλυσμό, εξαπλώθηκαν οι λαοί πάνω στη γη. Αρχικά οι κάτοικοι της γης μιλούσαν όλοι μία γλώσσα και χρησιμοποιούσαν τις ίδιες λέξεις. Καθώς μετακινούνταν από την ανατολή, βρήκαν μια πεδιάδα στη χώρα της Σεναάρ κι εγκαταστάθηκαν εκεί. Τότε είπαν μεταξύ τους: «Ελάτε να κατασκευάσουμε πλίθρες και να τις ψήσουμε στη φωτιά». Έτσι για τις οικοδομές άρχισαν να χρησιμοποιούν πλίθρες αντί για πέτρες και πίσσα αντί για λάσπη. Μετά είπαν: «Ελάτε να χτίσουμε μια πόλη, κι έναν πύργο που η κορφή του να φτάνει στους ουρανούς. Έτσι θα γίνουμε ονομαστοί και δε θα διασκορπιστούμε πάνω στη γη». Κατέβηκε, λοιπόν, ο Κύριος να δει την πόλη και τον πύργο, που έχτιζαν οι άνθρωποι. Και είπε ο Κύριος: «Τώρα όλοι αυτοί αποτελούν ένα λαό με κοινή γλώσσα· και τούτο ’δω είναι η αρχή των πράξεών τους. Από ’δω και πέρα τίποτε απ’ όσα θα σκέφτονται να κάνουν δε θα τους είναι αδύνατο. Εμπρός, ας κατεβούμε κι ας επιφέρουμε εκεί σύγχυση στη γλώσσα τους, ώστε να μην καταλαβαίνει ο ένας τη γλώσσα του άλλού». Έτσι ο Κύριος τους διασκόρπισε από ’κει σε όλη τη γη και σταμάτησαν να χτίζουν την πόλη. Γι’ αυτό ονόμασαν την πόλη εκείνη Βαβέλ, γιατί εκεί ο Κύριος προκάλεσε σύγχυση στη γλώσσα των ανθρώπων και από ’κει τους διασκόρπισε σε όλη τη γη. Αυτές είναι οι γενεαλογίες του Σημ: Δυο χρόνια μετά τον κατακλυσμό, όταν ο Σημ ήταν εκατό ετών, απέκτησε τον Αρφαξάδ. Μετά τη γέννηση του Αρφαξάδ ο Σημ έζησε πεντακόσια χρόνια, και απέκτησε γιους και κόρες. Όταν ο Αρφαξάδ ήταν τριάντα πέντε ετών, απέκτησε το Σαλάχ. Μετά τη γέννηση του Σαλάχ ο Αρφαξάδ έζησε τετρακόσια τρία χρόνια και απέκτησε γιους και κόρες. Όταν ο Σαλάχ ήταν τριάντα ετών, απέκτησε τον Έβερ. Μετά τη γέννηση του Έβερ ο Σαλάχ έζησε τετρακόσια τρία χρόνια και απέκτησε γιους και κόρες. Όταν ο Έβερ ήταν τριάντα τεσσάρων ετών, απέκτησε τον Πελέγ. Μετά τη γέννηση του Πελέγ ο Έβερ έζησε τετρακόσια τριάντα χρόνια και απέκτησε γιους και κόρες. Όταν ο Πελέγ ήταν τριάντα ετών, απέκτησε το Ρεού. Μετά τη γέννηση του Ρεού ο Πελέγ έζησε διακόσια εννέα χρόνια και απέκτησε γιους και κόρες. Όταν ο Ρεού ήταν τριάντα δύο ετών, απέκτησε το Σερούγ. Μετά τη γέννηση του Σερούγ ο Ρεού έζησε διακόσια εφτά χρόνια και απέκτησε γιους και κόρες. Όταν ο Σερούγ ήταν τριάντα ετών, απέκτησε το Ναχώρ. Μετά τη γέννηση του Ναχώρ ο Σερούγ έζησε διακόσια χρόνια και απέκτησε γιους και κόρες. Όταν ο Ναχώρ ήταν είκοσι εννέα ετών, απέκτησε το Θάρα. Μετά τη γέννηση του Θάρα ο Ναχώρ έζησε εκατόν δέκα εννέα χρόνια και απέκτησε γιους και κόρες. Όταν ο Θάρα ήταν εβδομήντα ετών, απέκτησε τον Άβραμ, το Ναχώρ και τον Αράν. Αυτοί είναι οι απόγονοι του Θάρα: Ο Θάρα απέκτησε τον Άβραμ, το Ναχώρ και τον Αράν και ο Αράν απέκτησε το Λωτ. Ο Αράν πέθανε πριν από το Θάρα, τον πατέρα του, στην πατρίδα του, την Ουρ των Χαλδαίων. Ο Άβραμ και ο Ναχώρ πήραν γυναίκες. Η γυναίκα του Άβραμ λεγόταν Σάρα και του Ναχώρ Μελχά, κόρη του Αράν, ο οποίος ήταν επίσης πατέρας της Ιεσκά. Η Σάρα όμως ήταν στείρα· δεν είχε παιδιά. Ο Θάρα πήρε το γιο του τον Άβραμ, τον εγγονό του το Λωτ, γιο του Αράν, και τη νύφη του τη Σάρα, γυναίκα του Άβραμ και τους οδήγησε έξω από την Ουρ των Χαλδαίων, για να πάνε στη Χαναάν. Έφτασαν όμως μέχρι τη Χαρράν κι εγκαταστάθηκαν εκεί. Ο Θάρα έζησε διακόσια πέντε χρόνια και πέθανε εκεί στη Χαρράν. Ο Κύριος είπε στον Άβραμ: «Φύγε από τη χώρα σου, από τους συγγενείς σου κι από το σπίτι του πατέρα σου, και πήγαινε σε μια χώρα που εγώ θα σου δείξω. Θα κάνω από σένα ένα μεγάλο έθνος και θα σε ευλογήσω. Θα κάνω το όνομά σου ξακουστό και θα είσαι ευλογία για τους άλλους. Θα ευλογώ όποιον σε ευλογεί και θα καταριέμαι όποιον σε καταριέται. Μ’ εσένα θα ευλογηθούν όλα τα έθνη της γης». Έτσι ο Άβραμ αναχώρησε όπως του είπε ο Κύριος και μαζί του πήγε και ο Λωτ. Ήταν εβδομήντα πέντε ετών όταν έφυγε από τη Χαρράν. Μαζί του πήρε τη γυναίκα του τη Σάρα και το Λωτ, γιο του αδερφού του, όλα τα υπάρχοντά τους που είχαν συγκεντρώσει, καθώς επίσης τους δούλους και τις δούλες που είχαν αποκτήσει στη Χαρράν· και έφτασαν στη Χαναάν. Ο Άβραμ διέσχισε τη χώρα ως την περιοχή της Συχέμ, στη Δρυ Μορέχ. Στη χώρα τότε κατοικούσαν οι Χαναναίοι. Εκεί του φανερώθηκε ο Κύριος και του είπε: «Αυτήν τη γη θα τη δώσω στον απόγονό σου». Τότε ο Άβραμ έχτισε εκεί ένα θυσιαστήριο για τον Κύριο, που του φανερώθηκε. Από ’κει προχώρησε προς τα βουνά, ανατολικά της Βαιθήλ και στρατοπέδευσε ανάμεσα στη Βαιθήλ δυτικά, και στη Γαι ανατολικά. Εκεί έχτισε ακόμη ένα θυσιαστήριο για τον Κύριο και προσευχήθηκε σ’ αυτόν. Έπειτα συνέχισε την πορεία του με κατεύθυνση προς νότον. Εκείνο τον καιρό ξέσπασε πείνα στη Χαναάν και ο Άβραμ κατέβηκε στην Αίγυπτο για να μείνει εκεί, γιατί η πείνα ήταν μεγάλη. Όταν πλησίαζε στην Αίγυπτο, είπε στη Σάρα, τη γυναίκα του: «Ξέρω πως είσαι γυναίκα με ωραία εμφάνιση. Αν σε δουν οι Αιγύπτιοι θα καταλάβουν πως είσαι γυναίκα μου. Τότε θα με σκοτώσουν· εσένα όμως θα σ’ αφήσουν να ζήσεις. Να λες λοιπόν ότι είσαι αδερφή μου, για να μου φερθούν καλά και να μ’ αφήσουνε να ζήσω για χάρη σου». Όταν ο Άβραμ έφτασε στην Αίγυπτο, οι Αιγύπτιοι είδαν πράγματι ότι η γυναίκα ήταν πάρα πολύ ωραία. Την είδαν και οι αυλικοί του Φαραώ, τού την παίνεψαν και την έφεραν στο ανάκτορό του. Για χάρη της Σάρας φέρθηκαν καλά στον Άβραμ, και του έδωσαν πρόβατα, βόδια, γαϊδούρια αρσενικά και θηλυκά, δούλους, δούλες, και καμήλες. Αλλά ο Κύριος χτύπησε με μεγάλες συμφορές το Φαραώ και τους αυλικούς του εξαιτίας της Σάρας, της γυναίκας του Άβραμ. Τότε ο Φαραώ κάλεσε τον Άβραμ και του είπε: «Τι ήταν αυτό που μου έκανες! Γιατί δε μου το είπες ότι αυτή είναι γυναίκα σου; Γιατί είπες ότι είναι αδερφή σου, κι εγώ την πήρα γυναίκα μου; Τώρα λοιπόν να η γυναίκα σου. Πάρ’ την και φύγε». Και έδωσε ο Φαραώ διαταγή στους άντρες του να συνοδέψουν έξω από τη χώρα τον Άβραμ, τη γυναίκα του και όλα όσα είχε. Ο Άβραμ ανέβηκε από την Αίγυπτο προς το νότιο τμήμα της Χαναάν, μαζί με τη γυναίκα του και όλα τα υπάρχοντά του· μαζί του ήταν και ο Λωτ. Ο Άβραμ ήταν πάρα πολύ πλούσιος σε κοπάδια, ασήμι και χρυσάφι. Προχώρησε με ενδιάμεσους σταθμούς από τα νότια της Χαναάν ως τη Βαιθήλ. Ήρθε και στον τόπο όπου είχε κατασκηνώσει την προηγούμενη φορά, δηλαδή μεταξύ Βαιθήλ και Γαι, και είχε χτίσει αρχικά το θυσιαστήριο. Εκεί ο Άβραμ προσευχήθηκε στον Κύριο. Ο Λωτ, που συνόδευε τον Άβραμ, είχε κι αυτός αποκτήσει πρόβατα, βόδια και σκηνές. Η χώρα όμως δεν επαρκούσε για να κατοικήσουν και οι δύο μαζί, γιατί τα υπάρχοντά τους ήταν πάρα πολλά. Οι βοσκοί του Άβραμ μάλωναν με τους βοσκούς του Λωτ. Στη χώρα τότε κατοικούσαν οι Χαναναίοι και οι Φερεζαίοι. Είπε λοιπόν ο Άβραμ στο Λωτ: «Ας μην υπάρχει διαμάχη ανάμεσά μας κι ανάμεσα στους βοσκούς μου και στους βοσκούς σου. Εμείς είμαστε αδέρφια. Όλη η χώρα είναι στη διάθεσή σου. Ας χωρίσουμε, λοιπόν. Αν εσύ πας προς τα αριστερά, εγώ θα πάω προς τα δεξιά· κι αν εσύ πας προς τα δεξιά, εγώ θα πάω προς τα αριστερά». Ο Λωτ κοίταξε ολόγυρα και είδε την κοιλάδα του Ιορδάνη, που ποτιζόταν ολόκληρη μέχρι τη Σηγώρ. Πριν καταστρέψει ο Κύριος τα Σόδομα και τα Γόμορρα, η περιοχή ήταν σαν παράδεισος, σαν τη χώρα της Αιγύπτου. Διάλεξε λοιπόν για τον εαυτό του την κοιλάδα του Ιορδάνη και μετακόμισε προς τ’ ανατολικά· έτσι χωρίστηκαν ο ένας από τον άλλο. Ο Άβραμ έμεινε στη Χαναάν και ο Λωτ έστησε τις σκηνές του ανάμεσα στις πόλεις της κοιλάδας, κοντά στα Σόδομα. Οι άνθρωποι όμως των Σοδόμων ήταν κακοί και πάρα πολύ αμαρτωλοί ενώπιον του Κυρίου. Αφού ο Άβραμ είχε αποχωριστεί από το Λωτ, ο Κύριος του είπε: «Σήκωσε τα μάτια σου και κοίτα ένα γύρο από τον τόπο που βρίσκεσαι, προς το βορρά και το νότο, προς την ανατολή και τη δύση. Όλη τη χώρα που βλέπεις θα τη δώσω σ’ εσένα και στους απογόνους σου για πάντα. Θα σου δώσω τόσους πολλούς απογόνους σαν τους κόκκους της σκόνης στη γη. Αν ποτέ κανείς μπορέσει να μετρήσει τους κόκκους της σκόνης πάνω στη γη, τότε θα είναι δυνατό να μετρηθούν και οι απόγονοί σου. Σήκω να περιδιαβείς τη χώρα σε μάκρος και σε πλάτος, γιατί σ’ εσένα θα τη δώσω». Έτσι ο Άβραμ μάζεψε τις σκηνές του και ήρθε να κατοικήσει κοντά στη Δρυ Μαμβρή, στη Χεβρών, όπου και έχτισε ένα θυσιαστήριο για τον Κύριο. Εκείνη την εποχή, ο Αμραφέλ, βασιλιάς της Σεναάρ, ο Αριώχ, βασιλιάς της Ελλασάρ, ο Χοδολλογομέρ, βασιλιάς της Αιλάμ, και ο Θιδάλ, βασιλιάς των Γκογίμ, κήρυξαν τον πόλεμο στο Βερά, βασιλιά των Σοδόμων, στο Βαρσά, βασιλιά των Γομόρρων, στο Σινόβ, βασιλιά της Αδαμά, στο Σεμαίβερ, βασιλιά της Σεβωίμ, κι επίσης στο βασιλιά της Βελά, δηλαδή της Σηγώρ. Όλοι αυτοί οι τελευταίοι συγκεντρώθηκαν στην Κοιλάδα Σιδδίμ, δηλαδή στη Νεκρά Θάλασσα. Δώδεκα χρόνια ήταν υπόδουλοι στο Χοδολλογομέρ, και το δέκατο τρίτο έτος επαναστάτησαν. Το δέκατο τέταρτο έτος, όμως, ο Χοδολλογομέρ και οι σύμμαχοί του βασιλιάδες ήρθαν και σύντριψαν τους Ρεφαΐτες στην Ασταρώθ-Καρνάιμ, τους Ζουζίτες κοντά στην Αμ, τους Εμαίους στην πεδιάδα της Κιριαθάιμ, και τους Χορραίους στα βουνά Σηείρ, ως την Ελ-Φαράν, στην έρημο. Έπειτα ξαναγύρισαν στην Αιν-Μισπά, δηλαδή στην Κάδης· κατέστρεψαν όλη τη χώρα των Αμαληκιτών και νίκησαν τους Αμορραίους, που κατοικούσαν στη Χασεσών-Ταμάρ. Τότε οι βασιλιάδες των Σοδόμων, των Γομόρρων, της Αδαμά, της Σεβωίμ και της Βελά (δηλαδή της Σηγώρ) βγήκαν στην Κοιλάδα Σιδδίμ και παρατάχθηκαν για πόλεμο εναντίον του Χοδολλογομέρ βασιλιά της Αιλάμ, του Τιδάλ βασιλιά των Γκογίμ, του Αμραφέλ βασιλιά της Σεναάρ και του Αριώχ βασιλιά της Ελλασάρ –τέσσερις βασιλιάδες εναντίον πέντε. Αλλά η Κοιλάδα Σιδδίμ είχε πολλούς λάκκους με πίσσα και κατά την υποχώρησή τους οι βασιλιάδες των Σοδόμων και των Γομόρρων έπεσαν μέσα εκεί· οι υπόλοιποι έφυγαν προς τα βουνά. Οι νικητές λεηλάτησαν τα Σόδομα και τα Γόμορρα και πήραν όλα τα αποθέματα τροφίμων. Πήραν ακόμη αιχμάλωτο τον ανηψιό του Άβραμ, το Λωτ, που κατοικούσε στα Σόδομα, και όλα τα υπάρχοντά του, και έφυγαν. Κάποιος όμως που γλίτωσε, ήρθε και τα ανάγγειλε όλα αυτά στον Άβραμ τον Εβραίο. Αυτός κατοικούσε κοντά στη Δρυ του Μαμβρή του Αμορραίου, αδερφού του Εσκώλ και του Ανέρ, οι οποίοι ήταν σύμμαχοι του Άβραμ. Όταν ο Άβραμ άκουσε ότι αιχμαλωτίστηκε ο συγγενής του, εξόπλισε τριακόσιους δεκαοχτώ από τους υπηρέτες του, που είχαν γεννηθεί στο σπίτι του, και καταδίωξε τους τέσσερις βασιλιάδες ως τη Δαν. Τη νύχτα χώρισε τους άντρες του σε μικρές ομάδες, επιτέθηκε στους εχθρούς και τους κατατρόπωσε. Τους καταδίωξε ως τη Χοβά, βόρεια της Δαμασκού, και πήρε πίσω όλα τους τα λάφυρα. Έφερε πίσω και τον συγγενή του το Λωτ και όλα του τα υπάρχοντα, μαζί με τις γυναίκες και τους άλλους αιχμαλώτους. Καθώς ο Άβραμ επέστρεφε, μετά τη συντριβή του Χοδολλογομέρ και των συμμάχων του βασιλιάδων, βγήκε ο βασιλιάς των Σοδόμων να τον προϋπαντήσει στην Κοιλάδα Σαβέ, που λέγεται και «Κοιλάδα του Βασιλιά». Επίσης και ο Μελχισεδέκ, ο βασιλιάς της Σαλήμ, που ήταν και ιερέας του ύψιστου Θεού, ήρθε κι έφερε στον Άβραμ ψωμί και κρασί. Τον ευλόγησε και του είπε: «Ευλογημένος να είσαι, Άβραμ, από τον ύψιστο Θεό, το δημιουργό του ουρανού και της γης! Ευλογημένος να είναι κι ο ύψιστος Θεός, που παρέδωσε τους εχθρούς σου στην εξουσία σου!» Ο Άβραμ τότε έδωσε στο Μελχισεδέκ το ένα δέκατο απ’ όλα του τα λάφυρα. Ο βασιλιάς των Σοδόμων είπε στον Άβραμ: «Δώσ’ μου μόνο τους άντρες και κράτησε για τον εαυτό σου τα λάφυρα». Αλλά ο Άβραμ τού απάντησε: «Ορκίζομαι στον Κύριο, τον ύψιστο Θεό, που δημιούργησε τον ουρανό και τη γη: Ούτε μία κλωστή, ούτε ένα κορδόνι από σανδάλι, τίποτα δε θα κρατήσω απ’ όσα σου ανήκουν, για να μην πεις, “εγώ έκανα πλούσιο τον Άβραμ”. Τίποτα δε θα κρατήσω για τον εαυτό μου, παρά μόνον όσα έφαγαν οι άντρες μου. Επίσης οι σύμμαχοί μου Ανέρ, Εσκώλ και Μαμβρή θα πάρουν το μερίδιο τους». Ύστερα απ’ αυτά τα γεγονότα, ο Κύριος είπε σε όραμα στον Άβραμ: «Μη φοβάσαι, Άβραμ. Εγώ είμαι η ασπίδα σου. Η ανταμοιβή σου θα είναι πάρα πολύ μεγάλη». Ο Άβραμ απάντησε: «Δέσποτα Κύριε, τι θα μου δώσεις; Εγώ φεύγω άτεκνος· και κληρονόμος του σπιτιού μου είναι ο Ελιέζερ από τη Δαμασκό». Και πρόσθεσε: «Αφού δεν μου έδωσες απογόνους, θα με κληρονομήσει ο δούλος του σπιτιού μου». Ο Κύριος του αποκρίθηκε: «Δε θα σε κληρονομήσει αυτός, αλλά εκείνος που θα βγει από τα σπλάχνα σου». Τον έφερε τότε έξω και του είπε: «Κοίτα τον ουρανό και μέτρα τ’ αστέρια, αν μπορείς να τα μετρήσεις. Έτσι αναρίθμητοι θα είναι και οι απόγονοί σου». Ο Άβραμ πίστεψε στον Κύριο και γι’ αυτή του την πίστη ο Κύριος τον αναγνώρισε δίκαιο. Του είπε ακόμα: «Εγώ είμαι ο Κύριος, που σε έβγαλα από την Ουρ των Χαλδαίων, για να σου δώσω αυτή τη χώρα για ιδιοκτησία σου». Ο Άβραμ ρώτησε: «Δέσποτα Κύριε, πώς θα ξέρω ότι θα είναι δική μου;» Τότε ο Κύριος του είπε: «Φέρε μου ένα δαμάλι τριών ετών κι ένα κατσίκι τριών ετών, ένα κριάρι τριών ετών, ένα τρυγόνι και ένα περιστέρι». Ο Άβραμ έφερε όλα αυτά τα ζώα, τα έκοψε στη μέση και τα έβαλε σε δύο σειρές, κάθε μισό απέναντι στο άλλο. Μόνο τα πουλιά δεν τα έκοψε στα δύο. Πάνω στα σφαγμένα ζώα άρχισαν να ορμούν αρπακτικά όρνια κι ο Άβραμ τα έδιωχνε. Καθώς ο ήλιος άρχισε να βασιλεύει, ο Άβραμ έπεσε σε βαθύ ύπνο, και τον έπιασε έντονο και φοβερό άγχος. Τότε του είπε ο Κύριος: «Να το ξέρεις καλά πως κάποτε οι απόγονοί σου θα πάνε να ζήσουν σε μια ξένη χώρα. Εκεί θα γίνουν δούλοι και θα τους καταπιέσουν για τετρακόσια χρόνια. »Αλλά εγώ θα τιμωρήσω το λαό που θα τους υποδουλώσει και τότε θα φύγουν από τη χώρα εκείνη με πλούτη πολλά. Εσύ θα πεθάνεις ειρηνικά σε βαθιά γεράματα και θα ταφείς. Όταν φτάσουν στην τέταρτη γενιά θα επιστρέψουν εδώ, γιατί ως τότε δεν θα έχει ακόμη ολοκληρωθεί η ανομία των Αμορραίων για να τιμωρηθούν». Όταν ο ήλιος βασίλεψε τελείως κι έπεσε το σκοτάδι, φάνηκε ξαφνικά ένα καμίνι να καπνίζει, και μια πύρινη φλόγα πέρασε ανάμεσα σ’ εκείνα τα κομμάτια των ζώων. Μ’ αυτόν τον τρόπο ο Κύριος έκανε διαθήκη με τον Άβραμ και του είπε: «Στους απογόνους σου θα δώσω αυτή τη χώρα, από τον ποταμό της Αιγύπτου μέχρι το μεγάλο ποταμό, δηλαδή τον Ευφράτη, που τώρα την κατοικούν οι Κεναίοι, οι Κενεζαίοι, οι Κεδμωναίοι, οι Χετταίοι, οι Φερεζαίοι, οι Ρεφαΐτες, οι Αμορραίοι, οι Χαναναίοι, οι Γεργεσαίοι και οι Ιεβουσαίοι». Η Σάρα, η γυναίκα του Άβραμ, δεν του γεννούσε παιδιά. Στην υπηρεσία της είχε μια δούλη Αιγύπτια, που ονομαζόταν Άγαρ. Είπε λοιπόν η Σάρα στον Άβραμ: «Ο Κύριος μου στέρησε την ικανότητα να γεννώ. Πήγαινε, λοιπόν, στη δούλη μου, και ίσως αποκτήσω μέσω αυτής ένα γιο». Ο Άβραμ άκουσε τα λόγια της Σάρας. Έτσι, δέκα χρόνια μετά την εγκατάστασή του στη Χαναάν, η γυναίκα του η Σάρα του έδωσε την Άγαρ, την Αιγύπτια δούλη της, για γυναίκα. Ο Άβραμ, λοιπόν, συνευρέθηκε με την Άγαρ κι εκείνη έμεινε έγκυος. Όταν η Άγαρ είδε ότι ήταν έγκυος, άρχισε να φέρεται στην κυρά της με περιφρόνηση. Τότε είπε η Σάρα στον Άβραμ: «Εσύ είσαι η αιτία για την προσβολή που μου γίνεται. Εγώ σου έδωσα τη δούλη μου στην αγκαλιά σου κι εκείνη όταν είδε ότι έμεινε έγκυος άρχισε να με περιφρονεί. Ο Κύριος ας είναι κριτής ανάμεσα σ’ εμένα και σ’ εσένα». Ο Άβραμ απάντησε στη Σάρα: «Ορίστε η δούλη σου, στη διάθεσή σου. Κάνε της ό,τι σου αρέσει». Τότε η Σάρα άρχισε να κακομεταχειρίζεται την Άγαρ, κι εκείνη έφυγε από κοντά της. Κοντά σε μια νεροπηγή στην έρημο, στο δρόμο προς τη Σουρ, τη συνάντησε ένας άγγελος του Κυρίου και της είπε: «Άγαρ, δούλη της Σάρας, από πού έρχεσαι και πού πηγαίνεις;» Εκείνη απάντησε: «Έφυγα απ’ την κυρά μου τη Σάρα». Ο άγγελος της είπε: «Γύρνα πίσω στην κυρά σου και υποτάξου σ’ αυτήν». Της είπε ακόμα: «Θα σου δώσω τόσους πολλούς απογόνους, που κανείς δε θα μπορεί να τους μετρήσει. Τώρα είσαι έγκυος· θα γεννήσεις γιο και θα τον ονομάσεις Ισμαήλ, γιατί ο Κύριος άκουσε τον πόνο σου. Αυτός θα είναι άνθρωπος αγροίκος. Θα φέρεται σε όλους με σκληρότητα και όλοι γύρω του θα του φέρνονται με σκληρότητα· θα ζει χώρια από τους υπόλοιπους συγγενείς του». Η Άγαρ απέδωσε στον Κύριο που της μιλούσε το όνομα: «Εσύ είσαι ο Ελ-Ροΐ» (ο Θεός που με βλέπει), επειδή σκέφτηκε: «Είδα άραγε εδώ εκείνον που με βλέπει;» Γι’ αυτό και το πηγάδι εκείνο το ονόμασε «Μπεέρ-Λαχαΐ-Ροΐ», δηλαδή «Πηγάδι του αληθινού Θεού που με βλέπει» –αυτό βρίσκεται ανάμεσα στην Κάδης και στη Βαράδ. Η Άγαρ γέννησε στον Άβραμ γιο κι εκείνος τον ονόμασε Ισμαήλ. Εκείνη την εποχή ο Άβραμ ήταν ογδόντα έξι ετών. Όταν ο Άβραμ ήταν ενενήντα εννέα ετών, του φανερώθηκε ο Κύριος και του είπε: «Εγώ είμαι ο Ελ-Σαδδάι (Θεός παντοκράτορας). Να ζεις σύμφωνα με το θέλημά μου και να είσαι τέλειος. Θα συνάψω μαζί σου διαθήκη, και θα σου δώσω πολλούς απογόνους». Ο Άβραμ έπεσε με το πρόσωπό του στη γη και ο Θεός τού είπε: «Αυτή είναι η διαθήκη που κάνω μαζί σου: Θα γίνεις πατέρας ενός πλήθους εθνών. Δε θα ονομάζεσαι πια Άβραμ αλλά Αβραάμ, γιατί θα σε κάνω πατέρα πλήθους εθνών. Θα κάνω ν’ αποκτήσεις πολλούς απογόνους και να γίνεις γενάρχης λαών· και βασιλιάδες θα προέλθουν από σένα. Τη διαθήκη μου τη συνάπτω μαζί σου αλλά θα ισχύει και για όλες τις γενιές των απογόνων –διαθήκη αιώνια, ώστε να είμαι Θεός δικός σου και των απογόνων σου. Σ’ εσένα και τους απογόνους σου θα δώσω τη χώρα όπου τώρα κατοικείς σαν ξένος, όλη τη χώρα της Χαναάν, για αιώνια ιδιοκτησία και θα είμαι Θεός τους». Είπε ακόμα ο Θεός στον Αβραάμ: «Θα πρέπει, όμως, να τηρείς τη διαθήκη μου τόσο εσύ όσο και οι επόμενες γενιές των απογόνων σου. Αυτή είναι η διαθήκη μου που θα τηρείτε: Κάθε αρσενικό παιδί σας θα περιτέμνεται. Θα κάνετε την περιτομή, κι αυτή θ’ αποτελεί σημείο της διαθήκης ανάμεσα σ’ εμένα και σ’ εσάς. Κάθε παιδί θα περιτέμνεται την όγδοη ημέρα από τη γέννησή του. Αυτό ισχύει για κάθε αρσενικό παιδί σε όλες τις γενιές σας, καθώς και για κάθε δούλο, είτε είναι γεννημένος στο σπίτι είτε αγορασμένος από ξένους και δεν περιλαμβάνεται στους απογόνους σας. Θα πρέπει οπωσδήποτε καθένας που γεννήθηκε στο σπίτι σου ή αγοράστηκε με χρήματα, να περιτέμνεται. Έτσι η διαθήκη μου θα μαρτυρείται στο σώμα σας, διαθήκη αιώνια. Ο απερίτμητος, δηλαδή αυτός που δε θα έχει κάνει περιτομή, θα αποκόπτεται από το λαό του, γιατί θα έχει παραβεί τη διαθήκη μου». Έπειτα ο Θεός είπε στον Αβραάμ: «Η Σάρα η γυναίκα σου δεν θα ονομάζεται πια Σάρα, αλλά Σάρρα. Θα την ευλογήσω και θα σου δώσω γιο απ’ αυτήν. Θα την ευλογήσω και θα προέλθουν απ’ αυτήν λαοί και βασιλιάδες λαών». Τότε ο Αβραάμ έσκυψε το πρόσωπο και γέλασε, γιατί σκέφτηκε: «Είναι δυνατόν ένας άντρας εκατό χρονών ν’ αποκτήσει γιο, και η Σάρρα, ενενήντα χρονών, να γεννήσει;» Και είπε στο Θεό: «Μακάρι ν’ αφήσεις να ζήσει ο Ισμαήλ!» Αλλά ο Θεός απάντησε: «Και όμως, η Σάρρα η γυναίκα σου θα σου γεννήσει γιο και θα τον ονομάσεις Ισαάκ. Μ’ αυτόν θα συνάψω τη διαθήκη μου και με τους απογόνους του, διαθήκη αιώνια. Σχετικά με τον Ισμαήλ σε άκουσα. Θα τον ευλογήσω, και θα του δώσω αμέτρητα παιδιά και απογόνους. Δώδεκα ηγεμόνες θα προέλθουν απ’ αυτόν· θα τον κάνω μεγάλο έθνος. Τη διαθήκη μου όμως θα τη συνάψω με τον Ισαάκ, που θα σου γεννήσει η Σάρρα, του χρόνου τέτοιον καιρό». Όταν ο Θεός τελείωσε τη συνομιλία με τον Αβραάμ έφυγε απ’ αυτόν. Την ίδια εκείνη μέρα, ο Αβραάμ έκανε περιτομή στο γιο του τον Ισμαήλ και σε κάθε αρσενικό από το προσωπικό του, δηλαδή στους δούλους που είχαν γεννηθεί στο σπίτι του και σ’ εκείνους που τους είχε αποκτήσει με χρήματα, όπως του είπε ο Θεός. Ο Αβραάμ ήταν ενενήντα εννέα ετών όταν έκανε περιτομή στον εαυτό του, κι ο γιος του ο Ισμαήλ δεκατριών. Την ίδια εκείνη μέρα, λοιπόν, περιτμήθηκαν ο Αβραάμ και ο γιος του ο Ισμαήλ, μαζί και όλοι οι υπηρέτες του σπιτιού του. Ο Κύριος παρουσιάστηκε στον Αβραάμ, κοντά στη Δρυ Μαμβρή, ενώ αυτός καθόταν στο άνοιγμα της σκηνής του κατά το μεσημέρι. Σήκωσε τα μάτια του και είδε τρεις άντρες να στέκονται απέναντί του. Αμέσως έτρεξε να τους προϋπαντήσει και τους προσκύνησε ως τη γη. «Κύριέ μου», είπε, «αν έχω την εύνοιά σου, μην προσπεράσεις το δούλο σου. Ας φέρουν λίγο νερό να πλύνετε τα πόδια σας, και μετά μπορείτε ν’ αναπαυθείτε κάτω από το δέντρο. Θα φέρω και λίγο ψωμί να πάρετε δύναμη, και μετά μπορείτε να πηγαίνετε. Περάστε λοιπόν από το δούλο σας». Εκείνοι απάντησαν: «Κάνε όπως είπες». Τότε ο Αβραάμ έτρεξε στη σκηνή και είπε στη Σάρρα: «Πάρε γρήγορα τρεις γαβάθες αλεύρι εκλεκτό, ζύμωσέ το και κάνε πίττες». Μετά έτρεξε στα βόδια, πήρε ένα μοσχάρι τρυφερό και καλό, το έδωσε στον υπηρέτη, κι εκείνος το ετοίμασε στα γρήγορα. Πήρε ακόμα βούτυρο, γάλα και το μοσχάρι που είχε ετοιμάσει και τα έβαλε μπροστά στους άντρες. Αυτός στεκόταν απέναντί τους κάτω από τα δέντρα κι εκείνοι έτρωγαν. Τότε ρώτησαν τον Αβραάμ: «Πού είναι η Σάρρα η γυναίκα σου;» Αυτός απάντησε: «Εκεί, στη σκηνή». Κι ο Κύριος είπε: «Του χρόνου τέτοια εποχή θα ξανάρθω και η γυναίκα σου η Σάρρα θα έχει γιο». Η Σάρρα τα άκουγε όλα αυτά, γιατί στεκόταν από πίσω του, στο άνοιγμα της σκηνής. Ο Αβραάμ και η Σάρρα ήταν γέροντες προχωρημένης ηλικίας, και η Σάρρα δεν είχε πια περίοδο. Η Σάρρα λοιπόν γέλασε κρυφά καθώς σκεφτόταν: «Αφού γέρασα, είναι δυνατό να έχω ορμές; Κι ο άντρας μου είναι κι αυτός γέροντας». Αλλά ο Κύριος είπε στον Αβραάμ: «Γιατί γέλασε η Σάρρα; Γιατί αμφιβάλλει ότι θ’ αποκτήσει γιο τώρα που γέρασε; Τίποτα δεν είναι αδύνατο για τον Κύριο! Όταν την ίδια εποχή ύστερα από ένα χρόνο θα ξανάρθω σπίτι σου, η Σάρρα θα έχει γιο». Η Σάρρα αρνήθηκε και είπε: «Δε γέλασα» –γιατί φοβήθηκε. Αλλά κείνος της είπε: «Κι όμως, γέλασες». Από ’κει οι άντρες έφυγαν και κατευθύνθηκαν προς τα Σόδομα. Ο Αβραάμ βάδιζε μαζί τους για να τους κατευοδώσει. Τότε ο Κύριος είπε: «Είναι σωστό να κρύψω από τον Αβραάμ αυτό που πρόκειται να πράξω; Ένα μεγάλο και ισχυρό έθνος θα προέλθει, λοιπόν, από τον Αβραάμ και στο πρόσωπό του θα ευλογηθούν όλα τα έθνη της γης. Αυτόν διάλεξα για να διατάξει τους γιους του και τους απογόνους του ν’ ακολουθούν το δρόμο του Κυρίου, να κάνουν το σωστό και το δίκαιο, ώστε ο Κύριος να πραγματοποιήσει όσα έχει υποσχεθεί στον Αβραάμ». Είπε λοιπόν ο Κύριος: «Η κακή φήμη των Σοδόμων και των Γομόρρων διαδόθηκε πολύ και η αμαρτία τους είναι πολύ βαριά. θα κατεβώ, λοιπόν, να εξακριβώσω αν αληθεύουν όλες αυτές οι διαδόσεις που έφτασαν ως εμένα». Οι δύο από τους άντρες έφυγαν από ’κει και κατευθύνθηκαν προς τα Σόδομα. Αλλά ο Κύριος παρέμεινε ακόμη μαζί με τον Αβραάμ. Πλησίασε τότε ο Αβραάμ και του είπε: «θα καταστρέψεις τους δικαίους μαζί με τους αμαρτωλούς; Ίσως υπάρχουν πενήντα δίκαιοι στην πόλη. Θα τους καταστρέψεις κι αυτούς; Δε θα συγχωρήσεις την περιοχή για χάρη των πενήντα δικαίων που βρίσκονται σ’ αυτήν; Δε γίνεται να το κάνεις εσύ αυτό, να θανατώσεις δηλαδή δικαίους κι αμαρτωλούς μαζί, σαν να ήταν όλοι το ίδιο. Δεν είναι δυνατό! Ο κριτής όλης της γης δεν πρέπει να αποδώσει δικαιοσύνη;» Ο Κύριος απάντησε: «Αν βρω στην πόλη των Σοδόμων πενήντα δικαίους, θα συγχωρήσω για χάρη τους ολόκληρη την περιοχή». Ο Αβραάμ αποκρίθηκε: «Συγχώρησέ με, Κύριέ μου, που τολμώ να σου μιλάω, ενώ είμαι χώμα και σκόνη. Ίσως όμως από τους πενήντα δικαίους να λείπουν πέντε· θα καταστρέψεις εξαιτίας τών πέντε όλη την πόλη;» Ο Κύριος απάντησε: «Δε θα την καταστρέψω αν βρω εκεί σαράντα πέντε δικαίους». Ο Αβραάμ συνέχισε: «Ίσως όμως βρεθούν εκεί μόνο σαράντα». Ο Κύριος απάντησε: «Για χάρη των σαράντα δε θα κάνω τίποτα». Ο Αβραάμ ξαναμίλησε: «Μη θυμώσεις, Κύριέ μου, που θα σου μιλήσω πάλι: Ίσως βρεθούν εκεί τριάντα δίκαιοι». Κι ο Κύριος απάντησε: «Δε θα κάνω τίποτα αν βρω εκεί τριάντα». Ο Αβραάμ επέμεινε: «Τώρα που άρχισα να μιλάω με τον Κύριό μου, ας πω κάτι ακόμα: Αν βρεθούν εκεί είκοσι;» Ο Κύριος απάντησε: «Δε θα καταστρέψω την πόλη για χάρη των είκοσι». Ο Αβραάμ επανήλθε: «Μη θυμώσεις, Κύριέ μου, που θα σου μιλήσω για μια φορά ακόμα: Ίσως βρεθούν εκεί δέκα δίκαιοι». Ο Κύριος απάντησε: «Δε θα καταστρέψω την πόλη, για χάρη των δέκα». Μόλις ο Κύριος τελείωσε τη συνομιλία του με τον Αβραάμ έφυγε· κι ο Αβραάμ ξαναγύρισε στη σκηνή του. Οι δύο άγγελοι έφτασαν στα Σόδομα το βράδυ, και ο Λωτ καθόταν στην πύλη της πόλης. Μόλις τους είδε, σηκώθηκε να τους προϋπαντήσει και τους προσκύνησε, πέφτοντας με το πρόσωπο στη γη. «Παρακαλώ, κύριοί μου», τους είπε, «ελάτε στο σπίτι του δούλου σας να περάσετε τη νύχτα. Να πλύνετε τα πόδια σας, και το πρωί σηκώνεστε και συνεχίζετε το δρόμο σας». Εκείνοι απάντησαν: «Όχι, θα περάσουμε τη νύχτα έξω». Ο Λωτ όμως επέμενε κι έτσι αποφάσισαν να μείνουν μαζί του και πήγαν σπίτι του. Τους ετοίμασε δείπνο, έψησε άζυμα ψωμιά και έφαγαν. Πριν όμως κοιμηθούν, οι άντρες των Σοδόμων περικύκλωσαν από παντού το σπίτι. Ήταν εκεί όλος ο αντρικός πληθυσμός της πόλης, νέοι και γέροι. Φώναζαν στο Λωτ και του έλεγαν: «Πού είναι εκείνοι οι άνθρωποι που ήρθαν σπίτι σου απόψε; Φέρ’ τους μας έξω, να συνευρεθούμε μαζί τους!» Τότε ο Λωτ βγήκε έξω να τους μιλήσει κι έκλεισε πίσω του την πόρτα. «Σας παρακαλώ αδέρφια μου», τους έλεγε, «μην κάνετε κανένα κακό. Να, έχω δύο κόρες, που δεν έχουν γνωρίσει άντρα. Θα σας τις φέρω, κι εσείς κάντε τους ό,τι σας αρέσει. Μόνο στους ανθρώπους αυτούς μην κάνετε τίποτε· είναι φιλοξενούμενοί μου κι ήρθαν να προστατευτούν στο σπίτι μου». Εκείνοι όμως φώναζαν: «Φύγε από ’κει!» Και μεταξύ τους έλεγαν: «Ήρθε ένας ξένος και θέλει να μας κρίνει!» «Τώρα θα σου κάνουμε χειρότερα απ’ ό,τι σ’ εκείνους». Και σπρώχνοντας με βία το Λωτ προσπαθούσαν να του σπάσουν την πόρτα. Τότε οι φιλοξενούμενοι άπλωσαν το χέρι τους και τράβηξαν το Λωτ μέσα στο σπίτι και έκλεισαν την πόρτα. Και τύφλωσαν όλους όσοι ήταν απ’ έξω, μικρούς και μεγάλους, έτσι που άδικα προσπαθούσαν να βρουν την πόρτα του σπιτιού. Είπαν τότε οι δυο άντρες στο Λωτ: «Ποιον άλλον έχεις εδώ; Το γαμπρό σου, τους γιους σου και τις κόρες σου και όποιον δικό σου έχεις στην πόλη πάρ’ τους από δωπέρα, γιατί θα καταστρέψουμε αυτό τον τόπο. Είναι μεγάλη η κατακραυγή που υψώνεται στον Κύριο ενάντια στους κατοίκους της περιοχής κι ο Κύριος μας έστειλε να καταστρέψουμε τα Σόδομα». Ο Λωτ πήγε και μίλησε στους γαμπρούς του, που επρόκειτο να παντρευτούν τις θυγατέρες του και τους είπε: «Σηκωθείτε και φύγετε από δωπέρα γιατί ο Κύριος θα καταστρέψει την πόλη». Αυτό όμως φάνηκε αστείο στους γαμπρούς του. Όταν ξημέρωσε, οι άγγελοι πίεζαν το Λωτ και του έλεγαν: «Σήκω, πάρε τη γυναίκα σου και τις δυο σου κόρες, που βρίσκονται εδώ, για να μην καταστραφείς για τις αμαρτίες της πόλης». Κι επειδή καθυστερούσε, οι άντρες τον πήραν από το χέρι, αυτόν, τη γυναίκα του και τις θυγατέρες του και τους έβγαλαν έξω από την πόλη, γιατί τους λυπήθηκε ο Κύριος. Καθώς τους έβγαζαν έξω, είπε ο ένας: «Φύγε, για να σώσεις τη ζωή σου! Μην κοιτάξεις πίσω σου και μη σταθείς πουθενά σε όλη την περιοχή. Τρέξε να σωθείς στα βουνά, για να μην καταστραφείς». Τότε ο Λωτ του είπε: «Σε παρακαλώ, κύριέ μου, μην το κάνεις αυτό! Ξέρω πως ευεργετήθηκα από σένα και μου έδειξες μεγάλη αγάπη που μου έσωσες τη ζωή. Αλλά εγώ δεν μπορώ να τρέχω στα βουνά. Θα με προλάβει το κακό και θα πεθάνω. Εκεί κοντά είναι εκείνη η πόλη. Άσε με να καταφύγω σ’ αυτήν. Είναι αρκετά ασήμαντη και θα είμαι ασφαλής εκεί». Ο Κύριος του είπε: «Θ’ ακούσω κι αυτόν το λόγο σου, και δε θα καταστρέψω την πόλη που λες. Τρέξε να καταφύγεις σ’ αυτήν, γιατί δεν μπορώ να κάνω τίποτε, μέχρις ότου φτάσεις εκεί». Γι’ αυτό ονόμασαν την πόλη εκείνη Σηγώρ. Είχε ανατείλει ο ήλιος όταν ο Λωτ έφτασε στη Σηγώρ. Τότε ο Κύριος άφησε να βρέξει θειάφι και φωτιά στα Σόδομα και στα Γόμορρα εκ μέρους του Κυρίου, από τον ουρανό. Οι πόλεις εκείνες και οι κάτοικοί τους καθώς και όλη η γύρω περιοχή και η βλάστησή της καταστράφηκαν. Η γυναίκα όμως του Λωτ κοίταξε πίσω και έγινε στήλη άλατος. Το άλλο πρωί, σηκώθηκε ο Αβραάμ και πήγε στον τόπο όπου είχε συναντηθεί με το Θεό. Κοίταξε προς τα Σόδομα και τα Γόμορρα και σ’ όλη τη γύρω περιοχή και είδε ν’ ανεβαίνει από τη γη καπνός, σαν να ήταν καπνός από καμίνι. Όταν ο Θεός κατέστρεψε τις πόλεις της περιοχής, όπου κατοικούσε ο Λωτ, θυμήθηκε τον Αβραάμ και έσωσε το Λωτ από την καταστροφή. Ο Λωτ φοβόταν να μείνει στη Σηγώρ. Γι’ αυτό έφυγε από ’κει και κατοίκησε στα βουνά σε μια σπηλιά μαζί με τις δύο κόρες του. Μια μέρα, η μεγαλύτερη κόρη είπε στη μικρότερη: «Ο πατέρας μας γέρασε και δεν υπάρχει στην περιοχή άντρας να συνευρεθεί μαζί μας, όπως γίνεται σ’ όλον τον κόσμο. Έλα να μεθύσουμε τον πατέρα μας με κρασί και να πλαγιάσουμε μαζί του για ν’ αφήσουμε απογόνους απ’ αυτόν». Μέθυσαν λοιπόν τον πατέρα τους με κρασί εκείνη τη νύχτα, και πήγε η μεγαλύτερη και κοιμήθηκε μαζί του. Εκείνος όμως δεν την κατάλαβε ούτε όταν ξάπλωσε ούτε όταν σηκώθηκε. Την άλλη μέρα η μεγάλη κόρη είπε στη μικρή: «Χτες βράδυ πλάγιασα εγώ με τον πατέρα μας. Έλα να τον μεθύσουμε κι απόψε και μετά πήγαινε να κοιμηθείς κι εσύ μαζί του, για ν’ αφήσουμε απογόνους απ’ αυτόν». Μέθυσαν λοιπόν και εκείνη τη νύχτα τον πατέρα τους και πήγε η μικρότερη και πλάγιασε μαζί του. Αλλά και πάλι εκείνος δεν την κατάλαβε ούτε όταν ξάπλωσε ούτε όταν σηκώθηκε. Έτσι οι δύο κόρες του Λωτ έμειναν έγκυοι από τον πατέρα τους. Η μεγαλύτερη γέννησε γιο και τον ονόμασε Μωάβ. Αυτός είναι ο γενάρχης των σημερινών Μωαβιτών. Γέννησε κι η μικρότερη γιο και τον ονόμασε Βεν-Αμμί. Αυτός είναι ο γενάρχης των σημερινών Αμμωνιτών. Ο Αβραάμ αναχώρησε από ’κει για τα νότια της Χαναάν και εγκαταστάθηκε ανάμεσα στην Κάδης και στη Σουρ, κατοικώντας ως ξένος στα Γέραρα. Εκεί έλεγε για τη γυναίκα του τη Σάρρα ότι ήταν αδερφή του. Έτσι, ο βασιλιάς των Γεράρων Αβιμέλεχ έστειλε και πήρε τη Σάρρα στο παλάτι του. Τη νύχτα όμως παρουσιάστηκε ο Θεός στο όνειρό του και του είπε: «Πρόσεξε, θα πεθάνεις εξαιτίας της γυναίκας που πήρες, γιατί αυτή είναι γυναίκα άλλου». Ο Αβιμέλεχ όμως δεν είχε ακόμα πλησιάσει τη Σάρρα, και είπε: «Κύριε, μη με θανατώσεις δίκαιο άνθρωπο! Ο ίδιος ο Αβραάμ μού είπε ότι είναι αδερφή του, κι αυτή η ίδια με βεβαίωσε ότι αυτός είναι αδερφός της. Εγώ ό,τι έκανα το έκανα με καλή πρόθεση· δεν έπραξα τίποτε κακό». Τότε ο Θεός τού είπε, στο όνειρό του πάντα: «Το ξέρω κι εγώ ότι το έκανες με καλή πρόθεση· γι’ αυτό και σε προφύλαξα από του να αμαρτήσεις ενώπιόν μου, και δε σε άφησα να την αγγίξεις. Τώρα λοιπόν δώσε πίσω τη γυναίκα αυτού του ανθρώπου, γιατί είναι προφήτης· θα προσευχηθεί για σένα και θα ζήσεις. Αν όμως δεν του την επιστρέψεις, να ξέρεις ότι εξάπαντος θα πεθάνεις εσύ και όλοι οι δικοί σου». Ο Αβιμέλεχ σηκώθηκε νωρίς το πρωί, κάλεσε όλους τους αξιωματούχους του και τους ανακοίνωσε τα συμβάντα. Όλοι τους φοβήθηκαν πολύ. Έπειτα κάλεσε τον Αβραάμ και του είπε: «Τι μας έκανες! Τι σου έφταιξα εγώ, και έφερες σ’ εμένα και στο βασίλειό μου μια τόσο μεγάλη αμαρτία; Μου έκανες κάτι, που δεν επιτρέπεται να κάνει κανείς. Πού απέβλεπες όταν έκανες αυτό το πράγμα;» Ο Αβραάμ απάντησε: «Σκέφτηκα απλώς ότι δεν υπάρχει καθόλου φόβος Θεού σ’ αυτόν τον τόπο, και θα με σκότωναν εξαιτίας της γυναίκας μου. Κι έπειτα είναι πράγματι αδερφή μου· είναι κόρη του πατέρα μου, όχι όμως και της μάνας μου. Γι’ αυτό και έγινε γυναίκα μου. Όταν ο Θεός με οδήγησε μακριά από την πατρίδα μου στην ξενητειά, τής είπα: “Έτσι θα δείξεις την αγάπη σου σ’ εμένα: σε κάθε τόπο που θα πηγαίνουμε, θα λες για μένα ότι είμαι αδερφός σου”». Τότε ο Αβιμέλεχ πήρε πρόβατα και βόδια, δούλους και δούλες και τα έδωσε στον Αβραάμ. Μαζί τού έδωσε πίσω και τη Σάρρα τη γυναίκα του. Και του είπε ο Αβιμέλεχ: «Όλη η χώρα είναι μπροστά σου. Μείνε όπου σου αρέσει». Και στη Σάρρα είπε: «Δίνω στον αδερφό σου χίλια αργύρια. Αυτά θα αποτελούν απόδειξη για όλους τους δικούς σου, που θα βεβαιώνει σε όλους την αθωότητά σου». Τότε ο Αβραάμ προσευχήθηκε για τον Αβιμέλεχ και ο Θεός τον απάλλαξε από την ποινή. Επίσης θεράπευσε τη γυναίκα του και τις δούλες του και μπορούσαν πάλι να γεννούν· γιατί εξαιτίας του περιστατικού με τη Σάρρα, τη γυναίκα του Αβραάμ, ο Κύριος είχε κάνει ώστε καμιά γυναίκα στο παλάτι του Αβιμέλεχ να μην μπορεί να γεννήσει. Ο Κύριος φρόντισε για τη Σάρρα, όπως είχε πει, και έκανε γι’ αυτήν ό,τι είχε υποσχεθεί. Έτσι η Σάρρα έμεινε έγκυος και γέννησε ένα γιο στον Αβραάμ, στα γηρατειά του, το χρόνο που του είχε ορίσει ο Θεός. Ο Αβραάμ ονόμασε το γιο που του γέννησε η Σάρρα, Ισαάκ, και μετά από οκτώ μέρες τού έκανε περιτομή, όπως τον είχε διατάξει ο Θεός. Ο Αβραάμ ήταν εκατό ετών όταν γεννήθηκε ο Ισαάκ, ο γιος του. Και είπε η Σάρρα: «Περίγελω μ’ έκανε ο Θεός. Όποιος ακούει ότι έκανα γιο θα γελάει μ’ εμένα!» Και συνέχισε: «Ποιος να το ’λεγε στον Αβραάμ ότι η Σάρρα θα θήλαζε παιδιά! Στα γηρατειά του τού γέννησα παιδί». Το παιδί μεγάλωσε και ήρθε η μέρα να το απογαλακτίσουν κι ο Αβραάμ έκανε μεγάλο δείπνο την ημέρα εκείνη. Μια μέρα η Σάρρα είδε το γιο που γέννησε στον Αβραάμ η Άγαρ, η Αιγύπτια, να παίζει. Και είπε στον Αβραάμ: «Διώξε αυτή τη δούλα και το παιδί της, γιατί το παιδί αυτηνής δεν πρέπει να κληρονομήσει μαζί με το γιο μου, τον Ισαάκ». Τα λόγια αυτά για το γιο του δεν άρεσαν καθόλου στον Αβραάμ. Αλλά ο Θεός τού είπε: «Μη λυπάσαι για το παιδί και τη δούλη σου. Κάνε ό,τι σου λέει η Σάρρα, γιατί από τον Ισαάκ θ’ αποκτήσεις τους απογόνους σου. Αλλά και από το γιο της δούλης θα κάνω ένα λαό· γιος σου είναι κι εκείνος». Την άλλη μέρα σηκώθηκε ο Αβραάμ, πήρε ψωμί κι ένα ασκί νερό και τα έδωσε στην Άγαρ. Έβαλε στους ώμους της το παιδί και την έδιωξε. Εκείνη έφυγε και περιπλανιόταν στην έρημο της Βέερ-Σεβά. Όταν το νερό από το ασκί τελείωσε, έριξε το παιδί κάτω από ένα θάμνο κι εκείνη πήγε και κάθισε αντίκρυ σε απόσταση βολής τόξου, γιατί δεν μπορούσε να βλέπει το παιδί της να πεθαίνει. Καθόταν, λοιπόν, εκεί και έκλαιγε με γοερές κραυγές. Ο Θεός όμως άκουσε τις φωνές του παιδιού, κι ένας άγγελος Θεού φώναξε στην Άγαρ από τον ουρανό και της είπε: «Τι σου συμβαίνει Άγαρ; Μη φοβάσαι! Ο Θεός άκουσε το παιδί σου που φωνάζει πέρα ’κει. Σήκω, πάρε το παιδί και κράτησέ το στην αγκαλιά σου, γιατί απ’ αυτό θα κάνω ένα μεγάλο λαό». Τότε ο Θεός τής άνοιξε τα μάτια και είδε ένα πηγάδι με νερό. Πήγε και γέμισε το ασκί της νερό, και έδωσε στο παιδί να πιει. Ο Θεός ήταν μαζί με το παιδί. Όταν μεγάλωσε πήγε κι έζησε στην έρημο και έγινε τοξότης. Εγκαταστάθηκε στην έρημο Φαράν και η μάνα του τού διάλεξε γυναίκα μια από την Αίγυπτο. Εκείνη την εποχή, ο Αβιμέλεχ κι ο αρχιστράτηγός του ο Φιχόλ είπαν στον Αβραάμ: «Ο Θεός είναι μαζί σου ό,τι κι αν επιχειρείς. Τώρα, λοιπόν, ορκίσου μου στο Θεό ότι δε θα εξαπατήσεις ποτέ ούτε εμένα ούτε τα παιδιά μου ούτε τους απογόνους μου. Τη φιλία που σου έδειξα εγώ, την ίδια θα δείξεις κι εσύ σ’ εμένα και σ’ αυτή τη χώρα, όπου έχεις εγκατασταθεί ως ξένος». Ο Αβραάμ απάντησε: «Σου το υπόσχομαι με όρκο». Ο Αβραάμ όμως παραπονέθηκε στον Αβιμέχελ για το πηγάδι με το νερό που οι δούλοι του Αβιμέχελ το είχαν πάρει με τη βία. Εκείνος απάντησε: «Δεν ξέρω ποιος το έκανε αυτό· ούτε εσύ μου ανέφερες ποτέ κάτι τέτοιο ούτε εγώ άκουσα τίποτα μέχρι σήμερα». Τότε ο Αβραάμ πήρε πρόβατα και βόδια, τα έδωσε στον Αβιμέλεχ και έκαναν οι δυο τους συμφωνία. Ο Αβραάμ ξεχώρισε εφτά θηλυκά αρνιά. «Τι σημαίνουν αυτά τα εφτά αρνιά, που ξεχωρίζεις;» τον ρώτησε ο Αβιμέλεχ. Εκείνος του απάντησε: «Θα πάρεις αυτά τα εφτά αρνιά από μένα, ως απόδειξη ότι εγώ έσκαψα αυτό το πηγάδι». Έτσι ονόμασαν τον τόπο εκείνο Βέερ-Σεβά, γιατί εκεί ορκίστηκαν οι δυο τους. Αφού έκαναν τη συμφωνία τους εκεί, ο Αβιμέλεχ και ο αρχιστράτηγός του ο Φιχόλ επέστρεψαν στη χώρα των Φιλισταίων. Ο Αβραάμ φύτεψε στη Βέερ-Σεβά ένα κυπαρίσσι και προσευχήθηκε εκεί στον Κύριο, τον αιώνιο Θεό. Και έμεινε σαν ξένος στη χώρα των Φιλισταίων για πολύν καιρό. Ύστερα από τα γεγονότα αυτά, ο Θεός δοκίμασε τον Αβραάμ και του είπε: «Αβραάμ!» Εκείνος απάντησε: «Ορίστε». «Πάρε το γιο σου», του λέει ο Θεός, «το μονογενή, που τον αγαπάς, τον Ισαάκ, και πήγαινε να τον θυσιάσεις στη χώρα Μοριά, σ’ ένα από τα βουνά που εγώ θα σου δείξω». Ο Αβραάμ σηκώθηκε νωρίς το πρωί, σαμάρωσε το γαϊδουράκι του και πήρε μαζί του δύο από τους δούλους του και το γιο του τον Ισαάκ. Έσχισε τα ξύλα για τη θυσία και ξεκίνησε για τον τόπο που του είπε ο Θεός. Την τρίτη μέρα κοίταξε πέρα και είδε τον τόπο από μακριά. Τότε είπε στους δούλους του: «Καθίστε εσείς εδώ με το γαϊδουράκι, κι εγώ με το παιδί θα πάμε ως εκεί να προσκυνήσουμε κι έπειτα θα γυρίσουμε». Πήρε ο Αβραάμ τα ξύλα της θυσίας και τα φόρτωσε πάνω στον Ισαάκ το γιο του, πήρε στο χέρι του τη φωτιά και το μαχαίρι, και βάδιζαν οι δυο μαζί. Κάποια στιγμή ο Ισαάκ είπε στον πατέρα του: «Πατέρα μου». Κι εκείνος αποκρίθηκε: «Ορίστε, παιδί μου». «Έχουμε τη φωτιά και τα ξύλα», είπε το παιδί, «αλλά πού είναι το αρνί για τη θυσία;» Ο Αβραάμ αποκρίθηκε: «Ο Θεός θα φροντίσει για το αρνί της θυσίας, παιδί μου». Και συνέχισαν το δρόμο τους. Όταν έφτασαν στον τόπο που τους είχε πει ο Θεός, ο Αβραάμ έχτισε εκεί το θυσιαστήριο, ετοίμασε τα ξύλα, έδεσε το γιο του τον Ισαάκ και τον έβαλε στο θυσιαστήριο πάνω από τα ξύλα. Ύστερα άπλωσε το χέρι του και πήρε το μαχαίρι για να σφάξει το παιδί του. Αλλά ο άγγελος του Κυρίου τού φώναξε από τον ουρανό και του είπε: «Αβραάμ, Αβραάμ!» Κι εκείνος απάντησε: «Ορίστε». Και του είπε: «Μην απλώσεις χέρι στο παιδί και μην του κάνεις τίποτε, γιατί τώρα ξέρω ότι φοβάσαι το Θεό και δε μου αρνήθηκες το μοναχογιό σου». Ο Αβραάμ κοίταξε τριγύρω και είδε ένα κριάρι πιασμένο από τα κέρατα σ’ ένα θάμνο. Έτρεξε, το πήρε και το θυσίασε αντί για το γιο του. Τον τόπο εκείνο ο Αβραάμ τον ονόμασε Γιαχβέ-Ιερέ, γι’ αυτό μέχρι σήμερα λέγεται: «Σ’ αυτό το βουνό παρουσιάστηκε ο Κύριος». Ο άγγελος του Κυρίου φώναξε για δεύτερη φορά στον Αβραάμ από τον ουρανό και του είπε: «Εγώ ο Κύριος ορκίζομαι στον εαυτό μου, ότι επειδή έκανες την πράξη αυτή και δε μου αρνήθηκες το μοναχογιό σου, θα σε ευλογήσω με το παραπάνω και θα σου δώσω αναρίθμητους απογόνους σαν τ’ αστέρια του ουρανού και σαν την άμμο που είναι στις ακτές της θάλασσας. Ο απόγονός σου θα κατακτήσει τις πόλεις των εχθρών του. Με τον απόγονό σου θα ευλογηθούν όλα τα έθνη της γης, επειδή υπάκουσες στην εντολή μου». Μετά ο Αβραάμ γύρισε στους δούλους του και ξεκίνησαν όλοι μαζί για τη Βέερ-Σεβά, κι ο Αβραάμ εγκαταστάθηκε εκεί. Ύστερα από τα γεγονότα αυτά, αναγγέλθηκε στον Αβραάμ ότι και η Μελχά γέννησε γιους στο Ναχώρ τον αδερφό του: Τον Ουτς, που ήταν πρωτότοκος, τον αδερφό του το Βουζ και τον Κεμουήλ, γενάρχη των Αραμαίων, τον Κέσεδ, τον Αζό, τον Πιλδάς, τον Ιδλάφ και το Βεθουήλ. Ο Βεθουήλ απέκτησε τη Ρεβέκκα. Αυτούς τους οκτώ γιους γέννησε η Μελχά στο Ναχώρ, τον αδερφό τού Αβραάμ. Αλλά και μια παλλακίδα του, η Ρεουμά, γέννησε κι αυτή τον Τεβάχ, το Γαχάμ, τον Ταχάς και το Μααχά. Η Σάρρα έζησε εκατόν είκοσι εφτά χρόνια και πέθανε στην Κιριάθ-Αρβά, δηλαδή στη Χεβρών, στη Χαναάν. Ο Αβραάμ ήρθε να κάνει επικήδειο θρήνο για τη γυναίκα του και να την πενθήσει εκεί. Ύστερα έφυγε από τον τόπο όπου κειτόταν η νεκρή του και μίλησε στους Χετταίους: «Εγώ είμαι ένας ξένος, πάροικος ανάμεσά σας. Δώστε μου έναν ιδιόκτητο τάφο εδώ κοντά σας για να θάψω τη νεκρή μου». Οι Χετταίοι τού αποκρίθηκαν: «Άκουσέ μας, κύριε: Εμείς σε θεωρούμε άρχοντα ευνοημένο απ’ το Θεό. Θάψε τη νεκρή σου στον καλύτερο τάφο που έχουμε. Κανείς από μας δε θα σου αρνηθεί τον τάφο του για να θάψεις τη νεκρή σου». Ο Αβραάμ σηκώθηκε, προσκύνησε το λαό της χώρας, τους Χετταίους, και τους είπε: «Αν θέλετε να θάψω τη νεκρή μου, ακούστε με και παρακαλέστε για χάρη μου τον Εφρών γιο του Σωχάρ να μου δώσει το σπήλαιο Μαχπελά, που ανήκει σ’ αυτόν και βρίσκεται στην άκρη του αγρού του· ας μου το πουλήσει στην πραγματική του αξία εδώ μπροστά σας, για ιδιόκτητο τάφο». Ο Εφρών βρισκόταν μαζί με άλλους Χετταίους στην πύλη της πόλης. Αποκρίθηκε λοιπόν στον Αβραάμ για να τον ακούσουν όλοι όσοι περνούσαν από ’κει: «Όχι, κύριε μου! Άκουσέ με: Σου χαρίζω τον αγρό, σου χαρίζω και το σπήλαιο που βρίσκεται σ’ αυτόν. Σου τα χαρίζω με μάρτυρες τους ομοεθνείς μου. Μπορείς να θάψεις τη νεκρή σου». Τότε ο Αβραάμ προσκύνησε πάλι τους Χετταίους και είπε στον Εφρών για να τον ακούσουν όλοι: «Αν θέλεις, άκουσέ με: Εννοώ να σου πληρώσω την αξία του αγρού. Δέξου από μένα το τίμημα και θα θάψω τη νεκρή μου εκεί». Ο Εφρών απάντησε στον Αβραάμ: «Κύριέ μου, άκουσέ με: Η γη αξίζει τετρακόσιους ασημένιους σίκλους· αλλά τι σημασία έχει αυτό για μένα και για σένα; Θάψε τη νεκρή σου». Τότε ο Αβραάμ συμφώνησε με τον Εφρών και του ζύγισε την ποσότητα του ασημιού που είχε αυτός ορίσει παρουσία των Χετταίων: τετρακόσιους ασημένιους σίκλους, με βάση το ζύγι που χρησιμοποιούσαν οι έμποροι μεταξύ τους. Έτσι, ο αγρός του Εφρών στη Μαχπελά, απέναντι από τη Μαμβρή, μαζί με το σπήλαιο και όλα τα δέντρα που ήταν μέσα σ’ αυτόν σε όλη του την έκταση, περιήλθε στην ιδιοκτησία του Αβραάμ. Το δικαίωμά του αυτό αναγνωρίστηκε από όλους τους Χετταίους που ήταν εκεί παρόντες στην πύλη της πόλης. Έπειτα απ’ αυτά, ο Αβραάμ έθαψε τη γυναίκα του τη Σάρρα στο σπήλαιο του αγρού της Μαχπελά απέναντι από τη Μαμβρή, δηλαδή τη Χεβρών, στη Χαναάν. Έτσι ο αγρός μαζί με το σπήλαιο, περιήλθε από τους Χετταίους στην ιδιοκτησία του Αβραάμ, ως ιδιόκτητος τάφος. Ο Αβραάμ τώρα είχε φτάσει σε βαθιά γεράματα και ο Κύριος τον είχε ευλογήσει σε όλα. Μια μέρα, ο Αβραάμ είπε στον πιο ηλικιωμένο δούλο του σπιτιού του, που διαχειριζόταν την περιουσία του: «Βάλε το χέρι σου κάτω από το μηρό μου, και ορκίσου στον Κύριο, το Θεό του ουρανού και της γης, ότι δε θα πάρεις για το γιο μου τον Ισαάκ γυναίκα από τις θυγατέρες των Χαναναίων, που εδώ ανάμεσά τους κατοικώ, αλλά θα πας στη χώρα μου και στους συγγενείς μου, να πάρεις γυναίκα για το γιο μου». Ο δούλος τού είπε: «Ίσως η γυναίκα να μη θελήσει να με ακολουθήσει σ’ αυτήν εδώ τη χώρα. Θα πρέπει τότε να πάω το γιο σου στη χώρα απ’ όπου έφυγες;» «Πρόσεξε», του είπε ο Αβραάμ, «να μην πας το γιο μου εκεί! Ο Κύριος, ο Θεός του ουρανού, που με πήρε από το σπίτι του πατέρα μου, από την πατρίδα μου, που μου μίλησε και μου ορκίστηκε ότι θα δώσει στους απογόνους μου αυτή τη χώρα, αυτός θα στείλει τον άγγελό του μπροστά σου, ώστε να μπορέσεις να πάρεις από ’κει γυναίκα για το γιο μου. Κι αν η γυναίκα δε θελήσει να σε ακολουθήσει, τότε είσαι ελεύθερος από τον όρκο σου. Αλλά το γιο μου σε καμιά περίπτωση δε θα τον πας εκεί». Ο δούλος έβαλε το χέρι του κάτω απ’ το μηρό του Αβραάμ, του κυρίου του, και του ορκίστηκε γι’ αυτό το θέμα. Μετά πήρε δέκα από τις καμήλες του κυρίου του και διάφορα δώρα από τα αγαθά του σπιτιού, κι έφυγε να πάει στη Μεσοποταμία, στην πόλη όπου κατοικούσε ο Ναχώρ. Όταν έφτασε έξω από την πόλη, προς το βράδυ, άφησε τις καμήλες να ξεκουραστούν κοντά στο πηγάδι· ήταν η ώρα που έρχονταν οι γυναίκες για να πάρουν νερό. Και προσευχήθηκε: «Κύριε, Θεέ του κυρίου μου του Αβραάμ», είπε, «βοήθησέ με σήμερα, και δείξε την εύνοιά σου στον κύριό μου. Εγώ θα σταθώ κοντά στην πηγή του νερού, όπου οι θυγατέρες των κατοίκων της πόλης έρχονται να πάρουν νερό. Θα πω σε μια κόρη: “κατέβασέ μου τη στάμνα σου να πιω”. Αν εκείνη μου αποκριθεί: “πιες, και θα ποτίσω και τις καμήλες σου”, τότε θα καταλάβω ότι αυτή θα είναι που προόρισες για το δούλο σου τον Ισαάκ. Έτσι θα ξέρω ότι έδειξες την εύνοιά σου στον κύριό μου». Δεν είχε ακόμα τελειώσει την προσευχή του, και να η Ρεβέκκα, η κόρη του Βεθουήλ, γιου της Μελχά, γυναίκας του Ναχώρ, αδερφού του Αβραάμ, ερχόταν με μια στάμνα στον ώμο. Η κόρη ήταν πολύ όμορφη στην εμφάνιση και παρθένα· κανένας άντρας δεν την είχε αγγίξει. Κατέβηκε στην πηγή, γέμισε τη στάμνα της και ξανανέβηκε. Τότε έτρεξε ο δούλος να την συναντήσει και της είπε: «Άφησέ με να πιω λίγο νερό απ’ το σταμνί σου». Εκείνη απάντησε: «Πιες, κύριέ μου». Και πρόθυμα κατέβασε το σταμνί που κρατούσε και του έδωσε να πιει. Όταν πια είχε πιει αρκετά, του είπε: «Θα φέρω νερό και για τις καμήλες σου να πιουν, να ξεδιψάσουν». Έτρεξε, άδειασε το σταμνί της στην ποτίστρα, και πήγε πίσω στην πηγή να πάρει νερό για όλες τις καμήλες. Ο άνθρωπος την κοιτούσε σιωπηλός και με προσοχή, για να διακρίνει αν ο Κύριος είχε φέρει σε αίσιο τέλος το ταξίδι του ή όχι. Όταν ποτίστηκαν οι καμήλες, ο δούλος πήρε ένα χρυσό κρίκο για τη μύτη, βάρους μισού σίκλου, και δυο βραχιόλια για τα χέρια της κοπέλας, βάρους δέκα σίκλων χρυσού. Και τη ρώτησε: «Πες μου, ποιανού κόρη είσ’ εσύ; Υπάρχει χώρος στο σπίτι του πατέρα σου για να διανυκτερεύσουμε απόψε;» Εκείνη απάντησε: «Εγώ είμαι κόρη του Βεθουήλ, του γιου που η Μελχά γέννησε στο Ναχώρ. Στο σπίτι μας υπάρχει και χορτάρι κι άφθονο άχυρο· υπάρχει ακόμα και χώρος για να περάσετε τη νύχτα». Τότε ο άνθρωπος έπεσε στη γη και προσκύνησε τον Κύριο: «Ας είν’ ευλογημένος ο Κύριος, ο Θεός του κυρίου μου του Αβραάμ», είπε, «που δεν έπαψε να δείχνει την αγάπη του και την πιστότητά του στον κύριό μου. Κι εμένα ο Κύριος με οδήγησε κατευθείαν στο σπίτι του αδερφού του κυρίου μου». Η κόρη έτρεξε στο σπίτι της μητέρας της και ανάγγειλε όλα αυτά τα συμβάντα. «Έλα στο σπίτι μας, ευλογημένε του Κυρίου!» του είπε. «Τι στέκεσαι εδώ έξω; Έχω ετοιμάσει το σπίτι και υπάρχει τόπος και για τις καμήλες σου». Ήρθε λοιπόν, ο άνθρωπος στο σπίτι, έβγαλε τα χαλινάρια από τις καμήλες, τούς έδωσαν χορτάρι και άχυρο, και έφεραν νερό σ’ αυτόν και στους άντρες που ήταν μαζί του για να πλύνουν τα πόδια τους. Έπειτα του έφεραν να φάει· αυτός όμως είπε: «Δε θα φάω πριν σας πω αυτό που έχω να σας πω». Τότε του είπαν: «Μίλα». Κι εκείνος είπε: «Εγώ είμαι δούλος του Αβραάμ. Ο Κύριος ευλόγησε πολύ τον κύριό μου κι έχει γίνει πάρα πολύ πλούσιος. Ο Θεός τού έδωσε πρόβατα και βόδια, ασήμι και χρυσάφι, δούλους και δούλες, καμήλες και γαϊδούρια. Η Σάρρα, η γυναίκα του κυρίου μου, του γέννησε γιο στα γεράματά της κι ο κύριός μου μεταβίβασε σ’ αυτόν όλα όσα του ανήκαν. Και με όρκισε ο κύριός μου: “Δε θα πάρεις γυναίκα για το γιο μου από τις θυγατέρες των Χαναναίων, που στη χώρα τους κατοικώ, αλλά θα πας στο σπίτι του πατέρα μου, στους συγγενείς μου, να πάρεις γυναίκα για το γιο μου”. Είπα τότε στον κύριό μου: “Μπορεί η γυναίκα να μη θελήσει να με ακολουθήσει”. Κι εκείνος μου απάντησε: “Ο Κύριος, που σύμφωνα με το θέλημά του εγώ έζησα, θα στείλει τον άγγελό του μαζί σου και θα σε βοηθήσει να πετύχεις στο ταξίδι σου. Θα πάρεις για το γιο μου γυναίκα από τους συγγενείς μου, από το σπίτι του πατέρα μου. Αν όμως πας στους συγγενείς μου κι εκείνοι δε θελήσουν να σου δώσουν γυναίκα, τότε θα είσαι ελεύθερος από τον όρκο σου”. Όταν σήμερα έφτασα στην πηγή, είπα: “Κύριε, Θεέ, του κυρίου μου, του Αβραάμ, βοήθησε να πετύχει το ταξίδι που ανέλαβα! Εγώ θα σταθώ κοντά στη νεροπηγή. Από το κορίτσι που θα ’ρθεί να πάρει νερό, θα ζητήσω να πιω λίγο απ’ το σταμνί της. Αν μου απαντήσει: ’πιες εσύ κι εγώ θα φέρω νερό να πιουν και οι καμήλες σου’, θα καταλάβω ότι αυτή είναι η γυναίκα που έχει προορίσει ο Κύριος για το γιο του κυρίου μου”. Πριν ακόμα τελειώσω την προσευχή μου, η Ρεβέκκα ερχόταν με το σταμνί στον ώμο, και κατέβηκε στην πηγή να πάρει νερό. Τότε της είπα: “δώσ’ μου να πιω”. Εκείνη κατέβασε πρόθυμα το σταμνί της από τον ώμο και μου είπε: “πιες, και θα δώσω και στις καμήλες σου να πιουν”. Τότε εγώ ήπια, κι εκείνη πότισε τις καμήλες μου. Έπειτα τη ρώτησα: “ποιανού κόρη είσ’ εσύ;” Και μου απάντησε ότι είναι κόρη του Βεθουήλ, του γιου που η Μελχά γέννησε στο Ναχώρ. Τότε έβαλα τον κρίκο στη μύτη της και τα βραχιόλια στα χέρια της. Ύστερα έπεσα και προσκύνησα τον Κύριο, το Θεό του κυρίου μου του Αβραάμ. Τον ευχαρίστησα που με είχε οδηγήσει στο σωστό δρόμο, ώστε να πάρω την κόρη του αδερφού τού κυρίου μου σύζυγο για το γιο του. Τώρα, λοιπόν, αν θέλετε να δείξετε αγάπη κι εμπιστοσύνη στον κύριό μου, δηλώστε το μου. Αν όχι, πέστε μου, για να στραφώ αλλού». Ο Λάβαν και ο Βεθουήλ αποκρίθηκαν: «Από τον Κύριο προέρχεται αυτό το πράγμα! Εμείς δεν μπορούμε να σου πούμε ούτε ναι ούτε όχι. Να η Ρεβέκκα, είναι στη διάθεσή σου. Πάρ’ την και πήγαινε, κι ας γίνει σύζυγος του γιου του κυρίου σου, όπως το είπε ο Κύριος». Όταν ο δούλος τού Αβραάμ άκουσε αυτά τα λόγια, έπεσε στη γη και προσκύνησε τον Κύριο. Έπειτα έβγαλε κοσμήματα ασημένια και χρυσά και φορέματα και τα έδωσε στη Ρεβέκκα. Κι ακόμη έκανε πλούσια δώρα στον αδερφό της και στη μητέρα της. Μετά, αυτός και οι άντρες, που ήταν μαζί του, έφαγαν και ήπιαν και πέρασαν τη νύχτα εκεί. Το πρωί, όταν σηκώθηκαν, ο δούλος είπε: «Επιτρέψτε μου τώρα να γυρίσω πίσω στον κύριο μου». Τότε ο αδερφός της και η μητέρα της είπαν: «Ας μείνει η κόρη μαζί μας λίγον καιρό ακόμα, καμιά δεκαριά μέρες, κι ύστερα φεύγεις». «Μη με καθυστερείτε», τους απάντησε εκείνος. «Αφού ο Θεός έκανε να πετύχει ο σκοπός του ταξιδιού μου, αφήστε με να φύγω και να πάω στον κύριό μου». Εκείνοι είπαν: «Ας καλέσουμε και το κορίτσι να το ρωτήσουμε». Φώναξαν, λοιπόν, τη Ρεβέκκα και τη ρώτησαν: «Θέλεις να πας μαζί μ’ αυτόν τον άνθρωπο;» «Θέλω», απάντησε εκείνη. Τότε άφησαν να φύγει η αδερφή τους και η παραμάνα της μαζί με το δούλο τού Αβραάμ και τους ανθρώπους του. Επίσης ευλόγησαν τη Ρεβέκκα μ’ αυτά τα λόγια: «Εσύ αδερφή μας, χιλιάδες μυριάδων ας γίνουν τα παιδιά σου, κι οι απόγονοί σου ας κατακτήσουν τις πόλεις των εχθρών τους!» Σηκώθηκε τότε η Ρεβέκκα και οι δούλες της, ανέβηκαν στις καμήλες τους για ν’ ακολουθήσουν τον άνθρωπο, και ξεκίνησαν όλοι μαζί. Στο μεταξύ ο Ισαάκ είχε έρθει στην περιοχή του πηγαδιού Λαχαΐ-Ροΐ και κατοικούσε στα νότια της Χαναάν. Ένα βράδυ που είχε βγει στους αγρούς για να περπατήσει, κοίταξε πέρα και είδε κάτι καμήλες που πλησίαζαν. Όταν η Ρεβέκκα είδε τον Ισαάκ, κατέβηκε αμέσως από την καμήλα, και ρώτησε το δούλο: «Ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος που έρχεται από τους αγρούς να μας συναντήσει;» Ο δούλος απάντησε: «Είναι ο κύριος μου». Τότε εκείνη πήρε το πέπλο και σκεπάστηκε. Ο δούλος διηγήθηκε στον Ισαάκ όλα όσα είχε πράξει. Τότε ο Ισαάκ οδήγησε τη Ρεβέκκα στη σκηνή της μητέρας του της Σάρρας, και την πήρε για γυναίκα του. Την αγάπησε, και έτσι παρηγορήθηκε για το θάνατο της μητέρας του. Ο Αβραάμ πήρε κι άλλη γυναίκα, που ονομαζόταν Χεττούρα. Αυτή του γέννησε το Ζιμράν, τον Ιοξάν, το Μαδά, το Μαδιάν, τον Ισβάκ και το Σουάχ. Ο Ιοξάν απέκτησε το Σεβά και το Δεδάν. Απόγονοι του Δεδάν ήταν οι Ασσουρίμ, οι Λετουσίμ και οι Λεουμίμ. Οι γιοι του Μαδιάν ήταν ο Γαιφά, ο Εφέρ, ο Χανώχ, ο Αβειδά και ο Ελδαγά. Όλοι αυτοί ήταν παιδιά της Χεττούρας. Ο Αβραάμ μεταβίβασε όλη του την περιουσία στον Ισαάκ. Στα παιδιά των παλλακίδων του έδωσε δώρα και τα έστειλε, ενώ ακόμα ζούσε, μακριά από τον Ισαάκ το γιο του, στη χώρα της Ανατολής. Ο Αβραάμ έζησε εκατόν εβδομήντα πέντε χρόνια και πέθανε σε βαθιά γεράματα· πήγε μαζί με τους νεκρούς του λαού του. Τον έθαψαν ο Ισαάκ και ο Ισμαήλ οι γιοι του, στο σπήλαιο Μαχπελά, στον αγρό του Εφρών, γιου του Σωχάρ του Χετταίου, απέναντι από τη Μαμβρή. Είναι ο αγρός, που είχε αγοράσει ο Αβραάμ από τους Χετταίους. Εκεί ενταφιάστηκαν ο Αβραάμ και η γυναίκα του η Σάρρα. Μετά το θάνατο του Αβραάμ, ο Θεός ευλόγησε τον Ισαάκ, το γιο του. Ο Ισαάκ κατοικούσε κοντά στο πηγάδι Λαχαΐ-Ροΐ. Αυτές είναι οι φυλές του Ισμαήλ, γιου του Αβραάμ που του γέννησε η Άγαρ η Αιγύπτια, δούλη της Σάρρας. Τα ονόματα των γιων του κατά σειρά γεννήσεως είναι: Νεβαϊώθ ο πρωτότοκος του Ισμαήλ, Κηδάρ, Αδβεήλ και Μιβσάμ, Μισμά, Δουμά, Μασσά, Χαδάδ, Θαιμά, Ιετούρ, Ναφίς και Κεδμά. Αυτοί ήταν και οι αρχηγοί των δώδεκα φυλών του Ισμαήλ. Καθένας έδωσε το όνομά του στη φυλή του και στους διάφορους τόπους όπου η φυλή εγκαθίστατο και κατασκήνωνε. Ο Ισμαήλ έζησε εκατόν τριάντα εφτά χρόνια και πέθανε· πήγε μαζί με τους νεκρούς του λαού του. Οι απόγονοί του εγκαταστάθηκαν από την Ευειλά ως τη Σουρ, ανατολικά της Αιγύπτου, προς την κατεύθυνση της Ασσυρίας. Εγκαταστάθηκαν δηλαδή χώρια από τους άλλους απογόνους του Αβραάμ. Αυτό είναι το βιβλίο των γενεαλογιών του Ισαάκ: Ο Ισαάκ ήταν γιος του Αβραάμ. Σε ηλικία σαράντα ετών πήρε γυναίκα του τη Ρεβέκκα, κόρη του Βεθουήλ του Αραμαίου από τη Μεσοποταμία, αδερφή του Λάβαν, του Αραμαίου. Η Ρεβέκκα όμως ήταν στείρα, κι ο Ισαάκ προσευχήθηκε στον Κύριο γι’ αυτό. Ο Κύριος άκουσε την προσευχή του και η Ρεβέκκα έμεινε έγκυος με δίδυμα στην κοιλιά της. Τα παιδιά όμως συγκρούονταν μέσα της, κι εκείνη φώναζε: «Αν είναι έτσι, γιατί να μείνω έγκυος;» Πήγε λοιπόν να ρωτήσει τον Κύριο. Ο Κύριος της απάντησε: «Δύο έθνη είναι στην κοιλιά σου, δύο λαοί θα βγουν από τα σπλάχνα σου. Ο ένας λαός θα υποτάξει τον άλλο, ο μεγαλύτερος θα γίνει δούλος στον μικρότερο». Όταν έφτασε η μέρα της γέννας, η Ρεβέκκα έκανε πράγματι δίδυμους γιους. Αυτός που βγήκε πρώτος ήταν εντελώς κόκκινος και τριχωτός σαν μανδύας, και τον ονόμασαν Ησαύ. Μετά βγήκε ο αδερφός του, που με το χέρι του κρατούσε τη φτέρνα του Ησαύ, και τον ονόμασαν Ιακώβ. Ο Ισαάκ ήταν εξήντα χρονών όταν γεννήθηκαν οι γιοι του. Τα παιδιά μεγάλωσαν. Ο Ησαύ έγινε εξαίρετος κυνηγός, άνθρωπος της υπαίθρου, ενώ ο Ιακώβ ήταν ήσυχος άνθρωπος, που του άρεσε να μένει στη σκηνή. Ο Ισαάκ αγαπούσε τον Ησαύ, γιατί του άρεσαν τα φαγητά του κυνηγιού· η Ρεβέκκα όμως αγαπούσε τον Ιακώβ. Κάποτε που ο Ιακώβ ετοίμαζε ένα φαγητό, έτυχε να γυρίσει ο Ησαύ κατάκοπος από τους αγρούς. Ο Ησαύ είπε στον Ιακώβ: «Έλα, άσε με να φάω απ’ αυτό το κοκκινωπό φαγητό, γιατί είμαι εξαντλημένος». Γι’ αυτό και τον Ησαύ τον ονόμασαν Εδώμ. Ο Ιακώβ του απάντησε: «Πούλησέ μου σήμερα τα δικαιώματά σου του πρωτοτόκου». Κι ο Ησαύ είπε: «Εγώ πεθαίνω τώρα! Τι να τα κάνω τα δικαιώματα του πρωτοτόκου;» «Ορκίσου τό μου τώρα!» του είπε ο Ιακώβ. Ο Ησαύ τού το ορκίστηκε και πούλησε στον αδερφό του τα δικαιώματα του πρωτοτόκου. Τότε ο Ιακώβ έδωσε στον Ησαύ ψωμί και φακή. Εκείνος έφαγε, ήπιε κι ύστερα σηκώθηκε και έφυγε. Έτσι ο Ησαύ παραιτήθηκε από τα δικαιώματα του πρωτοτόκου. Στη χώρα έπεσε πείνα, εκτός από την πρώτη πείνα που είχε πέσει τον καιρό του Αβραάμ, κι ο Ισαάκ πήγε στον Αβιμέλεχ, το βασιλιά των Φιλισταίων, στα Γέραρα. Ο Κύριος είχε παρουσιαστεί στον Ισαάκ και του είχε πει: «Μην κατεβείς στην Αίγυπτο· μείνε στη χώρα που εγώ σου λέω. Μείνε σαν ξένος σ’ αυτήν εδώ τη χώρα, κι εγώ θα είμαι μαζί σου και θα σε ευλογήσω· γιατί σ’ εσένα και στους απογόνους σου θα δώσω όλα αυτά τα εδάφη και θα κρατήσω τον όρκο που έδωσα στον πατέρα σου τον Αβραάμ. Θα σου δώσω αναρίθμητους απογόνους σαν τ’ αστέρια του ουρανού· σ’ εκείνους θα δώσω όλες αυτές τις περιοχές και μέσω αυτών θα ευλογηθούν όλα τα έθνη της γης· γιατί ο Αβραάμ με υπάκουσε και τήρησε όλες τις προσταγές μου και τις εντολές μου, τους όρους μου και τους νόμους μου». Έτσι, ο Ισαάκ εγκαταστάθηκε στα Γέραρα. Όταν οι άνθρωποι του τόπου τον ρωτούσαν για τη γυναίκα του, εκείνος έλεγε ότι ήταν αδερφή του, γιατί φοβόταν μήπως, αν έλεγε πως ήταν γυναίκα του, τον σκότωναν εξαιτίας της Ρεβέκκας, επειδή ήταν όμορφη. Είχε μείνει εκεί πολύν καιρό. Κάποτε ο βασιλιάς των Φιλισταίων Αβιμέλεχ, κοιτάζοντας απ’ το παράθυρο είδε τον Ισαάκ να ερωτοτροπεί με τη Ρεβέκκα, τη γυναίκα του. Τον κάλεσε και του είπε: «Ώστε αυτή είναι γυναίκα σου! Γιατί είπες πως είναι αδερφή σου;» Ο Ισαάκ του απάντησε: «Σκέφτηκα ότι αλλιώς θα κινδύνευα να πεθάνω εξαιτίας της». «Τι ήταν αυτό που μας έκανες!» του είπε ο Αβιμέλεχ. «Εύκολα θα μπορούσε ένας από το λαό να κοιμηθεί με τη γυναίκα σου, και τότε θα γινόσουν αιτία να αμαρτήσουμε». Τότε ο Αβιμέλεχ έδωσε σ’ όλο το λαό αυτή τη διαταγή: «Όποιος πειράξει τον άνθρωπο αυτό και τη γυναίκα του, εξάπαντος θα θανατωθεί». Ο Ισαάκ έσπειρε σ’ αυτήν τη χώρα και θέρισε τη χρονιά εκείνη το εκατονταπλάσιο –ο Κύριος τον είχε ευλογήσει. Τα αγαθά του όλο και πλήθαιναν, ωσότου έγινε πάμπλουτος. Απέκτησε πρόβατα, βόδια και πολλούς δούλους, και γι’ αυτό οι Φιλισταίοι τον φθόνησαν. Όλα τα πηγάδια που είχαν ανοίξει οι δούλοι του πατέρα του τον καιρό του Αβραάμ, οι Φιλισταίοι τα έφραξαν και τα γέμισαν με χώμα. Ο Αβιμέλεχ είπε τότε στον Ισαάκ: «Φύγε από κοντά μας, γιατί έγινες πολύ δυνατότερος από μας». Έτσι ο Ισαάκ έφυγε από ’κει και κατασκήνωσε κοντά στην Κοιλάδα των Γεράρων και εγκαταστάθηκε εκεί. Απέφραξε τα πηγάδια, που είχαν ανοιχθεί τον καιρό του πατέρα του τού Αβραάμ, και οι Φιλισταίοι τα είχαν κλείσει μετά το θάνατό του· και τους έδωσε τα ίδια ονόματα που τους είχε δώσει κι ο πατέρας του. Μια μέρα οι δούλοι του Ισαάκ έσκαψαν στο φαράγγι και ανακάλυψαν μια πηγή με δροσερό νερό. Οι βοσκοί των Γεράρων άρχισαν τότε να φιλονικούν με τους βοσκούς του Ισαάκ κι έλεγαν: «Σ’ εμάς ανήκει το νερό». Γι’ αυτό ο Ισαάκ ονόμασε το πηγάδι Εσέκ (Φιλονικία), γιατί φιλονίκησαν μαζί του. Άνοιξαν κι άλλο πηγάδι και φιλονίκησαν και για κείνο· κι ο Ισαάκ το ονόμασε Σιτνά (Εχθρότητα). Μετά έφυγε από ’κει και άνοιξε άλλο ένα πηγάδι, που γι’ αυτό όμως δεν φιλονίκησαν πια. Έτσι το ονόμασε Ρεχωβώθ, (Άνεση - Ευρυχωρία). «Επιτέλους», είπε, «ο Κύριος μας έδωσε άνεση κι έτσι θα προκόψουμε σ’ αυτό τον τόπο». Από ’κει ανηφόρισε προς τη Βέερ-Σεβά. Ο Κύριος του παρουσιάστηκε εκείνη τη νύχτα και του είπε: «Εγώ είμαι ο Θεός του Αβραάμ, του πατέρα σου. Μη φοβάσαι! Εγώ θα είμαι μαζί σου· θα σε ευλογήσω και θα σου δώσω πάρα πολλούς απογόνους, για χάρη του Αβραάμ του δούλου μου». Εκεί ο Ισαάκ έχτισε θυσιαστήριο και προσευχήθηκε στον Κύριο. Εκεί κατασκήνωσε, και οι δούλοι του άνοιξαν ένα πηγάδι. Ο Αβιμέλεχ ήρθε από τα Γέραρα να βρει τον Ισαάκ. Μαζί του ήταν ο Αχουζάθ ο έμπιστός του, κι ο Φιχόλ, ο αρχηγός του στρατού του. Ο Ισαάκ τους είπε: «Γιατί ήρθατε σ’ εμένα, αφού με μισείτε και με διώξατε από κοντά σας;» Εκείνοι απάντησαν: «Είδαμε καθαρά ότι ο Κύριος είναι μαζί σου, και γι’ αυτό είπαμε να κάνουμε μια ένορκη συμφωνία. Να συνάψουμε δηλαδή συνθήκη μαζί σου, ότι δε θα μας κάνεις κανένα κακό, όπως κι εμείς δε σε πειράξαμε και δε σου κάναμε παρά μόνο καλό, και σε αφήσαμε να φύγεις ειρηνικά. Εσύ τώρα είσαι ο ευλογημένος του Κυρίου». Ο Ισαάκ τους παρέθεσε πλούσιο γεύμα, έφαγαν και ήπιαν. Την άλλη μέρα σηκώθηκαν νωρίς το πρωί κι ορκίστηκαν ο ένας στον άλλο. Έπειτα, ο Ισαάκ τους κατευόδωσε, κι εκείνοι έφυγαν ειρηνικά. Την ίδια εκείνη μέρα οι δούλοι του Ισαάκ ήρθαν να του μιλήσουν για το πηγάδι που έσκαβαν, και του είπαν: «Βρήκαμε νερό». Κι ο Ισαάκ ονόμασε το πηγάδι Σεβά (Όρκος). Γι’ αυτό και το όνομα της πόλης μέχρι σήμερα είναι Βέερ-Σεβά (Πηγάδι του Όρκου). Ο Ησαύ σε ηλικία σαράντα ετών πήρε γυναίκες την Ιουδίθ, κόρη του Βεηρί του Χετταίου, και τη Βασεμάθ, κόρη του Αιλών του Χετταίου. Αυτές έγιναν αιτία να πικραθούν ο Ισαάκ και η Ρεβέκκα. Ο Ισαάκ είχε πια γεράσει. Τα μάτια του είχαν εξασθενήσει τόσο που δεν έβλεπε καθόλου. Μια μέρα κάλεσε τον Ησαύ, το μεγαλύτερο γιο του και του είπε: «Γιε μου!» Εκείνος απάντησε: «Ορίστε». «Εγώ γέρασα», του λέει ο πατέρας του, «και δεν ξέρω ποια μέρα θα πεθάνω. Πάρε, λοιπόν, τα κυνηγετικά σου όπλα, τη φαρέτρα και το τόξο σου, και πήγαινε στην εξοχή να μου φέρεις κυνήγι. Ετοίμασέ μου ένα νόστιμο φαγητό, όπως μου αρέσει, και φέρε μου να φάω για να σε ευλογήσω πριν πεθάνω». Η Ρεβέκκα άκουσε αυτά που έλεγε ο Ισαάκ στο γιο του τον Ησαύ. Όταν λοιπόν αυτός βγήκε στην εξοχή να κυνηγήσει και να φέρει το κυνήγι στον πατέρα του, εκείνη είπε στο γιο της τον Ιακώβ: «Άκουσα τον πατέρα σου να λέει στον αδερφό σου τον Ησαύ: “φέρε μου κυνήγι και κάνε μου ένα νόστιμο φαγητό για να φάω και να σε ευλογήσω ενώπιον του Κυρίου πριν πεθάνω”. Τώρα λοιπόν γιε μου πρόσεξέ με και κάνε ό,τι σου πω: Πήγαινε στο κοπάδι και φέρε μου δυο καλά κατσικάκια. Εγώ θα τα μαγειρέψω για τον πατέρα σου πολύ νόστιμα, όπως του αρέσουν. Εσύ θα του τα πας, και θα τα φάει, για να σε ευλογήσει πριν πεθάνει». Ο Ιακώβ της λέει: «Ναι, αλλά ο αδερφός μου ο Ησαύ είναι τριχωτός, ενώ εγώ δεν είμαι. Ίσως ο πατέρας μου με ψηλαφίσει και καταλάβει ότι τον κοροϊδεύω· έτσι θα προκαλέσω κατάρα εναντίον μου αντί για ευλογία». Αλλά η μητέρα του τού είπε: «Η κατάρα πάνω μου, παιδί μου! Μόνο άκουσε αυτά που σου λέω και πήγαινε να μου φέρεις τα κατσίκια». Ο Ιακώβ πήγε, τα πήρε και τα έφερε στη μητέρα του. Εκείνη του έκανε ένα πολύ νόστιμο φαγητό, όπως το ήθελε ο πατέρας του. Μετά πήρε από τα ρούχα του Ησαύ, του μεγαλύτερου γιου της, τα πιο καλά που υπήρχαν στο σπίτι και έντυσε τον Ιακώβ, το μικρότερο γιο της. Με το δέρμα των κατσικιών κάλυψε τα χέρια του και τον άτριχο λαιμό του και του έβαλε στα χέρια το νόστιμο φαγητό, που είχε ετοιμάσει, καθώς και το ψωμί. Ο Ιακώβ πήγε στον πατέρα του και του είπε: «Πατέρα μου!» Εκείνος του απάντησε: «Ορίστε! Ποιος είσαι γιε μου;» Ο Ιακώβ τού αποκρίθηκε: «Είμαι ο Ησαύ, ο πρωτότοκός σου. Έκανα όπως μου είπες. Σήκω, λοιπόν, και κάτσε να φας απ’ το κυνήγι μου για να με ευλογήσεις». Αλλά ο Ισαάκ ρώτησε: «Πώς έγινε γιε μου και το βρήκες τόσο γρήγορα;» Εκείνος απάντησε: «Ο Κύριος ο Θεός σου το έφερε μπροστά μου». «Πλησίασε λοιπόν να σε ψηλαφίσω, γιε μου», του είπε ο Ισαάκ, «για να δω αν είσαι εσύ το παιδί μου ο Ησαύ ή όχι». Ο Ιακώβ πλησίασε τον πατέρα του κι εκείνος τον ψηλάφισε και είπε: «Η φωνή είναι του Ιακώβ αλλά τα χέρια του Ησαύ». Και δεν τον αναγνώρισε, γιατί τα χέρια του ήταν τριχωτά σαν τα χέρια του Ησαύ. Και τον ευλόγησε. Μετά όμως ξαναρώτησε: «Εσύ είσαι γιε μου, Ησαύ;» Κι ο Ιακώβ απάντησε: «Εγώ είμαι». «Φέρε μου», του λέει, «να φάω απ’ το κυνήγι, για να σε ευλογήσω». Ο Ιακώβ του έφερε κοντά το φαγητό και έφαγε, του έφερε και κρασί και ήπιε. Τότε του είπε ο Ισαάκ: «Πλησίασε και φίλησέ με, παιδί μου». Ο Ιακώβ πλησίασε και τον φίλησε. Ο Ισαάκ μύρισε τότε τη μυρωδιά από τα ρούχα του, και τον ευλόγησε μ’ αυτά τα λόγια: «Αλήθεια, η μυρωδιά του γιου μου είναι σαν του αγρού που τον έχει ευλογήσει ο Κύριος. Ο Θεός να σου δώσει απ’ τη δροσιά του ουρανού κι από την ευφορία της γης, άφθονο στάρι και κρασί. Λαοί ας δουλεύουνε για σένα κι έθνη μπροστά σου ας προσκυνούν· των αδερφών σου να γίνεις κύριος και της μητέρας σου οι γιοι να σε προσκυνούν. Καταραμένος όποιος σε καταριέται. κι ευλογημένος όποιος σε ευλογεί». Μόλις ο Ισαάκ τέλειωσε την ευλογία του προς τον Ιακώβ κι ο Ιακώβ απομακρύνθηκε από τον πατέρα του, γύρισε ο αδερφός του ο Ησαύ από το κυνήγι. Ετοίμασε κι αυτός ένα νόστιμο φαγητό και το έφερε στον πατέρα του. «Σήκω, πατέρα μου», του λέει, «να φας απ’ το κυνήγι του γιου σου για να με ευλογήσεις». Ο Ισαάκ ρώτησε: «Ποιος είσαι εσύ;» Κι αυτός απάντησε: «Είμαι ο γιος σου, ο πρωτότοκός σου, ο Ησαύ». Τότε ο Ισαάκ ταράχτηκε βαθιά και είπε: «Ποιος λοιπόν ήταν αυτός που μου έφερε το κυνήγι; Έφαγα πια πριν έρθεις εσύ και τον ευλόγησα, και θα παραμείνει ευλογημένος». Όταν ο Ησαύ άκουσε τα λόγια του πατέρα του, άρχισε να φωνάζει δυνατά, γεμάτος πίκρα: «Ευλόγησέ με κι εμένα, πατέρα μου!» έλεγε. Ο Ισαάκ του είπε: «Ο αδερφός σου ήρθε με απάτη και πήρε την ευλογία σου». Ο Ησαύ απάντησε: «Καλά τον είπαν Ιακώβ, αφού δύο φορές με υποσκέλισε: Άρπαξε τα δικαιώματά μου του πρωτοτόκου, και τώρα πήρε και την ευλογία μου!» Και συνέχισε: «Δεν κράτησες καμιά ευλογία και για μένα;» Ο Ισαάκ του απάντησε: «Τον έκανα κύριό σου, του έδωσα όλους τους αδερφούς του για δούλους και τον εφοδίασα με στάρι και κρασί. Τι μπορώ να κάνω για σένα γιε μου;» Ο Ησαύ είπε: «Μόνο αυτήν την ευλογία έχεις, πατέρα μου; Ευλόγησέ με κι εμένα!» και έκλαιγε με δυνατές φωνές. Τότε είπε ο Ισαάκ: «Μακριά από τα εύφορα μέρη της γης θα κατοικείς, στερημένος απ’ τη δροσιά του ουρανού. Από το ξίφος σου θα ζεις και δούλος θα ’σαι του αδερφού σου. Αν όμως επαναστατήσεις θ’ αποτινάξεις το ζυγό του από τον τράχηλό σου». Ο Ησαύ μίσησε τον Ιακώβ εξαιτίας της ευλογίας, που του είχε δώσει ο πατέρας του. «Κοντεύει ο καιρός», έλεγε, «που θα πενθήσουμε για το θάνατο του πατέρα μου. Τότε θα σκοτώσω τον αδερφό μου τον Ιακώβ». Όταν έφτασαν στ’ αυτιά της Ρεβέκκας τα λόγια του μεγαλύτερου γιου της, έστειλε και κάλεσε τον Ιακώβ, και του είπε: «Ο αδερφός σου ο Ησαύ σχεδιάζει εκδίκηση και θέλει να σε σκοτώσει. Άκουσέ με λοιπόν, παιδί μου: Σήκω και φύγε. Πήγαινε στον αδερφό μου το Λάβαν, στη Χαρράν, και μείνε εκεί μαζί του λίγον καιρό, ώσπου να περάσει ο θυμός του αδερφού σου. Όταν, λοιπόν, ξεθυμάνει η οργή του αδερφού σου εναντίον σου και ξεχάσει τι του έκανες, τότε εγώ θα στείλω και θα σε πάρω από ’κει. Γιατί να σας χάσω και τους δύο μέσα σε μια μέρα;» Η Ρεβέκκα είπε στον Ισαάκ: «Αρκετά είμαι αηδιασμένη από τις θυγατέρες των Χετταίων. Αν κι ο Ιακώβ πάρει γυναίκα σαν κι αυτές, τότε τι τη θέλω πια τη ζωή;» Ο Ισαάκ κάλεσε τον Ιακώβ, τον ευλόγησε και τον πρόσταξε: «Μην πάρεις γυναίκα από τις κόρες της Χαναάν. Σήκω, πήγαινε στη Μεσοποταμία, στο σπίτι του Βεθουήλ, του πατέρα της μητέρας σου, και πάρε από ’κει για γυναίκα σου μια απ’ τις κόρες του Λάβαν, του αδερφού της. Κι ο παντοδύναμος Θεός να σε ευλογήσει, να σου δώσει πάρα πολλούς απογόνους, και να σε κάνει γενάρχη ενός πλήθους λαών. Να σου δώσει την ευλογία του Αβραάμ σ’ εσένα και στους απογόνους σου, ώστε να πάρεις ιδιοκτησία σου τη χώρα όπου τώρα σαν ξένος κατοικείς, και που την έδωσε ο Θεός στον Αβραάμ». Έτσι, ο Ισαάκ κατευόδωσε τον Ιακώβ, κι εκείνος έφυγε για τη Μεσοποταμία να πάει στο Λάβαν, γιο του Βεθουήλ του Αραμαίου και αδερφό της Ρεβέκκας, μάνας του Ιακώβ και του Ησαύ. Ο Ησαύ είδε ότι ο Ισαάκ ευλόγησε τον Ιακώβ και τον έστειλε να φύγει στη Μεσοποταμία για να πάρει από ’κει γυναίκα. Επίσης είδε ότι καθώς ο Ισαάκ τον ευλογούσε, τον πρόσταξε να μην πάρει γυναίκα από τις κόρες της Χαναάν, κι ότι ο Ιακώβ άκουσε τον πατέρα του και τη μητέρα του και έφυγε στη Μεσοποταμία. Τότε κατάλαβε ότι οι κόρες της Χαναάν δεν άρεσαν στον πατέρα του. Γι’ αυτό πήγε στον Ισμαήλ, γιο του Αβραάμ και πήρε για γυναίκα την κόρη του τη Μαχαλάθ, αδερφή του Νεβαϊώθ, χώρια απ’ τις άλλες γυναίκες που είχε. Ο Ιακώβ έφυγε από τη Βέερ-Σεβά και πήγαινε προς τη Χαρράν. Όταν έδυε ο ήλιος έφτασε σ’ έναν τόπο όπου και έμεινε για να διανυκτερεύσει. Έβαλε ένα λιθάρι για προσκέφαλό του και κοιμήθηκε εκεί. Στον ύπνο του τη νύχτα είδε μια σκάλα, που στηριζότανε στη γη και η κορυφή της άγγιζε τον ουρανό. Πάνω της ανέβαιναν και κατέβαιναν άγγελοι του Θεού. Κι ο Κύριος στάθηκε πάνω της και του είπε: «Εγώ είμαι ο Κύριος, ο Θεός των πατέρων σου Αβραάμ και Ισαάκ. Αυτή τη χώρα που κοιμάσαι θα τη δώσω σ’ εσένα και στους απογόνους σου. Πλήθος θα είναι οι απόγονοί σου όπως οι κόκκοι της σκόνης στη γη. Θα επεκταθείς δυτικά και ανατολικά, βόρεια και νότια, και θα ευλογηθούν στο πρόσωπό σου και μέσω των απογόνων σου όλα τα έθνη της γης. Εγώ θα είμαι μαζί σου και θα σε φυλάω όπου κι αν πηγαίνεις, και θα σε φέρω πίσω σ’ αυτήν εδώ τη χώρα. Δε θα σε αφήσω ώσπου να πραγματοποιήσω την υπόσχεσή μου». Ο Ιακώβ ξύπνησε τρομαγμένος και είπε: «Αλήθεια, ο Κύριος είναι σ’ αυτό τον τόπο κι εγώ δεν το ήξερα! Τι φοβερός τόπος! Εδώ δεν είναι παρά ο οίκος του Θεού, κι αυτή είναι η πύλη του ουρανού». Το πρωί που σηκώθηκε, πήρε το λιθάρι που το είχε για προσκέφαλό του, το έστησε ως ιερή στήλη, κι έχυσε λάδι πάνω στην κορφή της. Και ονόμασε τον τόπο εκείνο Βαιθήλ (Οίκος Θεού), ενώ πρωτύτερα ονομαζόταν Λουζ. Τότε ο Ιακώβ έκανε τάξιμο: «Αν ο Θεός είναι μαζί μου και με προστατεύσει στο ταξίδι που τώρα αρχίζω, αν μου δίνει τροφή να τρώω και ρούχα να φορώ, και με βοηθήσει να γυρίσω γερός στο σπίτι του πατέρα μου, τότε ο Κύριος θα είναι ο Θεός μου. Αυτό το λιθάρι που έστησα ως ιερή στήλη θα γίνει τόπος λατρείας του Θεού· κι από όλα όσα αυτός θα μου δίνει, εγώ θα του δίνω το ένα δέκατο». Ο Ιακώβ κίνησε προς τις χώρες της Ανατολής. Μια μέρα κοίταξε και είδε ένα πηγάδι στον αγρό, κι εκεί πλάι τρία κοπάδια πρόβατα που ξαπόσταιναν, γιατί απ’ το πηγάδι εκείνο πότιζαν τα κοπάδια. Ένα μεγάλο λιθάρι έκλεινε το στόμιο του πηγαδιού. Όταν συγκεντρώνονταν εκεί όλα τα κοπάδια, κυλούσαν το λιθάρι από το στόμιο του πηγαδιού, πότιζαν τα πρόβατα κι έβαζαν πάλι το λιθάρι στη θέση του. Ο Ιακώβ ρώτησε τους βοσκούς: «Αδέρφια μου, από πού είστε;» Εκείνοι απάντησαν: «Είμαστε από τη Χαρράν». «Μήπως γνωρίζετε το Λάβαν, το γιο του Ναχώρ;» ξαναρώτησε. «Τον γνωρίζουμε», του απάντησαν. «Είναι καλά;» ρώτησε ο Ιακώβ. «Καλά είναι», είπαν εκείνοι· «να κι η κόρη του η Ραχήλ, που έρχεται με τα πρόβατα». Ο Ιακώβ τους είπε: «Ακόμα είναι μέρα· δεν ήρθε η ώρα να μαζευτούν τα κοπάδια. Γιατί δεν ποτίζετε τα πρόβατα κι ύστερα να πάτε να τα βοσκήσετε;» Εκείνοι αποκρίθηκαν: «Αυτό δε γίνεται πριν να μαζευτούν όλα τα κοπάδια. Τότε κυλάμε το λιθάρι από πάνω από το άνοιγμα του πηγαδιού και ποτίζουμε τα πρόβατα». Ενώ ακόμα μιλούσε ο Ιακώβ μαζί τους, φτάνει η Ραχήλ με τα πρόβατα του πατέρα της του Λάβαν, γιατί αυτή τα έβοσκε. Μόλις ο Ιακώβ είδε τη Ραχήλ, την κόρη του Λάβαν, αδερφού της μητέρας του, με τα πρόβατα, πήγε μπροστά, κύλισε το λιθάρι από το άνοιγμα του πηγαδιού και πότισε τα πρόβατα του Λάβαν. Έπειτα φίλησε τη Ραχήλ κι άρχισε να κλαίει δυνατά. Ο Ιακώβ είπε στη Ραχήλ ότι είναι συγγενής του πατέρα της και γιος της Ρεβέκκας, κι εκείνη έτρεξε να το αναγγείλει στον πατέρα της. Μόλις ο Λάβαν άκουσε να γίνεται λόγος για τον Ιακώβ, το γιο της αδερφής του, έτρεξε να τον προϋπαντήσει. Τον αγκάλιασε, τον φίλησε και τον έφερε στο σπίτι του. Ο Ιακώβ διηγήθηκε στο Λάβαν όλα αυτά τα γεγονότα. Ο Λάβαν του είπε: «Πράγματι, είσαι συγγενής μου και αίμα μου». Και έμεινε ο Ιακώβ κοντά του ένα μήνα. Ο Λάβαν είπε στον Ιακώβ: «Επειδή είσαι συγγενής μου δε σημαίνει ότι πρέπει να μου δουλεύεις χωρίς μισθό. Πες μου, ποιος θέλεις να είναι ο μισθός σου;» Ο Λάβαν είχε δύο κόρες. Το όνομα της μεγαλύτερης ήταν Λεία και της μικρότερης Ραχήλ. Τα μάτια της Λείας ήταν άτονα, ενώ η Ραχήλ είχε ωραία κορμοστασιά και όμορφο πρόσωπο. Ο Ιακώβ είχε αγαπήσει τη Ραχήλ. Απάντησε λοιπόν: «Θα σου δουλέψω εφτά χρόνια για τη Ραχήλ, τη μικρότερη κόρη σου». «Είναι προτιμότερο να τη δώσω σ’ εσένα», του λέει ο Λάβαν, «παρά σ’ έναν ξένο. Μείνε κοντά μου». Έτσι ο Ιακώβ δούλεψε για τη Ραχήλ εφτά χρόνια· του φάνηκαν όμως σαν λίγες μέρες, γιατί την αγαπούσε. Μετά είπε στο Λάβαν: «Ο χρόνος της δουλειάς μου συμπληρώθηκε· δώσ’ μου τη γυναίκα μου να μείνω μαζί της». Τότε ο Λάβαν προσκάλεσε όλους τους ανθρώπους του τόπου και οργάνωσε συμπόσιο. Όταν όμως νύχτωσε, πήρε την κόρη του τη Λεία και την έφερε στον Ιακώβ, κι εκείνος πλάγιασε μαζί της. Ο Λάβαν έδωσε στη Λεία για δούλη τη Ζελφά, που ήταν δική του δούλη. Όταν όμως ξημέρωσε το πρωί, αποκαλύφθηκε ότι ήταν η Λεία. Τότε ο Ιακώβ είπε στο Λάβαν: «Τι ήταν αυτό που μου έκανες; Δε σου δούλεψα για τη Ραχήλ; Γιατί με εξαπάτησες;» Ο Λάβαν απάντησε: «Δεν έχουμε τη συνήθεια στον τόπο μας να δίνουμε τη μικρότερη πριν από τη μεγαλύτερη. Πέρασε αυτή τη βδομάδα μαζί της και θα σου δώσω και την άλλη αν μου δουλέψεις άλλα εφτά χρόνια». Ο Ιακώβ συμφώνησε, και πέρασε την εβδομάδα εκείνη με τη Λεία. Μετά ο Λάβαν τού έδωσε την κόρη του τη Ραχήλ για γυναίκα. Στη Ραχήλ ο Λάβαν έδωσε για δούλη τη Βαλλά, που ήταν δική του δούλη. Ο Ιακώβ πλάγιασε και με τη Ραχήλ· και την αγαπούσε περισσότερο από τη Λεία. Δούλεψε λοιπόν στο Λάβαν άλλα εφτά χρόνια. Όταν ο Κύριος είδε ότι η Λεία παραγκωνιζόταν, της έδωσε την ικανότητα να κάνει παιδιά, ενώ η Ραχήλ έμενε στείρα. Η Λεία λοιπόν έμεινε έγκυος και γέννησε γιο. «Ο Θεός είδε τη δυστυχία μου», είπε· «ασφαλώς τώρα θα με αγαπήσει ο άντρας μου»· και τον ονόμασε Ρουβήν. Ξανάμεινε έγκυος και γέννησε γιο. «Ασφαλώς ο Κύριος με άκουσε», είπε, «γιατί είμαι παραγκωνισμένη, και μου έδωσε κι ετούτον το γιο»· και τον ονόμασε Συμεών. Έμεινε πάλι έγκυος και γέννησε γιο. «Αυτή τη φορά ο άντρας μου θα προσηλωθεί περισσότερο σ’ εμένα», είπε, «γιατί του γέννησα τρεις γιους»· και τον ονόμασε Λευί. Μετά έμεινε πάλι έγκυος και γέννησε γιο. «Αυτή τη φορά θα δοξολογήσω τον Κύριο», είπε· και τον ονόμασε Ιούδα. Κι έπαψε να γεννάει. Βλέποντας η Ραχήλ ότι δε γεννούσε παιδιά στον Ιακώβ, ζήλεψε την αδερφή της και είπε στον άντρα της: «Δώσ’ μου παιδιά, αλλιώς θα πεθάνω». Ο Ιακώβ θύμωσε με τη Ραχήλ και της είπε: «Θεός είμ’ εγώ; Αυτός σου στέρησε την ικανότητα να γεννάς». Τότε η Ραχήλ είπε: «Να η δούλη μου η Βαλλά. Πήγαινε μαζί της κι ας γεννήσει στα γόνατά μου. Έτσι θ’ αποχτήσω κι εγώ παιδιά μέσω αυτής». Του έδωσε, λοιπόν, τη δούλη της τη Βαλλά για γυναίκα, κι ο Ιακώβ κοιμήθηκε μαζί της. Η Βαλλά έμεινε έγκυος και του γέννησε γιο. Τότε είπε η Ραχήλ: «Ο Θεός με δικαίωσε! Άκουσε την προσευχή μου και μου έδωσε γιο»· και τον ονόμασε Δαν. Η Βαλλά έμεινε πάλι έγκυος και γέννησε δεύτερο γιο στον Ιακώβ. Τότε είπε η Ραχήλ: «Μεγάλους αγώνες έκανα ενάντια στην αδερφή μου και νίκησα»· και τον ονόμασε Νεφθαλί. Η Λεία βλέποντας ότι έπαψε να γεννάει, πήρε τη δούλη της τη Ζελφά και την έδωσε στον Ιακώβ για γυναίκα. Η Ζελφά γέννησε στον Ιακώβ γιο. Τότε είπε η Λεία: «Τι ευτυχία!» –και τον ονόμασε Γαδ. Η Ζελφά γέννησε και δεύτερο γιο στον Ιακώβ. Τότε είπε η Λεία: «Είμαι ευτυχισμένη και θα με καλοτυχίζουν οι γυναίκες»· και τον ονόμασε Ασήρ. Την εποχή του θερισμού των σιτηρών ο Ρουβήν βγήκε στους αγρούς και βρήκε μήλα του μανδραγόρα και τα έφερε στη Λεία τη μητέρα του. Τότε η Ραχήλ είπε στη Λεία: «Δώσ’ μου από τα μήλα του μανδραγόρα που βρήκε ο γιος σου». Εκείνη της απάντησε: «Λίγο είναι που μου πήρες τον άντρα μου, θέλεις να μου πάρεις και τα μήλα του μανδραγόρα του γιου μου;» Και είπε η Ραχήλ: «Σε αντάλλαγμα για τα μήλα του μανδραγόρα του γιου σου, θα κοιμηθεί ο Ιακώβ μαζί σου απόψε». Το βράδυ, την ώρα που ο Ιακώβ γύριζε από τον αγρό, βγήκε η Λεία να τον προϋπαντήσει και του είπε: «Σ’ εμένα θα έρθεις, γιατί σε πλήρωσα με αντίτιμο τα μήλα του μανδραγόρα του γιου μου». Ο Ιακώβ κοιμήθηκε μ’ αυτήν εκείνη τη νύχτα και ο Θεός άκουσε τη Λεία. Έμεινε έγκυος και γέννησε πέμπτο γιο στον Ιακώβ. «Ο Θεός με αντάμειψε», είπε, «γιατί έδωσα τη δούλη μου στον άντρα μου»· και τον ονόμασε Ισσάχαρ. Μετά έμεινε πάλι έγκυος και γέννησε έκτο γιο στον Ιακώβ. «Ο Θεός μού έδωσε ένα ωραίο δώρο», είπε. «Αυτή τη φορά ο άντρας μου θα με παραδεχτεί, γιατί του γέννησα έξι γιους»· και τον ονόμασε Ζαβουλών. Έπειτα γέννησε κόρη και την ονόμασε Δείνα. Τότε ο Θεός θυμήθηκε τη Ραχήλ· άκουσε την προσευχή της και της έδωσε την ικανότητα να ξανακάνει παιδιά. Εκείνη έμεινε έγκυος και γέννησε γιο. «Ο Θεός έβγαλε από πάνω μου την ντροπή μου», είπε. «Άς μου δώσει ο Κύριος κι άλλον γιο»· και τον ονόμασε Ιωσήφ. Όταν πια η Ραχήλ γέννησε και τον Ιωσήφ, ο Ιακώβ είπε στο Λάβαν: «Άσε με να φύγω και να πάω στον τόπο μου, στην πατρίδα μου. Δώσε μου τις γυναίκες μου, που γι’ αυτές σου δούλεψα, και τα παιδιά μου, και να φύγω. Εσύ ξέρεις πόσο σου δούλεψα». Ο Λάβαν του είπε: «Αν μου επιτρέπεις να σου πω, έχω καταλάβει ότι ο Κύριος με ευλόγησε εξαιτίας σου. Όρισέ μου», του λέει, «την αμοιβή σου κι εγώ θα σου τη δώσω». Ο Ιακώβ του είπε: «Εσύ ξέρεις πόσο σου δούλεψα, και πόσα έγιναν τα κοπάδια σου με τη δική μου φροντίδα. Είχες λίγα πριν έρθω, και έγιναν πολλά· πράγματι, ο Θεός σε ευλόγησε με τον ερχομό μου. Τώρα πρέπει κι εγώ να φροντίσω το σπίτι μου». Ο Λάβαν ρώτησε: «Τι να σου δώσω για μισθό;» Κι ο Ιακώβ απάντησε: «Δε θα μου δώσεις τίποτε. Αν μου κάνεις αυτό που θα σου πω, εγώ πάλι θα βοσκήσω τα πρόβατά σου και θα σου τα φυλάξω: Θα περάσω σήμερα απ’ όλα τα κοπάδια σου. Βάλε στην άκρη όσα πρόβατα είναι διάστικτα και παρδαλά, και όσα είναι τελείως μαύρα· κι από τα κατσίκια όσα είναι διάστικτα και παρδαλά. Αυτά θα είναι ο μισθός μου. »Έτσι θ’ αποδεικνύεται η εντιμότητά μου στο μέλλον, όταν θα έρχεσαι για να ελέγξεις το μισθό μου: Αν θα έχω κατσίκια που δε θα είναι διάστικτα ή παρδαλά ή πρόβατα που δε θα είναι μαύρα, αυτά θα θεωρούνται ότι τα έχω κλέψει». «Σύμφωνοι», είπε ο Λάβαν, «ας γίνει όπως το λες». Την ίδια μέρα όμως ξεχώρισε ο Λάβαν όσους τράγους είχαν ραβδώσεις ή ήταν διάστικτοι και παρδαλοί κι όσες κατσίκες ήταν διάστικτες και παρδαλές, καθώς και όλα τα πρόβατα που ήταν σκουρόχρωμα ή τελείως μαύρα, και τα έδωσε να τα φυλάνε οι γιοι του. Και απομακρύνθηκε σε απόσταση τριών ημερών από τον Ιακώβ. Ο Ιακώβ έβοσκε τα υπόλοιπα πρόβατα του Λάβαν. Τότε κι ο Ιακώβ πήρε χλωρές βέργες από λεύκα, αμυγδαλιά και πλάτανο, τις ξεφλούδισε σε ορισμένα σημεία, για να φανεί το άσπρο, και τις έβαλε μέσα στις ποτίστρες όπου θα πήγαιναν τα κοπάδια να ποτιστούν, ακριβώς εκεί που κυλούσε το νερό, για να τις βλέπουν τα ζώα. Καθώς εκείνα έρχονταν να πιουν, ζευγάρωναν. Τα θηλυκά πρόβατα ζευγάρωναν μπροστά στις παρδαλές βέργες κι έτσι γεννούσαν αρνιά ραβδωτά και διάστικτα ή παρδαλά. Ο Ιακώβ ξεχώριζε τα αρνιά από τις κατσίκες, και τα έβαζε να κοιτάζουν προς τα ραβδωτά και προς τα μαύρα πρόβατα των κοπαδιών του Λάβαν. Μ’ αυτόν τον τρόπο έκανε δικά του κοπάδια, τα οποία τα κράτησε ξέχωρα από κείνα του Λάβαν. Κάθε φορά που τα δυνατά θηλυκά πρόβατα ήταν σε οργασμό, έβαζε ο Ιακώβ τις παρδαλές βέργες μπροστά τους μέσα στις ποτίστρες, για να ζευγαρώνουν μπροστά στις βέργες. Όταν όμως τα θηλυκά πρόβατα ήταν ασθενικά δεν έβαζε τις βέργες. Έτσι, τα πρόβατα που ανήκαν στο Λάβαν ήταν τα αδύνατα, ενώ του Ιακώβ ήταν τα δυνατά. Έτσι ο άνθρωπος αυτός έγινε πάμπλουτος· απέκτησε πάρα πολλά κοπάδια, δούλες και δούλους, καμήλες και γαϊδούρια. Μια μέρα ο Ιακώβ άκουσε τα παιδιά του Λάβαν να λένε: «Ο Ιακώβ τα πήρε όλα όσα είχε ο πατέρας μας· από την περιουσία του πατέρα μας έκανε όλον αυτό τον πλούτο». Πρόσεξε επίσης ο Ιακώβ ότι ο Λάβαν δεν του φερνόταν πια όπως πρώτα. Τότε, είπε ο Κύριος στον Ιακώβ: «Γύρνα στη χώρα των προγόνων σου, εκεί όπου γεννήθηκες, κι εγώ θα είμαι μαζί σου». Ο Ιακώβ έστειλε και κάλεσε τη Ραχήλ και τη Λεία στους αγρούς, εκεί που έβοσκε τα κοπάδια του, και τους είπε: «Βλέπω ότι ο πατέρας σας δε μου φέρνεται πια όπως πρώτα. Ο Θεός όμως του πατέρα μου ήταν πάντα μαζί μου. Εσείς οι ίδιες ξέρετε ότι δούλεψα στον πατέρα σας με όλη μου τη δύναμη. Αλλά εκείνος με εξαπάτησε και μου άλλαξε δέκα φορές το μισθό μου. Κι όμως, ο Θεός δεν τον άφησε να μου κάνει κακό. Όταν έλεγε “όσα έχουν στίγματα θα είναι η αμοιβή σου”, τότε όλα τα κοπάδια γεννούσαν με στίγματα. Όταν έλεγε “τα ραβδωτά θα είναι η αμοιβή σου”, όλα τα κοπάδια γεννούσαν ραβδωτά. Έτσι πήρε ο Θεός τα πρόβατα από τον πατέρα σας και τα έδωσε σ’ εμένα. Την εποχή που ζευγάρωναν τα κοπάδια, είδα στον ύπνο μου ότι τα κριάρια που ανέβαιναν στις προβατίνες ήταν ραβδωτά, διάστικτα και παρδαλά. Ο άγγελος του Θεού μού είπε μέσα στο όνειρο: “Ιακώβ” κι απάντησα: “Ορίστε”. “Κοίτα ένα γύρω”, μου είπε, “και δες: Όλα τα κριάρια που ανεβαίνουν στις προβατίνες είναι ραβδωτά, διάστικτα και παρδαλά· είδα, πράγματι, αυτά που σου έκανε ο Λάβαν. Εγώ είμαι ο Θεός της Βαιθήλ, που του αφιέρωσες εκεί μια ιερή στήλη και του έκανες τάξιμο. Τώρα, λοιπόν σήκω και φύγε από τη χώρα αυτή και γύρνα στην πατρίδα σου”». Η Ραχήλ και η Λεία αποκρίθηκαν: «Μήπως έχουμε εμείς πια μερίδιο στην κληρονομιά από το σπίτι του πατέρα μας; Εμάς μας θεωρεί ξένες· μας πούλησε κι ύστερα έφαγε τα χρήματά μας. Όλη η περιουσία που ο Θεός αφαίρεσε απ’ τον πατέρα μας ανήκει σ’ εμάς και στα παιδιά μας. Τώρα λοιπόν κάνε ό,τι σου είπε ο Θεός». Τότε ο Ιακώβ ανέβασε τους γιους του και τις γυναίκες του στις καμήλες, πήρε κι όλα τα κοπάδια του και όλα τα υπάρχοντά του που τα είχε αποκτήσει στη Μεσοποταμία και ξεκίνησε να πάει στον Ισαάκ, τον πατέρα του, στη Χαναάν. Ο Λάβαν είχε πάει να κουρέψει τα πρόβατά του και η Ραχήλ επωφελήθηκε κι έκλεψε τα ειδώλια του πατέρα της. Ο Ιακώβ εξαπάτησε το Λάβαν τον Αραμαίο, γιατί έφυγε χωρίς να του το αναγγείλει. Έφυγε βιαστικά μαζί με όλα όσα του ανήκαν. Πέρασε τον ποταμό Ευφράτη και κατευθύνθηκε προς τα βουνά της Γαλαάδ. Μετά από τρεις μέρες ανάγγειλαν στο Λάβαν τον Αραμαίο ότι ο Ιακώβ είχε φύγει. Τότε αυτός πήρε μαζί του τους συγγενείς του και καταδίωξε τον Ιακώβ εφτά μέρες δρόμο, και τον πρόφτασε στα βουνά της Γαλαάδ. Ο Θεός όμως την ίδια εκείνη νύχτα του παρουσιάστηκε στ’ όνειρό του και του είπε: «Πρόσεξε, να μην πεις στον Ιακώβ ούτε καλό ούτε κακό». Πρόφτασε λοιπόν ο Λάβαν τον Ιακώβ, όταν εκείνος είχε κατασκηνώσει στα βουνά. Ο Λάβαν με τους συγγενείς του κατασκήνωσε κι αυτός στα βουνά της Γαλαάδ. Ο Λάβαν άρχισε να ρωτάει τον Ιακώβ: «Γιατί με ξεγέλασες και πήρες μαζί σου τις θυγατέρες μου, σαν να ήταν αιχμάλωτες πολέμου; Γιατί έφυγες κρυφά και με εξαπάτησες; Γιατί δεν με ειδοποίησες να σε ξεπροβοδίσω με γιορτές και με τραγούδια, με τύμπανα και με κιθάρες; Γιατί δε μ’ άφησες να φιλήσω τα εγγόνια μου και τις κόρες μου; Φέρθηκες ανόητα! Θα μπορούσα να σου κάνω κακό. Αλλά ο Θεός του πατέρα σου μου είπε χτες τη νύχτα: “Πρόσεξε να μην πεις στον Ιακώβ ούτε καλό ούτε κακό”. Τώρα λοιπόν έφυγες γιατί νοστάλγησες πολύ το σπίτι του πατέρα σου. Γιατί όμως έκλεψες τους θεούς μου;» Ο Ιακώβ αποκρίθηκε στο Λάβαν: «Φοβήθηκα, και σκέφτηκα ότι θα μου έπαιρνες τις θυγατέρες σου. Αλλά εκείνος στον οποίο θα βρεις τους θεούς σου δε θα ζήσει. Ψάξε εδώ μπροστά στους συγγενείς μας και ό,τι είναι δικό σου και το έχω εγώ, πάρ’ το». Αλλά ο Ιακώβ δεν ήξερε ότι η Ραχήλ ήταν που είχε κλέψει τους θεούς. Ο Λάβαν πήγε στη σκηνή του Ιακώβ, στη σκηνή της Λείας και στη σκηνή των δύο δούλων γυναικών, αλλά δε βρήκε τίποτε. Όταν βγήκε από τη σκηνή της Λείας μπήκε στη σκηνή της Ραχήλ. Η Ραχήλ είχε πάρει τα ειδώλια, τα είχε βάλει κάτω από το σαμάρι της καμήλας και είχε καθίσει από πάνω. Ο Λάβαν έψαξε όλη τη σκηνή αλλά δε βρήκε τίποτα. Η Ραχήλ είπε στον πατέρα της: «Μη θυμώσεις, κύριέ μου, που δεν μπορώ να σηκωθώ μπροστά σου, αλλά έχω την περίοδό μου». Ο Λάβαν έψαξε αλλά δε βρήκε τα είδωλα. Θύμωσε λοιπόν ο Ιακώβ κι άρχισε να φιλονικεί με το Λάβαν: «Ποια είναι η ανομία μου», του λέει, «και ποια η αμαρτία μου που με καταδιώκεις; Έψαξες όλα μου τα υπάρχοντα. Βρήκες τίποτε που ν’ ανήκει στο σπίτι σου; Βάλ’ τα μπροστά στους δικούς μου συγγενείς και στους δικούς σου για να κρίνουν ανάμεσά μας. Είκοσι χρόνια τώρα είμαι μαζί σου. Οι προβατίνες σου και οι κατσίκες σου ποτέ δεν απέβαλαν, κι ένα κριάρι απ’ τα κοπάδια σου ποτέ δεν έφαγα. Ποτέ δε σου έφερα ένα κατασπαραγμένο ζωντανό· εγώ σου το αντικαθιστούσα από τα δικά μου. Από μένα ζητούσες αυτό που μου έκλεβαν, είτε τη μέρα είτε τη νύχτα. Την ημέρα μ’ έτρωγε η ζέστη και τη νύχτα το κρύο. Είχα χάσει τον ύπνο μου. Είκοσι χρόνια τώρα είμαι στο σπίτι σου. Δεκατέσσερα χρόνια σού δούλεψα για τις δύο κόρες σου και έξι για τα κοπάδια σου, κι άλλαξες δέκα φορές την αμοιβή μου. Αν ο Θεός του προπάτορά μου του Αβραάμ, ο Θεός που τον τρέμει ο Ισαάκ, δεν ήταν μαζί μου, ασφαλώς τώρα θα με ξαπόστελνες με χέρια αδειανά. Αλλά ο Θεός είδε την ταλαιπωρία και τους κόπους μου, κι έβγαλε κρίση χτες τη νύχτα». Ο Λάβαν αποκρίθηκε στον Ιακώβ: «Οι κόρες αυτές είναι κόρες μου, κι αυτά τα παιδιά παιδιά μου· τα κοπάδια σου είναι κοπάδια μου και καθετί που βλέπεις ανήκει σ’ εμένα. Κι όμως δεν μπορώ να κάνω τίποτα για τις θυγατέρες μου και για τα παιδιά, που έφεραν στον κόσμο! Έλα τώρα λοιπόν να κάνουμε μια συμφωνία εγώ κι εσύ, κι ας βάλουμε κάτι για μνημείο ανάμεσά μας». Πήρε τότε ο Ιακώβ ένα λιθάρι και το έστησε για αναμνηστική στήλη. «Μαζέψτε πέτρες», είπε στους συγγενείς του. Εκείνοι μάζεψαν πέτρες και έκαναν ένα σωρό, και έφαγαν εκεί, απάνω στο σωρό. Ο Λάβαν ονόμασε το σωρό εκείνο Ιεγάρ-Σαχαδουθά, κι ο Ιακώβ τον ονόμασε Γαλεέδ. Ο Λάβαν είπε: «Ο σωρός αυτός οι πέτρες ας είναι σήμερα μάρτυρας ανάμεσά μας». Γι’ αυτό η τοποθεσία ονομάστηκε Γαλεέδ. Ο Λάβαν επίσης είπε: «Ο Κύριος ας επιβλέπει ανάμεσά μας όταν χωρίσουμε ο ένας από τον άλλο». Έτσι ονόμασαν την τοποθεσία και Μισπά. «Αν κακομεταχειριστείς τις κόρες μου ή αν πάρεις κι άλλες γυναίκες εκτός από τις κόρες μου, ακόμη κι αν κανένας μάρτυρας δεν θα βρίσκεται μπροστά, σκέψου ότι ο Θεός θα είναι μάρτυρας ανάμεσά μας». Ο Λάβαν είπε στον Ιακώβ: «Να ο σωρός αυτός, και η στήλη, που έστησα ανάμεσά μας. Μάρτυρας θα είναι και ο σωρός και η στήλη, ότι εγώ δε θα τα διαβώ προς εσένα ούτε εσύ θα τα διαβείς προς εμένα με κακό σκοπό. Ο Θεός του Αβραάμ και ο Θεός του Ναχώρ ας κρίνει μεταξύ μας». Και έδωσε όρκο ο Ιακώβ στο Θεό που τον έτρεμε ο πατέρας του ο Ισαάκ. Μετά πρόσφερε θυσία πάνω στο βουνό, και κάλεσε τους συγγενείς του να φάνε όλοι μαζί. Έφαγαν και πέρασαν τη νύχτα στο βουνό. Ο Λάβαν σηκώθηκε το πρωί, φίλησε τα εγγόνια του και τις κόρες του και τους ευλόγησε. Ύστερα έφυγε και γύρισε στον τόπο του. Ο Ιακώβ εξακολούθησε το δρόμο του. Τότε τον συνάντησαν άγγελοι του Θεού. Μόλις τους είδε είπε: «Στρατόπεδο του Θεού θα είν’ αυτό!» Κι ονόμασε τον τόπο εκείνο Μαχαναΐμ. Ο Ιακώβ έστειλε αγγελιοφόρους να προπορευτούν προς τον Ησαύ, τον αδερφό του, στη χώρα Σηείρ, στους αγρούς της Εδώμ, και τους διέταξε να του πουν εκ μέρους του: «Κύριέ μου Ησαύ, εγώ ο Ιακώβ ο δούλος σου έμεινα κοντά στο Λάβαν μέχρι σήμερα. Απέκτησα βόδια, γαϊδούρια και πρόβατα, δούλους και δούλες. Και τώρα στέλνω να σου το αναγγείλω, κυριέ μου, για να κερδίσω την εύνοιά σου». Οι αγγελιοφόροι γύρισαν στον Ιακώβ και του είπαν: «Πήγαμε στον αδερφό σου τον Ησαύ αλλά κι εκείνος έρχεται να σε συναντήσει με τετρακόσιους άντρες μαζί του». Ο Ιακώβ φοβήθηκε πάρα πολύ και τον έπιασε αγωνία. Χώρισε λοιπόν σε δύο στρατόπεδα τους ανθρώπους που ήταν μαζί του, τα πρόβατα, τα βόδια και τις καμήλες. Και σκέφτηκε: «Αν ο Ησαύ έρθει και χτυπήσει το ένα τμήμα, το άλλο θα μπορέσει να διαφύγει». Ύστερα ο Ιακώβ προσευχήθηκε: «Θεέ του προπάτορά μου Αβραάμ και του πατέρα μου Ισαάκ, Κύριε, εσύ μου είπες να γυρίσω στη χώρα μου και στους συγγενείς μου και ότι εσύ θα κάνεις να πάνε όλα καλά για μένα. Δεν αξίζω όλη αυτή την αγάπη και την πιστότητα που έδειξες στο δούλο σου. Πέρασα τον Ιορδάνη έχοντας μόνο το ραβδί μου· και τώρα έχω αυτά τα δύο στρατόπεδα. Γλίτωσέ με τώρα λοιπόν από τον αδερφό μου τον Ησαύ. Φοβάμαι, μήπως έρθει και με σκοτώσει και δεν αφήσει ούτε τις γυναίκες ούτε τα παιδιά. Εσύ είπες ότι θα κάνεις να πάνε όλα καλά για μένα, και θα κάνεις τους απογόνους μου σαν την άμμο της θάλασσας, που από την πληθώρα της δεν μπορεί να μετρηθεί». Ο Ιακώβ πέρασε εκεί τη νύχτα εκείνη. Από τα υπάρχοντά του ξεχώρισε ένα μέρος για δώρο στον αδερφό του τον Ησαύ: Διακόσιες κατσίκες και είκοσι τράγους, διακόσιες προβατίνες και είκοσι κριάρια, τριάντα καμήλες που θήλαζαν τα μικρά τους, σαράντα αγελάδες και δέκα ταύρους, είκοσι θηλυκά γαϊδούρια και δέκα πουλάρια. Τα παρέδωσε στους δούλους του, κάθε κοπάδι χωριστά, και τους είπε: «Περάστε εσείς μπροστά, κι αφήστε απόσταση ανάμεσα στα κοπάδια». «Όταν σε συναντήσει ο αδερφός μου ο Ησαύ», διέταξε τον πρώτο, «και σε ρωτήσει τίνος είσαι, πού πηγαίνεις και σε ποιον ανήκουν αυτά που είναι μπροστά σου, θα απαντήσεις: “ανήκω στο δούλο σου τον Ιακώβ. Αυτά είναι ένα δώρο που στέλνει στον κύριό μου τον Ησαύ, και έρχεται κι ο ίδιος πίσω μας”». Την ίδια διαταγή έδωσε και στο δεύτερο και στον τρίτο και σε όλους όσοι συνόδευαν τα κοπάδια: «Έτσι θα μιλήσετε στον Ησαύ όταν τον συναντήσετε. Θα του πείτε: “Ο δούλος σου ο Ιακώβ έρχεται κι εκείνος πίσω μας”». Στην πραγματικότητα σκεφτόταν: «Ας τον καλοπιάσω με τα δώρα που θα προπορεύονται, και μετά να τον συναντήσω. Ίσως μου φερθεί φιλικά». Πέρασαν λοιπόν μπροστά απ’ αυτόν τα δώρα, ενώ ο ίδιος έμεινε εκείνη τη νύχτα στο στρατόπεδο. Την ίδια εκείνη νύχτα ο Ιακώβ σηκώθηκε και πήρε τις δυο γυναίκες του, τις δυο δούλες του και τους έντεκα γιους του και τους πέρασε από το χείμαρρο του Ιαβόκ αντίπερα. Μαζί μ’ αυτούς πέρασε από το χείμαρρο και όλα τα υπάρχοντά του. Εκείνος έμεινε πίσω μόνος. Τότε πάλεψε κάποιος μαζί του ως την αυγή. Όταν είδε ότι δεν μπορούσε να νικήσει τον Ιακώβ, τον χτύπησε καθώς πάλευαν στην κλείδωση του μηρού του και εξαρθρώθηκε ο γοφός του. Τότε ο άνθρωπος του είπε: «Άφησέ με! Ξημέρωσε». Αλλά ο Ιακώβ απάντησε: «Δε θα σε αφήσω αν δεν με ευλογήσεις». Εκείνος τον ρώτησε: «Ποιο είναι το όνομά σου;» Κι απάντησε: «Ιακώβ». «Το όνομά σου» του λέει, «δε θα είναι πια Ιακώβ αλλά Ισραήλ, γιατί αγωνίστηκες με το Θεό και τους ανθρώπους και νίκησες». Ο Ιακώβ τον ρώτησε: «Πες μου το όνομά σου». Κι εκείνος είπε: «Τι ζητάς το όνομά μου;» Και τον ευλόγησε εκεί. Τότε ο Ιακώβ είπε: «Είδα το Θεό κατά πρόσωπο κι ακόμα ζω!» Κι ονόμασε τον τόπο εκείνο Φανουήλ. Ο ήλιος έβγαινε όταν ο Ιακώβ περνούσε τη Φανουήλ, και κούτσαινε στην κλείδωση του μηρού. Γι’ αυτό οι Ισραηλίτες μέχρι σήμερα δεν τρώνε το μέρος εκείνο γύρω από την κλείδωση του μηρού, γιατί εκεί χτυπήθηκε ο Ιακώβ, στο ισχιακό νεύρο. Ο Ιακώβ κοίταξε πέρα και είδε τον Ησαύ να έρχεται με τετρακόσιους άντρες μαζί του. Τότε μοίρασε τα παιδιά στη Λεία, στη Ραχήλ και στις δύο δούλες. Έβαλε μπροστά τις δούλες με τα παιδιά τους, έπειτα τη Λεία με τα παιδιά της, και ύστερα τη Ραχήλ με τον Ιωσήφ. Ο ίδιος πέρασε μπροστά και προσκύνησε στη γη εφτά φορές πριν πλησιάσει τον αδερφό του. Τότε ο Ησαύ έτρεξε να τον συναντήσει και τον αγκάλιασε· έπεσε στο λαιμό του και τον φιλούσε κι έκλαιγαν μαζί. Όταν σήκωσε τα μάτια του και είδε τις γυναίκες με τα παιδιά ρώτησε: «Τι σου είναι αυτά;» Ο Ιακώβ απάντησε: «Είναι τα παιδιά που χάρισε ο Θεός στο δούλο σου». Πλησίασαν οι δούλες με τα παιδιά τους και προσκύνησαν, έπειτα πλησίασε η Λεία με τα παιδιά της και προσκύνησαν, τέλος πλησίασε ο Ιωσήφ με τη Ραχήλ και προσκύνησαν κι αυτοί. Ο Ησαύ ρώτησε τον αδερφό του: «Τι σκόπευες να κάνεις με όλο εκείνο το πλήθος που συνάντησα;» Ο Ιακώβ απάντησε: «Ήθελα να κερδίσω την εύνοιά σου, κύριέ μου». Ο Ησαύ του είπε: «Έχω αρκετά, αδερφέ μου! Κράτησέ τα· σου ανήκουν». «Όχι, σε παρακαλώ!» του απάντησε ο Ιακώβ. «Αν έχω κερδίσει την εύνοιά σου, δέξου τα δώρα μου. Γιατί όταν είδα το πρόσωπό σου, ήταν σαν να είδα το πρόσωπο του Θεού. Τόσο καλά με δέχτηκες. Δέξου λοιπόν τα δώρα που σου έφερα, γιατί ο Θεός με βοήθησε και έχω απ’ όλα». Και επέμενε τόσο, ώστε ο Ησαύ τα δέχτηκε. Τότε ο Ησαύ είπε: «Ας ξεκινήσουμε, λοιπόν, κι ας πάμε. Εγώ θα έρχομαι μαζί σου». Ο Ιακώβ όμως του απάντησε: «Ξέρεις, κύριέ μου, ότι τα παιδιά είναι αδύνατα, και ότι τα πρόβατα και τα μοσχάρια που θηλάζουν χρειάζονται φροντίδα· έστω και μία μέρα αν κουραστούν, όλα τα κοπάδια θα ψοφήσουν. Πήγαινε εσύ, κύριέ μου, μπροστά απ’ το δούλο σου. Εγώ θα προχωρώ σιγά, σύμφωνα με το βάδισμα των ζώων, που θα προπορεύονται, και με το βάδισμα των παιδιών, ωσότου σε φτάσω στη Σηείρ». Ο Ησαύ είπε: «Να σου αφήσω ένα τμήμα από τους άντρες που είναι μαζί μου». Αλλά ο Ιακώβ απάντησε: «Τι χρειάζεται; Φτάνει μόνο που κέρδισα την εύνοια του κυρίου μου». Ο Ησαύ πήρε την ίδια μέρα το δρόμο της επιστροφής στη Σηείρ. Ο Ιακώβ όμως προχώρησε προς τη Σουκκώθ, όπου έχτισε σπίτι για τον εαυτό του και έφτιαξε μαντριά για τα κοπάδια του. Γι’ αυτό ο τόπος ονομάστηκε Σουκκώθ. Ο Ιακώβ επιστρέφοντας απ’ τη Μεσοποταμία έφτασε ασφαλής στην πόλη Συχέμ, που βρίσκεται στη Χαναάν. Εκεί κατασκήνωσε κοντά στην πόλη, σ’ ένα τμήμα γης που το αγόρασε γιά εκατό νομίσματα από τους απογόνους του Χαμώρ, πατέρα του Συχέμ. Εκεί έστησε θυσιαστήριο και το ονόμασε «Ο Θεός είναι Θεός του Ισραήλ». Μια μέρα η Δείνα, η κόρη που η Λεία είχε γεννήσει στον Ιακώβ, βγήκε για να δει τα κορίτσια της περιοχής. Την είδε κι ο Συχέμ, ο γιος του Χαμώρ του Ευαίου, του άρχοντα της περιοχής· την πήρε λοιπόν και πλάγιασε μαζί της και τη βίασε. Τη συμπάθησε όμως πολύ τη Δείνα· το αγάπησε το κορίτσι και μίλησε στην καρδιά του. Και είπε ο Συχέμ στον πατέρα του: «Πάρε μου το κορίτσι αυτό για γυναίκα μου». Ο Ιακώβ έμαθε ότι ο Συχέμ είχε ατιμάσει την κόρη του τη Δείνα, αλλά επειδή οι γιοι του ήταν με τα κοπάδια στους αγρούς, δεν είπε τίποτα ωσότου επέστρεψαν. Ο Χαμώρ, πατέρας του Συχέμ, πήγε στον Ιακώβ για να του μιλήσει. Όταν οι γιοι του Ιακώβ γύρισαν από τους αγρούς και έμαθαν τα καθέκαστα, τους κατέλαβε μεγάλη οργή και αγανάκτηση για το Συχέμ. Πλάγιασε με την κόρη του Ιακώβ ατιμάζοντας έτσι ολόκληρη την οικογένεια του Ισραήλ. Τέτοιο πράγμα δεν έπρεπε να γίνει. Ο Χαμώρ όμως τους έλεγε: «Ο Συχέμ, ο γιος μου, συμπάθησε πολύ την κόρη σας. Δεχτείτε να του τη δώσετε για γυναίκα. Συγγενέψτε μαζί μας. Δώστε μας τις κόρες σας και πάρτε τις δικές μας. Κατοικήστε εδώ μαζί μας. Η χώρα είναι στη διάθεσή σας. Εγκατασταθείτε σ’ αυτήν, κινηθείτε ελεύθερα σ’ αυτήν και αποκτήστε πλούτο απ’ αυτήν». Ο Συχέμ ο ίδιος έλεγε στον πατέρα του κοριτσιού και στ’ αδέρφια της: «Την εύνοιά σας να κερδίσω και ό,τι μου ζητήσετε θα το δώσω. Αυξήστε όσο θέλετε το τίμημα της νύφης και τα δώρα, και θα σας τα δώσω –ό,τι κι αν μου ζητήσετε. Δώστε μου όμως την κοπέλα για γυναίκα». Επειδή ο Συχέμ είχε ατιμάσει την αδερφή τους τη Δείνα, τα παιδιά του Ιακώβ απάντησαν στο Συχέμ και στον πατέρα του το Χαμώρ με πονηριά: «Δεν μπορούμε να το κάνουμε αυτό», τους είπαν, «να δώσουμε δηλαδή την αδερφή μας σε άνθρωπο απερίτμητο, γιατί κάτι τέτοιο θα ήταν ντροπή για μας. Μόνο μ’ αυτόν τον όρο θα συγκατατεθούμε: Να γίνετε όπως κι εμείς· δηλαδή κάθε αρσενικό σας να περιτμηθεί. Τότε θα σας δώσουμε τις κόρες μας και θα πάρουμε τις δικές σας για γυναίκες· θα κατοικήσουμε μαζί σας και θα γίνουμε ένας λαός. Αν όμως δε δεχτείτε να περιτμηθείτε, θα πάρουμε την κόρη μας και θα φύγουμε». Τα λόγια τους αυτά φάνηκαν σωστά στο Χαμώρ και στο Συχέμ, το γιο του. Ο νέος δεν δίστασε να το κάνει αυτό, γιατί αγαπούσε την κόρη του Ιακώβ. Ο ίδιος ήταν ο πιο σπουδαίος σ’ όλη την οικογένεια του πατέρα του. Πήγαν λοιπόν ο Χαμώρ και ο γιος του ο Συχέμ στην πύλη της πόλης τους και μίλησαν στους άντρες της: «Οι άνθρωποι αυτοί», τους είπαν, «έχουν ειρηνικές διαθέσεις απέναντί μας. Ας εγκατασταθούν στη χώρα μας κι ας κινηθούν ελεύθερα σ’ αυτήν. Η χώρα μας είναι αρκετά μεγάλη και γι’ αυτούς. Θα παίρνουμε γυναίκες τις κόρες τους και θα τους δίνουμε τις κόρες μας. Αλλά οι άνθρωποι αυτοί θα δεχτούν να κατοικήσουν μαζί μας και να γίνουμε ένας λαός μονάχα με μία προϋπόθεση: Ότι όλα τα αρσενικά μας θα περιτμηθούν όπως είναι κι αυτοί περιτμημένοι. Τα κοπάδια τους, τα υπάρχοντά τους και τα ζώα τους θα είναι όλα δικά μας, αρκεί να δεχτούμε τον όρο τους και να κατοικήσουν μαζί μας». Όλοι οι άντρες της πόλης, όλοι όσοι διάβαιναν την πύλη της, υπάκουσαν στον Χαμώρ και στο Συχέμ, το γιο του, και έκαναν περιτομή σε όλα τα αρσενικά τους. Αλλά την τρίτη μέρα, ενώ είχαν ακόμη πόνους, οι δυο γιοι του Ιακώβ, ο Συμεών και ο Λευί, αδερφοί της Δείνας, πήραν τα ξίφη τους, μπήκαν στην ανυποψίαστη πόλη και έσφαξαν όλους τους άντρες. Έσφαξαν και το Χαμώρ και το Συχέμ το γιο του, πήραν τη Δείνα από το σπίτι του Συχέμ και έφυγαν. Οι υπόλοιποι γιοι του Ιακώβ όρμησαν στα πτώματα και λεηλάτησαν την πόλη, γιατί οι κάτοικοί της είχαν ατιμάσει την αδερφή τους. Τους πήραν τα πρόβατά τους, τα βόδια τους, τα γαϊδούρια τους και ό,τι υπήρχε στην πόλη και στους αγρούς. Πήραν για λάφυρα όλα τους τα υπάρχοντα, τα παιδιά τους και τις γυναίκες τους, κι άρπαξαν ό,τι βρήκαν στα σπίτια. Αλλά ο Ιακώβ είπε στο Συμεών και στο Λευί: «Δυστυχία μού φέρατε, γιατί με κάνατε μισητό στους κατοίκους της χώρας, στους Χαναναίους και στους Φερεζαίους. Εγώ έχω λίγους ανθρώπους, ενώ αυτοί μπορούν να συνασπιστούν εναντίον μου και να με χτυπήσουν, και να καταστραφώ εγώ και το σπίτι μου». Κι εκείνοι του απάντησαν: «Έπρεπε να μεταχειριστούν σαν πόρνη την αδερφή μας;» Ο Θεός είπε στον Ιακώβ: «Σήκω, πήγαινε στη Βαιθήλ και μείνε εκεί. Και χτίσε εκεί θυσιαστήριο σ’ εμένα το Θεό, που σου φανερώθηκα όταν έφευγες για να γλιτώσεις απ’ τον αδερφό σου τον Ησαύ». Τότε ο Ιακώβ είπε στην οικογένειά του και σ’ όλους όσοι ήταν μαζί του: «Πετάξτε τους ξένους θεούς που βρίσκονται ανάμεσά μας. Καθαριστείτε, αλλάξτε ρούχα κι ας ετοιμαστούμε ν’ ανεβούμε στη Βαιθήλ. Εκεί θα χτίσω θυσιαστήριο στο Θεό που με άκουσε τις μέρες της θλίψης μου και που ήταν μαζί μου στο δρόμο που πορεύτηκα». Εκείνοι έδωσαν στον Ιακώβ όλους τους ξένους θεούς που είχαν στην κατοχή τους και τα σκουλαρίκια που κρεμούσαν στ’ αυτιά τους, κι ο Ιακώβ τα έθαψε κάτω απ’ τη βελανιδιά που ήταν κοντά στη Συχέμ. Έπειτα έφυγαν. Και φόβος Θεού απλώθηκε στις πόλεις γύρω τους· γι’ αυτό δεν καταδίωξαν τους γιους του Ιακώβ. Έτσι ο Ιακώβ και όλος ο λαός που ήταν μαζί του, έφτασαν στη Λουζ, δηλαδή στη Βαιθήλ, στη χώρα της Χαναάν. Εκεί ο Ιακώβ έχτισε θυσιαστήριο, και ονόμασε την τοποθεσία «Θεός της Βαιθήλ», γιατί εκεί του αποκαλύφθηκε ο Θεός, όταν έφευγε για να γλιτώσει από τον αδερφό του. Εκείνη την εποχή πέθανε η Δεβόρα, η τροφός της Ρεβέκκας, και την έθαψαν νότια της Βαιθήλ, κάτω απ’ τη βελανιδιά, που έκτοτε την ονόμασαν «Βελανιδιά των Θρήνων». Ο Θεός εμφανίστηκε πάλι στον Ιακώβ, όταν επέστρεφε από τη Μεσοποταμία και τον ευλόγησε: «Το όνομά σου είναι Ιακώβ», του είπε. «Δε θα ονομάζεσαι πια Ιακώβ αλλά Ισραήλ». Έτσι ο Θεός τον ονόμασε Ισραήλ. Επίσης του είπε: «Εγώ είμαι ο Ελ-Σαδδάι (Θεός παντοκράτορας). Πολυάριθμοι να είναι οι απόγονοί σου. Από σένα θα βγει λαός και άθροισμα λαών, και βασιλιάδες θα προέλθουν από σένα. Σ’ εσένα και στους απογόνους σου θα δώσω τη χώρα που έδωσα στον Αβραάμ και στον Ισαάκ». Μετά ο Θεός απομακρύνθηκε από τον τόπο όπου μιλούσε με τον Ιακώβ. Ο Ιακώβ έστησε μια λίθινη στήλη στον τόπο όπου είχε μιλήσει μαζί του ο Θεός, και πάνω σ’ αυτήν πρόσφερε σπονδή και έχυσε λάδι. Και ονόμασε τον τόπο εκείνο Βαιθήλ. Στη συνέχεια ο Ιακώβ και η οικογένειά του έφυγαν από τη Βαιθήλ, και ενώ έμενε ακόμα μικρή απόσταση για να φτάσουν στην Εφραθά, ήρθε η ώρα της Ραχήλ να γεννήσει· είχε δύσκολη γέννα. Όταν οι πόνοι της γέννας είχαν φτάσει στο αποκορύφωμα, η μαμή τής είπε: «Μη φοβάσαι, έκανες πάλι αγόρι». Τη στιγμή που έβγαινε η ψυχή της, γιατί τελικά πέθανε, τον ονόμασε Βεν-Ονί, αλλά ο πατέρας του τον ονόμασε Βενιαμίν. Πέθανε η Ραχήλ, και την έθαψαν στο δρόμο προς την Εφραθά, δηλαδή στη Βηθλεέμ. Ο Ιακώβ έστησε πάνω στον τάφο της μια λίθινη στήλη. Είναι η λίθινη στήλη του τάφου της Ραχήλ, που σώζεται μέχρι σήμερα. Μετά ο Ισραήλ έφυγε από ’κει και κατασκήνωσε πέρα από τη Μιγδάλ-Έδερ. Την εποχή που ο Ισραήλ έμενε σ’ αυτήν τη χώρα, ο Ρουβήν πήγε και πλάγιασε με τη Βαλλά, την παλλακίδα του πατέρα του, και το ’μαθε αυτό ο Ισραήλ. Οι γιοι του Ιακώβ ήταν δώδεκα: Ο Ρουβήν, που ήταν πρωτότοκος, ο Συμεών, ο Λευί, ο Ιούδας, ο Ισσάχαρ και ο Ζαβουλών από τη Λεία. Ο Ιωσήφ και ο Βενιαμίν, από τη Ραχήλ. Ο Δαν και ο Νεφθαλί από τη Βαλλά, δούλη της Ραχήλ, και ο Γαδ κι ο Ασήρ από τη Ζελφά, δούλη της Λείας. Αυτοί είναι οι γιοι που απέκτησε ο Ιακώβ στη Μεσοποταμία. Ο Ιακώβ ήρθε στον πατέρα του τον Ισαάκ στη Μαμβρή, κοντά στην Κιριάθ-Αρβά, δηλαδή στη Χεβρών. Εδώ είχαν κατοικήσει ως ξένοι ο Αβραάμ και ο Ισαάκ. Ο Ισαάκ έζησε εκατόν ογδόντα χρόνια. Πέθανε και πήγε μαζί με τους νεκρούς του λαού του γέροντας και μακροήμερος. Τον έθαψαν οι γιοι του ο Ησαύ και ο Ιακώβ. Αυτές εδώ είναι οι γενεαλογίες του Ησαύ, δηλαδή του Εδώμ: Ο Ησαύ πήρε γυναίκες από τις κοπέλες της Χαναάν, την Αδά, κόρη του Αιλών του Χετταίου, την Ολιβαμά, κόρη του Ανά και εγγονή του Σιβεγών του Ευαίου, και τη Βασεμάθ, κόρη του Ισμαήλ και αδερφή του Νεβαϊώθ. Η Αδά γέννησε στον Ησαύ τον Ελιφάζ, η Βασεμάθ γέννησε το Ρεγουήλ, και η Ολιβαμά γέννησε τον Ιεούς, τον Ιεγλάμ και τον Κορέ. Αυτοί είναι οι γιοι που απέκτησε ο Ησαύ στη Χαναάν. Ο Ησαύ πήρε τις γυναίκες του, τους γιους του και τις θυγατέρες του, όλους όσοι ήταν στο σπίτι του, τα κοπάδια του, όλα τα ζώα του και όλη την περιουσία που είχε αποκτήσει στη Χαναάν, και πήγε να μείνει σε άλλη χώρα, μακριά από τον αδερφό του τον Ιακώβ. Η περιουσία τους ήταν τόσο πολύ μεγάλη, ώστε δεν μπορούσαν να κατοικήσουν μαζί, και η χώρα όπου έμεναν ως ξένοι δεν ήταν δυνατό να τους χωρέσει απ’ τα πολλά κοπάδια τους. Έτσι ο Ησαύ κατοίκησε στα βουνά Σηείρ. Ο Ησαύ είναι ο Εδώμ. Αυτές εδώ είναι οι γενεαλογίες του Ησαύ, του γενάρχη των Εδωμιτών, στα βουνά Σηείρ. Τα ονόματα των γιων του Ησαύ είναι: Ελιφάζ και Ρεγουήλ από τις γυναίκες του Αδά και Βασεμάθ αντίστοιχα. Οι γιοι του Ελιφάζ είναι ο Θαιμάν, ο Ωμάρ, ο Σεφώ, ο Γαετάμ και ο Κενάζ. Η Τιμνά ήταν παλλακή του Ελιφάζ και του γέννησε τον Αμαλήκ. Αυτοί ήταν εγγονοί της Αδά, γυναίκας του Ησαύ. Οι γιοι του Ρεγουήλ είναι ο Ναχάθ, ο Ζεράχ, ο Σαμμά και ο Μιζζά. Αυτοί ήταν εγγονοί της Βασεμάθ, γυναίκας του Ησαύ. Αυτοί εδώ είναι οι γιοι της Ολιβαμά, κόρης του Ανά και εγγονής του Σιβεγών, γυναίκας του Ησαύ: του γέννησε τον Ιεούς, τον Ιεγλάμ και τον Κορέ. Οι αρχηγοί Ναχάθ, Ζεράχ, Σαμμά, Μιζζά, που κατοικούσαν στη χώρα της Εδώμ, ήταν γιοι του Ρεγουήλ και εγγονοί της Βασεμάθ, γυναίκας του Ησαύ. Οι αρχηγοί Ιεούς, Ιεγλάμ και Κορέ ήταν γιοι του Ησαύ από τη γυναίκα του την Ολιβαμά, κόρη του Ανά. Όλοι αυτοί λοιπόν ήταν γιοι του Ησαύ και αρχηγοί των φυλών που προήλθαν απ’ αυτούς. Αυτοί αποτελούν τους Εδωμίτες. Οι γιοι του Λωτάν ήταν ο Χορρί και ο Αιμάμ. Αδερφή του Λωτάν ήταν η Τιμνά. Οι γιοι του Σωβάλ ήταν ο Αλβάν, ο Μαναχάθ, ο Αιβάλ, ο Σεφώ και ο Ωνάμ. Οι γιοι του Σιβεγών ήταν ο Αϊά και ο Ανά. Ο Ανά είν’ εκείνος που βρήκε πηγές στην έρημο, όταν έβοσκε τα γαϊδούρια του Σιβεγών του πατέρα του. Τα παιδιά του Ανά ήταν ο γιος του ο Δισών και η κόρη του η Ολιβαμά. Οι γιοι του Δισών είναι ο Χεμδάν, ο Εσβάν, ο Ιθράν και ο Χεράν. Οι γιοι του Αισέρ είναι ο Βιλάν, ο Ζααβάν και ο Ακάν. Οι γιοι του Δισάν είναι ο Ουτς και ο Αράν. Ο Ιακώβ κατοικούσε στη Χαναάν, εκεί όπου είχε μείνει και ο πατέρας του ως ξένος. Αυτές είναι οι διηγήσεις για την οικογένειά του: Ο γιος του ο Ιωσήφ, όταν ήταν ακόμη παιδί δεκαεφτά ετών, έβοσκε τα πρόβατα μαζί με τους αδερφούς του, τους γιους της Βαλλάς και της Ζελφάς, γυναικών του πατέρα του. Κι ο Ιωσήφ ανέφερε στον πατέρα τους την κακή τους φήμη. Ο Ισραήλ περισσότερο απ’ όλα τα παιδιά του αγαπούσε τον Ιωσήφ, γιατί τον είχε αποκτήσει στα γηρατειά του. Γι’ αυτό και του έκανε έναν πολύχρωμο χιτώνα. Όταν είδαν οι αδερφοί του ότι ο πατέρας του τον αγαπούσε περισσότερο από όλους τους, άρχισαν να τον μισούν· δεν μπορούσαν πια να του φέρονται φιλικά. Κάποτε ο Ιωσήφ είδε ένα όνειρο και το διηγήθηκε στους αδερφούς του, κι εκείνοι τότε τον μίσησαν ακόμη περισσότερο. «Ακούστε ένα όνειρο που είδα!» τους είπε. «Δέναμε, λέει, δεμάτια από άχυρα καταμεσίς στους αγρούς. Ξάφνου το δικό μου δεμάτι σηκώθηκε και στάθηκε όρθιο, και τα δικά σας δεμάτια περικύκλωσαν και προσκύνησαν το δικό μου». Τότε τ’ αδέρφια του τού είπαν: «Σιγά μη βασιλέψεις κιόλας σ’ εμάς και μας γίνεις κι άρχοντας!» Και τον μισούσαν ακόμα περισσότερο για τα όνειρά του και για τα λόγια του. Είδε ακόμη ένα όνειρο και το διηγήθηκε στους αδερφούς του: «Είδα κι άλλο όνειρο», τους είπε. «Ο ήλιος, λέει, και το φεγγάρι και έντεκα αστέρια με προσκυνούσαν». Το όνειρο αυτό, εκτός από τους αδερφούς του, το διηγήθηκε και στον πατέρα του. Εκείνος τον μάλωσε και του είπε: «Τι σημαίνει αυτό το όνειρο που είδες; Μήπως τάχα θα έρθουμε εγώ, η μητέρα σου και τ’ αδέρφια σου να πέσουμε στη γη και να σε προσκυνήσουμε;» Τ’ αδέρφια του λοιπόν τον φθόνησαν, ενώ ο πατέρας του συγκρατούσε στη μνήμη του αυτά τα όνειρα. Μια μέρα, τα αδέρφια του Ιωσήφ είχαν πάει να βοσκήσουν τα πρόβατα του πατέρα τους στη Συχέμ. Τότε είπε ο Ισραήλ στον Ιωσήφ: «Τ’ αδέρφια σου βόσκουν τα πρόβατα στη Συχέμ. Έλα να σε στείλω σ’ αυτούς». Κι εκείνος του απάντησε: «Είμαι πρόθυμος». «Πήγαινε λοιπόν», του είπε, «δες αν είναι καλά τ’ αδέρφια σου και τα πρόβατα, και φέρε μου τα νέα». Τον έστειλε, κι ο Ιωσήφ πήγε απ’ την Κοιλάδα της Χεβρών στη Συχέμ. Καθώς περιπλανιόταν στα χωράφια, τον συνάντησε κάποιος και τον ρώτησε: «Τι ψάχνεις;» Ο Ιωσήφ απάντησε: «Ψάχνω για τ’ αδέρφια μου. Μπορείς να μου πεις πού βόσκουν τα κοπάδια;» Ο άνθρωπος του είπε: «Έφυγαν από ’δω, γιατί τους άκουσα να λένε: “πάμε προς τη Δωθάν”». Ο Ιωσήφ ακολούθησε τα ίχνη τους και τους βρήκε στη Δωθάν. Μόλις εκείνοι τον είδαν από μακριά και πριν ακόμα τους πλησιάσει, κατέστρωσαν σχέδιο να τον σκοτώσουν. «Να, έρχεται αυτός που βλέπει τα όνειρα», είπαν μεταξύ τους. «Μπρος λοιπόν να τον σκοτώσουμε και να τον ρίξουμε σ’ ένα ξεροπήγαδο. Μετά θα πούμε ότι τον κατασπάραξε ένα άγριο θηρίο. Και να δούμε τότε τι θ’ απογίνουν τα όνειρά του!» Όταν το άκουσε αυτό ο Ρουβήν, προσπάθησε να τον γλιτώσει απ’ τα χέρια τους και τους είπε: «Ας μην του στερήσουμε τη ζωή». Και πρόσθεσε: «Μη χύσετε αίμα. Ρίξτε τον σ’ αυτό το ξεροπήγαδο, εδώ στην έρημο, αλλά χέρι μη βάλετε πάνω του» –είχε σκοπό να τον ελευθερώσει και να τον πάει πίσω στον πατέρα του. Όταν ο Ιωσήφ έφτασε κοντά στ’ αδέρφια του, του έβγαλαν τον πολύχρωμο χιτώνα που φορούσε, και τον πήραν και τον έριξαν σ’ ένα πηγάδι. Αυτό το πηγάδι ήταν άδειο, δεν είχε νερό. Ύστερα κάθισαν να φάνε. Καθώς κοίταζαν τριγύρω, είδαν καραβάνια Ισμαηλιτών να έρχονται από τη Γαλαάδ. Μετέφεραν με τις καμήλες τους αρώματα, μαστίχα και λάβδανο, και πήγαιναν να τα πουλήσουν στην Αίγυπτο. Τότε είπε ο Ιούδας στους αδερφούς του: «Τι θα κερδίσουμε αν σκοτώσουμε τον αδερφό μας και αποκρύψουμε το θάνατό του; Ας τον πουλήσουμε σ’ εκείνους τους Ισμαηλίτες κι ας μη βάλουμε χέρι πάνω του, γιατί είναι αδερφός μας και αίμα μας». Και τον άκουσαν οι αδερφοί του. Καθώς, λοιπόν, περνούσαν οι Μαδιανίτες έμποροι, ανέβασαν τον Ιωσήφ απ’ το πηγάδι και τον πούλησαν για είκοσι σίκλους ασήμι στους Ισμαηλίτες· εκείνοι τον μετέφεραν στην Αίγυπτο. Όταν γύρισε ο Ρουβήν πίσω στο πηγάδι κι ο Ιωσήφ δεν ήταν πια εκεί, έσκισε τα ρούχα του. Πήγε στ’ αδέρφια του και τους είπε: «Το παιδί δεν είν’ εκεί! Τι θα κάνω τώρα, που είμαι υπεύθυνος γι’ αυτό;» Εκείνοι πήραν το χιτώνα του Ιωσήφ, έσφαξαν ένα κατσίκι και τον έβαψαν με το αίμα. Μετά έστειλαν τον πολύχρωμο χιτώνα και τον παρουσίασαν στον πατέρα τους, και του μήνυσαν: «Κοίτα τι βρήκαμε. Μπορείς ν’ αναγνωρίσεις αν αυτό είναι ο χιτώνας του γιου σου;» Ο Ιακώβ τον αναγνώρισε και είπε: «Ο χιτώνας του παιδιού μου! Κάποιο άγριο θηρίο τον έφαγε. Πάει, κατασπαράχτηκε ο Ιωσήφ!» Έσκισε τότε τα ρούχα του, φόρεσε στη μέση του ένα πένθιμο τρίχινο ρούχο και θρηνολογούσε το παιδί του για πολύν καιρό. Ήρθαν κι όλα τα παιδιά του και οι θυγατέρες του να τον παρηγορήσουν. Αλλά αυτός ήταν απαρηγόρητος κι έλεγε: «Πενθώντας θα κατεβώ στο παιδί μου στον άδη» –και συνέχεια τον έκλαιγε. Οι Μαδιανίτες πούλησαν τον Ιωσήφ στην Αίγυπτο, στον Πετεφρή, τον αυλικό του Φαραώ, που ήταν και αρχηγός της σωματοφυλακής του. Εκείνον τον καιρό ο Ιούδας έφυγε από τ’ αδέρφια του και εγκαταστάθηκε κοντά σ’ έναν Οδολλαμίτη, που λεγόταν Ιράς. Εκεί ο Ιούδας είδε την κόρη κάποιου Χαναναίου, που τον έλεγαν Σουά, την πήρε γυναίκα του και πλάγιασε μαζί της. Εκείνη έμεινε έγκυος και γέννησε γιο που τον ονόμασε Ηρ. Έμεινε και πάλι έγκυος και γέννησε γιο που τον ονόμασε Αυνάν. Και ξαναγέννησε γιο και τον ονόμασε Σηλά. Ο Ιούδας βρισκόταν στη Χαζβί όταν γεννήθηκε ο Σηλά. Για τον πρωτότοκο γιο του τον Ηρ ο Ιούδας τού πήρε σύζυγο μια γυναίκα, που ονομαζόταν Ταμάρ. Ο Ηρ όμως δυσαρέστησε τον Κύριο, και ο Κύριος τον θανάτωσε. Τότε ο Ιούδας είπε στον Αυνάν: «Πήγαινε στη γυναίκα του αδερφού σου και εκπλήρωσε το καθήκον σου ως αδερφός του άντρα της, να δώσεις απόγονο στον αδερφό σου». Ο Αυνάν, επειδή ήξερε ότι ο απόγονος δε θα ανήκε σ’ αυτόν, κάθε φορά που πλάγιαζε με τη γυναίκα του αδερφού του, έριχνε το σπέρμα στη γη, για να μη δώσει απόγονο στον αδερφό του. Αυτό που έκανε όμως δυσαρέστησε τον Κύριο, γι’ αυτό τον θανάτωσε κι αυτόν. Τότε ο Ιούδας είπε στην Ταμάρ τη νύφη του: «Μείνε χήρα στο σπίτι του πατέρα σου, ώσπου να μεγαλώσει ο γιος μου ο Σηλά» –γιατί φοβήθηκε μήπως θανατωθεί κι αυτός όπως τ’ αδέρφια του. Έτσι, η Ταμάρ πήγε κι έμεινε στο σπίτι του πατέρα της. Μετά από καιρό, πέθανε η γυναίκα του Ιούδα, κόρη του Σουά. Όταν τελείωσε το πένθος, ο Ιούδας πήγε μαζί με το φίλο του τον Ιρά τον Οδολλαμίτη στην Τιμνά, να δει αυτούς που κούρευαν τα κοπάδια του. Ειδοποίησαν λοιπόν την Ταμάρ ότι ο πεθερός της ανέβαινε στην Τιμνά για το κούρεμα των κοπαδιών. Τότε εκείνη έβγαλε τα φορέματα της χηρείας της, σκεπάστηκε με πέπλο, καλλωπίστηκε και κάθισε στο σημείο όπου ο δρόμος που οδηγεί στην Τιμνά διασταυρώνεται με το δρόμο προς την Αιναΐμ· γιατί έβλεπε ότι ο Σηλά είχε μεγαλώσει αλλά δεν του την είχαν δώσει για γυναίκα. Ο Ιούδας όταν την είδε τη νόμισε για πόρνη, γιατί είχε σκεπασμένο το πρόσωπό της. Πήγε λοιπόν προς το μέρος της και της είπε: «Άσε με να πλαγιάσω μαζί σου». Δεν την αναγνώριζε βέβαια ότι ήταν νύφη του. Εκείνη όμως του είπε: «Τι θα μου δώσεις για να πλαγιάσεις μαζί μου;» Αυτός απάντησε: «Θα σου στείλω ένα κατσίκι από το κοπάδι μου». «Σύμφωνοι», του λέει εκείνη, «αλλά θα μου αφήσεις ένα ενέχυρο ώσπου να μου στείλεις το κατσίκι». Εκείνος τη ρώτησε: «Τι ενέχυρο να σου δώσω;» Και του απάντησε: «Το δαχτυλίδι σου με το σφραγιδόλιθο, το περιλαίμιό σου και το ραβδί που κρατάς στο χέρι σου». Της τα έδωσε και πήγε μαζί της, κι εκείνη έμεινε έγκυος απ’ αυτόν. Έπειτα σηκώθηκε κι έφυγε· έβγαλε το πέπλο από πάνω της, και ξαναφόρεσε τα φορέματα της χηρείας της. Ο Ιούδας έστειλε το κατσίκι με το φίλο του τον Οδολλαμίτη για να πάρει πίσω τα ενέχυρα από τη γυναίκα, αλλά εκείνος δεν τη βρήκε. Ρώτησε τους ανθρώπους του τόπου εκεί: «Πού είν’ εκείνη η πόρνη που καθόταν στην Αιναΐμ, πλάι στο δρόμο;» Αλλά αυτοί του απάντησαν: «Δεν ήταν εδώ καμιά πόρνη». Τότε γύρισε πίσω στον Ιούδα και του είπε: «Δεν τη βρήκα· κι οι άνθρωποι του τόπου εκείνου μου είπαν ότι δεν ήταν εκεί καμιά πόρνη». Ο Ιούδας είπε: «Ας τα κρατήσει· μόνο να μη γελοιοποιηθούμε. Εγώ το κατσίκι το ’στειλα αλλά εσύ δεν τη βρήκες». Μετά από τρεις περίπου μήνες, ήρθαν και είπαν στον Ιούδα: «Η νύφη σου η Ταμάρ πόρνεψε, και μάλιστα έμεινε έγκυος από την πορνεία της». Τότε ο Ιούδας είπε: «Βγάλτε την έξω από την πόλη για να καεί». Την ώρα που την οδηγούσαν έξω, έστειλε να πουν στον πεθερό της: «Από τον άντρα που του ανήκουν αυτά τα πράγματα, απ’ αυτόν είμαι έγκυος. Αναγνώρισε, λοιπόν», του λέει, «ποιανού είναι αυτό το περιλαίμιο, το ραβδί και το δαχτυλίδι με το σφραγιδόλιθο;» Ο Ιούδας τα αναγνώρισε και είπε: «Αυτή είναι πιο δίκαιη από μένα, γιατί δεν την έδωσα στο Σηλά το γιο μου για γυναίκα». Και δεν ξαναπλάγιασε μαζί της. Όταν ήρθε ο καιρός να γεννήσει η Ταμάρ, βρέθηκαν δίδυμα στην κοιλιά της. Την ώρα της γέννας, το ένα παιδί έβγαλε έξω το χέρι του. Η μαμή το έπιασε και του έδεσε ένα κόκκινο νήμα, και είπε: «Αυτός βγήκε πρώτος». Εκείνος όμως τράβηξε το χέρι του κι αμέσως βγήκε ο αδερφός του. Τότε η μαμή είπε: «Τι σκίσιμο έκανες!» Γι’ αυτό τον ονόμασαν Φαρές. Έπειτα βγήκε ο αδερφός του, που είχε στο χέρι του το κόκκινο νήμα και τον ονόμασαν Ζαράχ. Όταν οι Ισμαηλίτες έφεραν τον Ιωσήφ στην Αίγυπτο, τον αγόρασε απ’ αυτούς ο Πετεφρής ο Αιγύπτιος, αξιωματούχος του Φαραώ και αρχηγός των σωματοφυλάκων. Ο Κύριος όμως ήταν μαζί με τον Ιωσήφ, κι αποδείχτηκε άνθρωπος ικανός. Έμενε στο σπίτι του αφεντικού του τού Αιγυπτίου. Το αφεντικό του είδε ότι ο Κύριος ήταν μαζί του και πως αυτός με τη βοήθεια του Κυρίου πετύχαινε κάθε έργο που αναλάμβανε. Έτσι ο Ιωσήφ κέρδισε την εύνοια του αφεντικού του, κι εκείνος τον έκανε επιστάτη στο σπίτι του· όλα τα υπάρχοντά του τα εμπιστεύτηκε στα χέρια του. Από τότε που τον έκανε επιστάτη στο σπίτι του και στην περιουσία του, ο Κύριος ευλόγησε το σπίτι, τα υπάρχοντα και τα κτήματα του Αιγυπτίου, εξαιτίας του Ιωσήφ. Ο Πετεφρής είχε αφήσει όλα του τα υπάρχοντα στα χέρια του Ιωσήφ, και ενόσω είχε εκείνον, δε φρόντιζε για τίποτε εκτός απ’ την τροφή που έτρωγε. Ο Ιωσήφ είχε ωραίο παράστημα κι όμορφο πρόσωπο. Ύστερα από τα γεγονότα εκείνα, η γυναίκα του αφεντικού του έριξε τα μάτια της στον Ιωσήφ και του είπε: «Έλα να πλαγιάσεις μαζί μου». Αλλά εκείνος αρνήθηκε και της είπε: «Ο αφέντης μου δε φροντίζει για τίποτε σ’ αυτό το σπίτι ενόσω είμ’ εγώ, και όλη του την περιουσία την έχει εμπιστευθεί στα χέρια μου. Δεν έχει άλλος μεγαλύτερη δύναμη από μένα στο σπίτι αυτό. Τίποτα δε μου στέρησε, εκτός από σένα, που είσαι γυναίκα του. Πώς θα μπορούσα να κάνω ένα τόσο μεγάλο κακό και ν’ αμαρτήσω στο Θεό;» Αυτή εξακολούθησε να προκαλεί κάθε μέρα τον Ιωσήφ, αλλά εκείνος δεν πειθόταν να πάει μαζί της. Κάποια μέρα ο Ιωσήφ ήρθε στο σπίτι για να κάνει την εργασία του, και κανείς από τους υπηρέτες του σπιτιού δεν ήταν εκεί. Τότε εκείνη τον άρπαξε απ’ τα ρούχα και του έλεγε: «Έλα να πλαγιάσεις μαζί μου». Εκείνος, όμως, έτρεξε και βγήκε έξω αφήνοντας το ρούχο του στα χέρια της. Όταν αυτή είδε ότι το ρούχο του Ιωσήφ είχε μείνει στο χέρι της κι εκείνος είχε φύγει έξω, φώναξε τους υπηρέτες του σπιτιού της και τους είπε: «Βλέπετε; Ο άντρας μου μας έφερε έναν Εβραίο να παίξει μαζί μας! Ήρθε εδώ να πλαγιάσει μαζί μου κι εγώ έβαλα τις φωνές. Μόλις αυτός είδε ότι άρχισα να φωνάζω, έτρεξε έξω κι άφησε το ρούχο του εδώ». Η γυναίκα κράτησε το ρούχο του Ιωσήφ ως την ώρα που γύρισε στο σπίτι το αφεντικό του. Τότε του διηγήθηκε την ίδια ιστορία: «Ο δούλος ο Εβραίος που μας έφερες ήρθε εδώ για να παίξει μαζί μου. Αλλά μόλις εγώ άρχισα να φωνάζω, έτρεξε έξω κι άφησε εδώ δίπλα το ρούχο του». Όταν ο Πετεφρής άκουσε τη γυναίκα του να του λέει: «αυτά μου έκανε ο δούλος σου», άναψε απ’ το θυμό του. Έδωσε διαταγή να πιάσουν τον Ιωσήφ και να τον βάλουν στη φυλακή, όπου κρατούνται οι φυλακισμένοι του βασιλιά. Έτσι ο Ιωσήφ έμεινε εκεί στη φυλακή. Ο Κύριος όμως ήταν μαζί του και τον ελέησε, ώστε να κερδίσει την εύνοια του αρχιδεσμοφύλακα. Εκείνος εμπιστεύτηκε στον Ιωσήφ όλους τους κρατούμενους, και καθετί που γινόταν στη φυλακή αυτός το φρόντιζε. Ο αρχιδεσμοφύλακας δεν νοιαζόταν για τίποτα απ’ όσα είχε αναλάβει ο Ιωσήφ, γιατί ο Κύριος ήταν μαζί του, και με τη βοήθεια του Κυρίου κάθε έργο που αναλάμβανε πετύχαινε. Ύστερα από τα γεγονότα αυτά, ο οινοχόος του βασιλιά της Αιγύπτου και ο αρχιαρτοποιός, έκαναν κάτι που πρόσβαλε τον κύριό τους το βασιλιά. Ο Φαραώ οργίστηκε εναντίον των δύο αυτών αυλικών του, και τους έβαλε σε περιορισμό στο σπίτι του αρχηγού των σωματοφυλάκων, στη φυλακή, στο μέρος όπου ήταν φυλακισμένος και ο Ιωσήφ. Έμειναν σε περιορισμό αρκετόν καιρό και ο αρχηγός των σωματοφυλάκων τοποθέτησε κοντά τους τον Ιωσήφ για να τους υπηρετεί. Μια νύχτα, τόσο ο οινοχόος όσο και ο αρχιαρτοποιός είδαν εκεί στη φυλακή από ένα όνειρο, με τη δική του ξεχωριστή σημασία το καθένα. Το πρωί, όταν ο Ιωσήφ ήρθε να τους δει, πρόσεξε ότι ήταν ταραγμένοι. Τους ρώτησε λοιπόν, «Γιατί σήμερα τα πρόσωπά σας είναι σκυθρωπά;» «Είδαμε ένα όνειρο», του αποκρίθηκαν, «και δεν υπάρχει κανείς να το εξηγήσει». Τότε ο Ιωσήφ τους είπε: «Στο Θεό δεν ανήκει κάθε εξήγηση; Διηγηθείτε το λοιπόν σ’ εμένα». Ο οινοχόος τού είπε: «Στο όνειρό μου είδα μπροστά μου ένα κλήμα, με τρεις κληματόβεργες. Το κλήμα βλάστησε, άνθισε, και τα τσαμπιά του έγιναν ώριμα σταφύλια. Στα χέρια μου κρατούσα το ποτήρι του Φαραώ. Πήρα τα σταφύλια, τα έστιψα στο ποτήρι του και του το έδωσα στα χέρια». Ο Ιωσήφ τού είπε: «Να ποια είναι η εξήγηση του ονείρου: Οι τρεις κληματόβεργες είναι τρεις μέρες. Τρεις μέρες ακόμη κι ο Φαραώ θα σε εξυψώσει και θα σε αποκαταστήσει στη θέση σου. Τότε θα του δίνεις το ποτήρι στο χέρι του, όπως έκανες και πρωτύτερα, που ήσουν ο οινοχόος του. Αλλά θυμήσου κι εμένα, όταν όλα θα έχουν πάει για σένα καλά, και δείξε μου καλοσύνη. Μίλησε για μένα στο Φαραώ και βγάλε με απ’ αυτό εδώ το μέρος. Με άρπαξαν απ’ τη χώρα των Εβραίων κι εδώ δεν έκανα τίποτε για να με ρίξουν στη φυλακή». Ο αρχιαρτοποιός είδε ότι η εξήγηση που έδωσε ο Ιωσήφ ήταν ευνοϊκή, και του είπε: «Κι εγώ είδα στο όνειρό μου ότι είχα τρία καλάθια με αρτοσκευάσματα πάνω στο κεφάλι μου. Στο πάνω καλάθι ήταν διάφορα γλυκίσματα για το Φαραώ, απ’ αυτά που ψήνονται στο φούρνο, αλλά τα πουλιά τα έτρωγαν απ’ το καλάθι που ήταν πάνω στο κεφάλι μου». Ο Ιωσήφ τού αποκρίθηκε: «Να ποια είναι η εξήγηση: Τα τρία καλάθια είναι τρεις μέρες. Τρεις μέρες ακόμα και ο Φαραώ θα σου πάρει το κεφάλι, θα σε κρεμάσει σ’ ένα ξύλο και τα πουλιά θα τρώνε τις σάρκες σου». Την τρίτη μέρα, που ήταν τα γενέθλια του Φαραώ, αυτός παρέθεσε δείπνο σ’ όλους τους αυλικούς του. Θυμήθηκε τότε τον οινοχόο και τον αρχιαρτοποιό ανάμεσα στους αυλικούς του. Τον οινοχόο τον αποκατέστησε στο αξίωμά του, κι εκείνος έδωσε πάλι το ποτήρι στο χέρι του Φαραώ. Τον αρχιαρτοποιό όμως τον κρέμασε, όπως ακριβώς τους είχε εξηγήσει ο Ιωσήφ. Αλλά ο οινοχόος δε θυμήθηκε τον Ιωσήφ· τον είχε ξεχάσει. Μετά από δύο χρόνια, ο Φαραώ είδε ένα όνειρο: Στεκόταν, λέει, κοντά στον ποταμό Νείλο, και είδε ν’ ανεβαίνουν από το ποτάμι εφτά αγελάδες εύρωστες και παχιές, κι έβοσκαν στο χορτάρι. Ύστερα απ’ αυτές, ανέβηκαν από το Νείλο άλλες εφτά αγελάδες άσχημες και καχεκτικές και στάθηκαν κοντά στις πρώτες, πλάι στις όχθες του ποταμού. Οι εφτά άσχημες και καχεκτικές αγελάδες έφαγαν τις άλλες εφτά, τις ομορφόκορμες και παχιές. Τότε ο Φαραώ ξύπνησε. Ξανακοιμήθηκε και είδε δεύτερο όνειρο: Εφτά στάχυα βλάστησαν πάνω στο ίδιο στέλεχος, μεστωμένα και ωραία. Και μετά από κείνα, βλάστησαν άλλα εφτά στάχυα, λεπτά και καμένα από το λίβα· και τα λεπτά στάχυα κατάπιαν τα εφτά στάχυα τα μεστωμένα και παχειά. Ο Φαραώ ξύπνησε και κατάλαβε πως ήταν όνειρο. Το πρωί ο Φαραώ ήταν ανήσυχος. Έστειλε λοιπόν και κάλεσε όλους τους μάγους και τους σοφούς της Αιγύπτου και τους διηγήθηκε τα όνειρά του. Κανείς όμως δεν μπόρεσε να του τα εξηγήσει. Τότε ο οινοχόος είπε: «Κύριέ μου, Φαραώ, τώρα θυμάμαι ένα λάθος που ’χω κάνει! Όταν είχες οργιστεί εναντίον των δούλων σου και με είχες φυλακίσει εμένα και τον αρχιαρτοποιό στο σπίτι του αρχηγού των σωματοφυλάκων, είδαμε ένα όνειρο την ίδια νύχτα, εγώ κι εκείνος, διαφορετικό όνειρο καθένας, με τη δική τους ιδιαίτερη σημασία. Εκεί μαζί μας ήταν κι ένας νεαρός Εβραίος, δούλος του αρχηγού των σωματοφυλάκων. Του διηγηθήκαμε λοιπόν τα όνειρά μας, κι εκείνος μας εξήγησε τη σημασία τους. Και όπως μας τα εξήγησε έτσι κι έγινε: Εμένα με αποκατέστησαν στη θέση μου και τον αρχιαρτοποιό τον κρέμασαν». Τότε ο Φαραώ έστειλε και κάλεσε τον Ιωσήφ. Τον έβγαλαν γρήγορα από τη φυλακή, έκοψε τα μαλλιά του, άλλαξε ρούχα και παρουσιάστηκε στο Φαραώ. Ο Φαραώ τού είπε: «Είδα ένα όνειρο, αλλά κανείς δεν μπόρεσε να μου το εξηγήσει. Άκουσα να λένε για σένα ότι εξηγείς ένα όνειρο όταν το ακούσεις». Ο Ιωσήφ τού απάντησε: «Όχι εγώ· ο Θεός μπορεί να απαντήσει ευνοϊκά στο Φαραώ». Τότε ο Φαραώ του είπε: «Είδα στο όνειρό μου ότι στεκόμουν κοντά στην όχθη του Νείλου. Και ξάφνου από το Νείλο ανέβηκαν εφτά αγελάδες, παχιές και εύρωστες, κι έβοσκαν στο χορτάρι. Ύστερα, μετά απ’ αυτές, ανέβηκαν άλλες εφτά αγελάδες ισχνές, πολύ άσχημες και καχεκτικές. Ποτέ δεν έχω δει σ’ όλη την Αίγυπτο τόσο άσχημες αγελάδες όσο αυτές. Οι αγελάδες λοιπόν οι αδύνατες και άσχημες έφαγαν τις πρώτες, τις παχιές. Και αφού τις κατάπιαν στην κοιλιά τους, κανείς δεν καταλάβαινε ότι ήταν εκεί μέσα. Τόσο η όψη τους ήταν το ίδιο άσχημη όπως και πριν. Και τότε ξύπνησα. Κοιμήθηκα πάλι και είδα άλλο όνειρο, ότι εφτά στάχυα βλάστησαν από ένα στέλεχος, γεμάτα και ωραία. Και άλλα εφτά στάχυα ξερά, λεπτά και καμένα από το λίβα βλάστησαν μετά απ’ αυτά. Και τα λεπτά στάχυα κατάπιαν τα εφτά στάχυα, τα ωραία. Τα διηγήθηκα αυτά στους μάγους, αλλά κανείς δεν μπόρεσε να μου τα εξηγήσει». Ο Ιωσήφ τότε είπε στο Φαραώ: «Το όνειρο του Φαραώ είναι ένα. Ο Θεός φανέρωσε στο Φαραώ εκείνο που πρόκειται να κάνει. Οι εφτά ωραίες αγελάδες σημαίνουν εφτά χρόνια, και τα εφτά ωραία στάχυα σημαίνουν εφτά χρόνια. Πρόκειται για ένα και το αυτό όνειρο. Οι εφτά αγελάδες, οι αδύνατες και άσχημες, που ανέβηκαν κατόπιν, σημαίνουν εφτά χρόνια, όπως και τα εφτά στάχυα τα λεπτά και καμένα από το λίβα, σημαίνουν εφτά χρόνια πείνας. Αυτό είναι που είπα στο Φαραώ, ότι ο Θεός τού φανέρωσε εκείνο που πρόκειται να κάνει: Θα έρθουν εφτά χρόνια μεγάλης αφθονίας σ’ ολόκληρη τη Αίγυπτο. Το γεγονός ότι ο Φαραώ είδε το όνειρο να επαναλαμβάνεται και δεύτερη φορά, σημαίνει ότι το πράγμα είναι αποφασισμένο απ’ το Θεό, και ότι θα το πραγματοποιήσει γρήγορα. Και τώρα, ας φροντίσει ο Φαραώ να βρει έναν άνθρωπο μυαλωμένο και σοφό, και να τον διορίσει άρχοντα σ’ όλη την Αίγυπτο. Επίσης, ας φροντίσει ώστε να διοριστούν επόπτες στη χώρα, για να κρατούν απ’ αυτήν το ένα πέμπτο κατά τα εφτά χρόνια της αφθονίας. Θα συγκεντρώσουν όλα τα τρόφιμα των καλών χρόνων που έρχονται, και θα αποθηκεύσουν τα σιτηρά με εξουσιοδότηση του Φαραώ για τη διατροφή των πόλεων, και θα τα φυλάξουν. Αυτές οι προμήθειες θα φυλαχτούν για τα εφτά χρόνια της πείνας που θα έρθουν στην Αίγυπτο, κι έτσι η χώρα δε θα αφανιστεί από την πείνα». Αυτή η πρόταση φάνηκε καλή στο Φαραώ και σ’ όλους τους αξιωματούχους του, και τους είπε: «Υπάρχει άλλος άνθρωπος σαν αυτόν εδώ, που να έχει μέσα του το Πνεύμα του Θεού» Και στον Ιωσήφ είπε: «Αφού ο Θεός σε έκανε να τα ξέρεις όλα αυτά, δεν υπάρχει κανένας άλλος τόσο συνετός και σοφός, όπως εσύ. Εσύ θα προΐστασαι στο ανάκτορό μου και όλος ο λαός μου θα υπακούει στις διαταγές σου. Μόνον ως προς το θρόνο θα είμαι ανώτερός σου. Σ’ εσένα», του είπε, «παραδίδω την εξουσία πάνω σε όλη την Αίγυπτο». Μ’ αυτά τα λόγια ο Φαραώ έβγαλε από το χέρι του το δαχτυλίδι με το σφραγιδόλιθό του και το πέρασε στο χέρι του Ιωσήφ, τον έντυσε με λινή φορεσιά, και του έβαλε τη χρυσή αλυσίδα στο λαιμό του. Τον ανέβασε στο δεύτερο μετά το δικό του άρμα, και οι προπορευόμενοι αξιωματούχοι φώναζαν: «Γονατίστε!» Έτσι ο Φαραώ έδωσε στον Ιωσήφ εξουσία πάνω σε όλη την Αίγυπτο. «Εγώ είμαι ο Φαραώ», του είπε. «Χωρίς όμως τη δική σου έγκριση, κανείς δε θα κάνει τίποτα σ’ όλη τη χώρα». Στα εφτά χρόνια της αφθονίας, η παραγωγή της χώρας ήταν υπερεπαρκής. Ο Ιωσήφ συγκέντρωσε όλη την παραγωγή αυτών των εφτά χρόνων στην Αίγυπτο και αποθήκευσε τα τρόφιμα στις πόλεις. Σε κάθε πόλη αποθήκευε την παραγωγή των χωραφιών που ήταν γύρω απ’ αυτήν. Έτσι συσσώρευσε σιτηρά αναρίθμητα σαν την άμμο της θάλασσας. Τόσο πολλά ήταν, ώστε έπαψε πια να τα μετράει. Πριν έρθουν τα χρόνια της πείνας, ο Ιωσήφ απέκτησε από την Ασενάθ, που ήταν κόρη του Ποτιφερά, ιερέα της Ηλιούπολης, δύο παιδιά. Τον πρώτο τον ονόμασε Μανασσή, και είπε: «Ο Θεός μ’ έκανε να λησμονήσω όλες μου τις δυστυχίες και το σπίτι του πατέρα μου». Τον δεύτερο τον ονόμασε Εφραΐμ, και είπε: «Ο Θεός μού έδωσε παιδιά στη χώρα της δυστυχίας μου». Τα εφτά χρόνια της αφθονίας στην Αίγυπτο πέρασαν, κι άρχισαν να έρχονται τα εφτά χρόνια της πείνας, όπως το είχε προβλέψει ο Ιωσήφ. Και ενώ σε όλες τις χώρες επικρατούσε πείνα, στην Αίγυπτο υπήρχε ψωμί. Όταν όμως η Αίγυπτος άρχισε κι αυτή να πεινάει και ο λαός φώναζε στο Φαραώ για ψωμί, ο Φαραώ είπε στους Αιγυπτίους: «Πηγαίνετε στον Ιωσήφ και κάνετε ό,τι σας πει». Η πείνα γινόταν όλο και μεγαλύτερη κι απλωνόταν σ’ ολόκληρη τη χώρα. Ο Ιωσήφ τότε άνοιξε τις αποθήκες και πουλούσε στους Αιγυπτίους όσο σιτάρι υπήρχε σ’ αυτές. Απ’ όλες τις χώρες έρχονταν στην Αίγυπτο, στον Ιωσήφ, για να αγοράσουν σιτηρά, γιατί η πείνα ήταν φοβερή σ’ ολόκληρη τη γη. Ο Ιακώβ έμαθε ότι στην Αίγυπτο υπήρχε σιτάρι, και είπε στους γιους του: «Τι περιμένετε;» Άκουσα πως υπάρχει σιτάρι στην Αίγυπτο. Κατεβείτε λοιπόν εκεί να μας αγοράστε για να ζήσουμε και να μην πεθάνουμε. Κατέβηκαν λοιπόν στην Αίγυπτο οι δέκα από τους αδερφούς του Ιωσήφ, για να αγοράσουν σιτάρι. Αλλά το Βενιαμίν, τον αδερφό του Ιωσήφ, ο Ιακώβ δεν τον έστειλε μαζί με τ’ αδέρφια του, γιατί φοβήθηκε μήπως του συμβεί κανένα κακό. Έφτασαν λοιπόν οι γιοι του Ισραήλ στην Αίγυπτο για ν’ αγοράσουν σιτάρι, μαζί με άλλους που έρχονταν κι αυτοί, γιατί η πείνα είχε επικρατήσει παντού στη Χαναάν. Ο Ιωσήφ ήταν ο άρχοντας στη χώρα. Αυτός προσωπικά πουλούσε το σιτάρι σε όλους τους ξένους. Έτσι ήρθαν τα αδέρφια του και τον προσκύνησαν, σκύβοντας ως τη γη. Εκείνος τους είδε και τους αναγνώρισε, αλλά έκανε σαν να τους ήταν ξένος και τους μίλησε σκληρά: «Από πού ερχόσαστε;» τους ρώτησε. «Από τη Χαναάν», απάντησαν αυτοί, «για ν’ αγοράσουμε τροφές». Τ’ αδέρφια του Ιωσήφ δεν τον αναγνώρισαν, εκείνος όμως τους αναγνώρισε. Θυμήθηκε τα όνειρα που είχε δει γι’ αυτούς, και τους είπε: «Εσείς είστε κατάσκοποι, και ήρθατε για να επισημάνετε τα ανοχύρωτα σημεία της χώρας». Εκείνοι του απάντησαν: «Όχι, κύριε, οι δούλοι σου ήρθαμε ν’ αγοράσουμε τροφές. Είμαστε όλοι παιδιά του ίδιου ανθρώπου. Οι δούλοι σου είμαστε ειλικρινείς άνθρωποι· δεν είμαστε κατάσκοποι». «Όχι», τους ξαναείπε εκείνος. «Ήρθατε για να παρατηρήσετε σε ποια σημεία η χώρα είναι ανοχύρωτη». Εκείνοι άρχισαν πάλι: «Οι δούλοι σου είμαστε δώδεκα αδέρφια, παιδιά του ίδιου ανθρώπου, που ζει στη χώρα της Χαναάν. Ο μικρότερος είναι τώρα μαζί με τον πατέρα μας κι ο άλλος δεν υπάρχει πια». «Καλά σάς είπα εγώ πως είσαστε κατάσκοποι!» τους φώναξε ο Ιωσήφ. «Και να πώς θ’ αποδειχτεί το αντίθετο: Μα τη ζωή του Φαραώ, δε θα φύγετε από ’δω αν δεν έρθει εδώ ο αδερφός σας ο μικρότερος. Στείλτε έναν από σας να τον πάρει. Όσο για σας θα μείνετε φυλακισμένοι. Έτσι θ’ αποδειχτεί αν είναι αληθινά αυτά που λέτε. Κι αν δεν είναι, μα τη ζωή του Φαραώ, είστε κατάσκοποι!» Τους έβαλε λοιπόν στη φυλακή όλους μαζί για τρεις μέρες. Την τρίτη μέρα ο Ιωσήφ τούς είπε: «Να τι θα κάνετε για να ζήσετε, γιατί εγώ φοβάμαι το Θεό: Αν είστε ειλικρινείς, ένας από όλους σας θα μείνει κλεισμένος στη φυλακή, κι εσείς οι άλλοι να φύγετε και να πάτε σιτάρι στις πεινασμένες οικογένειές σας. Ύστερα θα μου φέρετε τον αδερφό σας το μικρότερο, για να φανεί αν είναι αληθινά τα λόγια σας και να μην πεθάνετε». Έτσι κι έκαναν. Τότε είπαν αναμεταξύ τους: «Πράγματι, είμαστε ένοχοι απέναντι στον αδερφό μας. Βλέπαμε την αγωνία του όταν μας παρακαλούσε, κι εμείς δεν ακούγαμε. Γι’ αυτό μας βρήκε αυτή η στενοχώρια». Ο Ρουβήν τούς είπε: «Δε σας έλεγα εγώ να μην κάνετε κακό σ’ αυτό το παιδί; Εσείς όμως δεν ακούγατε. Να που τώρα ήρθε η ώρα της τιμωρίας». Αυτοί όμως δεν ήξεραν ότι ο Ιωσήφ τους καταλάβαινε, γιατί χρησιμοποιούσε διερμηνέα. Τότε εκείνος αποσύρθηκε και έκλαψε. Έπειτα ξανάρθε και τους μίλησε. Πήρε απ’ ανάμεσά τους το Συμεών και τον αλυσόδεσε μπροστά στα μάτια τους. Ο Ιωσήφ διέταξε να γεμίσουν τα σακιά των αδερφών του με σιτάρι, να βάλουν τα χρήματα του καθενός στο σακί του και να τους δώσουν τροφή για το δρόμο. Έτσι και τους έκαναν. Εκείνοι φόρτωσαν το σιτάρι στα γαϊδούρια τους και έφυγαν. Όταν όμως ένας άνοιξε το σακί του να δώσει τροφή στο γαϊδούρι του, εκεί που διανυκτέρευαν, είδε μέσα τα χρήματά του. Ήταν στο άνοιγμα του σάκου του. «Μου επέστρεψαν τα χρήματά μου!» φώναξε στους αδερφούς του. «Να τα, εδώ μέσα στο σακί μου». Τους ήρθε λιποθυμία και τρέμοντας έλεγε ο ένας στον άλλο: «Τι είναι αυτό που μας έκανε ο Θεός!» Όταν ήρθαν στον πατέρα τους τον Ιακώβ, στη Χαναάν, του διηγήθηκαν όλα όσα είχαν συμβεί και του είπαν: «Ο άνθρωπος, που είναι ο άρχοντας της χώρας, μάς μίλησε σκληρά και μας φέρθηκε σαν να ήμασταν κατάσκοποι. Εμείς όμως του είπαμε ότι είμαστε ειλικρινείς κι όχι κατάσκοποι. Ότι είμαστε αδέρφια, παιδιά του ίδιου πατέρα, κι ότι ο ένας δεν υπάρχει πια και ο μικρότερος είναι με τον πατέρα μας στη Χαναάν. Αλλά εκείνος μας είπε: “Να πώς θα εξακριβώσω αν είστε ειλικρινείς: ο ένας από σας θα παραμείνει κοντά μου, κι εσείς πάρτε σιτάρι για τις οικογένειές σας που πεινούν και φύγετε. Αλλά θα μου φέρετε τον αδερφό σας το μικρότερο, και τότε θα πεισθώ ότι δεν είστε κατάσκοποι αλλά άνθρωποι ειλικρινείς. Θα σας απελευθερώσω και τον αδερφό σας, και θα είστε ελεύθεροι να κυκλοφορείτε στη χώρα”». Μετά άρχισαν ν’ αδειάζουν τα σακιά τους. Κι ο καθένας έβρισκε μέσα στο σακί του το κομπόδεμά του. Όταν αυτοί και ο πατέρας τους είδαν τα χρήματά τους, φοβήθηκαν. Ο Ιακώβ τούς είπε: «Μου παίρνετε τα παιδιά μου. Ο Ιωσήφ δεν υπάρχει· ο Συμεών δεν είν’ εδώ· και τώρα θέλετε να πάρετε και το Βενιαμίν. Πάνω σ’ εμένα πέφτουν όλα!» Τότε ο Ρουβήν είπε στον πατέρα του: «Έχεις το δικαίωμα να θανατώσεις τα δύο μου παιδιά, αν δε σου φέρω πίσω το Βενιαμίν. Εμπιστέψου τον σ’ εμένα προσωπικά και εγώ θα σου τον ξαναφέρω». Αλλά ο Ιακώβ είπε: «Όχι. Ο γιος μου δεν θα έρθει μαζί σας· γιατί ο αδερφός του πέθανε, και μόνον αυτός έχει απομείνει. Αν του συμβεί κάτι κακό στο ταξίδι σας, τότε θα κάνετε τ’ άσπρα μου μαλλιά να κατεβούνε με πόνο στον άδη». Η πείνα όμως δυνάμωνε στη χώρα. Κι όταν στην οικογένεια του Ιακώβ σώθηκε όλο το στάρι που είχαν φέρει από την Αίγυπτο, τους είπε ο πατέρας τους: «Πηγαίνετε πάλι να μας αγοράσετε λίγα τρόφιμα». Ο Ιούδας όμως του απάντησε: «Ο άνθρωπος εκείνος μας προειδοποίησε ξεκάθαρα: “δε θα παρουσιαστείτε μπροστά μου αν δεν έχετε μαζί σας τον αδερφό σας”. Αν λοιπόν έχεις τη διάθεση να στείλεις μαζί μας τον αδερφό μας, τότε θα κατεβούμε να σου αγοράσουμε τροφές. Αν όμως δε θέλεις να τον στείλεις, εμείς δεν κατεβαίνουμε, γιατί ο άνθρωπος μας είπε: “δε θα παρουσιαστείτε μπροστά μου χωρίς να έχετε μαζί σας τον αδερφό σας”». Τότε ο Ισραήλ είπε: «Γιατί μου κάνατε αυτό το κακό να φανερώσετε σ’ εκείνον τον άνθρωπο ότι έχετε έναν ακόμη αδερφό;» Αυτοί απάντησαν: «Ο άνθρωπος εκείνος μας ρωτούσε συνέχεια για μας και για την οικογένειά μας: “Ζει ακόμα ο πατέρας σας;” έλεγε. “Έχετε άλλον αδερφό;” Κι εμείς του αποκριθήκαμε σ’ αυτά τα ερωτήματα. Πού να ξέραμε ότι θα μας ζητούσε να του πάμε τον αδερφό μας!» Τότε ο Ιούδας είπε στον Ισραήλ: «Άσε το παιδί να ’ρθεί μαζί μου, και να σηκωθούμε να φύγουμε για να επιβιώσουμε και να μην πεθάνουμε της πείνας κι εμείς κι εσύ και τα παιδιά μας. Μπαίνω εγώ εγγυητής γι’ αυτό το παιδί· από μένα θα το ζητήσεις. Αν δεν σου το φέρω πάλι πίσω και δε σου το παρουσιάσω, εγώ θα είμαι ο ένοχος απέναντί σου για όλη μου τη ζωή. Αν δεν είχαμε καθυστερήσει, τώρα θα είχαμε γυρίσει πίσω για δεύτερη φορά». Τότε ο πατέρας τους τούς είπε: «Αφού λοιπόν είναι ανάγκη να γίνει αυτό, έτσι να κάνετε. Πάρτε στις αποσκευές σας τα καλύτερα από τα προϊόντα της χώρας για να τα προσφέρετε δώρα σ’ εκείνον τον άνθρωπο: λίγο βάλσαμο, λίγο μέλι, αρώματα, λάβδανο, φιστίκια και μύγδαλα. Πάρτε μαζί σας και διπλάσια χρήματα: πάρτε δηλαδή κι εκείνα που είχαν βάλει στο άνοιγμα των σάκων σας· ίσως έγινε κάποιο λάθος. Πάρτε και τον αδερφό σας και σηκωθείτε να πάτε πίσω σ’ εκείνον τον άνθρωπο. Κι ο παντοδύναμος Θεός ας κάνει ώστε ο άνθρωπος αυτός να σας σπλαχνιστεί και ν’ αφήσει να ξανάρθει μαζί σας ο άλλος αδερφός σας και ο Βενιαμίν. Και εγώ, αν πρέπει να στερηθώ τα παιδιά μου, ας τα στερηθώ». Εκείνοι πήραν τα δώρα, πήραν μαζί τους και διπλάσια χρήματα και το Βενιαμίν, και ξεκίνησαν να κατεβούν στην Αίγυπτο. Εκεί παρουσιάστηκαν στον Ιωσήφ. Όταν ο Ιωσήφ είδε ότι είχαν μαζί τους το Βενιαμίν, είπε στον προϊστάμενο του σπιτιού του: «Οδήγησε αυτούς τους ανθρώπους στο σπίτι, σφάξε κάτι και ετοίμασε, γιατί θα φάνε μαζί μου το μεσημέρι». Εκείνος έκανε όπως τον διέταξε ο Ιωσήφ, κι οδήγησε τους ανθρώπους στο σπίτι του. Αυτοί φοβήθηκαν που τους οδήγησαν στο σπίτι του Ιωσήφ, και είπαν: «Το χρήμα που βρέθηκε την πρώτη φορά στα σακιά μας είναι η αιτία που μας έφεραν εδώ. Θέλουν να μας συκοφαντήσουν και να μας επιτεθούν για να μας πάρουν τα γαϊδούρια, και εμάς να μας πάρουν δούλους». Τότε πλησίασαν τον προϊστάμενο του σπιτιού του Ιωσήφ και του ’πιασαν κουβέντα στην είσοδο του σπιτιού: «Παρακαλούμε, κύριε», του έλεγαν, «εμείς έχουμε έρθει κι άλλη φορά για ν’ αγοράσουμε τρόφιμα. Όταν όμως φτάσαμε στον τόπο που θα διανυκτερεύαμε και ανοίξαμε τα σακιά μας, ο καθένας μας βρήκε τα χρήματά του στο άνοιγμα του σακιού του. Τα χρήματά μας ακριβώς. Και τα φέραμε πάλι μαζί μας. Φέραμε ακόμα κι άλλα χρήματα για ν’ αγοράσουμε τρόφιμα. Δεν ξέρουμε ποιος είχε βάλει τα χρήματά μας στα σακιά μας». Εκείνος τους είπε: «Ησυχάστε και μη φοβόσαστε. Ο Θεός σας κι ο Θεός του πατέρα σας αυτός έβαλε το θησαυρό στα σακιά σας. Το χρήμα σας έφτασε στα χέρια μου». Και τους έφερε το Συμεών. Ο άνθρωπος τους έφερε μέσα στο σπίτι του Ιωσήφ και τους έδωσε νερό να πλύνουν τα πόδια τους καθώς και τροφή για τα γαϊδούρια τους. Εκείνοι ετοίμασαν τα δώρα τους ώσπου να έρθει ο Ιωσήφ το μεσημέρι, γιατί τους είχαν πει ότι θα έτρωγαν εκεί μαζί του. Όταν ο Ιωσήφ γύρισε στο σπίτι, τού πρόσφεραν τα δώρα που τα είχαν φέρει μαζί τους, μέσα στο σπίτι, και τον προσκύνησαν ως τη γη. Αυτός τους ρώτησε για την υγεία τους και ύστερα τους είπε: «Είναι καλά ο γέροντας πατέρας σας, που μου ’χετε μιλήσει γι’ αυτόν; Ζει ακόμη;» Αυτοί απάντησαν: «Καλά είναι ο δούλος σου ο πατέρας μας. Ζει ακόμη». Κι έσκυψαν και προσκύνησαν. Όταν ο Ιωσήφ είδε το Βενιαμίν, τον αδερφό του από την ίδια μάνα, ρώτησε: «Αυτός είναι ο αδερφός σας ο μικρότερος που μου λέγατε; Ο Θεός να σε ευλογεί παιδί μου», του είπε. Ύστερα έφυγε βιαστικά, γιατί άρχισε να δακρύζει· είχε συγκινηθεί βαθιά που είδε τον αδερφό του και ήθελε να κλάψει. Μπήκε στο ιδιαίτερο δωμάτιό του κι εκεί έκλαψε. Έπειτα έπλυνε το πρόσωπό του, βγήκε απ’ το δωμάτιο και προσπαθώντας να συγκρατηθεί πρόσταξε: «Φέρτε το φαγητό». Έφεραν το φαγητό, χωριστά σ’ αυτόν και χωριστά στους Αιγύπτιους, που έτρωγαν μαζί του. Δεν επιτρεπόταν στους Αιγύπτιους να τρώνε μαζί με τους Εβραίους· ήταν γι’ αυτούς βδελυρό. Τ’ αδέρφια του Ιωσήφ κάθισαν απέναντί του κατά σειρά ηλικίας, από τον μεγαλύτερο ως τον μικρότερο. Και έκπληκτοι κοίταζαν ο ένας τον άλλο. Ο Ιωσήφ διέταξε να τους προσφέρουν από τα φαγητά που είχε στο δικό του τραπέζι. Και η μερίδα του Βενιαμίν ήταν πέντε φορές μεγαλύτερη από όλων των άλλων. Ήπιαν μαζί του και μέθυσαν. Ο Ιωσήφ διέταξε τον προϊστάμενο του σπιτιού του: «Γέμισε τα σακιά αυτών των ανθρώπων με τρόφιμα, όσο χωράνε, και βάλε τα χρήματα του καθενός στο άνοιγμα του σακιού του. Στο άνοιγμα του σακιού του νεότερου, μαζί με τα χρήματα για το σιτάρι του, βάλε και το ποτήρι μου το ασημένιο». Εκείνος έκανε όπως του είπε ο Ιωσήφ. Το πρωί μόλις χάραξε, άφησαν τους ανθρώπους να φύγουν με τα γαϊδούρια τους. Βγήκαν απ’ την πόλη, αλλά πριν απομακρυνθούν, ο Ιωσήφ είπε στον προϊστάμενο του σπιτιού του: «Σήκω, τρέξε πίσω απ’ αυτούς τους ανθρώπους, κι όταν τους φτάσεις θα τους πεις: “γιατί ανταποδώσατε κακό αντί καλού; Εσείς δεν έχετε το ποτήρι που χρησιμοποιεί ο κύριός μου για να πίνει και να προλέγει το μέλλον; Κάνατε πολύ άσχημα που φερθήκατε έτσι!”» Ο άνθρωπος τους έφτασε και τους είπε αυτά τα λόγια. Αυτοί απάντησαν: «Γιατί μιλάει έτσι ο κύριός μας; Δεν είναι δυνατόν οι δούλοι σου να κάναμε τέτοιο πράγμα! Αν το χρήμα που βρήκαμε στο άνοιγμα των σακιών μας σου το επιστρέψαμε από τη Χαναάν, πώς είναι δυνατό να κλέψουμε ασήμι ή χρυσάφι μέσ’ από το σπίτι του κυρίου σου; Σε όποιον απ’ τους δούλους σου βρεθεί αυτό το ποτήρι, να θανατωθεί, κι εμείς θα γίνουμε δούλοι του κυρίου μας». «Ας γίνει λοιπόν όπως είπατε», απάντησε αυτός. «Αλλά μόνον εκείνος στον οποίο θα βρεθεί το ποτήρι, θα γίνει δούλος μου· οι υπόλοιποι θα είστε ελεύθεροι». Αμέσως κατέβασαν ο καθένας το σακί τους στη γη και το άνοιξαν. Ο προϊστάμενος άρχισε την έρευνα ξεκινώντας από τον μεγαλύτερο και τέλειωσε με τον νεότερο. Το ποτήρι βρέθηκε στο σακί του Βενιαμίν. Τότε τα αδέρφια του έσκισαν τα ρούχα τους, φόρτωσαν καθένας το γαϊδούρι του και γύρισαν πίσω στην πόλη. Ο Ιωσήφ ήταν ακόμα στο σπίτι του, όταν έφτασαν εκεί ο Ιούδας και τ’ αδέρφια του. Και έπεσαν μπροστά του στο έδαφος. Τότε ο Ιωσήφ τους είπε: «Τι πράξη ήταν αυτή που κάνατε; Δεν ξέρετε ότι ένας άνθρωπος όπως εγώ μπορεί και μαντεύει σωστά;» Ο Ιούδας απάντησε: «Τι να πούμε στον κύριό μας; πώς να μιλήσουμε και πώς να δικαιολογηθούμε; Ο Θεός αποκάλυψε την αμαρτία των δούλων σου. Είμαστε δούλοι του κυρίου μας και εμείς και εκείνος στον οποίο βρέθηκε το ποτήρι». Ο Ιωσήφ όμως είπε: «Δεν είναι δυνατόν να κάνω κάτι τέτοιο! Ο άνθρωπος στον οποίο βρέθηκε το ποτήρι, αυτός θα γίνει δούλος μου. Εσείς, γυρίστε ήσυχα πίσω στον πατέρα σας». Τότε ο Ιούδας τον πλησίασε και του είπε: «Παρακαλώ, κύριέ μου. Επίτρεψε στο δούλο σου να σου μιλήσει ελεύθερα, χωρίς να οργιστείς εναντίον μου γιατί εσύ είσαι σαν Φαραώ. Ο κύριός μου ήταν που είχε ρωτήσει τους δούλους του αν έχουμε πατέρα ή αδερφό. Και απαντήσαμε στον κύριό μου ότι έχουμε ένα γέροντα πατέρα και ένα μικρό αδερφό, που ο πατέρας μας τον απέκτησε στα γηρατειά του. Ο αδερφός αυτού του μικρού πέθανε· αυτός έμεινε ο μόνος από την ίδια μάνα, και ο πατέρας μας τον αγαπάει. Τότε είπες στους δούλους σου να σου τον φέρουμε για να τον δεις με τα μάτια σου. Και απαντήσαμε στον κύριό μου ότι δεν μπορεί το παιδί ν’ αφήσει τον πατέρα του. “Αν αφήσει τον πατέρα του τότε εκείνος θα πεθάνει”, σου είπαμε. Τότε είπες στους δούλους σου πως αν δεν ερχόταν μαζί μας ο μικρότερος αδερφός μας δε θα είχαμε την άδεια να παρουσιαστούμε μπροστά σου. Όταν λοιπόν γυρίσαμε πίσω στον πατέρα μου το δούλο σου, του μεταφέραμε όλα όσα μας είχες πει. Και όταν ο πατέρας μας μάς είπε να ξαναπάμε να τους αγοράσουμε λίγα τρόφιμα, εμείς απαντήσαμε ότι δεν μπορούμε να κατεβούμε στην Αίγυπτο, εκτός αν είναι μαζί μας ο μικρότερος αδερφός μας· “δεν μπορούμε”, είπαμε, “να παρουσιαστούμε σ’ εκείνον τον άνθρωπο, χωρίς να είναι μαζί μας ο μικρότερος αδερφός μας”. Τότε ο δούλος σου ο πατέρας μου μας είπε: “εσείς ξέρετε ότι δύο παιδιά μού γέννησε η γυναίκα μου. Το ένα με άφησε, και φαντάζομαι ότι θα κατασπαράχτηκε, γιατί μέχρι τώρα δεν το έχω ξαναδεί. Αν μου πάρετε από κοντά μου κι αυτόν εδώ και του συμβεί κανένα κακό, θα κάνετε να κατεβούν τα άσπρα μου μαλλιά με πόνο στον άδη”. Τώρα, λοιπόν, αν γυρίσω πίσω στο δούλο σου τον πατέρα μου, και δεν είναι μαζί μας αυτό το παιδί, η ζωή του είναι τόσο δεμένη με τη ζωή του πατέρα του, ώστε εκείνος, μόλις δει ότι το παιδί δεν υπάρχει, θα πεθάνει. Κι εμείς οι δούλοι σου θα γίνουμε αιτία να κατεβούν τα άσπρα μαλλιά του δούλου σου πατέρα μας με θλίψη στον άδη. Ο δούλος σου έχω εγγυηθεί στον πατέρα μου για το παιδί, ότι αν δεν του το φέρω πίσω, θα είμαι ισόβια ένοχος απέναντί του. Τώρα λοιπόν, επίτρεψε να παραμείνει ο δούλος σου αντί για το παιδί δούλος στον κύριό μου, και το παιδί ας γυρίσει πίσω με τους αδερφούς του. Πώς μπορώ να γυρίσω πίσω στον πατέρα μου, χωρίς να είναι μαζί μου και το παιδί; Καλύτερα να μη δω τη δυστυχία που θα τον βρει». Ο Ιωσήφ δεν μπορούσε πια να συγκρατηθεί μπροστά σ’ όλους εκείνους που τον περιστοίχιζαν και φώναξε: «Να φύγουν όλοι από μπροστά μου!» Έτσι, ήταν μόνος με τ’ αδέρφια του όταν τους φανερώθηκε. Τότε ξέσπασε σ’ ένα κλάμα τόσο δυνατό, που τον άκουγαν οι Αιγύπτιοι και το έμαθαν ακόμα και στο ανάκτορο του Φαραώ. Ο Ιωσήφ είπε στους αδερφούς του: «Εγώ είμαι ο Ιωσήφ! Ζει ακόμα ο πατέρας μου;» Οι αδερφοί του όμως δεν μπορούσαν να του απαντήσουν και στέκονταν μπροστά του εμβρόντητοι. «Πλησιάστε με, λοιπόν!» τους είπε ο Ιωσήφ. Εκείνοι τον πλησίασαν, και τους είπε: «Εγώ είμαι ο Ιωσήφ ο αδερφός σας, που τον πουλήσατε στην Αίγυπτο. Αλλά τώρα μη λυπάστε και μην έχετε τύψεις που με πουλήσατε, γιατί ο Θεός με έστειλε εδώ πριν από σας για να σας σώσω τη ζωή. Είναι δύο χρόνια τώρα που η πείνα κυριαρχεί στη χώρα. Και για πέντε ακόμα χρόνια δε θα υπάρχει ούτε όργωμα ούτε θερισμός. Ο Θεός όμως με έστειλε εδώ πριν από σας για να σας διασώσω με θαυμαστό τρόπο, και να μπορέσετε να επιβιώσετε στη χώρα. Δε με στείλατε, λοιπόν, εσείς εδώ, αλλά ο Θεός. Με έκανε σύμβουλο του Φαραώ, υπεύθυνο στο ανάκτορό του, και κυβερνήτη όλης της Αιγύπτου. Τώρα βιαστείτε να πάτε πίσω στον πατέρα μου και να του πείτε ότι ο γιος του ο Ιωσήφ λέει: “ο Θεός με έκανε κύριο όλης της Αιγύπτου. Έλα σ’ εμένα, μην αργείς. Θα εγκατασταθείς στην περιοχή της Γεσέν, και θα είσαι κοντά μου εσύ, τα παιδιά σου και τα εγγόνια σου, τα πρόβατά σου και τα βόδια σου, και ό,τι άλλο έχεις. Εγώ θα φροντίσω για τη συντήρησή σου εκεί, γιατί μένουν ακόμα πέντε χρόνια πείνας. Δε θα στερηθείς τίποτα εσύ και το σπίτι σου και τα κοπάδια σου”. Βλέπετε λοιπόν με τα ίδια σας τα μάτια, και με βλέπει κι ο αδερφός μου ο Βενιαμίν, ότι εγώ είμαι που σας μιλάω. Διηγηθείτε στον πατέρα μου όλη τη δόξα που έχω εδώ στην Αίγυπτο και όλα όσα είδατε, και βιαστείτε να τον φέρετε εδώ». Ύστερα έπεσε στο λαιμό του Βενιαμίν του αδερφού του και έκλαψε. Έκλαψε κι ο Βενιαμίν πεσμένος στον τράχηλό του. Φίλησε ακόμα όλους τους αδερφούς του κλαίγοντας. Μετά απ’ αυτά οι αδερφοί του μπόρεσαν να μιλήσουν μαζί του. Το γεγονός μαθεύτηκε στο ανάκτορο του Φαραώ, ότι είχαν έρθει τ’ αδέρφια του Ιωσήφ, και χάρηκαν ο Φαραώ και οι άρχοντές του. Ο Φαραώ είπε στον Ιωσήφ: «Να πεις στ’ αδέρφια σου να φορτώσουν τα ζώα τους και να φύγουν για τη Χαναάν. Να πάρουν τον πατέρα τους και τις οικογένειές τους και να έρθουν κοντά μου. Θα σας δώσω ό,τι καλύτερο υπάρχει στην Αίγυπτο και θ’ απολαύσουν την αφθονία της χώρας. Πες τους επίσης να πάρουν από την Αίγυπτο αμάξια για τα παιδιά τους και τις γυναίκες τους, ν’ ανεβάσουν τον πατέρα τους και να έρθουν. Να μη λυπηθούν τα πράγματά τους που θ’ αφήσουν πίσω, γιατί τα καλύτερα αγαθά όλης της Αιγύπτου θα είναι δικά τους». Έτσι κι έκαναν οι γιοι του Ισραήλ. Ο Ιωσήφ τούς έδωσε αμάξια, σύμφωνα με τη διαταγή του Φαραώ, τούς έδωσε και εφόδια για το δρόμο. Έδωσε σ’ όλους τους από μια γιορτινή φορεσιά, αλλά στο Βενιαμίν έδωσε τριακόσιους σίκλους ασήμι και πέντε γιορτινές φορεσιές. Στον πατέρα του έστειλε δέκα γαϊδούρια φορτωμένα με τα καλύτερα προϊόντα της Αιγύπτου, και δέκα θηλυκά γαϊδούρια φορτωμένα σιτάρι, ψωμί και τρόφιμα για το ταξίδι του πατέρα του. Ύστερα κατευόδωσε τους αδερφούς του, και καθώς ξεκινούσαν τους είπε: «Μη μαλώνετε στο δρόμο». Εκείνοι ανέβηκαν από την Αίγυπτο και ήρθαν στη Χαναάν, στον πατέρα τους τον Ιακώβ. «Ζει ακόμα ο Ιωσήφ!» του είπαν. «Και μάλιστα αυτός είναι που διοικεί όλη την Αίγυπτο». Αλλά ο Ιακώβ έμενε ασυγκίνητος, γιατί δεν τους πίστευε. Του επανέλαβαν τότε όλα όσα τους είχε πει ο Ιωσήφ. Ύστερα είδε τ’ αμάξια που είχε στείλει ο Ιωσήφ για να τον μεταφέρουν, και τότε ο Ιακώβ συνήλθε. Και είπε: «Μου φτάνει ότι ζει ακόμα ο Ιωσήφ, το παιδί μου· θα πάω να τον δω πριν πεθάνω». Ο Ισραήλ έφυγε παίρνοντας μαζί του όλα του τα υπάρχοντα. Όταν έφτασε στη Βέερ-Σεβά, πρόσφερε θυσία στο Θεό του πατέρα του, του Ισαάκ. Κι ο Θεός τού είπε τη νύχτα στ’ όνειρό του: «Ιακώβ, Ιακώβ». Εκείνος απάντησε: «Ορίστε». Και του είπε: «Εγώ είμαι ο Θεός, ο Θεός του πατέρα σου. Μη φοβηθείς να κατεβείς στην Αίγυπτο, γιατί εκεί θα σε κάνω μεγάλο έθνος. Εγώ ο ίδιος θα κατεβώ μαζί σου στην Αίγυπτο κι εγώ ο ίδιος θα σε φέρω πάλι πίσω. Και ο Ιωσήφ θα σου κλείσει τα μάτια». Τα παιδιά λοιπόν του Ισραήλ ανέβασαν τον πατέρα τους, μαζί με τα παιδιά τους και τις γυναίκες τους πάνω στ’ αμάξια που είχε στείλει ο Φαραώ για να τους μεταφέρουν. Έτσι έφυγε ο Ιακώβ από τη Βέερ-Σεβά. Πήραν ακόμη τα κοπάδια τους και όλη τους την περιουσία, που είχαν αποκτήσει στη Χαναάν, και ήρθαν στην Αίγυπτο, ο Ιακώβ μαζί με τους απογόνους του. Έφερε μαζί του στην Αίγυπτο τα παιδιά του και τα εγγόνια του, τις θυγατέρες του και τις θυγατέρες των παιδιών του –όλους τους απογόνους του. Τα ονόματα των γιων του Ισραήλ που ήρθαν στην Αίγυπτο, είναι: Ρουβήν, ο πρωτότοκος, και οι γιοι του: Χανώχ, Φαλλού, Χεσρών και Χαρμί. Ο Συμεών και οι γιοι του: Ιεμουήλ, Ιαμείν, Οάδ, Ιαχείν, Σωχάρ και Σαούλ, ο γιος της Χαναναίας. Ο Λευί και οι γιοι του: Γηρσών, Καάθ και Μεραρί. Ο Ιούδας και οι γιοι του: Ηρ, Αυνάν, Σηλά, Φαρές και Ζάραχ· αλλά ο Ηρ και ο Αυνάν πέθαναν στη Χαναάν. Γιοι του Φαρές ήταν ο Χεσρών και ο Χαμούλ. Ο Ισσάχαρ και οι γιοι του: Τωλά, Φουβά, Ιώβ και Σιμρών. Ο Ζαβουλών και οι γιοι του: Σερέδ, Αιλών και Ιαχσεήλ. Αυτοί ήταν οι γιοι που γέννησε η Λεία στον Ιακώβ, στη Μεσοποταμία, καθώς και τη Δείνα την κόρη του. Οι γιοι και οι κόρες του ήταν συνολικά τριάντα τρία άτομα. Ο Γαδ και οι γιοι του: Σιφών, Αγγί, Σουνί, Εσβών, Ηρί, Αροδί και η Αριηλί. Ο Ασήρ και οι γιοι του: Ιεμνά, Ισβά, Ισβί, Βεριά, και η αδερφή τους Σεράχ. Γιοι του Βερά ήταν ο Χέβερ και ο Μαλχιήλ. Αυτοί ήταν οι γιοι που γέννησε στον Ιακώβ η Ζελφά, που την είχε δώσει ο Λάβαν δούλη στη θυγατέρα του τη Λεία –συνολικά δεκάξι άτομα. Οι γιοι της Ραχήλ, γυναίκας του Ιακώβ, ήταν ο Ιωσήφ και ο Βενιαμίν. Ο Ιωσήφ στην Αίγυπτο απέκτησε το Μανασσή και τον Εφραΐμ από την Ασενάθ, την κόρη του Ποτιφερά, ιερέα της Ηλιούπολης. Ο Βενιαμίν και οι γιοι του: Βελά, Βεχέρ, Ασβήλ, Γηρά, Νααμάν, Ηχί, Ρως, Μουπίμ, Χουπίμ και Αρέδ. Αυτοί ήταν οι γιοι που γέννησε η Ραχήλ στον Ιακώβ, όλοι μαζί δεκατέσσερα άτομα. Ο Δαν και ο γιος του ο Χουσίμ. Ο Νεφθαλί και οι γιοι του: Ιαχσεήλ, Γουνί, Ιέσερ και Σιλλήμ. Αυτοί ήταν οι γιοι που γέννησε στον Ιακώβ η Βαλλά, που ο Λάβαν την είχε δώσει δούλη στην κόρη του τη Ραχήλ, συνολικά εφτά άτομα. Όλοι όσοι ήρθαν μαζί με τον Ιακώβ στην Αίγυπτο και προέρχονταν απ’ αυτόν, εκτός απ’ τις γυναίκες των γιων του, ήταν εξήντα έξι άτομα. Οι γιοι του Ιωσήφ που του γεννήθηκαν στην Αίγυπτο ήταν δύο. Όλοι όσοι ανήκαν στην οικογένεια του Ιακώβ και ήρθαν στην Αίγυπτο ήταν εβδομήντα άτομα. Ο Ιακώβ έστειλε τον Ιούδα να προπορευτεί προς τον Ιωσήφ, ώστε να είναι στη Γεσέν πριν απ’ αυτόν. Σαν έφτασαν στην περιοχή της Γεσέν, ο Ιωσήφ έζεψε το αμάξι του κι ανέβηκε να συναντήσει τον πατέρα του τον Ισραήλ εκεί. Μόλις τον είδε, έπεσε στο λαιμό του και έκλαιγε συνέχεια στην αγκαλιά του. «Ας πεθάνω τώρα», είπε ο Ισραήλ, «αφού σε είδα και ακόμα ζεις». Ύστερα ο Ιωσήφ είπε στους αδερφούς του και στην οικογένεια του πατέρα του: «Ανεβαίνω να ειδοποιήσω το Φαραώ ότι τ’ αδέρφια μου και η οικογένεια του πατέρα μου που ήταν στη Χαναάν, ήρθαν κοντά μου. Θα πω ότι είστε κτηνοτρόφοι, βοσκοί προβάτων και ότι φέρατε τα πρόβατά σας και τα βόδια σας και όλα όσα έχετε. Έτσι, αν ο Φαραώ σάς καλέσει και σας ρωτήσει ποιο είναι το επάγγελμά σας, θα του απαντήσετε: “οι δούλοι σου είμαστε κτηνοτρόφοι από την παιδική μας ηλικία μέχρι σήμερα, κι εμείς και οι πρόγονοί μας”. Μ’ αυτό τον τρόπο θα κατοικήσετε στην περιοχή της Γεσέν. Γιατί όλοι οι βοσκοί προβάτων είναι βδελυροί για τους Αιγύπτιους». Ο Ιωσήφ πήγε και ειδοποίησε το Φαραώ: «Ο πατέρας μου και τ’ αδέρφια μου έφτασαν από τη Χαναάν με τα πρόβατά τους, τα βόδια τους και όλα τους τα υπάρχοντα, και τώρα βρίσκονται στην περιοχή της Γεσέν». Είχε πάρει μαζί του και πέντε από τους αδερφούς του και τους παρουσίασε στο Φαραώ. Εκείνος τους ρώτησε: «Ποιο είναι το επάγγελμά σας;» Αυτοί απάντησαν στο Φαραώ: «Οι δούλοι σου είμαστε βοσκοί όπως κι οι πρόγονοί μας». Και πρόσθεσαν: «Ήρθαμε να μείνουμε ως ξένοι στη χώρα, γιατί δεν υπάρχουν πια βοσκότοποι για τα πρόβατα των δούλων σου. Πείνα μεγάλη έχει κατακλύσει τη Χαναάν. Επίτρεψε λοιπόν τώρα στους δούλους σου να εγκατασταθούμε στην περιοχή της Γεσέν». Ο Φαραώ είπε στον Ιωσήφ: «Ο πατέρας σου και τ’ αδέρφια σου ήρθαν κοντά σου. Η Αίγυπτος είναι στη διάθεσή σου. Εγκατάστησε τον πατέρα σου και τ’ αδέρφια σου στο καλύτερο μέρος της χώρας. Ας κατοικήσουν στην περιοχή της Γεσέν. Και αν βρεις ανθρώπους ικανούς, βάλε τους επόπτες στα δικά μου κοπάδια». Μετά ο Ιωσήφ έφερε τον πατέρα του τον Ιακώβ και τον παρουσίασε στο Φαραώ. Ο Ιακώβ χαιρέτησε το Φαραώ με λόγους ευλογίας. Ο Φαραώ ρώτησε τον Ιακώβ: «Πόσων ετών είσαι;» Κι εκείνος απάντησε: «Τα χρόνια των περιπλανήσεών μου είναι εκατόν τριάντα. Λίγα και δύστυχα ήταν τα χρόνια της ζωής μου, και δε φτάνουν τα χρόνια της ζωής των προγόνων μου, που πέρασαν στις περιπλανήσεις τους». Ο Ιακώβ αποχαιρέτησε το Φαραώ πάλι με λόγους ευλογίας και αποχώρησε. Ο Ιωσήφ εγκατέστησε τον πατέρα του και τ’ αδέρφια του στο καλύτερο μέρος της Αιγύπτου· τους παραχώρησε για ιδιοκτησία την περιοχή Ραμεσσή, όπως είχε διατάξει ο Φαραώ, και φρόντιζε για τη διατροφή του πατέρα του, των αδερφών του και όλης της οικογένειας του πατέρα του, ανάλογα με τον αριθμό των ατόμων. Έφτασε να μην υπάρχει πια τροφή σ’ ολόκληρη τη χώρα, γιατί η πείνα είχε γίνει πολύ βαριά· η Αίγυπτος και η Χαναάν είχαν εξαντληθεί τελείως από την πείνα. Ο Ιωσήφ μάζεψε όλο το χρήμα που υπήρχε στην Αίγυπτο και στη Χαναάν κι ήταν το αντάλλαγμα για το σιτάρι που αγόραζε ο κόσμος, και το έφερε στο ανάκτορο του Φαραώ. Όταν το χρήμα έλειψε από την Αίγυπτο και τη Χαναάν, έρχονταν όλοι οι Αιγύπτιοι στον Ιωσήφ και του έλεγαν: «Δώσε μας ψωμί! Γιατί να πεθάνουμε εδώ μπροστά σου; Το χρήμα τελείωσε». Ο Ιωσήφ τούς αποκρίθηκε: «Φέρτε τα κοπάδια σας κι εγώ σε αντάλλαγμα θα σας δώσω ψωμί, αφού το χρήμα σας τέλειωσε». Έφεραν λοιπόν τα κοπάδια τους στον Ιωσήφ, κι αυτός εκείνη τη χρονιά τούς αντάλλαξε τα άλογα, τα πρόβατα, τα βόδια και τα γαϊδούρια με ψωμί. Όταν πέρασε εκείνη η χρονιά, ήρθαν στον Ιωσήφ και την άλλη χρονιά και του είπαν: «Δεν κρύβουμε από τον κύριό μας ότι το χρήμα τελείωσε και τα κοπάδια των ζώων ανήκουν σ’ εσένα. Δε μένει πια παρά να σου προσφέρουμε τα σώματά μας και τα χωράφια μας. Γιατί να πεθάνουμε μπροστά στα μάτια σου, και να ερημωθούν τα χωράφια μας; Αγόρασε εμάς και τα χωράφια μας ως αντάλλαγμα για το ψωμί, και θα γίνουμε εμείς δούλοι του Φαραώ, και τα χωράφια μας ιδιοκτησία του. Αλλά δώσε μας σπόρο να σπείρουμε για να ζήσουμε και να μην πεθάνουμε, και να μην ερημωθούν τα χωράφια μας». Ο Ιωσήφ, λοιπόν, αγόρασε όλα τα χωράφια των Αιγυπτίων για λογαριασμό του Φαραώ, αφού οι Αιγύπτιοι πούλησαν ο καθένας το χωράφι του, γιατί τους είχε αναγκάσει η πείνα. Έτσι όλη η χώρα έγινε ιδιοκτησία του Φαραώ. Και μετέβαλε το λαό σε δούλους από άκρη σ’ άκρη στην Αίγυπτο. Μόνο τα χωράφια των ιερέων δεν αγόρασε, γιατί ο Φαραώ είχε χορηγήσει επίδομα στους ιερείς για να συντηρούνται μ’ αυτό. Γι’ αυτό το λόγο δεν ήταν ανάγκη οι ιερείς να πουλήσουν τα χωράφια τους. Ο Ιωσήφ είπε στο λαό: «Σήμερα αγόρασα εσάς και τα χωράφια σας για το Φαραώ. Θα έχετε σπόρο για να σπείρετε τα χωράφια. Από τη σοδειά θα δώσετε το ένα πέμπτο στο Φαραώ, και θα έχετε τα άλλα τέσσερα πέμπτα για να σπείρετε τα χωράφια και για να φάτε εσείς και οι οικογένειές σας». Εκείνοι του έλεγαν: «Μας έσωσες τη ζωή! Ας έχουμε την εύνοια του κυρίου μας και θα γίνουμε δούλοι του Φαραώ». Ο Ιωσήφ το έκανε αυτό νόμο, που ισχύει μέχρι σήμερα για τα χωράφια της Αιγύπτου. Σύμφωνα με το νόμο αυτό, το ένα πέμπτο από τα εισοδήματά τους ανήκει στο Φαραώ. Μόνο τα χωράφια των ιερέων δεν ανήκουν στο Φαραώ. Έτσι οι Ισραηλίτες εγκαταστάθηκαν στην Αίγυπτο, στην περιοχή της Γεσέν. Εκεί απέκτησαν κτήματα, και πάρα πολλά παιδιά. Ο Ιακώβ έζησε στην Αίγυπτο δεκαεφτά χρόνια. Η διάρκειά της ζωής του ήταν εκατό σαράντα εφτά χρόνια. Όταν πλησίαζε ο καιρός του θανάτου του, κάλεσε το γιο του τον Ιωσήφ και του είπε: «Αν έχω την εύνοιά σου, βάλε το χέρι σου κάτω από το μηρό μου και δείξε μου καλοσύνη και πιστότητα. Μη με θάψεις στην Αίγυπτο. Όταν πεθάνω να με πάρεις απ’ την Αίγυπτο και να με θάψεις στον τάφο των πατέρων μου». Ο Ιωσήφ απάντησε: «Θα κάνω ό,τι μου πεις». Τότε ο Ιακώβ είπε: «Ορκίσου το μου». Ο Ιωσήφ του το ορκίστηκε, κι ο Ισραήλ προσκύνησε εκεί πάνω στο προσκέφαλο του κρεβατιού του. Μετά απ’ αυτά τα γεγονότα ανάγγειλαν στον Ιωσήφ ότι ο πατέρας του ήταν άρρωστος. Πήρε τότε τα δυο του παιδιά, το Μανασσή και τον Εφραΐμ, κι έφυγε να πάει στον πατέρα του. Όταν ανάγγειλαν και στον Ιακώβ ότι ο γιος του ο Ιωσήφ πήγαινε να τον δει, ο Ισραήλ έβαλε όλες του τις δυνάμεις και ανακάθισε πάνω στο κρεβάτι του. Και είπε στον Ιωσήφ: «Ο Ελ-Σαδδάι (Θεός παντοκράτορας), που μου εμφανίστηκε στη Λουζ, στη Χαναάν, με ευλόγησε και μου είπε: “θα σου δώσω πολλά παιδιά· θα κάνω να προέλθει από σένα πλήθος λαών και θα δώσω τη χώρα αυτή στους απογόνους σου για παντοτινή ιδιοκτησία”. Τα δύο παιδιά, ο Εφραΐμ και ο Μανασσής, που τα απέκτησες εδώ στην Αίγυπτο πριν έρθω εγώ, θα είναι δικά μου. Θα μου είναι όπως ο Ρουβήν κι ο Συμεών. Αλλά τα παιδιά που θα αποκτήσεις μετά απ’ αυτούς θα ανήκουν σ’ εσένα και θα λάβουν το κληρονομικό τους μερίδιο στα εδάφη των πρωτότοκων αδερφών τους. Όταν επέστρεφα από τη Μεσοποταμία, μού πέθανε η Ραχήλ στη Χαναάν, στο δρόμο προς την Εφραθά, λίγο πριν από την πόλη, και την έθαψα εκεί». (Η Εφραθά σήμερα είναι γνωστή ως Βηθλεέμ). Ο Ισραήλ είδε τους γιους του Ιωσήφ και ρώτησε: «Αυτοί εδώ ποιοι είναι;» Ο Ιωσήφ του απάντησε: «Είναι οι γιοι που μου έδωσε ο Θεός εδώ». Ο Ισραήλ είπε: «Φέρε τους σε παρακαλώ κοντά μου να τους ευλογήσω». Τα μάτια του ήταν αδυνατισμένα από τα γεράματα και δεν μπορούσε πια να δει. Ο Ιωσήφ τους έφερε κοντά του, κι ο Ισραήλ τους αγκάλιασε και τους φίλησε. Μετά είπε στον Ιωσήφ: «Δεν έλπιζα να σε ξαναδώ, και να τώρα, που ο Θεός με αξιώνει να δω και τους απογόνους σου». Ο Ιωσήφ τους πήρε από τα γόνατα του πατέρα του και τον προσκύνησε ως το έδαφος. Ύστερα πήρε τους δυο γιους του, τον Εφραΐμ με το δεξί του χέρι, ώστε να σταθεί στ’ αριστερά του Ισραήλ και τον Μανασσή με το αριστερό του, ώστε να σταθεί στα δεξιά, και τους έφερε κοντά του. Αλλά ο Ισραήλ άπλωσε το δεξί του χέρι και το έβαλε στο κεφάλι του Εφραΐμ, σαν να ήταν ο πρωτότοκος, και το αριστερό του χέρι στο κεφάλι του Μανασσή. Διασταύρωσε δηλαδή τα χέρια του, γιατί πρωτότοκος ήταν ο Μανασσής. Ύστερα ευλόγησε τον Ιωσήφ και είπε: «Ο Θεός, που ενώπιόν του έζησαν οι πατέρες μου Αβραάμ και Ισαάκ, ο Θεός, που ήταν οδηγός μου αφ’ ότου υπάρχω μέχρι σήμερα, ο άγγελος που μ’ έσωσε από κάθε κακό, ας ευλογήσει αυτά τα παιδιά. Χάρη σ’ αυτά ας συνεχίσουν να επικαλούνται το όνομά μου και το όνομα των πατέρων μου Αβραάμ και Ισαάκ· ας κάνουν πολλά παιδιά, πολλούς απογόνους πάνω στη γη». Ο Ιωσήφ είδε με δυσαρέσκεια ότι ο πατέρας του έβαλε το δεξί του χέρι στο κεφάλι του Εφραΐμ. Γι’ αυτό έπιασε το χέρι του πατέρα του για να το πάρει πάνω απ’ το κεφάλι του Εφραΐμ και να το φέρει πάνω στο κεφάλι του Μανασσή. «Όχι έτσι πατέρα μου!» του είπε. «Αυτός εδώ είναι ο πρωτότοκος· βάλε το δεξί σου χέρι πάνω σ’ αυτού το κεφάλι». Αλλά ο πατέρας του αρνήθηκε και είπε: «Το ξέρω, γιε μου, το ξέρω. Κι αυτός επίσης θα γίνει λαός, κι αυτός επίσης θα γίνει μεγάλος. Αλλά ο μικρότερος αδερφός του θα γίνει μεγαλύτερος απ’ αυτόν και οι απόγονοί του θ’ αποτελέσουν πλήθος λαών». Τους ευλόγησε λοιπόν ο Ιακώβ εκείνη την ημέρα και είπε: «Το δικό σας όνομα θα χρησιμοποιεί ο λαός του Ισραήλ όταν θα ευλογούν ο ένας τον άλλο, και θα λένε: “Ο Θεός να σε κάνει σαν τον Εφραΐμ και το Μανασσή”». Έτσι έβαλε τον Εφραΐμ πριν από το Μανασσή. Ύστερα είπε στον Ιωσήφ: «Τώρα εγώ πεθαίνω, αλλά ο Θεός θα είναι μαζί σας και θα σας φέρει πίσω στη γη των πατέρων σας. Σ’ εσένα, όμως, δίνω περισσότερα απ’ ό,τι στους αδερφούς σου: Μια περιοχή, που την πήρα από τους Αμορραίους, με το ξίφος και το τόξο μου». Ο Ιακώβ κάλεσε τους γιους του και τους είπε: «Συγκεντρωθείτε για να σας αναγγείλω τι θα συμβεί στο μέλλον. Μαζευτείτε γιοι του Ιακώβ, ν’ ακούσετε τον Ισραήλ, τον πατέρα σας: »Ρουβήν εσύ, πρωτότοκέ μου, δύναμή μου και απαρχή του ανδρισμού μου, υπέροχε σε αξία κι υπέροχε σε δύναμη, ξεχειλίζεις σαν τα νερά. Δε θα υπερισχύσεις, γιατί στο κρεβάτι του πατέρα σου ανέβηκες, και μόλυνες το στρώμα μου όταν ανέβηκες σ’ αυτό. Ο Συμεών και ο Λευί είναι αδέρφια, όργανα του κακού τα ξίφη τους. Ας μην πάει η ψυχή μου στη συνωμοσία τους, στη συνάθροισή τους ας μην παρευρεθεί η καρδιά μου· μέσ’ στο θυμό τους ανθρώπους δολοφόνησαν, με την αυθαιρεσία τους ακρωτηρίασαν ταύρους. Καταραμένος ο θυμός τους, γιατ’ ήταν βίαιος· και η οργή τους, γιατ’ ήταν βάναυση. Θα τους διαμοιράσω μέσα στον Ιακώβ, θα τους διασκορπίσω μέσα στον Ισραήλ. »Εσένα, Ιούδα, θα σε εγκωμιάζουν οι αδερφοί σου. Η δύναμή σου θα εξουσιάζει τους εχθρούς σου, θα σε προσκυνήσουν του πατέρα σου οι γιοι. Λιονταρόπουλο είναι ο Ιούδας. Γιε μου, με αρπαγές μεγάλωσες. Ξάπλωσε και κοιμήθηκε σαν το λιοντάρι και σαν το λιονταρόπουλο· να τον ξυπνήσει ποιος τολμά; Ποτέ ο Ιούδας την εξουσία δε θα χάσει, ούτε το σκήπτρο του αρχηγού μέσ’ απ’ τα πόδια του, ωσότου έρθει “άρχοντας”, σ’ αυτόν που οι λαοί θα υπακούσουν. Στ’ αμπέλι δένει το πουλάρι του, το γαϊδουράκι του στο κλήμα. Πλένει μες στο κρασί τα ρούχα του, στο αίμα των σταφυλιών τη φορεσιά του. Θολά τα μάτια του είν’ απ’ το κρασί κι άσπρα τα δόντια του απ’ το γάλα. »Ο Ζαβουλών στην παραλία θα κατοικήσει κι αυτός λιμάνι για τα πλοία θα ’ναι. Θ’ απλώνονται τα σύνορα προς της Σιδώνας τη μεριά. »Ο Ισσάχαρ, γεροδεμένος γάιδαρος, που κείτεται μες στο φραγμένο το λιβάδι. Είδε πως η ησυχία είναι καλή κι η χώρα τόσο ευχάριστη. Γι’ αυτό χαμήλωσε τη ράχη του να φορτωθεί και θεληματικά έγινε δούλος. »Ο Δαν θα κυβερνήσει το λαό του σαν μια από τις φυλές του Ισραήλ. Ο Δαν θα είναι σαν φίδι μες στο δρόμο, σαν έχιδνα στο μονοπάτι, τις φτέρνες που δαγκώνει του αλόγου κι ο καβαλάρης πέφτει πίσω ανάποδα. »Τη σωτηρία μου από σένα περιμένω, Κύριε! »Στο Γαδ ενάντια συμμορίες θα επιτεθούν, αλλά θα τους καταδιώξει εκείνος κατά πόδας. »Του Ασήρ πλούσιο είναι το ψωμί και φαγητά βασιλικά θα δίνει. »Σαν το ελάφι το ελεύθερο ο Νεφθαλί, λόγια ομορφιάς προφέρει. »Σαν νέο δέντρο καρποφόρο ο Ιωσήφ. Νέο καρποφόρο δέντρο στην πηγή κοντά· τα κλαδιά του υψώνονται πάνω απ’ τον τοίχο. Τον πίκραναν, τον τόξεψαν· εκείνοι που τα βέλη ρίχνουν τον πολέμησαν. Αλλά συντρίφτηκε το τόξο τους, παρέλυσαν τα μπράτσα τους, με τη βοήθεια του ισχυρού τού Ιακώβ, βοήθεια από το βράχο του Ισραήλ, απ’ του πατέρα σου το Θεό που σε βοηθάει, απ’ το Θεό τον παντοδύναμο, που σ’ ευλογεί. Του ουρανού ευλογίες από πάνω και της αβύσσου ευλογίες, που κάτω απλώνεται, των μαστών ευλογίες και της μήτρας. Οι ευλογίες του πατέρα σου ξεπέρασαν τις ευλογίες των αιώνιων βουνών, την ομορφιά των αιωνίων λόφων. Ας έρθουν στο κεφάλι του Ιωσήφ, στο μέτωπο εκείνου που ξεχωρίζει από τ’ αδέρφια του. »Ο Βενιαμίν είναι σαν λύκος που ξεσκίζει. Το πρωί τρώει το θήραμα και το βράδυ τα λάφυρα μοιράζει». Όλοι αυτοί αποτελούν τις δώδεκα φυλές του Ισραήλ, κι αυτά ήταν τα λόγια που τους είπε ο πατέρας τους, καθώς τους ευλογούσε, τον καθένα με ξεχωριστή ευλογία. Ύστερα τους έδωσε αυτές τις προσταγές: «Τώρα εγώ θα πάω μαζί με τους νεκρούς του λαού μου. Να με θάψετε κοντά στους προγόνους μου, στο σπήλαιο που βρίσκεται στο χωράφι του Εφρών, του Χετταίου, στον αγρό Μαχπελά, απέναντι στη Μαμβρή, στη Χαναάν. Τον αγρό εκείνο τον έχει αγοράσει ο Αβραάμ από τον Εφρών το Χετταίο, για ιδιόκτητο τάφο. Εκεί έθαψαν τον Αβραάμ και τη γυναίκα του τη Σάρρα. Εκεί έθαψαν τον Ισαάκ και τη γυναίκα του τη Ρεβέκκα, και εκεί έθαψα εγώ τη Λεία, στον αγρό που αγοράστηκε από το Χετταίο, μαζί με το σπήλαιό του». Όταν ο Ιακώβ τελείωσε τις εντολές του προς τους γιους του, μάζεψε τα πόδια του στο κρεβάτι και ξεψύχησε· πήγε μαζί με τους νεκρούς του λαού του. Τότε ο Ιωσήφ έπεσε πάνω στο πρόσωπο του πατέρα του και τον έκλαιγε και τον φιλούσε. Ύστερα διέταξε τους γιατρούς που ήταν στην υπηρεσία του να βαλσαμώσουν τον πατέρα του τον Ισραήλ. Οι γιατροί τον βαλσάμωναν σαράντα μέρες –τόσος χρόνος απαιτείται γι’ αυτή την εργασία. Οι Αιγύπτιοι κήρυξαν κι αυτοί πένθος εβδομήντα ημερών για τον Ιακώβ. Όταν πέρασαν οι μέρες του θρήνου, είπε ο Ιωσήφ στους αυλικούς του Φαραώ: «Αν έχω την εύνοιά σας, πείτε στο Φαραώ αυτά τα λόγια: Ο πατέρας μου πεθαίνοντας με όρκισε να τον θάψω στον τάφο που είχε κατασκευάσει για τον εαυτό του στη Χαναάν. Τώρα, λοιπόν, θα ήθελα να πάω να θάψω τον πατέρα μου και να επιστρέψω». Ο Φαράω απάντησε: «Πήγαινε και θάψε τον πατέρα σου, όπως σε όρκισε». Τότε ο Ιωσήφ ανέβηκε να θάψει τον πατέρα του, και μαζί του ανέβηκαν όλοι οι άρχοντες του Φαραώ, οι αξιωματούχοι των ανακτόρων του και όλοι οι αξιωματούχοι της Αιγύπτου. Επίσης ανέβηκε όλη η οικογένεια του Ιωσήφ και του πατέρα του, και τ’ αδέρφια του. Δεν άφησαν στην περιοχή της Γεσέν παρά μόνο τα παιδιά τους, τα πρόβατά τους και τα βόδια τους. Ανέβηκαν ακόμη μαζί του άμαξες και καβαλλάρηδες, πάρα πολύ μεγάλη συνοδεία. Όταν έφτασαν στο Αλώνι Ατάδ, που είναι πέρα από τον Ιορδάνη, έκαναν εκεί μεγάλο και επίσημο θρήνο, κι ο Ιωσήφ τέλεσε για τον πατέρα του πένθος εφτά ημερών. Όταν οι κάτοικοι της χώρας, οι Χαναναίοι, είδαν τις εκδηλώσεις του πένθους στο Αλώνι Ατάδ, είπαν: «Πένθος επίσημο έχουν οι Αιγύπτιοι». Γι’ αυτό, τον τόπο πέρα από τον Ιορδάνη τον ονόμασαν Αβέλ-Μισραΐμ. Έπειτα, οι γιοι του Ιακώβ έκαναν γι’ αυτόν όπως τους είχε διατάξει. Τον έφεραν στη Χαναάν και τον έθαψαν στο σπήλαιο του αγρού Μαχπελά, που το είχε αγοράσει ο Αβραάμ για τάφο από τον Εφρών το Χετταίο, και που βρίσκεται απέναντι από τη Μαμβρή. Μετά την ταφή του πατέρα του, ο Ιωσήφ επέστρεψε στην Αίγυπτο μαζί με τ’ αδέρφια του και με όλους όσους είχαν πάει μαζί του. Όταν τ’ αδέρφια του Ιωσήφ είδαν ότι πέθανε ο πατέρας τους, φοβήθηκαν μήπως ο Ιωσήφ τούς φερθεί εχθρικά και τους ανταποδώσει το κακό που του είχαν κάνει. Γι’ αυτό έστειλαν μήνυμα στον Ιωσήφ: «Ο πατέρας σου πριν πεθάνει έδωσε αυτή την εντολή: “να πείτε στον Ιωσήφ να συγχωρήσει την αμαρτία των αδερφών του και την ανομία τους, το μεγάλο κακό που του έκαναν”. Συγχώρησε λοιπόν τώρα την αμαρτία των δούλων του Θεού του πατέρα σου». Όταν ο Ιωσήφ άκουσε αυτά τα λόγια έκλαψε. Μετά οι αδερφοί του ήρθαν οι ίδιοι και έπεσαν μπροστά του και του είπαν: «Να, εμείς είμαστε δούλοι σου». Ο Ιωσήφ τούς είπε: «Μη φοβάστε! Μήπως εγώ μπορώ ν’ αντικαταστήσω το Θεό; Εσείς σκεφτήκατε να μου κάνετε κακό, ο Θεός όμως το μετέτρεψε σε καλό, για να κάνω αυτό που γίνεται σήμερα, να διατηρήσω δηλαδή στη ζωή έναν πολυάριθμο λαό. Τώρα λοιπόν μη φοβάστε! Εγώ θα σας συντηρήσω εσάς και τα παιδιά σας». Έτσι τους παρηγόρησε μιλώντας τους στοργικά. Ο Ιωσήφ εξακολουθούσε να κατοικεί στην Αίγυπτο, μαζί με την οικογένεια του πατέρα του. Έζησε εκατόν δέκα χρόνια. Είδε γιους από τον Εφραΐμ, ως την τρίτη γενιά· και τα παιδιά του Μαχίρ, γιου του Μανασσή, γεννήθηκαν πάνω στα γόνατα του Ιωσήφ. Τέλος ο Ιωσήφ είπε στους αδερφούς του: «Εγώ θα πεθάνω. Αλλά ο Θεός το δίχως άλλο θα σας προστατέψει, και θα σας φέρει από τη χώρα αυτή πίσω στη χώρα, που ορκίστηκε να δώσει στον Αβραάμ, στον Ισαάκ και στον Ιακώβ». Μετά όρκισε τ’ αδέρφια του, τους γιους του Ισραήλ, μ’ αυτά τα λόγια: «Όταν ο Θεός σάς δείξει μ’ αυτό τον τρόπο την προστασία του, τότε να πάρετε από ’δω τα οστά μου». Ο Ιωσήφ πέθανε σε ηλικία εκατόν δέκα ετών. Τον βαλσάμωσαν και τον έβαλαν σε μια σαρκοφάγο στην Αίγυπτο. Τα παιδιά του Ιακώβ, που πήγαν μαζί του στην Αίγυπτο, καθένας με την οικογένειά του, ήταν οι Ρουβήν, Συμεών, Λευί, Ιούδας, Ισσάχαρ, Ζαβουλών, Βενιαμίν, Δαν, Νεφθαλί, Γαδ και Ασήρ. Όλοι μαζί οι απόγονοι του Ιακώβ ήταν εβδομήντα άτομα. Ο Ιωσήφ ήταν ήδη στην Αίγυπτο. Έπειτα πέθανε ο Ιωσήφ και τ’ αδέρφια του, ολόκληρη εκείνη η γενιά. Οι Ισραηλίτες όμως πολλαπλασιάζονταν και πλήθαιναν και γίνονταν πολύ ισχυροί· έτσι που όλη η χώρα γέμισε απ’ αυτούς. Τότε στο θρόνο της Αιγύπτου ανέβηκε ένας νέος βασιλιάς, που δε γνώριζε τον Ιωσήφ. Είπε, λοιπόν, στο λαό του: «Βλέπετε ότι αυτοί οι Ισραηλίτες είναι λαός πολυάριθμος και ισχυρότερος από μας! Πρέπει να βρούμε έναν τρόπο για να μην πολλαπλασιάζονται συνεχώς. Γιατί αν γίνει κανένας πόλεμος, τότε αυτοί θα ενωθούν με τους εχθρούς μας, θα μας πολεμήσουν και θα φύγουν από τη χώρα.» Όρισαν, λοιπόν, οι Αιγύπτιοι εργοδηγούς για να εξουθενώνουν τους Ισραηλίτες επιβάλλοντάς τους βαριά έργα. Με τον τρόπο αυτό έχτισαν για το Φαραώ τις πόλεις Πιθώμ και Ραμεσσή, που χρησίμευαν για την αποθήκευση εφοδίων. Όσο όμως τους καταπίεζαν, τόσο οι Ισραηλίτες πλήθαιναν και απλώνονταν στη χώρα, κι έφτασαν να τους φοβούνται οι Αιγύπτιοι. Συνέχισαν, λοιπόν, να τους καταδυναστεύουν. Τους έκαναν τη ζωή αβάστακτη με τη σκληρή δουλειά στη λάσπη και στις πλίθρες. Τους φόρτωναν όλες τις αγροτικές δουλειές, και κάθε λογής αγγαρεία. Τότε ο βασιλιάς της Αιγύπτου έδωσε την ακόλουθη διαταγή στη Σεπφώρα και στην Πινά, που ήταν μαίες των Εβραίων: «Όταν ξεγεννάτε τις Εβραίες, να προσέχετε τι παιδί γεννιέται: Αν είναι αγόρι, θα το σκοτώνετε. Αν είναι κορίτσι, θα το αφήνετε να ζει». Οι μαίες όμως φοβήθηκαν το Θεό και δεν έκαναν αυτό που τις είχε διατάξει ο βασιλιάς των Αιγυπτίων. Άφηναν, λοιπόν, όλα τα παιδιά να ζουν. Τότε ο βασιλιάς κάλεσε τις μαίες και τους είπε: «Γιατί το κάνετε αυτό; Γιατί αφήνετε τα αγόρια να ζουν;» Οι μαίες του Φαραώ αποκρίθηκαν: «Οι Εβραίες δεν είναι σαν τις γυναίκες των Αιγυπτίων. Είναι γερές και γεννούν εύκολα. Πριν ακόμη φτάσει η μαία, αυτές έχουν γεννήσει». Ο Θεός χάριζε επιδεξιότητα στις μαίες, οπότε ο λαός συνέχιζε να πληθαίνει και να γίνεται όλο και πιο ισχυρός. Επειδή, μάλιστα, οι μαίες σέβονταν το Θεό, έδωσε και στις ίδιες πολλά παιδιά. Έβγαλε τότε διαταγή ο Φαραώ για όλο το λαό του και είπε: «Κάθε αγόρι που γεννιέται απ’ τους Εβραίους να το ρίχνετε στο Νείλο. Τα κορίτσια να τα αφήνετε να ζουν». Εκείνη την εποχή, ένας άντρας από την φυλή Λευί πήρε για σύζυγο μια κοπέλα, επίσης από τη φυλή Λευί. Η γυναίκα έμεινε έγκυος και γέννησε αγόρι. Όταν είδε πόσο ωραίο ήταν το παιδί, το έκρυψε για τρεις μήνες. Δεν ήταν όμως δυνατό να το κρύβει περισσότερο. Πήρε λοιπόν ένα καλάθι από πάπυρο, το άλειψε με πίσσα, έβαλε μέσα το παιδί και το άφησε στις καλαμιές, στις όχθες του Νείλου. Έβαλε και την αδερφή του παιδιού να παρακολουθεί από μακριά τι θα γίνει. Μια μέρα η κόρη του Φαραώ ήρθε να λουστεί στο Νείλο και μπήκε στο ποτάμι, ενώ οι υπηρέτριές της περπατούσαν στην όχθη του. Κάποια στιγμή, εκείνη είδε το καλάθι ανάμεσα στα καλάμια κι έστειλε τη δούλη της να το πάρει. Το άνοιξε κι είδε μέσα ένα μικρό αγόρι που έκλαιγε· το λυπήθηκε και είπε: «Αυτό είναι εβραιόπουλο». Τότε η αδερφή του παιδιού ρώτησε την κόρη του Φαραώ: «Να πάω να σου φωνάξω μια τροφό από τις Εβραίες, να σου θηλάζει το παιδί;» Η κόρη του Φαραώ της λέει: «Πήγαινε». Πάει το κορίτσι και φωνάζει τη μητέρα του παιδιού. «Πάρε αυτό το παιδί», της λέει η κόρη του Φαραώ, «και θήλασέ το για μένα, κι εγώ θα σου δίνω την αμοιβή σου». Έτσι πήρε η γυναίκα το παιδί και το θήλαζε. Όταν το παιδί μεγάλωσε, το έφερε στη θυγατέρα του Φαραώ. Εκείνη το υιοθέτησε και του έδωσε το όνομα Μωυσής, «επειδή», είπε, «τον έβγαλα απ’ το νερό». Όταν ο Μωυσής είχε πια μεγαλώσει, πήγε μια μέρα να δει τους συμπατριώτες του. Καθώς παρακολουθούσε τις βαριές δουλειές που τους υποχρέωναν να κάνουν, βλέπει κι έναν Αιγύπτιο να χτυπάει έναν Εβραίο συμπατριώτη του. Κοίταξε τριγύρω, κι όταν είδε πως δεν ήταν εκεί κανείς, σκότωσε τον Αιγύπτιο και τον έκρυψε στην άμμο. Την άλλη μέρα πήγε πάλι και είδε δύο Εβραίους να φιλονικούν. Και είπε σ’ εκείνον που είχε το άδικο: «Γιατί χτυπάς το συμπατριώτη σου;» Εκείνος του απάντησε: «Ποιος σ’ έβαλε άρχοντα και δικαστή σ’ εμάς; Ή μήπως θέλεις να με σκοτώσεις κι εμένα όπως σκότωσες τον Αιγύπτιο;» Τότε φοβήθηκε ο Μωυσής και σκέφτηκε: «Ώστε το επεισόδιο μαθεύτηκε!» Όταν έμαθε ο Φαραώ αυτή την πράξη, ζητούσε να σκοτώσει το Μωυσή. Ο Μωυσής όμως κρύφτηκε και κατέφυγε στη Μαδιάμ. Εκεί κάθισε κοντά σ’ ένα πηγάδι. Ο ιερέας της Μαδιάμ είχε εφτά κόρες. Αυτές ήρθαν να βγάλουν νερό για να γεμίσουν τις ποτίστρες και να ποτίσουν τα πρόβατα του πατέρα τους. Ήρθαν όμως κάτι βοσκοί και τις έδιωχναν. Τότε σηκώθηκε ο Μωυσής και τις υπερασπίστηκε, και πότισε αυτός τα πρόβατά τους. Όταν οι κοπέλες γύρισαν στον πατέρα τους το Ραγουήλ, εκείνος τις ρώτησε: «Γιατί ήρθατε σήμερα τόσο νωρίς;» Αυτές του απάντησαν: «Ένας Αιγύπτιος μας γλίτωσε από τους βοσκούς, έβγαλε μάλιστα ο ίδιος νερό και πότισε τα πρόβατα». Τότε ο πατέρας τους τις ρώτησε: «Πού είναι, λοιπόν, αυτός ο άνθρωπος; Γιατί τον αφήσατε εκεί; Καλέστε τον για φαγητό». Έτσι ο Μωυσής αποφάσισε να μείνει κοντά σ’ αυτόν τον άνθρωπο, κι εκείνος του έδωσε για γυναίκα τη θυγατέρα του τη Σεπφώρα. Αυτή γέννησε γιο κι ο Μωυσής τον ονόμασε Γερσώμ, «επειδή», είπε, «είμαι πάροικος σε ξένη χώρα». Ύστερα από πολύν καιρό πέθανε ο βασιλιάς της Αιγύπτου. Οι Ισραηλίτες όμως εξακολουθούσαν να στενάζουν στη σκλαβιά και να φωνάζουν για βοήθεια· κι έφτασε η κραυγή τους στο Θεό. Άκουσε, λοιπόν, ο Θεός το στεναγμό τους, κι αναλογίστηκε τη διαθήκη που είχε κάνει με τον Αβραάμ, τον Ισαάκ και τον Ιακώβ. Έστρεψε το βλέμμα του προς τους Ισραηλίτες και ενδιαφέρθηκε γι’ αυτούς. Ο Μωυσής έβοσκε τα πρόβατα του Ιοθόρ, του πεθερού του, ιερέα της Μαδιάμ. Κάποτε, οδηγώντας τα πρόβατα πέρα από την έρημο, έφτασε στο βουνό του Θεού, το Χωρήβ. Τότε του φανερώθηκε ο άγγελος του Κυρίου μέσα σε πύρινη φλόγα που έβγαινε από μια βάτο. Ο Μωυσής είδε πως ενώ η βάτος είχε πάρει φωτιά κι ήταν μέσα στις φλόγες, δεν καιγόταν να γίνει στάχτη. Είπε, λοιπόν: «Ας πάω, να δω αυτό το παράδοξο θέαμα: γιατί δεν καίγεται η βάτος;» Όταν ο Κύριος είδε ότι ο Μωυσής πλησίαζε για να παρατηρήσει, του φώναξε μέσα από τη βάτο: «Μωυσή, Μωυσή». Αυτός απάντησε: «Ορίστε». «Μην πλησιάσεις εδώ», είπε ο Κύριος. «Βγάλε τα σανδάλια σου από τα πόδια σου, γιατί ο τόπος όπου στέκεσαι είναι τόπος άγιος. Εγώ», του λέει, «είμαι ο Θεός των προγόνων σου, ο Θεός του Αβραάμ, ο Θεός του Ισαάκ και ο Θεός του Ιακώβ». Τότε ο Μωυσής σκέπασε το πρόσωπό του, γιατί φοβόταν να κοιτάξει το Θεό. Ο Κύριος συνέχισε: «Είδα τη δυστυχία του λαού μου στην Αίγυπτο, και άκουσα την κραυγή τους εξαιτίας των καταπιεστών τους. Ξέρω τα βάσανά τους. Γι’ αυτό κατέβηκα να τους γλιτώσω από τους Αιγύπτιους και να τους φέρω από αυτή τη χώρα, σε μια χώρα μεγάλη και εύφορη, στη χώρα όπου ρέει γάλα και μέλι, εκεί που τώρα κατοικούν οι Χαναναίοι, οι Χετταίοι, οι Αμορραίοι, οι Φερεζαίοι, οι Ευαίοι και οι Ιεβουσαίοι. Και τώρα που η κραυγή των Ισραηλιτών έφτασε ως εμένα, και είδα πώς τους καταπιέζουν οι Αιγύπτιοι, τώρα εγώ σε στέλνω στο Φαραώ, να βγάλεις το λαό μου, τους Ισραηλίτες, από την Αίγυπτο». Ο Μωυσής είπε στο Θεό: «Ποιος είμαι εγώ, για να πάω στο Φαραώ και να βγάλω τους Ισραηλίτες από την Αίγυπτο;» «Εγώ θα είμαι μαζί σου», του απάντησε ο Θεός. «Και να ποιο θα είναι το σημείο ότι εγώ σε έστειλα: Όταν θα βγάλεις το λαό από την Αίγυπτο, θα λατρεύσετε το Θεό σ’ αυτό εδώ το βουνό». Αλλά ο Μωυσής είπε πάλι: «Καλά, εγώ θα πάω στους Ισραηλίτες και θα τους πω, “ο Θεός των προγόνων σας με έστειλε σ’ εσάς”. Αυτοί όμως θα με ρωτήσουν “ποιο είναι το όνομά του;” Τι θα τους πω;» Τότε ο Θεός απάντησε στο Μωυσή: «Εγώ είμαι εκείνος που είμαι. Έτσι», του λέει, «θα μιλήσεις στους Ισραηλίτες: “Εκείνος που είναι μ’ έστειλε σ’ εσάς”». Είπε ακόμα ο Θεός στο Μωυσή: «Θα πεις στους Ισραηλίτες: “Ο Κύριος, ο Θεός των προγόνων σας, ο Θεός του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ, αυτός με έστειλε σ’ εσάς”. Αυτό είναι το όνομά μου στον αιώνα, και με αυτό θα με επικαλούνται όλες οι γενιές. Πήγαινε, λοιπόν, συγκέντρωσε τους πρεσβυτέρους των Ισραηλιτών και πες τους ότι σου παρουσιάστηκε ο Κύριος, ο Θεός των προγόνων τους, ο Θεός του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ, και είπε: “σας παρακολουθώ προσεκτικά και είδα τι σας κάνουν στην Αίγυπτο. Έτσι, αποφάσισα να σας βγάλω από τη δυστυχία της Αιγύπτου και να σας φέρω στη χώρα των Χαναναίων, των Αμορραίων, των Φερεζαίων, των Ευαίων και των Ιεβουσαίων, σε μια χώρα όπου ρέει γάλα και μέλι”. »Αυτοί θα σε υπακούσουν. Κι έτσι θα πας, εσύ και οι πρεσβύτεροι των Ισραηλιτών, στο βασιλιά της Αιγύπτου και θα του πεις: “Μας φανερώθηκε ο Κύριος, ο Θεός των Εβραίων. Τώρα λοιπόν θέλουμε να πάμε τρεις μέρες πορεία στην έρημο, για να θυσιάσουμε στον Κύριο το Θεό μας”. Εγώ ξέρω ότι ο βασιλιάς της Αιγύπτου δε θα σας αφήσει να φύγετε, παρά μόνο αν εξαναγκαστεί με τη βία. Θα απλώσω, λοιπόν, το χέρι μου και θα τιμωρήσω τους Αιγύπτιους με κάθε λογής τρομερά έργα που θα κάνω στη χώρα τους· ύστερα από αυτά θα σας αφήσει να φύγετε. Θα διαθέσω, μάλιστα, ευνοϊκά τους Αιγύπτιους προς το λαό, ώστε όταν θα έρθει η ώρα να φύγετε, να μη φύγετε με άδεια χέρια. Κάθε Ισραηλίτισσα θα ζητήσει από την Αιγύπτια γειτόνισσά της και από την Αιγύπτια συγκάτοικό της, ασημένια και χρυσά αντικείμενα και ρούχα, και θα τα φορέσετε στα αγόρια και στα κορίτσια σας· κι έτσι θα τους γδύσετε τους Αιγύπτιους». Τότε αποκρίθηκε ο Μωυσής: «Κι αν δε με πιστέψουν και δε με υπακούσουν, κι αμφισβητήσουν ότι μου παρουσιάστηκε ο Κύριος;» Τότε ο Κύριος τον ρώτησε: «Τι είναι αυτό που κρατάς στο χέρι σου;» Αυτός απάντησε: «Ραβδί». «Ρίξ’ το στη γη», του είπε ο Κύριος. Ο Μωυσής το έριξε στη γη, και το ραβδί μεταμορφώθηκε σε φίδι. Ο Μωυσής έτρεξε να φύγει. Αλλά ο Κύριος του είπε: «Άπλωσε το χέρι σου και πιάσ’ το απ’ την ουρά». Ο Μωυσής άπλωσε το χέρι του, το έπιασε, κι αυτό έγινε πάλι ραβδί στο χέρι του. «Έτσι», του λέει, «θα πιστέψουν οι Ισραηλίτες ότι σου παρουσιάστηκε ο Κύριος, ο Θεός των προγόνων τους, του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ». Και συνέχισε ο Κύριος: «Βάλε το χέρι σου στη μασχάλη σου». Έβαλε το χέρι του στη μασχάλη του ο Μωυσής, αλλά όταν το έβγαλε, το χέρι του ήταν άσπρο σαν χιόνι. Τότε του είπε ο Κύριος: «Βάλε πάλι το χέρι σου στη μασχάλη σου». Κι όταν το έβγαλε, αυτή τη φορά το χέρι του είχε ξαναγίνει όπως το υπόλοιπο σώμα του. «Και αν δε σε πιστέψουν», είπε ο Κύριος, «αν δεν πεισθούν με το πρώτο θαύμα, θα πιστέψουν με το δεύτερο. Και αν δε πεισθούν με τα δυο αυτά θαύματα και δεν ακούσουν αυτά που θα τους πεις, τότε θα πάρεις λίγο νερό από το Νείλο και θα το χύσεις στο έδαφος· και το νερό αυτό του ποταμού θα γίνει αίμα». Ο Μωυσής όμως είπε στον Κύριο: «Εγώ, Κύριέ μου, ποτέ μέχρι σήμερα δεν ήμουν επιδέξιος ομιλητής, ούτε κι έγινα από την ώρα που άρχισες να μου μιλάς. Είμαι βραδύγλωσσος, τραυλίζω». Ο Κύριος του είπε: «Ποιος έδωσε το στόμα στον άνθρωπο; Και ποιος κάνει τον άνθρωπο άλαλο ή κουφό, να βλέπει ή να ’ναι τυφλός; Εγώ, ο Κύριος. Πήγαινε, λοιπόν, τώρα κι εγώ θα είμαι μαζί σου όταν θα μιλάς, και θα σου υποδεικνύω τι να λες». Ο Μωυσής απάντησε: «Σε παρακαλώ, Κύριέ μου, στείλε κανέναν άλλον». Τότε οργίστηκε ο Κύριος με το Μωυσή και του είπε: «Έχεις τον αδερφό σου τον Ααρών, το Λευίτη. Ξέρω ότι αυτός μιλάει με ευκολία. Έρχεται μάλιστα να σε συναντήσει και θα χαρεί όταν σε δει. Θα του μιλήσεις και θα του υπαγορεύσεις τι να πει, κι εγώ θα είμαι μαζί μ’ εσένα και μ’ εκείνον όταν θα μιλάτε, και θα σας υποδεικνύω τι να κάνετε. Αυτός θα μιλάει αντί για σένα στο λαό και θα είναι το στόμα σου, κι εσύ θα είσαι για κείνον σαν Θεός, να του υπαγορεύεις τι να λέει. Πάρε στο χέρι σου αυτό το ραβδί. Μ’ αυτό θα κάνεις τα θαύματα». Ο Μωυσής έφυγε και πήγε στον πεθερό του τον Ιοθόρ και του είπε: «Θα φύγω και θα γυρίσω πίσω στους αδερφούς μου στην Αίγυπτο για να δω αν ζουν ακόμα». Ο Ιοθόρ τού απάντησε: «Πήγαινε στο καλό». Ενόσω ο Μωυσής ήταν ακόμα στη Μαδιάμ, ο Κύριος του είπε: «Φύγε, γύρνα στην Αίγυπτο, γιατί πέθαναν οι άνθρωποι που ήθελαν να σε σκοτώσουν». Πήρε τότε ο Μωυσής τη γυναίκα του και τους γιους του, τους ανέβασε στο υποζύγιο και έφυγε για την Αίγυπτο. Πήρε και το θαυματουργό ραβδί του Θεού στο χέρι του. Ο Κύριος είπε στο Μωυσή: «Όταν θα φτάσεις στην Αίγυπτο, πρόσεξε να κάνεις μπροστά στο Φαραώ όλα τα θαύματα που σου έδωσα τη δύναμη να κάνεις. Εγώ όμως θα ενισχύσω την άκαμπτη διάθεσή του, ώστε να μην αφήσει το λαό να φύγει. Θα πεις στο Φαραώ: “Αυτά λέει ο Κύριος: Ο Ισραήλ είναι ο πρωτότοκος γιος μου. Γι’ αυτό σου λέω, άσε το γιο μου να φύγει για να με λατρεύσει. Αν αρνηθείς να τον αφήσεις, εγώ θα θανατώσω το γιο σου τον πρωτότοκο”». Στο δρόμο, εκεί που σταμάτησε για να διανυκτερεύσει, όρμησε εναντίον του ο Κύριος και ζητούσε να τον θανατώσει. Τότε η Σεπφώρα πήρε ένα λιθάρι κοφτερό κι έκοψε το άκρο του δέρματος του γεννητικού μορίου του γιου της, και αγγίζοντας τα πόδια του Μωυσή τού είπε: «Σύζυγος αίματος είσαι για μένα ». Έτσι ο Κύριος έφυγε από το Μωυσή. Η Σεπφώρα χρησιμοποίησε την έκφραση «Σύζυγος του αίματος» για την περιτομή. Στο μεταξύ ο Κύριος είχε πει στον Ααρών: «Πήγαινε να συναντήσεις το Μωυσή στην έρημο». Αυτός πήγε και τον συνάντησε στο βουνό του Θεού και τον καταφίλησε. Ο Μωυσής ανακοίνωσε στον Ααρών όλα όσα ο Κύριος του είχε αναθέσει να πει και όλα τα θαύματα που τον είχε διατάξει να κάνει. Πήγαν, λοιπόν, ο Μωυσής και ο Ααρών και συγκέντρωσαν όλους τους πρεσβυτέρους των Ισραηλιτών. Ο Ααρών τούς ανακοίνωσε όλα όσα είχε πει ο Κύριος στο Μωυσή κι ο Μωυσής έκανε τα θαύματα μπροστά στο λαό. Αυτοί πίστεψαν, και κατάλαβαν ότι ο Κύριος είχε στρέψει το ενδιαφέρον του στους Ισραηλίτες και είχε δει τη δυστυχία τους. Έσκυψαν τότε και προσκύνησαν. Μετά απ’ αυτά, ο Μωυσής κι ο Ααρών πήγαν στο Φαραώ και του είπαν: «Ο Κύριος, ο Θεός του Ισραήλ, λέει: “Άσε το λαό μου να φύγουν και να πάνε να κάνουν μια γιορτή στην έρημο για να με τιμήσουν”». Ο Φαραώ απάντησε: «Ποιος είναι ο Κύριος, που πρέπει να τον υπακούσω και ν’ αφήσω τους Ισραηλίτες να φύγουν; Δε γνωρίζω τον Κύριο, και δε θ’ αφήσω τους Ισραηλίτες να φύγουν». Εκείνοι του είπαν: «Ο Θεός των Εβραίων μάς φανερώθηκε. Πρέπει να βαδίσουμε τρεις μέρες πορεία στην έρημο για να προσφέρουμε θυσία στον Κύριο, το Θεό μας. Αλλιώς θα στραφεί εναντίον μας με καμιά επιδημία ή με πόλεμο». Ο βασιλιάς της Αιγύπτου τους είπε: «Γιατί, Μωυσή και Ααρών, θέλετε ν’ αποσπάτε το λαό από τα έργα του; Πηγαίνετε στη δουλειά σας. Τώρα που ο λαός αυτός πλήθυνε μέσα στη χώρα, εσείς θέλετε να τον σταματήσετε από τη δουλειά του». Την ίδια εκείνη μέρα ο Φαραώ έδωσε αυτή τη διαταγή στους εργοδηγούς του λαού και στους επιστάτες: «Δε θα δίνετε πια άχυρο στο λαό για να κατασκευάζουν πλίθρες, όπως γινόταν μέχρι σήμερα. Οι ίδιοι θα πηγαίνουν και θα μαζεύουν το άχυρο. Αλλά θα τους αναγκάσετε να παράγουν πλίθρες στην ίδια ποσότητα όπως μέχρι σήμερα. Καθόλου λιγότερες. Γιατί είναι τεμπέληδες. Γι’ αυτό φωνάζουν και λένε, “θέλουμε να προσφέρουμε θυσία στο Θεό μας”. Η δουλειά τους πρέπει να γίνει πιο βαριά, ώστε να είναι συνέχεια απασχολημένοι, και να μην ξεσηκώνονται με παραπλανητικά λόγια». Οι εργοδηγοί του λαού και οι επιστάτες τους βγήκαν και είπαν στο λαό: «Ακούστε τι είπε ο Φαραώ: “Δε θα σας δίνουμε πια εμείς άχυρο. Εσείς θα πηγαίνετε και θα μαζεύετε όπου το βρίσκετε, αλλά η παραγωγή σας δε θα ελαττωθεί”». Σκορπίστηκε, λοιπόν, ο λαός σ’ ολόκληρη την Αίγυπτο, για να μαζέψουν άχυρο. Οι εργοδηγοί όμως τους πίεζαν και τους έλεγαν: «Θα βγάζετε κάθε μέρα την ίδια παραγωγή που είχατε όταν σας δινόταν το άχυρο». Χτυπούσαν ακόμα και τους επιστάτες των Ισραηλιτών που οι εργοδηγοί του Φαραώ τούς είχαν διορίσει για να τους επιτηρούν, και τους έλεγαν: «Γιατί δεν κάνετε και σήμερα τόσες πλίθρες όσες κάνατε ως τώρα;». Τότε οι επιστάτες των Ισραηλιτών πήγαν και παραπονέθηκαν στο Φαραώ: «Γιατί συμπεριφέρεσαι έτσι στους δούλους σου; Άχυρο δεν μας δίνουν και παρ’ όλα αυτά μας διατάζουν να κάνουμε πλίθρες και μας χτυπούν κι από πάνω, πράγμα που είναι αδικία για το λαό σου.» Ο Φαραώ απάντησε: «Τεμπέληδες είστε, ακαμάτηδες. Γι’ αυτό λέτε, “θέλουμε να πάμε να προσφέρουμε θυσία στον Κύριο”. Τώρα λοιπόν πηγαίνετε στη δουλειά σας. Άχυρο δεν θα σας δίνεται, αλλά εσείς οφείλετε να παραδίνετε τις πλίθρες στην ίδια ποσότητα». Έτσι, οι επιστάτες των Ισραηλιτών βρέθηκαν σε δύσκολη θέση, γιατί διατάχθηκαν να παράγουν κάθε μέρα πλίθρες στην ίδια ποσότητα όπως και πριν. Βγαίνοντας από το Φαραώ, συνάντησαν το Μωυσή και τον Ααρών, που τους περίμεναν. «Ο Κύριος ας αναλάβει να σας κρίνει», τους είπαν. «Μας δυσφημίσατε στο Φαραώ και στους αυλικούς του και τους δώσατε όπλα για να μας εξοντώσουν». Τότε ο Μωυσής στράφηκε στον Κύριο και του είπε: «Κύριέ μου, γιατί κακομεταχειρίζεσαι τόσο πολύ τούτο το λαό; Γιατί με έστειλες εδώ; Αφότου ήρθα στο Φαραώ να του μιλήσω εξ ονόματός σου, αυτός τους φέρνεται σκληρά, κι εσύ δεν έκανες τίποτα για να ελευθερώσεις το λαό σου». Τότε ο Κύριος είπε στο Μωυσή: «Τώρα θα δεις τι θα κάνω εγώ στο Φαραώ: Θα τον εξαναγκάσω με τη δύναμή μου και θα σας αφήσει να φύγετε· και μάλιστα θα τον κάνω να σας διώξει ο ίδιος από τη χώρα του!» Ο Θεός ξαναμίλησε στο Μωυσή και του είπε: «Εγώ είμαι ο Κύριος. Παρουσιάστηκα στον Αβραάμ, στον Ισαάκ και στον Ιακώβ ως Θεός Σαδδάι (Θεός παντοκράτορας), αλλά δεν τους έκανα γνωστό το όνομά μου “Κύριος”. Έκανα επίσης μαζί τους διαθήκη να τους δώσω τη Χαναάν, τη χώρα όπου είχαν πάει να μείνουν σαν μετανάστες. Άκουσα τώρα τους Ισραηλίτες να στενάζουν κάτω απ’ το βάρος της δουλείας τους στην Αίγυπτο και θυμήθηκα τη διαθήκη μου. Γι’ αυτό πες τους: “Εγώ είμαι ο Κύριος. Θα σας απαλλάξω από το βάρος της δουλείας που σας έχουν επιβάλει οι Αιγύπτιοι, θα σας λυτρώσω από την καταπίεσή τους. Θα σας ελευθερώσω με τη μεγάλη μου δύναμη και επιβάλλοντάς τους βαριές ποινές. Θα σας κάνω λαό μου και θα είμαι ο Θεός σας· και θα μάθετε ότι είμαι εγώ, ο Κύριος ο Θεός σας, που σας απάλλαξα από την καταδυνάστευση της Αιγύπτου. Θα σας φέρω στη χώρα που υποσχέθηκα με όρκο να τη δώσω στον Αβραάμ, στον Ισαάκ και στον Ιακώβ. Σ’ εσάς θα τη δώσω για ιδιοκτησία σας. Εγώ είμαι ο Κύριος!”» Ο Μωυσής μεταβίβασε τα λόγια αυτά στους Ισραηλίτες, αλλά εκείνοι δεν έδωσαν καμιά σημασία, γιατί ήταν απογοητευμένοι από τη σκληρή δουλεία. Τότε ο Κύριος είπε στο Μωυσή: «Πήγαινε, και πες στο Φαραώ, το βασιλιά της Αιγύπτου, ν’ αφήσει τους Ισραηλίτες να φύγουν από τη χώρα του». Αλλά ο Μωυσής αποκρίθηκε στον Κύριο: «Αφού οι Ισραηλίτες δε μ’ ακούνε, πώς θα μ’ ακούσει ο Φαραώ, τη στιγμή μάλιστα που είμαι κι αδέξιος ομιλητής;» Τότε μίλησε ο Κύριος στο Μωυσή και στον Ααρών, και τους έδωσε διαταγές για τους Ισραηλίτες και για το Φαραώ, το βασιλιά της Αιγύπτου, ώστε να βγάλουν τους Ισραηλίτες από την Αίγυπτο. Οι αρχηγοί των συγγενειών των Ισραηλιτών είναι οι εξής: Οι γιοι του Ρουβήν, πρωτότοκου γιου του Ισραήλ: Χανώχ, Φαλλού, Χεσρών και Χαρμί. Αυτοί είναι και οι γενάρχες των αντίστοιχων συγγενειών του Ρουβήν. Οι γιοι του Συμεών: Ιεμουήλ, Ιαμίν, Ωχάδ, Ιαχίν, Σωχάρ και Σαούλ, ο γιος της Χαναναίας. Αυτοί είναι και οι γενάρχες των αντίστοιχων συγγενειών του Συμεών. Οι γιοι του Λευί, γενάρχες των αντίστοιχων συγγενειών κατά σειρά: Γηρσών, Καάθ και Μεραρί. Ο Λευί έζησε εκατόν τριάντα εφτά χρόνια. Γιοι του Γηρσών ήταν οι Λιβνί και Σιμεΐ, γενάρχες των αντίστοιχων οικογενειών. Γιοι του Καάθ ήταν οι Αμράμ, Ισάρ, Χεβρών και Ουζζιήλ. Ο Καάθ έζησε εκατόν τριάντα τρία χρόνια. Γιοι του Μεραρί ήταν οι Μαχλί και Μουσί. Αυτοί είναι οι γενάρχες των συγγενειών του Λευί, με τους απογόνους τους κατά σειρά. Ο Αμράμ πήρε γυναίκα την Ιωχαβέδ, τη θεία του, η οποία του γέννησε τον Ααρών και το Μωυσή. Ο Αμράμ έζησε εκατόν τριάντα εφτά χρόνια. Γιοι του Ισάρ ήταν οι Κορέ, Νέφεγ και Ζιχρί. Γιοι του Ουζζιήλ ήταν οι Μισαήλ, Ελισαφάν και Σιθρί. Ο Ααρών πήρε γυναίκα την Ελισάβετ, θυγατέρα του Αμιναδάβ, και αδερφή του Ναχσών, η οποία του γέννησε το Ναδάβ, τον Αβιού, τον Ελεάζαρ και τον Ιθάμαρ. Γιοι του Κορέ ήταν οι Ασσείρ, Ελκανά και Αβιάσαφ. Αυτοί είναι και οι γενάρχες των αντίστοιχων συγγενειών των Κοριτών. Ο Ελεάζαρ, γιος του Ααρών, πήρε γυναίκα μια από τις θυγατέρες του Φουτιήλ, η οποία του γέννησε τον Φινεές. Αυτοί είναι οι αρχηγοί των συγγενειών και των οικογενειών της φυλής Λευί. Ο Ααρών και ο Μωυσής ήταν εκείνοι, στους οποίους είπε ο Θεός: «Βγάλτε τους Ισραηλίτες από τη Αίγυπτο σε διάταξη στρατεύματος». Κι αυτοί μίλησαν στο Φαραώ, το βασιλιά της Αιγύπτου, για να βγάλουν τους Ισραηλίτες από την Αίγυπτο. Την ημέρα που ο Κύριος μίλησε στο Μωυσή, στην Αίγυπτο, του είπε: «Εγώ είμαι ο Κύριος. Πες στο Φαραώ, το βασιλιά της Αιγύπτου, όλα όσα θα σου πω». Ο Μωυσής όμως είπε στον Κύριο: «Εγώ είμαι αδέξιος ομιλητής· πώς είναι δυνατόν να με ακούσει ο Φαραώ;» Ο Κύριος απάντησε στο Μωυσή: «Σε έκανα να είσαι για το Φαραώ Θεός, κι ο αδερφός σου ο Ααρών, να είναι ο προφήτης σου. Εσύ θα του διαβιβάζεις όλα όσα θα σε διατάζω, κι εκείνος θα μιλάει στο Φαραώ, ώστε ν’ αφήσει τους Ισραηλίτες να φύγουν από τη χώρα του. Εγώ όμως θα κάνω ακόμα πιο άκαμπτη τη διάθεση του Φαραώ. Παρ’ όλες τις πολυάριθμες αποδείξεις μου και τα τρομερά θαύματα που θα κάνω στην Αίγυπτο, αυτός δεν θα σας ακούσει. Τότε θ’ απλώσω το χέρι μου εναντίον των Αιγυπτίων και θα τους τιμωρήσω με βαριές ποινές και θα οδηγήσω το λαό μου τον Ισραήλ να βγει με τάξη απ’ αυτήν τη χώρα. Όταν λοιπόν απλώσω το χέρι μου εναντίον των Αιγυπτίων και βγάλω τους Ισραηλίτες απ’ ανάμεσά τους, τότε θα δουν οι Αιγύπτιοι ότι εγώ είμαι ο Κύριος». Ο Μωυσής κι ο Ααρών έκαναν ό,τι ακριβώς τους διέταξε ο Κύριος. Ο Μωυσής ήταν ογδόντα ετών κι ο Ααρών ογδόντα τριών, όταν παρουσιάστηκαν και μίλησαν στο Φαραώ. Ο Κύριος είπε στο Μωυσή και στον Ααρών: «Αν ο Φαραώ σας πει, “κάμετέ μου ένα θαύμα”, τότε εσύ, Μωυσή, θα πεις στον Ααρών: “πάρε το ραβδί σου και ρίξε το μπροστά στο Φαραώ και θα γίνει φίδι”». Ήρθαν λοιπόν, ο Μωυσής και ο Ααρών στο Φαραώ, και έκαναν όπως τους είχε διατάξει ο Κύριος: Ο Ααρών έριξε το ραβδί του μπροστά στο Φαραώ και στους αυλικούς του, και το ραβδί έγινε φίδι. Τότε ο Φαραώ κάλεσε τους σοφούς και τους μάγους των Αιγυπτίων, και έκαναν κι εκείνοι τα ίδια με την τέχνη τους. Έριξε ο καθένας το ραβδί του κάτω, και τα ραβδιά έγιναν φίδια. Αλλά το ραβδί του Ααρών κατάπιε τα ραβδιά των μάγων. Παρ’ όλα αυτά η καρδιά του Φαραώ έμεινε σκληρή και δεν τους άκουσε, όπως το είχε πει ο Κύριος. Ο Κύριος είπε στο Μωυσή: «Ο Φαραώ παραμένει άκαμπτος και αρνείται ν’ αφήσει το λαό να φύγει. Πήγαινε, λοιπόν, αύριο το πρωί, όταν αυτός θα βγαίνει για το ποτάμι και στάσου απέναντί του κοντά στην όχθη του Νείλου· πάρε στο χέρι σου και το ραβδί που είχε γίνει φίδι. Και θα του πεις: “Ο Κύριος, ο Θεός των Εβραίων, με έστειλε σ’ εσένα να σου πω ν’ αφήσεις το λαό του να φύγει, για να τον λατρεύσει στην έρημο. Εσύ όμως δεν άκουσες μέχρι σήμερα. Τώρα ο Κύριος λέει ότι μ’ αυτό που θα κάνει, θα γνωρίσεις πως αυτός είναι ο Κύριος. Με το ραβδί που κρατώ στο χέρι μου, θα χτυπήσω τα νερά του Νείλου και θα γίνουν αίμα. Τα ψάρια του ποταμού θα ψοφήσουν και θα βρωμήσει ο Νείλος· και οι Αιγύπτιοι θα σιχαίνονται να πιουν νερό απ’ αυτόν”». Είπε ακόμα ο Κύριος στο Μωυσή: «Πες στον Ααρών να πάρει το ραβδί του και ν’ απλώσει το χέρι του προς τα νερά της Αιγύπτου, τα ποτάμια, τα κανάλια και τις λίμνες της χώρας, και προς κάθε μέρος όπου υπάρχουν μαζεμένα νερά, ώστε τα νερά να γίνουν αίμα σ’ όλη την Αίγυπτο· ακόμα και μέσα στα ξύλινα και στα πέτρινα δοχεία το νερό θα γίνει αίμα». Ο Μωυσής με τον Ααρών έκαναν όπως ακριβώς τους είχε διατάξει ο Κύριος. Σήκωσε το ραβδί του ο Ααρών και χτύπησε τα νερά του Νείλου, μπροστά στα μάτια του Φαραώ και των αυλικών του, κι όλο το νερό του ποταμού έγινε αίμα. Τα ψάρια ψόφησαν, και βρώμησε ο Νείλος, έτσι που οι Αιγύπτιοι δεν μπορούσαν να πιουν νερό απ’ αυτόν. Ολόκληρη η χώρα της Αιγύπτου γέμισε αίμα. Αλλά το ίδιο έκαναν και οι μάγοι των Αιγυπτίων με την τέχνη τους· έτσι ο Φαραώ έμεινε άκαμπτος, όπως το είχε πει ο Κύριος, και δεν άκουσε το Μωυσή και τον Ααρών. Ο Φαραώ γύρισε στο παλάτι του χωρίς να λάβει υπόψη ούτε αυτό το γεγονός. Αλλά όλοι οι Αιγύπτιοι έσκαβαν γύρω από τον Νείλο, για να βρουν νερό να πιουν, γιατί το νερό του Νείλου δεν πινόταν. Πέρασαν εφτά μέρες, αφότου ο Κύριος χτύπησε το Νείλο. Τότε ο Κύριος έδωσε εντολή στο Μωυσή να πάει στο Φαραώ και να του πει: «Ο Κύριος λέει: “άσε το λαό μου να πάει να με λατρεύσει. Και αν αρνηθείς να τον αφήσεις, εγώ θα στείλω σ’ ολόκληρη την περιοχή σου βατράχους. Ο Νείλος θα βγάλει βατράχους, που θ’ ανεβούν και θα μπουν στο ανάκτορό σου, στα υπνοδωμάτιά σου και πάνω στο κρεβάτι σου· θα μπουν στα σπίτια των αυλικών σου και του λαού σου, στους φούρνους και στα ζυμωτήρια. Θα πηδάνε πάνω σου, πάνω στους αυλικούς σου και πάνω σ’ όλο το λαό σου”». Ο Κύριος έδωσε ακόμη εντολή στο Μωυσή να πει στον Ααρών: «Άπλωσε το χέρι σου με το ραβδί σου προς τα ποτάμια, τα κανάλια και τις λίμνες, και κάνε να γεμίσει η Αίγυπτος βατράχους». Ο Ααρών άπλωσε το χέρι του προς τα νερά της Αιγύπτου και βγήκαν βάτραχοι που σκέπασαν όλη τη χώρα. Το ίδιο όμως έκαναν και οι μάγοι με την τέχνη τους και έφεραν κι αυτοί βατράχους στην Αίγυπτο. Τότε κάλεσε ο Φαραώ το Μωυσή και τον Ααρών και τους είπε: «Παρακαλέστε τον Κύριο να πάρει τους βατράχους από μένα κι από το λαό μου, και τότε θ’ αφήσω το λαό να φύγει για να προσφέρει θυσία στον Κύριο». Ο Μωυσής είπε στο Φαραώ: «Μην ανησυχείς· πότε θέλεις να παρακαλέσω το Θεό για σένα, για τους αυλικούς σου και το λαό σου; Οι βάτραχοι θα εξαφανιστούν από σένα κι από τα ανάκτορα σου, και θα περιοριστούν μόνο στο Νείλο». Ο Φαραώ απάντησε: «Αύριο το πρωί». Ο Μωυσής του είπε: «Θα γίνει όπως ζητάς, για να δεις ότι δεν υπάρχει άλλος σαν τον Κύριο, το Θεό μας. Οι βάτραχοι θα φύγουν από σένα, από τα ανάκτορά σου, από τους αυλικούς σου κι από το λαό σου, και θα περιοριστούν στο Νείλο». Όταν ο Μωυσής κι ο Ααρών έφυγαν από το Φαραώ, ο Μωυσής προσευχήθηκε στον Κύριο να γλιτώσει το Φαραώ από τους βατράχους. Ο Κύριος έκανε όπως τον παρακάλεσε ο Μωυσής, και ψόφησαν οι βάτραχοι στα σπίτια, στις αυλές και στα χωράφια. Και τους μάζευαν σε σωρούς αμέτρητους, τόσους που βρώμησε η χώρα. Μόλις όμως ο Φαραώ ανέπνευσε, πεισμάτωσε πάλι όπως το είχε πει ο Κύριος, και δεν άκουγε το Μωυσή και τον Ααρών. Ο Κύριος έδωσε εντολή στο Μωυσή να πει στον Ααρών: «Άπλωσε το ραβδί σου και χτύπα το χώμα της γης και θα μεταβληθεί σε κουνούπια σ’ όλη την Αίγυπτο». Έτσι κι έκαναν: Άπλωσε ο Ααρών το χέρι του με το ραβδί του και χτύπησε το χώμα της γης και μεταβλήθηκε σε κουνούπια που ορμούσαν στους ανθρώπους και στα ζώα. Όλη η σκόνη της γης έγινε κουνούπια σ’ ολόκληρη τη χώρα. Το ίδιο επιχείρησαν να κάνουν και οι μάγοι με την τέχνη τους, να βγάλουν δηλαδή κουνούπια, αλλά δεν μπόρεσαν. Τα κουνούπια εξακολουθούσαν να ορμούν στους ανθρώπους και στα ζώα. Τότε είπαν οι μάγοι στο Φαραώ: «Αυτό είναι επέμβαση Θεού». Αλλά ο Φαραώ παρέμεινε άκαμπτος όπως το είχε πει ο Κύριος και δεν έκανε ό,τι του ζητούσαν ο Μωυσής και ο Ααρών. Ο Κύριος είπε στο Μωυσή: «Σήκω αύριο το πρωί και πήγαινε να παρουσιαστείς στο Φαραώ, όταν θα πηγαίνει προς το ποτάμι, και να του πεις ότι ο Κύριος λέει: “άσε το λαό μου να φύγει για να με λατρεύσει. Αν όμως δεν τον αφήσεις, εγώ θα στείλω σ’ εσένα, στους αυλικούς σου, στο λαό σου και στ’ ανάκτορό σου μύγες, που θα γεμίσουν τα σπίτια της Αιγύπτου και θα καλύψουν το έδαφος της χώρας. Ωστόσο, την ημέρα εκείνη θα εξαιρέσω την περιοχή της Γεσέν, όπου κατοικεί ο λαός μου. Εκεί δε θα βρεθούν μύγες· για να δεις ότι εγώ, ο Κύριος, είμαι παρών ακόμη και στη χώρα σου. Θα κάνω διάκριση ανάμεσα στο λαό μου και στο λαό σου. Αυτό το θαύμα θα γίνει αύριο το πρωί”». Έτσι κι έκανε ο Κύριος. Κι έπεσε η μύγα σύννεφο στο ανάκτορο του Φαραώ, στα σπίτια των αυλικών του και σ’ όλη τη χώρα της Αιγύπτου. Και ήταν η μύγα καταστροφή για τη χώρα. Τότε κάλεσε ο Φαραώ το Μωυσή και τον Ααρών και τους είπε: «Πηγαίνετε, θυσιάστε στο Θεό σας· αλλά μέσα στη χώρα μου». «Όχι», απάντησε ο Μωυσής. «Δεν μπορούμε να το κάνουμε αυτό, γιατί οι θυσίες που προσφέρουμε στον Κύριο, το Θεό μας, θεωρούνται βδελυρές από τους Αιγύπτιους. Αν λοιπόν θυσιάσουμε μπροστά τους, και κάνουμε κάτι που οι Αιγύπτιοι το θεωρούν βδελυρό, θα μας λιθοβολήσουν. Εμείς πρέπει να πάμε τρεις μέρες πορεία στην έρημο και να θυσιάσουμε εκεί στον Κύριο, το Θεό μας, όπως μας έχει πει». Ο Φαραώ απάντησε: «Καλά, θα σας αφήσω να φύγετε για να θυσιάσετε στον Κύριο, το Θεό σας, στην έρημο, μόνο να μην απομακρυνθείτε πολύ· παρακαλέστε και για μένα». Ο Μωυσής είπε: «Μόλις εγώ φύγω από τη χώρα σου αύριο το πρωΐ, θα παρακαλέσω τον Κύριο και θα σας απαλλάξει από τις μύγες εσένα, τους αυλικούς σου και το λαό σου. Μόνο μη μας γελάσεις και εμποδίσεις πάλι το λαό να φύγει για να προσφέρει θυσίες στον Κύριο». Αφού βγήκε ο Μωυσής από το Φαραώ, προσευχήθηκε στον Κύριο. Ο Κύριος έκανε ό,τι τον παρακάλεσε ο Μωυσής, και απάλλαξε από τις μύγες το Φαραώ, τους αυλικούς του και το λαό του· δεν έμεινε ούτε μία. Αλλά και αυτή τη φορά ο Φαραώ έμεινε άκαμπτος και δεν άφησε το λαό να φύγει. Ο Κύριος έδωσε εντολή στο Μωυσή να παρουσιαστεί στο Φαραώ και να του πει: «Ο Κύριος, ο Θεός των Εβραίων, λέει: “άσε το λαό μου να πάει να με λατρεύσει. Αν όμως αρνηθείς να τους αφήσεις, και τους κρατήσεις κι άλλο με τη βία, τότε εγώ, ο Κύριος, θα επέμβω και θα χτυπήσω τα ζώα σου που είναι στο χωράφι: Θα φέρω φοβερό θανατικό στα άλογα, στα γαϊδούρια, στις καμήλες, στα βόδια και στα πρόβατα. Θα κάνω όμως διάκριση ανάμεσα στα ζώα των Αιγυπτίων και των Ισραηλιτών, έτσι που κανένα ζώο των Ισραηλιτών δεν θα ψοφήσει”». Και όρισε ο Κύριος προθεσμία και είπε: «Αύριο εγώ ο Κύριος θα το πραγματοποιήσω αυτό στη χώρα». Την άλλη μέρα το πρωί ο Κύριος πραγματοποίησε το λόγο του. Όλα τα ζώα των Αιγυπτίων ψόφησαν ενώ από τα ζώα των Ισραηλιτών δεν ψόφησε ούτε ένα. Ο Φαραώ έστειλε να εξακριβώσουν το γεγονός, και είδε ότι από τα ζώα των Ισραηλιτών δεν είχε ψοφήσει ούτε ένα. Παρ’ όλα αυτά όμως έμεινε άκαμπτος και δεν άφησε το λαό να φύγει. Ο Κύριος είπε στο Μωυσή και στον Ααρών: «Πάρτε καπνιά από το φούρνο και γεμίστε τις χούφτες σας, κι ο Μωυσής ας τη διασκορπίσει στον αέρα, μπροστά στο Φαραώ. Αυτή η καπνιά θα ξαναπέσει σαν σκόνη πάνω σ’ ολόκληρη την Αίγυπτο και θα προξενήσει στους ανθρώπους και στα ζώα εξανθήματα και πληγές». Πήραν, λοιπόν, καπνιά από το φούρνο, στάθηκαν μπροστά στο Φαραώ κι ο Μωυσής τη σκόρπισε στον αέρα και προξενήθηκαν εξανθήματα και πληγές στους ανθρώπους και στα ζώα. Οι μάγοι δεν μπορούσαν να παρουσιαστούν στο Μωυσή γιατί είχαν γεμίσει κι αυτοί πληγές, όπως όλοι οι Αιγύπτιοι. Ο Κύριος όμως έκανε ακόμα πιο άκαμπτη τη διάθεση του Φαραώ, και δεν έκανε αυτό που του ζητούσαν ο Μωυσής κι ο Ααρών, όπως το είχε πει ο Κύριος στο Μωυσή. Ο Κύριος είπε στο Μωυσή: «Σήκω αύριο το πρωί και πήγαινε να παρουσιαστείς στο Φαραώ και να του πεις ότι ο Κύριος, ο Θεός των Εβραίων λέει: “άσε το λαό μου να πάει να με λατρεύσει, γιατί αυτή τη φορά, εγώ θα στρέψω όλα μου τα χτυπήματα σ’ εσένα τον ίδιο, στους αυλικούς σου και στο λαό σου, για να μάθεις ότι δεν υπάρχει άλλος Θεός σαν εμένα σ’ ολόκληρη τη γη. Αν είχα απλώσει το χέρι μου και σε είχα χτυπήσει εσένα και το λαό σου με θανατικό, θα είχατε εξαφανιστεί από τη γη. Αλλά σε άφησα να ζήσεις, για να δεις τη δύναμή μου και να κηρυχτεί το όνομά μου σ’ ολόκληρη τη γη. Ωστόσο εσύ εξακολουθείς να καταφρονείς το λαό μου και να μην τον αφήνεις να φύγει. Γι’ αυτό κι εγώ, αύριο την ίδια ώρα, θα κάνω να πέσει τέτοιο χοντρό χαλάζι, που όμοιο του ποτέ δεν έπεσε στη Αίγυπτο, αφότου αυτή υπήρξε μέχρι σήμερα. Και τώρα, στείλε και ειδοποίησε να σταβλίσουν τα κοπάδια σου και να μαζέψουν ό,τι άλλο έχεις και είναι έξω στα χωράφια· όλοι οι άνθρωποι και τα ζώα που θα βρεθούν στο ύπαιθρο και δε θα έχουν συναχθεί κάτω από κάποια στέγη, θα πέσει το χαλάζι πάνω τους και θα πεθάνουν”». Όσοι από τους αξιωματούχους του Φαραώ σεβάστηκαν το λόγο του Κυρίου, φρόντισαν κι έβαλαν σε υπόστεγα τους δούλους και τα ζώα τους. Όσοι δεν υπολόγισαν το λόγο του Κυρίου, άφησαν τους δούλους και τα ζώα τους στο ύπαιθρο. Είπε λοιπόν ο Κύριος στο Μωυσή: «Σήκωσε το χέρι σου στον ουρανό, κι ας πέσει χαλάζι σ’ ολόκληρη την Αίγυπτο, πάνω στους ανθρώπους, στα ζώα και στα σπαρτά έξω στους αγρούς». Ο Μωυσής σήκωσε το ραβδί του στον ουρανό, κι ο Κύριος άρχισε να στέλνει βροντές και χαλάζι. Κεραυνοί πέφτανε στη γη και αστραπές συνόδευαν το χαλάζι σ’ όλη τη χώρα. Από τότε που η Αίγυπτος είχε γίνει έθνος, δεν είχε ξαναπέσει χαλάζι τόσο δυνατό. Σ’ ολόκληρη τη χώρα το χαλάζι κατέστρεψε όσους ανθρώπους και ζώα βρέθηκαν έξω στα χωράφια, καθώς και όλη τη βλάστηση· επίσης έσπασαν όλα τα δέντρα στο ύπαιθρο. Και μόνο στην περιοχή της Γεσέν, όπου κατοικούσαν οι Ισραηλίτες, δεν έπεσε χαλάζι. Τότε έστειλε ο Φαραώ και κάλεσε το Μωυσή και τον Ααρών και τους είπε: «Αυτή τη φορά αμάρτησα· ο Κύριος είναι δίκαιος, ενώ εγώ κι ο λαός μου είμαστε ένοχοι. Παρακαλέστε τον Κύριο, να σταματήσουν οι βροντές και το χαλάζι κι εγώ θα σας αφήσω να φύγετε· δεν είστε υποχρεωμένοι να μείνετε άλλο εδώ». Ο Μωυσής τού απάντησε: «Μόλις βγω από την πόλη, θα υψώσω τα χέρια μου στον Κύριο. Θα πάψουν οι βροντές, και θα σταματήσει το χαλάζι, για να δεις ότι η γη ανήκει στον Κύριο. Ξέρω όμως ότι εσύ και οι αυλικοί σου δεν φοβόσαστε ακόμη τον Κύριο, το Θεό». Το λινάρι και το κριθάρι είχαν καταστραφεί, γιατί το κριθάρι είχε κιόλας στάχυα και το λινάρι ανθό. Το σιτάρι όμως κι η βρίζα δεν είχαν καταστραφεί, γιατί βλασταίνουν αργότερα. Ο Μωυσής έφυγε από το Φαραώ κι από την πόλη και ύψωσε τα χέρια του προς τον Κύριο. Τότε έπαψαν οι βροντές και το χαλάζι και σταμάτησε να βρέχει. Μόλις είδε ο Φαραώ ότι έπαψε η βροχή, το χαλάζι και οι βροντές, έπεσε πάλι στην ίδια αμαρτία: Παρέμεινε άκαμπτος κι αυτός και οι αυλικοί του, και δεν άφησε τους Ισραηλίτες να φύγουν, όπως το είχε πει ο Κύριος στο Μωυσή. Ο Κύριος είπε στο Μωυσή: «Πήγαινε στο Φαραώ, γιατί εγώ θα κάνω ακόμα πιο άκαμπτη τη διάθεση του ίδιου και των αυλικών του, ώστε να πραγματοποιήσω τα σημεία μου ανάμεσά τους. Για να διηγείσαι στα παιδιά σου και στα παιδιά των παιδιών σου πώς φέρθηκα στους Αιγυπτίους και τι σημεία έκανα στη χώρα τους, και για να ξέρετε ότι εγώ είμαι ο Κύριος». Ήρθε, λοιπόν, ο Μωυσής και ο Ααρών στο Φαραώ και του είπαν: «Ο Κύριος, ο Θεός των Εβραίων λέει: “Ως πότε θα αρνείσαι να υποταχθείς σ’ εμένα; Άσε το λαό μου να φύγει για να με λατρεύσει. Αν όμως αρνηθείς να τους αφήσεις, τότε εγώ θα στείλω αύριο ακρίδες σ’ όλη την επικράτειά σου. Αυτές θα καλύψουν την επιφάνεια της γης, τόσο που δε θα φαίνεται το έδαφος· και θα καταβροχθίσουν ό,τι έχει γλιτώσει από το χαλάζι, κι όλα τα δέντρα που βρίσκονται στους αγρούς. Θα γεμίσουν ακρίδες τα ανάκτορά σου, τα σπίτια των αυλικών σου και τα σπίτια όλων των Αιγυπτίων, πράγμα που δεν το είδαν ποτέ οι πρόγονοί σου ούτε οι πρόγονοι των προγόνων σου, από την ημέρα που ήρθαν σ’ αυτή τη χώρα μέχρι σήμερα”». Και έφυγε αμέσως ο Μωυσής από το Φαραώ. Τότε οι αυλικοί του Φαραώ τού είπαν: «Ως πότε αυτός εδώ θα μας προκαλεί συμφορές; Άσε τους ανθρώπους να φύγουν και να λατρεύσουν τον Κύριο, τον Θεό τους. Δεν καταλαβαίνεις ότι η Αίγυπτος καταστρέφεται;» Τότε έφεραν το Μωυσή και τον Ααρών πίσω στο Φαραώ, κι αυτός τους είπε: «Πηγαίνετε, λατρέψτε τον Κύριο, το Θεό σας. Αλλά ποιοι θα φύγουν;» Ο Μωυσής απάντησε: «Θα φύγουμε όλοι: νέοι και γέροι με τους γιους μας και τις θυγατέρες μας, με τα πρόβατά μας και τα βόδια μας, γιατί πρέπει να τιμήσουμε τον Κύριο με μια γιορτή». Ο Φαραώ τούς αποκρίθηκε: «Ο Θεός να ’ναι μαζί σας! Ούτε να διανοηθείτε όμως ότι θα σας αφήσω να φύγετε με τις οικογένειες σας. Είναι ολοφάνερο πως έχετε κακό σκοπό. Αυτό δεν γίνεται. Μόνον οι άντρες θα φύγετε για να λατρεύσετε τον Κύριο, αφού αυτό ζητάτε». Και τους έδιωξαν από το Φαραώ. Τότε ο Κύριος είπε στο Μωυσή: «Άπλωσε το χέρι σου πάνω στην Αίγυπτο για να ’ρθουν οι ακρίδες. Θα πέσουν στη χώρα της Αιγύπτου και θα φάνε όλα τα σπαρτά της γης, όσα απόμειναν από το χαλάζι». Άπλωσε, λοιπόν, το ραβδί του ο Μωυσής πάνω στην Αίγυπτο, και ο Κύριος έστειλε έναν ανατολικό άνεμο πάνω στη χώρα, που φυσούσε όλη τη μέρα εκείνη και όλη τη νύχτα. Το πρωί ο ανατολικός άνεμος έφερε τις ακρίδες. Αυτές σκόρπισαν και κάθισαν παντού, πλήθος αμέτρητο. Ποτέ στο παρελθόν δεν είχαν φανεί τόσες πολλές ακρίδες, ούτε στο μέλλον πρόκειται να ξαναφανούν. Σκέπασαν όλη την επιφάνεια της χώρας, έτσι που μαύρισε η γη. Καταβρόχθισαν τα σπαρτά και όλους τους καρπούς των δέντρων, ό,τι είχε απομείνει από το χαλάζι· δεν έμεινε ίχνος πράσινο σ’ ολόκληρη την Αίγυπτο, ούτε στα δέντρα ούτε στους αγρούς. Τότε ο Φαραώ έστειλε βιαστικά και κάλεσε το Μωυσή και τον Ααρών και τους είπε: «Αμάρτησα στον Κύριο, το Θεό σας, και σ’ εσάς. Συγχωρήστε κι αυτή τη φορά την αμαρτία μου και παρακαλέστε τον Κύριο, το Θεό σας, να διώξει μακριά μου ετούτο το θανατηφόρο πλήγμα». Ο Μωυσής έφυγε από το Φαραώ και παρακάλεσε τον Κύριο. Τότε ο Κύριος έφερε έναν αντίθετο δυνατό άνεμο από τα δυτικά, ο οποίος έδιωξε τις ακρίδες και τις έριξε στην Ερυθρά Θάλασσα· δεν έμεινε ούτε μία ακρίδα σ’ ολόκληρη την επιφάνεια της Αιγύπτου. Αλλά ο Κύριος έκανε ακόμα πιο άκαμπτη τη διάθεση του Φαραώ, κι έτσι δεν άφησε τους Ισραηλίτες να φύγουν. Ο Κύριος είπε στο Μωυσή: «Σήκωσε το χέρι σου στον ουρανό και θα γίνει σκοτάδι στην Αίγυπτο, τόσο πυκνό σκοτάδι που θα είναι ψηλαφητό». Ο Μωυσής σήκωσε το χέρι του στον ουρανό, κι έπεσε βαθύ σκοτάδι σ’ ολόκληρη τη χώρα για τρεις μέρες. Δεν έβλεπε ο ένας τον άλλο, και δε μετακινήθηκε κανείς από τη θέση του για τρεις μέρες. Αλλά εκεί που κατοικούσαν οι Ισραηλίτες υπήρχε φως. Τότε ο Φαραώ κάλεσε το Μωυσή και του είπε: «Πηγαίνετε να λατρεύσετε τον Κύριο. Τα πρόβατά σας όμως και τα βόδια σας θα μείνουν πίσω. Τα παιδιά σας μπορούν να έρθουν μαζί σας». Ο Μωυσής απάντησε: «Τότε να μας δώσεις εσύ θυσίες και ολοκαυτώματα για να προσφέρουμε στον Κύριο, το Θεό μας. Αλλά και πάλι τότε τα κοπάδια μας πρέπει να έρθουν κι αυτά μαζί μας. Τίποτα δε θα μείνει πίσω, γιατί απ’ αυτά θα πάρουμε για να προσφέρουμε θυσία στον Κύριο, το Θεό μας. Ωστόσο δεν θα ξέρουμε από ποια ζώα θα θυσιάσουμε, ωσότου φτάσουμε εκεί». Ο Κύριος όμως έκανε ακόμα πιο άκαμπτη τη διάθεση του Φαραώ κι έτσι δε θέλησε να τους αφήσει να φύγουν. Είπε, λοιπόν, ο Φαραώ στο Μωυσή: «Φύγε από ’δω. Κοίτα να μη σε ξαναδώ μπροστά μου, γιατί αν σε ξαναδώ, την ίδια μέρα θα πεθάνεις». Κι ο Μωυσής τού απάντησε: «Όπως το είπες: Δε θα με ξαναδείς». Ο Κύριος είπε στο Μωυσή: «Ακόμη ένα πλήγμα θα φέρω στο Φαραώ και στους Αιγύπτιους. Μετά απ’ αυτό θα σας αφήσει να φύγετε. Και μάλιστα τότε θα σας διώξει από ’δω οριστικά. Δώσε, λοιπόν, διαταγή στο λαό να ζητήσει καθένας από το γείτονά του και κάθε γυναίκα από τη γειτόνισσά της αντικείμενα ασημένια και χρυσά». Ο Κύριος διέθεσε ευνοϊκά τους Αιγύπτιους απέναντι στους Ισραηλίτες. Άλλωστε ο Μωυσής ο ίδιος εθεωρείτο πολύ σπουδαίο πρόσωπο στην Αίγυπτο, τόσο από τους αυλικούς του Φαραώ όσο και από το λαό. Ο Μωυσής είπε στο Φαραώ: «Ο Κύριος λέει: “Εγώ θα περάσω τα μεσάνυχτα μέσα από την Αίγυπτο. Κάθε πρωτότοκος γιος στη χώρα θα πεθάνει· από τον πρωτότοκο του Φαραώ, το διάδοχο του θρόνου, ως τον πρωτότοκο της δούλης που εργάζεται στους μύλους, και ως τα πρωτογέννητα των ζώων. Θα γίνει τόσο μεγάλος θρήνος σ’ ολόκληρη την Αίγυπτο, που όμοιός του δεν έγινε ποτέ στο παρελθόν ούτε και πρόκειται να γίνει στο μέλλον. Αλλά στους Ισραηλίτες ούτε σκύλος δε θα γαυγίσει ενάντια σε ζώο ή άνθρωπο. Έτσι θα μάθετε ότι εγώ ο Κύριος κάνω διάκριση ανάμεσα στους Αιγύπτιους και στους Ισραηλίτες. Κι όλοι ετούτοι οι αυλικοί σου”», συνέχισε ο Μωυσής, «θα ’ρθούν και θα με προσκυνήσουν λέγοντας: “φύγε εσύ και όλος ο λαός που σε ακολουθεί”. Και τότε θα φύγω». Ο Μωυσής βγήκε οργισμένος απ’ το παλάτι του Φαραώ. Τότε ο Κύριος του είπε: «Ο Φαραώ δεν πρόκειται να σας ακούσει, κι έτσι θα αυξήσω τις τρομερές καταστροφές μου στην Αίγυπτο». Ο Μωυσής κι ο Ααρών είχαν ήδη επιτελέσει όλα αυτά τα τρομερά έργα μπροστά στο Φαραώ. Ο Κύριος όμως έκανε τόσο άκαμπτη τη διάθεση του βασιλιά, ώστε δεν ήθελε ν’ αφήσει τους Ισραηλίτες να φύγουν από τη χώρα του. Τότε ο Κύριος είπε στο Μωυσή και στον Ααρών, στην Αίγυπτο: «Ο μήνας αυτός θα είναι για σας η αρχή του έτους. Θα είναι ο πρώτος μήνας του χρόνου. Να πείτε στην ισραηλιτική κοινότητα: Τη δέκατη μέρα αυτού του μήνα, καθένας να πάρει από ένα αρνί ή κατσίκι για την οικογένειά του. Αν η οικογένειά του είναι μικρή για να το φάει ολόκληρο, ας συνεννοηθεί με τον πιο κοντινό του γείτονα, και ανάλογα με τον αριθμό των μελών της οικογένειας, ας υπολογίσουν πόσο μπορεί να φάει ο καθένας ώστε να διαλέξουν το κατάλληλο αρνί ή κατσίκι. Το αρνί ή το κατσίκι που θα διαλέξετε πρέπει να είναι αρτιμελές, αρσενικό, ενός έτους. »Θα το κρατήσετε ζωντανό ως τη δέκατη τέταρτη μέρα του μήνα, και το βράδυ θα το σφάξετε. Έτσι θα κάνει όλη η ισραηλιτική κοινότητα. Μετά θα πάρετε λίγο από το αίμα του και θα αλείψετε τις δύο παραστάδες και το ανώφλι της πόρτας σε κάθε σπίτι όπου θα φάτε το αρνί ή το κατσίκι. Θα το ψήσετε στη φωτιά και θα το φάτε την ίδια εκείνη νύχτα, μαζί με άζυμο ψωμί και χόρτα πικρά. Δε θα φάτε απ’ αυτό καθόλου ωμό ή βραστό κρέας, αλλά θα το ψήσετε ολόκληρο μαζί με το κεφάλι, τα πόδια και τα εντόσθια. Δε θ’ αφήσετε να περισσέψει τίποτα ως το πρωί. Αν τυχόν έχει μείνει κάτι το πρωί, θα το κάψετε στη φωτιά. Και να τώρα με ποιον τρόπο θα το φάτε: Θα είστε ζωσμένοι τη ζώνη σας, με τα σανδάλια στα πόδια και με το ραβδί στο χέρι. Θα το φάτε γρήγορα. Αυτή θα είναι η γιορτή του Πάσχα, για να τιμήσετε εμένα, τον Κύριο. »Κι εγώ τη νύχτα εκείνη θα περάσω μέσα από την Αίγυπτο και θα θανατώσω κάθε πρωτότοκο στη χώρα: τα πρωτότοκα των ανθρώπων και τα πρωτογέννητα των ζώων. Εγώ ο Κύριος θα εκτελέσω την απόφασή μου ενάντια σ’ όλους τους θεούς της Αιγύπτου. Αλλά στα σπίτια που θα βρίσκεστε εσείς, το αίμα θα είναι το σημάδι που θα σας προστατέψει. Θα το δω και θα σας προσπεράσω. Έτσι θα γλιτώσετε από το χτύπημα του θανάτου, όταν θα τιμωρώ την Αίγυπτο. Την ημέρα αυτή πρέπει να τη θυμάστε. Θα τη γιορτάζετε επίσημα για να τιμάτε εμένα, τον Κύριο. Αυτό θα είναι για σας νόμος αιώνιος σ’ όλες τις γενιές σας. »Εφτά μέρες θα τρώτε άζυμο ψωμί. Από την πρώτη μέρα θα εξαφανίσετε τελείως το προζύμι από τα σπίτια σας, και όποιος φάει ψωμί φτιαγμένο με προζύμι θα αποκοπεί από την ισραηλιτική κοινότητα. Την πρώτη μέρα και την έβδομη πρέπει να γίνεται ιερή σύναξη. Καμιά εργασία δεν θα γίνεται αυτές τις μέρες. Θα ετοιμάζετε μόνον όσο χρειάζεται καθένας σας να φάει. Θα τελείτε αυτή τη γιορτή των Αζύμων, γιατί ακριβώς αυτή την ημέρα έβγαλα το λαό σας από την Αίγυπτο. Θα γιορτάζετε την ημέρα αυτή από γενιά σε γενιά στο μέλλον, κι αυτό θα είναι νόμος αιώνιος. Από τις δεκατέσσερις του πρώτου μήνα, το βράδυ, ως το βράδυ της εικοστής πρώτης, θα τρώτε άζυμο ψωμί. Εφτά μέρες δεν θα υπάρχει καθόλου προζύμι στα σπίτια σας. Όποιος φάει ψωμί φτιαγμένο με προζύμι, θα αποκλειστεί από την ισραηλιτική κοινότητα, είτε είναι ξένος είτε Ισραηλίτης. Δε θα τρώτε τίποτα που να περιέχει προζύμι· όπου κι αν κατοικείτε θα τρώτε άζυμο ψωμί». Ο Μωυσής κάλεσε όλους τους πρεσβυτέρους των Ισραηλιτών και τους είπε: «Πηγαίνετε, πάρτε αρνιά για τις οικογένειές σας και σφάξτε τα για το Πάσχα. Θα πάρετε μια δεσμίδα ύσσωπο, θα τη βουτήξετε στη λεκάνη, που θα περιέχει το αίμα του αρνιού, και θα αλείψετε το ανώφλι και τις δύο παραστάδες της πόρτας. Κανένας να μη βγει από την πόρτα του σπιτιού του ως το πρωί. Όταν θα περάσει ο Κύριος για να χτυπήσει τους Αιγύπτιους και δει το αίμα στο ανώφλι και στις παραστάδες της πόρτας, θα προσπεράσει και δε θ’ αφήσει να ’ρθεί η καταστροφή να χτυπήσει τα σπίτια σας. »Θα εφαρμόσετε αυτά τα λόγια· και θα τα έχετε για αιώνιο νόμο από γενιά σε γενιά. Όταν θα μπείτε στη χώρα που υποσχέθηκε ο Κύριος να σας δώσει, θα τηρείτε αυτή την τελετουργία. Και όταν θα σας ρωτάνε τα παιδιά σας τι νόημα έχει αυτή για σας, θα απαντάτε: “είναι η πασχαλινή θυσία για να τιμήσουμε τον Κύριο, που, όταν χτυπούσε τους Αιγύπτιους, προσπέρασε τα σπίτια των Ισραηλιτών στην Αίγυπτο και γλίτωσαν οι οικογένειές μας”». Τότε ο λαός έσκυψε και προσκύνησε. Οι Ισραηλίτες έφυγαν και έκαναν όπως διέταξε ο Κύριος το Μωυσή και τον Ααρών. Τα μεσάνυχτα της ίδιας νύχτας, ο Κύριος θανάτωσε κάθε πρωτότοκο αγόρι στην Αίγυπτο: από τον πρωτότοκο γιο του Φαραώ, διάδοχο του θρόνου, ως τον πρωτότοκο γιο του αιχμαλώτου που ήταν στη φυλακή, καθώς και όλα τα πρωτογέννητα των ζώων. Εκείνη τη νύχτα ξύπνησε ο Φαραώ, οι αυλικοί του, όλοι οι Αιγύπτιοι, κι έγινε θρήνος μεγάλος στην Αίγυπτο, γιατί δεν υπήρχε σπίτι που να μην έχει νεκρό. Τότε ο Φαραώ κάλεσε το Μωυσή και τον Ααρών μέσα στη νύχτα και τους είπε: «Να σηκωθείτε και να φύγετε από το λαό μου, κι εσείς και οι Ισραηλίτες, και να πάτε να λατρεύσετε τον Κύριο, όπως το ζητήσατε. Πάρτε και τα πρόβατά σας και τα βόδια σας όπως είπατε, και πηγαίνετε· και ζητήστε μια ευλογία και για μένα». Οι Αιγύπτιοι πίεζαν τους Ισραηλίτες να βιαστούν να φύγουν από τη χώρα, γιατί σκέφτονταν ότι όσο έμεναν εκεί, αυτοί θα πέθαιναν όλοι τους. Έτσι, πήρε ο λαός στους ώμους τις γαβάθες με το ζυμάρι, πριν προλάβει να φουσκώσει, τυλιγμένες στα πανωφόρια τους. Και έκαναν όπως τους είχε πει ο Μωυσής: Ζήτησαν από τους Αιγύπτιους ασημένια και χρυσά αντικείμενα, και ρούχα. Ο Κύριος διέθεσε ευνοϊκά τους Αιγύπτιους να τους δώσουν ό,τι ζήτησαν· κι έτσι τους έγδυσαν τους Αιγύπτιους. Ξεκίνησαν, λοιπόν, οι Ισραηλίτες από τη Ραμεσσή και κατευθύνθηκαν προς τη Σουκκώθ, περίπου εξακόσιες χιλιάδες πεζοί, χώρια τα παιδιά. Μαζί τους έφυγε κι ένα πλήθος αλλοεθνών ανάμικτο, πάρα πολλά κατσίκια, πρόβατα και βόδια. Έψησαν το ζυμάρι που είχαν πάρει μαζί τους από την Αίγυπτο κι έγινε σαν πίτα, γιατί δεν είχε προλάβει να φουσκώσει. Έτσι βιαστικά που τους έδιωξαν από την Αίγυπτο, δεν μπορούσαν να καθυστερήσουν για να ετοιμάσουν προμήθειες για το δρόμο. Οι Ισραηλίτες έμειναν συνολικά στην Αίγυπτο τετρακόσια τριάντα χρόνια. Την ημέρα ακριβώς που έκλειναν τα τετρακόσια τριάντα χρόνια, ο λαός του Κυρίου βγήκε κατά ομάδες από τη χώρα. Κι όπως ο Κύριος ξαγρύπνησε τη νύχτα εκείνη για να βγάλει το λαό του από την Αίγυπτο, έτσι και οι Ισραηλίτες θα γιορτάζουν από γενιά σε γενιά αυτήν τη νύχτα με ολονύκτια αγρυπνία, για να τιμήσουν τον Κύριο. Ο Κύριος είπε στο Μωυσή και στον Ααρών: «Αυτός είναι ο κανονισμός για το Πάσχα: Κανένας ξένος δεν πρέπει να συμμετάσχει στο δείπνο του Πάσχα. Ο δούλος όμως που έχει αγορασθεί με χρήματα, αν κάνει περιτομή, μπορεί να φάει. Επίσης ξένος ή μισθωτός εργάτης δεν επιτρέπεται να συμμετάσχει στο δείπνο. Το δείπνο πρέπει να γίνει μέσα στο σπίτι. Δε θα βγάλετε καθόλου κρέας έξω, και δε θα σπάσετε κανένα κόκαλό του. Ολόκληρη η ισραηλιτική κοινότητα θα γιορτάσει το Πάσχα. Αν κάποιος ξένος μένει μαζί σας και θέλει να γιορτάσει το Πάσχα του Κυρίου, πρέπει αυτός και όλοι οι αρσενικοί στην οικογένειά του να περιτμηθούν. Τότε μόνο μπορεί να έρθει και να συμμετάσχει στη γιορτή, και να θεωρηθεί Ισραηλίτης. Κανείς απερίτμητος όμως δεν επιτρέπεται να συμμετάσχει στο δείπνο. Ο ίδιος νόμος θα ισχύει και για τον Ισραηλίτη και για τον ξένο που κατοικεί μαζί σας». Όλοι οι Ισραηλίτες έκαναν ό,τι διέταξε ο Κύριος το Μωυσή και τον Ααρών. Εκείνη ακριβώς την ημέρα έβγαλε ο Κύριος τους Ισραηλίτες κατά ομάδες από την Αίγυπτο. Ο Κύριος είπε στο Μωυσή: «Θα αφιερώσεις σ’ εμένα όλα τα αρσενικά πρωτότοκα. Κάθε αρσενικό των Ισραηλιτών που γεννιέται πρώτο, είτε άνθρωπος είναι είτε ζώο, θα ανήκει σ’ εμένα». Ο Μωυσής είπε στο λαό: «Να τη θυμάστε την ημέρα αυτή που βγήκατε από την Αίγυπτο, τον τόπο της δουλείας. Ο Κύριος σας έβγαλε από ’κει με δυναμικές ενέργειες. Γι’ αυτό δεν θα τρώτε ψωμί φτιαγμένο με προζύμι. Σήμερα αναχωρείτε, το μήνα Αβίβ. Κι όταν ο Κύριος σας φέρει στη χώρα των Χαναναίων, των Χετταίων, των Αμορραίων, των Ευαίων και των Ιεβουσαίων, που υποσχέθηκε στους προγόνους σας ότι θα σας δώσει, στη χώρα όπου ρέει γάλα και μέλι, πρέπει να διατηρήσετε αυτή τη γιορτή, τον ίδιο τούτο μήνα. Για εφτά μέρες θα τρώτε άζυμο ψωμί, και η έβδομη μέρα θα είναι γιορτή αφιερωμένη στον Κύριο. Τις εφτά αυτές ημέρες ψωμί και ο,τιδήποτε είναι φτιαγμένο με προζύμι θα εξαφανίζεται απ’ όλη την περιοχή σας. »Την ημέρα αυτή θα εξηγείτε στους γιους σας ότι ο Κύριος τα έκανε όλα αυτά για σας, κατά την έξοδό σας. Αυτή η γιορτή θα είναι για σας μια υπόμνηση, κάτι σαν ανεξίτηλο σημάδι στο χέρι ή στο μέτωπό σας. Θα σας θυμίζει ότι το νόμο του Κυρίου πρέπει να τον ψιθυρίζετε συνεχώς στο στόμα σας, γιατί ο Κύριος σας έβγαλε από την Αίγυπτο με δυναμικές ενέργειες. Τη γιορτή αυτή θα την τηρείτε κάθε χρόνο στην ορισμένη ημερομηνία της». Ο Μωυσής συνέχισε: «Όταν ο Κύριος σας φέρει στη χώρα των Χαναναίων και σας τη δώσει, όπως το ορκίστηκε σ’ εσάς και στους προγόνους σας, θ’ αφιερώνετε σ’ αυτόν κάθε αρσενικό που γεννιέται πρώτο. Κάθε πρωτογέννητο αρσενικό ζώο απ’ τα κοπάδια σας θα ανήκει στον Κύριο. Κάθε πρωτογέννητο πουλάρι, όμως, θα το εξαγοράζετε με ένα αρνί ή μ’ ένα κατσίκι. Αν δεν θέλετε να το εξαγοράσετε, πρέπει να του σπάσετε το σβέρκο. Επίσης κάθε πρωτότοκο γιο σας θα τον εξαγοράζετε. »Αν κάποτε σας ρωτήσουν τα παιδιά σας τι σημαίνει αυτό, θα τους απαντήσετε: “ο Κύριος μας έβγαλε από την Αίγυπτο, τον τόπο της δουλείας, με δυναμικές ενέργειες. Όταν ο Φαραώ αρνιόταν πεισματικά να μας αφήσει να φύγουμε, ο Κύριος θανάτωσε όλα τα πρωτότοκα στην Αίγυπτο, ανθρώπους και ζώα. Αυτός είναι ο λόγος που θυσιάζουμε κάθε πρωτογέννητο αρσενικό ζώο κι εξαγοράζουμε κάθε πρωτότοκο γιο μας”. Αυτές οι θυσίες πρέπει να είναι για σας μια υπόμνηση, κάτι σαν ανεξίτηλο σημάδι στο χέρι ή στο μέτωπό σας, ότι με ενέργειες δυναμικές μάς έβγαλε ο Κύριος από την Αίγυπτο». Όταν ο Φαραώ άφησε το λαό να φύγει, ο Θεός δεν τους οδήγησε από το δρόμο της χώρας των Φιλισταίων, που ήταν κι ο συντομότερος, γιατί σκέφτηκε πως υπήρχε φόβος να μετανιώσουν και να ξαναγυρίσουν στην Αίγυπτο, αν βρίσκονταν στην ανάγκη να πολεμήσουν. Γι’ αυτό άφησε το λαό να πάρει το δρόμο προς την έρημο, προς την Ερυθρά Θάλασσα. Όταν οι Ισραηλίτες βγήκαν από την Αίγυπτο ήταν καλά οπλισμένοι. Ο Μωυσής πήρε μαζί του και τα οστά του Ιωσήφ, γιατί εκείνος είχε ορκίσει τους Ισραηλίτες να πάρουν από την Αίγυπτο μαζί τους τα οστά του, όταν ο Θεός θα τους απελευθέρωνε. Οι Ισραηλίτες έφυγαν από τη Σουκκώθ και στρατοπέδευσαν στην Εθάμ, εκεί που αρχίζει η έρημος. Ο Θεός προχωρούσε μπροστά τους τη μέρα μέσα σε μια στήλη νεφέλης για να τους δείχνει το δρόμο, και τη νύχτα μέσα σε στήλη φωτιάς, για να τους φωτίζει, ώστε να πορεύονται μέρα και νύχτα. Η στήλη της νεφέλης δεν έλειπε ποτέ μπροστά από το λαό τη μέρα ούτε η στήλη της φωτιάς τη νύχτα. Ο Κύριος είπε στο Μωυσή: «Πες στους Ισραηλίτες να γυρίσουν πίσω και να στρατοπεδεύσουν μπροστά στην Πι-Αχιρώθ, ανάμεσα στη Μιγδώλ και στη Θάλασσα. Εκεί πρέπει να στρατοπεδεύσετε, αντίκρυ στη Βάαλ-Σεφών, δίπλα στη θάλασσα. Ο Φαραώ θα νομίσει ότι χάσατε το δρόμο σας στη χώρα κι αποκλειστήκατε από την έρημο. Θα ξυπνήσω λοιπόν την άκαμπτη διάθεσή του και θα σας καταδιώξει. Τότε θα αποδείξω ότι εγώ είμαι ισχυρότερος από το Φαραώ κι απ’ όλο το στρατό του, και θα μάθουν οι Αιγύπτιοι ότι εγώ είμαι ο Κύριος». Έτσι κι έκαναν οι Ισραηλίτες. Όταν οι Αιγύπτιοι ανάγγειλαν στο Φαραώ ότι ο λαός έφυγε, τότε εκείνος κι οι αξιωματούχοι του άλλαξαν γνώμη σχετικά με το λαό και είπαν: «Τι ήταν αυτό που κάναμε κι αφήσαμε τους Ισραηλίτες να φύγουν από τη δούλεψή μας!» Τότε ο Φαραώ έζεψε τις άμαξές του και πήρε μαζί του τους πολεμιστές του. Πήρε όλες τις άμαξες των Αιγυπτίων, κι ανάμεσα τους τις εξακόσιες καλύτερες. Πάνω σε καθεμιά τοποθέτησε και τρίτον αναβάτη. Ο Κύριος ενίσχυσε την άκαμπτη διάθεση του Φαραώ και καταδίωξε τους Ισραηλίτες, ενώ εκείνοι έφευγαν γεμάτοι αυτοπεποίθηση. Ο στρατός των Αιγυπτίων με όλο τους το ιππικό, οι άμαξες του Φαραώ και οι καβαλάρηδες, καταδίωξαν τους Ισραηλίτες και έφτασαν στο στρατόπεδό τους, κοντά στην Πι-Αχιρώθ, μπροστά στη Βάαλ-Σεφών, δίπλα στη Θάλασσα. Καθώς ο Φαραώ πλησίαζε, κοίταξαν οι Ισραηλίτες και είδαν ότι οι Αιγύπτιοι έρχονταν ξοπίσω τους. Τότε τους κυρίεψε μεγάλος φόβος κι άρχισαν να φωνάζουν ζητώντας βοήθεια από τον Κύριο. «Δεν υπήρχαν τάφοι στην Αίγυπτο;» έλεγαν στο Μωυσή. «Γιατί μας έφερες να πεθάνουμε εδώ στην έρημο; Τι ήταν αυτό που μας έκανες να μας βγάλεις από την Αίγυπτο; Δε σου τα ’χαμε πει εμείς όλα αυτά εκεί; Δε σου λέγαμε να μας αφήσεις στην ησυχία μας; Εμείς θέλαμε να δουλεύουμε στους Αιγύπτιους· προτιμότερο ήταν αυτό για μας, παρά να πεθάνουμε εδώ στην έρημο». Ο Μωυσής απάντησε στο λαό: «Μη φοβόσαστε! Σταθείτε και θα δείτε πώς θα σας γλιτώσει σήμερα ο Κύριος. Τους Αιγύπτιους, που βλέπετε σήμερα δε θα τους ξαναδείτε ποτέ πια! Ο Κύριος θα πολεμήσει για σας. Εσείς μην ανησυχείτε». Ο Κύριος είπε στο Μωυσή: «Τι μου φωνάζεις να σε βοηθήσω; Πες στους Ισραηλίτες να προχωρήσουν. Κι εσύ πάρε το ραβδί σου στο χέρι σου και ύψωσέ το πάνω από τη θάλασσα. Χώρισέ την στα δύο να περάσουν από μέσα οι Ισραηλίτες, πατώντας σε στεριά. Εγώ θα κάνω τους Αιγύπτιους να πεισμώσουν, και θα σας καταδιώξουν. Τότε θα δείξω στο Φαραώ και σ’ όλο το στρατό του, στις άμαξές του και στους αναβάτες του ότι είμαι ισχυρότερος απ’ αυτούς. Έτσι θα μάθουν οι Αιγύπτιοι ότι εγώ είμαι ο Κύριος, όταν θα τους δείξω τη δύναμή μου». Τότε, ο άγγελος του Θεού, που βάδιζε μπροστά από το στρατό των Ισραηλιτών, έφυγε και πήρε θέση πίσω τους. Η στήλη της νεφέλης έφυγε κι αυτή από μπροστά τους και στάθηκε πίσω τους, και μπήκε ανάμεσα στο στρατόπεδο των Αιγυπτίων και σ’ εκείνο των Ισραηλιτών. Το σύννεφο από τη μεριά των Αιγυπτίων δημιουργούσε σκοτάδι, ενώ φώτιζε την πλευρά των Ισραηλιτών τη νύχτα. Έτσι, τα δύο στρατόπεδα δεν μπόρεσαν να πλησιάσουν το ένα το άλλο όλη τη νύχτα. Ο Μωυσής άπλωσε το χέρι του πάνω στη θάλασσα, και ο Κύριος, μ’ έναν ισχυρότατο ανατολικό άνεμο, που φυσούσε όλη τη νύχτα, έκανε τα νερά να υποχωρήσουν. Έτσι η θάλασσα έγινε στεριά. Τα νερά χωρίστηκαν στα δύο, και οι Ισραηλίτες πέρασαν από μέσα, πατώντας σε στεριά, ενώ τα νερά σχημάτιζαν τείχος δεξιά τους κι αριστερά τους. Οι Αιγύπτιοι τους καταδίωξαν και τους ακολούθησαν μέσα στη θάλασσα, με ολόκληρο το ιππικό του Φαραώ, τις άμαξές του και τους αναβάτες τους. Την ώρα που αλλάζει η πρωινή βάρδια των φρουρών, ο Κύριος μέσ’ από τη στήλη της φωτιάς και το σύννεφο έριξε τη ματιά του στο στρατόπεδο των Αιγυπτίων και τους έφερε πανικό. Έκανε να κολλήσουν οι τροχοί των αμαξών τους και προχωρούσαν με δυσκολία. Τότε οι Αιγύπτιοι είπαν: «Πάμε να φύγουμε από τους Ισραηλίτες, γιατί ο Κύριος πολεμάει μαζί τους εναντίον μας». Ο Κύριος τότε είπε στο Μωυσή: «Άπλωσε το χέρι σου πάνω απ’ τη θάλασσα, και τα νερά θα γυρίσουν να σκεπάσουν τους Αιγύπτιους, τις άμαξές τους και τους αναβάτες τους». Ο Μωυσής άπλωσε το χέρι του πάνω από τη θάλασσα και καθώς ξημέρωνε, αυτή ξαναγύρισε στη θέση της. Οι Αιγύπτιοι καθώς έφευγαν βρέθηκαν αντιμέτωποι με τα νερά, κι ο Κύριος τους καταπόντισε στη μέση της θάλασσας. Τα νερά ξαναγύρισαν και σκέπασαν τις άμαξες και τους αναβάτες, όλο το στρατό του Φαραώ, που είχαν καταδιώξει τους Ισραηλίτες μέσα στη θάλασσα. Δε γλίτωσε απ’ αυτούς ούτε ένας. Όσο για τους Ισραηλίτες, αυτοί είχαν περάσει μέσα απ’ τη θάλασσα πατώντας σε στεριά, ενώ τα νερά σχημάτιζαν τείχος δεξιά κι αριστερά τους. Εκείνη την ημέρα ο Κύριος γλίτωσε τους Ισραηλίτες από τη δύναμη των Αιγυπτίων, και είδαν τους Αιγύπτιους στην ακρογιαλιά νεκρούς. Όταν οι Ισραηλίτες είδαν με πόση δύναμη ο Κύριος εξόντωσε τους Αιγύπτιους, τον φοβήθηκαν και πίστεψαν σ’ αυτόν και στο Μωυσή, το δούλο του. Τότε ο Μωυσής και οι Ισραηλίτες έψαλαν τον ύμνο αυτό στον Κύριο: Στον Κύριο θα ψάλω: Κέρδισε νίκη λαμπρή και ένδοξη· άλογα και καβαλάρηδες στη θάλασσα τους έριξε. Ο Κύριος είναι η δύναμή μου κι αυτόν υμνώ· εκείνος μ’ έσωσε. Αυτός είν’ ο Θεός μου, θα τον δοξολογώ· και του πατέρα μου ο Θεός, θα τον εγκωμιάζω. Είναι πολεμιστής ο Κύριος· Κύριος τ’ όνομά του. Στη θάλασσα έριξε τις άμαξες και το στρατό του Φαραώ. Τους εκλεκτούς πολεμιστές του η Ερυθρά Θάλασσα τους κατάπιε. Τα κύματα τους σκέπασαν· μέσα στα βάθη τα απύθμενα βουλιάξανε σαν πέτρες. Η δεξιά σου, Κύριε, δοξάστηκε σε δύναμη· η δεξιά σου, Κύριε, σύντριψε τον εχθρό. Με τη μεγαλοσύνη σου την άφθαστη τους αντιπάλους σου αφανίζεις. Σαν τα καλάμια καίγονται μες στης οργής σου τη φωτιά. Εφύσηξες όλο θυμό και τα νερά σωρεύτηκαν· όρθια σαν τείχη στάθηκαν πλήθος τρεχούμενα νερά, και πήξανε οι άβυσσοι στης θάλασσας τα βάθη. Ο εχθρός σκεφτόταν: «Θα ριχτώ πίσω τους, θα τους πιάσω· και θα μοιράσω λάφυρα, θα χορτάσει η ψυχή μου. Θα τραβήξω το ξίφος μου, το χέρι μου θα φέρει την καταστροφή τους». Με την πνοή σου φύσηξες κι η θάλασσα τους σκέπασε· σαν το μολύβι βούλιαξαν στα μανιασμένα τα νερά. Ποιος, Κύριε, απ’ τους θεούς συγκρίνεται μ’ εσένα; Ποιος είναι σαν εσένα στην αγιοσύνη ένδοξος, στα έργα φοβερός και τεχνουργός θαυμάτων; Τη δεξιά σου άπλωσες κι η γη τους εκατάπιε. Με την αγάπη σου οδήγησες το λαό τούτον που τον λύτρωσες· με την ισχύ σου τους κατεύθυνες στην ιερή σου γη. Οι λαοί τ’ άκουσαν και τρόμαξαν. Φόβος κυρίεψε της Παλαιστίνης τους κατοίκους. Αλαφιαστήκαν οι ηγεμόνες της Εδώμ, τους πολεμάρχους της Μωάβ τους έπιασε τρεμούλα· οι κάτοικοι της Χαναάν όλοι παρέλυσαν. Φόβος και τρόμος τούς κυρίεψε. Μπρος στις δυναμικές σου ενέργειες μείναν βουβοί σαν πέτρες, ώσπου ο λαός σου, Κύριε, να διαβεί, να περάσει ο λαός που τονε κέρδισες. Θα τον πας στης κληρονομιάς σου το βουνό κι εκεί θα τον φυτέψεις στον τόπο που ετοίμασες για κατοικία σου, Κύριε, στο Ιερό σου, Κύριε, τα χέρια σου που ιδρύσαν. Θα βασιλεύεις, Κύριε, παντοτινά στους αιώνες τους ατέλειωτους. Όταν τα άλογα του Φαραώ, οι άμαξες και οι αναβάτες του προχώρησαν μέσα στη θάλασσα, ο Κύριος γύρισε πάνω τους τα νερά, ενώ οι Ισραηλίτες πέρασαν μέσα από τη θάλασσα πατώντας σε στεριά. Τότε η προφήτισσα Μαριάμ, αδερφή του Ααρών, πήρε στο χέρι της το τύμπανο κι όλες οι γυναίκες την ακολούθησαν με τύμπανα στο χορό. Η Μαριάμ τραγουδούσε πρώτη και οι άλλες επαναλάμβαναν: «Ψάλτε στον Κύριο, γιατί κέρδισε νίκη λαμπρή και ένδοξη· άλογα και καβαλάρηδες στη θάλασσα τους έριξε». Ύστερα απ’ αυτά πήρε ο Μωυσής τους Ισραηλίτες κι έφυγαν από την Ερυθρά Θάλασσα. Ακολούθησαν το δρόμο για την έρημο Σουρ και βάδισαν στην έρημο τρεις μέρες δρόμο, χωρίς να βρουν νερό. Μετά έφτασαν στη Μερά, αλλά δεν μπόρεσαν να πιουν απ’ τα νερά της γιατί ήταν πικρά· γι’ αυτό και την είχαν ονομάσει Μερά (πικρός, πικρία). Τότε ο λαός τα ’βαλε με το Μωυσή και τον ρωτούσε: «Τι θα πιούμε τώρα;» Ο Μωυσής προσευχήθηκε με δυνατή φωνή στον Κύριο, κι αυτός του υπέδειξε ένα κομμάτι ξύλο· ο Μωυσής το ’ριξε στα νερά και τα νερά έγιναν γλυκά. Εκεί ο Κύριος έδωσε στους Ισραηλίτες νόμους και εντολές. Εκεί επίσης τους δοκίμασε. Ο Κύριος τους είπε: «Αν υπακούτε σ’ εμένα, τον Κύριο, το Θεό σας, και κάνετε ό,τι εγώ θεωρώ σωστό, αν υπακούτε στις εντολές μου και εφαρμόζετε όλους τους νόμους μου, δε θα σας στείλω κανένα από τα πλήγματα εκείνα που έστειλα στους Αιγύπτιους. Εγώ είμαι ο Κύριος, αυτός που σας γιατρεύει». Κατόπιν έφτασαν στην Αιλίμ, όπου υπήρχαν δώδεκα νεροπηγές κι εβδομήντα φοίνικες. Εκεί στρατοπέδευσαν κοντά στα νερά. Έπειτα όλοι οι Ισραηλίτες αναχώρησαν από την Αιλίμ και έφτασαν στην έρημο Σιν, μεταξύ της Αιλίμ και του Σινά, τη δέκατη πέμπτη μέρα του δεύτερου μήνα μετά την έξοδό τους από την Αίγυπτο. Τότε ολόκληρη η ισραηλιτική κοινότητα άρχισε εκεί στην έρημο τα παράπονα ενάντια στο Μωυσή και στον Ααρών: «Καλύτερα να μας είχε θανατώσει ο Κύριος στην Αίγυπτο», τους έλεγαν, «εκεί που είχαμε άφθονο το κρέας και χορταίναμε το ψωμί, παρά που μας φέρατε εδώ στην έρημο, για να πεθάνει όλο αυτό το πλήθος από την πείνα». Τότε ο Κύριος είπε στο Μωυσή: «Εγώ θα κάνω να πέσει από τον ουρανό ψωμί για σας. Κάθε μέρα, θα βγαίνει ο λαός να μαζεύει την απαραίτητη ποσότητα για κείνη την ημέρα. Έτσι, θα τους δοκιμάσω αν θα ζουν σύμφωνα με τις οδηγίες μου ή όχι. Μόνο την έκτη μέρα, εκείνο που θα μαζεύουν και θα φέρνουν στο σπίτι θα είναι διπλάσιο από κείνο που θα μαζεύουν τις άλλες μέρες». Ο Μωυσής κι ο Ααρών είπαν σ’ όλους τους Ισραηλίτες: «Το βράδυ θα δείτε ότι ο Κύριος είναι που σας έβγαλε από την Αίγυπτο. Και το πρωί θα δείτε τη δόξα του Κυρίου. Γιατί άκουσε τα παράπονά σας εναντίον του. Εμείς, αλήθεια, τι είμαστε που τα βάζετε μαζί μας;» Είπε ακόμη ο Μωυσής: «Ο Κύριος θα σας δώσει το βράδυ κρέας να φάτε, και το πρωί θα σας δώσει όσο ψωμί θέλετε για να χορτάσετε. Ο Κύριος άκουσε τα παράπονά σας εναντίον του. Εμείς, αλήθεια, τι είμαστε; Τα παράπονά σας δεν στρέφονται ενάντια σ’ εμάς, αλλά ενάντια στον Κύριο». Μετά είπε ο Μωυσής στον Ααρών: «Πες σ’ ολόκληρη την ισραηλιτική κοινότητα να πλησιάσουν και να σταθούν ενώπιον του Κυρίου, γιατί άκουσε τα παράπονά τους». Κι ενώ μιλούσε ακόμη ο Ααρών στην κοινότητα, κοίταξαν προς την έρημο, και ξάφνου φάνηκε η δόξα του Κυρίου μέσα στο σύννεφο. Μίλησε τότε ο Κύριος στο Μωυσή και του είπε: «Άκουσα τα παράπονα των Ισραηλιτών. Πες τους, λοιπόν, ότι το βράδυ θα φάνε κρέας και το πρωί θα χορτάσουν ψωμί. Έτσι θα μάθουν ότι εγώ είμαι ο Κύριος, ο Θεός τους». Το βράδυ ήρθε ένα σμήνος από ορτύκια και σκέπασε το στρατόπεδο· και το πρωί τριγύρω στο στρατόπεδο υπήρχε ένα στρώμα δροσιάς. Όταν διαλύθηκε η δροσιά, σχηματίστηκε πάνω στην επιφάνεια της ερήμου κάτι λεπτό σαν πάχνη. Το είδαν οι Ισραηλίτες, αλλά δεν ήξεραν τι ήταν, και ρωτούσαν ο ένας τον άλλο: «Τι είν’ ετούτο;» Ο Μωυσής τούς είπε: «Αυτό είναι το ψωμί που σας δίνει ο Κύριος να φάτε. Ο Κύριος διέταξε να μαζεύετε απ’ αυτό, ο καθένας όσο χρειάζεται: ένα γομόρ, για κάθε άτομο. Καθένας θα μαζεύει ανάλογα με τον αριθμό των ατόμων που μένουν μαζί του στην ίδια σκηνή». Έτσι κι έκαναν οι Ισραηλίτες· μάζεψαν άλλος πολύ και άλλος λίγο. Αλλά όταν το μέτρησαν με το γομόρ, εκείνος που είχε μαζέψει πολύ δεν είχε περίσσευμα, κι εκείνος που είχε μαζέψει λίγο δεν είχε έλλειμμα. Καθένας είχε μαζέψει ανάλογα με τις ανάγκες του. Τους είπε ακόμα ο Μωυσής: «Κανένας δε θα κρατήσει απ’ αυτό για την άλλη μέρα». Μερικοί όμως δεν τον άκουσαν και φύλαξαν και για την άλλη μέρα, αλλά σκουλήκιασε και βρώμισε. Και θύμωσε ο Μωυσής μαζί τους. Κάθε πρωί μάζευαν οι Ισραηλίτες το μάννα, καθένας ανάλογα με τις ανάγκες του. Όταν όμως ζέσταινε ο ήλιος, το μάννα έλιωνε. Την έκτη μέρα μάζεψαν διπλάσια ποσότητα: δύο γομόρ για κάθε άτομο. Τότε οι αρχηγοί της κοινότητας ήρθαν και το ανέφεραν στο Μωυσή. Εκείνος τους είπε: «Αυτό διέταξε ο Κύριος. Αύριο είναι ημέρα ανάπαυσης, αφιερωμένη στον Κύριο. Ψήστε και βράστε όσο θέλετε, και το υπόλοιπο φυλάξτε το ως αύριο το πρωί». Το φύλαξαν ως το πρωί, όπως διέταξε ο Μωυσής, και δε βρώμισε ούτε σκουλήκιασε. «Φάτε το σήμερα», τους είπε ο Μωυσής, «γιατί σήμερα είναι ημέρα ανάπαυσης, αφιερωμένη στον Κύριο και δε θα το βρείτε στους αγρούς. Τις έξι μέρες της εβδομάδας μπορείτε να το μαζεύετε, αλλά την έβδομη, που είναι μέρα ανάπαυσης, δεν θα υπάρχει μάννα». Ωστόσο την έβδομη μέρα, βγήκαν μερικοί από το λαό να μαζέψουν μάννα, αλλά δε βρήκαν. Τότε είπε ο Κύριος στο Μωυσή: «Ως πότε θα αρνείσθε να τηρείτε τις εντολές μου και τους νόμους μου; Ο Κύριος σας έδωσε μία μέρα ανάπαυσης και γι’ αυτό την έκτη μέρα σάς δίνει τροφή για δύο μέρες. Την έβδομη μέρα καθένας θα μένει εκεί που βρίσκεται· κανένας δε θα βγαίνει από το σπίτι του». Έτσι, ο λαός αναπαυόταν την έβδομη μέρα. Οι Ισραηλίτες ονόμασαν αυτό που μάζευαν, «μάννα». Ήταν λευκό σαν σπόρος κορίαννου, και η γεύση του ήταν σαν γλύκισμα από μέλι. Ο Μωυσής είπε: «Ο Κύριος διέταξε να γεμίσετε ένα γομόρ μάννα και να το φυλάξετε για τις επόμενες γενιές, ώστε να βλέπουν το ψωμί, με το οποίο σας έθρεψε στην έρημο, όταν σας έβγαλε από την Αίγυπτο». Ύστερα είπε ο Μωυσής στον Ααρών: «Πάρε μια στάμνα, βάλε μέσα ένα γομόρ μάννα και τοποθέτησέ την ενώπιον του Κυρίου, ώστε να φυλαχθεί για τις επόμενες γενιές». Ο Ααρών, την τοποθέτησε μπροστά στην κιβωτό της διαθήκης για να φυλαχθεί, όπως διέταξε ο Κύριος το Μωυσή. Σαράντα χρόνια έτρωγαν οι Ισραηλίτες το μάννα, ωσότου ήρθαν σε κατοικημένη χώρα, στα σύνορα της Χαναάν. (Ένα γομόρ είναι το δέκατο του εφά). Ολόκληρη η Ισραηλιτική κοινότητα έφυγε από την έρημο Σιν και έφτασε, με ενδιάμεσους σταθμούς, στη Ραφιδίν, σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου. Εκεί στρατοπέδευσαν, αλλά δεν υπήρχε νερό να πιουν. Άρχισαν τότε να τα βάζουν με το Μωυσή: «Δώσε μας νερό να πιούμε», του φώναζαν. Ο Μωυσής τους είπε: «Γιατί τα βάζετε μαζί μου; Γιατί προκαλείτε τον Κύριο;» Αλλά ο λαός διψούσε όλο και περισσότερο και συνέχισαν να καταφέρονται ενάντια στο Μωυσή: «Τι μας ξεσήκωσες από την Αίγυπτο;» του έλεγαν. «Για να πεθάνουμε από τη δίψα εμείς και τα παιδιά μας και τα ζώα μας;» Τότε ο Μωυσής προσευχήθηκε στον Κύριο και είπε: «Τι να κάνω γι’ αυτόν το λαό; Λίγο ακόμα και θα με λιθοβολήσουν». Ο Κύριος είπε στο Μωυσή: «Προχώρα μπροστά από το λαό, πάρε μαζί σου τους πρεσβυτέρους του Ισραήλ, πάρε στο χέρι και το ραβδί σου με το οποίο χτύπησες το Νείλο, και πήγαινε. Εγώ θα βρίσκομαι εκεί πριν από σένα, πάνω στο βράχο, στο όρος Χωρήβ. Χτύπα το βράχο, και θα βγει από ’κει νερό για να πιει ο λαός». Έτσι κι έκανε ο Μωυσής ενώπιον των πρεσβυτέρων του λαού Ισραήλ. Ο τόπος εκείνος ονομάστηκε Μασσά (Πειρασμός) και Μεριβά (Λοιδορία), επειδή εκεί αγανάκτησαν οι Ισραηλίτες και προκάλεσαν τον Κύριο λέγοντας: «Είναι μαζί μας ο Κύριος ή όχι;» Στη Ραφιδίν ήρθαν οι Αμαληκίτες να πολεμήσουν τους Ισραηλίτες. Είπε τότε ο Μωυσής στον Ιησού: «Διάλεξε άντρες ικανούς να μας υπερασπιστούν και πήγαινε να πολεμήσεις αύριο τους Αμαληκίτες. Εγώ θα σταθώ στην κορυφή του λόφου κρατώντας στο χέρι μου το ραβδί του Θεού». Ο Ιησούς έκανε ό,τι ακριβώς του είπε ο Μωυσής, και πήγε να πολεμήσει τους Αμαληκίτες, ενώ ο Μωυσής, ο Ααρών και ο Χουρ ανέβηκαν στην κορυφή του λόφου. Όσο ο Μωυσής είχε υψωμένα τα χέρια του, νικούσαν οι Ισραηλίτες· όταν τα κατέβαζε, νικούσαν οι Αμαληκίτες. Τα χέρια όμως του Μωυσή κουράζονταν. Τότε ο Ααρών και ο Χουρ πήραν μια πέτρα, την έβαλαν εκεί που στεκόταν ο Μωυσής, κι αυτός κάθισε πάνω της. Ο Ααρών και ο Χουρ ο ένας από τη μια μεριά κι ο άλλος από την άλλη, στήριζαν τα χέρια του. Μ’ αυτό τον τρόπο, τα χέρια του Μωυσή έμειναν σταθερά υψωμένα ως τη δύση του ήλιου. Έτσι, ο Ιησούς κατατρόπωσε τους Αμαληκίτες και το στρατό τους. Τότε είπε ο Κύριος στο Μωυσή: «Γράψ’ το αυτό το περιστατικό σε βιβλίο, για να μην ξεχαστεί, και θέσε το υπόψη του Ιησού, ότι εξάπαντος θα εξαφανίσω τους Αμαληκίτες, ακόμα και τη θύμησή τους, από τη γη». Ο Μωυσής έχτισε ένα θυσιαστήριο και το ονόμασε Γιαχβέ-Νισσί, και είπε: «Οι Αμαληκίτες επαναστάτησαν ενάντια στην εξουσία του Κυρίου. Γι’ αυτό και θα τους μάχεται ο Κύριος από γενιά σε γενιά». Ο Ιοθόρ, ιερέας της Μαδιάμ και πεθερός του Μωυσή, άκουσε όλα όσα έκανε ο Κύριος ο Θεός για το Μωυσή και για τους Ισραηλίτες, το λαό του, ότι δηλαδή τους έβγαλε από την Αίγυπτο. Ήρθε λοιπόν στο Μωυσή, έχοντας μαζί του τη Σεπφώρα, σύζυγο του Μωυσή, ο οποίος του την είχε στείλει πίσω, καθώς και τους δυο γιους της. Ο ένας ονομαζόταν Γερσώμ (γιατί όταν γεννήθηκε, είχε πει ο Μωυσής: «Μετανάστης είμαι σε ξένη χώρα») κι ο άλλος Ελιέζερ (γιατί όταν γεννήθηκε είχε πει ο Μωυσής: «Ο Θεός του πατέρα μου ήρθε σε βοήθειά μου και μ’ έσωσε από το ξίφος του Φαραώ»). Ο Ιοθόρ λοιπόν, μαζί με τα παιδιά και τη γυναίκα του Μωυσή, ήρθαν στην έρημο, όπου είχε κατασκηνώσει ο Μωυσής κοντά στο βουνό του Θεού. Προηγουμένως τον είχε ειδοποιήσει ότι θα πήγαινε να τον επισκεφθεί, μαζί με τη γυναίκα του και τα δυο παιδιά της. Βγήκε λοιπόν ο Μωυσής να προϋπαντήσει τον πεθερό του. Τον προσκύνησε, τον φίλησε, κι αφού αλληλοχαιρετήθηκαν και ευχήθηκε ο ένας στον άλλον «ειρήνη», μπήκαν στη σκηνή. Ο Μωυσής διηγήθηκε στον πεθερό του όλα όσα είχε κάνει ο Κύριος στο Φαραώ και στους Αιγύπτιους για χάρη του λαού Ισραήλ· όλες τις δυσκολίες που συνάντησαν στην έρημο και πώς τους είχε γλιτώσει ο Κύριος. Ο Ιοθόρ χάρηκε για τις ευεργεσίες που ο Κύριος είχε κάνει στους Ισραηλίτες και τους είχε ελευθερώσει από την εξουσία των Αιγυπτίων, και είπε: «Ευλογημένος ας είναι ο Κύριος, που σας απάλλαξε από την εξουσία του Φαραώ και των Αιγυπτίων, ο Κύριος που ελευθέρωσε το λαό του από την καταπίεση της Αιγύπτου. Τώρα αναγνωρίζω ότι ο Κύριος είναι μεγαλύτερος απ’ όλους τους θεούς, για τα όσα έκανε εναντίον των Αιγυπτίων». Έπειτα ο Ιοθόρ πρόσφερε ολοκαύτωμα και θυσίες στο Θεό, και ήρθε ο Ααρών και όλοι οι πρεσβύτεροι των Ισραηλιτών να συμμετάσχουν με τον πεθερό του Μωυσή στο ιερό γεύμα ενώπιον του Κυρίου. Την άλλη μέρα ο Μωυσής κάθισε για να δικάσει. Απ’ το πρωί ως το βράδυ ο λαός συνωστιζόταν μπροστά του για να τους λύνει τις διαφορές. Όταν είδε ο πεθερός του πόσο εργαζόταν γι’ αυτούς, του είπε: «Τι είναι όλα αυτά που κάνεις για το λαό; Τι κάθεσαι εσύ και δικάζεις μόνος σου, κι ο λαός είναι στημένος μπροστά σου από το πρωί ως το βράδυ;» Ο Μωυσής τού απάντησε: «Οι άνθρωποι έρχονται σ’ εμένα για να ρωτήσουν το Θεό. Όταν έχουν κάποια υπόθεση, έρχονται σ’ εμένα κι εγώ διευθετώ τις διαφορές τους, και τους δείχνω τις εντολές του Θεού και τις οδηγίες του». Τότε ο Ιοθόρ τού είπε: «Δεν είναι σωστό αυτό που κάνεις. Κι εσύ θα εξαντληθείς κι ετούτος ο λαός που είναι μαζί σου, γιατί η εργασία αυτή ξεπερνάει τις δυνάμεις σου. Δε θα μπορέσεις να την κάνεις μόνος σου. Τώρα άκου τη γνώμη μου. Θα σου δώσω μια συμβουλή κι ο Θεός να είναι μαζί σου: Εσύ θα είσαι ο αντιπρόσωπος του λαού ενώπιον του Θεού. Εσύ θα φέρνεις τις υποθέσεις στο Θεό. Θα τους διδάσκεις τις εντολές και τους νόμους και θα τους μαθαίνεις πώς να συμπεριφέρονται και τι πρέπει να κάνουν. Για τα υπόλοιπα, διάλεξε από το λαό άντρες ικανούς και αξιόπιστους, που να φοβούνται το Θεό, και να αποστρέφονται τη δωροδοκία, και δώσ’ τους δικαστική εξουσία πάνω σε χίλια, σε εκατό, σε πενήντα και σε δέκα άτομα. Αυτοί θα είναι οι μόνιμοι δικαστές του λαού, και θα ασχολούνται με τις μικρές υποθέσεις. Τις μεγάλες θα τις φέρνουν σ’ εσένα. Έτσι θα ελαφρώσουν το βάρος σου και θα σε βοηθήσουν. Αν ρυθμίσεις έτσι αυτό το θέμα, όπως σε προστάζει ο Θεός, τότε θα μπορέσεις να τα βγάλεις πέρα. Και όλος αυτός ο λαός θα γυρίζουν στα σπίτια τους μονιασμένοι». Ο Μωυσής άκουσε τη γνώμη του πεθερού του κι έκανε ό,τι του είπε. Διάλεξε ανάμεσα από τους Ισραηλίτες άντρες ικανούς, και τους έβαλε επικεφαλής του λαού σε κάθε χίλια, εκατό, πενήντα και δέκα άτομα. Αυτοί ήταν οι μόνιμοι δικαστές του λαού και ασχολούνταν με τις μικροδιαφορές. Τις δύσκολες υποθέσεις τις έφερναν στο Μωυσή. Ύστερα ο Μωυσής αποχαιρέτησε τον πεθερό του κι ο Ιοθόρ επέστρεψε στη χώρα του. κι ο Μωυσής ανέβηκε στο βουνό για να συναντήσει το Θεό. Τον κάλεσε ο Κύριος από το βουνό και του είπε: «Να τι θα αναγγείλεις στους Ισραηλίτες, τους απογόνους του Ιακώβ: “Είδατε τα όσα έκανα στους Αιγύπτιους, και πώς σας σήκωσα πάνω σε φτερούγες αετού και σας έφερα κοντά μου. Τώρα, αν πραγματικά θελήσετε ν’ ακούσετε τα λόγια μου και να φυλάξετε τη διαθήκη μου, θα είστε δικοί μου, μόνο εσείς, απ’ όλους τους άλλους λαούς. Στην εξουσία μου είναι ολόκληρη η γη, αλλά εσείς θα είστε για μένα βασίλειο ιερέων και έθνος ξεχωριστό”. Αυτά να πεις στους Ισραηλίτες». Ήρθε, λοιπόν, ο Μωυσής, συγκέντρωσε τους πρεσβυτέρους του λαού, και τους ανακοίνωσε όλα αυτά τα λόγια, όπως τον είχε διατάξει ο Κύριος. Τότε όλος ο λαός αποκρίθηκε ομόφωνα: «Ό,τι είπε ο Κύριος θα το πράξουμε». Κι ο Μωυσής ανέφερε τα λόγια του λαού στον Κύριο. Ο Κύριος είπε στο Μωυσή: «Εγώ θα έρθω κοντά σου μέσα σε πυκνό σύννεφο, ώστε ν’ ακούει ο λαός όταν μιλάω μαζί σου και να σου έχει πάντοτε εμπιστοσύνη». Όταν ο Μωυσής ανέφερε στον Κύριο την απάντηση του λαού, ο Κύριος του είπε: «Πήγαινε στο λαό και φρόντισε να εξαγνιστούν και να μείνουν καθαροί σήμερα και αύριο. Να πλύνουν τα ρούχα τους, και να είναι έτοιμοι για την τρίτη μέρα, γιατί την τρίτη μέρα θα κατεβώ στο όρος Σινά, μπροστά στα μάτια όλου του λαού. Γύρω από το βουνό θα βάλεις όρια για το λαό και θα τους πεις να προσέξουν να μην ανέβουν στο βουνό ούτε καν να αγγίξουν τους πρόποδές του. Όποιος πατήσει το πόδι του στο βουνό εξάπαντος θα πεθάνει. Δε θα τον πιάσετε με τα χέρια· θα θανατωθεί από μακριά με πέτρες ή με βέλη, είτε ζώο είναι είτε άνθρωπος. Μόνο όταν η σάλπιγγα σημάνει, τότε θα μπορέσουν κάποιοι ν’ ανέβουν στο βουνό». Ο Μωυσής κατέβηκε από το βουνό, ήρθε κοντά στο λαό και τον εξάγνισε· έπλυναν και τα ρούχα τους. Έπειτα είπε στο λαό: «Ετοιμαστείτε για την τρίτη μέρα· από γυναίκα να απέχετε». Την τρίτη μέρα, λοιπόν, όταν ξημέρωσε, άρχισαν βροντές και αστραπές, κι ένα πυκνό σύννεφο ήρθε και κάθισε πάνω στο βουνό, ενώ η φωνή της σάλπιγγας αντηχούσε δυνατά. Φόβος μεγάλος κατέλαβε όλο το λαό που ήταν στο στρατόπεδο. Τότε ο Μωυσής κάλεσε το λαό να βγει από το στρατόπεδο για να συναντήσει το Θεό και στάθηκαν κοντά στους πρόποδες του βουνού. Το όρος Σινά είχε καλυφθεί ολόκληρο με καπνό, γιατί πάνω του είχε κατεβεί ο Κύριος μέσα σε φωτιά. Ο καπνός ανέβαινε σαν από καμίνι, και το βουνό ολόκληρο σειόταν δυνατά. Ο ήχος της σάλπιγγας ολοένα δυνάμωνε. Ο Μωυσής μιλούσε και ο Θεός τού αποκρινόταν με βροντές. Ο Κύριος, που είχε κατέβει στην κορυφή του όρους Σινά κάλεσε το Μωυσή στην κορυφή του βουνού. Ο Μωυσής ανέβηκε, κι ο Κύριος του είπε: «Κατέβα και ειδοποίησε το λαό να μην πλησιάσουν για να με δουν, γιατί τότε πολλοί απ’ αυτούς θα χάσουν τη ζωή τους. Ακόμα και οι ιερείς, που με πλησιάζουν, πρέπει να εξαγνιστούν για να μην οργιστώ εναντίον τους». Ο Μωυσής είπε στον Κύριο: «Δεν είναι δυνατό να ανεβεί ο λαός στο όρος Σινά, γιατί εσύ μας το απαγόρεψες ρητά και μας είπες να το απομονώσουμε βάζοντας όρια, και να το ανακηρύξουμε άγιο». Ο Κύριος απάντησε: «Πήγαινε, κατέβα κι έπειτα ανέβα πάλι μαζί με τον Ααρών. Οι ιερείς όμως και ο λαός να μην περάσουν τα όρια για να με πλησιάσουν, γιατί θα ξεσπάσει η οργή μου εναντίον τους». Ο Μωυσής κατέβηκε πάλι και τα είπε αυτά στο λαό. Ο Θεός μίλησε στο λαό και είπε αυτούς τους λόγους: (Α) «Εγώ είμαι ο Κύριος ο Θεός σου, που σε έβγαλα από την Αίγυπτο, τον τόπο της δουλείας. Δεν θα υπάρχουν για σένα άλλοι θεοί εκτός από μένα. (Β) »Δεν θα κατασκευάσεις για σένα είδωλα και κανενός είδους ομοίωμα που να αντιπροσωπεύει ο,τιδήποτε βρίσκεται ψηλά στον ουρανό ή εδώ κάτω στη γη ή μέσα στα νερά, κάτω απ’ τη γη. »Δεν θα τα προσκυνάς ούτε θα τα λατρεύεις, γιατί εγώ ο Κύριος, ο Θεός σου, είμαι Θεός που απαιτώ αποκλειστικότητα. Για την αμαρτία των πατέρων που μου αντιστέκονται, τιμωρώ τα παιδιά ακόμη κι ως την τρίτη και την τέταρτη γενιά. Δείχνω όμως την αγάπη μου σε χιλιάδες γενιές αυτών που με αγαπούν και τηρούν τις εντολές μου. (Γ) »Δεν θα προφέρεις καταχρηστικά το όνομα του Κυρίου, του Θεού σου. Πράγματι, εγώ ο Κύριος δεν θ’ αθωώσω κανέναν που προφέρει το όνομά μου καταχρηστικά. (Δ) »Να θυμάσαι την ημέρα του Σαββάτου, για να την ξεχωρίζεις και να την αφιερώνεις στον Κύριο. Έξι μέρες θα εργάζεσαι και θα κάνεις όλες τις εργασίες σου. Αλλά η έβδομη μέρα είναι μέρα ανάπαυσης, αφιερωμένη σ’ εμένα, τον Κύριο το Θεό σου. Την ημέρα αυτή δεν επιτρέπεται να κάνεις καμιά εργασία ούτε εσύ ούτε ο γιος σου ούτε η θυγατέρα σου ούτε ο δούλος σου ούτε η δούλη σου ούτε τα ζώα σου ούτε ο ξένος που κατοικεί στις πόλεις σου. Σε έξι μέρες εγώ, ο Κύριος, δημιούργησα τον ουρανό, τη γη και τη θάλασσα, καθώς και όλα όσα υπάρχουν μέσα σ’ αυτά, και την έβδομη μέρα αναπαύθηκα. Γι’ αυτό ευλόγησα την ημέρα του Σαββάτου και την ξεχώρισα για τον εαυτό μου. (Ε) »Να τιμάς τον πατέρα σου και τη μητέρα σου, για να ζήσεις πολλά χρόνια στη χώρα που εγώ ο Κύριος, ο Θεός σου, θα σου δώσω. (ΣΤ) »Δεν θα φονεύσεις. (Ζ) »Δεν θα μοιχεύσεις. (Η) »Δεν θα κλέψεις. (Θ) »Δεν θα καταθέσεις ψεύτικη μαρτυρία ενάντια στο συνάνθρωπό σου. (Ι) »Δεν θα επιθυμήσεις τίποτε απ’ ό,τι ανήκει στο συνάνθρωπό σου: ούτε το σπίτι του ούτε τη γυναίκα του ούτε το δούλο του ούτε τη δούλη του ούτε το βόδι του ούτε το υποζύγιό του». Όλος ο λαός άκουγε τις βροντές και τον ήχο της σάλπιγγας κι έβλεπε τις αστραπές και το βουνό που κάπνιζε. Φοβήθηκαν λοιπόν και στέκονταν μακριά. Και είπαν στο Μωυσή: «Μίλα μας εσύ κι εμείς θ’ ακούμε· αλλά ας μη μας μιλάει απευθείας ο Θεός, γιατί θα πεθάνουμε». Ο Μωυσής τούς απάντησε: «Μη φοβάστε! Ο Θεός ήρθε να σας δοκιμάσει· θέλει να τον υπολογίζετε, για να μην αμαρτάνετε». Ο λαός στεκόταν μακριά, ενώ ο Μωυσής πλησίασε το σκοτεινό σύννεφο όπου ήταν ο Θεός. Ο Κύριος έδωσε εντολή στο Μωυσή να πει εκ μέρους του στους Ισραηλίτες: «Εσείς είδατε ότι σας μίλησα από τον ουρανό. Δεν θα κατασκευάσετε για τον εαυτό σας θεούς από ασήμι ή από χρυσάφι για να τους λατρεύετε κι αυτούς κοντά σ’ εμένα. Θα μου κατασκευάσετε ένα θυσιαστήριο από χώμα και πάνω του θα προσφέρετε τις θυσίες σας των ολοκαυτωμάτων, τις θυσίες κοινωνίας, τα πρόβατά σας και τα βόδια σας. Σε κάθε τόπο που εγώ θα τον ξεχωρίζω για να με λατρεύετε, θα έρχομαι εκεί και θα σας ευλογώ. »Σε περίπτωση που θα μου κατασκευάσετε πέτρινο θυσιαστήριο, δεν θα το οικοδομήσετε με λαξεμένες πέτρες, γιατί αν τις επεξεργαστείτε με τη σμίλη σας, θα τις βεβηλώσετε. Δε θ’ ανεβαίνετε με σκαλοπάτια στο θυσιαστήριό μου, για να μην αποκαλύπτονται από πάνω του τα απόκρυφα μέλη σας». «Αυτές είναι διάφορες άλλες εντολές που θα τους δώσεις: »Αν ένας Ισραηλίτης αγοράσει δούλο Εβραίο, θα του δουλέψει έξι χρόνια. Τον έβδομο θα φύγει ελεύθερος, χωρίς να δώσει χρήματα. »Αν ήρθε μόνος, μόνος θα φύγει. Αν ήρθε με τη γυναίκα του, θα ελευθερωθεί κι εκείνη μαζί του. Αν τη γυναίκα του τού την έδωσε ο κύριός του, κι αυτή τού γέννησε γιους ή κόρες, τότε η γυναίκα και τα παιδιά θα παραμείνουν ιδιοκτησία του κυρίου του, και μόνον αυτός θα φύγει ελεύθερος. »Αν όμως ο δούλος δηλώσει ρητά ότι αγαπάει τον κύριό του, τη γυναίκα του και τα παιδιά του, και δε θέλει να τους αφήσει για να απελευθερωθεί, τότε ο κύριός του θα τον οδηγήσει ενώπιον του Θεού στους δικαστές· θα τον φέρει στην πόρτα ή στις παραστάδες και θα του τρυπήσει το αυτί μ’ ένα τρυπητήρι, κι έτσι θα παραμείνει δούλος του για πάντα. »Αν κάποιος πουλήσει τη θυγατέρα του για δούλη, τότε αυτή δεν θα απελευθερωθεί όπως απελευθερώνονται οι αρσενικοί δούλοι. Αν δεν αρέσει στον κύριό της, που την είχε παλλακίδα του, πρέπει αυτός να επιτρέψει στον πατέρα της να την εξαγοράσει. Δεν έχει το δικαίωμα να την πουλήσει σε αλλοδαπούς, γιατί δεν τήρησε την υπόσχεσή του στη δούλη του. »Αν ο κύριος είχε αγοράσει τη δούλη για να τη δώσει στο γιο του, θα της συμπεριφέρεται σύμφωνα με το δίκαιο που ισχύει για τις θυγατέρες. »Αν ο κύριος της δούλης πάρει και άλλη γυναίκα, δεν επιτρέπεται να περικόψει την τροφή της, το ρουχισμό της, και τις συζυγικές σχέσεις μαζί της. Αν δεν της χορηγεί αυτά τα τρία, τότε αυτή μπορεί να γίνει ελεύθερη χωρίς να δώσει χρήματα». «Εκείνος που θα διαπράξει φόνο, θα τιμωρείται εξάπαντος με θάνατο. Αν όμως δεν το έκανε προμελετημένα αλλά ήταν ατύχημα, τότε θα ορίσετε έναν τόπο, όπου θα μπορεί να καταφύγει, για να είναι ασφαλής. Αντιθέτως, αν κάποιος διαπράξει με δόλο το αμάρτημα αυτό κατά του συνανθρώπου του, τότε ακόμη κι αν έχει καταφύγει στο θυσιαστήριό μου, θα τον αποσπάσετε απ’ αυτό και θα τον θανατώσετε. »Όποιος χτυπήσει τον πατέρα του ή τη μητέρα του θα τιμωρείται εξάπαντος με θάνατο. »Όποιος κάνει απαγωγή ανθρώπου, είτε τον πουλήσει είτε βρεθεί να τον κατακρατεί, θα τιμωρείται εξάπαντος με θάνατο. Όποιος καταρασθεί τον πατέρα του ή τη μητέρα του θα τιμωρείται εξάπαντος με θάνατο. »Σε περίπτωση που δύο άντρες φιλονικήσουν κι ο ένας χτυπήσει τον άλλο με πέτρα ή γροθιά και το θύμα δεν πεθάνει αλλά τραυματιστεί βαριά, αν σηκωθεί και περπατήσει έξω ακουμπώντας στο ραβδί του, τότε ο δράστης δεν θα τιμωρηθεί. Θα καταβάλει όμως αποζημίωση για το χρόνο που το θύμα δε θα μπορεί να εργαστεί, και θα αναλάβει τα έξοδα μέχρι την πλήρη αποθεραπεία του. »Αν κάποιος χτυπήσει το δούλο του ή τη δούλη του με το ραβδί του κι ο δούλος πεθάνει επί τόπου, τότε ο δράστης θα τιμωρηθεί. Αν όμως ο δούλος ζήσει για μια ή δυο μέρες, ο δράστης δεν θα τιμωρηθεί, επειδή είναι ιδιοκτησία του. »Αν δύο συμπλακούν και πέσουν πάνω σε μια γυναίκα έγκυο και της προκαλέσουν αποβολή, χωρίς άλλες συνέπειες, τότε ο υπαίτιος θα τιμωρηθεί με υποχρεωτική καταβολή της αποζημιώσεως που θα του ζητήσει ο σύζυγος της εγκύου, σύμφωνα με δικαστική απόφαση. »Αν όμως προκληθεί σωματική βλάβη στη γυναίκα, τότε θα εφαρμόσετε την αρχή “ζωή αντί ζωής”, “οφθαλμόν αντί οφθαλμού”, “οδόντα αντί οδόντος”, “χέρι αντί χεριού”, “πόδι αντί ποδιού”, “έγκαυμα αντί εγκαύματος”, “πληγή αντί πληγής”, “χτύπημα αντί χτυπήματος”. »Αν ένας χτυπήσει το δούλο του ή τη δούλη του στο μάτι και του το καταστρέψει, υποχρεούται να αποδώσει στον παθόντα την ελευθερία του ως αποζημίωση για το μάτι του. Αν ένας σπάσει το δόντι του δούλου του ή της δούλης του, υποχρεούται να αποδώσει στον παθόντα την ελευθερία του ως αποζημίωση για το δόντι του». «Αν ένα βόδι χτυπήσει κάποιον άντρα ή γυναίκα, και το θύμα πεθάνει, τότε το βόδι πρέπει εξάπαντος να λιθοβοληθεί, αλλά το κρέας του δεν θα φαγωθεί. Κι ο ιδιοκτήτης του βοδιού θα μείνει ατιμώρητος. »Αν όμως το βόδι συνήθιζε να χτυπάει, και ο ιδιοκτήτης του ενώ το ήξερε δεν έλαβε τα μέτρα του, και το βόδι σκοτώσει κάποιον άντρα ή γυναίκα, τότε το βόδι θα λιθοβοληθεί, και ο ιδιοκτήτης του θα τιμωρηθεί με θάνατο. Αν όμως του επιτραπεί να πληρώσει χρηματικό πρόστιμο, για να εξαγοράσει την ποινή του, υποχρεούται να πληρώσει ολόκληρο το ποσό που θα του ζητηθεί. »Αν το βόδι σκοτώσει ένα παιδί, αγόρι ή κορίτσι, θα εφαρμοστεί το ίδιο μέτρο. Αν το βόδι σκοτώσει ένα δούλο ή μια δούλη, τότε ο ιδιοκτήτης του ζώου θα καταβάλει στον κύριο του θύματος τριάντα ασημένιους σίκλους και το ζώο θα λιθοβοληθεί. »Αν κάποιος αφήσει ανοιχτό έναν λάκκο ή αν σκάψει έναν λάκκο και δεν καλύψει το σκάμμα, και πέσει μέσα εκεί ένα βόδι ή ένα υποζύγιο, τότε αυτός που έχει το σκάμμα θα πληρώσει χρήματα στον ιδιοκτήτη του ζώου ως αποζημίωση, και το ζώο που σκοτώθηκε θα ανήκει σ’ αυτόν. »Αν το βόδι κάποιου χτυπήσει και σκοτώσει το βόδι ενός άλλου, τότε θα πουλήσουν το ζωντανό βόδι και θα μοιραστούν τα χρήματα· επίσης θα μοιραστούν και το ζώο που σκοτώθηκε. Αν όμως ήταν γνωστό ότι το βόδι συνήθιζε να χτυπάει, και ο ιδιοκτήτης του δεν έλαβε κανένα μέτρο, τότε θα δώσει ένα βόδι ζωντανό αντί για το βόδι που σκοτώθηκε, και το σκοτωμένο θα ανήκει στον ίδιο». «Αν κάποιος κλέψει ένα βόδι ή ένα πρόβατο και το σφάξει ή το πουλήσει, θα δώσει πέντε βόδια για το βόδι και πέντε πρόβατα για το πρόβατο». «Αν κάποιος κάψει ενός τον αγρό ή τον αμπελώνα ή αφήσει τα ζώα του ελεύθερα να βόσκουν στο χωράφι του άλλου, τότε ο δράστης θα δώσει αποζημίωση μέρος από τα καλύτερα προϊόντα του δικού του αγρού και του δικού του αμπελώνα. »Αν ένας ανάψει φωτιά και προκληθεί πυρκαγιά και καούν οι θημωνιές των σιτηρών ή τα αθέριστα στάχυα κάποιου άλλου, τότε εκείνος που προκάλεσε την πυρκαγιά θα πληρώσει τη ζημιά. »Αν κάποιος δώσει σ’ έναν άλλο χρήματα ή αντικείμενα να του τα φυλάξει και του τα κλέψουν από το σπίτι του, αν βρεθεί ο κλέφτης, θα τα πληρώσει διπλά. Αν όμως δεν βρεθεί ο κλέφτης, τότε αυτός που τα φύλαγε στο σπίτι του θα πλησιάσει ενώπιον του Θεού, για να εξακριβωθεί ότι δεν καταχράστηκε τα πράγματα που του εμπιστεύθηκαν. »Σε κάθε περίπτωση διεκδίκησης κυριότητος απωλεσθέντος, είτε πρόκειται για βόδι, για υποζύγιο, για ρουχισμό ή για οποιοδήποτε χαμένο αντικείμενο που καθένας από τους διεκδικητές ισχυρίζεται πως είναι δικό του, θα αναφέρουν και οι δύο την υπόθεση στο Θεό. Κι εκείνος, που ο Θεός θα τον αποκαλύψει ένοχο, θα πληρώσει στον άλλο τα διπλά. Αν ένας δώσει στο γείτονά του να του φυλάξει ένα υποζύγιο ή ένα βόδι ή ένα πρόβατο ή οποιοδήποτε άλλο ζώο κι αυτό ψοφήσει ή σπάσει κάποιο πόδι ή το κλέψουν, χωρίς να υπάρχει αυτόπτης μάρτυρας, τότε ο γείτονας θα δώσει όρκο στο όνομα του Θεού, ότι δεν ιδιοποιήθηκε αυτό που ανήκε στον άλλο. Αυτό θα είναι αρκετό για τον ιδιοκτήτη του ζώου, και ο άλλος δεν θα πρέπει να πληρώσει. Αν όμως αποδειχθεί ότι το ιδιοποιήθηκε, τότε θα αποζημιώσει τον ιδιοκτήτη. Αν πάλι ένα άγριο θηρίο κατασπάραξε το ζώο και ο γείτονας που το φύλαγε παρουσιάσει ως απόδειξη ό,τι έμεινε απ’ αυτό, τότε δεν θα πληρώσει για το κατασπαραγμένο. »Αν κάποιος δανειστεί από το γείτονά του ένα ζώο, κι αυτό σπάσει κάποιο πόδι ή ψοφήσει χωρίς να είναι μπροστά ο ιδιοκτήτης του, το δίχως άλλο αυτός που δανείστηκε το ζώο θα το πληρώσει. Αν ο ιδιοκτήτης ήταν παρών, ο άλλος δεν θα πληρώσει. Αν το ζώο είχε νοικιαστεί, ο ιδιοκτήτης θα εισπράξει το “ενοίκιο”». «Αν κάποιος αποπλανήσει μια κόρη μη μνηστευμένη και πλαγιάσει μαζί της, υποχρεούται να καταβάλει τη γαμήλια δωρεά και να την πάρει σύζυγό του. Αν όμως ο πατέρας της αρνείται να του τη δώσει, τότε ο δράστης θα καταβάλει το ποσόν που δίνεται ως γαμήλια δωρεά σε μια παρθένο. »Καμιά μάγισσα δεν πρέπει να αφήνεις να ζει. »Όποιος κτηνοβατεί θα θανατώνεται. »Όποιος θυσιάζει σε άλλους θεούς, εκτός από τον Κύριο και μόνο, θα τιμωρείται με θάνατο. »Ξένον δεν πρέπει να τον καταπιέζετε ούτε να τον εκμεταλλεύεστε, γιατί κι εσείς ήσασταν κάποτε ξένοι στην Αίγυπτο. Χήρα και ορφανό δεν θα τους καταπιέζετε. Αν τους καταπιέσετε και προσφύγουν σ’ εμένα φωνάζοντας για βοήθεια, εγώ θα ανταποκριθώ στο αίτημά τους. Θα εξοργιστώ και θα σας στείλω να σκοτωθείτε στον πόλεμο. Και τότε οι δικές σας γυναίκες θα μείνουν χήρες και τα δικά σας παιδιά ορφανά. »Όταν δανείζεις χρήματα σ’ έναν φτωχό συμπολίτη σου, μην του φέρεσαι όπως οι άλλοι δανειστές –μην του ζητάς τόκο. Αν πάρεις το πανωφόρι κάποιου για ενέχυρο, φρόντισε να του τον επιστρέψεις πριν από τη δύση του ήλιου, γιατί είναι το μοναδικό του σκέπασμα, με το οποίο προστατεύεται από το κρύο. Με τι θα κοιμηθεί; Αν μου φωνάξει για βοήθεια, εγώ θα τον ακούσω γιατί είμαι σπλαχνικός. »Το Θεό δεν πρέπει να τον βλαστημάς, ούτε κανέναν άρχοντα του λαού σου να βρίζεις. »Μην καθυστερείς να μου προσφέρεις το μερίδιό μου απ’ ό,τι βγάζει το αλώνι σου ή το πατητήρι σου. Θα μου προσφέρεις ό,τι αναλογεί στην προσφορά του πρωτότοκου γιου σου. Το ίδιο θα κάνεις και με τα βόδια σου και με τα πρόβατά σου. Εφτά μέρες θα μένουν τα πρωτότοκα κοντά στη μάνα τους και την όγδοη μέρα θα μου τα προσφέρεις θυσία. »Οφείλετε να είστε αφιερωμένοι σ’ εμένα. Δεν πρέπει να τρώτε ζώο που βρέθηκε στους αγρούς κατασπαραγμένο. Να το ρίχνετε στα σκυλιά». «Μη διαδίδεις φήμες ψεύτικες. Μη δίνεις, για χάρη ενός ανθρώπου αδίκου, μαρτυρία αναληθή. Να μην ακολουθείς τους πολλούς στο κακό, και σε περίπτωση δίκης να μην καταθέτεις παίρνοντας το μέρος των πολλών για να διαστρέφεις το δίκαιο. Να μη μεροληπτείς στη δίκη ούτε για χάρη του αδύνατου διαδίκου. »Αν συναντήσεις το βόδι του εχθρού σου ή το υποζύγιό του να περιπλανιέται, πρέπει να το οδηγήσεις στον αφέντη του. Αν δεις το υποζύγιο του εχθρού σου να γονατίζει από το φορτίο του, μην τραβήξεις το δρόμο σου, αλλά να τον βοηθήσεις πρόθυμα. »Μην αφήσεις να καταπατηθεί το δίκιο ενός γνωστού σου φτωχού κατά τη δίκη του. Μείνε μακριά από κάθε υπόθεση απάτης. Μην προκαλέσεις το θάνατο ενός αθώου κι ενός που είναι δίκαιος, γιατί εγώ δε θα αθωώσω τον άδικο. Να μη δέχεσαι δώρα, γιατί τα δώρα εμποδίζουν την ορθή κρίση και καταστρέφουν τις υποθέσεις των δίκαιων ανθρώπων. »Ξένον μην καταπιέζετε, γιατί ξέρετε πώς αισθάνεται ο ξένος, αφού κι εσείς ήσασταν κάποτε ξένοι στην Αίγυπτο». «Έξι χρόνια θα σπέρνεις τη γη σου και θα κάνεις τη συγκομιδή των προϊόντων της. Τον έβδομο χρόνο θα την αφήνεις ν’ αναπαύεται. Όσα παράγει δεν θα τα μαζεύεις αλλά θα τα αφήνεις ελεύθερα για να τρέφονται οι φτωχοί του λαού σου, και απ’ ό,τι περισσέψει, τα άγρια ζώα. Το ίδιο θα γίνεται και με το αμπέλι σου και με τον ελαιώνα σου. »Έξι μέρες θα κάνεις τις εργασίες σου και την έβδομη θα γιορτάζεις το Σάββατο, για ν’ αναπαύεται το βόδι και το υποζύγιο σου, και να μπορεί ν’ ανασάνει ο δούλος σου και ο ξένος που σου δουλεύουν. »Όλα αυτά που σας είπα, να τα τηρείτε. Και το όνομα άλλων θεών ούτε να το επικαλείσθε, ούτε να βγαίνει καν από το στόμα σας». «Με τρεις γιορτές θα με τιμάτε κάθε χρόνο: Η πρώτη είναι η γιορτή των Αζύμων. Εφτά μέρες το μήνα Αβίβ θα τρώτε άζυμο ψωμί, όπως σας έχω διατάξει, γιατί αυτόν το μήνα βγήκατε από την Αίγυπτο. Κανένας δεν θα εμφανίζεται ενώπιόν μου με άδεια χέρια. Ακόμη θα τηρείτε τη γιορτή του Θερισμού των πρωτογεννημάτων από τα σιτηρά που θα ’χετε σπείρει. Τρίτη θα τηρείτε τη γιορτή της Συγκομιδής στο τέλος του χρόνου, όταν θα ’χετε συγκεντρώσει τους καρπούς από τους αμπελώνες σας και τους δεντρόκηπούς σας. Τρεις φορές το χρόνο θα παρουσιάζονται ενώπιόν μου, μπροστά στην κιβωτό του Κυρίου, όλα τα αρσενικά μέλη των οικογενειών σας. »Όταν μου προσφέρετε θυσία ένα ζώο, δεν πρέπει να το συνοδεύετε με ένζυμο ψωμί· και το λίπος των θυσιών, που θα μου προσφέρετε την ημέρα της γιορτής, δεν πρέπει να το φυλάτε ως την άλλη μέρα το πρωί. »Τα καλύτερα από τα πρωτογεννήματα της γης σας θα τα φέρνετε στον οίκο του Κυρίου του Θεού σας. Δεν πρέπει όμως να βράζετε το κατσικάκι στο γάλα της μάνας του». Ο Κύριος είπε: «Εγώ θα σας στείλω έναν άγγελο να προπορεύεται, για να σας φυλάει στην πορεία σας και να σας οδηγήσει στον τόπο που σας ετοίμασα. Να τον προσέχετε σ’ ό,τι σας λέει και να τον υπακούτε. Να μην του εναντιώνεστε, γιατί αυτό δε θα σας το συγχωρήσει· αυτός θα ενεργεί εξ ονόματός μου. Αν όμως τον υπακούτε και κάνετε πρόθυμα ό,τι σας προστάζω, τότε εγώ θα είμαι εχθρός των εχθρών σας και αντίπαλος των αντιπάλων σας. »Ο άγγελός μου, που θα προπορεύεται μπροστά σας, θα σας οδηγήσει στους Αμορραίους, στους Χετταίους, στους Φερεζαίους, στους Χαναναίους, στους Ευαίους και στους Ιεβουσαίους, και εγώ θα τους εξολοθρεύσω. Δε θα προσκυνήσετε τους θεούς τους ούτε θα τους λατρεύσετε, ούτε θα κάνετε ό,τι κάνουν αυτοί στις λατρείες τους. Αντιθέτως, θα γκρεμίσετε τους θεούς τους και θα συντρίψετε τις ιερές στήλες τους. Εσείς θα λατρεύσετε τον Κύριο το Θεό σας, κι εγώ θα ευλογήσω το ψωμί που τρώτε και το νερό που πίνετε, και θα εξαφανίσω όλες τις αρρώστιες σας. Στη χώρα σας δεν θα υπάρχει γυναίκα που ν’ αποβάλλει ή να είναι άτεκνη· και θα σας χαρίσω μακροζωΐα. »Θα στείλω το φόβο μου να πηγαίνει μπροστά σας. Θα φέρνω σύγχυση σε κάθε λαό που θα πολεμάτε και θα κάνω τους εχθρούς σας να τρέπονται σε φυγή. Θα προκαλέσω πανικό, που θα διώξει τους Ευαίους, τους Χαναναίους και τους Χετταίους από μπροστά σας. Αλλά δε θα τους διώξω μέσα σε ένα χρόνο, για να μην ερημωθεί η χώρα και γίνουν τα άγρια θηρία περισσότερα από σας. Θα τους διώχνω από μπροστά σας λίγο λίγο, ώσπου εσείς να πολλαπλασιαστείτε και να κυριαρχήσετε στη χώρα. »Θα βάλω τα σύνορά σας να εκτείνονται από την Ερυθρά Θάλασσα ως τη Μεσόγειο Θάλασσα κι από την έρημο του Σινά ως τον ποταμό Ευφράτη. Θα παραδώσω στην εξουσία σας τους κατοίκους εκείνης της χώρας και θα τους διώξετε από ’κει. Δε θα συνάψετε καμιά συνθήκη ούτε μ’ αυτούς ούτε με τους θεούς τους. Δε θα παραμείνουν αυτοί οι λαοί στη χώρα σας για να μη σας κάνουν και αμαρτήσετε απέναντί μου. Γιατί αν λατρεύσετε τους θεούς τους, αυτό θα είναι για σας παγίδα». Ο Κύριος είπε στο Μωυσή: «Ανέβα σ’ εμένα στο βουνό εσύ, ο Ααρών, ο Ναδάβ, ο Αβιού και εβδομήντα από τους πρεσβυτέρους του λαού Ισραήλ, κι ας προσκυνήσουν από μακριά. Μόνον εσύ θα πλησιάσεις προς εμένα· κανείς από τους άλλους δεν θα πλησιάσει. Ο λαός δεν θ’ ανέβει καν στο βουνό». Ο Μωυσής γύρισε και ανακοίνωσε στο λαό όλους τους λόγους του Κυρίου και τις αποφάσεις του. Κι ο λαός αποκρίθηκε με μια φωνή: «Ό,τι προστάζει ο Κύριος θα το εφαρμόσουμε». Τότε ο Μωυσής κατέγραψε όλους τους λόγους του Κυρίου. Την άλλη μέρα το πρωί σηκώθηκε νωρίς και έχτισε θυσιαστήριο στους πρόποδες του βουνού, κι έστησε δώδεκα πέτρινες στήλες για τις δώδεκα φυλές του Ισραήλ. Έπειτα ανέθεσε σε νέους από το λαό να προσφέρουν ολοκαυτώματα και να θυσιάσουν στον Κύριο μοσχάρια ως θυσίες κοινωνίας. Πήρε το μισό από το αίμα των ζώων και το έβαλε σε δοχεία, ενώ με το άλλο μισό ράντισε το θυσιαστήριο. Ύστερα πήρε ο Μωυσής το βιβλίο της διαθήκης και το διάβασε στο λαό. Και είπαν όλοι: «Όλα όσα είπε ο Κύριος θα υπακούσουμε σ’ αυτά και θα τα εφαρμόσουμε». Τότε πήρε αίμα από τα δοχεία και ράντισε το λαό και τους είπε: «Αυτό είναι το αίμα της διαθήκης που έκανε μαζί σας ο Κύριος, με βάση όλους αυτούς τους λόγους». Ο Μωυσής, ο Ααρών, ο Ναδάβ και ο Αβιού, καθώς και εβδομήντα από τους πρεσβυτέρους των Ισραηλιτών ανέβηκαν στο βουνό και είδαν το Θεό του Ισραήλ. Κάτω από τα πόδια του ήταν ένα είδος πλάκας από ζαφείρι καθαρό, γαλάζιο σαν τον ουρανό. Αλλά ο Θεός δεν έκανε κανένα κακό σ’ αυτούς τους επιφανείς Ισραηλίτες. Αντίκρυσαν το Θεό και έφαγαν και ήπιαν. Ο Κύριος είπε στο Μωυσή: «Ανέβα σ’ εμένα στο βουνό και μείνε εκεί για να σου δώσω τις λίθινες πλάκες, το νόμο και τις εντολές που έγραψα για να διδάσκεται ο λαός». Ετοιμάστηκαν ο Μωυσής κι ο βοηθός του ο Ιησούς και άρχισε ο Μωυσής ν’ ανεβαίνει στο βουνό του Θεού. «Περιμένετέ μας εδώ ώσπου να επιστρέψουμε», είπε στους πρεσβυτέρους. «Ο Χουρ κι ο Ααρών θα μείνουν μαζί σας. Όποιος έχει κάποια υπόθεση ν’ απευθύνεται σ’ αυτούς». Όταν ανέβηκε στο βουνό ο Μωυσής, το βουνό καλύφθηκε από ένα σύννεφο. Ο Μωυσής μπήκε στο σύννεφο κι ανέβηκε στο βουνό, όπου και έμεινε σαράντα μερόνυχτα. Ο Κύριος είπε στο Μωυσή: «Πες στους Ισραηλίτες να κάνουν μια συνεισφορά για μένα. Θα μαζέψετε προσφορές από όσους έχουν τη διάθεση να δώσουν για μένα προαιρετικά. Αυτά που θα προσφέρουν είναι: χρυσάφι, ασήμι και χαλκός, μάλλινα υφάσματα σε χρώμα γαλάζιο, πορφυρό ή κόκκινο, λεπτά λινά υφάσματα και κατσικίσιο μαλλί· κόκκινα δέρματα τράγων και τομάρια· ξύλα ακακίας, λάδι για τις λυχνίες, αρωματικές ουσίες για το μύρο του χρίσματος και το εύοσμο θυμίαμα. Επίσης θα φέρουν λίθους όνυχες και άλλα πολύτιμα πετράδια για το εφώδ και το επιστήθιο του αρχιερέα. Θα μου κατασκευάσουν ένα ιερό, για να κατασκηνώσω ανάμεσά τους. Θα τα φτιάξετε όλα σύμφωνα με το σχέδιο της σκηνής και με τα πρότυπα όλων των σκευών της, που εγώ θα σου δείξω». «Οι Ισραηλίτες θα κατασκευάσουν μια κιβωτό από ξύλο ακακίας, δυόμισυ πήχεις μάκρος, ενάμισυ πήχυ πλάτος και ενάμισυ ύψος. Θα την επιχρυσώσουν με καθαρό χρυσάφι από μέσα και απ’ έξω, και θα κατασκευάσουν γύρω της μια χρυσή στεφάνη. Θα χύσουν τέσσερις χρυσούς κρίκους και θα τους τοποθετήσουν στις τέσσερις γωνιές της, δύο κρίκους από την κάθε πλευρά. Θα κατασκευάσουν δοκούς από ξύλο ακακίας, που θα τις επιχρυσώσουν, και θα τις περάσουν μέσα από τους κρίκους στις πλευρές της κιβωτού, για να τη σηκώνουν μ’ αυτές. Οι δοκοί θα μένουν περασμένες στους κρίκους της κιβωτού –δε θα τις βγάζουν. Μέσα στην κιβωτό θα βάλεις το νόμο που θα σου δώσω. »Θα κατασκευάσουν το ιλαστήριο, δηλαδή ένα σκέπασμα από καθαρό χρυσάφι, δυόμισυ πήχεις μάκρος και ενάμισυ πλάτος. Θα έχουν ανοιχτές τις φτερούγες τους προς τα πάνω, έτσι που να σκεπάζουν μ’ αυτές το ιλαστήριο, και θα είναι τοποθετημένα αντικρυστά, με τα πρόσωπα στραμμένα προς αυτό. Μέσα στην κιβωτό θα βάλεις τους νόμους που θα σου δώσω και από πάνω της θα βάλεις το ιλαστήριο. Κι εγώ θα σου φανερώνομαι εκεί πάνω από το ιλαστήριο, πάνω από την κιβωτό του νόμου, ανάμεσα στα δύο χερουβίμ. Από ’κει θα σου μιλάω κάθε φορά που θα θέλω να σου δώσω κάποια εντολή για τους Ισραηλίτες». «Θα κατασκευάσουν μια τράπεζα από ξύλο ακακίας, δυο πήχεις μάκρος, έναν πήχυ πλάτος και ενάμισυ ύψος. Θα την επιχρυσώσουν με καθαρό χρυσάφι και γύρω γύρω θα της κατασκευάσουν μια χρυσή στεφάνη. Θα κάνουν ένα πλαίσιο μία παλάμη πλάτος στις τέσσερις πλευρές της και θα κατασκευάσουν μια χρυσή στεφάνη γύρω στο πλαίσιο. Θα φτιάξουν τέσσερις χρυσούς κρίκους και θα τους τοποθετήσουν στις τέσσερις γωνιές της πάνω από τα τέσσερα πόδια της. Οι κρίκοι πρέπει να είναι κολλημένοι στο πλαίσιο, για να περνούν απ’ αυτούς δοκούς, με τις οποίες θα σηκώνουν την τράπεζα. Οι δοκοί θα είναι από ξύλο ακακίας και επιχρυσωμένες. Επίσης θα κατασκευάσουν τα σκεύη για την τράπεζα: δίσκους, λεκάνες, κανάτες, ποτήρια για τις σπονδές, όλα από καθαρό χρυσάφι. Πάνω στην τράπεζα θα βάλουν τους άρτους της προθέσεως, που θα βρίσκονται συνεχώς ενώπιόν μου». «Θα κατασκευάσουν μια λυχνία από καθαρό χρυσάφι, σφυρηλατημένο, όλη ένα σώμα: ο κορμός και οι λαβές της, οι κάλυκες των λουλουδιών, τα πέταλα και οι ροΐσκοι. Έξι κλάδοι θα βγαίνουν από τα πλάγια της: τρεις από τη μια μεριά και τρεις από την άλλη. Κάθε κλάδος θα είναι διακοσμημένος με τρεις κάλυκες άνθους αμυγδαλιάς, με ροΐσκους και με άνθη. Στον κορμό της λυχνίας θα υπάρχουν τέσσερις κάλυκες άνθους αμυγδαλιάς, και οι ανάλογοι ροΐσκοι και άνθη. Θα υπάρχει ένας ροΐσκος κάτω από κάθε ζεύγος των κλάδων της λυχνίας, τρεις ροΐσκοι συνολικά για τους έξι κλάδους. Οι ροΐσκοι και οι κλάδοι θα είναι ένα σώμα με τον κορμό της λυχνίας, όλο το έργο από καθαρό χρυσάφι, σφυρηλατημένο. »Θα κατασκευάσουν γι’ αυτήν εφτά λύχνους και θα τους τοποθετήσουν στη λυχνία, έτσι που να φωτίζουν το χώρο προς τα εμπρός. Οι λαβίδες και οι σταχτοθήκες για τη λυχνία θα είναι καμωμένες από καθαρό χρυσάφι. Για την κατασκευή της λυχνίας και των εξαρτημάτων της θα χρειαστεί ένα τάλαντο καθαρό χρυσάφι. Πρόσεξε να γίνουν όλα σύμφωνα με το σχέδιο που σου έδειξα εδώ πάνω στο βουνό». «Για τη σκηνή οι τεχνίτες θα κατασκευάσουν δέκα τάπητες από ανθεκτικό λινό, υφασμένο με γαλάζιο, πορφυρό και κόκκινο μαλλί και πάνω τους θα κεντηθούν χερουβίμ. Κάθε τάπητας θα έχει μήκος είκοσι οκτώ πήχεις και πλάτος τέσσερις. Τις ίδιες διαστάσεις θα έχουν όλοι. Οι πέντε τάπητες θα ενώνονται μαζί και οι άλλοι πέντε το ίδιο. Θα κάνουν θηλιές σε χρώμα γαλάζιο στην άκρη του πρώτου παραπετάσματος της μιας πεντάδας, το ίδιο και στην άκρη του τελευταίου παραπετάσματος της άλλης πεντάδας. Θα κάνουν πενήντα θηλιές στην άκρη του ενός συνόλου και πενήντα θηλιές στην άκρη του άλλου, έτσι που οι υποδοχές ν’ αντιστοιχούν μία προς μία. Έπειτα θα κατασκευάσουν πενήντα χρυσά άγκιστρα και θα συνδέσουν μ’ αυτά το ένα σύνολο με το άλλο. Έτσι η σκηνή θα γίνει ενιαία. »Επίσης θα κατασκευάσουν τάπητες από τρίχες κατσίκας, για να καλύψουν τη σκηνή. Έντεκα τέτοιοι τάπητες θα κατασκευαστούν. Το μήκος κάθε τάπητα θα είναι τριάντα πήχεις και το πλάτος τέσσερις. Τις ίδιες διαστάσεις θα έχουν και οι έντεκα τάπητες. Τους πέντε τάπητες θα τους συνδέσουν χωριστά και χωριστά τους άλλους έξι. Ο έκτος τάπητας θα διπλωθεί πάνω από την πρόσοψη της σκηνής. Θα κάνουν πενήντα θηλιές στην άκρη του ενός εξωτερικού τάπητα του πρώτου συνόλου, και πενήντα θηλιές στην άκρη του δεύτερου συνόλου. Θα κατασκευάσουν πενήντα χάλκινα άγκιστρα και θα τα περάσουν στις θηλιές, και μ’ αυτό τον τρόπο θα συνδεθεί η σκηνή ώστε να είναι ενιαία. »Τον μισό τάπητα που θα περισσεύει στο φάρδος της σκηνής, θα τον αφήσουν να κρέμεται στο πίσω μέρος της. Το περίσσευμα που θα υπάρχει στο μήκος της σκηνής, θα το αφήσουν να κρέμεται από τις δύο παράλληλες πλευρές της, έναν πήχυ από τη μια πλευρά και έναν από την άλλη, για να τη σκεπάζουν. Θα κατασκευάσουν ένα ακόμη κάλυμμα της σκηνής από κόκκινα δέρματα κριαριών, κι από πάνω άλλο ένα κάλυμμα από τομάρι. »Έπειτα θα κατασκευάσουν σανίδες για τη σκηνή από ξύλο ακακίας, και θα τις στήσουν όρθιες. Το μάκρος κάθε σανίδας θα είναι δέκα πήχεις και το πλάτος ενάμισυ πήχυς. Κάθε σανίδα θα έχει δύο παράλληλες προεξοχές. Το ίδιο θα κάνουν σε όλες τις σανίδες της σκηνής. Έτσι θα τις κατασκευάσουν: Είκοσι σανίδες για τη νότια πλευρά, και σαράντα ασημένιες βάσεις κάτω από τις είκοσι προεξοχές –δύο βάσεις για τις δυο προεξοχές τής κάθε σανίδας. Για τη δεύτερη πλευρά της σκηνής, τη βορινή, θα κατασκευάσουν πάλι είκοσι σανίδες, και σαράντα ασημένιες βάσεις γι’ αυτές –δύο βάσεις κάτω από κάθε σανίδα. Το ίδιο για όλες τις σανίδες. Για τη δυτική πλευρά της σκηνής θα κατασκευάσουν έξι σανίδες, και δύο σανίδες για τις γωνίες της σκηνής, στο πίσω μέρος. Οι γωνιακές αυτές σανίδες θα είναι διπλές, ενωμένες από το δάπεδο ως την κορυφή, δηλαδή ως το ύψος του πρώτου συνδετικού κρίκου. Έτσι θα είναι κατασκευασμένες οι δύο σανίδες που σχηματίζουν τις δυο γωνίες. Έτσι οι σανίδες γίνονται οκτώ με δυο ασημένιες βάσεις κάτω από καθεμιά, δηλαδή συνολικά δεκαέξι βάσεις. »Επίσης θα κατασκευάσουν συνδετικές δοκούς από ξύλο ακακίας, πέντε για τις σανίδες της μιας πλευράς της σκηνής, πέντε για τις σανίδες της απέναντι πλευράς και άλλες πέντε δοκούς για τις σανίδες της πίσω πλευράς, της δυτικής. Η μεσαία συνδετική δοκός θα περνάει μέσα από τις σανίδες οριζόντια από την μία άκρη ως την άλλη. Τις σανίδες θα τις επικαλύψουν με χρυσό, και τους κρίκους απ’ τους οποίους θα περνούν οι δοκοί θα τους κάνουν επίσης χρυσούς. Θα επιχρυσώσουν και τις δοκούς. Έτσι, λοιπόν, θα κατασκευάσουν τη σκηνή, σύμφωνα με το σχέδιο που σου έδειξα εδώ στο βουνό. »Οι τεχνίτες θα κατασκευάσουν ένα καταπέτασμα από ανθεκτικό λινό, υφασμένο με γαλάζιο, πορφυρό και κόκκινο μαλλί, και πάνω του θα κεντήσουν χερουβίμ. Θα το στερεώσουν με χρυσά καρφιά πάνω σε τέσσερις στύλους από ακακία, επιχρυσωμένους, που θα στηρίζονται σε τέσσερις ασημένιες βάσεις. Θα κρεμάσουν το καταπέτασμα από τους κρίκους και πίσω απ’ αυτό θα εναποτεθεί η κιβωτός της διαθήκης. »Το καταπέτασμα θα είναι για σας το χώρισμα ανάμεσα στα άγια και στα άγια των αγίων. Στη συνέχεια θα τοποθετήσουν το ιλαστήριο πάνω στην κιβωτό της διαθήκης, μέσα στα άγια των αγίων. Μπροστά από το καταπέτασμα, στη βορινή πλευρά της σκηνής, θα τοποθετηθεί η τράπεζα και απέναντι από την τράπεζα η λυχνία, στη νότια πλευρά. »Για το άνοιγμα της σκηνής θα κατασκευάσουν ένα ακόμη παραπέτασμα από ανθεκτικό λινό υφασμένο με γαλάζιο, πορφυρό και κόκκινο μαλλί, καλλιτεχνικά κεντημένο. Το παραπέτασμα θα το στερεώσουν με χρυσά καρφιά πάνω σε πέντε στύλους από ξύλο ακακίας, επιχρυσωμένους. Επίσης θα κατασκευάσουν για τους στύλους πέντε χυτές βάσεις από χαλκό». «Οι τεχνίτες θα κατασκευάσουν ένα θυσιαστήριο από ξύλο ακακίας, πέντε πήχεις μήκος και πέντε πλάτος. Θα είναι τετράγωνο, ύψους τριών πήχεων. Στις τέσσερις γωνίες του θα κατασκευάσουν τα τέσσερα κέρατα του θυσιαστηρίου, που θ’ αποτελούν ένα σώμα μ’ αυτό, και θα το επικαλύψουν με χαλκό. Θα κατασκευάσουν τους λέβητες για να μαζεύουν τη λιπαρή στάχτη, τα φτυάρια, τις λεκάνες, τα πιρούνια και τις σχάρες, όλα από χαλκό. »Θα κατασκευάσουν ένα κιγκλίδωμα για το θυσιαστήριο, με χάλκινο πλέγμα, και σ’ αυτό θα κάνουν τέσσερις χάλκινους κρίκους στις τέσσερις γωνίες. Το πλέγμα θα τοποθετηθεί κάτω από τη χοάνη του θυσιαστηρίου, ώστε να φτάνει ως τη μέση του ύψους του. Μετά θα κατασκευάσουν τις δοκούς του θυσιαστηρίου από ξύλα ακακίας, και θα τις καλύψουν με χαλκό. Οι δοκοί θα περνάνε μέσα από τους κρίκους στις δυο παράλληλες πλευρές του θυσιαστηρίου για να το σηκώνουν. »Το θυσιαστήριο θα είναι από σανίδες, κούφιο από μέσα, όπως σου έδειξα εδώ στο βουνό». «Θα κάνουν αυλή για τη σκηνή. Για τη νότια πλευρά της θα κατασκευάσουν παραπετάσματα από λινό ύφασμα, εκατό πήχεις μήκος. Τα παραπετάσματα θα τα στερεώσουν σε είκοσι χάλκινους στύλους, που θα στηρίζονται σε είκοσι χάλκινες βάσεις, με άγκιστρα και κρίκους ασημένιους. Το ίδιο και στη βόρεια πλευρά: θα κάνουν παραπετάσματα μάκρους εκατό πήχεων, στερεωμένα σε είκοσι χάλκινους στύλους με τις είκοσι χάλκινες βάσεις τους, με άγκιστρα και κρίκους ασημένιους. Το πλάτος της αυλής προς τη δυτική πλευρά θα έχει παραπετάσματα πενήντα πήχεις μάκρος, στερεωμένα σε δέκα στύλους με τις δέκα βάσεις τους. »Το πλάτος της αυλής προς την ανατολική πλευρά θα είναι πενήντα πήχεις. Από τη μία πλευρά της εισόδου θα υπάρχουν παραπετάσματα δεκαπέντε πήχεις μάκρος, στερεωμένα σε τρεις στύλους με τις τρεις βάσεις τους. Το ίδιο κι από την άλλη πλευρά της εισόδου: παραπετάσματα δεκαπέντε πήχεις μάκρος, με τρεις στύλους και τις τρεις βάσεις τους. Στην είσοδο της αυλής θα υπάρχει παραπέτασμα είκοσι πήχεις από ανθεκτικό λινό, υφασμένο με γαλάζιο, πορφυρό και κόκκινο μαλλί, κεντημένο καλλιτεχνικά· θα είναι στερεωμένο σε τέσσερις στύλους με τις τέσσερις βάσεις τους. »Ολοι οι στύλοι της αυλής θα ενώνονται με ασημένιους κρίκους· τα άγκιστρά τους θα είναι ασημένια και οι βάσεις τους χάλκινες. Το μάκρος της αυλής θα είναι εκατό πήχεις και το πλάτος της πενήντα. Τα παραπετάσματα από λινό θα έχουν ύψος πέντε πήχεις και οι βάσεις των στύλων θα είναι από χαλκό. Όλα τα σκεύη της σκηνής τα αναγκαία για τη λατρεία και όλοι οι στύλοι της, καθώς και οι στύλοι της αυλής θα είναι από χαλκό». «Κι εσύ, Μωυσή, θα διατάξεις τους Ισραηλίτες να σου φέρουν αγνό λάδι ελιάς για τη λυχνία, που τα λυχνάρια της πρέπει να καίνε συνεχώς. Ο Ααρών και οι γιοι του θα τοποθετήσουν τη λυχνία στη σκηνή του Μαρτυρίου, απ’ έξω από το καταπέτασμα, που κρύβει την κιβωτό της διαθήκης. Αυτοί θα τη φροντίζουν κιόλας να καίει από το βράδυ ως το πρωί ενώπιόν μου. Αυτός θα είναι νόμος παντοτινός, που θα τηρείται από όλες τις γενιές των Ισραηλιτών». «Μωυσή, κάλεσε τον αδερφό σου τον Ααρών και τους γιους του: Ναδάβ, Αβιού, Ελεάζαρ και Ιθάμαρ. Θα τους ξεχωρίσεις ανάμεσα απ’ όλους τους Ισραηλίτες για να γίνουν ιερείς μου. Θα κάνουν για τον Ααρών ιερατική στολή, λαμπρή και μεγαλόπρεπη. Κι εσύ δώσε οδηγίες σε όλους τους επιδέξιους τεχνίτες, που τους έχω προικίσει με ιδιαίτερη ικανότητα, να κατασκευάσουν τη στολή του Ααρών για να τον καθιερώσεις και να εκτελεί τα ιερατικά του καθήκοντα. Η στολή θα περιλαμβάνει: Το επιστήθιο και το εφώδ, το σάκο και τον πλεκτό χιτώνα, τη μίτρα και τη ζώνη. Θα κατασκευάσουν ιερές στολές για τον αδερφό σου τον Ααρών και για τους γιους του, για να εκτελούν τα ιερατικά τους καθήκοντα. Τα υλικά που θα χρησιμοποιήσουν είναι: χρυσή κλωστή, γαλάζιο, πορφυρό και κόκκινο μαλλί, και λεπτό λινό. »Επιδέξιοι τεχνίτες θα κατασκευάσουν το εφώδ από ανθεκτικό λινό, υφασμένο με γαλάζιο, πορφυρό και κόκκινο μαλλί και κεντημένο με χρυσή κλωστή. Θα συγκρατείται στους ώμους με δύο φαρδιές τιράντες, που πρέπει να είναι ραμμένες στα δύο άκρα του. Η ζώνη του, κατασκευασμένη από τα ίδια υλικά με το εφώδ, και με την ίδια τέχνη, θα πρέπει ν’ αποτελεί ένα σώμα με το εφώδ. Έπειτα πάνω σε δύο λίθους από όνυχα θα χαράξουν τα ονόματα των γιων του Ιακώβ. Έξι ονόματα πάνω στον ένα λίθο και έξι ονόματα πάνω στον άλλο, κατά σειρά γεννήσεώς τους. Τα ονόματα θα τα χαράξουν στους λίθους όπως χαράζονται οι σφραγίδες. Μετά θα στερεώσουν τους λίθους μέσα σε δύο χρυσά πλαίσια και τα πλαίσια θα τα στερεώσουν στις τιράντες που συγκρατούν το εφώδ. Θα είναι λίθοι μνημονεύσεως των φυλών του Ισραήλ. Ο Ααρών θα φέρνει ενώπιόν μου τα ονόματα των φυλών, πάνω στους δυο του ώμους, ώστε εγώ ο Κύριος να θυμάμαι πάντα το λαό μου. »Τα πλαίσια θα τα κατασκευάσουν από καθαρό χρυσάφι. Θα κάνουν και δύο αλυσίδες στριφτές σαν σχοινί από καθαρό χρυσάφι και θα τις προσαρμόσουν στα πλαίσια». «Οι υφαντουργοί τεχνίτες θα κατασκευάσουν το επιστήθιο, όπως κατασκευάστηκε το εφώδ, από ανθεκτικό λινό, υφασμένο με γαλάζιο, πορφυρό και κόκκινο μαλλί, και κεντημένο με χρυσή κλωστή. Πρέπει να είναι μια τετράγωνη θήκη με μία πιθαμή μήκος και μία πλάτος. »Θα το καλύψουν με πολύτιμους λίθους, τοποθετημένους σε τέσσερις σειρές: η πρώτη σειρά θα έχει ένα ρουμπίνι, ένα χρυσόλιθο κι ένα σμαράγδι. Η δεύτερη σειρά θα έχει έναν μαλαχίτη, ένα ζαφείρι και ένα διαμάντι. Η τρίτη σειρά θα έχει έναν υάκινθο, έναν αχάτη κι έναν αμέθυστο. Η τέταρτη σειρά θα έχει ένα τοπάζι, έναν όνυχα και έναν ίασπι. Κάθε λίθος θα προσαρμοστεί μέσα σε χρυσό πλαίσιο, δώδεκα συνολικά λίθοι. Πάνω σε κάθε λίθο θα χαραχθεί, σαν σφραγίδα, το όνομα ενός από τους δώδεκα γιους του Ιακώβ, που αντιπροσωπεύουν και τα ονόματα των δώδεκα φυλών. »Θα κατασκευάσουν για το επιστήθιο αλυσίδες στριφτές σαν κορδόνι, από καθαρό χρυσάφι. Τις άλλες δύο άκρες των κορδονιών αυτών θα τις δέσουν στα δύο χρυσά πλαίσια των τιραντών κι έτσι θα κρεμαστεί το επιστήθιο από τις τιράντες, στο μπροστινό μέρος του εφώδ. Μετά θα κατασκευάσουν δύο χρυσούς κρίκους και θα τους προσαρμόσουν στις δύο κάτω άκρες του επιστήθιου, από τη μέσα μεριά, εκείνη που ακουμπάει στο εφώδ. Θα κατασκευάσουν κι άλλους δύο χρυσούς κρίκους και θα τους προσαρμόσουν χαμηλά, εκεί που καταλήγουν οι δυο τιράντες του εφώδ, κοντά στο σημείο σύνδεσης, πάνω από τη λινή ζώνη. Τέλος, θα συνδέσουν τους κρίκους του επιστήθιου με τους δυο αυτούς κρίκους του εφώδ με γαλάζιο κορδόνι, έτσι ώστε να στερεώνεται κάπου το επιστήθιο πάνω από τη ζώνη του εφώδ και να μη μετακινείται. »Κάθε φορά που θα μπαίνει ο Ααρών στο αγιαστήριο, θα φοράει το επιστήθιο με τα ονόματα των φυλών του Ισραήλ, ώστε εγώ, ο Κύριος, να θυμάμαι πάντα το λαό μου. Μέσα στο επιστήθιο θα βάλουν τα Ουρίμ και τα Θουμμίμ για να τα έχει ο Ααρών πάνω στην καρδιά του όταν παρουσιάζεται ενώπιόν μου και να μπορεί να διακρίνει ποιο είναι το θέλημά μου για τους Ισραηλίτες». «Θα κατασκευάσουν το σάκο του εφώδ ολόκληρον από καθαρό γαλάζιο μαλλί. Στο κέντρο θα υπάρχει ένα άνοιγμα για το κεφάλι, και γύρω του μια παρυφή υφαντή, σαν αυτή του ανοίγματος του θώρακα, για να μη σκίζεται. Όταν ο Ααρών τελετουργεί θα φοράει το σάκο, και θα ακούγεται ο ήχος των κουδουνιών όταν μπαίνει στο αγιαστήριο ενώπιόν μου και όταν βγαίνει, για να μην πεθάνει. »Θα κατασκευάσουν ένα έλασμα από καθαρό χρυσάφι και πάνω του θα χαράξουν σαν σφραγίδα τη φράση: “Αφιερωμένος στον Κύριο”. Θα το στερεώσουν μ’ ένα γαλάζιο κορδόνι στο μπροστινό μέρος της μίτρας, κι έτσι θα βρίσκεται πάντα στο μέτωπο του Ααρών. Χάρη σ’ αυτό εγώ, ο Κύριος, θα αποδέχομαι τις ιερές θυσίες που θα μου προσφέρουν οι Ισραηλίτες, έστω κι αν συμβαίνει ο λαός να κάνει κάποιο λάθος κατά τη διαδικασία των προσφορών. »Τέλος οι τεχνίτες θα κατασκευάσουν για τον Ααρών ένα χιτώνα από λινό ύφασμα, μια μίτρα επίσης από λινό, καθώς και μια ζώνη κεντημένη καλλιτεχνικά. »Χιτώνες θα κατασκευάσουν και για τους γιους του Ααρών, κι επίσης ζώνες και κεφαλοκαλύμματα για να τους προσδίδουν τιμή και μεγαλοπρέπεια. Μ’ αυτά, Μωυσή, θα ντύσεις τον αδερφό σου τον Ααρών, και τους γιους του, και θα τους χρίσεις με λάδι· έτσι θα τους καθιερώσεις και θα τους ξεχωρίσεις για να είναι ιερείς μου. Ακόμη θα φτιάξουν γι’ αυτούς λινές περισκελίδες, από τη μέση ως τους μηρούς, για να είναι καλυμμένα τα απόκρυφα μέλη τους. Θα τις φορούν ο Ααρών και οι γιοι του, όταν θα μπαίνουν στη σκηνή του Μαρτυρίου ή όταν θα πλησιάζουν στο θυσιαστήριο για να τελέσουν το λειτούργημά τους στο αγιαστήριο, ώστε να μην αμαρτήσουν και πεθάνουν. Αυτός είναι νόμος αιώνιος, που θα ισχύει γι’ αυτόν και για τους απογόνους του». «Αυτά πρέπει να κάνεις, Μωυσή, για να αγιάσεις τον Ααρών και τους γιους του και να τους καθιερώσεις ως ιερείς μου: »Θα πάρεις ένα μοσχάρι και δύο κριάρια χωρίς ελάττωμα. Με λεπτό αλεύρι θα παρασκευάσεις άζυμα ψωμιά, άζυμα γλυκίσματα ζυμωμένα με λάδι, και άζυμες λαγάνες αλειμμένες με λάδι. Θα τα βάλεις σ’ ένα καλάθι και θα τα φέρεις στο θυσιαστήριο, όταν θα πρόκειται να θυσιάσεις το μοσχάρι και τα δυο κριάρια. Θα οδηγήσεις τον Ααρών και τους γιους του κοντά στην είσοδο της σκηνής του Μαρτυρίου και θα τους πλύνεις με νερό. Ύστερα θα πάρεις τις στολές και θα ντύσεις τον Ααρών με το χιτώνα του, το σάκο του εφώδ, το εφώδ, και το επιστήθιο, και θα τον περιζώσεις με τη ζώνη του εφώδ. Θα βάλεις στο κεφάλι του τη μίτρα και πάνω της θα στερεώσεις το άγιο διάδημα. Μετά θα πάρεις το λάδι του χρίσματος, θα το χύσεις στο κεφάλι του κι έτσι θα τον χρίσεις. »Μετά θα πεις να πλησιάσουν οι γιοί του Ααρών και θα τους φορέσεις τους χιτώνες τους. Θα τους περιζώσεις με τις ζώνες τους και θα τους φορέσεις τα κεφαλοκαλύμματα, διακριτικό γνώρισμα της ιεροσύνης, σύμφωνα με νόμο αιώνιο. Έτσι θα εγκαταστήσεις τον Ααρών και τους γιους του στο αξίωμα της ιεροσύνης. »Στη συνέχεια θα φέρεις μπροστά στη σκηνή του Μαρτυρίου το μοσχάρι, κι ο Ααρών και οι γιοι του θα βάλουν τα χέρια τους πάνω στο κεφάλι του μοσχαριού. Μετά θα σφάξεις το μοσχάρι ενώπιόν μου κοντά στην είσοδο της σκηνής. Θα πάρεις από το αίμα του μοσχαριού και θα αλείψεις με το δάχτυλό σου τα κέρατα του θυσιαστηρίου, ενώ όλο το υπόλοιπο θα το χύσεις στη βάση του θυσιαστηρίου. Έπειτα θα πάρεις όλο το λίπος που καλύπτει τα έντερα, το λοβό του συκωτιού και τα νεφρά μαζί με το λίπος τους, και θα τα ρίξεις στο θυσιαστήριο να καούν. Το κρέας όμως του μοσχαριού, το δέρμα του και την κοπριά του θα τα κάψεις έξω από το στρατόπεδο, γιατί πρόκειται για θυσία εξιλέωσης των ιερέων. »Μετά θα πάρεις το ένα κριάρι, κι ο Ααρών και οι γιοί του θα βάλουν τα χέρια τους πάνω στο κεφάλι του ζώου. Θα σφάξεις το κριάρι και με το αίμα του θα ραντίσεις το θυσιαστήριο γύρω γύρω. Θα το τεμαχίσεις στα μέρη του, θα πλύνεις τα εντόσθιά του και τα πόδια του, και θα τα αποθέσεις πάνω στο θυσιαστήριο κοντά στα άλλα κομμάτια και στο κεφάλι. Θ’ αφήσεις ολόκληρο το σφάγιο να καεί στο θυσιαστήριο. Είναι ολοκαύτωμα που προσφέρεται σ’ εμένα, τον Κύριο, και η οσμή του με ευχαριστεί. »Μετά θα πάρεις το δεύτερο κριάρι, κι ο Ααρών και οι γιοι του θα βάλουν πάλι τα χέρια τους πάνω στο κεφάλι του ζώου. Στη συνέχεια θα το σφάξεις· θα πάρεις από το αίμα του και θ’ αλείψεις το δεξί αυτί του Ααρών και των γιων του, τον αντίχειρα του δεξιού χεριού τους και το μεγάλο δάκτυλο του δεξιού ποδιού τους· με το υπόλοιπο αίμα θα ραντίσεις το θυσιαστήριο γύρω γύρω. Μετά θα πάρεις από το αίμα που θα είναι πάνω στο θυσιαστήριο κι από το λάδι του χρίσματος και θα ραντίσεις μ’ αυτά τον Ααρών, τους γιους του και τις φορεσιές τους. Έτσι θα αγιάσεις αυτόν, τους γιους του και τις φορεσιές τους. »Ύστερα θα πάρεις από το κριάρι το λίπος και την ουρά του, το λίπος που σκεπάζει τα εντόσθια, το λοβό του συκωτιού και τα δυο νεφρά μαζί με το λίπος τους, καθώς και το δεξιό μηρό, γιατί αυτό είναι το κριάρι της καθιέρωσης. Κι από το καλάθι με τα άζυμα παρασκευάσματα, που θα έχεις φέρει ενώπιόν μου, θα πάρεις ένα καρβέλι άζυμο ψωμί, ένα γλύκισμα από αλεύρι ζυμωμένο με λάδι, και μία λαγάνα αλειμμένη με λάδι. Θα τα παραδώσεις όλα στα χέρια του Ααρών και στα χέρια των γιων του και θα τους πεις να μου τα προσφέρουν με την ειδική τελετουργική κίνηση. Μετά θα τα πάρεις από τα χέρια τους και θα τα ρίξεις στο θυσιαστήριο, να καούν πάνω στο ολοκαύτωμα. Αυτό θα είναι θυσία που καίγεται και μου προσφέρεται ως ευχάριστη οσμή. »Κατόπιν θα πάρεις το στήθος από το κριάρι της καθιέρωσης του Ααρών και θα κάνεις εσύ με αυτό την ειδική τελετουργική κίνηση ενώπιόν μου· αυτό το τμήμα του ζώου θα είναι η δική σου μερίδα. Από το κριάρι, που χρησιμοποιήθηκε για την καθιέρωση του Ααρών και των γιων του, θα ξεχωρίσεις το στήθος και το μηρό, με τα οποία έκανες την ειδική τελετουργική κίνηση και ύψωση. Υποδηλώνεις έτσι ότι είναι άγια και θ’ ανήκουν για πάντα στους ιερείς. Αυτό θα είναι αιώνιο δικαίωμα του Ααρών και των απογόνων του, και καθήκον των Ισραηλιτών να τους προσφέρουν το στήθος και το μηρό. Κάθε φορά που θα μου προσφέρουν θυσίες κοινωνίας, θα κάνουν και αυτή την προσφορά υψώσεως που γίνεται σ’ εμένα. »Η ιερή στολή του Ααρών μετά το θάνατό του θα περιέλθει στους γιους του, που θα τη φορούν όταν χρισθούν και καθιερωθούν ως ιερείς. Εκείνος από τους γιους του που θα γίνει ιερέας στη θέση του και θα εισέρχεται στη σκηνή του Μαρτυρίου για να τελετουργήσει στο αγιαστήριο, θα φοράει τη στολή εφτά μέρες. »Θα πάρεις το κρέας από το κριάρι που θα έχει προσφερθεί για την καθιέρωση, και θα το βράσεις σε τόπο ιερό. Ο Ααρών και οι γιοι του θα το φάνε στην είσοδο της σκηνής του Μαρτυρίου, μαζί με τα ψωμιά που θα έχουν μείνει στο καλάθι. Μόνο αυτοί μπορούν να φάνε από τα στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν για να γίνει η εξιλέωσή τους, όταν τους καθιέρωναν και τους αγίαζαν. Κανένας άλλος δεν έχει το δικαίωμα να φάει απ’ αυτά, γιατί είναι ιερά. Και αν μείνει υπόλοιπο από το κρέας της θυσίας της αφιερώσεως και από το ψωμί ως την άλλη μέρα το πρωί, θα το κάψεις στη φωτιά. Δεν πρέπει να φαγωθεί, γιατί είναι ιερό. »Αυτά θα κάνεις στον Ααρών και στους γιους του, ακριβώς όλα όσα σε διέταξα. Η τελετή της καθιέρωσης θα διαρκεί εφτά μέρες. Κάθε μέρα θα προσφέρεις κι από ένα μοσχάρι για την εξιλέωση των αμαρτιών. Έτσι, με τη θυσία για την εξιλέωση που θα γίνεται πάνω του, το θυσιαστήριο θα εξαγνίζεται. Έπειτα θα το χρίεις για να αγιάζεται. Εφτά μέρες θα κάνεις τους εξαγνισμούς στο θυσιαστήριο και θα το αγιάζεις για να είναι εντελώς άγιο. Και καθετί που το αγγίζει θα γίνεται άγιο». «Κάθε μέρα για πάντα στο μέλλον θα προσφέρετε πάνω στο θυσιαστήριο δύο αρνιά ενός χρόνου. Το ένα αρνί θα το θυσιάζετε το πρωί και το δεύτερο το βράδυ. Μαζί με το πρώτο αρνί θα προσφέρετε ένα δέκατο του εφά λεπτό αλεύρι, ανακατεμένο με ένα τέταρτο του χιν λάδι ελιάς, και μία σπονδή από ένα τέταρτο του χιν κρασί. Το δεύτερο αρνί θα το προσφέρετε το βράδυ, και μαζί του τις ίδιες ποσότητες αλεύρι, λάδι και κρασί, όπως στην πρωινή προσφορά· θα είναι προσφορά σ’ εμένα, τον Κύριο, που θα τη δέχομαι ως ευχάριστη οσμή. Δε θα πάψετε ποτέ στις κατοπινές γενιές σας, να μου προσφέρετε ολοκαυτώματα στην είσοδο της σκηνής του Μαρτυρίου. »Εκεί εγώ θα σας αποκαλύπτομαι και θα μιλάω σ’ εσένα, Μωυσή. Θα αποκαλύπτομαι στους Ισραηλίτες, κι ο τόπος θα αγιάζεται με την ένδοξη παρουσία μου. Θα εξαγιάσω τη σκηνή του Μαρτυρίου και το θυσιαστήριο. Επίσης εκεί θα ξεχωρίσω τον Ααρών και τους γιους του για να είναι ιερείς μου. »Θα κατοικήσω ανάμεσα στους Ισραηλίτες και θα είμαι ο Θεός τους. Και θα γνωρίζουν ότι εγώ ο Κύριος, ο Θεός τους, τους έβγαλα από την Αίγυπτο, για να κατοικήσω ανάμεσά τους». «Οι τεχνίτες θα κατασκευάσουν ένα θυσιαστήριο για το θυμίαμα από ξύλα ακακίας. Ένας πήχυς θα είναι το μήκος του κι ένας πήχυς το πλάτος του· τετράγωνο θα είναι. Το ύψος του θα είναι δύο πήχεις. Τα κέρατα του θυσιαστηρίου θα είναι ένα σώμα μ’ αυτό. Θα επιστρώσουν με καθαρό χρυσάφι την πλάκα του, τα τοιχώματά του γύρω γύρω και τα κέρατά του, και θα βάλουν μια χρυσή στεφάνη γύρω γύρω. Κάτω από τη στεφάνη του, θα βάλουν δύο χρυσούς κρίκους στις δύο παράλληλες πλευρές του, για να περνούν τις δοκούς, με τις οποίες θα το μεταφέρουν. Οι δοκοί θα είναι από ξύλα ακακίας επιχρυσωμένες. »Το θυσιαστήριο θα τοποθετηθεί μπροστά από το καταπέτασμα που κρύβει την κιβωτό της διαθήκης, εκεί που σου αποκαλύπτομαι. Κάθε πρωί ο Ααρών θα προσφέρει σ’ αυτό το θυσιαστήριο εύοσμο θυμίαμα, όταν θα πηγαίνει να καθαρίζει τους λύχνους. Επίσης θα προσφέρει θυμίαμα το βράδυ, όταν θ’ ανάβει τους λύχνους. Δε θα σταματήσετε ποτέ σ’ όλες τις γενιές σας να προσφέρετε τη θυσία του θυμιάματος σ’ εμένα, τον Κύριο. »Βέβηλο θυμίαμα δεν θα προσφέρετε σ’ αυτό το θυσιαστήριο ούτε ολοκαυτώματα ούτε θυσίες καρπών ούτε θα χύνετε πάνω του σπονδές. Μία φορά το χρόνο ο Ααρών θα τελεί τον εξαγνισμό του θυσιαστηρίου, βάζοντας πάνω στα κέρατά του αίμα από τη θυσία για την εξιλέωση των αμαρτιών. Το ίδιο θα επαναλαμβάνεται μία φορά κάθε χρόνο σ’ όλες τις γενιές σας. Αυτό το θυσιαστήριο θα είναι εντελώς άγιο, αφιερωμένο σ’ εμένα τον Κύριο». Ο Κύριος είπε στο Μωυσή: «Όταν θα κάνεις την απογραφή των Ισραηλιτών, πρέπει καθένας τους να δώσει ένα χρηματικό ποσό, ως αντίλυτρο για τη ζωή του στον Κύριο, για να μην πέσει πάνω τους καμιά μάστιγα, εξαιτίας της απογραφής. Καθένας που έχει υποχρέωση ν’ απογραφεί, θα δώσει μισό σίκλο, με βάση τον ιερό σίκλο, που περιλαμβάνει είκοσι γερά. Αυτός ο μισός σίκλος θ’ αποτελεί προσφορά σ’ εμένα, τον Κύριο, και επιβάλλεται σε όλους τους Ισραηλίτες από είκοσι ετών και πάνω. Όταν θα δίνουν την προσφορά τους σ’ εμένα τον Κύριο, ως αντίλυτρο της ζωής τους, οι πλούσιοι δεν θα δίνουν περισσότερο ούτε οι φτωχοί λιγότερο από μισό σίκλο. Το χρήμα που θα εισπράξεις ως αντίλυτρο θα το χρησιμοποιήσεις για τη συντήρηση της σκηνής του Μαρτυρίου. Αυτό θα μου θυμίζει το λαό του Ισραήλ και εγώ, ο Κύριος, θα προστατεύω τη ζωή τους». Είπε ακόμη ο Κύριος στο Μωυσή: «Για τους καθαρισμούς να κάνουν μια χάλκινη λεκάνη με χάλκινη βάση. Θα την τοποθετήσουν ανάμεσα στη σκηνή του Μαρτυρίου και στο θυσιαστήριο και θα βάλουν μέσα νερό. Ο Ααρών και οι γιοι του θα τη χρησιμοποιούν για να πλένουν τα χέρια και τα πόδια τους. Θα πλένονται με νερό κάθε φορά που θα μπαίνουν στη σκηνή του Μαρτυρίου ή που θα πλησιάζουν το θυσιαστήριο για να τελετουργήσουν, για να κάψουν στη φωτιά τη θυσία που γίνεται σ’ εμένα, τον Κύριο. Έτσι δεν θα κινδυνεύουν να πεθάνουν. Πρέπει οπωσδήποτε να πλένουν τα χέρια και τα πόδια τους, για να μην πεθάνουν. Αυτό θα ισχύει ως νόμος αιώνιος γι’ αυτόν και για τους απογόνους του». Ο Κύριος είπε επίσης στο Μωυσή: «Πάρε αρωματικές ουσίες πρώτης ποιότητας, πεντακόσιους σίκλους μύρο ως εξής: το μισό μέρος, δηλαδή διακόσιοι πενήντα σίκλοι, να είναι αρωματικό λάδι κανέλας, και οι άλλοι διακόσιοι πενήντα σίκλοι να είναι λάδι αρωματικό από καλάμι· επίσης πάρε και πεντακόσιους σίκλους κασσία –με βάση τον ιερό σίκλο– και ένα χιν ελαιόλαδο. Απ’ αυτά ένας αρωματοποιός θα παρασκευάσει το λάδι του ιερού χρίσματος, ένα εύοσμο μύρο. »Μ’ αυτό θα χρίσεις τη σκηνή του Μαρτυρίου και την κιβωτό της διαθήκης· την τράπεζα και τα σκεύη της, τη λυχνία και τα εξαρτήματά της και το θυσιαστήριο του θυμιάματος· το θυσιαστήριο των ολοκαυτωμάτων και τα σκεύη του, τη λεκάνη και τη βάση της. Θα τα αγιάσεις όλα και θα θεωρούνται εντελώς άγια. Καθετί που θα τα εγγίζει θα αγιάζεται. »Επίσης μ’ αυτό θα χρίσεις και τον Ααρών και τους γιους του, και θα τους καθιερώσεις για να είναι ιερείς μου. Και θα πεις στους Ισραηλίτες: αυτό είναι το λάδι του αγίου χρίσματος· σ’ όλες τις γενιές σας θα είναι μόνο για τον Κύριο. Κανενός ανθρώπου το σώμα δεν πρέπει να αλειφθεί μ’ αυτό, ούτε επιτρέπεται να παρασκευάσετε κάτι παρόμοιο με την ίδια συνταγή. Αυτό το λάδι είναι άγιο, και άγιο πρέπει να το θεωρείτε. Όποιος απομιμηθεί τη σύνθεσή του ή όποιος το χρησιμοποιήσει στο σώμα κάποιου που δεν είναι ιερέας, πρέπει να αποκοπεί από το λαό του». Ο Κύριος είπε ακόμη στο Μωυσή: «Πάρε σε ίσες ποσότητες αρωματικές ουσίες: μαστίχα, όνυχα, γάλβανο και καθαρό λιβάνι. Από αυτά ένας αρωματοποιός θα παρασκευάσει το θυμίαμα, ένα εύοσμο μίγμα. Πρόσθεσε και λίγο αλάτι για να γίνει καθαρό, άγιο. Θα τρίψουν λίγο απ’ αυτό να γίνει λεπτή σκόνη και θα φέρουν λίγη μπροστά στην κιβωτό της διαθήκης, εκεί όπου θ’ αποκαλύπτομαι σ’ εσένα. »Το θυμίαμα πρέπει να το θεωρείτε εντελώς άγιο. Δε θα παρασκευάζετε θυμίαμα παρόμοιο μ’ αυτό για δική σας χρήση. Θα το θεωρείτε άγιο, και θα το έχετε φυλαγμένο αποκλειστικά για δική μου χρήση. Όποιος παρασκευάσει θυμίαμα παρόμοιο μ’ αυτό για ν’ απολαύσει τη μυρωδιά του, αυτός πρέπει να αποκοπεί από το λαό του». Ο Κύριος είπε στο Μωυσή: «Άκου: Επέλεξα το Βεσαλεήλ, γιο του Ουρία και εγγονό του Χουρ, από τη φυλή Ιούδα. Του έχω δώσει άφθονο το πνεύμα μου, κι έτσι έχει ιδιαίτερη ικανότητα και αντίληψη. Είναι βαθύς γνώστης κάθε τέχνης. Σχεδιάζει και κατασκευάζει με επιδεξιότητα έργα με χρυσάφι, ασήμι και χαλκό. Επεξεργάζεται πολύτιμους λίθους και τους συναρμολογεί, κάνει ξυλοτεχνία και εκτελεί γενικά κάθε καλλιτεχνική εργασία. »Του όρισα για βοηθό τον Ολιάβ, γιο του Αχισαμάχ, από τη φυλή Δαν. Αλλά και σε όλους τους άλλους επιδέξιους τεχνίτες έχω δώσει ιδιαίτερη ικανότητα για να εκτελέσουν όλα όσα σε διέταξα: Τη σκηνή του Μαρτυρίου, την κιβωτό της διαθήκης, το ιλαστήριο που τη σκεπάζει, κι όλα τα σκεύη της σκηνής· την τράπεζα και τη λυχνία από καθαρό χρυσάφι με όλα τα εξαρτήματά τους, και το θυσιαστήριο του θυμιάματος· το θυσιαστήριο των ολοκαυτωμάτων με όλα τα σκεύη του, τη λεκάνη με τη βάση της· τις πολυτελείς στολές, την ιερή στολή του ιερέα Ααρών και τις στολές των γιων του, για να τελετουργούν ως ιερείς, το λάδι του χρίσματος και το εύοσμο θυμίαμα για το αγιαστήριο. Όλα θα τα κατασκευάσουν όπως σε διέταξα». Ο Κύριος έδωσε εντολή στον Μωυσή να πει στους Ισραηλίτες: «Προσέχετε να τηρείτε τις ημέρες του Σαββάτου, που είναι αφιερωμένες σ’ εμένα. Αυτές θα είναι σημείο για όλες τις γενιές σας ανάμεσα σ’ εμένα και σ’ εσάς, που θα δείχνει ότι εγώ ο Κύριος είμαι εκείνος που σας ξεχώρισα για λαό μου. Οφείλετε να τηρείτε το Σάββατο, γιατί είναι άγια μέρα. Όποιος τη βεβηλώσει και εργαστεί εκείνη την ημέρα, αυτός πρέπει να αποκοπεί από το λαό του. Έξι μέρες θα εργάζεστε· η έβδομη μέρα όμως είναι το Σάββατο, μέρα αργίας, αφιερωμένη σ’ εμένα τον Κύριο. Όποιος εργαστεί μέρα Σάββατο, εξάπαντος θα πεθάνει. »Οι Ισραηλίτες πρέπει να τηρούν από γενιά σε γενιά το Σάββατο ως διαθήκη αιώνια, και να το γιορτάζουν. Αυτή η μέρα θα είναι σημάδι αιώνιο ανάμεσα σ’ εμένα και τους Ισραηλίτες, γιατί σε έξι μέρες εγώ, ο Κύριος, δημιούργησα τον ουρανό και τη γη, και την έβδομη μέρα σταμάτησα και αναπαύθηκα». Όταν ο Θεός τελείωσε μ’ αυτά που έλεγε στο Μωυσή πάνω στο όρος Σινά, τού έδωσε τις δύο λίθινες πλάκες του νόμου, γραμμένες με το ίδιο του το χέρι. Όταν οι Ισραηλίτες είδαν ότι ο Μωυσής αργούσε να κατεβεί από το βουνό, μαζεύτηκαν γύρω από τον Ααρών και του έλεγαν: «Σήκω, φτιάξε μας θεούς, που να προπορεύονται στο δρόμο μας, γιατί αυτός ο Μωυσής, ο άνθρωπος που μας έβγαλε από την Αίγυπτο, δεν ξέρουμε τι έγινε». Ο Ααρών τούς είπε: «Βγάλτε τα χρυσά σκουλαρίκια που έχουν στ’ αυτιά τους οι γυναίκες σας, οι γιοι σας και οι κόρες σας και φέρτε τα σ’ εμένα». Έβγαλαν τότε όλοι τα χρυσά τους σκουλαρίκια και τα έφεραν στον Ααρών. Εκείνος τα πήρε και τα έλιωσε, τα έχυσε σ’ ένα καλούπι και έκανε απ’ αυτά ένα άγαλμα μοσχαριού. Φώναξε τότε ο λαός: «Αυτοί είναι οι θεοί σου, Ισραήλ, που σ’ έβγαλαν από την Αίγυπτο!» Όταν τα είδε αυτά ο Ααρών, έφτιαξε ένα θυσιαστήριο μπροστά στο είδωλο και έβγαλε διακήρυξη: «Αύριο θα γίνει γιορτή για τον Κύριο». Ξύπνησαν, λοιπόν, το πρωί και πρόσφεραν ολοκαυτώματα και θυσίες κοινωνίας· όλοι κάθισαν να φάνε και να πιουν, κι έπειτα σηκώθηκαν και διασκέδαζαν. Τότε είπε ο Κύριος στο Μωυσή: «Πήγαινε, κατέβα, γιατί ο λαός που έβγαλες από την Αίγυπτο έπεσε σε μεγάλη αμαρτία. Έφυγαν γρήγορα από το δρόμο που τους έδειξα. Έφτιαξαν ένα χυτό μοσχάρι και το προσκύνησαν· θυσίασαν σ’ αυτό και είπαν: “Αυτοί είναι οι θεοί σου, Ισραήλ, που σ’ έβγαλαν από την Αίγυπτο!”» «Είδα τι είναι ο λαός αυτός», συνέχισε ο Κύριος. «Είναι λαός απείθαρχος. Άσε με, λοιπόν, τώρα, να ξεσπάσει ο θυμός μου πάνω τους και να τους αφανίσω· και θα κάνω να προέλθει από σένα ένα μεγάλο έθνος». Ο Μωυσής όμως προσπάθησε να καταπραΰνει τον Κύριο, το Θεό του, και είπε: «Γιατί, Κύριε, να ξεσπάσει ο θυμός σου πάνω στο λαό σου, που τον έβγαλες από την Αίγυπτο με τη μεγάλη σου δύναμη και με ενέργειες τόσο δυναμικές; Γιατί να πουν οι Αιγύπτιοι ότι τους έβγαλες με κακό σκοπό από την Αίγυπτο, για να τους θανατώσεις στα βουνά και να τους εξαφανίσεις από τη γη; Ας σταματήσει ο φλογερός θυμός σου· άλλαξε γνώμη για το κακό που θέλεις να κάνεις στο λαό σου. Θυμήσου τον Αβραάμ, τον Ισαάκ και τον Ιακώβ, τους δούλους σου, που τους υποσχέθηκες να τους δώσεις τόσο πολλούς απογόνους, όσα τ’ αστέρια του ουρανού, και σ’ αυτούς τους απογόνους να δώσεις ολόκληρη αυτή τη χώρα, για ιδιοκτησία παντοτινή». Έτσι, ο Κύριος άλλαξε γνώμη για το κακό που είπε ότι θα έκανε στο λαό του. Ο Μωυσής γύρισε κι άρχισε να κατεβαίνει από το βουνό, κρατώντας στα χέρια του τις δύο πλάκες του νόμου, γραμμένες κι από τις δυο πλευρές τους. Οι πλάκες ήταν έργο του Θεού καθώς και η γραφή, που ήταν χαραγμένη σ’ αυτές. Ο Ιησούς άκουσε τη βοή του λαού και είπε στο Μωυσή: «Πολεμική βοή ακούω στο στρατόπεδο». Εκείνος απάντησε: «Αυτό δεν είναι ούτε ιαχές νικητών ούτε κραυγές νικημένων. Εγώ ακούω φωνές γιορτής». Όταν πλησίασαν στο στρατόπεδο, είδε ο Μωυσής το μοσχάρι και τους χορούς. Τότε φούντωσε ο θυμός του και πέταξε τις πλάκες από τα χέρια του και τις έσπασε στους πρόποδες του βουνού. Πήρε το μοσχάρι που είχαν φτιάξει οι Ισραηλίτες και το έκαψε στη φωτιά και το κατακομμάτιασε ώσπου να γίνει σκόνη· τη σκόνη αυτή την έριξε στο νερό και τους έδωσε να την πιουν. Και είπε στον Ααρών: «Τι σου έκανε αυτός ο λαός και τους παρέσυρες σε μια τόσο μεγάλη αμαρτία;» Ο Ααρών απάντησε: «Μη θυμώνεις, κύριέ μου. Ξέρεις ότι ο λαός αυτός είναι κακός. Αυτοί μου είπαν, “κάνε μας θεούς να προπορεύονται στο δρόμο μας, γιατί αυτός ο Μωυσής, ο άνθρωπος που μας έβγαλε από την Αίγυπτο, δεν ξέρουμε τι απέγινε”. Κι εγώ τους είπα, “όποιος έχει χρυσαφικά ας τα βγάλει από πάνω του”. Μου τα ’δωσαν, τα έριξα στη φωτιά και βγήκε αυτό το μοσχάρι». Ο Μωυσής είδε ότι ο λαός είχε αφεθεί ελεύθερος κι έκανε ό,τι ήθελε, γιατί ο Ααρών τον είχε κάνει τέτοιο, και τους είχε εκθέσει στην καταφρόνια των εχθρών τους. Στάθηκε τότε στην είσοδο του στρατοπέδου και φώναξε: «Όποιος είναι με τον Κύριο ας έρθει μαζί μου». Συγκεντρώθηκαν λοιπόν κοντά του όλοι οι απόγονοι του Λευί. Ο Μωυσής τούς είπε: «Ο Κύριος, ο Θεός του Ισραήλ, προστάζει να ζωστεί καθένας σας το σπαθί του, και να διασχίσετε το στρατόπεδο, από τη μια είσοδο ως την άλλη, και να σκοτώσετε καθένας τον αδερφό του, το φίλο του και το συγγενή του». Οι Λευίτες εκτέλεσαν τη διαταγή του Μωυσή, και θανατώθηκαν από τον λαό εκείνη τη μέρα περίπου τρεις χιλιάδες άντρες. Τότε ο Μωυσής τούς είπε: «Σήμερα τελέσατε την πράξη καθιέρωσής σας στον Κύριο, αφού δε διστάσατε να σκοτώσετε ο καθένας το γιο του και τον αδερφό του, και ο Κύριος σας ευλόγησε». Την άλλη μέρα είπε ο Μωυσής στο λαό: «Έχετε διαπράξει μεγάλη αμαρτία. Θ’ ανέβω τώρα στον Κύριο και ίσως πετύχω την εξιλέωση γι’ αυτή την αμαρτία σας». Πήγε πίσω λοιπόν στον Κύριο και του είπε: «Αλίμονο, Κύριε! Ο λαός αυτός διέπραξε μεγάλη αμαρτία. Κατασκεύασαν θεούς χρυσούς. Τώρα όμως αν θέλεις, συγχώρησε την αμαρτία τους· αν όχι, τότε διάγραψε, σε παρακαλώ, το όνομά μου από το βιβλίο σου». Ο Κύριος είπε στο Μωυσή: «Αυτόν που αμάρτησε σ’ εμένα, αυτόν θα διαγράψω από το βιβλίο μου. Τώρα πήγαινε, οδήγησε το λαό στον τόπο που σου είπα, κι ο άγγελός μου θα προπορεύεται μπροστά σου. Όταν έρθει ο χρόνος της ανταπόδοσης, θα τους τιμωρήσω για την αμαρτία τους». Ο Κύριος, λοιπόν, έστειλε συμφορά στο λαό, επειδή είχαν βάλει τον Ααρών να τους φτιάξει το μοσχάρι. Ο Κύριος είπε στο Μωυσή: «Πήγαινε, φύγε από ’δω, εσύ και ο λαός που έβγαλες από την Αίγυπτο. Βαδίστε προς τη χώρα που έχω υποσχεθεί στον Αβραάμ, στον Ισαάκ και στον Ιακώβ να τη δώσω στους απογόνους τους. Θα σας στείλω έναν άγγελο να σας οδηγεί και θα διώξω από μπροστά σας τους Χαναναίους, τους Αμορραίους, τους Χετταίους, τους Φερεζαίους, τους Ευαίους και τους Ιεβουσαίους. Έτσι, θα μπορέσετε να μπείτε στη χώρα που ρέει γάλα και μέλι. Εγώ ο ίδιος όμως δε θα έρθω μαζί σας, γιατί είστε απείθαρχος λαός, και υπάρχει ο κίνδυνος να σας καταστρέψω στο δρόμο». Όταν ο λαός άκουσε αυτόν τον απειλητικό λόγο λυπήθηκε, και κανείς δε στολιζόταν πια. Ο Κύριος είχε διατάξει το Μωυσή να πει στους Ισραηλίτες: «Εσείς είστε ανυπόταχτος λαός. Και μια μόνο στιγμή αν πορευόμουν μαζί σας, θα μπορούσα να σας εξαφανίσω. Βγάλτε τώρα τα στολίδια από πάνω σας και θα δω τι θα κάνω μ’ εσάς». Έτσι, έβγαλαν οι Ισραηλίτες τα στολίδια τους, κοντά στο όρος Χωρήβ. Ο Μωυσής πήρε τη σκηνή και την έστησε έξω, μακριά από το στρατόπεδο, και την ονόμασε σκηνή του Μαρτυρίου. Όποιος ήθελε να ρωτήσει για κάτι τον Κύριο, πήγαινε στη σκηνή του Μαρτυρίου, έξω από το στρατόπεδο. Όσες φορές πήγαινε ο Μωυσής στη σκηνή, όλος ο λαός σηκωνόταν και ο καθένας στεκόταν στην πόρτα της σκηνής του και τον παρακολουθούσε ώσπου αυτός να μπει στη σκηνή. Όταν ο Μωυσής έμπαινε στη σκηνή, μια στήλη νεφέλης κατέβαινε και στεκόταν στην πόρτα. Και ο Θεός συνομιλούσε με το Μωυσή. Όταν έβλεπε ο λαός τη στήλη της νεφέλης να στέκεται μπροστά στην πόρτα της σκηνής, σηκώνονταν και προσκυνούσαν, καθένας κοντά στην πόρτα της σκηνής του. Ο Κύριος μιλούσε με το Μωυσή πρόσωπο με πρόσωπο, όπως συζητάει κανείς με το φίλο του. Κατόπιν ο Μωυσής επέστρεφε στο στρατόπεδο, ενώ ο βοηθός του, ο νεαρός Ιησούς, γιος του Ναυή, παρέμενε στη σκηνή. Ο Μωυσής είπε στον Κύριο: «Με πρόσταξες να οδηγήσω αυτό το λαό, αλλά δε μου φανέρωσες ποιον θα στείλεις μαζί μου. Μου είπες ότι με γνωρίζεις με το όνομά μου και ότι έχω την εύνοιά σου. Τώρα, λοιπόν, αν έχω την εύνοιά σου, φανέρωσε μου ως απόδειξη την πρόθεσή σου. Σκέψου ότι το έθνος αυτό είναι ο λαός σου». Τότε είπε ο Κύριος: «Θα έρθω εγώ προσωπικά, και μην ανησυχείς». Ο Μωυσής απάντησε: «Αν δεν έρθεις εσύ ο ίδιος μαζί μας, καλύτερα να μη μας πάρεις καθόλου από ’δω. Γιατί πώς θα γίνει γνωστό ότι εγώ και ο λαός σου έχουμε την εύνοιά σου, αν δεν έρθεις μαζί μας κι αν δε δοξαστούμε εγώ και ο λαός σου πάνω απ’ όλους τους λαούς της γης;» Τότε ο Κύριος απάντησε στο Μωυσή: «Κι αυτό που είπες θα το κάνω, γιατί έχεις πράγματι την εύνοιά μου και σε γνωρίζω με το όνομά σου». Ο Μωυσής είπε: «Δείξε μου τη δόξα σου». Και ο Κύριος απάντησε: «Θα περάσω με όλη τη μεγαλοπρέπειά μου μπροστά σου και θα πω το όνομά μου μπροστά σου: “Κύριος”. Θα συγχωρώ εκείνον που θέλω να συγχωρήσω και θα σπλαχνίζομαι εκείνον που θέλω να σπλαχνιστώ. Δε θα μπορέσεις όμως», του λέει, «να δεις το πρόσωπό μου, γιατί κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να με δει και να μείνει ζωντανός». Μετά πρόσθεσε ο Κύριος: «Να μια θέση κοντά μου. Στάσου πάνω στο βράχο. Και όταν θα διαβαίνω μέσα στη δόξα της παρουσίας μου, θα σε βάλω στη σχισμή του βράχου, και θα σε σκεπάσω με το χέρι μου ώσπου να περάσω. Μετά θα πάρω το χέρι μου και θα δεις τα νώτα μου· το πρόσωπό μου όμως δεν θα το δεις». Ο Κύριος είπε στο Μωυσή: «Κόψε δύο πέτρινες πλάκες σαν τις προηγούμενες, για να γράψω πάνω σ’ αυτές τους λόγους που ήταν σ’ εκείνες που έσπασες. Να είσαι έτοιμος νωρίς αύριο το πρωί ν’ ανεβείς στο όρος Σινά. Θα σταθείς εκεί μπροστά μου, στην κορυφή του βουνού. Κανένας δε θ’ ανεβεί μαζί σου και κανένας δε θα εμφανιστεί πουθενά σ’ όλη την περιοχή του βουνού. Ούτε πρόβατα ούτε βόδια θα βόσκουν στους πρόποδες». Ο Μωυσής λάξεψε δύο πλάκες από πέτρα σαν τις πρώτες και νωρίς το πρωί σηκώθηκε κι ανέβηκε στο όρος Σινά, όπως τον είχε διατάξει ο Κύριος. Πήρε στα χέρια του και τις δυο πλάκες. Ο Κύριος κατέβηκε μέσα σε σύννεφο και στάθηκε κοντά του και είπε το όνομά του: «Κύριος». Έπειτα πέρασε μπροστά από το Μωυσή και φώναξε: «Εγώ είμαι ο Κύριος, ο Κύριος ο Θεός. Είμαι γεμάτος καλοσύνη και έλεος, υπομονετικός, πιστός και πρόθυμος να συγχωρήσω. Δίνω τη χάρη μου σε χιλιάδες. Συγχωρώ την ανομία, τα σφάλματα, την αμαρτία. Αλλά και δεν αφήνω τίποτε ατιμώρητο. Η τιμωρία για τις ανομίες των πατέρων πέφτει στα παιδιά τους και στων παιδιών τους τα παιδιά, ως την τρίτη και την τέταρτη γενιά». Τότε ο Μωυσής έπεσε με βιάση στη γη και προσκύνησε. «Αν λοιπόν έχω την εύνοιά σου, Κύριέ μου», του είπε, «τότε σε ικετεύω να έρθεις μαζί μας, γιατί αυτός ο λαός είναι απείθαρχος. Συγχώρησε την ανομία μας και την αμαρτία μας και λογάριασέ μας για λαό σου». Τότε ο Κύριος είπε στο Μωυσή: «Εγώ θα συνάψω διαθήκη μπροστά σ’ ολόκληρο το λαό σου. Θα κάνω θαύματα τέτοια, που όμοια τους δεν έγιναν πουθενά σ’ όλη τη γη, σε κανένα έθνος. Και όλος ο λαός που σε περιβάλλει θα δει τα έργα μου, γιατί θα είναι φοβερά αυτά που εγώ, ο Κύριος, θα κάνω μέσω εσού. Τηρήστε τις εντολές που σήμερα σας δίνω, κι εγώ θα διώξω από μπροστά σας τους Αμορραίους, τους Χαναναίους, τους Χετταίους, τους Φερεζαίους, τους Ευαίους και τους Ιεβουσαίους. Προσέξτε να μην κάνετε συνθήκη με τους κατοίκους της χώρας στην οποία θα μπείτε, γιατί αυτό θα μπορούσε να γίνει παγίδα για σας. Αντίθετα, να καταστρέψετε τα θυσιαστήρια τους, να συντρίψετε τις λίθινες και τις ξύλινες λατρευτικές τους στήλες. »Δεν επιτρέπεται να προσκυνήσετε άλλο θεό, γιατί εγώ, ο Κύριος, δεν ανέχομαι αντίζηλους. Το όνομά μου είναι “Θεός που απαιτεί αποκλειστικότητα”. Να μη συνάψετε, λοιπόν, συνθήκη με τους κατοίκους της χώρας εκείνης, γιατί, όταν αυτοί τελούν λατρεία αθέμιτη στους θεούς τους και θυσιάζουν σ’ αυτούς, υπάρχει φόβος να σας προσκαλέσουν να φάτε απ’ αυτά που θυσιάζουν. Μπορεί ακόμη να πάρετε από τις θυγατέρες τους γυναίκες για τους γιους σας, κι αυτές να πορνεύσουν, ακολουθώντας τους θεούς τους και να παρασύρουν έτσι τα παιδιά σας στην ειδωλολατρία. »Να μην κάνετε είδωλα θεών χυτά για να τα λατρεύετε. »Να τηρείτε τη γιορτή των Αζύμων. Εφτά μέρες θα τρώτε άζυμο ψωμί το μήνα Αβίβ, όπως σας έχω διατάξει, γιατί αυτό το μήνα βγήκατε από την Αίγυπτο. »Κάθε πρωτότοκος γιος σας θα ανήκει σ’ εμένα, καθώς και κάθε πρωτογέννητο αρσενικό από τα ζώα σας, είτε είναι βόδια είτε πρόβατα. Το πρωτογέννητο πουλάρι όμως θα το εξαγοράζετε μ’ ένα πρόβατο ή μ’ ένα κατσίκι. Κι αν δεν θέλετε να το εξαγοράσετε, θα του σπάζετε τον τράχηλο. Επίσης θα εξαγοράζετε κάθε πρωτότοκο γιο σας. Δε θα εμφανίζεστε μπροστά μου με άδεια χέρια. »Έξι μέρες θα εργάζεστε, αλλά την έβδομη θα αναπαύεστε, είτε είναι εποχή οργώματος είτε συγκομιδής. »Θα γιορτάζετε τη γιορτή των Εβδομάδων (στο θερισμό των πρώτων σιτηρών) και τη γιορτή της Συγκομιδής (των πρώτων καρπών) το φθινόπωρο. Τρεις φορές το χρόνο όλοι οι άντρες σας θα πρέπει να παρουσιάζονται μπροστά σ’ εμένα, το Θεό του λαού Ισραήλ. Τρεις φορές το χρόνο θα παρουσιάζεστε μπροστά σ’ εμένα, το Θεό σας, όταν θα έχω διώξει από μπροστά σας τα άλλα έθνη για να σας δώσω τα εδάφη τους και κανείς πια δε θα έχει βλέψεις στη χώρα σας. »Δεν πρέπει να μου προσφέρετε ένζυμο ψωμί όταν θυσιάζετε ένα ζώο σ’ εμένα. Κρέας από την πασχαλινή θυσία δεν πρέπει να το φυλάτε ως την άλλη μέρα το πρωί. »Τα καλύτερα από τα πρώτα προϊόντα του αγρού σας θα τα φέρνετε στον οίκο του Κυρίου, του Θεού σας. Δεν πρέπει όμως να βράζετε το κατσικάκι στο γάλα της μάνας του». Τέλος ο Κύριος είπε στο Μωυσή: «Γράψε αυτά που σου λέω, γιατί με βάση αυτά τα λόγια εγώ θα συνάψω διαθήκη μαζί σου και με τους Ισραηλίτες». Ο Μωυσής έμεινε εκεί μαζί με τον Κύριο σαράντα μερόνυχτα. Ψωμί δεν έφαγε και νερό δεν ήπιε. Και έγραψε στις πλάκες τους λόγους της διαθήκης, τις δέκα εντολές. Όταν ο Μωυσής κατέβαινε από το όρος Σινά και οι δυο πλάκες του νόμου ήταν στα χέρια του, δεν ήξερε ότι το δέρμα του προσώπου του είχε γίνει λαμπερό όση ώρα μιλούσε με το Θεό, και ακτινοβολούσε. Ο Ααρών και όλος ο λαός κοίταξαν το Μωυσή, και είδαν ότι το δέρμα του προσώπου του έλαμπε· γι’ αυτό φοβόντουσαν να τον πλησιάσουν. Ο Μωυσής όμως τους κάλεσε, και τότε ο Ααρών και όλοι οι άρχοντες της κοινότητας πήγαν κοντά του κι αυτός τους μίλησε. Ύστερα πλησίασαν κι οι υπόλοιποι Ισραηλίτες, κι ο Μωυσής τούς ανακοίνωσε όλες τις εντολές που του είχε δώσει ο Κύριος στο όρος Σινά. Όταν ο Μωυσής τελείωσε τη συνομιλία του μαζί τους σκέπασε το πρόσωπό του μ’ ένα κάλυμμα. Κάθε φορά που ο Μωυσής ερχόταν ενώπιον του Κυρίου για να μιλήσει μαζί του, έβγαζε το κάλυμμα, ως την ώρα που έβγαινε από τη σκηνή και ανακοίνωνε στο λαό τις εντολές που του είχαν δοθεί. Τότε οι Ισραηλίτες έβλεπαν ότι το πρόσωπό του έλαμπε. Ύστερα έβαζε πάλι το κάλυμμα στο πρόσωπό του, ώσπου να ξαναμπεί στη σκηνή και να μιλήσει με τον Κύριο. Ο Μωυσής συγκέντρωσε όλη την κοινότητα των Ισραηλιτών και τους είπε: «Αυτές είναι οι εντολές που ο Κύριος διέταξε να τηρούμε: “Έξι μέρες θα εργάζεστε, η έβδομη όμως θα είναι για σας μέρα ανάπαυσης, αφιερωμένη σ’ εμένα τον Κύριο. Όποιος εργαστεί τότε, πρέπει να υποστεί την ποινή του θανάτου. Δε θ’ ανάβετε ούτε φωτιά στα σπίτια σας μέρα Σάββατο”». Ο Μωυσής είπε στην κοινότητα των Ισραηλιτών: «Αυτή την εντολή έδωσε ο Κύριος: Να κάνετε μια συνεισφορά στον Κύριο απ’ αυτά που έχετε. Όποιος έχει διάθεση, ας προσφέρει με την καρδιά του το δώρο του στον Κύριο, χρυσάφι, ασήμι ή χαλκό· μαλλί βαμμένο πορφυρό, γαλάζιο ή κόκκινο· λεπτό λινό και κατσικίσιο μαλλί· κόκκινα δέρματα κριαριών, δέρματα φώκιας, ξύλα ακακίας, λάδι για τη λυχνία, αρωματικές ύλες για το λάδι του χρίσματος και για το εύοσμο θυμίαμα, λίθους όνυχες κι άλλα πολύτιμα πετράδια για το εφώδ, και για το επιστήθιο». «Όσοι από σας είναι τεχνίτες επιδέξιοι, ας έρθουν να κατασκευάσουν αυτά που διέταξε ο Κύριος: Την κιβωτό της διαθήκης, τη σκηνή με τους τάπητες και το προστατευτικό της κάλυμμα, τους κρίκους της και τις σανίδες της, τις δοκούς, τους στύλους της και τις βάσεις της· την κιβωτό και τις δοκούς της, το ιλαστήριο το χρυσό, και το διαχωριστικό καταπέτασμα· την τράπεζα με τις δοκούς της, τα σκεύη της και τους άρτους της προθέσεως· τη λυχνία για το φωτισμό και τα εξαρτήματά της, τους λύχνους της και το λάδι για το φως, το θυσιαστήριο του θυμιάματος και τις δοκούς του, το λάδι του χρίσματος και το εύοσμο θυμίαμα, και το παραπέτασμα για την είσοδο της σκηνής. Ακόμη θα κατασκευάσετε το θυσιαστήριο των ολοκαυτωμάτων και το χάλκινο κιγκλίδωμά του, τις δοκούς του και τα εξαρτήματά του, τη λεκάνη και τη βάση της· τα παραπετάσματα της αυλής, τους στύλους τους και τις βάσεις τους· το παραπέτασμα της εισόδου της αυλής, τους στύλους της σκηνής και τους στύλους της αυλής μαζί με τα σχοινιά τους· τα μεγαλοπρεπή ενδύματα για την τελετουργία στο αγιαστήριο, την ιερή στολή του ιερέα Ααρών και των γιων του, για όταν θα τελούν τα ιερατικά τους καθήκοντα». Έφυγε λοιπόν η κοινότητα των Ισραηλιτών από το Μωυσή· κι όσοι είχαν τη διάθεση ήρθαν κι έφεραν τη συνεισφορά τους για να κατασκευαστεί η σκηνή του Μαρτυρίου, τα εξαρτήματά της και οι ιερές στολές. Όσοι ήθελαν, άντρες και γυναίκες, έφερναν βραχιόλια, σκουλαρίκια, δαχτυλίδια και κάθε είδος χρυσό κόσμημα και τ’ αφιέρωναν όλα ενώπιον του Κυρίου. Καθένας που του βρισκόταν μαλλί βαμμένο πορφυρό, γαλάζιο ή κόκκινο, λεπτό λινό, μαλλί κατσίκας, δέρματα κριαριών βαμμένα κόκκινα, ή τομάρια, τα έφερνε. Όλοι όσοι ήθελαν να προσφέρουν ασήμι ή χαλκό, έφερναν την εισφορά τους ενώπιον του Κυρίου· και όλοι όσοι είχαν ξύλα ακακίας κατάλληλα για οποιαδήποτε εργασία, τα έφερναν κι αυτοί. Ακόμη, όσες γυναίκες ήξεραν καλά την τέχνη, έφερναν λεπτό λινό και μαλλί βαμμένο πορφυρό, γαλάζιο ή κόκκινο, κλωσμένο με τα χέρια τους. Άλλες τεχνίτρες έκλωθαν το κατσικίσιο μαλλί. Οι αρχηγοί έφερναν τους λίθους από όνυχα και τα πολύτιμα πετράδια για το εφώδ και το επιστήθιο· τις αρωματικές ύλες και το λάδι για τη λυχνία, για το χρίσμα, και για το εύοσμο θυμίαμα. Όσοι Ισραηλίτες, άντρες και γυναίκες, είχαν τη διάθεση να συνεισφέρουν για την κατασκευή των έργων που είχε διατάξει ο Κύριος με το Μωυσή, έφεραν πρόθυμα τις προσφορές τους ενώπιον του Κυρίου. Ο Μωυσής είπε στους Ισραηλίτες: «Ακούστε: Ο Κύριος επέλεξε το Βεσαλεήλ, γιο του Ουρία και εγγονό του Χούρ, από τη φυλή Ιούδα, επεξεργάζεται πολύτιμους λίθους και τους συναρμόζει, κάνει ξυλοτεχνία και εκτελεί κάθε καλλιτεχνική εργασία. Ο Κύριος του έχει δώσει επίσης την ικανότητα να διδάσκει και τον Ολιάβ, γιο του Αχισαμάχ, από τη φυλή Δαν. Τους έδωσε επιδεξιότητα να κάνουν τη δουλειά του σμιλευτή πολύτιμων λίθων, του σχεδιαστή, του υφαντή πορφυρού, γαλάζιου και κόκκινου μαλλιού, του υφαντή λεπτού λινού και κάθε άλλου είδους υφάσματος. Έχουν την ικανότητα να κάνουν κάθε άλλη τεχνική εργασία, και είναι επιδέξιοι σχεδιαστές. »Έτσι, ο Βεσαλεήλ, ο Ολιάβ και οι υπόλοιποι τεχνίτες, στους οποίους ο Θεός έχει δώσει την απαραίτητη ικανότητα, γνώση και αντίληψη για κάθε τεχνική εργασία, θα κατασκευάσουν καθετί που θα χρειαστεί για τη λατρεία μέσα στο αγιαστήριο, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κυρίου». Ο Μωυσής κάλεσε το Βεσαλεήλ, τον Ολιάβ και τους τεχνίτες, στους οποίους ο Κύριος είχε δώσει ιδιαίτερη ικανότητα και που είχαν τη διάθεση να αναλάβουν τις εργασίες και να τις εκτελέσουν, και τους παρέδωσε όλες τις συνεισφορές που είχαν προσφέρει οι Ισραηλίτες για το αγιαστήριο, για να αρχίσουν την κατασκευή του. Ωστόσο, ο λαός συνέχιζε να φέρνει κάθε πρωί στο Μωυσή τις προσφορές του. Τότε οι τεχνίτες που ήταν απασχολημένοι με την κατασκευή του αγιαστηρίου, διέκοψαν τις εργασίες τους κι ήρθαν στο Μωυσή και του είπαν: «Ο λαός προσφέρει περισσότερα απ’ όσα χρειάζονται για την εκτέλεση αυτών που διέταξε ο Κύριος». Αμέσως ο Μωυσής έδωσε εντολή ν’ αναγγελθεί στο στρατόπεδο να μην ετοιμάζει κανένας πια συνεισφορές για το αγιαστήριο, ούτε άντρας ούτε γυναίκα. Έτσι, ο λαός σταμάτησε να προσφέρει. Το υλικό που είχαν φέρει ήταν αρκετό για ολόκληρη την εργασία που έπρεπε να κάνουν κι ακόμα περισσότερο. Οι πιο επιδέξιοι από τους τεχνίτες απασχολήθηκαν στην κατασκευή της σκηνής. Έκαναν δέκα τάπητες από ανθεκτικό λινό, υφασμένο με πορφυρό γαλάζιο και κόκκινο μαλλί, και διακοσμημένους με χερουβίμ. Το μάκρος κάθε τάπητα ήταν είκοσι οκτώ πήχεις και το πλάτος τέσσερις. Όλοι είχαν το ίδιο μέγεθος, και τους σύνδεσαν ανά πέντε. Ύστερα κατασκεύασαν θηλιές από γαλάζιο λινό στην άκρη του τελευταίου τάπητα της πρώτης συναρμογής. Το ίδιο έκαναν και στην άκρη του τελευταίου τάπητα της δεύτερης συναρμογής. Πενήντα θηλιές έκαναν στον ένα τάπητα και πενήντα στον άλλο, που ανήκε στη δεύτερη συναρμογή. Οι θηλιές ήταν η μια απέναντι στην άλλη. Κατασκεύασαν και πενήντα χρυσά άγκιστρα, με τα οποία σύνδεσαν τον ένα τάπητα με τον άλλο, ώστε η σκηνή να γίνει ενιαία. Μετά κατασκεύασαν έντεκα τάπητες από τρίχες κατσίκας για σκέπασμα πάνω από τη σκηνή. Το μάκρος κάθε τάπητα ήταν τριάντα πήχεις και το πλάτος του τέσσερις. Και οι έντεκα τάπητες είχαν το ίδιο μέγεθος. Σύνδεσαν τους πέντε τάπητες, ώστε ν’ αποτελούν ένα σώμα, και τους άλλους έξι για να αποτελούν επίσης ένα σώμα. Έκαναν πενήντα θηλιές στην άκρη του τελευταίου τάπητα στο σημείο σύνδεσης, κι άλλες πενήντα θηλιές στην άκρη του άλλου τάπητα, στο σημείο σύνδεσης. Τέλος κατασκεύασαν πενήντα χάλκινα άγκιστρα για να συνδέσουν τους τάπητες της σκηνής, ώστε ν’ αποτελέσουν ένα σύνολο. Έπειτα κατασκεύασαν ένα ακόμη κάλυμμα για τη σκηνή από κόκκινα δέρματα κριαριών, κι από πάνω άλλο ένα σκέπασμα από τομάρια. Στη συνέχεια, κατασκεύασαν τις σανίδες για το αγιαστήριο από ξύλο ακακίας, που τοποθετήθηκαν όρθιες. Το μάκρος κάθε σανίδας ήταν δέκα πήχεις και το πλάτος ενάμισυς πήχυς. Κάθε σανίδα είχε δύο προεξοχές παράλληλες μεταξύ τους. Μ’ αυτό τον τρόπο κατασκεύασαν όλες τις σανίδες της σκηνής. Έκαναν είκοσι σανίδες για τη νότια πλευρά. Κάτω από τις είκοσι σανίδες κατασκεύασαν σαράντα ασημένιες βάσεις, δύο βάσεις κάτω από κάθε σανίδα για τις δύο προεξοχές της. Για τη βορινή πλευρά κατασκεύασαν άλλες είκοσι σανίδες, και τις σαράντα ασημένιες βάσεις τους, δύο βάσεις κάτω από την κάθε σανίδα. Για τη δυτική πλευρά κατασκεύασαν έξι σανίδες και δυο σανίδες κατασκεύασαν για τις γωνιές της σκηνής στο πίσω μέρος. Αυτές ήταν διπλές, ενωμένες μαζί από κάτω στο δάπεδο μέχρι την κορυφή, δηλαδή στο ύψος του πρώτου συνδετικού κρίκου. Έτσι έκαναν με όλες τις γωνιακές σανίδες. Αυτές ήταν οχτώ για όλο το οίκημα, με δεκαέξι ασημένιες βάσεις, δύο κάτω από κάθε σανίδα. Μετά κατασκεύασαν πέντε δοκούς από ξύλο ακακίας, για να συγκρατούν τις σανίδες της μιας πλευράς του οικήματος· πέντε δοκούς για τις σανίδες της δεύτερης πλευράς και πέντε για τις σανίδες της δυτικής πλευράς του οικήματος. Τη μεσαία συνδετική δοκό στη μέση του ύψους των σανίδων την έκαναν διαμπερή, από το ένα άκρο στο άλλο. Επιχρύσωσαν τις σανίδες και κατασκεύασαν από χρυσάφι τους κρίκους απ’ όπου θα περνούσαν οι δοκοί, που κι αυτές τις επιχρύσωσαν. Οι τεχνίτες κατασκεύασαν το καταπέτασμα από ανθεκτικό λινό, υφασμένο με γαλάζιο, πορφυρό και κόκκινο μαλλί και το διακόσμησαν με χερουβίμ. Κατασκεύασαν τέσσερις στύλους από ξύλο ακακίας για να το κρατούν και τους επιχρύσωσαν. Τα άγκιστρά τους τα έκαναν από χρυσάφι, και έχυσαν γι’ αυτούς τέσσερις ασημένιες βάσεις. Για την είσοδο της σκηνής κατασκεύασαν παραπέτασμα από ανθεκτικό λινό, υφασμένο με πορφυρό, γαλάζιο και κόκκινο μαλλί, κεντημένο καλλιτεχνικά. Έκαναν τους πέντε στύλους και τα άγκιστρα και επιχρύσωσαν τα κιονόκρανά τους και τους κρίκους τους· επίσης κατασκεύασαν και πέντε χάλκινες βάσεις για να στηρίζονται. Ο Βεσαλεήλ κατασκεύασε την κιβωτό από ξύλο ακακίας, δυόμισυ πήχεις το μάκρος της, ενάμισυ το πλάτος της και ενάμισυ το ύψος της. Την έντυσε με καθαρό χρυσάφι από μέσα κι απ’ έξω, και κατασκεύασε μια χρυσή στεφάνη γύρω γύρω. Έχυσε τέσσερις χρυσούς κρίκους και τους προσάρμοσε στις τέσσερις γωνιές της για να την κρατούν, δυο κρίκους από τη μία πλευρά και δυο από την άλλη. Επίσης κατασκεύασε δοκούς από ξύλο ακακίας, τις επιχρύσωσε και τις πέρασε μέσα από τους κρίκους, στις πλευρές της κιβωτού, για να τη σηκώνουν. Έπειτα κατασκεύασε το ιλαστήριο από καθαρό χρυσάφι, δυόμισυ πήχεις το μάκρος της και ενάμισυ το πλάτος της. Κατασκεύασε δύο χρυσά χερουβίμ από χρυσάφι σφυρηλατημένο στις δυο άκρες του ιλαστηρίου. Τα χερουβίμ τα έκανε ένα σώμα με το ιλαστήριο στις δύο άκρες του: ένα χερούβ στη μια άκρη κι ένα στην άλλη. Είχαν τις φτερούγες ανοιχτές προς τα πάνω, ώστε να σκεπάζουν μ’ αυτές το ιλαστήριο· ήταν τοποθετημένα αντικρυστά και τα πρόσωπά τους ήταν στραμμένα προς το ιλαστήριο. Μετά ο Βεσαλεήλ κατασκεύασε την τράπεζα από ξύλο ακακίας, δύο πήχεις το μάκρος της, έναν πήχυ το πλάτος της και ενάμισυ το ύψος της. Την επιχρύσωσε με καθαρό χρυσάφι και κατασκεύασε γύρω γύρω μια χρυσή στεφάνη. Στις τέσσερις πλευρές της έκανε ένα πλαίσιο μιας παλάμης και γύρω του έβαλε μια χρυσή στεφάνη. Έχυσε γι’ αυτήν τέσσερις κρίκους χρυσούς, και τους έβαλε στις τέσσερις γωνίες, πάνω από τα τέσσερα πόδια της. Μετά κατασκεύασε τα σκεύη που θα ήταν πάνω στην τράπεζα: δίσκους, λεκάνες, ποτήρια, και τις κανάτες με τις οποίες έκαναν τις σπονδές –όλα από καθαρό χρυσάφι. Έπειτα ο Βεσαλεήλ κατασκεύασε τη λυχνία από καθαρό χρυσάφι σφυρηλατημένο, ολόκληρη ένα σώμα: ο κορμός της, οι λαβές της, οι ροΐσκοι, οι κάλυκες των λουλουδιών της και τα πέταλά τους. Από τα πλάγια της λυχνίας έβγαιναν έξι κλάδοι, τρεις από τη μια πλευρά και τρεις από την άλλη. Κάθε κλάδος ήταν διακοσμημένος με τρεις κάλυκες άνθους μυγδαλιάς, ροΐσκους και άνθη. Έτσι και οι έξι κλάδοι της λυχνίας ήταν ομοιόμορφοι. Στον κορμό της λυχνίας υπήρχαν τέσσερις κάλυκες άνθους μυγδαλιάς, και οι αντίστοιχοι ροΐσκοι και τα άνθη. Υπήρχε ένας ροΐσκος κάτω από κάθε ζεύγος των κλάδων της λυχνίας· τρεις ροΐσκοι συνολικά για τους έξι κλάδους. Οι ροΐσκοι και οι κλάδοι ήταν ένα σώμα με τη λυχνία. Όλο το έργο έγινε από καθαρό χρυσάφι σφυρηλατημένο. Έπειτα κατασκεύασε τους εφτά λύχνους της, τις λαβίδες και τις σταχτοθήκες της από καθαρό χρυσάφι. Για να κατασκευάσει τη λυχνία και τα εξαρτήματά της χρησιμοποίησε ένα τάλαντο καθαρό χρυσάφι. Για την καύση του θυμιάματος ο Βεσαλεήλ κατασκεύασε θυσιαστήριο από ξύλο ακακίας· το μάκρος του ήταν ένας πήχυς και το πλάτος του επίσης ένας πήχυς· ήταν τετράγωνο ύψους δύο πήχεων. Τα κέρατά του ήταν ενιαία μ’ αυτό. Το επιχρύσωσε όλο με καθαρό χρυσάφι: την πλάκα του, τα τοιχώματά του γύρω γύρω, και τα κέρατά του. Γύρω γύρω έκανε μια χρυσή στεφάνη. Ακόμη του έκανε δύο χρυσούς κρίκους και τους εφάρμοσε κάτω από τη στεφάνη, στις δύο παράλληλες πλευρές του, απ’ τους οποίους θα περνούσαν τις δοκούς για να το μεταφέρουν. Τις δοκούς τις κατασκεύασε από ξύλο ακακίας και τις επιχρύσωσε. Ύστερα ένας αρωματοποιός κατασκεύασε το άγιο λάδι του χρίσματος και το καθαρό, εύοσμο θυμίαμα. Για τα ολοκαυτώματα ο Βεσαλεήλ κατασκεύασε θυσιαστήριο από ξύλο ακακίας· το μάκρος του ήταν πέντε πήχεις και το πλάτος του επίσης πέντε· ήταν τετράγωνο ύψους τριών πήχεων. Τα κέρατα που του έφτιασε στις τέσσερις γωνίες ήταν ένα σώμα μ’ αυτό, και το επένδυσε όλο με χαλκό. Επίσης κατασκεύασε όλα τα εξαρτήματα του θυσιαστηρίου: τους λέβητες, τα φτυάρια, τις λεκάνες, τα πιρούνια και τις σχάρες, όλα από χαλκό. Για το θυσιαστήριο κατασκεύασε ένα κιγκλίδωμα με χάλκινο πλέγμα, κάτω από τη χοάνη του, που έφτανε στο μισό του ύψους του. Τη λεκάνη και τη βάση της ο Βεσαλεήλ τις κατασκεύασε από χαλκό, από τα κάτοπτρα των γυναικών που υπηρετούσαν στην είσοδο της σκηνής του Μαρτυρίου. Στη συνέχεια ο Βεσαλεήλ κατασκεύασε την αυλή. Για τη νότια πλευρά της, έφτιαξε παραπετάσματα από ανθεκτικό λινό, εκατό πήχεις μάκρος και τα στερέωσε σε είκοσι χάλκινους στύλους, τοποθετημένους στις χάλκινες βάσεις τους· τα άγκιστρα και τους κρίκους των στύλων τα έκανε από ασήμι. Για τη βόρεια πλευρά κατασκεύασε παραπετάσματα εκατό πήχεις μάκρος. Οι είκοσι στύλοι τους με τις βάσεις τους έγιναν επίσης από χαλκό· τα άγκιστρα και οι κρίκοι των στύλων από ασήμι. Για τη δυτική πλευρά κατασκεύασε παραπετάσματα πενήντα πήχεις μάκρος· δέκα στύλους γι’ αυτά, με τις βάσεις τους· τα άγκιστρα και οι κρίκοι των στύλων ήταν επίσης από ασήμι. Για την ανατολική πλευρά κατασκεύασε παραπετάσματα πενήντα πήχεις μάκρος. Από τη μια πλευρά της εισόδου τα παραπετάσματα είχαν μάκρος δεκαπέντε πήχεις, στερεωμένα σε τρεις στύλους με τις τρεις βάσεις τους. Το ίδιο κι από την άλλη πλευρά της εισόδου: Τα παραπετάσματα ήταν δεκαπέντε πήχεις μάκρος, με τους τρεις στύλους τους και τις τρεις βάσεις τους. Όλα τα παραπετάσματα γύρω από την αυλή ήταν από ανθεκτικό λινό. Οι βάσεις των στύλων ήταν από χαλκό, τα άγκιστρα και οι κρίκοι τους από ασήμι και τα κιονόκρανά τους επαργυρωμένα· οι στεφάνες όλων των στύλων της αυλής ήταν από ασήμι. Το παραπέτασμα της εισόδου της αυλής ήταν από ανθεκτικό λινό, υφασμένο με γαλάζιο, πορφυρό και κόκκινο μαλλί, κεντημένο καλλιτεχνικά· είχε είκοσι πήχεις μάκρος και πέντε πήχεις ύψος, όσο και το πλάτος των παραπετασμάτων της αυλής. Ήταν στερεωμένο σε τέσσερις χάλκινους στύλους. Οι βάσεις των στύλων ήταν χάλκινες και τα άγκιστρά τους ασημένια, όπως και τα κιονόκρανά τους και τα στεφάνια τους. Όλοι οι στύλοι της σκηνής και της αυλής ολόγυρα ήταν από χαλκό. Ακολουθεί κατάλογος των ποσοτήτων των διαφόρων μετάλλων που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή της σκηνής του Μαρτυρίου. Η δαπάνη αυτή έγινε από τους Λευίτες με διαταγή του Μωυσή και υπό την επιστασία του Ιθάμαρ, γιου του ιερέα Ααρών. Ο Βεσαλεήλ, γιος του Ουρία και εγγονός του Χουρ, από τη φυλή Ιούδα, κατασκεύασε όλα όσα ο Κύριος διέταξε το Μωυσή. Μαζί του ήταν ο Ολιάβ, γιος του Αχισαμάχ από τη φυλή Δαν. Αυτός ήταν σμιλευτής πολύτιμων λίθων, σχεδιαστής, κεντητής μαλλιού γαλάζιου, κόκκινου και πορφυρού και επίσης κεντητής του λινού. Το χρυσάφι που προσφέρθηκε και δαπανήθηκε για όλη την εργασία του αγιαστηρίου έφτασε τα είκοσι εννέα τάλαντα και εφτακόσιους τριάντα σίκλους, με βάση τον ιερό σίκλο. Το ασήμι που συνάχθηκε από την απογραφή της κοινότητας έφτασε τα εκατό τάλαντα και χίλιους εφτακόσιους εβδομήντα πέντε σίκλους, με βάση τον ιερό σίκλο. Η ποσότητα αυτή αντιστοιχεί σε μισό σίκλο κατά άτομο, με βάση τον ιερό σίκλο, για όλους όσους απογράφτηκαν από είκοσι χρόνων και πάνω. Αυτοί ήταν εξακόσιες τρεις χιλιάδες πεντακόσια πενήντα άτομα. Τα εκατό τάλαντα ασήμι δαπανήθηκαν για να χυθούν οι βάσεις του αγιαστηρίου και οι βάσεις του καταπετάσματος –ένα τάλαντο για κάθε βάση. Με τους χίλιους εφτακόσιους εβδομήντα πέντε σίκλους κατασκευάστηκαν τα άγκιστρα των στύλων, επαργυρώθηκαν τα κιονόκρανά τους και έγιναν οι στεφάνες τους. Ο χαλκός που προσφέρθηκε και δαπανήθηκε έφτασε τα εβδομήντα τάλαντα και δύο χιλιάδες τετρακόσιους σίκλους. Μ’ αυτόν κατασκευάστηκαν οι βάσεις της εισόδου της σκηνής του Μαρτυρίου, το χάλκινο θυσιαστήριο με το χάλκινο πλέγμα και όλα τα σκεύη του θυσιαστηρίου· οι στύλοι της αυλής γύρω γύρω, και της εισόδου της, με τις βάσεις τους, και οι στύλοι του οικήματος. Από μαλλί κυανό, πορφυρό και κόκκινο ο Βεσαλεήλ και ο Ολιάβ κατασκεύασαν μεγαλοπρεπείς ενδυμασίες για την υπηρεσία στο αγιαστήριο. Κατασκεύασαν τις ιερές στολές του Ααρών, όπως είχε διατάξει ο Κύριος το Μωυσή. Κατασκεύασαν το εφώδ από ανθεκτικό λινό υφασμένο με γαλάζιο, πορφυρό και κόκκινο μαλλί και κεντημένο με χρυσή κλωστή. Έπειτα σφυρηλάτησαν χρυσάφι σε φύλλα, τα έκοψαν σε σύρματα, και τα πέρασαν από μέσα από το λινό το υφασμένο με κυανό, πορφυρό και ερυθρό μαλλί ώστε να είναι καλλιτεχνική εργασία. Για το εφώδ κατασκεύασαν δύο φαρδιές τιράντες, προσαρμοσμένες στις δύο άκρες από πάνω. Η ζώνη του αποτελούσε ένα σώμα μ’ αυτό, καμωμένη από ανθεκτικό λινό υφασμένο με γαλάζιο, πορφυρό και κόκκινο μαλλί, κεντημένο με χρυσή κλωστή, όπως είχε διατάξει ο Κύριος το Μωυσή. Ακόμα επεξεργάστηκαν τους λίθους από όνυχα και τους τοποθέτησαν τον καθένα μέσα σε χρυσή στεφάνη, και χάραξαν πάνω τους σαν σφραγίδες, τα ονόματα των γιων του Ισραήλ. Τους λίθους αυτούς τους τοποθέτησαν στους ώμους του εφώδ, για να υπενθυμίζουν τις δώδεκα φυλές των Ισραηλιτών στον Κύριο, όπως ο ίδιος είχε διατάξει το Μωυσή. Κατασκεύασαν το επιστήθιο με υφαντουργική τέχνη, από τα ίδια υλικά όπως του εφώδ: ανθεκτικό λινό υφασμένο με γαλάζιο, πορφυρό και κόκκινο μαλλί, κεντημένο με χρυσή κλωστή. Το επιστήθιο ήταν μια τετράγωνη θήκη, μιας σπιθαμής μήκους και μιας πλάτους· την επιφάνειά του την κάλυψαν με τέσσερις σειρές πολύτιμους λίθους: η πρώτη σειρά είχε ένα ρουμπίνι, ένα χρυσόλιθο και ένα σμαράγδι. Η δεύτερη σειρά είχε ένα μαλαχίτη, ένα ζαφείρι και ένα διαμάντι. Η τρίτη σειρά είχε έναν υάκινθο, έναν αχάτη και έναν αμέθυστο. Και η τέταρτη σειρά είχε ένα τοπάζι, έναν όνυχα και έναν ίασπι· κάθε λίθος ήταν μέσα σε χρυσό πλαίσιο. Πάνω σε κάθε λίθο ήταν χαραγμένο σαν σφραγίδα το όνομα ενός από τους δώδεκα γιους του Ιακώβ, συνολικά δώδεκα λίθοι, και καθένας αντιπροσώπευε μια από τις δώδεκα φυλές. Για το επιστήθιο έκαναν από καθαρό χρυσάφι αλυσίδες στριφτές σαν σχοινί. Κατασκεύασαν δύο χρυσούς κρίκους, τους έραψαν στις δύο πάνω άκρες του επιστηθίου, και έδεσαν τις δύο χρυσές αλυσίδες στους δύο κρίκους. Τις δύο άλλες άκρες των αλυσίδων τις έδεσαν στα δύο χρυσά πλαίσια των επωμίδων, κι έτσι κρεμάστηκε το επιστήθιο στις επωμίδες, στο μπροστινό μέρος του εφώδ. Μετά κατασκεύασαν δύο χρυσούς κρίκους και τους προσάρμοσαν στις δύο κάτω άκρες του επιστήθιου, από τη μέσα μεριά, εκείνη που ακουμπούσε στο εφώδ. Κατασκεύασαν κι άλλους δύο χρυσούς κρίκους και τους προσάρμοσαν στο κάτω μέρος του επιστήθιου, εκεί που καταλήγουν οι τιράντες του εφώδ, μπροστά, χαμηλά κοντά στο σημείο της σύνδεσης, πάνω από τη λινή ζώνη. Τέλος σύνδεσαν τους κρίκους του επιστήθιου με τους κρίκους του εφώδ με γαλάζιο κορδόνι. Έτσι το επιστήθιο στερεώθηκε πάνω στη ζώνη του εφώδ και δε μετακινιόταν, όπως είχε διατάξει ο Κύριος το Μωυσή. Έπειτα κατασκεύασαν το σάκο του εφώδ, υφαντό, ολόκληρον από καθαρό γαλάζιο μαλλί. Στο κέντρο υπήρχε ένα άνοιγμα για το κεφάλι και γύρω του μια παρυφή υφαντή, σαν αυτή του ανοίγματος του θώρακα, για να μη σκίζεται. Έπειτα κατασκεύασαν από λινό ύφασμα τους χιτώνες για τον Ααρών και τους γιους του, τη μίτρα για το κεφάλι του, τα κεφαλοκαλύμματα των ιερέων και τις περισκελίδες τους, όλα από λινό ύφασμα. Τη ζώνη την έκαναν από ανθεκτικό λινό υφασμένο με γαλάζιο, πορφυρό και κόκκινο μαλλί, κεντημένη καλλιτεχνικά, όπως είχε διατάξει ο Κύριος το Μωυσή. Επίσης κατασκεύασαν το έλασμα, την ιερή ένδειξη της αφιέρωσης, από καθαρό χρυσάφι και χάραξαν πάνω του σαν σφραγίδα τη φράση «Αφιερωμένος στον Κύριο». Μ’ ένα γαλάζιο κορδόνι το στερέωσαν πάνω στο κάλυμμα του κεφαλιού, όπως είχε διατάξει ο Κύριος το Μωυσή. Έτσι, τελείωσε όλη η εργασία της κατασκευής της σκηνής του Μαρτυρίου. Οι Ισραηλίτες τα κατασκεύασαν όλα, όπως είχε διατάξει ο Κύριος το Μωυσή. Και έφεραν το αγιαστήριο στο Μωυσή: τη σκηνή και όλο τον εξοπλισμό της, τους κρίκους, τις σανίδες, τις δοκούς, τους στύλους και τις βάσεις της· τα καλύμματα από κόκκινα δέρματα κριαριών κι από τομάρια, και το καταπέτασμα. Ακόμη έφεραν την κιβωτό του νόμου, τις δοκούς της και το ιλαστήριο· την τράπεζα με όλα τα σκεύη της και τους άρτους της προθέσεως· τη λυχνία από καθαρό χρυσάφι με όλη τη σειρά των λύχνων της, όλα τα εξαρτήματά της και το λάδι για το φωτισμό· το χρυσό θυσιαστήριο, το λάδι του χρίσματος, το εύοσμο θυμίαμα και το παραπέτασμα για την είσοδο της σκηνής· το χάλκινο θυσιαστήριο με το χάλκινο κιγκλίδωμά του, τις δοκούς του κι όλα τα εξαρτήματά του, και τη λεκάνη με τη βάση της. Έφεραν ακόμη τα παραπετάσματα της αυλής με τους στύλους τους και τις βάσεις τους· τα παραπέτασμα της εισόδου της αυλής, τα σχοινιά της και τους στύλους της, καθώς και όλα τα σκεύη για τη λειτουργία του οικήματος της σκηνής του Μαρτυρίου· τις μεγαλοπρεπείς ενδυμασίες για την τελετουργία στο αγιαστήριο, και την ιερή στολή του ιερέα Ααρών και των γιων του, που θα τις φορούσαν για να εκτελούν τα ιερατικά τους καθήκοντα. Οι Ισραηλίτες έκαναν όλη την εργασία σύμφωνα με τις διαταγές που είχε δώσει στο Μωυσή ο Κύριος. Όταν ο Μωυσής επιθεώρησε το έργο και είδε ότι όλα είχαν γίνει όπως ακριβώς είχε διατάξει ο Κύριος, ευλόγησε τους Ισραηλίτες. Τότε ο Κύριος είπε στο Μωυσή: «Την πρώτη μέρα του πρώτου μήνα, θα στήσεις τη σκηνή του Μαρτυρίου, το άγιο κατοικητήριο. Εκεί μέσα θα βάλεις την κιβωτό της διαθήκης και θα την κρύψεις πίσω από το καταπέτασμα. Θα βάλεις μέσα την τράπεζα, και θα τακτοποιήσεις πάνω σ’ αυτήν όλα της τα σκεύη· επίσης θα φέρεις μέσα τη λυχνία, και θα τοποθετήσεις τους λύχνους της. Θα βάλεις στη θέση του το χρυσό θυσιαστήριο του θυμιάματος μπροστά στην κιβωτό της διαθήκης και θα κρεμάσεις το παραπέτασμα της εισόδου της σκηνής. Επίσης θα βάλεις στη θέση του το θυσιαστήριο των ολοκαυτωμάτων μπροστά στην είσοδο της σκηνής του Μαρτυρίου. Θα τοποθετήσεις τη λεκάνη ανάμεσα στη σκηνή του Μαρτυρίου και στο θυσιαστήριο, και θα βάλεις μέσα νερό. Γύρω απ’ τη σκηνή θα στήσεις το περίφραγμα της αυλής και θα κρεμάσεις το παραπέτασμα της εισόδου της. »Θα πάρεις μετά από το λάδι του χρίσματος και θα χρίσεις τη σκηνή και όλα όσα βρίσκονται μέσα σ’ αυτήν· έτσι θα καθαγιαστεί μαζί με όλο τον εξοπλισμό της. Επίσης θα καθαγιάσεις το θυσιαστήριο των ολοκαυτωμάτων και όλο τον εξοπλισμό του, ώστε να είναι εντελώς άγιο. Τέλος θα χρίσεις τη λεκάνη και τη βάση της και θα την καθαγιάσεις. »Μετά θα φέρεις στην είσοδο της σκηνής του Μαρτυρίου τον Ααρών και τους γιους του και θα τους πλύνεις με νερό. Θα ντύσεις τον Ααρών με την ιερή στολή και θα τον χρίσεις· έτσι θα τον καθιερώσεις ώστε να υπηρετεί ως ιερέας μου. Θα πεις και στους γιους του να πλησιάσουν και θα τους ντύσεις με τους χιτώνες. Θα τους χρίσεις κι εκείνους, όπως θα έχεις χρίσει τον πατέρα τους, ώστε να υπηρετούν ως ιερείς μου. Με τη δύναμη του χρίσματος που θα λάβουν, η ιεροσύνη θα ανήκει σ’ αυτούς και σ’ όλες τις επόμενες γενιές τους για πάντα στο μέλλον». Ο Μωυσής έκανε όλα όσα τον διέταξε ο Κύριος. Και την πρώτη μέρα του πρώτου μήνα, του δεύτερου έτους μετά την έξοδό τους από την Αίγυπτο, στήθηκε η σκηνή του Μαρτυρίου. Ο Μωυσής έβαλε τις βάσεις του οικήματος, τοποθέτησε τις σανίδες του, πέρασε τις δοκούς και έστησε τους στύλους του. Ύστερα άπλωσε τους τάπητες της σκηνής πάνω από το οίκημα, κι από πάνω έβαλε το προστατευτικό κάλυμμα, όπως τον είχε διατάξει ο Κύριος. Ο Μωυσής πήρε τις πλάκες του νόμου και τις τοποθέτησε μέσα στην κιβωτό, πέρασε τις δοκούς της κι έβαλε από πάνω της το ιλαστήριο. Μετά έφερε την κιβωτό μέσα στο οίκημα και κρέμασε το καταπέτασμα που θα την έκρυβε, όπως τον είχε διατάξει ο Κύριος. Τοποθέτησε την τράπεζα μέσα στη σκηνή, στη βόρεια πλευρά του οικήματος, μπροστά στο καταπέτασμα. Πάνω της τακτοποίησε τους άρτους της προθέσεως ενώπιον του Κυρίου, όπως είχε διατάξει ο Κύριος το Μωυσή. Τοποθέτησε τη λυχνία μέσα στη σκηνή, απέναντι από την τράπεζα, στη νότια πλευρά του οικήματος, και άναψε τους λύχνους της ενώπιον του Κυρίου, όπως αυτός τον είχε διατάξει. Τοποθέτησε μέσα στη σκηνή, μπροστά στο καταπέτασμα, το χρυσό θυσιαστήριο, και άναψε πάνω σ’ αυτό το εύοσμο θυμίαμα, όπως τον είχε διατάξει ο Κύριος. Μετά κρέμασε το παραπέτασμα της εισόδου του οικήματος. Μπροστά στην είσοδο έβαλε το θυσιαστήριο των ολοκαυτωμάτων και πρόσφερε πάνω του το ολοκαύτωμα και τη θυσία των καρπών, όπως τον είχε διατάξει ο Κύριος. Έβαλε τη λεκάνη ανάμεσα στη σκηνή και στο θυσιαστήριο και έβαλε μέσα νερό για να πλένονται. Ο Μωυσής, ο Ααρών και οι γιοι του έπλυναν μ’ αυτό τα χέρια τους και τα πόδια τους. Έτσι πλένονταν κάθε φορά που έπρεπε να μπουν στη σκηνή του Μαρτυρίου ή να πλησιάσουν στο θυσιαστήριο, όπως είχε διατάξει ο Κύριος το Μωυσή. Τέλος ο Μωυσής έστησε το περίφραγμα της αυλής γύρω από τη σκηνή και το θυσιαστήριο, και κρέμασε το παραπέτασμα της εισόδου. Έτσι, τέλειωσε ο Μωυσής όλες τις εργασίες. Όσον καιρό διήρκεσε η πορεία του λαού, έβλεπαν όλοι τη νεφέλη της παρουσίας του Κυρίου να σκεπάζει τη σκηνή κάθε μέρα και μια πύρινη ανταύγεια πάνω της τη νύχτα. Αν θέλει να προσφέρει ολοκαύτωμα από τα βόδια του, το ζώο πρέπει να είναι αρσενικό, χωρίς ελάττωμα. Θα το προσφέρει στην είσοδο της σκηνής του Μαρτυρίου, για να γίνει δεκτός από τον Κύριο. Θα βάλει το χέρι του πάνω στο κεφάλι του θύματος και θα γίνει δεκτό για χάρη του, ως θυσία για τη συγχώρηση των αμαρτιών του. Θα σφάξει το μοσχάρι ενώπιον του Κυρίου, και οι γιοι του Ααρών, οι ιερείς, θα προσφέρουν το αίμα και θα ραντίσουν μ’ αυτό γύρω στο θυσιαστήριο που βρίσκεται μπροστά στην είσοδο της σκηνής. Έπειτα θα γδάρει το θύμα και θα το τεμαχίσει στα κομμάτια του. Οι ιερείς, θ’ ανάψουν τη φωτιά στο θυσιαστήριο και πάνω της θα βάλουν ξύλα. Πάνω στα ξύλα θα τοποθετήσουν τα κομμάτια, το κεφάλι, και το λίπος των νεφρών. Αυτός που προσφέρει το ολοκαύτωμα θα πλύνει με νερό τα εντόσθια και τα πόδια, κι ο ιερέας θα τα κάψει όλα εντελώς πάνω στο θυσιαστήριο. Αυτή είναι θυσία ολοκαυτώματος, που η ευωδιά της ευχαριστεί τον Κύριο. Αν κανείς θέλει να προσφέρει ολοκαύτωμα ένα μικρό ζώο, δηλαδή πρόβατο ή κατσίκι, αυτό θα πρέπει να είναι αρσενικό χωρίς ελάττωμα. Θα το σφάξει ενώπιον του Κυρίου στη βόρεια πλευρά του θυσιαστηρίου, και οι γιοι του Ααρών, οι ιερείς, θα ραντίσουν το αίμα του γύρω από το θυσιαστήριο. Μετά θα το τεμαχίσει στα κομμάτια του, και ο ιερέας θα τα τοποθετήσει, μαζί με το κεφάλι και το λίπος των νεφρών πάνω στη φωτιά του θυσιαστηρίου. Αυτός που προσφέρει το ολοκαύτωμα θα πλύνει με νερό τα εντόσθια και τα πόδια, κι ο ιερέας θα τα προσφέρει όλα και θα τα κάψει εντελώς πάνω στο θυσιαστήριο. Αυτή είναι θυσία ολοκαυτώματος, που η ευωδιά της ευχαριστεί τον Κύριο. Αν κανείς θέλει να προσφέρει στον Κύριο ολοκαύτωμα ένα πτηνό, τότε αυτό θα πρέπει να είναι τρυγόνι ή πιτσούνι. Ο ιερέας θα φέρει το πτηνό στο θυσιαστήριο και πιέζοντας το λαιμό του θα αποκόψει το κεφάλι και θα το κάψει στο θυσιαστήριο· έπειτα θα στραγγίσει το αίμα του στην πλευρά του θυσιαστηρίου. Θα αφαιρέσει τη γούσα του μαζί με το περιεχόμενό της και θα τα ρίξει στην ανατολική πλευρά του θυσιαστηρίου, εκεί που πετούν τις στάχτες από τα λίπη. Έπειτα θα σκίσει το πουλί σε δύο κομμάτια ανάμεσα στις φτερούγες του, χωρίς να κόψει τις φτερούγες. Ο ιερέας θα το κάψει εντελώς στη φωτιά πάνω στο θυσιαστήριο. Αυτή είναι θυσία ολοκαυτώματος, που η ευωδιά της ευχαριστεί τον Κύριο. Όταν κάποιος προσφέρει στον Κύριο αναίμακτη θυσία, η προσφορά του θα είναι σιμιγδάλι, που πάνω του θα βάλει λάδι και λιβάνι, και θα τη φέρει στους γιους του Ααρών, τους ιερείς. Ο ιερέας θα πάρει μια γεμάτη χούφτα από το σιμιγδάλι με το λάδι και όλο το λιβάνι, και θα τα κάψει στο θυσιαστήριο, για να υπενθυμίσει την προσφορά στον Κύριο. Αυτή είναι θυσία που γίνεται με φωτιά και η ευωδιά της ευχαριστεί τον Κύριο. Το υπόλοιπο της αναίμακτης αυτής θυσίας θα ανήκει στον Ααρών και στους γιους του· είναι αγιότατο, γιατί προέρχεται από θυσία που προσφέρεται με φωτιά στον Κύριο. Αν ένας προσφέρει αναίμακτη θυσία από τα είδη που πλάθονται και ψήνονται στο φούρνο, η προσφορά θα πρέπει να είναι καρβέλια από σιμιγδάλι χωρίς προζύμι, πλασμένα με λάδι, ή λαγάνες χωρίς προζύμι, αλειμμένες με λάδι. Αν η προσφορά είναι πίτα ψημένη στο τηγάνι, θα πρέπει να είναι από σιμιγδάλι, ποτισμένη με λάδι, χωρίς προζύμι. Θα την κόβετε σε κομμάτια και θα την περιχύνετε με λάδι. Αυτή είναι θυσία αναίμακτη. Αν η προσφορά είναι πίτα ψημένη στο ταψί, τότε θα πρέπει να έχει γίνει από σιμιγδάλι ζυμωμένο με λάδι. Θα φέρετε στον Κύριο την αναίμακτη προσφορά, που θα έχει γίνει απ’ αυτά τα υλικά, και θα τη δώσετε στον ιερέα για να τη φέρει στο θυσιαστήριο. Ο ιερέας θα πάρει από την αναίμακτη προσφορά ένα μέρος που θα υπενθυμίζει στον Κύριο τη θυσία, και θα το κάψει πάνω στο θυσιαστήριο. Είναι θυσία που γίνεται με φωτιά και η ευωδιά της ευχαριστεί τον Κύριο. Το υπόλοιπο από την αναίμακτη προσφορά θα ανήκει στον Ααρών και στους γιους του· είναι αγιότατο, γιατί προέρχεται από θυσία που προσφέρεται με φωτιά στον Κύριο. Καμιά από τις προσφορές σας δε θα περιέχει προζύμι. Ποτέ δεν πρέπει να προσφέρετε στον Κύριο θυσία με φωτιά, ο,τιδήποτε παρασκευάζεται με προζύμι ή με μέλι. Αυτά μπορείτε να τα χρησιμοποιείτε στις προσφορές των πρωτογεννημάτων. Όχι όμως και να τα καίτε πάνω στο θυσιαστήριο για ευχάριστη μυρωδιά στον Κύριο. Σε κάθε αναίμακτη προσφορά σας πρέπει να βάζετε αλάτι. Ποτέ δε θα παραλείψετε το αλάτι της διαθήκης του Θεού σας από όλες τις αναίμακτες προσφορές σας. Πρέπει πάντοτε να το προσθέτετε. Όταν προσφέρετε αναίμακτη θυσία στον Κύριο από τα πρωτογεννήματά σας, θα προσφέρετε στάχυα καβουρδισμένα ή αποφλοιωμένους κόκκους χλωρών σιτηρών. Θα χύνετε από πάνω λάδι και θα προσθέτετε λιβάνι. Αυτή είναι αναίμακτη προσφορά. Και για να υπενθυμίζει την προσφορά στον Κύριο, ο ιερέας θα καίει ένα μέρος από τους αποφλοιωμένους κόκκους, ένα μέρος από το λάδι και όλο το λιβάνι. Είναι προσφορά που γίνεται με φωτιά στον Κύριο. Όταν κάποιος προσφέρει ένα από τα βόδια του θυσία κοινωνίας, τότε θα φέρει ενώπιον του Κυρίου έναν τράγο ή μια αγελάδα χωρίς ελάττωμα. Θα βάλει το χέρι του πάνω στο κεφάλι του θύματος και θα το σφάξει μπροστά στην είσοδο της σκηνής του Μαρτυρίου· και οι γιοι του Ααρών, οι ιερείς, θα ραντίσουν το αίμα γύρω από το θυσιαστήριο. Ως θυσία κοινωνίας θα προσφέρει στον Κύριο για να καούν στη φωτιά όλο το λίπος που περιβάλλει τα εντόσθια, τα δυο νεφρά με το λίπος γύρω τους ως στους γοφούς, καθώς και το λοβό του συκωτιού, που θα τον αφαιρέσει μαζί με τα νεφρά. Οι γιοι του Ααρών θα τα κάψουν αυτά στο θυσιαστήριο μαζί με το ολοκαύτωμα. Είναι θυσία που γίνεται με φωτιά και η ευωδιά της ευχαριστεί τον Κύριο. Αν κανείς προσφέρει θυσία κοινωνίας στον Κύριο από τα γιδοπρόβατά του, τότε αυτό θα πρέπει να είναι αρσενικό ή θηλυκό χωρίς ελάττωμα. Αν προσφέρει θυσία πρόβατο, πρέπει να το φέρει ενώπιον του Κυρίου, θα βάλει το χέρι του πάνω στο κεφάλι του ζώου, και θα το σφάξει μπροστά στη σκηνή του Μαρτυρίου, και οι γιοι του Ααρών θα ραντίσουν το αίμα του γύρω στο θυσιαστήριο. Ως θυσία κοινωνίας, θα προσφέρει στον Κύριο για να καούν στη φωτιά το λίπος, την ουρά, που θα την κόψει από την ρίζα της ράχης, το λίπος που περιβάλλει τα εντόσθια, τα δυο νεφρά με το λίπος γύρω τους ως στους γοφούς, καθώς και το λοβό του συκωτιού, που θα τον αφαιρέσει μαζί με τα νεφρά. Ο ιερέας θα τα κάψει όλα αυτά στο θυσιαστήριο ως προσφορά τροφής για τον Κύριο. Αν η προσφορά είναι κατσίκι, θα το φέρει ενώπιον του Κυρίου, θα βάλει το χέρι του πάνω στο κεφάλι του θύματος και θα το σφάξει μπροστά στη σκηνή του Μαρτυρίου και οι γιοι του Ααρών θα ραντίσουν το αίμα του γύρω στο θυσιαστήριο. Ως θυσία προς τον Κύριο θα προσφέρει να καούν στη φωτιά όλο το λίπος, που περιβάλλει τα εντόσθια, τα δυο νεφρά του μαζί με το λίπος γύρω τους ως στους γοφούς, και το λοβό του συκωτιού, που θα τον αφαιρέσει μαζί με τα νεφρά. Ο ιερέας θα τα κάψει όλα αυτά στο θυσιαστήριο. Είναι θυσία που γίνεται με φωτιά ως προσφορά τροφής, που η ευωδιά της ευχαριστεί τον Κύριο. Όλο το λίπος ανήκει στον Κύριο. Νόμος παντοτινός θα είναι αυτός για όλες τις γενιές σας, οπουδήποτε πάτε να κατοικήσετε. Δε θα τρώτε ούτε το λίπος ούτε το αίμα. Ο Κύριος διέταξε το Μωυσή, να πει στους Ισραηλίτες: Αν κάποιος παραβεί από αμέλεια κάποια από τις εντολές του Κυρίου και διαπράξει κάτι απαγορευμένο, τότε: Αν είναι ο χρισμένος ιερέας αυτός που αμάρτησε κι έκανε έτσι ένοχο και το λαό, πρέπει να προσφέρει στον Κύριο ένα μοσχάρι χωρίς ελάττωμα, ως θυσία για την εξιλέωσή του. Θα φέρει το μοσχάρι στην είσοδο της σκηνής του Μαρτυρίου ενώπιον του Κυρίου, θα βάλει το χέρι του πάνω στο κεφάλι του μοσχαριού και θα το σφάξει εκεί. Έπειτα, ο αρχιερέας θα πάρει από το αίμα του μοσχαριού και θα το πάει μέσα στη σκηνή του Μαρτυρίου. Θα βουτήξει το δάχτυλό του στο αίμα και μ’ αυτό θα ραντίσει εφτά φορές το καταπέτασμα του αγιαστηρίου ενώπιον του Κυρίου. Μετά θα βάλει λίγο από το αίμα στα κέρατα του θυσιαστηρίου του θυμιάματος, που βρίσκεται μέσα στη σκηνή του Μαρτυρίου ενώπιον του Κυρίου, και όλο το άλλο αίμα του μοσχαριού θα το χύσει στη βάση του θυσιαστηρίου των ολοκαυτωμάτων, που βρίσκεται στην είσοδο της σκηνής. Από το μοσχάρι θα αφαιρέσει όλο το λίπος, αυτό που περιβάλλει τα εντόσθια, τα δυο νεφρά μαζί με το λίπος γύρω τους ως στους γοφούς, καθώς και το λοβό του συκωτιού, που θα τον αφαιρέσει μαζί με τα νεφρά, όπως ακριβώς αφαιρούνται όλα αυτά από το βόδι που προορίζεται για τη θυσία κοινωνίας. Έπειτα ο αρχιερέας θα τα κάψει πάνω στο θυσιαστήριο των ολοκαυτωμάτων. Το δέρμα του μοσχαριού και όλο το κρέας του, το κεφάλι του, τα πόδια του, τα εντόσθιά του και την κοπριά του, όλο το υπόλοιπο μοσχάρι, θα το φέρει έξω από το στρατόπεδο, σ’ έναν καθαρό τόπο, εκεί που χύνεται η στάχτη από τα λίπη και θα το κάψει στη φωτιά, πάνω σε ξύλα. Αν αμαρτήσει από αμέλεια όλη η ισραηλιτική κοινότητα και παραβεί, χωρίς να το αντιληφθεί, μια από τις εντολές του Κυρίου, αν διαπράξουν κάτι απαγορευμένο και αποδειχθούν όλοι μαζί ένοχοι, τότε, μόλις αποκαλυφθεί η αμαρτία τους, η κοινότητα θα προσφέρει ένα μοσχάρι ως θυσία εξιλέωσης, και θα το οδηγήσουν μπροστά στη σκηνή του Μαρτυρίου. Οι πρεσβύτεροι της κοινότητας θα βάλουν τα χέρια τους πάνω στο κεφάλι του μοσχαριού ενώπιον του Κυρίου και θα το σφάξουν εκεί. Έπειτα, ο αρχιερέας θα φέρει λίγο από το αίμα του μοσχαριού μέσα στη σκηνή του Μαρτυρίου, θα βουτήξει το δάχτυλό του στο αίμα και μ’ αυτό θα ραντίσει εφτά φορές το καταπέτασμα, ενώπιον του Κυρίου. Μετά θα αλείψει με λίγο αίμα τα κέρατα του θυσιαστηρίου, που είναι ενώπιον του Κυρίου μέσα στη σκηνή· όλο το άλλο αίμα θα το χύσει στη βάση του θυσιαστηρίου των ολοκαυτωμάτων, που βρίσκεται στην είσοδο της σκηνής. Θα αφαιρέσει και όλο το λίπος του μοσχαριού και θα το κάψει στο θυσιαστήριο. Σχετικά με το μοσχάρι, θα κάνει τα ίδια όπως και με το μοσχάρι που προσφέρεται για την εξιλέωση. Μ’ αυτό τον τρόπο ο ιερέας θα τελέσει τη τελετουργία για την εξιλέωση της κοινότητας, και θα συγχωρηθούν όλοι. Έπειτα, θα μεταφέρει το μοσχάρι έξω από το στρατόπεδο και θα το κάψει, όπως το προηγούμενο. Αυτή είναι η θυσία εξιλέωσης της κοινότητας. Αν ένας πρεσβύτερος αμαρτήσει από αμέλεια και παραβεί μια απ’ τις εντολές του Κυρίου του Θεού του, διαπράττοντας κάτι απαγορευμένο, και αποδειχθεί έτσι ένοχος, όταν του υποδείξουν και αναγνωρίσει την αμαρτία του, τότε πρέπει να προσφέρει θυσία έναν τράγο, χωρίς ελάττωμα. Θα βάλει το χέρι του πάνω στο κεφάλι του τράγου, και θα τον σφάξει στον τόπο όπου σφάζουν τα ζώα που προορίζονται για τη θυσία του ολοκαυτώματος ενώπιον του Κυρίου. Αυτή είναι θυσία εξιλέωσης. Ο ιερέας θα πάρει με το δάχτυλό του λίγο από το αίμα του ζώου και θα αλείψει τα κέρατα του θυσιαστηρίου των ολοκαυτωμάτων· το υπόλοιπο αίμα θα το χύσει στη βάση του θυσιαστηρίου. Έπειτα θα κάψει όλο το λίπος στο θυσιαστήριο, όπως το λίπος του ζώου που προορίζεται για τη θυσία της κοινωνίας. Μ’ αυτό τον τρόπο θα κάνει ο ιερέας την τελετουργία για την εξιλέωση της αμαρτίας του πρεσβυτέρου κι αυτός θα συγχωρηθεί. Αν κάποιος από το λαό της χώρας αμαρτήσει από αμέλεια και παραβεί μία από τις εντολές του Κυρίου, διαπράττοντας κάτι απαγορευμένο και αποδειχθεί ένοχος, αν του υποδειχθεί η αμαρτία του και αναγνωρίσει, τότε θα προσφέρει θυσία εξιλέωσης γι’ αυτήν ένα θηλυκό κατσίκι χωρίς ελάττωμα. Θα βάλει το χέρι του πάνω στο κεφάλι του ζώου και θα το σφάξει στον τόπο που θυσιάζονται τα ζώα της θυσίας του ολοκαυτώματος. Ο ιερέας θα πάρει από το αίμα με το δάχτυλό του, θα αλείψει τα κέρατα του θυσιαστηρίου των ολοκαυτωμάτων, και όλο το υπόλοιπο αίμα θα το χύσει στη βάση του θυσιαστηρίου. Έπειτα θα αφαιρέσει όλο το λίπος, καθώς αφαιρείται το λίπος από το ζώο που προορίζεται για τη θυσία κοινωνίας, και θα το κάψει στο θυσιαστήριο ως ευχάριστη ευωδιά για τον Κύριο. Μ’ αυτό τον τρόπο θα κάνει ο ιερέας την τελετουργία για την εξιλέωση του ενόχου κι αυτός θα συγχωρηθεί. Αν πάλι θέλει να προσφέρει πρόβατο ως θυσία για την εξιλέωσή του, θα φέρει ένα θηλυκό χωρίς ελάττωμα. Θα βάλει το χέρι του πάνω στο κεφάλι του ζώου και θα το σφάξει ως θυσία εξιλέωσης στον τόπο που θυσιάζουν τα ζώα του ολοκαυτώματος. Ο ιερέας θα πάρει με το δάχτυλό του λίγο από το αίμα του θύματος και θ’ αλείψει τα κέρατα του θυσιαστηρίου των ολοκαυτωμάτων, και όλο το υπόλοιπο αίμα θα το χύσει στη βάση του θυσιαστηρίου. Θα αφαιρέσει όλο το λίπος του, όπως αφαιρείται το λίπος του προβάτου που προορίζεται για τη θυσία κοινωνίας, και θα το κάψει στο θυσιαστήριο, μαζί με τις άλλες θυσίες που προσφέρονται στον Κύριο. Μ’ αυτό τον τρόπο θα κάνει ο ιερέας την τελετουργία για την εξιλέωση της αμαρτίας του ενόχου κι αυτός θα συγχωρηθεί. Αν κάποιος ακούσει ότι σχεδιάζεται μια συνομωσία και μπορεί να χρησιμεύσει ως μάρτυρας για κάτι που είδε ή έμαθε, αλλά δεν το καταγγείλει, είναι ένοχος γι’ αυτό. Ή αν κάποιος αγγίξει κάτι ακάθαρτο, χωρίς να το ξέρει, λόγου χάρη το πτώμα ενός άγριου ζώου ή ενός κατοικίδιου ζώου ή το πτώμα ενός ερπετού, θα γίνει κι αυτός ακάθαρτος και θα είναι ένοχος. Ή αν αγγίξει μια ανθρώπινη ακαθαρσία, ο,τιδήποτε κι αν είναι αυτή, χωρίς να το ξέρει, από τη στιγμή που θα το συνειδητοποιήσει θα είναι ακάθαρτος. Ή αν κάποιος ορκιστεί απερίσκεπτα ότι θα κάνει κάτι κακό ή καλό, ο,τιδήποτε κι αν είναι αυτό, από τότε που θα το συνειδητοποιήσει, θα θεωρείται ένοχος. Αν, λοιπόν, είναι ένοχος για μια απ’ αυτές τις περιπτώσεις, πρέπει να ομολογήσει την αμαρτία του· και για να του συγχωρηθεί η αμαρτία του, θα προσφέρει θυσία επανόρθωσης στον Κύριο ένα θηλυκό ζώο από το κοπάδι του, προβατίνα ή κατσίκα. Ο ιερέας θα κάνει την τελετουργία για την εξιλέωσή του. Αν κάποιος δεν μπορεί να προσφέρει ένα πρόβατο ή ένα κατσίκι για την επανόρθωση της αμαρτίας του, τότε θα προσφέρει στον Κύριο δύο τρυγόνια ή δύο πιτσούνια, το ένα θυσία εξιλέωσης και το άλλο θυσία ολοκαυτώματος. Θα τα φέρει στον ιερέα, ο οποίος θα προσφέρει πρώτα το προορισμένο για την εξιλέωση της αμαρτίας: Θα το πνίξει χωρίς να του κόψει το κεφάλι. Θα ραντίσει με το αίμα του θύματος τον τοίχο του θυσιαστηρίου και το υπόλοιπο αίμα θα το χύσει στη βάση του θυσιαστηρίου. Αυτή είναι η θυσία εξιλέωσης. Κατόπιν θα προσφέρει το δεύτερο πουλί, θυσία ολοκαυτώματος, σύμφωνα με τα καθορισμένα. Μ’ αυτό τον τρόπο θα κάνει ο ιερέας την τελετουργία για την εξιλέωση κι ο ένοχος θα συγχωρηθεί. Αν πάλι κάποιος δεν έχει τη δυνατότητα να προσφέρει δύο τρυγόνια ή δύο πιτσούνια, τότε θα φέρει ως προσφορά για την εξιλέωσή του ένα δέκατο του εφά σιμιγδάλι, χωρίς να προσθέσει λάδι ή να βάλει λιβάνι σ’ αυτά· είναι θυσία εξιλέωσης. Θα το φέρει στον ιερέα ο οποίος θα πάρει απ’ αυτό μια χούφτα γεμάτη, για να υπενθυμίσει στον Κύριο την προσφορά και θα την κάψει στο θυσιαστήριο, όπως τις άλλες θυσίες, που προσφέρονται στον Κύριο. Αυτή είναι θυσία εξιλέωσης. Το υπόλοιπο θα ανήκει στον ιερέα, όπως γίνεται με την αναίμακτη προσφορά. Μ’ αυτό τον τρόπο θα κάνει ο ιερέας την τελετουργία για την εξιλέωση της αμαρτίας που διαπράχθηκε σε μια από τις παραπάνω περιπτώσεις κι ο ένοχος θα συγχωρείται. Ο Κύριος είπε στο Μωυσή: Αν κάποιος διαπράξει από αμέλεια κάποιο βαρύ παράπτωμα σχετικά με πράγματα που όφειλε ν’ αφιερώσει στον Κύριο, θα πρέπει να προσφέρει από το κοπάδι του ως θυσία επανόρθωσης ένα κριάρι χωρίς ελάττωμα· η αξία του θα υπολογιστεί σε ασημένιους σίκλους, με βάση τον ιερό σίκλο. Ο,τι είχε κατακρατήσει από το αγιαστήριο θα το επιστρέψει προσθέτοντας επιπλέον το ένα πέμπτο της αξίας του και θα τα δώσει στον ιερέα. Ο ιερέας θα τελέσει τη θυσία της επανόρθωσης με το κριάρι, κι ο ένοχος θα συγχωρηθεί. Αν κάποιος χωρίς να το ξέρει, αμαρτήσει και παραβεί μία από τις εντολές του Κυρίου, αυτός θα είναι ένοχος και υπόλογος για την ανομία του. Θα φέρει λοιπόν στον ιερέα ένα κριάρι από το κοπάδι του, χωρίς ελάττωμα· αυτός θα το εκτιμήσει και θα το προσφέρει θυσία επανόρθωσης. Θα κάνει την τελετουργία για την εξιλέωση της παρανομίας που διαπράχθηκε από αμέλεια και ο ένοχος θα συγχωρηθεί. Αυτή είναι η θυσία για την επανόρθωση της αμαρτίας που είχε πράξει αυτός ο άνθρωπος ενώπιον του Κυρίου. Ο Κύριος είπε στο Μωυσή: Αν κάποιος αμαρτήσει ενώπιον του Κυρίου κι εξαπατήσει έναν συμπατριώτη του σχετικά με ένα αντικείμενο που του το είχε εμπιστευθεί να το φυλάξει ή που του το είχε δώσει ως ενέχυρο, αν κλέψει ή εκβιάσει το συμπατριώτη του, ή αν αρνείται να δώσει κάτι χαμένο που βρήκε, ή αν ακόμη δώσει ψεύτικο όρκο σχετικά με μια απ’ αυτές τις πράξεις που είναι αμαρτήματα, Έπειτα θα φέρει στον ιερέα ως θυσία επανόρθωσης ενώπιον του Κυρίου ένα κριάρι χωρίς ελάττωμα από το κοπάδι του, σύμφωνα με την εκτίμηση που θα του γίνει. Ο ιερέας θα κάνει την τελετουργία για την εξιλέωσή του ενώπιον του Κυρίου και αυτός θα συγχωρηθεί, για οποιαδήποτε πράξη κι αν ήταν ένοχος. Μετά ο ιερέας φορώντας το λινό χιτώνα του και τις λινές περισκελίδες θα μαζέψει από πάνω απ’ το θυσιαστήριο τη στάχτη από τα λίπη του ολοκαυτώματος, το οποίο θα έχει όλο καεί, και θα τη σωριάσει πλάι στο θυσιαστήριο. Αφού βγάλει τα ρούχα του και φορέσει άλλα, θα μεταφέρει τη στάχτη έξω από το στρατόπεδο, σε τόπο καθαρό. Η φωτιά θα καίει πάνω στο θυσιαστήριο· δεν θα σβήνει ποτέ. Κάθε πρωί ο ιερέας θα την τροφοδοτεί με ξύλα, θα τοποθετεί πάνω στο θυσιαστήριο το ζώο που προσφέρεται για ολοκαύτωμα και θα καίει εκεί τα λίπη από τις θυσίες κοινωνίας. Η φωτιά θα καίει αδιάκοπα στο θυσιαστήριο, χωρίς να σβήνει ποτέ. Η αναίμακτη θυσία στον Κύριο θα γίνεται από έναν απόγονο του Ααρών μπροστά στο θυσιαστήριο. Το τυπικό της είναι το εξής: Θα παίρνει μια γεμάτη χούφτα από το σιμιγδάλι της προσφοράς με το λάδι της και με όλο το λιβάνι που τη συνοδεύει και θα τα καίει στο θυσιαστήριο για να υπενθυμίσει την όλη θυσία στον Κύριο. Η ευωδιά αυτή ευχαριστεί τον Κύριο. Κάθε αρσενικό παιδί του Ααρών έχει δικαίωμα να το τρώει. Αυτός είναι νόμος αιώνιος, που θα ισχύει για τους απογόνους σας, σχετικά με τις θυσίες που προσφέρονται με φωτιά στον Κύριο. Όποιος τις αγγίζει θα αγιάζεται. Ο Κύριος έδωσε ακόμη στο Μωυσή τις ακόλουθες εντολές: Την ημέρα που θα χρίονται ως ιερείς ο Ααρών και οι απόγονοί του, θα προσφέρουν στον Κύριο ένα δέκατο του εφά σιμιγδάλι, δηλαδή την ίδια ποσότητα με την καθημερινή αναίμακτη θυσία, τη μισή το πρωί και τη μισή το βράδυ. Θα αναμειγνύεται με λάδι, θα ψήνεται σε μορφή λαγάνας και θα προσφέρεται σε κομμάτια ως αναίμακτη θυσία, που η ευωδιά της ευχαριστεί τον Κύριο. Το ίδιο θα κάνει κάθε απόγονος του Ααρών που θα χρίεται στη θέση του. Αυτό θα είναι νόμος αιώνιος. Η προσφορά θα καίγεται ολόκληρη για τον Κύριο. Κάθε αναίμακτη προσφορά του ιερέα θα καίγεται ολόκληρη· δε θα τρώγεται τίποτε απ’ αυτήν. Ο ιερέας που προσφέρει τη θυσία εξιλέωσης θα τρώει το κρέας της σε ιερόν τόπο, στην αυλή της σκηνής του Μαρτυρίου. Όποιος αγγίζει το κρέας θα αγιάζεται. Αν από το αίμα της θυσίας ραντισθεί κάποιο ένδυμα, τότε η κηλίδα του αίματος θα πλένεται σε τόπο ιερό. Το πήλινο δοχείο όπου θα έχει ψηθεί το κρέας, πρέπει να σπάζεται· αλλά αν έχει ψηθεί σε χάλκινο δοχείο, αυτό πρέπει να τρίβεται καλά και να ξεπλένεται με νερό. Κάθε αρσενικό από τις οικογένειες των ιερέων επιτρέπεται να φάει απ’ αυτό το κρέας. Είναι αγιότατο. Αν όμως έχει μεταφερθεί αίμα στη σκηνή του Μαρτυρίου για να γίνει τελετουργία εξιλέωσης στο αγιαστήριο, το ζώο της θυσίας δεν επιτρέπεται να τρώγεται. Πρέπει να καίγεται στη φωτιά. Το τυπικό της θυσίας επανόρθωσης, που είναι αγιότατη, είναι το εξής: Στον τόπο όπου σφάζουν το ζώο για τη θυσία του ολοκαυτώματος, εκεί θα σφάζεται κι εκείνο που προορίζεται για τη θυσία επανόρθωσης· με το αίμα του θα ραντίζεται το θυσιαστήριο ολόγυρα. Θα προσφέρεται όλο το λίπος του, δηλαδή η ουρά, το λίπος που περιβάλλει τα εντόσθια, τα δυο νεφρά και το λίπος γύρω τους ως στους γοφούς, καθώς και ο λοβός του συκωτιού. Ο ιερέας θα τα κάψει στο θυσιαστήριο ως προσφορά στον Κύριο. Αυτή είναι η θυσία επανόρθωσης. Κάθε αρσενικό από τις οικογένειες των ιερέων θα τρώει απ’ αυτήν. Θα τρώγεται σε τόπο ιερό, γιατί είναι αγιότατη. Όπως γίνεται η θυσία εξιλέωσης, έτσι γίνεται και η θυσία επανόρθωσης. Ο νόμος είναι ο ίδιος και για τις δύο. Η προσφορά ανήκει στον ιερέα που εκτελεί την τελετουργία της εξιλέωσης. Το δέρμα του ζώου που φέρνει κάποιος στον ιερέα για να το προσφέρει ολοκαύτωμα, ανήκει στον ιερέα. Οι αναίμακτες προσφορές, που ψήνονται στο φούρνο, στο ταψί ή στη σχάρα, θα ανήκουν στον ιερέα που τις προσφέρει. Αλλά οι αμαγείρευτες προσφορές, είτε είναι αναμειγμένες με λάδι είτε στεγνές, ανήκουν σε όλους τους απογόνους του Ααρών, σε ίσα μερίδια. Το τυπικό για τη θυσία κοινωνίας που θα προσφέρει κάποιος στον Κύριο είναι το εξής: Αν κάποιος θέλει να την προσφέρει ως ευχαριστήρια θυσία, τότε μαζί με τη θυσία κοινωνίας θα προσφέρει και πίτες άζυμες πλασμένες με λάδι ή λαγάνες επίσης άζυμες, αλειμμένες με λάδι και πίτες φτιαγμένες με σιμιγδάλι ποτισμένο με λάδι. Εκτός από τις πίτες, θα προσφέρει και ψωμί με προζύμι για να συνοδέψει την ευχαριστήρια θυσία κοινωνίας. Θα προσφέρει στον Κύριο ένα μέρος από κάθε προσφορά αντί του συνόλου, και το υπόλοιπο θα ανήκει στον ιερέα που ράντισε το αίμα της θυσίας κοινωνίας. Το κρέας της θυσίας κοινωνίας που προσφέρεται ως δοξολογία πρέπει να τρώγεται την ίδια μέρα που γίνεται η προσφορά. Τίποτα δε θα μένει απ’ αυτό ως την άλλη μέρα το πρωί. Αν κάποιος προσφέρει θυσία για να εκπληρώσει ένα τάμα ή για να κάνει μια προαιρετική προσφορά, το κρέας της θυσίας πρέπει να τρώγεται την ίδια μέρα και ό,τι περισσέψει, την επόμενη. Ό,τι όμως μείνει από το κρέας της θυσίας ως την τρίτη μέρα, θα καίγεται στη φωτιά. Αν κάτι φαγωθεί από το κρέας της θυσίας κοινωνίας την τρίτη μέρα, αυτός που την προσφέρει δεν θα γίνεται δεκτός, ούτε η θυσία του θα του υπολογίζεται. Το κρέας αυτό θα θεωρείται ακάθαρτο. Οποιοσδήποτε φάει απ’ αυτό θα είναι ένοχος. Το κρέας που θα έχει έρθει σε επαφή με ο,τιδήποτε ακάθαρτο δεν πρέπει να τρώγεται· θα καίγεται στη φωτιά. Όποιος είναι καθαρός μπορεί να τρώει από το κρέας. Αν όμως, κάποιος ακάθαρτος φάει από το κρέας της θυσίας κοινωνίας, το οποίο ανήκει στον Κύριο, αυτός θα αποκοπεί από το λαό του. Και όποιος αγγίξει ο,τιδήποτε ακάθαρτο, είτε είναι ανθρώπινη ακαθαρσία ή ακάθαρτο ζώο ή ακάθαρτο ερπετό, και έπειτα φάει από το κρέας της θυσίας κοινωνίας το οποίο ανήκει στον Κύριο, αυτός θα αποκοπεί από το λαό του. Το λίπος ενός ζώου που ψόφησε ή κατασπαράχθηκε μπορείτε να το χρησιμοποιείτε για οποιαδήποτε χρήση. Ποτέ όμως για να το φάτε. Όποιος φάει το λίπος του ζώου που προσφέρεται στον Κύριο θυσία με φωτιά, θα αποκοπεί από το λαό του. Επίσης, όπου κι αν κατοικείτε, δεν επιτρέπεται να φάτε αίμα πτηνού ή ζώου. Όποιος φάει αίμα οποιουδήποτε ζώου, αυτός θα αποκοπεί από το λαό του. Με τα ίδια του τα χέρια θα φέρει ό,τι πρόκειται να καεί στη φωτιά ενώπιον του Κυρίου. Θα φέρει το λίπος του ζώου μαζί με το στήθος του και θα το προσφέρει με την ειδική τελετουργική κίνηση στον Κύριο. Ο ιερέας θα κάψει το λίπος πάνω στο θυσιαστήριο, και το στήθος θα ανήκει στον Ααρών και στους γιους του. Τον δεξιό μηρό από τις θυσίες σας κοινωνίας θα τον δίνετε στον ιερέα για να τον προσφέρει με την ειδική τελετουργική ύψωση. Όποιος από τους απογόνους του Ααρών προσφέρει το αίμα και το λίπος της θυσίας κοινωνίας, αυτός θα παίρνει για τον εαυτό του τον δεξιό μηρό. Αυτοί είναι οι νόμοι σχετικά με τη θυσία του ολοκαυτώματος, την αναίμακτη θυσία, τη θυσία εξιλέωσης, τη θυσία επανόρθωσης, τη θυσία της καθιέρωσης και τη θυσία κοινωνίας. Αυτό το νόμο, ο Κύριος τον έδωσε στο Μωυσή, στο όρος Σινά, τη μέρα που διέταξε τους Ισραηλίτες να φέρνουν τις προσφορές τους στον Κύριο, στην έρημο Σινά. Ο Κύριος είπε στο Μωυσή: «Φέρε στην είσοδο της σκηνής του Μαρτυρίου τον Ααρών και τους γιους του, καθώς και τα ιερατικά ενδύματα, το λάδι για το χρίσμα, το μοσχάρι για τη θυσία εξιλέωσης, τα δύο κριάρια και το καλάθι των άζυμων άρτων. Έπειτα, συγκέντρωσε και όλη την κοινότητα στο ίδιο σημείο». Ο Μωυσής έπραξε όπως τον διέταξε ο Κύριος, και μαζεύτηκε η κοινότητα μπροστά στην είσοδο της σκηνής του Μαρτυρίου. Τότε ο Μωυσής τούς είπε: «Αυτό διέταξε ο Κύριος να γίνει». Έφερε κοντά του τον Ααρών και τους γιους του και τους έπλυνε με νερό. Έπειτα του φόρεσε το χιτώνα και τον έζωσε με τη ζώνη, τού έβαλε το σάκο και το εφώδ και έσφιξε πάνω του την κεντητή του ζώνη. Επίσης του πέρασε το επιστήθιο και μέσα έβαλε τα Ουρίμ και τα Θουμμίμ. Ακόμη έβαλε στο κεφάλι του τη μίτρα, και στο μπροστινό μέρος της μίτρας έβαλε το χρυσό έλασμα, το άγιο διάδημα, όπως ο Κύριος είχε διατάξει το Μωυσή. Μετά πήρε ο Μωυσής το λάδι του χρίσματος και έχρισε τη σκηνή και ό,τι βρισκόταν μέσα σ’ αυτήν και τα αγίασε. Μ’ αυτό ράντισε εφτά φορές το θυσιαστήριο και το έχρισε, μαζί με όλα τα σκεύη του, καθώς και τη λεκάνη με τη βάση της, για να τα αγιάσει. Έπειτα έχυσε από το λάδι του χρίσματος στο κεφάλι του Ααρών και τον έχρισε για να τον αγιάσει. Μετά έφερε ο Μωυσής κοντά του τους γιους του Ααρών και τους φόρεσε τους χιτώνες, τους έζωσε με τη ζώνη και τους έβαλε καλύμματα στο κεφάλι, όπως τον είχε διατάξει ο Κύριος. Τότε έφερε το μοσχάρι που θα προσφερόταν θυσία εξιλέωσης, κι ο Ααρών και οι γιοι του έβαλαν τα χέρια τους πάνω στο κεφάλι του ζώου. Ο Μωυσής το έσφαξε, πήρε το αίμα και άλειψε τα κέρατα του θυσιαστηρίου ολόγυρα με το δάχτυλό του, καθάρισε το θυσιαστήριο και έχυσε το αίμα στη βάση του και το αγίασε, κάνοντας πάνω σ’ αυτό την τελετουργία της εξιλέωσης. Έπειτα πήρε όλο το λίπος που κάλυπτε τα εντόσθια και το λοβό του συκωτιού, πήρε επίσης τα δύο νεφρά με το λίπος τους και τα έκαψε στο θυσιαστήριο. Το υπόλοιπο μοσχάρι, δηλαδή το δέρμα του, το κρέας του και την κοπριά του, τα έκαψε έξω από το στρατόπεδο, όπως τον είχε διατάξει ο Κύριος. Στη συνέχεια ο Μωυσής έφερε κοντά του το κριάρι που προοριζόταν για τη θυσία του ολοκαυτώματος, και ο Ααρών και οι γιοι του έβαλαν τα χέρια τους πάνω στο κεφάλι του ζώου. Μετά το έσφαξε και έχυσε το αίμα γύρω στο θυσιαστήριο. Τεμάχισε το κριάρι στα μέρη του, και έκαψε το κεφάλι, τα κομμάτια και το λίπος. Αφού έπλυνε τα εντόσθια και τα πόδια με το νερό, έκαψε όλο το κριάρι στο θυσιαστήριο, όπως τον είχε διατάξει ο Κύριος. Ήταν θυσία ολοκαυτώματος, που η ευωδιά της ευχαριστεί τον Κύριο. Μετά ο Μωυσής έφερε κοντά του το άλλο κριάρι, που προοριζόταν για την καθιέρωση, και ο Ααρών και οι γιοι του έβαλαν τα χέρια τους πάνω στο κεφάλι του ζώου. Ο Μωυσής το έσφαξε, και πήρε από το αίμα του κι έχρισε το λοβό του δεξιού αυτιού του Ααρών, το δεξιό του αντίχειρα και το μεγάλο δάχτυλο του δεξιού του ποδιού. Έπειτα έφερε κοντά του τους γιους του Ααρών, και έχρισε με το αίμα το λοβό του δεξιού αυτιού τους, το δεξιό τους αντίχειρα και το μεγάλο δάχτυλο του δεξιού τους ποδιού· το υπόλοιπο αίμα το σκόρπισε γύρω στο θυσιαστήριο. Πήρε το λίπος, δηλαδή την ουρά και όλο το λίπος γύρω από τα εντόσθια, το λοβό του συκωτιού, τα δυο νεφρά με το λίπος τους και τον δεξιό μηρό. Από το καλάθι με το άζυμο ψωμί που ήταν τοποθετημένο ενώπιον του Κυρίου, πήρε μια άζυμη πίτα, ένα ψωμί ζυμωμένο με λάδι και μια λαγάνα, και τα έβαλε πάνω στο λίπος και στον δεξιό μηρό. Όλα αυτά τα έβαλε στα χέρια του Ααρών και των γιων του, κι εκείνοι τα πρόσφεραν με την ειδική τελετουργική κίνηση στον Κύριο. Έπειτα τα πήρε από τα χέρια τους και τα έκαψε στο θυσιαστήριο μαζί με το ολοκαύτωμα, ως θυσία καθιέρωσης, που γίνεται με φωτιά και η ευωδιά της ευχαριστεί τον Κύριο. Τότε ο Μωυσής πήρε το στήθος και το πρόσφερε με την ειδική τελετουργική κίνηση στον Κύριο. Αυτό ήταν το μερίδιο του Μωυσή από το κριάρι της καθιέρωσης, όπως τον είχε διατάξει ο Κύριος. Ο Μωυσής πήρε από το λάδι του χρίσματος και από το αίμα που ήταν πάνω στο θυσιαστήριο και ράντισε τον Ααρών και τους γιους του, καθώς και τα ενδύματά τους. Είπε τότε ο Μωυσής στον Ααρών και στους γιους του: «Βράστε το κρέας μπροστά στην είσοδο της σκηνής του Μαρτυρίου και φάτε το εκεί, μαζί με το ψωμί που είναι στο καλάθι των καθιερώσεων, καθώς σας έχω παραγγείλει. Το υπόλοιπο από το κρέας και από το ψωμί να το κάψετε. Για εφτά μέρες, δεν θα απομακρυνθείτε από την είσοδο της σκηνής, ώσπου να συμπληρωθεί ο καιρός της καθιέρωσής σας, που θα είναι εφτά μέρες. Ό,τι έγινε σήμερα, ο Κύριος διέταξε να συνεχίζεται και στο μέλλον για να επιτυγχάνεται η εξιλέωσή σας. Εφτά μέρες συνέχεια, θα κάθεστε μέρα και νύχτα, στην είσοδο της σκηνής του Μαρτυρίου, και θα τηρείτε τις εντολές του Κυρίου για να μην πεθάνετε· τέτοια διαταγή μού δόθηκε από τον Κύριο». Ο Ααρών και οι γιοι του έκαναν όλα όσα τους διέταξε ο Κύριος μέσω του Μωυσή. Την όγδοη μέρα, ο Μωυσής κάλεσε τον Ααρών και τους γιους του, καθώς και τους πρεσβυτέρους του Ισραήλ, και είπε στον Ααρών: «Πάρε ένα μικρό μοσχάρι, για θυσία εξιλέωσης και ένα κριάρι, για θυσία ολοκαυτώματος, και τα δύο χωρίς ελάττωμα, και πρόσφερέ τα ενώπιον του Κυρίου. Έπειτα θα πεις στους Ισραηλίτες να πάρουν έναν τράγο, για θυσία εξιλέωσης, ένα μοσχάρι κι ένα πρόβατο ενός χρόνου, και τα δυο χωρίς ελάττωμα, κατάλληλα για θυσία ολοκαυτώματος· ένα βόδι κι ένα κριάρι, για τη θυσία κοινωνίας ενώπιον του Κυρίου, και μια αναίμακτη προσφορά ποτισμένη με λάδι. Σήμερα θα σας φανερωθεί ο Κύριος». Έφεραν λοιπόν όσα διέταξε ο Μωυσής μπροστά στη σκηνή του Μαρτυρίου κι έπειτα όλη η κοινότητα πλησίασε και στάθηκε ενώπιον του Κυρίου. Ο Μωυσής τους είπε: «Προσέξτε τι διέταξε ο Κύριος να κάνετε, ώστε να σας φανερωθεί η δόξα του». Και είπε στον Ααρών: «Πλησίασε στο θυσιαστήριο και πρόσφερε τη θυσία σου εξιλέωσης και τη θυσία του ολοκαυτώματός σου και κάνε την εξιλαστήρια τελετουργία για σένα και για το λαό· πρόσφερε επίσης τη θυσία του λαού, και κάνε την τελετουργία για την εξιλέωσή του, όπως διέταξε ο Κύριος». Ο Ααρών πλησίασε στο θυσιαστήριο και έσφαξε το μοσχάρι της θυσίας εξιλέωσης για τη δική του αμαρτία. Έπειτα οι γιοι του τού έφεραν το αίμα, βούτηξε το δάχτυλό του σ’ αυτό και άλειψε τα κέρατα του θυσιαστηρίου, και το υπόλοιπο αίμα το έχυσε στη βάση του. Το λίπος του ζώου που προσφέρθηκε για την εξιλέωση της αμαρτίας, τα νεφρά και το λοβό του συκωτιού, τα έκαψε πάνω στο θυσιαστήριο, όπως ο Κύριος το είχε διατάξει στο Μωυσή. Το κρέας και το δέρμα τα έκαψε έξω από το στρατόπεδο. Κατόπιν έσφαξε το ζώο που προοριζόταν για το ολοκαύτωμα. Οι γιοι του τού έφεραν το αίμα και το έχυσε γύρω στο θυσιαστήριο. Έπειτα του έφεραν το ζώο του ολοκαυτώματος κομμένο σε τεμάχια καθώς και το κεφάλι, κι αυτός τα έκαψε στο θυσιαστήριο. Έπλυνε τα εντόσθια και τα πόδια και τα έκαψε μαζί με το ολοκαύτωμα στο θυσιαστήριο. Μετά έφερε κοντά του την προσφορά του λαού. Πήρε τον τράγο που ήταν να θυσιαστεί για τη συγχώρηση των αμαρτιών του λαού, τον έσφαξε και τον πρόσφερε θυσία εξιλέωσης, όπως είχε κάνει με το προηγούμενο ζώο. Έπειτα έφερε το ζώο που προοριζόταν για τη θυσία του ολοκαυτώματος και το πρόσφερε σύμφωνα με τα κανονισμένα. Κατόπιν, αφού έφερε κοντά του την αναίμακτη προσφορά, πήρε απ’ αυτήν μια χούφτα καλά γεμάτη και την έκαψε πάνω στο θυσιαστήριο, εκτός από το ολοκαύτωμα της πρωινής θυσίας. Τέλος έσφαξε το βόδι και το κριάρι για τη θυσία κοινωνίας του λαού· οι γιοι του έφεραν το αίμα κι αυτός το ράντισε γύρω στο θυσιαστήριο. Το λίπος από το βόδι και το κριάρι, δηλαδή την ουρά και το λίπος που περιβάλλει τα εντόσθια, τα νεφρά κι αυτό που είναι στο λοβό του συκωτιού, όλο αυτό το λίπος, το έβαλαν πάνω στα κομμάτια του στήθους και αυτός το έκαψε πάνω στο θυσιαστήριο. Ο Ααρών πήρε τα δύο στήθη και τον δεξιό μηρό απ’ το κάθε ζώο και τα πρόσφερε με την ειδική τελετουργική κίνηση στον Κύριο, όπως το είχε διατάξει ο Μωυσής. Τότε ο Ααρών σήκωσε τα χέρια του προς το λαό και τους ευλόγησε· έπειτα κατέβηκε απ’ το θυσιαστήριο, αφού είχε προσφέρει τις θυσίες εξιλέωσης, ολοκαυτώματος και κοινωνίας. Ο Μωυσής και ο Ααρών μπήκαν στη σκηνή του Μαρτυρίου· έπειτα βγήκαν και ευλόγησαν το λαό. Τότε η δόξα του Κυρίου φανερώθηκε σ’ όλο το λαό. Ξαφνικά, ο Κύριος έστειλε φωτιά και κατέφαγε το ολοκαύτωμα και τα λιπαρά μέρη που ήταν πάνω στο θυσιαστήριο. Όταν ο λαός το είδε αυτό, φώναζαν όλοι από χαρά και έπεσαν με το πρόσωπο κατά γης. Οι γιοι του Ααρών, Ναδάβ και Αβιού, πήραν ο καθένας το θυμιατήρι του, έβαλαν σ’ αυτά αναμμένα κάρβουνα, πρόσθεσαν θυμίαμα και πρόσφεραν στον Κύριο μια φωτιά που δεν ήταν ιερή, γιατί δεν είχαν λάβει εντολή να την προσφέρουν. Ο Κύριος όμως έστειλε φωτιά και έγιναν παρανάλωμα· πέθαναν εκεί, ενώπιον του Κυρίου. Τότε είπε ο Μωυσής στον Ααρών: «Εδώ εκπληρώνεται αυτό που είπε ο Κύριος: “εκείνοι που με πλησιάζουν πρέπει να σέβονται την αγιότητά μου, για να με δοξάζει ο λαός”». Ο Ααρών όμως έμεινε σιωπηλός. Τότε ο Μωυσής κάλεσε το Μισαήλ και τον Ελσαφάν, τους γιους του Ουζζιήλ, θείου του Ααρών, και τους είπε: «Πλησιάστε και πάρτε τους συγγενείς σας μακριά από το αγιαστήριο, έξω από το στρατόπεδο». Τότε αυτοί πλησίασαν και έβγαλαν τους νεκρούς, όπως ήταν, με τις στολές τους, έξω από το στρατόπεδο, όπως διέταξε ο Μωυσής. Ο Μωυσής είπε στον Ααρών, και στους γιους του, τον Ελεάζαρ και τον Ιθάμαρ: «Μην αφήσετε τα μαλλιά σας αχτένιστα και μη σκίσετε σε ένδειξη πένθους τα ρούχα σας, για να μην πεθάνετε και να μην πέσει η θεία οργή πάνω σε όλη την ισραηλιτική κοινότητα. Αφήστε τους συμπατριώτες σας, όλους τους άλλους Ισραηλίτες, να κλάψουν για τη φωτιά αυτή που μας άναψε ο Κύριος. Εσείς δεν θα φύγετε καθόλου από την είσοδο της σκηνής του Μαρτυρίου, για να μην πεθάνετε· είναι πάνω σας το λάδι του χρίσματος του Κυρίου». Έτσι κι έκαναν, όπως είπε ο Μωυσής. Ο Κύριος είπε στον Ααρών: «Κρασί ή άλλα δυνατά ποτά δεν θα πίνεις εσύ και οι γιοι σου, πριν μπείτε στη σκηνή του Μαρτυρίου, για να μην πεθάνετε. Αυτό θα είναι νόμος παντοτινός για τους απογόνους σας. Έτσι θα μπορείτε να διακρίνετε το άγιο από το βέβηλο, το καθαρό από το ακάθαρτο, και να διδάσκετε τους Ισραηλίτες όλους τους νόμους που τους έχω δώσει μέσω του Μωυσή». Ο Μωυσής είπε στον Ααρών και στους γιους του που είχαν απομείνει, τον Ελεάζαρ και τον Ιθάμαρ: «Την αναίμακτη προσφορά, που απομένει από τις θυσίες που γίνονται με φωτιά ενώπιον του Κυρίου, να την κάνετε άζυμο ψωμί και να την τρώτε κοντά στο θυσιαστήριο· είναι αγιότατη. Να την τρώτε σε τόπο ιερό, γιατί αυτό είναι το μερίδιο το δικό σου και των γιων σου από τις θυσίες που προσφέρονται με φωτιά στον Κύριο, σύμφωνα με την εντολή που μου δόθηκε. Επίσης το στήθος και τον δεξιό μηρό, που προσφέρθηκαν με την ειδική τελετουργική κίνηση και ύψωση, θα τα τρώτε σε τόπο καθαρό, εσύ μαζί με τους γιους σου και τις κόρες σου· αυτά είναι το μερίδιό σας από τις θυσίες κοινωνίας των Ισραηλιτών. Τον δεξιό μηρό και το στήθος θα τα φέρνουν μαζί με τα λίπη των θυσιών που προορίζονται να καούν στη φωτιά. Θα τα προσφέρουν με την ειδική τελετουργική κίνηση στον Κύριο και μετά θα ανήκουν σ’ εσένα και στους γιους σου, όπως το έχει διατάξει ο Κύριος». Όταν ο Μωυσής αναζήτησε τον τράγο που είχε προσφερθεί ως θυσία εξιλέωσης, είδε ότι τον είχαν κάψει. Τότε οργίστηκε εναντίον του Ελεάζαρ και του Ιθάμαρ, των γιων που είχαν απομείνει στον Ααρών, και τους είπε: «Γιατί δεν φάγατε σε ιερό τόπο, το κρέας του ζώου που είχε θυσιαστεί για τη συγχώρηση της αμαρτίας; Είναι αγιότατο και σας το παραχώρησε ο Κύριος, για να παίρνετε πάνω σας την αμαρτία της κοινότητας και να κάνετε γι’ αυτούς την τελετουργία της εξιλέωσης ενώπιον του Κυρίου. Αφού το αίμα του δεν μεταφέρθηκε στο εσωτερικό του αγιαστηρίου, έπρεπε οπωσδήποτε να φάτε το κρέας στο αγιαστήριο, όπως σας το έχω διατάξει». Ο Ααρών είπε στο Μωυσή: «Σήμερα που οι Ισραηλίτες πρόσφεραν τη θυσία εξιλέωσης και το ολοκαύτωμά τους ενώπιον του Κυρίου, μου συνέβησαν εμένα όλα αυτά. Αν θα έτρωγα μια τέτοια μέρα από τον τράγο της θυσίας εξιλέωσης, θα φαινόταν αυτό καλό στα μάτια του Κυρίου;» Όταν ο Μωυσής άκουσε αυτά τα λόγια, τα επιδοκίμασε. Το γουρούνι, που έχει δύο νύχια και μάλιστα τελείως χωρισμένα, αλλά δεν είναι μηρυκαστικό· για σας είναι ακάθαρτο. Δε θα τρώτε το κρέας τους, ούτε θα αγγίζετε το πτώμα τους· για σας είναι ακάθαρτα. Όλα τα πτερωτά ζωΰφια που βαδίζουν με τα τέσσερα θα είναι βδελυρά για σας, εκτός από εκείνα που έχουν πάνω απ’ τα πόδια τους σκέλη, για να πηδάνε πάνω στο έδαφος. Απ’ αυτά θα τρώτε τα εξής: όλα τα είδη της κοινής ακρίδας, της καταστρεπτικής ακρίδας, της ακρίδας που πετάει και της ακρίδας που πηδάει. Όλα τα άλλα πτερωτά έντομα που έχουν απλώς τέσσερα πόδια θα είναι βδελυρά για σας. Τα παρακάτω ζώα σάς καθιστούν ακάθαρτους. Όποιος αγγίξει το πτώμα τους, θα είναι ακάθαρτος ως το βράδυ. Και όποιος μεταφέρει το πτώμα τους θα πρέπει να πλύνει τα ρούχα του και θα είναι ακάθαρτος ως το βράδυ: Κάθε αντικείμενο, είτε είναι ξύλινο, είτε ρούχο, είτε δέρμα, είτε σακί, είτε δοχείο που το χρησιμοποιείτε, θα είναι ακάθαρτο αν πέσει πάνω του ένα από τα παραπάνω ζώα ψόφιο. Τότε το αντικείμενο αυτό θα βουτηχτεί στο νερό, αλλά θα εξακολουθεί να είναι ακάθαρτο μέχρι το βράδυ, μετά θα είναι καθαρό. Αν κάποιο απ’ αυτά τα πτώματα πέσει μέσα σε πήλινο δοχείο, πρέπει να το σπάσετε, και ό,τι υπάρχει μέσα σ’ αυτό θα είναι ακάθαρτο. Κάθε τροφή που θα βραχεί με το νερό αυτού του δοχείου, θα είναι ακάθαρτη· το ίδιο και κάθε ποτό, που θα το πιείτε από ένα τέτοιο δοχείο. Κάθε αντικείμενο που πάνω του θα πέσει κάτι από το πτώμα τους, θα είναι ακάθαρτο· είτε φούρνος είναι είτε τζάκι θα τα γκρεμίσετε, γιατί θα είναι ακάθαρτα. Προκειμένου για πηγή ή δεξαμενή όπου αποθηκεύεται νερό, αυτές θα είναι καθαρές. Ο,τιδήποτε όμως αγγίξει το πτώμα των ζώων αυτών θα είναι ακάθαρτο. Αν κάτι από το πτώμα τους πέσει στο σπόρο που προορίζεται για τη σπορά, ο σπόρος παραμένει καθαρός. Αν όμως ο σπόρος έχει βραχεί με νερό και πέσει πάνω του κάτι από το πτώμα τους, ο σπόρος θα είναι για σας ακάθαρτος. Αν ένα από τα φαγώσιμα ζώα ψοφήσει, όποιος αγγίξει το πτώμα του θα είναι ακάθαρτος ως το βράδυ. Όποιος φάει το πτώμα του ζώου ή το μεταφέρει, θα πλύνει τα ρούχα του και θα είναι ακάθαρτος ως το βράδυ. Μη μιαίνεστε κι εσείς, τρώγοντας κάποιο απ’ αυτά τα ερπετά. Μη μολύνεστε απ’ αυτά, μη γίνεστε ακάθαρτοι εξαιτίας τους. Εγώ ο Κύριος είμαι ο Θεός σας. Αγιάστε τους εαυτούς σας γιατί εγώ είμαι άγιος. Μη μιαίνεστε εξαιτίας κανενός ζώου, απ’ αυτά που σέρνονται στη γη. Εγώ είμαι ο Κύριος, που σας έβγαλα από την Αίγυπτο, για να είμαι ο Θεός σας. Πρέπει λοιπόν να είστε άγιοι, επειδή εγώ είμαι άγιος. Αυτός λοιπόν είναι ο νόμος σχετικά με τα ζώα, τα πουλιά και τα ζωντανά που κινούνται μέσα στα νερά και με τα ζωντανά που σέρνονται στο έδαφος. Πρέπει να διακρίνετε το ακάθαρτο από το καθαρό, τα ζώα που τρώγονται από εκείνα που δεν τρώγονται. Την όγδοη μέρα θα γίνει η περιτομή του παιδιού. Θα παραμείνει στο σπίτι τριάντα τρεις ακόμη μέρες για τον καθαρισμό της από το αίμα· δεν θ’ αγγίξει τίποτε άγιο, ούτε θα μπει στο αγιαστήριο, ωσότου συμπληρωθούν οι μέρες του καθαρισμού της. Αν γεννήσει κορίτσι, θα είναι ακάθαρτη δύο βδομάδες, όπως και κατά το χρόνο της περιόδου της, και θα παραμείνει στο σπίτι εξήντα έξι ακόμη μέρες για τον καθαρισμό της από το αίμα. Όταν συμπληρωθεί ο χρόνος του καθαρισμού της, είτε πρόκειται για γιο είτε για κόρη, πρέπει να προσφέρει στον ιερέα στην είσοδο της σκηνής του μαρτυρίου ως θυσία ολοκαυτώματος ένα αρνί ενός έτους και ένα πιτσούνι ή τρυγόνι ως θυσία εξιλέωσης. Ο ιερέας θα τα προσφέρει ενώπιον του Κυρίου και θα κάνει την τελετουργία για την εξιλέωσή της. Έτσι η γυναίκα θα καθαριστεί από τη ροή του αίματός της. Αυτός είναι ο νόμος σχετικά με τη γυναίκα που θα γεννήσει αγόρι ή κορίτσι. Αν δεν έχει τη δυνατότητα να προσφέρει αρνί, τότε θα προσφέρει δύο τρυγόνια ή δύο περιστέρια, το ένα για τη θυσία του ολοκαυτώματος και το άλλο για τη θυσία εξιλέωσης. Ο ιερέας θα κάνει γι’ αυτήν την τελετουργία του εξιλασμού και η γυναίκα θα καθαριστεί. Ο Κύριος έδωσε στο Μωυσή και στον Ααρών τις ακόλουθες οδηγίες: Αν κάποιος παρουσιάσει στο δέρμα του ένα πρήξιμο, εξάνθημα ή κηλίδα, που μπορεί να εξελιχθεί σε πληγή λέπρας, αυτός πρέπει να οδηγηθεί στον Ααρών, τον ιερέα, ή σ’ έναν από τους γιους του, τους ιερείς. Ο ιερέας θα εξετάσει την πληγή στο δέρμα· κι αν οι τρίχες της έχουν γίνει άσπρες και η επιφάνειά της φαίνεται βαθύτερη από την επιφάνεια του γύρω δέρματος, τότε πρόκειται για πληγή λέπρας. Ο ιερέας θα τον χαρακτηρίσει ακάθαρτο. Αν όμως η κηλίδα είναι άσπρη, η επιφάνειά της δεν είναι βαθύτερη από το γύρω δέρμα και οι τρίχες δεν έχουν ασπρίσει, τότε ο ιερέας πρέπει να απομονώσει τον άρρωστο για εφτά μέρες. Την έβδομη μέρα θα τον εξετάσει πάλι· κι αν διαπιστώσει ότι η πληγή έμεινε στάσιμη και δεν απλώθηκε στο δέρμα, τότε θα τον απομονώσει άλλες εφτά μέρες. Την έβδομη μέρα, ο ιερέας θα τον εξετάσει για δεύτερη φορά· κι αν βρει ότι η πληγή ξεράθηκε και δεν απλώθηκε στο δέρμα, τότε θα τον κρίνει καθαρό. Ήταν ένα απλό εξάνθημα. Ο άρρωστος θα πλύνει τα ρούχα του και θα είναι καθαρός. Αν εξάλλου το εξάνθημα έχει απλωθεί πάνω στο δέρμα, αφού ο ασθενής είχε επισκεφθεί τον ιερέα για να τον κρίνει καθαρό, τότε θα παρουσιαστεί σ’ αυτόν εκ νέου. Ο ιερέας θα τον εξετάσει· κι αν βρει ότι το εξάνθημα έχει απλωθεί στο δέρμα, τότε θα τον κρίνει ακάθαρτο. Πρόκειται για λέπρα. Αν σε κάποιον παρουσιαστεί πληγή λέπρας, θα οδηγηθεί στον ιερέα, ο οποίος θα τον εξετάσει· κι αν βρει ότι υπάρχει στο δέρμα άσπρο πρήξιμο που έχει κάνει και τις τρίχες άσπρες, και ότι υπάρχει ίχνος ανοιχτής πληγής στο πρήξιμο, τότε πρόκειται για χρόνια λέπρα στο δέρμα του. Ο ιερέας θα τον κρίνει ακάθαρτο αλλά δε θα τον απομονώσει, γιατί είναι πλέον εμφανώς ακάθαρτος. Αν όμως η λέπρα είναι απλωμένη πάνω σ’ όλη την επιφάνεια του δέρματος απ’ το κεφάλι ως τα πόδια, όπου κι αν τον κοιτάξει ο ιερέας, τότε θα τον εξετάσει· κι αν βρει ότι πράγματι είναι έτσι, θα τον κρίνει καθαρό, γιατί έχει γίνει πια ολόκληρος άσπρος. Την ημέρα όμως που θα εμφανιστεί κάποια ανοιχτή πληγή, θα είναι ακάθαρτος. Ο ιερέας θα εξετάσει αυτή την πληγή και θα τον κρίνει ακάθαρτο. Η ανοιχτή πληγή είναι ακάθαρτη· πρόκειται για λέπρα. Αν όμως η ανοιχτή πληγή ξαναγίνει άσπρη, τότε ο ασθενής πρέπει να πάει πάλι στον ιερέα. Εκείνος θα τον εξετάσει και, αν βρει ότι η πληγή έγινε άσπρη, τότε θα κρίνει τον άρρωστο καθαρό. Είναι καθαρός. Αν κάποιος έχει στο δέρμα του ένα σπυρί που έχει θεραπευτεί και έπειτα στο μέρος του σπυριού παρουσιαστεί άσπρο πρήξιμο ή ασπροκόκκινη κηλίδα, τότε αυτός θα παρουσιαστεί στον ιερέα. Εκείνος θα τον εξετάσει και αν δει ότι η επιφάνεια της κηλίδας είναι βαθύτερη από αυτήν του γύρω δέρματος και ότι οι τρίχες της έγιναν άσπρες, θα τον κρίνει ακάθαρτο. Πρόκειται για λέπρα, που εκδηλώθηκε στην ουλή του σπυριού. Αν όμως ο ιερέας δει ότι δεν υπάρχουν άσπρες τρίχες στην κηλίδα, ότι δεν είναι πιο βαθιά από το γύρω δέρμα και ότι έχει γίνει ανοιχτόχρωμη, θα τον απομονώσει για εφτά μέρες. Αν η κηλίδα έχει απλωθεί πολύ πάνω στο δέρμα, ο ιερέας θα τον κρίνει ακάθαρτο· πρόκειται για λέπρα. Αν όμως η κηλίδα μένει στάσιμη και δεν απλώνεται, τότε είναι ουλή σπυριού και ο ιερέας θα τον κρίνει καθαρό. Αν κάποιος είχε στο δέρμα του έγκαυμα από φωτιά και πάνω στην ουλή του εγκαύματος παρουσιαστεί κηλίδα άσπρη ή ασπροκόκκινη, θα τον εξετάσει ο ιερέας. Αν βρει ότι οι τρίχες της κηλίδας έγιναν άσπρες και ότι η επιφάνειά της είναι βαθύτερη από την επιφάνεια του γύρω δέρματος, τότε πρόκειται για λέπρα που εκδηλώθηκε στο έγκαυμα· πρέπει να τον κρίνει ακάθαρτο. Αν όμως ο ιερέας βρει ότι στην κηλίδα δεν υπάρχουν άσπρες τρίχες, ότι δεν είναι βαθύτερη από το γύρω δέρμα και ότι έχει γίνει ανοιχτόχρωμη, θα τον απομονώσει για εφτά μέρες. Την έβδομη μέρα θα τον εξετάσει πάλι· κι αν βρει ότι η κηλίδα απλώθηκε στο δέρμα, τότε θα τον κρίνει ακάθαρτο. Πρόκειται για λέπρα. Αν όμως η κηλίδα έχει παραμείνει στάσιμη και δεν έχει απλωθεί στο δέρμα, αλλά έχει γίνει ανοιχτόχρωμη, τότε δεν είναι παρά ένα απλό πρήξιμο εγκαύματος. Ο ιερέας θα τον κρίνει καθαρό, επειδή πρόκειται για σημάδι εγκαύματος. Αν ένας άντρας ή μια γυναίκα έχει πληγή στο κεφάλι ή στο σαγόνι, ο ιερέας θα εξετάσει την πληγή. Αν δει ότι η επιφάνειά της είναι βαθύτερη από το γύρω δέρμα και ότι έχει κιτρινωπές λεπτές τρίχες, τότε πρέπει να κρίνει τον άρρωστο ακάθαρτο. Πρόκειται για ψώρα, δηλαδή λέπρα στο κεφάλι ή στο σαγόνι. Αν ο ιερέας δει ότι η πληγή της ψώρας δε φαίνεται βαθύτερη από το γύρω δέρμα, έστω κι αν υπάρχουν ακόμη σ’ αυτήν μαύρες τρίχες, θα απομονώσει τον ασθενή για εφτά μέρες. Την έβδομη μέρα θα εξετάσει πάλι την πληγή· κι αν η ψώρα δεν έχει απλωθεί, αν δεν υπάρχουν σ’ αυτήν κιτρινωπές τρίχες και αν η επιφάνειά της δε φαίνεται να είναι πιο βαθιά από το γύρω δέρμα, τότε ο άνθρωπος αυτός θα ξυριστεί, χωρίς όμως να ξυρίσει το σημείο της ψώρας, και ο ιερέας θα τον απομονώσει άλλες εφτά μέρες. Την έβδομη μέρα ο ιερέας θα εξετάσει εκ νέου την ψώρα· κι αν αυτή δεν έχει απλωθεί πάνω στο δέρμα και δε φαίνεται βαθύτερη από το γύρω δέρμα, θα τον κρίνει καθαρό. Ο άρρωστος θα πλύνει τα ρούχα του και θα είναι καθαρός. Αν όμως η ψώρα έχει απλωθεί πάνω στο δέρμα, αφού κρίθηκε καθαρός, ο ιερέας θα τον εξετάσει· κι αν η ψώρα έχει απλωθεί πάνω στο δέρμα, ο ιερέας θα χρειαστεί να ψάξει αν υπάρχουν κιτρινωπές τρίχες· κι αν υπάρχουν είναι ακάθαρτος. Αν όμως δει ότι η ψώρα είναι στάσιμη και ότι βγαίνουν σ’ αυτήν τρίχες μαύρες, τότε η ψώρα θεραπεύτηκε· ο άνθρωπος είναι καθαρός κι ο ιερέας θα τον κρίνει καθαρό. Αν ένας άντρας ή μια γυναίκα έχει άσπρες κηλίδες στο δέρμα του, ο ιερέας θα εξετάσει τον άρρωστο· κι αν υπάρχουν στο δέρμα του λευκωπές κηλίδες, τότε πρόκειται απλώς για λειχήνα που εκδηλώθηκε στο δέρμα. Ο άρρωστος είναι καθαρός. Αν κάποιος χάσει τα μαλλιά του, πρόκειται για φαλάκρα· είναι καθαρός. Αν χάσει τα μαλλιά του στο μπροστινό μέρος του κεφαλιού, πρόκειται για φαλάκρα του μετώπου· είναι καθαρός. Αν όμως στη φαλάκρα του μπροστινού ή του πίσω μέρους του κεφαλιού παρουσιαστεί ασπροκόκκινη πληγή, τότε πρόκειται για λέπρα, που εκδηλώθηκε στο πίσω ή στο εμπρός φαλακρό μέρος του κρανίου. Θα τον εξετάσει ο ιερέας· κι αν υπάρχει ασπροκόκκινο πρήξιμο πληγής στο πίσω ή στο εμπρός φαλακρό μέρος του κεφαλιού, που μοιάζει με τη λέπρα του δέρματος, τότε πρόκειται για λεπρό, που η λέπρα του έχει προσβάλλει το κεφάλι. Είναι ακάθαρτος, κι ο ιερέας θα τον κρίνει ακάθαρτο. Ο λεπρός πρέπει να φοράει σκισμένα ρούχα, να μην έχει κάλυμμα στο κεφάλι, να σκεπάζει το κάτω μέρος του προσώπου του και να φωνάζει «ακάθαρτος, ακάθαρτος!» Όσον καιρό διαρκεί η αρρώστια του, θα θεωρείται ακάθαρτος και θα ζει μακριά από τους άλλους· η κατοικία του θα είναι έξω από το στρατόπεδο. Αν εμφανιστεί κηλίδα μούχλας σ’ ένα ρούχο, μάλλινο ή λινό, ή σ’ ένα ύφασμα λινό ή μάλλινο, υφαντό ή πλεχτό, ή σε δέρμα ή σε ο,τιδήποτε δερμάτινο, και η κηλίδα είναι πρασινωπή ή κοκκινωπή, πρόκειται για κηλίδα μούχλας και πρέπει να τη δει ο ιερέας. Εκείνος θα εξετάσει την κηλίδα και θα απομονώσει για εφτά μέρες το αντικείμενο που έχει προσβληθεί απ’ αυτήν. Αν όμως ο ιερέας δει ότι η κηλίδα δεν απλώθηκε πάνω στο αντικείμενο, τότε θα διατάξει να πλύνουν το αντικείμενο που έχει προσβληθεί και θα το απομονώσει άλλες εφτά μέρες. Ο ιερέας θα εξετάσει την κηλίδα μετά το πλύσιμο· και αν δεν αλλάξει το χρώμα της, ακόμα κι αν δεν απλώθηκε, το αντικείμενο είναι ακάθαρτο. Θα καεί στη φωτιά· κάποιο μέρος της όψης ή της ανάποδης έχει διαβρωθεί. Αν ο ιερέας δει ότι η κηλίδα μετά το πλύσιμο έγινε ανοιχτόχρωμη, θα την κόψει από το ρούχο ή από το δέρμα, από το υφαντό ή από το πλεκτό. Αν όμως εξακολουθεί να φαίνεται στο αντικείμενο, τότε πρόκειται για μούχλα. Το αντικείμενο που έχει προσβληθεί θα καεί στη φωτιά. Το ρούχο όμως, το υφαντό ή το πλεκτό ή το οποιοδήποτε δερμάτινο αντικείμενο, από το οποίο μετά το πλύσιμο η κηλίδα θα εξαφανιστεί, θα ξαναπλυθεί και θα είναι καθαρό. Αυτός ήταν ο νόμος σχετικά με τη μούχλα όταν προσβάλει κάποιο μάλλινο ή λινό ρούχο, υφαντό ή πλεκτό ή οποιοδήποτε δερμάτινο αντικείμενο, και σύμφωνα μ’ αυτό το νόμο θα κρίνονται καθαρά ή ακάθαρτα. Ο Κύριος είπε στο Μωυσή ποιος θα είναι ο κανονισμός σχετικά με τον καθαρισμό του λεπρού: Την ημέρα που θα είναι ν’ ανακηρυχθεί καθαρός, θα τον φέρουν μπροστά στον ιερέα. Ο ιερέας θα βγει έξω από το στρατόπεδο και θα τον εξετάσει. Αν ο λεπρός έχει θεραπευθεί από τη λέπρα, ο ιερέας θα διατάξει να φέρουν γι’ αυτόν δύο ζωντανά καθαρά πουλιά, ξύλο κέδρου, κόκκινη κλωστή και ύσσωπο. Έπειτα ο ιερέας θα διατάξει να σφάξουν το ένα πουλί πάνω σε πήλινο δοχείο που περιέχει νερό πηγής. Θα πάρει το ζωντανό πουλί, το ξύλο του κέδρου, την κόκκινη κλωστή και τον ύσσωπο, και θα τα βουτήξει μαζί με το ζωντανό πουλί στο αίμα του πουλιού που σφάχτηκε πάνω από το νερό της πηγής. Θα ραντίσει εφτά φορές αυτόν που καθαρίζεται από τη λέπρα. Έπειτα θα τον χαρακτηρίσει καθαρό, και θ’ αφήσει το ζωντανό πουλί να πετάξει στους αγρούς. Αυτός που καθαρίζεται θα πλύνει τα ρούχα του, θα ξυρίσει όλες τις τρίχες του και θα πλυθεί με νερό· τότε θα είναι καθαρός. Έπειτα θα μπορεί να μπει στο στρατόπεδο· αλλά θα μείνει εφτά μέρες έξω από τη σκηνή του. Την έβδομη μέρα θα ξυρίσει πάλι τις τρίχες του κεφαλιού του, τα γένια του, τα φρύδια του και όλες τις υπόλοιπες τρίχες του σώματός του· θα πλύνει τα ρούχα του, θα λούσει το σώμα του με νερό και θα είναι καθαρός. Την όγδοη μέρα θα πάρει δύο αρσενικά αρνιά χωρίς ελάττωμα, μία προβατίνα ενός χρόνου χωρίς ελάττωμα και τρία δέκατα του εφά σιμιγδάλι ζυμωμένο με λάδι, ως αναίμακτη προσφορά, και ένα λογ λάδι. Ο ιερέας που θα κάνει τον καθαρισμό, θα φέρει τον άνθρωπο που πρόκειται να καθαριστεί και τα είδη της προσφοράς του ενώπιον του Κυρίου στην είσοδο της σκηνής του Μαρτυρίου. Ο ιερέας θα πάρει το ένα αρνί και θα το προσφέρει μαζί με το ένα λογ λάδι ως θυσία επανόρθωσης· θα τα προσφέρει με την ειδική τελετουργική κίνηση στον Κύριο. Έπειτα θα σφάξει το αρνί στον τόπο όπου προσφέρουν τη θυσία εξιλέωσης και τη θυσία ολοκαυτώματος, δηλαδή σε τόπο ιερό· γιατί όπως η θυσία εξιλέωσης έτσι και η θυσία επανόρθωσης, είναι αγιότατη και ανήκει στον ιερέα. Έπειτα ο ιερέας θα πάρει λίγο από το αίμα του ζώου της θυσίας επανόρθωσης και θ’ αλείψει το λοβό του δεξιού αυτιού εκείνου που πρόκειται να καθαριστεί, το δεξιό του αντίχειρα και το μεγάλο δάκτυλο του δεξιού ποδιού του. Έπειτα θα πάρει από το λογ του λαδιού και θα χύσει στη δική του αριστερή χούφτα. Θα βουτήξει μέσα το δεξί του δάχτυλο και θα ραντίσει με το λάδι εφτά φορές ενώπιον του Κυρίου. Με το υπόλοιπο λάδι που βρίσκεται στη χούφτα του, θ’ αλείψει το λοβό του δεξιού αυτιού εκείνου που καθαρίζεται, το δεξιό του αντίχειρα, το μεγάλο δάχτυλο του δεξιού του ποδιού, πάνω από ’κει που έχει αλείψει με το αίμα του ζώου που προσφέρεται ως θυσία επανόρθωσης. Το υπόλοιπο λάδι που θα μείνει στη χούφτα του, ο ιερέας θα το χύσει στο κεφάλι του ανθρώπου που καθαρίζεται και θα κάνει γι’ αυτόν την τελετουργία της εξιλέωσης ενώπιον του Κυρίου. Έπειτα θα προσφέρει τη θυσία εξιλέωσης και θα κάνει την τελετουργία της εξιλέωσης γι’ αυτόν που καθαρίζεται από το μόλυσμά του. Κατόπιν θα σφάξει το ζώο που προορίζεται για τη θυσία του ολοκαυτώματος. Ο ιερέας θα προσφέρει το ολοκαύτωμα και την αναίμακτη προσφορά πάνω στο θυσιαστήριο· θα κάνει γι’ αυτόν τον άνθρωπο την τελετουργία της εξιλέωσης κι αυτός θα είναι καθαρός. Αν όμως αυτός είναι φτωχός και δεν μπορεί να προσφέρει τόσα πολλά, θα πάρει μόνο ένα αρνί που θα το προσφέρει στον Κύριο με την ειδική τελετουργική κίνηση ως θυσία επανόρθωσης, για να γίνει μ’ αυτό η τελετουργία της εξιλέωσής του· ακόμη θα φέρει ένα δέκατο του εφά σιμιγδάλι ζυμωμένο με λάδι ως αναίμακτη προσφορά και επιπλέον ένα λογ λάδι. Θα φέρει επίσης δύο τρυγόνια ή δύο πιτσούνια, ανάλογα με την οικονομική του δυνατότητα· το ένα για θυσία εξιλέωσης και το άλλο για θυσία ολοκαυτώματος. Την όγδοη μέρα θα τα φέρει για τον καθαρισμό του στον ιερέα, στην είσοδο της σκηνής του μαρτυρίου, ενώπιον του Κυρίου. Ο ιερέας θα πάρει το αρνί, που προσφέρεται ως θυσία επανόρθωσης, και το λογ του λαδιού και θα τα προσφέρει με την ειδική τελετουργική κίνηση ενώπιον του Κυρίου. Μετά θα σφάξει το αρνί της θυσίας επανόρθωσης, θα πάρει από το αίμα του ζώου και θ’ αλείψει το λοβό του δεξιού αυτιού του ανθρώπου που καθαρίζεται, το δεξιό του αντίχειρα και το μεγάλο δάχτυλο του δεξιού του ποδιού. Έπειτα ο ιερέας θα χύσει από το λάδι στη δική του αριστερή χούφτα και απ’ αυτό θα ραντίσει με το δεξί του δάχτυλο εφτά φορές ενώπιον του Κυρίου. Με το ίδιο λάδι θ’ αλείψει το λοβό του δεξιού αυτιού εκείνου που καθαρίζεται, το δεξιό του αντίχειρα και το μεγάλο δάχτυλο του δεξιού του ποδιού, στα ίδια σημεία όπου είχε βάλει αίμα από το ζώο της θυσίας επανόρθωσης. Το υπόλοιπο του λαδιού που έμεινε στη χούφτα του θα το χύσει στο κεφάλι του ανθρώπου που καθαρίζεται, για να κάνει γι’ αυτόν την τελετουργία της εξιλέωσης ενώπιον του Κυρίου. Κατόπιν αυτός που καθαρίζεται θα προσφέρει το ένα από τα τρυγόνια ή το ένα από τα πιτσούνια, ό,τι μπόρεσε να προμηθευτεί. Θα προσφέρει το ένα ως θυσία εξιλέωσης και το άλλο ως θυσία ολοκαυτώματος μαζί με την αναίμακτη προσφορά κι ο ιερέας θα κάνει γι’ αυτόν που καθαρίζεται την τελετουργία της εξιλέωσης ενώπιον του Κυρίου. Αυτός ήταν ο νόμος για όποιον πάσχει από λέπρα και δεν μπορεί να προσφέρει όσα χρειάζονται για τον καθαρισμό του. Ο Κύριος έδωσε στο Μωυσή και στον Ααρών τις ακόλουθες οδηγίες: Όταν θα μπείτε στη Χαναάν, τη χώρα που εγώ σας δίνω για ιδιοκτησία, και κάνω να εμφανιστεί κηλίδα μούχλας σε κάποιο σπίτι, πρέπει ο ιδιοκτήτης του να έρθει και να πει στον ιερέα ότι παρουσιάστηκε κάποια κηλίδα στο σπίτι του. Τότε ο ιερέας θα διατάξει ν’ αδειάσουν το σπίτι προτού πάει να εξετάσει την κηλίδα, για να μη μολυνθούν τα αντικείμενα που βρίσκονται στο σπίτι. Έπειτα θα μπει για να εξετάσει το σπίτι. Θα εξετάσει την κηλίδα· κι αν δει ότι έχει κάνει βαθουλώματα στους τοίχους, πρασινωπά ή κοκκινωπά, και ότι η επιφάνειά τους είναι πιο βαθιά από την επιφάνεια του υπόλοιπου τοίχου, τότε θα βγει από την πόρτα του σπιτιού και θα κλείσει το σπίτι για εφτά μέρες. Την έβδομη μέρα ο ιερέας θα ξανάρθει και θα το εξετάσει πάλι· κι αν η κηλίδα έχει απλωθεί στους τοίχους του σπιτιού, τότε θα διατάξει να βγάλουν τις πέτρες που έχουν προσβληθεί από τη μούχλα και να τις πετάξουν σε τόπο ακάθαρτο, έξω από την πόλη. Έπειτα θα φροντίσει να ξύσουν το εσωτερικό του σπιτιού ολόγυρα, και τα χώματα από τα ξυσίματα να τα ρίξουν σε τόπο ακάθαρτο, έξω από την πόλη. Θα βάλουν άλλες πέτρες στη θέση που ήταν οι προηγούμενες και άλλη λάσπη για να σοβατίσουν το σπίτι. Αν ξαναφανεί η κηλίδα της μούχλας στο σπίτι, αφού θα έχουν βγάλει τις καινούριες πέτρες και θα έχουν ξύσει και ξανασοβατίσει το σπίτι, τότε θα έρθει πάλι ο ιερέας να το εξετάσει. Κι αν δει ότι η κηλίδα απλώθηκε στο σπίτι, τότε πρόκειται για χρόνια μούχλα στο σπίτι, και θα θεωρηθεί ακάθαρτο. Θα γκρεμίσουν το σπίτι και θα μεταφέρουν τις πέτρες του, τα ξύλα του και τους σοβάδες του, όλα έξω από την πόλη σε τόπο ακάθαρτο. Όποιος μπει σ’ εκείνο το σπίτι το διάστημα που θα είναι κλειστό, θα θεωρείται ακάθαρτος ως το βράδυ. Όποιος φάει ή κοιμηθεί στο σπίτι, θα πρέπει να πλύνει τα ρούχα του. Αν όμως ο ιερέας έρθει και διαπιστώσει ότι η κηλίδα δεν απλώθηκε στο σπίτι μετά το σοβάτισμα, θα χαρακτηρίσει το σπίτι καθαρό, γιατί η μούχλα εξαφανίστηκε. Και για να καθαρίσει το σπίτι, θα πάρει δύο πουλιά, ξύλο κέδρου, κόκκινη κλωστή και ύσσωπο. Το ένα πουλί θα το σφάξει σε πήλινο δοχείο που να περιέχει νερό πηγής. Έπειτα θα πάρει το ξύλο του κέδρου, τον ύσσωπο, την κόκκινη κλωστή και το άλλο πουλί, το ζωντανό, και θα τα βουτήξει στο αίμα του σφαγμένου πουλιού και στο νερό της πηγής, και θα ραντίσει το σπίτι εφτά φορές. Έτσι το σπίτι θα καθαριστεί με το αίμα του πουλιού, με το νερό της πηγής, με το ζωντανό πουλί, με το ξύλο του κέδρου, με τον ύσσωπο και με την κόκκινη κλωστή. Τέλος θ’ αφήσει το ζωντανό πουλί να πετάξει έξω από την πόλη, στους αγρούς· έτσι θα κάνει για το σπίτι την τελετουργία της εξιλέωσης και θα είναι καθαρό. Αυτοί ήταν οι νόμοι για κάθε είδος λέπρας και για την ψώρα, για τη μούχλα των ρούχων και του σπιτιού, για τα πρηξίματα, τα εξανθήματα και τις κηλίδες. Οι νόμοι αυτοί καθορίζουν πότε ένα πράγμα είναι ακάθαρτο και πότε καθαρό. Το κρεβάτι όπου θα κοιμηθεί αυτός ο άνθρωπος, θα είναι ακάθαρτο. Αν ο άνθρωπος που έχει τη ρεύση φτύσει πάνω σ’ έναν καθαρό, αυτός πρέπει να πλύνει τα ρούχα του, να λουστεί με νερό και θα είναι ακάθαρτος ως το βράδυ. Κάθε σαμάρι που πάνω του θα καθίσει εκείνος που έχει τη ρεύση, θα είναι ακάθαρτο. Καθένας που θ’ αγγίξει ο,τιδήποτε είχε βρεθεί κάτω απ’ αυτόν, θα είναι ακάθαρτος ως το βράδυ. Και όποιος το μεταφέρει, θα πλύνει τα ρούχα του, θα λουστεί με νερό, και θα είναι ακάθαρτος ως το βράδυ. Όποιον αγγίξει αυτός που έχει τη ρεύση, χωρίς να έχει πλύνει προηγουμένως τα χέρια του με νερό, αυτός πρέπει να πλύνει τα ρούχα του, να λουστεί με νερό, και θα είναι ακάθαρτος ως το βράδυ. Κάθε πήλινο δοχείο που θα αγγίξει εκείνος που έχει τη ρεύση, πρέπει να κομματιστεί και κάθε ξύλινο δοχείο πρέπει να πλυθεί με νερό. Όταν εκείνος που έχει οποιαδήποτε ρεύση καθαριστεί απ’ αυτήν, θα υπολογίσει εφτά μέρες για τον καθαρισμό του· μετά θα πλύνει τα ρούχα του, θα λούσει το σώμα του με νερό πηγής και θα είναι καθαρός. Την όγδοη μέρα θα πάρει δύο τρυγόνια ή δύο πιτσούνια, θα έρθει ενώπιον του Κυρίου, στην είσοδο της σκηνής του Μαρτυρίου, και θα τα δώσει στον ιερέα. Ο ιερέας θα προσφέρει το ένα απ’ αυτά θυσία εξιλέωσης και το άλλο θυσία ολοκαυτώματος· και θα κάνει γι’ αυτόν ενώπιον του Κυρίου την τελετουργία της εξιλέωσης από τη ρεύση του. Όταν ένας άντρας πάθει εκσπερμάτωση, πρέπει να λούσει με νερό όλο του το σώμα και θα είναι ακάθαρτος ως το βράδυ. Κάθε ρούχο και κάθε δερμάτινο αντικείμενο που πάνω του θα πέσει σπέρμα, πρέπει να πλυθεί με νερό και θα είναι ακάθαρτο ως το βράδυ. Αν ένας άντρας πλαγιάσει με γυναίκα και πάθει εκσπερμάτωση, πρέπει να λουστούν και οι δυο με νερό και θα είναι ακάθαρτοι ως το βράδυ. Αν μια γυναίκα έχει ροή αίματος και πρόκειται για τη συνηθισμένη ρύση της περιόδου της, θα είναι ακάθαρτη για εφτά μέρες· κι όποιος την αγγίξει θα είναι ακάθαρτος ως το βράδυ. Κάθε τι που πάνω του θα κοιμάται ή θα καθίσει όσο θα είναι στην κατάσταση αυτή, θα είναι ακάθαρτο. Εκείνος που θ’ αγγίξει ο,τιδήποτε βρίσκεται πάνω στο κρεβάτι της ή πάνω στο κάθισμά που αυτή κάθεται, θα είναι ακάθαρτος ως το βράδυ. Αν ένας άντρας πλαγιάσει μαζί της και η έμμηνος ρύσις της έρθει σε επαφή μ’ αυτόν, τότε θα είναι κι αυτός ακάθαρτος για εφτά μέρες· και κάθε κρεβάτι που πάνω του θα κοιμηθεί αυτός, θα είναι ακάθαρτο. Αν μια γυναίκα έχει αιμορραγία για πολλές μέρες πέρα από το χρόνο της περιόδου της ή αν η έμμηνος ρύσις της παρατείνεται, αυτή θα είναι ακάθαρτη όλο τον καιρό που τρέχει το αίμα, όπως ακριβώς το χρόνο της εμμήνου ρύσεως. Κάθε κρεβάτι όπου θα κοιμάται όλο το διάστημα της αιμορραγίας της, θα είναι όπως το κρεβάτι τον καιρό που είχε την έμμηνο ρύση της· και κάθε τι που πάνω του θα κάθεται θα είναι ακάθαρτο, όπως ακριβώς τον καιρό της εμμήνου ρύσεώς της. Όποιος θα τα αγγίξει θα είναι ακάθαρτος· θα πλύνει τα ρούχα του, θα λουστεί με νερό, και θα είναι ακάθαρτος ως το βράδυ. Όταν σταματήσει η ρύση της, θα υπολογίσει εφτά μέρες κι έπειτα θα είναι καθαρή. Την όγδοη μέρα θα πάρει δύο τρυγόνια ή δύο περιστέρια και θα τα φέρει στον ιερέα, στην είσοδο της σκηνής του Μαρτυρίου. Εκείνος θα προσφέρει το ένα ως θυσία εξιλέωσης και το άλλο ως θυσία ολοκαυτώματος. Ο ιερέας θα κάνει γι’ αυτήν ενώπιον του Κυρίου την τελετουργία του εξιλασμού για τη ρύση της, που την καθιστούσε ακάθαρτη. «Έτσι θα προφυλάξετε τους Ισραηλίτες από τις ακαθαρσίες τους», είπε ο Κύριος στο Μωυσή και στον Ααρών, «για να μην πεθάνουν εξαιτίας τους, βεβηλώνοντας τη σκηνή μου, που είναι ανάμεσά τους». Αυτός ήταν ο νόμος για τον άντρα που έχει οποιαδήποτε ρεύση ή παθαίνει εκσπερμάτωση και έχει καταστεί ακάθαρτος, για τη γυναίκα που είναι αδιάθετη από την έμμηνο ρύση της, καθώς και για όποιον συνευρίσκεται με μια γυναίκα ακάθαρτη. Μέσα στο αγιαστήριο θα μπαίνει με ένα μοσχάρι, για τη θυσία εξιλέωσης και με ένα κριάρι για τη θυσία του ολοκαυτώματος. Θα φοράει τον ιερό λινό χιτώνα, τις λινές περισκελίδες και τη λινή ζώνη, και στο κεφάλι του θα φοράει τη λινή μίτρα· αυτά είναι τα ιερά ενδύματα. Θα τα φορέσει αφού λούσει το σώμα του με νερό. Η ισραηλιτική κοινότητα θα του δώσει δύο τράγους που θα θυσιαστούν για την εξιλέωση της αμαρτίας και ένα κριάρι για τη θυσία του ολοκαυτώματος. Ο Ααρών θα προσφέρει το μοσχάρι θυσία εξιλέωσης και θα κάνει την τελετουργία του εξιλασμού για τον εαυτό του και για το σπίτι του. Έπειτα θα πάρει τους δύο τράγους και θα τους στήσει ενώπιον του Κυρίου στην είσοδο της σκηνής του Μαρτυρίου. Εκεί θα τραβήξει κλήρους για τους δύο τράγους: έναν κλήρο για να οριστεί ο τράγος για τον Κύριο και έναν κλήρο για τον Αζαζήλ. Θα φέρει τον τράγο, στον οποίο έπεσε ο κλήρος “του Κυρίου”, και θα τον προσφέρει θυσία εξιλέωσης. Τον τράγο στον οποίο έπεσε ο κλήρος “του Αζαζήλ”, θα τον στήσει ζωντανό ενώπιον του Κυρίου, για να κάνουν πάνω σ’ αυτόν την τελετουργία του εξιλασμού· έπειτα θα τον διώξουν στον Αζαζήλ, στην έρημο. »Ο Ααρών θα προσκομίσει το δικό του μοσχάρι της θυσίας εξιλέωσης για να κάνει την τελετουργία του εξιλασμού για τον εαυτό του και για την οικογένειά του, και θα το σφάξει. Έπειτα θα πάρει ένα θυμιατήρι γεμάτο αναμμένα κάρβουνα από το θυσιαστήριο που είναι ενώπιον του Κυρίου, θα γεμίσει τα δυο του χέρια με ψιλοκομμένο αρωματικό θυμίαμα και θα το φέρει πίσω από το καταπέτασμα. Θα ρίξει το θυμίαμα στη φωτιά ενώπιον του Κυρίου, ώστε ο καπνός του θυμιάματος να σκεπάσει το ιλαστήριο που βρίσκεται πάνω από το νόμο, για να μην πεθάνει ο Ααρών. Ύστερα θα πάρει από το αίμα του μοσχαριού και θα ραντίσει με το δάχτυλό του την ανατολική πλευρά του ιλαστηρίου. Επίσης μπροστά στο ιλαστήριο θα ραντίσει με το δάχτυλό του εφτά φορές από το αίμα αυτό. Μετά θα σφάξει τον τράγο της θυσίας για την εξιλέωση του λαού, και θα φέρει το αίμα του μέσα από το καταπέτασμα. Μ’ αυτό το αίμα θα κάνει ό,τι έκανε και με το αίμα του μοσχαριού, δηλαδή θα το ραντίσει πάνω στο ιλαστήριο και μπροστά απ’ αυτό. Μ’ αυτόν τον τρόπο θα κάνει για τα άγια των αγίων την τελετουργία του εξιλασμού για τις ανομίες των Ισραηλιτών που τις προξένησαν οι παραβάσεις τους και οι αμαρτίες τους. Το ίδιο θα κάνει και για ολόκληρη τη σκηνή του Μαρτυρίου, που βρίσκεται ανάμεσά τους, στο ακάθαρτο στρατόπεδό τους. »Κανένας άνθρωπος δεν πρέπει να βρίσκεται στη σκηνή του Μαρτυρίου, από τη στιγμή που ο Ααρών μπαίνει στο αγιαστήριο για να κάνει την τελετουργία του εξιλασμού. Αφού θα έχει κάνει την τελετουργία του εξιλασμού γι’ αυτόν τον ίδιο, για την οικογένειά του και για την ισραηλιτική κοινότητα, τότε θα βγει και θα πάει στο θυσιαστήριο που βρίσκεται ενώπιον του Κυρίου και θα κάνει την τελετουργία του εξιλασμού για το θυσιαστήριο. Θα πάρει από το αίμα του μοσχαριού και από το αίμα του τράγου και θ’ αλείψει τα κέρατα του θυσιαστηρίου ολόγυρα. Θα ραντίσει πάνω στο θυσιαστήριο από το αίμα με το δάχτυλό του εφτά φορές· έτσι θα το καθαρίσει από τις ανομίες των Ισραηλιτών και θα το αγιάσει». «Αφού τελειώσει ο Ααρών την τελετουργία του εξιλασμού για τα άγια των αγίων, για την υπόλοιπη σκηνή του Μαρτυρίου και για το θυσιαστήριο, τότε θα φέρει κοντά του το ζωντανό τράγο. Θα βάλει τα δυο του χέρια πάνω στο κεφάλι του ζώου και θα εξομολογηθεί πάνω του όλες τις ανομίες τις παραβάσεις και τις αμαρτίες των Ισραηλιτών και έτσι θα τις αποθέσει στο κεφάλι του τράγου. Μετά θα τον διώξει στην έρημο, με ειδικό άνθρωπο που έχει οριστεί γι’ αυτό. Ο τράγος θα σηκώσει πάνω του όλες τις ανομίες και θα τις φέρει σε άγονη χώρα· ο άνθρωπος θ’ αφήσει ελεύθερο τον τράγο στην έρημο. »Μετά ο Ααρών θα μπει στη σκηνή του Μαρτυρίου, θα βγάλει τα λινά ενδύματα, που φόρεσε για να μπει στα άγια των αγίων και θα τα αφήσει εκεί. Θα λούσει το σώμα του με νερό σε τόπο ιερό και θα φορέσει τα ρούχα του. Στη συνέχεια, θα βγει και θα προσφέρει τη θυσία του ολοκαυτώματος για τον εαυτό του και για το λαό· και θα κάνει την τελετουργία του εξιλασμού για τον εαυτό του και για το λαό. Το λίπος της θυσίας εξιλέωσης θα το κάψει στο θυσιαστήριο. »Ο άνθρωπος που θα οδηγήσει τον τράγο στον Αζαζήλ θα πρέπει να πλύνει τα ρούχα του και να λούσει το σώμα του με νερό· έπειτα θα μπορεί να μπει στο στρατόπεδο. Το μοσχάρι και τον τράγο που θα έχουν προσφερθεί θυσία εξιλέωσης και που το αίμα τους θα έχει μεταφερθεί στο αγιαστήριο για την τελετουργία του εξιλασμού, θα τα βγάλουν έξω από το στρατόπεδο, και θα κάψουν το δέρμα τους, το κρέας τους και την κοπριά τους. Ο άνθρωπος που θα τα κάψει, θα πρέπει να πλύνει τα ρούχα του και να λούσει το σώμα του με νερό· κατόπιν θα μπορεί να μπει στο στρατόπεδο». «Αυτά θα είναι για σας νόμος παντοτινός· τη δέκατη μέρα του έβδομου μήνα θα ταπεινώνεστε. Δεν θα κάνετε καμιά εργασία, ούτε οι Ισραηλίτες ούτε οι ξένοι που ζουν ανάμεσά σας. Αυτή την ημέρα θα γίνεται για σας η τελετουργία του εξιλασμού, για να καθαρίζεστε απ’ όλες τις αμαρτίες σας, ώστε να είστε καθαροί ενώπιον του Κυρίου. Η ημέρα του Εξιλασμού θα είναι για σας αγιότατη, μέρα απόλυτης ανάπαυσης και ταπείνωσης· αυτός είναι νόμος παντοτινός. Τον εξιλασμό θα τον τελεί ο ιερέας που θα έχει χριστεί και καθιερωθεί για να διαδεχθεί τον πατέρα του στην ιεροσύνη. Αυτός θα φοράει τα άγια λινά ενδύματα, και θα τελεί τον εξιλασμό για τα άγια των αγίων, την υπόλοιπη σκηνή του Μαρτυρίου και το θυσιαστήριο. Επίσης θα τελεί τον εξιλασμό για τους ιερείς και για όλο το λαό της κοινότητας. Αυτό θα είναι για σας νόμος παντοτινός. Μία φορά το χρόνο θα τελείτε για τους Ισραηλίτες τον εξιλασμό για όλες τις αμαρτίες τους». Ο Ααρών έκανε όλα όσα ο Κύριος διέταξε το Μωυσή. Ο Κύριος διέταξε το Μωυσή να πει στον Ααρών, στους γιους του και σ’ όλους τους Ισραηλίτες: «Ακούστε τι απαιτεί από σας ο Κύριος: Αν κάποιος Ισραηλίτης σφάξει ένα βόδι ή αρνί ή κατσίκι μέσα ή έξω από το στρατόπεδο και δεν το φέρει στην είσοδο της σκηνής του Μαρτυρίου, ώστε να αποδώσει την ανάλογη προσφορά στον Κύριο, ο άνθρωπος αυτός πρέπει να θεωρείται ένοχος αιματοχυσίας. Έχυσε αίμα και πρέπει να αποκοπεί από το λαό του. Έτσι οι Ισραηλίτες, θα πρέπει να φέρνουν ενώπιον του Κυρίου τις θυσίες τους, που συνηθίζουν να τις κάνουν στο ύπαιθρο. Θα τις φέρνουν στον ιερέα, στην είσοδο της σκηνής, και θα τις προσφέρουν στον Κύριο ως θυσίες κοινωνίας. Ο ιερέας θα ραντίζει με το αίμα το θυσιαστήριο του Κυρίου στην είσοδο της σκηνής και θα καίει το λίπος, για να ευχαριστηθεί με την ευωδιά του ο Κύριος. Δε θα προσφέρουν, λοιπόν, πια θυσίες στους δαίμονες, τους οποίους ακολουθούν απιστώντας στον Κύριο· αυτό θα είναι νόμος παντοτινός γι’ αυτούς και για τους απογόνους τους. »Θα τους πεις επίσης: Αν ένας Ισραηλίτης ή ξένος που ζει ανάμεσά τους, προσφέρει ολοκαύτωμα ή άλλη θυσία, αλλά δεν το κάνει αυτό μπροστά στην είσοδο της σκηνής του Μαρτυρίου, ώστε να το προσφέρει στον Κύριο, αυτός ο άνθρωπος πρέπει να αποκόπτεται από το λαό του». «Αν ένας Ισραηλίτης ή ξένος που ζει ανάμεσά τους φάει ο,τιδήποτε κρέας με το αίμα του, εγώ θα στραφώ εναντίον του και θα τον αποκόψω από το λαό του. Στο αίμα βρίσκεται η ζωή του σώματος. Γι’ αυτό σας έδωσα εντολή να χύνετε το αίμα πάνω στο θυσιαστήριο, ώστε να χρησιμεύει για την εξιλέωσή σας· το αίμα, που είναι ζωή, φέρνει τη συγχώρηση των αμαρτιών. Να γιατί είπα στους Ισραηλίτες ότι κανένας δεν επιτρέπεται να φάει αίμα· ούτε οι ξένοι που ζουν ανάμεσά τους. »Αν κάποιος Ισραηλίτης ή ξένος που ζει ανάμεσά τους, πιάσει στο κυνήγι ένα ζώο ή ένα πουλί, από εκείνα που επιτρέπεται να τρώγονται, πρέπει να χύσει το αίμα του και να το σκεπάσει με χώμα. Στο αίμα βρίσκεται η ζωή κάθε σώματος. Να γιατί απαγόρευσα στους Ισραηλίτες να τρώνε το αίμα· όποιος φάει αίμα, θα πρέπει ν’ αποκοπεί από το λαό του. »Όποιος φάει ζώο σκοτωμένο ή κατασπαραγμένο, είτε αυτός είναι Ισραηλίτης είτε ξένος, θα πλύνει τα ρούχα του, θα λουστεί με νερό και θα είναι ακάθαρτος ως το βράδυ· έπειτα θα είναι καθαρός. Αν όμως δεν πλύνει τα ρούχα του, και δε λούσει το σώμα του, θα φέρνει πάνω του το βάρος της ανομίας του». Δεν πρέπει να τηρείτε τα έθιμα της Αιγύπτου, όπου ζούσατε κάποτε, ούτε τα έθιμα της Χαναάν, όπου θα σας οδηγήσω· δεν πρέπει να ζείτε σύμφωνα με τους νόμους εκείνων των λαών. Θα τηρείτε τις δικές μου εντολές και θα εφαρμόζετε τους δικούς μου νόμους και σύμφωνα μ’ αυτούς θα ζείτε. Εγώ, ο Κύριος, είμαι ο Θεός σας. Γι’ αυτό πρέπει να τηρείτε τους δικούς μου νόμους και τις δικές μου εντολές. Όποιος τις εφαρμόζει, αυτός θα ζήσει. Εγώ είμαι ο Κύριος. »Κανένας σας δεν πρέπει να πλησιάζει τον εξ αίματος συγγενή του για να συνευρεθεί μαζί του. Εγώ είμαι ο Κύριος. »Δε θα συνευρεθείς με τη μητέρα σου προσβάλλοντας έτσι την τιμή του πατέρα σου. Είναι μάνα σου και δεν επιτρέπεται να πλαγιάσεις μαζί της. »Ούτε με άλλη γυναίκα του πατέρα σου επιτρέπεται να συνευρεθείς· ατιμάζεις έτσι τον πατέρα σου. »Δε θα συνευρεθείς με αδερφή σου, θυγατέρα του πατέρα σου ή της μητέρας σου, είτε είναι ετεροθαλής είτε όχι. Δεν επιτρέπεται να πλαγιάσεις μαζί τους. »Δεν επιτρέπεται να πλαγιάσεις με θυγατέρα του γιου σου ή της κόρης σου, γιατί έτσι ατιμάζεις τον εαυτό σου. »Δεν επιτρέπεται να πλαγιάσεις με θυγατέρα μιας γυναίκας του πατέρα σου, αφού κι αυτή γεννήθηκε από τον πατέρα σου. »Δεν επιτρέπεται να ατιμάσεις τον αδερφό του πατέρα σου· δεν θα πλαγιάσεις λοιπόν με τη γυναίκα του, γιατί είναι θεία σου. »Δεν επιτρέπεται να πλαγιάσεις με τη νύφη σου, γιατί είναι γυναίκα του γιου σου. »Δεν επιτρέπεται να συνευρεθείς με γυναίκα του αδερφού σου, γιατί έτσι ατιμάζεις τον αδερφό σου. »Δεν επιτρέπεται να πλαγιάσεις με μια γυναίκα και με την κόρη της, ούτε με την εγγονή της από τον γιο της ή την κόρη της, γιατί είναι συγγενείς της εξ αίματος. Θα ήταν πράξη ανήθικη. »Δεν επιτρέπεται να πάρεις, εκτός από τη γυναίκα σου, την αδερφή της για παλλακίδα και να πλαγιάσεις μαζί της, όσο η γυναίκα σου ζει. »Δεν επιτρέπεται να πλησιάσεις γυναίκα που βρίσκεται στην έμμηνο ρύση της και να πλαγιάσεις μαζί της. »Δεν πρέπει να πλαγιάσεις με τη γυναίκα ενός άλλου, γιατί έτσι θα γίνεις ακάθαρτος. »Κανέναν από τους απογόνους σου δεν πρέπει να προσφέρεις θυσία στο Μολόχ, για να μη βεβηλώσεις έτσι το όνομα του Θεού σου. Εγώ είμαι ο Κύριος. »Δεν πρέπει να πλαγιάσεις με άντρα όπως πλαγιάζεις με γυναίκα, είναι βδελυρό. »Δεν επιτρέπεται να συνευρεθείς με κανένα ζώο, γιατί έτσι θα καταστείς ακάθαρτος· ούτε η γυναίκα πρέπει να πλησιάζει ζώο για να συνευρεθεί μαζί του, είναι αισχρό. »Δεν πρέπει να μολύνεστε με καμιά απ’ αυτές τις πράξεις· με τέτοιες πράξεις μολύνθηκαν τα έθνη, αυτά που εγώ τα διώχνω από μπροστά σας. Μ’ αυτές τις πράξεις μολύνθηκε η χώρα· γι’ αυτό θα την τιμωρήσω για την ανομία της και θα ξεράσει τους κατοίκους της. Έτσι δεν θα σας ξεράσει η χώρα, όπως ξέρασε τα έθνη που ήταν εκεί πριν από σας, αφού δεν θα τη μολύνετε. Όσοι διαπράττουν οποιαδήποτε απ’ αυτές τις βδελυρές πράξεις, όποιοι κι αν είναι αυτοί, θα αποκόπτονται από το λαό τους. Να τηρείτε, λοιπόν, τις εντολές μου, και να μη μολύνεστε με καμιά βδελυρή πράξη απ’ αυτές που συνήθιζαν οι προηγούμενοί σας. Εγώ, ο Κύριος, είμαι ο Θεός σας». Ο Κύριος έδωσε εντολή στο Μωυσή: να πει σ’ όλη την ισραηλιτική κοινότητα: «Να είστε άγιοι, γιατί εγώ ο Κύριος, ο Θεός σας, είμαι άγιος. »Να σέβεται καθένας τον πατέρα του και την μητέρα του και να τηρείτε τα Σάββατά μου. Εγώ είμαι ο Κύριος, ο Θεός σας. »Να μην προτιμάτε τα είδωλα αντί για μένα, και να μη φτιάχνετε θεούς από λιωμένο μέταλλο για να τους προσκυνάτε. Εγώ, ο Κύριος, είμαι ο Θεός σας. »Όταν μου προσφέρετε θυσία κοινωνίας, πρέπει να την προσφέρετε με τρόπο που να γίνεται αποδεκτή. Η θυσία πρέπει να τρώγεται την ημέρα που την προσφέρετε ή την επομένη· ό,τι απομείνει ως την τρίτη μέρα πρέπει να καίγεται στη φωτιά, γιατί είναι ακάθαρτο. Αν φαγωθεί την τρίτη μέρα, η θυσία δεν θα γίνει αποδεκτή. Όποιος φάει από τη θυσία αυτή, θα είναι ένοχος και πρέπει ν’ αποκοπεί από το λαό του, γιατί θα έχει βεβηλώσει αυτό που ανήκει σ’ εμένα, τον Κύριο. »Όταν θερίζετε τα χωράφια σας, μην κόβετε τα στάχυα ως την τελευταία γωνιά του χωραφιού σας· και μη γυρίζετε πίσω, μετά το θερισμό, για να μαζέψετε τα στάχυα που παρέπεσαν. Ούτε να γυρνάτε πίσω στο αμπέλι σας για να μαζέψετε τα τσαμπιά που έμειναν ή τις ρώγες που έχουν πέσει· να τ’ αφήνετε για τον φτωχό και για τον ξένο. Εγώ, ο Κύριος, είμαι ο Θεός. »Μην κλέβετε, μη λέτε ψέματα, μην εξαπατάτε ο ένας τον άλλον. Μην ορκίζεστε ψέματα στο όνομά μου, γιατί έτσι βεβηλώνετε το όνομα του Θεού σας. Εγώ είμαι ο Κύριος. »Μην εκμεταλλεύεσαι τον άλλο και μην τον ληστεύεις. Το ημερομίσθιο του εργάτη μην το κατακρατείς ούτε για μία μέρα. Μη βρίζεις τον κουφό και μην βάζεις εμπόδια στον τυφλό, αλλά να φοβάσαι το Θεό σου. Εγώ είμαι ο Κύριος. »Μην είσαι άδικος όταν δικάζεις. Μην παίρνεις το μέρος του αδύνατου αλλά μην ευνοείς και τον ισχυρό· να κρίνεις δίκαια το συμπολίτη σου. »Μην τριγυρνάς και σκορπάς συκοφαντίες ανάμεσα στους συμπατριώτες σου, ούτε να σηκώνεσαι στη δίκη και να μιλάς εναντίον του συμπολίτη σου, όταν κινδυνεύει να καταδικαστεί σε θάνατο. Εγώ είμαι ο Κύριος. »Μην κρατάς πικρία στην καρδιά σου για τον άλλο· εξηγήσου μαζί του ανοιχτά, για να μη σε βαραίνει καμιά αμαρτία εξαιτίας του. Μην είσαι εκδικητικός και μνησίκακος απέναντι στους άλλους, αλλά ν’ αγαπάς τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου. Εγώ είμαι ο Κύριος». «Να τηρείτε τους νόμους μου. Δε θα ζευγαρώνετε στο κοπάδι σας ζώα διαφορετικού είδους. Δε θα σπέρνετε το χωράφι σας με σπόρους δύο ειδών και δε θα φοράτε ρούχα φτιαγμένα με δύο ειδών νήματα. Αν ένας άντρας πλαγιάσει με μια δούλη που είναι αρραβωνιασμένη με άλλον άντρα, όχι όμως εξαγορασμένη ή απελεύθερη, θα τιμωρηθούν και οι δυο· αλλά όχι με ποινή θανάτου, γιατί η γυναίκα δεν ήταν ελεύθερη. Ο άντρας θα προσφέρει στον Κύριο ως θυσία επανόρθωσης ένα κριάρι, στην είσοδο της σκηνής του Μαρτυρίου. Με το κριάρι ο ιερέας θα κάνει γι’ αυτόν ενώπιον του Κυρίου, την τελετουργία του εξιλασμού για την αμαρτία που έπραξε· και η αμαρτία του θα συγχωρηθεί. Όταν θα μπείτε στη χώρα και φυτέψετε κάθε είδους καρποφόρα δέντρα, τους καρπούς τους θα τους θεωρείτε ακάθαρτους για τρία χρόνια και δε θα τους τρώτε σ’ όλο αυτό το διάστημα. Τον τέταρτο χρόνο, όλοι οι καρποί θα αφιερωθούν σ’ εμένα τον Κύριο ως ευχαριστήρια προσφορά. Τον πέμπτο χρόνο θα μπορείτε να φάτε απ’ τους καρπούς και θα συνεχίσετε να έχετε πλούσια συγκομιδή. Εγώ, ο Κύριος, είμαι ο Θεός σας. Μην τρώτε κρέας με το αίμα του. Μην εξασκείτε μαντεία ούτε μαγεία. Μην κουρεύετε κυκλικά τις άκρες των μαλλιών σας και μην κόβετε την άκρη της γενειάδας σας. Μην κάνετε χαρακιές στο σώμα σας για χάρη νεκρού, και μην χαράζετε ανεξίτηλα σχέδια στο δέρμα σας. Εγώ είμαι ο Κύριος. Μη εξωθήσετε τις θυγατέρες σας να γίνουν ιερόδουλες· θα τις μολύνετε και η χώρα θα πέσει σε πορνεία και θα γεμίσει ανηθικότητα. Να τηρείτε τα σάββατά μου και να σέβεστε το αγιαστήριό μου. Εγώ είμαι ο Κύριος. Μην απευθύνεστε σ’ εκείνους που καλούν τα πνεύματα ούτε στους μάντεις. Μην τους συμβουλεύεστε για να μη μολύνεστε απ’ αυτούς. Εγώ, ο Κύριος είμαι ο Θεός σας. Να σηκώνεστε μπροστά στους ηλικιωμένους, τιμώντας έτσι το πρόσωπο του γέροντα. Να σέβεστε το Θεό σας. Εγώ είμαι ο Κύριος. Αν κάποιος ξένος έρθει να μείνει μαζί σας στη χώρα σας, μην τον εκμεταλλευτείτε. Να του φέρεστε όπως σ’ έναν συμπατριώτη σας· να τον αγαπάτε σαν τον εαυτό σας, γιατί κι εσείς ξένοι ήσασταν στην Αίγυπτο. Εγώ, ο Κύριος, είμαι ο Θεός σας. Μην αδικείτε κανέναν στις δίκες· μην εξαπατάτε τους άλλους χρησιμοποιώντας λειψά μέτρα βάρους και όγκου. Να μεταχειρίζεστε ακριβείς πλάστιγγες, ακριβή ζύγια, ακριβές εφά και ακριβές χιν. Εγώ, ο Κύριος, είμαι ο Θεός σας, που σας έβγαλα από την Αίγυπτο. Να τηρείτε όλους τους νόμους μου και τα διατάγματά μου και να τα εφαρμόζετε. Εγώ είμαι ο Κύριος». Ο Κύριος έδωσε εντολή στο Μωυσή να πει στους Ισραηλίτες: «Αν κάποιος, είτε από τους Ισραηλίτες είτε από τους ξένους που ζουν στη χώρα σας, προσφέρει ένα παιδί του θυσία στο Μολόχ, εξάπαντος θα θανατωθεί. Ο λαός της χώρας πρέπει να τον λιθοβολήσει. Αλλά κι εγώ θα στραφώ εναντίον του ανθρώπου αυτού και θα τον αποκόψω από το λαό του. Πρόσφερε το παιδί του θυσία στο Μολόχ και μόλυνε το αγιαστήριό μου· βεβήλωσε το άγιο όνομά μου. Κι αν ακόμη ο λαός της χώρας αγνοήσει την πράξη αυτού του ανθρώπου και δεν τον θανατώσει, τότε εγώ θα στραφώ εναντίον του και εναντίον της οικογένειάς του· θα τον αποκόψω από το λαό του και μαζί μ’ αυτόν όλους όσοι τον ακολουθούν στην παράνομη λατρεία του Μολόχ. »Αν κάποιος στραφεί σ’ αυτούς που καλούν τα πνεύματα και στους μάντεις για να τους συμβουλευτεί, αυτό είναι μορφή ειδωλολατρίας· θα στραφώ εναντίον του ανθρώπου εκείνου και θα τον αποκόψω από το λαό του. Να εξαγνίζεστε και να είστε άγιοι, γιατί εγώ, ο Κύριος, είμαι ο Θεός σας. Να τηρείτε τους νόμους μου και να τους εφαρμόζετε. Εγώ, ο Κύριος, είμαι αυτός που σας αγιάζω. »Όποιος καταραστεί τον πατέρα του ή τη μάνα του, πρέπει εξάπαντος να θανατωθεί· είναι ο ίδιος υπεύθυνος για το θάνατό του, γιατί καταράστηκε τους γονείς του. »Αν ένας διαπράξει μοιχεία με γυναίκα έγγαμη, δηλαδή με τη γυναίκα ενός άλλου, ο μοιχός και η μοιχαλίδα πρέπει εξάπαντος να θανατωθούν. »Αν κάποιος συνευρεθεί με τη γυναίκα του πατέρα του, ντροπιάζει τον πατέρα του. Αυτός και η γυναίκα πρέπει εξάπαντος να θανατωθούν και η ευθύνη για το θάνατό τους θα είναι δική τους. »Αν κάποιος συνευρεθεί με τη γυναίκα του γιου του, πρόκειται για πράξη ανήθικη. Πρέπει και οι δύο εξάπαντος να θανατωθούν, και η ευθύνη για το θάνατό τους θα είναι δική τους. »Αν κάποιος συνευρεθεί με άντρα όπως συνευρίσκεται με γυναίκα, διαπράττουν και οι δύο πράξη βδελυρή. Πρέπει εξάπαντος να θανατωθούν και θα είναι οι ίδιοι υπεύθυνοι για το θάνατό τους. »Αν κάποιος νυμφευθεί μια γυναίκα και μαζί μ’ αυτή νυμφευθεί και τη μητέρα της, πρόκειται για πράξη αισχρή· πρέπει να τους κάψουν στη φωτιά κι αυτόν κι εκείνες, για να μην υπάρχει αυτή η ασέλγεια ανάμεσά σας. »Αν κάποιος νυμφευθεί την αδερφή του, την κόρη του πατέρα του ή την κόρη της μητέρας του, και συνευρεθούν μαζί, τότε πρόκειται για αισχρή πράξη και πρέπει δημόσια να αποκοπούν από το λαό τους. Αυτός που συνευρέθηκε με την αδερφή του, θα είναι υπεύθυνος για την τιμωρία της αμαρτίας του. »Αν κάποιος πλαγιάσει με γυναίκα στη διάρκεια της εμμήνου ρύσεώς της και συνευρεθεί μαζί της, πρέπει να αποκοπούν και οι δυο από το λαό τους, γιατί από κοινού παραβίασαν τις διατάξεις για την καθαρότητα. »Δεν πρέπει να συνευρεθείς με την αδερφή της μητέρας σου ή με την αδερφή του πατέρα σου· πρόκειται για συνεύρεση με στενό συγγενή. Είναι και οι δύο υπεύθυνοι για την τιμωρία της αμαρτίας τους. »Αν ένας συνευρεθεί με τη γυναίκα του θείου του, ντροπιάζει το θείο του. Είναι και οι δύο υπεύθυνοι για την τιμωρία της αμαρτίας τους. Θα πεθάνουν χωρίς να κάνουν παιδί. »Αν κάποιος νυμφευθεί τη γυναίκα του αδερφού του, είναι πράξη μιαρή. Ντρόπιασε τον αδερφό του. Θα πεθάνουν χωρίς να κάνουν παιδί. »Να τηρείτε όλους τους νόμους μου και όλα τα προστάγματά μου και να τα εφαρμόζετε, για να μη σας ξεράσει η χώρα, όπου εγώ σας φέρνω να εγκατασταθείτε. Μην υιοθετήσετε τις συνήθειες των εθνών που εγώ διώχνω από μπροστά σας· μ’ όλα τους αυτά τα έθιμα εγώ τους σιχάθηκα. Γι’ αυτό σας είπα ότι εσείς θα κληρονομήσετε τη χώρα τους. Θα σας δώσω κληρονομιά τη χώρα που ρέει γάλα και μέλι. Εγώ είμαι ο Κύριος, ο Θεός σας, που σας ξεχώρισα μέσα από όλους τους λαούς. Να ξεχωρίζετε λοιπόν κι εσείς τα καθαρά από τα ακάθαρτα τετράποδα και πουλιά· δε θα τα τρώτε για να μην μολυνθείτε. Σας έχω μάθει ποια από τα τετράποδα, τα πουλιά και τα ζώα που σέρνονται στη γη να ξεχωρίζετε ως ακάθαρτα. Θα είστε άγιοι και θ’ ανήκετε σ’ εμένα, γιατί εγώ, ο Κύριος, είμαι άγιος· και σας ξεχώρισα μέσα από τους άλλους λαούς για να είστε δικοί μου. »Κάθε άντρας ή γυναίκα που ασκούν νεκρομαντεία ή μαντεία, πρέπει εξάπαντος να θανατώνονται. Πρέπει να τους λιθοβολούν, και η ευθύνη για το θάνατό τους θα είναι δική τους». Ο Κύριος έδωσε εντολή στο Μωυσή να πει στους ιερείς, τους γιους του Ααρών: «Κανείς ιερέας δεν πρέπει να καθίσταται ακάθαρτος ανάμεσα στον λαό του, αγγίζοντας νεκρό, παρά μόνο αν πρόκειται για τους πλησιέστερους συγγενείς του, δηλαδή τη μητέρα του, τον πατέρα του, το γιο του, την κόρη του και τον αδερφό του. Τα ίδια ισχύουν και για την άγαμη αδερφή του· παραμένει στενή συγγενής του, εφόσον δεν παντρεύτηκε· αυτήν μπορεί να την αγγίζει χωρίς να καθίσταται ακάθαρτος. Δεν θα πρέπει όμως να καθίσταται ακάθαρτος ανάμεσα στον λαό του με το θάνατο των εξ αγχιστείας συγγενών του. Οι ιερείς δεν πρέπει να κουρεύονται έτσι ώστε να φαίνεται το δέρμα του κεφαλιού τους, ούτε να κόβουν τις άκρες της γενειάδας τους, ούτε να κάνουν χαρακιές στο σώμα τους. »Οι ιερείς πρέπει να είναι αφιερωμένοι στο Θεό τους, άγιοι, και να μη βεβηλώνουν το όνομά του, γιατί αυτοί προσφέρουν στον Κύριο τις θυσίες που γίνονται με φωτιά, και είναι τροφή του Θεού τους. Ο ιερέας δεν πρέπει να παντρεύεται γυναίκα πόρνη ή ατιμασμένη, ούτε γυναίκα χωρισμένη από τον άντρα της· είναι αφιερωμένος στο Θεό του. Ο λαός πρέπει να τον θεωρεί άγιο, γιατί προσφέρει την τροφή του Θεού σου, και γιατί άγιος είμαι εγώ, ο Κύριος, ο οποίος κάνω άγιο το λαό μου. Αν η κόρη ενός ιερέα ατιμαστεί με πορνεία, πρέπει να καεί στη φωτιά, γιατί ντροπιάζει τον πατέρα της. »Ο αρχιερέας είναι ανώτερος από τους αδερφούς του· πάνω στο κεφάλι του χύθηκε το λάδι του χρίσματος και έτσι καθιερώθηκε στο αξίωμα αυτό ώστε να μπορεί να φορέσει την αρχιερατική στολή· δεν πρέπει λοιπόν ν’ αφήνει τα μαλλιά του να κρέμονται, ούτε να εκδηλώνει το πένθος του σκίζοντας τα ρούχα του. Δεν πρέπει να μπει σε κανένα σπίτι όπου υπάρχει νεκρός και να καταστεί ακάθαρτος, ούτε για τον πατέρα του ούτε για τη μητέρα του. Δεν επιτρέπεται να βγει έξω από το αγιαστήριο του Θεού του, για να μην το βεβηλώσει. Φέρνει πάνω του το σημάδι από το άγιο λάδι του χρίσματος του Θεού του. Εγώ είμαι ο Κύριος. για να μη γίνουν ακάθαρτοι οι απόγονοί τους ανάμεσα στο λαό του. Επειδή εγώ, ο Κύριος, είμαι που τον κάνω άγιο». Ο Κύριος έδωσε εντολή στο Μωυσή: να πει στον Ααρών: «Κανένας από τους απογόνους σου, στις επερχόμενες γενιές δεν πρέπει να πλησιάσει για να προσφέρει την τροφή του Θεού του, αν έχει κάποιο σωματικό ελάττωμα. Κανένας με σωματικό ελάττωμα δεν μπορεί να πλησιάζει το θυσιαστήριο: Κανείς τυφλός, χωλός ή με κομμένη μύτη ή παραμορφωμένος· κανείς με σπασμένο πόδι ή χέρι· κανείς καμπούρης ή πολύ αδύνατος, κανείς με ελάττωμα στο μάτι ή με ψώρα ή με λειχήνες ή με σπασμένους όρχεις. Όποιος από τους απογόνους του Ααρών του ιερέα έχει κάποιο σωματικό ελάττωμα, αυτός δεν μπορεί να πλησιάσει για να προσφέρει στον Κύριο τις θυσίες που γίνονται με φωτιά, την τροφή του Θεού του. Μπορεί να τρώει από την τροφή του Θεού του, από τα αγιότατα και από τα άγια. Αλλά δεν επιτρέπεται να περάσει πίσω από το καταπέτασμα, ούτε να πλησιάσει το θυσιαστήριο με σωματικό ελάττωμα, για να μη βεβηλώσει το αγιαστήριό μου· γιατί εγώ, ο Κύριος, είμαι που κάνω άγιους τους ιερείς». Αυτά είπε ο Μωυσής στον Ααρών, στους γιους του και σ’ όλους τους Ισραηλίτες. Ο Κύριος έδωσε εντολή στο Μωυσή: να πει στον Ααρών και στους γιους του: «Οι ιερείς πρέπει να προσέχουν τις άγιες προσφορές και να μη βεβηλώνουν το άγιο μου όνομα. Εγώ είμαι ο Κύριος. Όποιος από τους απογόνους σας, σε οποιαδήποτε γενιά, πλησιάσει, ενώ θα είναι ακάθαρτος, τις ιερές προσφορές που αφιερώνουν οι Ισραηλίτες στον Κύριο, αυτός ο άνθρωπος θ’ αποκλεισθεί από την υπηρεσία ενώπιόν μου. Εγώ είμαι ο Κύριος. »Όποιος από τους απογόνους του Ααρών είναι λεπρός ή έχει οποιαδήποτε ρεύση, δεν επιτρέπεται να φάει από τις ιερές προσφορές ωσότου καθαριστεί. Το ίδιο και όποιος αγγίξει κάποιον που είναι ακάθαρτος, επειδή ήρθε σ’ επαφή με νεκρό σώμα ή όποιος έπαθε εκσπερμάτωση. Επίσης όποιος άγγιξε κάποιο ερπετό ή έναν ακάθαρτο άνθρωπο και μολύνθηκε. Όποιος είχε τέτοιες επαφές, θα είναι ακάθαρτος ως το βράδυ· δεν επιτρέπεται να φάει από τις ιερές προσφορές, παρά μόνο αφού πλύνει το σώμα του με νερό. Μόλις δύσει ο ήλιος, θα είναι καθαρός και μπορεί να φάει από τις ιερές προσφορές, γιατί αυτές είναι η τροφή του. Δεν επιτρέπεται να φάει ζώο που ψόφησε ή κατασπαράχθηκε, για να μη μολυνθεί απ’ αυτό. Εγώ είμαι ο Κύριος. »Οι ιερείς οφείλουν να τηρούν τις άγιες εντολές μου· διαφορετικά, αν τις παρακούσουν, θα αμαρτήσουν και θα πεθάνουν. Εγώ ο Κύριος είμαι που τους αγιάζω. »Όποιος δεν είναι ιερέας δεν επιτρέπεται να φάει από την ιερή προσφορά· ούτε ο συγκάτοικός του ούτε ο μισθωτός του επιτρέπεται να φάνε απ’ αυτήν. Ο δούλος του όμως, που ο ιερέας τον έχει αγοράσει με χρήματα ή έχει γεννηθεί στο σπίτι του, επιτρέπεται να τρώει από την τροφή που δίδεται στον ιερέα. Η κόρη του ιερέα, αν έχει παντρευτεί λαϊκό, αυτή δεν επιτρέπεται να τρώει από το μερίδιο που προέρχεται από τις άγιες προσφορές. Αν όμως είναι χήρα ή χωρισμένη χωρίς παιδιά κι έχει γυρίσει και μένει στο πατρικό της, όπως πριν παντρευτεί, τότε επιτρέπεται να τρώει από την τροφή που δίδεται στον πατέρα της. Κανένας ξένος όμως δεν επιτρέπεται να τρώει απ’ αυτήν. »Αν κάποιος χωρίς να το προσέξει, φάει από την ιερή προσφορά, θα επιστρέψει την αξία της στον ιερέα, αυξημένη κατά το ένα πέμπτο. Οι ιερείς δεν πρέπει να βεβηλώνουν τις άγιες προσφορές των Ισραηλιτών προς τον Κύριο, αφήνοντας να τις τρώει ένας άσχετος άνθρωπος· αυτό θα έφερνε ενοχή και τιμωρία σ’ αυτόν τον άνθρωπο. Επειδή εγώ, ο Κύριος, είμαι που τους αγιάζω». Ο Κύριος έδωσε εντολή στο Μωυσή να πει στον Ααρών, στους γιους του και σ’ όλους τους Ισραηλίτες: «Όταν ένας Ισραηλίτης ή ένας ξένος, που ζει ανάμεσά σας, προσφέρει θυσία ολοκαυτώματος στον Κύριο, είτε ως τάμα είτε ως προαιρετική προσφορά, αν θέλει να ευαρεστήσει το Θεό, τότε πρέπει να προσφέρει ένα αρσενικό ζώο χωρίς ελάττωμα, βόδι, πρόβατο ή κατσίκι. Δεν πρέπει να προσφέρει ελαττωματικό ζώο, γιατί αυτό δεν θα ήταν ευπρόσδεκτο. Αν κάποιος προσφέρει θυσία κοινωνίας στον Κύριο, είτε ως εκπλήρωση τάματος είτε ως προαιρετική προσφορά, βόδι πρόβατο ή κατσίκι, το ζώο πρέπει να μην έχει κανένα σωματικό ελάττωμα για να είναι ευπρόσδεκτο. Δεν θα προσφέρετε στον Κύριο ζώο τυφλό, ανάπηρο ή ακρωτηριασμένο, ζώο με πληγές, με ψώρα ή λειχήνα· τέτοια ζώα δεν επιτρέπεται να τα προσφέρετε στο θυσιαστήριο ως θυσία που γίνεται με φωτιά στον Κύριο. Ένα βόδι ή ένα πρόβατο με ένα μέλος μακρύτερο ή κοντύτερο από το φυσικό, αυτό μπορείτε να το προσφέρετε ως προαιρετική προσφορά. Αν όμως πρόκειται για τάξιμο, δε θα είναι ευπρόσδεκτο. Ζώο, που τα γεννητικά του όργανα είναι χτυπημένα, σπασμένα, σκισμένα ή κομμένα, δεν πρέπει να το προσφέρετε στον Κύριο. Αυτό δεν επιτρέπεται να γίνεται στη χώρα σας. Δεν πρέπει να προσφέρετε ως τροφή του Θεού σας κανένα απ’ αυτά τα ζώα που θα σας τα έδινε ένας ξένος· ο ακρωτηριασμός τους αποτελεί ελάττωμα και η προσφορά σας δε θα είναι ευπρόσδεκτη». Ο Κύριος είπε επίσης στο Μωυσή: «Όταν γεννιέται ένα μοσχάρι, ένα αρνί ή ένα κατσίκι, θα μένει κοντά στη μάνα του εφτά μέρες. Από την όγδοη μέρα και μετά θα είναι ευπρόσδεκτο να προσφερθεί ως θυσία, που γίνεται με φωτιά στον Κύριο. Δεν επιτρέπεται να θυσιάζετε αγελάδα ή πρόβατο μαζί με το νεογνό τους, την ίδια μέρα. Αν θέλετε να προσφέρετε ευχαριστήρια θυσία στον Κύριο, πρέπει να την προσφέρετε με τρόπο που να γίνεστε ευπρόσδεκτοι. Πρέπει να την τρώτε την ίδια μέρα, και να μην αφήνετε τίποτε απ’ αυτήν ως το άλλο πρωί. Εγώ είμαι ο Κύριος. »Να τηρείτε τις εντολές μου στην πράξη. Εγώ είμαι ο Κύριος. Να μη βεβηλώνετε το άγιο όνομά μου, αλλά όλος ο λαός του Ισραήλ ν’ αναγνωρίζει την αγιότητά μου. Εγώ είμαι ο Κύριος, εγώ είμαι που σας αγιάζω, και που σας έβγαλα από την Αίγυπτο, για να είμαι ο Θεός σας. Εγώ είμαι ο Κύριος». Ο Κύριος έδωσε εντολή στο Μωυσή να πει στους Ισραηλίτες: Οι καθορισμένες γιορτές του Κυρίου, στις οποίες θα συγκαλείτε ιερές συνάξεις, αυτές είναι οι γιορτές μου. Έξι μέρες θα εργάζεστε, αλλά η έβδομη μέρα θα είναι Σάββατο, μέρα απόλυτης ανάπαυσης. Δε θα κάνετε καμιά εργασία, αλλά θα γίνεται ιερή σύναξη. Το Σάββατο ανήκει στον Κύριο, όπου κι αν κατοικείτε. Οι γιορτές του Κυρίου, στις οποίες θα συγκαλείτε ιερές συνάξεις και θα τις γιορτάζετε στον καθορισμένο καιρό τους, είναι οι ακόλουθες: Τη δέκατη τέταρτη μέρα του πρώτου μήνα το βράδυ, είναι το Πάσχα του Κυρίου. Τη δέκατη πέμπτη του ίδιου μήνα, θα είναι η γιορτή των Αζύμων. Εφτά μέρες συνέχεια θα τρώτε ψωμί χωρίς προζύμι. Την πρώτη μέρα θα έχετε ιερή σύναξη. Δε θα κάνετε καμιά χειρωνακτική εργασία. Εφτά μέρες θα προσφέρετε στον Κύριο θυσία που γίνεται με φωτιά· την έβδομη μέρα θα έχετε ιερή σύναξη. Δε θα κάνετε καμιά χειρωνακτική εργασία. Αυτός, την επομένη του Σαββάτου, θα το προσφέρει με την ειδική τελετουργική κίνηση στον Κύριο, ώστε να γίνετε ευπρόσδεκτοι. Την ημέρα που θα προσφέρετε το δεμάτι, θα προσφέρετε κι ένα χρονιάρικο αρνί, χωρίς ελάττωμα, θυσία ολοκαυτώματος στον Κύριο. Την ίδια μέρα θα προσφέρετε ως αναίμακτη θυσία δύο δέκατα του εφά σιμιγδάλι ζυμωμένο με λάδι, ως θυσία που γίνεται με φωτιά και η ευωδιά της ευχαριστεί τον Κύριο· θα κάνετε μαζί και σπονδή με ένα τέταρτο του χιν κρασί. Δε θα φάτε όμως, ούτε ψωμί ούτε σιτηρά, καβουρδισμένα ή νωπά, ως την ημέρα που θα φέρετε την προσφορά στο Θεό σας· αυτός θα είναι νόμος παντοτινός για σας και για τους απογόνους σας, όπου κι αν κατοικείτε. Έπειτα θα μετρήσετε εφτά πλήρεις εβδομάδες από την επόμενη του Σαββάτου εκείνου, που θα φέρετε το δεμάτι να το προσφέρετε με την ειδική τελετουργική κίνηση στον Κύριο. Θα μετρήσετε πενήντα μέρες ως την επόμενη του έβδομου Σαββάτου και τότε θα προσφέρετε στον Κύριο νέα αναίμακτη θυσία από σιτηρά. Κάθε οικογένεια θα προσφέρει με την ειδική τελετουργική κίνηση στον Κύριο δύο ψωμιά, φτιαγμένα το καθένα από δύο δέκατα του εφά σιμιγδάλι ζυμωμένο με προζύμι, ως προσφορά πρωτογεννημάτων στον Κύριο. Μαζί με τα ψωμιά πρέπει να προσφέρετε εφτά αρνιά ενός έτους χωρίς ελάττωμα, ένα μοσχάρι και δύο κριάρια· θα προσφερθούν ως θυσία ολοκαυτώματος στον Κύριο, μαζί με την αναίμακτη θυσία των σιτηρών και τις σπονδές, ως θυσία που γίνεται με φωτιά και η ευωδιά της ευχαριστεί τον Κύριο. Ακόμη θα προσφέρετε έναν τράγο, θυσία εξιλέωσης και δυο αρνιά ενός έτους, ως θυσία κοινωνίας. Ο ιερέας, με την ειδική τελετουργική κίνηση, θα προσφέρει τα δύο αρνιά μαζί με τα ψωμιά των πρωτογεννημάτων στον Κύριο για τους ιερείς. Την ίδια μέρα, θα συγκαλέσετε ιερή σύναξη και δε θα κάνετε καμιά χειρωνακτική εργασία. Αυτός θα είναι νόμος παντοτινός για σας και για τους απογόνους σας όπου κι αν κατοικείτε. Όταν θερίζετε τα χωράφια σας, μην κόβετε τα στάχυα ως την τελευταία γωνιά του χωραφιού σας, και μετά το θερισμό, μη γυρίζετε πίσω να μαζέψετε τα στάχυα που παρέπεσαν· αυτά να τα αφήνετε για τον φτωχό και τον ξένο. Εγώ, ο Κύριος, είμαι ο Θεός σας. Δεν επιτρέπεται να κάνετε καμιά χειρωνακτική εργασία και θα προσφέρετε στον Κύριο θυσία που γίνεται με φωτιά. Δεν επιτρέπεται να κάνετε καμιά χειρωνακτική εργασία· είναι η ημέρα του Εξιλασμού, όπου γίνεται για σας η τελετουργία της εξιλέωσής σας ενώπιον του Κυρίου του Θεού σας. Όποιος δεν ταπεινώνεται εκείνη την ημέρα, θα αποκόπτεται από το λαό του. Εκείνον που θα κάνει τότε οποιαδήποτε εργασία εγώ θα τον αποκόψω από το λαό του. Δεν επιτρέπεται να κάνετε καμιά εργασία. Αυτός θα είναι νόμος παντοτινός για σας και για τους απογόνους σας, όπου κι αν κατοικείτε. Εκείνη η ημέρα θα είναι για σας Σάββατο, δηλαδή μέρα απόλυτης ανάπαυσης και ταπείνωσης. Την ένατη μέρα του μήνα, από το βράδυ ως το άλλο βράδυ, θα τηρήσετε αυτό το Σάββατο. Την πρώτη μέρα θα γίνεται ιερή σύναξη. Δεν θα κάνετε καμιά χειρωνακτική εργασία. Εφτά μέρες συνέχεια θα προσφέρετε στον Κύριο θυσία που γίνεται με φωτιά. Την όγδοη μέρα θα συγκαλείτε ιερή σύναξη και θα προσφέρετε θυσία που γίνεται με φωτιά. Αυτή θα είναι πανηγυρική συγκέντρωση. Δεν θα κάνετε καμιά χειρωνακτική εργασία. Αυτές είναι οι καθορισμένες γιορτές του Κυρίου, στις οποίες πρέπει να συγκαλείτε ιερές συνάξεις, για να προσφέρετε στον Κύριο θυσίες που γίνονται με φωτιά: τη θυσία ολοκαυτώματος, την αναίμακτη, τις θυσίες κοινωνίας και τις σπονδές, καθεμιά την ορισμένη μέρα της. Επιπλέον θα τηρείτε τα Σάββατα του Κυρίου και θα εξακολουθείτε να του προσφέρετε τα δώρα σας, τις θυσίες για την εκπλήρωση ενός τάματος και τις προαιρετικές προσφορές σας. Εξάλλου τη δέκατη πέμπτη μέρα του έβδομου μήνα, όταν θα έχετε μαζέψει τη σοδειά της χώρας, θα γιορτάζετε προς τιμήν του Κυρίου για εφτά μέρες. Την πρώτη και την όγδοη μέρα θα έχετε απόλυτη ανάπαυση. Την πρώτη μέρα θα παίρνετε τους καλύτερους καρπούς από τα καρποφόρα δέντρα, κλαδιά από φοίνικες, κλαδιά από δέντρα με πυκνά φύλλα και από ιτιές του ποταμού και θα εκδηλώνετε τη χαρά σας ενώπιον του Κυρίου του Θεού σας για εφτά μέρες. Αυτή τη γιορτή προς τιμήν του Κυρίου θα την τηρείτε κάθε χρόνο τον έβδομο μήνα για εφτά μέρες. Αυτό θα είναι νόμος παντοτινός για σας και για τους απογόνους σας. Εφτά μέρες θα μένετε σε σκηνές, όλοι οι Ισραηλίτες. Κι ο Κύριος κατέληξε: «Για να ξέρουν οι απόγονοί σας ότι έβαλα τους Ισραηλίτες να μείνουν σε σκηνές, όταν τους έβγαλα από την Αίγυπτο. Εγώ ο Κύριος είμαι ο Θεός σας». Έτσι ο Μωυσής είπε στους Ισραηλίτες ποιες είναι οι καθορισμένες γιορτές του Κυρίου. Ο Κύριος είπε στο Μωυσή: «Δώσε εντολή στους Ισραηλίτες να σου φέρουν λάδι καθαρό από κοπανιστές ελιές για το φως της λυχνίας, ώστε να είναι αναμμένη διαρκώς. Ο Ααρών θα φροντίζει ώστε έξω από το καταπέτασμα όπου φυλάσσεται ο νόμος, στη σκηνή του Μαρτυρίου, το φως να καίει συνεχώς, από το βράδυ ως το πρωί, ενώπιον του Κυρίου. Αυτός θα είναι νόμος παντοτινός για σας και για τους απογόνους σας. Θα φροντίζει τα λυχνάρια που βρίσκονται πάνω στη λυχνία, τη φτιαγμένη από καθαρό χρυσάφι, ώστε να καίνε διαρκώς ενώπιον του Κυρίου». «Θα πάρεις σιμιγδάλι και θα ψήσεις μ’ αυτό δώδεκα άρτους· δύο δέκατα του εφά σιμιγδάλι για κάθε άρτο. Θα τους τοποθετήσεις ενώπιον του Κυρίου σε δύο στήλες, από έξι στην καθεμιά, πάνω στην τράπεζα τη φτιαγμένη από καθαρό χρυσάφι. Πάνω σε κάθε στήλη θα βάλεις καθαρό λιβάνι, και αυτό θα καίγεται για να θυμίζει ότι όλοι αυτοί οι άρτοι ανήκουν στον Κύριο. Κάθε Σάββατο, και για πάντα, οι άρτοι θα τοποθετούνται εκ νέου ενώπιον του Κυρίου. Αυτή είναι μια διαθήκη παντοτινή, για τους Ισραηλίτες. Τα ψωμιά αυτά θα ανήκουν στον Ααρών και στους απογόνους του. Θα τα τρώνε σε τόπο ιερό, επειδή είναι γι’ αυτούς αγιότατο μερίδιο από τις θυσίες που γίνονται με φωτιά για τον Κύριο· είναι νόμος παντοτινός». και τον έβαλαν στη φυλακή περιμένοντας μια συγκεκριμένη εντολή από τον Κύριο. Τότε ο Κύριος είπε στο Μωυσή: «Βγάλε έξω από το στρατόπεδο εκείνον που έβρισε· κι όλοι όσοι τον άκουσαν ας βάλουν τα χέρια τους στο κεφάλι του κι ας τον λιθοβολήσει όλη η κοινότητα. Έπειτα θα πεις στους Ισραηλίτες: »Όποιος βρίσει το Θεό του θα είναι υπεύθυνος για την τιμωρία της αμαρτίας του. Αυτός που θα βλαστημήσει το όνομα του Κυρίου, πρέπει οπωσδήποτε να θανατωθεί· ολόκληρη η κοινότητα θα τον λιθοβολήσει, είτε είναι ξένος είτε Ισραηλίτης. Αφού βλαστήμησε το όνομα του Κυρίου πρέπει να θανατωθεί. »Όποιος σκοτώσει άνθρωπο, πρέπει οπωσδήποτε να θανατωθεί. Όποιος σκοτώσει ζώο πρέπει να το αντικαταστήσει. Ζωή αντί ζωής. Αν κάποιος προξενήσει σωματική βλάβη σ’ έναν άλλο, πρέπει να του κάνουν ό,τι έκανε κι αυτός στον άλλο. Σπάσιμο αντί σπασίματος, οφθαλμόν αντί οφθαλμού, οδόντα αντί οδόντος. Πρέπει να του προξενήσουν την ίδια βλάβη που προξένησε κι αυτός στον άλλον. Όποιος σκοτώσει ζώο, πρέπει να το αντικαταστήσει· κι όποιος σκοτώσει άνθρωπο, πρέπει να πληρώσει ο ίδιος με τη ζωή του. Ο ίδιος νόμος θα ισχύει τόσο για τον Ισραηλίτη όσο και για τον ξένο· γιατί εγώ, ο Κύριος, είμαι ο Θεός σας». Όταν τα είπε αυτά ο Μωυσής στους Ισραηλίτες, εκείνοι έβγαλαν έξω από το στρατόπεδο αυτόν που είχε βλαστημήσει και τον λιθοβόλησαν. Έτσι, έκαναν όπως διέταξε ο Κύριος το Μωυσή. Πάνω στο όρος Σινά ο Κύριος έδωσε εντολή στο Μωυσή να πει στους Ισραηλίτες: «Όταν θα μπείτε στη χώρα που εγώ θα σας δώσω, η γη πρέπει να αναπαύεται, να τηρεί ένα “Σάββατο” για τον Κύριο. Έξι χρόνια θα σπέρνετε τα χωράφια σας, θα κλαδεύετε τα αμπέλια σας και θα συνάζετε τη σοδειά. Ο έβδομος χρόνος, όμως, θα είναι σαββατικός, ένα έτος για ν’ αναπαυθεί η γη, σάββατο προς τιμήν του Κυρίου. Εκείνο το χρόνο δεν θα σπείρετε τα χωράφια σας, ούτε θα κλαδέψετε τα αμπέλια σας. Δε θα θερίσετε ό,τι φύτρωσε μόνο του από τους σπόρους του περασμένου θερισμού και δε θα τρυγήσετε τα σταφύλια από τ’ αμπέλια σας, που έχουν μείνει ακλάδευτα. Θα είναι χρόνος αγρανάπαυσης. Ακόμα, όμως, και το χρόνο αυτό η γη θα μπορέσει να σας θρέψει, εσάς, τους δούλους σας και τις δούλες σας, τους εργάτες σας και τους ξένους που μένουν μαζί σας. Επίσης θα θρέψει τα κτήνη σας και τα άγρια ζώα της χώρας· ό,τι προϊόντα δώσει η γη θα είναι για τροφή τους. »Έπειτα θα μετρήσετε εφτά εβδομάδες ετών, δηλαδή συνολικά σαράντα εννιά χρόνια. Αυτό το πεντηκοστό έτος θα είναι για σας έτος ιωβηλαίο. Δεν θα σπέρνετε ούτε θα θερίζετε αυτό που βλασταίνει από μόνο του, ούτε θα τρυγάτε τα αμπέλια που θα έχουν μείνει ακλάδευτα. Θα είναι έτος ιωβηλαίο, άγιο για σας. Θα τρώτε μόνον ό,τι θα βλασταίνει από μόνο του στα χωράφια. »Κατά το ιωβηλαίο έτος, καθένας θα μπορεί να αποκτήσει πάλι την κυριότητα της ιδιοκτησίας του αν αυτή είχε πουληθεί. Έτσι, όταν πουλάτε ή αγοράζετε, μην ξεγελάτε ο ένας τον άλλο. Όταν αγοράζετε ή πουλάτε στο συμπολίτη σας θα υπολογίζετε τα χρόνια της συγκομιδής μέχρι το επόμενο ιωβηλαίο. Όσο περισσότερα χρόνια απομένουν, τόσο μεγαλύτερη θα είναι η τιμή της αγοράς και όσο λιγότερα χρόνια απομένουν τόσο μικρότερη θα είναι· γιατί εκείνο που μεταβιβάζεται είναι ο αριθμός των χρόνων της συγκομιδής. Κανείς σας να μην εκμεταλλεύεται το διπλανό του, αλλά να σέβεστε το Θεό σας· εγώ, ο Κύριος, είμαι ο Θεός σας. »Να εκτελείτε τους νόμους μου, να τηρείτε τις εντολές μου στην πράξη, ώστε να κατοικήσετε ασφαλείς στη χώρα. Η χώρα θα δίνει τον καρπό της και θα έχετε να τρώτε και να χορταίνετε· και θα ζείτε ασφαλείς. Αλλά κάποιος μπορεί να ρωτήσει: “Τι θα φάμε τον έβδομο χρόνο, αφού δε θα σπείρουμε ούτε θα συνάξουμε τη συγκομιδή μας;” Εγώ θα σας στέλνω την ευλογία μου τον έκτο χρόνο και η γη θα παράγει σοδειά για τρία χρόνια. Όταν θα σπέρνετε τον όγδοο χρόνο, θα έχετε ακόμη να τρώτε από την παλιά σοδειά. Ως τον ένατο χρόνο, που θα έρθει η νέα σοδειά, θα τρώτε ακόμη από την παλιά». «Η γη δεν πρέπει να πωλείται οριστικά, γιατί ανήκει σ’ εμένα κι εσείς είστε σαν ξένοι που τους δόθηκε η άδεια να την κατοικούν. Γι’ αυτό, σ’ όλη εκείνη τη χώρα, που θα την έχετε ιδιοκτησία σας, πρέπει να αναγνωρίζετε το δικαίωμα εξαγοράς της γης: Αν ένας Ισραηλίτης φτωχύνει κι αναγκαστεί να πουλήσει ένα μέρος από την ιδιοκτησία του, τότε ο πλησιέστερος συγγενής του έχει το δικαίωμα εξαγοράς· πρέπει να έρθει και να πάρει πίσω με εξαγορά αυτό που πούλησε ο συγγενής του. Είναι δυνατόν κάποιος που δεν έχει κανένα συγγενή με δικαίωμα εξαγοράς, να ευπορήσει αργότερα και να μπορεί να προσφέρει ο ίδιος το τίμημα για την εξαγορά. Τότε πρέπει να αφαιρέσει τα χρόνια που πέρασαν από την ημέρα που έγινε η πώληση, και να πληρώσει στον δανειστή του τα υπόλοιπα χρόνια μέχρι το επόμενο ιωβηλαίο· έτσι θα ξαναποκτήσει την ιδιοκτησία του. Αν όμως δεν μπορεί να πληρώσει το τίμημα για να εξαγοράσει το κτήμα του, αυτό θα παραμείνει στα χέρια του δανειστή του ως το επόμενο ιωβηλαίο. Το χρόνο εκείνο το κτήμα θ’ αποδεσμευτεί και θα γυρίσει στον αρχικό ιδιοκτήτη του. »Αν κάποιος αναγκαστεί να πουλήσει μια κατοικία που βρίσκεται σε περιτειχισμένη πόλη, έχει δικαίωμα εξαγοράς επί ένα χρόνο από την πώληση. Όταν παρέλθει ο χρόνος, τότε το σπίτι αυτό θα ανήκει για πάντα στον αγοραστή και στους απογόνους του. Δεν θ’ αποδεσμευτεί στο ιωβηλαίο. Τα σπίτια όμως που βρίσκονται σε χωριά μη περιτειχισμένα, πρέπει να θεωρούνται χωράφια. Ο αρχικός ιδιοκτήτης έχει το δικαίωμα εξαγοράς, και στο ιωβηλαίο έτος το σπίτι θ’ αποδεσμεύεται. Όσο για τις πόλεις των Λευιτών, και για τα σπίτια που έχουν στην ιδιοκτησία τους σ’ αυτές τις πόλεις, οι Λευίτες διατηρούν πάντοτε το δικαίωμα εξαγοράς. Αν κάποιος αγοράσει σπίτι από τους Λευίτες, σε μια απ’ αυτές τις πόλεις, και το σπίτι δεν εξαγοραστεί, η αγορά αυτή θα ακυρώνεται με το ιωβηλαίο. Γιατί τα σπίτια που έχουν οι Λευίτες μέσα στις πόλεις τους είναι η μόνιμη ιδιοκτησία τους ανάμεσα στους υπόλοιπους Ισραηλίτες. Ο βοσκότοπος γύρω από τις πόλεις των Λευιτών δεν επιτρέπεται να πουληθεί· είναι παντοτινή ιδιοκτησία τους». «Αν ένας συμπατριώτης σου, που ζει κοντά σου, φτωχύνει και δυστυχήσει, εσύ πρέπει να τον ενισχύσεις, όπως θα έκανες αν ήταν ξένος ή πάροικος, ώστε να μπορέσει να ζήσει κι αυτός μαζί σου. Εγώ είμαι ο Κύριος, ο Θεός σας, που σας έβγαλα από την Αίγυπτο, για να σας δώσω τη χώρα της Χαναάν και να είμαι Θεός σας. »Αν ο συμπατριώτης σου, που ζει κοντά σου, φτωχύνει και πουληθεί σ’ εσένα, δεν πρέπει να τον μεταχειρίζεσαι σαν δούλο. Ας μείνει στο σπίτι σου σαν μισθωτός εργάτης και να σε υπηρετεί ως το επόμενο ιωβηλαίο έτος. Τότε θα φύγει από το σπίτι σου μαζί με τα παιδιά του και θα γυρίσει στους συγγενείς του και στην ιδιοκτησία των προγόνων του. Οι Ισραηλίτες είναι δούλοι μου, που τους έβγαλα από την Αίγυπτο· δεν πρέπει να πουλιούνται ως δούλοι. Δεν πρέπει να τους συμπεριφέρεσαι με σκληρότητα, αλλά να υπολογίζεις το Θεό σου. Ο δούλος και η δούλη σου, όσους έχεις, θα πρέπει να προέρχονται από τα γύρω σας έθνη· από ’κει θα αγοράζεις δούλους. Επίσης θ’ αγοράζεις από τα παιδιά των πάροικων που ζουν ανάμεσά σας και γεννήθηκαν στη χώρα σας, κι απ’ τις οικογένειές τους. Αυτοί μπορούν να αποτελούν ιδιοκτησία σας. Μπορείτε να τους μεταβιβάζετε κληρονομικά στους γιους σας, που μετά από σας θα τους έχουν ιδιοκτησία τους. Μπορείτε να τους έχετε δούλους σας για πάντα· αλλά ανάμεσα στους συμπατριώτες σας τους Ισραηλίτες κανένας ας μην καταδυναστεύει τον άλλον με σκληρότητα. »Αν ένας ξένος ή πάροικος που μένει στον τόπο σου πλουτίσει, ενώ κάποιος Ισραηλίτης, που συναλλάσσεται μαζί του, φτωχύνει και πουληθεί στον ξένο ή στον πάροικο ή σε κάποιο μέλος της οικογένειάς τους, διατηρεί και μετά την πώλησή του το δικαίωμα να εξαγοραστεί. Μπορεί να τον εξαγοράσει ένας από τ’ αδέρφια του, ο θείος του ή ο ξάδερφός του, κάποιος από τους πλησιέστερους συγγενείς του. Επίσης, αν αυτός ο ίδιος έχει στο μεταξύ κερδίσει αρκετά χρήματα, μπορεί να εξαγοράσει τον εαυτό του. Πρέπει, από κοινού μ’ εκείνον που τον αγόρασε, να υπολογίσουν το χρόνο από τότε που πουλήθηκε ως το επόμενο ιωβηλαίο έτος και να καθορίσουν την τιμή της πώλησής του με βάση το ημερομίσθιο που δίνεται σ’ έναν εργάτη, και ανάλογα με τα χρόνια που έμεινε με τον αγοραστή του: Αν υπολείπονται πολλά χρόνια, οφείλει να επιστρέψει ένα μέρος από το ποσόν της αγοράς του, ανάλογα μ’ αυτά τα χρόνια. Αν αντιθέτως υπολείπονται λίγα χρόνια ως το ιωβηλαίο έτος, θα υπολογίσει και θα πληρώσει απλώς την εξαγορά του, ανάλογα με τα χρόνια που υπολείπονται. Θα θεωρηθεί ως εργάτης μισθωμένος με το χρόνο. Κι αυτός που τον έχει στην υπηρεσία του δεν πρέπει να τον μεταχειρίζεται βάναυσα. Αν ο Ισραηλίτης δούλος δεν εξαγοραστεί με έναν απ’ αυτούς τους τρόπους, θα απελευθερωθεί στο ιωβηλαίο έτος μαζί με τα παιδιά του. Όλοι οι Ισραηλίτες είναι δικοί μου δούλοι· εγώ τους έβγαλα από την Αίγυπτο. Εγώ, ο Κύριος, είμαι ο Θεός σας». Ο Κύριος είπε: «Να μην κατασκευάσετε είδωλα ούτε να στήσετε ξυλόγλυπτα και πέτρινες στήλες ούτε να βάλετε στη χώρα σας αγάλματα για να τα προσκυνάτε· εγώ, ο Κύριος, είμαι ο Θεός σας. Να τηρείτε τα Σάββατά μου και να σέβεστε το αγιαστήριό μου. Εγώ είμαι ο Κύριος. »Αν ζείτε σύμφωνα με τους νόμους μου και τηρείτε στην πράξη τις εντολές μου, τότε θα σας στέλνω τις βροχές στον καιρό τους, η γη θα δίνει τα γεννήματά της και τα δέντρα του κάμπου τον καρπό τους. Το αλώνισμα του σταριού στη χώρα σας θα κρατάει ως τον τρυγητό των αμπελιών, κι ο τρυγητός ως τη σπορά· θα έχετε άφθονο ψωμί για να χορταίνετε, και θα κατοικείτε στη χώρα σας με ασφάλεια. »Θα χαρίσω ειρήνη στη χώρα και κανείς δε θα ταράζει τον ύπνο σας· θα εξαφανίσω τα καταστρεπτικά ζώα από τη χώρα σας, και δε θα κινδυνεύετε από σφαγή. Θα καταδιώκετε τους εχθρούς σας κι αυτοί θα υποκύπτουν μπροστά στο ξίφος σας. Πέντε από σας θα καταδιώκουν εκατό, κι εκατό από σας θα καταδιώκουν δέκα χιλιάδες· και οι εχθροί σας θα πέφτουν μπροστά στο ξίφος σας. »Θα σας ευλογήσω, θα σας κάνω γόνιμους και θα σας πληθύνω· θα μείνω πιστός στη διαθήκη που έχω κάνει μαζί σας. Θα τρώτε από την παλιά συγκομιδή και θα σας περισσεύουν τόσα σιτηρά, που θα πρέπει να τα πετάτε, για να κάνετε χώρο για τη νέα σοδειά. Θα στήσω ανάμεσά σας την κατοικία μου και ποτέ δε θα σας αποστραφώ. Θα περπατάω ανάμεσά σας και θα είμαι ο Θεός σας κι εσείς θα είστε ο λαός μου. Εγώ, ο Κύριος, είμαι ο Θεός σας, που σας έβγαλα από την Αίγυπτο, για να μην είστε πια δούλοι. Εγώ σύντριψα τα δεσμά της δουλείας σας και σας έκανα να βαδίζετε με το κεφάλι ψηλά». τότε κι εγώ θα σας τιμωρήσω: Θα σας στείλω συμφορές, ανίατες ασθένειες και πυρετό, που θα σας εξασθενίσουν τα μάτια και θα σας φθείρουν τη ζωή· άδικα θα σπέρνετε τις σπορές σας, γιατί απ’ αυτές θα τρέφονται οι εχθροί σας. Θα στραφώ εναντίον σας και θα νικηθείτε από τους εχθρούς σας· εκείνοι που σας μισούν θα σας υποδουλώσουν· και θα φεύγετε ακόμα κι όταν κανείς δεν θα σας καταδιώκει. »Και αν παρ’ όλα αυτά δε με ακούσετε, θα επταπλασιάσω την τιμωρία μου για τις αμαρτίες σας. Θα συντρίψω την ισχυρογνωμοσύνη σας· και θα κάνω τον ουρανό σας σίδερο και τη γη σας χαλκό. Μάταια θα σπαταλάτε τη δύναμή σας· η γη δεν θα σας δίνει πια τα γεννήματά της και δε θα καρπίζουν τα δέντρα της. »Αν εξακολουθήσετε να στρέφεστε εναντίον μου και δεν εννοείτε να με υπακούσετε, τότε θα επταπλασιάσω την τιμωρία για τις αμαρτίες σας. Θα εξαπολύσω εναντίον σας τα άγρια θηρία, που θα αρπάξουν τα παιδιά σας, θα σκοτώσουν τα ζώα σας και θα σας αποδεκατίσουν σε τέτοιο σημείο που οι δρόμοι σας να μείνουν έρημοι. »Κι αν με όλα αυτά δεν συνετιστείτε αλλά εξακολουθήσετε να στρέφεστε εναντίον μου, τότε και εγώ θα στραφώ εναντίον σας. Θα σας χτυπήσω εφτά φορές σκληρότερα για τις αμαρτίες σας. Θα κάνω να πέσει πάνω σας σφαγή που θα λάβει εκδίκηση για τη διαθήκη που παραβιάσατε. Κι αν συγκεντρωθείτε στις πόλεις σας, εγώ θα στείλω θανατικό ανάμεσά σας και θα αναγκαστείτε να παραδοθείτε στην εξουσία του εχθρού. Όταν θα σας στερήσω το ψωμί σας, ένας μόνο φούρνος θα αρκεί σε δέκα γυναίκες για να ψήσουν το ψωμί σας και θα σας το φέρνουν μετρημένο. Θα τρώτε και δε θα χορταίνετε. »Κι αν με όλα αυτά δεν με υπακούσετε αλλά εξακολουθήσετε να εναντιώνεστε στο θέλημά μου, τότε κι εγώ θα σας εναντιωθώ με θυμό και θα σας τιμωρήσω για τις αμαρτίες σας επταπλάσια απ’ ό,τι στο παρελθόν. Θα φάτε τις σάρκες των γιων σας και τις σάρκες των θυγατέρων σας. Θα σας αποστραφώ και θα καταστρέψω τους ιερούς τόπους λατρείας σας, θα συντρίψω τα θυσιαστήρια των θυμιαμάτων σας, θα σωριάσω τα πτώματά σας πάνω στα νεκρά είδωλά σας. Θα καταστρέψω τις πόλεις σας, θα ερημώσω τους ναούς σας και δε θα δέχομαι πια την ευχάριστη μυρωδιά των θυσιών σας. Εγώ ο ίδιος θα ερημώσω τη χώρα και θα φρίξουν γι’ αυτήν οι εχθροί σας, που θα ’ρθούν να κατοικήσουνε σ’ αυτήν. Θα σας διασκορπίσω ανάμεσα στα έθνη και θα σας ρίξω σε πόλεμο· η χώρα σας θα ερημωθεί και οι πόλεις σας θα μεταβληθούν σε ερείπια. »Θα γεμίσω με φόβο την καρδιά όσων από σας θα επιζήσουν μέσα στις εχθρικές χώρες. Ακόμη και στο θόρυβο ενός φύλλου που πέφτει, θα νομίζουν ότι τους κυνηγούν. Θα φεύγουν, όπως ένας φεύγει στη θέα του ξίφους και θα πέφτουν, χωρίς να τους καταδιώκει κανείς. Θα σκοντάφτουν ο ένας πάνω στον άλλον, όπως αυτοί που φεύγουν μπροστά από τον εχθρό, κι ωστόσο κανείς δε θα τους καταδιώκει. Δε θα μπορείτε να αντιμετωπίσετε τους εχθρούς σας. Θα πεθάνετε στην αιχμαλωσία και θα σας καταβροχθίσει η χώρα των εχθρών σας. »Όσοι από σας επιζήσουν, θα χαθούν εξαιτίας της αμαρτίας τους στις χώρες των εχθρών σας· κι όχι μόνο για τις δικές τους αμαρτίες αλλά και για τις αμαρτίες των προγόνων τους. Όταν όμως οι απόγονοί τους θ’ αναγνωρίσουν την αμαρτία τη δική τους και των προγόνων τους, δηλαδή την απιστία που μου έδειξαν όταν μου εναντιώνονταν και έκαναν κι εμένα να εναντιωθώ σ’ αυτούς και να τους φέρω αιχμάλωτους στη χώρα των εχθρών τους, όταν λοιπόν θα έχουν πληρώσει για την αμαρτία τους και η σκληρή τους καρδιά θα έχει ταπεινωθεί, τότε θα θυμηθώ τη διαθήκη μου με τον Ιακώβ, με τον Ισαάκ και με τον Αβραάμ, σχετικά με τη χώρα τους. Η χώρα όμως πρώτα θα εγκαταλειφθεί απ’ αυτούς και θ’ απολαύσει τα σαββατικά της έτη όλο αυτό το διάστημα. Πρέπει να πληρώσουν για την αμαρτία τους, γιατί αγνόησαν τις εντολές μου και περιφρόνησαν τους νόμους μου. Αλλά και τότε ακόμη, όταν θα βρίσκονται στη χώρα των εχθρών τους, εγώ δεν θα τους απαρνηθώ, ούτε θα τους αποστραφώ σε σημείο που να τους εξαφανίσω τελείως. Δε θα ακυρώσω τη διαθήκη μου μαζί τους, γιατί εγώ, ο Κύριος, είμαι ο Θεός τους. Για χάρη τους θα λάβω υπόψη μου τη διαθήκη μου με τους προγόνους τους, όταν τους έβγαλα από την Αίγυπτο μπροστά στα μάτια των άλλων εθνών, για να γίνω Θεός τους. Εγώ είμαι ο Κύριος». Αυτές είναι οι διαταγές και οι νόμοι, που καθόρισε ο Κύριος ανάμεσα σ’ αυτόν τον ίδιο και στους Ισραηλίτες, στο όρος Σινά, με το Μωυσή. Ο Κύριος είπε στο Μωυσή να δώσει στους Ισραηλίτες τις ακόλουθες οδηγίες: Αν κάποιος έχει προσφερθεί στον Κύριο για να εκπληρώσει ένα τάμα, αυτός ο άνθρωπος, μπορεί να ελευθερωθεί πληρώνοντας σε χρήμα ανάλογα με την επίσημη εκτίμηση. Αυτή θα είναι για έναν άντρα από είκοσι ως εξήντα ετών, πενήντα ασημένιοι σίκλοι, με βάση τον ιερό σίκλο. Για μία γυναίκα, τριάντα σίκλοι. Για ηλικίες από πέντε ως είκοσι ετών, η εκτίμηση θα είναι για το αγόρι είκοσι σίκλοι, για το κορίτσι δέκα. Για ηλικίες από ενός μηνός ως πέντε ετών, η εκτίμηση θα είναι για το αγόρι πέντε ασημένιοι σίκλοι και για το κορίτσι τρεις. Για ηλικίες από εξήντα ετών και πάνω, η εκτίμηση θα είναι για τον άντρα δεκαπέντε σίκλοι, για τη γυναίκα δέκα. Αν αυτός που έκανε το τάξιμο είναι πολύ φτωχός και δεν μπορεί να πληρώσει το καθορισμένο τίμημα, αυτός θα παρουσιάσει τον άνθρωπο τον οποίο είχε τάξει μπροστά στον ιερέα, ο οποίος θα τον εκτιμήσει ανάλογα με τη δυνατότητα εκείνου που έκανε το τάξιμο. Αν το τάξιμο είναι ένα ζώο, από ’κείνα που είναι ευπρόσδεκτα ως προσφορά στον Κύριο, τότε και το ζώο είναι πράγμα άγιο. Δεν πρέπει να το αντικαταστήσει με άλλο, ούτε να ανταλλάξει ένα καλό ζώο μ’ ένα κακό ή ένα κακό μ’ ένα καλό. Αν ανταλλάξει ένα ζώο με άλλο, τότε και τα δύο θα είναι άγια. Αν πρόκειται για ακάθαρτο ζώο, από κείνα που δεν είναι ευπρόσδεκτα ως προσφορά στον Κύριο, τότε ο άνθρωπος θα φέρει το ζώο μπροστά στον ιερέα, κι εκείνος θα το εκτιμήσει αν είναι καλό ή ελαττωματικό· η εκτίμηση του ιερέα θα είναι τελεσίδικη. Αν όμως ο άνθρωπος αυτός θελήσει να εξαγοράσει το ζώο, τότε θα προσθέσει το ένα πέμπτο της τιμής που του ορίστηκε. Αν κάποιος αφιερώσει το σπίτι του ως ιερή προσφορά στον Κύριο, τότε ο ιερέας θα το εκτιμήσει ανάλογα με τα πλεονεκτήματα ή τα μειονεκτήματά του· η εκτίμηση του ιερέα θα είναι τελεσίδικη. Αν αυτός που αφιέρωσε το σπίτι του, θελήσει να το εξαγοράσει, θα προσθέσει το ένα πέμπτο της τιμής που του ορίστηκε σε χρήμα, και τότε το σπίτι θ’ ανήκει πάλι σ’ αυτόν. Αν κάποιος αφιερώσει ένα μέρος από το ιδιόκτητο χωράφι του στον Κύριο, η αξία του θα καθορίζεται ανάλογα με την ποσότητα του σπόρου που μπορεί κανείς να σπείρει σ’ αυτό: ένα χομόρ σπόρου κριθαριού θ’ αντιστοιχεί σε πενήντα ασημένιους σίκλους. Αν αφιερώσει κανείς το χωράφι του αμέσως μετά το ιωβηλαίο έτος, η τιμή που έχει καθοριστεί θα ισχύσει ολόκληρη. Αν αφιερώσει το χωράφι του οποιοδήποτε χρόνο μετά το ιωβηλαίο, τότε ο ιερέας θα υπολογίσει το ποσόν ανάλογα με τα χρόνια που απομένουν ως το επόμενο ιωβηλαίο έτος· και θα ορίσει την τιμή μειωμένη. Αν αυτός που αφιέρωσε το χωράφι θελήσει να το εξαγοράσει, τότε θα αυξήσει την τιμή που του ορίστηκε κατά το ένα πέμπτο σε χρήμα και το χωράφι θα παραμείνει σ’ αυτόν. Αν όμως δεν εξαγοράσει το χωράφι αλλά το πουλήσει σε κάποιον άλλον, τότε πια δεν είναι δυνατόν να εξαγοραστεί· το επόμενο ιωβηλαίο έτος, όταν το χωράφι αποδεσμευτεί, θα είναι πράγμα άγιο, αφιερωμένο στον Κύριο. Θα περιέρχεται στον ιερέα ως ιδιοκτησία του. Αν κάποιος αφιερώσει στον Κύριο ένα χωράφι που το αγόρασε και που δεν είναι από τα χωράφια της ιδιοκτησίας του, τότε ο ιερέας θα εκτιμήσει την αξία του ανάλογα με τον αριθμό των ετών που απομένουν ως το ιωβηλαίο έτος. Και ο άνθρωπος πρέπει να πληρώσει την τιμή αυτή την ίδια μέρα. Τα χρήματα αυτά ανήκουν στον Κύριο. Όταν έρθει το ιωβηλαίο, το χωράφι θα επιστραφεί σ’ εκείνον από τον οποίο είχε αγοραστεί και αποτελούσε μέρος της ιδιοκτησίας του. Κάθε εκτίμηση θα γίνεται με βάση το σίκλο του αγιαστηρίου· είκοσι γερά αντιστοιχούν σ’ ένα σίκλο. Βέβαια, κανένας δεν έχει δικαίωμα ν’ αφιερώσει στον Κύριο ένα πρωτογέννητο από τα ζώα του, είτε είναι βόδι είτε πρόβατο, επειδή ως «πρωτότοκο» ανήκει ήδη δικαιωματικά στον Κύριο. Αν είναι ακάθαρτο ζώο, μπορεί κανείς να το εξαγοράσει στην καθορισμένη τιμή, αυξημένη κατά το ένα πέμπτο· αν δεν εξαγοραστεί, μπορεί να πουληθεί στην ορισμένη τιμή χωρίς προσαύξηση. Ό,τι όμως αφιέρωσε κανείς ολοκληρωτικά στον Κύριο, απ’ όλα όσα έχει, είτε πρόκειται για άνθρωπο είτε για ζώο είτε για ιδιόκτητο χωράφι, αυτό δεν μπορεί ούτε να πουληθεί ούτε να εξαγοραστεί. Είναι αγιότατο, ξεχωρισμένο για τον Κύριο. Ακόμα κι ένας άνθρωπος αφιερωμένος ολοκληρωτικά δεν μπορεί να εξαγοραστεί. Πρέπει οπωσδήποτε να θανατωθεί. Το ένα δέκατο από την παραγωγή της γης, είτε από τα γεννήματα των χωραφιών είτε από τους καρπούς των δέντρων, ανήκει στον Κύριο· είναι πράγμα ξεχωρισμένο για τον Κύριο. Αν κάποιος θέλει να εξαγοράσει ένα μέρος της δεκάτης του, πρέπει να προσθέσει στην καθορισμένη τιμή το ένα πέμπτο της αξίας τους. Η δεκάτη των βοδιών και των προβάτων, δηλαδή κάθε δέκατο ζώο που περνάει κάτω από το ραβδί του βοσκού, είναι πράγμα άγιο, αφιερωμένο στον Κύριο. Δεν πρέπει να εξετάζει κανείς αν το ζώο είναι καλό ή ελαττωματικό, ούτε να το αλλάζει με άλλο· αν αντικαταστήσει ένα ζώο μ’ ένα άλλο, τότε και τα δύο ζώα θα είναι άγια· δεν μπορούν να εξαγοραστούν. Αυτές είναι οι εντολές που έδωσε ο Κύριος στο Μωυσή για τους Ισραηλίτες, πάνω στο όρος Σινά. Το δεύτερο χρόνο μετά την έξοδο των Ισραηλιτών από την Αίγυπτο, την πρώτη μέρα του δεύτερου μήνα, ο Κύριος είπε στο Μωυσή μέσα στη σκηνή του Μαρτυρίου, στην έρημο Σινά. Μαζί σας θα είναι και ένας αρχηγός συγγενείας από κάθε φυλή για να σας βοηθάει. Τα ονόματα των αντρών που θα σας βοηθήσουν είναι: Από τη φυλή Ρουβήν ο Ελισούρ, γιος του Σεδιούρ· από τη φυλή Συμεών ο Σελουμιήλ, γιος του Σουρισαδαΐ· από τη φυλή Ιούδα ο Ναχσών, γιος του Αμιναδάβ· από τη φυλή Ισσάχαρ ο Ναθαναήλ, γιος του Σουάρ· από τη φυλή Ζαβουλών ο Ελιάβ, γιος του Χαιλών· από τους γιους του Ιωσήφ: από τον Εφραΐμ ο Ελισαμά, γιος του Αμιούδ· και από το Μανασσή ο Γαμαλιήλ, γιος του Πεδασούρ· από τη φυλή Βενιαμίν ο Αβιδάν, γιος του Γιδεωνί· από τη φυλή Δαν ο Ιέζερ, γιος του Αμμισαδαΐ· από τη φυλή Ασήρ ο Φαγεϊήλ, γιος του Οχράν· από τη φυλή Γαδ ο Ελιασάφ, γιος του Δεουήλ· από τη φυλή Νεφθαλί ο Αχιρά, γιος του Αινάν». Αυτοί επελέγησαν από την κοινότητα για να ηγούνται στις φυλές των προγόνων τους και παράλληλα να είναι χιλίαρχοι του λαού του Ισραήλ. Ο Μωυσής και ο Ααρών, με τη βοήθεια αυτών των αντρών, που είχαν οριστεί ονομαστικά, συγκέντρωσαν όλη την κοινότητα, την πρώτη μέρα του δεύτερου μήνα, και την απέγραψαν κατά συγγένειες και οικογένειες· κατέγραψαν ένα προς ένα τα ονόματα των αντρών από είκοσι ετών και πάνω. Ο Μωυσής απέγραψε το λαό στην έρημο Σινά, όπως τον είχε διατάξει ο Κύριος. Όσοι όμως ανήκαν στη φυλή Λευί δεν απογράφτηκαν μαζί με τους άλλους, επειδή ο Κύριος είχε πει στο Μωυσή: «Τη φυλή Λευί δεν θα την απογράψεις· δε θα τους καταγράψεις έναν προς ένα μαζί με τους άλλους Ισραηλίτες. Στους Λευίτες θα αναθέσεις να φροντίζουν τη σκηνή του Μαρτυρίου, τα σκεύη της και καθετί που της ανήκει. Αυτοί θα μεταφέρουν τη σκηνή και τα σκεύη της, θα υπηρετούν σ’ αυτήν και θα κατασκηνώνουν γύρω απ’ αυτήν. Όταν πρόκειται να μετακινηθεί η σκηνή, οι Λευίτες θα τη λύνουν και όταν πρόκειται να κατασκηνώσετε κάπου, οι Λευίτες θα τη στήνουν. Οποιοσδήποτε άλλος πλησιάζει, θα θανατώνεται. Όλοι οι άλλοι Ισραηλίτες θα κατασκηνώνουν καθένας στο στρατόπεδό του, κοντά στη σημαία του, κατά στρατιωτικές μονάδες. Αλλά οι Λευίτες θα κατασκηνώνουν γύρω από τη σκηνή του Μαρτυρίου, για να μην ξεσπάσει η οργή μου πάνω στην ισραηλιτική κοινότητα. Οι Λευίτες θα είναι οι φύλακες της σκηνής του Μαρτυρίου». Οι Ισραηλίτες συμμορφώθηκαν ακριβώς με όλα όσα διέταξε ο Κύριος το Μωυσή. Ο Κύριος είπε στο Μωυσή και στον Ααρών: «Οι Ισραηλίτες πρέπει να στρατοπεδεύουν απέναντι στη σκηνή του Μαρτυρίου και γύρω της, καθένας κοντά στη σημαία του με τα εμβλήματα της συγγένειάς του. Το στρατόπεδο του Ιούδα θα απαριθμεί συνολικά εκατόν ογδόντα έξι χιλιάδες τετρακόσιους άντρες. Αυτοί θα ξεκινούν πρώτοι. Το στρατόπεδο του Ρουβήν θα απαριθμεί συνολικά εκατόν πενήντα μία χιλιάδες τετρακόσιους πενήντα άντρες. Αυτοί θα ξεκινούν δεύτεροι. »Έπειτα θ’ αναχωρούν οι Λευίτες μεταφέροντας τη σκηνή του Μαρτυρίου. Θα παρατάσσονται ανάμεσα στα άλλα δύο στρατόπεδα. Στην πορεία τα στρατιωτικά τμήματα θ’ ακολουθούν τη σειρά με την οποία θα είναι στρατοπεδευμένα, καθένα στη θέση του με τη σημαία του. Το στρατόπεδο του Εφραΐμ θα απαριθμεί συνολικά εκατόν οχτώ χιλιάδες εκατό άντρες. Αυτοί θα ξεκινούν τρίτοι. Το στρατόπεδο του Δαν θα απαριθμεί συνολικά εκατόν πενήντα εφτά χιλιάδες εξακόσιους άντρες. Αυτοί θα ξεκινούν τελευταίοι». Το σύνολο των Ισραηλιτών που απογράφτηκαν κατά φυλές και στρατιωτικές μονάδες ήταν εξακόσιες τρεις χιλιάδες πεντακόσιοι πενήντα άντρες. Οι Λευίτες δεν απογράφτηκαν μαζί με τους Ισραηλίτες, όπως διέταξε ο Κύριος το Μωυσή. Οι Ισραηλίτες συμμορφώθηκαν με όλα όσα διέταξε ο Κύριος το Μωυσή· έτσι στρατοπέδευαν, καθένας κάτω από τη σημαία του, και ξεκινούσαν καθένας με τη σειρά της συγγένειάς του και της προγονικής φυλής του. Τα μέλη των οικογενειών του Ααρών και του Μωυσή, την εποχή που ο Κύριος μίλησε στο Μωυσή πάνω στο όρος Σινά, έχουν ως εξής: Ο Ααρών είχε τέσσερις γιους: Το Ναδάβ, που ήταν κι ο πρωτότοκος, τον Αβιού, τον Ελεάζαρ και τον Ιθάμαρ. Αυτοί έλαβαν το χρίσμα του ιερέως και καθιερώθηκαν στην άσκηση της ιεροσύνης. Αλλά ο Ναδάβ και ο Αβιού πέθαναν επί τόπου όταν πρόσφεραν στον Κύριο αντικανονική θυσία, στην έρημο Σινά. Γιους δεν είχαν· έτσι έγιναν ιερείς ο Ελεάζαρ και ο Ιθάμαρ, ενώ ακόμα ζούσε ο Ααρών, ο πατέρας τους. Ο Κύριος είπε στο Μωυσή: «Πες να πλησιάσει η φυλή Λευί και διόρισέ τους στην υπηρεσία του Ααρών του ιερέα. Αυτοί θ’ αναλάβουν να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις του Ααρών και ολόκληρης της κοινότητας, οι οποίες αφορούν τη σκηνή του Μαρτυρίου και τη λατρεία σ’ αυτήν. Θα φροντίζουν για όλα τα σκεύη της σκηνής και για ό,τι έχει σχέση με τις λατρευτικές υποχρεώσεις των Ισραηλιτών. Θα θέσεις τους Λευίτες στην υπηρεσία του Ααρών και των γιων του. Αυτοί θα είναι απόλυτα αφιερωμένοι, δοσμένοι σ’ αυτόν από μέρους των Ισραηλιτών. Θα ορίσεις τον Ααρών και τους γιους του, για να εκτελούν τα ιερατικά καθήκοντα. Κάθε άλλος που θα πλησιάζει για να συμμετάσχει σ’ αυτά, θα θανατώνεται». Ο Κύριος είπε στο Μωυσή: «Εγώ διάλεξα τους Λευίτες μέσα από όλο το λαό αντί για τα πρωτότοκα των Ισραηλιτών. Οι Λευίτες θα ανήκουν σ’ εμένα. Σ’ εμένα ανήκει κάθε πρωτότοκο· την ημέρα που εξολόθρευσα τα πρωτότοκα στην Αίγυπτο, ξεχώρισα για μένα όλα τα πρωτότοκα των Ισραηλιτών, τόσο των ανθρώπων όσο και των ζώων. Σ’ εμένα ανήκουν. Εγώ είμαι ο Κύριος». Ο Κύριος είπε στον Μωυσή, στην έρημο Σινά: «Απόγραψε τους Λευίτες κατά συγγένειες και οικογένειες. Θα καταγράψεις όλα τα αρσενικά ηλικίας από ενός μηνός και πάνω». Ο Μωυσής έκανε την απογραφή σύμφωνα με τη διαταγή που του έδωσε ο Κύριος. Οι γιοι του Λευί ονομάζονταν Γηρσών, Καάθ και Μεραρί. Γιοι του Γηρσών ήταν οι Λιβνί και Σιμεΐ, αρχηγοί οικογενειών που έφεραν το όνομά τους. Γιοι του Καάθ ήταν οι Αμράμ, Ισάρ, Χεβρών και Ουζζιήλ, αρχηγοί οικογενειών που έφεραν το όνομά τους. Γιοι του Μεραρί ήταν οι Μαχλί και Μουσί, αρχηγοί οικογενειών που έφεραν το όνομά τους. Οι συγγένειες των Λευιτών με τις οικογένειές τους είναι οι εξής: Από τον Γηρσών προέρχονται οι οικογένειες των Λιβνιτών και των Σιμεϊτών. Όλοι οι αρσενικοί που απογράφτηκαν από ενός μηνός και πάνω, ήταν εφτά χιλιάδες πεντακόσιοι. Η συγγένεια των Γηρσωνιτών στρατοπέδευε πίσω από τη σκηνή, δυτικά. Αρχηγός της ήταν ο Ελιασάφ γιος του Λαήλ. Σχετικά με τη σκηνή του Μαρτυρίου, οι Γηρσωνίτες ανέλαβαν την υποχρέωση να φροντίζουν τη σκηνή και τον περίβολο, τα καλύμματά της και το παραπέτασμα της εισόδου, τα παραπετάσματα της αυλής γύρω από τη σκηνή και το θυσιαστήριο, το παραπέτασμα της εισόδου της, καθώς και όλα τα σχοινιά που χρειάζονται για το στήσιμο της σκηνής. Από τον Καάθ προέρχονται οι οικογένειες των Αμραμιτών, των Ισαριτών, των Χεβρωνιτών και των Ουζζιηλιτών. Όλοι οι αρσενικοί που απογράφτηκαν, από ενός μηνός και πάνω, ήταν οκτώ χιλιάδες εξακόσιοι. Αυτοί ανέλαβαν τη φροντίδα του αγιαστηρίου. Η συγγένεια των Κααθιτών στρατοπέδευε στη νότια πλευρά της σκηνής. Αρχηγός της ήταν ο Ελισαφάν γιος του Ουζζιήλ. Σ’ αυτούς ανέθεσαν να φροντίζουν την κιβωτό, την τράπεζα, τη λυχνία, τα θυσιαστήρια και τα σκεύη του αγιαστηρίου με τα οποία εκτελούν το λατρευτικό έργο, το καταπέτασμα και ό,τι σχετίζεται μ’ αυτό. Επικεφαλής των αρχηγών του Λευί ήταν ο Ελεάζαρ γιος του Ααρών, του ιερέα, ο οποίος επόπτευε αυτούς που είχαν αναλάβει την φροντίδα του αγιαστηρίου. Από το Μεραρί προέρχονται οι οικογένειες των Μαχλιτών και των Μουσιτών. Όλοι οι αρσενικοί που απογράφτηκαν, από ενός μηνός και πάνω, ήταν έξι χιλιάδες διακόσιοι. Αρχηγός της συγγένειας των Μεραριτών ήταν ο Σουριήλ γιος του Αβιχαΐλ. Αυτοί στρατοπέδευαν στη βόρεια πλευρά της σκηνής. Οι Μεραρίτες ανέλαβαν την υποχρέωση να φυλάνε και να φροντίζουν τις σανίδες της σκηνής, τις δοκούς της, τους στύλους της και τις βάσεις τους, όλα τα σκεύη της και όλα τα εξαρτήματά τους, τους στύλους της αυλής ολόγυρα, τις βάσεις τους, τους πασσάλους τους και τα σχοινιά τους. Μπροστά στη σκηνή, ανατολικά στρατοπέδευαν ο Μωυσής, ο Ααρών και οι γιοι του. Αυτοί είχαν αναλάβει τις τελετουργίες του αγιαστηρίου, για λογαριασμό των Ισραηλιτών. Κάθε άλλος που θα πλησίαζε, θα θανατωνόταν. Το σύνολο των Λευιτών που απογράφτηκαν από το Μωυσή και τον Ααρών, με διαταγή του Κυρίου, κατά συγγένειες όλοι οι αρσενικοί από ενός μηνός και πάνω, ήταν είκοσι δύο χιλιάδες άτομα. Ο Κύριος είπε στο Μωυσή: «Απόγραψε όλα τα αρσενικά πρωτότοκα των Ισραηλιτών, από ενός μηνός και πάνω, και κάνε κατάλογο με τα ονόματά τους. Τους Λευίτες, όμως, θα τους απογράψεις χωριστά και θ’ ανήκουν σ’ εμένα –εγώ είμαι ο Κύριος– στη θέση των πρωτοτόκων των Ισραηλιτών. Το ίδιο θα υπολογίσεις τα ζώα των Λευιτών στη θέση των πρωτογέννητων ζώων των Ισραηλιτών». Ο Μωυσής έκανε την απογραφή όλων των πρωτοτόκων των Ισραηλιτών, όπως τον διέταξε ο Κύριος. Το σύνολο των πρωτότοκων αρσενικών από ενός μηνός και πάνω, καταγεγραμμένα σε ονομαστικό κατάλογο, ήταν είκοσι δύο χιλιάδες διακόσια εβδομήντα τρία άτομα. Ο Κύριος είπε στο Μωυσή: «Αφιέρωσέ μου τους Λευίτες στη θέση των πρωτοτόκων των Ισραηλιτών· το ίδιο και τα ζώα των Λευιτών στη θέση των πρωτογέννητων ζώων του λαού. Σ’ εμένα θα ανήκουν οι Λευίτες· εγώ είμαι ο Κύριος. Τα διακόσια εβδομήντα τρία πρωτότοκα των Ισραηλιτών που υπερβαίνουν τον αριθμό των Λευιτών, θα τα εξαγοράσεις. Θα υπολογίσεις για τον καθένα πέντε σίκλους, με βάση τον ιερό σίκλο, που ισοδυναμεί με είκοσι γερά, και θα δώσεις τα χρήματα της εξαγοράς στον Ααρών και στους γιους του». Έτσι κι έκανε ο Μωυσής· πήρε το χρηματικό ποσό των χιλίων τριακοσίων εξήντα πέντε ιερών σίκλων και το έδωσε στον Ααρών και στους γιους του, όπως τον είχε διατάξει ο Κύριος. Ο Κύριος είπε στο Μωυσή και στον Ααρών: «Κάνε έναν κατάλογο κατά υπο-συγγένειες και οικογένειες όλων των Κααθιτών Λευιτών από τριάντα ως πενήντα χρόνων, όσοι είναι κατάλληλοι να προσφέρουν υπηρεσία στη σκηνή του Μαρτυρίου. Οι υπηρεσίες των Κααθιτών αφορούν τα άγια των αγίων. »Όταν θα πρόκειται να ξεκινήσει το στρατόπεδο, ο Ααρών και οι γιοι του θα έρχονται και θα ξεκρεμούν το καταπέτασμα και θα σκεπάζουν μ’ αυτό την κιβωτό της διαθήκης. Θα βάζουν πάνω της ένα κάλυμμα από τομάρι κι από πάνω θα απλώνουν άλλο σκέπασμα από γαλάζιο ύφασμα. Έπειτα θα περνούν τις δοκούς της κιβωτού. »Πάνω στην τράπεζα της προθέσεως των άρτων θα απλώνουν ένα γαλάζιο ύφασμα και θα βάζουν από πάνω τις γαβάθες, τις λεκάνες, τους δίσκους της θυσίας και τις κανάτες για τις σπονδές. Πάνω στην τράπεζα θα υπάρχουν πάντα άρτοι. Πάνω σ’ όλα αυτά θα απλώνουν ένα κατακόκκινο ύφασμα, θα το περιτυλίξουν με ένα κάλυμμα από τομάρι και θα περνούν τις δοκούς της τράπεζας. »Θα παίρνουν ένα γαλάζιο ύφασμα και θα σκεπάζουν την επτάφωτη λυχνία, τα λυχνάρια της, τις λαβίδες, τις σταχτοθήκες και τα δοχεία με το λάδι, που είναι απαραίτητα για τη λειτουργία της. Θα τη σκεπάζουν, αυτήν και τα εξαρτήματά της, με κάλυμμα από τομάρι και θα τη βάζουν πάνω στο φορείο της. »Πάνω στο χρυσό θυσιαστήριο θα απλώνουν ένα γαλάζιο ύφασμα κι από πάνω ένα κάλυμμα από τομάρι· έπειτα θα περνούν τις δοκούς του. Θα παίρνουν όλα τα σκεύη που χρησιμεύουν για την λατρεία μέσα στο αγιαστήριο, θα τα βάζουν μέσα σε γαλάζιο ύφασμα και θα τα σκεπάζουν με κάλυμμα από τομάρι· έπειτα θα τα βάζουν πάνω σε φορείο. Θα καθαρίζουν το θυσιαστήριο από τη στάχτη και θα απλώνουν πάνω του ένα ύφασμα ολοκόκκινο. Θα βάζουν πάνω του όλα τα σκεύη που προορίζονται για τη λειτουργία του, δηλαδή τις σχάρες, τα πιρούνια, τα φτυάρια και τις λεκάνες, και θα απλώνουν πάνω τους ένα κάλυμμα από τομάρι. Έπειτα θα περνούν τις δοκούς του θυσιαστηρίου. Όταν ο Ααρών και οι γιοι του θα έχουν τελειώσει με το σκέπασμα του αγιαστηρίου και των σκευών του, την ώρα που το στρατόπεδο ξεκινάει, θα έρχονται οι Κααθίτες να σηκώσουν τα άγια σκεύη· δεν θα τα αγγίζουν όμως καθόλου, γιατί θα πεθάνουν. Η υπηρεσία που ανατέθηκε στους απόγονους του Καάθ, σχετικά με τη σκηνή του Μαρτυρίου, ήταν να μεταφέρουν τα άγια σκεύη. »Ο Ελεάζαρ, γιος του ιερέα Ααρών, θα επιβλέπει τη σκηνή και τα σκεύη του αγιαστηρίου· θα φροντίζει για το λάδι της λυχνίας, για το εύοσμο θυμίαμα, για τις αναίμακτες θυσίες και για το λάδι του χρίσματος». Ο Κύριος είπε στο Μωυσή και στον Ααρών: «Μην αφήσετε να χαθεί μέσα από τους Λευίτες η συγγένεια των Κααθιτών, καθώς θα πλησιάζουν τα άγια των αγίων. Για να μη συμβεί κάτι τέτοιο, ο Ααρών και οι γιοι του θα έρχονται και θα ορίζουν στον καθένα τους την υπηρεσία του και ποιο αντικείμενο θα μεταφέρει. Αλλά οι Κααθίτες δε θα μπούν ούτε για μια στιγμή να δουν τα άγια όταν σκεπάζονται, γιατί αλλιώς θα πεθάνουν». Ο Κύριος είπε στο Μωυσή: «Απογράψτε επίσης τους Γηρσωνίτες κατά υπο-συγγένειες και οικογένειες από τριάντα έως πενήντα χρόνων, όλους όσοι είναι κατάλληλοι να προσφέρουν υπηρεσία στη σκηνή του Μαρτυρίου. Αυτές είναι οι υπηρεσίες για τις οποίες θα είναι υπεύθυνοι: Θα μεταφέρουν τη σκηνή του Μαρτυρίου και τα παραπετάσματά της, το εσωτερικό κάλυμμά της και το κάλυμμα από τομάρι, που τοποθετείται από πάνω, καθώς και το παραπέτασμα της εισόδου της· τα παραπετάσματα της αυλής γύρω από τη σκηνή και το θυσιαστήριο· το παραπέτασμα της εισόδου της αυλής, τα σχοινιά τους και όλα τα σχετικά εργαλεία. Θα κάνουν όλη την εργασία που απαιτείται γι’ αυτά. Στις υπηρεσίες τους οι Γηρσωνίτες θ’ ακολουθούν τις εντολές του Ααρών και των γιων του για όλα όσα θα μεταφέρουν και για τις εργασίες που θα πρέπει να κάνουν. Θα τους καθορίζετε όλα όσα πρέπει να μεταφέρουν. Αυτά είναι τα λειτουργήματα της συγγένειας των Γηρσωνιτών στη σκηνή του Μαρτυρίου. Αυτή είναι η εργασία τους που θα γίνεται με την καθοδήγηση του Ιθάμαρ, γιου του ιερέα Ααρών. »Να απογράψεις και τους απογόνους του Μεραρί, κατά υπο-συγγένειες και οικογένειες, από τριάντα ως πενήντα ετών, όσοι είναι κατάλληλοι να προσφέρουν υπηρεσία στη σκηνή του Μαρτυρίου. Θα τους ανατεθεί η φροντίδα να μεταφέρουν τις σανίδες της σκηνής του Μαρτυρίου, τις δοκούς της, τους στύλους της, και τις βάσεις της· τους στύλους, τις βάσεις τους, τους πασσάλους και τα σχοινιά της αυλής γύρω από τη σκηνή, μαζί με τα εξαρτήματά τους και όλα τα σχετικά εργαλεία. Θα καταγράψετε με το όνομά τους όλα τα σκεύη για τα οποία καθένας τους θα είναι υπεύθυνος να μεταφέρει. Αυτές είναι οι υπηρεσίες της συγγένειας των Μεραριτών, στη σκηνή του Μαρτυρίου, και θα τις εκτελούν με την καθοδήγηση του Ιθάμαρ, γιου του ιερέα Ααρών». Η απογραφή αυτή έγινε ύστερα από διαταγή του Κυρίου, που δόθηκε με το Μωυσή, και με διαταγή του Κυρίου υποδεικνυόταν στον καθένα η υπηρεσία που έπρεπε να προσφέρει ή το φορτίο που έπρεπε να σηκώνει. Ο Κύριος είπε στο Μωυσή: «Πρόσταξε τους Ισραηλίτες να διώξουν από το στρατόπεδο όλους τους λεπρούς και όποιον έχει γονόρροια ή κατέστη ακάθαρτος από το άγγιγμα νεκρού, είτε άντρες είναι είτε γυναίκες. Να τους απομακρύνετε από ανάμεσά σας, για να μη μολύνουν το στρατόπεδο στο μέσο του οποίου εγώ κατοικώ». Έτσι έκαναν οι Ισραηλίτες και τους έδιωξαν όλους αυτούς έξω από το στρατόπεδο, όπως διέταξε ο Κύριος το Μωυσή. Θα πρέπει να ομολογήσει την αμαρτία του και να επανορθώσει, καταβάλλοντας στον αδικηθέντα όλη την αξία της ζημιάς που προξένησε, αυξημένη κατά το ένα πέμπτο. Αν δεν υπάρχει κανείς που να έχει δικαίωμα στην επανόρθωση της ζημιάς, τότε αυτό ανήκει στον Κύριο. Θα δίνεται στον ιερέα μαζί με το κριάρι που προσφέρεται ως θυσία επανόρθωσης, με το οποίο θα γίνει η τελετουργία εξιλέωσης του ενόχου. Επίσης ο,τιδήποτε προσφέρεται με την ειδική τελετουργική ύψωση από τις ιερές προσφορές των Ισραηλιτών, θα ανήκει στον ιερέα, στον οποίο το φέρνουν. Σ’ αυτόν θα ανήκουν όλες οι ιερές προσφορές που του φέρνουν. με άλλον άντρα. Μπορεί αυτό να μην μαθευτεί από τον άντρα της –ίσως μολύνθηκε στα κρυφά, χωρίς να υπάρχει μάρτυρας ή χωρίς να συλληφθεί επαυτοφόρω. Αν ο άντρας της την υποπτευθεί και καταληφθεί από ζηλοτυπία ή αν καταληφθεί από ζηλοτυπία και την υποπτευθεί χωρίς αυτή να έχει μολυνθεί, τότε θα οδηγήσει τη γυναίκα του στον ιερέα και θα φέρει προσφορά γι’ αυτήν ένα δέκατο του εφά κριθαρένιο αλεύρι. Δε θα χύσει όμως σ’ αυτό λάδι ούτε θα βάλει λιβάνι· πρόκειται για προσφορά ζηλοτυπίας, προσφορά ανάμνησης που υπενθυμίζει μια παρανομία. Ο ιερέας θα οδηγήσει τη γυναίκα να ’ρθεί και να σταθεί όρθια ενώπιον του Κυρίου. Θα πάρει αγιασμένο νερό μέσα σε πήλινο δοχείο και μέσα θα ρίξει σκόνη από το δάπεδο της σκηνής. Ο ιερέας θα φέρει τη γυναίκα να σταθεί όρθια ενώπιον του Κυρίου, θα λύσει τα μαλλιά της και θα της δώσει στα χέρια της την προσφορά της ανάμνησης, την προσφορά της ζηλοτυπίας. Ο ιερέας κρατώντας στα χέρια του το πικρό νερό που φέρνει την κατάρα, θα εξορκίσει τη γυναίκα και θα της πει: «αν κανένας άντρας δεν πλάγιασε μαζί σου και αν, όσο είσαι στην εξουσία του άντρα σου, δεν τον απάτησες και δε μολύνθηκες, τότε αυτό το πικρό νερό που φέρνει την κατάρα δε θα σε βλάψει. Αν όμως, όσο είσαι στην εξουσία του άντρα σου, τον απάτησες και μολύνθηκες, γιατί κάποιος άλλος πλάγιασε μαζί σου, τότε ο Κύριος να σε τιμωρήσει: Να φέρει πάνω σου κατάρα για παραδειγματισμό ανάμεσα στο λαό σου. Να επιτρέψει να πέσει η μήτρα σου και να πρηστεί η κοιλιά σου. Αυτό το νερό, που φέρνει την κατάρα, να μπει στα σπλάχνα σου για να πρηστεί η κοιλιά σου και να πέσει η μήτρα σου». Η γυναίκα θα απαντήσει: «Αμήν, αμήν». Μετά ο ιερέας θα γράψει αυτές τις κατάρες σε βιβλίο και θα σβήσει τη γραφή στο πικρό νερό. Πριν δώσει στη γυναίκα να πιει το νερό που μπορεί να της φέρει πίκρα, θα πάρει από τα χέρια της την προσφορά της ζηλοτυπίας, θα την κινήσει ενώπιον του Κυρίου και θα την φέρει στο θυσιαστήριο. Έπειτα θα πάρει μια χούφτα από αυτήν την προσφορά για να υπενθυμίσει τη θυσία στον Κύριο, και θα την κάψει πάνω στο θυσιαστήριο. Τέλος θα δώσει στη γυναίκα να πιει το νερό. Αν είχε μολυνθεί και είχε απατήσει τον άντρα της, το νερό που φέρνει τις κατάρες θα μπει μέσα της και θα της φέρει πίκρα· θα πρηστεί η κοιλιά της και θα πέσει η μήτρα της και θα είναι καταραμένη ανάμεσα στο λαό της. Αν όμως η γυναίκα δεν είχε μολυνθεί και είναι καθαρή, δε θα πάθει τίποτα και θα μπορεί να κάνει παιδιά. Αυτός είναι ο νόμος της ζηλοτυπίας. Αφορά την περίπτωση που μια γυναίκα, ενώ βρίσκεται κάτω από την εξουσία του άντρα της, θα τον απατήσει και θα μολυνθεί· ή που ένας άντρας θα καταληφθεί από ζηλοτυπία και θα υποπτευθεί τη γυναίκα του· τότε ο ιερέας θα οδηγήσει τη γυναίκα να σταθεί όρθια ενώπιον του Κυρίου και θα της εφαρμόσει αυτόν το νόμο στο σύνολό του. Ο άντρας θα απαλλαγεί από την αμαρτία, αλλά η γυναίκα θα υποστεί την ποινή της παρανομίας της. πρέπει να απέχει από το κρασί και από τα άλλα οινοπνευματώδη: Να μην πίνει ξύδι από κρασί ούτε ξύδι από άλλα οινοπνευματώδη ποτά, να μην πίνει κανένα ποτό φτιαγμένο από σταφύλια και να μην τρώει νωπά σταφύλια ή σταφίδες. Όλο το διάστημα της αφιέρωσής του δεν θα τρώει τίποτε από τα παράγωγα του αμπελιού, ούτε ακόμα τους σπόρους του σταφυλιού ή τη φλούδα του. Όλο το διάστημα για το οποίο έχει αφιερωθεί στον Κύριο δε θα κόψει τα μαλλιά του ή τα γένια του· πρέπει να είναι άγιος. Πρέπει να αφήσει να μεγαλώσουν τα μαλλιά του και τα γένια του. Ούτε πρέπει να αγγίξει νεκρό σώμα σ’ αυτό το διάστημα. Αν ο πατέρας του ή η μάνα του, ο αδερφός του ή η αδερφή του πεθάνουν, ο ναζηραίος δεν πρέπει να καταστεί ακάθαρτος αγγίζοντας το πτώμα τους· στο κεφάλι του έχει την ευχή της αφιέρωσης στο Θεό του. Όλο το διάστημα της αφιέρωσής του πρέπει να είναι άγιος για τον Κύριο. Αν πεθάνει ξαφνικά κανείς μπροστά στο ναζηραίο και μολυνθεί έτσι το κεφάλι του, που έχει την ευχή, θα περιμένει εφτά μέρες για να κόψει τα μαλλιά του ή τα γένια του και τότε θα είναι καθαρός. Την όγδοη μέρα θα φέρει στον ιερέα δύο τρυγόνια ή δύο πιτσούνια, στην είσοδο της σκηνής του Μαρτυρίου. Ο ιερέας θα προσφέρει το ένα ως θυσία εξιλέωσης και το άλλο θυσία ολοκαυτώματος, και θα κάνει γι’ αυτόν την τελετουργία της συγχώρησης από την αμαρτία του, εξαιτίας αυτού του νεκρού. Την ίδια μέρα ο ναζηραίος θα εξαγιάσει εκ νέου το κεφάλι του, και θα αφιερωθεί και πάλι στον Κύριο για το διάστημα που είχε τάξει τον εαυτό του. Οι προηγούμενες μέρες δεν θα υπολογιστούν, γιατί η ευχή του είχε διακοπεί. Ως θυσία επανόρθωσης θα προσφέρει αρνί ενός χρόνου. Αυτός είναι ο νόμος για τον ναζηραίο. Όταν τελειώσουν οι μέρες της αφιέρωσής του, θα έρθει στην είσοδο της σκηνής του Μαρτυρίου και θα προσφέρει το δώρο του στον Κύριο· ένα αρνί ενός χρόνου χωρίς ελάττωμα ως θυσία ολοκαυτώματος, μια αρνάδα ενός χρόνου χωρίς ελάττωμα ως θυσία εξιλέωσης και ένα κριάρι χωρίς ελάττωμα ως θυσία κοινωνίας. Ένα καλάθι με άζυμα ψωμιά από ψιλό αλεύρι, πίτες ζυμωμένες με λάδι, και άζυμα παξιμάδια αλειμμένα με λάδι, μαζί με την αναίμακτη προσφορά και τη σπονδή. Ο ιερέας θα τα φέρει όλα αυτά ενώπιον του Κυρίου και θα προσφέρει τη θυσία εξιλέωσης και τη θυσία του ολοκαυτώματος. Θα προσφέρει το κριάρι ως θυσία κοινωνίας στον Κύριο, και μαζί το καλάθι με τα ψωμιά, την αναίμακτη προσφορά του και τη σπονδή. Ο ναζηραίος θα κόψει στην είσοδο της σκηνής του Μαρτυρίου τα μαλλιά του κεφαλιού του, που το είχε αφιερωμένο, και θα τα ρίξει στη φωτιά στην οποία καίγεται η θυσία κοινωνίας. Ο ιερέας θα πάρει την ωμοπλάτη του κριαριού όταν θα έχει ψηθεί και από το καλάθι μια πίτα άζυμη κι ένα άζυμο παξιμάδι, και θα τα βάλει στα χέρια του ναζηραίου αφού θα έχει κόψει τα μαλλιά του. Μετά ο ιερέας θα τα προσφέρει με την ειδική τελετουργική κίνηση στον Κύριο. Πρόκειται για ιερή προσφορά προς τον ιερέα, μαζί με το στήθος και τον μηρό, που σύμφωνα με το νόμο ανήκουν στον ιερέα. Μετά απ’ αυτά ο ναζηραίος μπορεί να πιει κρασί. Αυτοί είναι οι κανονισμοί για όποιον κάνει τάμα να γίνει ναζηραίος. Αν όμως ένας ναζηραίος, εκτός από το δώρο που πρέπει να προσφέρει στον Κύριο για την αφιέρωσή του, υποσχεθεί μια προαιρετική προσφορά, τότε πρέπει να εκπληρώσει με ακρίβεια την υπόσχεσή του. Ο Κύριος είπε στο Μωυσή: «Όταν ο Ααρών και οι γιοι του θα ευλογούν το λαό του Ισραήλ, θα τους ορίσεις να λένε αυτά τα λόγια: “Ο Κύριος να σε ευλογεί και να σε φυλάει. Ο Κύριος να σου δείξει την εύνοιά του και να σ’ ελεήσει. Ο Κύριος να σου συμπαραστέκεται και να σου δίνει ειρήνη”. »Μ’ αυτόν τον τρόπο θα διακηρύττουν το όνομά μου στους Ισραηλίτες και θα τους θυμίζουν ότι είναι λαός μου, κι εγώ θα τους ευλογώ». Όταν ο Μωυσής τελείωσε το στήσιμο της σκηνής, την έχρισε και την αγίασε αυτήν και τα σκεύη της, καθώς και το θυσιαστήριο και τα σκεύη του. Τα έχρισε όλα και τα αγίασε. Τότε οι αρχηγοί των φυλών του Ισραήλ –αρχηγοί συγγενειών– πρόσφεραν τη θυσία τους. Ήταν οι ίδιοι αρχηγοί που είχαν βοηθήσει στην απογραφή. Η προσφορά που έφεραν ενώπιον του Κυρίου ήταν έξι σκεπαστές άμαξες και δώδεκα βόδια· μία άμαξα ανά δύο αρχηγούς και ένα βόδι από τον καθένα τους. Και τα πρόσφεραν μπροστά στη σκηνή. Τότε ο Κύριος είπε στο Μωυσή: «Πάρε απ’ αυτούς τα δώρα τους για να χρησιμοποιηθούν στην υπηρεσία της σκηνής του Μαρτυρίου και δώσ’ τα στους Λευίτες, στον καθένα ανάλογα με την υπηρεσία του». Ο Μωυσής πήρε τις άμαξες και τα βόδια και τα παρέδωσε στους Λευίτες. Έδωσε δύο άμαξες και τέσσερα βόδια στους Γηρσωνίτες, ανάλογα με την υπηρεσία τους, τέσσερις άμαξες και οκτώ βόδια στους Μεραρίτες, ανάλογα με την υπηρεσία τους, που γινόταν με την καθοδήγηση του Ιθάμαρ, γιου του ιερέα Ααρών. Στους Κααθίτες ο Μωυσής δεν έδωσε τίποτε, γιατί αυτοί είχαν να μεταφέρουν στους ώμους τους τα άγια αντικείμενα, για τα οποία ήταν υπεύθυνοι. Την ημέρα της χρίσεως του θυσιαστηρίου, οι άρχοντες έφεραν επίσης προσφορές για την καθιέρωσή του. Όταν όμως άρχισαν να φέρνουν τα δώρα τους μπροστά στο θυσιαστήριο, είπε ο Κύριος στο Μωυσή: «Οι άρχοντες θα έρχονται ένας ένας σε διαφορετικές μέρες να φέρνουν την προσφορά τους για τα εγκαίνια του θυσιαστηρίου». Αυτές ήταν οι προσφορές των αρχηγών του Ισραήλ για τα εγκαίνια του θυσιαστηρίου την ημέρα της χρίσεώς του. Συνολικά ήταν δώδεκα ασημένιες γαβάθες, δώδεκα ασημένιες λεκάνες και δώδεκα χρυσά πιάτα. Κάθε ασημένια γαβάθα ζύγιζε εκατόν τριάντα σίκλους και κάθε λεκάνη εβδομήντα σίκλους. Όλα αυτά τα ασημένια σκεύη ζύγιζαν δύο χιλιάδες τετρακοσίους σίκλους, με βάση τον ιερό σίκλο. Δώδεκα χρυσά πιάτα γεμάτα λιβάνι. Κάθε πιάτο ζύγιζε δέκα σίκλους με βάση τον ιερό σίκλο. Όλο το χρυσάφι των πιάτων ήταν εκατόν είκοσι σίκλοι. Τα ζώα για τις θυσίες του ολοκαυτώματος ήταν συνολικά δώδεκα μοσχάρια, δώδεκα κριάρια, δώδεκα αρνιά ενός χρόνου, μαζί με τις αναίμακτες προσφορές που τα συνοδεύουν, καθώς και δώδεκα τράγοι για τις θυσίες εξιλέωσης. Τέλος, τα ζώα για τις θυσίες κοινωνίας ήταν είκοσι τέσσερα μοσχάρια, εξήντα κριάρια, εξήντα τράγοι και εξήντα αρνιά ενός χρόνου. Όταν ο Μωυσής μπήκε στη σκηνή του Μαρτυρίου για να μιλήσει με τον Κύριο, άκουσε τη φωνή που του μιλούσε από το ύψος του ιλαστηρίου, που ήταν πάνω στην κιβωτό της διαθήκης, ανάμεσα στα δύο χερουβίμ. Ο Κύριος είπε στο Μωυσή: «Να πεις στον Ααρών πως όταν θα τοποθετήσει τα εφτά λυχνάρια πάνω στη λυχνία, αυτά πρέπει να ρίχνουν το φως τους στο μπροστινό μέρος της λυχνίας». Έτσι κι έκανε ο Ααρών. Έβαλε στο μπροστινό μέρος της λυχνίας τα λυχνάρια, όπως ο Κύριος είχε διατάξει το Μωυσή. Η λυχνία ήταν φτιαγμένη από σφυρηλατημένο χρυσάφι. Ως και ο κορμός της και οι κλάδοι της ήταν από σφυρηλατημένο χρυσάφι. Ο Μωυσής έκανε τη λυχνία σύμφωνα με το σχέδιο που του έδειξε ο Κύριος. Ο Κύριος είπε στο Μωυσή: «Θα ξεχωρίσεις από τους υπόλοιπους Ισραηλίτες τους Λευίτες και θα τους εξαγνίσεις, ως εξής: Θα τους ραντίσεις με το νερό του καθαρισμού· θα ξυρίσουν όλες τις τρίχες στο σώμα τους, θα πλύνουν τα ρούχα τους, και έτσι θα είναι καθαροί. Έπειτα θα πρέπει να πάρουν ένα μοσχάρι και την αναίμακτη προσφορά από ψιλό αλεύρι, ανακατωμένο με λάδι, κι εσύ θα πάρεις ένα δεύτερο μοσχάρι, για τη θυσία εξιλέωσης. Θα φέρεις τους Λευίτες μπροστά στη σκηνή του Μαρτυρίου και θα συγκεντρώσεις ολόκληρη την ισραηλιτική κοινότητα. Οι Λευίτες θα σταθούν ενώπιον του Κυρίου και οι Ισραηλίτες θα βάλουν τα χέρια πάνω τους. Μετά ο Ααρών θα αφιερώσει τους Λευίτες σ’ εμένα τον Κύριο ως προσφορά από μέρους των Ισραηλιτών, και θα είναι ξεχωρισμένοι για την υπηρεσία μου. Οι Λευίτες θα βάλουν τα χέρια τους στο κεφάλι των δύο μοσχαριών. Θα προσφέρεις το ένα ως θυσία εξιλέωσης και το άλλο ως θυσία ολοκαυτώματος, για να γίνει η τελετουργία του καθαρισμού των Λευιτών. Θα φέρεις τους Λευίτες να σταθούν όρθιοι μπροστά στον Ααρών και στους γιους του και θα τους αφιερώσεις ως ειδική προσφορά σ’ εμένα τον Κύριο. Μ’ αυτό τον τρόπο θα ξεχωρίσεις τους Λευίτες από τους υπόλοιπους Ισραηλίτες, για να μου ανήκουν. »Μετά οι Λευίτες θα μπουν να υπηρετήσουν μέσα στη σκηνή του Μαρτυρίου, αφού θα τους έχεις καθαρίσει και θα τους έχεις αφιερώσει ως ειδική προσφορά. Είναι απόλυτα αφιερωμένοι σ’ εμένα. Τους έχω ξεχωρίσει για τον εαυτό μου στη θέση των πρωτοτόκων των Ισραηλιτών. Σ’ εμένα ανήκει κάθε πρωτότοκο των Ισραηλιτών, είτε άνθρωπος είτε ζώο. Την ημέρα που εξολόθρευσα τα πρωτότοκα στην Αίγυπτο, τα ξεχώρισα για τον εαυτό μου. Κι αντί για τα πρωτότοκα των Ισραηλιτών πήρα τους Λευίτες και τους έθεσα στη διάθεση του Ααρών και των γιων του ως αντιπροσωπευτικό δώρο από τους υπόλοιπους Ισραηλίτες. Αυτοί θα προσφέρουν τις υπηρεσίες τους αντί για τους Ισραηλίτες στη σκηνή του Μαρτυρίου. Έτσι ο λαός θα είναι προστατευμένος από κάθε καταστροφή που θα μπορούσε να ξεσπάσει πάνω του, αν τυχόν κάποιος πλησίαζε το αγιαστήριο». Ο Μωυσής, λοιπόν, ο Ααρών και η ισραηλιτική κοινότητα αφιέρωσαν τους Λευίτες σύμφωνα με όλα όσα ο Κύριος είχε διατάξει το Μωυσή σχετικά μ’ αυτούς. Οι Λευίτες καθαρίστηκαν και έπλυναν τα ρούχα τους, και ο Ααρών τους αφιέρωσε ως ειδική προσφορά στον Κύριο. Επίσης ο Ααρών έκανε γι’ αυτούς την τελετουργία του εξιλασμού για να τους εξαγνίσει. Μετά απ’ αυτά οι Λευίτες μπήκαν για να εκτελέσουν την υπηρεσία τους μέσα στη σκηνή του Μαρτυρίου με την καθοδήγηση του Ααρών και των γιων του. Ο λαός έκανε ό,τι ο Κύριος είχε διατάξει το Μωυσή σχετικά με τους Λευίτες. Ο Κύριος είπε στο Μωυσή: «Σχετικά με τους Λευίτες θα ισχύουν τα ακόλουθα: Από είκοσι πέντε ετών και πάνω, κάθε Λευίτης θα αναλαμβάνει υπηρεσία στη σκηνή του Μαρτυρίου. Μετά τα πενήντα του θα σταματάει να υπηρετεί. Θα μπορεί και τότε να βοηθάει τους άλλους Λευίτες μέσα στη σκηνή του Μαρτυρίου όταν εκτελούν την υπηρεσία τους· μόνος του όμως δε θα κάνει καμιά εργασία. Έτσι θα κανονίσεις τα καθήκοντα των Λευιτών». Τον πρώτο μήνα του δεύτερου χρόνου από τότε που οι Ισραηλίτες βγήκαν από την Αίγυπτο, ο Κύριος είπε στο Μωυσή στην έρημο Σινά: Ο Μωυσής, λοιπόν, είπε στους Ισραηλίτες να γιορτάζουν το Πάσχα, και το γιόρτασαν στις δεκατέσσερις του πρώτου μήνα, το βράδυ, στην έρημο Σινά. Ο λαός συμμορφώθηκε με όλες τις διαταγές που είχε δώσει ο Κύριος στο Μωυσή. Βρέθηκαν όμως μερικοί που έτυχε να είναι ακάθαρτοι εξαιτίας ενός νεκρού, και δεν μπορούσαν να γιορτάσουν το Πάσχα εκείνη την ημέρα. Παρουσιάστηκαν λοιπόν στο Μωυσή και στον Ααρών, και είπαν: «Εμείς είμαστε ακάθαρτοι· έχουμε αγγίξει νεκρό. Γιατί θα πρέπει να μας απαγορευτεί να φέρουμε στον καθορισμένο χρόνο την προσφορά μας στον Κύριο μαζί με τους άλλους Ισραηλίτες;» Ο Μωυσής τους απάντησε: «Περιμένετε, ώσπου να λάβω οδηγίες από τον Κύριο σχετικά μ’ εσάς». Ο Κύριος είπε στο Μωυσή: «Πες στους Ισραηλίτες: Αν κάποιος από σας ή από τους απογόνους σας είναι ακάθαρτος επειδή άγγιξε νεκρό, ή αν βρίσκεται σε μακρινό ταξίδι, και θέλει να γιορτάσει το Πάσχα για να τιμήσει τον Κύριο, μπορείτε να το γιορτάζετε ένα μήνα αργότερα, στις δεκατέσσερις του δεύτερου μήνα, το βράδυ. Να τρώτε το αρνί του Πάσχα με άζυμο ψωμί και πικρά χόρτα. Να μην αφήνετε τίποτε απ’ αυτό ως το πρωί και να μη σπάτε κανένα κόκαλό του· να το γιορτάζετε σύμφωνα με όλες τις διατάξεις του Πάσχα. Αν όμως ένας είναι καθαρός και δε βρίσκεται σε ταξίδι, αλλά παραλείψει να γιορτάσει το Πάσχα, αυτός θα αποκοπεί από το λαό του, γιατί δεν πρόσφερε το δώρο του στον Κύριο στον καθορισμένο χρόνο. Πρέπει να τιμωρηθεί για την αμαρτία του. Αν ένας ξένος που ζει μαζί σας θέλει να γιορτάσει το Πάσχα του Κυρίου, θα συμμορφωθεί με τους νόμους και τις διατάξεις του Πάσχα. Ένας νόμος θα ισχύει για όλους, και για τον ξένο και για τον Ισραηλίτη». Την ημέρα που στήθηκε η σκηνή του Μαρτυρίου, ήρθε μια νεφέλη και σκέπασε το οίκημα. Το βράδυ η νεφέλη γινόταν κάτι σαν φωτιά κι έμενε πάνω από τη σκηνή μέχρι το πρωί. Έτσι γινόταν πάντοτε. Τη μέρα η νεφέλη σκέπαζε τη σκηνή, τη νύχτα όμως γινόταν κάτι σαν φωτιά. Όταν η νεφέλη σηκωνόταν πάνω από τη σκηνή, τότε ξεκινούσαν οι Ισραηλίτες· και στον τόπο όπου στεκόταν η νεφέλη, εκεί στρατοπέδευαν. Σύμφωνα με τη διαταγή του Κυρίου ξεκινούσαν οι Ισραηλίτες και σύμφωνα με τη διαταγή του Κυρίου στρατοπέδευαν. Όσο η νεφέλη έμενε πάνω από τη σκηνή, έμεναν κι αυτοί στρατοπεδευμένοι. Αν η νεφέλη έμενε πολύν καιρό πάνω από τη σκηνή, οι Ισραηλίτες τηρούσαν τη διαταγή του Κυρίου και δεν έφευγαν. Κι αν η νεφέλη έμενε λίγες μόνο μέρες πάνω από τη σκηνή, τότε πάλι σύμφωνα με τη διαταγή του Κυρίου έμεναν στρατοπεδευμένοι και σύμφωνα με τη διαταγή του Κυρίου ξεκινούσαν. Καμιά φορά η νεφέλη έμενε μόνο από το βράδυ ως το πρωί· μόλις έφευγε, τότε ξεκινούσε και ο λαός. Είτε μέρα είτε νύχτα έφευγε η νεφέλη, ξεκινούσαν και οι Ισραηλίτες. Όσο κι αν έμενε η νεφέλη πάνω από τη σκηνή, αδιάφορο αν ήταν για δύο μέρες, ένα μήνα ή ένα χρόνο, οι Ισραηλίτες έμεναν στρατοπεδευμένοι και δεν ξεκινούσαν. Όταν αυτή σηκωνόταν, τότε μόνο ξεκινούσαν. Στρατοπέδευαν και ξεκινούσαν πάντα σύμφωνα με τη διαταγή του Κυρίου, υπακούοντας στην εντολή που τους είχε δώσει μέσω του Μωυσή. Ο Κύριος είπε στο Μωυσή: «Να κατασκευάσεις δυο ασημένιες σάλπιγγες, από σφυρηλατημένο ασήμι. Θα σου χρησιμεύουν για να συγκαλείς την κοινότητα και για να ξεκινούν τα στρατόπεδα. Όταν σαλπίζουν και με τις δύο, θα συγκεντρώνεται κοντά σου ολόκληρη η κοινότητα, στην είσοδο της σκηνής του Μαρτυρίου. Όταν σαλπίζουν μόνο με τη μία, τότε θα συγκεντρώνονται κοντά σου οι άρχοντες, οι χιλίαρχοι του Ισραήλ. Όταν σαλπίζουν δυνατά, τότε θα φεύγουν οι φυλές που θα έχουν στρατοπεδεύσει στα ανατολικά. Όταν σαλπίζουν δυνατά για δεύτερη φορά, τότε θα φεύγουν οι φυλές που θα έχουν στρατοπεδεύσει στα νότια. Το δυνατό σάλπισμα θα είναι για αναχώρηση. Όταν θα σαλπίζουν για να συγκεντρωθεί η κοινότητα, το σάλπισμα δεν πρέπει να είναι δυνατό. Οι γιοι του Ααρών, οι ιερείς, αυτοί θα σαλπίζουν με τις σάλπιγγες. Αυτό θα είναι νόμος παντοτινός για σας και για τους απογόνους σας. »Όταν στη χώρα σας θα βγαίνετε να πολεμήσετε ενάντια σ’ έναν εχθρό που σας επιτίθεται, τότε θα σαλπίζετε με τις σάλπιγγες δυνατά και ο Κύριος ο Θεός σας θα σας θυμάται και θα σας γλιτώνει από τους εχθρούς σας. Θα σαλπίζετε με τις σάλπιγγες στις χαρούμενες μέρες σας, στις γιορτές σας και στις νουμηνίες σας, όταν θα προσφέρετε τις θυσίες των ολοκαυτωμάτων σας και τις θυσίες σας κοινωνίας, για να σας θυμάται ο Θεός σας. Εγώ είμαι ο Κύριος, ο Θεός σας». Στις είκοσι του δεύτερου μήνα του δεύτερου χρόνου, η νεφέλη σηκώθηκε πάνω από τη σκηνή του Μαρτυρίου. Τότε ξεκίνησαν κι οι Ισραηλίτες από την έρημο Σινά με τη σειρά που είχε οριστεί για την πορεία τους. Η νεφέλη στάθηκε στην έρημο Φαράν. Αυτή ήταν η πρώτη τους αναχώρηση σύμφωνα με τη διαταγή που έδωσε ο Κύριος, μέσω του Μωυσή. Πρώτη ξεκίνησε η σημαία του στρατοπέδου του Ιούδα, με τις στρατιωτικές μονάδες των τριών φυλών του. Αρχηγός της στρατιωτικής μονάδας του Ιούδα ήταν ο Ναχσών, γιος του Αμιναδάβ. Αρχηγός της στρατιωτικής μονάδας του Ισσάχαρ ήταν ο Ναθαναήλ, γιος του Σουάρ. Και αρχηγός της στρατιωτικής μονάδας του Ζαβουλών ήταν ο Ελιάβ, γιος του Χαιλών. Τότε έλυσαν τη σκηνή και ξεκίνησαν οι Γηρσωνίτες και οι Μεραρίτες, που τη μετέφεραν. Έπειτα ξεκίνησε η σημαία του στρατοπέδου του Ρουβήν με τις στρατιωτικές μονάδες των τριών φυλών του. Αρχηγός της στρατιωτικής μονάδας του Ρουβήν ήταν ο Ελισούρ, γιος του Σεδιούρ. Αρχηγός της στρατιωτικής μονάδας του Συμεών ήταν ο Σελουμιήλ, γιος του Σουρισαδαΐ. Και αρχηγός της στρατιωτικής μονάδας του Γαδ ήταν ο Ελιασάφ, γιος του Δεουήλ. Έπειτα ξεκίνησαν οι Κααθίτες, που μετέφεραν τα ιερά σκεύη. Έτσι θα μπορούσε να στηθεί η σκηνή, ώσπου να φτάσουν οι υπόλοιποι. Έπειτα ξεκίνησε η σημαία του στρατοπέδου του Εφραΐμ με τις στρατιωτικές μονάδες των τριών φυλών του. Αρχηγός της στρατιωτικής μονάδας του Εφραΐμ ήταν ο Ελισαμά, γιος του Αμιούδ. Αρχηγός της στρατιωτικής μονάδας του Μανασσή ήταν ο Γαμαλιήλ, γιος του Πεδασούρ. Και αρχηγός της στρατιωτικής μονάδας του Βενιαμίν ήταν ο Αβιδάν, γιος του Γιδεωνί. Τέλος ξεκίνησε η σημαία του στρατοπέδου του Δαν, το οποίο αποτελούσε την οπισθοφυλακή των άλλων στρατοπέδων, με τις στρατιωτικές μονάδες των τριών φυλών του. Αρχηγός της στρατιωτικής μονάδας του Δαν ήταν ο Ιέζερ, γιος του Αμμισαδαΐ. Αρχηγός της στρατιωτικής μονάδας του Ασήρ ήταν ο Φαγειήλ, γιος του Οχράν. Και αρχηγός της στρατιωτικής μονάδας του Νεφθαλί ήταν ο Αχιρά, γιος του Αινάν. Αυτή τη διάταξη είχαν οι στρατιωτικές μονάδες των Ισραηλιτών, όταν ξεκινούσαν την πορεία τους. Ο Μωυσής είπε στο Χοβάβ, γιο του Ραγουήλ του πεθερού του, του Μαδιανίτη: «Εμείς φεύγουμε για τον τόπο που είπε ότι θα μας δώσει ο Κύριος. Έλα λοιπόν να μοιραστείς μαζί μας την ευτυχία που ο Κύριος υποσχέθηκε να δώσει στον Ισραήλ». Ο Χοβάβ του απάντησε: «Δεν θα έρθω, αλλά θα πάω στη χώρα μου και στους συγγενείς μου». Ο Μωυσής του είπε: «Σε παρακαλώ, μη μας αφήνεις. Εσύ ξέρεις πού μπορούμε να κατασκηνώνουμε στην έρημο· θα είσαι λοιπόν ο οδηγός μας. Αν έρθεις μαζί μας, θα μοιραστούμε μαζί σου την ευτυχία που θα μας δώσει ο Κύριος». Όταν έφυγαν από το βουνό του Κυρίου, περπάτησαν τρεις ημέρες. Η κιβωτός της διαθήκης του Κυρίου προπορευόταν, κατά τρεις ημέρες, για να αναζητήσει γι’ αυτούς τόπο να κατασκηνώσουν. Η νεφέλη του Κυρίου ήταν πάνω τους όλη την ημέρα, όταν έφευγαν από κάθε στρατόπεδο. Όταν η κιβωτός ξεκινούσε, ο Μωυσής έλεγε: «Σήκω, Κύριε, κι ας διασκορπιστούν οι εχθροί σου! Ας φύγουν από μπροστά σου αυτοί που σε μισούν!» Όταν η κιβωτός στεκόταν, έλεγε: «Γύρνα πίσω, Κύριε, στις μυριάδες των χιλιάδων του Ισραήλ». Κάποτε ο λαός άρχισε να παραπονιέται στον Κύριο για τα βάσανά του. Όταν ο Κύριος τους άκουσε, εξοργίστηκε κι έστειλε εναντίον τους φωτιά, η οποία έκαψε μια άκρη του στρατοπέδου. Τότε ο λαός φώναξε στο Μωυσή για βοήθεια· εκείνος προσευχήθηκε στον Κύριο και η φωτιά έσβησε. Τον τόπο εκείνο τον ονόμασαν Ταβερά (Πυρκαγιά) γιατί άναψε ανάμεσά τους η φωτιά του Κυρίου. Ανάμεσά τους βρίσκονταν και διάφοροι ξένοι, που εκλιπαρούσαν για κρέας· αλλά ακόμα και οι ίδιοι οι Ισραηλίτες άρχισαν να γκρινιάζουν και να λένε: «Ποιος θα μας δώσει να φάμε κρέας; Θυμόμαστε τα ψάρια που τρώγαμε στην Αίγυπτο χωρίς να τα πληρώνουμε, τα αγγούρια, τα πεπόνια, τα πράσα, τα κρεμμύδια και τα σκόρδα. Τώρα όμως έχουμε εξαντληθεί. Δεν υπάρχει τίποτε να φάμε, εκτός από τούτο ’δω το μάννα». Το μάννα ήταν σαν σπόρος κορίαννου. και το χρώμα του έμοιαζε με του βδέλλιου. Ο λαός διασκορπιζόταν και το μάζευε, το άλεθε στις μυλόπετρες ή το κοπάνιζε στο γουδί, και το έβραζε στη χύτρα ή το έκανε πίτες· η γεύση του ήταν σαν της τηγανίτας. Τη νύχτα, όταν έπεφτε η δροσιά στο στρατόπεδο, έπεφτε μαζί και το μάννα. Ο Μωυσής άκουσε το λαό που γκρίνιαζαν καθώς στέκονταν κατά ομάδες μπροστά στις σκηνές τους, και λυπήθηκε γιατί ο Θεός είχε θυμώσει πολύ μαζί τους. Είπε, λοιπόν, ο Μωυσής στον Κύριο: «Γιατί με ταλαιπωρείς, εμένα τον δούλο σου; Τόσο δυσαρεστημένος είσαι μαζί μου, και μου φόρτωσες το βάρος όλου αυτού του λαού; Γιατί; Ούτε τον είχα εγώ στην κοιλιά μου ούτε εγώ τον γέννησα, για να μου λες να τον πάρω στην αγκαλιά μου, όπως παίρνει η παραμάνα το βρέφος, σ’ όλο το δρόμο ως τη χώρα, που ορκίστηκες να τη δώσεις στους προγόνους τους! Πού να βρω εγώ κρέας, να δώσω σ’ όλον ετούτο το λαό; Όλο μου γκρινιάζουν και μου λένε να τους δώσω να φάνε κρέας. Δεν μπορώ εγώ μόνος μου να βαστάξω όλον αυτό το λαό· είναι μεγάλο βάρος για μένα. Αν είναι να με μεταχειρίζεσαι έτσι, κάνε μου τη χάρη και εξόντωσέ με τώρα αμέσως, για να μη βλέπω πια τη δυστυχία μου». Τότε ο Κύριος είπε στο Μωυσή: «Μάζεψέ μου εβδομήντα άντρες από τους γέροντες του Ισραήλ, που τους γνωρίζεις ότι είναι οι πρεσβύτεροι και επόπτες του λαού, κι οδήγησέ τους στη σκηνή του Μαρτυρίου να σταθούν εκεί μαζί σου. Εγώ θα κατέβω εκεί και θα σου μιλήσω. Θα πάρω από το πνεύμα που έχω δώσει σ’ εσένα και θα δώσω σ’ αυτούς· έτσι θα σηκώνουν μαζί σου το βάρος του λαού, για να μην το σηκώνεις μόνος σου. Τώρα πες στο λαό: “Εξαγνιστείτε για αύριο και θα φάτε κρέας. Ο Κύριος σας άκουσε που του γκρινιάζατε και λέγατε ποιος θα σας δώσει να φάτε κρέας, κι ότι ήσασταν καλά στην Αίγυπτο. Θα σας δώσει λοιπόν κρέας να φάτε. Και θα το τρώτε όχι μία μέρα ούτε δύο, ούτε πέντε, ούτε δέκα, ούτε είκοσι μέρες. Ολόκληρο μήνα θα τρώτε κρέας, ώσπου να σας βγει από τη μύτη και να το αηδιάσετε. Κι αυτό γιατί περιφρονήσατε τον Κύριο, που είναι ανάμεσά σας, και του παραπονεθήκατε που φύγατε από την Αίγυπτο”». Ο Μωυσής είπε στον Κύριο: «Εξακόσιες χιλιάδες είναι οι οδοιπόροι που αποτελούν το λαό που οδηγώ, κι εσύ λες ότι θα τους δώσεις κρέας για να τρώνε ένα μήνα; Όσα πρόβατα και βόδια να σφάξει κανείς, δε θα τους φτάσουν. Κι όλα τα ψάρια της θάλασσας να συγκεντρωθούν γι’ αυτούς, πάλι δε θα είναι αρκετά!» Τότε ο Κύριος απάντησε στο Μωυσή: «Μήπως ελαττώθηκε η δύναμη του Θεού; Θα δεις αν θα εκπληρωθεί ο λόγος μου ή όχι». Ο Μωυσής βγήκε από τη σκηνή και ανακοίνωσε στο λαό τα λόγια του Κυρίου. Συγκέντρωσε εβδομήντα άντρες από τους γέροντες του λαού και τους έβαλε να σταθούν γύρω από τη σκηνή. Τότε ο Κύριος κατέβηκε μέσα στη νεφέλη και μίλησε στο Μωυσή. Πήρε από το πνεύμα που του είχε δώσει και έδωσε στους εβδομήντα πρεσβυτέρους. Μόλις ήρθε το πνεύμα πάνω τους, άρχισαν να προφητεύουν, αλλά δε συνέχισαν. Δύο όμως από τους πρεσβυτέρους είχαν μείνει στο στρατόπεδο. Ο ένας λεγόταν Ελδάδ και ο άλλος Μεδάδ. Και ήρθε και σ’ εκείνους το πνεύμα, γιατί ήταν κι αυτοί από τους γραμμένους, αλλά δεν είχαν πάει στη σκηνή. Άρχισαν, λοιπόν, κι αυτοί να προφητεύουν στο στρατόπεδο. Τότε έτρεξε ένας νέος και το ανάγγειλε στο Μωυσή: «Ο Ελδάδ και ο Μεδάδ προφητεύουν στο στρατόπεδο!» του είπε. Τότε ο Ιησούς, γιος του Ναυή, που ήταν από νέος βοηθός του Μωυσή, πήρε το λόγο και είπε: «Κύριέ μου, Μωυσή, εμπόδισέ τους». Αλλά ο Μωυσής του απάντησε: «Ζηλεύεις εσύ για λογαριασμό μου; Μακάρι να ’δινε ο Κύριος το Πνεύμα του σε όλο το λαό και να τους έκανε προφήτες!» Μετά ο Μωυσής και οι πρεσβύτεροι του Ισραήλ, γύρισαν πίσω στο στρατόπεδο. Στο μεταξύ, ο Κύριος σήκωσε έναν αέρα που παρέσυρε από τη θάλασσα ορτύκια· τα έριξε γύρω από το στρατόπεδο σε απόσταση μιας μέρας δρόμου από το ένα μέρος κι άλλο τόσο από το άλλο, και σε πάχος δυο πήχεις από το έδαφος. Ο λαός σηκώθηκε και μάζευε ορτύκια όλη εκείνη την ημέρα, όλη τη νύχτα κι όλη την άλλη μέρα. Το λιγότερο που μάζεψε ο καθένας ήταν δέκα γόμερ. Και τα άπλωσαν να ξεραθούν τριγύρω στο στρατόπεδο. Ενώ όμως το κρέας ήταν ακόμη στο στόμα τους, πριν το μασήσουν, ξέσπασε η οργή του Κυρίου εναντίον του λαού, και τους χτύπησε με μια πολύ μεγάλη συμφορά. Έτσι ο τόπος εκείνος ονομάστηκε Κιβρώθ-Αττααβά (Τάφοι Επιθυμίας), γιατί εκεί θάφτηκαν όσοι είχαν καταληφθεί από έντονη επιθυμία να φάνε κρέας. Από την Κιβρώθ-Αττααβά ο λαός ξεκίνησε για την Ασηρώθ, όπου και κατασκήνωσε. Ο Μωυσής είχε παντρευτεί γυναίκα Αιθιόπισσα, και η Μαριάμ και ο Ααρών τον κατέκριναν εξαιτίας της. «Μήπως μόνο στο Μωυσή μίλησε ο Κύριος;» έλεγαν. «Μίλησε και σ’ εμάς!» Και τους άκουσε ο Κύριος. Ο Μωυσής ήταν πολύ ταπεινός άνθρωπος, περισσότερο από κάθε άλλον άνθρωπο πάνω στη γη. Ξαφνικά ο Κύριος είπε στο Μωυσή, στον Ααρών και στη Μαριάμ: «Πηγαίνετε και οι τρεις σας στη σκηνή του Μαρτυρίου». Όταν έφτασαν εκεί οι τρεις τους, κατέβηκε ο Κύριος μέσα σε στήλη νεφέλης. Στάθηκε στην είσοδο της σκηνής και φώναξε τον Ααρών και τη Μαριάμ. Αυτοί προχώρησαν μπροστά κι ο Κύριος τους είπε: «Ακούστε τώρα το λόγο μου. Αν υπάρχει προφήτης ανάμεσά σας, εγώ ο Κύριος του φανερώνομαι σε όραμα και του μιλάω με όνειρο. Δε συμβαίνει όμως το ίδιο με το δούλο μου το Μωυσή. Σ’ αυτόν έχω εμπιστευθεί όλο το λαό μου. Στόμα με στόμα του μιλάω και φανερά· όχι με λόγους σκοτεινούς· και τη μορφή μου ακόμα βλέπει. Πώς λοιπόν εσείς τολμήσατε να μιλήσετε ενάντια στο δούλο μου το Μωυσή;» Οργίστηκε, λοιπόν, ο Κύριος εναντίον τους και έφυγε. Η νεφέλη αποτραβήχτηκε από πάνω απ’ τη σκηνή και τότε η Μαριάμ γέμισε λέπρα κι έγινε άσπρη σαν το χιόνι. Ο Ααρών γύρισε να την κοιτάξει και είδε πως ήταν λεπρή. Τότε ο Ααρών είπε στο Μωυσή: «Παρακαλώ, κύριέ μου, μην αφήσεις να υποστούμε την ποινή της αμαρτίας μας, που από ανοησία διαπράξαμε. Μην την αφήσεις να γίνει σαν το παιδί που γεννιέται νεκρό, που βγαίνει από την κοιλιά της μάνας του με μισοφαγωμένη σάρκα». Τότε ο Μωυσής φώναξε προς τον Κύριο: «Θεέ, θεράπευσέ την, σε παρακαλώ!» Ο Κύριος του απάντησε: «Αν ο πατέρας της την είχε φτύσει στο πρόσωπο, δε θα έπρεπε να σηκώσει το βάρος της ντροπής της εφτά μέρες; Ας μείνει λοιπόν εφτά μέρες περιορισμένη έξω από το στρατόπεδο κι έπειτα ας τη φέρουν μέσα». Έμεινε λοιπόν η Μαριάμ εφτά μέρες έξω από το στρατόπεδο, και ο λαός δεν ξεκίνησε ως την ημέρα που την έφεραν πάλι μέσα. Μετά από αυτά έφυγαν από την Ασηρώθ και στρατοπέδευσαν στην έρημο Φαράν. Ο Κύριος είπε στο Μωυσή: «Στείλε ανθρώπους να κατασκοπεύσουν τη Χαναάν, τη χώρα που θα δώσω στους Ισραηλίτες, έναν αρχηγό από κάθε προγονική τους φυλή». Ο Μωυσής, λοιπόν, σύμφωνα με τη διαταγή του Κυρίου, έστειλε από την έρημο Φαράν τους εξής αρχηγούς των Ισραηλιτών: Από τη φυλή Ρουβήν, το Σαμμουά, γιο του Ζακκούρ. Από τη φυλή Συμεών, το Σαφάτ, γιο του Χορί. Από τη φυλή Ιούδα, το Χάλεβ, γιο του Ιεφοννή. Από τη φυλή Ισσάχαρ, τον Ιγάλ, γιο του Ιωσήφ. Από τη φυλή Εφραΐμ, τον Οσέα, γιο του Ναυή. Από τη φυλή Βενιαμίν, το Φαλτί, γιο του Ραφού. Από τη φυλή Ζαβουλών, το Γαδδιήλ, γιο του Σοδί. Από τη φυλή Μανασσή, γιου του Ιωσήφ, το Γαδδί, γιο του Σουσί. Από τη φυλή Δαν, τον Αμιήλ, γιο του Γεμαλλί. Από τη φυλή Ασήρ, το Σεθούρ, γιο του Μιχαήλ. Από τη φυλή Νεφθαλί, το Ναχβί, γιο του Βαφσί. Από τη φυλή Γαδ, το Γουδιήλ, γιο του Μαχί. Αυτά είναι τα ονόματα των αντρών που έστειλε ο Μωυσής, για να εξερευνήσουν τη χώρα. Τον Οσέα, γιο του Ναυή, τον ονόμασε Ιησού. Όταν τους έστειλε να κατασκοπεύσουν τη Χαναάν, τους είπε: «Προχωρήστε με κατεύθυνση προς βορράν από το νότιο μέρος και ανεβείτε στην ορεινή χώρα. Παρατηρήστε τι λογής χώρα είναι πόσος είναι ο λαός που την κατοικεί και πόση δύναμη έχουν. Δείτε αν η χώρα τους είναι εύφορη ή άγονη, και αν οι πόλεις τους είναι οχυρωμένες ή ατείχιστες. Εξακριβώστε αν το έδαφος είναι πλούσιο ή φτωχό κι αν υπάρχουν δέντρα. Δείξτε θάρρος και φέρτε μας από τους καρπούς της χώρας». Ήταν ο καιρός που αρχίζουν να ωριμάζουν τα σταφύλια. Προχώρησαν, λοιπόν, οι άντρες βόρεια και εξερεύνησαν τη χώρα από την έρημο Σιν ως τη Ρεχώβ, εκεί που ο δρόμος πάει προς τη Χαμάθ. Μπήκαν στη χώρα από τα νότια και έφτασαν ως τη Χεβρών, όπου κατοικούσαν οι φυλές Αχιμάν, Σεσαΐ και Ταλμαΐ, οι απόγονοι του γίγαντα Ανάκ. (Η Χεβρών είχε χτιστεί εφτά χρόνια πριν από τη Σοάν της Αιγύπτου). Έφτασαν ως την κοιλάδα Εσκώλ, όπου έκοψαν μια κληματόβεργα με ένα τσαμπί σταφύλι που το σήκωναν δύο, περασμένο σ’ ένα ξύλο. Έκοψαν επίσης ρόδια και σύκα. Ο τόπος ονομάστηκε Κοιλάδα Εσκώλ (Βότρυος), από το σταφύλι που έκοψαν εκεί οι Ισραηλίτες. Οι κατάσκοποι, αφού εξερεύνησαν τη χώρα για σαράντα μέρες, γύρισαν στο Μωυσή, στον Ααρών και σ’ ολόκληρη την ισραηλιτική κοινότητα στην έρημο Φαράν, στην Κάδης. Τους έδωσαν την αναφορά τους και τους έδειξαν τους καρπούς της χώρας. «Πήγαμε στη χώρα που μας έστειλες», είπαν στο Μωυσή. «Είναι πράγματι μια χώρα όπου ρέει γάλα και μέλι. Να και οι καρποί της. Αλλά ο λαός που κατοικεί εκεί είναι δυνατός· οι πόλεις είναι οχυρωμένες και πολύ μεγάλες. Είδαμε εκεί και τους απογόνους του Ανάκ, τους γίγαντες. Οι Αμαληκίτες κατοικούν στο νότιο τμήμα της χώρας, οι Χετταίοι, οι Ιεβουσαίοι και οι Αμορραίοι κατοικούν στα βουνά, ενώ οι Χαναναίοι κατοικούν στα παραθαλάσσια και στις όχθες του Ιορδάνη». Ο Χάλεβ όμως καθησύχασε το λαό που ήταν γύρω στο Μωυσή και τους είπε: «Τώρα πρέπει να προχωρήσουμε και να καταλάβουμε αυτή τη χώρα! Το δίχως άλλο θα νικήσουμε». Οι άντρες όμως που είχαν πάει μαζί του έλεγαν: «Δεν μπορούμε να επιτεθούμε σ’ αυτό το λαό, γιατί είναι ισχυρότερος από μας». Άρχισαν, λοιπόν, να διαδίδουν στους Ισραηλίτες φοβερά πράγματα σχετικά με τη χώρα που είχαν εξερευνήσει: «Η χώρα που πήγαμε να εξερευνήσουμε», έλεγαν, «είναι μια χώρα που κατατρώει τους κατοίκους της, και όλοι όσους είδαμε εκεί είναι άντρες μεγαλόσωμοι. Είδαμε ακόμα εκεί γίγαντες, τους απογόνους του Ανάκ, από τη γενιά των γιγάντων! Εμείς νιώθαμε σαν ακρίδες μπροστά τους, αλλά και στα δικά τους μάτια έτσι φαινόμασταν». Τότε ολόκληρη η κοινότητα άρχισε να φωνάζει και να οδύρεται· κι όλος ο λαός ξενύχτησε κλαίγοντας. Παραπονιούνταν ενάντια στο Μωυσή και στον Ααρών, και τους έλεγαν: «Μακάρι να ’χαμε πεθάνει στην Αίγυπτο ή σ’ αυτήν εδώ την έρημο. Γιατί μας έφερε ο Κύριος σ’ αυτή τη χώρα; Για να σκοτωθούμε στον πόλεμο; Για να αιχμαλωτιστούν οι γυναίκες μας και τα παιδιά μας; Καλύτερα να γυρίσουμε στην Αίγυπτο!» Κι έλεγαν μεταξύ τους: «Ελάτε να ορίσουμε έναν αρχηγό και να γυρίσουμε πίσω στην Αίγυπτο». Τότε ο Μωυσής κι ο Ααρών έπεσαν με το πρόσωπό τους στη γη, μπροστά σ’ όλη την κοινότητα των Ισραηλιτών, που είχε συναχθεί εκεί. Ο Ιησούς, γιος του Ναυή κι ο Χάλεβ, ο γιος του Ιεφοννή, που ήταν από τους εξερευνητές που κατασκόπευσαν τη χώρα, έσκισαν τα ρούχα τους απ’ την απόγνωση, και είπαν στην κοινότητα: «Η χώρα που πήγαμε να εξερευνήσουμε είναι μια θαυμάσια χώρα. Αν ο Κύριος μας ευνοήσει, θα μας οδηγήσει σ’ αυτή και θα μας τη δώσει. Είναι χώρα όπου ρέει γάλα και μέλι. Μόνο μην επαναστατείτε εναντίον του Θεού και μη φοβάστε το λαό της χώρας! Θα τους κάνουμε μια μπουκιά! Οι θεοί που τους προστάτευαν, τους εγκατέλειψαν· αλλά μ’ εμάς είναι ο Κύριος. Μη φοβάστε!» Κι ενώ ολόκληρη η κοινότητα σκεφτόταν να τους λιθοβολήσει, φάνηκε η δόξα του Κυρίου πάνω από τη σκηνή του Μαρτυρίου μπροστά στα μάτια των Ισραηλιτών. Τότε ο Κύριος είπε στο Μωυσή: «Ως πότε ο λαός αυτός θα με περιφρονεί; Ως πότε δεν θα με εμπιστεύονται παρ’ όλα τα θαύματα που έχω κάνει ανάμεσά τους; Θα τους στείλω πανούκλα και θα τους καταστρέψω. Και θα κάνω από σένα ένα άλλο έθνος μεγαλύτερο και ισχυρότερο απ’ αυτούς». Ο Μωυσής όμως απάντησε στον Κύριο: «Εσύ με την δύναμή σου έβγαλες το λαό αυτό από την Αίγυπτο. Όταν οι Αιγύπτιοι μάθουν κάτι τέτοιο, θα το πουν στους κατοίκους της Χαναάν. Αυτοί ξέρουν ότι εσύ, Κύριε, είσαι ανάμεσα στο λαό αυτό, ότι τους παρουσιάζεσαι πρόσωπο με πρόσωπο, ότι η νεφέλη σου στέκεται πάνω τους, και ότι εσύ βαδίζεις μπροστά τους σε στήλη νεφέλης τη μέρα και σε στήλη φωτιάς τη νύχτα. Αν λοιπόν θανατώσεις αυτόν το λαό σαν να ήταν ένας άνθρωπος, τότε τα έθνη, που έχουν ακούσει για σένα, θα πουν ότι επειδή δεν μπορούσες να φέρεις το λαό αυτό στη χώρα που είχες ορκιστεί να τους δώσεις, γι’ αυτό τους εξολόθρεψες στην έρημο. Τώρα λοιπόν ας φανερωθεί η δύναμή σου, Κύριε, σ’ όλη τη μεγαλοσύνη της όπως το έχεις πει: “Ο Κύριος είναι υπομονετικός και πολυεύσπλαγχνος, συγχωρεί την ανομία και την αμαρτία, αλλά δεν αφήνει και τίποτε ατιμώρητο. Τιμωρεί τους γιους για την ανομία των πατέρων ως την τρίτη και την τέταρτη γενιά”. Συγχώρησε την ανομία του λαού αυτού με βάση τη μεγαλοσύνη της αγάπης σου, όπως τους ανέχθηκες από την Αίγυπτο ως εδώ». Τότε ο Κύριος είπε: «Τους συγχωρώ, όπως το ζήτησες. Αλλά, ορκίζομαι στον εαυτό μου και στη δόξα μου, που γεμίζει ολόκληρη τη γη: Επειδή όλοι αυτοί είδαν τη δόξα μου και τα θαύματα, που έκανα στην Αίγυπτο και στην έρημο κι ωστόσο έβαλαν επανειλημμένα σε δοκιμασία την υπομονή μου κι αρνήθηκαν να με υπακούσουν, κανένας απ’ αυτούς που με περιφρόνησαν δε θα δει τη χώρα που υποσχέθηκα με όρκο στους προγόνους τους. Αλλά το δούλο μου το Χάλεβ, επειδή έχει άλλο φρόνημα και με ακολούθησε πιστά, θα τον φέρω στη χώρα που εξερεύνησε, και θα την κληρονομήσουν οι απόγονοί του. Στην πεδιάδα όμως κατοικούν τώρα οι Αμαληκίτες και οι Χαναναίοι. Αύριο, λοιπόν, σηκωθείτε και γυρίστε πίσω στην έρημο προς την κατεύθυνση της Ερυθράς Θάλασσας». Ο Κύριος είπε στο Μωυσή και στον Ααρών: «Ως πότε θα παραπονιέται εναντίον μου αυτός ο διεφθαρμένος λαός; Αρκετά άκουσα τα παράπονά τους! Πες τους εκ μέρους μου: Ορκίζομαι στον εαυτό μου πως θα σας κάνω ό,τι ακριβώς μου ζητήσατε. Τα κορμιά σας θα μείνουν σ’ ετούτη εδώ την έρημο, όλοι εσείς που απογραφτήκατε, όλοι όσοι έχετε καταχωρηθεί από είκοσι ετών και πάνω –εσείς που δυσανασχετήσατε εναντίον μου. Δε θα μπείτε στη χώρα, όπου υποσχέθηκα με όρκο να σας εγκαταστήσω, εκτός από το Χάλεβ, γιο του Ιεφοννή και τον Ιησού, γιο του Ναυή. Τα παιδιά σας όμως, που είπατε γι’ αυτά ότι θα αιχμαλωτιστούν, θα τα φέρω εκεί και θα γνωρίσουν τη χώρα που εσείς περιφρονήσατε. Τα κόκαλά σας θα μείνουν σ’ αυτήν εδώ την έρημο. Τα παιδιά σας θα περιπλανιούνται εδώ σαράντα χρόνια. Θα τιμωρούνται για τη δική σας απιστία, ώσπου όλοι εσείς να πεθάνετε στην έρημο. Όπως κάνατε σαράντα μέρες για να εξερευνήσετε τη χώρα, έτσι θα πληρώνετε τις αμαρτίες σας σαράντα χρόνια, ένα χρόνο για κάθε μέρα. Και έτσι θα μάθετε τι σημαίνει να σας εγκαταλείψω εγώ. Εγώ το λέω, ο Κύριος! Μ’ αυτό τον τρόπο θα φερθώ απέναντι σ’ αυτή τη διεφθαρμένη κοινότητα, που συνωμοτεί εναντίον μου. Στην έρημο αυτή θα λειώσουν· εδώ θα πεθάνουν». Από τους κατασκόπους εκείνους, οι μόνοι που επέζησαν ήταν ο Ιησούς, γιος του Ναυή και ο Χάλεβ, γιος του Ιεφοννή. Ο Μωυσής τα διαβίβασε όλα αυτά στους Ισραηλίτες και ο λαός έπεσε σε βαρύ πένθος. Σηκώθηκαν νωρίς το πρωί και άρχισαν ν’ ανεβαίνουν στα γύρω υψώματα κι έλεγαν: «Πράγματι, αμαρτήσαμε! Αλλά τώρα εμείς είμαστε έτοιμοι να πάμε στον τόπο που μας όρισε ο Κύριος». Αλλά ο Μωυσής τούς είπε: «Τι πάτε να κάνετε! Παραβαίνετε την προσταγή του Κυρίου; Θα αποτύχετε! Μην πάτε πουθενά, γιατί ο Κύριος δεν είναι μαζί σας. Θα νικηθείτε από τους εχθρούς σας. Θα πέσετε πάνω στους Αμαληκίτες και στους Χαναναίους και θα σας ξεκάνουν με τα ξίφη τους. Αφού αρνηθήκατε ν’ ακολουθήσετε τον Κύριο, ο Κύριος δεν θα είναι μαζί σας». Παρ’ όλα αυτά, εκείνοι τόλμησαν κι ανέβηκαν προς τα υψώματα. Αλλά η κιβωτός της διαθήκης του Κυρίου και ο Μωυσής δεν έφυγαν από το στρατόπεδο. Τότε κατέβηκαν οι Αμαληκίτες και οι Χαναναίοι, που κατοικούσαν σ’ εκείνα τα βουνά, τους χτύπησαν και τους καταδίωξαν ως τη Χορμά. θα προσφέρετε στον Κύριο θυσίες. Δυνατόν να προσφέρετε από τα βόδια σας ή τα πρόβατά σας θυσία που γίνεται με φωτιά, είτε αυτή είναι ολοκαύτωμα είτε θυσία για εκπλήρωση τάματος είτε εκούσια προσφορά, είτε θυσία με την ευκαιρία κάποιας γιορτής σας –η ευωδιά αυτών των θυσιών ευχαριστεί τον Κύριο. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, εκείνος που θα προσφέρει αναίμακτη θυσία στον Κύριο, θα προσφέρει ένα δέκατο του εφά ψιλό αλεύρι ανακατωμένο με ένα τέταρτο του χιν λάδι. Και μαζί με το ολοκαύτωμα ή τη θυσία θα προσφέρει σπονδή, ένα τέταρτο του χιν κρασί για κάθε αρνί. Μαζί με κάθε κριάρι θα προσφέρονται ως αναίμακτη προσφορά δύο δέκατα του εφά ψιλό αλεύρι, ανακατωμένο με ένα τρίτο του χιν λάδι, και θα γίνεται σπονδή με ένα τρίτο του χιν κρασί. Αυτές τις θυσίες να τις προσφέρετε ως ευχάριστη μυρωδιά για τον Κύριο. Όταν προσφέρετε ένα μοσχάρι ως θυσία ολοκαυτώματος ή για εκπλήρωση τάματος ή ως θυσία κοινωνίας στον Κύριο, τότε, εκτός από το μοσχάρι, θα προσφέρετε ως αναίμακτη θυσία τρία δέκατα του εφά ψιλό αλεύρι ανακατωμένο με μισό χιν λάδι, και να κάνετε σπονδή με μισό χιν κρασί. Αυτή είναι θυσία που γίνεται με φωτιά και η ευωδιά της ευχαριστεί τον Κύριο. Αυτά θα προσφέρετε μαζί με κάθε βόδι, κάθε κριάρι, κάθε πρόβατο ή κατσίκι. Όσα ζώα κι αν θυσιάζετε μαζί, θα φέρνετε τις ίδιες αναλογίες προσφορών για το κάθε ζώο. Ο ίδιος νόμος θα ισχύει για πάντα στο μέλλον για όλη τη σύναξη, τόσο για σας όσο και για τους ξένους, που είναι μαζί σας. Όπως είστε εσείς, έτσι θα είναι και οι ξένοι απέναντι στον Κύριο. Ένας νόμος και μία εντολή θα ισχύει για σας και για τους ξένους, που μένουν μαζί σας. και θ’ αρχίσετε να τρώτε το ψωμί της, θα ξεχωρίζετε ένα μέρος για να το προσφέρετε στον Κύριο. Όταν ζυμώνετε ψωμί, το πρώτο καρβέλι που θα ζυμωθεί με το πρώτο αλεύρι της νέας σοδειάς θα το προσφέρετε στον Κύριο ως απαρχή. Θα το προσφέρετε όπως τις απαρχές από το αλώνι σας. Θα ξεχωρίζετε για τον Κύριο ως απαρχή ένα μέρος από το ψωμί που θα ζυμώνετε· κι αυτό θα ισχύει για όλες τις επόμενες γενιές σας. Αν η παράβαση έγινε χωρίς να το γνωρίζει η κοινότητα, τότε ολόκληρη η κοινότητα θα προσφέρει ένα μοσχάρι ως ολοκαύτωμα, που η ευωδιά του ευχαριστεί τον Κύριο· θα φέρουν μαζί και την αναίμακτη προσφορά και τη σπονδή, σύμφωνα με την εντολή και έναν ακόμη τράγο ως θυσία εξιλέωσης. Ο ιερέας θα κάνει την τελετουργία της εξιλέωσης για ολόκληρη την ισραηλιτική κοινότητα κι αυτοί θα συγχωρηθούν. Πρόκειται για αμαρτία που έγινε άθελά σας, και φέρατε στον Κύριο το δώρο σας, θυσία εξιλέωσης που γίνεται με φωτιά. Έτσι θα συγχωρηθεί ολόκληρη η ισραηλιτική κοινότητα μαζί και οι ξένοι που μένουν προσωρινά ανάμεσά σας, γιατί αυτή η αθέλητη αμαρτία βαραίνει όλο το λαό. Αν όμως αμαρτήσει ένας μεμονωμένα χωρίς να το θέλει, τότε θα προσφέρει ένα κατσίκι ενός χρόνου ως θυσία εξιλέωσης. Ο ιερέας θα κάνει γι’ αυτόν την τελετή για τη συγχώρηση της ακούσιας αμαρτίας, και η αμαρτία θα του συγχωρηθεί. Τόσο για τους Ισραηλίτες όσο και για τους ξένους που ζουν ανάμεσά τους, ένας νόμος θα ισχύει για κείνον που αμαρτάνει χωρίς τη θέλησή του. Αν όμως κάποιος αμαρτήσει θεληματικά, είτε είναι Ισραηλίτης είτε ξένος, αυτός προσβάλλει τον Κύριο και πρέπει να αποκοπεί από το λαό του. Περιφρόνησε το λόγο του Κυρίου και παρέβηκε την εντολή του. Εξάπαντος θα αποκοπεί και θα είναι ο ίδιος υπεύθυνος για την αποκοπή του. Ενώ οι Ισραηλίτες ήταν στην έρημο, βρήκαν κάποιον που μάζευε ξύλα μέρα Σάββατο. Εκείνοι που τον είδαν τον έφεραν στο Μωυσή και στον Ααρών μπροστά σ’ όλη την κοινότητα. Τον φυλάκισαν όμως, γιατί δεν ήξεραν τι έπρεπε να του κάνουν. Τότε είπε ο Κύριος στο Μωυσή: «Ο άνθρωπος αυτός πρέπει εξάπαντος να πεθάνει· να τον λιθοβολήσει όλη η κοινότητα έξω από το στρατόπεδο». Έτσι όλη η κοινότητα τον έβγαλε έξω από το στρατόπεδο και τον εκτέλεσε με λιθοβολισμό, όπως είχε διατάξει ο Κύριος το Μωυσή. Ο Κύριος έδωσε εντολή στο Μωυσή να πει στους Ισραηλίτες: «Θα φτιάξετε κρόσσια στις άκρες των ρούχων σας και πάνω από το κάθε κρόσσι θα δέσετε ένα γαλάζιο κορδόνι. Εγώ είμαι ο Κύριος, ο Θεός σας, που σας έβγαλα από την Αίγυπτο, για να είμαι Θεός σας. Ναι, εγώ είμαι ο Κύριος, ο Θεός σας». Ο Κορέ, γιος του Ισάρ, από τη λευιτική συγγένεια του Καάθ, μαζί με το Δαθάν και τον Αβιρώμ, γιους του Ελιάβ, και με τον Ων, γιο του Πελέθ, και οι τρεις τους απόγονοι του Ρουβήν, επαναστάτησαν εναντίον του Μωυσή. Μαζί τους ήταν και διακόσιοι πενήντα ονομαστοί άντρες από τους Ισραηλίτες, αρχηγοί της κοινότητας, εκπρόσωποι του λαού. Μαζεύτηκαν λοιπόν εναντίον του Μωυσή και του Ααρών, και τους έλεγαν: «Αρκετά μ’ εσάς! Όλα τα μέλη της κοινότητας είναι άγιοι κι ανάμεσα σε όλους μας είναι ο Κύριος. Γιατί εσείς υψώνετε τον εαυτό σας παραπάνω από την κοινότητα του Κυρίου;» Όταν ο Μωυσής το άκουσε αυτό, έπεσε με το πρόσωπο στη γη, και είπε στον Κορέ και στην ομάδα του: «Αύριο το πρωί ο Κύριος θα μας δείξει ποιος ανήκει σ’ αυτόν και ποιος είναι άγιος, ώστε να του επιτρέπεται να τον πλησιάζει. Ο Κύριος θα διαλέξει σε ποιον θα επιτρέψει να τον πλησιάζει. Να τι να κάνετε: Θα πάρετε θυμιατήρια, ο Κορέ και όλη η ομάδα του. Αύριο, βάλτε τους φωτιά και ρίξτε τους λιβάνι ενώπιον του Κυρίου. Όποιον διαλέξει ο Κύριος, αυτός θα είναι άγιος. Αρκετά μ’ εσάς, Λευίτες». Ο Μωυσής είπε επίσης στον Κορέ: «Ακούστε, λοιπόν, Λευίτες· μικρό πράγμα είναι για σας, ότι ο Θεός του Ισραήλ σάς ξεχώρισε από την ισραηλιτική κοινότητα, για να μπορείτε να τον πλησιάζετε, να εκτελείτε την υπηρεσία της σκηνής του και να υπηρετείτε ενώπιον της κοινότητος; Κι αφού επέτρεψε σ’ εσένα, Κορέ, και σ’ όλους τους άλλους Λευίτες να τον πλησιάζετε, τώρα ζητάτε και την ιεροσύνη; Γι’ αυτό ξεσηκωθήκατε εναντίον του Κυρίου εσύ και η ομάδα σου; Και ποιος είναι ο Ααρών για να παραπονιέστε εναντίον του;» Μετά ο Μωυσής έστειλε να καλέσουν τους γιους του Ελιάβ, Δαθάν και Αβιρώμ. Αυτοί όμως απάντησαν: «Δεν ερχόμαστε. Δε φτάνει που μας έβγαλες από μια χώρα όπου έρεε γάλα και μέλι για να μας πεθάνεις στην έρημο, είναι ανάγκη να μας κυβερνάς κιόλας σαν τύραννος; Δεν μας έφερες σε χώρα που ρέει μέλι και γάλα, ούτε μας έδωσες για ιδιοκτησία χωράφια και αμπέλια. Θέλεις να ρίξεις στάχτη στα μάτια αυτών των ανθρώπων; Δεν ερχόμαστε!» Τότε ο Μωυσής οργίστηκε φοβερά και είπε στον Κύριο: «Μη δώσεις προσοχή στην προσφορά τους! Ούτε ένα γαϊδούρι δεν πήρα ποτέ απ’ αυτούς και κανέναν τους δεν έβλαψα». Στη συνέχεια ο Μωυσής είπε στον Κορέ: «Εσύ και η ομάδα σου να παρουσιαστείτε αύριο ενώπιον του Κυρίου· εσύ, αυτοί κι ο Ααρών. Να πάρετε καθένας το θυμιατήρι του, να βάλετε μέσα λιβάνι και να τα φέρετε ενώπιον του Κυρίου. Πρέπει να είναι διακόσια πενήντα θυμιατήρια. Εσύ και ο Ααρών θα πάρετε επίσης ο καθένας το θυμιατήρι του». Πήραν, λοιπόν, τα θυμιατήρια τους, έβαλαν μέσα φωτιά, έριξαν λιβάνι και στάθηκαν στην είσοδο της σκηνής του Μαρτυρίου μαζί με το Μωυσή και τον Ααρών. Ο Κορέ είχε συγκεντρώσει όλη την κοινότητα εναντίον του Μωυσή και του Ααρών στην είσοδο της σκηνής του Μαρτυρίου. Τότε παρουσιάστηκε η δόξα του Κυρίου μπροστά σ’ όλη την κοινότητα, κι ο Κύριος είπε στο Μωυσή και στον Ααρών: «Απομακρυνθείτε απ’ αυτή την κοινότητα! Θα την εξαφανίσω σε μια στιγμή». Τότε εκείνοι έπεσαν με το πρόσωπό τους κάτω και είπαν: «Θεέ, πηγή κάθε ζωής, ένας αμαρτάνει και οργίζεσαι εναντίον ολόκληρης της κοινότητας;» Τότε ο Κύριος είπε στο Μωυσή: «Πες στην κοινότητα να φύγουν μακριά από τις κατοικίες του Κορέ, του Δαθάν και του Αβιρώμ». Ο Μωυσής σηκώθηκε και πήγε να βρει το Δαθάν και τον Αβιρώμ· οι πρεσβύτεροι του Ισραήλ ακολουθούσαν. Και έλεγε στην κοινότητα: «Φύγετε μακριά από τις σκηνές αυτών των ασεβών και μην αγγίζετε τίποτε απ’ ό,τι ανήκει σ’ αυτούς, για να μη χαθείτε κι εσείς εξαιτίας των αμαρτιών τους». Απομακρύνθηκαν λοιπόν όλοι από τις σκηνές του Κορέ, του Δαθάν και του Αβιρώμ. Ο Δαθάν κι ο Αβιρώμ βγήκαν και στάθηκαν στην είσοδο των σκηνών τους μαζί με τις γυναίκες τους, τους γιους τους και τα άλλα μέλη των οικογενειών τους. Τότε ο Μωυσής είπε: «Να πως θα γνωρίσετε ότι ο Κύριος με έστειλε για να κάνω όλα αυτά τα έργα και ότι δεν ενεργώ από μόνος μου: Αν οι άνθρωποι αυτοί πεθάνουν με φυσιολογικό θάνατο, κοινό για όλους, τότε δεν με έστειλε ο Κύριος. Αν όμως ο Κύριος κάνει κάτι ανήκουστο, αν ανοίξει η γη το στόμα της και τους καταπιεί μαζί με όλα τους τα υπάρχοντα, και κατέβουν ζωντανοί στον άδη, να ξέρετε τότε ότι οι άνθρωποι αυτοί περιφρόνησαν τον Κύριο». Καθώς τελείωνε τα λόγια αυτά, σκίστηκε η γη κάτω απ’ τα πόδια τους, και άνοιξε το στόμα της και τους κατάπιε, αυτούς, τις οικογένειές τους, τους ανθρώπους του Κορέ και όλα τα υπάρχοντά τους. Κατέβηκαν στον άδη ζωντανοί μαζί με τις περιουσίες τους· η γη έκλεισε από πάνω τους και έτσι εξαφανίστηκαν μέσα από την κοινότητα. Όλοι οι Ισραηλίτες που ήταν γύρω τους έφυγαν στο άκουσμα της κραυγής τους, γιατί σκέφτηκαν: «Πάμε να φύγουμε μήπως μας καταπιεί κι εμάς η γη». Μετά ο Κύριος έστειλε φωτιά και κατάκαψε τους διακόσιους πενήντα άντρες που είχαν προσφέρει το λιβάνι. Ο Κύριος είπε στο Μωυσή: «Πες στον Ελεάζαρ το γιο του Ααρών, του ιερέα, να πάρει τα θυμιατήρια από τον τόπο που έπεσε η φωτιά, και να σκορπίσει μακριά τη φωτιά τους. Τα θυμιατήρια αυτά είναι ιερά· όταν προσφέρθηκαν ενώπιον του Κυρίου, εξαγνίστηκαν. Με τα θυμιατήρια, λοιπόν, αυτών των ανθρώπων που πλήρωσαν την αμαρτία τους με τη ζωή τους, ας κάνουν πλάκες σφυρηλατημένες για την επένδυση του θυσιαστηρίου· και θα χρησιμεύουν στους Ισραηλίτες ως υπενθύμιση». Έτσι ο Ελεάζαρ ο ιερέας πήρε τα χάλκινα θυμιατήρια, με τα οποία είχαν προσφέρει το λιβάνι αυτοί που κάηκαν, και έκανε απ’ αυτά σφυρηλατημένες πλάκες για την επένδυση του θυσιαστηρίου. Θα ήταν μια υπενθύμιση στους Ισραηλίτες, ότι κανένας βέβηλος, δηλαδή ξένος προς τους απογόνους του Ααρών, δεν πρέπει να πλησιάζει για να προσφέρει λιβάνι ενώπιον του Κυρίου, όπως το είχε πει ο Κύριος στον Ααρών μέσω του Μωυσή. Αλλιώς θα πάθει ό,τι έπαθε ο Κορέ και η ομάδα του. Την άλλη μέρα, ολόκληρη η ισραηλιτική κοινότητα δυσανασχετούσε εναντίον του Μωυσή και του Ααρών και έλεγαν: «Εσείς προκαλέσατε το θάνατο του λαού του Κυρίου». Αλλά καθώς η κοινότητα ήταν συγκεντρωμένη για να διαμαρτυρηθεί εναντίον του Μωυσή και του Ααρών, στράφηκαν προς τη σκηνή του Μαρτυρίου και είδαν ότι τη σκέπαζε η νεφέλη και είχε φανεί η δόξα του Κυρίου. Ο Μωυσής κι ο Ααρών πλησίασαν μπροστά στη σκηνή, κι ο Κύριος είπε στο Μωυσή: «Φύγετε μέσα απ’ αυτή την κοινότητα! Θα την καταστρέψω σε μια στιγμή». Αυτοί τότε έπεσαν με το πρόσωπό τους στη γη. Και είπε ο Μωυσής στον Ααρών: «Πάρε το θυμιατήρι, βάλε μέσα φωτιά από το θυσιαστήριο και ρίξε λιβάνι. Μετά πήγαινε γρήγορα στην κοινότητα και κάνε γι’ αυτούς την τελετή του εξιλασμού. Βιάσου, γιατί ο Κύριος οργίστηκε κι άρχισε η συμφορά». Ο Ααρών πήρε το θυμιατήρι, όπως του είπε ο Μωυσής, έτρεξε στο μέσο της κοινότητας αλλά η συμφορά είχε αρχίσει ανάμεσα στο λαό. Έριξε τότε το λιβάνι και έκανε για το λαό την τελετή του εξιλασμού. Στάθηκε ανάμεσα στους νεκρούς και στους ζωντανούς και σταμάτησε η συμφορά. Δεκατέσσερις χιλιάδες εφτακόσιοι πέθαναν από την συμφορά, εκτός από εκείνους που πέθαναν εξαιτίας του Κορέ. Ο Ααρών ξαναγύρισε κοντά στο Μωυσή, στην είσοδο της σκηνής του Μαρτυρίου. Η συμφορά είχε σταματήσει. Ο Κύριος είπε στο Μωυσή: «Πες στους Ισραηλίτες κάθε αρχηγός φυλής να σου δώσει από ένα ραβδί. Θα μαζέψεις δώδεκα ραβδιά, δηλαδή ένα από κάθε φυλή, και θα γράψεις το όνομα του κάθε αρχηγού στο ραβδί του. Το όνομα του Ααρών θα το γράψεις στο ραβδί της φυλής Λευί· θα υπάρχει ένα ραβδί για κάθε αρχηγό φυλής. Θα τοποθετήσεις τα ραβδιά στη σκηνή του Μαρτυρίου μπροστά στο Μαρτύριο, εκεί που σας φανερώνομαι. Το ραβδί του άντρα που θα εκλέξω θα ανθίσει κι έτσι θα ησυχάσω από τα παράπονα που οι Ισραηλίτες διατυπώνουν εναντίον σου». Ο Μωυσής μίλησε στους Ισραηλίτες και όλοι οι αρχηγοί των φυλών τους του έδωσαν καθένας από ένα ραβδί. Ανάμεσα στα δώδεκα ραβδιά ήταν και το ραβδί του Ααρών. Ο Μωυσής έστησε τα ραβδιά ενώπιον του Κυρίου, στη σκηνή του Μαρτυρίου. Την άλλη μέρα, όταν ο Μωυσής μπήκε στη σκηνή, το ραβδί του Ααρών, της φυλής Λευί, είχε ανθίσει. Είχαν ανοίξει τα μπουμπούκια, είχαν σχηματιστεί λουλούδια και είχαν δέσει μύγδαλα. Τότε ο Μωυσής έβγαλε όλα τα ραβδιά ενώπιον του Κυρίου και τα έδειξε στους Ισραηλίτες· αυτοί είδαν τι είχε συμβεί και πήραν ο καθένας το ραβδί του πίσω. Ο Κύριος είπε στο Μωυσή: «Βάλε πάλι το ραβδί του Ααρών μπροστά στο Μαρτύριο, ώστε να φυλάσσεται ως προειδοποίηση για τους αποστάτες. Έτσι θα σταματήσουν τα παράπονά τους εναντίον μου και δε θα πεθάνουν». Έτσι κι έκανε ο Μωυσής. Συμμορφώθηκε προς τη διαταγή που του έδωσε ο Κύριος. Οι Ισραηλίτες είπαν τότε στο Μωυσή: «Κοίτα, πεθαίνουμε! Χανόμαστε, όλοι μας χανόμαστε! Όποιος πλησιάζει τη σκηνή του Κυρίου, τον χτυπάει ο θάνατος. Έτσι άραγε θα αφανιστούμε όλοι;» Τότε ο Κύριος είπε στον Ααρών: «Εσύ και οι γιοι σου, και όλοι οι αδερφοί σας οι Λευίτες θα φέρετε την ευθύνη για κάθε παράβαση σχετικά με την υπηρεσία στο αγιαστήριο. Αλλά για παραβάσεις σχετικά με την άσκηση της ιεροσύνης σας, υπεύθυνοι θα είστε μόνον εσύ και οι γιοι σου. Φέρε επίσης κοντά σου τους αδερφούς σου, τη φυλή του προγόνου σου Λευί, για να σου παραστέκουν και να σε βοηθούν όταν εσύ και οι γιοι σου θα υπηρετείτε στη σκηνή του Μαρτυρίου. Θα υπηρετούν εσένα και θα εκτελούν τα καθήκοντά τους στη σκηνή, αλλά χωρίς να πλησιάζουν τα σκεύη του αγιαστηρίου ούτε το θυσιαστήριο· αλλιώς θα πεθάνουν κι εκείνοι κι εσείς. Θα σε παραστέκουν, θα εκτελούν την υπηρεσία της σκηνής του Μαρτυρίου και κάθε εργασία της σκηνής· αλλά κανένας βέβηλος, δηλαδή ξένος προς τη φυλή Λευί δε θα σας πλησιάζει. Μόνον εσείς θα εκτελείτε την υπηρεσία στο αγιαστήριο και στο θυσιαστήριο, ώστε να μην ξεσπάσει πια οργή εναντίον των Ισραηλιτών. Εγώ διάλεξα μέσα από τους Ισραηλίτες τους αδερφούς σας, τους Λευίτες, και τους έθεσα στη διάθεσή σας. Είναι αφιερωμένοι στον Κύριο, για να εκτελούν την υπηρεσία της σκηνής του Μαρτυρίου. Εσύ και οι γιοι σου, θα ασκείτε την ιεροσύνη σας σ’ ό,τι αφορά το θυσιαστήριο και σ’ ό,τι βρίσκεται πίσω από το καταπέτασμα. Αυτές θα είναι οι αρμοδιότητες της ιεροσύνης σας, που εγώ σας τη δίνω ως δώρο. Κάθε άλλος εκτός από σας που θα πλησιάζει τα ιερά σκεύη, θα πεθαίνει». Ο Κύριος είπε στον Ααρών: «Εγώ σου ανέθεσα την ευθύνη για τις προσφορές που μου αφιερώνουν οι Ισραηλίτες. Τις δίνω σ’ εσένα ως το μερίδιο που ορίστηκε για σένα και τους απογόνους σου με νόμο αιώνιο. Από τις ιερότατες προσφορές, που καίγονται στη φωτιά, θα ανήκουν σ’ εσένα και στους γιους σου: ό,τι απομένει από τις αναίμακτες προσφορές, από τις θυσίες εξιλέωσης κι από τις θυσίες επανόρθωσης. Θα τις τρώτε σε τόπο ιερότατο, και μόνο οι άντρες θα μπορούν να τρώνε απ’ αυτές. Θα είναι για σας ιερές. »Επιπλέον θα σου ανήκουν όλα τα δώρα που προσφέρουν οι Ισραηλίτες με την ειδική τελετουργική ύψωση και κίνηση. Τα δίνω με νόμο αιώνιο σ’ εσένα, στους γιους σου και στις κόρες σου που μένουν μαζί σου· όποιος είναι καθαρός μέσα στο σπίτι σου, θα μπορεί να τρώει απ’ αυτά. Το καλύτερο από το λάδι της νέας σοδειάς, το καλύτερο απ’ το καινούργιο κρασί και τα καλύτερα σιτηρά, τις απαρχές που προσφέρουν στον Κύριο οι Ισραηλίτες, τα δίνω σ’ εσένα. Επίσης τα πρωτογεννήματα που προσφέρουν στον Κύριο, απ’ όλα όσα παράγει η γη, σ’ εσένα θα ανήκουν. Όποιος είναι καθαρός μέσα στο σπίτι σου θα μπορεί να τρώει απ’ αυτά. Κάθε αφιέρωμα του Ισραήλ σ’ εσένα θα ανήκει. Τα πρωτότοκα κάθε ζωντανής ύπαρξης, που προσφέρονται σ’ εμένα, τον Κύριο, είτε άνθρωπος είναι είτε ζώο, θα ανήκουν σ’ εσένα. Μόνο που τα πρωτότοκα των ανθρώπων και τα πρωτογέννητα των ακαθάρτων ζώων θα τα εξαγοράζεις. »Θα εξαγοράζεις τα πρωτότοκα αγόρια από ενός μηνός και πάνω, κατά την εκτίμησή σου, δίνοντας πέντε ασημένιους σίκλους με βάση τον ιερό σίκλο που είναι είκοσι γερά ο καθένας. Αλλά δεν θα εξαγοράζεις τα πρωτογέννητα των βοδιών, των προβάτων και των κατσικιών, γιατί αυτά είναι ιερά. Θα χύνεις το αίμα τους στο θυσιαστήριο και θα καις το λίπος στη φωτιά, για ευχάριστη μυρωδιά σ’ εμένα τον Κύριο. Το κρέας τους ανήκει σ’ εσένα, όπως σου ανήκει το στήθος, που προσφέρεται με την ειδική τελετουργική κίνηση, και η δεξιά ωμοπλάτη. Ό,τι μου προσφέρουν οι Ισραηλίτες με την ειδική τελετουργική ύψωση το δίνω με νόμο αιώνιο σ’ εσένα, στους γιους σου και στις κόρες σου που μένουν μαζί σου. Αυτή είναι διαθήκη αμετάκλητη, αιώνια, που εγώ συνάπτω μ’ εσένα και τους απογόνους σου». Ο Κύριος είπε ακόμη στον Ααρών: «Εσύ δεν θα έχεις κληρονομικό μερίδιο στη χώρα των Ισραηλιτών. Εγώ είμαι το μερίδιό σου και η ιδιοκτησία σου ανάμεσα στους Ισραηλίτες. Όσο για τους Λευίτες, τούς δίνω για ιδιοκτησία το δέκατο από τα εισοδήματα των Ισραηλιτών, για την υπηρεσία που θα εκτελούν στη σκηνή του Μαρτυρίου. Οι υπόλοιποι Ισραηλίτες δεν θα πλησιάζουν πια στη σκηνή για να μην αμαρτήσουν και πεθάνουν. Μόνον οι Λευίτες θα εκτελούν την υπηρεσία της σκηνής και αυτοί θα είναι οι υπεύθυνοι γι’ αυτήν· νόμος αιώνιος θα είναι αυτός για τους απογόνους σας. Οι Λευίτες δεν θα έχουν ιδιοκτησία όπως οι άλλοι Ισραηλίτες, αλλά εγώ τους δίνω για ιδιοκτησία τη δεκάτη από τα εισοδήματα των Ισραηλιτών που προσφέρονται στον Κύριο. Γι’ αυτό τους είπα ότι δε θα έχουν ιδιοκτησία όπως οι άλλες φυλές». Ο Κύριος έδωσε εντολή στο Μωυσή να πει στους Λευίτες: «Όταν θα παίρνετε από τους Ισραηλίτες τη δεκάτη, που εγώ σας τη δίνω εκ μέρους των για ιδιοκτησία σας, θα προσφέρετε σ’ εμένα ως ειδική συνεισφορά το ένα δέκατο της δεκάτης. Αυτή η ειδική συνεισφορά θα αντιστοιχεί στο σιτάρι που προσφέρουν από το αλώνι και στο μούστο που προσφέρουν από το πατητήρι τους οι άλλοι συμπατριώτες σας. Έτσι κι εσείς θα φέρνετε την προσφορά σας που ανήκει στον Κύριο από όλα τα δέκατα, που παίρνετε από τους Ισραηλίτες. Αυτή την προσφορά που θα την έχετε ξεχωρίσει για τον Κύριο θα τη δίνετε στον ιερέα Ααρών. Από όλα τα δώρα που θα σας δίνονται, θα ξεχωρίζετε προσφορές για τον Κύριο. Από ό,τι καλύτερο υπάρχει θα προσφέρετε το καθιερωμένο μερίδιο. Και αφού προσφέρετε σ’ εμένα το καλύτερο, το υπόλοιπο θα ανήκει σ’ εσάς τους Λευίτες, όπως αυτό που μένει από το αλώνι κι από το πατητήρι μετά τη προσφορά του ιδιοκτήτη τους. Μπορείτε να τρώτε απ’ αυτά τα προϊόντα σε οποιονδήποτε τόπο εσείς και οι οικογένειές σας. Αυτά είναι η αμοιβή σας για την εργασία σας στη σκηνή του Μαρτυρίου. Αυτή η πράξη δεν θα σας καταλογίζεται ως αμαρτία, εφόσον βέβαια θα έχετε προσφέρει πρωτύτερα το καλύτερο στον Κύριο. Αλλιώς βεβηλώνετε τις ιερές προσφορές των Ισραηλιτών και θα πεθάνετε». Ο Κύριος έδωσε στο Μωυσή και στον Ααρών την περιγραφή του τυπικού που ακολουθεί: «Δώστε εντολή στους Ισραηλίτες», τους είπε, «να σας φέρουν ένα κόκκινο δαμάλι χωρίς κανένα σωματικό ελάττωμα και που να μην έχει ακόμη ζευτεί. Παραδώστε το δαμάλι στον Ελεάζαρ, τον ιερέα, για να το φέρει έξω από το στρατόπεδο και να το σφάξουν μπροστά του. Ο Ελεάζαρ θα πάρει από το αίμα του δαμαλιού με το δάχτυλό του και μ’ αυτό θα ραντίσει εφτά φορές το μπροστινό μέρος της σκηνής του Μαρτυρίου. Μετά θα κάψουν όλο το δαμάλι μπροστά του, δηλαδή το δέρμα του, το κρέας του και το αίμα του, μαζί με την κοπριά του. Ο ιερέας θα πάρει ξύλο κέδρου, ύσσωπο και κόκκινη κλωστή και θα τα ρίξει μέσα στη φωτιά που θα καίει το δαμάλι. Ο ιερέας θα πλύνει τα ρούχα του και θα λούσει το σώμα του με νερό· έπειτα θα γυρίσει στο στρατόπεδο και θα είναι ακάθαρτος ως το βράδυ. »Εκείνος που θα έχει κάψει το δαμάλι θα πλύνει κι αυτός τα ρούχα του με νερό, θα λούσει το σώμα του με νερό και θα είναι ακάθαρτος ως το βράδυ. Έπειτα κάποιος που θα είναι καθαρός θα μαζέψει τη στάχτη από το δαμάλι και θα την φέρει έξω από το στρατόπεδο σε τόπο καθαρό. Η στάχτη θα φυλαχτεί για την ισραηλιτική κοινότητα, για να ετοιμάσουν μ’ αυτήν το νερό του καθαρισμού. Αυτή η τελετουργία γίνεται για τη συγχώρηση της αμαρτίας. Εκείνος που θα μαζέψει τη στάχτη από το δαμάλι θα πλύνει τα ρούχα του και θα είναι ακάθαρτος ως το βράδυ. Αυτό θα είναι νόμος αιώνιος για τους Ισραηλίτες και για τους ξένους που θα κατοικούν ανάμεσά τους». «Όποιος αγγίξει νεκρό, θα είναι ακάθαρτος για εφτά μέρες. Θα πρέπει να καθαριστεί μ’ αυτό το νερό την τρίτη μέρα και την έβδομη, και τότε θα είναι καθαρός. Αν όμως δεν καθαριστεί την τρίτη μέρα και την έβδομη, θα παραμείνει ακάθαρτος. Όποιος αγγίξει νεκρό και δεν καθαριστεί, μολύνει την κατοικία του Κυρίου. Αυτός πρέπει να αποκόπτεται από το λαό Ισραήλ. Αν δεν χυθεί πάνω του το νερό του καθαρισμού θα εξακολουθεί να είναι ακάθαρτος. »Ο νόμος είναι ο εξής: Αν ένας άνθρωπος πεθάνει μέσα σε μια σκηνή, όποιος μπει στη σκηνή και όποιος βρίσκεται μέσα σ’ αυτήν θα είναι ακάθαρτος για εφτά μέρες. Κάθε ανοιχτό δοχείο, που δεν έχει σκέπασμα δεμένο με σχοινί, θα είναι ακάθαρτο. Όποιος αγγίξει στην ύπαιθρο έναν σκοτωμένο με μαχαίρι ή έναν πεθαμένο από φυσικό θάνατο ή αγγίξει ανθρώπινα κόκαλα ή έναν τάφο, θα είναι ακάθαρτος για εφτά μέρες. »Θα πάρουν για τον ακάθαρτο στάχτη από το δαμάλι που είχε καεί για τη συγχώρηση της αμαρτίας και θα ρίξουν πάνω της νερό τρεχούμενο, μέσα σε δοχείο. Κάποιος που θα είναι καθαρός θα πάρει ύσσωπο, θα τον βρέξει στο νερό και θα ραντίσει τη σκηνή και όλα τα σκεύη, καθώς και όλους όσοι βρέθηκαν εκεί. Επίσης για τη δεύτερη περίπτωση, θα ραντίσει εκείνον που άγγιξε τα κόκαλα ή άγγιξε τον σκοτωμένο ή τον πεθαμένο ή τον τάφο. Ο καθαρός θα ραντίσει τον ακάθαρτο την τρίτη μέρα και την έβδομη μέρα. Την έβδομη μέρα ο ακάθαρτος θα πλύνει τα ρούχα του και θα λούσει το σώμα του με νερό και το ίδιο βράδυ θα είναι καθαρός. »Ο ακάθαρτος εκείνος που δε θα καθαριστεί, θα αποκοπεί από την κοινότητα, γιατί μολύνει το άγιο κατοικητήριο του Κυρίου. Είναι ακάθαρτος, γιατί δε ραντίστηκε με το νερό του καθαρισμού. Νόμος αιώνιος θα είναι αυτό για σας· εκείνος που ραντίζει με το νερό του καθαρισμού, θα πλένει τα ρούχα του. Κι όποιος έρχεται σε επαφή με το νερό του καθαρισμού, θα είναι ακάθαρτος ως το βράδυ. Καθετί που θα αγγίζει ο ακάθαρτος θα είναι ακάθαρτο· και όποιος τον αγγίζει, θα είναι κι αυτός ακάθαρτος ως το βράδυ». Τον πρώτο μήνα, ολόκληρη η ισραηλιτική κοινότητα έφτασε στην έρημο Σιν και στρατοπέδευσαν στην Κάδης. Εκεί πέθανε η Μαριάμ και ενταφιάστηκε. Στην περιοχή δεν υπήρχε καθόλου νερό για την κοινότητα και όλοι ξεσηκώθηκαν εναντίον του Μωυσή και του Ααρών. Ο λαός άρχισε να φιλονικεί με το Μωυσή: «Μακάρι να είχαμε πεθάνει όταν πέθαναν και τ’ αδέρφια μας ενώπιον του Κυρίου!» του έλεγαν. «Γιατί φέρατε την κοινότητα του Κυρίου σ’ αυτή την έρημο; Για να πεθάνουμε εδώ εμείς και τα ζώα μας; Γιατί μας βγάλατε από την Αίγυπτο και μας φέρατε σ’ ετούτο τον απαίσιο τόπο, που δε φυτρώνει τίποτα; Ούτε συκιές υπάρχουν εδώ ούτε αμπέλια ούτε ροδιές ούτε νερό να πιούμε!» Τότε ο Μωυσής κι ο Ααρών απομακρύνθηκαν από την κοινότητα και ήρθαν στην είσοδο της σκηνής του Μαρτυρίου. Έπεσαν με το πρόσωπο στη γη και τους φανερώθηκε η δόξα του Κυρίου. Ο Κύριος είπε στο Μωυσή: «Πάρε το ραβδί σου και συγκάλεσε την κοινότητα, εσύ κι ο αδερφός σου ο Ααρών. Μιλήστε στο βράχο μπροστά τους κι ο βράχος θα δώσει νερό. Ναι, θα βγει γι’ αυτούς νερό και θα δώσεις στην κοινότητα και στα ζώα τους να πιουν». Τότε ο Μωυσής πήρε το ραβδί που φυλασσόταν στο αγιαστήριο, όπως τον διέταξε ο Κύριος. Συγκάλεσε μαζί με τον Ααρών την κοινότητα μπροστά στο βράχο και τους είπε: «Ακούστε εσείς, οι επαναστάτες· είναι δυνατόν από το βράχο αυτό να βγάλουμε για σας νερό;» Σηκώνει το χέρι του, χτυπάει το βράχο με το ραβδί του δύο φορές και τότε ξεπήδησε άφθονο νερό και ήπιε η κοινότητα και τα ζώα τους. Ο Κύριος όμως είπε στο Μωυσή και στον Ααρών: «Δε μου δείξατε αρκετή εμπιστοσύνη και δεν προβάλατε στα μάτια των Ισραηλιτών την αγιότητα και τη δύναμή μου. Γι’ αυτό δε θα φέρετε εσείς αυτή την κοινότητα στη χώρα που εγώ τους δίνω». Αυτές είναι οι πηγές της Μεριβά (Φιλονικία). Εκεί φιλονίκησαν οι Ισραηλίτες με τον Κύριο, ο οποίος και τους φανέρωσε την αγιότητά του. Από την Κάδης ο Μωυσής έστειλε αγγελιοφόρους στο βασιλιά της Εδώμ με το ακόλουθο μήνυμα: «Ο συγγενικός σου λαός, ο Ισραήλ, λέει: Εσύ ξέρεις όλη την ταλαιπωρία που μας βρήκε. Οι πρόγονοί μας κατέβηκαν στην Αίγυπτο, και κατοικήσαμε εκεί για πολύν καιρό. Αλλά οι Αιγύπτιοι μας κακομεταχειρίστηκαν και εμάς και εκείνους. Επικαλεστήκαμε τη βοήθεια του Κυρίου κι εκείνος μας άκουσε. Έστειλε έναν άγγελο και μας έβγαλε από την Αίγυπτο. Τώρα, λοιπόν, έχουμε φτάσει στην Κάδης, στην πόλη που βρίσκεται στην άκρη των συνόρων σου. Άφησέ μας, λοιπόν, να περάσουμε μέσα από τη χώρα σου. Δε θα περάσουμε μέσα από τα χωράφια σας ούτε από τα αμπέλια σας· δε θα πιούμε νερό από τα πηγάδια σας. Θα ακολουθήσουμε το βασιλικό δρόμο χωρίς να παρεκκλίνουμε δεξιά ή αριστερά, ώσπου να διαβούμε την περιοχή σου». Ο βασιλιάς της Εδώμ του απάντησε: «Δεν θα περάσετε από τη χώρα μου! Αλλιώς θα βγω με τα όπλα εναντίον σας». Οι Ισραηλίτες του είπαν: «Θα χρησιμοποιήσουμε το μεγάλο δρόμο· και αν τυχόν εμείς ή τα ζώα μας πιούμε από το νερό σας, θα το πληρώσουμε. Δε θα κάνουμε τίποτε άλλο· απλώς θα περάσουμε πεζοί». Αλλά ο βασιλιάς της Εδώμ απάντησε: «Δε θα περάσετε». Και βγήκε εναντίον τους με πολυάριθμο και ισχυρό στρατό. Αφού ο βασιλιάς της Εδώμ αρνήθηκε να επιτρέψει στους Ισραηλίτες να περάσουν από το έδαφός του, αυτοί άλλαξαν κατεύθυνση. Η ισραηλιτική κοινότητα έφυγε από την Κάδης και ήρθε στο όρος Ωρ. Εκεί, στα σύνορα με τη χώρα Εδώμ, ο Κύριος είπε στο Μωυσή και στον Ααρών: «Ο Ααρών θα πεθάνει· δε θα μπει στη χώρα που εγώ θα δώσω στους Ισραηλίτες, γιατί εναντιωθήκατε στη διαταγή μου, στις πηγές της Μεριβά. »Πάρε λοιπόν τον Ααρών και το γιο του τον Ελεάζαρ κι ανέβασέ τους στο όρος Ωρ. Βγάλε τη στολή του Ααρών και φόρεσέ την στον Ελεάζαρ. Εκεί ο Ααρών θα πεθάνει· θα πάει μαζί με τους προγόνους του». Ο Μωυσής έκανε όπως τον διέταξε ο Κύριος. Ανέβηκε στο όρος Ωρ να τον βλέπει όλη η κοινότητα, έβγαλε τη στολή του Ααρών και τη φόρεσε στον Ελεάζαρ, το γιο του. Εκεί, στην κορυφή, πέθανε ο Ααρών. Έπειτα ο Μωυσής και ο Ελεάζαρ κατέβηκαν από το βουνό. Όταν η κοινότητα είδε πως ο Ααρών πέθανε, κήρυξαν επίσημο πένθος τριάντα ημερών, στο οποίο συμμετείχαν όλοι οι Ισραηλίτες. Όταν ο βασιλιάς της Αράδ, ένας Χαναναίος που κατοικούσε στα νότια της χώρας, έμαθε ότι έρχονται οι Ισραηλίτες από το δρόμο της Αθαρίμ, επιτέθηκε εναντίον τους και έπιασε μερικούς απ’ αυτούς αιχμαλώτους. Τότε οι Ισραηλίτες έκαναν τάμα στο Θεό: «Αν μας παραδώσεις αυτό το λαό στην εξουσία μας, εμείς θα σου αφιερώσουμε ολοκληρωτικά τις πόλεις τους». Ο Κύριος άκουσε την παράκληση του λαού και τους βοήθησε να νικήσουν τους Χαναναίους. Κατέστρεψαν, λοιπόν, ολοσχερώς αυτούς και τις πόλεις τους· και ονόμασαν τον τόπο εκείνο «Χορμά» (Καταστροφή). Όταν οι Ισραηλίτες έφυγαν από το όρος Ωρ πήραν την κατεύθυνση της Ερυθράς Θάλασσας, για να παρακάμψουν τη χώρα των Εδωμιτών. Αλλά στη διάρκεια της πορείας, άρχισαν να χάνουν την υπομονή τους, και να τα βάζουν με το Θεό και με το Μωυσή: «Γιατί μας βγάλατε από την Αίγυπτο;» του έλεγαν. «Για να πεθάνουμε στην έρημο; Ούτε ψωμί υπάρχει εδώ ούτε νερό, κι αηδιάσαμε πια αυτή την άθλια τροφή». Τότε ο Κύριος έστειλε στο λαό φίδια φαρμακερά που τους δάγκωναν και πολλοί απ’ αυτούς πέθαιναν. Πήγαν λοιπόν στο Μωυσή και του έλεγαν: «Αμαρτήσαμε που μιλήσαμε εναντίον του Κυρίου και εναντίον σου. Παρακάλεσε τον Κύριο να διώξει τα φίδια». Ο Μωυσής προσευχήθηκε στον Κύριο για το λαό, κι ο Κύριος του είπε: «Φτιάξε ένα χάλκινο φίδι και βάλε το πάνω σ’ ένα κοντάρι. Όποιος δαγκώνεται από κάποιο φίδι, θα το κοιτάζει και δε θα πεθαίνει». Ο Μωυσής κατασκεύασε ένα χάλκινο φίδι και το έβαλε πάνω σ’ ένα κοντάρι. Κι όταν ένα φίδι δάγκωνε κάποιον, αυτός κοιτούσε το χάλκινο φίδι και δεν πέθαινε. Από ’κει οι Ισραηλίτες έφυγαν και στρατοπέδευσαν στην Ωβώθ, από ’κει στην Ιιέ-Ααβαρίμ, στην έρημο ανατολικά της Μωάβ, και μετά στην Κοιλάδα Ζαρέδ. Έφυγαν κι από ’κει και στρατοπέδευσαν βόρεια του ποταμού Αρνών, που περνάει από την έρημο η οποία εκτείνεται μέσα στην περιοχή των Αμορραίων. Ο Αρνών είναι το σύνορο ανάμεσα στη Μωάβ και στους Αμορραίους. Γι’ αυτό και στο βιβλίο των πολέμων του Κυρίου αναφέρονται «η πόλη Βαέβ στην περιοχή Σουφά, οι κοιλάδες του Αρνών, και το οροπέδιο που εκτείνεται ως την πόλη Αρ και φτάνει μέχρι τα σύνορα της Μωάβ». Από ’κει έφτασαν σ’ έναν τόπο που λεγόταν Μπεέρ (Πηγάδι). Πρόκειται για το πηγάδι για το οποίο ο Κύριος είχε πει στο Μωυσή: «Συγκέντρωσε το λαό και θα τους δώσω νερό». Τότε ο λαός του Ισραήλ τραγούδησε αυτό το τραγούδι: «Βγάλε νερό πηγάδι μου! Πείτε για χάρη του τραγούδια! Πηγάδι που το σκάψαν οι άρχοντες που το χτυπήσαν του λαού οι ευγενείς· το σκάψαν με της εξουσίας το σκήπτρο, με τα δικά της τα ραβδιά το βάθυναν». Από την έρημο ήρθαν στη Ματτανά. Από τη Ματτανά ήρθαν στη Ναχαλιήλ κι από ’κει στη Βαμώθ. Από τη Βαμώθ ήρθαν στην κοιλάδα που βρίσκεται στην περιοχή της Μωάβ, στην κορυφή Φασγά, που βλέπει στην έρημο. Οι Ισραηλίτες έστειλαν αγγελιοφόρους στο Σιχόν, βασιλιά των Αμορραίων και του είπαν: «Άφησέ μας να περάσουμε μέσα από τη χώρα σου. Δε θα βγούμε από την πορεία μας για να μπούμε στα χωράφια και στα αμπέλια σας ούτε θα πιούμε νερό από τα πηγάδια σας. Θ’ ακολουθήσουμε το βασιλικό δρόμο μέχρις ότου βγούμε από τα σύνορά σου». Ο Σιχόν όμως δεν τους επέτρεψε να περάσουν από το έδαφός του. Συγκέντρωσε όλο το στρατό του και βγήκε εναντίον τους στην έρημο. Έφτασε στην Ιαχσά και επιτέθηκε στους Ισραηλίτες. Οι Ισραηλίτες όμως τον νίκησαν στη μάχη και κυρίεψαν τη χώρα του, από τον ποταμό Αρνών, βόρεια, ως τον ποταμό Ιαβόκ, νότια, και ως την πόλη Ιαζήρ, ανατολικά, στα σύνορα των Αμμωνιτών. Ο Ισραήλ κυρίεψε όλες τις πόλεις των Αμορραίων με τα περίχωρά τους, μαζί και την Εσεβών, κι εγκαταστάθηκε σ’ αυτές. Η Εσεβών ήταν η πρωτεύουσα, όπου κατοικούσε ο Σιχόν, βασιλιάς των Αμορραίων. Αυτός στο παρελθόν είχε πολεμήσει εναντίον του βασιλιά της Μωάβ και είχε κυριέψει όλη τη χώρα του ως τον ποταμό Αρνών. Γι αυτό λένε οι τραγουδιστές: «Στην Εσεβών ελάτε, χτίστε και οχυρώστε την πόλη του Σιχόν. Φωτιά βγήκε απ’ την Εσεβών, φλόγα απ’ την πόλη του Σιχόν. Κατάκαψε την Αρ-Μωάβ και τα ψηλώματα του Αρνών. Αλίμονο σ’ εσένανε Μωάβ, καταστροφή σε βρήκε του Χεμώς λαέ! Φυγάδες έκανες τους γιους κι αιχμάλωτες τις κόρες της στο βασιλιά των Αμορραίων, το Σιχόν. Τώρα οι απόγονοί τους αφανίστηκαν από την Εσεβών ως τη Διβών κι απ’ τη Νασίμ ως τη Νοφά, κοντά στη Μεδεβά». Οι Ισραηλίτες εγκαταστάθηκαν στη χώρα των Αμορραίων. Ο Μωυσής έστειλε ανθρώπους σε αναγνωριστική αποστολή στην Ιαζήρ. Οι Ισραηλίτες κυρίεψαν τα περίχωρά της και έδιωξαν τους Αμορραίους που ήταν εκεί. Έπειτα γύρισαν και ανέβαιναν από το δρόμο της Βασάν. Ο βασιλιάς της Βασάν, ο Ωγ, βγήκε με το στρατό του να τους πολεμήσει κοντά στην Εδρεΐ. Τότε ο Κύριος είπε στο Μωυσή: «Μην τον φοβάσαι τον Ωγ. Εγώ θα τον παραδώσω στην εξουσία σου, αυτόν, το λαό του και τη χώρα του. Θα του κάνεις τα ίδια που έκανες στο Σιχόν, βασιλιά των Αμορραίων, που κατοικούσε στην Εσεβών». Έτσι οι Ισραηλίτες χτύπησαν αυτόν, τους γιους του και το στρατό του. Δεν άφησαν κανέναν ζωντανό, και κυρίεψαν και τη χώρα τους. Οι Ισραηλίτες έφυγαν από ’κει και κατασκήνωσαν στις στέπες της Μωάβ, πέρα από τον Ιορδάνη, απέναντι από την Ιεριχώ. Ο Βαλάκ, γιος του Σιππώρ, που εκείνη την εποχή ήταν βασιλιάς των Μωαβιτών, έμαθε αυτά που είχαν κάνει οι Ισραηλίτες στους Αμορραίους. Φοβήθηκαν, λοιπόν, πολύ οι Μωαβίτες το λαό του Ισραήλ, που ήταν τόσο πολυάριθμος, και είπαν στους αρχηγούς των Μαδιανιτών: «Τώρα το πλήθος αυτό θα καταστρέψει τα πάντα γύρω μας, όπως τα βόδια κατατρώνε το χορτάρι στα χωράφια». Έτσι ο βασιλιάς Βαλάκ έστειλε αγγελιοφόρους στο Βαλαάμ, γιο του Βεώρ, στην Πεθόρ, κοντά στον Ευφράτη ποταμό, στη χώρα των Αμοβιτών, με το ακόλουθο μήνυμα: «Ένας λαός που βγήκε από την Αίγυπτο, πλημμύρισε την περιοχή μας και έχει εγκατασταθεί απέναντί μου. Έλα τώρα λοιπόν να καταραστείς για χάρη μου το λαό αυτό, γιατί είναι ισχυρότερος από μένα. Ίσως έτσι μπορέσω να τον νικήσω και να τον διώξω από τη χώρα. Εγώ ξέρω ότι όποιον εσύ ευλογείς είναι ευλογημένος και όποιον καταριέσαι είναι καταραμένος». Ξεκίνησαν, λοιπόν οι αρχηγοί των Μωαβιτών και των Μαδιανιτών, έχοντας και την αμοιβή της μαντείας μαζί τους, και ήρθαν στο Βαλαάμ να του ανακοινώσουν το μήνυμα του Βαλάκ. Ο Βαλαάμ τους είπε: «Μείνετε εδώ απόψε και θα σας απαντήσω ανάλογα με το τι θα μου πει ο Κύριος». Έτσι οι άρχοντες της Μωάβ έμειναν με το Βαλαάμ. Τη νύχτα ο Θεός ήρθε στο Βαλαάμ και τον ρώτησε: «Ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι που μένουν μαζί σου;» Ο Βαλαάμ απάντησε: «Ο βασιλιάς της Μωάβ, ο Βαλάκ γιος του Σιππώρ, τούς έστειλε να μου πουν ότι βγήκε ένας λαός από την Αίγυπτο και πλημμύρισε τη χώρα. “Έλα λοιπόν”, μου είπε, “και δώσ’ τους την κατάρα σου. Ίσως έτσι μπορέσω και τους πολεμήσω και τους διώξω”». Ο Θεός είπε στο Βαλαάμ: «Δε θα πας μαζί τους. Δε θα καταραστείς το λαό αυτό, γιατί είναι ευλογημένος». Ο Βαλαάμ σηκώθηκε το πρωί και είπε στους άρχοντες του Βαλάκ: «Γυρίστε στη χώρα σας, γιατί ο Κύριος δε μου επιτρέπει να έρθω μαζί σας». Έτσι, οι άρχοντες της Μωάβ σηκώθηκαν και γύρισαν πίσω στο Βαλάκ και του είπαν: «Ο Βαλαάμ αρνήθηκε να έρθει μαζί μας». Τότε ο Βαλάκ ξανάστειλε άλλους άρχοντες, πιο επίσημους από τους προηγούμενους. Αυτοί ήρθαν στο Βαλαάμ και του είπαν: «Ο Βαλάκ, γιος του Σιππώρ λέει: “Σε παρακαλώ, μην αρνηθείς να έρθεις σ’ εμένα. Θα σε ανταμείψω γενναιόδωρα και ό,τι μου πεις θα το κάνω. Έλα, λοιπόν, να καταραστείς για χάρη μου αυτό το λαό”». Αλλά ο Βαλαάμ αποκρίθηκε στους ανθρώπους του Βαλάκ: «Κι αν ακόμη ο Βαλάκ μού έδινε το σπίτι του γεμάτο ασήμι και χρυσάφι, εγώ δεν θα μπορούσα να παραβώ τη διαταγή του Κυρίου, του Θεού μου και να κάνω κάτι λιγότερο ή περισσότερο. Μείνετε κι εσείς εδώ απόψε, και θα μάθω τι θα μου πει πάλι ο Κύριος». Τη νύχτα ήρθε ο Θεός στο Βαλαάμ και του είπε: «Αφού αυτοί οι άντρες ήρθαν να σε καλέσουν, σήκω και πήγαινε μαζί τους. Αλλά θα κάνεις μόνο αυτό που θα σου λέω εγώ». Ο Βαλαάμ σηκώθηκε το πρωί, σαμάρωσε το γαϊδουράκι του και πήγε μαζί με τους άρχοντες της Μωάβ. Ο Θεός οργίστηκε που ο Βαλαάμ έφυγε, και καθώς ο ίδιος καθόταν πάνω στο ζώο του και τον συνόδευαν οι δυο του υπηρέτες, ο άγγελος του Κυρίου στάθηκε στο δρόμο για να τον εμποδίσει. Όταν το υποζύγιο είδε τον άγγελο που στεκόταν εκεί με ένα κοφτερό σπαθί στο χέρι του, βγήκε απ’ το δρόμο και μπήκε στα χωράφια. Ο Βαλαάμ το χτύπησε για να το ξαναφέρει πίσω. Τότε ο άγγελος στάθηκε σ’ ένα μονοπάτι ανάμεσα στ’ αμπέλια, που είχε τοίχο από τη μια μεριά και τοίχο από την άλλη. Βλέποντας τον άγγελο, το ζώο στριμώχτηκε στον τοίχο και πίεσε το πόδι του Βαλαάμ πάνω στον τοίχο. Ο Βαλαάμ το χτύπησε και πάλι. Ο άγγελος του Κυρίου πέρασε άλλη μια φορά μπροστά και στάθηκε σ’ ένα στενό πέρασμα όπου δεν υπήρχε διέξοδος ούτε από δεξιά, ούτε από αριστερά. Το γαϊδουράκι είδε τον άγγελο του Κυρίου και γονάτισε κάτω από το Βαλαάμ. Αυτός τότε θύμωσε και άρχισε να το χτυπάει με το ραβδί. Τότε ο Κύριος έκανε το ζώο να μιλήσει, και είπε στο Βαλαάμ: «Τι σου έκανα και με χτύπησες τρεις φορές ως τώρα;» «Δε με λογαριάζεις καθόλου!» του αποκρίθηκε ο Βαλαάμ. «Μακάρι να είχα στο χέρι μου ένα σπαθί να σε σκότωνα τώρα». Το γαϊδουράκι τού λέει: «Δεν είμαι εγώ το γαϊδούρι σου, που από πάντα καθόσουν πάνω μου; Σου συμπεριφέρθηκα ποτέ μ’ αυτόν τον τρόπο;» Εκείνος απάντησε: «Όχι». Εκείνη τη στιγμή ο Κύριος άνοιξε τα μάτια του Βαλαάμ και είδε τον άγγελο που στεκόταν στο δρόμο με το κοφτερό σπαθί στο χέρι του. Γονάτισε τότε ο Βαλαάμ και προσκύνησε με το πρόσωπο στη γη. Ο άγγελος του Κυρίου τού είπε: «Γιατί χτύπησες το γαϊδουράκι σου τρεις φορές; Βλέπεις ότι εγώ βγήκα να σε εμποδίσω, επειδή δεν μου αρέσει ο δρόμος που ’χεις πάρει. Το ζώο με είδε κι άλλαξε δρόμο τρεις φορές. Αν δεν μου είχε ξεφύγει, θα σε είχα σκοτώσει κι εκείνο θα το είχα αφήσει να ζήσει». Τότε ο Βαλαάμ απάντησε στον άγγελο: «Αμάρτησα! Δεν ήξερα ότι εσύ στεκόσουν στον δρόμο για να με σταματήσεις. Και τώρα, αν αυτό που κάνω δεν σου αρέσει, εγώ γυρίζω πίσω». Ο άγγελος του Κυρίου όμως του είπε: «Πήγαινε μ’ αυτούς τους ανθρώπους, αλλά θα πεις μόνο ό,τι θα σου πω εγώ». Έτσι ο Βαλαάμ πήγε μαζί με τους άρχοντες του Βαλάκ. Όταν άκουσε ο Βαλάκ ότι έρχεται ο Βαλαάμ, βγήκε να τον προϋπαντήσει στην Αρ-Μωάβ, πλάι στον ποταμό Αρνών, στα σύνορα της Μωάβ. Ο Βαλάκ είπε στο Βαλαάμ: «Δεν έστειλα επειγόντως να σε καλέσω; Γιατί δεν ερχόσουν; Μήπως δεν έχω τη δυνατότητα να σε τιμήσω;» Ο Βαλαάμ απάντησε στο Βαλάκ: «Να, λοιπόν, που ήρθα! Αλλά μήπως και τώρα μπορώ να πω τίποτε; Θα πω μόνο τα λόγια που θα βάλει στο στόμα μου ο Θεός». Έτσι ο Βαλαάμ μαζί με το Βαλάκ πήγαν στην πόλη Κιριάθ-Ουζώθ. Εκεί ο Βαλάκ έσφαξε βόδια και πρόβατα και τα πρόσφερε στον Βαλαάμ και στους άρχοντες που ήταν μαζί του. Την άλλη μέρα πήρε ο Βαλάκ το Βαλαάμ και τον ανέβασε στη Βαμώθ-Βάαλ, απ’ όπου ο Βαλαάμ μπορούσε να δει ένα τμήμα του λαού του Ισραήλ. Ο Βαλαάμ είπε στο Βαλάκ: «Χτίσε μου εδώ εφτά θυσιαστήρια και ετοίμασέ μου εφτά μοσχάρια κι εφτά κριάρια». Ο Βαλάκ έκανε ό,τι του είπε ο Βαλαάμ, και θυσίασαν μαζί από ένα μοσχάρι κι ένα κριάρι σε κάθε θυσιαστήριο. Μετά ο Βαλαάμ είπε στο Βαλάκ: «Εσύ μείνε κοντά στο ολοκαύτωμά σου κι εγώ θα κάνω έναν περίπατο, μήπως με συναντήσει ο Κύριος. Ό,τι μου φανερώσει θα σου το αναγγείλω». Έτσι ο Βαλαάμ ανέβηκε μόνος στην κορυφή ενός λόφου. Πράγματι, ο Θεός συνάντησε το Βαλαάμ κι εκείνος του είπε: «Έχω ετοιμάσει εφτά θυσιαστήρια και πρόσφερα από ένα μοσχάρι κι ένα κριάρι σε κάθε θυσιαστήριο». Ο Κύριος τότε έδωσε χρησμό στο Βαλαάμ και τον έστειλε πίσω στο Βαλάκ να του τον διαβιβάσει. Ο Βαλαάμ γύρισε στο Βαλάκ και τον βρήκε να στέκεται κοντά στο ολοκαύτωμά του μαζί με όλους τους άρχοντες της Μωάβ. Ο Βαλαάμ τότε άρχισε να απαγγέλλει αυτόν το χρησμό: «Απ’ την Αράμ με έφερε ο Βαλάκ, ο βασιλιάς της Μωάβ, απ’ τα βουνά της Ανατολής. “Έλα”, μού είπε, “δώσ’ την κατάρα σου για χάρη μου στον Ιακώβ, έλα κι αναθεμάτισε τον Ισραήλ”. Πώς να καταραστώ αυτούς, που δεν τους καταριέται ο Θεός; Πώς ν’ αναθεματίσω εκείνους, που δεν τους αναθεματίζει ο Κύριος; Τους βλέπω από τις κορφές των βράχων απ’ τα ψηλώματα των λόφων τούς διακρίνω. Είναι λαός που ζει μονάχος του και που στα έθνη δεν ανήκει. Ποιος μπορεί ν’ αριθμήσει τον Ιακώβ; Ποιος να μετρήσει τον πολυάριθμο Ισραήλ; Μακάρι κι εγώ σαν αυτούς τους δίκαιους να πεθάνω! Το τέλος μου σαν το δικό τους να είναι!» Τότε είπε ο Βαλάκ στο Βαλαάμ: «Τι μου κάνεις! Εγώ σε πήρα να καταραστείς τους εχθρούς μου, κι εσύ τους ευλόγησες». Ο Βαλαάμ απάντησε: «Δεν έπρεπε να πω αυτό που έβαλε ο Κύριος στο στόμα μου;» Τότε του είπε ο Βαλάκ: «Έλα τώρα μαζί μου σ’ ένα άλλο σημείο, από όπου θα μπορείς να βλέπεις μόνο ένα τμήμα τους, όχι όλους. Από ’κει να τους καταραστείς για χάρη μου». Τον έφερε λοιπόν στα χωράφια Ζωφίμ, στην κορυφή Φασγά. Εκεί έχτισε πάλι εφτά θυσιαστήρια και θυσίασε από ένα μοσχάρι κι ένα κριάρι σε κάθε θυσιαστήριο. Ο Βαλαάμ είπε στο Βαλάκ: «Εσύ μείνε εδώ κοντά στο ολοκαύτωμά σου, κι εγώ θα πάω να συναντήσω τον Κύριο πέρα εκεί». Ο Κύριος συνάντησε το Βαλαάμ, του έδωσε χρησμό και τον έστειλε πίσω στον Βαλάκ να του τον διαβιβάσει. Αυτός γύρισε στο Βαλάκ και τον βρήκε να στέκεται κοντά στο ολοκαύτωμά του μαζί με τους άρχοντες της Μωάβ. «Τι σου είπε ο Κύριος;» τον ρώτησε. Τότε ο Βαλαάμ άρχισε να απαγγέλλει αυτόν το χρησμό: «Σήκω, Βαλάκ και άκου· πρόσεξέ με, γιε του Σιππώρ! Ο Θεός δεν είν’ άνθρωπος να λέει ψέματα, θνητός δεν είναι, για να αλλάζει γνώμη. Όταν λέει κάτι, το κάνει κιόλας, και όταν κάτι υπόσχεται, το πραγματοποιεί. Πήρα την εντολή να ευλογήσω· ο Θεός ευλόγησε, και δεν μπορώ ν’ ανακαλέσω εγώ. Ανομία δεν βλέπει στον Ιακώβ, δε βλέπει συμφορά στον Ισραήλ. Ο Κύριος, ο Θεός τους, είναι μαζί τους, κι αυτοί το διαλαλούν ότι είναι ο βασιλιάς τους. Από την Αίγυπτο τους έβγαλε ο Θεός για κείνους πολεμάει με δύναμη αγριόταυρου. Μαγεία δεν ισχύει στον Ιακώβ ενάντια, ούτε μαντεία ενάντια στον Ισραήλ· τώρα είν’ ο καιρός να ειπωθεί: “Δείτε τι έκανε ο Θεός για το λαό του Ισραήλ!” Σαν λέαινα σηκώνεται αυτός ο λαός· ορθώνεται σαν ύπουλο λιοντάρι. Δεν ησυχάζει ως να καταβροχθίσει το κυνήγι του κι ώσπου να πιει των πληγωμένων το αίμα». Τότε είπε ο Βαλάκ στο Βαλαάμ: «Καλά, δεν τους καταριέσαι, αλλά τουλάχιστον μην τους ευλογείς!» Ο Βαλαάμ τού απάντησε: «Δε σου είπα ότι θα κάνω εκείνο που θα μου πει ο Κύριος;» Τότε είπε ο Βαλάκ στο Βαλαάμ: «Έλα να σε πάω σ’ ένα άλλο μέρος. Ίσως ο Θεός θελήσει να τους καταραστείς από ’κει για χάρη μου». Τον έφερε, λοιπόν, στην κορυφή Φεγώρ, που βλέπει προς την έρημο. Ο Βαλαάμ τού είπε: «Χτίσε μου εδώ εφτά θυσιαστήρια κι ετοίμασέ μου εφτά μοσχάρια και εφτά κριάρια». Ο Βαλάκ έκανε όπως του είπε ο Βαλαάμ και θυσίασε από ένα μοσχάρι κι ένα κριάρι σε κάθε θυσιαστήριο. Ο Βαλαάμ είδε ότι ο Κύριος ήθελε να ευλογήσει τον Ισραήλ, και δεν πήγε, όπως προηγουμένως, να αναζητήσει μαντεία, αλλά πήγε προς στην έρημο. Γύρισε τη ματιά του και είδε το λαό του Ισραήλ που είχε κατασκηνώσει κατά φυλές. Τότε ήρθε πάνω του το Πνεύμα του Θεού, κι άρχισε να απαγγέλλει αυτον το χρησμό: «Λόγος του Βαλαάμ, γιου του Βεώρ, λόγος του ανθρώπου, που έχει ανοιχτά τα μάτια του. Λόγος αυτού που ακούει τα λόγια του Θεού, που βλέπει οράματα του Παντοδύναμου, και που όταν πέφτει σ’ έκσταση, τα μάτια του ανοίγονται. Πόσο ωραίες είναι οι σκηνές σου, Ιακώβ, οι κατοικίες σου, Ισραήλ! Απλώνονται καθώς κοιλάδες, σαν κήποι σ’ ακροποταμιά, σαν δέντρα αλόης φυτεμένα από τον Κύριο, σαν κέδροι πλάι στων ποταμών τις όχθες. Τρέχει νερό από τους κάδους τους τους σπόρους τους φυτεύουν σε καλοποτισμένη γη. Πιο δυνατός κι απ’ τον Αγάγ ο βασιλιάς τους και ισχυρή θα είναι η βασιλεία του. Από την Αίγυπτο τους έβγαλε ο Θεός· για κείνους πολεμάει με δύναμη αγριόταυρου. Αυτός ο λαός τα εχθρικά του έθνη τα κάνει μια μπουκιά· σπάζει τα κόκαλά τους, τα βέλη τους συντρίβει. Ξαπλώνει κι αναπαύεται σαν το λιοντάρι και σαν το λιονταρόπουλο· να τον ξυπνήσει ποιος τολμά; Ας είν’ ευλογημένος όποιος σε ευλογεί, κι όποιος σε καταριέται, καταραμένος να ’ναι». Τότε ο Βαλάκ οργίστηκε εναντίον του Βαλαάμ κι άρχισε να χτυπάει τις γροθιές του. «Σε κάλεσα για να καταραστείς τους εχθρούς μου», του φώναζε, «κι εσύ, αντίθετα, τρεις φορές τους ευλόγησες πλουσιοπάροχα. Φύγε, λοιπόν, τώρα και πήγαινε στον τόπο σου. Είχα σκεφτεί να σε τιμήσω πάρα πολύ, αλλά ο Κύριος σου στέρησε τις τιμές». Ο Βαλαάμ απάντησε: «Εγώ είπα στους αγγελιοφόρους που μου έστειλες, ότι κι αν ακόμα ο Βαλάκ μου δώσει το σπίτι του γεμάτο ασήμι και χρυσάφι, δε θα μπορέσω να παραβώ τη διαταγή του Κυρίου και να κάνω από μόνος μου καλό ή κακό· θα πω μόνο ό,τι μου πει ο Κύριος». «Τώρα λοιπόν εγώ γυρίζω στο λαό μου. Έλα όμως να σου αποκαλύψω τι θα κάνει στο μέλλον ο λαός αυτός στο λαό σου». Τότε ο Βαλαάμ άρχισε ν’ απαγγέλλει αυτόν το χρησμό: «Λόγος του Βαλαάμ, γιου του Βεώρ, λόγος του ανθρώπου, που έχει ανοιχτά τα μάτια του. Λόγος εκείνου που ακούει τα λόγια του Θεού και που τις σκέψεις του Υψίστου τις γνωρίζει· που βλέπει οράματα του Παντοδύναμου, και που όταν πέφτει σ’ έκσταση τα μάτια του ανοίγονται. Τον βλέπω, αλλά όχι τώρα· τον ατενίζω, μα όχι από κοντά. Ένα αστέρι θ’ ανατείλει απ’ τον Ιακώβ, ραβδί ηγεμονικό θα υψωθεί απ’ τον Ισραήλ, που θα χτυπήσει τα μηλίγγια της Μωάβ και την κορφή του κεφαλιού όλων του Σηθ των απογόνων. Θα κατακτήσει την Εδώμ θα κατακτήσει τη Σεείρ ο Ισραήλ, νικώντας τους εχθρούς του κι όλο θα γίνεται πιο δυνατός. Θα βγει εξουσιαστής από τον Ιακώβ και θ’ αφανίσει όσους απόμειναν στην Αρ». Όταν ο Βαλαάμ αντίκρυσε την περιοχή των Αμαληκιτών είπε αυτόν το χρησμό: «Ο Αμαλήκ είναι το πρώτο από τα έθνη, αλλά στο τέλος, για πάντα θα καταστραφεί». Όταν αντίκρυσε την περιοχή των Κεναίων είπε αυτόν το χρησμό: «Στέρεη είναι η κατοικία σας κι ασφαλισμένη σαν φωλιά ψηλά στους βράχους. Αλλά σεις οι Κεναίοι θα καταστραφείτε όταν θα σας αιχμαλωτίσουν οι Ασσύριοι». Ο Βαλαάμ άρχισε να λέει αυτόν το χρησμό: «Αλίμονο! Ποιος θα επιζήσει μετά την πράξη τούτη του Θεού; Θα ’ρχονται πλοία απ’ του Κιτίου τα παράλια, θα ταπεινώσουνε τους Ασσυρίους· τους απογόνους του Έβερ θα τους υποδουλώσουνε για πάντα». Μετά ο Βαλαάμ έφυγε και γύρισε στον τόπο του. Επίσης κι ο Βαλάκ πήρε κι αυτός το δικό του δρόμο. Όταν ο λαός του Ισραήλ εγκαταστάθηκε στη Σιττίμ, άρχισε να πορνεύεται με τις Μωαβίτισσες. Αυτές τους προσκάλεσαν να συμμετάσχουν στις θυσίες των θεών τους κι εκείνοι έφαγαν απ’ τις θυσίες και λάτρεψαν τους θεούς των Μωαβιτών. Ο Κύριος οργίστηκε πάρα πολύ που ο λαός Ισραήλ πήρε μέρος στη λατρεία του Βάαλ-Φεγώρ και είπε στο Μωυσή: «Πιάσε όλους τους αρχηγούς του λαού και θανάτωσέ τους για μένα απέναντι στον ήλιο. Έτσι θα πάψει ο καταστροφικός θυμός μου εναντίον του λαού». Τότε είπε ο Μωυσής στους δικαστές του Ισραήλ: «Καθένας από σας να θανατώσετε όσους από τους ανθρώπους σας πήραν μέρος στη λατρεία του Βάαλ-Φεγώρ». Εκείνη τη στιγμή έφτασε ένας Ισραηλίτης φέρνοντας στους δικούς του μια Μαδιανίτισσα· και τον είδε ο Μωυσής και όλη η ισραηλιτική κοινότητα, την ώρα που αυτοί έκλαιγαν μπροστά στην είσοδο της σκηνής του Μαρτυρίου. Μόλις το είδε αυτό ο Φινεές, γιος του Ελεάζαρ και εγγονός του ιερέα Ααρών, σηκώθηκε μέσα από την κοινότητα και μ’ ένα δόρυ στο χέρι του καταδίωξε τον Ισραηλίτη ως μέσα στη σκηνή του και τους διαπέρασε και τους δύο, έτσι που το δόρυ βγήκε από την κοιλιά της γυναίκας. Τότε σταμάτησε η συμφορά ανάμεσα στους Ισραηλίτες. Αυτοί που πέθαναν από τη συμφορά ήταν είκοσι τέσσερις χιλιάδες. Ο Κύριος είπε στο Μωυσή: «Ο Φινεές, γιος του Ελεάζαρ και εγγονός του Ααρών του ιερέα, απέτρεψε την οργή μου από τους Ισραηλίτες, γιατί συγκριτικά μ’ αυτούς έδειξε μεγάλο ζήλο για μένα· έτσι δεν εξολόθρευσα τους Ισραηλίτες στην οργή μου. Γι’ αυτό να του πεις ότι εγώ κλείνω μαζί του συμφωνία φιλίας. Γι’ αυτόν και για τους απογόνους του θα ισχύει διαθήκη αιώνιας ιεροσύνης, γιατί έδειξε ζήλο για το Θεό του και έφερε στους Ισραηλίτες τη συγχώρηση των αμαρτιών τους». Ο Ισραηλίτης που θανατώθηκε μαζί με τη Μαδιανίτισσα ήταν ο Ζιμβρή, γιος του Σαλού, αρχηγού οικογενείας στη φυλή Συμεών. Και η Μαδιανίτισσα λεγόταν Καζβί, κόρη του Σουρ, αρχηγού φυλής, από πατριαρχική οικογένεια της Μαδιάν. Ο Κύριος είπε στο Μωυσή: «Επιτεθείτε στους Μαδιανίτες και χτυπήστε τους για το κακό που σας έκαναν και σας αποπλάνησαν με τις πονηριές τους στην υπόθεση του Φεγώρ και στην υπόθεση της συμπατριώτισσάς τους της Καζβί, που θανατώθηκε τη μέρα που σας βρήκε η συμφορά». Έπειτα ο Κύριος είπε στο Μωυσή και στον Ελεάζαρ, τον ιερέα, γιο του Ααρών: «Απογράψτε όλη την ισραηλιτική κοινότητα από είκοσι χρόνων και πάνω, κατά οικογένειες, όλους τους στρατεύσιμους». Ο Μωυσής και ο Ελεάζαρ μίλησαν στο λαό στις πεδιάδες της Μωάβ, κοντά στον Ιορδάνη, απέναντι στην Ιεριχώ, και του είπαν ότι ο Κύριος είχε διατάξει το Μωυσή να απογράψει όλους τους άντρες του λαού από είκοσι ετών και πάνω. Αυτοί λοιπόν που βγήκαν από την Αίγυπτο ήταν: Η φυλή Ρουβήν. (Ο Ρουβήν ήταν ο πρωτότοκος γιος του Ιακώβ). Απόγονοι του Ρουβήν ήταν: Από το Χανώχ η συγγένεια των Χανωχιτών, από το Φαλλού η συγγένεια των Φαλλουϊτών, από το Χεσρών η συγγένεια των Χεσρωνιτών, από το Χαρμί η συγγένεια των Χαρμιτών. Οι συγγένειες των απογόνων του Ρουβήν κατά την απογραφή ήταν σαράντα τρεις χιλιάδες εφτακόσιοι τριάντα άντρες. Γιος του Φαλλού ήταν ο Ελιάβ. Γιοι του Ελιάβ ήταν οι Νεμουήλ, Δαθάν και Αβιρώμ. Ο Δαθάν και ο Αβιρώμ, ήταν εκπρόσωποι του λαού. Αυτοί ήταν εναντίον του Μωυσή και του Ααρών και είχαν προσκολληθεί στην ομάδα του Κορέ, που είχε επαναστατήσει εναντίον του Κυρίου. Τότε άνοιξε η γη και τους κατάπιε και πέθαναν μαζί με τον Κορέ και τους οπαδούς του, όταν η φωτιά έκαψε διακόσιους πενήντα άντρες. Έτσι έμειναν παράδειγμα για το λαό. Οι γιοι όμως του Κορέ δεν πέθαναν. Απόγονοι του Συμεών κατά συγγένειες ήταν: Από το Νεμουήλ η συγγένεια των Νεμουηλιτών, από τον Ιαμίν, η συγγένεια των Ιαμινιτών και από τον Ιαχίν η γενιά των Ιαχινιτών. Από τον Ζεράχ η συγγένεια των Ζεραχιτών, από τον Σαούλ η συγγένεια των Σαουλιτών. Οι συγγένειες των απογόνων του Συμεών κατά την απογραφή ήταν είκοσι δύο χιλιάδες διακόσιοι άντρες. Απόγονοι του Γαδ κατά συγγένειες ήταν: Από το Σαφών η συγγένεια των Σαφωνιτών, από τον Αγγί η συγγένεια των Αγγιτών, από το Σουνί η συγγένεια των Σουνιτών. Από τον Οζνί η συγγένεια των Οζνιτών, από τον Ηρί η συγγένεια των Ηριτών. Από τον Αρώδ η συγγένεια των Αρωδιτών, από τον Αριήλ η συγγένεια των Αριηλιτών. Οι συγγένειες των απογόνων του Γαδ κατά την απογραφή ήταν σαράντα χιλιάδες πεντακόσιοι άντρες. Γιοι του Ιούδα ήταν ο Ηρ και ο Αυνάν. Αλλά αυτοί είχαν πεθάνει στη Χαναάν. Απόγονοι του Ιούδα κατά συγγένειες ήταν: Από το Σηλάν η οικογένεια των Σηλανιτών, από το Φαρές η οικογένεια των Φαρεσιτών, από το Ζεράχ η οικογένεια των Ζεραχιτών. Απόγονοι του Φαρές ήταν: Από το Χεσρών η συγγένεια των Χεσρωνιτών, από τον Αμούλ η συγγένεια των Αμουλιτών. Οι συγγένειες των απογόνων του Ιούδα κατά την απογραφή ήταν εβδομήντα έξι χιλιάδες πεντακόσιοι άντρες. Απόγονοι του Ισσάχαρ κατά συγγένειες ήταν: Από το Θωλά η συγγένεια των Θωλαϊτών, από το Φουά η συγγένεια των Φουαϊτών. Από τον Ιασούβ η συγγένεια των Ιασουβιτών, από το Σιμρών η συγγένεια των Σιμρωνιτών. Οι συγγένειες των απογόνων του Ισσάχαρ κατά την απογραφή ήταν εξήντα τέσσερις χιλιάδες τριακόσιοι άντρες. Απόγονοι του Ζαβουλών κατά συγγένειες ήταν: Από τον Σερέδ η συγγένεια των Σερεδιτών, από τον Αιλών η συγγένεια των Αιλωνιτών, από τον Ιαχλεήλ η συγγένεια των Ιαχλεηλιτών. Οι συγγένειες των απογόνων του Ζαβουλών κατά την απογραφή ήταν εξήντα χιλιάδες πεντακόσιοι άντρες. Γιοι του Ιωσήφ ήταν ο Μανασσής και ο Εφραΐμ. Απόγονοι του Μανασσή ήταν από το Μαχίρ, η συγγένεια των Μαχιριτών. Ο Μαχίρ απέκτησε το Γαλαάδ κι απ’ αυτόν προήλθε η συγγένεια των Γαλααδιτών. Απόγονοι του Γαλαάδ ήταν: Από τον Αχιέζερ η συγγένεια των Αχιεζεριτών, από το Χέλεκ η συγγένεια των Χελεκιτών. Από τον Ασριήλ η συγγένεια των Ασριηλιτών, από το Συχέμ η συγγένεια των Συχεμιτών. Από το Σεμιδά η συγγένεια των Σεμιδαϊτών, από το Χέφερ η συγγένεια των Χεφεριτών. Ο Σελαφχάδ, γιος του Χέφερ, δεν είχε γιους· μόνον κόρες. Τα ονόματά τους ήταν: Μαχλά, Νωά, Χογλά, Μιλχά και Τιρσά. Οι συγγένειες του Μανασσή κατά την απογραφή ήταν πενήντα δύο χιλιάδες εφτακόσιοι άντρες. Απόγονοι του Εφραΐμ κατά συγγένειες ήταν: Από το Σουθελάχ η συγγένεια των Σουθελαχιτών, από το Βέχερ η συγγένεια των Βεχεριτών, από τον Τάχαν η συγγένεια των Ταχανιτών. Απόγονοι του Σουθελάχ ήταν: Από τον Εράν η συγγένεια των Ερανιτών. Οι συγγένειες των απογόνων του Εφραΐμ κατά την απογραφή ήταν τριάντα δύο χιλιάδες πεντακόσιοι άντρες. Όλοι αυτοί ήταν απόγονοι του Ιωσήφ κατά συγγένειες. Απόγονοι του Βενιαμίν κατά συγγένειες ήταν: Από το Βελά η συγγένεια των Βελαϊτών, από τον Ασβήλ η συγγένεια των Ασβηλιτών, από τον Αχιράμ η γενιά των Αχιραμιτών. Από το Σουφάμ η συγγένεια των Σουφαμιτών, από το Χουφάμ η συγγένεια των Χουφαμιτών. Γιοι του Βελά ήταν ο Αρδ και ο Νααμάν. Από τον Αρδ προήλθε η συγγένεια των Αρδιτών κι από το Νααμάν η συγγένεια των Νααμιτών. Οι συγγένειες των απογόνων του Βενιαμίν κατά την απογραφή ήταν σαράντα πέντε χιλιάδες εξακόσιοι άντρες. Απόγονοι του Δαν κατά συγγένειες ήταν: Από τον Σουχάμ η συγγένεια των Σουχαμιτών, οι οποίοι κατά την απογραφή ήταν εξήντα τέσσερις χιλιάδες τετρακόσιοι άντρες. Απόγονοι του Ασήρ κατά συγγένειες ήταν: Από τον Ιμνά η συγγένεια των Ιμναϊτών, από τον Ισεβί η συγγένεια των Ισεβιτών, από το Βεριά η συγγένεια των Βεριαϊτών. Απόγονοι του Βεριά ήταν: Από το Χέβερ η συγγένεια των Χεβεριτών, από το Μαλχιήλ η συγγένεια των Μαλχιηλιτών. Το όνομα της κόρης του Ασήρ ήταν Σάρα. Οι συγγένειες των απογόνων του Ασήρ ήταν κατά την απογραφή πενήντα τρεις χιλιάδες τετρακόσιοι άντρες. Απόγονοι του Νεφθαλί κατά συγγένειες ήταν: Από τον Ιαχσεήλ η συγγένεια των Ιαχσεηλιτών, από το Γουνί η συγγένεια των Γουνιτών, από τον Ιεσέρ η συγγένεια των Ιεσεριτών, από το Σιλλήμ η συγγένεια των Σιλλημιτών. Οι συγγένειες των απογόνων του Νεφθαλί κατά γενεαλογικές σειρές όπως απογράφηκαν ήταν σαράντα πέντε χιλιάδες τετρακόσιοι άντρες. Ο συνολικός αριθμός των Ισραηλιτών που απογράφτηκαν ήταν εξακόσιες μία χιλιάδες επτακόσιοι τριάντα άντρες. Ο Κύριος είπε στο Μωυσή: «Η χώρα να μοιραστεί με κλήρο στις φυλές για ιδιοκτησία τους ανάλογα με το μέγεθος κάθε φυλής. Κατά την απογραφή, η φυλή Λευί αποτελείτο από τις συγγένειες των Γηρσωνιτών, απογόνων του Γηρσών, των Κααθιτών, απογόνων του Καάθ και των Μεραριτών, απογόνων του Μεραρί. Οι απόγονοί αυτών αποτελούσαν τις υπο-συγγένειες των Λιβνιτών, των Χεβρωνιτών, των Μαχλιτών, των Μουσιτών και των Κοραϊτών. Ο Καάθ απέκτησε τον Αμράμ. Γυναίκα του Αμράμ ήταν η Ιωχαβέδ, κόρη του Λευί, η οποία γεννήθηκε στην Αίγυπτο. Αυτή γέννησε στον Αμράμ τον Ααρών, το Μωυσή και τη Μαριάμ, την αδερφή τους. Ο Ααρών απέκτησε το Ναδάβ, τον Αβιού, τον Ελεάζαρ και τον Ιθάμαρ. Ο Ναδάβ και ο Αβιού πέθαναν όταν πρόσφεραν αντικανονικό θυμίαμα ενώπιον του Κυρίου. Όλοι οι αρσενικοί, από ενός μηνός και πάνω, σύμφωνα με την απογραφή τους, ήταν είκοσι τρεις χιλιάδες. Αυτοί δεν απογράφτηκαν μαζί με τους Ισραηλίτες, γιατί δεν τους δόθηκε καμιά ιδιοκτησία, όπως στους άλλους Ισραηλίτες. Αυτά ήταν τα αποτελέσματα της απογραφής των Ισραηλιτών που έκαναν ο Μωυσής και ο Ελεάζαρ, ο ιερέας, στις πεδιάδες της Μωάβ, κοντά στον Ιορδάνη, απέναντι στην Ιεριχώ. Κι ανάμεσα σ’ αυτούς δεν βρισκόταν ούτε ένας από εκείνους που είχαν απογραφτεί από το Μωυσή και τον Ααρών, τον ιερέα, στην έρημο του Σινά. Ο Κύριος είχε πει γι’ αυτούς ότι θα πέθαιναν όλοι στην έρημο· έτσι δεν απέμεινε κανείς τους, εκτός από το Χάλεβ, γιο του Ιεφοννή και τον Ιησού, γιο του Ναυή. Ο Σελαφχάδ, από τη φυλή Μανασσή, γιος του Χέφερ, γιου του Γαλαάδ, γιου του Μαχίρ, γιου του Μανασσή, γιου του Ιωσήφ, είχε κόρες που ονομάζονταν Μαχλά, Νωά, Χογλά, Μιλχά και Τιρσά. Αυτές πλησίασαν και στάθηκαν μπροστά στο Μωυσή και στον Ελεάζαρ, τον ιερέα, μπροστά στους αρχηγούς και σ’ όλη την κοινότητα, στην είσοδο της σκηνής του Μαρτυρίου. «Ο πατέρας μας πέθανε στην έρημο», τους είπαν, «χωρίς ν’ αφήσει γιο. Δεν ανήκε στην ομάδα του Κορέ, που επαναστάτησαν εναντίον του Κυρίου, αλλά πέθανε εξαιτίας μιας δικής του αμαρτίας. Γιατί όμως να εξαφανιστεί το όνομα του πατέρα μας από τη συγγένειά του; Επειδή δεν είχε γιο; Δώσε μας εμάς το μερίδιο, όπως έδωσες και στους αδερφούς του πατέρα μας». Ο Μωυσής παρουσίασε την υπόθεσή τους στο Κύριο κι ο Κύριος του είπε: «Σωστά μίλησαν οι κόρες του Σελαφχάδ. Ασφαλώς και πρέπει να τους δώσεις κληρονομικό μερίδιο, όπως έδωσες και στους αδερφούς του πατέρα τους. Θα τους μεταβιβάσεις την ιδιοκτησία του πατέρα τους. Θα πεις στους Ισραηλίτες: Αν κάποιος πεθάνει χωρίς να έχει γιο, η ιδιοκτησία του θα μεταβιβάζεται στην κόρη του. Αν δεν έχει κόρη, θα μεταβιβάζεται στους αδερφούς του. Αν δεν έχει αδερφούς, θα μεταβιβάζεται στους αδερφούς του πατέρα του. Και αν δεν υπάρχουν αδερφοί του πατέρα του, τότε η ιδιοκτησία του θα μεταβιβάζεται στον πλησιέστερο συγγενή του, μέσα στη συγγένειά του και θα γίνεται αυτός κληρονόμος του. Αυτό θα ισχύει για τους Ισραηλίτες ως νόμιμη απαίτηση, όπως εγώ, ο Κύριος, σε διέταξα». Ο Κύριος είπε στο Μωυσή: «Ανέβα στο βουνό αυτό, το Αβαρίμ, να δεις από ψηλά τη χώρα που δίνω στους Ισραηλίτες. Θα τη δεις, αλλά μετά θα πεθάνεις, όπως πέθανε κι ο αδερφός σου ο Ααρών, γιατί εναντιωθήκατε στη διαταγή μου, στην έρημο Σιν, όταν γόγγυζε όλη η κοινότητα και ζητούσε νερό. Δεν προβάλατε τότε στα μάτια των Ισραηλιτών την αγιότητα και τη δύναμή μου, όταν βγάλατε νερό από το βράχο». Πρόκειται για τα νερά της Μεριβά στην Κάδης, στην έρημο Σιν. Τότε ο Μωυσής είπε στον Κύριο: «Κύριε Θεέ, πηγή κάθε ζωής, όρισε έναν άντρα αρχηγό στην κοινότητα, που να μπορεί να τους οδηγεί σε όλες τις περιστάσεις, για να μη μείνει η κοινότητα του Κυρίου σαν κοπάδι χωρίς βοσκό». Τότε ο Κύριος είπε στο Μωυσή: «Πάρε τον Ιησού, γιο του Ναυή, που είναι άντρας με ικανότητες και βάλε το χέρι σου πάνω του. Φέρε τον να σταθεί μπροστά στον Ελεάζαρ, τον ιερέα, και στην κοινότητα και θα του δώσεις αρμοδιότητες εκεί μπροστά σε όλους. Θα του δώσεις μερικές από τις εξουσίες σου, ώστε να υπακούει σ’ αυτόν όλη η ισραηλιτική κοινότητα. Θα μπορεί να παρουσιάζεται στον Ελεάζαρ, τον ιερέα, ο οποίος θα ζητάει γι’ αυτόν απάντηση σχετικά με το θέλημά μου, χρησιμοποιώντας τα Ουρίμ. Σύμφωνα μ’ αυτή τη διαταγή θα εκστρατεύουν και σύμφωνα με αυτή τη διαταγή θα επιστρέφουν, αυτός και ολόκληρη η κοινότητα των Ισραηλιτών μαζί του». Ο Μωυσής έπραξε όπως τον διέταξε ο Κύριος. Πήρε τον Ιησού και τον έφερε μπροστά στον Ελεάζαρ, τον ιερέα, και σ’ ολόκληρη την κοινότητα. Έβαλε τα χέρια του πάνω του και του έδωσε αρμοδιότητες, όπως τον είχε διατάξει ο Κύριος. Ο Κύριος διέταξε το Μωυσή να δώσει τις ακόλουθες οδηγίες στους Ισραηλίτες για να φροντίζουν να του προσφέρουν στον καθορισμένο χρόνο τις θυσίες που γίνονται με φωτιά, ως προσφορά τροφής σ’ αυτόν που η ευωδιά τους τον ευχαριστεί. Αυτές θα είναι οι θυσίες προς τον Κύριο, που γίνονται με φωτιά: Δύο αρνιά ενός έτους, χωρίς ελάττωμα, κάθε μέρα, τακτικό ολοκαύτωμα. Το ένα αρνί θα το προσφέρετε το πρωί και το άλλο το βράδυ. Μαζί μ’ αυτά θα προσφέρετε ένα δέκατο του εφά ψιλό αλεύρι, ανακατωμένο με ένα τέταρτο του χιν λάδι από κοπανισμένες ελιές ως αναίμακτη προσφορά. Αυτό είναι το καθημερινό ολοκαύτωμα, θυσία που η ευωδιά της ευχαριστεί τον Κύριο, και προσφέρθηκε για πρώτη φορά στο όρος Σινά. Μαζί με το πρώτο αρνί θα κάνετε σπονδή ένα τέταρτο του χιν κρασί. Τη σπονδή θα την προσφέρετε στον Κύριο μέσα στο αγιαστήριο. Το δεύτερο αρνί θα το προσφέρετε το βράδυ, μαζί με μια αναίμακτη προσφορά και με σπονδή όπως το πρωί. Είναι κι αυτή θυσία που γίνεται με φωτιά και η ευωδιά της ευχαριστεί τον Κύριο. Το Σάββατο θα προσφέρετε δύο αρνιά ενός έτους χωρίς ελάττωμα, και ως αναίμακτη προσφορά δύο δέκατα του εφά ψιλό αλεύρι ανακατωμένο με λάδι, μαζί με τη σπονδή. Αυτό το ολοκαύτωμα θα το προσφέρετε κάθε Σάββατο, εκτός από το τακτικό ολοκαύτωμα και τη σπονδή του. Την πρώτη μέρα του μήνα θα προσφέρετε ως ολοκαύτωμα στον Κύριο δύο μοσχάρια, ένα κριάρι και εφτά αρνιά ενός έτους χωρίς ελάττωμα. Ως αναίμακτη προσφορά θα προσφέρετε ψιλό αλεύρι ανακατωμένο με λάδι, τρία δέκατα του εφά για κάθε μοσχάρι, δύο δέκατα για κάθε κριάρι, και ένα δέκατο για κάθε αρνί. Είναι θυσία ολοκαυτώματος και η ευωδιά της ευχαριστεί τον Κύριο. Οι σπονδές θα είναι μισό χιν κρασί για κάθε μοσχάρι, ένα τρίτο του χιν για κάθε κριάρι και ένα τέταρτο του χιν για κάθε αρνί. Αυτό είναι το ολοκαύτωμα που θα το προσφέρετε την πρώτη μέρα κάθε μηνός. Εκτός από το τακτικό ολοκαύτωμα και τη σπονδή, θα προσφέρετε στον Κύριο έναν τράγο για θυσία εξιλέωσης. Τη δέκατη τέταρτη μέρα του πρώτου μήνα, θα γιορτάζετε το Πάσχα του Κυρίου. Τη δέκατη πέμπτη μέρα του ίδιου μήνα θα είναι γιορτή· εφτά μέρες θα τρώτε άζυμο ψωμί. Την πρώτη μέρα θα γίνεται ιερή σύναξη. Δε θα κάνετε καμιά από τις καθημερινές εργασίες, και θα προσφέρετε ολοκαύτωμα στον Κύριο δύο μοσχάρια, ένα κριάρι και εφτά αρσενικά αρνιά ενός έτους, όλα χωρίς ελάττωμα. Θα προσθέτετε σ’ αυτά την αναίμακτη προσφορά από ψιλό αλεύρι ανακατωμένο με λάδι, τρία δέκατα για κάθε μοσχάρι, δύο δέκατα για κάθε κριάρι, και ένα δέκατο για καθένα από τα εφτά αρνιά. Θα προσφέρετε και έναν τράγο θυσία εξιλέωσης, ώστε να γίνεται έτσι η τελετουργία του εξιλασμού σας. Την έβδομη μέρα θα έχετε ιερή σύναξη· δεν θα κάνετε καμιά από τις καθημερινές εργασίες. Την ημέρα της Πεντηκοστής θα προσφέρετε στον Κύριο την αναίμακτη προσφορά από τη νέα σοδειά σας. Θα έχετε ιερή σύναξη και δε θα κάνετε καμιά από τις καθημερινές εργασίες. Θα προσφέρετε ως ολοκαύτωμα για ευχάριστη μυρωδιά στον Κύριο δύο μοσχάρια, ένα κριάρι και εφτά αρσενικά αρνιά ενός έτους, όλα χωρίς ελάττωμα. Θα προσθέτετε σ’ αυτά και την αναίμακτη προσφορά, από ψιλό αλεύρι ανακατωμένο με λάδι, τρία δέκατα για κάθε μοσχάρι, δύο δέκατα για κάθε κριάρι, και ένα δέκατο για καθένα από τα εφτά αρνιά. Θα προσφέρετε και έναν τράγο ώστε να γίνεται για σας η τελετουργία του εξιλασμού. Αυτές τις θυσίες μαζί με τις σπονδές τους θα τις προσφέρετε εκτός από το τακτικό ολοκαύτωμα με την αναίμακτη προσφορά. Την πρώτη μέρα του έβδομου μήνα θα έχετε ιερή σύναξη. Δε θα κάνετε καμιά από τις καθημερινές εργασίες. Αυτή τη μέρα θα τη γιορτάζετε με πανηγυρικά σαλπίσματα. Θα προσφέρετε ολοκαύτωμα για ευχάριστη μυρωδιά στον Κύριο ένα μοσχάρι, ένα κριάρι και εφτά αρνιά ενός έτους χωρίς ελάττωμα. Θα προσθέτετε σ’ αυτά και την αναίμακτη προσφορά από ψιλό αλεύρι ανακατωμένο με λάδι, τρία δέκατα του εφά για κάθε μοσχάρι, δύο δέκατα για κάθε κριάρι, και ένα δέκατο για καθένα από τα εφτά αρνιά. Θα προσφέρετε και έναν τράγο θυσία εξιλέωσης, για να γίνεται η τελετουργία του εξιλασμού σας. Αυτά θα τα προσφέρετε, εκτός από το τακτικό ολοκαύτωμα και την αναίμακτη προσφορά της νουμηνίας και εκτός από το καθημερινό ολοκαύτωμα με την αναίμακτη προσφορά του και τη σπονδή του, σύμφωνα με τις καθορισμένες διατάξεις. Είναι θυσίες που γίνονται με φωτιά και η ευωδιά τους ευχαριστεί τον Κύριο. Τη δέκατη ημέρα αυτού του έβδομου μήνα θα έχετε ιερή σύναξη και θα νηστεύετε. Δεν θα κάνετε καμιά από τις καθημερινές εργασίες. Θα προσφέρετε ολοκαύτωμα για ευχάριστη μυρωδιά στον Κύριο ένα μοσχάρι, ένα κριάρι κι εφτά αρνιά ενός έτους χωρίς ελάττωμα. Θα προσθέτετε σ’ αυτά και την αναίμακτη προσφορά τους, ψιλό αλεύρι ανακατωμένο με λάδι, τρία δέκατα για κάθε μοσχάρι, δύο δέκατα για κάθε κριάρι, κι ένα δέκατο για καθένα από τα εφτά αρνιά. Θα προσφέρετε ακόμη έναν τράγο θυσία εξιλέωσης, εκτός από τον τράγο που προσφέρεται για την τελετουργία του εξιλασμού και εκτός από το τακτικό ολοκαύτωμα με την αναίμακτη προσφορά του και την κανονική σπονδή του. Τη δέκατη πέμπτη μέρα του έβδομου μήνα θα έχετε ιερή σύναξη. Δεν θα κάνετε καμιά από τις καθημερινές εργασίες, αλλά θα γιορτάζετε και θα τιμάτε τον Κύριο εφτά μέρες. Την πρώτη μέρα Θα προσφέρετε ολοκαύτωμα για ευχάριστη μυρωδιά στον Κύριο δεκατρία μοσχάρια, δύο κριάρια και δεκατέσσερα αρνιά ενός έτους, χωρίς ελάττωμα. Θα προσθέτετε σ’ αυτά και την αναίμακτη προσφορά τους, ψιλό αλεύρι, ανακατωμένο με λάδι, τρία δέκατα για καθένα από τα δεκατρία μοσχάρια, δύο δέκατα για καθένα από τα δύο κριάρια, και ένα δέκατο για καθένα από τα δεκατέσσερα αρνιά. Επίσης θα προσφέρετε κι έναν τράγο θυσία εξιλέωσης. Αυτά θα τα προσφέρετε εκτός από το τακτικό ολοκαύτωμα με την αναίμακτη προσφορά του και τη σπονδή του. Τη δεύτερη μέρα θα προσφέρετε δώδεκα μοσχάρια, δύο κριάρια και δεκατέσσερα αρνιά ενός έτους χωρίς ελάττωμα, μαζί με την αναίμακτη προσφορά τους και τις σπονδές για τα μοσχάρια, για τα κριάρια και τα αρνιά, ανάλογα με τον αριθμό τους, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις. Επίσης θα προσφέρετε κι έναν τράγο θυσία εξιλέωσης, εκτός από το τακτικό ολοκαύτωμα με την αναίμακτη προσφορά του και τη σπονδή του. Την τρίτη μέρα θα προσφέρετε έντεκα μοσχάρια, δύο κριάρια και δεκατέσσερα αρνιά ενός έτους χωρίς ελάττωμα, μαζί με την αναίμακτη προσφορά τους και τις σπονδές για τα μοσχάρια, τα κριάρια και τα αρνιά, ανάλογα με τον αριθμό τους, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις. Επίσης θα προσφέρετε κι έναν τράγο, θυσία εξιλέωσης, εκτός από το τακτικό ολοκαύτωμα με την αναίμακτη προσφορά του και τη σπονδή του. Την τέταρτη μέρα θα προσφέρετε δέκα μοσχάρια, δύο κριάρια και δεκατέσσερα αρνιά ενός έτους χωρίς ελάττωμα, μαζί με την αναίμακτη θυσία τους και τις σπονδές για τα μοσχάρια, τα κριάρια και τα αρνιά, ανάλογα με τον αριθμό τους, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις. Επίσης θα προσφέρετε κι έναν τράγο θυσία εξιλέωσης, εκτός από το τακτικό ολοκαύτωμα με την αναίμακτη προσφορά του και τη σπονδή του. Την πέμπτη μέρα θα προσφέρετε εννιά μοσχάρια, δύο κριάρια και δεκατέσσερα αρνιά ενός έτους χωρίς ελάττωμα, μαζί με την αναίμακτη προσφορά τους και τις σπονδές για τα μοσχάρια, τα κριάρια και τα αρνιά ανάλογα με τον αριθμό τους, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις. Επίσης θα προσφέρετε και ένα τράγο θυσία εξιλέωσης, εκτός από το τακτικό ολοκαύτωμα με την αναίμακτη προσφορά του και τη σπονδή του. Την έκτη μέρα θα προσφέρετε οκτώ μοσχάρια, δύο κριάρια και δεκατέσσερα αρνιά ενός έτους χωρίς ελάττωμα, μαζί με την αναίμακτη προσφορά τους και τις σπονδές για τα μοσχάρια, τα κριάρια και τα αρνιά, ανάλογα με τον αριθμό τους, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις. Επίσης θα προσφέρετε κι έναν τράγο θυσία εξιλέωσης, εκτός από το τακτικό ολοκαύτωμα με την αναίμακτη προσφορά του και τη σπονδή του. Την έβδομη μέρα, θα προσφέρετε εφτά μοσχάρια, δύο κριάρια, δεκατέσσερα αρνιά ενός έτους χωρίς ελάττωμα, μαζί με την αναίμακτη προσφορά τους και τις σπονδές για τα μοσχάρια, τα κριάρια και τα αρνιά, ανάλογα με τον αριθμό τους, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις. Επίσης θα προσφέρετε κι έναν τράγο θυσία εξιλέωσης, εκτός από το τακτικό ολοκαύτωμα με την αναίμακτη προσφορά του και τη σπονδή του. Την όγδοη μέρα θα έχετε πανηγυρική σύναξη· δε θα κάνετε καμιά από τις καθημερινές εργασίες. Θα προσφέρετε ως ολοκαύτωμα για ευχάριστη μυρωδιά στον Κύριο ένα μοσχάρι, ένα κριάρι κι εφτά αρνιά ενός έτους χωρίς ελάττωμα, μαζί με την αναίμακτη προσφορά τους και τις σπονδές για το μοσχάρι, το κριάρι και τα αρνιά, ανάλογα με τον αριθμό τους, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις. Επίσης θα προσφέρετε κι έναν τράγο θυσία εξιλέωσης, εκτός από το τακτικό ολοκαύτωμα με την αναίμακτη προσφορά του και τη σπονδή του. Αυτές είναι οι διατάξεις σχετικά με τα ολοκαυτώματά σας, τις αναίμακτες προσφορές σας, τις σπονδές σας και τις θυσίες κοινωνίας που θα προσφέρετε στον Κύριο στις γιορτές σας, εκτός από τις θυσίες για την εκπλήρωση ενός τάματος και εκτός από τις προαιρετικές προσφορές σας. Ο Μωυσής λοιπόν είπε στους Ισραηλίτες όλα όσα τον διέταξε ο Κύριος. Στη συνέχεια ο Μωυσής έδωσε στους αρχηγούς των φυλών των Ισραηλιτών εκ μέρους του Κυρίου τις ακόλουθες οδηγίες: Αν ένας άντρας κάνει στον Κύριο τάμα ή ορκιστεί να δεσμευθεί με υπόσχεση αποχής από κάτι, δεν μπορεί να παραβεί το λόγο του· πρέπει να τηρήσει όλα όσα υποσχέθηκε. Αν μια νέα γυναίκα, που ζει ακόμα στο σπίτι του πατέρα της, κάνει τάμα στον Κύριο και δεσμευτεί με υπόσχεση αποχής από κάτι, οι δεσμεύσεις της ισχύουν· εκτός αν ο πατέρας της, όταν μάθει γι’ αυτά, της φέρει αντίρρηση. Κι αν ο πατέρας της δεν τα εγκρίνει, τότε όλα της τα τάματα και οι υποσχέσεις της αποχής δεν ισχύουν. Ο Κύριος όμως θα την συγχωρήσει, γιατί ο πατέρας της δεν της επέτρεψε να τις εκπληρώσει. Αν μια ανύπαντρη γυναίκα κάνει τάμα ή υπόσχεση αποχής άθελά της ή χωρίς να το σκεφτεί, και μετά, όταν παντρευτεί, το μάθει ο άντρας της, αλλά δεν της φέρει αντίρρηση, τότε τα τάματά της και οι δεσμεύσεις της αποχής ισχύουν. Αν όμως ο άντρας της δεν τα εγκρίνει, τότε τα τάματα και οι δεσμευτικοί της λόγοι ακυρώνονται, και ο Κύριος θα τη συγχωρήσει. Το τάμα και οποιαδήποτε υπόσχεση αποχής της χήρας ή της χωρισμένης ισχύουν γι’ αυτήν. Αν μια παντρεμένη γυναίκα κάνει τάμα ή δεσμευτεί με όρκο αποχής από κάτι, και το μάθει ο άντρας της αλλά δεν της το απαγορεύσει, τότε θα ισχύουν όλα της τα τάματα και οι δεσμευτικές υποσχέσεις. Αν όμως της τα ακυρώσει ο άντρας της όταν τα μάθει, τότε αυτά δεν ισχύουν. Κι αφού ο άντρας της τα ακύρωσε, ο Κύριος θα τη συγχωρήσει. Ο σύζυγος έχει δικαίωμα να επικυρώνει ή να ακυρώνει κάθε τάμα ή όρκο αποχής της συζύγου από κάτι. Αν ο άντρας της δεν της εκφράσει την αντίρρησή του ως την επόμενη μέρα, επικυρώνει με τη σιωπή του όλα τα τάματα ή τις υποσχέσεις της, που τη δεσμεύουν. Αν όμως αποφασίσει να τα ακυρώσει πολύ μετά από την ημέρα που τα έμαθε, τότε θα είναι αυτός ένοχος για την αμαρτία της γυναίκας του. Αυτοί είναι οι νόμοι που έδωσε ο Κύριος στο Μωυσή σχετικά με τους όρκους της παντρεμένης γυναίκας και της ανύπαντρης που ζει ακόμα στο σπίτι του πατέρα της. Ο Κύριος είπε στο Μωυσή: «Πάρε εκδίκηση από τους Μαδιανίτες για χάρη των Ισραηλιτών. Μετά απ’ αυτό θα πεθάνεις». Τότε ο Μωυσής μίλησε στο λαό και τους είπε: «Ας εξοπλιστούν μερικοί άντρες από σας για πόλεμο. Θα επιτεθούν στους Μαδιανίτες για να πραγματοποιήσουν την εκδίκηση του Κυρίου εναντίον τους. Θα στείλετε στον πόλεμο χίλιους άντρες από κάθε φυλή, από όλες τις φυλές του Ισραήλ». Συγκεντρώθηκαν λοιπόν απ’ όλο το λαό χίλιοι από κάθε φυλή, δηλαδή δώδεκα χιλιάδες άντρες οπλισμένοι για πόλεμο. Όλους αυτούς τους έστειλε ο Μωυσής στον πόλεμο και μαζί τους το γιο τού ιερέα Ελεάζαρ, τον Φινεές. Αυτός κρατούσε στα χέρια του τα ιερά σκεύη και τις σάλπιγγες για τα διάφορα παραγγέλματα. Πολέμησαν εναντίον των Μαδιανιτών, όπως ο Κύριος είχε διατάξει το Μωυσή και σκότωσαν όλους τους άντρες τους. Στους νεκρούς περιλαμβάνονταν και οι πέντε βασιλιάδες της Μαδιάμ: Ευΐ, Ρέκεμ, Σουρ, Ουρ και Ρεβά. Σκότωσαν επίσης και το Βαλαάμ, γιο του Βεώρ. Οι Ισραηλίτες αιχμαλώτισαν τις γυναίκες των Μαδιανιτών μαζί με τα παιδιά τους και λεηλάτησαν τα ζώα τους, τα κοπάδια τους, όλα τα υπάρχοντά τους και πυρπόλησαν όλες τις πόλεις τους και τις κατασκηνώσεις τους. Όλη αυτή τη λεία και τα λάφυρα, ανθρώπους και ζώα, τα έφεραν στο Μωυσή και στον Ελεάζαρ, τον ιερέα, και στην ισραηλιτική κοινότητα, που ήταν στρατοπεδευμένοι στις πεδιάδες της Μωάβ, κοντά στον Ιορδάνη, απέναντι από την Ιεριχώ. Ο Μωυσής και ο Ελεάζαρ, ο ιερέας, καθώς και οι υπόλοιποι αρχηγοί της κοινότητας βγήκαν από το στρατόπεδο για να προϋπαντήσουν το στρατό. Τότε ο Μωυσής οργίστηκε με τους αρχηγούς του στρατού, τους χιλίαρχους και τους εκατόνταρχους, που γύριζαν από την εκστρατεία. «Γιατί αφήσατε ζωντανές τις γυναίκες;» τους έλεγε. «Αυτές είναι που με συμβουλή του Βαλαάμ παρέσυραν τους Ισραηλίτες να απιστήσουν στον Κύριο κι έτσι στη Φεγώρ ξέσπασε η πληγή πάνω στην κοινότητα του Κυρίου. Τώρα λοιπόν θα σκοτώσετε κάθε αρσενικό παιδί και κάθε γυναίκα που έχει πλαγιάσει με άντρα και συνευρέθηκε μαζί του. Τα κορίτσια όμως που είναι παρθένες αφήστε τα να ζήσουν για σας. Εσείς θα μείνετε έξω από το στρατόπεδο εφτά μέρες. Όλοι όσοι από σας σκοτώσατε άνθρωπο και αγγίξατε νεκρό πρέπει να καθαριστείτε την τρίτη και την έβδομη μέρα, εσείς και οι αιχμάλωτες γυναίκες σας. Επίσης θα καθαρίσετε όλα τα ρούχα, τα δερμάτινα αντικείμενα ό,τι είναι φτιαγμένο από τρίχες κατσίκας και όλα τα ξύλινα αντικείμενα». Ο Ελεάζαρ, ο ιερέας, είπε στους πολεμιστές που είχαν γυρίσει από τη μάχη: «Ακούστε τι ορίζει ο νόμος που έδωσε ο Θεός στο Μωυσή: Το χρυσάφι, το ασήμι, το χαλκό και το σίδερο, το κασσίτερο και το μολύβι, ο,τιδήποτε είναι ανθεκτικό στη φωτιά, να το περάσετε από φωτιά, για να καθαριστεί· αλλά θα πρέπει να το καθαρίσετε και με το νερό του καθαρισμού· και ό,τι δεν αντέχει στη φωτιά να το πλύνετε με το νερό. Την έβδομη μέρα θα πλύνετε τα ρούχα σας και θα είστε καθαροί. Έπειτα θα μπορείτε να μπείτε στο στρατόπεδο». Ο Κύριος είπε στο Μωυσή: «Εσύ και ο Ελεάζαρ, ο ιερέας, μαζί με τους άλλους αρχηγούς της κοινότητας θα καταγράψετε τα λάφυρα του πολέμου, τους αιχμαλώτους και τα ζώα. Θα μοιράσεις τα λάφυρα σε δύο μέρη, το ένα για τους πολεμιστές που πολέμησαν στη μάχη και το άλλο για την υπόλοιπη κοινότητα. Από το μερίδιο των πολεμιστών θα πάρεις προσφορά για τον Κύριο, τόσο από τους αιχμαλώτους, όσο και από τα βόδια, από τα γαϊδούρια και από τα πρόβατα, ένα στα πεντακόσια. Αυτά θα τα πάρεις από τα μισά λάφυρα και θα τα δώσεις στον Ελεάζαρ, τον ιερέα, για προσφορά στον Κύριο. Από τα άλλα μισά, που ανήκουν στους Ισραηλίτες, θα πάρεις ένα στα πενήντα, τόσο από τους αιχμαλώτους, όσο κι από τα βόδια, τα γαϊδούρια, τα πρόβατα και όλα τα ζώα, και θα τα δώσεις στους Λευίτες, που υπηρετούν στη σκηνή του Κυρίου». Ο Μωυσής και ο Ελεάζαρ έκαναν αυτό που τους διέταξε ο Κύριος. Τα λάφυρα, ό,τι δηλαδή είχε μείνει από τη λεηλασία που έκαναν οι πολεμιστές για τους εαυτούς τους, ήταν εξακόσιες εβδομήντα πέντε χιλιάδες πρόβατα, εβδομήντα δύο χιλιάδες βόδια, και εξήντα μία χιλιάδες γαϊδούρια. Όσο για τους ανθρώπους, ο αριθμός των παρθένων γυναικών ήταν τριάντα δύο χιλιάδες. Τα μισά απ’ αυτά, δηλαδή το μερίδιο των πολεμιστών, ήταν τριακόσιες τριάντα εφτά χιλιάδες πεντακόσια πρόβατα. Η προσφορά για τον Κύριο από τα πρόβατα αυτά ήταν εξακόσια εβδομήντα πέντε. Από τις τριάντα έξι χιλιάδες βόδια, η προσφορά για τον Κύριο ήταν εβδομήντα δύο. Από τις τριάντα χιλιάδες πεντακόσια γαϊδούρια, η προσφορά στον Κύριο ήταν εξήντα ένα, και από τις δεκαέξι χιλιάδες αιχμαλώτους, η προσφορά για τον Κύριο ήταν τριάντα δύο. Ο Μωυσής παρέδωσε την προσφορά που προοριζόταν για τον Κύριο στον Ελεάζαρ, τον ιερέα, όπως τον είχε διατάξει ο Κύριος. Το άλλο μισό ανήκε στους Ισραηλίτες κι ο Μωυσής το είχε ξεχωρίσει από το μισό που ανήκε στους πολεμιστές, και αποτελούσε το μερίδιο της κοινότητας. Αυτό ήταν: τριακόσιες τριάντα εφτά χιλιάδες πεντακόσια πρόβατα, και τριάντα έξι χιλιάδες βόδια, και τριάντα χιλιάδες πεντακόσια γαϊδούρια και δεκαέξι χιλιάδες άνθρωποι. Από αυτό το μισό, που ήταν το μερίδιο των Ισραηλιτών, ο Μωυσής πήρε ένα στα πενήντα, από τους αιχμαλώτους και από τα ζώα, και τα έδωσε στους Λευίτες, που υπηρετούσαν στη σκηνή του Κυρίου, όπως τον είχε διατάξει ο Κύριος. Τότε ήρθαν στο Μωυσή οι αρχηγοί του στρατού, οι χιλίαρχοι και οι εκατόνταρχοι, και του είπαν: «Οι δούλοι σου καταγράψαμε τους πολεμιστές, που ήταν κάτω από τις διαταγές μας και δε λείπει ούτε ένας. Φέρνουμε, λοιπόν, ως προσφορά στον Κύριο ό,τι βρήκε ο καθένας από χρυσά αντικείμενα, αλυσίδες, βραχιόλια, δαχτυλίδια, σκουλαρίκια και περιλαίμια, ώστε να γίνει για μας η τελετουργία του εξιλασμού ενώπιον του Κυρίου». Ο Μωυσής και ο Ελεάζαρ, ο ιερέας, έλαβαν όλα αυτά τα αντικείμενα, που ήταν από κατεργασμένο χρυσάφι. Όλο το χρυσάφι της προσφοράς των χιλιάρχων και των εκατοντάρχων προς τον Κύριο ζύγιζε δεκαέξι χιλιάδες επτακόσιους πενήντα σίκλους. Οι απλοί πολεμιστές κράτησαν ο καθένας για τον εαυτό του τα λάφυρα που είχαν πάρει. Ο Μωυσής και ο Ελεάζαρ πήραν το χρυσάφι από τους χιλίαρχους και τους εκατόνταρχους και το έφεραν στη σκηνή του Μαρτυρίου, για να θυμάται τους Ισραηλίτες ο Κύριος. Αν έχουμε την εύνοιά σου, Μωυσή», συνέχισαν, «ας δοθεί αυτή η γη για ιδιοκτησία στους δούλους σου και μη μας φέρεις πέρα από τον Ιορδάνη». Ο Μωυσής απάντησε στους απογόνους του Γαδ και του Ρουβήν: «Οι συμπατριώτες σας θα πολεμούν κι εσείς θα κάθεστε εδώ; Γιατί θέλετε ν’ αποθαρρύνετε τους Ισραηλίτες να περάσουν στη χώρα που τους δίνει ο Κύριος; Έτσι έκαναν κι οι πατεράδες σας, όταν τους έστειλα από την Κάδης Βαρνή για να εξερευνήσουν τη χώρα. Πήγαν μέχρι την Κοιλάδα Εσκώλ και είδαν τη χώρα που τους έδωσε ο Κύριος αλλά όταν γύρισαν πίσω, αποθάρρυναν τους Ισραηλίτες να μπουν σ’ αυτήν. Εκείνη την ημέρα οργίστηκε ο Κύριος και ορκίστηκε: “Επειδή όλοι οι άντρες εκείνοι που βγήκαν από την Αίγυπτο, από είκοσι ετών και πάνω, δεν ακολούθησαν εντελώς το δρόμο μου, δε θα δουν τη χώρα που υποσχέθηκα να δώσω στον Αβραάμ, στον Ισαάκ και στον Ιακώβ”. Εξαιρέθηκαν μόνον ο Χάλεβ, γιος του Ιεφοννή του Κενεζίτη κι ο Ιησούς, γιος του Ναυή, που ακολούθησαν τον Κύριο. Ο Κύριος οργίστηκε τότε εναντίον των Ισραηλιτών και τους άφησε να περιπλανιούνται στην έρημο σαράντα χρόνια, ώσπου να σβήσει ολόκληρη εκείνη η γενιά που είχε πράξει το κακό ενώπιόν του. Και να που τώρα εσείς παίρνετε τη θέση των πατεράδων σας, νέα γενιά αμαρτωλών ανθρώπων, για να επιτείνετε ακόμη περισσότερο το θυμό του Κυρίου εναντίον του Ισραήλ. Γιατί, αν εσείς απομακρυνθείτε απ’ αυτόν, θα συνεχίσει ν’ αφήνει τον Ισραήλ στην έρημο και θα γίνετε αιτία να καταστραφεί ολόκληρος ο λαός». Τότε πλησίασαν το Μωυσή και του είπαν: «Εμείς πρώτα θα χτίσουμε εδώ μάντρες για τα κοπάδια μας και πόλεις για τα παιδιά μας. Έπειτα θα πάρουμε γρήγορα τα όπλα και θα πάμε εμπροσθοφυλακή στη μάχη μαζί με τους άλλους Ισραηλίτες, ώσπου να τους φέρουμε στον τόπο που προορίζεται γι’ αυτούς. Στο μεταξύ όμως τα παιδιά μας θα κατοικούν στις οχυρωμένες πόλεις, για να μην κινδυνεύουν από τους κατοίκους αυτής της χώρας. Δε θα γυρίσουμε σπίτια μας, μέχρις ότου κι ο τελευταίος Ισραηλίτης πάρει το κληρονομικό του μερίδιο. Εμείς δεν θα πάρουμε κληρονομικό μερίδιο μαζί μ’ εκείνους από την άλλη μεριά του Ιορδάνη, γιατί θα έχουμε το μερίδιό μας σ’ αυτήν εδώ τη μεριά, ανατολικά του Ιορδάνη». Ο Μωυσής απάντησε: «Αν σκοπεύετε να εκπληρώσετε αυτό που λέτε, τότε πάρτε τα όπλα σας κι ελάτε για πόλεμο υπό τις διαταγές του Κυρίου. Όλοι οι πολεμιστές σας θα περάσουν τον Ιορδάνη υπό τις διαταγές του Κυρίου, ώσπου να διώξει τους εχθρούς του από μπροστά του. Και θα επιστρέψετε μόνο αφού υποταχθεί η χώρα σ’ αυτόν. Μετά απ’ αυτά θα έχετε απαλλαγεί από την υποχρέωσή σας απέναντι στον Κύριο και στους υπόλοιπους Ισραηλίτες. Τότε κι αυτή εδώ η χώρα θα σας ανήκει με τη συγκατάθεση του Κυρίου. Αν όμως δεν κάνετε έτσι, θα έχετε αμαρτήσει απέναντι στον Κύριο· και να ξέρετε ότι η αμαρτία σας θα φέρει την τιμωρία. Χτίστε πόλεις για τις οικογένειές σας και μάντρες για τα κοπάδια σας και κάνετε όπως είπατε». Οι απόγονοι του Γαδ και του Ρουβήν απάντησαν στο Μωυσή: «Κύριέ μας, οι δούλοι σου θα κάνουμε όπως διατάζεις. Τα παιδιά μας, οι γυναίκες μας, τα κοπάδια μας και όλα τα ζώα μας θα παραμείνουν εδώ στις πόλεις της Γαλαάδ. Οι δούλοι σου όμως, θα πάρουμε όλοι τα όπλα και θα έρθουμε παραταγμένοι για μάχη υπό τις διαταγές του Κυρίου, όπως μας είπες». Τότε ο Μωυσής έδωσε την ακόλουθη διαταγή γι’ αυτούς στον ιερέα Ελεάζαρ, στον Ιησού γιο του Ναυή, και στους αρχηγούς των φυλών του Ισραήλ: «Αν οι απόγονοι του Γαδ και του Ρουβήν», τους είπε, «πάρουν όλοι τα όπλα και περάσουν μαζί σας τον Ιορδάνη, υπό τις διαταγές του Κυρίου και υποταχθεί η χώρα σ’ εσάς, τότε θα τους δώσετε τη χώρα της Γαλαάδ για ιδιοκτησία τους. Αν όμως δεν έρθουν στη μάχη μαζί σας, τότε θα πρέπει να λάβουν ιδιοκτησία μαζί μ’ εσάς στη Χαναάν». Τότε αποκρίθηκαν οι απόγονοι του Γαδ και του Ρουβήν: «Ό,τι είπε ο Κύριος στους δούλους σου, θα το κάνουμε. Θα πάρουμε τα όπλα και θα έρθουμε μαζί σας στη μάχη στη Χαναάν υπό τις διαταγές του Κυρίου, για να μας δοθεί για ιδιοκτησία η χώρα σ’ αυτήν εδώ τη μεριά του Ιορδάνη». Ο Μωυσής, λοιπόν, έδωσε στους απογόνους του Γαδ και του Ρουβήν και στο μισό της φυλής του Μανασσή, γιου του Ιωσήφ, το βασίλειο του Σιχόν, βασιλιά των Αμορραίων και το βασίλειο του Ωγ, βασιλιά της Βασάν, τη χώρα με τις πόλεις της και τα γύρω εδάφη. Οι απόγονοι του Γαδ έχτισαν τη Διβών, την Αταρώθ, την Αροήρ, την Ατρώθ-Σωφάν, την Ιαζήρ, την Ιοχβεχά, τη Βαιθ-Νιμρά και τη Βαιθ-Αράν, όλες πόλεις οχυρωμένες· έφτιαξαν και μάντρες για τα κοπάδια τους. Οι απόγονοι του Ρουβήν έχτισαν την Εσεβών, την Ελεαλή και την Κιριαθαΐμ, τη Νεβώ και την Βάαλ-Μεών –που τους άλλαξαν τα ονόματά τους– και τη Σιβμά. Και έδωσαν νέα ονόματα στις πόλεις που έχτισαν. Η συγγένεια του Μαχίρ, γιου του Μανασσή, επιτέθηκε στη Γαλαάδ, την κυρίεψε και έδιωξε τους Αμορραίους που την κατοικούσαν. Την πόλη αυτή ο Μωυσής την έδωσε στο Μαχίρ, ο οποίος και εγκαταστάθηκε εκεί. Ο Ιαείρ, από τη φυλή Μανασσή, επιτέθηκε σε μερικά χωριά, τα κατέλαβε και τα ονόμασε χωριά του Ιαείρ. Τέλος ο Νοβάχ επιτέθηκε στην Καινάθ και στα περίχωρά της, την κυρίεψε και της έδωσε το όνομά του, Νοβάχ. Αυτοί είναι οι σταθμοί της πορείας των Ισραηλιτών, από τότε που βγήκαν από την Αίγυπτο σε οργανωμένες ομάδες, με την καθοδήγηση του Μωυσή και του Ααρών. Ο Μωυσής κατέγραψε με την οδηγία του Κυρίου τους τόπους όπου στάθμευαν κατά την πορεία τους, και από τους οποίους ξεκινούσαν πάλι. Τη δέκατη πέμπτη μέρα του πρώτου μήνα, επαύριο του Πάσχα, ξεκίνησαν οι Ισραηλίτες από τη Ραμεσσή, με την προστασία του Κυρίου, μπροστά στα μάτια όλων των Αιγυπτίων, ενώ εκείνοι έθαβαν τα πρωτότοκά τους που τους τα είχε εξολοθρεύσει ο Κύριος. Μ’ αυτό τον τρόπο ο Κύριος αποδεικνυόταν δυνατότερος από τους θεούς των Αιγυπτίων. Από τη Ραμεσσή οι Ισραηλίτες έφυγαν και στρατοπέδευσαν στη Σουκκώθ. Από ’κει επόμενος σταθμός ήταν η Εθάμ, που βρίσκεται στην άκρη της ερήμου. Από ’κει έφυγαν με κατεύθυνση προς την Πι-Αχιρώθ, που βρίσκεται απέναντι από τη Βάαλ-Σεφών, και στρατοπέδευσαν μπροστά στη Μιγδώλ. Έφυγαν από την Πι-Αχιρώθ και πέρασαν από τη θάλασσα στην έρημο. Μετά από τρεις μέρες πορεία μέσα στην έρημο Εθάμ, στρατοπέδευσαν στη Μαρά. Από τη Μαρά ήρθαν και στρατοπέδευσαν στην Αιλίμ. Εκεί βρίσκονταν δώδεκα πηγές νερού και εβδομήντα φοίνικες. Από την Αιλίμ ήρθαν και στρατοπέδευσαν κοντά στην Ερυθρά Θάλασσα, από ’κει στην έρημο Σιν, από ’κει στη Δοφκά, από ’κει στην Αλούς, κι από ’κει στη Ρεφιδίμ, όπου δεν υπήρχε νερό για να πιει ο λαός. Από τη Ρεφιδίμ ήρθαν και στρατοπέδευσαν στην έρημο του Σινά. Μετά την έρημο Σινά ήρθαν και στρατοπέδευσαν στην Κιβρώθ-Χαττααβά. Από ’κει ήρθαν και στρατοπέδευσαν στην Ασηρώθ, από ’κει στη Ριθμά, από ’κει στη Ριμμών-Φαρές, από ’κει στη Λιβνά, από ’κει στη Ρισσά, από ’κει στην Κεελαθά, κι από ’κει στο όρος Σαφέρ. Από το όρος Σαφέρ ήρθαν και στρατοπέδευσαν στη Χαραδά, από ’κει στη Μακηλώθ, από ’κει στην Τάχαθ, από ’κει στην Τάραχ, από ’κει στη Μιθκά, από ’κει στην Ασμωνά, από ’κει στη Μωσερώθ, από ’κει στη Βενέ-Ιαακάν, από ’κει στο Χωρ-Αγιδγάδ, από ’κει στην Ιατβαθά, από ’κει στην Αβρωνά, από ’κει στη Εσιών-Γάβερ κι από ’κει στην έρημο Σιν, δηλαδή στην Κάδης. Έφυγαν κι από την Κάδης και στρατοπέδευσαν στο όρος Ωρ, κοντά στα σύνορα της Εδώμ. Τότε ήταν που ο βασιλιάς της Αράδ, ένας Χαναναίος που κατοικούσε στο νότιο μέρος της Χαναάν, έμαθε για την άφιξη των Ισραηλιτών. Από ’κει οι Ισραηλίτες ήρθαν και στρατοπέδευσαν στη Σαλμωνά, από ’κει στη Φουνών, από ’κει στην Ωβώθ, κι από ’κει στην Ιιέ-Ααβαρίμ, στα σύνορα της Μωάβ. Από ’κει ήρθαν και στρατοπέδευσαν στη Διβών-Γαδ, από ’κει στην Αλμών-Διβλαθαΐμ, κι από ’κει ήρθαν και στρατοπέδευσαν στα όρη Αβαρίμ, απέναντι από τη Νεβώ. Ενώ βρίσκονταν εκεί, στις στέπες της Μωάβ, κοντά στον Ιορδάνη απέναντι από την Ιεριχώ, ο Κύριος έδωσε στο Μωυσή τις ακόλουθες οδηγίες σχετικά με τους Ισραηλίτες: «Όταν θα περάσετε τον Ιορδάνη και θα μπείτε στη Χαναάν, θα πρέπει να διώξετε από τη χώρα όλους τους κατοίκους της και να καταστρέψετε τα είδωλά τους, τα ανάγλυφα ή χυτά, καθώς και τους ιερούς τους τόπους πάνω στους λόφους. Να κατακτήσετε τη χώρα και να την κατοικήσετε, αφού εγώ σας τη δίνω για δική σας. Να μοιράσετε τη γη με κλήρωση στις φυλές σας και στις συγγένειές σας. Στις μεγαλύτερες συγγένειες θα δίνετε μεγαλύτερο κλήρο και στις μικρότερες μικρότερο. Ό,τι κληρωθεί στον καθένα αυτό θα του ανήκει. Αν όμως δε διώξετε από τη χώρα όλους τους κατοίκους της, εκείνοι που θα τους αφήσετε να μείνουν θα είναι αγκάθια στα μάτια σας και κεντριά στα πλευρά σας. Θα σας πολεμούν μέσα στην ίδια τη χώρα που θα έχετε εγκατασταθεί. Και τότε θα κάνω σ’ εσάς ό,τι είχα αποφασίσει να κάνω σ’ εκείνους». Ο Κύριος διέταξε το Μωυσή να δώσει στους Ισραηλίτες τις ακόλουθες οδηγίες: «Όταν θα μπείτε στη Χαναάν, τη χώρα που θα σας δώσω για ιδιοκτησία, τα σύνορά της θα είναι τα εξής: Η νότια περιοχή θα εκτείνεται από την έρημο Σιν κατά μήκος των συνόρων της Εδώμ. Θα αρχίζουν ανατολικά από το νότιο άκρο της Νεκράς Θάλασσας. Στη συνέχεια θα στρίβουν νότια προς την ανωφέρεια της Ακραββίμ, θα περνούν από τη Σιν και θα καταλήγουν στα νότια της Κάδης-Βαρνή. Έπειτα θα προχωρούν βόρεια προς την Ασάρ-Αδδάρ και θα φτάνουν ως την Ασμών. Από ’κει θα στρίβουν πάλι προς το χείμαρρο της Αιγύπτου και θα καταλήγουν στη Θάλασσα. Τα δυτικά σύνορά σας θα είναι η μεγάλη Θάλασσα. Τα βόρεια σύνορά σας θα ακολουθούν τη γραμμή από τη Μεγάλη Θάλασσα ως το όρος Ωρ, κι από ’κει στη Χαμάθ. Στη συνέχεια θα περνούν από τη Σεδαδά, και τη Ζιφρωνά και θα καταλήγουν στην Ασάρ-Ενάν. Τα ανατολικά σας σύνορα θα ακολουθούν τη γραμμή από την Ασάρ-Ενάν ως τη Σεφάμα. Μετά θα κατευθύνονται προς την Αριβλά, ανατολικά της Άγιν· από ’κει θα κατεβαίνουν κατά μήκος των ανατολικών κλιτύων της Θάλασσας Κιννέρεθ, θα συνεχίζουν καθ’ όλο το μήκος του Ιορδάνη και θα καταλήγουν στη Νεκρά Θάλασσα. Αυτά θα είναι τα σύνορα της χώρας σας». Ο Μωυσής μετέφερε αυτή τη διαταγή στους Ισραηλίτες και τους είπε: «Αυτή είναι η χώρα που θα μοιράσετε με κλήρωση και που ο Κύριος αποφάσισε να δώσει στις εννιάμισυ φυλές σας. Ο Κύριος είπε στο Μωυσή: «Αυτοί που θα σας μοιράσουν τη χώρα είναι ο ιερέας Ελεάζαρ και ο Ιησούς, γιος του Ναυή. Επίσης θα πάρετε έναν αρχηγό από κάθε φυλή, για να τους βοηθήσει στη διανομή της χώρας. Αυτοί είναι: Από τη φυλή Ιούδα ο Χάλεβ, γιος του Ιεφοννή, από τη φυλή Συμεών ο Σεμουέλ, γιος του Αμμιούδ, από τη φυλή Βενιαμίν ο Ελιδάδ, γιος του Κισλών, από τη φυλή Δαν ο Βουκκί, γιος του Ιογλί, Από τους απογόνους του Ιωσήφ: από τη φυλή Μανασσή ο Αννιήλ, γιος του Εφώδ, από τη φυλή Εφραΐμ ο Κεμουήλ, γιος του Σιφτάν, από τη φυλή Ζαβουλών ο Ελισαφάν, γιος του Φαρνάχ, από τη φυλή Ισσάχαρ ο Φαλτιήλ, γιος του Αζζάν, από τη φυλή Ασήρ ο Αχιούδ, γιος του Σελωμί, από τη φυλή Νεφθαλί ο Πεδαήλ, γιος του Αμμιούδ». Αυτοί είναι εκείνοι που όρισε ο Κύριος να μοιράσουν στους Ισραηλίτες τη χώρα της Χαναάν. Στις στέπες της Μωάβ, κοντά στον Ιορδάνη, απέναντι από την Ιεριχώ, είπε ο Κύριος στο Μωυσή: «Διάταξε τους Ισραηλίτες, από την ιδιοκτησία που θα αποκτήσουν με κλήρο, να δώσουν στους Λευίτες πόλεις για να κατοικήσουν και βοσκότοπους γύρω απ’ αυτές. Σ’ αυτές θα εγκατασταθούν οι Λευίτες και θα χρησιμοποιούν τους γύρω βοσκότοπους για τα κοπάδια τους και για τα διάφορα άλλα ζώα τους. Τα λιβάδια των πόλεων, που θα τους δώσετε, θα εκτείνονται έξω από τα τείχη τους σε ακτίνα χιλίων πήχεων. Θα μετρήσετε έξω από την κάθε πόλη, από δύο χιλιάδες πήχεις στην κάθε πλευρά ανατολικά, νότια, δυτικά και βόρεια. Η πόλη θα είναι στη μέση. Αυτά θα είναι τα λιβάδια των πόλεων. Από τις πόλεις που θα δώσετε στους Λευίτες, οι έξι θα είναι πόλεις καταφυγής. Σ’ αυτές θα μπορεί να καταφεύγει ένας που φόνευσε χωρίς να το θέλει. Επιπλέον θα τους δώσετε σαράντα δύο πόλεις. Οι πόλεις που θα δώσετε στους Λευίτες θα είναι συνολικά σαράντα οκτώ, μαζί με τα λιβάδια τους. Θα προέρχονται από την ιδιοκτησία των υπόλοιπων Ισραηλιτών, και θα δοθούν ανάλογα με το μέγεθος της ιδιοκτησίας που θα κληρωθεί στην κάθε φυλή. να διαλέξετε μερικές πόλεις για να είναι πόλεις καταφυγής. Σ’ αυτές θα μπορεί να καταφεύγει κάθε φονιάς, που θα έχει σκοτώσει άνθρωπο χωρίς να το θέλει. Θα χρησιμεύουν ως άσυλο γι’ αυτόν, για να μην τον σκοτώσει ο εκδικητής του θύματος. Δε θα εκτελείται ο φονιάς αν δεν παρουσιαστεί για να κριθεί μπροστά στην κοινότητα. Οι πόλεις καταφυγής, που θα ορίσετε, θα είναι έξι. Τρεις στην από ’δω όχθη του Ιορδάνη και τρεις στη Χαναάν. Αυτές οι πόλεις θα χρησιμεύουν ως άσυλο στους Ισραηλίτες, στους ξένους και σ’ εκείνους που μένουν προσωρινά μεταξύ σας. Εκεί θα μπορεί να καταφεύγει καθένας που θα έχει σκοτώσει άνθρωπο χωρίς να το θέλει. Αν όμως κάποιος χτυπήσει έναν άλλο με σιδερένιο αντικείμενο και το θύμα πεθάνει, τότε αυτός γίνεται φονιάς και τιμωρείται με θάνατο. Αν του δώσει θανατηφόρο χτύπημα με λιθάρι, και το θύμα πεθάνει, ο δράστης είναι φονιάς και τιμωρείται με θάνατο. Αν το χτύπημα είναι με ξύλινο αντικείμενο, και το θύμα πεθάνει, ο δράστης είναι φονιάς και τιμωρείται με θάνατο. Ο πλησιέστερος συγγενής είναι ο αρμόδιος να θανατώσει το φονιά. Όταν τον συναντήσει πρέπει να τον σκοτώσει. Αν κάποιος σπρώξει έναν άλλο από μίσος ή του πετάξει προμελετημένα κάτι που θα έχει ως επακόλουθο το θάνατο, ή αν εχθρικά φερόμενος τον χτυπήσει με το χέρι του και τον σκοτώσει, τότε ο δράστης πρέπει να τιμωρηθεί με θάνατο. Είναι φονιάς· κι ο πλησιέστερος συγγενής του θύματος, όταν τον συναντήσει, πρέπει να τον σκοτώσει. Είναι δυνατόν όμως κάποιος να σπρώξει έναν άλλο τυχαία, χωρίς έχθρα, ή να του πετάξει κάτι χωρίς προμελέτη, ή να του πετάξει ένα λιθάρι χωρίς να τον έχει δει και να τον σκοτώσει, χωρίς να έχει μίσος εναντίον του και χωρίς να θέλει το κακό του. Τότε η κοινότητα οφείλει να κρίνει σύμφωνα με τις ακόλουθες διατάξεις, ανάμεσα στο δράστη και στον πλησιέστερο συγγενή του θύματος, που ζητάει εκδίκηση. Η κοινότητα θα γλιτώσει το φονιά από τη μανία του εκδικητή και θα τον επαναφέρει στην πόλη καταφυγής όπου είχε καταφύγει. Εκεί θα παραμείνει ως το θάνατο του αρχιερέα, του χρισμένου με το αγιασμένο λάδι. Αν όμως ο φονιάς βγει από την περιοχή της πόλης καταφυγής όπου ήταν κρυμμένος και εκεί, έξω από τα σύνορα της πόλης, τον συναντήσει ο πλησιέστερος συγγενής του θύματος και τον σκοτώσει, τότε ο εκδικητής του φόνου δεν θα είναι ένοχος. Ο φονιάς πρέπει να μένει στην πόλη καταφυγής ως τον θάνατο του αρχιερέα. Μόνο μετά το θάνατο του αρχιερέα θα μπορεί να γυρίζει πίσω στο σπίτι του. Αυτοί είναι οι κανόνες του δικαίου για σας και για τους απογόνους σας παντού, όπου θα έχετε εγκατασταθεί». «Αν κάποιος σκοτώσει άνθρωπο, αυτό πρέπει να αποδειχθεί με πάνω από έναν μάρτυρες, ώστε η κοινότητα να θανατώσει το φονιά. Αλλά ένας μόνο μάρτυρας δεν είναι αρκετός για να καταδικαστεί κάποιος σε θάνατο. »Δεν θα δέχεστε λύτρα για εξαγορά της ζωής ενός φονιά που είναι ένοχος θανάτου. Η θανατική ποινή πρέπει εξάπαντος να εκτελείται. Ούτε θα δέχεστε λύτρα, προκειμένου κάποιος που έχει κρυφτεί σε μια πόλη καταφυγής να γυρίσει πίσω στον τόπο του πριν από το θάνατο του αρχιερέα. »Αν το κάνετε αυτό θα μολύνετε τη χώρα όπου θα κατοικείτε. Ο φόνος μολύνει τη χώρα, και εκτός από τη θανάτωση του δράστη, καμιά τελετουργία καθαρισμού δεν μπορεί να γίνει γι’ αυτήν. Δεν πρέπει να μολύνετε τη χώρα που θα κατοικείτε, γιατί εκεί, ανάμεσα στους Ισραηλίτες, θα κατοικώ και εγώ, ο Κύριος». Οι αρχηγοί των οικογενειών της συγγένειας του Γαλαάδ, γιου του Μαχέρ και εγγονού του Μανασσή, γιου του Ιωσήφ, πλησίασαν μπροστά στο Μωυσή και στους αρχηγούς των ισραηλιτικών φυλών και είπαν: «Ο Κύριος σε διέταξε να μοιράσεις με κλήρο τη γη στους Ισραηλίτες. Επίσης έλαβες εντολή από τον Κύριο να δώσεις το μερίδιο του Σελαφχάδ, του συγγενή μας, στις κόρες του. Αλλά αν αυτές πάρουν άντρα από άλλη ισραηλιτική φυλή, τότε το μερίδιό τους θα αφαιρεθεί από την ιδιοκτησία των προγόνων μας και θα προστεθεί στην ιδιοκτησία της φυλής που θα ανήκουν πλέον· έτσι το δικό μας μερίδιο που μας κληρώθηκε θα ελαττωθεί. Κι όταν έρθει το ιωβηλαίο έτος, το μερίδιό τους θα προστεθεί στην ιδιοκτησία της φυλής στην οποία αυτές θα ανήκουν πλέον, και θα αφαιρεθεί από την κληρονομία της φυλής των δικών μας προγόνων». Ο Μωυσής μετέφερε στους Ισραηλίτες τις εντολές του Κυρίου και είπε: «Σωστά μίλησε η φυλή των απογόνων του Ιωσήφ. Να τι διατάζει ο Κύριος σχετικά με τις κόρες του Σελαφχάδ: Θα μπορούν να παντρευτούν όποιον θέλουν, αρκεί να πάρουν άντρα από οικογένεια της δικής τους φυλής. Καμία ιδιοκτησία των Ισραηλιτών δεν θα μεταβιβάζεται από τη μια φυλή στην άλλη. Κάθε Ισραηλίτης θα είναι άρρηκτα δεμένος με την ιδιοκτησία της προγονικής του φυλής. Επίσης κάθε κόρη, που θα έχει ιδιοκτησία στη φυλή της, θα πρέπει να παίρνει άντρα από οικογένεια της ίδιας φυλής. Έτσι κάθε Ισραηλίτης θα κληρονομεί την ιδιοκτησία των προγόνων του, και η ιδιοκτησία δε θα μεταβιβάζεται από τη μια φυλή στην άλλη. Κάθε ισραηλιτική φυλή θα μένει άρρηκτα δεμένη με τη γη που της κληρώθηκε». από τις οικογένειες των απογόνων του Μανασσή, γιου του Ιωσήφ. Έτσι η ιδιοκτησία τους παρέμεινε στη φυλή του πατέρα τους. Αυτές είναι οι εντολές και οι διατάξεις που έδωσε ο Κύριος με το Μωυσή στους Ισραηλίτες, στις στέπες της Μωάβ, κοντά στον Ιορδάνη, απέναντι από την Ιεριχώ. Αυτά είναι τα λόγια που είπε ο Μωυσής στους Ισραηλίτες, ενώ ακόμα βρίσκονταν στην έρημο, ανατολικά του Ιορδάνη. Ήταν στην πεδιάδα κοντά στη Σουφ, ανάμεσα στην έρημο Φαράν από τη μια μεριά και στις πόλεις Τόφελ, Λαβάν, Ασηρώθ και Διζαάβ από την άλλη. (Από το όρος Χωρήβ ως την Κάδης-Βαρνή είναι πορεία έντεκα ημερών, περνώντας κανείς από το όρος Σηείρ ). Το τεσσαρακοστό έτος μετά την έξοδο από την Αίγυπτο, την πρώτη του ενδέκατου μήνα, μίλησε ο Μωυσής στους Ισραηλίτες και τους είπε όλα όσα τον είχε διατάξει ο Κύριος σχετικά μ’ αυτούς. Αυτό έγινε αφού είχε νικήσει το Σιχόν, βασιλιά των Αμορραίων, που κατοικούσε στην Εσεβών, και τον Ωγ, βασιλιά της Βασάν, που κατοικούσε στην Ασταρώθ και στην Εδρεΐ. Πέρα, λοιπόν, από τον Ιορδάνη, στη Μωάβ, ο Μωυσής άρχισε να εξηγεί αυτόν το νόμο: Όταν ήμασταν στο όρος Χωρήβ, ο Κύριος ο Θεός μας μάς είπε: «Αρκετά καθίσατε σ’ αυτό το βουνό. Γυρίστε τώρα και πάρτε το δρόμο που οδηγεί στο βουνό των Αμορραίων και σ’ όλη τη γύρω περιοχή –στην πεδιάδα, στο βουνό και στην κοιλάδα του Ιορδάνη, στο νότιο μέρος και στην ακτή της θάλασσας, στη χώρα των Χαναναίων και στο Λίβανο ως τον μεγάλο ποταμό, τον Ευφράτη. Βλέπετε, σας παραχωρώ όλη αυτή τη χώρα. Μπείτε και κυριέψτε την. Είναι η χώρα που εγώ, ο Κύριος, την υποσχέθηκα με όρκο να τη δώσω στους προγόνους σας Αβραάμ, Ισαάκ και Ιακώβ, καθώς και στους απογόνους τους μετά απ’ αυτούς». Εκείνη την εποχή εγώ σας είπα: «Δεν μπορώ να έχω μόνος μου την ευθύνη για όλους εσάς. Ο Κύριος ο Θεός σας σάς πλήθυνε και τώρα είστε πολλοί, όσα τ’ αστέρια του ουρανού· Μακάρι ο Κύριος, ο Θεός των προγόνων σας, να σας κάνει χίλιες φορές περισσότερους και να σας ευλογήσει, όπως σας το υποσχέθηκε. Αλλά πώς να σηκώσω εγώ μόνος μου το βάρος του διακανονισμού των διαφορών σας, των απαιτήσεων και των προστριβών σας; Διαλέξτε, λοιπόν, από κάθε φυλή σας άντρες ικανούς, έμπειρους και δοκιμασμένους, για να τους βάλω αρχηγούς σας». Κι εσείς μου αποκριθήκατε: «Καλό είναι αυτό που μας προτείνεις να κάνουμε». Στους αρχηγούς, λοιπόν, των φυλών σας, οι οποίοι ήταν άντρες ικανοί και έμπειροι, έδωσα εξουσία πάνω σε χίλια, σε εκατό, σε πενήντα και σε δέκα άτομα, και σε άλλους απ’ αυτούς ανέθεσα την επίβλεψη ολόκληρης φυλής. Επίσης, με την ευκαιρία, έδωσα στους δικαστές σας αυτούς ορισμένες οδηγίες: «Ν’ ακούτε», τους είπα, «με προσοχή τις υποθέσεις των συμπατριωτών σας και να κρίνετε δίκαια τις διαφορές του καθενός, είτε αυτές είναι μ’ έναν Ισραηλίτη είτε μ’ έναν ξένο. Να μη μεροληπτείτε όταν κρίνετε. Ν’ ακούτε με την ίδια προσοχή και τους ασήμαντους και τους σπουδαίους. Μη φοβάστε κανέναν, γιατί η κρίση είναι έργο θεϊκό. Κι αν κάποια περίπτωση είναι πολύ δύσκολη για σας, να τη φέρνετε σ’ εμένα κι εγώ θα βγάζω την απόφαση». Τότε σας έδωσα οδηγίες για όλα όσα έπρεπε να κάνετε. Έπειτα φύγαμε από το Χωρήβ και διασχίσαμε όλη εκείνη τη μεγάλη και φοβερή έρημο που είδατε, ακολουθώντας το δρόμο προς τα βουνά των Αμορραίων, όπως μας διέταξε ο Κύριος, ο Θεός μας. Έτσι φτάσαμε στην Κάδης-Βαρνή. Τότε σας είπα: «Να που φτάσατε στα βουνά των Αμορραίων, που μας τα δίνει ο Κύριος, ο Θεός μας. Κοιτάξτε! Αυτός σας δίνει τη χώρα που απλώνεται μπροστά σας. Πηγαίνετε και κατακτήστε την, όπως σας είπε ο Κύριος, ο Θεός των προγόνων σας. Μη φοβάστε και μη χάνετε το θάρρος σας!» Τότε ήρθατε όλοι σας και μου είπατε: «Να στείλουμε μερικούς άντρες πριν από μας, για να κατασκοπεύσουν τη χώρα και να μας δώσουν πληροφορίες σχετικά με το δρόμο που πρέπει ν’ ακολουθήσουμε και με τις πόλεις που θα συναντήσουμε». Η ιδέα μού φάνηκε καλή και έστειλα από σας δώδεκα άντρες, έναν από κάθε φυλή. Έφυγαν, πέρασαν το βουνό και έφτασαν στην Κοιλάδα Εσκώλ και την εξερεύνησαν. Μάζεψαν και καρπούς από τη χώρα και μας τους έφεραν. Στην αναφορά που μας έδωσαν μας είπαν: «Η χώρα που μας δίνει ο Κύριος, ο Θεός μας, είναι πολύ εύφορη». Εσείς, όμως δεν θελήσατε να προχωρήσετε και αρνηθήκατε να υπακούσετε στη διαταγή του Κυρίου, του Θεού σας. Μέσα στις σκηνές σας δυσανασχετούσατε και λέγατε: «Ο Κύριος μας μισούσε και γι’ αυτό μας έβγαλε από την Αίγυπτο. Θέλει να μας παραδώσει στην εξουσία των Αμορραίων, για να μας εξοντώσουν. Πού ξεκινάμε να πάμε; Χάσαμε πια το θάρρος μας, μετά απ’ όσα μας είπαν αυτοί που γύρισαν από ’κει. Μας είπαν ότι ο λαός εκείνος είναι ισχυρότερος και πολυπληθέστερος από μας· ότι οι πόλεις τους είναι μεγάλες και οχυρωμένες, με τείχη που φτάνουν ως τον ουρανό· κι ακόμα ότι είδαν εκεί και τους απογόνους του γίγαντα Ανάκ». Εγώ τότε σας έλεγα: «Μην τρομάζετε και μην τους φοβάστε. Ο Κύριος, ο Θεός σας, πηγαίνει μπροστά από σας κι αυτός θα πολεμήσει για σας, όπως ακριβώς έκανε μπροστά στα μάτια σας στην Αίγυπτο καθώς και στην έρημο. Είδατε πώς σας σήκωσε στα χέρια του, όπως ένας σηκώνει το παιδί του, σ’ όλο το δρόμο που πορευτήκατε, ώσπου να φτάσετε σ’ αυτόν εδώ τον τόπο». Στο ζήτημα εκείνο όμως δε δείξατε εμπιστοσύνη στον Κύριο, το Θεό σας, που πήγαινε μπροστά από σας για να σας βρίσκει τόπο να κατασκηνώνετε. Και για να σας δείχνει το δρόμο που έπρεπε να βαδίζετε προπορευόταν τη νύχτα μέσα σε φωτιά και τη μέρα μέσα στη νεφέλη. Ο Κύριος άκουσε τα παράπονά σας, οργίστηκε και υποσχέθηκε με όρκο: «Κανένας από τους ανθρώπους αυτής της κακής γενιάς δεν θα δει την εύφορη γη, που υποσχέθηκα με όρκο να δώσω στους προγόνους σας, εκτός από το Χάλεβ, γιο του Ιεφοννή· αυτός θα τη δει και θα δώσω σ’ αυτόν και στους γιους του, τη χώρα που κατασκόπευσε, γιατί ακολούθησε με απόλυτη πιστότητα εμένα, τον Κύριο». Ακόμα κι εναντίον μου οργίστηκε ο Κύριος, εξαιτίας σας, και μου είπε: «Ούτε εσύ θα μπεις εκεί. Ο υπηρέτης σου, ο Ιησούς γιος του Ναυή, αυτός θα μπει εκεί. Αυτόν να ενθαρρύνεις, γιατί αυτός θα οδηγήσει τους Ισραηλίτες να κατακτήσουν τη χώρα». Έπειτα ο Κύριος απευθύνθηκε σε όλους σας και σας είπε: «Τα μικρά παιδιά σας, όμως, για τα οποία λέγατε ότι θα γίνουν λάφυρα, και οι γιοι σας, που σήμερα δεν μπορούν ακόμη να διακρίνουν ανάμεσα στο καλό και στο κακό, αυτοί θα μπουν εκεί. Σ’ αυτούς θα δώσω τη χώρα για ιδιοκτησία τους. Όσο για σας, γυρίστε πίσω και φύγετε στην έρημο, από τον δρόμο της Ερυθράς Θάλασσας». Εσείς τότε μου αποκριθήκατε σ’ όλα αυτά: «Αμαρτήσαμε στον Κύριο. Αλλά τώρα θα φύγουμε, να πάμε να πολεμήσουμε, σύμφωνα με όλα όσα μας διέταξε ο Κύριος, ο Θεός μας». Ζωστήκατε, λοιπόν, ο καθένας την πολεμική του εξάρτυση και νομίσατε πως ήταν εύκολο να φτάσετε σ’ εκείνη την ορεινή περιοχή. Αλλά ο Κύριος μου είπε: «Πες τους, να μην ξεκινήσουν για πόλεμο, γιατί εγώ δεν θα είμαι μαζί τους. Να μην πάνε πουθενά, για να μην τους νικήσουν οι εχθροί τους». Εγώ σας μετέφερα αυτό το μήνυμα, αλλά εσείς δε δώσατε καμιά σημασία. Αρνηθήκατε να συμμορφωθείτε με τη διαταγή του Κυρίου και με απερισκεψία αποτολμήσατε ν’ ανεβείτε να κατακτήσετε την περιοχή. Τότε βγήκαν να σας πολεμήσουν οι Αμορραίοι, που κατοικούσαν σ’ εκείνα τα βουνά· σας νίκησαν στην περιοχή του όρους Σηείρ και σας καταδίωξαν ως τη Χορμά, σαν να σας κυνηγούσαν μέλισσες. Όταν γυρίσατε, κλαφτήκατε στον Κύριο αλλά εκείνος δεν ήθελε ν’ ακούσει τίποτε κι ούτε σας έδωσε καθόλου προσοχή. Έτσι μείνατε στην Κάδης, κι ο καιρός που περάσατε εκεί ήταν πολύς. Γυρίσαμε, λοιπόν, πίσω και ξαναφύγαμε μέσα από την έρημο προς την κατεύθυνση της Ερυθράς Θάλασσας, όπως μας είπε ο Κύριος. Και για πολλές μέρες τριγυρίζαμε στην ορεινή περιοχή του Σηείρ. Μια μέρα ο Κύριος μου είπε να στραφούμε προς τα βόρεια, γιατί είχαμε περάσει αρκετόν καιρό γυρίζοντας στην ορεινή περιοχή του Σηείρ. Επίσης μου είπε να σας δώσω τις ακόλουθες οδηγίες: «Διασχίστε την περιοχή του Σηείρ, εκεί που κατοικούν οι συγγενικές φυλές σας, οι απόγονοι του Ησαύ. Αυτοί θα σας φοβηθούν, αλλά εσείς φυλαχτείτε. Μην αρχίσετε πόλεμο εναντίον τους, γιατί δεν πρόκειται να σας δώσω ούτε μια σπιθαμή γης από τη χώρα τους. Το όρος Σηείρ το έχω δώσει στους απογόνους του Ησαύ για ιδιοκτησία. Θα αγοράζετε απ’ αυτούς με χρήματα την τροφή που θα χρειάζεστε· ακόμα και το νερό θα το αγοράζετε απ’ αυτούς». Και πράγματι, ο Κύριος ο Θεός σας σάς ευλόγησε σ’ όλα τα έργα που καταπιαστήκατε. Θυμηθείτε το δρόμο σας μέσα απ’ αυτήν τη μεγάλη έρημο. Όλα αυτά τα σαράντα χρόνια ο Κύριος ο Θεός σας ήταν μαζί σας και δε σας έλειψε τίποτα. Περάσαμε, λοιπόν, σε κάποια απόσταση από τις συγγενικές μας φυλές, τους απογόνους του Ησαύ, που κατοικούσαν στο όρος Σηείρ. Επίσης αποφύγαμε το δρόμο της πεδιάδας, που περνάει από την Αιλάθ και τη Γεσιών-Γάβερ. Αλλάξαμε κατεύθυνση και προχωρήσαμε προς την έρημο της Μωάβ. Ο Κύριος μου είπε: «Μην ενοχλήσεις τους Μωαβίτες και μην αρχίσεις πόλεμο εναντίον τους, γιατί δεν πρόκειται να σου δώσω στην κατοχή σου τίποτε από τη χώρα τους. Τη χώρα της Αρ την έχω δώσει στους απογόνους του Λωτ για ιδιοκτησία». (Πριν απ’ αυτούς κατοικούσαν εκεί οι Εμμαίοι, λαός ισχυρός, πολυάριθμος και μεγαλόσωμος, όπως οι Ανακίμ. Θεωρούνταν κι αυτοί γίγαντες, όπως οι Ανακίμ. Οι Μωαβίτες όμως τους ονόμαζαν Εμμαίους. Στο Σηείρ κατοικούσαν άλλοτε οι Χορραίοι, αλλά οι απόγονοι του Ησαύ τους έδιωξαν, τους εξόντωσαν κι εγκαταστάθηκαν εκείνοι στη θέση τους, όπως έκαναν οι Ισραηλίτες με τη δική τους χώρα, που ο Κύριος τους έδωσε για ιδιοκτησία). «Και τώρα», διέταξε ο Κύριος, «σηκωθείτε και περάστε το χείμαρρο Ζαρέδ». Έτσι περάσαμε το χείμαρρο Ζαρέδ. Από τότε που ξεκινήσαμε από την Κάδης-Βαρνή μέχρι που διαβήκαμε το χείμαρρο Ζαρέδ, πέρασαν τριάντα οχτώ χρόνια. Στο διάστημα αυτό πέθανε κι έφυγε από το στρατόπεδο ολόκληρη εκείνη η γενιά των πολεμιστών, όπως ακριβώς τους το είχε ορκιστεί ο Κύριος. Πράγματι, ο ίδιος ο Κύριος επενέβαινε εναντίον τους, ώσπου τους εξαφάνισε μέσα από το στρατόπεδο. Κι όταν όλοι εκείνοι οι πολεμιστές πέθαναν κι έφυγαν μέσα από το λαό, μού είπε ο Κύριος: «Σήμερα θα διασχίσετε την Αρ, αφού περάσετε τα σύνορα της Μωάβ. Όταν φτάσετε κοντά στους Αμμωνίτες, μην τους ενοχλήσετε και μην αρχίσετε πόλεμο εναντίον τους, γιατί δεν πρόκειται να σας δώσω τίποτε από τη χώρα των Αμμωνιτών για ιδιοκτησία σας. Ανήκουν κι αυτοί στους απογόνους του Λωτ, και τους έχω δώσει αυτήν τη χώρα για ιδιοκτησία». (Εθεωρείτο ότι αυτές οι περιοχές ήταν η χώρα των Ρεφαϊτών. Πράγματι, προηγουμένως κατοικούσαν εκεί οι Ρεφαΐτες, τους οποίους οι Αμμωνίτες τους ονόμαζαν Ζαμζουμμίμ. Ήταν λαός ισχυρός, πολυάριθμος και μεγαλόσωμος όπως οι Ανακίμ. Ο Κύριος όμως τους εξαφάνισε όταν ήρθαν οι Αμμωνίτες, οι οποίοι τους έδιωξαν κι εγκαταστάθηκαν στη θέση τους. Το ίδιο έκανε ο Κύριος για τους απογόνους του Ησαύ, τους Εδωμίτες, που κατοικούσαν στην περιοχή του Σηείρ: εξολόθρευσε τους Χορραίους όταν ήρθαν οι Εδωμίτες· αυτοί τους έδιωξαν κι εγκαταστάθηκαν στη θέση τους μέχρι σήμερα. Τους Αυίμ, που κατοικούσαν στα χωριά της περιοχής της Γάζας, τους εξόντωσαν οι Καφθωρίμ, που προέρχονταν από την Καφθώρ, κι έχουν εγκατασταθεί αυτοί στη θέση τους). Μετά ο Κύριος διέταξε: «Ξεκινήστε και διασχίστε τον ποταμό Αρνών. Σας παραδίνω το Σιχόν, τον Αμορραίο βασιλιά της Εσεβών, μαζί με τη χώρα του. Κηρύξτε του τον πόλεμο κι αρχίστε να κατακτάτε τη χώρα. Από σήμερα εγώ αρχίζω να σκορπάω τον τρόμο και το φόβο σας σ’ όλους τους λαούς που βρίσκονται κάτω απ’ τον ουρανό και οι οποίοι, στο άκουσμα και μόνο του ονόματός σας θα τρέμουν από αγωνία». Από την έρημο Κεδεμώθ, έστειλα τότε αγγελιοφόρους στο Σιχόν, βασιλιά της Εσεβών, με τα εξής φιλικά λόγια: «Άφησέ μας να περάσουμε μέσα από τη χώρα σου. Θ’ ακολουθήσουμε το δρόμο, χωρίς να παρεκκλίνουμε ούτε προς τα δεξιά, ούτε προς τ’ αριστερά. Θα αγοράζουμε από σένα με χρήματα τα τρόφιμα για τη διατροφή μας, καθώς επίσης και το νερό που θα πίνουμε. Μόνο άφησέ μας να περάσουμε πεζοί, όπως μας άφησαν οι απόγονοι του Ησαύ, που κατοικούν στην περιοχή του όρους Σηείρ, και οι Μωαβίτες, που κατοικούν στην Αρ. Στη συνέχεια θα περάσουμε τον Ιορδάνη, για να φτάσουμε στη χώρα που θα μας δώσει ο Κύριος, ο Θεός μας». Ο Σιχόν όμως δε μας άφησε να περάσουμε μέσα από τη χώρα του, γιατί ο Κύριος, ο Θεός σας, ενίσχυσε την άκαμπτη διάθεσή του και την αλύγιστη καρδιά του, για να παραδώσει σ’ εσάς τη χώρα του την οποία και κατέχετε μέχρι σήμερα. Ο Κύριος μου είπε: «Άκουσε. Σου παραδίνω από τώρα τον Σιχόν και τη χώρα του. Άρχισε την κατάληψή της». Ο Σιχόν και ο στρατός του ξεκίνησαν και ήρθαν να μας πολεμήσουν στην Ιασά. Αλλά ο Κύριος ο Θεός μας μάς τον παρέδωσε και νικήσαμε αυτόν, τους γιους του και το στρατό του. Καταλάβαμε όλες τις πόλεις του, τις καταστρέψαμε εντελώς κι εξοντώσαμε άντρες, γυναίκες και παιδιά. Δεν αφήσαμε κανέναν ζωντανό. Το μόνο που πήραμε για λεία ήταν τα ζώα και ό,τι λάφυρα από τις πόλεις που κυριεύσαμε. Από την πόλη Αροήρ, στις όχθες του ποταμού Αρνών, και από την άλλη πόλη που βρίσκεται στην ίδια κοιλάδα, ως τη Γαλαάδ, καμιά πόλη δεν υπήρξε τόσο ισχυρή που να μπορέσει να μας αντισταθεί. Ο Κύριος, ο Θεός μας, τις παρέδωσε όλες σ’ εμάς. Μόνο τη χώρα των Αμμωνιτών δεν πλησιάσαμε, ούτε καμιά από τις πόλεις, που βρίσκονται κοντά στις όχθες του ποταμού Ιαβόκ. Επίσης δεν πλησιάσαμε καμιά από τις πόλεις της ορεινής περιοχής, ούτε τους τόπους όπου ο Κύριος, ο Θεός μας, μας απαγόρεψε να πολεμήσουμε. Στη συνέχεια κατευθυνθήκαμε προς το οροπέδιο της Βασάν· ο βασιλιάς της Βασάν, ο Ωγ, βγήκε μαζί με όλο το στρατό του να μας πολεμήσουν κοντά στην Εδρεΐ. Τότε μου είπε ο Κύριος: «Μην τον φοβηθείς. Εγώ θα σου παραδώσω αυτόν, το στρατό του και τη χώρα του στην εξουσία σου και θα του κάνεις ό,τι έκανες στο Σιχόν, βασιλιά των Αμορραίων, που κατοικούσε στην Εσεβών». Έτσι ο Κύριος ο Θεός μας παρέδωσε και το βασιλιά Ωγ με όλο το στρατό του στην εξουσία μας. Τον νικήσαμε, ως το σημείο να μην του μείνει ούτε ένας ζωντανός. Μετά κυριεύσαμε όλες τις πόλεις του. Δεν υπήρξε πόλη, που να μην τους την πάρουμε –εξήντα πόλεις, ολόκληρη την περιοχή της Αργόβ, το βασίλειο του Ωγ, στη Βασάν. Ήταν όλες πόλεις οχυρωμένες με ψηλά τείχη, με πύλες που έκλειναν με μοχλούς. Εκτός απ’ αυτές, υπήρχαν και πάρα πολλές ατείχιστες πόλεις. Καταστρέψαμε λοιπόν εντελώς όλες τις πόλεις κι εξοντώσαμε άντρες, γυναίκες και παιδιά, όπως είχαμε κάνει και στη χώρα του Σιχόν, βασιλιά της Εσεβών. Αλλά κρατήσαμε για μας όλα τα ζώα και τα λάφυρα από τις πόλεις. Εκείνο τον καιρό πήραμε από τα χέρια δύο Αμορραίων βασιλιάδων τη χώρα που βρίσκεται πέρα από τον Ιορδάνη, από τον ποταμό Αρνών ως το όρος Ερμών. (Το ίδιο βουνό οι Σιδώνιοι το ονομάζουν Σιριών, ενώ οι Αμορραίοι Σενίρ). Κατακτήσαμε όλες τις πεδινές πόλεις κι ακόμα τις περιοχές της Γαλαάδ και της Βασάν ως τη Σαλχά και την Εδρεΐ, πόλεις του βασιλείου του Ωγ στη Βασάν. (Ο Ωγ, βασιλιάς της Βασάν, ήταν ο μόνος που είχε απομείνει από τους Ρεφαΐτες. Μπορεί κανείς ακόμη να δει τη σαρκοφάγο του που βρίσκεται στη Ραββάθ την πρωτεύουσα των Αμμωνιτών. Είναι σιδερένια, εννέα κοινούς πήχεις μήκος και τέσσερις πλάτος). Αφού κυριεύσαμε αυτή τη χώρα, έδωσα στους απογόνους του Ρουβήν και του Γαδ την περιοχή που ξεκινάει από την Αροήρ, στις όχθες του ποταμού Αρνών, και το μισό της ορεινής περιοχής της Γαλαάδ μαζί με τις εκεί πόλεις. Στη μισή φυλή Μανασσή έδωσα το υπόλοιπο της Γαλαάδ και ολόκληρη τη Βασάν, το βασίλειο του Ωγ. (Μαζί οι περιοχές της Αργόβ και της Βασάν είναι γνωστές ως χώρα των Ρεφαϊτών). Ο Ιαΐρ, απόγονος του Μανασσή, πήρε ιδιοκτησία του όλη την περιοχή της Αργόβ, ως τα σύνορα των Γεσουριτών και των Μααχαθιτών. Αυτές οι περιοχές της Βασάν πήραν το όνομά του· ονομάζονται χωριά του Ιαΐρ, μέχρι σήμερα. Στον Μαχίρ έδωσα τη Γαλαάδ. Στους απογόνους του Ρουβήν και του Γαδ έδωσα την περιοχή ανάμεσα στη Γαλαάδ και στον ποταμό Αρνών. Το μέσον της κοιλάδας ήταν το νότιο σύνορο, ενώ ο ποταμός Ιαβόκ ήταν το βόρειο με τη χώρα των Αμμωνιτών. Το δυτικό σύνορο ακολουθούσε την κοιλάδα του Ιορδάνη από την Κιννέρεθ ως τη θάλασσα της Αραβά, δηλαδή τη Νεκρά Θάλασσα, κοντά στους πρόποδες του όρους Φασγά στα ανατολικά. Τότε ειδικά σ’ εσάς έδωσα τις ακόλουθες εντολές: «Ο Κύριος, ο Θεός σας, σας έδωσε τη χώρα αυτή για να την κατακτήσετε. Γι’ αυτό, όλοι οι πολεμιστές σας θα πάρουν τα όπλα και θα τεθούν επικεφαλής των συμπατριωτών σας, των άλλων ισραηλιτικών φυλών. Μόνο οι γυναίκες σας, τα παιδιά σας και τα ζώα σας –ξέρω πως έχετε πολλά– θα μείνουν στις πόλεις που σας έδωσα. Όταν οι συμπατριώτες σας αποκτήσουν κι εκείνοι τη χώρα που θα τους δώσει ο Κύριος, πέρα από τον Ιορδάνη, και τους εγκαταστήσει, όπως εσάς, να ζουν ειρηνικά σ’ αυτήν, τότε θα επιστρέψετε κι εσείς καθένας στην ιδιοκτησία που σας έδωσα». Έδωσα επίσης προσταγές και στον Ιησού: «Είδες με τα μάτια σου», του είπα, «όλα όσα έκανε ο Κύριος, ο Θεός μας, στους δυο αυτούς βασιλιάδες. Τα ίδια θα κάνει και σ’ όλα τα βασίλεια απ’ όπου θα περάσετε. Μην τα φοβηθείτε, γιατί ο Κύριος, ο Θεός σας, αυτός θα πολεμήσει για σας». Τότε παρακάλεσα τον Κύριο και του είπα: «Κύριε, Θεέ. Έχεις αρχίσει πια να δείχνεις στο δούλο σου το μεγαλείο σου και τη μεγάλη σου δύναμη. Ποιος Θεός υπάρχει στον ουρανό και στη γη, που να μπορεί να κάνει έργα σαν τα δικά σου και πράξεις δυνατές, σαν τις δικές σου; Άφησέ με, σε παρακαλώ, να περάσω και να δω τη χώρα την εύφορη που είναι πέρα από τον Ιορδάνη, τα ωραία αυτά βουνά και το Λίβανο». Ο Κύριος όμως είχε οργιστεί εναντίον μου εξαιτίας σας, και δε με άκουγε. «Φτάνει πια», μου είπε. «Μη μου ξαναμιλήσεις γι’ αυτό το θέμα. Ανέβα στην κορυφή του Φασγά και γύρισε να δεις προς τα δυτικά, τα βόρεια, τα νότια και τ’ ανατολικά. Απόλαυσε το θέαμα με τα μάτια σου, γιατί εσύ δεν πρόκειται να διαβείς τον Ιορδάνη. Δώσε εντολές στον Ιησού, ενθάρρυνέ τον και δυνάμωσέ τον, γιατί αυτός θα οδηγήσει τούτο το λαό, κι αυτός θα τους παραδώσει για ιδιοκτησία τους τη χώρα που θα δεις». Παραμείναμε λοιπόν σε μια κοιλάδα, απέναντι από τη Βαιθ-Φεγώρ. Ο Μωυσής συνέχισε: Ισραηλίτες, να υπακούτε στους νόμους και στις εντολές που εγώ σας διδάσκω, για να ζήσετε και να μπείτε στη χώρα που ο Θεός των προγόνων σας σάς δίνει να κατακτήσετε. Δε θα προσθέσετε τίποτε σ’ αυτά που εγώ σας διατάζω, ούτε θα αφαιρέσετε απ’ αυτά. Θα τηρείτε τις εντολές του Κυρίου, του Θεού σας, όπως ακριβώς εγώ σας τις διατάζω. Είδατε με τα μάτια σας πώς ενήργησε ο Κύριος εξαιτίας του Βάαλ- Φεγώρ. Εξόντωσε όλους όσους από σας λάτρεψαν το Βάαλ-Φεγώρ. Ενώ όσοι μείνατε προσκολλημένοι στον Κύριο το Θεό σας είστε σήμερα όλοι ζωντανοί. Βλέπετε, σας δίδαξα νόμους και εντολές, όπως με διέταξε ο Κύριος, ο Θεός μου, για να τους εφαρμόζετε στη χώρα που θα μπείτε να την κατακτήσετε. Προσέχετε, λοιπόν, να τα εφαρμόζετε, γιατί αυτό θα είναι απόδειξη της σοφίας σας και της σύνεσής σας στα μάτια των άλλων λαών. Όταν θα μάθουν όλους αυτούς τους νόμους, θα πουν: «Το μεγάλο αυτό έθνος θα πρέπει να είναι λαός πολύ σοφός και μυαλωμένος!» Υπάρχει άραγε άλλο έθνος, όσο μεγάλο κι αν είναι, που ο Θεός να είναι τόσο κοντά του, όσο είναι σ’ εμάς ο Κύριος, ο Θεός μας, κάθε φορά που τον επικαλούμαστε; Υπάρχει άλλο έθνος, όσο μεγάλο κι αν είναι αυτό, που να έχει τόσο δίκαιους, νόμους και εντολές, όπως ολόκληρος αυτός ο νόμος που εγώ σας δίνω σήμερα; Μόνο να προσέχετε πολύ τους εαυτούς σας και να φροντίζετε να μην ξεχνάτε ποτέ τα γεγονότα που είδατε με τα μάτια σας. Ποτέ, ούτε για μια στιγμή στη ζωή σας να μη φύγουν απ’ την καρδιά σας. Να τα διηγείστε στα παιδιά σας και στα εγγόνια σας. Μη λησμονήσετε ποτέ εκείνη την ημέρα, που σταθήκατε ενώπιον του Κυρίου, του Θεού σας, στο Χωρήβ, όταν μου είπε: «Μάζεψέ μου το λαό. Θέλω ν’ ακούσουν τα λόγια μου, για να μάθουν να με σέβονται όσον καιρό θα ζουν πάνω στη γη, και να τα διδάσκουν και στα παιδιά τους». Τότε εσείς πλησιάσατε και σταθήκατε στους πρόποδες του βουνού, ενώ αυτό καιγόταν με φωτιά που υψωνόταν ως τον ουρανό, μέσα στο σκοτάδι, στα σύννεφα και στην καταχνιά. Μετά σας μίλησε ο Κύριος μέσα από τη φωτιά. Τον ακούγατε να μιλάει αλλά δε βλέπατε καμιά μορφή· μόνο τη φωνή ακούγατε. Σας αποκάλυψε τη διαθήκη του, τις δέκα εντολές. Τις έγραψε πάνω σε δύο πέτρινες πλάκες και σας διέταξε να τις τηρείτε. Επίσης με διέταξε να σας διδάξω τους νόμους και τις εντολές, ώστε να τις εφαρμόζετε στη χώρα που θα μπείτε να κατακτήσετε. Προσέξτε πολύ τον εαυτό σας! Τη μέρα που σας μίλησε ο Κύριος στο Χωρήβ, μέσα από τη φωτιά, δεν είδατε καμιά μορφή. Προσέξτε, λοιπόν, να μη διαφθαρείτε ποτέ και κατασκευάσετε κάποιο είδωλο, κάποια εικόνα οποιασδήποτε μορφής, ομοίωμα άντρα ή γυναίκας, κάποιου ζώου της γης ή πτερωτού που πετάει στον ουρανό, ομοίωμα κάποιου ερπετού ή ψαριού που ζει στα νερά, κάτω από τη γη. Προσέξτε μήπως, κοιτάζοντας ψηλά στον ουρανό και βλέποντας τον ήλιο, το φεγγάρι και τ’ αστέρια, όλα τα ουράνια σώματα, παρασυρθείτε και τα προσκυνήσετε και τα λατρέψετε. Αυτά ο Κύριος, ο Θεός σας, τα έδωσε να τα μοιράζονται όλοι οι λαοί της γης. Εσάς όμως, σας πήρε ο Κύριος και σας έβγαλε από το σιδερένιο καμίνι, από την Αίγυπτο, για να γίνετε ο λαός του, η ιδιοκτησία του, όπως είστε σήμερα. Ωστόσο ο Κύριος ο Θεός σας οργίστηκε εξαιτίας σας εναντίον μου και ορκίστηκε να μη διαβώ τον Ιορδάνη και να μην μπω στη χώρα την εύφορη, που σας δίνει για ιδιοκτησία. Έτσι εγώ θα πεθάνω σ’ αυτήν εδώ τη χώρα· δεν θα περάσω τον Ιορδάνη. Εσείς θα τον περάσετε και θα αποκτήσετε την εύφορη εκείνη χώρα. Προσέξτε τους εαυτούς σας, να μην ξεχάσετε τη διαθήκη που έκανε μαζί σας ο Κύριος, ο Θεός σας, και κατασκευάσετε κάποιο είδωλο, εικόνα οποιουδήποτε πράγματος από εκείνα που αυτός σας απαγόρευσε. Γιατί ο Κύριος, ο Θεός σας, είναι φωτιά που κατακαίει. Είναι Θεός που απαιτεί αποκλειστικότητα. Όταν θα έχετε μείνει για πολύν καιρό σ’ εκείνη τη χώρα και θα έχετε αποκτήσει παιδιά κι εγγόνια, μη διαφθαρείτε και κατασκευάσετε είδωλο με οποιαδήποτε μορφή. Αν το κάνετε αυτό, πράγμα κακό ενώπιον του Κυρίου του Θεού σας, και τον εξοργίσετε, τότε, επικαλούμαι σήμερα για μάρτυρες εναντίον σας τον ουρανό και τη γη, ότι γρήγορα θα εξαφανιστείτε τελείως από τη χώρα που πηγαίνετε να κατακτήσετε διαβαίνοντας τον Ιορδάνη. Δε θα ζήσετε για πολύν καιρό σ’ αυτήν· θα εξοντωθείτε πλήρως. Ο Κύριος θα σας διασκορπίσει ανάμεσα στους λαούς, και λίγοι από σας θα επιβιώσουν ανάμεσα στα έθνη που θα σας έχει φέρει. Εκεί θα λατρέψετε θεούς, που είναι ανθρώπινα κατασκευάσματα από ξύλο και πέτρα. Αυτοί οι θεοί ούτε βλέπουν, ούτε ακούν, ούτε τρώνε, ούτε οσφραίνονται. Από εκεί θ’ αποζητήσετε τον Κύριο, το Θεό σας, και θα τον βρείτε, αν τον ζητήσετε μ’ όλη σας την καρδιά και μ’ όλη σας την ψυχή. Όταν βρεθείτε σε στενοχώρια και σας βρουν όλα αυτά τα δεινά, στο τέλος θα επιστρέψετε στον Κύριο, το Θεό σας, και θα τον υπακούσετε. Είναι Θεός σπλαχνικός. Δε θα σας εγκαταλείψει ούτε θα σας καταστρέψει· δε θα λησμονήσει τη διαθήκη που υποσχέθηκε με όρκο στους προγόνους σας. Ερευνήστε τους αρχαίους καιρούς, πολύ πριν από σας, από τότε που ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο πάνω στη γη, αν έγινε ποτέ κάτι τόσο μεγάλο ή αν ποτέ ακούστηκε κάτι σαν κι αυτό, σ’ όλόκληρη τη γη. Υπήρξε ποτέ λαός που άκουσε τη φωνή του Θεού, να του μιλάει μέσα από τη φωτιά, όπως τον ακούσατε εσείς, και να μείνει ζωντανός; Δοκίμασε ποτέ ένας θεός να έρθει και να πάρει για δικό του ένα έθνος μέσα από ένα άλλο έθνος; Έφερε συμφορές και πόλεμο, έκανε θαύματα και σημεία με δύναμη ακαταμάχητη και με γεγονότα φοβερά και τρομερά; Όλα αυτά τα έκανε για σας ο Κύριος ο Θεός σας στην Αίγυπτο, μπροστά στα μάτια σας. Σ’ εσάς δόθηκε το προνόμιο να δείτε και να καταλάβετε ότι ο Κύριος, αυτός είναι ο Θεός, κι εκτός απ’ αυτόν δεν υπάρχει άλλος. Από τον ουρανό έκανε ν’ ακούσετε τη φωνή του, για να σας διδάξει, και στη γη έκανε να δείτε τη μεγάλη του φωτιά, μέσα από την οποία ακούσατε τα λόγια του. Αγάπησε τους προγόνους σας και γι’ αυτό διάλεξε τους απογόνους τους, δηλαδή εσάς, και σας έβγαλε ο ίδιος από την Αίγυπτο με τη μεγάλη του δύναμη. Έδιωξε από μπροστά σας έθνη μεγάλα και ισχυρότερα από σας για, να σας φέρει στη δική τους χώρα και να σας τη δώσει για ιδιοκτησία, όπως συμβαίνει σήμερα. Αναγνωρίστε το, λοιπόν, σήμερα και κρατήστε το στην καρδιά σας: Ο Κύριος, αυτός είναι Θεός στον ουρανό και στη γη. Δεν υπάρχει άλλος εκτός απ’ αυτόν. Τηρήστε τους νόμους του και τις εντολές του, που εγώ σας δίνω σήμερα, για να ευτυχήσετε εσείς και οι απόγονοί σας και για να ζήσετε πολλά χρόνια στη χώρα, που ο Κύριος, ο Θεός σας, σας δίνει για ιδιοκτησία παντοτινή. Τότε ο Μωυσής ξεχώρισε τρεις πόλεις καταφυγής πέρα από τον Ιορδάνη προς τα ανατολικά. Σ’ αυτές θα μπορούσε να καταφεύγει οποιοσδήποτε σκοτώσει το συνάνθρωπό του χωρίς να το θέλει ή να τον μισεί προηγουμένως. Θα καταφεύγει σε μια απ’ αυτές τις πόλεις και θα ζει ασφαλής. Οι πόλεις ήταν: Η Βεσέρ στην έρημο του οροπεδίου, για τους Ρουβηνίτες· η Ραμώθ στη Γαλαάδ, για τους Γαδίτες και η Γωλάν στη Βασάν, για τους Μανασσίτες. Αυτός είναι ο νόμος που έδωσε ο Μωυσής στους Ισραηλίτες. Αυτές είναι οι οδηγίες, οι νόμοι και οι εντολές που έδωσε ο Μωυσής στους Ισραηλίτες, μετά την έξοδό τους από την Αίγυπτο. Βρίσκονταν ανατολικά του Ιορδάνη, στην κοιλάδα απέναντι από τη Βαιθ-Φεγώρ, στη χώρα του Σιχόν, βασιλιά των Αμορραίων, που κατοικούσε στην Εσεβών. Μετά την έξοδό τους από την Αίγυπτο ο Μωυσής και οι Ισραηλίτες τον νίκησαν και κυρίευσαν τη χώρα του και τη χώρα του Ωγ, βασιλιά της Βασάν. Αυτοί ήταν οι δυο βασιλιάδες των Αμορραίων, που η χώρα τους βρισκόταν πέρα από τον Ιορδάνη, στα ανατολικά. Έτσι οι Ισραηλίτες κυρίευσαν όλη την περιοχή που εκτείνεται από την Αροήρ, στην όχθη του ποταμού Αρνών, ως το όρος Σηών, δηλαδή το Ερμών. Επίσης σ’ αυτήν περιλαμβάνεται ολόκληρη η έρημος ανατολικά του Ιορδάνη, ως τη Νεκρά Θάλασσα στους πρόποδες του όρους Φασγά. Ο Μωυσής κάλεσε όλους τους Ισραηλίτες και τους είπε: Άκου, λαέ του Ισραήλ, τους νόμους και τις εντολές που εγώ σας δίνω σήμερα. Φροντίστε να τους μάθετε και να τους εφαρμόζετε. Ο Κύριος, ο Θεός μας, έκανε μ’ εμάς διαθήκη στο όρος Χωρήβ. Δεν την έκανε μόνο με τους προγόνους μας, αλλά και μ’ όλους εμάς που βρισκόμαστε σήμερα εδώ, ζωντανοί. Εκεί στο βουνό ο Κύριος μίλησε μαζί σας πρόσωπο με πρόσωπο μέσα από τη φωτιά. Εγώ στεκόμουν ανάμεσα σ’ εκείνον και σ’ εσάς, για να σας μεταδίδω τα λόγια του, γιατί φοβόσασταν τη φωτιά και δεν ανεβήκατε στο βουνό. Τα λόγια ήταν τα εξής: (Α) «Εγώ είμαι ο Κύριος, ο Θεός σου, που σ’ έβγαλα από την Αίγυπτο, τον τόπο της δουλείας. Δεν θα υπάρχουν για σένα άλλοι θεοί εκτός από μένα. Δεν θα κατασκευάσεις για σένα είδωλα, και κανενός είδους ομοίωμα που ν’ αντιπροσωπεύει ο,τιδήποτε βρίσκεται ψηλά στον ουρανό ή εδώ κάτω στη γη ή μέσα στα νερά κάτω από τη γη. Δεν θα τα προσκυνάς ούτε θα τα λατρεύεις, γιατί εγώ ο Κύριος, ο Θεός σου, είμαι Θεός που απαιτώ αποκλειστικότητα. Για την αμαρτία των πατέρων που μου αντιστέκονται τιμωρώ τα παιδιά, ακόμα κι ως την τρίτη και την τέταρτη γενιά. Δείχνω όμως την αγάπη μου σε χιλιάδες γενιές αυτών που με αγαπούν και τηρούν τις εντολές μου. (Β) »Δεν θα προφέρεις καταχρηστικά το όνομα του Κυρίου, του Θεού σου. Γιατί εγώ ο Κύριος, δε θ’ αθωώσω κανέναν που προφέρει το όνομά μου καταχρηστικά. (Γ) »Να τηρείς την ημέρα του Σαββάτου. Να την ξεχωρίζεις και να την αφιερώνεις σ’ εμένα τον Κύριο, το Θεό σου, όπως εγώ σ’ έχω διατάξει. Έξι μέρες θα εργάζεσαι και θα κάνεις όλες τις εργασίες σου. Αλλά η έβδομη μέρα είναι μέρα ανάπαυσης, αφιερωμένη σ’ εμένα τον Κύριο το Θεό σου. Την ημέρα αυτή δεν επιτρέπεται να κάνεις καμιά εργασία ούτε εσύ ούτε ο γιος σου ή η κόρη σου, ο δούλος σου, η δούλη σου, το βόδι σου, το γαϊδούρι σου και γενικά κανένα ζώο σου, ή ο ξένος που κατοικεί στις πόλεις σου. Ο δούλος σου και η δούλη σου πρέπει να αναπαύονται, όπως εσύ. Μην ξεχνάς ότι ήσουν δούλος στην Αίγυπτο, αλλά εγώ ο Κύριος, ο Θεός σου, σε έβγαλα από ’κει με το δυνατό μου χέρι, με την ακαταμάχητη δύναμή μου. Γι’ αυτό σε διέταξα να τηρείς τη μέρα του Σαββάτου. (Δ) »Να τιμάς τον πατέρα σου και τη μητέρα σου, όπως σ’ έχω διατάξει εγώ ο Κύριος, ο Θεός σου, για να ζήσεις πολλά χρόνια και να ευτυχήσεις στη χώρα που σου δίνω. (Ε) »Δεν θα φονεύσεις. (ΣΤ) »Δεν θα μοιχεύσεις. (Ζ) »Δεν θα κλέψεις. (Η) »Δεν θα καταθέσεις ψεύτικη μαρτυρία ενάντια στο συνάνθρωπό σου. (Θ) »Δεν θα επιθυμήσεις τη γυναίκα του συνανθρώπου σου. (Ι) »Δεν θα επιθυμήσεις το σπίτι ενός άλλου ή τα χωράφια του, το δούλο του, τη δούλη του, το βόδι του, το υποζύγιό του, ο,τιδήποτε ανήκει σ’ αυτόν». Αυτά τα λόγια είπε ο Κύριος στην κοινότητά σας στο βουνό, μέσα από τη φωτιά, το σύννεφο και τη σκοτεινιά, με φωνή δυνατή. Δεν πρόσθεσε τίποτ’ άλλο. Τα έγραψε σε δύο πέτρινες πλάκες και μου τις παρέδωσε. Όταν ακούσατε τη φωνή μέσα στο σκοτάδι, ενώ το βουνό ήταν τυλιγμένο στις φωτιές, με πλησιάσατε, όλοι οι άρχοντες των φυλών σας και οι πρεσβύτεροί σας, και μου είπατε: «Ο Κύριος, ο Θεός μας, μας έδειξε τη δόξα του και το μεγαλείο του κι ακούσαμε τη φωνή του μέσα από τη φωτιά. Σήμερα είδαμε ότι είναι δυνατόν ο Θεός να μιλάει με τον άνθρωπο κι ο άνθρωπος να εξακολουθεί να ζει. Τώρα όμως γιατί να πεθάνουμε; Θα μας εξαφανίσει αυτή η μεγάλη φωτιά! Αν συνεχίσουμε ν’ ακούμε τη φωνή του Κυρίου, του Θεού μας, είναι βέβαιο ότι θα πεθάνουμε. Ποια ανθρώπινη ύπαρξη άκουσε τη φωνή του αληθινού Θεού να μιλάει μέσα από τη φωτιά, όπως εμείς, και έζησε; Πλησίασε εσύ ν’ ακούσεις αυτά που θα σου πει ο Κύριος, ο Θεός μας και θα μας τα επαναλάβεις. Εμείς θα τ’ ακούσουμε και θα τα εφαρμόσουμε». Όταν άκουσε ο Κύριος αυτά που λέγατε, μου είπε: «Άκουσα τα όσα σου είπε αυτός ο λαός. Καλά έκαναν και σου τα είπαν. Μακάρι να μπορούσε η καρδιά τους να είναι πάντα έτσι. Να με σέβονται και να τηρούν τις εντολές μου, για να ευτυχούν για πάντα αυτοί και τα παιδιά τους. Πήγαινε και πες τους να γυρίσουν στις σκηνές τους. Εσύ, όμως, στάσου εδώ κοντά μου, και θα σου ανακοινώσω όλες τις εντολές, τους νόμους και τα προστάγματα που θα τους διδάξεις, για να τα έχουν να τα εφαρμόζουν στη χώρα που εγώ θα τους δώσω για ιδιοκτησία τους». Προσέξτε, λοιπόν, συνέχισε ο Μωυσής, να κάνετε απαρέγκλιτα όπως σας διέταξε ο Κύριος, ο Θεός σας. Να βαδίζετε πάντα στο δρόμο που αυτός σας έδειξε, για να ζήσετε και η ζωή σας να είναι μακρόχρονη κι ευτυχισμένη στη χώρα που πηγαίνετε να την κατακτήσετε. Αυτές είναι οι εντολές, οι νόμοι και τα προστάγματα, που με διέταξε ο Κύριος, ο Θεός σας, να σας διδάξω. Φροντίστε να τα εφαρμόζετε στην χώρα που πάτε να την κυριεύσετε. Να σέβεστε τον Κύριο, το Θεό σας, εσείς και οι απόγονοί σας. Σ’ όλη σας τη ζωή να υπακούτε όλους τους νόμους και τις εντολές του, που εγώ σας δίνω, για να ζήσετε πολλά χρόνια. Άκου, λοιπόν, λαέ του Ισραήλ, και φρόντιζε να εφαρμόζεις τους νόμους, για να ευτυχήσετε στη χώρα που ρέει γάλα και μέλι, και να αποκτήσετε πάρα πολλούς απογόνους, όπως σας υποσχέθηκε ο Κύριος, ο Θεός των προγόνων σας. Άκου, λαέ του Ισραήλ: Ο Κύριος είναι ο Θεός μας –μόνον ο Κύριος. Ν’ αγαπάς, λοιπόν, τον Κύριο, το Θεό σου, μ’ όλη την καρδιά σου, μ’ όλη την ψυχή σου και μ’ όλη τη δύναμή σου. Να μείνουν στην καρδιά σου οι εντολές αυτές, που εγώ σήμερα σου δίνω. Να τις διδάσκεις στα παιδιά σου και να μιλάς γι’ αυτές όταν κάθεσαι στο σπίτι σου κι όταν βαδίζεις στο δρόμο, όταν ξαπλώνεις για ύπνο κι όταν σηκώνεσαι. Να τις δέσεις σαν σημάδι στο χέρι σου και να τις έχεις σαν έμβλημα στο μέτωπό σου, ανάμεσα στα μάτια σου. Να τις γράψεις στις παραστάδες της πόρτας του σπιτιού σου και στις πύλες της πόλης σου. Ο Κύριος, ο Θεός σας, θα σας φέρει στη χώρα που υποσχέθηκε με όρκο στους προγόνους σας, τον Αβραάμ, τον Ισαάκ και τον Ιακώβ να σας δώσει. Είναι μια χώρα με πόλεις μεγάλες και ωραίες, που δεν τις οικοδομήσατε εσείς, με σπίτια γεμάτα απ’ όλα τα αγαθά, που δεν τα φέρατε εσείς, με δεξαμενές έτοιμες, που δεν τις σκάψατε εσείς, με αμπέλια και λιοστάσια που δεν τα φυτέψατε εσείς. Αφού, λοιπόν, φάτε και χορτάσετε, προσέξτε, μήπως ξεχάσετε τον Κύριο, που σας έβγαλε από την Αίγυπτο, τον τόπο της δουλείας. Να σέβεστε τον Κύριο, το Θεό σας. Αυτόν να λατρεύετε και στ’ όνομά του να ορκίζεστε. Μην παραδοθείτε στη λατρεία άλλων θεών, αυτών των γύρω σας λαών, για να μην ξεσπάσει εναντίον σας ο θυμός του Κυρίου, του Θεού σας, που είναι ανάμεσά σας, και σας εξαφανίσει από τη γη. Γιατί ο Κύριος, είναι Θεός που απαιτεί αποκλειστικότητα. Μην τον προκαλέσετε, όπως τον προκαλέσατε στη Μασσά. Τηρήστε πιστά τις εντολές του, τις οδηγίες του και τους νόμους που σας έχει δώσει. Να κάνετε το σωστό και το καλό ενώπιον του Κυρίου, για να ευτυχήσετε και να πάτε να πάρετε ιδιοκτησία σας την εύφορη χώρα, που υποσχέθηκε με όρκο ο Κύριος στους προγόνους σας· θα διώξετε από μπροστά σας όλους τους εχθρούς σας, σύμφωνα με την υπόσχεσή του. Όταν στο μέλλον θα σας ρωτάνε τα παιδιά σας ποια σημασία έχουν οι οδηγίες, οι νόμοι και τα προστάγματα που σας έδωσε ο Κύριος, ο Θεός σας, εσείς θα τους απαντάτε: «Ήμασταν κάποτε δούλοι στο Φαραώ, στην Αίγυπτο, και ο Κύριος μας έβγαλε από ’κει με τη μεγάλη του δύναμη. Έκανε μεγάλα και φοβερά σημεία και θαύματα ενάντια στους Αιγύπτιους, στο Φαραώ και σ’ όλη του την οικογένεια, μπροστά στα μάτια μας. Έτσι μας έβγαλε από την Αίγυπτο και μας έφερε για να μας δώσει τη χώρα που είχε υποσχεθεί με όρκο στους προγόνους μας. Και μας διέταξε ο Κύριος ο Θεός μας να εφαρμόζουμε όλους αυτούς τους νόμους και να τον σεβόμαστε, για να είμαστε πάντα ευτυχισμένοι και μακροήμεροι, όπως συμβαίνει σήμερα. Αν φροντίζουμε να εφαρμόζουμε όλες αυτές τις εντολές ενώπιόν του, όπως μας διέταξε, τότε κι αυτός θα είναι δίκαιος απέναντί μας». Όταν ο Κύριος, ο Θεός σας, σας φέρει στη χώρα, που τώρα πάτε να την κατακτήσετε, θα διώξετε στο πέρασμά σας πολλά έθνη: τους Χετταίους, τους Γεργεσαίους, τους Αμορραίους, τους Χαναναίους, τους Φερεζαίους, τους Ευαίους και τους Ιεβουσαίους, εφτά έθνη μεγαλύτερα και ισχυρότερα από σας. Θα τους παραδώσει ο Κύριος, ο Θεός σας, στην εξουσία σας για να τους νικήσετε και να τους εξοντώσετε πλήρως. Δεν πρέπει να κάνετε μ’ αυτούς καμιά συνθήκη, ούτε να τους λυπηθείτε. Δε θα έρθετε σε επιμειξία μαζί τους: δε θα δώσετε τα κορίτσια σας στους γιους τους, ούτε θα πάρετε τις θυγατέρες τους γυναίκες για τους γιους σας. Γιατί θ’ απομακρύνουν τα παιδιά σας από τον Κύριο και θα λατρεύσουν άλλους θεούς· και τότε θα ξεσπάσει ο θυμός του Κυρίου εναντίον σας και θα σας εξολοθρεύσει αμέσως. Αντίθετα, θα τους κάνετε τα εξής: Θα καταστρέψετε τα θυσιαστήριά τους, θα συντρίψετε τις πέτρινες και τις ξύλινες λατρευτικές τους στήλες και θα κάψετε τα είδωλά τους. Εσείς είστε λαός αφιερωμένος στον Κύριο, το Θεό σας. Αυτός σας διάλεξε μέσα απ’ όλους τους λαούς της γης, για να είστε λαός δικός του. Σας αγάπησε και σας διάλεξε από τους άλλους λαούς, όχι επειδή είσαστε οι πιο πολυάριθμοι, αφού στην πραγματικότητα είσαστε οι πιο ολιγάριθμοι από όλους τους λαούς. Σας διάλεξε όμως από αγάπη για σας, και για να κρατήσει την υπόσχεση που έδωσε με όρκο στους προγόνους σας. Σας έβγαλε ο Κύριος με τη μεγάλη του δύναμη και σας λύτρωσε από τον τόπο της δουλείας, από τα χέρια του Φαραώ, του βασιλιά της Αιγύπτου. Να ξέρετε, λοιπόν, ότι ο Κύριος, ο Θεός σας, αυτός είναι ο μόνος αληθινός Θεός, Θεός αξιόπιστος, που τηρεί τη διαθήκη του και δείχνει την αγάπη του σε χίλιες γενιές, γι’ αυτούς που τον αγαπούν και φυλάνε τις εντολές του, αλλά τιμωρεί με καταστροφή αμέσως και χωρίς καμιά καθυστέρηση αυτούς που τον μισούν. Γι’ αυτό πρέπει ν’ ακολουθείτε τις εντολές, τους νόμους και τα προστάγματα που εγώ σας διατάζω σήμερα να εφαρμόζετε. Αν προσέχετε να τηρείτε αυτές τις εντολές και να τις εφαρμόζετε, τότε και ο Κύριος, ο Θεός σας, θα μείνει πιστός στην διαθήκη του και στην ευσπλαχνία, που υποσχέθηκε με όρκο στους προγόνους σας. Θα σας αγαπάει, θα σας ευλογεί και θα σας κάνει πολυάριθμους. Θα πολλαπλασιάσει τα παιδιά σας και τον καρπό της γης σας, το στάρι σας, το κρασί σας και το λάδι σας, τα γελάδια σας και τα πρόβατά σας εκεί στη χώρα την οποία υποσχέθηκε με όρκο στους προγόνους σας να σας δώσει. Εσείς θα είστε ευλογημένοι περισσότερο από όλους τους άλλους λαούς. Κανείς σας δε θα είναι στείρος, ούτε άντρας ούτε γυναίκα ούτε κανένα ζώο σας. Ο Κύριος θα διώξει μακριά σας όλες τις αρρώστιες και δεν θα φέρει εναντίον σας καμία από κείνες τις πληγές των Αιγυπτίων, που τις έχετε γνωρίσει· θα τις στείλει σε όλους εκείνους που σας μισούν. Πρέπει να εξολοθρεύσετε όλους τους λαούς που θα παραδώσει στην εξουσία σας ο Κύριος, ο Θεός σας. Δε θα τους λυπηθείτε ούτε θα λατρεύσετε τους θεούς τους, γιατί αυτό θ’ αποτελέσει παγίδα για σας. Μη σκεφθείτε πως τα έθνη εκείνα είναι πολυαριθμότερα από σας και δε θα μπορέσετε να τα διώξετε. Μην τα φοβηθείτε. Να θυμάστε καλά τα όσα έκανε ο Κύριος, ο Θεός σας, στο Φαραώ και στους Αιγυπτίους. Έχετε δει με τα μάτια σας τις σκληρές δοκιμασίες, τα σημεία, τα θαύματα, τη μεγάλη και ακαταμάχητη δύναμη, με τα οποία ο Κύριος, ο Θεός σας, σας ελευθέρωσε. Τα ίδια θα κάνει σ’ όλους τους λαούς που εσείς φοβάστε. Ακόμη και σφήκες θα στείλει εναντίον τους, ωσότου καταστραφούν όσοι θα έχουν γλιτώσει και θα κρύβονται από σας. Μη σας τρομάζουν όλοι αυτοί, γιατί ο Κύριος, ο Θεός σας θα είναι μαζί σας, που είναι Θεός μεγάλος και φοβερός. Αυτός θα διώξει σιγά σιγά όλα αυτά τα έθνη από μπροστά σας. Δε θα μπορέσετε να τα εξοντώσετε μονομιάς, γιατί έτσι θα πλήθαιναν τα άγρια θηρία εναντίον σας. Αλλά ο Κύριος, ο Θεός σας, θα τους υποτάξει σ’ εσάς· θα τους προκαλέσει μεγάλο πανικό, που θα τους οδηγήσει στην καταστροφή. Θα παραδώσει στην εξουσία σας τους βασιλιάδες τους και θα εξαφανίσετε το όνομά τους από την οικουμένη. Κανένας τους δε θα μπορέσει να σας αντισταθεί· θα τους εξοντώσετε όλους. Θα κάψετε τα είδωλα των θεών τους. Δε θα επιθυμήσετε το ασήμι και το χρυσάφι που είναι πάνω σ’ αυτά ούτε θα το πάρετε δικό σας, για να μην προκαλέσετε τη δυστυχία σας. Καθετί που έχει σχέση με τα είδωλα είναι μισητό στον Κύριο. Δεν θα φέρετε στα σπίτια σας κανένα απ’ αυτά τα είδωλα, γιατί θα καταστραφείτε κι εσείς μαζί τους. Τέτοια πράγματα πρέπει να καταστρέφονται. Θα τα αποστρέφεστε τελείως και θα τα μισείτε. Φροντίστε να εκτελείτε όλες τις εντολές που εγώ σας δίνω σήμερα, για να ζήσετε και να πολλαπλασιαστείτε και να μπείτε να κατακτήσετε τη χώρα που υποσχέθηκε με όρκο ο Κύριος στους προγόνους σας. Να θυμάστε όλη την πορεία στην οποία ο Κύριος, ο Θεός σας, σας οδήγησε αυτά τα σαράντα χρόνια μέσα απ’ την έρημο, για να σας ταπεινώσει, να σας δοκιμάσει, και να διαγνώσει τα βάθη της καρδιάς σας, αν θα τηρήσετε τις εντολές του ή όχι. Σας ταπείνωσε και σας άφησε να πεινάσετε. Σας έδωσε να φάτε το μάννα, που ούτ’ εσείς το γνωρίζατε, ούτε οι πρόγονοί σας, με σκοπό να σας διδάξει ότι ο άνθρωπος δε ζει μόνο με ψωμί αλλά και με ό,τι ο Κύριος προστάζει. Τα ρούχα σας δεν έλιωσαν πάνω σας και τα πόδια σας δεν πρήστηκαν όλα αυτά τα σαράντα χρόνια. Πρέπει να καταλάβετε καλά ότι όπως εκπαιδεύει ένας το παιδί του, έτσι σας εκπαίδευσε ο Κύριος ο Θεός σας. Να τηρείτε λοιπόν τις εντολές του για να ακολουθείτε το δρόμο του και να τον σέβεστε. Η χώρα που σας φέρνει ο Κύριος, ο Θεός σας, είναι χώρα εύφορη, με ποτάμια, με πηγές και υπόγεια νερά, που αναβλύζουν από κοιλάδες και βουνά· είναι χώρα με άφθονα σιτάρια και κριθάρια, με αμπέλια, συκιές και ροδιές, ελιές και μέλι. Σ’ εκείνη τη χώρα δεν θα υπάρχει φτώχεια και δε θα έχετε τίποτε να στερηθείτε· οι βράχοι της έχουν σίδερο κι από τα βουνά της θα βγάζετε χαλκό. Εκεί θα φάτε και θα χορτάσετε και θα δοξολογήσετε τον Κύριο, το Θεό σας, για την πλούσια χώρα που σας έδωσε. Προσέξτε όμως να μην ξεχάσετε τον Κύριο, το Θεό σας, παραβαίνοντας τις εντολές του, τα προστάγματά του και τους νόμους του, που εγώ σας δίνω σήμερα. Θα φάτε και θα χορτάσετε, θα χτίσετε ωραία σπίτια και θα εγκατασταθείτε σ’ αυτά· θα πολλαπλασιαστούν τα βόδια σας και τα πρόβατά σας, και θ’ αυξηθεί το ασήμι σας, το χρυσάφι σας κι όλα σας τα υπάρχοντα. Προσέξτε όμως τότε να μην υπερηφανευτείτε και ξεχάσετε τον Κύριο, το Θεό σας. Γιατί αυτός είναι που σας έβγαλε από την Αίγυπτο, τον τόπο της δουλείας· αυτός σας οδήγησε μέσα από τη μεγάλη και φοβερή έρημο, όπου υπήρχαν φίδια και φαρμακεροί σκορπιοί κι άνυδρα μέρη, κι έβγαλε νερό για σας από το βράχο το σκληρό. Ο Κύριος σας έθρεψε στην έρημο με το μάννα, που δεν το είχαν γνωρίσει οι πρόγονοί σας, για να σας ταπεινώσει και να σας δοκιμάσει, και τέλος να σας χαρίσει τις ευλογίες του. Προσέξτε, λοιπόν, μήπως σκεφτείτε πως η δική σας υπεροχή και η δύναμή σας έφερε όλον αυτό τον πλούτο. Να θυμάστε τον Κύριο, το Θεό σας, γιατί αυτός σας δίνει τη δύναμη να αποκτάτε τον πλούτο. Έτσι επιβεβαιώνει ότι ακόμη μέχρι σήμερα είναι πιστός στη διαθήκη του, που την υποσχέθηκε με όρκο στους προγόνους σας. Αν, πράγματι, ξεχάσετε τον Κύριο, το Θεό σας, κι ακολουθήσετε άλλους θεούς, τους λατρέψετε και τους προσκυνήσετε, σας βεβαιώνω σήμερα ότι εξάπαντος θα καταστραφείτε. Όπως θα καταστρέψει ο Κύριος, ο Θεός σας, τα έθνη στο πέρασμά σας, έτσι θα καταστραφείτε κι εσείς, αν δεν υπακούτε σ’ αυτόν. Ακούτε, Ισραηλίτες! Σήμερα εσείς θα περάσετε τον Ιορδάνη, για να πάτε να κυριεύσετε έθνη μεγαλύτερα και ισχυρότερα από σας, πόλεις μεγάλες κι οχυρωμένες, με τείχη που φτάνουν ως τον ουρανό, κι έναν λαό μεγάλο και γιγαντόσωμο, τους Ανακίμ, που τους έχετε γνωρίσει κι ακούσατε να λένε γι’ αυτούς ότι κανείς δεν μπορεί να σηκώσει κεφάλι στους απογόνους του Ανάκ. Σήμερα λοιπόν θα μάθετε ότι ο Κύριος, ο Θεός σας, προπορεύεται μπροστά σας και είναι φωτιά καταλυτική. Αυτός θα τους συντρίψει και θα τους υποτάξει σ’ εσάς· κι εσείς θα τους διώξετε και θα τους εξοντώσετε στη στιγμή, όπως σας το υποσχέθηκε. Να ξέρετε, λοιπόν, ότι ο Κύριος, ο Θεός σας, θα σας δώσει εκείνη την εύφορη χώρα να την πάρετε ιδιοκτησία σας, αλλά όχι εξαιτίας της δικαιοσύνης σας· γιατί εσείς στην πραγματικότητα είστε λαός ισχυρογνώμων. Θυμηθείτε πόσο έχετε εξοργίσει τον Κύριο, το Θεό σας, στην έρημο. Μην ξεχνάτε ότι από τη μέρα που βγήκατε από την Αίγυπτο ως τότε που φτάσατε στον τόπο αυτό, συνεχώς επαναστατούσατε εναντίον του. Στο όρος Χωρήβ εξοργίσατε τον Κύριο, κι εκείνος θύμωσε εναντίον σας τόσο πολύ, που ήθελε να σας εξοντώσει. Εγώ είχα τότε ανέβει στο βουνό για να πάρω τις πέτρινες πλάκες της διαθήκης, την οποία ο Κύριος έκανε μαζί σας, κι έμεινα στο βουνό σαράντα μερόνυχτα, χωρίς τίποτε να φάω ή να πιω. Μου έδωσε τις δυο πέτρινες πλάκες που πάνω τους ήταν γραμμένα από τον ίδιο το Θεό, όλα τα λόγια, που σας είχε πει μέσα από τη φωτιά τη μέρα που είχατε συγκεντρωθεί στο βουνό. Αφού, λοιπόν, πέρασαν τα σαράντα εκείνα μερόνυχτα, ο Κύριος μου έδωσε τις δυο πέτρινες πλάκες της διαθήκης, και μου είπε: «Σήκω, κατέβα γρήγορα, γιατί ο λαός σου, αυτός που τον έβγαλες από την Αίγυπτο, διαφθάρηκε κιόλας. Ξεστράτισαν από το δρόμο που τους έχω καθορίσει κι έφτιαξαν ένα είδωλο από χυτό μέταλλο». Μου είπε ακόμα ο Κύριος: «Βλέπω πως αυτός ο λαός είναι λαός πεισματάρης. Άφησέ με να τους εξοντώσω και να τους εξαφανίσω από την οικουμένη. Κι εσένα θα σε κάνω έθνος δυνατότερο και πολυαριθμότερο απ’ αυτούς». Τότε πήρα το δρόμο και κατέβηκα από το βουνό, ενώ αυτό ήταν τυλιγμένο στις φλόγες· κρατούσα και τις δυο πλάκες της διαθήκης στα χέρια μου. Τότε είδα ότι, πράγματι, είχατε αμαρτήσει στον Κύριο, το Θεό σας. Είχατε κατασκευάσει ένα χυτό μοσχάρι· βιαστήκατε να ξεστρατίσετε από το δρόμο που σας είχε ορίσει ο Κύριος. Τότε έπιασα τις δυο πλάκες και τις πέταξα κάτω με τα χέρια μου και τις έσπασα μπροστά στα μάτια σας. Έπειτα έπεσα στη γη ενώπιον του Κυρίου κι έμεινα όπως την πρώτη φορά, σαράντα μερόνυχτα χωρίς τίποτε να φάω ή να πιω, εξαιτίας των αμαρτιών σας· είχατε διαπράξει το κακό ενώπιον του Κυρίου και τον εξοργίσατε. Κι εγώ φοβήθηκα αυτή την οργή και το θυμό του Κυρίου εναντίον σας, ο οποίος είχε φτάσει στο σημείο να θέλει να σας εξοντώσει. Αλλά και τη φορά αυτή με άκουσε. Ήταν πάρα πολύ οργισμένος ο Κύριος και εναντίον του Ααρών, τόσο που ήθελε να τον εξοντώσει. Τότε προσευχήθηκα και για τον Ααρών. Πήρα λοιπόν το έργο της αμαρτίας σας, το μοσχάρι που είχατε κατασκευάσει, και το έριξα στη φωτιά. Το κοπάνισα τόσο που έγινε λεπτή σκόνη, και τη σκόνη του αυτή την έριξα στο χείμαρρο που κατεβαίνει απ’ το βουνό. Αλλά και στην Ταβερά και στη Μασσά και στην Κιβρώθ-Αττααβά εξοργίσατε τον Κύριο. Επίσης στην Κάδης-Βαρνή, όταν ο Κύριος ο Θεός σας σάς έστειλε με την εντολή να επιτεθείτε και να κατακτήστε τη χώρα που σας έδωσε, εσείς αντισταθήκατε στη διαταγή του· δεν του δείξατε εμπιστοσύνη και δε δώσατε σημασία στα λόγια του. Ανέκαθεν στασιάζατε εναντίον του Κυρίου, από τη μέρα που σας γνώρισα. Εκείνα τα σαράντα μερόνυχτα, λοιπόν, έπεσα στη γη ενώπιον του Κυρίου, γιατί είχε πει ότι σκόπευε να σας εξοντώσει, και τον παρακαλούσα: «Κύριε Θεέ, μην καταστρέψεις το λαό σου, που σου ανήκει, που τον λύτρωσες με τη μεγαλοσύνη σου και τον έβγαλες από την Αίγυπτο με τη μεγάλη σου δύναμη. Θυμήσου τους δούλους σου, τον Αβραάμ, τον Ισαάκ και τον Ιακώβ. Μη λάβεις υπόψη σου το πείσμα του λαού αυτού, την ασέβειά του και την αμαρτία του. Οι κάτοικοι της χώρας από την οποία μας έβγαλες θα πουν ότι δεν μπορούσες να φέρεις το λαό σου στη χώρα που του υποσχέθηκες και τον ελευθέρωσες μόνο και μόνο για να τον θανατώσεις στην έρημο, επειδή τον μισούσες. Αυτοί, όμως είναι λαός σου και σου ανήκουν, είναι αυτοί που τους ελευθέρωσες με τη μεγάλη, την ακαταμάχητη δύναμή σου». Τότε μου είπε ο Κύριος: «Κόψε δυο πέτρινες πλάκες, σαν τις προηγούμενες κι ανέβα να με βρεις στο βουνό· φτιάξε και μια ξύλινη κιβωτό. Εγώ θα γράψω πάνω στις πλάκες τα λόγια που υπήρχαν στις πρώτες πλάκες που έσπασες, κι εσύ θα τις βάλεις μέσα στην κιβωτό». Έφτιαξα, λοιπόν, μια κιβωτό από ξύλα ακακίας, έκοψα και δύο πέτρινες πλάκες, σαν τις πρώτες, κι ανέβηκα στο βουνό, κρατώντας τις πλάκες. Ο Κύριος έγραψε πάνω στις πλάκες με την ίδια γραφή, όπως την πρώτη φορά, τις δέκα εντολές, που σας τις είχε πει στο βουνό, μέσα από την φωτιά, όταν είχατε συγκεντρωθεί εκεί, και μου τις παρέδωσε. Κατέβηκα πάλι από το βουνό και έβαλα τις πλάκες στην κιβωτό που είχα φτιάξει· και έμειναν εκεί όπως μου το είχε διατάξει ο Κύριος. Οι Ισραηλίτες αναχώρησαν από τη Βηρώθ-Βενέ-Ιαακάν και πήγαν στη Μωσερώθ. Τότε πέθανε κι ο Ααρών και θάφτηκε εκεί. Ιερέας στη θέση του έγινε ο γιος του ο Ελεάζαρ. Από τη Μωσερώθ έφυγαν και πήγαν στη Γουδγωθά, κι από ’κει στην Ιοτβαθά, περιοχή με τρεχούμενα νερά. Τότε ξεχώρισε ο Κύριος τη φυλή Λευί, για να σηκώνουν την κιβωτό της διαθήκης του Κυρίου, να στέκονται ενώπιον του Κυρίου, να τον υπηρετούν, και να ευλογούν στο όνομά του. Αυτά είναι τα καθήκοντά τους μέχρι σήμερα. Γι’ αυτό και δε δόθηκε στους Λευίτες κληρονομικό μερίδιο γης ανάμεσα στους άλλους Ισραηλίτες. Ο Κύριος ο Θεός σας είναι το μερίδιό τους, σύμφωνα με την υπόσχεσή του. Έμεινα στο βουνό, όπως την πρώτη φορά, σαράντα μερόνυχτα. Και αυτή τη φορά με άκουσε πάλι ο Κύριος και δεν επέμεινε να σας καταστρέψει. «Σήκω αμέσως», μου είπε, «και πήγαινε επικεφαλής του λαού, για να μπουν στη χώρα που υποσχέθηκα με όρκο στους προγόνους τους να τους δώσω και να την πάρουν ιδιοκτησία τους». Και τώρα, Ισραηλίτες, τι άλλο σας ζητάει ο Κύριος, ο Θεός σας, παρά να τον σέβεστε, να βαδίζετε σύμφωνα με τις εντολές του, να τον αγαπάτε και να τον λατρεύετε με όλη την καρδιά σας και με όλη την ψυχή σας, να τηρείτε τις εντολές του και τους νόμους του, που εγώ σας έδωσα σήμερα, για να ευτυχήσετε. Στον Κύριο ανήκουν οι ουρανοί ως το απώτατο σημείο τους, η γη και όλα όσα υπάρχουν σ’ αυτήν. Κι όμως, ο Κύριος προτίμησε μόνο τους προγόνους σας· αυτούς αγάπησε, και μετά απ’ αυτούς διάλεξε, όπως βλέπετε, απ’ όλους τους άλλους λαούς εσάς, που είστε οι απόγονοι εκείνων. Γι’ αυτό, να υπακούετε με την καρδιά σας στον Κύριο και να μην είστε ισχυρογνώμονες. Γιατί ο Κύριος, ο Θεός σας, αυτός είναι ο Θεός των θεών και ο Κύριος των κυρίων, ο μεγάλος Θεός, ο ισχυρός και φοβερός, που δε μεροληπτεί για κανέναν και δεν εξαγοράζεται με δώρα. Είναι εκείνος που αποδίδει στον ορφανό και στη χήρα το δίκιο τους, που αγαπάει τον ξένο και του δίνει ψωμί και ρούχα. Να αγαπάτε, λοιπόν, τους ξένους, γιατί κι εσείς ήσασταν ξένοι στην Αίγυπτο. Να σέβεστε τον Κύριο, το Θεό σας· αυτόν να λατρεύετε και σ’ αυτόν να είστε αφοσιωμένοι και στ’ όνομά του να ορκίζεστε. Αυτός είναι το καύχημά σας κι αυτός είναι ο Θεός σας, που έκανε για σας τα μεγάλα και φοβερά εκείνα έργα, που τα είδατε με τα ίδια σας τα μάτια. Εβδομήντα άτομα ήταν οι πρόγονοί σας όταν κατέβηκαν στην Αίγυπτο και τώρα ο Κύριος, ο Θεός σας σάς έκανε έναν πολυάριθμο, λαό, σαν τ’ αστέρια του ουρανού. Να αγαπάτε τον Κύριο, το Θεό σας, και να τηρείτε διαπαντός τα παραγγέλματά του, δηλαδή τους νόμους του, τα προστάγματά του και τις εντολές του. Εσείς –και όχι τα παιδιά σας, που δε γνώρισαν και δεν είδαν– γνωρίζετε σήμερα τη διαπαιδαγώγηση του Κυρίου, του Θεού σας, το μεγαλείο του, το δυνατό του χέρι και την ακαταμάχητη δύναμή του. Έχετε δει τα σημεία και τα θαύματα που έκανε ο Κύριος στην Αίγυπτο, ενάντια στο βασιλιά της το Φαραώ και σ’ όλη του τη χώρα· τα όσα έκανε στο στρατό των Αιγυπτίων, στο ιππικό τους και στ’ άρματά τους, όταν άφησε να τους σκεπάσουν τα νερά της Ερυθράς Θάλασσας, καθώς αυτοί σας καταδίωκαν, και τους κατέστρεψε ο Κύριος, για πάντα. Είδατε αυτά που έκανε για χάρη σας στην έρημο, ώσπου να φτάσετε σ’ αυτόν εδώ τον τόπο· επίσης τα όσα έκανε στο Δαθάν και στον Αβιρώμ, τους γιους του Ελιάβ, από τη φυλή Ρουβήν, όταν ενώπιον όλου του λαού άνοιξε η γη το στόμα της, και τους κατάπιε αυτούς και τις οικογένειές τους, τις σκηνές τους, και όλους όσους τους είχαν ακολουθήσει. Έχετε δει λοιπόν με τα μάτια σας τα μεγάλα έργα, που έκανε ο Κύριος. Γι’ αυτό, να τηρείτε όλες τις εντολές που εγώ σας δίνω σήμερα, για να πάρετε δύναμη και να μπορέσετε να κυριεύσετε τη χώρα στην οποία πρόκειται να μπείτε. Έτσι, επίσης, θα ζήσετε πολλά χρόνια στη χώρα, που ο Κύριος την υποσχέθηκε με όρκο στους προγόνους σας και στους απογόνους τους, μια χώρα όπου ρέει γάλα και μέλι. Η χώρα στην οποία μπαίνετε για να την κατακτήσετε, δεν είναι όπως η Αίγυπτος, απ’ όπου φύγατε. Εκεί σπέρνατε τους σπόρους σας κι έπρεπε να ποτίζετε τα χωράφια σας σαν να ήταν λαχανόκηποι, δουλεύοντας σκληρά με τα πόδια σας. Η χώρα όμως που πάτε τώρα να κατακτήσετε είναι χώρα με βουνά και κοιλάδες, που ποτίζεται από τη βροχή. Είναι χώρα, για την οποία θα φροντίζει ο Κύριος, ο Θεός σας. Τα μάτια του είναι πάντοτε πάνω της, από την αρχή ως το τέλος της χρονιάς. Αν υπακούσετε πραγματικά στις εντολές που εγώ σας δίνω σήμερα κι αν αγαπάτε τον Κύριο, το Θεό σας, και τον λατρεύετε μ’ όλη σας την καρδιά και μ’ όλη σας την ψυχή, τότε αυτός θα στέλνει βροχή στη χώρα σας στον κατάλληλο καιρό της, τη φθινοπωρινή και την ανοιξιάτικη, και θα ’χετε καλή σοδειά στο στάρι, στο κρασί και στο λάδι σας. Αυτός θα κάνει να φυτρώνει χορτάρι στα χωράφια σας για τα ζώα σας. Κι εσείς θα τρώτε και θα χορταίνετε. Προσέξτε, όμως, μήπως η καρδιά σας πλανηθεί και απομακρυνθείτε από τον Κύριο, και προσκυνήσετε άλλους θεούς για να τους λατρεύσετε· γιατί τότε θα ξεσπάσει ο θυμός του εναντίον σας. Θα κλείσει τον ουρανό και δεν θα πέσει βροχή· η γη δεν θα δώσει τα προϊόντα της κι εσείς θα εξαφανιστείτε στη στιγμή από την εύφορη χώρα που ο Κύριος σας δίνει. Βάλτε, λοιπόν αυτά τα λόγια στην καρδιά σας και στην ψυχή σας. Να τα δέσετε για σημάδι στο χέρι σας και να τα έχετε σαν έμβλημα στο μέτωπό σας ανάμεσα στα μάτια σας. Διδάξτε τα στα παιδιά σας και μιλάτε γι’ αυτά όταν κάθεστε στο σπίτι σας ή όταν βαδίζετε στο δρόμο, όταν ξαπλώνετε για ύπνο κι όταν σηκώνεστε. Γράψτε τα στους παραστάδες της πόρτας του σπιτιού σας και στις πύλες της πόλης σας. Τότε, όσο θα υπάρχει ο ουρανός πάνω απ’ τη γη, θα πληθαίνουν οι μέρες σας και οι μέρες των παιδιών σας στη χώρα που ο Κύριος υποσχέθηκε με όρκο στους προγόνους σας να τους τη δώσει. Αν τηρήσετε με ακρίβεια όλες αυτές τις εντολές που σας δίνω εδώ, δηλαδή αν αγαπάτε τον Κύριο, το Θεό σας, αν ακολουθείτε πλήρως το δρόμο του κι αν είστε αφοσιωμένοι σ’ αυτόν, τότε εκείνος θα διώξει όλα αυτά τα έθνη από μπροστά σας, μολονότι θα είναι μεγαλύτερα και ισχυρότερα από σας. Κάθε τόπος όπου θα πατήσει το πέλμα του ποδιού σας, θ’ ανήκει σ’ εσάς: Από την έρημο νότια, ως το Λίβανο βόρεια· κι από το μεγάλο ποταμό, τον Ευφράτη, ανατολικά, ως τη Μεσόγειο Θάλασσα, δυτικά. Αυτά θα είναι τα σύνορά σας. Κανείς δεν θα μπορεί να σας αντισταθεί· παντού όπου κι αν περνάτε στη χώρα, ο Κύριος, ο Θεός σας θα κάνει όλοι να σας τρέμουν και να σας φοβούνται, όπως σας το υποσχέθηκε. Κοιτάξτε· εγώ σήμερα βάζω μπροστά σας την ευλογία και την κατάρα. Την ευλογία, αν υπακούσετε στις εντολές του Κυρίου, του Θεού σας, που εγώ σας δίνω σήμερα, και την κατάρα, αν δεν τις υπακούσετε κι απομακρυνθείτε από τον δρόμο που εγώ σήμερα σας δείχνω, κι ακολουθήσετε άλλους θεούς, που δεν τους γνωρίζετε. Όταν σας φέρει ο Κύριος, ο Θεός σας, στη χώρα, που πηγαίνετε να κατακτήσετε, τότε θα εκφωνείτε την ευλογία από το όρος Γεριζίμ και την κατάρα από το όρος Εβάλ. (Τα βουνά αυτά βρίσκονται πέρα από τον Ιορδάνη, προς τη δύση, στη χώρα των Χαναναίων, οι οποίοι κατοικούν στην Άραβα, απέναντι από τη Γιλγάλ, κοντά στη Δρυ Μορέχ). Τώρα εσείς είστε έτοιμοι να περάσετε τον Ιορδάνη, για να μπείτε και να κυριεύσετε τη χώρα, που σας δίνει ο Κύριος, ο Θεός σας. Όταν, λοιπόν, την κυριεύσετε και εγκατασταθείτε σ’ αυτήν, τότε προσέξτε να εφαρμόσετε όλους τους νόμους και τα προστάγματα, που εγώ σήμερα σας μεταβιβάζω. Αυτοί είναι οι νόμοι και τα προστάγματα που θα προσέξτε να εφαρμόζετε, όλες τις μέρες της ζωής σας στη χώρα, που σας δίνει για ιδιοκτησία ο Κύριος, ο Θεός των προγόνων σας. Θα καταστρέψετε εντελώς όλους τους ιερούς τόπους που βρίσκονται πάνω στα ψηλά βουνά, στους λόφους, κάτω από τις σκιές των δέντρων, όπου τα έθνη που θα διώξετε λατρεύουν τους θεούς τους. Θα γκρεμίσετε τα θυσιαστήριά τους, θα συντρίψετε τις πέτρινες και θα κάψετε τις ξύλινες λατρευτικές τους στήλες, θα κομματιάσετε τα είδωλα των θεών τους και θα εξαφανίσετε τα ονόματά τους απ’ αυτόν τον τόπο. Κατά τη λατρεία του Κυρίου, του Θεού σας, εσείς δεν θα κάνετε ό,τι κάνουν αυτά τα έθνη. Θα πηγαίνετε και θα τον λατρεύετε μόνο στον τόπο που απ’ όλα τα εδάφη των φυλών σας θα διαλέξει εκείνος. Αυτός θα είναι ο τόπος κατοικίας του και λατρείας του ονόματός του. Εκεί θα προσφέρετε τα ολοκαυτώματά σας, τις θυσίες σας, τις δεκάτες σας, τις εκούσιες προσφορές σας, τα τάματά σας, και τα πρωτογέννητα των βοδιών και των προβάτων σας. Εκεί, ενώπιον του Κυρίου του Θεού σας, θα τρώτε μαζί με τις οικογένειές σας και θα χαιρόσαστε για όσα θα έχετε πετύχει, και που θα τα έχει αυτός ευλογήσει. Δε θα λατρεύετε τον Κύριο όπως εμείς εδώ σήμερα, που κάνουμε ό,τι νομίζει σωστό ο καθένας. Αυτό γίνεται επειδή δεν έχετε ακόμα μπει στη χώρα που θα σας δώσει για ιδιοκτησία σας ο Κύριος, ο Θεός σας· εκεί θα ζείτε ειρηνικά. Έχετε ακόμη να περάσετε τον Ιορδάνη, πριν εγκατασταθείτε στη χώρα που σας δίνει ο Κύριος, για να την κατακτήσετε. Εκεί θα σας εξασφαλίσει ειρήνη απ’ όλους τους γύρω εχθρούς σας και θα ζείτε με ασφάλεια. Τότε, στον τόπο που θα διαλέξει ο Κύριος, ο Θεός σας, για να λατρεύεται το όνομά του, εκεί θα προσφέρετε όλα όσα σας έχω διατάξει: τα ολοκαυτώματά σας, τις θυσίες σας, τις δεκάτες σας, τις προσφορές και ό,τι αποφασίζετε να προσφέρετε για να εκπληρώσετε τα τάματά σας προς αυτόν. Θα χαιρόσαστε ενώπιόν του εσείς, οι γιοι σας και οι κόρες σας, οι δούλοι και οι δούλες σας, καθώς και οι Λευίτες που θα ζουν στις πόλεις σας, γιατί αυτοί δεν θα έχουν κληρονομικό μερίδιο όπως εσείς. Προσέχετε, να μην προσφέρετε τα ολοκαυτώματά σας σε οποιονδήποτε τόπο βρίσκετε μπροστά σας. Θα τα προσφέρετε στον τόπο που θα διαλέξει ο Κύριος, στο έδαφος μιας από τις φυλές σας· μόνον εκεί θα προσφέρετε τα ολοκαυτώματά σας και εκεί θα κάνετε όλα όσα εγώ σας διατάζω. Μπορείτε, όμως να σφάζετε και να τρώτε κρέας παντού όπου θα κατοικείτε, όσες φορές θέλετε, ανάλογα με τις ευλογίες που θα σας δίνει ο Κύριος, ο Θεός σας. Από το κρέας αυτό μπορούν να τρώνε τόσο οι καθαροί όσο και οι ακάθαρτοι, σαν αυτό να ήταν ζαρκάδι ή ελάφι. Μόνο που δε θα τρώτε το αίμα του ζώου· θα το χύνετε στη γη, όπως το νερό. Δεν μπορείτε εκεί που θα κατοικείτε να τρώτε τη δεκάτη του σταριού, του κρασιού ή του λαδιού σας ούτε τα πρωτογέννητα των βοδιών και των προβάτων σας, που θα τα προσφέρετε ως τάματα ή ως εκούσιες προσφορές. Όλα αυτά θα τα τρώτε εσείς και τα παιδιά σας, οι δούλοι σας και οι Λευίτες που μένουν στις πόλεις σας, αλλά ενώπιον του Κυρίου του Θεού σας, στον τόπο που εκείνος θα έχει διαλέξει. Έτσι θα χαιρόσαστε ενώπιόν του για όσα θα έχετε πετύχει. Προσέχετε να μην παραμελήσετε τους Λευίτες όσο θα ζείτε στη χώρα σας. Όταν ο Κύριος, ο Θεός σας, διευρύνει τα σύνορά σας, όπως σας το υποσχέθηκε, κι επιθυμήσετε κρέας, μπορείτε να φάτε όσο θέλετε. Αν είναι μακριά σας ο τόπος που θα διαλέξει ο Κύριος, ο Θεός σας, για να λατρεύεται εκεί το όνομά του, τότε θα σφάζετε ένα ζώο από τα βόδια σας ή από τα πρόβατά σας, που θα σας έχει δώσει ο Κύριος και θα τρώτε εκεί στις πόλεις σας, όσο τραβά η όρεξή σας, σύμφωνα με όσα σας διέταξα. Όλοι, καθαροί και ακάθαρτοι, θα μπορούν να παίρνουν μέρος σ’ αυτό το γεύμα, όπως όταν τρώτε ζαρκάδι ή ελάφι. Μόνο να φροντίζετε να μην τρώτε το αίμα, γιατί το αίμα είναι ζωή, και δεν πρέπει να τρώτε τη ζωή μαζί με το κρέας. Δε θα τρώτε λοιπόν το αίμα· θα το χύνετε στη γη, όπως το νερό. Δεν θα το τρώτε, για να ευτυχείτε εσείς και οι απόγονοί σας. Έτσι θα κάνετε το σωστό ενώπιον του Κυρίου. Αλλά τα ζώα που τα έχετε αφιερώσει στον Κύριο, καθώς κι εκείνα που τα έχετε τάξει, θα τα παίρνετε και θα τα φέρνετε στον τόπο που εκείνος θα έχει διαλέξει. Όταν θα φέρνετε τα ολοκαυτώματά σας, θα προσφέρετε το κρέας μαζί με το αίμα στο θυσιαστήριο του Κυρίου, του Θεού σας· το αίμα, όμως, των άλλων θυσιών σας θα πρέπει να το χύνετε πλάι στο θυσιαστήριο και το κρέας θα το τρώτε. Να ακούτε και να εφαρμόζετε όλα αυτά τα λόγια που σας διατάζω· έτσι θα κάνετε το καλό και το αρεστό στον Κύριο, το Θεό σας, και θα είστε για πάντα ευτυχισμένοι εσείς και οι απόγονοί σας. Ο Κύριος, ο Θεός σας, θα εξολοθρεύσει στο πέρασμά σας τα έθνη που είναι εγκατεστημένα στη χώρα που πάτε να κυριεύσετε, και θα εγκατασταθείτε εσείς σ’ αυτήν. Προσέξτε τότε μήπως παγιδευτείτε κι ακολουθήσετε, το παράδειγμα εκείνων, μετά που θα τους έχει εξολοθρεύσει ο Κύριος, και ζητήσετε πληροφορίες για το πώς λάτρευαν τους θεούς τους, για να κάνετε κι εσείς τα ίδια. Μη λατρεύσετε τον Κύριο, το Θεό σας, με τον τρόπο που λατρεύουν εκείνοι τους θεούς τους, γιατί κατά τη λατρεία των θεών τους κάνουν αισχρές πράξεις, που τις μισεί ο Κύριος· ακόμα και τους γιους τους και τις κόρες τους τούς καίνε στη φωτιά, θυσία στους θεούς τους. Προσέξτε να εφαρμόζετε όλα τα λόγια που εγώ σας διατάζω· δε θα προσθέσετε ούτε θ’ αφαιρέσετε τίποτε απ’ αυτά. Αν παρουσιαστεί ανάμεσά σας κάποιος προφήτης ή ονειροκρίτης και σας δώσει ένα σημείο ή κάνει κάποιο θαύμα και το σημείο ή το θαύμα πραγματοποιηθεί, με σκοπό μετά να σας προσκαλέσει ν’ ακολουθήσετε και να λατρεύσετε άλλους θεούς, που δεν τους γνωρίζετε, μην τον ακούσετε εκείνο τον προφήτη ή τον ονειροκρίτη, γιατί ο Κύριος, ο Θεός σας, θέλει να σας δοκιμάσει για να δει αν τον αγαπάτε με όλη την καρδιά σας και μ’ όλη την ψυχή σας. Αυτόν ν’ ακολουθείτε, αυτόν να σέβεστε· ν’ ακούτε τα λόγια του και να τηρείτε τις εντολές του· αυτόν να λατρεύετε και σ’ αυτόν να είστε αφοσιωμένοι. Και ο προφήτης εκείνος ή ο ονειροκρίτης πρέπει να θανατωθεί, γιατί κήρυξε την αποστασία από τον Κύριο το Θεό σας, που σας έβγαλε από την Αίγυπτο και σας λύτρωσε από τον τόπο της δουλείας. Προσπάθησε να σας απομακρύνει από το δρόμο στον οποίο σας διέταξε ο Κύριος, ο Θεός σας, να βαδίζετε. Έτσι θα εξαφανίσετε το κακό απ’ ανάμεσά σας. Ακόμη κι αν ο αδερφός κάποιου από σας, από την ίδια μάνα, ή ο γιος του ή η κόρη του, η γυναίκα του ή ο φίλος του, που είναι δυνατό να τον αγαπάει όπως τη ζωή του, τον παρασύρουν κρυφά να πάνε να λατρεύσουν άλλους θεούς, που ούτ’ εσείς, ούτε οι πρόγονοί σας γνώρισαν, κάποιους από τους θεούς των λαών που είναι γύρω σας, κοντά ή μακριά σας, σ’ οποιοδήποτε σημείο στη γη, μην υποχωρήσετε και μην τον ακούσετε. Μην τον λυπηθείτε ούτε να τον καλύψετε, αλλά να τον θανατώσετε με λιθοβολισμό. Την πρώτη πέτρα θα τη ρίξει το χέρι εκείνου που εναντίον του έγινε η απόπειρα της παραπλάνησης και έπειτα θα υψωθούν τα χέρια όλου του λαού. Θα τον εκτελέσετε με λιθοβολισμό, γιατί προσπάθησε να σας απομακρύνει από τον Κύριο, το Θεό σας, που σας έβγαλε από την Αίγυπτο, τον τόπο της δουλείας. Όλοι οι Ισραηλίτες θα το ακούσουν και θα φοβηθούν και κανείς τους πια δεν θα ξανακάνει τέτοιο κακό πράγμα. Όταν θα ’χετε πια εγκατασταθεί στις πόλεις που σας δίνει ο Κύριος, ο Θεός σας, μπορεί ν’ ακούσετε κάποτε να λένε ότι σε κάποια απ’ αυτές βγήκαν από το λαό άνθρωποι κακοί και παραπλάνησαν τους κατοίκους της πόλης τους παρακινώντας τους να πάνε να λατρεύσουν άλλους θεούς, που εσείς δεν τους γνωρίζετε. Τότε να εξετάσετε καλά την υπόθεση και να τη διερευνήσετε σε βάθος ζητώντας από παντού πληροφορίες. Κι αν πραγματικά συνέβηκε ανάμεσά σας τέτοια βδελυρή πράξη, και το πράγμα είναι βέβαιο, τότε πρέπει να σφάξετε αλύπητα τους κατοίκους εκείνης της πόλης καθώς και τα ζώα της. Θα καταστρέψετε την πόλη μαζί με ό,τι βρίσκεται μέσα σ’ αυτήν. Θα μαζέψετε όλα τα υπάρχοντα των κατοίκων της στη μέση της πλατείας της, θα τους βάλετε φωτιά και μαζί τους θα κάψετε όλη την πόλη ολοκαύτωμα στον Κύριο, το Θεό σας. Η πόλη εκείνη θα μείνει για πάντα ερείπια. Δε θα ξαναχτιστεί ποτέ πια. Κανείς δεν θα κρατήσει για τον εαυτό του τίποτε από όσα πρόκειται να καταστραφούν. Έτσι ο Κύριος θα σταματήσει το φοβερό θυμό του και θα σας δείξει ευσπλαχνία και αγάπη. Θα σας δώσει πολλούς απογόνους, όπως έχει υποσχεθεί με όρκο στους προγόνους σας. Πρέπει βέβαια να υπακούτε στα λόγια του Κυρίου, του Θεού σας, να τηρείτε όλες τις εντολές του, που εγώ σήμερα σας δίνω, και να κάνετε το σωστό ενώπιόν του. Εσείς είστε παιδιά του Κυρίου, του Θεού σας. Έτσι, όταν πενθείτε για έναν νεκρό, δεν πρέπει να κάνετε χαρακιές στο σώμα σας, ούτε να ξυρίζετε το μπροστινό μέρος του κεφαλιού σας. Είστε λαός αφιερωμένος στον Κύριο, το Θεό σας, κι εσάς διάλεξε ο Κύριος από όλους τους λαούς της γης για να του ανήκετε. Δεν πρέπει να τρώτε τίποτε από εκείνα που ο Κύριος τα θεωρεί ακάθαρτα. Τα ζώα που επιτρέπεται να τρώτε είναι τα εξής: το βόδι, το πρόβατο, το κατσίκι, το ελάφι, το ζαρκάδι, το πλατώνι, το αγριοκάτσικο, η αντιλόπη, η γαζέλα και το αγριοπρόβατο. Μπορείτε ακόμη να τρώτε όλα τα ζώα που έχουν οπλή σχισμένη σε δυο νύχια και είναι μηρυκαστικά. Δε θα τρώτε, όμως, αυτά που είναι μόνο μηρυκαστικά κι εκείνα που έχουν μόνο νύχι σχιστό. Δε θα τρώτε, δηλαδή την καμήλα, το λαγό, τον ποντικό και το κουνέλι, επειδή είναι βέβαια μηρυκαστικά, αλλά δεν έχουν σχιστό νύχι. Αυτά θα τα θεωρείτε ακάθαρτα. Επίσης δεν θα τρώτε το γουρούνι, επειδή έχει βέβαια οπλή σχισμένη σε δύο νύχια, αλλά δεν είναι μηρυκαστικό. Θα το θεωρείτε κι αυτό ακάθαρτο. Δε θα τρώτε το κρέας τους ούτε θ’ αγγίζετε το πτώμα τους. Από τα υδρόβια ζώα μπορείτε να τρώτε όλα όσα έχουν πτερύγια ή λέπια. Όσα όμως δεν έχουν πτερύγια και λέπια δε θα τα τρώτε. Θα τα θεωρείτε ακάθαρτα. Τα καθαρά πτηνά επιτρέπεται να τα τρώτε. Εκείνα που δε θα τρώτε είναι: ο αετός, ο γυπαετός και ο θαλασσαετός, ο ικτίνος και ο γύπας –όλα τα είδη τους, όλα τα είδη των κοράκων, η στρουθοκάμηλος, η κουκουβάγια, ο γλάρος και όλα τα είδη του γερακιού, ο γκιώνης, η μεγάλη κουκουβάγια και η ίβις, ο πελεκάνος, η κίσσα, ο φαλακροκόρακας, ο πελαργός και ο ερωδιός –όλα τα είδη τους– ο τσαλαπετεινός και η νυχτερίδα. Όλα τα πτερωτά ζωΰφια θα τα θεωρείτε ακάθαρτα και δε θα τα τρώτε. Τα καθαρά πτερωτά όμως μπορείτε να τα τρώτε. Δε θα τρώτε το πτώμα κανενός ζώου. Μπορείτε να το δίνετε να το τρώνε οι ξένοι που κατοικούν στις πόλεις σας ή να το πουλάτε στους αλλοδαπούς. Εσείς είστε λαός αφιερωμένος στον Κύριο, το Θεό σας. Δεν πρέπει να βράζετε το κατσικάκι στο γάλα της μάνας του. Κάθε χρόνο θα ξεχωρίζετε το ένα δέκατο από τα σπαρτά σας, απ’ όλη τη σοδειά που θα σας δίνουν τα χωράφια σας. Θα πηγαίνετε στον τόπο που θα ’χει διαλέξει ο Κύριος, ο Θεός σας, για να λατρεύεται το όνομά του, και θα τρώτε εκεί ενώπιόν του το δέκατο από το στάρι σας, από το κρασί σας κι από το λάδι σας, κι επίσης τα πρωτογέννητα των βοδιών σας και των προβάτων σας. Έτσι θα μάθετε να σέβεστε πάντοτε τον Κύριο, το Θεό σας. Ίσως όμως ο Κύριος σας ευλογήσει και η σοδειά σας να είναι τόσο μεγάλη, που να μην μπορείτε να μεταφέρετε το δέκατο· πιθανόν κι ο τόπος που θα έχει διαλέξει ο Κύριος, ο Θεός σας, για να λατρεύεται εκεί το όνομά του, να είναι μακριά από σας. Τότε θα πουλήσετε το δέκατο, θα φυλάξετε τα χρήματα και θα τα φέρετε στον τόπο που θα ’χει διαλέξει ο Κύριος, ο Θεός σας. Εκεί μ’ αυτά τα χρήματα μπορείτε ν’ αγοράσετε ό,τι θέλετε: βόδια, πρόβατα, κρασί και δυνατά ποτά ή ό,τι άλλο σας ευχαριστεί, και να τα φάτε για να ευφρανθείτε μαζί με τις οικογένειές σας εκεί, ενώπιον του Κυρίου του Θεού σας. Μην ξεχάσετε και τους Λευίτες που κατοικούν στις πόλεις σας, γιατί αυτοί δεν έχουν κληρονομικό μερίδιο όπως οι άλλοι Ισραηλίτες. Στο τέλος κάθε τρίτης χρονιάς θα χωρίζετε τη δεκάτη από τη σοδειά σας εκείνης της χρονιάς και θα την καταθέτετε στις πόλεις σας. Οι Λευίτες, που δεν έχουν κληρονομικό μερίδιο, καθώς και οι ξένοι, τα ορφανά και οι χήρες της πόλης θα μπορούν να έρχονται να τρώνε απ’ αυτά και να χορταίνουν. Τότε ο Κύριος ο Θεός σας θα σας ευλογεί σ’ ό,τι κι αν καταπιάνεστε. Από τον ξένο μπορείτε να απαιτήσετε το δάνειο. Αλλ’ αυτό που βρίσκεται στα χέρια του συμπατριώτη σας θα του το αφήνετε. Ωστόσο, δεν θα υπάρχει φτωχός ανάμεσά σας, γιατί ο Κύριος, ο Θεός σας, το δίχως άλλο θα σας ευλογήσει στη χώρα, που σας δίνει για ιδιοκτησία σας. Αρκεί μόνον να δίνετε προσοχή στα λόγια του και να φροντίζετε να εφαρμόζετε όλες αυτές τις εντολές, που εγώ σήμερα σας δίνω. Ο Κύριος, ο Θεός σας, θα σας ευλογήσει σύμφωνα με την υπόσχεσή του. Τότε θα δανείζετε πολλά έθνη, αλλά εσείς δε θα χρειάζεται να δανείζεστε. Θα κυριαρχήσετε σε πολλά έθνη, αλλά κανείς δεν θα κυριαρχήσει πάνω σας. Αν σε κάποια από τις πόλεις σας στη χώρα που θα σας δώσει ο Κύριος, ο Θεός σας, βρεθεί ένας φτωχός, μην του φερθείτε με σκληρότητα και του κλείσετε την καρδιά σας. Ανοίξτε του διάπλατα το χέρι σας και δανείστε του γενναιόδωρα όσα χρειάζεται για τις ανάγκες του. Προσέξτε, μη σκεφτείτε πονηρά, ότι πλησιάζει το σαββατικό έτος, που θα γίνει η παραγραφή, και φερθείτε σκληρά στον φτωχό συμπατριώτη σας και δεν του δανείσετε. Γιατί τότε εκείνος θα καταφύγει στον Κύριο εναντίον σας και οι ένοχοι θα είστε εσείς. Να δανείζετε, λοιπόν, πλουσιοπάροχα, κι όχι με μισή καρδιά. Κι ο Κύριος, ο Θεός σας, θα σας ευλογήσει γι αυτή την πράξη σας σ’ όλα τα έργα με τα οποία θα καταπιάνεστε. Κι επειδή οι φτωχοί δε θα λείψουν από τη χώρα σας, γι’ αυτό κι εγώ σας δίνω αυτή την προσταγή: να είστε γενναιόδωροι με τους φτωχούς και τους δυστυχισμένους συμπατριώτες σας που θα βρίσκονται στη χώρα σας. Αν ένας ομοεθνής σας, Εβραίος ή Εβραία, πουληθεί σε κάποιον από σας, αυτός θα του δουλέψει για έξι χρόνια· τον έβδομο χρόνο ο κύριός του θα τον αφήσει ελεύθερο να φύγει από το σπίτι του. Δε θα τον αφήσει όμως να φύγει με άδεια τα χέρια. Θα του δώσει πάρα πολλά πρόβατα, κι άφθονο σιτάρι και κρασί, απ’ όλα με όσα ο Κύριος, ο Θεός του, τον ευλόγησε. Ποτέ να μην ξεχάσετε ότι ήσασταν δούλοι στην Αίγυπτο, και σας ελευθέρωσε ο Κύριος, ο Θεός σας· γι’ αυτό εγώ σας δίνω σήμερα αυτή την εντολή. Αν όμως ο δούλος πει στον κύριό του: «Δε θα φύγω από κοντά σου», επειδή αγαπάει αυτόν και την οικογένειά του και είναι ευχαριστημένος κοντά τους, τότε ο κύριός του θα πάρει ένα τρυπητήρι και θα του τρυπήσει το αυτί μπροστά στην πόρτα του σπιτιού του, και θα είναι δούλος του για πάντα. Το ίδιο θα κάνει και για τη δούλη του. Μη σας φανεί σκληρό που θ’ απελευθερώσετε το δούλο σας από το σπίτι σας· θα σας έχει δουλέψει έξι χρόνια, διπλάσιο δηλαδή απ’ ό,τι ο μισθωτός σας. Έτσι ο Κύριος ο Θεός σας θα ευλογήσει όλα σας τα έργα. Κάθε πρωτογέννητο αρσενικό των βοδιών σας και των προβάτων σας, θα το αφιερώνετε στον Κύριο, το Θεό σας· δε θα μεταχειρίζεστε στις δουλειές σας τα πρωτογέννητα βόδια σας και δε θα κουρεύετε τα πρωτογέννητα πρόβατά σας. Θα τα τρώτε κάθε χρόνο ενώπιον του Κυρίου του Θεού σας μαζί με τις οικογένειές σας, στον τόπο που εκείνος θα διαλέξει. Αν όμως το ζώο έχει κάποιο σοβαρό ελάττωμα, είναι κουτσό ή τυφλό ή ό,τι άλλο, δε θα το θυσιάζετε στον Κύριο το Θεό σας. Θα το τρώτε στις πόλεις σας και θα μπορεί να φάει και ο ακάθαρτος και ο καθαρός, όπως τρώτε το ζαρκάδι και το ελάφι. Δε θα τρώτε όμως το αίμα. Θα το χύνετε στη γη, όπως το νερό. Να τηρείτε τη γιορτή του Πάσχα προς τιμήν του Κυρίου του Θεού σας το μήνα Αβίβ· γιατί αυτόν το μήνα, μια νύχτα σας έβγαλε ο Κύριος ο Θεός σας από την Αίγυπτο. Θα προσφέρετε στον Κύριο πασχαλινή θυσία ένα πρόβατο κι ένα μοσχάρι, στον τόπο που αυτός θα διαλέξει για να λατρεύεται το όνομά του εκεί. Με το γεύμα το Πάσχα δεν θα τρώτε ψωμί φτιαγμένο με προζύμι. Εφτά μέρες θα τρώτε άζυμο ψωμί, το ψωμί της θλίψης, όπως τότε που βγήκατε με βιάση από την Αίγυπτο. Έτσι θα θυμόσαστε σ’ όλη σας τη ζωή την ημέρα της εξόδου σας από την Αίγυπτο. Για εφτά μέρες θα εξαφανισθεί το προζύμι απ’ όλη τη χώρα σας. Επίσης από το κρέας του ζώου, που θα θυσιάσετε από βραδίς την πρώτη μέρα, δε θα πρέπει να ’χει μείνει καθόλου υπόλοιπο το πρωί. Δεν μπορείτε να προσφέρετε την πασχαλινή θυσία σε μια οποιαδήποτε από τις πόλεις που σας δίνει ο Κύριος, ο Θεός σας· θα την προσφέρετε μόνο στον τόπο που ο ίδιος θα διαλέξει για να λατρεύεται το όνομά του εκεί. Τη θυσία θα την προσφέρετε το δειλινό, με τη δύση του ήλιου, την ώρα ακριβώς που βγήκατε από την Αίγυπτο. Θα ψήνετε το κρέας και θα το τρώτε στον τόπο που θα έχει διαλέξει ο Κύριος, ο Θεός σας· το πρωί θα γυρνάτε πίσω στις σκηνές σας. Έξι μέρες θα τρώτε άζυμο ψωμί. Την έβδομη μέρα θα έχετε επίσημη σύναξη προς τιμήν του Κυρίου του Θεού σας και δε θα κάνετε καμιά εργασία. Από την ημέρα που θα βάλετε δρεπάνι στα σιτηρά θα μετρήσετε εφτά εβδομάδες, και τότε θα γιορτάσετε τη γιορτή των Εβδομάδων προς τιμήν του Κυρίου, του Θεού σας: Ανάλογα με τις ευλογίες που αυτός θα σας έχει δώσει, θα φέρνετε τις προαιρετικές προσφορές σας, στον τόπο που αυτός θα έχει διαλέξει για να λατρεύεται το όνομά του εκεί. Να χαιρόσαστε ενώπιον του Κυρίου του Θεού σας εσείς, οι γιοι σας και οι κόρες σας, οι δούλοι σας και οι δούλες σας, οι Λευίτες που κατοικούν στις πόλεις σας, οι ξένοι, τα ορφανά και οι χήρες που κατοικούν ανάμεσά σας. Έτσι θα θυμόσαστε ότι κάποτε ήσασταν δούλοι στην Αίγυπτο· γι’ αυτό να τηρείτε τους νόμους και να τους εφαρμόζετε. Τη γιορτή της Σκηνοπηγίας θα τη γιορτάζετε για εφτά μέρες αφού θα έχετε μαζέψει τη σοδειά σας από τ’ αλώνια κι από τα πατητήρια σας. Να χαιρόσαστε στη γιορτή σας αυτή εσείς, οι γιοι σας και οι κόρες σας, οι δούλοι σας και οι δούλες σας, οι Λευίτες και οι ξένοι, τα ορφανά και οι χήρες που κατοικούν στις πόλεις σας. Εφτά μέρες θα γιορτάζετε προς τιμήν του Κυρίου του Θεού σας, στον τόπο που αυτός θα έχει διαλέξει. Να είστε πραγματικά χαρούμενοι, γιατί ο Κύριος ο Θεός σας θα σας έχει δώσει αφθονία στα γεννήματα της γης σας και επιτυχία στις δουλειές σας. Τρεις φορές το χρόνο, τις γιορτές των Αζύμων, των Εβδομάδων και της Σκηνοπηγίας, θα παρουσιάζονται όλοι οι άντρες και τ’ αγόρια του λαού ενώπιον του Κυρίου του Θεού σας, στον τόπο που αυτός θα έχει διαλέξει. Αλλά δε θα παρουσιάζεστε με άδεια χέρια. Ο καθένας θα προσφέρει ό,τι μπορεί ανάλογα με την ευλογία, που θα του έχει δώσει ο Κύριος ο Θεός σας. Σε όλες τις πόλεις που θα σας δώσει ο Κύριος ο Θεός σας, θα διορίσετε δικαστές και αξιωματούχους κατά φυλές. Αυτοί θα αποδίδουν το δίκαιο στο λαό, με ευθυκρισία. Δε θα διαστρεβλώνετε το δίκαιο, δε θα μεροληπτείτε και δε θα δέχεστε δωροδοκία, γιατί το δώρο τυφλώνει τα μάτια των σοφών και διαστρέφει τα λόγια των δικαίων. Το δίκαιο, μόνο το δίκαιο να επιδιώκετε, για να ζήσετε και να πάρετε ιδιοκτησία σας τη χώρα που σας δίνει ο Κύριος, ο Θεός σας. Δε θα στήσετε καμιά ξύλινη λατρευτική στήλη από οποιοδήποτε ξύλο πλάι στο θυσιαστήριο που θα κατασκευάσετε για τον Κύριο, το Θεό σας. Ούτε θα στήσετε καμιά λίθινη λατρευτική στήλη· αυτά τα μισεί ο Κύριος, ο Θεός σας. Δε θα προσφέρετε στον Κύριο, το Θεό σας, θυσία βόδι ή αρνί δύσμορφο ή με οποιοδήποτε ελάττωμα· κάτι τέτοιο είναι μισητό σ’ αυτόν. Ίσως βρεθεί ανάμεσά σας, σε κάποια από τις πόλεις που σας δίνει ο Κύριος, ο Θεός σας, ένας άντρας ή γυναίκα που πράττει το κακό στα μάτια του Κυρίου, και παραβαίνει τη διαθήκη του: Πηγαίνει και λατρεύει άλλους θεούς και τους προσκυνάει, όπως τον ήλιο, το φεγγάρι ή οποιοδήποτε άλλο ουράνιο σώμα, πράγμα που εγώ δεν διέταξα. Όταν ακούσετε να μιλάνε για κάτι τέτοιο, να το ερευνήσετε προσεκτικά. Αν το γεγονός αποδειχθεί πραγματικό και βέβαιο, ότι πράγματι έλαβε χώρα αυτή η βδελυρή πράξη μέσα στο λαό, τότε θα βγάλετε έξω απ’ τις πύλες της πόλης τον άντρα ή τη γυναίκα που έκαναν αυτή την κακή πράξη, και θα τους θανατώσετε με λιθοβολισμό. Χρειάζεται όμως η μαρτυρία δύο ή τριών μαρτύρων για να καταδικαστεί σε θάνατο ο κατηγορούμενος· με τη μαρτυρία ενός μόνο μάρτυρα δεν θα θανατώνεται. Πρώτοι οι μάρτυρες θα σηκώσουν το χέρι για να τον λιθοβολήσουν και να τον θανατώσουν, κι έπειτα θα σηκώσει τα χέρια όλος ο λαός. Έτσι θα εξαφανίσετε το κακό απ’ ανάμεσά σας. Αν στο δικαστήριο κάποιας πόλης παρουσιαστεί μια δύσκολη υπόθεση να την εκδικάσετε, όπως ένας φόνος ή μια νόμιμη απαίτηση ή κακομεταχείριση ή υποθέσεις αντιδικιών, τότε θα σηκωθείτε και θα ’ρθείτε στον τόπο που θα έχει διαλέξει ο Κύριος, ο Θεός σας. Θα πάτε στους ιερείς-Λευίτες και στο δικαστή που θα είναι της υπηρεσίας εκείνες τις μέρες, κι αυτοί θα εξετάσουν την υπόθεση και θα σας αναγγείλουν την απόφαση. Εσείς θα εκτελέσετε ακριβώς την απόφαση που θα σας αναγγείλουν από τον τόπο αυτόν, που θα τον έχει διαλέξει ο Κύριος· θα προσέξετε να πράξετε σύμφωνα με όλες τις οδηγίες τους. Θα ενεργήσετε σύμφωνα με την εντολή του νόμου που θα σας ανακοινώσουν και με την απόφαση που θα εκδώσουν. Θα εκτελέσετε απαρέγκλιτα την απόφαση. Αν όμως κάποιος ενεργήσει αυθαίρετα και δε λάβει υπόψη του τις οδηγίες του ιερέα, που είναι εκεί ταγμένος στην υπηρεσία του Κυρίου του Θεού σας, ή αγνοήσει την απόφαση του δικαστή, ο άνθρωπος εκείνος να θανατωθεί. Έτσι θα εξαφανίσετε το κακό μέσα από το λαό του Ισραήλ. Τότε όλος ο λαός θα ακούσει και θα φοβηθεί και δε θα κάνουν πια αυθαιρεσίες. Όταν θα μπείτε στη χώρα, που σας δίνει, ο Κύριος, ο Θεός σας και την πάρετε ιδιοκτησία σας και εγκατασταθείτε σ’ αυτήν, ίσως αποφασίσετε να βάλετε επικεφαλής σας ένα βασιλιά, όπως έχουν όλα τα έθνη γύρω σας. Τότε, εκείνον που θα βάλετε επικεφαλής σας, θα πρέπει οπωσδήποτε να τον έχω εκλέξει για βασιλιά εγώ ο Κύριος, ο Θεός σας. Θα πρέπει να είναι Ισραηλίτης· δεν μπορείς να βάλεις επικεφαλής σου έναν ξένο που δεν είναι ομοεθνής σου. Ο βασιλιάς σας δεν θα πρέπει να έχει στην ιδιοκτησία του πολλά άλογα ούτε να στείλει στην Αίγυπτο ανθρώπους από το λαό να του φέρουν κι άλλα, για ν’ αυξήσει το ιππικό του. Ο Κύριος σας το έχει πει: «δε θα επιστρέψετε ποτέ πια από εκείνο το δρόμο». Ούτε πολλές γυναίκες δικές του θα πρέπει να έχει ο βασιλιάς σας, για να μην ξεστρατίσει η καρδιά του· ούτε πάρα πολύ ασήμι και χρυσάφι πρέπει να έχει στην ιδιοκτησία του. Όταν καθίσει στο θρόνο, θα πρέπει να γράψει για τον εαυτό του ένα αντίγραφο αυτού εδώ του νόμου σε βιβλίο, από το βιβλίο που φυλάσσεται από τους ιερείς-Λευίτες. Το βιβλίο αυτό πρέπει να το έχει μαζί του και να το διαβάζει όλες τις μέρες της ζωής του, για να μάθει να σέβεται τον Κύριο, το Θεό του, και να προσέχει να εφαρμόζει όλες τις εντολές και τις διατάξεις αυτού του νόμου. Να μη θεωρήσει τον εαυτό του ανώτερο από τους ομοεθνείς του και να τηρήσει απαρέγκλιτα τις εντολές. Έτσι η βασιλεία η δική του και των γιων του στο λαό Ισραήλ θα είναι μακρόχρονη. Οι ιερείς-Λευίτες δεν θα έχουν κληρονομικό μερίδιο στη χώρα, όπως οι άλλοι Ισραηλίτες. Αυτοί θα τρώνε από τις θυσίες του Κυρίου, που προσφέρονται με φωτιά στο θυσιαστήριο, και αναλογούν σ’ αυτόν. Αυτοί δεν θα έχουν κλήρο γης όπως οι άλλοι, οι ομοεθνείς τους· ο ίδιος ο Κύριος θα είναι ο κλήρος τους, όπως τους το υποσχέθηκε. Οι ιερείς θα δικαιούνται να παίρνουν από το λαό, απ’ αυτούς που προσφέρουν θυσία βόδι ή πρόβατο, την ωμοπλάτη, τα δυο σαγόνια και το στομάχι. Τα πρωτογεννήματα από το στάρι, το κρασί και το λάδι σας κι επίσης από το μαλλί των προβάτων σας θα τα δίνετε σ’ αυτούς. Αυτούς διάλεξε ο Κύριος, ο Θεός σας, απ’ όλες τις φυλές σας, για να του προσφέρουν αδιάκοπα τις υπηρεσίες τους, αυτοί και οι απόγονοί τους. Αν ένας Λευίτης, έχει την επιθυμία να φύγει από κάποια πόλη του Ισραήλ, όπου κατοικεί σαν ξένος, και να έρθει στον τόπο που θα έχει διαλέξει ο Κύριος για να λατρεύεται το όνομά του, μπορεί να έρθει και να υπηρετεί τον Κύριο, το Θεό του, όπως όλοι οι άλλοι Λευίτες, που βρίσκονται εκεί, και υπηρετούν ενώπιον του Κυρίου. Θα παίρνει κι αυτός το ίδιο μερίδιο τροφής μ’ εκείνους, ανεξάρτητα από τα εισοδήματα που έχει από την πατρική του περιουσία. Όταν θα μπείτε στη χώρα, που σας δίνει, ο Κύριος, ο Θεός σας, δεν πρέπει να μάθετε να τηρείτε τα βδελυρά έθιμα εκείνων των εθνών. Δε θα βρεθεί κανείς ανάμεσά σας, που να προσφέρει το γιο του ή την κόρη του να καούν θυσία ή που ν’ ασκεί μαντεία ή οιωνοσκοπία ή απόκρυφες τέχνες ή μαγεία· κανείς δεν πρέπει να γίνει μάγος ή εξορκιστής πνευμάτων, μάντης ή νεκρομάντης. Όποιος τα κάνει αυτά είναι μισητός στον Κύριο. Άλλωστε εξαιτίας αυτών των βδελυρών πράξεων θα διώξει ο Κύριος αυτά τα έθνη από μπροστά σας. Πρέπει, λοιπόν, να είστε απόλυτα πιστοί στον Κύριο, το Θεό σας. Αυτά τα έθνη που θα διώξετε, δίνουν προσοχή στους οιωνοσκόπους και στους μάντεις. Τέτοια πράγματα όμως δεν τα επιτρέπει σ’ εσάς ο Κύριος, ο Θεός σας. Αυτός θα αναδείξει έναν προφήτη από σας, μέσα από το λαό σας, σαν εμένα. Αυτόν ν’ ακούτε. Αυτό ακριβώς ζητήσατε από τον Κύριο, το Θεό σας την ημέρα που είχατε συναχθεί στο όρος Χωρήβ. «Δε θέλουμε ν’ ακούμε πια τη φωνή του Κυρίου, του Θεού μας», λέγατε. «Δε θέλουμε πια να βλέπουμε αυτή τη μεγάλη φωτιά, για να μην πεθάνουμε». Τότε ο Κύριος μου είπε· «Σωστά είναι αυτά που είπαν. Εγώ θ’ αναδείξω μέσα από τον ίδιο τους το λαό έναν προφήτη γι’ αυτούς, σαν εσένα. Θα βάλω τα λόγια μου στο στόμα του και θα τους λέει όλα όσα εγώ θα τον διατάζω. Αν κάποιος δεν δώσει προσοχή στα λόγια μου, δηλαδή σ’ αυτά που θα λέει ο προφήτης εξ ονόματός μου, εγώ ο ίδιος, θα τον τιμωρήσω. Αν όμως κάποιος προφήτης αρχίσει από ασέβεια να λέει εξ ονόματός μου πράγματα που δεν τον διέταξα εγώ να τα πει ή αν μιλάει εξ ονόματος άλλων θεών, ο προφήτης αυτός πρέπει να θανατωθεί». Ίσως τώρα να διερωτηθείτε: «Πώς θα ξεχωρίζουμε το λόγο που δεν τον είπε ο Κύριος;» Λοιπόν: Αν ένας προφήτης μιλήσει εξ ονόματος του Κυρίου αλλά ο λόγος του δεν πραγματοποιηθεί και δεν επαληθευτεί, τότε το λόγο αυτόν δεν τον είπε ο Κύριος· ο προφήτης μίλησε με ασέβεια. Μην τον φοβηθείτε. Όταν ο Κύριος ο Θεός σας εξαφανίσει τα άλλα έθνη, και δώσει σ’ εσάς τη χώρα τους κι εσείς τα διώξετε και εγκατασταθείτε στις πόλεις τους και στα σπίτια τους, Ένας φονιάς θα μπορεί να καταφεύγει εκεί για ασφάλεια μόνο αν έχει σκοτώσει το συνάνθρωπό του χωρίς να το θέλει, κι ενώ δεν τον μισούσε προηγουμένως. Όπως, για παράδειγμα, όταν μπει κάποιος στο δάσος με έναν άλλον για να κόψουν ξύλα· ενδέχεται να σηκώσει με το χέρι του το τσεκούρι για να χτυπήσει ένα δέντρο, αλλά να φύγει το σίδερο από το στυλιάρι και να χτυπήσει τον άλλο θανάσιμα. Ο δράστης αυτός θα μπορεί να καταφεύγει σε μια από τις πόλεις εκείνες και να ζει ασφαλής. Αλλιώς, θα μπορούσε ο εκδικητής του θύματος να καταδιώξει το φονιά πάνω στο θυμό του, να τον προλάβει –αν μάλιστα ο δρόμος είναι μακρύς– και να τον σκοτώσει· ενώ ο δράστης δεν είναι ένοχος θανάτου, εφ’ όσον δεν μισούσε προηγουμένως το θύμα του. Γι’ αυτό σας διατάζω να ξεχωρίσετε τρεις πόλεις. Έτσι δεν θα σκοτώνονται αθώοι άνθρωποι στη χώρα, που σας δίνει ο Κύριος, ο Θεός σας για ιδιοκτησία· αλλιώς η ευθύνη γι’ αυτούς τους θανάτους θα είναι όλη δική σας. Αν όμως ένας μισεί κάποιον και του στήσει ενέδρα κι ορμήσει εναντίον του και του επιφέρει θανατηφόρο χτύπημα και μετά καταφύγει σε μια απ’ αυτές τις πόλεις, τότε οι πρεσβύτεροι της πόλης του θα στείλουν να τον πάρουν από ’κει και θα τον παραδώσουν στον εκδικητή του θύματος για να θανατωθεί. Δε θα τον λυπηθείτε· θα εξαφανίσετε από το λαό του Ισραήλ το δολοφόνο ενός αθώου, αν θέλετε να ευτυχήσετε. Μη μετακινείτε τα σύνορα του γείτονά σας από τη θέση που θα καθορίσουν οι πρώτοι κάτοχοι, στον κλήρο που θα λάβετε, στη χώρα που σας δίνει για ιδιοκτησία ο Κύριος, ο Θεός σας. Ένας μόνο μάρτυρας δεν αρκεί για να καταδικαστεί κάποιος που κατηγορείται για οποιοδήποτε έγκλημα, παρανομία ή αμαρτία. Κάθε γεγονός θα επιβεβαιώνεται με τη μαρτυρική κατάθεση δύο ή τριών μαρτύρων. Αν παρουσιαστεί ένας ψευδομάρτυρας εναντίον κάποιου και τον κατηγορεί για παρανομία, τότε θα παρουσιαστούν ενώπιον του Κυρίου και οι δύο αντίδικοι μπροστά στους ιερείς και στους δικαστές που θα είναι σε υπηρεσία εκείνες τις μέρες. Οι δικαστές θα εξετάσουν καλά την υπόθεση και, αν αποδειχθεί ότι ο μάρτυρας είπε ψέματα και κατηγόρησε άδικα το συμπατριώτη του, τότε θα του επιβληθεί η τιμωρία που αυτός υπολόγιζε να επιβληθεί στο συμπατριώτη του. Έτσι θα εξαλείψετε το κακό από ανάμεσά σας. Οι υπόλοιποι θ’ ακούσουν και θα φοβηθούν και δε θα ξανακάνουν πια τέτοιο αδίκημα. Κανένα δε θα λυπάστε. Θ’ ανταποδίδετε ζωή αντί ζωής, οφθαλμόν αντί οφθαλμού, οδόντα αντί οδόντος, χέρι αντί χεριού και πόδι αντί ποδιού. Όταν θα βγαίνετε να πολεμήσετε τους εχθρούς σας, και τύχει να δείτε ιππικό, άρματα και στρατό περισσότερα από σας, μην τους φοβηθείτε, γιατί ο Κύριος, ο Θεός σας, που σας έβγαλε από την Αίγυπτο, θα είναι μαζί σας. Αλλά όταν πρόκειται να βγείτε για πόλεμο, ο ιερέας θα πλησιάσει και θα μιλήσει στους στρατιώτες. Θα τους πει: «Ακούστε, Ισραηλίτες! Σήμερα βγαίνετε να πολεμήσετε τους εχθρούς σας. Μη δειλιάζετε, μη φοβάστε, μην πανικοβάλλεστε και μην τρομάζετε μπροστά τους· γιατί ο Κύριος, ο Θεός σας, έρχεται μαζί σας, για να πολεμήσει για σας εναντίον των εχθρών σας και να σας βοηθήσει». Μετά θα μιλήσουν στους στρατιώτες οι αξιωματικοί και θα τους πουν: «Είναι κανείς από σας που έχει χτίσει καινούριο σπίτι και δεν έκανε ακόμη τα εγκαίνιά του; Να φύγει και να γυρίσει σπίτι του, μήπως σκοτωθεί στον πόλεμο και πάει άλλος και το εγκαινιάσει. Είναι κανείς από σας που έχει φυτέψει αμπέλι και δε δοκίμασε ακόμα τους καρπούς του; Να φύγει και να γυρίσει σπίτι του, μήπως σκοτωθεί στον πόλεμο και τους δοκιμάσει άλλος. Είναι κανείς από σας που έχει αρραβωνιαστεί αλλά δεν παντρεύτηκε ακόμα; Να φύγει και να γυρίσει σπίτι του, μήπως σκοτωθεί στον πόλεμο και τη γυναίκα του την πάρει άλλος». Επίσης οι αξιωματικοί θα πουν: «Είναι κανείς από σας που φοβάται κι έχει χάσει το θάρρος του; Να φύγει και να γυρίσει σπίτι του, για να μη γίνει αιτία να δειλιάσουν και οι άλλοι όπως αυτός». Όταν οι αξιωματικοί τελειώσουν την ομιλία τους στους στρατιώτες, τότε θα ορίσουν τους επικεφαλής των διαφόρων τμημάτων του στρατού. Όταν πλησιάσετε σε μια πόλη για να της επιτεθείτε, πρώτα θα στείλετε σ’ αυτήν ειρηνικές προτάσεις. Κι αν οι κάτοικοι σας απαντήσουν ότι θέλουν ειρήνη και σας ανοίξουν τις πύλες, τότε όλος ο πληθυσμός της πόλης θα σας είναι υποτελής και θα δουλεύει για σας. Αν όμως δεν κάνουν ειρήνη μαζί σας και σας πολεμήσουν, τότε θα πολιορκήσετε την πόλη. Και όταν ο Κύριος, ο Θεός σας, θα την παραδώσει στην εξουσία σας, τότε θα κατασφάξετε όλους τους άντρες της. Τις γυναίκες και τα παιδιά, τα ζώα και όλα τα λάφυρα που θα βρείτε στην πόλη μπορείτε να τα πάρετε δικά σας. Μπορείτε να επωφεληθείτε απ’ ό,τι ανήκει στους εχθρούς σας· ο Κύριος, ο Θεός σας σάς τα δίνει. Έτσι θα κάνετε με όλες τις πόλεις που βρίσκονται μακριά και δεν ανήκουν σ’ αυτά εδώ τα έθνη, στη χώρα που θα εγκατασταθείτε. Στις πόλεις όμως ετούτων των λαών, που ο Κύριος, ο Θεός σας, σας δίνει για ιδιοκτησία, κανένας άνθρωπος δεν πρέπει να μείνει ζωντανός. Θα τους εξοντώσετε τελείως όλους: Τους Χετταίους, τους Αμορραίους, τους Χαναναίους, τους Φερεζαίους, τους Ευαίους και τους Ιεβουσαίους, όπως σας έχει διατάξει ο Κύριος, ο Θεός σας. Αλλιώς, αυτοί θα σας μάθουν να κάνετε τις βδελυρές τους πράξεις, αυτές που κάνουν στις λατρείες των θεών τους, και έτσι θα αμαρτήσετε στον Κύριο, το Θεό σας. Όταν πολιορκείτε μια πόλη για πολλές μέρες για να την κυριέψετε, μην κόβετε τα οπωροφόρα δέντρα γύρω της. Μπορείτε να τρέφεστε από τους καρπούς τους, αυτά όμως μην τα κόβετε. Τα δέντρα στους αγρούς δεν είναι άνθρωποι, για να φέρεστε σ’ αυτά όπως στους πολιορκημένους. Μόνο τα δέντρα που ξέρετε ότι δεν κάνουν φαγώσιμο καρπό, αυτά μπορείτε να τα καταστρέφετε και να τα κόβετε για να κατασκευάζετε οχυρώματα ενάντια στην πόλη, που βρίσκεστε σε πόλεμο μαζί της, ώσπου αυτή να πέσει. Αν στη χώρα που σας δίνει ο Κύριος ο Θεός σας για ιδιοκτησία βρεθεί έξω στα χωράφια κάποιος σκοτωμένος, χωρίς να είναι γνωστό ποιος τον σκότωσε, τότε θα βγουν οι πρεσβύτεροί σας και οι δικαστές σας και θα μετρήσουν την απόσταση των πόλεων που είναι γύρω από τον τόπο όπου βρέθηκε ο σκοτωμένος. Όταν καθοριστεί η πλησιέστερη πόλη, τότε οι πρεσβύτεροι της πόλης εκείνης θα πάρουν ένα δαμάλι που δεν έχει ποτέ χρησιμοποιηθεί για εργασία κάτω από ζυγό· θα το κατεβάσουν σ’ έναν χείμαρρο που έχει τρεχούμενο νερό, σ’ έναν τόπο που δεν έχει ποτέ οργωθεί ούτε σπαρθεί, κι εκεί πλάι στο χείμαρρο θα του σπάσουν το σβέρκο. Επίσης θα πάνε εκεί οι ιερείς, οι απόγονοι του Λευί, που ο Κύριος, ο Θεός σας, τους έχει επιλέξει να τον υπηρετούν, και να απαγγέλλουν την ευλογία στο όνομά του. Αυτοί είναι που αποφασίζουν για κάθε φιλονικία και κάθε πράξη βίας. Τότε όλοι οι πρεσβύτεροι της πόλης εκείνης, της πλησιέστερης στον σκοτωμένο, θα πλύνουν τα χέρια τους πάνω από το δαμάλι που του έσπασαν το σβέρκο πλάι στο χείμαρρο, και θα δηλώσουν δημόσια: «Δεν κάναμε εμείς αυτό το φόνο ούτε είδαμε τι έγινε. Συγχώρησε, Κύριε, το λαό σου, τον Ισραήλ, που τον λύτρωσες. Μην καταλογίσεις σ’ αυτόν την ευθύνη για το θάνατο ενός αθώου». Έτσι θα συγχωρηθούν για το φόνο. Κι εσείς, εκτελώντας ό,τι ευχαριστεί τον Κύριο, θα αποσείσετε από πάνω σας την ευθύνη γι’ αυτό το θάνατο. Όταν κάνετε πόλεμο με τους εχθρούς σας και ο Κύριος, ο Θεός σας, τους παραδώσει στην εξουσία σας και πιάσετε αιχμαλώτους, αν κάποιος από σας δει ανάμεσά τους μια ωραία γυναίκα και την ερωτευθεί και θελήσει να την πάρει γυναίκα του, μπορεί να τη φέρει στο σπίτι του. Η γυναίκα θα ξυρίσει το κεφάλι της, θα κόψει τα νύχια της, και θα βγάλει τα φορέματα της αιχμαλωσίας από πάνω της· θα μείνει στο σπίτι και θα κλάψει τον πατέρα της και τη μάνα της για ένα μήνα· τότε μόνο ο άντρας μπορεί να την πλησιάσει και να την κάνει γυναίκα του. Αν αργότερα δεν του αρέσει πια η γυναίκα, μπορεί να την αφήσει ελεύθερη· πάντως απαγορεύεται να την πουλήσει ή να την μεταχειριστεί σαν δούλη, αφού την υποχρέωσε να γίνει γυναίκα του. Ίσως κάποιος έχει δύο γυναίκες και αγαπάει τη μια περισσότερο από την άλλη. Αν του γεννήσουν και οι δύο γιους κι ο πρωτότοκος γιος δεν προέρχεται από την ευνοούμενη σύζυγο, ο πατέρας, όταν θελήσει να μοιράσει την περιουσία του στους γιους του, δεν δικαιούται να δώσει στο γιο της ευνοούμενης συζύγου τα δικαιώματα του πρωτοτόκου εις βάρος του άλλου γιου, του πραγματικού πρωτοτόκου. Είναι υποχρεωμένος ν’ αναγνωρίσει ως πρωτότοκο, το γιο της μη ευνοουμένης, δίνοντάς του διπλάσιο μερίδιο απ’ όλα του τα υπάρχοντα. Γιατί αυτός είναι στην πραγματικότητα ο πρώτος καρπός της γεννητικής του δύναμης· σ’ αυτόν ανήκουν τα δικαιώματα του πρωτοτόκου. Ίσως κάποιος έχει έναν γιο κακό και δύστροπο, που δεν ακούει τους γονείς του, παρ’ όλες τις τιμωρίες που του επιβάλλουν. Τότε ο πατέρας και η μάνα θα πάρουν το γιο τους και θα τον φέρουν στους πρεσβυτέρους, στην πύλη της πόλης τους, και θα τους πουν: «Αυτός ο γιος μας είναι δύστροπος και πεισματάρης, άσωτος και μέθυσος· ποτέ δεν μας ακούει». Τότε όλοι οι άντρες της πόλης θα τον πάρουν και θα τον θανατώσουν με λιθοβολισμό. Έτσι θα εξαλείψετε το κακό από ανάμεσά σας, και όλος ο λαός του Ισραήλ θ’ ακούσει και θα φοβηθεί. Αν κάποιος διαπράξει ένα αμάρτημα που τιμωρείται με θάνατο και καταδικαστεί γι’ αυτό, και τον κρεμάσουν σε ξύλο, το σώμα του δεν πρέπει να μείνει κρεμασμένο όλη τη νύχτα. Πρέπει οπωσδήποτε να το θάψετε την ίδια μέρα, για να μη μολύνετε τη χώρα που σας δίνει ο Κύριος, ο Θεός σας για ιδιοκτησία. Όποιος κρεμιέται είναι καταραμένος από το Θεό. Αν δεις το βόδι του συμπατριώτη σου ή το αρνί του να περιπλανιέται, μην αδιαφορήσεις γι’ αυτό, αλλά να το οδηγήσεις οπωσδήποτε στον κάτοχό του. Κι αν αυτός δε μένει κοντά σου ή δεν τον γνωρίζεις, θα το φέρεις στο σπίτι σου και θα το κρατήσεις κοντά σου, ωσότου ο κύριός του το αναζητήσει· τότε θα του το επιστρέψεις. Το ίδιο θα κάνεις και για το γαϊδούρι του και για τα ρούχα του και για καθετί που ενδέχεται να χάσει ο συμπατριώτης σου και το βρεις εσύ. Δεν μπορείς ν’ αδιαφορήσεις. Αν δεις το γαϊδούρι του συμπατριώτη σου ή το βόδι του πεσμένο στο δρόμο, μην αδιαφορήσεις· πρέπει οπωσδήποτε να τον βοηθήσεις να το σηκώσει. Η γυναίκα δεν πρέπει να φοράει τα ρούχα του άντρα, ούτε ο άντρας τα ρούχα της γυναίκας. Όποιον κάνει αυτά τα πράγματα, τον αποστρέφεται ο Κύριος, ο Θεός σας. Αν στο δρόμο σου συναντήσεις, είτε πάνω σε κάποιο δέντρο είτε καταγής, μια φωλιά με μικρά πουλιά ή με αυγά, με τη μητέρα τους να κάθεται πάνω τους, μην πάρεις τη μητέρα μαζί με τα πουλιά. Πρέπει οπωσδήποτε ν’ αφήσεις τη μητέρα να φύγει και να πάρεις μόνο τα πουλιά, για να ευτυχήσεις και να ζήσεις πολλά χρόνια. Όταν χτίσεις καινούριο σπίτι, να φτιάξεις στηθαίο γύρω στο δώμα σου, για να μην πέσει από ’κει κανείς και σκοτωθεί· και θα είσαι εσύ υπεύθυνος για το θάνατό του. Μη φυτέψεις στο αμπέλι σου σπόρους άλλων φυτών, γιατί τότε όλη η παραγωγή και του αμπελιού και των φυτών, που έσπειρες, θα πρέπει ν’ αφιερωθεί στον Κύριο. Μην οργώνεις μ’ ένα βόδι κι ένα γαϊδούρι ζεμένα μαζί. Μη ντύνεσαι με ύφασμα φτιαγμένο από μαλλί και βαμβάκι μαζί. Θα κάνεις κρόσσια στις τέσσερις άκρες του μανδύα που φοράς. Ίσως κάποιος παντρευτεί μια γυναίκα και ενωθεί μαζί της αλλά αργότερα δεν τη θέλει άλλο, κι αρχίσει να την κατηγορεί για τη συμπεριφορά της, και τη δυσφημεί λέγοντας: «παντρεύτηκα αυτή τη γυναίκα κι όταν την πλησίασα δεν τη βρήκα παρθένα». Τότε ο πατέρας της νέας κι η μητέρα της θα πάρουν τις αποδείξεις της παρθενίας της και θα τις φέρουν στους πρεσβυτέρους της πόλης, στην πύλη. Ο πατέρας της νέας θα πει στους πρεσβυτέρους: «Την κόρη μου την έδωσα σ’ αυτόν τον άντρα για γυναίκα, αλλά αυτός δεν τη θέλει πια. Τώρα την κατηγορεί για ανήθικη συμπεριφορά και μου λέει ότι δεν την βρήκε παρθένα. Εδώ όμως είναι οι αποδείξεις της παρθενίας της κόρης μου» –και θ’ απλώσουν οι γονείς το σεντόνι μπροστά στους πρεσβυτέρους. Τότε οι πρεσβύτεροι της πόλης θα συλλάβουν τον άντρα και θα τον μαστιγώσουν· επιπλέον θα του επιβάλουν χρηματική ποινή εκατό σίκλους, που θα τους παραδώσει στον πατέρα της νέας, επειδή δυσφήμισε μια παρθένα Ισραηλίτισσα. Τέλος αυτή θα παραμείνει γυναίκα του για πάντα· δεν θα μπορεί να τη χωρίσει σ’ όλη του τη ζωή. Αν όμως η κατηγορία αποδειχτεί αληθινή και δε βρεθούν οι αποδείξεις της παρθενίας της νέας, τότε θα την οδηγήσουν μπροστά στην πόρτα του πατρικού της σπιτιού, και οι άντρες της πόλης της θα τη θανατώσουν με λιθοβολισμό, γιατί διέπραξε ατιμία μέσα στο λαό του Ισραήλ· είχε σχέσεις με άντρα, ενώ ακόμα έμενε στο πατρικό της σπίτι. Έτσι θα εξαλείψετε το κακό απ’ ανάμεσά σας. Αν κάποιος πιαστεί να πλαγιάζει με παντρεμένη γυναίκα, τότε θα θανατωθούν και οι δυό. Έτσι θα εξαλείψετε το κακό μέσα από το λαό του Ισραήλ. Αν ένας άντρας συναντήσει στην πόλη μια νέα παρθένα, αρραβωνιασμένη και πλαγιάσει μαζί της, τότε θα τους βγάλουν και τους δύο στην πύλη της πόλης εκείνης και θα τους θανατώσουν με λιθοβολισμό· τη νέα, επειδή δεν φώναξε για βοήθεια, αν και βρισκόταν στην πόλη, και τον άντρα, επειδή ταπείνωσε τη γυναίκα του συνανθρώπου του. Έτσι θα εξαλείψετε το κακό απ’ ανάμεσά σας. Αν, όμως, ο άντρας συναντήσει την αρραβωνιασμένη παρθένα έξω στα χωράφια και τη βιάσει, τότε θα θανατωθεί μόνον ο άντρας. Στη νέα δεν θα κάνετε τίποτε· η νέα δεν διέπραξε αμαρτία που να τιμωρείται με θάνατο. Η περίπτωση αυτή είναι σαν του ανθρώπου που κάποιος του επιτίθεται και τον σκοτώνει. Ο άντρας τη βρήκε στα χωράφια· η νέα μπορεί να φώναξε, αλλά να μην ήταν κανείς εκεί για να τη σώσει. Αν ένας άντρας συναντήσει μια νέα που δεν είναι αρραβωνιασμένη, και τη βιάσει και τους ανακαλύψουν, τότε ο άντρας που βίασε την κοπέλα, θα δώσει στον πατέρα της πενήντα ασημένιους σίκλους και θα την πάρει γυναίκα του, επειδή την ταπείνωσε· και σ’ όλη του τη ζωή δεν θα μπορεί να τη χωρίσει. Να μην πάρει κανείς τη γυναίκα του πατέρα του για να μην ατιμάσει τον πατέρα του. Όποιος ευνουχίστηκε με θλάση ή αποκοπή των γεννητικών του οργάνων, δεν μπορεί να γίνει δεκτός στην κοινότητα του Κυρίου. Νόθος δεν μπορεί να γίνει δεκτός στην κοινότητα του Κυρίου ακόμα κι ως τη δέκατη γενιά των απογόνων του. Οι Αμμωνίτες κι οι Μωαβίτες δεν μπορούν να γίνουν δεκτοί στην κοινότητα του Κυρίου ποτέ, ακόμα κι ως τη δέκατη γενιά των απογόνων τους. Αυτοί αρνήθηκαν να έρθουν και να σας προμηθεύσουν ψωμί και νερό στο δρόμο, όταν βγήκατε από την Αίγυπτο. Αντίθετα, έστειλαν και κάλεσαν εναντίον σας το Βαλαάμ, γιο του Βεώρ, από την Πεθόρ, της Μεσοποταμίας και τον πλήρωσαν για να σας καταραστεί. Αλλά ο Κύριος, ο Θεός σας, δε θέλησε ν’ ακούσει το Βαλαάμ, και μετέτρεψε για σας την κατάρα σε ευλογία, επειδή σας αγαπάει. Μην επιδιώξεις ποτέ στη ζωή σου την προκοπή τους και το καλό τους. Τους Εδωμίτες μην τους αποστρέφεστε γιατί αυτοί είναι συγγενικός σας λαός. Επίσης μην αποστρέφεστε τους Αιγυπτίους, γιατί έχετε μείνει ως ξένοι στη χώρα τους. Η τρίτη γενιά των απογόνων τους μπορεί να γίνει δεκτή στην κοινότητα του Κυρίου. Όταν εκστρατεύετε εναντίον των εχθρών σας και μένετε σε στρατόπεδο, να φυλάγεστε από ο,τιδήποτε μπορεί να σας καταστήσει ακάθαρτους. Αν υπάρχει ανάμεσά σας κάποιος που δεν είναι καθαρός, επειδή έπαθε ονείρωξη, αυτός θα βγει έξω από το στρατόπεδο και δε θα μπει μέσα όλη την ημέρα. Το δειλινό, θα πλυθεί με νερό και με τη δύση του ήλιου μπορεί να μπει στο στρατόπεδο. Θα ορίζετε έναν τόπο έξω από το στρατόπεδο που να πηγαίνετε για τις φυσικές σας ανάγκες. Καθένας να έχει μαζί με τον εξοπλισμό του ένα τσαπί και όταν πηγαίνει εκεί έξω, να σκάβει μ’ αυτό και μετά να σκεπάζει τα κόπρανά του. Ο Κύριος, ο Θεός σας, πηγαινοέρχεται μέσα στο στρατόπεδό σας, για να σας προστατεύει και να κάνει τους εχθρούς σας να παραδίνονται μπροστά σας. Γι’ αυτό πρέπει το στρατόπεδο σας να είναι τόπος καθαρός· για να μη δει ο Κύριος εκεί κάτι ακάθαρτο και σας εγκαταλείψει. Αν ένας δούλος φύγει από τον κύριό του και ζητήσει καταφύγιο κοντά σας, μην τον παραδώσετε στον κύριό του. Θα εγκατασταθεί ανάμεσά σας, στον τόπο που θα διαλέξει σε μία από τις πόλεις σας, όπου του αρέσει· δε θα τον εκμεταλλευτείτε όμως. Κανείς Ισραηλίτης, άντρας ή γυναίκα, δεν πρέπει να επιδοθεί στην ιερή πορνεία. Δε θα φέρετε στο ναό του Κυρίου, του Θεού σας την αμοιβή πόρνης ή το χρήμα κίναιδου, για να εκπληρώσετε οποιοδήποτε τάμα· είναι και τα δυο βδελυρές πράξεις για τον Κύριο, το Θεό σας. Μη δανείσεις στο συμπατριώτη σου χρήματα με τόκο ή τρόφιμα με τόκο ή ο,τιδήποτε άλλο δανειστεί από σένα. Από τον ξένο θα παίρνεις τόκο, αλλά από τον ομοεθνή σου δεν θα πάρεις, για να σε ευλογεί ο Κύριος, ο Θεός σου, σε ο,τιδήποτε επιχειρείς, στη χώρα που πηγαίνετε για να την πάρετε για ιδιοκτησία σας. Αν κάνεις ένα τάμα στον Κύριο, το Θεό σου, μην αργήσεις να το εκπληρώσεις, γιατί αυτός θα σου το ζητήσει και θα σου καταλογιστεί ως αμαρτία. Όταν όμως αποφεύγεις να τάξεις δεν έχεις αμαρτία. Τον λόγο σου να τον τηρείς και να εκπληρώνεις ό,τι έταξες στον Κύριο τον Θεό σου, όπως ακριβώς και τις προαιρετικές προσφορές σου. Αν μπεις στο αμπέλι του γείτονά σου, μπορείς να φας όσα σταφύλια θέλεις, ώσπου να χορτάσεις, αλλά δεν έχεις το δικαίωμα να πάρεις και μαζί σου. Αν μπεις στα σπαρτά του γείτονά σου μπορείς να κόψεις στάχυα με το χέρι σου, αλλά δρεπάνι δε θα βάλεις στα σπαρτά του. Αν κάποιος πάρει μια γυναίκα και παντρευτούν αλλά αργότερα την αντιπαθήσει, επειδή βρήκε σ’ αυτήν κάποιον ψόγο, τότε μπορεί να της εγχειρίσει ένα έγγραφο διαζυγίου και να τη διώξει από το σπίτι του. Αν αυτή, αφού φύγει από το σπίτι του, πάει και παντρευτεί άλλον άντρα, και ο δεύτερος αυτός άντρας πάψει να την αγαπάει και της εγχειρίσει ένα έγγραφο διαζυγίου και τη διώξει από το σπίτι του, ή αν αυτός πεθάνει, τότε ο πρώτος της άντρας, που την είχε διώξει, δεν μπορεί να την ξαναπάρει πάλι γυναίκα του, επειδή θεωρείται ακάθαρτη. Θα ήταν πράξη βδελυρή για τον Κύριο, το Θεό σας, και δεν πρέπει να μολύνετε με αμαρτία τη χώρα, που αυτός σας δίνει για ιδιοκτησία. Όταν είναι κανείς νιόπαντρος, δε θα πηγαίνει στην εκστρατεία και δε θα του ανατίθεται καμιά δημόσια υπηρεσία· για ένα χρόνο θα είναι ελεύθερος, για να μείνει σπίτι του και να κάνει ευτυχισμένη τη γυναίκα που πήρε. Να μην πάρει κανείς για ενέχυρο το χερόμυλο ή έστω και την πάνω πέτρα του, γιατί είναι σαν να παίρνει για ενέχυρο την ίδια τη ζωή. Αν κανείς από τους Ισραηλίτες απαγάγει έναν ομοεθνή του και τον κάνει σκλάβο του ή τον πουλήσει για δούλο, τότε ο απαγωγέας θα θανατώνεται. Έτσι θα εξαλείψετε το κακό απ’ ανάμεσά σας. Να προσέχετε τις πληγές των δερματικών νόσων· να φροντίζετε να τηρείτε με σχολαστικότητα όλες τις οδηγίες που θα σας διδάξουν οι ιερείς-Λευίτες, σύμφωνα με όσα τους έχω διατάξει. Θυμηθείτε τι έκανε ο Κύριος ο Θεός σας στη Μαριάμ, στο δρόμο, όταν βγήκατε απ’ την Αίγυπτο. Αν δώσεις στο συμπατριώτη σου ένα δάνειο, μη μπεις μέσα στο σπίτι του όταν πας να του πάρεις το ενέχυρο. Θα σταθείς έξω, κι ο οφειλέτης θα σου φέρει έξω το ενέχυρο. Αν ο άνθρωπος αυτός είναι φτωχός, και σου έδωσε ως ενέχυρο το πανωφόρι του, εσύ μην το κρατήσεις όλη τη νύχτα. Πρέπει το δίχως άλλο να του το επιστρέψεις με τη δύση του ήλιου, για να μπορέσει να τυλιχτεί μέσα στο πανωφόρι του και να κοιμηθεί. Θα σε ευγνωμονεί μετά, κι αυτό θα υπολογιστεί για δίκαιη πράξη από τον Κύριο το Θεό σου. Μην εκμεταλλεύεσαι ποτέ τον μισθωτό, το δυστυχισμένο και το φτωχό συμπατριώτη σου ή τον ξένο που ζει σε μια από τις πόλεις της χώρας σου. Να του δίνεις κάθε μέρα το ημερομίσθιό του, πριν απ’ τη δύση του ήλιου· γιατί είναι φτωχός και το έχει ανάγκη. Αλλιώς αυτός θα φωνάξει με αγανάκτηση εναντίον σου στον Κύριο, κι αυτό θα σου καταλογιστεί για αμαρτία. Δεν πρέπει να τιμωρούνται με θάνατο οι γονείς για τις αμαρτίες των παιδιών τους, ούτε τα παιδιά για τις αμαρτίες των γονιών τους. Ο καθένας θα τιμωρείται με θάνατο μόνο για τη δική του αμαρτία. Μη διαστρεβλώνεις το δίκιο του ξένου ή του ορφανού, και μην παίρνεις για ενέχυρο το φόρεμα της χήρας· να θυμόσαστε ότι κάποτε ήσασταν δούλοι στην Αίγυπτο και σας λύτρωσε από ’κει ο Κύριος, ο Θεός σας· γι’ αυτό κι εγώ σας διατάζω να τηρείτε αυτή την εντολή. Όταν θερίζετε τη σοδειά σας και λησμονήσετε ένα χερόβολο στάχυα στο χωράφι, μη γυρίσετε να το πάρετε· αυτό είναι για τον ξένο, το ορφανό και τη χήρα· έτσι θα σας ευλογεί ο Κύριος, ο Θεός σας, σ’ ό,τι κι αν καταπιανόσαστε. Το ίδιο όταν ραβδίζετε τις ελιές σας: μην ξαναγυρνάτε να μαζέψετε τον ξεχασμένο καρπό· ό,τι απόμεινε είναι για τον ξένο, το ορφανό και την χήρα. Τέλος όταν τρυγάτε το αμπέλι σας, μην ξαναπερνάτε ανάμεσα στα κλήματα για να μαζέψετε τα ξεχασμένα τσαμπιά. Όσα έμειναν είναι για τον ξένο, το ορφανό και τη χήρα. Να θυμάστε ότι ήσασταν δούλοι στην Αίγυπτο. Γι’ αυτό κι εγώ σας διατάζω να τηρείτε αυτή την εντολή. Αν παρουσιαστεί κάποια διαφορά ανάμεσα σε δυο ανθρώπους και πάνε στο δικαστήριο για να γίνει δίκη, ο ένας θα δικαιωθεί κι ο άλλος θα καταδικαστεί. Αν ο ένοχος καταδικαστεί να μαστιγωθεί, ο δικαστής θα διατάξει να τον ρίξουν χάμω και να τον μαστιγώσουν μπροστά του· τα χτυπήματα που θα του δώσουν με το μαστίγιο θα είναι σε αριθμό ανάλογα με τη σοβαρότητα της ενοχής του. Δεν πρέπει να ξεπεράσουν τα σαράντα, γιατί αν τον χτυπήσουν περισσότερο, ο συμπατριώτης σας θα εξευτελιστεί στα μάτια σας. Μη βάλεις φίμωτρο στο βόδι που αλωνίζει. Αν συμβαίνει δυο αδέρφια να συγκατοικούν και να πεθάνει ένας απ’ αυτούς χωρίς ν’ αφήσει γιο, τότε η χήρα του δεν θα παντρευτεί ξένον άντρα· ο αδερφός του άντρα της θα πάει σ’ αυτή και θα την πάρει γυναίκα του κι έτσι θα εκπληρώσει το ανδραδελφικό καθήκον του, προς αυτήν. Ο πρωτότοκος γιος που θα γεννήσει η χήρα, θα θεωρείται γιος εκείνου που πέθανε, για να μην εξαφανιστεί το όνομά του από τον Ισραήλ. Αν όμως ο άντρας αυτός δεν θέλει να πάρει γυναίκα του τη χήρα του αδερφού του, τότε αυτή θα πάει στην πύλη, στους πρεσβυτέρους και θα τους πει: «Ο αδερφός του άντρα μου αρνείται να συνεχίσει το όνομα του αδερφού του στον Ισραήλ· δε θέλει να εκπληρώσει το ανδραδερφικό καθήκον του σ’ εμένα». Οι πρεσβύτεροι της πόλης του θα τον καλέσουν και θα του μιλήσουν· αν αυτός επιμένει και λέει, «δεν θέλω να την πάρω αυτή για γυναίκα μου», τότε η χήρα θα τον πλησιάσει μπροστά στους πρεσβυτέρους, θα του βγάλει το σανδάλι από το πόδι του και θα τον φτύσει στο πρόσωπο λέγοντας: «Αυτά παθαίνει ο άντρας, που αρνείται να δημιουργήσει οικογένεια στον αδερφό του». Από ’κει και πέρα η οικογένεια αυτού του ανθρώπου θα ονομάζεται «οικογένεια γυμνοπόδη» μέσα σ’ όλο το λαό του Ισραήλ. Αν δυο άνθρωποι μαλώνουν, και πλησιάσει η γυναίκα του ενός για να γλιτώσει τον άντρα της από τα χέρια εκείνου που τον χτυπάει και απλώσει το χέρι της και πιάσει τον επιτιθέμενο από τα απόκρυφά του μέρη, τότε θα της κόψετε το χέρι· δε θα τη λυπηθείτε. Στο σακί σου δεν θα έχεις δύο ειδών σταθμά, ένα μεγάλο (για ν’ αγοράζεις) κι ένα μικρό (για να πουλάς). Στο σπίτι σου δεν θα έχεις δύο ειδών εφά, ένα μεγάλο κι ένα μικρό. Θα έχεις σωστά και ακριβή σταθμά, σωστό και ακριβές εφά, για να ζήσεις πολλά χρόνια στη χώρα που σου δίνει ο Κύριος, ο Θεός σου. Γιατί αυτός αποστρέφεται όποιον διαπράττει τέτοιου είδους αδικία. Ποτέ να μην ξεχάσετε τι σας έκαναν οι Αμαληκίτες κατά την πορεία σας, όταν βγήκατε από την Αίγυπτο. Σας περίμεναν στο δρόμο και σας χτύπησαν από τα νώτα σκοτώνοντας έτσι όλους τους βραδυπορούντες, ενώ εσείς ήσασταν εξαντλημένοι κι αποκαμωμένοι· δε φοβήθηκαν το Θεό. Γι’ αυτό, όταν εγκατασταθείτε στη χώρα που ο Κύριος, ο Θεός σας, σας δίνει για ιδιοκτησία και ησυχάσετε από τους γύρω εχθρούς σας, τότε θα εξαλείψετε τη μνήμη των Αμαληκιτών από την υφήλιο· μην το ξεχάσετε. Όταν θα μπείτε στη χώρα, που σας δίνει ο Κύριος, ο Θεός σας, για ιδιοκτησία και την κυριέψετε και εγκατασταθείτε σ’ αυτήν, καθένας από σας θα πάρει τους πρώτους απ’ όλους τους καρπούς της γης που θα μαζέψετε εκεί, θα τους βάλει σ’ ένα καλάθι και θα τους πάει στον τόπο που θα έχει διαλέξει ο Κύριος, ο Θεός σας, για να λατρεύεται το όνομά του εκεί. Θα βρει τον ιερέα, που θα είναι της υπηρεσίας την ημέρα εκείνη, και θα του πει: «Δηλώνω σήμερα στον Κύριο, το Θεό σου, ότι μπήκα στη χώρα που ο Κύριος είχε υποσχεθεί με όρκο στους προγόνους μας να μας δώσει». Ο ιερέας θα πάρει το καλάθι από το χέρι του και θα το αποθέσει μπροστά στο θυσιαστήριο του Κυρίου, του Θεού σας. Τότε θα πάρεις το λόγο και θα πεις ενώπιον του Κυρίου του Θεού σου: «Ένας περιπλανώμενος Αραμαίος ήταν ο προπάτοράς μου. Κατέβηκε στην Αίγυπτο κι έζησε εκεί σαν ξένος, με λίγους ανθρώπους γύρω του. Εκεί έγινε έθνος μεγάλο, ισχυρό και πολυάριθμο. Αλλά οι Αιγύπτιοι μας κακομεταχειρίζονταν, μας καταπίεζαν και μας επέβαλλαν σκληρή δουλεία. Τότε επικαλεστήκαμε τον Κύριο, το Θεό των προγόνων μας κι εκείνος άκουσε τη φωνή μας και είδε τη δυστυχία μας, την ταλαιπωρία μας και την καταπίεσή μας. Μας έβγαλε απ’ την Αίγυπτο με το δυνατό του χέρι, με την ακαταμάχητη δύναμή του, με σημεία και θαύματα, σκορπίζοντας τρόμο μεγάλο. Και μας έφερε σ’ αυτό τον τόπο και μας έδωσε τη χώρα αυτή, χώρα που ρέει γάλα και μέλι. Και τώρα, να, έφερα τους πρώτους καρπούς της γης που μας έδωσες, Κύριε». Μετά θα τους τοποθετήσεις ενώπιον του Κυρίου, του Θεού σου, και θα τον προσκυνήσεις. Έτσι μαζί με τους Λευίτες και τους ξένους που ζουν ανάμεσά σας θα απολαμβάνετε όλα τα αγαθά, που ο Κύριος, ο Θεός σας θα δίνει σ’ εσάς και στις οικογένειές σας. Κάθε τρίτο έτος θα είναι «το έτος της δεκάτης». Όταν θα έχετε τελειώσει με τη συλλογή της δεκάτης, δηλαδή του δεκάτου όλων των προϊόντων σας, θα τα καταθέτετε στις πόλεις σας, για να βρίσκονται στη διάθεση των Λευιτών, των ξένων, των ορφανών και των χηρών. Μετά θα πεις ενώπιον του Κυρίου του Θεού σου: «Ξεχώρισα, Κύριε, την ιερή μερίδα από το σπίτι μου και την έδωσα στους Λευίτες, στους ξένους, στα ορφανά και στις χήρες. Εκτέλεσα όλες τις εντολές που μου έχεις δώσει, χωρίς να παραβώ ή να ξεχάσω καμιά απ’ αυτές. Απ’ αυτή την ιερή μερίδα τίποτα δεν έφαγα τον καιρό που είχα πένθος, τίποτα δεν άγγιξα όταν ήμουν ακάθαρτος και τίποτα δεν έδωσα για κάποιον νεκρό. Υπάκουσα στα λόγια σου, Κύριε Θεέ μου, κι έκανα όπως με διέταξες. Κοίταξε τώρα από το άγιο σου κατοικητήριο, από τους ουρανούς, κι ευλόγησε τον λαό σου, τον Ισραήλ, και τη χώρα που μας έδωσες, όπως υποσχέθηκες με όρκο στους προγόνους μας, τη χώρα που ρέει γάλα και μέλι». Ο Μωυσής είπε: «Σήμερα ο Κύριος, ο Θεός σας, σας διατάζει να εκτελείτε τους νόμους αυτούς και τα προστάγματα, και να τους τηρείτε και να τους εφαρμόζετε μ’ όλη σας την καρδιά και την ψυχή. Σήμερα αποσπάσατε από τον Κύριο την υπόσχεση ότι θα είναι ο Θεός σας, με τον όρο να βαδίζετε στο δρόμο του, να φυλάτε τους νόμους του, τις εντολές του και τα προστάγματά του και να υπακούετε σ’ ό,τι σας λέει. Και ο Κύριος απέσπασε σήμερα από σας την υπόσχεση ότι θα είστε ο εκλεκτός λαός του, η περιουσία του, όπως σας έχει πει, και ότι θα τηρείτε όλες τις εντολές του. Θα σας κάνει έναν λαό ανώτερο απ’ όλα τα άλλα έθνη που έχει δημιουργήσει –ανώτερον σε δόξα, σε φήμη και σε μεγαλείο. Και θα είστε ένας λαός αφιερωμένος στον Κύριο, το Θεό σας, όπως ο ίδιος το έχει διακηρύξει». Ο Μωυσής, συνοδευόμενος από τους πρεσβυτέρους του λαού Ισραήλ, απευθύνθηκε στο λαό και είπε: «Να τηρείτε όλες τις εντολές, που εγώ σας δίνω σήμερα. Την ημέρα που θα περάσετε τον Ιορδάνη για να πάτε στη χώρα, που σας δίνει ο Κύριος, ο Θεός σας, θα πάρετε μεγάλα λιθάρια και θα τα στήσετε όρθια, θα τα ασβεστώσετε και πάνω τους θα γράψετε όλα τα λόγια αυτού του νόμου. Έτσι θα μπορέσετε να μπείτε στη χώρα που ρέει γάλα και μέλι, που σας τη δίνει ο Κύριος, ο Θεός σας και Θεός των προγόνων σας, σύμφωνα με την υπόσχεσή του. Αυτά τα λιθάρια, θα τα στήσετε στο όρος Εβάλ και θα τα ασβεστώσετε, σύμφωνα με τη διαταγή που σας δίνω σήμερα, αφού θα ’χετε περάσει τον Ιορδάνη. Επίσης θα προσφέρετε θυσίες κοινωνίας, και θα τρώτε εκεί και θα χαιρόσαστε ενώπιον του Κυρίου του Θεού σας. Πάνω στα όρθια λιθάρια θα γράψετε ευανάγνωστα όλα τα λόγια αυτού του νόμου». Στη συνέχεια, ο Μωυσής, μαζί με τους ιερείς-Λευίτες, μίλησε σ’ όλους τους Ισραηλίτες και τους είπε: «Σωπάστε κι ακούστε, Ισραηλίτες. Σήμερα γίνατε λαός του Κυρίου, του Θεού σας. Να υπακούτε στα λόγια του και να εκτελείτε τις εντολές του και τους νόμους του, που εγώ σήμερα σας δίνω». Επίσης ο Μωυσής είπε στους Ισραηλίτες: «Όταν θα περάσετε τον Ιορδάνη, οι φυλές Συμεών, Λευί, Ιούδα, Ισσάχαρ, Ιωσήφ και Βενιαμίν, θα σταθούν στο όρος Γεριζίμ, για να απαγγείλουν τις ευλογίες προς το λαό. Και οι φυλές Ρουβήν, Γαδ, Ασήρ, Ζαβουλών, Δαν και Νεφθαλί, θα σταθούν στο όρος Εβάλ για να απαγγείλουν τις κατάρες. Οι Λευίτες θα πάρουν το λόγο, και με δυνατή φωνή, θα πουν στους Ισραηλίτες: «Καταραμένος ο άνθρωπος, που θα κατασκευάσει κάποιο είδωλο ή χυτό ομοίωμα, και θα το βάλει κάπου στα κρυφά να το λατρεύει. Αυτά τα πράγματα ο Κύριος τα αποστρέφεται. Είναι κατασκευάσματα τεχνίτη». Κι όλος ο λαός θα πει: «Αμήν». «Καταραμένος όποιος προσβάλλει τον πατέρα του και τη μητέρα του». Κι όλος ο λαός θα πει: «Αμήν». «Καταραμένος όποιος μετακινεί τα σύνορα του γείτονά του». Κι όλος ο λαός θα πει: «Αμήν». «Καταραμένος όποιος παραπλανάει έναν τυφλό στο δρόμο». Κι όλος ο λαός θα πει: «Αμήν». «Καταραμένος όποιος διαστρεβλώνει το δίκιο του ξένου, του ορφανού και της χήρας». Κι όλος ο λαός θα πει: «Αμήν». «Καταραμένος όποιος συνευρίσκεται με τη γυναίκα του πατέρα του, γιατί ατιμάζει τον πατέρα του». Κι όλος ο λαός θα πει: «Αμήν». «Καταραμένος όποιος συνευρίσκεται με οποιοδήποτε ζώο». Κι όλος ο λαός θα πει: «Αμήν». «Καταραμένος όποιος συνευρίσκεται με την αδερφή του, κόρη του πατέρα του ή κόρη της μητέρας του». Κι όλος ο λαός θα πει: «Αμήν». «Καταραμένος όποιος συνευρίσκεται με την πεθερά του». Κι όλος ο λαός θα πει: «Αμήν». «Καταραμένος όποιος χτυπήσει το συνάνθρωπό του ύπουλα». Κι όλος ο λαός θα πει: «Αμήν». «Καταραμένος όποιος παίρνει λεφτά για να σκοτώσει έναν αθώο». Κι όλος ο λαός θα πει: «Αμήν». «Καταραμένος όποιος δε μένει πιστός στα λόγια αυτού του νόμου, και δεν τα εφαρμόζει». Κι όλος ο λαός θα πει: «Αμήν». Ευλογημένος θα ’σαι στην πόλη και στο χωράφι. Ευλογημένος θα ’ναι της κοιλιάς σου ο καρπός, και ο καρπός της γης σου, και ο καρπός των ζωντανών σου, των γελαδιών σου οι γέννες και των προβάτων σου. Ευλογημένο θα ’ναι το καλάθι σου κι ευλογημένη η σκάφη που ζυμώνεις το ψωμί σου. Ευλογημένος θα ’σαι, σ’ ό,τι κι αν κάνεις. Ο Κύριος θα σου παραδώσει τους εχθρούς σου, αυτούς που θα ξεσηκωθούν να σε χτυπήσουν, νικημένους μπροστά σου. Από έναν δρόμο θα έρχονται εναντίον σου, κι από εφτά δρόμους θα φεύγουν από μπρος σου. »Ο Κύριος θα διατάξει την ευλογία να ’ναι μαζί σου στις αποθήκες σου και σ’ ό,τι επιχειρείς, και θα σε ευλογήσει στη χώρα που σου δίνει. Ο Κύριος, ο Θεός σου θα σε αναδείξει σε δικό του λαό, αφιερωμένον σ’ αυτόν, όπως με όρκο σού υποσχέθηκε, αν εκτελείς τις εντολές του και βαδίζεις στο δρόμο του. Τότε θα δουν όλοι οι λαοί της γης, ότι ο Κύριος σε προστατεύει, και θα σε φοβούνται. »Ο Κύριος θα σου δώσει άφθονα τ’ αγαθά, πλούσιο της κοιλιάς σου τον καρπό, και τον καρπό των ζωντανών σου και τον καρπό της γης σου, στη χώρα που ο Κύριος υποσχέθηκε στους προγόνους σου πως θα σου δώσει. Ο Κύριος για χάρη σου θ’ ανοίγει τις δεξαμενές του νερού στον ουρανό, για να δίνει βροχή στη χώρα σου, στον κατάλληλο καιρό και να ευλογεί όλα σου τα έργα. Σε πολλά έθνη θα δανείζεις, ενώ εσύ δεν θα ’χεις ανάγκη να δανείζεσαι. Έτσι ο Κύριος, ο Θεός σου θα σε κάνει αρχηγό και όχι ουραγό. Πάντα θα υπερέχεις και ποτέ δεν θα μειονεκτείς, αν τηρείς τις εντολές του που εγώ σήμερα σου δίνω κι αν φροντίζεις να τις εφαρμόζεις. Να μην ξεφύγετε από καμιά εντολή που εγώ σας δίνω σήμερα, ούτε δεξιά ούτε αριστερά, για να ακολουθήσετε άλλους θεούς και να τους λατρέψετε». «Αν όμως δεν υπακούσετε στον Κύριο, το Θεό σας, και δεν προσέχετε να εφαρμόζετε τις εντολές του και τους νόμους του, που εγώ σας δίνω σήμερα, τότε θα σας βρουν και θα πέσουν πάνω σας όλες ετούτες οι κατάρες: Καταραμένος θα ’σαι στην πόλη και στο χωράφι. Καταραμένο θα ’ναι το καλάθι σου και η σκάφη που ζυμώνεις το ψωμί σου. Καταραμένος της κοιλιάς σου ο καρπός και ο καρπός της γης σου, των γελαδιών σου οι γέννες και των προβάτων σου. Καταραμένος θα ’σαι, σ’ ό,τι κι αν κάνεις. Αν εγκαταλείψεις τον Κύριο πράττοντας το κακό, αυτός θα στείλει πάνω σου την κατάρα, τον τρόμο και τη θλίψη σ’ ό,τι κι αν καταπιάνεσαι· και πολύ γρήγορα θα καταστραφείς τελείως. »Ο Κύριος θα επιτρέψει να σε βρει θανατικό, ωσότου σ’ εξαφανίσει από τη χώρα που πηγαίνεις να την πάρεις ιδιοκτησία σου. Ο Κύριος θα σε χτυπήσει με φθίση, με πυρετό, με ρίγος, με καύσωνα, με ξηρασία, με μαρασμό κι αρρώστια των φυτών. Όλα αυτά θα σε καταδιώκουν ωσότου καταστραφείς. Χαλκός θα είν’ ο ουρανός πάνω από το κεφάλι σου και σίδερο η γη κάτω απ’ τα πόδια σου. Ο Κύριος θα μετατρέψει τη βροχή στη χώρα σου σε σκόνη και σε χώμα. Θα πέφτει πάνω σου απ’ τον ουρανό, ώσπου να εξοντωθείς. »Ο Κύριος θα επιτρέψει να σε νικούν οι εχθροί σου. Από ένα δρόμο θα βαδίζεις εναντίον τους, κι από εφτά δρόμους θα φεύγεις από μπροστά τους. Όλα τα βασίλεια της γης θα φρίττουν όταν θα βλέπουν το κατάντημά σου. Το πτώμα σου θα γίνει τροφή για τ’ αρπαχτικά πουλιά του ουρανού και για τα θηρία της γης· και δε θα υπάρχει ούτ’ ένας να τα διώξει. Ο Κύριος θα σε χτυπήσει με το αιγυπτιακό έλκος, με έκζεμα και ψώρα, αρρώστιες αγιάτρευτες. Ο Κύριος θα σε χτυπήσει με τρέλα, με τύφλωση και με σύγχυση του μυαλού. Μες στο καταμεσήμερο θα βαδίζεις ψηλαφώντας, όπως μες στο σκοτάδι του ο τυφλός. Τίποτε απ’ ό,τι κάνεις δεν θα πετυχαίνει· πάντα θα σε καταπιέζουν και θα σε ληστεύουν και δε θα βρίσκεται κανείς για να σε σώσει. »Θ’ αρραβωνιάζεσαι γυναίκα, κι άλλος μαζί της θα πλαγιάζει. Θα χτίζεις σπίτι, μα δε θα κατοικείς σ’ αυτό. Αμπέλι θα φυτεύεις, μα δε θα το τρυγάς. Το βόδι σου θα το σφάζουν μπροστά σου, αλλά απ’ το κρέας του εσύ δεν θα τρως. Θ’ αρπάζουν το γαϊδούρι σου από μπροστά σου και σε σένα δεν θα ξαναγυρνά. Θα παραδίνονται τα πρόβατά σου στους εχθρούς σου και δε θα υπάρχει ούτε ένας να σου παρασταθεί. Οι γιοι και οι θυγατέρες σου θα παραδίνονται σ’ άλλον λαό· εσύ θα το βλέπεις και τα μάτια σου θα λιώνουν την κάθε μέρα να τους καρτεράς, μα δε θα μπορείς τίποτα να κάνεις. Της γης σου τους καρπούς και τη σοδειά ολόκληρη του κόπου σου, ένας λαός που δεν τον ξέρεις θα τα τρώει· κι εσύ, μονάχα θα καταπιέζεσαι και θα τσακίζεσαι την κάθε μέρα. »Κι από το θέαμα που θα βλέπουνε τα μάτια σου, θα τρελαθείς. Ο Κύριος θα σε χτυπήσει με κακές πληγές στα γόνατα και στους μηρούς, που απ’ αυτές να γιατρευτείς δε θα μπορείς –από των ποδιών σου τις πατούσες ίσαμε της κεφαλής σου την κορφή. Ο Κύριος θα σε παραδώσει, εσένα και το βασιλιά σου που θα ’χεις βάλει για αρχηγό σου, σ’ έναν λαό που ούτ’ εσύ, ούτε οι πρόγονοί σου τον γνωρίζαν, και θα λατρέψεις εκεί άλλους θεούς, φτιαγμένους από ξύλο κι από πέτρα. Θα προκαλείς τη φρίκη, το χλευασμό και τον περίγελο σ’ όλους εκείνους τους λαούς, όπου ο Κύριος θα σε φέρει. »Σπόρο πολύ θα ρίχνεις στο χωράφι, μα λίγο θα μαζεύεις, γιατί η ακρίδα θα τον έχει καταφάει. Αμπέλια θα φυτεύεις και θα τα καλλιεργείς, μα ούτε κρασί θα πίνεις ούτε καν θα τρυγάς, γιατί θα τα ’χει καταφάει το σκουλήκι. Λιόδεντρα θα ’χεις σ’ όλη σου τη χώρα, αλλά δε θα ’χεις λάδι ν’ αλειφτείς, γιατί οι ελιές θα πέφτουν. Γιους θα γεννάς και θυγατέρες, δικά σου όμως δε θα μπορείς να τα ’χεις, γιατί θα τα πηγαίνουν στην αιχμαλωσία. Όλα τα δένδρα σου και τους καρπούς της γης σου, τα σκουλήκια θα τα χαίρονται. Οι ξένοι που θα ζουν ανάμεσά σας θα προοδεύουν πιότερο από σένα, όλο και πιο ψηλά· ενώ εσύ ολοένα και πιο χαμηλά θα πέφτεις. Αυτοί θα σου δανείζουν, εσύ δε θα ’χεις πια να τους δανείσεις. Αυτοί θα είν’ οι αρχηγοί κι εσύ ο ουραγός. »Όλες ετούτες οι κατάρες θα σας βρουν και θα πέσουν πάνω σας, ωσότου αφανιστείτε, αν δεν υπακούσετε τον Κύριο, το Θεό σας, και δεν εφαρμόσετε τις εντολές του και τους νόμους του, εκείνα που σας πρόσταξε. Κι αυτά θα ’ναι παντοτινά σημεία κι αποδείξεις θαυμαστές σ’ εσάς και στους απογόνους σας. »Αν δεν λατρεύσετε τον Κύριο, το Θεό σας, με χαρά και μ’ όλη σας την καρδιά, όταν θα έχετε όλα τ’ αγαθά σας άφθονα, τότε θα γίνετε δούλοι στους εχθρούς σας, που θα τους στείλει ο Κύριος εναντίον σας. Θα πεινάτε, θα διψάτε, θα είστε γυμνοί και θα στερείστε τα πάντα· στον τράχηλό σας θα βάλει σιδερένιο ζυγό, ώσπου να σας εξοντώσει. Ο Κύριος θα ξεσηκώσει εναντίον σας ένα έθνος από μακριά, από της γης την άκρη, που επιτίθεται όπως ο αετός· ένα έθνος, που τη γλώσσα του δεν θα μπορείτε να καταλάβετε. Θα ’ναι ένα έθνος με άγριο πρόσωπο, που δε θα σέβεται τον γέροντα κι ούτε τον νέο θα σπλαχνίζεται. Θα καταφάει τον καρπό των ζωντανών σας και τον καρπό της γης σας, ώσπου ν’ αφανιστείτε· δε θα σας αφήσει ούτε στάρι, ούτε κρασί, ούτε λάδι, ούτε τις γέννες των γελαδιών και των προβάτων σας, ωσότου σας εξαφανίσει. Θα πολιορκήσει όλες σας τις πόλεις, τα ψηλά και δυνατά σας τείχη, μέσα στα οποία νιώθατε ασφαλείς, ώσπου να πέσουν, παντού στη χώρα που θα σας δώσει ο Κύριος, ο Θεός σας. Κι όταν θα σας πολιορκεί ο εχθρός σας και θα στενεύει τον κλοιό του απελπιστικά, τότε εσείς θ’ αναγκαστείτε να φάτε τα ίδια τα παιδιά σας, θα καταβροχθίσετε τις σάρκες των γιων σας και των θυγατέρων σας, που σας έδωσε ο Κύριος, ο Θεός σας. Ο τρυφερότερος και ο πιο ευαίσθητος άνθρωπος ανάμεσά σας θα βλέπει με κακό μάτι τον αδερφό του και την αγαπημένη του γυναίκα και τα υπόλοιπα παιδιά του, που θα ’χουν απομείνει. Σε κανέναν απ’ αυτούς δε θα δίνει από τις σάρκες των παιδιών του· θα τις τρώει όλες αυτός, γιατί τίποτε πια δεν θα του έχει απομείνει στη διάρκεια της πολιορκίας· τόση θα είναι η απόγνωση που θα ’χει φέρει ο εχθρός σας σ’ όλες τις πόλεις σας. Η τρυφερότερη κι η πιο ευαίσθητη γυναίκα ανάμεσά σας, που απ’ την ευαισθησία και τη χλιδή απέφευγε και το πόδι της ακόμα να πατήσει στη γη, τώρα θα βλέπει με κακό μάτι τον αγαπημένο της άντρα, το γιο της και την κόρη της. Θα σκέφτεται να φάει κρυφά το νεογέννητο βρέφος της, ως και τον πλακούντα που θα βγει από την κοιλιά της, γιατί θα στερείται τα πάντα στη διάρκεια της πολιορκίας· τόση θα είναι η απόγνωση που θα έχει φέρει ο εχθρός σας στις πόλεις σας. »Φροντίστε, λοιπόν, να εφαρμόζετε όλα τα λόγια του νόμου, τα γραμμένα σ’ αυτό το βιβλίο, και να σεβόσαστε αυτό το όνομα, το δοξασμένο και φοβερό, τον Κύριο το Θεό σας. Αλλιώς, ο Κύριος θα φέρει σ’ εσάς και στους απογόνους σας φοβερές πληγές, μεγάλες και μακρόχρονες, αρρώστιες βαριές και χρόνιες. Θα φέρει πάνω σας όλα τα πλήγματα που έφερε στους Αιγυπτίους, τα οποία τόσο σας είχαν τρομάξει· δε θα φεύγουν από πάνω σας. Ακόμη ο Κύριος θα φέρει εναντίον σας ασθένειες και πληγές που δεν είναι γραμμένες σ’ αυτό το βιβλίο του νόμου, ώσπου να εξαφανιστείτε. Και θ’ απομείνετε ελάχιστοι, εσείς που ήσασταν τόσοι πολλοί σαν τ’ άστρα του ουρανού, αν δεν υπακούσετε στον Κύριο, το Θεό σας. »Όπως ο Κύριος χαιρόταν να σας κάνει ευτυχισμένους και πολυάριθμους, έτσι τώρα θα χαίρεται να σας καταστρέφει και να σας εξαφανίζει· θα ξεριζωθείτε από τη χώρα που πάτε να πάρετε για ιδιοκτησία σας. Ο Κύριος θα σας διασκορπίσει ανάμεσα σ’ όλους τους λαούς, από τη μια άκρη της γης ως την άλλη· κι εκεί θα λατρέψετε άλλους θεούς, φτιαγμένους από ξύλο κι από πέτρα, που ούτε εσείς τους γνωρίζατε ούτε οι πρόγονοί σας. Αλλά κι ανάμεσα στα έθνη εκείνα δεν θα ησυχάσετε. Τα πόδια σας δεν θα βρίσκουν τόπο ν’ αναπαυτούν· ο Κύριος θα βάλει τον τρόμο στην καρδιά σας, θα κάνει τα μάτια σας να σβήνουν, την ψυχή σας να μαραίνεται. Η ζωή σας θα κρέμεται από μια κλωστή· νύχτα και μέρα θα φοβάστε και θ’ αμφιβάλλετε για την ίδια σας την ύπαρξη. Το πρωί θα εύχεστε να ήταν βράδυ και το βράδυ θα εύχεστε να ήταν πρωί. Τόσος θα είναι ο φόβος που θα πλημμυρίζει την καρδιά σας από το θέαμα που θ’ αντικρύζετε. Ο Κύριος θα σας πάει πάλι με πλοία στην Αίγυπτο· θα πάρετε το δρόμο πίσω για τη χώρα, που σας υποσχέθηκα ότι πια δε θα την ξαναδείτε. Εκεί θα θέλετε να πουληθείτε στους εχθρούς σας σκλάβοι και σκλάβες και δε θα υπάρχει κανείς για να σας αγοράσει». Αυτά είναι τα λόγια της διαθήκης που σύμφωνα με τη διαταγή του Κυρίου, έκανε ο Μωυσής με τους Ισραηλίτες, στη Μωάβ, εκτός από τη διαθήκη, που είχε κάνει μ’ αυτούς στο όρος Χωρήβ. Ο Μωυσής κάλεσε όλους τους Ισραηλίτες και τους είπε: «Όταν ήσασταν στην Αίγυπτο, είδατε με τα ίδια σας τα μάτια όλα όσα έκανε ο Κύριος στο Φαραώ, στους άρχοντές του και σ’ ολόκληρη τη χώρα του· είδατε τις μεγάλες δοκιμασίες, τα σημεία και τα φοβερά εκείνα θαύματα. Αλλά ο Κύριος μέχρι σήμερα δεν σας έδωσε καρδιά για να καταλάβετε τα όσα περάσατε· τα μάτια σας και τ’ αυτιά σας στην πραγματικότητα δε βλέπουν και δεν ακούν. Σαράντα χρόνια σας οδήγησα μέσα στην έρημο. Τα ρούχα σας δεν έλιωσαν επάνω σας, ούτε και τα ποδήματά σας στα πόδια σας· ψωμί δεν είχατε να φάτε ούτε κρασί και άλλα δυνατά ποτά να πιείτε. Αλλά ο Κύριος σας φρόντισε για να μπορέσετε να καταλάβετε ότι αυτός είναι ο Κύριος, ο Θεός σας. Κι όταν ήρθατε σ’ αυτόν εδώ τον τόπο, ο Σιχόν, βασιλιάς της Εσεβών και ο Ωγ, βασιλιάς της Βασάν, βγήκαν για να μας πολεμήσουν, εμείς όμως τους νικήσαμε. Κυριέψαμε τη χώρα τους και τη δώσαμε για ιδιοκτησία στους Ρουβηνίτες, στους Γαδίτες και στο μισό της φυλής Μανασσή. Να τηρείτε, λοιπόν, τα λόγια αυτής της διαθήκης και να τα εκτελείτε, για να πετυχαίνετε σε ό,τι αναλαμβάνετε να κάνετε». «Όλοι εσείς στεκόσαστε σήμερα ενώπιον του Κυρίου του Θεού σας, οι αρχηγοί των φυλών σας, οι πρεσβύτεροί σας, οι άρχοντές σας, και όλος ο λαός: τα παιδιά σας, οι γυναίκες σας και οι ξένοι που ζουν μέσα στο στρατόπεδό σας, ως κι εκείνοι που σας κόβουν ξύλα ή βγάζουν για σας νερό. Είστε όλοι εδώ για να δεχτείτε τη διαθήκη του Κυρίου, του Θεού σας, τη σφραγισμένη με όρκο, την οποία συνάπτει μαζί σας σήμερα. Έτσι θα σας κάνει σήμερα λαό του, κι αυτός θα είναι Θεός σας, όπως σας το είπε και το ’χει υποσχεθεί με όρκο στους προπάτορές σας τον Αβραάμ, τον Ισαάκ και τον Ιακώβ. Αλλά αυτή η διαθήκη και η ένορκη επισφράγισή της δεν ισχύει μόνο για σας και για όσους στέκονται σήμερα εδώ μαζί σας, ενώπιον του Κυρίου του Θεού μας· ισχύει και για τους απογόνους σας, που δε γεννήθηκαν ακόμα». «Εσείς γνωρίζετε πώς ήταν η ζωή μας στην Αίγυπτο και ποια ήταν η πορεία μας ανάμεσα στα έθνη απ’ όπου περάσαμε. Έχετε δει τα βδελυρά είδωλά τους, είδωλα ξύλινα, πέτρινα, ασημένια και χρυσά. Ας μη βρεθεί, λοιπόν, ανάμεσά σας κανένας άντρας ή γυναίκα, οικογένεια ή φυλή, από όσους στέκονται σήμερα εδώ, που η καρδιά τους θ’ απομακρυνθεί από τον Κύριο, τον Θεό μας, για να πάει να λατρέψει τους θεούς εκείνων των εθνών. Κανείς ας μη μοιάσει με ρίζα, που θα βγάλει ένα πικρό, φαρμακερό φυτό ανάμεσά μας. Κανείς να μη βρεθεί που θ’ ακούσει τους όρους αυτής της διαθήκης, της σφραγισμένης με όρκο, και θα καθησυχάσει τον εαυτό του ότι όλα θα πάνε καλά, ακόμη κι αν πεισματικά κάνει ό,τι του αρέσει. Αυτό θα φέρει όλων την καταστροφή· κοντά στο ξερό θα καεί και το χλωρό. Έναν τέτοιο άνθρωπο ο Κύριος δε θα στέρξει να τον συγχωρήσει, αλλά θα ξεσπάσουν εναντίον του ο θυμός και η οργή του· θα πέσουν πάνω του όλες οι κατάρες που είναι γραμμένες στο βιβλίο αυτό, και θα σβήσει ο Κύριος τη μνήμη του από τη γη. Ο Κύριος θα τον αποκόψει απ’ όλες τις φυλές του Ισραήλ και θα τον καταστρέψει τελείως, σύμφωνα με τις κατάρες της διαθήκης τις γραμμένες σ’ αυτό το βιβλίο του νόμου. »Οι επόμενες γενιές, οι απόγονοί σας, και οι ξένοι που θα έρχονται από χώρες μακρινές, όταν θα βλέπουν τις συμφορές και τις αρρώστιες που θα ’χει στείλει ο Κύριος εναντίον της χώρας σας, θα λένε: “Κάηκε όλη η χώρα αυτή από το θειάφι και το αλάτι· τίποτα δεν μπορεί πια να σπαρθεί σ’ αυτήν ούτε να φυτρώσει· ούτε χορτάρι μπορεί να βλαστήσει. Καταστράφηκε όπως τα Σόδομα και τα Γόμορρα, όπως η Αδαμά και η Σεβωίμ, που τις κατέστρεψε ο Κύριος πάνω στο θυμό του και στην οργή του”. Τότε θ’ αναρωτιούνται όλα τα έθνη: “Γιατί ο Κύριος φέρθηκε έτσι σ’ αυτή τη χώρα; Γιατί άναψε τόσο πολύ η οργή του;” Και θ’ απαντούν: “Επειδή εγκατέλειψαν τη διαθήκη που έκανε μαζί τους ο Κύριος, ο Θεός των προγόνων τους, όταν τους έβγαλε από την Αίγυπτο. Πήγαν και λάτρεψαν άλλους θεούς και τους προσκύνησαν, θεούς που δεν τους γνώριζαν και που ο Κύριος δεν τους είχε επιτρέψει να λατρεύουν. Γι’ αυτό ξέσπασε ο θυμός του Κυρίου ενάντια στη χώρα αυτή, κι έκανε να ’ρθούν πάνω της όλες οι κατάρες που ’ναι γραμμένες σ’ αυτό το βιβλίο. Αγανακτισμένος και οργισμένος τους έδιωξε ο Κύριος από τη χώρα τους και τους έριξε σε μιαν άλλη χώρα, όπου και βρίσκονται ακόμα μέχρι σήμερα”. »Τα κρυφά ανήκουν στον Κύριο, το Θεό μας. Εκείνα όμως που έχουν αποκαλυφθεί ανήκουν για πάντα σ’ εμάς και στους απογόνους μας, ώστε να εφαρμόζουμε όλα τα λόγια αυτού του νόμου». «Όλα αυτά που σας είπα θα πραγματοποιηθούν. Κι εκεί που θα βρίσκεστε ανάμεσα στα έθνη, όπου θα σας έχει διασκορπίσει ο Κύριος ο Θεός σας, θα θυμηθείτε αυτήν τη δυνατότητα εκλογής ανάμεσα στην ευλογία και στην κατάρα που σας έδωσα. Αν, λοιπόν, τότε εσείς και οι απόγονοί σας επιστρέψετε στον Κύριο, το Θεό σας, και θελήσετε μ’ όλη σας την καρδιά και την ψυχή να υπακούσετε στις εντολές του, που εγώ σας δίνω σήμερα, τότε ο Κύριος θα σας σπλαχνιστεί και θ’ αλλάξει την κατάστασή σας. Θα σας συνάξει πάλι μέσα απ’ όλους τους λαούς όπου θα σας έχει διασκορπίσει. Ακόμα και στην άκρη του κόσμου αν υπάρχουν διασκορπισμένοι Ισραηλίτες, ακόμη κι από ’κει θα σας πάρει, θα σας συνάξει και θα σας φέρει ο Κύριος, ο Θεός σας, στη χώρα των προγόνων σας. Θα την ξαναπάρετε ιδιοκτησία σας κι ο Κύριος θα σας κάνει πιο ευτυχισμένους και πιο πολυάριθμους από τους προγόνους σας. »Ο Κύριος, ο Θεός σας θα μαλακώσει την καρδιά τη δική σας και των απογόνων σας, για να τον αγαπάτε μ’ όλη σας την καρδιά και την ψυχή και να μπορέσετε να ζήσετε ασφαλείς. Κι όλες τις κατάρες που σας περιέγραψα, θα τις ρίξει ο Κύριος ο Θεός σας απάνω στους εχθρούς σας, σ’ εκείνους που θα σας μισήσουν και θα σας καταδιώξουν, ενώ εσείς θα ξαναρχίσετε να υπακούτε τον Κύριο και να εφαρμόζετε όλες τις εντολές του που εγώ σας δίνω σήμερα. Τότε ο Κύριος, ο Θεός σας, θα σας δίνει επιτυχία σ’ ό,τι επιχειρείτε· θα σας δώσει πολλά παιδιά και πολλά ζώα, και στα χωράφια σας άφθονη σοδειά. Ο Κύριος θα χαίρεται να σας ξανακάνει ευτυχισμένους, όπως χαιρόταν όταν έκανε ευτυχισμένους τους προγόνους σας. Αρκεί εσείς να επιστρέψετε σ’ αυτόν μ’ όλη σας την καρδιά και την ψυχή, να τον υπακούτε και να εκτελείτε τις εντολές του και τισ διατάξεις του, τις γραμμένες σ’ αυτό το βιβλίο του νόμου». «Η εντολή αυτή, που εγώ σας δίνω σήμερα δεν είναι ακατόρθωτη για σας, ούτε και είναι δύσκολο να εκπληρωθεί. Δε βρίσκεται στον ουρανό, ώστε να πείτε, “ποιος θ’ ανεβεί για μας στον ουρανό, να πάει να μας τη φέρει για να την ακούσουμε και να την εφαρμόσουμε;” Ούτε βρίσκεται πέρα από τη θάλασσα, ώστε να πείτε “ποιος θα διαβεί για μας τη θάλασσα, να πάει να μας τη φέρει, για να την ακούσουμε και να την εφαρμόσουμε;” Κάθε άλλο! Η εντολή είναι πολύ κοντά σας· μπορείτε να την απαγγείλετε με το στόμα και να τη βάλετε στην καρδιά σας. Πρέπει όμως και να την κάνετε πράξη». «Κοιτάξτε· εγώ βάζω σήμερα μπροστά σας τη ζωή και την ευτυχία από τη μια μεριά, το θάνατο και την δυστυχία από την άλλη. Δώστε προσοχή σ’ αυτό που σας διατάζω σήμερα. Δηλαδή ν’ αγαπάτε τον Κύριο, το Θεό σας, και να βαδίζετε στο δρόμο του τηρώντας τις εντολές του, τους νόμους του και τα προστάγματά του. Τότε θα ζήσετε και θα γίνετε πολυάριθμοι. Ο Κύριος θα σας ευλογήσει στη χώρα που μπαίνετε για να την πάρετε ιδιοκτησία σας. Αν όμως αλλάξετε διάθεση και δεν υπακούτε σ’ αυτόν, αν παρασυρθείτε στην πλάνη να προσκυνήσετε άλλους θεούς και να τους λατρέψετε, τότε σας το δηλώνω από σήμερα, ότι εξάπαντος θ’ αφανιστείτε, και δε θα μείνετε για πολύ στη χώρα που πηγαίνετε να πάρετε για ιδιοκτησία σας, διαβαίνοντας τον Ιορδάνη. »Καλώ για μάρτυρες σήμερα εναντίον σας τον ουρανό και την γη, ότι έβαλα μπροστά σας τη ζωή και το θάνατο, την ευλογία και την κατάρα. Διαλέξτε λοιπόν τη ζωή για να ζήσετε, εσείς και οι απόγονοί σας. Να αγαπάτε τον Κύριο, το Θεό σας, να τον υπακούτε και να είστε αφοσιωμένοι σ’ αυτόν, γιατί αυτός είναι η ζωή σας κι αυτός είναι που θα σας δώσει να ζήσετε πολλά χρόνια εγκατεστημένοι στη χώρα, που την υποσχέθηκε με όρκο στους προγόνους σας, τον Αβραάμ, τον Ισαάκ και τον Ιακώβ». Ο Μωυσής είπε ακόμα σ’ όλη τη σύναξη των Ισραηλιτών: «Εγώ είμαι σήμερα εκατόν είκοσι ετών. Δεν μπορώ πια να συνεχίσω να είμαι αρχηγός σας. Άλλωστε ο Κύριος μου είπε: “εσύ δεν θα διαβείς αυτόν εδώ τον ποταμό, τον Ιορδάνη”. Ο Κύριος, ο Θεός σας, θα διαβεί ο ίδιος πριν από σας και θα εξοντώσει αυτά τα έθνη από το δρόμο σας, ώστε να κυριέψετε τη χώρα τους. Επικεφαλής σας θα είναι ο Ιησούς, όπως το έχει πει ο Κύριος. Ο ίδιος θα εξοντώσει αυτά τα έθνη, όπως εξόντωσε τον Σιχόν και τον Ωγ, τους βασιλιάδες των Αμορραίων, και τη χώρα τους. Θα σας τους παραδώσει και θα τους μεταχειριστείτε σύμφωνα με όλα όσα σας έχω διατάξει. Να είστε θαρραλέοι και δυνατοί. Μη φοβάστε και μην τρέμετε μπροστά τους, γιατί ο Κύριος ο Θεός σας θα πορευτεί ο ίδιος μαζί σας· δε θα σας αφήσει, δε θα σας εγκαταλείψει». Μετά ο Μωυσής κάλεσε τον Ιησού και του είπε μπροστά σ’ όλους τους Ισραηλίτες: «Να είσαι θαρραλέος και δυνατός, γιατί εσύ θα οδηγήσεις το λαό αυτό στη χώρα που ο Κύριος την υποσχέθηκε με όρκο στους προγόνους τους, κι εσύ θα τους τη μοιράσεις. Ο Κύριος ο ίδιος θα προπορεύεται μπροστά σου· θα είναι μαζί σου· δε θα σ’ αφήσει, δε θα σ’ εγκαταλείψει. Μη φοβάσαι και μη δειλιάζεις». Ο Μωυσής έγραψε αυτόν το νόμο και τον παρέδωσε στους ιερείς, απογόνους του Λευί, που μεταφέρουν την κιβωτό της διαθήκης του Κυρίου, και σ’ όλους τους πρεσβυτέρους του Ισραήλ. Και τους διέταξε τα εξής: «Στο τέλος κάθε έβδομου έτους, του έτους της παραγραφής, στη γιορτή της Σκηνοπηγίας, όταν όλοι οι Ισραηλίτες θα έρχονται να παρουσιαστούν ενώπιον του Κυρίου, του Θεού σας, στον τόπο που αυτός θα ’χει διαλέξει, θα διαβάζετε αυτόν το νόμο να τον ακούει όλος ο λαός. Θα συγκεντρώνετε όλο το λαό: άντρες, γυναίκες και παιδιά, μαζί και τους ξένους που θα κατοικούν στις πόλεις σας, για ν’ ακούσουν και να μάθουν να σέβονται τον Κύριο, το Θεό σας, και να φροντίζουν να εφαρμόζουν όλον αυτόν το νόμο. Και τα παιδιά τους, που δε θα ’χουν ακόμα γνωρίσει το νόμο, όταν θα τον ακούσουν, θα μάθουν να σέβονται τον Κύριο, το Θεό σας, όσο θα ζείτε στη χώρα που θα πάρετε για ιδιοκτησία σας, όταν θα διαβείτε τον Ιορδάνη». Ο Κύριος είπε στο Μωυσή: «Πλησιάζει η ώρα σου που θα πεθάνεις. Κάλεσε τον Ιησού και σταθείτε στη σκηνή του Μαρτυρίου, κι εγώ θα σου δώσω τις οδηγίες μου». Πήγαν, λοιπόν, ο Μωυσής κι ο Ιησούς και στάθηκαν στη σκηνή του Μαρτυρίου. Εκεί τους παρουσιάστηκε ο Κύριος μέσα σε μια στήλη νεφέλης, η οποία ήρθε και στάθηκε στην είσοδο της σκηνής. Ο Κύριος είπε στο Μωυσή: «Πλησίασε η ώρα που θ’ αναπαυθείς μαζί με τους προγόνους σου. Ετούτος ο λαός, όμως, θ’ αρχίσει να λατρεύει τους ξένους θεούς της χώρας στην οποία πρόκειται να μπει, κι εμένα θα μ’ εγκαταλείψει και θα παραβιάσει τη διαθήκη που έχω κάνει μαζί τους. Όταν θα συμβεί αυτό, θα ξεσπάσει ο θυμός μου εναντίον τους, θα τους εγκαταλείψω και θα τους αποστραφώ. Τότε θα τους βρουν πολλές συμφορές και θλίψεις, και θ’ αναρωτιούνται: “μήπως άραγε μας βρήκαν όλα αυτά τα δεινά επειδή ο Θεός μας δεν είναι πια ανάμεσά μας;” Εγώ όμως θα τους έχω τελείως αποστραφεί εκείνο τον καιρό, γιατί θα έχουν πράξει το μεγάλο αυτό κακό, να λατρέψουν άλλους θεούς. Θα σας δώσω, λοιπόν, να γράψετε ένα τραγούδι και θα το διδάξετε στους Ισραηλίτες, για να μπορούν να το τραγουδάνε. Κι αυτό το τραγούδι εμένα θα μου χρησιμεύσει για μάρτυρας εναντίον τους. Γιατί αφού τους οδηγήσω στη χώρα που την υποσχέθηκα με όρκο στους προγόνους τους, όπου ρέει γάλα και μέλι, κι αφού φάνε και χορτάσουν και ευημερήσουν, αυτοί θα πάνε να λατρέψουν άλλους θεούς· κι εμένα θα με περιφρονήσουν και θα παραβιάσουν τη διαθήκη μου. Τότε, όταν τους βρουν οι συμφορές και οι θλίψεις, το τραγούδι αυτό θα χρησιμεύει για μάρτυρας εναντίον τους. Οι απόγονοί τους θα το θυμούνται ακόμη και θα το τραγουδάνε. Ξέρω καλά εγώ τις σκέψεις που κάνει αυτός ο λαός από σήμερα κιόλας, προτού ακόμα τον οδηγήσω στη χώρα που τους την υποσχέθηκα με όρκο». Εκείνη την ημέρα, λοιπόν, ο Μωυσής έγραψε το τραγούδι και το δίδαξε στους Ισραηλίτες. Έπειτα ο Κύριος έδωσε τις οδηγίες του στον Ιησού, γιο του Ναυή. «Να είσαι θαρραλέος και δυνατός», του είπε, «γιατί εσύ θα οδηγήσεις τους Ισραηλίτες στη χώρα που τους την υποσχέθηκα με όρκο, κι εγώ θα είμαι μαζί σου». Όταν τέλειωσε ο Μωυσής να γράφει τα λόγια αυτού του νόμου σε βιβλίο, έδωσε την ακόλουθη προσταγή στους Λευίτες που μεταφέρουν την κιβωτό της διαθήκης του Κυρίου: «Πάρτε αυτό το βιβλίο του νόμου και βάλτε το πλάι στην κιβωτό της διαθήκης του Κυρίου, του Θεού σας, για να υπάρχει εκεί για μάρτυρας εναντίον σας. Την ξέρω εγώ την ανυπακοή σας και το σκληρό σας πείσμα. Εσείς επαναστατείτε εναντίον του Κυρίου ενώ εγώ είμαι ακόμη ζωντανός μαζί σας· πόσο μάλλον μετά το θάνατό μου! Συγκεντρώστε, λοιπόν, κοντά μου όλους τους πρεσβυτέρους των φυλών σας και τους αρχηγούς σας, για να τους προειδοποιήσω ακόμη μια φορά και να καλέσω μάρτυρες εναντίον τους τον ουρανό και τη γη. Γιατί ξέρω ότι μετά το θάνατό μου θα πέσετε οπωσδήποτε στην αμαρτία και θα ξεστρατίσετε από το δρόμο που σας έδειξα. Και τελικά δεν θ’ αποφύγετε τη συμφορά, αφού θα πράξετε αυτό που ο Κύριος θεωρεί κακό και θα τον προσβάλετε με τα έργα σας». Στη συνέχεια ο Μωυσής απάγγειλε τα λόγια αυτού του τραγουδιού απ’ την αρχή ως το τέλος, δυνατά για να τ’ ακούσει όλη η ισραηλιτική κοινότητα: Ακούστε, ουρανοί, που θα μιλήσω· κι άκουσε γη, τα λόγια που θα πω. Ας στάξει σαν βροχή η διδασκαλία μου κι ο λόγος μου, ας σταλάξει σαν δροσιά, καθώς πάνω στη χλόη το ψιλόβροχο και σαν ψιχάλα πάνω στο χορτάρι. Θα διαλαλήσω του Κυρίου τ’ όνομα, το μεγαλείο υμνήστε του Θεού μας. Γιατί είναι βράχος, τέλεια τα έργα του· οι δρόμοι του όλοι με δικαιοσύνη. Θεός πιστός και δίχως αδικία, Θεός ευθύς και δίκαιος. Μα σεις πράξατε το κακό, μες στη βρωμιά βουτήξατε, δεν είστε πια παιδιά του. Γενιά της διαστροφής και της ψευτιάς! Είν’ αυτός τρόπος για να φέρεσαι στον Κύριο, λαέ ανόητε, άμυαλε; Αυτός δεν είναι ο πατέρας σου, που σ’ εξαγόρασε; Αυτός δεν είναι που σε δημιούργησε, που σ’ έκανε λαό; Τις μέρες τις παλιές θυμήσου, σκέψου το πέρασμα των χρόνων από γενιά σ’ άλλη γενιά. Ρώτησε τον πατέρα σου, και θα σ’ το μάθει, τους πρεσβυτέρους σου και θα σ’ το πουν. Όταν έδινε ο Ύψιστος στο κάθε έθνος τη χώρα του, όταν χώριζε τους ανθρώπους, των λαών τα σύνορα τα όρισε, ανάλογα με τους αγγέλους τους. Αλλά μερίδιο κράτησε δικό του, το λαό τού Ισραήλ, και πήρε αυτός στην προστασία του του Ιακώβ τους απογόνους. Βρήκε ο Κύριος τον Ισραήλ στην έρημο μες στης ερμιάς τη φρίκη και στων θεριών τα ουρλιαχτά. Τον φρόντισε, τον παιδαγώγησε, και τον εφύλαξε καθώς την κόρη των ματιών του. Σαν τον αετό, που προστατεύει τη φωλιά του, πετάει πάνω απ’ τα μικρά του και τα μαθαίνει να πετούν, τις φτερούγες του απλώνει, τα παίρνει, και τα σηκώνει στ’ απλωμένα του φτερά. Μόνος ο Κύριος το λαό του οδήγησε, κανένας δεν τον βοήθησε ξένος θεός. Τον εγκατέστησε στης χώρας τα ψηλώματα, τον έθρεψε με τα γεννήματα του αγρού. Του ’δωσε μέλι να ρουφήξει από τα βράχια και λάδι από λιόδεντρα που φύτρωσαν στις πέτρες τις σκληρές. Βούτυρο του ’δωσε αγελαδινό και γάλα πρόβειο, κρέας από αρνιά κι από κριάρια, θρέμματα της Βασάν, κι από τραγιά· αλεύρι από το στάρι το καλύτερο, κρασί από των σταφυλιών το αίμα. Και πλούτισε ο Ισραήλ κι άρχισε να κλωτσάει· πάχυνε, χόντρυνε, έγινε θρεφτάρι, και εγκατέλειψε το Θεό, τον πλάστη του και καταφρόνεσε το Βράχο που σωτηρία τού δίνει. Προκάλεσαν τη ζηλοτυπία του λατρεύοντας ξένους θεούς, τον ερεθίσανε με βδελυρές λατρείες. Θυσίασαν στους δαίμονες, που δεν είναι θεοί, σε θεούς, που δεν γνώρισαν, καινούριους, νιοφερμένους, που δεν είχαν γι’ αυτούς οι πρόγονοί τους κανένα σεβασμό. Το Βράχο που σε γέννησε, Ισραήλ, τον παραμέλησες και λησμόνησες το Θεό, τον πλαστουργό σου. Ο Κύριος το είδε και οργίστηκε κι απόρριψε τις κόρες και τους γιους του. Και είπε: «Θα τους αποστραφώ να δω τι θ’ απογίνουν. Γιατί αυτοί είναι γενιά διεστραμμένη, παιδιά, χωρίς καθόλου πίστη μέσα τους. Προκάλεσαν τη ζηλοτυπία μου λατρεύοντας ανύπαρκτους θεούς, μ’ εξόργισαν με τα είδωλά τους. Αλλά κι εγώ θα προκαλέσω τη ζηλοτυπία τους μ’ εκείνους που δεν είν’ αληθινός λαός, με ένα έθνος ανόητο θα διεγείρω την οργή τους. Ναι, ο θυμός μου άρπαξε φωτιά και καίει ίσαμε τα βάθη του άδη, και κατατρώει τη γη με τους καρπούς της και λιώνει τα θεμέλια των βουνών. »Θα επισωρεύσω συμφορές επάνω τους, κι ενάντια τους τα βέλη μου θ’ αδειάσω. Θα εξαντληθούν από την πείνα και θα λιώσουν από τον πυρετό κι από φαρμακερό κεντρί· τα δόντια άγριων θηρίων θα τους στείλω, και το δηλητήριο των ερπετών της γης. Έξω το ξίφος θα θερίζει και μέσα ο τρόμος τους νέους και τις νέες θα σκοτώνει, τα βρέφη και τους γέροντες. »Θα τους διασκόρπιζα, τελείως θα τους εξαφάνιζα, κανένας να μην τους θυμάται πια, αν δεν φοβόμουν των εχθρών την πρόκληση· μήπως οι εχθροί τους το παρεξηγήσουν μήπως και πουν: “με τη δική μας δύναμη νικήσαμε, δεν είναι ο Κύριος που έπραξε όλα ετούτα”. Αυτοί είναι λαός ανόητος, και η σοφία ολότελα τους λείπει. Λίγη φρόνηση να ’χαν, θα καταλάβαιναν· θα συλλογίζονταν τι έμελλε να πάθουν: Πώς θα μπορούσε ένας να καταδιώξει χίλιους και δυο να τρέψουν σε φυγή δέκα χιλιάδες, αν δεν τους είχε ο Βράχος τους πουλήσει αν δεν τους είχε εγκαταλείψει ο Κύριος; Γιατί ο βράχος των εχθρών μας δεν είναι σαν το Βράχο μας, κι αυτό μπορούνε να το κρίνουνε κι οι ίδιοι ακόμα. Αλλά το κλήμα τους είν’ από τη ρίζα των Σοδόμων κι απ’ των Γομόρρων τους αγρούς τα σταφύλια τους, σταφύλια δηλητηριώδη και πικρά. Και το κρασί τους, δηλητήριο ερπετών, φοβερό έχιδνας φαρμάκι. Αυτό είναι που εγώ, ο Κύριος, ενάντιά τους το φυλάω και το ’χω σφραγισμένο στις αποθήκες μου. Σ’ εμένα ανήκει η εκδίκηση κι η ανταπόδοση τη μέρα που θα τρικλίζουνε τα πόδια τους. Κοντά είν’ η μέρα που αυτοί θ’ αφανιστούν κι ό,τι τους περιμένει δεν θ’ αργήσει». Αλήθεια, ο Κύριος θα δικαιώσει το λαό του, όταν θα δει πως χάθηκε η δύναμή τους και δεν υπάρχει πια, ούτε δούλος ούτ’ ελεύθερος. Θ’ αλλάξει γνώμη για χάρη των δούλων του. Τότε ο Κύριος θα πει: «Πού είναι οι θεοί τους; ο βράχος, που σ’ αυτόν κατέφευγαν; Αυτοί οι θεοί που τρώγανε το πάχος των θυσιών τους και πίναν’ των σπονδών τους το κρασί; Ας σηκωθούνε να σας βοηθήσουν, να σας σκεπάσουν με την προστασία τους! Δείτε, τώρα, ότι εγώ, εγώ μονάχα είμαι, και δεν υπάρχει εκτός από μένα άλλος θεός. Εγώ θανατώνω κι εγώ δίνω ζωή, εγώ πληγώνω κι εγώ θεραπεύω και δεν μπορεί κανείς να ελευθερώσει κάποιον από τα χέρια μου. Στον ουρανό το χέρι μου σηκώνω και ορκίζομαι: “όπως είν’ αλήθεια ότι υπάρχω αιώνια, έτσι είν’ αλήθεια πως θ’ ακονίσω τ’ αστραφτερό μου το σπαθί και θα αρχίσω ν’ αποδίδω δικαιοσύνη· τότε θα πάρω εκδίκηση απ’ τους εχθρούς μου, θα κάνω ανταπόδοση σ’ αυτούς που με μισούν”. Τα βέλη μου θα τα μεθύσω με αίμα και το σπαθί μου θα κατατρώει κορμιά, αίμα των πληγωμένων και των αιχμαλώτων, κεφάλια των αρχηγών του εχθρού». Έθνη, δοξάστε του Κυρίου το λαό! Ο Κύριος εκδικιέται το αίμα των δούλων του· παίρνει εκδίκηση απ’ τους εχθρούς του και του λαού του τη χώρα θα καθαρίσει. τους είπε: «Βάλτε τα στην καρδιά σας όλα αυτά τα λόγια του νόμου, που εγώ σας είπα σήμερα. Να τα μεταδώσετε στα παιδιά σας ως εντολές, για να φροντίζουν να τα εφαρμόζουν. Αυτά για σας δεν είναι λόγια αδειανά, αλλά είναι η ίδια σας η ζωή. Χάρη στα λόγια αυτά θα ζήσετε πολλά χρόνια στη χώρα που θα πάρετε ιδιοκτησία σας, αφού περάσετε τον Ιορδάνη». Ο Κύριος μίλησε στο Μωυσή την ίδια εκείνη μέρα και του είπε· «Γύρισε να πας στην οροσειρά Αβαρίμ, που βρίσκεται στη Μωάβ, απέναντι από την Ιεριχώ· ανέβα στην κορυφή του όρους Νεβώ και κοίταξε τη Χαναάν, τη χώρα που δίνω στους Ισραηλίτες για ιδιοκτησία τους. Θα πεθάνεις πάνω σ’ εκείνο στο βουνό και θα πας μαζί με τους προγόνους σου, όπως πέθανε κι ο αδερφός σου Ααρών στο όρος Ωρ, και πήγε μαζί με τους προγόνους του. Εσύ κι ο Ααρών απιστήσατε σ’ εμένα και δεν προβάλατε την αγιότητά μου στα μάτια των Ισραηλιτών, όταν βρισκόσασταν στα νερά της Μεριβά στην Κάδης, στην έρημο Σιν. Γι’ αυτό λοιπόν, θα δεις από μακριά τη χώρα που δίνω στους Ισραηλίτες, αλλά δεν θα μπεις σ’ αυτήν». Αυτά είναι τα λόγια με τα οποία ο Μωυσής, ο άνθρωπος του Θεού, ευλόγησε τους Ισραηλίτες, προτού πεθάνει: Ο Κύριος ήρθε απ’ το Σινά κι ανέτειλε για το λαό του απ’ το Σηείρ· ακτινοβόλησε απ’ το όρος Φαράν κι ήρθε με μυριάδες γύρω του αγγέλους, στο χέρι του κρατώντας τον νόμο τον φλεγόμενο. Αληθινά, αγαπάει το λαό του. Όλοι που του ανήκουν είναι στα χέρια του· πέφτουν αυτοί στα πόδια του τις προσταγές του να δεχτούν. Νόμο μάς έδωσε ο Μωυσής, το πιο πολύτιμο απόκτημα για την κοινότητα του Ιακώβ· Ο Κύριος έγινε βασιλιάς στον Ισραήλ, όταν οι αρχηγοί συγκεντρωθήκαν του λαού, όταν εμαζευτήκαν οι φυλές του Ισραήλ. Και συνέχισε ο Μωυσής: «Να ζήσει ο Ρουβήν, ποτέ να μην πεθάνει, παρ’ όλο που ο λαός του είν’ ολιγάριθμος». Για τη φυλή Ιούδα είπε· «Άκουσε, Κύριε, τη φωνή του Ιούδα και φέρ’ τον στο λαό του. Ας υπερασπιστεί τον εαυτό του με τα χέρια του. Κι εσύ βοήθα τον ενάντια στους εχθρούς του». Για τη φυλή Λευί είπε: «Τα Θουμμίμ σου και τα Ουρίμ σου, Κύριε, στον όσιό σου τα εμπιστεύτηκες, που τον δοκίμασες στη Μασσά, και που μαζί του φιλονίκησες κοντά στα νερά της Μεριβά. Αυτός είπε: “πατέρα και μάνα εγώ δεν ξέρω” κι ούτε τ’ αδέρφια του λογάριασε, και τα παιδιά του τα αγνόησε, για να τηρήσει την εντολή σου, και φύλαξε έτσι τη διαθήκη σου. Τις εντολές σου θα διδάξουν στον Ιακώβ, στον Ισραήλ το νόμο σου. Λιβάνι θα προσφέρουνε μπροστά σου και στο θυσιαστήριό σου ολοκαύτωμα. Ευλόγησε τα υπάρχοντά του Κύριε, και κοίταξε με ευμένεια τα έργα του. Τσάκισε των εχθρών του τα πλευρά, ώστε να μην ξεσηκωθούν ενάντιά του αυτοί που τον μισούν. Για τη φυλή Βενιαμίν ο Μωυσής είπε: «Ο αγαπημένος του Κυρίου, με ασφάλεια κοντά του θα κατοικεί, ο Κύριος θα τον προστατεύει την κάθε μέρα, κι ανάμεσα στους ώμους του ο Κύριος θ’ αναπαύεται». Για τη φυλή του Ιωσήφ είπε: «Ευλογημένη από τον Κύριο είναι η χώρα του με τα καλύτερα του ουρανού τα δώρα, με τη δροσιά, και τα υπόγεια νερά της, με τους καλύτερους καρπούς που ωρίμασαν στον ήλιο, με τα καλύτερα δώρα όλων των εποχών, με τα εκλεκτότερα αγαθά των πανάρχαιων βουνών και τα καλύτερα των αιώνιων λόφων, με τα καλύτερα τα δώρα ολόκληρης της γης. Η αγάπη εκείνου που φανερώθηκε στη βάτο, ας έρθει πάνω στο κεφάλι του Ιωσήφ στην κορυφή του εκλεκτού απ’ όλα του τ’ αδέρφια. Είν’ η μεγαλοπρέπειά του σαν του ταύρου του πρωτογέννητου και σαν τα κέρατα του αγριόταυρου τα κέρατά του· μ’ αυτά θα χτυπάει τους λαούς, όλους μαζί ως της γης τα πέρατα. Τέτοιες είναι οι μυριάδες του Εφραΐμ και τέτοιες είναι του Μανασσή οι χιλιάδες». Για τη φυλή Ζαβουλών ο Μωυσής είπε: «Να ευφραίνεσαι, Ζαβουλών, στις περιοδείες σου κι εσύ, Ισσάχαρ, στις σκηνές σου. Στο βουνό θα καλούν ξένους λαούς και θα προσφέρουν εκεί κανονικές θυσίες. Τον πλούτο θα ρουφούν της θάλασσας, και τους κρυμμένους θησαυρούς στην άμμο». Για τη φυλή Γαδ είπε: «Ευλογημένος να ’ναι ο Κύριος, που πλάτος έδωσε στου Γαδ τη χώρα! Ο Γαδ σαν το λιοντάρι αναπαύεται, τη λεία του έτοιμος να ξεσκίσει, ποδάρι ή κεφαλή. Για τον εαυτό του διάλεξε το πρώτο το μερίδιο, αυτό που ήταν φυλαγμένο για τον αρχηγό. Σύναξε του λαού τους άρχοντες, κι εκπλήρωσε το σχέδιο του Κυρίου και τα προστάγματά του για τον Ισραήλ». Για τη φυλή Δαν ο Μωυσής είπε: «Ο Δαν είν’ ένα λιονταράκι, που εξορμάει απ’ τη Βασάν». Για τη φυλή Νεφθαλί είπε: «Είσαι χορτάτος, Νεφθαλί, από εύνοιες, ξέχειλος απ’ τις ευλογίες του Κυρίου· τη λίμνη και τον νότο πάρε κληρονομιά». Για τη φυλή Ασήρ ο Μωυσής είπε: «Από τους γιους ο πιο ευλογημένος να ’ναι ο Ασήρ· ας είναι ο πιο αγαπημένος απ’ τους αδερφούς του· στο λάδι ας κολυμπάει το πόδι σου. Από χαλκό και σίδερο ας είναι των πυλών σου οι μοχλοί κι όσο θα ζεις, να διαρκεί το σφρίγος σου. »Κανείς θεός δεν είναι σαν το Θεό σου, Ισραήλ, που δρασκελάει τους ουρανούς για να σε βοηθήσει κι ιππεύει τις νεφέλες σ’ όλη του τη μεγαλοπρέπεια. Ο Θεός ο αιώνιος είναι το καταφύγιό σου, και στήριγμά σου οι αιώνιοι βραχίονες. Έδιωξε αυτός από μπροστά σου τον εχθρό και σου ’δωσε την προσταγή: “εξολόθρευε!” Ο Ισραήλ είν’ εγκατεστημένος με ασφάλεια· η πηγή του Ιακώβ κυλάει ξέχωρα, πάει σε χώρα πλούσια σε στάρι και κρασί που οι ουρανοί της τη δροσιά σταλάζουν. Ευτυχισμένος είσ’ εσύ, Ισραήλ! Ποιος είναι σαν εσέ λαός, που σ’ έχει σώσει ο Κύριος; Αυτός είν’ η ασπίδα που σε προστατεύει, το ξίφος που σου δίνει υπεροχή! Άδικα θα σε κολακεύουν οι εχθροί σου· εσύ θα την ποδοπατήσεις την υψηλοφροσύνη τους». Έπειτα ο Μωυσής, από τις πεδιάδες Μωάβ ανέβηκε στο όρος Νεβώ, στην κορυφή Φασγά, ανατολικά της Ιεριχώ. Από ’κει ο Κύριος του έδειξε όλη τη χώρα: την περιοχή της Γαλαάδ μέχρι τη Δαν, τις περιοχές των φυλών Νεφθαλί, Εφραΐμ, Μανασσή και Ιούδα, ως τη θάλασσα πέρα στη δύση και την περιοχή της Νεγκέβ. Τέλος του έδειξε στην Κοιλάδα του Ιορδάνη την Ιεριχώ (την πόλη με τις φοινικιές) ως τη Σηγώρ. Ο Κύριος του είπε: «Αυτή είναι η χώρα που υποσχέθηκα με όρκο στον Αβραάμ, στον Ισαάκ και στον Ιακώβ, να τη δώσω στους απογόνους τους. Σε άφησα να τη δεις με τα μάτια σου, δε θα περάσεις όμως για να πας εκεί». Έτσι, ο Μωυσής, ο δούλος του Κυρίου πέθανε εκεί, στη Μωάβ, όπως το είχε πει ο Κύριος. Και τον έθαψε ο Κύριος σε μια κοιλάδα της Μωάβ, απέναντι από τη Βαιθ-Φεγώρ. Κανείς όμως μέχρι σήμερα δεν ξέρει πού βρίσκεται ο τάφος του. Όταν πέθανε ο Μωυσής ήταν εκατόν είκοσι ετών. Η όρασή του δεν είχε αδυνατίσει, ούτε είχε ελαττωθεί το σφρίγος του. Οι Ισραηλίτες έκλαψαν το Μωυσή στις πεδιάδες της Μωάβ τριάντα μέρες, ώσπου συμπληρώθηκε η περίοδος του πένθους. Ο Ιησούς, γιος του Ναυή, ήταν γεμάτος με πνεύμα σοφίας, γιατί ο Μωυσής είχε επιθέσει τα χέρια του πάνω του. Οι Ισραηλίτες ήταν υπάκουοι σ’ αυτόν, κι ακολουθούσαν τις οδηγίες που είχε δώσει ο Κύριος στο Μωυσή. Ανάμεσα στους Ισραηλίτες δεν παρουσιάστηκε πια άλλος προφήτης σαν το Μωυσή· ο Κύριος τον γνώριζε πρόσωπο με πρόσωπο. Κανένας δεν είναι ισάξιός του όσον αφορά τα σημεία και τα θαύματα που τον έστειλε ο Κύριος να κάνει στην Αίγυπτο, μπροστά στο Φαραώ, στους αξιωματούχους του και σ’ όλο το λαό του. Κανείς δεν είναι εφάμιλλος του Μωυσή όσον αφορά τη μεγάλη του δύναμη και τα φοβερά έργα που έκανε μπροστά στα μάτια όλων των Ισραηλιτών. Όταν πέθανε ο δούλος του Κυρίου ο Μωυσής, ο Κύριος είπε στο βοηθό του τον Ιησού, γιο του Ναυή: «Ο δούλος μου ο Μωυσής πέθανε. Ετοιμάσου, λοιπόν, τώρα εσύ και όλος αυτός ο λαός, να διαβείτε τον Ιορδάνη που είναι μπροστά σας και να μπείτε στη χώρα που δίνω σ’ εσάς, τους Ισραηλίτες. Όπως υποσχέθηκα στο Μωυσή, σας δίνω κάθε τόπο όπου θα πατούν τα πόδια σας. Η περιοχή σας θ’ απλώνεται από την έρημο, νότια, ως το Λίβανο, βόρεια, κι απ’ το μεγάλο ποταμό, τον Ευφράτη, ανατολικά, μέσα από τη χώρα των Χετταίων, ως τη Μεσόγειο Θάλασσα, δυτικά. Κανείς δε θα μπορέσει να σου αντισταθεί όσο θα ζεις. Εγώ θα είμαι μαζί σου, όπως ήμουν και με το Μωυσή· δε θα σ’ αφήσω, δε θα σ’ εγκαταλείψω. »Να είσαι θαρραλέος και δυνατός, γιατί εσύ θα οδηγήσεις αυτόν το λαό να πάρει ιδιοκτησία του τη χώρα που την υποσχέθηκα με όρκο στους προγόνους τους. Μόνο να είσαι θαρραλέος και δυνατός και να φροντίζεις να ενεργείς απαρέγκλιτα σύμφωνα με το σύνολο του νόμου που σου παρέδωσε ο δούλος μου, ο Μωυσής. Έτσι θα έχεις επιτυχία σε καθετί που θα επιχειρείς. Μην πάψεις ποτέ να επαναλαμβάνεις τις εντολές αυτού του βιβλίου του νόμου και να το μελετάς μέρα και νύχτα, για να εφαρμόζεις πιστά όλα όσα είναι γραμμένα σ’ αυτό· τότε θα έχεις επιτυχία στα έργα σου και θα ευημερείς. »Σου είπα να είσαι θαρραλέος και δυνατός. Μη φοβάσαι και μη δειλιάζεις, γιατί ο Κύριος ο Θεός σου θα είναι μαζί σου όπου κι αν πας». Τότε ο Ιησούς διέταξε τους άρχοντες του λαού να διασχίσουν το στρατόπεδο και να δώσουν στο λαό την εξής εντολή: «Εφοδιαστείτε με τρόφιμα, γιατί ύστερα από τρεις μέρες θα περάσετε τον Ιορδάνη, για να πάτε να καταλάβετε τη χώρα που σας δίνει για ιδιοκτησία σας ο Κύριος, ο Θεός σας». Έπειτα ο Ιησούς μίλησε στους απογόνους του Ρουβήν και του Γαδ και στο μισό της φυλής Μανασσή: «Θυμηθείτε», τους είπε, «την εντολή που σας έδωσε ο Μωυσής, ο δούλος του Κυρίου, όταν σας δήλωσε ότι ο Κύριος, ο Θεός σας, θα σας δώσει αυτήν εδώ τη χώρα, για να εγκατασταθείτε. Οι γυναίκες σας, λοιπόν, τα παιδιά σας και τα ζώα σας μπορούν να μείνουν από τώρα εδώ, στη χώρα που σας έδωσε ο Μωυσής, ανατολικά του Ιορδάνη. Εσείς όμως, όλοι οι πολεμιστές, θα πάρετε τα όπλα και θα περάσετε επικεφαλής των συμπατριωτών σας για να τους βοηθήσετε, ώσπου ο Κύριος, ο Θεός σας, να δώσει και σ’ αυτούς, όπως έδωσε και σ’ εσάς, τη χώρα τους και να εγκατασταθούν σ’ αυτήν. Μετά θα γυρίσετε κι εσείς να εγκατασταθείτε εδώ, στη χώρα που σας έδωσε ο Μωυσής, ο δούλος του Κυρίου, για ιδιοκτησία σας, ανατολικά του Ιορδάνη». Αυτοί απάντησαν στον Ιησού: «Θα εκτελέσουμε όλες τις προσταγές σου και θα πάμε παντού όπου μας στείλεις. Όπως ακούγαμε σε όλα το Μωυσή, έτσι θ’ ακούμε κι εσένα· μόνο να είναι ο Κύριος ο Θεός σου μαζί σου, όπως ήταν και με το Μωυσή. Όποιος σου εναντιωθεί και αρνηθεί να υπακούσει οποιαδήποτε προσταγή σου, αυτός θα θανατωθεί· αρκεί εσύ να είσαι θαρραλέος και δυνατός». Έπειτα ο Ιησούς, γιος του Ναυή, έστειλε από τη Σιττίμ κρυφά δύο κατασκόπους, με την εντολή να πάνε να δουν την περιοχή και την πόλη της Ιεριχώ. Αυτοί έφυγαν κι έφτασαν στο σπίτι μιας γυναίκας πόρνης, που ονομαζόταν Ραάβ· εκεί έμειναν να διανυκτερεύσουν. Αμέσως έφτασε στο βασιλιά της Ιεριχώ η είδηση ότι κάτι Ισραηλίτες είχαν φτάσει εκείνη τη νύχτα, για να κατασκοπεύσουν τη χώρα. Τότε εκείνος έστειλε και είπε στη Ραάβ: «Βγάλε έξω τους ανθρώπους που ήρθαν στο σπίτι σου· αυτοί είναι εδώ για να κατασκοπεύσουν τη χώρα». Η γυναίκα έκρυψε τους δυο άντρες κι ύστερα είπε: «Ήρθαν πράγματι στο σπίτι μου αυτοί οι άντρες, αλλά δεν ήξερα από πού ήταν. Όταν σκοτείνιασε έφυγαν και βγήκαν απ’ την πόλη πριν κλείσει η πύλη. Δεν ξέρω πού πήγαν αλλά αν τρέξετε γρήγορα πίσω τους, σίγουρα θα τους προλάβετε». Στο μεταξύ αυτή τους είχε ανεβάσει στο δώμα και τους είχε κρύψει ανάμεσα σε θημωνιές από λινάρι, που ήταν στοιβαγμένες εκεί. Οι άνθρωποι του βασιλιά έτρεξαν να βρουν τους κατασκόπους και μόλις βγήκαν απ’ την πόλη, η πύλη έκλεισε. Στην καταδίωξή τους, πήραν το δρόμο που φτάνει ως τα περάσματα του Ιορδάνη. Προτού οι κατάσκοποι κοιμηθούν, η Ραάβ ανέβηκε να τους βρει στο δώμα του σπιτιού της και τους είπε: «Εγώ ξέρω πως ο Κύριος σας έχει δώσει αυτήν εδώ τη χώρα. Εξαιτίας σας μας έχει πιάσει φόβος, κι όλοι οι κάτοικοι τρέμουν μπροστά σας. Ακούσαμε ότι, καθώς βγήκατε από την Αίγυπτο, ο Κύριος ξέρανε τα νερά της Ερυθράς Θάλασσας μπροστά σας. Μάθαμε ακόμα τα όσα κάνατε στους δυο βασιλιάδες των Αμορραίων, ανατολικά του Ιορδάνη, στο Σιχόν και στον Ωγ, που τους εξοντώσατε. Όταν τ’ ακούσαμε αυτά, έπεσε το ηθικό μας και κανένας από μας δεν είχε το θάρρος να σας αντιμετωπίσει. Πραγματικά, ο Κύριος, ο Θεός σας, είναι Θεός ψηλά στους ουρανούς κι εδώ κάτω στη γη. Τώρα, λοιπόν, σας παρακαλώ, ορκιστείτε μου στον Κύριο, ότι θα δείξετε στο σπίτι του πατέρα μου την ίδια καλοσύνη, που έδειξα κι εγώ σ’ εσάς. Δώστε μου κι ένα σίγουρο σημάδι για να σας πιστέψω, ότι δε θα σκοτώσετε τους γονείς μου και τ’ αδέρφια μου, ότι θ’ αφήσετε απείραχτα όλα όσα τους ανήκουν». Τότε οι άντρες τής είπαν: «Σου ορκιζόμαστε στη ζωή μας να κάνουμε ό,τι ζητάς, αρκεί να μην προδώσεις τα σχέδιά μας. Όταν ο Κύριος μας δώσει αυτήν τη χώρα, εμείς θα σου δείξουμε καλοσύνη και δε θα παρασπονδήσουμε». Τότε η γυναίκα τούς κατέβασε με σκοινί απ’ το παράθυρο, γιατί το σπίτι της ήταν χτισμένο μέσα στο τείχος της πόλης. «Τρέξτε», τους είπε, «να κρυφτείτε στα βουνά, για να μη σας συναντήσουν αυτοί που σας καταδιώκουν· μείνετε εκεί τρεις μέρες, ώσπου να γυρίσουν πίσω, και έπειτα συνεχίζετε το δρόμο σας». Οι άντρες τής είπαν: «Εμείς θα τηρήσουμε όσα μας έβαλες να σου ορκιστούμε: Αλλά άκου κι εσύ τι πρέπει να κάνεις: Όταν θα μπούμε μέσα στη χώρα, θα δέσεις αυτό το κόκκινο σχοινί στο παράθυρο απ’ όπου μας κατεβάζεις, και θα έχεις συγκεντρώσει στο σπίτι σου τους γονείς σου και τ’ αδέρφια σου, και όλη την οικογένεια του πατέρα σου. Όποιος βγει έξω από την πόρτα του σπιτιού σου, θα είναι ο ίδιος υπεύθυνος για το θάνατό του κι όχι εμείς. Αν όμως, κάποιος πειράξει οποιονδήποτε απ’ αυτούς που θα βρίσκονται μαζί σου, στο σπίτι σου, θα είμαστε εμείς υπεύθυνοι για το θάνατό του. Αν πάλι μας προδώσεις, εμείς θα είμαστε ελεύθεροι από τον όρκο που μας έβαλες να σου δώσουμε». Εκείνη απάντησε: «Θα γίνει όπως τα λέτε». Έπειτα τους φυγάδευσε· κι όταν έφυγαν, έδεσε στο παράθυρό της το κόκκινο σκοινί. Οι κατάσκοποι έφυγαν και πήγαν στα βουνά· εκεί έμειναν τρεις μέρες, ώσπου να γυρίσουν πίσω εκείνοι που τους καταδίωκαν. Τους είχαν αναζητήσει παντού αλλά δεν τους βρήκαν. Μετά οι δυο άντρες κατέβηκαν από τα βουνά, πέρασαν τον Ιορδάνη και ήρθαν στον Ιησού, γιο του Ναυή, στον οποίο και διηγήθηκαν όλα όσα τους είχαν συμβεί. «Είναι βέβαιο», του είπαν, «ότι ο Κύριος μας έχει παραδώσει ολόκληρη τη χώρα και μάλιστα όλοι οι κάτοικοί της μας τρέμουν». Νωρίς την άλλη μέρα το πρωί ο Ιησούς και όλος ο λαός έφυγαν από τη Σιττίμ και κατέβηκαν στις όχθες του Ιορδάνη. Εκεί στρατοπέδευσαν ως την ημέρα που θα περνούσαν τον ποταμό. Ύστερα από τρεις μέρες, οι αρχηγοί διέσχισαν το στρατόπεδο, κι έδωσαν στο λαό την προσταγή: «Όταν θα δείτε τους ιερείς-Λευίτες να σηκώνουν την κιβωτό της διαθήκης του Κυρίου, του Θεού σας, θα ξεκινήσετε κι εσείς από τις θέσεις σας και θα την ακολουθήσετε. Πρέπει όμως να υπάρχει ανάμεσα σ’ εσάς και σ’ αυτήν μία απόσταση δύο χιλιάδες πήχεις. Δε θα πηγαίνετε κοντά της, για να μπορείτε να βλέπετε το δρόμο που θα πρέπει ν’ ακολουθήσετε· γιατί δεν έχετε ποτέ ξαναπεράσει απ’ αυτόν». Ο Ιησούς έλεγε στο λαό: «Καθαριστείτε, γιατί ο Κύριος αύριο θα κάνει θαύματα ανάμεσά σας». Και στους ιερείς είπε: «Εσείς σηκώστε την κιβωτό της διαθήκης και περάστε μπροστά επικεφαλής του λαού». Έτσι κι έκαναν. Τότε είπε ο Κύριος στον Ιησού: «Από σήμερα θ’ αρχίσω να σε αναδεικνύω σε μεγάλον άντρα στα μάτια όλων των Ισραηλιτών, για να ξέρουν ότι εγώ θα είμαι μαζί σου όπως ήμουν και με το Μωυσή. Και τώρα δώσε διαταγή στους ιερείς που θα σηκώνουν την κιβωτό της διαθήκης, μόλις φτάσουν στα νερά του Ιορδάνη, να σταθούν εκεί, μέσα στον ποταμό». Έπειτα ο Ιησούς είπε στους Ισραηλίτες: «Πλησιάστε εδώ κι ακούστε τα λόγια του Κυρίου, του Θεού σας». «Ο αληθινός Θεός είναι ανάμεσά σας και θα διώξει το δίχως άλλο από μπροστά σας τους Χαναναίους, τους Χετταίους, τους Ευαίους, τους Φερεζαίους, τους Γεργεσαίους, τους Αμορραίους και τους Ιεβουσαίους. Και θα το καταλάβετε απ’ αυτό: Η κιβωτός της διαθήκης του Κυρίου όλης της γης θα διαβεί τον Ιορδάνη πρώτη από σας. Διαλέξτε, λοιπόν, δώδεκα άντρες από τις φυλές του Ισραήλ, έναν άνδρα από κάθε φυλή. Μόλις οι ιερείς που σηκώνουν την κιβωτό του Κυρίου όλης της γης, βάλουν τα πόδια τους στα νερά του Ιορδάνη, η ροή του ποταμού θα διακοπεί και τα νερά που κατεβαίνουν από πάνω θα σταθούν σε ένα σωρό». Ο λαός βγήκαν από τις σκηνές τους για να περάσουν τον Ιορδάνη και οι ιερείς που σήκωναν την κιβωτό της διαθήκης βάδιζαν πρώτοι μπροστά. Ήταν η εποχή του θερισμού και οι όχθες του Ιορδάνη είχαν ξεχειλίσει. Όταν οι ιερείς με την κιβωτό έφτασαν στο ποτάμι και τα πόδια τους βράχηκαν στην άκρη του νερού, τότε, τα νερά που κατέβαιναν από πάνω στάθηκαν και μαζεύτηκαν σ’ ένα σωρό, σε μεγάλη απόσταση, κοντά στην πόλη Αδάμ, που βρίσκεται στην περιοχή της Ζαρετάν. Τα νερά που κατέβαιναν προς τη Νεκρά Θάλασσα αποκόπηκαν, κι έτσι ο λαός πέρασε απέναντι από την Ιεριχώ. Οι ιερείς που σήκωναν την κιβωτό της διαθήκης του Κυρίου σταμάτησαν στο στεγνό έδαφος στη μέση του ποταμού, ώσπου πέρασε από ’κει όλος ο λαός Ισραήλ και διάβηκαν τον Ιορδάνη. Αφού πέρασε όλος ο λαός τον Ιορδάνη, είπε ο Κύριος στον Ιησού: «Διαλέξτε από το λαό δώδεκα άντρες, έναν από κάθε φυλή, και δώστε τους εντολή να βγάλουν δώδεκα πέτρες από την κοίτη του Ιορδάνη, από τον τόπο ακριβώς όπου είχαν σταθεί οι ιερείς και πατούσαν τα πόδια τους, και να τις φέρουν μαζί τους για να τις τοποθετήσουν στον τόπο όπου θα στρατοπεδεύσετε απόψε». Ο Ιησούς κάλεσε τους δώδεκα άντρες που διάλεξε μέσα από το λαό, έναν από κάθε φυλή, και τους είπε: «Περάστε μπροστά από την κιβωτό του Κυρίου, του Θεού σας, και κατεβείτε στην κοίτη του Ιορδάνη. Από ’κει θα πάρετε καθένας σας στον ώμο από μια πέτρα, μία για κάθε φυλή του Ισραήλ. Αυτές οι πέτρες θα σας θυμίζουν αυτό που συνέβηκε εδώ. Όταν θα σας ρωτούν στο μέλλον τα παιδιά σας τι σημαίνουν αυτές οι πέτρες για σας, εσείς θα τους απαντάτε ότι τα νερά του Ιορδάνη σταμάτησαν μπροστά στην κιβωτό της διαθήκης του Κυρίου. Διακόπηκε η ροή του ποταμού, όταν η κιβωτός περνούσε μέσα από τον Ιορδάνη. Έτσι, αυτές οι πέτρες θα είναι για τους Ισραηλίτες μια υπόμνηση παντοτινή». Οι άντρες έκαναν όπως τους διέταξε ο Ιησούς: Έβγαλαν δώδεκα πέτρες μέσα από τον Ιορδάνη, μία για κάθε φυλή του Ισραήλ, και τις έφεραν μαζί τους στον τόπο όπου θα διανυκτέρευαν και τις απόθεσαν εκεί, σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου προς τον Ιησού. Ο Ιησούς έστησε επίσης δώδεκα πέτρες μέσα στον Ιορδάνη, στο σημείο ακριβώς όπου πάτησαν τα πόδια των ιερέων που μετέφεραν την κιβωτό της διαθήκης. Αυτές οι πέτρες σώζονται εκεί μέχρι σήμερα. Στο μεταξύ οι ιερείς που σήκωναν την κιβωτό στέκονταν μέσα στον Ιορδάνη, ωσότου έγιναν όλα όσα είχε διατάξει ο Κύριος τον Ιησού να πει στο λαό. Έτσι ο Ιησούς έπραξε σύμφωνα με τις υποδείξεις του Μωυσή. Ο λαός τάχυνε το βήμα και πέρασε· κι όταν πέρασαν όλοι στην άλλη όχθη, πέρασε και η κιβωτός του Κυρίου. Οι ιερείς πήγαν πάλι με την κιβωτό μπροστά από το λαό. Η φυλή Ρουβήν, η φυλή Γαδ και το μισό της φυλής Μανασσή πέρασαν με τα όπλα τους επικεφαλής των Ισραηλιτών, όπως τους είχε πει ο Μωυσής. Περίπου σαράντα χιλιάδες ένοπλοι πολεμιστές πέρασαν ενώπιον του Κυρίου βαδίζοντας προς τις πεδιάδες της Ιεριχώ. Εκείνη τη μέρα ο Κύριος ανέδειξε τον Ιησού μεγάλον άντρα στα μάτια των Ισραηλιτών. Τον σέβονταν σ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του, όπως είχαν σεβαστεί το Μωυσή. Μετά ο Κύριος είπε στον Ιησού: «Δώσε διαταγή στους ιερείς που σηκώνουν την κιβωτό του μαρτυρίου ν’ ανεβούν από τον Ιορδάνη». Ο Ιησούς διέταξε τους ιερείς ν’ ανέβουν. Μόλις αυτοί ανέβηκαν από την κοίτη του ποταμού και τα πόδια τους πάτησαν στην όχθη, τα νερά του Ιορδάνη ξαναγύρισαν στον τόπο τους και πλημμύρισαν όλες τις όχθες του, όπως και πριν. Ήταν τη δέκατη μέρα του πρώτου μήνα που ο λαός διάβηκε τον Ιορδάνη και στρατοπέδευσε στα Γάλγαλα, ανατολικά της Ιεριχώ. Εκεί στα Γάλγαλα έστησε ο Ιησούς τις δώδεκα πέτρες που είχαν πάρει από τον ποταμό, και είπε στους Ισραηλίτες: «Όταν στο μέλλον ρωτούν τα παιδιά σας τους πατέρες τους τι σημαίνουν αυτές οι πέτρες, θα τους εξηγείτε πώς οι Ισραηλίτες πέρασαν αυτόν εδώ τον ποταμό, τον Ιορδάνη, βαδίζοντας σε έδαφος στεγνό. Ο Κύριος, ο Θεός σας, αποξέρανε μπροστά σας τα νερά του Ιορδάνη για να περάσατε, όπως ακριβώς είχε αποξηράνει την Ερυθρά Θάλασσα για να περάσουμε εμείς. Όλα αυτά τα έκανε ο Κύριος ο Θεός σας για να γνωρίσουν όλοι οι λαοί της γης πόσο μεγάλη είναι η δύναμή του και για να τον σέβεστε πάντοτε». Όταν οι βασιλιάδες όλοι των Αμορραίων, που κατοικούσαν στα δυτικά του Ιορδάνη, και οι βασιλιάδες των Χαναναίων, που κατοικούσαν στα παραθαλάσσια, έμαθαν ότι αποξήρανε ο Θεός τα νερά του Ιορδάνη για να περάσουν οι Ισραηλίτες, πανικοβλήθηκαν και δεν είχαν πια το θάρρος να τους αντιμετωπίσουν. Εκείνο το χρόνο ο Κύριος είπε στον Ιησού: «Φτιάξε κοφτερά μαχαίρια από πέτρα και κάνε πάλι περιτομή στους Ισραηλίτες, για δεύτερη φορά». Ο Ιησούς έφτιαξε κοφτερά μαχαίρια από πέτρα κι έκανε περιτομή σ’ όλους τους Ισραηλίτες, κοντά στο Λόφο των Ακροβυστιών. Στη θέση εκείνων, λοιπόν, ο Κύριος έβαλε τα παιδιά τους, και σ’ αυτά έκανε την περιτομή ο Ιησούς, γιατί δεν είχαν περιτμηθεί στη διάρκεια της πορείας στην έρημο. Όταν περιτμήθηκε όλος ο λαός, έμειναν εκεί που είχαν κατασκηνώσει, ώσπου να επουλωθούν οι πληγές τους. Ο Κύριος είπε στον Ιησού: «Σήμερα αφαίρεσα την ντροπή της Αιγύπτου από πάνω σας». Γι’ αυτό ονομάστηκε ο τόπος εκείνος Γάλγαλα, όπως λέγεται μέχρι σήμερα. Οι Ισραηλίτες έμειναν στρατοπεδευμένοι στα Γάλγαλα και γιόρτασαν εκεί, στις πεδιάδες της Ιεριχώ, το Πάσχα, το βράδυ της δέκατης τέταρτης μέρας εκείνου του μήνα. Την επομένη του Πάσχα έφαγαν άζυμο ψωμί και καβουρδισμένο σιτάρι, όλα φτιαγμένα από τα προϊόντα της περιοχής. Από κείνη την ημέρα σταμάτησε να πέφτει το μάννα, αφού πια μπορούσαν κι έτρωγαν από τα προϊόντα της Χαναάν. Έτσι, από τη χρονιά εκείνη οι Ισραηλίτες δεν είχαν πια το μάννα. Μια μέρα, όταν ο Ιησούς του Ναυή βρισκόταν κοντά στην Ιεριχώ, είδε ξαφνικά έναν άντρα να στέκεται μπροστά του με ένα γυμνό σπαθί στο χέρι του. Ο Ιησούς τον πλησίασε και του είπε: «Είσαι μαζί μας ή με τους εχθρούς μας;» Ο άντρας απάντησε: «Όχι· εγώ είμαι ο αρχηγός των στρατευμάτων του Κυρίου και τώρα μόλις ήρθα». Τότε ο Ιησούς έπεσε με το πρόσωπο στη γη, τον προσκύνησε και του είπε: «Τι διατάζει ο Κύριός μου το δούλο του;» Ο αρχηγός των στρατευμάτων του Κυρίου απάντησε στον Ιησού: «Βγάλε τα ποδήματά σου από τα πόδια σου, γιατί ο τόπος που πατάς είναι άγιος». Και ο Ιησούς υπάκουσε. Η Ιεριχώ είχε τα τείχη της κλειστά κι αμπαρωμένα για να μην μπορέσουν να μπουν οι Ισραηλίτες. Κανείς δεν έβγαινε ούτε έμπαινε στην πόλη. Τότε είπε ο Κύριος στον Ιησού: «Σου παραδίνω την Ιεριχώ, το βασιλιά της και τους πολεμιστές της στα χέρια σου. Εσύ και όλος ο στρατός θα παρελάσετε γύρω από την πόλη, κάνοντας μια φορά την ημέρα επί έξι μέρες το γύρο της. Εφτά ιερείς θα πηγαίνουν μπροστά από την κιβωτό και θα κρατούν εφτά κεράτινες σάλπιγγες. Την έβδομη μέρα θα κάνετε εφτά φορές το γύρο της πόλης, ενώ οι ιερείς θα σαλπίζουν με τις σάλπιγγες. Όταν τους ακούσετε να δώσουν παρατεταμένο σάλπισμα, τότε όλος ο στρατός θα βγάλει μεγάλον αλαλαγμό και το τείχος της πόλης θα πέσει κάτω. Αμέσως οι Ισραηλίτες θα ορμήσουν στην επίθεση και θα μπουν κατ’ ευθείαν στην πόλη». Ο Ιησούς, γιος του Ναυή, κάλεσε τους ιερείς και τους είπε: Σηκώστε την κιβωτό της διαθήκης και εφτά ιερείς θα προπορεύονται μπροστά της κρατώντας εφτά κεράτινες σάλπιγγες». Έπειτα διέταξε το λαό: «Εμπρός! Αρχίστε να κάνετε το γύρο της πόλης· η εμπροσθοφυλακή, όμως, να πηγαίνει μπροστά από την κιβωτό του Κυρίου». Σύμφωνα με τις διαταγές του Ιησού, οι εφτά ιερείς που κρατούσαν τις κεράτινες σάλπιγγες πήγαιναν μπροστά από την κιβωτό και σάλπιζαν, ενώ εκείνοι που μετέφεραν την κιβωτό της διαθήκης του Κυρίου τούς ακολουθούσαν. Η εμπροσθοφυλακή του στρατού βάδιζε μπροστά από τους ιερείς, οι οποίοι σάλπιζαν ασταμάτητα με τις σάλπιγγες, και το υπόλοιπο του στρατεύματος ήταν οπισθοφυλακή της κιβωτού. Ο Ιησούς είχε δώσει στο στρατό ρητή διαταγή: «Δε θα βγάλετε άχνα. Λέξη δε θα βγει από το στόμα σας, ως τη μέρα που θα σας πω εγώ να αλαλάξετε. Μόνο τότε θα φωνάξετε». Έτσι, η κιβωτός του Κυρίου έκανε μια φορά το γύρο της πόλης κι έπειτα επέστρεψαν στο στρατόπεδο και πέρασαν εκεί τη νύχτα. Νωρίς το άλλο πρωί σηκώθηκε ο Ιησούς, και οι ιερείς σήκωσαν πάλι την κιβωτό του Κυρίου. Οι εφτά ιερείς με τις κεράτινες σάλπιγγες βάδιζαν μπροστά από την κιβωτό σαλπίζοντας συνεχώς. Η εμπροσθοφυλακή προχωρούσε μπροστά τους και η οπισθοφυλακή ακολουθούσε την κιβωτό του Κυρίου. Τη δεύτερη μέρα έκαναν μία φορά το γύρο της πόλης και επέστρεψαν στο στρατόπεδο. Έξι μέρες έκαναν το ίδιο. Την έβδομη μέρα σηκώθηκαν με την αυγή κι έκαναν εφτά φορές το γύρο της πόλης με τον ίδιο τρόπο. Ήταν η μόνη μέρα που έκαναν το γύρο της πόλης εφτά φορές. Την έβδομη φορά, όταν οι ιερείς ήταν να σαλπίσουν με τις σάλπιγγες, ο Ιησούς είπε στο λαό: «Αλαλάξτε τώρα! Ο Κύριος σας παρέδωσε την πόλη! Η πόλη και ό,τι υπάρχει σ’ αυτήν θα γίνει ανάθεμα και θα καταστραφεί ως αφιέρωμα στον Κύριο. Μόνο τη Ραάβ την πόρνη θ’ αφήσετε να ζήσει –αυτήν και όλους όσοι είναι μαζί της στο σπίτι της– επειδή έκρυψε τους απεσταλμένους μας. Εσείς όμως φυλαχτείτε από το ανάθεμα· μην πάρετε τίποτε απ’ αυτά που είναι προορισμένα να καταστραφούν, γιατί τότε θα επιφέρετε κατάρα στο στρατόπεδο των Ισραηλιτών και θα προξενήσετε σ’ αυτό καταστροφή. Όλο το ασήμι και το χρυσάφι, τα χάλκινα και τα σιδερένια σκεύη θα αφιερωθούν στον Κύριο και θα τοποθετηθούν στο θησαυροφυλάκιο του Κυρίου». Μετά οι ιερείς σάλπισαν με τις σάλπιγγες· και μόλις ο λαός άκουσε τον ήχο της σάλπιγγας, ξέσπασε σε μεγάλον αλαλαγμό και σωριάστηκε το τείχος. Τότε ο στρατός επιτέθηκε στην πόλη, όρμησαν κατ’ ευθείαν μέσα και την κατέλαβαν. Καθετί που υπήρχε στην πόλη, άνδρες και γυναίκες, νέοι, γέροι, βόδια, πρόβατα και γαϊδούρια, όλα παραδόθηκαν στη σφαγή. Τότε είπε ο Ιησούς στους δύο άνδρες, που είχαν κατασκοπεύσει τη χώρα: «Μπείτε στο σπίτι εκείνης της πόρνης και βγάλτε την από ’κει, αυτήν και όλους όσοι είναι μαζί της, όπως της ορκιστήκατε». Εκείνοι μπήκαν στο σπίτι κι έβγαλαν έξω τη Ραάβ, τους γονείς της, τ’ αδέρφια της και όλους τους υπόλοιπους συγγενείς της και τα υπάρχοντά της. Τους πήραν και τους εγκατέστησαν σε ασφαλές μέρος έξω από το στρατόπεδο των Ισραηλιτών. Ύστερα έβαλαν φωτιά στην πόλη κι έκαναν στάχτη ό,τι βρισκόταν μέσα σ’ αυτήν. Μόνο το ασήμι, το χρυσάφι, τα χάλκινα και τα σιδερένια αντικείμενα τα πήραν και τα τοποθέτησαν στο θησαυροφυλάκιο του οίκου του Κυρίου. Αλλά ο Ιησούς χάρισε τη ζωή στη Ραάβ την πόρνη, στην οικογένεια του πατέρα της και σε όλους τους δικούς της, επειδή είχε κρύψει τους ανθρώπους που αυτός είχε στείλει για να κατασκοπεύσουν την Ιεριχώ. Η Ραάβ εγκαταστάθηκε ανάμεσα στους Ισραηλίτες και οι απόγονοί της ζουν μέχρι σήμερα. Εκείνες τις μέρες, ο Ιησούς έδωσε αυτόν τον όρκο σχετικά με την Ιεριχώ: «Καταραμένος να είναι από τον Κύριο ο άνθρωπος που θα επιχειρήσει να ξαναχτίσει αυτή την πόλη. Με τίμημα το γιο του τον πρωτότοκο θα βάλει τα θεμέλιά της, τις πύλες της θα στήσει με τίμημα το νιότερο το γιο». Ο Κύριος ήταν μαζί με τον Ιησού, και η φήμη του απλώθηκε σ’ ολόκληρη τη χώρα. Οι Ισραηλίτες όμως αμάρτησαν σοβαρά στο θέμα των αφιερωμάτων: Ο Αχάν, γιος του Χαρμί, εγγονός του Ζαβδί και δισέγγονος του Ζεράχ, από τη φυλή Ιούδα, πήρε για δικά του μερικά από τα αφιερώματα. Εξαιτίας αυτού, λοιπόν, ο Κύριος οργίστηκε εναντίον των Ισραηλιτών. Από την Ιεριχώ ο Ιησούς έστειλε ανθρώπους στη Γαι, που βρίσκεται κοντά στη Βαιθ-Αυέν, ανατολικά της Βαιθήλ με τη διαταγή να κατασκοπεύσουν την περιοχή. Πράγματι, εκείνοι πήγαν και κατασκόπευσαν τη Γαι. Όταν επέστρεψαν στον Ιησού του ανάφεραν: «Δεν είναι ανάγκη να πάει όλος ο στρατός για να καταλάβει τη Γαι και να μπουν όλοι σε τέτοιον κόπο. Δεν είναι μεγάλη πόλη. Δυο τρεις χιλιάδες άντρες είναι αρκετοί». Ξεκίνησαν, λοιπόν, να πολεμήσουν περίπου τρεις χιλιάδες άντρες, αλλά αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν μπροστά στους κατοίκους της Γαι. Σκότωσαν από τους Ισραηλίτες περίπου τριάντα έξι άντρες και τους υπόλοιπους τους καταδίωξαν από την πύλη της πόλης ως τη Σιβαρίμ, και τους σύντριψαν στην κατωφέρεια. Έτσι ο λαός λύγισε κι έχασε το θάρρος του. Τότε ο Ιησούς έσκισε τα ρούχα του, έριξε χώμα στο κεφάλι του κι έπεσε με το πρόσωπο στη γη μπροστά στην κιβωτό του Κυρίου ως το βράδυ. Τα ίδια έκαναν και οι πρεσβύτεροι του λαού. Ο Ιησούς προσευχήθηκε: «Παντοδύναμε Κύριε, γιατί άφησες αυτό το λαό να διαβεί τον Ιορδάνη; Για να μας παραδώσεις στην εξουσία των Αμορραίων και να μας εξοντώσουν; Μακάρι να είχαμε μείνει από την άλλη μεριά του ποταμού. Σε παρακαλώ, Κύριε, τι να πω τώρα που οι Ισραηλίτες κατατροπώθηκαν από τους εχθρούς τους; Όταν το μάθουν οι Χαναναίοι και οι άλλοι κάτοικοι της χώρας θα μας περικυκλώσουν και θα μας εξαφανίσουν από τη γη. Και τι θα κάνεις τότε για να περισωθεί η δόξα του μεγάλου σου ονόματος;» Ο Κύριος απάντησε στον Ιησού: «Σήκω πάνω. Τι έπεσες με το πρόσωπο καταγής; Οι Ισραηλίτες αμάρτησαν· παρέβηκαν τις υποχρεώσεις που ανέλαβαν απέναντί μου. Πήραν πράγματα από τα αφιερώματα, τα έκλεψαν, τα συγκάλυψαν με ψέματα και τα έκρυψαν ανάμεσα στα πράγματά τους. Γι’ αυτό και δε θα μπορέσουν πια ν’ αντισταθούν στους εχθρούς τους. Θα τρέπονται σε φυγή μπροστά τους, γιατί τώρα αυτοί οι ίδιοι καταδίκασαν τους εαυτούς τους. Δε θα είμαι πια μαζί σας, αν δεν πετάξετε μακριά σας τα απαγορευμένα αντικείμενα. Σήκω, λοιπόν, προετοίμασε το λαό και πες τους: “καθαριστείτε για αύριο, γιατί ο Κύριος, ο Θεός σας, λέει πως το ανάθεμα είναι ανάμεσά σας, Ισραηλίτες. Δε θα μπορέσετε πια ν’ αντισταθείτε στους εχθρούς σας, ωσότου πετάξετε μακριά σας τα απαγορευμένα αντικείμενα. Αύριο το πρωί θα πλησιάστε κάθε φυλή χωριστά μία μία· και η φυλή που θα υποδείξει ο Κύριος με κλήρο θα πλησιάσει κατά συγγένειες. Η συγγένεια που θα υποδείξει ο Κύριος με κλήρο, θα πλησιάσει κατά οικογένειες. Και η οικογένεια που θα υποδείξει ο Κύριος με κλήρο θα πλησιάσει, ο ένας άντρας μετά τον άλλο. Κι ο Κύριος θα φανερώσει ποιος απ’ αυτούς έχει τα απαγορευμένα αντικείμενα. Τότε θα καεί αυτός μαζί με όλα του τα υπάρχοντα, γιατί παρέβηκε τις υποχρεώσεις του απέναντί μου και ντρόπιασε τους Ισραηλίτες”». Την άλλη μέρα το πρωί, σηκώθηκε ο Ιησούς και διέταξε να πλησιάσουν οι Ισραηλίτες κατά φυλές. Πλησίασαν μία μία χωριστά και κληρώθηκε η φυλή Ιούδα. Μετά διέταξε να πλησιάσουν μία μία οι συγγένειες της φυλής Ιούδα. Πλησίασαν και κληρώθηκε η συγγένεια των Ζαρχιτών. Κάλεσε τότε τη συγγένεια των Ζαρχιτών να πλησιάσουν κατά οικογένειες μία μία και κληρώθηκε η οικογένεια του Ζαβδί. Τέλος κάλεσε να πλησιάσει η οικογένεια του Ζαβδί, ο ένας άντρας μετά τον άλλο και κληρώθηκε ο Αχάν, γιος του Χαρμί, εγγονός του Ζαβδί και δισέγγονος του Ζαρά, από τη φυλή Ιούδα. Τότε είπε ο Ιησούς στον Αχάν: «Αναγνώρισε, παιδί μου, το μεγαλείο του Κυρίου, του Θεού του Ισραήλ και εξομολογήσου σ’ αυτόν. Πες μου τώρα τι έχεις κάνει· μη μου κρύψεις τίποτα». Ο Αχάν απάντησε στον Ιησού: «Πράγματι, εγώ είμαι που αμάρτησα στον Κύριο, το Θεό του Ισραήλ. Έκανα το εξής: Όταν είδα ανάμεσα στα λάφυρα έναν ωραίο μανδύα από τη Σινάρ, διακόσιους σίκλους ασήμι και ένα χρυσό ραβδί που ζύγιζε πενήντα σίκλους, τα πεθύμησα και τα πήρα. Βρίσκονται κρυμμένα στο έδαφος μέσα στη σκηνή μου· το ασήμι είναι από κάτω. Ο Ιησούς έστειλε ανθρώπους στη σκηνή του Αχάν. Αυτοί έτρεξαν εκεί και πραγματικά όλα αυτά ήταν κρυμμένα στη σκηνή του, και το ασήμι ήταν από κάτω. Τα έβγαλαν, λοιπόν, απ’ τη σκηνή, τα έφεραν στον Ιησού και στους Ισραηλίτες και τα άπλωσαν ενώπιον του Κυρίου. Τότε ο Ιησούς κι όλος ο λαός μαζί του συνέλαβαν τον Αχάν, γιο του Χαρμί και τον έφεραν στην Κοιλάδα Αχώρ, μαζί μ’ αυτόν έφεραν το ασήμι, το μανδύα και το χρυσό ραβδί, τους γιους του, τις κόρες του, τα βόδια του, τα γαϊδούρια του, τα πρόβατά του, τη σκηνή του, όλα του τα υπάρχοντα. Ο Ιησούς είπε στον Αχάν: «Γιατί μας προξένησες αυτήν τη δυστυχία; Ο Κύριος σήμερα θα προξενήσει δυστυχία σ’ εσένα». Τότε όλοι οι Ισραηλίτες θανάτωσαν αυτόν και τους συγγενείς του με λιθοβολισμό και μετά τους έκαψαν. Έπειτα ύψωσαν πάνω από τον Αχάν έναν μεγάλο σωρό από πέτρες, ο οποίος σώζεται μέχρι σήμερα. Έτσι σταμάτησε η οργή του Κυρίου. Εξαιτίας αυτού του περιστατικού ο τόπος εκείνος ονομάστηκε Κοιλάδα Αχώρ κι έτσι λέγεται μέχρι σήμερα. Ο Κύριος είπε στον Ιησού: «Μη φοβάσαι και μην δειλιάζεις. Πάρε μαζί σου όλο το στρατό και πήγαινε να επιτεθείς εναντίον της Γαι. Θα παραδώσω στα χέρια σου το βασιλιά της, το λαό του, την πόλη και τη χώρα του. Θα κάνεις στη Γαι και στο βασιλιά της ό,τι έκανες στην Ιεριχώ και στο βασιλιά της. Αλλά τα λάφυρά της και τα κτήνη της θα τα πάρετε εσείς. Στήστε ενέδρα από το πίσω μέρος της πόλης». Τότε ο Ιησούς ετοιμάστηκε να επιτεθεί στη Γαι με όλο του το στρατό. Διάλεξε τρεις χιλιάδες γενναίους άντρες και τους έστειλε τη νύχτα, με την εξής διαταγή: «Προσέξτε, να στήσετε ενέδρα από το πίσω μέρος της πόλης, χωρίς ν’ απομακρυνθείτε πολύ από την πόλη, και να είστε όλοι σας σε επιφυλακή. Εγώ θα πλησιάσω με τους άντρες μου στην πόλη. Όταν οι άντρες της Γαι βγουν εναντίον μας, όπως την άλλη φορά, εμείς θα υποχωρήσουμε. Όσο αυτοί θα μας καταδιώκουν εμείς θα υποχωρούμε, ώσπου να τους απομακρύνουμε από την πόλη, γιατί θα νομίζουν ότι τραπήκαμε σε φυγή όπως την πρώτη φορά». Τότε εσείς θα βγείτε από την ενέδρα και θα καταλάβετε την πόλη. Θα σας την παραδώσει ο Κύριος, ο Θεός σας. Κι όταν καταλάβετε την πόλη, θα την παραδώστε στη φωτιά, σύμφωνα με την προσταγή του Κυρίου. Αυτές είναι οι διαταγές που σας δίνω». Με διαταγή του Ιησού, λοιπόν, πήγαν κι έστησαν την ενέδρα τους ανάμεσα στη Βαιθήλ και στη Γαι, δυτικά της Γαι· ο Ιησούς πέρασε τη νύχτα εκείνη στο στρατόπεδο. Το πρωί σηκώθηκε, επιθεώρησε τους άντρες του και βάδισε επικεφαλής τους, μαζί με τους πρεσβυτέρους του Ισραήλ, προς τη Γαι. Οι άντρες του προχώρησαν κι έφτασαν απέναντι από τη Γαι και πήραν θέσεις στα βόρεια της πόλης· ανάμεσα σ’ αυτούς και στην πόλη ήταν κοιλάδα. Ο Ιησούς διάλεξε περίπου πέντε χιλιάδες άντρες και τους έβαλε σε ενέδρα ανάμεσα στη Βαιθήλ και στη Γαι, στα δυτικά της πόλης. Έτσι, ο κυρίως στρατός είχε πάρει θέσεις στα βόρεια της πόλης, με την οπισθοφυλακή στα δυτικά· ο Ιησούς διανυκτέρευσε στην κοιλάδα. Μόλις ο βασιλιάς της Γαι είδε τους Ισραηλίτες έσπευσε με όλο το στρατό του να βγει από την πόλη και να τους πολεμήσει στην κοιλάδα του Ιορδάνη, στην ίδια θέση όπως και προηγουμένως. Δεν ήξερε όμως ότι υπήρχε εναντίον του ενέδρα, στα δυτικά της πόλης. Ο Ιησούς και οι Ισραηλίτες προσποιήθηκαν ότι είχαν νικηθεί απ’ αυτούς και τράπηκαν δήθεν σε φυγή προς την έρημο. Τότε όλος ο πληθυσμός της πόλης διατάχθηκαν να βγουν και να καταδιώξουν τον Ιησού· έτσι απομακρύνθηκαν από την πόλη. Κανείς δεν έμεινε στη Γαι που να μη βγει να καταδιώξει τους Ισραηλίτες· κι άφησαν την πόλη ανυπεράσπιστη. Τότε ο Κύριος είπε στον Ιησού: «Άπλωσε προς τη Γαι τη λόγχη που κρατάς στο χέρι σου, γιατί θα σου παραδώσω την πόλη». Ο Ιησούς άπλωσε τη λόγχη του προς τη Γαι. Οι στρατιώτες της ενέδρας σηκώθηκαν γρήγορα από τη θέση τους, έτρεξαν μέσα στην πόλη και την κατέλαβαν, κι αμέσως της έβαλαν φωτιά. Όταν οι άντρες της Γαι κοίταξαν πίσω τους και είδαν τον καπνό ν’ ανεβαίνει από την πόλη προς τον ουρανό, κατάλαβαν πως δεν μπορούσαν να ξεφύγουν από πουθενά. Οι Ισραηλίτες που δήθεν έφευγαν κυνηγημένοι προς την έρημο, στράφηκαν τώρα εναντίον τους. Όταν ο Ιησούς και ο στρατός του είδαν ότι οι άντρες της ενέδρας είχαν κυριέψει την πόλη, κι είδαν και τον καπνό που ανέβαινε απ’ αυτήν, γύρισαν και χτύπησαν τους άντρες της Γαι. Οι Ισραηλίτες από την πόλη βγήκαν κι αυτοί στην καταδίωξη, κι έτσι οι άντρες της Γαι βρέθηκαν περικυκλωμένοι απ’ όλες τις μεριές. Οι Ισραηλίτες τους νίκησαν και δεν άφησαν ούτε έναν ζωντανό ούτε έναν φυγάδα. Το βασιλιά της Γαι, τον συνέλαβαν ζωντανό και τον έφεραν στον Ιησού. Οι Ισραηλίτες θανάτωσαν όλους τους κατοίκους της Γαι στους αγρούς και στην έρημο, εκεί όπου κι αυτοί τους είχαν καταδιώξει· δεν έμεινε ούτε ένας ζωντανός. Μετά γύρισαν πίσω στη Γαι και εξόντωσαν τον υπόλοιπο πληθυσμό. Την ημέρα εκείνη σκοτώθηκαν όλοι οι κάτοικοι της Γαι, δώδεκα χιλιάδες, άντρες και γυναίκες. Στο μεταξύ ο Ιησούς κρατούσε το χέρι του με τη λόγχη τεντωμένο προς την κατεύθυνση της Γαι, ωσότου θανατώθηκαν όλοι οι κάτοικοί της. Οι Ισραηλίτες πήραν για τον εαυτό τους μόνο τα κτήνη και τα λάφυρα εκείνης της πόλης, σύμφωνα με τη διαταγή που είχε δώσει ο Κύριος στον Ιησού. Έτσι, ο Ιησούς πυρπόλησε τη Γαι και τη μετέβαλε σε σωρό ερειπίων· και μέχρι σήμερα είναι τόπος έρημος. Το βασιλιά της Γαι τον κρέμασε σ’ ένα δέντρο, κι έμεινε εκεί κρεμασμένος ως το βράδυ. Με το ηλιοβασίλεμα ο Ιησούς διέταξε να κατεβάσουν το πτώμα από το δέντρο και να το ρίξουν μπρος στην πύλη της πόλης. Πάνω του έριξαν ένα μεγάλο σωρό πέτρες, ο οποίος σώζεται μέχρι σήμερα. Στο όρος Εβάλ ο Ιησούς έχτισε θυσιαστήριο στον Κύριο, το Θεό του Ισραήλ. Έτσι είχε διατάξει τους Ισραηλίτες ο Μωυσής, ο δούλος του Κυρίου, και είναι γραμμένο στο βιβλίο του νόμου του Μωυσή. Το θυσιαστήριο ήταν από αλάξευτες πέτρες, που δεν τις είχε αγγίξει σιδερένιο εργαλείο. Πάνω σ’ αυτό, πρόσφεραν στον Κύριο ολοκαυτώματα και θυσίες κοινωνίας. Εκεί, πάνω στις πέτρες του θυσιαστηρίου, ο Ιησούς χάραξε ενώπιον των Ισραηλιτών ένα αντίγραφο του νόμου που είχε γράψει ο Μωυσής. Έπειτα όλος ο λαός του Ισραήλ με τους πρεσβυτέρους τους, τους αρχηγούς τους και τους κριτές τους, καθώς και οι ξένοι που ζούσαν ανάμεσά τους, στάθηκαν από τη μια κι από την άλλη μεριά της κιβωτού της διαθήκης του Κυρίου· απέναντί τους στέκονταν οι ιερείς-Λευίτες, που βάσταζαν την κιβωτό. Οι μισοί στάθηκαν από τη μεριά του όρους Γεριζίμ και οι άλλοι μισοί από την πλευρά του όρους Εβάλ. Αυτό τους είχε διατάξει για πρώτη φορά ο Μωυσής, ο δούλος του Κυρίου, όταν θα ’ρχόταν ο καιρός να δεχτεί την ευλογία ο ισραηλιτικός λαός. Κατόπιν, ο Ιησούς διάβασε όλες τις εντολές του νόμου, τις ευλογίες και τις κατάρες, που ήταν γραμμένες στο βιβλίο του νόμου. Δεν έμεινε καμιά εντολή από όλες όσες είχε δώσει ο Μωυσής, που να μην τη διάβασε ο Ιησούς στους Ισραηλίτες, οι οποίοι ήταν εκεί συναθροισμένοι μαζί με τις γυναίκες τους, τα παιδιά τους και τους ξένους που ζούσαν ανάμεσά τους. Τα κατορθώματα των Ισραηλιτών τα έμαθαν οι βασιλιάδες δυτικά του Ιορδάνη, στις ορεινές και στις πεδινές περιοχές και στα παράλια της Μεσογείου μέχρι το Λίβανο, δηλαδή οι βασιλιάδες των Χετταίων, των Αμορραίων, των Χαναναίων, των Φερεζαίων, των Ευαίων και των Ιεβουσαίων. Συνασπίστηκαν, τότε, για να πολεμήσουν ενωμένοι τον Ιησού και τους Ισραηλίτες. Οι κάτοικοι όμως της Γαβαών, οι Ευαίοι, όταν έμαθαν τι είχε κάνει ο Ιησούς στην Ιεριχώ και στη Γαι, αποφάσισαν να ενεργήσουν με πανουργία. Ξεκίνησαν, λοιπόν, έχοντας φορτωμένα τα γαϊδούρια τους με παλιά σακιά και με μπαλωμένα ασκιά κρασιού· φόρεσαν παλιά παπούτσια και κουρελιασμένα ρούχα και πήραν για το δρόμο ξερό, τριμμένο ψωμί. Ήρθαν στο στρατόπεδο, στα Γάλγαλα, και είπαν στον Ιησού και στους Ισραηλίτες: «Εμείς ερχόμαστε από μακρινή χώρα και σας ζητάμε να κάνετε συμμαχία μαζί μας». Οι Ισραηλίτες απάντησαν στους Ευαίους: «Εσείς μπορεί να κατοικείτε στη γύρω περιοχή· πώς μπορούμε εμείς να κάνουμε συμμαχία μαζί σας;» Τότε εκείνοι είπαν στον Ιησού: «Δούλοι σου είμαστε». Ο Ιησούς τους ρώτησε: «Μα ποιοι είστε εσείς και από πού έρχεστε;» Αυτοί του απάντησαν: «Εμείς, οι δούλοι σου, ερχόμαστε από χώρα πολύ μακρινή. Έφτασε σ’ εμάς η φήμη του Κυρίου του Θεού σου και όλα όσα έκανε στην Αίγυπτο, αυτά που έκανε στους δύο βασιλιάδες των Αμορραίων, ανατολικά του Ιορδάνη, δηλαδή στο Σιχόν, βασιλιά της Εσεβών και στον Ωγ, βασιλιά της Βασάν, που ζούσε στην Ασταρώθ. Έτσι οι αρχηγοί μας και ο λαός της χώρας μας μάς είπαν να πάρουμε μαζί μας τρόφιμα για το δρόμο και να έρθουμε να σας συναντήσουμε και να σας δηλώσουμε πως είμαστε δούλοι σας. Τώρα, λοιπόν, κάνετε συνθήκη μαζί μας. Κοιτάξτε το ψωμί μας: ζεστό το πήραμε από τα σπίτια μας, όταν ξεκινήσαμε να ’ρθούμε σ’ εσάς, και τώρα είναι ξερό και τριμμένο. Αυτά τα ασκιά του κρασιού ήταν καινούρια όταν τα γεμίσαμε, και τώρα είναι σκισμένα· τα ρούχα μας και τα παπούτσια μας πάλιωσαν απ’ αυτήν την τόσο μακρινή οδοιπορία». Οι Ισραηλίτες δοκίμασαν από τα τρόφιμά τους, χωρίς όμως να ζητήσουν τη συμβουλή του Κυρίου. Έτσι ο Ιησούς έκανε μαζί τους συνθήκη ειρήνης, να τους αφήσει να ζήσουν. Και οι αρχηγοί της κοινότητας του Ισραήλ τους το επιβεβαίωσαν με όρκο. Τρεις μέρες, όμως, μετά τη σύναψη αυτής της συνθήκης, οι Ισραηλίτες πληροφορήθηκαν ότι αυτοί ήταν γείτονές τους και κατοικούσαν εκεί γύρω. Οι Ισραηλίτες έφυγαν από ’κει και την τρίτη μέρα έφτασαν στις πόλεις των Γαβαωνιτών, δηλαδή στη Γαβαών, στην Κεφιρά, στη Βερώθ και στην Κιριάθ-Ιαρίμ. Δεν μπορούσαν όμως να σκοτώσουν τους κατοίκους, επειδή οι αρχηγοί της κοινότητας τους είχαν δώσει επίσημο όρκο στο όνομα του Κυρίου, του Θεού του Ισραήλ. Κι όλοι οι Ισραηλίτες είχαν παράπονα εναντίον των αρχηγών τους. Οι αρχηγοί όμως τους απάντησαν: «Εμείς έχουμε δώσει όρκο στο όνομα του Κυρίου, του Θεού του Ισραήλ και τώρα δεν μπορούμε να τους βλάψουμε. Είμαστε υποχρεωμένοι να τους αφήσουμε να ζήσουν, για να μην ξεσπάσει πάνω μας η οργή του Θεού, εξαιτίας του όρκου που τους δώσαμε. Να τι θα κάνουμε όμως: Θα τους αφήσουμε να ζήσουν, αλλά θα τους υποχρεώσουμε να γίνουν ξυλοκόποι και νεροκουβαλητές, για ολόκληρη την κοινότητα». Αυτά εισηγήθηκαν οι αρχηγοί. Τότε ο Ιησούς κάλεσε τους Γαβαωνίτες και τους είπε: «Γιατί μας εξαπατήσατε λέγοντας ότι ερχόσαστε από πολύ μακριά, ενώ κατοικείτε εδώ κοντά μας; Καταραμένοι να είστε! Θα είστε παντοτινά δούλοι μας, να κόβετε ξύλα και να βγάζετε νερό για το κατοικητήριο του Θεού μου». Εκείνοι του αποκρίθηκαν: «Οι δούλοι σου ακούσαμε πολλές φορές ότι ο Κύριος ο Θεός σου είχε διατάξει το Μωυσή, το δούλο του, να σας δώσει όλη αυτή τη χώρα και να εξολοθρεύσει όλους τους κατοίκους της στο πέρασμά σας. Σας φοβηθήκαμε, λοιπόν, μήπως μας σκοτώσετε και γι’ αυτό κάναμε αυτή την πράξη. Και τώρα, είμαστε στη διάθεσή σου. Κάνε μ’ εμάς ό,τι νομίσεις καλό και σωστό». Ο Ιησούς συμπεριφέρθηκε σ’ αυτούς όπως είχε αποφασιστεί: Τους γλίτωσε από τους Ισραηλίτες και δεν τους σκότωσαν. Αλλά από κείνη τη μέρα, τους έβαλε να κόβουν ξύλα και να βγάζουν νερό για το θυσιαστήριο του Κυρίου, στον τόπο που ο Κύριος θα διάλεγε· κι αυτό γίνεται μέχρι σήμερα. Ο Αδωνισέδεκ, βασιλιάς της Ιερουσαλήμ, έμαθε τα όσα ο Ιησούς έκανε στη Γαι και στον βασιλιά της, ότι δηλαδή την κατέλαβε και την κατέστρεψε, καθώς και όσα έκανε στην Ιεριχώ και στο δικό της βασιλιά· επίσης έμαθε ότι οι Γαβαωνίτες έκαναν ειρήνη με τους Ισραηλίτες και ζούσαν ανάμεσά τους. Φοβήθηκε, λοιπόν, πάρα πολύ, γιατί η Γαβαών ήταν μεγάλη πόλη, ακόμα μεγαλύτερη από τη Γαι, και σημαντική όπως οι πόλεις που έχουν βασιλιά. Επίσης οι άντρες της ήταν όλοι γενναίοι πολεμιστές. Έστειλε, λοιπόν, ο Αδωνισέδεκ το εξής μήνυμα στον Ωάμ, βασιλιά της Χεβρών, στον Πιράμ, βασιλιά της Ιαρμούθ, στον Ιαφιά, βασιλιά της Λαχίς και στο Δεβείρ, βασιλιά της Εγλών: «Ελάτε να με βοηθήσετε να επιτεθούμε στη Γαβαών, επειδή έκανε ειρήνη με τον Ιησού και με τους Ισραηλίτες». Έτσι πέντε Αμορραίοι βασιλιάδες, ο βασιλιάς της Ιερουσαλήμ, της Χεβρών, της Ιαρμούθ, της Λαχίς και της Εγλών, συμμάχησαν να εκστρατεύσουν με όλα τους τα στρατεύματα. Πολιόρκησαν, λοιπόν, την πόλη της Γαβαών και στη συνέχεια της επιτεθήκαν. Οι Γαβαωνίτες έστειλαν μήνυμα στον Ιησού, στο στρατόπεδο στα Γάλγαλα και του έλεγαν: «Μην εγκαταλείψεις τους δούλους σου. Έλα γρήγορα κοντά μας, βοήθησέ μας και σώσε μας, γιατί όλοι οι βασιλιάδες των Αμορραίων που κατοικούν στην ορεινή περιοχή έχουν συνασπισθεί εναντίον μας. Αμέσως ο Ιησούς έφυγε από τα Γάλγαλα, μαζί με όλο το στρατό του και τους επίλεκτους πολεμιστές. Ο Κύριος του είπε: «Μην τους φοβάσαι, γιατί εγώ θα τους παραδώσω στην εξουσία σου· κανένας απ’ αυτούς δε θα μπορέσει να σου αντισταθεί». Έτσι, ο Ιησούς, μετά από ολονύκτια πορεία από τα Γάλγαλα ως τη Γαβαών, επιτέθηκε αιφνιδιαστικά εναντίον των Αμορραίων. Ο Κύριος τότε τους έκανε να υποχωρήσουν μπροστά στους Ισραηλίτες και υπέστησαν φοβερή ήττα εκεί στη Γαβαών. Οι Ισραηλίτες τους καταδίωξαν στην ανωφέρεια προς τη Βαιθ-Χωρών και συνέχισαν να τους χτυπούν ως την Αζεκά και τη Μακκηδά. Και ενώ οι Αμορραίοι έφευγαν κυνηγημένοι από τους Ισραηλίτες, και είχαν φτάσει στην κατωφέρεια της Βαιθ-Χωρών, ο Κύριος έριξε πάνω τους από τον ουρανό χαλάζι χοντρό σαν πέτρες ως την Αζηκά· και σκοτώθηκαν από το χαλάζι αυτό πολύ περισσότεροι απ’ όσους εξόντωσαν οι Ισραηλίτες. Την ημέρα που ο Κύριος παρέδωσε τους Αμορραίους στους Ισραηλίτες, ο Ιησούς μπροστά σ’ όλους προσευχήθηκε στον Κύριο και φώναξε: «Στάσου, ήλιε, πάνω από τη Γαβαών· κι εσύ, φεγγάρι, πάνω από την κοιλάδα της Αιλών». Κι ο ήλιος στάθηκε και το φεγγάρι ακινητοποιήθηκε, ωσότου ο λαός εκδικήθηκε τους εχθρούς του. Πράγματι, ο ήλιος στάθηκε καταμεσής του ουρανού και δεν πήγαινε να δύσει· κι αυτό κράτησε σχεδόν μια μέρα. Αυτά είναι γραμμένα στο βιβλίο των Ηρώων. Ποτέ στο παρελθόν δεν είχε υπάρξει μέρα σαν αυτήν κι ούτε υπήρξε στο μέλλον, που ο Κύριος να υπακούσει σ’ έναν άνθρωπο. Αλλά ο ίδιος ο Κύριος πολεμούσε στο πλευρό των Ισραηλιτών. Το ίδιο βιβλίο απαντάται εις Β΄ Σαμ 1:18. Έπειτα ο Ιησούς και όλοι οι Ισραηλίτες γύρισαν στο στρατόπεδο στα Γάλγαλα. Οι πέντε εκείνοι Αμορραίοι βασιλιάδες έφυγαν και κρύφτηκαν στη σπηλιά της Μακκηδά. Όταν αυτό αναφέρθηκε στον Ιησού, εκείνος διέταξε: «Κυλήστε μεγάλες πέτρες στην είσοδο της σπηλιάς και βάλτε άντρες να τους φυλάνε. Εσείς όμως μη στέκεστε· καταδιώξτε τους εχθρούς σας και χτυπήστε τους από τα νώτα. Μην τους αφήσετε να μπουν στις πόλεις τους· ο Κύριος, ο Θεός σας, τους παρέδωσε στην εξουσία σας!» Ο Ιησούς και οι Ισραηλίτες ολοκλήρωσαν την εξόντωση των Αμορραίων, εξόντωση τελειωτική. Όσοι απ’ αυτούς μπόρεσαν να ξεφύγουν, κατέφυγαν στις οχυρωμένες πόλεις τους. Μετά όλοι οι άντρες των Ισραηλιτών γύρισαν σώοι στον Ιησού, στο στρατόπεδο της Μακκηδά. Και κανένας δεν τολμούσε πια να πει κουβέντα εναντίον των Ισραηλιτών. Κατόπιν ο Ιησούς διέταξε: «Ανοίξτε την είσοδο της σπηλιάς και φέρτε μου έξω αυτούς τους πέντε βασιλιάδες». Άνοιξαν, λοιπόν, τη σπηλιά και του έφεραν έξω τους πέντε βασιλιάδες: Το βασιλιά της Ιερουσαλήμ, της Χεβρών, της Ιαρμούθ, της Λαχίς και της Εγλών. Τότε ο Ιησούς, κάλεσε όλους τους Ισραηλίτες, και έδωσε την εξής διαταγή στους αρχηγούς του στρατού που είχαν πολεμήσει μαζί του: «Πλησιάστε, βάλτε τα πόδια σας πάνω στον τράχηλο των βασιλιάδων αυτών». Εκείνοι πλησίασαν κι έβαλαν τα πόδια τους πάνω στον τράχηλό τους. «Μη φοβάστε και μη δειλιάζετε», τους είπε. «Να είστε θαρραλέοι και δυνατοί, γιατί αυτά θα κάνει ο Κύριος σε όλους τους εχθρούς σας που εναντίον τους θα πολεμήσετε». Έπειτα ο Ιησούς θανάτωσε τους βασιλιάδες και τους κρέμασε σε πέντε δένδρα· εκεί έμειναν κρεμασμένοι ως το βράδυ. Όταν βασίλευε ο ήλιος, ο Ιησούς πρόσταξε και τους κατέβασαν από τα δένδρα και τους έριξαν στην ίδια σπηλιά όπου είχαν κρυφτεί· στην είσοδο της σπηλιάς κύλισαν μεγάλες πέτρες οι οποίες και βρίσκονται εκεί μέχρι σήμερα. Την ημέρα εκείνη ο Ιησούς κατέλαβε την πόλη της Μακκηδά και θανάτωσε το βασιλιά της κι όλους τους κατοίκους της· κανένα δεν άφησε να ξεφύγει. Στο βασιλιά της Μακκηδά έκανε ό,τι είχε κάνει και στο βασιλιά της Ιεριχώ. Από τη Μακκηδά ο Ιησούς και οι Ισραηλίτες επιτεθήκαν στη Λιβνά. Ο Κύριος τους την παρέδωσε κι αυτήν μαζί με το βασιλιά της. Οι Ισραηλίτες σκότωσαν όλους τους κατοίκους της. Κανένα δεν άφησαν να ξεφύγει. Ο Ιησούς έκανε στο βασιλιά της ό,τι είχε κάνει και στο βασιλιά της Ιεριχώ. Από τη Λιβνά πήγε μαζί με τους Ισραηλίτες στη Λαχίς, στρατοπέδευσε έξω από την πόλη και της επιτέθηκε. Ο Κύριος παρέδωσε τη Λαχίς στους Ισραηλίτες: Τη δεύτερη μέρα της μάχης ο Ιησούς κατέλαβε την πόλη και σκότωσε όλους τους κατοίκους της, όπως ακριβώς είχε κάνει στη Λιβνά. Ο Ωράμ, βασιλιάς της Γεζέρ, βγήκε τότε στον πόλεμο για να βοηθήσει τη Λαχίς, αλλά ο Ιησούς τον χτύπησε, αυτόν και το στρατό του, και κανένα δεν άφησε να ξεφύγει. Από τη Λαχίς ο Ιησούς και οι Ισραηλίτες πήγαν στην Εγλών· στρατοπέδευσαν έξω απ’ την πόλη κι επιτεθήκαν εναντίον της. Την ίδια μέρα την κατέλαβαν, σκότωσαν όλους τους κατοίκους της, και κατέστρεψαν εντελώς την πόλη, όπως είχαν κάνει και στη Λαχίς. Από την Εγλών ο Ιησούς και οι Ισραηλίτες πήγαν στη Χεβρών. Επιτεθήκαν στην πόλη, την κατέλαβαν και σκότωσαν όλους τους κατοίκους της και το βασιλιά της. Επίσης κατέλαβαν όλες τις γύρω πόλεις και σκότωσαν τους κατοίκους τους· δεν άφησαν κανένα να ξεφύγει, όπως ακριβώς είχαν κάνει και στην Εγλών· κατέστρεψαν και την πόλη κι εξολόθρευσαν όλους τους κατοίκους της. Στη συνέχεια ο Ιησούς και οι Ισραηλίτες στράφηκαν εναντίον της Δεβείρ και της επιτεθήκαν. Κατέλαβαν την πόλη μαζί με το βασιλιά της, καθώς και όλες τις γύρω πόλεις, και σκότωσαν τους κατοίκους τους· κανένα δεν άφησαν να ξεφύγει. Ο Ιησούς έκανε στη Δεβείρ και στο βασιλιά της, ό,τι ακριβώς είχε κάνει στη Χεβρών κι επίσης στη Λιβνά και στο βασιλιά της. Ο Ιησούς κυρίεψε όλη τη χώρα: Την ορεινή περιοχή και τις περιοχές του νότου, την πεδινή περιοχή και τις πλαγιές των βουνών. Εξολόθρευσε όλους τους βασιλιάδες της χώρας, καθώς και κάθε πλάσμα ζωντανό. Δεν άφησε κανένα να ξεφύγει, όπως τον είχε διατάξει ο Κύριος, ο Θεός του Ισραήλ. Κατέκτησε όλη τη χώρα από την Κάδης-Βαρνή και τη Γάζα στο νότο, ως και την περιοχή της Γεσέν και τη Γαβαών, στο βορρά. Με μία εκστρατεία κατέκτησε όλες αυτές τις περιοχές και νίκησε τους βασιλιάδες τους, γιατί ο Κύριος, ο Θεός του Ισραήλ, πολεμούσε με το μέρος των Ισραηλιτών. Ύστερα ο Ιησούς και οι Ισραηλίτες επέστρεψαν στο στρατόπεδο στα Γάλγαλα. Όταν έμαθε αυτές τις κατακτήσεις ο Ιαβείν, βασιλιάς της Ασώρ, έστειλε μήνυμα στον Ιωβάβ, βασιλιά της Μαδών, στους βασιλιάδες της Σιμρών και της Αχσάφ, στους βασιλιάδες των ορεινών περιοχών στα βόρεια, στην κοιλάδα του Ιορδάνη νότια της λίμνης Χιννερώθ, στις πεδινές περιοχές και στα υψώματα της Δωρ, δυτικά. Επίσης ήρθε σε συνεννόηση με τους Χαναναίους στα ανατολικά και στα δυτικά, καθώς και με τους Αμορραίους, τους Χετταίους, τους Φερεζαίους και τους Ιεβουσαίους της ορεινής περιοχής και με τους Ευαίους, στους πρόποδες του όρους Ερμών, στη Μισπά. Όλοι αυτοί οι βασιλιάδες ξεκίνησαν με αναρίθμητο στρατό, σαν την άμμο στην ακροθαλασσιά, με πάρα πολλά άλογα και άμαξες. Ένωσαν τις δυνάμεις τους κι ήρθαν και στρατοπέδευσαν όλοι μαζί κοντά στα νερά της Μερώμ, με σκοπό να πολεμήσουν τους Ισραηλίτες. Ο Κύριος όμως είπε στον Ιησού: «Μην τους φοβάσαι όλους αυτούς· αύριο τέτοια ώρα, εγώ θα τους παραδώσω νεκρούς στους Ισραηλίτες· θα κόψεις τους τένοντες από τα πόδια των αλόγων τους και θα κάψεις τις άμαξές τους». Έτσι ο Ιησούς και οι πολεμιστές του, ήρθαν και τους επιτεθήκαν με ορμή αιφνιδιαστικά στα νερά της Μερώμ. Ο Κύριος τους παρέδωσε στους Ισραηλίτες· αυτοί τους χτύπησαν και τους καταδίωξαν ως τη Σιδώνα, τη μεγάλη πόλη, ως τη Μισρεφώθ-Μαΐμ κι ως τη Κοιλάδα της Μισπά, ανατολικά. Τους εξόντωσαν όλους· δεν ξέφυγε κανένας. Ο Ιησούς έκανε σ’ αυτούς ό,τι του είχε πει ο Κύριος· έκοψε τους τένοντες από τα πόδια των αλόγων τους και έκαψε τις άμαξές τους. Την ίδια εποχή, επιστρέφοντας ο Ιησούς κατέλαβε την Ασώρ που άλλοτε ήταν η πρωτεύουσα όλων εκείνων των βασιλείων. Έσφαξε το βασιλιά της και παρέδωσε στη σφαγή όλους τους κατοίκους της· δεν έμεινε κανένα πλάσμα ζωντανό. Τέλος έβαλε φωτιά στην πόλη. Έτσι, ο Ιησούς κατέκτησε όλες εκείνες τις πόλεις και παρέδωσε τους βασιλιάδες τους και όλους τους κατοίκους τους στη σφαγή, όπως είχε διατάξει ο Μωυσής, ο δούλος του Κυρίου. Ωστόσο οι Ισραηλίτες, δεν έκαψαν τις πόλεις που βρίσκονταν στα υψώματα, εκτός από την Ασώρ, που την είχε πυρπολήσει ο Ιησούς. Πήραν για τον εαυτό τους όλα τα λάφυρα των πόλεων εκείνων και τα κτήνη· τους ανθρώπους όμως τους κατέσφαξαν και τους εξαφάνισαν όλους. Δεν άφησαν κανένα πλάσμα ζωντανό. Τις προσταγές που είχε δώσει ο Κύριος στο Μωυσή, το δούλο του, ο Μωυσής τις μεταβίβασε στον Ιησού, κι εκείνος τις εκτέλεσε, χωρίς να παραλείψει τίποτα. Ο Ιησούς κατέλαβε ολόκληρη τη χώρα: Την ορεινή περιοχή, την περιοχή του νότου, όλη την περιοχή της Γεσέν, την πεδινή περιοχή, την κοιλάδα του Ιορδάνη, καθώς και τα ορεινά και τα πεδινά του βορρά. Νίκησε και θανάτωσε τους βασιλιάδες των περιοχών που εκτείνονται από τις ορεινές ερήμους κοντά στο όρος Σηείρ, νότια, μέχρι τη Βάαλ-Γαδ στην Κοιλάδα του Λιβάνου, στους πρόποδες του Ερμών, βόρεια. Για πολύν καιρό πολεμούσε ο Ιησούς εναντίον όλων αυτών των βασιλιάδων. Καμιά πόλη δεν έκανε ειρήνη με τους Ισραηλίτες, εκτός από τη Γαβαών, που την κατοικούσαν Ευαίοι. Όλες τις άλλες πόλεις τις κατέλαβαν με πόλεμο. Κι αυτό, γιατί ο Κύριος επέτρεψε να σκληρυνθεί η καρδιά αυτών των λαών και να πολεμήσουν τους Ισραηλίτες. Αυτοί όμως τους εξόντωσαν χωρίς έλεος και τους αφάνισαν, όπως είχε διατάξει ο Κύριος το Μωυσή. Εκείνο τον καιρό ο Ιησούς πήγε και εξολόθρευσε τους Ανακίμ που ζούσαν στα βουνά, στη Χεβρών, στη Δεβείρ και στην Ανάβ και σ’ ολόκληρη την ορεινή περιοχή του Ιούδα και του Ισραήλ. Τους αφάνισε και κατέστρεψε τις πόλεις τους. Δεν απόμεινε πια απόγονος του Ανάκ στη χώρα των Ισραηλιτών, παρά μόνο μερικοί στη Γάζα, στη Γαθ και στην Ασδώδ. Έτσι, ο Ιησούς κατέλαβε ολόκληρη τη χώρα, καθώς είχε διατάξει ο Κύριος το Μωυσή, και κατόπιν την έδωσε για ιδιοκτησία στους Ισραηλίτες, κατανέμοντας σε κάθε φυλή το μερίδιό της. Έτσι η χώρα ησύχασε από τους πολέμους. Οι Ισραηλίτες είχαν ήδη νικήσει δύο βασιλιάδες ανατολικά του Ιορδάνη και είχαν καταλάβει τις χώρες τους, που εκτείνονταν από τον ποταμό Αρνών ως το όρος Ερμών και καταλάμβαναν την ανατολική περιοχή της κοιλάδας του Ιορδάνη. Ο ένας ήταν ο Σιχόν, βασιλιάς των Αμορραίων, που κατοικούσε στην Εσεβών. Αυτός βασίλευε στο μισό της κοιλάδας του ποταμού Αρνών, από την πλευρά της Αροήρ, και στο μισό της περιοχής της Γαλαάδ, ως το χείμαρρο Ιαβόκ, που είναι το σύνορο με τη χώρα των Αμμωνιτών. Είχε ακόμα στην κατοχή του το ανατολικό μέρος της κοιλάδας του Ιορδάνη, από τη θάλασσα Χιννερώθ στο βορρά, ως τη Νεκρά Θάλασσα, κοντά στη Βαιθ-Ιασιμώθ, και νοτιότερα την περιοχή στους πρόποδες του όρους Φασγά. Ο άλλος βασιλιάς ήταν ο Ωγ, βασιλιάς της Βασάν, που προερχόταν από τα υπολείμματα των Ρεφαϊτών, και κατοικούσε στην Ασταρώθ και στην Εδρεΐ. Στο βασίλειό του ανήκε το όρος Ερμών, η Σαλχά, ολόκληρη η Βασάν ως τα σύνορα των Γεσουριτών και των Μααχαθιτών, καθώς και η μισή περιοχή της Γαλαάδ, ως τα σύνορα του Σιχόν, βασιλιά της Εσεβών. Ο Μωυσής, ο δούλος του Κυρίου, και οι Ισραηλίτες είχαν νικήσει αυτούς τους δύο βασιλιάδες και ο Μωυσής είχε δώσει τις χώρες τους στις φυλές Ρουβήν και Γαδ και στο μισό της φυλής Μανασσή για ιδιοκτησία. Στη συνέχεια ο Ιησούς και οι Ισραηλίτες νίκησαν τους βασιλιάδες των χωρών δυτικά του Ιορδάνη, από τη Βάαλ-Γαδ της Κοιλάδας του Λιβάνου, στο βορρά, ως τις ορεινές ερήμους κοντά στο όρος Σηείρ, στο νότο. Ο Ιησούς έδωσε τις χώρες αυτών των βασιλιάδων για ιδιοκτησία στους Ισραηλίτες, κατανέμοντας σε κάθε φυλή το μερίδιό της. Στο τμήμα αυτό περιλαμβανόταν η ορεινή και η πεδινή περιοχή, η κοιλάδα του Ιορδάνη, η περιοχή με τις βουνοπλαγιές, η έρημος και η νότια περιοχή. Σ’ αυτά τα εδάφη ζούσαν οι Χετταίοι, οι Αμορραίοι, οι Χαναναίοι, οι Φερεζαίοι, οι Ευαίοι και οι Ιεβουσαίοι. Οι βασιλιάδες που νικήθηκαν ήταν αυτοί των παρακάτω πόλεων: της Ιεριχώ, της Γαι, που βρίσκεται κοντά στη Βαιθήλ, της Ιερουσαλήμ, της Χεβρών, της Ιαρμούθ, της Λαχίς, της Εγλών, της Γέζερ, της Δεβείρ, της Γέδερ, της Χορμά, της Αράδ, της Λιβνά, της Αδουλλάμ, της Μακκηδά, της Βαιθήλ, της Ταπουά, της Χέφερ, της Αφέκ, της Λασσαρών, της Μαδών, της Ασώρ, της Σιμρών-Μερών, της Αχσάφ, της Τανάχ, της Μεγιδδώ, της Κέδες, της Ιοκνεάμ στον Κάρμηλο, της Δωρ στις βουνοπλαγιές της Δωρ, της Γαλιλαίας των Εθνών, και της Τιρσά –συνολικά τριάντα ένας βασιλιάδες. Όταν ο Ιησούς έφτασε σε βαθιά γεράματα, του είπε ο Κύριος: «Εσύ πια γέρασες· αλλά απομένει ακόμα μεγάλο μέρος της χώρας για να κατακτηθεί. Απομένει ολόκληρη η περιοχή των Φιλισταίων και των Γεσουριτών· δηλαδή από τον ποταμό Σιχώρ, που αποτελεί το ανατολικό σύνορο της Αιγύπτου, ως τα σύνορα της Εκρών, στο βορρά· η περιοχή αυτή θεωρείται ότι ανήκει στους Χαναναίους. Εκεί βρίσκονται τα πέντε βασίλεια των Φιλισταίων με τις πόλεις τους: τη Γάζα, την Ασδώθ, την Ασκάλωνα, τη Γαθ και την Εκρών, καθώς και τα εδάφη των Αβιτών, στο νότο. Απομένει επίσης ολόκληρη η χώρα των Χαναναίων, από τη Μεαρά, που ανήκει στους Σιδώνιους, ως την Αφέκ, στα σύνορα των Αμορραίων. Επίσης απομένει η περιοχή των Λιβνιτών κι ο Λίβανος ανατολικά της Βάαλ-Γαδ, στους πρόποδες του Ερμών, ως την είσοδο της Χαμάθ. Επίσης η ορεινή περιοχή από το Λίβανο ως τη Μισρεφώθ-Μαΐμ, που την κατοικούν Σιδώνιοι. Καθώς οι Ισραηλίτες θα προχωρούν, εγώ θα διώχνω από μπροστά τους τους κατοίκους όλων αυτών των περιοχών. Κι εσύ θα τους μοιράσεις τη χώρα με κλήρο όπως σε διέταξα. Χώρισε, λοιπόν, αυτά τα εδάφη σε μερίδια και μοίρασέ τα στις εννέα φυλές και στο μισό της φυλής Μανασσή». Οι φυλές Ρουβήν και Γαδ και το πρώτο μισό της φυλής Μανασσή είχαν πάρει ήδη το μερίδιό τους. Τους το είχε δώσει ο Μωυσής, ο δούλος του Κυρίου, ανατολικά του Ιορδάνη. Τα εδάφη τους εκτείνονταν νότια της Αροήρ (στην όχθη του ποταμού Αρνών) κι ως την πόλη που βρίσκεται στο μέσο της ίδιας κοιλάδας. Περιλάμβαναν ολόκληρη την πεδιάδα, από τη Μεδεβά ως τη Διβών, καθώς και όλες τις πόλεις του Σιχόν, βασιλιά των Αμορραίων, που βασίλευε στην Εσεβών, ως τα σύνορα των Αμμωνιτών. Επίσης περιλάμβαναν τη Γαλαάδ και την περιοχή των Γεσουριτών και των Μααχαθιτών, το όρος Ερμών, τη Βασάν ως τη Σαλχά· και ολόκληρο το βασίλειο του Ωγ, ο οποίος βασίλευε στην Ασταρώθ και στην Εδρεΐ, στη Βασάν. Μόνον αυτός είχε απομείνει από τους Ρεφαΐτες· όλους τους άλλους ο Μωυσής τους είχε υποτάξει και τους είχε διώξει απ’ τη χώρα. Οι Ισραηλίτες όμως δεν μπόρεσαν να διώξουν τους Γεσουρίτες και τους Μααχαθίτες, και έτσι αυτοί έμειναν ανάμεσά τους μέχρι σήμερα. Μόνο στη φυλή Λευί δεν έδωσε ο Μωυσής μερίδιο γης, γιατί το μερίδιο που τους ανήκει το παίρνουν από τις θυσίες που προσφέρονται με φωτιά ενώπιον του Κυρίου, του Θεού του Ισραήλ, όπως τους το είχε ο ίδιος υποσχεθεί. Στη φυλή των απογόνων του Ρουβήν ο Μωυσής είχε δώσει μερίδιο γης ανάλογο με τις συγγένειές τους. Τους δόθηκε η περιοχή που ορίζεται από την πόλη Αροήρ, στην όχθη του ποταμού Αρνών, κι από την πόλη που βρίσκεται στο μέσο της ίδιας κοιλάδας. Περιλάμβανε ολόκληρη την πεδιάδα ως τη Μεδεβά· επίσης περιλάμβανε την Εσεβών και όλες τις πόλεις της πεδιάδας, δηλαδή τη Διβών, τη Βαμώθ-Βάαλ, τη Βαιθ-Βάαλ-Μεών, την Ιασά, την Κεδεμώθ, τη Μεφαάθ, την Κιριαθαΐμ, τη Σιβμά και τη Σαρέθ-Σαχάρ στο λόφο πάνω από την κοιλάδα, τη Βαιθ-Φεγώρ, τις πλαγιές του όρους Φασγά και τη Βαιθ-Ιεσιμώθ. Επίσης περιλαμβάνονταν όλες οι πόλεις της πεδιάδας και ολόκληρο το βασίλειο του Σιχόν, βασιλιά των Αμορραίων που βασίλευε στην Εσεβών. Αυτόν τον είχε υποτάξει ο Μωυσής, καθώς και τους ηγεμόνες της Μαδιάμ, τον Ευΐ, τον Ρέκεμ, τον Σουρ, τον Ουρ και τον Ρεβά, οι οποίοι είχαν υποδουλωθεί στο Σιχόν και κατοικούσαν στη χώρα. Ανάμεσα σ’ αυτούς που κατέσφαξαν οι Ισραηλίτες ήταν κι ο Βαλαάμ ο μάντης, γιος του Βεώρ. Έτσι, ο Ιορδάνης, ήταν το δυτικό σύνορο της περιοχής των Ρουβηνιτών. Όλες αυτές οι πόλεις και τα γύρω τους χωριά, ήταν το μερίδιο γης που δόθηκε στους Ρουβηνίτες, ανάλογα με τις συγγένειές τους. Στη φυλή των απογόνων του Γαδ ο Μωυσής είχε δώσει μερίδιο γης ανάλογα με τις συγγένειές τους. Μέσα στα όριά τους ήταν η Ιαζήρ, όλες οι πόλεις της Γαλαάδ και το μισό της χώρας των Αμμωνιτών ως την Αροήρ, απέναντι από τη Ραββά. Η περιοχή τους εκτεινόταν από την Εσεβών ως τη Ραμάθ-Μισπέ και τη Βετομίμ, και από τη Μαχαναΐμ ως τα σύνορα της Δεβείρ. Στην κοιλάδα του Ιορδάνη περιλάμβανε τη Βαιθ-Αράμ, τη Βαιθ-Νιμρά, τη Σουκκώθ και τη Σαφών, τοποθεσίες του υπολοίπου του βασιλείου του Σιχόν, βασιλιά της Εσεβών. Τα εδάφη αυτά βρίσκονταν ανατολικά του Ιορδάνη, ο οποίος αποτελούσε σύνορο ως την άκρη της Θάλασσας Κιννέρεθ. Όλες αυτές οι πόλεις και τα γύρω τους χωριά, ήταν το μερίδιο γης των Γαδιτών, ανάλογα με τις συγγένειές τους. Στο μισό της φυλής Μανασσή ο Μωυσής είχε δώσει επίσης μερίδιο γης ανάλογα με τις συγγένειές τους. Η περιοχή τους είχε όριο στο νότο τη Μαχαναΐμ, και καταλάμβανε ολόκληρη τη Βασάν, ολόκληρο το βασίλειο του Ωγ, βασιλιά της Βασάν, και όλες τις κωμοπόλεις του Ιαείρ, συνολικά εξήντα, που βρίσκονται στην ίδια περιοχή. Επίσης περιλάμβανε το μισό της χώρας της Γαλαάδ, με τις πόλεις Ασταρώθ και Εδρεΐ, που ήταν άλλοτε πρωτεύουσες του βασιλείου του Ωγ, βασιλιά της Βασάν. Όλα αυτά τα εδάφη δόθηκαν στο μισό της φυλής των απογόνων του Μαχίρ, γιου του Μανασσή, ανάλογα με τις συγγένειές τους. Αυτά είναι τα μερίδια γης της περιοχής ανατολικά της Ιεριχώ και του Ιορδάνη, τα οποία ο Μωυσής τα μοίρασε όταν βρισκόταν στις πεδιάδες της Μωάβ. Στη φυλή του Λευί δεν έδωσε μερίδιο γης, αλλά τους είπε ότι ο Κύριος, ο Θεός του Ισραήλ, αυτός θα ήταν η κληρονομιά τους. Ακολουθούν τώρα οι περιοχές που δόθηκαν με κλήρο στους Ισραηλίτες, στη Χαναάν, αυτές που τους μοίρασαν ο ιερέας Ελεάζαρ, ο Ιησούς, γιος του Ναυή, και οι αρχηγοί των οικογενειών των Ισραηλιτικών φυλών. Όπως είχε διατάξει ο Κύριος με το Μωυσή, η κατανομή της γης έγινε με κλήρο, στις εννέα φυλές και στη μισή φυλή (του Μανασσή). Ο Μωυσής είχε ήδη δώσει μερίδα γης στις υπόλοιπες δυόμισυ φυλές, ανατολικά του Ιορδάνη. Στους Λευίτες, βέβαια, δεν είχε δώσει μερίδιο γης όπως στις άλλες φυλές. Αλλά, οι απόγονοι του Ιωσήφ αποτελούσαν δύο φυλές, του Μανασσή και του Εφραΐμ. Δεν έδωσαν, λοιπόν, στους Λευίτες μερίδιο στη χώρα, αλλά μόνο μερικές πόλεις και τις γύρω τους περιοχές για να μένουν σ’ αυτές με τα ζώα τους και τα υπάρχοντά τους. Έτσι οι Ισραηλίτες μοίρασαν τη χώρα, σύμφωνα με τις οδηγίες που είχε δώσει ο Κύριος στο Μωυσή. Οι απόγονοι του Ιούδα πήγαν να συναντήσουν τον Ιησού στα Γάλγαλα κι ο Χάλεβ, γιος του Ιεφοννή, ο Κενεζίτης, του είπε: «Εσύ ξέρεις τι είπε ο Κύριος στο Μωυσή, τον άνθρωπο του Θεού, σχετικά μ’ εμένα και μ’ εσένα, στην Κάδης-Βαρνή. Ήμουν σαράντα χρονών όταν ο Μωυσής, ο δούλος του Κυρίου, μ’ έστειλε από την Κάδης-Βαρνή για να κατασκοπεύσω τη χώρα· και του έφερα πολύ σωστές πληροφορίες. Οι σύντροφοί μου, όμως, που είχαν έρθει μαζί μου, αποθάρρυναν τον λαό· ενώ εγώ υπάκουσα πλήρως τον Κύριο, το Θεό μου. Εκείνη την ημέρα ο Μωυσής μου υποσχέθηκε με όρκο ότι η χώρα όπου πάτησε το πόδι μου θα ήταν το δίχως άλλο ο κλήρος μου· θα ανήκει για πάντα σ’ εμένα και στους απογόνους μου, επειδή υπάκουσα πλήρως στον Κύριο, το Θεό μου. Ο Κύριος με φύλαξε στη ζωή, όπως το υποσχέθηκε. Πέρασαν σαράντα πέντε χρόνια, από τότε που ο Κύριος είπε αυτά τα λόγια στο Μωυσή, τον καιρό που οι Ισραηλίτες πορεύονταν στην έρημο. Και τώρα εγώ είμαι ογδόντα πέντε χρονών. Ωστόσο είμαι ακόμα και σήμερα τόσο δυνατός, όπως τότε που ο Μωυσής μου ανέθεσε την αποστολή· έχω τις ίδιες δυνάμεις όπως και τότε, είτε πρόκειται για πόλεμο, είτε για ο,τιδήποτε άλλο. Τώρα, λοιπόν, δώσε μου αυτό το βουνό που ο Κύριος μου το υποσχέθηκε εκείνη την ημέρα. Τότε σας είχα φέρει την πληροφορία ότι εκεί κατοικούν οι Ανακίτες και ότι υπάρχουν πόλεις μεγάλες και οχυρές. Αν ο Κύριος είναι μαζί μου, θα τους διώξω, σύμφωνα με την υπόσχεσή του». Τότε ο Ιησούς ευλόγησε το γιο του Ιεφοννή, το Χάλεβ, και του έδωσε τη Χεβρών για ιδιοκτησία του. Έτσι η Χεβρών πέρασε στην ιδιοκτησία του Χάλεβ, γιου του Ιεφοννή, του Κενεζίτη και εξακολουθεί να ανήκει στους απογόνους του μέχρι σήμερα, γιατί ο Χάλεβ υπάκουσε πλήρως στον Κύριο, το Θεό του Ισραήλ. Πρωτύτερα η Χεβρών ονομαζόταν «Κιριάθ-Αρβά» (Πόλη του Αρβά) –ο Αρβά ήταν ο πιο μεγαλόσωμος άνθρωπος ανάμεσα στους Ανακίτες. Μετά απ’ αυτά η χώρα ησύχασε από τους πολέμους. Η περιοχή που δόθηκε με κλήρο στις συγγένειες της φυλής Ιούδα εκτεινόταν ως το νοτιότερο άκρο της ερήμου Σιν, στα σύνορα της Ιδουμαίας. Έτσι, τα νότια σύνορα της περιοχής ξεκινούσαν από τον κόλπο που βρίσκεται στο νότιο άκρο της Νεκράς Θάλασσας, προχωρούσαν από τα νότια της ανωφέρειας Ακραββίμ, περνούσαν από τη Σιν κι ύστερα από τα νότια της Κάδης-Βαρνή περνούσαν από την Εσρών και ανέβαιναν στην Αδδάρ, απ’ όπου γύριζαν προς την Καρκαά. Έπειτα περνούσαν από την Ασμών, συνέχιζαν ως τον χείμαρρο της Αιγύπτου και κατέληγαν στη θάλασσα. Αυτά ήταν τα νότια σύνορα της φυλής Ιούδα. Το ανατολικό σύνορο ήταν η Νεκρά Θάλασσα ως την εκβολή του Ιορδάνη. Από κείνο το σημείο, άρχιζαν τα βόρεια σύνορα. Ανέβαιναν προς τη Βαιθ-Χογλά, περνούσαν βόρεια της Βαιθ-Αραβά και ανέβαιναν προς την Πέτρα που ονομαζόταν «του Βοάν», ενός από τους γιους του Ρουβήν. Κατόπιν τα σύνορα ανέβαιναν προς τη Δεβείρ περνώντας από την Κοιλάδα Αχώρ, κι έπειτα βορινότερα γύριζαν προς τα Γάλγαλα, που βρίσκονται απέναντι από την ανωφέρεια της Αδουμμίμ, νότια της χαράδρας· στη συνέχεια περνούσαν από τις πηγές της Εν-Σεμές και προχωρούσαν ως την Εν-Ρωγήλ. Έπειτα ανέβαιναν την Κοιλάδα Εννόμ, προς τη νότια πλευρά του λόφου της Ιεβούς, δηλαδή της Ιερουσαλήμ· περνούσαν από την κορυφή του βουνού που βρίσκεται στα δυτικά της Κοιλάδας Εννόμ και στο βόρειο άκρο της Κοιλάδας Ρεφαείμ. Από ’κει τα σύνορα γύριζαν προς τις πηγές της Νεφτωάχ, έβγαιναν στις πόλεις του όρους Εφρών και κατόπιν συνέχιζαν προς την Βααλά, δηλαδή την Κιριάθ-Ιαρίμ. Από τη Βααλά τα σύνορα γύριζαν δυτικά προς το όρος Σηείρ και συνέχιζαν προς τη βόρεια κορυφή του όρους Ιαρίμ, δηλαδή στη Χεσαλών, κατέβαιναν προς τη Βαιθ-Σεμές και περνούσαν από την Τιμνά. Έπειτα, συνέχιζαν προς τη βόρεια πλευρά της πόλης Εκρών, γύριζαν προς την Σικρών, περνούσαν από το όρος Βααλά, προχωρούσαν προς την Ιαβνεήλ και κατέληγαν στη θάλασσα. Το δυτικό όριο ήταν η Μεγάλη Θάλασσα. Αυτά ήταν τα σύνορα της περιοχής που δόθηκε στη φυλή Ιούδα, ανάλογα με τις συγγένειές τους. Στο Χάλεβ, γιο του Ιεφοννή, ο Ιησούς έδωσε μερίδιο από τα εδάφη της φυλής Ιούδα, όπως τον είχε διατάξει ο Κύριος. Τους έδωσε την πόλη του Αρβά, πατέρα του Ανάκ, τη σημερινή Χεβρών. Ο Χάλεβ έδιωξε από ’κει τις τρεις συγγένειες των Ανακιτών: του Σεσαΐ, του Αχιμάν και του Ταλμαΐ. Από εκεί ξεκίνησε για να χτυπήσει τους κατοίκους της Δεβείρ, η οποία παλιότερα λεγόταν Κιριάθ-Σεφέρ. Τότε ο Χάλεβ έκανε την ανακοίνωση: «Όποιος χτυπήσει την Κιριάθ-Σεφέρ και την κυριέψει, θα του δώσω την κόρη μου Αχσά για γυναίκα». Την κυρίεψε ο Οθνιήλ, γιος του Κενά, αδερφού του Χάλεβ, κι έτσι ο Χάλεβ έδωσε σ’ αυτόν την κόρη του για γυναίκα. Την ημέρα του γάμου αυτή ζήτησε από τον Οθνιήλ τη συγκατάθεσή του να γυρέψει από τον πατέρα της ένα χωράφι. Χτύπησε τα χέρια της πάνω από το γαϊδούρι κι ο Χάλεβ τη ρώτησε: «Τι σου συμβαίνει;» Αυτή του απάντησε: «Θέλω να μου δώσεις ένα δώρο. Η περιοχή που μου παραχώρησες νότια είναι άνυδρη· γι’ αυτό να μου δώσεις και πηγές με νερό». Έτσι ο Χάλεβ της έδωσε τις πηγές στα ορεινά και στα πεδινά. Αυτή είναι λοιπόν η περιοχή που δόθηκε με κλήρο στη φυλή Ιούδα, ανάλογα με τις συγγένειές τους: Στο νότιο τμήμα της περιοχής του Ιούδα, κοντά στα σύνορα της Εδώμ οι πόλεις: Καβσεήλ, Έδερ και Ιαγούρ, Κινά, Διμωνά, Αδαδά, Κέδες, Ασώρ, Ιθνάν, Ζιφ, Τέλεμ, Βεαλώθ, Ασώρ-Αδαττά, Κιριώθ-Εσρών, που λέγεται και Ασώρ, Αμάμ, Σεμά, Μωλαδά, Ασάρ-Γαδδά, Εσμών, Βαιθ-Παλέτ, Ασάρ-Σουάλ, Βέερ-Σεβά με τις γύρω περιοχές της, Βααλά, Ιείμ, Ασέμ, Ελτωλάδ, Χεσίλ, Χορμά, Σικλάγ, Μαδμαννά, Σανσαννά, Λεβαώθ, Σιλίμ και Άειν-Ριμμών –συνολικά είκοσι εννέα πόλεις με τα χωριά τους. Στην πεδιάδα οι πόλεις: Εσταόλ, Σωρεά, Ασνά, Ζανωάχ, Εν-Γαννίμ, Ταπουάχ, Ενάμ, Ιαρμούθ, Αδουλλάμ, Σοχώ, Αζεκά, Σααραΐμ, Αδιδαΐμ, η Γεδερά και οι επαύλεις της –δεκατέσσερις πόλεις με τα χωριά τους. Επίσης οι πόλεις: Σενάν, Αδασά, Μιγδάλ-Γαδ, Διλεάν, Μισπέ, Ιοκθεήλ, Λαχίς, Βασκάθ, Εγλών, Χαββών, Λαχμάς, Χιθλίς, Γεδερώθ, Βαιθ-Δαγών, Νααμά, και Μακκηδά –δεκαέξι πόλεις με τα χωριά τους. Επίσης οι πόλεις: Λιβνά, Έθερ, Ασάν, Ιφτάχ, Ασνά, Νεσίβ, Κεϊλά, Αχζίβ και Μαρεσά –εννιά πόλεις με τα χωριά τους. Επίσης η Εκρών με τις γύρω περιοχές και τα χωριά της. Όλες οι πόλεις που βρίσκονται κοντά στην Ασδώδ με τα χωριά τους, από την Εκρών ως τη θάλασσα. Η Ασδώδ με τις γύρω περιοχές και τα χωριά της, η Γάζα με τις γύρω περιοχές και τα χωριά της, ως το χείμαρρο της Αιγύπτου και τη Μεγάλη Θάλασσα, που ήταν και το σύνορο. Στην ορεινή περιοχή οι πόλεις: Σαμίρ, Ιαθείρ, Σωχώ, Δαννά, Κιριάθ-σαννά (η σημερινή Δεβείρ), Ανάβ, Εστεμώ, Ανίμ, Γεσέν, Χωλών και Γιλώ –έντεκα πόλεις με τα χωριά τους. Επίσης οι πόλεις: Αράβ, Δουμά, Εσάν, Ιανίμ, Βαιθ-Ταππούαχ, Αφεκά, Χουμτά, Κιριάθ-Αρβά, (η σημερινή Χεβρών) και η Σιώρ –εννιά πόλεις με τα χωριά τους. Επίσης οι πόλεις Μαών, Καρμέλ, Ζιφ, Ιουτά, Ιζρεέλ, Ιοκδεάμ, Ζανωάχ, Κάιν, Γιβεά και Τιμνά –δέκα πόλεις με τα χωριά τους. Επίσης οι πόλεις: Χαλχούλ, Βαιθ-Σουρ, Γεδώρ, Μααράθ, Βαιθ-Ανώθ και Ελτεκών –έξι πόλεις με τα χωριά τους. Επίσης η Κιριάθ-Βαάλ, (η σημερινή Κιριάθ-Ιαρίμ) και η Ραββά –δύο πόλεις με τα χωριά τους. Επίσης στην έρημο οι πόλεις: Βαιθ-Αραβά, Μιδδίν, Σεχαχά, Νιβσάν, η Πόλη του Άλατος, και η Εν-Γεδί –έξι πόλεις με τα χωριά τους. Ωστόσο, οι απόγονοι του Ιούδα δεν μπόρεσαν να εκδιώξουν τους Ιεβουσαίους, κατοίκους της Ιερουσαλήμ· έτσι αυτοί ζουν στην πόλη μαζί με τη φυλή Ιούδα μέχρι σήμερα. Στους απογόνους του Ιωσήφ δόθηκε με κλήρο μια περιοχή που τα σύνορά της ξεκινούσαν από τον Ιορδάνη κοντά στην Ιεριχώ, ανατολικά της πηγής απ’ όπου υδρευόταν η Ιεριχώ. Από την Ιεριχώ προχωρούσαν στην έρημο και ανέβαιναν στα βουνά της Βαιθήλ· συνέχιζαν από τη Βαιθήλ προς την Λουζ και κατευθύνονταν προς τα σύνορα των Αρκιτών, ως την Αταρώθ. Έπειτα κατέβαιναν δυτικά, προς τα σύνορα των Ιαφλαιτιτών, ως τα σύνορα της κάτω Βαιθ-Χωρών κι ως τη Γεζέρ, και κατέληγαν στη θάλασσα. Οι απόγονοι του Ιωσήφ, δηλαδή οι φυλές Εφραΐμ και Μανασσή, μοιράστηκαν αυτή την περιοχή. Οι συγγένειες της φυλής Εφραΐμ έλαβαν ένα μέρος της περιοχής, που τα σύνορά της άρχιζαν από την Αταρώθ-Αδδάρ, νοτιοανατολικά, ως την άνω Βαιθ-Χωρών. Από ’κει συνεχίζονταν δυτικά ως τη θάλασσα. Στα βόρεια, περνούσαν κοντά από τη Μιχμεθάθ. Κατόπιν γύριζαν ανατολικά προς την Ταανάθ-Σιλώ, την προσπερνούσαν κι έφταναν στην Ιανωχά. Από την Ιανωχά κατέβαιναν προς την Αταρώθ και τη Νααράθ, έφταναν στην Ιεριχώ και κατέληγαν στον Ιορδάνη. Δυτικά της Μιχμεθάθ, τα σύνορα συνέχιζαν από την Ταππουάχ ως τον ποταμό Κανά και κατέληγαν στη θάλασσα. Αυτή είναι η περιοχή που δόθηκε με κλήρο στις συγγένειες της φυλής Εφραΐμ. Επίσης τους δόθηκαν ορισμένες πόλεις, μαζί με τα χωριά τους, μέσα στην περιοχή της φυλής Μανασσή, οι οποίες ήταν ξεχωρισμένες για τους Εφραϊμίτες. Οι απόγονοι του Εφραΐμ δεν εκδίωξαν τους Χαναναίους που κατοικούσαν στη Γεζέρ· έτσι οι Χαναναίοι παρέμειναν ανάμεσα στους Εφραϊμίτες μέχρι σήμερα, αλλά ήταν υποτελείς τους. Μετά απ’ αυτά, έγινε κλήρωση για τη φυλή του Μανασσή, πρωτότοκου γιου του Ιωσήφ. Πρωτότοκος γιος του Μανασσή και γενναίος πολεμιστής, ήταν ο Μαχίρ, πατέρας του Γαλαάδ. Στο Μαχίρ, λοιπόν, δόθηκε η περιοχή της Γαλαάδ και της Βασάν. Μερίδιο πήραν και οι υπόλοιπες συγγένειες, που προέρχονταν όλες από τους γιους του Μανασσή, γιου του Ιωσήφ: Οι συγγένειες του Αβιέζερ, του Χέλεκ, του Ασριήλ, του Συχέμ, του Χέφερ και του Σεμιδά. Ο Σαλπαάδ, όμως, γιος του Χέφερ και εγγονός του Γαλαάδ, γιου του Μαχίρ και εγγονού του Μανασσή, δεν είχε γιους· είχε μόνο κόρες· τα ονόματά τους ήταν Μαχλά, Νωά, Χογλά, Μιλχά και Τιρσά. Αυτές παρουσιάστηκαν στον ιερέα Ελεάζαρ, στον Ιησού, γιο του Ναυή και στους άρχοντες και τους είπαν: «Ο Κύριος είχε διατάξει το Μωυσή να δώσει και σ’ εμάς με κλήρο γη, όπως και στους άντρες της φυλής μας». Έδωσαν, λοιπόν, και σ’ αυτές, σύμφωνα με τη διαταγή του Κυρίου, μερίδιο γης όπως και στους αδερφούς του πατέρα τους. Έτσι στη φυλή Μανασσή έπεσαν δέκα μερίδια, εκτός από τη Γαλαάδ και τη Βασάν, που βρίσκονται ανατολικά του Ιορδάνη, γιατί πήραν μερίδιο γης όχι μόνον οι άντρες απόγονοι του Μανασσή, αλλά και γυναίκες της ίδιας φυλής· η περιοχή της Γαλαάδ δόθηκε στους υπόλοιπους απογόνους του Μανασσή. Τα σύνορα της φυλής Μανασσή άρχιζαν από την περιοχή της φυλής Ασήρ κι έφταναν στην Μιχμεθάθ, ανατολικά της Συχέμ· από ’κει κατέβαιναν νότια ως τις κατοικίες της Εν-Ταππουάχ. Η περιοχή της Ταππουάχ ανήκε στη φυλή Μανασσή, ενώ η πόλη Ταππουάχ, που ήταν χτισμένη πάνω στα σύνορα του Μανασσή, ανήκε στη φυλή Εφραΐμ. Έπειτα, τα σύνορα κατέβαιναν στη νότια όχθη του ποταμού Κανά, ενώ οι πόλεις στα νότια του ποταμού ανήκαν στους Εφραϊμίτες, μολονότι βρίσκονταν στην περιοχή του Μανασσή· από ’κει, τα σύνορα προχωρούσαν βόρεια του ποταμού και κατέληγαν στη θάλασσα. Η νότια περιοχή ανήκε στη φυλή Εφραΐμ και η βόρεια στη φυλή Μανασσή· η θάλασσα αποτελούσε το δυτικό σύνορό τους· προς βορράν συνόρευαν με την περιοχή της φυλής Ασήρ και ανατολικά με την περιοχή της φυλής Ισσάχαρ. Μέσα στις περιοχές των φυλών Ισσάχαρ και Ασήρ, η φυλή Μανασσή έλαβε τις πόλεις Βαιθ-Σαν και Ιβλεάμ με τα περίχωρά τους, κι επίσης τις πόλεις Δωρ, Εν-Δωρ, Τανάχ και Μεγιδδώ με τους κατοίκους τους και τα περίχωρά τους. Οι απόγονοι όμως του Μανασσή δεν μπόρεσαν να εκδιώξουν τους Χαναναίους, τους κατοίκους αυτών των πόλεων· έτσι οι Χαναναίοι παρέμειναν στην περιοχή. Ακόμα κι όταν οι Ισραηλίτες απέκτησαν μεγαλύτερη ισχύ, δεν μπόρεσαν να εκδιώξουν τελείως τους Χαναναίους· τους έκαναν όμως υποτελείς τους. Οι απόγονοι του Ιωσήφ ήρθαν και είπαν στον Ιησού: «Γιατί μας έδωσες μόνο ένα κληρονομικό μερίδιο; Εμάς ο Κύριος εξακολουθεί ως τώρα να μας ευλογεί, κι έχουμε γίνει πολυάριθμοι». Ο Ιησούς τους απάντησε: «Αφού είστε τόσο πολυάριθμοι, και δε σας αρκεί η ορεινή περιοχή του Εφραΐμ, ανεβείτε και ξεχερσώστε χώρο στα δάση που ανήκουν στους Φερεζαίους και στους Ρεφαΐτες». Οι απόγονοι του Ιωσήφ απάντησαν: «Πράγματι δε μας αρκεί η ορεινή μας περιοχή· ωστόσο οι Χαναναίοι που κατοικούν στην πεδιάδα, έχουν σιδερένια άρματα, το ίδιο κι αυτοί που κατοικούν στη Βαιθ-Σαν και στα περίχωρά της, κι αυτοί που κατοικούν στην πεδιάδα Ιζρεέλ». Τότε ο Ιησούς είπε στους απογόνους του Ιωσήφ, δηλαδή στις φυλές Εφραΐμ και Μανασσή: «Πράγματι είστε πολυάριθμοι κι έχετε μεγάλη δύναμη. Δε θα πάρετε μόνο έναν κλήρο, αλλά θα σας δοθεί όλη η ορεινή περιοχή που είναι γεμάτη δάση· θα τα ξεχερσώσετε και θα είναι δική σας απ’ την μιαν άκρη ως την άλλη. Και τους Χαναναίους θα κατορθώσετε να τους διώξετε, μολονότι έχουν σιδερένια άρματα και είναι ισχυροί». Όταν η χώρα είχε πια υποταχθεί στους Ισραηλίτες, συγκεντρώθηκε όλη η κοινότητα στη Σιλώ κι εγκατέστησαν εκεί τη σκηνή του Μαρτυρίου. Από τους Ισραηλίτες είχαν μείνει εφτά φυλές που δεν είχαν ακόμα λάβει το μερίδιό τους σε γη. Τότε τους είπε ο Ιησούς: «Ως πότε θα αμελείτε να πάτε να καταλάβετε τη χώρα που σας έδωσε ο Κύριος, ο Θεός των πατέρων σας; Διαλέξτε τρεις άντρες από κάθε φυλή, κι εγώ θα τους στείλω να πάνε να γυρίσουν όλη τη χώρα, να τη σχεδιάσουν πώς θα μοιραστεί σε κάθε φυλή και να γυρίσουν να μου την περιγράψουν. Έπειτα, θα τη χωρίσουν σε εφτά μερίδια· η φυλή Ιούδα θα παραμείνει στη περιοχή της νότια, και οι φυλές του Ιωσήφ θα παραμείνουν στην περιοχή τους βόρεια. Θα κάμετε ένα σχέδιο της χώρας, χωρισμένης σε εφτά μερίδια και θα μου το φέρετε· κι εγώ θα ρίξω για σας κλήρο εδώ, ενώπιον του Κυρίου του Θεού μας. Οι Λευίτες δεν θα πάρουν μερίδιο γης όπως εσείς, γιατί το μερίδιό τους είναι τα ιερατικά τους καθήκοντα προς τον Κύριο. Οι φυλές Γαδ, Ρουβήν και το μισό της φυλής Μανασσή έχουν ήδη πάρει την περιοχή τους ανατολικά του Ιορδάνη, αυτήν που τους έδωσε ο Μωυσής, ο δούλος του Κυρίου». Οι άντρες ετοιμάστηκαν να φύγουν και ο Ιησούς, πριν πάνε να κάνουν το σχέδιο της χώρας, τους έδωσε την εξής εντολή: «Πηγαίνετε, περιδιαβείτε όλη τη χώρα, κάμετε το σχέδιό της και γυρίστε να μου την περιγράψετε. Κι εγώ θα ρίξω για σας κλήρο εδώ, στη Σιλώ, ενώπιον του Κυρίου». Οι άντρες πήγαν και περιηγήθηκαν τη χώρα, κατέγραψαν σε βιβλίο τα εφτά μερίδια κι έκαναν έναν κατάλογο με όλες τις πόλεις· έπειτα γύρισαν στον Ιησού, στο στρατόπεδο της Σιλώ. Ο Ιησούς έριξε γι’ αυτούς εκεί κλήρο, ενώπιον του Κυρίου, κι έτσι τους μοίρασε τη χώρα δίνοντας στην κάθε φυλή την περιοχή της. Ο πρώτος κλήρος έπεσε στις συγγένειες της φυλής Βενιαμίν, και κληρώθηκε γι’ αυτούς η περιοχή που βρισκόταν ανάμεσα στα εδάφη της φυλής Ιούδα και σ’ εκείνα των απογόνων του Ιωσήφ. Τα βορινά τους σύνορα άρχιζαν από τον Ιορδάνη, ανέβαιναν βόρεια της Ιεριχώ και συνέχιζαν μέσα από την ορεινή περιοχή προς τα δυτικά καταλήγοντας στην έρημο Βαιθ-Αυέν. Από ’κει κατευθύνονταν προς τη Λουζ, που ονομάζεται και Βαιθήλ, περνούσαν από τη νότια πλευρά της και κατέβαιναν προς την Αταρώθ-Αδδάρ, μέσα απ’ το βουνό που βρίσκεται νότια της κάτω Βαιθ-Χωρών. Στα δυτικά αυτού του βουνού, τα σύνορα άλλαζαν κατεύθυνση: Γύριζαν προς τα νότια και κατέληγαν στην Κιριάθ-Βαάλ, τη σημερινή Κιριάθ-Ιαρίμ, που ανήκει στη φυλή Ιούδα. Αυτή ήταν η δυτική μεριά των συνόρων. Τα νότια σύνορα άρχιζαν από το άκρο της Κιριάθ-Ιαρίμ, προχωρούσαν στα δυτικά και συνέχιζαν ως την πηγή της Νεφτωάχ. Από ’κει κατέβαιναν στην άκρη του βουνού αντίκρυ στην Κοιλάδα Εννόμ, βόρεια της κοιλάδας Ρεφαείμ· κατόπιν κατέβαιναν την Κοιλάδα Εννόμ προς την νότια πλαγιά της Ιεβούς και έφθαναν στην Εν-Ρωγήλ. Από ’κει γύριζαν προς τα βορινά και κατευθύνονταν προς την Εν-Σεμές, έφθαναν στην Γελιλώθ, απέναντι στην ανωφέρεια Αδουμμίμ και έπειτα κατέβαιναν προς την Πέτρα του Βοάν, ενός γιου του Ρουβήν· περνούσαν από τη βόρεια πλαγιά αντίκρυ στην κοιλάδα του Ιορδάνη και κατέβαιναν αυτή την κοιλάδα. Συνέχιζαν στη βόρεια πλευρά της Βαιθ-Χογλά και κατέληγαν στον βόρειο κόλπο της Νεκράς Θάλασσας, στις εκβολές του Ιορδάνη. Αυτά ήταν τα νότια σύνορα. Ο Ιορδάνης αποτελούσε το ανατολικό σύνορο. Αυτά ήταν τα σύνορα της περιοχής που δόθηκε με κλήρο στις συγγένειες της φυλής Βενιαμίν. Οι πόλεις που ανήκαν στις συγγένειες της φυλής Βενιαμίν ήταν οι Ιεριχώ, Βαιθ-Χογλά, Εμέκ-Κεσείς, Βαιθ-Αραβά, Σεμαραΐμ, Βαιθήλ, Αυΐμ, Παράχ, Οφρά, Χεφάρ-Αμμωναΐ, Οφνεί, Γαβαά –δώδεκα πόλεις με τα χωριά τους. Επίσης οι Γαβαών, Ραμά, Βερώθ, Μισπέ, Κεφιρά, Μωσά, Ρεκέμ, Ιρπεήλ, Ταραλά, Σηλά, Έλεφ, Ιεβούς, που είναι η Ιερουσαλήμ, Γιβεάθ, Κιριάθ-Ιαρίμ –δεκατέσσερις πόλεις με τα χωριά τους. Αυτό ήταν το μερίδιο που δόθηκε στις συγγένειες της φυλής Βενιαμίν. Ο δεύτερος κλήρος έπεσε στις συγγένειες της φυλής Συμεών. Η περιοχή τους περιτριγυριζόταν από εκείνη της φυλής Ιούδα. Για τη φυλή Συμεών κληρώθηκαν οι πόλεις: Βέερ-Σεβά, Σεμά, Μωλαδά, Ασάρ-Σουάλ, Βαλά, Άσεμ, Ελτωλάδ, Βεθούλ, Χορμά, Σικλάγ, Βαιθ-Μαρκαβώθ, Ασάρ-Σουσά, Βαιθ-Λεβαώθ και Σαρουχέν –δεκατρείς πόλεις με τα χωριά τους. Επίσης η Άειν, η Ριμμών, η Εθέρ, η Ασάν –τέσσερις πόλεις με τα χωριά τους– καθώς και όλες οι περιοχές γύρω απ’ αυτές τις πόλεις, ως τη Βαλάθ-Βηρ και τη Ραμάθ, του νότου. Όλα αυτά αποτελούσαν το μερίδιο που έπεσε στις συγγένειες της φυλής Συμεών. Από το μερίδιο της φυλής Ιούδα δόθηκε ένα μέρος ως κλήρος γης στη φυλή Συμεών, επειδή η φυλή Ιούδα είχε λάβει μια περιοχή υπερβολικά μεγάλη γι’ αυτούς. Έτσι η φυλή Συμεών έλαβε μια περιοχή περικυκλωμένη από την περιοχή που είχε δοθεί στη φυλή Ιούδα. Ο τρίτος κλήρος έπεσε στις συγγένειες της φυλής Ζαβουλών· η περιοχή που τους δόθηκε εκτεινόταν νότια ως τη Σαρείδ. Από κεί τα σύνορά τους ανέβαιναν δυτικά ως τη Μαραλά, έπειτα ως τη Δαββασαίθ και πλησίαζαν τον ποταμό που ρέει ανατολικά της Ιοκνεάμ. Από την άλλη μεριά της Σαρείδ γύριζαν ανατολικά, έφταναν στα σύνορα της Κισλώθ-Ταβώρ, περνούσαν από τη Δαβεράθ κι ανέβαιναν προς την Ιαφιά. Από ’κει προχωρούσαν πιο ανατολικά ως τη Γιτά-Χέφερ και την Ιττά-Κασίν, συναντούσαν τη Ριμμών και έστριβαν προς τη Νεά. Στο βορρά τα σύνορα περικύκλωναν την Ανναθών και κατέληγαν στην Κοιλάδα Ιφταχήλ. Η περιοχή τους περιλάμβανε επίσης τις πόλεις Καττάθ, Νααλάλ, Σιμρών, Ιδαλά και Βηθλεέμ –συνολικά δώδεκα πόλεις με τα χωριά τους. Αυτό ήταν το μερίδιο που δόθηκε στις συγγένειες της φυλής Ζαβουλών, με τις πόλεις και τα χωριά τους. Ο τέταρτος κλήρος έπεσε στις συγγένειες της φυλής Ισσάχαρ. Στην περιοχή τους βρίσκονταν οι πόλεις: Ιζρεέλ, Κεσουλώθ, Σουνήμ, Αφεραΐμ, Σαιών, Αναχαράθ, Δαβεράθ, Κισιών, Αβές, Ρεμέθ, Εν-Γαννίμ, Εν-Αδδά και Βαιθ-Πασσής. Τα σύνορά τους άγγιζαν τη Θαβώρ, τη Σαχασειμά και τη Βαιθ-Σεμές και κατέληγαν στον Ιορδάνη –συνολικά δεκαέξι πόλεις με τα χωριά τους. Αυτό ήταν το μερίδιο που δόθηκε στις συγγένειες της φυλής Ισσάχαρ, με τις πόλεις και τα χωριά τους. Ο πέμπτος κλήρος έπεσε στις συγγένειες της φυλής Ασήρ. Στην περιοχή τους βρίσκονταν οι πόλεις Χελκάθ, Αλεί, Βετέν, Αχσάφ· Αλαμμέλεχ, Αμάδ και Μισάλ· και δυτικά τα σύνορά της έφταναν στο όρος Κάρμηλος ακολουθώντας τον ποταμό Σιώρ-Λιβνάθ. Ανατολικά ανέβαιναν ως τη Βαιθ-Δαγών, άγγιζαν την περιοχή της φυλής Ζαβουλών και την Κοιλάδα της Ιφταχήλ, έπειτα κατευθύνονταν βόρεια για να συναντήσουν τη Βαιθ-Εμέκ και τη Νεϊήλ· συνέχιζαν στην ίδια κατεύθυνση, περνούσαν από τη Χαβούλ, την Αβδών, τη Ρεχώβ, την Αμμών και την Κανά, για να καταλήξουν στη μεγάλη πόλη Σιδώνα. Τα σύνορα γύριζαν προς την Ραμά και την οχυρή πόλη της Τύρου, έπειτα κατευθύνονταν προς τη Χοσά και κατέληγαν στη θάλασσα, περνώντας από τη Χέλεβ, την Αχζιβά, την Ουμμά, την Αφέκ και τη Ρεχώβ –συνολικά είκοσι δύο πόλεις με τα χωριά τους. Αυτό ήταν το μερίδιο που δόθηκε στις συγγένειες της φυλής Ασήρ, με τις πόλεις και τα χωριά τους. Ο έκτος κλήρος έπεσε στις συγγένειες της φυλής Νεφθαλί. Τα νότια σύνορά τους άρχιζαν από την Ελέφ, περνούσαν από την Αλλόν-Βεσααναννίμ, την Αδαμί-Νεκέβ και την Ιαβνεήλ έφθαναν στη Λακκούμ και κατέληγαν στον Ιορδάνη. Δυτικά τα σύνορα έστριβαν προς την Αζνώθ-Θαβώρ, συναντούσαν την Ουκκώκ και έφταναν νότια ως την περιοχή Ζαβουλών, δυτικά στην περιοχή Ασήρ και ανατολικά στην περιοχή του Ιούδα, στον Ιορδάνη. Οι οχυρωμένες πόλεις ήταν οι Σιδδίμ, Σερ, Χαμμάθ, Ρακκάθ, Κιννέρεθ, Αδαμά, Ραμά, Ασώρ, Κέδες, Εδρεΐ, Εν-Ασώρ, Ιρών, Μιγδάλ-Ηλ, Ωρέμ, Βαιθ-Ανάθ και Βαιθ-Σεμές –συνολικά δεκαεννιά πόλεις με τα χωριά τους. Αυτό ήταν το μερίδιο που δόθηκε στις συγγένειες της φυλής Νεφθαλί, με τις πόλεις και τα χωριά τους. Ο έβδομος κλήρος έπεσε στις συγγένειες της φυλής Δαν. Στην περιοχή που κληρώθηκε σ’ αυτούς, περιλαμβάνονταν οι πόλεις: Σωρεά, Εσταόλ, Ιρ-Σαμές, Σααλαββίν, Αϊαλών, Ιθελά, Αιλών, Τιμναθά, Εκρών, Ελτεκώ, Γιβεθών, Βααλάθ, Ιούδ, Βενί-Βεράκ, Γαθ-Ριμμών, Μεϊαρκών, Ρακκών και η περιοχή γύρω στην Ιόππη. Όταν τα μέλη της φυλής Δαν έχασαν την περιοχή τους, πήγαν κι επιτεθήκαν στη Λεσέμ· την κυρίεψαν και κατέσφαξαν τους κατοίκους της, την υπέταξαν εντελώς και εγκαταστάθηκαν σ’ αυτήν, και την ονόμασαν Λεσέμ-Δαν, όπως το όνομα του Δαν, του γενάρχη τους. Αυτό ήταν το μερίδιο που δόθηκε στις συγγένειες της φυλής Δαν, με τις πόλεις και τα χωριά τους. Όταν οι Ισραηλίτες τελείωσαν τη διανομή όλης της χώρας, έδωσαν στον Ιησού, γιο του Ναυή, έναν κλήρο γης από τα εδάφη τους. Σύμφωνα με τη διαταγή του Κυρίου, τού έδωσαν την πόλη που ζήτησε, τη Θαμνάθ-Σαράχ, στην ορεινή περιοχή της φυλής Εφραΐμ. Ο Ιησούς ανοικοδόμησε την πόλη και εγκαταστάθηκε σ’ αυτήν. Αυτά ήταν τα μερίδια που μοίρασαν με κλήρο στις φυλές των Ισραηλιτών ο ιερέας Ελεάζαρ, ο Ιησούς, γιος του Ναυή και οι αρχηγοί των οικογενειών τους. Αυτό έγινε ενώπιον του Κυρίου στη Σιλώ, στην είσοδο της σκηνής του Μαρτυρίου. Έτσι τελείωσαν με τη διανομή της χώρας. Τότε ο Κύριος έδωσε εντολή στον Ιησού να πει στους Ισραηλίτες: «Διαλέξτε τις πόλεις που θα χρησιμεύουν για άσυλο, για τις οποίες σας μίλησα μέσω του Μωυσέως. Εκεί θα καταφεύγει ο φονιάς που θα τύχει να σκοτώσει άνθρωπο από αμέλεια, χωρίς να το θέλει· οι πόλεις αυτές θα σας χρησιμεύουν για άσυλο από τον εκδικητή του θύματος. Όταν ο φονιάς καταφύγει σε μια απ’ αυτές τις πόλεις, θα σταθεί στην είσοδο της πύλης και θ’ αναπτύξει στους πρεσβυτέρους της την περίπτωσή του· τότε αυτοί θα τον πάρουν στην πόλη και θα του παραχωρήσουν έναν τόπο, όπου θα μπορεί να μείνει μαζί τους. Κι αν καταδιώξει το φονιά ο εκδικητής του θύματος, δε θα του τον παραδώσουν, γιατί σκότωσε άνθρωπο χωρίς να το θέλει, χωρίς προηγουμένως να τον μισεί. Ο φονιάς θα μείνει σ’ εκείνη την πόλη ωσότου παρουσιαστεί μπροστά στην κοινότητα για να κριθεί απαλλακτικά, όταν θα πεθάνει ο αρχιερέας που θα ιερατεύει εκείνη την εποχή. Τότε μπορεί ο φονιάς να επιστρέψει στο σπίτι του, στην πόλη απ’ όπου είχε δραπετεύσει». Ξεχώρισαν, λοιπόν, την Κέδες στη Γαλιλαία, στην ορεινή περιοχή της φυλής Νεφθαλί, τη Συχέμ στην ορεινή περιοχή της φυλής Εφραΐμ και την Κιριάθ-Αρβά, που είναι η σημερινή Χεβρών, στην ορεινή περιοχή της φυλής Ιούδα. Πέρα από τον Ιορδάνη, ανατολικά της Ιεριχώ, διάλεξαν τη Βεσέρ στην έρημο του οροπεδίου, για τη φυλή Ρουβήν, τη Ραμώθ στη Γαλαάδ, για τη φυλή Γαδ και τη Γωλάν στη Βασάν, για τη φυλή Μανασσή. Αυτές ήταν, λοιπόν, οι πόλεις που ορίστηκαν για όλους τους Ισραηλίτες και για τους ξένους που έμεναν ανάμεσά τους. Θα μπορούσε να καταφεύγει σ’ αυτές καθένας που θα σκότωνε άνθρωπο εξ αμελείας, κι έτσι δεν θα κινδύνευε να θανατωθεί από τον εκδικητή του θύματος, μέχρις ότου ο δράστης παρουσιαστεί στην κοινότητα για να δικαστεί. Έτσι, οι Ισραηλίτες έδωσαν στους Λευίτες από το μερίδιό τους, σύμφωνα με τη διαταγή του Κυρίου, μερικές πόλεις μαζί με τα βοσκοτόπια τους. Ο πρώτος κλήρος έπεσε στους Κααθίτες. Όσοι απ’ αυτούς ήταν απόγονοι του ιερέα Ααρών, έλαβαν με κλήρο δεκατρείς πόλεις, που βρίσκονταν στις περιοχές των φυλών Ιούδα, Συμεών και Βενιαμίν. Οι υπόλοιποι Κααθίτες έλαβαν με κλήρο δέκα πόλεις, που βρίσκονταν στις περιοχές των φυλών Εφραΐμ, Δαν και της μισής φυλής Μανασσή, η οποία είχε εγκατασταθεί δυτικά. Οι Γηρσωνίτες έλαβαν με κλήρο δεκατρείς πόλεις, που βρίσκονταν στις περιοχές των φυλών Ισσάχαρ, Ασήρ, Νεφθαλί και της μισής φυλής Μανασσή, η οποία είχε εγκατασταθεί στη Βασάν. Οι Μεραρίτες έλαβαν δώδεκα πόλεις, που βρίσκονταν στις περιοχές των φυλών Ρουβήν, Γαδ και Ζαβουλών. Οι Ισραηλίτες έδωσαν με κλήρο στους Λευίτες όλες αυτές τις πόλεις μαζί με τα βοσκοτόπια τους, όπως είχε διατάξει ο Κύριος με το Μωυσή. Στις περιοχές των φυλών Ιούδα και Συμεών έδωσαν τις πόλεις που αναφέρονται εδώ ονομαστικά: Τις έλαβαν όσοι από τους απογόνους του Καάθ, γιου του Λευί ήταν απόγονοι του Ααρών, γιατί σ’ αυτούς έπεσε ο πρώτος κλήρος. Τους έδωσαν, λοιπόν, την Κιριάθ-Αρβά με τα βοσκοτόπια της, που είναι η σημερινή Χεβρών (ο Αρβά ήταν πατέρας του Ανάκ), στην ορεινή περιοχή της φυλής Ιούδα. Τους αγρούς όμως της πόλης και τα χωριά της τα έδωσαν στο Χάλεβ, γιο του Ιεφοννή, για ιδιοκτησία του. Στους απογόνους του ιερέα Ααρών, μαζί με τη Χεβρών και τα βοσκοτόπια της, που ήταν πόλη καταφυγής, έδωσαν και τις πόλεις: Λιβνά, Ιαθείρ, Εστεμοά, Χωλών, Δεβείρ, Άειν, Ιουττά και Βαιθ-Σεμές, συνολικά εννιά πόλεις, καθεμιά μαζί με τα βοσκοτόπια τους, μέσα στις περιοχές των φυλών Ιούδα και Συμεών. Στην περιοχή της φυλής Βενιαμίν τους έδωσαν τη Γαβαών, τη Γεβά, την Αναθώθ και την Αλμών, συνολικά τέσσερις πόλεις, καθεμιά μαζί με τα βοσκοτόπια τους. Έτσι, όλες οι πόλεις των απογόνων του Ααρών, των ιερέων, ήταν δεκατρείς μαζί με τα βοσκοτόπια τους. Οι υπόλοιπες οικογένειες της λευιτικής συγγένειας των Κααθιτών έλαβαν με κλήρο ορισμένες πόλεις στην περιοχή της φυλής Εφραΐμ: Τους έδωσαν τη Συχέμ, πόλη καταφυγής, στην ορεινή περιοχή της φυλής Εφραΐμ, τη Γεζέρ, την Κιβσαείμ και τη Βαιθ-Χωρών συνολικά τέσσερις πόλεις, καθεμιά με τα βοσκοτόπια τους. Στην περιοχή της φυλής Δαν την Ελτεκώ, τη Γιββεθών, την Αιαλών και τη Γαθ-Ριμμών με τα βοσκοτόπια τους –τέσσερις πόλεις. Στην περιοχή της μισής φυλής Μανασσή στα δυτικά, έδωσαν την Τανάχ και τη Γαθ-Ριμμών με τα βοσκοτόπια τους –δύο πόλεις. Όλες οι πόλεις μαζί με τα βοσκοτόπια τους, που δόθηκαν στις υπόλοιπες οικογένειες των Κααθιτών, ήταν συνολικά δέκα. Στη λευιτική συγγένεια των Γηρσωνιτών δόθηκαν: Στην περιοχή της μισής φυλής Μανασσή στα ανατολικά, η Γωλάν, πόλη καταφυγής στη Βασάν, και η Βεεστερά με τα βοσκοτόπια τους –δύο πόλεις. Στην περιοχή της φυλής Ισσάχαρ έλαβαν την Κισιών, τη Δαβεράθ, την Ιαρμούθ και την Εν-Γαννίμ με τα βοσκοτόπια τους –τέσσερις πόλεις. Στην περιοχή της φυλής Ασήρ έλαβαν τη Μισάλ, την Αβδών, τη Χελκάθ και τη Ρεχώβ με τα βοσκοτόπια τους –τέσσερις πόλεις. Στην περιοχή της φυλής Νεφθαλί έλαβαν την Κέδες, πόλη καταφυγής στη Γαλιλαία, την Χαμμώθ-Δωρ και την Καρτάν με τα βοσκοτόπια τους –τρεις πόλεις. Οι οικογένειες των Γηρσωνιτών, έλαβαν συνολικά δεκατρείς πόλεις καθεμιά μαζί με τα βοσκοτόπια τους. Οι υπόλοιπες λευιτικές οικογένειες, οι Μεραρίτες, έλαβαν: Στην περιοχή της φυλής Ζαβουλών, την Ιοκνεάμ, την Κερτά, τη Διμνά και τη Νααλάλ με τα βοσκοτόπια τους –τέσσερις πόλεις. Στην περιοχή της φυλής Ρουβήν έλαβαν τη Βεσέρ, την Ιασά, την Κεδεμώθ και τη Μεφαάθ με τα βοσκοτόπια τους –τέσσερις πόλεις. Στην περιοχή της φυλής Γαδ έλαβαν τη Ραμώθ, πόλη καταφυγής στη Γαλαάδ, τη Μαχαναΐμ, την Εσεβών και την Ιαζέρ με τα βοσκοτόπια τους –συνολικά τέσσερις πόλεις. Οι πόλεις που δόθηκαν στις υπόλοιπες λευιτικές οικογένειες, στους Μεραρίτες, ήταν συνολικά δώδεκα. Οι πόλεις των Λευιτών, που τους δόθηκαν μέσα στις περιοχές των άλλων ισραηλιτικών φυλών, ήταν συνολικά σαράντα οκτώ, μαζί με τα βοσκοτόπια τους. Καθεμιά από τις πόλεις αυτές είχε γύρω της τα βοσκοτόπια της. Έτσι, ο Κύριος έδωσε στους Ισραηλίτες ολόκληρη τη χώρα που είχε υποσχεθεί με όρκο στους προπάτορές τους να τους δώσει· την πήραν ιδιοκτησία τους κι εγκαταστάθηκαν σ’ αυτήν. Ο Κύριος τους εξασφάλισε ειρήνη ολόγυρά τους, σύμφωνα με τις υποσχέσεις του στους προπάτορές τους. Τους βοήθησε να νικήσουν όλους τους εχθρούς τους· κανένας δεν μπόρεσε να τους αντισταθεί. Απ’ τις ωραίες υποσχέσεις που είχε δώσει ο Κύριος στους Ισραηλίτες καμιά δεν έμεινε απραγματοποίητη. Εκπληρώθηκαν όλες. Ο Ιησούς κάλεσε τους Ρουβηνίτες, τους Γαδίτες και τη μισή φυλή Μανασσή, και τους είπε: «Εσείς τηρήσατε όλα όσα σας διέταξε ο Μωυσής, ο δούλος του Κυρίου· επίσης υπακούσατε και όσα εγώ σας διέταξα. Στο μεγάλο αυτό χρονικό διάστημα μέχρι σήμερα δεν εγκαταλείψατε τους συμπατριώτες σας, και τηρήσατε πιστά την εντολή του Κυρίου, του Θεού σας. Τώρα, όμως, ο Κύριος ο Θεός σας βοήθησε τους συμπατριώτες σας να εγκατασταθούν στις περιοχές τους, όπως τους το είχε υποσχεθεί· μπορείτε λοιπόν κι εσείς να επιστρέψετε στις σκηνές σας, να κατοικήσετε στη χώρα που σας έδωσε ο Μωυσής, ο δούλος του Κυρίου, πέρα από τον Ιορδάνη, και να την έχετε ιδιοκτησία σας. Μόνο, να φροντίζετε να τηρείτε τις εντολές και το νόμο που σας μετέδωσε ο Μωυσής, ο δούλος του Κυρίου, να αγαπάτε τον Κύριο, το Θεό σας, να βαδίζετε πάντα στο δρόμο του, να είστε προσηλωμένοι σ’ αυτόν και να τον λατρεύετε μ’ όλη σας την καρδιά και την ψυχή σας». Έπειτα, ο Ιησούς τους ευλόγησε και τους άφησε να φύγουν και να πάνε στις σκηνές τους. Στο ένα μισό της φυλής Μανασσή, ο Μωυσής είχε δώσει μια περιοχή στη Βασάν, και στο άλλο μισό ο Ιησούς έδωσε μια περιοχή ανάμεσα στους υπόλοιπους συμπατριώτες τους, δυτικά του Ιορδάνη. Όταν ο Ιησούς τους άφησε να πάνε στις σκηνές τους, τους ευλόγησε μ’ αυτά τα λόγια: «Γυρίστε στις σκηνές σας μαζί με όλο σας το ασήμι, το χρυσάφι, το χαλκό, το σίδερο, με τ’ αναρίθμητα ζώα και το ρουχισμό, όλον αυτό το θησαυρό. Πηγαίνετε και μοιραστείτε αυτά τα λάφυρα με τους άλλους συμπατριώτες σας στις φυλές σας». Έτσι, οι Ρουβηνίτες, οι Γαδίτες και η μισή φυλή Μανασσή άφησαν τους άλλους Ισραηλίτες, κι έφυγαν από τη Σιλώ, στη Χαναάν, για να πάνε στη Γαλαάδ, τη χώρα που είχαν λάβει για ιδιοκτησία τους και είχαν ήδη εγκατασταθεί, σύμφωνα με τη διαταγή που ο Κύριος τους είχε δώσει με το Μωυσή. Όταν έφτασαν στην περιοχή του Ιορδάνη, κι ενώ ήταν ακόμα στη μεριά της Χαναάν, έχτισαν εκεί ένα επιβλητικό θυσιαστήριο πλάι στον ποταμό. Οι άλλοι Ισραηλίτες άκουσαν να λέγεται ότι οι Ρουβηνίτες, οι Γαδίτες και η μισή φυλή Μανασσή έχτισαν θυσιαστήριο στο σύνορο της Χαναάν, στην περιοχή του Ιορδάνη, κοντά στη διάβαση των Ισραηλιτών. Συγκεντρώθηκε τότε ολόκληρη η κοινότητα των Ισραηλιτών στη Σιλώ, για να εκστρατεύσουν εναντίον των δυόμισυ φυλών. Οι Ισραηλίτες έστειλαν στις δυόμισυ αυτές φυλές, στη Γαλαάδ, το Φινεές, γιο του ιερέα Ελεάζαρ, και μαζί του δέκα αρχηγούς, έναν από κάθε φυλή· καθένας τους ήταν αρχηγός κάποιας από τις χιλιάδες οικογένειες των Ισραηλιτών. Δεν ήταν αρκετή η αμαρτία μας στη Φεγώρ, από την οποία ακόμα μέχρι σήμερα δεν καθαριστήκαμε, μολονότι έπεσε πληγή πάνω στην κοινότητα του Κυρίου; Και παρεκκλίνετε σήμερα κι εσείς από το δρόμο του Κυρίου; Αν εσείς σήμερα επαναστατείτε εναντίον του, αύριο η οργή του θα πέσει πάνω σε ολόκληρη την ισραηλιτική κοινότητα. Αν νομίζετε ότι η χώρα που σας δόθηκε για ιδιοκτησία είναι ακάθαρτη, τότε ελάτε στη χώρα που ανήκει στον Κύριο, όπου είναι στημένη η σκηνή του Κυρίου και πάρτε για ιδιοκτησία σας γη ανάμεσά μας. Αλλά, προπάντων, μην επαναστατείτε εναντίον του Κυρίου, ούτε εναντίον μας, χτίζοντας άλλο, δικό σας θυσιαστήριο, εκτός από το θυσιαστήριο του Κυρίου, του Θεού μας. Όταν ο Αχάν, γιος του Ζεράχ, διέπραξε απιστία σχετικά με το απαγορευμένο αφιέρωμα, ξέρετε πολύ καλά ότι έπεσε η οργή πάνω σ’ ολόκληρη την κοινότητα του Ισραήλ. Και δεν ήταν μόνο εκείνος που θανατώθηκε για την ανομία του». Τότε οι Ρουβηνίτες, οι Γαδίτες και η μισή φυλή Μανασσή απάντησαν στους αρχηγούς των οικογενειών των άλλων φυλών: «Ο Θεός, ο Κύριος ο Θεός, ας είναι μάρτυρας! Ο Θεός, ο Κύριος ο Θεός, αυτός γνωρίζει και όλος ο λαός του Ισραήλ πρέπει να μάθει. Αν σκοπεύαμε να γίνουμε στασιαστές και ν’ απιστήσουμε στον Κύριο, να μη μας βοηθήσει σήμερα! Κι αν χτίσαμε δικό μας θυσιαστήριο για ν’ απομακρυνθούμε απ’ αυτόν και να προσφέρουμε πάνω σ’ αυτό ολοκαυτώματα, προσφορές αναίμακτες και θυσίες κοινωνίας, ο Κύριος να μας τιμωρήσει. Εμείς το χτίσαμε αυτό περισσότερο από φόβο για ένα πράγμα: Σκεφτήκαμε ότι κάποτε στο μέλλον είναι δυνατό οι απόγονοί σας να πούνε στους δικούς μας απογόνους: “ποια σχέση έχετε εσείς με τον Κύριο, το Θεό του Ισραήλ; Ο Κύριος έβαλε τον Ιορδάνη ως σύνορο ανάμεσα σ’ εμάς και σ’ εσάς, Ρουβηνίτες και Γαδίτες. Δεν υπάρχει για σας θέση κοντά στον Κύριο”. Έτσι οι απόγονοί σας θα μπορούσαν να κάνουν τους απογόνους μας να πάψουν να φοβούνται τον Κύριο. Γι’ αυτό είπαμε: Ας επιχειρήσουμε να χτίσουμε ένα θυσιαστήριο, όχι για να προσφέρουμε σ’ αυτό ολοκαυτώματα ή άλλες θυσίες, αλλά για να είναι σαν μαρτυρία ανάμεσα σ’ εμάς και σ’ εσάς κι ανάμεσα στους απογόνους μας στο μέλλον, ότι έχουμε κι εμείς το δικαίωμα να λατρεύουμε τον Κύριο με τα ολοκαυτώματά μας, τις θυσίες μας και τις ειρηνικές προσφορές μας· και να μην μπορούν να πουν αύριο οι απόγονοί σας στους απογόνους μας ότι δεν έχουν θέση κοντά στον Κύριο. Σκεφτήκαμε, λοιπόν, ότι αν αύριο τα πουν αυτά σ’ εμάς ή στους απογόνους μας, εμείς θ’ απαντήσουμε: “κοιτάξτε αυτό το θυσιαστήριο του Κυρίου, που το έχτισαν οι πρόγονοί μας· δεν το έχτισαν για να προσφέρουν ολοκαυτώματα ή άλλες θυσίες, αλλά σαν μαρτυρία ανάμεσα σ’ εμάς και σ’ εσάς”. Μακριά από μας, όμως, η σκέψη να επαναστατήσουμε εναντίον του Κυρίου και ν’ απιστήσουμε σήμερα σ’ αυτόν χτίζοντας θυσιαστήριο για να προσφέρουμε ολοκαυτώματα, προσφορές αναίμακτες και θυσίες αλλού, εκτός από το θυσιαστήριο του Κυρίου, του Θεού μας, που βρίσκεται μπροστά στη σκηνή του». Όταν ο ιερέας Φινεές, οι άρχοντες της κοινότητας και οι αρχηγοί των οικογενειών των άλλων φυλών που ήταν μαζί του άκουσαν τα λόγια που είπαν οι Ρουβηνίτες, οι Γαδίτες και οι Μανασσίτες, τους φάνηκαν λογικά. Κι ο Φινεές, γιος του ιερέα Ελεάζαρ, τους απάντησε: «Τώρα ξέρουμε ότι ο Κύριος είναι ανάμεσά μας, γιατί δεν διαπράξατε εναντίον του αυτή την απιστία που φοβόμασταν· έτσι γλιτώσατε όλους τους Ισραηλίτες από την τιμωρία του Κυρίου». Τότε ο Φινεές και οι αρχηγοί άφησαν τους Ρουβηνίτες και τους Γαδίτες στη Γαλαάδ, κι αυτοί γύρισαν στη Χαναάν, στους υπόλοιπους Ισραηλίτες και τους έφεραν την απάντηση. Η απάντηση άρεσε στους Ισραηλίτες και δόξασαν το Θεό· κι ούτε που ξανασκέφτηκαν πια να εκστρατεύσουν εναντίον των φυλών Ρουβήν και Γαδ και να καταστρέψουν τη χώρα τους. Οι Ρουβηνίτες και οι Γαδίτες τότε είπαν: «Αυτό το θυσιαστήριο είναι μαρτυρία ανάμεσα σ’ όλους μας ότι ο Κύριος είναι ο Θεός μας». Και το ονόμασαν «Εδ» (Μαρτυρία). Πέρασε πολύς καιρός από τότε που ο Θεός εξασφάλισε την ειρήνη στο λαό Ισραήλ από όλους τους γύρω εχθρούς του. Ο Ιησούς είχε πια γεράσει και είχε φτάσει σε μεγάλη ηλικία. Τότε κάλεσε όλους τους Ισραηλίτες, τους πρεσβυτέρους τους, τους αρχηγούς τους, τους κριτές τους, τους άρχοντές τους και τους αξιωματούχους τους και τους είπε: «Εγώ πια γέρασα. Έχω φτάσει σε μεγάλη ηλικία. Εσείς είδατε τα όσα έκανε ο Κύριος, ο Θεός σας, σε όλα αυτά τα έθνη για χάρη σας· αυτός ήταν που πολέμησε για σας. Βλέπετε ότι μοίρασα με κλήρο στις φυλές σας αυτά τα έθνη που έχουν απομείνει για να τα πάρετε ιδιοκτησία σας, μαζί με όλα τα έθνη που εξόντωσα από τον Ιορδάνη ως τη Μεγάλη Θάλασσα, δυτικά. Ο Κύριος, ο Θεός σας, αυτός θα τους εκδιώξει από μπροστά σας και θα τους κάνει να τραπούν σε φυγή μόλις σας δουν· κι εσείς θα πάρετε ιδιοκτησία σας τη χώρα τους, όπως σας το υποσχέθηκε ο Κύριος, ο Θεός σας. »Πάρτε, λοιπόν, σταθερά την απόφαση να τηρείτε και να εκτελείτε απαρέγκλιτα όλα όσα είναι γραμμένα στο βιβλίο του νόμου του Μωυσή. Να μην αναμιχθείτε μ’ αυτά τα έθνη που έχουν απομείνει ανάμεσά σας· ούτε να μνημονεύετε το όνομα των θεών τους ή να ορκίζεστε σ’ αυτούς ή να τους λατρεύετε ή να τους προσκυνάτε. Αλλά να είστε προσκολλημένοι στον Κύριο, το Θεό σας, όπως κάνατε μέχρι σήμερα. »Γι’ αυτό ο Κύριος έδιωξε από μπροστά σας μεγάλα και ισχυρά έθνη και κανείς δεν μπόρεσε να σας αντισταθεί μέχρι σήμερα. Ένας άντρας από σας μπορούσε να καταδιώξει χίλιους, γιατί ο Κύριος, ο Θεός σας, αυτός πολεμούσε για σας, όπως σας το είχε υποσχεθεί. Γι’ αυτό προσέχετε πολύ να αγαπάτε τον Κύριο, το Θεό σας. Αν όμως ποτέ αποστατήσετε απ’ αυτόν και ενωθείτε με τα κατάλοιπα των εθνών που απόμειναν ανάμεσά σας, αν έρθετε σ’ επιμειξία μ’ αυτούς, κι αυτοί μ’ εσάς, τότε να είστε βέβαιοι, ότι ο Κύριος, ο Θεός σας, θα σταματήσει να διώχνει τα έθνη αυτά από μπροστά σας. Έτσι αυτά θα γίνουν για σας παγίδα και ενέδρα, μαστίγια στα πλευρά σας και αγκάθια στα μάτια σας. Ώσπου στο τέλος να εξαφανιστείτε από την όμορφη αυτή χώρα, που σας έδωσε ο Κύριος, ο Θεός σας. »Βλέπετε, εγώ σήμερα παίρνω το δρόμο που κάποτε παίρνει όλος ο κόσμος· αλλά εσείς πρέπει ν’ αναγνωρίσετε με όλη την καρδιά σας και την ψυχή σας ότι καμιά από τις ωραίες υποσχέσεις που σας έδωσε ο Κύριος, ο Θεός σας, δεν έμεινε ανεκπλήρωτη. Εκπληρώθηκαν όλες στο ακέραιο. Όπως όμως εκπληρώθηκαν όλες οι ωραίες υποσχέσεις που σας έδωσε ο Κύριος, ο Θεός σας, έτσι ο Κύριος θα πραγματοποιήσει εναντίον σας όλες τις απειλές του, ωσότου σας εξαφανίσει από την όμορφη αυτή χώρα που σας έδωσε. Αν παραβείτε τη διαθήκη που αυτός σας έδωσε και πάτε και λατρεύσετε άλλους θεούς και τους προσκυνήσετε, τότε θα ξεσπάσει ο θυμός του εναντίον σας και θα εξαφανιστείτε στη στιγμή από την όμορφη αυτή χώρα που σας έδωσε ο Κύριος». Ο Ιησούς συγκέντρωσε όλες τις φυλές του Ισραήλ στη Συχέμ. Κάλεσε τους πρεσβυτέρους του λαού, τους αρχηγούς, τους κριτές και τους αξιωματούχους του και παρουσιάστηκαν όλοι ενώπιον του Θεού. Τότε είπε ο Ιησούς στο λαό: «Ακούστε τι λέει ο Κύριος, ο Θεός του Ισραήλ: “Τα παλιά τα χρόνια οι πρόγονοί σας κατοικούσαν πέρα από τον ποταμό Ευφράτη και λάτρευαν άλλους θεούς. Ένας απ’ τους προγόνους σας ήταν και ο Θάρα, πατέρας του Αβραάμ και του Ναχώρ. Πήρα λοιπόν τον προπάτορά σας, τον Αβραάμ, από την χώρα που εκτείνεται πέρα από τον Ευφράτη και τον οδήγησα μέσα από ολόκληρη τη Χαναάν. Του έδωσα πολλούς απογόνους· του έδωσα και τον Ισαάκ, και στον Ισαάκ έδωσα γιους τον Ιακώβ και τον Ησαύ· στον Ησαύ έδωσα το όρος Σηείρ για ιδιοκτησία του, ενώ ο Ιακώβ και οι γιοι του κατέβηκαν στην Αίγυπτο. ”Αργότερα έστειλα το Μωυσή και τον Ααρών και χτύπησα την Αίγυπτο με πληγές, πριν να βγάλω το λαό σας από ’κει. Αφού έβγαλα τους προγόνους σας από την Αίγυπτο κι έφτασαν στην Ερυθρά Θάλασσα, οι Αιγύπτιοι τους καταδίωξαν ως εκεί με άμαξες και ιππικό. Τότε οι πρόγονοί σας επικαλέσθηκαν εμένα, τον Κύριο, κι άπλωσα ανάμεσα σ’ εκείνους και στους Αιγυπτίους ένα σκοτεινό σύννεφο και γύρισα καταπάνω τους τη θάλασσα και τους σκέπασε. Ξέρετε πολύ καλά τα όσα έκανα εναντίον των Αιγυπτίων. ”Στην έρημο μείνατε για πολύν καιρό. Έπειτα σας έφερα στη χώρα των Αμορραίων, που κατοικούσαν ανατολικά του Ιορδάνη. Αυτοί πολέμησαν εναντίον σας, αλλά τους παρέδωσα στην εξουσία σας· και καταλάβατε τη χώρα τους γιατί εγώ τους εξολόθρευσα στο πέρασμά σας. Τότε ήρθε να πολεμήσει εναντίον σας ο βασιλιάς της Μωάβ Βαλάκ, γιος του Σιππώρ. Έστειλε μάλιστα και κάλεσε το Βαλαάμ, γιο του Βεώρ, για να σας καταραστεί. Εγώ όμως δε θέλησα ν’ ακούσω το Βαλαάμ· αναγκάστηκε μάλιστα να σας ευλογήσει πλούσια, κι έτσι σας γλίτωσα από την εξουσία του Βαλάκ. ”Ύστερα περάσατε τον Ιορδάνη και φτάσατε στην Ιεριχώ. Οι άντρες της Ιεριχώ πολέμησαν εναντίον σας, το ίδιο και οι Αμορραίοι, οι Φερεζαίοι, οι Χαναναίοι, οι Χετταίοι, οι Γεργεσαίοι, οι Ευαίοι και οι Ιεβουσαίοι. Εγώ όμως τους παρέδωσα όλους στην εξουσία σας. Έστειλα πριν από σας σφήκες που έδιωξαν στο πέρασμά σας τους δύο βασιλιάδες των Αμορραίων. Δεν ήταν ούτε το ξίφος σας ούτε το τόξο σας που τους έδιωξαν! Ακόμα σας έδωσα μια χώρα, που γι’ αυτήν δεν εργαστήκατε και πόλεις που δεν τις χτίσατε εσείς αλλά απλώς εγκατασταθήκατε σ’ αυτές· αμπέλια και λιοστάσια, που τρώτε τους καρπούς τους, αν και δεν τα φυτέψατε εσείς”». «Τώρα λοιπόν», συνέχισε ο Ιησούς, «να σέβεστε τον Κύριο και να τον λατρεύετε με ειλικρίνεια και αφοσίωση. Πετάξτε μακριά τους θεούς που λάτρεψαν οι πρόγονοί σας, όταν ακόμα βρίσκονταν πέρα από τον Ευφράτη ή στην Αίγυπτο, και λατρέψτε τον Κύριο. Αν όμως δεν σας αρέσει να λατρεύετε τον Κύριο, τότε διαλέξτε σήμερα τους θεούς που θέλετε να λατρεύετε: Αυτούς που λάτρευαν οι πρόγονοί σας, όταν ήταν πέρα από τον Ευφράτη, ή τους θεούς των Αμορραίων, που τώρα κατοικείτε στη χώρα τους. Εγώ όμως και η οικογένειά μου θα λατρεύουμε τον Κύριο». Τότε ο λαός απάντησε και είπε: «Μακριά από μας η σκέψη να εγκαταλείψουμε τον Κύριο και να λατρέψουμε άλλους θεούς! Ο Κύριος, ο Θεός μας, είναι αυτός που έβγαλε εμάς και τους προγόνους μας από την Αίγυπτο, τη χώρα της δουλείας, κι αυτός έκανε μπροστά στα μάτια μας εκείνα τα μεγάλα θαύματα. Αυτός είναι που μας φύλαξε σε όλη την πορεία μας, κι απ’ όλους τους λαούς από τους οποίους περάσαμε. Κι ακόμα ο Κύριος έδιωξε στο πέρασμά μας όλους εκείνους τους λαούς, ιδιαίτερα τους Αμορραίους, που κατοικούσαν σ’ αυτή τη χώρα. Γι’ αυτό, λοιπόν, κι εμείς θα λατρεύουμε τον Κύριο, γιατί αυτός είναι ο Θεός μας». Αλλά ο Ιησούς είπε στο λαό: «Δε θα μπορέσετε να λατρεύσετε τον Κύριο, γιατί αυτός είναι Θεός άγιος, Θεός που απαιτεί αποκλειστικότητα, και δε θα συγχωρήσει τις ανομίες σας και τις αμαρτίες σας. Αν τον εγκαταλείψετε και λατρέψετε ξένους θεούς, τότε κι αυτός θα στραφεί εναντίον σας. Θα σας προξενήσει συμφορές, θα σας εξολοθρεύσει, μολονότι στο παρελθόν σάς ευεργέτησε». Και ο λαός απάντησε στον Ιησού: «Όχι! Τον Κύριο θα λατρεύουμε». Τότε ο Ιησούς τους είπε: «Είστε μάρτυρες για τον εαυτό σας, ότι εσείς διαλέξατε να λατρεύετε τον Κύριο». Και αυτοί απάντησαν: «Είμαστε μάρτυρες». «Τότε, λοιπόν», τους είπε, «πετάξτε μακριά τους ξένους θεούς που έχετε μαζί σας και προσκολληθείτε μ’ όλη σας την καρδιά στον Κύριο, το Θεό του Ισραήλ». Και ο λαός απάντησε στον Ιησού: «Ναι, θα λατρεύουμε τον Κύριο, το Θεό μας, και θα υπακούμε στα λόγια του». Έτσι εκείνη την ημέρα στη Συχέμ ο Ιησούς έκανε διαθήκη με το λαό και τους έδωσε νόμους και εντολές. Τα λόγια αυτά τα έγραψε στο βιβλίο του νόμου του Θεού. Έπειτα πήρε μια μεγάλη πέτρα και την έστησε εκεί, κάτω από τη βελανιδιά που βρισκόταν κοντά στο αγιαστήριο του Κυρίου, και είπε στο λαό: «Να, αυτή η πέτρα ας είναι μάρτυρας για μας. Αυτή άκουσε όλα τα λόγια που μας είπε ο Κύριος· θα είναι, λοιπόν, μάρτυρας εναντίον σας, που θα σας εμποδίσει να αρνηθείτε το Θεό σας». Τέλος ο Ιησούς απέλυσε το λαό και πήγαν καθένας στο μερίδιο γης που του ανήκε. Μετά τα γεγονότα αυτά πέθανε ο Ιησούς γιος του Ναυή, ο δούλος του Κυρίου, σε ηλικία εκατόν δέκα ετών. Τον έθαψαν στην περιοχή που είχε λάβει ως μερίδιο, στη Θαμνάθ-Σαράχ, στην ορεινή περιοχή της φυλής Εφραΐμ, βόρεια του όρους Γαάς. Οι Ισραηλίτες λάτρευαν τον Κύριο, όσον καιρό ζούσε ο Ιησούς και μετά το θάνατό του, όσον καιρό ζούσαν οι πρεσβύτεροι που είχαν δει όλα τα έργα που είχε επιτελέσει, ο Κύριος, για χάρη του λαού. Οι Ισραηλίτες έθαψαν στην Συχέμ τα οστά του Ιωσήφ, που τα είχαν φέρει μαζί τους από την Αίγυπτο. Τα απόθεσαν στο τμήμα του αγροκτήματος που είχε αγοράσει ο Ιακώβ από τους απογόνους του Χαμώρ, πατέρα του Συχέμ, για εκατό αργύρια, και που είχε περιέλθει στους απογόνους του Ιωσήφ ως ιδιοκτησία. Πέθανε κι ο Ελεάζαρ, ο γιος του Ααρών και τον έθαψαν στο λόφο που είχε δοθεί στο γιο του το Φινεές, στην ορεινή περιοχή της φυλής Εφραΐμ. Μετά το θάνατο του Ιησού, οι Ισραηλίτες ρώτησαν τον Κύριο: «Ποια από τις φυλές μας θα πάει πρώτη να πολεμήσει τους Χαναναίους;» Ο Κύριος απάντησε: «Θα πάνε οι άντρες της φυλής Ιούδα· τους παραδίδω τη χώρα». Τότε οι άντρες της φυλής Ιούδα είπαν στους άντρες της φυλής Συμεών, αδερφού του Ιούδα: «Ελάτε μαζί μας στη χώρα που μας δόθηκε με κλήρο, για να πολεμήσουμε τους Χαναναίους, κι εμείς πάλι θα ’ρθούμε μαζί σας να κατακτήσουμε τη χώρα που κληρώθηκε σ’ εσάς». Έτσι οι άντρες της φυλής Συμεών, πήγαν και πολέμησαν μαζί μ’ εκείνους της φυλής Ιούδα. Ο Κύριος πράγματι τους παρέδωσε τους Χαναναίους και τους Φερεζαίους και σκότωσαν απ’ αυτούς δέκα χιλιάδες άντρες στη Βεζέκ. Εκεί, μέσα στην πόλη της Βεζέκ, βρήκαν το βασιλιά Αδωνί-Βεζέκ· πολέμησαν εναντίον του και νίκησαν τους Χαναναίους και τους Φερεζαίους. Ο Αδωνί-Βεζέκ, έφυγε για να σωθεί, αλλά τον καταδίωξαν, τον έπιασαν και του έκοψαν τα μεγάλα δάχτυλα των χεριών και των ποδιών του. Τότε είπε ο Αδωνί-Βεζέκ: «Εβδομήντα βασιλιάδες με κομμένα τα μεγάλα δάχτυλα των χεριών και των ποδιών τους μάζευαν ό,τι έπεφτε κάτω από το τραπέζι μου. Ό,τι έκανα, ο Θεός τώρα μου το ανταπέδωσε». Τον έφεραν στην Ιερουσαλήμ και πέθανε εκεί. Οι άντρες της φυλής Ιούδα πολέμησαν εναντίον της Ιερουσαλήμ, την κυρίεψαν, κατέσφαξαν τους κατοίκους της και παρέδωσαν την πόλη στη φωτιά. Έπειτα έφυγαν για να πολεμήσουν τους Χαναναίους που κατοικούσαν στην ορεινή περιοχή, στην νότια περιοχή και κάτω στην πεδιάδα. Χτύπησαν επίσης τους Χαναναίους που κατοικούσαν στη Χεβρών, πόλη που τ’ όνομά της μέχρι τότε ήταν Κιριάθ-Αρβά. Εκεί νίκησαν τις συγγένειες των Σεσαΐ, Αχιμάν και Ταλμαΐ. Από ’κει οι άντρες της φυλής Ιούδα έφυγαν για να πολεμήσουν τους κατοίκους της Δεβείρ, που μέχρι τότε τ’ όνομά της ήταν Κιριάθ-Σεφέρ. Ο Χάλεβ έκανε τη διακήρυξη: «Όποιος χτυπήσει την Κιριάθ-Σεφέρ και την κυριέψει, σ’ αυτόν θα δώσω την κόρη μου Αχσά για γυναίκα». Την κυρίεψε ο Οθνιήλ, γιος του Κενεζίτη, νεότερου αδερφού του Χάλεβ, κι έτσι ο Χάλεβ έδωσε σ’ αυτόν την κόρη του για γυναίκα. Την ημέρα του γάμου αυτή ζήτησε από τον Οθνιήλ τη συγκατάθεσή του να γυρέψει απ’ τον πατέρα της ένα χωράφι. Χτύπησε τα χέρια της πάνω από το γαϊδούρι, κι ο Χάλεβ τη ρώτησε: «Τι σου συμβαίνει;» Αυτή του απάντησε: «Θέλω να μου δώσεις ένα δώρο. Η περιοχή που μου παραχώρησες νότια είναι άνυδρη. Γι’ αυτό να μου δώσεις πηγές με νερό». Έτσι ο Χάλεβ της έδωσε τις πηγές στα ορεινά και στα πεδινά. Οι Κεναίοι, απόγονοι του πεθερού του Μωυσή, έφυγαν από την Ιεριχώ, την πόλη με τις φοινικιές, μαζί με τους άντρες της φυλής Ιούδα και πήγαν να εγκατασταθούν στην έρημο του Ιούδα, νότια της Αράδ, ανάμεσα στους Αμαληκίτες. Οι άντρες της φυλής Ιούδα μ’ αυτούς της φυλής Συμεών, αδερφού του Ιούδα, πήγαν και χτύπησαν τους Χαναναίους που κατοικούσαν στη Σεφάθ, και κατέστρεψαν εντελώς την πόλη, η οποία από τότε ονομάστηκε Χορμά (Καταστροφή). Οι άντρες της φυλής Ιούδα κυρίεψαν τη Γάζα, την Ασκάλωνα και την Ακκαρών μαζί με τα περίχωρά τους. Ο Κύριος ήταν μαζί με τους άντρες της φυλής Ιούδα και κυρίεψαν την ορεινή περιοχή. Δεν μπόρεσαν όμως να εκδιώξουν τους κατοίκους της πεδιάδας, γιατί αυτοί είχαν σιδερένιες άμαξες. Στο Χάλεβ έδωσαν τη Χεβρών, όπως είχε διατάξει ο Μωυσής. Κι ο Χάλεβ εκδίωξε τις τρεις συγγένειες των Ανακιτών, που κατοικούσαν εκεί. Οι Βενιαμινίτες όμως δεν μπόρεσαν να εκδιώξουν τους Ιεβουσαίους, που κατοικούσαν στην Ιερουσαλήμ, κι έτσι αυτοί ζουν ακόμη μαζί τους στην ίδια πόλη μέχρι σήμερα. Οι απόγονοι του Ιωσήφ πήγαν να πολεμήσουν εναντίον της Βαιθήλ, κι ο Κύριος ήταν μαζί τους. Πρώτα, όμως, έστειλαν ανθρώπους να κατασκοπεύσουν την πόλη, που τ’ όνομά της ήταν άλλοτε Λουζ. Οι κατάσκοποι είδαν κάποιον που έβγαινε από την πόλη και του είπαν: «Δείξε μας, σε παρακαλούμε, πώς μπορούμε να εισβάλουμε στην πόλη κι εμείς θα σου φερθούμε με καλοσύνη». Αυτός τους έδειξε τις οχυρές θέσεις της πόλης, κι έτσι οι απόγονοι του Ιωσήφ μπήκαν σ’ αυτήν και κατέσφαξαν τους κατοίκους της. Εκείνο τον άνθρωπο όμως τον άφησαν να φύγει μαζί με όλη του την οικογένεια. Αυτός πήγε στη χώρα των Χετταίων, κι εκεί έχτισε μια πόλη που την ονόμασε επίσης Λουζ. Αυτό είναι το όνομά της μέχρι σήμερα. Οι απόγονοι του Μανασσή δεν μπόρεσαν κι αυτοί να εκδιώξουν τους κατοίκους από τις πόλεις Βαιθ-Σεάν, Τανάκ, Δωρ, και Μεγιδδώ κι από τα περίχωρά τους. Έτσι οι Χαναναίοι συνέχισαν να κατοικούν σ’ αυτήν την περιοχή. Όταν οι Ισραηλίτες ισχυροποιήθηκαν, υποχρέωσαν τους Χαναναίους να εκτελούν καταναγκαστικά έργα γι’ αυτούς, αλλά δε μπόρεσαν να τους εκδιώξουν εντελώς. Ούτε οι απόγονοι του Εφραΐμ μπόρεσαν να εκδιώξουν τους Χαναναίους που κατοικούσαν στη Γεζέρ, κι έτσι οι Χαναναίοι συνέχισαν να κατοικούν μαζί τους στην πόλη αυτή. Επίσης οι απόγονοι του Ζαβουλών δεν μπόρεσαν κι αυτοί να διώξουν τους κατοίκους της Κιδρών και της Νααλάλ, κι έτσι οι Χαναναίοι συνέχισαν να κατοικούν μαζί τους και να εκτελούν καταναγκαστικά έργα. Ούτε οι απόγονοι του Ασήρ μπόρεσαν να εκδιώξουν τους κατοίκους των πόλεων Ακκώ, Σιδώνα, Ααλάβ, Αχζίβ, Χελβά, Αφίκ και Ρεχώβ. Γι’ αυτό η φυλή Ασήρ αναγκάστηκε να συγκατοικήσει με τους Χαναναίους που ζούσαν στη χώρα. Επίσης οι απόγονοι του Νεφθαλί δεν μπόρεσαν κι αυτοί να διώξουν τους κατοίκους της Βαιθ-Σέμες και της Βαιθ-Ανάθ· έτσι εγκαταστάθηκαν ανάμεσα στους Χαναναίους που κατοικούσαν στη χώρα, αλλά τους υποχρέωσαν να εκτελούν καταναγκαστικά έργα γι’ αυτούς. Οι Αμορραίοι περιόρισαν τους απογόνους του Δαν στα βουνά και δεν τους άφηναν να κατεβούν στην πεδιάδα. Έτσι, οι Αμορραίοι συνέχισαν να κατοικούν στη Χαρ-Χέρες, στην Αϊαλών και στη Σααλβίμ. Όταν όμως οι απόγονοι του Ιωσήφ, ισχυροποιήθηκαν, τους υποχρέωσαν να εκτελούν καταναγκαστικά έργα γι’ αυτούς. Βόρεια της Σελά, τα νότια σύνορα των Αμορραίων προχωρούσαν μέσα από την ανωφέρεια της Ακραββίμ. Ο άγγελος του Κυρίου ήρθε από τα Γάλγαλα στη Βοχίμ και είπε στους Ισραηλίτες: «Σας έβγαλα από την Αίγυπτο και σας έφερα στη χώρα που είχα υποσχεθεί με όρκο στους προπάτορές σας. Και έχω διακηρύξει ότι δε θα ακυρώσω ποτέ τη διαθήκη μου μαζί σας, εφόσον εσείς δεν συνάψετε καμιά συνθήκη με τους κατοίκους της χώρας αυτής και καταστρέψετε τα θυσιαστήριά τους. Εσείς όμως δεν υπακούσατε σε όσα σας είπα· γιατί το κάνατε αυτό; Σας δηλώνω λοιπόν: Δε θα διώξω από μπροστά σας τους κατοίκους αυτής της χώρας. Θα είναι εχθροί σας, και οι θεοί τους θα γίνουν παγίδα για σας». Ενώ ο άγγελος του Κυρίου έλεγε αυτά τα λόγια στους Ισραηλίτες, ο λαός φώναζε δυνατά και έκλαιγε. Γι’ αυτό ονόμασαν εκείνο τον τόπο Βοχίμ (Κλαυθμός), και πρόσφεραν εκεί θυσίες στον Κύριο. Όταν ο Ιησούς απέλυσε το λαό, οι Ισραηλίτες πήγαν καθένας στο μερίδιο γης που του ανήκε και έτσι κατέλαβαν τη χώρα. Ο λαός λάτρευε τον Κύριο όσο ζούσε ο Ιησούς και μετά το θάνατό του, όσο ζούσαν οι πρεσβύτεροι, που είχαν δει όλα τα μεγάλα έργα που έκανε ο Κύριος για χάρη των Ισραηλιτών. Ο Ιησούς, γιος του Ναυή, ο δούλος του Κυρίου, πέθανε σε ηλικία εκατόν δέκα ετών. Τον έθαψαν στην περιοχή που του είχε δοθεί με κλήρο, στην Θιμνάθ-Χέρες, στην ορεινή περιοχή του Εφραΐμ, βόρεια του όρους Γαάς. Πέθανε επίσης και όλη εκείνη η γενιά κι ύστερα ήρθε άλλη, που δε γνώριζε προσωπικά τον Κύριο ούτε τα έργα που είχε κάνει για χάρη των Ισραηλιτών. Έτσι οι Ισραηλίτες δυσαρέστησαν με τις πράξεις τους τον Κύριο, και λάτρεψαν το Βάαλ. Εγκατέλειψαν τον Κύριο, το Θεό των προγόνων τους, που τους είχε βγάλει από την Αίγυπτο, και λάτρεψαν άλλους θεούς, αυτούς που λάτρευαν οι γύρω τους λαοί· προσκύνησαν αυτούς τους θεούς κι εξόργισαν έτσι τον Κύριο. Εγκατέλειψαν τον Κύριο και λάτρεψαν το Βάαλ και την Αστάρτη, κι ο Κύριος ξέσπασε οργισμένος εναντίον τους. Τους παρέδωσε σε επιδρομείς, οι οποίοι τους ρήμαζαν· τους πούλησε στους γύρω εχθρούς τους και δεν μπορούσαν πια να τους αντιμετωπίσουν. Παντού όπου πήγαιναν να πολεμήσουν, ο Κύριος ήταν εναντίον τους και δε νικούσαν, όπως τους το είχε πει με όρκο. Κι αυτό τους έριχνε σε βαθιά κατάθλιψη. Τότε ο Κύριος τους έδωσε για αρχηγούς Κριτές, οι οποίοι τους γλίτωναν από τους επιδρομείς. Αλλά ούτε στους Κριτές τους υπάκουαν, γιατί επιδίδονταν στη λατρεία άλλων θεών και τους προσκυνούσαν. Πολύ σύντομα ξεστράτισαν από το δρόμο των προγόνων τους, οι οποίοι υπάκουαν στις εντολές του Κυρίου. Ετούτοι δεν τους μιμήθηκαν. Κάθε φορά που ο Κύριος τους έστελνε έναν Κριτή, ήταν ο ίδιος μαζί του και γλίτωνε τους Ισραηλίτες από τους εχθρούς τους όσον καιρό ζούσε ο Κριτής· ο Κύριος τους λυπόταν, όταν οι εκμεταλλευτές και οι καταπιεστές τους τούς έκαναν να στενάζουν. Όταν όμως πέθαινε ο Κριτής, οι Ισραηλίτες ξανάπεφταν στην απιστία, χειρότερη από κείνη των προγόνων τους. Επιδίδονταν στη λατρεία άλλων θεών και τους προσκυνούσαν. Δεν απαρνούνταν τις κακές τους πράξεις και τη διεστραμμένη τους συμπεριφορά. Γι’ αυτό το λόγο ξέσπασε ο Κύριος οργισμένος εναντίον τους και είπε: «Επειδή αυτό το έθνος αθέτησε τη διαθήκη που είχα διατάξει τους προγόνους τους να τη σέβονται, και δε με υπάκουσαν, γι’ αυτό κι εγώ δεν θα διώξω πια από μπροστά τους κανένα από τα έθνη που είχαν παραμείνει στη χώρα τον καιρό που πέθανε ο Ιησούς. Θα χρησιμοποιήσω αυτά τα έθνη για να δοκιμάσω τους Ισραηλίτες αν θα θελήσουν ή όχι ν’ ακολουθήσουν το δρόμο μου και να με υπακούσουν, όπως τον ακολούθησαν οι πρόγονοί τους». Έτσι ο Κύριος άφησε να υπάρχουν στη χώρα τα έθνη εκείνα, που δεν τα είχε παραδώσει στον Ιησού· ο Ιησούς δεν είχε βιαστεί να τα εκδιώξει. Ο Κύριος άφησε ορισμένα έθνη στη χώρα, για να δοκιμάσει μ’ αυτά τους Ισραηλίτες εκείνους, που δεν είχαν πάρει μέρος σ’ όλους τους πολέμους για την κατάκτηση της Χαναάν. Επίσης ήθελε να μάθουν την τέχνη του πολέμου οι νέες γενιές, τουλάχιστον εκείνες που δεν είχαν ακόμα πολεμήσει. Αυτά, λοιπόν, τα έθνη ήταν: Οι πέντε ηγεμονίες των Φιλισταίων, όλοι οι Χαναναίοι, οι Σιδώνιοι και οι Ευαίοι, που κατοικούσαν στα βουνά του Λιβάνου, από το όρος Βάαλ-Ερμών ως την είσοδο της Χαμάθ. Αυτοί οι λαοί χρησίμευαν στον Κύριο για να δοκιμάζει μ’ αυτούς τους Ισραηλίτες και να βλέπει αν είχαν σκοπό να υπακούσουν στις εντολές που είχε δώσει στους προγόνους τους με το Μωυσή. Έτσι οι Ισραηλίτες εγκαταστάθηκαν ανάμεσα στους Χαναναίους, στους Χετταίους, στους Αμορραίους, στους Φερεζαίους, στους Ευαίους και στους Ιεβουσαίους. Πήραν τις κόρες τους για γυναίκες τους, και έδωσαν τις δικές τους κόρες στους γιους εκείνων· και λάτρεψαν τους θεούς τους. Οι Ισραηλίτες δυσαρέστησαν με τις πράξεις τους τον Κύριο το Θεό τους· τον λησμόνησαν και λάτρεψαν το Βάαλ και την Αστάρτη. Γι’ αυτό ο Κύριος ξέσπασε οργισμένος εναντίον τους και τους παρέδωσε στον Κουσάν-Ρισαθαΐμ, βασιλιά της Μεσοποταμίας, κι έγιναν οι Ισραηλίτες υποτελείς στον Κουσάν-Ρισαθαΐμ για οχτώ χρόνια. Τότε οι Ισραηλίτες επικαλέστηκαν τον Κύριο κι αυτός τους έστειλε τον Οθνιήλ, γιο του Κενεζίτη, νεοτέρου αδερφού του Χάλεβ, για να τους ελευθερώσει. Το Πνεύμα του Κυρίου ήρθε στον Οθνιήλ και αναδείχθηκε Κριτής του λαού Ισραήλ. Βγήκε να πολεμήσει τον Κουσάν-Ρισαθαΐμ, βασιλιά της Μεσοποταμίας, κι ο Κύριος τον παρέδωσε στην εξουσία του και τον νίκησε ολοσχερώς. Η χώρα ησύχασε για σαράντα χρόνια. Έπειτα πέθανε ο Οθνιήλ, γιος του Κενεζίτη. Οι Ισραηλίτες δυσαρέστησαν πάλι με τις πράξεις τους τον Κύριο. Γι’ αυτό ο Κύριος οδήγησε εναντίον τους τον Εγλών, βασιλιά της Μωάβ. Αυτός έκανε συμμαχία με τους Αμμωνίτες και τους Αμαληκίτες να επιτεθεί στους Ισραηλίτες, και κυρίεψε την Ιεριχώ, την πόλη με τις φοινικιές. Έτσι οι Ισραηλίτες έγιναν υποτελείς στον Εγλών για δεκαοχτώ χρόνια. Επικαλέστηκαν όμως τον Κύριο, κι αυτός τους έστειλε ελευθερωτή τον Εούδ, γιο του Γηρά, από τη φυλή Βενιαμίν. Ο Εούδ ήταν αριστερόχειρας. Οι Ισραηλίτες τον έστειλαν να πάει δώρα στον Εγλών, βασιλιά της Μωάβ. Ο Εούδ έφτιαξε ένα δίκοπο ξίφος έναν πήχυ μήκος και το ζώστηκε κάτω από τα ρούχα του, στον δεξιό του μηρό. Έπειτα πήγε να προσφέρει τα δώρα στον Εγλών, ο οποίος ήταν πάρα πολύ παχύς. Αφού τέλειωσε η προσφορά των δώρων, ο Εούδ συνόδεψε τους ανθρώπους που τα είχαν φέρει. Όταν όμως έφτασαν στα αγάλματα των θεών που ήταν στα Γάλγαλα, ο Εούδ γύρισε πίσω και είπε στον Εγλών: «Έχω ένα απόρρητο μήνυμα για σένα, βασιλιά». Ο βασιλιάς διέταξε τότε τους υπηρέτες του να βγουν όλοι έξω. Ο Εούδ πήγε κοντά του –ο βασιλιάς καθόταν μόνος του στο δροσερό ανώγι– και του είπε: «Έχω ένα μήνυμα για σένα απ’ το Θεό». Ο Εγλών σηκώθηκε από το θρόνο του. Τότε ο Εούδ άπλωσε το αριστερό του χέρι και έπιασε το ξίφος, που ήταν στον δεξιό του μηρό και το έχωσε στην κοιλιά του βασιλιά τόσο βαθιά, ώστε μπήκε μέσα του και η λαβή μαζί με τη λεπίδα, και το πάχος ήρθε και έκλεισε από πάνω. Και χωρίς να τραβήξει πίσω το ξίφος βγήκε από το παράθυρο. Βγήκε κι από τον προθάλαμο, αφού πρώτα έκλεισε την πόρτα του δωματίου πίσω του και την κλείδωσε. Όταν πια είχε φύγει, ήρθαν οι δούλοι του βασιλιά· είδαν ότι οι πόρτες ήταν κλειδωμένες και σκέφτηκαν πως θα έκανε την ανάγκη του στο αποχωρητήριο, στο δροσερό ανώγι. Περίμεναν αρκετή ώρα, ώσπου άρχισαν ν’ ανησυχούν που ο Εγλών δεν άνοιγε τις πόρτες του δωματίου. Πήραν τότε το κλειδί, ανοίγουν και τι να δουν: Ο κύριός τους ήταν ξαπλωμένος καταγής νεκρός. Στο μεταξύ ο Εούδ, όσο αυτοί καθυστερούσαν, είχε φύγει· πέρασε τα αγάλματα των θεών και κατέφυγε ασφαλής στη Σεϊραθά. Όταν έφτασε εκεί, σάλπισε με τη σάλπιγγα προς την ορεινή περιοχή της φυλής Εφραΐμ για να συγκεντρώσει τους Ισραηλίτες. Όταν αυτοί κατέβηκαν από το βουνό και ήρθαν μαζί του, ο Εούδ μπήκε επικεφαλής τους και τους είπε: «Ακολουθήστε με, γιατί ο Κύριος θα σας παραδώσει τους εχθρούς σας, τους Μωαβίτες». Τον ακολούθησαν κι έπιασαν τα περάσματα του Ιορδάνη, αντίκρυ στη Μωάβ και δεν άφηναν κανένα να περάσει. Εκείνη την ημέρα σκότωσαν περίπου δέκα χιλιάδες Μωαβίτες. Ήταν όλοι τους ρωμαλέοι και γεροί πολεμιστές, αλλά δε γλίτωσε κανείς τους. Έτσι από κείνη την ημέρα οι Μωαβίτες έγιναν υποτελείς στους Ισραηλίτες και η χώρα ησύχασε για ογδόντα χρόνια. Μετά τον Εούδ, αναδείχθηκε ο Σαμγάρ, γιος του Ανάθ, ο οποίος μ’ ένα βούκεντρο σκότωσε εξακόσιους Φιλισταίους στρατιώτες και ελευθέρωσε κι αυτός το λαό Ισραήλ. Όταν πέθανε ο Εούδ, οι Ισραηλίτες δυσαρέστησαν πάλι με τις πράξεις τους τον Κύριο. Και ο Κύριος τους παρέδωσε στον Ιαβίν, έναν Χαναναίο βασιλιά, που βασίλευε στην Ασώρ. Αρχηγός του στρατού του ήταν ο Σίσερα, που κατοικούσε στη Χαρώσεθ των Εθνών. Αυτός είχε εννιακόσιες σιδερένιες άμαξες και καταπίεζε σκληρά τους Ισραηλίτες είκοσι ολόκληρα χρόνια. Έτσι οι Ισραηλίτες επικαλέστηκαν τον Κύριο να τους ελευθερώσει. Εκείνο τον καιρό Κριτής του Ισραήλ ήταν η προφήτισσα Δεβόρα, γυναίκα του Λαπιδώθ. Αυτή καθόταν συνήθως κάτω από έναν φοίνικα, που αργότερα ονομάστηκε «Φοίνικας της Δεβόρας», μεταξύ των πόλεων Ραμά και Βαιθήλ, στην ορεινή περιοχή της φυλής Εφραΐμ, και οι Ισραηλίτες πήγαιναν σ’ αυτήν για να δικάζει τις υποθέσεις τους. Μια μέρα η Δεβόρα έστειλε και κάλεσε το Βαράκ, γιο του Αβινωάμ, από την Κέδες, στην περιοχή της φυλής Νεφθαλί, και του είπε: «Ο Κύριος, ο Θεός του Ισραήλ, δίνει αυτήν την προσταγή: “πάρε μαζί σου δέκα χιλιάδες άντρες από τις φυλές Νεφθαλί και Ζαβουλών και πήγαινε στο όρος Θαβώρ. Κι εγώ θα ξεσηκώσω το Σίσερα, αρχιστράτηγο του Ιαβίν, να ’ρθεί να σου επιτεθεί με τις άμαξές του και το πεζικό του στο χείμαρρο Κισών· και θα τον παραδώσω στην εξουσία σου”». Ο Βαράκ της είπε: «Αν έρθεις κι εσύ μαζί μου, θα πάω· αν όχι, δεν πάω». Εκείνη του απάντησε: «Θα έρθω, λοιπόν, μαζί σου. Η εκστρατεία όμως αυτή δε θα φέρει δόξα σ’ εσένα, γιατί ο Κύριος θα παραδώσει το Σίσερα σε μια γυναίκα». Έτσι η Δεβόρα σηκώθηκε και πήγε μαζί με το Βαράκ στην Κέδες. Ο Βαράκ συγκέντρωσε εκεί τις φυλές Ζαβουλών και Νεφθαλί. Δέκα χιλιάδες άντρες ανέβηκαν στο βουνό ακολουθώντας τον· ανέβηκε και η Δεβόρα μαζί του. Κοντά στην Κέδες ζούσε ο Χέβερ ο Κεναίος. Αυτός είχε αποχωριστεί από τους άλλους Κεναίους, απογόνους του Χοβάβ, ενός συγγενή του Μωυσή και είχε στήσει τη σκηνή του κοντά στη Βελανιδιά Σααναννείμ. Όταν ανάγγειλαν στο Σίσερα ότι ο Βαράκ, γιος του Αβινωάμ, ανέβαινε στο όρος Θαβώρ, αυτός συγκέντρωσε τις εννιακόσιες σιδερένιες άμαξές του, και όλο το στρατό του, και πήγε από τη Χαρώσεθ των Εθνών στον ποταμό Κισών. Τότε είπε η Δεβόρα στο Βαράκ: «Πάμε, γιατί σήμερα ο Κύριος θα σου παραδώσει το Σίσερα· ο Κύριος ο ίδιος βαδίζει μπροστά σου». Ο Βαράκ κατέβηκε από το όρος Θαβώρ με τις δέκα χιλιάδες άντρες πίσω του. Κι όταν αυτός εξαπέλυσε επίθεση, προκάλεσε ο Κύριος σύγχυση στο Σίσερα, στις άμαξές του και στο στρατό του. Ο ίδιος κατέβηκε από το αμάξι του κι έφυγε πεζός. Αλλά ο Βαράκ καταδίωξε τις άμαξες και το στρατό των εχθρών ως τη Χαρώσεθ των Εθνών και κατέσφαξε όλους τους στρατιώτες του Σίσερα. Δεν έμεινε ούτε ένας ζωντανός. Ο Σίσερα κατέφυγε τρέχοντας στη σκηνή της Ιαήλ, της γυναίκας του Χέβερ του Κεναίου. Εκείνο τον καιρό υπήρχε ειρήνη ανάμεσα στον Ιαβίν, βασιλιά της Ασώρ, και στην οικογένεια του Χέβερ. Η Ιαήλ βγήκε να συναντήσει το Σίσερα και του είπε: «Έλα, κύριέ μου, έλα στη σκηνή μου, μη φοβάσαι». Μπήκε, λοιπόν, στη σκηνή κι αυτή τον έκρυψε με ένα σκέπασμα. Της λέει: «Διψάω· δώσ’ μου σε παρακαλώ να πιω λίγο νερό». Εκείνη άνοιξε το ασκί με το γάλα, του έδωσε να πιει, και τον ξανασκέπασε. Ο Σίσερα της είπε πάλι: «Στάσου στην πόρτα της σκηνής, κι αν έρθουν και σε ρωτήσουν αν υπάρχει εδώ κανείς, εσύ να τους απαντήσεις “όχι”». Αποκαμωμένος καθώς ήταν κοιμήθηκε βαθειά. Τότε η Ιαήλ πήρε έναν πάσσαλο από τη σκηνή κι ένα σφυρί, πλησίασε αθόρυβα κι έμπηξε το παλούκι στο μηνίγγι του, έτσι που καρφώθηκε στη γη κι ο Σίσερα πέθανε. Τότε έφτασε κι ο Βαράκ που καταδίωκε το Σίσερα. Η Ιαήλ βγήκε να τον προϋπαντήσει και του είπε: «Έλα και θα σου δείξω τον άνθρωπο που ζητάς». Ο Βαράκ μπήκε στη σκηνή και είδε το Σίσερα κάτω νεκρό, με το παλούκι στο μηνίγγι του. Έτσι εκείνη την ημέρα μπροστά στους Ισραηλίτες ταπείνωσε ο Θεός τον Ιαβίν, το Χαναναίο βασιλιά. Οι Ισραηλίτες εξαπέλυαν όλο και πιο ορμητικές επιθέσεις εναντίον του, ωσότου τον εξουδετέρωσαν. Εκείνη την ημέρα η Δεβόρα και ο Βαράκ, γιος του Αβινωάμ, τραγούδησαν αυτόν τον ύμνο: Τον Κύριο δοξολογήστε, γιατί καλοί αρχηγοί δίνουν στον Ισραήλ προστάγματα, γιατί ο λαός πρόθυμος έτρεξε να πολεμήσει. Ακούστε, βασιλιάδες! Δώστε, ηγεμόνες, προσοχή! Εγώ στον Κύριο θα τραγουδήσω· στον Κύριο θα ψάλω, στο Θεό του Ισραήλ: Κύριε, όταν έβγαινες από το όρος Σηείρ, όταν ξεκίναγες απ’ της Εδώμ τους κάμπους, έτρεμε η γη κι οι ουρανοί ταράζονταν και στάλαζαν τα σύννεφα νερό. Έτρεμαν τα βουνά μπροστά στον Κύριο, –στον Κύριο του Σινά– μπρος στου Κυρίου την παρουσία, του Θεού του Ισραήλ. Στις μέρες του Σαμγάρ, γιου του Ανάθ, στις μέρες της Ιαήλ, τα καραβάνια εξαφανίστηκαν, κι όσοι ταξίδευαν παίρνανε πλάγιους δρόμους. Αρχηγοί δεν υπήρχαν πια· καθόλου πια αρχηγοί στου Ισραήλ τη χώρα· ώσπου εμφανίστηκες εσύ, Δεβόρα, ώσπου εσύ εμφανίστηκες, μητέρα για τον Ισραήλ. Νέους διαλέξανε θεούς, θεούς που δεν τους γνώριζαν. Σε σαράντα χιλιάδες άντρες στον Ισραήλ ζήτημα αν εύρισκες μια ασπίδα ή ένα ακόντιο. Είν’ η καρδιά μου με του Ισραήλ τους αρχηγούς, μ’ εκείνους από τον λαό, που πρόθυμοι στον πόλεμο ετρέξαν. Τον Κύριο δοξολογήστε! Εσείς που ιππεύετε στις άσπρες γαϊδουρίτσες, εσείς που πάνω σε χαλιά καθόσαστε, κι εσείς που μες στους δρόμους περπατάτε, σκεφτείτε το. Ακούτε! Φλύαρα πλήθη στα πηγάδια ολόγυρα διηγούνται του Κυρίου τους θριάμβους, τις νίκες του λαού του Ισραήλ. Τότε κατέβη του Κυρίου ο λαός στις πύλες. Εμπρός, εμπρός Δεβόρα! Εμπρός, εμπρός, τραγούδησε. Σήκω, Βαράκ, γιε του Αβινωάμ και ξαναφέρε πίσω τους αιχμαλώτους σου. Τότε πολέμησε ωσάν γενναίος ο Ισραήλ. Του Κυρίου ο λαός πολέμησαν σαν ήρωες. Οι αρχηγοί του Εφραΐμ βρίσκονται στην πεδιάδα, πίσω του ο Βενιαμίν με το λαό του. Και κατεβήκαν αρχηγοί απ’ τη συγγένεια του Μαχείρ κι απ’ τη φυλή του Ζαβουλών ακούραστοι αξιωματούχοι. Και του Ισσάχαρ οι αρχηγοί ήταν μαζί με τη Δεβόρα. Και όπως ο Ισσάχαρ, έτσι και ο Βαράκ όρμησε να τον κυνηγάει στην πεδιάδα. Μα στις τάξεις του Ρουβήν μεγάλες συζητήσεις γίνονταν. Γιατί καθόσουν στα μαντριά, Ρουβήν, ν’ ακούς που τα κοπάδια τους φωνάζουν οι βοσκοί; Στις τάξεις του Ρουβήν μεγάλες συζητήσεις γίνονταν. Ο Γαλαάδ έμεινε πέρα απ’ τον Ιορδάνη· ο Δαν γιατί έχει τα πλοία μόνιμη κατοικία του; Ο Ασήρ καθόταν στην ακρογιαλιά, κι αναπαυόταν στα λιμάνια του. Ο Ζαβουλών είναι λαός που με το θάνατο έπαιξε κι ο Νεφθαλί το ίδιο, στων μαχών τα πεδία. Ήρθαν οι βασιλιάδες και πολέμησαν, πολέμησαν οι Χαναναίοι βασιλιάδες στην πολιτεία Τανάχ, κοντά στης Μεγιδδώ τα κεφαλάρια, αλλά δεν πήραν ασημένια λάφυρα. Από τον ουρανό πολέμησαν τ’ αστέρια, από τις τροχιές τους πολέμησαν τον Σίσερα. Τους πήρε το ποτάμι του Κισών, ο Κισών, το πανάρχαιο ποτάμι. Περπάτησε με δύναμη, ψυχή μου! Τότε μ’ ορμή χτυπήσαν των αλόγων οι οπλές καθώς καλπάζουν, φεύγοντας οι καβαλάρηδες. «Καταραστείτε τη Μηρώζ», είπε ο άγγελος Κυρίου· «σκληρά καταραστείτε τους κατοίκους της! Δεν ήρθαν σε βοήθεια του Κυρίου, δεν πολεμήσανε μαζί με τους γενναίους του ήρωες». Η πιο ευλογημένη ας είναι απ’ τις γυναίκες η Ιαήλ, του Χέβερ η γυναίκα, του Κεναίου. Απ’ τις γυναίκες όλες που κατοικούνε σε σκηνές, αυτή ας είν’ η πιο ευλογημένη. Νερό της ζήτησε ο Σίσερα, κι εκείνη γάλα του ’δωσε· γάλα ολόπαχο του πρόσφερε μες σε πολύτιμη γαβάθα. Το ’να της χέρι άδραξε τον πάσσαλο και το δεξί της το σφυρί των εργατών. Και χτύπησε το Σίσερα, το κεφάλι του το κομμάτιασε· του τρύπησε απ’ άκρη σ’ άκρη το μηλίγγι. Στα πόδια της αυτός σωριάστηκε, έπεσε κι εκεί έμεινε. Μπροστά στα πόδια της σωριάστηκε, έπεσε κάτω. ’Κει που σωριάστηκε, εκεί έμεινε νεκρός. Κοίταζε η μαύρη η μάνα του από το παραθύρι κι εθρηνολόγα του Σίσερα η μάνα μέσ’ από το καφασωτό: «Γιατί αργεί να ’ρθεί η άμαξά του; Γιατί οι τροχοί του τόσο αργά κυλάνε;» Από τις πριγκιπέσσες της η πιο σοφή τής απαντά, κι αυτή το ξαναλέει στον εαυτό της: «Σίγουρα, βρήκαν λάφυρα και τα μοιράζονται. Μια, δυο κοπέλες σκλάβες για κάθε μαχητή, λάφυρα από υφάσματα πολύχρωμα για το Σίσερα κεντημένα, μαντήλι πλουμιστό, κι από τις δυο του όψεις κεντημένο, για το λαιμό του νικητή». Έτσι να καταστρέφονται όλοι οι εχθροί σου, Κύριε· κι αυτοί που σ’ αγαπούν ας λάμπουνε καθώς ο ήλιος που ανατέλλει. Και η χώρα ησύχασε για σαράντα χρόνια. Οι Ισραηλίτες δυσαρέστησαν πάλι τον Κύριο με τις πράξεις τους κι ο Κύριος τους παρέδωσε στους Μαδιανίτες για εφτά χρόνια. Οι Μαδιανίτες καταπίεζαν σκληρά τους Ισραηλίτες· κι αυτοί για να προστατεύονται έφτιαξαν κρησφύγετα πάνω στα βουνά, σπηλιές και οχυρά. Όποτε οι Ισραηλίτες έσπερναν, οι Μαδιανίτες, οι Αμαληκίτες και διάφοροι νομάδες της Ανατολής έκαναν επιδρομές εναντίον τους. Στρατοπέδευαν στα χωράφια τους και κατέστρεφαν τις καλλιέργειες ως την είσοδο της Γάζας περίπου· επίσης δεν άφηναν στους Ισραηλίτες ούτε πρόβατα ούτε βόδια ούτε γαϊδούρια. Έρχονταν με τα κοπάδια τους και τις σκηνές τους σαν ακρίδες πολυάριθμες· αναρίθμητοι αυτοί και οι καμήλες τους έμπαιναν στη χώρα και την κατέστρεφαν. εκείνος τους έστειλε έναν προφήτη, ο οποίος τους είπε: «Ο Κύριος, ο Θεός του Ισραήλ, λέει: “εγώ σας έβγαλα από την Αίγυπτο, τη χώρα της δουλείας, σας ελευθέρωσα από την εξουσία των Αιγυπτίων και των άλλων καταπιεστών σας· έδιωξα τους εχθρούς σας στο πέρασμά σας κι έδωσα σ’ εσάς τη χώρα τους. Και σας είπα: Εγώ είμαι ο Κύριος, ο Θεός σας. Μη λατρέψετε τους θεούς των Αμορραίων, στων οποίων τη χώρα έχετε εγκατασταθεί. Αλλά εσείς δε με υπακούσατε”». Τότε ήρθε ο άγγελος του Κυρίου στο χωριό Οφρά και κάθισε κάτω από τη βελανιδιά που ανήκει στον Ιωάς της συγγένειας του Αβιέζερ. Ο γιος του Ιωάς, ο Γεδεών, κοπάνιζε σιτάρι μέσα στο πατητήρι για να το κρύψει από τους Μαδιανίτες. Ο άγγελος του Κυρίου εμφανίστηκε στο Γεδεών και του είπε: «Ο Κύριος είναι μαζί σου, γενναίε πολεμιστή». Ο Γεδεών του απάντησε: «Αχ, κύριέ μου, αν ο Κύριος είναι μαζί μας, γιατί μας βρήκαν όλα αυτά τα δεινά; Και πού είναι εκείνα τα θαυμαστά του έργα που μας διηγούνταν οι πατέρες μας και μας έλεγαν πως ο Κύριος τους είχε βγάλει από την Αίγυπτο; Τώρα ο Κύριος μας εγκατέλειψε και μας έχει παραδώσει στους Μαδιανίτες». Τότε ο Κύριος στράφηκε σ’ αυτόν και του είπε: «Μ’ αυτή τη δύναμη που έχεις, πήγαινε, και θα ελευθερώσεις τον Ισραήλ από τους Μαδιανίτες. Εγώ σε στέλνω». «Μα πώς, κύριέ μου, θα γλιτώσω εγώ τον Ισραήλ;» αποκρίθηκε ο Γεδεών. Η συγγένειά μου είναι η πιο ταπεινή ανάμεσα στη φυλή Μανασσή κι εγώ ο πιο μικρός της οικογένειας του πατέρα μου». Τότε του είπε ο Κύριος: «Ναι, αλλά εγώ θα είμαι μαζί σου, και θα νικήσεις τους Μαδιανίτες σαν να ’ταν ένας μόνον άνθρωπος». Ο Γεδεών του απάντησε: «Λοιπόν: Αν έχω την εύνοιά σου, δώσε μου ένα σημάδι ότι εσύ που μιλάς μαζί μου είσαι ο Κύριος. Μη φύγεις σε παρακαλώ από ’δω, ώσπου να επιστρέψω· πάω να φέρω τη θυσία μου που θέλω να σου προσφέρω». Κι εκείνος είπε: «Θα μείνω ώσπου να επιστρέψεις». Ο Γεδεών πήγε κι ετοίμασε ένα κατσίκι βραστό κι έφτιαξε άζυμα ψωμιά μ’ ένα εφά αλεύρι. Έβαλε το κρέας σ’ ένα καλάθι και το ζουμί σε μια χύτρα, τα έφερε κάτω από τη βελανιδιά και τα πρόσφερε στον άγγελο του Κυρίου. Ο άγγελος του Θεού τού είπε: «Πάρε το κρέας και τα άζυμα ψωμιά και βάλε τα σ’ εκείνο το βράχο και χύσε πάνω τους το ζουμί». Έτσι κι έκανε. Ο άγγελος του Κυρίου άπλωσε το χέρι του και με την άκρη του ραβδιού του άγγιξε το κρέας και τα άζυμα ψωμιά. Και βγήκε φωτιά από το βράχο κι έκαψε εντελώς το κρέας και τα ψωμιά. Μετά ο άγγελος του Κυρίου έγινε άφαντος. Τότε κατάλαβε ο Γεδεών ότι αυτός ήταν ο άγγελος του Κυρίου, και είπε: «Αχ, Κύριε Θεέ, τρομάζω, γιατί στ’ αλήθεια είδα τον άγγελο του Κυρίου πρόσωπο με πρόσωπο». Κι ο Κύριος του απάντησε: «Ηρέμησε· μη φοβάσαι, δε θα πεθάνεις». Ο Γεδεών έχτισε σ’ εκείνο το σημείο θυσιαστήριο στον Κύριο και το ονόμασε «Ιεοβά-Σαλόμ» (ο Κύριος είναι Ειρήνη). Το θυσιαστήριο σώζεται μέχρι σήμερα στην Οφρά, το χωριό της συγγένειας του Αβιέζερ. Εκείνη τη νύχτα είπε ο Κύριος στο Γεδεών: «Πάρε τον εφτάχρονο, καλοθρεμμένο ταύρο του πατέρα σου, και κατάστρεψε το θυσιαστήριο του Βάαλ, που έχει χτίσει ο πατέρας σου και κομμάτιασε την ξύλινη λατρευτική στήλη που είναι δίπλα του. Έπειτα χτίσε θυσιαστήριο στον Κύριο, το Θεό σου, στην κορυφή αυτού του βράχου, με στρώσεις λιθαριών, και πρόσφερε τον καλοθρεμμένο ταύρο ολοκαύτωμα με τα ξύλα της λατρευτικής στήλης που θα έχεις κομματιάσει». Τότε ο Γεδεών πήρε δέκα από τους δούλους του, κι έκανε όπως του είπε ο Κύριος. Κι επειδή φοβόταν να το κάνει τη μέρα για να μην τον δουν από την οικογένεια του πατέρα του ή οι συμπολίτες του, το έκανε τη νύχτα. Το πρωί σηκώθηκαν οι άντρες της πόλης και είδαν το θυσιαστήριο του Βάαλ γκρεμισμένο, την ξύλινη λατρευτική στήλη πλάι του κομματιασμένη, κι έναν ταύρο θυσιασμένο πάνω στο νεόκτιστο θυσιαστήριο. Ρωτούσαν, λοιπόν, ο ένας τον άλλον: «Ποιος το ’κανε αυτό;» Ζήτησαν πληροφορίες, ερεύνησαν κι ανακάλυψαν πως ο Γεδεών, ο γιος του Ιωάς, το είχε κάνει. Τότε πήγαν στον Ιωάς και του είπαν: «Βγάλε έξω το γιο σου να θανατωθεί, γιατί γκρέμισε το θυσιαστήριο του Βάαλ και κατακομμάτιασε την ξύλινη λατρευτική στήλη του». Ο Ιωάς όμως απάντησε σ’ όλους αυτούς που είχαν ξεσηκωθεί εναντίον του: «Εσείς θ’ αγωνιστείτε για το Βάαλ; Εσείς θα τον βοηθήσετε; Όποιος αγωνιστεί γι’ αυτόν, θα έχει θανατωθεί ως αύριο το πρωί. Αλλά αν ο Βάαλ είναι πραγματικός θεός, ας πάρει εκδίκηση ο ίδιος για τον εαυτό του, αφού κάποιος του γκρέμισε το θυσιαστήριο». Από τη μέρα εκείνη τον Γεδεών τον ονόμασαν «Ιερουβάαλ» (Ο Βάαλ ας πάρει Εκδίκηση), από τα λόγια που είχε πει ο Ιωάς: «Ας πάρει ο Βάαλ εκδίκηση για τον εαυτό του, αφού κάποιος του γκρέμισε το θυσιαστήριο». Οι Μαδιανίτες, οι Αμαληκίτες και οι νομάδες της Ανατολής συνενώθηκαν, πέρασαν τον Ιορδάνη και στρατοπέδευσαν στην Κοιλάδα Ιζρεέλ. Αλλά το Πνεύμα του Κυρίου εμψύχωσε το Γεδεών και σάλπισε με τη σάλπιγγα για να καλέσει τους άντρες της συγγένειας του Αβιέζερ να τον ακολουθήσουν. Έστειλε και αγγελιοφόρους σ’ όλη τη φυλή Μανασσή και την κάλεσε κι αυτήν να τον ακολουθήσει. Έπειτα έστειλε αγγελιοφόρους στις φυλές Ασήρ, Ζαβουλών και Νεφθαλί, και οι άντρες τους ήρθαν κι ενώθηκαν μαζί του. Τότε ο Γεδεών είπε στο Θεό: «Αν θέλεις πράγματι να χρησιμοποιήσεις εμένα για να γλιτώσεις τους Ισραηλίτες, όπως είπες, κοίτα: εγώ θα βάλω στο αλώνι μια τουλούπα μαλλί από πρόβατα. Αν τη νύχτα πέσει η δροσιά μονάχα πάνω στο μαλλί, και το έδαφος τριγύρω μείνει στεγνό, τότε θα καταλάβω ότι θα με χρησιμοποιήσεις για να γλιτώσεις τον Ισραήλ, όπως είπες». Έτσι κι έγινε. Την άλλη μέρα το πρωί, όταν ο Γεδεών σηκώθηκε κι έστιψε το μαλλί, βγήκε τόση δροσιά, ώστε γέμισε μια χύτρα νερό. Τότε ο Γεδεών είπε στο Θεό: «Μην οργιστείς εναντίον μου, αν σου ζητήσω κάτι για τελευταία φορά· ας δοκιμάσω, σε παρακαλώ, μονάχα μια φορά ακόμα με το μαλλί. Τώρα, λοιπόν, θέλω να μείνει μόνο το μαλλί στεγνό και να πέσει δροσιά στο έδαφος τριγύρω». Έτσι κι έκανε ο Θεός τη νύχτα εκείνη. Μόνο το μαλλί έμεινε στεγνό, ενώ στο έδαφος τριγύρω έπεσε δροσιά. Νωρίς το πρωί σηκώθηκε ο Γεδεών, που λεγόταν και Ιερουβάαλ, κι ο στρατός που ήταν μαζί του και στρατοπέδευσαν κοντά στην πηγή Αράδ, ενώ το στρατόπεδο των Μαδιανιτών ήταν στα βόρεια της Γιβεάθ-Μορέχ, στην πεδιάδα. Ο Κύριος είπε στο Γεδεών: «Ο στρατός σου είναι πάρα πολύς για να παραδώσω τους Μαδιανίτες στην εξουσία τους. Μπορεί οι Ισραηλίτες να καυχηθούν ότι νίκησαν με τη δική τους δύναμη και ν’ αποδώσουν στον εαυτό τους τη δόξα που θα ανήκει σ’ εμένα. Βγάλε, λοιπόν, τώρα ανακοίνωση να σ’ ακούσουν όλοι και πες τους: “όποιος φοβάται και είναι δειλός ας φύγει απ’ το όρος Γαλαάδ κι ας επιστρέψει στο σπίτι του”». Έτσι έφυγαν είκοσι δύο χιλιάδες άντρες από το στρατό κι έμειναν δέκα χιλιάδες. Ο Κύριος είπε πάλι στο Γεδεών: «Ο στρατός είναι ακόμη πάρα πολύς· οδήγησέ τους στις όχθες του ποταμού κι εκεί θα κάνω εγώ για σένα την επιλογή: Για όποιον σου πω, “να ’ρθεί μαζί σου”, αυτός θα έρθει· και για όποιον σου πω, “να μην έρθει μαζί σου”, αυτός δε θα ’ρθεί». Ο Γεδεών οδήγησε το στρατό στις όχθες του ποταμού. Τότε ο Κύριος του είπε: «Αυτούς που θα πιουν νερό με τη γλώσσα τους, όπως πίνει ο σκύλος, να τους χωρίσεις από κείνους που θα γονατίσουν για να πιουν». Αυτοί που έπιναν νερό με τη γλώσσα τους ήταν τριακόσιοι· όλοι οι υπόλοιποι γονάτισαν για να πιουν. Ο Κύριος είπε στο Γεδεών: «Μόνο με τους τριακόσιους άντρες, που ήπιαν με τη γλώσσα τους, θα σας ελευθερώσω και θα σου παραδώσω τους Μαδιανίτες. Όλοι οι υπόλοιποι ας πάνε στα σπίτια τους». Ο Γεδεών κράτησε τους τριακόσιους άντρες. Όλους τους άλλους Ισραηλίτες τους έστειλε στις σκηνές τους αφού τους πήρε πίσω τις προμήθειες και τις σάλπιγγές τους. Το στρατόπεδο των Μαδιανιτών ήταν σε χαμηλότερο σημείο από των Ισραηλιτών. Εκείνη τη νύχτα ο Κύριος είπε στο Γεδεών: «Σήκω, κατέβα να επιτεθείς στο στρατόπεδο, κι εγώ θα σου το παραδώσω. Αν φοβάσαι να επιτεθείς, κατέβα πρώτα μαζί με το δούλο σου τον Φουρά, στο στρατόπεδο, ν’ ακούσεις τι λένε. Μετά θα έχεις το θάρρος να πας και να επιτεθείς». Κατέβηκε, λοιπόν, ο Γεδεών μαζί με το δούλο του, τον Φουρά, ως την προφυλακή του εχθρικού στρατοπέδου. Οι Μαδιανίτες, οι Αμαληκίτες και οι νομάδες της Ανατολής είχαν απλωθεί στην πεδιάδα, αμέτρητοι σαν ακρίδες· αμέτρητες ήταν και οι καμήλες τους, σαν τους κόκκους της άμμου στην ακροθαλασσιά. Όταν έφτασε εκεί ο Γεδεών, ένας στρατιώτης διηγόταν στο σύντροφό του ένα όνειρο, που είχε δει: «Είδα στ’ όνειρό μου», του έλεγε, «ένα κρίθινο καρβέλι ψωμί που κυλούσε μέσα στο στρατόπεδό μας κι έφτασε σε μια σκηνή· τη χτύπησε, την αναποδογύρισε και τη διέλυσε». Ο σύντροφός του τού αποκρίθηκε: «Αυτό δεν συμβολίζει τίποτ’ άλλο, παρά το ξίφος του Γεδεών, γιου του Ιωάς, του Ισραηλίτη. Ο Θεός τού έχει παραδώσει τους Μαδιανίτες και όλο το στρατόπεδο». Ο Γεδεών, όταν άκουσε τη διήγηση του ονείρου και τη σημασία του, προσκύνησε, γύρισε πίσω στο στρατόπεδο των Ισραηλιτών και φώναξε: «Σηκωθείτε, γιατί ο Κύριος σας έχει παραδώσει το στρατόπεδο των Μαδιανιτών». Μοίρασε τους τριακόσιους άντρες σε τρία μέρη και έδωσε στον καθένα τους από μία σάλπιγγα και μία άδεια στάμνα, με μια λαμπάδα μέσα. Μετά τους είπε: «Θα κοιτάζετε εμένα κι ό,τι κάνω θα κάνετε, από τη στιγμή που θα φτάσω στην άκρη του εχθρικού στρατοπέδου. Όταν σαλπίσω με τη σάλπιγγα εγώ κι αυτοί που είναι μαζί μου, τότε θα σαλπίσετε κι εσείς γύρω από το στρατόπεδο και θα φωνάξετε: “για τον Κύριο και για το Γεδεών”». Λίγο αργότερα την ίδια νύχτα ο Γεδεών και οι εκατό άντρες του έφτασαν στην άκρη του στρατοπέδου, την ώρα που άρχιζε η δεύτερη σκοπιά, μόλις είχαν αλλάξει οι φρουροί. Σάλπισαν τότε με τις σάλπιγγες κι έσπασαν τις στάμνες που κρατούσαν στα χέρια τους. Αμέσως σάλπισαν και τα άλλα δύο τμήματα, έσπασαν τις στάμνες και κρατώντας με το αριστερό τους χέρι τις λαμπάδες και με το δεξί τις σάλπιγγες, σάλπιζαν και φώναζαν: «Για τον Κύριο και για το Γεδεών». Πήραν όλοι θέσεις γύρω από το στρατόπεδο, ενώ μέσα, οι στρατιώτες έτρεχαν, φώναζαν και προσπαθούσαν να διαφύγουν. Όταν σάλπισαν και οι τριακόσιοι με τις σάλπιγγες, ο Κύριος έκανε ώστε μέσα στο εχθρικό στρατόπεδο ο ένας να στρέψει το ξίφος του εναντίον του άλλου και ν’ αλληλοσκοτωθούν. Όσοι από τους στρατιώτες γλίτωσαν, έφτασαν τρέχοντας ως τη Βαιθ-Ασσιτά, προς την κατεύθυνση της Σερεθά, κι ως την άκρη της Αβέλ-Μεχολά, κοντά στην Ταββάθ. Τότε κάλεσαν τους Ισραηλίτες των φυλών Νεφθαλί, Ασήρ και όλης της φυλής του Μανασσή για να καταδιώξουν τους Μαδιανίτες. Ο Γεδεών έστειλε αγγελιοφόρους σ’ όλη την ορεινή περιοχή της φυλής Εφραΐμ με το εξής μήνυμα: «Κατεβείτε και αποκλείστε τους Μαδιανίτες να μη διαφύγουν! Καταλάβετε πριν απ’ αυτούς τα περάσματα του Ιορδάνη ως τη Βαιθ-Βαρά». Συγκεντρώθηκαν, λοιπόν, όλοι οι Εφραϊμίτες κι έπιασαν τα περάσματα του Ιορδάνη ως τη Βαιθ-Βαρά. Συνέλαβαν αιχμαλώτους τους δύο αρχηγούς των Μαδιανιτών, τον Ωρήβ και τον Ζεέβ. Τον Ωρήβ τον σκότωσαν στο βράχο Ωρήβ και τον Ζεέβ στο πατητήρι του Ζεέβ· και κατατρόπωσαν τους Μαδιανίτες. Το κεφάλι του Ωρήβ και του Ζεέβ τα έφεραν στο Γεδεών στην άλλη όχθη του Ιορδάνη. Οι Εφραϊμίτες είπαν στο Γεδεών: «Τι είναι αυτό που μας έκανες! Γιατί δε μας κάλεσες κι εμάς, όταν πήγαινες να πολεμήσεις εναντίον των Μαδιανιτών;» Και του παραπονιούνταν έντονα γι’ αυτό. Ο Γεδεών τους είπε: «Τι έκανα εγώ σε σύγκριση με τα δικά σας κατορθώματα; Το μικρό αυτό επίτευγμα της φυλής Εφραΐμ δεν είναι καθόλου υποδεέστερο απ’ όσα κατόρθωσε η δική μου συγγένεια του Αβιέζερ. Σ’ εσάς παρέδωσε ο Θεός τους αρχηγούς των Μαδιανιτών, τον Ωρήβ και τον Ζεέρ. Τι έκανα λοιπόν εγώ περισσότερο από σας;» Όταν είπε αυτά τα λόγια ο Γεδεών, σταμάτησε ο θυμός τους εναντίον του. Ο Γεδεών και οι τριακόσιοι άντρες του διάβηκαν τον Ιορδάνη εξαντλημένοι και πεινασμένοι, αλλά συνέχιζαν να καταδιώκουν τον εχθρό. Ο Γεδεών είπε στους κατοίκους της Σουκκώθ: «Δώστε, παρακαλώ, ψωμί στο λαό που με ακολουθεί, γιατί είναι εξαντλημένοι· εγώ θα συνεχίσω την καταδίωξη των βασιλιάδων των Μαδιανιτών Ζεβάχ και Σαλμουννά». Οι άρχοντες όμως της πόλης τού απάντησαν: «Μήπως τους έχεις κιόλας στο χέρι σου το Ζεβάχ και τον Σαλμουννά, για να δώσουμε ψωμί στο στρατό σου;» «Καλά», τους είπε ο Γεδεών· «όταν ο Κύριος θα μου παραδώσει το Ζεβάχ και το Σαλμουννά, τότε θα ξεσκίσω τις σάρκες σας με τ’ αγκάθια και τα τριβόλια της ερήμου». Από ’κει ανέβηκε στη Φανουήλ και μίλησε στους κατοίκους της με τον ίδιο τρόπο, και του απάντησαν κι αυτοί όπως του είχαν απαντήσει οι κάτοικοι της Σουκκώθ. Και ο Γεδεών είπε στους άντρες της Φανουήλ: «Όταν θα επιστρέψω με το καλό, θα καταστρέψω αυτό το φρούριο». Ο Ζεβάχ κι ο Σαλμουννά με τα στρατεύματά τους, περίπου δεκαπέντε χιλιάδες, βρίσκονταν όλοι στην Καρκόρ. Τόσοι είχαν απομείνει από ολόκληρο το στράτευμα των νομάδων της Ανατολής· είχαν σκοτωθεί εκατόν είκοσι χιλιάδες ετοιμοπόλεμοι στρατιώτες. Ο Γεδεών ανέβηκε από το δρόμο που ακολουθούν οι νομάδες, που ζουν σε σκηνές, ανατολικά της Νόβαχ και της Ιογβεά, και χτύπησε τον εχθρικό στρατό, την ώρα που αναπαυόταν. Οι δυο βασιλιάδες των Μαδιανιτών, Ζεβάχ και Σαλμουννά, ξέφυγαν αλλά ο Γεδεών τους καταδίωξε· τους αιχμαλώτισε κι έτσι ο στρατός τους κατατροπώθηκε. Καθώς γύριζε από τον πόλεμο ο Γεδεών, γιος του Ιωάς, ακολουθώντας την ανηφόρα της Χέρες, συνέλαβε έναν νεαρό από τους κατοίκους της Σουκκώθ και τον υποχρέωσε να του πει ποιοι ήταν οι άρχοντες της πόλης και οι πρεσβύτεροί της. Εκείνος του έδωσε γραπτώς εβδομήντα εφτά ονόματα. Ύστερα πήγε στους κατοίκους της Σουκκώθ και τους είπε: «Εσείς κάποτε με ειρωνευτήκατε και μου είπατε: “γιατί να δώσουμε ψωμί στους άντρες σου που είν’ εξαντλημένοι; Μήπως έχεις στο χέρι σου τον Ζεβάχ και τον Σαλμουννά;” Ε, λοιπόν, σας έφερα εδώ τον Ζεβάχ και τον Σαλμουννά». Τότε πήρε αγκάθια και τριβόλια από την έρημο και τα χρησιμοποίησε για να τιμωρήσει μ’ αυτά τους πρεσβυτέρους της πόλης. Επίσης κατέστρεψε το φρούριο της Φανουήλ και σκότωσε τους κατοίκους της πόλης. Έπειτα, είπε στον Ζεβάχ και στον Σαλμουννά: «Πώς ήταν αυτοί που σκοτώσατε στη Θαβώρ;» Εκείνοι του απάντησαν: «Ακριβώς όπως εσύ. Καθένας τους έμοιαζε με βασιλόπουλο». Τότε τους είπε: «Αυτοί ήταν τ’ αδέρφια μου, παιδιά της μάνας μου. Μα τον αληθινό Κύριο, αν τους είχατε χαρίσει τη ζωή, εγώ τώρα δε θα σας σκότωνα». Και είπε στον Ιεθέρ, τον πρωτότοκο γιο του: «Εμπρός σκότωσέ τους». Αλλά ο νεαρός δεν έσυρε το ξίφος του, γιατί ήταν ακόμα παιδί και φοβόταν. Τότε ο Ζεβάχ και ο Σαλμουννά είπαν στο Γεδεών: «Έλα, σκότωσέ μας εσύ, γιατί αυτό ταιριάζει να το κάνει ένας πραγματικός άντρας». Έτσι ο Γεδεών όρμησε και σκότωσε τον Ζεβάχ και τον Σαλμουννά και πήρε τα στολίδια που είχαν οι καμήλες τους στο λαιμό τους. Ύστερα απ’ αυτά οι Ισραηλίτες είπαν στο Γεδεών: «Γίνε εσύ κυβερνήτης μας, έπειτα ο γιος σου και μετά ο εγγονός σου, γιατί εσύ μας ελευθέρωσες από τους Μαδιανίτες». Ο Γεδεών όμως τους απάντησε: «Δε θα σας κυβερνήσω εγώ, ούτε κι ο γιος μου· ο Κύριος θα σας κυβερνάει». Επίσης τους είπε: «Θα σας ζητήσω μια χάρη: Να μου δώσει ο καθένας ένα σκουλαρίκι από τα λάφυρα που πήρε. Γιατί οι Μαδιανίτες φορούσαν χρυσά σκουλαρίκια, όπως οι νομάδες της ερήμου. Αυτοί απάντησαν: «Ευχαρίστως θα σου τα δώσουμε». Έστρωσαν, λοιπόν, ένα πανωφόρι κι έριχναν εκεί ο καθένας τα σκουλαρίκια από τα λάφυρά του. Το βάρος των χρυσών σκουλαρικιών που ζήτησε ο Γεδεών έφτασε τους χίλιους εφτακόσιους χρυσούς σίκλους, χώρια τα στολίδια και τα κρεμαστά σκουλαρίκια και τα κόκκινα ρούχα που φορούσαν οι βασιλιάδες των Μαδιανιτών, και χώρια οι πολύτιμες αλυσίδες που είχαν οι καμήλες στο λαιμό τους. Μ’ αυτά ο Γεδεών έφτιαξε ένα είδωλο και το τοποθέτησε στην πόλη του, την Οφρά. Όλοι οι Ισραηλίτες άρχισαν να το λατρεύουν εκεί, κι έγινε αυτό παγίδα για το Γεδεών και την οικογένειά του. Οι Μαδιανίτες υποδουλώθηκαν στους Ισραηλίτες και δε σήκωσαν πια κεφάλι. Έτσι ησύχασε η χώρα για σαράντα χρόνια, όσο δηλαδή ζούσε ο Γεδεών. Ο Ιερουβάαλ, δηλαδή ο Γεδεών, γιος του Ιωάς, πήγε τότε να μείνει στο σπίτι του. Είχε εβδομήντα γιους, δικά του παιδιά, επειδή είχε πολλές γυναίκες. Μια παλλακίδα του, που έμενε στη Συχέμ, του γέννησε κι αυτή γιο και τον ονόμασαν Αβιμέλεχ. Ο Γεδεών, πέθανε σε μεγάλη ηλικία και θάφτηκε στον τάφο του Ιωάς, του πατέρα του, στην Οφρά, την πόλη των Αβιεζεριτών. Μετά το θάνατο του Γεδεών, οι Ισραηλίτες άρχισαν πάλι να λατρεύουν τους Βάαλ κι έκαναν θεό τους το Βάαλ-Βερίθ (Βάαλ της Διαθήκης). Ξέχασαν τον Κύριο, το Θεό τους, που τους είχε ελευθερώσει από όλους τους εχθρούς ολόγυρά τους. Κι ούτε έδειξαν καθόλου ευγνωμοσύνη στην οικογένεια του Ιερουβάαλ, δηλαδή του Γεδεών, για τα όσα καλά είχε κάνει στο λαό Ισραήλ. Οι συγγενείς της μητέρας του, ανέφεραν όλα αυτά τα λόγια στους κατοίκους της Συχέμ και πήραν το μέρος του. Έτσι οι Συχεμίτες αποφάσισαν ν’ ακολουθήσουν τον Αβιμέλεχ, γιατί σκέφτηκαν: «Συγγενής μας είναι». Έδωσαν, λοιπόν, στον Αβιμέλεχ εβδομήντα ασημένιους σίκλους από το ναό του Βάαλ-Βερίθ και μίσθωσε κάτι τυχοδιώκτες και άχρηστους τύπους, οι οποίοι έγιναν ακόλουθοί του. Πήγε στο σπίτι του πατέρα του, στην Οφρά, και σκότωσε τους άλλους γιους του Ιερουβάαλ, τους αδερφούς του, εβδομήντα άντρες· τους σκότωσε όλους πάνω στην ίδια πέτρα. Έμεινε μόνο ο Ιωθάμ, ο μικρότερος γιος του Ιερουβάαλ, γιατί κατάφερε να κρυφτεί. Τότε συγκεντρώθηκαν όλοι οι κάτοικοι της Συχέμ και της Μιλλώ, πήγαν στη Βελανιδιά της Συχέμ, πλάι στην πέτρα που είχε στήσει εκεί ο Ιησούς του Ναυή, κι ανακήρυξαν βασιλιά τον Αβιμέλεχ. Όταν ανάγγειλαν αυτά τα γεγονότα στον Ιωθάμ, αυτός πήγε και στάθηκε στην κορφή του όρους Γεριζίμ και φώναξε όσο πιο δυνατά μπορούσε: «Ακούστε με», είπε, «κάτοικοι της Συχέμ, αν θέλετε και ο Θεός να σας ακούσει! Κάποτε τα δέντρα πήγαν να διαλέξουν ποιον θα χρίσουν βασιλιά τους. Είπαν στην ελιά: “έλα να γίνεις βασιλιάς μας”. Αλλά η ελιά τούς αποκρίθηκε: “ν’ αφήσω εγώ το λάδι που παράγω, που μ’ αυτό τιμούν θεούς κι ανθρώπους για να κυβερνήσω τα δέντρα;” Τότε τα δέντρα είπαν στη συκιά: “έλα εσύ να γίνεις βασιλιάς μας”. Μα κι η συκιά τούς αποκρίθηκε: “ν’ αφήσω εγώ τους ωραίους και γλυκούς καρπούς που κάνω, για να κυβερνήσω τα δέντρα;” Τότε τα δέντρα είπαν στο αμπέλι: “έλα εσύ να γίνεις βασιλιάς μας”. Μα και το αμπέλι τούς αποκρίθηκε: “ν’ αφήσω εγώ το κρασί που βγάζω, που το χαίρονται θεοί και άνθρωποι, για να κυβερνήσω τα δέντρα;” Τότε τα δέντρα είπαν στην αγκαθιά: “έλα εσύ να γίνεις βασιλιάς μας”. Και η αγκαθιά τούς αποκρίθηκε: “αν θέλετε στ’ αλήθεια να με χρίσετε βασιλιά σας, ελάτε να κρυφτείτε στη σκιά μου· αν δεν έρθετε, φωτιά θα βγει από τ’ αγκάθια μου και θα κατακάψει τους κέδρους του Λιβάνου”». «Τώρα, λοιπόν», συνέχισε ο Ιωθάμ, «ενεργήσατε άραγε ειλικρινά και τίμια όταν κάνατε βασιλιά τον Αβιμέλεχ; Φερθήκατε σωστά στον Ιερουβάαλ και στην οικογένειά του; Του δείξατε καθόλου ευγνωμοσύνη για όλα όσα έκανε για σας; Ο πατέρας μου πολέμησε για σας κι έβαλε σε κίνδυνο τη ζωή του, για να σας ελευθερώσει από τους Μαδιανίτες. Κι εσείς σήμερα ξεσηκωθήκατε ενάντια στην οικογένεια του πατέρα μου, σκοτώσατε τους γιους του, εβδομήντα άντρες, πάνω στην ίδια πέτρα κι ανακηρύξατε βασιλιά των Συχεμιτών τον Αβιμέλεχ, γιο της δούλης του, επειδή είναι συγγενής σας. Αν, λοιπόν, σήμερα ενεργήσατε ειλικρινά και τίμια απέναντι στον Ιερουβάαλ και στην οικογένειά του, τότε να τον χαίρεστε τον Αβιμέλεχ και να σας χαίρεται κι αυτός. Αν όχι, φωτιά θα βγει από τον Αβιμέλεχ και θα κατακάψει τους κατοίκους της Συχέμ και της Μιλλώ· και φωτιά θα βγει από τους κατοίκους της Συχέμ και της Μιλλώ και θα κατακάψει τον Αβιμέλεχ». Μετά ο Ιωθάμ έφυγε με βιάση και κατέφυγε στη Βέερ, μακριά από τον Αβιμέλεχ, τον αδερφό του. Ο Αβιμέλεχ κυβέρνησε τον Ισραήλ τρία χρόνια. Έπειτα έστειλε ο Θεός πνεύμα διχόνοιας ανάμεσα σ’ αυτόν και στους κατοίκους της Συχέμ κι επαναστάτησαν εναντίον του. Έτσι θα πλήρωναν όλοι για τα κακουργήματά τους: Ο Αβιμέλεχ για το φόνο στη Συχέμ των εβδομήντα γιων του Ιερουβάαλ, των αδερφών του, και οι Συχεμίτες, γιατί είχαν βοηθήσει τον Αβιμέλεχ να σκοτώσει τους αδερφούς του. Έτσι, για να κάνουν κακό στον Αβιμέλεχ οι Συχεμίτες, έστησαν ενέδρες στα γύρω βουνά και λήστευαν όλους όσοι περνούσαν από το δρόμο κοντά στην πόλη. Και τα ’μαθε αυτά ο Αβιμέλεχ. Μια μέρα ήρθε στη Συχέμ ο Γαάλ, γιος του Εβέδ, με τους συγγενείς του· οι Συχεμίτες του έδειξαν εμπιστοσύνη. Βγήκαν στα χωράφια, τρύγησαν τ’ αμπέλια τους, πάτησαν τα σταφύλια και γιόρτασαν· έπειτα μπήκαν στο ναό του Θεού τους, έφαγαν και ήπιαν, κι έβρισαν τον Αβιμέλεχ: «Ποιος είναι πια αυτός ο Αβιμέλεχ», έλεγε ο Γαάλ, «που εμείς οι Συχεμίτες θα του είμαστε δούλοι; Ένας γιος του Ιερουβάαλ είναι, και κυβερνάει την πόλη μέσω του Ζεβούλ. Εσείς κοιτάξτε να τα ’χετε καλά με το Χαμόρ, τον ιδρυτή της Συχέμ. Αν είχα εγώ αυτό το λαό στα χέρια μου, θα έδιωχνα τον Αβιμέλεχ. Θα του ’λεγα· “πάρε όλο το στρατό σου και βγες να με πολεμήσεις”». Ο Ζεβούλ, ο άρχοντας της πόλης, έμαθε αυτά που είπε ο Γαάλ κι οργίστηκε. Έστειλε, λοιπόν, κρυφά αγγελιοφόρους στον Αβιμέλεχ στην Αρουμά με το εξής μήνυμα: «Ο Γαάλ, γιος του Εβέδ, ήρθε με τους συγγενείς του στη Συχέμ και ξεσηκώνουν την πόλη εναντίον σου. Σήκω, λοιπόν, τη νύχτα με τους άντρες σου και στήσε ενέδρα στην ύπαιθρο. Το πρωί με την ανατολή του ήλιου, θα σηκωθείς νωρίς και θα εξαπολύσεις επίθεση στην πόλη. Κι όταν ο Γαάλ με τους άντρες του βγουν να σε αντιμετωπίσουν, τότε κάνε τους ό,τι περνάει απ’ το χέρι σου». Ο Αβιμέλεχ σηκώθηκε τη νύχτα μαζί με όλους τους άντρες του κι έστησαν ενέδρα κοντά στην Συχέμ με τέσσερις ομάδες. Όταν ο Γαάλ βγήκε από την πόλη και στάθηκε στην είσοδο της πύλης, τότε σηκώθηκε από την ενέδρα ο Αβιμέλεχ και η ομάδα του. Ο Γαάλ τους είδε και είπε στο Ζεβούλ: «Κοίτα! Λαός κατεβαίνει από τις κορφές των βουνών». Ο Ζεβούλ του είπε: «είναι η σκιά των βουνών κι εσύ την παίρνεις για ανθρώπους». Ο Γαάλ ξαναείπε: «Μα κοίτα, είναι λαός που κατεβαίνει από το βουνό που είναι στο κέντρο της περιοχής, και μια ομάδα έρχεται από τον δρόμο της Βελανιδιάς των Μάντεων». Τότε ο Ζεβούλ του απάντησε: «Πού είναι τώρα τα μεγάλα λόγια που έλεγες: “ποιος είναι ο Αβιμέλεχ, που θα γίνουμε δούλοι του!”; Αυτοί είναι οι άντρες του που περιφρονούσες. Βγες, λοιπόν, τώρα να τον πολεμήσεις». Έτσι, βγήκε ο Γαάλ επικεφαλής των αντρών της Συχέμ και πολέμησε εναντίον του Αβιμέλεχ. Ο Αβιμέλεχ όμως τον έτρεψε σε φυγή και έπεσαν πολλοί θανάσιμα τραυματισμένοι, πριν φτάσουν στην είσοδο της πύλης. Ο Αβιμέλεχ γύρισε στην Αρουμά κι ο Ζεβούλ έδιωξε από τη Συχέμ το Γαάλ και τους συγγενείς του, και τους απαγόρευσε να ξαναγυρίσουν στην πόλη. Την άλλη μέρα οι άντρες της Συχέμ ετοιμάστηκαν να βγουν από την πόλη στους αγρούς. Ο Αβιμέλεχ ειδοποιήθηκε σχετικά, και πήρε τους άντρες του, τους μοίρασε σε τρεις ομάδες και έστησε ενέδρα στην ύπαιθρο. Μόλις είδε το λαό να βγαίνει από την πόλη, όρμησε εναντίον τους και τους χτύπησε. Ο ίδιος και η ομάδα του προχώρησαν προς την πόλη και στάθηκαν στην είσοδο της πύλης, ενώ οι άλλες δύο ομάδες επιτεθήκαν σ’ αυτούς που βρίσκονταν στους αγρούς και τους σκότωσαν. Ο Αβιμέλεχ πολέμησε ενάντια στην πόλη ολόκληρη εκείνη την ημέρα και την κυρίεψε. Σκότωσε τους κατοίκους της, την ερείπωσε και κάλυψε το έδαφός της με αλάτι. Όταν τα ’μαθαν αυτά οι κάτοικοι του φρουρίου της Συχέμ, κλείστηκαν όλοι στο υπόγειο του ναού του Βάαλ-Βερίθ. Όταν ειδοποιήθηκε ο Αβιμέλεχ ότι όλοι οι κάτοικοι του φρουρίου της Συχέμ είχαν συγκεντρωθεί στο υπόγειο του ναού, ανέβηκε μαζί με τους άντρες του στο όρος Σαλμών, έκοψε με το τσεκούρι ένα κλαδί δένδρου, το έβαλε στον ώμο του και τους είπε: «Ό,τι είδατε να κάνω, κάντε το κι εσείς γρήγορα». Έκοψαν λοιπόν όλοι από ένα κλαδί κι ακολούθησαν τον Αβιμέλεχ· έβαλαν τα κλαδιά τους στην είσοδο του υπογείου, τους έβαλαν φωτιά και τα έκαψαν μαζί μ’ εκείνους που βρίσκονταν στο φρούριο. Έτσι πέθαναν όλοι οι άνθρωποι του φρουρίου της Συχέμ, περίπου χίλιοι άντρες και γυναίκες. Έπειτα ο Αβιμέλεχ πήγε και επιτέθηκε στη Θαιβαίς· πολιόρκησε την πόλη και την κυρίεψε. Υπήρχε όμως ένα ισχυρό φρούριο στο κέντρο της πόλης όπου κατέφυγαν και κλείστηκαν όλοι οι κάτοικοι, άντρες και γυναίκες, κι ανέβηκαν στη στέγη του φρουρίου. Ο Αβιμέλεχ έφτασε στο φρούριο, του επιτέθηκε και πλησίασε στην πύλη για να του βάλει φωτιά. Εκείνη τη στιγμή μια γυναίκα έριξε στο κεφάλι του ένα κομμάτι από μυλόπετρα και του ’σπασε το κρανίο. Τότε ο Αβιμέλεχ φώναξε αμέσως τον νεαρό οπλοφόρο του και του είπε: «Τράβα το ξίφος σου και σκότωσέ με, για να μην πουν ότι με σκότωσε μια γυναίκα». Ο νέος τον διαπέρασε με το ξίφος του και πέθανε. Όταν οι Ισραηλίτες είδαν ότι ο Αβιμέλεχ ήταν νεκρός, γύρισαν καθένας στο σπίτι του. Έτσι ο Θεός έκανε να πέσει πάνω στον Αβιμέλεχ, το κακό που είχε κάνει στον πατέρα του, όταν σκότωσε τους εβδομήντα αδερφούς του. Κι έκανε επίσης ο Θεός να πέσει πάνω στους κατοίκους της Συχέμ όλο το κακό που είχαν κάνει. Έτσι εκπληρώθηκε σ’ αυτούς η κατάρα του Ιωθάμ, γιου του Ιερουβάαλ. Μετά το θάνατο του Αβιμέλεχ, αναδείχθηκε σωτήρας του λαού Ισραήλ ο Τωλά, γιος του Πουά κι εγγονός του Δωδώ, από τη φυλή Ισσάχαρ· αυτός κατοικούσε στη Σαμίρ, στην ορεινή περιοχή της φυλής Εφραΐμ. Κυβέρνησε τον Ισραήλ είκοσι τρία χρόνια. Έπειτα πέθανε, και τον έθαψαν στη Ζαμίρ. Μετά τον Τωλά εμφανίστηκε ο Ιαΐρ, ο Γαλααδίτης, ο οποίος κυβέρνησε τον Ισραήλ είκοσι δύο χρόνια. Αυτός είχε τριάντα γιους, που ίππευαν σε τριάντα πουλάρια και είχαν ιδιοκτησία τους τριάντα κεφαλοχώρια. Αυτά μέχρι σήμερα ονομάζονται «Κεφαλοχώρια του Ιαΐρ» και βρίσκονται στην περιοχή της Γαλαάδ. Όταν πέθανε ο Ιαΐρ, τον έθαψαν στην Καμών. Οι Ισραηλίτες έπραξαν πάλι ό,τι δυσαρεστεί τον Κύριο και λάτρεψαν τους Βάαλ και τις Αστάρτες, τους θεούς των Αραμαίων, των Σιδωνίων, των Μωαβιτών, των Αμμωνιτών, και των Φιλισταίων· τον Κύριο τον εγκατέλειψαν και δεν τον λάτρευαν πια. Τότε οργίστηκε ο Κύριος εναντίον των Ισραηλιτών και τους παρέδωσε στους Φιλισταίους και στους Αμμωνίτες. Από τότε και για δεκαοχτώ χρόνια αυτοί καταπίεζαν και τυραννούσαν τους Ισραηλίτες, αυτούς που ήταν εγκατεστημένοι ανατολικά του Ιορδάνη, στην περιοχή της Γαλαάδ, στη χώρα των Αμορραίων. Επίσης οι Αμμωνίτες διάβηκαν τον Ιορδάνη, για να πολεμήσουν εναντίον των φυλών Ιούδα, Βενιαμίν και Εφραΐμ. Έτσι οι Ισραηλίτες βρέθηκαν σε μεγάλη απόγνωση. Τότε επικαλέστηκαν τον Κύριο: «Θεέ μας, αμαρτήσαμε απέναντί σου», του είπαν, «γιατί εγκαταλείψαμε εσένα και λατρέψαμε τους Βάαλ». Ο Κύριος είπε στους Ισραηλίτες: «Δεν σας έσωσα από τους Αιγύπτιους και τους Αμορραίους, από τους Αμμωνίτες και τους Φιλισταίους; Όταν οι Σιδώνιοι, οι Αμαληκίτες και οι Μαδιανίτες σάς καταπίεζαν και μ’ επικαλεστήκατε, εγώ δεν σας ελευθέρωσα τότε απ’ αυτούς; Εσείς όμως με αφήσατε και λατρέψατε άλλους Θεούς. Γι’ αυτό δεν θα σας ελευθερώσω άλλη φορά. Πηγαίνετε και ζητήστε βοήθεια από τους θεούς που διαλέξατε. Αυτοί να σας βοηθήσουν στον καιρό της δυστυχίας σας». Είπαν τότε οι Ισραηλίτες στον Κύριο: «Αμαρτήσαμε· κάνε σ’ εμάς ό,τι σου αρέσει, μόνο ελευθέρωσέ μας, σε παρακαλούμε, σήμερα». Μετά πέταξαν τους ξένους θεούς που είχαν και λάτρεψαν τον Κύριο. Κι εκείνος δεν μπορούσε πια να υπομένει τη δυστυχία τους. Οι Αμμωνίτες συγκεντρώθηκαν για πόλεμο και στρατοπέδευσαν στη Γαλαάδ. Μαζεύτηκαν και οι Ισραηλίτες και στρατοπέδευσαν στη Μισπά. Ο λαός και οι άρχοντες των φυλών που είχαν εγκατασταθεί στη Γαλαάδ, έλεγαν μεταξύ τους: «Ποιος θα ξεκινήσει τον πόλεμο εναντίον των Αμμωνιτών; Αυτός θα γίνει αρχηγός σ’ όλους τους κατοίκους της Γαλαάδ». Ο Ιεφθάε, ο Γαλααδίτης, ήταν γενναίος πολεμιστής. Ήταν γιος πόρνης. Πατέρας του ήταν ο Γαλαάδ. Η νόμιμη γυναίκα του Γαλαάδ του είχε γεννήσει γιους, οι οποίοι όταν μεγάλωσαν, έδιωξαν τον Ιεφθάε και του είπαν: «Εσύ δεν έχεις μερίδιο στην περιουσία του πατέρα μας, γιατί είσαι γιος άλλης γυναίκας». Τότε έφυγε ο Ιεφθάε μακριά απ’ τους αδερφούς του κι εγκαταστάθηκε στη χώρα Τωβ. Εκεί μάζεψε γύρω του μερικούς τυχοδιώκτες, οι οποίοι έβγαιναν μαζί του στις επιδρομές που έκανε. Ύστερα από λίγον καιρό οι Αμμωνίτες έκαναν πόλεμο εναντίον του Ισραήλ. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, οι πρεσβύτεροι της Γαλαάδ πήγαν να πάρουν τον Ιεφθάε από την Τωβ. «Έλα», του είπαν, «να γίνεις αρχηγός μας, για να πολεμήσουμε εναντίον των Αμμωνιτών». Αλλά ο Ιεφθάε τους είπε: «Εσείς δεν είστε εκείνοι που με μισήσατε και με διώξατε από το σπίτι του πατέρα μου; Γιατί ήρθατε σ’ εμένα τώρα που έχετε ανάγκη;» Αυτοί του απάντησαν: «Να, λοιπόν, γιατί ερχόμαστε τώρα σ’ εσένα: για να έρθεις μαζί μας και να πολεμήσεις τους Αμμωνίτες, και να γίνεις αρχηγός μας και αρχηγός όλων των κατοίκων της Γαλαάδ». Ο Ιεφθάε τους είπε: «Αν με φέρετε πίσω για να πολεμήσω τους Αμμωνίτες κι ο Κύριος τους παραδώσει σ’ εμένα, είναι βέβαιο πως θα γίνω αρχηγός σας;» Οι πρεσβύτεροι του απάντησαν: «Ο Κύριος ας είναι μάρτυρας ανάμεσά μας, ότι οπωσδήποτε θα κάνουμε ό,τι είπες». Τότε ο Ιεφθάε έφυγε μαζί τους και ο λαός τον έκανε αρχηγό και ηγεμόνα του. Και επανέλαβε ο Ιεφθάε όλα τα λόγια της συμφωνίας ενώπιον του Κυρίου στη Μισπά. Ο Ιεφθάε έστειλε αγγελιοφόρο στο βασιλιά των Αμμωνιτών και του έλεγε: «Τι συμβαίνει ανάμεσα σ’ εμένα και σ’ εσένα κι ήρθες στη χώρα μου να πολεμήσεις εναντίον μου;» Ο βασιλιάς των Αμμωνιτών απάντησε στους αγγελιοφόρους του Ιεφθάε: «Όταν οι Ισραηλίτες βγήκαν από την Αίγυπτο, κατέλαβαν τη χώρα μου, από την κοιλάδα Αρνών ως το χείμαρρο Ιαββόκ και ως τον Ιορδάνη. Τώρα λοιπόν δώστε πίσω ειρηνικά όλα αυτά τα εδάφη». Ο Ιεφθάε έστειλε πάλι αγγελιοφόρους στο βασιλιά των Αμμωνιτών, για να του πουν εκ μέρους του: «Δεν κατέλαβαν οι Ισραηλίτες τα εδάφη των Μωαβιτών ούτε των Αμμωνιτών. Όταν βγήκαν από την Αίγυπτο, πέρασαν μέσα από την έρημο ως την Ερυθρά Θάλασσα κι έφτασαν στην Κάδης. Τότε έστειλαν αγγελιοφόρους στο βασιλιά της Εδώμ, και του είπαν: “άφησέ μας, σε παρακαλούμε, να περάσουμε μέσα από τη χώρα σου”. Αλλά εκείνος δεν τους άκουσε. Έστειλαν και στο βασιλιά της Μωάβ αγγελιοφόρους, αλλά ούτ’ εκείνος θέλησε να τους αφήσει. Έτσι οι Ισραηλίτες έμειναν στην Κάδης. Στη συνέχεια πέρασαν μέσα από την έρημο, παρέκαμψαν τις χώρες της Εδώμ και της Μωάβ κι έφτασαν ανατολικά της Μωάβ και στρατοπέδευσαν από την άλλη όχθη του ποταμού Αρνών· δεν πέρασαν όμως μέσα από τη Μωάβ, αφού ο Αρνών αποτελεί το σύνορό της. Τότε οι Ισραηλίτες έστειλαν αγγελιοφόρους στο Σιχόν, βασιλιά των Αμορραίων, που βασίλευε στην Εσεβών, και του είπαν: “άφησέ μας σε παρακαλούμε, να περάσουμε μέσα από τη χώρα σου για να πάμε στον τόπο μας”. Αλλά ο Σιχόν δεν εμπιστεύτηκε τους Ισραηλίτες να τους αφήσει να περάσουν μέσ’ από τη χώρα του. Μάζεψε όλο το στρατό του και στρατοπέδευσε στην Ιασά και πολέμησε εναντίον τους. Τότε ο Κύριος, ο Θεός του Ισραήλ, παρέδωσε το Σιχόν και όλο τον στρατό του στους Ισραηλίτες. Τον νίκησαν, και κυρίεψαν όλη την περιοχή όπου κατοικούσαν οι Αμορραίοι, από την κοιλάδα Αρνών ως το χείμαρρο Ιαββόκ και από την έρημο ως τον Ιορδάνη. Ήταν ο Κύριος, ο Θεός του Ισραήλ, που έδιωξε τους Αμορραίους μπροστά από το λαό του· κι εσύ τώρα θέλεις να μας πάρεις την ιδιοκτησία μας; Μήπως εσύ δεν έχεις στην κατοχή σου τη χώρα που σου έδωσε ο Χεμώς, ο θεός σου; Το ίδιο κι εμείς έχουμε στην ιδιοκτησία μας ό,τι μας έδωσε ο Κύριος, ο Θεός μας. Μήπως νομίζεις ότι εσύ είσαι καλύτερος από το Βαλάκ, γιο του Σιππώρ και βασιλιά της Μωάβ; Αλλά εκείνος δε φιλονίκησε ποτέ με τους Ισραηλίτες ούτε πολέμησε ποτέ εναντίον τους. Εδώ και τριακόσια χρόνια οι Ισραηλίτες κατοικούν στην Εσεβών, στην Αρώρ και στα περίχωρά τους, καθώς και σ’ όλες τις πόλεις πλάι στις όχθες του Αρνών. Γιατί δεν τους τις πήρατε όλον αυτό τον καιρό; Εγώ δε σου έκανα κανένα κακό, ενώ εσύ μου κάνεις κακό, πολεμώντας εναντίον μου. Ο Κύριος, ο κριτής όλων, ας αποφασίσει σήμερα ανάμεσα στους Ισραηλίτες και στους Αμμωνίτες!» Ο βασιλιάς των Αμμωνιτών, όμως, δεν έδωσε σημασία στα λόγια που του διαβίβασε ο Ιεφθάε. Τότε ήρθε το Πνεύμα του Κυρίου στον Ιεφθάε κι αυτός πέρασε μέσα από τη Γαλαάδ και την περιοχή της φυλής Μανασσή· έφτασε στη Μισπά της Γαλαάδ και από ’κει πέρασε στα εδάφη των Αμμωνιτών. Κι έκανε τάμα ο Ιεφθάε στον Κύριο: «Αν πράγματι παραδώσεις τους Αμμωνίτες στην εξουσία μου», του είπε, «τότε όποιος βγει πρώτος από την πόρτα του σπιτιού μου να με προϋπαντήσει, όταν με το καλό θα επιστρέφω από τον πόλεμο των Αμμωνιτών, αυτός θ’ ανήκει σ’ εσένα, Κύριε, και θα σου τον προσφέρω ολοκαύτωμα». Έτσι ο Ιεφθάε πέρασε τα σύνορα για να πολεμήσει τους Αμμωνίτες κι ο Κύριος τους παρέδωσε σ’ αυτόν. Τους χτύπησε από την Αρώρ ως τη Μινίθ, περιοχή με είκοσι πόλεις, κι ως την Αβέλ-Κεραμίμ. Η ήττα τους ήταν πολύ μεγάλη· έτσι οι Αμμωνίτες έγιναν υποτελείς στους Ισραηλίτες. Όταν ο Ιεφθάε γυρνούσε στο σπίτι του, στη Μισπά, βγήκε η κόρη του να τον προϋπαντήσει με τύμπανα και με χορούς. Ήταν το μοναχοπαίδι του. Εκτός απ’ αυτήν δεν είχε ούτε γιο ούτε άλλη κόρη. Όταν την είδε ο Ιεφθάε έσχισε μ’ απόγνωση τα ρούχα του και είπε: «Αχ, κόρη μου, με βύθισες στη δυστυχία! Πόση θλίψη μού ’φερες κι εσύ! Έχω δεσμευτεί με λόγο ενώπιον του Κυρίου και δεν μπορώ ν’ ανακαλέσω την υπόσχεσή μου». Εκείνη αποκρίθηκε: «Πατέρα μου, αν έδωσες λόγο στον Κύριο, κάνε για μένα ό,τι του υποσχέθηκες, αφού ο Κύριος εκδικήθηκε για σένα τους εχθρούς σου, τους Αμμωνίτες». Είπε ακόμα στον πατέρα της: «Κάνε μου μόνο αυτή τη χάρη: άφησέ με δυο μήνες, να πάω ν’ ανέβω στα βουνά και να κλάψω την παρθενία μου μαζί με τις φίλες μου». Εκείνος της είπε: «Πήγαινε». Έτσι την έστειλε για δυο μήνες μαζί με τις φίλες της και πήγαν πάνω στα βουνά να κλάψουν την παρθενία της. Όταν τέλειωσαν οι δύο μήνες, γύρισε στον πατέρα της κι αυτός εκπλήρωσε με την κόρη του το τάξιμο που είχε κάνει. Η κοπέλα δεν είχε γνωρίσει άντρα. Από τότε έγινε έθιμο στο λαό Ισραήλ, να πηγαίνουν κάθε χρόνο οι κόρες των Ισραηλιτών και να κλαίνε την κόρη του Ιεφθάε, του Γαλααδίτη, για τέσσερις μέρες. Οι άντρες της φυλής Εφραΐμ συγκεντρώθηκαν και πήγαν βόρεια· βρήκαν τον Ιεφθάε και του είπαν: «Γιατί πήγες να πολεμήσεις τους Αμμωνίτες και δε μας κάλεσες να πολεμήσουμε κι εμείς μαζί σου; Τώρα θα κάψουμε το σπίτι σου κι εσένα μαζί». Ο Ιεφθάε τους απάντησε: «Όταν εγώ και ο λαός μου βρισκόμασταν σε πολύ μεγάλες διαμάχες με τους Αμμωνίτες, σας κάλεσα, αλλά εσείς δεν μ’ ελευθερώσατε απ’ αυτούς. Αφού είδα ότι εσείς δεν ερχόσασταν να με βοηθήσετε, ριψοκινδύνεψα κι επιτέθηκα εναντίον τους κι ο Κύριος τους παρέδωσε στην εξουσία μου. Γιατί, λοιπόν, σήμερα ερχόσαστε να με πολεμήσετε;» Ο Ιεφθάε συγκέντρωσε τότε όλους τους άντρες της Γαλαάδ και πολέμησε τους Εφραϊμίτες. Οι Γαλααδίτες νίκησαν τους Εφραϊμίτες. Αυτοί έλεγαν: «Πρόσφυγες της φυλής Εφραΐμ είσαστε εσείς οι Γαλααδίτες, ανάμεσα στους Εφραϊμίτες και στους Μανασσίτες». Μετά οι Γαλααδίτες έπιασαν τα περάσματα του Ιορδάνη για να μη μπορούν να γυρίσουν πίσω οι Εφραϊμίτες. Κάθε φορά που ένας απ’ τους καταδιωγμένους Εφραϊμίτες ζητούσε να περάσει, οι Γαλααδίτες τον ρωτούσαν: «Μήπως είσαι Εφραϊμίτης;» Κι αν εκείνος απαντούσε «όχι», τον έβαζαν να προφέρει τη λέξη «Σχιββώλεθ». Αυτός έλεγε: «Σιββώλεθ», γιατί δεν μπορούσε να προφέρει σωστά τη λέξη. Τότε τον έπιαναν και τον σκότωναν. Έτσι, εκεί στα περάσματα του Ιορδάνη σκοτώθηκαν τότε σαράντα δύο χιλιάδες Εφραϊμίτες. Ο Ιεφθάε ο Γαλααδίτης κυβέρνησε τον Ισραήλ έξι χρόνια. Έπειτα πέθανε και τον έθαψαν στη γενέτειρα πόλη του, στη Γαλαάδ. Μετά τον Ιεφθάε κυβέρνησε τον Ισραήλ ο Ιβσάν από τη Βηθλεέμ. Αυτός είχε τριάντα γιους και τριάντα κόρες. Έδωσε τις κόρες του σε γάμο έξω από τη φυλή του κι έφερε για τους γιους του τριάντα κόρες από άλλη φυλή. Κυβέρνησε τον Ισραήλ εφτά χρόνια. Όταν πέθανε ο Ιβσάν, τον έθαψαν στη Βηθλεέμ. Μετά απ’ αυτόν, κυβέρνησε τον Ισραήλ ο Αιλών από τη φυλή Ζαβουλών. Κυβέρνησε δέκα χρόνια τον Ισραήλ. Όταν πέθανε, τον έθαψαν στην Αϊαλών, στην περιοχή της φυλής Ζαβουλών. Μετά απ’ αυτόν, κυβέρνησε τον Ισραήλ, ο Αβδών, γιος του Ιλλέλ, ο Πιραθωνίτης. Αυτός είχε σαράντα γιους και τριάντα εγγόνια, που ίππευαν σε εβδομήντα πουλάρια. Κυβέρνησε τον Ισραήλ οκτώ χρόνια. Όταν πέθανε ο Αβδών, τον έθαψαν στην Πιραθών, στην περιοχή της φυλής Εφραΐμ, στο βουνό των Αμαληκιτών. Οι Ισραηλίτες δυσαρέστησαν πάλι με τις πράξεις τους τον Κύριο κι αυτός τους παρέδωσε στους Φιλισταίους για σαράντα χρόνια. Εκείνο τον καιρό ζούσε στη Σωρεά κάποιος που ονομαζόταν Μανωάχ και προερχόταν από τη φυλή Δαν. Η γυναίκα του ήταν στείρα· δε γεννούσε παιδιά. Μια μέρα παρουσιάστηκε στη γυναίκα ο άγγελος του Κυρίου και της είπε: «Εσύ τώρα είσαι στείρα και δε γεννάς· αλλά θα μείνεις έγκυος και θα γεννήσεις γιο. Πρόσεχε, λοιπόν, από τώρα να μην πίνεις κρασί και άλλα δυνατά ποτά και να μην τρως τίποτε ακάθαρτο, εξαιτίας της εγκυμοσύνης σου. Γιατί ο γιος που θα γεννήσεις θα είναι Ναζηραίος, δηλαδή αφιερωμένος στο Θεό απ’ την κοιλιά της μάνας του, και δε θα του κόψουν τα μαλλιά. Αυτός θ’ αρχίσει να ελευθερώνει τον Ισραήλ από τους Φιλισταίους». Η γυναίκα ήρθε και είπε στον άντρα της: «Μου παρουσιάστηκε ένας άνθρωπος του Θεού. Η όψη του ήταν σαν όψη αγγέλου του Θεού και προκαλούσε μεγάλον τρόμο. Δεν τον ρώτησα από πού έρχεται ούτε αυτός μου είπε τ’ όνομά του. Αλλά μου είπε ότι θα μείνω έγκυος και θα γεννήσω γιο· δεν πρέπει, λοιπόν, να πίνω κρασί και άλλα δυνατά ποτά ούτε να τρώω τίποτε ακάθαρτο, γιατί το παιδί θα είναι αφιερωμένο στο Θεό από την κοιλιά της μάνας του ως την ημέρα του θανάτου του». Τότε ο Μανωάχ προσευχήθηκε στον Κύριο: «Κύριε», είπε, «σε παρακαλώ, ας ξανάρθει ο άνθρωπος του Θεού, κι ας μας διδάξει τι πρέπει να κάνουμε στο παιδί που θα γεννηθεί». Ο Θεός άκουσε την προσευχή του και ξανάρθε ο άγγελος του Θεού στη γυναίκα, την ώρα που αυτή βρισκόταν στο χωράφι. Ο άντρας της, δεν ήταν μαζί της. Εκείνη τότε έτρεξε γρήγορα να του το αναγγείλει: «Μου παρουσιάστηκε πάλι ο άνθρωπος που είχε έρθει εκείνη την μέρα», του είπε. Ο Μανωάχ σηκώθηκε αμέσως κι ακολούθησε τη γυναίκα του, πλησίασε τον άνθρωπο και του είπε: «Εσύ είσαι ο άνθρωπος που μίλησες στη γυναίκα μου;» Κι αυτός απάντησε: «Εγώ είμαι». Ο Μανωάχ τον ρώτησε: «Αν τώρα εκπληρωθούν τα λόγια σου, τι θα πρέπει να προσέξουμε σχετικά με το παιδί και τι θα πρέπει να κάνουμε γι’ αυτό;» Ο άγγελος του απάντησε: «Η γυναίκα να φυλαχτεί απ’ όλα όσα της είπα. Δε θα τρώει τίποτε απ’ ό,τι παράγεται στο αμπέλι, δε θα πίνει κρασί και άλλα δυνατά ποτά και δε θα τρώει τίποτε ακάθαρτο. Θα τηρήσει όλα όσα τη διέταξα». Ο Μανωάχ είπε στον άγγελο του Κυρίου: «Δέξου να σε κρατήσουμε, λοιπόν· θα σου ετοιμάσουμε ένα κατσικάκι». Αλλά ο άγγελος του Κυρίου τού απάντησε: «Κι αν ακόμα με κρατήσεις, δε θα φάω από το φαγητό σου· αν όμως θέλεις να προσφέρεις ολοκαύτωμα, πρόσφερέ το στον Κύριο». Ο Μανωάχ δεν ήξερε ότι αυτός ήταν ο άγγελος του Κυρίου. Τότε ρώτησε τον άγγελο: «Ποιο είναι το όνομά σου, για να σε τιμήσουμε όταν εκπληρωθεί ο λόγος σου;» Ο άγγελος του Κυρίου του απάντησε: «Γιατί ρωτάς για τ’ όνομά μου; Είναι όνομα θαυμαστό». Τότε πήρε ο Μανωάχ ένα κατσίκι και την αναίμακτη θυσία και τα πρόσφερε πάνω σ’ ένα βράχο στον Κύριο, ο οποίος κάνει θαύματα. Κι ενώ μαζί με τη γυναίκα του παρατηρούσαν τις φλόγες που ανέβαιναν από το θυσιαστήριο στον ουρανό, είδαν τον άγγελο του Κυρίου να υψώνεται μέσα στις φλόγες. Ο Μανωάχ και η γυναίκα του, βλέποντάς το έπεσαν με το πρόσωπο στη γη. Ο άγγελος του Κυρίου δεν παρουσιάστηκε πια στο Μανωάχ και στη γυναίκα του. Τότε αυτός κατάλαβε ότι επρόκειτο για τον άγγελο του Κυρίου. Ο Μανωάχ είπε στη γυναίκα του: «Τώρα το δίχως άλλο θα πεθάνουμε, γιατί είδαμε το Θεό». Αλλά η γυναίκα του τού είπε: «Αν ο Κύριος ήθελε να μας θανατώσει, δε θα δεχόταν από τα χέρια μας τη θυσία του ολοκαυτώματος και την αναίμακτη προσφορά, και δεν θα μας άφηνε να τα δούμε όλα αυτά, ούτε ν’ ακούσουμε τέτοια πράγματα». Η γυναίκα, λοιπόν, γέννησε γιο και τον ονόμασαν Σαμψών· το παιδί μεγάλωνε και ο Κύριος το ευλογούσε. Βρισκόταν στο στρατόπεδο του Δαν, ανάμεσα στη Σωρεά και στην Εσταόλ, όταν το Πνεύμα του Θεού άρχισε να τον οδηγεί σε δράση. Κάποτε ο Σαμψών κατέβηκε στην Τιμναθά κι εκεί είδε μια νεαρή Φιλισταία. Όταν γύρισε σπίτι του, μίλησε στους γονείς του: «Στην Τιμναθά», τους είπε, «γνώρισα μια κοπέλα Φιλισταία. Θέλω να τη ζητήσετε για να γίνει γυναίκα μου». Οι γονείς του τού είπαν: «Καλά, δεν υπάρχει καμιά γυναίκα ανάμεσα στις κόρες των ομοεθνών σου, στο λαό μας, και θέλεις να πάρεις γυναίκα από τους Φιλισταίους, αυτούς τους απερίτμητους;» Αλλά ο Σαμψών απάντησε στον πατέρα του: «Εμένα αυτή μ’ αρέσει· ζήτησέ την για μένα να την παντρευτώ». Οι γονείς του δεν ήξεραν ότι αυτό προερχόταν από τον Κύριο, ο οποίος ζητούσε αφορμή για να τα βάλει με τους Φιλισταίους, γιατί εκείνο τον καιρό οι Φιλισταίοι ήταν επικυρίαρχοι στον Ισραήλ. Κατέβηκαν, λοιπόν, ο Σαμψών και οι γονείς του στην Τιμναθά. Όταν έφτασαν στα αμπέλια της πόλης, ένα λιονταράκι όρμησε μουγγρίζοντας πάνω στον Σαμψών. Τότε το Πνεύμα του Κυρίου ήρθε πάνω στο Σαμψών και με μόνο τα χέρια του το ξέσκισε, όπως θα ξέσκιζε ένα κατσικάκι. Δεν είπε όμως τίποτε στους γονείς του γι’ αυτό του το κατόρθωμα. Κατέβηκε στην πόλη και συνάντησε τη γυναίκα, η οποία του άρεσε πολύ. Μετά από μέρες, επιστρέφοντας πάλι στην Τιμναθά, για να πάρει την κοπέλα γυναίκα του, βγήκε λίγο απ’ το δρόμο του, για να δει το πτώμα του λιονταριού, και βλέπει μες στο πτώμα ένα σμάρι μέλισσες και μέλι. Μάζεψε μέλι στις χούφτες του και καθώς προχωρούσε στο δρόμο του, έτρωγε. Όταν πήγε στους γονείς του τους έδωσε μέλι κι έφαγαν. Αλλά δεν τους είπε ότι το είχε πάρει μέσα απ’ το κουφάρι του λιονταριού. Ο πατέρας του επισκέφθηκε το σπίτι της νύφης του κι ο Σαμψών ετοίμασε εκεί γαμήλιο συμπόσιο, όπως συνήθιζαν τότε οι νέοι. Όταν τον είδαν οι Φιλισταίοι έστειλαν τριάντα νέους να τον συντροφεύουν. Ο Σαμψών τους είπε: «Θα σας πω ένα αίνιγμα· αν μου το λύσετε στις εφτά μέρες που θα διαρκέσει το συμπόσιο, θα σας δώσω τριάντα λινές πουκαμίσες και τριάντα γιορτινές φορεσιές· αν όμως δεν μπορέσετε να μου το λύσετε, τότε εσείς θα μου δώσετε τριάντα λινές πουκαμίσες και τριάντα γιορτινές φορεσιές. Αυτοί του απάντησαν: «Πες μας το αίνιγμά σου, να το ακούσουμε». Ο Σαμψών τους είπε: «Από ’κείνον που τρώει, βγήκε εκείνο που τρώγεται. Απ’ αυτόν που ’χει δύναμη βγήκε αυτό που ’χει γλύκα. Τι είναι;» Τρεις μέρες, πέρασαν, και δεν μπόρεσαν να λύσουν το αίνιγμα οι νέοι. Την τέταρτη μέρα είπαν στη γυναίκα του Σαμψών: «Προσπάθησε με κολακείες να καταφέρεις τον άντρα σου να μας εξηγήσει το αίνιγμα, για να μην βάλουμε φωτιά και σας κάψουμε κι εσένα και το σπίτι του πατέρα σου. Μας καλέσατε εδώ, για να μας γδύσετε;» Τότε η γυναίκα του Σαμψών έπεσε στο λαιμό του κλαίγοντας και του είπε: «Σίγουρα με μισείς· δεν μ’ αγαπάς! Έβαλες ένα αίνιγμα στους συμπατριώτες μου και σ’ εμένα δεν το εξήγησες». Ο Σαμψών της είπε: «Εγώ δεν το εξήγησα στον πατέρα μου και στη μάνα μου· θα το εξηγήσω σ’ εσένα;» Αυτή συνέχισε να πέφτει στο λαιμό του και να κλαίει, ώσπου τέλειωσαν οι εφτά μέρες που κράτησε το συμπόσιο. Την έβδομη πια μέρα, της έδωσε τη λύση, γιατί τον είχε ταλαιπωρήσει πολύ. Κι αυτή έδωσε τη λύση του αινίγματος στους συμπατριώτες της. Την έβδομη μέρα, πριν βασιλέψει ο ήλιος και μπει στο νυφικό δωμάτιο, οι άντρες της πόλεις τού είπαν: «Τι απ’ το μέλι πιο γλυκό; κι απ’ το λιοντάρι πιο δυνατό;» Κι αυτός τους απάντησε: «Αν με τη δαμαλίτσα μου δεν είχατε οργώσει, λύση στο αίνιγμά μου δεν θα είχατε δώσει». Τότε ήρθε σ’ αυτόν το Πνεύμα του Κυρίου και κατέβηκε στην Ασκάλωνα, σκότωσε τριάντα άντρες, πήρε τα υπάρχοντά τους, έδωσε τα ρούχα σ’ εκείνους που έλυσαν το αίνιγμα και πήγε οργισμένος στο σπίτι του πατέρα του. Τη γυναίκα του Σαμψών την έδωσαν στον κουμπάρο του, που ήταν φίλος του. Ύστερα από λίγον καιρό, την εποχή που θέριζαν τα στάρια, ο Σαμψών επισκέφθηκε τη γυναίκα του και της έφερε ένα κατσίκι. Αλλά όταν ζήτησε να πλαγιάσει με τη γυναίκα του στο νυφικό δωμάτιο, ο πατέρας της δεν τον άφησε να μπει. «Σκέφτηκα, αλήθεια», του είπε, «πως εσύ τη μισείς θανάσιμα, και γι’ αυτό την έδωσα στον κουμπάρο σου. Αλλά η μικρή αδερφή της είναι ωραιότερη από κείνην. Μπορείς να πάρεις αυτήν αντί για κείνην». Τότε είπε ο Σαμψών: «Αυτή τη φορά δε θα φταίω εγώ για το κακό που θα κάνω στους Φιλισταίους». Πήγε, λοιπόν, κι έπιασε τριακόσιες αλεπούδες, βρήκε και δαυλούς· έδεσε ουρά με ουρά τις αλεπούδες και έβαλε από έναν δαυλό ανάμεσα σε κάθε ζευγάρι ουρές. Άναψε τους δαυλούς κι άφησε τις αλεπούδες ελεύθερες στα σπαρτά των Φιλισταίων. Έτσι κάηκαν τα πάντα· τα δεμάτια ως και τα αθέριστα σπαρτά, ακόμη και τ’ αμπέλια και οι ελιές. Τότε ρώτησαν οι Φιλισταίοι: «Ποιος το έκανε αυτό;». Και τους απάντησαν: «Ο Σαμψών, ο γαμπρός του Τιμναθίτη, γιατί ο πεθερός του πήρε τη γυναίκα του και την έδωσε στον κουμπάρο του». Τότε ανέβηκαν οι Φιλισταίοι κι έκαψαν κι αυτήν και το σπίτι του πατέρα της. Ο Σαμψών τους είπε: «Έτσι που φερθήκατε, δε θα ησυχάσω αν δεν σας εκδικηθώ». Και τους χτύπησε αλύπητα με μεγάλη σφαγή. Έπειτα πήγε κι έμεινε σε μια σπηλιά του βράχου της Ετάμ. Οι Φιλισταίοι ανέβηκαν και στρατοπέδευσαν στην περιοχή της φυλής Ιούδα και απλώθηκαν ως τη Λεχί. Οι άντρες της φυλής Ιούδα τους ρώτησαν: «Γιατί ήρθατε να μας χτυπήσετε;» Αυτοί αποκρίθηκαν: «Ήρθαμε για να δέσουμε το Σαμψών και να του κάνουμε ό,τι μας έκανε». Τότε κατέβηκαν τρεις χιλιάδες άντρες της φυλής Ιούδα στη σπηλιά του βράχου της Ετάμ και είπαν στο Σαμψών: «Δεν ξέρεις ότι οι Φιλισταίοι μας εξουσιάζουν; Τι είναι, λοιπόν, αυτό που μας έκανες;» Εκείνος τους απάντησε: «Ό,τι μου έκαναν, αυτό τους έκανα». Τότε του είπαν: «Εμείς ήρθαμε εδώ να σε δέσουμε και να σε παραδώσουμε στους Φιλισταίους». Και τους είπε ο Σαμψών: «Ορκιστείτε μου ότι δε θα με σκοτώσετε εσείς». Του απάντησαν: «Όχι, αλλά θα σε δέσουμε γερά και θα σε παραδώσουμε σ’ αυτούς. Πάντως δε θα σε σκοτώσουμε». Τον έδεσαν, λοιπόν, με δύο καινούρια σχοινιά και τον έβγαλαν έξω από τον βράχο. Όταν έφτασε στη Λεχί, οι Φιλισταίοι έτρεχαν με αλαλαγμούς να τον συναντήσουν. Τότε το Πνεύμα του Κυρίου ήρθε πάνω του, και τα σχοινιά που έδεναν τα μπράτσα του έσπασαν σαν λινές κλωστές καμένες στη φωτιά, και οι χειροπέδες του κομματιάστηκαν κι έπεσαν απ’ τα χέρια του. Κάπου εκεί βρήκε το σαγόνι ενός πρόσφατα σκοτωμένου γαϊδουριού, το πήρε στο χέρι του και σκότωσε μ’ αυτό χίλιους άντρες. Τότε είπε: «Μ’ ένα σαγόνι γαϊδουριού τους ξέκανα, μ’ ένα σαγόνι γαϊδουριού σκότωσα χίλιους άντρες». Μετά απ’ αυτό, πέταξε το σαγόνι από το χέρι του. Κι ονόμασαν εκείνο τον τόπο Ραμάθ-Λεχί (Απόρριψη). Ξάφνου δίψασε πάρα πολύ και φώναξε στον Κύριο: «Εσύ μέσω του δούλου σου έδωσες τη μεγάλη αυτή σωτηρία· και τώρα να πεθάνω από δίψα και να πέσω στα χέρια των απερίτμητων;» Τότε ο Θεός έσχισε το κοίλωμα του βράχου που βρίσκεται στη Λεχί, και βγήκε από ’κει νερό· ήπιε ο Σαμψών κι αναζωογονήθηκε και έζησε. Γι’ αυτό ονόμασε την πηγή εκείνη Αιν-Ακκορέ (Πηγή Επικαλουμένου)· κι αυτή σώζεται μέχρι σήμερα στη Λεχί. Ο Σαμψών κυβέρνησε τον Ισραήλ στις μέρες των Φιλισταίων για είκοσι χρόνια. Μια μέρα ο Σαμψών πήγε στη Γάζα κι εκεί είδε μια πόρνη και πλάγιασε μαζί της. Ανάμεσα στους κατοίκους της Γάζας κυκλοφόρησε η είδηση: «Ο Σαμψών ήρθε εδώ». Τον περικύκλωσαν, λοιπόν, και παραμόνευαν όλη τη νύχτα περιμένοντας την αυγή, με σκοπό να τον σκοτώσουν όταν θα φώτιζε». Αλλά ο Σαμψών κοιμήθηκε ως τα μεσάνυχτα. Εκείνη περίπου την ώρα σηκώθηκε, έπιασε τα θυρόφυλλα της πύλης της πόλεως μαζί με τους δύο παραστάτες, τα φόρτωσε στους ώμους του μαζί με την αμπάρα και τα ανέβασε στην κορυφή του βουνού που υψώνεται απέναντι στη Χεβρών. Μετά απ’ αυτά, αγάπησε μια γυναίκα, που ονομαζόταν Δαλιδά και κατοικούσε στην πεδιάδα Σωρέκ. Οι άρχοντες των Φιλισταίων πήγαν και τη βρήκαν και της είπαν: «Προσπάθησε με κολακείες να μάθεις από το Σαμψών πού βρίσκεται η μεγάλη δύναμή του και πώς μπορούμε να τον νικήσουμε, για να τον δέσουμε και να τον υποτάξουμε. Κι εμείς θα σου δώσουμε χίλιους εκατό ασημένιους σίκλους ο καθένας». Τότε η Δαλιδά ρώτησε το Σαμψών: «Πες μου, σε παρακαλώ, από πού προέρχεται η μεγάλη δύναμή σου και πώς μπορεί κανείς να σε δέσει για να σε υποτάξει;» Ο Σαμψών της είπε: «Αν με δέσουν με εφτά νωπά νεύρα, που δεν έχουν ακόμη ξεραθεί, τότε θα χάσω τη δύναμή μου και θα γίνω σαν ένας κοινός άνθρωπος». Τότε οι άρχοντες των Φιλισταίων της έφεραν εφτά νωπά νεύρα και μ’ αυτά τον έδεσε. Στο μεταξύ αυτή είχε κρύψει ανθρώπους, που περίμεναν έτοιμοι, στο εσωτερικό του σπιτιού. Ξαφνικά του φώναξε: «Σαμψών, οι Φιλισταίοι έρχονται εναντίον σου!» Τότε αυτός έσπασε τα νεύρα, όπως σπάει η κλωστή του στουπιού, όταν πλησιάζει στη φωτιά. Έτσι δεν αποκαλύφθηκε το μυστικό της δύναμής του. Τότε είπε η Δαλιδά στο Σαμψών: «Με γέλασες και μου είπες ψέματα. Πες μου, λοιπόν, τώρα, πώς μπορεί κανείς να σε δέσει;» Αυτός της απάντησε: «Αν με δέσουν γερά με καινούρια σχοινιά, που δεν τα ’χουν ακόμα χρησιμοποιήσει σε καμιά δουλειά, τότε θα χάσω τη δύναμή μου και θα γίνω σαν ένας κοινός άνθρωπος». Η Δαλιδά πήρε καινούρια σχοινιά και τον έδεσε μ’ αυτά. Και ξαφνικά του φώναξε: «Σαμψών, οι Φιλισταίοι έρχονται εναντίον σου!» Στο μεταξύ είχε κρύψει πάλι ανθρώπους, που περίμεναν έτοιμοι στο εσωτερικό του σπιτιού. Αυτός όμως έσπασε τα σχοινιά από τα μπράτσα του, σα να ήταν κλωστές. Η Δαλιδά είπε στο Σαμψών: «Ως τώρα με γέλασες και μου είπες ψέματα. Φανέρωσέ μου, λοιπόν, πώς μπορεί κανείς να σε δέσει». Αυτός της είπε: «Αν πλέξεις τις εφτά πλεξίδες του κεφαλιού μου στο στημόνι του αργαλειού, τότε θα χάσω τη δύναμή μου και θα γίνω σαν ένας κοινός άνθρωπος». Έτσι, η Δαλιδά κοίμισε τον Σαμψών, πήρε τις εφτά πλεξούδες του κεφαλιού του και τις ύφανε στο στημόνι, και τις στερέωσε με τη σφήνα. Έπειτα του φώναξε: «Σαμψών, οι Φιλισταίοι έρχονται εναντίον σου!» Αυτός ξύπνησε και τράβηξε με τα μαλλιά του και το αντί και το στημόνι. Η Δαλιδά τού είπε πάλι: «Πώς μπορείς να λες ότι μ’ αγαπάς, ενώ η καρδιά σου δεν είναι μαζί μου; Τρεις φορές με γέλασες και δε μου φανέρωσες πού βρίσκεται η μεγάλη σου δύναμη». Κι αφού κάθε μέρα τον ταλαιπωρούσε με τα λόγια της και τον τυραννούσε, σε σημείο να θέλει να πεθάνει, της άνοιξε όλη την καρδιά του και της είπε: «Ξυράφι δεν πέρασε ποτέ από το κεφάλι μου, γιατί εγώ είμαι Ναζηραίος, δηλαδή αφιερωμένος στο Θεό από την κοιλιά της μάνας μου. Αν ξυρίσω τα μαλλιά μου, τότε θα χάσω τη δύναμή μου και θα γίνω σαν ένας κοινός άνθρωπος». Η Δαλιδά κατάλαβε ότι της άνοιξε όλη του την καρδιά, κι έστειλε και κάλεσε τους άρχοντες των Φιλισταίων: «Αυτή τη φορά», τους είπε, «μπορείτε να ’ρθετε, γιατί μου άνοιξε όλη την καρδιά του». Οι άρχοντες των Φιλισταίων πήγαν στο σπίτι της φέρνοντας και το ασήμι μαζί τους. Αυτή τον κοίμισε στα γόνατά της και φώναξε έναν άνθρωπο ο οποίος ξύρισε τις εφτά πλεξίδες του Σαμψών. Άρχισε έτσι να τον υποτάσσει στην εξουσία της, αφού η δύναμή του είχε φύγει. Μετά του φώναξε: «Σαμψών, οι Φιλισταίοι έρχονται εναντίον σου!» Ο Σαμψών ξύπνησε και σκέφτηκε: «Θα γλιτώσω όπως τις άλλες φορές και θ’ απελευθερωθώ». Αλλά δεν ήξερε ότι ο Κύριος είχε φύγει μακριά του. Τότε οι Φιλισταίοι τον συνέλαβαν, του έβγαλαν τα μάτια και τον κατέβασαν στη Γάζα· τον έδεσαν με χάλκινες αλυσίδες και τον έβαλαν ν’ αλέθει με τον μύλο στάρι στη φυλακή. Ωστόσο τα μαλλιά του κεφαλιού του είχαν αρχίσει να μεγαλώνουν από τότε που του τα είχαν ξυρίσει. Κάποτε οι άρχοντες των Φιλισταίων είχαν συγκεντρωθεί για να προσφέρουν μεγάλη θυσία στο Δαγών, το θεό τους, και να πανηγυρίσουν. Τραγουδούσαν κι έλεγαν: «Στα χέρια μας παρέδωσε ο θεός μας τον Σαμψών που ήταν ο εχθρός μας». Όταν ο λαός τον είδε, δόξασαν το θεό τους και είπαν: «Στα χέρια μας παρέδωσε ο θεός μας τον Σαμψών που ήταν ο εχθρός μας· αυτόν που ερήμωσε τη χώρα μας κι αποδεκάτισε τον πληθυσμό μας». Και όταν ήρθαν στο κέφι είπαν: «Φωνάξτε το Σαμψών να μας διασκεδάσει». Έστειλαν, λοιπόν, κι έβγαλαν το Σαμψών από τη φυλακή, τον έβαλαν να σταθεί ανάμεσα στις κολόνες του ναού τους και διασκέδαζαν με το θέαμα. Τότε ο Σαμψών είπε στον νέο που τον οδηγούσε από το χέρι: «Φέρε με ν’ αγγίξω τις κολόνες που στηρίζουν το ναό· θέλω ν’ ακουμπήσω πάνω τους». Το κτίριο ήταν κατάμεστο από κόσμο. Εκεί ήταν όλοι οι άρχοντες των Φιλισταίων, και πάνω στη στέγη ήταν κάπου τρεις χιλιάδες άντρες και γυναίκες που διασκέδαζαν βλέποντας τον Σαμψών. Τότε φώναξε ο Σαμψών στον Κύριο και είπε: «Κύριε, Θεέ, θυμήσου με, σε παρακαλώ, και κάνε με δυνατό μονάχα ετούτη τη φορά, Θεέ, για να εκδικηθώ μια για πάντα τους Φιλισταίους για τα δύο μου μάτια». Μετά έπιασε τις δύο κεντρικές κολόνες που στήριζαν το ναό κι ακούμπησε πάνω τους, στη μια με το δεξί του χέρι και στην άλλη με το αριστερό, και είπε: «Ας πεθάνω κι εγώ μαζί με τους Φιλισταίους». Έσπρωξε με όλη του τη δύναμη κι έπεσε ο ναός πάνω στους άρχοντες και σ’ όλο τον λαό που ήταν εκεί. Έτσι, αυτοί που ο Σαμψών σκότωσε με το θάνατό του ήταν περισσότεροι από εκείνους που είχε σκοτώσει σ’ όλη τη ζωή του. Τότε κατέβηκαν τ’ αδέρφια του και όλη η οικογένεια του πατέρα του και τον πήραν· τον έφεραν και τον έθαψαν ανάμεσα στη Σωρεά και στην Εσταόλ, στον τάφο του Μανωάχ, του πατέρα του. Ο Σαμψών κυβέρνησε τον Ισραήλ είκοσι χρόνια. Στην ορεινή περιοχή της φυλής Εφραΐμ ζούσε κάποιος που ονομαζόταν Μιχαΐας. Μια μέρα αυτός είπε στη μάνα του: «Οι χίλιοι εκατό ασημένιοι σίκλοι που σου τους είχαν κλέψει και μάλιστα καταριόσουν τους κλέφτες μπροστά μου, νάτοι, εγώ τους έχω. Εγώ τους είχα πάρει». Τότε η μητέρα του τού είπε: «Να ’σαι ευλογημένος από τον Κύριο, γιε μου». Ο Μιχαΐας επέστρεψε τους χίλιους εκατό ασημένιους σίκλους στη μάνα του, κι εκείνη του είπε: «Τα χρήματα αυτά τα έχω αφιερώσει όλα στον Κύριο· προέρχονται από μένα για χάρη του παιδιού μου, για να κάνω ένα είδωλο επικαλυμμένο με χυτό μέταλλο. Γι’ αυτό και σου τα επιστρέφω τώρα». Αυτός όμως ξανάδωσε πίσω τα χρήματα στη μάνα του. Εκείνη πήρε διακόσιους ασημένιους σίκλους και τους έδωσε σ’ έναν χρυσοχόο· αυτός κατασκεύασε ένα είδωλο επικαλυμμένο με χυτό μέταλλο και το τοποθέτησαν στο σπίτι του Μιχαΐα. Ο Μιχαΐας είχε στο σπίτι του ένα θυσιαστήριο. Κατασκεύασε ένα εφώδ και ειδώλια και όρισε έναν από τους γιους του να ασκεί γι’ αυτόν το λειτούργημα του ιερέα. Εκείνη την εποχή δεν υπήρχε ακόμη βασιλιάς στο λαό του Ισραήλ. Καθένας έκανε ό,τι ήθελε. Εκείνο τον καιρό ένας νεαρός Λευίτης που έμενε στη Βηθλεέμ, στην περιοχή της φυλής Ιούδα, έφυγε για να πάει να μείνει αλλού, όπου θα έβρισκε κατάλληλο τόπο. Ο δρόμος του τον έφερε στο σπίτι του Μιχαΐα, στην ορεινή περιοχή της φυλής Εφραΐμ. Ο Μιχαΐας τον ρώτησε: «Από πού έρχεσαι;». Και αυτός του απάντησε: «Εγώ, είμαι Λευίτης, από τη Βηθλεέμ του Ιούδα, και πηγαίνω να μείνω όπου βρω κατάλληλο τόπο». Ο Μιχαΐας του είπε: «Μείνε μαζί μου και γίνε ιερέας μου και πνευματικός μου πατέρας, κι εγώ θα σου δίνω δέκα ασημένιους σίκλους το χρόνο, τα ρούχα σου και την τροφή σου». Ο Λευίτης συμφώνησε, και δέχτηκε να μείνει μ’ αυτόν τον άνθρωπο, ο οποίος τον είχε σαν έναν από τους γιους του. Ο Μιχαΐας χειροτόνησε το Λευίτη ιερέα του και τον πήρε να μείνει στο σπίτι του. «Τώρα ξέρω», του είπε, «ότι ο Κύριος θα με ευεργετήσει, αφού έχω για ιερέα μου έναν Λευίτη». Την εποχή εκείνη δεν υπήρχε ακόμη βασιλιάς στο λαό του Ισραήλ. Η φυλή Δαν ζητούσε να πάρει για ιδιοκτησία της ένα μερίδιο γης για να εγκατασταθεί, γιατί ως εκείνη την ημέρα δεν της είχε δοθεί μερίδιο, όπως είχαν οι άλλες φυλές του Ισραήλ. Από τις πόλεις Σωρεά και Εσταόλ οι Δανίτες έστειλαν απ’ όλες τις οικογένειες της φυλής τους πέντε γενναίους άντρες για να κατασκοπεύσουν τη χώρα και να την εξερευνήσουν. «Πηγαίνετε», τους είπαν, «να εξερευνήστε τη χώρα». Αυτοί έφτασαν στην ορεινή περιοχή της φυλής Εφραΐμ, σταμάτησαν στο σπίτι του Μιχαΐα και διανυκτέρευσαν εκεί. Καθώς όμως πλησίαζαν στο σπίτι του Μιχαΐα, αναγνώρισαν τη φωνή του Λευίτη νέου, τον πλησίασαν και του είπαν: «Εσένα ποιος σ’ έφερε εδώ; τι κάνεις εδώ; και για ποιο λόγο μένεις εδώ;» Αυτός τους απάντησε: «Αυτό κι αυτό έκανε μ’ εμένα ο Μιχαΐας· μου δίνει μισθό και είμαι ιερέας του». «Τότε λοιπόν», του είπαν, «ρώτησε, σε παρακαλούμε, το Θεό να ξέρουμε αν το ταξίδι μας θα έχει επιτυχία». Ο ιερέας τούς είπε: «Πηγαίνετε και μη φοβάστε. Το ταξίδι σας είναι αρεστό στον Κύριο». Οι πέντε άντρες συνέχισαν το δρόμο τους κι έφτασαν στη Λαϊσά. Εκεί είδαν ότι οι κάτοικοί της ζούσαν ασφαλείς, όπως οι Σιδώνιοι, ήσυχοι και ξένοιαστοι· καμιά έλλειψη δεν υπήρχε στη χώρα και καμιά καταπίεση. Ήταν μακριά από τους Σιδωνίους και καμιά σχέση δεν είχαν με τους Αραμαίους. Γύρισαν, λοιπόν, πίσω στους ομοεθνείς τους, στην Σωρεά και στην Εσταόλ, κι εκείνοι τους ρώτησαν: «Τι έχετε να μας πείτε;» «Σηκωθείτε», τους απάντησαν, «να πάμε να τους επιτεθούμε. Είδαμε τη χώρα και είναι πάρα πολύ ωραία· γιατί διστάζετε; Μην καθυστερείτε! Ξεκινήσετε να πάτε να την κατακτήσετε. Όταν φτάσετε εκεί, θα συναντήσετε ένα λαό ασφαλή και μια χώρα απέραντη. Τίποτα δε λείπει απ’ αυτόν τον τόπο· έχει όλα τ’ αγαθά της γης. Ο Θεός θα σας τον παραδώσει στην εξουσία σας. Ξεκίνησαν, λοιπόν, από τη Σωρεά και την Εσταόλ εξακόσιοι άντρες της φυλής Δαν, οπλισμένοι για πόλεμο. Πήγαν και στρατοπέδευσαν στην Κιριάθ-Ιαρίμ, στην περιοχή της φυλής Ιούδα. Γι’ αυτό ο τόπος εκείνος στα δυτικά της Κιριάθ-Ιαρίμ ονομάζεται Μαχανέ-Δαν (Στρατόπεδο Δαν) μέχρι σήμερα. Από ’κει προχώρησαν στην ορεινή περιοχή της φυλής Εφραΐμ, κι έφτασαν ως το σπίτι του Μιχαΐα. Τότε, οι πέντε άντρες που είχαν πάει για να κατασκοπεύσουν τη Λαϊσά είπαν στους συντρόφους τους: «Το ξέρετε ότι σ’ ένα απ’ αυτά τα σπίτια εδώ υπάρχει ένα εφώδ, μικρά ειδώλια και ένα είδωλο καλυμμένο με χυτό μέταλλο; Σκεφτείτε λοιπόν, τώρα, τι πρέπει να κάνετε». Έπειτα, οι πέντε άντρες προχώρησαν προς το σπίτι του Μιχαΐα, μπήκαν μέσα και ρώτησαν το νεαρό Λευίτη που έμενε εκεί, πώς τα πάει. Την ίδια ώρα οι εξακόσιοι Δανίτες στέκονταν οπλισμένοι στην είσοδο της πύλης. Οι πέντε κατάσκοποι προχώρησαν μέσα στο σπίτι και πήραν τα ειδώλια, το εφώδ, και το είδωλο το καλυμμένο με χυτό μέταλλο. Ο ιερέας στεκόταν στην είσοδο της πύλης με τους εξακόσιους οπλισμένους άντρες. Όταν ο ιερέας τους είδε να τα παίρνουν όλα αυτά, τους είπε: «Τι κάνετε εκεί;» Αυτοί του είπαν: «Σώπα· κλείσ’ το στόμα σου κι έλα μαζί μας να γίνεις για μας ιερέας και πνευματικός πατέρας. Τι είναι προτιμότερο: Να είσαι ιερέας στο σπίτι ενός μόνο ανθρώπου ή σε μια ολόκληρη ισραηλιτική φυλή;» Ο ιερέας χάρηκε· πήρε τα ειδώλια, το εφώδ και το είδωλο κι ανακατεύτηκε με τους στρατιώτες. Ξεκίνησαν πάλι να φύγουν κι έβαλαν μπροστά τα παιδιά, τα ζώα και τα πράγματά τους. Όταν πια είχαν απομακρυνθεί από το σπίτι του Μιχαΐα, οι γείτονες του σπιτιού συγκεντρώθηκαν κι έτρεξαν ξοπίσω τους. Έβαλαν τις φωνές στους Δανίτες, κι αυτοί γύρισαν και είπαν στο Μιχαΐα: «Τι έπαθες; Γιατί συγκέντρωσες όλο αυτό το πλήθος;» Αυτός τους απάντησε: «Πήρατε το θεό μου, που τον είχα φτιάξει για μένα, πήρατε και τον ιερέα μου και φύγατε. Δε μου απομένει τίποτα πια. Και τολμάτε να μου λέτε τι έπαθα»; Οι Δανίτες του αποκρίθηκαν: «Μη μας σκοτίζεις με τα παράπονά σου· μπορεί μερικοί ευέξαπτοι από μας να σας επιτεθούν και να πεθάνεις κι εσύ και η οικογένειά σου». Ο Μιχαΐας όταν είδε ότι αυτοί ήταν ισχυρότεροι απ’ αυτόν, γύρισε πίσω στο σπίτι του. Έτσι οι Δανίτες συνέχισαν το δρόμο τους. Πήραν τα είδωλα που είχε κατασκευάσει ο Μιχαΐας και τον ιερέα του και πήγαν και χτύπησαν τη Λαϊσά. Κατέσφαξαν τους ήσυχους και φιλειρηνικούς κατοίκους της κι έβαλαν φωτιά στην πόλη. Κανένας δε βρέθηκε να τη σώσει, γιατί ήταν χτισμένη μακριά από τη Σιδώνα, στην πεδιάδα της Βαιθ-Ρεχώβ και οι κάτοικοί της δεν είχαν σχέση με τους Αραμαίους. Οι Δανίτες ξανάχτισαν την πόλη κι εγκαταστάθηκαν σ’ αυτήν. Άλλαξαν το όνομα της πόλης κι από Λαϊσά την ονόμασαν Δαν, όπως έλεγαν το γενάρχη τους το Δαν, γιο του Ιακώβ. Οι Δανίτες έστησαν το είδωλο του Μιχαΐα για τις τελετουργίες τους κι ο Ιωνάθαν, γιος του Γερσώμ και εγγονός του Μανασσή, έγινε ιερέας της φυλής· το ίδιο και οι γιοι του, ως την εποχή που αιχμαλωτίστηκε ο πληθυσμός της χώρας. Το είδωλο που είχε κατασκευάσει ο Μιχαΐας, το είχαν στημένο εκεί όλο τον καιρό που ο ναός του Θεού βρισκόταν στη Σιλώ. Εκείνο τον καιρό, πριν ακόμη αναδειχθεί βασιλιάς στο λαό Ισραήλ, κάποιος Λευίτης που ζούσε στ’ απομακρυσμένα μέρη της ορεινής περιοχής της φυλής Εφραΐμ, πήρε για παλλακίδα του μια γυναίκα από τη Βηθλεέμ, στην περιοχή της φυλής Ιούδα. Αλλά η παλλακίδα του τσακώθηκε μαζί του, τον άφησε και γύρισε στο πατρικό της σπίτι, στη Βηθλεέμ, κι έμεινε εκεί τέσσερις μήνες. Ο άντρας της ξεκίνησε να πάει να τη βρει, για να τα φτιάξει πάλι μαζί της και να την κάνει να γυρίσει. Είχε μαζί του τον υπηρέτη του και δυο γαϊδούρια. Αυτή τον υποδέχτηκε στο πατρικό της κι ο πατέρας της, όταν τον είδε, χάρηκε πολύ για τη συνάντηση. Τον κράτησε, λοιπόν, ο πεθερός του στο σπίτι κι έμεινε τρεις μέρες· έτρωγαν κι έπιναν και περνούσαν τη νύχτα εκεί. Την τέταρτη μέρα σηκώθηκαν νωρίς το πρωί κι ο Λευίτης ετοιμάστηκε να φύγει. Τότε του είπε ο πεθερός του: «Φάε πρώτα κάτι, για να έχεις δύναμη κι έπειτα φεύγετε». Έτσι κάθισαν κι οι δυο τους στο τραπέζι, έφαγαν και ήπιαν· μετά είπε ο πατέρας της γυναίκας στο Λευίτη: «Μείνε, σε παρακαλώ, κι απόψε να διασκεδάσεις». Ο άνθρωπος είχε σηκωθεί να φύγει, αλλά ο πεθερός του τον πίεσε, κι έτσι έμεινε και διανυκτέρευσε εκεί. Την πέμπτη μέρα σηκώθηκε νωρίς το πρωί να φύγει. Αλλά ο πεθερός του τού είπε: «Φάε, πρώτα σε παρακαλώ. Και μείνετε ώσπου να πέσει ο ήλιος». Κάθισαν, λοιπόν, οι δυό τους κι έφαγαν. Μετά ο Λευίτης σηκώθηκε να φύγει μαζί με την παλλακίδα του και τον υπηρέτη του. Αλλά ο πεθερός του τού είπε πάλι: «Κοίτα, η μέρα έγειρε και σκοτεινιάζει· περάστε, σας παρακαλώ, τη νύχτα σας εδώ. Το βλέπεις ότι νυχτώνει πια. Κοιμήσου εδώ τη νύχτα, να περάσεις καλά, κι αύριο σηκώνεστε νωρίς το πρωί για το ταξίδι σας και φεύγεις να πας σπίτι σου». Αυτή τη φορά όμως ο Λευίτης δε θέλησε να διανυκτερεύσει εκεί. Σηκώθηκε κι έφυγε, κι έφτασε απέναντι από την Ιεβούς, δηλαδή την Ιερουσαλήμ, μαζί με τα δυο σαμαρωμένα γαϊδούρια του, την παλλακίδα του και τον υπηρέτη του. Όταν πλησίασαν στην Ιεβούς, είχε πια αρκετά νυχτώσει κι ο υπηρέτης είπε στον κύριό του: «Έλα, σε παρακαλώ, να σταματήσουμε σ’ αυτή την πόλη των Ιεβουσαίων και να διανυκτερεύσουμε εδώ». Αλλά ο κύριός του τού απάντησε: «Δε θα σταματήσουμε σ’ αυτή την πόλη των ξένων, που οι κάτοικοί της δεν είναι Ισραηλίτες, αλλά θα συνεχίσουμε ως τη Γαβαά. Πάμε, να προσπαθήσουμε να φτάσουμε στη Γαβαά ή στη Ραμά κι εκεί να διανυκτερεύσουμε». Έτσι συνέχισαν την πορεία τους. Ο ήλιος είχε βασιλέψει όταν βρίσκονταν πια κοντά στη Γαβαά, που ανήκει στη φυλή Βενιαμίν. Κατευθύνθηκαν, λοιπόν, προς τα εκεί για να πάνε να διανυκτερεύσουν στην πόλη. Μόλις μπήκαν στην πόλη, στάθμευσαν στην πλατεία της, αλλά κανείς δεν τους πήρε σπίτι του για να κοιμηθούν. Το ίδιο βράδυ, ένας γέροντας γύριζε απ’ τη δουλειά του στα χωράφια. Καταγόταν από την ορεινή περιοχή της φυλής Εφραΐμ αλλά ζούσε στη Γαβαά. Οι άνθρωποι του τόπου ήταν Βενιαμινίτες. Όταν είδε τον ταξιδιώτη στην πλατεία της πόλης, τον ρώτησε: «Από πού έρχεσαι και πού πηγαίνεις»; Εκείνος του απάντησε: «Πηγαίνουμε από τη Βηθλεέμ της περιοχής του Ιούδα στα απομακρυσμένα μέρη της ορεινής περιοχής της φυλής Εφραΐμ· από ’κει κατάγομαι. Είχα πάει στη Βηθλεέμ και τώρα επιστρέφω σπίτι μου, αλλά κανείς δε με πήρε να με φιλοξενήσει. Έχουμε, ωστόσο, άχυρο και χορτάρι για τα γαϊδούρια μας· έχουμε ακόμα ψωμί και κρασί για μένα, για τη γυναίκα μου και για τον υπηρέτη που συνοδεύει τους δούλους σου. Δε μας λείπει τίποτα». Ο γέροντας του είπε: «Μην ανησυχείς· εγώ θα φροντίσω για ό,τι χρειαστείς· πάντως δεν θα περάσεις τη νύχτα στην πλατεία». Τον έφερε στο σπίτι του και έβαλε τροφή στα γαϊδούρια, οι ταξιδιώτες έπλυναν τα πόδια τους, έφαγαν και ήπιαν. Ενώ αυτοί απολάμβαναν τη φιλοξενία, οι άντρες της πόλης, άνθρωποι ανήθικοι, περικύκλωσαν το σπίτι, χτυπούσαν την πόρτα και φώναζαν στο γέροντα, τον οικοδεσπότη: «Βγάλε μας έξω τον άνθρωπο που μπήκε στο σπίτι σου!» του έλεγαν. «Θέλουμε να πλαγιάσουμε μαζί του». Ο οικοδεσπότης βγήκε και τους είπε: «Όχι φίλοι μου, μην κάνετε, σας παρακαλώ αυτό το κακό. Αφού αυτός ο άνθρωπος μπήκε να μείνει σπίτι μου, μην κάνετε αυτή την αισχρή πράξη. Ακούστε: Έχω την κόρη μου που είναι παρθένα κι αυτός έχει μια παλλακίδα· θα σας τις φέρω έξω κι εσείς ατιμάστε τις και κάνετέ τους ό,τι σας αρέσει. Αλλά σ’ αυτόν τον άνθρωπο μην κάνετε αυτή την αισχρή πράξη». Αυτοί όμως δεν ήθελαν ν’ ακούσουν. Τότε πήρε ο άνθρωπος την παλλακίδα του και τους την έβγαλε έξω. Τη βίασαν και ασέλγησαν επάνω της όλη τη νύχτα, ως το πρωί. Με την αυγή, την άφησαν ελεύθερη. Όταν άρχισε να φωτίζει, η γυναίκα ήρθε κι έπεσε στην πόρτα του σπιτιού του γέροντα, όπου βρισκόταν ο άντρας της· κι έμεινε εκεί, ώσπου ξημέρωσε καλά. Το πρωί, όταν σηκώθηκε ο άντρας της κι άνοιξε την πόρτα για να βγει να συνεχίσει τον δρόμο του, βλέπει την παλλακίδα του πεσμένη στην πόρτα του σπιτιού με τα χέρια της πάνω στο κατώφλι. «Σήκω να φύγουμε» της είπε. Αλλ’ αυτή δεν απαντούσε. Τότε ο άντρας της, φόρτωσε το σώμα της πάνω στο ένα γαϊδούρι κι έφυγε για να πάει στον τόπο του. Όταν έφτασε στο σπίτι του, πήρε ένα μαχαίρι και διαμέλισε τη νεκρή παλλακίδα του σε δώδεκα κομμάτια και τα έστειλε σ’ όλες τις φυλές του Ισραήλ. Όσοι τα είδαν αυτά, είπαν: «Τέτοιο πράγμα δεν ξανάδαμε ούτε ξανάγινε από την ημέρα που οι Ισραηλίτες βγήκαν από την Αίγυπτο μέχρι σήμερα. Πρέπει να το σκεφτούμε, να το συζητήσουμε και να πάρουμε μια απόφαση». Όλοι οι Ισραηλίτες, από Δαν βόρεια έως Βηρ-Σαβεέ νότια, κι από τη Γαλαάδ ανατολικά, συγκεντρώθηκαν ενώπιον του Κυρίου στη Μισπά, μ’ έναν κοινό σκοπό. Στη συγκέντρωση αυτή του λαού του Θεού παραβρέθηκαν οι αρχηγοί όλων των φυλών του ισραηλιτικού λαού, καθώς και τετρακόσιες χιλιάδες ένοπλοι άντρες, πεζοί. Στο μεταξύ, οι Βενιαμινίτες έμαθαν ότι οι Ισραηλίτες είχαν ανέβει στη Μισπά. Οι Ισραηλίτες τους ρώτησαν: «Πέστε μας, πώς έγινε αυτό το κακό;» Ο Λευίτης, που είχε την παλλακίδα και του τη σκότωσαν, απάντησε: «Εγώ είχα πάει μαζί με την παλλακίδα μου στη Γαβαά, πόλη που ανήκει στη φυλή Βενιαμίν, για να μείνουμε εκεί τη νύχτα. Οι κάτοικοι της Γαβαά ξεσηκώθηκαν εναντίον μου τη νύχτα και περικύκλωσαν το σπίτι όπου είχαμε καταλύσει. Σκόπευαν να κάνουν κακό σ’ εμένα· κακοποίησαν όμως την παλλακίδα μου, μέχρι του σημείου να πεθάνει. Τότε πήρα το πτώμα της, το κομμάτιασα και έστειλα τα κομμάτια της σε όλες τις περιοχές που είχαν πάρει ιδιοκτησία τους οι φυλές του Ισραήλ. Αυτό που έκαναν ήταν αισχρό ανοσιούργημα μέσα στο λαό Ισραήλ. Τώρα, λοιπόν, όλοι εσείς που είστε Ισραηλίτες, συζητήστε το μεταξύ σας κι αποφασίστε εδώ τι θα κάνετε». Τότε όλος ο λαός σηκώθηκαν και είπαν από κοινού: «Κανείς μας δε θα πάει στη σκηνή του ή στο σπίτι του, και θα κάνουμε το εξής: Θα επιτεθούμε εναντίον της Γαβαά με στρατιώτες που θα τους διαλέξουμε με κλήρο. Θα ορίσουμε το ένα δέκατο των αντρών απ’ όλες τις φυλές του Ισραήλ, δηλαδή εκατό στους χίλιους, χίλιους στις δέκα χιλιάδες, για να φροντίζουν για την τροφοδοσία του στρατού. Ο υπόλοιπος στρατός θα πάει να τιμωρήσει τη Γαβαά για την αισχρή πράξη που έκαναν μέσα στο λαό του Ισραήλ». Συγκεντρώθηκαν λοιπόν όλοι οι Ισραηλίτες με κοινό σκοπό, να επιτεθούν όλοι μαζί στην πόλη. Οι φυλές των Ισραηλιτών έστειλαν αγγελιοφόρους στη φυλή Βενιαμίν και τους είπαν: «Τι ήταν αυτό το έγκλημα που έγινε εκεί σ’ εσάς; Τώρα λοιπόν παραδώστε μας τους διεστραμμένους αυτούς ανθρώπους που βρίσκονται στη Γαβαά για να τους σκοτώσουμε και να εξαλείψουμε το κακό από τον Ισραήλ». Οι Βενιαμινίτες όμως δεν ήθελαν ν’ ακούσουν τους συμπατριώτες τους Ισραηλίτες. Βγήκαν, λοιπόν, όλοι από τις πόλεις τους και συγκεντρώθηκαν στη Γαβαά για ν’ αντιμετωπίσουν τους άλλους Ισραηλίτες. Μετρήθηκαν και βρέθηκαν ότι ήταν είκοσι έξι χιλιάδες οπλίτες, χώρια οι εφτακόσιοι επίλεκτοι πολεμιστές, κάτοικοι της Γαβαά. Οι εφτακόσιοι αυτοί επίλεκτοι πολεμιστές, όλοι αριστερόχειρες, έρριχναν το λιθάρι με τη σφεντόνα και μπορούσαν να χτυπήσουν και τρίχα ακόμα χωρίς να αστοχήσουν. Μετρήθηκαν και οι άλλοι Ισραηλίτες και βρέθηκαν τετρακόσιες χιλιάδες άντρες, εκπαιδευμένοι οπλίτες. Οι Ισραηλίτες ξεκίνησαν κι ανέβηκαν στη Βαιθήλ. Εκεί ρώτησαν το Θεό: «Ποια από τις φυλές μας ν’ ανεβεί πρώτη για να πολεμήσει τους Βενιαμινίτες;» Ο Κύριος απάντησε: «Η φυλή Ιούδα θ’ ανεβεί πρώτη». Έτσι το πρωί σηκώθηκαν οι Ισραηλίτες και στρατοπέδευσαν κοντά στη Γαβαά. Προέλασαν για να επιτεθούν στους Βενιαμινίτες και παρατάχθηκαν σε θέση μάχης εναντίον τους μπροστά στη Γαβαά. Οι Βενιαμινίτες όμως βγήκαν από την πόλη και σκότωσαν εκείνη την ημέρα είκοσι δύο χιλιάδες Ισραηλίτες. Επιτεθήκαν για δεύτερη φορά στους Βενιαμινίτες, κι εκείνοι βγήκαν πάλι από τη Γαβαά, τους χτύπησαν και σκότωσαν δέκα οχτώ χιλιάδες εκπαιδευμένους Ισραηλίτες στρατιώτες. Τότε όλος ο λαός Ισραήλ ανέβηκαν στη Βαιθήλ. Εκεί θρηνούσαν και κάθονταν σιωπηλοί ενώπιον του Κυρίου νηστεύοντας όλη εκείνη την ημέρα μέχρι το βράδυ. Επίσης πρόσφεραν στον Κύριο ολοκαυτώματα και θυσίες κοινωνίας. Αυτή τη φορά οι Ισραηλίτες τοποθέτησαν ενέδρες γύρω από τη Γαβαά. Βγήκαν για τρίτη μέρα να πολεμήσουν τους Βενιαμινίτες και παρατάχθηκαν σε θέση μάχης μπροστά στη Γαβαά, όπως και προηγουμένως. Οι Βενιαμινίτες βγήκαν να πολεμήσουν και απομακρύνονταν από την πόλη. Άρχισαν να χτυπούν τους Ισραηλίτες όπως και τις άλλες φορές και τους καταδίωκαν στο δρόμο που οδηγεί στη Βαιθήλ και σ’ εκείνον που οδηγεί στη Γαβαά και στους αγρούς. Σκότωσαν περίπου τριάντα άντρες. Οι Βενιαμινίτες σκέφτονταν: «Πάλι τους σκοτώνουμε, όπως και τις άλλες φορές». Αλλά το σχέδιο των Ισραηλιτών ήταν να υποχωρήσουν δήθεν, για να τους παρασύρουν μακριά από την πόλη, προς τους δύο δρόμους. Τότε οι Ισραηλίτες άλλαξαν θέσεις κι ανασυντάχθηκαν στη Βάαλ-Ταμάρ, ενώ εκείνοι που είχαν στήσει την ενέδρα βγήκαν από τις κρυψώνες τους κι επιτεθήκαν αιφνιδιαστικά από την πεδιάδα της Γαβαά. Έτσι βρέθηκαν μπροστά στην πόλη δέκα χιλιάδες επίλεκτοι πολεμιστές απ’ όλον το λαό Ισραήλ. Η μάχη ήταν λυσσαλέα, αλλά οι Βενιαμινίτες δε φαντάζονταν την καταστροφή που τους περίμενε. Ο Κύριος τους έκανε να νικηθούν από το στρατό των Ισραηλιτών, οι οποίοι σκότωσαν εκείνη την ημέρα είκοσι πέντε χιλιάδες εκατό άντρες. Τότε κατάλαβαν οι Βενιαμινίτες ότι είχαν πια ηττηθεί. Οι Ισραηλίτες είχαν υποχωρήσει μπροστά στους Βενιαμινίτες, επειδή υπολόγιζαν στην ενέδρα, που είχαν στήσει γύρω από τη Γαβαά. Αυτοί που ήταν κρυμμένοι στην ενέδρα όρμησαν αιφνιδιαστικά, μπήκαν στην πόλη και κατέσφαξαν όλους τους κατοίκους της. Στο μεταξύ είχαν ορίσει ένα σύνθημα με τον κυρίως στρατό των Ισραηλιτών: να υψώσουν ένα σύννεφο καπνού όταν θα έμπαιναν στην πόλη. Όταν οι Ισραηλίτες οπισθοχώρησαν στη διάρκεια της μάχης, οι Βενιαμινίτες άρχισαν να χτυπούν και σκότωσαν τους τριάντα Ισραηλίτες, πιστεύοντας ότι τους εξόντωναν όπως την προηγούμενη φορά. Εκείνη τη στιγμή όμως άρχισε να υψώνεται η στήλη του καπνού από την πόλη. Οι Βενιαμινίτες κοίταξαν πίσω τους και είδαν ν’ ανεβαίνουν φλόγες στον ουρανό. Τότε οι Ισραηλίτες στράφηκαν πίσω ενάντια στους Βενιαμινίτες και τους καταδίωξαν· εκείνοι είχαν πανικοβληθεί βλέποντας τη συμφορά που πλησίαζε. Τράπηκαν σε φυγή από τους Ισραηλίτες κι έφευγαν απο το δρόμο της ερήμου. Αλλά οι διώκτες τους τούς πρόλαβαν. Βρέθηκαν ανάμεσα στον κυρίως στρατό των Ισραηλιτών και σ’ αυτούς που έρχονταν από την πόλη και τους σκότωναν. Οι Ισραηλίτες περικύκλωσαν τους Βενιαμινίτες, τους καταδίωξαν ασταμάτητα και τους σύντριψαν ως απέναντι από τη Γαβαά στ’ ανατολικά. Από τους Βενιαμινίτες σκοτώθηκαν δέκα οχτώ χιλιάδες άντρες, όλοι τους γενναίοι πολεμιστές. Οι υπόλοιποι Βενιαμινίτες στράφηκαν κι έφυγαν προς την έρημο, στο βράχο της Ριμμών. Οι Ισραηλίτες σκότωσαν στους δρόμους πέντε χιλιάδες άντρες και τους άλλους τους καταδίωξαν μέχρι τη Γιδώμ και σκότωσαν απ’ αυτούς άλλες δύο χιλιάδες άντρες. Εκείνη την ημέρα σκοτώθηκαν συνολικά είκοσι πέντε χιλιάδες Βενιαμινίτες στρατιώτες, όλοι τους γενναίοι πολεμιστές. Ωστόσο εξακόσιοι άντρες από κείνους που διέφυγαν στην έρημο γλίτωσαν και έφτασαν στο βράχο της Ριμμών, όπου έμειναν τέσσερις μήνες. Οι Ισραηλίτες γύρισαν πίσω και καταδίωξαν τους υπόλοιπους Βενιαμινίτες. Σ’ όλες τις πόλεις, απ’ όπου περνούσαν σκότωναν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους, ανθρώπους και ζώα, κι ύστερα έβαζαν φωτιά. Όταν οι Ισραηλίτες είχαν συγκεντρωθεί στη Μισπά, ορκίστηκαν κανείς τους να μη δώσει την κόρη του για γυναίκα στους Βενιαμινίτες. Τώρα ο λαός ήρθε στη Βαιθήλ κι έμειναν εκεί καθισμένοι ως το βράδυ ενώπιον του Θεού. Φώναζαν δυνατά και έκλαιγαν θρηνολογώντας. «Γιατί Κύριε, Θεέ του Ισραήλ», έλεγαν, «γιατί έγινε αυτό το κακό στον Ισραήλ, να λείπει σήμερα απ’ ανάμεσά μας μία φυλή;» Την άλλη μέρα σηκώθηκε ο λαός νωρίς το πρωί κι έχτισε εκεί θυσιαστήριο, και πρόσφερε ολοκαυτώματα και θυσίες κοινωνίας. Έπειτα είπαν: «Ποιος απ’ όλες τις φυλές του λαού Ισραήλ δεν ήρθε στη συγκέντρωση ενώπιον του Κυρίου;» (Είχαν δώσει επίσημο όρκο ότι όποιος δεν θ’ ανέβαινε ενώπιον του Κυρίου στη Μισπά, θα έπρεπε οπωσδήποτε να θανατωθεί). Μετά όμως οι Ισραηλίτες μετάνιωσαν για τους Βενιαμινίτες τους συμπατριώτες τους και είπαν: «Σήμερα χάθηκε μία φυλή από τους Ισραηλίτες. Τι να κάνουμε για να βρουν γυναίκες αυτοί που έμειναν από τη φυλή Βενιαμίν, αφού ορκιστήκαμε στον Κύριο να μη τους δώσουμε τις κόρες μας για γυναίκες;» Τότε είπαν: «Υπάρχει κανείς από τις φυλές του Ισραήλ, που δεν ήρθε ενώπιον του Κυρίου, στη Μισπά;» Και βρήκαν ότι στο στρατόπεδο όπου γινόταν η συγκέντρωση δεν είχε έρθει κανείς από την Ιαβές της Γαλαάδ. Πραγματικά, όταν μετρήθηκε ο λαός, βρέθηκε ότι δεν ήταν εκεί κανείς από τους κατοίκους της Ιαβές. Τότε η συνέλευση αποφάσισε κι έστειλε εκεί δώδεκα χιλιάδες άντρες από τους πιο γενναίους με την εξής διαταγή: «Πηγαίνετε και σφάξτε τους κατοίκους της Ιαβές στη Γαλαάδ, μαζί και τις γυναίκες και τα παιδιά τους. Θα σκοτώσετε όλους τους αρσενικούς και όλες τις γυναίκες που έχουν σχέση με άντρα. Τις παρθένες όμως θα τις αφήσετε να ζήσουν». Έτσι κι έκαναν. Βρήκαν ανάμεσα στους κατοίκους της Ιαβές τετρακόσιες νέες παρθένες, που δεν είχαν σχετιστεί με άντρα, και τις έφεραν στο στρατόπεδο στη Σιλώ, που βρίσκεται στη Χαναάν. Τότε η συνέλευση έστειλε αγγελιοφόρους και μίλησαν στους Βενιαμινίτες που είχαν καταφύγει στο βράχο της Ριμμών, και τους κάλεσαν να συνάψουν ειρήνη. Όταν γύρισαν οι Βενιαμινίτες τούς έδωσαν τις γυναίκες της Ιαβές που τις είχαν αφήσει στη ζωή, αλλά δεν έφτασαν για όλους. Ο λαός ήταν μετανιωμένος για τους Βενιαμινίτες, γιατί ο Κύριος είχε προξενήσει ρήγμα στις φυλές του Ισραήλ. Τότε είπαν οι επικεφαλής της συνέλευσης: «Τι θα κάνουμε για να βρούμε γυναίκες για τους υπόλοιπους; Δεν υπάρχουν γυναίκες στη φυλή Βενιαμίν». «Πρέπει», είπαν, «να εξασφαλιστούν απόγονοι των Βενιαμινιτών που γλίτωσαν, ώστε να μην εξαφανιστεί μια ολόκληρη φυλή από το λαό Ισραήλ. Εμείς δεν μπορούμε να τους δώσουμε τις κόρες μας για γυναίκες». Είχαν ήδη ορκιστεί μ’ αυτά τα λόγια: «Καταραμένος όποιος δώσει την κόρη του για γυναίκα στους Βενιαμινίτες». και περιμένετε εκεί. Όταν τα κορίτσια της Σιλώ βγουν από την πόλη για να πάρουν μέρος στους χορούς, τότε βγείτε κι εσείς από τ’ αμπέλια κι αρπάξτε ο καθένας για τον εαυτό του τη γυναίκα του και πηγαίνετε στην περιοχή της φυλής Βενιαμίν. Αν έρθουν οι πατεράδες τους ή οι αδερφοί τους να μας παραπονεθούν, εμείς θα τους πούμε: «Πρέπει να δείξετε κατανόηση, γιατί δεν μπορέσαμε στον πόλεμο της Ιαβές στη Γαλαάδ να πάρουμε γυναίκες για όλους. Αλλά κι εσείς δεν είστε ένοχοι καταπάτησης του όρκου σας, γιατί δεν δώσατε τις κόρες σας με τη θέλησή σας». Έτσι κι έκαναν οι Βενιαμινίτες και πήραν γυναίκες απ’ αυτές που χόρευαν, όσες τους αντιστοιχούσαν. Τις άρπαξαν κι έφυγαν και γύρισαν στην περιοχή που τους είχε δοθεί ιδιοκτησία τους. Ξανάχτισαν τις πόλεις κι εγκαταστάθηκαν σ’ αυτές. Οι άλλοι Ισραηλίτες διέλυσαν τη συγκέντρωση και πήγε καθένας στη φυλή του και στη συγγένειά του, στις περιοχές που τους είχαν δοθεί για ιδιοκτησία τους. Την εποχή εκείνη δεν υπήρχε ακόμη βασιλιάς στο λαό του Ισραήλ. Καθένας έκανε ό,τι ήθελε. Την εποχή που τους Ισραηλίτες τους κυβερνούσαν οι Κριτές, έπεσε πείνα στη χώρα. Τότε, ένας άνθρωπος από τη Βηθλεέμ της φυλής Ιούδα πήγε να μείνει προσωρινά στη Μωάβ μαζί με τη γυναίκα του και τους δύο γιους του. Το όνομα του ανθρώπου ήταν Ελιμέλεχ, της γυναίκας του Νωεμίν και τα ονόματα των δυο γιων του, Μαχλών και Χιλιών. Ήταν Εφραθαίοι, από τη Βηθλεέμ του Ιούδα. Έφτασαν στη Μωάβ κι εγκαταστάθηκαν εκεί. Ο Ελιμέλεχ όμως πέθανε και η Νωεμίν έμεινε μόνη της με τους δυο γιους της. Αυτοί παντρεύτηκαν Μωαβίτισσες· το όνομα της μιας ήταν Ορφά και της άλλης Ρουθ· έμειναν εκεί περίπου δέκα χρόνια. Έπειτα ο Μαχλών και ο Χιλιών πέθαναν κι αυτοί· και η Νωεμίν έμεινε μόνη, χωρίς τους δυο γιους της και χωρίς τον άντρα της. Μετά απ’ αυτά τα συμβάντα, η Νωεμίν ετοιμάστηκε να φύγει από τη Μωάβ μαζί με τις νύφες της, γιατί ενώ ήταν ακόμα εκεί άκουσε ότι ο Κύριος ευνόησε το λαό του και τους έδωσε καλές σοδειές. Έτσι έφυγε από τον τόπο όπου κατοικούσε και πήρε το δρόμο της επιστροφής στη χώρα της φυλής Ιούδα, μαζί με τις δυο νύφες της. Η Νωεμίν είπε στις νύφες της: «Πηγαίνετε, γυρίστε καθεμιά στο σπίτι της μητέρας σας. Ο Κύριος να σας δείξει την αγάπη του όπως εσείς δείξατε αγάπη σ’ εμένα και σ’ εκείνους που είναι τώρα νεκροί. Να δώσει ο Κύριος να βρείτε η καθεμιά σας έναν άντρα και την οικογενειακή ευτυχία». Έπειτα τις φίλησε κι αυτές ξέσπασαν σε κλάματα. «Όχι», της είπαν, «θα γυρίσουμε μαζί σου στο λαό σου». Τότε η Νωεμίν απάντησε: «Πηγαίνετε, κόρες μου, γιατί να έρθετε μαζί μου; Δεν μπορώ πια να γεννήσω άλλους γιους για να γίνουν άντρες σας. Γυρίστε, κόρες μου, πηγαίνετε, εγώ είμαι γριά για να ξαναπαντρευτώ. Ακόμα κι αν έλεγα ότι υπάρχει ελπίδα να παντρευτώ απόψε και να γεννήσω γιους, δε θα μπορούσατε να τους περιμένατε ώσπου να μεγαλώσουν. Θέλετε να μείνετε ανύπαντρες για πάντα; Όχι, κόρες μου· σ’ εμένα ενάντια στράφηκε ο Κύριος, και λυπάμαι στ’ αλήθεια πάρα πολύ για σας». Εκείνες τότε ξέσπασαν πάλι σε κλάματα και τελικά η Ορφά αποχαιρέτησε την πεθερά της, η Ρουθ όμως την ακολούθησε. Η Νωεμίν της είπε: «Δε βλέπεις τη συννυφάδα σου που γύρισε στο λαό της και στο θεό της; Ακολούθησέ την κι εσύ». Αλλά η Ρουθ απάντησε: «Μη με πιέζεις να σ’ αφήσω και να φύγω από κοντά σου. Όπου πας, θα πάω κι όπου μείνεις, θα μείνω· ο λαός σου θα είναι λαός μου κι ο Θεός σου, Θεός μου· όπου πεθάνεις εσύ, εκεί θα πεθάνω και θα ταφώ κι εγώ. Κι ας με τιμωρήσει ο Κύριος, αν κάτι άλλο εκτός απ’ το θάνατο με χωρίσει από σένα». Όταν είδε η Νωεμίν ότι η Ρουθ ήταν αποφασισμένη να πάει μαζί της, σταμάτησε πια να επιμένει. Προχώρησαν κι οι δυο τους, ώσπου έφτασαν στη Βηθλεέμ. Όταν έφτασαν εκεί, όλη η πόλη αναστατώθηκε εξαιτίας τους· οι γυναίκες έλεγαν: «Αυτή είναι η Νωεμίν;» Κι εκείνη τους απάντησε: «Μη με λέτε πια Νωεμίν (Ευτυχία)· να με φωνάζετε Μαρά (Πίκρα), γιατί ο Παντοδύναμος με πίκρανε αφάνταστα. Έφυγα από ’δω με οικογένεια, κι ο Κύριος μ’ έφερε πίσω μόνη. Γιατί να με ονομάζετε Νωεμίν, αφού ο παντοδύναμος Κύριος με ταπείνωσε και μου έστειλε τόσες θλίψεις;» Γύρισε λοιπόν η Νωεμίν από τη Μωάβ μαζί με τη Ρουθ, τη Μωαβίτισσα νύφη της. Κι όταν έφτασαν στη Βηθλεέμ είχαν μόλις αρχίσει να θερίζουν το κριθάρι. Από τον άντρα της τον Ελιμέλεχ, η Νωεμίν είχε έναν συγγενή, άνθρωπο ισχυρό και πλούσιο, ο οποίος ονομαζόταν Βοόζ. Μια μέρα η Ρουθ είπε στη Νωεμίν: «Άφησέ με να πάω σ’ ένα χωράφι να μαζέψω τα στάχυα που αφήνουν οι θεριστές. Κάποιον θα βρω που θα μ’ αφήσει να το κάνω». Η Νωεμίν της είπε: «Πήγαινε, κόρη μου». Έτσι η Ρουθ έφυγε και πήγε και μάζευε στάχυα σ’ ένα χωράφι, πίσω από τους θεριστές. Συμπτωματικά, βρέθηκε το κομμάτι αυτό της γης ν’ ανήκει στο Βοόζ, το συγγενή του Ελιμέλεχ. Μετά από λίγο ήρθε ο Βοόζ από τη Βηθλεέμ και χαιρέτισε τους θεριστές: «Ο Κύριος να ’ναι μαζί σας», τους είπε. «Ο Κύριος να σ’ ευλογεί», του απάντησαν εκείνοι. Τότε ο Βοόζ ρώτησε τον υπηρέτη του, τον επιστάτη των θεριστών: «Ποιανού είναι αυτή η νέα;» Αυτός του απάντησε: «Είναι η νεαρή Μωαβίτισσα, που συνόδεψε τη Νωεμίν στην επιστροφή της από τη Μωάβ. Μας παρακάλεσε να την αφήσουμε να μαζεύει τα στάχυα που αφήνουν οι θεριστές να πέφτουν από τα δεμάτια. Ήρθε από το πρωί, κι ως τώρα δεν έχει καθόλου ξεκουραστεί». Τότε ο Βοόζ είπε στη Ρουθ: «Άκουσε, κόρη μου: μη φύγεις από ’δω για να μαζέψεις στάχυα σ’ άλλο χωράφι· μείνε με τις υπηρέτριές μου. Κοίτα σε ποιο χωράφι θερίζουν και πήγαινε ξωπίσω τους. Έχω διατάξει τους υπηρέτες να μη σ’ αγγίξει κανείς. Κι όταν διψάς, να πηγαίνεις στις στάμνες που τις γεμίζουν οι υπηρέτες και να πίνεις νερό». Τότε η Ρουθ έπεσε με το πρόσωπο στη γη και προσκύνησε. «Γιατί μου δείχνεις τόση καλοσύνη», του είπε, «κι ενδιαφέρεσαι τόσο για μένα, που είμαι μια ξένη;» Ο Βοόζ της αποκρίθηκε: «Μου είπαν καταλεπτώς όλα όσα έκανες για την πεθερά σου μετά το θάνατο του άντρα σου, κι ότι άφησες τους γονείς σου και τη χώρα που γεννήθηκες, και ήρθες σ’ έναν λαό που δεν τον γνώριζες από πριν. Ο Κύριος, ο Θεός του Ισραήλ, ν’ ανταμείψει την πράξη σου και να σου το ξεπληρώσει στο ακέραιο, που ήρθες κάτω απ’ τα φτερά του να σκεπαστείς». Εκείνη απάντησε: «Ας έχω την εύνοιά σου, κύριέ μου! Μου ’δωσες θάρρος και μίλησες στην καρδιά της δούλης σου, αν κι εγώ δεν είμαι καν σαν μια από τις δούλες σου». Την ώρα του φαγητού τής είπε ο Βοόζ: «Έλα κοντά και φάγε μαζί μας ψωμί και βούτηξε τη μπουκιά σου στο ζουμί με το ξύδι». Εκείνη κάθισε δίπλα στους θεριστές κι ο Βοόζ της πρόσφερε ψημένο στάρι κι έφαγε, χόρτασε και της περίσσεψε κιόλας. Όταν σηκώθηκε να πάει να μαζέψει στάχυα, ο Βοόζ διέταξε τους υπηρέτες του: «Αφήνετέ την να παίρνει στάχυα ακόμη κι από τα δεμάτια· μην την αποπαίρνετε. Να βγάζετε μάλιστα μόνοι σας μερικά στάχυα από τα δεμάτια γι’ αυτήν και να την αφήνετε να τα μαζεύει χωρίς να τη μαλώνετε». Η Ρουθ σταχυολόγησε στο χωράφι του Βοόζ ως το βράδυ· έπειτα κοπάνισε τα στάχυα που είχε μαζέψει και έβγαλε περίπου ένα μεγάλο σακί κριθάρι. Το σήκωσε και γύρισε στην πόλη· έδειξε στην πεθερά της ό,τι είχε μαζέψει κι έβγαλε και της έδωσε το περίσσευμα από το φαγητό που της είχαν προσφέρει. Η πεθερά της τη ρώτησε: «Πού μάζεψες στάχυα σήμερα; σε ποιανού το χωράφι εργάστηκες; Ας είναι ευλογημένος αυτός που ενδιαφέρθηκε για σένα». Τότε η Ρουθ φανέρωσε στην πεθερά της σε ποιο χωράφι είχε δουλέψει: «Ο άνθρωπος στον οποίο δούλεψα σήμερα ονομάζεται Βοόζ», της είπε. Η Νωεμίν είπε στη νύφη της: «Ο Κύριος δεν έπαψε να δείχνει την αγάπη του σ’ εμάς τους ζωντανούς, όπως την είχε δείξει στους νεκρούς μας. Ο Κύριος να ευλογεί αυτόν τον άνθρωπο». Και κατέληξε: «Αυτός είναι συγγενής μας κι από τους πιο κοντινούς μας». Τότε η Ρουθ πρόσθεσε: «Μου είπε ακόμη να μείνω με τους υπηρέτες του, ώσπου να τελειώσουν όλον το θερισμό». Η Νωεμίν είπε στη νύφη της: «Είναι πολύ καλά, κόρη μου, να δουλεύεις με τις υπηρέτριες του Βοόζ! Σε οποιοδήποτε άλλο χωράφι θα μπορούσαν να σε κακομεταχειριστούν». Έτσι η Ρουθ πήγαινε μαζί με τις υπηρέτριες του Βοόζ και μάζευε στάχυα, ώσπου θέρισαν όλο το κριθάρι και το στάρι· στο μεταξύ έμενε μαζί με την πεθερά της. Μια μέρα η Νωεμίν είπε στη Ρουθ: «Κόρη μου, πρέπει να σου βρω έναν σύζυγο, που να σε κάνει ευτυχισμένη. Πρόσεξε τώρα: Ο Βοόζ, που δούλευες με τις υπηρέτριές του, είναι συγγενής μας· κι απόψε θα πάει στο αλώνι του να λιχνίσει το κριθάρι. Λούσου, λοιπόν, κι αλείψου με αρώματα, βάλε τα γιορτινά σου και κατέβα στο αλώνι· αλλά μην του φανερωθείς ωσότου τελειώσει το φαγητό και το πιοτό του. Όταν πάει να πλαγιάσει, φρόντισε να δεις πού θα κοιμηθεί. Πλησίασε, σήκωσε τα σκεπάσματα των ποδιών του και πλάγιασε εκεί. Μετά αυτός θα σου πει τι να κάνεις». Η Ρουθ της απάντησε: «Θα κάνω όλα όσα μου είπες». Κατέβηκε, λοιπόν, στο αλώνι κι έκανε όλα όσα της είχε υποδείξει η πεθερά της. Ο Βοόζ αφού έφαγε και ήπιε κι ήταν σε εξαιρετική διάθεση, πήγε και πλάγιασε στην άκρη του σωρού του κριθαριού. Τότε η Ρουθ ήρθε ήσυχα ήσυχα, σήκωσε τα σκεπάσματα των ποδιών του και πλάγιασε εκεί. Γύρω στα μεσάνυχτα, ο Βοόζ ξύπνησε απότομα, ανασηκώθηκε και είδε μια γυναίκα να κοιμάται στα πόδια του. «Ποια είσ’ εσύ;» τη ρώτησε. Κι αυτή απάντησε: «Εγώ είμαι η Ρουθ, η δούλη σου. Πάρε με στην προστασία σου, γιατί εσύ είσαι ο κοντινότερος συγγενής μου». Τότε ο Βοόζ είπε: «Ο Κύριος να σ’ ευλογεί, κόρη μου! Αυτό που κάνεις τώρα δείχνει την πιστότητά σου στην οικογένεια της πεθεράς σου, περισσότερο απ’ ό,τι το δείχνει η προηγούμενη πράξη σου. Πράγματι, δεν αναζήτησες για άντρα σου κάποιον νεαρό, φτωχό ή πλούσιο. Τώρα, λοιπόν, κόρη μου, μη φοβάσαι. Εγώ θα κάνω για σένα ό,τι μου ζητήσεις, γιατί όλη η πόλη ξέρει ότι είσαι ενάρετη γυναίκα. Είν’ αλήθεια ότι εγώ είμαι ο πλησιέστερος συγγενής σου, αλλά υπάρχει κι άλλος ένας, πιο κοντινός συγγενής από μένα. Μείνε απόψε εδώ, και το πρωί, αν θέλει να σε παντρευτεί εκείνος, έχει καλώς, ας σε παντρευτεί. Αν όμως δε θελήσει, τότε θα σε παντρευτώ εγώ· σου το υπόσχομαι ενώπιον του αληθινού Θεού. Κοιμήσου ως το πρωί». Έτσι η Ρουθ ξάπλωσε εκεί στα πόδια του Βοόζ ως το πρωί. Αλλά σηκώθηκε στο σύθαμπο, πριν ακόμη φωτίσει και μπορέσει κανείς να τη δει. Εκείνος της είπε: «Ας μη γίνει γνωστό ότι ήρθε γυναίκα στο αλώνι». Μετά της είπε: «Φέρε την κάπα που έχεις στους ώμους σου και άπλωσέ την». Εκείνη την άπλωσε κι ο Βοόζ μέτρησε και της άδειασε μέσα έξι γαβάθες κριθάρι· τη βοήθησε να το φορτωθεί και η Ρουθ ήρθε στην πόλη. Όταν γύρισε στην πεθερά της, εκείνη τη ρώτησε: Πώς τα πήγες κόρη μου; Κι εκείνη της διηγήθηκε όλα όσα έκανε γι’ αυτήν ο Βοόζ. «Μου έδωσε κι αυτές τις έξι γαβάθες το κριθάρι», πρόσθεσε, «και μου είπε πως δε θα πρέπει να πάω μ’ άδεια χέρια στην πεθερά μου». Τότε η Νωεμίν απάντησε: «Περίμενε, κόρη μου, ώσπου να δεις πώς θα πάει το πράγμα, γιατί αυτός ο άνθρωπος δεν θα ησυχάσει αν δεν τελειώσει αυτή την υπόθεση σήμερα». Ο Βοόζ πήγε στην πύλη και κάθισε εκεί. Μετά από λίγο περνούσε από ’κει ο στενός συγγενής του Ελιμέλεχ, για τον οποίο είχε μιλήσει ο Βοόζ στη Ρουθ. «Έλα και κάθισε εδώ», του είπε ο Βοόζ. Εκείνος γύρισε και κάθισε. Τότε ο Βοόζ πήρε δέκα άντρες από τους πρεσβυτέρους της πόλης και τους είπε: «Καθίστε εδώ». Και κάθισαν. Μετά είπε στον πλησιέστερο συγγενή: «Η Νωεμίν, που γύρισε από τη Μωάβ, πουλάει το μερίδιο του χωραφιού που ανήκει στο συγγενή μας τον Ελιμέλεχ. Σκέφτηκα να σου το ανακοινώσω αυτό και να σου προτείνω να αγοράσεις το χωράφι εδώ μπροστά στους κατοίκους και στους πρεσβυτέρους του λαού μου, γιατί εσύ είσαι ο πλησιέστερος συγγενής. Αν θέλεις, λοιπόν, να ασκήσεις το δίκαιωμά σου της εξαγοράς, καλώς· αν όχι, πες το μου να το ξέρω· γιατί δεν υπάρχει άλλος στενότερος συγγενής να το αγοράσει. Μετά από σένα είμαι εγώ». Εκείνος απάντησε: «Θα το αγοράσω». Τότε ο Βοόζ είπε: «Αν αγοράσεις το χωράφι από τη Νωεμίν, πρέπει να πάρεις γυναίκα σου και τη Ρουθ, τη Μωαβίτισσα, τη χήρα του γιου της, ώστε η ιδιοκτησία του χωραφιού να παραμείνει στην οικογένεια του νεκρού άντρα της». Ο άλλος συγγενής απάντησε: «Εγώ δεν μπορώ να εκπληρώσω το συγγενικό μου χρέος, γιατί έτσι καταστρέφω τη δική μου ιδιοκτησία· ανάλαβε εσύ το δικαίωμά μου της εξαγοράς. Εγώ δεν προτίθεμαι να αγοράσω το χωράφι». (Υπήρχε παλιά ένα έθιμο στο λαό Ισραήλ, σχετικά με την εξαγορά και την ανταλλαγή, για την εγκυρότητα των συμφωνιών: Ο ένας έλυνε το σανδάλι του και το έδινε στον άλλον· αυτό ήταν σαν μαρτυρία ανάμεσα στους Ισραηλίτες). Γι’ αυτό, όταν ο κοντινός συγγενής είπε στον Βοόζ, «αγόρασέ το εσύ το χωράφι», έλυσε το σανδάλι του και του το έδωσε. Τότε ο Βοόζ είπε στους πρεσβυτέρους και σ’ όλους τους παρισταμένους: «Σήμερα είσαστε μάρτυρες, ότι αγόρασα από τη Νωεμίν, όλα όσα ανήκαν στον Ελιμέλεχ, στο Χιλιών και στο Μαχλών· κι ακόμα ότι πήρα για γυναίκα μου τη Ρουθ τη Μωαβίτισσα, χήρα του Μαχλών. Έτσι η περιουσία θα παραμείνει στην οικογένεια του νεκρού και θα δημιουργηθούν απόγονοι που θα διατηρήσουν το όνομά του ανάμεσα στους συμπατριώτες του και στις δικαστικές αρχές του τόπου του. Εσείς είστε σήμερα μάρτυρες γι’ αυτό». Τότε όλοι οι παριστάμενοι εκεί στην πύλη και οι πρεσβύτεροι είπαν: «Ναι είμαστε μάρτυρες γι’ αυτό· ο Κύριος ας κάνει τη γυναίκα που μπαίνει στο σπίτι σου σαν τη Ραχήλ και σαν τη Λεία, που οι δυό τους γέννησαν γιους στον Ιακώβ, και να γίνεις ισχυρός στην Εφραθά και ξακουστός στη Βηθλεέμ. Μακάρι οι απόγονοι που θα σου δώσει ο Κύριος απ’ αυτή τη νέα γυναίκα, να κάνουν την οικογένειά σου σαν την οικογένεια του Φαρές, γιου του Ιούδα από τη Θάμαρ». Έτσι ο Βοόζ πήρε τη Ρουθ γυναίκα του. Ο Κύριος την ευλόγησε· έμεινε έγκυος και γέννησε γιο. Τότε οι γυναίκες είπαν στη Νωεμίν: «Ας είναι δοξασμένος ο Κύριος! Σήμερα έκανε να γεννηθεί ένας κοντινός συγγενής για σένα, που τ’ όνομά του θα γίνει ξακουστό μέσα στο λαό του Ισραήλ. Αυτός θ’ ανακουφίσει την ψυχή σου και θα σε φροντίσει στα γεράματά σου. Η νύφη σου, αξίζει για σένα περισσότερο κι από εφτά γιους γιατί σ’ αγαπάει και σου χάρισε αυτόν τον εγγονό». Η Νωεμίν πήρε το παιδί, το κράτησε στην αγκαλιά της κι ανέλαβε την υποχρέωση της ανατροφής του. Οι γειτόνισσες φώναζαν: «Η Νωεμίν απέκτησε γιο!» και το ονόμασαν «Ωβήδ»· αυτός είναι ο πατέρας του Ιεσσαί, πατέρα του Δαβίδ. Στη Ραμαθαΐμ, στην ορεινή περιοχή της φυλής Εφραΐμ, ζούσε κάποτε ένας που καταγόταν από τα μέρη της οικογένειας Σουφ. Το όνομά του ήταν Ελκανά· πατέρας του ήταν ο Ιεροχάμ, παππούς του ο Ελιού, και προπάππος του ο Τόχου, ο οποίος ανήκε στην οικογένεια Σουφ των Εφραϊμιτών. Αυτός είχε δύο γυναίκες· το όνομα της μιας ήταν Άννα και της άλλης Φενίννα. Η Φενίννα είχε παιδιά, ενώ η Άννα δεν είχε. Κάθε χρόνο ο άνθρωπος αυτός ανέβαινε από την πόλη του στο αγιαστήριο της Σιλώ για να προσκυνήσει και να προσφέρει θυσία στον Κύριο, το Θεό του Ισραήλ. Εκεί ιερείς του Κυρίου ήταν οι δυο γιοι του Ηλεί, ο Χοφνί και ο Φινεές. Όταν ο Ελκανά θυσίαζε, έδινε μερίδες από τη θυσία στη γυναίκα του τη Φενίννα, στους γιους της και στις κόρες της. Στην Άννα, όμως, αν και την αγαπούσε, έδινε μία μόνο μερίδα, επειδή ο Κύριος την είχε κάνει στείρα. Τότε η Φενίννα, ως αντίζηλή της, ταπείνωνε την Άννα για να την εξοργίζει που ο Κύριος την είχε κάνει στείρα. Αυτό γινόταν κάθε χρόνο. Κάθε φορά που ανέβαιναν στον οίκο του Κυρίου, η Φενίννα εξόργιζε την Άννα, κι εκείνη έκλαιγε και δεν έτρωγε. Τότε της έλεγε ο Ελκανά, ο άντρας της: «Άννα, γιατί κλαις και δεν τρως, γιατί είν’ η καρδιά σου πικραμένη; Δεν αξίζω εγώ για σένα περισσότερο από δέκα γιους;» Μια φορά, αφού είχαν φάει κι είχαν πιει στη Σιλώ, η Άννα σηκώθηκε. Ο ιερέας Ηλεί καθόταν στη θέση του, κοντά στην είσοδο του οίκου του Κυρίου. Η Άννα ήταν πολύ πικραμένη, και προσευχόταν κλαίγοντας στον Κύριο. Έκανε τάμα και είπε: «Κύριε, Θεέ του Ισραήλ, αν σκύψεις πάνω από την ταλαιπωρία της δούλης σου, αν δεν με ξεχάσεις και πράγματι μου δώσεις αρσενικό παιδί, τότε εγώ θα το αφιερώσω σ’ εσένα, Κύριε, για όλη του τη ζωή και ξυράφι δε θ’ αγγίξει το κεφάλι του. Ενώ αυτή συνέχιζε να προσεύχεται ενώπιον του Κυρίου, ο Ηλεί παρατηρούσε το στόμα της. Η Άννα μιλούσε από μέσα της· τα χείλη της μόνο κινιόνταν, αλλά η φωνή της δεν ακουγόταν. Έτσι ο Ηλεί την πέρασε για μεθυσμένη. «Ως πότε θα είσαι μεθυσμένη;» της είπε. «Πήγαινε να ξεμεθύσεις». «Όχι, κύριέ μου», του αποκρίθηκε η Άννα, «είμαι μια γυναίκα καταστενοχωρημένη. Δεν ήπια κρασί ούτε άλλα δυνατά ποτά· απλώς άνοιξα την καρδιά μου ενώπιον του Κυρίου. Μη θεωρήσεις τη δούλη σου καμιά τιποτένια· αν προσευχήθηκα ως τώρα, ήταν απ’ τον πολύ μου πόνο και τη θλίψη». Ο Ηλεί της αποκρίθηκε: «Πήγαινε στο καλό, κι ο Θεός του Ισραήλ ας σου δώσει αυτό που του ζήτησες». Κι εκείνη απάντησε: «Ας έχω η δούλη σου την εύνοιά σου». Τότε η Άννα πήγε κι έφαγε και το πρόσωπό της δεν ήταν πια μελαγχολικό. Την άλλη μέρα το πρωί ο Ελκανά και η οικογένειά του σηκώθηκαν νωρίς, προσκύνησαν ενώπιον του Κυρίου, και γύρισαν στο σπίτι τους, στη Ραμαθά. Ο Ελκανά συνευρέθηκε με τη γυναίκα του την Άννα, κι ο Κύριος θυμήθηκε την προσευχή της. Εκείνη έμεινε έγκυος κι όταν συμπληρώθηκε ο καιρός, γέννησε γιο. Τότε είπε: «Τον ζήτησα από τον Κύριο» και τον ονόμασε «Σαμουήλ». Τον επόμενο χρόνο, ο Ελκανά ανέβηκε μαζί μ’ όλη του την οικογένεια να προσφέρει στον Κύριο την ετήσια θυσία και ένα τάμα που είχε κάνει. Η Άννα όμως δεν ανέβηκε. «Θα περιμένω ώσπου ν’ απογαλακτιστεί το παιδί», είπε στον άντρα της, «κι έπειτα θα το φέρω να παρουσιαστεί ενώπιον του Κυρίου και να μείνει εκεί για πάντα». Ο Ελκανά τής απάντησε: «Κάνε ό,τι νομίζεις σωστό. Μείνε ώσπου να το απογαλακτίσεις. Μακάρι ο Κύριος να εκπληρώσει την επιθυμία σου». Έτσι κάθισε η γυναίκα και θήλαζε το γιο της, ώσπου τον απόκοψε. Όταν τον απόκοψε, κι ενώ ήταν ακόμα πολύ μικρός, τον πήρε μαζί της, πήρε κι ένα βόδι τριών χρονών, ένα εφά αλεύρι κι ένα ασκί κρασί και ήρθε στον οίκο του Θεού, στη Σιλώ. Εκεί έσφαξαν το βόδι κι έφεραν το παιδί στον Ηλεί. Τότε η Άννα του είπε: «Κύριέ μου, εγώ είμαι η γυναίκα που στάθηκε εδώ κοντά σου για να προσευχηθεί στον Κύριο. Είναι αλήθεια, όπως με βλέπεις και σε βλέπω. Για το παιδί αυτό προσευχήθηκα· κι ο Κύριος μου έδωσε αυτό που του ζήτησα. Έτσι κι εγώ το αφιερώνω τώρα στον Κύριο. Για όλη του τη ζωή θα είναι αφιερωμένο σ’ αυτόν». Κι όλη η οικογένεια προσκύνησαν εκεί τον Κύριο. Ύστερα η Άννα έκανε αυτή την προσευχή: «Κύριε», είπε, «Γέμισες την καρδιά μου με χαρά· με σήκωσες και με δυνάμωσες. Τώρα μπορώ με τους εχθρούς μου να γελάω. Με βοήθησες, για τούτο είμαι χαρούμενη. »Μόνον ο Κύριος είναι άγιος! Άλλος Θεός έξω από κείνον δεν υπάρχει. Κανένας δεν μπορεί να προστατεύει όπως αυτός. Μην υπερηφανεύεστε και τους σπουδαίους μην κάνετε! Για τα αμαρτωλά σας σχέδια μην καυχιέστε. Ο Κύριος τα ξέρει όλα όσα κάνετε· κάθε επαίσχυντη πράξη τη δικάζει. »Τα όπλα κομματιάζει των ισχυρών κι ανανεώνει τη δύναμη των αδυνάτων και των απελπισμένων. Οι πλούσιοι πρέπει με τον κόπο τους, να βγάζουν το ψωμί τους. Ας μη στενάζουν πια οι φτωχοί! Μπορούνε να πανηγυρίζουν. »Εφτά παιδιά θε ν’ αποκτήσει η άτεκνη και όλα θα τα χάσει η πολύτεκνη. Ο Κύριος δίνει το θάνατο δίνει και τη ζωή· αυτός στον άδη κατεβάζει κι από το θάνατο ανεβάζει στη ζωή. Ο Κύριος κάνει κάποιον πλούσιο· κι ο Κύριος φτωχό τον κάνει· εκείνος ταπεινώνει, αλλά κι εκείνος ανεβάζει ψηλά. Βγάζει απ’ τη δυστυχία του τον καταφρονεμένο, στη δόξα τον περνά. Τον βάζει να σταθεί ανάμεσα στους διακεκριμένους, θέση τού δίνει τιμητική. Γιατί όλη η γη στον Κύριο ανήκει· αυτός την έχτισε πάνω σε ασάλευτα θεμέλια. »Ο Κύριος οδηγεί και προστατεύει όλους εκείνους που τον εμπιστεύονται. Μα οι εχθροί του καταλήγουν στο σκοτάδι. Απ’ όσους εμπιστεύονται στην ίδια τους τη δύναμη, κανείς δε θα νικήσει. Εκείνος που επαναστατεί ενάντια στον Κύριο, θα χαθεί. Ο Ύψιστος στον ουρανό ενάντια του βροντάει. Ο Κύριος κρίνει όλη τη γη· το βασιλιά του διάλεξε και τον εγκατέστησε. Τη νίκη τού χαρίζει και δύναμη τρανή». Μετά ο Ελκανά γύρισε σπίτι του, στη Ραμά, ενώ το παιδί έμεινε στη Σιλώ και υπηρετούσε τον Κύριο με την επίβλεψη του ιερέα Ηλεί. Οι γιοι του Ηλεί ήταν αχρείοι άνθρωποι· δε σέβονταν τον Κύριο, ούτε τις διατάξεις για τις απολαβές των ιερέων από τις προσφορές του λαού. Όταν ερχόταν κανείς να θυσιάσει, ενώ έβραζε ακόμη το κρέας, έφτανε ο υπηρέτης του ιερέα, κρατώντας μια πηρούνα με τρία δόντια. Έχωνε την πηρούνα στο καζάνι, στην κατσαρόλα, στη χύτρα ή στο τσουκάλι κι ό,τι έπιανε το έπαιρνε ο ιερέας για τον εαυτό του. Τα ίδια έκαναν σ’ όλους τους Ισραηλίτες που έρχονταν να θυσιάσουν εκεί στη Σιλώ. Επίσης πριν ακόμη καεί το λίπος του ζώου, ερχόταν ο υπηρέτης του ιερέα κι έλεγε στον άνθρωπο που πρόσφερε τη θυσία: «Δώσε μου κρέας να το κάνω ψητό για τον ιερέα· δε θα πάρει από σένα κρέας βρασμένο, το θέλει ωμό». Κι αν ο άνθρωπος του έλεγε: «Άφησε πρώτα να καεί το λίπος κι ύστερα πάρε όσο θέλεις», τότε ο υπηρέτης απαντούσε: «Όχι, τώρα θα μου το δώσεις, διαφορετικά θα το πάρω με τη βία». Έτσι, η αμαρτία αυτών των νέων ήταν πάρα πολύ μεγάλη ενώπιον του Κυρίου, γιατί δεν είχαν κανένα σεβασμό για τις θυσίες που προσφέρονταν σ’ αυτόν. Στο μεταξύ ο Σαμουήλ, παιδί ακόμα, υπηρετούσε ενώπιον του Κυρίου φορώντας το λινό εφώδ. Κάθε χρόνο η μητέρα του τού έφτιαχνε έναν μικρό ιερατικό χιτώνα και του τον έφερνε όταν ερχόταν με τον άντρα της για να προσφέρει την ετήσια θυσία. Τότε ο Ηλεί ευλογούσε τον Ελκανά και τη γυναίκα του κι έλεγε στον Ελκανά: «Εύχομαι ο Κύριος να σου δώσει απογόνους απ’ αυτήν τη γυναίκα στη θέση του παιδιού που αυτή αφιέρωσε στον Κύριο». Έπειτα γύριζαν στο σπίτι τους. Ο Θεός ενδιαφέρθηκε για την Άννα κι έμεινε έγκυος και γέννησε τρεις γιους και δύο κόρες. Ωστόσο, ο μικρός Σαμουήλ μεγάλωνε υπηρετώντας τον Κύριο. Ο Ηλεί είχε πια γεράσει πολύ. Όταν μάθαινε πώς φέρονταν οι γιοι του στους Ισραηλίτες, κι ακόμα ότι πλάγιαζαν με τις γυναίκες που υπηρετούσαν στην είσοδο της σκηνής του Μαρτυρίου, τούς έλεγε: «Τι πράγματα είναι αυτά που κάνετε; Τι είναι αυτά τα αίσχη σας, που έρχονται στ’ αυτιά μου απ’ όλο το λαό; Σταματήστε, παιδιά μου! Είναι τρομερά αυτά που ακούω και που έχουν διαδοθεί μέσα στο λαό του Κυρίου. Αν κάποιος αμαρτήσει απέναντι σ’ έναν άλλον, τότε ο Θεός μπορεί να τον υπερασπιστεί. Αν όμως αμαρτήσει απέναντι στον Κύριο, τότε ποιος θα τον υπερασπιστεί;» Αυτοί όμως δεν έδιναν σημασία στα λόγια του πατέρα τους, γιατί ο Κύριος ήθελε να τους θανατώσει. Ο μικρός Σαμουήλ συνέχιζε να μεγαλώνει και να κερδίζει την αγάπη του Κυρίου και των ανθρώπων. Τότε ένας προφήτης ήρθε στον Ηλεί και του είπε: «Άκου τι λέει ο Κύριος: “ξέρεις καλά πως όταν ο προπάτοράς σου ο Ααρών ήταν στην Αίγυπτο, του φανέρωσα εκεί τον εαυτό μου, τον καιρό που όλη η οικογένειά του ήταν δούλοι στη δυναστεία του Φαραώ. Απ’ όλες τις φυλές του λαού του Ισραήλ διάλεξα αυτόν να γίνει ιερέας μου, ν’ ανεβαίνει στο θυσιαστήριό μου, να καίει το θυμίαμα και να φοράει το εφώδ ενώπιόν μου. Επίσης όρισα το μερίδιο που θα παίρνει η οικογένεια του προγόνου σου από όλες τις θυσίες των Ισραηλιτών που προσφέρονται με φωτιά. Γιατί τώρα εσείς δεν έχετε κανένα σεβασμό για τις θυσίες και τις αναίμακτες προσφορές που διέταξα να μου φέρνουν στο θυσιαστήριό μου οι Ισραηλίτες; Γιατί εκτιμάς τους γιους σου περισσότερο από μένα και παχαίνετε από τα καλύτερα μέρη των προσφορών του λαού μου του Ισραήλ;” »Γι’ αυτό, να τι λέει ο Κύριος, ο Θεός του Ισραήλ: “πραγματικά είχα υποσχεθεί ότι η οικογένειά σου, η συγγένεια του πατέρα σου θα ήταν ιερείς μου για πάντα. Τώρα όμως, εγώ ο Κύριος λέω: Μακριά από μένα κάτι τέτοιο! Εγώ θα τιμήσω αυτούς που με τιμούν· κι αυτοί που με καταφρονούν θα ντροπιαστούν. Κοίτα, έρχεται ο καιρός που θα συντρίψω όλους τους νέους στην οικογένειά σου και στη συγγένειά σου, έτσι που κανείς τους δε θα προλάβει να γεράσει. Θα βλέπεις έναν αντίπαλο να υπηρετεί στο θυσιαστήριο, και θα φθονείς κάθε ευτυχία που θα δίνω στους Ισραηλίτες. Αλλά στην οικογένειά σου ποτέ πια δε θα υπάρξουν μακροήμεροι. Θ’ αφήσω έναν από τους απογόνους σου ζωντανό να υπηρετεί στο θυσιαστήριό μου, μόνο και μόνο για να μαραζώνει από τη ζήλεια και την απογοήτευση. Όλοι οι άλλοι απόγονοι της οικογένειάς σου θα πεθαίνουν πάνω στο άνθος της ηλικίας τους. Σημάδι για όλα αυτά που σου προλέγω, θα είναι αυτό που θα συμβεί στους δυο σου γιους, στο Χοφνί και στο Φινεές: Θα πεθάνουν κι οι δυο μαζί την ίδια μέρα. Και θ’ αναδείξω έναν ιερέα που θα μου είναι πιστός, και θα πράττει ό,τι εγώ σκέφτομαι και θέλω· θα του δώσω απογόνους που θα με υπηρετούν παντοτινά, πλάι στο βασιλιά που θα έχω εκλέξει. Και όποιος απομείνει από τους απογόνους σου, θα έρχεται να τον προσκυνάει για λίγα χρήματα ή για ένα κομμάτι ψωμί, και θα του λέει: Βάλε με σε μια από τις ιερατικές υπηρεσίες για να τρώω ένα πιάτο φαΐ”». Ο νεαρός Σαμουήλ υπηρετούσε τον Κύριο, με την επίβλεψη του Ηλεί. Την εποχή εκείνη σπάνια ο Κύριος μιλούσε ή εμφανιζόταν απ’ ευθείας σε άνθρωπο. Μια νύχτα, ο Ηλεί κοιμόταν στο δωμάτιό του. Τα μάτια του είχαν εξασθενήσει και δεν έβλεπε. Ο Σαμουήλ κοιμόταν κι αυτός μέσα στον οίκο του Κυρίου, όπου βρισκόταν η κιβωτός του Θεού. Η λυχνία του Θεού δεν είχε ακόμα σβήσει, κι ο Κύριος φώναξε το Σαμουήλ. Εκείνος απάντησε: «Εδώ είμαι!» κι έτρεξε στον Ηλεί. «Με φώναξες; Εδώ είμαι», του είπε. Αλλά ο Ηλεί του απάντησε: «Δε σε φώναξα. Πήγαινε να κοιμηθείς». Έτσι ο Σαμουήλ πήγε και κοιμήθηκε. Αλλά ο Κύριος φώναξε πάλι το Σαμουήλ. Αυτός ξανασηκώθηκε και πήγε στον Ηλεί. «Με φώναξες; Εδώ είμαι», του λέει. Ο Ηλεί του απάντησε: «Παιδί μου, δε σε φώναξα. Πήγαινε να κοιμηθείς». Ο Σαμουήλ δεν είχε ακόμα γνωρίσει ο ίδιος τον Κύριο ούτε είχε ακούσει προσωπικά τη φωνή του. Ο Κύριος φώναξε πάλι το Σαμουήλ για τρίτη φορά. Κι ο Σαμουήλ σηκώθηκε, πήγε στον Ηλεί και του είπε: «Με φώναξες; Εδώ είμαι». Τότε κατάλαβε ο Ηλεί ότι ήταν ο Κύριος που μιλούσε στο παιδί. Και είπε στο Σαμουήλ: «Πήγαινε, κοιμήσου. Και αν κανείς σε φωνάξει, να του απαντήσεις: “μίλα, Κύριε· ο δούλος σου ακούει”». Ο Σαμουήλ έφυγε και πήγε να κοιμηθεί στη γωνιά του. Ο Κύριος ήρθε και παρουσιάστηκε εκεί και φώναξε, όπως τις προηγούμενες φορές: «Σαμουήλ, Σαμουήλ!» Κι ο Σαμουήλ απάντησε: «Μίλα, ο δούλος σου ακούει». Ο Κύριος τότε του είπε: «Κοίτα· εγώ θα κάνω στο λαό του Ισραήλ κάτι, που όποιος το ακούει θα του έρχεται ζάλη. Την ημέρα εκείνη θα πραγματοποιήσω σχετικά με τον Ηλεί όλα όσα έχω πει για την οικογένειά του, χωρίς να παραλείψω τίποτε. Του έχω αναγγείλει ότι θα τιμωρήσω την οικογένειά του μια για πάντα, γιατί οι γιοι του περιφρόνησαν εμένα το Θεό· κι ενώ αυτός ήξερε την αμαρτία τους, δεν τους τιμώρησε. Γι’ αυτό δήλωσα με όρκο στην οικογένεια του Ηλεί ότι η αμαρτία τους δε θα συγχωρηθεί ποτέ, ούτε με θυσίες ούτε με προσφορές». Ο Σαμουήλ κοιμήθηκε ως το πρωί· έπειτα σηκώθηκε κι άνοιξε τις πόρτες του οίκου του Κυρίου. Φοβόταν όμως να φανερώσει στον Ηλεί το όραμά του. Ο Ηλεί τον φώναξε και του είπε: «Σαμουήλ, γιε μου». Κι εκείνος απάντησε: «Ορίστε». «Τι σου είπε ο Κύριος;» τον ρώτησε. «Μη μου κρύψεις τίποτα. Ο Θεός να σε τιμωρήσει αυστηρά, αν μου κρύψεις κάτι απ’ αυτά που σου είπε». Έτσι ο Σαμουήλ του ανέφερε όλα όσα άκουσε, χωρίς να του κρύψει τίποτα. Τότε ο Ηλεί είπε: «Ο Κύριος ήταν! Ας κάνει ό,τι αυτός κρίνει καλό». Ο Σαμουήλ μεγάλωνε κι ο Κύριος ήταν μαζί του. Κανένας από τους λόγους του Κυρίου δεν έμενε απραγματοποίητος. Έτσι οι Ισραηλίτες, από Δαν έως Βέερ-Σεβά, ήξεραν όλοι πως ο Σαμουήλ είχε οριστεί προφήτης του Κυρίου. Ο Κύριος εξακολούθησε να φανερώνεται στη Σιλώ. Εκεί εμφανιζόταν στο Σαμουήλ και του αποκάλυπτε το λόγο του, κι ο Σαμουήλ μεταβίβαζε αυτόν το λόγο σε όλο το λαό του Ισραήλ. Μια μέρα, οι Ισραηλίτες βγήκαν να πολεμήσουν τους Φιλισταίους και στρατοπέδευσαν κοντά στην Έβεν-Έζερ, ενώ εκείνοι στρατοπέδευσαν κοντά στην Αφέκ. Οι Φιλισταίοι παρατάχθηκαν για να αντιμετωπίσουν τους Ισραηλίτες. Όταν ξέσπασε η μάχη, οι Φιλισταίοι νίκησαν τους Ισραηλίτες, και σκότωσαν στο πεδίο της μάχης περίπου τέσσερις χιλιάδες άντρες. Όταν γύρισαν οι στρατιώτες στο στρατόπεδο, είπαν οι πρεσβύτεροι του Ισραήλ: «Γιατί ο Κύριος, άφησε να νικηθούμε σήμερα από τους Φιλισταίους; Ας πάρουμε από τη Σιλώ την κιβωτό της διαθήκης του Κυρίου. Αν είναι αυτή ανάμεσά μας, θα μας σώσει από τους εχθρούς μας». Έτσι έστειλαν ανθρώπους στη Σιλώ και πήραν από ’κει την κιβωτό της διαθήκης του Κυρίου των ισραηλιτικών δυνάμεων, ο οποίος έχει το θρόνο του πάνω από τα χερουβίμ. Οι δυο γιοι του Ηλεί, ο Χοφνί κι ο Φινεές ήταν εκεί μαζί με την κιβωτό. Όταν έφτασε η κιβωτός της διαθήκης του Κυρίου στο στρατόπεδο, όλοι οι Ισραηλίτες αλάλαξαν τόσο, ώστε σείστηκε η γη. Οι Φιλισταίοι άκουσαν τη βοή του αλαλαγμού και είπαν: «Τι σημαίνει αυτή η βοή στο στρατόπεδο των Εβραίων;» Κι έμαθαν ότι η κιβωτός του Κυρίου είχε φτάσει εκεί. Τότε οι Φιλισταίοι φοβήθηκαν, γιατί σκέφτηκαν ότι ο Θεός είχε έρθει στο στρατόπεδο. Και είπαν: «Αλίμονό μας! Τέτοιο πράγμα δεν έχει ξαναγίνει ως τώρα. Αλίμονό μας! Ποιος θα μας σώσει από τα χέρια του δυνατού αυτού Θεού; Αυτός είναι που χτύπησε τους Αιγυπτίους στην έρημο με όλα εκείνα τα πλήγματα. Πάρτε δύναμη και φανείτε άντρες, Φιλισταίοι, για να μη γίνετε δούλοι στους Εβραίους, όπως είχαν γίνει αυτοί δούλοι σ’ εσάς. Σταθείτε σαν άντρες και πολεμήστε». Οι Φιλισταίοι, λοιπόν, ρίχτηκαν στη μάχη κι οι Ισραηλίτες νικήθηκαν κι έφυγαν καθένας για το σπίτι του. Έγινε πάρα πολύ μεγάλη σφαγή, κι έπεσαν από τους Ισραηλίτες τριάντα χιλιάδες πεζοί. Οι Φιλισταίοι άρπαξαν την κιβωτό του Θεού και οι δυο γιοι του Ηλεί, Χοφνί και Φινεές, σκοτώθηκαν. Τότε ένας Βενιαμινίτης έτρεξε από τη γραμμή της μάχης και έφτασε την ίδια μέρα στη Σιλώ με σχισμένα τα ρούχα του και χώμα στο κεφάλι του. Ο Ηλεί καθόταν στο κάθισμά του κοντά στην πόρτα, κοιτάζοντας προσεκτικά προς το δρόμο, γιατί έτρεμε για την κιβωτό του Θεού. Όταν ο άνθρωπος έφτασε στην πόλη και ανάγγειλε τι έγινε, τότε όλη η πόλη ξέσπασε σε κραυγές. Ο Ηλεί άκουσε τη βοή απ’ τις κραυγές και ρώτησε: «Τι σημαίνει αυτή η οχλοβοή;» Ο αγγελιοφόρος έτρεξε και του ανάγγειλε τι είχε συμβεί. Ο Ηλεί τότε ήταν ενενήντα οχτώ χρονών· τα μάτια του είχαν αδυνατίσει και δεν μπορούσε να δει. Ο άνθρωπος είπε στον Ηλεί: «Έρχομαι από την γραμμή της μάχης· σήμερα έφυγα από ’κει». Και ο Ηλεί ρώτησε: «Τι έγινε, γιε μου;» Αυτός απάντησε: «Οι Ισραηλίτες κατατροπώθηκαν κι έγινε μεγάλη σφαγή στο στρατό· κι ακόμα οι δυο γιοι σου, ο Χοφνί και ο Φινεές, σκοτώθηκαν· και η κιβωτός του Θεού έπεσε στα χέρια των Φιλισταίων». Μόλις ο αγγελιοφόρος ανέφερε για την κιβωτό του Θεού, ο Ηλεί έπεσε από το κάθισμα προς τα πίσω πλάι στην πόρτα, κι έσπασε ο τράχηλός του και πέθανε, γιατί ήταν πολύ γέρος και βαρύς. Είχε κυβερνήσει τον Ισραήλ σαράντα χρόνια. Η νύφη του Ηλεί, η γυναίκα του Φινεές, ήταν έγκυος και πλησίαζε να γεννήσει. Μόλις άκουσε την είδηση ότι άρπαξαν την κιβωτό του Θεού κι ότι ο πεθερός της και ο άντρας της πέθαναν, γονάτισε και γέννησε, γιατί την έπιασαν οι πόνοι. Ενώ αυτή πέθαινε, της είπαν οι γυναίκες που την παραστέκονταν: «Μη φοβάσαι, γέννησες γιο». Αλλ’ αυτή δεν απάντησε ούτε έδωσε σημασία. Οι Φιλισταίοι πήραν την κιβωτό του Θεού και την έφεραν από την Έβεν-Έζερ στην Ασδώδ, στο ναό του θεού τους Δαγών και την τοποθέτησαν πλάι στο άγαλμα του Δαγών. Την άλλη μέρα το πρωί, όταν σηκώθηκαν οι κάτοικοι της Ασδώδ, είδαν το Δαγών να είναι πεσμένος με το πρόσωπο καταγής, μπροστά στην κιβωτό του Κυρίου. Τον πήραν, λοιπόν, και τον έστησαν πάλι στη θέση του. Την άλλη μέρα το πρωί, όταν σηκώθηκαν, πάλι ο Δαγών ήταν πεσμένος με το πρόσωπο καταγής, μπροστά στην κιβωτό του Κυρίου. Το κεφάλι του ήταν κομμένο, το ίδιο και οι δυό παλάμες των χεριών του, και βρίσκονταν στο κατώφλι. Μόνο το σώμα του είχε μείνει σώο. Γι’ αυτό οι ιερείς του Δαγών και όλοι όσοι μπαίνουν στο ναό του στην Ασδώδ, δεν πατούν το κατώφλι του ναού. Ο Κύριος όμως έκανε τους κατοίκους της Ασδώδ να νιώσουν βαριά τη δύναμή του πάνω τους. Χτύπησε τους ίδιους και τους κατοίκους των γύρω περιοχών με πρηξίματα. Όταν οι κάτοικοι της Ασδώδ είδαν αυτό που τους συνέβη, είπαν: «Ο Θεός του Ισραήλ τιμώρησε βαριά κι εμάς και το Δαγών, το θεό μας. Δεν πρέπει να μείνει άλλο μαζί μας η κιβωτός του». Έτσι έστειλαν και συγκέντρωσαν όλους τους ηγεμόνες των Φιλισταίων και τους είπαν: «Τι θα κάνουμε με την κιβωτό του Θεού του Ισραήλ;» Αυτοί απάντησαν: «Ας μεταφερθεί στη Γαθ». Και μετέφεραν εκεί την κιβωτό. Αλλά όταν τη μετέφεραν εκεί, ο Κύριος έκανε τους κατοίκους της πόλης να νιώσουν βαριά τη δύναμή του πάνω τους. Τους χτύπησε όλους με πρηξίματα, μικρούς και μεγάλους, και πανικοβλήθηκαν τρομερά. Γι’ αυτό έστειλαν την κιβωτό του Θεού στην Εκρών. Όταν η κιβωτός έφτασε στην Εκρών, οι κάτοικοί άρχισαν να φωνάζουν και να λένε: «Έφεραν σ’ εμάς την κιβωτό του Θεού του Ισραήλ, για να μας θανατώσει όλους». Έτσι έστειλαν και συγκέντρωσαν όλους τους ηγεμόνες των Φιλισταίων και είπαν: «Διώξτε την κιβωτό του Θεού του Ισραήλ να γυρίσει στον τόπο της, για να μη μας θανατώσει όλους μας». Πραγματικά, η κιβωτός είχε προκαλέσει πανικό θανάτου σ’ ολόκληρη την πόλη, γιατί ο Θεός είχε κάνει να νιώσουν όλοι βαριά τη δύναμή του πάνω τους. Όσοι από τους κατοίκους δεν πέθαναν, χτυπήθηκαν με πρηξίματα και οι κραυγές τους για βοήθεια έφτασαν ως τον ουρανό. Η κιβωτός του Κυρίου έμεινε στην περιοχή των Φιλισταίων εφτά μήνες. Οι Φιλισταίοι κάλεσαν τους ιερείς και τους μάγους τους και τους ρώτησαν: «Τι να κάνουμε με την κιβωτό του Κυρίου; Πέστε μας πώς να την στείλουμε πίσω στον τόπο της». Εκείνοι απάντησαν: «Αν στείλετε πίσω την κιβωτό του Θεού του Ισραήλ, να μην τη στείλετε άδεια, αλλά να του την επιστρέψετε μαζί με μια προσφορά επανόρθωσης. Τότε θα θεραπευτείτε και θα καταλάβετε γιατί σας τιμωρούσε». Αυτοί ρώτησαν: «Ποια πρέπει να είναι η προσφορά που θα δώσουμε σ’ αυτόν για επανόρθωση;» Οι ιερείς και οι μάγοι απάντησαν: «Θα προσφέρετε πέντε χρυσά ομοιώματα πρηξιμάτων, όσοι δηλαδή είναι και οι ηγεμόνες των Φιλισταίων, και πέντε χρυσά ομοιώματα ποντικών, αφού η ίδια πληγή έπεσε σ’ όλους σας: στους ηγεμόνες σας και σ’ εσάς. Κατασκευάστε, λοιπόν, προς τιμήν του Θεού του Ισραήλ ομοιώματα των πρηξιμάτων σας και των ποντικών, που καταστρέφουν τη χώρα σας. Ίσως ο Θεός περιορίσει την τιμωρία του σ’ εσάς, στους θεούς σας και στη χώρα σας. Μην πεισμώσετε όπως πείσμωσαν οι Αιγύπτιοι κι ο Φαραώ. Θυμηθείτε πώς τους τιμώρησε ο Κύριος, ώσπου ν’ αφήσουν τους Ισραηλίτες να φύγουν. Φτιάξτε αμέσως μια καινούρια άμαξα· πάρτε και δύο αγελάδες που θηλάζουν τα μικρά τους και που δεν έχουν ακόμα μπει σε ζυγό, και ζέψτε τις στην άμαξα. Τα μοσχάρια τους πάρτε τα στους στάβλους. Βάλτε την κιβωτό του Κυρίου πάνω στην άμαξα και δίπλα στην κιβωτό τοποθετήστε μέσα σ’ ένα κιβώτιο τα χρυσά αντικείμενα που θα δώσετε στον Κύριο για προσφορά επανόρθωσης. Μετά αφήστε την άμαξα να φύγει, κι ακολουθήστε την με το βλέμμα: Αν ανεβαίνει από το δρόμο της χώρας των Ισραηλιτών προς τη Βαιθ-Σεμές, τότε ο Κύριος είναι που μας έκανε το μεγάλο αυτό κακό. Αν όχι, τότε θα καταλάβουμε ότι δε μας χτύπησε αυτός, αλλά ό,τι μας συνέβη ήταν εντελώς τυχαίο». Οι Φιλισταίοι ακολούθησαν αυτές τις συμβουλές. Πήραν δύο αγελάδες που θήλαζαν, τις έζεψαν στην άμαξα και κράτησαν τα μοσχάρια τους στους στάβλους. Μετά τοποθέτησαν στην άμαξα την κιβωτό του Κυρίου, το κιβώτιο με τα χρυσά ομοιώματα των ποντικών και των πρηξιμάτων τους. Οι αγελάδες πήραν ίσια το δρόμο της Βαιθ-Σεμές· ακολουθούσαν πάντα τον ίδιο δρόμο μουκανίζοντας, χωρίς να ξεφύγουν δεξιά ή αριστερά, ενώ οι ηγεμόνες των Φιλισταίων βάδιζαν πίσω τους, μέχρι τα σύνορα της Βαιθ-Σεμές. Οι κάτοικοι της Βαιθ-Σεμές θέριζαν τα στάρια στην πεδιάδα. Όταν αντίκρυσαν την κιβωτό, χάρηκαν πολύ που την είδαν. Οι πέντε ηγεμόνες των Φιλισταίων τα είδαν αυτά και γύρισαν στην Εκρών την ίδια μέρα. Τα χρυσά ομοιώματα των πρηξιμάτων που πρόσφεραν οι Φιλισταίοι ως επανόρθωση στον Κύριο αντιστοιχούσαν στις πόλεις: Ασδώδ, Γάζα, Ασκάλων, Γαδ και Εκρών. Τα χρυσά ποντίκια αντιστοιχούσαν σε όλες τις άλλες πόλεις, από την πιο οχυρωμένη ως τα ανοχύρωτα χωριά, πού ανήκαν στις πέντε ηγεμονίες των Φιλισταίων. Μνημείο αυτού του γεγονότος είναι το μεγάλο λιθάρι που πάνω του τοποθέτησαν την κιβωτό του Κυρίου και το οποίο υπάρχει μέχρι σήμερα στο χωράφι του Ιησού του Βαιθσεμίτη. Από τους κατοίκους όμως της Βαιθ-Σεμές ο Κύριος θανάτωσε πέντε χιλιάδες εβδομήντα άντρες, γιατί κοίταξαν την κιβωτό του Κυρίου. Και πένθησε ο λαός για τη μεγάλη συμφορά που τους έφερε ο Κύριος. Και έλεγαν: «Ποιος μπορεί να σταθεί μπροστά στον Κύριο, στον άγιο αυτόν Θεό; Η κιβωτός του πρέπει να φύγει από μας, αλλά πού πρέπει να τη στείλουμε;» Έστειλαν, λοιπόν, αγγελιοφόρους στους κατοίκους της Κιριάθ-Ιαρίμ και τους είπαν: «Οι Φιλισταίοι έφεραν πίσω την κιβωτό του Κυρίου. Ελάτε και πάρτε την στην πόλη σας». Έτσι ήρθαν οι άντρες της Κιριάθ-Ιαρίμ, σήκωσαν την κιβωτό του Κυρίου και την έφεραν στο σπίτι του Αβιναδάβ, το οποίο βρισκόταν πάνω σ’ ένα λόφο. Μετά καθιέρωσαν το γιο του τον Ελεάζαρ να φυλάει την κιβωτό. Από την ημέρα που τοποθετήθηκε η κιβωτός στην Κιριάθ-Ιαρίμ πέρασε πολύς καιρός, είκοσι χρόνια. Κι όλοι οι Ισραηλίτες ζητούσαν απελπισμένα τον Κύριο. Τότε ο Σαμουήλ είπε στους Ισραηλίτες: «Αν έχετε σκοπό να στραφείτε μ’ όλη σας την καρδιά στον Κύριο, πρέπει να πετάξετε μακριά σας τους ξένους θεούς και τις Αστάρτες, και να λατρέψετε μονάχα αυτόν. Τότε αυτός θα σας απελευθερώσει από την καταπίεση των Φιλισταίων». Έτσι οι Ισραηλίτες πέταξαν τα είδωλα των Βάαλ και της Αστάρτης, και λάτρευαν μόνο τον Κύριο. Μετά ο Σαμουήλ διέταξε: «Συγκεντρώστε όλους τους Ισραηλίτες στη Μισπά, κι εγώ θα προσευχηθώ εκεί για σας στον Κύριο». Όταν συγκεντρώθηκαν στη Μισπά, έβγαλαν νερό και το έχυσαν στο έδαφος ενώπιον του Κυρίου· επίσης εκείνη την ημέρα νήστεψαν εκεί και έλεγαν: «Αμαρτήσαμε στον Κύριο!» Και ήταν εκεί, στη Μισπά, που ο Σαμουήλ έκρινε τις διαφορές των Ισραηλιτών και τους έδωσε τις οδηγίες του. Όταν έμαθαν οι Φιλισταίοι ότι οι Ισραηλίτες ήταν όλοι συγκεντρωμένοι στη Μισπά, οι ηγεμόνες τους αποφάσισαν να πάνε να τους χτυπήσουν. Οι Ισραηλίτες, όταν τ’ άκουσαν αυτό, φοβήθηκαν τους Φιλισταίους, και είπαν στο Σαμουήλ: «Μη σταματήσεις να παρακαλείς για μας τον Κύριο, το Θεό μας, για να μας σώσει από τους Φιλισταίους». Ο Σαμουήλ πήρε ένα τρυφερό αρνί και το πρόσφερε ολοκαύτωμα στον Κύριο και τον παρακάλεσε για τους Ισραηλίτες· κι ο Κύριος τον άκουσε. Ενώ ο Σαμουήλ πρόσφερε το ολοκαύτωμα, πλησίασαν οι Φιλισταίοι για να πολεμήσουν τους Ισραηλίτες. Αλλά εκείνη τη στιγμή βρόντησε ο Κύριος με δυνατό θόρυβο πάνω στους Φιλισταίους και τους προκάλεσε σύγχυση και νικήθηκαν από τους Ισραηλίτες: Βγήκαν αυτοί από τη Μισπά και καταδίωξαν τους Φιλισταίους ως πιο κάτω από τη Βαιθ-Καρ και τους νίκησαν. Τότε ο Σαμουήλ πήρε ένα λιθάρι και το έστησε ανάμεσα στη Μισπά και στη Σεν. «Ως εδώ μας βοήθησε ο Κύριος», είπε, κι ονόμασε το λιθάρι Έβεν-Έζερ (Λίθος Βοηθού). Έτσι ταπεινώθηκαν οι Φιλισταίοι και δεν προχώρησαν πια να φτάσουν στα σύνορα των Ισραηλιτών. Ο Κύριος έκανε αισθητή τη δύναμή του πάνω στους Φιλισταίους σ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του Σαμουήλ. Οι πόλεις που είχαν πάρει οι Φιλισταίοι από τους Ισραηλίτες στην περιοχή από την Εκρών ως τη Γαδ, τούς τις έδωσαν πίσω· έτσι οι Ισραηλίτες απελευθέρωσαν την περιοχή τους από την καταπίεση των Φιλισταίων. Ειρήνη υπήρχε επίσης ανάμεσα στους Ισραηλίτες και στους Αμοραίους. Ο Σαμουήλ κυβέρνησε τον Ισραήλ σ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του. Κάθε χρόνο πήγαινε και περιόδευε στη Βαιθήλ, στα Γάλγαλα και στη Μισπά κι απέδιδε δικαιοσύνη στους Ισραηλίτες σ’ όλα αυτά τα μέρη. Μετά όμως γύριζε πίσω στη Ραμά, όπου ήταν το σπίτι του και κυβερνούσε από ’κει τον Ισραήλ. Εκεί έχτισε και θυσιαστήριο στον Κύριο. Όταν γέρασε ο Σαμουήλ, τοποθέτησε τους γιους του Κριτές στον Ισραήλ. Ο πρωτότοκος γιος του ονομαζόταν Ιωήλ και ο δευτερότοκος, Αβιά. Αυτοί ήταν Κριτές στη Βέερ-Σεβά. Αλλά οι γιοι του Σαμουήλ δεν ακολούθησαν το δικό του δρόμο. Παραδόθηκαν στο άνομο κέρδος, εξαγοράζονταν με δώρα και διέστρεφαν το δίκαιο. Τότε συγκεντρώθηκαν όλοι οι πρεσβύτεροι του Ισραήλ και ήρθαν στο Σαμουήλ, στη Ραμά. «Τώρα, εσύ γέρασες», του είπαν, «και οι γιοι σου δεν ακολουθούν το δρόμο σου. Γι’ αυτό, όρισε έναν βασιλιά να μας κυβερνάει, όπως γίνεται σ’ όλα τα άλλα έθνη». Αυτό δεν άρεσε στο Σαμουήλ, που του είπαν: «Δώσε μας έναν βασιλιά για να μας κυβερνάει», και προσευχήθηκε στον Κύριο. Ο Κύριος του απάντησε: «Άκουσε το λαό και δέξου όλα όσα σου ζητούν· δεν περιφρόνησαν εσένα, αλλά εμένα, κι αρνήθηκαν να είμαι πια βασιλιάς τους. Από την ημέρα που τους έβγαλα από την Αίγυπτο μέχρι σήμερα με εγκαταλείπουν και λατρεύουν άλλους θεούς. Όπως συμπεριφέρθηκαν σ’ εμένα, τα ίδια κάνουν και σ’ εσένα. Τώρα, λοιπόν, κάνε ό,τι σου ζητάνε, αλλά ξεκαθάρισέ τους με σαφήνεια ποια θα είναι τα δικαιώματα του βασιλιά που θα τους κυβερνάει». Ο Σαμουήλ ανακοίνωσε όλα τα λόγια του Κυρίου στο λαό, που του ζητούσε βασιλιά: «Να ποια θα είναι τα δικαιώματα του βασιλιά, που θα σας κυβερνάει:» τους είπε. «Θα παίρνει τους γιους σας και θα τους χρησιμοποιεί για τον εαυτό του στις άμαξές του και στ’ άλογά του, και για να τρέχουν μπροστά από τη δική του άμαξα. Θα διορίζει για τον εαυτό του χιλίαρχους και πεντηκόνταρχους, θα παίρνει άλλους για να οργώνουν τα χωράφια του, να θερίζουν τα σπαρτά του ή για να του κατασκευάζουν τα πολεμικά του όπλα και τα εξαρτήματα των αμαξών του. Θα παίρνει τις κόρες σας για να του φτιάχνουν αρώματα, να του μαγειρεύουν και να του ζυμώνουν. Θα πάρει τα καλύτερα χωράφια σας και τα αμπέλια σας και τους ελαιώνες σας και θα τα δώσει στους αξιωματούχους του. Κι από τα σπαρτά σας κι από τα αμπέλια σας θα παίρνει το δέκατο και θα το δίνει στους ευνούχους και στους αξιωματούχους του. Τους υπηρέτες σας και τις υπηρέτριές σας, και τα καλύτερα βόδια και τα γαϊδούρια σας θα τα παίρνει να δουλεύουν γι’ αυτόν. Από τα πρόβατά σας θα παίρνει το δέκατο κι εσείς θα είστε δούλοι του. Θ’ αρχίσετε τότε να παραπονιέστε στον Κύριο για το βασιλιά σας, που εσείς τον εκλέξατε να σας κυβερνάει, αλλά ο Κύριος δε θα σας απαντάει». Ο λαός αρνήθηκε ν’ ακούσει αυτά που του έλεγε ο Σαμουήλ και έλεγαν: «Όχι! εμείς θέλουμε βασιλιά, για να είμαστε κι εμείς σαν τα άλλα έθνη. Θέλουμε βασιλιάς να μας κυβερνάει, να είναι αρχηγός μας και να διεξάγει τους πολέμους μας». Ο Σαμουήλ άκουσε αυτά που του είπε ο λαός και τα ανέφερε στον Κύριο. Ο Κύριος του απάντησε: «Κάνε ό,τι σου ζητούν και δώσ’ τους έναν βασιλιά». Τότε κι ο Σαμουήλ είπε στους Ισραηλίτες να γυρίσουν καθένας στην πόλη του». Εκείνο τον καιρό υπήρχε ένας ισχυρός και πλούσιος άνθρωπος από τη φυλή Βενιαμίν που ονομαζόταν Κις, γιος του Αβιήλ. Ο Αβιήλ ήταν γιος του Σερώρ, εγγονός του Βεχωράθ και δισέγγονος του Αφίαχ, του Βενιαμινίτη. Ο Κις είχε έναν γιο που ονομαζόταν Σαούλ και ήταν νέος και ωραίος. Δεν υπήρχε ωραιότερος άνθρωπος απ’ αυτόν ανάμεσα στους Ισραηλίτες. Ήταν ένα κεφάλι ψηλότερος από κάθε άλλον μέσα σ’ όλο το λαό. Μια μέρα χάθηκαν τα θηλυκά γαϊδούρια του Κις, πατέρα του Σαούλ. Τότε ο Κις είπε στο γιο του: «Πάρε μαζί σου έναν από τους υπηρέτες και πήγαινε να ψάξεις για τα γαϊδούρια». Ο Σαούλ και ο υπηρέτης του πέρασαν από την ορεινή περιοχή της φυλής Εφραΐμ κι από την περιοχή Σαλισά, αλλά δεν τα βρήκαν. Πέρασαν από την περιοχή Σααλίμ, αλλά δεν ήταν ούτ’ εκεί. Πέρασαν κι από την περιοχή της φυλής Βενιαμίν και δε βρήκαν τίποτε. Όταν έφτασαν στη χώρα Σουφ, ο Σαούλ είπε στον υπηρέτη που τον συνόδευε: «Πάμε να γυρίσουμε πίσω, γιατί ο πατέρας μου θα πάψει να νοιάζεται για τα γαϊδούρια και θ’ αρχίσει ν’ ανησυχεί για μας». Εκείνος απάντησε: «Στην πόλη αυτή κατοικεί ένας άνθρωπος του Θεού. Τον εκτιμούν όλοι και καθετί που λέει βγαίνει σίγουρα αληθινό. Έλα να πάμε σ’ αυτόν· ίσως μας φανερώσει ποιο δρόμο πρέπει ν’ ακολουθήσουμε για την έρευνά μας». Ο Σαούλ είπε: «Αν πάμε, τι θα προσφέρουμε σ’ αυτόν τον άνθρωπο; Το ψωμί στα ταγάρια μας τέλειωσε· δεν έχουμε κάποιο δώρο να δώσουμε στον άνθρωπο αυτό του Θεού· τι άλλο έχουμε;» Ο δούλος αποκρίθηκε: «Εδώ έχω ένα τέταρτο του ασημένιου σίκλου· θα το δώσω στον άνθρωπο του Θεού και θα μας φανερώσει το δρόμο μας». Τον παλιό καιρό, όταν ένας Ισραηλίτης ήθελε να πάει να ρωτήσει για κάτι το Θεό έλεγε: «Πάμε στον Βλέποντα». Γιατί αυτός που σήμερα ονομάζεται προφήτης παλιά ονομαζόταν «Βλέπων». Τότε ο Σαούλ απάντησε στον υπηρέτη του: «Καλά τα λες· έλα να πάμε». Και πήγαν στην πόλη, όπου ήταν ο άνθρωπος του Θεού. Ενώ αυτοί ανέβαιναν την ανηφόρα για την πόλη, συνάντησαν μερικά κορίτσια, που κατέβαιναν για να βγάλουν νερό. «Είναι εδώ ο Βλέπων;» τις ρώτησαν. Εκείνες τους αποκρίθηκαν: «Ναι, μόλις ήρθε, λίγο πριν από σας. Ήρθε στην πόλη μας σήμερα γιατί ο λαός θα προσφέρει θυσία στον ιερό τόπο. Βιαστείτε να τον συναντήσετε μόλις μπείτε στην πόλη, πριν ανεβεί στον ιερό τόπο για το γεύμα. Ο λαός δεν τρώει πριν έρθει αυτός να ευλογήσει τη θυσία. Μετά τρώνε οι καλεσμένοι. Ανεβείτε, λοιπόν, τώρα γιατί αυτή την ώρα θα τον συναντήσετε». Ανέβηκαν, λοιπόν, για την πόλη, και μόλις έμπαιναν σ’ αυτήν, ο Σαμουήλ έβγαινε μπροστά τους, για ν’ ανεβεί στον ιερό τόπο. Την προηγούμενη μέρα ο Κύριος είχε φανερώσει στο Σαμουήλ τα εξής: «Αύριο την ίδια ώρα, θα σου στείλω έναν άντρα από την περιοχή της φυλής Βενιαμίν, να τον χρίσεις ηγεμόνα του λαού μου, του Ισραήλ. Αυτός θα τους ελευθερώσει από τους Φιλισταίους. Είδα τη δυστυχία του λαού μου και η κραυγή τους για βοήθεια έφτασε σ’ εμένα». Όταν ο Σαμουήλ είδε το Σαούλ, ο Κύριος του είπε: «Να ο άνθρωπος για τον οποίο σου μίλησα· αυτός θα βασιλέψει στο λαό μου». Ο Σαούλ πλησίασε το Σαμουήλ στην πύλη της πόλης και του είπε: «Δείξε μου, σε παρακαλώ, πού είναι το σπίτι του Βλέποντος». Ο Σαμουήλ του αποκρίθηκε: «Εγώ είμαι ο Βλέπων. Προχώρησε πριν από μένα ν’ ανεβούμε στον ιερό τόπο. Σήμερα θα φάτε μαζί μου και αύριο το πρωί θα σου απαντήσω για όλα όσα έχεις στο νου σου. Μετά θα σε αφήσω να φύγεις. Για τα γαϊδούρια που είναι χαμένα εδώ και τρεις μέρες μη νοιάζεσαι, γιατί βρέθηκαν. Αλλά σε ποιον στρέφονται τώρα οι προσδοκίες των Ισραηλιτών; Σ’ εσένα στρέφονται και στην οικογένεια του πατέρα σου». Ο Σαούλ αποκρίθηκε: «Μα πώς; Εγώ δεν είμαι παρά ένας Βενιαμινίτης, μέλος της πιο μικρής απ’ τις φυλές του Ισραήλ και η οικογένειά μου είναι η πιο μικρή απ’ όλες τις οικογένειες της φυλής Βενιαμίν. Πώς μου λες τέτοια πράγματα;» Τότε ο Σαμουήλ πήρε το Σαούλ και τον υπηρέτη του, και τους οδήγησε στο δωμάτιο· τους έβαλε στην πρώτη θέση ανάμεσα στους καλεσμένους, που ήταν περίπου τριάντα άντρες. Ο Σαμουήλ είπε στο μάγειρα: «Φέρε μου τη μερίδα, που σου έδωσα και σου είπα να τη φυλάξεις». Ο μάγειρας πήρε το μπούτι και την παχιά ουρά και τα έβαλε μπροστά στο Σαούλ. Τότε ο Σαμουήλ είπε: «Αυτό που έβαλαν μπροστά σου έχει φυλαχθεί για σένα, για να το φας τώρα μαζί με τους καλεσμένους· τρώγε». Έτσι ο Σαούλ έφαγε εκείνη τη μέρα μαζί με το Σαμουήλ. Όταν κατέβηκαν από τον ιερό τόπο στην πόλη, έστρωσαν στο Σαούλ να κοιμηθεί στο δώμα του σπιτιού. Κοιμήθηκε και το πρωί σηκώθηκαν νωρίς. Όταν πρόβαλε η αυγή, ο Σαμουήλ φώναξε το Σαούλ, που ήταν στο δώμα: «Σήκω και θα σε ξεπροβοδίσω», του είπε. Σηκώθηκε ο Σαούλ και βγήκαν έξω οι δυό τους, αυτός κι ο Σαμουήλ. Ενώ έφταναν στην άκρη της πόλης, ο Σαμουήλ είπε στον Σαούλ: «Πες στον υπηρέτη να προχωρήσει πιο μπροστά». Ο υπηρέτης προχώρησε και ο Σαμουήλ συνέχισε: «Εσύ, όμως, περίμενε λίγο να σου πω το λόγο του Θεού». Τότε πήρε ο Σαμουήλ το δοχείο με το λάδι και το έχυσε πάνω στο κεφάλι του Σαούλ, τον φίλησε και του είπε: «Ο Κύριος σε έχρισε άρχοντα στο λαό του που του ανήκει. Σήμερα όταν θα φύγεις από ’δω, θα βρεις στη Σελσά, δυο ανθρώπους κοντά στον τάφο της Ραχήλ, στα σύνορα της φυλής Βενιαμίν, δυο ανθρώπους, οι οποίοι θα σου πουν ότι βρέθηκαν τα γαϊδούρια που έψαχνες, και τώρα ο πατέρας σου έπαψε να νοιάζεται γι’ αυτά κι ανησυχεί για σας. “Τι να κάνω”, λέει, “για να βρω το γιο μου;” Εσύ θα προχωρήσεις πέρα από ’κει, ωσότου φτάσεις στη Βελανιδιά του Θαβώρ. Εκεί θα σε βρουν τρεις άντρες, που θ’ ανεβαίνουν στο ιερό της Βαιθήλ και θα ’χουν μαζί τους για να προσφέρουν ο ένας τρία κατσίκια, ο άλλος τρία καρβέλια ψωμί και ο άλλος ένα ασκί κρασί. Θα σε χαιρετήσουν και θα σου δώσουν δύο καρβέλια ψωμί. Θα τα δεχτείς απ’ αυτούς και θα έρθεις στο λόφο του Θεού, στη Γιβεά, όπου υπάρχει φρουρά των Φιλισταίων. Μόλις μπεις στην πόλη, θα συναντήσεις μια ομάδα προφητών, που θα κατεβαίνουν από τον ιερό τόπο, παίζοντας άρπα, τύμπανο, φλογέρα και κιθάρα, και θα προφητεύουν. Τότε θα έρθει το Πνεύμα του Κυρίου πάνω σου και θα προφητεύεις κι εσύ μαζί τους και θα γίνεις άλλος άνθρωπος. Κι όταν αυτά τα σημεία σού συμβούν, τότε μπορείς να δράσεις, γιατί ο Θεός θα είναι μαζί σου. Θα κατεβείς στα Γάλγαλα πριν από μένα, κι εγώ θα έρθω να σε συναντήσω, για να προσφέρω ολοκαυτώματα και θυσίες κοινωνίας. Περίμενέ με εκεί εφτά μέρες, ώσπου να ’ρθώ και τότε θα σου πω τι πρέπει να κάνεις». Μόλις ο Σαούλ γύρισε να φύγει από το Σαμουήλ, ο Θεός τον έκανε καινούριο άνθρωπο, και όλα εκείνα τα σημεία πραγματοποιήθηκαν την ίδια μέρα. Όταν έφτασε με το δούλο του στη Γιβεά τους συνάντησε η ομάδα των προφητών· τότε κατέβηκε σ’ αυτόν το Πνεύμα του Θεού και προφήτευε κι αυτός μαζί τους. Εκείνοι που τον γνώριζαν από πρωτύτερα, όταν τον είδαν να προφητεύει μαζί με τους προφήτες, έλεγαν μεταξύ τους: «Τι συνέβη στο γιο του Κις; Κι ο Σαούλ ανάμεσα στους προφήτες;» Ένας απ’ αυτούς είπε: «Και ποιος είναι ο πατέρας τους;» Από ’κει βγήκε και η παροιμία: «Κι ο Σαούλ ανάμεσα στους προφήτες;» Όταν τέλειωσε ο Σαούλ να προφητεύει, ήρθε στον ιερό τόπο. Ο θείος του Σαούλ τον ρώτησε: «Πού πήγατε με τον υπηρέτη σου;» Κι ο Σαούλ απάντησε: «Πήγαμε να βρούμε τα γαϊδούρια κι επειδή δεν τα βρήκαμε, πήγαμε στο Σαμουήλ». Ο θείος του τον ρώτησε: «Πες μου, λοιπόν, τι σας είπε ο Σαμουήλ;» Ο Σαούλ απάντησε: «Μας βεβαίωσε πως τα γαϊδούρια είχαν βρεθεί». Αλλά δε φανέρωσε τίποτε απ’ όσα του είπε ο Σαμουήλ σχετικά με τη βασιλεία. Ο Σαμουήλ συγκέντρωσε το λαό ενώπιον του Κυρίου στη Μισπά, και είπε στους Ισραηλίτες: «Να τι λέει ο Κύριος, ο Θεός του Ισραήλ: “εγώ σας έβγαλα από την Αίγυπτο και σας ελευθέρωσα από την εξουσία των Αιγυπτίων κι από όλους τους βασιλιάδες που σας καταπίεζαν. Αλλά σήμερα εσείς περιφρονήσατε το Θεό σας, εκείνον που σας απάλλαξε απ’ όλα τα δεινά και τις θλίψεις σας, και μου ζητήσατε να σας δώσω βασιλιά. Τώρα λοιπόν, παραταχθείτε ενώπιον του Κυρίου κατά φυλές και κατά συγγένειες”». Ο Σαμουήλ διέταξε να πλησιάσουν όλες οι φυλές των Ισραηλιτών, έριξαν κλήρο κι ο κλήρος έπεσε στη φυλή Βενιαμίν. Μετά διέταξε να πλησιάσει η φυλή Βενιαμίν κατά οικογένειες κι ο κλήρος έπεσε στην οικογένεια του Ματρεί· έπειτα ο κλήρος έπεσε στο Σαούλ, γιο του Κις. Αλλά όταν τον αναζήτησαν, δεν τον βρήκαν πουθενά. Τότε ρώτησαν πάλι τον Κύριο: «Ήρθε εδώ αυτός ο άνθρωπος;» Ο Κύριος αποκρίθηκε: «Είναι κρυμμένος ανάμεσα στις αποσκευές». Έτρεξαν, λοιπόν, και τον έφεραν από ’κει και στάθηκε ανάμεσα στο λαό· ήταν ένα κεφάλι ψηλότερος απ’ όλους. Είπε τότε ο Σαμουήλ στο λαό: «Κοιτάξτε αυτόν που διάλεξε ο Κύριος. Πραγματικά δεν υπάρχει άλλος σαν κι αυτόν μέσα σ’ όλον το λαό». Μετά ο Σαμουήλ τους ανακοίνωσε το βασιλικό δίκαιο και το έγραψε σε βιβλίο, το οποίο το τοποθέτησε μέσα στο αγιαστήριο. Έπειτα απέλυσε το λαό κι έφυγαν καθένας για το σπίτι του. Έφυγε κι ο Σαούλ και πήγε στο σπίτι του στην Γιβεά, και τον συνόδεψαν μερικοί τίμιοι και γενναίοι άντρες, που ο Θεός είχε αγγίξει την καρδιά τους. Υπήρχαν όμως και μερικοί τιποτένιοι που έλεγαν: «Πώς θα μας ελευθερώσει αυτός;» Και τον περιφρονούσαν και δεν του πρόσφεραν δώρα. Μετά από έναν περίπου μήνα, ήρθε ο Ναχάς, βασιλιάς των Αμμωνιτών, να πολιορκήσει την Ιαβές στη Γαλαάδ. Οι κάτοικοι της Ιαβές είπαν στο Ναχάς: «Κάνε μαζί μας συνθήκη κι εμείς θα γίνουμε δούλοι σου». Ο Ναχάς τους είπε: «Θα κάνω μαζί σας συνθήκη αλλά με τον εξής όρο: να βγάλω το δεξί μάτι ολονών σας κι έτσι να εξευτελίσω όλο το λαό του Ισραήλ». Οι πρεσβύτεροι της Ιαβές του απάντησαν: «Δώσε μας εφτά μέρες προθεσμία να στείλουμε αγγελιοφόρους σ’ όλη τη χώρα του Ισραήλ· αν δεν υπάρξει κανείς να έρθει για βοήθειά μας, τότε θα παραδοθούμε σ’ εσένα». Οι αγγελιοφόροι ήρθαν στη Γιβεά, την πόλη του Σαούλ, και ανακοίνωσαν στο λαό της τη συμφωνία τους. Τότε όλοι ξέσπασαν σε θρήνο δυνατό. Εκείνη ακριβώς την ώρα, ο Σαούλ ερχόταν από το χωράφι οδηγώντας τα βόδια του. «Τι συμβαίνει στο λαό και κλαίνε;» ρώτησε. Και του ανέφεραν τι είπαν οι άντρες που είχαν έρθει από την Ιαβές. Αυτός όταν τ’ άκουσε τον κατέλαβε το Πνεύμα του Θεού και φούντωσε από θυμό. Πήρε ένα ζευγάρι βόδια, τα κομμάτιασε κι έστειλε τα κομμάτια τους με αγγελιοφόρους σ’ όλη τη χώρα του Ισραήλ με τα εξής λόγια: «Όποιος δεν ακολουθήσει το Σαούλ και το Σαμουήλ, τα βόδια του θα πάθουν τα ίδια!» Τότε έπεσε φόβος Κυρίου πάνω στο λαό κι έτρεξαν όλοι σαν ένας άνθρωπος. Ο Σαούλ τους μέτρησε στη Βέζεκ, και βρέθηκαν τριακόσιες χιλιάδες άντρες από την περιοχή του Ισραήλ και τριάντα χιλιάδες από τον Ιούδα. Τότε είπαν στους αγγελιοφόρους που είχαν έρθει: «Πείτε στους κατοίκους της Ιαβές, στη Γαλαάδ, ότι αύριο κατά το μεσημέρι θα σας έρθει βοήθεια». Οι αγγελιοφόροι πήγαν και τα ανάγγειλαν αυτά στους κατοίκους της Ιαβές. Εκείνοι χάρηκαν, και πήγαν κι είπαν στο Ναχάς τον Αμμωνίτη: «Αύριο θα σας παραδοθούμε και κάντε μας ό,τι σας αρέσει». Την άλλη μέρα χώρισε ο Σαούλ το στρατό σε τρία τμήματα. Τα ξημερώματα μπήκαν μέσα στο εχθρικό στρατόπεδο από τη μια άκρη ως την άλλη και ως το μεσημέρι είχαν κατασφάξει τους Αμμωνίτες. Όσοι γλίτωσαν, σκόρπισαν άλλος από ’δω κι άλλος από ’κει. Τότε είπε ο λαός στο Σαμουήλ: «Ποιοι είν’ αυτοί που είπαν, να μη γίνει ο Σαούλ βασιλιάς μας; Παραδώστε μας αυτούς τους ανθρώπους να τους σκοτώσουμε». Αλλά ο Σαούλ είπε: «Κανένας δε θα θανατωθεί τη σημερινή μέρα, γιατί σήμερα ο Κύριος ελευθέρωσε τον Ισραήλ». Έπειτα ο Σαμουήλ είπε στο λαό: «Ελάτε να πάμε στα Γάλγαλα να ανακηρύξουμε το Σαούλ βασιλιά». Έτσι πήγε όλος ο λαός στα Γάλγαλα κι εκεί, ενώπιον του Κυρίου, ανακήρυξαν το Σαούλ βασιλιά· πρόσφεραν θυσίες κοινωνίας στον Κύριο, κι έκαναν γιορτή μεγάλη, ο Σαούλ και όλοι οι Ισραηλίτες. Τότε είπε ο Σαμουήλ σ’ όλους τους Ισραηλίτες: «Βλέπετε, έκανα όλα όσα μου ζητήσατε και σας έδωσα βασιλιά. Από ’δω κι εμπρός ο βασιλιάς θα είναι αρχηγός σας. Εγώ ήμουν αρχηγός σας από τα νιάτα μου μέχρι σήμερα. Τώρα πια γέρασα και άσπρισα, αφού οι γιοι μου είναι πια μεγάλοι όπως κι εσείς. Εδώ είμαι· κατηγορήστε με ενώπιον του Κυρίου και μπροστά στον εκλεκτό του. Τίνος πήρα το βόδι ή τίνος πήρα το γαϊδούρι; Ποιον αδίκησα ή ποιον καταπίεσα και από ποιον δωροδοκήθηκα για να κάνω τα κλειστά μάτια; Θα σας δώσω πίσω ό,τι σας έχω πάρει». Αυτοί απάντησαν: «Ούτε μας αδίκησες ούτε μας καταπίεσες, ούτε δέχτηκες να δωροδοκηθείς από κανέναν». Ο Σαμουήλ τους είπε: «Σήμερα ας είναι μάρτυράς μου απέναντί σας ο Κύριος και ο εκλεκτός του, ότι δεν έχετε τίποτε να με κατηγορήσετε». Και είπαν: «Ας είναι μάρτυρας». Τους είπε ακόμη ο Σαμουήλ: «Ας είναι μάρτυράς μου ο Κύριος, που ανέδειξε το Μωυσή και τον Ααρών, και έβγαλε τους προγόνους σας από την Αίγυπτο. Τώρα σταθείτε να λογαριαστώ μαζί σας ενώπιον του Κυρίου και να σας αναφέρω όλα τα θαυμαστά έργα του Κυρίου, που έκανε για σας και στους προγόνους σας. Όταν ο Ιακώβ και οι γιοι του έφτασαν στην Αίγυπτο, οι Αιγύπτιοι τους υποδούλωσαν. Κι όταν οι πρόγονοί σας φώναξαν στον Κύριο για βοήθεια, αυτός έστειλε το Μωυσή και τον Ααρών και τους έβγαλαν από την Αίγυπτο και τους έφεραν να κατοικήσουν σ’ αυτόν εδώ τον τόπο. Μετά όμως οι πρόγονοί σας λησμόνησαν τον Κύριο το Θεό τους, κι αυτός τους παρέδωσε στον Σίσερα, αρχιστράτηγο της Ασώρ, στους Φιλισταίους και στο βασιλιά της Μωάβ, οι οποίοι πολέμησαν εναντίον τους. Τότε επικαλέστηκαν πάλι τον Κύριο και είπαν: “Κύριε, αμαρτήσαμε, γιατί σε εγκαταλείψαμε και λατρέψαμε τα είδωλα του Βάαλ και τις Αστάρτες! Αλλά τώρα ελευθέρωσέ μας από τους εχθρούς μας, και θα λατρεύουμε εσένα”. Τότε ο Κύριος έστειλε τον Ιερουβάαλ, τον Βεδάν, τον Ιεφθάε κι εμένα και σας ελευθέρωσε από τους γύρω εχθρούς σας και ζήσατε με ασφάλεια στη χώρα. Αλλά όταν είδατε ότι ο Ναχάς, βασιλιάς των Αμμωνιτών, ήρθε να σας πολεμήσει, μου είπατε: “θέλουμε βασιλιά να μας κυβερνάει”, και δε θελήσατε να είναι βασιλιάς σας ο Κύριος, ο Θεός σας. Νάτος, λοιπόν, ο βασιλιάς που διαλέξατε και που ζητήσατε. Ορίστε, ο Κύριος σας έδωσε βασιλιά. Αν από ’δω κι εμπρός σέβεστε τον Κύριο το Θεό σας και τον λατρεύετε, αν τον υπακούτε και δεν επαναστατείτε στις διαταγές του, αν ακολουθείτε αυτόν, εσείς κι ο βασιλιάς σας, τότε ο Κύριος θα είναι μαζί σας. Αν όμως δεν υπακούτε τον Κύριο και επαναστατείτε στις διαταγές του, τότε κι αυτός θα σας κάνει να νιώσετε βαριά τη δύναμή του πάνω σας και πάνω στο βασιλιά σας. Τώρα λοιπόν, περιμένετε και θα δείτε το μεγάλο θαύμα που θα κάνει ο Κύριος μπροστά σας: Αυτή είναι η εποχή που θερίζουν τα στάρια. Θα παρακαλέσω τον Κύριο και θα στείλει βροντές και βροχή· και τότε θα καταλάβετε πόσο μεγάλη αμαρτία κάνατε ενώπιόν του, που ζητήσατε βασιλιά». Παρακάλεσε, λοιπόν, ο Σαμουήλ τον Κύριο κι έστειλε βροντές και βροχή εκείνη την ημέρα, κι όλος ο λαός φοβήθηκε πάρα πολύ τον Κύριο και το Σαμουήλ. Και είπαν στο Σαμουήλ: «Προσευχήσου για τους δούλους σου στον Κύριο, το Θεό σου, και παρακάλεσε να μην πεθάνουμε, γιατί σ’ όλες τις αμαρτίες μας προσθέσαμε ακόμα μία: ζητήσαμε βασιλιά». Τότε ο Σαμουήλ τους είπε: «Μη φοβάστε. Και βέβαια κάνατε μεγάλο κακό· μην απομακρυνθείτε όμως από τον Κύριο, αλλά να τον λατρέψετε μ’ όλη σας την καρδιά. Μη λατρεύετε τα είδωλα, που δεν ωφελούν ούτε μπορούν να σώσουν κανέναν, αφού είναι ψεύτικα. Ο Κύριος δεν θα εγκαταλείψει το λαό του, γιατί ο ίδιος θέλησε να σας κάνει λαό του· δε θ’ αφήσει να σπιλωθεί το όνομά του. Όσο για μένα, μη γένοιτο να σταματήσω ποτέ να προσεύχομαι για σας, και να αμαρτήσω έτσι στον Κύριο! Αντίθετα, θα συνεχίσω να σας διδάσκω ποιος είναι ο ίσιος δρόμος κι ο σωστός. Αλλά κι εσείς να σέβεστε τον Κύριο και να τον λατρεύετε ειλικρινά, μ’ όλη την καρδιά σας, γιατί βλέπετε τι θαυμαστά έργα έχει κάνει για σας. Αν όμως κάνετε το κακό, τότε κι εσείς κι ο βασιλιάς σας θα καταστραφείτε». Ο Σαούλ είχε ένα χρόνο που ήταν βασιλιάς· και αφού βασίλεψε δύο χρόνια στον Ισραήλ... διάλεξε από τους Ισραηλίτες τρεις χιλιάδες άντρες. Απ’ αυτούς οι δύο χιλιάδες έμειναν μαζί του στη Μιχμάς και στην ορεινή περιοχή της Βαιθήλ, ενώ οι υπόλοιποι χίλιοι πήγαν μαζί με το γιο του τον Ιωνάθαν στη Γιβεά στην περιοχή Βενιαμίν. Τους υπόλοιπους Ισραηλίτες τους έστειλε στα σπίτια τους. Ο Ιωνάθαν σκότωσε τη φρουρά των Φιλισταίων στη Γιβεά, και το ’μαθαν αυτό οι Φιλισταίοι. Τότε ο Σαούλ έστειλε μήνυμα με σάλπιγγες σ’ όλη τη χώρα, λέγοντας: «Ας το μάθουν οι Εβραίοι». Έτσι όλοι οι Ισραηλίτες έμαθαν ότι ο Σαούλ σκότωσε τη φρουρά των Φιλισταίων προκαλώντας μ’ αυτή την ενέργεια το μίσος τους εναντίον των Ισραηλιτών. Τότε συγκεντρώθηκε όλος ο στρατός στα Γάλγαλα υπό τις διαταγές του Σαούλ. Μαζεύτηκαν και οι Φιλισταίοι για να πολεμήσουν τους Ισραηλίτες· ήταν τρεις χιλιάδες άμαξες κι έξι χιλιάδες καβαλάρηδες και πεζοί αμέτρητοι, σαν την άμμο στην ακροθαλασσιά. Αυτοί στρατοπέδευσαν στη Μιχμάς, ανατολικά της Βαιθ-Αυέν. Ο ισραηλιτικός πληθυσμός είδαν ότι βρίσκονταν σε δύσκολη θέση, γιατί πιέζονταν από παντού, και κρύφτηκαν στις σπηλιές, στις σχισμές των βράχων, σε λαγούμια και σε λάκκους. Άλλοι πέρασαν τον Ιορδάνη, προς τις περιοχές Γαδ και Γαλαάδ. Ο Σαούλ όμως ήταν ακόμη στα Γάλγαλα κι όλος ο στρατός τον ακολουθούσε τρομαγμένος. Περίμενε εκεί εφτά μέρες, όσον χρόνο του είχε ορίσει ο Σαμουήλ, αλλά ο Σαμουήλ δεν ερχόταν στα Γάλγαλα κι ο στρατός άρχισε να εγκαταλείπει το Σαούλ και να σκορπίζεται. Τότε ο Σαούλ διέταξε: «Φέρτε μου εδώ τα ζώα για το ολοκαύτωμα και τις θυσίες κοινωνίας!» Και πρόσφερε ο ίδιος το ολοκαύτωμα. Όταν τελείωνε η προσφορά του ολοκαυτώματος ήρθε ο Σαμουήλ. Ο Σαούλ βγήκε να τον προϋπαντήσει και να τον καλωσορίσει. Ο Σαμουήλ του είπε: «Τι έκανες;» Ο Σαούλ του απάντησε: «Όταν είδα ότι ο στρατός άρχισε να μ’ εγκαταλείπει και να διασκορπίζεται, κι ότι εσύ δεν ερχόσουν την ορισμένη μέρα και οι Φιλισταίοι συγκεντρώνονταν στη Μιχμάς, σκέφτηκα: τώρα θα κατεβούν οι Φιλισταίοι να με πολεμήσουν στα Γάλγαλα, πριν προλάβω να ζητήσω την εύνοια του Κυρίου. Γι’ αυτό τόλμησα και πρόσφερα το ολοκαύτωμα». Τότε ο Σαμουήλ του είπε: «Φέρθηκες ανόητα. Αν τηρούσες τις εντολές που σου έδωσε ο Κύριος, ο Θεός σου, τότε αυτός θα έκανε την οικογένειά σου να βασιλεύει για πάντα στον Ισραήλ. Τώρα όμως η βασιλεία σου δε θα διατηρηθεί. Ο Κύριος γύρεψε να βρει έναν άνθρωπο όπως τον ήθελε και τον διόρισε άρχοντα στο λαό του, γιατί εσύ δεν τήρησες αυτά που σε διέταξε». Ο Σαμουήλ έφυγε από τα Γάλγαλα και πήγε στη Γιβεά στην περιοχή Βενιαμίν. Ο Σαούλ μέτρησε το στρατό που τον ακολουθούσε και ήταν περίπου εξακόσιοι άντρες. Ο Σαούλ, ο γιος του ο Ιωνάθαν και ο στρατός που ήταν μαζί τους εγκαταστάθηκαν στη Γαβά στην περιοχή Βενιαμίν, ενώ οι Φιλισταίοι ήταν στρατοπεδευμένοι στη Μιχμάς. Τότε ξεκίνησαν από το στρατόπεδο των Φιλισταίων καταδρομείς χωρισμένοι σε τρία τμήματα. Το πρώτο τμήμα πήρε το δρόμο της Οφρά, στην περιοχή της Σουάλ· το άλλο, πήρε το δρόμο της Βαιθ-Χωρών και το τρίτο πήρε το δρόμο της περιοχής που εκτείνεται πάνω από την Κοιλάδα Σεβωίμ προς την έρημο. Εκείνη την εποχή δεν βρισκόταν σιδηρουργός σ’ ολόκληρη τη χώρα του Ισραήλ, γιατί οι Φιλισταίοι δεν ήθελαν να έχουν τη δυνατότητα οι Εβραίοι να κατασκευάζουν ξίφη ή λόγχες. (Όλοι οι Ισραηλίτες πήγαιναν στους Φιλισταίους για να τροχίσουν το υνία από τα αλέτρια τους, τις αξίνες τους, τα τσεκούρια τους και τα βούκεντρά τους. Το ακόνισμα του υνίου στοίχιζε ένα μικρό κέρμα, του τσεκουριού και του βούκεντρου ένα τρίτο του σίκλου). Γι’ αυτό την ημέρα της μάχης ο στρατός του Σαούλ και του Ιωνάθαν δεν είχαν ούτε ξίφη ούτε λόγχες. Μόνο ο Σαούλ κι ο Ιωνάθαν είχαν. Η φρουρά των Φιλισταίων πήγε κι έπιασε το πέρασμα της Μιχμάς. Μια μέρα, ο Ιωνάθαν, γιος του Σαούλ, είπε στο νεαρό οπλοφόρο του: «Έλα να περάσουμε ως τη φρουρά των Φιλισταίων, που είναι εκεί απέναντι». Δε φανέρωσε όμως τίποτα στον πατέρα του. Ο Σαούλ βρισκόταν στη Γιβεά, στην άκρη της πόλης, κάτω από τη ροδιά της Μιγρών· ο στρατός που ήταν μαζί του έφτανε περίπου τους εξακόσιους άντρες. Ως ιερέας εκεί υπηρετούσε ο Αχιά, γιος του Αχιτούβ και ανεψιός του Ιχαβώδ, γιου του Φινεές και εγγονού του Ηλεί, που ήταν ιερέας του Κυρίου στη Σιλώ. Ο λαός δεν ήξερε ότι ο Ιωνάθαν είχε φύγει. Ανάμεσα στις διαβάσεις, από όπου προσπαθούσε ο Ιωνάθαν να φτάσει στη φρουρά των Φιλισταίων, υπήρχε ένα πέρασμα μέσα από δύο βραχώδεις αιχμές. Η μια αιχμή ονομαζόταν Βωσές και η άλλη Σέννε. Η πρώτη υψώνεται βόρεια και βλέπει προς τη Μιχμάς και η άλλη νότια και βλέπει προς τη Γεβά. Ο Ιωνάθαν είπε στο νέο που σήκωνε τα όπλα του: «Έλα να περάσουμε ως τη φρουρά αυτών των απερίτμητων. Ίσως ο Κύριος κάνει κάτι για μας. Τίποτα δεν τον εμποδίζει να μας δώσει τη νίκη, αδιάφορο αν είμαστε πολλοί ή λίγοι». Ο οπλοφόρος του τού είπε: «Όπως νομίζεις. Εγώ είμαι μαζί σου. Ό,τι θέλεις εσύ, το θέλω κι εγώ». Τότε είπε ο Ιωνάθαν: «Κοίτα, θα προχωρήσουμε προς αυτούς τους άντρες και θα τους φανερωθούμε. Αν μας πουν: “περιμένετε να έρθουμε προς το μέρος σας”, τότε θα σταθούμε στη θέση μας και δε θα προχωρήσουμε προς αυτούς. Αν όμως μας πουν: “ανεβείτε προς τα ’δω”, τότε θα ανεβούμε, γιατί αυτό θα είναι για μας το σημάδι ότι ο Κύριος θα τους παραδώσει στην εξουσία μας». Έτσι φανερώθηκαν στη φρουρά των Φιλισταίων. Εκείνοι όταν τους είδαν είπαν μεταξύ τους: «Να οι Εβραίοι, βγαίνουν απ’ τις κρυψώνες τους». Τότε οι άντρες της φρουράς φώναξαν στον Ιωνάθαν και στον οπλοφόρο του: «Ανεβείτε προς τα ’δω να σας πούμε κάτι». Τότε ο Ιωνάθαν είπε στον οπλοφόρο του: «Ακολούθησέ με, γιατί ο Κύριος θα τους παραδώσει στους Ισραηλίτες». Σκαρφάλωσε, λοιπόν, ο Ιωνάθαν με τα χέρια του και με τα πόδια του και ο οπλοφόρος του τον ακολουθούσε. Ο Ιωνάθαν χτυπούσε κι έριχνε κάτω τους Φιλισταίους, ενώ ο οπλοφόρος πίσω του τους σκότωνε. Στην πρώτη αυτή σφαγή, ο Ιωνάθαν κι ο οπλοφόρος του σκότωσαν περίπου είκοσι άντρες, μέσα σε μισό στρέμμα γης. Τρόμος επικράτησε στο στρατόπεδο, στα χωράφια και σ’ όλο τον στρατό των Φιλισταίων· η φρουρά και οι καταδρομείς τρόμαξαν κι αυτοί. Κοντά σ’ αυτά, η γη σείστηκε και δημιουργήθηκε πανικός σαν να προερχόνταν από το Θεό. Οι παρατηρητές του Σαούλ, από τη Γιβεά στην περιοχή Βενιαμίν, είδαν ότι στο στρατόπεδο των Φιλισταίων έπεσε πανικός και το πλήθος έφευγε από ’δω κι από ’κει. Τότε ο Σαούλ είπε στο στρατό του: «Μετρηθείτε, να δείτε ποιος έφυγε από ’δω». Μετρήθηκαν και είδαν ότι έλειπε ο Ιωνάθαν και ο οπλοφόρος του. Τότε είπε ο Σαούλ στον Αχιά: «Φέρε το εφώδ», γιατί εκείνο τον καιρό αυτός υπηρετούσε ως ιερέας στους Ισραηλίτες. Ενώ ο Σαούλ μιλούσε ακόμα με τον ιερέα, ο θόρυβος στο στρατόπεδο των Φιλισταίων γινόταν ολοένα και μεγαλύτερος. Έτσι ο Σαούλ είπε στον ιερέα: «Δε χρειάζεται να συμβουλευτείς τον Κύριο». Τότε ο Σαούλ και ο στρατός του συγκεντρώθηκαν και προχώρησαν στο σημείο όπου θα δινόταν η μάχη. Βλέπουν τότε τους Φιλισταίους να σφάζονται μεταξύ τους μέσα σε μια απερίγραπτη σύγχυση. Μερικοί Εβραίοι που είχαν προσχωρήσει στους Φιλισταίους και είχαν έρθει από ’κει γύρω στο στρατόπεδό τους, ενώθηκαν τώρα κι αυτοί με τους Ισραηλίτες που ήταν μαζί με το Σαούλ και τον Ιωνάθαν. Επίσης οι Ισραηλίτες που είχαν κρυφτεί στην ορεινή περιοχή της φυλής Εφραΐμ, όταν άκουσαν ότι οι Φιλισταίοι είχαν τραπεί σε φυγή, τους καταδίωξαν κι αυτοί πολεμώντας τους. Εκείνη την ημέρα ο Κύριος ελευθέρωσε τους Ισραηλίτες, κι ο πόλεμος επεκτάθηκε και πέρα από τη Βαιθ-Αυέν. Ο στρατός που ακολουθούσε το Σαούλ έφτανε περίπου τους δέκα χιλιάδες άντρες. Ο πόλεμος επεκτάθηκε σ’ όλη την ορεινή περιοχή της φυλής Εφραΐμ. Αλλά ο Σαούλ έκανε εκείνη τη μέρα ένα μεγάλο σφάλμα: Απείλησε το στρατό του με μια κατάρα. «Καταραμένος», είπε, «ο άνθρωπος που θα φάει τροφή ως το βράδυ κι ώσπου να πάρω εκδίκηση από τους εχθρούς μου». Έτσι κανένας από το λαό δεν έφαγε τίποτα. Ήρθαν όλοι σ’ ένα δάσος, όπου υπήρχε πολύ μέλι, ακόμα και κάτω στο έδαφος. Μπαίνοντας στο δάσος, οι στρατιώτες είδαν το μέλι να τρέχει άφθονο αλλά κανείς δεν άπλωνε χέρι να φάει, γιατί φοβούνταν τον όρκο. Ο Ιωνάθαν όμως δεν ήξερε ότι ο πατέρας του είχε δεσμεύσει με τον όρκο το στρατό. Έτσι άπλωσε την άκρη του ραβδιού του, τη βούτηξε σε μια κερήθρα μέλι, έφαγε και τονώθηκε. Τότε ένας στρατιώτης τού φώναξε: «Ο πατέρας σου έχει επιβάλει βαρύ όρκο στο στρατό: Καταραμένος ο άνθρωπος που θα φάει σήμερα τροφή». Γι’ αυτό είναι όλοι τους εξαντλημένοι. Ο Ιωνάθαν απάντησε: «Ο πατέρας μου έφερε δυστυχία στη χώρα. Κοιτάξτε εγώ πώς αναζωογονήθηκα μόλις δοκίμασα λίγο απ’ αυτό το μέλι. Πόσο καλύτερα θα αισθανόταν ο λαός σήμερα αν έτρωγε καλά από τα λάφυρα που πήρε απ’ τους εχθρούς του! Η σφαγή των Φιλισταίων θα ήταν πολύ μεγαλύτερη». Εκείνη τη μέρα οι Ισραηλίτες χτύπησαν τους Φιλισταίους από τη Μιχμάς ως την Αϊαλών, αλλά ο στρατός ήταν πάρα πολύ εξαντλημένος. Έτσι ρίχτηκαν όλοι στα λάφυρα: πήραν πρόβατα, βόδια και μοσχάρια· τα έσφαξαν επί τόπου και τα έτρωγαν με το αίμα. Όταν ανάγγειλαν στο Σαούλ ότι ο στρατός αμάρτανε ενώπιον του Κυρίου τρώγοντας και το αίμα των ζώων, αυτός είπε: «Είσαστε παραβάτες! Κυλίστε μου εδώ αμέσως ένα μεγάλο λιθάρι». Μετά τους είπε: «Σκορπιστείτε ανάμεσα στους στρατιώτες και πέστε τους να μου φέρουν εδώ καθένας το βόδι του ή το αρνί του και να τα σφάξουν εδώ και να τα φάνε· και να μην αμαρτάνουν ενώπιον του Κυρίου τρώγοντας το αίμα». Εκείνη τη νύχτα, λοιπόν, έφεραν όλοι τα ζώα τους και τα έσφαξαν εκεί. Έτσι έχτισε ο Σαούλ θυσιαστήριο για τον Κύριο. Αυτό ήταν το πρώτο θυσιαστήριο που έχτισε. Έπειτα ο Σαούλ έδωσε διαταγή: «Ας κατεβούμε να επιτεθούμε στους Φιλισταίους τη νύχτα· ως το πρωί θα τους έχουμε εξοντώσει· δε θα μείνει κανένας από δαύτους». Οι στρατιώτες τού απάντησαν: «Κάνε όπως νομίζεις». Κι ο ιερέας είπε: «Ας συμβουλευτούμε πρώτα το Θεό». Ο Σαούλ ρώτησε το Θεό: «Να καταδιώξω τους Φιλισταίους; Θα τους παραδώσεις στην εξουσία μας;» Αλλά εκείνη την ημέρα ο Θεός δεν του αποκρίθηκε. Διέταξε τότε ο Σαούλ: «Πλησιάστε εδώ όλοι οι αξιωματικοί του στρατού και ψάξτε να βρείτε ποια αμαρτία έγινε σήμερα. Ορκίζομαι στον αληθινό Θεό, που ελευθέρωσε τον Ισραήλ, ότι ακόμη κι αν ο γιος μου ο Ιωνάθαν βρεθεί ένοχος, οπωσδήποτε θα πεθάνει». Κανείς όμως από το στρατό δεν του είπε τίποτα. Αυτός συνέχισε: «Όλοι εσείς σταθείτε από το ένα μέρος, κι εγώ με τον Ιωνάθαν θα σταθούμε από το άλλο». Οι στρατιώτες τού απάντησαν «Κάνε όπως νομίζεις». Τότε ο Σαούλ ρώτησε τον Κύριο: «Θεέ του Ισραήλ, γιατί δεν αποκρίθηκες σήμερα στο δούλο σου; Κύριε, Θεέ του Ισραήλ, αν είμαι ένοχος εγώ ή ο γιος μου Ιωνάθαν, ας βγει ο κλήρος Ουρίμ· αν όμως είναι ένοχος ο λαός Ισραήλ, τότε ας βγει ο κλήρος Θουμμίμ». Ο κλήρος έπεσε στον Ιωνάθαν και στο Σαούλ, ενώ ο στρατός αποδείχτηκε αθώος. Τότε είπε ο Σαούλ: «Ρίξτε κλήρο ανάμεσα σ’ εμένα και στον Ιωνάθαν». Κι ο κλήρος έπεσε στον Ιωνάθαν. Τότε ρώτησε ο Σαούλ τον Ιωνάθαν: «Πες μου τι έκανες». Κι ο Ιωνάθαν του τα φανέρωσε όλα: «Δοκίμασα λίγο μέλι», του είπε, «με την άκρη του ραβδιού μου. Αλλά, νά, είμαι έτοιμος να πεθάνω». Ο Σαούλ απάντησε: «Ο Θεός να με τιμωρήσει σκληρά αν δεν πεθάνεις, Ιωνάθαν». Αλλά οι στρατιώτες είπαν στο Σαούλ: «Ο Ιωνάθαν θα πεθάνει; Αυτός που έφερε τέτοια μεγάλη νίκη στον Ισραήλ; Αυτό δε θα γίνει ποτέ. Ορκιζόμαστε στον αληθινό Θεό, πως ούτε μια τρίχα από το κεφάλι του δε θα πέσει στη γη, γιατί με τη βοήθεια του Θεού έπραξε ό,τι έπραξε σήμερα». Έτσι ο λαός γλίτωσε τον Ιωνάθαν από βέβαιο θάνατο. Μετά απ’ αυτά, ο Σαούλ σταμάτησε την καταδίωξη των Φιλισταίων, κι εκείνοι γύρισαν πίσω στον τόπο τους. Από τότε που έγινε ο Σαούλ βασιλιάς στο λαό Ισραήλ, πολέμησε όλους τους εχθρούς του ολόγυρα. Τους Μωαβίτες, τους Αμμωνίτες, τους Εδωμίτες, τα βασίλεια της Σωβά κι εκείνα των Φιλισταίων. Όπου κι αν στρεφόταν νικούσε. Έδειξε γενναιότητα και νίκησε τους Αμαληκίτες, και έσωσε τους Ισραηλίτες από κείνους που τους λεηλατούσαν. Γιοι του Σαούλ ήταν ο Ιωνάθαν, ο Ισβί και ο Μαλκί-Σουά. Τα ονόματα των δύο θυγατέρων του ήταν: Μεράβ της πρωτότοκης και Μιχάλ της μικρότερης. Η γυναίκα του Σαούλ ονομαζόταν Αχινοάμ, και ήταν κόρη του Αχιμάας· ο αρχιστράτηγός του ονομαζόταν Αβενήρ, και ήταν γιος του Νηρ, θείου του Σαούλ. Ο Κις, πατέρας του Σαούλ, και ο Νηρ, πατέρας του Αβενήρ, ήταν γιοι του Αβιήλ. Όσον καιρό ήταν βασιλιάς ο Σαούλ πολεμούσε σκληρά εναντίον των Φιλισταίων. Κι όταν έβλεπε κάποιον άντρα γενναίο και δυνατό, τον έπαιρνε στο στρατό του. Ο Σαμουήλ ήρθε στο Σαούλ και του είπε: «Εμένα έστειλε κάποτε ο Κύριος να σε χρίσω βασιλιά στο λαό του, τον Ισραήλ. Τώρα, λοιπόν, άκουσε τα λόγια του Κυρίου: “θα τιμωρήσω τους Αμαληκίτες”, λέει ο Κύριος των ισραηλιτικών δυνάμεων, “γι’ αυτό που έκαναν στους Ισραηλίτες, να τους κλείσουν το δρόμο, όταν εκείνοι έβγαιναν από την Αίγυπτο. Πήγαινε, λοιπόν, τώρα να χτυπήσεις τους Αμαληκίτες και να καταστρέψεις εντελώς καθετί που έχουν· μην τους λυπηθείς. Θα εξοντώσεις άντρες, γυναίκες, παιδιά και βρέφη, βόδια και πρόβατα, καμήλες και γαϊδούρια”». Ο Σαούλ συγκέντρωσε το στρατό στην Τελαΐμ και τους καταμέτρησε· ήταν διακόσιες χιλιάδες πεζοί και επιπλέον δέκα χιλιάδες άντρες από τη φυλή Ιούδα. Ο Σαούλ οδήγησε το στρατό του στην πόλη των Αμαληκιτών κι έστησε ενέδρα στο φαράγγι. Έπειτα έστειλε μήνυμα στους Κεναίους: «Φύγετε», τους έλεγε, «βγείτε απ’ την περιοχή των Αμαληκιτών, για να μην έχετε την ίδια τύχη μ’ αυτούς. Εσείς δείξατε καλοσύνη στους Ισραηλίτες, όταν εκείνοι έβγαιναν από την Αίγυπτο». Έτσι οι Κεναίοι έφυγαν από τους Αμαληκίτες. Τότε ο Σαούλ χτύπησε τους Αμαληκίτες από τη Χαβιλά ως τη Σουρ, ανατολικά της Αιγύπτου. Αιχμαλώτισε τον Αγάγ, βασιλιά των Αμαληκιτών, και κατέσφαξε όλο τον πληθυσμό της περιοχής. Αλλά ο Σαούλ και ο στρατός του λυπήθηκαν τον ίδιο τον Αγάγ και τα καλύτερα λάφυρα από τη μάχη: πρόβατα και βόδια, νεογέννητα μοσχάρια και αρνιά και γενικά κάθε αγαθό αξίας δε θέλησαν να τα καταστρέψουν. Αλλά, ό,τι δεν είχε αξία και ήταν για πέταμα, αυτό το κατέστρεψαν εντελώς. Τότε ο Κύριος μίλησε στο Σαμουήλ και του είπε: «Μετάνιωσα που έκανα το Σαούλ βασιλιά, γιατί αυτός μου γύρισε τα νώτα και δεν εκτέλεσε τις εντολές μου». Ο Σαμουήλ λυπήθηκε βαθιά κι όλη εκείνη τη νύχτα προσευχόταν στο Θεό. Το πρωί σηκώθηκε νωρίς και πήγε να συναντήσει το Σαούλ. Αλλά τον πληροφόρησαν ότι ο Σαούλ είχε πάει στην πόλη Κάρμηλο για να χτίσει εκεί ένα μνημείο για τον εαυτό του· μετά έφυγε από ’κει και είχε κατεβεί στα Γάλγαλα. Ο Σαμουήλ πήγε και βρήκε το Σαούλ κι εκείνος του είπε: «Να ’σαι ευλογημένος από τον Κύριο! Εκπλήρωσα την εντολή του Κυρίου». Ο Σαμουήλ τότε τον ρώτησε: «Από πού, λοιπόν, προέρχονται αυτά τα βελάσματα των προβάτων και τα μουκανητά των βοδιών, που ακούω;» Ο Σαούλ απάντησε: «Οι στρατιώτες λυπήθηκαν τα καλύτερα πρόβατα και τα καλύτερα βόδια και τα έφεραν από τους Αμαληκίτες εδώ, για να τα προσφέρουν θυσία στον Κύριο, το Θεό σου· τα υπόλοιπα τα καταστρέψαμε». Τότε είπε ο Σαμουήλ στο Σαούλ: «Στάσου να σου πω τι μου είπε ο Κύριος αυτή τη νύχτα». «Λέγε», απάντησε ο Σαούλ. Ο Σαμουήλ είπε: «Έγινες αρχηγός των ισραηλιτικών φυλών, αν και τότε θεωρούσες μικρό τον εαυτό σου. Ο Κύριος ήταν που σε έχρισε βασιλιά του Ισραήλ, και τώρα σ’ έστειλε εκστρατεία και σου είπε “πήγαινε να καταστρέψεις εντελώς αυτούς τους αμαρτωλούς, τους Αμαληκίτες· πολέμησέ τους ώσπου να τους εξοντώσεις ολοσχερώς”. Γιατί, λοιπόν, δεν υπάκουσες στην προσταγή του Κυρίου, αλλά όρμησες στα λάφυρα κι έτσι έκανες ό,τι ακριβώς ο Κύριος απεχθάνεται;» Ο Σαούλ απάντησε στο Σαμουήλ: «Κι όμως, εγώ υπάκουσα στην προσταγή του Κυρίου και πήγα εκεί που μ’ έστειλε. Έφερα αιχμάλωτο τον Αγάγ, βασιλιά των Αμαληκιτών, κι εξόντωσα τους Αμαληκίτες. Οι στρατιώτες όμως πήραν μερικά από τα λάφυρα, τα καλύτερα πρόβατα και τα βόδια, που ήταν απαγορευμένα, για να τα προσφέρουν θυσία στον Κύριο, το Θεό σου, στα Γάλγαλα». Τότε ο Σαμουήλ του είπε: «Μήπως ο Κύριος επιθυμεί ολοκαυτώματα και θυσίες; Πιο πολύ επιθυμεί να υπακούμε στις εντολές του. Η υπακοή είναι γι’ αυτόν καλύτερη από το πάχος των κριαριών. Η ανυπακοή είναι όπως η αμαρτία της μαγείας, και η ισχυρογνωμοσύνη όπως η αμαρτία της ειδωλολατρίας. Επειδή, λοιπόν, περιφρόνησες τις εντολές του Κυρίου, γι’ αυτό κι εκείνος σε απέρριψε από το αξίωμα του βασιλιά». Ο Σαούλ είπε τότε στο Σαμουήλ: «Αμάρτησα! Δεν ακολούθησα την εντολή του Κυρίου και τις δικές σου οδηγίες, γιατί φοβήθηκα τους στρατιώτες κι έκανα ό,τι μου ζητούσαν. Τώρα όμως συγχώρησε, σε παρακαλώ, την αμαρτία μου κι έλα πάλι μαζί μου, για να μπορέσω να πάω να προσκυνήσω τον Κύριο». Ο Σαμουήλ όμως του απάντησε: «Δε θα ’ρθω μαζί σου, γιατί απέρριψες τις εντολές του Κυρίου, κι ο Κύριος σε απέρριψε από το αξίωμα του βασιλιά του Ισραήλ». Όπως γύρισε ο Σαμουήλ να φύγει, τον έπιασε ο Σαούλ από την άκρη του μανδύα του και του τον έσκισε. Τότε ο Σαμουήλ του είπε: «Ο Κύριος σήμερα έσκισε κι έκοψε από πάνω σου τη βασιλεία του Ισραήλ και την έδωσε σ’ έναν άλλο, που είναι καλύτερός σου. Ο Κύριος, που είναι η δύναμη του Ισραήλ, δε λέει ψέματα ούτε αλλάζει γνώμη· δεν είναι άνθρωπος για ν’ αλλάξει γνώμη». Ο Σαούλ είπε: «Αμάρτησα· αλλά τουλάχιστον τίμησέ με, μπροστά στους πρεσβυτέρους του λαού μου και μπροστά στους Ισραηλίτες κι έλα μαζί μου για να προσκυνήσω τον Κύριο, το Θεό σου». Έτσι ακολούθησε ο Σαμουήλ το Σαούλ, και ο Σαούλ πήγε να λατρεύσει τον Κύριο. Τότε ο Σαμουήλ είπε: «Φέρτε μου εδώ τον Αγάγ, τον βασιλιά των Αμαληκιτών». Ο Αγάγ ήρθε τρέμοντας μπροστά του, γιατί σκεφτόταν: «Τι πικρός που είναι ο θάνατος!» Ο Σαμουήλ του είπε: «Όπως το σπαθί σου άφησε γυναίκες χωρίς παιδιά, έτσι και η δική σου μάνα θα μείνει χωρίς παιδί». Κι εκτέλεσε τον Αγάγ εκεί στα Γάλγαλα, ενώπιον του Κυρίου. Μετά ο Σαμουήλ πήγε στη Ραμά, και ο Σαούλ ανέβηκε στο σπίτι του, στη Γιβεά, την πόλη του. Ο Σαμουήλ όσο ζούσε δεν είδε πια το Σαούλ· ήταν όμως βαθιά λυπημένος γι’ αυτόν, όπως κι ο Κύριος είχε μετανιώσει που διάλεξε το Σαούλ για βασιλιά στον Ισραήλ. Ο Κύριος είπε στο Σαμουήλ: «Ως πότε θα είσαι λυπημένος για το Σαούλ, που τον απέρριψα από το βασιλικό του αξίωμα στον Ισραήλ; Γέμισε το δοχείο σου με λάδι και πήγαινε. Εγώ σε στέλνω στον Ιεσσαί, το Βηθλεεμίτη, γιατί έχω βρει ανάμεσα στους γιους του, το βασιλιά που χρειάζομαι». Ο Σαμουήλ απάντησε: «Πώς να πάω; Άμα το μάθει ο Σαούλ θα με σκοτώσει». Ο Κύριος είπε: «Πάρε μαζί σου ένα νεαρό δαμάλι και θα πεις ότι πήγες εκεί για να προσφέρεις θυσία στον Κύριο. Στην τελετή θα προσκαλέσεις και τον Ιεσσαί κι εγώ θα σου φανερώσω τι να κάνεις· θα μου χρίσεις βασιλιά εκείνον που θα σου πω». Ο Σαμουήλ έκανε όπως του είπε ο Κύριος και πήγε στη Βηθλεέμ. Οι πρεσβύτεροι της πόλης έτρεξαν φοβισμένοι να τον προϋπαντήσουν και τον ρωτούσαν: «Ήρθες για καλό;» «Για καλό» απάντησε εκείνος. «Ήρθα για να προσφέρω θυσία στον Κύριο. Εξαγνιστείτε κι ελάτε μαζί μου στην τελετή». Κάλεσε επίσης τον Ιεσσαί και τους γιους του να εξαγνιστούν και να συμμετάσχουν στη θυσία. Όταν έφταναν εκεί, είδε ο Σαμουήλ τον Ελιάβ και σκέφτηκε: «Ασφαλώς, ο άνθρωπος που στέκεται εδώ ενώπιον του Κυρίου, αυτός είναι ο εκλεκτός του». Αλλά ο Κύριος είπε στο Σαμουήλ: «Μη σου κάνει εντύπωση η μορφή του και το ψηλό του ανάστημα, γιατί εγώ δεν τον εγκρίνω. Εγώ δεν κρίνω με ανθρώπινα κριτήρια. Ο άνθρωπος βλέπει τα φαινόμενα, εγώ όμως βλέπω την καρδιά». Τότε κάλεσε ο Ιεσσαί τον Αβιναδάβ και τον παρουσίασε στο Σαμουήλ, αλλά ο Σαμουήλ είπε: «Ούτε αυτόν τον διάλεξε ο Κύριος». Μετά ο Ιεσσαί παρουσίασε τον Σαμμά. «Ούτε αυτόν τον διάλεξε ο Κύριος», είπε ο Σαμουήλ. Ο Ιεσσαί παρουσίασε εφτά από τους γιους του στο Σαμουήλ. Κι ο Σαμουήλ του είπε: «Κανέναν απ’ αυτούς δεν έχει διαλέξει ο Κύριος». Μετά τον ρώτησε: «Αυτά είναι όλα τα παιδιά σου;» Εκείνος απάντησε: «Απομένει ακόμα ο μικρότερος, αλλ’ αυτός βόσκει τα πρόβατα». «Στείλε και φέρ’ τον», του είπε ο Σαμουήλ· «δε θα καθίσουμε στο τραπέζι πριν να ’ρθεί κι αυτός εδώ». Ο Ιεσσαί έστειλε κι έφερε το Δαβίδ. Ήταν ξανθός, με σπινθηροβόλο βλέμμα κι ωραίο πρόσωπο. Ο Κύριος είπε στο Σαμουήλ: «Σήκω και χρίσε τον, αυτός είναι». Πήρε λοιπόν ο Σαμουήλ το δοχείο με το λάδι και τον έχρισε βασιλιά μπροστά στους αδερφούς του. Τότε ήρθε το Πνεύμα του Κυρίου στο Δαβίδ κι από κείνη την ημέρα έμεινε μαζί του. Μετά ο Σαμουήλ έφυγε και γύρισε στη Ραμά. Το Πνεύμα του Κυρίου είχε πια φύγει από το Σαούλ, και τον τυραννούσε ένα κακό πνεύμα σταλμένο από τον Κύριο. Οι δούλοι του Σαούλ του είπαν: «Ξέρουμε πως σε τυραννάει ένα κακό πνεύμα, σταλμένο από το Θεό. Δώσε όμως, κύριέ μας, μια διαταγή κι εμείς είμαστε εδώ στη διάθεσή σου. Θα ψάξουμε και θα βρούμε κάποιον που να ξέρει να παίζει άρπα· κι όταν το κακό πνεύμα έρχεται πάνω σου σταλμένο απ’ το Θεό, τότε ο μουσικός θα παίζει την άρπα και θα γίνεσαι καλά». Ο Σαούλ διέταξε τους δούλους του: «Βρέστε μου, λοιπόν, έναν άνθρωπο που να παίζει καλά και φέρτε τον εδώ σ’ εμένα». Ένας από τους υπηρέτες είπε: «Εγώ γνωρίζω έναν γιο του Ιεσσαί, του Βηθλεεμίτη, που ξέρει να παίζει άρπα· είναι άνθρωπος αξιόλογος και πολεμιστής γενναίος· μιλάει με φρόνηση, έχει ωραία εμφάνιση και είναι ο Κύριος μαζί του». Τότε ο Σαούλ έστειλε αγγελιοφόρους και είπε στον Ιεσσαί: «Στείλε μου το γιο σου το Δαβίδ, αυτόν που βόσκει τα πρόβατα». Τότε ο Ιεσσαί πήρε ένα γαϊδούρι, το φόρτωσε ψωμιά, ένα ασκί κρασί κι ένα κατσίκι και τα έστειλε με το Δαβίδ στο Σαούλ. Ο Δαβίδ ήρθε στο Σαούλ και παρουσιάστηκε μπροστά του. Εκείνος τον συμπάθησε πολύ και τον έκανε οπλοφόρο του. Έστειλε και μήνυμα στον Ιεσσαί: «Ας μείνει σε παρακαλώ, ο Δαβίδ μαζί μου», του έλεγε, «γιατί έχει κερδίσει την εύνοιά μου». Έτσι, όποτε ο Θεός έστελνε το κακό πνεύμα στο Σαούλ, ο Δαβίδ έπαιρνε στα χέρια του την άρπα κι έπαιζε, και ο Σαούλ ανακουφιζόταν· το κακό πνεύμα έφευγε από πάνω του και ηρεμούσε. Οι Φιλισταίοι συγκέντρωσαν το στρατό τους για πόλεμο. Συγκεντρώθηκαν στη Σοχώ, που βρίσκεται στην περιοχή της φυλής Ιούδα· και στρατοπέδευσαν στην Εφές-Δεμμίμ μεταξύ Σοχώ και Αζεκά. Ο Σαούλ και ο στρατός των Ισραηλιτών συγκεντρώθηκαν κι αυτοί και στρατοπέδευσαν στην Κοιλάδα των Τερεβίνθων, για ν’ αντιμετωπίσουν τους Φιλισταίους. Έτσι οι Φιλισταίοι παρατάχθηκαν στην πλαγιά ενός βουνού και οι Ισραηλίτες στην πλαγιά του απέναντι βουνού κι ανάμεσά τους ήταν η κοιλάδα. Τότε βγήκε από το στρατόπεδο των Φιλισταίων, ένας μονομάχος πολεμιστής, που ονομαζόταν Γολιάθ, από τη Γαθ, που το ύψος του ήταν έξι πήχες και μια σπιθαμή. Φορούσε χάλκινη περικεφαλαία στο κεφάλι του και χάλκινο αλυσιδωτό θώρακα, που το βάρος του ήταν πέντε χιλιάδες σίκλοι χαλκού. Είχε χάλκινες περικνημίδες στα πόδια του και χάλκινο ακόντιο στους ώμους του. Το ξύλο του δόρατός του ήταν χοντρό σαν το αντί του αργαλιού και η αιχμή του δόρατός του ζύγιζε εξακόσιους σίκλους σίδερο· αυτός που κρατούσε την ασπίδα του βάδιζε μπροστά του. Ο Γολιάθ σταμάτησε και φώναξε προς τις γραμμές των Ισραηλιτών: «Γιατί βγήκατε να παραταχθείτε για πόλεμο; Εγώ είμαι ένας Φιλισταίος κι εσείς οι δούλοι του Σαούλ. Διαλέξτε, λοιπόν, απ’ ανάμεσά σας έναν άντρα κι ας έρθει ν’ αναμετρηθεί μαζί μου. Αν καταφέρει να με νικήσει και να με σκοτώσει, τότε εμείς θα γίνουμε δούλοι σας. Αν όμως εγώ τον νικήσω και τον σκοτώσω, τότε εσείς θα γίνετε δούλοι μας υποτελείς». Και κατέληξε: «Προκαλώ σήμερα τις ισραηλιτικές γραμμές: Δώστε μου έναν άντρα να μονομαχήσουμε». Όταν άκουσαν αυτά τα λόγια του Φιλισταίου ο Σαούλ και οι Ισραηλίτες τα ’χασαν και πανικοβλήθηκαν. Ο Δαβίδ ήταν γιος του Ιεσσαί του Εφραϊμίτη από τη Βηθλεέμ της φυλής Ιούδα. Ο Ιεσσαί είχε οχτώ γιους και στις μέρες του Σαούλ ήταν πια πάρα πολύ γέρος. Ο Δαβίδ πήγαινε και υπηρετούσε το Σαούλ αλλά ξαναγύριζε στη Βηθλεέμ, για να βόσκει τα πρόβατα του πατέρα του. Σαράντα μέρες ο Γολιάθ προχωρούσε πρωί και βράδυ προς τους Ισραηλίτες και στεκόταν αντίκρυ τους. Μια μέρα ο Ιεσσαί είπε στο Δαβίδ, το γιο του: «Πάρε, για τους αδερφούς σου ένα εφά φρυγανισμένο στάρι κι αυτά τα δέκα καρβέλια ψωμί και τρέξε να τα πας στο στρατόπεδο, στους αδερφούς σου. Κι αυτά τα δέκα κεφάλια φρέσκο τυρί πήγαινέ τα στο χιλίαρχο. Μάθε πώς είναι οι αδερφοί σου, και πάρε απ’ αυτούς κάποιο σημάδι, για να βεβαιωθώ πως είναι καλά. Βρίσκονται μαζί με το Σαούλ και μ’ όλο τον ισραηλιτικό στρατό στην Κοιλάδα των Τερεβίνθων πολεμώντας τους Φιλισταίους». Ο Δαβίδ σηκώθηκε νωρίς το πρωί, άφησε τα πρόβατα σ’ έναν φύλακα, πήρε τα πράγματα και πήγε όπως τον διέταξε ο Ιεσσαί. Έφτασε στο περιχαράκωμα, την ώρα που ο στρατός προχωρούσε να πάρει θέση για τη μάχη κραυγάζοντας την πολεμική κραυγή. Οι Ισραηλίτες και οι Φιλισταίοι είχαν παραταχθεί για πόλεμο, ο ένας απέναντι στον άλλον. Ο Δαβίδ άφησε στη φροντίδα του φύλακα των αποσκευών τα πράγματα που είχε φέρει, κι ο ίδιος έτρεξε στις γραμμές του στρατεύματος. Μόλις έφτασε εκεί, ρώτησε τους αδερφούς του για την υγεία τους. Κι ενώ μιλούσε μαζί τους, βγήκε από τις γραμμές των Φιλισταίων ο μονομάχος πολεμιστής από τη Γαθ, ο Γολιάθ, κι άρχισε να ξαναλέει τα ίδια εκείνα λόγια. Και τον άκουσε ο Δαβίδ. Οι Ισραηλίτες, όταν τον έβλεπαν έφευγαν από μπροστά του τρομαγμένοι κι έλεγαν μεταξύ τους: «Βλέπετε αυτόν τον άντρα, που προχωράει κατά ’δω; Έρχεται πάλι για να προκαλέσει τους Ισραηλίτες. Όποιος μπορέσει να τον σκοτώσει, ο βασιλιάς θα τον γεμίσει πλούτη, θα του δώσει την κόρη του για γυναίκα και θ’ απαλλάξει το πατρικό του σπίτι από τους φόρους». Τότε ο Δαβίδ, ρώτησε τους άντρες γύρω του: «Τι θα κάνουν σ’ εκείνον που θα σκοτώσει αυτόν το Φιλισταίο και θα ξεπλύνει την ντροπή απ’ τους Ισραηλίτες; Μα ποιος είναι λοιπόν, αυτός ο απερίτμητος, που ξευτελίζει έτσι τα στρατεύματα του αληθινού Θεού;» Οι στρατιώτες τού είπαν πάλι ποια ήταν η αμοιβή για όποιον θα σκότωνε το Φιλισταίο. Ο Ελιάβ, ο μεγαλύτερος αδερφός του, όταν άκουσε το Δαβίδ να μιλάει με τους στρατιώτες, οργίστηκε εναντίον του και του είπε: «Γιατί ήρθες εδώ; Σε ποιον τ’ άφησες τα λίγα εκείνα πρόβατα στην έρημο; Εγώ ξέρω την αλαζονεία σου και την κακία σου. Σίγουρα ήρθες για να δεις τη μάχη». «Τι κακό έκανα λοιπόν;» είπε ο Δαβίδ. «Δεν μπορώ να ρωτήσω κάτι;» Άφησε τον αδερφό του και στράφηκε σ’ έναν άλλο. Συνέχισε να ρωτάει το ίδιο πράγμα κι όλοι του έδιναν την ίδια απάντηση. Τα λόγια που έλεγε ο Δαβίδ διαδόθηκαν κι έφτασαν μέχρι το Σαούλ, ο οποίος έστειλε να του τον φωνάξουν. Ο Δαβίδ είπε στο Σαούλ: «Κανένας δεν πρέπει να χάνει το θάρρος του εξαιτίας αυτού του Φιλισταίου. Ο δούλος σου θα πάω και θ’ αναμετρηθώ μαζί του». «Δε θα μπορέσεις να πας ν’ αναμετρηθείς μ’ αυτόν τον Φιλισταίο», του απάντησε ο Σαούλ, «γιατί εσύ είσαι παιδί κι εκείνος είναι άντρας και πολεμιστής από τα νιάτα του». Τότε ο Δαβίδ του είπε: «Όταν ο δούλος σου έβοσκα τα πρόβατα του πατέρα μου κι ερχόταν κανένα λιοντάρι ή καμιά αρκούδα κι άρπαζε ένα πρόβατο από το κοπάδι, τότε εγώ έτρεχα ξωπίσω τους και τα σκότωνα και γλίτωνα το πρόβατο από το στόμα τους. Κι όταν κάποτε ένα λιοντάρι χύμηξε πάνω μου, εγώ το άρπαξα από τη χαίτη του, το χτύπησα κάτω και το σκότωσα. Λιοντάρια και αρκούδες έχω σκοτώσει ο δούλος σου. Ό,τι έπαθαν εκείνα, το ίδιο θα πάθει κι ετούτος εδώ ο απερίτμητος Φιλισταίος, γιατί πρόσβαλε τα στρατεύματα του αληθινού Θεού. Ο Κύριος, που με γλίτωσε από τα νύχια του λιονταριού και της αρκούδας, αυτός θα με γλιτώσει κι από τα χέρια αυτού του Φιλισταίου». Τότε ο Σαούλ είπε στο Δαβίδ: «Πήγαινε κι ας είναι ο Κύριος μαζί σου». Του φόρεσε μάλιστα τη δική του την πανοπλία: του έβαλε στο κεφάλι τη χάλκινη περικεφαλαία και του φόρεσε το θώρακα. Ο Δαβίδ ζώστηκε το ξίφος του Σαούλ πάνω από την πανοπλία του και προσπάθησε να περπατήσει, γιατί ποτέ δεν είχε ξαναδοκιμάσει. Τότε είπε στο Σαούλ: «Δεν μπορώ να περπατήσω μ’ αυτή την πανοπλία· δεν έχω συνηθίσει». Και την έβγαλε από πάνω του. Μετά πήρε στο χέρι του το ραβδί του, διάλεξε πέντε λεία λιθάρια από το ποτάμι, τα έβαλε στο ποιμενικό σακούλι που είχε μαζί του, πήρε στο χέρι του τη σφεντόνα και πλησίασε το Φιλισταίο. Ο Φιλισταίος άρχισε κι αυτός να πλησιάζει το Δαβίδ, ενώ ο άντρας που κρατούσε την ασπίδα του βάδιζε μπροστά από το μονομάχο. Όταν ο Φιλισταίος κοίταξε και είδε το Δαβίδ, δεν του έδωσε καμιά σημασία, γιατί δεν είδε παρά ένα παιδί ξανθό, με ωραία εμφάνιση. «Τι είμαι εγώ;» του είπε. «Σκυλί είμαι και ήρθες εναντίον μου με ραβδιά;» Και ζήτησε ο Φιλισταίος από τους θεούς του την κατάρα τους πάνω στο Δαβίδ. «Έλα εδώ», του είπε μετά, «και θα δώσω τις σάρκες σου στα πουλιά του ουρανού και στ’ άγρια θηρία». Ο Δαβίδ απάντησε στο Φιλισταίο: «Εσύ έρχεσαι εναντίον μου με ξίφος, ακόντιο και λόγχη· εγώ όμως έρχομαι εναντίον σου στο όνομα του παντοδύναμου Θεού, του Κυρίου των ισραηλιτικών στρατευμάτων, που εσύ τα ξευτέλισες. Σήμερα ο Κύριος θα σε παραδώσει στα χέρια μου· θα σε σκοτώσω και θα σου κόψω το κεφάλι· σήμερα θα παραδώσω τα πτώματα των Φιλισταίων στρατιωτών στα πουλιά του ουρανού και στ’ άγρια θηρία. Έτσι όλοι οι άλλοι λαοί θα μάθουν ότι υπάρχει Θεός στον Ισραήλ. Κι όλο αυτό το πλήθος των Ισραηλιτών θα μάθει πως ο Κύριος δεν έχει ανάγκη το ξίφος και το ακόντιο για να μας χαρίσει τη νίκη· ο πόλεμος είναι δική του υπόθεση κι αυτός θα σας παραδώσει στην εξουσία μας». Μόλις ο Φιλισταίος ξεκίνησε και προχωρούσε προς το μέρος του Δαβίδ, ο Δαβίδ έτρεξε γρήγορα στο πεδίο της μάχης για να τον αντιμετωπίσει. Άπλωσε το χέρι του στο σακούλι, πήρε ένα λιθάρι και το εκσφενδόνισε ενάντια στο Φιλισταίο. Το λιθάρι χώθηκε στο μέτωπό του κι εκείνος έπεσε με το πρόσωπο στη γη. Έτσι ο Δαβίδ μ’ ένα λιθάρι και τη σφεντόνα του κατατρόπωσε το Φιλισταίο. Τον χτύπησε και τον σκότωσε, χωρίς να έχει ξίφος στα χέρια του. Έπειτα ο Δαβίδ έτρεξε, στάθηκε πάνω στο Φιλισταίο, του τράβηξε το ξίφος από τη θήκη του και τον αποτέλειωσε, κόβοντάς του το κεφάλι. Οι Φιλισταίοι, όταν είδαν ότι σκοτώθηκε ο ήρωάς τους, τράπηκαν σε φυγή. Τότε οι στρατιώτες του Ισραήλ και του Ιούδα σηκώθηκαν φωνάζοντας πολεμικές ιαχές και καταδίωξαν τους Φιλισταίους ως την είσοδο της Γαθ κι ως τις πύλες της Εκρών. Όλος ο δρόμος, από τη Σααραείμ ως τη Γαθ και την Εκρών, στρώθηκε με τους τραυματίες των Φιλισταίων. Όταν οι Ισραηλίτες γύρισαν από την καταδίωξη λεηλάτησαν κιόλας το εχθρικό στρατόπεδο. Ο Δαβίδ πήρε το κεφάλι του Γολιάθ και το έφερε στην Ιερουσαλήμ· τα όπλα του πολεμιστή τα πήρε στη σκηνή του. Όταν ο Σαούλ έβλεπε το Δαβίδ που πήγαινε να συναντήσει το Γολιάθ, ρώτησε τον Αβενήρ, τον αρχιστράτηγο: «Τίνος γιος είναι ο νέος αυτός, Αβενήρ;» Ο Αβενήρ του είχε απαντήσει τότε: «Μα τη ζωή σου, βασιλιά, δεν ξέρω». Του είπε τότε ο βασιλιάς: «Ρώτησε εσύ τίνος γιος είναι ο νέος αυτός». Έτσι, τώρα που ο Δαβίδ γύρισε από το φόνο του Γολιάθ, τον πήρε ο Αβενήρ και τον παρουσίασε στο Σαούλ, ενώ ο Δαβίδ κρατούσε ακόμη το κεφάλι του Γολιάθ στο χέρι του. Ο Σαούλ τον ρώτησε: «Τίνος γιος είσ’ εσύ, νέε μου;» Ο Δαβίδ απάντησε: «Είμαι γιος του δούλου σου, του Ιεσσαί, του Βηθλεεμίτη». Μ’ αυτά τα λόγια ο Δαβίδ τέλειωσε τη συνομιλία του με το Σαούλ. Ο Ιωνάθαν, γιος του Σαούλ, συμπάθησε πολύ το Δαβίδ και τον αγάπησε σαν τον ίδιο του τον εαυτό. Από την ημέρα εκείνη ο Σαούλ κράτησε το Δαβίδ εκεί και δεν τον άφησε να γυρίσει στο σπίτι του πατέρα του. Έτσι ο Ιωνάθαν και ο Δαβίδ δημιούργησαν στενή φιλία, γιατί ο Ιωνάθαν αγαπούσε το Δαβίδ σαν τον εαυτό του. Έβγαλε μάλιστα το μανδύα που φορούσε και του τον έδωσε· επίσης του έδωσε την πανοπλία του, ακόμη και το ξίφος του, το τόξο και τη ζώνη του. Ο Δαβίδ διεξήγαγε με μεγάλη επιτυχία οποιαδήποτε αποστολή του ανέθετε ο Σαούλ. Έτσι τον τοποθέτησε αρχηγό του στρατού του. Αυτό ευχαρίστησε όλο το στρατό και τους αξιωματούχους του βασιλιά. Καθώς ο στρατός επέστρεφε, αφού ο Δαβίδ είχε σκοτώσει το Γολιάθ, έβγαιναν οι γυναίκες από όλες τις ισραηλιτικές πόλεις, απ’ όπου περνούσαν, και υποδέχονταν το βασιλιά Σαούλ με τραγούδια και χορούς, με τύμπανα, με κύμβαλα και με κραυγές χαράς. Οι γυναίκες που χόρευαν φώναζαν χαρούμενα η μια στην άλλη κι έλεγαν: «Ο Σαούλ σκότωσε χιλιάδες μα ο Δαβίδ μυριάδες». Του Σαούλ του κακοφάνηκαν αυτά τα λόγια κι οργίστηκε πάρα πολύ. «Απέδωσαν στο Δαβίδ τις μυριάδες και σ’ εμένα τις χιλιάδες», έλεγε. «Δεν απομένει τίποτ’ άλλο πια γι’ αυτόν, παρά η βασιλεία». Έτσι από τη μέρα εκείνη ο Σαούλ άρχισε να ζηλεύει το Δαβίδ. Την άλλη μέρα, το κακό πνεύμα ήρθε από το Θεό στο Σαούλ και τον έπιασε κρίση μέσα στο ανάκτορο, ενώ ο Δαβίδ έπαιζε την άρπα, όπως κάθε μέρα. Ο Σαούλ κρατούσε ακόντιο στα χέρια του. Σε μια στιγμή έριξε το ακόντιο λέγοντας μέσα του: «Θα τον καρφώσω στον τοίχο». Αλλά ο Δαβίδ δυο φορές του ξέφυγε. Ο Σαούλ φοβόταν το Δαβίδ, γιατί ο Κύριος ήταν μαζί του, ενώ αυτόν τον είχε εγκαταλείψει. Έτσι απομάκρυνε το Δαβίδ από κοντά του και τον έκανε χιλίαρχο. Ο Δαβίδ οδηγούσε το στρατό στις μάχες. Ο Κύριος ήταν μαζί του και είχε επιτυχία σε ο,τιδήποτε επιχειρούσε. Ο Σαούλ, βλέποντας τις μεγάλες επιτυχίες του Δαβίδ, τον φοβόταν. Όλος όμως ο λαός του Ισραήλ και του Ιούδα αγαπούσε το Δαβίδ, γιατί οδηγούσε το στρατό με επιτυχία. Τότε ο Σαούλ είπε στο Δαβίδ: «Ορίστε η μεγαλύτερη κόρη μου, η Μεράβ. Θα σου τη δώσω για γυναίκα. Το μόνο που θέλω από σένα είναι να φανείς γενναίος, και να διεξάγεις τους πολέμους του Κυρίου». «Ας μη βάλω εγώ χέρι πάνω του» σκέφτηκε μέσα του· «ας τον βγάλουν οι Φιλισταίοι απ’ τη μέση». Ο Δαβίδ είπε στο Σαούλ: «Ποιος είμ’ εγώ; Είμ’ ένα τίποτα! Ούτε η οικογένεια του πατέρα μου είναι κάποια μέσα στο λαό Ισραήλ, για να μπορώ να γίνω γαμπρός του βασιλιά!» Όταν όμως ήρθε ο καιρός να δώσει ο Σαούλ στο Δαβίδ τη Μεράβ, την έδωσε γυναίκα στον Αδριήλ το Μεχολαθίτη. Αλλά η Μιχάλ, η μικρότερη κόρη του Σαούλ, αγαπούσε το Δαβίδ· το ανάγγειλαν, λοιπόν, στον πατέρα της και του άρεσε η ιδέα. «Θα του τη δώσω», σκέφτηκε, «και θα τον παγιδέψω μ’ αυτήν. Θα τον κάνει να πέσει στα χέρια των Φιλισταίων». Έτσι, για δεύτερη φορά είπε στο Δαβίδ: «Σήμερα θα γίνεις γαμπρός μου». Έδωσε, λοιπόν, στους αξιωματούχους του αυτή τη διαταγή: «Πέστε στο Δαβίδ κρυφά: Ο βασιλιάς είναι ευχαριστημένος μαζί σου κι όλοι οι αξιωματούχοι του σ’ αγαπάμε. Δέξου να γίνεις γαμπρός του βασιλιά». Όταν οι αξιωματούχοι διαβίβασαν αυτά τα λόγια στο Δαβίδ, εκείνος απάντησε: «Μικρό πράγμα είναι να γίνει γαμπρός του βασιλιά ένας όπως εγώ, που είμαι φτωχός και άσημος;» Οι αξιωματούχοι του Σαούλ του έδωσαν αναφορά: «Αυτό κι αυτό είπε ο Δαβίδ». Τότε ο Σαούλ τους είπε: «Πολύ καλά. Θα του πείτε, λοιπόν, το εξής: Ο βασιλιάς δε θέλει το συνηθισμένο δώρο για τη νύφη, αλλά εκατό ακροβυστίες Φιλισταίων, για να εκδικηθεί τους εχθρούς του». Ο Σαούλ σκεφτόταν ότι έτσι θα κάνει το Δαβίδ να σκοτωθεί από τους Φιλισταίους. Οι αξιωματούχοι του Σαούλ μετέφεραν στο Δαβίδ, αυτά τα λόγια κι εκείνος δέχτηκε να γίνει γαμπρός του βασιλιά μ’ αυτόν τον όρο. Έτσι, προτού μάλιστα συμπληρωθούν οι μέρες της διορίας, σηκώθηκε ο Δαβίδ και πήγε με τους άντρες του και σκότωσε διακόσιους Φιλισταίους κι έφερε τις ακροβυστίες τους και τις μέτρησε ακριβώς στο βασιλιά, για να γίνει γαμπρός του. Έτσι ο Σαούλ του έδωσε την κόρη του, τη Μιχάλ, για γυναίκα. Όταν ο βασιλιάς κατάλαβε ότι ο Κύριος ήταν με το Δαβίδ κι ότι και η Μιχάλ τον αγαπούσε, άρχισε να φοβάται ακόμη περισσότερο το Δαβίδ, και η έχθρα του γι’ αυτόν έγινε μόνιμη κι οριστική. Εκείνο τον καιρό, οι αρχηγοί των Φιλισταίων βγήκαν να πολεμήσουν τους Ισραηλίτες. Αλλά σε κάθε μάχη, ο Δαβίδ είχε μεγαλύτερη επιτυχία απ’ όλους τους άλλους αξιωματούχους του Σαούλ· έτσι η δόξα που απέκτησε ήταν τεράστια. Ο Σαούλ είπε στο γιο του τον Ιωνάθαν και σ’ όλους τους αξιωματούχους του να σκοτώσουν το Δαβίδ. Ο Ιωνάθαν όμως τον αγαπούσε πάρα πολύ. Έτσι τον προειδοποίησε και του είπε: «Ο πατέρας μου γυρεύει να βάλει να σε σκοτώσουν· σε παρακαλώ λοιπόν, φυλάξου αύριο το πρωί· μείνε κάπου απόμερα και κρύψου εκεί. Εγώ θα βγω μαζί με τον πατέρα μου στον αγρό, όπου θα είσαι εσύ κρυμμένος· θα του μιλήσω για σένα, θα δω πώς θ’ αντιδράσει και θα σε ενημερώσω». Ο Ιωνάθαν, λοιπόν, παίνεψε το Δαβίδ στον πατέρα του το Σαούλ: «Βασιλιά», του είπε, «μην κάνεις κανένα κακό στο δούλο σου, το Δαβίδ. Αυτός δεν σου έκανε τίποτε κακό· αντίθετα οι ενέργειές του ως τώρα ήταν για το καλό σου. Έβαλε σε κίνδυνο τη ζωή του, όταν σκότωσε το Γολιάθ, κι εκείνη την ημέρα ο Κύριος χάρισε μεγάλη νίκη σ’ όλους τους Ισραηλίτες. Τα είδες κι εσύ και χάρηκες. Γιατί θέλεις να αμαρτήσεις χύνοντας το αίμα ενός αθώου, σκοτώνοντας το Δαβίδ χωρίς λόγο;» Ο Σαούλ υποχώρησε μετά απ’ αυτά που του είπε ο Ιωνάθαν και ορκίστηκε: «Μα τον αληθινό Θεό, ο Δαβίδ δε θα πεθάνει». Τότε ο Ιωνάθαν πήγε και βρήκε το Δαβίδ, του ανέφερε όλα όσα είχαν συζητηθεί και τον οδήγησε στο Σαούλ. Έτσι ο Δαβίδ ανέλαβε την υπηρεσία του κοντά στο βασιλιά, όπως και πριν. Ο πόλεμος ξανάρχισε κι ο Δαβίδ έφυγε να πολεμήσει τους Φιλισταίους· τους νίκησε και τους έτρεψε σε φυγή. Μια μέρα ήρθε το κακό πνεύμα σταλμένο από τον Κύριο στο Σαούλ, ενώ καθόταν στο ανάκτορό του, με το ακόντιο στα χέρια του και ο Δαβίδ τού έπαιζε άρπα. Ο Σαούλ προσπάθησε ρίχνοντας το ακόντιο να τον καρφώσει στον τοίχο, αλλά ο Δαβίδ, ξέφυγε και το ακόντιο χτύπησε στον τοίχο. Ο Δαβίδ έφυγε και γλίτωσε. Τη νύχτα εκείνη, ο Σαούλ έστειλε ανθρώπους, να παραφυλάξουν στο σπίτι του Δαβίδ και το πρωί να τον σκοτώσουν. Αλλά η γυναίκα του Δαβίδ, η Μιχάλ, τον ειδοποίησε και του είπε: «Αν δεν φυλαχτείς απόψε, αύριο θα είσαι νεκρός». Κατέβασε, λοιπόν, το Δαβίδ από το παράθυρο, κι εκείνος έτρεξε και σώθηκε. Τότε πήρε η Μιχάλ το είδωλο του σπιτιού, το τοποθέτησε στο κρεβάτι του Δαβίδ, έβαλε στο προσκέφαλο μια κατσικίσια προβιά και έριξε από πάνω τα σκεπάσματα. Όταν οι απεσταλμένοι του Σαούλ ήρθαν να τον πιάσουν, αυτή τους είπε ότι είναι άρρωστος. Ο Σαούλ έστειλε πάλι τους ανθρώπους του στο Δαβίδ, με τη διαταγή: «Φέρτε τον μου πάνω στο κρεβάτι για να τον σκοτώσω». Όταν ήρθαν οι απεσταλμένοι, δε βρήκαν στο κρεβάτι παρά το είδωλο και μια κατσικίσια προβιά στο προσκέφαλο. Τότε ο Σαούλ ρώτησε τη Μιχάλ: «Γιατί με ξεγέλασες μ’ αυτό τον τρόπο κι άφησες τον εχθρό μου να φύγει και να σωθεί;» Η Μιχάλ απάντησε: «Αυτός μου είπε: Άσε με να φύγω, αλλιώς θα σε σκοτώσω». Έτσι ο Δαβίδ κατόρθωσε να ξεφύγει. Έφτασε στο Σαμουήλ, στη Ραμά, και του διηγήθηκε όλα όσα του είχε κάνει ο Σαούλ. Τότε ξεκίνησε μαζί με το Σαμουήλ και πήγαν κι έμειναν στη Ναϊώθ. Όταν πήγαν την είδηση στο Σαούλ, ότι ο Δαβίδ βρίσκεται στη Ναϊώθ, κοντά στη Ραμά, εκείνος έστειλε ανθρώπους να τον πιάσουν. Οι απεσταλμένοι είδαν τη σύναξη των προφητών με επικεφαλής το Σαμουήλ να προφητεύουν, και τότε, το Πνεύμα του Θεού ήρθε πάνω τους κι άρχισαν να προφητεύουν κι αυτοί. Όταν το έμαθε ο Σαούλ, έστειλε άλλους αγγελιοφόρους, αλλά κι αυτοί άρχισαν να προφητεύουν. Και την τρίτη φορά που έστειλε ανθρώπους άρχισαν κι εκείνοι να προφητεύουν. Τότε ξεκίνησε ο ίδιος να πάει στη Ραμά. Έφτασε στη μεγάλη δεξαμενή που βρισκόταν στη Σεκού, και ρώτησε: «Πού είναι ο Σαμουήλ και ο Δαβίδ;» «Στη Ναϊώθ, κοντά στη Ραμά», του απάντησαν. Όταν ξεκίνησε να πάει στη Ναϊώθ, το Πνεύμα του Θεού ήρθε πάνω και σ’ αυτόν και συνέχισε το δρόμο του προφητεύοντας, ώσπου έφτασε στην πόλη. Έβγαλε κι αυτός τα ρούχα του όπως οι άλλοι, και προφήτευε μπροστά στο Σαμουήλ· έπεσε καταγής γυμνός κι έμεινε έτσι όλη εκείνη τη μέρα κι όλη τη νύχτα. Γι’ αυτό λένε: «Κι ο Σαούλ ανάμεσα στους προφήτες;» Ο Δαβίδ έφυγε από τη Ναϊώθ της Ραμά και πήγε και βρήκε τον Ιωνάθαν. «Τι έχω κάνει;» του είπε. «Ποια είναι η αδικία μου ή ποια η αμαρτία μου ενάντια στον πατέρα σου, και γυρεύει να με σκοτώσει;» Ο Ιωνάθαν του απάντησε: «Όχι, δε θα σε σκοτώσει. Ο πατέρας μου δεν κάνει τίποτα χωρίς πρωτύτερα να μου το πει –ακόμα και την πιο ασήμαντη μικροδουλειά. Γιατί θα μου ’κρυβε κάτι τέτοιο; Δεν είναι δυνατό». «Ξέρει καλά ο πατέρας σου», του λέει ο Δαβίδ, «ότι έχω κερδίσει τη συμπάθειά σου, και θα σκέφτηκε να μη μάθεις εσύ τίποτε για να μη στενοχωρηθείς. Αλλά σε βεβαιώνω, μα τη ζωή του Κυρίου και μα τη ζωή σου, ότι ένα βήμα με χωρίζει από το θάνατο». Ο Ιωνάθαν του είπε: «Εγώ ό,τι θέλεις θα το κάνω για χάρη σου». Κι ο Δαβίδ απάντησε: «Λοιπόν, αύριο είναι νουμηνία κι εγώ κανονικά θα πρέπει να συμμετάσχω στο βασιλικό τραπέζι. Άφησέ με όμως να φύγω και να κρυφτώ στους αγρούς ως το βράδυ της τρίτης μέρας. Αν ο πατέρας σου με αναζητήσει, θα του πεις: “ο Δαβίδ με παρακάλεσε θερμά να πάει εσπευσμένα στην πατρίδα του τη Βηθλεέμ, γιατί ολόκληρη η οικογένειά του προσφέρει ετήσια θυσία εκεί”. Αν ο βασιλιάς πει: “καλά”, τότε ο δούλος σου δε διατρέχω κανέναν κίνδυνο. Αν όμως οργιστεί, τότε να ξέρεις ότι είναι αποφασισμένος να το κάνει το κακό. Κάνε μου αυτήν τη χάρη, σε παρακαλώ, αφού έχουμε συνδεθεί με συμφωνία φιλίας στ’ όνομα του Κυρίου. Αν όμως σε κάτι αμάρτησα, σκότωσέ με εσύ καλύτερα, παρά να με παραδώσεις στον πατέρα σου». Ο Ιωνάθαν απάντησε: «Ποτέ δε θα σου συμβεί κάτι τέτοιο! Εγώ, αν μάθω ότι ο πατέρας μου αποφάσισε πραγματικά να σου κάνει κακό, σε βεβαιώνω ότι θα σου το πω». «Και ποιος θα μ’ ενημερώσει εμένα, αν ο πατέρας σου σού απαντήσει με σκληρότητα;» ρώτησε ο Δαβίδ. Ο Ιωνάθαν του είπε: «Έλα, πάμε έξω». Και βγήκαν οι δυό τους έξω στα χωράφια. «Ο Κύριος, ο Θεός του Ισραήλ ας είναι μάρτυρας», είπε ο Ιωνάθαν, «πως αύριο τέτοια ώρα ή μεθαύριο θα βολιδοσκοπήσω τον πατέρα μου. Αν δω ότι σκέφτεται καλά για σένα, εγώ θα σου στείλω ανθρώπους και θα σου το φανερώσω. Ο Κύριος να με τιμωρήσει, αν ο πατέρας μου θελήσει να σου κάνει κακό, κι εγώ δεν σου το φανερώσω και δεν σ’ αφήσω να φύγεις ασφαλής. Ο Κύριος να είναι μαζί σου όπως ήταν κάποτε και με τον πατέρα μου. Όσο ακόμα ζω, θέλω να μου δείχνεις την αγάπη του Κυρίου. Αλλά και μετά το θάνατό μου μη σταματήσεις ποτέ να δείχνεις την αγάπη σου στους απογόνους μου, ακόμη κι όταν ο Κύριος θα έχει εξαφανίσει όλους τους εχθρούς σου πάνω απ’ τη γη». (Ο Ιωνάθαν είχε συνάψει συμφωνία φιλίας με την οικογένεια του Δαβίδ λέγοντας: «Ο Κύριος να εκδικηθεί τους εχθρούς του Δαβίδ»). Ο Ιωνάθαν ζήτησε ακόμη μια φορά από το Δαβίδ να του ορκιστεί στο όνομα της αγάπης του γι’ αυτόν, γιατί ο Ιωνάθαν αγαπούσε το Δαβίδ σαν τον εαυτό του. Ο Ιωνάθαν επανέλαβε: «Αύριο, λοιπόν, είναι νουμηνία και θα σε αναζητήσουν, γιατί η θέση σου θα είναι κενή. Την τρίτη μέρα θ’ αρχίσουν να σε αναζητούν με μεγαλύτερη επιμονή. Τότε θα πας στον τόπο όπου είχες κρυφτεί την προηγούμενη φορά, και θα καθίσεις κοντά στο Βράχο Εζήλ. Εγώ θα ρίξω τρία βέλη προς αυτή την κατεύθυνση, σαν να είχα βάλει εκεί ένα στόχο. Μετά θα στείλω τον υπηρέτη μου να πάει να βρει τα βέλη. Αν του φωνάξω: “τα βέλη δεν είναι τόσο μακριά, έλα να τα μαζέψεις”, τότε θα μπορείς να ’ρθεις, γιατί δε θα κινδυνεύεις. Το ορκίζομαι στον αληθινό Θεό πως δε θα υπάρχει λόγος ανησυχίας. Αν όμως φωνάξω στον υπηρέτη: “τα βέλη είναι ακόμα πιο μακριά”, τότε φεύγα, γιατί ο Κύριος σε στέλνει μακριά. Για ό,τι είπαμε εγώ κι εσύ, ο Κύριος ας είναι μάρτυρας ανάμεσά μας για πάντα». Έτσι ο Δαβίδ πήγε και κρύφτηκε στα χωράφια. Την πρωτομηνιά, κάθισε ο βασιλιάς στο τραπέζι για να φάει. Κάθισε, όπως συνήθιζε, στο κάθισμά του, κοντά στον τοίχο. Ο Ιωνάθαν κάθισε απέναντί του κι ο Αβενήρ πλάι στο Σαούλ, ενώ η θέση του Δαβίδ ήταν άδεια. Ο Σαούλ δεν είπε τίποτα εκείνη την ημέρα, γιατί σκέφτηκε πως κάτι θα του συνέβη και δε θα πρόλαβε να εξαγνιστεί. Την επόμενη μέρα της πρωτομηνιάς η θέση του Δαβίδ ήταν πάλι άδεια. Τότε είπε ο Σαούλ στο γιο του τον Ιωνάθαν: «Γιατί ο γιος του Ιεσσαί δεν ήρθε στο γεύμα ούτε χτες, ούτε σήμερα;» Τότε οργίστηκε ο Σαούλ εναντίον του Ιωνάθαν και του είπε: «Γιε διεφθαρμένης κόρης! Το ’ξερα εγώ πως συνδέεσαι με το γιο του Ιεσσαί, ρεζιλεύοντας έτσι τον εαυτό σου και τη μάνα που σε γέννησε. Όσο ζει ο γιος του Ιεσσαί πάνω στη γη, δε θα υπάρχει καμιά ελπίδα για σένα ν’ αναλάβεις τη βασιλεία. Τώρα, λοιπόν, στείλε να τον συλλάβουν και να μου τον φέρουν εδώ· πρέπει να πεθάνει». Ο Ιωνάθαν απάντησε στον πατέρα του: «Γιατί να πεθάνει; Τι έκανε;» Τότε ο Σαούλ έριξε το ακόντιο εναντίον του για να τον σκοτώσει. Και κατάλαβε ο Ιωνάθαν ότι ο πατέρας του το ’χε αποφασίσει να σκοτώσει το Δαβίδ. Σηκώθηκε, λοιπόν, από το τραπέζι πολύ οργισμένος, και δεν έφαγε τίποτα τη δεύτερη μέρα του μήνα. Ήταν πολύ λυπημένος για το Δαβίδ και γιατί ο πατέρας του τον είχε προσβάλει. Την άλλη μέρα βγήκε ο Ιωνάθαν στα χωράφια, όπως είχε συμφωνήσει με το Δαβίδ, και είχε μαζί του έναν νεαρό υπηρέτη. «Τρέχα», του είπε, «να μαζεύεις τα βέλη που θα ρίχνω». Ο νέος έτρεξε, και ο Ιωνάθαν έριξε το βέλος πέρα από αυτόν. Όταν ο νέος έτρεξε στον τόπο όπου είχε ρίξει ο Ιωνάθαν το βέλος, αυτός του φώναξε: «Το βέλος είναι ακόμα πιο πέρα από ’κει που βρίσκεσαι!» Και συνέχεια του φώναζε: «Τρέξε, κάνε γρήγορα, μη στέκεσαι». Ο υπηρέτης μάζεψε τα βέλη του Ιωνάθαν και τα έφερε στον κύριό του. Ο νέος δεν ήξερε τίποτα. Μόνο ο Ιωνάθαν κι ο Δαβίδ ήξεραν την υπόθεση. Μετά ο Ιωνάθαν έδωσε τα πράγματά του στον υπηρέτη του. «Τρέξε», του είπε, «και πήγαινέ τα στην πόλη». Μόλις έφυγε ο υπηρέτης, σηκώθηκε ο Δαβίδ πίσω από το βράχο κι έπεσε με το πρόσωπο στη γη και προσκύνησε τρεις φορές. Φίλησε ο ένας τον άλλον κι έκλαιγαν κι οι δυο τους γοερά. Έπειτα είπε ο Ιωνάθαν στο Δαβίδ: «Άντε, πήγαινε στο καλό· και να θυμάσαι τον όρκο φιλίας που έχουμε δώσει ο ένας στον άλλο, στ’ όνομα του Κυρίου· είναι δεσμευτικός και για τους απογόνους μας για πάντα. Ο Κύριος είναι μάρτυράς μας». Ο Δαβίδ σηκώθηκε κι έφυγε, ενώ ο Ιωνάθαν γύρισε στην πόλη. Ο Δαβίδ έφτασε στη Νωβ, στον ιερέα Αχιμέλεχ. Ο Αχιμέλεχ φοβισμένος πήγε να τον προϋπαντήσει. «Γιατί ήρθες μόνος σου, χωρίς συνοδεία;» τον ρώτησε. Ο Δαβίδ του απάντησε: «Με στέλνει ο βασιλιάς. Μου ανέθεσε μια υπόθεση και με διέταξε να μη μάθει κανείς τίποτε γι’ αυτήν. Γι’ αυτό κι εγώ διέταξα τους άντρες μου να με περιμένουν σ’ ένα ορισμένο σημείο. Τώρα, λοιπόν, από τρόφιμα τι έχεις; Δώσε μου πέντε καρβέλια ή ό,τι άλλο σου βρίσκεται». «Δεν έχω κοινό ψωμί», του απάντησε ο ιερέας, «αλλά ψωμί αγιασμένο, αρκεί οι άντρες να έχουν φυλαχτεί καθαροί, τουλάχιστον από γυναίκα». Ο Δαβίδ του απάντησε: «Και βέβαια! Ήταν αδύνατο να πλησιάσουμε γυναίκα από τότε που ξεκινήσαμε, εδώ και τρεις μέρες. Τα σώματα των αντρών μου είναι πάντα καθαρά, έστω κι αν πηγαίνουμε σε μια συνηθισμένη αποστολή. Πολύ περισσότερο σήμερα που έχουμε ειδική αποστολή». Έτσι του έδωσε ο ιερέας το αγιασμένο ψωμί. Δεν υπήρχε εκεί άλλο, εκτός από τους άρτους της προθέσεως, οι οποίοι μόλις είχαν αντικατασταθεί, και στη θέση τους είχαν τοποθετηθεί φρέσκα ψωμιά ενώπιον του Κυρίου. Εκείνη τη μέρα βρισκόταν εκεί στο αγιαστήριο ένας δούλος του Σαούλ, που ονομαζόταν Δωέγ· ήταν Εδωμίτης και αρχηγός των βοσκών του Σαούλ. Ο Δαβίδ είπε στον Αχιμέλεχ: «Μήπως σου βρίσκεται εδώ κανένα ακόντιο ή ξίφος; Δεν πήρα μαζί μου ούτε το ξίφος μου ούτε τα όπλα μου, γιατί η υπόθεση του βασιλιά ήταν κατεπείγουσα». «Είναι το ξίφος του Γολιάθ, του Φιλισταίου», του απάντησε ο ιερέας, «που τον σκότωσες στην Κοιλάδα Ηλά. Το ’χω εδώ τυλιγμένο σ’ έναν μανδύα, πίσω από το εφώδ. Αν θέλεις πάρ’ το. Δεν υπάρχει άλλο εκτός απ’ αυτό». «Δώσ’ μου το», είπε ο Δαβίδ. «Δεν υπάρχει καλύτερο απ’ αυτό». Την ίδια εκείνη μέρα ο Δαβίδ συνέχισε τη φυγή του από το Σαούλ, ώσπου έφτασε στον Αχίς, βασιλιά της Γαθ. Οι αξιωματούχοι του Αχίς είπαν στο βασιλιά τους: «Αυτός δεν είναι ο Δαβίδ, ο βασιλιάς της χώρας του Ισραήλ; Δεν είναι γι’ αυτόν που οι γυναίκες καθώς χόρευαν έλεγαν: Ο Σαούλ σκότωσε χιλιάδες μα ο Δαβίδ μυριάδες;» Ο Δαβίδ κατάλαβε τη βαρύτητα που είχαν αυτά τα λόγια, κι άρχισε να φοβάται πάρα πολύ τον Αχίς. Έκανε, λοιπόν, τον τρελό μπροστά τους, συμπεριφερόταν σαν ανόητος όταν τον πιάνανε, χάραζε σχήματα πάνω στις πόρτες κι άφηνε το σάλιο του να τρέχει πάνω στα γένεια του. Είπε λοιπόν ο Αχίς στους αξιωματούχους του: «Δε βλέπετε ότι ο άνθρωπος αυτός είναι τρελός; Τι μου τον φέρατε; Μήπως έχω ανάγκη από τέτοιους και τον φέρατε για να κάνει τις τρέλες του μπροστά μου; Ήταν ανάγκη να ’ρθεί στο ανάκτορό μου;» Ο Δαβίδ έφυγε κι από ’κει και βρήκε καταφύγιο στο σπήλαιο Αδουλλάμ. Όταν το ’μαθαν οι αδερφοί του και όλοι οι συγγενείς του πατέρα του, πήγαν και τον βρήκαν εκεί. Επίσης συγκεντρώθηκαν κοντά του όλοι οι καταπιεσμένοι, όλοι όσοι χρωστούσαν χρήματα, όλοι οι δυσαρεστημένοι· κι έγινε αρχηγός τους. Ήταν μαζί του περίπου τετρακόσιοι άντρες. Από ’κει ο Δαβίδ έφυγε για τη Μισπά της Μωάβ και είπε στο βασιλιά της χώρας: «Σε παρακαλώ, ας μείνουν οι γονείς μου κοντά σας, ώσπου να δω τι θα κάνει για μένα ο Θεός». Έτσι τους έφερε στο βασιλιά της Μωάβ και έμειναν εκεί όσον καιρό ο Δαβίδ ζούσε στη σπηλιά. Μια μέρα ο προφήτης Γαδ είπε στο Δαβίδ: «Μη μείνεις άλλο στη σπηλιά. Φύγε και πήγαινε στην περιοχή του Ιούδα». Έτσι έφυγε ο Δαβίδ κι έφτασε στο δάσος Αρέθ. Εκείνο τον καιρό ο Σαούλ βρισκόταν στη Γιβεά. Μια μέρα καθόταν κάτω από μια αρμυρίκη στο λόφο, κρατώντας το ακόντιο στο χέρι του, κι όλοι οι αξιωματούχοι του στέκονταν γύρω του. Εκεί έμαθε πως ανακαλύφθηκε ο Δαβίδ, καθώς και όλοι οι άντρες που τον ακολουθούσαν. Είπε τότε ο Σαούλ στους δικούς του: «Ακούστε με, Βενιαμινίτες. Μήπως ο γιος του Ιεσσαί θα σας δώσει χωράφια και αμπέλια ή θα σας κάνει χιλίαρχους κι εκατόνταρχους; Γιατί, λοιπόν, όλοι σας συνωμοτήσατε εναντίον μου; Δε βρέθηκε κανένας να μου φανερώσει ότι ο γιος μου είχε συνδεθεί με το γιο του Ιεσσαί; Κανένας σας δε βρέθηκε να με συμπαθεί και να με ειδοποιήσει, ότι ο γιος μου ξεσήκωσε το δούλο μου εναντίον μου; Να, λοιπόν, που σήμερα αυτός παραμονεύει να με σκοτώσει!» Ο Δωέγ, ο Εδωμίτης, αρχηγός των δούλων του Σαούλ, του απάντησε: «Εγώ είδα το γιο του Ιεσσαί όταν ήρθε στη Νωβ, στον Αχιμέλεχ, το γιο του Αχιτούβ. Ο Αχιμέλεχ συμβουλεύτηκε τον Κύριο γι’ αυτόν και του έδωσε τρόφιμα και το ξίφος του Γολιάθ, του Φιλισταίου». Τότε έστειλε ο βασιλιάς να καλέσουν τον ιερέα Αχιμέλεχ κι όλη την οικογένεια του πατέρα του, που ήταν ιερείς στη Νωβ. Ήρθαν όλοι τους και παρουσιάστηκαν στο βασιλιά. Ο Σαούλ είπε: «Άκουσε, λοιπόν, γιε του Αχιτούβ». Εκείνος απάντησε: «Ορίστε, κύριέ μου». «Γιατί συνωμοτήσατε εναντίον μου», του είπε ο βασιλιάς, «εσύ κι ο γιος του Ιεσσαί, και του έδωσες ψωμί και ξίφος, και συμβουλεύτηκες το Θεό γι’ αυτόν, ώστε να ξεσηκωθεί εναντίον μου και σήμερα να παραμονεύει να με σκοτώσει;» Ο Αχιμέλεχ του απάντησε: «Ποιος απ’ όλους τους δούλους σου σού είναι πιστός σαν το Δαβίδ; Είναι γαμπρός του βασιλιά, αρχηγός της σωματοφυλακής σου κι απολαμβάνει μεγάλης τιμής στο ανάκτορό σου. Μήπως ήταν η πρώτη φορά που συμβουλεύτηκα το Θεό γι’ αυτόν; Όχι βέβαια! Μην καταλογίζεις, λοιπόν βασιλιά μου, ευθύνες στο δούλο σου ούτε σε κανέναν από την οικογένεια του πατέρα μου. Ο δούλος σου δεν ήξερα τίποτε για όλη αυτή την υπόθεση». Ο βασιλιάς όμως απάντησε: «Εξάπαντος θα πεθάνεις, Αχιμέλεχ, εσύ και όλη η οικογένεια του πατέρα σου». Μετά είπε στους σωματοφύλακες που στέκονταν γύρω του: «Πηγαίνετε και σκοτώστε τους ιερείς του Κυρίου, γιατί βοήθησαν το Δαβίδ! Ήξεραν ότι αυτός προσπαθούσε να δραπετεύσει και δε μου το φανέρωσαν». Αλλά οι σωματοφύλακες του Σαούλ δε θέλησαν ν’ απλώσουν χέρι στους ιερείς του Κυρίου και να τους σκοτώσουν. Τότε είπε ο βασιλιάς στο Δωέγ τον Εδωμίτη: «Πήγαινε εσύ και σκότωσε τους ιερείς». Έτσι πήγε ο Δωέγ και τους σκότωσε. Εκείνη την ημέρα ο Σαούλ θανάτωσε ογδόντα πέντε άντρες, που φορούσαν το λινό εφώδ. Επίσης ο Σαούλ παρέδωσε στη σφαγή όλους τους κατοίκους της Νωβ, της πόλης των ιερέων· θανάτωσε άντρες, γυναίκες, παιδιά και νήπια, βόδια, γαϊδούρια και πρόβατα. Γλίτωσε όμως ο Αβιάθαρ, ένας από τους γιους του Αχιμέλεχ και εγγονός του Αχιτούβ. Αυτός πήγε στο Δαβίδ και του ανάγγειλε ότι ο Σαούλ σκότωσε τους ιερείς του Κυρίου. Τότε ο Δαβίδ είπε στον Αβιάθαρ: «Το κατάλαβα εγώ εκείνη την ημέρα, όταν είδα το Δωέγ, τον Εδωμίτη, να είναι εκεί, ότι αυτός οπωσδήποτε θα με πρόδιδε στο Σαούλ. Εγώ είμαι υπεύθυνος για όλους τους ανθρώπους της οικογένειας του πατέρα σου. Μείνε κοντά μου και μη φοβάσαι. Αυτός που γυρεύει να σκοτώσει εσένα θέλει να σκοτώσει κι εμένα. Κοντά μου όμως θα είσαι ασφαλής». Μια μέρα έφεραν στο Δαβίδ την είδηση: «Οι Φιλισταίοι έκαναν επίθεση στην Κεϊλά και λεηλατούν τ’ αλώνια της». Τότε ρώτησε ο Δαβίδ τον Κύριο: «Να πάω να χτυπήσω αυτούς του Φιλισταίους;» Ο Κύριος του απάντησε: «Πήγαινε, χτύπα τους και σώσε την Κεϊλά». Αλλά οι άντρες του Δαβίδ του είπαν: «Εμείς είμαστε εδώ στην περιοχή του Ιούδα και πάλι φοβόμαστε· πόσο μάλλον αν πάμε στην Κεϊλά να πολεμήσουμε το στρατό των Φιλισταίων!» Έτσι ο Δαβίδ ξαναρώτησε τον Κύριο, κι ο Κύριος του απάντησε: «Σήκω, κατέβα στην Κεϊλά, γιατί εγώ θα παραδώσω τους Φιλισταίους στην εξουσία σου». Τότε ο Δαβίδ και οι άντρες του πήγαν στην Κεϊλά και πολέμησαν τους Φιλισταίους· άρπαξαν τα ζώα τους και σκότωσαν πολλούς απ’ αυτούς. Έτσι ο Δαβίδ ελευθέρωσε τους κατοίκους της πόλης. Όταν ο γιος του Αχιμέλεχ, ο Αβιάθαρ κατέφυγε στο Δαβίδ, στην Κεϊλά, είχε πάρει μαζί του και το εφώδ. Όταν έφεραν στο Σαούλ την είδηση ότι ο Δαβίδ έφτασε στην Κεϊλά, ο Σαούλ είπε: «Ο Θεός τον παρέδωσε στην εξουσία μου! Αφού μπήκε σε πόλη με πύλες και αμπάρες, σίγουρα έχει αποκλειστεί». Έτσι κάλεσε όλο το στρατό του σε πόλεμο, να πάνε στην Κεϊλά και να πολιορκήσουν το Δαβίδ και τους άντρες του. Όταν έμαθε ο Δαβίδ ότι ο Σαούλ σχεδιάζει κακό εναντίον του, είπε στον Αβιάθαρ, τον ιερέα: «Φέρε το εφώδ». Μετά είπε: «Κύριε, Θεέ του Ισραήλ, εγώ ο δούλος σου άκουσα ότι ο Σαούλ θέλει να έρθει στην Κεϊλά και να καταστρέψει την πόλη εξαιτίας μου. Θα με παραδώσουν σ’ αυτόν οι κάτοικοι της Κεϊλά; Θα έρθει ο Σαούλ, όπως άκουσα; Κύριε, Θεέ του Ισραήλ, απάντησε, σε παρακαλώ, στο δούλο σου». Κι ο Κύριος απάντησε: «Θα έρθει». «Θα παραδώσουν οι κάτοικοι της Κεϊλά εμένα και τους άντρες μου στο Σαούλ;» ρώτησε ξανά. Κι ο Κύριος απάντησε: «Θα σας παραδώσουν». Έτσι ο Δαβίδ και οι άντρες του, περίπου εξακόσιοι, σηκώθηκαν κι έφυγαν από την Κεϊλά και άρχισαν πάλι να περιπλανιούνται όπως πρώτα. Σαν έφτασε η είδηση στο Σαούλ ότι ο Δαβίδ έφυγε από την Κεϊλά, ματαίωσε την εκστρατεία. Ο Δαβίδ περιπλανιόταν στην έρημο Ζιφ· κι έμενε σε σπηλιές στην ορεινή περιοχή. Ο Σαούλ τον αναζητούσε καθημερινά, αλλά ο Θεός δεν επέτρεπε να πέσει ο Δαβίδ στα χέρια του. Ήξερε ο Δαβίδ ότι ο Σαούλ τον έψαχνε να τον σκοτώσει. Ενώ ο Δαβίδ έμενε στην έρημο Ζιφ, στη Χορεσά, πήγε εκεί και τον βρήκε ο Ιωνάθαν, γιος του Σαούλ, και του έδωσε θάρρος στο όνομα του Θεού. «Μη φοβάσαι!» του είπε. «Δε θα σε βρει ο πατέρας μου. Εσύ θα γίνεις βασιλιάς του Ισραήλ, κι εγώ θα είμαι ο δεύτερος, μετά από σένα! Αυτό το ξέρει κι ο πατέρας μου». Έτσι, έκαναν οι δυό τους συμφωνία φιλίας ενώπιον του Κυρίου. Μετά ο Ιωνάθαν γύρισε στο σπίτι του κι ο Δαβίδ έμεινε στη Χορεσά. Ανέβηκαν όμως οι Ζιφίτες στο Σαούλ, στη Γιβεά, και του είπαν: «Το ξέρεις ότι ο Δαβίδ κρύβεται σ’ εμάς, στις σπηλιές κοντά στη Χορεσά, στο λόφο Χαχιλά, νότια της ερήμου; Έλα, λοιπόν, τώρα, αφού αυτό ολόψυχα επιθυμείς, βασιλιά, κι είναι δουλειά δική μας να σου τον παραδώσουμε». Ο Σαούλ απάντησε: «Ο Κύριος να σας ευλογεί, που μου δείξατε τη συμπάθειά σας! Εμπρός, λοιπόν, πηγαίνετε να μάθετε καλύτερα τον τόπο που κρύβεται και ποιος τον είδε εκεί. Γιατί μου έχουν πει ότι είναι πολύ πανούργος. Ψάξτε να βρείτε όλες τις κρυψώνες όπου μπορεί να κρύβεται, και γυρίστε σ’ εμένα όταν οι πληροφορίες σας θα είναι απόλυτα εξακριβωμένες. Τότε θα έρθω μαζί σας. Και αν βρίσκεται μέσα στη χώρα, εγώ θα εξερευνήσω σπιθαμή προς σπιθαμή τα εδάφη του Ιούδα και θα τον ανακαλύψω». Έτσι οι Ζιφίτες άφησαν το Σαούλ και πήγαν πριν απ’ αυτόν στην πόλη τους. Ο Δαβίδ όμως και οι άντρες του βρίσκονταν στα χαμηλά μέρη της ερήμου Μαών, νότια της στέπας. Ο Σαούλ και οι άντρες του βγήκαν ν’ αναζητήσουν το Δαβίδ. Αλλά αυτός ειδοποιήθηκε και κατέβηκε να μείνει μέσα σ’ ένα μεγάλο βράχο στην έρημο Μαών. Το ’μαθε ο Σαούλ και τον καταδίωξε εκεί. Ο Σαούλ εκινείτο με το στρατό του στη μια πλαγιά του βουνού ενώ ο Δαβίδ με τους άντρες του στην άλλη. Έτρεχαν να γλιτώσουν από το Σαούλ, γιατί αυτός κόντευε να τους περικυκλώσει με τους άντρες του και να τους συλλάβει. Έφτασε όμως ένας αγγελιοφόρος και είπε στο Σαούλ: «Έλα γρήγορα, γιατί οι Φιλισταίοι εισβάλλουν στη χώρα». Έτσι σταμάτησε ο Σαούλ την καταδίωξη του Δαβίδ και πήγε να πολεμήσει τους Φιλισταίους. Γι’ αυτό ονόμασαν τον τόπο εκείνο Σελά-Αμμαλεκώθ (Βράχος Διαιρέσεων). Ο Δαβίδ έφυγε από κείνη την περιοχή και πήγε να μείνει στις σπηλιές της Εν-Γεδί. Όταν γύρισε ο Σαούλ από την καταδίωξη των Φιλισταίων, του έφεραν την είδηση: «Ο Δαβίδ βρίσκεται στην έρημο της Εν-Γεδί». Τότε αυτός πήρε απ’ όλους τους Ισραηλίτες τρεις χιλιάδες επίλεκτους άντρες και πήγε να ψάξει για το Δαβίδ και τους άντρες του κοντά στους Βράχους των Αγριοκάτσικων. Όταν έφτασε στα μαντριά των προβάτων, κοντά στο δρόμο, μπήκε σε μια σπηλιά για την φυσική του ανάγκη. Αλλά ο Δαβίδ και οι άντρες του είχαν τρυπώσει στο εσωτερικό της σπηλιάς. Τότε οι άντρες του Δαβίδ του είπαν: «Σήμερα είναι η μέρα, για την οποία ο Κύριος σου είπε: Θα σου παραδώσω τον εχθρό σου και θα του φερθείς όπως νομίζεις». Ο Δαβίδ σηκώθηκε κι έκοψε κρυφά την άκρη από το μανδύα του Σαούλ. Αλλά αμέσως μετά τον έλεγξε η συνείδησή του γι’ αυτό που έκανε. «Ο Κύριος να με τιμωρήσει», είπε στους άντρες του, «αν κάνω στον εκλεκτό του Κυρίου αυτά που μου λέτε και ν’ απλώσω χέρι πάνω του· είναι ο εκλεκτός του Κυρίου». Έτσι, μ’ αυτά τα λόγια απέτρεψε τους ανθρώπους του και δεν τους άφησε να επιτεθούν στο Σαούλ. Σε λίγο ο Σαούλ έφυγε από τη σπηλιά και συνέχισε το δρόμο του. Ο Δαβίδ σηκώθηκε, βγήκε από τη σπηλιά και φώναξε πίσω από το Σαούλ: «Κύριέ μου, βασιλιά!» Ο Σαούλ γύρισε πίσω του να δει κι ο Δαβίδ γονάτισε με το πρόσωπο στη γη και τον προσκύνησε. «Γιατί ακούς αυτούς που σου λένε ότι ο Δαβίδ ζητάει το κακό σου;» του φώναξε. «Να, σήμερα είδες με τα μάτια σου ότι ο Κύριος σε παρέδωσε στα χέρια μου μέσα στη σπηλιά! Μερικοί μού είπαν να σε σκοτώσω, αλλά εγώ σε λυπήθηκα και τους είπα ότι δεν πρόκειται ν’ απλώσω το χέρι μου πάνω στον κύριό μου, γιατί αυτός είναι ο εκλεκτός του Κυρίου. Κοίτα, πατέρα μου, κοίτα την άκρη του μανδύα σου που την κρατώ στο χέρι μου. Έκοψα την άκρη από το μανδύα σου, εσένα όμως δεν σε σκότωσα. Βλέπεις, λοιπόν, ότι δεν έχω πρόθεση ούτε να σε βλάψω, ούτε να επαναστατήσω εναντίον σου. Βλέπεις ότι δεν αμάρτησα εναντίον σου, ενώ εσύ ζητάς ευκαιρία για να μου στερήσεις τη ζωή. Ο Κύριος ας κρίνει τη διαφορά μας κι ο Κύριος ας πάρει εκδίκηση για λογαριασμό μου. Εγώ όμως ποτέ δε θα στραφώ εναντίον σου. Μια παλιά παροιμία λέει: Απ’ τους κακούς μόνο κακία βγαίνει μα εγώ δε θα στραφώ εναντίον σου. Ποιον βγαίνεις να κυνηγήσεις, βασιλιά του Ισραήλ; Ποιον καταδιώκεις; Ένα ψόφιο σκυλί, έναν ψύλλο! Ο Κύριος ας έρθει κριτής κι ας κρίνει ανάμεσα σ’ εμάς τους δυο. Ας εξετάσει κι ας δικαιώσει την υπόθεσή μου και ας με γλιτώσει από την καταδίωξή σου». Όταν ο Δαβίδ τέλειωσε μ’ αυτά που έλεγε στο Σαούλ, εκείνος ρώτησε: «Η φωνή σου είν’ αυτή, γιε μου Δαβίδ;» Και ξέσπασε σε δυνατό κλάμα. «Εσύ είσαι δικαιότερος από μένα», του είπε μετά. «Εσύ μου έκανες καλό, ενώ εγώ σου ανταπέδωσα κακό. Σήμερα μου απέδειξες την καλοσύνη σου, γιατί ενώ ο Κύριος με παρέδωσε στα χέρια σου, εσύ δεν με σκότωσες. Ποιος αφήνει τον εχθρό του, όταν τον βρει μπροστά του, να συνεχίσει το δρόμο του ανενόχλητος; Ο Κύριος να σου ανταποδώσει το καλό που μου έκανες σήμερα. Ξέρω καλά ότι οπωσδήποτε εσύ θα βασιλέψεις κι ότι στα χέρια σου το βασίλειο του Ισραήλ θα είναι ακλόνητο. Τώρα, λοιπόν, ορκίσου μου στον Κύριο ότι δε θα εξαφανίσεις τη μνήμη μου και τη μνήμη της οικογένειας του πατέρα μου σκοτώνοντας τους απογόνους μου». Ο Δαβίδ έδωσε όρκο στο Σαούλ. Μετά ο Σαούλ γύρισε στο σπίτι του, ενώ ο Δαβίδ και οι άντρες του ανέβηκαν στη σπηλιά. Εκείνο τον καιρό πέθανε ο Σαμουήλ. Όλοι οι Ισραηλίτες συγκεντρώθηκαν κι έκαναν θρήνο γι’ αυτόν· τον έθαψαν στο σπίτι του, στη Ραμά. Μετά ο Δαβίδ κατέβηκε στην έρημο Φαράν. Έστειλε λοιπόν δέκα νέους και τους είπε: «Ανεβείτε στον Κάρμηλο, στο Ναβάλ και χαιρετήστε τον εκ μέρους μου, μ’ αυτά τα λόγια: “να ’σαι πολύχρονος κι όλα να σου πηγαίνουν καλά στην οικογένειά σου και σ’ όλα σου τα υπάρχοντα! Ο Δαβίδ άκουσε πως έχεις εκεί κουρευτές προβάτων. Αλλά να ξέρεις ότι τους βοσκούς σου που ήταν μαζί μας στον Κάρμηλο όλο αυτόν τον καιρό δεν τους πειράξαμε, και τίποτε απ’ όσα είχαν δε χάθηκε. Ρώτησέ τους και θα σου το βεβαιώσουν. Ο Δαβίδ ζητάει να έχουμε την εύνοιά σου, σήμερα που είναι μέρα γιορτής και ήρθαμε σ’ εσένα. Δώσε μας, σε παρακαλούμε, ό,τι μπορείς στους δούλους σου και στο γιο σου το Δαβίδ”». Ήρθαν, λοιπόν, οι νέοι του Δαβίδ και είπαν εκ μέρους του στο Ναβάλ όλα αυτά τα λόγια και περίμεναν την απάντησή του. Αλλά ο Ναβάλ τους αποκρίθηκε: «Ποιος είν’ αυτός ο Δαβίδ, ο γιος του Ιεσσαί; Πολλοί δούλοι δραπετεύουν σήμερα από τ’ αφεντικά τους. Είμαι υποχρεωμένος εγώ να πάρω το ψωμί μου και το κρασί μου και τα σφαχτά που ετοίμασα για τους κουρευτές μου και να τα δώσω σ’ ανθρώπους που δεν τους ξέρω από πού είναι;» Οι νέοι πήραν πάλι το δρόμο της επιστροφής, κι ήρθαν και διαβίβασαν στο Δαβίδ όλα αυτά τα λόγια. Τότε ο Δαβίδ είπε στους άντρες του: «Ζωστείτε τα σπαθιά σας». Τα ζώστηκαν. Ζώστηκε κι εκείνος το δικό του, και τον ακολούθησαν περίπου τετρακόσιοι άντρες, ενώ διακόσιοι έμειναν στις αποσκευές. Ένας από τους δούλους του Ναβάλ ειδοποίησε την Αβιγαία, τη γυναίκα του αφεντικού του. «Ο Δαβίδ», της είπε, «έστειλε αγγελιοφόρους από την έρημο να χαιρετήσουν τον κύριό μας, αλλά εκείνος τους έβρισε. Εμάς οι άνθρωποι μας φάνηκαν πολύ καλοί. Δε μας έβλαψαν κι ούτε χάσαμε τίποτε όλο τον καιρό που τους συναναστρεφόμασταν, όταν ήμασταν στα λιβάδια. Αυτοί ήταν γύρω μας σαν τείχος νύχτα και μέρα, όλο τον καιρό που βόσκαμε μαζί τους τα πρόβατα. Τώρα, λοιπόν, σκέψου κάτι και κοίτα τι θα κάνεις, γιατί σίγουρα έχει αποφασιστεί κάτι κακό εναντίον του κυρίου μας και της οικογένειάς του. Αλλά αυτός είναι τόσο κακός, που κανένας δεν μπορεί να του μιλήσει». Τότε έτρεξε η Αβιγαία και πήρε διακόσια καρβέλια ψωμί, δυό ασκιά κρασί, πέντε πρόβατα έτοιμα σφαγμένα, πέντε γαβάθες ψημένο στάρι, εκατό τσαμπιά ξερή σταφίδα και διακόσιες αρμαθιές ξηρά σύκα και τα φόρτωσε στα γαϊδούρια. «Προχωρήστε εσείς μπροστά από μένα», είπε στους δούλους της, «κι εγώ θα σας ακολουθώ». Αλλά στον άντρα της το Ναβάλ δεν είπε τίποτα. Ενώ αυτή κατέβαινε καβάλα στο γαϊδούρι της, κρυμμένη πίσω από ένα ύψωμα, ο Δαβίδ και οι άντρες του έρχονταν προς το μέρος της και συναντήθηκαν. Όλο αυτό το διάστημα ο Δαβίδ σκεφτόταν: «Πράγματι, μάταια φύλαγα τα υπάρχοντα αυτουνού στην έρημο, να μη χαθεί τίποτε. Αυτός τώρα μου ανταποδίδει κακό για το καλό που του ’κανα. Ο Θεός να με τιμωρήσει, αν αφήσω εγώ απ’ όλα τα υπάρχοντά του ένα αρσενικό ζωντανό ως αύριο το πρωί!» Η Αβιγαία μόλις είδε το Δαβίδ, κατέβηκε βιαστικά από το γαϊδούρι, έσκυψε το κεφάλι της μπροστά του και τον προσκύνησε ως το έδαφος. Έπεσε στα πόδια του και του είπε: «Δικό μου, κύριέ μου, είναι το φταίξιμο. Άσε τη δούλη σου να σου μιλήσω κι άκουσέ με. Μην πάρεις, κύριέ μου, στα σοβαρά τον κακό αυτό άνθρωπο, το Ναβάλ. Αυτός είναι Ναβάλ –όνομα και πράγμα. Η ανοησία είναι το χαρακτηριστικό του. Εγώ όμως, η δούλη σου, δεν είδα τους νέους σου που μας έστειλες. »Και τώρα, κύριέ μου, σε βεβαιώνω ότι, όπως είναι αλήθεια πως ο Κύριος υπάρχει και πως εσύ ζεις, έτσι είναι αλήθεια ότι ο Κύριος σε εμπόδισε να κάνεις φόνο και να πάρεις εκδίκηση εσύ ο ίδιος. Είθε να καταντήσουν σαν το Ναβάλ οι εχθροί σου κι αυτοί που θέλουν το κακό σου, κύριέ μου! Το δώρο αυτό που σου ’φερα η δούλη σου, ας δοθεί στους άντρες που σε ακολουθούν, κύριέ μου. Συγχώρησε, σε παρακαλώ, το παράπτωμα της δούλης σου! Ξέρω καλά, κύριέ μου, πως ο Κύριος θα δώσει οπωσδήποτε τη βασιλεία στους δικούς σου απογόνους για πάντα, γιατί πολεμάς γι’ αυτόν· και κακό δε θα σε βρει στη ζωή σου. Κάποιος σε καταδιώκει και προσπαθεί να σε σκοτώσει, κύριέ μου, αλλά η ζωή σου είναι προστατευμένη κοντά στον Κύριο, το Θεό σου. Αυτός θα ξετινάξει τη ζωή των εχθρών σου σαν με σφεντόνα. Όταν ο Κύριος πραγματοποιήσει όλες τις ευεργεσίες του που σου έχει υποσχεθεί και σε κάνει αρχηγό στον Ισραήλ, τότε, κύριέ μου, δε θα υποφέρεις από τις τύψεις της συνείδησής σου, ότι σκότωσες χωρίς λόγο ή ότι πήρες εσύ ο ίδιος εκδίκηση για τον εαυτό σου. Ωστόσο, όταν ο Κύριος θα σ’ έχει ευεργετήσει, θυμήσου με κι εμένα, τη δούλη σου». Τότε ο Δαβίδ είπε στην Αβιγαία: «Ευλογημένος ας είναι ο Θεός του Ισραήλ, που σ’ έστειλε σήμερα να με συναντήσεις! Ευλογημένη η φρόνησή σου και ευλογημένη εσύ, που μ’ εμπόδισες να κάνω φόνο σήμερα και να πάρω εκδίκηση εγώ για τον εαυτό μου! Πράγματι είναι αληθινός ο Κύριος, ο Θεός του Ισραήλ, που με εμπόδισε να σου κάνω κακό! Αν δεν έτρεχες να ’ρθεις να με συναντήσεις, δε θα ’μενε στον Ναβάλ κανένα αρσενικό ως την αυγή». Ο Δαβίδ δέχτηκε τα δώρα που του πρόσφερε η Αβιγαία και της είπε: «Γύρνα ξένοιαστη στο σπίτι σου. Βλέπεις, εγώ υποχώρησα στα λόγια σου και τίμησα το πρόσωπό σου». Όταν η Αβιγαία γύρισε στον Ναβάλ, εκείνος είχε φαγοπότι στο σπίτι του σαν να ήταν συμπόσιο βασιλικό. Ο ίδιος είχε ’ρθεί στο κέφι και ήταν τύφλα στο μεθύσι. Γι’ αυτό δεν του είπε τίποτα ως την αυγή. Την άλλη μέρα το πρωί, όταν ο Ναβάλ είχε πια ξεμεθύσει, η γυναίκα του τού διηγήθηκε όλα όσα συνέβησαν. Τότε αυτός έπαθε συμφόρηση και παρέλυσε. Μετά από δέκα περίπου μέρες, ο Κύριος έστειλε στον Ναβάλ καινούριο πλήγμα και πέθανε. Όταν έμαθε ο Δαβίδ ότι ο Ναβάλ πέθανε, είπε: «Ευλογημένος ας είναι ο Κύριος, που εκδικήθηκε την προσβολή που μου έκανε ο Ναβάλ κι εμπόδισε το δούλο του να κάνω κάποιο κακό! Ο Κύριος έστρεψε την κακία του Ναβάλ στο ίδιο του το κεφάλι». Κι έστειλε ο Δαβίδ ανθρώπους να προτείνουν στην Αβιγαία να γίνει γυναίκα του. Ήρθαν οι δούλοι του στην Αβιγαία στην πόλη Κάρμηλο και της είπαν: «Ο Δαβίδ μας έστειλε σ’ εσένα για να σε πάρει γυναίκα του». Εκείνη σηκώθηκε κι έπεσε με το πρόσωπο καταγής. «Δούλη του είμαι», είπε, «που θα γίνω υπηρέτρια έτοιμη να πλύνει τα πόδια των δούλων του κυρίου μου». Η Αβιγαία σηκώθηκε βιαστικά, ανέβηκε στο γαϊδούρι και ξεκίνησε με συνοδεία τις υπηρέτριές της. Ακολούθησε τους αγγελιοφόρους του Δαβίδ και έγινε γυναίκα του. Ο Δαβίδ πήρε επίσης και την Αχινοάμ από την Ιζρεέλ, και ήταν και οι δύο τους γυναίκες του. Στο μεταξύ ο Σαούλ την κόρη του τη Μιχάλ, γυναίκα του Δαβίδ, την έδωσε στον Φαλτί, γιο του Λαΐς από τη Γαλλίμ. Οι Ζιφίτες ήρθαν στο Σαούλ, στη Γιβεά, και του είπαν: «Ξέρεις ότι ο Δαβίδ κρύβεται στο λόφο Χαχιλά, απέναντι στη στέπα;» Ο Σαούλ τότε σηκώθηκε και κατέβηκε στην έρημο Ζιφ με τρεις χιλιάδες επίλεκτους Ισραηλίτες, για να ψάξει για το Δαβίδ. Στρατοπέδευσε στο λόφο Χαχιλά, κοντά στο δρόμο. Όταν ο Δαβίδ, που έμενε στην έρημο, άκουσε πως ο Σαούλ τον αναζητούσε εκεί, έστειλε κατασκόπους να πάρουν σίγουρες πληροφορίες κι έμαθε ότι ο Σαούλ πράγματι είχε φτάσει εκεί. Τότε σηκώθηκε κι ήρθε στην τοποθεσία όπου είχε στρατοπεδεύσει ο Σαούλ. Είδε και τον τόπο όπου κοιμόταν ο Σαούλ κι ο Αβενήρ, γιος του Νηρ, ο αρχιστράτηγός του. Ο Σαούλ κοιμόταν στη μέση του στρατοπέδου, ενώ οι στρατιώτες είχαν κατασκηνώσει γύρω του. Τότε κάλεσε τον Αχιμέλεχ το Χετταίο και τον Αβισάι, γιο της Σερουΐας κι αδερφό του Ιωάβ. «Ποιος θα κατέβει μαζί μου», τους είπε, «στο στρατόπεδο του Σαούλ;» Ο Αβισάι απάντησε: «Κατεβαίνω εγώ μαζί σου». Έτσι ήρθαν ο Δαβίδ και ο Αβισάι στο στρατόπεδο τη νύχτα, και είδαν το Σαούλ που κοιμόταν στο κέντρο του στρατοπέδου, με το ακόντιό του μπηγμένο στο έδαφος, πλάι στο κεφάλι του. Ο Αβενήρ και οι άλλοι στρατιώτες κοιμόνταν γύρω του. Τότε είπε ο Αβισάι στο Δαβίδ: «Απόψε ο Θεός παρέδωσε τον εχθρό σου στα χέρια σου. Άσε με τώρα να τον καρφώσω στη γη με το ακόντιο μ’ ένα χτύπημα. Δεν θα χρειαστεί να τον χτυπήσω δεύτερη φορά». Αλλά ο Δαβίδ του είπε: «Μην τον σκοτώσεις· γιατί ποιος θ’ απλώσει χέρι εναντίον του εκλεκτού του Κυρίου και θα μείνει ατιμώρητος; Σε βεβαιώνω στο όνομα του αληθινού Θεού πως ο Κύριος ο ίδιος θα θέσει τέρμα στη ζωή του Σαούλ, είτε πεθάνει από φυσικό θάνατο, είτε σκοτωθεί στο πεδίο της μάχης. Ο Κύριος να με φυλάξει να μην απλώσω το χέρι μου εναντίον του εκλεκτού του! Τώρα, λοιπόν, πάρε το ακόντιο, που είναι κοντά στο κεφάλι του και το δοχείο με το νερό και πάμε να φύγουμε». Έτσι πήρε ο Δαβίδ το ακόντιο και το δοχείο με το νερό, που ήταν κοντά στο κεφάλι του Σαούλ, και έφυγαν. Κανένας δεν είδε και κανένας δεν κατάλαβε τίποτα, ούτε ξύπνησε κανείς. Όλοι τους κοιμόνταν, γιατί ο Κύριος τους είχε κάνει να πέσουν σε ύπνο βαθύ. Ο Δαβίδ πέρασε από την άλλη μεριά της κοιλάδας και στάθηκε στην κορυφή του βουνού, σε μεγάλη απόσταση από το στρατόπεδο του Σαούλ. Τότε φώναξε στο στρατό και στον Αβενήρ, γιο του Νηρ: «Δεν απαντάς, Αβενήρ;» Κι ο Αβενήρ απάντησε: «Ποιος είσ’ εσύ που φωνάζεις στο βασιλιά;» Ο Δαβίδ του λέει: «Δεν είσαι άντρας εσύ; Μα δεν υπάρχει καλύτερος στρατιώτης από σένα στον Ισραήλ! Γιατί, λοιπόν, δε φύλαξες τον κύριό σου, το βασιλιά; Κάποιος ήρθε να τον σκοτώσει. Δεν ήταν σωστό αυτό που έκανες. Ορκίζομαι στον αληθινό Θεό ότι θα πεθάνετε όλοι σας, γιατί δε φυλάξατε τον κύριό σας, τον εκλεκτό του Κυρίου. Και τώρα ψάξε να βρεις πού είναι το ακόντιο του βασιλιά και το δοχείο με το νερό, που ήταν πλάι στο κεφάλι του!» Ο Σαούλ αναγνώρισε τη φωνή του Δαβίδ και φώναξε: «Η φωνή σου είν’ αυτή, γιε μου, Δαβίδ;» Ο Δαβίδ απάντησε: «Η φωνή μου είναι, κύριέ μου, βασιλιά. Γιατί, κύριέ μου, καταδιώκεις εμένα το δούλο σου;» του λέει. «Τι έκανα; τι κακό σκέφτηκα; Τώρα, λοιπόν, άκουσε σε παρακαλώ το δούλο σου, κύριέ μου βασιλιά: Αν ο Κύριος σε παρακίνησε εναντίον μου, ας τον εξευμενίσουμε με μια θυσία. Αν όμως σε παρακινούν άνθρωποι, ας είναι καταραμένοι ενώπιον του Κυρίου, γιατί με καταδιώκουν σήμερα, και δε μ’ αφήνουν να ζήσω ήσυχος στη χώρα που έδωσε ο Κύριος στο λαό του για ιδιοκτησία τους. Είναι σαν να με στέλνουν αλλού να λατρέψω άλλους θεούς. Αλλά ας μη χυθεί το αίμα μου σε ξένη γη, μακριά από την παρουσία του Κυρίου, αφού ο βασιλιάς του Ισραήλ βγήκε ζητώντας να με σκοτώσει, όπως κυνηγάνε τις πέρδικες στα βουνά». Ο Σαούλ απάντησε: «Αμάρτησα! Γύρνα πίσω, γιε μου, Δαβίδ! Δε θα σου κάνω πια κακό, αφού σεβάστηκες σήμερα τη ζωή μου. Φέρθηκα ανόητα και πλανήθηκα φοβερά». Ο Δαβίδ απάντησε: «Εδώ είναι το ακόντιό σου, βασιλιά. Ας περάσει ένας από τους άντρες σου να το πάρει. Κι ο Κύριος ας ανταμείψει του καθενός μας τη δικαιοσύνη και την πιστότητα. Σήμερα σε παρέδωσε ο Κύριος στα χέρια μου, αλλά εγώ δεν θέλησα ν’ απλώσω το χέρι μου στον εκλεκτό του. Κι όπως εγώ σεβάστηκα σήμερα τη ζωή σου, έτσι ας σεβαστεί κι ο Κύριος τη δική μου ζωή κι ας με ελευθερώσει από όλα αυτά τα δεινά». Τότε ο Σαούλ είπε στο Δαβίδ: «Ευλογημένος να είσαι, γιε μου, Δαβίδ! Εσύ το δίχως άλλο θα κατορθώσεις μεγάλα πράγματα και τελικά θα επικρατήσεις». Ο Δαβίδ εξακολούθησε το δρόμο του, ενώ ο Σαούλ γύρισε στο σπίτι του. Ο Δαβίδ σκέφτηκε: «Κάποτε θα πέσω στα χέρια του Σαούλ· δεν είναι καλύτερα για μένα να φύγω και να πάω στη χώρα των Φιλισταίων; Έτσι αυτός θ’ απελπιστεί και θα πάψει πια να με καταδιώκει στο ισραηλιτικό έδαφος. Μ’ αυτό τον τρόπο θα γλιτώσω κι εγώ απ’ αυτόν». Έτσι ο Δαβίδ και οι εξακόσιοι άντρες του σηκώθηκαν και πέρασαν στον Αχίς, γιο του Μαώχ και βασιλιά της Γαθ. Ο Δαβίδ και οι άντρες του εγκαταστάθηκαν όλοι στη Γαθ κοντά στον Αχίς, καθένας με την οικογένειά του· ο Δαβίδ είχε μαζί του τις δύο γυναίκες του, την Αχινοάμ από την Ιζρεέλ και την Αβιγαία, που ήταν πριν γυναίκα του Ναβάλ, από την πόλη Κάρμηλο. Όταν έφτασε η είδηση στο Σαούλ ότι ο Δαβίδ έφυγε στη Γαθ, σταμάτησε πια να τον καταδιώκει. Μια μέρα ο Δαβίδ είπε στον Αχίς: «Αν με θεωρείς το δούλο σου άξιο της εμπιστοσύνης σου, ας μου δοθεί ένας τόπος να εγκατασταθώ σε μια από τις πόλεις της επαρχίας. Δεν υπάρχει λόγος να κατοικώ στην πρωτεύουσα του βασιλείου μαζί σου». Έτσι, εκείνη την ημέρα ο Αχίς του παραχώρησε την πόλη Σικλάγ. Γι’ αυτό και η Σικλάγ ανήκει στους βασιλιάδες του Ιούδα μέχρι σήμερα. Ο Δαβίδ έμεινε στη χώρα των Φιλισταίων ένα χρόνο και τέσσερις μήνες. Στο μεταξύ, αυτός και οι άντρες του πήγαιναν κι έκαναν επιδρομές ενάντια στους Γεσουρίτες, στους Γεζερίτες και στους Αμαληκίτες, δηλαδή στους αρχικούς κατοίκους της περιοχής, προς την κατεύθυνση της Σουρ ως την Αίγυπτο. Χτυπούσαν αυτές τις περιοχές και δεν άφηναν ζωντανούς ούτε άντρες ούτε γυναίκες· έπαιρναν πρόβατα, βόδια, γαϊδούρια, καμήλες και ρουχισμό και γύριζαν στον Αχίς. Ο Αχίς τον ρωτούσε: «Πού επιτεθήκατε σήμερα;» Κι ο Δαβίδ απαντούσε: «Νότια της περιοχής Ιούδα» ή «νότια των Ιεραχμεελιτών» ή «νότια της περιοχής των Κεναίων». Ο Δαβίδ δεν άφηνε κανέναν ζωντανό, ούτε άντρα ούτε γυναίκα, για να μην πάνε στη Γαθ και μιλήσουν εναντίον του για όσα τους έκανε. Αυτή ήταν η τακτική του όλο τον καιρό που έμεινε στη χώρα των Φιλισταίων. Ο Αχίς, είχε εμπιστοσύνη στο Δαβίδ, γιατί σκεφτόταν ότι μ’ αυτόν τον τρόπο ο Δαβίδ το δίχως άλλο γινόταν μισητός στον λαό του, τον Ισραήλ· έτσι θα του ήταν δούλος για πάντα. Εκείνο τον καιρό οι Φιλισταίοι συγκέντρωσαν τις στρατιωτικές τους δυνάμεις για να πολεμήσουν εναντίον του Ισραήλ. Είπε τότε ο Αχίς στο Δαβίδ: «Πρέπει να ξέρεις ότι θα βγεις μαζί μου στον πόλεμο με τους άντρες σου». Ο Δαβίδ του αποκρίθηκε: «Τώρα θα δεις τι μπορώ να κάνω εγώ ο δούλος σου». Και του είπε ο Αχίς: «Γι’ αυτό κι εγώ σε ορίζω ισόβιο σωματοφύλακά μου». Ο Σαμουήλ είχε πια πεθάνει. Όλοι οι Ισραηλίτες είχαν συμμετάσχει στο θρήνο γι’ αυτόν και μετά τον έθαψαν στην πόλη του τη Ραμά. Κι ο Σαούλ είχε διώξει τους νεκρομάντεις και τους μάντεις από τη χώρα. Συγκεντρώθηκαν, λοιπόν, οι Φιλισταίοι και ήρθαν και στρατοπέδευσαν στη Σουνήμ. Ο Σαούλ συγκέντρωσε όλους τους Ισραηλίτες και στρατοπέδευσαν στο όρος Γελβουέ. Όταν είδε ο Σαούλ το στρατόπεδο των Φιλισταίων, τον έπιασε φόβος και τρόμος μεγάλος. Ρώτησε, λοιπόν, τον Κύριο, αλλά ο Κύριος δεν του απάντησε ούτε με όνειρο, ούτε με τα Ουρίμ, ούτε μέσω των προφητών. Τότε διέταξε ο Σαούλ τους αξιωματούχους του: «Βρέστε μου μια γυναίκα που να επικοινωνεί με τα πνεύματα των νεκρών, για να πάω σ’ αυτήν και να τη ρωτήσω». Εκείνοι του απάντησαν: «Υπάρχει μια γυναίκα νεκρομάντισσα στην Εν-Δωρ». Τότε μεταμφιέστηκε ο Σαούλ κι έφυγε μαζί με δύο άντρες. Έφτασαν νύχτα στη γυναίκα και ο Σαούλ της είπε: «Μάντεψε το μέλλον για μένα με τη βοήθεια των πνευμάτων των νεκρών και φέρε μου εκείνον που θα σου πω». Η γυναίκα του απάντησε: «Αφού ξέρεις τι έκανε ο Σαούλ στους νεκρομάντεις και τους μάντεις και τους έδιωξε από τη χώρα! Γιατί, λοιπόν, ζητάς να με παγιδέψεις και να χάσω τη ζωή μου;» Τότε ο Σαούλ της είπε: «Σου ορκίζομαι στον αληθινό Θεό ότι εσύ δε θα κινδυνέψεις στην όλη υπόθεση». «Ποιον θέλεις να σου φέρω;» ρώτησε η γυναίκα. Κι ο Σαούλ απάντησε: «Θέλω να μου φέρεις το Σαμουήλ». Η γυναίκα όταν είδε το Σαμουήλ, έβγαλε μια δυνατή κραυγή και φώναξε στο Σαούλ: «Γιατί με γέλασες; αφού εσύ είσαι ο Σαούλ!» «Μη φοβάσαι», της λέει ο βασιλιάς. «Τι είδες;» Η γυναίκα τού απάντησε: «Είδα ένα πνεύμα ν’ ανεβαίνει από τα βάθη της γης». «Πώς είναι η μορφή του;» τη ρώτησε. «Είν’ ένας γέρος», είπ’ εκείνη, «που ανεβαίνει τυλιγμένος μ’ ένα μανδύα». Ο Σαούλ αναγνώρισε ότι αυτός ήταν ο Σαμουήλ κι έπεσε με το πρόσωπο στη γη και προσκύνησε. Ο Σαμουήλ είπε στο Σαούλ: «Γιατί με κάλεσες ν’ ανέβω και μ’ ανησύχησες;» «Βρίσκομαι σε πάρα πολύ μεγάλη στενοχώρια», είπε ο Σαούλ. «Οι Φιλισταίοι πολεμάνε εναντίον μου κι ο Θεός έφυγε μακριά μου· δε μου απαντάει πια ούτε με προφήτες ούτε με όνειρα. Γι’ αυτό κάλεσα εσένα να μου πεις τι πρέπει να κάνω». Ο Σαμουήλ απάντησε: «Αφού ο Κύριος έφυγε μακριά σου κι έγινε εχθρός σου, τι ρωτάς εμένα; Ο Κύριος έκανε εκείνο που σου είχα αναγγείλει εκ μέρους του: Αφαίρεσε τη βασιλεία από τα χέρια σου και την έδωσε σ’ έναν άλλο, στο Δαβίδ. Εσύ δεν υπάκουσες τις εντολές του και δεν εξόντωσες εντελώς τους Αμαληκίτες· γι’ αυτό και ο Κύριος σου φέρεται έτσι σήμερα. Επίσης ο Κύριος θα παραδώσει εσένα και το λαό σου στην εξουσία των Φιλισταίων. Αύριο κιόλας, εσύ και οι γιοι σου θα είσαστε μαζί μου. Ακόμα, το στρατό των Ισραηλιτών θα τον παραδώσει ο Κύριος στην εξουσία των Φιλισταίων». Όταν ο Σαούλ άκουσε αυτά τα λόγια του Σαμουήλ, κατατρομοκρατήθηκε και γκρεμίστηκε ολόκληρος στη γη. Ήταν κι εξαντλημένος, γιατί δεν είχε φάει τίποτα όλη εκείνη την ημέρα και την προηγούμενη νύχτα. Η γυναίκα πλησίασε το Σαούλ και είδε ότι ήταν πολύ ταραγμένος. «Βλέπεις», του είπε, «η δούλη σου υπάκουσα στη διαταγή σου, ριψοκινδυνεύοντας τη ζωή μου. Τώρα, λοιπόν, άκουσέ με κι εσύ και άφησέ με να σου δώσω ένα κομμάτι ψωμί να φας για να πάρεις δύναμη, πριν συνεχίσεις το δρόμο σου». Αλλά ο Σαούλ αρνιόταν κι έλεγε: «Δεν θέλω να φάω». Τον πίεσαν όμως οι αξιωματούχοι του και η γυναίκα, και υποχώρησε στην παράκλησή τους. Σηκώθηκε από τη γη και κάθισε στο κρεβάτι. Η γυναίκα έσφαξε γρήγορα ένα μοσχάρι που το είχε στο σπίτι και το πάχαινε, πήρε αλεύρι, το ζύμωσε κι έψησε άζυμα ψωμιά. Τα έφερε μπροστά στο Σαούλ και στους αξιωματούχους του κι έφαγαν. Έπειτα σηκώθηκαν κι έφυγαν την ίδια νύχτα. Οι Φιλισταίοι συγκέντρωσαν όλο το στρατό τους στην Αφέκ. Οι Ισραηλίτες στρατοπέδευσαν στην πηγή πριν από την Ιζρεέλ. Οι αρχηγοί των Φιλισταίων προέλαυναν με τις μονάδες τους ανά εκατό και ανά χίλιους άντρες. Ο Δαβίδ και οι άντρες του ακολουθούσαν μαζί με τον Αχίς. «Τι θέλουν εδώ αυτοί οι Εβραίοι;» ρώτησαν οι αρχηγοί. Ο Αχίς τους απάντησε: «Αυτός είναι ο Δαβίδ, που ήταν στην υπηρεσία του Σαούλ, βασιλιά του Ισραήλ. Είναι μαζί μου εδώ και πολύν καιρό. Από τότε που ήρθε σ’ εμένα δεν έχει κάνει τίποτε το αξιόμεμπτο». Αυτοί όμως οργίστηκαν εναντίον του Αχίς. «Στείλε τον πίσω αυτόν τον άνθρωπο», του είπαν. «Να καθίσει στον τόπο που του όρισες και να μην έρθει μαζί μας στη μάχη, γιατί αυτοί στη διάρκεια της μάχης θα στραφούν εναντίον μας. Ο ίδιος θα κοιτάξει να συμφιλιωθεί με τον κύριό του παίρνοντας τα κεφάλια αυτών εδώ των αντρών μας! Αυτός δεν είναι ο Δαβίδ, για τον οποίο οι γυναίκες χορεύοντας αποκρίνονταν η μια στην άλλη: “Ο Σαούλ σκότωσε χιλιάδες μα ο Δαβίδ μυριάδες”;» Τότε κάλεσε ο Αχίς το Δαβίδ και του είπε: «Ορκίζομαι στον αληθινό Θεό πως είσαι άξιος της εμπιστοσύνης μου, και θα μου άρεσε να πολεμούσες μαζί μου στη μάχη· από τη μέρα που ήρθες κοντά μου μέχρι σήμερα δεν έχεις κάνει τίποτα το αξιόμεμπτο εναντίον μου. Αλλά στα μάτια των άλλων αρχηγών των Φιλισταίων δεν είσαι αγαπητός. Τώρα, λοιπόν, γύρνα πίσω και πήγαινε στο καλό, για να μη δυσαρεστηθούν». Ο Δαβίδ απάντησε στον Αχίς: «Μα τι έκανα; Τι κακό βρήκες, κύριέ μου βασιλιά, σ’ εμένα το δούλο σου, από τη μέρα που ήρθα σ’ εσένα μέχρι σήμερα, ώστε να μην πάω να πολεμήσω εναντίον των εχθρών σου;» Ο Αχίς του αποκρίθηκε: «Ξέρω ότι μου είσαι αγαπητός σαν άγγελος του Θεού· αλλά οι άλλοι αρχηγοί των Φιλισταίων είπαν: “να μην έρθει αυτός μαζί μας στον πόλεμο”. Τώρα λοιπόν, εσύ και οι άντρες που σ’ ακολουθούν, σηκωθείτε νωρίς το πρωί όταν φέξει και φύγετε». Νωρίς νωρίς, λοιπόν, την άλλη μέρα το πρωί ο Δαβίδ και οι άντρες του σηκώθηκαν κι έφυγαν για τη χώρα των Φιλισταίων. Στο μεταξύ οι Φιλισταίοι έφτασαν στην Ιζρεέλ. Όταν μετά από τρεις μέρες ο Δαβίδ και οι άντρες του έφτασαν στη Σικλάγ, οι Αμαληκίτες είχαν επιτεθεί νότια της περιοχής του Ιούδα είχαν χτυπήσει τη Σικλάγ και την είχαν πυρπολήσει. Αιχμαλώτισαν τις γυναίκες και όλους όσοι βρίσκονταν στην πόλη, μικρούς και μεγάλους. Δε σκότωσαν κανέναν, αλλά τους πήραν μαζί τους κι εξακολούθησαν τον δρόμο τους. Όταν ήρθε ο Δαβίδ και οι άντρες του στην πόλη, τη βρήκαν πυρπολημένη και είδαν ότι οι γυναίκες τους και τα παιδιά τους είχαν απαχθεί. Τότε άρχισαν όλοι τους να κλαίνε με γοερές κραυγές, ώσπου εξαντλήθηκαν από το κλάμα. Αιχμαλωτίστηκαν επίσης και οι δύο γυναίκες του Δαβίδ, η Αχινοάμ, που καταγόταν από την Ιζρεέλ και η Αβιγαία, πρώην γυναίκα του Ναβάλ από την πόλη Κάρμηλος. Ο Δαβίδ έπεσε σε μεγάλη στενοχώρια, γιατί οι σύντροφοί του σκέφτονταν να τον λιθοβολήσουν. Ήταν όλοι τους πολύ πικραμένοι, καθένας τους για τους γιους τους και τις κόρες τους. Ο Δαβίδ όμως πήρε δύναμη από τον Κύριο, το Θεό του, και είπε στον ιερέα Αβιάθαρ, γιο του Αχιμέλεχ: «Φέρε μου, σε παρακαλώ, το εφώδ». Ο Αβιάθαρ του έφερε το εφώδ κι ο Δαβίδ ρώτησε τον Κύριο: «Να καταδιώξω τη συμμορία αυτή των ληστών; Θα την προφτάσω;» Και ο Κύριος του απάντησε: «Καταδίωξέ την· σίγουρα θα τους προφτάσεις και θα ελευθερώσεις τους αιχμαλώτους». Έξω στα χωράφια οι άντρες του Δαβίδ βρήκαν έναν νεαρό Αιγύπτιο και τον έφεραν στο Δαβίδ. Του έδωσαν ψωμί και έφαγε και νερό να πιει· του έδωσαν ακόμη μια τσαπέλα ξερά σύκα και δυο τσαμπιά ξερές σταφίδες· έφαγε και συνήλθε, γιατί είχε να φάει και να πιει τρία μερόνυχτα. Ο Δαβίδ τον ρώτησε: «Σε ποιον ανήκεις και από πού είσαι;» Εκείνος απάντησε: «Είμαι Αιγύπτιος, δούλος κάποιου Αμαληκίτη· ο κύριός μου μ’ εγκατέλειψε, γιατί αρρώστησα πριν από τρεις μέρες. Εμείς επιτεθήκαμε νότια της περιοχής των Κερεθιτών, στην περιοχή του Ιούδα και νότια της περιοχής των Χαλεβιτών και πυρπολήσαμε τη Σικλάγ». Τότε ο Δαβίδ του είπε: «Θα μας οδηγήσεις κάτω σ’ αυτή τη συμμορία των ληστών;» Ο νεαρός απάντησε: «Ορκίσου μου στο Θεό ότι δε θα με σκοτώσεις και δε θα με παραδώσεις στον κύριό μου κι εγώ θα σε οδηγήσω σ’ αυτούς». Έτσι ο νεαρός οδήγησε το Δαβίδ στους Αμαληκίτες. Είχαν σκορπιστεί σ’ όλη την περιοχή τρώγοντας και πίνοντας και πανηγυρίζοντας για τα άφθονα λάφυρα που είχαν πάρει από τη χώρα των Φιλισταίων κι από την περιοχή του Ιούδα. Ο Δαβίδ τους πολέμησε μ’ επιτυχία από την αυγή της επόμενης μέρας ως το βράδυ· κανείς απ’ αυτούς δε σώθηκε, παρά μόνο τετρακόσιοι νέοι, που έφυγαν καβάλα στις καμήλες τους. Ο Δαβίδ πήρε πίσω όλα όσα είχαν αρπάξει οι Αμαληκίτες, κι ελευθέρωσε τις δύο γυναίκες του. Κανείς δε βρέθηκε να λείπει, μικρός ή μεγάλος, γιος ή θυγατέρα· επίσης τίποτα δεν έλειπε από τα λάφυρα που τους είχαν πάρει οι Αμαληκίτες. Τα πήρε πάλι όλα πίσω ο Δαβίδ. Επίσης πήρε όλα τα πρόβατα και τα βόδια των Αμαληκιτών· τα οδηγούσαν μπροστά από τα άλλα ζώα και φώναζαν: «Αυτά είναι τα λάφυρα του Δαβίδ!» Ο Δαβίδ ήρθε στο χείμαρρο Βεσόρ, όπου είχαν παραμείνει οι διακόσιοι άντρες που δεν τον ακολούθησαν γιατί ήταν κουρασμένοι. Αυτοί, όταν τον είδαν να πλησιάζει μαζί με τους άντρες που ήταν μαζί του, βγήκαν να τους προϋπαντήσουν. Ο Δαβίδ βγήκε μπροστά από τους άλλους, τους πλησίασε και τους χαιρέτησε. Τότε, μερικοί κακόβουλοι και αχρείοι άνθρωποι από κείνους που είχαν πάει μαζί με τον Δαβίδ, έλεγαν: «Αυτοί δεν ήρθανε μαζί μας! Δε θα τους δώσουμε από τα λάφυρα που πήραμε πίσω. Να πάρουν ο καθένας τη γυναίκα τους και τα παιδιά τους και να φύγουν». Αλλά ο Δαβίδ είπε: «Μην κάνετε έτσι, αδέρφια μου, μ’ αυτά που μας έδωσε ο Θεός. Αυτός μας φύλαξε κι έκανε να πέσει στα χέρια μας η συμμορία των ληστών που μας είχαν επιτεθεί. Κανείς δε συμφωνεί μαζί σας στο θέμα αυτό. Το μερίδιο αυτού που βγαίνει και πολεμάει θα είναι το ίδιο μ’ εκείνου που μένει πίσω με τις αποσκευές. Εξ ίσου θα μοιράζονται όλα». Από την ημέρα εκείνη και στο εξής, ο Δαβίδ το έκανε αυτό νόμο και έθιμο, που τηρείται στο λαό του Ισραήλ μέχρι σήμερα. Όταν ήρθε ο Δαβίδ στη Σικλάγ, έστειλε μέρος από τα λάφυρα στους πρεσβυτέρους της φυλής Ιούδα, που ήταν φίλοι του. «Ορίστε ένα δώρο για σας», τους είπε, «από τα λάφυρα των εχθρών του Κυρίου». Τέτοια λάφυρα έστειλε ο Δαβίδ και στους πρεσβυτέρους των πόλεων Βαιθήλ, Ραμώθ της Μεσημβρινής, Ιαθείρ, Αροήρ, Σιφμώθ, Εστεμοά, Ραχάλ· επίσης στους πρεσβυτέρους των πόλεων των Ιεραχμεελιτών και των Κεναίων, καθώς και των πόλεων Χορμά, Βωρ-Ασάν, Αθάχ, Χεβρών –σ’ όλα τα μέρη απ’ όπου είχε περάσει με τους άντρες του. Οι Φιλισταίοι πολέμησαν τους Ισραηλίτες στο όρος Γελβουέ. Οι Ισραηλίτες τράπηκαν σε φυγή και θανατώθηκαν πολλοί. Οι εχθροί καταδίωξαν το Σαούλ και τους γιους του και σκότωσαν τους γιους του Σαούλ, Ιωνάθαν, Αβιναδάβ και Μαλκί-Σούα. Η μάχη γινόταν όλο και σκληρότερη γύρω από το Σαούλ· τελικά τον χτύπησαν οι τοξότες και πληγώθηκε βαριά. Τότε είπε στον οπλοφόρο του: «Τράβα το ξίφος σου και διαπέρασέ με, για να μην έρθουν αυτοί οι απερίτμητοι και με διαπεράσουν και με χλευάσουν. Ο οπλοφόρος του όμως δεν ήθελε να το κάνει γιατί φοβόταν. Έτσι ο Σαούλ πήρε το ξίφος του κι έπεσε μόνος του πάνω σ’ αυτό. Όταν ο οπλοφόρος του είδε ότι ο Σαούλ πέθανε, έπεσε κι αυτός πάνω στο ξίφος του και πέθανε μαζί του. Έτσι πέθαναν ο Σαούλ και οι τρεις γιοι του, ο οπλοφόρος του και οι στρατιώτες του, όλοι την ίδια μέρα. Οι Ισραηλίτες που κατοικούσαν στην άλλη πλευρά της κοιλάδας και ανατολικά του Ιορδάνη, όταν έμαθαν ότι ο ισραηλιτικός στρατός τράπηκε σε φυγή και ότι πέθανε ο Σαούλ και οι γιοι του, άφησαν τις πόλεις τους κι έφυγαν. Τότε ήρθαν οι Φιλισταίοι και εγκαταστάθηκαν σ’ αυτές. Την άλλη μέρα όταν πήγαν οι Φιλισταίοι να λεηλατήσουν τους νεκρούς, βρήκαν το Σαούλ και τους τρεις γιους του πεσμένους στο όρος Γελβουέ. Τότε έκοψαν το κεφάλι του Σαούλ, του έβγαλαν την πανοπλία κι έστειλαν σ’ όλη τη χώρα των Φιλισταίων αγγελιοφόρους, να φέρουν την ευχάριστη είδηση στους ναούς των ειδώλων τους και στο λαό. Τοποθέτησαν την πανοπλία του στο ναό της Αστάρτης και το σώμα του το κρέμασαν στα τείχη της Βαιθ-Σεάν. Οι κάτοικοι της Ιαβές στη Γαλαάδ άκουσαν όσα έκαναν οι Φιλισταίοι στο Σαούλ. Πήγαν, λοιπόν, οι πιο θαρραλέοι απ’ αυτούς τη νύχτα και πήραν τα πτώματα του Σαούλ και των γιων του από το τείχος της Βαιθ-Σεάν, γύρισαν στην Ιαβές και τα έκαψαν εκεί. Τα κόκαλά τους τα έθαψαν κάτω από ένα δέντρο, την αρμυρίκη της Ιαβές, και νήστεψαν εφτά μέρες. Ο Σαούλ είχε σκοτωθεί, όταν ο Δαβίδ, μετά τη νίκη του εναντίον των Αμαληκιτών, γύρισε στη Σικλάγ. Πέρασαν δύο μέρες. Την τρίτη μέρα, έφτασε ένας νέος από το στρατόπεδο του Σαούλ, με σχισμένα τα ρούχα του και με χώμα πάνω στο κεφάλι του. Όταν πλησίασε το Δαβίδ, έπεσε στη γη και προσκύνησε. Ο Δαβίδ τον ρώτησε: «Από πού έρχεσαι;» Εκείνος του απάντησε: «Έφυγα από το ισραηλιτικό στρατόπεδο». «Πες μου, τι έγινε, λοιπόν», είπε ο Δαβίδ. Και εκείνος απάντησε: «Ο στρατός τράπηκε σε φυγή στη διάρκεια της μάχης και σκοτώθηκαν πολλοί. Σκοτώθηκε κι ο Σαούλ και ο Ιωνάθαν, ο γιος του». Ο Δαβίδ τον ρώτησε πάλι: «Πώς το ξέρεις ότι σκοτώθηκαν ο Σαούλ κι ο Ιωνάθαν;» «Βρέθηκα τυχαία στο όρος Γελβουέ», είπε ο νεαρός. «Ο Σαούλ ήταν πεσμένος πάνω στο ξίφος του, ενώ οι άμαξες και το ιππικό των εχθρών τον πλησίαζαν όλο και περισσότερο. Γύρισε τότε πίσω του, με είδε και μου φώναξε· κι εγώ του απάντησα: “ορίστε”. Με ρώτησε ποιος είμαι κι εγώ του απάντησα: “είμαι ένας Αμαληκίτης”. Τότε μου είπε: “έλα, σε παρακαλώ, κι αποτέλειωσέ με, γιατί υποφέρω, αλλά η ζωή δε λέει να φύγει από μέσα μου!” »Πλησίασα, λοιπόν, και τον σκότωσα, γιατί κατάλαβα ότι δε θα μπορούσε να ζήσει μετά την ήττα του. Πήρα όμως το στέμμα από το κεφάλι του και το βραχιόλι από το μπράτσο του και τα έφερα εδώ σ’ εσένα, κύριέ μου». Τότε ο Δαβίδ έσκισε με απόγνωση τα ρούχα του κι όλοι οι άντρες του έκαναν το ίδιο. Θρήνησαν, έκλαψαν και νήστεψαν ως το βράδυ για το Σαούλ και για τον Ιωνάθαν, το γιο του, και για όσους από το λαό του Κυρίου, τους Ισραηλίτες, είχαν σκοτωθεί στη μάχη. Ο Δαβίδ ρώτησε το νέο που του έφερε την αγγελία: «Από πού είσαι εσύ;» «Είμαι γιος ενός πάροικου Αμαληκίτη», απάντησε. «Και δε φοβήθηκες ν’ απλώσεις το χέρι σου και να σκοτώσεις τον εκλεκτό του Κυρίου;» του είπε ο Δαβίδ. Τότε φώναξε έναν από τους άντρες του και τον πρόσταξε: «Έλα και σκότωσέ τον». Εκείνος τον χτύπησε και τον σκότωσε, ενώ ο Δαβίδ έλεγε στον Αμαληκίτη: «Δική σου είναι η ευθύνη, γιατί εσύ ο ίδιος ομολόγησες ότι σκότωσες τον εκλεκτό του Κυρίου». Ο Δαβίδ συνέθεσε τον ακόλουθο θρήνο για το Σαούλ και το γιο του τον Ιωνάθαν, και διέταξε να τον διδάξουν στο λαό του Ιούδα. Είναι γραμμένος στο βιβλίο του Ιασάρ. «Οι εκλεκτοί σου, Ισραήλ, νεκροί κείτονται πάνω στα υψώματα! Πώς έπεσαν οι δυνατοί! »Μην το αναγγείλετε στη Γαθ, και μην το διαλαλήσετε στους δρόμους της Ασκάλωνας, των Φιλισταίων για να μη χαρούν οι κόρες, απ’ τη χαρά τους να μην αλαλάξουν των απερίτμητων οι θυγατέρες! Χωρίς δροσιά να μείνετε βουνά της Γελβουέ, χωρίς βροχή και δίχως τα χωράφια στις πλαγιές σας, τις απαρχές που δίνουν των καρπών. Γιατ’ είναι εκεί που τις ασπίδες των ηρώων τις ατίμασαν και την ασπίδα του Σαούλ, σαν να μην είχε ποτέ χρισθεί με λάδι. Χωρίς το αίμα των εχθρών το βέλος του Ιωνάθαν δεν επέστρεφε, ούτε το ξίφος του Σαούλ χωρίς το λίπος των γενναίων. Αγαπημένοι κι αξιολάτρευτοι, ο Σαούλ κι ο Ιωνάθαν! Ούτε στη ζωή ούτε στο θάνατο χωρίστηκαν. Πιο γρήγοροι κι απ’ τους αετούς, πιο δυνατοί κι απ’ τα λιοντάρια. Κορίτσια του Ισραήλ, θρηνήστε το Σαούλ, που μες στα κόκκινα υπέροχα σας έντυνε και με χρυσά σάς πλούμιζε στολίδια. Πώς έπεσαν οι ήρωες στη μάχη! Ιωνάθαν, τώρα κείτεσαι νεκρός πάνω στα υψώματα. Ιωνάθαν, αδερφέ μου, για σένα πόσος πόνος στην καρδιά! Ήσουν ο πιο καλός μου φίλος. Η αγάπη σου για μένα ήταν θαυμάσια, καλύτερη κι απ’ την αγάπη των γυναικών. Πώς έπεσαν οι ήρωες και χάθηκαν τα όπλα του πολέμου!» Μετά απ’ αυτά τα γεγονότα, ρώτησε ο Δαβίδ τον Κύριο: «Να πάω σε μια από τις πόλεις του Ιούδα;» Ο Κύριος του απάντησε: «Πήγαινε». Είπε πάλι ο Δαβίδ: «Πού να πάω;» Και πήρε απάντηση: «Στη Χεβρών». Έτσι πήγε εκεί ο Δαβίδ με τις δυο γυναίκες του, την Αχινοάμ από την Ιζρεέλ και την Αβιγαία, πρώην γυναίκα του Νάβαλ, του Καρμηλίτη. Ο Δαβίδ πήρε μαζί του και τους άντρες του με τις οικογένειές του κι εγκαταστάθηκαν στις πόλεις γύρω από τη Χεβρών. Τότε ήρθαν οι άντρες του Ιούδα και έχρισαν εκεί το Δαβίδ βασιλιά της φυλής Ιούδα. Όταν έφτασε στο Δαβίδ η είδηση ότι οι κάτοικοι της Ιαβές, στη Γαλαάδ, φρόντισαν κι έθαψαν το Σαούλ, έστειλε σ’ αυτούς αγγελιοφόρους και τους είπε: «Να είστε ευλογημένοι από τον Κύριο, γι’ αυτή την αγάπη που δείξατε στον κύριό σας, το Σαούλ, και τον θάψατε. Μακάρι τώρα ο Κύριος να δείξει σ’ εσάς αγάπη και πιστότητα. Κι εγώ θα σας ανταποδώσω το καλό που κάνατε. Τώρα λοιπόν, πάρτε θάρρος και φανείτε γενναίοι. Πέθανε, βέβαια, ο κύριός σας, ο Σαούλ, αλλά η φυλή Ιούδα, έχρισε εμένα βασιλιά της». Στο μεταξύ όμως, ο Αβενήρ, γιος του Νηρ και αρχιστράτηγος του Σαούλ, είχε πάρει τον Ισβόσεθ, γιο του Σαούλ, και τον είχε πάει στη Μαχαναΐμ. Εκεί τον ανακήρυξε βασιλιά της Γαλαάδ, των Ασσουριτών, της Ιζρεέλ, της φυλής Εφραΐμ και της φυλής Βενιαμίν, δηλαδή τον ανακήρυξε βασιλιά στον Ισραήλ. Ο Ισβόσεθ ήταν σαράντα χρονών όταν έγινε βασιλιάς στον Ισραήλ, και βασίλεψε δυό χρόνια. Αλλά η φυλή Ιούδα ακολούθησε το Δαβίδ. Σ’ αυτούς ο Δαβίδ βασίλεψε για εφτά χρόνια κι έξι μήνες στη Χεβρών. Ο Αβενήρ, γιος του Νηρ, και οι αξιωματούχοι του Ισβόσεθ, γιου του Σαούλ, έφυγαν από τη Μαχαναΐμ με κατεύθυνση τη Γαβαών. Ο Ιωάβ, γιος της Σερουΐας, και οι αξιωματούχοι του Δαβίδ πήγαν και τους συνάντησαν στη δεξαμενή της Γαβαών, και παρατάχθηκαν αυτοί από το ένα μέρος της δεξαμενής και οι άλλοι από το άλλο. Ο Αβενήρ είπε στον Ιωάβ: «Προτείνω οι νεότεροι ν’ αναμετρηθούν μπροστά μας σ’ ένα πολεμικό αγώνισμα». Ο Ιωάβ απάντησε: «Ας αναμετρηθούν». Έτσι παρατάχθηκαν δώδεκα άντρες από τη φυλή του Βενιαμίν, για λογαριασμό του Ισβόσεθ και δώδεκα από τους άντρες του Δαβίδ. Ο καθένας έπιασε το κεφάλι του αντιπάλου του και με το ξίφος του διαπέρασε την πλευρά κι έτσι έπεσαν μαζί. Γι’ αυτό ονόμασαν τον τόπο εκείνο στη Γαβαών «Χελκάθ-Ασουρίμ» (Αγρός Αντιπάλων). Εκείνη την ημέρα ξέσπασε σκληρή μάχη και νικήθηκε ο Αβενήρ και οι Ισραηλίτες από τους άντρες του Δαβίδ. Εκεί ήταν και οι τρεις γιοι της Σερουΐας: ο Ιωάβ, ο Αβισάι και ο Ασαήλ. Ο Ασαήλ ήταν γοργοπόδαρος σαν άγρια ελαφίνα. Έτρεξε, λοιπόν, πίσω από τον Αβενήρ να τον καταδιώξει, χωρίς να ξεφεύγει δεξιά ή αριστερά. Ο Αβενήρ κοίταξε πίσω του και είπε: «Εσύ είσαι Ασαήλ;» «Εγώ είμαι», απάντησε εκείνος. Ο Αβενήρ του είπε: «Πήγαινε να κυνηγήσεις κανέναν άλλο! Ψάξε δεξιά ή αριστερά, πιάσε έναν από τους πολεμιστές και πάρ’ του την πανοπλία». Αλλά ο Ασαήλ τον καταδίωκε ασταμάτητα. Ο Αβενήρ του ξαναείπε: «Φύγε από πίσω μου. Αλλιώς θα σε καρφώσω στη γη, και τότε πώς θ’ αντικρύσω τον αδερφό σου τον Ιωάβ;» Αλλά ο Ασαήλ αρνιόταν να φύγει. Τότε ο Αβενήρ τον χτύπησε προς τα πίσω με την αιχμή του δόρατος στην κοιλιά· το δόρυ βγήκε από την πλάτη του κι έπεσε και πέθανε εκεί. Κι όλοι όσοι έφταναν στον τόπο όπου είχε πέσει ο Ασαήλ, σταματούσαν εκεί. Ο Ιωάβ όμως και ο Αβισάι καταδίωξαν τον Αβενήρ. Την ώρα που βασίλευε ο ήλιος, έφτασαν στο λόφο Αμμά, που είναι απέναντι στη Γιά, στο δρόμο της ερήμου της Γαβαών. Οι Βενιαμινίτες παρατάχθηκαν σε πυκνές γραμμές πίσω από τον Αβενήρ, έτσι που σχημάτισαν ένα σώμα και στάθηκαν στην κορυφή ενός λόφου. Τότε φώναξε ο Αβενήρ στον Ιωάβ: «Είναι ανάγκη να πολεμάμε συνέχεια μεταξύ μας;» του είπε. «Δεν ξέρεις ότι στο τέλος μόνο πίκρα θα μείνει; Πότε θα διατάξεις το στρατό σου να σταματήσει την καταδίωξη των αδερφών τους;» Τότε ο Ιωάβ απάντησε: «Μα τον αληθινό Θεό, αν δεν είχες μιλήσει, οι άντρες μου δε θα σταματούσαν την καταδίωξή σας ως το πρωί». Τότε σάλπισε ο Ιωάβ με την σάλπιγγα και όλος ο στρατός στάθηκε· έπαψαν να καταδιώκουν τους Ισραηλίτες και ο πόλεμος μεταξύ τους σταμάτησε. Ο Αβενήρ και οι άντρες του βάδισαν μέσα από την Κοιλάδα του Ιορδάνη όλη εκείνη τη νύχτα, πέρασαν το ποτάμι, διέσχισαν όλη τη χαράδρα κι έφτασαν στη Μαχαναΐμ. Όταν ο Ιωάβ σταμάτησε την καταδίωξη του Αβενήρ, συγκέντρωσε το στρατό, έκανε καταμέτρηση και έλειπαν από τους άντρες του Δαβίδ δεκαεννέα και ο Ασαήλ. Αντίθετα, οι στρατιώτες του Δαβίδ είχαν σκοτώσει τριακόσιους εξήντα άντρες του Αβενήρ και άλλους Βενιαμινίτες. Μετά σήκωσαν το πτώμα του Ασαήλ και το έθαψαν στον τάφο του πατέρα του, στη Βηθλεέμ. Ο Ιωάβ και οι άντρες του βάδισαν όλη τη νύχτα και την αυγή έφτασαν στη Χεβρών. Ο πόλεμος ανάμεσα στην οικογένεια του Σαούλ και στην οικογένεια του Δαβίδ κράτησε πολύ. Αλλά ο Δαβίδ γινόταν ολοένα και ισχυρότερος, ενώ η οικογένεια του Σαούλ συνεχώς εξασθενούσε. Στη Χεβρών ο Δαβίδ απέκτησε αρκετούς γιους: Πρωτότοκος ήταν ο Αμνών, από την Αχινοάμ την Ιζρεελίτισσα. Δεύτερος ο Χιλεάβ, από την Αβιγαία, την πρώην γυναίκα του Ναβάλ, του Καρμηλίτη. Τρίτος ο Αβεσσαλώμ, γιος της Μααχά, κόρης του Ταλμαΐ, βασιλιά της Γεσούρ. Τέταρτος ήταν ο Αδωνί, γιος της Αγγίθ· πέμπτος ο Σεφατίας, γιος της Αβιτάλ, και έκτος ο Ιθρεάμ από την Αιγλά, γυναίκα κι αυτή του Δαβίδ. Αυτούς τους γιους τους απέκτησε ο Δαβίδ στη Χεβρών. Ενώ συνεχιζόταν ο πόλεμος ανάμεσα στην οικογένεια του Σαούλ και στην οικογένεια του Δαβίδ, ο Αβενήρ αποκτούσε όλο και περισσότερη δύναμη μέσα στην οικογένεια του Σαούλ. Ο Σαούλ είχε μια παλλακίδα που ονομαζόταν Ρισπά, κόρη του Αϊά. Μια μέρα ο Ισβόσεθ είπε εξαιτίας της στον Αβενήρ: «Γιατί πλάγιασες με την παλλακίδα του πατέρα μου;» Μόλις άκουσε ο Αβενήρ αυτά τα λόγια, οργίστηκε και είπε: «Προδότης είμ’ εγώ, που δουλεύω για τη φυλή Ιούδα; Εγώ έχω αποδείξει ως τώρα την αγάπη μου για την οικογένεια του πατέρα σου Σαούλ, για τους αδερφούς του και τους φίλους του! Έχω κάνει τα πάντα για να μην πέσεις εσύ στα χέρια του Δαβίδ κι έρχεσαι σήμερα και μου καταλογίζεις αδικία για μια γυναίκα; Ο Θεός να με τιμωρήσει, αν δεν κάνω εγώ στο Δαβίδ εκείνο που του υποσχέθηκε ο Κύριος με όρκο: Θα αφαιρέσω τη βασιλεία από την οικογένεια του Σαούλ και θα εγκαταστήσω βασιλιά το Δαβίδ και στον Ισραήλ και στον Ιούδα, από Δαν έως Βέερ-Σεβά. Ο Ισβόσεθ δεν τόλμησε να απαντήσει λέξη στον Αβενήρ, γιατί τον φοβόταν. Τότε έστειλε ο Αβενήρ αγγελιοφόρους στο Δαβίδ, στη Χεβρών, και του είπε: «Σε ποιον ανήκει η χώρα; Κάνε, λοιπόν, συμφωνία μαζί μου κι εγώ θα σε βοηθήσω και θα κάνω ολόκληρο τον Ισραήλ να έρθει με το μέρος σου». Ο Δαβίδ του απάντησε: «Καλά, θα κάνω συμφωνία μαζί σου. Μόνο ένα πράγμα σου ζητώ: Να μου φέρεις τη Μιχάλ, την κόρη του Σαούλ, όταν θα έρθεις να με δεις. Αλλιώς δεν θα σε δεχτώ». Στο μεταξύ ο Δαβίδ έστειλε αγγελιοφόρους στον Ισβόσεθ, γιο του Σαούλ, και του είπε: «Δώσε μου πίσω τη γυναίκα μου, τη Μιχάλ, που την παντρεύτηκα για εκατό ακροβυστίες Φιλισταίων». Ο Ισβόσεθ έστειλε και την πήρε από τον άντρα της, τον Παλτιήλ, γιο του Λαΐς. Ο άντρας της τη συνόδεψε όλο το δρόμο ως τη Βαχουρίμ, κλαίγοντας. Εκεί ο Αβενήρ του είπε: «Φύγε, γύρνα πίσω». Κι εκείνος γύρισε. Ο Αβενήρ μίλησε με τους πρεσβυτέρους του Ισραήλ και τους είπε: «Από καιρό ζητούσατε το Δαβίδ να γίνει βασιλιάς σας· τώρα λοιπόν κάντε τον, γιατί ο Κύριος έχει πει γι’ αυτόν: “με το δούλο μου το Δαβίδ, θα ελευθερώσω το λαό μου τον Ισραήλ από τους Φιλισταίους κι από όλους τους εχθρούς του”». Ο Αβενήρ συζήτησε επίσης και με τους Βενιαμινίτες, και ύστερα πήγε στη Χεβρών, να μιλήσει στο Δαβίδ για όλα όσα είχαν αποδεχθεί οι Ισραηλίτες κι ολόκληρη η φυλή Βενιαμίν. Όταν ήρθε στο Δαβίδ, στη Χεβρών, με είκοσι άντρες, ο Δαβίδ ετοίμασε γι’ αυτόν και για τους άντρες του συμπόσιο. Μετά ο Αβενήρ είπε στο Δαβίδ: «Κύριέ μου, βασιλιά, είμαι έτοιμος να πάω και να συγκεντρώσω γύρω σου όλους τους Ισραηλίτες. Θα συνάψουν συμφωνία μαζί σου και θα βασιλέψεις σ’ όλο το λαό, όπως το επιθυμείς». Ο Δαβίδ αποχαιρέτησε τον Αβενήρ και του εγγυήθηκε να αποχωρήσει με ασφάλεια. Στο μεταξύ, οι αξιωματούχοι του Δαβίδ και ο Ιωάβ επέστρεφαν από μια επιδρομή κι έφερναν μαζί τους πολλά λάφυρα. Ο Αβενήρ δεν ήταν πια με το Δαβίδ στη Χεβρών, αφού είχε κιόλας φύγει με εγγύηση ασφάλειας. Όταν ο Ιωάβ έφτασε εκεί με το στρατό του, κάποιος τον πληροφόρησε ότι ο Αβενήρ, ο γιος του Νηρ, είχε έρθει στο βασιλιά και ότι αυτός τον άφησε να φύγει με εγγύηση ασφάλειας. Τότε πήγε ο Ιωάβ στο Δαβίδ και του είπε: «Τι έκανες; Ήρθε εδώ ο Αβενήρ και τον άφησες να φύγει ανενόχλητος; Δεν τον ξέρεις καλά το γιο του Νηρ! Αυτός ήρθε να σε ξεγελάσει, να μάθει τις κινήσεις σου, και να κατασκοπεύσει όλες σου τις ενέργειες». Όταν έφυγε από το Δαβίδ ο Ιωάβ, έστειλε αγγελιοφόρους πίσω από τον Αβενήρ, χωρίς να το ξέρει ο Δαβίδ, και τον γύρισαν πίσω από το πηγάδι του Σιρά. Όταν ο Αβενήρ γύρισε στη Χεβρών, ο Ιωάβ τον πήρε παράμερα από την πύλη της πόλεως, δήθεν για να του μιλήσει κρυφά, κι εκεί τον χτύπησε στην κοιλιά και τον σκότωσε, επειδή κι αυτός είχε σκοτώσει τον αδερφό του τον Ασαήλ. Όταν τ’ άκουσε αυτά, ο Δαβίδ, είπε: «Εγώ και οι άντρες του βασιλείου μου είμαστε εντελώς αθώοι για το θάνατο του Αβενήρ, γιου του Νηρ. Μάρτυρας είναι ο Κύριος. Η ευθύνη ας βαραίνει μόνο τον Ιωάβ κι ολόκληρη την οικογένεια του πατέρα του! Ποτέ να μη λείψουν απ’ αυτήν την οικογένεια άνθρωποι που να πάσχουν από γονόρροια ή από λέπρα, άνθρωποι σεξουαλικά ανίκανοι, που να ’χουν πεθάνει με βίαιο θάνατο ή που να στερούνται το ψωμί». Έτσι ο Ιωάβ και ο αδερφός του ο Αβισάι δολοφόνησαν τον Αβενήρ, γιατί κι αυτός είχε σκοτώσει τον Ασαήλ, τον αδερφό τους, στη μάχη της Γαβαών. Ο βασιλιάς Δαβίδ είπε στον Ιωάβ και σ’ αυτούς που τον συνόδευαν: «Σκίστε τα ρούχα σας, ντυθείτε πένθιμα και θρηνήστε για το θάνατο του Αβενήρ». Και βάδιζε ο ίδιος πίσω από το φέρετρο. Όταν έθαβαν τον Αβενήρ στη Χεβρών, ξέσπασε ο βασιλιάς σε δυνατό κλάμα πάνω στον τάφο του. Κι όλος ο λαός έκλαιγε. Ύστερα ο βασιλιάς απάγγειλε για τον Αβενήρ τον παρακάτω θρήνο: «Γιατί να πεθάνεις σαν ανόητος, Αβενήρ; Ούτε τα χέρια σου ήταν δεμένα ούτε τα πόδια σου ήταν στα δεσμά· κι ωστόσο έπεσες νεκρός, όπως σκοτώνεται κανείς από κακούργους!» Και όλος ο λαός ξανάρχισε το κλάμα. Μετά, κι όσο ακόμα ήταν μέρα, ήρθαν όλοι για να πείσουν το Δαβίδ να φάει. Αλλά ο Δαβίδ ορκίστηκε και είπε: «Να με τιμωρήσει ο Θεός αν βάλω στο στόμα μου ψωμί ή άλλο τίποτε πριν βασιλέψει ο ήλιος». Όταν το έμαθε αυτό ο λαός, το επικρότησε. Άλλωστε ο,τιδήποτε κι αν έκανε ο βασιλιάς, όλος ο λαός το επικροτούσε. Έτσι ο λαός του Ιούδα και του Ισραήλ κατάλαβαν ότι δεν ήταν διαταγή του βασιλιά Δαβίδ να σκοτώσουν τον Αβενήρ, γιο του Νηρ. Ο Δαβίδ είπε στους αξιωματούχους του: «Να ξέρετε ότι σήμερα έπεσε ένας αρχηγός του Ισραήλ, και μάλιστα μεγάλος. Σήμερα εγώ είμαι λιγότερο δυνατός, έστω κι αν έχω χρισθεί βασιλιάς· ενώ οι άνθρωποι αυτοί, οι γιοι της Σερουΐας, είναι πολύ πιο ισχυροί σε σύγκριση μ’ εμένα. Ο Κύριος ν’ ανταποδώσει σ’ αυτόν που κάνει το κακό, ανάλογα με την κακία του». Όταν άκουσε ο Ισβόσεθ, γιος του Σαούλ, ότι πέθανε ο Αβενήρ στη Χεβρών, ταράχτηκε κι όλοι οι Ισραηλίτες καταθορυβήθηκαν. Ο Ισβόσεθ είχε στην υπηρεσία του δύο άντρες που ήταν αρχηγοί ληστρικών συμμοριών. Ο ένας ονομαζόταν Βαανά και ο άλλος Ρηχάβ. Ήταν γιοι του Ριμμών, από τη Βεερώθ της φυλής Βενιαμίν. (Η Βεερώθ λογαριαζόταν ως πόλη της φυλής αυτής. Οι αρχαίοι Βεερωθίτες είχαν πάει πρόσφυγες στη Γιθαΐμ· οι απόγονοί τους ζουν ακόμα εκεί ως πάροικοι μέχρι σήμερα). Ο Ιωνάθαν, εξάλλου, γιος κι αυτός του Σαούλ, είχε έναν γιο ανάπηρο στα πόδια. Όταν είχε φτάσει από την Ιζρεέλ η είδηση για το θάνατο του Σαούλ και του Ιωνάθαν, αυτός εκείνο τον καιρό ήταν πέντε ετών. Τον άρπαξε τότε βιαστικά η παραμάνα του κι έφυγε. Μα ενώ έφευγε αυτός έπεσε κι έμεινε ανάπηρος. Το όνομά του ήταν Μεμφιβοσθέ. Ο Ρηχάβ, λοιπόν, κι ο Βαανά, οι γιοι του Ριμμών, του Βεερωθίτη, κίνησαν κι ήρθαν στην κατοικία του Ισβόσεθ, την πιο ζεστή ώρα της μέρας, όταν αυτός κοιμόταν για μεσημέρι. Ο θυρωρός καθάριζε στάρι, αλλά νύσταξε και είχε αποκοιμηθεί· έτσι τα δυο αδέρφια τρύπωσαν μέσα. Ο Δαβίδ όμως απάντησε στους αδερφούς Ρηχάβ και Βαανά, γιους του Ριμμών, του Βεερωθίτη: «Μα τον αληθινό Θεό», τους είπε, «αυτόν που με απάλλαξε από κάθε θλίψη! Εκείνον που μου έφερε την αγγελία ότι πέθανε ο Σαούλ και νόμιζε ότι έφερνε καλή είδηση, τον έπιασα και τον σκότωσα στη Σικλάγ, αντί να του δώσω αμοιβή για την καλή του είδηση. Πολύ περισσότερο θα τιμωρήσω κοινούς κακούργους που δολοφόνησαν έναν αθώο άνθρωπο μες στο σπίτι του, πάνω στο κρεβάτι του. Θα πάρω εκδίκηση για τον θάνατό του τιμωρώντας εσάς· θα σας εξαφανίσω από τη γη». Πρόσταξε, λοιπόν, τους άντρες του και τους σκότωσαν· μετά τους έκοψαν τα χέρια και τα πόδια και τα κρέμασαν κοντά στη δεξαμενή της Χεβρών. Έπειτα πήραν το κεφάλι του Ισβόσεθ και το έθαψαν στον τάφο του Αβενήρ, στη Χεβρών. Όλες οι φυλές των Ισραηλιτών ήρθαν στο Δαβίδ, στη Χεβρών, και του είπαν: «Εμείς είμαστε σάρκα σου και αίμα σου. Ακόμα και τον καιρό που ο Σαούλ ήταν βασιλιάς, εσύ ήσουν που οδηγούσες τους Ισραηλίτες στον πόλεμο και τους έφερνες πίσω. Ο Κύριος σου είχε πει από τότε ότι εσύ θα οδηγούσες κάποτε το λαό του, τον Ισραήλ, και θα γινόσουν ηγεμόνας του». Έτσι, όλοι οι πρεσβύτεροι του λαού του Ισραήλ ήρθαν στο βασιλιά Δαβίδ, στη Χεβρών, κι εκείνος έκανε μαζί τους συμφωνία ενώπιον του Κυρίου. Και έχρισαν το Δαβίδ βασιλιά του Ισραήλ. Ο Δαβίδ ήταν τριάντα ετών όταν έγινε βασιλιάς, και βασίλεψε σαράντα χρόνια. Εφτά χρόνια ήταν βασιλιάς της φυλής Ιούδα, στη Χεβρών και τριάντα τρία χρόνια ήταν βασιλιάς του Ισραήλ και του Ιούδα στην Ιερουσαλήμ. Μετά απ’ αυτά τα γεγονότα, ο βασιλιάς Δαβίδ και οι άντρες του βάδισαν κατά της Ιερουσαλήμ. Οι Ιεβουσαίοι, που κατοικούσαν στην περιοχή, είπαν στον Δαβίδ: «Δε θα μπεις στην πόλη μας. Ακόμα κι οι τυφλοί και οι κουτσοί θα σε αποκρούσουν». Έτσι το ’χαν σίγουρο πως ο Δαβίδ δε θα έκανε εισβολή. Παρ’ όλα αυτά όμως ο Δαβίδ κυρίεψε το φρούριο της Σιών, που ονομάστηκε στη συνέχεια «Πόλη Δαβίδ». Εκείνη την ημέρα, ο Δαβίδ είχε πει: «Όποιος θέλει να σκοτώσει τους Ιεβουσαίους, πρέπει ν’ ανεβεί από τον υπόγειο υδραγωγό για να τους φτάσει. Αυτούς τους κουτσούς και τους τυφλούς εγώ τους απεχθάνομαι» (Γι’ αυτό λένε: «τυφλός και κουτσός δεν θα μπει στον οίκο του Κυρίου»). Ο Δαβίδ εγκαταστάθηκε στο φρούριο, και το ονόμασε «Πόλη Δαβίδ». Στη συνέχεια έχτισε κι άλλα οχυρωματικά έργα στη Μιλλώ, καθώς επίσης και την κατοικία του. Έτσι ο Δαβίδ γινόταν συνεχώς ισχυρότερος, γιατί ο Κύριος ο Θεός, ο Θεός του Ισραήλ, ήταν μαζί του. Ο Χιράμ, βασιλιάς της Τύρου, έστειλε στο Δαβίδ διπλωματική αντιπροσωπεία. Επίσης του έστειλε ξύλα κέδρων, ξυλουργούς και χτίστες, για να του χτίσουν ανάκτορο. Έτσι κατάλαβε ο Δαβίδ ότι ο Κύριος τον είχε καθιερώσει βασιλιά του Ισραήλ και ότι χάρισε δόξα στη βασιλεία του χάρη στο λαό του, τον Ισραήλ. Ο Δαβίδ μετά τον ερχομό του από τη Χεβρών στην Ιερουσαλήμ, πήρε κι άλλες παλλακίδες και συζύγους, από τις οποίες επίσης απέκτησε γιους και κόρες. Τα ονόματα των γιων που απέκτησε στην Ιερουσαλήμ είναι: Σαμμουά, Σωβάβ, Νάθαν και Σολομών, Ιβχάρ, Ελισουά, Νέφεγ, Ιαφιά, Ελισαμά, Ελγιαδά και Ελιφέλετ. Όταν άκουσαν οι Φιλισταίοι ότι ο Δαβίδ χρίσθηκε βασιλιάς του Ισραήλ, ξεκίνησαν με όλο το στρατό τους για να έρθουν και να τον θέσουν υπό την εξουσία τους. Το πληροφορήθηκε ο Δαβίδ και κατέφυγε για ασφάλεια σ’ ένα οχυρό. Οι Φιλισταίοι ήρθαν και ξεχύθηκαν στην κοιλάδα Ρεφαείμ. Τότε ο Δαβίδ ρώτησε τον Κύριο: «Να πάω να πολεμήσω τους Φιλισταίους; Θα τους παραδώσεις στην εξουσία μου;» Ο Κύριος του απάντησε: «Να πας να τους πολεμήσεις· θα σου τους παραδώσω το δίχως άλλο». Έτσι ήρθε ο Δαβίδ στη Βάαλ-Περασίμ, κι εκεί νίκησε τους Φιλισταίους και είπε: «Έσπασε ο Κύριος τις γραμμές των εχθρών μου, όπως σπάζει η πλημμύρα ένα φράγμα». Γι’ αυτό ονόμασε τον τόπο εκείνο «Βάαλ-Περασίμ» (Κυρίαρχος των Ρηγμάτων). Οι Φιλισταίοι φεύγοντας άφησαν εκεί τα αγάλματα των θεών τους, και ο Δαβίδ και οι άντρες του τα πήραν. Οι Φιλισταίοι όμως ξαναγύρισαν και γέμισαν την κοιλάδα Ρεφαείμ. Ο Δαβίδ ρώτησε πάλι τον Κύριο κι εκείνος αποκρίθηκε: «Μην τους επιτεθείς από ’δω, αλλά πήγαινε στα νώτα τους και κάνε τους έφοδο από τη μεριά των θάμνων. Όταν ακούσεις θόρυβο βημάτων στις κορυφές των θάμνων, τότε βιάσου να επιτεθείς, γιατί εκείνη τη στιγμή εγώ ο Κύριος θα βγω μπροστά σου, για να χτυπήσω το στρατό των Φιλισταίων». Ο Δαβίδ έκανε όπως τον διέταξε ο Κύριος και νίκησε τους Φιλισταίους και τους έτρεψε σε φυγή καταδιώκοντάς τους από τη Γιβαών όλο τον δρόμο ως τη Γεζέρ. Μετά απ’ αυτά τα γεγονότα, συγκέντρωσε πάλι ο Δαβίδ όλους τους επίλεκτους στρατιώτες του Ισραήλ, τριάντα χιλιάδες άντρες. Μ’ αυτό το στρατό ξεκίνησε να πάει στη Βααλέ της φυλής Ιούδα, για να φέρουν από ’κει την κιβωτό του Θεού, η οποία και φέρει το όνομα του Κυρίου, του αρχηγού των ισραηλιτικών δυνάμεων, ο οποίος έχει το θρόνο του πάνω από τα χερουβίμ. Ο Δαβίδ κι όλοι οι Ισραηλίτες χόρευαν για να τιμήσουν τον Κύριο και τραγουδούσαν μ’ όλη τους τη δύναμη, παίζοντας κιθάρες, άρπες, τύμπανα, κρόταλα και κύμβαλα. Όταν έφτασαν στο αλώνι του Ναχών, ο Ουζζά άπλωσε το χέρι του στην κιβωτό του Θεού να τη συγκρατήσει, γιατί τα βόδια την είχαν γείρει. Τότε οργίστηκε ο Κύριος εναντίον του και τον χτύπησε επί τόπου για την ανευλάβεια του· πέθανε εκεί, κοντά στην κιβωτό του Θεού. Ο Δαβίδ λυπήθηκε που ο Κύριος θανάτωσε τον Ουζζά, και ονόμασε τον τόπο εκείνο Φαρές-Ουζζά (Θάνατος του Ουζζά), όπως λέγεται μέχρι σήμερα. Εκείνη την ημέρα φοβήθηκε ο Δαβίδ τον Κύριο και είπε: «Πώς είναι δυνατόν τώρα να έρθει στο σπίτι μου η κιβωτός του Κυρίου;» Και δεν ήθελε να πάρει την κιβωτό στην Πόλη Δαβίδ, αλλά την άφησε στο σπίτι του Ωβήδ-Εδώμ του Γαθίτη. Η κιβωτός του Κυρίου έμεινε εκεί τρεις μήνες, κι ο Κύριος ευλόγησε τον Ωβήδ-Εδώμ και όλη την οικογένειά του. Όταν έφεραν την είδηση στο βασιλιά Δαβίδ ότι ο Κύριος ευλόγησε την οικογένεια του Ωβήδ-Εδώμ, καθώς κι όλα τα υπάρχοντά του εξαιτίας της κιβωτού του Θεού, ο Δαβίδ πήγε κι ανέβασε την κιβωτό από το σπίτι του Ωβήδ-Εδώμ στην Πόλη Δαβίδ με πανηγυρική συνοδεία. Κάθε έξι βήματα που έκαναν εκείνοι που βαστούσαν την κιβωτό του Κυρίου, ο Δαβίδ θυσίαζε ένα βόδι κι ένα παχύ μοσχάρι. Μετά χόρευε μ’ όλη του τη δύναμη για να τιμήσει τον Κύριο, φορώντας μόνο το λινό εφώδ. Έτσι, μετέφερε μαζί με όλους τους Ισραηλίτες την κιβωτό του Κυρίου με αλαλαγμούς και με σαλπίσματα. Ενώ η κιβωτός του Κυρίου έμπαινε στην Πόλη Δαβίδ, η γυναίκα του η Μιχάλ, κόρη του Σαούλ, έσκυψε από το παράθυρο και είδε το βασιλιά Δαβίδ να πηδάει και να χορεύει ενώπιον του Κυρίου· κι ένιωσε βαθιά περιφρόνηση γι’ αυτόν. Έφεραν την κιβωτό και την τοποθέτησαν στη θέση της, στη μέση της σκηνής που είχε στήσει ο Δαβίδ γι’ αυτήν κι ο βασιλιάς πρόσφερε ολοκαυτώματα ενώπιον του Κυρίου και θυσίες κοινωνίας. Πηγαίνοντας ο Δαβίδ να χαιρετήσει την οικογένειά του, βγήκε η γυναίκα του η Μιχάλ, κόρη του Σαούλ, να τον προϋπαντήσει, και του είπε: «Πόσο δοξάστηκε σήμερα ο βασιλιάς του Ισραήλ, όταν ξεγυμνώθηκε μπροστά στα μάτια των υπηρετριών των υπηκόων του! Αυτό θα έκανε κι ο τελευταίος ανυπόληπτος». Ο Δαβίδ όμως της απάντησε: «Εγώ για να τιμήσω τον Κύριο φέρθηκα έτσι! Αυτός προτίμησε εμένα από τον πατέρα σου κι απ’ όλη την οικογένειά του, προκειμένου να με κάνει ηγεμόνα του λαού του του Ισραήλ. Προς τιμήν του, λοιπόν, θα χορεύω ενώπιόν του, και θα ταπεινωθώ ακόμα περισσότερο! Μπορεί έτσι να ξευτελίζομαι στα μάτια σου, αλλά θα δοξαστώ απ’ αυτές τις δούλες, που ανέφερες». Η Μιχάλ, η κόρη του Σαούλ, σ’ όλη της τη ζωή δεν γέννησε παιδί. Ο βασιλιάς Δαβίδ εγκαταστάθηκε στο ανάκτορό του κι ο Κύριος του εξασφάλισε ησυχία απ’ όλους γύρω τους εχθρούς του. Τότε είπε ο βασιλιάς στο Νάθαν, τον προφήτη: «Εγώ κατοικώ σε παλάτι καμωμένο από κέδρους, ενώ η κιβωτός του Θεού βρίσκεται μέσα σε σκηνή. Τι λες εσύ γι’ αυτό;» Ο Νάθαν είπε στο βασιλιά: «Πήγαινε, κάνε αυτό που επιθυμείς, γιατί ο Κύριος είναι μαζί σου». Αλλά εκείνη τη νύχτα ο Κύριος είπε στον Νάθαν: «Πήγαινε και πες εκ μέρους μου στο δούλο μου το Δαβίδ: “θέλεις να μου χτίσεις ναό για να κατοικώ; »Πες, λοιπόν, στο δούλο μου το Δαβίδ, ότι εγώ ο Κύριος του σύμπαντος λέω: “σε πήρα απ’ το λιβάδι που έβοσκες τα πρόβατα, και σ’ έκανα ηγεμόνα του λαού μου, του Ισραήλ. Ήμουν μαζί σου παντού όπου πήγαινες, εξαφάνισα όλους τους εχθρούς σου από μπροστά σου και σ’ έκανα ονομαστόν, σαν τους μεγάλους της γης. Όρισα για το λαό μου τον Ισραήλ έναν τόπο, όπου τον εγκατέστησα μόνιμα. Εκεί θα ζει άφοβα χωρίς να τον καταπιέζουν τα ασεβή έθνη, όπως τον καταπίεζαν στο παρελθόν, την εποχή που διόριζα Κριτές στο λαό μου. Τώρα σου έχω εξασφαλίσει ησυχία απ’ όλους τους εχθρούς σου. Εγώ ο Κύριος, λοιπόν, σου αναγγέλλω πως εγώ θα σου χτίσω οίκο: Όταν τελειώσουν οι μέρες σου και πεθάνεις, θα αναδείξω διάδοχο μετά από σένα έναν γιο σου, κατ’ ευθείαν απόγονό σου, και θα διατηρήσω σταθερή τη βασιλεία του. Αυτός θα μου χτίσει ναό κι εγώ θα κάνω το θρόνο του ακλόνητο για πάντα. Θα είμαι γι’ αυτόν πατέρας κι εκείνος θα μου είναι γιος. Αν αμαρτήσει θα τον σωφρονίσω με πλήγματα, όπως χτυπάνε τα παιδιά τους οι άνθρωποι. Δε θ’ αποσύρω όμως απ’ αυτόν την εύνοιά μου, όπως την απέσυρα από το Σαούλ, που τον έδιωξα κι έφερα στη θέση του εσένα. Οι απόγονοί σου θα βασιλεύουν σταθερά μετά από σένα για πάντα, κι ο θρόνος σου θα παραμένει ακλόνητος παντοτινά”». Ο Νάθαν ανάγγειλε στο Δαβίδ όλους αυτούς τους λόγους και το όραμα. Τότε ο βασιλιάς Δαβίδ μπήκε μέσα στη σκηνή, παρουσιάστηκε ενώπιον του Κυρίου και είπε: «Ποιος είμαι εγώ, Κύριέ μου και Θεέ, και ποια η οικογένειά μου, ώστε να με δοξάσεις τόσο πολύ; Και σαν να το θεώρησες μικρό αυτό, Κύριέ μου και Θεέ, μίλησες ακόμα και για το μακρινό μέλλον της οικογένειας του δούλου σου. Είναι αυτό μια διδαχή για ανθρώπους, Κύριέ μου και Θεέ; Τι περισσότερο θα μπορούσα να σου πω εγώ ο Δαβίδ; Εσύ, βέβαια, γνωρίζεις το δούλο σου, Κύριέ μου και Θεέ. Όλα αυτά τα μεγάλα έργα τα πραγματοποίησες σύμφωνα με την υπόσχεσή σου, όπως ακριβώς τα ήθελες, για να διδάξεις το δούλο σου. Γι’ αυτό είσαι μεγάλος, Κύριέ μου και Θεέ· δεν υπάρχει όμοιός σου, δεν υπάρχει Θεός εκτός από σένα, όπως ακριβώς το ακούγαμε πάντα να λέγεται. Ποιο άλλο έθνος στη γη είναι σαν το λαό σου, τον Ισραήλ, τον οποίο ένας Θεός ήρθε και τον ελευθέρωσε από τους Αιγυπτίους για να τον κάνει λαό του; Εσύ τον έκανες ονομαστό, επιτέλεσες γι’ αυτόν και για τη χώρα του μεγάλα και θαυμαστά έργα κι έτρεψες σε φυγή από μπροστά του τα άλλα έθνη και τους θεούς τους. Έκανες τον Ισραήλ λαό σου για πάντα κι εσύ, Κύριε, έγινες Θεός τους. Τώρα, Κύριέ μου και Θεέ, ο λόγος που είπες για το δούλο σου και για την οικογένειά του ας ισχύσει παντοτινά και κάνε όπως είπες. Ας είναι δοξασμένο τ’ όνομά σου αιώνια, για να λένε ότι ο Κύριος του σύμπαντος, αυτός είναι ο Θεός του Ισραήλ! Κι αυτοί που θα διαδεχτούν το δούλο σου το Δαβίδ στο θρόνο, ας είναι ακλόνητοι ενώπιόν σου. Κύριε του σύμπαντος, Θεέ του Ισραήλ, εσύ φανέρωσες τις προθέσεις σου, στο δούλο σου, όταν είπες “εγώ θα σου οικοδομήσω οίκο”· γι’ αυτό ο δούλος σου πήρα το θάρρος να σου αναπέμψω αυτή την προσευχή. Κύριέ μου και Θεέ, εσύ είσαι ο Θεός κι ο λόγος σου είναι αλήθεια. Όλες αυτές τις ευλογίες τις υποσχέθηκες στο δούλο σου. Τώρα λοιπόν, ευλόγησε τους απογόνους του δούλου σου, ώστε να έχουν για πάντα την εύνοιά σου. Σύμφωνα με την υπόσχεσή σου, Κύριε Θεέ, ας αναπαύεται η ευλογία σου πάνω στους απογόνους του δούλου σου για πάντα». Μετά απ’ αυτά τα γεγονότα ο Δαβίδ νίκησε τους Φιλισταίους, τους υποδούλωσε και εξουδετέρωσε την κυριαρχία τους στη χώρα του Ισραήλ. Επίσης νίκησε τους Μωαβίτες. Ανάγκασε τους αιχμαλώτους να πέσουν καταγής και τους μέτρησε με σχοινί· μετρούσε δύο φορές για κείνους που θα σκότωνε και μία για κείνους που θα άφηνε στη ζωή. Κι έγιναν οι Μωαβίτες φόρου υποτελείς στο Δαβίδ. Ο Δαβίδ ακόμα νίκησε τον Αδαδέζερ, γιο του Ρεχώβ και βασιλιά της Σωβά, όταν ο τελευταίος πήγαινε ν’ ανακτήσει το βασίλειό του στον ποταμό Ευφράτη. Ο Δαβίδ αιχμαλώτισε απ’ αυτόν χίλιους εφτακόσιους ιππείς και είκοσι χιλιάδες πεζούς και διέταξε να κόψουν τους τένοντες από τα πόδια των αλόγων όλων των αμαξών. Κράτησε μόνο εκατό άλογα που χρειάζονταν για ισάριθμες άμαξες. Όταν ήρθαν οι Σύριοι από τη Δαμασκό για να βοηθήσουν τον Αδαδέζερ, βασιλιά της Σωβά, ο Δαβίδ σκότωσε απ’ αυτούς είκοσι δύο χιλιάδες άντρες. Διόρισε δικούς του κυβερνήτες στους Συρίους της Δαμασκού κι έγιναν φόρου υποτελείς σ’ αυτόν. Ο Κύριος βοηθούσε το Δαβίδ σε όλες τις εκστρατείες του. Πήρε τις χρυσές ασπίδες που κρατούσαν οι αξιωματικοί του Αδαδέζερ και τις έφερε στην Ιερουσαλήμ. Επίσης από τις πόλεις του Αδαδέζερ Βετάχ και Βηρωθάι πήρε μεγάλες ποσότητες χαλκού. Αυτά ο βασιλιάς Δαβίδ τα αφιέρωσε στον Κύριο, μαζί με το ασήμι και το χρυσάφι που είχε πάρει από όλα τα άλλα έθνη, τα οποία είχε υποτάξει, από τους Εδωμίτες, τους Μωαβίτες, τους Αμμωνίτες, τους Φιλισταίους, τους Αμαληκίτες, καθώς και τα λάφυρα που πήρε από τον Αδαδέζερ, γιο του Ρεχώβ και βασιλιά της Σωβά. Έτσι ο Δαβίδ απέκτησε μεγάλη δόξα. Στην επιστροφή του από τη μάχη με τους Συρίους, ο Δαβίδ σκότωσε δεκαοχτώ χιλιάδες Εδωμίτες στην Κοιλάδα του Άλατος. Τοποθέτησε στην Εδώμ στρατιωτικούς διοικητές κι οι Εδωμίτες έγιναν υποτελείς στο Δαβίδ. Ο Κύριος τον βοηθούσε σ’ όλες τις εκστρατείες του. Ο Δαβίδ βασίλεψε σε όλο το λαό του Ισραήλ· δίκαζε κι απέδιδε το δίκαιο σε όλους αμερόληπτα. Ο Ιωάβ, γιος της Σερουΐας ήταν αρχηγός του στρατού και ο Ιωσαφάτ, γιος του Αχιλούδ, ήταν υπομνηματογράφος. Ο Σαδώκ, γιος του Αχιτώβ, και ο Αχιμέλεχ, γιος του Αβιάθαρ, ήταν ιερείς· ο Σεραΐας ήταν γραμματέας του κράτους. Ο Βεναΐας, γιος του Ιεωϊαδά, ήταν αρχηγός των Χερεθαίων και των Φελεθαίων. Οι γιοι του Δαβίδ ήταν κι αυτοί ιερείς. Κάποτε ρώτησε ο Δαβίδ: «Έχει απομείνει κανείς από την οικογένεια του Σαούλ; Θέλω να του δείξω την εύνοιά μου για χάρη του Ιωνάθαν». Από την οικογένεια του Σαούλ υπήρχε κάποιος υπηρέτης που ονομαζόταν Σιβά. Τον έφεραν στο Δαβίδ κι ο βασιλιάς τον ρώτησε: «Εσύ είσαι ο Σιβά;» «Δούλος σου», απάντησε εκείνος. Ο βασιλιάς τον ρώτησε: «Δεν έχει απομείνει πια κανείς από την οικογένεια του Σαούλ, για να δείξω σ’ αυτόν την αγάπη του Θεού;» Ο Σιβά απάντησε: «Υπάρχει ακόμη ένας γιος του Ιωνάθαν, ανάπηρος από τα πόδια». «Πού βρίσκεται;» ρώτησε ο βασιλιάς. Ο Σιβά είπε: «Είναι στο σπίτι του Μαχίρ, γιου του Αμμιήλ, στη Λο-Δεβάρ». Τότε ο βασιλιάς Δαβίδ έστειλε στη Λο-Δεβάρ και τον πήρε από το σπίτι του Μαχίρ, γιου του Αμμιήλ. Όταν ο Μεμφιβοσθέ, γιος του Ιωνάθαν κι εγγονός του Σαούλ, ήρθε στο Δαβίδ, έσκυψε το κεφάλι του και προσκύνησε το βασιλιά. Ο Δαβίδ τον ρώτησε: «Εσύ είσαι ο Μεμφιβοσθέ;» Κι εκείνος απάντησε: «Δούλος σου!» «Μη φοβάσαι!» του είπε ο Δαβίδ. «Θα σου δείξω την εύνοιά μου για χάρη του Ιωνάθαν, του πατέρα σου, και θα σου επιστρέψω όλα τα χωράφια του Σαούλ, του παππού σου· κι εσύ θα τρως πάντα στο τραπέζι μου». Ο Μεμφιβοσθέ προσκύνησε και είπε: «Ποιος είμαι ο δούλος σου, για να τον φροντίζεις τόσο πολύ; Ένα ψόφιο σκυλί είμαι!» Τότε ο βασιλιάς κάλεσε το Σιβά, τον υπηρέτη του Σαούλ, και του είπε: «Ο,τιδήποτε ανήκει στο Σαούλ και στην οικογένειά του το δίνω στο Μεμφιβοσθέ, το γιο του κυρίου σου. Εσύ, οι γιοι σου και οι δούλοι σου θα καλλιεργείτε για λογαριασμό του τη γη, και θα φέρνεις σ’ αυτόν τα εισοδήματα για να έχει να τρώει. Κι ο ίδιος ο Μεμφιβοσθέ θα τρώει πάντα στο τραπέζι μου». Ο Σιβά είχε δεκαπέντε γιους και είκοσι δούλους. Αυτός απάντησε στο βασιλιά: «Όλα όσα διατάζει ο κύριός μου, ο βασιλιάς, το δούλο του θα τα εκτελέσω». Έτσι ο Μεμφιβοσθέ έτρωγε στο τραπέζι του Δαβίδ σαν ένας από τους γιους του βασιλιά. Ο Μεμφιβοσθέ είχε έναν μικρό γιο που ονομαζόταν Μιχά. Όλοι όσοι κατοικούσαν στο σπίτι του Σιβά ήταν στην υπηρεσία του Μεμφιβοσθέ. Ο ίδιος ήταν ανάπηρος κι από τα δυό του πόδια· εγκαταστάθηκε στην Ιερουσαλήμ κι έτρωγε πάντα στο τραπέζι του βασιλιά. Μετά από αρκετόν καιρό πέθανε ο βασιλιάς των Αμμωνιτών και τον διαδέχτηκε ο γιος του ο Χανούν. Τότε είπε ο Δαβίδ: «Θα δείξω καλοσύνη στο Χανούν, γιο του Ναχάς, όπως είχε δείξει και σ’ εμένα καλοσύνη ο πατέρας του». Έτσι έστειλε αξιωματούχους να τον συλλυπηθούν εκ μέρους του για το θάνατο του πατέρα του. Πράγματι, οι αξιωματούχοι του Δαβίδ πήγαν στη χώρα των Αμμωνιτών. Οι άρχοντες όμως των Αμμωνιτών είπαν στον κύριό τους το Χανούν: «Εσύ πιστεύεις πως ο Δαβίδ ήθελε να τιμήσει τον πατέρα σου και γι’ αυτό σου έστειλε τους ανθρώπους του να σε συλλυπηθεί; Μάλλον τους έστειλε για να εξερευνήσουν την πόλη και να την κατασκοπεύσουν και μετά να έρθουν να την καταστρέψουν». Έτσι συνέλαβε ο Χανούν τους αξιωματούχους του Δαβίδ, ξύρισε τα μισά τους γένια, έκοψε απ’ τη μέση και κάτω τα ρούχα τους ως τους μηρούς, και τους έδιωξε πίσω. Όταν ο Δαβίδ πληροφορήθηκε τα συμβάντα, κατάλαβε πως είχε καταρρακωθεί η τιμή των ανθρώπων του και τους παράγγειλε με αγγελιοφόρους να μείνουν στην Ιεριχώ ώσπου να μεγαλώσουν τα γένια τους και μετά να επιστρέψουν. Οι Αμμωνίτες κατάλαβαν ότι πια είχαν γίνει μισητοί στο Δαβίδ. Έστειλαν, λοιπόν, και μίσθωσαν είκοσι χιλιάδες πεζούς από τους Συρίους της Βαιθ-Ρεχώβ και της Σωβά, χίλιους άντρες από το βασιλιά της Μααχά και δώδεκα χιλιάδες άντρες από τον Ιστώβ. Μόλις το ’μαθε ο Δαβίδ, έστειλε εναντίον τους τον αρχιστράτηγο Ιωάβ με όλο το στράτευμα των εκπαιδευμένων πολεμιστών. Οι Αμμωνίτες βγήκαν και παρατάχθηκαν σε θέση μάχης στην είσοδο της πύλης της πρωτεύουσάς τους, της Ραββάθ. Οι Σύριοι της Σωβά, της Ρεχώβ, της Μααχά και του βασιλιά Ιστώβ παρατάχθηκαν ξέχωρα, έξω στους αγρούς. Όταν είδε ο Ιωάβ ότι επρόκειτο ν’ αντιμετωπίσει επίθεση από μπροστά και από πίσω, παρέταξε τους επίλεκτους άντρες του ισραηλιτικού στρατού απέναντι από τους Συρίους. Το υπόλοιπο του στρατού το έθεσε στις διαταγές του Αβισάι, του αδερφού του, ο οποίος το παρέταξε απέναντι στους Αμμωνίτες. Ο Ιωάβ είπε στον αδερφό του: «Αν δεις ότι οι Σύριοι με νικούν, θα έρθεις να με βοηθήσεις· κι αν εγώ δω ότι οι Αμμωνίτες σε νικούν, θα έρθω να σε βοηθήσω. Δείξε θάρρος και ας φανούμε ισχυροί για χάρη του λαού μας και για τις πόλεις του Θεού μας. Κι ο Κύριος ας κάνει ό,τι του φαίνεται καλό». Όταν ο Ιωάβ κι ο στρατός του προέλασαν για να επιτεθούν στους Συρίους, εκείνοι τράπηκαν σε φυγή. Μόλις είδαν οι Αμμωνίτες ότι οι Σύριοι τράπηκαν σε φυγή, έφυγαν κι αυτοί κυνηγημένοι από τον Αβισάι και μπήκαν στην πόλη. Έτσι ο Ιωάβ σταμάτησε να πολεμάει τους Αμμωνίτες και γύρισε στην Ιερουσαλήμ. Όταν όμως οι Σύριοι είδαν ότι κατατροπώνονταν από τους Ισραηλίτες, έκαναν γενική ανασυγκρότηση των δυνάμεών τους. Ο Αδαδέζερ έστειλε κι επιστράτευσε τους Συρίους που κατοικούσαν πέρα από τον ποταμό Ευφράτη. Αυτοί συγκεντρώθηκαν στην Αιλάμ με επικεφαλής τον Σωβάκ, αρχιστράτηγο του Αδαδέζερ. Όταν το ’μαθε ο Δαβίδ, συγκέντρωσε όλο το στρατό των Ισραηλιτών, πέρασε τον Ιορδάνη και ήρθε στην Αιλάμ. Οι Σύριοι παρατάχθηκαν απέναντι στο Δαβίδ και άρχισαν την επίθεση. Αλλά οι Ισραηλίτες τους έτρεψαν σε φυγή και ο Δαβίδ σκότωσε απ’ αυτούς εφτακόσιους οδηγούς αμαξών και σαράντα χιλιάδες ιππείς· χτυπήθηκε κι ο Σωβάκ, ο αρχιστράτηγός τους, και πέθανε εκεί. Οι ηγεμόνες που ως τότε ήταν υποτελείς στον Αδαδέζερ, όταν είδαν ότι είχαν όλοι τους νικηθεί από τους Ισραηλίτες, συνθηκολόγησαν κι έγιναν υποτελείς τους. Από τότε, οι Σύριοι δεν τολμούσαν πια να βοηθήσουν τους Αμμωνίτες. Τον επόμενο χρόνο, την εποχή που οι βασιλιάδες συνηθίζουν να κάνουν τις εκστρατείες τους, έστειλε ο Δαβίδ τον Ιωάβ, επικεφαλής του ισραηλιτικού στρατού, και τους αξιωματούχους του, να πολεμήσουν τους Αμμωνίτες. Λεηλάτησαν τη χώρα τους και πολιόρκησαν την πρωτεύουσα Ραββάθ, ενώ ο Δαβίδ είχε παραμείνει στην Ιερουσαλήμ. Ένα βράδυ, ο Δαβίδ σηκώθηκε από το κρεβάτι του και περπατούσε στο δώμα του ανακτόρου του. Από κει είδε μια πολύ ωραία γυναίκα που έπαιρνε το λουτρό της. Αμέσως έστειλε και ζήτησε πληροφορίες για τη γυναίκα. «Αυτή είναι η Βηρσαβεέ», του είπαν, «κόρη του Ελιάμ και γυναίκα του Ουρία του Χετταίου». Ο Δαβίδ τότε έστειλε τους ανθρώπους του και την κάλεσε στην κατοικία του. Εκείνη πήγε κι αυτός πλάγιασε μαζί της· έπειτα εκείνη γύρισε στο σπίτι της. Ήταν μόλις που είχε καθαριστεί από τα έμμηνά της. Η Βηρσαβεέ έμεινε έγκυος κι έστειλε ειδοποίηση στο Δαβίδ: «Είμαι έγκυος», του είπε. Τότε εκείνος διέταξε τον Ιωάβ να του στείλει τον Ουρία το Χετταίο. Πράγματι, ο Ιωάβ τον έστειλε στο Δαβίδ. Όταν παρουσιάστηκε ο Ουρίας, ο Δαβίδ τον ρώτησε για τον Ιωάβ, για το στρατό και για τον πόλεμο. Έπειτα του είπε: «Πάρε μια μικρή άδεια και πήγαινε στο σπίτι σου». Και μάλιστα, μόλις ο Ουρίας βγήκε από το ανάκτορο, ο βασιλιάς τού έστειλε ένα δώρο. Ο Ουρίας όμως δεν κοιμήθηκε στο σπίτι του, αλλά στην πύλη του ανακτόρου, μαζί με τη βασιλική φρουρά. Όταν έφεραν στο Δαβίδ την είδηση ότι ο Ουρίας δεν πήγε στο σπίτι του, ο Δαβίδ τον κάλεσε και του είπε: «Από μακρινό ταξίδι δεν έρχεσαι; Γιατί δεν πήγες στο σπίτι σου;» Ο Ουρίας του απάντησε: «Η κιβωτός και οι άντρες του Ισραήλ και του Ιούδα μένουν σε σκηνές, ο κύριός μου ο Ιωάβ και οι αξιωματούχοι του κυρίου μου έχουν στρατοπεδεύσει στο ύπαιθρο κι εγώ θα πάω στο σπίτι μου; Ορκίζομαι στον αληθινό Θεό και στη ζωή σου, δε θα κάνω ποτέ τέτοιο πράγμα!» Τότε ο Δαβίδ είπε στον Ουρία: «Μείνε εδώ και σήμερα· αύριο θα σε αφήσω να φύγεις». Έτσι ο Ουρίας έμεινε στην Ιερουσαλήμ εκείνη την ημέρα και την επομένη. Ο βασιλιάς τον κάλεσε να φάει και να πιει μαζί του και τον μέθυσε· το βράδυ ο Ουρίας δεν πήγε σπίτι του, αλλά βγήκε να κοιμηθεί στο κρεβάτι του με τη βασιλική φρουρά. Το πρωί έγραψε ο Δαβίδ ένα γράμμα στον Ιωάβ και το έστειλε με τον Ουρία. Στο γράμμα έγραφε: «Βάλε τον Ουρία στην πρώτη γραμμή της σκληρότερης μάχης, κι έπειτα τραβηχτείτε από κοντά του για να τον χτυπήσει ο εχθρός και να σκοτωθεί». Ο Ιωάβ, παρατήρησε προσεκτικά την πολιορκημένη πόλη και τοποθέτησε τον Ουρία απέναντι σ’ ένα σημείο, που ήξερε ότι το υπερασπίζονταν οι πιο αξιόμαχοι άντρες του εχθρού. Σε μια τους έξοδο, οι άντρες της πόλης πολέμησαν το στρατό του Ιωάβ κι έπεσαν μερικοί από τους άντρες κι από τους αξιωματούχους του Δαβίδ. Τότε σκοτώθηκε κι ο Ουρίας ο Χετταίος. Ο Ιωάβ έστειλε στο Δαβίδ αναφορά, για τα γεγονότα της μάχης. Στον αγγελιοφόρο έδωσε αυτή την οδηγία: «Αφού τελειώσεις την εξιστόρηση όλων των γεγονότων της μάχης στο βασιλιά, αυτός μπορεί να οργιστεί και να σου πει: “γιατί πλησιάσατε στην πόλη να πολεμήσετε; Δεν ξέρατε ότι θα έριχναν βέλη από το τείχος; Ποιος σκότωσε τον Αβιμέλεχ, γιο του Ιερουβέσεθ; Μια γυναίκα δεν του έριξε πάνω του μια μυλόπετρα, ψηλά από το τείχος και σκοτώθηκε στη Θαιβαίς; Γιατί πλησιάσατε το τείχος;” Εσύ τότε θα του πεις: “σκοτώθηκε και ο αξιωματικός σου, ο Ουρίας ο Χετταίος”». Έφυγε λοιπόν ο αγγελιοφόρος και πήγε στο Δαβίδ και του ανέφερε όλα όσα τον είχε διατάξει ο Ιωάβ να πει. Είπε, λοιπόν, στο Δαβίδ: «Οι άντρες της πόλης ήταν ισχυρότεροι από μας. Σε μια τους έξοδο μας επιτεθήκαν στους αγρούς· εμείς όμως τους απωθήσαμε ως την είσοδο της πόλης. Αλλά οι τοξότες τόξευαν τους αξιωματικούς σου από το τείχος και σκοτώθηκαν μερικοί απ’ αυτούς· ανάμεσά τους ήταν κι ο Ουρίας ο Χετταίος». Τότε ο Δαβίδ είπε στον αγγελιοφόρο: «Πήγαινε να πεις στον Ιωάβ: “μη σε στενοχωρεί το γεγονός αυτό. Το ξίφος χτυπάει άλλοτε τον ένα κι άλλοτε τον άλλο. Κάνε εντονότερες τις επιθέσεις σου ενάντια στην πόλη και γκρέμισέ την”. Κι εσύ φρόντισε να του δώσεις θάρρος». Η γυναίκα του Ουρία έμαθε ότι σκοτώθηκε ο άντρας της, και κράτησε πένθος γι’ αυτόν. Όταν πέρασε το πένθος, έστειλε ο Δαβίδ και την πήρε στο σπίτι του κι έγινε γυναίκα του και του γέννησε γιο. Αλλά με την πράξη του αυτή ο Δαβίδ δυσαρέστησε τον Κύριο. Μετά απ’ αυτά τα γεγονότα, ο Κύριος έστειλε στο Δαβίδ τον προφήτη Νάθαν. Ο Νάθαν παρουσιάστηκε στο βασιλιά και του είπε: «Σε μια πόλη ζούσαν δυο άνθρωποι, ένας πλούσιος κι ένας φτωχός. Ο πλούσιος είχε πάρα πολλά πρόβατα και βόδια, ενώ ο φτωχός δεν είχε τίποτα, παρά μια μικρή αμνάδα, κι αυτή την είχε αγοράσει. Την έτρεφε και τη μεγάλωνε στο σπίτι του μαζί με τους γιους του. Από τη μπουκιά του έτρωγε η αμνάδα κι από το ποτήρι του έπινε και στην αγκαλιά του κοιμόταν· την είχε σαν κόρη του. Μια μέρα ήρθε κάποιος να επισκεφθεί τον πλούσιο. Ο πλούσιος όμως λυπήθηκε να πάρει από τα πρόβατά του ή από τα βόδια του και να ετοιμάσει φαγητό στον επισκέπτη του, αλλά πήγε και πήρε την αμνάδα του φτωχού και την ετοίμασε να φάει ο ταξιδιώτης». Ο Δαβίδ θύμωσε πάρα πολύ μ’ εκείνο τον πλούσιο και είπε στο Νάθαν: «Μα τον αληθινό Θεό, ο άνθρωπος που το έκανε αυτό είναι ένοχος θανάτου! Κι επειδή φέρθηκε τόσο απάνθρωπα, θα πρέπει να αντικαταστήσει την αμνάδα με τέσσερις άλλες». Τότε ο Νάθαν είπε στο Δαβίδ: «Εσύ είσαι αυτός ο άνθρωπος! Και να τι λέει ο Κύριος, ο Θεός του Ισραήλ: “εγώ σε έχρισα βασιλιά του Ισραήλ κι εγώ σε έσωσα από την καταδίωξη του Σαούλ. Σου έδωσα στην κατοχή σου την οικογένεια του κυρίου σου, του Σαούλ, κι έβαλα τις γυναίκες του στην αγκαλιά σου· σου έδωσα απόλυτη εξουσία στο λαό τού Ισραήλ και του Ιούδα. Κι αν όλα αυτά σου φαίνονται λίγα, θα μπορούσα να σου δώσω ακόμα περισσότερα. Γιατί, όμως, περιφρόνησες το λόγο μου, κι έπραξες ό,τι με δυσαρεστεί; Δολοφόνησες τον Ουρία το Χετταίο! Τα κανόνισες όλα, ώστε να σκοτωθεί από τους Αμμωνίτες και μετά πήρες τη γυναίκα του για δική σου. Από ’δω και πέρα, λοιπόν, ποτέ δε θα λείψουν οι σκοτωμοί στην οικογένειά σου, γιατί με περιφρόνησες και πήρες τη γυναίκα του Ουρία του Χετταίου, για γυναίκα σου. »Άκου τι έχω ακόμη να σου πω: Θα κάνω ώστε μέσα απ’ την ίδια σου την οικογένεια να προκύψει η δυστυχία σου· θα πάρω τις γυναίκες σου κάτω από τα μάτια σου και θα τις δώσω σε άλλον, που θα πλαγιάσει μαζί τους μέρα μεσημέρι. Εσύ αμάρτησες στα κρυφά, αλλά εγώ θα κάνω να συμβεί αυτό στο φως της μέρας και θα το δει όλος ο Ισραήλ”». Τότε είπε ο Δαβίδ στο Νάθαν: «Αμάρτησα στον Κύριο!» Κι ο Νάθαν του απάντησε: «Ο Κύριος συγχώρησε την αμαρτία σου· δε θα πεθάνεις. Επειδή όμως με την πράξη σου αυτή έδωσες αφορμή στους εχθρούς του Κυρίου να περιφρονήσουν τον Κύριο, γι’ αυτό και το παιδί που γεννήθηκε, εξάπαντος θα πεθάνει». Ύστερα ο Νάθαν γύρισε στο σπίτι του. Ο Κύριος έκανε ν’ αρρωστήσει βαριά το παιδί που γέννησε στο Δαβίδ η γυναίκα τού Ουρία. Ο Δαβίδ παρακαλούσε το Θεό γι’ αυτό το παιδί, νήστευε, κι όταν γύριζε σπίτι του διανυκτέρευε ξαπλωμένος καταγής. Οι σύμβουλοί του τον πλησίαζαν και προσπαθούσαν να τον κάνουν να σηκωθεί από κάτω. Αλλά αυτός δεν ήθελε κι αρνιόταν να φάει ο,τιδήποτε μαζί τους. Την έβδομη μέρα πέθανε το παιδί, αλλά οι αξιωματούχοι του Δαβίδ φοβούνταν να του το ανακοινώσουν. «Όταν ζούσε ακόμα το παιδί, τού μιλούσαμε και δε μας άκουγε», έλεγαν. «Πώς να του πούμε τώρα ότι πέθανε; Μπορεί να κάνει κανένα κακό». Όταν είδε ο Δαβίδ ότι οι αξιωματούχοι του κρυφομιλούσαν, κατάλαβε ότι το παιδί είχε πεθάνει. Τους ρώτησε, λοιπόν: «Πέθανε το παιδί;» Εκείνοι απάντησαν: «Πέθανε». Τότε ο Δαβίδ σηκώθηκε από το έδαφος, πλύθηκε, αλείφτηκε με αρωματικό λάδι, άλλαξε ρούχα και μπήκε στο ναό του Κυρίου και προσκύνησε. Έπειτα γύρισε σπίτι του, ζήτησε να του βάλουν φαγητό και έφαγε. Οι αξιωματούχοι του τον ρώτησαν: «Τι σημαίνει αυτό που κάνεις; Όταν το παιδί ήταν ζωντανό, νήστευες κι έκλαιγες γι’ αυτό. Και τώρα που πέθανε, σηκώνεσαι και τρως!» Ο Δαβίδ απάντησε: «Όταν το παιδί ήταν ακόμα ζωντανό, νήστευα κι έκλαιγα, γιατί σκεφτόμουν, “ποιος ξέρει; Ίσως με λυπηθεί ο Κύριος κι αφήσει το παιδί να ζήσει”. Τώρα που πέθανε, γιατί να νηστεύω; Μπορώ να το ξαναφέρω πίσω στη ζωή; Εγώ θα πάω να το βρω, αλλ’ αυτό δε θα γυρίσει σ’ εμένα». Τότε ο Δαβίδ πήγε στη γυναίκα του τη Βηρσαβεέ, την παρηγόρησε και συνευρέθηκε μαζί της. Εκείνη του γέννησε γιο που ο Δαβίδ τον ονόμασε Σολομώντα. Ο Κύριος αγάπησε το παιδί και το γνωστοποίησε στο Δαβίδ μέσω του προφήτη Νάθαν. Επίσης έδωσε εντολή στο Νάθαν να ονομάσουν για χάρη του το παιδί Ιεδιδία, που σημαίνει «αγαπημένος από τον Κύριο». Στο μεταξύ ο Ιωάβ πολεμούσε εναντίον της Ραββάθ, πρωτεύουσας των Αμμωνιτών, και είχε σχεδόν καταλάβει την περιοχή της πόλης όπου έμενε ο βασιλιάς τους. Ο Ιωάβ έστειλε αγγελιοφόρους να πουν στο Δαβίδ: «Πολέμησα εναντίον της Ραββάθ κι έχω καταλάβει την περιοχή της πόλης όπου βρίσκεται η δεξαμενή του νερού. Τώρα, λοιπόν, μάζεψε τον υπόλοιπο στρατό, έλα να πολιορκήσεις την πόλη και κυρίεψέ την εσύ, για να μην την κυριέψω εγώ κι αποδοθεί σ’ εμένα η δόξα για την κατάκτησή της». Έτσι συγκέντρωσε ο Δαβίδ όλο το στρατό, προχώρησε ως τη Ραββάθ, πολέμησε εναντίον της και την κυρίεψε. Πήρε και το στέμμα από το κεφάλι του θεού Μιλκώμ. Το βάρος του ήταν ένα χρυσό τάλαντο και είχε πάνω του ένα πολύτιμο πετράδι. Το στέμμα το έβαλαν στο κεφάλι του Δαβίδ, ο οποίος πήρε από την πόλη πάρα πολλά λάφυρα. Έβγαλε από την πόλη τους κατοίκους της και τους έβαλε σε καταναγκαστικές εργασίες με πριόνια, με σιδερένιες κοφτερές αξίνες και με σιδερένια τσεκούρια ή να δουλεύουν σε καλούπια για να φτιάχνουν πλίθρες. Το ίδιο έκανε και με όλες τις άλλες πόλεις των Αμμωνιτών. Μετά από αυτά ο Δαβίδ και όλος ο στρατός του γύρισαν στην Ιερουσαλήμ. Στη συνέχεια συνέβησαν τα εξής: «Ο Αβεσσαλώμ, γιος του Δαβίδ, είχε μια ωραία αδερφή, που ονομαζόταν Ταμάρ. Αυτήν την αγάπησε ο ετεροθαλής αδερφός της ο Αμνών, άλλος γιος του Δαβίδ. Ο Αμνών βασανιζόταν τόσο πολύ από τον έρωτά του, που αρρώστησε για την Ταμάρ, γιατί ήταν παρθένα και του ήταν πάρα πολύ δύσκολο να την πλησιάσει. Αλλά ο Αμνών είχε έναν φίλο, τον Ιωναδάβ, γιο του Σαμμά, αδερφού του Δαβίδ. Ο Ιωναδάβ ήταν πολύ πανούργος άνθρωπος. Ρώτησε, λοιπόν, τον Αμνών: «Γιατί κάθε μέρα είσαι τόσο στενοχωρημένος, γιε του βασιλιά; Δε θα μου πεις;» Ο Αμνών του απάντησε: «Αγαπώ την Ταμάρ, αδερφή του αδερφού μου Αβεσσαλώμ». Ο Ιωναδάβ του είπε: «Πέσε στο κρεβάτι και κάνε τον άρρωστο· κι όταν έρθει ο πατέρας σου να σε δει, να του πεις: “θέλω να έρθει η αδερφή μου η Ταμάρ να μου φέρει φαγητό, να το ετοιμάσει μπροστά μου για να το δω και να φάω από τα χέρια της”». Έπεσε, λοιπόν, ο Αμνών στο κρεβάτι κι έκανε τον άρρωστο. Όταν ήρθε ο βασιλιάς να τον δει, του είπε ο Αμνών: «Θέλω να έρθει, σε παρακαλώ, η αδερφή μου η Ταμάρ και να ετοιμάσει μπροστά μου δυο πίτες για να φάω από τα χέρια της». Έτσι ο Δαβίδ ειδοποίησε την Ταμάρ στο ανάκτορο και της είπε: «Πήγαινε στο σπίτι του αδερφού σου, του Αμνών, κι ετοίμασέ του φαγητό». Η Ταμάρ πήγε στο σπίτι του Αμνών, που ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι, πήρε ζυμάρι, το ζύμωσε κι ετοίμασε μπροστά του πίτες και τις έψησε. Ύστερα τις έφερε με το τηγάνι και τις άδειασε μπροστά του. Αλλά ο Αμνών αρνήθηκε να φάει και διάταξε να τους βγάλουν όλους έξω από το δωμάτιο. Όταν βγήκαν όλοι έξω, είπε στην Ταμάρ: «Φέρε το φαγητό στο κρεβάτι μου να με ταΐσεις με το χέρι σου». Εκείνη έφερε στο κρεβάτι του αδερφού της τις πίτες που είχε φτιάξει. Καθώς του τις έδινε για να φάει, εκείνος την έπιασε και της είπε: «Έλα, πλάγιασε μαζί μου, αδερφή μου». Αυτή του απάντησε: «Όχι, αδερφέ μου. Μη με ατιμάσεις! Τέτοιο πράγμα δεν πρέπει να γίνει στο λαό του Ισραήλ. Μην κάνεις αυτή την ανοησία. Πώς θα μπορέσω ν’ αντέξω τέτοια ντροπή! Κι εσύ θα θεωρείσαι άτιμος από όλους τους Ισραηλίτες. Μίλησε καλύτερα στο βασιλιά· ασφαλώς δε θα αρνηθεί να με δώσει σ’ εσένα». Ο Αμνών όμως δεν ήθελε να την ακούσει, και καθώς ήταν δυνατότερος απ’ αυτήν, την υποχρέωσε να πλαγιάσει μαζί του και τη βίασε. Μετά ο Αμνών τη μίσησε τρομερά. Τόσο, που το μίσος του γι’ αυτήν ήταν μεγαλύτερο από τον έρωτά του. Της λέει, λοιπόν, «Σήκω και φύγε». «Όχι, αδερφέ μου», του απάντησε εκείνη. «Μη με διώχνεις. Το κακό αυτό θα είναι μεγαλύτερο από το άλλο που μου ’κανες». Εκείνος όμως δεν άκουγε τίποτα. Φώναξε το νεαρό υπηρέτη του και τον διάταξε: «Πάρ’ την από μπροστά μου· βγάλ’ την έξω κι αμπάρωσε και την πόρτα». Ο υπηρέτης την έβγαλε έξω κι αμπάρωσε την πόρτα. Η Ταμάρ φορούσε χιτώνα με μανίκια, που έφτανε ως τα πόδια. Έτσι ντύνονταν οι παρθένες κόρες του βασιλιά, από την παλιά εποχή. Έβαλε, λοιπόν, στάχτη στο κεφάλι της κι έσκισε το μακρύ χιτώνα που φορούσε, με τα μανίκια· έβαλε τα χέρια πάνω στο κεφάλι της και προχωρούσε φωνάζοντας. Ο αδερφός της ο Αβεσσαλώμ τη ρώτησε: «Μήπως σε βίασε ο αδερφός σου ο Αμνών; Έλα τώρα, αδερφή μου, σώπα· αδερφός σου, είναι, μην το παίρνεις κατάκαρδα». Έτσι η Ταμάρ έμεινε στο σπίτι του Αβεσσαλώμ, ως χήρα. Όταν ο βασιλιάς Δαβίδ πληροφορήθηκε τα καθέκαστα, θύμωσε πάρα πολύ. Ο Αβεσσαλώμ, εξάλλου, δε μιλούσε καθόλου στον Αμνών –τόσο πολύ τον μισούσε που είχε ατιμάσει την αδερφή του την Ταμάρ. Μετά από δύο χρόνια, ο Αβεσσαλώμ είχε κουρευτές προβάτων στο σπίτι του στη Βάαλ-Χασώρ, κοντά στην περιοχή της φυλής Εφραΐμ και προσκάλεσε όλους τους γιους του βασιλιά. Ο Αβεσσαλώμ παρουσιάστηκε στο βασιλιά και του είπε: «Ο δούλος σου έχω κουρευτές προβάτων. Ας έρθει, σε παρακαλώ, ο βασιλιάς και οι αξιωματούχοι του στο σπίτι μου». Ο βασιλιάς απάντησε στον Αβεσσαλώμ: «Όχι, γιε μου, ας μην έρθουμε τώρα όλοι μας, για να μη σε επιβαρύνουμε». Ο Αβεσσαλώμ τον πίεζε, αλλά εκείνος δε θέλησε να πάει, και του ευχήθηκε καλό κατευόδιο. Τότε ο Αβεσσαλώμ του είπε: «Αν είν’ έτσι, τότε ας έρθει μαζί μας ο αδερφός μου ο Αμνών». Ο βασιλιάς τον ρώτησε: «Γιατί να έρθει μαζί σου ο Αμνών;» Ο Αβεσσαλώμ όμως τον πίεσε ξανά κι εκείνος έδωσε την άδεια να πάει μαζί του ο Αμνών και όλοι οι άλλοι γιοι του βασιλιά. Τότε ο Αβεσσαλώμ έδωσε στους ανθρώπους του διαταγή: «Προσέξτε», τους είπε· «όταν ο Αμνών έρθει στο κέφι από το κρασί και σας πω, “χτυπήστε τον”, τότε θα τον σκοτώσετε. Μη φοβηθείτε. Εγώ δε διατάζω; Πάρτε, λοιπόν, θάρρος και φανείτε γενναίοι». Οι υπηρέτες του Αβεσσαλώμ έκαναν στον Αμνών, ό,τι τους είχε διατάξει ο κύριός τους. Τότε σηκώθηκαν όλοι οι γιοι του βασιλιά, ανέβηκαν ο καθένας στο μουλάρι του κι έφυγαν. Ενώ αυτοί ήταν ακόμα στο δρόμο, έφτασε η είδηση στο Δαβίδ, ότι ο Αβεσσαλώμ σκότωσε όλους τους γιους του βασιλιά και δεν έμεινε κανένας ζωντανός. Ο βασιλιάς σηκώθηκε έσκισε τα ρούχα του και έπεσε καταγής. Όλοι οι υπηρέτες γύρω του έσκισαν κι αυτοί τα ρούχα τους. Στο μεταξύ ο Αβεσσαλώμ είχε φύγει. Κάποια στιγμή ο φρουρός στρατιώτης σήκωσε τα μάτια του και είδε ένα πλήθος ανθρώπων που έρχονταν από το δρόμο της Βαιθ-Χωρών, από την πλαγιά του βουνού. Ο Ιωναδάβ είπε στο Δαβίδ: «Να οι γιοι του βασιλιά, έρχονται. Όσα σου είπε ο δούλος σου επαληθεύονται». Μόλις τέλειωσε τα λόγια του, έφτασαν οι γιοι του βασιλιά και ξέσπασαν σε δυνατό κλάμα. Ακόμα κι ο ίδιος ο βασιλιάς κι όλοι οι αξιωματούχοι του έκλαιγαν γοερά. Όταν παρηγορήθηκε από το θάνατο του Αμνών, επιθύμησε να πάει να δει τον Αβεσσαλώμ. Ο Ιωάβ, γιος της Σερουΐας, κατάλαβε ότι ο νους του βασιλιά δεν έφευγε από τον Αβεσσαλώμ. Έτσι έστειλε κι έφερε από την Τεκωά μια έξυπνη γυναίκα και της είπε: «Κάνε ότι πενθείς· φόρεσε πένθιμα ρούχα, μην αλειφτείς με αρωματικό λάδι και προσποιήσου τη γυναίκα που πενθεί από καιρό έναν νεκρό. Πήγαινε στο βασιλιά και πες του αυτά που θα σου πω». Κι ο Ιωάβ της είπε τι να πει. Η γυναίκα ήρθε στο βασιλιά, έσκυψε το πρόσωπό της στη γη, προσκύνησε και είπε: «Βοήθησέ με, βασιλιά». Ο βασιλιάς τη ρώτησε: «Τι σου συμβαίνει;» Εκείνη απάντησε: «Αλίμονο, είμαι χήρα! Ο άντρας μου έχει πεθάνει. Εγώ, η δούλη σου, είχα δύο γιους. Κάποια μέρα φιλονίκησαν μεταξύ τους στο χωράφι αλλά δεν ήταν εκεί κανείς να τους χωρίσει· έτσι ο ένας χτύπησε τον άλλο και τον σκότωσε. Τότε ξεσηκώθηκαν όλοι οι συγγενείς ενάντια σ’ εμένα, τη δούλη σου, και απαιτούσαν να τους παραδώσω το φονιά για να τον σκοτώσουν και να πάρουν εκδίκηση για το θάνατο του αδερφού του. Αλλά έτσι εγώ μένω χωρίς γιο και χωρίς κληρονόμο. Προσπαθούν να σβήσουν και την τελευταία ελπίδα που μου απέμεινε, και να μην αφήσουν στον άντρα μου έναν απόγονο με τ’ όνομά του στη χώρα». Ο βασιλιάς απάντησε στη γυναίκα: «Πήγαινε στο σπίτι σου κι εγώ θα δώσω διαταγή σχετικά με την υπόθεσή σου». Η γυναίκα της Τεκωά είπε στο βασιλιά: «Κύριέ μου, βασιλιά, ό,τι και να κάνεις, εγώ κι η οικογένεια του πατέρα μου θα υποστούμε τις συνέπειες, πάνω μας θα πέσει η τιμωρία. Εσύ κι ο θρόνος σου δε θα ’χουν τίποτε να φοβηθούν». «Αν κάποιος μιλήσει εναντίον σου», είπε ο βασιλιάς, «φέρε μού τον εδώ και δε θα σε ξαναπειράξει». «Δώσε μου λοιπόν υπόσχεση, βασιλιά», είπε εκείνη, «στο όνομα του Κυρίου του Θεού σου, ότι δε θ’ αφήσεις τον εκδικητή του φόνου που διέπραξε ο γιος μου να κάνει μεγαλύτερο κακό, σκοτώνοντας και τον άλλο μου το γιο». Τότε ο βασιλιάς τής ορκίστηκε: «Μα τον αληθινό Θεό, ούτε μία τρίχα από το κεφάλι του γιου σου δε θα πειραχτεί». Η γυναίκα είπε πάλι: «Ας πω, σε παρακαλώ, εγώ η δούλη σου στον κύριό μου, το βασιλιά, ένα λόγο ακόμα». «Μίλησε», της είπε ο βασιλιάς. Τότε η γυναίκα είπε: «Γιατί, λοιπόν, σχεδιάζεις μια παρόμοια ενέργεια ενάντια στο λαό του Θεού; Όπως μίλησες, βασιλιά, αποδεικνύεσαι ένοχος, αφού δεν φέρνεις πίσω τον Αβεσσαλώμ, που τον κρατάς εξόριστο. Όλοι μας, βέβαια, θα πεθάνουμε μια μέρα· θα γίνουμε σαν το νερό που χύνεται στη γη και κανένας δεν μπορεί να το ξαναμαζέψει. Ούτε ο Θεός φέρνει πίσω τους νεκρούς. Αλλά ένας βασιλιάς μπορεί να βρει τρόπο να φέρει πίσω απ’ την εξορία έναν εξόριστο. Τώρα αν ήρθα να τα πω όλα αυτά σ’ εσένα, κύριέ μου, βασιλιά, είναι γιατί με φόβισε ο λαός. Σκέφτηκα, η δούλη σου, να σου μιλήσω· ίσως εκπληρώσεις την παράκλησή μου. Εσύ, βασιλιά, ασφαλώς θ’ ακούσεις και θα γλιτώσεις τη δούλη σου από έναν άνθρωπο που ζητάει να εξοντώσει εμένα και τον γιο μου, από το λαό αυτό, που ανήκει στο Θεό. Λοιπόν, η δούλη σου, σκέφτηκα ότι ο λόγος σου, κύριέ μου βασιλιά, θα ειρηνεύσει τα πράγματα, γιατί, εσύ είσαι σαν ένας άγγελος του Θεού: ξέρεις να διακρίνεις το καλό από το κακό. Ο Κύριος, ο Θεός σου, ας είναι μαζί σου». Τότε ο βασιλιάς είπε στη γυναίκα: «Θα σε ρωτήσω κάτι και μη μου κρύψεις τίποτα». Η γυναίκα απάντησε: «Ας μιλήσει ο κύριός μου, ο βασιλιάς». «Ο Ιωάβ δε σ’ έβαλε να μου τα πεις όλα αυτά;» ρώτησε ο βασιλιάς. Η γυναίκα αποκρίθηκε: «Ο κύριός μου, ο βασιλιάς, δεν έπεσε καθόλου έξω. Και βέβαια ο δούλος σου ο Ιωάβ με διέταξε να σου τα πω όλα αυτά. Και το ’κανε αυτό για να δώσει άλλη τροπή στην υπόθεση. Αλλά εσύ, κύριέ μου είσαι σοφός σαν άγγελος του Θεού, και μπορείς να καταλαβαίνεις όλα όσα συμβαίνουν στη γη». Ο βασιλιάς είπε στον Ιωάβ: «Ορίστε, λοιπόν, η υπόθεση τακτοποιήθηκε όπως ήθελες: Πήγαινε και φέρε πίσω τον νεαρό Αβεσσαλώμ». Τότε ο Ιωάβ έπεσε με το πρόσωπο στη γη, προσκύνησε κι ευχαρίστησε το βασιλιά μ’ αυτά τα λόγια: «Σήμερα εγώ ο δούλος σου κατάλαβα ότι έχω την εύνοιά σου, κύριέ μου βασιλιά, αφού εκπλήρωσες την παράκληση του δούλου σου». Μετά σηκώθηκε και πήγε στη Γεσούρ κι έφερε από ’κει τον Αβεσσαλώμ στην Ιερουσαλήμ. Ο βασιλιάς είπε: «Ας γυρίσει στο σπίτι του. Αλλά εμένα δε θα με δει». Έτσι ο Αβεσσαλώμ γύρισε στο σπίτι του, χωρίς να δει το βασιλιά. Σ’ όλον τον Ισραήλ δεν υπήρχε σαν τον Αβεσσαλώμ άνθρωπος που να εγκωμιάζεται τόσο πολύ για την ομορφιά του. Από τα νύχια ως την κορυφή δεν είχε κανένα ψεγάδι. Στο τέλος κάθε χρόνου κούρευε το κεφάλι του, γιατί τον βάραιναν τα μαλλιά του. Τα ζύγιζαν και ήταν διακόσιοι σίκλοι, με βάση το κανονικό βασιλικό ζύγι. Ο Αβεσσαλώμ απέκτησε τρεις γιους και μία κόρη, που ονομαζόταν Ταμάρ και ήταν πολύ ωραία γυναίκα. Ο Αβεσσαλώμ έμεινε στην Ιερουσαλήμ δύο ολόκληρα χρόνια χωρίς να δει το βασιλιά. Μια μέρα κάλεσε τον Ιωάβ να τον στείλει στο βασιλιά, αλλά ο Ιωάβ δε θέλησε να ’ρθει στον Αβεσσαλώμ. Τον κάλεσε και δεύτερη φορά, αλλά και πάλι δε θέλησε να ’ρθει. Τότε διάταξε τους υπηρέτες του: «Το χωράφι του Ιωάβ είναι κοντά στο δικό μου κι είναι σπαρμένο κριθάρι. Πηγαίνετε και βάλτε του φωτιά». Έτσι οι υπηρέτες του Αβεσσαλώμ έβαλαν φωτιά στο χωράφι του Ιωάβ. Τότε ο Ιωάβ πήγε στο σπίτι του Αβεσσαλώμ και του ζήτησε το λόγο: «Γιατί οι υπηρέτες σου έβαλαν φωτιά στο χωράφι μου;» Ο Αβεσσαλώμ του απάντησε: «Επειδή σου ζήτησα να ’ρθεις εδώ και δεν ήρθες. Ήθελα να σε στείλω στο βασιλιά, να του πεις εκ μέρους μου: “γιατί μ’ έφερες από τη Γεσούρ; Ήταν προτιμότερο για μένα να είχα μείνει εκεί”. Τώρα, λοιπόν, θέλω να γίνω δεκτός από το βασιλιά. Και αν είμαι ένοχος, ας με σκοτώσει». Ο Ιωάβ παρουσιάστηκε στο βασιλιά και του ανέφερε τα καθέκαστα. Ο βασιλιάς κάλεσε τον Αβεσσαλώμ κι εκείνος παρουσιάστηκε μπροστά του κι έπεσε με το πρόσωπο στη γη και τον προσκύνησε. Κι ο βασιλιάς φίλησε τον Αβεσσαλώμ. Μετά απ’ αυτά τα γεγονότα, ο Αβεσσαλώμ προμηθεύτηκε μια άμαξα και άλογα, κι έβαλε πενήντα άντρες να τρέχουν μπροστά από την άμαξά του. Σηκωνόταν το πρωί και στεκόταν στο πλάι του δρόμου που οδηγούσε στην πύλη. Κάθε φορά που ερχόταν στο βασιλιά για κρίση κάποιος που είχε μια διαφορά, ο Αβεσσαλώμ τον καλούσε και τον ρωτούσε: «Από ποια πόλη έρχεσαι;» Εκείνος του απαντούσε: «Ο δούλος σου είμαι από την τάδε φυλή του Ισραήλ». Τότε ο Αβεσσαλώμ τού έλεγε: «Η υπόθεσή σου είναι σωστή και δίκαιη, αλλά κανείς δεν πρόκειται να σε ακούσει εκ μέρους του βασιλιά! Αχ, και να με διόριζαν κριτή σ’ αυτήν τη χώρα! Όλοι όσοι θα είχαν διαφορές ή εκκρεμείς δίκες θα έρχονταν σ’ εμένα κι εγώ θα τους έδινα το δίκιο τους!» Κι αν κανείς τον πλησίαζε για να τον προσκυνήσει, εκείνος άπλωνε το χέρι του, τον έπιανε και τον φιλούσε. Αυτά έκανε ο Αβεσσαλώμ σ’ όλους όσοι πήγαιναν στο βασιλιά για να εκδικάσουν κάποια υπόθεσή τους. Έτσι κέρδιζε τις καρδιές των Ισραηλιτών. Αφού πέρασαν τέσσερα χρόνια είπε ο Αβεσσαλώμ στο βασιλιά: «Επίτρεψέ μου να πάω στη Χεβρών να εκπληρώσω ένα τάμα που έχω κάνει στον Κύριο. Τον καιρό που ο δούλος σου έμενα στην Γεσούρ, στη Συρία, έκανα τάμα: Αν πράγματι με επαναφέρει ο Κύριος στην Ιερουσαλήμ, τότε θα του προσφέρω θυσίες στη Χεβρών». Ο βασιλιάς τού είπε: «Πήγαινε στο καλό». Έτσι ο Αβεσσαλώμ κίνησε και πήγε στη Χεβρών. Από ’κει ο Αβεσσαλώμ έστειλε κρυφά ανθρώπους του σ’ όλες τις φυλές του Ισραήλ και διέδιδε: «Όταν θ’ ακούσετε τον ήχο της σάλπιγγας, θα φωνάξετε: “ο Αβεσσαλώμ έγινε βασιλιάς στη Χεβρών!”» Μαζί με τον Αβεσσαλώμ είχαν πάει και διακόσιοι άντρες από την Ιερουσαλήμ, καλεσμένοι του. Αυτοί όμως ήταν ανυποψίαστοι· δεν ήξεραν τίποτα. Ενώ πρόσφερε τις θυσίες, έστειλε στη Γιλών να καλέσουν τον Αχιτόφελ το Γιλωνίτη, σύμβουλο του Δαβίδ. Έτσι η συνωμοσία απέκτησε ισχύ και ο λαός που ακολουθούσε τον Αβεσσαλώμ, γινόταν ολοένα και περισσότερος. Ένας αγγελιοφόρος ήρθε στο Δαβίδ και του είπε: «Οι Ισραηλίτες είναι με το μέρος του Αβεσσαλώμ». Τότε ο Δαβίδ είπε στους αξιωματούχους του, που ήταν μαζί του στην Ιερουσαλήμ: «Σηκωθείτε να φύγουμε, γιατί διαφορετικά δε θα μπορέσουμε να σωθούμε από τον Αβεσσαλώμ. Τρέξτε να γλιτώσουμε! Αυτός δεν θ’ αργήσει να μας προφτάσει· θα μας ρίξει στη δυστυχία και θα κατασφάξει τους κατοίκους της πόλης». Οι αξιωματούχοι του τού είπαν: «Οι δούλοι σου είμαστε έτοιμοι να κάνουμε ό,τι αποφασίσει ο κύριός μας ο βασιλιάς». Έτσι βγήκε ο βασιλιάς πεζός και τον ακολουθούσε όλη η οικογένειά του. Άφησε μόνο δέκα παλλακίδες να φυλάνε το ανάκτορο. Ο βασιλιάς και όλοι όσοι τον ακολουθούσαν βγήκαν από την πόλη και στάθμευσαν στο τελευταίο σπίτι. Όλοι οι αξιωματούχοι του Δαβίδ παρήλασαν μπροστά του: οι Χερεθαίοι και οι Φελεθαίοι σωματοφύλακές του και μετά οι εξακόσιοι Γαθίτες στρατιώτες, που τον είχαν ακολουθήσει από τη Γαθ. Ο βασιλιάς σταμάτησε τον Ιτταΐ, τον αρχηγό τους, και τον ρώτησε: «Εσύ γιατί έρχεσαι μαζί μας; Γύρνα στην πόλη και μείνε κοντά στον καινούριο βασιλιά· γιατί εσύ είσαι ξένος για μας, εξόριστος από τον τόπο σου. Μόλις χθες ήρθες και σήμερα θέλεις να σε πάρω μαζί μας; Εγώ δεν ξέρω πού πρόκειται να πάω. Γύρνα πίσω και πάρε και τους συμπατριώτες σου μαζί σου. Είθε ο Κύριος να σου δείξει την εύνοια και την πιστότητά του». Ο Ιτταΐ όμως απάντησε στο βασιλιά: «Μα τον αληθινό Θεό και μα τη ζωή του κυρίου μου, του βασιλιά, όπου κι αν βρίσκεσαι, κύριέ μου βασιλιά, εκεί θα βρίσκομαι κι ο δούλος σου είτε ζωντανός είτε νεκρός». Τότε ο Δαβίδ του είπε: «Καλά, προχώρα». Έτσι πέρασε ο Ιτταΐ, ο Γαθίτης, και μαζί του όλοι οι στρατιώτες του με τις οικογένειές τους. Όλος ο κόσμος έκλαιγε με δυνατούς λυγμούς, καθώς περνούσαν μπροστά από το Δαβίδ αυτοί που θα τον ακολουθούσαν. Ο βασιλιάς και οι άντρες του πέρασαν το χείμαρρο των Κέδρων προς την κατεύθυνση της ερήμου. Εκεί ήταν κι ο ιερέας Σαδώκ μαζί με τους Λευίτες που βάσταζαν την κιβωτό της διαθήκης του Θεού. Απόθεσαν κάτω την κιβωτό κι ο Αβιάθαρ πρόσφερε θυσίες ωσότου πέρασαν όλοι όσοι είχαν βγει από την πόλη. Τότε είπε ο βασιλιάς στο Σαδώκ: «Πήγαινε πίσω την κιβωτό του Θεού, στην πόλη. Αν με ευνοήσει ο Κύριος, θα με ξαναφέρει εδώ και θα με αξιώσει να δω πάλι την κιβωτό και το κατοικητήριό του. Αν όμως αποφασίσει ν’ αποσύρει την εύνοιά του από μένα, τότε εγώ είμαι στη διάθεσή του· ας με κάνει ό,τι θέλει». Επίσης είπε ο βασιλιάς στο Σαδώκ: «Προσέξτε. Γυρίστε ήσυχα στην πόλη, εσύ κι ο γιος σου ο Αχιμάας, καθώς κι ο Ιωνάθαν, γιος του Αβιάθαρ. Εγώ θα παραμείνω στις στέπες της ερήμου ωσότου πάρω είδηση από σας». Έτσι ο Σαδώκ και ο Αβιάθαρ ξανάφεραν την κιβωτό του Θεού στην Ιερουσαλήμ και έμειναν εκεί. Ο Δαβίδ είχε πάρει την ανωφέρεια του όρους των Ελαιών. Βάδιζε ξυπόλητος με σκεπασμένο το κεφάλι κι έκλαιγε. Κι όλοι όσοι ήταν μαζί του είχαν σκεπασμένο το κεφάλι κι ανέβαιναν την ανηφόρα κλαίγοντας. Έφεραν τότε στο Δαβίδ την είδηση ότι ο Αχιτόφελ ήταν ανάμεσα στους συνωμότες με τον Αβεσσαλώμ. Τότε είπε ο Δαβίδ: «Κύριε, σε παρακαλώ, κάνε να φανούν ανόητες οι συμβουλές του Αχιτόφελ». Όταν έφτασε ο Δαβίδ στην κορυφή του λόφου, εκεί που προσκυνούσαν το Θεό, είδε να έρχεται προς το μέρος του ο Χουσαΐ, ο Αρχίτης, με σχισμένα τα ρούχα του και με χώμα στο κεφάλι. Ο Δαβίδ του είπε: «Αν έρθεις μαζί μου, θα μου είσαι βάρος. Αν όμως γυρίσεις στην πόλη και πεις στο βασιλιά Αβεσσαλώμ, ότι δήθεν θα είσαι δούλος του, όπως ήσουν και πρωτύτερα δούλος στον πατέρα του, τότε θα μπορέσεις να ματαιώσεις για χάρη μου τις συμβουλές του Αχιτόφελ. Επιπλέον θα βοηθάς το Σαδώκ και τον Αβιάθαρ, τους ιερείς. Ο,τιδήποτε ακούς από το ανάκτορο του βασιλιά, θα το μεταφέρεις σ’ αυτούς. Μαζί τους έχουν τους δύο γιους τους: ο Σαδώκ τον Αχιμάας κι ο Αβιάθαρ τον Ιωνάθαν. Μ’ αυτούς θα μου στέλνετε ό,τι πέφτει στην αντίληψή σας». Ο Χουσαΐ, σύμβουλος του Δαβίδ, έμπαινε στην Ιερουσαλήμ την ώρα που έφτανε εκεί κι ο Αβεσσαλώμ. Μόλις ο Δαβίδ είχε περάσει λίγο την κορυφή του λόφου, τον συνάντησε ο Σιβά, υπηρέτης του Μεμφιβοσθέ. Οδηγούσε δυο γαϊδούρια σαμαρωμένα και πάνω τους διακόσια ψωμιά, εκατό τσαμπιά ξερές σταφίδες, εκατό φρούτα της εποχής και ένα ασκί κρασί. Ο βασιλιάς τον ρώτησε: «Τι τα θέλεις αυτά;» Ο Σιβά απάντησε: «Τα γαϊδούρια είναι για ν’ ανεβαίνει η οικογένειά σου, βασιλιά, το ψωμί και τα φρούτα για να τρώνε οι άντρες σου και το κρασί για να πίνουν όσοι εξαντλούνται στην έρημο». «Πού είναι ο Μεμφιβοσθέ, ο εγγονός του κυρίου σου του Σαούλ;» ρώτησε ο βασιλιάς. Ο Σιβά απάντησε: «Έμεινε στην Ιερουσαλήμ, γιατί πιστεύει ότι σήμερα οι Ισραηλίτες θα του αποδώσουν τη βασιλεία του παππού του». Τότε ο βασιλιάς τού αποκρίθηκε: «Όλα όσα ανήκουν στο Μεμφιβοσθέ είναι τώρα δικά σου». Κι ο Σιβά φώναξε: «Προσκυνώ· μακάρι να έχω πάντα την εύνοιά σου, κύριέ μου, βασιλιά!» Όταν ο βασιλιάς Δαβίδ πλησίαζε στη Βαχουρίμ, έβγαινε από την πόλη ένας που ονομαζόταν Σιμεΐ, γιος του Γηρά· προερχόταν από τη συγγένεια όπου ανήκε και η οικογένεια του Σαούλ. Αυτός άρχισε να καταριέται το Δαβίδ και να του ρίχνει πέτρες, καθώς και σ’ όλους τους αξιωματούχους του, μολονότι ο βασιλιάς περιστοιχιζόταν από το στρατό και τους σωματοφύλακές του. «Φύγε! Φύγε φονιά, κακούργε!» φώναζε, και ξεστόμιζε κατάρες: «Ο Κύριος σε τιμωρεί για τους φόνους που έκανες στην οικογένεια του Σαούλ, που του πήρες το θρόνο! Ο Κύριος παρέδωσε τη βασιλεία στον Αβεσσαλώμ, το γιο σου. Κι εσύ μένεις με την κακία σου, γιατί είσαι φονιάς». Τότε ο Αβισάι, γιος της Σερουΐας, είπε στο βασιλιά: «Γιατί αυτό το ψοφόσκυλο να βρίζει τον κύριό μου, το βασιλιά; Άσε με, σε παρακαλώ, να πάω να του πάρω το κεφάλι». Ο βασιλιάς, όμως, είπε στον Αβισάι και στον αδερφό του τον Ιωάβ: «Τι δουλειά έχετε εσείς μ’ εμένα, γιοι της Σερουΐας; Αν αυτός με καταριέται επειδή ο Κύριος του είπε να καταραστεί το Δαβίδ, ποιος μπορεί να του ζητήσει το λόγο;» Και πρόσθεσε απευθυνόμενος στον Αβισάι και στους αξιωματούχους του: «Αφού ο γιος μου, το σπλάχνο μου, ζητάει το θάνατό μου, γιατί όχι κι αυτός ο Βενιαμινίτης; Αφήστε τον να βρίζει· ο Κύριος τον διέταξε. Ίσως ο Κύριος δει τη θλίψη μου και μετατρέψει σε ευλογία τη σημερινή κατάρα του Σιμεΐ». Έτσι ο Δαβίδ και οι άντρες του συνέχισαν το δρόμο τους, ενώ ο Σιμεΐ βάδιζε στην πλαγιά του βουνού δίπλα τους, ξεστομίζοντας κατάρες και πετώντας πέτρες και χώμα. Ο βασιλιάς κι ο λαός που τον ακολουθούσε έφτασαν στον Ιορδάνη εξαντλημένοι κι εκεί ξεκουράστηκαν. Ο Αβεσσαλώμ και όλοι οι Ισραηλίτες που ήταν μαζί του ήρθαν στην Ιερουσαλήμ· μαζί τους ήταν και ο Αχιτόφελ. Μόλις ο Χουσαΐ ο Αρχίτης, ο φίλος του Δαβίδ, έφτασε στον Αβεσσαλώμ, του φώναξε: «Ζήτω ο βασιλιάς, ζήτω ο βασιλιάς!» Τότε ο Αβεσσαλώμ του είπε: «Αυτή είναι η αγάπη σου για το φίλο σου; Πώς δεν πήγες με το φίλο σου;» Ο Χουσαΐ απάντησε: «Όχι! Εγώ ανήκω σ’ εκείνον που διάλεξε ο Κύριος και που μαζί του είναι όλος ο λαός Ισραήλ· μαζί σου, λοιπόν, θα μείνω. Έπειτα, ποιον θα υπηρετώ εγώ; Δεν θα υπηρετώ το γιο του κυρίου μου; Όπως υπηρέτησα τον πατέρα σου, έτσι θα υπηρετήσω κι εσένα». Τότε ο Αβεσσαλώμ είπε στον Αχιτόφελ: «Σκεφτείτε τώρα τι να κάνουμε». Ο Αχιτόφελ του απάντησε: «Να πας να πλαγιάσεις με τις παλλακίδες του πατέρα σου, που τις άφησε να φυλάνε το ανάκτορο. Έτσι όλοι οι Ισραηλίτες θα μάθουν ότι προκάλεσες την εχθρότητα του πατέρα σου, κι όσοι είναι μαζί σου θα πάρουν θάρρος». Έστησαν, λοιπόν, μια σκηνή πάνω στο δώμα των ανακτόρων και πήγε ο Αβεσσαλώμ μπροστά σ’ όλους και πλάγιασε με τις παλλακίδες του πατέρα του. Εκείνο τον καιρό οι συμβουλές που έδινε ο Αχιτόφελ λογαριάζονταν σαν να ήταν λόγος Θεού. Έτσι τις θεωρούσαν τόσο ο Δαβίδ όσο κι ο Αβεσσαλώμ. Μετά ο Αχιτόφελ είπε στον Αβεσσαλώμ: «Άφησέ με να διαλέξω δώδεκα χιλιάδες άντρες και να πάω να καταδιώξω το Δαβίδ απόψε κιόλας. Θα του επιτεθώ, ενώ αυτός θα είναι κουρασμένος κι εξαντλημένος και θα τον κατατρομάξω. Όλοι όσοι τον ακολουθούν θα φύγουν κι εγώ θα χτυπήσω το βασιλιά μόνο του. Ύστερα θα οδηγήσω όλον το λαό σ’ εσένα, όπως φέρνουν τη νύφη στον άντρα της. Άμα πεθάνει ένας μονάχα άνθρωπος, αυτός που εσύ γυρεύεις να σκοτώσεις, τότε όλος ο λαός θα ’ρθει με το μέρος σου και θα ζήσει ειρηνικά». Αυτός ο λόγος φάνηκε καλός στον Αβεσσαλώμ και σ’ όλους του πρεσβυτέρους του Ισραήλ. Ο Αβεσσαλώμ ωστόσο είπε: «Καλέστε τώρα και τον Χουσαΐ τον Αρχίτη ν’ ακούσουμε κι αυτόν τι έχει να μας πει». Ο Χουσαΐ παρουσιάστηκε κι ο Αβεσσαλώμ του είπε: «Έτσι κι έτσι μίλησε ο Αχιτόφελ. Να ακολουθήσουμε τη συμβουλή του; Αν όχι, πες μου εσύ τι πρέπει να κάνουμε». Ο Χουσαΐ είπε στον Αβεσσαλώμ: «Αυτή τη φορά δεν είναι καλή η συμβουλή που έδωσε ο Αχιτόφελ. Εσύ ξέρεις ότι ο πατέρας σου και οι άντρες του είναι γενναίοι στρατιώτες και τώρα είναι εξοργισμένοι, σαν την άγρια αρκούδα που της άρπαξαν τα μικρά της. Ο πατέρας σου είναι πολεμιστής και δε μένει τη νύχτα μαζί με τους άντρες του. Τώρα κιόλας θα είναι κρυμμένος σε κανένα λάκκο ή σε κάποιο άλλο μέρος. Αν συμβεί να επιτεθεί εκείνος πρώτος και να σκοτώσει μερικούς απ’ το στρατό μας, όποιος κι αν το ακούσει θα σκεφτεί ότι νικήθηκε πια ο στρατός του Αβεσσαλώμ. Τότε, όσο γενναίος κι αν είναι κανείς και καρδιά λιονταριού να έχει, θα χάσει το ηθικό του, γιατί όλος ο Ισραήλ ξέρει ότι ο πατέρας σου είναι ήρωας και όσοι είναι μαζί του είναι πολεμιστές γενναίοι. Εγώ, λοιπόν, προτείνω να συγκεντρωθούν κοντά σου όλοι οι Ισραηλίτες, από Δαν έως Βέερ-Σεβά, καθώς είναι πολυάριθμοι σαν την άμμο στην ακροθαλασσιά, κι εσύ προσωπικά να πας μαζί τους. Θα συναντήσουμε το Δαβίδ όπου κι αν βρίσκεται και θα πέσουμε πάνω του, όπως πέφτει η δροσιά πάνω στη γη. Δε θα γλιτώσει κανένας: ούτε ο Δαβίδ ούτε οι άντρες του. Αν καταφύγουν σε κάποια πόλη, τότε όλοι οι Ισραηλίτες θα φέρουμε σχοινιά σ’ αυτή την πόλη και θα τη σύρουμε ως το χείμαρρο, ώσπου να μη μείνει εκεί ούτε λιθάρι όρθιο». Τότε ο Αβεσσαλώμ και όλοι οι Ισραηλίτες είπαν: «Καλύτερη είναι η συμβουλή του Χουσαΐ, του Αρχίτη, από τη συμβουλή του Αχιτόφελ». Ο Κύριος είχε αποφασίσει να ματαιώσει το σχέδιο του Αχιτόφελ, ώστε να φέρει καταστροφή στον Αβεσσαλώμ. Τότε είπε ο Χουσαΐ στο Σαδώκ και στον Αβιάθαρ, τους ιερείς: «Αυτά κι αυτά συμβούλεψε ο Αχιτόφελ τον Αβεσσαλώμ και τους πρεσβυτέρους του λαού Ισραήλ, και αυτά κι αυτά τους συμβούλεψα εγώ. Τώρα λοιπόν, στείλτε γρήγορα να ειδοποιήσετε το Δαβίδ και να του πείτε να μη μείνει αυτή τη νύχτα στην κοιλάδα του Ιορδάνη, αλλά να περάσει γρήγορα τον ποταμό, για να μην εξολοθρευτεί κι αυτός και όλος ο λαός που τον ακολουθεί». Ο Ιωνάθαν κι ο Αχιμάας περίμεναν κοντά στην πηγή Ρωγήλ· εκεί θα πήγαινε μια υπηρέτρια να τους δώσει το μήνυμα κι αυτοί θα έπρεπε να το μεταφέρουν στο βασιλιά Δαβίδ. Δεν τους υποχρέωνε να μπουν στην πόλη από φόβο μήπως γίνουν αντιληπτοί. Ένας νεαρός όμως τους είδε και το είπε στον Αβεσσαλώμ· αλλά οι δυο τους έτρεξαν γρήγορα κι έφτασαν σ’ ένα σπίτι στη Βαχουρίμ, που είχε στην αυλή του πηγάδι· εκεί κατέβηκαν και κρύφτηκαν. Η γυναίκα πήγε και άπλωσε ένα σκέπασμα στο στόμιο του πηγαδιού και σκόρπισε πάνω του σπιριά σταριού· έτσι δεν φαινόταν τίποτα. Οι αξιωματούχοι του Αβεσσαλώμ ήρθαν σ’ αυτό το σπίτι και ρώτησαν τη γυναίκα: «Πού είναι ο Αχιμάας και ο Ιωνάθαν;» Η γυναίκα τους απάντησε: «Πέρασαν πέρα από το ποτάμι». Αυτοί τους αναζήτησαν, αλλά δεν τους βρήκαν και γύρισαν στην Ιερουσαλήμ. Όταν οι αξιωματούχοι έφυγαν, ο Αχιμάας κι ο Ιωνάθαν ανέβηκαν από το πηγάδι και πήγαν να ειδοποιήσουν το βασιλιά Δαβίδ. «Σηκωθείτε και περάστε γρήγορα το ποτάμι», του είπαν, «γιατί αυτά κι αυτά συμβούλεψε ο Αχιτόφελ εναντίον σας». Έτσι σηκώθηκε ο Δαβίδ κι όλοι όσοι τον ακολουθούσαν και πέρασαν τον Ιορδάνη. Ως τα ξημερώματα δεν υπήρχε κανείς που να μην είχε περάσει τον Ιορδάνη. Ο Αχιτόφελ, όταν είδε ότι δεν ακολούθησαν τη συμβουλή του, σαμάρωσε το γαϊδούρι του κι έφυγε για το σπίτι του, στην πόλη του. Τακτοποίησε τις υποθέσεις του σπιτιού του και μετά κρεμάστηκε. Τον έθαψαν στον τάφο του πατέρα του. Ο Δαβίδ είχε κιόλας φτάσει στη Μαχαναΐμ όταν ο Αβεσσαλώμ περνούσε τον Ιορδάνη, μαζί με όλο τον ισραηλιτικό στρατό. Στη θέση του Ιωάβ ο Αβεσσαλώμ είχε διορίσει αρχιστράτηγο τον Αμασά. Ο Αμασά ήταν γιος κάποιου Ισραηλίτη, του Ιθρά, που τον είχε κάνει με την Αβιγαία, κόρη του Ναχάς και αδερφή της Σερουΐας, μητέρας του Ιωάβ. Ο Αβεσσαλώμ και οι Ισραηλίτες στρατοπέδευσαν στη Γαλαάδ. Όταν έφτανε ο Δαβίδ στη Μαχαναΐμ, ο Σωβεί, γιος του Ναχάς, από την αμμωνιτική πόλη Ραββάθ, ο Μαχείρ, γιος του Αμμιήλ, από την πόλη Λο-Δεβάρ και ο Βαρζιλλαΐ, Γαλααδίτης από τη Ρωγελίμ, Ο Δαβίδ επιθεώρησε το στρατό που τον ακολουθούσε, και τοποθέτησε επικεφαλής των αντρών χιλίαρχους κι εκατόνταρχους. Τους χώρισε σε τρία μέρη: Το ένα τρίτο υπό τις διαταγές του Ιωάβ, το άλλο τρίτο υπό τις διαταγές του Αβισάι, γιου της Σερουΐας και αδερφού του Ιωάβ, και το άλλο τρίτο υπό τις διαταγές του Ιτταΐ, του Γαθίτη. Ο βασιλιάς τούς ανακοίνωσε: «Θα εκστρατεύσω κι εγώ μαζί σας». Αλλά ο στρατός είπε: «Δεν πρέπει να έρθεις μαζί μας. Αν εμείς τραπούμε σε φυγή ή κι αν ακόμα οι μισοί από μας σκοτωθούν, για τους εχθρούς μας είναι αδιάφορο. Εσύ όμως αξίζεις όσο δέκα χιλιάδες από μας! Γι’ αυτό είναι προτιμότερο να μείνεις εδώ, στην πόλη και να είσαι έτοιμος να μας βοηθήσεις». Τότε ο βασιλιάς τούς απάντησε: «Θα κάνω ό,τι εσείς νομίζετε σωστό». Έτσι στάθηκε ο βασιλιάς στο πλάι της πύλης της πόλης, ενώ όλος ο στρατός έβγαινε κατά εκατοντάδες και κατά χιλιάδες. Τέλος, ο βασιλιάς είπε στον Ιωάβ, στον Αβισάι και στον Ιτταΐ: «Χάρη σάς το ζητάω: μην κάνετε κακό στο νεαρό Αβεσσαλώμ». Κι όλος ο στρατός άκουγε το βασιλιά που έδινε αυτή τη διαταγή στους αρχηγούς, σχετικά με τον Αβεσσαλώμ. Ο στρατός του Δαβίδ ξεκίνησε για ν’ αντιμετωπίσει το στρατό του Αβεσσαλώμ. Η μάχη έγινε στο δάσος του Εφραΐμ. Εκεί ο στρατός του Αβεσσαλώμ νικήθηκε από τα στρατεύματα του Δαβίδ κι έπαθε την ημέρα εκείνη μεγάλη καταστροφή, με είκοσι χιλιάδες νεκρούς. Ο πόλεμος επεκτάθηκε σ’ όλη την περιοχή. Την ημέρα εκείνη σκοτώθηκαν περισσότεροι στις κακοτοπιές του δάσους, παρά στη μάχη. Ο Αβεσσαλώμ καβάλα στο μουλάρι του, βρέθηκε συμπτωματικά αντιμέτωπος με τους στρατιώτες του Δαβίδ. Και καθώς το μουλάρι πέρασε κάτω από τα πυκνά κλαδιά μιας μεγάλης βελανιδιάς, τα μαλλιά του Αβεσσαλώμ πιάστηκαν στα κλαδιά και κρεμόταν εκεί μετέωρος, ενώ το μουλάρι έφυγε από κάτω του. Τον είδε κάποιος και το είπε στον Ιωάβ: «Είδα τον Αβεσσαλώμ να κρέμεται απ’ τα κλαδιά μιας βελανιδιάς». Τότε ο Ιωάβ του είπε: «Αφού τον είδες, γιατί δεν τον σκότωσες επί τόπου; Εγώ θα σου έδινα δέκα ασημένιους σίκλους και μία ζώνη». Αλλά ο άνθρωπος του απάντησε: «Κι αν ακόμα μου μετρούσαν στο χέρι χίλιους ασημένιους σίκλους, εγώ δεν θ’ άπλωνα χέρι στο γιο του βασιλιά, γιατί όλοι ακούσαμε το βασιλιά που έδινε τη διαταγή σ’ εσένα, στον Αβισάι και τον Ιτταΐ: “προσέξτε μου το νεαρό Αβεσσαλώμ”. Αν παρέβαινα τη διαταγή του βασιλιά και σκότωνα τον Αβεσσαλώμ, ο βασιλιάς θα το μάθαινε, αφού τίποτα δε μένει κρυφό απ’ αυτόν. Και τότε ούτε εσύ ο ίδιος δε θα φρόντιζες να με υπερασπιστείς». Ο Ιωάβ του φώναξε: «Δεν έχω καιρό να χάνω μ’ εσένα». Πήρε τρία ακόντια στα χέρια του και πήγε και τα βύθισε στην καρδιά του Αβεσσαλώμ, ενώ αυτός ήταν ακόμα ζωντανός, κρεμασμένος στη βελανιδιά. Τότε δέκα νέοι, οπλοφόροι του Ιωάβ, περικύκλωσαν τον Αβεσσαλώμ, τον χτύπησαν και τον αποτέλειωσαν. Ο Ιωάβ σήμανε με τη σάλπιγγα το τέλος της μάχης, κι ο στρατός του Δαβίδ σταμάτησε την καταδίωξη των Ισραηλιτών. Πήραν τον Αβεσσαλώμ και τον έριξαν σ’ ένα λάκκο στο δάσος κι έστησαν πάνω του ένα μεγάλο σωρό από λιθάρια. Ύστερα έφυγαν οι Ισραηλίτες, καθένας για το σπίτι του. Όταν ακόμα ζούσε Αβεσσαλώμ, είχε παραγγείλει και έστησαν γι’ αυτόν μια πέτρινη στήλη. Είν’ αυτή που βρίσκεται στην Κοιλάδα του Βασιλιά, γιατί σκεφτόταν ότι δεν είχε γιο για να διατηρήσει τη μνήμη του ονόματός του. Είχε δώσει μάλιστα το όνομά του στη στήλη και ονομάζεται μέχρι σήμερα «Μνημείο του Αβεσσαλώμ». Τότε ο Αχιμάας, γιος του Σαδώκ, είπε στον Ιωάβ: «Άσε με να τρέξω και ν’ αναγγείλω στο βασιλιά ότι ο Κύριος τον έσωσε απ’ τους εχθρούς του». Ο Ιωάβ όμως του είπε: «Όχι, γιατί σήμερα δε θα είσαι αγγελιοφόρος καλών ειδήσεων. Άλλη μέρα θα πας να μεταφέρεις τα νέα. Όχι όμως σήμερα, γιατί ο γιος του βασιλιά είναι νεκρός». Τότε είπε ο Ιωάβ στον Αιθίοπα δούλο του το Χουσί: «Πήγαινε ν’ αναγγείλεις στο βασιλιά όσα είδες». Ο Χουσί προσκύνησε τον Ιωάβ και έφυγε. Ο Αχιμάας ξαναείπε στον Ιωάβ: «Ό,τι και να συμβεί, άσε με να τρέξω κι εγώ μετά το Χουσί». Αλλά ο Ιωάβ του απάντησε: «Γιατί να τρέξεις, γιε μου; Δεν πρόκειται για καμιά ευχάριστη είδηση, για να πάρεις αμοιβή!» Ο Αχιμάας αποκρίθηκε: «Όπως και να ’χει το πράγμα, θέλω να τρέξω». Κι ο Ιωάβ του είπε: «Καλά πήγαινε». Έτρεξε, λοιπόν, από το δρόμο της κοιλάδας του Ιορδάνη και προσπέρασε το Χουσί. Ο Δαβίδ περίμενε ανάμεσα στις δύο πύλες της πόλεως, την εσωτερική και την εξωτερική. Κάποια στιγμή ανέβηκε ο φρουρός στη στέγη της πύλης, πάνω στο τείχος· κοίταξε πέρα μακριά και είδε έναν άνθρωπο που έτρεχε μόνος του. Αμέσως φώναξε και το ανάγγειλε στο βασιλιά. Ο βασιλιάς είπε: «Αν είναι μόνος του, φέρνει καλές ειδήσεις». Ο αγγελιοφόρος έτρεχε συνεχώς και πλησίαζε. Τότε ο φρουρός είδε κι άλλον ένα να τρέχει και φώναξε προς την πύλη: «Να κι άλλος ένας, που τρέχει κι αυτός μόνος του». Ο βασιλιάς είπε: «Κι αυτός φέρνει καλές ειδήσεις». Ο φρουρός είπε: «Έτσι που τρέχει ο πρώτος, μου φαίνεται πως είναι ο Αχιμάας, ο γιος του Σαδώκ». Και είπε ο βασιλιάς: «Είναι αξιόλογος άνθρωπος· θα φέρνει οπωσδήποτε καλές ειδήσεις». Ο Αχιμάας φτάνοντας φώναξε στο βασιλιά: «Χαίρε!» και τον προσκύνησε με το πρόσωπο στη γη. «Ευλογημένος να ’ναι ο Κύριος, ο Θεός σου», είπε μετά, «που σου παρέδωσε τους ανθρώπους, που επαναστάτησαν εναντίον σου, κύριέ μου, βασιλιά!» Ο βασιλιάς ρώτησε: «Είναι καλά ο νεαρός Αβεσσαλώμ;» Ο Αχιμάας απάντησε: «Όταν ο δούλος σου ο Ιωάβ με έστελνε, παρατήρησα μεγάλη αναστάτωση. Αλλά δεν ξέρω τι έγινε». Ο βασιλιάς τού είπε: «Παραμέρισε και στάσου εδώ κοντά». Και στάθηκε παράμερα. Τότε ακριβώς ήρθε ο Χουσί και είπε στο βασιλιά: «Μια καλή είδηση για σένα, κύριέ μου, βασιλιά! Ο Κύριος σήμερα σου απέδωσε δικαιοσύνη και σε απάλλαξε απ’ όλους εκείνους που είχαν επαναστατήσει εναντίον σου». «Είναι καλά ο νεαρός Αβεσσαλώμ;» ρώτησε ο βασιλιάς το Χουσί. Εκείνος απάντησε: «Μακάρι να καταλήξουν σαν αυτόν το νεαρό οι εχθροί σου κύριέ μου, βασιλιά, κι όλοι όσοι επαναστατούν εναντίον σου με σκοπό να σε βλάψουν». Τότε ο βασιλιάς ταράχτηκε. Ανέβηκε στο δωμάτιο πάνω από την πύλη κι έκλαιγε. Βημάτιζε κι έλεγε: «Γιε μου Αβεσσαλώμ! Γιε μου, γιε μου Αβεσσαλώμ! Μακάρι να είχα σκοτωθεί εγώ αντί για σένα, Αβεσσαλώμ, γιε μου, γιε μου!» Ήρθαν κι έφεραν την είδηση στον Ιωάβ ότι ο βασιλιάς κλαίει και πενθεί για τον Αβεσσαλώμ. Εκείνη την ημέρα η νίκη είχε μεταβληθεί σε πένθος σ’ όλον το λαό, γιατί όλοι άκουγαν να λέγεται ότι ο βασιλιάς ήταν καταλυπημένος για το γιο του. Την ίδια μέρα ο στρατός μπήκε στην πόλη κρυφά, σαν ντροπιασμένος που είχε εγκαταλείψει τη μάχη. Ο βασιλιάς είχε το πρόσωπό του σκεπασμένο και συνέχιζε να φωνάζει: «Γιε μου, Αβεσσαλώμ! Αβεσσαλώμ, γιε μου, γιε μου!» Ο Ιωάβ μπήκε στον κοιτώνα του βασιλιά και του είπε: «Σήμερα ντρόπιασες όλους τους στρατιώτες σου, που έσωσαν τη ζωή σου και τη ζωή των γιων σου, των θυγατέρων σου, των γυναικών σου και των παλλακίδων σου. Αγαπάς εκείνους που σε μισούν και μισείς εκείνους που σ’ αγαπούν. Σήμερα απέδειξες ότι δεν εκτιμάς ούτε το στρατό σου ούτε τους αρχηγούς του. Τώρα καταλαβαίνω πως αν ο Αβεσσαλώμ ήταν ζωντανός και όλοι εμείς νεκροί, αυτό θα σ’ ευχαριστούσε. Τώρα λοιπόν σήκω, βγες και μίλησε φιλικά στους στρατιώτες σου. Ορκίζομαι στον Κύριο ότι αν δε βγεις, κανείς δε θα μείνει αυτή τη νύχτα μαζί σου· και το κακό που θα πάθεις θα είναι μεγαλύτερο απ’ όλες τις συμφορές που σ’ έχουν βρεί, από τα νιάτα σου μέχρι σήμερα». Τότε σηκώθηκε ο βασιλιάς και κάθισε στην πύλη της πόλης. Όταν αναγγέλθηκε στο στρατό ότι ο βασιλιάς καθόταν στην πύλη, συγκεντρώθηκαν όλοι οι στρατιώτες μπροστά στον βασιλιά. Στο μεταξύ οι Ισραηλίτες, οι στρατιώτες του Αβεσσαλώμ, είχαν φύγει και είχαν γυρίσει καθένας στο σπίτι του. Σ’ όλες τις φυλές του Ισραήλ γίνονταν έντονες συζητήσεις ανάμεσα στο λαό: «Ο βασιλιάς μάς έσωσε από τους εχθρούς μας», έλεγαν. «Αυτός μας ελευθέρωσε από τους Φιλισταίους. Και τώρα έφυγε από τη χώρα εξαιτίας του Αβεσσαλώμ. Ο Αβεσσαλώμ, όμως, που τον χρίσαμε βασιλιά μας, σκοτώθηκε στη μάχη. Τώρα, λοιπόν, τι περιμένουμε και δε φροντίζουμε να ξαναφέρουμε το βασιλιά Δαβίδ;» Αυτά που έλεγαν οι Ισραηλίτες, έφτασαν και στο βασιλιά Δαβίδ. Έστειλε μήνυμα, λοιπόν, στο Σαδώκ και στον Αβιάθαρ, τους ιερείς, να πουν στους πρεσβυτέρους της φυλής Ιούδα: «Γιατί καθυστερείτε να ξαναφέρετε το βασιλιά στο ανάκτορό του; Εσείς είσαστε αδέρφια μου, σάρκα μου και αίμα μου. Γιατί να μείνετε οι τελευταίοι που θα ξαναφέρετε το βασιλιά;» Και στον Αμασά διέταξε να πουν: «Εσύ είσαι αίμα μου και σάρκα μου. Να με θανατώσει ο Κύριος, αν δεν γίνεις ισόβιος αρχιστράτηγός μου, στη θέση του Ιωάβ». Τα λόγια του Δαβίδ λύγισαν την καρδιά όλων των αντρών της φυλής Ιούδα. Με ομόφωνη συμφωνία έστειλαν μήνυμα στο βασιλιά: «Γύρισε», του έλεγαν, «μαζί με όλους τους ανθρώπους σου». Ο βασιλιάς πήρε το δρόμο του γυρισμού κι έφτασε στον Ιορδάνη. Οι άντρες της φυλής Ιούδα ήρθαν στα Γάλγαλα για να τον προϋπαντήσουν και να τον βοηθήσουν να περάσει το ποτάμι. Τότε έτρεξε κι ο Σιμεΐ, γιος του Γερά, ο Βενιαμινίτης, που καταγόταν από τη Βαχουρίμ και βιάστηκε να πάει με τους άντρες της φυλής Ιούδα για να προϋπαντήσει το βασιλιά Δαβίδ. Μαζί του ήταν και χίλιοι Βενιαμινίτες και ο Σιβά, ο υπηρέτης της οικογένειας του Σαούλ, με τους δεκαπέντε γιους του και τους είκοσι υπηρέτες του. Ήρθαν κι αυτοί στον Ιορδάνη να προϋπαντήσουν το βασιλιά. Όλοι αυτοί διαβήκαν το πέρασμα του ποταμού, για να μεταφέρουν την οικογένεια του βασιλιά και να εκτελέσουν τυχόν προσταγές του. Ενώ ο βασιλιάς περνούσε τον Ιορδάνη, ο Σιμεΐ, γιος του Γερά, έπεσε μπροστά του. «Μη μου λογαριάσεις, κύριέ μου βασιλιά, την αμαρτία μου!» του είπε. «Ξέχνα το κακό που σου ’κανα εγώ, ο δούλος σου, την ημέρα που έβγαινες από την Ιερουσαλήμ· μην το σκέφτεσαι πια βασιλιά μου. Ο δούλος σου αναγνωρίζω ότι αμάρτησα. Και να, σήμερα ήρθα πρώτος απ’ όλες τις φυλές του Ιωσήφ για να σε συναντήσω κύριέ μου, βασιλιά». Τότε ο Αβισάι, γιος της Σερουΐας πήρε το λόγο και είπε: «Πρέπει να πεθάνει ο Σιμεΐ, γιατί καταράστηκε τον εκλεκτό του Κυρίου». Αλλά ο Δαβίδ είπε στον Αβισάι και στον αδερφό του τον Ιωάβ: «Τι σχέση έχετε εσείς μ’ εμένα, γιοι της Σερουΐας, και μ’ ενοχλείτε σήμερα; Κανείς δεν πρέπει να σκοτωθεί στον Ισραήλ σήμερα που αποκτώ τη βεβαιότητα ότι είμαι πραγματικά ο βασιλιάς αυτού του λαού». Μετά γύρισε και είπε στο Σιμεΐ: «Δε θα πεθάνεις». Και του το υποσχέθηκε με όρκο. Εκείνος απάντησε: «Κύριέ μου βασιλιά, ο υπηρέτης μου με εξαπάτησε. Εγώ, ο δούλος σου, του είχα πει να σαμαρώσει το γαϊδούρι για μένα, για να ανέβω πάνω του και να έρθω μαζί σου, επειδή είμαι ανάπηρος στα πόδια. Αλλά αυτός με συκοφάντησε σ’ εσένα, κύριέ μου βασιλιά. Όμως εσύ είσαι σαν άγγελος του Θεού. Κάνε λοιπόν όπως νομίζεις, ό,τι σου φαίνεται καλό. Όλη η οικογένεια του πατέρα μου ήταν άνθρωποι άξιοι θανάτου μπροστά σου, κύριέ μου βασιλιά. Εσύ όμως έβαλες το δούλο σου ανάμεσα σ’ αυτούς που έτρωγαν στο τραπέζι σου. Τι άλλο δικαίωμα μπορώ να έχω ακόμα; Και τι άλλη χάρη να ζητήσω από σένα, βασιλιά;» Ο βασιλιάς απάντησε: «Τι χρειάζονται όλ’ αυτά τα λόγια; Είπα: εσύ και ο Σιβά θα μοιραστείτε τα χωράφια του Σαούλ». Τότε ο Μεμφιβοσθέ αποκρίθηκε στο βασιλιά: «Ας τα πάρει όλα ο Σιβά! Φτάνει εσύ, κύριέ μου βασιλιά, να γυρίσεις στο ανάκτορό σου σώος και αβλαβής!» Ο Βαρζιλλαΐ, ο Γαλααδίτης, κατέβηκε από την Ρωγελίμ και πέρασε με το βασιλιά τον Ιορδάνη, για να τον αποχαιρετήσει εκεί. Ήταν πολύ ηλικιωμένος, ογδόντα χρόνων. Αυτός φρόντιζε για το φαγητό του βασιλιά όταν κατοικούσε στη Μαχαναΐμ, γιατί ήταν πολύ πλούσιος άνθρωπος. Ο βασιλιάς τού είπε: «Έλα μαζί μου, Βαρζιλλαΐ, κι εγώ θα φροντίζω για το φαγητό σου, όσο θα είσαι μαζί μου στην Ιερουσαλήμ». Εκείνος όμως απάντησε στο βασιλιά: «Πόσα χρόνια ζωής έχω ακόμα για ν’ ανέβω μαζί σου, βασιλιά μου, στην Ιερουσαλήμ; Σήμερα εγώ, ο δούλος σου, είμαι ογδόντα χρονών. Δεν μπορώ πια να απολαύσω τις ομορφιές της ζωής. Δεν μπορώ να καταλάβω τη γεύση αυτών που τρώω και πίνω. Δεν μπορώ πια ν’ ακούω και να χαίρομαι τους τραγουδιστές και τις τραγουδίστριες. Γιατί να σου γίνω βάρος, κύριέ μου, βασιλιά; Μόλις που μπορώ να σε συνοδεύσω για λίγο στο πέρασμα του Ιορδάνη. Γιατί να μου κάνεις, βασιλιά μου, μια τέτοια ανταπόδοση; Επίτρεψέ μου, λοιπόν, να γυρίσω και να πεθάνω στην πόλη μου, κοντά στον τάφο των γονέων μου. Είν’ εδώ, όμως, ο δούλος μου ο Χιμάμ· ας έρθει αυτός μαζί σου, κύριέ μου βασιλιά, και κάνε γι’ αυτόν ό,τι σου φαίνεται καλό». Ο βασιλιάς είπε: «Ας έρθει μαζί μου ο Χιμάμ, κι εγώ θα κάνω γι’ αυτόν ό,τι μου ζητήσεις». Πέρασε όλος ο στρατός τον Ιορδάνη· κι όταν ο βασιλιάς πέρασε κι αυτός, φίλησε το Βαρζιλλαΐ και τον ευλόγησε, κι ο Βαρζιλλαΐ γύρισε στο σπίτι του. Ο βασιλιάς έφτασε στα Γάλγαλα κι ο Χιμάμ ήταν μαζί του. Όλος ο στρατός του Ιούδα και ο μισός στρατός του Ισραήλ συνόδευαν το βασιλιά. Τότε οι Ισραηλίτες πλησίασαν το βασιλιά και τον ρώτησαν: «Με ποιο δικαίωμα, βασιλιά, σε άρπαξαν οι άντρες της φυλής Ιούδα και σ’ έφεραν, εσένα και την οικογένειά σου, μαζί και το στρατό σου, πέρα από τον Ιορδάνη;» Οι άντρες της φυλής Ιούδα απάντησαν στους Ισραηλίτες: «Ο βασιλιάς συγγενεύει περισσότερο μ’ εμάς. Κι εσείς γιατί οργιστήκατε μ’ αυτή μας την ενέργεια; Μήπως εξαρτηθήκαμε οικονομικά από το βασιλιά ή μήπως μας δωροδόκησε;» Οι Ισραηλίτες αποκρίθηκαν στους άντρες του Ιούδα: «Εμείς έχουμε δέκα φορές περισσότερα δικαιώματα στο βασιλιά από σας», τούς είπαν, «έστω κι αν ο Δαβίδ είναι απ’ τη φυλή σας. Γιατί μας περιφρονείτε; Δεν ήμασταν εμείς οι πρώτοι που προτείναμε να ξαναφέρουμε το βασιλιά μας;» Οι άντρες όμως του Ιούδα απάντησαν με γλώσσα σκληρότερη από κείνη των Ισραηλιτών. Εκεί στα Γάλγαλα ζούσε ένας Βενιαμινίτης, κακοήθης άνθρωπος, που ονομαζόταν Σεβά, γιος του Βιχρί. Αυτός σάλπισε με τη σάλπιγγα και είπε: «Εμείς δεν έχουμε καμιά σχέση με το Δαβίδ, ούτε κοινή κληρονομιά με το γιο του Ιεσσαί. Γυρίστε καθένας σπίτι του, Ισραηλίτες». Τότε όλοι οι Ισραηλίτες άφησαν το Δαβίδ και ακολούθησαν το Σεβά· οι άντρες της φυλής Ιούδα, όμως, έμειναν πιστοί στο βασιλιά τους και τον συνόδεψαν από τον Ιορδάνη ως την Ιερουσαλήμ. Όταν ήρθε ο βασιλιάς στο ανάκτορό του στην Ιερουσαλήμ, πήρε τις δέκα παλλακίδες, που τις είχε αφήσει να φυλάνε το ανάκτορο, και τις εγκατέστησε σ’ ένα σπίτι που φυλασσόταν καλά. Φρόντιζε για τη διατροφή τους, αλλά δεν είχε πια σχέσεις μαζί τους. Έμειναν έτσι αποκλεισμένες, ως το θάνατό τους, σαν ζωντοχήρες. Στη συνέχεια ο βασιλιάς είπε στον Αμασά: «Συγκέντρωσε μου το στρατό της φυλής Ιούδα και σε τρεις μέρες να έρθετε εδώ». Ο Αμασά πήγε να εκτελέσει τη διαταγή, καθυστέρησε όμως περισσότερο από το χρόνο που του είχε ορίσει ο Δαβίδ. Έτσι ο Δαβίδ είπε στον Αβισάι: «Ο Σεβά, ο γιος του Βιχρί, θα μας προξενήσει μεγαλύτερο κακό απ’ ό,τι ο Αβεσσαλώμ. Πάρε τους άντρες της φρουράς μου και καταδίωξέ τον, για να μην καταλάβει οχυρωμένες πόλεις και μας διαφύγει». Έτσι ο στρατός του Ιωάβ και μαζί οι Χερεθαίοι και οι Φελεθαίοι της βασιλικής φρουράς, δηλαδή όλοι οι εκπαιδευμένοι πολεμιστές, ακολούθησαν τον Αβισάι και βγήκαν από την Ιερουσαλήμ για να καταδιώξουν το Σεβά, γιο του Βιχρί. Όταν πλησίασαν στο Μεγάλο Λιθάρι κοντά στη Γαβαών, τους συνάντησε ο Αμασά. Ο Ιωάβ ήταν ντυμένος την πολεμική του εξάρτυση ζωσμένος το σπαθί του, που το ’χε δέσει στο γοφό του, μέσα στη θήκη του. Καθώς προχώρησε, όμως, το σπαθί του έπεσε από τη θήκη. «Είσαι καλά, αδερφέ μου;» είπε στον Αμασά ο Ιωάβ και με το δεξί του χέρι έπιασε το γένι του για να τον φιλήσει. Ο Αμασά δεν πρόσεξε το ξίφος, που κρατούσε ο Ιωάβ στο αριστερό του χέρι. Ο τελευταίος τού το κάρφωσε στην κοιλιά και ξεχύθηκαν τα σπλάχνα του στη γη· πέθανε αμέσως, δίχως δεύτερο χτύπημα. Ύστερα ο Ιωάβ κι ο αδερφός του ο Αβισάι καταδίωξαν το Σεβά, γιο του Βιχρί. Μετά απ’ αυτό όλοι ακολούθησαν τον Ιωάβ, στην καταδίωξη του Σεβά, γιου του Βιχρί. Ο Σεβά πέρασε από όλες τις φυλές του Ισραήλ ως την πόλη Αβέλ- Βαιθ-Μααχά κι όλοι οι Βιχρίτες συγκεντρώθηκαν και τον ακολούθησαν. Ο στρατός του Ιωάβ ήρθε και τον πολιόρκησε στην πόλη. Κατασκεύασαν γύρω της ανάχωμα που έφτανε ως το προτείχισμα, κι όλοι οι στρατιώτες έσκαβαν κάτω από το τείχος για να το γκρεμίσουν. Τότε μια γυναίκα μυαλωμένη φώναξε από την πόλη: «Ακούστε, ακούστε! Πέστε στον Ιωάβ να πλησιάσει ως εδώ· θέλω να του μιλήσω». Ο Ιωάβ πλησίασε. «Εσύ είσαι ο Ιωάβ;» τον ρώτησε η γυναίκα. «Εγώ είμαι», απάντησε εκείνος. Η γυναίκα τού είπε: «Άκου τα λόγια της δούλης σου». «Ακούω», είπε αυτός. Η γυναίκα συνέχισε: «Τον παλιό καιρό συνήθιζαν να λένε, “πήγαινε πάντως να πάρεις συμβουλή στην Αβέλ” κι έτσι η υπόθεση τακτοποιόταν. Η πόλη μας είναι μια από τις πιο ειρηνικές και πιστές του Ισραήλ. Εσύ τώρα ζητάς να καταστρέψεις μια πόλη από τις σπουδαιότερες του Ισραήλ. Γιατί θέλεις ν’ αφανίσεις την ιδιοκτησία του Κυρίου;» «Εγώ ποτέ!» φώναξε ο Ιωάβ. «Καμιά πρόθεση δεν έχω να καταστρέψω και ν’ αφανίσω. Δεν υπάρχει τέτοιο θέμα· πρόκειται μόνο για κάποιον από την ορεινή περιοχή του Εφραΐμ, με τ’ όνομα Σεβά, γιο του Βιχρί, που επαναστάτησε εναντίον του βασιλιά Δαβίδ. Παραδώστε μόνον αυτόν, κι εγώ θα λύσω την πολιορκία». «Τότε καλά», είπε η γυναίκα στον Ιωάβ. «Θα σου ρίξουν το κεφάλι του από το τείχος». Η γυναίκα μπήκε στην πόλη και μίλησε σ’ όλο τον λαό με φρόνηση. Έκοψαν λοιπόν το κεφάλι του Σεβά και το έριξαν στον Ιωάβ. Τότε αυτός σάλπισε με τη σάλπιγγα κι αμέσως οι στρατιώτες έλυσαν την πολιορκία και πήγε καθένας σπίτι του. Ο Ιωάβ γύρισε στην Ιερουσαλήμ, στο βασιλιά. Ο Ιωάβ ήταν γενικός αρχιστράτηγος του ισραηλιτικού στρατού. Ο Βεναΐας, γιος του Ιεωϊαδά, ήταν αρχηγός των Χερεθαίων και των Φελεθαίων. Ο Αδωράμ ήταν επόπτης των καταναγκαστικών έργων κι ο Ιωσαφάτ, γιος του Αχιλούδ, ήταν υπομνηματογράφος. Ο Σεβά ήταν γραμματέας του κράτους και ο Σαδώκ κι ο Αβιάθαρ ήταν ιερείς. Επίσης ο Ιρά, ο Ιαειρίτης, ήταν κι αυτός ιερέας του Δαβίδ. Την εποχή που βασίλευε ο Δαβίδ, έπεσε πείνα στη χώρα και κράτησε τρία συνεχή χρόνια. Ο Δαβίδ ρώτησε σχετικά τον Κύριο κι ο Κύριος του αποκρίθηκε: «Αυτό έγινε εξαιτίας των φόνων που έκανε ο Σαούλ και οι δικοί του, όταν έδωσε διαταγή να θανατωθούν οι Γαβαωνίτες». (Οι Γαβαωνίτες δεν ήταν Ισραηλίτες, αλλά υπολείμματα των Αμορραίων. Οι Ισραηλίτες τούς είχαν υποσχεθεί με όρκο να τους αφήσουν στη ζωή. Αλλά ο Σαούλ, από υπερβολικό ζήλο για το λαό του Ισραήλ και του Ιούδα, είχε επιδιώξει κάποτε να τους σκοτώσει). Κάλεσε, λοιπόν, ο βασιλιάς Δαβίδ τους Γαβαωνίτες και τους ρώτησε: «Τι μπορώ να κάνω για σας; Πώς μπορώ να επανορθώσω το κακό που πάθατε, ώστε να σταματήσετε να καταριέστε το λαό του Κυρίου και να τον ευλογήσετε;» Οι Γαβαωνίτες του απάντησαν: «Η διαφορά μας με το Σαούλ και την οικογένειά του δεν είναι για μας υπόθεση που κανονίζεται με ασήμι και χρυσάφι, ούτε θέλουμε να σκοτώσεις για χάρη μας κανέναν από τους Ισραηλίτες». Ο Δαβίδ απάντησε: «Πείτε μου τι θέλετε, κι εγώ θα σας το κάνω». Οι Γαβαωνίτες του απάντησαν: «Αυτός ο άνθρωπος μας κατέστρεψε και σκόπευε να μας εξοντώσει και να μας εξαφανίσει απ’ όλη την περιοχή του Ισραήλ. Ας μας παραδοθούν, λοιπόν, εφτά άντρες από τους απογόνους του να τους κρεμάσουμε ενώπιον του Κυρίου, στη Γιβεά, την πόλη όπου κατοικούσε ο Σαούλ, ο εκλεκτός του Κυρίου». Ο βασιλιάς απάντησε: «Θα σας τους παραδώσω». Ο Δαβίδ όμως εξαίρεσε το Μεμφιβοσθέ, γιο του Ιωνάθαν κι εγγονό του Σαούλ, επειδή Δαβίδ και Ιωνάθαν είχαν δώσει σχετικό όρκο μεταξύ τους, στο όνομα του Κυρίου. Διέταξε, λοιπόν, να βρουν τον Αρμωνί και το Μεμφιβοσθέ, που ήταν γιοι της Ρισπά, κόρης του Αϊά, και τους είχε γεννήσει στο Σαούλ, καθώς και τους πέντε γιους της Μιχάλ, κόρης του Σαούλ, που τους είχε γεννήσει στον Αδριήλ γιο του Βαρζιλλαΐ, του Μεχολαθίτη, και τους παρέδωσε στους Γαβαωνίτες. Εκείνοι τους κρέμασαν στο βουνό, κοντά στη Γιβεά, ενώπιον του Κυρίου, και πέθαναν και οι εφτά μαζί. Η εκτέλεση έγινε τις πρώτες μέρες του θερισμού των κριθαριών. Η Ρισπά, κόρη του Αϊά, έστρωσε το πένθιμο φόρεμά της πάνω στο βράχο, κάθισε πάνω του και δεν άφηνε τα όρνεα να πλησιάζουν στα πτώματα την ημέρα ή τ’ άγρια θηρία τη νύχτα. Εκεί έμεινε από την αρχή του θερισμού ως τότε που ήρθε από τον ουρανό βροχή πάνω στους νεκρούς. Όταν αναγγέλθηκε στο Δαβίδ αυτό που έκανε η Ρισπά, η παλλακίδα του Σαούλ, διέταξε και πήραν τα οστά του Σαούλ και του Ιωνάθαν, του γιου του, από τους κατοίκους της Ιαβές, στη Γαλαάδ. Οι κάτοικοί της τα είχαν κλέψει από την πλατεία της Βαιθ-Σεάν, όπου τους είχαν κρεμάσει οι Φιλισταίοι, τότε που σκότωσαν το Σαούλ στα όρη Γελβουέ. Ανάμεσα στους Φιλισταίους και στους Ισραηλίτες έγινε πάλι πόλεμος. Ο Δαβίδ βγήκε με το στρατό του στο πεδίο της μάχης, αλλά κουράστηκε. Ένας γίγαντας, ο Ισβί-Βενώβ, που το ακόντιό του ζύγιζε τριακόσιους σίκλους χαλκού και ήταν ζωσμένος ένα καινούργιο σπαθί, όρμησε αποφασισμένος να σκοτώσει το Δαβίδ. Αλλά ο Αβισάι, γιος της Σερουΐας, βοήθησε το Δαβίδ, χτύπησε το Φιλισταίο και τον σκότωσε. Τότε οι στρατιώτες του Δαβίδ τον εξόρκισαν και του είπαν: «Δεν θα βγαίνεις πια μαζί μας στη μάχη για να μη σβήσει η βασιλεία του Ισραήλ». Μετά απ’ αυτά, έγινε πάλι πόλεμος στη Γωβ εναντίον των Φιλισταίων. Εκεί ο Σιββεχαΐ ο Χουσαθίτης, σκότωσε το γίγαντα Σαφ. Σ’ έναν άλλο πόλεμο, που έγινε πάλι στη Γωβ εναντίον των Φιλισταίων, ο Ελχανάν, γιος του Ιαρέ-Ορεγίμ του Βηθλεεμίτη, σκότωσε το Γολιάθ το Γαθίτη, που το ξύλο της λόγχης του ήταν σαν το αντί του αργαλειού. Έγινε, όμως, και πάλι πόλεμος στη Γαθ. Εκεί ήταν ένας γίγαντας εξαδάκτυλος στα χέρια και στα πόδια (συνολικά είχε είκοσι τέσσερα δάκτυλα). Αυτός πρόσβαλλε συνέχεια τους Ισραηλίτες, αλλά ο Ιωνάθαν, γιος του Σαμμά και ανεψιός του Δαβίδ, τον σκότωσε. Και οι τέσσερις αυτοί Φιλισταίοι πολεμιστές ήταν απόγονοι του Ραφά στη Γαθ, και σκοτώθηκαν από το Δαβίδ και τους στρατιώτες του. Όταν ο Κύριος απάλλαξε το Δαβίδ απ’ όλους τους εχθρούς του και από το Σαούλ, ο Δαβίδ του απηύθυνε τον παρακάτω ύμνο: Εσύ είσαι, Κύριε, το καταφύγιό μου, το φρούριό μου κι ο ελευθερωτής μου. Θεέ μου εσύ είσ’ ο βράχος μου, όπου και καταφεύγω· η ασπίδα μου κι η δύναμη που με λυτρώνει· είσαι ο ψηλός ο πύργος μου, το καταφύγιό μου. Είσ’ ο σωτήρας, που με σώζει από την αδικία. Στον Κύριο ανήκει κάθε ύμνος. Αυτόν καλώ να με βοηθήσει κι απ’ τους εχθρούς μου σώζομαι. Κύματα με περικύκλωσαν θανάτου, ποταμοί ολέθρου με κατατρόμαξαν. Με ζώσαν τα δεσμά του άδη κι ο θάνατος μου ’στησε τις παγίδες του. Φώναξα μες στη θλίψη μου στον Κύριο, απ’ το Θεό μου ζήτησα βοήθεια. Άκουσε τη φωνή μου απ’ το ναό του κι η έκκλησή μου προς εκείνον για βοήθεια έγινε δεκτή. Τότε η γη σαλεύτηκε και άρχισε να τρέμει. Ταράχτηκαν τα ουρανοθέμελα και σείστηκαν, γιατ’ ήταν οργισμένος. Βγήκε καπνός απ’ τους μυκτήρες του κι από το στόμα του μια καταλυτική φωτιά έβγαινε, ανάμικτη με κάρβουνα αναμμένα. Χαμήλωσε τα ουράνια και κατέβηκε, κάτω απ’ τα πόδια του το σύννεφο του γνόφου. Ανέβηκε στα χερουβίμ και πέταξε, με τα φτερά εμφανίστηκε του ανέμου. Με το σκοτάδι μια σκηνή τριγύρω του έφτιαξε με τα πυκνά τα σύννεφα, τα σκοτεινά νερά. Από τη λάμψη, που μπροστά του προχωρούσε πετιούνταν πυρωμένα κάρβουνα. Από τον ουρανό βρόντηξε ο Κύριος και τη φωνή του ο Ύψιστος άφησε ν’ ακουστεί. Τα βέλη του ξαπόστειλε και τους εχθρούς του σκόρπισε, πλήθος τις αστραπές του έστειλε και τους κατατρόμαξε. Τότε οι πυθμένες φάνηκαν της θάλασσας, και ξεσκεπάστηκαν της οικουμένης τα θεμέλια από την απειλή σου, Κύριε, κι από την οργισμένη αναπνοή σου. Άπλωσε από ψηλά το χέρι του και μ’ έπιασε, με τράβηξε απ’ την πλημμύρα των νερών. Από τους δυνατούς εχθρούς μου μ’ ελευθέρωσε, από τους αντιπάλους μου, που ήταν από μένα πιο ισχυροί. Της συμφοράς μου την ημέρα μ’ αιφνιδίασαν, αλλά ο Κύριος στάθηκε το στήριγμά μου. Σε τόπο μ’ έβγαλε ανοιχτό, με γλίτωσε, γιατί με αποδέχεται με καλοσύνη. Ο Κύριος με αντάμειψε, γιατί του στάθηκα πιστός· μου ανταπόδωσε ό,τι ταιριάζει στην αθωότητά μου. Γιατί ακολούθησα τους δρόμους που μου όρισε ο Κύριος και στο Θεό μου δεν ασέβησα. Για οδηγό μου είχα όλα του τα προστάγματα και δεν απομακρύνθηκα απ’ τους νόμους του. Απέναντί του στάθηκα άψογος και φυλαγόμουν να μην ανομήσω. Ο Κύριος με αντάμειψε γιατί του στάθηκα πιστός και για την αθωότητά μου, που την ξέρει. Με τον πιστό, Κύριε, είσαι πιστός, τέλειος είσαι με τον τέλειο, με τον καθάριο καθαρός· μα φέρεσαι εχθρικά στον διεστραμμένο. Σώζεις εσύ όλους τους ταπεινωμένους αλλά μ’ ένα σου βλέμμα τον περήφανο τον ταπεινώνεις. Γιατί εσύ ’σαι, Κύριε, το λυχνάρι μου, εσύ που το σκοτάδι μου φωτίζεις. Μαζί μ’ εσένα ορμώ σ’ εχθρικό στράτευμα, με το Θεό μου διασκελίζω τείχος. Τέλειες είναι του Θεού οι ενέργειες ο λόγος του Κυρίου είν’ αξιόπιστος· ασπίδα εκείνος γίνεται σ’ όλους που καταφεύγουνε σ’ αυτόν. Γιατί ποιος άλλος είναι Θεός, αν όχι ο Κύριος; Ποιος είναι βράχος, αν δεν είναι ο Θεός μας; Ο Θεός με προστατεύει σαν οχύρωμα, κάνει να πετυχαίνει ό,τι επιχειρώ. Κάνει τα πόδια μου σαν ελαφίνας γρήγορα και με κρατάει όρθιο στα υψώματα. Γυμνάζει για τον πόλεμο τα χέρια μου για να τεντώνουν άτρεμα τα μπράτσα μου το τόξο τ’ ορειχάλκινο. Μου ’δωσες την ασπίδα που μ’ αυτήν με σώζεις, Στην προσευχή μου η απάντησή σου με κάνει δυνατό. Εσύ ανοίγεις δρόμο μπρος στα βήματά μου και σταθερά τα πόδια μου πατούν. Παίρνω κυνήγι τους εχθρούς μου και τους αφανίζω, και δε γυρίζω πίσω πριν να τους εξοντώσω εντελώς. Τους εξοντώνω, τους συντρίβω· δε θα μπορέσουν πια να σηκωθούν, κείτονται καταγής κάτω απ’ τα πόδια μου. Με ζώνεις για τον πόλεμο με δύναμη, και κάνεις να λυγίζουν κάτωθέ μου όσοι ξεσηκωθήκαν εναντίον μου. Σε φυγή τρέπεις τους εχθρούς μου από μπρος μου κι εξολοθρεύω αυτούς που με μισούν. Κοιτάζουν για βοήθεια γύρω τους, αλλά δεν είν’ κανείς για να τους σώσει· στον Κύριο φωνάζουν, μα δεν τους αποκρίνεται. Σκόνη τους κάνω καθώς της γης το χώμα, σαν να ’ναι λάσπη μες στο δρόμο τούς συνθλίβω, τους ποδοπατώ. Μ’ έσωσες από τη φιλονικία του λαού μου, μ’ έκανες αρχηγό εθνών· λαοί που δεν τους γνώριζα, έγιναν τώρα υποτελείς μου. Έρχονται ξένοι και με κολακεύουν· στον πρώτο λόγο μου δείχνονται υπάκουοι. Οι ξένοι καταρρέουν και βγαίνουν απ’ τα οχυρά τους τρέμοντας. Ο Κύριος ζει! Ο βράχος μου, ας είναι ευλογημένος και δοξασμένος ο Θεός, ο βράχος μου και λυτρωτής μου! Είν’ ο Θεός, που παίρνει εκδίκηση για χάρη μου, που υποτάσσει κατωθέ μου τους λαούς, και που με σώζει από τους εχθρούς μου. Κύριε, με υψώνεις πάνω απ’ τους αντιπάλους μου, μ’ ελευθερώνεις απ’ τους βίαιους ανθρώπους. Γι’ αυτό μέσα στα έθνη θα σε δοξάζω, Κύριε κι ύμνους θα ψάλλω στ’ όνομά σου. Μεγάλες νίκες δίνει στο βασιλιά του ο Κύριος· και δείχνει αγάπη για τον εκλεκτό του, για το Δαβίδ και για τους απογόνους του αιώνια. Αυτοί είναι οι τελευταίοι λόγοι του Δαβίδ: Ακούστε το Δαβίδ, γιο του Ιεσσαί, τον άνθρωπο που ανέβηκε ψηλά, τον εκλεκτό του Θεού του Ιακώβ, το γλυκό ψαλμωδό του Ισραήλ. Το Πνεύμα του Κυρίου μιλάει μ’ εμένα κι ο λόγος του είναι στη γλώσσα μου. Μου είπε ο Θεός του Ισραήλ, σ’ εμένα μίλησε ο βράχος του Ισραήλ: «Αυτός που κυβερνάει τους ανθρώπους δίκαια, αυτός που κυβερνάει με του Θεού το φόβο, είναι καθώς ο ήλιος, που ανατέλλει λαμπερός σ’ έναν ανέφελο πρωϊνό ουρανό κι ύστερα κάνουν οι αχτίδες του να βγάζει η γη χορτάρι». Έτσι θα είναι στο Θεό μπροστά οι απόγονοί μου, αφού μ’ εμένα έκανε αιώνια συμφωνία σ’ όλα της τα σημεία ρυθμισμένη και σταθερή. Αυτός μου εξασφαλίζει τη νίκη μου και πραγματώνει όλες μου τις επιθυμίες. Μα οι κακοί είναι σαν τ’ αγκάθια που τα παραπετούν, που στο χέρι του κανένας δεν τα πιάνει. Όποιος τ’ αγγίζει πρέπει να ’ναι οπλισμένος με σιδερένιο άγκιστρο ή ξύλινο κοντάρι· κι εκεί που τα πετάνε καίγονται εντελώς. Τα ονόματα των επίλεκτων πολεμιστών του Δαβίδ είναι τα ακόλουθα: Ιοσέβ-Βασεβέθ, ο Ταχκεμωνίτης, αρχηγός μιας ομάδας Τριών Επιλέκτων· αυτός με το ξίφος του σκότωσε σε μια μάχη οκτακόσιους άντρες. Δεύτερος από τους Τρεις Επίλεκτους ήταν ο Ελεάζαρ, γιος του Δωδώ, του Αχωχίτη. Κάποτε αυτός, μαζί με το Δαβίδ, εξευτέλισαν τους Φιλισταίους που είχαν συγκεντρωθεί για να τους πολεμήσουν. Οι άλλοι Ισραηλίτες έφυγαν, αλλά αυτός έμεινε και χτυπούσε τους Φιλισταίους, ωσότου κουράστηκε τόσο, που το χέρι του έπαθε κράμπα και δεν μπορούσε ν’ αφήσει τη λαβή του ξίφους. Ο Κύριος έδωσε μεγάλη νίκη εκείνη την ημέρα. Ο στρατός γύρισε πίσω, εκεί που πολεμούσε ο Ελεάζαρ, αλλά μόνο για να λεηλατήσει. Μετά ακολουθεί ο Σαμμά, γιος του Αγαί, ο Αραρίτης. Κάποτε είχαν συγκεντρωθεί οι Φιλισταίοι στη Λαχάι, σ’ ένα χωράφι σπαρμένο με φακή. Όταν εμφανίστηκαν οι Φιλισταίοι, ο στρατός των Ισραηλιτών τράπηκε σε φυγή. Ο Σαμμά όμως στάθηκε στη μέση του χωραφιού, το υπερασπίστηκε και χτύπησε τους Φιλισταίους. Έτσι ο Κύριος έδωσε μεγάλη νίκη στους Ισραηλίτες. Μια άλλη φορά τρεις από το «σώμα των Τριάντα Επιλέκτων», την εποχή του θερισμού, πήγαν και βρήκαν το Δαβίδ στο σπήλαιο Αδουλλάμ, γιατί ένα στράτευμα των Φιλισταίων είχε στρατοπεδεύσει στην κοιλάδα Ρεφαείμ. Τον καιρό που ο Δαβίδ βρισκόταν στο φρούριό του, η φρουρά των Φιλισταίων ήταν στη Βηθλεέμ. Ο Δαβίδ εκδήλωσε την επιθυμία του και είπε: «Ποιος θα μου φέρει να πιω νερό από το πηγάδι που είναι στην πύλη της Βηθλεέμ;» Τότε οι Τρεις Επίλεκτοι μπήκαν στο στρατόπεδο των Φιλισταίων κι έβγαλαν νερό από το πηγάδι· το πήραν και το έφεραν στο Δαβίδ. Εκείνος όμως δε θέλησε να πιει και το πρόσφερε σπονδή στον Κύριο. «Ποτέ να μην το κάνω αυτό, Κύριε!» είπε. «Αυτό το νερό είναι το αίμα των ανθρώπων που πήγαν να το βρουν με κίνδυνο της ζωής τους». Κι αρνήθηκε να πιει. Αυτά έκαναν οι Τρεις Επίλεκτοι. Ο Αβισάι, αδερφός του Ιωάβ και γιος της Σερουΐας, ήταν αρχηγός του «σώματος των Τριάντα Επιλέκτων». Αυτός, κραδαίνοντας το ακόντιό του, σκότωσε κάποτε τριακόσιους από τους εχθρούς και απέκτησε μεγάλη φήμη ανάμεσα στους Τριάντα. Ήταν από τους ενδοξότερους στο σώμα και μάλιστα έγινε αρχηγός τους, αλλά δεν έφτασε τους προηγούμενους τρεις επίλεκτους. Ο Βεναΐας από την Καβσεήλ, γιος του Ιεωϊαδά και εγγονός ενός γενναίου άντρα, άντρας γενναίος κι αυτός, έκανε πολλά κατορθώματα. Αυτός σκότωσε δύο Μωαβίτες πολεμιστές, που ονομάζονταν «Τα Λιοντάρια της Μωάβ». Επίσης, μια μέρα που χιόνιζε, κατέβηκε σ’ ένα λάκκο όπου είχε πέσει ένα λιοντάρι, και το σκότωσε. Ακόμη σκότωσε έναν εντυπωσιακό Αιγύπτιο, οπλισμένον με ακόντιο. Του επιτέθηκε μ’ ένα ραβδί, του άρπαξε το ακόντιο από το χέρι και τον σκότωσε με το ίδιο του το όπλο. Αυτά έκανε ο Βεναΐας κι έγινε ονομαστός ανάμεσα στους Τριάντα Επίλεκτους. Ήταν από τους ενδοξότερους στο σώμα των Τριάντα, αλλά δεν έφτασε τους Τρεις. Ο Δαβίδ τον είχε διορίσει αρχηγό της σωματοφυλακής του. Ο Ασαήλ, επίσης αδερφός του Ιωάβ, ήταν κι αυτός ανάμεσα στους Τριάντα Επίλεκτους. Στο ίδιο σώμα ανήκαν και οι παρακάτω: Ο Ελχανάν, γιος του Δωδώ από τη Βηθλεέμ· ο Σαμμά και ο Ελικά, κι οι δυο τους από τη Χαρώδ· ο Χελής από την Πέλετ· ο Ιρά, γιος του Ικκής, από την Τεκωά· ο Αβιέζερ από την Αναθώθ· ο Μεβουνάι από τη Χουσά· ο Σαλμών από την Αχωχί· ο Μαχράι από τη Νετωφά· ο Χέλεβ, γιος του Βαανά, επίσης από τη Νετωφά· ο Ιτταΐ, γιος του Ριβάι, από τη Γιβεά της φυλής Βενιαμίν· ο Βεναΐας από την Πιραθών· ο Ιδδάι από τις κοιλάδες της Γάας· ο Αβί-Αλβών από τη Βαιθ-Αραβά· ο Αζμάβεθ από τη Βαρχούμ· ο Ελιαχβά από τη Σααλβών· ο Ιωνάθαν, απόγονος του Ιασέν· ο Σαμμά κι ο Αχιάμ, γιος του Σαράρ, κι οι δυο τους από την Αράρ· ο Ελιφέλετ, γιος του Αχασβαΐ, από τη Μααχά· ο Ελιάμ, γιος του Αχιτόφελ, από τη Γιλών· ο Χεσραΐ από τον Κάρμηλο· ο Πααράι από την Αρβά· ο Γιγάλ, γιος του Νάθαν, από τη Σωβά· ο Βανί από τη Γαθ· ο Σέλεκ ο Αμμωνίτης· ο Ναχραΐ από τη Βεερώθ, οπλοφόρος του Ιωάβ, γιου της Σερουΐας· ο Ιρά κι ο Γαρήβ, και οι δυο τους από την Ιέθερ· και ο Ουρίας ο Χετταίος –συνολικά τριάντα εφτά άτομα. Μια μέρα ο Κύριος οργίστηκε εκ νέου εναντίον των Ισραηλιτών. Παρακίνησε, λοιπόν, το Δαβίδ εναντίον τους: «Πήγαινε», του είπε, «να μετρήσεις τους άντρες του Ισραήλ και του Ιούδα». Έτσι ο βασιλιάς έδωσε στον αρχιστράτηγο Ιωάβ, που ήταν μαζί του, την ακόλουθη διαταγή: «Πέρνα απ’ όλες τις φυλές του Ισραήλ, από Δαν έως Βέερ-Σεβά και κάνε απογραφή του λαού, για να μάθω πόσοι είναι». Ο Ιωάβ είπε στο βασιλιά: «Μακάρι ο Κύριος, ο Θεός σου, να κάνει τώρα το λαό αυτόν εκατό φορές περισσότερον απ’ ό,τι είναι, και να μπορέσεις να το δεις αυτό με τα μάτια σου, κύριέ μου, βασιλιά! Αλλά γιατί επιθυμείς τέτοιο πράγμα; » Επικράτησε όμως η διαταγή που έδωσε ο βασιλιάς στον Ιωάβ και στους άλλους αρχηγούς του στρατεύματος. Έτσι αποχώρησαν όλοι από το παλάτι, για ν’ απογράψουν τον ισραηλιτικό λαό. Πέρασαν τον Ιορδάνη κι άρχισαν από την Αροήρ κι από την πόλη που βρίσκεται στη μέση της κοιλάδας. Πέρασαν από τη φυλή Γαδ με κατεύθυνση προς την Ιαζέρ, μπήκαν στην περιοχή της Γαλαάδ κι έφτασαν στην Κεδές, στη χώρα των Χετταίων. Έπειτα ήρθαν στη Δαν-Ιαάν κι από ’κει προχώρησαν στην περιοχή της Σιδώνας. Έφτασαν στο φρούριο της Τύρου και πέρασαν απ’ όλες τις πόλεις των Ευαίων και των Χαναναίων και βγήκαν νότια του Ιούδα, στη Βέερ-Σεβά. Αφού διήνυσαν όλη τη χώρα, γύρισαν μετά από εννέα μήνες και είκοσι μέρες στην Ιερουσαλήμ. Ο Ιωάβ έδωσε στο βασιλιά τον αριθμό της απογραφής του λαού: Οι φυλές του Ισραήλ απαριθμούσαν οκτακόσιες χιλιάδες αξιόμαχους άντρες και η φυλή Ιούδα πεντακόσιες χιλιάδες άντρες. Ξαφνικά όμως, ο Δαβίδ ένιωσε τύψεις στη συνείδησή του, που είχε κάνει απογραφή του λαού, και είπε στον Κύριο: «Αμάρτησα βαριά μ’ αυτό που έκανα! Αναγνωρίζω πόσο ανόητα φέρθηκα. Κύριε, σε παρακαλώ, συγχώρησε την αμαρτία του δούλου σου». Όταν σηκώθηκε ο Δαβίδ το πρωί, είπε ο Κύριος στον προφήτη Γαδ, τον Βλέποντα του βασιλιά: «Πήγαινε και πες στο Δαβίδ εκ μέρους μου τα εξής: Σου προτείνω τρεις ποινές. Διάλεξε μία από αυτές κι εγώ θα την εκτελέσω πάνω σου». Ήρθε λοιπόν ο Γαδ στο Δαβίδ και του είπε: «Τι θέλεις: να έρθει για τρία χρόνια πείνα στη χώρα σου, να φεύγεις επί τρεις μήνες κυνηγημένος από τους εχθρούς σου ή να πέσει θανατικό στη χώρα σου για τρεις μέρες; Σκέψου τώρα και αποφάσισε τι απάντηση θα δώσω σ’ εκείνον που μ’ έστειλε». Ο Δαβίδ απάντησε στο Γαδ: «Βρίσκομαι σε πολύ δύσκολη θέση. Ας πέσω στα χέρια του Κυρίου, γιατί είναι πολυεύσπλαχνος· ας μην πέσω σε ανθρώπινα χέρια». Έτσι ο Κύριος έστειλε μια θανατηφόρα επιδημία στους Ισραηλίτες, η οποία ξέσπασε την εποχή του θερισμού των σιτηρών. Πέθαναν τότε εβδομήντα χιλιάδες άνθρωποι από Δαν έως Βέερ-Σεβά. Όταν όμως ο άγγελος που θανάτωνε το λαό άπλωσε το χέρι του και πάνω από την Ιερουσαλήμ για να την καταστρέψει, ο Κύριος μετάνιωσε για το κακό και είπε στον άγγελο: «Φτάνει! Τράβα το χέρι σου». Εκείνη τη στιγμή ο άγγελος του Κυρίου στεκόταν στο αλώνι του Ορνά του Ιεβουσαίου. Ο Δαβίδ, όταν είδε τον άγγελο να θανατώνει το λαό, είπε στον Κύριο: «Εγώ αμάρτησα και είμαι ένοχος. Αυτά τα πρόβατα τι έκαναν; Χτύπα, λοιπόν, εμένα και την οικογένειά μου». Την ίδια εκείνη μέρα ήρθε ο προφήτης Γαδ στο Δαβίδ και του είπε: «Ανέβα στο αλώνι του Ορνά του Ιεβουσαίου και χτίσε εκεί ένα θυσιαστήριο για τον Κύριο». Πήγε, λοιπόν, ο Δαβίδ σύμφωνα με τη διαταγή που του έδωσε ο Κύριος μέσω του Γαδ. Όταν ο Ορνά είδε το βασιλιά με τους αξιωματούχους του να έρχονται σ’ αυτόν, έτρεξε και προσκύνησε το βασιλιά με το πρόσωπό του στη γη. «Για ποιο λόγο ήρθες, κύριέ μου βασιλιά, στο δούλο σου;» ρώτησε. Ο Δαβίδ απάντησε: «Για να αγοράσω από σένα αυτό εδώ το αλώνι· θέλω να χτίσω ένα θυσιαστήριο στον Κύριο, για να σταματήσει η πληγή που ’χει ξεσπάσει στο λαό». Ο Ορνά απάντησε στο Δαβίδ: «Κύριέ μου, βασιλιά, να τα βόδια μου για το ολοκαύτωμα, να και τα εργαλεία του αλωνίσματος και οι ζυγοί των βοδιών για ξύλα. Είναι όλα στη διάθεσή σου. Πάρε και πρόσφερε ό,τι σου φαίνεται καλό. Σου τα δίνω όλα. Και μακάρι ο Κύριος ο Θεός σου», του είπε ακόμη, «να κάνει δεκτή την προσφορά σου». Αλλά ο βασιλιάς απάντησε στον Ορνά: «Όχι· εγώ θέλω οπωσδήποτε να αγοράσω αυτό το αλώνι με χρήματα. Δε θέλω να προσφέρω στον Κύριο, το Θεό μου, ολοκαυτώματα που δε μου στοίχισαν τίποτα». Έτσι αγόρασε ο Δαβίδ το αλώνι και τα βόδια για πενήντα ασημένιους σίκλους. Έχτισε εκεί θυσιαστήριο για τον Κύριο και πρόσφερε ολοκαυτώματα και θυσίες κοινωνίας. Έτσι ο Κύριος λυπήθηκε τη χώρα και σταμάτησε η πληγή που είχε ξεσπάσει στο λαό Ισραήλ. Ο βασιλιάς Δαβίδ είχε πια γεράσει πολύ. Όσο και να τον σκέπαζαν με ρούχα, δεν μπορούσε να ζεσταθεί. Γι’ αυτό του πρότειναν οι άνθρωποί του: «Κύριέ μας, βασιλιά, άφησε να σου βρούμε μια νέα κοπέλα να σε παραστέκεται και να σε περιποιείται κι επίσης να κοιμάται στην αγκαλιά σου, για να σε ζεσταίνει». Επίσης ήρθε σε διαπραγματεύσεις με τον Ιωάβ, γιο της Σερουΐας και με τον ιερέα Αβιάθαρ, οι οποίοι πήγαν με το μέρος του και τον υποστήριξαν. Αλλά ο ιερέας Σαδώκ και ο Βεναΐας, γιος του Ιεωϊαδά, ο προφήτης Νάθαν κι επίσης ο Σιμεΐ, ο Ρεΐ και η προσωπική φρουρά του Δαβίδ δεν πήγαν μαζί του. Μια μέρα ο Αδωνίας διοργάνωσε μεγάλη γιορτή στην τοποθεσία Πέτρα του Φιδιού, κοντά στην πηγή Ρωγήλ, όπου θυσίασε πρόβατα, βόδια και καλοθρεμμένα μοσχάρια. Στη γιορτή προσκάλεσε όλους τους αδερφούς του, γιους του βασιλιά, καθώς και όλους τους άντρες από την περιοχή της φυλής Ιούδα που ήταν στην υπηρεσία του βασιλιά. Δεν κάλεσε όμως τον προφήτη Νάθαν, ούτε το Βεναΐα, ούτε τους άντρες της φρουράς ούτε τον αδερφό του το Σολομώντα. Πήγε τότε ο Νάθαν στη Βηρσαβεέ, μητέρα του Σολομώντα, και της είπε: «Ξέρεις ότι ο Αδωνίας, γιος της Χαγγίθ, ανακήρυξε τον εαυτό του βασιλιά; Κι ο κύριός μου ο Δαβίδ δεν έχει ιδέα! Τώρα, λοιπόν, έλα να σου δώσω μια συμβουλή για να σώσεις τη ζωή σου και τη ζωή του γιου σου, του Σολομώντα: Σήκω και πήγαινε στο βασιλιά Δαβίδ και πες του: “εσύ, κύριέ μου, βασιλιά, δεν ορκίστηκες σ’ εμένα, τη δούλη σου, ότι ο γιος μου ο Σολομών θα σε διαδεχτεί στο θρόνο και θα βασιλέψει μετά από σένα; Γιατί τότε έγινε βασιλιάς ο Αδωνίας;” Κι ενώ εσύ ακόμα θα μιλάς εκεί με το βασιλιά, θα έρθω κι εγώ και θα σε υποστηρίξω». Έτσι, η Βηρσαβεέ παρουσιάστηκε στο βασιλιά, στο υπνοδωμάτιό του. Ήταν πολύ γέρος και τον υπηρετούσε η Αβισάγ, η Σουναμίτισσα. Η Βηρσαβεέ έσκυψε βαθιά και προσκύνησε το βασιλιά. «Τι σου συμβαίνει;» τη ρώτησε εκείνος. Αυτή του απάντησε: «Κύριέ μου, εσύ έχεις ορκιστεί σ’ εμένα τη δούλη σου, στ’ όνομα του Κυρίου, του Θεού σου, ότι ο γιος μου ο Σολομών θα σε διαδεχτεί στο θρόνο. Τώρα, όμως, βασιλιάς έγινε ο Αδωνίας· κι εσύ δεν έχεις ιδέα, κύριέ μου βασιλιά. Πήγε και θυσίασε πολλά πρόβατα, βόδια και καλοθρεμμένα μοσχάρια και κάλεσε στη γιορτή όλους τους γιους σου κι επίσης τον ιερέα Αβιάθαρ και τον αρχιστράτηγο Ιωάβ· το δούλο σου το Σολομώντα, όμως, δεν τον κάλεσε. Σ’ εσένα, κύριέ μου βασιλιά, είναι στραμμένα τα μάτια όλων των Ισραηλιτών, για να τους αναγγείλεις ποιος θα σε διαδεχτεί στο θρόνο. Διαφορετικά, όταν εσύ πεθάνεις, κύριέ μου βασιλιά, εγώ και ο γιος μου ο Σολομών θα θεωρηθούμε ένοχοι για εσχάτη προδοσία». Ενώ ακόμα αυτή μιλούσε με το βασιλιά, ήρθε κι ο προφήτης Νάθαν. Τον ανάγγειλαν λοιπόν στο Δαβίδ: «Είναι κι ο προφήτης Νάθαν εδώ». Αυτός παρουσιάστηκε στο βασιλιά και τον προσκύνησε με το πρόσωπο στη γη. «Κύριέ μου βασιλιά», είπε, «έχεις εσύ υποσχεθεί ότι διάδοχός σου στο θρόνο θα είναι ο Αδωνίας; Σήμερα αυτός έχει πάει και θυσιάζει βόδια, καλοθρεμμένα μοσχάρια και πρόβατα πολλά. Και μάλιστα κάλεσε στη γιορτή όλους τους γιους σου κι επίσης τον αρχιστράτηγο και τον ιερέα Αβιάθαρ. Την ίδια τούτη ώρα όλοι αυτοί τρώνε και πίνουνε μαζί του και φωνάζουν: “ζήτω ο βασιλιάς Αδωνίας!” Εμένα όμως το δούλο σου και τον ιερέα Σαδώκ, το Βεναΐα, γιο του Ιεωϊαδά και το Σολομώντα, το δούλο σου, δεν μας κάλεσε. Έγινε άραγε αυτό το πράγμα με διαταγή δική σου, κύριέ μου βασιλιά, δίχως καν ν’ ανακοινώσεις σ’ εμένα το δούλο σου ποιος θα είναι ο διάδοχός σου;» Αμέσως ο βασιλιάς Δαβίδ διέταξε: «Φωνάξτε μου εδώ τη Βηρσαβεέ». Αυτή ήρθε και παρουσιάστηκε μπροστά του. Τότε ο βασιλιάς τής έκανε όρκο: «Ορκίζομαι στον αληθινό Θεό», είπε, «αυτόν που απάλλαξε τη ζωή μου από κάθε θλίψη, ότι, όπως σου είχα ορκιστεί στο παρελθόν ενώπιον του Κυρίου, του Θεού του Ισραήλ, πως ο γιος σου ο Σολομών θα με διαδεχτεί στο θρόνο, το ίδιο κάνω και σήμερα». Τότε η Βηρσαβεέ γονάτισε με το πρόσωπο στη γη, προσκύνησε το βασιλιά και είπε: «Μακάρι να ζήσεις για πάντα, κύριέ μου, βασιλιά Δαβίδ!» Έπειτα, ο βασιλιάς διέταξε τους αξιωματούχους του: «Καλέστε μου τον ιερέα Σαδώκ, τον προφήτη Νάθαν και το Βεναΐα, γιο του Ιεωϊαδά». Όλοι αυτοί ήρθαν και παρουσιάστηκαν μπροστά στο βασιλιά. Τότε ο βασιλιάς τούς διέταξε: «Πάρτε μαζί σας τους δούλους του κυρίου σας, ανεβάστε το γιο μου το Σολομώντα στο μουλάρι μου και κατεβάστε τον στην πηγή Γιχών. Εκεί, ο ιερέας Σαδώκ κι ο προφήτης Νάθαν θα τον χρίσουν βασιλιά του Ισραήλ. Μετά θα σαλπίσετε με τη σάλπιγγα και θα φωνάξετε: “ζήτω ο βασιλιάς Σολομών!” Έπειτα, θα τον ακολουθήσετε στην πόλη, όπου θα έρθει να γίνει η ενθρόνιση και να βασιλέψει αυτός στη θέση μου. Αυτόν εγώ όρισα να γίνει ηγεμόνας στον Ισραήλ και στον Ιούδα». Ο Βεναΐας αποκρίθηκε στο βασιλιά: «Έτσι να γίνει. Μακάρι ο Κύριος, ο Θεός σου να το επιβεβαιώσει, κύριέ μου βασιλιά! Όπως ο Κύριος ήταν μαζί μ’ εσένα, έτσι ας είναι και με το Σολομώντα, κι ας δοξάσει το θρόνο του περισσότερο από τον δικό σου, κύριέ μου βασιλιά». Τότε ο ιερέας Σαδώκ, ο προφήτης Νάθαν κι ο Βεναΐας, γιος του Ιεωϊαδά, κι επίσης οι Χερεθαίοι και οι Φελεθαίοι πήγαν κι ανέβασαν το Σολομώντα πάνω στο μουλάρι του βασιλιά Δαβίδ και τον έφεραν στην πηγή Γιχών. Εκεί ο ιερέας Σαδώκ πήρε το κέρας του λαδιού από τη σκηνή και έχρισε το Σολομώντα. Μετά σάλπισαν με τη σάλπιγγα κι όλος ο λαός φώναξε: «Ζήτω ο βασιλιάς Σολομών!» Όλος ο λαός της πόλης ακολουθούσε το Σολομώντα παίζοντας φλογέρες κι εκδηλώνοντας τη μεγάλη του χαρά, έτσι που η γη σείστηκε από τις φωνές τους. Ο θόρυβος ακούστηκε μέχρι τον Αδωνία και τους καλεσμένους του, την ώρα που τέλειωναν το φαγητό τους. Ο Ιωάβ κατάλαβε τον ήχο της σάλπιγγας και είπε: «Γιατί αυτή η οχλοβοή στην πόλη;» Δεν είχε προλάβει ν’ αποσώσει τα λόγια του, κι έρχεται ο Ιωνάθαν, γιος του ιερέα Αβιάθαρ. «Έλα», του λέει ο Αδωνίας, «εσύ είσαι γενναίος και πρέπει να φέρνεις καλές ειδήσεις». Ο Ιωνάθαν απάντησε: «Δυστυχώς όχι. Ο κύριός μου, ο βασιλιάς Δαβίδ, έκανε βασιλιά το Σολομώντα. Μαζί του έστειλε τον ιερέα Σαδώκ, τον προφήτη Νάθαν και το Βεναΐα, γιο του Ιεωϊαδά, κι επίσης τους Χερεθαίους και τους Φελεθαίους και τον ανέβασαν πάνω στο μουλάρι του βασιλιά. Ο ιερέας Σαδώκ κι ο προφήτης Νάθαν τον έχρισαν βασιλιά στην πηγή Γιχών. Από ’κει προχώρησαν προς την πόλη με φωνές χαράς και όλη η πόλη είναι αναστατωμένη. Αυτός είναι ο θόρυβος που ακούτε. Μετά απ’ αυτά», συνέχισε ο Ιωνάθαν, «ο Σολομών κάθισε στο βασιλικό θρόνο, και πήγαν οι αξιωματούχοι του βασιλιά να ευχηθούν τον κύριό μας, το βασιλιά Δαβίδ. “Μακάρι ο Θεός σου να κάνει το όνομα του Σολομώντα πιο ένδοξο από το δικό σου”, του έλεγαν, “και μακάρι να δοξάσει το θρόνο του πιο πολύ από τον δικό σου!” Κι ο βασιλιάς, καθώς ήταν πάνω στο κρεβάτι του, υποκλίθηκε. Και είπε ακόμα, ο βασιλιάς: “ας είναι ευλογημένος ο Κύριος, ο Θεός του Ισραήλ, που μου έδωσε διάδοχο κι επέτρεψε να ζήσω και να τον δω στο θρόνο μου”». Τότε όλοι οι καλεσμένοι του Αδωνία φοβήθηκαν. Σηκώθηκαν και πήρε καθένας το δρόμο του. Ο ίδιος ο Αδωνίας φοβήθηκε τόσο πολύ το Σολομώντα, που έτρεξε και πιάστηκε από τα κέρατα του θυσιαστηρίου. Πήγαν, λοιπόν, και είπαν στο βασιλιά Σολομώντα: «Ο Αδωνίας σ’ έχει φοβηθεί τόσο πολύ, που πήγε και πιάστηκε από τα κέρατα του θυσιαστηρίου και ζητάει να του ορκιστείς σήμερα ότι δε θα τον θανατώσεις». Ο Σολομών απάντησε: «Αν αποδειχτεί ειλικρινής, ούτε μία τρίχα του δε θα πέσει στη γη. Αν όμως αποδειχθεί παράνομος, θα πεθάνει». Έτσι ο βασιλιάς έστειλε και τον κατέβασαν από το θυσιαστήριο κι αυτός ήρθε και τον προσκύνησε. Ο Σολομών του είπε: «Μπορείς να πας στο σπίτι σου». Όταν ο Δαβίδ αισθάνθηκε πως πλησίαζε ο καιρός να πεθάνει, έδωσε στο γιο του το Σολομώντα τις ακόλουθες οδηγίες: «Εγώ παίρνω το δρόμο, που κάποτε παίρνει όλος ο κόσμος. Να είσαι θαρραλέος και να φέρεσαι σαν άντρας τώρα πια. Να τηρείς τις εντολές του Κυρίου, του Θεού σου, να ζεις σύμφωνα με το θέλημά του και να εφαρμόζεις τους νόμους του, τα προστάγματά του και τους ορισμούς του, όπως αυτά είναι γραμμένα στο νόμο του Μωυσή, ώστε όπου κι αν πας, να πετυχαίνεις ο,τιδήποτε κι αν επιχειρείς. Έτσι θα πραγματοποιήσει ο Κύριος εκείνο που μου έχει υποσχεθεί: “αν οι απόγονοί σου”, μου είπε, “προσέχουν να εφαρμόζουν το θέλημά μου με ειλικρίνεια, με όλη την καρδιά και την ψυχή τους, τότε στο θρόνο του Ισραήλ θα βασιλεύει πάντοτε ένας δικός σου απόγονος”. »Ξέρεις ακόμα», συνέχισε ο Δαβίδ, «τι έχει κάνει σ’ εμένα ο Ιωάβ, γιος της Σερουΐας, κι ακόμα τι έκανε στους δύο αρχιστράτηγους του Ισραήλ, δηλαδή στον Αβενήρ, γιο του Νηρ, και στον Αμασά, γιο του Ιεθέρ: τους σκότωσε και εκδικήθηκε σε καιρό ειρήνης για θανάτους που είχαν γίνει σε καιρό πολέμου. Έτσι σπίλωσε με αίμα αθώων τη στρατιωτική μου τιμή. Να ενεργήσεις με σοφία και να μην τον αφήσεις να πεθάνει ήσυχα από γηρατιά. Στους γιους του Βαρζιλλαΐ του Γαλααδίτη, να δείξεις αγάπη και να τους επιτρέψεις να τρώνε στο τραπέζι σου, γιατί αυτοί ήρθαν και με βοήθησαν όταν έφευγα να γλιτώσω από τον αδερφό σου τον Αβεσσαλώμ. Είν’ ακόμα κι ο Σιμεΐ, γιος του Γηρά, ο Βενιαμινίτης, από τη Βαχουρίμ. Αυτός εκτόξευσε εναντίον μου βαριές κατάρες, όταν πορευόμουν προς τη Μαχαναΐμ. Αλλά μετά κατέβηκε στον Ιορδάνη για να με προϋπαντήσει. Τότε του ορκίστηκα ενώπιον του Κυρίου ότι δε θα τον εκτελούσα. Τώρα όμως εσύ μην τον αφήσεις ατιμώρητο. Είσαι άνθρωπος με σοφία και ξέρεις τι θα του κάνεις, ώστε να πάει από βίαιο θάνατο». Ο Δαβίδ πέθανε και τον έθαψαν στην Πόλη Δαβίδ. Η βασιλεία του στον Ισραήλ διήρκεσε σαράντα χρόνια. Εφτά χρόνια βασίλεψε στη Χεβρών και τριάντα τρία χρόνια στην Ιερουσαλήμ. Στο θρόνο τον διαδέχτηκε ο γιος του ο Σολομών και η βασιλική του εξουσία ήταν καλά στερεωμένη. Μια μέρα ο Αδωνίας, γιος της Αγγίθ, πήγε να συναντήσει τη Βηρσαβεέ, μητέρα του Σολομώντα. «Έρχεσαι για καλό;» τον ρώτησε. Εκείνος απάντησε: «Για καλό». «Έχω να σου πω κάτι», της είπε μετά. «Λέγε», του απάντησε εκείνη. «Εσύ ξέρεις», της είπε ο Αδωνίας, «ότι σ’ εμένα ανήκε η βασιλεία κι όλοι οι Ισραηλίτες περίμεναν ότι εγώ θα γινόμουν βασιλιάς. Αλλά η βασιλεία έφυγε από μένα και πέρασε στον αδερφό μου, γιατί έτσι το θέλησε ο Κύριος. Τώρα, λοιπόν, έχω κάτι να σου ζητήσω· μη μου το αρνηθείς». Εκείνη του απάντησε: «Λέγε». «Θέλω», της λέει, «να ζητήσεις από το βασιλιά Σολομώντα –και ξέρω πως δε θα σου το αρνηθεί– να μου δώσει την Αβισάγ, τη Σουναμίτισσα, για γυναίκα». «Καλά», αποκρίθηκε η Βηρσαβεέ, «εγώ θα μιλήσω για σένα στο βασιλιά». Η Βηρσαβεέ παρουσιάστηκε στο βασιλιά Σολομώντα για να του μιλήσει για τον Αδωνία. Ο βασιλιάς σηκώθηκε να την προϋπαντήσει, υποκλίθηκε μπροστά της και κάθισε στο θρόνο του· έβαλαν κι ένα θρόνο για τη μητέρα του στα δεξιά του, κι εκείνη κάθισε. «Έχω να σου υποβάλω μια μικρή παράκληση», του είπε· «μη μου την αρνηθείς». Ο βασιλιάς της είπε: «Ζήτησε ό,τι θέλεις, μητέρα· δε θα σου το αρνηθώ». Εκείνη του είπε: «Να δοθεί η Αβισάγ η Σουναμίτισσα στον αδερφό σου τον Αδωνία για γυναίκα». Ο Σολομών αποκρίθηκε στη μητέρα του: «Γιατί ζητάς την Αβισάγ τη Σουναμίτισσα για τον Αδωνία; Ζήτησε τότε γι’ αυτόν και τη βασιλεία, αφού αυτός είναι αδερφός μου, μεγαλύτερος από μένα, κι έχει με το μέρος του τον ιερέα Αβιάθαρ και τον Ιωάβ, το γιο της Σερουΐας!» Τότε ο βασιλιάς Σολομών έδωσε όρκο ενώπιον του Κυρίου: «Να με τιμωρήσει ο Θεός», είπε, «αν αυτό που ζήτησε ο Αδωνίας δεν το πληρώσει με τη ζωή του. Μα τον αληθινό Θεό, που μ’ ανέβασε στο θρόνο του πατέρα μου Δαβίδ, στερέωσε την εξουσία μου και μου υποσχέθηκε το θρόνο για μένα και τους απογόνους μου, ο Αδωνίας σήμερα κιόλας θα θανατωθεί». Έστειλε. λοιπόν, ο βασιλιάς το Βεναΐα, γιο του Ιεωϊαδά και τον σκότωσε. Έτσι πέθανε ο Αδωνίας. Στη συνέχεια, ο βασιλιάς είπε στον ιερέα Αβιάθαρ: «Φύγε και πήγαινε στην Αναθώθ, στα κτήματά σου. Είσαι άξιος θανάτου. Δε θέλω όμως να σε θανατώσω σήμερα, γιατί κάποτε εσύ τον καιρό του πατέρα μου Δαβίδ ήσουν υπεύθυνος για την κιβωτό του Κυρίου του Θεού και γιατί υπέφερες όλα όσα υπέφερε κι ο πατέρας μου». Έτσι ο Σολομών απαγόρευσε στον Αβιάθαρ ν’ ασκεί τα καθήκοντα του ιερέα του Κυρίου. Κι εκπληρώθηκε ο λόγος που είχε πει ο Κύριος για την οικογένεια του Ηλεί στη Σιλώ. Η είδηση αυτή έφτασε στον Ιωάβ. Κι επειδή είχε κι αυτός ακολουθήσει τον Αδωνία (όχι όμως και τον Αβεσαλώμ), κατέφυγε στη σκηνή του Κυρίου και πιάστηκε από τα κέρατα του θυσιαστηρίου. Όταν αναγγέλθηκε στο βασιλιά Σολομώντα ότι ο Ιωάβ κατέφυγε στη σκηνή του Κυρίου, πλάι στο θυσιαστήριο, έστειλε το Βεναΐα, γιο του Ιεωϊαδά, με τη διαταγή να σκοτώσει τον Ιωάβ. Πήγε ο Βεναΐας στη σκηνή του Κυρίου και είπε στον Ιωάβ: «Ο βασιλιάς λέει να βγεις από ’κει». Ο Ιωάβ απάντησε: «Όχι· εδώ θέλω να πεθάνω». Τότε ειδοποίησε ο Βεναΐας το βασιλιά: «Αυτή την απάντηση μου έδωσε ο Ιωάβ», του είπε. Ο βασιλιάς του απάντησε: «Κάνε όπως σου είπε: σκότωσέ τον επί τόπου και θάψε τον, για ν’ απαλλάξεις εμένα και την οικογένεια του πατέρα μου από την ευθύνη για το θάνατο των δυο αθώων που σκότωσε ο Ιωάβ. Ο Κύριος ας καταλογίσει στον Ιωάβ την ευθύνη για το δικό του θάνατο. Σκότωσε με ξίφος δύο άντρες, που ήταν δικαιότεροι και καλύτεροι απ’ αυτόν, χωρίς ο πατέρας μου ο Δαβίδ να το γνωρίζει: τον Αβενήρ, γιο του Νηρ, αρχιστράτηγο του Ισραήλ, και τον Αμασά, γιο του Ιεθέρ, αρχιστράτηγο του Ιούδα. Η ευθύνη γι’ αυτούς τους φόνους ας βαραίνει για πάντα τον Ιωάβ και τους απογόνους του. Ενώ στο Δαβίδ και τους απογόνους του, στην οικογένειά του και στους διαδόχους του θρόνου του ας υπάρχει ειρήνη από τον Κύριο, για πάντα!» Έτσι πήγε ο Βεναΐας και χτύπησε τον Ιωάβ και τον σκότωσε· τον έθαψαν στο σπίτι του, κοντά στην έρημο. Το Βεναΐα ο βασιλιάς τον διόρισε αρχιστράτηγο στη θέση του Ιωάβ και τον ιερέα Σαδώκ τον διόρισε στη θέση του Αβιάθαρ. Έπειτα ο βασιλιάς έστειλε και κάλεσε το Σιμεΐ. «Χτίσε ένα σπίτι στην Ιερουσαλήμ», του είπε, «και κάθισε εκεί. Δε θα βγεις από την πόλη για κανένα άλλο μέρος. Να ξέρεις πως την ίδια μέρα που θα βγεις και θα περάσεις το χείμαρρο των Κέδρων, θα πεθάνεις· και τότε η ευθύνη θα είναι αποκλειστικά δική σου». Ο Σιμεΐ απάντησε στο βασιλιά: «Πολύ καλά. Όπως είπε ο κύριός μου ο βασιλιάς, έτσι θα κάνω ο δούλος σου». Ο Σιμεΐ έμεινε στην Ιερουσαλήμ πολύν καιρό. Είχαν περάσει τρία χρόνια, όταν δύο δούλοι του Σιμεΐ δραπέτευσαν προς τον Αχίς, γιο του Μααχά και βασιλιά της Γαθ. Ο Σιμεΐ ειδοποιήθηκε πως οι δούλοι του βρίσκονταν στη Γαθ· σηκώθηκε, λοιπόν, σαμάρωσε το γαϊδούρι του και πήγε στη Γαθ, στον Αχίς, για να πάρει τους δούλους του. Έπειτα γύρισε μαζί τους στην Ιερουσαλήμ. Όταν αναγγέλθηκε στο Σολομώντα ότι ο Σιμεΐ πήγε από την Ιερουσαλήμ στη Γαθ και ξαναγύρισε, έστειλε και κάλεσε το Σιμεΐ. «Δε σε όρκισα στον Κύριο», του είπε, «και δε σε προειδοποίησα ότι την ημέρα που θα βγεις και θα πας οπουδήποτε, εξάπαντος θα πεθάνεις; Και μου απάντησες ότι συμφωνείς με το λόγο που άκουσες. Γιατί, λοιπόν, δε φύλαξες τον όρκο του Κυρίου και την εντολή που σου έδωσα; Εσύ ξέρεις», του είπε ακόμα, «πόσο κακό έκανες στο Δαβίδ, τον πατέρα μου. Ο Κύριος θα σου ανταποδώσει την κακία σου. Ο βασιλιάς Σολομών, όμως, θα είναι ευλογημένος και ο θρόνος του Δαβίδ θα είναι ακλόνητος για πάντα ενώπιον του Κυρίου». Τότε ο βασιλιάς έδωσε διαταγή στο Βεναΐα, γιο του Ιεωϊαδά, κι έβγαλε το Σιμεΐ έξω από το παλάτι και τον σκότωσε. Έτσι η βασιλεία του Σολομώντα σταθεροποιήθηκε. Ο Σολομών έγινε γαμπρός του Φαραώ, βασιλιά της Αιγύπτου, παίρνοντας γυναίκα την κόρη του. Την έφερε στην Πόλη Δαβίδ, ώσπου να τελειώσει το χτίσιμο του ανακτόρου του και το χτίσιμο του ναού του Κυρίου και των τειχών της Ιερουσαλήμ. Ο λαός όμως θυσίαζε στους διάφορους ιερούς τόπους, γιατί δεν είχε ως τότε χτιστεί ναός προς τιμήν του Κυρίου. Ο Σολομών αγαπούσε τον Κύριο και τηρούσε τα προστάγματα του Δαβίδ, του πατέρα του. Πρόσφερε βέβαια και ο ίδιος θυσίες και θυμίαμα στους ιερούς τόπους. Κάποτε ο βασιλιάς πήγε στη Γαβαών να θυσιάσει εκεί, γιατί ήταν πολύ σπουδαίος εκείνος ο ιερός τόπος. Χίλια ολοκαυτώματα πρόσφερε ο Σολομών στο θυσιαστήριο εκείνο. Τη νύχτα, εκεί στη Γαβαών, του παρουσιάστηκε ο Κύριος, ο Θεός, σε όνειρο και του είπε: «Ζήτησέ μου τι θέλεις να σου δώσω». Ο Σολομών απάντησε: «Κύριε, εσύ έδειξες μεγάλη αγάπη στο δούλο σου το Δαβίδ, τον πατέρα μου, γιατί έζησε με πιστότητα, δικαιοσύνη και ειλικρίνεια απέναντί σου. Αυτή σου την αγάπη την εκδήλωσες με το να του δώσεις έναν γιο που να τον διαδεχτεί στο θρόνο, όπως συμβαίνει σήμερα. Και τώρα, Κύριε Θεέ μου, εσύ έκανες βασιλιά εμένα το δούλο σου στη θέση εκείνου, παρ’ όλο που εγώ είμαι πολύ νέος και δεν ξέρω να κυβερνώ. Ο δούλος σου βρέθηκα επικεφαλής του εκλεκτού λαού σου, ενός λαού τόσο πολυάριθμου, που δεν είναι δυνατόν να καταμετρηθεί. Δώσε μου, λοιπόν Κύριε, τη σοφία που χρειάζομαι για να διοικώ το λαό σου και να διακρίνω τι είναι καλό και τι κακό γι’ αυτούς, γιατί χωρίς αυτήν την ικανότητα, ποιος θα μπορούσε να κυβερνήσει αυτόν το λαό σου, τον τόσο πολυπληθή;» γι’ αυτό κι εγώ, όπως μου ζήτησες, θα σου δώσω σοφία και γνώση, όση κανένας δεν είχε πριν από σένα ούτε μετά από σένα θα έχει. Κι επιπλέον σου δίνω όσα δε ζήτησες: πλούτο και δόξα, ώστε να μην υπάρξει κανένας σαν κι εσένα ανάμεσα στους άλλους βασιλιάδες, όσο θα ζεις. Κι αν ακολουθείς το θέλημά μου και τηρείς τους νόμους μου και τις εντολές μου, όπως ο πατέρας σου ο Δαβίδ, θα αυξήσω και τα χρόνια της ζωής σου». Έπειτα ο Σολομών ξύπνησε και όλα ήταν όνειρο. Γύρισε στην Ιερουσαλήμ και παρουσιάστηκε μπροστά στην κιβωτό της διαθήκης του Κυρίου· μετά πρόσφερε ολοκαυτώματα και θυσίες κοινωνίας και τέλος κάλεσε σε συμπόσιο όλους τους δούλους του. Μια μέρα ήρθαν και παρουσιάστηκαν μπροστά στο βασιλιά δυο πόρνες. Η πρώτη είπε: «Άκουσε, κύριέ μου: Εγώ και η γυναίκα αυτή μένουμε στο ίδιο σπίτι. Όταν γέννησα ήταν κι αυτή στο σπίτι. Την τρίτη μέρα από τότε που γέννησα εγώ, γέννησε κι αυτή. Κατοικούσαμε μαζί· δεν υπήρχε άλλος στο σπίτι εκτός από μας τις δυο. Μια νύχτα, καθώς αυτή η γυναίκα κοιμόταν, πλάκωσε το γιο της και το μωρό πέθανε. Τότε σηκώθηκε μέσα στη νύχτα, ενώ εγώ κοιμόμουν, πήρε το γιο μου από το πλευρό μου κι έβαλε στη θέση του τον δικό της, που ήταν νεκρός, και το δικό μου παιδί το πήρε αυτή. Όταν σηκώθηκα το πρωί να θηλάσω το παιδί, ήταν πεθαμένο. Αλλά όταν το κοίταξα προσεκτικά στο φως, είδα πως δεν ήταν αυτός ο γιος μου που είχα γεννήσει». Τότε η άλλη γυναίκα φώναξε: «Όχι, ο δικός μου γιος είναι ο ζωντανός και ο δικός σου είναι ο νεκρός». Αλλά η πρώτη ξαναείπε: «Όχι, ο δικός σου γιος είναι ο νεκρός κι ο δικός μου είναι ο ζωντανός». Έτσι φιλονικούσαν μπροστά στο βασιλιά. Τότε είπε ο βασιλιάς: «Η μια σας λέει: “ο δικός μου γιος είναι ο ζωντανός και ο δικός σου είναι ο νεκρός” και η άλλη λέει: “όχι, ο δικός σου γιος είναι ο νεκρός και ο δικός μου είναι ο ζωντανός”. Φέρτε μου εδώ ένα σπαθί», πρόσταξε. Του έφεραν το σπαθί και είπε: «Μοιράστε το ζωντανό παιδί στα δύο, και δώστε το μισό στη μία και το μισό στην άλλη». Τότε, η γυναίκα που είχε το ζωντανό παιδί, ένιωσε τα σπλάχνα της να ταράζονται για το γιο της και είπε στο βασιλιά: «Αχ, κύριέ μου! Δώστε σ’ αυτήν το παιδί και μην το σκοτώνετε». Η άλλη όμως έλεγε: «Μοιράστε το, μοιράστε το! Έτσι δε θ’ ανήκει ούτε σ’ εμένα ούτε σ’ εκείνη». Τότε αποκρίθηκε ο βασιλιάς και είπε: «Δώστε στην πρώτη γυναίκα το παιδί και μην της το σκοτώνετε· αυτή είναι η μάνα του». Όλοι οι Ισραηλίτες έμαθαν πώς έκρινε ο βασιλιάς και αισθάνθηκαν σεβασμό γι’ αυτόν. Κατάλαβαν ότι ο Θεός τού είχε δώσει σοφία, η οποία τον κατεύθυνε να αποδίδει το δίκαιο. Ο Σολομών ήταν βασιλιάς όλων των Ισραηλιτών. Οι αξιωματούχοι του ήταν οι εξής: Ο Αζαρίας, γιος του Σαδώκ, ιερέας. Οι Ελιχόρεφ και Αχιά, γιοι του Σεισά, γραμματείς. Ο Ιωσαφάτ, γιος του Αχιλούδ, υπομνηματογράφος. Ο Βεναΐας, γιος του Ιεωϊαδά, αρχιστράτηγος, και οι Σαδώκ και Αβιάθαρ, ιερείς. Ο Αζαρίας, γιος του Νάθαν, αρχηγός των διοικητών, και ο Ζαβούδ, ο γιος του Νάθαν, ιερέας και προσωπικός σύμβουλος του βασιλιά. Ο Αχισάρ υπεύθυνος των ανακτόρων και ο Αδωνιράμ, γιος του Αβδά, επόπτης των αναγκαστικών εργασιών. Ο Σολομών είχε δώδεκα διοικητές επαρχιών, διασκορπισμένους σ’ ολόκληρο το βασίλειο του Ισραήλ, οι οποίοι εφοδίαζαν με τρόφιμα το βασιλιά και τον οίκο του. Καθένας τους ήταν υπεύθυνος για τις προμήθειες των ανακτόρων επί ένα μήνα το χρόνο. Τα ονόματά τους κατά επαρχίες είναι: Ο γιος του Χουρ, για την ορεινή περιοχή του Εφραΐμ. Ο γιος του Δέκερ, για την περιοχή της Μακάς, της Σααλβίμ, της Βαιθ-Σεμές της Αιλών και της Βαιθ-Χανάν. Ο γιος του Έσεδ στην Αρουβώθ, για την περιοχή της Σωχώ και της Χέφερ. Ο γιος του Αβιναδάβ, για την περιοχή της Δωρ. Αυτός είχε πάρει γυναίκα του την Ταφάθ, κόρη του Σολομώντα. Ο Βαανά, γιος του Αχιλούδ, για την περιοχή της Τανάκ και της Μεγιδδώ και για ολόκληρη την περιοχή της Βαιθ-Σεάν. (Η περιοχή της Βαιθ-Σεάν συνόρευε με τη Σαρθανά, νότια της Ιζρεέλ και εκτεινόταν από τη Βαιθ-Σεάν ως την Αβέλ-Μεχολά και μέχρι πέρα από την Ιοκνεάμ). Ο γιος του Γέβερ στη Ραμώθ της Γαλαάδ. Στην περιοχή του ανήκαν τα χωριά του Ιαείρ, γιου του Μανασσή, στη Γαλαάδ, καθώς και η περιοχή της Αργόβ, στο οροπέδιο της Βασάν. Όλη αυτή η περιοχή απαριθμούσε εξήντα μεγάλες πόλεις οχυρωμένες με τείχη που διέθεταν χάλκινες αμπάρες. Ο Αχιναδάβ, γιος του Ιδδώ, για την περιοχή της Μαχαναΐμ. Ο Αχιμάας για την περιοχή της φυλής Νεφθαλί. Αυτός είχε πάρει γυναίκα του τη Βασεμάθ, κόρη του Σολομώντα. Ο Βαανά, γιος του Χουσαΐ, για την περιοχή της φυλής Ασήρ και της Αλώθ. Ο Ιωσαφάτ, γιος του Παρούαχ, για την περιοχή της φυλής Ισσάχαρ. Ο Σιμεΐ, γιος του Ηλά, για την περιοχή της φυλής Βενιαμίν. Ο Γέβερ, γιος του Ουρεί, για την περιοχή της φυλής Γαδ (στις πρώην επικράτειες του Σιχόν, βασιλιά των Αμορραίων και του Ωγ, βασιλιά της Βασάν). Πέρα απ’ αυτούς τους δώδεκα, υπήρχε κι ένας διοικητής για την περιοχή της φυλής Ιούδα. Οι κάτοικοι των βασιλείων του Ιούδα και του Ισραήλ ήταν πολλοί σαν την άμμο στην ακροθαλασσιά· έτρωγαν, έπιναν και ήταν ευτυχισμένοι. Ο Σολομών κυριαρχούσε σ’ όλα τα βασίλεια, από τον ποταμό Ευφράτη ως τη χώρα των Φιλισταίων και ως τα σύνορα της Αιγύπτου. Όλοι αυτοί οι λαοί ήταν φόρου υποτελείς στο Σολομώντα, όσο αυτός ζούσε. Τα τρόφιμα που χρειαζόταν ο Σολομών και το προσωπικό των ανακτόρων για μία μέρα ήταν: Τριάντα κορ σιμιγδάλι και εξήντα κορ αλεύρι, δέκα βόδια μεγαλωμένα στο στάβλο, είκοσι βόδια μεγαλωμένα στο λιβάδι, εκατό πρόβατα, χώρια τα ελάφια, τα ζαρκάδια, τα αγριοκάτσικα και τα καλοταϊσμένα πουλερικά. Η επικράτειά του απλωνόταν σ’ όλη την περιοχή νοτιοδυτικά του ποταμού Ευφράτη, και εν συνεχεία από την Τιπσάχ ως τη Γάζα, και περιλάμβανε όλους τους βασιλιάδες της περιοχής αυτής. Είχε ειρήνη με όλους τους λαούς που συνόρευαν μαζί του. Έτσι ο λαός του Ιούδα και του Ισραήλ, ζούσαν με ασφάλεια, καλλιεργώντας τ’ αμπέλια τους και τις συκιές τους, από Δαν έως Βέερ-Σεβά,. όσο βασίλευε ο Σολομών. Ο Σολομών είχε σαράντα χιλιάδες σταυλισμένα άλογα για τις άμαξές του και δώδεκα χιλιάδες καβαλάρηδες. Οι δώδεκα διοικητές που είχε ορίσει προμήθευαν τα τρόφιμα που χρειάζονταν για τον ίδιο και τους ομοτράπεζούς του. Κάθε διοικητής, επί ένα μήνα το χρόνο ήταν υπεύθυνος να μη λείψει τίποτα. Επίσης καθένας με τη σειρά του φρόντιζε να παραδίδεται κριθάρι και χορτάρι για τα άλογα των καβαλάρηδων και των αμαξών όπου κι αν βρίσκονταν αυτοί. Ο Θεός είχε δώσει στο Σολομώντα σοφία και γνώση πάρα πολύ μεγάλη, και ασυνήθιστη ευρυμάθεια. Ήταν σοφότερος απ’ όλους τους Άραβες και τους Αιγύπτιους σοφούς. Γνώριζε πολύ περισσότερα απ’ όλους τους ανθρώπους, ακόμη κι από τον Εθάν τον Εζραΐτη, από τον Αιμάν, το Χαλκόλ και το Δαρδά, γιους του Μαχώλ· η φήμη του είχε διαδοθεί σ’ όλα τα γύρω έθνη. Είπε τρεις χιλιάδες παροιμίες και έγραψε χίλια πέντε ποιήματα. Μίλησε για όλα τα δένδρα, από το μεγαλόπρεπο κέδρο του Λιβάνου ως τον ταπεινό ύσσωπο, που φυτρώνει στις ρίζες των μαντρότοιχων. Μίλησε ακόμα για τα ζώα, τα πουλιά, τα ερπετά και τα ψάρια. Έρχονταν απ’ όλα τα έθνη για ν’ ακούσουν το Σολομώντα που μιλούσε με σοφία· έρχονταν αντιπροσωπείες απ’ όλους τους βασιλιάδες της γης, οι οποίοι είχαν ακούσει για τη σοφία του. Ο Χιράμ, βασιλιάς της Τύρου, ήταν ανέκαθεν φίλος του Δαβίδ. Όταν έμαθε λοιπόν ότι στη θέση του χρίστηκε βασιλιάς ο γιος του ο Σολομών, του έστειλε τις ευχές του με μια αντιπροσωπεία. Απ’ τη μεριά του ο Σολομών έστειλε στο Χιράμ την ακόλουθη παραγγελία: «Εσύ ξέρεις ότι ο πατέρας μου Δαβίδ δεν μπόρεσε να χτίσει έναν ναό στο όνομα του Κυρίου, του Θεού του, εξαιτίας των πολέμων, που τον είχαν περικυκλώσει, ωσότου ο Κύριος, υπέταξε σ’ αυτόν όλους τους εχθρούς του. Και τώρα που ο Κύριος, ο Θεός μου, μου έχει δώσει ησυχία από τους γείτονές μου, έτσι που κανένας πια δε με μάχεται και κανένας κίνδυνος δε με απειλεί, σκέφτομαι να χτίσω έναν ναό στο όνομα του Κυρίου, του Θεού μου, όπως το είχε πει ο Κύριος στο Δαβίδ, τον πατέρα μου: “ο γιος σου που θα ορίσω να σε διαδεχτεί στο θρόνο, αυτός θα χτίσει ναό στο όνομά μου”. Δώσε, λοιπόν, διαταγή να κόψουν για μένα τους απαιτούμενους κέδρους από το όρος του Λιβάνου· ξέρεις καλά πως εμείς δε διαθέτουμε τόσο έμπειρους ξυλοκόπους, όπως είναι οι Σιδώνιοι. Οι δούλοι μου ας βοηθήσουν τους δούλους σου, κι εγώ θ’ αναλάβω να σου καταβάλω το μισθό των δούλων σου όπως τον ορίσεις εσύ». Μόλις ο Χιράμ έλαβε το μήνυμα του Σολομώντα, χάρηκε πολύ και είπε: «Ας είναι ευλογημένος σήμερα ο Κύριος, που έδωσε στο Δαβίδ γιο σοφό για να βασιλέψει στο λαό αυτόν, τον πολυάριθμο». Στη συνέχεια έστειλε στο Σολομώντα την ακόλουθη απάντηση: «Άκουσα όσα μου παρήγγειλες. Εγώ αναλαμβάνω να σου προμηθεύσω την ξυλεία που χρειάζεσαι από κέδρους και πεύκο. Οι δούλοι μου θα κατεβάζουν τους κορμούς των δέντρων από το Λίβανο στη θάλασσα, θα τα φορτώνουν σε σχεδίες και θα τα μεταφέρουν δια θαλάσσης ως το σημείο που θα μου υποδείξεις. Εκεί θα τα ξεφορτώνουν και θα τα παραλαμβάνεις. Ως αντάλλαγμα εσύ θα αναλάβεις να μου προμηθεύεις τα τρόφιμα που χρειάζομαι για το ανάκτορό μου». Έτσι, ο Χιράμ παρέδωσε στο Σολομώντα ξυλεία από κέδρο και πεύκο, όση ήθελε. Ο Σολομών παρέδιδε κάθε χρόνο στο Χιράμ είκοσι χιλιάδες κορ σιτάρι και είκοσι χιλιάδες κορ λάδι καθαρό για τις ανάγκες του ανακτόρου του. Ο Κύριος έδωσε σοφία στο Σολομώντα, όπως του είχε υποσχεθεί. Διατηρούσε φιλικές σχέσεις με το Χιράμ και είχαν συνάψει συμμαχία οι δυο τους. Ο βασιλιάς Σολομών αγγάρεψε από όλο το λαό του Ισραήλ εργάτες, που ο αριθμός τους έφτανε τις τριάντα χιλιάδες. Τους έστελνε στο Λίβανο, δέκα χιλιάδες κάθε μήνα εκ περιτροπής, υπό την εποπτεία του Αδωνιράμ. Ένα μήνα εργάζονταν στο Λίβανο και δύο μήνες κάθονταν στο σπίτι τους. Ο Σολομών είχε εβδομήντα χιλιάδες αχθοφόρους και ογδόντα χιλιάδες εργάτες που έβγαζαν πέτρα από το βουνό, εκτός από τρεις χιλιάδες τριακόσιους ανώτερους υπαλλήλους-επιστάτες, οι οποίοι επέβλεπαν τον εργαζόμενο λαό. Επίσης, με εντολή του βασιλιά, εργάτες έκοβαν μεγάλες, εκλεκτές πέτρες, για τα θεμέλια του ναού. Έτσι, οι εργάτες του Σολομώντα, μαζί με τους εργάτες του Χιράμ, οι οποίοι κατάγονταν από την πόλη Βύβλος, έκοβαν και ετοίμαζαν τα ξύλα και τις πέτρες, για να χτίσουν το ναό. Ο βασιλιάς Σολομών άρχισε να χτίζει το ναό του Κυρίου το τετρακοσιοστό ογδοηκοστό έτος από την έξοδο των Ισραηλιτών από την Αίγυπτο, και κατά το τέταρτο έτος της βασιλείας του στον Ισραήλ, το δεύτερο μήνα του χρόνου, δηλαδή το μήνα Ζιβ. Ο ναός που έχτισε ο Σολομών για τον Κύριο είχε μήκος εξήντα πήχεις, πλάτος είκοσι και ύψος τριάντα πήχεις. Μπροστά στον κυρίως ναό υπήρχε ο πρόναος, που είχε πλάτος είκοσι πήχεις, όσο δηλαδή και το πλάτος του κυρίως ναού, και δέκα πήχεις βάθος. Στους τοίχους του ναού κατασκευάστηκαν παράθυρα με κάσες καγκελωτές. Κολλητά στους εξωτερικούς τοίχους του κυρίως ναού και του πρόναου κατασκευάστηκαν γύρω γύρω παραοικοδομήματα τριών επιπέδων. Το ισόγειο διαμέρισμα κάθε εξωτερικού κτίσματος είχε πλάτος πέντε πήχεις, το μεσαίο έξι πήχεις και το τρίτο εφτά πήχεις. Συνεπώς, ο εξωτερικός τοίχος του ναού δεν είχε το ίδιο πάχος σε όλο του το ύψος. Όσο ανέβαινε, μειωνόταν το πάχος του σε κάθε επίπεδο, έτσι που τα ξύλινα μέρη της κατασκευής να μην εισχωρούν στους τοίχους του ναού. Όταν ο ναός χτιζόταν, το χτίσιμο γινόταν με πέτρες ετοιμασμένες ήδη στο λατομείο· έτσι κατά τη διάρκεια της οικοδομής δεν ακουγόταν στο ναό ούτε σφυρί ούτε σκαρπέλο ούτε κανένα άλλο σιδερένιο εργαλείο. Η πόρτα του κατώτερου διαμερίσματος βρισκόταν στη δεξιά πλευρά του ναού και με σκάλα ανέβαιναν στο μεσαίο διαμέρισμα, και από το μεσαίο στο τρίτο. Έτσι έχτισε ο Σολομών το ναό και τον τελείωσε. Τέλος έκανε την οροφή με δοκούς και με κέδρινες σανίδες. Πλάι σ’ όλο το ναό έχτισε παραοικοδομήματα ύψους πέντε πηχών· αυτά συνδέονταν με το ναό με ξύλα κέδρου. Ο Κύριος είπε στο Σολομώντα: «Τώρα εσύ μου χτίζεις αυτόν το ναό. Αν ζεις σύμφωνα με τους νόμους μου κι αν εφαρμόζεις τα προστάγματά μου και τις εντολές μου, τότε θα πραγματοποιήσω το λόγο που είπα στο Δαβίδ, τον πατέρα σου, σχετικά μ’ εσένα: Θα κατοικώ ανάμεσα στους Ισραηλίτες και δε θα εγκαταλείψω ποτέ το λαό μου, τον Ισραήλ». Όταν τελείωσε ο Σολομών με την κυρίως οικοδομή του ναού, κάλυψε τους εσωτερικούς τοίχους του με κέδρινες σανίδες από το δάπεδο ως τα δοκάρια της οροφής· το δάπεδο του ναού το κάλυψε με σανίδες από πεύκο. Το ενδότερο τμήμα του ναού, που ονομαζόταν άγια των αγίων, είχε μήκος είκοσι πήχεις· το κάλυψε κι αυτό με κέδρινες σανίδες από το δάπεδο ως την οροφή. Το τμήμα μπροστά από τα άγια των αγίων ήταν σαράντα πήχεις μακρύ. Πάνω στις κέδρινες σανίδες, στο εσωτερικό του ναού, ήταν σκαλισμένες κολοκυθιές και λουλούδια, που είχαν τα πέταλά τους ανοιχτά. Όλο το εσωτερικό ήταν ντυμένο με κέδρο· καμιά πέτρα δε φαινόταν. Όταν ετοιμάστηκε το ενδότερο τμήμα, που ονομαζόταν άγια των αγίων, τοποθετήθηκε εκεί η κιβωτός της διαθήκης του Κυρίου. Τα άγια των αγίων είχαν πρόσοψη είκοσι πήχεις πλάτος και είκοσι πήχεις ύψος, και καλύφθηκε όλη με καθαρό χρυσάφι. Το θυσιαστήριο του θυμιάματος καλύφθηκε με κέδρο. Ακόμα ο Σολομών κάλυψε το ναό εσωτερικά με καθαρό χρυσάφι, κι έκανε χώρισμα με χρυσές αλυσίδες μπροστά στα άγια των αγίων και το κάλυψε με χρυσάφι. Όλο το ναό τον κάλυψε με χρυσάφι. Ακόμη κάλυψε με χρυσάφι το θυσιαστήριο, που ήταν μπροστά στα άγια των αγίων. Μέσα στα άγια των αγίων κατασκεύασε δύο χερουβίμ από ξύλο ελιάς, ύψους δέκα πήχεις το καθένα. Το ύψος του κάθε χερούβ ήταν δέκα πήχεις. Τα χερουβίμ τοποθετήθηκαν στο ενδότερο του ναού με ανοιχτά τα φτερά τους. Τα φτερά άγγιζαν τους πλαϊνούς τοίχους του οικήματος, και οι άκρες τους συναντιούνταν στη μέση του χώρου. Τα χερουβίμ καλύφθηκαν με χρυσάφι. Σε όλους τους τοίχους του ναού τόσο του εξωτερικού τμήματος όσο και του ενδότερου, υπήρχαν ολόγυρα σκαλιστά σχήματα που παρίσταναν χερουβίμ, φοίνικες και ανοιχτά λουλούδια. Το δάπεδο όλου του ναού είχε καλυφθεί με χρυσάφι. Στην είσοδο του αγίου των αγίων ο Σολομών κατασκεύασε δίφυλλη πόρτα από ξύλα ελιάς· το ανώφλι και τα πορτόξυλα αποτελούσαν πεντάγωνο. Τα δύο φύλλα της πόρτας ήταν από ξύλο ελιάς και πάνω τους είχαν χαραγμένα χερουβίμ, φοίνικες και ανοιχτά λουλούδια, όλα καλυμμένα με χρυσάφι. Το ίδιο έκανε ο Σολομών και στην είσοδο του κυρίως ναού. Τα πορτόξυλα ήταν από ξύλα ελιάς και αποτελούσαν τετράγωνο. Τα δύο φύλλα της πόρτας ήταν από ξύλο πεύκου φτιαγμένα το καθένα από δύο κομμάτια που διπλώνονταν. Έβαλε να σκαλίσουν πάνω τους χερουβίμ, φοίνικες και ανοιχτά λουλούδια και γέμισε τα σκαλίσματα με χρυσάφι. Τέλος έχτισε τον τοίχο της εσωτερικής αυλής, τοποθετώντας μία στρώση κέδρινα δοκάρια σε κάθε τρεις στρώσεις από πελεκητές πέτρες. Το τέταρτο έτος της βασιλείας του Σολομώντα, το μήνα Ζιβ, θεμελιώθηκε ο ναός του Κυρίου, και το ενδέκατο έτος της βασιλείας του, το μήνα Βουλ –δηλαδή τον όγδοο– τελείωσε η οικοδομή με τα επιμέρους κτίσματα του ναού, όπως είχαν όλα σχεδιαστεί. Εφτά χρόνια χρειάστηκε ο Σολομών για να χτίσει το ναό. Ο Σολομών έχτισε και τα ανάκτορά του· έκανε δεκατρία χρόνια να τελειώσει όλα τα οικοδομήματα. Έτσι έχτισε το οίκημα που ονομαζόταν «Δάσος του Λιβάνου». Είχε τρεις σειρές στύλων από κέδρο. Το μάκρος του ήταν εκατό πήχεις, το πλάτος πενήντα και το ύψος του τριάντα πήχεις. Η στέγη ήταν κι αυτή από ξύλα κέδρου, στερεωμένη πάνω στα οριζόντια δοκάρια που στηρίζονταν στους σαράντα πέντε στύλους –τρεις σειρές από δεκαπέντε στύλους. Στη συνέχεια ο Σολομών κατασκεύασε την «Αίθουσα των Στύλων». Είχε μήκος πενήντα πήχεις και πλάτος τριάντα. Στην είσοδο υπήρχε στοά, που στηριζόταν σε στύλους αντικρυστούς. Επίσης κατασκεύασε την «Αίθουσα του Θρόνου», όπου θα δίκαζε, και γι’ αυτό λεγόταν και «Αίθουσα της Κρίσεως». Το δάπεδό της το κάλυψε με ξύλα κέδρου από τη μια άκρη ως την άλλη. Τα διαμερίσματα όπου κατοικούσε ο ίδιος ο βασιλιάς ήταν σε άλλη αυλή, πίσω από τη στοά, κατασκευασμένα με τον ίδιο τρόπο. Για τη γυναίκα του, την κόρη του Φαραώ, κατασκεύασε άλλο ανάκτορο, χτισμένο με τον ίδιο τρόπο, όπως και η στοά. Για όλα αυτά τα κτίρια και για τη μεγάλη αυλή, χρησιμοποιήθηκαν εκλεκτές πέτρες, από τα θεμέλια ως την οροφή. Οι πέτρες προετοιμάζονταν στο λατομείο σύμφωνα με ορισμένες διαστάσεις και πριονίζονταν από τη μέσα πλευρά τους και από την έξω. Ακόμα και τα θεμέλια ήταν χτισμένα με πέτρες ωραίες και μεγάλες, των δέκα και των οκτώ πηχών. Από πάνω τοποθετούσαν τις εκλεκτές πέτρες, πελεκημένες όλες στις ίδιες διαστάσεις, καθώς και τους κέδρους. Ο τοίχος της μεγάλης αυλής ολόγυρα ήταν χτισμένος με την ίδια σύνθεση: τρεις στρώσεις πελεκητές πέτρες, μία στρώση κέδρινα δοκάρια, όπως η εσωτερική αυλή του ναού του Κυρίου και η στοά του ανακτόρου. Ο βασιλιάς Σολομών έστειλε κι έφερε από την Τύρο έναν τεχνίτη, το Χιράμ, γιο μιας χήρας από τη φυλή Νεφθαλί. Ο πατέρας του ήταν Τύριος, χαλκουργός. Ο ίδιος είχε ιδιαίτερες ικανότητες και αντίληψη και ήξερε να κάνει κατασκευές από χαλκό. Ήρθε λοιπόν, στο βασιλιά Σολομώντα και του έκανε όλες τις σχετικές εργασίες. Έκανε δύο χάλκινους στύλους χυτούς, δεκαοκτώ πήχεις ύψος τον καθένα και με περίμετρο δώδεκα πήχεις. Επίσης κατασκεύασε δύο κιονόκρανα από χυτό χαλκό, για να τα βάλει στην κορυφή των στύλων. Το ύψος κάθε κιονόκρανου ήταν πέντε πήχεις. Ο Χιράμ έφτιαξε επίσης διχτυωτά από αλυσίδες, για τα κιονόκρανα των δύο στύλων, εφτά για το καθένα. Επίσης έκανε μια διακόσμηση που έμοιαζε με ρόδια, κι έβαλε δύο σειρές πάνω στα διχτυωτά που σκέπαζαν το κάθε κιονόκρανο. Τα κιονόκρανα των δύο στύλων είχαν τη μορφή κρίνου ύψους τεσσάρων πήχεων και είχαν τοποθετηθεί πάνω σε μια κυκλική διόγκωση ακριβώς πάνω από τη δικτυωτή διακόσμηση. Επίσης υπήρχαν διακόσια ρόδια σε δύο σειρές γύρω από κάθε κιονόκρανο. Ο Χιράμ τοποθέτησε τους δύο στύλους στη στοά του ναού. Τον ένα τον έβαλε δεξιά και τον ονόμασε «Ιαχείν» (Ο Θεός θα στηρίξει) και τον άλλον αριστερά, και τον ονόμασε «Βοάζ» (Στο Θεό είναι η δύναμη). Στην κορυφή των στύλων υπήρχε αναπαράσταση κρίνων. Έτσι τελείωσε η εργασία των στύλων. Επίσης ο Χιράμ κατασκεύασε τη λεγόμενη «θάλασσα». Ήταν μια μεγάλη, στρογγυλή, χάλκινη λεκάνη, με δέκα πήχεις διάμετρο, πέντε πήχεις ύψος και τριάντα πήχεις περίμετρο. Κάτω από τα χείλη της λεκάνης ολόγυρα, χυμένα σ’ ένα σώμα μ’ αυτήν, υπήρχαν ανάγλυφα διακοσμητικά σχήματα καρπών κολοκυθιάς, δέκα καρποί ανά πήχυ, σε δύο σειρές. Η λεκάνη στηριζόταν σε δώδεκα χάλκινα βόδια. Τρία έβλεπαν στο βορρά, τρία στη δύση, τρία στο νότο και τρία στην ανατολή. Η λεκάνη ήταν τοποθετημένη στην πλάτη τους, ενώ τα οπίσθιά τους ήταν στραμμένα προς το κέντρο. Το πάχος της ήταν μία παλάμη και τα χείλη της ήταν σαν χείλη ποτηριού, σαν λουλούδι κρίνου. Η χωρητικότητά της ήταν δύο χιλιάδες βαθ. Επίσης ο Χιράμ κατασκεύασε δέκα βάσεις από χαλκό. Κάθε βάση είχε τέσσερις πήχεις μήκος, τέσσερις πήχεις πλάτος και τρεις πήχεις ύψος. Η κατασκευή τους ήταν ως εξής: Αποτελούνταν από πλαίσια τοποθετημένα ανάμεσα σε υποστηρίγματα. Πάνω στα πλαίσια και στα υποστηρίγματα υπήρχαν διακοσμήσεις από λιοντάρια, βόδια και χερουβίμ· κάτω από τα λιοντάρια και τα βόδια, ήταν κρεμασμένες σκαλιστές γιρλάντες. Κάθε βάση στηριζόταν σε τέσσερις χάλκινες ρόδες με χάλκινους άξονες. Στις τέσσερις γωνίες, κάτω από τη λεκάνη, υπήρχαν χάλκινα υποστηρίγματα χυτά, τα οποία δεν κατέβαιναν κάτω από τις γιρλάντες. Στο υψηλότερο μέρος της βάσης υπήρχε εσωτερικά ένα στρογγυλό άνοιγμα, διαμέτρου ενάμισυ πήχυ, υπερυψωμένο κατά έναν πήχυ, που χρησίμευε ως υποδοχή του λουτήρα. Υπήρχαν κι εκεί σκαλίσματα που τα μοτίβα τους ήταν τετράγωνα, όχι στρογγυλά. Οι τέσσερις ρόδες ήταν κάτω από τα πλαίσια και οι άξονές τους ενώνονταν με τη βάση. Η διάμετρος κάθε ρόδας ήταν ενάμισος πήχυς. Οι ρόδες αυτές ήταν κατασκευασμένες όπως της άμαξας. Οι άξονες των τροχών, οι στεφάνες, οι ακτίνες και οι κεφαλές των αξόνων τους, όλα ήταν χυτά από χαλκό. Τα τέσσερα υποστηρίγματα στις τέσσερις γωνίες κάθε βάσης ήταν ένα σώμα με τη βάση. Η επάνω επιφάνεια κάθε βάσης ήταν διακοσμημένη μ’ ένα κυκλικό περίζωμα, ύψους μισού πήχυ· τα υποστηρίγματά της και τα πλαίσιά της αποτελούσαν ένα σώμα με αυτήν. Στις πλάκες των υποστηριγμάτων και στα πλαίσιά τους ο Χιράμ χάραξε χερουβίμ, λέοντες και φοίνικες, ανάλογα με την ελεύθερη επιφάνειά τους και έβαλε γιρλάντες ολόγυρα. Οι δέκα βάσεις ήταν κατασκευασμένες πανομοιότυπα. Όλες ήταν χυτές και είχαν το ίδιο μέγεθος και το ίδιο σχήμα. Μετά ο Χιράμ κατασκεύασε δέκα λουτήρες από χαλκό. Κάθε λουτήρας ήταν χωρητικότητας σαράντα βαθ και διαμέτρου τεσσάρων πήχεων. Τοποθετήθηκαν ένας πάνω σε κάθε βάση. Τοποθέτησε τους πέντε λουτήρες στη δεξιά πλευρά του ναού και τους πέντε στην αριστερή. Και τη μεγάλη χάλκινη λεκάνη την τοποθέτησε στη δεξιά πλευρά του ναού, νοτιοανατολικά. Τέλος ο Χιράμ κατασκεύασε τις σταχτοδόχες, τα φτυάρια και τις λεκάνες. Έτσι τελείωσε όλες τις εργασίες που του είχε αναθέσει ο βασιλιάς Σολομών για το ναό του Κυρίου: Κατασκεύασε τους δύο στύλους και τα στρογγυλά κιονόκρανα, στην κορυφή τους και τα δύο διχτυωτά από αλυσίδες, που κάλυπταν τα στρογγυλά κιονόκρανα, στην κορυφή των στύλων· τα τετρακόσια ρόδια για τα δύο διχτυωτά, δύο σειρές ρόδια για κάθε διχτυωτό· τους δέκα λουτήρες με τις βάσεις τους· τη χάλκινη λεκάνη και τα δώδεκα βόδια που τη βάσταζαν· τις σταχτοδόχες, τα φτυάρια και τις λεκάνες. Όλα αυτά τα σκεύη που ο βασιλιάς Σολομών παρήγγειλε στο Χιράμ να κατασκευάσει για το ναό του Κυρίου, ήταν από λαμπερό χαλκό. Με διαταγή του βασιλιά, όλες αυτές οι κατασκευές έγιναν σε αργιλώδη περιοχή, στην κοιλάδα του Ιορδάνη, ανάμεσα στα χωριά Σουκκώθ και Σαρθάν. Όλα αυτά τα σκεύη, ο Σολομών τα άφησε αζύγιστα. Ήταν τόσο πολλά, που δεν ήταν δυνατό να υπολογιστεί το βάρος του χαλκού. Ο Σολομών επίσης διέταξε να κατασκευαστούν όλα τα σκεύη που προορίζονταν για το ναό του Κυρίου: το χρυσό θυσιαστήριο και η χρυσή τράπεζα, πάνω στην οποία τοποθετούσαν τους άρτους της προθέσεως· οι λυχνίες από καθαρό χρυσάφι, πέντε δεξιά και πέντε αριστερά, μπροστά στα άγια των αγίων, με τα διακοσμητικά λουλούδια· οι λύχνοι και οι λαβίδες από χρυσάφι· επίσης οι λεκάνες και τα λυχνοψάλιδα, τα περιρραντήρια, οι κρατήρες, τα θυμιατήρια και οι σχάρες από καθαρό χρυσάφι· οι μεντεσέδες των θυρών του ενδότερου τμήματος του ναού, που ονομαζόταν άγια των αγίων, καθώς και οι μεντεσέδες των εξωτερικών θυρών του κυρίως ναού, από χρυσάφι. Όταν είχε τελειώσει όλη η εργασία της ανοικοδόμησης του ναού του Κυρίου, ο βασιλιάς Σολομών έφερε τα ασημένια, τα χρυσά και διάφορα άλλα σκεύη, που ο πατέρας του ο Δαβίδ τα είχε αφιερώσει στον Κύριο, και τα τοποθέτησε στο θησαυροφυλάκιο του ναού. Μετά ο βασιλιάς Σολομών συγκέντρωσε στην Ιερουσαλήμ τους πρεσβυτέρους του λαού Ισραήλ και τους αρχηγούς των φυλών και των συγγενειών τους, για να μεταφέρουν την κιβωτό της διαθήκης του Κυρίου από την Πόλη Δαβίδ, δηλαδή από τη Σιών, στο ναό. Συγκεντρώθηκαν, λοιπόν, όλοι αυτοί οι Ισραηλίτες μπροστά στο βασιλιά, μια που ήταν και η γιορτή του έβδομου μήνα, του Εθανίμ. Όταν συγκεντρώθηκαν οι πρεσβύτεροι του Ισραήλ, οι ιερείς σήκωσαν την κιβωτό και την έφεραν στο ναό. Με τη βοήθεια των λευιτών μετέφεραν και τη σκηνή του Μαρτυρίου καθώς και όλα τα ιερά σκεύη της σκηνής. Ο βασιλιάς Σολομών και όλη η ισραηλιτική κοινότητα που ήταν συγκεντρωμένη γύρω του μπροστά στην κιβωτό, λόγω της γιορτής, πρόσφεραν θυσία πρόβατα και βόδια τόσα πολλά, που ήταν αδύνατο να υπολογιστούν με ακρίβεια. Οι δοκοί όμως ήταν μεγάλες και οι άκρες τους φαίνονταν από τα άγια, δηλαδή το κυρίως τμήμα του ναού, που βρισκόταν μπροστά από τα άγια των αγίων. Απ’ έξω όμως δε φαίνονταν· εκεί βρίσκεται η κιβωτός μέχρι σήμερα. Μέσα στην κιβωτό δεν υπήρχε τίποτε άλλο, παρά μόνο οι δύο πέτρινες πλάκες, που τις είχε τοποθετήσει εκεί ο Μωυσής όταν ο Κύριος έκανε διαθήκη με τους Ισραηλίτες στο όρος Χωρήβ, μετά την έξοδό τους από την Αίγυπτο. Όταν οι ιερείς βγήκαν από τα άγια, μια νεφέλη γέμισε το ναό του Κυρίου, έτσι που οι ιερείς δεν μπορούσαν εξαιτίας της να σταθούν και να προσφέρουν λατρεία. Η δόξα του Κυρίου είχε κατακλύσει το ναό. Τότε ο Σολομών φώναξε: «Κύριε, έχεις πει ότι θέλεις να κατοικείς μέσα στο γνόφο. Γι’ αυτό κι εγώ έχτισα για σένα αυτόν το ναό, έναν τόπο για να κατοικείς αιώνια». Καθώς ολόκληρη η ισραηλιτική κοινότητα στεκόταν μπροστά στο βασιλιά, εκείνος έστρεψε το πρόσωπό του και τους ευλόγησε. Μετά είπε: «Ευλογημένος ας είναι ο Κύριος, ο Θεός του Ισραήλ, που πραγματοποίησε με τη δύναμή του, εκείνο που είχε ο ίδιος υποσχεθεί στον πατέρα μου Δαβίδ! “Από την ημέρα που έβγαλα το λαό μου, τον Ισραήλ, από την Αίγυπτο” του είχε πει, “καμιά πόλη δε διάλεξα απ’ όλες τις φυλές του λαού Ισραήλ για να χτίσω εκεί ναό, όπου να λατρεύεται το όνομά μου. Διάλεξα όμως εσένα, Δαβίδ, για να γίνεις αρχηγός του λαού μου, του Ισραήλ”. Κι όταν ο πατέρας μου, σκόπευε να χτίσει ναό στο όνομα του Κυρίου, του Θεού του Ισραήλ, ο Κύριος του είπε: “ωραία ήταν η πρόθεσή σου να χτίσεις ναό στο όνομά μου. Δε θα χτίσεις όμως εσύ το ναό, αλλά ο γιος σου, που θα προέρχεται από σένα. Αυτός θα χτίσει το ναό στο όνομά μου”. Ο Κύριος πραγματοποίησε την υπόσχεσή του: Διαδέχθηκα εγώ τον πατέρα μου Δαβίδ στο θρόνο του Ισραήλ και έχτισα αυτόν το ναό στο όνομα του Κυρίου, του Θεού του Ισραήλ. Επίσης τοποθέτησα εκεί την κιβωτό, μέσα στην οποία υπάρχει η γραπτή διαθήκη που έκανε ο Κύριος με τους προγόνους μας, όταν τους έβγαλε από την Αίγυπτο». Μετά στάθηκε ο Σολομών μπροστά στο θυσιαστήριο του Κυρίου, απέναντι σ’ όλη την ισραηλιτική κοινότητα. Άπλωσε τα χέρια του στον ουρανό και είπε: «Κύριε, Θεέ του Ισραήλ, δεν υπάρχει Θεός όμοιος μ’ εσένα στον ουρανό πάνω κι εδώ κάτω στη γη. Τηρείς τη διαθήκη σου με τους δούλους σου και δεν παύεις να τους αγαπάς, όταν ζουν ενώπιόν σου με απόλυτη τιμιότητα. Όλα όσα εσύ ο ίδιος είχες υποσχεθεί στο δούλο σου το Δαβίδ, τον πατέρα μου, τα πραγματοποίησες σήμερα με τη δύναμή σου. Τώρα, λοιπόν, Κύριε Θεέ του Ισραήλ, εκπλήρωσε και την υπόσχεση που έδωσες στον πατέρα μου, ότι αν οι απόγονοί του φροντίζουν να ζουν ενώπιόν σου με υπακοή, όπως εκείνος, θα υπάρχει πάντοτε κάποιος απ’ αυτούς που θα βασιλεύει στον Ισραήλ μετά από κείνον. Ας πραγματοποιηθεί, λοιπόν τώρα Θεέ του Ισραήλ, η υπόσχεση που έδωσες στο δούλο σου Δαβίδ, τον πατέρα μου. »Πώς θα μπορούσες όμως, αλήθεια, εσύ Θεέ να κατοικήσεις στη γη; Οι ουρανοί και οι ουρανοί των ουρανών να σε χωρέσουν δεν μπορούν. Πώς, λοιπόν, θα σε χωρέσει αυτός εδώ ο ναός που έχτισα; Ωστόσο, Κύριε Θεέ μου, στρέψε μ’ ευμένεια το πρόσωπό σου σ’ εμένα, το δούλο σου, άκουσε την προσευχή μου και την παράκλησή μου, και δώσε αυτά που με κραυγές και δεήσεις σου ζητάω σήμερα, εγώ ο δούλος σου. Ας είναι ανοιχτά τα μάτια σου πάνω σ’ ετούτο το ναό μέρα και νύχτα, πάνω στον τόπο, στον οποίο όρισες να λατρεύεται το όνομά σου. Άκουσε την προσευχή που σου απευθύνω εγώ, ο δούλος σου, από αυτόν εδώ τον τόπο. Άκουσε τις παρακλήσεις του δούλου σου και του λαού σου, του Ισραήλ, όταν στραμμένοι προς αυτόν εδώ τον τόπο θα προσευχόμαστε. Άκουσέ μας από τον ουρανό όπου κατοικείς· άκουσέ μας και συγχώρησέ μας». «Αν κάποιος κατηγορηθεί ότι αμάρτησε στο συνάνθρωπό του, και του ζητηθεί να πάρει όρκο για την αθωότητά του, κι έρθει και ορκιστεί μπροστά στο θυσιαστήριό σου, σ’ αυτόν εδώ το ναό, τότε, εσύ Κύριε, άκουσε από τον ουρανό κι ενέργησε και απόδωσε το δίκαιο στους δούλους σου: Φανέρωσε την ενοχή του ασεβή και τιμώρησέ τον για την πράξη του· δικαίωσε τον δίκαιο και απόδωσέ του σύμφωνα με την αθωότητά του. »Αν συμβεί ο λαός σου, ο Ισραήλ, να νικηθεί από τον εχθρό, γιατί θα έχουν αμαρτήσει σ’ εσένα, αλλά επιστρέψουν σ’ εσένα και σε δοξολογήσουν, αν προσευχηθούν και σε ικετέψουν στο ναό αυτό, τότε, εσύ Κύριε, άκουσε από τον ουρανό και συγχώρησε την αμαρτία του λαού σου, του Ισραήλ, και φέρε τους πίσω ξανά στη χώρα που έδωσες στους προγόνους τους. »Αν κλείσει ο ουρανός και δε στέλνει βροχή, γιατί θα έχουν αμαρτήσει σ’ εσένα, αλλά προσευχηθούν στον τόπο αυτό και σε δοξολογήσουν, αν ταπεινωμένοι από την τιμωρία που τους έστειλες, μετανοήσουν για την αμαρτία τους, τότε, εσύ Κύριε, άκουσε από τους ουρανούς και συγχώρησε την αμαρτία των δούλων σου, του λαού σου του Ισραήλ, και δίδαξέ τους το σωστό δρόμο που θα πρέπει να βαδίζουν· στείλε βροχή στη χώρα αυτή που ανήκει σ’ εσένα και τους την έχεις δώσει για ιδιοκτησία τους. »Αν πέσει πείνα στη χώρα ή θανατικό, αν έρθει λίβας ή μούχλα των σιτηρών ή ακρίδα κάθε είδους, αν οι εχθροί τους φτάσουν ως τις πόλεις τους και τις πολιορκήσουν ή έρθει οποιαδήποτε μάστιγα ή αρρώστια, αλλά προσευχηθούν οι Ισραηλίτες, είτε ατομικά είτε ομαδικά, υψώνοντας τα χέρια τους προς τον ναό αυτό με τύψεις στην καρδιά τους, τότε, εσύ Κύριε, άκουσε από τον ουρανό, όπου κατοικείς, συγχώρησέ τους κι ενέργησε αποδίδοντας στον καθένα σύμφωνα με τα έργα τους. Εσύ γνωρίζεις την καρδιά του καθενός· μόνον εσύ γνωρίζεις όλων των ανθρώπων τις καρδιές. Έτσι θα σε σέβονται όσο θα ζουν στη χώρα αυτή που έδωσες στους προγόνους μας. »Ακόμα κι έναν ξένο, που δεν ανήκει στο λαό σου, τον Ισραήλ, αλλά ήρθε από κάποια χώρα μακρινή επειδή άκουσε για σένα, πόσο μεγάλος είσαι και πόσο μεγάλη, πόσο ακαταμάχητη είναι η δύναμή σου, αν έρθει και προσευχηθεί στο ναό αυτό, άκουσέ τον κι αυτόν εσύ, Κύριε, από τον ουρανό όπου κατοικείς, και δώσ’ του ό,τι σου ζητήσει. Έτσι θα σε γνωρίσουν όλα τα έθνη της γης και θα σε σέβονται, όπως ο λαός σου ο Ισραήλ· έτσι θα μάθουν ότι ο ναός αυτός που έχτισα είναι ο τόπος όπου εσύ λατρεύεσαι. »Όταν ο λαός σου θα πηγαίνει να πολεμήσει τους εχθρούς του, όπου εσύ τον στείλεις, αν προσευχηθεί σ’ εσένα, τον Κύριο, στρέφοντας τα μάτια προς αυτή την πόλη που διάλεξες και προς το ναό που σου έχτισα, τότε εσύ, Κύριε, άκουσε από τον ουρανό την προσευχή τους και την παράκλησή τους και απόδωσε το δίκιο τους. »Αν αμαρτήσουν σ’ εσένα –αφού κανείς δεν είναι αναμάρτητος– κι οργιστείς εναντίον τους και τους παραδώσεις στους εχθρούς τους κι αυτοί τους οδηγήσουν αιχμαλώτους σε εχθρική χώρα, κοντινή ή μακρινή, αλλά εκεί στη χώρα όπου θα βρίσκονται αιχμάλωτοι συνέλθουν και μετανοήσουν και σε παρακαλέσουν από ’κει και σου πουν: “αμαρτήσαμε, ανομήσαμε και αδικήσαμε”, αν επιστρέψουν σ’ εσένα μ’ όλη τους την καρδιά και την ψυχή, εκεί στη χώρα των εχθρών που τους αιχμαλώτισαν, και προσευχηθούν σ’ εσένα στραμμένοι προς τη χώρα τους, αυτήν που έδωσες στους προγόνους τους, προς την πόλη που διάλεξες και προς το ναό που έχτισα για σένα, τότε εσύ, Κύριε, άκουσε από τον ουρανό όπου κατοικείς, την προσευχή τους και την παράκλησή τους κι απόδωσέ τους το δίκιο τους. Συγχώρησέ τους που αμάρτησαν σ’ εσένα και σε παρήκουσαν και κάνε να τους σπλαχνισθούν εκείνοι που τους αιχμαλώτισαν και να τους δείξουν συμπόνια. Πράγματι, αυτοί είναι ο λαός σου που σου ανήκει, από τότε που τους έβγαλες από την Αίγυπτο, μέσα από το καμίνι που λιώνει το σίδερο. »Ας είναι πάντοτε ανοιχτά τα μάτια σου στην παράκληση του δούλου σου και στην παράκληση του λαού σου, του Ισραήλ, για να τους ακούς και να τους δίνεις ό,τι θα σου ζητούν. Γιατί εσύ τους ξεχώρισες μέσα απ’ όλους τους λαούς της γης για να είναι ο λαός που θα σου ανήκει, όπως το διακήρυξες με το Μωυσή, το δούλο σου, όταν έβγαζες τους προγόνους μας από την Αίγυπτο, Κύριε, Κύριε». Όταν τελείωσε ο Σολομών όλη αυτή την προσευχή και την παράκληση προς τον Κύριο, σηκώθηκε από μπροστά από το θυσιαστήριο του Κυρίου, όπου ήταν γονατιστός με τα χέρια απλωμένα προς τον ουρανό, και στάθηκε κι ευλόγησε την ισραηλιτική κοινότητα με δυνατή φωνή: «Ευλογημένος», είπε, «ας είναι ο Κύριος, που έδωσε ησυχία στο λαό του, τον Ισραήλ, σύμφωνα με τις υποσχέσεις του! Καμιά απ’ όλες αυτές τις θαυμαστές υποσχέσεις, που έδωσε με το Μωυσή, το δούλο του, δεν έμεινε ανεκπλήρωτη. Ας είναι μαζί μας ο Κύριος, ο Θεός μας, καθώς ήταν μαζί με τους προγόνους μας! Ας μη μας αφήσει κι ας μη μας αποδιώξει. Ας στρέψει την καρδιά μας προς εκείνον τον ίδιο, για να ζούμε όπως θέλει εκείνος και να τηρούμε τις εντολές του, τους νόμους του και τα προστάγματα που έδωσε στους προγόνους μας. Ας θυμάται πάντοτε ο Κύριος, ο Θεός μας, τα λόγια αυτά των δεήσεών μου, ώστε ν’ αποδίδει σ’ εμένα και σ’ εσάς, το λαό του τον Ισραήλ, το δίκιο μας, ανάλογα με την ανάγκη της κάθε μέρας. Έτσι θα γνωρίσουν όλοι οι λαοί της γης ότι ο Κύριος, αυτός είναι ο Θεός· άλλος θεός κανένας δεν υπάρχει. Να είναι η καρδιά σας ολότελα αφοσιωμένη στον Κύριο, το Θεό μας, όπως είναι σήμερα, για να ζείτε σύμφωνα με τους νόμους του και τις εντολές του». Έπειτα ο βασιλιάς και όλοι οι Ισραηλίτες μαζί του πρόσφεραν θυσίες στον Κύριο. Ο Σολομών, πρόσφερε στον Κύριο θυσίες κοινωνίας, είκοσι δύο χιλιάδες βόδια και εκατόν είκοσι χιλιάδες πρόβατα. Έτσι, ο βασιλιάς και όλοι οι Ισραηλίτες εγκαινίασαν το ναό του Κυρίου. Την ίδια ημέρα ο βασιλιάς αγίασε το κέντρο της αυλής μπροστά στο ναό του Κυρίου. Το χάλκινο θυσιαστήριο μπροστά στην είσοδο του ναού ήταν μικρό για να δεχτεί όλες εκείνες τις θυσίες. Γι’ αυτό ο Σολομών χρησιμοποίησε την αυλή για να προσφέρει τα ολοκαυτώματα, τις αναίμακτες προσφορές και τα παχιά μέρη για τις θυσίες κοινωνίας. Επίσης ο Σολομών και μαζί του όλος ο λαός Ισραήλ έκαναν τη γιορτή της Σκηνοπηγίας ενώπιον του Κυρίου, του Θεού μας, για εφτά μέρες, σε μια τεράστια συγκέντρωση λαού· είχαν έρθει από παντού: από τα περίχωρα της Χαμάθ ως το χείμαρρο της Αιγύπτου. Την όγδοη μέρα ο βασιλιάς απέλυσε το λαό. Όλοι ευλόγησαν το βασιλιά κι έφυγαν για τα σπίτια τους χαρούμενοι κι ευχαριστημένοι, που ο Κύριος είχε δώσει πλούσιες τις ευλογίες του στο δούλο του το Δαβίδ και στον Ισραήλ, το λαό του. Όταν ο βασιλιάς Σολομών είχε τελειώσει το χτίσιμο του ναού του Κυρίου και του βασιλικού ανακτόρου, καθώς και όλων των οικοδομημάτων που ήθελε να χτίσει, του παρουσιάστηκε ο Κύριος για δεύτερη φορά, όπως του είχε παρουσιαστεί στη Γαβαών, και του είπε: «Άκουσα την προσευχή σου και την παράκληση που έκανες ενώπιόν μου, και αγίασα αυτόν το ναό που έχτισες, ώστε να λατρεύεται παντοτινά εδώ το όνομά μου. Τα μάτια μου και η καρδιά μου θα είναι σ’ αυτόν για πάντα. Αν εσύ ακολουθήσεις ενώπιόν μου το δρόμο του πατέρα σου Δαβίδ με ειλικρίνεια και τιμιότητα, αν τηρείς όλα τα προστάγματά μου και τους νόμους μου, θα διατηρήσω σταθερό το θρόνο της βασιλείας σου στον Ισραήλ για πάντα, όπως υποσχέθηκα στον πατέρα σου, όταν του έλεγα ότι πάντα θα βασιλεύει κάποιος από τους απογόνους του στο θρόνο του Ισραήλ. »Αν όμως εσείς, Ισραηλίτες, και οι απόγονοί σας απομακρυνθείτε από μένα, αν πάψετε να τηρείτε τις εντολές και τους νόμους που σας έδωσα, και πάτε και λατρέψετε άλλους θεούς και τους προσκυνήσετε, τότε θα σας ξεριζώσω από τη χώρα που σας έχω δώσει. Κι αυτόν το ναό, που τον καθιέρωσα ως τόπο λατρείας μου, δε θα θέλω πια να τον ξέρω. Τότε όλοι οι λαοί θα ειρωνεύονται και θα περιγελούν τους Ισραηλίτες. Όλοι όσοι περνούν μπροστά από τον υπέροχο αυτό ναό θα τρομάζουν και γεμάτοι έκπληξη θα λένε: “μα γιατί ο Κύριος φέρθηκε τόσο σκληρά σ’ αυτή τη χώρα και σ’ αυτόν το ναό;” Και θα τους απαντούν: “οι Ισραηλίτες εγκατέλειψαν τον Κύριο, το Θεό τους, που είχε βγάλει τους προγόνους τους από την Αίγυπτο· επιδόθηκαν στη λατρεία άλλων θεών και τους προσκύνησαν. Γι’ αυτό ο Κύριος έφερε πάνω τους όλο αυτό το κακό”». Είκοσι χρόνια χρειάστηκε ο βασιλιάς Σολομών για να χτίσει τα δύο κτίρια, δηλαδή το ναό του Κυρίου και το δικό του ανάκτορο. Στο μεταξύ ο βασιλιάς της Τύρου Χιράμ του προμήθευε ξύλα κέδρων, ξύλα πεύκου και χρυσάφι, όσο ήθελε. Μετά ο βασιλιάς Σολομών έδωσε στο Χιράμ είκοσι πόλεις στην Γαλιλαία. Όταν ο Χιράμ ήρθε από την Τύρο να δει τις πόλεις που του έδωσε ο Σολομών, δεν του άρεσαν. «Τι πόλεις είν’ αυτές που μου δίνεις αδερφέ μου;» του είπε. Τις ονόμασε, λοιπόν, Περιοχή Καβούλ, κι έτσι είναι γνωστές μέχρι σήμερα. Ο Χιράμ έστειλε στο βασιλιά εκατόν είκοσι τάλαντα χρυσάφι. Ο βασιλιάς Σολομών επέβαλε αναγκαστική εργασία για να χτίσει το ναό του Κυρίου, το ανάκτορό του, τη Μιλλώ και τα τείχη της Ιερουσαλήμ, καθώς και τις πόλεις Ασώρ, Μεγιδδώ και Γεζέρ. Ο Φαραώ, βασιλιάς της Αιγύπτου, είχε κυριέψει τη Γεζέρ και την είχε πυρπολήσει· σκότωσε τους κατοίκους της που ήταν Χαναναίοι, κι έδωσε την πόλη προίκα στην κόρη του, όταν την πήρε γυναίκα του ο Σολομών. Γι’ αυτό ο Σολομών ξανάχτισε τη Γεζέρ. Επίσης ανοικοδόμησε την Κάτω Βαιθ-Ωρών, τη Βααλάθ και την Ταμώρ, στην έρημο της χώρας. Επίσης ο Σολομών έχτισε όλες τις πόλεις που θα του χρησίμευαν για ν’ αποθηκεύει τις προμήθειές του, τις πόλεις όπου θα στάθμευαν οι άμαξές του και τις πόλεις όπου θα έμεναν οι ιππείς του. Αποπεράτωσε όλες τις κατασκευές που είχε σχεδιάσει για μέσα στην Ιερουσαλήμ, στο Λίβανο και σ’ όλες τις άλλες χώρες της επικράτειάς του. Στους Ισραηλίτες, όμως, δεν επέβαλε ο Σολομών αναγκαστική εργασία. Αυτοί ήταν πολεμιστές, αξιωματούχοι, άρχοντες και διοικητές στο στράτευμα, στις άμαξες, και στο ιππικό του. Πεντακόσιοι πενήντα ήταν οι επιστάτες που είχαν διοριστεί να εποπτεύουν τους εργάτες, οι οποίοι δούλευαν στα κατασκευαστικά έργα του Σολομώντα. Όταν η κόρη του Φαραώ έφυγε από την Πόλη Δαβίδ, και εγκαταστάθηκε στο ανάκτορο που της είχε χτίσει ο Σολομών, τότε αυτός έχτισε τη Μιλλώ. Τρεις φορές τον χρόνο ο Σολομών πρόσφερε ολοκαυτώματα και θυσίες κοινωνίας στο θυσιαστήριο που είχε χτίσει στον Κύριο, και έκαιγε θυμίαμα ενώπιον του Κυρίου. Έτσι ο ναός ανταποκρινόταν στο λόγο ύπαρξής του. Ο βασιλιάς Σολομών κατασκεύασε επίσης πλοία στην Εσιών-Γάβερ, κοντά στην Αιλάθ, λιμάνι στην Ερυθρά Θάλασσα, στη χώρα των Εδωμιτών. Ο Χιράμ έστειλε έμπειρους ναυτικούς για να επανδρώσει το στόλο αυτόν, μαζί με τους ναυτικούς του Σολομώντα. Πήγαν όλοι με τα πλοία στην Οφείρ, απ’ όπου έφεραν πίσω στο βασιλιά Σολομώντα τετρακόσια είκοσι τάλαντα χρυσάφι. Ο Σολομών απάντησε σε όλα τα ερωτήματά της. Καμιά ερώτηση δεν έμεινε σκοτεινή που να μην μπορέσει ο βασιλιάς ν’ απαντήσει. Η βασίλισσα της Σαβά άκουσε όλες τις σοφές παροιμίες του Σολομώντα και είδε το ανάκτορο που είχε χτίσει. Είδε τα φαγητά στο τραπέζι του και τα σπίτια των αξιωματούχων του· τη συμπεριφορά του υπηρετικού προσωπικού του και τις στολές αυτών που σέρβιραν τα φαγητά και τα ποτά· είδε και την πομπή με την οποία ο Σολομών ανέβαινε στο ναό του Κυρίου και έμεινε κατάπληκτη. Είπε, λοιπόν, στο βασιλιά: «Αλήθεια ήταν όλα αυτά που άκουγα στη χώρα μου για τα έργα σου και τη σοφία σου! Δεν πίστευα όμως στις διάφορες φήμες, ωσότου ήρθα και είδα με τα μάτια μου· ούτε τα μισά δεν μου είχαν πει. Η σοφία σου και τ’ αγαθά σου, ξεπερνούν καθετί που άκουσα για σένα. Ευτυχείς είναι οι γυναίκες σου, ευτυχείς όλοι αυτοί οι αξιωματούχοι σου, που στέκονται γύρω σου κι ακούνε συνέχεια τα σοφά σου λόγια. Ας είναι ευλογημένος ο Κύριος, ο Θεός σου, που σε διάλεξε να σε ανεβάσει στο θρόνο του Ισραήλ. Ο Κύριος αγαπάει πάντα τον Ισραήλ, γι’ αυτό έκανε εσένα βασιλιά, για να κάνεις σωστή κρίση και να απονέμεις δικαιοσύνη». Μετά πρόσφερε στο βασιλιά εκατόν είκοσι τάλαντα χρυσάφι και άφθονα αρώματα και πολύτιμα πετράδια. Δεν ξαναήρθαν ποτέ τόσα πολλά αρώματα, όσα δώρισε η βασίλισσα της Σαβά στο βασιλιά Σολομώντα. Τα πλοία του βασιλιά Χιράμ που είχαν φέρει χρυσάφι από την Οφείρ, είχαν φέρει από ’κει και πάρα πολλά ξύλα πεύκου και πολύτιμα πετράδια. Ο βασιλιάς με τα ξύλα του πεύκου έκανε ξυλουργικές κατασκευές στο ναό του Κυρίου και στο βασιλικό ανάκτορο· επίσης κατασκεύασε μ’ αυτά τις κιθάρες και τις άρπες των ψαλμωδών. Τέτοια ξύλα πεύκου δεν έφτασαν, ούτε ξαναφάνηκαν στο λαό Ισραήλ μέχρι σήμερα. Ο βασιλιάς Σολομών δώρισε στη βασίλισσα της Σαβά όλα όσα αυτή επιθύμησε και του ζήτησε, χώρια τα δώρα που της πρόσφερε από μόνος του, αντάξια ενός βασιλιά σαν αυτόν. Έπειτα έφυγε και γύρισε στη χώρα της μαζί με τους ανθρώπους της. Το βάρος του χρυσού που ερχόταν στο Σολομώντα κάθε χρόνο ήταν εξακόσια εξήντα έξι τάλαντα χρυσού. Σ’ αυτά δεν περιλαμβάνεται το χρυσάφι που προερχόταν από τους φόρους εισαγωγών, που πλήρωναν τα εμπορικά πλοία, ή από τη φορολόγηση των εμπόρων ή τη φορολόγηση των βασιλιάδων της Αραβίας ή από τις εισπράξεις που πραγματοποιούσαν οι διοικητές των επαρχιών. Ο βασιλιάς Σολομών κατασκεύασε διακόσιες μεγάλες ασπίδες από σφυρήλατο χρυσό (κάθε ασπίδα καλύφθηκε με εξακόσιους σίκλους χρυσάφι) και τριακόσιες μικρές ασπίδες από σφυρήλατο χρυσό (καθεμιά καλύφθηκε με τρεις μνες χρυσάφι) και τις τοποθέτησε όλες στο οίκημα που ονομαζόταν «Δάσος του Λιβάνου», και αποτελούσε μέρος των ανακτόρων. Επίσης ο βασιλιάς κατασκεύασε έναν μεγάλο θρόνο από ελεφαντόδοντο και τον κάλυψε με καθαρό χρυσάφι. Ο θρόνος ήταν πάνω σε μια εξέδρα με έξι σκαλοπάτια και η πλάτη του θρόνου ήταν διακοσμημένη μ’ ένα κεφάλι ταύρου. Στις δυο πλευρές του καθίσματος υπήρχαν μπράτσα για τους αγκώνες και στα πλάγια τους ήταν σκαλισμένα δυο λιοντάρια. Στις άκρες των έξι βαθμίδων του θρόνου είχαν τοποθετηθεί ανά δύο αγάλματα λιονταριών, συνολικά δώδεκα λιοντάρια. Παρόμοιο έργο δεν είχε κατασκευαστεί σε κανένα άλλο βασίλειο. Όλα τα σκεύη για το ποτό του βασιλιά Σολομώντα ήταν από χρυσάφι και τα σκεύη του ανακτόρου, που ονομαζόταν «Δάσος του Λιβάνου», ήταν από χρυσάφι καθαρό. Τίποτα δεν ήταν από ασήμι. Στις μέρες του Σολομώντα το ασήμι δεν είχε καμιά αξία. Κι αυτό, επειδή ο βασιλιάς είχε το στόλο που ονομαζόταν «Θαρσείς», που μαζί με τα πλοία του βασιλιά Χιράμ έκαναν μακρινά ταξίδια. Μια φορά στα τρία χρόνια, τα πλοία «Θαρσείς» έρχονταν φορτωμένα χρυσάφι και ασήμι, ελεφαντόδοντο, πιθήκους και παγώνια. Ο βασιλιάς Σολομών ξεπερνούσε όλους τους βασιλιάδες της γης στον πλούτο και στη σοφία. Όλοι ήθελαν να τον δουν για ν’ ακούσουν τα λόγια της σοφίας του, με την οποία τον είχε προικίσει ο Θεός. Κάθε χρόνο έφερνε καθένας το δώρο του, αντικείμενα ασημένια και χρυσά, ρούχα, όπλα και αρώματα, άλογα και μουλάρια. Ο Σολομών συγκέντρωσε πολεμικές άμαξες και ιππικό. Είχε χίλιες τετρακόσιες άμαξες και δώδεκα χιλιάδες αρματηλάτες. Μέρος αυτών εγκατέστησε κοντά του στην Ιερουσαλήμ, και τους άλλους στις πόλεις όπου ήταν σταθμευμένες οι άμαξες. Ο βασιλιάς είχε κάνει το ασήμι να αφθονεί στην Ιερουσαλήμ σαν τα λιθάρια, και τους κέδρους να είναι πολυάριθμοι σαν τις συκομουριές στην πεδιάδα. Άλογα για το Σολομώντα έρχονταν από τη Μισραΐμ και από την Κωά. Οι έμποροι του βασιλιά τ’ αγόραζαν με χρήματα από την Κωά. Κάθε άμαξα που εισαγόταν από την Αίγυπτο στοίχιζε εξακόσιους σίκλους ασημένιους και κάθε άλογο εκατόν πενήντα σίκλους. Έτσι, όλοι οι βασιλιάδες των Χετταίων και των Συρίων αγόραζαν άλογα απ’ αυτούς. Ο βασιλιάς Σολομών αγάπησε πολλές ξένες γυναίκες, εκτός από την κόρη του Φαραώ: Μωαβίτισσες, Αμμωνίτισσες, Εδωμίτισσες, Σιδώνιες, Χετταίες, γυναίκες από έθνη για τα οποία ο Κύριος είχε πει στους Ισραηλίτες: «Δε θα συγγενέψετε μ’ αυτά τα έθνη κι αυτά δεν πρέπει να συγγενέψουν μ’ εσάς, για να μη σας παρασύρουν στη λατρεία των θεών τους ». Σ’ αυτές όλες τις γυναίκες ο Σολομών αφοσιώθηκε με αγάπη. Είχε εφτακόσιες συζύγους-πριγκίπισσες και τριακόσιες παλλακίδες. Όλες αυτές τον επηρέασαν τόσο, που η καρδιά του έπαψε να είναι αφοσιωμένη στο Θεό. Όταν γέρασε, οι γυναίκες του τού γύρισαν τα μυαλά και λάτρεψε άλλους θεούς· η καρδιά του δεν ήταν αφοσιωμένη στον Κύριο, το Θεό του, όπως η καρδιά του Δαβίδ, του πατέρα του. Λάτρεψε την Αστάρτη, που ήταν θεά των Σιδωνίων και τον Μιλκώμ, το βδέλυγμα των Αμμωνιτών. Έπραξε ό,τι δυσαρεστούσε τον Κύριο και δεν τον ακολούθησε πιστά, όπως ο πατέρας του ο Δαβίδ. Εκείνη την εποχή ο Σολομών καθιέρωσε ιερόν τόπο για τον Χεμώς, το βδέλυγμα της Μωάβ, στο βουνό που βρίσκεται απέναντι από την Ιερουσαλήμ, καθώς και για τον Μιλκώμ, το βδέλυγμα των Αμμωνιτών. Το ίδιο έκανε για όλους τους θεούς των ξένων γυναικών του, για να μπορούν αυτές να θυμιάζουν και να θυσιάζουν στους θεούς τους. και του είπε: «Επειδή φέρθηκες μ’ αυτό τον τρόπο και δεν τήρησες τη συμφωνία μου και τους νόμους που εγώ σου είχα ορίσει, θα πάρω εξάπαντος τη βασιλεία από σένα και θα τη δώσω στο δούλο σου. Αλλά δεν θα το κάνω αυτό στις μέρες σου, για χάρη του Δαβίδ, του πατέρα σου. Από τα χέρια του γιου σου θα την πάρω. Ωστόσο δε θα πάρω ολόκληρη τη βασιλεία. Θ’ αφήσω στο γιο σου μία φυλή, για χάρη του Δαβίδ, του δούλου μου, και για χάρη της Ιερουσαλήμ, της εκλεκτής μου πόλης». Τότε ξεσήκωσε ο Κύριος εναντίον του Σολομώντα έναν εχθρό του, έναν Εδωμίτη που λεγόταν Αδάδ, απόγονο του βασιλικού οίκου της Εδώμ. Από κείνη τη σφαγή γλίτωσε ο νεαρός τότε Αδάδ και μαζί του αρκετοί Εδωμίτες, δούλοι του πατέρα του, οι οποίοι κατέφυγαν στην Αίγυπτο. Έφυγαν όλοι τους από την περιοχή της Μαδιάμ και πήγαν στην έρημο Φαράν· από ’κει πήραν μαζί τους μερικούς άντρες και πήγαν στην Αίγυπτο, στο Φαραώ. Αυτός πρόσφερε στον Αδάδ στέγη και κτήματα και διέταξε να του δοθούν τρόφιμα για τη διατροφή του. Ο νεαρός Αδάδ απέκτησε την εύνοια του Φαραώ, ο οποίος του έδωσε γυναίκα την αδερφή της γυναίκας του, της βασίλισσας Ταχπενές. Η αδερφή της Ταχπενές γέννησε στον Αδάδ γιο, το Γενουβάθ, τον οποίο τον ανέθρεψε η ίδια μέσα στο ανάκτορο του Φαραώ. Εκεί ο Γενουβάθ ζούσε συντροφιά με τους κανονικούς γιους του Φαραώ. Όταν έμαθε ο Αδάδ στην Αίγυπτο ότι πέθανε ο Δαβίδ κι ο αρχιστράτηγος Ιωάβ, είπε στο Φαραώ: «Άφησέ με να γυρίσω στην πατρίδα μου». Ο Φαραώ τον ρώτησε: «Τι σου λείπει κοντά μου και ζητάς να γυρίσεις στην πατρίδα σου;» Αυτός είπε: «Τίποτα. Άφησέ με, όμως, να γυρίσω». Αλλά ο Θεός ξεσήκωσε ενάντια στο Σολομώντα κι άλλον εχθρό: το Ρεζών, γιο του Ελιαδά. Ο Ρεζών είχε δραπετεύσει από τον κύριό του, τον Αδαδέζερ, βασιλιά της Σωβά. Την εποχή που ο Δαβίδ είχε κατατροπώσει το στρατό του Αδεδέζερ, ο Ρεζών συγκέντρωσε γύρω του διάφορους ανθρώπους κι είχε γίνει αρχηγός συμμορίας. Κατέφυγε στη Δαμασκό όπου και εγκαταστάθηκε και κατέληξε να πάρει εκεί την εξουσία στα χέρια του. Ο Ρεζών ήταν, λοιπόν, εχθρός των Ισραηλιτών, όλο το διάστημα της βασιλείας του Σολομώντα. Και ως βασιλιάς των Συρίων έκανε το ίδιο κακό που είχε κάνει και ο Αδάδ: έτρεφε μίσος για τους Ισραηλίτες. Ο Ιεροβοάμ, γιος του Ναβάτ, ήταν ένας Εφραϊμίτης από την περιοχή της Σαρηδά. Η μάνα του ήταν χήρα κι ονομαζόταν Σερουά. Ο ίδιος ήταν στην υπηρεσία του βασιλιά Σολομώντα αλλά επαναστάτησε εναντίον του. Η ιστορία αυτής της εξέγερσης έχει ως εξής: Ήταν η εποχή που ο Σολομών έχτιζε τη Μιλλώ και έκλεινε το άνοιγμα του τείχους της Πόλης Δαβίδ, του πατέρα του. Ο Ιεροβοάμ ήταν ικανός και δυνατός· ο Σολομών είδε ότι ο νέος αυτός ήταν εργατικός και τον διόρισε επιστάτη στην όλη αναγκαστική εργασία των φυλών Εφραΐμ και Μανασσή. Μια μέρα που ο Ιεροβοάμ έβγαινε από την Ιερουσαλήμ, τον συνάντησε στον δρόμο ο προφήτης Αχιά, ο Σιλωνίτης, φορώντας έναν καινούριο μανδύα. Οι δυο τους ήσαν μόνοι στην εξοχή. Τότε ο Αχιά έβγαλε τον καινούριο μανδύα που φορούσε και τον έσχισε σε δώδεκα κομμάτια. «Πάρε για τον εαυτό σου τα δέκα κομμάτια» είπε στον Ιεροβοάμ, «γιατί ο Κύριος, ο Θεός του Ισραήλ, λέει τα εξής: “θα πάρω τη βασιλεία από το Σολομώντα και θα δώσω σ’ εσένα τις δέκα φυλές. Σ’ αυτόν θα μείνει μόνο μία φυλή, κι αυτό για χάρη του δούλου μου, του Δαβίδ, και για χάρη της Ιερουσαλήμ, της πόλης που τη διάλεξα μέσα απ’ όλες τις φυλές του Ισραήλ. Οι Ισραηλίτες με εγκατέλειψαν και προσκύνησαν την Αστάρτη, θεά των Σιδωνίων, τον Χεμώς, θεό των Μωαβιτών, και το Μιλχώμ, το θεό των Αμμωνιτών. Δεν ακολούθησαν το δρόμο που τους είχε υποδείξει, για να κάνουν εκείνο που είναι στα μάτια μου σωστό και να τηρούν τους νόμους μου και τις εντολές μου, όπως ο Δαβίδ, ο πατέρας του Σολομώντα. Ωστόσο δε θα πάρω από το Σολομώντα ολόκληρη τη βασιλεία, αλλά θα τον αφήσω να είναι ηγεμόνας όσο θα ζει, για χάρη του Δαβίδ του εκλεκτού δούλου μου, που τήρησε τις εντολές μου και τους νόμους μου. Θα πάρω, όμως, το βασίλειο, δηλαδή τις δέκα φυλές, από το γιο του και θα το δώσω σ’ εσένα. Στο γιο του θ’ αφήσω μία φυλή, για να υπάρχει πάντα ενώπιόν μου ένας απόγονος του Δαβίδ, του δούλου μου, στην Ιερουσαλήμ, την πόλη που διάλεξα για τον εαυτό μου, για να λατρεύεται το όνομά μου σ’ αυτήν. Κι εσένα, Ιεροβοάμ, θα σε πάρω και θα σε κάνω βασιλιά όπως το επιθυμείς: Θα βασιλέψεις στον Ισραήλ. Κι αν υπακούς σε όλα όσα θα σε διατάζω, αν βαδίζεις στους δρόμους μου, αν κάνεις ό,τι εγώ θεωρώ σωστό, αν τηρείς τους νόμους μου και τις εντολές μου, όπως έκανε ο δούλος μου ο Δαβίδ, τότε εγώ θα είμαι μαζί σου και θα σου χαρίσω σταθερή δυναστεία, όπως έκανα στο Δαβίδ. Θα σου δώσω τον Ισραήλ, για να ταπεινώσω τους απογόνους του Δαβίδ· αλλά αυτό δε θα κρατήσει για πάντα”». Γι’ αυτό ο Σολομών ζητούσε να σκοτώσει τον Ιεροβοάμ, αλλά εκείνος κατέφυγε στην Αίγυπτο, στο Φαραώ Σισάκ. Εκεί έμεινε ωσότου πέθανε ο Σολομών. Η υπόλοιπη ιστορία του Σολομώντα, τα πεπραγμένα της διακυβέρνησής του και η σοφία του, είναι όλα καταχωρισμένα στο βιβλίο των Πράξεων του Σολομώντα. Σαράντα χρόνια βασίλεψε από την Ιερουσαλήμ σ’ ολόκληρο τον Ισραήλ. Όταν πέθανε, τον έθαψαν κοντά στον πατέρα του στην Πόλη Δαβίδ. Στο θρόνο τον διαδέχτηκε ο γιος του ο Ροβοάμ. Ο Ροβοάμ πήγε στη Συχέμ, γιατί εκεί είχαν συγκεντρωθεί οι βόρειες φυλές, δηλαδή του Ισραήλ, για να τον ανακηρύξουν βασιλιά. Ο Ιεροβοάμ, γιος του Ναβάτ, βρισκόταν ακόμα στην Αίγυπτο, όπου είχε καταφύγει για να γλιτώσει από το βασιλιά Σολομώντα. Όταν έμαθε για τη συγκέντρωση στη Συχέμ, σκέφτηκε να παραμείνει στην Αίγυπτο. Έστειλαν όμως και τον κάλεσαν κι έτσι γύρισε. Πήγαν, λοιπόν, αυτός κι όλη η ισραηλιτική κοινότητα στο Ροβοάμ και του είπαν: «Ο πατέρας σου έβαλε βαρύ ζυγό πάνω μας. Αν τώρα εσύ ελαφρύνεις το ζυγό της σκληρής δουλειάς που μας επιφόρτισε ο πατέρας σου, τότε θα σε υπηρετούμε». Ο Ροβοάμ τους είπε: «Φύγετε και μετά από τρεις μέρες ελάτε πάλι να με συναντήσετε». Έτσι ο λαός διαλύθηκε. Ο βασιλιάς συμβουλεύτηκε τους πρεσβυτέρους, που ο πατέρας του ο Σολομών είχε στην υπηρεσία του όταν ζούσε. «Τι με συμβουλεύετε ν’ απαντήσω σ’ αυτόν το λαό;» τους ρώτησε. Εκείνοι του απάντησαν: «Αν δείξεις πως είσαι πρόθυμος να υπηρετήσεις αυτόν το λαό και τους απαντήσεις με λόγια καλοσυνάτα, θα τους έχεις δούλους σου για πάντα». Αυτός όμως απέρριψε τη συμβουλή των πρεσβυτέρων και πήγε και ζήτησε τη συμβουλή των νεαρών, που τον περιστοίχιζαν και είχαν μεγαλώσει μαζί. «Τι με συμβουλεύετε», τους ρώτησε, «ν’ απαντήσω σ’ αυτόν το λαό, που μου ζητάνε να τους ελαφρώσω το ζυγό που έχει βάλει πάνω τους ο πατέρας μου;» Οι νεαροί τού απάντησαν: «Άκου τι θα πεις στο λαό αυτό, που σου παραπονούνται για το βαρύ ζυγό του πατέρα σου και ζητούν να τους τον ελαφρώσεις: “το μικρό μου δάκτυλο είναι πιο χοντρό από το γοφό του πατέρα μου. Ο πατέρας μου”, πες τους, “σας φόρτωσε ζυγό βαρύ, αλλά εγώ θα σας τον κάνω ασήκωτο. Ο πατέρας μου σας τιμωρούσε με απλά μαστίγια· εγώ θα σας τιμωρώ με μαστίγια που θα ’χουν σίδερα στην άκρη”». Την τρίτη μέρα ήρθαν ο Ιεροβοάμ και όλος ο λαός μπροστά στο βασιλιά Ροβοάμ, όπως τους είχε πει. Τότε ο βασιλιάς μίλησε στο λαό σκληρά και δεν ακολούθησε τη συμβουλή που του έδωσαν οι πρεσβύτεροι. Τους μίλησε κατά πώς τον συμβούλεψαν οι νεαροί: «Ο πατέρας μου έβαλε πάνω σας βαρύ ζυγό», τους είπε, «αλλά εγώ θα σας τον κάνω ασήκωτο. Ο πατέρας μου σας τιμωρούσε με απλά μαστίγια· εγώ θα σας τιμωρώ με μαστίγια που θα ’χουν σίδερα στην άκρη». Έτσι ο βασιλιάς δεν έκανε δεκτά τα αιτήματα του λαού, γιατί αυτό ήταν το θέλημα του Θεού. Έπρεπε ο Κύριος να πραγματοποιήσει την υπόσχεση που είχε δώσει στον Ιεροβοάμ, γιο του Ναβάτ, με τον προφήτη Αχιά, το Σιλωνίτη. Όταν οι Ισραηλίτες του βορρά είδαν ότι ο βασιλιάς δεν τους άκουσε, του αποκρίθηκαν: «Εμείς δεν έχουμε καμιά σχέση με το Δαβίδ, τίποτα κοινό με το γιο του Ιεσσαί. Στα σπίτια σας, Ισραηλίτες! Φρόντισε τώρα για τους απογόνους σου, Δαβίδ!» Έτσι οι Ισραηλίτες έφυγαν για τα σπίτια τους. Ο Ροβοάμ έγινε βασιλιάς μόνο στους Ισραηλίτες που κατοικούσαν στις πόλεις του Ιούδα. Κι όταν έστειλε στους Ισραηλίτες του βορρά τον Αδωράμ, επόπτη των αναγκαστικών έργων, αυτοί τον έπιασαν και τον σκότωσαν με λιθοβολισμό. Μετά απ’ αυτό, ο βασιλιάς Ροβοάμ ανέβηκε εσπευσμένα στην άμαξά του κι έφυγε για την Ιερουσαλήμ. Έτσι οι φυλές του βορείου Ισραήλ ανεξαρτητοποιήθηκαν από τη δυναστεία του Δαβίδ, κι αυτό ισχύει μέχρι σήμερα. Όταν οι Ισραηλίτες του βορρά είδαν ότι είχε πια επιστρέψει ο Ιεροβοάμ, έστειλαν και τον κάλεσαν στη συνέλευση και τον ανακήρυξαν βασιλιά του Ισραήλ. Κανένας δεν ακολούθησε τους απογόνους του Δαβίδ, παρά μόνο η φυλή Ιούδα. Όταν ο Ροβοάμ ήρθε στην Ιερουσαλήμ, συγκέντρωσε απ’ όλη τη φυλή Ιούδα και τη φυλή Βενιαμίν εκατόν ογδόντα χιλιάδες επίλεκτους πολεμιστές, για να χτυπήσουν το βασίλειο του Ισραήλ και να εγκαταστήσουν αυτόν βασιλιά, που ήταν γιος του Σολομώντα. Ο Κύριος όμως μίλησε στο Σεμαΐα, τον άνθρωπο του Θεού, και του είπε: Ο Ιεροβοάμ οχύρωσε τη Συχέμ στην ορεινή περιοχή της φυλής Εφραΐμ κι εγκαταστάθηκε σ’ αυτήν· μετά πήγε και οχύρωσε την πόλη Φανουήλ. Έκανε όμως την εξής σκέψη: «Όπως έχουν τώρα τα πράγματα, η βασιλεία μου θα περάσει πίσω στους απογόνους του Δαβίδ. Αν ο λαός αυτός αρχίσει ν’ ανεβαίνει στην Ιερουσαλήμ για να προσφέρει θυσίες στο ναό του Κυρίου, τότε η καρδιά τους θα στραφεί στον προηγούμενο κύριό τους, το Ροβοάμ, βασιλιά του Ιούδα, κι εμένα θα με σκοτώσουν». Έτσι ο βασιλιάς σκέφτηκε και κατασκεύασε δύο χρυσά μοσχάρια και είπε στο λαό: «Αρκετά μέχρι τώρα ανεβαίνατε στην Ιερουσαλήμ. Νάτοι, εδώ είναι οι θεοί σας, Ισραηλίτες, που σας έβγαλαν από την Αίγυπτο!» Και τοποθέτησε το ένα μοσχάρι στη Βαιθήλ και το άλλο το παραχώρησε στη Δαν. Αυτό το πράγμα όμως ήταν αιτία αμαρτίας. Ο λαός συνόδεψε με πομπή τον ένα θεό ως τη Δαν. Ο Ιεροβοάμ καθιέρωσε ιερούς τόπους και διόρισε ιερείς από το λαό, οι οποίοι δεν ανήκαν στη φυλή Λευί. Επίσης όρισε ως επίσημη γιορτή τη δέκατη πέμπτη μέρα του όγδοου μήνα, αντίστοιχη της γιορτής του Ιούδα και πρόσφερε ο ίδιος τις θυσίες στο θυσιαστήριο. Αυτό συνέβη στη Βαιθήλ, όπου και θυσίασε στα μοσχάρια που είχε κατασκευάσει και τα είχε στήσει εκεί. Επίσης εγκατέστησε τους ιερείς των ιερών τόπων, τους οποίους τόπους ο ίδιος είχε καθιερώσει. Τη δέκατη πέμπτη μέρα, λοιπόν, του όγδοου μήνα, ημερομηνία δηλαδή που ο ίδιος επινόησε, ο Ιεροβοάμ πήγε στον ιερό τόπο που είχε καθιερώσει στη Βαιθήλ κι ανέβηκε στο θυσιαστήριο για να προσφέρει το θυμίαμα, συμμετέχοντας έτσι στη γιορτή που είχε θεσπίσει για το λαό του Ισραήλ. Με εντολή του Κυρίου, όμως, είχε πάει στη Βαιθήλ κι ένας προφήτης από τη χώρα του Ιούδα. Και τη στιγμή που ο Ιεροβοάμ στεκόταν μπροστά στο θυσιαστήριο για να προσφέρει το θυμίαμα, ο προφήτης απηύθυνε στο θυσιαστήριο το λόγο του Κυρίου: «Θυσιαστήριο, θυσιαστήριο», είπε, «να τι λέει ο Κύριος: “ένας γιος θα γεννηθεί από τους απογόνους του Δαβίδ, που το όνομά του θα είναι Ιωσίας. Αυτός θα θυσιάσει πάνω σου τους ιερείς των ιερών τόπων, εκεί όπου αυτοί τώρα προσφέρουν τη θυσία του θυμιάματος, και θα κάψει πάνω σου κόκαλα ανθρώπων”». Κι αμέσως μετά είπε: «Να ποιο θα είναι το σημείο ότι μίλησε ο Κύριος: το θυσιαστήριο αυτό θα σπάσει και θα χυθεί η στάχτη που είναι πάνω του». Όταν ο βασιλιάς Ιεροβοάμ άκουσε τα λόγια που είπε ο προφήτης εναντίον του θυσιαστηρίου της Βαιθήλ, άπλωσε το χέρι του πάνω από το θυσιαστήριο εναντίον του προφήτη και πρόσταξε: «Πιάστε τον!» Αλλά το χέρι του ξεράθηκε και δεν μπορούσε να το ξαναφέρει στη θέση του. Τότε έσπασε το θυσιαστήριο και χύθηκε η στάχτη του, σύμφωνα με το σημείο που έδωσε ο προφήτης με εντολή του Κυρίου. Ο βασιλιάς τότε αποκρίθηκε στον προφήτη: «Παρακάλεσε, λοιπόν, τον Κύριο, το Θεό σου, και προσευχήσου για μένα, να γυρίσει το χέρι μου στη θέση του». Ο προφήτης παρακάλεσε τον Κύριο να γυρίσει το χέρι του βασιλιά στη θέση του, και το χέρι έγινε όπως πρώτα. Ο βασιλιάς είπε στον προφήτη: «Έλα μαζί μου σπίτι να φας για να πάρεις δύναμη και θα σου κάνω κι ένα δώρο». Ο προφήτης όμως του απάντησε: «Ακόμα κι αν μου ’δινες το μισό από το σπίτι σου, δε θα ερχόμουν μαζί σου. Δε θα φάω και δε θα πιω τίποτε σ’ αυτόν εδώ τον τόπο, γιατί αυτή η εντολή μού δόθηκε με το λόγο του Κυρίου: “δε θα φας ούτε θα πιεις τίποτα, ούτε θα γυρίσεις πίσω από τον ίδιο δρόμο που ήρθες”». Έτσι έφυγε ο προφήτης κι ακολούθησε δρόμο διαφορετικό από ’κείνον που είχε πάρει για να έρθει στη Βαιθήλ. Στη Βαιθήλ κατοικούσε ένας γέροντας προφήτης. Οι γιοι του ήρθαν και του διηγήθηκαν όλα όσα έκανε ο άνθρωπος του Θεού εκείνη την ημέρα στη Βαιθήλ, καθώς και τα λόγια που είπε στο βασιλιά. Ο πατέρας τους τούς ρώτησε: «Ποιο δρόμο πήρε ο προφήτης;» Οι γιοι του τού έδειξαν το δρόμο που πήρε ο άνθρωπος του Θεού που είχε έρθει απ’ τον Ιούδα. Τότε είπε στους γιους του: «Σαμαρώστε μου το γαϊδούρι». Του το σαμάρωσαν, ανέβηκε πάνω του, κι ακολούθησε το δρόμο που είχε πάρει ο άνθρωπος του Θεού. Τον βρήκε να κάθεται κάτω από μια βελανιδιά, και τον ρώτησε: «Εσύ είσαι ο άνθρωπος του Θεού, που ήρθε από τη χώρα του Ιούδα;» Εκείνος απάντησε: «Εγώ είμαι». «Έλα μαζί μου, στο σπίτι», του λέει, «να φας κάτι». Ο προφήτης απάντησε: «Δεν μπορώ να γυρίσω και να έρθω μαζί σου. Δε θα φάω και δε θα πιω τίποτε μαζί σου σ’ αυτόν εδώ τον τόπο. Η εντολή που μου δόθηκε με το λόγο του Θεού είναι να μη φάω και να μην πιω τίποτα εδώ, μήτε να γυρίσω πίσω από το δρόμο απ’ όπου είχα έρθει». Ο άλλος του είπε: «Κι εγώ προφήτης είμαι, όπως εσύ. Ένας άγγελος, με εντολή του Κυρίου μού είπε να σε πάρω στο σπίτι μου για να φας και να πιεις». Του έλεγε όμως ψέματα. Πήγε λοιπόν μαζί του στο σπίτι του κι έφαγε και ήπιε. Αλλά ενώ κάθονταν στο τραπέζι, ήρθε λόγος του Κυρίου στο γέροντα προφήτη της Βαιθήλ και είπε στον άνθρωπο του Θεού, που επέστρεφε στη χώρα του Ιούδα: «Άκου τώρα τι λέει ο Κύριος, ο Θεός σου: Επειδή δεν πειθάρχησες στο λόγο του και δεν τήρησες την εντολή του, αλλά γύρισες πίσω κι έφαγες και ήπιες σ’ αυτόν εδώ τον τόπο, το πτώμα σου δεν θα θαφτεί στον τάφο των προγόνων σου». Αφού ο προφήτης του Ιούδα τέλειωσε το φαγητό του και το ποτό του, ο γέροντας προφήτης τού σαμάρωσε το γαϊδούρι, για να γυρίσει πίσω. Αλλά καθώς γύριζε, τον συνάντησε στο δρόμο ένα λιοντάρι, όρμησε πάνω του και τον σκότωσε. Το πτώμα του προφήτη έμεινε εκεί πεσμένο πάνω στο δρόμο· το γαϊδούρι και το λιοντάρι στέκονταν πλάι του. Έπειτα είπε στους γιους του: «Σαμαρώστε μου το γαϊδούρι». Του το σαμάρωσαν, κι έφυγε. Όταν έφτασε στο σημείο εκείνο, βρήκε το πτώμα ριγμένο πάνω στο δρόμο και το γαϊδούρι και το λιοντάρι να στέκονται πλάι του. Το λιοντάρι όμως δεν είχε κατασπαράξει το γαϊδούρι. Τότε ο γέροντας προφήτης σήκωσε το πτώμα του ανθρώπου του Θεού, το έβαλε πάνω στο γαϊδούρι του και το έφερε στην πόλη, για να του κάνει επικήδειο θρήνο και να τον θάψει. Έβαλε το πτώμα στο δικό του τάφο και τον θρηνολογούσε λέγοντας: «Αλίμονο, αδερφέ μου!» Αφού τον έθαψε είπε στους γιους του: «Όταν πεθάνω, να θάψετε κι εμένα στον τάφο όπου θάφτηκε ο άνθρωπος του Θεού. Να βάλετε το πτώμα μου πλάι στο δικό του πτώμα. Γιατί ο λόγος που είπε αυτός ο άνθρωπος, σύμφωνα με τη διαταγή του Κυρίου, ενάντια στο θυσιαστήριο της Βαιθήλ κι ενάντια σ’ όλους τους ιερούς τόπους των πόλεων της Σαμάρειας, θα πραγματοποιηθεί οπωσδήποτε». Αλλά και μετά απ’ αυτό το γεγονός, ο Ιεροβοάμ δεν άλλαξε τακτική. Εξακολουθούσε να παίρνει ανθρώπους αδιάκριτα από το λαό και να τους κάνει ιερείς των ιερών τόπων. Όποιος ήθελε, τον καθιέρωνε και γινόταν τέτοιος ιερέας. Αυτή, όμως, η αμαρτία του Ιεροβοάμ οδήγησε στη διάλυση της οικογένειάς του και στην ολοσχερή εξαφάνιση της δυναστείας του. Εκείνο τον καιρό αρρώστησε ο Αβιά, γιος του Ιεροβοάμ. Ο Ιεροβοάμ είπε στη γυναίκα του: «Σήκω κι άλλαξε ρούχα, για να μη σε γνωρίσουν ότι είσαι η γυναίκα μου, και πήγαινε στη Σιλώ. Εκεί είναι ο προφήτης Αχιά, που είχε προφητέψει για μένα ότι θα γίνω βασιλιάς στο λαό αυτό. Πάρε μαζί σου και δέκα ψωμιά, γλυκίσματα κι ένα δοχείο μέλι και πήγαινε να τον βρεις. Αυτός θα σου πει τι θα γίνει με το παιδί». Έτσι κι έκανε η γυναίκα του Ιεροβοάμ. Σηκώθηκε και πήγε στη Σιλώ, στο σπίτι του Αχιά. Ο Αχιά δεν μπορούσε πια να δει, γιατί τα μάτια του είχαν αδυνατίσει από τα γηρατειά. Ο Κύριος όμως του είχε πει: «Πρόσεξε· θα ’ρθεί η γυναίκα του Ιεροβοάμ μεταμφιεσμένη να σου ζητήσει προφητικό λόγο σχετικά με το γιο της, που είναι άρρωστος. Αυτό κι αυτό θα της πεις». Όταν άκουσε ο Αχιά τα βήματά της, τη στιγμή που έμπαινε στην πόρτα, τής είπε: «Έλα, γυναίκα του Ιεροβοάμ! Γιατί έχεις μεταμφιεσθεί; Έχω εντολή να σου δώσω σκληρό μήνυμα. Πήγαινε να διαβιβάσεις στον Ιεροβοάμ αυτό που του λέει ο Κύριος, ο Θεός του Ισραήλ: “εγώ ανέδειξα εσένα μέσα απ’ όλους τους άλλους και σ’ έκανα ηγεμόνα στο λαό μου, τον Ισραήλ. Πήρα τη βασιλεία από τους απογόνους του Δαβίδ και την έδωσα σ’ εσένα· εσύ όμως δεν ήσουν όπως ο δούλος μου ο Δαβίδ, που τηρούσε τις εντολές μου και με ακολουθούσε μ’ όλη του την καρδιά. Εκείνος έκανε μόνον ό,τι εγώ θεωρούσα σωστό. Τώρα εσύ φέρθηκες χειρότερα απ’ όλους τους προκατόχους σου. Με εξόργισες φτιάχνοντας ξένους θεούς και χυτά ομοιώματα, κι εμένα με αγνόησες. Γι’ αυτό κι εγώ θα προκαλέσω δυστυχία στη δυναστεία σου, Ιεροβοάμ. Θα εξαφανίσω απ’ αυτήν όλα τ’ αρσενικά, δούλους ή ελεύθερους, και θα σαρώσω την οικογένειά σου όπως σαρώνει κάποιος την κοπριά, ώσπου να την εξαφανίσει εντελώς. Όποιος από την οικογένειά σου πεθάνει στην πόλη, το πτώμα του θα το φάνε τα σκυλιά· κι όποιος πεθάνει έξω στα χωράφια θα τον φάνε τα όρνεα”, γιατί ο Κύριος το είπε. »Σήκω, λοιπόν, και πήγαινε στο σπίτι σου. Όταν θα μπαίνεις στην πόλη, το παιδί θα πεθάνει. Όλοι οι Ισραηλίτες θα συμμετάσχουν στον επικήδειο θρήνο και θα το ενταφιάσουν. Μόνο αυτό, από την οικογένεια του Ιεροβοάμ θα μπει σε τάφο, γιατί μόνο σ’ αυτό απ’ όλη την οικογένεια βρήκε κάποιο καλό ο Κύριος, ο Θεός του Ισραήλ. Και θ’ αναδείξει ο Κύριος το δικό του βασιλιά στον Ισραήλ, που θα εξαφανίσει τη δυναστεία του Ιεροβοάμ. Από σήμερα και μάλιστα από τώρα. Ο Κύριος θα χτυπήσει τον Ισραήλ και θα τον καταντήσει τρεμάμενο καλάμι πλάι στα νερά. Θα ξεριζώσει τον Ισραήλ από την ωραία τούτη γη, που την έδωσε στους προγόνους τους, και θα τους διασκορπίσει πέρα από τον Ευφράτη ποταμό. Κι όλα αυτά γιατί εξόργισαν τον Κύριο φτιάχνοντας ξύλινες λατρευτικές στήλες. Θα εγκαταλείψει τον Ισραήλ, γιατί ο Ιεροβοάμ αμάρτησε κι έγινε αιτία να αμαρτήσει και ο Ισραήλ». Η γυναίκα του Ιεροβοάμ σηκώθηκε κι έφυγε κι έφτασε στην Τιρσά. Μόλις το πόδι της πάτησε το κατώφλι του σπιτιού, πέθανε το παιδί. Όλοι οι Ισραηλίτες πήγαν στον επικήδειο θρήνο και το έθαψαν, όπως είχε πει ο Κύριος με το δούλο του τον Αχιά, τον προφήτη. Η υπόλοιπη ιστορία του Ιεροβοάμ, πώς πολέμησε και πώς βασίλεψε, είναι καταχωρισμένα στο Βιβλίο των Χρονικών των βασιλιάδων του Ισραήλ. Ο Ιεροβοάμ βασίλεψε είκοσι δύο χρόνια ως το θάνατό του. Στο θρόνο τον διαδέχτηκε ο γιος του ο Ναδάβ. Ο Ροβοάμ, γιος του Σολομώντα και της Νααμά της Αμμωνίτισσας, έγινε βασιλιάς στον Ιούδα, σε ηλικία σαράντα ενός ετών. Βασίλεψε δεκαεφτά χρόνια στην Ιερουσαλήμ, στην πόλη που τη διάλεξε ο Κύριος απ’ όλες τις φυλές του Ισραήλ, για να λατρεύεται το όνομά του εκεί. Ο λαός του Ιούδα έπραξε ό,τι δυσαρεστεί τον Κύριο και τον εξόργισαν με τις αμαρτίες τους, περισσότερο από τους προγόνους τους. Καθιέρωσαν κι αυτοί ιερούς τόπους και έστησαν λίθινες και ξύλινες λατρευτικές στήλες στις κορυφές των λόφων, κάτω από τις σκιές των δέντρων. Ακόμα και άντρες ιερόδουλοι υπήρχαν στη χώρα, και τηρούσαν όλα τα βδελυρά έθιμα των εθνών εκείνων, που ο Κύριος τα είχε διώξει από τη χώρα τους για να κατοικήσουν οι Ισραηλίτες. Το πέμπτο έτος της βασιλείας του Ροβοάμ, ήρθε ο Σισάκ, βασιλιάς της Αιγύπτου, και επιτέθηκε στην Ιερουσαλήμ. Πήρε τους θησαυρούς του ναού του Κυρίου και του βασιλικού ανακτόρου. Πήρε ακόμα κι όλες τις χρυσές ασπίδες που είχε κατασκευάσει ο Σολομών –όλα τα πήρε. Ο βασιλιάς Ροβοάμ τις αντικατέστησε με ασπίδες χάλκινες και τις εμπιστεύθηκε στους αρχηγούς των στρατιωτών που φρουρούσαν τις πύλες του βασιλικού ανακτόρου. Κάθε φορά που πήγαινε ο βασιλιάς στο ναό του Κυρίου, οι φύλακες τις κρατούσαν. Έπειτα τις επέστρεφαν στο οίκημα των φυλάκων. Όλη η υπόλοιπη ιστορία του Ροβοάμ είναι καταχωρισμένη στο Βιβλίο των Χρονικών των βασιλιάδων του Ιούδα. Ανάμεσα στο Ροβοάμ και στον Ιεροβοάμ γινόταν πόλεμος όλο τον καιρό. Όταν ο Ροβοάμ πέθανε, τον έθαψαν μαζί με τους προγόνους του, στην Πόλη Δαβίδ. Η μητέρα του ήταν Αμμωνίτισσα κι ονομαζόταν Νααμά. Στο θρόνο τον διαδέχτηκε ο γιος του ο Αβιά. Το δέκατο όγδοο έτος της βασιλείας του Ιεροβοάμ, γιου του Ναβάτ, βασίλεψε στον Ιούδα ο Αβιά. Τρία χρόνια βασίλεψε στην Ιερουσαλήμ. Η μητέρα του ονομαζόταν Μααχά και ήταν κόρη του Αβεσσαλώμ. Ο Αβιά έκανε όλες τις αμαρτίες που είχε κάνει ο πατέρας του πριν απ’ αυτόν. Η καρδιά του δεν ήταν αφοσιωμένη στον Κύριο, το Θεό του, όπως ήταν η καρδιά του Δαβίδ, του προγόνου του. Παρ’ όλα αυτά, για χάρη του Δαβίδ, ο Κύριος ο Θεός του τού έδωσε γιο να τον διαδεχτεί, για να μη σβήσει η οικογένειά του και για να παραμείνει η Ιερουσαλήμ πρωτεύουσα του βασιλείου. Πράγματι, ο Δαβίδ είχε πράξει το σωστό ενώπιον του Κυρίου και σ’ όλη του τη ζωή δεν ξέφυγε απ’ όλα όσα αυτός τον διέταξε, εκτός από την περίπτωση του Ουρία του Χετταίου. Ο Αβιά πέθανε και τον έθαψαν στην Πόλη Δαβίδ. Στο θρόνο τον διαδέχτηκε ο γιος του ο Ασά. Το εικοστό έτος της βασιλείας του Ιεροβοάμ στον Ισραήλ, βασιλιάς στον Ιούδα έγινε ο Ασά. Αυτός βασίλεψε στην Ιερουσαλήμ σαράντα ένα χρόνια. Η Μααχά, κόρη του Αβεσσαλώμ ήταν βασιλομήτωρ. Ο Ασά έπραξε το σωστό ενώπιον του Κυρίου, όπως ο Δαβίδ, ο πρόγονός του. Έδιωξε όλους τους ιερόδουλους άντρες από τη χώρα και κατέστρεψε τα είδωλα που είχαν κατασκευάσει οι πρόγονοί του. Ακόμη και τη Μααχά καθαίρεσε από το αξίωμα της βασιλομήτορος, γιατί αυτή είχε κατασκευάσει ένα είδωλο της Αστάρτης. Ο Ασά κομμάτιασε το είδωλό της και το έκαψε στο χείμαρρο των Κέδρων. Δεν κατήργησε όμως τους ιερούς τόπους, μολονότι η καρδιά του ήταν αφοσιωμένη στον Κύριο, σε όλη του τη ζωή. Έφερε στο ναό του Κυρίου τα αφιερώματα του πατέρα του και τα δικά του, ασημένια και χρυσά αντικείμενα και διάφορα σκεύη. Ανάμεσα στον Ασά και στο Βασά, βασιλιά του Ισραήλ, υπήρχε πόλεμος όλη τους τη ζωή. Ο Βασά πήγε να πολεμήσει τον Ιούδα και οχύρωσε τη Ραμά, για να εμποδίσει το βασιλιά Ασά και τους κατοίκους του Ιούδα να κυκλοφορούν ελεύθερα από την πλευρά αυτή. Τότε ο Ασά πήρε όλο το ασήμι και το χρυσάφι που είχε μείνει στα θησαυροφυλάκια του ναού του Κυρίου και του βασιλικού ανακτόρου και τα έστειλε με τους δούλους του στη Δαμασκό, στο βασιλιά των Συρίων, Βεν-Αδάδ, γιο του Ταβριμμών και εγγονό του Εζιών, μ’ αυτό το μήνυμα: «Έλα να συνάψουμε συμμαχία εμείς οι δυο, όπως συμμαχία υπήρχε κι ανάμεσα στον πατέρα μου και στον πατέρα σου. Κοίτα τα δώρα που σου στέλνω, σε ασήμι και χρυσάφι. Πήγαινε, λοιπόν, να διαλύσεις τη συμμαχία σου με το Βασά, βασιλιά του Ισραήλ, για ν’ αποσύρει το στρατό του από την περιοχή μου». Ο Βεν-Αδάδ δέχτηκε την πρόταση του βασιλιά Ασά κι έστειλε τους στρατηγούς του εναντίον των πόλεων του Ισραήλ. Αυτοί χτύπησαν την Ιιών, τη Δαν, την Αβέλ-Βαιθ-Μααχά, όλη την περιοχή της Χιννερώθ και την υπόλοιπη περιοχή της φυλής Νεφθαλί. Όταν το έμαθε ο Βασά σταμάτησε να οχυρώνει τη Ραμά και επέστρεψε στην Τιρσά. Ο βασιλιάς Ασά κάλεσε τότε όλους ανεξαίρετα τους κατοίκους του Ιούδα και πήραν από τη Ραμά τις πέτρες και τα ξύλα που ο Βασά είχε συγκεντρώσει για να οχυρώσει την πόλη. Με τα ίδια υλικά ο Ασά οχύρωσε τη Γεβά-Βενιαμίν και τη Μισπά. Η υπόλοιπη ιστορία του Ασά περιλαμβάνεται στο Βιβλίο των Χρονικών των βασιλιάδων του Ιούδα. Εκεί αναφέρονται όλα τα έργα του, τα κατορθώματά του, καθώς και οι πόλεις που έχτισε. Στα γηρατειά του αρρώστησε από τα πόδια του. Όταν πέθανε, τον έθαψαν μαζί με τους προγόνους του στην Πόλη Δαβίδ, του προγόνου του. Στο θρόνο τον διαδέχτηκε ο γιος του ο Ιωσαφάτ. Το δεύτερο έτος της βασιλείας του Ασά στον Ιούδα, βασιλιάς στον Ισραήλ έγινε ο Ναδάβ, γιος του Ιεροβοάμ. Ο Ναδάβ βασίλεψε στον Ισραήλ δύο χρόνια κι έπραξε ό,τι δυσαρεστεί τον Κύριο, ακολουθώντας το κακό παράδειγμα του πατέρα του, που είχε κάνει τον Ισραήλ να αμαρτήσει. Τις ίδιες αμαρτίες έκανε κι αυτός. Ο Βασά, γιος του Αχιά, από τη φυλή Ισσάχαρ, συνομότησε εναντίον του Ναδάβ και τον σκότωσε στη Γιββεθών, τον καιρό που την πόλη την κατείχαν οι Φιλισταίοι, και την πολιορκούσαν οι Ισραηλίτες υπό τις διαταγές του Ναδάβ. Το γεγονός αυτό συνέβη το τρίτο έτος της βασιλείας του Ασά στον Ιούδα. Το Ναδάβ τον διαδέχτηκε στο θρόνο ο Βασά. Αυτός όταν έγινε βασιλιάς, εξόντωσε ολόκληρη την οικογένεια του Ιεροβοάμ. Δεν άφησε ζωντανό κανέναν απ’ τους απογόνους του. Εξολόθρευσε τους πάντες, σύμφωνα με όσα είχε ο Κύριος προαναγγείλει με το δούλο του τον Αχιά, το Σηλωνίτη. Αυτό έγινε επειδή ο Ιεροβοάμ είχε εξοργίσει τον Κύριο, το Θεό του Ισραήλ, με τις αμαρτίες του, στις οποίες είχε παρασύρει και τον Ισραήλ. Η υπόλοιπη ιστορία και η δράση του Ναδάβ είναι γραμμένα στο Βιβλίο των Χρονικών των βασιλιάδων του Ισραήλ. Ανάμεσα στον Ασά και στο Βασά, βασιλιά του Ισραήλ υπήρχε διαρκής πόλεμος όσο ζούσαν. Το τρίτο έτος της βασιλείας του Ασά στον Ιούδα, βασιλιάς σ’ όλο τον Ισραήλ έγινε ο Βασά, γιος του Αχιά, στην Τιρσά. Βασίλεψε είκοσι τέσσερα χρόνια κι έπραξε ό,τι δυσαρεστεί τον Κύριο, ακολουθώντας το κακό παράδειγμα του Ιεροβοάμ. Έκανε τις ίδιες αμαρτίες στις οποίες εκείνος είχε παρασύρει τον Ισραήλ. Ο Κύριος μίλησε εναντίον του Βασά στον Ιηού, γιο του Ανανί, και του έστειλε το ακόλουθο μήνυμα: «Εγώ σ’ έβγαλα από την αφάνεια και σ’ έκανα αρχηγό του λαού μου του Ισραήλ. Εσύ όμως ακολούθησες το παράδειγμα του Ιεροβοάμ και παρέσυρες στην αμαρτία το λαό μου, τον Ισραήλ και με εξόργισαν με τις αμαρτίες τους. Γι’ αυτό κι εγώ θα εξαφανίσω εσένα και τους απογόνους σου, όπως έκανα με τους απογόνους του Ιεροβοάμ, γιου του Ναβάτ. Όποιος από τους ανθρώπους του Βασά πεθάνει στην πόλη θα τον φάνε τα σκυλιά κι όποιος πεθάνει στα χωράφια θα τον φάνε τα όρνεα». Η υπόλοιπη ιστορία του Βασά είναι καταχωρισμένη στο Βιβλίο των Χρονικών των βασιλιάδων του Ισραήλ. Εκεί αναφέρεται η δράση του και τα κατορθώματά του. Ο Βασά πέθανε και τον έθαψαν στην Τιρσά. Στο θρόνο τον διαδέχτηκε ο γιος του ο Ηλά. Ο Κύριος μίλησε εναντίον του Βασά και της οικογένειάς του, με τον προφήτη Ιηού, γιο του Ανανί, επειδή αυτός είχε πράξει ό,τι δυσαρεστεί τον Κύριο και τον είχε εξοργίσει με τις πράξεις του, όπως και η οικογένεια του Ιεροβοάμ· κι επίσης επειδή αυτός εξόντωσε την οικογένεια του Ιεροβοάμ. Το εικοστό έκτο έτος της βασιλείας του Ασά στον Ιούδα, βασιλιάς του Ισραήλ στην Τιρσά για δυο χρόνια έγινε ο Ηλά, γιος του Βασά. Ο αξιωματούχος του ο Ζιμρί, αρχηγός των μισών μονάδων των αμαξών, συνωμότησε εναντίον του. Κάποτε που ο βασιλιάς βρισκόταν στην Τιρσά κι έπινε και μεθοκοπούσε στο σπίτι του Αρσά, προϊσταμένου του βασιλικού ανακτόρου της Τιρσά, μπήκε μέσα ο Ζιμρί, τον χτύπησε και τον σκότωσε, κι έγινε αυτός βασιλιάς στη θέση του. Αυτό συνέβη το εικοστό έβδομο έτος της βασιλείας του Ασά στον Ιούδα. Μόλις ο Ζιμρί έγινε βασιλιάς και σταθεροποιήθηκε στο θρόνο, εξόντωσε όλη την οικογένεια του Βασά. Δεν άφησε ζωντανό κανέναν αρσενικό συγγενή ή φίλο του Βασά. Εξόντωσε όλη την οικογένεια του Βασά, σύμφωνα με όσα είχε προαναγγείλει ο Κύριος, στο Βασά με τον προφήτη Ιηού. Όλα αυτά συνέβησαν επειδή ο Βασά κι ο γιος του ο Ηλά, αμάρτησαν και παρέσυραν στις αμαρτίες τους και τον Ισραήλ. Έτσι εξόργισαν τον Κύριο, το Θεό του Ισραήλ, με τους ψεύτικους θεούς τους. Η υπόλοιπη ιστορία του Ηλά και όλη η δράση του είναι καταχωρισμένη στο Βιβλίο των Χρονικών των βασιλιάδων του Ισραήλ. Το εικοστό έβδομο έτος της βασιλείας του Ασά στον Ιούδα, βασιλιάς στον Ισραήλ έγινε ο Ζιμρί και βασίλεψε εφτά μέρες στην Τιρσά. Ο στρατός είχε στρατοπεδεύσει για να επιτεθεί στη Γιββεθών, πόλη που ανήκε στους Φιλισταίους. Όταν άκουσαν οι στρατιώτες ότι ο Ζιμρί συνωμότησε και σκότωσε το βασιλιά, την ίδια μέρα εκεί στο στρατόπεδο ανακήρυξαν όλοι ομόφωνα βασιλιά τον Αμρί, αρχιστράτηγο του Ισραήλ. Τότε ο Αμρί και όλοι οι Ισραηλίτες που ήταν μαζί του, έφυγαν από τη Γιββεθών και πήγαν να πολιορκήσουν την Τιρσά. Όταν είδε ο Ζιμρί ότι κυριεύθηκε η πόλη, κλείστηκε στον πύργο του ανακτόρου, έβαλε φωτιά και πέθανε μέσα στις φλόγες. Αυτό έγινε για τις αμαρτίες του, γιατί έπραξε ό,τι δυσαρεστεί τον Κύριο και ακολούθησε το παράδειγμα του Ιεροβοάμ, ο οποίος είχε παρασύρει στην αμαρτία του και τον Ισραήλ. Η υπόλοιπη ιστορία του Ζιμρί και η συνωμοσία που οργάνωσε, είναι όλα καταχωρισμένα στο Βιβλίο των Χρονικών των βασιλιάδων του Ισραήλ. Μετά το θάνατο του Ζιμρί ο ισραηλιτικός λαός διχάστηκε. Το μισό του λαού ήθελαν να κάνουν βασιλιά τον Τιβνί, γιο του Γινάθ, και το άλλο μισό ήθελαν τον Αμρί. Ο λαός όμως που ακολουθούσε τον Αμρί, υπερτερούσε εκείνων που ακολουθούσαν τον Τιβνί. Ο Τιβνί πέθανε κι έγινε βασιλιάς ο Αμρί. Ο Αμρί έγινε βασιλιάς του Ισραήλ το τριακοστό πρώτο έτος της βασιλείας του Ασά στον Ιούδα, και βασίλεψε δώδεκα χρόνια. Τα πρώτα έξι χρόνια βασίλεψε στην Τιρσά. Αγόρασε από το Σέμερ το βουνό της Σαμάρειας πληρώνοντας δύο ασημένια τάλαντα, και πάνω του έχτισε μια πόλη που την ονόμασε Σαμάρεια, από το όνομα του Σέμερ, ιδιοκτήτη του βουνού. Ο Αμρί όμως έπραξε ό,τι δυσαρεστούσε τον Κύριο. Έκανε περισσότερες αμαρτίες απ’ όλους τους προκατόχους του, γιατί ακολούθησε το παράδειγμα του Ιεροβοάμ, γιου του Ναβάτ. Έπραξε όλες τις αμαρτίες στις οποίες ο Ιεροβοάμ είχε παρασύρει το λαό, εξοργίζοντας τον Κύριο, το Θεό του Ισραήλ, με τους ψεύτικους θεούς τους. Η υπόλοιπη ιστορία του Αμρί, η δράση του και τα κατορθώματά του είναι καταχωρισμένα στο Βιβλίο των Χρονικών των βασιλιάδων του Ισραήλ. Όταν πέθανε τον έθαψαν στη Σαμάρεια, και στο θρόνο τον διαδέχτηκε ο γιος του ο Αχαάβ. Ο Αχαάβ, γιος του Αμρί, έγινε βασιλιάς του Ισραήλ το τριακοστό όγδοο έτος της βασιλείας του Ασά στον Ιούδα. Βασίλεψε στον Ισραήλ, στη Σαμάρεια, είκοσι δύο χρόνια. Ο Αχαάβ έπραξε ό,τι δυσαρεστεί τον Κύριο, ξεπερνώντας όλους τους προκατόχους του. Και σαν να ήταν λίγο το ότι επανέλαβε τις αμαρτίες του Ιεροβοάμ, γιου του Ναβάτ, πήρε ακόμα για γυναίκα του την Ιεζάβελ, κόρη του Εθβαάλ, βασιλιά των Σιδωνίων, και πήγε και λάτρεψε το Βάαλ και τον προσκύνησε. Έχτισε θυσιαστήριο στο Βάαλ, στο ναό του Βάαλ, που είχε χτίσει στη Σαμάρεια. Ο Αχαάβ κατασκεύασε επίσης ξύλινη λατρευτική στήλη και έκανε περισσότερες αμαρτίες απ’ όλους τους προκατόχους του βασιλιάδες του Ισραήλ, εξοργίζοντας έτσι τον Κύριο, το Θεό του. Στις ημέρες του Αχαάβ, ο Χιέλ από τη Βαιθήλ, ανοικοδόμησε την Ιεριχώ, κάτι που είχε απαγορεύσει ο Ιησούς γιος του Ναυή εκ μέρους του Κυρίου. Στα θεμέλιά της θυσίασε τον πρωτότοκο γιο του, τον Αβιρώμ, και κάτω από τις πύλες της θυσίασε το νεότερο γιο του, το Σεγώβ. Ο Ηλίας ο Θεσβίτης, από τη Θισβέ της Γαλαάδ, είπε στον Αχαάβ: «Ορκίζομαι στον Κύριο που υπηρετώ, τον αληθινό Θεό του Ισραήλ, ότι τα επόμενα χρόνια δε θα πέσει στη γη δροσιά ούτε βροχή, παρά μόνο με προσταγή δική μου». Έπειτα ο Κύριος είπε στον Ηλία: «Φύγε από ’δω και πήγαινε προς τ’ ανατολικά, να κρυφτείς κοντά στο χείμαρρο Χερίθ, ανατολικά του Ιορδάνη. Θα πίνεις νερό από το χείμαρρο κι εγώ θα δώσω προσταγή στους κόρακες να φροντίζουν για την τροφή σου εκεί». Έτσι ο Ηλίας έφυγε κι έπραξε σύμφωνα με το λόγο του Κυρίου. Πήγε κι έμεινε κοντά στο χείμαρρο Χερίθ, ανατολικά του Ιορδάνη. Οι κόρακες του έφερναν ψωμί και κρέας πρωί και βράδυ, κι έπινε νερό από το χείμαρρο. Μετά όμως από μερικές μέρες ξεράθηκε ο χείμαρρος, γιατί υπήρχε ανομβρία στη χώρα. Τότε μίλησε ο Κύριος στον Ηλία και του είπε: «Σήκω, πήγαινε στη Σαρεπτά, στην περιοχή της Σιδώνας, και μείνε εκεί. Εγώ διέταξα μια χήρα να φροντίζει για την τροφή σου». Σηκώθηκε, λοιπόν, ο Ηλίας και πήγε στη Σαρεπτά. Όταν έφτασε στην πύλη της πόλης, είδε μια χήρα που μάζευε ξύλα. Της φώναξε και της είπε: «Φέρε μου, σε παρακαλώ, λίγο νερό σ’ ένα κύπελλο για να πιω». Ενώ αυτή πήγαινε να φέρει νερό, της φώναξε: «Φέρε μου, σε παρακαλώ, κι ένα κομμάτι ψωμί». Εκείνη απάντησε: «Μα τον αληθινό Θεό, το Θεό σου, δεν έχω καθόλου ψωμί, παρά μόνο μια χούφτα αλεύρι στο πιθάρι και λίγο λάδι στο δοχείο. Ήρθα εδώ για να μαζέψω δυο ξυλαράκια, να πάω να ετοιμάσω για μένα και το γιο μου ό,τι έχει απομείνει, να το φάμε και μετά να πεθάνουμε». Ο Ηλίας όμως της είπε: «Μην ανησυχείς· πήγαινε και κάνε όπως είπες. Μόνο φτιάξε πρώτα για μένα μια μικρή λαγάνα από τ’ αλεύρι σου και φέρε μού την· έπειτα φτιάξε για σένα και για το γιο σου. Γιατί ο Κύριος, ο Θεός του Ισραήλ, λέει: “το πιθάρι με το αλεύρι δεν θ’ αδειάσει και το λάδι στο δοχείο δεν θα λιγοστέψει, ως τη μέρα που ο Κύριος θα στείλει βροχή στη γη”». Πήγε, λοιπόν, η γυναίκα κι έκανε όπως της είπε ο Ηλίας. Κι έμεινε να τρώνε αυτός, η ίδια και ο γιος της για πολλές μέρες. Πράγματι, το πιθάρι με το αλεύρι δεν άδειασε και το λάδι στο δοχείο δε λιγόστεψε, όπως ακριβώς είχε πει ο Κύριος μέσω του Ηλία. Μετά τα γεγονότα αυτά αρρώστησε ο γιος της γυναίκας, της οικοδέσποινας. Η αρρώστια του ήταν πάρα πολύ βαριά, κι απ’ αυτήν πέθανε. Τότε η γυναίκα είπε στον Ηλία: «Τι σου χρωστούσα, άνθρωπε του Θεού; Ήρθες στο σπίτι μου για να μου υπενθυμίσεις την αμαρτία μου και να κάνεις να πεθάνει ο γιος μου;» Αυτός της είπε: «Δώσ’ μου το παιδί σου». Το πήρε από την αγκαλιά της και το ανέβασε στο ανώγι, όπου έμενε ο ίδιος, και το ξάπλωσε πάνω στο κρεβάτι του. Προσευχήθηκε τότε στον Κύριο και είπε: «Κύριε, Θεέ μου, γιατί έκανες κακό στη χήρα που με φιλοξενεί, αφήνοντας να πεθάνει ο γιος της;» Μετά ξάπλωσε πάνω στο παιδί τρεις φορές και προσευχήθηκε στον Κύριο μ’ αυτά τα λόγια: «Κύριε, Θεέ μου, κάνε σε παρακαλώ να επιστρέψει η ψυχή του παιδιού αυτού μέσα του». Ο Κύριος άκουσε την επίκληση του Ηλία, ξαναγύρισε η ψυχή του παιδιού μέσα του και αναστήθηκε. Τότε ο Ηλίας πήρε το παιδί και το κατέβασε από το ανώγι στο σπίτι, το παρέδωσε στη μητέρα του και της είπε: «Να ο γιος σου, είναι ζωντανός». Εκείνη του απάντησε: «Τώρα κατάλαβα ότι εσύ είσαι άνθρωπος του Θεού και πως ό,τι προφητεύει το στόμα σου είναι πραγματικά λόγος Κυρίου». Μετά από πολύν καιρό, την τρίτη χρονιά της ξηρασίας, μίλησε ο Κύριος στον Ηλία και του είπε: «Πήγαινε να παρουσιαστείς στον Αχαάβ, κι εγώ θα στείλω βροχή στη γη». Ξεκίνησε, λοιπόν, ο Ηλίας να πάει να παρουσιαστεί στον Αχαάβ. Στο μεταξύ η πείνα είχε επιδεινωθεί στη Σαμάρεια. Ο Αχαάβ είχε καλέσει τον Οβαδία, προϊστάμενο του ανακτόρου, ο οποίος σεβόταν πολύ τον Κύριο. (Όταν η Ιεζάβελ είχε διατάξει να εξολοθρεύσουν τους προφήτες του Κυρίου, αυτός είχε πάρει εκατό προφήτες, τους είχε κρύψει από πενήντα σε κάθε σπηλιά και τους προμήθευε ψωμί και νερό). Ο Αχαάβ, λοιπόν, είχε πει στον Οβαδία: «Πάμε σε όλες τις πηγές και στους χειμάρρους της χώρας, μήπως βρούμε χορτάρι για να ταΐσουμε τα άλογα και τα μουλάρια μας· μην τ’ αφήσουμε να χαθούν». Μοίρασαν, λοιπόν, τη χώρα μεταξύ τους ώστε να πάνε παντού. Ο Αχαάβ πήρε ένα δρόμο μόνος του και ο Οβαδίας πήρε άλλο δρόμο. Στο δρόμο του ο Οβαδίας συνάντησε τον Ηλία. Τον αναγνώρισε και τον προσκύνησε. «Εσύ είσαι, κύριέ μου, Ηλία;» τον ρώτησε. «Εγώ είμαι», του απάντησε εκείνος. «Πήγαινε να πεις στον κύριό σου ότι ο Ηλίας είναι εδώ». Τότε ο Οβαδίας απάντησε: «Σε τι αμάρτησα και θέλεις να ρίξεις το δούλο σου στα χέρια του Αχαάβ, να με θανατώσει; Μα τον αληθινό Θεό, το Θεό σου, δεν υπάρχει έθνος και βασίλειο που ο κύριός μου να μην έστειλε να σε αναζητήσουν. Κι όταν του έλεγαν ότι δεν ήσουν εκεί, ζητούσε από το βασίλειο ή το έθνος εκείνο, να βεβαιώσουν με όρκο ότι δεν σε βρήκαν. Και τώρα εσύ μου λες να πάω να του πω πως είσαι εδώ; Μα τώρα που θ’ αποχωριστούμε το Πνεύμα του Κυρίου θα σε πάει κι εγώ δεν ξέρω πού. Αν πάω να ειδοποιήσω τον Αχαάβ κι έπειτα δεν σε βρει, θα με σκοτώσει. Αλλά εγώ, ο δούλος σου, σέβομαι τον Κύριο από τα νιάτα μου. Δεν έμαθες κύριέ μου, τι έκανα, όταν η Ιεζάβελ διέταξε να σκοτώσουν τους προφήτες του Κυρίου; Εγώ έκρυψα εκατό προφήτες, πενήντα σε κάθε σπηλιά και τους προμήθευα ψωμί και νερό. Και τώρα μου λες: να πάω να πω στον κύριό μου πως ο Ηλίας είναι εδώ; Τότε είναι που θα με σκοτώσει!» Ο Ηλίας απάντησε: «Μα τον αληθινό Θεό, τον Κύριο του σύμπαντος, που τον υπηρετώ, σήμερα θα παρουσιαστώ στον Αχαάβ». Έτσι ο Οβαδίας πήγε να συναντήσει τον Αχαάβ και έδωσε σχετική αναφορά. Πράγματι ο Αχαάβ πήγε να συναντήσει τον Ηλία. Μόλις τον είδε, του είπε: «Εσύ είσαι που αναστατώνεις τον Ισραήλ;» Ο Ηλίας απάντησε: «Δεν αναστατώνω εγώ τον Ισραήλ, αλλά εσύ και η οικογένειά σου, επειδή αρνηθήκατε να υπακούσετε τις εντολές του Κυρίου και λατρέψατε τις θεότητες του Βάαλ. Τώρα, λοιπόν, στείλε και συγκέντρωσέ μου όλους τους Ισραηλίτες, στο όρος Κάρμηλος· συγκέντρωσέ μου επίσης και τους τετρακόσιους πενήντα προφήτες του Βάαλ καθώς και τους τετρακόσιους προφήτες της Αστάρτης, τους προστατευόμενους της βασίλισσας Ιεζάβελ». Ο Αχαάβ έστειλε μήνυμα σ’ όλους τους Ισραηλίτες, κι επίσης συγκέντρωσε και τους προφήτες στο όρος Κάρμηλος. Ο Ηλίας πλησίασε το λαό και τους είπε: «Ως πότε εσείς θα αμφιταλαντεύεστε; Αν ο Κύριος είναι Θεός, ακολουθήστε τον· κι αν είναι ο Βάαλ, ακολουθήστε εκείνον». Ο λαός όμως δεν του απαντούσε τίποτα. Τότε ο Ηλίας τούς είπε: «Εγώ απέμεινα μόνος προφήτης του Κυρίου, ενώ οι προφήτες του Βάαλ είναι τετρακόσιοι πενήντα. Ας μας φέρουν δύο μοσχάρια κι ας διαλέξουν το ένα για τον εαυτό τους· ας το κομματιάσουν κι ας το βάλουν πάνω στα ξύλα· φωτιά όμως να μη βάλουν. Εγώ θα πάρω το άλλο μοσχάρι και θα το βάλω πάνω στα ξύλα και δε θα βάλω φωτιά. Ας επικαλεσθούν αυτοί το όνομα του θεού τους και θα επικαλεστώ κι εγώ το όνομα του Κυρίου. Όποιος θεός απαντήσει με φωτιά, αυτός θα είναι ο αληθινός Θεός». Κι όλος ο λαός απάντησε: «Σωστά μίλησες». Τότε ο Ηλίας είπε στους προφήτες του Βάαλ: «Διαλέξτε για τον εαυτό σας το ένα μοσχάρι και κάντε την αρχή, γιατί εσείς είστε και οι περισσότεροι. Επικαλεσθείτε το όνομα του θεού σας, αλλά φωτιά δεν θα βάλετε». Αυτοί πήραν το μοσχάρι που τους έδωσε ο Ηλίας, το ετοίμασαν και προσεύχονταν στο όνομα του Βάαλ, από το πρωί ως το μεσημέρι, «Βάαλ, άκουσέ μας», φώναζαν, και χοροπηδούσαν γύρω από το θυσιαστήριο που είχαν κατασκευάσει. Αλλά καμιά φωνή και καμιά απάντηση δεν ερχόταν. Το μεσημέρι ο Ηλίας άρχισε να τους εμπαίζει: «Φωνάξτε πιο δυνατά», τους έλεγε. «Θεός είν’ αυτός! Μπορεί να είναι βυθισμένος σε σκέψεις· μπορεί να είναι κάπου απασχολημένος ή να ταξιδεύει. Ίσως κοιμάται και πρέπει να ξυπνήσει!» Τότε εκείνοι φώναζαν πιο δυνατά κι έκαναν χαρακιές στο σώμα τους, όπως συνήθιζαν, με ξίφη και με λόγχες, ώσπου το αίμα άρχισε να τρέχει πάνω τους. Όταν πέρασε και το μεσημέρι, άρχισαν να προφητεύουν, μέχρι την ώρα της μεταμεσημβρινής αναίμακτης θυσίας. Αλλά καμιά φωνή ή απάντηση δεν ερχόταν, ούτε κάποιο σημάδι ότι είχαν εισακουστεί. Τότε ο Ηλίας είπε στο λαό: «Πλησιάστε κι ελάτε κοντά μου». Κι όλος ο λαός πλησίασε. Ο Ηλίας ξανάχτισε το θυσιαστήριο του Κυρίου, που είχε καταστραφεί. Βρήκε δώδεκα πέτρες, όσες ήταν οι φυλές των γιων του Ιακώβ, στον οποίο είχε πει ο Κύριος: «Ισραήλ θα είναι το όνομά σου». Με τις πέτρες έχτισε θυσιαστήριο στο όνομα του Κυρίου και έκανε γύρω από αυτό αυλάκι που να χωράει δύο σέα σπόρου. Στοίβαξε τα ξύλα, κομμάτιασε το μοσχάρι και το τοποθέτησε πάνω στα ξύλα. «Γεμίστε», είπε, «τέσσερις κάδους νερό και χύστε το πάνω στο ολοκαύτωμα και στα ξύλα». Μετά είπε: «Κάντε το ίδιο για δεύτερη φορά». Και το επανέλαβαν. Και τους είπε πάλι: «Κάντε το και για τρίτη φορά». Κι έκαναν το ίδιο για τρίτη φορά. Έτσι έτρεξε το νερό γύρω από το θυσιαστήριο, και γέμισε ακόμα και το αυλάκι. Την ώρα, λοιπόν, της προσφοράς της αναίμακτης θυσίας, ο Ηλίας ο προφήτης πλησίασε στο θυσιαστήριο και είπε: «Κύριε, Θεέ του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ, ας μάθουν όλοι σήμερα ότι εσύ είσαι Θεός στον Ισραήλ κι εγώ ο δούλος σου, και ότι εγώ έκανα όλα αυτά τα πράγματα σύμφωνα με το λόγο σου. Απάντησέ μου, Κύριε, απάντησέ μου, ώστε να μάθει ο λαός αυτός ότι εσύ είσαι ο Κύριος, ο Θεός, και ότι εσύ θα ξαναφέρεις την καρδιά τους κοντά σου». Τότε έπεσε η φωτιά του Κυρίου και έκαψε εντελώς το ολοκαύτωμα και τα ξύλα, τις πέτρες και το χώμα, κι έγλειψε ως και το νερό του αυλακιού. Όταν το είδαν αυτό, έσκυψαν όλος ο λαός το κεφάλι τους και είπαν: «Ο Κύριος, αυτός είναι ο Θεός· ο Κύριος, αυτός είναι ο Θεός!» Τότε ο Ηλίας τούς είπε: «Πιάστε τους προφήτες του Βάαλ· να μη σας ξεφύγει κανείς». Τους συνέλαβαν, κι ο Ηλίας τους κατέβασε στο χείμαρρο Κισών κι εκεί τους έσφαξε. Ύστερα είπε ο Ηλίας στον Αχαάβ: «Πήγαινε τώρα να φας και να πιεις, γιατί ακούω κιόλας τον ήχο από το θόρυβο της βροχής». Ο Αχαάβ πήγε να φάει και να πιει. Ο Ηλίας ανέβηκε στην κορυφή του Κάρμηλου, έσκυψε στη γη κι έβαλε το πρόσωπό του ανάμεσα στα γόνατά του, και είπε στον υπηρέτη του: «Ανέβα και κοίταξε το δρόμο προς τη θάλασσα». Ο υπηρέτης ανέβηκε και κοίταξε και του είπε: «Δεν φαίνεται τίποτα». Ο Ηλίας του είπε να κάνει το ίδιο εφτά φορές. Την έβδομη φορά ο υπηρέτης είπε: «Βλέπω ένα μικρό σύννεφο, σαν ανθρώπινη παλάμη, που ανεβαίνει από τη θάλασσα». Τότε ο Ηλίας είπε: «Πήγαινε να πεις στον Αχαάβ: Ζέψε τ’ άλογα και κατέβα για να μη σ’ εμποδίσει η βροχή». Σε λίγο τα σύννεφα σκοτείνιασαν τον ουρανό και ξέσπασε θύελλα και δυνατή βροχή. Ο Αχαάβ ανέβηκε στην άμαξα κι έφυγε για την Ιζρεέλ. Ο Ηλίας έσφιξε το ρούχο του στους γοφούς του και, με τη δύναμη του Κυρίου, έτρεξε πριν από την άμαξα του Αχαάβ κι έφτασε στην είσοδο της Ιζρεέλ. Ο Αχαάβ διηγήθηκε στην Ιεζάβελ όλα όσα έκανε ο Ηλίας και πώς κατέσφαξε όλους τους προφήτες του Βάαλ. Τότε εκείνη έστειλε αγγελιοφόρο στον Ηλία και του είπε: «Να με τιμωρήσουν οι θεοί, αν αύριο τέτοια ώρα δε σου κάνω ό,τι έκανες εσύ στους προφήτες». Ο Ηλίας φοβήθηκε και σηκώθηκε κι έφυγε για να σώσει τη ζωή του. Πήγε στη Βέερ-Σεβά, που ανήκει στο βασίλειο του Ιούδα, και άφησε τον υπηρέτη του εκεί. Ο ίδιος βάδισε μιας μέρας δρόμο στην έρημο κι ήρθε και κάθισε κάτω από ένα σπαρτόδεντρο. Παρακαλούσε να πεθάνει κι έλεγε: «Αρκετά ως εδώ, Κύριε! Πάρε τη ζωή μου, γιατί εγώ δεν είμαι καλύτερος από τους προγόνους μου». Μετά ξάπλωσε και τον πήρε ο ύπνος εκεί, κάτω από το σπαρτόδεντρο. Τότε τον άγγιξε ένας άγγελος και του είπε: «Σήκω, φάγε». Εκείνος γύρισε να δει και στο προσκεφάλι του ήταν μια λαγάνα ψημένη σε καυτές πέτρες και ένα κανάτι νερό. Έφαγε, ήπιε και ξάπλωσε πάλι. Αλλά ο άγγελος του Κυρίου τον άγγιξε για δεύτερη φορά και του είπε: «Σήκω, φάγε, γιατί έχεις ακόμη πολύ δρόμο μπροστά σου». Τότε ο Ηλίας σηκώθηκε, έφαγε και ήπιε και με τη δύναμη εκείνης της τροφής βάδισε σαράντα μερόνυχτα ως το βουνό του Θεού, το Χωρήβ. Εκεί μπήκε σε μια σπηλιά όπου πέρασε τη νύχτα. Τότε του μίλησε ο Κύριος και του είπε: «Τι ζητάς εδωπέρα, Ηλία;» Εκείνος απάντησε: «Εγώ αγωνίστηκα με μεγάλο ζήλο για σένα Κύριε, Θεέ του σύμπαντος. Αλλά οι Ισραηλίτες αθέτησαν τη διαθήκη σου, γκρέμισαν τα θυσιαστήριά σου και κατέσφαξαν τους προφήτες σου· μόνον εγώ απέμεινα και ζητούν κι εμένα να με θανατώσουν». Τότε ο Κύριος είπε στον Ηλία: «Βγες έξω και στάσου στο βουνό ενώπιόν μου» –εκείνη τη στιγμή θα διάβαινε ο Κύριος. Μεγάλος άνεμος και δυνατός έσχιζε τα βουνά και σύντριβε τους βράχους στο πέρασμά του, αλλά ο Κύριος δεν ήταν σ’ εκείνον τον άνεμο. Μετά τον άνεμο έγινε σεισμός, αλλά ούτε στο σεισμό ήταν ο Κύριος. Μετά το σεισμό ήρθε φωτιά, αλλά ούτε στη φωτιά ήταν ο Κύριος. Και μετά τη φωτιά ακούστηκε ένας ήχος από ελαφρό αεράκι. Μόλις το άκουσε ο Ηλίας, σκέπασε το πρόσωπό του με το μανδύα του και βγήκε και στάθηκε στην είσοδο της σπηλιάς. Τότε άκουσε μια φωνή να του λέει: «Τι ζητάς εδωπέρα, Ηλία;» Αυτός απάντησε: «Εγώ αγωνίστηκα με μεγάλο ζήλο για σένα Κύριε, Θεέ του σύμπαντος. Αλλά οι Ισραηλίτες αθέτησαν τη διαθήκη σου, γκρέμισαν τα θυσιαστήριά σου και κατέσφαξαν τους προφήτες σου· μόνον εγώ απέμεινα και ζητούν κι εμένα να με θανατώσουν». Τότε ο Κύριος του είπε: «Εμπρός, πάρε πίσω τον ίδιο δρόμο μέσα απ’ την έρημο και πήγαινε στη Δαμασκό· όταν φτάσεις εκεί, θα χρίσεις τον Αζαήλ βασιλιά των Συρίων. Μετά θα χρίσεις τον Ιηού, γιο του Νιμσί, βασιλιά στον Ισραήλ και τον Ελισαίο, γιο του Σαφάτ, από την Αβέλ-Μεχωλά, θα τον χρίσεις προφήτη για να σε διαδεχτεί. Όποιος σωθεί από το ξίφος του Αζαήλ, θα τον σκοτώσει ο Ιηού· κι όποιος γλιτώσει από τον Ιηού θα τον σκοτώσει ο Ελισαίος. Αλλά θ’ αφήσω απ’ τους Ισραηλίτες ζωντανούς εφτά χιλιάδες, όλους εκείνους που δε γονάτισαν να προσκυνήσουνε το Βάαλ, και που το στόμα τους δεν ασπάστηκε το άγαλμά του». Όταν έφυγε από ’κει ο Ηλίας, συνάντησε τον Ελισαίο, γιο του Σαφάτ, που όργωνε. Μπροστά του πήγαιναν δώδεκα ζευγάρια βόδια κι εκείνος οδηγούσε το δωδέκατο. Ο Ηλίας πέρασε κοντά του και του πέταξε πάνω του το μανδύα του. Τότε ο Ελισαίος άφησε τα βόδια κι έτρεξε πίσω από τον Ηλία. «Σε παρακαλώ», του είπε, «άσε με να πάω να αποχαιρετήσω τον πατέρα μου και τη μάνα μου και μετά θα σε ακολουθήσω». Ο Ηλίας του αποκρίθηκε: «Σ’ εμπόδισα εγώ; Πήγαινε και γύρνα πάλι εδώ». Έτσι ο Ελισαίος ξαναγύρισε· πήρε ένα ζευγάρι βόδια, τα θυσίασε και με τα ξύλα του αλετριού έβρασε το κρέας και το μοίρασε στο λαό κι έφαγαν. Ύστερα ακολούθησε τον Ηλία και έγινε υπηρέτης του. Ο Βεν-Αδάδ, βασιλιάς των Συρίων, συγκέντρωσε όλο το στρατό του, που αποτελούσε συμμαχία τριάντα δύο ηγεμόνων, και πήγε με ιππικό και άμαξες και πολιόρκησε την πόλη της Σαμάρειας, με σκοπό να την κυριέψει. Έστειλε αγγελιοφόρους στην πόλη στον Αχαάβ, βασιλιά του Ισραήλ, οι οποίοι του είπαν εκ μέρους του: «Ο Βεν-Αδάδ λέει ότι το ασήμι σου και το χρυσάφι σου ανήκουν σ’ αυτόν· οι γυναίκες σου και οι πιο ωραίοι γιοι σου ανήκουν σ’ αυτόν». Ο βασιλιάς του Ισραήλ του αποκρίθηκε: «Όπως τα λες, κύριέ μου, βασιλιά: Εγώ και όλα τα υπάρχοντά μου ανήκουμε σ’ εσένα». Αλλά οι αγγελιοφόροι ήρθαν πάλι στον Αχαάβ και του είπαν: «Ο Βεν-Αδάδ λέει ότι έστειλε και σου ζήτησε να του παραδώσεις το ασήμι σου και το χρυσάφι σου, τις γυναίκες σου και τους γιους σου. Αύριο, λοιπόν, την ίδια ώρα, θα σου στείλει τους ανθρώπους του και θα ψάξουν μέσα στο ανάκτορό σου και στα σπίτια των αξιωματούχων σου και θα βάλουν στο χέρι ό,τι πολύτιμο έχεις». Τότε ο βασιλιάς του Ισραήλ κάλεσε όλους τους πρεσβυτέρους της χώρας και τους είπε: «Κοιτάτε να δείτε που αυτός γυρεύει το κακό μας. Έστειλε και μου ζήτησε τις γυναίκες μου και τους γιους μου, το ασήμι μου και το χρυσάφι μου κι εγώ δεν του τα αρνήθηκα». Οι πρεσβύτεροι και ο λαός τού είπαν: «Μην τον ακούς και μην υποχωρήσεις». Έτσι ο Αχαάβ απάντησε στους αγγελιοφόρους του Βεν-Αδάδ: «Να πείτε στον κύριό μου, το βασιλιά: Όσα έστειλες και ζήτησες από το δούλο σου την πρώτη φορά, θα σου τα δώσω, αλλά αυτό που απαιτείς τώρα δεν μπορώ να το κάνω». Οι αγγελιοφόροι έφυγαν μ’ αυτή την απάντηση. Ο Βεν-Αδάδ του ξανάστειλε αγγελιοφόρους και του παράγγειλε: «Να με τιμωρήσουν οι θεοί, αν δε φέρω τόσο στρατό εναντίον της Σαμάρειας, ώστε το χώμα της να μη φτάσει για να πάρει καθένας από τους στρατιώτες μου μια χούφτα απ’ αυτό». Ο βασιλιάς του Ισραήλ του απάντησε με την εξής παροιμία: «Αυτός που ζώνεται τα όπλα, ας μην περηφανεύεται σαν εκείνον που τα αποθέτει». Ο Βεν-Αδάδ ήταν σε συμπόσιο με τους άλλους ηγεμόνες στις σκηνές, όταν άκουσε αυτή την απάντηση. Αμέσως τότε διάταξε τους αξιωματικούς του και παρατάχθηκαν για να κάνουν επίθεση στην πόλη. Τότε ένας προφήτης πλησίασε τον Αχαάβ, και του είπε: «Άκου τι λέει ο Κύριος: Βλέπεις όλο αυτό το μεγάλο πλήθος; Θα σου το παραδώσω σήμερα στην εξουσία σου κι έτσι θα μάθεις ότι εγώ είμαι ο Κύριος». Ο Αχαάβ ρώτησε: «Με ποιον θα μου τους παραδώσει;» Ο προφήτης απάντησε: «Ο Κύριος λέει: Με τους νέους που στρατολόγησαν οι διοικητές των επαρχιών». Ο Αχαάβ ρώτησε: «Και ποιος θα διευθύνει τη μάχη;» «Εσύ», του απάντησε ο προφήτης. Ο Αχαάβ πήρε αναφορά από τους νέους που είχαν στρατολογηθεί από τους διοικητές των επαρχιών και βρέθηκαν διακόσιοι τριάντα δύο άντρες. Μετά απ’ αυτούς, πήρε αναφορά απ’ όλο τον ισραηλιτικό στρατό και βρέθηκαν εφτά χιλιάδες άντρες. Το μεσημέρι ο Αχαάβ εξαπέλυσε επίθεση, την ώρα που ο Βεν-Αδάδ μεθοκοπούσε στις σκηνές, μαζί με τους τριάντα δύο συμμάχους του ηγεμόνες. Πρώτοι επιτεθήκαν οι νέοι των διοικητών των επαρχιών. Τότε ο Βεν- Αδάδ έστειλε μια περίπολο η οποία του ανέφερε: «Στρατός βγήκε από τη Σαμάρεια». «Πιάστε τους ζωντανούς», διέταξε εκείνος, «είτε βγήκαν για να ζητήσουν ειρήνη, είτε βγήκαν για πόλεμο». Στο μεταξύ είχαν βγει από την πόλη οι νέοι των διοικητών και ο στρατός τούς ακολουθούσε. Καθένας τους χτυπούσε κι από έναν αντίπαλο, έτσι που οι Σύριοι τράπηκαν σε φυγή και οι Ισραηλίτες τους καταδίωκαν. Ο Βεν-Αδάδ διέφυγε πάνω σ’ ένα άλογο μαζί με το ιππικό του. Ο βασιλιάς του Ισραήλ τους καταδίωξε, χτύπησε το ιππικό και τις άμαξες και κατέσφαξε τους Συρίους. Ο προφήτης πλησίασε τότε το βασιλιά του Ισραήλ και του είπε: «Εμπρός! Πάρε θάρρος και κοίταξε καλά τι θα κάνεις, γιατί μετά ένα χρόνο ο βασιλιάς των Συρίων θα επιτεθεί εναντίον σου». Οι άνθρωποι του βασιλιά των Συρίων του είπαν: «Οι θεοί τους είναι θεοί των βουνών, γι’ αυτό μας νίκησαν. Αν τους πολεμήσουμε στην πεδιάδα, τότε σίγουρα θα τους νικήσουμε. Να τι θα κάνεις: Θα διώξεις τους ηγεμόνες να πάνε στον τόπο τους και θα βάλεις στη θέση τους διοικητές. Κι εσύ ετοίμασε το στρατό σου, να φτάσει τα άτομα του στρατού που χάθηκε, καθώς και ιππικό, όσο το ιππικό που χάθηκε, και άμαξες όσες οι άμαξες που χάθηκαν. Θα πάμε να πολεμήσουμε τους Ισραηλίτες στην πεδιάδα και σίγουρα θα τους νικήσουμε». Ο Βεν-Αδάδ άκουσε τη συμβουλή τους και δέχτηκε να την ακολουθήσει. Μετά από ένα χρόνο επιθεώρησε το στρατό των Συρίων και τους οδήγησε στην Αφέκ για να πολεμήσουν τους Ισραηλίτες. Οι Ισραηλίτες είχαν οργανωθεί κι αυτοί και είχαν ανεφοδιαστεί. Προέλασαν για να τους συναντήσουν και στρατοπέδευσαν απέναντί τους σε δύο ομάδες. Αυτοί έμοιαζαν σαν δύο μικρά κοπάδια κατσικιών, ενώ οι Σύριοι είχαν πλημμυρίσει όλη την περιοχή. Τότε ο άνθρωπος του Θεού πλησίασε το βασιλιά του Ισραήλ και του είπε: «Ο Κύριος λέει: Επειδή είπαν οι Σύριοι ότι ο Κύριος είναι θεός των βουνών και όχι θεός των πεδιάδων, θα παραδώσω στην εξουσία σου όλο αυτό το μεγάλο πλήθος κι έτσι θα μάθετε ότι εγώ είμαι ο Κύριος». Έμειναν στρατοπεδευμένοι ο ένας απέναντι στον άλλον εφτά μέρες. Την έβδομη μέρα άρχισε η μάχη και οι Ισραηλίτες θανάτωσαν εκατό χιλιάδες πεζούς Συρίους μέσα σε μια μέρα. Όσοι επέζησαν, είκοσι εφτά χιλιάδες άντρες, κατέφυγαν στην Αφέκ· αλλά το τείχος της πόλης έπεσε πάνω τους. Ο Βεν-Αδάδ τράπηκε σε φυγή και κρύφτηκε στην πόλη, στο πίσω υπνοδωμάτιο ενός σπιτιού. Τότε του είπαν οι άνθρωποί του: «Έχουμε ακούσει πως οι βασιλιάδες των Ισραηλιτών είναι σπλαχνικοί. Να φορέσουμε, λοιπόν, πένθιμα τρίχινα ρούχα, να βάλουμε σχοινιά στο κεφάλι μας και να πάμε στο βασιλιά του Ισραήλ. Ίσως σου χαρίσει τη ζωή». Ντύθηκαν, λοιπόν, στα πένθιμα, έβαλαν σχοινιά στο κεφάλι τους και παρουσιάστηκαν στο βασιλιά του Ισραήλ. «Ο δούλος σου ο Βεν-Αδάδ», του είπαν, «σε παρακαλεί να τον αφήσεις να ζήσει». Ο Αχαάβ απάντησε: «Ζει ακόμα; Είναι αδερφός μου!» Οι απεσταλμένοι το πήραν αυτό σαν καλό σημάδι και βιάστηκαν να το επιβεβαιώσουν: «Αδερφός σου είναι ο Βεν-Αδάδ», είπαν. Ο βασιλιάς τότε τους είπε: «Πηγαίνετε και φέρτε τον εδώ». Ο Βεν-Αδάδ ήρθε στον Αχαάβ, κι αυτός τον ανέβασε στην άμαξά του. Ο Βεν-Αδάδ είπε στον Αχαάβ: «Θα σου επιστρέψω τις πόλεις που είχε πάρει ο πατέρας μου από τον πατέρα σου, και θα χτίσεις για τον εαυτό σου αγορές στη Δαμασκό, όπως είχε ο πατέρας μου στη Σαμάρεια». Και ο Αχαάβ απάντησε: «Με τη συμφωνία αυτή εγώ θα σε αφήσω ελεύθερο». Έτσι έκανε συμφωνία μαζί του και τον άφησε ελεύθερον. Εκείνη την ώρα ο Κύριος διάταξε ένα μέλος μιας ομάδας προφητών να πει σ’ έναν άλλο προφήτη: «Χτύπησέ με, σε παρακαλώ». Αλλά ο άλλος αρνήθηκε να τον χτυπήσει. Τότε ο πρώτος του είπε: «Επειδή δεν υπάκουσες στο λόγο του Κυρίου, όταν θα φύγεις από ’δω θα σε σκοτώσει ένα λιοντάρι». Πράγματι, μόλις ο προφήτης εκείνος έφυγε τον συνάντησε ένα λιοντάρι και τον κατασπάραξε. Ο προφήτης συνάντησε έναν άλλο άνθρωπο και του είπε: «Χτύπησέ με, σε παρακαλώ». Ο άνθρωπος τον χτύπησε και τον πλήγωσε. Μετά ο προφήτης έφυγε και στάθηκε στο δρόμο περιμένοντας να περάσει ο βασιλιάς, αφού προηγουμένως μ’ έναν επίδεσμο στα μάτια, είχε γίνει αγνώριστος. Όταν λοιπόν περνούσε ο βασιλιάς, αυτός του φώναξε: «Ο δούλος σου βρισκόμουν στη μάχη, όταν με πλησιάζει ένας αξιωματικός και μου φέρνει έναν αιχμάλωτο με τη διαταγή: “φύλαξέ μου αυτόν τον άνθρωπο. Αν με οποιονδήποτε τρόπο χαθεί, τότε θα τον πληρώσεις με τη ζωή σου ή με ένα ασημένιο τάλαντο!” Ενώ όμως εγώ ήμουν απασχολημένος από ’δω κι από ’κει, ο αιχμάλωτος εξαφανίστηκε». Ο βασιλιάς του Ισραήλ έβγαλε την απόφαση: «Αυτή είναι η καταδίκη σου. Εσύ ο ίδιος την αποφάσισες». Τότε ο προφήτης έβγαλε γρήγορα τον επίδεσμο από τα μάτια του και ο βασιλιάς τον αναγνώρισε ότι ανήκε σε ομάδα προφητών. «Άκου τι λέει ο Κύριος:» είπε στο βασιλιά. «Επειδή άφησες ελεύθερο τον άνθρωπο που εγώ τον είχα για καταστροφή, θα πεθάνεις εσύ στη θέση του και ο λαός σου στη θέση του λαού του». Ο βασιλιάς του Ισραήλ έφυγε και γύρισε στο σπίτι του, στη Σαμάρεια, πικραμένος και οργισμένος. Μετά απ’ αυτά τα γεγονότα συνέβη το εξής: Ο Ναβουθαί, ο Ιζρεελίτης, είχε ένα αμπέλι κοντά στο ανάκτορο του Αχαάβ, βασιλιά της Σαμάρειας. Μια μέρα ο Αχαάβ είπε στο Ναβουθαί: «Δώσε μου το αμπέλι σου να το κάνω λαχανόκηπο, γιατί είναι κοντά στο ανάκτορό μου· κι εγώ για αντάλλαγμα θα σου δώσω ένα καλύτερο αμπέλι ή αν προτιμάς, θα σου δώσω το αντίτιμο σε χρήμα». Ο Ναβουθαί απάντησε: «Ο Κύριος να με φυλάξει από μια τέτοια πράξη! Το αμπέλι αυτό είναι η κληρονομιά που την έχω λάβει από τους προγόνους μου, κι απαγορεύεται να τη μεταβιβάσω σ’ εσένα». Ο Αχαάβ γύρισε στο σπίτι του πικραμένος και οργισμένος, επειδή ο Ναβουθαί του είπε ότι δεν μπορούσε να του μεταβιβάσει την κληρονομιά των προγόνων του. Έπεσε στο κρεβάτι του, γύρισε το πρόσωπό του προς τον τοίχο και δεν ήθελε να φάει τίποτα. Η γυναίκα του η Ιεζάβελ τον πλησίασε και τον ρώτησε: «Γιατί είσαι κακόκεφος και δεν τρως;» Εκείνος της απάντησε: «Είχα μια συζήτηση με το Ναβουθαί, τον Ιζρεελίτη. Του ζήτησα να μου δώσει το αμπέλι του με πληρωμή ή αν θέλει να του δώσω άλλο αμπέλι αντί γι’ αυτό, κι εκείνος μου είπε ότι δε μου το δίνει». Τότε η Ιεζάβελ τού είπε: «Εσύ είσαι βασιλιάς του Ισραήλ. Σήκω, φάε και πάψε να στενοχωριέσαι. Εγώ θα σου δώσω το αμπέλι του Ναβουθαί του Ιζρεελίτη». Έγραψε, λοιπόν, γράμματα με το όνομα του Αχαάβ, τα σφράγισε με τη σφραγίδα του και τα έστειλε στους πρεσβυτέρους και στους προκρίτους της πόλης, όπου κατοικούσε ο Ναβουθαί. Στα γράμματα αυτά έγραφε: «Συγκεντρώστε τον πληθυσμό της πόλης σε γιορτή νηστείας και βάλτε το Ναβουθαί επικεφαλής του λαού. Βάλτε και δύο διεφθαρμένους ανθρώπους να μαρτυρήσουν ψέματα εναντίον του και να πουν: “αυτός βλασφήμησε το Θεό και το βασιλιά”. Τότε βγάλτε τον έξω απ’ την πόλη και θανατώστε τον με λιθοβολισμό». Οι πρεσβύτεροι και οι πρόκριτοι της πόλης του Ναβουθαί έκαναν όπως τους παράγγελνε η Ιεζάβελ με τα γράμματα που τους είχε στείλει. Διοργάνωσαν, λοιπόν, μια τελετή νηστείας κι έβαλαν το Ναβουθαί επικεφαλής του λαού. Ήρθαν τότε δύο διεφθαρμένοι άνθρωποι, στάθηκαν μπροστά στο Ναβουθαί και κατέθεσαν εναντίον του μαρτυρία ενώπιον του λαού: «Ο Ναβουθαί βλασφήμησε το Θεό και το βασιλιά». Τότε τον έβγαλαν έξω από την πόλη και τον εκτέλεσαν με λιθοβολισμό. Μετά οι πρεσβύτεροι και οι πρόκριτοι έστειλαν μήνυμα στην Ιεζάβελ: «Ο Ναβουθαί λιθοβολήθηκε και πέθανε», της είπαν. Μόλις άκουσε η Ιεζάβελ ότι πέθανε ο Ναβουθαί, είπε στον Αχαάβ: «Πήγαινε και πάρε στην κατοχή σου το αμπέλι του Ναβουθαί του Ιζρεελίτη, που αρνιόταν να σου το πουλήσει. Δε ζει πια». Όταν άκουσε ο Αχαάβ ότι ο Ναβουθαί πέθανε, πήγε στο αμπέλι του Ναβουθαί για να το πάρει στην κατοχή του. Τότε ο Κύριος είπε στον Ηλία το Θεσβίτη: «Σήκω, και πήγαινε να συναντήσεις τον Αχαάβ, το βασιλιά του Ισραήλ, που είναι στη Σαμάρεια. Τώρα βρίσκεται στο αμπέλι του Ναβουθαί· έχει πάει για να το πάρει στην κατοχή του. Θα του πεις εκ μέρους μου: “εσύ σκότωσες τον άνθρωπο κι από πάνω θέλεις να πάρεις στην κατοχή σου και τ’ αγαθά του;” Κι ακόμα θα του πεις, ότι εγώ ο Κύριος λέω: “στον τόπο που γλύψαν’ τα σκυλιά το αίμα του Ναβουθαί θα γλύψουν και το δικό σου αίμα”». Ο Αχαάβ είπε στον Ηλία: «Με βρήκες, εχθρέ μου;» Κι εκείνος απάντησε: «Σε βρήκα, επειδή πούλησες την ψυχή σου στο να πράττεις ό,τι δυσαρεστεί τον Κύριο. Ο Κύριος, λοιπόν, λέει: “θα σου προξενήσω συμφορές, θα σ’ εξαφανίσω και θα εξολοθρεύσω από την οικογένειά σου κάθε αρσενικό, δούλον ή ελεύθερο. Θα κάνω την οικογένειά σου σαν την οικογένεια του Ιεροβοάμ, γιου του Ναβάτ και σαν την οικογένεια του Βασά, γιου του Αχιά, επειδή εξόργισες εμένα, τον Κύριο, κι έκανες τον Ισραήλ να αμαρτήσει”. Όσο για την Ιεζάβελ, ο Κύριος λέει: “τα σκυλιά θα φάνε την Ιεζάβελ στην πεδιάδα Ιζρεέλ. Κι ακόμα, όποιος από την οικογένειά σου, Αχαάβ, πεθάνει στην πόλη, θα τον φάνε τα σκυλιά· κι όποιος πεθάνει στο ύπαιθρο θα τον φάνε τα όρνεα”». (Κανένας, βέβαια, δεν υπήρξε σαν τον Αχαάβ, που είχε πουλήσει την ψυχή του στο να πράττει ό,τι δυσαρεστεί τον Κύριο, γιατί τον παραπλανούσε η Ιεζάβελ, η γυναίκα του. Έκανε τις πιο βδελυρές πράξεις λατρεύοντας τα είδωλα, όπως ακριβώς έκαναν οι Αμορραίοι, που ο Κύριος τους είχε διώξει από τη χώρα τους για να κατοικήσουν οι Ισραηλίτες). Μόλις άκουσε ο Αχαάβ αυτά τα λόγια, έσκισε τα ρούχα του, ντύθηκε στα πένθιμα και νήστεψε· κοιμόταν φορώντας τα πένθιμα και περιφερόταν σιωπηλός. Τότε μίλησε ο Κύριος στον Ηλία το Θεσβίτη και του είπε: «Είδες πώς ταπεινώθηκε ο Αχαάβ ενώπιόν μου; Επειδή λοιπόν ταπεινώθηκε, δε θα καταστρέψω την οικογένειά του στις μέρες του, αλλά στις μέρες του γιου του». Πέρασαν τρία χρόνια χωρίς πόλεμο ανάμεσα στους Συρίους και στους Ισραηλίτες. Τον τρίτο όμως χρόνο, ο Ιωσαφάτ, βασιλιάς του Ιούδα, πήγε να επισκεφθεί τον Αχαάβ, βασιλιά του Ισραήλ. Ο Αχαάβ είπε στους αξιωματούχους του: «Το ξέρετε ότι η Ραμώθ στη Γαλαάδ μας ανήκει; Εμείς όμως δεν κάνουμε τίποτε για να την πάρουμε από την κυριαρχία του βασιλιά των Συρίων». Μετά πρότεινε στον Ιωσαφάτ: «Έρχεσαι να πολεμήσεις μαζί μου στη Γαλαάδ για να πάρουμε πίσω τη Ραμώθ;» Ο Ιωσαφάτ του απάντησε: «Θα πάμε! Εγώ κι εσύ είμαστε ένα –ο λαός μου κι ο λαός σου, το ιππικό μου και το ιππικό σου». Και μετά πρόσθεσε: «Πρώτα, όμως, ζήτα σε παρακαλώ σήμερα κιόλας συμβουλή από τον Κύριο». Τότε, ο βασιλιάς του Ισραήλ συγκέντρωσε τους προφήτες, τετρακόσιους άντρες περίπου, και τους είπε: «Να πάω στη Γαλαάδ να πολεμήσω για να πάρω πίσω τη Ραμώθ ή να την εγκαταλείψω;» Εκείνοι απάντησαν: «Πήγαινε, βασιλιά, κι ο Κύριος θα σου παραδώσει την πόλη». Ο Ιωσαφάτ ρώτησε: «Δεν υπάρχει εδώ κανένας άλλος προφήτης του Κυρίου, για να ρωτήσουμε και μ’ αυτόν;» Ο βασιλιάς του Ισραήλ του απάντησε: «Υπάρχει ακόμα ένας άνθρωπος που μ’ αυτόν μπορούμε να ρωτήσουμε τον Κύριο, αλλά εγώ τον μισώ, γιατί δεν προφητεύει ποτέ καλό για μένα, παρά κακό. Είναι ο Μιχαΐας, γιος του Ιμλά». Ο Ιωσαφάτ του απάντησε: «Μη μιλάς έτσι, βασιλιά». Τότε κάλεσε ο βασιλιάς του Ισραήλ έναν ευνούχο και του είπε: «Τρέξε να φέρεις το Μιχαΐα, γιο του Ιμλά». Ο βασιλιάς του Ισραήλ κι ο Ιωσαφάτ, βασιλιάς του Ιούδα ήταν καθισμένοι στην πλατεία κοντά στην πύλη της Σαμάρειας καθένας στο θρόνο του, φορώντας τις βασιλικές στολές τους. Κι όλοι οι προφήτες προφήτευαν μπροστά τους. Ο προφήτης Σεδεκίας μάλιστα, γιος του Κεναανά, είχε κατασκευάσει κάτι σιδερένια κέρατα κι έλεγε: «Βασιλιά, άκου τι λέει ο Κύριος: Μ’ αυτά θα χτυπήσεις τους Συρίους και θα τους αφανίσεις!» Τα ίδια έλεγαν και όλοι οι προφήτες: «Πήγαινε, βασιλιά, στη Γαλαάδ να πολεμήσεις για ν’ ανακτήσεις τη Ραμώθ. Θα πετύχεις! Ο Κύριος θα σου παραδώσει την πόλη». Στο μεταξύ, ο απεσταλμένος που είχε πάει να καλέσει τον προφήτη Μιχαΐα, του έλεγε: «Όλοι οι προφήτες, ομόφωνα, προφητεύουν καλούς οιωνούς για το βασιλιά. Κοίταξε, λοιπόν, να είναι και η δική σου προφητεία όπως οι δικές τους. Να προφητέψεις ευνοϊκά». Ο Μιχαΐας όμως του απάντησε: «Μα τον αληθινό Θεό, ό,τι μου πει ο Κύριος, αυτό θα αναγγείλω». Όταν παρουσιάστηκε στο βασιλιά, εκείνος του είπε: «Μιχαΐα, να πάμε στη Γαλαάδ να πολεμήσουμε για να πάρουμε πίσω τη Ραμώθ ή να την εγκαταλείψουμε;» Ο Μιχαΐας απάντησε: «Πήγαινε, βασιλιά, και θα επιτύχεις. Ο Κύριος θα σου παραδώσει την πόλη». Αλλά ο βασιλιάς τού είπε: «Πόσες φορές πρέπει να σε ορκίσω για να μη λες σ’ εμένα παρά μόνο την αλήθεια στ’ όνομα του Κυρίου;» Τότε κι ο Μιχαΐας απάντησε: «Είδα όλο τον Ισραήλ σκορπισμένον στα βουνά, σαν πρόβατα χωρίς ποιμένα. Κι είπε ο Κύριος: “αυτοί δεν έχουν πια αρχηγό· ας επιστρέψει καθένας ήσυχα ήσυχα σπίτι του”». Τότε είπε ο βασιλιάς του Ισραήλ στον Ιωσαφάτ: «Δε σου το ’λεγα εγώ ότι αυτός δεν προφητεύει για μένα καλό παρά κακό;» Ο Μιχαΐας απάντησε: «Άκου, λοιπόν, και το λόγο του Κυρίου: Είδα τον Κύριο να κάθεται στο θρόνο κι όλα τα ουράνια όντα να στέκονται γύρω του, δεξιά του κι αριστερά του. Είπε, λοιπόν, ο Κύριος: “ποιος θα εξαπατήσει τον Αχαάβ και θα τον κάνει να πάει στη Γαλαάδ και να σκοτωθεί στη Ραμώθ;” Ο ένας έλεγε το ένα κι ο άλλος τ’ άλλο. Ώσπου βγήκε ένα πνεύμα και στάθηκε μπροστά στον Κύριο και είπε: “εγώ θα τον εξαπατήσω”. Ο Κύριος το ρώτησε: “με ποιον τρόπο;” “Θα πάω”, είπε, “και θα κάνω όλους του προφήτες του βασιλιά να του λένε ψέματα”. Τότε ο Κύριος είπε: “πράγματι, έτσι θα τον ξεγελάσεις. Πήγαινε και κάνε κατά πώς είπες. Θα πετύχεις”. Τώρα, λοιπόν, ο Κύριος έχει αφήσει ένα πνεύμα να εμπνέει με ψέματα όλους αυτούς τους προφήτες σου. Αλλά στην πραγματικότητα ο Κύριος έχει αποφασίσει να σε βρει μεγάλο κακό». Τότε ο Σεδεκίας, γιος του Κεναανά, πλησίασε και χτύπησε το Μιχαΐα στο σαγόνι. «Από ποιο δρόμο», του είπε, «πέρασε το Πνεύμα του Κυρίου όταν έφυγε από μένα, για να μιλήσει σ’ εσένα;» Ο Μιχαΐας απάντησε: «Θα το δεις την μέρα που θα τρέχεις να κρυφτείς στο πίσω υπνοδωμάτιο του σπιτιού σου». Τότε ο βασιλιάς του Ισραήλ πρόσταξε: «Πιάστε το Μιχαΐα και παραδώστε τον στον Αμών, το φρούραρχο της πόλης, και στον Ιωάς, γιο του βασιλιά. Θα τους πείτε ότι ο βασιλιάς διατάζει να τον ρίξουν στη φυλακή και να του δίνουν μόνο λίγο ψωμί και λίγο νερό, ωσότου γυρίσω πίσω σώος και αβλαβής». Κι ο Μιχαΐας απάντησε: «Αν εσύ γυρίσεις πίσω γερός, τότε δεν μίλησε μέσω εμού ο Κύριος». Και πρόσθεσε: «Ακούστε το αυτό όλοι οι λαοί!» Έτσι ο βασιλιάς του Ισραήλ και ο Ιωσαφάτ, βασιλιάς του Ιούδα, πήγαν στη Γαλαάδ για να πολεμήσουν εναντίον της Ραμώθ. Ο βασιλιάς του Ισραήλ είπε στον Ιωσαφάτ: «Εγώ θα μεταμφιεστώ και θα μπω στη μάχη. Εσύ, όμως, φόρεσε κανονικά τη στολή σου». Έτσι ο βασιλιάς του Ισραήλ μπήκε στη μάχη μεταμφιεσμένος. Αλλά ο βασιλιάς των Συρίων είχε δώσει στους τριάντα δύο αρχηγούς των αμαξών του ρητή διαταγή να μη χτυπήσουν κανέναν, ούτε απλό στρατιώτη ούτε αξιωματικό, παρά μόνο το βασιλιά του Ισραήλ. Οι αρχηγοί των αμαξών, όταν είδαν τον Ιωσαφάτ, είπαν: «Σίγουρα αυτός είναι ο βασιλιάς του Ισραήλ» κι έτρεξαν καταπάνω του να τον χτυπήσουν. Αλλά ο Ιωσαφάτ έβγαλε μια πολεμική κραυγή κι οι αρχηγοί των αμαξών, όταν είδαν ότι δεν ήταν αυτός ο βασιλιάς του Ισραήλ, σταμάτησαν να τον καταδιώκουν. Αλλά ένας στρατιώτης τέντωσε τυχαία το τόξο και το βέλος πήγε και χτύπησε τον πραγματικό βασιλιά του Ισραήλ ανάμεσα στις προστατευτικές πλάκες του θώρακα της πανοπλίας του. Τότε ο Αχαάβ είπε στον ηνίοχό του: «Γύρνα τα χαλινάρια και βγάλε με από τη μάχη· πληγώθηκα». Η μάχη όμως ήταν σκληρή εκείνη την ημέρα. Το βασιλιά του Ισραήλ τον στήριζαν να στέκει ορθός στην άμαξα απέναντι από τους Συρίους. Το βράδυ όμως πέθανε και το αίμα της πληγής του είχε χυθεί στο βάθος της άμαξας. Με το ηλιοβασίλεμα πέρασε ο κήρυκας απ’ όλο το στρατόπεδο φωνάζοντας: «Γυρίστε καθένας στην πόλη του, καθένας στη χώρα του». Έτσι πέθανε ο βασιλιάς Αχαάβ και τον έφεραν στη Σαμάρεια και τον έθαψαν εκεί. Όταν έπλεναν την άμαξα στη δεξαμενή της Σαμάρειας, έρχονταν τα σκυλιά κι έγλυφαν το αίμα του και οι πόρνες πλένονταν εκεί, σύμφωνα με το λόγο που είχε πει ο Κύριος. Η υπόλοιπη ιστορία του Αχαάβ είναι καταχωρισμένη στο Βιβλίο των Χρονικών των βασιλιάδων του Ισραήλ. Εκεί αναφέρεται όλη η δράση του, το ανάκτορο που έχτισε διακοσμημένο με ελεφαντόδοντο, καθώς και οι πόλεις που έχτισε. Μετά το θάνατο του Αχαάβ, τον διαδέχτηκε στο θρόνο ο γιος του Οχοζίας. Ο Ιωσαφάτ, γιος του Ασά, είχε γίνει βασιλιάς του Ιούδα το τέταρτο έτος της βασιλείας του Αχαάβ στον Ισραήλ, σε ηλικία τριάντα πέντε ετών. Βασίλεψε είκοσι πέντε χρόνια στην Ιερουσαλήμ. Η μητέρα του ονομαζόταν Αζουβά και ήταν κόρη του Σιλχί. Αυτός έκανε το σωστό ενώπιον του Κυρίου, ακολουθώντας απαρέγκλιτα το παράδειγμα του Ασά, του πατέρα του. Αλλά οι ιεροί τόποι δεν καταργήθηκαν και ο λαός συνέχιζε να προσφέρει θυσίες και θυμιάματα εκεί. Ο Ιωσαφάτ είχε ειρηνικές σχέσεις με το βασιλιά του Ισραήλ. Η υπόλοιπη ιστορία του Ιωσαφάτ είναι καταχωρισμένη στο Βιβλίο των Χρονικών των βασιλιάδων του Ιούδα. Εκεί αναφέρονται τα κατορθώματά του και οι πόλεμοι που έκανε, καθώς και πώς εξαφάνισε από τη χώρα τους υπόλοιπους ιερόδουλους άντρες, που είχαν απομείνει εκεί από τον καιρό του Ασά, του πατέρα του. Άλλωστε εκείνη την εποχή δεν υπήρχε βασιλιάς στην Εδώμ. Μόνο ένας διοικητής, τοποθετημένος από το βασιλιά του Ιούδα. Ακόμα ο Ιωσαφάτ κατασκεύασε πλοία Θαρσείς, για να πηγαίνουν στην Οφείρ για χρυσάφι. Αλλά η αποστολή δεν πέτυχε, γιατί τα πλοία συντρίφθηκαν στην Εσιών-Γάβερ. Τότε ο Οχοζίας, γιος του Αχαάβ, πρότεινε στον Ιωσαφάτ οι ναυτικοί της χώρας του να ενωθούν με τους δικούς του στα πλοία. Αλλά ο Ιωσαφάτ δε δέχτηκε. Όταν πέθανε ο Ιωσαφάτ τον έθαψαν μαζί με τους προγόνους του, στην Πόλη Δαβίδ. Στο θρόνο τον διαδέχτηκε ο γιος του ο Ιωράμ. Ο Οχοζίας, γιος του Αχαάβ, έγινε βασιλιάς του Ισραήλ στη Σαμάρεια, το δέκατο έβδομο έτος της βασιλείας του Ιωσαφάτ στον Ιούδα. Βασίλεψε στον Ισραήλ δύο χρόνια κι έπραξε ό,τι δυσαρεστεί τον Κύριο ακολουθώντας το κακό παράδειγμα του πατέρα του, της μητέρας του και του Ιεροβοάμ, γιου του Ναβάτ, ο οποίος είχε παρασύρει τον Ισραήλ να αμαρτήσει. Ακόμη προσκύνησε το Βάαλ για να του προσφέρει λατρεία· και εξόργισε τον Κύριο, το Θεό του Ισραήλ, όπως ακριβώς είχε κάνει κι ο πατέρας του. Μετά το θάνατο του Αχαάβ, οι Μωαβίτες επαναστάτησαν εναντίον του Ισραήλ. Μια μέρα ο βασιλιάς Οχοζίας έπεσε από το καγκελόφρακτο ανώγειο του παλατιού του στη Σαμάρεια και τραυματίστηκε σοβαρά. Τότε έστειλε ανθρώπους με την εντολή: «Πηγαίνετε και ζητήστε να μάθετε από το Βεελζεβούλ, το θεό της Εκρών, αν θα ξαναγίνω καλά». Αλλά ο άγγελος του Κυρίου είπε στον Ηλία, τον προφήτη από τη Θεσβά: «Σήκω, πήγαινε να συναντήσεις τους απεσταλμένους του βασιλιά της Σαμάρειας και να τους πεις: “δεν υπάρχει άραγε Θεός στον Ισραήλ και πάτε να ρωτήσετε το Βεελζεβούλ, το θεό της Εκρών; Τώρα, λοιπόν, ακούστε τι λέει ο Κύριος στο βασιλιά: Δε θα σηκωθείς πια από το κρεβάτι σου· το δίχως άλλο θα πεθάνεις πάνω σ’ αυτό”». Πράγματι ο Ηλίας πήγε, και οι απεσταλμένοι γύρισαν στο βασιλιά. Εκείνος τους ρώτησε: «Γιατί ήρθατε πίσω;» Αυτοί του απάντησαν: «Μας συνάντησε κάποιος και μας είπε: “πηγαίνετε, γυρίστε πίσω στο βασιλιά που σας έστειλε, και πείτε του ότι ο Κύριος λέει: Δεν υπάρχει άραγε Θεός στον Ισραήλ και γι’ αυτό έστειλες να ρωτήσεις το Βεελζεβούλ, το θεό της Εκρών; Γι’ αυτό δε θα σηκωθείς πια από το κρεβάτι σου· το δίχως άλλο θα πεθάνεις πάνω σ’ αυτό”». Εκείνος τότε τους ρώτησε: «Τι εμφάνιση είχε ο άνθρωπος που σας συνάντησε και σας είπε αυτά τα λόγια;» «Φορούσε ρούχο από προβιά», του απάντησαν, «και στη μέση του είχε δερμάτινη ζώνη». Τότε ο Οχοζίας είπε: «Ήταν ο Ηλίας ο Θεσβίτης». Τότε ο βασιλιάς έστειλε έναν πεντηκόνταρχο με τους πενήντα άντρες του, και πήγε και βρήκε τον Ηλία που καθόταν στην κορυφή ενός βουνού. «Άνθρωπε του Θεού», του είπε, «ο βασιλιάς σε προστάζει να κατεβείς!» Ο Ηλίας του απάντησε: «Αν εγώ είμαι άνθρωπος του Θεού, φωτιά να πέσει από τον ουρανό και να κάνει στάχτη εσένα και τους πενήντα άντρες σου». Αμέσως τότε έπεσε φωτιά από τον ουρανό κι έκανε στάχτη αυτόν και τους πενήντα άντρες του. Ο βασιλιάς έστειλε πάλι άλλον πεντηκόνταρχο με τους πενήντα άντρες του· βρήκε τον Ηλία και του είπε: «Άνθρωπε του Θεού, ο βασιλιάς προστάζει να κατεβείς γρήγορα!» Ο Ηλίας του απάντησε: «Αν εγώ είμαι άνθρωπος του Θεού, φωτιά να πέσει από τον ουρανό και να κάνει στάχτη εσένα και τους πενήντα άντρες σου». Αμέσως πάλι έπεσε φωτιά από τον ουρανό κι έκανε στάχτη αυτόν και τους πενήντα άντρες του. Ο βασιλιάς έστειλε και τρίτον πεντηκόνταρχο με τους πενήντα άντρες του. Αυτός ανέβηκε στο βουνό και ήρθε στον Ηλία, έπεσε γονατιστός μπροστά του και τον ικέτευε μ’ αυτά τα λόγια: «Άνθρωπε του Θεού, σε παρακαλώ, λυπήσου τη ζωή μου και τη ζωή αυτών των πενήντα δούλων σου και μη μας εξαφανίσεις. Ξέρω πως έπεσε φωτιά από τον ουρανό κι έκανε στάχτη τους δύο προηγούμενους πεντηκόνταρχους με τους πενήντα άντρες τους. Τώρα όμως εγώ σε ικετεύω, λυπήσου τη ζωή μου!» Τότε ο άγγελος του Κυρίου είπε στον Ηλία: «Κατέβα μαζί του· μην τον φοβάσαι». Ο Ηλίας κατέβηκε μαζί του, πήγε στο βασιλιά και του είπε: «Άκου τι λέει ο Κύριος: επειδή έστειλες ανθρώπους να συμβουλευτείς το Βεελζεβούλ, το θεό της Εκρών, σαν να μην υπήρχε Θεός στον Ισραήλ να τον συμβουλευτείς, γι’ αυτό δε θα σηκωθείς ποτέ από το κρεβάτι σου· θα πεθάνεις το δίχως άλλο εκεί». Πράγματι ο Οχοζίας πέθανε σύμφωνα με το λόγο του Κυρίου που του τον μετέφερε ο Ηλίας. Επειδή όμως ο Οχοζίας δεν είχε γιο, τον διαδέχτηκε στο θρόνο ο αδερφός του ο Ιωράμ. Αυτός έγινε βασιλιάς στον Ισραήλ το δεύτερο έτος της βασιλείας του Ιωράμ, γιου του Ιωσαφάτ, στον Ιούδα. Όλη η υπόλοιπη ιστορία του Οχοζία είναι καταχωρισμένη στο Βιβλίο των Χρονικών των βασιλιάδων του Ισραήλ. Κάποτε έφτασε ο καιρός να πάρει ο Κύριος τον Ηλία στους ουρανούς μέσα σε ανεμοστρόβιλο. Μια φορά, λοιπόν, που ο Ηλίας κι ο Ελισαίος επέστρεφαν μαζί από τα Γάλγαλα, είπε κάποια στιγμή ο Ηλίας στον Ελισαίο: «Μείνε εδώ, σε παρακαλώ, γιατί ο Κύριος με στέλνει στη Βαιθήλ». Αλλά ο Ελισαίος απάντησε: «Ορκίζομαι στον αληθινό Θεό και σ’ εσένα, ότι δε θα σε αφήσω». Έτσι πήγαν μαζί στη Βαιθήλ. Τα μέλη της ομάδας των προφητών που ήταν στη Βαιθήλ ήρθαν τότε στον Ελισαίο και του είπαν: «Το ξέρεις ότι σήμερα ο Κύριος θα πάρει τον κύριό σου από κοντά σου;» Ο Ελισαίος απάντησε: «Και βέβαια, το ξέρω, αλλά μη μιλάτε γι’ αυτό». Μετά του είπε ο Ηλίας: «Ελισαίε, μείνε εδώ, σε παρακαλώ, γιατί ο Κύριος με στέλνει στην Ιεριχώ». Αλλά ο Ελισαίος απάντησε: «Ορκίζομαι στον αληθινό Θεό και σ’ εσένα ότι δε θα σ’ αφήσω». Έτσι πήγαν μαζί στην Ιεριχώ. Τα μέλη της ομάδας των προφητών που ήταν στην Ιεριχώ πλησίασαν τον Ελισαίο και του είπαν: «Το ξέρεις ότι σήμερα ο Κύριος θα πάρει τον κύριό σου από κοντά σου;» Ο Ελισαίος απάντησε: «Και βέβαια το ξέρω, αλλά μη μιλάτε γι’ αυτό». Μετά του είπε ο Ηλίας: «Μείνε σε παρακαλώ, εδώ, γιατί ο Κύριος με στέλνει στον Ιορδάνη». Αλλά ο Ελισαίος απάντησε: «Ορκίζομαι στον αληθινό Θεό και σ’ εσένα ότι δε θα σε αφήσω». Έτσι συνέχισαν να περπατούν κι οι δυο μαζί. Τους ακολουθούσαν και πενήντα προφήτες, αλλά σταμάτησαν απέναντί τους σε κάποια απόσταση, ενώ ο Ηλίας και ο Ελισαίος στάθηκαν πλάι στον ποταμό Ιορδάνη. Τότε ο Ηλίας πήρε το μανδύα του, τον δίπλωσε και χτύπησε μ’ αυτόν τα νερά. Αυτά άνοιξαν στα δυο και πέρασαν ανάμεσα οι δύο άντρες πατώντας σε ξηρά. Όταν πέρασαν, είπε ο Ηλίας στον Ελισαίο: «Ζήτησέ μου, τι θέλεις να κάνω για σένα, πριν με πάρει ο Κύριος από κοντά σου». Ο Ελισαίος απάντησε: «Θέλω, σε παρακαλώ, να έρθει σ’ εμένα διπλάσιο το προφητικό σου πνεύμα». Τότε εκείνος είπε: «Δύσκολο πράγμα ζήτησες. Ωστόσο αν με δεις τη στιγμή που θα φεύγω από κοντά σου, τότε θα γίνει αυτό που ζήτησες· αν όμως δε με δεις, δε θα γίνει». Καθώς προχωρούσαν συζητώντας, φάνηκε ένα άρμα από φωτιά, κι άλογα πύρινα τους χώρισαν τον έναν από τον άλλο. Κι ανέβαινε ο Ηλίας μέσα σε ανεμοστρόβιλο στον ουρανό. Βλέποντάς το αυτό ο Ελισαίος φώναξε: «Πατέρα μου, πατέρα μου! Εσύ είσαι το άρμα και ο αρματηλάτης του Ισραήλ!» Όταν πια έχασε από τα μάτια του τον Ηλία, έσκισε τα ρούχα του. Έπειτα μάζεψε το μανδύα που είχε αφήσει ο Ηλίας να πέσει από πάνω του, γύρισε πίσω και στάθηκε στην όχθη του Ιορδάνη. Πήρε το μανδύα του Ηλία, χτύπησε μ’ αυτόν τα νερά και είπε: «Πού είναι ο Κύριος, ο Θεός του Ηλία;» Όταν χτύπησε τα νερά, αυτά άνοιξαν στα δύο και πέρασε ο Ελισαίος. Τα μέλη της ομάδας των προφητών της Ιεριχώ, όταν τον είδαν από μακριά, είπαν: «Το πνεύμα του Ηλία έμεινε στον Ελισαίο». Ήρθαν, λοιπόν, να τον συναντήσουν και τον προσκύνησαν ως το έδαφος. «Κοίτα·» του είπαν, «είμαστε εδώ πενήντα δούλοι σου, θαρραλέοι άντρες. Άφησέ μας, σε παρακαλούμε, να πάμε να ψάξουμε για τον κύριό σου. Ίσως το Πνεύμα του Κυρίου τον σήκωσε και τον έριξε σε κάποιο βουνό ή σε κάποια κοιλάδα». Αυτός τους είπε: «Μην πάτε». Αλλά αυτοί επέμεναν τόσο ώστε στο τέλος ο Ελισαίος δέχτηκε: «Πηγαίνετε», τους είπε. Πήγαν λοιπόν οι πενήντα άντρες κι έψαχναν για τον Ηλία τρεις μέρες, αλλά δεν τον βρήκαν. Γύρισαν τότε στον Ελισαίο, που είχε μείνει στην Ιεριχώ, κι εκείνος τους είπε: «Δεν σας το ’λεγα εγώ να μην πάτε;» Μερικοί κάτοικοι της Ιεριχώ είπαν στον Ελισαίο: «Όπως βλέπεις, κύριέ μας, η πόλη βρίσκεται σε όμορφη τοποθεσία, αλλά τα νερά εδώ είναι ανθυγιεινά και η γη δεν παράγει τίποτα». Αυτός τότε τους είπε: «Φέρτε μου μια καινούρια γαβάθα και βάλτε σ’ αυτήν αλάτι». Όταν του τα έφεραν, πήγε στην πηγή των νερών κι έριξε εκεί το αλάτι και είπε: «Ακούστε τι λέει ο Κύριος: Αυτά τα νερά εγώ τα καθάρισα· δεν θα προξενούν πια ούτε θάνατο ούτε ακαρπία». Έτσι καθαρίστηκαν τα νερά και είναι μέχρι σήμερα καθαρά, σύμφωνα με το λόγο που είπε ο Ελισαίος. Από ’κει ο Ελισαίος ανέβηκε στη Βαιθήλ· κι ενώ ανέβαινε στο δρόμο, μερικά παιδιά βγήκαν από την πόλη και τον κορόιδευαν: «Ανέβα, φαλακρέ! Ανέβα, φαλακρέ!» του φώναζαν. Ο Ελισαίος γύρισε πίσω του, τα είδε και τα καταράστηκε στ’ όνομα του Κυρίου. Τότε βγήκαν δυο αρκούδες από το δάσος και κατασπάραξαν σαράντα δύο απ’ αυτά τα παιδιά. Από ’κει πήγε στο όρος Κάρμηλος κι από τον Κάρμηλο ξαναγύρισε στη Σαμάρεια. Ο Ιωράμ, γιος του Αχαάβ, είχε γίνει βασιλιάς του Ισραήλ, στη Σαμάρεια, το δέκατο όγδοο έτος της βασιλείας του Ιωσαφάτ στον Ιούδα. Βασίλεψε δώδεκα χρόνια κι έκανε ό,τι δυσαρεστεί τον Κύριο, αλλά όχι όπως ο πατέρας του και η μάνα του, γιατί αυτός κατήργησε την πέτρινη λατρευτική στήλη του Βάαλ, που είχε κατασκευάσει ο πατέρας του. Επανέλαβε όμως ασταμάτητα τις αμαρτίες του Ιεροβοάμ, γιου του Ναβάτ, στις οποίες εκείνος είχε παρασύρει τον Ισραήλ. Ο Μεσά, βασιλιάς της Μωάβ, είχε κοπάδια προβάτων και έδινε για φόρο στο βασιλιά του Ισραήλ εκατό χιλιάδες αρνιά και το μαλλί εκατό χιλιάδων κριαριών. Αλλά όταν πέθανε ο Αχαάβ, ο βασιλιάς της Μωάβ επαναστάτησε εναντίον του βασιλιά του Ισραήλ. Τότε ο βασιλιάς Ιωράμ ξεκίνησε από τη Σαμάρεια κι επιθεώρησε όλο το στράτευμα του Ισραήλ. Στη συνέχεια έστειλε αγγελιοφόρους στον Ιωσαφάτ, βασιλιά του Ιούδα, με το εξής μήνυμα: «Ο βασιλιάς της Μωάβ επαναστάτησε εναντίον μου· θα έρθεις μαζί μου, να πολεμήσουμε εναντίον των Μωαβιτών;» Εκείνος απάντησε: «Θα έρθω! Εσύ κι εγώ είμαστε ένα –ο λαός μου και ο λαός σου, το ιππικό μου και το ιππικό σου. Αλλά από ποιον δρόμο να έρθουμε;» ρώτησε. «Από την έρημο της Εδώμ», του παρήγγειλε ο Ιωράμ. Έτσι οι βασιλιάδες του Ισραήλ, του Ιούδα και της Εδώμ ξεκίνησαν μαζί και ακολούθησαν κυκλική πορεία εφτά ημερών. Τους έλειψε όμως το νερό για το στρατό και για τα μεταγωγικά ζώα που ακολουθούσαν. Τότε είπε ο βασιλιάς του Ισραήλ: «Αλίμονό μας! Ο Κύριος συγκέντρωσε εμάς τους τρεις βασιλιάδες, για να μας παραδώσει στην εξουσία των Μωαβιτών!» Αλλά ο Ιωσαφάτ ρώτησε: «Δεν υπάρχει εδώ κανένας προφήτης του Κυρίου, να συμβουλευτούμε μέσω αυτού τον Κύριο;» Τότε ένας από τους αξιωματούχους του βασιλιά του Ισραήλ αποκρίθηκε: «Είναι εδώ ο Ελισαίος, γιος του Σαφάτ, που ήταν μαθητής του Ηλία». «Αυτός είναι αληθινός προφήτης του Κυρίου», είπε ο Ιωσαφάτ. Έτσι, ο Ιωράμ, ο Ιωσαφάτ κι ο βασιλιάς της Εδώμ πήγαν και βρήκαν τον Ελισαίο. Ο Ελισαίος είπε στο βασιλιά του Ισραήλ: «Τι δουλειά έχω εγώ μ’ εσένα; Πήγαινε να συμβουλευτείς τους προφήτες του πατέρα σου και της μητέρας σου». Αλλά ο βασιλιάς του Ισραήλ του είπε: «Όχι, γιατί ο Κύριος μας συγκέντρωσε, εμάς τους τρεις βασιλιάδες, για να μας παραδώσει στην εξουσία των Μωαβιτών». Ο Ελισαίος είπε: «Ορκίζομαι στον αληθινό Θεό που τον υπηρετώ, αν δε σεβόμουν τον Ιωσαφάτ, το βασιλιά του Ιούδα, εσένα δε θα γύριζα να σε κοιτάξω, ούτε θα σου ’δινα σημασία. Τώρα όμως, φέρτε μου έναν ψαλμωδό». Ενώ ο ψαλμωδός έψελνε, η δύναμη του Κυρίου ήρθε στον Ελισαίο, και είπε: «Ακούστε τι λέει ο Κύριος: “σκάψτε σ’ αυτή την ξερή κοιλάδα πολλούς νερόλακκους, γιατί εγώ, ο Κύριος, σας βεβαιώνω πως δε θα δείτε άνεμο ούτε βροχή κι ωστόσο αυτή η κοιλάδα θα γεμίσει νερό και θα πιείτε εσείς και ο στρατός σας και τα κτήνη σας. Αλλά αυτό είναι εύκολο πράγμα για τον Κύριο. Επιπλέον θα παραδώσει στην εξουσία σας τους Μωαβίτες. Θα καταστρέψετε όλες τις όμορφες, οχυρωμένες πόλεις, θα κόψετε όλα τα καρποφόρα δέντρα, θα φράξετε όλες τις νεροπηγές και θ’ αχρηστέψετε κάθε εύφορο χωράφι γεμίζοντάς το με πέτρες”». Και πραγματικά, το πρωί, την ώρα που πρόσφεραν την πρωινή θυσία, είδαν νερό να κατεβαίνει από τη χώρα της Εδώμ, και να σκεπάζει όλο τον τόπο. Όταν οι Μωαβίτες έμαθαν, ότι οι τρεις βασιλιάδες είχαν έρθει για να τους πολεμήσουν, συναθροίστηκαν όλοι όσοι ήταν σε θέση να φέρουν όπλα και παρατάχθηκαν στα σύνορα. Την άλλη μέρα σηκώθηκαν νωρίς το πρωί κι όταν είδαν τον ήλιο να λάμπει πάνω στα νερά και να τα βάφει κόκκινα σαν αίμα, είπαν: «Αυτό είναι αίμα! Ασφαλώς οι τρεις βασιλιάδες με το στρατό τους χτυπήθηκαν μεταξύ τους κι αλληλοσκοτώθηκαν· εμπρός λοιπόν Μωαβίτες, στα λάφυρα!» Αλλά όταν πλησίασαν στο στρατόπεδο του Ισραήλ, οι Ισραηλίτες σηκώθηκαν και χτύπησαν τους Μωαβίτες, ώσπου τους έτρεψαν σε φυγή, και τους καταδίωξαν κατασφάζοντάς τους. Κατέστρεψαν τις πόλεις, έριξαν πέτρες μες στα γόνιμα χωράφια και τ’ αχρήστεψαν. Έφραξαν τις νεροπηγές κι έκοψαν όλα τα καρποφόρα δέντρα. Είχε απομείνει μόνο η πόλη της Κιρ-Χαρεσέθ· αλλά οι σφενδονιστές την περικύκλωσαν κι άρχισαν την επίθεση. Όταν ο βασιλιάς της Μωάβ είδε ότι θα έχανε τη μάχη, πήρε μαζί του εφτακόσιους ξιφοφόρους και προσπάθησε να διασπάσει τον κλοιό για να φτάσει το βασιλιά της Εδώμ, αλλά δεν τα κατάφερε. Τότε πήρε ο βασιλιάς τον πρωτότοκο γιο του, το διάδοχο του θρόνου, και τον πρόσφερε ολοκαύτωμα πάνω στο τείχος. Αυτό προξένησε μεγάλο φόβο στους Ισραηλίτες τόσο, που έλυσαν την πολιορκία και γύρισαν πίσω στη χώρα τους. Κάποτε μια γυναίκα που ο άντρας της ήταν μέλος μιας ομάδας προφητών, πήγε να παρακαλέσει τον Ελισαίο να τη βοηθήσει: «Ο δούλος σου, ο άντρας μου, πέθανε!» του είπε. «Εσύ ξέρεις ότι ο δούλος σου σεβόταν τον Κύριο. Αλλά ένας δανειστής του που του χρωστάμε, ήρθε να πάρει τα δυο παιδιά μου για να τα κάνει δούλους του». Ο Ελισαίος τη ρώτησε: «Τι να σου κάνω; Πες μου: τι έχεις στο σπίτι σου;» Εκείνη απάντησε: «Η δούλη σου δεν έχω τίποτα στο σπίτι, εκτός από ένα δοχείο λάδι». «Βγες», της είπε, «και πήγαινε να δανειστείς δοχεία από όλους τους γείτονές σου, πολλά δοχεία άδεια. Ύστερα γύρνα στο σπίτι σου, εσύ και τα παιδιά σου, και κλείστε την πόρτα πίσω σας. Ρίξε λάδι σ’ όλα αυτά τα δοχεία και το καθένα που θα γεμίζει, θα το βάζεις στην άκρη». Η γυναίκα έφυγε, μπήκε στο σπίτι με τα παιδιά της κι έκλεισαν την πόρτα πίσω τους. Τα παιδιά τής έφερναν τα δοχεία κι εκείνη έριχνε μέσα λάδι. Όταν γέμισαν τα δοχεία είπε σ’ έναν γιο της: «Φέρε μου άλλο ένα δοχείο». Αυτός της είπε: «Δεν υπάρχει άλλο δοχείο». Τότε σταμάτησε και το λάδι. Η γυναίκα πήγε και ανέφερε το γεγονός στον προφήτη κι αυτός της είπε: «Πήγαινε, τώρα, πούλησε το λάδι και πλήρωσε τα χρέη σου· και με όσο λάδι περισσέψει, θα ζήσετε εσύ και τα παιδιά σου». Μια μέρα που ο Ελισαίος περνούσε από το χωριό Σουνήμ, μια πλούσια γυναίκα που ζούσε εκεί, επέμεινε να τον πάρει σπίτι της για φαγητό. Κι από τότε, όποτε ο Ελισαίος περνούσε από κείνη την περιοχή, πήγαινε στο σπίτι της κι έτρωγε. Η γυναίκα αυτή είπε στον άντρα της: «Είμαι βέβαιη ότι αυτός ο άνθρωπος που περνάει τακτικά από μας, είναι άγιος άνθρωπος του Θεού. Ας κάνουμε, λοιπόν, ένα μικρό δωμάτιο πάνω απ’ το σπίτι κι ας βάλουμε μέσα ένα κρεβάτι γι’ αυτόν, τραπέζι, ένα κάθισμα κι ένα λυχνάρι, ώστε να μπορεί όταν έρχεται, να μένει εκεί». Μια μέρα πέρασε ο Ελισαίος απ’ το σπίτι εκείνο κι ανέβηκε στο δωμάτιο να ξεκουραστεί. Είπε τότε στο Γεχαζί, τον υπηρέτη του: «Φώναξε αυτή τη Σουναμίτισσα». Τη φώναξε, κι εκείνη ήρθε και στάθηκε μπροστά του. Ο προφήτης είπε πάλι στο Γεχαζί: «Πες της τώρα: Εσύ μας φρόντισες τόσο πολύ· τι μπορώ να κάνω εγώ για σένα; Θα ήθελες να μιλήσω για σένα στο βασιλιά ή στον αρχιστράτηγο;» Η γυναίκα απάντησε: «Μου αρκεί ότι μένω κοντά στους συγγενείς μου». Αλλά ο Ελισαίος είπε στο Γεχαζί: «Τι να κάνω γι’ αυτήν;» Ο Γεχαζί του απάντησε: «Η γυναίκα αυτή δεν έχει καθόλου παιδιά κι ο άντρας της είναι ηλικιωμένος». Τότε ο Ελισαίος τον διέταξε: «Φώναξέ την». Ο Γεχαζί τη φώναξε κι εκείνη ήρθε και στάθηκε στην πόρτα. Ο Ελισαίος της είπε: «Τον ερχόμενο χρόνο, τέτοια εποχή, θα κρατάς στην αγκαλιά σου έναν γιο». Εκείνη απάντησε: «Όχι, κύριέ μου, άνθρωπε του Θεού, μη μου λες ψέματα!». Κι όμως, η γυναίκα έμεινε έγκυος και γέννησε γιο, τον επόμενο χρόνο την ίδια εποχή, όπως της είχε πει ο Ελισαίος. Όταν πια το παιδί είχε μεγαλώσει, πήγε μια μέρα στον πατέρα του, στους θεριστές. Κάποια στιγμή φώναξε στον πατέρα του: «Το κεφάλι μου, το κεφάλι μου!» Αυτός είπε στον υπηρέτη του: «Τρέξε τον στη μητέρα του». Ο υπηρέτης πήρε το παιδί και το ’τρεξε στη μητέρα του. Εκείνη το κράτησε στα γόνατά της, αλλά το μεσημέρι το παιδί πέθανε. Τότε εκείνη το ανέβασε στο δωμάτιο του ανθρώπου του Θεού, το ξάπλωσε στο κρεβάτι του και έκλεισε την πόρτα βγαίνοντας. Έπειτα φώναξε τον άντρα της και του είπε: «Στείλε μου, σε παρακαλώ, έναν υπηρέτη κι ένα γαϊδούρι, να τρέξω στον άνθρωπο του Θεού και θα γυρίσω πάλι». Ο άντρας της τη ρώτησε: «Γιατί θέλεις να πας σ’ αυτόν σήμερα; Δεν είναι ούτε νουμηνία ούτε Σάββατο». Αλλά αυτή του απάντησε: «Μην ανησυχείς». Σαμάρωσε το γαϊδούρι και είπε στον υπηρέτη: «Πάμε! Οδήγησέ το γρήγορα· μη με σταματήσεις, εκτός αν σου πω». Κίνησε, λοιπόν, και ήρθε στον άνθρωπο του Θεού, στο όρος Κάρμηλος. Εκείνος όταν την είδε από μακριά, είπε στο Γεχαζί, τον υπηρέτη του: «Κοίτα! Είναι εκείνη η Σουναμίτισσα. Τρέξε, τώρα, σε παρακαλώ, να τη συναντήσεις και ρώτα την αν είναι αυτή καλά, ο άντρας της και το παιδί της». Εκείνη απάντησε: «Καλά είμαστε». Όταν ωστόσο έφτασε στον άνθρωπο του Θεού, στο βουνό, έπεσε στα πόδια του. Ο Γεχαζί πλησίασε να την απομακρύνει, αλλά ο άνθρωπος του Θεού του είπε: «Άφησέ την ήσυχη, γιατί η ψυχή της είναι αναστατωμένη κι ο Κύριος δεν μου το φανέρωσε· μου το απέκρυψε». Η γυναίκα είπε στον προφήτη: «Μήπως εγώ σου ζήτησα κύριέ μου, γιο; Δε σου είπα, να μη μου δώσεις ψεύτικες ελπίδες;» Τότε ο Ελισαίος είπε στο Γεχαζί: «Ετοιμάσου να φύγεις. Πάρε το ραβδί μου στο χέρι σου και τρέξε στο Σουνήμ! Αν συναντήσεις κανέναν στο δρόμο σου μη σταματήσεις να τον χαιρετίσεις κι αν σε χαιρετίσει κανείς, μη σταματήσεις να του απαντήσεις. Όταν φτάσεις στο χωριό, πήγαινε και βάλε το ραβδί μου στο πρόσωπο του παιδιού». Αλλά η μητέρα του παιδιού είπε: «Ορκίζομαι στον αληθινό Θεό και σ’ εσένα ότι δε θα σε αφήσω εδώ». Τότε σηκώθηκε ο Ελισαίος και την ακολούθησε. Ο Γεχαζί όμως είχε πάει πριν απ’ αυτούς και είχε βάλει το ραβδί στο πρόσωπο του παιδιού, αλλά τίποτε δεν έγινε –ούτε φωνή ούτε σημείο ζωής. Έτσι γύρισε να συναντήσει τον Ελισαίο και του είπε: «Το παιδί δεν ξύπνησε». Όταν ο Ελισαίος ήρθε στο σπίτι, το νεκρό παιδί κοιτόταν πάντα στο κρεβάτι του. Ο Ελισαίος μπήκε στο δωμάτιο, έκλεισε την πόρτα αφήνοντας έξω τους δυό τους και προσευχήθηκε στον Κύριο. Έπειτα ανέβηκε και ξάπλωσε πάνω στο παιδί. Έβαλε το στόμα του στο στόμα του, τα μάτια του στα μάτια του και τα χέρια του στα χέρια του παιδιού. Κι όπως ήταν ξαπλωμένος πάνω στο παιδί, το σώμα του παιδιού ζεστάθηκε. Ο Ελισαίος σηκώθηκε και περπατούσε στο δωμάτιο, πέρα-δώθε, έπειτα ανέβηκε πάλι και ξάπλωσε πάνω στο παιδί· και τότε το παιδί φτερνίστηκε εφτά φορές κι άνοιξε τα μάτια του. Αμέσως ο Ελισαίος κάλεσε το Γεχαζί και του είπε: «Φώναξε τη Σουναμίτισσα». Αυτός τη φώναξε κι όταν ήρθε της είπε: «Πάρε το παιδί σου». Τότε η γυναίκα έπεσε στα πόδια του προφήτη και προσκύνησε ως το έδαφος. Έπειτα πήρε το παιδί της κι έφυγε. Ο Ελισαίος γύρισε στα Γάλγαλα, ενώ υπήρχε ακόμα πείνα στη χώρα. Μια μέρα που η ομάδα των προφητών ήταν καθισμένοι μπροστά του, αυτός είπε στον υπηρέτη του: «Βάλε τη μεγάλη χύτρα και μαγείρεψε λαχανικά για τους προφήτες». Ένας απ’ αυτούς βγήκε στο χωράφι να μαζέψει χόρτα και βρήκε ένα αγριάμπελο, που πάνω του υπήρχαν πικράγγουρα. Τα μάζεψε και γέμισε την ποδιά του μ’ αυτά και μετά ήρθε και τα ’κοψε κομμάτια μέσα στη χύτρα του φαγητού, χωρίς να ξέρει τι είναι. Όταν αργότερα έδωσαν στους άντρες από τη σούπα αυτή να φάνε, τη δοκίμασαν και φώναξαν: «Άνθρωπε του Θεού, υπάρχει δηλητήριο στη χύτρα». Και κανείς δεν μπορούσε να φάει. Τότε ο Ελισαίος είπε: «Φέρτε μου το αλεύρι». Το έριξε μέσα στη χύτρα και είπε: «Δώστε τώρα στους ανθρώπους να φάνε». Το περιεχόμενο της χύτρας ήταν πια κατάλληλο να φαγωθεί. Εκείνη την εποχή ήρθε κάποιος από τη Βάαλ-Σαλισά κι έφερε στον άνθρωπο του Θεού είκοσι κριθαρένια ψωμιά ζυμωμένα με το αλεύρι των πρωτογεννημάτων, καθώς και φρέσκα στάχυα στο ταγάρι του. Ο Ελισαίος είπε στον υπηρέτη του: «Δώσε στους ανθρώπους να φάνε». Αλλά ο υπηρέτης είπε: «Πώς μπορεί να φτάσει αυτό για εκατό ανθρώπους;» Ο Ελισαίος απάντησε: «Δώσ’ τα στους ανθρώπους να φάνε, γιατί ο Κύριος λέει ότι θα φάνε και θα περισσέψουν». Ο υπηρέτης τα έβαλε μπροστά τους κι έφαγαν όλοι και περίσσεψαν, όπως το είχε πει ο Κύριος. Ο Νεεμάν, αρχιστράτηγος του συριακού στρατού, απολάμβανε τη μεγάλη εκτίμηση και την εύνοια του κυρίου του, γιατί μέσω αυτού ο Κύριος είχε δώσει τη νίκη στους Συρίους. Ο ισχυρός αυτός άνθρωπος, όμως, ήταν λεπρός. Οι Σύριοι σε μια από τις επιδρομές τους, είχαν αιχμαλωτίσει από τη χώρα του Ισραήλ μια μικρή κόρη, η οποία έγινε υπηρέτρια στη γυναίκα του Νεεμάν. Μια μέρα το κορίτσι είπε στην κυρία της: «Μακάρι να απευθυνόταν ο κύριός μου στον προφήτη που είναι στη Σαμάρεια! Αυτός θα τον θεράπευε από τη λέπρα του». Ο Νεεμάν παρουσιάστηκε στον κύριό του, το βασιλιά, και του είπε: «Έτσι κι έτσι είπε η μικρή Ισραηλίτισσα δούλη». Ο βασιλιάς των Συρίων τού είπε: «Πήγαινε τώρα, κι εγώ θα σου δώσω να πας ένα γράμμα στο βασιλιά του Ισραήλ». Έτσι ο Νεεμάν έφυγε, παίρνοντας μαζί του δέκα τάλαντα ασήμι, έξι χιλιάδες σίκλους χρυσάφι και δέκα γιορτινές φορεσιές. Έφερε στο βασιλιά του Ισραήλ και το γράμμα που έλεγε: «Με το γράμμα μου αυτό σου στέλνω το Νεεμάν, τον αρχιστράτηγό μου, να τον θεραπεύσεις από τη λέπρα του». Ο βασιλιάς του Ισραήλ, όταν διάβασε το γράμμα, έσκισε τα ρούχα του και είπε: «Θεός είμαι εγώ για να θανατώνω ή να φέρνω πίσω τη ζωή, ώστε αυτός να μου στέλνει εδώ έναν άνθρωπο για να τον θεραπεύσω από τη λέπρα του; Προσέξτε και θα το δείτε πως αυτός γυρεύει πρόφαση για να συγκρουστεί μαζί μου». Όταν ο Ελισαίος, ο άνθρωπος του Θεού, άκουσε ότι ο βασιλιάς του Ισραήλ έσκισε τα ρούχα του, του παράγγειλε: «Γιατί έσκισες τα ρούχα σου; Στείλε τον, σε παρακαλώ, σ’ εμένα και θα μάθει ότι υπάρχει προφήτης στον Ισραήλ». Έτσι ο Νεεμάν ήρθε με τ’ άλογά του και την άμαξά του και στάθηκε στην πόρτα του σπιτιού του Ελισαίου. Αλλά ο Ελισαίος του έστειλε κάποιον και του παρήγγειλε: «Πήγαινε να βουτήξεις εφτά φορές στον Ιορδάνη και το σώμα σου θα γιατρευτεί και θα καθαριστεί». Τότε ο Νεεμάν οργίστηκε κι έφυγε λέγοντας: «Εγώ περίμενα ότι αυτός θα ερχόταν να με συναντήσει και θα στεκόταν να επικαλεστεί το όνομα του Κυρίου, του Θεού του, και θ’ ακουμπούσε με το χέρι του το άρρωστο μέρος να μου γιατρέψει την λέπρα. Ο Αβανά και ο Φαρπάρ, οι ποταμοί της Δαμασκού, δεν είναι καλύτεροι από όλα μαζί τα νερά του Ισραήλ; Δεν θα μπορούσα να λουστώ σ’ εκείνα τα ποτάμια και να καθαριστώ;» Έτσι έκανε στροφή κι έφυγε οργισμένος. Οι δούλοι του όμως τον πλησίασαν και του είπαν: «Κύριέ μας, αν ο προφήτης σού είχε ζητήσει κάτι μεγάλο, δε θα το έκανες; Πόσο μάλλον τώρα, που σου λέει απλώς να βουτήξεις στο νερό και θα καθαριστείς!» Έτσι ο Νεεμάν κατέβηκε στις όχθες του Ιορδάνη και βουτήχτηκε στα νερά εφτά φορές, όπως του είχε πει ο Ελισαίος. Τότε το σώμα του καθαρίστηκε κι έγινε όπως το σώμα μικρού παιδιού. Αμέσως ο Νεεμάν, μαζί με όλη τη συνοδεία του, γύρισε στον άνθρωπο του Θεού, στάθηκε μπροστά του και είπε: «Πράγματι, τώρα ξέρω ότι δεν υπάρχει Θεός πουθενά στη γη, παρά μόνο στον Ισραήλ. Και τώρα δέξου, σε παρακαλώ, ένα δώρο από το δούλο σου». Αλλά ο Ελισαίος είπε: «Ορκίζομαι στον αληθινό Θεό που υπηρετώ· κανένα δώρο δε θα πάρω». Ο Νεεμάν επέμενε, αλλά ο Ελισαίος αρνήθηκε. Τότε είπε ο Νεεμάν: «Αν όχι, τότε σε παρακαλώ, ας μου δοθεί λίγο χώμα, ίσο με δύο φορτώματα μουλαριών, γιατί από τώρα και στο εξής εγώ δε θα προσφέρω ολοκαυτώματα και θυσίες σ’ άλλους θεούς, παρά μόνο στον Κύριο. Μόνο παρακαλώ τον Κύριο για το εξής ζήτημα: Όταν ο κύριός μου, ο βασιλιάς της Συρίας, μπαίνει στο ναό του θεού Ριμμών για να προσκυνήσει, είμαι υποχρεωμένος κι εγώ που τον συνοδεύω να προσκυνώ μαζί του, γιατί στηρίζεται στο χέρι μου. Ας με συγχωρήσει, λοιπόν, εκ των προτέρων ο Κύριος γι’ αυτή την πράξη μου». Ο Ελισαίος του είπε: «Πήγαινε στο καλό». Ο Νεεμάν δεν είχε ακόμη απομακρυνθεί πολύ, κι ο Γεχαζί, ο δούλος του Ελισαίου, του ανθρώπου του Θεού, σκέφτηκε: «Ο κύριός μου φρόντισε το Νεεμάν, αυτόν το Σύρο, και δε δέχτηκε να πάρει αυτά που του έφερε. Μα τον αληθινό Θεό, άμα τρέξω πίσω του, κάτι θα πάρω απ’ αυτόν». Έτσι ο Γεχαζί έτρεξε πίσω από το Νεεμάν. Όταν ο Νεεμάν τον είδε να τρέχει πίσω του, πήδησε από την άμαξα για να τον συναντήσει και τον ρώτησε: «Τι συμβαίνει;» Εκείνος απάντησε: «Τίποτα· αλλά ο κύριός μου μ’ έστειλε να σου πω ότι μόλις τώρα ήρθαν να τον επισκεφθούν δύο νέοι από μια ομάδα προφητών, της ορεινής περιοχής του Εφραΐμ. Σε παρακαλώ, δώσε γι’ αυτούς ασήμι βάρους ενός ταλάντου και δύο γιορτινές φορεσιές». Ο Νεεμάν απάντησε: «Κάνε μου τη χάρη να δεχτείς ασήμι βάρους δύο ταλάντων». Επέμεινε και του τύλιξε ασήμι βάρους δύο ταλάντων σε δύο σακιά, του ’βαλε μαζί και δύο γιορτινές φορεσιές και τα έδωσε σε δύο δούλους του να τα μεταφέρουν βαδίζοντας μπροστά από το Γεχαζί. Αλλά όταν έφτασαν στο λόφο, ο Γεχαζί πήρε από τους δούλους του Νεεμάν τα τάλαντα και τα φύλαξε στο σπίτι, κι αυτούς τους άφησε να φύγουν. Μετά ξαναμπήκε στο σπίτι και παρουσιάστηκε στον κύριό του, τον Ελισαίο. «Από πού έρχεσαι Γεχαζί;» τον ρώτησε εκείνος. Ο υπηρέτης απάντησε: «Ο δούλος σου δεν πήγα πουθενά». Τότε ο Ελισαίος του είπε: «Εγώ ήμουν νοερά παρών, όταν ο άνθρωπος κατέβηκε από το αμάξι του, για να σε συναντήσει. Ήταν ώρα τώρα να πας να πάρεις χρήματα, για ν’ αγοράσεις ρούχα, ελαιώνες, αμπέλια, πρόβατα, βόδια, δούλους και δούλες; Γι’ αυτό η λέπρα του Νεεμάν θα έρθει πάνω σ’ εσένα και στους απογόνους σου για πάντα». Κι ο Γεχαζί έφυγε μπροστά από τον Ελισαίο λεπρός, άσπρος σαν το χιόνι. Μια μέρα, τα μέλη της ομάδας των προφητών είπαν στον Ελισαίο: «Αυτός ο τόπος που συγκεντρωνόμαστε εδώ μαζί σου είναι μικρός για όλους εμάς. Ας πάμε στις όχθες του Ιορδάνη να βρούμε καθένας μας από ένα δοκάρι και να φτιάξουμε ένα σπίτι, για να μαζευόμαστε όλοι εκεί». Εκείνος τους είπε: «Πηγαίνετε». Ένας όμως απ’ αυτούς του είπε: «Κάνε μας τη χάρη, σε παρακαλώ, κι έλα μαζί με τους δούλους σου». Κι ο Ελισαίος απάντησε: «Σύμφωνοι. Έρχομαι». Κατέβηκαν, λοιπόν, στις όχθες του Ιορδάνη κι έκοβαν ξύλα. Ενώ όμως ένας έκοβε, το σίδερο του τσεκουριού του ξέφυγε κι έπεσε στο νερό. Τότε αυτός φώναξε «Αχ, κύριέ μου και το είχα δανειστεί!» «Πού έπεσε;» τον ρώτησε ο άνθρωπος του Θεού. Κι εκείνος του έδειξε το μέρος. Τότε ο Ελισαίος έκοψε ένα κομμάτι ξύλο και το έριξε στο ίδιο σημείο, κι έκανε το σίδερο να επιπλεύσει. Μετά είπε στον άνθρωπο: «Πιάσ’ το». Εκείνος άπλωσε το χέρι του και το πήρε. Την εποχή που ο βασιλιάς των Συρίων ήταν σε πόλεμο με τον Ισραήλ, συσκέφθηκε με τους αξιωματούχους του κι ύστερα αποφάσισε: «Σ’ αυτόν και σ’ εκείνο τον τόπο θα στρατοπεδεύσω». Ο άνθρωπος του Θεού, όμως, έστειλε ειδοποίηση στο βασιλιά του Ισραήλ: «Πρόσεξε», του έλεγε, «να μην περάσεις από ’κείνο τον τόπο, γιατί εκεί έχουν στήσει ενέδρα οι Σύριοι». Έτσι ο βασιλιάς του Ισραήλ είχε τη δυνατότητα να στείλει στρατιώτες να επιτηρούν τον τόπο που του υπέδειξε ο άνθρωπος του Θεού. Αυτό επαναλήφθηκε πολλές φορές. Ο Ελισαίος ειδοποιούσε το βασιλιά κι εκείνος έπαιρνε τις προφυλάξεις του. Ο βασιλιάς των Συρίων θορυβήθηκε απ’ αυτή την κατάσταση. Συγκάλεσε, λοιπόν, τους αξιωματικούς του και τους είπε: «Μπορείτε να μου πείτε ποιος από σας είναι με το μέρος του βασιλιά του Ισραήλ;» Ένας απ’ αυτούς, όμως, του είπε: «Κανείς δεν είναι, κύριέ μου, βασιλιά. Αλλά ο προφήτης Ελισαίος, που είναι στον Ισραήλ, αυτός φανερώνει στο βασιλιά τους ακόμα κι αυτά που εσύ συζητάς μέσα στο υπνοδωμάτιό σου». Τότε ο βασιλιάς διέταξε: «Πηγαίνετε και ψάξτε πού είν’ αυτός, για να στείλω να τον συλλάβω». Τον ειδοποίησαν, λοιπόν, ότι είναι στη Δωθάν. Ο βασιλιάς έστειλε εκεί άμαξες, ιππικό και μεγάλη στρατιωτική δύναμη, οι οποίοι ήρθαν νύχτα και περικύκλωσαν την πόλη. Την άλλη μέρα, νωρίς το πρωί, όταν ο υπηρέτης του ανθρώπου του Θεού σηκώθηκε και βγήκε έξω, είδε την πόλη περικυκλωμένη από στρατεύματα με άλογα και άμαξες. «Αχ, κύριέ μου», είπε στον Ελισαίο, «τι θα κάνουμε τώρα;» Εκείνος του απάντησε: «Μη φοβάσαι! Αυτοί που είναι μαζί μ’ εμάς, είναι περισσότεροι από αυτούς που είναι μαζί μ’ εκείνους». Μετά ο Ελισαίος προσευχήθηκε μ’ αυτά τα λόγια: «Κύριε, άνοιξε, σε παρακαλώ, τα μάτια του να δει». Ο Κύριος άνοιξε τα μάτια του υπηρέτη και είδε το βουνό γεμάτο με άλογα και πύρινες άμαξες γύρω από τον Ελισαίο. Όταν οι Σύριοι άρχισαν να κινούνται εναντίον του, ο Ελισαίος προσευχήθηκε μ’ αυτά τα λόγια: «Κύριε, τύφλωσε όλους αυτούς τους στρατιώτες». Κι ο Κύριος τους τύφλωσε, όπως το ζήτησε ο Ελισαίος. Τότε ο Ελισαίος είπε στους στρατιώτες: «Δεν είναι αυτός ο δρόμος, ούτε αυτή η πόλη· ακολουθήστε με και θα σας φέρω στον άνθρωπο που ζητάτε». Και τους έφερε στην Σαμάρεια. Μόλις όμως έφτασε στη Σαμάρεια, είπε ο Ελισαίος: «Κύριε, άνοιξε τα μάτια τους, ώστε να δουν». Και ο Κύριος άνοιξε τα μάτια τους και είδαν ότι βρίσκονταν μέσα στη Σαμάρεια. Ο βασιλιάς του Ισραήλ, μόλις τους είδε, είπε στον Ελισαίο: «Να τους θανατώσω, πατέρα μου; Να τους θανατώσω;» «Να μην τους θανατώσεις!» απάντησε εκείνος. «Κανονικά δεν μπορείς να θανατώσεις αιχμαλώτους πολέμου. Βάλε, καλύτερα, μπροστά τους ψωμί και νερό να φάνε και να πιουν και μετά να γυρίσουν στον κύριό τους». Οργάνωσε, λοιπόν, γι’ αυτούς μεγάλο συμπόσιο, όπου έφαγαν και ήπιαν. Έπειτα τους άφησε ελεύθερους και πήγαν στον κύριό τους. Από τότε σταμάτησαν οι Σύριοι τις επιδρομές στη χώρα του Ισραήλ. Μετά απ’ αυτά τα γεγονότα, ο βασιλιάς των Συρίων Βεν-Αδάδ συγκέντρωσε όλο το στρατό του και πήγε και πολιόρκησε τη Σαμάρεια. Εξαιτίας αυτής της πολιορκίας έπεσε μεγάλη πείνα στη Σαμάρεια, ώστε ένα κεφάλι γαϊδουριού να πουληθεί για ογδόντα ασημένιους σίκλους και μισή λίτρα κοπριάς περιστεριών για πέντε ασημένιους σίκλους. Μια μέρα που ο βασιλιάς του Ισραήλ περνούσε πάνω από το τείχος, μια γυναίκα τού φώναξε: «Βοήθεια, κύριέ μου, βασιλιά!» Εκείνος της απάντησε: «Αν δεν σε βοηθήσει ο Κύριος, πώς να σε βοηθήσω εγώ; Με στάρι από το αλώνι ή με κρασί από το πατητήρι;» Έπειτα τη ρώτησε ο βασιλιάς: «Τι σου συμβαίνει;» Εκείνη απάντησε: «Αυτή η γυναίκα μού είπε: “δώσε το γιο σου να τον φάμε σήμερα κι αύριο θα φάμε το δικό μου γιο”. Έτσι βράσαμε το γιο μου και τον φάγαμε. Όταν όμως την άλλη μέρα τής είπα να δώσει το γιο της να τον φάμε, αυτή τον έκρυψε». Στο μεταξύ ο Ελισαίος καθόταν στο σπίτι του, και οι πρεσβύτεροι κάθονταν κι αυτοί μαζί του. Ο βασιλιάς τού έστειλε έναν άνθρωπο, προτού πάει ο ίδιος. Πριν όμως φτάσει ο αγγελιοφόρος, ο Ελισαίος είπε στους πρεσβυτέρους: «Κοιτάξτε· αυτός ο δολοφόνος έστειλε να μου πάρει το κεφάλι. Προσέξτε: μόλις έρθει ο αγγελιοφόρος, κλείστε την πόρτα και σπρώξτε τον έξω μαζί με την πόρτα. Ξοπίσω του ακούγονται τα βήματα του κυρίου του που ακολουθεί!» Εκεί που ο Ελισαίος μιλούσε ακόμα μαζί τους, έφτασε ο βασιλιάς και του είπε: «Αφού όλο αυτό το κακό προέρχεται από τον Κύριο, γιατί να ελπίζω ακόμη σ’ αυτόν;» Ο Ελισαίος απάντησε: «Ακούστε το λόγο του Κυρίου! “Αύριο την ίδια ώρα”, λέει ο Κύριος, “ένα σέα σιμιγδάλι θα πουλιέται για έναν σίκλο και δύο σέα κριθάρι επίσης για έναν σίκλο στην πύλη της Σαμάρειας”». Ο υπασπιστής του βασιλιά είπε στον άνθρωπο του Θεού: «Κι αν ακόμα ο Κύριος άνοιγε παράθυρα στον ουρανό, να βρέξει σιμιγδάλι και κριθάρι, δε θα μπορούσε να συμβεί αυτό το πράγμα». Κι ο Ελισαίος του απάντησε: «Ε, λοιπόν, με τα μάτια σου θα το δεις, αλλά εσύ δεν θα φας απ’ αυτό». Ήταν τέσσερις λεπροί που κάθονταν έξω από την πόλη, κοντά στην πύλη. Αυτοί έλεγαν μεταξύ τους: «Τι καθόμαστε εδώ και περιμένουμε να πεθάνουμε; Αν αποφασίσουμε να μπούμε στην πόλη, θα πεθάνουμε από την πείνα που υπάρχει εκεί. Αν μείνουμε εδώ, πάλι θα πεθάνουμε. Πάμε καλύτερα να παραδοθούμε στο στρατόπεδο των Συρίων. Αν μας αφήσουν να ζήσουμε, θα ζήσουμε· αν πάλι μας σκοτώσουν, ας πεθάνουμε». Έτσι, σηκώθηκαν χαράματα και πήγαν στο στρατόπεδο των Συρίων. Όταν όμως έφτασαν στην άκρη του στρατοπέδου, κανείς δε βρισκόταν εκεί. Ο Κύριος είχε κάνει ν’ ακουστεί στο στρατόπεδο θόρυβος αρμάτων και αλόγων, θόρυβος από μεγάλη στρατιωτική δύναμη. Τότε οι Σύριοι είπαν μεταξύ τους: «Σίγουρα ο βασιλιάς του Ισραήλ μίσθωσε εναντίον μας τους βασιλιάδες των Χετταίων και των Αιγυπτίων για να μας επιτεθούν». Έτσι οι Σύριοι σηκώθηκαν χαράματα κι έφυγαν για να σωθούν· κι άφησαν τις σκηνές τους, τ’ άλογά τους και τα γαϊδούρια τους, όλο το στρατόπεδο όπως ήταν. Οι τέσσερις λεπροί έφτασαν στην άκρη του στρατοπέδου, μπήκαν σε μια σκηνή, έφαγαν και ήπιαν, πήραν από ’κει ασήμι και χρυσάφι και φορέματα, και πήγαν και τα έκρυψαν. Μετά γύρισαν, μπήκαν σε άλλη σκηνή, πήραν κι από ’κει πράγματα και πήγαν και τα έκρυψαν. Είπαν όμως μεταξύ τους: «Δεν είναι σωστό αυτό που κάνουμε. Η σημερινή μέρα είναι μέρα καλών ειδήσεων κι εμείς σιωπάμε. Αν περιμένουμε ως το πρωί, θα μας τιμωρήσει ο Θεός. Πρέπει να πάμε τώρα και ν’ αναγγείλουμε το γεγονός στο ανάκτορο του βασιλιά». Έτσι πήγαν στην πόλη, φώναξαν τους φρουρούς της πύλης και τους είπαν: «Πήγαμε στο στρατόπεδο των Συρίων και δεν είδαμε κανέναν εκεί, ούτε ακούσαμε να είναι εκεί κανένας. Μόνο τα άλογα και τα γαϊδούρια ήταν δεμένα, και οι σκηνές απείραχτες». Οι φρουροί της πύλης αντιφώνησαν το μήνυμα και το μετέδωσαν μέχρι το ανάκτορο του βασιλιά. Τότε ο βασιλιάς σηκώθηκε μες στη νύχτα και είπε στους αξιωματούχους του: «Θα σας πω, λοιπόν, εγώ τι μας έκαναν οι Σύριοι. Αυτοί ξέρουν ότι εμείς πεινάμε και γι’ αυτό βγήκαν από το στρατόπεδο και κρύφτηκαν στα χωράφια με τη σκέψη: αν βγούμε από την πόλη, να μας πιάσουν ζωντανούς και να εισβάλουν στη Σαμάρεια». Τότε ένας από τους αξιωματούχους του είπε: «Στείλε άντρες με πέντε από τ’ άλογα που μας απόμειναν να δούμε τι συμβαίνει. Αν αυτοί ζήσουν, θα ζήσει όλο το ισραηλιτικό έθνος μαζί τους· αν πεθάνουν, έτσι κι αλλιώς έχει ήδη πεθάνει όλο το έθνος». Πήραν, λοιπόν, δύο άμαξες κι έφυγαν με βασιλική διαταγή ν’ ακολουθήσουν και να βρουν τα ίχνη του συριακού στρατού. Πράγματι, ακολούθησαν τα ίχνη τους ως τον Ιορδάνη και είδαν ότι όλος ο δρόμος ήταν γεμάτος με ρούχα και διάφορα αντικείμενα που τα είχαν πετάξει οι Σύριοι καθώς έφευγαν. Οι αγγελιοφόροι γύρισαν και ενημέρωσαν το βασιλιά. Τότε βγήκε ο λαός και λεηλάτησε το στρατόπεδο των Συρίων. Έτσι, ένα σέα σιμιγδάλι πουλιόταν για έναν σίκλο και δύο σέα κριθάρι επίσης για έναν σίκλο, σύμφωνα με το λόγο του Κυρίου. Ο βασιλιάς τοποθέτησε στην πύλη τον υπασπιστή του, για να επιβλέπει στη διανομή. Ο λαός όμως τον ποδοπάτησε και πέθανε, όπως το είχε πει ο άνθρωπος του Θεού, όταν ο βασιλιάς είχε έρθει να τον βρει. Τα πράγματα έγιναν όπως ακριβώς είχε πει ο άνθρωπος του Θεού στο βασιλιά: «Αύριο τέτοια ώρα στην πύλη της Σαμάρειας, δύο σέα κριθάρι θα πουλιούνται για έναν σίκλο και ένα σέα σιμιγδάλι επίσης για έναν σίκλο». Τότε ο υπασπιστής είχε απαντήσει στον άνθρωπο του Θεού: «Κι αν ακόμα ο Κύριος άνοιγε παράθυρα στον ουρανό να βρέξει σιμιγδάλι και κριθάρι, δεν θα μπορούσε να συμβεί αυτό το πράγμα». Κι ο Ελισαίος του είχε απαντήσει: «Ε, λοιπόν, θα το δεις με τα μάτια σου, αλλά εσύ δε θα φας απ’ αυτό». Έτσι κι έγινε: Ο λαός τον ποδοπάτησε στην πύλη και πέθανε. Ο Ελισαίος είπε στη γυναίκα που της είχε αναστήσει το γιο: «Σήκω και φύγε μαζί με την οικογένειά σου, και πήγαινε οπουδήποτε στα ξένα, γιατί ο Κύριος θα στείλει στη χώρα αυτή πείνα, η οποία θα διαρκέσει εφτά χρόνια». Πράγματι, η γυναίκα έκανε όπως της είπε ο άνθρωπος του Θεού: Πήγε με την οικογένειά της και ξενιτεύτηκε στη χώρα των Φιλισταίων για εφτά χρόνια. Όταν πέρασαν τα εφτά χρόνια, γύρισε και κάποια μέρα παρουσιάστηκε στο βασιλιά, για να ζητήσει πίσω το σπίτι της και το χωράφι της. Την ίδια ώρα ο βασιλιάς συζητούσε με το Γεχαζί, τον υπηρέτη του ανθρώπου του Θεού, και του ζητούσε να του διηγηθεί για τα θαύματα που είχε κάνει ο Ελισαίος. Ο Γεχαζί εξιστορούσε στο βασιλιά πώς ο Ελισαίος ανέστησε το γιο μιας γυναίκας. Τη στιγμή αυτή ακριβώς η μάνα εκείνου του παιδιού απευθύνθηκε στο βασιλιά για να του ζητήσει το σπίτι της και το χωράφι της. Τότε ο Γεχαζί είπε: «Κύριέ μου, βασιλιά, αυτή είναι η γυναίκα κι αυτός είναι ο γιος της, που ο Ελισαίος τον ανέστησε». Ο βασιλιάς ρώτησε τη γυναίκα, κι αυτή του διηγήθηκε τα συμβάντα. Τότε ο βασιλιάς, έδωσε εντολή σ’ έναν αξιωματούχο σχετικά με τη γυναίκα: «Φρόντισε», του είπε, «ν’ αποδοθούν σ’ αυτή τη γυναίκα όλα όσα της ανήκουν και όλα τα εισοδήματα του χωραφιού της, από τη μέρα που εγκατέλειψε τη χώρα μέχρι τώρα». Μιαν άλλη φορά ο Ελισαίος είχε πάει στη Δαμασκό και συνέβη ο βασιλιάς της Συρίας Βεν-Αδάδ να είναι άρρωστος. Τον πληροφόρησαν, λοιπόν, ότι είχε πάει εκεί ο άνθρωπος του Θεού. Τότε ο βασιλιάς είπε στον Αζαήλ: «Πάρε μαζί σου ένα δώρο και πήγαινε να συναντήσεις τον άνθρωπο του Θεού και ζήτησέ του να ρωτήσει τον Κύριο αν θα γίνω καλά απ’ αυτή την αρρώστια». Έτσι ο Αζαήλ, πήγε να συναντήσει τον Ελισαίο, φέρνοντας μαζί του σαράντα φορτώματα καμήλων, από τα καλύτερα προϊόντα της Δαμασκού. Πήγε και παρουσιάστηκε μπροστά του και του είπε: «Ο δούλος σου ο Βεν-Αδάδ, βασιλιάς των Συρίων, με έστειλε σ’ εσένα να σε ρωτήσω αν θα γίνει καλά απ’ την αρρώστια του». Ο Ελισαίος του είπε: «Ο Κύριος μου φανέρωσε ότι το δίχως άλλο θα πεθάνει· εσύ όμως πήγαινε και πες του ότι σίγουρα θα γίνει καλά». Μετά κάρφωσε το βλέμμα του πάνω στον Αζαήλ, και τον κοίταζε συνέχεια, ώσπου αυτός κοκκίνισε από ντροπή· κι ο άνθρωπος του Θεού άρχισε να κλαίει. «Γιατί κλαις, κύριέ μου;» τον ρώτησε ο Αζαήλ. Κι ο Ελισαίος απάντησε: «Γιατί ξέρω πόσο κακό θα κάνεις εσύ στους Ισραηλίτες. Θα κατακάψεις τα οχυρά τους, θα κατασφάξεις τα παλικάρια τους, θα εξοντώσεις τα παιδιά τους και θα ξεκοιλιάσεις τις έγκυες γυναίκες τους». Αλλά ο Αζαήλ είπε: «Και ποιος είμαι εγώ, ο τιποτένιος δούλος σου, για να κάνω τόσο μεγάλα πράγματα;» Τότε ο Ελισαίος του αποκρίθηκε: «Ο Κύριος μου φανέρωσε ότι εσύ θα γίνεις βασιλιάς των Συρίων». Ο Αζαήλ έφυγε από τον Ελισαίο και πήγε στον κύριό του. Εκείνος τον ρώτησε: «Τι σου είπε ο Ελισαίος;» Κι αυτός απάντησε: «Μου είπε ότι οπωσδήποτε θα γίνεις καλά». Την επόμενη όμως μέρα πήρε τα σκεπάσματά του βασιλιά, τα βούτηξε στο νερό και τα άπλωσε στο πρόσωπό του· κι ο βασιλιάς πέθανε. Στη θέση του έγινε ο ίδιος βασιλιάς της Συρίας. Το πέμπτο έτος της βασιλείας του Ιωράμ, γιου του Αχαάβ, στον Ισραήλ, βασιλιάς στον Ιούδα έγινε ο Ιωράμ, γιος του Ιωσαφάτ, σε ηλικία τριάντα δύο ετών. Βασίλεψε στην Ιερουσαλήμ οκτώ χρόνια κι ακολούθησε το κακό παράδειγμα των βασιλιάδων του Ισραήλ· έπραξε ό,τι δυσαρεστεί τον Κύριο, όπως άλλωστε είχε κάνει και η οικογένεια του Αχαάβ, αφού η γυναίκα του ήταν κόρη του Αχαάβ. Ο Κύριος όμως δε θέλησε να καταστρέψει το λαό του Ιούδα, για χάρη του Δαβίδ, του δούλου του, σύμφωνα με την υπόσχεση που του είχε δώσει, ότι αυτός και οι απόγονοί του θα κατείχαν το θρόνο για πάντα. Στις μέρες του Ιωράμ, αποσκίρτησαν οι Εδωμίτες από την κυριαρχία του βασιλείου του Ιούδα κι ανακήρυξαν δικό τους βασιλιά. Τότε ο Ιωράμ πέρασε μαζί με όλες τις πολεμικές του άμαξες στη Σαΐρ, όπου περικυκλώθηκε από τους Εδωμίτες. Αλλά τη νύχτα, μαζί με τους αρχηγούς των αμαξών του, έσπασε τον κλοιό κι έτσι οι στρατιώτες του κατάφεραν να διαφύγουν στις σκηνές τους. Πάντως οι Εδωμίτες χωρίστηκαν από τον Ιούδα και εξακολουθούν μέχρι σήμερα ν’ αποτελούν ανεξάρτητο βασίλειο. Την ίδια εποχή αποσκίρτησε και η Λιβνά. Η υπόλοιπη ιστορία του Ιωράμ και η δράση του είναι καταχωρισμένα στο Βιβλίο των Χρονικών των βασιλιάδων του Ιούδα. Ο Ιωράμ πέθανε και ενταφιάσθηκε μαζί με τους προγόνους του στην Πόλη Δαβίδ. Τον διαδέχτηκε στο θρόνο ο γιος του Οχοζίας. Το δωδέκατο έτος της βασιλείας του Ιωράμ, γιου του Αχαάβ, στον Ισραήλ, βασιλιάς στον Ιούδα έγινε ο Οχοζίας, γιος του Ιωράμ, σε ηλικία είκοσι δύο ετών και βασίλεψε ένα χρόνο στην Ιερουσαλήμ. Η μητέρα του ονομαζόταν Γοθολία, κι ήταν εγγονή του Αμρί, βασιλιά του Ισραήλ. Ο Οχοζίας ακολούθησε κι αυτός το παράδειγμα της οικογένειας Αχαάβ· έπραξε ό,τι δυσαρεστεί τον Κύριο, όπως άλλωστε και όλη η οικογένεια Αχαάβ, με την οποία ως γαμπρός είχε συνδεθεί. Μαζί με τον Ιωράμ, γιο του Αχαάβ, πήγε στη Ραμώθ, στη Γαλαάδ, για να πολεμήσει εναντίον του Αζαήλ, βασιλιά των Συρίων. Οι Σύριοι όμως πλήγωσαν τον Ιωράμ στη μάχη, κι αυτός γύρισε στην Ιζρεέλ για να θεραπευθεί από τα τραύματά του. Τότε ο Οχοζίας κατέβηκε στην Ιζρεέλ να τον επισκεφθεί που ήταν άρρωστος. Μια μέρα ο προφήτης Ελισαίος κάλεσε ένα μέλος μιας ομάδας προφητών και του είπε: «Ετοιμάσου, πάρε μαζί σου αυτό το δοχείο με το λάδι και πήγαινε στη Ραμώθ, στη Γαλαάδ. Όταν φτάσεις εκεί, προσπάθησε να βρεις τον Ιηού, γιο του Ιωσαφάτ κι εγγονό του Νιμσί· μπες στο σπίτι του, πάρε τον από την παρέα του και πήγαινέ τον στο εσωτερικό δωμάτιο ιδιαιτέρως. Εκεί θα χύσεις το λάδι από το δοχείο πάνω στο κεφάλι του και θα του πεις: “ο Κύριος λέει: Σε χρίω βασιλιά στον Ισραήλ”. Μετά θ’ ανοίξεις την πόρτα και θα φύγεις χωρίς καθυστέρηση». Πράγματι, ο νεαρός υπηρέτης του προφήτη πήγε στη Ραμώθ, στη Γαλαάδ. Όταν έφτασε εκεί, βρήκε τους αξιωματικούς του στρατού να κάθονται συγκεντρωμένοι σε σύσκεψη, και είπε: «Έχω κάτι να σου πω, αρχηγέ». Ο Ιηού ρώτησε: «Σε ποιον απ’ όλους μας;» Αυτός απάντησε: «Σ’ εσένα, αρχηγέ». Τότε ο Ιηού σηκώθηκε και μπήκε στο σπίτι κι ο νεαρός έχυσε το λάδι πάνω στο κεφάλι του. «Άκου τι λέει ο Κύριος, ο Θεός του Ισραήλ:» του είπε. «Σε χρίω βασιλιά του Ισραήλ του λαού μου. Θα χτυπήσεις την οικογένεια του Αχαάβ, του προγόνου σου, και θα πάρεις εκδίκηση για το αίμα όλων των δούλων μου, προφητών και άλλων, που το έχυσε η Ιεζάβελ. Θ’ αφανιστεί όλη η οικογένεια του Αχαάβ· θα εξολοθρεύσω από το λαό Ισραήλ όλους τους αρσενικούς απογόνους του, δούλους ή ελεύθερους. Και θα κάνω την οικογένεια του Αχαάβ όπως την οικογένεια του Ιεροβοάμ, γιου του Ναβάτ, και όπως την οικογένεια του Βασά, γιου του Αχιά. Όσο για την Ιεζάβελ, αυτή θα την ξεσκίσουν τα σκυλιά στον αγρό της Ιζρεέλ, και κανένας δεν θα την θάβει». Έπειτα ο προφήτης άνοιξε την πόρτα και έφυγε. Όταν ο Ιηού γύρισε στους αξιωματούχους του βασιλιά, αυτοί τον ρώτησαν: «Είσαι καλά; Γιατί ήρθε σ’ εσένα αυτός ο τρελός;» Εκείνος τους απάντησε: «Ξέρετε τώρα εσείς αυτού του είδους τους ανθρώπους και τη φλυαρία τους». Οι άλλοι όμως επέμεναν: «Ψέματα λες· μίλησέ μας καθαρά». Τότε αυτός τους απάντησε: «Μου είπε ότι ο Κύριος λέει: Σε χρίω βασιλιά του Ισραήλ». Τότε αυτοί έβγαλαν αμέσως τους μανδύες τους, τους έστρωσαν στα σκαλοπάτια χαλί στα πόδια του και σάλπισαν με τη σάλπιγγα: «Ο Ιηού έγινε βασιλιάς!» Μετά ο ίδιος ανέβηκε στην άμαξά του κι έφυγε να πάει στην Ιζρεέλ, στον Ιωράμ. Στο μεταξύ ο Οχοζίας, βασιλιάς του Ιούδα, είχε πάει κι αυτός εκεί για να επισκεφθεί τον άρρωστο Ιωράμ. Ο φρουρός που βρισκόταν πάνω στον πύργο της Ιζρεέλ, όταν είδε τη συνοδεία του Ιηού που πλησίαζε, ανάγγειλε: «Βλέπω κόσμο να έρχεται!» Τότε ο Ιωράμ διέταξε: «Βρες έναν καβαλάρη και στείλε τον να πάει να τους συναντήσει και να τους ρωτήσει αν έρχονται με φιλικές διαθέσεις». Ο καβαλάρης τούς συνάντησε και τους είπε: «Ο βασιλιάς ρωτάει: Έρχεστε με φιλικές διαθέσεις;» Ο Ιηού απάντησε: «Τι σε νοιάζει εσένα αν ερχόμαστε με φιλικές διαθέσεις; Ακολούθησέ με». Στο μεταξύ ο φρουρός ανέφερε στο βασιλιά: «Ο αγγελιοφόρος έφτασε ως αυτούς, αλλά δε γυρίζει πίσω». Τότε ο βασιλιάς έστειλε δεύτερον καβαλάρη να τους συναντήσει και τους είπε: «Ο βασιλιάς ρωτάει: Έρχεστε με φιλικές διαθέσεις;» Ο Ιηού απάντησε και σ’ αυτόν: «Τι σε νοιάζει εσένα αν ερχόμαστε με φιλικές διαθέσεις; Ακολούθησέ με». Ο φρουρός ανέφερε πάλι: «Ο αγγελιοφόρος έφτασε ως αυτούς, αλλά δε γυρίζει πίσω. Ωστόσο από τον τρόπο που οδηγούν τις άμαξες αναγνωρίζω τον Ιηού, τον εγγονό του Νιμσί. Έτσι οδηγεί αυτός· με μανία». Τότε ο Ιωράμ διέταξε να του ετοιμάσουν την άμαξά του. Του την ετοίμασαν και βγήκαν ο Ιωράμ, βασιλιάς του Ισραήλ, κι ο Οχοζίας, βασιλιάς του Ιούδα, καθένας με την άμαξά του, και πήγαν να συναντήσουν τον Ιηού. Τον συνάντησαν κοντά στον αγρό του Ναβουθαί, του Ιζρεελίτη. Όταν ο Ιωράμ είδε τον Ιηού τον ρώτησε: «Έρχεσαι με φιλικές διαθέσεις, Ιηού;» Αυτός απάντησε: «Τι να έρχομαι με φιλικές διαθέσεις, όταν μας πνίγουν οι πορνείες και οι μαγείες της μάνας σου της Ιεζάβελ;» Τότε ο Ιωράμ γύρισε τα χαλινάρια κι έφυγε, φωνάζοντας στον Οχοζία: «Προδοσία, Οχοζία!» Τότε ο Ιηού τέντωσε το τόξο του και χτύπησε τον Ιωράμ ανάμεσα στους ώμους του, έτσι ώστε το βέλος διαπέρασε την καρδιά του κι ο ίδιος σωριάστηκε μέσα στην άμαξά του νεκρός. Ο Ιηού είπε στο Βιδκάρ, τον υπασπιστή του: «Σήκωσέ τον και πέταξέ τον στον αγρό του Ναβουθαί του Ιζρεελίτη. Θυμήσου το λόγο που είπε ο Κύριος, όταν εγώ κι εσύ συνοδεύαμε έφιπποι τον Αχαάβ, τον πατέρα του: “όταν εγώ, ο Κύριος, είδα χτες το αίμα του Ναβουθαί και των γιων του, αποφάσισα να συμβεί το ίδιο και σ’ εσένα σ’ αυτόν εδώ τον αγρό”. Τώρα, λοιπόν, σήκωσέ τον και πέταξέ τον στον ίδιο αγρό, σύμφωνα με το λόγο του Κυρίου». Όταν ο Οχοζίας, βασιλιάς του Ιούδα, είδε τι έγινε, τράπηκε σε φυγή παίρνοντας το δρόμο προς τη Βαιθ-Αγγάν, αλλά ο Ιηού τον καταδίωξε. Είχε δώσει εντολή στους συνοδούς του να τον σκοτώσουν και αυτόν. Πράγματι, τον χτύπησαν, ενώ οδηγούσε την άμαξά του στην ανωφέρεια προς τη Γουρ, κοντά στην Ιβλεάμ. Αυτός όμως κατόρθωσε να φτάσει ως την πεδιάδα της Μεγιδδώ κι εκεί πέθανε. Οι υπηρέτες του τον έφεραν πάνω στην άμαξά του στην Ιερουσαλήμ, όπου τον έθαψαν μαζί με τους προγόνους του, στην Πόλη Δαβίδ. Ο Οχοζίας είχε γίνει βασιλιάς του Ιούδα το ενδέκατο έτος της βασιλείας του Ιωράμ, γιου του Αχαάβ. Όταν η Ιεζάβελ έμαθε όλα αυτά τα συμβάντα, έβαψε τα βλέφαρά της, στόλισε το κεφάλι της και κοίταζε από το παράθυρο, ενώ ο Ιηού έφτανε στην Ιζρεέλ. Την ώρα που αυτός περνούσε την πύλη της πόλης, η Ιεζάβελ τού φώναξε: «Έρχεσαι με φιλικές προθέσεις, Ζιμβρί, δολοφόνε του κυρίου σου;» Τότε ο Ιηού σήκωσε τα μάτια του προς το παράθυρο και ρώτησε: «Ποιος είναι με το μέρος μου; Ποιος!» Δυο τρεις ευνούχοι είχαν σκύψει από τα παράθυρα και τον κοίταζαν. «Πετάξτε την κάτω», τους διέταξε. Καθώς την πέταξαν κάτω, το αίμα της πιτσίλισε τον τοίχο και τα άλογα· κι ο Ιηού πέρασε πάνω από το πτώμα της με την άμαξά του. Μετά μπήκε στο παλάτι, έφαγε και ήπιε, κι έδωσε διαταγή: «Φροντίστε εκείνη την καταραμένη και θάψτε την. Κόρη βασιλιά ήταν». Αλλά όταν πήγαν να τη θάψουν, δε βρήκαν παρά μόνο το κρανίο της, τα πόδια της και τις παλάμες των χεριών της. Γύρισαν και το ανέφεραν στον Ιηού κι εκείνος φώναξε: «Αυτός είναι ο λόγος του Κυρίου, που τον είχε πει ο δούλος του ο Ηλίας ο Θεσβίτης, ότι στον αγρό της Ιζρεέλ θα φάνε τα σκυλιά τις σάρκες της Ιεζάβελ. Είπε ακόμα, ότι το πτώμα της Ιεζάβελ θα σκορπιστεί σ’ όλη την περιοχή της Ιζρεέλ, όπως η κοπριά στο χωράφι, έτσι που κανείς να μην μπορεί καν να την αναγνωρίσει!» Ο Αχαάβ είχε εβδομήντα απογόνους που ζούσαν στη Σαμάρεια. Ο Ιηού έστειλε γράμματα στους άρχοντες της πόλης, στους πρεσβυτέρους και σ’ εκείνους που είχαν τη φροντίδα των παιδιών του Αχαάβ, και τους έλεγε: «Όλοι εσείς έχετε αναλάβει τη φροντίδα των παιδιών του κυρίου σας κι έχετε στη διάθεσή σας άρματα, άλογα, όπλα και οχυρωμένες πόλεις. Μόλις, λοιπόν, λάβετε αυτή την επιστολή, διαλέξτε τον καλύτερο και συνετότερο από τους απογόνους του κυρίου σας, ανακηρύξτε τον βασιλιά στη θέση του πατέρα του και πολεμήστε για την οικογένεια του κυρίου σας». Αυτοί όμως φοβήθηκαν πάρα πολύ και είπαν μεταξύ τους: «Εδώ δύο βασιλιάδες και δεν μπόρεσαν ν’ αντισταθούν στον Ιηού, πώς θ’ αντισταθούμε εμείς;» Αμέσως ο αυλάρχης και ο δήμαρχος της πόλης, οι πρεσβύτεροι και οι παιδονόμοι, έστειλαν μήνυμα στον Ιηού και του έλεγαν: «Εμείς είμαστε δούλοι σου και ό,τι μας πεις θα κάνουμε. Κανέναν δε θα ορίσουμε βασιλιά· κάνε ό,τι νομίζεις εσύ σωστό». Ο Ιηού τότε τους έγραψε και δεύτερο γράμμα: «Αν είστε μαζί μου», τους έλεγε, «και είστε πρόθυμοι να με υπακούτε, τότε κόψτε τα κεφάλια όλων των απογόνων του κυρίου σας και φέρτε τα σ’ εμένα στην Ιζρεέλ, αύριο τέτοια ώρα». Οι εβδομήντα απόγονοι του βασιλιά έμεναν μαζί με τους άρχοντες της πόλης, οι οποίοι και είχαν αναλάβει την ανατροφή τους. Μόλις έλαβαν κι αυτό το γράμμα, έσφαξαν όλους τους απογόνους του βασιλιά, έβαλαν τα κεφάλια τους μέσα σε καλάθια και τα έστειλαν στον Ιηού, στην Ιζρεέλ. Όταν ήρθε ο αγγελιοφόρος κι ανάγγειλε στο βασιλιά ότι είχαν φέρει τα κεφάλια των απογόνων του Αχαάβ, τότε ο Ιηού διέταξε να τα βάλουν σε δύο σωρούς, κοντά στην είσοδο της πύλης ως το πρωί. Το πρωί βγήκε ο Ιηού και στάθηκε στην πύλη και είπε στο λαό: «Όλοι εσείς είστε αθώοι! Εγώ συνωμότησα εναντίον του κυρίου μου, του βασιλιά Ιωράμ, και τον σκότωσα· αλλά αυτούς ποιος τους σκότωσε; Μάθετε, λοιπόν, ότι κανένας από τους λόγους του Κυρίου εναντίον των απογόνων του Αχαάβ δε θα μείνει ανεκπλήρωτος. Ο Κύριος εκπλήρωσε όλα όσα είχε πει με το δούλο του τον Ηλία». Τότε ο Ιηού σκότωσε όλους όσοι είχαν απομείνει από την οικογένεια του Αχαάβ στην Ιζρεέλ, τους άρχοντές του, τους εμπίστους του και τους ιερείς του. Δε γλίτωσε κανένας. Έπειτα ο Ιηού ξεκίνησε να πάει στη Σαμάρεια. Ενώ βρισκόταν στο δρόμο προς τη Βαιθ-Ακάδ, συνάντησε τους συγγενείς του Οχοζία, βασιλιά του Ιούδα, και τους ρώτησε: «Ποιοι είστε εσείς;» Εκείνοι απάντησαν: «Είμαστε συγγενείς του Οχοζία, και κατεβαίνουμε να χαιρετίσουμε τους συγγενείς του βασιλιά και τους γιους της βασιλομήτορος». Τότε ο Ιηού διέταξε: «Πιάστε τους ζωντανούς». Τους συνέλαβαν όλους και τους έσφαξαν στο λάκκο της Βαιθ-Ακάδ, σαράντα δύο άτομα. Δε γλίτωσε κανένας. Όταν έφυγαν από ’κει, ο Ιηού συνάντησε τον Ιωναδάβ, γιο του Ρηχάβ, που ερχόταν για να τον συναντήσει. Ο Ιηού τον χαιρέτησε και του είπε: «Μου έχεις εμπιστοσύνη όπως σου έχω εγώ;» Ο Ιωναδάβ είπε: «Ναι». Τότε ο Ιηού απάντησε: «Αν είναι έτσι, δώσε μου το χέρι σου». Και τον ανέβασε στην άμαξά του, μαζί του. «Έλα μαζί μου», του είπε, «και θα δεις το ζήλο μου για τον Κύριο». Μόλις έφτασαν στη Σαμάρεια, ο Ιηού θανάτωσε όλους όσοι είχαν απομείνει από τους απογόνους του Αχαάβ στη Σαμάρεια. Τους εξολόθρευσε, σύμφωνα με το λόγο που ο Κύριος είχε ανακοινώσει στον προφήτη Ηλία. Ο Ιηού συγκέντρωσε όλο το λαό της Σαμάρειας και τους είπε: «Ο Αχαάβ λάτρεψε το Βάαλ σε μικρό βαθμό· ο Ιηού θα τον λατρέψει πολύ περισσότερο! Συγκεντρώστε μου εδώ όλους τους προφήτες του Βάαλ, τους λατρευτές του και τους ιερείς του. Κανείς να μη λείψει, γιατί θέλω να προσφέρω πολύ μεγάλη θυσία στο Βάαλ· όποιος λείψει, θα πεθάνει». Βέβαια, ο Ιηού το έκανε αυτό με πονηριά, για να εξοντώσει τους πιστούς του Βάαλ. Είπε ακόμα ο Ιηού: «Προκηρύξτε πανηγυρική συγκέντρωση προς τιμήν του Βάαλ». Έτσι κι έκαναν. Έτσι ο Ιηού έστειλε σ’ όλο το βασίλειο του Ισραήλ και σύναξε τους πιστούς του Βάαλ. Δεν έμεινε κανείς που να μην πάει. Μπήκαν όλοι στο ναό του Βάαλ, κι ο ναός γέμισε από τη μια άκρη ως την άλλη. Τότε πρόσταξε τον ιματιοφύλακα: «Βγάλε στολές για όλους τους λατρευτές του Βάαλ». Αυτός έβγαλε στολές για όλους. Μπήκε, λοιπόν, ο Ιηού μαζί με τον Ιωναδάβ, γιο του Ρηχάβ, μέσα στο ναό και είπε στους πιστούς του Βάαλ: «Κοιτάξτε δίπλα σας και βεβαιωθείτε ότι δεν είναι εδώ κανένας από τους πιστούς του Κυρίου, παρά μόνον οι πιστοί του Βάαλ». Έπειτα ο Ιηού κι ο Ιωναδάβ πλησίασαν να προσφέρουν θυσίες και ολοκαυτώματα. Ο Ιηού όμως, είχε βάλει έξω ογδόντα άντρες και τους είχε πει: «Σας βάζω εδώ να επιβλέπετε όλους αυτούς τους ανθρώπους. Όποιος από σας αφήσει να ξεφύγει έστω κι ένας ζωντανός θα το πληρώσει με τη ζωή του». Αφού πρόσφερε ολοκαύτωμα, ο Ιηού πρόσταξε τους φρουρούς και τους υπασπιστές του: «Πηγαίνετε τώρα μέσα και σκοτώστε τους όλους. Να μην ξεφύγει κανείς!» Τότε εκείνοι τους κατέσφαξαν και πέταξαν τα πτώματά τους έξω από το ναό του Βάαλ. Μετά μπήκαν στο εσωτερικό δωμάτιο του ναού, έβγαλαν έξω την ξύλινη λατρευτική στήλη και την έκαψαν. Γκρέμισαν επίσης την πέτρινη λατρευτική στήλη του Βάαλ και κατέστρεψαν το ναό· τον μετέτρεψαν σε δημόσιο αποχωρητήριο, κι έτσι λειτουργεί μέχρι σήμερα. Έτσι ο Ιηού ξερίζωσε τη λατρεία του Βάαλ από τον Ισραήλ. Παρ’ όλα αυτά, ο Ιηού δεν απαρνήθηκε τις αμαρτίες του Ιεροβοάμ, γιου του Ναβάτ, ο οποίος είχε παρασύρει τον Ισραήλ να αμαρτήσει, όταν λάτρεψε τα χρυσά μοσχάρια που έστησε στη Βαιθήλ και στη Δαν. Τότε ο Κύριος είπε στον Ιηού: «Επειδή έπραξες αυτό που εγώ θεωρώ σωστό κι εκπλήρωσες όλες τις επιθυμίες μου εναντίον των απογόνων του Αχαάβ, οι απόγονοί σου, θα σε διαδέχονται στο θρόνο του Ισραήλ ως την τέταρτη γενιά». Ο Ιηού, όμως, δε φρόντισε να εφαρμόσει με όλη την καρδιά του το νόμο του Κυρίου, του Θεού του Ισραήλ, και δεν απαρνήθηκε τις αμαρτίες του Ιεροβοάμ, ο οποίος είχε παρασύρει τον Ισραήλ να αμαρτήσει. Εκείνη την εποχή, ο Κύριος άρχισε να αφαιρεί εδάφη από το βασίλειο του Ισραήλ. Ο Αζαήλ, βασιλιάς της Συρίας, νίκησε τους Ισραηλίτες παντού στη χώρα τους. Χάθηκαν όλες οι περιοχές ανατολικά του Ιορδάνη και νότια ως την πόλη Αροήρ, πάνω από τον ποταμό Αρνών, γνωστές ως χώρες της Γαλαάδ και της Βασάν, τις οποίες κατείχαν οι φυλές Ρουβήν, Γαδ και Μανασσή. Η υπόλοιπη ιστορία του Ιηού, η δράση του και τα ανδραγαθήματά του, είναι όλα καταχωρισμένα στο Βιβλίο των Χρονικών των βασιλιάδων του Ισραήλ. Ο Ιηού πέθανε κι ενταφιάστηκε στη Σαμάρεια. Στο θρόνο τον διαδέχτηκε ο γιος του ο Ιωάχαζ. Ο Ιηού βασίλεψε στον Ισραήλ, στη Σαμάρεια, είκοσι οκτώ χρόνια. Η Γοθολία, μητέρα του βασιλιά Οχοζία, όταν είδε ότι ο γιος της ήταν νεκρός, διέταξε να εξοντώσουν όλους τους απογόνους της βασιλικής οικογένειας. Αλλά η Ιεωσεβά, κόρη του βασιλιά Ιωράμ και αδερφή του Οχοζία, άρπαξε κρυφά το γιο του αδερφού της, τον Ιωάς, ανάμεσα από τους γιους του βασιλιά που επρόκειτο να θανατωθούν, και τον έκρυψε μαζί με την παραμάνα του σ’ ένα υπνοδωμάτιο του ναού. Έτσι τον γλίτωσε από τη Γοθολία. Ο Ιωάς έμεινε κρυμμένος μαζί με την παραμάνα του στο ναό του Κυρίου έξι χρόνια. Στο μεταξύ βασίλευε στη χώρα η Γοθολία. Τον έβδομο χρόνο, ο ιερέας Ιεωϊαδά κάλεσε στο ναό του Κυρίου τους εκατόνταρχους των Καριτών και τους άλλους φρουρούς του ναού κι έκανε συμφωνία μαζί τους: Τους όρκισε μέσα στο ναό του Κυρίου και τους έδειξε το γιο του βασιλιά, με τις ακόλουθες οδηγίες: «Να τι θα κάνετε:» τους είπε. «Ένα τάγμα από σας αναλαμβάνει υπηρεσία το ερχόμενο Σάββατο. Κανονικά, το ένα τρίτο φυλάει σκοπιά στο ανάκτορο του βασιλιά, το άλλο τρίτο φυλάει την πύλη Σουρ, και το άλλο τρίτο την πύλη πίσω από τους φρουρούς. Τα δύο άλλα τάγματα, που δεν είναι σε υπηρεσία το ερχόμενο Σάββατο, θα έρθουν να φυλάξουν το ναό του Κυρίου, όπου βρίσκεται ο νεαρός βασιλιάς. Θα περιστοιχίζετε οπλισμένοι το βασιλιά κι όποιος σας πλησιάζει, θα θανατώνεται. Θα συνοδεύετε το βασιλιά, όπου κι αν πάει». Οι εκατόνταρχοι έκαναν όπως ακριβώς τους διέταξε ο Ιεωϊαδά: Συγκέντρωσαν καθένας τους άντρες του που επρόκειτο να αναλάβουν τη φρουρά εκείνο το Σάββατο κι αυτούς που επρόκειτο να παραδώσουν τη φρουρά την ίδια μέρα, και παρουσιάστηκαν όλοι στον ιερέα. Εκείνος παρέδωσε στους εκατόνταρχους τις λόγχες και τις ασπίδες που ανήκαν στο βασιλιά Δαβίδ και βρίσκονταν στο ναό του Κυρίου. Οι φρουροί παρατάχθηκαν καθένας με τα όπλα του στο χέρι σε ημικύκλιο, που ξεκινούσε από τη δεξιά πλευρά του ναού και κατέληγε στην αριστερή· περνούσε μπροστά από το θυσιαστήριο και μπροστά από το ναό, γύρω από το βασιλιά. Τότε ο Ιεωϊαδά έφερε έξω το γιο του βασιλιά και του φόρεσε το στέμμα, του έδωσε το έγγραφο της διαθήκης και τον ανακήρυξε βασιλιά· τον έχρισαν με λάδι και όλοι χειροκροτούσαν φωνάζοντας: «Ζήτω ο βασιλιάς!» Όταν άκουσε η Γοθολία το θόρυβο της φρουράς και του λαού, ανακατεύτηκε με το πλήθος και ήρθε στο ναό του Κυρίου. Εκεί είδε το νεαρό βασιλιά να στέκεται πλάι στο στύλο του ναού, σύμφωνα με το έθιμο· γύρω του στέκονταν οι αξιωματικοί και οι σαλπιγκτές, κι όλος ο λαός πανηγύριζε και σάλπιζε με σάλπιγγες. Τότε η Γοθολία έσκισε τα φορέματά της και φώναξε: «Προδοσία! Προδοσία!» Ο ιερέας Ιεωϊαδά έδωσε διαταγή στους εκατόνταρχους που διοικούσαν τους στρατιώτες της φρουράς να την βγάλουν έξω από τις γραμμές των φρουρών. «Κι αν κανείς την ακολουθήσει», τους είπε, «θανατώστε τον κι αυτόν» –δεν ήθελε να σκοτώσουν τη Γοθολία μέσα στο ναό του Κυρίου. Τη συνέλαβαν, λοιπόν, τη στιγμή που έφτανε στα ανάκτορα από την πύλη των Αλόγων, και τη θανάτωσαν επί τόπου. Ο Ιεωϊαδά μεσολάβησε ανάμεσα στον Κύριο από τη μια μεριά, στο βασιλιά και το λαό, από την άλλη, να συνομολογηθεί μια συμφωνία, ότι ο λαός θα ανήκει στον Κύριο. Έκανε επίσης συμφωνία ανάμεσα στο βασιλιά και στο λαό του. Τότε το πλήθος κατευθύνθηκε στο ναό του Βάαλ και τον γκρέμισαν εντελώς· κατέστρεψαν τα θυσιαστήριά του και τα είδωλά του και θανάτωσαν τον Ματθάν, ιερέα του Βάαλ, εκεί μπροστά στα θυσιαστήρια. Έπειτα ο Ιεωϊαδά διόρισε φρουρούς στο ναό του Κυρίου. Συγκέντρωσε τους εκατόνταρχους, τους Καρίτες, τους υπόλοιπους φρουρούς του ναού, και το λαό και οδήγησαν το βασιλιά από το ναό του Κυρίου μέσα από την πύλη των φρουρών στα ανάκτορα. Κι όταν ο Ιωάς κάθισε στο βασιλικό θρόνο, όλος ο λαός της χώρας ξέσπασε σε πανηγυρισμούς. Έτσι, μετά τη θανάτωση της Γοθολίας μπροστά στα ανάκτορα, η πόλη βρήκε πάλι την ησυχία της. Ο Ιωάς έγινε βασιλιάς σε ηλικία επτά ετών, το έβδομο έτος της βασιλείας του Ιηού στον Ισραήλ και βασίλεψε σαράντα χρόνια στην Ιερουσαλήμ. Η μητέρα του ονομαζόταν Σιβιά και καταγόταν από τη Βέερ-Σεβά. Ο Ιωάς ενεργούσε σύμφωνα με τη θέληση του Κυρίου όλα τα χρόνια του, όσο τον καθοδηγούσε ο ιερέας Ιεωϊαδά. Ωστόσο, οι ιεροί τόποι δεν καταργήθηκαν. Ο λαός συνέχιζε να προσφέρει εκεί θυσίες ζώων και θυμιάματα. Μια μέρα ο Ιωάς είπε στους ιερείς: «Όλο το χρήμα που προσφέρεται στο ναό του Κυρίου, είτε αυτό αποτελεί ατομική φορολογική υποχρέωση είτε αυτοπροαίρετη συνεισφορά, θα πρέπει να το παίρνετε εσείς, καθένας σας από κείνους που εξυπηρετεί στο ναό, και θα το διαθέτετε για να κάνετε επισκευές στο ναό, όπου χρειάζεται». Αλλά το εικοστό τρίτο έτος της βασιλείας του Ιωάς οι ιερείς δεν είχαν κάνει ακόμα τις επισκευές του ναού. Γι’ αυτό ο βασιλιάς κάλεσε τον ιερέα Ιεωϊαδά και τους άλλους ιερείς και τους είπε: «Γιατί δε φροντίσατε να γίνουν οι επισκευές του ναού; Από ’δω και πέρα δε θα παίρνετε εσείς τα χρήματα απ’ αυτούς που εξυπηρετείτε, αλλά θα τα βάζουν οι ίδιοι κατά μέρος για να διατεθούν για τις επισκευές του ναού». Έτσι οι ιερείς συμφώνησαν να μην παίρνουν πια οι ίδιοι χρήματα από το λαό ούτε να ασχολούνται με τις επισκευές του ναού. Ο Ιεωϊαδά πήρε ένα κιβώτιο, άνοιξε μια τρύπα στο σκέπασμά του και το έβαλε πλάι στο στύλο, δεξιά από την είσοδο του ναού και οι φρουροί της πύλης έβαζαν μέσα σ’ αυτό όλα τα χρήματα που προσφέρονταν στο ναό του Κυρίου. Όταν έβλεπαν ότι γέμιζε το κιβώτιο, ο γραμματέας του βασιλιά κι ο αρχιερέας έρχονταν και μετρούσαν τα χρήματα και τα έβαζαν σε σακιά. Έπειτα έδιναν τα μετρημένα χρήματα στους επιστάτες και στους επόπτες του έργου κι εκείνοι πλήρωναν τους εργάτες του ναού: τους ξυλουργούς, τους οικοδόμους τους μαραγκούς και τους μαρμαράδες για να αγοράζουν ξύλα και πέτρες από τα λατομεία ή ό,τι άλλο χρειαζόταν για τις επισκευές του ναού. Αλλά με τα χρήματα αυτά δεν κατασκευάστηκαν για το ναό του Κυρίου ασημένιες λεκάνες, λυχνοψάλιδα, θυμιατήρια, σάλπιγγες ή άλλα σκεύη, χρυσά ή αργυρά. Δίνονταν αποκλειστικά σ’ εκείνους που εκτελούσαν το έργο, και αυτοί τα διέθεταν για τις επισκευές του ναού. Εξάλλου δεν ζητούσαν λογαριασμό από τους ανθρώπους στους οποίους έδιναν τα χρήματα για να πληρώνουν τους εργάτες, γιατί τα διαχειρίζονταν τίμια. Τα χρήματα που προσφέρονταν αντί για θυσία εξιλέωσης και αντί για θυσία επανόρθωσης, δεν έμπαιναν στο ναό του Κυρίου, αλλά ανήκαν στους ιερείς. Την εποχή εκείνη ήρθε ο Αζαήλ, βασιλιάς των Συρίων, και πολέμησε εναντίον της Γαθ και την κυρίευσε. Μετά αποφάσισε να πολεμήσει και εναντίον της Ιερουσαλήμ. Τότε ο βασιλιάς Ιωάς πήρε όλα τα αφιερώματα των προγόνων του, βασιλιάδων του Ιούδα, Ιωσαφάτ, Ιωράμ και Οχοζία, καθώς και τα δικά του, και όλο το χρυσό, που βρισκόταν στα θησαυροφυλάκια του ναού του Κυρίου και στα ανάκτορα, και τα έστειλε στον Αζαήλ. Έτσι ο Αζαήλ έφυγε από την Ιερουσαλήμ. Η υπόλοιπη ιστορία του Ιωάς και η δράση του είναι όλα καταχωρισμένα στο Βιβλίο των Χρονικών των βασιλιάδων του Ιούδα. Το εικοστό τρίτο έτος της βασιλείας του Ιωάς, γιου του Οχοζία, στον Ιούδα, άρχισε να βασιλεύει στον Ισραήλ, στη Σαμάρεια, ο Ιωάχαζ, γιος του Ιηού. Αυτός βασίλεψε δεκαεφτά χρόνια κι έπραξε ό,τι δυσαρεστεί τον Κύριο· δεν έπαψε να επαναλαμβάνει τις αμαρτίες του Ιεροβοάμ, γιου του Ναβάτ, ο οποίος είχε παρασύρει τον Ισραήλ να αμαρτήσει. Γι’ αυτό ο Κύριος ήταν πολύ οργισμένος εναντίον των Ισραηλιτών και τους παρέδινε συνεχώς στην εξουσία του Αζαήλ, βασιλιά των Συρίων, και στην εξουσία του γιου του, του Βεν-Αδάδ. Ο Ιωάχαζ όμως επικαλέστηκε τον Κύριο κι εκείνος τον άκουσε. Είδε την καταπίεση που υφίστατο ο λαός Ισραήλ από το Σύριο βασιλιά και τους έστειλε έναν ελευθερωτή, ο οποίος τους απάλλαξε από την κυριαρχία των Συρίων. Έτσι οι Ισραηλίτες μπορούσαν να ζουν στα σπίτια τους, όπως και προηγουμένως. Ωστόσο κι αυτοί δεν αποκήρυξαν τις αμαρτίες της οικογένειας του Ιεροβοάμ, ο οποίος είχε παρασύρει τον Ισραήλ να αμαρτήσει, αλλά τις επανέλαβαν· έτσι διατηρήθηκε η ξύλινη λατρευτική στήλη στη Σαμάρεια. Στον Ιωάχαζ δεν είχαν απομείνει από το στρατό περισσότεροι από πενήντα ιππείς, δέκα άρματα και δέκα χιλιάδες πεζοί. Ο βασιλιάς των Συρίων τους είχε εξοντώσει και τους είχε διασκορπίσει σαν το χώμα στο δρόμο. Η υπόλοιπη ιστορία του Ιωάχαζ, η δράση του και τα ανδραγαθήματά του είναι όλα καταχωρισμένα στο Βιβλίο των Χρονικών των βασιλιάδων του Ισραήλ. Όταν πέθανε τον έθαψαν στη Σαμάρεια και τον διαδέχτηκε στο θρόνο ο γιος του ο Ιωάς. Το τριακοστό έβδομο έτος της βασιλείας του Ιωάς στον Ιούδα, βασιλιάς του Ισραήλ στη Σαμάρεια έγινε ο Ιωάς, γιος του Ιωάχαζ. Αυτός βασίλεψε δεκαέξι χρόνια κι έκανε ό,τι δυσαρεστούσε τον Κύριο. Δεν έπαψε να επαναλαμβάνει όλες τις αμαρτίες του Ιεροβοάμ, γιου του Ναβάτ, ο οποίος είχε παρασύρει τον Ισραήλ να αμαρτήσει. Η υπόλοιπη ιστορία του Ιωάς είναι καταχωρισμένη στο Βιβλίο των Χρονικών των βασιλιάδων του Ισραήλ. Εκεί αναφέρεται όλη η δράση του και η ανδρεία του με την οποία πολέμησε εναντίον του Αμασία, βασιλιά του Ιούδα. Όταν ο Ιωάς πέθανε, ενταφιάστηκε στη Σαμάρεια μαζί με τους υπόλοιπους βασιλιάδες του Ισραήλ. Στο θρόνο τον διαδέχτηκε ο Ιεροβοάμ. Όταν ο προφήτης Ελισαίος προσβλήθηκε από την αρρώστια από την οποία και πέθανε, ήρθε να τον επισκεφθεί ο Ιωάς, βασιλιάς του Ισραήλ. Ο Ιωάς έκλαιγε μπροστά στον Ελισαίο και του έλεγε: «Πατέρα μου, πατέρα μου! Εσύ είσαι το άρμα και ο αρματηλάτης του Ισραήλ!» και του είπε: «Άνοιξε το ανατολικό παράθυρο». Το άνοιξε κι ο Ελισαίος είπε: «Τόξευσε». Και τόξευσε. Τότε ο Ελισαίος είπε: «Εσύ είσαι το βέλος της νίκης του Κυρίου εναντίον των Συρίων, γιατί εσύ θα πολεμήσεις εναντίον τους στην Αφέκ, ώσπου να τους εξοντώσεις». Ύστερα είπε πάλι ο Ελισαίος: «Πάρε τα βέλη». Ο βασιλιάς του Ισραήλ τα πήρε κι ο προφήτης τού είπε: «Χτύπα πάνω στο έδαφος». Εκείνος χτύπησε τρεις φορές και σταμάτησε. Τότε ο άνθρωπος του Θεού οργίσθηκε εναντίον του και του είπε: «Έπρεπε να χτυπήσεις πέντε κι έξι φορές! Τότε θα νικούσες ολοσχερώς τους Συρίους και θα τους εξόντωνες· τώρα όμως μόνο τρεις φορές θα τους νικήσεις». Ο Ελισαίος πέθανε και τον έθαψαν. Κάθε χρόνο, την άνοιξη, έμπαιναν στη χώρα Μωαβίτες επιδρομείς. Κάποτε, εκεί που έθαβαν έναν άνθρωπο, είδαν ξαφνικά μία ομάδα επιδρομέων· τότε έριξαν βιαστικά το πτώμα μέσα στον τάφο του Ελισαίου κι έφυγαν. Μόλις όμως ήρθε σ’ επαφή με τα οστά του Ελισαίου ο νεκρός, ζωντάνεψε και στάθηκε στα πόδια του. Ο βασιλιάς των Συρίων Αζαήλ καταδυνάστευε το λαό του Ισραήλ, όλο τον καιρό της βασιλείας του Ιωάχαζ. Ο Κύριος όμως τους έδειξε την καλοσύνη του, τους σπλαχνίστηκε και τους βοήθησε, λόγω της διαθήκης του με τον Αβραάμ, τον Ισαάκ και τον Ιακώβ· δεν τους κατέστρεψε ούτε τους απέρριψε μέχρι σήμερα. Όταν πέθανε ο Αζαήλ, τον διαδέχτηκε στο θρόνο ο γιος του ο Βεν-Αδάδ. Ο Ιωάς, γιος του Ιωάχαζ, νίκησε τρεις φορές το Βεν-Αδάδ και ανέκτησε τις πόλεις του Ισραήλ, που εκείνος είχε κυριέψει στον πόλεμο με τον Ιωάχαζ, πατέρα του Ιωάς. Το δεύτερο έτος της βασιλείας του Ιωάς, γιου του Ιωάχαζ, στον Ισραήλ, βασιλιάς στον Ιούδα έγινε ο Αμασίας, γιος του Ιωάς, σε ηλικία είκοσι πέντε ετών, και βασίλεψε είκοσι εννέα χρόνια στην Ιερουσαλήμ. Η μητέρα του καταγόταν από την Ιερουσαλήμ και ονομαζόταν Ιεωαδδάν. Ο Αμασίας έπραξε το σωστό ενώπιον του Κυρίου, όχι όμως όπως ο Δαβίδ, ο προπάτοράς του· συμπεριφέρθηκε όπως ακριβώς ο Ιωάς, ο πατέρας του. Οι ιεροί τόποι δεν καταργήθηκαν και ο λαός εξακολουθούσε ακόμη να προσφέρει εκεί θυσίες και θυμίαμα. Αμέσως μόλις σταθεροποιήθηκε η βασιλεία του, θανάτωσε τους αξιωματούχους του, που είχαν σκοτώσει το βασιλιά Ιωάς, τον πατέρα του. Δε θανάτωσε όμως και τα παιδιά τους, εφαρμόζοντας αυτό που είναι γραμμένο στο βιβλίο του νόμου του Μωυσή, όπου ο Κύριος διέταξε: «Δεν πρέπει να τιμωρούνται με θάνατο οι γονείς για τις αμαρτίες των παιδιών τους, ούτε τα παιδιά για τις αμαρτίες των γονιών τους. Ο καθένας θα τιμωρείται με θάνατο μόνο για τη δική του αμαρτία». Ο Αμασίας σκότωσε επίσης δέκα χιλιάδες Εδωμίτες στην κοιλάδα του Άλατος. Στη διάρκεια της μάχης κυρίεψε την πόλη Σελά και τη μετονόμασε σε Ιοκθεήλ, όπως και ονομάζεται μέχρι σήμερα. Έπειτα, ο Αμασίας, έστειλε αγγελιοφόρους στο βασιλιά του Ισραήλ Ιωάς, γιο του Ιωάχαζ και εγγονό του Ιηού, και του έλεγε: «Έλα ν’ αναμετρηθούμε!» Αλλά ο Ιωάς απάντησε στον Αμασία: «Το αγκάθι του Λιβάνου παράγγειλε στον κέδρο του Λιβάνου: “δώσε τη θυγατέρα σου γυναίκα στο γιο μου”. Αλλά ένα άγριο ζώο του Λιβάνου πέρασε και καταπάτησε το αγκάθι. Πράγματι, νίκησες τους Εδωμίτες κι αυτό σε κάνει να περηφανεύεσαι· κάτσε εκεί που είσαι κι απόλαυσε τη δόξα σου! Γιατί θες να προκαλέσεις συμφορά; Γιατί να σκοτωθείς εσύ και μαζί σου να ταλαιπωρηθεί κι ο λαός του Ιούδα;» Αλλά ο Αμασίας δεν άκουγε τίποτα. Έτσι ο Ιωάς, βασιλιάς του Ισραήλ, πήγε κι αναμετρήθηκε με τον Αμασία, βασιλιά του Ιούδα, στη Βαιθ-Σεμές, πόλη που ανήκει στο βασίλειο του Ιούδα. Ο στρατός του Ιούδα νικήθηκε από αυτόν του Ισραήλ και οι στρατιώτες έφυγαν καθένας για το σπίτι του. Ο Ιωάς έπιασε αιχμάλωτο τον Αμασία, στη Βαιθ-Σεμές. Από ’κει ήρθε στην Ιερουσαλήμ και γκρέμισε το τείχος της πόλης από την πύλη του Εφραΐμ ως την πύλη της Γωνίας, σε μάκρος περίπου τετρακοσίων πηχών. Πήρε ακόμα όλο το χρυσάφι, το ασήμι και τα σκεύη που βρέθηκαν στο ναό του Κυρίου και στα θησαυροφυλάκια των ανακτόρων· πήρε μαζί του και ομήρους και γύρισε στη Σαμάρεια. Η υπόλοιπη ιστορία του Ιωάς είναι καταχωρισμένη στο Βιβλίο των Χρονικών των βασιλιάδων του Ισραήλ. Εκεί αναφέρεται όλη η δράση του, τα κατορθώματά του και ο πόλεμος που έκανε εναντίον του Αμασία, βασιλιά του Ιούδα. Ο Ιωάς πέθανε κι ενταφιάστηκε στη Σαμάρεια μαζί με τους βασιλιάδες του Ισραήλ. Στο θρόνο τον διαδέχτηκε ο γιος του ο Ιεροβοάμ. Μετά το θάνατο του Ιωάς, γιου του Ιωάχαζ και βασιλιά του Ισραήλ, ο Αμασίας, γιος του Ιωάς και βασιλιάς του Ιούδα, έζησε δεκαπέντε χρόνια. Η υπόλοιπη ιστορία του Αμασία είναι καταχωρισμένη στο Βιβλίο των Χρονικών των βασιλιάδων του Ιούδα. Όταν εκδηλώθηκε εναντίον του συνωμοσία στην Ιερουσαλήμ, αυτός κατέφυγε στη Λαχίς· τον καταδίωξαν όμως στη Λαχίς και τον σκότωσαν εκεί. Έπειτα έφεραν τη σορό του στην Ιερουσαλήμ πάνω σε άμαξα που την έσερναν πολλά άλογα και τον έθαψαν μαζί με τους προγόνους του στην Πόλη Δαβίδ. Ο Αζαρίας, γιος του Αμασία, ήταν τότε δεκαέξι ετών κι ο λαός του Ιούδα έκανε αυτόν βασιλιά στη θέση του πατέρα του. Αυτός, μετά το θάνατο του πατέρα του, ανέκτησε υπέρ του Ιούδα την πόλη Ελάθ και την ανοικοδόμησε. Το δέκατο πέμπτο έτος της βασιλείας του Αμασία, γιου του Ιωάς, στον Ιούδα, βασιλιάς στη Σαμάρεια έγινε ο Ιεροβοάμ, γιος του Ιωάς, βασιλιά του Ισραήλ. Ο Ιεροβοάμ βασίλεψε σαράντα ένα χρόνια κι έπραξε ό,τι δυσαρεστεί τον Κύριο. Επανέλαβε όλες τις αμαρτίες του Ιεροβοάμ, γιου του Ναβάτ, ο οποίος είχε παρασύρει το λαό Ισραήλ να αμαρτήσει. Αποκατέστησε τα όρια του βασιλείου του Ισραήλ από την είσοδο της Χαμάθ ως τη Νεκρά Θάλασσα, σύμφωνα με το λόγο του Κυρίου, του Θεού του Ισραήλ, που τον είχε αναγγείλει ο δούλος του ο Ιωνάς, γιος του Αμαθί και προφήτης από τη Γαθ-Χέφερ. Πράγματι, ο Κύριος είχε δει την τραγική θλίψη του Ισραήλ, γιατί δεν υπήρχε κανείς να βοηθήσει το λαό, δούλος ή ελεύθερος. Αλλά δεν ήταν απόφαση του Κυρίου να σβήσει το όνομα του Ισραήλ από την υφήλιο, κι έτσι τους βοήθησε με τον Ιεροβοάμ, γιο του Ιωάς. Η υπόλοιπη ιστορία του Ιεροβοάμ είναι καταχωρισμένη στο Βιβλίο των Χρονικών των βασιλιάδων του Ισραήλ. Εκεί αναφέρονται όλη η δράση του καθώς και η γενναιότητα και ο τρόπος με τον οποίο πολέμησε και επανέκτησε για τον Ισραήλ τη Δαμασκό και τη Χαμάθ, που ως τότε ανήκαν στο βασίλειο του Ιούδα. Ο Ιεροβοάμ πέθανε κι ενταφιάστηκε μαζί με τους προγόνους του, τους βασιλιάδες του Ισραήλ. Στο θρόνο τον διαδέχτηκε ο γιος του ο Ζαχαρίας. Το εικοστό έβδομο έτος της βασιλείας του Ιεροβοάμ στον Ισραήλ, βασιλιάς στον Ιούδα έγινε ο Αζαρίας, γιος του βασιλιά Αμασία, σε ηλικία δεκαέξι ετών, και βασίλεψε πενήντα δύο χρόνια στην Ιερουσαλήμ. Η μητέρα του ονομαζόνταν Ιεχαλία και καταγόταν από την Ιερουσαλήμ. Ο Αζαρίας έκανε το σωστό ενώπιον του Κυρίου, όπως ακριβώς είχε κάνει κι ο Αμασίας, ο πατέρας του. Αλλά οι ιεροί τόποι δεν καταργήθηκαν και ο λαός πρόσφερε εκεί θυσίες και θυμιάματα. Γι’ αυτό κι ο Κύριος έστειλε στο βασιλιά μια βαριά αρρώστια: Προσβλήθηκε από λέπρα κι έμεινε έτσι ως το θάνατό του. Ήταν αναγκασμένος να κάθεται σε απομόνωση, κι έτσι ο γιος του ο Ιωθάμ ήταν επικεφαλής του ανακτόρου και κυβερνούσε το λαό της χώρας. Η υπόλοιπη ιστορία του Αζαρία και η δράση του είναι όλα καταχωρισμένα στο Βιβλίο των Χρονικών των βασιλιάδων του Ιούδα. Ο Αζαρίας πέθανε και τον έθαψαν μαζί με τους προγόνους του στην Πόλη Δαβίδ. Στο θρόνο τον διαδέχτηκε ο γιος του ο Ιωθάμ. Το τριακοστό όγδοο έτος της βασιλείας του Αζαρία στον Ιούδα, βασιλιάς του Ισραήλ, στη Σαμάρεια, έγινε για έξι μήνες ο Ζαχαρίας, γιος του Ιεροβοάμ. Ο Ζαχαρίας έπραξε ό,τι δυσαρεστεί τον Κύριο, όπως είχαν κάνει και οι πρόγονοί του· δεν απέφυγε να επαναλάβει τις αμαρτίες του Ιεροβοάμ, γιου του Ναβάτ, ο οποίος είχε παρασύρει τον Ισραήλ να αμαρτήσει. Εναντίον του συνωμότησε ο Σαλλούμ, γιος του Ιαβίς. Του επιτέθηκε στην Ιβλεάμ, τον σκότωσε και βασίλεψε αυτός στη θέση του. Η υπόλοιπη ιστορία του Ζαχαρία είναι καταχωρισμένη στο Βιβλίο των Χρονικών των βασιλιάδων του Ισραήλ. Έτσι εκπληρώθηκε ό,τι είχε πει ο Κύριος στον Ιηού: «Οι απόγονοί σου ως την τέταρτη γενιά θα καθίσουν στο θρόνο του Ισραήλ». Ο Σαλλούμ, γιος του Ιαβίς, έγινε βασιλιάς το τριακοστό ένατο έτος της βασιλείας του Αζαρία στον Ιούδα, και βασίλεψε ένα μήνα στη Σαμάρεια. Ο Μεναχέμ, γιος του Γαδί, ήρθε από την Τιρσά, μπήκε στη Σαμάρεια και νίκησε εκεί το Σαλλούμ. Τον σκότωσε και βασίλεψε αυτός στη θέση του. Η υπόλοιπη ιστορία του Σαλλούμ και η συνωμοσία που έκανε, είναι όλα καταχωρισμένα στο Βιβλίο των Χρονικών των βασιλιάδων του Ισραήλ. Μετά ο Μεναχέμ επιτέθηκε στην Τιρσά και σκότωσε όλους όσοι βρίσκονταν στην πόλη και στη γύρω περιοχή, γιατί δεν παραδίνονταν. Κατέστρεψε την πόλη και ξεκοίλιασε όλες τις έγκυες γυναίκες. Ο Μεναχέμ, γιος του Γαδί, έγινε βασιλιάς του Ισραήλ στη Σαμάρεια, για δέκα χρόνια, το τριακοστό ένατο έτος της βασιλείας του Αζαρία στον Ιούδα. Έπραξε ό,τι δυσαρεστεί τον Κύριο· δεν απέφυγε να επαναλάβει τις αμαρτίες του Ιεροβοάμ, γιου του Ναβάτ, ο οποίος είχε παρασύρει τον Ισραήλ να αμαρτήσει. Τον καιρό της βασιλείας του, ο Φουλ, βασιλιάς της Ασσυρίας, βγήκε σε εκστρατεία εναντίον της χώρας· κι ο Μεναχέμ του έδωσε χίλια τάλαντα ασήμι για να τον έχει με το μέρος του, ώστε να στερεώσει τη βασιλική εξουσία στα χέρια του. Ο Μεναχέμ πήρε το ασήμι από το λαό του Ισραήλ, δηλαδή από όλους τους πλούσιους, πενήντα σίκλους ασήμι από τον καθέναν, και το έδωσε στο βασιλιά της Ασσυρίας. Έτσι αυτός έφυγε από τη χώρα για την πατρίδα του. Η υπόλοιπη ιστορία του Μεναχέμ και η δράση του είναι όλα καταχωρισμένα στο Βιβλίο των Χρονικών των βασιλιάδων του Ισραήλ. Όταν πέθανε ο Μεναχέμ, τον διαδέχτηκε στο θρόνο ο γιος του ο Πεκαχίας. Το πεντηκοστό έτος της βασιλείας του Αζαρία στον Ιούδα, βασιλιάς του Ισραήλ στη Σαμάρεια έγινε ο Πεκαχίας, γιος του Μεναχέμ, για δύο χρόνια. Αυτός έπραξε ό,τι δυσαρεστεί τον Κύριο· δεν απέφυγε να επαναλάβει τις αμαρτίες του Ιεροβοάμ, γιου του Ναβάτ, ο οποίος είχε παρασύρει το λαό του Ισραήλ να αμαρτήσει. Συνωμότησε όμως εναντίον του ο υπασπιστής του ο Φεκάχ, γιος του Ρεμαλία, και τον σκότωσε στη Σαμάρεια, στον πύργο των ανακτόρων. Μαζί του ήταν και πενήντα Γαλααδίτες. Αφού τον σκότωσε, βασίλεψε αυτός στη θέση του. Η υπόλοιπη ιστορία του Πεκαχία και η δράση του είναι όλα καταχωρισμένα στο Βιβλίο των Χρονικών των βασιλιάδων του Ισραήλ. Στο πεντηκοστό δεύτερο έτος της βασιλείας του Αζαρία στον Ιούδα, βασιλιάς του Ισραήλ στη Σαμάρεια έγινε ο Φεκάχ, γιος του Ρεμαλία, για είκοσι χρόνια. Ο Φεκάχ έπραξε ό,τι δυσαρεστεί τον Κύριο· δεν απέφυγε να επαναλάβει τις αμαρτίες του Ιεροβοάμ, γιου του Ναβάτ, ο οποίος είχε παρασύρει το λαό Ισραήλ να αμαρτήσει. Τον καιρό της βασιλείας του Φεκάχ στον Ισραήλ, ο βασιλιάς της Ασσυρίας Τιγλάθ-Πιλέσερ, ήρθε και κυρίεψε την Ιιών, την Αβέλ-Βαιθ-Μααχά, την Ιανώχ, την Κεδές, την Ασώρ, τη Γαλαάδ, τη Γαλιλαία, όλη την περιοχή της φυλής Νεφθαλί. Τους κατοίκους των τους οδήγησε αιχμαλώτους στην Ασσυρία. Τότε ο Ωσηέ, ο γιος του Ηλά, συνωμότησε εναντίον του Φεκάχ, γιου του Ρεμαλία, τον νίκησε και τον σκότωσε, κι έγινε αυτός βασιλιάς στη θέση του, το εικοστό έτος της βασιλείας του Ιωθάμ, γιου του Αζαρία. Η υπόλοιπη ιστορία του Φεκάχ και η δράση του είναι όλα καταχωρισμένα στο Βιβλίο των Χρονικών των βασιλιάδων του Ισραήλ. Το δεύτερο έτος της βασιλείας στον Ισραήλ του Φεκάχ, γιου του Ρεμαλία, βασιλιάς στον Ιούδα έγινε ο Ιωθάμ, γιος του Αζαρία, βασιλιά του Ιούδα, σε ηλικία είκοσι πέντε ετών. Βασίλεψε δεκαέξι χρόνια στην Ιερουσαλήμ· η μητέρα του ονομαζόταν Ιερουσά και ήταν κόρη του Σαδώκ. Ο Ιωθάμ έπραξε το σωστό ενώπιον του Κυρίου, όπως ακριβώς είχε κάνει ο πατέρας του, ο Αζαρίας. Αλλά οι ιεροί τόποι δεν καταργήθηκαν, και ο λαός συνέχιζε να προσφέρει εκεί θυσίες και θυμιάματα. Αυτός έχτισε την άνω πύλη του ναού του Κυρίου. Η υπόλοιπη ιστορία του Ιωθάμ και η δράση του είναι όλα γραμμένα στο Βιβλίο των Χρονικών των βασιλιάδων του Ιούδα. Τον καιρό της βασιλείας του Ιωθάμ, ο Κύριος άρχισε να στέλνει εναντίον του βασιλείου του Ιούδα, τον Ρεσίν, βασιλιά των Συρίων, και τον Φεκάχ, γιο του Ρεμαλία. Ο Ιωθάμ πέθανε κι ενταφιάστηκε με τους προγόνους του στην Πόλη Δαβίδ, του προπάτορά του. Στο θρόνο τον διαδέχτηκε ο γιος του ο Άχαζ. Το δέκατο έβδομο έτος της βασιλείας του Φεκάχ, γιου του Ρεμαλία, στον Ισραήλ, βασιλιάς στον Ιούδα έγινε ο Άχαζ, γιος του Ιωθάμ, σε ηλικία είκοσι ετών. Βασίλεψε στην Ιερουσαλήμ δεκαέξι χρόνια, αλλά δεν έπραξε το σωστό ενώπιον του Κυρίου, του Θεού του, όπως είχε κάνει ο Δαβίδ, ο πρόγονός του. Ακολούθησε το κακό παράδειγμα των βασιλιάδων του Ισραήλ· έφτασε μάλιστα στο σημείο να προσφέρει το γιο του ολοκαύτωμα στα είδωλα, σύμφωνα με τα βδελυρά έθιμα των εθνών εκείνων, που ο Κύριος τα είχε διώξει από τη χώρα τους για να κατοικήσουν οι Ισραηλίτες. Επίσης πρόσφερε θυσίες και θυμιάματα στους ιερούς τόπους, πάνω στους λόφους, κάτω από τις σκιές των δέντρων. Εκείνη την εποχή ο Ρεσίν, βασιλιάς της Συρίας και ο Φεκάχ, γιος του Ρεμαλία και βασιλιάς του Ισραήλ, ήρθαν να πολεμήσουν τον Άχαζ. Τον πολιόρκησαν μέσα στην Ιερουσαλήμ, αλλά δεν μπόρεσαν να τον νικήσουν. (Την ίδια εποχή, ο βασιλιάς της Εδώμ, ανακατέλαβε την Ελάθ για λογαριασμό της χώρας του. Έδιωξε τους υπηκόους του Ιούδα από την πόλη, και ήρθαν κι εγκαταστάθηκαν σ’ αυτήν Εδωμίτες, οι οποίοι και παραμένουν εκεί μέχρι σήμερα). Τότε ο Άχαζ έστειλε μήνυμα στο βασιλιά της Ασσυρίας, τον Τιγλάθ-Πιλέσερ, και του έλεγε: «Εγώ είμαι δούλος σου και γιος σου· έλα να με γλιτώσεις από το βασιλιά της Συρίας κι από το βασιλιά του Ισραήλ, που επιτίθενται εναντίον μου». Πήρε μάλιστα το ασήμι και το χρυσάφι που βρίσκονταν στο ναό του Κυρίου και στα θησαυροφυλάκια των ανακτόρων και τα έστειλε δώρο στο βασιλιά της Ασσυρίας. Έτσι ο βασιλιάς της Ασσυρίας τον άκουσε: Πήγε κι επιτέθηκε στην πόλη της Δαμασκού, την κυρίεψε και οδήγησε τους κατοίκους της αιχμαλώτους στην Κίρα· τον Ρεσίν τον σκότωσε. Όταν ο βασιλιάς Άχαζ πήγε στη Δαμασκό για να συναντήσει τον Τιγλάθ-Πιλέσερ, είδε το θυσιαστήριο στο ναό της Δαμασκού. Έστειλε, λοιπόν, στον ιερέα Ουρία το σχέδιο εκείνου του θυσιαστηρίου και τις διαστάσεις του με κάθε λεπτομέρεια. Ο Ουρίας έχτισε ένα θυσιαστήριο, σύμφωνα με τις οδηγίες που του έστειλε ο βασιλιάς Άχαζ, και μάλιστα το κατασκεύασε προτού ο βασιλιάς έρθει από τη Δαμασκό. Όταν γύρισε ο βασιλιάς και είδε το θυσιαστήριο, το πλησίασε και πρόσφερε ο ίδιος ολοκαύτωμα, μαζί και την αναίμακτη θυσία· έκανε τη σπονδή του κρασιού και ράντισε το θυσιαστήριο με το αίμα των θυσιών κοινωνίας. Έπειτα διέταξε και μετέφεραν το χάλκινο θυσιαστήριο, το αφιερωμένο στον Κύριο: από την πρόσοψη του ναού όπου βρισκόταν, το τοποθέτησαν δίπλα στο νέο θυσιαστήριο, προς βορράν, ώστε να μην είναι ανάμεσα στο νέο θυσιαστήριο και στο ναό του Κυρίου. Τέλος ο βασιλιάς Άχαζ έδωσε στον ιερέα Ουρία τη διαταγή: «Πάνω στο μεγάλο θυσιαστήριο θα προσφέρεις το πρωϊνό ολοκαύτωμα και τη βραδινή αναίμακτη θυσία, το ολοκαύτωμα του βασιλιά και τις δικές του αναίμακτες θυσίες, καθώς και τα ολοκαυτώματα όλου του λαού της χώρας, τις αναίμακτες θυσίες τους και τις σπονδές τους. Επίσης πάνω στο νέο θυσιαστήριο θα ρίχνεις το αίμα και του ολοκαυτώματος και των άλλων θυσιών. Όσο για το χάλκινο θυσιαστήριο, αυτό θα το χρησιμοποιώ εγώ για να παίρνω πάνω σ’ αυτό απάντηση από τον Κύριο». Ο Ουρίας έκανε ό,τι τον διέταξε ο βασιλιάς. Επίσης με διαταγή του βασιλιά Άχαζ έσπασαν τις άκρες των βάσεων και ξεκόλλησαν τους λουτήρες από τις βάσεις τους. Κατέβασαν και τη «θάλασσα» από τα χάλκινα βόδια που πάνω τους στηριζόταν, και την τοποθέτησαν κατ’ ευθείαν πάνω στο λιθόστρωτο. Τέλος ο Άχαζ, για να ευχαριστήσει το βασιλιά της Ασσυρίας, κατήργησε τη «Στοά του Σαββάτου», που οδηγούσε στο εσωτερικό του ναού, και την «Είσοδο του Βασιλιά», που βρισκόταν απ’ έξω. Η υπόλοιπη ιστορία του Άχαζ είναι καταχωρισμένη στο Βιβλίο των Χρονικών των βασιλιάδων του Ιούδα. Ο Άχαζ πέθανε κι ενταφιάστηκε μαζί με τους προγόνους του στην Πόλη Δαβίδ. Στο θρόνο τον διαδέχτηκε ο γιος του ο Εζεκίας. Το δωδέκατο έτος της βασιλείας του Άχαζ στον Ιούδα, βασιλιάς του Ισραήλ στη Σαμάρεια έγινε ο Ωσηέ, γιος του Ηλά, για εννιά χρόνια. Αυτός έπραξε ό,τι δυσαρεστεί τον Κύριο, όχι όμως όπως οι προηγούμενοί του βασιλιάδες του Ισραήλ. Ο Σαλμανεσέρ, βασιλιάς της Ασσυρίας, ήρθε να τον πολεμήσει· τότε ο Ωσηέ αναγκάστηκε να υποταχθεί σ’ αυτόν και να του πληρώνει φόρο υποτελείας. Ο βασιλιάς όμως της Ασσυρίας ανακάλυψε ότι ο Ωσηέ συνωμοτούσε εναντίον του: Είχε στείλει απεσταλμένους στο βασιλιά της Αιγύπτου, στη Σαΐς, ζητώντας βοήθεια και αρνιόταν να πληρώσει στην Ασσυρία τον ετήσιο φόρο υποτελείας. Έτσι ο βασιλιάς της Ασσυρίας συνέλαβε τον Ωσηέ και τον έκλεισε στη φυλακή. Έπειτα ο Σαλμανεσέρ μπήκε στη χώρα, έφτασε στη Σαμάρεια και την πολιορκούσε τρία χρόνια. Τελικά την κυρίεψε, το ένατο έτος της βασιλείας του Ωσηέ. Οδήγησε τους Ισραηλίτες αιχμαλώτους στην Ασσυρία και τους έβαλε να κατοικήσουν άλλους στην περιοχή της Χελάχ, άλλους κοντά στον ποταμό Χαβιώρ στην περιοχή της Γωζάν και άλλους στις πόλεις των Μήδων. Αυτό έγινε, επειδή οι Ισραηλίτες αμάρτησαν στον Κύριο, το Θεό τους, ο οποίος τους είχε βγάλει από την Αίγυπτο και τους είχε ελευθερώσει από τη δουλεία του Φαραώ. Αυτοί όμως έφτασαν να λατρεύουν άλλους θεούς· τηρούσαν τα έθιμα των εθνών εκείνων, που ο Κύριος τα είχε διώξει από τη χώρα τους για να κατοικήσουν οι Ισραηλίτες· επίσης τηρούσαν έθιμα που είχαν φέρει απ’ έξω οι βασιλιάδες του Ισραήλ. Έκαναν πράγματα απαράδεκτα για τον Κύριο, το Θεό τους: Καθιέρωσαν ιερούς τόπους σ’ όλη τη χώρα τους, από το πιο απομακρυσμένο παρατηρητήριο ως τις οχυρωμένες πόλεις. Έστησαν πέτρινες και ξύλινες λατρευτικές στήλες στα υψώματα, κάτω από τις σκιές των δέντρων. Κι εκεί, στους ιερούς τόπους, πρόσφεραν θυμίαμα, όπως έκαναν τα έθνη εκείνα, που ο Κύριος τα είχε διώξει από τη χώρα τους για να κατοικήσουν οι Ισραηλίτες. Αμάρτησαν σε βαθμό τέτοιο, που εξόργισαν τον Κύριο. Κι έφτασαν να λατρεύουν τα είδωλα, μολονότι ο Κύριος τους το είχε ρητά απαγορεύσει. Ο Κύριος προειδοποίησε και τον Ισραήλ και τον Ιούδα με τους απεσταλμένους και τους Βλέποντες: «Αφήστε», τους έλεγε, «τον κακό τρόπο ζωής σας και τηρήστε τις εντολές μου και τα προστάγματά μου, τα οποία βρίσκονται στο νόμο που έδωσα στους προγόνους σας και τον γνωστοποίησα και σ’ εσάς με τους δούλους μου, τους προφήτες». Αυτοί όμως πείσμωσαν και δεν άκουσαν, όπως δεν άκουγαν και οι πρόγονοί τους, που δεν πίστευαν στον Κύριο, το Θεό τους. Απέρριψαν τους νόμους που τους είχε δώσει ο Κύριος, τα προστάγματά του και τη διαθήκη, που είχε κάνει με τους προπάτορές τους. Προσκύνησαν κίβδηλους θεούς κι έγιναν και οι ίδιοι κίβδηλοι, όπως τα γύρω ειδωλολατρικά έθνη, που ο Κύριος τους είχε διατάξει να μην τα μιμηθούν. Αγνόησαν όλες τις εντολές του Κυρίου, του Θεού τους, και κατασκεύασαν δύο ομοιώματα μοσχαριών από χυτό μέταλλο. Ακόμη κατασκεύασαν και μια ξύλινη λατρευτική στήλη, προσκύνησαν τ’ αστέρια του ουρανού και λάτρεψαν το Βάαλ. Πρόσφεραν τους γιους και τις κόρες τους ολοκαύτωμα, επιδόθηκαν στη μαγεία και στη μαντεία και πούλησαν την ψυχή τους στο να αμαρτάνουν στον Κύριο, προκαλώντας έτσι την οργή του. Γι’ αυτό ο Κύριος ξέσπασε οργισμένος εναντίον των Ισραηλιτών κι έδιωξε από μπροστά του όλες τις φυλές τους, εκτός από τη φυλή Ιούδα. Αλλά ούτε κι ο λαος του Ιούδα τήρησαν τις εντολές του Κυρίου, του Θεού τους· υιοθέτησαν κι αυτοί τα ξενόφερτα έθιμα του Ισραήλ. Γι’ αυτό ο Κύριος απέρριψε τους Ισραηλίτες στο σύνολό τους. Τους παρέδωσε στην εξουσία λεηλατητών, για να τους ταπεινώσει, και τελικά τους έδιωξε μακριά του, στην εξορία. Όταν ο Κύριος χώρισε τα εδάφη του Ισραήλ από το βασίλειο που ίδρυσε ο Δαβίδ, οι Ισραηλίτες έκαναν βασιλιά τους τον Ιεροβοάμ, γιο του Ναβάτ, κι εκείνος τους οδήγησε μακριά από το δρόμο του Κυρίου και τους παρέσυρε σε φοβερές αμαρτίες. Από τότε οι Ισραηλίτες δεν έπαψαν να επαναλαμβάνουν όλες τις αμαρτίες του Ιεροβοάμ. Τελικά ο Κύριος έδιωξε τον Ισραήλ από μπροστά του, όπως το είχε προαναγγείλει με τους δούλους του, τους προφήτες. Έτσι οι Ισραηλίτες οδηγήθηκαν αιχμάλωτοι μακριά από τη χώρα τους, στην Ασσυρία, όπου βρίσκονται μέχρι σήμερα. Ο βασιλιάς της Ασσυρίας έφερε εποίκους από τη Βαβυλώνα, την Κουθά, την Αβά, τη Χαμάθ· έφερε και Σεφαρβίτες κι όλους αυτούς τους εγκατέστησε στις πόλεις της Σαμάρειας στα σπίτια των Ισραηλιτών. Έτσι πήραν στην κατοχή τους τη Σαμάρεια και κατοίκησαν στις γύρω πόλεις. Αυτοί, όταν αρχικά εγκαταστάθηκαν εκεί, δεν λάτρευαν τον Κύριο· έτσι ο Κύριος τους έστειλε λιοντάρια που κατασπάραξαν αρκετούς. Απευθύνθηκαν, λοιπόν, στο βασιλιά της Ασσυρίας και του είπαν: «Τα έθνη που μετέφερες και εγκατέστησες στις πόλεις της Σαμάρειας δε γνωρίζουν το νόμο του Θεού της χώρας· γι’ αυτό ο Θεός έστειλε λιοντάρια εναντίον τους και τους θανάτωσαν». Τότε ο βασιλιάς της Ασσυρίας έδωσε διαταγή και είπε: «Στείλτε εκεί έναν από τους εκτοπισμένους ιερείς, να πάει να μείνει μαζί τους και να τους διδάξει το νόμο του Θεού της χώρας». Έτσι ένας από τους ιερείς που είχαν εκτοπιστεί από τη Σαμάρεια ήρθε κι εγκαταστάθηκε στη Βαιθήλ και τους δίδαξε πώς να λατρεύουν τον Κύριο. Καθένας, όμως, απ’ αυτούς τους εποικισμένους πληθυσμούς κατασκεύαζαν στις πόλεις τους αγάλματα των δικών τους θεών και τα τοποθετούσαν στους ναούς των ιερών τόπων, ναούς που είχαν χτίσει από παλιά οι Σαμαρείτες. Οι Βαβυλώνιοι κατασκεύασαν το άγαλμα του Σουκκώθ-Βενώθ, οι Κουθαΐτες του Νεργάλ και οι Χαμαθίτες του Ασιμά. Οι Αβίτες κατασκεύασαν αγάλματα του Νιβχάζ και του Ταρτάκ και οι Σεφαρβίτες πρόσφεραν τα παιδιά τους ολοκαύτωμα στον Αδραμμέλεχ και στον Αναμμέλεχ, θεούς των Σεφαρβιτών. Συγχρόνως λάτρευαν και τον Κύριο. Επίσης όρισαν απ’ ανάμεσά τους τους ιερείς των ιερών τόπων, που θα θυσίαζαν γι’ αυτούς στους ναούς εκεί. Έτσι λάτρευαν τον Κύριο, αλλά παράλληλα λάτρευαν και τους θεούς τους, σύμφωνα με τα έθιμα των χωρών απ’ τις οποίες προέρχονταν. Μέχρι και σήμερα οι απόγονοί τους τηρούν τα παλαιά έθιμά τους. Δε σέβονται τον Κύριο ούτε εφαρμόζουν τα προστάγματα και τις διαταγές του, το νόμο και τις εντολές που ο ίδιος είχε δώσει στους απογόνους του Ιακώβ, τον οποίο είχε ονομάσει Ισραήλ. Κι όμως, ο Κύριος είχε συνάψει διαθήκη μ’ αυτούς και τους είχε δώσει και τις εξής εντολές: «Δε θα υπολογίζετε άλλους θεούς, δε θα τους προσκυνάτε, δε θα τους λατρεύετε ούτε θα θυσιάζετε σ’ αυτούς. Τον Κύριο θα λατρεύετε, που σας έβγαλε από την Αίγυπτο με μεγάλη κι ακαταμάχητη δύναμη· αυτόν θα σέβεστε, αυτόν θα προσκυνάτε και σ’ αυτόν θα θυσιάζετε. Μόνο τον Κύριο, το Θεό σας, θα σέβεστε κι αυτός θα σας ελευθερώνει απ’ όλους τους εχθρούς σας». Εκείνοι όμως αρνήθηκαν να υπακούσουν· συνέχισαν να ζουν σύμφωνα με τις παλαιές τους συνήθειες. Έτσι όλοι αυτοί οι πληθυσμοί από τη μια μεριά σέβονταν τον Κύριο, παράλληλα όμως λάτρευαν τα γλυπτά είδωλά τους. Το ίδιο γίνεται μέχρι σήμερα: τα παιδιά τους και στη συνέχεια όλοι οι απόγονοί τους μιμούνται τους προγόνους τους. Το τρίτο έτος της βασιλείας του Ωσηέ, γιου του Ηλά στον Ισραήλ, βασιλιάς στον Ιούδα έγινε ο Εζεκίας, γιος του Άχαζ, σε ηλικία είκοσι πέντε ετών. Βασίλεψε είκοσι εννιά χρόνια στην Ιερουσαλήμ· η μητέρα του ονομαζόταν Αβί και ήταν κόρη του Ζαχαρία. Ο Εζεκίας έπραξε το σωστό ενώπιον του Κυρίου, όπως ακριβώς είχε κάνει ο Δαβίδ, ο πρόγονός του. Κατήργησε τους ιερούς τόπους, έσπασε τις πέτρινες και κατέστρεψε τις ξύλινες λατρευτικές στήλες· επίσης κομμάτιασε το χάλκινο φίδι που είχε κατασκευάσει ο Μωυσής, γιατί μέχρι εκείνη την εποχή οι Ισραηλίτες πρόσφεραν σ’ αυτό θυμίαμα και το είχαν ονομάσει «Νεχουσθάν» (Χάλκινο Είδωλο Φιδιού). Ο Εζεκίας πίστευε στον Κύριο, το Θεό του Ισραήλ, πολύ περισσότερο απ’ όλους τους βασιλιάδες του Ιούδα που προηγήθηκαν απ’ αυτόν ή που τον διαδέχτηκαν. Έμεινε πιστός στον Κύριο χωρίς ποτέ να τον απαρνηθεί· εκτελούσε όλες τις εντολές που είχε δώσει ο Κύριος στο Μωυσή. Έτσι ο Κύριος ήταν μαζί του και είχε επιτυχία σε κάθε ενέργειά του. Δε θέλησε να υποταχθεί στο βασιλιά της Ασσυρίας κι επαναστάτησε εναντίον του. Πολέμησε τους Φιλισταίους και τους καταδίωξε ως τη Γάζα, καταστρέφοντας την περιοχή της, από το πιο απομακρυσμένο παρατηρητήριο ως τις οχυρωμένες πόλεις. Το τέταρτο έτος της βασιλείας του Εζεκία, που αντιστοιχεί στο έβδομο έτος της βασιλείας στον Ισραήλ του Ωσηέ, γιου του Ηλά, ο Σαλμανεσέρ, βασιλιάς της Ασσυρίας, έκανε εκστρατεία εναντίον της Σαμάρειας και την πολιόρκησε. Μετά από τρία χρόνια πολιορκίας κυρίεψε τη Σαμάρεια, το έκτο έτος της βασιλείας του Εζεκία, που αντιστοιχεί στο ένατο έτος της βασιλείας του Ωσηέ. Ο βασιλιάς της Ασσυρίας οδήγησε αιχμαλώτους τους Ισραηλίτες στην Ασσυρία και τους εγκατέστησε άλλους στην περιοχή της Χελάχ, άλλους στον ποταμό Χαβιώρ, στην περιοχή της Γωζάν, και άλλους στις πόλεις των Μήδων. Όλο αυτό έγινε, επειδή οι Ισραηλίτες δεν υπάκουσαν στον Κύριο, το Θεό τους, κι έγιναν παραβάτες της διαθήκης του. Δεν έδωσαν καμιά σημασία σ’ αυτά που τους είχε διατάξει ο Μωυσής, ο δούλος του Κυρίου, και δεν τα έθεσαν σ’ εφαρμογή. Το δέκατο τέταρτο έτος της βασιλείας του Εζεκία, ο Σενναχηρίμ, βασιλιάς της Ασσυρίας, έκανε επίθεση σ’ όλες τις οχυρές πόλεις του βασιλείου του Ιούδα και τις κυρίεψε. Ο βασιλιάς του Ιούδα Εζεκίας έστειλε αγγελιοφόρους στο βασιλιά της Ασσυρίας, στη Λαχίς, με το ακόλουθο μήνυμα: «Έκανα λάθος· φύγε από το έδαφός μου και ο,τιδήποτε μου επιβάλεις θα το δεχτώ». Έτσι ο βασιλιάς της Ασσυρίας υποχρέωσε τον Εζεκία να πληρώσει τριακόσια τάλαντα ασήμι και τριάντα τάλαντα χρυσάφι. Ο Εζεκίας του έδωσε όλο το ασήμι που βρισκόταν στο ναό του Κυρίου και στα θησαυροφυλάκια των ανακτόρων. Χρειάστηκε μάλιστα να βγάλει όλο το χρυσάφι με το οποίο ο ίδιος είχε επικαλύψει τις πόρτες του ναού του Κυρίου και τις παραστάδες και να το δώσει στο βασιλιά των Ασσυρίων. Τότε ο βασιλιάς της Ασσυρίας έστειλε από τη Λαχίς τον αρχιστράτηγό του, τον αρχηγό του επιτελείου του και τον υπασπιστή του με πολύ στρατό, εναντίον του βασιλιά Εζεκία στην Ιερουσαλήμ. Αυτοί, μόλις έφτασαν στην πόλη, πήραν θέσεις πλάι στον αγωγό της επάνω δεξαμενής, που βρίσκεται στο δημόσιο δρόμο ο οποίος οδηγεί στον αγρό του Λευκαντή. Όταν ζήτησαν το βασιλιά Εζεκία, τους παρουσιάστηκαν ο Ελιακίμ, γιος του Χελκία, οικονόμος των ανακτόρων, ο Σεβνά, γραμματέας, και ο Ιωάχ, γιος του Ασάφ, υπομνηματογράφος. Τότε ο Ασσύριος υπασπιστής τούς είπε: «Δώστε στον Εζεκία, αυτό το μήνυμα εκ μέρους του μεγάλου βασιλιά, του βασιλιά της Ασσυρίας: Πού στηρίζεις αυτή την εμπιστοσύνη σου; Νομίζεις ότι τα κούφια λόγια είναι συμβουλή και δύναμη για τον πόλεμο; Σε ποιον στηρίζεσαι τώρα, και επαναστατείς εναντίον μου; Στην Αίγυπτο, σ’ αυτό το σπασμένο καλάμι, που αν κανείς στηριχτεί πάνω του θα τον τρυπήσει και θα μπει στο χέρι του; Τέτοιος είναι ο Φαραώ, ο βασιλιάς της Αιγύπτου, για κείνους που στηρίζονται σ’ αυτόν. Θα μου πείτε όμως ότι στηρίζεστε στον Κύριο, το Θεό σας. Μα δεν ήσουν εσύ, Εζεκία, που κατάργησες τους ιερούς τόπους και τα θυσιαστήρια, και διέταξες τη φυλή Ιούδα και τους κατοίκους της Ιερουσαλήμ, να εκτελούν τα της λατρείας τους μόνο μπροστά στο θυσιαστήριο της Ιερουσαλήμ; Τώρα, λοιπόν, ο κύριός μου, ο βασιλιάς της Ασσυρίας σας προτείνει το εξής στοίχημα: Θα σας δώσω δύο χιλιάδες άλογα, αν εσείς από μέρους σας μπορέσετε να βρείτε ανθρώπους να τα ιππεύσουν. Αλλά πώς θα μπορέσετε να αντιμετωπίσετε την επίθεση ακόμη και ενός από τους τελευταίους αξιωματικούς του κυρίου μου; Και όμως εμπιστευόσαστε στην Αίγυπτο για άμαξες και ιππικό. Ο βασιλιάς της Ασσυρίας επίσης σας λέει: Νομίζετε ότι τώρα εγώ ήρθα εναντίον του τόπου αυτού, για να τον καταστρέψω, χωρίς τη συγκατάθεση του Κυρίου; Ο Κύριος μου είπε: “κάνε επίθεση ενάντια σ’ αυτή τη χώρα και κατάστρεψέ την”». Τότε ο Ελιακίμ, γιος του Χελκία, ο Σεβνά και ο Ιωάχ είπαν στον Ασσύριο υπασπιστή: «Μίλησε σ’ εμάς, τους δούλους σου, στην αραμαϊκή γλώσσα· την καταλαβαίνουμε. Μη μας μιλάς στα εβραϊκά, γιατί ακούει ο λαός που είναι πάνω στο τείχος». Ο υπασπιστής όμως τους απάντησε: «Θαρρείτε πως ο κύριός μου μ’ έστειλε να πω αυτά τα λόγια μόνο στον κύριό σας και σ’ εσάς; Όχι· μ’ έστειλε να τα πω και στους άντρες που είναι πάνω στο τείχος, και που σε λίγο θ’ αναγκαστούν, όπως κι εσείς να φάνε τα περιττώματά τους και να πιουν τα ούρα τους». Τότε ο υπασπιστής σηκώθηκε και φώναξε στην εβραϊκή γλώσσα, με δυνατή φωνή: «Ακούστε», είπε, «τα λόγια του μεγάλου βασιλιά, του βασιλιά της Ασσυρίας! Μην αφήνετε τον Εζεκία να σας εξαπατάει, λέει ο βασιλιάς, γιατί δε θα μπορέσει να σας γλιτώσει από την εξουσία μου. Μη σας κάνει ο Εζεκίας να εμπιστεύεστε στον Κύριο, λέγοντάς σας ότι ο Κύριος το δίχως άλλο θα σας λυτρώσει και ότι η πόλη αυτή δε θα παραδοθεί στην εξουσία του βασιλιά της Ασσυρίας. Μην ακούτε τον Εζεκία! Το βασιλιά της Ασσυρίας ν’ ακούστε: Κάντε ειρήνη μαζί μου, λέει, και παραδοθείτε σ’ εμένα, και τότε θα μπορεί καθένας σας να τρώει από τ’ αμπέλι του και τη συκιά του, και να πίνει νερό από τη δεξαμενή του, ώσπου να ’ρθώ και να σας μεταφέρω μακριά, σε μια χώρα σαν τη δική σας, πλούσια σε σιτάρι και κρασί, πλούσια σε ψωμί κι αμπέλια, σε λάδι και σε μέλι, για να ζήσετε και να μην πεθάνετε. Μην ακούτε τον Εζεκία που σας παραπλανάει και σας λέει ότι τάχα ο Κύριος θα σας σώσει. Ποιος, αλήθεια, από τους θεούς των εθνών έσωσε τη χώρα του από την κυριαρχία του βασιλιά της Ασσυρίας; Πού είναι οι θεοί της Χαμάθ και της Αρφάδ; Πού είναι οι θεοί των Σεφαρβιτών, της Ενά και της Αβά; Πού είναι οι θεοί της Σαμάρειας; Μπόρεσαν μήπως να μ’ εμποδίσουν από του να κατακτήσω την πόλη; Ποιοι από τους θεούς όλων αυτών των χωρών έσωσαν τη χώρα τους από την κυριαρχία μου για να σώσει κι ο Κύριος την Ιερουσαλήμ;» Ο λαός παρακολουθούσε σιωπηλός. Δεν του αποκρίθηκε λέξη, γιατί ο ίδιος ο βασιλιάς τούς είχε διατάξει να μην του απαντήσουν. Τότε ο Ελιακίμ, γιος του Χελκία, και οικονόμος των ανακτόρων, ο γραμματέας Σεβνά κι ο υπομνηματογράφος Ιωάχ, γιος του Ασάφ, ήρθαν στον Εζεκία με σχισμένα τα ρούχα τους απ’ την απόγνωση και του ανέφεραν τα λόγια του Ασσύριου υπασπιστή. Ο βασιλιάς Εζεκίας, μόλις τ’ άκουσε αυτά, έσκισε τα ρούχα του, ντύθηκε στα πένθιμα και μπήκε στο ναό του Κυρίου. Συγχρόνως έστειλε τον Ελιακίμ, οικονόμο των ανακτόρων, το γραμματέα Σεβνά και τους πιο ηλικιωμένους από τους ιερείς, ντυμένους στα πένθιμα, στον προφήτη Ησαΐα, γιο του Αμώς, με το ακόλουθο μήνυμα: «Άκου τι λέει ο Εζεκίας: Σήμερα είναι μέρα θλίψης, τιμωρίας και ντροπής, γιατί είμαστε σαν τα παιδιά που ήρθε η ώρα τους να γεννηθούν, αλλά η μάνα τους δεν έχει δύναμη να τα φέρει στον κόσμο. Αν ο Κύριος, ο Θεός σου, άκουσε όλα αυτά που ξεστόμισε ο υπασπιστής του βασιλιά της Ασσυρίας, που ο κύριός του τον έστειλε για να προσβάλει τον αληθινό Θεό, μπορεί να τον τιμωρήσει γι’ αυτά που είπε. Γι’ αυτό εσύ προσευχήσου γι’ αυτό το υπόλοιπο, που απέμεινε από το λαό». Όταν οι άνθρωποι του βασιλιά Εζεκία, ήρθαν στον Ησαΐα, ο προφήτης τούς είπε: «Να μεταφέρετε στον κύριό σας αυτό το μήνυμα εκ μέρους του Κυρίου: Μη φοβάσαι από τα λόγια που άκουσες, με τα οποία με πρόσβαλαν οι άνθρωποι του βασιλιά της Ασσυρίας. Εγώ θα του εμπνεύσω τέτοια διάθεση, ώστε όταν ακούσει κάποια φήμη, να γυρίσει στη χώρα του· και θα κάνω ώστε εκεί στη χώρα του να δολοφονηθεί». Ο υπασπιστής του βασιλιά της Ασσυρίας έμαθε πως ο κύριός του είχε φύγει από τη Λαχίς και πολεμούσε εναντίον της Λιβνά· γι’ αυτό πήγε εκεί να τον βρει. Θα έχεις ακούσει, βέβαια, τα όσα έκαναν οι βασιλιάδες της Ασσυρίας σ’ όλες τις άλλες χώρες και πώς τις ερήμωσαν· κι εσύ φαντάζεσαι πως θα γλιτώσετε; Όταν οι πρόγονοί μου κατέστρεφαν τη Γωζάν, τη Χαρράν, τη Ρεσέφ και τους Εδωμίτες της Θελασσάρ, μήπως οι θεοί εκείνων των εθνών μπόρεσαν να τα σώσουν; Πού είναι οι βασιλιάδες της Χαμάθ και της Αρφάδ ή οι βασιλιάδες των Σεφαρβιτών, της Ενά και της Αβά;» Ο Εζεκίας πήρε το γράμμα που του έφεραν οι απεσταλμένοι του και το διάβασε. Έπειτα ανέβηκε στο ναό του Κυρίου, το ξετύλιξε ενώπιον του Κυρίου και προσευχήθηκε μ’ αυτά τα λόγια: «Κύριε, Θεέ του Ισραήλ, εσύ που έχεις το θρόνο σου πάνω από τα χερουβίμ, εσύ είσαι ο Θεός, μόνον εσύ, για όλα τα βασίλεια της γης· εσύ δημιούργησες τον ουρανό και τη γη. Άνοιξε, Κύριε, τα μάτια σου και κοίταξε. Γείρε, Κύριε, το αυτί σου κι άκουσε όλα τα λόγια που οι απεσταλμένοι του Σενναχηρίμ ξεστόμισαν για να προσβάλουν εσένα, τον αληθινό Θεό. Αλήθεια, Κύριε, οι βασιλιάδες της Ασσυρίας εξαφάνισαν τα άλλα έθνη κι ερήμωσαν τις χώρες τους. Έριξαν τους θεούς τους στη φωτιά, γιατί εκείνοι δεν ήτανε θεοί, αλλά ανθρώπινα κατασκευάσματα από ξύλα και πέτρες, και γι’ αυτό μπόρεσαν και τους κατέστρεψαν. Αλλά εσύ, Κύριε Θεέ μας, σώσε μας τώρα απ’ τα νύχια του Σενναχηρίμ, για να μάθουν όλα τα βασίλεια της γης ότι εσύ, Κύριε, είσαι ο μόνος Θεός». Τότε ο Ησαΐας, γιος του Αμώς, έστειλε αυτό το μήνυμα στον Εζεκία: «Ορίστε τι λέει ο Κύριος, ο Θεός του Ισραήλ: Άκουσα την προσευχή σου σ’ εμένα σχετικά με το Σενναχηρίμ, βασιλιά της Ασσυρίας. Άκου τώρα τι λέω εγώ, ο Κύριος, εναντίον του: Σε καταφρονάει, σε χλευάζει η παρθένα, η πόλη της Σιών! Σε περιγελάει κουνώντας το κεφάλι της η πόλη της Ιερουσαλήμ! Ποιον έβρισες και ποιον βλασφήμησες; Σε ποιον ενάντια τη φωνή σου ύψωσες, και τον κοίταξες υπεροπτικά; Ενάντια στον Άγιο Θεό του Ισραήλ! Τους δούλους σου έστειλες για να προσβάλεις, εμένα, τον Κύριο, και είπες: “Εγώ με τις πολλές μου άμαξες σκάλωσα στις βουνοκορφές, στις άκριες του Λιβάνου. Έκοψα τα ψηλά τα κέδρα του, τα πιο όμορφά του κυπαρίσσια, κι έφτασα στην ψηλότερη κορφή του, στο δάσος του το πιο πυκνό. Πηγάδια έσκαψα κι άλλων λαών ήπια νερό· και με τα ίχνη των ποδιών μου ξέρανα τα ποτάμια όλα της Αιγύπου”. Δεν έχεις όμως ακουστά, Σενναχηρίμ, ότι εγώ όλα αυτά τα προετοίμασα εδώ και πολλά χρόνια και τα σχεδίασα απ’ τον παλιό καιρό; Τώρα, λοιπόν, τα εκτελώ, για να μπορείς εσύ να κάνεις τις πόλεις τις οχυρωμένες σωρούς ερείπια. Τρομάξανε οι κάτοικοί τους κι από το φόβο τους παρέλυσαν· με το χορτάρι μοιάσανε του αγρού και με την τρυφερή τη χλόη, με το χορτάρι που φυτρώνει στη σκεπή και πριν αναπτυχθεί ξεραίνεται. Ξέρω για σε τα πάντα: Τι κάνεις και πού πας, και τη μανία που σε πιάνει εναντίον μου. Μάνιασες εναντίον μου κι άκουσα τα προσβλητικά σου λόγια. Γι’ αυτό θα σε δαμάσω βάζοντας κρίκο στα ρουθούνια σου και μες στο στόμα σου το χαλινάρι μου· και θα σε κάνω να γυρίσεις στην πατρίδα σου από τον ίδιο δρόμο που είχες πάρει για να ’ρθείς. »Και σ’ εσένα, Εζεκία, δίνω αυτό το σημείο: Αυτό το χρόνο και τον επόμενο θα φάτε ό,τι φυτρώνει από μόνο του. Τον τρίτο όμως χρόνο θα σπείρετε και θα θερίσετε, θα φυτέψετε αμπέλια και θα φάτε τον καρπό τους. Όσο για το υπόλοιπο που θα μείνει από τους απογόνους του Ιούδα, θα ριζοβολήσει βαθιά μέσα στη γη και τα κλαδιά του θα γεμίσουν καρπό. Από την Ιερουσαλήμ θα βγει ένας λαός επιζώντων, από το όρος Σιών θ’ ανορθωθούν αυτοί που θα ’χουν διασωθεί. Αυτό θα το ’χω κάνει εγώ, ο Κύριος του σύμπαντος, με τη φλογερή αγάπη μου». Και τώρα, να τι αναγγέλλει ο Κύριος για το βασιλιά της Ασσυρίας: «Σ’ αυτή την πόλη δεν θα μπει ούτε σ’ αυτήν θα ρίξει βέλος. Δε θα της επιτεθεί προβάλλοντας ασπίδες εναντίον της ούτ’ εναντίον της πρόχωμα θα σηκώσει. Από τον ίδιο δρόμο που ήρθε, θα γυρίσει πίσω. Αλλά σ’ αυτή την πόλη δε θα μπει. Εγώ, ο Κύριος, το λέω. Θα υπερασπιστώ την Ιερουσαλήμ και θα τη σώσω, για να τιμήσω τ’ όνομά μου και την υπόσχεση που έχω δώσει στο Δαβίδ, το δούλο μου». Τη νύχτα εκείνη βγήκε στο στρατόπεδο των Ασσυρίων ο άγγελος του Κυρίου και θανάτωσε εκατόν ογδόντα πέντε χιλιάδες άντρες. Κι όταν σηκώθηκαν νωρίς το πρωί όσοι είχαν μείνει ζωντανοί, αντίκρυσαν γύρω τους πτώματα. Αμέσως τότε ο βασιλιάς Σενναχηρίμ έλυσε την πολιορκία και γύρισε στη πρωτεύουσά του, τη Νινευή. Μια μέρα, εκεί που προσκυνούσε στο ναό του Νισρώκ, του θεού του, δύο από τους γιους του, ο Αδραμμέλεκ και ο Σαρεσέρ, τον δολοφόνησαν με ξίφος κι ύστερα κατέφυγαν στη χώρα Αραράτ. Στο θρόνο τον διαδέχτηκε ένας άλλος γιος του, ο Εσαρχαδδών. Εκείνη την εποχή ο βασιλιάς Εζεκίας αρρώστησε τόσο βαριά, που κινδύνευε να πεθάνει. Τότε τον επισκέφθηκε ο προφήτης Ησαΐας, γιος του Αμώς, και του είπε: «Άκου τι λέει ο Κύριος: Τακτοποίησε τις υποθέσεις του σπιτιού σου, γιατί δε θα ζήσεις για πολύ ακόμη. Θα πεθάνεις». Ο Εζεκίας γύρισε τότε το πρόσωπό του στον τοίχο και προσευχήθηκε στον Κύριο: «Κύριε», είπε, «θυμήσου, σε παρακαλώ, πώς έζησα ενώπιόν σου με πιστότητα και με ευθύτητα καρδιάς, κι έπραξα ό,τι σου ήταν αρεστό!» Κι άρχισε να κλαίει γοερά. Πριν βγει ο Ησαΐας από τη μεσαία αυλή, ήρθε σ’ αυτόν λόγος του Κυρίου: «Γύρνα πίσω», του είπε ο Κύριος, «και πες στον Εζεκία, τον άρχοντα του λαού μου: “Ο Κύριος ο Θεός του Δαβίδ, του προγόνου σου, λέει: Άκουσα την προσευχή σου και είδα τα δάκρυά σου. Θα σε κάνω, λοιπόν, καλά· την τρίτη μέρα θ’ ανεβείς στο ναό του Κυρίου. Θα σου δώσω άλλα δεκαπέντε χρόνια ζωής, και θα σας ελευθερώσω εσένα και την πόλη αυτή, από το βασιλιά της Ασσυρίας. Θα υπερασπιστώ αυτή την πόλη για να τιμήσω το όνομά μου και την υπόσχεση που έδωσα στο Δαβίδ, το δούλο μου”». Μετά ο Ησαΐας είπε να ετοιμάσουν ένα κατάπλασμα από σύκα και να το βάλουν πάνω στην πληγή, για να γιατρευτεί ο βασιλιάς. Ο Εζεκίας ρώτησε τον Ησαΐα: «Ποιο είναι το σημείο ότι ο Κύριος θα με κάνει καλά και ότι θ’ ανεβώ την τρίτη μέρα στο ναό του;» Ο Ησαΐας απάντησε: «Τι θέλεις: να μετακινηθεί η σκιά δέκα σκαλοπάτια μπρος ή δέκα σκαλοπάτια πίσω; Αυτό θα είναι το σημείο από τον Κύριο, ότι θα εκπληρώσει την υπόσχεσή του». Ο Εζεκίας απάντησε: «Είναι ευκολότερο να μετακινηθεί η σκιά δέκα σκαλοπάτια μπρος· καλύτερα ας μετακινηθεί δέκα σκαλοπάτια πίσω». Τότε ο προφήτης Ησαΐας προσευχήθηκε στον Κύριο, κι ο Κύριος μετακίνησε τη σκιά δέκα σκαλοπάτια πίσω στη σκάλα που είχε κατασκευάσει ο βασιλιάς Άχαζ. Την ίδια εποχή, ο βασιλιάς της Βαβυλώνας Μερωδάχ-Βαλαδάν, γιος του Βαλαδάν, όταν έμαθε πως ο Εζεκίας ήταν άρρωστος, του έστειλε με πρεσβευτές του δώρα και μια επιστολή. Ο Εζεκίας δέχθηκε τους απεσταλμένους και τους έδειξε ό,τι βρισκόταν στα θησαυροφυλάκιά του, το ασήμι και το χρυσάφι, τα αρώματα και τα πολύτιμα μύρα· τους έδειξε και τα οπλοστάσιά του. Δεν άφησε τίποτα στο ανάκτορό του ή σ’ όλο του το βασίλειο, που να μην τους το δείξει. Μετά απ’ αυτά ήρθε ο προφήτης Ησαΐας στο βασιλιά Εζεκία και τον ρώτησε: «Από πού σου ήρθαν αυτοί οι άνθρωποι και τι σου είπαν;» Ο Εζεκίας απάντησε: «Ήρθαν από μακρινή χώρα, από τη Βαβυλώνα, για να με δουν». Ο προφήτης ξαναρώτησε: «Τι είδαν στο ανάκτορό σου;» Ο Εζεκίας απάντησε: «Ό,τι υπάρχει εκεί το είδαν· τίποτα δεν άφησα στα θησαυροφυλάκιά μου, που να μην τους το δείξω». Τότε ο Ησαΐας είπε στον Εζεκία: «Άκου το λόγο του Κυρίου: Έρχονται μέρες που ό,τι υπάρχει στο ανάκτορό σου και το αποταμίευσαν εκεί οι πρόγονοί σου μέχρι σήμερα, θα μεταφερθεί στη Βαβυλώνα· τίποτα δεν θα μείνει εδώ, λέει ο Κύριος. Θα πάρουν ακόμα και μερικά από τα παιδιά σου, απ’ αυτά που θα ’χουν γεννηθεί από σένα, για να γίνουν ευνούχοι στ’ ανάκτορα του βασιλιά της Βαβυλώνας». Ο Εζεκίας απάντησε στον Ησαΐα: «Ο λόγος που μου αναγγέλλει ο Κύριος είναι καλός». Και μέσα του σκεφτόταν: «Όσο ζω εγώ θα υπάρχει ειρήνη κι ασφάλεια. Τίποτα δεν πρόκειται να συμβεί». Η υπόλοιπη ιστορία του Εζεκία είναι καταχωρισμένη στο Βιβλίο των Χρονικών των βασιλιάδων του Ιούδα. Εκεί αναφέρονται όλα τα κατορθώματά του, και πώς κατασκεύασε τη δεξαμενή και το υδραγωγείο και έφερε νερό στην Ιερουσαλήμ. Όταν πέθανε ο Εζεκίας, τον διαδέχτηκε στο θρόνο ο γιος του ο Μανασσής. Ο Μανασσής ήταν δώδεκα ετών όταν έγινε βασιλιάς και βασίλεψε πενήντα πέντε χρόνια στην Ιερουσαλήμ· η μητέρα του ονομαζόταν Εφσιβά. Ο Μανασσής έπραξε ό,τι δυσαρεστεί τον Κύριο, τηρώντας τα βδελυρά έθιμα των εθνών εκείνων, που ο Κύριος τα είχε διώξει από τη χώρα τους για να κατοικήσουν οι Ισραηλίτες. Έθεσε πάλι σε λειτουργία τους ιερούς τόπους που τους είχε καταστρέψει ο πατέρας του ο Εζεκίας· κατασκεύασε θυσιαστήρια για το Βάαλ· έστησε μια ξύλινη λατρευτική στήλη, όπως είχε κάνει ο Αχαάβ, ο βασιλιάς του Ισραήλ· και πρόσφερε λατρεία στ’ αστέρια του ουρανού και τα προσκύνησε. Επίσης έχτισε ειδωλολατρικά θυσιαστήρια μέσα στο ναό του Κυρίου στην Ιερουσαλήμ, για τον οποίο ο Κύριος είχε πει: «Εκεί θα λατρεύεται το όνομά μου». Έχτισε θυσιαστήρια για τ’ αστέρια του ουρανού στις δύο αυλές του ναού του Κυρίου. Πρόσφερε το γιο του ολοκαύτωμα, ασκούσε μαντεία και μαγεία, προσέλαβε στην υπηρεσία του νεκρομάντεις και μάγους. Έκανε πολλά, με τα οποία δυσαρέστησε τον Κύριο και προκάλεσε την οργή του. Επίσης ο Μανασσής κατασκεύασε ένα ξόανο της Ασερά και το έστησε μέσα στο ναό, για τον οποίον ο Κύριος είχε πει στο Δαβίδ και στο γιο του το Σολομώντα: «Στο ναό αυτόν και στην Ιερουσαλήμ, την πόλη που διάλεξα μέσα απ’ όλες τις φυλές του Ισραήλ, θα λατρεύεται το όνομά μου για πάντα. Και αν οι Ισραηλίτες προσέχουν να κάνουν ακριβώς όλα όσα τους διέταξα, τηρώντας όλο το νόμο που τους έδωσε ο δούλος μου ο Μωυσής, δε θα τους υποχρεώσω πια να περιπλανιούνται έξω από τη χώρα που έδωσα στους προγόνους τους». Αυτοί όμως δεν υπάκουσαν, κι ο Μανασσής τους παρέσυρε και έκαναν χειρότερα απ’ ό,τι τα έθνη εκείνα, που ο Κύριος τα είχε διώξει από τη χώρα τους για να κατοικήσουν οι Ισραηλίτες. Τότε ο Κύριος έστειλε με τους δούλους του, τους προφήτες, αυτό το μήνυμα: «Ο Μανασσής, βασιλιάς του Ιούδα, έπραξε όλες αυτές τις βδελυρές πράξεις κι έκανε πολύ φοβερότερα πράγματα από κείνα που είχαν κάνει στο παρελθόν οι Αμορραίοι· επίσης έγινε αιτία για το λαό του Ιούδα να αμαρτήσει με τα είδωλά του. Γι’ αυτό εγώ ο Κύριος, ο Θεός του Ισραήλ, λέω: Θα προξενήσω τέτοια συμφορά στην Ιερουσαλήμ και στον Ιούδα, ώστε όποιος τ’ ακούει, να του έρχεται ζάλη. Θ’ απλώσω πάνω στην Ιερουσαλήμ το σχοινί με το οποίο μέτρησα τη Σαμάρεια, το μέτρο που μ’ αυτό μετρούσα την οικογένεια του Αχαάβ. Θα σκουπίσω την Ιερουσαλήμ από τους κατοίκους της, όπως σκουπίζουν το πιάτο κι ύστερα το γυρίζουν ανάποδα. Θα εγκαταλείψω όσους θα έχουν επιζήσει από το λαό μου και θα τους παραδώσω στην εξουσία των εχθρών τους, οι οποίοι θα τους λαφυραγωγήσουν και θα τους απογυμνώσουν. Επειδή έπραξαν ασταμάτητα το κακό ενώπιόν μου και με εξοργίζουν από την ημέρα που οι πρόγονοί τους βγήκαν από την Αίγυπτο, μέχρι σήμερα». Ο βασιλιάς Μανασσής παρέσυρε στην αμαρτία του το λαό του Ιούδα, εξωθώντας τον να πράττει το κακό ενώπιον του Κυρίου. Κι επιπλέον σκότωσε τόσους αθώους, ώστε γέμισε την Ιερουσαλήμ με αίμα από τη μία άκρη ως την άλλη. Η υπόλοιπη ιστορία του Μανασσή είναι καταχωρισμένη στο Βιβλίο των Χρονικών των βασιλιάδων του Ιούδα. Εκεί αναφέρεται όλη η δράση του και η αμαρτία που έπραξε. Ο Μανασσής πέθανε κι ενταφιάστηκε στον κήπο του ανακτόρου του, που ονομάζεται και «κήπος του Ουζζά». Στο θρόνο τον διαδέχτηκε ο γιος του ο Αμών. Ο Αμών ήταν είκοσι δύο ετών όταν έγινε βασιλιάς, και βασίλεψε δύο χρόνια στην Ιερουσαλήμ. Η μητέρα του ονομαζόταν Μεσουλλεμέθ και ήταν κόρη του Χαρούς, από την Ιοτεβά. Ο Αμών έπραξε ό,τι δυσαρεστεί τον Κύριο, όπως είχε κάνει κι ο πατέρας του ο Μανασσής. Βάδισε στ’ αχνάρια του: Πρόσφερε λατρεία στα είδωλα που είχε προσφέρει κι εκείνος και τα προσκύνησε. Εγκατέλειψε τον Κύριο, το Θεό των προγόνων του· δε συμπεριφέρθηκε όπως ήθελε εκείνος. Τελικά, οι αξιωματούχοι του συνωμότησαν εναντίον του και τον θανάτωσαν μέσα στο παλάτι. Ο λαός όμως της χώρας σκότωσε τους συνωμότες κι έκανε βασιλιά στη θέση του Αμών το γιο του τον Ιωσία. Όλη η υπόλοιπη ιστορία του Αμών είναι καταχωρισμένη στο Βιβλίο των Χρονικών των βασιλιάδων του Ιούδα. Τον έθαψαν στον τάφο του, στον «κήπο του Ουζζά». Στη θέση του έγινε βασιλιάς ο Ιωσίας, ο γιος του. Ο Ιωσίας ήταν οχτώ ετών όταν έγινε βασιλιάς, και βασίλεψε στην Ιερουσαλήμ τριάντα ένα χρόνια. Η μητέρα του ονομαζόταν Ιεδιδά και ήταν κόρη του Αδαΐα, από τη Βοσκάθ. Ο Ιωσίας έπραξε το σωστό ενώπιον του Κυρίου ακολουθώντας απαρέγκλητα το παράδειγμα του Δαβίδ, του προγόνου του. Το δέκατο όγδοο έτος της βασιλείας του, ο Ιωσίας έστειλε το γραμματέα Σαφάν, γιο του Ασαλία κι εγγονό του Μεσουλλάμ, στο ναό του Κυρίου, με την εξής εντολή: «Πήγαινε στο Χελκία, τον αρχιερέα, και ζήτησέ του να μετρήσει τα χρήματα που μπήκαν στο ναό, που οι φρουροί της πύλης τα εισέπραξαν από το λαό. Να τα δώσουν στους εργολάβους που επιστατούν στις επισκευές του ναού του Κυρίου, για να πληρώσουν τους εργάτες, δηλαδή τους ξυλουργούς, τους τεχνίτες και τους χτίστες, και για ν’ αγοράσουν ξυλεία και πελεκητές πέτρες για τις επισκευές. Αλλά κανείς δε θα τους ζητάει λογαριασμό σχετικά με τα χρήματα που τους δίνονται, γιατί αυτοί τα διαχειρίζονται τίμια». Τότε ο αρχιερέας ανακοίνωσε στο Σαφάν ότι βρήκε το βιβλίο του νόμου στο ναό του Κυρίου. Του το έδωσε μάλιστα και το διάβασε. Ο Σαφάν παρουσιάστηκε στο βασιλιά και του ανέφερε: «Οι δούλοι σου μάζεψαν τα χρήματα που βρέθηκαν στο ναό και τα παρέδωσαν στους εργολάβους που επιστατούν στο ναό του Κυρίου. Ο αρχιερέας Χελκίας», είπε μετά, «μου έδωσε ένα βιβλίο». Και το διάβασε μπροστά στο βασιλιά. Μόλις ο βασιλιάς Ιωσίας άκουσε τους λόγους του βιβλίου του νόμου, έσκισε τα ρούχα του. Έδωσε αμέσως διαταγή στον αρχιερέα Χελκία, στον Αχικάμ γιο του Σαφάν, στον Αχβώρ γιο του Μιχαΐα, στον ίδιο το γραμματέα Σαφάν και στον Ασαΐα, έναν από τους υπασπιστές του βασιλιά: «Πηγαίνετε», τους είπε, «και ρωτήστε τον Κύριο για μένα και για ολόκληρο το λαό του Ιούδα, σχετικά με τα λόγια αυτού του βιβλίου που βρήκατε. Πραγματικά, θα πρέπει να είναι μεγάλη η οργή του Κυρίου εναντίον μας, γιατί οι πρόγονοί μας δεν έδωσαν σημασία στα λόγια που είναι γραμμένα σ’ αυτό το βιβλίο και δεν τα εφάρμοσαν». Τότε ο αρχιερέας Χελκίας, ο Αχικάμ, ο Αχιβώρ, ο Σαφάν και ο Ασαΐας, πήγαν και μίλησαν σχετικά στην προφήτισσα Χούλδα, που κατοικούσε στη νέα συνοικία της Ιερουσαλήμ. Αυτή ήταν γυναίκα του Σαλλούμ, του ιματιοφύλακα, γιου του Τικβά κι εγγονού του Αράς. Επειδή με εγκατέλειψαν και πρόσφεραν θυμίαμα σ’ άλλους θεούς και με εξόργισαν με τις πράξεις τους, γι’ αυτό έχει ανάψει η οργή μου ενάντια σ’ αυτόν τον τόπο, χωρίς και πάλι να ικανοποιηθεί”. Θα σ’ αφήσω να πεθάνεις ειρηνικά και θα μεταφερθείς στον τάφο σου, χωρίς να δουν τα μάτια σου όλες αυτές τις συμφορές που θα φέρω σ’ αυτόν εδώ τον τόπο”». Οι απεσταλμένοι του βασιλιά τού έφεραν την απάντηση. Τότε ο βασιλιάς έστειλε και συγκέντρωσε όλους τους πρεσβυτέρους του Ιούδα και της Ιερουσαλήμ, κι ανέβηκαν όλοι μαζί στο ναό του Κυρίου: Ο βασιλιάς, ο λαός του Ιούδα και της Ιερουσαλήμ, μικροί και μεγάλοι, οι ιερείς και οι προφήτες. Εκεί ο βασιλιάς διάβασε μπροστά τους όλους τους λόγους του βιβλίου της διαθήκης, που είχε βρεθεί στο ναό του Κυρίου. Μετά ο βασιλιάς στάθηκε πλάι στο στύλο του ναού κι έκανε συμφωνία με τον Κύριο· έδωσε υπόσχεση ότι θα τον ακολουθεί και θα τηρεί τις εντολές του, τα προστάγματά του και τους νόμους του με όλη την καρδιά του και την ψυχή του, και ότι θα εφαρμόζει όλα όσα είναι γραμμένα σ’ αυτό το βιβλίο της διαθήκης. Και όλος ο λαός υποσχέθηκε να μείνει πιστός στη διαθήκη. Έπειτα ο βασιλιάς Ιωσίας διέταξε τον αρχιερέα Χελκία και τους ιερείς της δεύτερης τάξης και τους φρουρούς της πύλης να βγάλουν από το ναό του Κυρίου όλα τα σκεύη που τα χρησιμοποιούσαν στη λατρεία του Βάαλ, της Ασερά και των άστρων του ουρανού. Τα πήραν έξω από την Ιερουσαλήμ και τα έκαψαν στην κοιλάδα των Κέδρων, και μετέφεραν τη στάχτη τους στη Βαιθήλ. Ο Ιωσίας κατάργησε τους ειδωλολάτρες ιερείς, που οι βασιλιάδες του Ιούδα τούς είχαν διορίσει για να προσφέρουν θυσίες στους ιερούς τόπους των πόλεων του Ιούδα και γύρω από την Ιερουσαλήμ. Τους έδιωξε, γιατί πρόσφεραν θυσίες στο Βάαλ, στον ήλιο, στη σελήνη, στα ζώδια και στ’ αστέρια. Με διαταγή του έβγαλαν και το ξόανο της Ασερά από το ναό του Κυρίου και το μετέφεραν έξω από την Ιερουσαλήμ, στην κοιλάδα των Κέδρων· εκεί το έκαψαν και τη στάχτη του τη σκόρπισαν στο δημόσιο νεκροταφείο. Διέταξε επίσης και κατεδάφισαν τα σπίτια κοντά στο ναό του Κυρίου, που ανήκαν στους ιερόδουλους άντρες και γυναίκες· μέσα εκεί οι γυναίκες ύφαιναν χιτώνες για την Ασερά. Έπειτα ο Ιωσίας κατεδάφισε τα ειδωλολατρικά θυσιαστήρια μπροστά από την πύλη, την οποία είχε χτίσει ο διοικητής της Ιερουσαλήμ, ο Ιησούς. Ήταν τοποθετημένα αριστερά καθώς μπαίνει κανείς από την κυρίως πύλη. Έπειτα έφερε στην Ιερουσαλήμ όλους τους ιερείς από τις πόλεις του Ιούδα, και αχρήστεψε τους ιερούς τόπους, από τη Γεβά ως τη Βέερ-Σεβά, όπου αυτοί πρόσφεραν θυσίες. Ωστόσο στους ιερείς αυτούς δεν επιτρεπόταν ν’ ανεβαίνουν και να προσφέρουν θυσίες στο θυσιαστήριο του Κυρίου στην Ιερουσαλήμ, αλλά μπορούσαν να τρώνε άζυμα ψωμιά, από εκείνα που προσφέρονταν στους άλλους ιερείς. Ο Ιωσίας αχρήστεψε τον ιερό τόπο της Τοφέθ, που βρισκόταν στην κοιλάδα Εννόμ, ώστε να μην μπορεί κανείς να προσφέρει εκεί το γιο του ή την κόρη του ολοκαύτωμα στον Μολόχ. Απομάκρυνε και τα άλογα που οι βασιλιάδες του Ιούδα τα είχαν αφιερώσει στη λατρεία του ήλιου. Αυτά τα άλογα ήταν σταυλισμένα πλάι στην είσοδο του ναού του Κυρίου, σε παραπήγματα κοντά στο σπίτι του ευνούχου Νάθαν-Μελέχ. Ο Ιωσίας διάταξε και έκαψαν τις άμαξες του ήλιου. Κατεδάφισε τα θυσιαστήρια που είχαν κατασκευάσει οι βασιλιάδες του Ιούδα στο δώμα των ανακτόρων, πάνω από τα διαμερίσματα του βασιλιά Άχαζ, καθώς κι εκείνα που είχε κατασκευάσει ο Μανασσής στις δύο αυλές του ναού του Κυρίου· τα κομμάτιασε και τη σκόνη τους την πέταξε στο χείμαρρο των Κέδρων. Αχρήστεψε επίσης τους ιερούς τόπους που είχε καθιερώσει ο Σολομών, ο βασιλιάς του Ισραήλ, νότια του όρους των Ελαιών, για να τιμήσει την Αστάρτη, το βδέλυγμα των Σιδωνίων, τον Χεμώς, βδέλυγμα των Μωαβιτών και τον Μιλκώμ, βδέλυγμα των Αμμωνιτών. Κατέστρεψε τις πέτρινες και τις ξύλινες λατρευτικές στήλες και σκέπασε τις ιερές θέσεις τους με οστά ανθρώπων. Επίσης ο Ιωσίας κατέστρεψε τον ιερό τόπο της Βαιθήλ, που τον είχε καθιερώσει ο Ιεροβοάμ, γιος του Ναβάτ, που είχε παρασύρει το λαό του Ισραήλ να αμαρτήσει. Έβαλε φωτιά στον ιερό τόπο, κατεδάφισε το θυσιαστήριο, έσπασε τις πέτρες τους και τις έκανε σκόνη· έκαψε και το ξόανο της Ασερά. Όταν ο Ιωσίας έστρεψε το βλέμμα του και είδε το νεκροταφείο που ήταν στο βουνό, έστειλε και πήρε τα οστά από τους τάφους και τα έκαψε πάνω στο θυσιαστήριο. Έτσι το βεβήλωσε, σύμφωνα με το λόγο του Κυρίου, που τον είχε εξαγγείλει ο άνθρωπος του Θεού, πολύ πριν, στη διάρκεια μιας γιορτής, τότε που ο βασιλιάς Ιεροβοάμ είχε σταθεί πλάι στο θυσιαστήριο. Μετά ο βασιλιάς κοίταξε γύρω και είδε τον τάφο του προφήτη, που είχε πει αυτούς τους λόγους. Ρώτησε, λοιπόν: «Τι επιτάφια πλάκα είναι εκείνη που φαίνεται εκεί;» Οι άνθρωποι της πόλης του απάντησαν: «Είναι ο τάφος του ανθρώπου του Θεού, που ήρθε από το βασίλειο του Ιούδα και κήρυξε αυτά τα λόγια, που τώρα εσύ πραγματοποίησες ενάντια στο θυσιαστήριο της Βαιθήλ». Τότε ο βασιλιάς είπε: «Αφήστε τον· κανείς να μη μετακινήσει τα οστά του». Έτσι δεν πείραξαν τα οστά εκείνου του προφήτη ούτε τα οστά του προφήτη που είχε έρθει από τη Σαμάρεια. Ό,τι έκανε στη Βαιθήλ, ο Ιωσίας, το έκανε και στις πόλεις της Σαμάρειας: γκρέμισε όλα τα κτίσματα στους χώρους όπου λάτρευαν τα είδωλα. Τα είχαν χτίσει οι βασιλιάδες του Ισραήλ, προκαλώντας έτσι την οργή του Κυρίου. Πάνω στα θυσιαστήρια των ιερών τόπων θυσίασε τους ίδιους τους ιερείς, που ιερουργούσαν εκεί, και έκαψε κόκαλα ανθρώπων πάνω σ’ αυτά. Έπειτα ο Ιωσίας γύρισε στην Ιερουσαλήμ, κι έβγαλε διαταγή για όλο το λαό: «Γιορτάστε το Πάσχα», τους έλεγε, «για να τιμήσετε τον Κύριο, το Θεό σας, όπως είναι γραμμένο στο βιβλίο αυτό της διαθήκης». Πραγματικά, τέτοιο Πάσχα είχε να γιορταστεί από την εποχή που κυβερνούσαν τον Ισραήλ οι Κριτές· δεν το είχαν γιορτάσει έτσι ούτε την περίοδο των προηγούμενων βασιλιάδων του Ισραήλ και του Ιούδα. Μόνο το δέκατο όγδοο έτος της βασιλείας του Ιωσία γιορτάστηκε τέτοιο Πάσχα για τον Κύριο στην Ιερουσαλήμ. Ο Ιωσίας εξαφάνισε επίσης από την Ιερουσαλήμ κι απ’ όλη τη χώρα του Ιούδα τους νεκρομάντεις και τους μάγους, τα ξόανα, τα είδωλα και όλα τα άλλα αντικείμενα που χρησίμευαν για τις λατρείες. Έτσι εκτέλεσε τους νόμους, τους γραμμένους στο βιβλίο που είχε βρει ο αρχιερέας Χελκίας στο ναό του Κυρίου. Πριν από τον Ιωσία, δεν υπήρξε βασιλιάς σαν κι αυτόν, που να στράφηκε στον Κύριο με όλη την καρδιά του, την ψυχή του και τη δύναμή του, όπως το πρόσταζε ο νόμος του Μωυσή· ούτε αργότερα παρουσιάστηκε άλλος βασιλιάς σαν κι αυτόν. Παρ’ όλα αυτά, ο Ιωσίας δεν μπόρεσε να κατευνάσει τη μεγάλη οργή του Κυρίου, που είχε ανάψει ενάντια στο λαό του Ιούδα, λόγω της συμπεριφοράς του βασιλιά Μανασσή. Έτσι ο Κύριος είπε: «Δε θέλω να ξαναδώ μπροστά μου τον Ιούδα, όπως δε θέλω να ξαναδώ και τον Ισραήλ! Θα διώξω μακριά μου την πόλη που κάποτε διάλεξα, την Ιερουσαλήμ, και το ναό, όπου υποσχέθηκα να λατρεύεται εκεί το όνομά μου». Όλη η υπόλοιπη ιστορία του Ιωσία και η δράση του είναι καταχωρισμένα στο Βιβλίο των Χρονικών των βασιλιάδων του Ιούδα. Στις μέρες του, ο Φαραώ Νεχώ της Αιγύπτου ήρθε με το στρατό του να υποστηρίξει το βασιλιά της Ασσυρίας, στον ποταμό Ευφράτη. Ο βασιλιάς Ιωσίας πήγε να αντιμετωπίσει τους Αιγυπτίους στη Μεγιδδώ, αλλά σκοτώθηκε στη μάχη. Οι αξιωματούχοι του έβαλαν το πτώμα του σε μια άμαξα και τον μετέφεραν στην Ιερουσαλήμ όπου και τον έθαψαν στον τάφο του. Ο λαός πήρε τον Ιωάχαζ, γιο του Ιωσία, και τον έχρισε βασιλιά στη θέση του πατέρα του. Ο Ιωάχαζ ήταν είκοσι τριών ετών όταν έγινε βασιλιάς, και βασίλεψε μόνο τρεις μήνες στην Ιερουσαλήμ. Η μητέρα του ονομαζόταν Χαμουτάλ και ήταν κόρη του Ιερεμία, από τη Λιβνά. Ο Ιωάχαζ έπραξε ό,τι δυσαρεστεί τον Κύριο, όπως ακριβώς και οι πρόγονοί του. Ο Ιωακίμ, προκειμένου να εκπληρώσει την αξίωση του Φαραώ Νεχώ για ασήμι και χρυσάφι, αναγκάστηκε να επιβάλει φορολογία στη χώρα. Πήρε χρήματα από το λαό της χώρας, απ’ τον καθένα ανάλογα με την οικονομική του κατάσταση, και τα έδωσε στο Φαραώ. Ο Ιωακίμ ήταν είκοσι πέντε ετών όταν διορίστηκε βασιλιάς, και βασίλεψε έντεκα χρόνια στην Ιερουσαλήμ. Η μητέρα του ονομαζόταν Ζεβιδδά και ήταν κόρη του Πεδαΐα, από τη Ρουμά. Ο Ιωακίμ έπραξε ό,τι δυσαρεστεί τον Κύριο, όπως ακριβώς και οι πρόγονοί του. Στη διάρκεια της βασιλείας του Ιωακίμ ο Ναβουχοδονόσορ, βασιλιάς της Βαβυλώνας, κατέκτησε τη χώρα του Ιούδα και ο Ιωακίμ έγινε υποτελής του για τρία χρόνια· έπειτα επαναστάτησε εναντίον του. Ο Κύριος όμως έστειλε κατά του Ιωακίμ επιδρομείς Βαβυλώνιους, Συρίους, Μωαβίτες και Αμμωνίτες· τους έστειλε εναντίον του Ιούδα για να τον καταστρέψουν, σύμφωνα με το λόγο του, που τον είχαν προαναγγείλει οι δούλοι του, οι προφήτες. Πραγματικά, αυτά έγιναν μόνο με εντολή του Κυρίου ο οποίος ήθελε να εξαφανίσει το λαό του Ιούδα από μπροστά του, για τις αμαρτίες του βασιλιά Μανασσή, ιδιαίτερα για τις αθρόες σφαγές αθώων ανθρώπων που είχε κάνει. Η Ιερουσαλήμ είχε πνιγεί τότε στο έγκλημα, έτσι που ο Κύριος δεν θέλησε να συγχωρήσει το Μανασσή. Όλη η υπόλοιπη ιστορία του Ιωακίμ και η δράση του, είναι καταχωρισμένα στο Βιβλίο των Χρονικών των βασιλιάδων του Ιούδα. Όταν πέθανε ο Ιωακίμ, τον διαδέχτηκε στο θρόνο ο γιος του ο Ιωαχίν. Ο βασιλιάς της Αιγύπτου δεν ξαναβγήκε από τη χώρα του για επιδρομή, γιατί ο βασιλιάς της Βαβυλώνας είχε καταλάβει όλες τις χώρες που υπάγονταν στην αιγυπτιακή κυριαρχία, από τα βόρεια σύνορα της Αιγύπτου ως τον ποταμό Ευφράτη. Ο Ιωαχίν ήταν δεκαοχτώ ετών όταν έγινε βασιλιάς, και βασίλεψε στην Ιερουσαλήμ τρεις μήνες. Η μητέρα του ονομαζόταν Νεχουστά και ήταν κόρη του Ελναθάν, από την Ιερουσαλήμ. Ο Ιωαχίν έπραξε ό,τι δυσαρεστεί τον Κύριο, όπως ακριβώς και ο πατέρας του. Εκείνη την εποχή ο βαβυλωνιακός στρατός υπό τις διαταγές των αξιωματικών του βασιλιά Ναβουχοδονόσορ, ήρθαν και πολιόρκησαν την Ιερουσαλήμ. Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας ήρθε κι ο ίδιος ο Ναβουχοδονόσορ στην πόλη. Τότε ο βασιλιάς του Ιούδα Ιωαχίν παραδόθηκε στο βασιλιά της Βαβυλώνας, ο οποίος και τον αιχμαλώτισε. Μαζί του παραδόθηκαν η μητέρα του, οι αξιωματούχοι του, οι άρχοντές του και οι πρίγκιπές του. Αυτό συνέβη κατά το όγδοο έτος της βασιλείας του Ναβουχοδονόσορ. Κι όπως ακριβώς το είχε προαναγγείλει ο Κύριος, ο Ναβουχοδονόσορ άρπαξε όλους τους θησαυρούς του ναού του Κυρίου και των βασιλικών ανακτόρων και κομμάτιασε όλα τα χρυσά σκεύη που είχε κατασκευάσει ο βασιλιάς Σολομών για τη λατρεία στο ναό. Οδήγησε στην αιχμαλωσία όλους τους κατοίκους της Ιερουσαλήμ, τους άρχοντες, τους ξακουστούς πολεμιστές, δέκα χιλιάδες αιχμαλώτους, και όλους τους τεχνίτες ξυλουργούς και σιδηρουργούς· κανείς δεν απέμεινε από το λαό της χώρας παρά μόνο η φτωχότερη τάξη. Ο Ναβουχοδονόσορ έφερε αιχμαλώτους από την Ιερουσαλήμ στη Βαβυλώνα, το βασιλιά Ιωαχίν, τη μητέρα του, τις γυναίκες του, τους αξιωματούχους του και τους προκρίτους της χώρας. Επίσης συνέλαβε όλους τους πολεμιστές, που ήταν εφτά χιλιάδες και τους τεχνίτες ξυλουργούς και σιδηρουργούς, χίλιους άντρες όλους δυνατούς και ικανούς για πόλεμο, και τους μετέφερε αιχμαλώτους στη Βαβυλώνα. Βασιλιά στη θέση του Ιωαχίν έκανε το Ματτανία, θείο του Ιωαχίν, και άλλαξε το όνομά του σε Σεδεκία. Ο Σεδεκίας ήταν είκοσι ενός ετών όταν έγινε βασιλιάς, και βασίλεψε έντεκα χρόνια στην Ιερουσαλήμ. Η μητέρα του ονομαζόταν Χαμουτάλ και ήταν κόρη του Ιερεμία, από τη Λιβνά. Ο Σεδεκίας έπραξε ό,τι δυσαρεστεί τον Κύριο, όπως ακριβώς και ο Ιωαχίν. Αυτό εξόργισε τον Κύριο ενάντια στην Ιερουσαλήμ και στον Ιούδα τόσο, που τους έδιωξε από μπροστά του. Ο Σεδεκίας επαναστάτησε εναντίον του Ναβουχοδονόσορ, βασιλιά της Βαβυλώνας. Έτσι, τη δέκατη μέρα του δέκατου μήνα, του ένατου έτους της βασιλείας του Σεδεκία, ο Ναβουχοδονόσορ ήρθε με όλο το στρατό του στην Ιερουσαλήμ· στρατοπέδευσε απέναντί της, και κατασκεύασε πολιορκητικό τείχος γύρω από την πόλη. Η πολιορκία κράτησε ως το ενδέκατο έτος της βασιλείας του Σεδεκία, οπότε έπεσε πολύ μεγάλη πείνα στην πόλη· δεν υπήρχε καθόλου τροφή για τους κατοίκους της. Τότε, την ένατη μέρα του τέταρτου μήνα, οι Βαβυλώνιοι έκαναν ένα άνοιγμα στο τείχος της πόλης. Τη νύχτα, ο βασιλιάς και οι πολεμιστές του Ιούδα βγήκαν από το διάδρομο που ένωνε τα δύο τείχη, πέρασαν κοντά από το βασιλικό κήπο και πήραν το δρόμο προς την κοιλάδα του Ιορδάνη, παρ’ όλο που οι Βαβυλώνιοι είχαν περικυκλώσει την πόλη. Αλλά ο βαβυλωνιακός στρατός καταδίωξε το βασιλιά και τον πρόφτασε στις πεδιάδες της Ιεριχώ· τότε όλοι οι στρατιώτες του τον εγκατέλειψαν και διασκορπίστηκαν. Οι Βαβυλώνιοι συνέλαβαν το Σεδεκία και τον έφεραν στο βασιλιά της Βαβυλώνας στη Ριβλά, κι εκείνος έβγαλε καταδικαστική απόφαση εναντίον του. Έσφαξε τους γιους του μπροστά στα μάτια του· μετά τον τύφλωσαν, τον έδεσαν με αλυσίδες και τον πήραν στη Βαβυλώνα. Την έβδομη μέρα του πέμπτου μήνα, το δέκατο ένατο έτος της βασιλείας του Ναβουχοδονόσορ, βασιλιά της Βαβυλώνας, ήρθε στην Ιερουσαλήμ ο Νεβουζαραδάν, αρχηγός της σωματοφυλακής του. Αυτός έβαλε φωτιά στο ναό του Κυρίου, στα ανάκτορα και σ’ όλα τα σπίτια της Ιερουσαλήμ, ιδιαίτερα στα αρχοντικά της πόλης. Τα βαβυλωνιακά στρατεύματα που τον ακολουθούσαν γκρέμισαν τα τείχη της Ιερουσαλήμ. Και έσυρε ο Νεβουζαραδάν στην αιχμαλωσία το υπόλοιπο του λαού, που είχε απομείνει στην πόλη, όλους όσοι είχαν αυτομολήσει προς το βασιλιά της Βαβυλώνας. Αλλά μερικούς από τους φτωχότερους της χώρας τούς άφησε πίσω για να καλλιεργούν τα αμπέλια και τα χωράφια. Οι Βαβυλώνιοι έσπασαν τους χάλκινους στύλους του ναού του Κυρίου, τις βάσεις και τη χάλκινη λεκάνη, και μετέφεραν τον χαλκό τους στη Βαβυλώνα. Επίσης πήραν τους λέβητες, τα φτυάρια, τα λυχνοψάλιδα, τα θυμιατήρια και όλα τα χάλκινα σκεύη που χρησίμευαν για τη λατρεία στο ναό. Επίσης πήραν τις σχάρες και τις λεκάνες και γενικά ό,τι ήταν χρυσό ή ασημένιο –το πήραν για το χρυσάφι και το ασήμι. Ήταν αδύνατο να ζυγιστεί ο χαλκός όλων αυτών των αντικειμένων, δηλαδή των δύο στύλων, της χάλκινης λεκάνης και των βάσεων, που τα είχε κατασκευάσει ο Σολομώντας για το ναό του Κυρίου. Το ύψος του κάθε στύλου ήταν δεκαοχτώ πήχεις και στην κορυφή του υπήρχε ένα χάλκινο κιονόκρανο. Το ύψος του κιονόκρανου ήταν τρεις πήχεις και ήταν διακοσμημένο με δικτυωτό και ρόδια ολόγυρα, όλα από χαλκό. Οι δύο στύλοι και τα δικτυωτά ήταν πανομοιότυπα. Ο αρχηγός της σωματοφυλακής συνέλαβε τον αρχιερέα Σεραΐα, το δεύτερο στην ιεραρχία ιερέα Σοφονία, και τους τρεις φρουρούς της πύλης του ναού. Επίσης από την πόλη συνέλαβε έναν αξιωματούχο επικεφαλής των πολεμιστών και πέντε άντρες από τους προσωπικούς συμβούλους του βασιλιά, που βρίσκονταν στην Ιερουσαλήμ, το γραμματέα του αρχιστράτηγου, που ήταν υπεύθυνος για τη στρατολόγηση των αντρών, καθώς κι εξήντα άντρες από τους κατοίκους της πόλης. Ο Νεβουζαραδάν τους έφερε στον βασιλιά της Βαβυλώνας, στη Ριβλά. Κι εκείνος έδωσε διαταγή και τους σκότωσαν εκεί στη Ριβλά, στη χώρα της Χαμάθ. Έτσι, ο λαός του Ιούδα οδηγήθηκε στην αιχμαλωσία, μακριά από τη χώρα του. Ο βασιλιάς της Βαβυλώνας Ναβουχοδονόσορ άφησε στη χώρα του Ιούδα ένα μέρος του πληθυσμού. Σ’ αυτούς διόρισε κυβερνήτη το Γεδαλία, γιο του Αχικάμ και εγγονό του Σαφάν. Όταν οι αρχηγοί των στρατευμάτων που είχαν διαφύγει την αιχμαλωσία άκουσαν ότι ο βασιλιάς της Βαβυλώνας διόρισε κυβερνήτη το Γεδαλία, ήρθαν σ’ αυτόν μαζί με τους άντρες τους, στη Μισπά. Ήταν ο Ισμαήλ, γιος του Νεθανία, ο Ιωχανάν, γιος του Καρεάχ, ο Σεραΐας, γιος του Τανχουμέθ του Νετωφαθίτη και ο Ιααζανίας, γιος κάποιου Μααχαθίτη. Ο Γεδαλίας ορκίστηκε μπροστά τους και μπροστά στους άντρες τους και τους είπε: «Μη φοβάστε από τους αξιωματούχους των Βαβυλωνίων· εγκατασταθείτε στη χώρα και υποταχθείτε στο βασιλιά της Βαβυλώνας κι αυτό θα σας βγει σε καλό». Αλλά τον έβδομο μήνα ήρθε ο Ισμαήλ, γιος του Νεθανία κι εγγονός του Ελισαμά, που καταγόνταν από τη βασιλική οικογένεια, μαζί με δέκα άντρες, και θανάτωσαν το Γεδαλία, καθώς και τους άντρες του Ιούδα και τους Βαβυλώνιους που ήταν στο σπίτι του στη Μισπά. Τότε όλος ο λαός, μικροί και μεγάλοι, και οι αρχηγοί των στρατευμάτων, ξεσηκώθηκαν κι έφυγαν για την Αίγυπτο, γιατί φοβόντουσαν τους Βαβυλώνιους. Τριάντα εφτά χρόνια από την αιχμαλωσία του Ιωαχίν, βασιλιά του Ιούδα, έγινε βασιλιάς της Βαβυλώνας ο Ευΐλ-Μερωδάχ. Και τον ίδιο χρόνο, την εικοστή έβδομη μέρα του δωδέκατου μήνα, έδωσε αμνηστία στον Ιωαχίν και τον έβγαλε από τη φυλακή. Του φέρθηκε με ευμένεια και τον τίμησε περισσότερο από τους άλλους βασιλιάδες που ήταν μαζί του αιχμάλωτοι στη Βαβυλώνα. Έτσι, του επιτράπηκε να βγάλει τα ρούχα της φυλακής και να συντρώγει με το βασιλιά το υπόλοιπο της ζωής του. Επίσης, όσο ζούσε, του παρέχονταν κάθε μέρα από το βασιλιά της Βαβυλώνας όλα τα απαραίτητα για τη συντήρησή του. Η γενεαλογική γραμμή από τον Αδάμ ως το Νώε είναι η ακόλουθη: Αδάμ, Σηθ, Ενώς, Καινάν, Μααλαλεήλ, Ιάρεδ, Ενώχ, Μαθουσάλας, Λάμεχ και Νώε. Ο Νώε είχε τρεις γιους: το Σημ, το Χαμ και τον Ιάφεθ. Γιοι του Ιάφεθ ήταν οι Γόμερ, Μαγώγ, Μαδαΐ, Ιαυάν, Τουβάλ, Μεσέχ και Θειράς –γενάρχες των αντίστοιχων λαών. Από το Γόμερ προήλθαν οι λαοί: Ασχενάζ, Ριφάθ και Θωγαρμά. Από τον Ιαυάν προήλθαν οι λαοί: Ελισά και Θαρσείς, οι Κίτιοι και οι Ρόδιοι. Γιοι του Χαμ ήταν οι Χους, Μισραΐμ, Φουτ και Χαναάν –γενάρχες των αντίστοιχων λαών. Από τον Χους προήλθαν οι λαοί: Σεβά, Ευειλά, Σαβτά, Ραγμά και Σαβτεχά· από το Ραγμά οι λαοί Σαβά και Δεδάν. Ο Χους είχε γιο τον Νεμρώδ, που ήταν ο πρώτος ισχυρός κατακτητής πάνω στη γη. Ο Μισραΐμ είχε απογόνους τους Λουδίμ, τους Ανανίμ, τους Λεεβίμ, τους Ναφτουχίμ, τους Πατρουσίμ, τους Κασλουχίμ και τους Καφθωρίμ, από τους οποίους προήλθαν οι Φιλισταίοι. Ο Χαναάν απέκτησε το Σιδώνα, που ήταν ο πρωτότοκος, και το Χετταίο –γενάρχες των αντίστοιχων λαών. Επίσης, από τον Χαναάν προήλθαν οι Ιεβουσαίοι, οι Αμορραίοι, οι Γεργεσαίοι, οι Ευαίοι, οι Αρουκαίοι, οι Ασενναίοι, οι Αραδαίοι, οι Σαμαραίοι και οι Αμαθαίοι. Γιοι του Σημ ήταν οι Ελάμ, Ασσούρ, Αρφαξάδ, Λουδ, Αράμ, Ουτς, Ουλ, Γεθέρ και Μεσέχ –γενάρχες των αντίστοιχων λαών. Ο Αρφαξάδ είχε γιο το Σαλάχ και ο Σαλάχ τον Έβερ. Ο Έβερ είχε δύο γιους: ο ένας ονομαζόταν Πελέγ (Διαίρεση, Διαχωρισμός), γιατί στις ημέρες του μοιράστηκε η γη· ο άλλος ονομαζόταν Ιεκτάν. Απόγονοι του Ιεκτάν ήταν οι Αλμωδάδ, Σαλέφ, Ασειρμαβέθ, Ιαράχ, Αδωράμ, Ουζάλ, Δικλά, Οβάλ, Αβιμαήλ, Σαβά, Οφείρ, Ευειλά και Ιωβάβ. Η γενεαλογική γραμμή από το Σημ ως τον Άβραμ είναι η ακόλουθη: Αρφαξάδ, Σαλάχ, Έβερ, Πελέγ, Ρεού, Σερούγ, Ναχώρ, Θάρα και Άβραμ, δηλαδή ο Αβραάμ. Γιοι του Αβραάμ ήταν ο Ισαάκ και ο Ισμαήλ. Οι γενεαλογίες τους είναι οι εξής: Πρωτότοκος γιος του Ισμαήλ ήταν ο Νεβαϊώθ· έπειτα γεννήθηκαν οι Κηδάρ, Αδβεήλ, Μιβσάμ, Μισμά, Δουμά, Μασά, Χαδάδ, Θαιμάν, Ιετούρ, Ναφίς και Κεδμά. Αυτοί είναι οι απόγονοι του Ισμαήλ. Η Χεττούρα, παλλακίδα του Αβραάμ, τού γέννησε τους: Ζιμράν, Ιοξάν, Μαδά, Μαδιάν, Ισβάκ και Σονάχ. Γιοι του Ιοξάν ήταν ο Σαβά και ο Δεδάν. Γιοι του Μαδιάν ήταν οι Γαιφά, Εφέρ, Χανώχ, Αβειδά και Ελδαγά· όλοι αυτοί ήταν γιοι (και εγγονοί) της Χεττούρας. Ο Αβραάμ είχε γιο τον Ισαάκ, και γιοι του Ισαάκ ήταν ο Ησαύ και ο Ισραήλ (ή Ιακώβ). Γιοι του Ησαύ ήταν οι Ελιφάζ, Ρεγουήλ, Ιεούς, Ιεγλάμ και Κορέ. Γιοι του Ελιφάζ ήταν οι Θαιμάν, Ωμάρ, Σεφώ, Γαετάμ, Κενάζ, Τιμνά και Αμαλήκ. Γιοι του Ρεγουήλ ήταν οι Ναχάθ, Ζεράχ, Σαμμά και Μιζζά. Γιοι του Σηείρ ήταν οι Λωτάν, Σωβάλ, Σιβεγών, Ανά, Δισών, Εσέρ και Δισάν. Γιοι του Λωτάν ήταν, ο Χορρί και ο Ομάμ και αδερφή του Λωτάν ήταν η Τιμνά. Γιοι του Σωβάλ ήταν οι Αλβάν, Μαναχάθ, Αιβάλ, Σεφώ και Ωνάμ· γιοι του Σιβεγών ήταν ο Αϊά και ο Ανά. Γιος του Ανά ήταν ο Δισών. Γιοι του Δισών, γιου του Σηείρ, ήταν οι Χαμράν, Εσβάν, Ιθράν και Χεράν. Γιοι του Αισέρ ήταν οι Βηλάν, Ζααβάν και Ιακάν. Γιοι του Δισάν ήταν ο Ουτς και ο Αράν. Όταν πέθανε ο Αδάδ, ηγεμόνες της Εδώμ έγιναν οι Τιμνά, Αλβά, Ιεθέθ, Οχολιβαμά, Ηλάς, Πινών, Κενάζ, Θαιμάν, Μιβσάρ, Μαγεδιήλ και Ιράμ. Γιοι του Ισραήλ (ή Ιακώβ) είναι οι εξής: Ρουβήν, Συμεών, Λευί, Ιούδας, Ισσάχαρ, Ζαβουλών, Δαν, Ιωσήφ, Βενιαμίν, Νεφθαλί, Γαδ και Ασήρ. Γιοι του Ιούδα ήταν ο Ηρ –πρωτότοκος– ο Αυνάν και ο Σηλά. Οι τρεις αυτοί γεννήθηκαν από την κόρη τού Σουά, τη Χαναναία. Ο Ηρ, όμως, δυσαρέστησε τόσο πολύ τον Κύριο, που ο Κύριος τον θανάτωσε. Επίσης η Θάμαρ, η νύφη του Ιούδα, τού γέννησε το Φαρές και το Ζεράχ. Έτσι, συνολικά οι γιοι του Ιούδα ήταν πέντε. Γιοι του Φαρές ήταν ο Χεσρών και ο Χαμούλ. Οι γιοι του Ζεράχ ήταν πέντε: Ζιμρί, Εθάν, Αιμάν, Χαλκόλ και Δαρά. Γιος του Καρμί ήταν ο Αχάν, ο ταραχοποιός, ο οποίος έγινε αιτία συμφοράς στους Ισραηλίτες, γιατί κατακράτησε το λάφυρο που ήταν αφιερωμένο στο Θεό. Γιος του Εθάν ήταν ο Αζαρίας. Γιοι του Χεσρών ήταν οι Ιερουχμεήλ, Αράμ και Χελουβαΐ. Ο Αράμ είχε γιο τον Αμιναδάβ κι ο Αμιναδάβ το Ναχσών, αρχηγό της φυλής Ιούδα. Ο Ναχσών είχε γιο το Σαλμά κι ο Σαλμά το Βοόζ. Ο Βοόζ είχε γιο τον Ωβήδ κι ο Ωβήδ τον Ιεσσαί. Ο Ιεσσαί είχε εφτά γιους: τον Ελιάβ –πρωτότοκο– και μετά κατά σειρά τούς: Αβιναδάβ, Σιμά, Ναθαναήλ, Ραδδαΐ, Οσέμ και Δαβίδ. Αδερφές τους ήταν η Σερουΐα και η Αβιγαία. Γιοι της Σερουΐας ήταν τρεις: ο Αβισάι, ο Ιωάβ και ο Ασαήλ. Η Αβιγαία γέννησε τον Αμασά· πατέρας του ήταν ο Ιεθέρ, ο Ισμαηλίτης. Ο Χάλεβ, γιος του Χεσρών, είχε κόρη την Ιεριώθ, από την πρώτη του γυναίκα, την Αζουβά· γιοι της ήταν οι Ιεσέρ, Σωβάβ και Αρδών. Όταν πέθανε η Αζουβά, ο Χάλεβ πήρε γυναίκα του την Εφράθ, η οποία του γέννησε τον Χουρ. Ο Χουρ απέκτησε τον Ουρί και ο Ουρί το Βεσαλεήλ. Αργότερα ο Χεσρών, σε ηλικία εξήντα ετών, πήρε γυναίκα του την κόρη τού Μαχίρ, πατέρα του Γαλαάδ, κι απέκτησε μαζί της τον Σεγούβ. Ο Σεγούβ απέκτησε τον Ιαείρ –αυτός πήρε στην κατοχή του είκοσι τρεις κωμοπόλεις στη Γαλαάδ. Αλλά οι βασιλιάδες των Γεσουριτών και των Αραμαίων κατέλαβαν τις κωμοπόλεις του Ιαείρ, καθώς και την πόλη Κενάθ με τα γύρω χωριά της. Όλες αυτές οι κωμοπόλεις του Ιαείρ με την Κενάθ και τα χωριά της αποτελούσαν εξήντα οικισμούς και ανήκαν στους απογόνους του Μαχίρ, πατέρα του Γαλαάδ. Μετά το θάνατο του Χερσών, του οποίου η γυναίκα ονομαζόταν Αβιά, ο Χάλεβ συνευρέθηκε με την Εφραθά και απέκτησε τον Ασχώρ, ιδρυτή της πόλης Τεκωά. Γιοι του Ιεραχμεήλ, πρωτότοκου του Χεσρών, ήταν οι Ραμ –πρωτότοκος– Βουνά, Ορέμ, Οσέμ και Αχιά. Ο Ιεραχμεήλ είχε και άλλη γυναίκα, που ονομαζόταν Αταρά και ήταν μητέρα του Ωνάμ. Γιοι του Ραμ, πρωτότοκου του Ιεραχμεήλ, ήταν οι Μαά, Ιαμείν και Εκέρ. Γιοι του Ωνάμ ήταν οι Σαμαΐ και Ιαδαέ, και γιοι του Σαμαΐ οι Ναδάβ και Αβισούρ. Το όνομα της γυναίκας του Αβισούρ ήταν Αβιχαΐλ· αυτή του γέννησε τον Αχβάν και το Μωλέδ. Γιοι του Ναδάβ ήταν οι Σελέδ και Απαΐμ· ο Σελέδ, όμως, πέθανε χωρίς ν’ αφήσει γιους. Γιος του Απαΐμ ήταν ο Ισεΐ, γιος του Ισεΐ ο Σεσάν και του Σεσάν ο Αχλαΐ. Γιοι του Ιαδαέ, αδερφού του Σαμαΐ, ήταν οι Ιεθέρ και Ιωνάθαν· ο Ιεθέρ, όμως, πέθανε χωρίς ν’ αφήσει γιους. Γιοι του Ιωνάθαν ήταν οι Παλέθ και Ζαζά. Όλοι αυτοί ήταν απόγονοι του Ιεραχμεήλ. Ο Σεσάν δεν είχε γιους· μόνο κόρες. Είχε κι ένα δούλο Αιγύπτιο, που ονομαζόταν Ιαρχά. Σ’ αυτόν έδωσε μία κόρη του για γυναίκα, κι εκείνη του γέννησε τον Αταΐ. Ο Αταΐ απέκτησε το Νάθαν, και απ’ αυτόν συνεχίζουν κατ’ ευθείαν γραμμή οι Ζαβάδ, Εφλάλ, Ωβήδ, Ιηού, Αζαρίας, Χαλής, Ελεασά, Σισαμαΐ, Σαλλούμ, Ιεκαμίας και Ελισαμά. Απόγονοι του Χάλεβ, αδερφού του Ιεραχμεήλ, ήταν: πρωτότοκος ο Μησά, γενάρχης της Ζιφ κι ο Μαρησά, γενάρχης της Χεβρών. Γιοι του Χεβρών ήταν οι Κορέ, Ταπουάχ, Ρακέμ και Σαμά. Ο Σαμά απέκτησε το Ραχάμ, γενάρχη της Ιορκοάμ και ο Ρεκέμ απέκτησε το Σαμμαΐ. Γιος του Σαμμαΐ ήταν ο Μαών, γενάρχης της Βαιθ-Σουρ. Η Εφά, παλλακίδα του Χάλεβ, γέννησε το Χαράν, το Μωσά και το Γαζέζ. Ο Χαράν απέκτησε γιο που λεγόταν επίσης Γαζέζ. Γιοι του Ιαδδαΐ ήταν οι Ρεγέμ, Ιωθάμ, Γησάμ, Φελέτ, Γαιφά και Σανάφ. Η Μααχά, άλλη παλλακίδα του Χάλεβ, γέννησε το Σεβέρ και τον Τιρχανά. Επίσης γέννησε το Σαάφ, γενάρχη της φυλής του Μαδμαννά και το Σιβά, γενάρχη της φυλής του Μαχβενά και του Γιβεά. Κόρη του Χάλεβ ήταν η Ασχά. Απόγονοι του Χάλεβ ήταν επίσης οι εξής: Ο Χουρ, πρωτότοκος γιος του Χάλεβ και της Εφραθά. Γιοι του Χουρ ήταν ο Σωβάλ, ιδρυτής της Κιριάθ-Ιαρίμ, ο Σαλμών, ιδρυτής της Βηθλεέμ και ο Χαρέβ, ιδρυτής της Βαιθ-Γαδέρ. Ο Σωβάλ ήταν γενάρχης των κατοίκων της Αροέ και των μισών Μαναχεθιτών. Οι φυλές που κατοικούσαν στην Κιριάθ-Ιαρίμ ήταν οι Ιεθρίτες, οι Πουθίτες, οι Σουμαθίτες και οι Μισραΐτες. Απ’ αυτούς κατάγονταν οι Σαραθίτες και οι Εσταουλαίοι. Απόγονοι του Σαλμών ήταν οι Βηθλεεμίτες και οι Νετωφαθίτες, οι κάτοικοι της Αταρώθ-Βαιθ-Ιωάβ, το άλλο μισό της φυλής των Μαναχεθιτών, και οι Σωρίτες. Οι φυλές που προέρχονταν από τη Σεφέρ, και κατοικούσαν στην Ιαβής, ήταν οι Τιραθίτες, οι Σιμεαθίτες και οι Σαχαθίτες. Όλοι αυτοί ανήκαν στους Κεναίους, οι οποίοι κατάγονταν από τον Χαμμάθ, γενάρχη των Ρηχαβιτών. Οι γιοι του Δαβίδ, που γεννήθηκαν στη Χεβρών ήταν οι εξής: Πρωτότοκος ο Αμών, γιος της Αχινοάμ της Ιζρεελίτισσας Δεύτερος ο Δανιήλ, γιος της Αβιγαίας της Καρμηλίτισσας. Τρίτος ο Αβεσσαλώμ, γιος της Μααχά κόρης του Ταλμαΐ, βασιλιά της Γεσούρ. Τέταρτος ο Αδωνίας, γιος της Χαγγείθ. Πέμπτος ο Σεφατίας, γιος της Αβιτάλ. Έκτος ο Ιθρεάμ, γιος της Αιγλά. Οι έξι αυτοί γιοι γεννήθηκαν στη Χεβρών, όπου ο Δαβίδ βασίλεψε εφτά χρόνια και έξι μήνες. Στην Ιερουσαλήμ βασίλεψε τριάντα τρία χρόνια, και απέκτησε εκεί πολλούς γιους: από τη Βαθ-Σονά, κόρη του Αμμιήλ, απέκτησε τέσσερις γιους, τους: Σιμεά, Σωβάβ, Ναθάν και Σολομώντα. Από διάφορες άλλες συζύγους απέκτησε εννέα γιους, τους: Ιβχάρ, Ελισαμά, Ελιφέλετ, Νωγά, Νεφέγ, Ιαφιά, Ελισαμά, Ελεαδά και Ελιφελέτ. Όλοι οι παραπάνω ήταν γιοι του Δαβίδ εκτός από τους γιους των παλλακίδων. Η Ταμάρ ήταν μια από τις κόρες του Δαβίδ. Απόγονοι και διάδοχοι του Σολομώντα κατ’ ευθείαν γραμμή ήταν οι Ροβοάμ, Αβιά, Ασά, Ιωσαφάτ, Ιωράμ, Αχαζίας, Ιωάς, Αμασίας, Αζαρίας, Ιωθάμ, Άχαζ, Εζεκίας, Μανασσής, Αμών και Ιωσίας. Οι γιοι του Ιωσία ήταν τέσσερις, οι Ιωχανάν –πρωτότοκος– Ιωακίμ, Σεδεκίας και Σαλλούμ. Απόγονοι του Ιωακίμ ήταν ο γιος του Ιεχονίας και ο γιος του Ιεχονία, ο Σεδεκίας. Γιοι του βασιλιά Ιεχονία, ο οποίος είχε απαχθεί αιχμάλωτος στη Βαβυλώνα, ήταν οι Ασείρ, Σαλαθιήλ –πρωτότοκος– Μαλκιράμ, Πεδαΐας, Σενασσάρ, Ιεκομίας, Ωσαμά και Νεδαβίας. Γιοι του Πεδαΐα ήταν ο Ζοροβάβελ και ο Σιμεΐ. Γιοι του Ζοροβάβελ, ήταν ο Μεσουλλάμ και ο Ανανίας, και αδερφή τους η Σελωμείθ. Επίσης άλλοι πέντε, οι Χασουβά, Οέλ, Βερεχίας, Χασαδίας και Ιουσάβ-Εσέδ. Γιοι του Ανανία ήταν οι Πελατίας, Ησαΐας, Ρεφαΐας και Σεχανίας. Ο Σεχανίας είχε έξι γιους, τους: Σεμαΐα, Χαττούς, Ιγεάλ, Βαρία, Νεαρία και Σαφάτ. Γιοι του Νεαρία ήταν οι Ελιωεναΐ, Εζεκίας και Αζρικάμ, συνολικά τρεις. Γιοι του Ελιωεναΐ ήταν οι Ωδαβίας, Ελιασείβ, Πελαΐας, Ακκούβ, Ιωχανάν, Δελαΐας και Ανανί, συνολικά εφτά. Απόγονοι του Ιούδα κατ’ ευθείαν γραμμή ήταν οι Φαρές, Χεσρών, Καρμί, Ωρ και Σωβάλ. Ο Ραΐα, γιος του Σωβάλ, απέκτησε τον Ιαάθ κι ο Ιαάθ τον Αχουμαΐ και τον Λαάδ. Αυτοί είναι οι γενάρχες των φυλών των Σαραθιτών. Ιδρυτές της Αιτάμ ήταν οι Ιζρεέλ, Ισμά και Ιδβάς· είχαν και μια αδερφή που ονομαζόταν Ασελελφονί. Ο Φανουήλ ήταν ιδρυτής της πόλης Γεδώρ και ο Έζερ της πόλης Χουσά. Όλοι οι παραπάνω είναι απόγονοι του Χουρ, πρωτοτόκου του Χάλεβ και της Εφραθά, και ιδρυτή της Βηθλεέμ. Ο Ασχούρ, ιδρυτής της πόλης Τεκωά, είχε δύο γυναίκες: τη Χελά και τη Νααρά. Η Νααρά τού γέννησε τον Αχουζάμ, το Χεφέρ, τον Ταιμενά και τον Ααχασταρί. Γιοι της Ελά ήταν οι Σέρεθ, Ιεσόχαρ και Εθνάν. Ο Κως ήταν πατέρας του Ανούβ και του Σαβεβά και γενάρχης των φυλών που προήλθαν από τον Αχαρχέλ, γιο του Αρούμ. Ο Ιαβής ήταν ο πιο ένδοξος από τους αδερφούς του· η μάνα του τού έδωσε αυτό το όνομα, γιατί τον είχε γεννήσει με υπερβολικούς πόνους. Ο Ιαβής προσευχήθηκε στο Θεό του Ισραήλ μ’ αυτά τα λόγια: «Ευλόγησέ με πλουσιοπάροχα, δώσε μου περισσότερα χωράφια, προστάτεψέ με, και φύλαξέ με μακριά από κάθε κακό κι από κάθε συμφορά». Ο Θεός του έδωσε όλα όσα ζήτησε. Ο Χελούβ, αδερφός του Σουχά, απέκτησε τον Μεχείρ, πατέρα του Εσθών. Ο Εσθών απέκτησε το Βαιθ-Ραφά, τον Πασεάχ και τον Τεχιννά, ιδρυτή της πόλης Νάχας. Οι φυλές που προήλθαν απ’ αυτούς κατοικούσαν στη Ρηχά. Γιοι του Κενάζ ήταν ο Οθνιήλ κι ο Σεραΐας· γιοι του Οθνιήλ ήταν ο Χαθάθ και ο Μεοναθάν. Ο Μεοναθάν απέκτησε τον Οφρά και ο Σεραΐας τον Ιωάβ, πρόγονο των κατοίκων της πεδιάδας των Τεχνιτών. Την έλεγαν έτσι, επειδή όλοι εκεί ήταν τεχνίτες. Γιοι του Χάλεβ, γιου του Ιεφοννή, ήταν οι Ιερού, Ελά και Νάαμ· γιος του Ελά ήταν ο Κενάζ. Γιοι του Ιαλλελεήλ ήταν οι Ζιφ, Ζιφά, Τιριά και Ασαρεήλ. Ο Οδία παντρεύτηκε μία από τις αδερφές του Ναχάμ. Απόγονοί του ήταν οι Γαρμίτες, ιδρυτές της Κεϊλά και οι Μααχαθίτες, που κατοικούσαν στην Εστεμοά. Γιοι του Σιμών ήταν οι Αμνών, Ριννά, Βεν-Χανάν και Θιλών. Γιοι του Ισεή ήταν οι Ζωχέθ και Βεν-Ζωχέθ. Απόγονοι του Σηλά, γιου του Ιούδα, ήταν ο Ηρ, ιδρυτής της πόλης Ληχά, ο Λαεδδά, ιδρυτής της πόλης Μαρησά και οι φυλές που κατοικούσαν στην πόλη Ασβεά και επεξεργάζονταν το λινό. Επίσης από τον Σηλά κατάγονταν ο Ιωκίμ και οι κάτοικοι της πόλης Χωζεβά, κι ο Ιωάς και ο Σαράφ, οι οποίοι μετανάστευσαν για λίγο στη Μωάβ και ξαναγύρισαν στη Βηθλεέμ, σύμφωνα με μια αρχαία παράδοση. Αυτοί ήταν κεραμοποιοί και κατοικούσαν στις πόλεις Νεταΐμ και Γεδηρά· εργάζονταν εκεί στην υπηρεσία του βασιλιά. Γιοι του Συμεών ήταν οι Νεμουήλ, Ιαμείν, Ιαρίβ, Ζεράχ και Σαούλ: Γιος του Σαούλ ήταν ο Σαλλούμ και κατ’ ευθείαν γραμμή απόγονοί του οι Μιβσάμ, Μισμά, Χαμμούλ, Ζακούρ και Σεμεΐ. Ο Σεμεΐ απέκτησε δεκαέξι γιους και έξι θυγατέρες· οι αδερφοί του όμως δεν είχαν πολλούς γιους και γι’ αυτό οι απόγονοι του Συμεών δεν ήταν τόσοι πολλοί, όσο οι απόγονοι του Ιούδα. Εγκαταστάθηκαν στις πόλεις Βέερ-Σεβά, Μωλαδά, Χασάρ-Σουάλ, Βιλά, Εσέμ, Θωλάδ, Βεθουήλ, Χωρμά, Σικλάγ, Βαιθ-Μαρκαβώθ, Χασάρ-Σουσίμ, Βαιθ-Βιρί και Σααραείμ. Σ’ αυτές τις πόλεις κατοικούσαν ως την εποχή του βασιλιά Δαβίδ, καθώς και στα γύρω τους χωριά. Είχαν εγκατασταθεί σε πέντε ακόμα πόλεις: στην Εθέρ, στην Αείμ, στη Ριμμών, στη Θοχέν και στην Ασάν, και στα γύρω τους χωριά ως τη Βάαλ. Αυτές ήταν οι τοποθεσίες όπου κατοικούσαν κι αυτοί ήταν οι γενεαλογικοί τους κατάλογοι. Αρχηγοί των φυλών τους ήταν οι Μεσωβάβ, Ιαμλήχ, Ιωσά, γιος του Αμασία, Ιωήλ, Ιηού, γιος του Ιωσιβία, εγγονός του Σεραΐα και δισέγγονος του Ασιήλ, Ελιωεναΐ, Ιαακαβά, Ιεσοχαΐας, Ασαΐας, Αδιήλ, Ιεσιμιήλ, Βεναΐας, Ζιζά, γιος του Σιφεΐ, εγγονός του Αλλόν και δισέγγονος του Ιεδαΐα, ο οποίος ήταν γιος του Σιμρί και εγγονός του Σεμαΐα. Οι οικογένειες όλων αυτών των φυλών είχαν μεγάλη αύξηση. Απλώθηκαν ως τα προάστεια της Γεδώρ, ανατολικά της κοιλάδας, για να βρουν βοσκή για τα κοπάδια τους. Πράγματι, βρήκαν πλούσια και καλή βοσκή σε μια περιοχή ευρύχωρη και ειρηνική. Εκεί παλιότερα κατοικούσαν απόγονοι του Χαμ. Πράγματι, την εποχή του βασιλιά του Ιούδα Εζεκία, οι αρχηγοί που προαναφέρθηκαν ήρθαν σ’ αυτή την περιοχή και κατέστρεψαν τις σκηνές των κατοίκων της Γεδώρ και τους Μιναίους. Τους εξόντωσαν, έτσι που σήμερα να μην υπάρχει εκεί κανένα ίχνος τους. Στον τόπο τους εγκαταστάθηκαν αυτοί, γιατί εκεί υπήρχε άφθονη βοσκή για τα κοπάδια τους. Άλλοι πεντακόσιοι άντρες από τη φυλή Συμεών πήγαν στην ορεινή περιοχή της Εδώμ, με αρχηγούς τους γιους του Ιεσεί: τον Πελατία, το Νεαρία, το Ρεφαΐα και τον Ουζζιήλ. Σκότωσαν όσους Αμαληκίτες είχαν επιζήσει και εγκαταστάθηκαν αυτοί εκεί μέχρι σήμερα. Ο Ρουβήν ήταν ο πρωτότοκος γιος του Ισραήλ. Επειδή όμως πλάγιασε με την παλλακίδα του πατέρα του, τα δικαιώματά του ως πρωτοτόκου μεταβιβάστηκαν στους γιους του Ιωσήφ, που ήταν κι αυτός γιος του Ισραήλ. Έτσι ο Ρουβήν δε θεωρείται πια πρωτότοκος. Εν τούτοις δεν καταγράφεται το όνομα του Ιωσήφ πρώτο στη γενεαλογία. Βέβαια, ο Ιούδας επικράτησε ανάμεσα στους αδερφούς του, και απ’ αυτόν προήλθε βασιλιάς για όλο το λαό του Ισραήλ. Ωστόσο τα δικαιώματα του πρωτοτόκου ανήκαν στον Ιωσήφ. Γιοι του Ρουβήν, λοιπόν, πρωτότοκου γιου του Ισραήλ, ήταν οι Χανώχ, Φαλλού, Χεσρών και Χαρμί. Ένας από τους απογόνους του Ρουβήν ήταν ο Ιωήλ. Μετά απ’ αυτόν ακολουθούν κατ’ ευθείαν γραμμή οι Σεμαΐας, Γωγ, Σιμεΐ, Μιχά, Ρηχά, Βάαλ, και Βεηρά, ένας από τους αρχηγούς της φυλής Ρουβήν, που ο βασιλιάς της Ασσυρίας Τιγλάθ-Πιλέσερ τον συνέλαβε και τον οδήγησε στην αιχμαλωσία. Οι αδερφοί του, αρχηγοί συγγενειών, σύμφωνα με το γενεαλογικό κατάλογο ήταν: πρώτος ο Ιεϊήλ, έπειτα ο Ζαχαρίας, και τέλος ο Βελά, γιος του Αζάζ, εγγονός του Σεμά και δισέγγονος του Ιωήλ. Η φυλή Ρουβήν ζούσε στην περιοχή που εκτείνεται ανάμεσα στην Αροήρ, νότια, και στο όρος Νεβώ και την πόλη Βαάλ-Μεών, βόρεια. Προς ανατολάς είχαν φτάσει ως την άκρη της ερήμου η οποία χώριζε την περιοχή τους από τον ποταμό Ευφράτη, επειδή είχαν πάρα πολλά κοπάδια στη Γαλαάδ, ανατολικά του Ιορδάνη. Την εποχή του βασιλιά Σαούλ οι Ρουβηνίτες έκαναν πόλεμο με τους Αγαρηνούς, τους νίκησαν κι εγκαταστάθηκαν σ’ ολόκληρη την ανατολική πλευρά της Γαλαάδ, όπου κατοικούσαν εκείνοι. Οι απόγονοι του Γαδ κατοικούσαν βόρεια των Ρουβηνιτών στο οροπέδιο της Βασάν και ως τη Σαλχά, ανατολικά. Αρχηγός της κυριότερης συγγένειας ήταν ο Ιωήλ, της δεύτερης σε σπουδαιότητα ο Σαφάμ και οι Ιαναΐ και Σαφάτ, αρχηγοί άλλων συγγενειών στη Βασάν. Επιπλέον υπήρχαν κι άλλες εφτά συγγένειες: του Μιχαήλ, του Μεσουλλάμ, του Σεβά, του Ιωραΐμ, του Ιεχάν, του Ζιά και του Έβερ. Οι πρόγονοι του Αβιχαΐλ, γιου του Χουρί, κατ’ ευθείαν γραμμή ήταν οι Ιαρόαχ, Γαλαάδ, Μιχαήλ, Ιεσισαΐ, Ιαχδώ, Βουζ. Ο Αχί, γιος του Αβδιήλ και εγγονός του Γουνί, ήταν αρχηγός αυτών των συγγενειών. Οι απόγονοι του Γαδ κατοικούσαν στη Γαλαάδ, στη Βασάν και στους οικισμούς της και σ’ όλα τα βοσκοτόπια της πεδιάδας της Σαρών ως τις άκρες τους. Όλοι αυτοί καταγράφτηκαν σε γενεαλογικούς καταλόγους την εποχή που βασιλιάς στον Ιούδα ήταν ο Ιωθάμ και στον Ισραήλ ο Ιεροβοάμ. Οι φυλές Ρουβήν και Γαδ και η μισή φυλή Μανασσή είχαν σαράντα τέσσερις χιλιάδες εφτακόσιους εξήντα άντρες ετοιμοπόλεμο στρατό, καλογυμνασμένους στη χρήση της ασπίδας, του ξίφους ή του τόξου. Αυτοί πολέμησαν τις αγαρηνές φυλές, των Ιετουραίων, των Ναφισαίων και των Νοδαβαίων. Στη διάρκεια εκείνου του πολέμου παρακάλεσαν το Θεό να τους βοηθήσει κι ο Θεός τούς άκουσε και τους βοήθησε, γιατί είχαν στηρίξει τις ελπίδες τους σ’ αυτόν. Έτσι οι Αγαρηνοί και όλοι οι σύμμαχοί τους υποτάχθηκαν στην εξουσία των Ισραηλιτών. Άρπαξαν τα ζώα τους, πενήντα χιλιάδες καμήλες, διακόσιες πενήντα χιλιάδες πρόβατα και δυο χιλιάδες γαϊδούρια· επίσης πήραν και εκατό χιλιάδες αιχμαλώτους. Σκοτώθηκαν πολλοί από τους εχθρούς, γιατί ο πόλεμος εκείνος κατευθυνόταν από το Θεό. Οι Ισραηλίτες εγκαταστάθηκαν στις περιοχές των Αγαρηνών, όπου κι έμειναν ως την αιχμαλωσία. Οι απόγονοι της μισής φυλής Μανασσή εγκαταστάθηκαν στην περιοχή που εκτείνεται από τη Βασάν, νότια, ως τη Βάαλ-Χερμών, τη Σενείρ και το όρος Ερμών βόρεια, κι έγιναν πολυάριθμοι. Αρχηγοί των συγγενειών τους ήταν οι Εφέρ, Ισεΐ, Ελιήλ, Αζριήλ, Ιερεμίας, Ωδαβίας και Ιαχδιήλ –όλοι τους άντρες δυνατοί και ονομαστοί. Γιοι του Λευί ήταν οι Γηρσών, Καάθ, και Μεραρί. Γιοι του Καάθ ήταν οι Αμράμ, Ισάρ, Χεβρών και Ουζζιήλ. Γιοι του Αμράμ ήταν ο Ααρών, κι ο Μωυσής και κόρη του η Μαριάμ. Γιοι του Ααρών ήταν οι Ναδάβ, Αβιούδ, Ελεάζαρ και Ιθάμαρ. Διάδοχοι του αρχιερέα Ελεάζαρ ήταν κατ’ ευθείαν γραμμή οι Φινεές, Αβισουά, Βουκκί, Ουζί, Ζεραΐας, Μεραϊώθ, Αμαρίας, Αχιτώβ, Σαδώκ, Αχιμάας, Αζαρίας, Ιωχανάν, και Αζαρίας, ο οποίος ήταν ο πρώτος αρχιερέας στο ναό, που έχτισε ο Σολομών στην Ιερουσαλήμ. Ακολουθούν οι Αμαρίας, Αχιτώβ, Σαδώκ, Σαλλούμ, Χελκίας, Αζαρίας, Σεραΐας, Ιωσαδάκ. Ο Ιωσαδάκ οδηγήθηκε στην εξορία, όταν ο Κύριος επέτρεψε να αιχμαλωτιστεί ο λαός του Ιούδα και της Ιερουσαλήμ από το Ναβουχοδονόσορ. Γιοι του Λευί ήταν οι Γηρσών, Καάθ και Μεραρί. Τα ονόματα των γιων του Γηρσών ήταν: Λιβνί και Σιμεΐ. Γιοι του Καάθ ήταν οι Αμράμ, Ισάρ, Χεβρών και Ουζζιήλ. Γιοι του Μεραρί ήταν οι Μαχλί και Μουσί. Από τους τρεις γιους του Λευί, Γηρσών, Καάθ και Μεραρί, προήλθαν διάφορες οικογένειες λευιτών ως εξής: Γιος του Γηρσών ήταν ο Λιβνί, γιος του Λιβνί ο Ιαάθ κι ακολουθούν κατ’ ευθείαν γραμμή οι Ιωάχ, Ιδδώ, Ζεράχ και Ιεαθεράι. Γιος του Καάθ ήταν ο Αμιναδάβ, γιος του Αμιναδάβ ο Κορέ κι ακολουθούν κατ’ ευθείαν γραμμή οι Ασήρ, Ελκανά, Αβιασάφ, Ασήρ, Ταχάθ, Ουριήλ, Οζίας και Σαούλ. Γιοι του Ελκανά ήταν οι Αμασαΐ, Αχιμώθ και Ελκανά. Σε πλαγία γραμμή ακολουθούν οι Σουφί, Ναάθ, Ελιάβ, Ιεροχάμ, Ελκανά και Σαμουήλ. Ο πρωτότοκος γιος του Σαμουήλ ήταν ο Ιωήλ και δεύτερος ο Αβιά. Γιος του Μεραρί ήταν ο Μαχλί, γιος του Μαχλί ο Λιβνί κι ακολουθούν κατ’ ευθείαν γραμμή οι Σιμεά, Χαγγία και Ασαΐας. Από τότε που η κιβωτός τοποθετήθηκε στο αγιαστήριο του Κυρίου, ο Δαβίδ ανέθεσε στους απογόνους του Λευί το έργο της μουσικής. Πριν χτίσει ο Σολομών το ναό του Κυρίου στην Ιερουσαλήμ, οι άνθρωποι αυτοί εκτελούσαν την υπηρεσία της υμνωδίας, μπροστά στη σκηνή του Μαρτυρίου, σύμφωνα με ορισμένους κανόνες. Οι λευίτες, λοιπόν, που διορίστηκαν μαζί με τους συγγενείς τους για να εκτελούν αυτή την υπηρεσία στο ναό, ήταν οι εξής: Από τη συγγένεια του Καάθ, ο Αιμάν, πρωτοψάλτης του πρώτου χορωδιακού τμήματος, γιος του Ιωήλ και εγγονός του Σαμουήλ. Οι άλλοι του πρόγονοι κατ’ ευθείαν ανιούσα γραμμή ήταν οι Ιεροχάμ, Ελιήλ, ο Τωάχ, Σουφ, Ελκανά, Αμασαΐ, Ελκανά, Ιωήλ, Αζαρίας, Σεφανίας, Ταχάθ, Ασήρ, Αβιασάφ, Κορέ, Ισάρ και Καάθ, γιος του Λευί και εγγονός του Ιακώβ. Στα δεξιά του Αιμάν στεκόταν ο αδερφός του, ο Ασάφ, πρωτοψάλτης του δεύτερου χορωδιακού τμήματος, γιος του Βερεχία και εγγονός του Σιμεά. Οι άλλοι πρόγονοί του κατ’ ευθείαν ανιούσα γραμμή ήταν οι Μαλκίας, Ονί, Ζερά, Αδαΐα, Εθάν, Ζιμμά, Σιμεΐ, Ιεέθ, Γεθσών και Λευί. Αριστερά στέκονταν οι συνάδελφοί τους, απόγονοι του Μεραρί. Πρωτοψάλτης του τρίτου χορωδιακού τμήματος ήταν ο Εθάν, γιος του Κισί και εγγονός του Αβδί, ο οποίος ήταν γιος του Μαλλούχ. Οι άλλοι πρόγονοί του κατ’ ευθείαν ανιούσα γραμμή ήταν οι Χασαβίας, Αμεσίας, Χελκίας, Αμσί, Βανί, Σαμίρ, Μαχλί, Μουσί, Μεραρί και Λευί. Οι άλλοι συνάδελφοί τους λευίτες ήταν διορισμένοι στις υπόλοιπες υπηρεσίες στο χώρο του ναού του Θεού. Ο Ααρών και οι απόγονοί του ήταν επιφορτισμένοι να προσφέρουν τις θυσίες πάνω στο θυσιαστήριο των ολοκαυτωμάτων και στο θυσιαστήριο του θυμιάματος. Ασχολούνταν με τις διάφορες εργασίες στα άγια των αγίων και με τις τελετουργίες εξιλέωσης του λαού, σύμφωνα με όλα όσα είχε προστάξει ο Μωυσής, ο δούλος του Θεού. Οι απόγονοι και διάδοχοι του Ααρών κατ’ ευθείαν γραμμή, ήταν οι Ελεάζαρ, Φινεές, Αβισουά, Βουκκί, Οζί, Ζεραΐας, Μαριήλ, Αμαρία, Αχιτώβ, Σαδώκ και Αχιμάας. Αυτές είναι οι τοποθεσίες και οι βοσκότοποι στη χώρα, που κληρώθηκαν στους απογόνους του Λευί, ανάμεσα στις υπόλοιπες φυλές: Ο πρώτος κλήρος έπεσε στους ιερείς, απογόνους του Ααρών, που ανήκαν στη συγγένεια των Κααθιτών. Σ’ αυτούς δόθηκε η Χεβρών στη χώρα του Ιούδα με τα γύρω βοσκοτόπια της· τα χωράφια όμως της πόλης και τα χωριά της δόθηκαν στο Χάλεβ, γιο του Ιεφοννή. Στις υπόλοιπες οικογένειες των Κααθιτών δόθηκαν με κλήρο στα δυτικά του Ιορδάνη δέκα πόλεις, στις περιοχές των φυλών Εφραΐμ, Δαν και της μισής φυλής Μανασσή, ανατολικά. Στις οικογένειες των Γηρσωνιτών δόθηκαν δεκατρείς πόλεις στις περιοχές των φυλών Ισσάχαρ, Ασήρ, Νεφθαλί και της άλλης μισής φυλής Μανασσή, στη Βασάν. Στις οικογένειες των Μεραριτών δόθηκαν με κλήρο, δώδεκα πόλεις στις περιοχές των φυλών Ρουβήν, Γαδ και Ζαβουλών. Έτσι οι Ισραηλίτες παραχώρησαν στους απογόνους του Λευί τις πόλεις αυτές μαζί με τα γύρω βοσκοτόπια τους. Επίσης με κλήρο έδωσαν και τις πόλεις που προαναφέρθηκαν και που βρίσκονται στις περιοχές των φυλών Ιούδα, Συμεών και Βενιαμίν. Οι γιοι του Ισσάχαρ ήταν τέσσερις, οι Τωλά, Φουά, Ιασούβ και Σιμρών. Γιοι του Τωλά ήταν οι Ουζί, Ρεφαΐας, Ιεριήλ, Ιαχμαΐ, Ιεβσάμ και Σεμουήλ –αρχηγοί των οικογενειών που είχαν πρόγονο τον Τωλά και αξιόλογοι πολεμιστές. Την εποχή του Δαβίδ η συγγένεια του Τωλά απαριθμούσε είκοσι δύο χιλιάδες εξακόσιους άντρες. Γιος του Ουζί ήταν ο Ιζραχίας. Αυτός και οι γιοι του Μιχαήλ, Οβαδία, Ιωήλ και Ισίας ήταν οι πέντε αρχηγοί αντίστοιχων οικογενειών. Οι οικογένειές τους είχαν τόσο πολλές γυναίκες και παιδιά, ώστε μπορούσαν άνετα να διαθέσουν τριάντα έξι χιλιάδες ετοιμοπόλεμους άντρες. Όλες μαζί οι οικογένειες της φυλής Ισσάχαρ, σύμφωνα με τους γενεαλογικούς καταλόγους, απαριθμούσαν ογδόντα εφτά χιλιάδες ετοιμοπόλεμους άντρες. Οι γιοι του Βενιαμίν ήταν τρεις: οι Βελά, Βεχέρ και Ιεδιαήλ. Οι γιοι του Βελά ήταν πέντε: οι Εσβών, Ουζί, Ουζζιήλ, Ιεριμώθ και Ιρί –αρχηγοί αντίστοιχων οικογενειών και αξιόλογοι πολεμιστές. Σύμφωνα με τους γενεαλογικούς καταλόγους, οι οικογένειές τους απαριθμούσαν είκοσι δύο χιλιάδες τριάντα τέσσερις ετοιμοπόλεμους άντρες. Γιοι του Βεχέρ ήταν οι Ζεμιρά, Ιωάς, Ελιέζερ, Ελιωεναΐ, Αμρί, Ιερεμώθ, Αβιά, Αναθώθ και Αλαμώθ –αρχηγοί αντίστοιχων οικογενειών και αξιόλογοι πολεμιστές. Σύμφωνα με τους γενεαλογικούς καταλόγους, οι οικογένειές τους αριθμούσαν είκοσι χιλιάδες διακόσιους ετοιμοπόλεμους άντρες. Γιος του Ιεδιαήλ ήταν ο Βιλάν, και γιοι του Βιλάν οι Ιεούς, Βενιαμίν, Εούδ, Χεναανά, Ζεθάν, Θαρσίς και Αχισαχάρ –αρχηγοί αντίστοιχων οικογενειών και αξιόλογοι πολεμιστές. Οι οικογένειές τους απαριθμούσαν δέκα εφτά χιλιάδες διακόσιους ετοιμοπόλεμους άντρες. Ο Σουππίμ, ο Χουππίμ οι γιοι του Ιρ, ο Χουσίμ, ο γιος του Αχέρ. Γιοι του Νεφθαλί ήταν οι Ιαχασιήλ, Γουνί, Ιεσέρ και Σαλλούμ –όλοι απόγονοι της Βαλλά. Γιοι του Μανασσή, που γεννήθηκαν από τη Σύρια παλλακίδα του, ήταν ο Ασριήλ και ο Μαχίρ, πατέρας του Γαλαάδ. Ο Μαχίρ παντρεύτηκε τη Μααχά, αδερφή του Ουπίμ και του Σουφίμ. Ο δεύτερος γιος του λεγόταν Σελοφεχάδ· αυτός είχε μόνο κόρες. Η Μααχά, γυναίκα του Μαχίρ, γέννησε γιο και τον ονόμασε Φαρές. Ο αδερφός του λεγόταν Σαρές και οι γιοι του Ουλάμ και Ρακέμ. Γιος του Ουλάμ ήταν ο Βεδάν. Αυτοί ήταν απόγονοι του Γαλαάδ, πρωτότοκου γιου του Μαχίρ και εγγονού του Μανασσή. Η αδερφή του Γαλαάδ, η Αμμολεχέθ, γέννησε τον Ιεσούδ, τον Αβιέζερ και τον Μαχελά. Γιοι του Σεμιδά ήταν οι Αχιάν, Σεχέμ, Λικχά και Ανιάμ. Γιος του Εφραΐμ ήταν ο Σουθαλάχ, γιος του Σουθαλάχ ο Βερέδ και ακολουθούν κατ’ ευθείαν γραμμή οι Γελεάδ, Ταχάθ, Ζαβάδ και Σαθαλάχ. Εκτός από το Σουθαλάχ, ο Εφραΐμ είχε τον Αζέ και τον Ελιάδ. Αυτοί προσπάθησαν να αρπάξουν από τους γηγενείς κατοίκους της περιοχής της Γαθ τα κοπάδια τους, κι εκείνοι τους σκότωσαν. Ο πατέρας τους ο Εφραΐμ τούς πένθησε πολλές μέρες, κι ήρθαν οι αδερφοί του για να τον παρηγορήσουν. Αργότερα συνευρέθηκε πάλι με τη γυναίκα του κι αυτή έμεινε έγκυος και γέννησε γιο που τον ονόμασε Βεριά, επειδή ξέσπασε κακό στο σπίτι του. Κόρη του ήταν η Σεερά. Αυτή έχτισε την άνω και κάτω Βαιθ-Χωρών και τον Ουζέν-Σεερά. Γιος του Βεριά ήταν ο Ρεφάχ, του οποίου οι απόγονοι κατ’ ευθείαν γραμμή ήταν οι Ρεσέφ Θελάχ, Θαχάρ, Λαδάν, Αμμιούδ, Ελισαμά, Νουν και ο γιος του ο Ιησούς. Κτήματά τους και κατοικίες τους ήταν η Βαιθήλ και οι γύρω οικισμοί, ανατολικά η Νααράν, δυτικά η Γαζέρ και οι γύρω οικισμοί καθώς και η Συχέμ και η Γαιάν με τους γύρω οικισμούς. Οι απόγονοι του Μανασσή κατείχαν τις πόλεις Βαιθσεών, Ταενάχ, Μεγιδδώ, Δωρ και τους γύρω τους οικισμούς. Σ’ αυτές κατοικούσαν οι απόγονοι του Ιωσήφ, γιου του Ιακώβ. Γιοι του Ασήρ ήταν οι Ιμνά, Ισβά, Ισβί, Βεριά και κόρη του η Σεράχ. Γιοι του Βεριά ήταν ο Χεβέρ και ο Μαλχιήλ, που ήταν πρόγονος των κατοίκων της Βιρζαβίθ. Γιοι του Χεβέρ ήταν οι Ιαφλήτ, Σωμήρ, Χωθάμ και κόρη του η Σουά. Γιοι του Ιαφλήτ ήταν οι Πασάχ, Βιμάλ και Ασβάθ. Γιοι του Σωμήρ ήταν οι Αχί, Ρωγά, Ιεχουβά και Αράμ. Γιοι του Χωθάμ, του αδερφού του, ήταν οι Σωφάχ, Ιμνά, Σελλής και Αμάλ. Γιοι του Σωφάχ ήταν οι Σουάχ, Χαρναφάρ, Σουάλ, Βερί, Ιμρά, Βεσέρ, Ωδ, Σαμμά, Σιλεσά, Ιθράν και Βεερά. Γιοι του Ιεθέρ ήταν οι Ιεφοννή, Φισπά και Ερά. Γιοι του Ουλλά ήταν οι Αράχ, Χαννιήλ και Ρισιά. Όλοι αυτοί ήταν απόγονοι του Ασήρ, ονομαστοί αρχηγοί οικογενειών, άνθρωποι αξιόλογοι και διακεκριμένοι ηγέτες. Σύμφωνα με τους γενεαλογικούς καταλόγους οι οκογένειές τους απαριθμούσαν είκοσι έξι χιλιάδες ετοιμοπόλεμους άντρες. Ο Βενιαμίν είχε πέντε γιους: το Βελά, τον πρωτότοκο, τον Ασβήλ, τον Αχεράχ, το Νωχά και το Ραφά, Γιοι του Βελά ήταν οι Αδδάρ, Γηρά, Αβιούδ, Αβισουά, Νααμάν, Αχωάχ, Γηρά, Σεφουφάμ και Χουράμ. Ιεούς, Σαχιά και Μιρμά –όλοι αρχηγοί οικογενειών. Επίσης από την προηγούμενη γυναίκα του τη Χουσίμ είχε γιους τον Αβιτούβ και τον Ελπαάλ. Γιοι του Ελπαάλ ήταν οι Έβερ, Μισάμ και ο Σεμέδ, ο οποίος έχτισε τις πόλεις Ωνώ και Λωδ με τους γειτονικούς οικισμούς. Ο Βεριά και ο Σεμά, αρχηγοί των οικογενειών των κατοίκων της Αϊλών, έδιωξαν τους κατοίκους της Γαθ. Τα άλλα τους αδέρφια ήταν οι Ελπαάλ, Σασάκ και Ιερεμώθ. Γιοι του Ελπαάλ ήταν οι Ζαβαδία, Μεσουλλάμ, Χεζεκί, Χεβέρ, Ισμεραΐ, Ιεζλίας και Ιωβάβ. Γιοι του Σαμαΐθ ήταν οι Ιακίμ, Ζιχρί, Ζαβδί, Ελιηνάι, Σιλθαΐ, Ελιήλ, Αδαΐας, Βεραΐας και Σιμράθ. Γιοι του Σασάκ ήταν οι Ισπά, Έβερ, Ελιήλ, Αβδών, Ζιχρί, Χανάν, Ανανία, Ελάμ, Αντωθηά. Ιφεδεΐα, και Φανουήλ. Τέλος, γιοι του Ιεροχάμ ήταν οι Σαμσεραΐ, Σεαρίας, Αθαλίας, Ιαρεσία, Ηλία και Ζιχρί. Όλοι αυτοί ήσαν αρχηγοί οικογενειών στις γενιές των απογόνων τους και κατοικούσαν στην Ιερουσαλήμ. Στη Γαβαών ζούσε ο Ιεϊήλ, πρόγονος των κατοίκων της Γαβαών. Η γυναίκα του λεγόταν Μααχά. Πρωτότοκος γιος του ήταν ο Αβδών. Άλλοι γιοι του ήταν οι Σουρ, Κις, Βάαλ, Νηρ, Ναδάβ, Γεδώρ, Αχιώ, Ζαχέρ και ο Μικλώθ, πατέρας του Σιμεά. Αυτοί οι τελευταίοι, αντίθετα με τις συγγένειες των αδερφών τους, ζούσαν στην Ιερουσαλήμ μαζί με άλλα μέλη της συγγένειάς τους. Ο Νηρ είχε γιο τον Αβενήρ και ο Κις το Σαούλ. Γιοι του Σαούλ ήταν οι Ιωνάθαν, Μαλχί-Σουά, Αμιναδάβ και Εσ-Βαάλ. Γιος του Ιωνάθαν ήταν ο Μερίβ-Βάαλ και του Μερίβ-Βάαλ ο Μιχά. Γιοι του Μιχά ήταν οι Πιθών, Μελέχ, Θαρεά και Άχαζ. Ο Άχαζ απέκτησε τον Ιεωαδά κι αυτός τον Αλεμάθ, τον Ασμαβέθ και το Ζιμρί· ο Ζιμρί απέκτησε το Μοσά. Κατόπιν ακολουθούν κατ’ ευθείαν γραμμή οι: Βινεά, Ραφά, Ελεσά και Ασήλ. Ο Ασήλ είχε έξι γιους, τους Αζρικάμ, Βοχερού, Ισμαήλ, Σεαρία, Οβαδία και Χανάν. Γιοι του Ησέκ, αδερφού του Ασήλ ήταν οι Ουλάμ –πρωτότοκος– Ιεούς και Ελιφέλετ. Οι γιοι του Ουλάμ ήταν δυνατοί πολεμιστές, επιδέξιοι τοξότες, είχαν πολλούς απογόνους, συνολικά εκατόν πενήντα. Όλοι τους ανήκαν στη φυλή Βενιαμίν. Όλοι οι Ισραηλίτες ήταν εγγεγραμμένοι κατά οικογένειες στο Βιβλίο των Βασιλιάδων του Ισραήλ. Οι κάτοικοι του βασιλείου του Ιούδα είχαν οδηγηθεί αιχμάλωτοι στη Βαβυλώνα εξαιτίας της απιστίας τους. Οι πρώτοι που επέστρεψαν στις πόλεις του Ιούδα, στις ιδιοκτησίες των προγόνων τους, ήταν ένα μέρος του λαού, ιερείς, λευίτες και υπηρέτες του ναού. Όσοι ακολούθησαν, ήταν απόγονοι των φυλών Ιούδα, Βενιαμίν, Εφραΐμ και Μανασσή, κι εγκαταστάθηκαν στην Ιερουσαλήμ. Από τους απογόνους της φυλής Ιούδα ήταν ο Ουθαΐ, γιος του Αμμιούδ. Άλλοι πρόγονοί του κατ’ ευθείαν ανιούσα γραμμή ήταν ο Αμρί, ο Ιμρί και ο Βανί, οι οποίοι ανήκαν στη συγγένεια του Φαρές, γιου του Ιούδα. Από τη συγγένεια των Σηλωνιτών προέρχονταν ο Ασαΐας –πρωτότοκος– και οι γιοι του. Από τη συγγένεια του Ζεράχ προερχόταν ο Ιεωήλ. Όλοι αυτοί οι απόγονοι του Ιούδα, μαζί με τους συγγενείς τους, ήταν εξακόσιοι ενενήντα αρχηγοί οικογενειών. Από τους απογόνους της φυλής Βενιαμίν προερχόταν ο Σαλλού, γιος του Μεσουλλάμ, εγγονός του Ωδαβία και δισέγγονος του Ασενουά. Επίσης ο Ιβνεϊά, γιος του Ιεροχάμ· ο Ελά, γιος του Ουζί και εγγονός του Μιχρί και ο Μεσουλλάμ, γιος του Σεφατία, εγγονός του Ρεγουήλ και δισέγγονος του Ιβνιά. Όλοι αυτοί σύμφωνα με τους γενεαλογικούς καταλόγους, ανήκαν στη φυλή Βενιαμίν· και μαζί με τους συγγενείς τους ήταν εννιακόσιοι πενήντα έξι αρχηγοί οικογενειών. Από τους ιερείς προέρχονταν οι Ιεωϊαδά, Ιωιαρίβ, Ιαχίν και ο Αζαρίας, γιος του Χελκία· πρόγονοί του κατ’ ευθείαν ανιούσα γραμμή ήταν οι Μεσουλλάμ, Σαδώκ, Μεραϊώθ και Αχιτώβ, ο προϊστάμενος του ναού του Θεού. Επίσης ο Αδαΐα, γιος του Ιεροχάμ, που πρόγονοί του κατ’ ευθείαν ανιούσα γραμμή ήταν οι Πασχούρ και Μαλκίας. Επίσης ο Μαασιαΐ, γιος του Αβδιήλ· πρόγονοί του ήταν οι Ιαχζερά, Μεσουλλάμ, Μεσιλλεμίθ και Ιμμέρ. Μαζί με τους άλλους ιερείς, αυτοί οι αρχηγοί οικογενειών ήταν συνολικά χίλια εφτακόσια εξήντα άτομα, όλοι τους άντρες ικανοί και άξιοι για την υπηρεσία του ναού του Θεού. Από τους λευίτες, απογόνους του Μεραρί, προερχόταν ο Σεμαΐας, γιος του Χασσούβ, εγγονός του Αζρικάμ και δισέγγονος του Χασαβία. Από τους απογόνους του Ασάφ προέρχονταν οι Βακβακάρ, Χερές, Γαλάλ και Ματτανίας, γιος του Μιχά. Από τους απογόνους του Ιεδοθούν προερχόταν ο Οβαδία, γιος του Σεμαΐα και εγγονός του Γαλαάλ. Τέλος ο Βερεχίας, γιος του Ασά και εγγονός του Ελκανά· αυτός κατοικούσε στα χωριά των Νετωφαθιτών. Ανάμεσα στους θυρωρούς του ναού ήταν οι Σαλλούμ, Ακκούβ, Ταλμών, Αχιμάν και οι συγγενείς τους. Ο Σαλλούμ ήταν ο προϊστάμενος. Ακόμα ως τις μέρες μας, δικοί τους απόγονοι είναι τοποθετημένοι στην ανατολική πύλη, την πύλη του βασιλιά. Παλαιότερα, οι πρόγονοί τους ήταν θυρωροί στα στρατόπεδα των λευιτών. Ο Σαλλούμ, γιος του Κορέ, εγγονός του Αβιασάφ και δισέγγονος του Κορά, καθώς και οι συγγενείς του από την πατρική του οικογένεια, οι Κορίτες, υπηρετούσαν ως φρουροί της εισόδου της σκηνής του Μαρτυρίου· οι πρόγονοί τους ήταν φύλακες της εισόδου του στρατοπέδου του Κυρίου. Προϊστάμενός του παλαιότερα ήταν ο Φινεές, γιος του Ελεάζαρ –ο Κύριος να ’ναι μαζί του! Ο Ζαχαρίας, γιος του Μεσελεμία, ήταν επίσης θυρωρός της σκηνής του Μαρτυρίου. Αυτοί που είχαν επιλεγεί ως θυρωροί του ναού ήταν συνολικά διακόσια δώδεκα άτομα. Ήταν όλοι εγγεγραμμένοι σε γενεαλογικούς καταλόγους στα χωριά τους. Στο αξίωμά τους τούς είχε τοποθετήσει ο Δαβίδ και ο Σαμουήλ, ο Βλέπων. Έτσι αυτοί και οι απόγονοί τους συνέχισαν να φρουρούν τις πύλες του ναού του Κυρίου, δηλαδή του αγιαστηρίου της σκηνής. Οι θυρωροί ήταν τοποθετημένοι στις τέσσερις πόρτες, ανατολικά, δυτικά, βόρεια και νότια. Άλλοι θυρωροί, που ζούσαν στα χωριά τους, έρχονταν κατά ορισμένα διαστήματα να υπηρετήσουν μαζί τους για εφτά μέρες. Οι τέσσερις μόνιμοι αρχιθυρωροί ήταν λευίτες και είχαν την ευθύνη να επιβλέπουν τους χώρους και τους θησαυρούς του ναού του Θεού. Διανυκτέρευαν κοντά στο ναό, αφού αυτοί είχαν αναλάβει τη φρούρηση και το άνοιγμα του ναού κάθε πρωί. Άλλοι λευίτες ήταν υπεύθυνοι για τα σκεύη της λατρείας· τα μετρούσαν όταν τα έβγαζαν για να τα χρησιμοποιήσουν και όταν τα ξανάβαζαν στη θέση τους. Άλλοι απ’ αυτούς είχαν την ευθύνη να επιβλέπουν τα υπόλοιπα ιερά αντικείμενα και σκεύη· επίσης το σιμιγδάλι, το κρασί, το λάδι, το λιβάνι και τα αρώματα. Αλλά το μείγμα των αρωμάτων παρασκευαζόταν μονάχα από ιερείς. Ο Ματταθίας, ένας από τους λευίτες, πρωτότοκος γιος του Σαλλούμ, από τη συγγένεια του Κορέ, ήταν υπεύθυνος να επιβλέπει την παρασκευή των προσφορών που τηγανίζονταν. Μερικοί άλλοι λευίτες, από τις συγγένειες των Κααθιτών ήταν επιφορτισμένοι να ετοιμάζουν τους άρτους της προθέσεως, κάθε Σάββατο. Μερικές λευϊτικές οικογένειες ήταν υπεύθυνες για τη μουσική του ναού. Οι αρχηγοί αυτών των οικογενειών ζούσαν στα παραοικοδομήματα του ναού και δεν είχαν άλλες ευθύνες, γιατί ήταν σε υπηρεσία μέρα και νύχτα. Όλοι αυτοί που αναφέρθηκαν, ήταν αρχηγοί λευιτικών οικογενειών των συγγενειών τους και κατοικούσαν στην Ιερουσαλήμ. Στην πόλη Γαβαών κατοικούσε ο ιδρυτής της, ο Ιεϊήλ. Το όνομα της γυναίκας του ήταν Μααχά. Πρωτότοκος γιος του ήταν ο Αβδών, κι ακολουθούν οι Σουρ, Κις, Βάαλ, Νηρ, Ναδάβ, Γεδώρ, Αχιώ, Ζαχέρ και Μικλώθ. Ο Μικλώθ απέκτησε το Σιμεά. Αυτοί, αντίθετα με τις συγγένειες των αδερφών τους, ζούσαν στην Ιερουσαλήμ μαζί με άλλα μέλη της συγγένειάς τους. Ο Νηρ είχε γιο τον Κις κι ο Κις το Σαούλ. Γιοι του Σαούλ ήταν οι Ιωνάθαν, Μαλχί-Σουά, Αμιναδάβ και Εσ-Βάαλ. Γιος του Ιωνάθαν ήταν ο Μερίβ-Βαάλ και του Μερίβ-Βαάλ ο Μιχά. Γιοι του Μιχά ήταν οι Πιθών, Μελέχ, Θαρεά και Άχαζ. Ο Άχαζ απέκτησε τον Ιεωαδά κι ο Ιεωαδά τον Αλεμέθ, τον Ασμαβέθ και το Ζιμρί. Ο Ζιμρί απέκτησε το Μασσά και ακολουθούν κατ’ ευθείαν γραμμή οι Βινεά, Ρεφαΐας, Ελεασά και Ασήλ. Ο Ασήλ είχε έξι γιους· ονομάζονταν Αζρικάμ, Βοχερού, Ισμαήλ, Σεαρία, Οβαδίας και Χανάν. Οι Φιλισταίοι πολέμησαν τους Ισραηλίτες στο όρος Γελβουέ. Οι Ισραηλίτες τράπηκαν σε φυγή και θανατώθηκαν πολλοί. Οι εχθροί καταδίωξαν το Σαούλ και τους γιους του και σκότωσαν τους γιους του Σαούλ, Ιωνάθαν, Αβιναδάβ και Μαλκί-Σούα. Η μάχη γινόταν όλο και σκληρότερη γύρω από το Σαούλ· τελικά τον χτύπησαν οι τοξότες και πληγώθηκε βαριά. Τότε είπε στον οπλοφόρο του: «Τράβα το ξίφος σου και διαπέρασέ με, για να μην έρθουν αυτοί οι απερίτμητοι και με διαπεράσουν και με χλευάσουν». Ο οπλοφόρος του όμως δεν ήθελε να το κάνει γιατί φοβόταν. Έτσι ο Σαούλ πήρε το ξίφος του κι έπεσε μόνος του πάνω σ’ αυτό. Όταν ο οπλοφόρος του είδε ότι ο Σαούλ πέθανε, έπεσε κι αυτός πάνω στο ξίφος του και πέθανε μαζί του. Έτσι πέθαναν ο Σαούλ και οι τρεις γιοι του, ο οπλοφόρος του και οι στρατιώτες του, όλοι την ίδια μέρα. Οι Ισραηλίτες που κατοικούσαν στην άλλη πλευρά της κοιλάδας και ανατολικά του Ιορδάνη, όταν έμαθαν ότι ο ισραηλιτικός στρατός τράπηκε σε φυγή και ότι πέθανε ο Σαούλ και οι γιοι του, άφησαν τις πόλεις τους κι έφυγαν. Τότε ήρθαν οι Φιλισταίοι και εγκαταστάθηκαν σ’ αυτές. Την άλλη μέρα όταν πήγαν οι Φιλισταίοι να λεηλατήσουν τους νεκρούς, βρήκαν το Σαούλ και τους τρεις γιους του πεσμένους στο όρος Γελβουέ. Τότε έκοψαν το κεφάλι του Σαούλ, του έβγαλαν την πανοπλία κι έστειλαν σ’ όλη τη χώρα των Φιλισταίων αγγελιοφόρους, να φέρουν την ευχάριστη είδηση στους ναούς των ειδώλων τους και στο λαό. Τοποθέτησαν τον οπλισμό του στο ναό των θεών τους, και το κεφάλι του το κάρφωσαν στο ναό του Δαγών. Οι κάτοικοι της Ιαβές στη Γαλαάδ άκουσαν όσα έκαναν οι Φιλισταίοι στο Σαούλ. Πήγαν, λοιπόν, οι πιο θαρραλέοι απ’ αυτούς τη νύχτα και πήραν τα πτώματα του Σαούλ και των γιων του από το τείχος της Βαιθ-Σεάν· γύρισαν στην Ιαβές και τα έθαψαν εκεί, κάτω από ένα δέντρο, την αρμυρίκη της Ιαβές, και νήστεψαν εφτά μέρες. Έτσι πέθανε ο Σαούλ, γιατί απίστησε στον Κύριο: δεν υπάκουσε στις εντολές του, κι επιπλέον πήγε και συμβουλεύτηκε μια νεκρομάντισσα και ζήτησε τις οδηγίες της αντί να συμβουλευτεί τον Κύριο. Γι’ αυτό ο Κύριος τον θανάτωσε και παρέδωσε τη βασιλεία στο Δαβίδ, γιο του Ιεσσαί. Όλοι οι Ισραηλίτες ήρθαν στο Δαβίδ, στη Χεβρών, και του είπαν: «Εμείς είμαστε σάρκα σου και αίμα σου. Στο παρελθόν, όταν ακόμα ήταν βασιλιάς ο Σαούλ, εσύ οδηγούσες τα στρατεύματα του Ισραήλ στον πόλεμο και τα έφερνες πίσω. Ο Κύριος, ο Θεός σου, σου είχε πει ότι εσύ θα οδηγούσες κάποτε το λαό του, τον Ισραήλ, και θα γινόσουν ηγεμόνας του». Έτσι, όλοι οι πρεσβύτεροι του λαού Ισραήλ ήρθαν στο βασιλιά Δαβίδ, στη Χεβρών, κι εκείνος έκανε εκεί μ’ αυτούς συμφωνία ενώπιον του Κυρίου. Και έχρισαν το Δαβίδ βασιλιά του Ισραήλ, σύμφωνα με το λόγο του Κυρίου, που τον είχε αναγγείλει ο Σαμουήλ. Ο Δαβίδ και όλοι οι Ισραηλίτες πήγαν να πολιορκήσουν την Ιερουσαλήμ. Η πόλη μέχρι τότε ονομαζόταν Ιεβούς, γιατί εκεί κατοικούσαν οι Ιεβουσαίοι, οι αρχικοί της κάτοικοι. Οι Ιεβουσαίοι είπαν στο Δαβίδ: «Δε θα μπεις στην πόλη μας». Αλλά ο Δαβίδ κυρίεψε το φρούριο της Σιών, που ονομάστηκε στη συνέχεια «Πόλη Δαβίδ». Ο Δαβίδ είχε πει: «Ο πρώτος που θα σκοτώσει Ιεβουσαίο θα γίνει αρχιστράτηγος». Πρώτος επιτέθηκε ο Ιωάβ, γιος της Σερουΐας, κι έτσι έγινε αρχιστράτηγος. Ο Δαβίδ εγκαταστάθηκε στο φρούριο και γι’ αυτό το ονόμασαν «Πόλη Δαβίδ». Έπειτα έχτισε καινούριους οικισμούς γύρω από τη Μιλλώ και το υπόλοιπο της πόλης το ανοικοδόμησε ο Ιωάβ. Έτσι ο Δαβίδ γινόταν όλο και πιο ισχυρός, γιατί ο Κύριος του σύμπαντος ήταν μαζί του. Ακολουθεί κατάλογος των αξιωματικών των επίλεκτων πολεμιστών του Δαβίδ. Αυτοί μαζί με όλους τους Ισραηλίτες τον ανακήρυξαν βασιλιά, σύμφωνα με το λόγο του Κυρίου σχετικά με το λαό Ισραήλ και αγωνίστηκαν να διατηρήσουν το βασίλειό του ισχυρό. Στον κατάλογο των επίλεκτων του Δαβίδ, πρώτος ήταν: Ο Ιασωβεάμ, απόγονος του Χαχμονί και αρχηγός του σώματος των επιλέκτων. Αυτός, κραδαίνοντας τη λόγχη του ενάντια σε τριακόσιους εχθρούς, τούς σκότωσε όλους σε μία μόνο μάχη. Δεύτερος μετά απ’ αυτόν ήταν ο Ελεάζαρ, γιος του Δωδώ, του Αχωχίτη. Ανήκε στην ομάδα των Τριών Επιλέκτων. Αυτός ήταν μαζί με το Δαβίδ στην Πας-Δαμμίμ. Οι Φιλισταίοι είχαν συγκεντρωθεί για πόλεμο εκεί που ήταν ένα χωράφι σπαρμένο κριθάρι. Μόλις οι Ισραηλίτες είδαν τους Φιλισταίους, τράπηκαν σε φυγή. Αλλά ο Ελεάζαρ και ο Δαβίδ στάθηκαν στη μέση του χωραφιού, το ελευθέρωσαν και πολέμησαν τους Φιλισταίους. Ο Θεός τούς έδωσε έτσι μια μεγάλη νίκη. Τρεις από το σώμα των Τριάντα Επιλέκτων κατέβηκαν μια μέρα να βρουν το Δαβίδ στο βράχο, που ήταν κοντά στο σπήλαιο Αδουλλάμ, γιατί οι Φιλισταίοι είχαν στρατοπεδεύσει στην κοιλάδα Ρεφαείμ. Ο Δαβίδ ήταν τότε στο οχύρωμα, και η φρουρά των Φιλισταίων βρισκόταν στη Βηθλεέμ. Ο Δαβίδ εκδήλωσε την επιθυμία του και είπε: «Ποιος θα μου φέρει να πιω νερό από το πηγάδι που είναι στην πύλη της Βηθλεέμ;» Τότε οι Τρεις Επίλεκτοι πέρασαν μέσα από το στρατόπεδο των Φιλισταίων και έβγαλαν νερό από το πηγάδι· το πήραν και το έφεραν στο Δαβίδ. Εκείνος όμως δε θέλησε να πιει και το πρόσφερε σπονδή στο Θεό, λέγοντας: «Φύλαξέ με, Θεέ μου, να μην πιω αυτό το νερό! Θα ήταν σαν να έπινα το αίμα αυτών των αντρών, που πήγαν με κίνδυνο της ζωής τους να μου το φέρουν». Έτσι, αρνήθηκε να το πιει. Αυτά έκαναν οι Τρεις Επίλεκτοι. Ο Αβισάι, αδερφός του Ιωάβ, ήταν αρχηγός του σώματος των Τριάντα Επιλέκτων. Αυτός, μια μέρα κραδαίνοντας τη λόγχη ενάντια σε τριακόσιους εχθρούς, τούς σκότωσε κι έγινε ο πιο φημισμένος ανάμεσα στους Τριάντα. Ήταν ο σπουδαιότερος και ο επικρατέστερος από τους Τριάντα κι έγινε αρχηγός τους, αλλά δεν έφτασε τους Τρεις. Ο Βεναΐας, από την Καβσεήλ, γιος του Ιεωϊαδά, ανήκε στους επίλεκτους και έκανε πολλά κατορθώματα. Σκότωσε δύο πολύ δυνατούς Μωαβίτες πολεμιστές, που ονομάζονταν «Τα Λιοντάρια της Μωάβ». Επίσης, μια μέρα που χιόνιζε, κατέβηκε σ’ ένα λάκκο, όπου είχε πέσει ένα μεγάλο λιοντάρι, και το σκότωσε. Ακόμη σκότωσε έναν μεγαλόσωμο Αιγύπτιο, πέντε πήχεις ψηλόν, που κρατούσε στο χέρι του ένα ακόντιο, χοντρό σαν αντί του αργαλειού. Του επιτέθηκε μ’ ένα ραβδί, του άρπαξε το ακόντιο από το χέρι και τον σκότωσε με το ίδιο του το όπλο. Αυτά ήταν τα κατορθώματα του Βεναΐα, γιου του Ιεωϊαδά κι έτσι απέκτησε όνομα ανάμεσα στους Τριάντα Επίλεκτους. Αυτός πράγματι ήταν φημισμένος μέσα στο σώμα των Τριάντα, αλλά δεν έφτασε τους Τρεις Επίλεκτους. Ο Δαβίδ τον είχε διορίσει αρχηγό της σωματοφυλακής του. Επίσης στο σώμα των επίλεκτων πολεμιστών ανήκαν: ο Ασαήλ, αδερφός του Ιωάβ· ο Ελχανάν, γιος του Δωδώ από τη Βηθλεέμ· ο Σαμμώθ από την Αρώρ· ο Χαλής από την Πέλεθ· ο Ιρά, γιος του Ικκές, από την Τεκωά· ο Αβιέζερ, από την Αναθώθ· ο Σιββεχαΐ από τη Χουσά· ο Ιλαΐ από την Αχώαχ· ο Μαεραΐ και ο Χελέδ, γιος του Βαανά, και οι δυο από τη Νετωφά· ο Ιθαΐ, γιος του Ριβαΐ από τη Γιβεά της περιοχής της φυλής Βενιαμίν· ο Βεναΐας από τη Φαραθών· ο Χουραΐ από τη Γαάς· ο Αβιήλ από τη Βαιθ-Αραβά· ο Ασμαβέθ από τη Βαχαρούμ· ο Ελιαββά από τη Σααλβίμ· ο Ασέμ από τη Γιζών· ο Ιωνάθαν, γιος του Σαγέ, από την Αροήρ· ο Αχιάμ, γιος του Σαχάρ, επίσης από την Αροήρ· ο Ελιφάλ, γιος του Ουρ· ο Χεφέρ, από τη Μεχερά· ο Αχιά ο Πελωνίτης· ο Χεσρών από τον Κάρμηλο· ο Νααραΐ, γιος του Εζβαΐ· ο Ιωήλ, αδερφός του Νάθαν· ο Μιβχάρ, γιος του Αγερί· ο Σελέκ ο Αμμωνίτης· ο Ναχώρ από τη Βερώθ, οπλοφόρος του Ιωάβ, γιου της Σερουΐας· ο Ιρά από την Ιατίρ· ο Γαρέβ από την Ιατίρ· ο Ουρίας ο Χετταίος· ο Ζαβάδ, γιος του Αχλάι· ο Αδινιά, γιος του Σαιζά, ένας από τους σπουδαίους Ρουβηνίτες, και αρχηγός τριάντα αντρών. Ο Χανάν, γιος του Μααχά· ο Ιωσαφάτ από τη Μεθέν· ο Οζίας από την Ασταρώθ· ο Σαμά και ο Ιεϊήλ, γιοι του Χαθάμ, από την Αροήρ· ο Ιεδιαήλ, γιος του Σιμρί και ο Ιωχά, ο αδερφός του, από τη Θις· ο Ελιήλ από τη Μαχαναΐμ· ο Ιριβαΐ και ο Ιωσαυϊά, γιοι του Ελναάμ· ο Ιεθμά ο Μαχαβίτης· ο Ελιήλ, ο Ωβήδ και ο Ιασιήλ από τη Σουβά. Την εποχή που ο Δαβίδ κρυβόταν στη Σικλάγ, για να γλιτώσει από το Σαούλ, γιο του Κις, πήγαν και τον βρήκαν μερικοί εκπαιδευμένοι άντρες, έτοιμοι να πολεμήσουν στο πλευρό του. Ήταν οπλισμένοι με τόξα και σφεντόνες, και μπορούσαν να ρίχνουν βέλη και πέτρες, χρησιμοποιώντας τόσο το δεξί όσο και το αριστερό χέρι. Ανήκαν στη φυλή Βενιαμίν, στην οποία ανήκε κι ο Σαούλ. Τα ονόματά τους ήταν: Αχιέζερ, ο αρχηγός, κι ο αδερφός του ο Ιωάς, γιοι του Σεμαά, από τη Γιβεά· Ιεζιήλ και Ιωφαλήτ, γιοι του Αζμαβέθ· Βεραχά και Ιηού από την Αναθώθ· Ισμαΐα από τη Γαβαών, ένας από το «σώμα των Τριάντα Επιλέκτων» και κάποτε αρχηγός τους· Ιερεμίας, Ιεζιήλ, Ιωχανάν και Ιωζαβέθ από τη Γαδαρά· Ελουζαΐ, Ιεριμώθ, Βεαλίας, Σαμαραΐας και Σεφατίας από τη Χαρούφ· Ελκανά, Ιεσιά, Αζαρεήλ, Ιωεζέρ και Ιασωβεάμ, Κορίτες· Ιωηλά και Ζεβαδίας, γιοι του Ιεροάμ από τη Γεδώρ. Μερικοί από τη φυλή Γαδ χωρίστηκαν από τους δικούς τους, και ήρθαν να βρουν το Δαβίδ στο οχύρωμά του στην έρημο. Ήταν γενναίοι άντρες, εμπειροπόλεμοι, ασκημένοι στην ασπίδα και στη λόγχη. Τα πρόσωπά τους έμοιαζαν με πρόσωπα λιονταριών κι έτρεχαν όπως τα ελάφια στα βουνά. Αυτοί ήταν ένδεκα, οι Έζερ, Οβαδίας, Ελιάβ, Μεσμανεά, Ιερμιά, Αταΐ, Ελιήλ, Ιωχανάν, Ελζαβάδ, Ιερεμίας και Μαχβανναΐ. Όλοι αυτοί οι Γαδίτες ήταν αξιωματικοί του στρατεύματος· άλλος ήταν αρχηγός σε εκατό, αν ήταν χαμηλόβαθμος, κι άλλος αρχηγός σε χίλιους, αν ήταν υψηλόβαθμος. Ήταν εκείνοι που πέρασαν τον Ιορδάνη, τον πρώτο μήνα του χρόνου, την εποχή που πλημμυρίζουν οι όχθες του, και έτρεψαν σε φυγή όλους τους κατοίκους των γύρω κοιλάδων και στην ανατολική όχθη και στη δυτική. Πήγαν ακόμα και μερικοί από τη φυλή Βενιαμίν κι από τη φυλή Ιούδα, να βρουν το Δαβίδ στο οχύρωμά του. Ο Δαβίδ βγήκε να τους συναντήσει και τους είπε: «Αν ήρθατε σαν φίλοι, για να με βοηθήσετε, είμαι έτοιμος να σας δεχτώ μ’ όλη μου την καρδιά· αλλά αν ήρθατε για να με προδώσετε στους εχθρούς μου, ενώ εγώ δεν έχω κάνει καμιά αδικία, ο Θεός των προγόνων μας ας δει και ας σας κρίνει γι’ αυτό». Τότε το Πνεύμα του Θεού φώτισε τον Αμασαΐ, τελευταίο αρχηγό των Τριάντα Επιλέκτων, και του είπε: «Δικοί σου είμαστε, Δαβίδ, με το μέρος σου είμαστε, γιε του Ιεσσαί. Ειρήνη, ειρήνη σ’ εσένα και ειρήνη σ’ αυτούς που σε βοηθούν, γιατί ο Θεός σου είναι βοηθός σου!» Τότε ο Δαβίδ τους δέχτηκε και τους διόρισε αρχηγούς του στρατεύματος. Μερικοί από τη φυλή Μανασσή πήγαν με το μέρος του Δαβίδ, όταν πήγε με τους Φιλισταίους για να πολεμήσει ενάντια στο Σαούλ. Τελικά, όμως, δεν πολέμησε στο πλευρό των Φιλισταίων, γιατί οι αρχηγοί τους, έκαναν συμβούλιο και τον απομάκρυναν, γιατί φοβήθηκαν μήπως πάει με το μέρος του Σαούλ, που ήταν πρωτύτερα κύριός του, και στραφεί εναντίον τους. Κι ενώ ο Δαβίδ γύριζε πίσω στη Σικλάγ, τότε πήγαν με το μέρος του μερικοί από τη φυλή Μανασσή, οι Αδνά, Ιωζαβέθ, Ρωδιήλ, Μιχαήλ, Ιωζαβέθ, Ελιού και Σιλθαΐ, οι οποίοι ήταν χιλίαρχοι στο στρατό της φυλής Μανασσή. Όλοι αυτοί ήταν δυνατοί πολεμιστές. Βοήθησαν το Δαβίδ να οργανώσει το στρατό του κι έγιναν αρχηγοί στο στράτευμα. Καθημερινά έρχονταν στο Δαβίδ ενισχύσεις, έτσι που σχηματίστηκε ένα στράτευμα τεράστιο. Οι αριθμοί των ετοιμοπόλεμων ανδρών που με εντολή του Κυρίου ενώθηκαν με το στρατό του Δαβίδ στη Χεβρών, για να του μεταβιβάσουν το βασιλικό αξίωμα του Σαούλ, είναι οι εξής: Από τη φυλή Ιούδα, έξι χιλιάδες οκτακόσιοι ετοιμοπόλεμοι άντρες, οπλισμένοι με ασπίδες και λόγχες. Από τη φυλή Συμεών, εφτά χιλιάδες εκατό γενναίοι στρατιώτες. Από τη φυλή Λευί, τέσσερις χιλιάδες εξακόσιοι άντρες. Μαζί τους ήταν κι ο Ιεωϊαδά, αρχηγός της συγγένειας του Ααρών, με τρεις χιλιάδες εφτακόσιους άντρες, κι ακόμα ο Σαδώκ, νέος και γενναίος πολεμιστής, με είκοσι δύο αρχηγούς από τη δική του οικογένεια. Από τη φυλή Βενιαμίν, στην οποία ανήκε κι ο Σαούλ, συμμετείχαν τρεις χιλιάδες άντρες που οι πιο πολλοί απ’ αυτούς ήταν ως τότε στην υπηρεσία του Σαούλ. Από τη φυλή Εφραΐμ είκοσι χιλιάδες οκτακόσιοι γενναίοι πολεμιστές, άντρες ονομαστοί μέσα στις συγγένειές τους. Από τη μισή φυλή Μανασσή δέκα οκτώ χιλιάδες άντρες, που προσκλήθηκαν ονομαστικά, για να έρθουν ν’ ανακηρύξουν βασιλιά το Δαβίδ. Από τη φυλή Ισσάχαρ, διακόσιοι αξιωματικοί, άντρες σοφοί, που γνώριζαν τι έπρεπε να κάνει και πότε ο λαός Ισραήλ, και μαζί τους όλοι όσοι υπηρετούσαν υπό τις διαταγές τους. Από τη φυλή Ζαβουλών, πενήντα χιλιάδες άντρες, καλογυμνασμένοι, έμπειροι στον πόλεμο, έτοιμοι να παραταχθούν για τη μάχη, εξοπλισμένοι με κάθε είδους όπλα και αποφασισμένοι να βοηθήσουν το Δαβίδ με όλη τους την καρδιά. Από τη φυλή Νεφθαλί χίλιοι αξιωματικοί και μαζί τους τριάντα εφτά χιλιάδες άντρες οπλισμένοι με ασπίδες και λόγχες. Από τη φυλή Δαν, είκοσι οκτώ χιλιάδες εξακόσιοι ετοιμοπόλεμοι άντρες. Από τη φυλή Ασήρ σαράντα χιλιάδες άντρες καλογυμνασμένοι, έτοιμοι κι αυτοί να πολεμήσουν σε παράταξη μάχης. Από τις φυλές που είχαν εγκατασταθεί πέρα από τον Ιορδάνη, στην ανατολική όχθη, δηλαδή από τη φυλή Ρουβήν, Γαδ και τη μισή φυλή Μανασσή, εκατόν είκοσι χιλιάδες ετοιμοπόλεμοι άντρες, εφοδιασμένοι με κάθε είδους πολεμικά όπλα. Όλοι αυτοί οι πολεμιστές, έτοιμοι να παραταχθούν σε μάχη, ήρθαν στη Χεβρών με κοινή απόφαση ν’ ανακηρύξουν το Δαβίδ βασιλιά όλων των Ισραηλιτών· επίσης και οι υπόλοιποι Ισραηλίτες ήταν κι αυτοί σύμφωνοι να κάνουν βασιλιά το Δαβίδ. Αυτοί έμειναν εκεί μαζί με το Δαβίδ τρεις μέρες, τρώγοντας και πίνοντας, αφού οι συμπατριώτες τους είχαν κάνει κάθε ετοιμασία γι’ αυτούς. Άνθρωποι από γειτονικές περιοχές, αλλά ακόμα κι από μακρινές, όπως από τις φυλές Ισσάχαρ, Ζαβουλών και Νεφθαλί, έφεραν πάνω σε γαϊδούρια, καμήλες, μουλάρια και βόδια, άφθονες προμήθειες, αλεύρι, πίττες από σύκα, σταφίδες, κρασί, λάδι, ακόμα και πρόβατα και βόδια άφθονα. Κι όλα αυτά γιατί ήταν διάχυτη η χαρά σ’ όλο το λαό Ισραήλ. Ο Δαβίδ έκανε συμβούλιο με τους χιλίαρχους, τους εκατόνταρχους και με τους άλλους αρχηγούς. Έπειτα μίλησε σ’ όλη τη συνέλευση του λαού του Ισραήλ: «Αν σας φαίνεται καλό», τους είπε, «κι αν είναι θέλημα Κυρίου του Θεού μας, ας στείλουμε μήνυμα στους συμπατριώτες μας, που κατοικούν σ’ όλη τη χώρα του Ισραήλ, κι επίσης στους ιερείς και στους λευίτες στις πόλεις και στα βοσκοτόπια όπου κατοικούν, για να έρθουν όλοι εδώ μαζί μας. Και να φέρουμε εδώ την κιβωτό του Θεού μας, που την είχαμε παραμελήσει την εποχή του Σαούλ». Η συνέλευση συμφώνησε να γίνει έτσι, γιατί η πρόταση φάνηκε σε όλους σωστή. Έτσι ο Δαβίδ κάλεσε τους Ισραηλίτες απ’ όλη την επικράτεια, από τη Σιχώρ στα σύνορα της Αιγύπτου νότια, ως την είσοδο της Χαμάθ, στο βορρά, για να πάρουν την κιβωτό του Θεού από την Κιριάθ-Ιαρίμ. Έπειτα ο Δαβίδ, μαζί με το λαό ανέβηκε στη Βααλά, δηλαδή στην Κιριάθ-Ιαρίμ, στην περιοχή της φυλής Ιούδα, για να σηκώσουν από ’κει την κιβωτό που είναι αφιερωμένη στον Κύριο το Θεό, ο οποίος έχει το θρόνο του πάνω στα χερουβίμ. Πήραν την κιβωτό του Θεού, από το σπίτι του Αμιναδάβ όπου βρισκόταν και την ανέβασαν πάνω σε καινούργια άμαξα, που οδηγούσαν ο Ουζζά και ο Αχιώ. Ο Δαβίδ κι όλοι οι Ισραηλίτες χόρευαν μ’ όλη τους τη δύναμη, τραγουδώντας με συνοδεία από κιθάρες, άρπες, τύμπανα, κύμβαλα και σάλπιγγες, για να τιμήσουν το Θεό. Όταν έφτασαν στο αλώνι του Χειδών, ο Ουζζά άπλωσε το χέρι του για να συγκρατήσει την κιβωτό, γιατί τα βόδια την είχαν γείρει. Αμέσως ο Κύριος οργίστηκε εναντίον του Ουζζά και τον τιμώρησε που τόλμησε ν’ αγγίξει την κιβωτό· πέθανε εκεί ενώπιον του Θεού. Όταν είδε ο Δαβίδ ότι ο Κύριος ξέσπασε πάνω στον Ουζζά και τον έπληξε θανάσιμα, λυπήθηκε, κι ονόμασε τη θέση εκείνη Φαρές-Ουζζά (Θάνατος του Ουζζά), όπως λέγεται μέχρι σήμερα. Εκείνη την ημέρα ο Δαβίδ φοβήθηκε το Θεό και είπε: «Πώς είναι δυνατόν τώρα να πάρω μαζί μου την κιβωτό του Θεού;» Έτσι δεν έφερε την κιβωτό στο σπίτι του, στην Πόλη Δαβίδ, αλλά την πήγε στο σπίτι ενός Γαθίτη, του Ωβήδ-Εδώμ. Η κιβωτός του Θεού έμεινε στο σπίτι του Ωβήδ-Εδώμ τρεις μήνες. Κι ο Κύριος ευλόγησε την οικογένεια αυτού του ανθρώπου και όλα όσα είχε. Ο Χιράμ, βασιλιάς της Τύρου, έστειλε στο Δαβίδ διπλωματική αντιπροσωπεία. Επίσης του έστειλε ξύλα κέδρων, χτίστες και ξυλουργούς για να του χτίσουν ανάκτορο. Έτσι κατάλαβε ο Δαβίδ ότι ο Κύριος τον είχε καθιερώσει βασιλιά του Ισραήλ και ότι χάρισε δόξα στη βασιλεία του χάρη στο λαό του, τον Ισραήλ. Στην Ιερουσαλήμ, ο Δαβίδ πήρε και άλλες συζύγους κι απέκτησε κι άλλους γιους και κόρες. Τα ονόματα των παιδιών του, που γεννήθηκαν στην Ιερουσαλήμ, είναι: Σαμμουά, Σωβάβ, Νάθαν, Σολομών, Ιβχάρ, Ελισουά, Ελπαλέτ, Νωγά, Νέφεγ, Ιαφιά, Ελισαμά, Βεελιαδά και Ελιφέλετ. Όταν έμαθαν οι Φιλισταίοι ότι ο Δαβίδ χρίσθηκε βασιλιάς όλων των Ισραηλιτών, ξεκίνησαν με όλο το στρατό τους για να έρθουν και να τον συλλάβουν. Το πληροφορήθηκε ο Δαβίδ και ξεκίνησε να τους αντιμετωπίσει. Οι Φιλισταίοι ήρθαν και ξεχύθηκαν στην κοιλάδα Ρεφαείμ. Τότε ο Δαβίδ ρώτησε το Θεό: «Να πάω να πολεμήσω τους Φιλισταίους; Θα τους παραδώσεις στην εξουσία μου;» Ο Κύριος του απάντησε: «Να πας να τους πολεμήσεις· θα τους παραδώσω στην εξουσία σου». Έτσι ο Δαβίδ προχώρησε στη Βάαλ-Περασίμ κι εκεί τους νίκησε. Τότε είπε ο Δαβίδ: «Ο Θεός με το χέρι μου έσπασε τις γραμμές των εχθρών μου, όπως σπάζει η πλημμύρα ένα φράγμα». Γι’ αυτό ονόμασαν τον τόπο εκείνο Βάαλ-Περασίμ (Κυρίαρχος των Ρηγμάτων). Οι Φιλισταίοι φεύγοντας άφησαν εκεί τα ομοιώματα των θεών τους και ο Δαβίδ διέταξε και τα έριξαν στη φωτιά. Οι Φιλισταίοι συγκεντρώθηκαν πάλι και ξεχύθηκαν στην κοιλάδα. Πάλι ο Δαβίδ ρώτησε το Θεό, κι ο Θεός τού απάντησε: «Μην τους επιτεθείς από ’δω, αλλά πήγαινε σε απόσταση από γύρω τους, και πλησίασέ τους από τη μεριά των θάμνων. Όταν ακούσεις θόρυβο βημάτων στις κορυφές των θάμνων, τότε εξαπόλυσε την επίθεση, γιατί εκείνη τη στιγμή εγώ ο Θεός θα βγω μπροστά σου, για να χτυπήσω το στρατό των Φιλισταίων». Ο Δαβίδ έκανε όπως τον διέταξε ο Θεός. Οι Ισραηλίτες μπόρεσαν έτσι να νικήσουν τους Φιλισταίους και να τους καταδιώξουν από τη Γαβαών ως τη Γεζέρ. Από τότε η φήμη του Δαβίδ διαδόθηκε σ’ όλες τις χώρες και ο Κύριος έκανε να τον φοβούνται όλοι οι λαοί. Ο Δαβίδ έχτισε για τον εαυτό του διάφορες κατοικίες στην Πόλη Δαβίδ. Ετοίμασε κι έναν τόπο όπου έστησε μια σκηνή για να στεγάσει την κιβωτό του Θεού. Τότε είπε: «Κανείς δεν πρέπει να μεταφέρει την κιβωτό του Θεού, εκτός από τους λευίτες. Αυτούς διάλεξε ο Κύριος, για να μεταφέρουν την κιβωτό του και να τον υπηρετούν για πάντα». Έτσι ο Δαβίδ συγκέντρωσε όλους τους Ισραηλίτες στην Ιερουσαλήμ, για να μεταφέρουν την κιβωτό του Κυρίου στον τόπο που είχε ετοιμάσει γι’ αυτήν. Έπειτα συγκέντρωσε τους ιερείς, τους απογόνους του Ααρών και τους λευίτες. Από τους απογόνους του Καάθ ήρθε ο Ουριήλ, επικεφαλής εκατόν είκοσι λευιτών. Από τους απογόνους του Μεραρί ήρθε ο Ασαΐας, επικεφαλής διακοσίων είκοσι λευιτών. Από τους απογόνους του Γηρσών, ο Ιωήλ επικεφαλής εκατόν τριάντα λευιτών. Από τους απογόνους του Ελισαφάν, ο Σεμαΐας επικεφαλής διακοσίων λευιτών. Από τους απογόνους του Χεβρών, ο Ελιήλ επικεφαλής ογδόντα λευιτών. Από τους απογόνους του Ουζζιήλ ήρθε ο Αμιναδάβ, επικεφαλής εκατόν δώδεκα λευιτών. Έπειτα ο Δαβίδ κάλεσε τους ιερείς Σαδώκ και Αβιάθαρ, μαζί με τους λευΐτες Ουριήλ, Ασαΐα, Ιωήλ, Σεμαΐα, Ελιήλ και Αμιναδάβ, και τους είπε: «Όλοι εσείς που είστε αρχηγοί λευιτικών οικογενειών, πρέπει να καθαριστείτε τελετουργικά, καθώς και οι λευίτες που ήρθαν μαζί σας, και μετά να πάτε να μεταφέρετε την κιβωτό του Κυρίου, του Θεού του Ισραήλ, στον τόπο που έχω ετοιμάσει γι’ αυτήν. Την πρώτη φορά δεν τη μεταφέρατε εσείς, και γι’ αυτό ο Κύριος ο Θεός μας έφερε εναντίον μας θανατηφόρο πλήγμα. Είν’ αλήθεια ότι δεν είχαμε φροντίσει γι’ αυτήν σύμφωνα με τις γραπτές εντολές». Έτσι οι ιερείς και οι λευίτες καθαρίστηκαν, προκειμένου να μεταφέρουν την κιβωτό του Κυρίου, του Θεού του Ισραήλ. Τη σήκωσαν οι λευίτες στους ώμους τους με τις δοκούς της, όπως είχε διατάξει ο Μωυσής, σύμφωνα με το λόγο του Κυρίου. Ο Δαβίδ διέταξε τους αρχηγούς των λευιτών να διορίσουν από τις συγγένειές τους τούς ψαλμωδούς για να ψάλλουν, και να τους συνοδεύουν μουσικά όργανα: άρπες, κιθάρες και κύμβαλα, έτσι που οι χαρούμενες ψαλμωδίες ν’ ακούγονται ως πέρα στα βουνά. Διόρισαν, λοιπόν, τον Αιμάν γιο του Ιωήλ, τον Ασάφ γιο του Βερεχία και τον Εθάν γιο του Κουσαΐα, απογόνους του Μεραρί. Μαζί μ’ αυτούς διόρισαν σε δεύτερη θέση, ως θυρωρούς του ναού, τους επίσης λευίτες, Ζαχαρία, Ουζζιήλ, Σεμιραμώθ, Ιεχιήλ, Ουννί, Ελιάβ, Βεναΐα, Μαασεΐα, Ματταθία, Ελιφελεού, Μικνεΐα, Ωβήδ-Εδώμ και Ιεϊήλ. Έτσι οι ψαλμωδοί Αιμάν, Ασάφ και Εθάν, ορίστηκαν να παίζουν τα χάλκινα κύμβαλα με τον οξύ ήχο. Οι Ζαχαρίας, Ιααζιήλ, Σεμιραμώθ, Ιεϊήλ, Ουννί, Ελιάβ, Μαασεΐας και Βεναΐας, ορίστηκαν να παίζουν τις άρπες, σε υψηλούς τόνους. Οι Ματταθίας, Ελιφελεού, Μικνεΐας, Ωβήδ-Εδώμ, Ιεϊήλ και Αζαζίας, ορίστηκαν να παίζουν τις κιθάρες στους χαμηλούς ήχους, και κρατούσαν τον τόνο στο τραγούδι. Ο Κενανίας, λόγω της μουσικής πείρας του, ήταν προϊστάμενος των λευιτών που μετέφεραν την κιβωτό. Ο Βερεχίας και ο Ελκανά βάδιζαν εμπροσθοφυλακή πριν από την κιβωτό. Οι ιερείς Σεβανίας, Ιωσαφάτ, Ναθαναήλ, Αμασαΐ, Ζαχαρίας, Βεναΐας και Ελιέζερ βάδιζαν κι αυτοί μπροστά από την κιβωτό του Θεού σαλπίζοντας με τις σάλπιγγες. Ο Ωβήδ-Εδώμ και ο Ιεχιά ήταν οι οπισθοφύλακες της κιβωτού. Ο Δαβίδ, οι πρεσβύτεροι του Ισραήλ και οι χιλίαρχοι πήγαν με χαρά να πάρουν την κιβωτό της διαθήκης του Κυρίου από το σπίτι του Ωβήδ-Εδώμ. Ο Θεός προστάτευσε τους λευίτες που μετέφεραν την κιβωτό της διαθήκης του Κυρίου και γι’ αυτό του πρόσφεραν θυσία εφτά ταύρους και εφτά κριάρια. Ο Δαβίδ φορούσε στολή από λεπτό λινό ύφασμα, όπως και όλοι οι λευίτες, που σήκωναν την κιβωτό, οι ψάλτες και ο Κενενίας, ο υπεύθυνος για τη μεταφορά. Ο Δαβίδ φορούσε και το εφώδ, που ήταν κι αυτό από λινό ύφασμα. Έτσι όλοι οι Ισραηλίτες μετέφεραν στην Ιερουσαλήμ την κιβωτό της διαθήκης του Κυρίου με αλαλαγμούς, με ήχους κεράτινων και χάλκινων σαλπίγγων, με κύμβαλα, με άρπες και κιθάρες. Ενώ η κιβωτός της διαθήκης του Κυρίου έμπαινε στην Πόλη Δαβίδ, η γυναίκα του η Μιχάλ, κόρη του Σαούλ, έσκυψε από το παράθυρο και είδε το βασιλιά Δαβίδ να χοροπηδάει από τη χαρά του· κι ένιωσε βαθιά περιφρόνηση γι’ αυτόν. Την κιβωτό του Θεού την έφεραν και την τοποθέτησαν στη μέση της σκηνής που είχε στήσει ο Δαβίδ γι’ αυτήν. Τότε πρόσφεραν ολοκαυτώματα και θυσίες κοινωνίας ενώπιον του Θεού. Αφού τέλειωσε ο Δαβίδ με τα ολοκαυτώματα και τις θυσίες, ευλόγησε το λαό στο όνομα του Κυρίου. Επίσης διέταξε και μοίρασαν σε κάθε Ισραηλίτη, άντρα και γυναίκα, ένα καρβέλι ψωμί, μια χουρμαδόπιτα και μια σταφιδόπιτα. Ο Δαβίδ όρισε μερικούς λευίτες να λειτουργούν μπροστά στην κιβωτό του Κυρίου, να δοξάζουν, να ευχαριστούν και να υμνολογούν τον Κύριο, το Θεό του Ισραήλ. Επικεφαλής τους διόρισε τον Ασάφ, με βοηθό του το Ζαχαρία. Επίσης διορίστηκαν οι Ουζζιήλ, Σεμιραμώθ, Ιεχιήλ, Ματταθίας, Ελιάβ, Βεναΐας και Ωβήδ-Εδώμ, οι οποίοι έπαιζαν άρπα και κιθάρα. Ο Ασάφ έπαιζε τα κύμβαλα. Οι ιερείς Βεναΐας και Ουζζιήλ έπαιζαν αδιάκοπα σάλπιγγα μπροστά στην κιβωτό της διαθήκης του Θεού. Εκείνη την ημέρα ο Δαβίδ για πρώτη φορά παρέδωσε στον Ασάφ και στους συναδέλφους του τον ακόλουθο ψαλμό, για να υμνήσει τον Κύριο: Δοξολογήστε τον Κύριο! Το όνομά του επικαλείσθε· γνωρίστε στους λαούς τα έργα του! Ψάλτε σ’ αυτόν, και τραγουδήστε του παιάνες, όλα αναφέροντας τα θαυμαστά του έργα. Να ’στε περήφανοι για τ’ όνομά του το άγιο! Όσοι τον Κύριο αναζητούν ας χαίρεται η καρδιά τους! Τον Κύριο ζητήστε και τη δύναμή του· γυρεύετε ακατάπαυστα την παρουσία του. Φέρτε στο νου σας τα έργα του τα θαυμαστά, τα θαύματά του και τις αποφάσεις του, εσείς οι γιοι του Ισραήλ, του δούλου του, απόγονοι του Ιακώβ, οι εκλεκτοί του. Ο Κύριος, αυτός είν’ ο Θεός μας· ισχύουν οι αποφάσεις του για ολόκληρη τη γη! Θυμάται στους αιώνες τη διαθήκη του, τις υποσχέσεις του σε χίλιες γενιές. Ό,τι συμφώνησε με τον Αβραάμ, και το υποσχέθηκε με όρκο στον Ισαάκ. Το νόμο που ’κανε για τον Ιακώβ, για τον Ισραήλ αιώνια διαθήκη, όταν του είπε: «Τη χώρα σού χαρίζω της Χαναάν, μερίδιο για ιδιοκτησία σας». Εσείς ήσασταν τότε μετρημένοι, ελάχιστοι και ξένοι στη χώρα αυτή· πηγαίνατε από έθνος σ’ άλλο έθνος, από βασίλειο σ’ άλλον λαό. Μα ο Κύριος δεν άφησε κανένα να τους καταπιέσει και βασιλιάδες προειδοποίησε για χάρη τους, λέγοντας: «Μην αγγίξετε τους εκλεκτούς μου και τους προφήτες μου μην τους βλάψετε». Ψάλτε στον Κύριο ολόκληρη η γη, κηρύξτε κάθε μέρα τη σωτηρία του! Διακηρύξτε τη δόξα του στους ειδωλολάτρες, στους λαούς όλους τα έργα του τα θαυμαστά. Μέγας είναι ο Κύριος κι ύμνος μέγας του πρέπει. Απ’ όλους τους θεούς ο τρομερότερος. Όλοι οι θεοί των λαών είναι είδωλα· αλλά μονάχα ο Κύριος ποίησε τα ουράνια. Τον περιβάλλουν δόξα και μεγαλοπρέπεια· δύναμη και χαρά γεμάτος ο τόπος όπου βρίσκεται. Προσφέρετε στον Κύριο, λαοί όλων των χωρών, προσφέρετε στον Κύριο τη δόξα και τη δύναμη. Προσφέρετε δόξα στον Κύριο· πάρτε τις προσφορές σας και φέρτε τις μπροστά του. Προσκυνήστε τον Κύριο στο μεγαλόπρεπο αγιαστήριό του. Συγκλονιστείτε όλη η γη μπροστά του· η οικουμένη αμετακίνητη θα μένει και δε θα σαλευθεί. Οι ουρανοί ας χαίρονται κι η γη ας αγαλλιάζει! Ας λένε ανάμεσα στα έθνη: «Ο Κύριος βασιλεύει!» Η θάλασσα ας ταράζεται και ό,τι τη γεμίζει· ας αλαλάζουν οι αγροί κι όσα φυτρώνουνε σ’ αυτούς! Τότε είναι που θα χαίρονται τα δέντρα όλα του δάσους μπροστά στον Κύριο, γιατί έρχεται να κρίνει τη γη. Δοξολογείτε τον Κύριο, γιατί είναι καλός κι αιώνια διαρκεί η αγάπη του. Φωνάξτε του: «Σώσε μας, Θεέ, σωτήρα μας και σύναξέ μας, λευτέρωσέ μας απ’ τα έθνη, για να δοξολογούμε το άγιο σου το όνομα και καύχημά μας να ’χουμε πως σε υμνούμε». Ευλογητός ας είναι ο Κύριος, ο Θεός του Ισραήλ, από πάντα και για παντοτινά! Τότε όλος ο λαός φώναξε: «Αμήν» και ύμνησαν τον Κύριο. Στη συνέχεια ο Δαβίδ έβαλε μπροστά στην κιβωτό της διαθήκης του Κυρίου τον Ασάφ και τους συναδέλφους του, για να υπηρετούν εκεί αδιάκοπα, σύμφωνα με τις ανάγκες του έργου της κάθε μέρας. Τον Ωβήδ-Εδώμ με εξήντα οχτώ συγγενείς του τους τοποθέτησε θυρωρούς· επίσης και τον Ωβήδ-Εδώμ, γιο του Ιεδουθούν και τον Ωσά. Στον ιερέα Σαδώκ, όμως, και στους ιερείς της οικογένειάς του ανέθεσε την υπηρεσία του αγιαστηρίου του Κυρίου, το οποίο βρισκόταν στον ιερό τόπο της Γαβαών. Εκεί θα έπρεπε να προσφέρουν συνεχώς ολοκαυτώματα στον Κύριο, πάνω στο θυσιαστήριο των ολοκαυτωμάτων πρωί και βράδυ, σύμφωνα με τα γραμμένα στο νόμο του Κυρίου, που δόθηκε στο λαό του Ισραήλ. Μαζί μ’ αυτούς, ο Δαβίδ διόρισε τον Αιμάν, τον Ιεδουθούν και όσους άλλους είχε διαλέξει ονομαστικά για να υμνούν τον Κύριο, που αιώνια διαρκεί η αγάπη του. Ο Αιμάν και ο Ιεδουθούν έπαιζαν τις σάλπιγγες, τα κύμβαλα και τα διάφορα άλλα όργανα και συνόδευαν τους ύμνους που ψάλλονταν στο Θεό. Οι γιοι του Ιεδουθούν ήταν θυρωροί. Έπειτα έφυγε ο λαός, καθένας για το σπίτι του. Ο Δαβίδ γύρισε κι αυτός σπίτι του να χαιρετίσει τους δικούς του. Ο Δαβίδ είχε πια εγκατασταθεί στο ανάκτορό του. Μια μέρα είπε στον προφήτη Νάθαν: «Εγώ κατοικώ σε παλάτι καμωμένο από κέδρους, ενώ η κιβωτός της διαθήκης του Κυρίου βρίσκεται μέσα σε σκηνή». Ο Νάθαν του απάντησε: «Κάνε αυτό που επιθυμείς, γιατί ο Θεός είναι μαζί σου». Αλλά εκείνη τη νύχτα, ο Θεός μίλησε στο Νάθαν και του είπε: «Πήγαινε και πες εκ μέρους μου στο δούλο μου το Δαβίδ: “δε θα μου χτίσεις εσύ ναό για να κατοικήσω. Εγώ δεν κατοίκησα ποτέ σε ναό, από την ημέρα που έβγαλα τους Ισραηλίτες από την Αίγυπτο μέχρι σήμερα· πήγαινα από σκηνή σε σκηνή κι από κατάλυμα σε κατάλυμα. Απ’ όπου κι αν πέρασα με τους Ισραηλίτες, ποτέ μου δεν παραπονέθηκα σε κανέναν από τους Κριτές τους, που τους είχα διατάξει να οδηγούν το λαό μου, ότι δε μου έχτισαν ναό από κέδρους!” »Πες, λοιπόν, στο δούλο μου το Δαβίδ, ότι εγώ, ο Κύριος του σύμπαντος, λέω: “εγώ σε πήρα από το λιβάδι, όπου έβοσκες τα πρόβατα, και σ’ έκανα ηγεμόνα του λαού μου, του Ισραήλ. Ήμουν μαζί σου παντού, όπου πήγαινες, εξαφάνισα όλους τους εχθρούς σου από μπροστά σου και σ’ έκανα ονομαστό, σαν τους μεγάλους της γης. Όρισα για το λαό μου, τον Ισραήλ, έναν τόπο, όπου τον εγκατέστησα μόνιμα. Δε θα μετακινηθεί πια, ούτε άνθρωποι ασεβείς θα τον καταπιέζουν, όπως τον καταπίεζαν στο παρελθόν, την εποχή, που διόριζα σ’ αυτούς Κριτές. Θα υποτάξω όλους τους εχθρούς σου· και σου αναγγέλλω πως εγώ, ο Κύριος, θα σου χτίσω οίκο. Όταν τελειώσουν οι μέρες σου και πεθάνεις, θα αναδείξω διάδοχο μετά από σένα έναν γιο σου, κατ’ ευθείαν απόγονό σου, και θα του δώσω μια σταθερή βασιλεία. Αυτός θα μου χτίσει ναό κι εγώ θα κάνω το θρόνο του ακλόνητο για πάντα. Θα είμαι γι’ αυτόν πατέρας κι εκείνος θα μου είναι γιος. Δε θ’ αποσύρω απ’ αυτόν την εύνοιά μου, όπως την απέσυρα από τον προκάτοχό σου. Αλλά θα τον τοποθετήσω βασιλιά, επικεφαλής του λαού μου, για πάντα κι ο θρόνος του θα παραμένει ακλόνητος παντοτινά!» Ο Νάθαν ανάγγειλε στο Δαβίδ όλους αυτούς τους λόγους και το όραμα. Τότε ο βασιλιάς Δαβίδ μπήκε μέσα στη σκηνή, παρουσιάστηκε ενώπιον του Κυρίου και είπε: «Ποιος είμαι εγώ, Κύριέ μου και Θεέ, και ποια η οικογένειά μου, ώστε να με δοξάσεις τόσο πολύ; Και σαν να το θεώρησες μικρό αυτό, Θεέ μου, μίλησες ακόμα και για το μακρινό μέλλον της οικογένειας του δούλου σου. Μου φέρθηκες, Κύριέ μου και Θεέ, σαν να ήμουν κάποιο σπουδαίο πρόσωπο. Τι περισσότερο θα μπορούσα να σου πω εγώ ο δούλος σου ο Δαβίδ, για την τιμή που μου έκανες; Εσύ βέβαια, γνωρίζεις το δούλο σου. Κύριε, όλα αυτά τα μεγάλα έργα τα πραγματοποίησες για χάρη μου, για μένα το δούλου σου, όπως ακριβώς το ήθελες, για να φανερώσεις την απέραντη μεγαλοσύνη σου. Κύριε, κανείς δεν είναι όπως εσύ, και δεν υπάρχει άλλος Θεός εκτός από σένα, όπως ακριβώς το ακούγαμε πάντα να λέγεται. Ποιο άλλο έθνος πάνω στη γη είναι σαν το λαό σου τον Ισραήλ, τον οποίο ένας Θεός ήρθε και τον ελευθέρωσε από την Αίγυπτο για να τον κάνει δικό του λαό; Εσύ μ’ αυτή τη δυναμική σου ενέργεια έκανες το όνομά σου μεγάλο και φοβερό, καθώς εξαφάνιζες τα έθνη στο πέρασμα του λαού σου. Έκανες, Κύριε, το λαό του Ισραήλ δικόν σου για πάντα, κι εσύ έγινες Θεός τους. Και τώρα, Κύριε, ο λόγος που είπες για το δούλο σου και για την οικογένειά του, ας ισχύσει παντοτινά και κάνε όπως είπες. Ας επικρατεί κι ας είναι δοξασμένο το όνομά σου αιώνια, για να λένε ότι ο Κύριος του σύμπαντος, αυτός είναι ο Θεός του Ισραήλ! Κι αυτοί που θα διαδεχτούν το δούλο σου το Δαβίδ στο θρόνο, ας είναι ακλόνητοι ενώπιόν σου. Εσύ ο ίδιος, Θεέ μου, φανέρωσες σ’ εμένα το δούλο σου, ότι θα του οικοδομήσεις οίκο. Γι’ αυτό και ο δούλος σου πήρα το θάρρος να προσευχηθώ εδώ μπροστά σου. Και τώρα, Κύριε, εσύ είσαι ο Θεός κι όλες αυτές τις ευλογίες τις υποσχέθηκες στο δούλο σου. Ευδόκησες να ευλογήσεις την οικογένεια του δούλου σου, ώστε οι απόγονοί μου να βασιλεύουν για πάντα ενώπιόν σου. Γιατί εκείνος που εσύ, Κύριε, τον ευλόγησες, θα ’ναι για πάντα ευλογημένος». Μετά απ’ αυτά τα γεγονότα, ο Δαβίδ νίκησε τους Φιλισταίους, τους υποδούλωσε και πήρε από την κατοχή τους τη Γαθ και τα περίχωρά της. Επίσης νίκησε τους Μωαβίτες, οι οποίοι έγιναν φόρου υποτελείς στο Δαβίδ. Ο Δαβίδ ακόμα νίκησε τον Αδαδέζερ, βασιλιά της Σωβά, η οποία εκτεινόταν ως τη Χαμάθ, όταν ο τελευταίος πήγαινε να επιβάλει την κυριαρχία του στην περιοχή του ποταμού Ευφράτη. Ο Δαβίδ αιχμαλώτισε απ’ αυτόν χίλιες άμαξες, εφτά χιλιάδες ιππείς και είκοσι χιλιάδες πεζούς. Κράτησε εκατό ζευγάρια άλογα για τις άμαξες και στα υπόλοιπα έκοψε τους τένοντες κάτω από τα γόνατά τους. Οι Σύριοι της Δαμασκού ήρθαν να βοηθήσουν τον Αδαδέζερ, βασιλιά της Σωβά, αλλά ο Δαβίδ τους νίκησε και σκότωσε απ’ αυτούς είκοσι δύο χιλιάδες άντρες. Διόρισε δικούς του κυβερνήτες στους Συρίους της Δαμασκού, κι έγιναν φόρου υποτελείς σ’ αυτόν. Ο Κύριος βοηθούσε το Δαβίδ σε όλες τις εκστρατείες του. Πήρε τις χρυσές ασπίδες, που κρατούσαν οι αξιωματικοί του Αδαδέζερ και τις έφερε στην Ιερουσαλήμ. Επίσης από τις πόλεις του βασιλείου του Αδαδέζερ, Τιβάθ και Χουν, πήρε μεγάλες ποσότητες χαλκού, με τον οποίο ο Σολομών κατασκεύασε τη λεγόμενη χάλκινη θάλασσα, τους στύλους και όλα τα χάλκινα σκεύη του ναού. Όταν ο Τόχου, βασιλιάς της Χαμάθ, έμαθε ότι ο Δαβίδ νίκησε κατά κράτος τον Αδαδέζερ, βασιλιά της Σωβά, έστειλε σ’ αυτόν το γιο του, τον Αδουράμ, για να τον χαιρετίσει και να τον συγχαρεί γι’ αυτή τη νίκη του, γιατί ο Αδαδέζερ ήταν αντίπαλος του Τόχου. Ακόμη ο Τόχου έστειλε στο Δαβίδ χρυσά, ασημένια και χάλκινα σκεύη κάθε λογής. Αυτά ο βασιλιάς Δαβίδ τα αφιέρωσε στον Κύριο, μαζί με το ασήμι και το χρυσάφι που είχε πάρει απ’ όλα τα άλλα έθνη, από τους Εδωμίτες, τους Μωαβίτες, τους Αμμωνίτες, τους Φιλισταίους και τους Αμαληκίτες. Ο Αβισάι, γιος της Σερουΐας, νίκησε τους Εδωμίτες στην κοιλάδα του Άλατος και σκότωσε απ’ αυτούς δεκαοκτώ χιλιάδες. Τοποθέτησε στρατιωτικούς διοικητές στην Εδώμ και όλοι οι Εδωμίτες έγιναν υποτελείς στο Δαβίδ. Έτσι ο Κύριος βοηθούσε το Δαβίδ σε όλες του τις εκστρατείες. Ο Δαβίδ βασίλεψε σε όλο το λαό του Ισραήλ· δίκαζε κι απέδιδε το δίκαιο σε όλους αμερόληπτα. Ο Ιωάβ, γιος της Σερουΐας, ήταν αρχηγός του στρατού και ο Ιωσαφάτ, γιος του Αχιλούδ, ήταν υπομνηματογράφος. Ο Σαδώκ, γιος του Αχιτώβ, και ο Αχιμέλεχ, γιος του Αβιάθαρ, ήταν ιερείς και ο Σουσά ήταν γραμματέας του κράτους. Ο Βεναΐας, γιος του Ιεωϊαδά ήταν αρχηγός των Χερεθαίων και των Φελεθαίων και οι γιοι του Δαβίδ είχαν τα πρώτα αξιώματα στην υπηρεσία του βασιλιά. Μετά από αρκετόν καιρό πέθανε ο Ναχάς, βασιλιάς των Αμμωνιτών, και τον διαδέχτηκε ο γιος του. Τότε είπε ο Δαβίδ: «Θα δείξω καλοσύνη στο Χανούν, γιο του Ναχάς, όπως είχε δείξει και σ’ εμένα καλοσύνη ο πατέρας του». Έτσι έστειλε αξιωματούχους να τον συλλυπηθούν εκ μέρους του για το θάνατο του πατέρα του. Πράγματι, οι αξιωματούχοι του Δαβίδ πήγαν στη χώρα των Αμμωνιτών, στο Χανούν, για να τον συλλυπηθούν. Οι άρχοντες όμως των Αμμωνιτών είπαν στο Χανούν: «Εσύ πιστεύεις πως ο Δαβίδ ήθελε να τιμήσει τον πατέρα σου και γι’ αυτό σου έστειλε τους ανθρώπους του να σε συλλυπηθεί; Μάλλον τους έστειλε για να εξερευνήσουν τον τόπο, να τον κατασκοπεύσουν, ώστε να μπορέσει μια μέρα να τον κατακτήσει». Έτσι συνέλαβε ο Χανούν τους αξιωματούχους του Δαβίδ, τους ξύρισε τα γένεια, έκοψε απ’ τη μέση και κάτω τα ρούχα τους ως τους μηρούς, και τους έδιωξε πίσω. Πήγαν όμως και πληροφόρησαν το Δαβίδ, τι συνέβηκε στους απεσταλμένους του. Τότε αυτός κατάλαβε πως είχε καταρρακωθεί η τιμή των ανθρώπων του, και τους παράγγειλε με αγγελιοφόρους να μείνουν στην Ιεριχώ ώσπου να μεγαλώσουν τα γένεια τους και μετά να επιστρέψουν. Ο Χανούν και οι Αμμωνίτες κατάλαβαν ότι πια είχαν γίνει μισητοί στο Δαβίδ. Έστειλαν, λοιπόν, χίλια τάλαντα ασήμι, για να μισθώσουν άμαξες και ιππείς από τη Συρία της Άνω Μεσοποταμίας, από τη Μααχά της Συρίας και από τη Σωβά. Μίσθωσαν τριάντα δύο χιλιάδες άμαξες και το βασιλιά της Μααχά μαζί με το στρατό του οι οποίοι ήρθαν και στρατοπέδευσαν μπροστά από τη Μαιδεβά. Οι Αμμωνίτες συγκεντρώθηκαν κι αυτοί από τις πόλεις τους και ήρθαν να πολεμήσουν. Μόλις το ’μαθε ο Δαβίδ, έστειλε εναντίον τους τον αρχιστράτηγο Ιωάβ με όλο το στράτευμα των εκπαιδευμένων πολεμιστών. Οι Αμμωνίτες βγήκαν και παρατάχθηκαν για πόλεμο στην πύλη της πρωτεύουσάς τους· οι βασιλιάδες, που είχαν έρθει για να τους βοηθήσουν παρατάχθηκαν ξέχωρα, έξω στους αγρούς. Όταν είδε ο Ιωάβ ότι επρόκειτο ν’ αντιμετωπίσει επίθεση από μπροστά και από πίσω, παρέταξε τους επίλεκτους άντρες του ισραηλιτικού στρατού απέναντι από τους Συρίους. Το υπόλοιπο του στρατού το έθεσε στις διαταγές του Αβισάι, του αδερφού του. Αυτοί παρατάχθηκαν απέναντι από τους Αμμωνίτες. Ο Ιωάβ είπε στον αδερφό του: «Αν δεις ότι οι Σύριοι με νικούν, θα έρθεις να με βοηθήσεις· κι αν εγώ δω ότι οι Αμμωνίτες σε νικούν, θα έρθω να σε βοηθήσω. Δείξε θάρρος και ας φανούμε ισχυροί για χάρη του λαού μας και για τις πόλεις του Θεού μας. Κι ο Κύριος ας κάνει ό,τι του φαίνεται καλό». Όταν ο Ιωάβ και ο στρατός του προέλασαν για να επιτεθούν στους Συρίους, εκείνοι τράπηκαν σε φυγή. Μόλις είδαν οι Αμμωνίτες ότι οι Σύριοι τράπηκαν σε φυγή, έφυγαν κι αυτοί κυνηγημένοι από τον Αβισάι, τον αδερφό του Ιωάβ, και μπήκαν στην πόλη. Τότε ο Ιωάβ επέστρεψε στην Ιερουσαλήμ. Όταν οι Σύριοι είδαν ότι είχαν νικηθεί από τους Ισραηλίτες, έστειλαν αγγελιοφόρους να κινητοποιήσουν τους Συρίους, που κατοικούσαν πέρα από τον ποταμό Ευφράτη. Αρχηγός τους ήταν ο Σωβάχ, αρχιστράτηγος του Αδαδέζερ. Όταν το ’μαθε ο Δαβίδ, συγκέντρωσε όλο το στρατό των Ισραηλιτών, πέρασε τον Ιορδάνη, τους πρόφτασε και πήρε θέσεις απέναντί τους. Στη μάχη που ακολούθησε, οι Σύριοι κατατροπώθηκαν από τους Ισραηλίτες κι ο Δαβίδ σκότωσε απ’ αυτούς εφτά χιλιάδες οδηγούς αμαξών και σαράντα χιλιάδες πεζούς. Επίσης σκότωσε και το Σωβάχ, τον αρχιστράτηγό τους. Όταν είδαν οι άντρες του Αδαδέζερ ότι νικήθηκαν από τους Ισραηλίτες, συνθηκολόγησαν με το Δαβίδ κι έγιναν υποτελείς του. Από τότε οι Σύριοι δεν επιδίωξαν πια να βοηθήσουν τους Αμμωνίτες. Τον επόμενο χρόνο, την εποχή που οι βασιλιάδες συνηθίζουν να κάνουν τις εκστρατείες τους, ο Ιωάβ επικεφαλής του στρατού του πήγε και ερήμωσε τη χώρα των Αμμωνιτών. Έπειτα πήγε και πολιόρκησε τη Ραββά, ενώ ο Δαβίδ έμενε στην Ιερουσαλήμ. Ο Ιωάβ κατέλαβε τη Ραββά και την κατέστρεψε. Τότε ο Δαβίδ πήρε το στέμμα από το κεφάλι του Μιλκώμ, θεού των Αμμωνιτών, και βρήκε ότι το βάρος του ήταν ένα τάλαντο χρυσό, και πάνω του είχε ένα πολύτιμο πετράδι. Το στέμμα το έβαλαν στο κεφάλι του Δαβίδ, ο οποίος πήρε από την πόλη πάρα πολλά λάφυρα. Έβγαλε από την πόλη τους κατοίκους της και τους έβαλε σε καταναγκαστικές εργασίες, να δουλεύουν με πριόνια, με σιδερένιες κοφτερές αξίνες και με τσεκούρια. Το ίδιο έκανε ο Δαβίδ σ’ όλες τις πόλεις των Αμμωνιτών. Μετά γύρισε στην Ιερουσαλήμ μαζί με το στρατό του. Μετά από αυτά έγινε πόλεμος στη Γεζέρ με τους Φιλισταίους. Τότε ο Σιββεχαΐ από τη Χουσά, σκότωσε το γίγαντα Σιφφαΐ. Έτσι ταπεινώθηκαν οι Φιλισταίοι. Σ’ έναν άλλο πόλεμο με τους Φιλισταίους ο Ελχανάν, γιος του Ιαείρ, σκότωσε το Λαχμί, αδερφό του Γολιάθ του Γαθίτη, που το ξύλο της λόγχης του ήταν σαν αντί αργαλειού. Έγινε, όμως, και πάλι πόλεμος στη Γαθ. Εκεί ήταν ένας γίγαντας τεραστίου αναστήματος, που είχε είκοσι τέσσερα δάχτυλα, από έξι σε κάθε χέρι και σε κάθε πόδι. Αυτός πρόσβαλλε συνέχεια τους Ισραηλίτες, αλλά ο Ιωνάθαν, γιος του Σαμαά, αδερφού του Δαβίδ, τον σκότωσε. Όλοι αυτοί ήταν απόγονοι του Ραφά στη Γαθ και σκοτώθηκαν από το Δαβίδ και τους στρατιώτες του. Μια μέρα ο σατανάς ξεσηκώθηκε ενάντια στους Ισραηλίτες και παρακίνησε το Δαβίδ να απογράψει όλο το λαό. Ο Δαβίδ είπε στον Ιωάβ και στους άλλους αξιωματικούς του στρατού: «Πηγαίνετε να απογράψετε τους Ισραηλίτες, από Δαν έως Βέερ-Σεβά και δώστε μου αναφορά, για να μάθω πόσοι είναι». Ο Ιωάβ απάντησε: «Μακάρι ο Κύριος να κάνει το λαό του εκατό φορές μεγαλύτερον από ό,τι είναι. Μήπως, κύριέ μου βασιλιά, δεν είναι όλοι στην υπηρεσία σου; Γιατί, λοιπόν, ζητάς κάτι τέτοιο, κύριέ μου; Γιατί να γίνεις εσύ αιτία παρακοής για τους Ισραηλίτες;» Η διαταγή όμως του βασιλιά επιβλήθηκε στον Ιωάβ. Έτσι έφυγε και διάβηκε μέσα απ’ όλο τον Ισραήλ. Μετά γύρισε στην Ιερουσαλήμ κι έδωσε στο Δαβίδ τον αριθμό της απογραφής του λαού: Όλοι οι αξιόμαχοι άντρες του Ισραήλ ήταν ένα εκατομμύριο εκατό χιλιάδες· οι αξιόμαχοι άντρες του Ιούδα ήταν τετρακόσιες εβδομήντα χιλιάδες. Τους λευίτες και τους Βενιαμινίτες δεν τους αρίθμησε μαζί μ’ αυτούς, γιατί η διαταγή του βασιλιά ήταν αποκρουστική για τον Ιωάβ. Ο Θεός όμως δυσαρεστήθηκε μ’ αυτή την ενέργεια και τιμώρησε τους Ισραηλίτες. Ο Δαβίδ είπε στο Θεό: «Αμάρτησα βαριά μ’ αυτό που έκανα! Αναγνωρίζω πόσο ανόητα φέρθηκα. Συγχώρησέ μου, σε παρακαλώ, αυτή την ανομία!» Τότε ο Κύριος μίλησε στο Γαδ, τον Βλέποντα του Δαβίδ, και του είπε: «Πήγαινε και πες στο Δαβίδ εκ μέρους μου τα εξής: Σου προτείνω τρεις ποινές. Διάλεξε μια απ’ αυτές κι εγώ θα την εκτελέσω πάνω σου». Ήρθε, λοιπόν, ο Γαδ στο Δαβίδ και του είπε: «Άκου τι λέει ο Κύριος: Διάλεξε τι θέλεις· τρία χρόνια πείνα· τρεις μήνες ήττες από τους εχθρούς σου και να μην προλαβαίνεις να γλιτώσεις από το ξίφος τους ή για τρεις μέρες το ξίφος του Κυρίου να χτυπάει τη χώρα κι ο εξολοθρευτής άγγελός του να σκορπίζει θανατικό σ’ όλη την έκταση του Ισραήλ; Σκέψου τώρα κι αποφάσισε τι απάντηση θα δώσω σ’ εκείνον που μ’ έστειλε». Ο Δαβίδ απάντησε στο Γαδ: «Βρίσκομαι σε πολύ δύσκολη θέση. Ας πέσω στα χέρια του Κυρίου, γιατί είναι πολυεύσπλαχνος· ας μην πέσω σε ανθρώπινα χέρια». Έτσι ο Κύριος έστειλε μια θανατηφόρα επιδημία στους Ισραηλίτες και πέθαναν εβδομήντα χιλιάδες άνθρωποι. Ο Θεός έστειλε στην Ιερουσαλήμ έναν εξολοθρευτή άγγελο για να την καταστρέψει. Κι όταν είδε τον άγγελο να την καταστρέφει, μετάνιωσε για το κακό και τον πρόσταξε: «Φτάνει! Τράβα το χέρι σου». Ο άγγελος του Κυρίου στάθηκε κοντά στο αλώνι του Ορνά του Ιεβουσαίου. Ο Δαβίδ σήκωσε τα μάτια του και είδε τον άγγελο του Κυρίου να στέκεται ανάμεσα στον ουρανό και στη γη, με γυμνό ξίφος στο χέρι του, στραμμένο προς την Ιερουσαλήμ. Τότε ο Δαβίδ και οι πρεσβύτεροι, ντυμένοι στα πένθιμα, έπεσαν με το πρόσωπο στη γη. Και ο Δαβίδ είπε στο Θεό: «Εγώ διέταξα να απαριθμήσουν το λαό! Εκείνος που αμάρτησε κι ανόμησε, λοιπόν, είμαι εγώ. Αυτά τα πρόβατα τι έκαναν; Χτύπα, λοιπόν, εμένα και την οικογένειά μου, Κύριε Θεέ μου, και όχι να φέρεις αρρώστια στο λαό σου». Τότε ο άγγελος του Κυρίου πρόσταξε το Γαδ: «Πες στο Δαβίδ ν’ ανεβεί στο αλώνι του Ορνά του Ιεβουσαίου και να χτίσει εκεί θυσιαστήριο στον Κύριο». Πράγματι, ο Δαβίδ πήγε σύμφωνα με τη διαταγή που του έδωσε ο Κύριος μέσω του Γαδ. Ο Ορνά αλώνιζε σιτάρι, όταν γύρισε και είδε τον άγγελο. Οι τέσσερις γιοι του που ήταν μαζί του κρύφτηκαν. Ο Δαβίδ πήγε στον Ορνά, κι αυτός όταν τον είδε βγήκε από το αλώνι και τον προσκύνησε με το πρόσωπό του στη γη. Ο Δαβίδ είπε στον Ορνά: «Δώσε μου τον τόπο του αλωνιού σου για να χτίσω εδώ θυσιαστήριο στον Κύριο· δώστο μου στην πραγματική του αξία, για να σταματήσει η πληγή που ’χει ξεσπάσει στο λαό». Ο Ορνά του απάντησε: «Πάρ’ το δικό σου, κύριέ μου βασιλιά, και κάνε το ό,τι θέλεις. Ορίστε, σου δίνω τα βόδια για τα ολοκαυτώματα, τα αλωνιστικά εργαλεία για τα ξύλα της φωτιάς και το σιτάρι για την αναίμακτη προσφορά· τα δίνω όλα». Αλλά ο βασιλιάς είπε στον Ορνά: «Όχι· θέλω να το αγοράσω στην πραγματική του αξία. Δε θα πάρω για τον Κύριο κάτι που είναι δικό σου, ούτε θα του προσφέρω ολοκαυτώματα που δε μου στοίχισαν τίποτα». Έτσι πλήρωσε ο Δαβίδ στον Ορνά για τον τόπο χρυσάφι, το οποίο ζύγιζε εξακόσιους σίκλους. Εκεί έχτισε θυσιαστήριο στον Κύριο και πρόσφερε ολοκαυτώματα και θυσίες κοινωνίας. Επικαλέσθηκε τον Κύριο και ο Κύριος του αποκρίθηκε στέλνοντας φωτιά από τον ουρανό πάνω στο θυσιαστήριο του ολοκαυτώματος. Τότε ο Κύριος πρόσταξε τον άγγελο να ξαναβάλει το ξίφος στη θήκη του. Ο Δαβίδ κατάλαβε ότι ο Κύριος τον είχε ακούσει που προσευχήθηκε στο αλώνι του Ορνά του Ιεβουσαίου· έτσι από τότε πρόσφερε εκεί θυσίες. Βέβαια, η σκηνή του Κυρίου που είχε κάνει ο Μωυσής στην έρημο και το θυσιαστήριο των ολοκαυτωμάτων εκείνο τον καιρό βρίσκονταν στον ιερό τόπο στη Γαβαών. Αλλά ο Δαβίδ δεν μπορούσε να πάει εκεί για να συμβουλευτεί τον Κύριο, γιατί τον κατείχε δέος από το ξίφος του αγγέλου του Κυρίου. Γι’ αυτό είπε: «Εδώ θα είναι ο οίκος του Κυρίου του Θεού, κι εδώ θα είναι το θυσιαστήριο των ολοκαυτωμάτων για τους Ισραηλίτες». Ο Δαβίδ διέταξε να συγκεντρωθούν οι ξένοι που κατοικούσαν στη χώρα του Ισραήλ και όρισε από αυτούς λιθοτόμους, να πελεκίσουν πέτρες για το χτίσιμο του ναού του Θεού. Ετοίμασε ακόμα σίδερο πολύ για να κατασκευάσει τα καρφιά που χρειάζονταν για τα θυρόφυλλα των πυλών και για τις συνδέσεις, και χαλκό, τόσον που δεν μπορούσε να ζυγιστεί. Επίσης ετοίμασε ξύλα κέδρων άφθονα –οι Σιδώνιοι και οι Τύριοι του τα έφερναν άφθονα. «Ο γιος μου, ο Σολομών », έλεγε, «είναι νέος και άπειρος· και ο ναός που πρόκειται να χτιστεί για τον Κύριο πρέπει να είναι ξακουστός σ’ όλες τις χώρες για το μεγαλείο του και τη λαμπρότητά του. Εγώ λοιπόν θα κάνω τις προετοιμασίες γι’ αυτόν». Έτσι ο Δαβίδ έκανε πολλές προετοιμασίες πριν από το θάνατό του. Κάλεσε το γιο του, το Σολομώντα, και τον διέταξε να χτίσει ναό για τον Κύριο, το Θεό του Ισραήλ. «Γιε μου», του είπε, «εγώ είχα την επιθυμία να χτίσω ναό προς τιμήν του Κυρίου, του Θεού μου. Αλλά ο Κύριος μου είπε: “εσύ έχεις κάνει να χυθεί πολύ αίμα στη διάρκεια των μεγάλων πολέμων που διεξήγαγες. Εξαιτίας, λοιπόν, όλου αυτού του αίματος που έκανες να χυθεί στη γη ενώπιόν μου, δεν θα χτίσεις εσύ ναό στο όνομά μου. Θα αποκτήσεις όμως γιο. Αυτός θα είναι άνθρωπος της ειρήνης και θα τον αφήσω ήσυχο από όλους τους γύρω εχθρούς του. Το όνομά του θα είναι Σολομών και στις μέρες του θα εξασφαλίσω ειρήνη και ησυχία στο λαό του Ισραήλ. Αυτός θα χτίσει ναό στο όνομά μου. Θα είναι γιος μου, κι εγώ θα είμαι πατέρας του, και θα κάνω το θρόνο της βασιλείας του στον Ισραήλ ακλόνητον για πάντα”. Και τώρα, γιε μου, ο Κύριος ο Θεός σου ας είναι μαζί σου, ώστε να κατορθώσεις να χτίσεις το ναό του, όπως ο ίδιος το είπε για σένα. Μόνον εύχομαι ο Κύριος, ο Θεός σου, να σου δίνει διάκριση και φρόνηση, ώστε όταν σε τοποθετήσει βασιλιά στον Ισραήλ, να υπακούς στο νόμο του. Τότε μόνο θα προκόψεις, αν προσέχεις να εφαρμόζεις τους νόμους και τα προστάγματα που έδωσε ο Κύριος στο Μωυσή για τους Ισραηλίτες. Να είσαι θαρραλέος και δυνατός. Μη φοβάσαι, μη δειλιάζεις! Και πρόσεξε· εγώ με τη φτώχεια μου συνάθροισα για το ναό του Κυρίου εκατό χιλιάδες τάλαντα χρυσά και ένα εκατομμύριο τάλαντα ασήμι κι επίσης χαλκό και σίδερο ανυπολόγιστο. Ετοίμασα ακόμα ξύλα και πέτρες. Εσύ θα προσθέσεις τα υπόλοιπα. Έχεις πάρα πολλούς εργάτες, λιθοτόμους, χτίστες και μαραγκούς, και κάθε είδους ειδικούς τεχνίτες για κάθε εργασία. Το χρυσάφι, το ασήμι, ο χαλκός και το σίδερο είναι αμέτρητα. Εμπρός, λοιπόν, ξεκίνα το έργο και ο Κύριος ας είναι μαζί σου». Εμπρός, λοιπόν, βάλτε όλη σας την καρδιά και την ψυχή σας στην αναζήτηση του Κυρίου, του Θεού σας. Χτίστε το αγιαστήριο του Κυρίου και Θεού, για να φέρουμε την κιβωτό της διαθήκης του και τα ιερά σκεύη του στο ναό που θα χτιστεί στο όνομά του». Όταν ο Δαβίδ είχε πια γεράσει πάρα πολύ, έκανε βασιλιά των Ισραηλιτών το γιο του, το Σολομώντα. Έπειτα συγκέντρωσε όλους τους άρχοντες των Ισραηλιτών, τους ιερείς και τους λευίτες. Μετρήθηκαν οι λευίτες από τριάντα ετών και πάνω και βρέθηκαν τριάντα οχτώ χιλιάδες άντρες. «Απ’ αυτούς», είπε ο Δαβίδ, «είκοσι τέσσερις χιλιάδες θα επιβλέπουν τις εργασίες για το χτίσιμο του ναού του Κυρίου, έξι χιλιάδες θα είναι υπάλληλοι και δικαστές, τέσσερις χιλιάδες θυρωροί του ναού και οι υπόλοιπες τέσσερις χιλιάδες θα είναι ψάλτες στον Κύριο με μουσικά όργανα που κατασκεύασα γι’ αυτόν το σκοπό». Ο Δαβίδ χώρισε τους λευίτες σε τμήματα, κατά τις συγγένειες των απογόνων του Λευί: Γηρσών, Καάθ και Μεραρί. Ο Γηρσών είχε γιους το Λαδάν και το Σιμεΐ. Γιοι του Λαδάν ήταν τρεις: Ο Ιεχιήλ, πρωτότοκος, ο Ζεθάμ και ο Ιωήλ. Γιοι του Σιμεΐ ήταν τρεις: Οι Σελωμείθ, Αζιήλ και Χαρράν. Όλοι αυτοί ήταν αρχηγοί των οικογενειών που προέρχονταν από το Λαδάν. Γιοι του Καάθ ήταν τέσσερις: Οι Αμράμ, Ισάρ, Χεβρών και Ουζζιήλ. Γιοι του Αμράμ ήταν ο Ααρών και ο Μωυσής. Ο Ααρών και οι απόγονοί του αποχωρίστηκαν για να υπηρετούν στα άγια των αγίων, να θυμιάζουν ενώπιον του Κυρίου, να λειτουργούν και να δίνουν την ευλογία στο όνομά του για πάντα. Οι απόγονοι του Μωυσή, ανθρώπου του Θεού, συγκαταλέχθηκαν με τη φυλή Λευί: Γιοι του Μωυσή ήταν ο Γερσώμ και ο Ελιέζερ. Από τους γιους του Γερσώμ, πρώτος ήταν ο Σουβαήλ. Γιος του Ελιέζερ ήταν ο Ρεαβίας, ο αρχηγός. Ο Ελιέζερ δεν είχε άλλους γιους, αλλά οι γιοι του Ρεαβία ήταν πάρα πολλοί. Από τους γιους του Ισάρ, πρώτος ήταν ο Σελωμείθ. Γιοι του Χεβρών ήταν κατά σειρά ηλικίας οι Ιερίας, Αμαρίας, Ουζζιήλ, και Ιεκαμεάμ. Γιοι του Ουζζιήλ ήταν ο Μιχά, πρώτος και ο Ισιά δεύτερος. Γιοι του Μεραρί ήταν οι Μαχλί και Μουσί· γιοι του Μαχλί, οι Ελεάζαρ και Κις. Ο Ελεάζαρ πέθανε χωρίς ν’ αφήσει γιους, παρά μόνο κόρες, τις οποίες τις παντρεύτηκαν οι ξάδερφοί τους, οι γιοι του Κις. Γιοι του Μουσί ήταν τρεις: οι Μαχλί, Έδερ και Ιερεμώθ. Όλοι αυτοί ήταν κατά οικογένειες οι απόγονοι του Λευί, αρχηγοί των αντίστοιχων οικογενειών, εγγεγραμμένοι ένας ένας στους καταλόγους ονομαστικά· αυτοί υπηρετούσαν στο ναό του Κυρίου από είκοσι ετών και πάνω. Ο Δαβίδ είχε πει: «Τώρα που ο Κύριος, ο Θεός του Ισραήλ, εξασφάλισε ειρήνη στο λαό του και ο ίδιος θα κατοικεί πλέον για πάντα στην Ιερουσαλήμ, οι λευίτες στο μέλλον δε θα έχουν να μεταφέρουν τη σκηνή και τα σκεύη που χρησίμευαν για την υπηρεσία σ’ αυτήν». Σύμφωνα μ’ αυτήν την απόφαση του Δαβίδ, οι λευίτες εγγράφονται στους καταλόγους από είκοσι ετών και πάνω. Είναι υπό τις διαταγές των απογόνων του Ααρών για την υπηρεσία στο ναό του Κυρίου, στις αυλές και στα παραοικοδομήματα του ναού. Φροντίζουν για την καθαρότητα όλων των ιερών σκευών και επιτελούν συγκεκριμένες εργασίες στο ναό του Θεού: Φροντίζουν δηλαδή για τους άρτους της προθέσεως, για το σιμιγδάλι των προσφορών, για τα άζυμα ψωμιά, για τις τηγανίτες και τα γλυκίσματα, και ελέγχουν τα μέτρα και τα σταθμά. Οφείλουν να βρίσκονται εκεί κάθε πρωί και κάθε βράδυ για να υμνούν και να δοξολογούν τον Κύριο, όπως και κάθε φορά που προσφέρονται στον Κύριο ολοκαυτώματα, τα Σάββατα, τις νουμηνίες και όλες τις επίσημες εορτές. Θα εκτελούν τα καθήκοντά τους αδιάκοπα ενώπιον του Κυρίου, σύμφωνα με τον αριθμό που ορίζει ο κανονισμός. Είναι επίσης επιφορτισμένοι να φροντίζουν τη σκηνή του Μαρτυρίου και του αγιαστηρίου και να βοηθούν τους συγγενείς τους ιερείς, απογόνους του Ααρών, στην υπηρεσία του ναού του Κυρίου. Επίσης οι ιερείς, απόγονοι του Ααρών, κατανεμήθηκαν σε τμήματα. Γιοι του Ααρών ήταν οι Ναδάβ, Αβιούδ, Ελεάζαρ και Ιθάμαρ. Ο Ναδάβ όμως και ο Αβιούδ πέθαναν πριν από τον πατέρα τους, χωρίς ν’ αφήσουν γιους· έτσι ιερείς έγιναν ο Ελεάζαρ και ο Ιθάμαρ. Ο Δαβίδ με τη βοήθεια του Σαδώκ, απογόνου του Ελεάζαρ, και με τη βοήθεια του Αχιμέλεχ, απογόνου του Ιθάμαρ, κατένειμε τους ιερείς, ανάλογα με την υπηρεσία που επρόκειτο να προσφέρουν. Από τους απογόνους του Ελεάζαρ βρέθηκαν περισσότεροι αρχηγοί παρά από τους απογόνους του Ιθάμαρ, και γι’ αυτό η κατανομή τους έγινε ως εξής: Για τους απογόνους του Ελεάζαρ διόρισε δεκαέξι αρχηγούς οικογενειών, και για τους απογόνους του Ιθάμαρ οκτώ. Επειδή υπήρχαν και απόγονοι του Ελεάζαρ και απόγονοι του Ιθάμαρ που ήταν προϊστάμενοι του ναού και πνευματικοί αρχηγοί, η κατανομή τους σε ομάδες έγινε με κλήρωση. Ένας από τους λευίτες, ο γραμματέας Σεμαΐας, γιος του Ναθαναήλ, τους κατάγραψε παρουσία του βασιλιά και των αρχόντων, του ιερέα Σαδώκ, του Αχιμέλεχ γιου του Αβιάθαρ, και παρουσία των αρχηγών των ιερατικών και λευιτικών οικογενειών· τράβηξε κλήρο για δύο οικογένειες από τον Ελεάζαρ και για μία από τον Ιθάμαρ. Μ’ αυτή τη σειρά σχηματίστηκαν οι ομάδες για να υπηρετούν στο ναό του Κυρίου. Τα καθήκοντά τους τούς ανατέθηκαν σύμφωνα με τις οδηγίες που είχαν δοθεί από τον πρόγονό τους, τον Ααρών, καθώς τον είχε διατάξει ο Κύριος, ο Θεός του Ισραήλ. Άλλοι απόγονοι του Λευί, αρχηγοί οικογενειών ήταν: Ο Σουβαήλ, απόγονος του Αμράμ κι ο Ιαδαΐας απόγονος του Σουβαήλ. Ο Ιεσίας, πρώτος μέσα στην οικογένειά του, απόγονος του Ρεαβία. Ο Σελωμείθ, απόγονος του Ισαάρ κι ο Ιαάθ, απόγονος του Σελωμείθ. Οι Ιερίας, Αμαρίας, Ουζζιήλ και Ιεκαμεάμ, κατά σειρά ηλικίας απόγονοι του Χεβρών. Ο Μιχά, απόγονος του Ουζζιήλ και ο Σαμήρ, απόγονος του Μιχά. Ο Ζαχαρίας, απόγονος του Ισιά, αδερφού του Μιχά. Οι Μαχλί και Μουσί, απόγονοι του Μεραρί και ο Βενώ, απόγονος του Ιααζία. Άλλοι απόγονοι του Μεραρί από τον Ιααζία ήταν οι τρεις γιοι του, Σωάμ, Ζακούρ και Ιβρί. Γιοι του Μαχλί ήταν ο Ελεάζαρ, που δεν είχε γιους, και ο Κις, που γιος του ήταν ο Ιεραχμεήλ. Γιοι του Μουσί ήταν οι Μαχλί, Έδερ και Ιεριμώθ. Όλοι οι παραπάνω ήταν απόγονοι του Λευί, αρχηγοί αντίστοιχων οικογενειών. Έριξαν κι αυτοί κλήρους, όπως έκαναν και οι συγγενείς τους, οι απόγονοι του Ααρών, παρουσία του βασιλιά Δαβίδ, του Σαδώκ, του Αχιμέλεχ και παρουσία των αρχηγών των ιερατικών και των λευιτικών οικογενειών. Ακολούθησαν και αυτές οι οικογένειες την ίδια διαδικασία, αδιάφορο αν η οικογένεια προερχόταν από πρωτότοκο ή από νεότερο αδερφό. Ο Δαβίδ και οι αρχηγοί του στρατεύματος ξεχώρισαν για την υπηρεσία των ψαλτών μερικούς από τους απογόνους του Ασάφ, του Αιμάν και του Ιεδουθούν. Αυτοί θα εξήγγειλαν τις βουλές του Θεού με συνοδεία από κιθάρες, άρπες και κύμβαλα. Ο κατάλογος των αντρών, που θα εκτελούσαν την υπηρεσία αυτή είναι ο εξής: Οι γιοι του Ασάφ: Ζακούρ, Ιωσήφ, Νεθανίας και Ασαρηλά, υπό την διεύθυνση του πατέρα τους, ο οποίος εξήγγειλε τις βουλές του Θεού, σύμφωνα με τις οδηγίες του βασιλιά. Οι έξι γιοι του Ιεδουθούν: Γεδαλίας, Σερί, Ιεσαΐας, Σιμεΐ, Χασαβίας και Ματταθίας, υπό τη διεύθυνση του πατέρα τους, ο οποίος εξήγγειλε τις βουλές του Θεού, με συνοδεία από κιθάρες, υμνώντας και δοξολογώντας τον Κύριο. Οι γιοι του Αιμάν: Βουκκίας, Ματτανίας, Ουζζιήλ, Σουβαήλ, Ιεριμώθ, Ανανίας, Ανανί, Ελιαθά, Γιδδαλθί, Ρομαμθί-Έζερ, Ιωσβεκασά, Μαλλωθί, Ωθήρ και Μααζιώθ. Ο Θεός είχε δώσει στον προφήτη Αιμάν, τον Βλέποντα του βασιλιά, αυτούς τους δεκατέσσερις γιους και τρεις κόρες, σύμφωνα με την υπόσχεσή του, για να δοξάσει τον Αιμάν. Όλοι αυτοί έψαλλαν κατά τη λατρεία στο ναό του Κυρίου και τους συνόδευαν κύμβαλα, άρπες και κιθάρες, υπό τη διεύθυνση των πατέρων τους Ασάφ, Ιεδουθούν και Αιμάν, που κι αυτοί ήταν υπό τις διαταγές του βασιλιά. Είχαν όλοι τους μεγάλη ικανότητα να υμνούν τον Κύριο· είχαν διδαχτεί να ψάλλουν, μαζί με τους συγγενείς τους, συνολικά διακόσια ογδόντα οκτώ άτομα. Η σειρά της υπηρεσίας τους καθορίστηκε με κλήρωση· δεν έγινε καμιά διάκριση ανάμεσα στους νέους και στους μεγαλύτερους ή ανάμεσα στους παλαιότερους και στους εκπαιδευόμενους. Στις ομάδες των θυρωρών του ναού ανήκαν: από τη συγγένεια του Κοράχ, ο Μεσελεμίας, γιος του Κορέ, από την οικογένεια του Αβιάσαφ. Ο Μεσελεμίας είχε εφτά γιους, οι οποίοι κατά σειρά ηλικίας είναι οι Ζαχαρίας, Ιεδιαήλ, Ζεβαδία, Ιαθνιήλ, Ελάμ, Ιωνάθαν και Ελιωεναΐ. Ο Ωβήδ-Εδώμ είχε οκτώ γιους, οι οποίοι κατά σειρά ηλικίας είναι οι Σεμαΐας, Ιωζαβάδ, Ιωάχ, Σαχάρ, Ναθαναήλ, Αμμιήλ, Ισσάχαρ και Φεουλθαΐ –πραγματικά ο Θεός τον είχε ευλογήσει. Ο γιος του ο Σεμαΐας απέκτησε κι εκείνος γιους, που ήταν οι επικρατέστεροι στην οικογένειά τους, γιατί ήταν άνθρωποι αξιόλογοι. Γιοι του Σεμαΐα ήταν οι Γοθνί, Ραφαήλ, Ωβήδ κι Ελζαβάδ, και αδερφοί του οι Ελιού και Σεμαχίας, άνθρωποι ευυπόληπτοι. Όλοι αυτοί ήταν απόγονοι του Ωβήδ-Εδώμ, συνολικά εξήντα δύο άτομα. Αυτοί, οι γιοι τους και οι άλλοι συγγενείς τους ήταν άνθρωποι αξιόλογοι και ικανότατοι στην υπηρεσία τους. Και ο Μεσελεμίας είχε γιους και συγγενείς συνολικά δεκαοχτώ άτομα, άνθρωποι αξιόλογοι. Ο Ωσά, ένας από τους γιους του Μεραρί, είχε και αυτός γιους. Πρώτος ήταν ο Σιμρί (τον είχε ορίσει πρωτότοκο ο πατέρας του, χωρίς στην πραγματικότητα να είναι πρώτος), κι ακολουθούν κατά σειρά ηλικίας οι Χελκίας, Τεβαλία και Ζαχαρίας. Συνολικά οι γιοι και οι συγγενείς του Ωσά ήταν δεκατρείς. Όλοι αυτοί αποτελούσαν τις ομάδες των θυρωρών του ναού. Οι αρχηγοί και τα μέλη των ομάδων είχαν τα ίδια καθήκοντα στην υπηρεσία του ναού του Κυρίου. Κάθε οικογένεια, ανεξάρτητα από το μέγεθός της έριξε κλήρο για να δει σε ποια πύλη του ναού θα αναλάμβανε καθήκοντα φρούρησης. Ο κλήρος για την ανατολική πύλη, έπεσε στο Σελεμία. Έπειτα έριξαν κλήρους για το Ζαχαρία, το γιο του, σοφό σύμβουλο, κι ο κλήρος που του έπεσε ήταν για τη βορινή πύλη. Στον Ωβήδ-Εδώμ έπεσε ο κλήρος για τη νότια πύλη· και στους γιους του ο κλήρος για τις αποθήκες του ναού. Στον Σουππίμ και στον Ωσά έπεσε ο κλήρος για τη δυτική πύλη, μαζί με την πύλη Σαλεχέθ, που έβλεπε στο δρόμο προς το βουνό. Οι αντίστοιχες φρουρές σχηματίστηκαν ως εξής: Στην ανατολική πύλη στέκονταν κάθε μέρα έξι λευίτες· στη βορινή τέσσερις, στη νότια τέσσερις και στις αποθήκες από δύο στην καθεμιά. Για την αυλή δυτικά, στέκονταν τέσσερις στο δρόμο και δύο στην αυλή. Αυτές ήταν οι ομάδες των θυρωρών του ναού, που αποτελούνταν από τους απογόνους του Κορέ και του Μεραρί. Άλλοι λευίτες, φύλαγαν το θησαυροφυλάκιο του ναού του Θεού και τα ιερά αφιερώματα. Οι απόγονοι του Λαδάν από τη συγγένεια του Γηρσών, αρχηγοί αντίστοιχων οικογενειών, ήταν ο Ιεχιήλ και οι γιοι του Σεθάμ και Ιωήλ. Αυτοί φρουρούσαν τους θησαυρούς του ναού του Κυρίου. Καθήκοντα επίσης είχαν ανατεθεί και στις συγγένειες του Αμράμ, του Ισάρ, του Χεβρών και του Ουζζιήλ. Ο Σουβαήλ, από τη συγγένεια του Γερσώμ, γιου του Μωυσή, ήταν επιστάτης των θησαυρών. Συγγενείς του από τον Ελεάζαρ ήταν ο γιος του Ρεαβίας και οι απόγονοί του κατ’ ευθείαν γραμμή: Ιωσίας, Ιωράμ, Ζιχρί και Σελωμείθ. Ο Σελωμείθ και οι συγγενείς του φύλαγαν όλα τα αφιερώματα, που είχαν αφιερώσει στο Θεό ο βασιλιάς Δαβίδ, οι αρχηγοί των οικογενειών, οι χιλίαρχοι, οι εκατόνταρχοι και οι άλλοι αρχηγοί του στρατεύματος. Όλοι αυτοί είχαν αφιερώσει στο Θεό ένα μέρος από τα πολεμικά τους λάφυρα για τις ανάγκες του ναού του Κυρίου. Ό,τι είχαν αφιερώσει ο προφήτης Σαμουήλ, ο Σαούλ γιος του Κις, ο Αβεννήρ γιος του Νηρ και ο Ιωάβ γιος της Σερουΐας, ήταν όλα κάτω από τη φροντίδα του Σελωμείθ και των συγγενών του. Ο Κενανίας και οι γιοι του, από τη συγγένεια του Ισάρ, είχαν αναλάβει τις πολιτικές υποθέσεις του λαού του Ισραήλ ως διοικητικοί υπάλληλοι και δικαστικοί. Ο Χασαβίας και άλλοι χίλιοι επτακόσιοι αξιόλογοι άνθρωποι από τη συγγένεια του Χεβρών ήταν επόπτες του Ισραήλ για τις περιοχές δυτικά του Ιορδάνη, αρμόδιοι για όλες τις θρησκευτικές και πολιτικές υποθέσεις. Ο Ιερίας ήταν αρχηγός της συγγένειας του Χεβρών. Το τεσσαρακοστό έτος της βασιλείας του Δαβίδ, έγιναν γενεαλογικές έρευνες σχετικά μ’ αυτούς και βρέθηκαν στην Ιαζήρ, στην περιοχή της Γαλαάδ, άνθρωποι αξιόλογοι, που ανήκαν σ’ αυτή τη συγγένεια. Ο βασιλιάς Δαβίδ διόρισε κοντά στον Ιωρία δύο χιλιάδες επτακόσια μέλη της ίδιας συγγένειας, όλους αρχηγούς οικογενειών, οι οποίοι ήταν αρμόδιοι για τις θρησκευτικές και πολιτικές υποθέσεις στην περιοχή όπου κατοικούσαν οι φυλές Ρουβήν, Γαδ και η μισή φυλή Μανασσή. Οι αρχηγοί των φυλών του Ισραήλ ήταν: Της φυλής Ρουβήν ο Ελιέζερ, γιος του Ζιχρί. Της φυλής Συμεών ο Σεφατίας, γιος του Μααχά. Της φυλής Λευί ο Χασαβίας, γιος του Κεμουήλ· απόγονος του Ααρών ήταν ο Σαδώκ. Της φυλής Ιούδα ο Ελιάβ, ένας από τους αδερφούς του Δαβίδ. Της φυλής Ισσάχαρ ο Αμρί, γιος του Μιχαήλ. Της φυλής Ζαβουλών ο Ισμαΐας, γιος του Οβαδία. Της φυλής Νεφθαλί ο Ιεριμώθ, γιος του Ουζζιήλ. Της φυλής Εφραΐμ ο Ωσηέ, γιος του Οζία. Της μισής φυλής Μανασσή ο Ιωήλ, γιος του Φεδαΐα. Του άλλου μισού της φυλής Μανασσή, που είχε εγκατασταθεί στη Γαλαάδ, ο Ιδδώ, γιος του Ζαχαρία. Της φυλής Βενιαμίν ο Ιασιήλ, γιος του Αβεννήρ. Της φυλής Δαν ο Αζαρεήλ, γιος του Ιεροάμ. Αυτοί ήταν οι αρχηγοί των φυλών του Ισραήλ. Ο Δαβίδ δεν απέγραψε τους κάτω των είκοσι ετών, γιατί ο Κύριος είχε υποσχεθεί ότι θα κάνει τους Ισραηλίτες αναρίθμητους σαν τα άστρα του ουρανού. Ο Ιωάβ, γιος της Σερουΐας, είχε αρχίσει να τους καταγράφει κι αυτούς, αλλά δεν τελείωσε, γιατί εξαιτίας εκείνης της απογραφής ξέσπασε η οργή του Θεού στους Ισραηλίτες. Έτσι δεν καταγράφηκε ο συνολικός αριθμός του πληθυσμού, στα Χρονικά του βασιλιά Δαβίδ. Οικονομικός επόπτης των θησαυρών του βασιλιά στην Ιερουσαλήμ ήταν ο Αζμαβέθ, γιος του Αδιήλ. Επόπτης των βασιλικών αποθηκών που βρίσκονταν στις επαρχίες, στις διάφορες πόλεις, στα χωριά και στους πύργους ήταν ο Ιωνάθαν, γιος του Οζία. Επόπτης των εργατών που δούλευαν στα χωράφια του βασιλιά και καλλιεργούσαν τη γη, ήταν ο Εζρί, γιος του Χελούβ. Επόπτης των βασιλικών αμπελώνων ήταν ο Σιμεΐ από τη Ραμά· και της παραγωγής και των αποθηκών του κρασιού ο Ζαβδί, από τη Σεφάμ. Επόπτης των ελαιώνων και των συκεώνων στην πεδινή χώρα, ήταν ο Βάαλ-Ανάν από τη Γεδώρ· και των αποθηκών του λαδιού ο Ιωάς. Επόπτης στα κοπάδια των βοδιών, που έβοσκαν στην πεδιάδα της Σαρών, ήταν ο Σιτραΐ ο Σαρωνίτης· και στα κοπάδια των βοδιών στις κοιλάδες ο Σαφάτ, γιος του Αδλαΐ. Επόπτης στις καμήλες ήταν ο Οβίλ, ο Ισμαηλίτης· και στα γαϊδούρια ο Ιαδαΐας, ο Μεραθωνίτης. Επόπτης στα πρόβατα ήταν ο Ιαζίζ, ο Αγαρίτης. Όλοι αυτοί ήταν διαχειριστές της περιουσίας του βασιλιά Δαβίδ. Ο Ιωνάθαν, θείος του Δαβίδ, άνθρωπος συνετός και γραμματέας ήταν σύμβουλος του βασιλιά. Ο Ιεχιήλ, γιος του Χαχμονί, ήταν παιδαγωγός των γιων του βασιλιά. Ο Αχιτόφελ ήταν κι αυτός σύμβουλος του βασιλιά, και ο Χουσαΐ ο Αρχίτης ήταν φίλος και έμπιστος του βασιλιά. Όταν πέθανε ο Αχιτόφελ τον διαδέχθηκε ο Ιεωϊαδά, γιος του Βεναΐα, και ο Αβιάθαρ. Ο Ιωάβ ήταν ο αρχιστράτηγος του βασιλιά. Ο Δαβίδ συγκέντρωσε στην Ιερουσαλήμ όλους τους άρχοντες του Ισραήλ. Έτσι όλοι οι αρχηγοί των φυλών, οι αρχηγοί των στρατιωτικών τμημάτων που ήταν στην υπηρεσία του βασιλιά, οι χιλίαρχοι, οι εκατόνταρχοι, οι διαχειριστές της περιουσίας και των κοπαδιών του βασιλιά και των γιων του, ακόμα κι οι ευνούχοι, οι επιφανείς πολεμιστές κι όλοι γενικά οι εξέχοντες άντρες του κράτους συγκεντρώθηκαν στην Ιερουσαλήμ. Ο βασιλιάς σηκώθηκε και είπε: «Ακούστε με συμπατριώτες μου, και λαέ μου! Εγώ σκόπευα να χτίσω ένα ναό για να εγκατασταθεί εκεί η κιβωτός της διαθήκης του Κυρίου, το υποπόδιο του Θεού μας. Όταν όμως είχα ετοιμαστεί να τον χτίσω, ο Θεός μού είπε: “δε θα χτίσεις εσύ ναό στο όνομά μου, γιατί εσύ είσαι άνθρωπος του πολέμου κι έχεις σκοτώσει πολλούς ανθρώπους”». Ο Κύριος, ο Θεός του Ισραήλ, διάλεξε εμένα από όλη την πατρική μου οικογένεια, για να είμαι ισόβιος βασιλιάς του λαού του. Πράγματι, τον Ιούδα διάλεξε για αρχηγό, κι από τη φυλή Ιούδα διάλεξε την οικογένεια του πατέρα μου, κι από τους γιους του πατέρα μου θέλησε να κάνει εμένα βασιλιά όλων των Ισραηλιτών. Ο Κύριος μου έδωσε πολλούς γιους κι απ’ όλους αυτούς διάλεξε το Σολομώντα να καθίσει στο θρόνο και να κυβερνήσει ως βασιλιάς τον Ισραήλ εκ μέρους του Κυρίου. “Ο γιος σου ο Σολομών”, μου είπε ο Κύριος, “θα χτίσει το ναό μου και τις αυλές μου, γιατί αυτόν διάλεξα να είναι γιος μου κι εγώ να είμαι πατέρας του. Θα κάνω τη βασιλεία του ακλόνητη για πάντα, αν συνεχίσει να εφαρμόζει πιστά, όπως μέχρι σήμερα, τις εντολές μου και τις προσταγές μου”. »Τώρα, λοιπόν, μπροστά σ’ όλους τους Ισραηλίτες, στη σύναξη του Κυρίου, και ενώ ο Θεός μάς ακούει, σας ζητώ να φυλάξετε προσεκτικά όλες τις εντολές του Κυρίου και Θεού σας, για να κρατήσετε στην κατοχή σας την όμορφη αυτή χώρα και να την αφήσετε, μετά από σας, παντοτινή κληρονομιά στους απογόνους σας. Κι εσύ, γιε μου Σολομώντα, αναγνώρισε το Θεό του πατέρα σου και υπηρέτησέ τον με καρδιά ειλικρινή και με προθυμία, γιατί ο Κύριος εξετάζει όλες τις καρδιές και γνωρίζει όλες τις σκέψεις. Αν τον εκζητήσεις, θα σου φανερωθεί· αν όμως τον εγκαταλείψεις, θα σε αποκηρύξει για πάντα. Σκέψου, τώρα, ότι ο Κύριος σε διάλεξε να χτίσεις το ναό που θα γίνει το αγιαστήριό του. Πάρε, λοιπόν, δύναμη και πραγματοποίησε αυτό το έργο». Ο Δαβίδ έδωσε στο γιο του, το Σολομώντα, το σχέδιο του πρόναου και του ναού, των θησαυροφυλακίων, των υπερώων, των εσωτερικών χώρων και της αίθουσας της κιβωτού της διαθήκης. Του έδωσε ακόμα το σχέδιο για όλα όσα είχε στο νου του, για τις αυλές του ναού του Κυρίου και για όλα τα παραοικοδομήματα που προορίζονταν για τους θησαυρούς του ναού του Θεού και για τα αφιερώματα. Του έδωσε οδηγίες για τις ομάδες των ιερέων και των λευιτών, για κάθε λειτούργημα που θα τελείται στο ναό του Κυρίου και για τη χρήση των σκευών της λατρείας στο ναό. Όρισε το βάρος του χρυσού για κάθε σκεύος χρυσό, και το βάρος του ασημιού για κάθε σκεύος ασημένιο, ανάλογα με τη χρήση του καθενός. Το βάρος για τις χρυσές λυχνίες και τους λυχνοστάτες, το βάρος για τις ασημένιες λυχνίες και τους λυχνοστάτες, ανάλογα με τη χρήση τους αντίστοιχα. Καθόρισε ακόμη το βάρος του χρυσού και του ασημιού για κάθε τράπεζα, τόσο για την τράπεζα των άρτων της προθέσεως όσο και για τα άλλα τραπέζια. Επίσης όρισε το καθαρό χρυσάφι για τις μεγάλες πηρούνες, τις λεκάνες, τις φιάλες και τα χρυσά και ασημένια ποτήρια· καθόρισε το βάρος του χρυσού και του ασημιού που θα απαιτείτο για κάθε ποτήρι· Για το θυσιαστήριο του θυμιάματος όρισε το βάρος του καθαρού χρυσού και το σχέδιο της άμαξας του θρόνου και ειδικά για τα χερουβίμ, που με ανοιχτά φτερά σκεπάζουν την κιβωτό της διαθήκης του Κυρίου. «Όλα αυτά», είπε ο Δαβίδ, «περιέχονται λεπτομερώς στο σχέδιο που καταγράφτηκε σύμφωνα με την έμπνευση που μου έδωσε ο Κύριος, ο Θεός, για να εκτελέσω όλο αυτό το έργο». Είπε ακόμα ο Δαβίδ στο γιο του, το Σολομώντα: «Να είσαι θαρραλέος και δυνατός για να τα εκτελέσεις όλα αυτά. Μη φοβάσαι, μη δειλιάζεις! Ο Κύριος ο Θεός, ο Θεός μου, θα είναι μαζί σου. Δεν θα σε αφήσει, δεν θα σ’ εγκαταλείψει, ώσπου να τελειώσεις όλες τις εργασίες που απαιτούνται για το ναό του. Όλες οι ομάδες των ιερέων και των λευιτών που θα εκτελούν την κάθε υπηρεσία στο ναό του Θεού, είναι μαζί σου. Επίσης μαζί σου σ’ όλη τη διάρκεια των εργασιών θα είναι όλοι οι ειδικοί τεχνίτες, πρόθυμοι για οποιοδήποτε έργο. Οι άρχοντες και όλος ο λαός είναι πρόθυμοι κι αυτοί να εκτελούν τις διαταγές σου». Ο βασιλιάς Δαβίδ είπε ακόμα σ’ όλη τη σύναξη: «Ο γιος μου, ο Σολομών, ο μόνος που διάλεξε ο Θεός, είναι ακόμα νέος και άπειρος και το έργο είναι μεγάλο, γιατί η οικοδομή δεν προορίζεται για κάποιον άνθρωπο, αλλά για τον Κύριο, το Θεό. Εγώ έκανα ό,τι ήταν δυνατόν κι ετοίμασα για το ναό του Θεού μου χρυσάφι, ασήμι, χαλκό, σίδερο και ξύλα, για να κατασκευαστούν όλα τα αντικείμενα του ναού, εκλεκτές πέτρες, πέτρες για επένδυση και άλλους πολύτιμους λίθους με διάφορα χρώματα, και μάρμαρο πολύ. Και ακόμη, από αφοσίωση στον Κύριο το Θεό μου, προσθέτω στα υλικά που έχω ετοιμάσει για το αγιαστήριο όλα μου τα υπάρχοντα σε χρυσάφι και σε ασήμι. Τρεις χιλιάδες τάλαντα χρυσάφι της Οφείρ και εφτά χιλιάδες τάλαντα καθαρό ασήμι για την κάλυψη των τοίχων των κτιρίων. Ποιος από σας είναι σήμερα πρόθυμος να προσφέρει στον Κύριο χρυσάφι και ασήμι για να κατασκευάσουν οι τεχνίτες τα χρυσά και τ’ ασημένια αντικείμενα;» Τότε όλοι οι άρχοντες των οικογενειών και των φυλών του Ισραήλ, οι χιλίαρχοι, οι εκατόνταρχοι και οι επόπτες των έργων του βασιλιά προσφέρθηκαν ελεύθερα κι έδωσαν για την υπηρεσία του ναού του Θεού πέντε χιλιάδες τάλαντα χρυσά, δέκα χιλιάδες χρυσούς δαρεικούς, δέκα χιλιάδες τάλαντα ασήμι, δεκαοκτώ χιλιάδες τάλαντα χαλκό και εκατό χιλιάδες τάλαντα σίδερο. Όποιοι είχαν μαζί τους πολύτιμα πετράδια τα έδωσαν στο θησαυροφυλάκιο του ναού του Κυρίου στη φροντίδα του Εχιήλ του Γηρσωνίτη. Ο λαός χάρηκε με τα όσα έδωσαν, γιατί όλα αυτά τα πρόσφεραν πρόθυμα και με ειλικρινή καρδιά στον Κύριο. Το ίδιο κι ο βασιλιάς Δαβίδ ήταν κι εκείνος γεμάτος χαρά. Τότε δοξολόγησε ο Δαβίδ τον Κύριο μπροστά σ’ όλη τη σύναξη και είπε: «Ευλογημένος να είσ’ εσύ, Κύριε, Θεέ του προπάτορά μας Ισραήλ, από πάντα και παντοτινά! Δική σου είναι, Κύριε, η μεγαλοσύνη, η δύναμη, η δόξα, η τιμή και η μεγαλοπρέπεια, γιατί όλα όσα βρίσκονται στον ουρανό και στη γη είναι δικά σου. Δική σου είναι η βασιλεία, Κύριε, κι εσύ είσαι ο ανώτατος κυβερνήτης των πάντων. Ο πλούτος και η δόξα από σένα προέρχονται κι εσύ πάνω στο καθετί κυριαρχείς. Στα χέρια σου είναι η δύναμη και η εξουσία· στο χέρι σου είναι να ανυψώνεις και να ισχυροποιείς. Και τώρα, Θεέ μας, σ’ ευχαριστούμε και υμνούμε το δοξασμένο σου όνομα. «Αλλά ποιος είμαι εγώ και ποιος είν’ ο λαός μου, για να μπορέσουμε να σου προσφέρουμε μ’ όλη μας την καρδιά αυτά τα δώρα; Μπροστά σου είμαστε ξένοι και προσωρινοί, όπως όλοι οι πρόγονοί μας. Οι μέρες μας πάνω στη γη είναι σαν τη σκιά και δεν υπάρχει ελπίδα μονιμότητας. Κύριε, Θεέ μας, όλη αυτή η αφθονία υλικών που ετοιμάσαμε, για να σου χτίσουμε ναό και να τιμήσουμε τ’ όνομά σου το άγιο, όλα αυτά από σένα προέρχονται κι όλα σ’ εσένα ανήκουν. Γνωρίζω, Θεέ μου, ότι εσύ εξετάζεις τις καρδιές κι αγαπάς την ευθύτητα. Εγώ με ευθύτητα καρδιάς τα προσφέρω σ’ εσένα όλα αυτά, και τώρα είδα με χαρά και το λαό σου, που είν’ εδώ, να σου προσφέρει πρόθυμα κι εκείνος. «Κύριε των προπατόρων μας, Θεέ του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ισραήλ, κάνε πάντα στου λαού σου την καρδιά να φωλιάζουν τέτοιες σκέψεις και διαθέσεις, και τις καρδιές τους πάντα σ’ εσένα κατεύθυνε. Και δώσε στο γιο μου, το Σολομώντα, ειλικρινή καρδιά για να τηρεί τις εντολές σου, τους νόμους και τις προσταγές σου και να τα θέτει όλα σε εφαρμογή· κι επίσης να κατασκευάσει την οικοδομή που προετοίμασα». Έπειτα είπε ο Δαβίδ σ’ όλη τη σύναξη: «Ευλογήστε τώρα τον Κύριο, το Θεό σας». Και όλη η σύναξη ευλόγησε τον Κύριο, το Θεό των προγόνων τους· γονάτισαν και προσκύνησαν τον Κύριο και το βασιλιά. Την άλλη μέρα θυσίασαν στον Κύριο· του πρόσφεραν ολοκαυτώματα χίλιους ταύρους, χίλια κριάρια, χίλια αρνιά με τις σπονδές τους και πολλές θυσίες κοινωνίας για να φάνε όλοι οι παρευρισκόμενοι. Έτσι εκείνη την ημέρα έφαγαν και ήπιαν πανευτυχείς ενώπιον του Κυρίου. Ανακήρυξαν βασιλιά για δεύτερη φορά το Σολομώντα, γιο του Δαβίδ, και τον έχρισαν στο όνομα του Κυρίου, για να είναι αρχηγός τους. Έχρισαν και το Σαδώκ, ιερέα. Τότε ο Σολομών κάθισε στο θρόνο του Κυρίου βασιλιάς στη θέση του Δαβίδ, του πατέρα του, και πρόκοψε· όλοι οι Ισραηλίτες υπάκουαν σ’ αυτόν. Όλοι οι άρχοντες και όλοι οι ξακουστοί πολεμιστές, ακόμα και όλοι οι άλλοι γιοι του βασιλιά Δαβίδ υποτάχθηκαν στο βασιλιά Σολομώντα. Ο Κύριος δόξασε αφάνταστα το Σολομώντα στα μάτια όλων των Ισραηλίτων· του έδωσε βασιλική λαμπρότητα τέτοια, που κανένας βασιλιάς στον Ισραήλ δεν είχε πριν απ’ αυτόν. Ο Δαβίδ, γιος του Ιεσσαί, βασίλεψε σ’ όλους τους Ισραηλίτες. για σαράντα χρόνια, εφτά στη Χεβρών και τριάντα τρία στην Ιερουσαλήμ. Πέθανε με πολλά πλούτη και δόξα σε μεγάλη ηλικία ύστερα από ευτυχισμένα γεράματα. Έπειτα τον διαδέχτηκε στο θρόνο ο γιος του ο Σολομών. Η ιστορία του βασιλιά Δαβίδ, από την αρχή ως το τέλος, περιέχεται στα χρονικά του Σαμουήλ του Βλέποντος, στα χρονικά του Νάθαν του προφήτη και στα χρονικά του Γαδ του Βλέποντος. Εκεί είναι καταχωρισμένες εξιστορήσεις για όλη τη βασιλεία του, για τα ανδραγαθήματά του και για τους δύσκολους καιρούς που πέρασε ο ίδιος και ο λαός του Ισραήλ, καθώς και τα βασίλεια των άλλων χωρών. Ο Σολομών, γιος του Δαβίδ, σταθεροποίησε τη βασιλεία του· ο Κύριος ο Θεός του ήταν μαζί του και τον δόξασε στο έπακρο. Ο Σολομών συγκάλεσε όλους τους Ισραηλίτες: τους χιλίαρχους, τους εκατόνταρχους, τους δικαστές και τους άρχοντες του λαού, δηλαδή τους αρχηγούς των συγγενειών, και πήγαν όλοι μαζί στον ιερό τόπο της Γαβαών, γιατί εκεί ήταν η σκηνή του Μαρτυρίου του Θεού, που είχε κατασκευάσει στην έρημο ο Μωυσής, ο δούλος του Κυρίου. Την κιβωτό, όμως, ο Δαβίδ την είχε μεταφέρει από την Καριάθ-Ιαρίμ στην Ιερουσαλήμ, σε ειδικό τόπο που είχε ετοιμάσει γι’ αυτήν, μέσα σε σκηνή. Στη Γαβαών, μπροστά στη σκηνή του Κυρίου ήταν και το χάλκινο θυσιαστήριο, που είχε κατασκευάσει ο Βεσελεήλ, γιος του Ουρία και εγγονός του Ωρ. Ο Σολομών, λοιπόν, και όλη η συγκέντρωση λάτρευσαν εκεί τον Κύριο. Ο ίδιος ο Σολομών ανέβηκε στο χάλκινο θυσιαστήριο, μπροστά στη σκηνή, και πρόσφερε πάνω σ’ αυτό χίλια ολοκαυτώματα ενώπιον του Κυρίου. Τη νύχτα εκείνη φανερώθηκε ο Θεός στο Σολομώντα και του είπε: «Ζήτησέ μου τι θέλεις να σου δώσω». Ο Σολομών απάντησε: «Εσύ, Θεέ μου, έδειξες μεγάλη αγάπη στον πατέρα μου το Δαβίδ κι έκανες εμένα βασιλιά στη θέση του. Τώρα, Κύριε Θεέ μου, μείνε πιστός στην υπόσχεσή σου εκείνη. Μ’ έχεις κάνει βασιλιά σ’ έναν λαό πολυάριθμο, σαν το χώμα της γης. Δώσε μου, λοιπόν, σοφία και γνώση για να κυβερνώ αυτόν το λαό. Ποιος, αλήθεια, μπορεί να κυβερνήσει αυτόν το λαό σου, τον τόσο πολυπληθή;» Ο Θεός τότε είπε στο Σολομώντα: «Δε ζήτησες πλούτο ούτε θησαυρούς ούτε δόξα ούτε το θάνατο εκείνων που σε μισούν· ούτε ακόμα ζήτησες μακροβιότητα, αλλά ζήτησες σοφία και γνώση, για να κυβερνήσεις το λαό μου, στον οποίο σε έκανα βασιλιά. Γι’ αυτό κι εγώ θα σου δώσω σοφία και γνώση· κι επιπλέον θα σου δώσω πλούτο, θησαυρούς και δόξα, όσα κανένας από τους βασιλιάδες πριν από σένα δεν είχε ούτε κανείς μετά από σένα θα έχει». Ο Σολομών έφυγε από τον ιερό τόπο της Γαβαών, όπου ήταν η σκηνή του Μαρτυρίου, και ήρθε στην Ιερουσαλήμ. Από ’κει βασίλευε στους Ισραηλίτες. Ο Σολομών συγκέντρωσε πολεμικές άμαξες και ιππικό. Είχε χίλιες τετρακόσιες άμαξες και δώδεκα χιλιάδες ιππείς, τους οποίους εγκατέστησε κοντά του, στην Ιερουσαλήμ, στις πόλεις όπου ήταν σταθμευμένες οι άμαξες. Ο βασιλιάς είχε κάνει στην Ιερουσαλήμ το ασήμι να αφθονεί σαν τα λιθάρια, και τους κέδρους να είναι πολυάριθμοι σαν τις συκομουριές στην πεδιάδα. Άλογα για το Σολομώντα έρχονταν από την Αίγυπτο και την Κεβέ. Οι έμποροι του βασιλιά τα αγόραζαν με χρήματα από την Κεβέ. Κάθε άμαξα που εισαγόταν από την Αίγυπτο στοίχιζε εξακόσιους σίκλους ασήμι και κάθε άλογο εκατόν πενήντα σίκλους. Έτσι όλοι οι βασιλιάδες των Χετταίων και των Συρίων αγόραζαν άλογα απ’ αυτούς. Ο Σολομών αποφάσισε να χτίσει ναό προς τιμήν του Κυρίου και παλάτι για τον εαυτό του. Αγγάρεψε, λοιπόν, εβδομήντα χιλιάδες άντρες αχθοφόρους και ογδόντα χιλιάδες εργάτες για να βγάζουν πέτρα από το βουνό και τρεις χιλιάδες εξακόσιους επόπτες. Επίσης ο Σολομών έστειλε μήνυμα στο Χιράμ, βασιλιά της Τύρου: «Όπως έκανες στον πατέρα μου το Δαβίδ και του έστειλες κέδρους για να χτίσει το παλάτι του, το ίδιο κάνε και σ’ εμένα. Εγώ τώρα χτίζω ναό προς τιμήν του Κυρίου, του Θεού μου, και θα τον αφιερώσω σ’ αυτόν. Εκεί θα προσφέρονται ενώπιόν του θυμίαμα αρωματικό, οι άρτοι της προθέσεως που βρίσκονται συνεχώς ενώπιόν του και ολοκαυτώματα το πρωί και το βράδυ, τα Σάββατα, τις νουμηνίες και τις επίσημες εορτές του Κυρίου, του Θεού μας. Αυτό είναι αιώνιο καθήκον των Ισραηλιτών. Ο ναός που θα χτίσω θα είναι μεγάλος, γιατί ο Θεός μας είναι μεγαλύτερος απ’ όλους του θεούς. Αλλά ποιος θα είναι σε θέση να χτίσει σ’ αυτόν ναό, αφού οι ουρανοί και οι ουρανοί των ουρανών δε μπορούν να τον χωρέσουν; Ποιος είμαι εγώ, που θα του χτίσω ναό και θα προσφέρω θυμίαμα ενώπιόν του; Στείλε μου, λοιπόν, έναν ειδικό κατασκευαστή χρυσών, ασημένιων, χάλκινων, και σιδερένιων αντικειμένων· να ξέρει να βάφει το ύφασμα με χρώμα πορφυρό, κόκκινο και θαλασσί και να κατέχει τη χαρακτική τέχνη, για να συνεργαστεί μαζί με τους δικούς μου ειδικούς τεχνίτες στην Ιουδαία και στην Ιερουσαλήμ, τους οποίους είχε προσλάβει ο πατέρας μου ο Δαβίδ. Στείλε μου ακόμα ξύλα κέδρων, κυπαρισσιών και πεύκων από το Λίβανο, γιατί είναι γνωστό ότι οι ξυλουργοί σου εκεί στο Λίβανο ξέρουν να κόβουν δέντρα. Οι τεχνίτες μου θα εργαστούν μαζί με τους δικούς σου τεχνίτες, για να μου ετοιμάσουν ξύλα πολλά, γιατί ο ναός που θα χτίσω θέλω να είναι μεγαλόπρεπος και καταπληκτικός. Εγώ θα δώσω στους δούλους σου, τους ξυλοκόπους, είκοσι χιλιάδες κορ αλεσμένο σιτάρι, είκοσι χιλιάδες κορ κριθάρι, είκοσι χιλιάδες βαθ κρασί και είκοσι χιλιάδες βαθ λάδι». Ο Χιράμ, βασιλιάς της Τύρου, απάντησε με επιστολή που έστειλε στο Σολομώντα: «Επειδή ο Κύριος αγαπάει το λαό του, γι’ αυτό έκανε εσένα βασιλιά σ’ αυτόν. Ευλογημένος ας είναι ο Κύριος, ο Θεός του Ισραήλ, που δημιούργησε τον ουρανό και τη γη και που έδωσε στο βασιλιά Δαβίδ γιο σοφό, προικισμένο με φρόνηση και ευφυία, που θα χτίσει ναό στον Κύριο και παλάτι για τον εαυτό του. Σου στέλνω, λοιπόν, τώρα έναν ειδικό κι επιδέξιο άνθρωπο, τον αρχιτεχνίτη Χουράμ. Είναι γιος κάποιας από τους απογόνους του Δαν αλλά ο πατέρας του ήταν Τύριος. Αυτός ξέρει να επεξεργάζεται το χρυσό, το χαλκό, το σίδηρο, τις πέτρες, τα ξύλα, το ύφασμα το πορφυρό και το θαλασσί, το λεπτό λινό και το κόκκινο· μπορεί και κάνει κάθε είδους χαράγματα και επινοεί ο,τιδήποτε του ζητηθεί. Θα συνεργαστεί με τους ειδικούς τεχνίτες τους δικούς σου και του κυρίου μου του Δαβίδ, του πατέρα σου. Τώρα, λοιπόν, κύριέ μου, στείλε στους δούλους σου το σιτάρι, το κριθάρι, το λάδι και το κρασί, για τα οποία έκανες λόγο. Κι εμείς θα κόψουμε ξύλα από το Λίβανο για κάθε ανάγκη σου και θα σου τα φέρουμε με σχεδίες από τη θάλασσα μέχρι την Ιόππη, κι από ’κει εσύ θα τα ανεβάσεις στην Ιερουσαλήμ». Ο Σολομών καταμέτρησε όλους τους ξένους άντρες που κατοικούσαν στη χώρα, όπως είχε κάνει κι ο Δαβίδ, ο πατέρας του, και βρέθηκαν εκατόν πενήντα τρεις χιλιάδες εξακόσια άτομα. Από αυτούς, εβδομήντα χιλιάδες τους όρισε να κουβαλούν υλικά, ογδόντα χιλιάδες τους έστειλε στα λατομεία του βουνού και τρεις χιλιάδες εξακόσιους τους διόρισε επόπτες στην εργασία όλων αυτών. Τότε ο Σολομών άρχισε να χτίζει το ναό του Κυρίου στην Ιερουσαλήμ, στο όρος Μοριά, όπου ο Κύριος είχε φανερωθεί στο Δαβίδ, τον πατέρα του. Ο Δαβίδ είχε ήδη ετοιμάσει τον τόπο, στο αλώνι του Ορνά του Ιεβουσαίου. Η εργασία άρχισε τη δεύτερη μέρα του δεύτερου μήνα του τέταρτου έτους της βασιλείας του. Οι διαστάσεις των θεμελίων πάνω στα οποία επρόκειτο να χτίσει ο Σολομών το ναό του Θεού, ήταν μήκος εξήντα πήχεις, με βάση τον παλαιό πήχυ, και πλάτος είκοσι πήχεις. Ο πρόναος είχε μήκος όσο και το πλάτος του κυρίως ναού, δηλαδή είκοσι πήχεις, και ύψος εκατόν είκοσι. Εσωτερικά ο πρόναος καλύφθηκε με καθαρό χρυσάφι. Τον κυρίως ναό τον επένδυσε από μέσα με ξύλο από κυπαρίσσι και τον κάλυψε με καθαρό χρυσάφι, που πάνω του σκάλισε φοίνικες και διάφορα διακοσμητικά πλέγματα. Στόλισε επίσης το εσωτερικό του ναού με πολύτιμα πετράδια για ομορφιά. Το χρυσάφι ήταν από τη Φαρουΐμ. Με το ίδιο χρυσάφι κάλυψε επίσης τα δοκάρια, τους στύλους, τους τοίχους και τις πόρτες του· στους τοίχους σκάλισε χερουβίμ. Έπειτα ο Σολομών κατασκεύασε τα άγια των αγίων του ναού, που είχαν το ίδιο μήκος και πλάτος, δηλαδή από είκοσι πήχεις, ίσο με το πλάτος του ναού, και τα επένδυσε με καθαρό χρυσάφι εξακοσίων ταλάντων. Το βάρος των καρφιών ήταν πενήντα σίκλοι χρυσού. Τα πάνω δωμάτια τα επένδυσε κι αυτά με χρυσό. Κατασκεύασε δύο χερουβίμ, έργο σκαλιστό, ντυμένο με χρυσάφι, και τα τοποθέτησε στα άγια των αγίων. Κατασκεύασε το καταπέτασμα από θαλασσί, πορφυρό, κόκκινο και λεπτό λινό ύφασμα, και πάνω του ύφανε χερουβίμ. Μπροστά στο ναό ο Σολομών κατασκεύασε δύο στύλους· καθένας τους είχε ύψος τριάντα πέντε πήχεις και το κιονόκρανο, στην κορυφή καθενός, ήταν πέντε πήχεις. Έφτιαξε διακοσμητικά πλέγματα σαν περιδέραιο και τα έβαλε στην κορυφή των στύλων, κι ακόμη κατασκεύασε εκατό ρόδια και τα κρέμασε από τα πλέγματα. Έστησε τους στύλους μπροστά στο ναό, τον ένα δεξιά και τον άλλο αριστερά, και ονόμασε τον δεξιό «Ιαχείν» (Ο Θεός θα στηρίξει) και τον αριστερό «Βοάζ» (Στο Θεό είναι η Δύναμη). Ο βασιλιάς Σολομών κατασκεύασε ένα χάλκινο θυσιαστήριο που είχε είκοσι πήχεις μάκρος, είκοσι πήχεις πλάτος και δέκα πήχεις ύψος. Κατασκεύασε ακόμη τη λεγόμενη «θάλασσα». Ήταν μια μεγάλη στρογγυλή, χάλκινη λεκάνη με δέκα πήχεις διάμετρο, πέντε πήχεις ύψος και τριάντα πήχεις περίμετρο. Κάτω από το χείλος της λεκάνης γύρω γύρω υπήρχαν ανάγλυφες διακοσμήσεις βοδιών, σε δύο σειρές, δέκα βόδια ανά πήχυ. Οι διακοσμήσεις είχαν χυθεί σ’ ένα σώμα με τη λεκάνη. Η λεκάνη στηριζόταν πάνω σε δώδεκα χάλκινα βόδια. Τρία έβλεπαν στο βορρά, τρία στη δύση, τρία στο νότο και τρία στην ανατολή. Η λεκάνη ήταν τοποθετημένη στην πλάτη τους, ενώ τα οπίσθιά τους ήταν στραμμένα προς το κέντρο. Το πάχος της ήταν μία παλάμη και τα χείλη της ήταν σαν χείλη ποτηριού, σαν λουλούδι κρίνου. Η χωρητικότητά της ήταν τρεις χιλιάδες βαθ. Επίσης ο Σολομών κατασκεύασε δέκα λουτήρες και τοποθέτησε πέντε στη δεξιά πλευρά του ναού και πέντε στην αριστερή. Οι λουτήρες χρησίμευαν για να πλένουν σ’ αυτούς τα σφάγια που προορίζονταν για τα ολοκαυτώματα. Οι ιερείς, όμως, πλένονταν στη χάλκινη λεκάνη. Επίσης κατασκεύασε δέκα χρυσές λυχνίες, σύμφωνα με το καθορισμένο σχήμα, και τις τοποθέτησε στο ναό, πέντε δεξιά και πέντε αριστερά. Ακόμη κατασκεύασε δέκα τραπέζια και τα τοποθέτησε στο ναό, πέντε δεξιά και πέντε αριστερά. Επίσης κατασκεύασε εκατό χρυσές λεκάνες. Κατασκεύασε την αυλή των ιερέων και μια άλλη, μεγάλη αυλή, και τις πόρτες τους τις κάλυψε με χαλκό. Τοποθέτησε τη χάλκινη λεκάνη στη δεξιά πλευρά του ναού προς τα νοτιοανατολικά. Επίσης ο Χουράμ κατασκεύασε τα καζάνια, τα φτυάρια και τις λεκάνες. Έτσι, τελείωσε ο Χουράμ την εργασία που του είχε αναθέσει ο βασιλιάς Σολομών για το ναό του Θεού: Τους δυο στύλους και τα στρογγυλά κιονόκρανα στην κορυφή τους, και τα δύο δικτυωτά από αλυσίδες, που κάλυπταν τα στρογγυλά κιονόκρανα, στην κορυφή των στύλων. Τετρακόσια ρόδια για τα δύο διχτυωτά, δύο σειρές ρόδια για το καθένα, για να σκεπάζουν τα δύο κιονόκρανα στην κορυφή των στύλων. Ακόμη κατασκεύασε τους λουτήρες και τις βάσεις τους· τη μεγάλη χάλκινη λεκάνη και τα δώδεκα βόδια που τη βάσταζαν· τα καζάνια, τα φτυάρια και τις πιρούνες του κρέατος. Τα σκεύη αυτά, που ο βασιλιάς Σολομών παρήγγειλε στον αρχιτεχνίτη Χουράμ να κατασκευάσει για το ναό του Κυρίου, ήταν όλα από λαμπερό χαλκό. Με διαταγή του βασιλιά, όλες αυτές οι κατασκευές έγιναν σε αργιλώδη περιοχή, στην κοιλάδα του Ιορδάνη, ανάμεσα στα χωριά Σουκκώθ και Σαρθάν. Όλα αυτά τα σκεύη ο Σολομών τα κατασκεύασε σε μεγάλη αφθονία. Ήταν τόσα πολλά, που δεν ήταν δυνατό να υπολογιστεί το βάρος του χαλκού. Επίσης ο Σολομών κατασκεύασε από καθαρό χρυσάφι όλα τα σκεύη που προορίζονταν για το ναό του Κυρίου: το θυσιαστήριο και τα τραπέζια, πάνω στα οποία τοποθετούνταν οι άρτοι της προθέσεως· τις λυχνίες με τους λύχνους τους για να καίνε στα άγια των αγίων, σύμφωνα με τα καθορισμένα· τα διακοσμητικά λουλούδια, τους λύχνους και τα λυχνοψάλιδα· τα περιρραντήρια, τις λεκάνες και τα θυμιατήρια· την είσοδο του ναού, τις εσωτερικές πόρτες του προς τα άγια των αγίων, καθώς και τις πόρτες του κυρίως ναού, όλα από χρυσάφι. Όταν ο Σολομών τελείωσε όλο το έργο της ανοικοδόμησης του ναού του Κυρίου, έφερε μέσα σ’ αυτόν τα αφιερώματα του πατέρα του του Δαβίδ, το ασήμι, το χρυσάφι, και όλα τα σκεύη, και τα τοποθέτησε στο θησαυροφυλάκιο του ναού. Μετά, ο βασιλιάς Σολομών συγκέντρωσε στην Ιερουσαλήμ τους πρεσβυτέρους του λαού Ισραήλ και τους αρχηγούς των φυλών και των συγγενειών τους, για να μεταφέρουν την κιβωτό της διαθήκης του Κυρίου από την Πόλη Δαβίδ, δηλαδή από τη Σιών, στο ναό. Συγκεντρώθηκαν, λοιπόν, όλοι αυτοί οι Ισραηλίτες μπροστά στο βασιλιά, μια που ήταν η γιορτή του έβδομου μήνα. Όταν συγκεντρώθηκαν οι πρεσβύτεροι του Ισραήλ, οι λευίτες σήκωσαν την κιβωτό και την έφεραν στο ναό. Με τη βοήθεια των λευιτών μετέφεραν και τη σκηνή του Μαρτυρίου καθώς και όλα τα ιερά σκεύη της σκηνής. Ο βασιλιάς Σολομών και όλη η ισραηλιτική κοινότητα που ήταν συγκεντρωμένη γύρω του, μπροστά στην κιβωτό, λόγω της γιορτής, πρόσφεραν θυσία πρόβατα και βόδια τόσα πολλά, που ήταν αδύνατο να υπολογιστούν με ακρίβεια. Οι δοκοί όμως ήταν μεγάλες και οι άκρες τους φαίνονταν από τα άγια, δηλαδή το κυρίως τμήμα του ναού. Απ’ έξω όμως δε φαίνονταν· εκεί βρίσκεται η κιβωτός μέχρι σήμερα. Μέσα στην κιβωτό δεν υπήρχε τίποτε άλλο, παρά μόνο οι δύο πέτρινες πλάκες που τις είχε τοποθετήσει εκεί ο Μωυσής όταν ο Κύριος έκανε διαθήκη με τους Ισραηλίτες στο όρος Χωρήβ, μετά την έξοδό τους από την Αίγυπτο. Οι ιερείς που βγήκαν από το αγιαστήριο, ανεξάρτητα από την τάξη που ανήκαν, καθαρίστηκαν όλοι. Όλοι οι λευίτες, οι ψάλτες, δηλαδή ο Ασάφ, ο Αιμάν, ο Ιεδουθούν, μαζί με τους γιους τους και τους συγγενείς τους, ντυμένοι με λεπτά λινά ενδύματα, στέκονταν στο ανατολικό μέρος του θυσιαστηρίου με κύμβαλα και άρπες και κιθάρες, και μαζί μ’ αυτούς, εκατόν είκοσι ιερείς σάλπιζαν με σάλπιγγες. Οι σαλπιγκτές και οι ψάλτες έψαλλαν σαν ένας άνθρωπος· υμνούσαν και δοξολογούσαν δυνατά με μία φωνή τον Κύριο με συνοδεία σαλπίγγων, κυμβάλων και άλλων μουσικών οργάνων: «Ο Κύριος είναι καλός κι αιώνια διαρκεί η αγάπη του!» έλεγαν. Τότε μια νεφέλη γέμισε το ναό του Κυρίου, έτσι που οι ιερείς δε μπορούσαν εξαιτίας της να σταθούν και να προσφέρουν λατρεία. Η δόξα του Κυρίου είχε κατακλύσει το ναό. Τότε ο Σολομών φώναξε: «Κύριε, έχεις πει ότι θέλεις να κατοικείς μέσα στο γνόφο. Γι’ αυτό κι εγώ έχτισα για σένα αυτόν το ναό, έναν τόπο για να κατοικείς αιώνια». Καθώς ολόκληρη η ισραηλιτική κοινότητα στεκόταν μπροστά στο βασιλιά, εκείνος έστρεψε το πρόσωπό του και τους ευλόγησε. Μετά είπε: «Ευλογημένος ας είναι ο Κύριος, ο Θεός του Ισραήλ, που πραγματοποίησε με τη δύναμή του εκείνο που ο ίδιος είχε υποσχεθεί στον πατέρα μου Δαβίδ! “Από την ημέρα που έβγαλα το λαό μου τον Ισραήλ από την Αίγυπτο”, του είχε πει, “καμιά πόλη δε διάλεξα απ’ όλες τις φυλές του λαού Ισραήλ για να χτίσω εκεί ναό, όπου να λατρεύεται το όνομά μου, ούτε διάλεξα κανέναν για να είναι αρχηγός του λαού μου, του Ισραήλ. Διάλεξα όμως την Ιερουσαλήμ, για να λατρεύομαι εκεί, και εσένα Δαβίδ, για να γίνεις αρχηγός του λαού μου, του Ισραήλ”. Κι όταν ο πατέρας μου ο Δαβίδ σκόπευε να χτίσει ναό στο όνομα του Κυρίου, του Θεού του Ισραήλ, ο Κύριος του είπε: “ωραία ήταν η πρόθεσή σου να χτίσεις ναό στο όνομά μου. Δε θα χτίσεις όμως εσύ το ναό, αλλά ο γιος σου που θα προέρχεται από σένα. Αυτός θα χτίσει ναό στο όνομά μου”. Ο Κύριος πραγματοποίησε την υπόσχεσή του: Διαδέχτηκα εγώ τον πατέρα μου Δαβίδ στο θρόνο του Ισραήλ, και έχτισα το ναό προς τιμή του Κυρίου, του Θεού του Ισραήλ. Επίσης τοποθέτησα εκεί την κιβωτό, μέσα στην οποία υπάρχει η γραπτή διαθήκη που έκανε ο Κύριος με τους Ισραηλίτες». Μετά στάθηκε ο Σολομών μπροστά στο θυσιαστήριο του Κυρίου, απέναντι σ’ όλη την ισραηλιτική κοινότητα και άπλωσε τα χέρια του. Ο Σολομών είχε κατασκευάσει μια χάλκινη εξέδρα μήκους πέντε πηχών, πλάτους επίσης πέντε πηχών και ύψους τριών, και την είχε τοποθετήσει στη μέση της αυλής του ναού. Ανέβηκε, λοιπόν, πάνω σ’ αυτήν και γονάτισε μπροστά σ’ όλη την ισραηλιτική κοινότητα· σήκωσε τα χέρια του στον ουρανό και είπε: «Κύριε, Θεέ του Ισραήλ, δεν υπάρχει Θεός όμοιος μ’ εσένα στον ουρανό και στη γη. Τηρείς τη διαθήκη σου με τους δούλους σου και δεν παύεις να τους αγαπάς, όταν ζουν ενώπιόν σου με απόλυτη τιμιότητα. Όλα όσα εσύ ο ίδιος είχες υποσχεθεί στο δούλο σου Δαβίδ, τον πατέρα μου, τα πραγματοποίησες σήμερα με τη δύναμή σου. Τώρα, λοιπόν, Κύριε Θεέ του Ισραήλ, εκπλήρωσε και την υπόσχεση που έδωσες στο δούλο σου, τον πατέρα μου Δαβίδ, ότι αν οι απόγονοί του φροντίζουν να ζουν ενώπιόν σου με υπακοή, όπως εκείνος, θα υπάρχει πάντοτε κάποιος απ’ αυτούς που θα βασιλεύει στον Ισραήλ μετά από κείνον. Ας πραγματοποιηθεί, λοιπόν, τώρα, Κύριε, Θεέ του Ισραήλ, η υπόσχεση που έδωσες στο δούλο σου το Δαβίδ. «Πώς θα μπορούσες όμως, αλήθεια, να κατοικήσεις μαζί με τον άνθρωπο στη γη; Οι ουρανοί και οι ουρανοί των ουρανών να σε χωρέσουν δεν μπορούν. Πώς, λοιπόν, θα σε χωρέσει αυτός εδώ ο ναός που έχτισα; Ωστόσο, Κύριε Θεέ μου, στρέψε μ’ ευμένεια το πρόσωπό σου σ’ εμένα το δούλο σου, άκουσε την προσευχή μου και την παράκλησή μου, και δώσε αυτά που με κραυγές και δεήσεις σου ζητάω σήμερα, εγώ ο δούλος σου. Ας είναι ανοιχτά τα μάτια σου πάνω σ’ ετούτο το ναό μέρα και νύχτα, πάνω στον τόπο, στον οποίο όρισες να λατρεύεται το όνομά σου. Άκουσε την προσευχή, που σου απευθύνω εγώ, ο δούλος σου, απ’ αυτόν εδώ τον τόπο. Άκουσε τις παρακλήσεις του δούλου σου και του λαού σου του Ισραήλ, όταν στραμμένοι προς αυτόν εδώ τον τόπο θα προσευχόμαστε. Άκουσέ μας από τον ουρανό, όπου κατοικείς· άκουσέ μας και συγχώρησέ μας». «Αν κάποιος κατηγορηθεί ότι αμάρτησε στο συνάνθρωπό του, και του ζητηθεί να πάρει όρκο για την αθωότητά του, κι έρθει και ορκιστεί μπροστά στο θυσιαστήριό σου, σ’ αυτόν εδώ το ναό, τότε, εσύ Κύριε, άκουσε από τον ουρανό κι ενέργησε και απόδωσε το δίκαιο στους δούλους σου: Φανέρωσε την ενοχή του ασεβή και τιμώρησε την πράξη του· δικαίωσε τον δίκαιο και απόδωσέ του σύμφωνα με την αθωότητά του. »Αν συμβεί ο λαός σου, ο Ισραήλ, να νικηθεί από τον εχθρό, γιατί θα ’χουνε σ’ εσένα αμαρτήσει, αλλά επιστρέψουν σ’ εσένα και σε δοξολογήσουν, αν προσευχηθούν και σε ικετέψουν στο ναό αυτό, τότε εσύ, Κύριε, άκουσε από τον ουρανό, και συγχώρησε την αμαρτία του λαού σου, του Ισραήλ, και φέρε τους πίσω ξανά στη χώρα που έδωσες σ’ αυτούς και στους προγόνους τους. »Αν κλείσει ο ουρανός και δε στέλνει βροχή, γιατί θα ’χουνε σ’ εσένα αμαρτήσει, αλλά προσευχηθούν στον τόπο αυτό και σε δοξολογήσουν, αν ταπεινωμένοι από την τιμωρία που τους έστειλες, μετανοήσουν για την αμαρτία τους, τότε εσύ, Κύριε, άκουσε από τους ουρανούς και συγχώρησε την αμαρτία των δούλων σου, του λαού σου Ισραήλ, και δίδαξέ τους το δρόμο το σωστό, που θα πρέπει να βαδίζουν· στείλε βροχή στη χώρα αυτή που ανήκει σ’ εσένα και την έχεις δώσει ιδιοκτησία στο λαό σου. »Αν πέσει πείνα στη χώρα ή θανατικό, αν έρθει λίβας ή μούχλα των σιτηρών ή ακρίδα κάθε είδους, αν οι εχθροί τους φτάσουν ως τις πόλεις τους και τις πολιορκήσουν ή έρθει οποιαδήποτε μάστιγα ή αρρώστια, αλλά γίνει προσευχή από τους Ισραηλίτες, είτε ατομικά είτε απ’ όλο το λαό, απλώνοντας τα χέρια τους προς το ναό αυτό με τύψεις στην καρδιά τους, τότε εσύ, Κύριε, άκουσε από τον ουρανό, όπου κατοικείς, συγχώρησέ τους και ενέργησε αποδίδοντας στον καθένα σύμφωνα με τα έργα του. Εσύ γνωρίζεις την καρδιά του καθενός· μόνο εσύ γνωρίζεις όλων των ανθρώπων τις καρδιές. Έτσι θα σε σέβονται όσο θα ζουν στη χώρα αυτή που έδωσες στους προγόνους μας. »Ακόμα κι έναν ξένο, που δεν ανήκει στο λαό σου τον Ισραήλ, αλλά ήρθε από κάποια χώρα μακρινή, επειδή άκουσε για σένα πόσο μεγάλος είσαι και πόσο μεγάλη, πόσο ακαταμάχητη είναι η δύναμή σου, αν έρθει και προσευχηθεί στο ναό αυτό, άκουσέ τον κι αυτόν εσύ, Κύριε, από τον ουρανό όπου κατοικείς, και δώσ’ του ό,τι σου ζητήσει. Έτσι θα σε γνωρίσουν όλα τα έθνη της γης και θα σε σέβονται, όπως ο λαός σου ο Ισραήλ· έτσι θα μάθουν ότι ο ναός αυτός που έχτισα είναι ο τόπος όπου εσύ λατρεύεσαι. »Όταν ο λαός σου θα πηγαίνει να πολεμήσει τους εχθρούς του, όπου εσύ τον στείλεις, αν προσευχηθεί σ’ εσένα, τον Κύριο, στρέφοντας τα μάτια προς αυτή την πόλη που διάλεξες και προς το ναό που σου έχτισα, τότε εσύ, Κύριε, άκουσε από τον ουρανό την προσευχή τους και την παράκλησή τους και απόδωσε το δίκιο τους. »Αν αμαρτήσουν σ’ εσένα –αφού κανείς δεν είναι αναμάρτητος– κι οργιστείς εναντίον τους και τους παραδώσεις στους εχθρούς τους κι αυτοί τους οδηγήσουν αιχμαλώτους σε εχθρική χώρα κοντινή ή μακρινή, αλλά εκεί στη χώρα που θα βρίσκονται αιχμάλωτοι συνέλθουν και μετανοήσουν και σε παρακαλέσουν από ’κει και σου πουν “αμαρτήσαμε, ανομήσαμε και αδικήσαμε”, αν επιστρέψουν σ’ εσένα μ’ όλη τους την καρδιά και την ψυχή, εκεί στη χώρα που θα βρίσκονται αιχμάλωτοι και προσευχηθούν σ’ εσένα στραμμένοι προς τη χώρα τους, αυτήν που έδωσες στους προγόνους τους, προς την πόλη που διάλεξες και προς το ναό που σου έχτισα, τότε εσύ, Κύριε, άκουσε από τον ουρανό, όπου κατοικείς, την προσευχή τους και την παράκλησή τους κι απόδωσέ τους το δίκιο τους· συγχώρησε το λαό σου, που θα ’χει αμαρτήσει σ’ εσένα. Και τώρα, Θεέ μου, σε παρακαλώ, ας είναι πάντοτε ανοιχτά τα μάτια σου και προσεκτικά τ’ αυτιά σου στην προσευχή, που γίνεται στον τόπο αυτό. »Τώρα σήκω, Κύριε Θεέ μας, στον τόπο έλα της ανάπαυσής σου, την κιβωτό της δύναμής σου συνόδεψε. Οι ιερείς σου, Κύριε Θεέ, τη θεία σου βοήθεια να ’ναι ντυμένοι και οι πιστοί σου ας χαίρονται τα αγαθά ευτυχισμένοι. Κύριε Θεέ, μη στερήσεις από τον εκλεκτό σου την παρουσία σου· θυμήσου την αγάπη σου στο δούλο σου το Δαβίδ». Όταν τελείωσε την προσευχή ο Σολομών, κατέβηκε φωτιά από τους ουρανούς και κατέκαψε το ολοκαύτωμα και τις θυσίες. Μετά η δόξα του Κυρίου γέμισε το ναό, έτσι που οι ιερείς δεν μπορούσαν να μπουν μέσα. Όταν οι Ισραηλίτες είδαν τη φωτιά να κατεβαίνει και τη δόξα του Κυρίου να λάμπει στο ναό, έσκυψαν τα πρόσωπά τους στη γη πάνω στο λιθόστρωτο και προσκύνησαν και δόξασαν το Θεό λέγοντας: «Είναι καλός, γιατί αιώνια διαρκεί η αγάπη του». Τότε ο βασιλιάς και όλος ο λαός πρόσφεραν θυσίες στον Κύριο. Θυσίασαν είκοσι δύο χιλιάδες βόδια και εκατόν είκοσι χιλιάδες πρόβατα. Έτσι βασιλιάς και λαός εγκαινίασαν το ναό του Θεού. Οι ιερείς στέκονταν στις θέσεις της υπηρεσίας τους και οι λευίτες στέκονταν με τα μουσικά όργανα του Κυρίου, που είχαν κατασκευαστεί επί βασιλείας του Δαβίδ. Συνόδευαν μ’ αυτά τους ευχαριστήριους ύμνους που είχε γράψει ο Δαβίδ. Επίσης δοξολογούσαν συνεχώς τον Κύριο με τον ύμνο «Αιώνια διαρκεί η αγάπη του». Απέναντί τους οι ιερείς σάλπιζαν, ενώ όλος ο λαός στεκόταν όρθιος. Επίσης ο Σολομών αγίασε το κέντρο της αυλής μπροστά από το ναό του Κυρίου. Το χάλκινο θυσιαστήριο, που ο ίδιος είχε κατασκευάσει, ήταν μικρό για να δεχτεί όλες τις θυσίες. Γι’ αυτό χρησιμοποίησε την αυλή για να προσφέρει τα ολοκαυτώματα, τις αναίμακτες θυσίες και τα παχειά μέρη των θυσιών κοινωνίας. Εκείνο τον καιρό ο Σολομών και μαζί του όλος ο λαός του Ισραήλ έκανε τη γιορτή της Σκηνοπηγίας για εφτά μέρες. Ήταν μια πάρα πολύ μεγάλη συνάθροιση· είχαν έρθει από παντού: από τα περίχωρα της Χαμάθ μέχρι το χείμαρρο της Αιγύπτου. Την όγδοη μέρα έκαναν την τελευταία γιορταστική συγκέντρωση. Τα εγκαίνια του θυσιαστηρίου διήρκεσαν εφτά μέρες και η γιορτή άλλες εφτά μέρες. Την εικοστή τρίτη μέρα του έβδομου μήνα ο Σολομών έστειλε το λαό στα σπίτια τους χαρούμενους κι ευχαριστημένους για την αγάπη που είχε δείξει ο Θεός στο Δαβίδ, στο Σολομώντα και στο λαό του Ισραήλ. Έτσι ο Σολομών τελείωσε το ναό του Κυρίου και το δικό του ανάκτορο, σύμφωνα με τα σχέδια που είχε κάνει για τα δύο αυτά οικοδομήματα. Τότε, του παρουσιάστηκε μια νύχτα ο Κύριος και του είπε: «Άκουσα την προσευχή σου και δέχτηκα αυτόν το ναό να είναι τόπος όπου θα μου προσφέρετε θυσίες. Αν κλείσω τους ουρανούς και δε βρέξει, αν διατάξω την ακρίδα να καταφάει τη γη και αν στείλω θανατικό στο λαό μου, και ο λαός αυτός, που φέρει το όνομά μου, προσευχηθούν με ταπείνωση και με αναζητήσουν και επιστρέψουν από τον κακό τους δρόμο, τότε εγώ θα τους ακούσω από τους ουρανούς και θα συγχωρήσω την αμαρτία τους και θα κάνω ευτυχισμένη τη χώρα τους. Από τώρα κιόλας τα μάτια μου θα είναι ανοιχτά και τ’ αυτιά μου προσεχτικά στην προσευχή που γίνεται σ’ αυτόν τον τόπο. Διάλεξα και αγίασα το ναό αυτό για να λατρεύεται παντοτινά εδώ το όνομά μου. Τα μάτια μου και η καρδιά μου θα είναι πάνω σ’ αυτόν πάντοτε. Κι εσύ, αν ζεις ενώπιόν μου όπως έζησε ο Δαβίδ, ο πατέρας σου, και κάνεις σύμφωνα με όλα όσα σε διέταξα και τηρείς τους νόμους μου και τις προσταγές μου, τότε θα διατηρήσω σταθερό το θρόνο της βασιλείας σου, όπως υποσχέθηκα στον πατέρα σου το Δαβίδ, όταν του έλεγα ότι πάντα θα βασιλεύει κάποιος απόγονός του στον Ισραήλ. »Αν όμως απομακρυνθείτε από μένα και πάψετε να τηρείτε τους νόμους και τις εντολές που σας έδωσα, και πάτε και λατρέψετε άλλους θεούς και τους προσκυνήσετε, τότε θα σας ξεριζώσω από τη χώρα μου, που σας έχω δώσει. Κι αυτόν το ναό, που τον καθιέρωσα ως τόπο λατρείας μου, δεν θα γυρίσω πια να τον ξαναδώ. Τότε θα τον ειρωνεύονται και θα τον περιγελούν όλοι οι λαοί. Όλοι όσοι θα περνούν μπροστά από τον υπέροχο αυτό ναό θα τρομάζουν και θα λένε: “μα γιατί ο Κύριος φέρθηκε τόσο σκληρά σ’ αυτήν τη χώρα και σ’ αυτόν το ναό;” Και θα τους απαντούν: “οι Ισραηλίτες εγκατέλειψαν τον Κύριο, το Θεό των προγόνων τους, που τους έβγαλε από την Αίγυπτο· επιδόθηκαν στη λατρεία άλλων θεών και τους προσκύνησαν. Γι’ αυτό ο Θεός έφερε πάνω τους όλο αυτό το κακό”». Όταν τέλειωσαν τα είκοσι χρόνια κατά τα οποία ο Σολομών είχε χτίσει το ναό του Κυρίου και το δικό του ανάκτορο, ανοικοδόμησε τις πόλεις που του είχε δώσει ο βασιλιάς Χιράμ και έβαλε να κατοικήσουν εκεί Ισραηλίτες. Έπειτα ο Σολομών επετέθη στη Χαμάθ-Σωβά και την κυρίεψε. Επίσης ανοικοδόμησε την Ταδμόρ, στην έρημο, και όλες τις πόλεις όπου θα αποθήκευε τις προμήθειές του, στην περιοχή της Χαμάθ. Έχτισε πάλι την Άνω Βαιθ-Ωρών και την Κάτω Βαιθ-Ωρών, πόλεις οχυρωμένες με τείχη, με πόρτες και με αμπάρες. Επίσης ανοικοδόμησε τη Βααλάθ και όλες τις πόλεις που θα του χρησίμευαν για να αποθηκεύει τις προμήθειές του, τις πόλεις όπου θα στάθμευαν οι άμαξές του και τις πόλεις όπου θα έμεναν οι ιππείς του. Αποπεράτωσε όλες τις κατασκευές που είχε σχεδιάσει για μέσα στην Ιερουσαλήμ, στο Λίβανο και σ’ όλες τις άλλες χώρες της επικράτειάς του. Στους Ισραηλίτες όμως, ο Σολομών δεν επέβαλε αναγκαστική εργασία. Αυτοί ήταν πολεμιστές, άρχοντες και διοικητές στο στράτευμα και στις άμαξές του. Ο βασιλιάς είχε διορίσει και διακόσιους πενήντα επικεφαλής των επαρχιακών διοικητών. Με διαταγή του Σολομώντα, η γυναίκα του, κόρη του Φαραώ, έφυγε από την Πόλη Δαβίδ κι εγκαταστάθηκε στο ανάκτορο που έχτισε γι’ αυτήν. «Η γυναίκα μου», είπε, «δεν πρέπει να κατοικεί στο ανάκτορο του Δαβίδ, βασιλιά του Ισραήλ, γιατί εκεί κοντά έχει τοποθετηθεί η κιβωτός του Κυρίου και όλος ο χώρος γύρω είναι άγιος». Τότε ο Σολομών πρόσφερε ολοκαυτώματα στον Κύριο πάνω στο θυσιαστήριο που είχε χτίσει μπροστά στον πρόναο. Οι θυσίες είχαν οριστεί να προσφέρονται κάθε μέρα, σύμφωνα με την εντολή του Μωυσή, τα Σάββατα, τις νουμηνίες και τις τρεις επίσημες ετήσιες γιορτές, δηλαδή την εορτή των Αζύμων, των Εβδομάδων και της Σκηνοπηγίας. Επίσης, εφαρμόζοντας τις διατάξεις του Δαβίδ, του πατέρα του, ο Σολομών καθόρισε σύμφωνα με τις υπηρεσίες τους τις τάξεις των ιερέων και των λευιτών οι οποίοι υμνούσαν και υπηρετούσαν πλάι στους ιερείς, σύμφωνα με τα καθορισμένα κάθε ημέρας· τέλος εγκατέστησε τους θυρωρούς του ναού κατά τμήματα σε κάθε πύλη του ναού. Αυτή ήταν η διαταγή του Δαβίδ, του ανθρώπου του Θεού. Δεν παρεξέκλιναν από τις διαταγές του βασιλιά Δαβίδ σε τίποτα, σχετικά με τους ιερείς και τους λευίτες ή σχετικά με τους θησαυρούς. Όλο το σχέδιο του Σολομώντος σχετικά με το ναό του Κυρίου, πραγματοποιήθηκε. Από τη θεμελίωσή του μέχρι την αποπεράτωση, όλα έγιναν στην εντέλεια. Μετά ο Σολομών πήγε στην Εσιών-Γάβερ και στην Αιλάθ, πόλεις παραθαλάσσιες, που ανήκαν τότε στη χώρα των Εδωμιτών. Ο Χιράμ του έστειλε με τους αξιωματούχους του πλοία και ναύτες έμπειρους. Αυτοί, μαζί με τους ναυτικούς του Σολομώντα, ταξίδεψαν στην Οφείρ, απ’ όπου έφεραν πίσω στο βασιλιά Σολομώντα τετρακόσια πενήντα τάλαντα χρυσάφι. Όταν η βασίλισσα της χώρας Σαβά άκουσε τη φήμη του Σολομώντα, ήρθε στην Ιερουσαλήμ για να διαπιστώσει τη σοφία του με αινίγματα. Ήρθε με τεράστια ακολουθία, και καμήλες φορτωμένες αρώματα, άφθονο χρυσάφι και πολύτιμα πετράδια. Κατά τη συνάντησή της με το Σολομώντα μίλησε μαζί του για όλα τα θέματα που είχε προετοιμαστεί να του αναφέρει. Ο Σολομών απάντησε σε όλα τα ερωτήματά της. Καμιά ερώτηση δεν έμεινε σκοτεινή, που να μην μπορέσει ο βασιλιάς να απαντήσει. Η βασίλισσα της Σαβά άκουσε όλες τις σοφές παροιμίες του Σολομώντα και είδε το ανάκτορο που είχε χτίσει. Είδε τα φαγητά στο τραπέζι του και τα σπίτια των αξιωματούχων του· τη συμπεριφορά του υπηρετικού προσωπικού του και τις στολές αυτών που σέρβιραν τα φαγητά και τα ποτά· είδε και τη μεγαλόπρεπη πομπή με την οποία ο Σολομών ανέβαινε στο ναό του Κυρίου και έμεινε κατάπληκτη. Είπε, λοιπόν, στο βασιλιά: «Αλήθεια ήταν όλα αυτά που άκουγα στη χώρα μου για τα έργα σου και τη σοφία σου! Δεν πίστευα όμως στις διάφορες φήμες, ωσότου ήρθα και είδα με τα μάτια μου· ούτε τα μισά δεν μου είχαν πει. Η σοφία σου ξεπερνάει καθετί που άκουσα για σένα. Ευτυχείς είναι οι άνθρωποι του παλατιού σου κι όλοι αυτοί οι δούλοι σου, που στέκονται γύρω σου κι ακούνε συνέχεια τα σοφά σου λόγια. Ας είναι ευλογημένος ο Κύριος, ο Θεός σου, που σε διάλεξε να σε ανεβάσει στο θρόνο του, για να βασιλεύεις εξ ονόματός του! Ο Θεός σου αγάπησε τους Ισραηλίτες και γι’ αυτό έκανε το θρόνο σου ακλόνητον για πάντα, κι όρισε εσένα βασιλιά του, για να κάνεις σωστή κρίση και ν’ απονέμεις δικαιοσύνη». Μετά πρόσφερε στο βασιλιά εκατόν είκοσι τάλαντα χρυσάφι και άφθονα αρώματα και πολύτιμα πετράδια. Δεν είχαν ποτέ ξαναδεί τέτοια αρώματα σαν εκείνα, που δώρισε η βασίλισσα της Σαβά στο βασιλιά Σολομώντα. Οι άνθρωποι του βασιλιά Χιράμ και οι άνθρωποι του Σολομώντα, που είχαν φέρει χρυσάφι από την Οφείρ, είχαν φέρει από ’κει και ξύλα πεύκου και πολύτιμα πετράδια. Ο βασιλιάς με τα ξύλα του πεύκου κατασκεύασε σκαλοπάτια για το ναό του Κυρίου και για το βασιλικό ανάκτορο· επίσης κατασκεύασε κιθάρες και άρπες για τους μουσικούς. Τέτοια ξύλα πεύκου δεν είχαν ξαναφανεί πρωτύτερα στη χώρα του Ιούδα. Ο βασιλιάς Σολομών δώρισε στη βασίλισσα της Σαβά όλα όσα αυτή επιθύμησε και του ζήτησε, σε αντάλλαγμα για κείνα που του είχε φέρει. Έπειτα έφυγε και γύρισε στη χώρα της μαζί με τους ανθρώπους της. Το βάρος του χρυσού που ερχόταν στο Σολομώντα κάθε χρόνο ήταν εξακόσια εξήντα έξι τάλαντα χρυσού. Σ’ αυτά δεν περιλαμβάνεται το χρυσάφι και το ασήμι που προέρχονταν από τους φόρους εισαγωγών, που πλήρωναν τα εμπορικά πλοία, ή από τη φορολόγηση των εμπόρων ή τη φορολόγηση των βασιλιάδων της Αραβίας ή από τις εισπράξεις που πραγματοποιούσαν οι διοικητές των επαρχιών. Ο βασιλιάς Σολομών κατασκεύασε διακόσιες μεγάλες ασπίδες από σφυρήλατο χρυσό (κάθε ασπίδα καλύφθηκε με εξακόσιους σίκλους χρυσάφι) και τριακόσιες μικρές ασπίδες από σφυρήλατο χρυσό (καθεμιά καλύφθηκε με τριακόσιους σίκλους χρυσάφι) και τις τοποθέτησε όλες στο οίκημα που ονομαζόταν «Δάσος του Λιβάνου» και αποτελούσε μέρος των ανακτόρων. Επίσης ο βασιλιάς κατασκεύασε έναν μεγάλο θρόνο από ελεφαντόδοντο και τον κάλυψε με καθαρό χρυσάφι. Ο θρόνος ήταν πάνω σε μια εξέδρα που είχε έξι σκαλοπάτια και υποπόδιο χρυσό, συνδεδεμένα όλα με το θρόνο. Στις δύο πλευρές του καθίσματος υπήρχαν μπράτσα για τους αγκώνες και στα πλάγια τους ήταν σκαλισμένα δύο λιοντάρια. Στις άκρες των έξι βαθμίδων του θρόνου είχαν τοποθετηθεί ανά δύο αγάλματα λιονταριών, συνολικά δώδεκα λιοντάρια. Παρόμοιο έργο δεν είχε κατασκευαστεί σε κανένα άλλο βασίλειο. Όλα τα σκεύη για το ποτό του βασιλιά Σολομώντα ήσαν από χρυσάφι και τα σκεύη του ανακτόρου που ονομαζόταν «Δάσος του Λιβάνου» ήσαν από χρυσάφι καθαρό· δεν χρησιμοποιήθηκε ασήμι. Στις μέρες του Σολομώντα το ασήμι δεν είχε καμιά αξία. Κι αυτό, επειδή ο στόλος του Σολομώντα, που ονομαζόταν «Θαρσείς», έκανε μακρινά ταξίδια με πλήρωμα δούλους του βασιλιά Χιράμ. Μια φορά στα τρία χρόνια τα πλοία «Θαρσείς» έρχονταν φορτωμένα χρυσάφι και ασήμι, ελεφαντόδοντο, πιθήκους και παγώνια. Ο βασιλιάς Σολομών ξεπερνούσε όλους τους βασιλιάδες της γης στον πλούτο και στη σοφία. Όλοι οι βασιλιάδες της γης ζητούσαν να τον δουν για ν’ ακούσουν τα λόγια της σοφίας του, με την οποία τον είχε προικίσει ο Θεός. Κάθε χρόνο, έφερνε καθένας το δώρο του, αντικείμενα ασημένια και χρυσά, ρούχα, όπλα, αρώματα, άλογα και μουλάρια. Ο Σολομών είχε στάβλους για τέσσερις χιλιάδες άλογα και άμαξες, και δώδεκα χιλιάδες αρματηλάτες. Μέρος αυτών εγκατέστησε κοντά του στην Ιερουσαλήμ, και τους άλλους στις πόλεις όπου ήταν σταθμευμένες οι άμαξες. Ο Σολομών κυριαρχούσε πάνω σ’ όλους τους βασιλιάδες, από τον ποταμό Ευφράτη μέχρι τη χώρα των Φιλισταίων και μέχρι τα σύνορα της Αιγύπτου. Είχε κάνει στην Ιερουσαλήμ το ασήμι να αφθονεί σαν τα λιθάρια, και τους κέδρους να είναι πολυάριθμοι σαν τις συκομουριές στην πεδιάδα. Έφερναν στο Σολομώντα άλογα από την Αίγυπτο και από όλες τις άλλες χώρες. Η υπόλοιπη ιστορία του Σολομώντα, από τις πρώτες μέρες του ως τις τελευταίες, είναι καταχωρισμένη στα χρονικά του προφήτη Νάθαν, στην προφητεία του Αχιά του Σιλωνίτη, και στα οράματα του Ιωήλ, του Βλέποντος. Όλοι αυτοί ήταν εναντίον του Ιεροβοάμ, γιου του Ναβάτ. Ο Σολομών βασίλεψε σαράντα χρόνια από την Ιερουσαλήμ σ’ ολόκληρο τον Ισραήλ. Όταν πέθανε τον έθαψαν κοντά στον πατέρα του, στην Πόλη Δαβίδ. Στο θρόνο τον διαδέχτηκε ο γιος του ο Ροβοάμ. Ο Ροβοάμ πήγε στη Συχέμ, γιατί εκεί είχαν συγκεντρωθεί οι βόρειες φυλές του Ισραήλ, για να τον ανακηρύξουν βασιλιά. Ο Ιεροβοάμ, γιος του Ναβάτ, βρισκόταν ακόμα στην Αίγυπτο, όπου είχε καταφύγει για να γλιτώσει από το βασιλιά Σολομώντα. Όταν έμαθε για τη συγκέντρωση στη Συχέμ γύρισε από την Αίγυπτο. Έστειλαν, λοιπόν, και τον κάλεσαν, και πήγαν αυτός κι όλη η ισραηλιτική κοινότητα στο Ροβοάμ και του είπαν: «Ο πατέρας σου έβαλε βαρύ ζυγό πάνω μας. Αν τώρα εσύ ελαφρύνεις το ζυγό της σκληρής δουλειάς, που μας επιφόρτισε ο πατέρας σου, τότε θα σε υπηρετούμε». Ο Ροβοάμ τους είπε· «Ελάτε πάλι να με συναντήσετε μετά από τρεις μέρες». Έτσι ο λαός διαλύθηκε. Ο βασιλιάς συμβουλεύτηκε τους πρεσβυτέρους που ο πατέρας του ο Σολομών είχε στην υπηρεσία του όταν ζούσε. «Τι με συμβουλεύετε ν’ απαντήσω σ’ αυτόν το λαό;» τους ρώτησε. Εκείνοι του απάντησαν: «Αν είσαι καλός μ’ αυτόν το λαό και τους ευχαριστήσεις και τους απαντήσεις με λόγια καλοσυνάτα, θα τους έχεις δούλους σου για πάντα». Αυτός όμως απέρριψε τη συμβουλή των πρεσβυτέρων και πήγε και ζήτησε τη συμβουλή των νεαρών που τον περιστοίχιζαν και με τους οποίους είχε μεγαλώσει μαζί. «Τι με συμβουλεύετε», τους ρώτησε, «ν’ απαντήσω σ’ αυτόν το λαό, που μου ζητάνε να τους αλαφρώσω το ζυγό που έχει βάλει πάνω τους ο πατέρας μου;» Οι νεαροί τού απάντησαν: «Άκου τι θα πεις στο λαό που σου παραπονούνται για το βαρύ ζυγό του πατέρα σου και ζητούν να τους τον ελαφρώσεις: “το μικρό μου δάκτυλο είναι πιο χοντρό από το μηρό του πατέρα μου. Ο πατέρας μου”, πες τους, “σας φόρτωσε ζυγό βαρύ, αλλά εγώ θα σας τον κάνω ασήκωτο. Ο πατέρας μου σας τιμωρούσε με απλά μαστίγια· εγώ θα σας τιμωρώ με μαστίγια που θα έχουν σίδερα στην άκρη”». Την τρίτη μέρα ήρθαν ο Ιεροβοάμ και όλος ο λαός μπροστά στο βασιλιά Ροβοάμ, όπως τους είχε πει. Τότε ο βασιλιάς μίλησε στο λαό σκληρά και δεν ακολούθησε τη συμβουλή των πρεσβυτέρων. Τους μίλησε κατά πώς τον συμβούλεψαν οι νεαροί: «Ο πατέρας μου σας φόρτωσε ζυγό βαρύ», τους είπε, «αλλά εγώ θα σας τον κάνω ασήκωτο. Ο πατέρας μου σας τιμωρούσε με απλά μαστίγια· εγώ θα σας τιμωρώ με μαστίγια που θα έχουν σίδερα στην άκρη». Έτσι, ο βασιλιάς δεν έκανε δεκτά τα αιτήματα του λαού, γιατί αυτό ήταν το θέλημα του Θεού. Έπρεπε ο Κύριος να πραγματοποιήσει την υπόσχεση που είχε δώσει στον Ιεροβοάμ, γιο του Ναβάτ, με τον προφήτη Αχιά, το Σηλωνίτη. Όταν οι Ισραηλίτες του βορρά είδαν ότι ο βασιλιάς δεν τους άκουσε, του αποκρίθηκαν: «Εμείς δεν έχουμε καμιά σχέση με το Δαβίδ· τίποτα κοινό με το γιο του Ιεσσαί. Στα σπίτια σας, Ισραηλίτες! Φρόντισε τώρα για τους απογόνους σου, Δαβίδ!» Έτσι οι Ισραηλίτες έφυγαν για τα σπίτια τους. Ο Ροβοάμ έγινε βασιλιάς μόνο στους Ισραηλίτες που κατοικούσαν στις πόλεις του Ιούδα. Κι όταν έστειλε στους Ισραηλίτες του βορρά τον Αδωράμ, επόπτη των αναγκαστικών έργων, αυτοί τον έπιασαν και τον σκότωσαν με λιθοβολισμό. Μετά απ’ αυτό ο βασιλιάς Ροβοάμ ανέβηκε εσπευσμένα στην άμαξά του κι έφυγε για την Ιερουσαλήμ. Έτσι οι φυλές του βορείου Ισραήλ ανεξαρτητοποιήθηκαν από τη δυναστεία του Δαβίδ, κι αυτό ισχύει μέχρι σήμερα. Όταν ο Ροβοάμ ήρθε στην Ιερουσαλήμ, συγκέντρωσε απ’ όλη τη φυλή Ιούδα και τη φυλή Βενιαμίν εκατόν ογδόντα χιλιάδες επίλεκτους πολεμιστές, για να χτυπήσουν το βασίλειο του βόρειου Ισραήλ και να εγκαταστήσουν αυτόν βασιλιά, που ήταν γιος του Σολομώντα. Ο Κύριος όμως μίλησε στο Σεμαΐα, τον άνθρωπο του Θεού, και του είπε: Ο Ροβοάμ εγκαταστάθηκε στην Ιερουσαλήμ και οχύρωσε πολλές πόλεις στο νότιο βασίλειο. Ανοικοδόμησε τις πόλεις Βηθλεέμ, Εθάμ, Τεκωά, Βαιθ-Σουρ, Σουκκώθ, Αδουλλάμ, Γαθ, Μαρεσά, Ζιφ, Αδωραΐμ, Λαχίς, Αζεκά, Σωρεά, Αϊαλών και Χεβρών. Όλες αυτές οι οχυρές πόλεις βρίσκονταν στις περιοχές των φυλών Ιούδα και Βενιαμίν. Ο Ροβοάμ έχτισε γύρω τους ισχυρά τείχη και εγκατέστησε σ’ αυτά φρούραρχους· επίσης γέμισε τις αποθήκες τους με τρόφιμα, λάδι και κρασί. Σε καθεμιά απ’ αυτές τις πόλεις οργάνωσε οπλοστάσιο με ασπίδες και ακόντια· έτσι, χάρη στη στρατηγική θέση τους, είχε υπό την εξουσία του τις φυλές Ιούδα και Βενιαμίν. Οι ιερείς και οι λευίτες, που κατοικούσαν σ’ όλη την περιοχή του Ισραήλ, δηλαδή στο βόρειο βασίλειο, ήρθαν στο Ροβοάμ. Οι λευίτες εγκατέλειψαν τα βοσκοτόπια τους και τα κτήματά τους και ήρθαν στην περιοχή του Ιούδα και στην Ιερουσαλήμ, γιατί ο Ιεροβοάμ και οι διάδοχοί του δεν επρόκειτο να τους επιτρέψουν να υπηρετούν ως ιερείς τον Κύριο. Πράγματι, ο Ιεροβοάμ διόρισε δικούς του ιερείς για να λατρεύει τους τραγόμορφους και μοσχόμορφους θεούς, που ο ίδιος είχε κατασκευάσει, στους ιερούς τόπους. Μετά από τους λευίτες, όλοι όσοι ήθελαν να λατρεύσουν τον Κύριο, το Θεό του Ισραήλ, ήρθαν απ’ όλες τις φυλές του Ισραήλ στην Ιερουσαλήμ, για να θυσιάσουν στον Κύριο, το Θεό των προγόνων τους. Έτσι ενίσχυσαν το βασίλειο του Ιούδα και ισχυροποίησαν το Ροβοάμ, το γιο του Σολομώντα, για τρία χρόνια, δηλαδή όσον καιρό αυτός ακολουθούσε το παράδειγμα του Δαβίδ και του Σολομώντα. Ο Ροβοάμ πήρε γυναίκα του τη Μαχαλάθ, κόρη του Ιεριμώθ, γιου του Δαβίδ· επίσης πήρε την Αβιαΐλ, κόρη του Ελιάβ, γιου του Ιεσσαί. Η Αβιαΐλ του γέννησε γιους, τον Ιεούς, το Σεμαρία και το Ζάαμ. Μετά απ’ αυτήν ο Ροβοάμ πήρε γυναίκα του τη Μααχά, κόρη του Αβεσσαλώμ, η οποία του γέννησε τον Αβιά, τον Αταΐ, το Ζιζά και τον Σελωμείθ. Συνολικά ο Ροβοάμ πήρε δέκα οχτώ γυναίκες και εξήντα παλλακίδες και απέκτησε είκοσι οχτώ γιους κι εξήντα κόρες. Περισσότερο όμως απ’ όλες τις γυναίκες του και τις παλλακίδες του αγάπησε τη Μααχά. Τον Αβιά, γιο της Μααχά, ο Ροβοάμ τον διόρισε αρχηγό στους αδερφούς του, γιατί είχε σκοπό να τον κάνει βασιλιά. Ο Ροβοάμ φέρθηκε έξυπνα και ανέθεσε σ’ όλους τους άλλους γιους του αρμοδιότητες στις περιοχές των φυλών Ιούδα και Βενιαμίν και τους διασκόρπισε σ’ όλες τις οχυρωμένες πόλεις. Τους εξασφάλισε άνετη διαβίωση και βρήκε γι’ αυτούς πολλές γυναίκες. με χίλιες διακόσιες άμαξες και εξήντα χιλιάδες ιππείς. Ο ίδιος ήταν επικεφαλής ενός αναρίθμητου στρατού που τον αποτελούσαν Λίβυοι, Σουκκίτες και Αιθίοπες. Αφού κυρίεψε τις οχυρωμένες πόλεις του Ιούδα, έφτασε και στην Ιερουσαλήμ. Τότε ο προφήτης Σεμαΐας ήρθε στο Ροβοάμ και στους αρχηγούς του Ιούδα, που είχαν συγκεντρωθεί στην Ιερουσαλήμ εξαιτίας του Σισάκ, και τους είπε: «Ο Κύριος λέει: “εσείς μ’ εγκαταλείψατε, γι’ αυτό σας εγκατέλειψα κι εγώ στα χέρια του Σισάκ”». Οι αρχηγοί του Ιούδα κι ο βασιλιάς ταπεινώθηκαν και είπαν: «Ο Κύριος έχει δίκιο!» Όταν το είδε αυτό ο Κύριος, είπε στο Σεμαΐα: «Αυτοί ταπεινώθηκαν. Δεν θα τους καταστρέψω, αλλά θα τους χαρίσω κάποια σωτηρία: η οργή μου δεν θα ξεσπάσει εναντίον της Ιερουσαλήμ με το Σισάκ. Θα γίνουν όμως υποτελείς του, για να δουν τη διαφορά ανάμεσα στη δική μου δουλεία και στη δουλεία των βασιλιάδων της γης». Ο Σισάκ επιτέθηκε στην Ιερουσαλήμ και πήρε τους θησαυρούς του ναού του Κυρίου και του βασιλικού ανακτόρου. Τα πήρε όλα· πήρε ακόμη και τις χρυσές ασπίδες, που είχε κατασκευάσει ο Σολομών. Ο βασιλιάς Ροβοάμ τις αντικατέστησε με ασπίδες χάλκινες και τις εμπιστεύτηκε στους αρχηγούς των σωματοφυλάκων, που φρουρούσαν την είσοδο του παλατιού του. Κάθε φορά που ο βασιλιάς πήγαινε στο ναό του Κυρίου, οι σωματοφύλακες έρχονταν και τις κρατούσαν. Έπειτα τις επέστρεφαν στο οίκημα των σωματοφυλάκων. Αφού, λοιπόν, ο βασιλιάς ταπεινώθηκε, απομακρύνθηκε απ’ αυτόν ο θυμός του Κυρίου και δεν τον κατέστρεψε εντελώς. Έτσι, τα πράγματα στο βασίλειο του Ιούδα πήγαιναν ακόμη καλά. Ο βασιλιάς Ροβοάμ απέκτησε και πάλι την ισχύ του στην Ιερουσαλήμ και συνέχισε να βασιλεύει εκεί. Ήταν σαράντα ενός ετών όταν έγινε βασιλιάς και βασίλεψε δεκαεφτά χρόνια στην Ιερουσαλήμ, την πόλη που ο Κύριος διάλεξε απ’ όλες τις φυλές του Ισραήλ για να λατρεύεται το όνομά του εκεί. Η μητέρα του ήταν Αμμωνίτισσα κι ονομαζόταν Νααμά. Έπραξε όμως ο Ροβοάμ το κακό, γιατί δεν θέλησε να μάθει το θέλημα του Κυρίου. Η ιστορία του Ροβοάμ, από την αρχή ως το τέλος της, καθώς και ο γενεαλογικός του κατάλογος, είναι όλα καταχωρισμένα στα χρονικά του προφήτη Σεμαΐα και του Ιδδώ, του Βλέποντος. Ο Ροβοάμ πέθανε και τον έθαψαν μαζί με τους προγόνους του στην Πόλη Δαβίδ. Στο θρόνο τον διαδέχτηκε ο γιος του ο Αβιά. Το δέκατο όγδοο έτος της βασιλείας του Ιεροβοάμ, βασιλιάς στον Ιούδα έγινε ο Αβιά, ο οποίος βασίλεψε τρία χρόνια στην Ιερουσαλήμ. Η μητέρα του ονομαζόταν Μααχά και ήταν κόρη του Ουριήλ από τη Γιβεά. Ανάμεσα στον Αβιά και στον Ιεροβοάμ ξέσπασε πόλεμος. Ο Αβιά παρατάχθηκε στη μάχη με τετρακόσιες χιλιάδες άντρες, ικανότατους πολεμιστές. Ο Ιεροβοάμ αντιπαρατάχθηκε με οκτακόσιες χιλιάδες άντρες, επίσης ικανούς πολεμιστές. Ο Αβιά ανέβηκε στο βουνό Σεμαραΐμ, που βρίσκεται στην ορεινή περιοχή της φυλής Εφραΐμ, και φώναξε: «Ακούστε με, εσύ Ιεροβοάμ και όλοι οι Ισραηλίτες! Γνωρίζετε ότι ο Κύριος, ο Θεός του Ισραήλ έδωσε με διαθήκη αμετάκλητη στο Δαβίδ και στους απογόνους του την εξουσία να βασιλεύουν για πάντα σ’ όλο τον Ισραήλ. Αλλά ο Ιεροβοάμ, γιος του Ναβάτ, και δούλος του Σολομώντα, γιου του Δαβίδ, ξεσηκώθηκε κι επαναστάτησε εναντίον του κυρίου του. Μαζί του συντάχθηκαν κάτι ανάξιοι και άχρηστοι άνθρωποι, που παρουσιάζονταν ισχυρότεροι από το Ροβοάμ, γιο του Σολομώντα, όταν ο Ροβοάμ ήταν ακόμα νέος και άπειρος και δεν μπορούσε να τους αντισταθεί. Τώρα εσείς θέλετε ν’ αντισταθείτε στη βασιλεία του Κυρίου, που είναι στα χέρια των απογόνων του Δαβίδ. Είστε πάρα πολλοί και μαζί σας έχετε χρυσά μοσχάρια, που ο Ιεροβοάμ σας τα ’φτιαξε για θεούς. Διώξατε τους ιερείς του Κυρίου, που ήταν απόγονοι του Ααρών, και τους λευίτες, και καθιερώσατε δικούς σας ιερείς, σαν αυτούς των άλλων λαών της γης. Έρχεται ένας και φέρνει έναν ταύρο κι εφτά κριάρια και μπορεί να γίνει ιερέας ανύπαρκτων θεών. Εμείς όμως έχουμε Θεό μας τον Κύριο και δεν τον εγκαταλείψαμε. Οι ιερείς που τον υπηρετούν είναι απόγονοι του Ααρών· και οι λευίτες εξακολουθούν να εκτελούν τις υπηρεσίες τους: Προσφέρουν στον Κύριο κάθε πρωί και κάθε βράδυ ολοκαυτώματα και θυμίαμα ευώδες· τοποθετούν στην καθαρή τράπεζα τους άρτους της προθέσεως και τη χρυσή λυχνία με τους λύχνους της, για να καίνε κάθε βράδυ. Εμείς εκτελούμε την εντολή του Κυρίου του Θεού μας· εσείς όμως τον εγκαταλείψατε. Τώρα, λοιπόν, ο Θεός ο ίδιος είναι μαζί μας αρχηγός! Μαζί μας είναι και οι ιερείς του, για να σαλπίζουν εναντίον σας με σάλπιγγες δυνατές. Μην πολεμάτε εναντίον του Κυρίου, του Θεού των προγόνων σας, Ισραηλίτες! Δε θα πετύχετε τίποτα». Στο μεταξύ ο Ιεροβοάμ είχε στείλει ενέδρα για να πάει πίσω από το στρατό του Ιούδα, ενώ ο υπόλοιπος στρατός του Ισραήλ θα τους αντιμετώπιζαν από μπροστά. Όταν οι άντρες του Ιούδα γύρισαν και είδαν ότι τους χτυπούσαν από μπροστά κι από πίσω, φώναξαν δυνατά στον Κύριο· οι ιερείς σάλπισαν με τις σάλπιγγες, και οι στρατιώτες έβγαλαν πολεμική κραυγή. Αμέσως τότε ο Θεός έκανε τον Ιεροβοάμ και όλο το στρατό του Ισραήλ να υποχωρήσουν μπροστά από τον Αβιά και το στρατό του Ιούδα. Οι Ισραηλίτες τράπηκαν σε φυγή όταν φάνηκαν οι άντρες του Ιούδα κι έτσι ο Θεός τους παρέδωσε στην εξουσία τους. Ο Αβιά και ο στρατός του έσφαξαν πολλούς απ’ αυτούς. Σκοτώθηκαν από τους στρατιώτες του Ισραήλ πεντακόσιες χιλιάδες άντρες, δυνατοί πολεμιστές. Έτσι οι Ισραηλίτες ταπεινώθηκαν εκείνο τον καιρό και υπερίσχυσε ο λαός του Ιούδα, επειδή στηρίχτηκαν στον Κύριο, το Θεό των προγόνων τους. Ο Αβιά καταδίωξε τον Ιεροβοάμ και πήρε απ’ αυτόν μερικές πόλεις: Τη Βαιθήλ, την Ιεσανά και την Εφρών, όλες με τους γύρω συνοικισμούς τους. Τον καιρό του Αβιά ο Ιεροβοάμ δεν ξαναβρήκε ποτέ πια την αρχική δύναμή του. Τελικά ο Κύριος τον χτύπησε και πέθανε. Αντίθετα, ο Αβιά γινόταν όλο και πιο ισχυρός. Πήρε δέκα τέσσερις γυναίκες και απέκτησε είκοσι δύο γιους και δεκαέξι κόρες. Η υπόλοιπη ιστορία του Αβιά είναι γραμμένη στο Μιδράς του προφήτη Ιδδώ. Εκεί είναι καταχωρισμένες οι πράξεις του και τα λόγια του. Ο βασιλιάς Αβιά πέθανε και τον έθαψαν στην Πόλη Δαβίδ. Στο θρόνο τον διαδέχτηκε ο γιος του ο Ασά· και την εποχή του Ασά η χώρα του Ιούδα ήταν ήσυχη για δέκα χρόνια. Ο Ασά έπραξε ό,τι ήταν σωστό και δίκαιο ενώπιον του Κυρίου του Θεού του: Κατήργησε τα ξένα θυσιαστήρια και τους ιερούς τόπους, γκρέμισε τις ιερές πέτρινες στήλες, και πρόσταξε το λαό του Ιούδα να κάνουν το θέλημα του Κυρίου, του Θεού των προγόνων τους, και να εφαρμόζουν το νόμο και τις εντολές του. Κι επειδή κατήργησε απ’ όλες τις πόλεις του Ιούδα τους ιερούς τόπους και τα θυσιαστήρια, το βασίλειο είχε ειρήνη όσον καιρό ήταν αυτός βασιλιάς. Εκείνη την εποχή κανείς δεν πολεμούσε τον Ασά, γιατί ο ίδιος ο Κύριος του είχε εξασφαλίσει την ειρήνη. Έτσι ο Ασά βρήκε το χρόνο και οχύρωσε πολλές πόλεις στο βασίλειο του Ιούδα. Είπε στο λαό του Ιούδα: Ας κάνουμε επισκευές σ’ αυτές τις πόλεις κι ας χτίσουμε γύρω τους τείχη και πύργους με πόρτες και αμπάρες. Τώρα πια εμείς είμαστε κύριοι της χώρας, γιατί κάναμε το θέλημα του Κυρίου του Θεού μας κι εκείνος μας εξασφάλισε ησυχία από παντού». Έτσι έχτιζαν και πρόκοβαν. Ο βασιλιάς Ασά διέθετε στρατό, τριακόσιες χιλιάδες άντρες από τη φυλή Ιούδα οπλισμένους με ασπίδες και δόρατα, και διακόσιες ογδόντα χιλιάδες άντρες από τη φυλή Βενιαμίν, οπλισμένους με ασπίδες και τόξα. Όλοι αυτοί ήταν ικανότατοι πολεμιστές. Εναντίον τους ήρθε ο Ζαρέ ο Αιθίοπας με ένα εκατομμύριο στρατό και τριακόσιες άμαξες, κι έφτασε μέχρι τη Μαρεσά. Τότε ο Ασά βγήκε να τον αντικρούσει και παρατάχθηκε σε μάχη στην κοιλάδα Σεφαθά κοντά στη Μαρεσά. Επικαλέστηκε τον Κύριο το Θεό του και είπε: «Κύριε, εσύ μπορείς να βοηθάς και τους δυνατούς και τους αδυνάτους. Βοήθησέ μας, τώρα, Κύριε Θεέ μας, γιατί εμείς σ’ εσένα στηριζόμαστε, και στο όνομά σου ερχόμαστε εναντίον όλου αυτού του πλήθους. Κύριε, εσύ είσαι ο Θεός μας· ας μη φανεί κανένας άνθρωπος ισχυρότερος από σένα». Έτσι, όταν ο Ασά με το στρατό του Ιούδα τους επιτεθήκαν, ο Κύριος χτύπησε τους Αιθίοπες και τράπηκαν σε φυγή. Ο στρατός του Ασά τους καταδίωξε μέχρι τα Γέραρα και σκοτώθηκαν Αιθίοπες τόσοι πολλοί, ώστε ήταν αδύνατο πια οι υπόλοιποι ν’ ανασυγκροτηθούν. Είχαν συντριφθεί από τον Κύριο και το στρατό του, οι οποίοι πήραν και πάρα πολλά λάφυρα. Χτύπησαν όλες τις πόλεις γύρω από τα Γέραρα, γιατί ο τρόμος του Κυρίου είχε πέσει βαρύς επάνω τους. Ο στρατός του Ιούδα τις λεηλάτησε όλες, γιατί υπήρχαν πολλά λάφυρα σ’ αυτές. Επίσης χτύπησαν τα μαντριά των κοπαδιών και πήραν πολλά πρόβατα και καμήλες. Έπειτα γύρισαν στην Ιερουσαλήμ. Το Πνεύμα του Θεού ήρθε στον Αζαρία, γιο του Ωδήδ, και βγήκε να συναντήσει τον Ασά. «Άκουσέ με, Ασά», του είπε, «εσύ και όλος ο λαός των φυλών Ιούδα και Βενιαμίν! Ο Κύριος θα είναι μαζί σας, όταν κι εσείς είστε μαζί του. Αν τον αναζητάτε θα τον βρίσκετε· αν όμως τον εγκαταλείψετε θα σας εγκαταλείψει. Στο παρελθόν οι Ισραηλίτες έμειναν πολύν καιρό χωρίς τον αληθινό Θεό, χωρίς ιερείς να τους διδάσκουν και χωρίς το νόμο. Όταν όμως στην απελπισία τους γύρισαν στον Κύριο, το Θεό του Ισραήλ, και τον αναζήτησαν, τον βρήκαν. Εκείνο τον καιρό δεν υπήρχε ασφάλεια στις μετακινήσεις, γιατί υπήρχαν πολλές αναταραχές ανάμεσα στους κατοίκους όλων των χωρών. Ένα έθνος καταστρεφόταν από κάποιο άλλο και μια πόλη από κάποια άλλη, γιατί ο Θεός τούς ταλάνιζε με κάθε είδους δυστυχία. Εσείς όμως τώρα φανείτε δυνατοί και μην αποθαρρύνεστε, γιατί το έργο σας θ’ ανταμειφθεί». Όταν άκουσε ο βασιλιάς Ασά τους προφητικούς αυτούς λόγους του Αζαρία, πήρε θάρρος και εξαφάνισε τα είδωλα από όλη την περιοχή των φυλών Ιούδα και Βενιαμίν κι από τις πόλεις που είχε κυριεύσει στην ορεινή περιοχή της φυλής Εφραΐμ. Έπειτα επισκεύασε το θυσιαστήριο του Κυρίου, που ήταν μπροστά από τον πρόναο. Συγκέντρωσε όλο το λαό των φυλών Ιούδα και Βενιαμίν κι όσους από τους ανθρώπους των φυλών Εφραΐμ, Μανασσή και Συμεών, ζούσαν στη χώρα του. Πολλοί από τους κατοίκους του Ισραήλ είχαν πάει με το μέρος του, όταν είδαν ότι ο Κύριος, ο Θεός του, ήταν μαζί του. Όλοι αυτοί συγκεντρώθηκαν στην Ιερουσαλήμ τον τρίτο μήνα του δέκατου πέμπτου έτους της βασιλείας του Ασά. Την ημέρα εκείνη θυσίασαν στον Κύριο από τα λάφυρα που είχαν φέρει, εφτακόσια βόδια και εφτά χιλιάδες πρόβατα. Συμφώνησαν να λατρεύουν τον Κύριο, το Θεό των προγόνων τους μ’ όλη τους την καρδιά και την ψυχή. Οποιοσδήποτε, μικρός ή μεγάλος, άντρας ή γυναίκα, δεν θα λάτρευε τον Κύριο, το Θεό του Ισραήλ, θα θανατωνόταν. Ορκίστηκαν κιόλας στον Κύριο με δυνατές φωνές, με κραυγές και σάλπιγγες και με κέρατα κριαριών. Όλος ο λαός του Ιούδα χαίρονταν για τον όρκο τους αυτό, που τον είχαν δώσει μ’ όλη τους την καρδιά. Χαίρονταν που αναζήτησαν τον Κύριο μ’ όλη τους την καρδιά και τον είχαν βρει, κι ο Κύριος τους είχε εξασφαλίσει ειρήνη από παντού. Ο βασιλιάς Ασά καθαίρεσε ακόμα και τη Μααχά από το αξίωμα της βασιλομήτορος, γιατί αυτή είχε κατασκευάσει ένα είδωλο της Αστάρτης. Ο Ασά κομμάτιασε το είδωλό της και το έκαψε στο χείμαρρο των Κέδρων. Δεν κατήργησε όμως τους ιερούς τόπους από το βασίλειο του Ισραήλ, μολονότι η καρδιά του ήταν αφοσιωμένη στον Κύριο σε όλη του τη ζωή. Έφερε στο ναό του Κυρίου τα αφιερώματα του πατέρα του και τα δικά του, ασημένια και χρυσά αντικείμενα και διάφορα σκεύη. Δεν έγινε πια πόλεμος μέχρι το τριακοστό πέμπτο έτος της βασιλείας του Ασά. Το τριακοστό έκτο έτος της βασιλείας του Ασά, ο Βασά, βασιλιάς του Ισραήλ, πήγε να πολεμήσει τον Ιούδα και οχύρωσε τη Ραμά, για να εμποδίσει το βασιλιά Ασά και τους κατοίκους του Ιούδα να κυκλοφορούν ελεύθερα από την πλευρά αυτή. Τότε ο Ασά έβγαλε το ασήμι και το χρυσάφι από το θησαυροφυλάκιο του ναού του Κυρίου και του βασιλικού ανακτόρου και τα έστειλε στο Βεν-Αδάδ, βασιλιά των Συρίων, που έμενε στη Δαμασκό, μ’ αυτό το μήνυμα: «Έλα να συνάψουμε συμμαχία εμείς οι δυο, όπως συμμαχία υπήρχε κι ανάμεσα στον πατέρα σου και στον πατέρα μου. Κοίτα το ασήμι και το χρυσάφι που σου έστειλα. Πήγαινε, λοιπόν, να διαλύσεις τη συμμαχία σου με το Βασά, βασιλιά του Ισραήλ, για ν’ αποσύρει το στρατό του από την περιοχή μου». Ο Βεν-Αδάδ δέχτηκε την πρόταση του βασιλιά Ασά κι έστειλε τους στρατηγούς του εναντίον των πόλεων του Ισραήλ. Αυτοί χτύπησαν την Ιιών, τη Δαν και την Αβέλ-Μάιμ και όλες τις πόλεις της φυλής Νεφθαλί όπου αποθήκευαν τις προμήθειες. Όταν το έμαθε ο Βασά, σταμάτησε να οχυρώνει τη Ραμά. Τότε ο βασιλιάς Ασά πήρε όλο το λαό του Ιούδα και σήκωσαν τις πέτρες και τα ξύλα, με τα οποία ο Βασά οχύρωνε τη Ραμά και οχύρωσαν μ’ αυτά τη Γεβά και τη Μισπά. Τον καιρό εκείνο ήρθε ο Ανανί, ο Βλέπων, στο βασιλιά του Ιούδα Ασά, και του είπε: «Επειδή στηρίχτηκες στο βασιλιά των Συρίων κι όχι στον Κύριο το Θεό σου, γι’ αυτό θα φύγει από την εξουσία σου το στράτευμα του βασιλιά του Ισραήλ. Οι Αιθίοπες και οι Λίβυες δεν ήταν πολυάριθμο στράτευμα με πάρα πολλές άμαξες και ιππείς; Επειδή όμως τότε στηρίχτηκες στον Κύριο, εκείνος τους παρέδωσε στην εξουσία σου. Τα μάτια του Κυρίου περιτρέχουν όλη τη γη, για να δείξει την παντοδυναμία του σ’ εκείνους που η καρδιά τους είναι ειλικρινής απέναντί του. Αλλά σ’ αυτήν εδώ την περίπτωση έπραξες απερίσκεπτα· γι’ αυτό από ’δω και πέρα θα έχεις πολέμους». Ο Ασά θύμωσε εναντίον του Βλέποντος και τον έκλεισε στη φυλακή, γιατί τον εξόργισαν αυτά που είπε. Επίσης, τον καιρό εκείνο ο Ασά άρχισε να κακομεταχειρίζεται μερικούς από το λαό. Η ιστορία του Ασά, από την αρχή ως το τέλος περιλαμβάνεται στο Βιβλίο των Χρονικών των βασιλιάδων του Ιούδα και του Ισραήλ. Το τριακοστό ένατο έτος της βασιλείας του αρρώστησε. Η αρρώστια του ξεκινούσε από τα πόδια και ήταν πολύ βαριά. Δε ζήτησε όμως ο Ασά στην αρρώστια του βοήθεια από τον Κύριο, αλλά από τους γιατρούς. Πέθανε το τεσσαρακοστό πρώτο έτος της βασιλείας του, και τον έθαψαν σε τάφο που είχε ανοίξει για τον εαυτό του στην Πόλη Δαβίδ. Τον τοποθέτησαν σε φέρετρο γεμάτο από αρώματα και φυτά, και διάφορα είδη αναμειγμένων αρωμάτων και άναψαν προς τιμή του πάρα πολύ μεγάλη επικήδεια φωτιά. Στο θρόνο τον Ασά τον διαδέχτηκε ο γιος του ο Ιωσαφάτ. Αυτός σταθεροποίησε την εξουσία του στη χώρα του. Τοποθέτησε στρατό σ’ όλες τις οχυρωμένες πόλεις του Ιούδα κι εγκατέστησε φρουρές στη χώρα του και στις πόλεις του Εφραΐμ, που τις είχε κυριεύσει ο πατέρας του ο Ασά. Ο Κύριος ήταν με τον Ιωσαφάτ επειδή ακολούθησε το παράδειγμα των πρώτων χρόνων του πατέρα του και δε λάτρευσε τους θεούς των Χαναναίων. Λάτρευε το Θεό του πατέρα του και βάδιζε σύμφωνα με τις εντολές του· δεν μιμήθηκε τα έργα του βόρειου βασιλείου. Γι’ αυτό ο Κύριος σταθεροποίησε το θρόνο του. Όλος ο λαός του Ιούδα πρόσφερε δώρα στον Ιωσαφάτ ο οποίος απέκτησε πλούτο και δόξα πολλή. Τότε έδειξε περισσότερο ζήλο για τις εντολές του Κυρίου και εξαφάνισε τους ιερούς τόπους και τις ξύλινες λατρευτικές στήλες από το βασίλειο του Ιούδα. Το τρίτο έτος της βασιλείας του ο Ιωσαφάτ έστειλε τους αξιωματούχους του, Βεν-Χαΐλ, Οβαδία, Ζαχαρία, Ναθαναήλ και Μιχαΐα για να διδάξουν στις πόλεις του Ιούδα. Μαζί τους έστειλε και τους λευίτες Σεμαΐα, Νεθανία, Ζεβαδία, Ασαήλ, Σεμίραμωθ, Ιωνάθαν, Αδωνία, Τωβία και Τωβ-Αδωνία κι επίσης τους ιερείς Ελισαμά και Ιωράμ. Αυτοί περιόδευαν όλες τις πόλεις του Ιούδα έχοντας μαζί τους το βιβλίο του νόμου του Κυρίου και δίδασκαν το λαό. Σ’ όλα τα γειτονικά βασίλεια του Ιούδα είχε πέσει ο φόβος του Κυρίου και δεν πολεμούσαν εναντίον του Ιωσαφάτ. Οι Φιλισταίοι έφερναν στον Ιωσαφάτ διάφορα δώρα και ασήμι για φόρο· ακόμη και Άραβες του έφεραν εφτά χιλιάδες εφτακόσια κριάρια και άλλους τόσους τράγους. Έτσι ο Ιωσαφάτ γινόταν ολοένα και ισχυρότερος. Έχτισε στον Ιούδα φρούρια και πόλεις όπου αποθηκεύονταν μεγάλες ποσότητες προμηθειών. Έκανε πολλά έργα στις πόλεις του βασιλείου του. Στην Ιερουσαλήμ έμεναν οι πιο ανδρείοι πολεμιστές. Αυτοί διαιρούνταν κατά οικογένειες ως εξής: Από τη φυλή Ιούδα χιλίαρχοι ήταν ο Αδνά, αρχηγός τριακοσίων χιλιάδων δυνατών πολεμιστών· ο Ιωχανάν, αρχηγός διακοσίων ογδόντα χιλιάδων αντρών· ο Αμασίας, γιος του Ζιχρί, που ήταν εθελοντής στην υπηρεσία του Κυρίου, αρχηγός διακοσίων χιλιάδων δυνατών πολεμιστών. Από τη φυλή Βενιαμίν ήταν ο Ελιαδά, δυνατός πολεμιστής, αρχηγός σε διακόσιες χιλιάδες τοξότες και ασπιδοφόρους· ο Ιωζαβάδ αρχηγός εκατόν ογδόντα χιλιάδων καλά εξοπλισμένων πολεμιστών. Όλοι αυτοί υπηρετούσαν το βασιλιά σε καιρό πολέμου, εκτός από κείνους, που ο βασιλιάς είχε εγκαταστήσει μόνιμες φρουρές στις οχυρωμένες πόλεις σ’ όλο το βασίλειο του Ιούδα. Ο Ιωσαφάτ απέκτησε πλούτο και δόξα πολλή και συγγένεψε με το βασιλιά Αχαάβ. Μετά από χρόνια πήγε να επισκεφθεί τον Αχαάβ στη Σαμάρεια. Ο Αχαάβ έσφαξε πολλά πρόβατα και βόδια γι’ αυτόν και για την ακολουθία του, με σκοπό να τον πείσει να επιτεθεί μαζί του στη Ραμώθ της Γαλαάδ. Ρώτησε, λοιπόν, ο Αχαάβ, βασιλιάς του Ισραήλ τον Ιωσαφάτ, βασιλιά του Ιούδα: «Έρχεσαι μαζί μου στη Γαλαάδ, να επιτεθούμε στη Ραμώθ;» Ο Ιωσαφάτ του απάντησε: «Εγώ κι εσύ είμαστε ένα –ο λαός μου κι ο λαός σου! Θα πολεμήσω στο πλευρό σου». Μετά όμως πρόσθεσε: «Κατ’ αρχήν, ζήτα, σε παρακαλώ, σήμερα κιόλας συμβουλή από τον Κύριο». Τότε ο βασιλιάς του Ισραήλ συγκέντρωσε τους προφήτες, τετρακόσιους άντρες περίπου, και τους είπε: «Να πάω στη Γαλαάδ να πολεμήσω για να πάρω πίσω τη Ραμώθ ή να την εγκαταλείψω;» Εκείνοι απάντησαν: «Πήγαινε, βασιλιά, κι ο Θεός θα σου παραδώσει την πόλη». Ο Ιωσαφάτ του είπε: «Δεν υπάρχει εδώ κανένας άλλος προφήτης του Κυρίου, για να ρωτήσουμε και μ’ αυτόν;» Ο βασιλιάς του Ισραήλ του απάντησε: «Υπάρχει ακόμα ένας άνθρωπος, που μ’ αυτόν μπορούμε να ρωτήσουμε τον Κύριο, αλλά εγώ τον μισώ, γιατί δεν προφητεύει ποτέ καλό για μένα, παρά μόνο κακό. Είναι ο Μιχαΐας, γιος του Ιμλά». Ο Ιωσαφάτ του απάντησε: «Μη μιλάς έτσι, βασιλιά». Τότε κάλεσε ο βασιλιάς του Ισραήλ έναν ευνούχο και του είπε: «Τρέξε να φέρεις το Μιχαΐα, γιο του Ιμλά». Ο βασιλιάς του Ισραήλ και ο Ιωσαφάτ, βασιλιάς του Ιούδα ήταν καθισμένοι στην πλατεία κοντά στην πύλη της Σαμάρειας καθένας στο θρόνο του, φορώντας τις βασιλικές στολές τους. Κι όλοι οι προφήτες προφήτευαν μπροστά τους. Ο προφήτης Σεδεκίας, γιος του Κεναανά είχε κατασκευάσει κάτι σιδερένια κέρατα κι έλεγε: «Βασιλιά, άκου τι λέει ο Κύριος: Μ’ αυτά θα χτυπήσεις τους Συρίους και θα τους αφανίσεις». Τα ίδια έλεγαν κι όλοι οι προφήτες: «Πήγαινε, βασιλιά, στη Γαλαάδ να πολεμήσεις για ν’ ανακτήσεις τη Ραμώθ. Θα επιτύχεις! Ο Κύριος θα σου παραδώσει την πόλη». Στο μεταξύ, ο απεσταλμένος που είχε πάει να καλέσει τον προφήτη Μιχαΐα, του έλεγε: «Όλοι οι προφήτες, ομόφωνα, προφητεύουν καλούς οιωνούς για το βασιλιά. Κοίταξε, λοιπόν, να είναι και η δική σου προφητεία όπως οι δικές τους. Να προφητέψεις ευνοϊκά». Ο Μιχαΐας όμως του απάντησε: «Μα τον αληθινό Θεό, ό,τι μου πει ο Κύριος, αυτό θα αναγγείλω». Όταν παρουσιάστηκε στο βασιλιά, εκείνος του είπε: «Μιχαΐα, να πάμε στη Γαλαάδ να πολεμήσουμε για να πάρουμε πίσω τη Ραμώθ ή να την εγκαταλείψουμε;» Ο Μιχαΐας απάντησε: «Να πάτε, βασιλιά, και θα επιτύχετε. Ο Κύριος θα σου παραδώσει την πόλη». Αλλά ο βασιλιάς τού είπε: «Πόσες φορές πρέπει να σε ορκίσω να μη λες σ’ εμένα παρά μόνο την αλήθεια, στ’ όνομα του Κυρίου;» Τότε κι ο Μιχαΐας απάντησε: «Είδα όλο τον Ισραήλ σκορπισμένο στα βουνά, σαν πρόβατα χωρίς ποιμένα. Κι είπε ο Κύριος: “αυτοί δεν έχουν πια αρχηγό· ας επιστρέψει καθένας ήσυχα ήσυχα σπίτι του”». Ο βασιλιάς του Ισραήλ είπε στον Ιωσαφάτ: «Δε σου είπα ότι αυτός δεν προφητεύει για μένα καλό παρά κακό;» Ο Μιχαΐας απάντησε: «Ακούστε, λοιπόν, και το λόγο του Κυρίου: Είδα τον Κύριο να κάθεται στο θρόνο και όλα τα ουράνια όντα να στέκονται δεξιά του κι αριστερά του. Είπε, λοιπόν, ο Κύριος: “ποιος θα εξαπατήσει τον Αχαάβ, το βασιλιά του Ισραήλ, και θα τον κάνει να πάει στη Γαλαάδ και να σκοτωθεί στη Ραμώθ;” Ο ένας έλεγε το ένα κι ο άλλος τ’ άλλο. Ώσπου βγήκε ένα πνεύμα και στάθηκε μπροστά στον Κύριο και είπε: “εγώ θα τον εξαπατήσω”. Ο Κύριος το ρώτησε: “με ποιον τρόπο;” “Θα πάω”, είπε, “και θα κάνω όλους τους προφήτες του βασιλιά να του λένε ψέματα”. Τότε ο Κύριος είπε: “πράγματι, έτσι θα τον ξεγελάσεις. Πήγαινε και κάνε κατά πώς είπες. Θα πετύχεις”. Τώρα, λοιπόν, ο Κύριος έχει αφήσει ένα πνεύμα να εμπνέει με ψέματα όλους αυτούς τους προφήτες σου. Αλλά στην πραγματικότητα ο Κύριος έχει αποφασίσει να σε βρει μεγάλο κακό». Τότε ο προφήτης Σεδεκίας, γιος του Κεναανά, πλησίασε και χτύπησε το Μιχαΐα στο σαγόνι. «Από ποιο δρόμο», του είπε, «πέρασε το Πνεύμα του Κυρίου όταν έφυγε από μένα για να μιλήσει σ’ εσένα;» Ο Μιχαΐας απάντησε: «Θα το δεις τη μέρα που θα τρέχεις να κρυφτείς στο πίσω υπνοδωμάτιο του σπιτιού σου». Τότε, ο βασιλιάς του Ισραήλ είπε: «Πιάστε το Μιχαΐα, και παραδώστε τον στον Αμών, το φρούραρχο της πόλης, και στον πρίγκηπα Ιωάς. Θα τους πείτε ότι ο βασιλιάς διατάζει να τον ρίξουν στη φυλακή και να του δίνουν μόνο λίγο ψωμί και λίγο νερό, ωσότου γυρίσω πίσω σώος και αβλαβής». Κι ο Μιχαΐας απάντησε: «Αν εσύ γυρίσεις πίσω γερός, τότε δεν μίλησε μέσω εμού ο Κύριος». Και πρόσθεσε: «Ακούστε το αυτό όλοι οι λαοί». Έτσι, ο βασιλιάς του Ισραήλ και ο Ιωσαφάτ, βασιλιάς του Ιούδα, πήγαν στη Γαλαάδ για να πολεμήσουν εναντίον της Ραμώθ. Ο βασιλιάς του Ισραήλ είπε στον Ιωσαφάτ: «Εγώ θα μεταμφιεστώ και θα μπω στη μάχη. Εσύ, όμως, φόρεσε κανονικά τη στολή σου». Έτσι ο βασιλιάς του Ισραήλ μπήκε στη μάχη μεταμφιεσμένος. Ο βασιλιάς των Συρίων είχε δώσει στους αρχηγούς των αμαξών του ρητή διαταγή να μη χτυπήσουν κανέναν, ούτε απλό στρατιώτη ούτε αξιωματικό, παρά μόνο το βασιλιά του Ισραήλ». Οι αρχηγοί των αμαξών, όταν είδαν τον Ιωσαφάτ, είπαν: «Σίγουρα αυτός είναι ο βασιλιάς του Ισραήλ», και τον περικύκλωσαν για να τον χτυπήσουν. Αλλά ο Ιωσαφάτ φώναξε για βοήθεια στον Κύριο κι ο Θεός τον βοήθησε και τους απομάκρυνε απ’ αυτόν. Οι αρχηγοί των αμαξών, όταν είδαν ότι δεν ήταν αυτός ο βασιλιάς του Ισραήλ, σταμάτησαν να τον καταδιώκουν. Αλλά ένας στρατιώτης τέντωσε τυχαία το τόξο του και το βέλος πήγε και χτύπησε τον πραγματικό βασιλιά του Ισραήλ ανάμεσα στις προστατευτικές πλάκες του θώρακα της πανοπλίας του. Τότε ο βασιλιάς είπε στον ηνίοχό του: «Γύρνα τα χαλινάρια και βγάλε με από τη μάχη· πληγώθηκα». Η μάχη όμως ήταν σκληρή εκείνη την ημέρα. Το βασιλιά του Ισραήλ τον στήριζαν να στέκει ορθός στην άμαξα απέναντι από τους Συρίους μέχρι το βράδυ. Κατά τη δύση του ήλιου όμως πέθανε. Ο Ιωσαφάτ, βασιλιάς του Ιούδα επέστρεψε σώος στο παλάτι του στην Ιερουσαλήμ. Ο προφήτης Ιηού, γιος του Ανανί, βγήκε να τον συναντήσει και του είπε: «Γιατί βοηθάς τον ασεβή; Γιατί αγαπάς αυτούς που μισούν τον Κύριο; Γι’ αυτό η οργή του Κυρίου θα ξεσπάσει εναντίον σου. Όμως έχεις και μερικά καλά: Εξαφάνισες τις ξύλινες λατρευτικές στήλες από τη χώρα και ακολουθείς μ’ όλη σου την καρδιά το θέλημα του Θεού». Ο Ιωσαφάτ κατοικούσε στην Ιερουσαλήμ. Βγήκε όμως πάλι για περιοδεία ανάμεσα στο λαό, από τη Βέερ-Σεβά μέχρι την ορεινή περιοχή της φυλής Εφραΐμ, για να τους παροτρύνει ν’ ακολουθούν τον Κύριο, το Θεό των προγόνων τους. Σε κάθε οχυρωμένη πόλη του βασιλείου του, σ’ όλη τη χώρα, διόρισε δικαστές, και τους είπε: «Προσέξτε καλά σ’ αυτό που θα κάνετε! Δεν θα δικάζετε εξ ονόματος κάποιου ανθρώπου, αλλά εξ ονόματος του Κυρίου, που θα είναι μαζί σας όταν θα βγάζετε μια απόφαση. Να ’χετε φόβο Θεού και να εκτελείτε με προσοχή τα καθήκοντά σας. Ο Κύριος ο Θεός μας δεν κάνει αδικίες, ούτε προσωποληψίες, ούτε δέχεται δωροδοκίες». Επίσης και στην Ιερουσαλήμ ο Ιωσαφάτ διόρισε λευίτες, ιερείς και αρχηγούς συγγενειών του λαού του Ισραήλ, για να εκδικάζουν τις διαφορές των κατοίκων της Ιερουσαλήμ, κρίνοντας σύμφωνα με το θέλημα του Κυρίου. Τους έδωσε ο ίδιος διαταγή: «Θα ενεργείτε με φόβο Κυρίου, με πίστη, και με ευθυκρισία. Όποια διαφορά παρουσιαστεί σ’ εσάς από τους συμπατριώτες σας, που κατοικούν στις πόλεις, είτε πρόκειται για φόνο είτε για διαφωνία σχετικά με κάποιον νόμο, με εντολή, με διατάγματα ή προστάγματα, εσείς πρέπει να τους συμβουλεύετε, για να μη γίνονται ένοχοι ενώπιον του Κυρίου και πέσει η οργή του πάνω σας και πάνω σ’ αυτούς. Έτσι να ενεργείτε και δεν θα είστε ένοχοι. Ο αρχιερέας Αμαρίας θα σας συμβουλεύει σε κάθε θρησκευτική υπόθεση και ο Ζεβαδίας, γιος του Ισμαήλ και αρχηγός της φυλής Ιούδα, θα σας συμβουλεύει σε κάθε πολιτική υπόθεση· οι λευίτες θα είναι γραμματικοί σας. Να ενεργείτε με θάρρος και ο Κύριος θα είναι με τον δίκαιο». Μετά απ’ αυτά, οι Μωαβίτες και οι Αμμωνίτες και μαζί τους μερικοί από τους Μιναίους ξεκίνησαν να πολεμήσουν εναντίον του Ιωσαφάτ. Έφεραν λοιπόν στο βασιλιά το μήνυμα: «Έρχεται εναντίον σου πολυάριθμος στρατός», του είπαν, «πέρα από τη Νεκρά Θάλασσα, από τη χώρα των Εδωμιτών. Τώρα αυτοί βρίσκονται στην Χασεσών-Ταμάρ, δηλαδή στην Εν-Γεδί». Ο Ιωσαφάτ φοβήθηκε. Άρχισε να προσεύχεται στον Κύριο και κήρυξε νηστεία σ’ όλο το λαό του Ιούδα. Οι κάτοικοι του Ιούδα ήρθαν απ’ όλες τις πόλεις του βασιλείου στην Ιερουσαλήμ, για να συμβουλευτούν τον Κύριο. Τότε ο Ιωσαφάτ στάθηκε στο μέσο της συγκέντρωσης του λαού του Ιούδα και της Ιερουσαλήμ, στο ναό του Κυρίου, μπροστά στη νέα αυλή, κι έκανε αυτήν την προσευχή: «Κύριε, Θεέ των προγόνων μας, εσύ είσαι που βασιλεύεις στους ουρανούς, και κυριαρχείς πάνω σε όλα τα βασίλεια των εθνών! Στα χέρια σου είναι η δύναμη και η εξουσία. Κανένας δεν μπορεί να σου αντισταθεί. Εσύ, Θεέ μας, έδιωξες τους κατοίκους της χώρας αυτής μπροστά από το λαό σου τον Ισραήλ και την έδωσες για πάντα στους απογόνους του Αβραάμ, του αγαπημένου σου. Αυτοί εγκαταστάθηκαν στη χώρα κι έχτισαν ένα αγιαστήριο προς τιμήν σου. Και είπαν: “αν μας βρει κανένα κακό, πόλεμος, θεομηνία, πλημμύρα, θανατικό ή πείνα, θα σταθούμε μπροστά σ’ αυτό το ναό, δηλαδή ενώπιόν σου, αφού εσύ λατρεύεσαι σ’ αυτόν, και θα σε επικαλεστούμε μέσα στη θλίψη μας κι εσύ θα μας ακούσεις και θα μας σώσεις”. Τώρα, λοιπόν, δες τους Αμμωνίτες, τους Μωαβίτες και τους Εδωμίτες! Όταν οι Ισραηλίτες βγήκαν από την Αίγυπτο δεν τους άφησες να περάσουν μέσα από τα εδάφη τους, αλλά πέρασαν από μακριά τους και δεν τους κατέστρεψαν. Κι αυτοί εδώ τώρα μας ανταμείβουν με το να έρχονται να μας διώξουν από την κληρονομία σου, που μας την έδωσες για ιδιοκτησία μας. Θεέ μας, δε θα τους τιμωρήσεις; Εμείς δεν έχουμε δύναμη ν’ αντισταθούμε σ’ αυτό το μεγάλο πλήθος, που έρχεται εναντίον μας. Δεν ξέρουμε τι να κάνουμε, αλλά τα μάτια μας είναι στραμμένα σ’ εσένα». Όλοι οι κάτοικοι του Ιούδα στέκονταν ενώπιον του Κυρίου με τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους. Τότε, εκεί μέσα στη συγκέντρωση, ήρθε το Πνεύμα του Κυρίου στον Ιαχαζιήλ, έναν λευίτη, απόγονο του Ασάφ. (Ήταν γιος του Ζαχαρία γιου του Βεναΐα, γιου του Ιεϊήλ, γιου του Ματθανία). Αυτός είπε: «Προσέξτε όλος ο λαός του Ιούδα, εσείς οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ, κι εσύ βασιλιά Ιωσαφάτ! Αυτά λέει σ’ εσάς ο Κύριος: “μη φοβάστε, μη δειλιάζετε από το μεγάλο αυτό πλήθος, γιατί η μάχη δεν είναι δική σας, αλλά του Θεού. Αύριο θα τους επιτεθείτε. Αυτοί έρχονται από την ανωφέρεια Σις. Θα τους συναντήσετε στην άκρη της κοιλάδας, απέναντι από την έρημο Ιερουήλ. Εσείς δεν θα χρειαστεί να πολεμήσετε. Εμφανιστείτε, σταθείτε εκεί και θα δείτε ότι εγώ, ο Κύριος, που είμαι μαζί σας, θα τους νικήσω για λογαριασμό σας. Λαέ του Ιούδα και της Ιερουσαλήμ, μη φοβάστε, μη δειλιάζετε! Αύριο κινηθείτε εναντίον τους, κι ο Κύριος θα είναι μαζί σας”». Έπειτα ο Ιωσαφάτ έσκυψε το πρόσωπό του στη γη και όλος ο λαός του Ιούδα και της Ιερουσαλήμ έπεσαν ενώπιον του Κυρίου και τον προσκύνησαν. Οι λευΐτες των συγγενειών του Κορέ και του Καάθ σηκώθηκαν και υμνολογούσαν με δυνατή φωνή τον Κύριο, το Θεό του Ισραήλ. Την άλλη μέρα σηκώθηκαν πολύ πρωί και βγήκαν στην έρημο Τεκωά. Καθώς έβγαιναν, ο Ιωσαφάτ στάθηκε και είπε: «Ακούστε με, άντρες του Ιούδα και της Ιερουσαλήμ: Εμπιστευτείτε τον Κύριο το Θεό σας και θα είστε ασφαλείς. Πιστέψτε στους προφήτες του και θα νικήσετε». Έπειτα, αφού συσκέφθηκε με το λαό, τοποθέτησε μπροστά από τους πολεμιστές ψάλτες με ιερή στολή για να υμνολογούν τον Κύριο, με τον ύμνο: «Δοξολογείτε τον Κύριο, γιατί αιώνια διαρκεί η αγάπη του». Όταν άρχισαν αυτόν τον ύμνο της δοξολογίας, ο Κύριος έστησε ενέδρες εναντίον των Αμμωνιτών, των Μωαβιτών και των Εδωμιτών, που είχαν έρθει να πολεμήσουν τον Ιούδα, και χτυπήθηκαν. Οι Αμμωνίτες και οι Μωαβίτες επιτεθήκαν στους Εδωμίτες, με σκοπό να τους εξολοθρεύσουν και να τους καταστρέψουν εντελώς. Όταν όμως τελείωσαν με τους Εδωμίτες, συγκρούστηκαν μεταξύ τους και αλληλοεξοντώνονταν. Όταν οι άντρες του Ιούδα ήρθαν στη σκοπιά της ερήμου και κοίταξαν προς το πλήθος των εχθρών, είδαν ότι όλοι ήταν νεκρά σώματα, πεσμένα στη γη. Δεν είχε γλιτώσει κανείς. Ο Ιωσαφάτ και ο λαός του ήρθαν να λαφυραγωγήσουν το στρατόπεδο των εχθρών και βρήκαν πάμπολλα κτήνη, πλούτη, ρουχισμό και πολύτιμα αντικείμενα, από τα οποία πήραν τόσα πολλά, ώστε δεν μπορούσαν να τα μεταφέρουν. Τρεις μέρες μάζευαν λάφυρα. Τόσα πολλά ήταν. Την τέταρτη μέρα συγκεντρώθηκαν στην κοιλάδα Βεραχά κι εκεί ευλόγησαν τον Κύριο. Γι’ αυτό και ονόμασαν τον τόπο εκείνο «Κοιλάδα Βεραχά» (Κοιλάδα Ευλογίας), κι έτσι ονομάζεται μέχρι σήμερα. Μετά όλοι οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ και του Ιούδα, με αρχηγό τον Ιωσαφάτ, ξεκίνησαν για να γυρίσουν στην Ιερουσαλήμ με μεγάλη χαρά. Ο Κύριος τους είχε κάνει να χαρούν, γιατί νικήθηκαν οι εχθροί τους. Ήρθαν στην Ιερουσαλήμ, στο ναό του Κυρίου, με άρπες, με κιθάρες και με σάλπιγγες. Όταν τα άλλα βασίλεια πληροφορήθηκαν ότι ο Κύριος πολέμησε εναντίον των εχθρών του Ισραήλ, κυριεύτηκαν από το φόβο του. Έτσι η βασιλεία του Ιωσαφάτ έμεινε ήσυχη, γιατί ο Θεός τού εξασφάλισε ειρήνη από παντού. Ο Ιωσαφάτ είχε γίνει βασιλιάς του Ιούδα σε ηλικία τριάντα πέντε ετών. Βασίλεψε είκοσι πέντε χρόνια στην Ιερουσαλήμ. Η μητέρα του ονομαζόταν Αζουβά και ήταν κόρη του Σιχλί. Ο Ιωσαφάτ έκανε το σωστό ενώπιον του Κυρίου, ακολουθώντας απαρέγκλητα το παράδειγμα του Ασά, του πατέρα του. Αλλά οι ιεροί τόποι δεν καταργήθηκαν τελείως, γιατί ο λαός δεν είχε αφοσιωθεί ολόψυχα στο Θεό των προγόνων του. Η υπόλοιπη ιστορία του Ιωσαφάτ, από την αρχή ως το τέλος, είναι καταχωρισμένη στα Χρονικά του Ιηού, γιου του Ανανί, έργο που συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο των βασιλιάδων του Ισραήλ. Μετά απ’ αυτά τα γεγονότα, ο Ιωσαφάτ, βασιλιάς του Ιούδα συμμάχησε με τον Οχοζία, βασιλιά του Ισραήλ, που η συμπεριφορά του ήταν ασεβής. Ο Ιωσαφάτ συμμάχησε μαζί του για να κατασκευάσουν πλοία, που να πηγαίνουν στη Θαρσείς. Η κατασκευή των πλοίων γινόταν στο λιμάνι της Εσιών-Γάβερ. Αλλά ο προφήτης Ελιέζερ, γιος του Δωδαυά από τη Μαρεσά, προφήτεψε εναντίον του Ιωσαφάτ και είπε: «Επειδή συμμάχησες με τον Οχοζία, ο Κύριος θα καταστρέψει τα έργα σου». Έτσι τα πλοία ναυάγησαν και δεν μπόρεσαν να πάνε στη Θαρσείς. Ο Ιωσαφάτ πέθανε και τον έθαψαν μαζί με τους προγόνους του στην Πόλη Δαβίδ. Στο θρόνο τον διαδέχτηκε ο γιος του ο Ιωράμ. Ο Ιωράμ είχε πολλούς αδερφούς, που ήταν όλοι γιοι του Ιωσαφάτ, βασιλιά του Ιούδα: τον Αζαρία, τον Ιεχιήλ, το Ζαχαρία, τον Αζαρία, το Μιχαήλ και το Σεφατία. Ο πατέρας τους τούς είχε δώσει πολλά δώρα, ασημένια, χρυσά και διάφορα πολύτιμα είδη, καθώς και οχυρωμένες πόλεις στο βασίλειο του Ιούδα. Τη βασιλεία όμως την έδωσε στον Ιωράμ, γιατί αυτός ήταν ο πρωτότοκος. Όταν ο Ιωράμ ανέλαβε τη βασιλεία του πατέρα του και απέκτησε δύναμη, κατέσφαξε όλους τους αδερφούς του και μερικούς ακόμη από τους αξιωματούχους του βασιλείου του. Ο Ιωράμ έγινε βασιλιάς σε ηλικία τριάντα δύο ετών και βασίλεψε οχτώ χρόνια στην Ιερουσαλήμ. Ακολούθησε το κακό παράδειγμα των βασιλιάδων του Ισραήλ. Έπραξε ό,τι δυσαρεστεί τον Κύριο, όπως άλλωστε είχε κάνει η οικογένεια του Αχαάβ, αφού η γυναίκα του ήταν κόρη του Αχαάβ. Ο Κύριος όμως δεν θέλησε να καταστρέψει τη δυναστεία του Δαβίδ, γιατί είχε κάνει διαθήκη με το Δαβίδ και του είχε υποσχεθεί ότι αυτός και οι απόγονοί του θα κατείχαν το θρόνο για πάντα. Στις ημέρες του Ιωράμ αποσκίρτησαν οι Εδωμίτες από την κυριαρχία του βασιλείου του Ιούδα και ανακήρυξαν δικό τους βασιλιά. Τότε κινητοποιήθηκε ο Ιωράμ με τους αξιωματικούς του και όλες τις πολεμικές του άμαξες. Έκανε επίθεση τη νύχτα και χτύπησε τους Εδωμίτες, που είχαν περικυκλώσει αυτόν και τους άρχοντες των αμαξών του. Πάντως, οι Εδωμίτες χωρίστηκαν από τον Ιούδα κι εξακολουθούν μέχρι σήμερα να αποτελούν ανεξάρτητο βασίλειο. Την ίδια εποχή αποσκίρτησε και η Λιβνά, επειδή ο Ιωράμ εγκατέλειψε τον Κύριο, το Θεό των προγόνων του. Ο ίδιος καθιέρωσε τόπους λατρείας των ειδώλων στα βουνά του Ιούδα παρασύροντας έτσι στην απιστία το λαό της Ιερουσαλήμ και του Ιούδα. Τότε ο προφήτης Ηλίας του έστειλε επιστολή που έλεγε: «Αυτά λέει ο Κύριος, ο Θεός του προγόνου σου Δαβίδ: Εσύ δεν ακολούθησες το παράδειγμα του πατέρα σου του Ιωσαφάτ, ούτε του Ασά, βασιλιά του Ιούδα. Αντίθετα ακολούθησες το παράδειγμα των βασιλιάδων του Ισραήλ και παρέσυρες το λαό του Ιούδα και τους κατοίκους της Ιερουσαλήμ στην ειδωλολατρία, όπως είχαν παρασυρθεί στην ειδωλολατρία οι διάδοχοι του Αχαάβ, κι επιπλέον σκότωσες τους αδερφούς σου, την οικογένεια του πατέρα σου που ήταν καλύτεροί σου. Γι’ αυτό κι ο Κύριος θα χτυπήσει με μεγάλη καταστροφή το λαό σου, τους γιους σου, τις γυναίκες σου και όλα τα υπάρχοντά σου. Θα αρρωστήσεις βαριά στα εντόσθιά σου, μέχρις ότου μέρα με τη μέρα αυτά από την αρρώστια πέσουν». Έτσι, ο Κύριος υποκίνησε εναντίον του Ιωράμ την οργή των Φιλισταίων και των Αράβων, που γειτόνευαν με τους Αιθίοπες. Αυτοί ανέβηκαν εναντίον της χώρας του Ιούδα και την κυρίεψαν και αφαίρεσαν όλα τα υπάρχοντα, που βρέθηκαν στο παλάτι του βασιλιά· πήραν τους γιους του και τις γυναίκες του, έτσι που δεν του έμεινε κανένας άλλος γιος εκτός από τον μικρότερο, τον Οχοζία. Μετά απ’ όλα αυτά, ο Κύριος τιμώρησε τον Ιωράμ με ανίατη αρρώστια στα εντόσθιά του. Όσο περνούσε ο καιρός χειροτέρευε και μετά από δύο χρόνια ξεχύθηκαν τα εντόσθιά του και πέθανε με πόνους φρικτούς. Ο λαός δεν άναψε επικήδεια φωτιά προς τιμή του, όπως είχε κάνει και για τους προγόνους του. Ο Ιωράμ είχε γίνει βασιλιάς σε ηλικία τριάντα δύο ετών και βασίλεψε στην Ιερουσαλήμ οχτώ χρόνια. Πέθανε χωρίς κανείς να λυπηθεί γι’ αυτόν και τον έθαψαν στην Πόλη Δαβίδ, όχι όμως στους βασιλικούς τάφους. Οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ έκαναν βασιλιά στη θέση του Ιωράμ τον νεότερο γιο του, τον Οχοζία, γιατί όλους τους μεγαλύτερους τους είχε σκοτώσει ο στρατός των Αράβων που είχε εισβάλει στο στρατόπεδο του Ιούδα. Έτσι έγινε βασιλιάς του Ιούδα ο Οχοζίας σε ηλικία είκοσι ετών, και βασίλεψε ένα χρόνο στην Ιερουσαλήμ. Η μητέρα του ονομαζόταν Γοθολία και ήταν εγγονή του Αμρί. Ο Οχοζίας ακολούθησε κι αυτός το παράδειγμα της οικογένειας Αχαάβ, γιατί η μάνα του τού έδινε συμβουλές, που τον οδηγούσαν στην αμαρτία. Έπραξε ό,τι δυσαρεστεί τον Κύριο, όπως άλλωστε και όλη η οικογένεια του Αχαάβ· μετά το θάνατο του πατέρα του, αυτοί ήταν σύμβουλοι για την καταστροφή του. Ακόμη, ακολουθώντας τη συμβουλή τους, ο Οχοζίας πήγε μαζί με τον Ιωράμ, γιο του Αχαάβ, βασιλιά του Ισραήλ, να πολεμήσει εναντίον του Αζαήλ, βασιλιά των Συρίων στη Ραμώθ, στη Γαλαάδ. Οι Σύριοι όμως πλήγωσαν τον Ιωράμ στη μάχη, κι αυτός γύρισε στην Ιζρεέλ για να θεραπευτεί από τα τραύματά του. Τότε ο Οχοζίας, κατέβηκε στην Ιζρεέλ να τον επισκεφτεί, που ήταν άρρωστος. Αλλά ο Θεός είχε αποφασίσει την καταστροφή του Οχοζία. Έτσι, όταν ήρθε στον Ιωράμ, πήρε μέρος μαζί μ’ αυτόν σε μια συμπλοκή εναντίον του Ιηού, απογόνου του Νιμσί, τον οποίο όμως ο Κύριος είχε χρίσει στο μεταξύ βασιλιά, για να εξοντώσει την οικογένεια του Αχαάβ. Τον καιρό που ο Ιηού εκτελούσε την κρίση του Θεού εναντίον της οικογένειας του Αχαάβ, βρήκε τους άρχοντες του λαού του Ιούδα και τους ανηψιούς του Οχοζία, που ήταν στην υπηρεσία του και τους σκότωσε. Αναζήτησε και τον Οχοζία και τον συνέλαβαν, ενώ αυτός κρυβόταν στη Σαμάρεια. Τον έφεραν μπροστά στον Ιηού και τον σκότωσαν. Τον έθαψαν, όμως κανονικά. «Εγγονός του Ιωσαφάτ είναι», είπαν, «κι ο Ιωσαφάτ επιδίωκε να υπακούει τον Κύριο μ’ όλη του την καρδιά». Οι απόγονοι του Οχοζία δεν είχαν τη δύναμη να κρατήσουν τη βασιλεία. Η Γοθολία, μητέρα του Οχοζία, όταν είδε ότι ο γιος της ήταν νεκρός, διέταξε να εξοντώσουν όλους τους απογόνους της βασιλικής οικογένειας του Ιούδα. Αλλά η Ιεωσεβά, κόρη του βασιλιά Ιωράμ, άρπαξε κρυφά τον Ιωάς, γιο του Οχοζία, ανάμεσα από τους γιους του βασιλιά που επρόκειτο να θανατωθούν, και τον έκρυψε με την παραμάνα του σ’ ένα υπνοδωμάτιο του ναού. Η Ιεωσεβά, κόρη του Ιωράμ, ήταν γυναίκα του ιερέα Ιεωϊαδά και αδερφή του Οχοζία. Έτσι μπόρεσε κι έκρυψε τον Ιωάς από τη Γοθολία και δεν τον σκότωσε. Ο Ιωάς κρυβόταν στο ναό του Θεού μαζί με την παραμάνα του και τη θεία του έξι χρόνια, δηλαδή όσο χρόνο η Γοθολία βασίλευε στη χώρα. Τον έβδομο χρόνο ο ιερέας Ιεωϊαδά είχε αποκτήσει δύναμη. Πήρε, λοιπόν, κατά μέρος τους εκατόνταρχους, Αζαρία γιο του Ιωράμ, Ισμαήλ γιο του Ιωχανάν, Αζαρία γιο του Ωβήδ, Μαασεΐα, γιο του Αδαΐα και Ελισαφάτ, γιο του Ζαχαρία και έκανε μαζί τους συμφωνία. Αυτοί περιόδευσαν το βασίλειο του Ιούδα και συγκέντρωσαν απ’ όλες τις πόλεις τούς λευίτες και τους αρχηγούς των συγγενειών του Ισραήλ, και ήρθαν στην Ιερουσαλήμ. Συγκεντρώθηκαν όλοι στο ναό του Θεού κι έκαναν συμφωνία υποταγής στο βασιλιά. Ο Ιεωϊαδά τους είπε: «Αυτός είναι ο γιος του βασιλιά. Αυτός πρέπει να βασιλέψει, σύμφωνα με την υπόσχεση του Κυρίου για τους απογόνους του Δαβίδ. Να, λοιπόν, τι θα κάνετε: Όταν οι ιερείς και οι λευίτες θα αναλάβετε υπηρεσία το επόμενο Σάββατο, το ένα τρίτο από σας θα φυλάξει τις πύλες του ναού· το άλλο τρίτο θα φυλάξει το παλάτι του βασιλιά και το υπόλοιπο τρίτο την πύλη Ιεσώδ. Όλος ο λαός θα συγκεντρωθεί στις αυλές του ναού του Κυρίου. Κανείς άλλος όμως δε θα μπει στο ναό του Κυρίου, παρά μόνο οι ιερείς και όσοι από τους λευίτες έχουν υπηρεσία. Αυτοί μπορούν να μπαίνουν γιατί είναι καθιερωμένοι· όλος όμως ο άλλος λαός θα φυλάει την εντολή του Κυρίου και θα μένει απ’ έξω. Οι λευίτες θα περικυκλώσουν τον βασιλιά, καθένας με τα όπλα τους στα χέρια, και θα τον συνοδεύουν όπου κι αν πάει. Οποιοσδήποτε άλλος, όμως, προσπαθήσει να μπει στο ναό, θα θανατώνεται». Οι λευίτες και όλος ο λαός του Ιούδα έκαναν όπως ακριβώς τους διέταξε ο ιερέας Ιεωϊαδά. Συγκέντρωσε καθένας τους άντρες του, όσους επρόκειτο ν’ αρχίσουν υπηρεσία εκείνο το Σάββατο και όσους επρόκειτο να παραδώσουν υπηρεσία το ίδιο Σάββατο –ο Ιεωϊαδά δεν είχε απαλλάξει κανένα τμήμα. Ο Ιεωϊαδά έδωσε στους εκατόνταρχους τις λόγχες, τις μεγάλες και τις μικρές ασπίδες, που ανήκαν στο βασιλιά Δαβίδ και βρίσκονταν στο ναό του Θεού. Τοποθέτησε όλους τους άντρες, τον καθένα με το όπλο του στο χέρι, σε ημικύκλιο που ξεκινούσε, από τη δεξιά πλευρά του ναού, περνούσε από το θυσιαστήριο και κατέληγε στην αριστερή πλευρά του ναού, για να προστατεύσουν το βασιλιά. Τότε ο Ιεωϊαδά και οι γιοι του έφεραν έξω το γιο του βασιλιά, του φόρεσαν το στέμμα, του έδωσαν το έγγραφο της διαθήκης και τον ανακήρυξαν βασιλιά. Τον έχρισαν με λάδι και όλοι φώναζαν: «Ζήτω ο βασιλιάς!» Όταν άκουσε η Γοθολία το θόρυβο του λαού, που έτρεχε και εξυμνούσε το βασιλιά, ανακατεύτηκε με το πλήθος και ήρθε στο ναό του Κυρίου. Εκεί είδε το νεαρό βασιλιά να στέκεται πλάι στο στύλο στην είσοδο του ναού. Γύρω του στέκονταν οι αξιωματικοί και οι σαλπιγκτές, κι όλος ο λαός της χώρας πανηγύριζε και σάλπιζε με σάλπιγγες, ενώ οι ψάλτες με τα μουσικά όργανα κατεύθυναν τους ύμνους. Τότε η Γοθολία έσκισε τα φορέματά της και φώναξε: «Προδοσία! Προδοσία!» Ο ιερέας Ιεωϊαδά έβγαλε έξω τους εκατόνταρχους, που ήταν αρχηγοί του στρατού, και τους είπε: «Βγάλτε την έξω από τις γραμμές του στρατού, και όποιος την ακολουθήσει να θανατώνεται με ξίφος». Ο ιερέας είχε προστάξει να μη τη σκοτώσουν μέσα στο ναό του Κυρίου. Τη συνέλαβαν, λοιπόν, τη στιγμή που έφτανε στην είσοδο της πύλης των Αλόγων, που οδηγεί στο παλάτι του βασιλιά, και τη θανάτωσαν επί τόπου. Ο Ιεωϊαδά έκανε συμφωνία που δέσμευε το λαό, το βασιλιά και τον εαυτό του ότι θα είναι λαός του Κυρίου. Τότε το πλήθος κατευθύνθηκε στο ναό του Βάαλ και τον γκρέμισαν· κατέστρεψαν τα θυσιαστήριά του και τα είδωλά του και θανάτωσαν τον Ματθάν, ιερέα του Βάαλ, εκεί μπροστά στα θυσιαστήρια. Έπειτα ο Ιεωϊαδά διόρισε φρουρούς στο ναό του Κυρίου υπό την εξουσία των ιερέων-λευιτών. Αυτούς τους είχε διορίσει κατά ομάδες ο Δαβίδ, για να προσφέρουν τα ολοκαυτώματα στο ναό, όπως αναφέρεται στο νόμο του Μωυσή· ο Δαβίδ είχε ορίσει αυτή η υπηρεσία να γίνεται με χαρούμενες ωδές. Επίσης τοποθέτησε θυρωρούς στις πύλες του ναού του Κυρίου, για να μη μπαίνει σ’ αυτόν κανένας ακάθαρτος. Έπειτα συγκέντρωσε τους εκατόνταρχους, τους πρόκριτους και τους άρχοντες μαζί με όλο το λαό της χώρας και παρέλαβαν το βασιλιά από το ναό του Κυρίου, πέρασαν από την άνω πύλη και ήρθαν στ’ ανάκτορα, όπου και ενθρόνισαν τον Ιωάς με χαρούμενους πανηγυρισμούς. Έτσι ησύχασε η πόλη, αφού η Γοθολία είχε θανατωθεί. Ο Ιωάς έγινε βασιλιάς σε ηλικία εφτά ετών και βασίλεψε σαράντα χρόνια στην Ιερουσαλήμ. Η μητέρα του ονομαζόταν Σιβιά και καταγόταν από τη Βέερ-Σεβά. Ο Ιωάς έκανε το σωστό ενώπιον του Κυρίου όσον καιρό ζούσε ο ιερέας Ιεωϊαδά. Ο Ιεωϊαδά πήρε δύο γυναίκες και απέκτησε πολλούς γιους και κόρες. Μετά από αρκετόν καιρό ο Ιωάς αποφάσισε ν’ ανακαινίσει το ναό του Κυρίου. Συγκέντρωσε τους ιερείς και τους λευίτες και τους είπε: «Πηγαίνετε στις πόλεις του Ιούδα και συγκεντρώστε απ’ όλο το λαό χρήματα, για να έχετε να επισκευάζετε το ναό του Θεού σας κάθε χρόνο. Συντομέψτε όμως αυτή την υπόθεση». Οι λευίτες όμως δεν βιάζονταν. Έτσι ο βασιλιάς κάλεσε τον Ιεωϊαδά τον επικεφαλής τους και τον ρώτησε: «Γιατί δεν φρόντισες να φέρουν οι λευίτες από το λαό του Ιούδα και της Ιερουσαλήμ το φόρο που είχε ορίσει ο Μωυσής, ο δούλος του Κυρίου, στη συγκέντρωση των Ισραηλιτών, για τη σκηνή του Μαρτυρίου;» (Η Γοθολία, η ασεβής αυτή γυναίκα, και οι οπαδοί της είχαν παραμελήσει το ναό του Θεού, κι άρχισε να γκρεμίζεται· κι ακόμη είχαν προσφέρει όλα τα αφιερώματα του ναού του Κυρίου στους θεούς των Χαναναίων). Ο βασιλιάς, λοιπόν, διέταξε και κατασκεύασαν ένα κιβώτιο και το έβαλαν έξω από την είσοδο του ναού του Κυρίου, και παράγγειλαν στο λαό του Ιούδα και της Ιερουσαλήμ να φέρουν στον Κύριο το φόρο, που είχε ορίσει ο Μωυσής, ο δούλος του Θεού στους Ισραηλίτες, στην έρημο. Όλοι οι άρχοντες και ο λαός έφερναν με ευχαρίστηση κι έρριχναν μέσα στο κιβώτιο το φόρο τους, μέχρις ότου αυτό γέμιζε. Κάθε μέρα το κιβώτιο μεταφερόταν από τους λευίτες στους υπαλλήλους του βασιλιά για έλεγχο. Όταν αυτοί έβλεπαν ότι είχαν μαζευτεί πολλά χρήματα, ερχόταν ο γραμματέας του βασιλιά και ο επόπτης του αρχιερέα και άδειαζαν το κιβώτιο. Έπειτα οι λευίτες το έπαιρναν και το έβαζαν πάλι στη θέση του. Έτσι μάζεψαν πολλά χρήματα. Ο βασιλιάς και ο Ιεωϊαδά έδιναν τα χρήματα στους επιστάτες των εργασιών του ναού του Κυρίου, κι εκείνοι προσλάμβαναν χτίστες και ξυλουργούς, σιδηρουργούς και χαλκουργούς, για να επισκευάζουν το ναό. Οι εργάτες δούλευαν σκληρά και με την πείρα που είχαν τελείωσαν τις επισκευές στο ναό του Θεού και τον επανέφεραν στο αρχικό σχέδιό του, στέρεον όπως πριν. Όταν τελείωσαν, έφεραν τα υπόλοιπα χρήματα στο βασιλιά και στον Ιεωϊαδά και κατασκεύασαν μ’ αυτά σκεύη για το ναό του Κυρίου, σκεύη για τη λατρεία και για τις θυσίες των ολοκαυτωμάτων, πιατέλλες και άλλα αντικείμενα χρυσά και ασημένια. Όσο ζούσε ο Ιεωϊαδά πρόσφεραν κανονικά τα ολοκαυτώματα στο ναό του Κυρίου. Γέρασε όμως ο Ιεωϊαδά και πέθανε σε ηλικία εκατόν τριάντα ετών, αφού έζησε πολλά και καλά χρόνια. Τον έθαψαν στην Πόλη Δαβίδ μαζί με τους βασιλιάδες, γιατί είχε κάνει μεγάλο καλό στον Ισραήλ σχετικά με το Θεό και το ναό του. Αλλά μετά το θάνατο του Ιεωϊαδά οι άρχοντες του Ιούδα ήρθαν και υπέβαλαν τα σέβη τους στο βασιλιά. Εκείνος άκουσε τις εισηγήσεις τους κι έτσι ο λαός του Ιούδα και της Ιερουσαλήμ σταμάτησαν να λατρεύουν στο ναό τον Κύριο, το Θεό των προγόνων τους, και λάτρεψαν τις ξύλινες ιερές στήλες και τα άλλα είδωλα. Γι’ αυτή την ανομία τους ξέσπασε η οργή του Θεού εναντίον τους. Στη συνέχεια ο Θεός τούς έστειλε προφήτες, για να τους επαναφέρουν στον Κύριο. Οι προφήτες διαμαρτυρήθηκαν εναντίον τους, αλλά κανένας δεν τους άκουγε. Τότε το Πνεύμα του Θεού φώτισε το Ζαχαρία, γιο του ιερέα Ιεωϊαδά. Στάθηκε σ’ ένα μέρος που να τον βλέπει ο λαός και τους είπε: «Αυτά λέει ο Κύριος, ο Θεός: Γιατί παραβαίνετε τις εντολές του; Μην περιμένετε να προκόψετε! Επειδή εγκαταλείψατε τον Κύριο, σας εγκατέλειψε κι εκείνος». Τότε ο λαός έκαναν συνομωσία εναντίον του και με διαταγή του βασιλιά τον λιθοβόλησαν στην αυλή του ναού του Κυρίου. Έτσι ο Ιωάς, ξέχασε την καλοσύνη που του είχε δείξει ο Ιεωϊαδά, πατέρας του Ζαχαρία, και σκότωσε το γιο του. Ο Ζαχαρίας είπε πεθαίνοντας: «Ο Κύριος ας δει και ας κρίνει». Έτσι, προς το τέλος του χρόνου, ήρθε ο στρατός των Συρίων εναντίον του Ιωάς. Εισέβαλε στον Ιούδα και στην Ιερουσαλήμ και εξόντωσε όλους τους άρχοντες του λαού και όλα τα λάφυρα που πήρε τα έστειλε στο βασιλιά τους στη Δαμασκό. Ο στρατός αυτός των Συρίων δεν ήταν πολυάριθμος, αλλά ο Κύριος παρέδωσε στην εξουσία τους το μεγάλο στρατό του Ιούδα, γιατί ο λαός του Ιούδα είχαν εγκαταλείψει το Θεό των προγόνων τους. Έτσι τιμωρήθηκε ο Ιωάς. Όταν έφυγαν οι εχθροί κι ο βασιλιάς είχε μείνει βαριά τραυματισμένος, οι δούλοι του συνωμότησαν εναντίον του, επειδή είχε εκτελέσει το γιο του ιερέα Ιεωϊαδά, και τον σκότωσαν πάνω στο κρεβάτι του. Έτσι πέθανε ο Ιωάς και τον έθαψαν στην Πόλη Δαβίδ, όχι όμως στους βασιλικούς τάφους. Αυτοί που έκαναν τη συνωμοσία εναντίον του ήταν ο Ζαβάδ, γιος της Σιμεάθ της Αμμωνίτισας και ο Ιωζαβάδ, γιος της Σιμρίθ, της Μωαβίτισας. Ο κατάλογος των γιων του Ιωάς, οι πολλές προφητείες που απαγγέλθηκαν εναντίον του και η διήγηση για την ανακαίνιση του ναού του Θεού, όλα αυτά είναι καταχωρισμένα στο Υπόμνημα του βιβλίου των Βασιλιάδων. Στο θρόνο τον διαδέχτηκε ο γιος του ο Αμασίας. Ο Αμασίας έγινε βασιλιάς σε ηλικία είκοσι πέντε ετών και βασίλεψε είκοσι εννέα χρόνια στην Ιερουσαλήμ. Η μητέρα του ονομαζόταν Ιεωαδδάν και καταγόταν από την Ιερουσαλήμ. Ο Αμασίας έκανε το σωστό ενώπιον του Κυρίου, όχι όμως με καρδιά ειλικρινή. Αμέσως μόλις σταθεροποιήθηκε η βασιλεία του, θανάτωσε τους αξιωματούχους του που είχαν σκοτώσει το βασιλιά Ιωάς, τον πατέρα του. Δε θανάτωσε όμως και τα παιδιά τους, εφαρμόζοντας αυτό που είναι γραμμένο στο βιβλίο του νόμου του Μωυσή, όπου ο Κύριος διέταξε: «Δεν πρέπει να τιμωρούνται με θάνατο οι γονείς για τις αμαρτίες των παιδιών τους, ούτε τα παιδιά για τις αμαρτίες των γονιών τους. Ο καθένας θα τιμωρείται με θάνατο μόνο για τη δική του αμαρτία». Ο Αμασίας συγκέντρωσε το λαό του Ιούδα και της φυλής Βενιαμίν και διόρισε σ’ αυτούς κατά συγγένειες χιλίαρχους και εκατόνταρχους. Τους στρατολόγησε από είκοσι ετών και πάνω και τους βρήκε τριακόσιες χιλιάδες στρατεύσιμους, ικανούς να χειρίζονται το ακόντιο και την ασπίδα. Επί πλέον μίσθωσε από το βασίλειο του Ισραήλ, για εκατό τάλαντα ασήμι, εκατό χιλιάδες γενναίους πολεμιστές. Ήρθε όμως σ’ αυτόν ένας άνθρωπος του Θεού και του είπε: «Βασιλιά, ας μην έρθει μαζί σου ο στρατός του βασιλείου του Ισραήλ, γιατί ο Κύριος δεν είναι ούτε με τον Ισραήλ ούτε με κανέναν από τους Εφραϊμίτες. Αν θέλεις να πας, πήγαινε και κάνε και τις προετοιμασίες σου για τον πόλεμο· ο Θεός όμως θα σε τρέψει σε φυγή μπροστά από τους εχθρούς σου, γιατί μόνον αυτός έχει τη δύναμη να χαρίζει τη νίκη ή να φέρνει την ήττα». Ο Αμασίας απάντησε στον άνθρωπο του Θεού: «Τι θα κάνουμε όμως με τα εκατό τάλαντα, που τα ’χω δώσει κιόλας στο στρατό του Ισραήλ;» Ο άνθρωπος του Θεού απάντησε: «Ο Κύριος είναι δυνατός να σου δώσει περισσότερα απ’ αυτά». Τότε ο Αμασίας ξεχώρισε το στρατό που είχε έρθει σ’ αυτόν από τη φυλή Εφραΐμ και τους έστειλε πίσω στον τόπο τους. Αυτοί θύμωσαν εναντίον του λαού του Ιούδα κι επέστρεψαν στον τόπο τους φοβερά οργισμένοι. Ο Αμασίας όμως πήρε θάρρος και έφτασε επικεφαλής του στρατού του στην κοιλάδα του Άλατος, όπου σκότωσε δέκα χιλιάδες Εδωμίτες. Ο στρατός του Ιούδα συνέλαβε ακόμα δέκα χιλιάδες αιχμαλώτους και τους έφεραν στην άκρη του γκρεμού, απ’ όπου και τους γκρέμισαν και τσακίστηκαν όλοι. Οι στρατιώτες του Ισραήλ που ο Αμασίας τους έστειλε πίσω, γιατί δεν τους ήθελε να πολεμήσουν μαζί του, επιτεθήκαν στις πόλεις του Ιούδα, από τη Σαμάρεια μέχρι τη Βαιθ-Χωρών· σκότωσαν τρεις χιλιάδες από τους κατοίκους της και πήραν πολλά λάφυρα. Όταν ο Αμασίας γύρισε από τη σφαγή των Εδωμιτών, έφερε μαζί του και τους θεούς αυτών των ανθρώπων· τους έστησε για θεούς του, τους προσκύνησε και θυσίασε σ’ αυτούς. Η ενέργεια όμως αυτή άναψε το θυμό του Κυρίου εναντίον του Αμασία. Και έστειλε σ’ αυτόν έναν προφήτη, ο οποίος του είπε: «Γιατί στράφηκες προς τους θεούς του λαού εκείνου, αφού αυτοί δεν μπόρεσαν να γλιτώσουν το λαό τους όταν εσύ τους κατέστρεφες;» Ενώ μιλούσε ο προφήτης, ο βασιλιάς τού είπε: «Σύμβουλο σε κάναμε του βασιλιά; Πάψε γιατί θα πεθάνεις». Τότε ο προφήτης έπαψε, αλλά είπε: «Ξέρω ότι ο Θεός αποφάσισε να σε καταστρέψει, γι’ αυτό που έκανες και δεν άκουσες τη συμβουλή μου». Ο Αμασίας, βασιλιάς του Ιούδα, συμβουλεύτηκε τους αυλικούς του κι έστειλε αγγελιοφόρους στο βασιλιά του Ισραήλ Ιωάς, γιο του Ιωάχαζ και εγγονό του Ιηού, και του έλεγε: «Έλα ν’ αναμετρηθούμε!» Αλλά ο Ιωάς απάντησε στον Αμασία: «Το αγκάθι που ήταν στο Λίβανο παράγγειλε στον κέδρο του Λιβάνου: “δώσε τη θυγατέρα σου γυναίκα στο γιο μου”. Αλλά ένα άγριο ζώο του Λιβάνου πέρασε και καταπάτησε το αγκάθι. Εσύ τώρα όλο σκέφτεσαι ότι σύντριψες τους Εδωμίτες κι αυτό σε κάνει να περηφανεύεσαι και να θέλεις ν’ αποχτήσεις δόξα. Κάτσε εκεί που είσαι. Γιατί θες να προκαλέσεις συμφορά; Γιατί να σκοτωθείς εσύ και μαζί σου να ταλαιπωρηθεί κι ο λαός του Ιούδα;» Αλλά ο Αμασίας δεν άκουγε τίποτα. Κι ήταν αυτό από το Θεό, για να τους κάνει να νικηθούν από τους εχθρούς, επειδή λάτρεψαν τους θεούς των Εδωμιτών. Έτσι ο Ιωάς, βασιλιάς του Ισραήλ, πήγε κι αναμετρήθηκε με τον Αμασία, βασιλιά του Ιούδα, στη Βαιθ-Σεμές, πόλη που ανήκει στο βασίλειο του Ιούδα. Ο στρατός του Ιούδα νικήθηκε από αυτόν του Ισραήλ και οι στρατιώτες έφυγαν καθένας για το σπίτι του. Ο Ιωάς έπιασε αιχμάλωτο τον Αμασία στη Βαιθ-Σεμές και τον έφερε στην Ιερουσαλήμ. Εκεί γκρέμισε το τείχος της πόλης από την πύλη του Εφραΐμ ως την πύλη της Γωνίας, σε μάκρος περίπου τετρακοσίων πηχών. Πήρε όλο το χρυσάφι και το ασήμι από το ναό του Θεού, πήρε τα σκεύη που βρέθηκαν εκεί υπό τη φύλαξη του Ωβήδ-Εδώμ, κι επίσης τους θησαυρούς του παλατιού του βασιλιά, καθώς και αιχμαλώτους, και γύρισε στη Σαμάρεια. Μετά το θάνατο του Ιωάς, γιου του Ιωάχαζ και βασιλιά του Ισραήλ, ο Αμασίας, γιος του Ιωάς και βασιλιάς του Ιούδα, έζησε δεκαπέντε χρόνια. Η υπόλοιπη ιστορία του Αμασία, από την αρχή ως το τέλος είναι καταχωρισμένη στο Βιβλίο των Χρονικών των βασιλιάδων του Ιούδα και του Ισραήλ. Μετά από τότε που ο Αμασίας εγκατέλειψε τον Κύριο, εκδηλώθηκε συνωμοσία εναντίον του στην Ιερουσαλήμ. Αυτός κατέφυγε στη Λαχίς· οι εχθροί του όμως τον καταδίωξαν ως εκεί και τον σκότωσαν. Μετέφεραν τη σορό του στην πρωτεύουσα του βασιλείου του πάνω σε άμαξα που την έσερναν πολλά άλογα και τον έθαψαν μαζί με τους προγόνους του. Ο Ουζζίας, γιος του Αμασία, ήταν τότε δεκαέξι ετών κι ο λαός του Ιούδα έκανε αυτόν βασιλιά στη θέση του πατέρα του. Αυτός, μετά το θάνατο του πατέρα του, ανέκτησε υπέρ του Ιούδα την πόλη Ελάθ και την ανοικοδόμησε. Ο Ουζζίας έγινε βασιλιάς σε ηλικία δεκαέξι ετών και βασίλεψε πενήντα δύο χρόνια στην Ιερουσαλήμ. Η μητέρα του ονομαζόταν Ιεχαλία και καταγόταν από την Ιερουσαλήμ. Ο Ουζζίας έπραξε το σωστό ενώπιον του Κυρίου, όπως ακριβώς είχε κάνει κι ο Αμασίας, ο πατέρας του. Έκανε το θέλημα του Θεού όσο ζούσε ο Ζαχαρίας που τον συμβούλευε να σέβεται το Θεό. Κι όσον καιρό έκανε το θέλημα του Κυρίου, ο Θεός τού χάριζε επιτυχίες. Ο Ουζζίας έκανε πόλεμο εναντίον των Φιλισταίων. Γκρέμισε τα τείχη της Γαθ, της Ιαυνί και της Ασδώδ κι οχύρωσε πόλεις γύρω από την Ασδώδ και την υπόλοιπη χώρα των Φιλισταίων. Ο Θεός τον βοήθησε να νικήσει τους Φιλισταίους και τους Άραβες που κατοικούσαν στη Γουρ-Βαάλ, καθώς και τους Μιναίους, οι οποίοι έγιναν φόρου υποτελείς στον Ουζζία. Η φήμη του έφτασε μέχρι την Αίγυπτο, καθώς γινόταν όλο και πιο δυνατός. Ο Ουζζίας έχτισε γωνιακούς πύργους στην Ιερουσαλήμ, σε κάθε γωνία του τείχους της, στην πύλη της Γωνίας και στην πύλη της Κοιλάδας και τους οχύρωσε. Επίσης έχτισε πύργους στις έρημες περιοχές και άνοιξε πολλά πηγάδια, γιατί είχε πολλά κοπάδια στις πεδινές και στις λοφώδεις περιοχές. Επίσης είχε προσλάβει γεωργούς και αμπελουργούς στα βουνά και στις εύφορες περιοχές, γιατί αγαπούσε τη γεωργία. Ο Ουζζίας είχε στρατό ετοιμοπόλεμο, που έκανε οργανωμένες επιδρομές. Ήταν χωρισμένος σε τάγματα, όπως τους είχε απογράψει ο γραμματέας Ιεϊήλ και ο διοικητικός υπάλληλος Μαασεΐας, με την καθοδήγηση του Ανανία, ενός από τους στρατηγούς του βασιλιά. Όλοι αυτοί οι γενναίοι πολεμιστές, που υπάγονταν στις διαταγές δύο χιλιάδων εξακοσίων αρχηγών οικογενειών, αποτελούσαν μια στρατιωτική δύναμη τριακοσίων εφτά χιλιάδων πεντακοσίων αντρών, δυνατών και θαρραλέων, οι οποίοι υποστήριζαν το βασιλιά εναντίον των εχθρών του. Ο Ουζζίας εφοδίασε όλο το στρατό με ασπίδες, ακόντια, περικεφαλαίες, θώρακες, τόξα και πέτρες για σφενδόνες. Στην Ιερουσαλήμ κατασκεύασε μηχανές επινοημένες από ειδικούς, για να τοποθετούνται πάνω στους πύργους και στις γωνίες, και να ρίχνουν βέλη και πέτρες μεγάλες. Η φήμη του βασιλιά Ουζζία είχε εξαπλωθεί παντού, γιατί ο Θεός τον βοηθούσε με θαυμαστό τρόπο, κι απέκτησε μεγάλη δύναμη. Όταν όμως έγινε ισχυρός, υπερηφανεύθηκε κι αυτό ήταν η καταστροφή του. Έδειξε ασέβεια στον Κύριο το Θεό του: Μια μέρα μπήκε στο ναό του Κυρίου, για να προσφέρει ο ίδιος εύοσμο θυμίαμα στο θυσιαστήριο του θυμιάματος. Ο αρχιερέας Αζαρίας πήρε από πίσω το βασιλιά μαζί με ογδόντα θαρραλέους ιερείς του Κυρίου, οι οποίοι αντιστέκονταν στο βασιλιά και του έλεγαν: «Δεν επιτρέπεται, Ουζζία, να προσφέρεις εσύ θυμίαμα στον Κύριο! Μόνον οι ιερείς επιτρέπεται, οι απόγονοι του Ααρών, που είναι αφιερωμένοι σ’ αυτή την υπηρεσία. Βγες έξω από το αγιαστήριο! Ασέβησες στον Κύριο το Θεό και δεν θα έχεις πια την ευλογία του». Ο Ουζζίας, κρατώντας στο χέρι του το θυμιατήριο, έτοιμος να θυμιάσει, οργίστηκε εναντίον των ιερέων, κι αμέσως εμφανίστηκε λέπρα στο μέτωπό του εκεί μπροστά τους, μέσα στο ναό του Κυρίου, κοντά στο θυσιαστήριο του θυμιάματος. Ο αρχιερέας Αζαρίας και όλοι οι ιερείς, που τον κοίταζαν, είδαν τη λέπρα στο μέτωπό του. Έτρεξαν τότε να τον βγάλουν από το ναό· έτρεξε κι εκείνος, γιατί τον είχε χτυπήσει ο Κύριος. Ο βασιλιάς Ουζζίας έμεινε λεπρός ως το θάνατό του. Ήταν αναγκασμένος να κάθεται σε απομόνωση, αποκλεισμένος από το ναό του Κυρίου. Ο γιος του, ο Ιωάθαμ, ήταν επικεφαλής του ανακτόρου και κυβερνούσε το λαό της χώρας. Η υπόλοιπη ιστορία του Ουζζία, από την αρχή ως το τέλος, είναι γραμμένη από τον προφήτη Ησαΐα, γιο του Αμώς. Έτσι ο Ουζζίας πέθανε αλλά δεν τον έθαψαν με τους προγόνους του στο βασιλικό νεκροταφείο, αλλά σε παραπλήσιο μέρος, επειδή ήταν λεπρός. Στο θρόνο τον διαδέχτηκε ο γιος του ο Ιωθάμ. Ο Ιωθάμ έγινε βασιλιάς σε ηλικία είκοσι πέντε ετών και βασίλεψε δεκαέξι χρόνια στην Ιερουσαλήμ. Μητέρα του ήταν η Ιερουσά, κόρη του Σαδώκ. Ο Ιωθάμ έκανε το σωστό ενώπιον του Κυρίου, όπως ακριβώς είχε κάνει ο πατέρας του ο Ουζζίας, χωρίς βέβαια να διαπράξει το σφάλμα να μπει στο ναό του Κυρίου. Ο λαός όμως εξακολουθούσε να είναι διεφθαρμένος. Αυτός έχτισε την άνω πύλη του ναού του Κυρίου και επεξέτεινε το τείχος της περιοχής Οφήλ. Στα ορεινά του Ιούδα οχύρωσε πόλεις και στα δάση έχτισε φρούρια και πύργους. Πολέμησε το βασιλιά των Αμμωνιτών και τον νίκησε. Τότε οι Αμμωνίτες υποχρεώθηκαν να του πληρώνουν για τρία χρόνια φόρο υποτελείας εκατό τάλαντα ασήμι, δέκα χιλιάδες κορ σιτάρι και δέκα χιλιάδες κόρους κριθάρι κάθε χρόνο. Ο Ιωθάμ απέκτησε μεγάλη δύναμη, γιατί έκανε το σωστό ενώπιον του Κυρίου του Θεού του. Η υπόλοιπη ιστορία του Ιωθάμ είναι καταχωρισμένη στο βιβλίο των βασιλιάδων του Ισραήλ και του Ιούδα. Εκεί αναφέρονται οι πόλεμοι που έκανε, καθώς και τα έργα του. Είχε γίνει βασιλιάς σε ηλικία είκοσι πέντε ετών και βασίλεψε δεκαέξι χρόνια στην Ιερουσαλήμ. Όταν πέθανε, τον έθαψαν στην Πόλη Δαβίδ. Στο θρόνο τον διαδέχτηκε ο γιος του ο Άχαζ. Ο Άχαζ έγινε βασιλιάς σε ηλικία είκοσι ετών και βασίλεψε δεκαέξι χρόνια στην Ιερουσαλήμ. Δεν έκανε όμως το σωστό ενώπιον του Κυρίου, όπως είχε κάνει ο Δαβίδ ο πρόγονός του. Ακολούθησε το κακό παράδειγμα των βασιλιάδων του Ισραήλ. Κατασκεύασε είδωλα από χυτό μέταλλο για να λατρεύει τους θεούς των Χαναναίων και θυμίασε στην κοιλάδα Εννόμ· επίσης πρόσφερε τους γιους του ολοκαύτωμα στα είδωλα σύμφωνα με τα βδελυρά έθιμα των εθνών εκείνων, που ο Κύριος τα είχε διώξει από τη χώρα τους για να κατοικήσουν οι Ισραηλίτες. Επίσης πρόσφερε θυσίες και θυμιάματα στους ιερούς τόπους πάνω στους λόφους, κάτω από τις σκιές των δέντρων. Γι’ αυτό κι ο Κύριος, ο Θεός του, τον παρέδωσε στην εξουσία των εχθρών του: Τον νίκησε ο βασιλιάς των Συρίων· οι Σύριοι πήραν πολλούς αιχμαλώτους και τους έφεραν στη Δαμασκό. Επίσης τον νίκησε ο βασιλιάς του Ισραήλ Φεκάχ, γιος του Ρεμαλία, ο οποίος με μεγάλη σφαγή εξόντωσε σε μία μέρα εκατόν είκοσι χιλιάδες άντρες του Ιούδα, που ήταν όλοι γενναίοι πολεμιστές. Αυτό συνέβη επειδή ο λαός του Ιούδα εγκατέλειψαν τον Κύριο το Θεό των προγόνων τους. Ο Ζιχρί, ένας Εφραϊμίτης ήρωας, σκότωσε το Μαασεΐα, γιο του βασιλιά, τον Αζρικάμ, αρχηγό του παλατιού και τον Ελκανά, δεύτερον μετά το βασιλιά. Ο στρατός του Ισραήλ συνέλαβε από το λαό του Ιούδα διακόσιες χιλιάδες αιχμαλώτους, γυναίκες και παιδιά· πήραν ακόμη πολλά λάφυρα και τα έφεραν όλα στη Σαμάρεια. Στη Σαμάρεια ήταν ένας προφήτης του Κυρίου, που ονομαζόταν Ωδήδ. Αυτός συνάντησε το στράτευμα που κατευθυνόταν στην πόλη και τους είπε: «Ο Κύριος, ο Θεός των προγόνων σας, από το θυμό του εναντίον του Ιούδα, τους παρέδωσε όλους αυτούς στην εξουσία σας. Αλλά εσείς τους σφάξατε με μανία τέτοια, που ο απόηχός της έφτασε μέχρι τον ουρανό. Και τώρα σκεφτόσαστε να υποτάξετε το λαό του Ιούδα και της Ιερουσαλήμ για να τους έχετε δούλους σας. Εσείς δεν αμαρτάνετε ενάντια στον Κύριο το Θεό σας; Τώρα, λοιπόν, ακούστε με και επιστρέψτε τους αιχμαλώτους που συλλάβατε από τους συμπατριώτες σας, γιατί ο φοβερός θυμός του Κυρίου έρχεται κατά πάνω σας». Τότε, μερικοί από τους αρχηγούς των Εφραϊμιτών, ο Αζαρίας γιος του Ιωχανάν, ο Βαραχίας γιος του Μεσιλλεμώθ, ο Εζεκίας γιος του Σαλλούμ και ο Αμασά γιος του Χαλδαΐ, ξεσηκώθηκαν εναντίον αυτών που έρχονταν από την εκστρατεία: «Δε θα φέρετε εδώ τους αιχμαλώτους!» τους είπαν. «Αρκετά μεγάλη είναι η αμαρτία μας ενώπιον του Κυρίου και ο θυμός του φοβερός εναντίον του Ισραήλ. Γιατί θέλετε να προσθέσουμε κι άλλες αμαρτίες σ’ αυτές που ήδη έχουμε διαπράξει;» Έτσι, μπροστά στους άρχοντες και σ’ όλη τη συγκέντρωση οι πολεμιστές άφησαν ελεύθερους τους αιχμαλώτους κι επίσης εγκατέλειψαν τα λάφυρα. Ορίστηκαν ονομαστικά άντρες, οι οποίοι ανέλαβαν τους αιχμαλώτους και έντυσαν με ρούχα από τα λάφυρα όσους ήταν γυμνοί. Τους έβαλαν υποδήματα, τους έδωσαν να φάνε και να πιουν και τους άλειψαν με λάδι. Όσους ήταν εξαντλημένοι τους ανέβασαν στα γαϊδούρια και τους μετέφεραν στους συγγενείς τους στην Ιεριχώ, την πόλη με τις φοινικιές. Έπειτα οι Ισραηλίτες επέστρεψαν στην Σαμάρεια. Εκείνο τον καιρό ο βασιλιάς Άχαζ ζήτησε βοήθεια από το βασιλιά της Ασσυρίας, γιατί οι Εδωμίτες ήρθαν πάλι και επιτεθήκαν στο λαό του Ιούδα και πήραν αιχμαλώτους. Την ίδια εποχή οι Φιλισταίοι όρμησαν στις πόλεις της πεδινής και νότιας χώρας του Ιούδα και κυρίεψαν τη Βαιθ-Σεμές, την Αϊλών και τη Γεδηρώθ. Επίσης κατέλαβαν τις πόλεις Σοχώ, Τιμνά και Γιμζώ με τα περίχωρά τους και εγκαταστάθηκαν σ’ αυτές. Ο Κύριος ταπείνωσε το λαό του Ιούδα εξαιτίας του βασιλιά του Ιούδα Άχαζ, ο οποίος τους έκανε ν’ αμαρτήσουν, αλλά κι ο ίδιος προσωπικά πρόσβαλε κατάφωρα τον Κύριο. Ο Τιγλάθ-Πιλέσερ, βασιλιάς της Ασσυρίας, αντί να βοηθήσει τον Άχαζ, επιτέθηκε εναντίον του και τον έφερε σε απελπιστική θέση. Τότε, ο Άχαζ αναγκάστηκε ν’ αφαιρέσει μέρος από τους θησαυρούς του ναού του Κυρίου, του βασιλικού ανακτόρου και των αρχόντων του και να τα δώσει στο βασιλιά της Ασσυρίας, ο οποίος όμως τελικά δεν τον βοήθησε. Τον καιρό της απελπισίας του ο βασιλιάς Άχαζ ασέβησε ακόμα περισσότερο στον Κύριο: Θυσίαζε στους θεούς της Δαμασκού, μολονότι αυτοί τον είχαν νικήσει. «Αυτοί οι θεοί», έλεγε, «των Συρίων βασιλιάδων, βοηθάνε τους λαούς τους. Θα θυσιάσω, λοιπόν, κι εγώ σ’ αυτούς, για να με βοηθήσουν». Αυτοί όμως έγιναν η καταστροφή του ίδιου και του λαού του. Επιπλέον ο Άχαζ συγκέντρωσε τα ιερά σκεύη του ναού, τα κομμάτιασε και σφράγισε τις πόρτες του ναού του Κυρίου. Στη συνέχεια διέταξε και κατασκεύασαν θυσιαστήρια σε κάθε γωνιά στους δρόμους της Ιερουσαλήμ. Σε κάθε πόλη του Ιούδα καθιέρωσε ιερούς τόπους για να θυμιάζει στους ξένους θεούς και εξόργισε έτσι τον Κύριο, το Θεό των προγόνων του. Η υπόλοιπη ιστορία του Άχαζ, από την αρχή ως το τέλος, είναι καταχωρισμένη στο βιβλίο των βασιλιάδων του Ιούδα και του Ισραήλ. Εκεί αναφέρονται όλα τα έργα του. Όταν πέθανε, τον έθαψαν στην πόλη της Ιερουσαλήμ· δεν τον έφεραν όμως στους τάφους των βασιλιάδων του Ισραήλ. Στο θρόνο τον διαδέχτηκε ο γιος του ο Εζεκίας. Ο Εζεκίας έγινε βασιλιάς σε ηλικία είκοσι πέντε ετών και βασίλεψε είκοσι εννιά χρόνια στην Ιερουσαλήμ. Η μητέρα του ονομαζόταν Αβιά και ήταν κόρη του Ζαχαρία. Αυτός έπραξε το σωστό ενώπιον του Κυρίου, όπως ακριβώς είχε κάνει ο Δαβίδ, ο πρόγονός του. Τον πρώτο μήνα του πρώτου έτους της βασιλείας του, άνοιξε τις πόρτες του ναού του Κυρίου και τις επισκεύασε. Έπειτα κάλεσε τους ιερείς και τους λευίτες και τους συγκέντρωσε στην ανατολική αυλή του ναού. «Ακούστε με, λευίτες!» τους είπε, «εξαγνιστείτε τώρα κι εξαγνίστε και το ναό του Κυρίου, του Θεού των προγόνων σας· πετάξτε μακριά κάθε μιαρό αντικείμενο. Οι πατεράδες μας ασέβησαν και έπραξαν ό,τι δυσαρεστεί τον Κύριο το Θεό μας. Τον εγκατέλειψαν, αδιαφόρησαν για την κατοικία του και του γύρισαν τα νώτα. Σφράγισαν ακόμη και τις πόρτες του ναού, έσβησαν τους λύχνους και δε θυμίαζαν ούτε πρόσφεραν πια ολοκαυτώματα στο αγιαστήριο του Θεού του λαού Ισραήλ. Γι’ αυτό ξέσπασε η οργή του Κυρίου ενάντια στο λαό του Ιούδα και της Ιερουσαλήμ, και τους έκανε ώστε όσοι τους βλέπουν να τρομάζουν, να νιώθουν φρίκη και να τους χλευάζουν, όπως κι εσείς το βλέπετε με τα ίδια σας τα μάτια. Γι’ αυτό οι πατεράδες σας σκοτώθηκαν στον πόλεμο και οι γυναίκες μας και τα παιδιά μας σύρθηκαν στην αιχμαλωσία. Τώρα, λοιπόν, θέλω να κάνω διαθήκη με τον Κύριο, το Θεό του Ισραήλ, για να πάψει να είναι οργισμένος μαζί μας. Μη δείξετε αδιαφορία, παιδιά μου, γιατί εσάς διάλεξε ο Κύριος να στέκεστε ενώπιόν του, έτοιμοι να τον υπηρετείτε ως λειτουργοί του και να του προσφέρετε θυμίαμα». Τότε σηκώθηκαν μπροστά οι παρακάτω λευίτες: Από τους απογόνους των Κααθιτών: οι Μαχάθ, γιος του Αμασαΐ και Ιωήλ, γιος του Αζαρία· από τους απογόνους των Μεραριτών: οι Κις, γιος του Αβδί και Αζαρίας, γιος του Ιαλλελεήλ· από τους απογόνους των Γηρσωνιτών: οι Ιωάχ, γιος του Ζιμμά και Εδέν, γιος του Ιωάχ. Από τους απογόνους του Ελισαφάν: οι Σιμρί και Ιεϊήλ· από τους απογόνους του Ασάφ: οι Ζαχαρίας και Ματανίας· από τους απογόνους του Αιμάν: οι Ιεχιήλ και Σιμεΐ· από τους απογόνους του Ιεδουθούν: οι Σεμαΐας και Ουζζιήλ. Αυτοί συγκέντρωσαν τα μέλη των αντίστοιχων συγγενειών τους και αφού εξαγνίστηκαν όλοι, πήγαν να εξαγνίσουν το ναό του Κυρίου με διαταγή του βασιλιά, σύμφωνα με τους λόγους του Κυρίου. Οι ιερείς μπήκαν στο ναό για να εξαγνίσουν το εσωτερικό του. Αφού έβγαλαν έξω στην αυλή του ναού όλα τα μιαρά αντικείμενα που βρήκαν, τα πήραν οι λευίτες και τα μετέφεραν έξω από την πόλη, στο χείμαρρο των Κέδρων. Την πρώτη μέρα του πρώτου μήνα άρχισαν τον εξαγνισμό του ναού του Κυρίου και την όγδοη μέρα έφτασαν στον πρόναο. Έτσι, ολοκλήρωσαν την κάθαρση σε οχτώ ημέρες· τη δέκατη έκτη του πρώτου μήνα είχαν τελειώσει. Έπειτα οι λευίτες ήρθαν στα ανάκτορα, παρουσιάστηκαν στο βασιλιά Εζεκία και του είπαν: «Εξαγνίσαμε όλο το ναό του Κυρίου, το θυσιαστήριο του ολοκαυτώματος κι όλα τα σκεύη του, την τράπεζα της προθέσεως και όλα τα σκεύη της. Όλα τα σκεύη που είχε μολύνει ο ασεβής βασιλιάς Άχαζ την εποχή της βασιλείας του, τα αγιάσαμε και είναι έτοιμα. Βρίσκονται τώρα τοποθετημένα μπροστά στο θυσιαστήριο του Κυρίου». Την άλλη μέρα το πρωί σηκώθηκε ο βασιλιάς Εζεκίας, συγκέντρωσε τους άρχοντες της πόλης και ανέβηκε στο ναό του Κυρίου. Έφεραν να θυσιάσουν εφτά βόδια, εφτά κριάρια, εφτά αρνιά κι εφτά τράγους, για να επιτύχουν την εξιλέωση της αμαρτίας στη βασιλική οικογένεια, στο αγιαστήριο και στο λαό του Ιούδα. Ο βασιλιάς διέταξε τους ιερείς, τους απογόνους του Ααρών, να προσφέρουν τις θυσίες στο θυσιαστήριο του Κυρίου. Οι ιερείς έσφαξαν τα βόδια και με το αίμα τους ράντισαν το θυσιαστήριο· μετά έσφαξαν τα κριάρια και τα αρνιά και κάθε φορά ράντιζαν με το αίμα τους το θυσιαστήριο. Τέλος έφεραν μπροστά στο βασιλιά και στη συγκέντρωση τους τράγους για τη θυσία εξιλέωσης· ο βασιλιάς και οι συγκεντρωμένοι έβαλαν τα χέρια τους πάνω σ’ αυτούς. Οι ιερείς τούς έσφαξαν και έχυσαν το αίμα τους στο θυσιαστήριο για να επιτύχουν την εξιλέωση της αμαρτίας όλου του λαού. Ο βασιλιάς είχε διατάξει να προσφερθεί το ολοκαύτωμα και η θυσία εξιλέωσης για λογαριασμό όλου του λαού. Έπειτα ο βασιλιάς τοποθέτησε τους λευίτες στο ναό του Κυρίου με κύμβαλα, με άρπες και με κιθάρες, όπως τα είχε καθιερώσει ο Δαβίδ και οι Βλέποντες του βασιλιά Γαδ και Νάθαν, οι οποίοι ως προφήτες του Κυρίου είχαν μεταβιβάσει σχετική εντολή του. Οι λευίτες πήραν θέσεις κρατώντας τα μουσικά όργανα, που είχαν κατασκευαστεί επί Δαβίδ, και οι ιερείς κρατώντας σάλπιγγες. Ο Εζεκίας διέταξε να προσφέρουν το ολοκαύτωμα στο θυσιαστήριο· κι όταν άρχισε η προσφορά του ολοκαυτώματος, άρχισαν οι ιερείς και οι λευίτες να ψάλλουν προς τιμήν του Κυρίου με τη συνοδεία των σαλπίγγων και των μουσικών οργάνων του Δαβίδ, βασιλιά των Ισραηλιτών. Τότε όλη η σύναξη προσκύνησε, ενώ οι ψάλτες έψαλλαν και οι σαλπιγκτές σάλπιζαν. Αυτό συνεχίστηκε μέχρις ότου τέλειωσε το ολοκαύτωμα. Μετά ο βασιλιάς και όλοι οι παρευρισκόμενοι έσκυψαν και προσκύνησαν. Ο βασιλιάς Εζεκίας και οι άρχοντες παρότρυναν τους λευίτες να συνεχίσουν να ψάλλουν στον Κύριο τους ψαλμούς του Δαβίδ και του Ασάφ, του Βλέποντος. Έτσι, αφού έψαλαν με χαρά, έσκυψαν όλοι τα κεφάλια τους και προσκύνησαν το Θεό. Τότε, ο βασιλιάς πήρε το λόγο και είπε στο λαό: «Τώρα που έχετε εξαγνιστεί ενώπιον του Κυρίου, πλησιάστε να προσφέρετε θυσίες κι ευχαριστήριες προσφορές στο ναό του Κυρίου». Έτσι όλοι οι συγκεντρωμένοι άρχισαν να προσφέρουν θυσίες και ευχαριστήριες προσφορές· κι αν κανένας ήθελε, πρόσφερε και ολοκαυτώματα. Ο αριθμός των ολοκαυτωμάτων που πρόσφερε η σύναξη στον Κύριο ήταν εβδομήντα βόδια, εκατό κριάρια και διακόσια αρνιά. Τα ζώα που προσφέρθηκαν για τις άλλες θυσίες ήταν εξακόσια βόδια και τρεις χιλιάδες πρόβατα. Οι ιερείς όμως ήταν λίγοι και δεν προλάβαιναν να γδέρνουν όλα τα ζώα που προορίζονταν για τα ολοκαυτώματα· γι’ αυτό οι συγγενείς τους λευίτες τους βοήθησαν μέχρις ότου τελείωσε το έργο και μέχρις ότου εξαγνίστηκαν και άλλοι ιερείς· οι λευίτες ήταν πιο πρόθυμοι να εξαγνιστούν παρά οι ιερείς. Ακόμα, εκτός του μεγάλου αριθμού των ολοκαυτωμάτων, προσφέρθηκαν και τα παχειά μέρη των θυσιών κοινωνίας και οι σπονδές για κάθε ολοκαύτωμα. Έτσι ξανάρχισε η λατρεία στο ναό του Κυρίου. Ο Εζεκίας κι όλος ο λαός ήταν πανευτυχείς για τα όσα είχε κάνει γι’ αυτούς ο Θεός, και γιατί οι μεταρρυθμίσεις αυτές είχαν γίνει χωρίς καθυστέρηση. Οι ταχυδρόμοι πήγαν σε όλες τις περιοχές του Ιούδα και του Ισραήλ με τις επιστολές που τις υπέγραφε ο βασιλιάς και οι άρχοντες, και διακήρυτταν σύμφωνα με διαταγή του βασιλιά: «Ισραηλίτες, εσείς που γλιτώσατε από τους Ασσυρίους, επιστρέψτε τώρα στον Κύριο το Θεό του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ, και θα επιστρέψει κι εκείνος σ’ εσάς! Μην κάνετε ό,τι έκαναν οι πατεράδες σας και τ’ αδέρφια σας, που ασέβησαν στον Κύριο το Θεό των προγόνων τους. Βλέπετε πώς ο Κύριος σχεδόν τους εξαφάνισε. Μη γίνεστε πεισματάρηδες σαν τους προγόνους σας, αλλά υποταχθείτε στον Κύριο το Θεό. Ελάτε και λατρέψτε τον στο ναό που αυτός αγίασε για πάντα, για να πάψει να είναι θυμωμένος μαζί σας. Αν εσείς επιστρέψετε στον Κύριο, τότε εκείνοι που έχουν αιχμαλωτίσει τους συμπατριώτες σας και τα μέλη των οικογενειών σας, θα τους μεταχειριστούν ευνοϊκά και θα τους ξαναστείλουν πίσω σ’ αυτήν εδώ τη χώρα. Πράγματι, ο Κύριος ο Θεός σας είναι σπλαχνικός και φιλάνθρωπος και θα πάψει να σας αποστρέφεται, αν επιστρέψετε σ’ αυτόν». Οι αγγελιοφόροι πέρασαν από πόλη σε πόλη από τις περιοχές των φυλών Εφραΐμ και Μανασσή μέχρι και τη φυλή Ζαβουλών, αλλά εκείνοι τους περιγελούσαν και τους ειρωνεύονταν. Μόνο λίγοι από τις φυλές Ασήρ, Μανασσή και Ζαβουλών ταπεινώθηκαν και ήρθαν στην Ιερουσαλήμ. Στο βασίλειο του Ιούδα ο Θεός βοηθούσε το λαό ώστε όλοι με μια καρδιά να υπακούουν στο λόγο του, εκτελώντας τις διαταγές του βασιλιά και των αρχόντων. Το δεύτερο μήνα συγκεντρώθηκε στην Ιερουσαλήμ πολύς λαός, για να γιορτάσει την εορτή των Αζύμων. Ήταν μια πάρα πολύ μεγάλη συγκέντρωση. Πρώτα απ’ όλα σήκωσαν όλα τα θυσιαστήρια που υπήρχαν στην πόλη, μαζί και τα θυσιαστήρια του θυμιάματος και τα έριξαν στο χείμαρρο των Κέδρων. Τη δέκατη τέταρτη μέρα του δεύτερου μήνα έσφαξαν τα αρνιά του Πάσχα. Οι ιερείς και οι λευίτες ντρέπονταν που ήταν ακάθαρτοι· εξαγνίστηκαν, λοιπόν, και πρόσφεραν ολοκαυτώματα στο ναό του Κυρίου. Στέκονταν στις θέσεις τους, όπως πρόβλεπε ο κανονισμός, σύμφωνα με το νόμο του Μωϋσή, του ανθρώπου του Θεού. Οι ιερείς ράντιζαν με το αίμα, που το έπαιρναν από τα χέρια των λευιτών. Επειδή στη συγκέντρωση υπήρχαν πολλοί που δεν είχαν εξαγνιστεί, οι λευίτες ανέλαβαν το σφάξιμο των αρνιών όσων δεν ήταν σε θέση να τα προσφέρουν οι ίδιοι στον Κύριο. Ο Κύριος άκουσε τον Εζεκία και δεν τιμώρησε το λαό. Οι Ισραηλίτες, που βρέθηκαν στην Ιερουσαλήμ, γιόρτασαν την εορτή των Αζύμων για εφτά μέρες με πολλούς πανηγυρισμούς. Οι λευίτες και οι ιερείς υμνούσαν κάθε μέρα τον Κύριο ψάλλοντας σ’ αυτόν με δυνατά όργανα. Ο Εζεκίας επαίνεσε όλους τους λευίτες για τη μεγάλη επιμέλεια με την οποία εκτέλεσαν την υπηρεσία τους ενώπιον του Κυρίου. Μετά τις εφτά μέρες της γιορτής, όπου όλοι έτρωγαν και πρόσφεραν θυσίες κοινωνίας δοξολογώντας τον Κύριο, το Θεό των προγόνων τους, η συγκέντρωση αποφάσισε να γιορτάσουν άλλες εφτά μέρες με πανηγυρισμούς· έτσι κι έκαναν. Ο βασιλιάς του Ιούδα Εζεκίας πρόσφερε στη συγκέντρωση χίλια βόδια κι εφτά χιλιάδες πρόβατα· επίσης οι άρχοντες πρόσφεραν στη συγκέντρωση άλλα χίλια βόδια και δέκα χιλιάδες πρόβατα. Και πολλοί ιερείς εξαγνίστηκαν. Όλοι ήταν πανευτυχείς: ο λαός του Ιούδα, οι ιερείς, οι λευίτες και όσοι είχαν έρθει από το βασίλειο του Ισραήλ. Επίσης οι ξένοι που είχαν έρθει ειδικά για τη γιορτή, τόσο από τον Ισραήλ όσο κι από τον Ιούδα. Στην Ιερουσαλήμ έγιναν μεγάλοι πανηγυρισμοί. Από τον καιρό του Σολομώντα, γιου του Δαβίδ και βασιλιά του Ισραήλ, δεν είχε ξαναγίνει τέτοια γιορτή στην πόλη. Μετά απ’ αυτά οι ιερείς-λευίτες σηκώθηκαν κι ευλόγησαν το λαό. Ο Θεός τούς άκουσε από το άγιο κατοικητήριό του στους ουρανούς κι απάντησε στην προσευχή τους. Όταν τέλειωσε η γιορτή, όλοι οι Ισραηλίτες που βρίσκονταν στην Ιερουσαλήμ, βγήκαν στις πόλεις του Ιούδα και κομμάτιασαν όλες τις πέτρινες και τις ξύλινες λατρευτικές στήλες και ισοπέδωσαν τους ιερούς τόπους με τα θυσιαστήριά τους. Τις ίδιες καταστροφές έκαναν και στην υπόλοιπη περιοχή της φυλής Ιούδα κι επίσης στις περιοχές των φυλών Βενιαμίν, Εφραΐμ και Μανασσή. Έπειτα γύρισαν καθένας στο σπίτι του, στην πόλη του. Ο Εζεκίας αναδιοργάνωσε τις τάξεις των ιερέων και των λευιτών και τους ανέθεσε υπηρεσίες μέσα κι έξω από το ναό: Τους ιερείς τους διόρισε να προσφέρουν τα ολοκαυτώματα και τις θυσίες κοινωνίας, και στους λευίτες ανέθεσε να τους βοηθούν κι επίσης να δίνουν την ευλογία στον Κύριο με μουσικά όργανα και υμνωδίες. Επίσης καθόρισε τη συμμετοχή του βασιλιά από τα υπάρχοντά του στα πρωϊνά και βραδινά ολοκαυτώματα, στα ολοκαυτώματα των Σαββάτων, των νουμηνιών και των επίσημων εορτών, σύμφωνα με τα γραμμένα στο νόμο του Κυρίου. Έπειτα ο βασιλιάς διέταξε όλους τους κατοίκους της Ιερουσαλήμ, να συνεισφέρουν το μερίδιο που δικαιούνταν να παίρνουν οι ιερείς και οι λευίτες, ώστε αυτοί να μπορούν να αφιερώνουν όλο το χρόνο τους στην εκτέλεση του νόμου του Κυρίου. Όταν κοινοποιήθηκε η διαταγή, οι Ισραηλίτες έφεραν από τα πρωτογεννήματά τους μεγάλες ποσότητες σιτάρι, νέο κρασί, λάδι και μέλι. Έτσι, το δέκατο που έφεραν από κάθε προϊόν ήταν άφθονο. Επίσης οι κάτοικοι των πόλεων του Ιούδα, είτε αυτοί ανήκαν στο βασίλειο του Ιούδα είτε στου Ισραήλ, έφεραν το δέκατο από τα βόδια τους, από τα πρόβατά τους κι από τα αφιερώματα που προορίζονταν για τον Κύριο το Θεό και τα έβαλαν σε σωρούς. Τον τρίτο μήνα του έτους άρχισαν να σχηματίζουν τους σωρούς και τον έβδομο μήνα τέλειωσαν. Όταν ο Εζεκίας και οι άρχοντες ήρθαν και είδαν τις μεγάλες αυτές ποσότητες, ευλόγησαν τον Κύριο και το λαό του τον Ισραήλ. Έπειτα, ο Εζεκίας ρώτησε τους ιερείς και τους λευίτες για τους σωρούς, και ο αρχιερέας Αζαρίας, απόγονος του Σαδώκ, του απάντησε: «Από τότε που ο λαός άρχισε να φέρνει τις προσφορές στο ναό του Κυρίου, φάγαμε και χορτάσαμε και περίσσεψαν πολλά. Η αφθονία αυτή υπάρχει επειδή ο Κύριος ευλόγησε το λαό του». Τότε ο Εζεκίας διέταξε να ετοιμάσουν αποθηκευτικούς χώρους στο ναό του Κυρίου. Τους ετοίμασαν και φύλαξαν μέσα σ’ αυτούς τα πρωτογεννήματα, τις δεκάτες και τα αφιερώματα. Επόπτης όλων αυτών διορίστηκε ο λευίτης Κωνανίας, με βοηθό τον αδερφό του το Σιμεΐ. Οι Ιεχιήλ, Ασαζίας, Νάχαθ, Ασαήλ, Ιεριμώθ, Ιωζαβάδ, Ελιήλ, Ιαμαχίας, Μαχάθ και Βεναΐας ήταν επόπτες του ναού υπό την οδηγία του Κωνανία και του Σιμεΐ του αδερφού του, σύμφωνα με εντολή του βασιλιά Εζεκία και του Αζαρία, αρχιερέα του ναού του Θεού. Ο Κωρή, γιος του λευίτη Ιμνά και θυρωρός της ανατολικής πύλης του ναού, ήταν επόπτης για τις προαιρετικές προσφορές που έφερναν στο Θεό· αυτός ξεχώριζε τις προσφορές που διαμοιράζονταν στους ιερείς από τα αγιότατα τμήματα των προσφορών, που ούτε οι ιερείς επιτρεπόταν να τα φάνε. Επίσης, στις διαταγές του Κωρή ήταν οι Εδέν, Μινιαμίν, Ιησούς, Σεμαΐας, Αμαρίας και Σεχανίας. Αυτοί ήταν εγκατεστημένοι στις πόλεις των ιερέων, υπεύθυνοι να μοιράζουν την τροφή στους συναδέλφους των σύμφωνα με τις τάξεις τους, εξίσου σε μεγάλους και μικρούς. Όλοι οι αρσενικοί, από τριών ετών και πάνω, που είχαν καταγραφεί στους γενεαλογικούς καταλόγους, έπαιρναν μερίδιο, εκτός από τους ιερείς εκείνους, που η τάξη τους έπρεπε να πάει στην Ιερουσαλήμ για να εκτελέσει τα καθημερινά της καθήκοντα. Η καταγραφή των ιερέων είχε γίνει κατά συγγένειες. Αλλά οι κατάλογοι των λευιτών είχαν καταρτιστεί σύμφωνα με τις τάξεις τους και τα καθήκοντά τους, στα οποία ήταν διορισμένοι από ηλικία είκοσι ετών. Οι ιερείς και οι λευίτες είχαν καταγραφεί μαζί με τις οικογένειές τους, τις γυναίκες τους, τους γιους τους και τις κόρες τους. Οι οικογένειές τους θεωρούνταν καθαρές, όπως και οι άντρες, οι οποίοι ήταν πάντοτε έτοιμοι να εκτελέσουν τις ιερές υποχρεώσεις τους για λογαριασμό της συγκέντρωσης. Όσο για τους ιερείς απογόνους του Ααρών, που ζούσαν στα περίχωρα των πόλεων των ιερέων, είχαν κι αυτοί σε κάθε πόλη ανθρώπους διορισμένους ονομαστικώς για να διανέμουν τα μερίδιά τους σε όλα τα αρσενικά των οικογενειών των ιερέων, καθώς και στους λευίτες, που ήταν καταχωρισμένοι στους καταλόγους των λευιτών. Έτσι έκανε ο Εζεκίας σ’ όλο το βασίλειο του Ιούδα. Έπραξε ό,τι ήταν καλό και σωστό και ό,τι ευχαριστούσε τον Κύριο το Θεό του. Κάθε έργο που άρχιζε για να επισκευάσει το ναό του Θεού, ή για να επιβάλει το νόμο και τις εντολές του, το έκανε προσπαθώντας να γνωρίσει το θέλημα του Θεού· ενεργούσε έτσι μ’ όλη του την καρδιά, και ο Θεός τού χάριζε την επιτυχία. Μετά απ’ αυτά τα γεγονότα και την τόση πιστότητα του Εζεκία προς το Θεό, ο Σενναχηρίμ, βασιλιάς της Ασσυρίας, εισέβαλε στο βασίλειο του Ιούδα και πολιόρκησε όλες τις οχυρές πόλεις με σκοπό να τις κυριέψει. Όταν ο Εζεκίας είδε ότι ο Σενναχηρίμ είχε έρθει με σκοπό να πολεμήσει εναντίον της Ιερουσαλήμ, πρότεινε στους άρχοντές του και στους αξιωματικούς του στρατού του να φράξει τα νερά των πηγών που βρίσκονταν έξω από την πόλη· εκείνοι υιοθέτησαν την πρότασή του. «Πράγματι», είπαν· «γιατί να έρχονται οι βασιλιάδες της Ασσυρίας και να βρίσκουν άφθονο νερό;» Συγκεντρώθηκε λοιπόν πολύς λαός και έφραζε όλες τις πηγές και τον ποταμό, που περνάει μέσα από τη χώρα. Τότε ο βασιλιάς ενθαρρύνθηκε κι επισκεύασε τα κατεστραμμένα τμήματα του τείχους της πόλης, έχτισε πύργους πάνω σ’ αυτό κι έχτισε κι άλλο ένα τείχος, εξωτερικό. Επισκεύασε τη Μιλλώ στην Πόλη Δαβίδ, και κατασκεύασε όπλα και ασπίδες πολλές. Τέλος, διόρισε αξιωματικούς του στρατού να είναι αρχηγοί του λαού της πόλης. Μετά συγκέντρωσε όλους αυτούς κοντά του στην πλατεία της πύλης της πόλης και τους εμψύχωσε. «Φανείτε θαρραλέοι και δυνατοί», τους είπε. «Μη φοβάστε τίποτα και μη δειλιάζετε μπροστά στο βασιλιά της Ασσυρίας και στο πλήθος που είναι μαζί του! Εμείς έχουμε κάτι περισσότερο από κείνον. Αυτός έχει ανθρώπινη δύναμη, αλλά εμείς έχουμε τον Κύριο το Θεό μας, που μας βοηθάει και πολεμάει για μας». Έτσι ο λαός πήρε θάρρος από τα λόγια του βασιλιά Εζεκία. Μετά απ’ αυτά, ο βασιλιάς της Ασσυρίας Σενναχηρίμ, ενώ πολιορκούσε τη Λαχίς με όλη του τη στρατιωτική δύναμη, έστειλε ανθρώπους του στην Ιερουσαλήμ, στο βασιλιά Εζεκία και στο λαό του Ιούδα, που ήταν συγκεντρωμένος εκεί, μ’ αυτό το μήνυμα: «Αυτά λέει ο Σενναχηρίμ, βασιλιάς της Ασσυρίας: Πού στηρίζεστε και μένετε στην Ιερουσαλήμ, η οποία πολιορκείται; Ο Εζεκίας σάς λέει ότι ο Κύριος ο Θεός σας θα σας γλιτώσει από την εξουσία μου. Σας εξαπατάει, όμως, και θα σας αφήσει να πεθάνετε από την πείνα και τη δίψα. Μήπως ο ίδιος ο Εζεκίας δεν κατήργησε τους ιερούς τόπους και τα θυσιαστήρια του Κυρίου και διέταξε το λαό του Ιούδα και της Ιερουσαλήμ να εκτελούν τα της λατρείας τους μπροστά σε ένα μόνο θυσιαστήριο και να θυμιάζουν πάνω σ’ αυτό; Ξέρετε τι έκανα εγώ και οι πρόγονοί μου σ’ όλους τους λαούς των άλλων χωρών; Μπόρεσαν οι θεοί εκείνοι να γλιτώσουν τις χώρες τους από την εξουσία μου; Ποιος από τους θεούς των εθνών εκείνων, που οι πρόγονοί μου κατέστρεψαν, μπόρεσε να γλιτώσει το λαό του από την εξουσία μου, για να μπορέσει να σας γλιτώσει κι ο δικός σας Θεός; Τώρα, λοιπόν, μη σας κοροϊδεύει ο Εζεκίας και μην τον αφήνετε να σας εξαπατάει μ’ αυτόν τον τρόπο! Μην τον πιστεύετε! Κανένας θεός οποιουδήποτε έθνους ή βασιλείου δεν μπόρεσε να γλιτώσει το λαό του από την εξουσία τη δική μου και των προγόνων μου. Πολύ λιγότερο ο Θεός σας θα μπορέσει να σας γλιτώσει από μένα». Μίλησαν ακόμα οι άνθρωποί του εναντίον Κυρίου του Θεού και εναντίον του δούλου του, του Εζεκία. Ο Σενναχηρίμ έγραψε ακόμη επιστολές για να προσβάλει τον Κύριο, το Θεό του Ισραήλ και να τον εξυβρίσει. «Όπως οι θεοί των εθνών των άλλων χωρών», έγραφε, «δεν μπόρεσαν να γλιτώσουν το λαό τους από την κυριαρχία μου, έτσι και ο Θεός του Εζεκία δεν θα γλιτώσει το λαό του». Μετά οι αξιωματούχοι του Σενναχηρίμ φώναξαν δυνατά στα εβραϊκά προς το λαό της Ιερουσαλήμ, που ήταν πάνω στο τείχος, για να τους κάνουν να χάσουν το ηθικό τους κι έτσι να μπορέσουν να κυριέψουν την πόλη. Μίλησαν για το Θεό της Ιερουσαλήμ με τον ίδιο τρόπο που μιλούσαν για τους θεούς των άλλων λαών της γης, θεούς που είναι ανθρώπινα κατασκευάσματα. Τότε ο βασιλιάς Εζεκίας και ο προφήτης Ησαΐας, γιος του Αμώς, προσευχήθηκαν στο Θεό για βοήθεια. Ο Κύριος έστειλε έναν άγγελο, ο οποίος εξόντωσε όλους τους γενναίους πολεμιστές και όλους τους αξιωματικούς του στρατού στο στρατόπεδο του βασιλιά της Ασσυρίας. Ο Σενναχηρίμ γύρισε στη χώρα του καταντροπιασμένος· κι όταν μια μέρα μπήκε στο ναό του θεού του, τα ίδια του τα παιδιά τον θανάτωσαν εκεί με ξίφος. Έτσι γλίτωσε ο Κύριος τον Εζεκία και τους κατοίκους της Ιερουσαλήμ από το Σενναχηρίμ, βασιλιά της Ασσυρίας κι από όλους τους άλλους εχθρούς, και τους εξασφάλισε ειρήνη από παντού. Πολλοί έφεραν προσφορές στον Κύριο, στην Ιερουσαλήμ, και πολύτιμα δώρα στον Εζεκία, βασιλιά του Ιούδα, ο οποίος από τότε ανέβηκε στην εκτίμηση όλων των λαών. Εκείνο τον καιρό ο Εζεκίας αρρώστησε βαριά, να πεθάνει. Προσευχήθηκε, λοιπόν, στον Κύριο κι εκείνος τον άκουσε και του έδωσε σημείο βεβαιωτικό της θεραπείας του. Αλλά ο Εζεκίας δεν ανταποκρίθηκε στην ευεργεσία που του έγινε· αντίθετα, υπερηφανεύτηκε και γι’ αυτό η οργή του Κυρίου έπεσε πάνω του και πάνω στο λαό του Ιούδα και της Ιερουσαλήμ. Αυτό όμως δεν συνέβη όσο ζούσε ο Εζεκίας, γιατί ο ίδιος και ο λαός της Ιερουσαλήμ αναγνώρισαν το λάθος τους και ταπεινώθηκαν. Ο Εζεκίας απέκτησε πάρα πολύ πλούτο και δόξα. Έχτισε θησαυροφυλάκια στα οποία συγκέντρωσε το ασήμι του, χρυσάφι, πολύτιμα πετράδια, αρώματα, ασπίδες και κάθε είδος πολύτιμα πράγματα. Έκανε ακόμη αποθήκες για τα εισοδήματά του: σιτάρι, κρασί και λάδι, κι επίσης στάβλους για όλα τα είδη ζώων και μάντρες για τα κοπάδια. Έχτισε πόλεις κι απέκτησε πολλά κοπάδια προβάτων και βοδιών, γιατί ο Θεός τού είχε δώσει πάρα πολλά αγαθά. Επίσης ο Εζεκίας έφραξε την πηγή Γιχών και κατεύθυνε το νερό της με υπόγεια σήραγγα προς τα δυτικά μέσα στην Πόλη Δαβίδ. Ο Εζεκίας σ’ όλα του τα έργα είχε επιτυχίες. Όταν όμως τον επισκέφθηκαν αντιπρόσωποι των αρχόντων της Βαβυλώνας, που στάλθηκαν σ’ αυτόν για να μάθουν για το θαύμα που είχε γίνει στη χώρα, ο Θεός τον εγκατέλειψε, για να τον δοκιμάσει, ώστε να γνωρίσει καλά το χαρακτήρα του. Η υπόλοιπη ιστορία του Εζεκία είναι καταχωρισμένη στη συλλογή που επιγράφεται «Όραμα του προφήτη Ησαΐα, γιου του Αμώς», και στο Βιβλίο των Χρονικών των βασιλιάδων του Ιούδα και του Ισραήλ. Εκεί αναφέρεται πώς έδειξε πιστότητα στο Θεό. Όταν πέθανε, τον έθαψαν στο ύψωμα των τάφων των απογόνων του Δαβίδ. Όλος ο λαός του Ιούδα και της Ιερουσαλήμ τον τίμησαν στο θάνατό του. Στο θρόνο τον διαδέχτηκε ο γιος του ο Μανασσής. Ο Μανασσής ήταν δώδεκα χρονών όταν έγινε βασιλιάς και βασίλεψε πενήντα πέντε χρόνια στην Ιερουσαλήμ. Έπραξε όμως ό,τι δυσαρεστεί τον Κύριο, τηρώντας τα βδελυρά έθιμα των εθνών εκείνων, που ο Κύριος τα είχε διώξει από τη χώρα τους για να κατοικήσουν οι Ισραηλίτες. Αυτός έθεσε πάλι σε λειτουργία τους ιερούς τόπους που τους είχε καταστρέψει ο πατέρας του ο Εζεκίας· κατασκεύασε θυσιαστήρια στις θεότητες του Βάαλ· έστησε ξύλινες λατρευτικές στήλες και πρόσφερε λατρεία στ’ αστέρια του ουρανού και τα προσκύνησε. Επίσης έχτισε ειδωλολατρικά θυσιαστήρια μέσα στο ναό του Κυρίου στην Ιερουσαλήμ, για τον οποίο ο Κύριος είχε πει «Εκεί θα λατρεύεται το όνομά μου για πάντα». Έχτισε θυσιαστήρια για τα αστέρια του ουρανού στις δύο αυλές του ναού του Κυρίου. Πρόσφερε τους γιους του ολοκαύτωμα στην κοιλάδα Εννόμ· ασκούσε μαντεία, οιωνοσκοπία και μαγεία και προσέλαβε στην υπηρεσία του νεκρομάντεις και μάγους. Έκανε πολλά, με τα οποία δυσαρέστησε τον Κύριο και προκάλεσε την οργή του. Επίσης ο Μανασσής κατασκεύασε ένα ξόανο της Ασερά και το έστησε μέσα στο ναό του Θεού, για τον οποίο ο Κύριος είχε πει στο Δαβίδ και στο γιο του το Σολομώντα: «Στο ναό αυτό και στην Ιερουσαλήμ, την πόλη που διάλεξα μέσα απ’ όλες τις φυλές του Ισραήλ, θα λατρεύεται το όνομά μου για πάντα. Και αν οι Ισραηλίτες προσέχουν να κάνουν ακριβώς όλα όσα τους διέταξα, τηρώντας όλο τον νόμο που τους έδωσε ο δούλος μου ο Μωυσής, δε θα τους υποχρεώσω πια να περιπλανιούνται έξω από τη χώρα που έδωσα στους προγόνους τους». Ο Μανασσής παρέσυρε το λαό του Ιούδα και της Ιερουσαλήμ κι έκαναν χειρότερα απ’ ό,τι τα έθνη εκείνα, που ο Κύριος τα είχε διώξει από τη χώρα τους για να κατοικήσουν οι Ισραηλίτες. Μολονότι ο Κύριος προειδοποίησε το Μανασσή και το λαό του, αυτοί δεν έδωσαν καμία σημασία. Έτσι ο Κύριος έστειλε εναντίον τους τούς αρχηγούς του στρατού του βασιλιά της Ασσυρίας. Αυτοί συνέλαβαν το Μανασσή, του έμπηξαν άγκιστρα, τον έδεσαν με αλυσίδες και τον έφεραν στη Βαβυλώνα. Εκεί μέσα στη θλίψη του ταπεινώθηκε βαθιά ενώπιον του Κυρίου του Θεού των προγόνων του και ζήτησε το έλεός του. Ο Θεός άκουσε την προσευχή του και του απάντησε: τον επανέφερε στην Ιερουσαλήμ, στο βασίλειό του και τότε ο Μανασσής αναγνώρισε ότι ο Κύριος ήταν ο αληθινός Θεός. Μετά απ’ αυτά τα γεγονότα ο Μανασσής έχτισε ένα πανύψηλο τείχος στην Πόλη Δαβίδ. Το τείχος ξεκινούσε από τη δυτική πλευρά της πηγής Γιχών, περνούσε από την πλαγιά της κοιλάδας των Κέδρων μέχρι την πύλη των Ιχθύων και περιτείχιζε την περιοχή της Οφήλ. Επίσης τοποθέτησε στρατιωτικούς διοικητές σ’ όλες τις οχυρωμένες πόλεις του βασιλείου του Ιούδα. Αφαίρεσε τους ξένους θεούς και τα είδωλα από το ναό του Κυρίου· επίσης γκρέμισε όλα τα θυσιαστήρια, που είχε χτίσει στο λόφο του ναού του Κυρίου και μέσα στην Ιερουσαλήμ και τα πέταξε έξω από την πόλη. Ξανάχτισε το θυσιαστήριο του Κυρίου και πρόσφερε πάνω σ’ αυτό θυσίες κοινωνίας κι ευχαριστήριες προσφορές και διέταξε το λαό του Ιούδα να λατρεύουν τον Κύριο το Θεό του Ισραήλ. Παρ’ όλα αυτά, ο λαός εξακολουθούσε να θυσιάζει στους ιερούς τόπους αλλά μόνο στον Κύριο το Θεό τους. Η υπόλοιπη ιστορία του Μανασσή είναι καταχωρισμένη στο Βιβλίο των Χρονικών των βασιλιάδων του Ισραήλ. Εκεί βρίσκεται και η προσευχή που έκανε στο Θεό του, καθώς και τα μηνύματα που του έφεραν οι προφήτες εκ μέρους του Κυρίου, του Θεού του Ισραήλ. Η προσευχή του και το πώς ο Θεός τον δέχτηκε, η αφήγηση για τις αμαρτίες του και την ασέβειά του, τα μέρη όπου καθιέρωσε ιερούς τόπους και έστησε τις ξύλινες λατρευτικές στήλες και τα είδωλολατρικά αγάλματα, πριν ταπεινωθεί, είναι όλα καταχωρισμένα στα Χρονικά του Οζαΐ. Όταν πέθανε τον έθαψαν στο παλάτι του. Στο θρόνο τον διαδέχτηκε ο γιος του ο Αμών. Ο Αμών ήταν είκοσι δύο ετών όταν έγινε βασιλιάς, και βασίλεψε δύο χρόνια στην Ιερουσαλήμ. Έπραξε ό,τι δυσαρεστεί τον Κύριο, όπως είχε κάνει κι ο πατέρας του ο Μανασσής. Θυσίαζε σ’ όλα τα είδωλα, που είχε θυσιάσει κι ο πατέρας του και τους πρόσφερε λατρεία. Αλλά ο Αμών δεν ταπεινώθηκε ενώπιον του Κυρίου, όπως είχε ταπεινωθεί ο πατέρας του. Αυτός αμάρτησε πολύ περισσότερο. Τελικά οι αξιωματούχοι του συνωμότησαν εναντίον του και τον σκότωσαν μέσα στο παλάτι του. Ο λαός όμως της χώρας θανάτωσε τους συνωμότες κι έκανε βασιλιά στη θέση του Αμών το γιο του τον Ιωσία. Ο Ιωσίας ήταν οχτώ ετών όταν έγινε βασιλιάς και βασίλεψε στην Ιερουσαλήμ τριάντα ένα χρόνια. Έκανε το σωστό ενώπιον του Κυρίου ακολουθώντας απαρέγκλιτα το παράδειγμα του Δαβίδ, του προγόνου του. Το όγδοο έτος της βασιλείας του, ενώ ήταν ακόμη νέος, ο Ιωσίας άρχισε να εκζητεί το Θεό του προπάτορά του Δαβίδ. Το δωδέκατο έτος άρχισε να ξεκαθαρίζει την περιοχή του Ιούδα και την Ιερουσαλήμ από τους ιερούς τόπους, τις ξύλινες λατρευτικές στήλες και τα αγάλματα των ειδώλων, τα πελεκητά και τα χυτά. Οι άντρες του γκρέμισαν μπροστά του τα θυσιαστήρια των θεοτήτων του Βάαλ και σύντριψαν τους βωμούς του θυμιάματος, που ήσαν πιο ψηλά απ’ αυτά. Κομμάτιασαν τις ξύλινες λατρευτικές στήλες, τα αγάλματα των ειδώλων, τα πελεκητά και τα χυτά· τα κονιορτοποίησε κι έριξε τη σκόνη τους πάνω στους τάφους εκείνων που είχαν θυσιάσει στους ψεύτικους θεούς. Επίσης έκαψε τα οστά των ειδωλολατρών ιερέων πάνω στα θυσιαστήρια που είχαν οι ίδιοι χρησιμοποιήσει. Έτσι εξαγνίστηκε η περιοχή του βασιλείου του Ιούδα και της Ιερουσαλήμ. Τα ίδια έκανε ο Ιωσίας στις πλατείες των πόλεων και στις ερημωμένες περιοχές των φυλών Μανασσή, Εφραΐμ και Συμεών, μέχρι και τη φυλή Νεφθαλί: Κατέστρεψε τα θυσιαστήρια και τις ξύλινες λατρευτικές στήλες, κονιορτοποίησε τα αγάλματα των ειδώλων και σύντριψε όλους τους βωμούς του θυμιάματος σ’ όλη τη χώρα του Ισραήλ. Μετά γύρισε στην Ιερουσαλήμ. Το δέκατο όγδοο έτος της βασιλείας του ο Ιωσίας, αφού είχε πια εξαγνίσει τη χώρα και το ναό, ανέθεσε στο Σαφάν γιο του Ασαλία, στο Μαασεΐα, κυβερνήτη της πόλης, και στον Ιωάχ, γιο του Ιωάχαζ και υπομνηματογράφο, να πάνε και να επισκευάσουν το ναό του Κυρίου του Θεού του. Αυτοί ήρθαν στον αρχιερέα Χελκία και του έδωσαν τα χρήματα που είχαν προσφερθεί στο ναό του Θεού και τα είχαν συγκεντρώσει οι λευίτες φρουροί της πύλης του ναού. Αυτά προέρχονταν από τις φυλές Μανασσή και Εφραΐμ κι από όλον τον υπόλοιπο Ισραήλ κι επίσης από τις φυλές Ιούδα και Βενιαμίν κι από τους κατοίκους της Ιερουσαλήμ. Αυτά τα χρήματα δόθηκαν στους εργολάβους που επιστατούσαν στις επισκευές του ναού του Κυρίου, κι εκείνοι τα διέθεσαν για να επιδιορθώσουν το ναό και να τον επαναφέρουν στο αρχικό του σχέδιο. Τα έδωσαν στους ξυλουργούς και στους χτίστες, για ν’ αγοράσουν πέτρες πελεκητές και ξύλα για δοκάρια και να επιδιορθώσουν τις οικοδομές, που οι προηγούμενοι βασιλιάδες του Ιούδα είχαν καταστρέψει. Όλοι αυτοί εργάζονταν φιλότιμα για να συντομεύσουν το έργο. Επόπτες τους ήσαν οι λευίτες Ιαχάθ και Αβδίας, απόγονοι του Μεραρί, και οι Ζαχαρίας και Μεσουλλάμ, απόγονοι του Καάθ. Από τους άλλους λευίτες, όσοι γνώριζαν μουσικά όργανα, διηύθυναν τους αχθοφόρους και τους άλλους εργάτες δίνοντας το ρυθμό σε κάθε είδους εργασία. Τέλος, άλλοι λευίτες ήταν γραμματείς, αξιωματούχοι και θυρωροί. Ενώ έβγαζαν τα χρήματα που είχαν προσφερθεί στο ναό του Κυρίου, ο αρχιερέας Χελκίας βρήκε το βιβλίο του νόμου του Κυρίου που είχε παραδοθεί στο λαό από το Μωυσή. Κάλεσε αμέσως το γραμματέα Σαφάν και του είπε: «Βρήκα το βιβλίο του νόμου μέσα στο ναό του Κυρίου», και του το έδωσε. Ο Σαφάν έφερε το βιβλίο στο βασιλιά και συγχρόνως παρουσίασε την αναφορά του: «Οι δούλοι σου κάναμε όλα όσα μας διέταξες» του είπε. «Καταμετρήσαμε τα χρήματα που βρέθηκαν στο ναό του Κυρίου και τα παραδώσαμε στους επόπτες και στους εργάτες». Έπειτα του ανάγγειλε: «Ο αρχιερέας Χελκίας μου έδωσε αυτό το βιβλίο». Κι ο Σαφάν διάβασε από το βιβλίο στο βασιλιά. Μόλις ο βασιλιάς Ιωσίας άκουσε τους λόγους του βιβλίου του νόμου, έσκισε τα ρούχα του. Έδωσε αμέσως διαταγή στον αρχιερέα Χελκία, στον Αχικάμ γιο του Σαφάν, στον Αχβώρ γιο του Μιχαΐα, στον ίδιο το γραμματέα Σαφάν και στον Ασαΐα, έναν από τους υπασπιστές του βασιλιά: «Πηγαίνετε», τους είπε, «και ρωτήστε τον Κύριο για μένα και γι’ αυτούς που απέμειναν από το λαό του Ισραήλ και του Ιούδα, σχετικά με τα λόγια αυτού του βιβλίου που βρήκατε. Πραγματικά, θα πρέπει να είναι μεγάλη η οργή του Κυρίου εναντίον μας, γιατί οι πρόγονοί μας δεν έδωσαν σημασία στο λόγο του Κυρίου και δεν εφάρμοσαν τα γραμμένα σ’ αυτό το βιβλίο». Τότε ο Χελκίας και εκείνοι που ορίστηκαν από το βασιλιά πήγαν και μίλησαν σχετικά στην προφήτισσα Χούλδα, που κατοικούσε στη νέα συνοικία της Ιερουσαλήμ. Αυτή ήταν γυναίκα του Σαλλούμ, του ιματιοφύλακα, γιου του Τικβά κι εγγονού του Αράς. Επειδή με εγκατέλειψαν και πρόσφεραν θυμίαμα σ’ άλλους θεούς και με εξόργισαν με τις πράξεις τους, γι’ αυτό θα ξεσπάσει η οργή μου ενάντια σ’ αυτόν τον τόπο, χωρίς και πάλι να ικανοποιηθεί”. Θα σ’ αφήσω να πεθάνεις ειρηνικά και θα μεταφερθείς στον τάφο σου, χωρίς να δουν τα μάτια σου όλες αυτές τις συμφορές που θα φέρω σ’ αυτόν εδώ τον τόπο και στους κατοίκους του”». Οι απεσταλμένοι του βασιλιά τού έφεραν την απάντηση. Τότε ο βασιλιάς έστειλε και συγκέντρωσε τους πρεσβυτέρους του Ιούδα και της Ιερουσαλήμ, κι ανέβηκαν όλοι μαζί στο ναό του Κυρίου: Ο βασιλιάς, ο λαός του Ιούδα και της Ιερουσαλήμ, μικροί και μεγάλοι, οι ιερείς και οι λευίτες. Εκεί ο βασιλιάς διάβασε μπροστά τους όλους τους λόγους του βιβλίου της διαθήκης, που είχε βρεθεί στο ναό του Κυρίου. Μετά ο βασιλιάς στάθηκε στη θέση του κι έκανε συμφωνία με τον Κύριο· έδωσε υπόσχεση ότι θα τον ακολουθεί και θα τηρεί τις εντολές του, τα προστάγματά του και τους νόμους του με όλη την καρδιά του και την ψυχή του και ότι θα εφαρμόζει όλα όσα είναι γραμμένα σ’ αυτό το βιβλίο της διαθήκης. Επιπλέον υποχρέωσε όλους όσοι βρίσκονταν στην Ιερουσαλήμ και στην περιοχή της φυλής Βενιαμίν να μείνουν πιστοί στη διαθήκη. Από τότε οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ συμμορφώθηκαν με τη διαθήκη του Θεού των προγόνων τους. Ο Ιωσίας εξαφάνισε όλα τα είδωλα των ξένων θεών απ’ όλες τις περιοχές των Ισραηλιτών και υποχρέωσε όλους όσοι βρίσκονταν στο έδαφος του Ισραήλ να λατρεύουν τον Κύριο, το Θεό τους. Κι όσο ζούσε ο Ιωσίας, οι Ισραηλίτες δεν απαρνήθηκαν τον Κύριο, το Θεό των προγόνων τους. Ο Ιωσίας γιόρτασε το Πάσχα στην Ιερουσαλήμ προς τιμήν του Κυρίου. Στις δεκατέσσερις του πρώτου μήνα έσφαξαν τα πασχαλινά αρνιά. Αποκατέστησε τους ιερείς στα καθήκοντά τους και τους παρότρυνε να εκτελούν σωστά την υπηρεσία του ναού του Κυρίου. Μετά είπε στους λευίτες που ήταν αφιερωμένοι στον Κύριο και τους είχε ανατεθεί να διδάσκουν τους Ισραηλίτες: «Η αγία κιβωτός είναι πια μόνιμα τοποθετημένη στο ναό που έχτισε ο Σολομών, γιος του Δαβίδ του βασιλιά των Ισραηλιτών. Από ’δω και πέρα δεν θα τη μεταφέρετε στους ώμους σας. Τώρα θα υπηρετείτε απερίσπαστοι τον Κύριο το Θεό σας και το λαό του τον Ισραήλ. Χωριστείτε κατά οικογένειες και τάξεις, σύμφωνα με τις οδηγίες που έχουν δοθεί από το Δαβίδ και το γιο του το Σολομώντα. Καθεμιά από τις τάξεις πρέπει να είναι έτοιμη να εξυπηρετήσει στο ναό έναν ορισμένο αριθμό οικογενειών του λαού. Οφείλετε να προσφέρετε τη θυσία του Πάσχα. Εξαγνιστείτε, λοιπόν, για να είστε σε θέση να εξυπηρετήσετε τους συμπατριώτες σας, ώστε να γιορτάσουν το Πάσχα σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου, που δόθηκε με το Μωυσή». Ο Ιωσίας πρόσφερε από τα υπάρχοντά του σ’ όλο το λαό που ήταν παρόντες τριάντα χιλιάδες πρόβατα, αρνιά και κατσίκια, και τρεις χιλιάδες βόδια. Οι αξιωματούχοι του βασιλιά πρόσφεραν κι αυτοί προαιρετικά στο λαό, στους ιερείς και στους Λευίτες. Ο Χελκίας, ο Ζαχαρίας και ο Ιεχιήλ, προϊστάμενοι του ναού του Θεού, έδωσαν στους ιερείς για τις θυσίες του Πάσχα δύο χιλιάδες εξακόσια αρνιά και κατσίκια και τριακόσια βόδια. Οι επικεφαλής των λευιτών Κωνανίας, οι δύο αδερφοί του Σεμαΐας και Ναθαναήλ και οι Ασαβίας, Ιεχιήλ και Ιωζαβάδ, πρόσφεραν στους λευίτες για τις θυσίες του Πάσχα πέντε χιλιάδες αρνιά και κατσίκια, και πεντακόσια βόδια. Η τελετή οργανώθηκε ως εξής: Οι ιερείς στάθηκαν στις θέσεις τους και οι λευίτες στις τάξεις τους, σύμφωνα με την διαταγή του βασιλιά. Ο κόσμος έφερνε για σφάξιμο τα πρόβατα και τα κατσίκια· παρέδιδαν στους ιερείς το αίμα και οι ιερείς ράντιζαν μ’ αυτό το θυσιαστήριο· οι λευίτες έγδερναν τα σφαχτά. Μετά έβαλαν στην άκρη τα ζώα και ειδικά τους ταύρους που προορίζονταν να προσφερθούν από το λαό κατά συγγένειες ολοκαύτωμα στον Κύριο, σύμφωνα με τα γραμμένα στο βιβλίο του Μωυσή. Σύμφωνα με τις διατάξεις οι λευίτες έψησαν τα πασχαλινά αρνιά στη φωτιά, ενώ τις ιερές προσφορές τις έβρασαν σε χύτρες, σε καζάνια και σε άλλα χάλκινα είδη, και έφεραν γρήγορα τα κρέατα σ’ όλο το λαό. Μετά οι λευίτες ετοίμασαν τις μερίδες που ανήκαν στους ιερείς και στους ίδιους. Οι ιερείς, απόγονοι του Ααρών, ήταν απασχολημένοι μέχρι τη νύχτα για να προσφέρουν τα ολοκαυτώματα και τα παχιά μέρη των άλλων θυσιών. Γι’ αυτό ανέλαβαν οι λευίτες να ετοιμάσουν μόνοι τους τα γεύματα για τους εαυτούς τους και για τους ιερείς. Οι ψάλτες, απόγονοι του Ασάφ, παρέμεναν στις θέσεις τους, σύμφωνα με τις οδηγίες του Δαβίδ, του Ασάφ, του Αιμάν και του Ιεδουθούν των Βλεπόντων του βασιλιά· επίσης οι θυρωροί στέκονταν στις πύλες. Κανείς απ’ αυτούς δεν επιτρεπόταν ν’ απομακρυνθεί από την υπηρεσία του, και οι συνάδελφοί τους λευίτες ετοίμαζαν και γι’ αυτούς το φαγητό τους. Έτσι οργανώθηκε εκείνη την ημέρα όλη η τελετή προς τιμήν του Κυρίου, η γιορτή του Πάσχα και η προσφορά των ολοκαυτωμάτων στο θυσιαστήριο του Κυρίου, σύμφωνα με τις διαταγές του βασιλιά Ιωσία. Μετά τη γιορτή του Πάσχα οι Ισραηλίτες που βρίσκονταν εκεί γιόρτασαν και τη γιορτή των Αζύμων για εφτά μέρες. Τέτοιο Πάσχα είχε να γιορταστεί στον Ισραήλ από την εποχή του προφήτη Σαμουήλ. Κανείς από τους προηγούμενους βασιλιάδες του Ισραήλ δεν είχε κάνει τέτοιο Πάσχα, σαν αυτό που έκανε ο Ιωσίας με τη βοήθεια των ιερέων, των λευιτών, των κατοίκων της Ιερουσαλήμ και του λαού του Ιούδα και του Ισραήλ, που βρέθηκαν εκεί. Το Πάσχα εκείνο γιορτάστηκε το δέκατο όγδοο έτος της βασιλείας του Ιωσία. Μια μέρα, μετά που ο βασιλιάς Ιωσίας είχε αποκαταστήσει το ναό, ο Φαραώ Νεχώ της Αιγύπτου ήρθε με το στρατό του να πολεμήσει στη Χαρκεμίς, κοντά στον ποταμό Ευφράτη. Τότε ο Ιωσίας βγήκε να τον εμποδίσει. Ο Νεχώ όμως έστειλε αγγελιοφόρους στον Ιωσία και του έλεγε: «Τι ανακατεύεσαι εσύ στα δικά μου ζητήματα, βασιλιά του Ιούδα; Δεν έρχομαι σήμερα εναντίον σου, αλλά εναντίον της δυναστείας, με την οποία έχω διαφορές· και ο Θεός με διέταξε να κάνω γρήγορα. Πάψε, λοιπόν, να προκαλείς το Θεό, που είναι μαζί μου, για να μη σε εξαφανίσει». Αλλά ο Ιωσίας δεν ήθελε ν’ αποχωρήσει. Ήταν αποφασισμένος να πολεμήσει εναντίον του Νεχώ και δεν έδινε σημασία στους λόγους του Θεού που αυτός του έλεγε. Έτσι, ήρθε να πολεμήσει στην κοιλάδα Μεγιδδώ. Στη διάρκεια της μάχης, οι τοξότες χτύπησαν το βασιλιά Ιωσία. Τότε αυτός είπε στους ανθρώπους του: «Πάρτε με από ’δω, γιατί πληγώθηκα βαριά». Οι δούλοι του τον κατέβασαν από το άρμα της μάχης, τον ανέβασαν στην άλλη του άμαξα και τον έφεραν στην Ιερουσαλήμ. Εκεί πέθανε και τον έθαψαν στους τάφους των προγόνων του. Όλος ο λαός του Ιούδα και της Ιερουσαλήμ πένθησαν για τον Ιωσία. Ο Ιερεμίας συνέθεσε θρηνητικό ύμνο για τον Ιωσία. Αυτό έγινε έθιμο στους Ισραηλίτες, όλοι οι ψάλτες και οι ψάλτριες να αναφέρουν τον Ιωσία στους θρήνους τους μέχρι σήμερα. Τα μοιρολόγια αυτά είναι καταχωρισμένα στη Συλλογή των Θρήνων. Στην Ιερουσαλήμ, ο λαός του Ιούδα πήρε τον Ιωάχαζ, γιο του Ιωσία, και τον έχρισε βασιλιά στη θέση του πατέρα του. Ο Ιωάχαζ ήταν είκοσι τριών ετών όταν έγινε βασιλιάς, και βασίλεψε μόνο τρεις μήνες στην Ιερουσαλήμ, γιατί ο Φαραώ Νεχώ της Αιγύπτου τον εκθρόνισε από την Ιερουσαλήμ και υποχρέωσε τη χώρα του Ιούδα να του πληρώσει εκατό τάλαντα ασήμι και ένα τάλαντο χρυσάφι. Στη συνέχεια έκανε βασιλιά του Ιούδα και της Ιερουσαλήμ τον αδερφό του Ιωάχαζ, τον Ελιακίμ, και τον μετονόμασε σε Ιωακίμ. Τον Ιωάχαζ τον πήρε ο Νεχώ μαζί του στην Αίγυπτο. Ο Ιωακίμ ήταν είκοσι πέντε ετών όταν διορίστηκε βασιλιάς και βασίλεψε έντεκα χρόνια στην Ιερουσαλήμ. Έκανε ό,τι δυσαρεστεί τον Κύριο το Θεό του. Ο Ναβουχοδονόσορ, βασιλιάς της Βαβυλώνας, εισέβαλε στον Ιούδα, έδεσε με αλυσίδες τον Ιωακίμ και τον πήρε στη Βαβυλώνα. Πήρε επίσης μερικά από τα ιερά σκεύη του ναού του Κυρίου και τα μετέφερε στη Βαβυλώνα και τα τοποθέτησε στο παλάτι του. Η υπόλοιπη ιστορία του Ιωακίμ είναι καταχωρισμένη στο Βιβλίο των βασιλιάδων του Ισραήλ και του Ιούδα. Εκεί αναφέρονται όλες οι βδελυρές πράξεις του και όσα συνέβηκαν μ’ αυτόν. Στο θρόνο τον διαδέχτηκε ο γιος του ο Ιωαχίν. Ο Ιωαχίν ήταν δεκαοχτώ ετών όταν έγινε βασιλιάς, και βασίλεψε στην Ιερουσαλήμ τρεις μήνες και δέκα μέρες. Έπραξε κι αυτός ό,τι δυσαρεστεί τον Κύριο. Όταν μπήκε η άνοιξη, έστειλε ο βασιλιάς Ναβουχοδονόσορ και πήρε τον Ιωαχίν αιχμάλωτο στη Βαβυλώνα, μαζί με τα πολύτιμα σκεύη του ναού του Κυρίου, κι έκανε βασιλιά στον Ιούδα και στην Ιερουσαλήμ το Σεδεκία, έναν θείο του Ιωαχίν. Ο Σεδεκίας ήταν είκοσι ενός ετών όταν έγινε βασιλιάς, και βασίλεψε έντεκα χρόνια στην Ιερουσαλήμ. Έπραξε ό,τι δυσαρεστεί τον Κύριο το Θεό του κι αρνήθηκε ν’ αναγνωρίσει τα σφάλματά του μπροστά στον προφήτη Ιερεμία, ο οποίος μιλούσε εκ μέρους του Κυρίου. Επίσης ο Σεδεκίας επαναστάτησε εναντίον του βασιλιά Ναβουχοδονόσορ, που τον είχε ορκίσει στο Θεό να μείνει πιστός σ’ αυτόν. Αρνήθηκε με πείσμα να επιστρέψει στον Κύριο, το Θεό του Ισραήλ. Επίσης, όλοι οι άρχοντες του Ιούδα, οι ιερείς και ο λαός της χώρας απίστησαν σε μεγάλο βαθμό· έφτασαν να τηρούν τα βδελυρά έθιμα των άλλων εθνών και βεβήλωσαν το ναό του Κυρίου, που ο ίδιος είχε αγιάσει στην Ιερουσαλήμ. Ο Κύριος, ο Θεός των προγόνων τους, επειδή αγαπούσε το λαό του και το ναό, τον τόπο της κατοικίας του, τους έστελνε πάντοτε μηνύματα με τους απεσταλμένους του. Αλλά αυτοί περιγελούσαν τους απεσταλμένους του Θεού, περιφρονούσαν τα λόγια τους και ειρωνεύονταν τους προφήτες του. Γι’ αυτό ο Κύριος οργίστηκε τόσο πολύ εναντίον του λαού του, ώστε δεν υπήρχε πια τρόπος σωτηρίας. Ο Κύριος έφερε εναντίον τους το βασιλιά των Βαβυλωνίων και τα παρέδωσε όλα στην εξουσία του. Αυτός κατέσφαξε όλους τους στρατιώτες μέσα στο αγιαστήριο. Δε λυπήθηκε ούτε τους νέους, αγόρια και κορίτσια, ούτε τους γέροντες, ακόμα και τους πολύ ηλικιωμένους. Άρπαξε όλα τα σκεύη του ναού του Κυρίου, μεγάλα και μικρά, κι επίσης τους θησαυρούς του ναού, του βασιλιά και των αρχόντων του, και τα έφερε στη Βαβυλώνα. Οι Βαβυλώνιοι έκαψαν το ναό του Θεού και γκρέμισαν το τείχος της Ιερουσαλήμ· έβαλαν φωτιά σε όλα τα ανάκτορά της και κατάστρεψαν εντελώς όλα τα πολύτιμα αντικείμενα της πόλης. Εκείνους που σώθηκαν από τη σφαγή, τούς μετέφερε στη Βαβυλώνα, όπου έγιναν δούλοι σ’ αυτόν και στους απογόνους του, μέχρις ότου ιδρύθηκε η βασιλεία των Περσών. Έτσι εκπληρώθηκε ο λόγος του Θεού, που είχε πει με τον προφήτη Ιερεμία: «Η χώρα θα ερημωθεί για εβδομήντα χρόνια, μέχρι να συμπληρώσει τα σαββατικά έτη που δεν είχε τηρήσει». Το πρώτο έτος της βασιλείας του Κύρου, βασιλιά των Περσών, ο Κύριος πραγματοποίησε αυτό που είχε αναγγείλει με τον προφήτη Ιερεμία. Έβαλε στο νου του Κύρου την ιδέα να στείλει σ’ όλο το βασίλειό του προφορική και γραπτή διακήρυξη με το ακόλουθο περιεχόμενο: «Ο Κύρος, βασιλιάς της Περσίας, λέει: Ο Κύριος, ο Θεός του ουρανού, έδωσε σ’ εμένα όλα τα βασίλεια της γης και με πρόσταξε να του χτίσω έναν ναό στην Ιερουσαλήμ, στην Ιουδαία. Όποιος από σας ανήκει στο λαό του, ας επιστρέψει εκεί. Κι ο Κύριος ο Θεός του ας είναι μαζί του». Το πρώτο έτος της βασιλείας του Κύρου, βασιλιά των Περσών, ο Κύριος πραγματοποίησε αυτό που είχε αναγγείλει με τον προφήτη Ιερεμία. Έβαλε στο νου του Κύρου την ιδέα να στείλει σ’ όλο το βασίλειό του προφορική και γραπτή διακήρυξη με το ακόλουθο περιεχόμενο: «Ο Κύρος, βασιλιάς της Περσίας, λέει: Ο Κύριος, ο Θεός του ουρανού, έδωσε σ’ εμένα όλα τα βασίλεια της γης και με πρόσταξε να του χτίσω έναν ναό στην Ιερουσαλήμ, στην Ιουδαία. Όποιος από σας ανήκει στο λαό του –ο Θεός του ας είναι μαζί του– ας επιστρέψει στην Ιερουσαλήμ της Ιουδαίας, για να ξαναχτίσει το ναό του Κυρίου, του Θεού του Ισραήλ, του Θεού της Ιερουσαλήμ. Οποιονδήποτε απέμεινε, σε οποιονδήποτε τόπο και αν παροικούσε, οι άνθρωποι του τόπου ας τον βοηθήσουν με ασήμι και χρυσάφι, με διάφορα αγαθά και κτήνη, παράλληλα με την προαιρετική του προσφορά για τον οίκο του Θεού στην Ιερουσαλήμ». Τότε οι αρχηγοί των συγγενειών των φυλών Ιούδα και Βενιαμίν, οι ιερείς και οι λευίτες, και γενικά όλοι, όσους ο Θεός προδιέθεσε, ετοιμάστηκαν να πάνε και να ξαναχτίσουν το ναό του Κυρίου στην Ιερουσαλήμ. Όλοι οι γείτονές τους τούς βοήθησαν με κάθε τρόπο, με ασήμι, με ασημένια σκεύη και χρυσάφι, διάφορα αγαθά και κτήνη, καθώς και με πολύτιμα αντικείμενα, εκτός από τις προαιρετικές προσφορές. Ο ίδιος ο βασιλιάς Κύρος παραχώρησε τα σκεύη του ναού του Κυρίου, τα οποία είχε πάρει ο Ναβουχοδονόσορ από την Ιερουσαλήμ και τα είχε τοποθετήσει στο ναό του θεού του. Ο βασιλιάς των Περσών τα παραχώρησε στο Μιθριδάτη, το θησαυροφύλακα, κι αυτός τα παρέδωσε ένα προς ένα στο Σεσαβασσάρ, το διοικητή της Ιουδαίας. Επρόκειτο για: Τριάντα λεκάνες χρυσές και χίλιες ασημένιες, είκοσι εννέα δοχεία, τριάντα χρυσά κύπελλα και τετρακόσια δέκα ασημένια, και χίλια διάφορα άλλα σκεύη. Συνολικά πέντε χιλιάδες τετρακόσια σκεύη από χρυσάφι και ασήμι. Ο Σεσαβασσάρ τα μετέφερε όλα μαζί του, όταν επέστρεψε μαζί με τους αιχμαλώτους από τη Βαβυλώνα στην Ιερουσαλήμ. Κατάλογος των κατοίκων της επαρχίας (Ιουδαίας), που επέστρεψαν από την αιχμαλωσία της Βαβυλώνας, όπου τους είχε μεταφέρει ως αιχμαλώτους ο βασιλιάς της Βαβυλώνας Ναβουχοδονόσορ. Όλοι τους γύρισαν στην Ιερουσαλήμ και στη χώρα του Ιούδα, καθένας στην πόλη του. Στην πορεία της επιστροφής αρχηγοί τους ήταν οι Ζοροβάβελ, Ιησούς, Νεεμίας, Σεραΐας, Ρεελαΐας, Μαρδοχαίος, Βιλσάν, Μισπάρ, Βιγβάι, Ρεχούμ και Βαανά. Ακολουθεί κατάλογος κατά συγγένειες με τον αριθμό των αντρών του λαού του Ισραήλ, που επέστρεψαν από την αιχμαλωσία: Η συγγένεια του Φαρώς, δύο χιλιάδες εκατόν εβδομήντα δύο άντρες· του Σεφατία, τριακόσιοι εβδομήντα δύο· του Αράχ, εφτακόσιοι εβδομήντα πέντε· του Φαχάθ-Μωάβ (απόγονοι του Ιησού και του Ιωάβ), δύο χιλιάδες οκτακόσιοι δώδεκα· του Ελάμ, χίλιοι διακόσιοι πενήντα τέσσερις· του Ζαττού, ενιακόσιοι σαράντα πέντε· του Ζακκάι, εφτακόσιοι εξήντα· του Βανί, εξακόσιοι σαράντα δύο· του Βεβαΐ, εξακόσιοι είκοσι τρεις· του Αζγάθ, χίλιοι διακόσιοι είκοσι δύο· του Αδωνικάμ, εξακόσιοι εξήντα έξι· του Βιγβαΐ, δύο χιλιάδες πενήντα έξι· του Αδίν, τετρακόσιοι πενήντα τέσσερις· του Ατέρ, δηλαδή του Εζεκία, ενενήντα οκτώ· του Βεσαΐ, τριακόσιοι είκοσι τρεις· του Ιωρά, εκατόν δώδεκα· του Χασούμ, διακόσιοι είκοσι τρεις και του Γιββάρ, ενενήντα πέντε. Πίνακας κατά πόλεις, στις οποίες είχαν ζήσει οι πρόγονοι εκείνων που επέστρεψαν: Από τη Βηθλεέμ, εκατόν είκοσι τρεις άντρες· από τη Νετωφά, πενήντα έξι· από την Αναθώθ, εκατόν είκοσι οκτώ· από την Αζμαβέθ, σαράντα δύο· από την Κιριάθ-Ιαρίμ, την Κεφιρά και τη Βερώθ εφτακόσιοι σαράντα τρεις· από τη Ραμά και τη Γεβά, εξακόσιοι είκοσι ένας· από τη Μιχμάς, εκατόν είκοσι δύο· από τη Βαιθήλ και τη Γαι, διακόσιοι είκοσι τρεις· από τη Νεβώ, πενήντα δύο κι από τη Μαγβίς, εκατόν πενήντα έξι. Από τη συγγένεια ενός άλλου Ελάμ, χίλιοι διακόσιοι πενήντα τέσσερις άντρες κι από τη συγγένεια του Χαρίμ τριακόσιοι είκοσι. Από τη Λοδ, την Αδίδ και την Ωνώ, εφτακόσιοι είκοσι πέντε άντρες· από την Ιεριχώ, τριακόσιοι σαράντα πέντε κι από τη Σεναά, τρεις χιλιάδες εξακόσιοι τριάντα. Ακολουθεί πίνακας των ιερατικών συγγενειών, που επέστρεψαν από την αιχμαλωσία: Η συγγένεια του Ιεδαΐα (απόγονοι του Ιησού), εννιακόσιοι εβδομήντα τρεις άντρες· του Ιμμίρ, χίλιοι πενήντα δύο· του Πασχούρ, χίλιοι διακόσιοι σαράντα επτά και του Χαρίμ, χίλιοι δέκα επτά. Οι συγγένειες των λευιτών που επέστρεψαν ήταν: Του Ιησού και του Καδμιήλ (απόγονοι του Ωδουΐα), εβδομήντα τέσσερις άντρες. Την ομάδα των ψαλτών αποτελούσαν εκατόν είκοσι οκτώ απόγονοι του Ασάφ. Οι συγγένειες των θυρωρών ήταν: Του Σαλλούμ, του Ατέρ, του Ταλμών, του Ακκούβ, του Χατιτά, του Σωβαΐ, σύνολο εκατόν τριάντα εννέα άντρες. Οι συγγένειες των υπηρετών του ναού, που επέστρεψαν από την αιχμαλωσία ήταν: Του Σιχά, του Χασουφά, του Ταββαώθ, του Κερώς, του Σιαά, του Φαδών, του Λεβανά, του Χαγαβά, του Ακκούβ, του Χαγάβ, του Σαλμαΐ, του Χανάν, του Γιδδήλ, του Γαχάρ, του Ρεαΐα, του Ρεσίν, του Νεκωδά, του Γαζζάμ, του Ουζζά, του Φασεάχ, του Βεσαΐ, του Ασενά, του Μεουνείμ, του Νεφουσείμ, του Βακββούκ, του Χακουφά, του Χαρχούρ, του Βασλούθ, του Μεχιδά, του Χαρεά, του Βαρκώς, του Σίσερα, του Θάμαχ, του Νεσιάχ και του Χατιφά. Οι συγγένειες των απογόνων των δούλων του Σολομώντα ήταν: του Σωταΐ, του Σωφέρεθ, του Φερουδά, του Ιααλά, του Δαρκών, του Γιδδήλ, του Σαφατία, του Χαττίλ, του Φοχερέθ, του Σεβαΐμ, του Αμί. Όλοι μαζί οι απόγονοι των υπηρετών του ναού και των δούλων του Σολομώντα ήταν τριακόσιοι ενενήντα δύο άντρες. Από τις πόλεις Τελ-Μελάχ, Τελ-Χαρσά, Χερούβ-Αδδάν και Ιμμήρ επέστρεψαν ιερατικές συγγένειες, οι οποίες όμως δεν μπόρεσαν να φέρουν τις απαραίτητες πληροφορίες για τις οικογένειες των προγόνων τους, ώστε να αποδείξουν ότι κατάγονταν από Ισραηλίτες. Αυτοί ήταν απόγονοι του Δελαΐα, του Τωβία και του Νεκωδά, σύνολο εξακόσιοι πενήντα δύο άντρες. Το ίδιο συνέβη με ορισμένους άλλους απογόνους ιερέων: Του Χαβαΐα, του Ακκώς, του Βαρζιλλαΐ (ο οποίος ονομαζόταν έτσι γιατί είχε πάρει γυναίκα του μια από τις κόρες του Γαλααδίτη Βαρζιλλαΐ). Όλοι αυτοί αναζήτησαν την εγγραφή τους στους γενεαλογικούς καταλόγους των προγόνων τους αλλά δε βρέθηκαν εκεί· έτσι, αποκλείστηκαν από την ιεροσύνη. Ο ίδιος ο κυβερνήτης τούς απαγόρευσε να τρώνε από τις αγιότατες προσφορές, ωσότου ένας ιερέας συμβουλευτεί τα Ουρίμ και τα Θουμμίμ. Όλη η σύναξη μαζί έφτανε τους σαράντα δύο χιλιάδες τριακόσιους εξήντα άντρες, εκτός από τους δούλους τους, άντρες και γυναίκες, που έφταναν τις εφτά χιλιάδες τριακόσια τριάντα εφτά άτομα· επίσης υπήρχαν διακόσιοι ψάλτες και ψάλτριες. Μαζί τους είχαν εφτακόσια τριάντα έξι άλογα, διακόσια σαράντα πέντε μουλάρια, τετρακόσιες τριάντα πέντε καμήλες και έξι χιλιάδες εφτακόσια είκοσι γαϊδούρια. Μόλις έφτασαν στο ναό του Κυρίου, στην Ιερουσαλήμ, μερικοί αρχηγοί συγγενειών έκαναν προαιρετικές προσφορές για να ξαναχτιστεί ο ναός του Θεού στη θέση όπου ήταν πρωτύτερα. Έδωσαν ό,τι μπορούσαν για να χτιστεί το έργο: Εξήντα μία χιλιάδες χρυσούς δαρεικούς, πέντε χιλιάδες ασημένιες μνες και εκατό ιερατικές στολές. Οι ιερείς, οι λευίτες και μερικοί από το λαό, όπως θυρωροί, ψάλτες και υπηρέτες του ναού, εγκαταστάθηκαν στις πόλεις στις οποίες τους κατένειμαν. Ενώ όλοι οι άλλοι Ισραηλίτες εγκαταστάθηκαν στις πόλεις των προγόνων τους. Τον έβδομο μήνα από τότε που οι Ισραηλίτες είχαν εγκατασταθεί στις πόλεις τους, ο λαός συγκεντρώθηκε με κοινό σκοπό στην Ιερουσαλήμ. Τότε ο ιερέας Ιησούς, γιος του Ιωσαδάκ, μαζί με άλλους συγγενείς του ιερείς, και ο Ζοροβάβελ, γιος του Σαλαθιήλ, με τους συγγενείς του, άρχισαν να κατασκευάζουν το θυσιαστήριο του Θεού του Ισραήλ, για να προσφέρουν πάνω σ’ αυτό ολοκαυτώματα, όπως είναι γραμμένο στο νόμο του Μωυσή, του ανθρώπου του Θεού. Πράγματι, ξανάχτισαν το θυσιαστήριο στη θέση του, μολονότι φοβόντουσαν τους κατοίκους που, κατά τη διάρκεια της αιχμαλωσίας, είχαν εγκατασταθεί στη χώρα. Πάνω σ’ αυτό πρόσφεραν στον Κύριο τα ολοκαυτώματα τα καθορισμένα για το πρωί και για το βράδυ. Έπειτα τέλεσαν τη γιορτή της Σκηνοπηγίας, σύμφωνα με τα γραμμένα, κι επίσης πρόσφεραν τον καθορισμένο αριθμό ολοκαυτωμάτων, σύμφωνα με τον κανονισμό της κάθε μέρας. Μετά απ’ αυτά, εκτός από το καθημερινό ολοκαύτωμα, πρόσφεραν τα ολοκαυτώματα για τις νουμηνίες και για όλες τις άλλες καθιερωμένες γιορτές του Κυρίου, καθώς κι εκείνα που προσφέρονταν ως προαιρετικές προσφορές στον Κύριο. Από την πρώτη μέρα του έβδομου μήνα άρχισαν να προσφέρουν τα ολοκαυτώματα στον Κύριο, μολονότι ο ναός του Κυρίου δεν είχε ακόμα θεμελιωθεί. Έδωσαν χρήματα στους χτίστες και στους ξυλουργούς· στους Σιδώνιους και στους Τύριους έδωσαν ποτά, λάδι και άλλα τρόφιμα, για να μεταφέρουν ξύλα κέδρου από το Λίβανο στην Ιόππη δια θαλάσσης, με βάση την άδεια που τους είχε δώσει ο Κύρος, βασιλιάς των Περσών. Το δεύτερο μήνα του δεύτερου έτους από τότε που γύρισαν στην Ιερουσαλήμ, την πόλη του ναού του Θεού, ο Ζοροβάβελ γιος του Σαλαθιήλ και ο Ιησούς γιος του Ιωσαδάκ άρχισαν να εργάζονται μαζί με τους υπόλοιπους συμπατριώτες τους, τους ιερείς, τους λευίτες και όλους όσους είχαν γυρίσει από την αιχμαλωσία στην Ιερουσαλήμ. Στους λευίτες από είκοσι ετών και πάνω ανέθεσαν να επιβλέπουν την εργασία του ναού του Κυρίου. Ο Ιησούς, με τους γιους του και τους συγγενείς του: Καδμιήλ, Βανί και Ωδαβία, είχαν αναλάβει την επίβλεψη των εργατών του ναού του Θεού. Επίσης στους επιστάτες του ναού ανήκαν και οι λευίτες οι απόγονοι του Χεναδάδ. Όταν οι χτίστες έβαλαν τα θεμέλια του ναού του Κυρίου, ήρθαν οι ιερείς με τις στολές τους και τις σάλπιγγες και οι λευίτες, οι απόγονοι του Ασάφ, με τα κύμβαλα, για να υμνήσουν τον Κύριο, σύμφωνα με τις οδηγίες που είχε δώσει ο Δαβίδ, βασιλιάς του Ισραήλ. Έψαλλαν αντιφωνικά αινώντας και ευχαριστώντας τον Κύριο. «Είναι καλός», έλεγαν, «κι αιώνια διαρκεί η αγάπη του για τον Ισραήλ!» Και όλος ο λαός με δυνατές φωνές υμνούσε τον Κύριο, που είχαν τεθεί τα θεμέλια του ναού του. Πολλοί από τους ιερείς, τους λευίτες και τους αρχηγούς των συγγενειών, που ήταν αρκετά ηλικιωμένοι και είχαν προλάβει τον πρώτο ναό, έκλαιγαν τώρα δυνατά με τον καινούριο ναό, που έβλεπαν να θεμελιώνεται. Οι άλλοι όμως πανηγύριζαν με αλαλαγμούς. Έτσι δεν μπορούσε κανείς να ξεχωρίσει τους αλαλαγμούς τους από τους θρήνους των άλλων, γιατί και οι δύο ήχοι ήταν πάρα πολύ δυνατοί κι ακούγονταν από πολύ μακριά. Όταν όμως οι εχθροί του λαού του Ιούδα και του Βενιαμίν άκουσαν ότι αυτοί που ήρθαν από την αιχμαλωσία έχτιζαν ναό στον Κύριο, το Θεό του Ισραήλ, ήρθαν στο Ζοροβάβελ και στους αρχηγούς των συγγενειών και τους είπαν: «Αφήστε μας να σας βοηθήσουμε στο χτίσιμο του ναού. Τον ίδιο Θεό λατρεύουμε εσείς κι εμείς και του προσφέρουμε θυσίες από τον καιρό που ο βασιλιάς της Ασσυρίας Εσαρχαδδών μας μετέφερε εδώ». Ο Ζοροβάβελ, όμως, ο Ιησούς και οι άλλοι αρχηγοί των συγγενειών του Ισραήλ τους απάντησαν: «Τίποτα κοινό δεν υπάρχει ανάμεσα σ’ εμάς και σ’ εσάς, για να μας βοηθήσετε να χτίσουμε το ναό του Θεού μας. Μόνοι μας θα χτίσουμε ναό για τον Κύριο, το Θεό του Ισραήλ, όπως μας διέταξε ο Κύρος, ο βασιλιάς των Περσών». Τότε οι κάτοικοι της χώρας προσπαθούσαν να σπάσουν το ηθικό των Ιουδαίων και τους εμπόδιζαν να χτίζουν. Πλήρωσαν μάλιστα και κρατικούς συμβούλους για να τους εναντιωθούν και να ματαιώσουν το σχέδιό τους. Αυτό συνεχίστηκε σ’ όλη τη διάρκεια της βασιλείας του Κύρου, βασιλιά των Περσών, και ως τη βασιλεία του Δαρείου. Στην αρχή της βασιλείας του Ξέρξη, οι εχθροί των Ιουδαίων, του έστειλαν μια δυσφημιστική αναφορά εναντίον των κατοίκων της Ιουδαίας και της Ιερουσαλήμ. Επίσης, τον καιρό της βασιλείας του Αρταξέρξη στην Περσία, ο Βισλάμ, ο Μιθριδάτης, ο Ταβεήλ και οι συνάδελφοί τους των δημοσίων υπηρεσιών έστειλαν στο βασιλιά σχετική επιστολή, γραμμένη με αραμαϊκούς χαρακτήρες και σε αραμαϊκή γλώσσα. Αλλά και ο διοικητής Ρεχούμ, κι ο γραμματέας Σιμσαΐ έγραψαν στο βασιλιά Αρταξέρξη την παρακάτω επιστολή εναντίον της Ιερουσαλήμ: «Ο διοικητής Ρεχούμ, ο γραμματέας Σιμσαΐ και οι διοικητικοί συνάδελφοί τους, κριτές, κυβερνήτες, αξιωματούχοι, οι συνάδελφοι των περιοχών Αρχάδ, της Βαβυλώνας και των Σούσων, δηλαδή οι Ελαμίτες, εξ ονόματος και των άλλων πληθυσμών, που ο μέγας και ένδοξος βασιλιάς Ασεναφάρ μετέφερε και εγκατέστησε στις πόλεις της Σαμάρειας και στην υπόλοιπη επαρχία, δυτικά του ποταμού Ευφράτη, αναφέρουν τα εξής». Ακολουθεί αντίγραφο της επιστολής: «Προς το βασιλιά Αρταξέρξη, οι δούλοι σου, οι κάτοικοι της επαρχίας δυτικά του Ευφράτη κ.τ.λ. »Επιθυμούμε να σε πληροφορήσουμε, βασιλιά, ότι οι Ιουδαίοι, που επέστρεψαν από τον τόπο σου στην περιοχή μας, ήρθαν στην Ιερουσαλήμ και ξαναχτίζουν την επαναστατική και εχθρική αυτή πόλη· ανοικοδομούν τα τείχη της κι έχουν βάλει κιόλας τα θεμέλια. Επίσης, ας πληροφορηθεί ο βασιλιάς ότι αν ξαναχτιστεί η πόλη και υψωθούν τα τείχη της, αυτοί οι Ιουδαίοι δε θα πληρώνουν πια φόρους υποτελείας και δασμούς κι έτσι το βασιλικό εισόδημα θα μειωθεί. Εμείς, βασιλιά, που είμαστε στην υπηρεσία σου, δεν ανεχόμαστε να βλέπουμε αυτή την προσβολή που σου γίνεται. Γι’ αυτό σε ενημερώνουμε σχετικά, ώστε να ερευνηθούν τα αρχεία των προκατόχων σου. Εκεί θα βρεις αποδείξεις ότι αυτή η πόλη ήταν ανέκαθεν πόλη επαναστατική, επιζήμια για τους βασιλιάδες και τις επαρχίες, πόλη που από παλιά συνταρασσόταν από επαναστατικά κινήματα· γι’ αυτό άλλωστε κι έχει καταστραφεί. Επίσης σε προειδοποιούμε, βασιλιά, ότι αν αυτή η πόλη ξαναχτιστεί και αποκατασταθούν τα τείχη της, τότε δεν θα έχεις πια δικαιοδοσία στην επαρχία δυτικά του Ευφράτη». Ο βασιλιάς έστειλε την παρακάτω απάντηση: «Προς το διοικητή Ρεχούμ, το γραμματέα Σιμσαΐ και τους υπόλοιπους συναδέλφους τους στη Σαμάρεια, και στις υπόλοιπες επαρχίες δυτικά του Ευφράτη. Χαίρετε! »Η επιστολή που μας στείλατε διαβάστηκε μπροστά μου σε μετάφραση. Έδωσα, λοιπόν, εντολή να γίνουν έρευνες και βρέθηκε πραγματικά ότι η Ιερουσαλήμ ανέκαθεν επαναστατούσε εναντίον των βασιλιάδων και συνταρασσόταν από συνωμοσίες και επαναστατικά κινήματα. Υπήρχαν άλλοτε στην πόλη ισχυροί βασιλιάδες που κυβερνούσαν ολόκληρη την επαρχία δυτικά του Ευφράτη· και μάλιστα σ’ αυτούς τους βασιλιάδες πληρώνονταν φόροι υποτελείας και δασμοί. »Τώρα, λοιπόν, διατάξτε να σταματήσουν οι εργασίες ανοικοδόμησης της πόλης μέχρι εγώ να εκδώσω νεώτερη διαταγή. Προσέξτε να μην αμελήσετε να κάνετε αυτό που σας ζητώ, ώστε η κεντρική κυβέρνηση να μην υποστεί επιπλέον ζημίες». Αντίγραφο της επιστολής του βασιλιά Αρταξέρξη διαβάστηκε στο Ρεχούμ, στο γραμματέα Σιμσαΐ και στους συναδέλφους τους. Τότε αυτοί πήγαν αμέσως στην Ιερουσαλήμ κι ανάγκασαν με τη βία τους Ιουδαίους να σταματήσουν να χτίζουν. Έτσι σταμάτησε το έργο της ανοικοδόμησης του ναού του Θεού στην Ιερουσαλήμ, και η διακοπή κράτησε ως το δεύτερο έτος της βασιλείας του Δαρείου, βασιλιά των Περσών. Μια μέρα, όμως, ήρθαν ο προφήτης Αγγαίος και ο προφήτης Ζαχαρίας, απόγονος του Ιδδώ, και μίλησαν στους Ιουδαίους της Ιερουσαλήμ και της Ιουδαίας, εξ ονόματος του Θεού του Ισραήλ, που τους καθοδηγούσε. Έτσι ο Ζοροβάβελ, γιος του Σαλαθιήλ, και ο Ιησούς, γιος του Ιωσαδάκ, άρχισαν να ξαναχτίζουν το ναό του Θεού, στην Ιερουσαλήμ. Μαζί τους ήταν κι οι προφήτες του Θεού και τους ενθάρρυναν. Μετά από λίγον καιρό, όμως, ο Τατναΐ, κυβερνήτης της επαρχίας δυτικά του Ευφράτη, ο Σεθάρ-Βοζνάι και οι συνάδελφοί τους ήρθαν και βρήκαν τους εργάτες και τους ρωτούσαν: «Ποιος σας έδωσε εντολή να ξαναχτίσετε το ναό και να τον περιτειχίσετε; Ποιοι άλλοι συμμετέχουν στην ανοικοδόμηση;» Ο Θεός όμως προστάτευε τους επικεφαλής των Ιουδαίων· έτσι, οι Πέρσες αξιωματούχοι δεν τους σταμάτησαν από το έργο τους ως την ημέρα που θα έστελναν αναφορά στο Δαρείο, για να λάβουν γραπτή απάντηση γι’ αυτό το ζήτημα. »Πρέπει να πληροφορηθείς, βασιλιά, ότι εμείς πήγαμε στην επαρχία της Ιουδαίας, στο ναό του μεγάλου Θεού και διαπιστώσαμε πως ο ναός αυτός συνεχίζει να χτίζεται με μεγάλα λιθάρια· στους τοίχους τοποθετούνται ξύλα και η όλη εργασία προχωράει με ζήλο και παρουσιάζει θεαματική πρόοδο. Ρωτήσαμε τους επικεφαλής του λαού ποιος τους είχε δώσει εντολή να ξαναχτίσουν το ναό και το τείχος. Επίσης ζητήσαμε τα ονόματα των υπευθύνων, για να σε πληροφορήσουμε σχετικά. »Πήραμε, λοιπόν, την ακόλουθη απάντηση: “εμείς είμαστε δούλοι του Θεού του ουρανού και της γης και ξαναχτίζουμε το ναό που είχε κατασκευαστεί πριν από πολλά χρόνια. Ένας μεγάλος βασιλιάς του Ισραήλ τον είχε χτίσει και τον είχε εξοπλίσει. Αλλά επειδή οι πρόγονοί μας εξόργισαν το Θεό του ουρανού, αυτός τους παρέδωσε στην εξουσία του Ναβουχοδονόσορ της Βαβυλώνας, βασιλιά της δυναστείας των Χαλδαίων. Αυτός κατέστρεψε εκείνον το ναό και πήρε το λαό αιχμάλωτο στη Βαβυλώνα. Αλλά το πρώτο έτος της βασιλείας του Κύρου στη Βαβυλώνα, ο βασιλιάς εκείνος έδωσε διαταγή να ξαναχτιστεί ο ναός του Θεού. Επίσης, ο βασιλιάς Κύρος πήρε από το ναό της Βαβυλώνας τα χρυσά και τα ασημένια σκεύη του ναού του Θεού και τα παρέδωσε σε κάποιον που ονομαζόταν Σεσαβασσάρ και που ο ίδιος ο βασιλιάς τον διόρισε κυβερνήτη της Ιουδαίας. Τα σκεύη αυτά ο Ναβουχοδονόσορ τα είχε αφαιρέσει από το ναό της Ιερουσαλήμ και τα είχε τοποθετήσει στο ναό της Βαβυλώνας. Ο Κύρος, λοιπόν, ανέθεσε στο Σεσαβασσάρ να παραλάβει τα σκεύη και να πάει να τα τοποθετήσει στο ναό της Ιερουσαλήμ, κι επίσης να δώσει την άδεια ανοικοδόμησης του ναού του Θεού στην παλιά του θέση. Έτσι ο Σεσαβασσάρ ήρθε κι έβαλε τα θεμέλια του ναού του Θεού στην Ιερουσαλήμ, κι από τότε μέχρι σήμερα ο ναός ξαναχτίζεται και δεν τέλειωσε ακόμα”. »Τώρα, λοιπόν, αν σου φαίνεται καλό, βασιλιά, ας γίνει έρευνα στα βασιλικά αρχεία της Βαβυλώνας, για να διαπιστωθεί αν πραγματικά έχει εκδοθεί διαταγή από το βασιλιά Κύρο να ξαναχτιστεί ο ναός του Θεού στην Ιερουσαλήμ, και ας μας κοινοποιηθεί η απόφασή σου γι’ αυτό το ζήτημα». Ο βασιλιάς Δαρείος έδωσε διαταγή να γίνει έρευνα στη Βαβυλώνα, στους χώρους όπου φυλάσσονταν τα αρχεία και τα πολύτιμα αντικείμενα. Στα Εκβάτανα, λοιπόν, μια οχυρωμένη πόλη της επαρχίας της Μηδίας, βρέθηκε ένα κυλινδρικό βιβλίο, όπου ήταν γραμμένα τα εξής: «Υπόμνημα. Το πρώτο έτος της βασιλείας του Κύρου, ο βασιλιάς έβγαλε διαταγή να ξαναχτιστεί στην Ιερουσαλήμ ο ναός του Θεού, για να είναι τόπος όπου θα προσφέρονται θυσίες. Θα χτιστεί πάνω στα ίδια θεμέλια. Το ύψος και το πλάτος του θα είναι από εξήντα πήχεις με μία σειρά ξύλα κάθε τρεις σειρές μεγάλα λιθάρια. Τα έξοδα θα πληρωθούν από τα ανάκτορα. Επίσης, τα σκεύη του ναού του Θεού, τα χρυσά και τα ασημένια, που τα είχε πάρει ο Ναβουχοδονόσορ από το ναό της Ιερουσαλήμ και τα είχε φέρει στη Βαβυλώνα, να επιστραφούν, για να πάρουν πάλι τη θέση τους στο ναό του Θεού στην Ιερουσαλήμ». «Τώρα λοιπόν Τατναΐ, κυβερνήτη της επαρχίας δυτικά του Ευφράτη, Σεθάρ-Βοζνάι και οι συνάδελφοί σας, οι αξιωματούχοι αυτής της επαρχίας, απομακρυνθείτε από ’κει. Αφήστε ελεύθερο το έργο του ναού του Θεού. Αφήστε τον κυβερνήτη των Ιουδαίων και τους επικεφαλής τους να ξαναχτίσουν το ναό του Θεού στη θέση του. »Εκδίδω και διαταγή σχετικά με την οικονομική βοήθεια που θα δώσετε εσείς στους επικεφαλής των Ιουδαίων για να ξαναχτίσουν το ναό του Θεού· τα έξοδα θα καταβληθούν σ’ αυτούς τους ανθρώπους αμέσως, χωρίς καμιά καθυστέρηση, από το βασιλικό ταμείο, δηλαδή από τους φόρους της επαρχίας δυτικά του Ευφράτη. »Επίσης, οτιδήποτε απαιτείται για τα ολοκαυτώματα του Θεού του ουρανού, μοσχάρια, κριάρια και αρνιά ή σιτάρι, αλάτι, κρασί και λάδι, θα τους τα δίνετε αμέσως σε καθημερινή βάση, όπως θα τα ζητούν οι ιερείς της Ιερουσαλήμ. Έτσι θα μπορούν να προσφέρουν θυσίες που η ευωδιά τους ευχαριστεί το Θεό του ουρανού και να προσεύχονται για τη ζωή του βασιλιά και των παιδιών του. »Ακόμη διατάζω για όποιον παραβεί αυτήν τη διαταγή, να ξεριζώσουν έναν πάσσαλο από το σπίτι του και πάνω σ’ αυτόν να τον κρεμάσουν· και το σπίτι του να γίνει σκουπιδότοπος εξαιτίας αυτής του της παράβασης. Και ο Θεός, που θέλησε να λατρεύεται το όνομά του εκεί, ας ανατρέψει κάθε βασιλιά ή λαό, που θα επιχειρήσει να τροποποιήσει τη διαταγή μου με σκοπό να καταστρέψει αυτόν το ναό του Θεού στην Ιερουσαλήμ. Εγώ, ο Δαρείος, εξέδωσα διαταγή. Να εκτελεστεί με ακρίβεια». Ο Τατναΐ, κυβερνήτης της επαρχίας δυτικά του Ευφράτη, ο Σεθάρ-Βοζνάι και οι συνάδελφοί τους, έκαναν όπως ακριβώς τους παρήγγειλε ο βασιλιάς Δαρείος. Έτσι, οι επικεφαλής των Ιουδαίων συνέχισαν την ανοικοδόμηση και προχωρούσαν καλά, με την ενθάρρυνση του προφήτη Αγγαίου και του προφήτη Ζαχαρία, γιου του Ιδδώ· και τελείωσαν το χτίσιμο, σύμφωνα με την εντολή του Θεού του Ισραήλ, και τα διατάγματα του Κύρου, του Δαρείου και του Αρταξέρξη, βασιλιάδων των Περσών. Ο ναός αυτός συμπληρώθηκε την τρίτη μέρα του μήνα Αδάρ, το έκτο έτος της βασιλείας του Δαρείου. Οι Ιουδαίοι, οι ιερείς, οι λευίτες και όλοι οι άλλοι που είχαν έρθει από την αιχμαλωσία, τέλεσαν με πανηγυρισμούς τα εγκαίνια του ναού του Θεού. Με την ευκαιρία των εγκαινίων πρόσφεραν εκατό μοσχάρια, διακόσια κριάρια, τετρακόσια αρνιά και δώδεκα τράγους, έναν για κάθε φυλή του Ισραήλ, θυσία εξιλέωσης για την αμαρτία όλων των Ισραηλιτών. Έπειτα διόρισαν τους ιερείς στις αρμοδιότητές τους και τους λευίτες στις θέσεις τους, για να υπηρετούν το Θεό στην Ιερουσαλήμ, σύμφωνα με τα γραμμένα στο βιβλίο του Μωυσή. Όλοι όσοι είχαν επιστρέψει από την αιχμαλωσία γιόρτασαν το Πάσχα τη δέκατη τέταρτη μέρα του πρώτου μήνα. Οι ιερείς και οι λευίτες εξαγνίστηκαν όλοι μαζί και ήταν όλοι καθαροί. Οι λευίτες ήταν έτσι σε θέση να θυσιάσουν τα αρνιά του Πάσχα για όλους τους αιχμαλώτους που είχαν επιστρέψει, για τους συγγενείς τους, για τους ιερείς, και για τον εαυτό τους. Οι Ισραηλίτες που είχαν επιστρέψει από την αιχμαλωσία, έφαγαν το πασχαλινό αρνί μαζί με όλους όσοι είχαν παραμείνει στη χώρα αλλά είχαν εξαγνιστεί, προκειμένου να λατρεύσουν τον Κύριο, το Θεό των Ισραηλιτών. Εφτά μέρες γιόρταζαν τη γιορτή των Αζύμων με πανηγυρισμούς, γιατί ο Κύριος τους έδωσε χαρά, μετατρέποντας τη διάθεση του βασιλιά της Ασσυρίας απέναντί τους, ώστε αυτός να τους βοηθήσει να ξαναχτίσουν το ναό του Θεού του Ισραήλ. Το έβδομο έτος της βασιλείας του Αρταξέρξη ήρθαν στην Ιερουσαλήμ και μερικοί Ισραηλίτες, ιερείς, λευίτες, ψάλτες, θυρωροί και υπηρέτες του ναού. Τον πέμπτο μήνα του έβδομου έτους της βασιλείας του Αρταξέρξη, ήρθε και ο Έσδρας στην Ιερουσαλήμ. Είχε αναχωρήσει από τη Βαβυλώνα την πρώτη μέρα του πρώτου μήνα κι έφτασε στην Ιερουσαλήμ την πρώτη μέρα του πέμπτου μήνα, χάρη στην ευεργετική παρουσία του Θεού, που ήταν μαζί του. Ο Έσδρας είχε πράγματι αποφασίσει μ’ όλη του την καρδιά να ερευνήσει το νόμο του Κυρίου και να τον εφαρμόσει, κι επίσης να διδάξει τα προστάγματα και τις εντολές του στους Ισραηλίτες. Ακολουθεί αντίγραφο εγγράφου, με το οποίο ο βασιλιάς Αρταξέρξης εφοδίασε τον ιερέα Έσδρα, τον έμπειρο γνώστη γύρω από τα ζητήματα των εντολών και των προσταγμάτων που ο Κύριος είχε δώσει στους Ισραηλίτες: «Ο Αρταξέρξης, βασιλιάς των βασιλιάδων, προς τον Έσδρα, τον ιερέα, τον γνώστη του νόμου του Θεού του ουρανού· θερμό χαιρετισμό κ.λπ. »Εκδίδω διαταγή να επιτραπεί να φύγουν μαζί σου από το βασίλειό μου όσοι Ισραηλίτες, λαϊκοί, ιερείς ή λευίτες, θέλουν να επιστρέψουν στην Ιερουσαλήμ. »Εγώ, ο βασιλιάς, και οι εφτά σύμβουλοί μου, σε στέλνουμε στην Ιουδαία και στην Ιερουσαλήμ, για να δεις πώς εφαρμόζεται εκεί ο νόμος του Θεού σου, που το κείμενό του το έχεις στα χέρια σου· και με την ευκαιρία αυτή, να μεταφέρεις το ασήμι και το χρυσάφι που εγώ και οι σύμβουλοί μου επιθυμούμε να προσφέρουμε στο Θεό του Ισραήλ, που έχει το θυσιαστήριό του στην Ιερουσαλήμ. Επίσης θα μεταφέρεις στο ναό του Θεού σας, στην Ιερουσαλήμ, όλες τις εισφορές σε ασήμι και χρυσάφι που θα συγκεντρώσεις από ολόκληρη την επαρχία της Βαβυλώνας, μαζί με τις προαιρετικές εισφορές του λαού σου και των ιερέων. Έπειτα, με τα χρήματα αυτά θα αγοράσεις αμέσως ταύρους, κριάρια, αρνιά, τις προσφορές των σιτηρών και τις σπονδές, και θα τα προσφέρεις στο θυσιαστήριο του ναού του Θεού σας, στην Ιερουσαλήμ. Ό,τι περισσέψει από το ασήμι και το χρυσάφι, χρησιμοποιήστε το όπως νομίζετε καλύτερα εσύ και οι συμπατριώτες σου, αλλά πάντα ενεργώντας σύμφωνα με το θέλημα του Θεού σας. Τα σκεύη που σας έχουν δοθεί για την υπηρεσία του ναού του Θεού, θα τα τοποθετήσετε ενώπιον του Θεού στην Ιερουσαλήμ. Και καθετί που θα χρειαστεί να προμηθευτείτε για το ναό του Θεού σας, θα το πληρώνετε με χρήματα από το θησαυροφυλάκιο του βασιλιά. »Εγώ, ο βασιλιάς Αρταξέρξης, δίνω διαταγή σ’ όλους τους θησαυροφύλακες της επαρχίας δυτικά του Ευφράτη να εκτελούν πρόθυμα ο,τιδήποτε τους ζητήσει ο ιερέας Έσδρας, ο έμπειρος γνώστης του νόμου του Θεού του ουρανού· να του δίνουν ως και εκατό ασημένια τάλαντα, εκατό κορ σιτάρι, εκατό βαθ κρασί, εκατό βαθ λάδι και άφθονο αλάτι. Καθετί που θα ζητήσει ο Θεός του ουρανού για το ναό του, να το προμηθεύουν με προθυμία, για να μην έρθει η οργή αυτού του Θεού στη χώρα του βασιλιά και των παιδιών του. Επίσης γνωστοποιήθηκε στους θησαυροφύλακες ότι δεν επιτρέπεται να επιβάλλεται φόρος και δασμός στους ιερείς, στους λευίτες, στους ψάλτες, στους θυρωρούς, στους υπηρέτες του ναού, δηλαδή σε όλους εκείνους που απασχολούνται στο ναό του Θεού. Εσύ λοιπόν, Έσδρα, σύμφωνα με τη σοφία του Θεού σου, που την κατέχεις, να διορίσεις αξιωματούχους και δικαστές, που θα διοικούν όλο το λαό της επαρχίας δυτικά του Ευφράτη, δηλαδή όλους όσοι είναι γνώστες των νόμων του Θεού σου· κι επίσης θα τους διδάξεις σ’ εκείνους που δεν τους γνωρίζουν. Όποιος δεν τηρεί το νόμο του Θεού σου ή το νόμο του βασιλιά, θα τιμωρείται αυστηρά είτε με θάνατο είτε με εξορία είτε με δήμευση της περιουσίας του είτε με φυλάκιση». Ευλογημένος να είναι ο Κύριος, ο Θεός των προγόνων μας, που έβαλε στην καρδιά του βασιλιά την επιθυμία, ν’ ανακαινίσει το ναό του Κυρίου, στην Ιερουσαλήμ! Ο Θεός μού έδωσε τη χάρη του, ώστε ν’ αποκτήσω την εύνοια του βασιλιά και των συμβούλων του και όλων των ισχυρών αρχόντων του βασιλείου του. Έτσι ενισχυμένος από την προστασία του Κυρίου, του Θεού μου, μπόρεσα να συγκεντρώσω τους αρχηγούς του Ισραήλ, για να φύγουν μαζί μου. Ακολουθεί πίνακας των αρχηγών των συγγενειών, που έφυγαν μαζί μου από τη Βαβυλώνα τον καιρό της βασιλείας του Αρταξέρξη: Ο Γηρσών, από τη συγγένεια του Φινεές, ο Δανιήλ, από τη συγγένεια του Ιθάμαρ και ο Χαττούς, γιος του Σεχανία, από τη συγγένεια του Δαβίδ. Ο Ζαχαρίας, από τη συγγένεια του Φαρώς, και μαζί του ήταν καταγεγραμμένοι εκατόν πενήντα άντρες· ο Ελιωεναΐ, γιος του Ζεραχία, από τη συγγένεια του Φαχάθ-Μωάβ, με διακόσιους άντρες· ο Σεχανίας, γιος του Ιααζιήλ, από τη συγγένεια του Ζαττού, με τριακόσιους άντρες· ο Εβέδ, γιος του Ιωνάθαν, από τη συγγένεια του Αδίν, με πενήντα άντρες· ο Ιεσαΐας, γιος του Γοθολία, από τη συγγένεια του Ελάμ, με εβδομήντα άντρες· ο Ζεβαδίας, γιος του Μιχαήλ, από τη συγγένεια του Σεφατία, με ογδόντα άντρες· ο Οβαδίας, γιος του Ιεχιήλ, από τη συγγένεια του Ιωάβ, με διακόσιους δεκαοκτώ άντρες· ο Σελωμείθ, γιος του Ιωσηφία, από τη συγγένεια του Βανί, με εκατόν εξήντα άντρες· ο Ζαχαρίας, γιος του Βεβαΐ, από τη συγγένεια του Βεβαΐ, με είκοσι οκτώ άντρες· ο Ιωχανάν, γιος του Ακκατάν, από τη συγγένεια του Αζγάδ, με εκατόν δέκα άντρες· οι Ελιφαλέτ, Ιεϊήλ και Σεμαΐα, νεότεροι απόγονοι από τη συγγένεια του Αδωνικάμ, με εξήντα άντρες· ο Ουθαΐ και ο Ζαββούδ, από τη συγγένεια του Βιγβαΐ, με εβδομήντα άντρες. Όλους αυτούς τους συγκέντρωσα στον ποταμό που περνάει από την Ααβά κι εκεί κατασκηνώσαμε τρεις μέρες. Είδα ότι ανάμεσα στο λαό υπήρχαν ιερείς, αλλά δε βρήκα κανένα λευίτη. Τότε κάλεσα τους αρχηγούς Ελεάζαρ, Αριήλ, Σεμαΐα, Αλωνάμ, Ιαρίβ, Ελνάθαμ, Νάθαν, Ζαχαρία και Μεσουλλάμ, και τους δασκάλους Ιωϊαρίβ και Ελνάθαμ, και τους έστειλα στον Ιδδώ, αρχηγό της κοινότητας Χασιφία· προηγουμένως τους είπα τι να πουν στον Ιδδώ και στους συντρόφους του, τους υπηρέτες του ναού που κατοικούσαν στην περιοχή Χασιφία, ώστε να μας στείλουν υπηρέτες για το ναό του Θεού μας. Χάρη στην εύνοια του Θεού απέναντί μας, αυτοί συμφώνησαν και μας έστειλαν έναν άντρα σοφό, το Σερεβία, από τη συγγένεια του Μααλί και απόγονο του Λευί, γιου του Ιακώβ, μαζί με τους γιους του και τους συγγενείς του συνολικά δεκαοκτώ άντρες· επίσης μας έστειλαν το Χασαβία και μαζί του τον Ιεσαΐα, από τη συγγένεια του Μεραρί, με τους συγγενείς του και τους γιους του, είκοσι άντρες. Κι από το κατώτερο προσωπικό του ναού, μάς έστειλαν διακόσιους είκοσι άντρες, απογόνους υπηρετών του ναού, που ο Δαβίδ και οι αξιωματούχοι του τους είχαν διορίσει στην υπηρεσία των λευιτών. Όλοι αυτοί ήταν καταγεγραμμένοι ονομαστικά. Τότε εκεί κοντά στον ποταμό Ααβά κήρυξα νηστεία, για να ταπεινωθούμε ενώπιον του Θεού μας και να του ζητήσουμε να προστατεύσει εμάς, τα παιδιά μας και τα υπάρχοντά μας. Ντράπηκα να ζητήσω από το βασιλιά στρατιωτική δύναμη και ιππείς για να μας προστατεύσουν στο δρόμο μας από τους εχθρούς μας· του είχαμε πει ότι το χέρι του Θεού μας προστατεύει όλους εκείνους που τον αναζητούν με αγαθή πρόθεση, και η οργή του ξεσπάει με δύναμη ενάντια σ’ εκείνους που τον εγκαταλείπουν. Νηστέψαμε, λοιπόν, και παρακαλέσαμε το Θεό μας να μας προστατεύσει· κι αυτός άκουσε την παράκλησή μας. Μετά ξεχώρισα δώδεκα από τους διευθύνοντες ιερείς, καθώς και τους Ζεραχία και Χασαβία και μαζί μ’ αυτούς δέκα άντρες από τους συγγενείς τους. Τους ζύγισα το ασήμι, το χρυσάφι και τα σκεύη που είχαν προσφέρει για το ναό του Θεού μας ο βασιλιάς, οι σύμβουλοι και οι άρχοντές του, καθώς και όλοι οι Ισραηλίτες που βρίσκονταν στη χώρα. Τους μέτρησα εξακόσια πενήντα ασημένια τάλαντα, εκατό ασημένια σκεύη και εκατό τάλαντα χρυσά· είκοσι χρυσά δοχεία αξίας χιλίων δαρεικών και δύο σκεύη καμωμένα από ωραίο λαμπερό χαλκό· τόσο πολύτιμα έμοιαζαν, σαν να ήταν από χρυσάφι. Τους είπα: «Όπως εσείς είστε αφιερωμένοι στην υπηρεσία του Κυρίου, έτσι και τα σκεύη είναι κι αυτά αφιερωμένα στον Κύριο. Αυτό το ασήμι και το χρυσάφι είναι προαιρετική προσφορά στον Κύριο, το Θεό των προγόνων μας. Φυλάξτε τα, λοιπόν, με προσοχή, ωσότου τα μετρήσετε μπροστά στους προϊσταμένους των ιερέων και των λευιτών, και στους αρχηγούς των συγγενειών του Ισραήλ στην Ιερουσαλήμ, στα παραοικοδομήματα του ναού του Κυρίου». Έτσι, οι ιερείς και οι λευίτες παρέλαβαν το ασήμι, το χρυσάφι και τα πολύτιμα σκεύη, για να τα μεταφέρουν στην Ιερουσαλήμ, στο ναό του Θεού μας. Τη δωδέκατη μέρα του πρώτου μήνα φύγαμε από τον ποταμό Ααβά για να πάμε στην Ιερουσαλήμ. Ο Θεός ήταν μαζί μας και μας προστάτευε στο δρόμο από τις ενέδρες των εχθρών μας. Φτάσαμε στην Ιερουσαλήμ και ξεκουραστήκαμε εκεί τρεις μέρες. Την τέταρτη μέρα μετρήσαμε το ασήμι, το χρυσάφι και τα πολύτιμα σκεύη στο ναό του Θεού μας και τα παραδώσαμε στον ιερέα Μερημώθ, γιο του Ουρία. Μαζί του ήταν παρών ο Ελεάζαρ, γιος του Φινεές κι επίσης οι λευίτες Ιωζαβάδ, γιος του Ιησού και Νωαδίας, γιος του Βιννούι. Τα πάντα μετρήθηκαν και ζυγίστηκαν και το βάρος τους καταγράφτηκε. Τότε αυτοί που είχαν έρθει από την αιχμαλωσία πρόσφεραν ολοκαυτώματα στο Θεό του Ισραήλ, δώδεκα μοσχάρια, για όλες τις φυλές των Ισραηλιτών, ενενήντα έξι κριάρια, εβδομήντα εφτά αρνιά, δώδεκα τράγους, για την εξιλέωση της αμαρτίας. Όλα αυτά τα ζώα κάηκαν εντελώς προς τιμήν του Κυρίου. Επίσης επέδωσαν τα βασιλικά διατάγματα στους σατράπες και στους κυβερνήτες της επαρχίας δυτικά του Ευφράτη· κι αυτοί πρόσφεραν τη βοήθειά τους στο λαό σε ό,τι αφορούσε το ναό του Θεού. Μετά απ’ αυτά τα γεγονότα, με πλησίασαν μερικοί άρχοντες του λαού και μου είπαν: «Οι ιερείς, οι λευίτες και ο υπόλοιπος λαός του Ισραήλ έχουν δεχτεί τις επιδράσεις των άλλων λαών αυτής εδώ της χώρας. Τηρούν τα βδελυρά έθιμα των Χαναναίων, των Χετταίων, των Φερεζαίων, των Ιεβουσαίων, των Αμμωνιτών, των Μωαβιτών, των Αιγυπτίων και των Αμορραίων. Αυτό συνέβη γιατί οι Ισραηλίτες και τα παιδιά τους έχουν πάρει γυναίκες από τις κόρες αυτών των λαών κι έτσι ο λαός του Θεού έχει έρθει σε επιμειξία με τους πληθυσμούς αυτής της χώρας· οι άρχοντες μάλιστα και οι αξιωματούχοι πρωτοστατούν σ’ αυτήν την απιστία». Όταν άκουσα αυτά τα πράγματα, έσκισα τα ρούχα μου και το μανδύα μου, ξερίζωσα τα μαλλιά και τα γένια μου και κάθισα σε μια μεριά φοβερά ταραγμένος. Γύρω μου συγκεντρώθηκαν όλοι όσοι έτρεμαν την κρίση του Θεού του Ισραήλ για την απιστία αυτών που είχαν γυρίσει από την αιχμαλωσία, ενώ εγώ καθόμουν σε μια μεριά ταραγμένος ως την ώρα της βραδινής θυσίας. Όταν έφτασε η ώρα της βραδινής θυσίας σηκώθηκα από ’κει που είχα πέσει ταπεινωμένος και με σχισμένα τα ρούχα μου και το μανδύα μου έπεσα στα γόνατα, άπλωσα τα χέρια μου στον Κύριο, το Θεό μου, και είπα: «Θεέ μου, είμαι φοβερά ταραγμένος και ντρέπομαι να σηκώσω τα μάτια μου σ’ εσένα, γιατί οι ανομίες μας έχουν γίνει τόσες πολλές, που μας έπνιξαν· η ενοχή μας έχει γίνει σωρός, που φτάνει μέχρι τον ουρανό. Από τον καιρό των προγόνων μας μέχρι σήμερα, η ενοχή μας ήταν πάντα μεγάλη. Εξαιτίας των ανομιών μας ο λαός μας, οι βασιλιάδες μας και οι ιερείς μας παραδοθήκαμε στην εξουσία των βασιλιάδων των χωρών αυτών. Και μέχρι σήμερα μας κατέσφαζαν, μας είχαν αιχμαλώτους, μας λεηλατούσαν και μας εξευτέλιζαν. Αλλά εδώ και λίγον καιρό εσύ Κύριε, Θεέ μας, μας έδειξες την εύνοιά σου, και σ’ ένα υπόλοιπο από μας που επέζησε του επέτρεψες να εγκατασταθεί μόνιμα στον άγιο τόπο σου. Έτσι αναζωογόνησες τις καρδιές μας και μας έδωσες χαρά για λίγον καιρό μέσα στη σκλαβιά μας. Πράγματι είμαστε δούλοι! Αλλά εσύ, Θεέ μας, δε μας εγκατέλειψες στη δουλεία μας. Επειδή μας αγαπάς, προκάλεσες την εύνοια του βασιλιά των Περσών για μας, ώστε να μπορέσουμε να ξαναχτίσουμε το ναό σου, ν’ αναστηλώσουμε τα ερείπιά του κι έτσι να βρίσκουμε ένα ασφαλές καταφύγιο στην Ιουδαία και στην Ιερουσαλήμ. Τώρα όμως, Θεέ μας, τι να πούμε, που μετά απ’ όλα αυτά εμείς έχουμε λησμονήσει τις εντολές που μας έδωσες με τους δούλους σου, τους προφήτες; Πράγματι, μας είχες πει τότε: “η χώρα που πάτε να κατακτήσετε είναι ακάθαρτη, μολυσμένη από τους λαούς της περιοχής. Την έχουν γεμίσει με τα βδελυρά τους είδωλα από τη μιαν άκρη ως την άλλη. Γι’ αυτό δεν θα δίνετε τις κόρες σας στους γιους τους για γυναίκες, ούτε θα παίρνετε τις κόρες τους για γυναίκες στους γιους σας. Δε θα επιδιώξετε ποτέ την ειρήνη τους και το καλό τους, αν θέλετε να γίνετε ισχυροί, ν’ απολαμβάνετε τα αγαθά της χώρας και να την αφήσετε στους γιους σας κληρονομιά παντοτινή”. Κι όμως, εσύ, Θεέ μας, δε μας τιμώρησες όσο μας άξιζε για τις παρανομίες μας, αλλά επέτρεψες να επιζήσουμε ελεύθεροι όλοι εμείς, που τώρα βρισκόμαστε εδώ. Μετά, όμως, απ’ όσα μας έχουν βρει εξαιτίας των αμαρτιών μας και της μεγάλης ενοχής μας, πώς να παραβούμε πάλι τις εντολές σου και να συνάψουμε μικτούς γάμους με τους λαούς που τηρούν όλα αυτά τα βδελυρά έθιμα; Δεν θα οργιζόσουν εναντίον μας, σε σημείο να μας καταστρέψεις εντελώς και κανένας από μας να μην επιζήσει; Κύριε, Θεέ του Ισραήλ, εσύ είσαι δίκαιος, γιατί επέτρεψες να επιβιώσει ένα υπόλοιπο από μας. Και σήμερα εμείς στεκόμαστε εδώ ένοχοι ενώπιόν σου, που κανένας δε θα μπορούσε να σταθεί μπροστά σου σε τέτοια κατάσταση». Ενώ ο Έσδρας προσευχόταν γονατιστός μπροστά στο ναό του Θεού, και ζητούσε με κλάματα συγχώρηση, συγκεντρώθηκαν γύρω του μεγάλο πλήθος αντρών, γυναικών και παιδιών από το λαό. Κι όλος αυτός ο κόσμος έκλαιγε γοερά. Τότε ο Σεχανίας, γιος του Ιεχιήλ, από τη συγγένεια του Ελάμ, πήρε το λόγο και είπε στον Έσδρα: «Αμαρτήσαμε στο Θεό μας, γιατί έχουμε πάρει αλλοεθνείς γυναίκες, από τους λαούς αυτής εδώ της χώρας. Υπάρχει όμως ακόμα ελπίδα για τους Ισραηλίτες. Γι’ αυτό δίνουμε υπόσχεση στο Θεό μας να διώξουμε όλες τις αλλοεθνείς γυναίκες και τα παιδιά τους, σύμφωνα με την εντολή που μας έδωσε ο Κύριος κι εκείνοι που τηρούν με σεβασμό τις εντολές του. Ας εφαρμοστεί ο νόμος του Θεού μας. Αυτό όμως είναι δικό σου έργο. Ξεκίνα, λοιπόν, κι εμείς είμαστε μαζί σου. Πάρε θάρρος και πράξε!» Τότε ο Έσδρας όρκισε τους επικεφαλής των ιερέων-λευιτών και ολόκληρου του Ισραήλ ότι θα πράξουν σύμφωνα με όσα πρότεινε ο Σεχανίας. Κι αυτοί ορκίστηκαν. Μετά ο Έσδρας έφυγε από την αυλή του ναού του Θεού και πήγε και διανυκτέρευσε στο δωμάτιο του Ιωχανάν, γιου του Ελιασείβ. Όλη τη νύχτα δεν έφαγε ούτε ήπιε αλλά θρηνούσε συνέχεια για την παράβαση που είχαν κάνει αυτοί που γύρισαν από την αιχμαλωσία. Έπειτα κυκλοφόρησαν μια διακήρυξη στην Ιουδαία και στην Ιερουσαλήμ, σε όσους είχαν επιστρέψει από παλιά από την αιχμαλωσία και τους όριζαν να συγκεντρωθούν στην Ιερουσαλήμ. Κι αν κάποιος δεν θα ερχόταν μέσα σε τρεις μέρες, σύμφωνα με τη διαταγή των αρχόντων και των ευγενών, θα δημευόταν η περιουσία του και ο ίδιος θα αποκλειόταν από την κοινότητα. Έτσι, μέσα σε τρεις μέρες, συγκεντρώθηκαν στην Ιερουσαλήμ όλοι οι άντρες των φυλών Ιούδα και Βενιαμίν, την εικοστή μέρα του ένατου μήνα. Όλος ο λαός κάθισε στον ανοιχτό χώρο του ναού του Θεού, τρέμοντας εξαιτίας αυτής της υπόθεσης αλλά και εξαιτίας της δυνατής βροχής. Ο ιερέας Έσδρας σηκώθηκε και τους είπε: «Εσείς έχετε αμαρτήσει που πήρατε αλλοεθνείς γυναίκες, με συνέπεια να προσθέσετε ενοχές σ’ όλο το λαό του Ισραήλ. Τώρα, όμως, δοξάστε τον Κύριο, το Θεό των προγόνων σας, και εφαρμόστε το θέλημά του. Αποχωριστείτε από τους λαούς αυτής της χώρας και διώξτε τις αλλοεθνείς γυναίκες». Όλη η συνάθροιση αποκρίθηκε με δυνατές φωνές: «Έτσι είναι! Θα πράξουμε όπως προστάζεις. Αλλά εδώ ο κόσμος είναι πολύς και είμαστε στην εποχή των βροχών· δεν μπορούμε να παραμείνουμε σε ανοιχτό χώρο. Εξάλλου η παράνομη αυτή υπόθεση δεν είναι δυνατόν να τακτοποιηθεί σε μία ή δύο μέρες, γιατί είμαστε πολλοί που έχουμε εμπλακεί σ’ αυτήν. Ας εκπροσωπήσουν τη συνέλευση οι αρχηγοί μας· και όλοι όσοι έχουν πάρει αλλοεθνείς γυναίκες ας έρθουν σ’ αυτούς μια ορισμένη μέρα μαζί με τους πρεσβυτέρους και τους δικαστές της πόλης τους. Έτσι θα σταματήσει ο φοβερός θυμός του Θεού μας εναντίον μας γι’ αυτή μας την πράξη». Μόνον ο Ιωνάθαν, γιος του Ασαήλ και ο Ιαχζεΐας, γιος του Τικβά, αντέδρασαν σ’ αυτή την πρόταση, και τους υποστήριζαν ο Μεσουλλάμ και ο λευίτης Σαββεθάι. Όλοι οι άλλοι Ισραηλίτες που είχαν επιστρέψει από την αιχμαλωσία, τη δέχτηκαν. Ο ιερέας Έσδρας διάλεξε για βοηθούς του τους αρχηγούς των συγγενειών, τον καθένα ονομαστικά. Και την πρώτη μέρα του δέκατου μήνα συνεδρίασαν για να εξετάσουν το ζήτημα. Την πρώτη μέρα του πρώτου μήνα του επόμενου χρόνου είχαν τελειώσει με τη διερεύνηση όλων των περιπτώσεων που Ισραηλίτες είχαν πάρει γυναίκες αλλοεθνείς. Οι ιερείς που βρέθηκε να έχουν πάρει αλλοεθνείς γυναίκες ήταν οι εξής: Από τη συγγένεια του Ιησού, γιου του Ιωσαδάκ, και των αδερφών του, οι Μαασεΐας, Ελιέζερ, Ιαρίβ και Γεδαλίας. Αυτοί έδωσαν τα χέρια και υποσχέθηκαν να διώξουν τις γυναίκες τους κι επίσης θυσίασαν ένα κριάρι από το κοπάδι τους για την εξιλέωση της ενοχής τους. Από τη συγγένεια του Ιμμήρ, ο Ανανί και ο Ζεβαδίας. Από τη συγγένεια του Χαρίμ, οι Μαασεΐας, Ηλίας, Σεμαΐας, Ιεχιήλ και Ουζίας. Από τη συγγένεια του Φασχούρ, οι Ελιωεναΐ, Μαασεΐας, Ισμαήλ, Ναθαναήλ, Ιωζαβάδ και Ελασά. Λευίτες: οι Ιωζαβάδ, Σιμεΐ, Κελαΐας (που ονομαζόταν και Κελιτά), Πεθαχίας, Ιούδας και Ελιέζερ. Από τους ψάλτες ο Ελιασείβ, και θυρωροί οι Σαλλούμ, Τελέμ και Ουρεί. Ο υπόλοιπος λαός: Από τη συγγένεια του Φαρώς, οι Ραμίας, Ιζζίας, Μαλκίας, Μιαμίν, Ελεάζαρ, Μαλκίας και Βεναΐας. Από τη συγγένεια του Ελάμ, οι Ματτανίας, Ζαχαρίας, Ιεχιήλ, Αβδίας, Ιερεμώθ και Ηλίας. Από τη συγγένεια του Ζαττού, οι Ελιωεναΐ, Ελιασείβ, Ματαναΐ, Ιερεμώθ, Ζαβάδ και Αζιζά. Από τη συγγένεια του Βεβαΐ, οι Ιωχανάν, Ανανίας, Ζαββαΐ και Αθλαΐ. Από τη συγγένεια του Βανί, οι Μεσουλλάμ, Μαλλούχ, Αδαΐας, Ιασούβ, Σεάλ και Ιεραμώθ. Από τη συγγένεια του Φαχάθ-Μωάβ, οι Αδνά, Χελάλ, Βεναΐας, Μαασεΐας, Ματτανίας, Βεσαλεήλ, Βινούι και Μανασσής. Από τη συγγένεια του Χαρίμ, οι Ελιέζερ, Ισσίας, Μαλκίας, Σεμαΐας, Συμεών, Βενιαμίν, Μαλλούχ και Σεμαρίας. Από τη συγγένεια του Χασούμ, οι Ματαναΐ, Ματατά, Ζαβάδ, Ελιφέλετ, Ιερεμαΐ, Μανασσής και Σιμεΐ. Από τη συγγένεια του Βανί, οι Μααδαΐας, Αμράμ, Ουήλ, Βεναΐας, Βεδαΐας, Κελλουΐ, Βανίας, Μερημώθ, Ελιασείβ, Ματτανίας, Ματαναΐ και Ιαασώ. Από τη συγγένεια του Βινούι, οι Σιμεΐ, Σελεμίας, Νάθαν, Αδαΐας, Μαχναδεβαΐ, Σασαΐ, Σαραΐ, Αζαρεήλ, Σελεμίας, Σεμαρίας, Σαλλούμ, Αμαρίας και Ιωσήφ. Από τη συγγένεια του Νεβώ, οι Ιεϊήλ, Ματαθίας, Ζαβάδ, Ζεβινά, Ιαδαύ, Ιωήλ και Βεναΐας. Όλοι αυτοί είχαν πάρει αλλοεθνείς γυναίκες· μερικοί μάλιστα είχαν αποκτήσει και παιδιά απ’ αυτές. Έργα του Νεεμία, γιου του Χαχαλία. Το μήνα Χισλεύ, του εικοστού έτους της βασιλείας του Αρταξέρξη, ενώ βρισκόμουν στα Σούσα, την πρωτεύουσα, ήρθε από την Ιουδαία ο συμπατριώτης μου Ανανί με μερικούς άντρες. Τους ρώτησα για τους Ιουδαίους που επέζησαν και είχαν επιστρέψει από την αιχμαλωσία, καθώς και για την Ιερουσαλήμ. Εκείνοι μου απάντησαν: «Όσοι επέζησαν από την αιχμαλωσία κι έχουν εγκατασταθεί πάλι στον τόπο τους, βρίσκονται σε μεγάλη δυστυχία και ταπείνωση· το τείχος της Ιερουσαλήμ είναι ερειπωμένο και οι πύλες της έχουν καταστραφεί από τη φωτιά». Όταν άκουσα αυτά τα λόγια, έπεσα σε βαρύτατο πένθος για μέρες πολλές. Προσευχήθηκα στο Θεό του ουρανού και είπα: «Κύριε, Θεέ του ουρανού, μεγάλε και φοβερέ, εσύ τηρείς τη διαθήκη σου και δείχνεις την αγάπη σου σ’ εκείνους που σε αγαπούν και εφαρμόζουν τις εντολές σου. Στρέψε, λοιπόν, το βλέμμα σου σ’ εμένα το δούλο σου κι άκουσε προσεκτικά την προσευχή που μέρα και νύχτα τώρα σου απευθύνω για μας τους Ισραηλίτες, τους δούλους σου, και σου ζητώ συγχώρηση για τις αμαρτίες που έχουμε διαπράξει. Πραγματικά, κι εγώ και οι πρόγονοί μου αμαρτήσαμε. Ασεβήσαμε εναντίον σου και δεν τηρήσαμε τις εντολές σου, τους νόμους σου και τα προστάγματά σου, αυτά που έδωσες στο Μωυσή, το δούλο σου. Θυμήσου όμως, σε παρακαλώ, το λόγο που είπες στο Μωυσή, το δούλο σου: “αν απιστήσετε, θα σας διασκορπίσω ανάμεσα στα έθνη· αν όμως μετά επιστρέψετε σ’ εμένα και φροντίσετε να εφαρμόσετε τις εντολές μου, τότε, ακόμη κι αν είστε διασκορπισμένοι ως τις άκρες του κόσμου, θα σας ξαναφέρω από ’κει και θα σας συγκεντρώσω στον τόπο που έχω διαλέξει για να με λατρεύουν”. Αυτοί εδώ είναι δούλοι σου και λαός σου, που εσύ τους απελευθέρωσες με τη μεγάλη, την ακαταμάχητη δύναμή σου. Σε παρακαλώ, Κύριε, άκουσε την προσευχή τη δική μου και των άλλων δούλων σου, που με χαρά σε τιμούν. Χάρισέ μου τώρα την επιτυχία και κάνε ο βασιλιάς να με αντιμετωπίσει ευνοϊκά». Εκείνη την εποχή εγώ ήμουν οινοχόος του βασιλιά. Το μήνα Νισάν του εικοστού έτους της βασιλείας του Αρταξέρξη, μια μέρα που ο βασιλιάς καθόταν στο τραπέζι, πήρα ως οινοχόος το κρασί και του το πρόσφερα· ποτέ άλλοτε δεν είχα παρουσιαστεί λυπημένος μπροστά του. Έτσι, ο βασιλιάς με ρώτησε: «Φαίνεσαι κακόκεφος· γιατί; Αφού δεν είσαι άρρωστος· άρα, σίγουρα κάποια στενοχώρια είναι». Τότε φοβήθηκα πολύ, και του απάντησα: «Βασιλιά μου, να ζεις αιώνια! Μα πώς να μην είμαι κακόκεφος, αφού η πόλη μου, ο τόπος των τάφων των προγόνων μου, είναι ερημωμένη και οι πύλες της κατεστραμμένες απ’ τη φωτιά;» Ο βασιλιάς με ρώτησε: «Τι ζητάς λοιπόν;» Τότε εγώ προσευχήθηκα στο Θεό του ουρανού, κι απάντησα στο βασιλιά: «Αν το βρίσκεις σωστό, βασιλιά, κι αν ο δούλος σου έχω κερδίσει την εύνοιά σου, τότε στείλε με στην Ιουδαία, στην πόλη των τάφων των προγόνων μου, να την ξαναχτίσω». Ο βασιλιάς έχοντας τη βασίλισσα καθισμένη δίπλα του, με ρώτησε: «Και πόσον καιρό θα διαρκέσει η αποστολή σου; Πότε θα γυρίσεις;» Ο βασιλιάς δεχόταν, λοιπόν να με αφήσει να φύγω, κι εγώ του έδωσα την ημερομηνία της επιστροφής μου. Του είπα ακόμη: «Αν συμφωνείς, βασιλιά, ας μου δοθούν επιστολές προς τους κυβερνήτες της επαρχίας δυτικά του Ευφράτη, για να μου επιτρέψουν να περάσω από ’κει και να φτάσω στην Ιουδαία. Επίσης, μια επιστολή για τον Ασάφ, τον υπεύθυνο του βασιλικού δάσους, ώστε να μου δώσει ξυλεία για τις πύλες του φρουρίου του ναού, για το τείχος της πόλης και για το σπίτι όπου θα μείνω». Ο βασιλιάς μού έδωσε ό,τι του ζήτησα, γιατί με προστάτευε το χέρι του Θεού. Ήρθα, λοιπόν, στους κυβερνήτες της επαρχίας δυτικά του Ευφράτη και τους έδωσα τις επιστολές του βασιλιά, ο οποίος είχε στείλει αξιωματικούς του στρατού και ιππικό για να με συνοδέψουν. Βέβαια, ο Σανβαλλάτ ο Χωρωνίτης και ο βοηθός του, ο Τωβίας ο Αμμωνίτης, πολύ δυσαρεστήθηκαν όταν άκουσαν ότι κάποιος είχε έρθει να εργαστεί για το καλό των Ισραηλιτών. Αφού ήρθα στην Ιερουσαλήμ, έμεινα εκεί τρεις μέρες. Τη νύχτα σηκώθηκα εγώ και μαζί μου μερικοί άντρες, χωρίς να πω σε κανέναν τι είχε βάλει ο Θεός μου στο νου μου να κάνω για την Ιερουσαλήμ· δεν είχα μαζί μου άλλο υποζύγιο, εκτός από κείνο που μετέφερε εμένα. Μέσα στη νύχτα, βγήκα από την πόλη και περνώντας από την πύλη της Κοιλάδας κατευθύνθηκα προς την πηγή του Δράκοντα και προς την πύλη της Κοπρίας κι εξέταζα τα ερειπωμένα τείχη της Ιερουσαλήμ και τις πύλες της, που είχαν καταστραφεί απ’ τη φωτιά. Πέρασα κοντά από την πύλη της Πηγής κι από τη δεξαμενή του βασιλιά αλλά το ζώο μου δεν έβρισκε πια τόπο για να περάσει. Έτσι, πάντα μέσα στη νύχτα, ανέβηκα από το χείμαρρο των Κέδρων συνεχίζοντας την εξέταση του τείχους· έπειτα έκανα στροφή και γύρισα πίσω πάλι από την πύλη της Κοιλάδας. Οι αξιωματούχοι της πόλης δεν ήξεραν πού είχα πάει και τι έκανα. Δεν είχα πει ακόμα τίποτα στους Ιουδαίους ούτε στους ιερείς ούτε στους ευγενείς και στους αξιωματούχους, ούτε σε κανέναν άλλον από κείνους που θα εκτελούσαν το έργο της ανοικοδόμησης. Τώρα όμως τους είπα: «Βλέπετε σε τι δυστυχία βρισκόμαστε: Η Ιερουσαλήμ είναι ερειπωμένη και οι πύλες της έχουν καταστραφεί απ’ τη φωτιά. Εμπρός, λοιπόν, ας ξαναχτίσουμε τα τείχη της Ιερουσαλήμ, για να πάψουν πια να μας καταφρονούν». Τους διηγήθηκα πώς με προστάτεψε ο Θεός μου και τους μετέφερα τα λόγια που μου είχε πει ο βασιλιάς. Τότε εκείνοι απάντησαν: «Εμπρός, ας ξεκινήσουμε το έργο της ανοικοδόμησης!» Έτσι πήραν θάρρος και προετοιμάστηκαν για το καλό αυτό έργο. Αλλά ο Σανβαλλάτ ο Χωρωνίτης κι ο βοηθός του ο Τωβίας ο Αμμωνίτης, και ο Γησέμ ο Άραβας, όταν άκουσαν τι επρόκειτο να κάνουμε, γέλασαν σε βάρος μας και μας είπαν περιφρονητικά: «Τι πάτε να κάνετε; Θα επαναστατήσετε εναντίον του βασιλιά;» Τότε εγώ τους έδωσα αυτήν την απάντηση: «Ο Θεός του ουρανού θα κάνει να επιτύχουμε! Εμείς, οι δούλοι του, θα ξεκινήσουμε την ανοικοδόμηση. Αλλά εσείς δεν θα έχετε πια δικαίωμα κατοχής στην Ιερουσαλήμ, ούτε θ’ ασκείτε καμιά εξουσία. Κι ούτε θα σας θυμάται κανένας στην πόλη». Τότε ο αρχιερέας Ελιασείβ ξεκίνησε την ανοικοδόμηση μαζί με τους άλλους ιερείς. Ξανάχτισαν την Προβατική πύλη, την καθαγίασαν και τοποθέτησαν τα θυρόφυλλά της. Επίσης καθαγίασαν το τείχος ως τον πύργο των Εκατό και ως τον πύργο του Ανανεήλ. Πλάι σ’ αυτούς έχτιζαν οι κάτοικοι της Ιεριχώ. Πλάι σ’ αυτούς έχτιζε ο Ζακκούρ, γιος του Ιμρί. Η συγγένεια του Ασσεναά έχτισαν την πύλη των Ιχθύων και τοποθέτησαν τα δοκάρια της, τα θυρόφυλλά της, τις κλειδωνιές της και τις αμπάρες της. Δίπλα επιδιόρθωνε ο Μερεμώθ, γιος του Ουρία κι εγγονός του Ακκώς. Δίπλα έκανε επισκευές ο Μεσουλλάμ, γιος του Βαραχία κι εγγονός του Μεσεζαβεήλ. Πλάι του επιδιόρθωνε ο Σαδώκ, γιος του Βαανά. Πιο πέρα από αυτούς έκαναν επισκευές οι Τεκωάτες, αν και οι πρόκριτοί τους αρνούνταν να εκτελέσουν τις εντολές των προϊσταμένων τους. Ο Ιοϊαδά, γιος του Φασεάχ, και ο Μεσουλλάμ, γιος του Βεσωδία, επισκεύασαν την Παλαιά πύλη. Τοποθέτησαν τα δοκάρια της και έβαλαν τα θυρόφυλλά της, τις κλειδωνιές και τις αμπάρες της. Παραδίπλα έκανε επισκευές ο Μελαθίας ο Γαβαωνίτης και ο Ιαδών ο Μερωνοθίτης, επίσης και άλλοι κάτοικοι της Γαβαών και της Μισπά, οι οποίοι ανήκαν στη δικαιοδοσία του κυβερνήτη της επαρχίας δυτικά του Ευφράτη. Πιο πέρα επισκεύαζε ο Ουζιήλ, γιος του Αραΐα, χρυσοχόος. Παραδίπλα ο Ανανίας, της συντεχνίας των αρωματοποιών· αυτοί αποκατέστησαν το προτείχισμα της Ιερουσαλήμ ως ένα σημείο που το τείχος πλαταίνει. Πιο πέρα έκανε επισκευές ο Ρεφαΐας, γιος του Χουρ, αρχηγός της μισής περιοχής της Ιερουσαλήμ. Πιο πέρα επισκεύαζε ο Ιεδαΐας, γιος του Χαρουμάφ, απέναντι στο σπίτι του. Παραδίπλα επισκεύαζε ο Χατούς, γιος του Χασαβνία. Ο Μαλκίας, γιος του Χαρίμ, και ο Χασσούβ, γιος του Φαχάθ-Μωάβ, επιδιόρθωναν ένα άλλο τμήμα, ως τον πύργο των Φούρνων. Πιο πέρα έκανε επισκευές ο Σαλλούμ, γιος του Αλλωχής, αρχηγός της άλλης μισής περιοχής της Ιερουσαλήμ, μαζί με τις θυγατέρες του. Ο Χανούν και οι κάτοικοι της Ζανωάχ επιδιόρθωσαν την πύλη της Κοιλάδας. Την ξανάχτισαν και τοποθέτησαν τα θυρόφυλλά της, τις κλειδωνιές και τις αμπάρες της, ως την «πύλη της Κοπρίας». Ο Μαλκίας, γιος του Ρηχάβ και αρχηγός της περιοχής Βαιθ-Ακαρέμ, μαζί με τους γιους του, επισκεύασε την πύλη της Κοπρίας· την ξανάχτισε κι έβαλε τα θυρόφυλλά της, τις κλειδωνιές και τις αμπάρες της. Την πύλη της Πηγής την επιδιόρθωσε ο Σαλλούμ, γιος του Κολ-Χοζέ και αρχηγός της περιοχής της Μισπά· την ξανάχτισε κι έβαλε τη στέγη της, τοποθέτησε τα θυρόφυλλά της, τις κλειδωνιές και τις αμπάρες της· επίσης επιδιόρθωσε το τείχος της δεξαμενής του Σελά. Πιο πέρα απ’ αυτόν, ο Νεεμίας, γιος του Αζβούκ και αρχηγός της μισής περιοχής της Βαιθ-Σουρ, επιδιόρθωσε ως απέναντι από τους τάφους του Δαβίδ και των απογόνων του και ως την τεχνητή δεξαμενή της βασιλικής φρουράς. Πλάι σ’ αυτόν έκαναν επισκευές οι λευίτες: Ο Ρεχούμ, γιος του Βανί και πιο πέρα ο Χασαβίας, αρχηγός της μισής περιοχής της Κεϊλά, για την περιοχή του. Πιο πέρα επιδιόρθωναν άλλοι λευίτες υπό τον Βαβαΐ, που ήταν γιος του Χεναδάδ και αρχηγός του άλλου μισού της Κεϊλά. Πέρα απ’ αυτόν, ο Εζέρ, γιος του Ιησού και αρχηγός της Μισπά, επισκεύαζε ένα άλλο τμήμα, στην ανωφέρεια, απέναντι από το οπλοποιείο, εκεί που το τείχος στρίβει. Πλάι σ’ αυτόν, ο Βαρούχ, γιος του Ζαββαΐ, επισκεύαζε ένα άλλο τμήμα από τη γωνία του τείχους ως την πόρτα του σπιτιού του αρχιερέα Ελιασείβ. Παραπέρα ο Μερημώθ, γιος του Ουρία κι εγγονός του Ακκώς, επιδιόρθωνε ένα άλλο τμήμα: από την πόρτα του σπιτιού του Ελιασείβ ως το τέλος του σπιτιού. Πλάι σ’ αυτόν επισκεύαζαν οι ιερείς που κατοικούσαν στην περιοχή. Πιο πέρα απ’ αυτούς, ο Βενιαμίν και ο Χασσούβ επιδιόρθωναν το τμήμα απέναντι από το σπίτι τους. Πλάι στο σπίτι του έκανε επισκευές δίπλα σ’ αυτούς ο Αζαρίας, γιος του Μαασεΐα κι εγγονός του Ανανία. Πιο πέρα απ’ αυτόν ο Βανί, γιος του Χεναδάδ, επισκεύαζε ένα άλλο τμήμα, από το σπίτι του Αζαρία ως τη γωνία του τείχους. Ο Παλάλ, γιος του Ουζαΐ, επιδιόρθωνε το τμήμα της γωνίας και τον πύργο που ορθώνεται από πάνω, απέναντι από τα ανάκτορα, δίπλα στην αυλή της φρουράς. Πιο πέρα απ’ αυτόν εργαζόταν ο Πεδαΐας, γιος του Φαρώς. Οι υπηρέτες του ναού, που κατοικούσαν στη συνοικία της Οφήλ, επιδιόρθωναν μέχρι τον πύργο που προεξείχε, ανατολικά της «πύλης των Υδάτων». Πιο πέρα, οι Τεκωάτες επισκεύαζαν το επόμενο τμήμα απέναντι από τον ψηλό πύργο που προεξείχε, ως το τείχος της Οφήλ. Οι ιερείς επισκεύαζαν πάνω από την πύλη των Αλόγων, καθένας μπροστά από το σπίτι του. Παραδίπλα απ’ αυτούς ο Σαδώκ, γιος του Ιμμέρ, επιδιόρθωνε απέναντι από το σπίτι του. Πλάι σ’ αυτόν επισκεύαζε ο Σεμαΐας, γιος του Σεχανία και φύλακας της ανατολικής πύλης. Δίπλα σ’ αυτόν ο Ανανίας, γιος του Σελεμία, και ο Χανούν, έκτος γιος του Σαλάφ, επισκεύαζαν άλλο τμήμα. Παραπέρα ο Μεσουλλάμ, γιος του Βαραχία, επισκεύαζε ένα τμήμα απέναντι από το δωμάτιό του. Πιο πέρα απ’ αυτόν ο Μαλκίας, ο χρυσοχόος, επιδιόρθωνε ένα τμήμα που έφτανε ως το σπίτι των υπηρετών του ναού και των εμπόρων, απέναντι από την πύλη του Μιφκάδ ως το παρατηρητήριο στη γωνία του τείχους. Ανάμεσα στο παρατηρητήριο και στην Προβατική πύλη έκαναν επισκευές άλλοι χρυσοχόοι και έμποροι. Αλλά ο Σανβαλλάτ, όταν άκουσε ότι εμείς οι Ιουδαίοι ξαναχτίζαμε το τείχος, οργίστηκε κι άρχισε να μας περιγελάει. Δήλωσε, λοιπόν, ο Σανβαλλάτ μπροστά στους συμπατριώτες του και στο στρατό της Σαμάρειας: «Τι προσπαθούν να κάνουν αυτοί οι ταλαίπωροι Ιουδαίοι; Λέτε να ολοκληρώσουν το έργο τους και να προσφέρουν κιόλας θυσίες; Θα τελειώσουν άραγε μέσα σε μία μέρα; Αλλά μπορούν να ξαναζωντανέψουν τις πέτρες που παίρνουν από τους σωρούς των καμένων ερειπίων;» Τότε ο Τωβίας ο Αμμωνίτης, που ήταν κοντά του, είπε: «Ε, καλά τώρα! Αυτοί ό,τι και να χτίσουν, μια αλεπού ν’ ανεβεί εκεί, θα γκρεμίσει το πέτρινο τείχος τους». «Αλλά εσύ, Θεέ μας», είπα εγώ, «άκουσέ μας, τώρα που εκείνοι μας περιγελούν. Στρέψε τον εμπαιγμό τους εναντίον τους και κάνε να συρθούν αυτοί αιχμάλωτοι, παραδομένοι στην ντροπή. Μη λησμονήσεις την ενοχή τους, και μην παραβλέψεις την αμαρτία τους, γιατί πρόσβαλαν εμάς που χτίζουμε το τείχος». Έτσι ολοκληρώσαμε σύντομα την ανοικοδόμηση του τείχους ως το μισό του ύψους του, γιατί ο λαός εργαζόταν με όλη την καρδιά του. Ο Σανβαλλάτ, ο Τωβίας, οι Άραβες, οι Αμμωνίτες και οι κάτοικοι της Ασδώδ, όταν άκουσαν ότι η επισκευή των τειχών της Ιερουσαλήμ προχωρούσε και ότι τα ρήγματα άρχισαν να κλείνουν, αγανάκτησαν. Έτσι, συνωμότησαν να έρθουν όλοι μαζί και να πολεμήσουν εναντίον της Ιερουσαλήμ και να μας φέρουν αναστάτωση. Τότε εμείς προσευχηθήκαμε στο Θεό μας και τοποθετήσαμε φρουρά για να μας προστατεύει από αυτούς, μέρα και νύχτα. Ωστόσο ο λαός του Ιούδα τραγουδούσε: «Σιγά σιγά η δύναμη των εργατών μας φεύγει κι είναι μεγάλος απ’ τα γκρεμίσματα ο σωρός. Δε θα μπορέσουμε ποτέ ξανά να χτίσουμε το τείχος, όπως ήταν παλιά». Οι εχθροί μας εξάλλου σκέφτονταν να μας ριχτούν αιφνιδιαστικά, χωρίς εμείς να τους αντιληφθούμε, και να μας σκοτώσουν για να μας αποτρέψουν από το έργο μας. Οι Ιουδαίοι που κατοικούσαν κοντά στους εχθρούς μας, ήρθαν τουλάχιστον δέκα φορές και μας ειδοποίησαν: «Από όλα τα μέρη όπου αυτοί κατοικούν, θα έρθουν εναντίον μας». Τότε, στα χαμηλά μέρη του χώρου, πίσω από το τείχος, στα σημεία που δεν είχε ακόμα τελειώσει η ανοικοδόμηση, τοποθέτησα το λαό κατά συγγένειες, οπλισμένους με ξίφη, δόρατα και τόξα. Κι επειδή έβλεπα την αγωνία τους, σηκώθηκα και είπα στους προκρίτους, στους αξιωματούχους και στον υπόλοιπο λαό: «Μην τους φοβάστε αυτούς! Θυμηθείτε τον Κύριο, τον μεγάλο και φοβερό, και πολεμήστε για τους συμπατριώτες σας, τους γιους σας, τις κόρες σας, τις γυναίκες σας και τα σπίτια σας». Οι εχθροί μας έμαθαν ότι είμαστε πληροφορημένοι και ότι ο Θεός είχε ματαιώσει έτσι τα σχέδιά τους. Τότε όλοι μας επιστρέψαμε στο τείχος, ο καθένας στην εργασία του. Από τότε, οι μισοί από τους ανθρώπους μας εργάζονταν στο έργο και οι άλλοι μισοί κρατούσαν τις λόγχες, τις ασπίδες, τα τόξα και τους θώρακες· οι αρχηγοί είχαν τη γενική εποπτεία σ’ όλο το λαό της Ιουδαίας που έχτιζαν το τείχος. Οι αχθοφόροι εργάζονταν με το ένα χέρι, ενώ με το άλλο κρατούσαν το ακόντιό τους. Καθένας από τους χτίστες δούλευε έχοντας το ξίφος του ζωσμένο στη μέση του· ο σαλπιγκτής ήταν πλάι μου, έτοιμος να σαλπίσει. Τότε είπα στους πρόκριτους, στους αξιωματούχους και στον υπόλοιπο λαό: «Το έργο είναι μεγάλο και εκτεταμένο κι εμείς είμαστε διασκορπισμένοι στο τείχος, ο ένας μακριά από τον άλλον. Όπου και να βρίσκεστε, όταν ακούσετε τη σάλπιγγα, συγκεντρωθείτε γύρω μας· και ο Θεός μας θα πολεμήσει για μας». Έτσι συνεχίσαμε την εργασία, ενώ οι μισοί κρατούσαν τις ασπίδες από τα χαράματα, ώσπου να φανούν τ’ αστέρια. Πρόσταξα ακόμη το λαό εκείνη την περίοδο όλοι οι επικεφαλής με τους βοηθούς τους να διανυκτερεύουν μέσα στην Ιερουσαλήμ, ώστε τη νύχτα να φυλάνε την πόλη ενώ την ημέρα θα εργάζονταν. Έτσι, ούτε εγώ, ούτε οι σύντροφοί μου, ούτε οι υπηρέτες μου, ούτε οι άντρες της φρουράς μου δε βγάζαμε ποτέ τα ρούχα μας. Και καθένας μας κρατούσε τα όπλα στο χέρι του. Ανάμεσα στο λαό άρχισε να δημιουργείται μεγάλη δυσαρέσκεια. Άντρες και γυναίκες συνάχθηκαν και παραπονιούνταν ενάντια σε ορισμένους συμπατριώτες τους, Ιουδαίους: «Τα παιδιά μας κι εμείς είμαστε πολυάριθμοι και χρειαζόμαστε στάρι να φάμε για να μην πεθάνουμε!» Άλλοι έλεγαν: «Έχουμε βάλει υποθήκη τα χωράφια μας, τ’ αμπέλια μας και τα σπίτια μας για να προμηθευτούμε στάρι και να μην πεινάσουμε!» Τέλος άλλοι έλεγαν: «Κι εμείς έχουμε δανειστεί χρήματα για να πληρώσουμε το φόρο του βασιλιά και βάλαμε υποθήκη τα χωράφια μας και τ’ αμπέλια μας. Ίδιο έθνος είμαστε με τους συμπατριώτες μας! Τα παιδιά μας αξίζουν το ίδιο με τα δικά τους τα παιδιά! Κι όμως εμείς υποχρεωνόμαστε να στείλουμε τα παιδιά μας δούλους –μερικές μάλιστα από τις κόρες μας έχουν ήδη γίνει δούλες. Και δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς, αφού τα χωράφια μας και τ’ αμπέλια μας ανήκουν σε άλλους». Όταν άκουσα αυτά τα λόγια και τα παράπονά τους, οργίστηκα πάρα πολύ. Εξέτασα προσεκτικά την υπόθεση και αποφάσισα να επιπλήξω τους προύχοντες και τους αξιωματούχους, που δάνειζαν με τόκο τους συμπατριώτες τους. Κάλεσα, λοιπόν, μεγάλη δημόσια συγκέντρωση εναντίον τους, και τους είπα: «Εμείς, στο μέτρο των δυνατοτήτων μας, εξαγοράσαμε τους συμπατριώτες μας τους Ιουδαίους, που είχαν πουληθεί δούλοι στα έθνη. Κι έρχεστε τώρα εσείς κι εξαναγκάζετε τους συμπατριώτες σας να πουληθούν σ’ εσάς, και το κάνετε αυτό σε ανθρώπους του λαού μας!» Αυτοί σώπαιναν, γιατί δεν είχαν τι να απαντήσουν. Τότε πρόσθεσα: «Αυτό που κάνετε δεν είναι σωστό. Πρέπει να ζείτε με φόβο Θεού, αν θέλετε ν’ αποφύγετε τον εμπαιγμό από τα εχθρικά μας έθνη! Εγώ και οι συγγενείς μου και οι συνεργάτες μου έχουμε δανείσει χρήματα και σιτάρι σ’ αυτούς τους ανθρώπους. Αλλά θα παραιτηθούμε απ’ αυτή μας την απαίτηση. Επιστρέψτε τους κι εσείς αμέσως τα χωράφια τους, τα αμπέλια τους, τα λιοστάσια τους και τα σπίτια τους, και παραιτηθείτε από τα χρήματα, το σιτάρι, το κρασί και το λάδι, που τους ζητάτε». Εκείνοι απάντησαν: «Θα τους επιστρέψουμε ό,τι τους έχουμε πάρει και δε θα ζητήσουμε πια τίποτε απ’ αυτούς· θα κάνουμε όπως ακριβώς το είπες». Κάλεσα, λοιπόν, τους ιερείς και όρκισα τους αξιωματούχους ότι θα κάνουν ό,τι υποσχέθηκαν. Μετά τίναξα τη ζώνη μου και είπα: «Έτσι να ξετινάξει ο Θεός το σπίτι του και τα υπάρχοντά του από καθέναν που δε θα τηρήσει αυτή την υπόσχεση· έτσι να ξετιναχτεί κι ο ίδιος και να πτωχεύσει». Και όλος ο λαός είπε: «Αμήν», και δόξασαν το Θεό. Κι όλοι τους τήρησαν την υπόσχεσή τους. Επίσης, από την ημέρα που διορίστηκα κυβερνήτης στην Ιουδαία, εγώ και οι συγγενείς μου δεν κάναμε χρήση της επιχορήγησης που μπορούσα να έχω ως κυβερνήτης. Αυτό διήρκεσε δώδεκα χρόνια, δηλαδή από το εικοστό ως το τριακοστό δεύτερο έτος της βασιλείας του Αρταξέρξη. Οι προηγούμενοι από μένα κυβερνήτες επιβάρυναν το λαό κι έπαιρναν απ’ αυτόν κάθε μέρα σαράντα ασημένιους σίκλους για τροφή και κρασί. Επίσης οι άνθρωποί τους τυραννούσαν το λαό. Εγώ όμως δεν φέρθηκα έτσι, γιατί φοβόμουν το Θεό. Αντίθετα, εργάστηκα προσωπικά μ’ επιμονή στο έργο της ανοικοδόμησης του τείχους και δεν αγόρασα χωράφια· και όλοι οι συνεργάτες μου συμμετείχαν στην εργασία του τείχους. Στο τραπέζι μου κάθονταν εκατόν πενήντα άντρες Ιουδαίοι και αξιωματούχοι, χώρια εκείνοι που μας έρχονταν από τα γύρω έθνη. Το φαγητό που ετοιμαζόταν κάθε μέρα ήταν ένα μοσχάρι, έξι εκλεκτά πρόβατα και διάφορα πουλερικά· επίσης κάθε δέκα μέρες μού δινόταν άφθονο κρασί κάθε είδους, όλα με δικά μου έξοδα. Κι όμως ποτέ δε ζήτησα την τροφή που δικαιούμην ως κυβερνήτης, γιατί ο λαός αυτός δούλευε πάρα πολύ σκληρά. Θυμήσου, Θεέ μου, όλα όσα έχω κάνει γι’ αυτόν το λαό και δείξε μου την εύνοιά σου. Ο Σανβαλλάτ, ο Τωβίας, ο Άραβας Γησέμ και οι άλλοι εχθροί μας πληροφορήθηκαν ότι εγώ ξανάχτισα το τείχος και δεν υπήρχε ρήγμα σ’ αυτό, αν και ως τότε δεν είχαν ακόμα τοποθετηθεί οι θύρες των πυλών. Τότε ο Σανβαλλάτ και ο Γησέμ μου έστειλαν μήνυμα και με προσκαλούσαν να συναντηθούμε σ’ ένα χωριό της πεδιάδας Ωνώ. Αυτοί όμως σχεδίαζαν να μου κάνουν κακό. Γι’ αυτό κι εγώ τους έστειλα την ακόλουθη απάντηση: «Έχω ακόμα πολλή δουλειά να κάνω και δεν μπορώ να έρθω· αν την αφήσω για να έρθω σ’ εσάς, η εργασία της ανοικοδόμησης θα σταματήσει». Το ίδιο μήνυμα μου το έστειλαν τέσσερις φορές και κάθε φορά τους έδινα την ίδια απάντηση. Τότε ο Σανβαλλάτ μου ξανάστειλε για πέμπτη φορά το μήνυμα με κάποιον συνεργάτη του, ο οποίος κρατούσε ένα ανοιχτό γράμμα στο χέρι του. Το γράμμα έλεγε: «Έχει ακουστεί στα γύρω έθνη –και ο Γησέμ το βεβαιώνει– ότι εσύ και οι Ιουδαίοι σκέφτεστε να κάνετε επανάσταση και γι’ αυτό ξαναχτίζετε το τείχος· σύμφωνα μάλιστα μ’ αυτές τις πληροφορίες εσύ θα γίνεις βασιλιάς τους. Επίσης έχεις βάλει προφήτες να διακηρύττουν για σένα στην Ιερουσαλήμ, ότι υπάρχει ήδη βασιλιάς στην Ιουδαία. Τώρα, λοιπόν, αφού όλα αυτά θα τα πληροφορηθεί ο βασιλιάς, έλα να σκεφτούμε μαζί την όλη κατάσταση». Εγώ όμως του απάντησα: «Τίποτε απ’ όσα λες δεν έχει συμβεί· είναι όλα κατασκευάσματα της φαντασίας σου». Εκείνοι ήθελαν να μας φοβίσουν ελπίζοντας ότι θα σταματήσουμε την εργασία και δε θα ολοκληρωνόταν η ανοικοδόμηση. Και προσευχόμουν: «Τώρα, όμως, δώσε μου δύναμη, Θεέ μου!» Έπειτα πήγα στο σπίτι του προφήτη Σεμαΐα, ο οποίος ήταν γιος του Δελαΐα κι εγγονός του Μεεταβεήλ, γιατί αυτός εμποδιζόταν να έρθει σ’ εμένα. «Έλα», μου είπε, «να κρυφτούμε οι δυο μας στο ναό του Θεού, στο βάθος του αγιαστηρίου. Να κλείσουμε κιόλας τις θύρες του ναού, γιατί αυτοί θα έρθουν τη νύχτα να σε σκοτώσουν». Εγώ, όμως, απάντησα: «Είναι δυνατόν ένας άνθρωπος σαν κι εμένα να δραπετεύσει; Ποιος άνθρωπος του δικού μου επιπέδου θα κατέφευγε ποτέ στο ναό για να σώσει τη ζωή του; Δεν έρχομαι». Είχα καταλάβει ότι δεν τον είχε στείλει ο Θεός, αλλά η προφητεία εκείνη ήταν εναντίον μου, γιατί ο Τωβίας κι ο Σανβαλλάτ τον είχαν πληρώσει να την πει. Είχε πληρωθεί για να με φοβίσει, ώστε να κάνω κάποια ενέργεια και ν’ αμαρτήσω. Ύστερα θ’ αποκτούσα κακό όνομα κι εκείνοι θα μπορούσαν να με δυσφημίσουν. «Θεέ μου», προσευχήθηκα, «να θυμάσαι πάντα τις πράξεις αυτές του Τωβία και του Σανβαλλάτ, την προφήτισσα Νωαδία και τους υπόλοιπους προφήτες που προσπάθησαν να με τρομοκρατήσουν». Την εικοστή πέμπτη μέρα του μήνα Ελούλ συμπληρώθηκε το τείχος σε διάστημα πενήντα δύο ημερών. Όταν το πληροφορήθηκαν οι εχθροί μας και το είδαν τα γύρω μας έθνη, κατέπεσε πολύ το ηθικό τους, γιατί αναγνώρισαν ότι όλη αυτή η εργασία είχε γίνει με τη βοήθεια του Θεού μας. Εκείνη την εποχή υπήρχε έντονη ανταλλαγή αλληλογραφίας ανάμεσα στους προκρίτους της Ιουδαίας και στον Τωβία. Πράγματι, στην Ιουδαία πολλοί του είχαν ορκιστεί αφοσίωση, γιατί αυτός ήταν γαμπρός του Σεχανία, γιου του Αράχ· εξάλλου ο γιος του ο Ιωχανάν είχε πάρει γυναίκα την κόρη του Μεσουλλάμ, γιου του Βαραχία. Μιλούσαν γι’ αυτόν επαινετικά μπροστά μου και παράλληλα μετέφεραν σ’ αυτόν τα λόγια μου. Κι ο ίδιος ο Τωβίας μού έστειλε επιστολές για να με εκφοβίσει. Όταν αποπερατώθηκε το τείχος και τοποθετήθηκαν τα θυρόφυλλα, διόρισα τους θυρωρούς, τους ψάλτες και τους λευίτες στα καθήκοντά τους. Ανέθεσα τη διοίκηση της Ιερουσαλήμ στον αδερφό μου τον Ανανία, καθώς και στον Ανανία το στρατιωτικό διοικητή του φρουρίου, άνθρωπο έμπιστο, που σεβόταν το Θεό περισσότερο από ό,τι πολλοί άλλοι. Τους είπα: «Δε θ’ ανοίγετε τις πύλες της Ιερουσαλήμ πριν ζεστάνει ο ήλιος· και θα τις κλείνετε και θα τις ασφαλίζετε καλά το βράδυ, πριν ο λαός πάει για ύπνο. Θα τοποθετήσετε φρουρούς από τους κατοίκους της Ιερουσαλήμ, άλλους σε σκοπιές και άλλους σε περιπολίες σ’ όλη την περιοχή γύρω από τα σπίτια τους». Η πόλη της Ιερουσαλήμ ήταν τότε ευρύχωρη κι εκτεταμένη· οι κάτοικοί της ήταν λιγοστοί και δεν είχαν χτιστεί ακόμα πολλά σπίτια. Εκείνη την εποχή ο Θεός μου μού έβαλε την ιδέα να συγκεντρώσω τους προκρίτους, τους αξιωματούχους και τον υπόλοιπο λαό, για να κάνω απογραφή του λαού. Βρήκα, λοιπόν, τους γενεαλογικούς καταλόγους εκείνων που είχαν έρθει πρώτοι από την αιχμαλωσία, κι εκεί ήταν καταχωρημένα τα εξής: Οι παρακάτω είναι οι πολίτες της επαρχίας της Ιουδαίας, που γύρισαν από την αιχμαλωσία, αυτοί που ο Ναβουχοδονόσορ, βασιλιάς της Βαβυλώνας, τους είχε πάρει αιχμαλώτους. Όλοι αυτοί επέστρεψαν στην Ιερουσαλήμ και στην Ιουδαία, καθένας στην πόλη του. Στην πορεία της επιστροφής αρχηγοί τους ήταν οι Ζοροβάβελ, Ιησού, Νεεμίας, Αζαρίας, Ρααμίας, Ναχαμανί, Μαρδοχαίος, Βιλσάν, Μισπερέθ, Βιγβαΐ, Νεχούμ και Βαανά. Ακολουθεί κατάλογος κατά συγγένειες με τον αριθμό των αντρών του λαού του Ισραήλ που επέστρεψαν από την αιχμαλωσία: Η συγγένεια του Φαρώς, δύο χιλιάδες εκατόν εβδομήντα δύο άντρες· του Σεφατία, τριακόσιοι εβδομήντα δύο· του Αράχ, εξακόσιοι πενήντα δύο· του Φαχάθ-Μωάβ, δηλαδή οι απόγονοι του Ιησού και του Ιωάβ, δύο χιλιάδες οχτακόσιοι δεκαοχτώ· του Ελάμ, χίλιοι διακόσιοι πενήντα τέσσερις· του Ζαττού, οχτακόσιοι σαράντα πέντε· του Ζακάι, εφτακόσιοι εξήντα· του Βινούι, εξακόσιοι σαράντα οχτώ· του Βεβαΐ, εξακόσιοι είκοσι οχτώ· του Αζγάδ, δύο χιλιάδες τριακόσιοι είκοσι δύο· του Αδωνικάμ, εξακόσιοι εξήντα εφτά· του Βιγβαΐ, δύο χιλιάδες εξήντα εφτά· του Αδίν, εξακόσιοι πενήντα πέντε· του Ατέρ, δηλαδή του Εζεκία, ενενήντα οχτώ· του Χασούμ, τριακόσιοι είκοσι οχτώ· του Βεσαΐ, τριακόσιοι είκοσι τέσσερις· του Χαρίφ, εκατόν δώδεκα και του Γαβαών, ενενήντα πέντε. Πίνακας κατά πόλεις στις οποίες είχαν ζήσει οι πρόγονοι εκείνων που επέστρεψαν: Από τη Βηθλεέμ και τη Νετωφά, εκατόν ογδόντα οχτώ άντρες· από την Αναθώθ, εκατόν είκοσι οχτώ· από τη Βαιθ-Αζμαβέθ, σαράντα δύο· από την Κιριάθ-Ιαρίμ, την Κεφιρά και τη Βερώθ, εφτακόσιοι σαράντα τρεις· από τη Ραμά και τη Γεβά, εξακόσιοι είκοσι ένας· από τη Μιχμάς, εκατόν είκοσι δύο· από τη Βαιθήλ και τη Γαι, εκατόν είκοσι τρεις· από μια άλλη πόλη Νεβώ, πενήντα δύο· οι απόγονοι ενός άλλου Ελάμ, χίλιοι διακόσιοι πενήντα τέσσερις· οι απόγονοι του Χαρίμ, τριακόσιοι είκοσι· από την Ιεριχώ, τριακόσιοι σαράντα πέντε· από τη Λοδ, τη Χαδίδ και την Ωνώ, εφτακόσιοι είκοσι ένας κι από τη Σεναά, τρεις χιλιάδες εννιακόσιοι τριάντα. Ακολουθεί πίνακας των ιερατικών συγγενειών, που επέστρεψαν από την αιχμαλωσία: Η συγγένεια του Ιεδαΐα (απόγονοι του Ιησού), εννιακόσιοι εβδομήντα τρεις άντρες· του Ιμμήρ, χίλιοι πενήντα δύο· του Πασχούρ, χίλιοι διακόσιοι σαράντα εφτά και του Χαρίμ, χίλιοι δεκαεφτά. Οι συγγένειες των λευιτών που επέστρεψαν ήταν: Του Ιησού και του Καδμιήλ (απόγονοι του Ωδευά), εβδομήντα τέσσερις άντρες. Την ομάδα των ψαλτών την αποτελούσαν οι απόγονοι του Ασάφ, εκατόν σαράντα οχτώ άντρες. Οι συγγένειες των θυρωρών ήταν: Του Σαλλούμ, του Ατέρ, του Ταλμών, του Ακκούβ, του Χατιτά και του Σωβαΐ, εκατόν τριάντα οχτώ. Οι συγγένειες των υπηρετών του ναού ήταν: Του Σιχά, του Χασουφά, του Ταββαώθ· του Κερώς, του Σιαά, του Φαδών, του Λεβανά, του Χαγαβά, του Σαλμαΐ, του Χανάν, του Γιδδήλ, του Γαχάρ, του Ρεαΐα, του Ρεσίν, του Νεκωδά, του Γαζζάμ, του Ουζζά, του Φασεάχ, του Βεσαΐ, του Μεουνίμ, του Νεφουσίμ, του Βακββούκ, του Χακουφά, του Χαρχώρ, του Βασλούθ, του Μεχιδά, του Χαρσά, του Βαρκώς, του Σίσερα, του Θάμαχ, του Νεσιάχ και του Χατιφά. Οι συγγένειες των δούλων του Σολομώντα ήταν: Του Σωταΐ, του Σωφέρεθ, του Φερουδά, του Ιααλά, του Δαρκών, του Γιδδήλ, του Σεφατία, του Χαττίλ, του Φοχερέθ-Σεβαΐμ, του Αμών. Όλοι μαζί οι απόγονοι των υπηρετών του ναού και των δούλων του Σολομώντα ήταν τριακόσιοι ενενήντα δύο· Από τις πόλεις Τελ-Μελάχ, Τελ-Χαρσά, Χερούβ-Αδδών και Ιμμέρ επέστρεψαν ιερατικές συγγένειες, οι οποίες όμως δεν μπόρεσαν να φέρουν τις απαραίτητες πληροφορίες για τις οικογένειες των προγόνων τους, ώστε ν’ αποδείξουν ότι κατάγονταν από Ισραηλίτες. Αυτοί ήταν απόγονοι του Δελαΐα, του Τωβία και του Νεκωδά, σύνολο εξακόσιοι σαράντα δύο άντρες. Το ίδιο συνέβη με ορισμένους άλλους απογόνους ιερέων: Του Χαβαΐα, του Ακκώς, του Βαρζιλλαΐ (ο οποίος ονομαζόταν έτσι, γιατί είχε πάρει γυναίκα του μια από τις κόρες του Γαλααδίτη Βαρζιλλαΐ). Όλοι αυτοί αναζήτησαν την εγγραφή τους στους γενεαλογικούς καταλόγους των προγόνων τους, αλλά δε βρέθηκαν εκεί· έτσι αποκλείστηκαν από την ιεροσύνη. Ο ίδιος ο κυβερνήτης Τιρσαθά τους απαγόρευσε να τρώνε από τις αγιότατες προσφορές, ωσότου ένας ιερέας συμβουλευτεί τα Ουρίμ και τα Θουμμίμ. Όλη η σύναξη μαζί έφτανε τους σαράντα δύο χιλιάδες τριακόσιους εξήντα άντρες, εκτός από τους δούλους τους, άντρες και γυναίκες, που έφταναν τις εφτά χιλιάδες τριακόσια τριάντα εφτά άτομα· επίσης υπήρχαν διακόσιοι σαράντα πέντε ψάλτες και ψάλτριες. Μαζί τους είχαν τετρακόσιες τριάντα πέντε καμήλες και έξι χιλιάδες εφτακόσια είκοσι γαϊδούρια. Μερικοί αρχηγοί οικογενειών έκαναν προαιρετικές εισφορές για το έργο της ανοικοδόμησης. Ο κυβερνήτης έδωσε στο θησαυροφυλάκιο χίλιους χρυσούς δαρεικούς, πενήντα κύπελλα και πεντακόσιες τριάντα ιερατικές στολές. Και άλλοι από τους αρχηγούς των οικογενειών έδωσαν στο θησαυροφυλάκιο για το έργο είκοσι χιλιάδες χρυσούς δαρεικούς και δύο χιλιάδες διακόσιες ασημένιες μνες. Ο υπόλοιπος λαός έδωσε είκοσι χιλιάδες χρυσούς δαρεικούς, δύο χιλιάδες ασημένιες μνες και εξήντα εφτά ιερατικές στολές. Οι ιερείς, οι λευίτες, οι θυρωροί, οι ψάλτες και μερικοί από το λαό, όπως υπηρέτες του ναού, και όλοι οι υπόλοιποι Ισραηλίτες εγκαταστάθηκαν στις πόλεις τους. Όταν έφτασε ο έβδομος μήνας του χρόνου όλοι οι Ισραηλίτες είχαν πια εγκατασταθεί στις πόλεις τους. Ο Έσδρας στεκόταν πάνω σε μια ξύλινη εξέδρα, που είχε κατασκευαστεί για την περίσταση. Κοντά του από τα δεξιά στέκονταν οι Ματταθίας, Σεμαΐας, Ανανίας, Ουρίας, Χελκίας και Μαασεΐας· στ’ αριστερά του στέκονταν οι Πεδαΐας, Μισαήλ, Μαλκίας, Χασούμ, Χασβαδανάς, Ζαχαρίας και Μεσουλλάμ. Έτσι όπως στεκόταν ο Έσδρας ψηλότερα απ’ όλο το λαό, άνοιξε το βιβλίο μπροστά τους· κι όταν το άνοιξε, σηκώθηκαν όλοι όρθιοι. Τότε ο Έσδρας δόξασε τον Κύριο, το μεγάλο Θεό, και όλος ο λαός απάντησε «αμήν, αμήν!» υψώνοντας τα χέρια. Ύστερα έσκυψαν τα κεφάλια τους και προσκύνησαν τον Κύριο με το πρόσωπο στη γη. Μετά σηκώθηκαν, και οι λευίτες Ιησούς, Βανί, Σερεβίας, Ιαμείν, Ακκούβ, Σαββεθάι, Ωδίας, Μαασεΐας, Κελιτά, Αζαρίας, Ιωζαβάδ, Ανανίας και Πελαΐας τούς εξηγούσαν το νόμο. Κανένας δεν κουνήθηκε από τη θέση του. Τους έκαναν προφορική μετάφραση του νόμου του Θεού και τους τον εξηγούσαν, για να καταλαβαίνει όλος ο λαός τι τους διάβαζαν. Ο κυβερνήτης Νεεμίας και ο Έσδρας, ιερέας και γνώστης του νόμου, καθώς και οι λευίτες, που εξηγούσαν το κείμενο, είπαν στο λαό: «Η ημέρα αυτή είναι αφιερωμένη στον Κύριο το Θεό σας! Δεν είναι ώρα τώρα για κλάματα και πένθη», γιατί όλος ο λαός έκλαιγε ακούγοντας να διαβάζεται ο νόμος. Ο Νεεμίας είπε ακόμα: «Πηγαίνετε στα σπίτια σας, φάτε από τα πιο εκλεκτά φαγητά, πιείτε γλυκό κρασί και στείλτε μερίδες σ’ όποιον δεν έχει τίποτε να ετοιμάσει! Η σημερινή μέρα είναι αφιερωμένη στον Κύριό μας! Και μη στενοχωριέστε, γιατί η χαρά που δίνει ο Κύριος είναι η δύναμή σας». Το ίδιο και οι λευίτες καθησύχαζαν το λαό λέγοντάς τους: «Ηρεμήστε και μη στενοχωριέστε! Η σημερινή μέρα είναι αφιερωμένη στον Κύριο». Έτσι όλος ο λαός έφυγε και πήγαν σπίτια τους να φάνε και να πιουν· έστειλαν και μερίδες φαγητού σ’ εκείνους που δεν είχαν να ετοιμάσουν τίποτα. Και πανηγύρισαν τη μεγάλη γιορτή, γιατί είχαν καταλάβει τα λόγια που τους εξήγησαν. Την επόμενη μέρα, οι αρχηγοί των συγγενειών του λαού, οι ιερείς και οι λευίτες, πήγαν και συνάντησαν τον Έσδρα, το γνώστη του νόμου, για να μάθουν καλύτερα τι διδάσκει ο νόμος. Βρήκαν, λοιπόν, γραμμένο στο νόμο που ο Κύριος είχε δώσει με το Μωυσή, μια διάταξη που έλεγε ότι οι Ισραηλίτες πρέπει να μείνουν προσωρινά σε σκηνές για να γιορτάσουν τη γιορτή της Σκηνοπηγίας τον έβδομο μήνα. Αμέσως τότε έστειλαν διακήρυξη και προσκαλούσαν όλες τις πόλεις τους και την Ιερουσαλήμ: «Βγείτε στα βουνά», τους έλεγαν, «και φέρτε κλαδιά ελιάς, κλαδιά από κυπαρίσσια, από μυρσίνες, από φοινικιές κι από δέντρα πυκνόφυλλα, για να κατασκευάσετε σκηνές, όπως είναι γραμμένο». Βγήκαν, λοιπόν, όλοι και έφεραν κλαδιά και κατασκεύασαν καθένας τη σκηνή του, στις αυλές και στις ταράτσες, στις αυλές του ναού του Θεού, στην πλατεία της πύλης των Υδάτων και στην πλατεία της πύλης του Εφραΐμ. Όλη η κοινότητα, όλοι εκείνοι που είχαν επιστρέψει από την αιχμαλωσία, κατασκεύασαν σκηνές κι έμειναν μέσα σ’ αυτές. Η χαρά τους ήταν πολύ μεγάλη, γιατί από τον καιρό του Ιησού, γιου του Ναυή, μέχρι εκείνη την ημέρα, οι Ισραηλίτες δεν είχαν γιορτάσει τη Σκηνοπηγία. Διάβαζαν από το βιβλίο του νόμου του Θεού κάθε μέρα, από την πρώτη ως την τελευταία της γιορτής, η οποία διήρκεσε εφτά μέρες. Την όγδοη μέρα έγινε επίσημη συνάθροιση, σύμφωνα με την εντολή. Την εικοστή τέταρτη μέρα του ίδιου μήνα, οι Ισραηλίτες άρχισαν νηστεία. Φορούσαν πένθιμα ρούχα και έριχναν χώμα στο κεφάλι τους. Αυτοί είχαν χωριστεί από όλους τους μη Ιουδαίους που υπήρχαν στην περιοχή τους και είχαν συγκεντρωθεί για να εξομολογηθούν τις αμαρτίες τις δικές τους και των προγόνων τους. Επί τρεις ώρες στέκονταν όρθιοι στις θέσεις τους κι άκουγαν την ανάγνωση από το βιβλίο του νόμου του Κυρίου, του Θεού τους· και για άλλες τρεις ώρες έμεναν γονατιστοί ενώπιον του Κυρίου του Θεού τους για να του ζητήσουν συγχώρηση. Στο βήμα των λευιτών στάθηκαν ο Ιησούς, ο Βανί, ο Καδμιήλ, ο Σεβανίας, ο Βουννί, ο Σερεβίας, ο Βανί και ο Χενανί και ζήτησαν με δυνατή φωνή τη βοήθεια του Κυρίου, του Θεού τους. Έπειτα οι λευίτες Ιησούς, Καδμιήλ, Βανί, Χασαβνίας, Σερεβίας, Ωδίας, Σεβανίας και Πεθαχίας είπαν: «Σηκωθείτε και δοξολογήστε τον Κύριο, το Θεό σας, ασταμάτητα! Ας είναι ευλογημένο το ένδοξο όνομά σου, Κύριε, αν κι οποιαδήποτε ανθρώπινη ευλογία και έπαινος είναι φτωχά για σένα!» Μετά όλος ο λαός προσευχήθηκε: «Εσύ ’σαι ο μόνος Κύριος! Εσύ έκανες τον απέραντο ουρανό κι όλα τ’ αστέρια του· τη γη και ό,τι είναι πάνω της, τις θάλασσες και ό,τι βρίσκεται σ’ αυτές· κι εσύ δίνεις στα πάντα τη ζωή. Τ’ αστέρια του ουρανού εσένα προσκυνούν. »Εσύ είσαι ο Κύριος, ο Θεός, που διάλεξες τον Άβραμ κι από την Ούρ, την πόλη των Χαλδαίων, τον έβγαλες κι όνομα του ’δωσες Αβραάμ. Κι όταν διαπίστωσες πως σου ήτανε πιστός διαθήκη σύναψες μαζί του, για να του δώσεις τη χώρα των Χαναναίων, των Χετταίων, των Αμορραίων, των Φερεζαίων, των Ιεβουσαίων και των Γεργεσαίων, για να ζήσουν οι απόγονοί του εκεί· και τήρησες τους λόγους σου, γιατ’ είσαι δίκαιος εσύ. »Είδες τη θλίψη των προγόνων μας στην Αίγυπτο κι άκουσες την κραυγή τους στη Θάλασσα την Ερυθρά. Πράγματα θαυμαστά έκανες και σημεία ενάντια στο Φαραώ και σ’ όλους τους ανθρώπους του, ενάντια σ’ όλον το λαό της χώρας του· γιατ’ ήξερες εσύ πως είχαν αλαζονικά στους προγόνους μας φερθεί. Έτσι έγινε το όνομά σου ξακουστό και τέτοιο είναι μέχρι σήμερα. Εσύ τους άνοιξες τη θάλασσα μπροστά τους και πέρασαν μέσ’ απ’ αυτήν σαν να ’τανε στεριά. Κι εκείνους που τους καταδίωκαν τους έριξες σαν πέτρα μες στα βαθιά, τα ορμητικά νερά. Με στήλη νεφέλης τη μέρα τους οδηγούσες και με στήλη φωτιάς τους φώτιζες το δρόμο μες στη νύχτα. Κατέβηκες από τον ουρανό, στ’ όρος Σινά και μίλησες μαζί τους· τους έδωσες σωστά προστάγματα και διδαχές αληθινές, και τέλειους νόμους κι εντολές. Τους έμαθες με το Μωυσή, το δούλο σου, το άγιο σου το Σάββατο κι όλες τις άλλες εντολές, τους θεσμούς και το νόμο. Ψωμί τους έδωσες από τον ουρανό για να χορτάσουνε την πείνα τους, κι από το βράχο έβγαλες νερό να ξεδιψάσουν· τους έστειλες να πάν’ να κατακτήσουνε τη χώρα που τους είχες τάξει να τους δώσεις. »Οι πρόγονοί μας όμως φέρθηκαν μ’ αλαζονία και σκληρότητα· δε θέλησαν τις εντολές σου να τηρήσουν. Αρνήθηκαν να υπακούσουν και λησμόνησαν τα θαυμαστά σου έργα, αυτά που έκανες εσύ ανάμεσά τους. Επαναστατημένοι αποφάσισαν στην Αίγυπτο και στη δουλεία τους να επιστρέψουν. Εσύ ωστόσο είσαι Θεός που συγχωρείς, σπλαχνίζεσαι, δείχνεις υπομονή, είσαι γεμάτος απεριόριστη αγάπη, και δεν τους εγκατέλειψες. Το Πνεύμα σου τους έδωσες το αγαθό, για να τους συμβουλεύει· το μάννα δεν τους στέρησες να τρώνε, στη δίψα τους τούς έδωσες νερό. Σαράντα χρόνια μες στην έρημο τους φρόντισες· τίποτα δε στερήθηκαν· τα ρούχα τους δεν έλιωσαν ούτε τα πόδια τους πριστήκαν. »Στην εξουσία τους παρέδωσες βασίλεια και λαούς, χώρες που συνορεύανε με τη δική τους. Κυρίεψαν τη χώρα του Σιχόν, βασιλιά της Εσεβών, και τη χώρα του Ωγ, βασιλιά της Βασάν. Τους έδωσες παιδιά πολλά σαν τ’ άστρα του ουρανού και τα οδήγησες στη Χαναάν, που ’χες προστάξει τους πατεράδες τους να πάνε να την κατακτήσουν. Οι γιοι τους μπήκαν και την πήρανε δική τους. Της χώρας τους κατοίκους, τους Χαναναίους, τους υποχρέωσες σ’ αυτούς να υποταχθούν και τους παρέδωσες στην εξουσία τους τους βασιλιάδες τους και τους λαούς της χώρας, για να τους μεταχειριστούνε όπως ήθελαν. Κατέλαβαν οχυρωμένες πόλεις, εδάφη εύφορα. Σπίτια αποκτήσανε γεμάτα πλούτη, με έτοιμα πηγάδια ανοιγμένα, αμπέλια και λιοστάσια κι άφθονα δέντρα καρποφόρα. Φάγανε και χορτάσανε, παχύνανε και ζήσαν’ πλουσιοπάροχα απ’ την πολλή σου καλοσύνη. »Και μ’ όλα αυτά απείθησαν και σήκωσαν παντιέρα εναντίον σου! Αγνόησαν το νόμο σου και τους προφήτες σου, που τους συμβούλευαν να επιστρέψουνε σ’ εσένα. »Αυτοί τους σκότωσαν. Τέτοια σού έδειξαν μεγάλη ασέβεια! Τότε στην εξουσία των εχθρών τους τούς παρέδωσες, κι αυτοί τους καταδυναστέψανε. Στον καιρό της θλίψης τους σ’ εσένα κράξαν’ για βοήθεια κι εσύ τους άκουσες εκεί στον ουρανό. Κι απ’ τη μεγάλη σου ευσπλαχνία ελευθερωτές τούς έστειλες, που τους γλιτώσαν απ’ την εξουσία των εχθρών τους. Αλλά μόλις ησύχασαν από την καταπίεση, έπραξαν πάλι ό,τι σε δυσαρεστεί. Τότε τους εγκατέλειψες στην εξουσία των εχθρών τους, κι εκείνοι τους υπέταξαν. Και όταν πάλι φώναξαν σ’ εσένα για βοήθεια, εσύ τους άκουσες από τον ουρανό και με το έλεός σου πολλές φορές τους ελευθέρωσες. Τους παρακίνησες στο νόμο σου ν’ αρχίσουν πάλι να υπακούν. »Αυτοί όμως αλαζονεύτηκαν. Δεν άκουσαν τις εντολές σου και παραβήκαν τα προστάγματά σου, που ωστόσο δίνουνε ζωή σ’ αυτόν που τα εκτελεί. Αδιαφόρησαν· πάντα ισχυρογνώμονες αρνήθηκαν να σε υπακούσουν. Εσύ για πολλά χρόνια τους ανέχθηκες και τους συμβούλεψες με τους προφήτες σου, που τους μιλούσε το δικό σου Πνεύμα. Και πάλι όμως αυτοί δεν άκουσαν· γι’ αυτό και τους παρέδωσες στην εξουσία ξένων λαών. Μα απ’ τη μεγάλη σου αγάπη δεν άφησες τελείως να αφανιστούν και δεν τους εγκατέλειψες· γιατί είσαι σπλαχνικός Θεός, γεμάτος καλοσύνη. »Και τώρα, Θεέ μας, Θεέ μεγάλε, Θεέ ισχυρέ και φοβερέ, εσύ που αξιόπιστα τηρείς τη διαθήκη σου και εκδηλώνεις την αγάπη σου, μην παραβλέψεις σαν ασήμαντες όλες εκείνες τις ταλαιπωρίες που βρήκανε εμάς, τους βασιλιάδες μας, τους άρχοντές μας, τους ιερείς μας, τους προφήτες μας, τους προγόνους μας, όλο το λαό σου, από την εποχή που μας καταπίεζαν οι βασιλιάδες της Ασσυρίας μέχρι και σήμερα. Με όλα, βέβαια, αυτά που μας βρήκανε, εσύ δίκαια μας τιμώρησες· αποδείχτηκες αξιόπιστος, ενώ εμείς αμαρτήσαμε. Οι βασιλιάδες μας, οι άρχοντές μας, οι ιερείς μας και οι πρόγονοί μας δεν τήρησαν το νόμο σου, κι αδιαφορήσαν για τις εντολές σου και για τις νουθεσίες σου. Ακόμα κι όταν έγιναν βασίλειο, παρ’ όλη τη μεγάλη καλοσύνη που τους έδειξες, και την ευρύχωρη κι εύφορη χώρα που τους παραχώρησες, αυτοί δεν σε λατρέψανε ούτε παράτησαν τα έργα τους τα φαύλα. Έτσι σήμερα εμείς είμαστε δούλοι· δούλοι μέσα στην ίδια τούτη χώρα, που είχες δώσει στους προγόνους μας για ν’ απολαύσουν τους καρπούς και τ’ αγαθά της. Τώρα η άφθονη παραγωγή της πάει στους βασιλιάδες, που σ’ αυτούς μας υπέταξες εσύ, γιατί αμαρτήσαμε. Αυτοί εξουσιάζουνε κι εμάς τους ίδιους το ίδιο με τα κτήνη μας κατά πώς αυτοί θέλουν. Και σε βαθιά βρισκόμαστε απόγνωση». Εξαιτίας όλων αυτών των γεγονότων, εμείς, ως λαός Ισραήλ, συνάπτουμε επίσημη γραπτή συμφωνία και σ’ αυτήν βάζουν τη υπογραφή τους οι άρχοντές μας, οι λευίτες μας και οι ιερείς μας. Οι πρώτοι που υπέγραψαν ήταν ο κυβερνήτης Νεεμίας, γιος του Χαχαλία, και ο Σεδεκίας. Ακολουθούν οι ιερείς: Σεραΐας, Αζαρίας, Ιερεμίας, Πασχούρ, Αμαρίας, Μαλκίας, Χατούς, Σεβανίας, Μαλλούχ, Χαρίμ, Μεριμώθ, Οβαδίας, Δανιήλ, Γιννεθών, Βαρούχ, Μεσουλλάμ, Αβιά, Μιαμείν, Μααζίας, Βιλγάι και Σεμαΐας. Ακολουθούν οι λευίτες: Ιησούς, γιος του Σεβανία, Βιννούι, απόγονος του Χεναδάδ, ο Καδμιήλ και οι συγγενείς τους: Σεβανίας, Ωδίας, Κελιτά, Πελαΐας, Χανάν, Μιχά, Ρεχώβ, Χασαβίας, Ζακκούρ, Σερεβίας, Σεβανίας, Ωδίας, Βανί και Βενινού. Κι έπειτα οι άρχοντες του λαού: Φαρώς, Φαχάθ-Μωάβ, Ελάμ, Ζαττού, Βανί, Βουννί, Αζγάδ, Βεβαΐ, Αδωνίας, Βιγβαΐ, Αδίν, Ατέρ, Εζεκίας, Αζζούρ, Ωδίας, Χασούμ, Βεσαΐ, Χαρίφ, Αναθώθ, Νεβαΐ, Μαγπίας, Μεσουλλάμ, Εζίρ, Μεσεζεβήλ, Σαδώκ, Ιαδδουά, Πελατίας, Χανάν, Αναΐας, Ωσηέ, Ανανίας, Χασούβ, Αλλωχής, Πιλεχά, Σωβέκ, Ρεχούμ, Χασαβνά, Μαασεΐας, Αχιά, Χανάν, Ανάν, Μαλλούχ, Χαρίμ και Βαανά. Μ’ αυτούς ενώθηκαν όλος ο υπόλοιπος λαός, ιερείς, λευίτες, θυρωροί, ψάλτες, υπηρέτες του νόμου και όλοι εμείς που είχαμε μείνει αποχωρισμένοι από τους ξένους λαούς εκείνης της χώρας στη διάρκεια της αιχμαλωσίας, για να είμαστε αφοσιωμένοι στο νόμο του Θεού, μαζί με τις γυναίκες μας και τα παιδιά μας, όσα ήταν σε ηλικία που μπορούσαν να μάθουν και να καταλάβουν. Μαζί με τους συγγενείς μας τους προκρίτους ορκιστήκαμε, με ποινή την κατάρα, να βαδίζουμε σύμφωνα με το νόμο του Θεού, που μας τον έδωσε με το Μωυσή, το δούλο του, και να τηρούμε προσεκτικά όλες τις εντολές του Κυρίου μας, τα προστάγματά του και τους νόμους του. Δεν θα δώσουμε τις θυγατέρες μας στους λαούς αυτής εδώ της χώρας, ούτε θα πάρουμε τις θυγατέρες τους για γυναίκες στους γιους μας. Και αν οι λαοί της χώρας φέρουν να πουλήσουν εμπορεύματα ή ο,τιδήποτε τρόφιμα και είναι μέρα Σάββατο ή οποιαδήποτε άλλη αγία μέρα, εμείς δεν θα αγοράσουμε απ’ αυτούς. Κάθε έβδομο έτος θα τηρούμε την αγρανάπαυση και θα παραιτούμαστε από την είσπραξη οποιουδήποτε χρέους. Αναλαμβάνουμε την υποχρέωση να συνεισφέρουμε κάθε χρόνο ένα τρίτο του σίκλου χρυσάφι για τα έξοδα λειτουργίας του ναού του Θεού μας: Για τους άρτους της προθέσεως, τις καθημερινές προσφορές των σιτηρών, για τα ολοκαυτώματα, τις θυσίες για τα Σάββατα και τις νουμηνίες, ή για τις άλλες επίσημες γιορτές· τις διάφορες ιερές προσφορές και τις θυσίες εξιλέωσης που προσφέρουν οι Ισραηλίτες, δηλαδή για κάθε εργασία που συντελείται στο ναό του Θεού μας. Επίσης εμείς, οι ιερείς, οι λευίτες και ο υπόλοιπος λαός βάλαμε κλήρο για να καθοριστεί ποιες από τις συγγένειές μας και σε ποιες εποχές του χρόνου θα φροντίζουν να προμηθεύουν ξύλα το ναό του Κυρίου του Θεού μας, για να ανάβουν το θυσιαστήριο του Κυρίου, του Θεού μας, όπως είναι γραμμένο στο νόμο. Αναλάβαμε ακόμα την υποχρέωση να φέρνουμε κάθε χρόνο στο ναό του Κυρίου τα πρωτογεννήματα των χωραφιών μας και των οπωροφόρων δέντρων μας. Επίσης θα φέρνουμε στο ναό του Θεού μας, στους ιερείς που υπηρετούν εκεί, τους πρωτότοκους γιους μας και τα πρωτογέννητα των κτηνών μας, των βοδιών μας και των γιδοπροβάτων μας, όπως είναι γραμμένο στο νόμο. Ακόμη θα φέρνουμε στους ιερείς, στα παραοικοδομήματα του ναού του Θεού μας, το πρώτο ζυμάρι από τα πρώτα σιτάρια μας και τις συνεισφορές μας από τους καρπούς των δέντρων, από το κρασί και από το λάδι. Τέλος θα φέρνουμε το ένα δέκατο της συγκομιδής των χωραφιών μας στους λευίτες, γιατί αυτοί είναι προσωπικά υπεύθυνοι να μαζεύουν τη δεκάτη σ’ όλες τις αγροτικές πόλεις μας. Ένας ιερέας, απόγονος του Ααρών, θα συνοδεύει τους λευίτες, όταν αυτοί θα μαζεύουν τη δεκάτη. Οι λευίτες θα φέρνουν το ένα δέκατο της δεκάτης στις αποθήκες του ναού του Θεού μας. Οι Ισραηλίτες και οι λευίτες θα φέρνουν τις προσφορές του σιταριού, του κρασιού και του λαδιού στα παραοικοδομήματα του ναού, όπου φυλάσσονται τα σκεύη του θυσιαστηρίου και μένουν οι ιερείς που έχουν υπηρεσία, οι θυρωροί και οι ψάλτες. Έτσι δεν θα παραμελούμε το ναό του Θεού μας. Οι αρχηγοί του λαού εγκαταστάθηκαν στην Ιερουσαλήμ. Από τον υπόλοιπο λαό ορίστηκαν με κλήρωση μία στις δέκα οικογένειες να εγκατασταθεί στην Ιερουσαλήμ, την αγία πόλη, ενώ τα εννιά δέκατα των οικογενειών θα έμεναν στις άλλες πόλεις. Ο λαός επαίνεσε ιδιαίτερα όλους όσοι προσφέρθηκαν με τη θέλησή τους να κατοικήσουν στην Ιερουσαλήμ. Οι αρχηγοί της επαρχίας εγκαταστάθηκαν στην Ιερουσαλήμ, ενώ οι άλλοι Ισραηλίτες, οι ιερείς, οι λευίτες, οι υπηρέτες του ναού και οι απόγονοι των δούλων του Σολομώντα εγκαταστάθηκαν στις πόλεις της Ιουδαίας, καθένας στη πόλη του και στην ιδιοκτησία του. Μερικοί ωστόσο από τους απογόνους του Ιούδα και του Βενιαμίν εγκαταστάθηκαν στην Ιερουσαλήμ. Από τους απογόνους του Ιούδα ήταν ο Αθαΐας, γιος του Ουζία, απόγονος κατ’ ευθείαν ανιούσα γραμμή των Ζαχαρία, Αμαρία, Σεφατία, Μααλαλεήλ και Φαρές, γιου του Ιούδα. Επίσης ο Μαασίας, γιος του Βαρούχ και εγγονός του Κολ-Χοζέ, απόγονος κατ’ ευθείαν ανιούσα γραμμή των Χαζαΐα, Αδαΐα, Ιωιαρίβ, Ζαχαρία και Σηλωνί, γιου του Ιούδα. Όλοι οι απόγονοι του Φαρές, που ζούσαν στην Ιερουσαλήμ, ήταν τετρακόσιοι εξήντα οκτώ αξιόλογοι άντρες. Από τους απογόνους του Βενιαμίν ήταν ο Σαλλού, γιος του Μεσουλλάμ. Οι άλλοι του πρόγονοι κατ’ ευθείαν ανιούσα γραμμή ήταν οι Ιωάδ, Πεδαΐας, Κωλαΐας, Μαασεΐας, Ιθιήλ, και Ιεσαΐας. Μαζί μ’ αυτόν ήταν ο Γαββαεί και ο Σελλαΐ, συνολικά εννιακόσιοι είκοσι οχτώ Βενιαμινίτες. Ο Ιωήλ, γιος του Ζιχρί, ήταν αρχηγός αυτής της ομάδας και ο Ιούδας, γιος του Σενουά, ήταν βοηθός του αρχηγού της πόλης. Από τους ιερείς ήταν ο Ιεδαΐας, γιος του Ιωϊαρίβ, ο Ιαχείν, κι ο Σεραΐας, που ήταν υπεύθυνος του ναού του Θεού και γιος του Χελκία, απόγονος κατ’ ευθείαν ανιούσα γραμμή των Μεσουλλάμ, Σαδώκ, Μεραϊώθ και Αχιτούβ. Μαζί μ’ αυτούς ιερείς ήταν και οχτακόσιοι είκοσι δύο συγγενείς τους, που έκαναν τις εργασίες του ναού. Επίσης ο Αδαΐας, γιος του Ιεροχάμ, απόγονος κατ’ ευθείαν ανιούσα γραμμή των Πελαλία, Αμσί, Ζαχαρία, Πασχούρ και Μαλκία, μαζί με διακόσιους σαράντα δύο συγγενείς του, αρχηγούς οικογενειών. Επίσης ο Αμασσαΐ, γιος του Αζαρεήλ, απόγονος των Αχζαΐ, Μεσιλεμώθ και Ιμμέρ, μαζί με εκατόν είκοσι οκτώ γενναίους στρατιώτες συγγενείς του. Αρχηγός τους ήταν ο Ζαβδιήλ, γιος του Αγεδολίμ. Από τους λευίτες ήταν ο Σεμαΐας, γιος του Χασσούβ, απόγονος των Αζρικάμ, Χασαβία και Βουννί. Από τους επικεφαλής των λευιτών, ο Σαβεθάι και ο Ιωζαβάδ ήταν υπεύθυνοι για τις εξωτερικές εργασίες του ναού του Θεού. Επίσης ο Ματτανίας, γιος του Μιχά, απόγονος των Ζαβδί και Ασάφ. Ο Ματτανίας ήταν υποχρεωμένος να αρχίζει τα άσματα των ευχαριστιών την ώρα της προσευχής και ο Βακβουκίας, συγγενής του Ματτανία, ήταν βοηθός του. Τέλος ο Αβδά, γιος του Σαμουά, απόγονος του Γαλάλ και του Ιεδουθούν. Όλοι οι λευίτες που βρίσκονταν στην αγία πόλη ήταν διακόσιοι ογδόντα τέσσερις. Θυρωροί ήταν ο Ακούβ και ο Ταλμών μαζί με τους συγγενείς τους, που φύλαγαν σκοπιά στις πύλες του ναού, συνολικά εκατόν εβδομήντα δύο άτομα. Οι υπόλοιποι Ισραηλίτες, οι ιερείς και οι λευίτες ζούσαν διάσπαρτοι στις πόλεις της Ιουδαίας, καθένας στην ιδιοκτησία του. Οι υπηρέτες του ναού ζούσαν στη συνοικία της Οφήλ· επικεφαλής τους ήταν ο Σιχά και ο Γισπά. Επικεφαλής των λευιτών στην Ιερουσαλήμ ήταν ο Ουζζί, γιος του Βανί, και απόγονος κατ’ ευθείαν ανιούσα γραμμή των Χασαβία, Ματτανία και Μιχά. Ήταν ψάλτης, μέλος της συγγένειας του Ασάφ, η οποία ήταν υπεύθυνη για τη λατρευτική υπηρεσία στο ναό του Θεού. Οι μουσικοί υπάγονταν σε μια παλαιά βασιλική διάταξη και σε ορισμένες ρυθμίσεις σχετικά με τα καθήκοντα της κάθε μέρας. Ο Πεθαχίας, γιος του Μασεζαλεήλ κι απόγονος του Ζεράχ, γιου του Ιούδα, εκπροσωπούσε για κάθε υπόθεση το λαό του Ισραήλ στην αυλή του βασιλιά της Περσίας. Στις παρακάτω πόλεις εγκαταστάθηκαν μερικοί της φυλής Ιούδα: Κιριάθ-Αρβά και τα προάστειά της, Διβών και τα προάστειά της, Ιεκκαβσεήλ και τα περίχωρά της· Ιησού, Μωλαδά, Βαιθ-Παλέτ, Χασάρ-Σουάλ, Βέερ-Σεβά και τα προάστειά τους· Σικλάγ, Μεκονά και τα προάστειά τους· Εν-Ριμμών, Σωρεά, Ιαρμούθ, Ζανωάχ, Αδουλλάμ και τα χωράφια τους· Λαχίς και τα περίχωρά της, Αζεκά και τα προάστειά της. Έτσι όλοι αυτοί εγκαταστάθηκαν στην περιοχή από τη Βέερ-Σεβά ως την κοιλάδα Εννόμ. Οι τόποι εγκατάστασης ορισμένων της φυλής Βενιαμίν ήταν οι πόλεις: Γεβά, Μιχμάς, Γαι, Βαιθήλ και τα περίχωρά τους· Αναθώθ, Νωβ, Ανανία, Ασώρ, Ραμάθ, Γιτταΐμ, Χαδίδ, Σεβωίμ, Νεβαλλάτ, Λοδ, Ωνώ και η Κοιλάδα των Τεχνιτών. Μερικές ομάδες λευιτών έφυγαν από την Ιουδαία και εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της φυλής Βενιαμίν. Οι ιερείς και οι λευίτες, που γύρισαν από την αιχμαλωσία με το Ζοροβάβελ, γιο του Σαλαθιήλ, και τον Ιησού, ήταν οι: Ιερείς: Σεραΐας, Ιερεμίας, Έσδρας, Αμαρίας, Μαλλούχ, Χαττούς, Σεχανίας, Ρεχούμ, Μερεμώθ, Ιδδώ, Γιννεθών, Αβιά, Μιαμείν, Μααζίας, Βελγά, Σεμαΐας, Ιωαρίβ, Ιεδαΐας, Σαλλού, Αμώκ, Χελκίας και Ιεδαΐας. Την εποχή του Ιησού, όλοι αυτοί ήταν αρχηγοί των ιερέων και των λευιτών. Λευίτες: Ιησούς, Βιννούι, Καδμιήλ, Σερεβίας, Ιούδας και Ματτανίας που μαζί με τους άλλους συγγενείς του ήταν υπεύθυνος για τα άσματα των ευχαριστιών. Επίσης οι Βακβουκίας και Ουννί, συγγενείς τους, που εκτελούσαν τα καθήκοντά τους κοντά σ’ εκείνους. Ο Ιησούς απέκτησε τον Ιωακίμ, ο Ιωακίμ τον Ελιασείβ κι ο Ελιασείβ τον Ιωαδά. Ο Ιωαδά απέκτησε τον Ιωνάθαν κι ο Ιωνάθαν τον Ιαδδουά. Την εποχή που αρχιερέας ήταν ο Ιωακίμ, αρχηγοί ιερατικών συγγενειών ήταν οι παρακάτω ιερείς: Της συγγένειας του Σεραΐα, ο Μεραΐας· του Ιερεμία ο Ανανίας· του Έσδρα, ο Μεσουλλάμ· του Αμαρία, ο Ιωχανάν· του Μελιχού, ο Ιωνάθαν· του Σεβανία ο Ιωσήφ· του Χαρίμ, ο Αδνά· του Μεραϊώθ, ο Χελκαΐ· του Ιδδώ, ο Ζαχαρίας· του Γιννεθών, ο Μεσουλλάμ· του Αβιά, ο Ζιχρί· του Μινιαμίν, ένας απόγονος του Μααδία, ο Πιλταΐ· του Βιλγά, ο Σαμουά· του Σεμαΐα, ο Ιωνάθαν· του Ιωιαρίβ, ο Ματαναΐ· του Ιεδαΐα, ο Ουζζί· του Σαλλαΐ, ο Καλλαΐ· του Αμώκ, ο Έβερ· του Χελκία, ο Χασαβίας και του Ιεδαΐα, ο Ναθαναήλ. Την εποχή των αρχιερέων Ελιασείβ, Ιωαδά, Ιωχανάν και Ιαδδουά υπήρχε κατάλογος αρχηγών των λευτικών και των ιερατικών συγγενειών, μέχρι που βασιλιάς της Περσίας έγινε ο Δαρείος. Οι αρχηγοί των λευτικών συγγενειών, όμως, ήταν γραμμένοι στο Βιβλίο των Χρονικών, μόνον ως τις ημέρες του Ιωχανάν, εγγονού του Ελιασείβ. Αρχηγοί των λευιτών ήταν οι: Χασαβίας, Σερεβίας, Ιησούς, Βιννούι, Καδμιήλ και οι συγγενείς τους, που στέκονταν στο ναό απέναντί τους για να αναπέμπουν δοξολογίες κι ευχαριστίες, σύμφωνα με τις οδηγίες που έχει δώσει ο Δαβίδ, ο άνθρωπος του Θεού. Οι Ματτανίας, Βακβουκίας, Οβαδίας, Μεσουλλάμ, Ταλμών και Ακκούβ ήταν θυρωροί που φύλαγαν σκοπιά στις αποθήκες που βρίσκονταν πλάι στις πύλες του ναού. Όλοι οι παραπάνω εκτελούσαν την υπηρεσία τους την εποχή του Ιωακίμ, γιου του Ιησού και εγγονού του Ιωσαδάκ, και την εποχή του κυβερνήτη Νεεμία και του Έσδρα, που ήταν ιερέας και γνώστης του νόμου. Όταν επρόκειτο να γίνουν τα εγκαίνια του τείχους της Ιερουσαλήμ, αναζήτησαν σ’ όλη τη χώρα τους λευίτες, για να τους φέρουν στην Ιερουσαλήμ και να γιορτάσουν τα εγκαίνια με λαμπρότητα και με ευχαριστήριους ύμνους, που θα τους συνόδευαν κύμβαλα, άρπες και λύρες. Έπειτα οι ιερείς και οι λευίτες εξαγνίστηκαν κι εξάγνισαν και το λαό, τις πύλες και το τείχος της πόλης. Έπειτα εγώ ανέβασα πάνω στο τείχος τους άρχοντες της Ιουδαίας και τους έβαλα επικεφαλής δύο μεγάλων ομάδων ψαλτών, που θα παρήλαυναν γύρω από την πόλη ψάλλοντας ευχαριστίες. Η μία ομάδα προχώρησε στην κορυφή του τείχους προς τα δεξιά και συνέχισε προς την πύλη της Κοπρίας. Μετά από τους χορωδούς ανέβηκε ο Ωσαΐας και οι μισοί από τους άρχοντες της Ιουδαίας, και μετά οι Αζαρίας, Έσδρας, Μεσουλλάμ, Ιούδας, Βενιαμίν, Σεμαΐας, Ιερεμίας κι επίσης μερικοί ιερείς με σάλπιγγες: Ο Ζαχαρίας, γιος του Ιωνάθαν, και απόγονος κατ’ ευθείαν ανιούσα γραμμή των Σεμαΐα, Ματτανία, Μιχαΐα, Ζακκούρ και Ασάφ· κι ακολουθούσαν οι συγγενείς του: Σεμαΐας, Αζαρεήλ, Μιλαλαΐ, Γιλαλαΐ, Μααΐ, Ναθαναήλ, Ιούδας και Ανανί με τα μουσικά όργανα που είχε κατασκευάσει ο Δαβίδ, ο άνθρωπος του Θεού. Ο γραμματέας Έσδρας βάδιζε μπροστά απ’ αυτούς. Όταν έφτασαν κοντά στην πύλη της Πηγής, ανέβηκαν τα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στην Πόλη Δαβίδ, πέρασαν τα ανάκτορα του Δαβίδ και ξαναγύρισαν στο τείχος στην πύλη των Υδάτων, ανατολικά της πόλης. Η δεύτερη ομάδα των ψαλτών προχώρησε ψάλλοντας κι αυτή ευχαριστίες προς τα αριστερά πάνω στο τείχος. Την ακολούθησα κι εγώ με τη συνοδεία του άλλου μισού του λαού. Περάσαμε κοντά από τον πύργο των Φούρνων, προς ένα σημείο όπου το τείχος φαρδαίνει. Συνεχίσαμε πάνω από την πύλη του Εφραΐμ, μετά από την Παλαιά πύλη και μετά από την πύλη των Ιχθύων· έπειτα περάσαμε από τον πύργο του Ανανεήλ και τον πύργο των Εκατό, περάσαμε την Προβατική πύλη και φτάσαμε στην πύλη της Φρουράς. Έτσι οι δύο ομάδες των ψαλτών έφτασαν στην περιοχή του ναού του Θεού. Εκεί σταμάτησα κι εγώ και οι αξιωματούχοι που με συνόδευαν. Ήταν οι ιερείς Ελιακίμ, Μαασεΐας, Μινιαμίν, Μιχαΐας, Ελιωεναΐ, Ζαχαρίας, Ανανίας, οι οποίοι έπαιζαν τις σάλπιγγες. Επίσης ήταν εκεί οι Μαασεΐας, Σεμαΐας, Ελεάζαρ, Ουζζί, Ιωχανάν, Μαλκίας, Ελάμ και Εζέρ, καθώς και οι ψάλτες, οι οποίοι με τη διεύθυνση του Ιεζραΐα, έψαλλαν με δυνατή φωνή. Εκείνη τη μέρα προσφέρθηκαν πάρα πολλές θυσίες σε ατμόσφαιρα γιορταστική, γιατί ο Θεός είχε δώσει μεγάλη χαρά στο λαό. Στην Ιερουσαλήμ γυναίκες και παιδιά χαίρονταν τόσο, που οι πανηγυρισμοί τους ακούγονταν από πολύ μακριά. Την ίδια εκείνη μέρα διορίστηκαν άντρες να επιβλέπουν τους χώρους στο ναό όπου αποθηκεύονταν οι προσφορές των πρωτογεννημάτων και της δεκάτης. Αυτοί ανέλαβαν να συγκεντρώνουν εκεί τη συγκομιδή που παραγόταν από τα χωράφια της κάθε πόλης, την οποία ο νόμος όριζε να δίνεται στους ιερείς και στους λευίτες. Ο ιουδαϊκός λαός ήταν ευχαριστημένοι από τους ιερείς και τους λευίτες, γιατί αυτοί εκτελούσαν την υπηρεσία του Θεού τους στο ναό και έκαναν τις τελετουργίες των καθαρισμών. Οι ψάλτες και οι θυρωροί ενεργούσαν κι αυτοί σύμφωνα με τις οδηγίες του Δαβίδ και του γιου του, του Σολομώντα. Ήδη από πολύ παλιά, από τις μέρες του Δαβίδ και του Ασάφ, οι επικεφαλής ψαλτών, είχαν τη διεύθυνση των δοξαστικών και των ευχαριστήριων ύμνων. Την εποχή του Ζοροβάβελ και του Νεεμία, όλοι οι Ισραηλίτες έφερναν προσφορές για τους ψάλτες και τους θυρωρούς σύμφωνα με τις καθημερινές τους ανάγκες. Επίσης ξεχώριζαν για τους λευίτες τις ιερές προσφορές και οι λευίτες έδιναν στους ιερείς, απογόνους του Ααρών, το μερίδιο που τους ανήκε. Εκείνη την ημέρα διάβασαν από το βιβλίο του νόμου του Μωυσή, δυνατά, για να ακούει ο λαός. Εκεί βρήκαν γραμμένο ότι οι Αμμωνίτες και οι Μωαβίτες δεν πρέπει ποτέ να γίνουν δεκτοί στη συγκέντρωση του Θεού, γιατί κι εκείνοι στο παρελθόν δεν είχαν δεχτεί να προσφέρουν στους Ισραηλίτες τροφή και νερό. Αντίθετα, μάλιστα, οι Μωαβίτες πλήρωσαν το Βαλαάμ να ’ρθει και να καταραστεί το λαό του Ισραήλ· ο Θεός μας όμως μετέτρεψε τότε την κατάρα σε ευλογία. Όταν ο λαός άκουσε αυτή τη διάταξη του νόμου, έδιωξαν από την κοινότητά τους όλους τους ξένους. Ο ιερέας Ελιασείβ, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για τα παραοικοδομήματα του ναού του Θεού, συνδεόταν από πολύν καιρό με τον Τωβία. Του είχε μάλιστα διαθέσει κι ένα ευρύχωρο δωμάτιο στα παραοικοδομήματα, το οποίο προηγουμένως ήταν αποθήκη των σιτηρών που προορίζονταν για τις θυσίες· επίσης εκεί φυλάσσονταν το λιβάνι και τα ιερά σκεύη καθώς και η δεκάτη του σιταριού, του κρασιού και του λαδιού, που σύμφωνα με την εντολή, προορίζονταν για τροφή των λευιτών, των ψαλτών και των θυρωρών του ναού· εκεί φυλάσσονταν και οι συνεισφορές για τους ιερείς. Ενώ συνέβαιναν αυτά, εγώ έλειπα από την Ιερουσαλήμ. Είχα πάει στον Αρταξέρξη, βασιλιά της Βαβυλώνας, κατά το τριακοστό δεύτερο έτος της βασιλείας του. Αλλά μετά από λίγο, του ζήτησα άδεια κι επέστρεψα στην Ιερουσαλήμ. Εκεί έμαθα το κακό που είχε κάνει ο Ελιασείβ για χάρη του Τωβία, παραχωρώντας του ένα δωμάτιο στην αυλή του ναού του Θεού. Δυσαρεστήθηκα πολύ μ’ αυτό και πήγα και πέταξα όλα τα πράγματα του Τωβία έξω από το δωμάτιο, στο δρόμο. Έπειτα διέταξα και καθάρισαν προσεκτικά το δωμάτιο και ξανάφεραν εκεί τα σκεύη του ναού του Θεού, το λιβάνι και τα σιτηρά για τις προσφορές. Επίσης πληροφορήθηκα ότι δεν είχαν δοθεί στους λευίτες τα μερίδια της τροφής τους, κι έτσι αυτοί και οι ψάλτες που εργάζονταν στο ναό, είχαν φύγει και καλλιεργούσαν καθένας το χωράφι του. Τότε επέπληξα τους αξιωματούχους που είχαν εγκαταλείψει έτσι το ναό του Θεού. Συγκέντρωσα τους λευίτες και τους ψάλτες και τους εγκατέστησα πάλι στις θέσεις τους. Τότε όλοι οι Ιουδαίοι έφεραν τη δεκάτη του σιταριού, του κρασιού και του λαδιού στις αποθήκες. Και τοποθέτησα υπεύθυνους στις αποθήκες τον ιερέα Σελεμία, το γραμματέα Σαδώκ και το λευίτη Πεδαΐα· για βοηθό τους διόρισα το Χανάν, γιο του Ζακκούρ και εγγονό του Ματτανία, γιατί αυτοί θεωρήθηκαν έμπιστοι. Έργο τους ήταν να μοιράζουν τις προσφορές στους συναδέλφους τους. Θυμήσου με, Θεέ μου, γι’ αυτό, και μη λησμονήσεις ό,τι καλό έκανα από αγάπη για το ναό του Θεού μου και για τις τελετουργίες που πρέπει να γίνονται εκεί. Εκείνο τον καιρό είδα στην Ιουδαία κάποιους να πατούν σταφύλια στα πατητήρια το Σάββατο. Κάποιοι άλλοι μετέφεραν δεμάτια σιτάρι και τα φόρτωναν στα γαϊδούρια, καθώς και κρασί, σταφύλια και σύκα και κάθε είδους εμπορεύματα, και τα έφερναν στην Ιερουσαλήμ. Τότε τους έκανα παρατήρηση σχετικά με την ημέρα που πουλούσαν τις πραμάτειες τους. Οι Τύριοι που έμεναν στην Ιερουσαλήμ έφερναν εκεί ψάρια και διάφορα άλλα εμπορεύματα και τα πουλούσαν το Σάββατο στους Ιουδαίους. Τότε επέπληξα τους άρχοντες της Ιουδαίας και τους είπα: «Τι είναι αυτό το κακό που κάνετε και μολύνετε την ημέρα του Σαββάτου; Τα ίδια έκαναν και οι πρόγονοί σας και ο Θεός μάς προξένησε όλο αυτό το κακό σ’ εμάς και στην πόλη. Κι εσείς τώρα μολύνετε το Σάββατο κι επισύρετε έτσι περισσότερη οργή Θεού πάνω στους Ισραηλίτες!» Διέταξα, λοιπόν, να κλείνουν οι πύλες της Ιερουσαλήμ, μόλις άρχιζε να σκοτεινιάζει, πριν το Σάββατο, και να μην ανοίγονται προτού περάσει το Σάββατο. Τοποθέτησα και μερικούς από τους συνεργάτες μου επόπτες στην πύλη, ώστε κανείς να μη διακινεί εμπορεύματα μέρα Σάββατο. Έτσι, μία ή δύο φορές οι έμποροι και οι πωλητές των διαφόρων εμπορευμάτων διανυκτέρευσαν έξω από την Ιερουσαλήμ. Τους επέπληξα όμως: «Γιατί διανυκτερεύετε μπροστά στο τείχος;» τους είπα. «Αν το επαναλάβετε θα σας συλλάβω». Από τότε δεν ξανάρθαν μέρα Σάββατο. Έπειτα διέταξα τους λευίτες να εξαγνίζονται πριν πάνε να φυλάξουν τις πύλες της πόλης, για να διατηρούν αγία την ημέρα του Σαββάτου. Θυμήσου με, Θεέ μου, επίσης και γι’ αυτό και σπλαχνίσου με, αφού τόσο μεγάλη είναι η αγάπη σου! Επίσης εκείνη την εποχή διαπίστωσα ότι υπήρχαν Ιουδαίοι που είχαν παντρευτεί γυναίκες από την Ασδώδ, την Αμνών και τη Μωάβ. Τα μισά από τα παιδιά τους μιλούσαν τη γλώσσα της Ασδώδ, τα άλλα μιλούσαν τη γλώσσα κάποιου από τους άλλους ξένους λαούς, αλλά κανένα δεν μπορούσε πια να μιλήσει τα εβραϊκά. Γι’ αυτό μάλωσα μαζί τους, τους καταράστηκα, χτύπησα μάλιστα μερικούς απ’ αυτούς, ξερίζωσα τα μαλλιά τους και τους υποχρέωσα να υποσχεθούν με όρκο στο Θεό ότι ούτε τα παιδιά τους ούτε οι ίδιοι θα έρθουν ποτέ σε επιμειξία με ξένους. «Δεν αμάρτησε ο Σολομών, ο βασιλιάς του Ισραήλ, εξαιτίας τέτοιων γυναικών;» τους είπα. «Μέσα σ’ όλα τα έθνη δεν υπήρξε βασιλιάς σαν κι αυτόν. Ο Θεός τον αγαπούσε και τον έκανε βασιλιά σε όλο τον Ισραήλ· και όμως, ακόμα κι αυτόν ξένες γυναίκες τον έκαναν να αμαρτήσει. Δε θα επιτρέψουμε, λοιπόν, σ’ εσάς να διαπράξετε αυτή τη μεγάλη αμαρτία της απιστίας προς το Θεό, παίρνοντας ξένες γυναίκες!» Ένας από τους γιους του Ιωαδά, εγγονός του αρχιερέα Ελιασείβ, ήταν γαμπρός του Σανβαλλάτ του Χωρωνίτη· γι’ αυτό τον έδιωξα από την Ιερουσαλήμ. Μην τους ξεχάσεις όλους αυτούς, Θεέ μου, που βεβήλωσαν το αξίωμα της ιεροσύνης και τη διαθήκη που έκανες με τους ιερείς και τους λευίτες. Καθάρισα το λαό από όλα τα ξένα στοιχεία και επανέφερα σε ισχύ τις διατάξεις για τους ιερείς και τους λευίτες, προσδιορίζοντας τα ιδιαίτερα καθήκοντα του καθενός. Ακόμα πρόβλεψα για την προμήθεια των ξύλων στις καθορισμένες εποχές του χρόνου και για τις προσφορές των πρωτογεννημάτων. Θυμήσου το αυτό, Θεέ μου, και δείξε μου καλοσύνη. Συνέβηκε στις ημέρες του βασιλιά Ξέρξη, ο οποίος βασίλευε από τις Ινδίες μέχρι την Αιθιοπία, σε εκατόν είκοσι εφτά επαρχίες. Ο βασιλιάς για εκατόν ογδόντα μέρες τούς επιδείκνυε τον αμύθητο πλούτο και τη δύναμη του βασιλείου του, την αίγλη και το μεγαλείο του. Μετά την περίοδο εκείνη, ο βασιλιάς παρέθεσε στους κήπους των ανακτόρων κι άλλο επίσημο γεύμα για εφτά μέρες σε όλο το λαό που κατοικούσε στο φρούριο των Σούσων, από τους πιο επίσημους μέχρι τους πιο άσημους. Λευκά και γαλάζια παραπετάσματα κρέμονταν από άσπρα και κόκκινα σχοινιά, που ήταν δεμένα με ασημένιους κρίκους από αλαβάστρινες κολόνες. Το λιθόστρωτο ήταν στρωμένο με αλάβαστρο, αχάτη και με λευκές και μαύρες πέτρες, και πάνω του είχαν τοποθετηθεί ανάκλιντρα διακοσμημένα με χρυσάφι και ασήμι. Έπιναν από χρυσά ποτήρια διαφόρων σχημάτων. Το κρασί του βασιλιά προσφερόταν άφθονο, όπως ταίριαζε στη βασιλική γενναιοδωρία. Στην οινοποσία δεν υπήρχε κανείς περιορισμός. Ο βασιλιάς είχε δώσει διαταγές στους υπηρέτες του, ώστε να πίνει καθένας όσο ήθελε. Αλλά και η βασίλισσα Αστίν παρέθεσε ταυτόχρονα γεύμα για τις γυναίκες, στο ανάκτορο του βασιλιά. Την επόμενη μέρα, όταν ο βασιλιάς ήρθε στο κέφι με το κρασί, διάταξε τους Μεουμάν, Βιζθά, Χαρβουνά, Βιγθά, Αβαγθά, Ζεθάρ και Χαρκάς, που ήταν εφτά ευνούχοι και προσωπικοί του υπηρέτες, να φέρουν μπροστά του τη βασίλισσα Αστίν με το βασιλικό της διάδημα, για να επιδείξει στο λαό και στους ηγεμόνες την καλλονή της, γιατί ήταν πραγματικά πολύ όμορφη. Όμως η βασίλισσα αρνήθηκε να υπακούσει στη διαταγή του βασιλιά. Τότε εκείνος, φοβερά οργισμένος, μίλησε αμέσως με τους συμβούλους του, που ήξεραν να διαβάζουν τ’ αστέρια και να βρίσκουν το σωστό, όπως έπρεπε να γίνεται με κάθε υπόθεση του βασιλιά. Παρουσιάστηκαν λοιπόν ο Καρσενά, ο Σεθάρ, ο Αδμαθά, ο Θαρσείς, ο Μερές, ο Μαρσενά και ο Μεμουχάν, οι εφτά ανώτατοι μετά το βασιλιά ηγεμόνες της Περσίας και της Μηδίας, που είχαν πάντοτε ελεύθερη είσοδο σ’ αυτόν. Ο βασιλιάς τούς είπε: «Έστειλα τους ευνούχους μου στη βασίλισσα Αστίν, αλλά εκείνη δεν υπάκουσε στη διαταγή μου. Τι ποινή θα της επιβάλουμε;» Τότε ο Μεμουχάν απάντησε στο βασιλιά και στους άλλους ηγεμόνες: «Η βασίλισσα Αστίν δεν παρανόμησε ενάντια μόνο στο βασιλιά, αλλά και στους ηγεμόνες και σ’ όλους τους λαούς που κατοικούν στις επαρχίες του βασιλείου. Γιατί όλες οι γυναίκες όταν μάθουν την πράξη αυτή της βασίλισσας, δεν θα υπολογίζουν πια τους άντρες τους. Θα λένε, “ο βασιλιάς Ξέρξης διάταξε να πάει σ’ αυτόν η βασίλισσα Αστίν, κι εκείνη αρνήθηκε”. Από σήμερα οι γυναίκες των ηγεμόνων του βασιλιά στην Περσία και στη Μηδία, που θα μαθαίνουν την πράξη αυτή της βασίλισσας, θα απειθαρχούν σ’ αυτούς. Κι αυτή η απειθαρχία θα προκαλέσει την οργή των συζύγων τους. Αν το εγκρίνεις, λοιπόν, βασιλιά, ας εκδοθεί ένα διάταγμα, ότι ποτέ πια δε θα ξαναπαρουσιαστεί η Αστίν στο βασιλιά Ξέρξη. Αυτό το διάταγμα να συμπεριληφθεί στους νόμους των Περσών και των Μήδων, που δεν μπορούν να μεταβληθούν. Και το βασιλικό της αξίωμα να το δώσεις σε μια σύζυγο πιο άξια απ’ αυτήν. Μόλις μαθευτεί η βασιλική απόφαση, που θα εκτελεσθεί σ’ ολόκληρο το βασίλειο, όλες οι γυναίκες θα σέβονται τους άντρες τους, είτε είναι επίσημοι είτε άσημοι». Η πρόταση αυτή του Μεμουχάν άρεσε στο βασιλιά και στους ηγεμόνες, κι ο βασιλιάς την υιοθέτησε. Έστειλε γραπτή διαταγή σ’ όλες τις επαρχίες του βασιλείου, στη γλώσσα του λαού κάθε επαρχίας και στο σύστημα γραφής της, ότι κάθε άντρας πρέπει να είναι αυτός αρχηγός του σπιτιού του και να μιλάει με αυθεντία. Μετά απ’ αυτά τα γεγονότα, όταν πια είχε υποχωρήσει η οργή του βασιλιά, αυτός εξακολουθούσε να θυμάται την Αστίν και την πράξη της, καθώς και την απόφασή του εναντίον της. Τότε του είπαν οι αυλικοί του: «Ας αναζητηθούν για σένα, βασιλιά, όμορφες κόρες, παρθένες· και να ορίσεις επιθεωρητές σ’ όλες τις επαρχίες του βασιλείου σου, οι οποίοι να συγκεντρώσουν στα ανάκτορα των Σούσων, στο γυναικωνίτη, όλες αυτές τις όμορφες κόρες. Ο Εγάι, ευνούχος του βασιλιά και επόπτης των γυναικών του, θα τις παραλάβει και θα φροντίσει για τον καλλωπισμό τους. Εκείνη η νέα που θα σου αρέσει περισσότερο, θα βασιλέψει στη θέση της Αστίν». Η πρόταση άρεσε στο βασιλιά και την έκανε δεκτή. Εκεί στο φρούριο των Σούσων κατοικούσε ένας Ιουδαίος που ονομαζόταν Μαρδοχαίος, από τη φυλή Βενιαμίν, γιος του Ιαΐρου, γιου του Σεμεΐου, γιου του Κις. Όταν ο βασιλιάς της Βαβυλώνας Ναβουχοδονόσορ είχε οδηγήσει από τη Βαβυλώνα στην αιχμαλωσία έναν αριθμό κατοίκων της Ιουδαίας μαζί με το βασιλιά Ιωαχίν, ανάμεσά τους ήταν και ο Μαρδοχαίος. Ήταν κηδεμόνας της εξαδέλφης του της Χαδασά, δηλαδή της Εσθήρ. Η κόρη ήταν πολύ όμορφη· οι γονείς της είχαν πεθάνει και την είχε υιοθετήσει αυτός για κόρη του. Όταν δημοσιεύτηκε το βασιλικό διάταγμα, συγκεντρώθηκαν πάρα πολλές νέες στο ανάκτορο των Σούσων υπό την επίβλεψη του Εγάι. Η Εσθήρ οδηγήθηκε κι αυτή στο γυναικωνίτη του βασιλιά. Η νέα άρεσε στον Εγάι και κέρδισε την εύνοιά του. Αυτός φρόντισε ν’ αρχίσει αμέσως η διαδικασία του καλλωπισμού της και να έχει τη σωστή διατροφή. Τη μετέφερε στο καλύτερο διαμέρισμα του γυναικωνίτη και της διέθεσε εφτά εκλεκτές υπηρέτριες από τα ανάκτορα. Σύμφωνα με τις οδηγίες του Μαρδοχαίου, η Εσθήρ δεν αποκάλυψε σε κανέναν το λαό της και την καταγωγή της. Ο Μαρδοχαίος περιφερόταν κάθε μέρα στην αυλή του γυναικωνίτη για να μαθαίνει πώς περνούσε η Εσθήρ και πώς την περιποιούνταν. Σύμφωνα με τον κανονισμό, κάθε νέα την προετοίμαζαν ένα χρόνο προτού την παρουσιάσουν στο βασιλιά: Έξι μήνες την περιποιούνταν με ειδικό λάδι και μύρα και έξι μήνες με αρώματα και διάφορα άλλα γυναικεία καλλυντικά. Κατόπιν οι νέες παρουσιάζονταν μία μία. Όταν επρόκειτο να πάνε από το γυναικωνίτη στα ανάκτορα, τους επιτρεπόταν να ντυθούν και να καλλωπιστούν όπως αυτές ήθελαν. Κάθε κορίτσι πήγαινε το βράδυ στο βασιλιά και γύριζε το πρωί στο δεύτερο γυναικωνίτη υπό την επίβλεψη του Σαασχάζ, ευνούχου του βασιλιά, επόπτη των παλλακίδων. Δεν ξαναπαρουσιαζόταν πια στο βασιλιά, εκτός αν του άρεσε πολύ και την προσκαλούσε ονομαστικά. Κάποτε ήρθε και η σειρά της Εσθήρ, η οποία μετά το θάνατο του πατέρα της Αβιχαΐλ είχε υιοθετηθεί από τον ανιψιό του το Μαρδοχαίο. Όταν ήταν να παρουσιαστεί στο βασιλιά, δεν ζήτησε να φορέσει τίποτα περισσότερο, παρά μόνο όσα της σύστησε ο ευνούχος Εγάι. Κι όλοι όσοι την έβλεπαν, τη θαύμαζαν. Έτσι, η Εσθήρ οδηγήθηκε στο ανάκτορο του Ξέρξη το δέκατο μήνα, του έβδομου έτους της βασιλείας του, δηλαδή το μήνα Αδάρ. Η Εσθήρ άρεσε στο βασιλιά περισσότερο από κάθε άλλη γυναίκα, και κέρδισε την εύνοια και τη συμπάθειά του περισσότερο απ’ όλες τις άλλες παρθένες. Της έβαλε στο κεφάλι το βασιλικό διάδημα και την ανακήρυξε βασίλισσα στη θέση της Αστίν. Μετά, ο βασιλιάς παρέθεσε σ’ όλους τους ηγεμόνες και τους αυλικούς του επίσημο γεύμα για να τιμήσει την Εσθήρ. Επίσης χορήγησε φορολογικές απαλλαγές στις επαρχίες και μοίρασε βασιλικά δώρα. Εκείνες τις ημέρες ο Βιγθάν και ο Θέρες, δυο ευνούχοι του βασιλιά Ξέρξη και υπεύθυνοι των φρουρών της πύλης είχαν δυσαρεστηθεί με το βασιλιά και συνωμοτούσαν να τον δολοφονήσουν. Ο Μαρδοχαίος έμαθε το σχέδιο και κατατόπισε τη βασίλισσα Εσθήρ· εκείνη με τη σειρά της γνωστοποίησε στο βασιλιά αυτό που είχε ανακαλύψει ο Μαρδοχαίος. Το θέμα ερευνήθηκε αμέσως, αποδείχτηκε η συνωμοσία και κρέμασαν τους δυο ευνούχους από ένα δέντρο. Το γεγονός αυτό καταχωρίσθηκε στο επίσημο Βιβλίο των Χρονικών του βασιλείου. Μετά απ’ αυτά τα γεγονότα ο βασιλιάς Ξέρξης προώθησε τον Αμάν, γιο του Αμαδάθ, απόγονο του Αγάγ και τον έκανε πρώτο ανάμεσα σ’ όλους στους ηγεμόνες του. Όλοι οι αυλικοί του βασιλιά, που υπηρετούσαν στην πύλη των ανακτόρων γονάτιζαν και προσκυνούσαν τον Αμάν, με διαταγή του βασιλιά. Ο Μαρδοχαίος όμως δε γονάτιζε να προσκυνήσει. Οι άλλοι αυλικοί ρωτούσαν το Μαρδοχαίο: «Γιατί εσύ παραβαίνεις τη διαταγή του βασιλιά;» «Εγώ είμαι Ιουδαίος», τους έλεγε εκείνος. Κάθε μέρα τον πίεζαν αλλά αυτός αρνιόταν να υπακούσει. Τότε το ανάγγειλαν στον Αμάν, για να δουν αν ίσχυαν οι ισχυρισμοί του Μαρδοχαίου. Ο Αμάν, όταν διαπίστωσε ότι πράγματι ο Μαρδοχαίος δεν γονάτιζε να τον προσκυνήσει, οργίστηκε πολύ. Θεώρησε όμως ότι δεν ήταν αρκετό να τιμωρήσει μόνο το Μαρδοχαίο. Κι επειδή τον είχαν πληροφορήσει για την καταγωγή του, επιδίωξε να εξοντώσει όλους τους Ιουδαίους παντού στο βασίλειο του Ξέρξη, μαζί και το Μαρδοχαίο. Τον πρώτο μήνα, δηλαδή το μήνα Νισάν, του δωδέκατου έτους της βασιλείας του Ξέρξη, ο Αμάν διάταξε να ρίξουν κλήρους (εβρ. «πουρίμ»), για να βρουν τη μέρα και το μήνα που θα πραγματοποιόταν το σχέδιό του. Κι ο κλήρος έπεσε στο δωδέκατο μήνα, δηλ. στο μήνα Αδάρ. Είπε λοιπόν ο Αμάν στο βασιλιά: «Υπάρχει στο βασίλειό σου ένας λαός διασκορπισμένος σ’ όλες τις επαρχίες και απομονωμένος από τους άλλους λαούς. Τα έθιμά τους διαφέρουν απ’ αυτά των άλλων λαών, κι επιπλέον δεν υπακούουν στους νόμους σου. Δε θα πρέπει λοιπόν, βασιλιά, να τους ανεχθείς. Αν το εγκρίνεις, ας αποφασιστεί εγγράφως να εξολοθρευτεί αυτός ο λαός. Κι εγώ εγγυώμαι ότι θα καταβάλω δέκα χιλιάδες ασημένια τάλαντα στο βασιλικό θησαυροφυλάκιο». Τότε ο βασιλιάς έβγαλε από το δάχτυλό του το σφραγιδόλιθό του και τον έδωσε στον εχθρό των Ιουδαίων τον Αμάν, γιο του Μεδαθά, τον Αγαγίτη. «Κράτα το ασήμι σου», του είπε, «και κάνε σ’ αυτό το λαό ό,τι εσύ νομίζεις σωστό». Στις δεκατρείς του πρώτου μήνα συγκεντρώθηκαν οι γραμματείς του βασιλιά, και ο Αμάν τους υπαγόρευσε μια διαταγή προς τους διοικητές του βασιλιά, τους επάρχους και τους άρχοντες κάθε λαού. Η διαταγή εκδόθηκε εξ ονόματος του βασιλιά κατά το γραφικό σύστημα κάθε επαρχίας και στη γλώσσα κάθε λαού. Τα αντίγραφα της διαταγής στάλθηκαν με ταχυδρόμους σ’ όλες τις επαρχίες του βασιλείου. Η διαταγή έλεγε να εξολοθρευτούν, να φονευτούν και να καταστραφούν όλοι οι Ιουδαίοι, άντρες, γυναίκες και παιδιά σε μια μέρα –στις δεκατρείς του δωδέκατου μήνα, δηλαδή του μήνα Αδάρ– και οι περιουσίες τους να αφεθούν στη λεηλασία. Το διάταγμα θα δημοσιευόταν σε κάθε επαρχία και θα γνωστοποιόταν σε όλους τους λαούς, για να είναι έτοιμοι την ημέρα εκείνη. Οι ταχυδρόμοι έφυγαν γρήγορα να εκτελέσουν τη διαταγή του βασιλιά, και το διάταγμα ανακοινώθηκε επίσης και στο φρούριο των Σούσων. Μετά ο βασιλιάς και ο Αμάν κάθισαν να πιουν, ενώ όλη η πόλη των Σούσων βρισκόταν σε μεγάλη αναστάτωση. Όταν ο Μαρδοχαίος έμαθε τα συμβάντα, έσκισε τα ρούχα του, ντύθηκε στα πένθιμα κι έβαλε στο κεφάλι του στάχτη. Βγήκε στη μέση της πόλης και άρχισε να ξεφωνίζει και να κλαίει. Έφτασε μέχρι την πύλη των ανακτόρων, αλλά δεν επιτρεπόταν να μπει μέσα εκεί ντυμένος πένθιμα. Αλλά και σε κάθε επαρχία, όπου ανακοινωνόταν το διάταγμα του βασιλιά, οι Ιουδαίοι πενθούσαν, θρηνούσαν με γοερές κραυγές και νήστευαν. Πολλοί φορούσαν πένθιμα ρούχα και κάθονταν ξαπλωμένοι πάνω σε στάχτες. Οι υπηρέτριες της Εσθήρ και οι ευνούχοι παρουσιάστηκαν σ’ αυτήν και την πληροφόρησαν σχετικά με το Μαρδοχαίο. Η βασίλισσα συγκλονίστηκε βαθύτατα και του έστειλε ρούχα να ντυθεί και να βγάλει από πάνω του τα πένθιμα που φορούσε αλλά εκείνος δεν δέχτηκε. Τότε η Εσθήρ κάλεσε τον Αθάχ, τον ευνούχο του βασιλιά, που είχε διοριστεί στην υπηρεσία της, και τον διάταξε να πάει στο Μαρδοχαίο και να πληροφορηθεί τι συνέβαινε και γιατί. Ο Αθάχ πήγε και βρήκε το Μαρδοχαίο στην πλατεία της πόλης, στην είσοδο των ανακτόρων. Αυτός του είπε τι είχε συμβεί, καθώς και το ποσό των χρημάτων που ο Αμάν υποσχέθηκε να προσφέρει στο θησαυροφυλάκιο του βασιλιά, αν του επέτρεπε να εξολοθρεύσει τους Ιουδαίους. Επίσης του έδωσε ένα αντίγραφο του διατάγματος που είχε δημοσιευτεί στα Σούσα για την εξόντωσή τους, για να το δείξει στην Εσθήρ και να την παροτρύνει να παρουσιαστεί στο βασιλιά και να τον ικετεύσει να μεσολαβήσει υπέρ του λαού της. Ο Αθάχ παρουσιάστηκε στην Εσθήρ και της διαβίβασε τα λόγια του Μαρδοχαίου. Η Εσθήρ έστειλε πάλι τον Αθάχ και τον διάταξε να πει στο Μαρδοχαίο: «Όλοι οι υπηρέτες του βασιλιά και οι υπήκοοί του γνωρίζουν έναν απαράβατο νόμο, που ορίζει να θανατώνεται οποιοσδήποτε άντρας ή γυναίκα πλησιάσει απρόσκλητος το βασιλιά στην εσωτερική αυλή, εκτός αν ο βασιλιάς απλώσει προς αυτόν το χρυσό του σκήπτρο. Τότε θα τον αφήσουν να ζήσει. Κι εγώ έχω τριάντα μέρες τώρα να προσκληθώ να παρουσιαστώ στο βασιλιά». Ο Μαρδοχαίος πήρε το μήνυμα της Εσθήρ, και της έστειλε την απάντηση: «Μη νομίζεις πως η ζωή σου είναι πιο ασφαλής από των άλλων Ιουδαίων, επειδή ζεις μέσα στο βασιλικό παλάτι. Αν δεν μιλήσεις τώρα, θα έρθει από αλλού βοήθεια και σωτηρία για τους Ιουδαίους. Εσύ όμως και η οικογένειά σου θα εξαφανιστείτε. Και ποιος ξέρει αν δεν έγινες βασίλισσα για τούτη ακριβώς τη στιγμή;» Η Εσθήρ τού έστειλε την απάντηση: «Πήγαινε συγκέντρωσε όλους τους Ιουδαίους των Σούσων και ας νηστέψουν τρεις μέρες για μένα, χωρίς να φάνε και να πιουν μέρα νύχτα. Τα ίδια θα κάνω κι εγώ και οι δούλες μου. Μετά απ’ αυτό, αντίθετα απ’ το νόμο, θα παρουσιαστώ στο βασιλιά. Κι αν είναι να πεθάνω ας πεθάνω». Ο Μαρδοχαίος έφυγε και έκανε όπως τον διάταξε η Εσθήρ. Μετά από τρεις μέρες η Εσθήρ φόρεσε τη βασιλική στολή της και στάθηκε στην εσωτερική αυλή των ανακτόρων, απέναντι από την είσοδο της αίθουσας του θρόνου. Ο βασιλιάς καθόταν στο θρόνο του με το πρόσωπο στραμμένο στην ανοιχτή είσοδο. Μόλις είδε τη βασίλισσα Εσθήρ να στέκεται εκεί, διατέθηκε ευνοϊκά απέναντί της και της άπλωσε το χρυσό σκήπτρο που κρατούσε. Τότε η Εσθήρ πλησίασε και άγγιξε την άκρη του σκήπτρου. Ο βασιλιάς τη ρώτησε: «Τι σου συμβαίνει βασίλισσα Εσθήρ; Τι θέλεις; Μέχρι και το μισό μου βασίλειο θα σου δώσω». Η Εσθήρ απάντησε: «Αν ευαρεστείσαι, βασιλιά μου, έλα σήμερα μαζί με τον Αμάν σε γεύμα που έχω ετοιμάσει για να σε τιμήσω». Αμέσως ο βασιλιάς πρόσταξε: «Καλέστε γρήγορα τον Αμάν για να τιμήσουμε την πρόσκληση της Εσθήρ». Έτσι, ο βασιλιάς και ο Αμάν πήγαν στο γεύμα που παρέθεσε η Εσθήρ. Μετά το φαγητό, την ώρα της οινοποσίας, ο βασιλιάς είπε στην Εσθήρ: «Ζήτησέ μου ό,τι θέλεις και θα σου το δώσω –μέχρι και το μισό μου βασίλειο». Η Εσθήρ απάντησε: «Πράγματι έχω μια μεγάλη επιθυμία. Αν λοιπόν έχω κερδίσει την εύνοιά σου, βασιλιά μου, κι αν είσαι τόσο ευμενής απέναντί μου, τότε σε παρακαλώ έλα πάλι αύριο μαζί με τον Αμάν στο γεύμα που θα σας παραθέσω. Και αύριο θα σου ανακοινώσω την επιθυμία μου». Ο Αμάν έφυγε από το γεύμα χαρούμενος και ευδιάθετος. Όταν όμως είδε το Μαρδοχαίο στην πύλη των ανακτόρων, που δε σηκώθηκε ούτε παραμέρισε από μπροστά του, καταλήφθηκε από θυμό εναντίον του. Συγκρατήθηκε όμως και προχώρησε για το σπίτι του. Εκεί προσκάλεσε τους φίλους του και τη γυναίκα του τη Ζέρες. Ο Αμάν τούς διηγήθηκε πόσο πλούσιος ήταν και πόσους γιους είχε. Τους είπε ακόμη πόσο ο βασιλιάς τον είχε δοξάσει και τον είχε προαγάγει πάνω από όλους τους άρχοντες και τους αξιωματούχους του. «Πέρα απ’ αυτά», συνέχισε, «η βασίλισσα δεν κάλεσε κανέναν άλλο να πάει μαζί με το βασιλιά στο γεύμα που παρέθεσε, παρά μόνον εμένα! Και αύριο είμαι πάλι προσκεκλημένος της μαζί με το βασιλιά. Όλα αυτά όμως δεν με ικανοποιούν, όσο βλέπω εκείνο το Μαρδοχαίο, τον Ιουδαίο, να κάθεται στην πύλη των ανακτόρων». Τότε η γυναίκα του και οι φίλοι του τού πρότειναν: «Δώσε διαταγή να φτιάξουν ένα ικρίωμα πενήντα πήχεις ύψος, και το πρωί να μιλήσεις στο βασιλιά και να κρεμάσουν το Μαρδοχαίο απ’ αυτό. Έτσι θα πας ήσυχος μαζί με το βασιλιά στο γεύμα». Η πρόταση άρεσε στον Αμάν και διάταξε να ετοιμάσουν το ικρίωμα. Τη νύχτα εκείνη ο βασιλιάς δεν είχε ύπνο και διάταξε να του φέρουν το Βιβλίο των Χρονικών και να του διαβάσουν. Εκεί που του διάβαζαν, βρήκαν γραμμένο κι εκείνο που είχε αναφέρει ο Μαρδοχαίος κατά των δύο ευνούχων του βασιλιά, των θυρωρών Βιγθάν και Θέρες, οι οποίοι είχαν αποπειραθεί να βλάψουν το βασιλιά Ξέρξη. Τότε ο βασιλιάς ρώτησε: «Τι ανταμοιβή ή τιμητική διάκριση δόθηκε στο Μαρδοχαίο;» Οι υπηρέτες απάντησαν: «Τίποτα». «Ποιος είναι έξω στην αυλή;» ρώτησε ο βασιλιάς. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή είχε μπει ο Αμάν στην εξωτερική αυλή των ανακτόρων, για να ζητήσει την άδεια του βασιλιά να κρεμάσει το Μαρδοχαίο από το ικρίωμα που του είχε ετοιμάσει. Οι υπηρέτες απάντησαν στο βασιλιά: «Ο Αμάν περιμένει στην αυλή». Κι εκείνος είπε: «Να περάσει». Μπήκε ο Αμάν, κι ο βασιλιάς τον ρώτησε: «Τι πρέπει να κάνει ένας βασιλιάς, όταν θέλει να τιμήσει κάποιον ιδιαίτερα;» Ο Αμάν σκέφτηκε: «Ποιον άλλο να θέλει να τιμήσει ο βασιλιάς παρά εμένα!» Και απάντησε: «Όταν ένας βασιλιάς θέλει να τιμήσει κάποιον, πρέπει να προσφέρουν σ’ αυτόν μια βασιλική στολή, που να την έχει ήδη φορέσει ο βασιλιάς κι ένα άλογο, που πάνω του να έχει ανέβει ο βασιλιάς, και στο κεφάλι του αλόγου να φορέσουν ένα βασιλικό διάδημα. Ένας από τους πρώτους αξιωματούχους του βασιλιά θα πρέπει να πάρει το άλογο και τη στολή για να ντύσει μ’ αυτήν τον άντρα που θέλει ο βασιλιάς να τιμήσει, και να τον βοηθήσει να ιππεύσει, και να τον οδηγήσει έφιππο στην κεντρική λεωφόρο της πόλης. Να πηγαίνει μπροστά απ’ αυτόν και να φωνάζει: “Έτσι γίνεται σ’ αυτόν που θέλει ο βασιλιάς να τον τιμήσει!”» Τότε ο βασιλιάς πρόσταξε τον Αμάν: «Τρέξε λοιπόν, πάρε τη στολή και το άλογο, όπως ακριβώς είπες, και κάνε τα όλα αυτά στο Μαρδοχαίο, τον Ιουδαίο, που κάθεται στη βασιλική πύλη. Να μην παραλείψεις τίποτε απ’ όλα όσα πρότεινες». Έτσι ο Αμάν πήρε τη στολή και το άλογο, έντυσε το Μαρδοχαίο και τον βοήθησε να ιππεύσει· μετά τον οδήγησε στην κεντρική λεωφόρο της πόλης και φώναζε μπροστά απ’ αυτόν: «Έτσι γίνεται σ’ αυτόν που θέλει ο βασιλιάς να τον τιμήσει!» Ύστερα ο Μαροδοχαίος γύρισε στη βασιλική πύλη και ο Αμάν έτρεξε στο σπίτι του καλύπτοντας το πρόσωπό του από την ταραχή. Διηγήθηκε στη γυναίκα του και στους φίλους του τα συμβάντα, κι αυτοί οι σοφοί του σύμβουλοι του είπαν: «Αν ο Μαρδοχαίος, με τον οποίο έγιναν όλα αυτά, ανήκει στο έθνος των Ιουδαίων, δεν θα καταφέρεις τίποτε. Η πτώση σου είναι δεδομένη». Ενώ αυτοί ακόμα συζητούσαν, ήρθαν οι ευνούχοι του βασιλιά και βιάζονταν να οδηγήσουν τον Αμάν στο γεύμα, που παρέθετε η Εσθήρ. Πήγαν λοιπόν ο βασιλιάς και ο Αμάν στο γεύμα. Τη δεύτερη μέρα, εκεί που έπιναν, της είπε πάλι ο βασιλιάς: «Πες μου λοιπόν τώρα, βασίλισσα Εσθήρ, την επιθυμία σου κι εγώ θα σου την εκτελέσω. Ζήτησέ μου ό,τι θέλεις, μέχρι και το μισό μου βασίλειο!» Η Εσθήρ αποκρίθηκε: «Αν έχω κερδίσει την εύνοιά σου, βασιλιά μου, και αν μου επιτρέπεις να πω το αίτημά μου, σε ικετεύω να χαρίσεις τη ζωή σ’ εμένα και στο λαό μου. Εγώ και ο λαός μου έχουμε πουληθεί στον εξολοθρεμό. Αν είχαμε πουληθεί απλώς ως δούλοι, δε θα έθετα θέμα, γιατί η δυστυχία δεν αξίζει ν’ απασχολεί το βασιλιά. Αλλά είμαστε εδώ για να μας δολοφονήσουν, να μας εξαφανίσουν». Τότε ο βασιλιάς Ξέρξης στράφηκε στη βασίλισσα Εσθήρ και τη ρώτησε: «Ποιος είναι αυτός που τόλμησε κάτι τέτοιο; Πού είναι αυτός που σχεδίασε αυτά τα πράγματα;» Η Εσθήρ απάντησε: «Ο άσπονδος εχθρός μας, είναι αυτός εδώ ο απάνθρωπος Αμάν!» Τότε ο Αμάν ταράχτηκε μπροστά στο βασιλιά και στη βασίλισσα. Ο βασιλιάς σηκώθηκε από το τραπέζι και βγήκε οργισμένος στον κήπο του παλατιού. Ο Αμάν είχε παραμείνει όρθιος για να παρακαλέσει για τη ζωή του τη βασίλισσα Εσθήρ, γιατί κατάλαβε ότι κάτι κακό θα αποφάσιζε εναντίον του ο βασιλιάς. Όταν γύρισε ο βασιλιάς από τον κήπο του παλατιού στην αίθουσα του συμποσίου, βρήκε τον Αμάν να είναι πεσμένος πάνω στο ανάκλιντρο της Εσθήρ. Τότε φώναξε με αγανάκτηση: «Πάει να βιάσει ακόμα και τη βασίλισσα μπροστά μου μέσα στο σπίτι μου!» Πριν καλά καλά πει ο βασιλιάς αυτά τα λόγια, ήρθαν οι υπηρέτες και σκέπασαν το πρόσωπο του Αμάν. Ο Αρβονά, ένας από τους ευνούχους, είπε στο βασιλιά: «Στο σπίτι του Αμάν βρίσκεται ένα ικρίωμα πενήντα πήχεις ύψος· το έχει ετοιμάσει για το Μαρδοχαίο, που έσωσε τη ζωή του βασιλιά». Τότε ο βασιλιάς πρόσταξε: «Κρεμάστε τον σ’ αυτό!» Έτσι κρέμασαν τον Αμάν στο ικρίωμα που είχε ετοιμάσει ο ίδιος για το Μαρδοχαίο. Μετά απ’ αυτό έπαψε η οργή του βασιλιά. Την ίδια μέρα ο βασιλιάς δώρισε την περιουσία του Αμάν, του εχθρού των Ιουδαίων, στη βασίλισσα Εσθήρ. Από τότε επιτράπηκε στο Μαρδοχαίο να παρουσιάζεται στο βασιλιά, γιατί η Εσθήρ φανέρωσε και τη συγγένειά τους. Ο βασιλιάς έβγαλε το σφραγιδόλιθό του, που τον είχε πάρει πίσω από τον Αμάν, και τον έδωσε στο Μαρδοχαίο. Και η Εσθήρ εγκατέστησε το Μαρδοχαίο διαχειριστή στην περιουσία του Αμάν. Η Εσθήρ μίλησε για άλλη μια φορά στο βασιλιά· έπεσε στα πόδια του, θρήνησε και τον ικέτεψε να αποτρέψει την εκτέλεση του κακού σχεδίου, που είχε καταρτίσει ο Αμάν ο Αγαγίτης κατά των Ιουδαίων. Ο βασιλιάς άπλωσε στην Εσθήρ το χρυσό σκήπτρο κι εκείνη σηκώθηκε, στάθηκε μπροστά του και του είπε: «Αν ευαρεστείσαι, βασιλιά μου, κι αν έχω κερδίσει την εύνοιά σου, αν το εγκρίνεις κι αν ενδιαφέρεσαι για μένα, ας εκδοθεί μια διαταγή ακυρωτική του διατάγματος του Αμάν, γιου του Μεδαθά, του Αγαγίτη, που είχε σκοπό να εξολοθρευτούν οι Ιουδαίοι απ’ όλες τις επαρχίες του βασιλείου σου. Πώς είναι δυνατό να αντικρύσω το κακό που θα βρει το λαό μου και να δω την καταστροφή των συμπατριωτών μου;» Ο βασιλιάς απάντησε στη βασίλισσα Εσθήρ και στο Μαρδοχαίο, τον Ιουδαίο: «Εγώ παραχώρησα στην Εσθήρ την περιουσία του Αμάν κι αυτόν διάταξα και τον κρέμασαν, γιατί συνωμότησε εναντίον των Ιουδαίων. Ένα διάταγμα που γράφτηκε εξ ονόματος του βασιλιά και έχει τη σφραγίδα του δεν μπορεί ν’ ανακληθεί. Εσείς όμως μπορείτε να εκδώσετε άλλο διάταγμα με το όνομά μου και τη σφραγίδα μου, για να σώσετε τους Ιουδαίους». Αμέσως συγκεντρώθηκαν οι γραφείς του βασιλιά, στις είκοσι τρεις του τρίτου μήνα, δηλαδή του Σιβάν, και ο Μαρδοχαίος τους υπαγόρευσε ένα διάταγμα προς τους Ιουδαίους και τους διοικητές, τους επάρχους και τους ανώτατους αξιωματούχους των επαρχιών, οι οποίοι διοικούσαν από τις Ινδίες μέχρι την Αιθιοπία, σε εκατόν είκοσι εφτά επαρχίες. Σε κάθε επαρχία έγραψαν στο δικό της σύστημα γραφής, και σε κάθε λαό στη δική του γλώσσα. Το ίδιο έκαναν και με τους Ιουδαίους. Οι επιστολές γράφτηκαν εξ ονόματος του βασιλιά, σφραγίστηκαν με τη σφραγίδα του και στάλθηκαν στις επαρχίες με έφιππους ταχυδρόμους, καβάλα στα πιο γρήγορα βασιλικά άλογα. Οι επιστολές περιείχαν το εξής διάταγμα: «Δίνεται στους Ιουδαίους κάθε πόλης το δικαίωμα να συγκεντρωθούν και να υπερασπιστούν τη ζωή τους. Αν τους επιτεθούν ένοπλοι οποιασδήποτε εθνικότητας, οι Ιουδαίοι σε κάθε επαρχία, άντρες, γυναίκες και παιδιά, θα μπορούν να αντεπιτεθούν και να εξοντώσουν τους επιτιθέμενους· να τους εξολοθρεύσουν ολοκληρωτικά και να διαρπάσουν τις περιουσίες τους. Το διάταγμα αυτό θα ισχύσει ταυτόχρονα σε όλες τις επαρχίες του βασιλιά Ξέρξη, την ίδια μέρα: στις δεκατρείς του δωδέκατου μήνα, δηλαδή του Αδάρ». Το διάταγμα θα δημοσιευόταν σε κάθε επαρχία και θα γνωστοποιόταν σε όλους τους λαούς της επικράτειας, για να είναι έτοιμοι οι Ιουδαίοι την ημέρα εκείνη να εκδικηθούν τους εχθρούς τους. Οι ταχυδρόμοι έφυγαν με μεγάλη ταχύτητα, καβάλα στα πιο γρήγορα βασιλικά άλογα, σύμφωνα με τη διαταγή του βασιλιά. Το διάταγμα δημοσιεύτηκε επίσης και στο φρούριο των Σούσων. Μετά απ’ αυτό, ο Μαρδοχαίος βγήκε από το παλάτι ντυμένος με μεγαλόπρεπη στολή από κυανό και λευκό, με μανδύα από βύσσο και κόκκινη πορφύρα, και με ένα μεγάλο χρυσό διάδημα. Κι όλοι οι κάτοικοι της πόλης των Σούσων ζητωκραύγαζαν με χαρά. Οι Ιουδαίοι στην πόλη πανευτυχείς απολάμβαναν την τιμή που τους έδειχναν. Σε κάθε επαρχία και σε κάθε πόλη που ανακοινωνόταν η βασιλική διαταγή, οι Ιουδαίοι ξεσπούσαν σε πανηγυρισμούς. Διοργάνωναν συμπόσια και γιορτές, και πολλοί από τους άλλους λαούς γίνονταν Ιουδαίοι, γιατί τώρα όλοι φοβούνταν τους Ιουδαίους. Έφτασε και η δέκατη τρίτη μέρα του δωδέκατου μήνα, του Αδάρ, οπότε και θα εφαρμοζόταν το διάταγμα του βασιλιά. Οι εχθροί των Ιουδαίων έλπιζαν να θριαμβεύσουν εναντίον τους αλλά συνέβηκε το αντίστροφο: οι Ιουδαίοι θριάμβευσαν ενάντια στους εχθρούς τους. Σε κάθε ιουδαϊκή πόλη, σε όλες τις επαρχίες του βασιλείου, οι Ιουδαίοι οργάνωσαν την επίθεσή τους ενάντια σε όσους ήθελαν να τους βλάψουν. Κανείς δεν τους αντιστάθηκε, γιατί όλοι οι λαοί τούς είχαν φοβηθεί. Όλοι οι ανώτατοι αξιωματούχοι των επαρχιών, οι διοικητές, οι έπαρχοι και οι θησαυροφύλακες του βασιλιά, βοηθούσαν τους Ιουδαίους, γιατί τους είχε καταλάβει ο φόβος του Μαρδοχαίου. Ο Μαρδοχαίος ήταν πια μεγάλος στο ανάκτορο του βασιλιά· η φήμη του διαδιδόταν σ’ όλες τις επαρχίες, καθώς η δύναμή του συνεχώς αύξανε. Οι Ιουδαίοι έκαναν ό,τι ήθελαν εναντίον των εχθρών τους. Τους επιτεθήκαν με ξίφη και τους σκότωσαν. Στο φρούριο των Σούσων οι Ιουδαίοι σκότωσαν πεντακόσιους άντρες. Επίσης φόνευσαν τον Παρσανδαθά, τον Δαλφών, τον Ασπαθά, τον Ποραθά, τον Αδαλία, τον Αριδαχά, τον Παρμαστά, τον Αρισαΐ, τον Αριδαΐ και τον Φαϊεζθά. Αυτοί ήταν οι δέκα γιοι του εχθρού των Ιουδαίων Αμάν, γιου του Μεδαθά. Δεν πήραν όμως τίποτε από τις περιουσίες τους. Εκείνη την ημέρα ανακοινώθηκε στο βασιλιά ο αριθμός αυτών που φονεύθηκαν στο φρούριο των Σούσων. Τότε είπε ο βασιλιάς στη βασίλισσα Εσθήρ: «Μόνο στο φρούριο των Σούσων οι Ιουδαίοι φόνευσαν πεντακόσιους άντρες, μαζί και τους δέκα γιους του Αμάν. Τι θα πρέπει να έγινε στις επαρχίες! Τι άλλο επιθυμείς; Εγώ θα σου το εκπληρώσω». Η Εσθήρ απάντησε: «Αν το εγκρίνεις, βασιλιά μου, ας επιτραπεί στους Ιουδαίους που κατοικούν στα Σούσα να κάνουν και αύριο όσα έκαναν σήμερα, κι ακόμη να κρεμάσουν δημόσια τα σώματα των γιων του Αμάν ». Ο βασιλιάς απάντησε: «Να γίνει». Και εξέδωσε τη σχετική διαταγή στα Σούσα. Κρέμασαν λοιπόν δημόσια τους δέκα γιους του Αμάν, και στις δεκατέσσερις του μήνα Αδάρ οι Ιουδαίοι των Σούσων συγκεντρώθηκαν και φόνευσαν τριακόσους ακόμη άντρες· δεν πήραν όμως τίποτε από τις περιουσίες τους. Οι άλλοι Ιουδαίοι, που κατοικούσαν στις επαρχίες του βασιλείου, συγκεντρώθηκαν κι αυτοί στις δεκατρείς του μήνα Αδάρ και οργάνωσαν την άμυνά τους. Φόνευσαν εβδομήντα πέντε χιλιάδες από τους εχθρούς τους, κι έτσι ησύχασαν απ’ αυτούς· δεν πήραν όμως τίποτε από τις περιουσίες τους. Τη δέκατη τέταρτη μέρα δεν έγιναν σκοτωμοί· την όρισαν να είναι μέρα συμποσίων και χαράς. Ο Μαρδοχαίος κατέγραψε όλα αυτά τα γεγονότα και έστειλε επιστολές στους Ιουδαίους που κατοικούσαν στις επαρχίες του βασιλιά Ξέρξη, στις κοντινές και στις απομακρυσμένες. Μ’ αυτές τις επιστολές τούς πρόσταζε να καθιερώσουν τη δέκατη τέταρτη και τη δέκατη πέμπτη μέρα του μήνα Αδάρ κάθε χρόνο ως ημέρες γιορτής. Ήταν οι ημέρες που οι Ιουδαίοι απαλλάχτηκαν από τους εχθρούς τους· ήταν ο μήνας που η θλίψη και το πένθος μεταβλήθηκε γι’ αυτούς σε χαρά και γιορτή. Και η διαταγή ήταν να τηρούν αυτές τις ημέρες και να διοργανώνουν γιορτές και συμπόσια, να ανταλλάσσουν μεταξύ τους φαγητά για δώρα, και να στέλνουν φαγητά και στους φτωχούς. Οι Ιουδαίοι ακολούθησαν τις οδηγίες του Μαρδοχαίου κι άρχισαν να γιορτάζουν κάθε χρόνο αυτή τη γιορτή, όπως είχαν κάνει αμέσως μετά τη σωτηρία τους. οι Ιουδαίοι όρισαν να θεωρούνται αυτές οι δυο μέρες κάθε χρόνο την ίδια ημερομηνία επίσημη γιορτή, σύμφωνα με ό,τι είχε νομοθετηθεί. Επίσης οι απόγονοί τους και όσοι θα ακολουθούσαν τη θρησκεία τους, θα έπρεπε κι εκείνοι να τηρούν υποχρεωτικά τη γιορτή. Ορίστηκε κάθε οικογένεια στις μελλοντικές γενιές της, σε όλες τις επαρχίες και τις πόλεις, να τηρεί αυτή τη γιορτή για να θυμάται τα γεγονότα εκείνων των ημερών. Η γιορτή «των κλήρων» δε θα ’πρεπε να παραμεληθεί από τους Ιουδαίους ή να ξεχαστεί από τους απογόνους τους. Η βασίλισσα Εσθήρ, κόρη του Αβιχαΐλ, και ο Ιουδαίος Μαρδοχαίος έγραψαν δεύτερη επιστολή, για να επικυρώσει η βασίλισσα την προηγούμενη επιστολή, που είχε γράψει ο Μαρδοχαίος σχετικά με τη γιορτή αυτή. Στάλθηκαν επιστολές σ’ όλους τους Ιουδαίους στις εκατόν είκοσι εφτά επαρχίες του βασιλείου του Ξέρξη, με ευχές για ειρήνη και ασφάλεια. Αυτές οι επιστολές είχαν σκοπό να τονίσουν ακόμη μια φορά πως η γιορτή των «κλήρων» ήταν υποχρεωτική ως προς τις ημερομηνίες· επίσης περιλάμβαναν κανόνες για τις νηστείες και τους θρήνους, που θα τηρούσαν αυτοί και τα παιδιά τους, όπως όριζαν ο Μαρδοχαίος και η Εσθήρ. Αυτή η επιστολή της Εσθήρ κατέστησε υποχρεωτικούς όλους τους κανόνες της γιορτής των «κλήρων», και καταχωρίσθηκε σε ειδικό βιβλίο. Ο βασιλιάς Ξέρξης επέβαλε υποχρεωτική εργασία παντού στην επικράτειά του. Όλα τα μεγάλα έργα του και οι ηρωικές του πράξεις έχουν καταχωρισθεί στο Βιβλίο των Χρονικών των βασιλιάδων της Μηδίας και της Περσίας. Επίσης εκεί είναι καταχωρισμένη με κάθε λεπτομέρεια η ιστορία τού πώς ο βασιλιάς έδωσε στο Μαρδοχαίο το υψηλό του αξίωμα. Ο Μαρδοχαίος, ο Ιουδαίος, ήταν δεύτερος στην ιεραρχία μετά το βασιλιά Ξέρξη. Όλοι οι συμπατριώτες του τον αγαπούσαν, γιατί φρόντιζε πάντοτε για το καλό του λαού του κι έκανε τα πάντα για την ευημερία τη δική τους και των απογόνων τους. Στην Αυσίτιδα ζούσε κάποτε ένας άνθρωπος που ονομαζόταν Ιώβ. Ο άνθρωπος αυτός ήταν δίκαιος και τέλειος· σεβόταν το Θεό και αποστρεφόταν το κακό. Είχε αποκτήσει εφτά γιους και τρεις θυγατέρες. Είχε επίσης περιουσία εφτά χιλιάδες γιδοπρόβατα, τρεις χιλιάδες καμήλες, πεντακόσια ζευγάρια βόδια, πεντακόσια γαϊδούρια, καθώς και πλήθος υπηρέτες. Ήταν ο πλουσιότερος άνθρωπος απ’ όλους που κατοικούσαν στην Ανατολή. Οι γιοι του συνήθιζαν να πηγαίνουν ο ένας στο σπίτι του άλλου όπου έδιναν συμπόσια, καθένας με τη σειρά του. Έστελναν και καλούσαν και τις τρεις αδερφές τους να φάνε και να πιουν μαζί τους. Κάθε φορά που τέλειωναν τα συμπόσια, τους καλούσε ο Ιώβ και τους εξάγνιζε. Ξυπνούσε τότε νωρίς το πρωί και πρόσφερε από ένα ολοκαύτωμα για τον καθένα τους. «Ίσως τα παιδιά μου αμάρτησαν», σκεφτόταν, «ίσως ασέβησαν με τη σκέψη τους στο Θεό». Μια μέρα που ήρθαν τα ουράνια όντα να παρουσιαστούν μπροστά στον Κύριο, ήρθε ανάμεσά τους κι ο σατανάς. Ο Κύριος τον ρώτησε: «Από πού έρχεσαι εσύ;» Κι εκείνος απάντησε: «Περιπλανήθηκα πάνω σ’ όλη τη γη και την περιδιάβηκα». Ο Κύριος του είπε: «Πρόσεξες το δούλο μου, τον Ιώβ; Δεν υπάρχει άλλος σαν αυτόν πάνω στη γη· είναι άνθρωπος ακέραιος κι ευθύς· με σέβεται κι αποστρέφεται το κακό». Ο σατανάς του απάντησε: «Μήπως με το αζημίωτο σε σέβεται ο Ιώβ; Πάντα τον προστάτευες, αυτόν και το σπίτι του και όλα τα υπάρχοντά του. Ευλόγησες τα έργα του και πληθύνανε τα κοπάδια του στη χώρα. Κάνε, όμως, πως αγγίζεις τα υπάρχοντά του και να δεις αν δημόσια δεν σε βλαστημήσει». Είπε τότε ο Κύριος στο σατανά: «Ορίστε, σου παραδίδω όλα τα υπάρχοντά του· μόνο πάνω στον ίδιο να μην απλώσεις χέρι». Κι ο σατανάς έφυγε από τη σύναξη του Θεού. Μια μέρα που οι γιοι και οι κόρες του Ιώβ έτρωγαν κι έπιναν στο σπίτι του μεγαλύτερου αδερφού τους, φτάνει στον Ιώβ ένας αγγελιοφόρος και του λέει: «Εκεί που τα βόδια όργωναν και τα γαϊδούρια έβοσκαν κοντά τους, όρμησαν Σαβαίοι ληστές και τα άρπαξαν! Σκότωσαν τους δούλους σου με τα ξίφη τους και μονάχα εγώ κατάφερα να γλιτώσω, για να σου φέρω τα νέα». Ενώ αυτός ακόμα μιλούσε, έρχεται άλλος αγγελιοφόρος και του λέει: «Φωτιά έπεσε απ’ τον ουρανό κι έκαψε τα πρόβατα και τους δούλους σου! Τα ’κανε όλα στάχτη και μονάχα εγώ κατάφερα να γλιτώσω για να σου φέρω τα νέα». Ενώ αυτός ακόμα μιλούσε, έρχεται κι άλλος και του λέει: «Τρεις ομάδες Χαλδαίων ρίχτηκαν στις καμήλες και τις άρπαξαν! Σκότωσαν τους δούλους σου με τα ξίφη τους και μονάχα εγώ κατάφερα να γλιτώσω για να σου φέρω τα νέα». Ενώ και αυτός μιλούσε ακόμη, έρχεται κι άλλος αγγελιοφόρος και λέει: «Οι γιοι σου και οι θυγατέρες σου έτρωγαν κι έπιναν στο σπίτι του μεγαλύτερου αδερφού τους. Ξαφνικά φύσηξε άνεμος δυνατός από την άλλη άκρη της ερήμου, χτύπησε το σπίτι από παντού και το γκρέμισε! Τα παιδιά πλακώθηκαν στα ερείπια και σκοτώθηκαν και μόνο εγώ κατάφερα να γλιτώσω για να σου φέρω τα νέα». Τότε σηκώθηκε ο Ιώβ και ξέσκισε το μανδύα του· ξύρισε το κεφάλι του κι έπεσε καταγής. Προσκυνούσε κι έλεγε: «Γυμνός απ’ την κοιλιά βγήκα της μάνας μου, γυμνός και θα γυρίσω πίσω στη μάνα γη. Ο Κύριος όλα τα ’δωσε, ο Κύριος και τα πήρε πίσω. Ευλογημένο να ’ναι τ’ όνομά του!» Έτσι, παρ’ όλες αυτές τις συμφορές, ο Ιώβ δεν αμάρτησε και δεν ξεστόμισε τίποτα το ανάρμοστο ενάντια στο Θεό. Μια μέρα που τα ουράνια όντα ήρθαν να παρουσιαστούν μπροστά στον Κύριο, ήρθε κι ο σατανάς ανάμεσά τους. Ο Κύριος τον ρώτησε: «Από πού έρχεσαι εσύ;» Κι εκείνος του απάντησε: «Περιπλανήθηκα πάνω σ’ όλη τη γη και την περιδιάβηκα». Ο Κύριος του είπε: «Πρόσεξες το δούλο μου, τον Ιώβ; Δεν υπάρχει άλλος σαν αυτόν πάνω στη γη· είναι άνθρωπος ακέραιος, ευθύς, με σέβεται και αποστρέφεται το κακό. Παραμένει σταθερός στην ακεραιότητά του κι άδικα εσύ με παρακίνησες να τον καταστρέψω χωρίς κανένα λόγο». «Δεν έκανε δα κι άσχημη δοσοληψία!» απάντησε ο σατανάς. «Όλα όσα έχει ο άνθρωπος τα δίνει για το πετσί του. Κάνε, λοιπόν, πως αγγίζεις το ίδιο του το σώμα και να δεις αν δημόσια δεν σε βλαστημήσει». Είπε τότε ο Κύριος στο σατανά: «Ορίστε, σου τον παραδίδω· μόνο να μην πειράξεις τη ζωή του». Ο σατανάς έφυγε από τη σύναξη του Θεού κι έκανε να γεμίσει ο Ιώβ πληγές, από την κορφή ως τα νύχια. Τότε ο Ιώβ πήγε και κάθισε μέσα στις στάχτες και χρησιμοποιούσε ένα κομμάτι κεραμίδι για να ξύνεται. Η γυναίκα του τού έλεγε: «Ακόμα επιμένεις στην ευσέβειά σου; Βλαστήμα το Θεό και πέθανε!» Εκείνος όμως της απαντούσε: «Μιλάς σαν ανόητη! Μόνο τα καλά θα δεχόμαστε απ’ το Θεό; Δεν πρέπει να δεχτούμε και τα άσχημα;» Ο Ιώβ είχε τρεις φίλους: Τον Ελιφάζ τον Ταιμανίτη, το Βιλδάδ τον Σουχίτη και τον Σωφάρ τον Νααμαθίτη. Όταν, λοιπόν, αυτοί οι φίλοι του έμαθαν τη μεγάλη συμφορά που βρήκε τον Ιώβ, ήρθαν καθένας από τον τόπο του και συμφώνησαν να τον επισκεφθούν για να του συμπαρασταθούν και να τον παρηγορήσουν. Καθώς όμως τον είδαν από μακριά δεν τον αναγνώρισαν και ξέσπασαν σε κλάμα γοερό. Ξέσκισαν τα ρούχα τους και σκόρπισαν χώμα στον αέρα και πάνω στα κεφάλια τους. Έπειτα κάθισαν μαζί του καταγής εφτά μερόνυχτα. Κανένας τους δεν του μιλούσε, γιατί έβλεπαν πόσο μεγάλος ήταν ο πόνος του. Ας ήταν να χαθεί η μέρα που γεννήθηκα κι η νύχτα που είδε τη στιγμή της σύλληψής μου! Η μέρα εκείνη να γενεί σκοτάδι! Να μην τη θυμηθεί ποτέ εκεί ψηλά ο Θεός και ποτέ πια το φως πάνω της να μη λάμψει. Να τη διεκδικήσει πάλι το σκοτάδι· να τη σκεπάζουν μαύρα σύννεφα κι η έκλειψη του ήλιου ας την τρομάζει. Τη νύχτα εκείνη, το σκοτάδι να την καταπιεί· να μη λογαριαστεί στου χρόνου τα μερόνυχτα ούτε μες στων μηνών τους αριθμούς. Η νύχτα εκείνη ας μην είναι γόνιμη κι ας μην τη διαπεράσει χαρμόσυνη κραυγή. Να την καταραστούν οι μάγοι που ’χουνε τη δύναμη τις μέρες να τις καταριούνται, αυτοί που άφοβα μπορούν να ξεσηκώνουν τον Λεβιάθαν. Ας μη λάμψουν τ’ αστέρια της αυγής της κι ας περιμένει μάταια το φως· ποτέ της να μη δει το γλυκοχάραμα. Γιατί τις πύλες να μην κλείσει της κοιλιάς της μάνας μου, για να μη δουν τα μάτια μου τη θλίψη; Γιατί να μην πεθάνω στην κοιλιά της μάνας μου; Γιατί τουλάχιστον δε χάθηκα στης γέννας τη στιγμή; Γιατί βρεθήκαν γόνατα να με δεχτούν, μαστοί για να θηλάσω; Θα ’μουνα τώρα ήσυχος στον τάφο μου· θα κοιμόμουν και θ’ αναπαυόμουνα αντάμα με τους βασιλιάδες και με τους άρχοντες της γης, που βάζανε για χάρη τους να χτίζουν πυραμίδες. Θα ήμουν με τους ηγεμόνες που είχαν άφθονο χρυσάφι, που με ασήμι γέμισαν τους νεκρικούς θαλάμους τους. Ή πάλι σαν καταχωμένο έκτρωμα δε θα υπήρχα· καθώς τα βρέφη που δεν είδανε το φως. Στον τάφο οι ασεβείς παύουν να κάνουν το κακό· εκεί βρίσκουν κι οι κουρασμένοι ανάπαυση. Βρίσκουν την ησυχία τους και οι δεσμώτες, χωρίς ν’ ακούνε των φυλάκων τις φωνές. Εκεί αντάμα βρίσκονται κι ο άσημος κι ο ξακουστός, κι ο δούλος είναι ελεύθερος από τον κύριό του. Γιατί να συνεχίζει ο κουρασμένος να βλέπει της ζωής το φως; Γιατί σε μάκρος να τραβά η ζωή των πικραμένων; Καρτερούν το θάνατο κι αυτός δεν έρχεται και τον γυρεύουν πιότερο κι από κρυμμένο θησαυρό. Θα ’ταν πανευτυχείς, θα ’ταν πασίχαροι αν βρίσκαν έναν τάφο. Γιατί να ζει ο άνθρωπος που στα τυφλά βαδίζει, που σ’ αδιέξοδο τον έχει φέρει ο Θεός; Έχω τροφή τους στεναγμούς και σαν νερό ξεχύνονται οι κραυγές μου· εκείνο που φοβόμουνα με χτύπησε· κι εκείνο που με τρόμαζε, με βρήκε. Δεν έχω ειρήνη ούτ’ ησυχία ούτ’ ανάπαυση· μονάχα ταραχή. Τότε πήρε το λόγο ο Ελιφάζ ο Ταιμανίτης και είπε: Αν σου μιλήσω, μήπως σε λυπήσω; Ύστερα απ’ όσα είπες, δεν το αντέχω να σιωπώ! Εσύ νουθέτησες πολλούς και χέρια ασθενικά δυνάμωσες. Τα λόγια σου στήριζαν εκείνους που σκοντάφταν, και τόνωναν τα γόνατα που λύγιζαν. Μα τώρα που ήρθε η σειρά σου, εσύ δειλιάζεις! Οι συμφορές σ’ αγγίξανε και τρόμαξες. Η ευσέβειά σου δεν σου δίνει στήριγμα; και η άμεμπτη ζωή σου δεν σου προσθέτει ελπίδα; Μήπως θυμάσαι κάποιον αθώο που να χάθηκε, ή κάποιους τίμιους που να εξολοθρευτήκαν; Εγώ το ’χω παρατηρήσει: όσοι καλλιεργούν την αδικία και σπέρνουνε τη συμφορά, αυτοί αδικία και συμφορά θερίζουν. Σαν την ανεμοθύελλα ο Θεός τους καταστρέφει, τους αφανίζει με τη φοβερή του οργή. Είν’ η φωνή τους σαν του λιονταριού το βρυχηθμό, αλλά ο Θεός τα δόντια τους συντρίβει. Πεθαίνουν όπως το λιοντάρι, όταν δε βρίσκει πια τροφή και τα μικρά του διασκορπίζονται. Κάποτε έφτασε σ’ εμένα ένα μήνυμα στα κρυφά, ένα ελαφρό του ψίθυρο συγκράτησε τ’ αυτί μου, τη νύχτα μέσα στ’ όνειρο, που οι λογισμοί μπερδεύονται κι ο λήθαργος θανατερά τυλίγει τους ανθρώπους. Φρίκη και τρόμος με κυρίεψε κι έτρεμε όλο το κορμί μου. Φύσημα αχνό από το πρόσωπό μου πέρασε, μ’ έκανε σύγκορμο ν’ ανατριχιάσω. Στάθηκε μπρος μου μια μορφή, που δεν μπορούσα να την καθορίσω· κι ύστερα από μικρή σιωπή άκουσα τη φωνή της: «Τάχα είναι δίκαιος ο θνητός μπρος στο Θεό; Είναι άμεμπτος ο άνθρωπος μπρος στο δημιουργό του; Αφού ο Θεός δεν εμπιστεύεται ούτε και τους αγγέλους του και βρίσκει σφάλματα ακόμα και σ’ εκείνους, πόσο μάλλον σ’ αυτά τα χωματένια πλάσματα, που προέρχονται από τη γη και που μπορούν να πατηθούν σαν τα σκουλήκια, που μέσα σε μια μέρα μπορούν ν’ αφανιστούν, για πάντα να χαθούν, χωρίς κανείς να το προσέξει! Ο Θεός δίνει τέλος στη ζωή τους· πεθαίνουν και δεν ξέρουνε το πως». Και τώρα φώναξε! Να δούμε ποιος θα σου απαντήσει; Σε ποιον απ’ τους αγγέλους θα στραφείς; Η οργή τον καταστρέφει τον ανόητο, τον άμυαλο το πάθος τον σκοτώνει. Βέβαια είδα ανόητους να ζουν στη σιγουριά, μα ξαφνικά το σπίτι τους γκρεμίστηκε. Χάνουνε τα παιδιά τους κάθε στήριγμα κι εξουθενώνονται μπροστά στους δικαστές, χωρίς κανείς να τα βοηθήσει. Όσα ο ανόητος θέρισε, τα τρώνε οι πεινασμένοι· παίρνουν ακόμα κι όσα είχανε μέσα στ’ αγκάθια κρύψει· χυμάνε στ’ αγαθά του άπληστοι. Το κακό δεν φυτρώνει από το χώμα, ούτε βλασταίνει ο πόνος απ’ τη γη· μα ο άνθρωπος δημιουργεί τον πόνο του, όπως δημιουργεί η φωτιά τις σπίθες, που στα ψηλά πηδάνε. Εγώ στη θέση σου στον Κύριο θ’ απευθυνόμουν και την υπόθεσή μου στο Θεό θα την ανέθετα. Είναι τα έργα του μεγάλα κι ανεξιχνίαστα κι είν’ αναρίθμητα τα θαύματά του. Αυτός στέλνει βροχή στη γη και με νερό ποτίζει τα χωράφια, τους ταπεινούς υψώνει και στους θλιμμένους δίνει τη χαρά. Τα σχέδια των πανούργων ματαιώνει και στην αποτυχία οδηγεί τα έργα τους. Κάνει να πιάνονται οι σοφοί μέσα στις πανουργίες τους, και ν’ ανατρέπονται όσα οι ραδιούργοι λογαριάζουν. Μες στο καταμεσήμερο τους δίνει τέτοια τύφλωση, που ψηλαφώντας να βαδίζουν, σαν να ’ταν μαύρη νύχτα. Γλιτώνει τον αδύνατο απ’ τις συκοφαντίες τους κι από των ισχυρών τα χέρια. Έτσι αποκτά ο αδύνατος ελπίδα, και του άδικου το στόμα κλείνεται. Μακάριος ο άνθρωπος που ο Κύριος τον παιδαγωγεί· να μην καταφρονείς, λοιπόν, του Παντοδύναμου τη νουθεσία. Γιατί αυτός πληγώνει, αλλά και δένει την πληγή, χτυπάει, αλλά τα χέρια του γιατρεύουν. Από την κάθε δυστυχία θα σε σώσει όποτε κι αν αυτή σε βρει, κι ούτε κακό κανένα θα σ’ αγγίξει. Στην πείνα, θα σε σώσει από το θάνατο· στον πόλεμο, από το χτύπημα του ξίφους. Θα ’σαι προφυλαγμένος απ’ της γλώσσας το μαστίγιο κι άφοβος, όταν πλησιάζει η καταστροφή. Τον όλεθρο θα τον χλευάσεις και την πείνα, και τα θεριά της γης δε θα τα φοβηθείς. Ως και των χωραφιών οι πέτρες θα συμμαχήσουνε μαζί σου, κι ειρήνη θα ’χεις με του κάμπου τα θηρία. Θα νιώσεις πως με ειρήνη ζεις κάτω από τη σκηνή σου· κι όταν πηγαίνεις να κοιτάξεις τα λιβάδια σου, δε θα σου λείπει ούτ’ ένα ζωντανό. Θα δεις ν’ αυξάνουν οι απόγονοί σου, και να πληθαίνουν τα βλαστάρια σου σαν το χορτάρι του αγρού. Και θα μπεις μες στον τάφο σε βαθιά γεράματα, όπως οι θημωνιές που τις στοιβάζουν στον καιρό τους. Βλέπεις, εμείς αυτά βαθιά τα μελετήσαμε κι είναι έτσι όπως σου τα λέμε. Προσεχτικά άκουσέ τα κι επωφελήσου απ’ αυτά. Ο Ιώβ απάντησε: Αχ, να μπορούσε η οδύνη μου να ζυγιστεί κι όλες μου οι συμφορές μαζί στη ζυγαριά να μπούνε! Θα ’τανε πιο βαριές κι από της θάλασσας την άμμο· γι’ αυτό κι είναι τα λόγια μου απερίσκεπτα. Του Παντοδύναμου τα βέλη υπάρχουν μέσα μου και το φαρμάκι τους έχει το πνεύμα μου ταράξει· οι τρόμοι με περικυκλώνουν του Θεού. Γαϊδούρι δεν φωνάζει που ’χει τη χλόη δίπλα του ούτε μουγκρίζει ταύρος πλάι στο ξερό χορτάρι του. Αλλά πώς το άνοστο κι’ ανάλατο φαΐ να φαγωθεί; Και σαν ποια να ’χει νοστιμιά τ’ ωμό του αυγού τ’ ασπράδι; Καθώς τ’ αηδιαστικά ετούτα φαγητά, έτσι είναι και τα βάσανά μου αφόρητα. Ας ήταν να ’χε η προσευχή μου απόκριση, να μου ’δινε ο Θεός αυτό που του γυρεύω: Αν αποφάσιζε οριστικά να μ’ εξοντώσει το χέρι του ν’ απλώσει και το νήμα μου να κόψει της ζωής, τότε θα ’χα τουλάχιστον ετούτη την παρηγοριά, και θα πηδούσα από χαρά μες στα δεινά που μου ’δωσε να υποφέρω: Πως δεν αθέτησα ποτέ μου του Άγιου Θεού τις προσταγές. Ποια δύναμη έχω να μπορεί να με κρατήσει στη ζωή; Μα και για ποιο σκοπό να ζω, όταν δεν έχω ελπίδα; Μήπως την αντοχή έχω του βράχου, ή μήπως από μέταλλο είν’ οι σάρκες μου; Κανένα στήριγμα μέσα μου δεν υπάρχει· κι έχει μακριά μου φύγει κάθε βοήθεια. Ο απελπισμένος έχει ανάγκη από φίλους σπλαχνικούς, το σέβας του για να μη χάσει στον Παντοδύναμο. Οι φίλοι μου όμως με ξεγέλασαν καθώς τ’ απατηλά ποτάμια, καθώς οι χείμαρροι που η κοίτη τους στεγνώνει όταν δε βρέχει πια. Όταν οι πάγοι και τα χιόνια λιώνουν την άνοιξη, ρέματα κατεβάζουν θολωμένα. Μα με τις ζέστες του καλοκαιριού στερεύουνε· στην πύρα του ήλιου η κοίτη τους μένει στεγνή. Την κοίτη ακολουθώντας των χειμάρρων τα καραβάνια βγαίνουν απ’ το δρόμο τους ανοίγονται στην έρημο και χάνονται. Τα καραβάνια απ’ την Ταιμά για τους χειμάρρους αγναντεύουνε· οι ταξιδιώτες από τη Σαβά σ’ αυτούς ελπίζουν. Αλλά απογοητεύονται κάθε φορά που μάταια φτάνουν ως εκεί. Έτσι είσαστε κι εσείς για μένα τώρα· τη συμφορά μου την είδατε και φρίξατε. Μήπως σας είπα κάτι να μου δώσετε ή να δωροδοκήσετε για χάρη μου κανέναν ή να με σώσετε απ’ τα χέρια του εχθρού ή να μ’ εξαγοράσετε από τα χέρια των τυράννων; Διδάξτε με, λοιπόν, κι εγώ σωπαίνω· δείξτε μου σε τι έσφαλα. Απ’ τα ειλικρινή σας λόγια έτοιμος είμαι να πεισθώ! Μα εσείς μου λέτε κατηγόριες τέτοιες που δε με πείθουνε, γιατί δεν είν’ αληθινές. Σκοπεύετε να κατακρίνετε τα λόγια μου; Μα όσα ο απελπισμένος λέει είναι του ανέμου λόγια. Εσείς θα φτάνατε να βάλετε στον κλήρο ένα ορφανό, και να πουλήσετε τον ίδιο σας το φίλο. Κοιτάξτε με κατάματα, ψέματα δε σας λέω. Πάψτε πια τώρα να με αδικείτε! Σας ξαναλέω: σταματήστε! Το δίκιο μου είναι ολοφάνερο! Δεν είναι άδικα αυτά που λέει η γλώσσα μου· το στόμα μου μιλάει μόνο για συμφορές. Τάχα του ανθρώπου η ζωή πάνω στη γη δεν είναι μια υποχρεωτική θητεία; Οι μέρες του δεν είναι μέρες μισθωτού; Ο δούλος λαχταρά λίγη σκιά, ο κάθε εργάτης το μισθό του περιμένει. Έτσι κι εγώ μήνες και μήνες πέρασα δίχως νόημα, νύχτες ατέλειωτες γεμάτες πόνο. Πλαγιάζω για να κοιμηθώ και σκέφτομαι πότε να σηκωθώ· κι η νύχτα δεν τελειώνει· ως την αυγή στριφογυρνάω άυπνος. Σκουλήκια και κατάξερες πληγές σκεπάζουνε το σώμα μου· το δέρμα μου σκίζεται και πυορροεί. Οι μέρες μου τρέχουν πιο γρήγορα κι απ’ τη σαΐτα του αργαλειού· φεύγουν και χάνονται χωρίς καμιά ελπίδα. Θυμήσου, Κύριε, πως η ζωή μου είναι μονάχα μια πνοή, τα μάτια μου δεν πρόκειται να ξαναδούν την ευτυχία. Τα μάτια που με βλέπανε δε θα με ξαναδούν. τα μάτια σου θα με ζητούν, μα εγώ δε θα υπάρχω. Όπως το σύννεφο σκορπάει και χάνεται, έτσι κι όποιος στον άδη κατεβαίνει δεν ανεβαίνει πια· σπίτι του δεν ξανάρχεται κι ο τόπος του δεν τον αναγνωρίζει. Λοιπόν δε θα κρατήσω κι άλλο κλειστό το στόμα μου· μέσ’ απ’ την αγωνία της καρδιάς μου θα μιλήσω, μέσ’ απ’ την πίκρα της ψυχής μου θα παραπονεθώ. Τι είμ’ εγώ; Θάλασσα ή κήτος θαλασσινό και μου ’βαλες φρουρά; Εκεί που λέω πως θα μ’ ανακουφίσει το κρεβάτι μου και πως το στρώμα μου τον πόνο μου θα τον πραΰνει, εσύ με εφιάλτες με φοβίζεις και με τρομάζεις με οράματα. Έτσι έχω προτιμότερο τον απαγχονισμό, καλύτερο το θάνατο παρά τον πόνο. Απαύδησα! Δεν πρόκειται να ζήσω εγώ αιώνια. Παράτησέ με! Μια πνοή είν’ η ζωή μου όλη κι όλη. Τι είναι ο άνθρωπος που τόσο να τον λογαριάζεις και τόση να του δίνεις προσοχή; Κάθε πρωί να σκύβεις πάνω του και να τον δοκιμάζεις κάθε στιγμή; Πότε θα σταματήσεις να με παρακολουθείς, και θα μ’ αφήσεις να καταπιώ το σάλιο μου; Αν έσφαλα χωρίς να το γνωρίζω, εσένα σε τι σ’ έβλαψα, το φύλακα του ανθρώπου; Γιατί μ’ έβαλες στόχο σου; Τόσο σου είμαι βάρος; Την αμαρτία μου να συγχωρήσεις δεν μπορείς; την ανομία μου να σβήσεις; Αφού σε λίγο θα πλαγιάζω μες στο χώμα κι αν με γυρεύεις, δε θα υπάρχω πια. Τότε είπε ο Βιλδάδ ο Σουχίτης: Ως πότε έτσι θα μιλάς και θα ’ναι τα λεγόμενά σου δίχως νόημα; Μήπως το δίκιο το αντιστρέφει ο Θεός; Μήπως στρεβλώνει ο Παντοδύναμος τη δικαιοσύνη; Αν τα παιδιά σου αμάρτησαν ενώπιόν του, τους έκανε να υποστούνε τις συνέπειες. Αλλά αν εσύ προσφύγεις στο Θεό και δεηθείς στον Παντοδύναμο, αν είσαι καθαρός και τίμιος, σίγουρα τότε θα νοιαστεί για σένα και θ’ αποκαταστήσει αντάξια το σπίτι σου. Η αρχική σου ευημερία θα σου φανεί πολύ μικρή μπρος στην πολύ μεγάλη που σου μέλλεται. Ρώτησε τις προηγούμενες γενιές και πρόσεξε την πείρα των προγόνων τους. Εμείς είμαστε χτεσινοί και τίποτα δεν ξέρουμε· πάνω στη γη σαν τη σκιά περνά η ζωή μας. Αυτοί όμως θα σε διδάξουν και θα σου μιλήσουν· από την πείρα τους θ’ αντλήσουνε τα λόγια τους. Μπορεί έξω απ’ τους βάλτους να βλαστήσει ο πάπυρος; Μπορεί χωρίς νερό να μεγαλώσει το καλάμι; Ενώ είν’ ακόμα πάνω στον ανθό του και πριν να ’ρθεί ο καιρός του να το κόψουνε, χωρίς νερό ξεραίνεται πριν από κάθε άλλο χορτάρι. Έτσι συμβαίνει και σ’ εκείνους όλους που το Θεό ξεχνούν· και χάνεται του ασεβή η ελπίδα. Η σιγουριά του είναι μια λεπτή κλωστή, είν’ η ελπίδα του ιστός αράχνης. Αν στηριχτεί ο ασεβής στο νήμα της αράχνης να τον κρατήσει δεν μπορεί· κι αν γαντζωθεί απάνω του εκείνο δεν θ’ αντέξει. Να τον, ο ασεβής, στον ήλιο αντίκρυ, όλο χυμούς, μέσα στον κήπο απλώνει τα κλαδιά του. Τυλίγονται στις πέτρες πάνω οι ρίζες του και βρίσκει στήριγμα ανάμεσα στους βράχους. Μ’ αν τον απομακρύνουν απ’ τον τόπο του, κανείς δε θα μπορεί να πει πού ήταν φυτεμένος. Τέτοια είν’ η μοίρα καθώς βλέπεις, του ασεβή· κι εκεί στη θέση του άλλοι θα βλαστήσουν. Μα δε θ’ αφήσει ο Θεός ποτέ τον ευσεβή, ενώ βοήθεια στους κακούς δεν πρόκειται να δώσει. Θα φέρει ο Θεός ξανά το γέλιο, Ιώβ, στα χείλη σου! Το στόμα σου θα το γεμίσει κραυγές χαράς. Αυτοί όμως που σε μισούν θα καταντροπιαστούνε· κι η κατοικία των ασεβών αύριο θα χαθεί. Ο Ιώβ αποκρίθηκε: Πως έτσι έχουν τα πράγματα καλά το ξέρω. Μα πώς μπορεί ένας άνθρωπος να δικαιωθεί μπρος στο Θεό; Αν κάποιος θα ’θελε μ’ αυτόν ν’ αντιδικήσει, δε θα μπορούσε να του απαντήσει στις χίλιες ούτε μια φορά. Είν’ ο Θεός σοφός στο νου κι έχει μεγάλη δύναμη· ποιος θα του πάει ενάντια και δε θα ζημιωθεί; Ξάφνου, χωρίς να το ’χει πει, μετατοπίζει τα βουνά· και πάνω στο θυμό του τ’ αναποδογυρίζει. Κουνάει τη γη απ’ τον τόπο της και τρέμουν τα στηρίγματά της. Δίνει στον ήλιο προσταγή, κι αυτός δεν ανατέλλει· τ’ αστέρια τα κλειδώνει και δεν τ’ αφήνει να φανούν. Αυτός μονάχος του τον ουρανό τεντώνει και περπατάει πάνω στα κύματα της θάλασσας. Έφτιαξε τη Μεγάλη Άρκτο, τον Ωρίωνα, τις Πλειάδες και του νότου τους αστερισμούς. Κάνει μεγάλα έργα κι ανεξιχνίαστα και θαύματα αναρίθμητα. Περνάει πλάι μου ο Θεός και δεν τον βλέπω, με προσπερνάει δίχως να τον αισθανθώ. Παίρνει ό,τι θέλει, ποιος μπορεί να τον ’μποδίσει; Ποιος θα τολμήσει να του πει: «Ε, τι κάνεις εκεί;» Ο Θεός το θυμό του δεν τον συγκρατεί· στα πόδια του στέκουν σκυμμένοι της Ραάβ οι ακόλουθοι. Πώς, λοιπόν, θα μπορούσα εγώ να του απαντήσω; Ποια να διαλέξω λόγια να του αντιταχθώ; Έχω δίκιο, μα δεν μπορώ να το απαιτήσω. Πώς να παρακαλέσω να μου δείξει έλεος, αυτός που έχει ήδη αποφασίσει την καταδίκη μου; Ακόμα κι αν δεχότανε μαζί μου να διαλεχθεί μπορώ να πιστέψω πως θα με άκουγε; Αυτός με τον ανεμοστρόβιλο με συντρίβει, και δίχως λόγο μού πληθαίνει τις πληγές· αναπνοή να πάρω δε μ’ αφήνει, με πίκρες μού γεμίζει τη ζωή. Στη δύναμη να καταφύγω; Αυτός είναι ο δυνατότερος! Να καταφύγω στη δικαιοσύνη; Ποιος θα θελήσει να με καλέσει στο δικαστήριο; Είμαι αθώος, είμαι δίκαιος μα ό,τι κι αν πω μοιάζει να μ’ ενοχοποιεί, να με καταδικάζει. Όταν μια μάστιγα θανατική ξεσπάει άξαφνα, αυτός γελάει με την αμηχανία των αθώων. Τη γη παρέδωσε στων ασεβών τα χέρια και τύφλωσε τους δικαστές, το δίκιο να μην μπορούνε να το δουν. Αν όλ’ αυτά δεν είν’ απ’ το Θεό, τότε από ποιον είναι; Τρέχουν οι μέρες μου κι από δρομέα γοργότερα. Φεύγουν· δε φέρνουν τίποτα καλό. Γλιστρούν σαν βάρκες από πάπυρο, ελαφρές, σαν τον αητό που ορμάει πάνω στη λεία του. Προσπαθώ να ξεχάσω την οδύνη μου, να διώξω του προσώπου μου το πένθος για να μοιάζω χαρούμενος. Όμως, τα βάσανά μου συλλογιέμαι και τρομάζω· γιατί το ξέρω πως δεν πρόκειται γι’ αθώο ο Θεός να με παραδεχτεί. Λοιπόν με θέλει να ’μαι ένοχος· τότε γιατί μάταια να κοπιάζω αθώος να αποδειχτώ; Κι αν με νερό πλυθώ από χιόνι, κι αν μ’ αλισίβα καθαρίσω τα χέρια μου, αυτός θα με βουτήξει μες στη λάσπη, έτσι που και τα ίδια μου τα ρούχα να με σιχαθούν. Αχ, αν ήταν άνθρωπος ο Θεός, όπως εγώ, για να του απαντήσω και ν’ αντιδικήσουμε! Τουλάχιστον αν υπήρχε ανάμεσά μας διαιτητής, το χέρι του να βάλει πάνω και στους δυό μας και να μας κρίνει! Τότε πια θα ’παυε ο Θεός να με χτυπά και δε θα τον φοβόμουν, θα του μιλούσα θαρρετά. Μα στην περίπτωσή μου, αυτός κρατάει την εξουσία κι εγώ είμαι μόνος με το δίκιο μου. Σιχάθηκα τη ζωή μου· και το παράπονό μου δε διστάζω να το πω, μέσ’ απ’ την πίκρα της ψυχής μου να μιλήσω. Λέω στο Θεό: «Μη με καταδικάσεις! Δείξε μου, για ποιο πράγμα με κατηγορείς. Υπάρχει λόγος να με βασανίζεις; Να ’χεις στην καταφρόνια το έργο που δημιούργησες και να ευνοείς τα σχέδια των ασεβών; Ανθρώπινα είν’ τα μάτια σου; Βλέπεις κι εσύ καθώς οι ανθρώποι βλέπουν; Είν’ η ζωή σου σαν του ανθρώπου λιγοστή, τα χρόνια σου σαν τα δικά του χρόνια, και ψάχνεις συνεχώς να βρεις την ανομία μου, και ερευνάς ν’ ανακαλύψεις κάθε μου αμαρτία; Αφού καλά το ξέρεις πως δεν είμαι ένοχος και πως κανένας δεν μπορεί από τα χέρια σου να με γλιτώσει. »Τα χέρια τα δικά σου με σχημάτισαν και μ’ έπλασαν· και τώρα αυτά τα ίδια σου τα χέρια ζητάνε να με καταστρέψουν; Θυμήσου, σε παρακαλώ, πως από χώμα μ’ έπλασες· και τώρα θέλεις πάλι να με κάνεις χώμα; Καθώς το γάλα μ’ έχυσες, και με σχημάτισες έτσι όπως πήζουν το τυρί. Με ύφανες με κόκαλα και τένοντες και μ’ έντυσες με σάρκα και με δέρμα. Ζωή μού χάρισες και σταθερή αγάπη, και στη ζωή με κράτησε η φροντίδα σου. Μα τώρα ξέρω τι σχεδίαζες για μένα και τι κρυφά λογάριαζες: Αν αμαρτήσω, να με πιάσεις και να μη συγχωρήσεις την παρανομία μου. Αλίμονό μου αν είμαι ένοχος! Κι αν είμαι αθώος πάλι δεν τολμώ να υψώσω το κεφάλι. Ταλαίπωρος εγώ και καταντροπιασμένος! Αν κάνω να σηκώσω το κεφάλι, σαν το λιοντάρι με κυνηγάς και με συνθλίβεις με την περισσευούμενή σου δύναμη. Έχεις πάντα εναντίον μου καινούριους μάρτυρες, η οργή σου πάνω μου ολοένα και πληθαίνει· μου επιτίθεσαι με νέες συμφορές. »Γιατί απ’ τη μήτρα μ’ άφησες να βγω; Θα πέθαινα και δε θα μ’ είχε δει ανθρώπου μάτι. Θα ’τανε σαν να μην υπήρξα, κι απ’ τη κοιλιά στον τάφο μου θα ’χα μεταφερθεί. Λίγη μου μένει πια ζωή. Πάρε από μένα τις ταλαιπωρίες κι άσε με λίγη ανάπαυση να βρω, πριν πάω εκεί απ’ όπου πια δε θα γυρίσω, στου σκοταδιού τη χώρα και της σκιάς, στη χώρα όπου βαθύτατο σκοτάδι βασιλεύει και σύγχυση, όπου ακόμα και το φως είναι σαν το σκοτάδι!» Τότε μίλησε ο Σωφάρ, ο Νααμαθίτης. Αυτός ο χείμαρρος των λόγων θα μείνει αναπάντητος; Όταν μιλάει κανείς πολύ θα πει πως έχει δίκιο; Λες πως οι φλυαρίες σου θα μας αποστομώσουν; Πώς μπορείς τάχα να χλευάζεις χωρίς επίπληξη καμιά; Είπες ότι σωστά είναι τα λόγια σου και πως είσαι άμεμπτος ενώπιον του Θεού. Αχ! Και να μίλαγε ο Θεός ο ίδιος και ν’ άνοιγε τα χείλη του για να σου απαντήσει όπως σου πρέπει! Για να σου φανερώσει της σοφίας τα μυστικά αυτά που είναι πολύ βαθιά για τη δική μας γνώση. Τότε θα καταλάβαινες πως παραβλέπει ο Θεός πολλά απ’ τ’ ανομήματά σου. Θαρρείς ότι μπορείς τα βάθη να νοήσεις του Θεού, τα μυστικά να εξιχνιάσεις του Παντοδύναμου; Είναι ψηλότερα κι από τον ουρανό· σαν τι μπορείς να κάνεις; Και πιο βαθιά από τον άδη· να μάθεις τι μπορείς; Σ’ έκταση ξεπερνούν τη γη, κι είναι πλατύτερα, απ’ τη θάλασσα. Αν ο Θεός περάσει και συλλάβει κάποιον, και τονε φέρει μπρος στο δικαστήριο, ποιος μπορεί να του αντισταθεί; Εκείνος που καλά γνωρίζει τους πανούργους δε θα μπορούσε να διακρίνει το δόλο τους; Μα ο ανόητος, σοφός να γίνει δεν μπορεί· όπως δεν γίνεται ένα άγριο γαϊδουράκι ήμερο να γεννηθεί. Στρέψε, Ιώβ, την καρδιά σου στο Θεό και παρακλητικά σ’ αυτόν τα χέρια σου άπλωσέ τα. Πρώτα όμως απ’ την ανομία καθάρισ’ τα και μην αφήσεις την αδικία άλλο στο σπίτι σου να μένει. Τότε χωρίς καμιά ενοχή θα τον κοιτάς στα μάτια το Θεό· θα είσαι ακλόνητος και δίχως διόλου φόβο. Τότε θα λησμονήσεις την ταλαιπωρία σου· θα ’ναι στη μνήμη σου όπως τα νερά, που κύλησαν και φύγαν. Θα γίνει φωτεινότερη η ζωή σου κι από τη λάμψη του μεσημεριού, κι οι σκοτεινές της ώρες θα ’ναι σαν τη λαμπρότητα του πρωινού. Θα ζεις με ασφάλεια, με μια καινούρια ελπίδα· ακόμα και ταπεινωμένος θα μπορείς ήσυχος να κοιμάσαι. Θα πέφτεις για ν’ αναπαυτείς και δε θα ’ναι κανείς να σε τρομάξει· απεναντίας, την εύνοιά σου, πολλοί θα τη ζητούν. Όμως οι ασεβείς θα κουραστούν, μάταια γυρεύοντας βοήθεια· η μόνη τους ελπίδα θα ’ναι ο θάνατος. Ο Ιώβ απάντησε: Είσαστε, αλήθεια, πολύ έξυπνοι! Όταν εσείς πεθάνετε θα λείψει κι η σοφία. Αλλά κι εγώ έχω σύνεση όπως κι εσείς, δεν είμαι διόλου κατώτερός σας· ετούτα όλα που είπατε ποιος τάχα δεν τα ξέρει; Έγινα ο περίγελως των φίλων μου, εγώ που άλλοτε παρακαλούσα το Θεό κι εκείνος μου απαντούσε. Περίγελως ο δίκαιος κι ο άμεμπτος! Ο ευτυχισμένος σκέφτεται πως στο δυστυχισμένο ταιριάζει η περιφρόνηση. Να σπρώξει δεν διστάζει εκείνον που τα πόδια του δεν τον βαστούν! Αλλά στα σπίτια των ληστών καλά περνούν, κι είναι ασφαλείς αυτοί, που το Θεό εξοργίζουν· κατάφεραν στη διάθεσή τους να ’χουν το Θεό! Ωστόσο ρώτησε τα ζώα, θα σε διδάξουν· ρώτησε τα πουλιά και θα σου πουν· μίλα στη γη και θα σου δώσει μάθημα· της θάλασσας τα ψάρια θα σου διηγηθούνε. Ποιο απ’ όλα αυτά δεν ξέρει πως το ’πλασε το χέρι του Θεού; Στο χέρι του είναι η ζωή κάθε πλάσματος ζωντανού, και κάθε ανθρώπου η πνοή προέρχεται απ’ αυτόν. Το αυτί διακρίνει τις κουβέντες, όπως καταλαβαίνει ο ουρανίσκος τη γεύση της τροφής. Λένε πως βρίσκεις στους γερόντους τη σοφία, στους ηλικιωμένους σύνεση. Μα στο Θεό ανήκει όλη η σοφία κι όλη η σύνεση, κι ακόμα έχει τη δύναμη και ξέρει να ενεργεί. Ό,τι αυτός γκρεμίζει δεν ξαναχτίζεται· κι όποιον κλείσει στη φυλακή δε θα ελευθερωθεί. Κρατάει τη βροχή, κι όλα ξεραίνονται· ελευθερώνει τα νερά και πλημμυρίζει η γη. Δική του είν’ η δύναμη και η σοφία· δικός του είναι κι εκείνος που πλανιέται κι εκείνος που πλανά. Αυτός κάνει τους πρόκριτους να περπατούν ξυπόλητοι, και τους κριτές απομωραίνει. Την εξουσία των βασιλιάδων καταλύει και στην αιχμαλωσία τούς οδηγεί. Κάνει τους ιερείς να περπατούν ξυπόλητοι, και προκαλεί των ισχυρών την πτώση. Παίρνει το λόγο απ’ τους ρήτορες τους ικανούς κι από τους γέροντες τη σύνεση. Ρίχνει την καταφρόνια πάνω στους άρχοντες και παίρνει από τους ισχυρούς την εξουσία. Γυμνώνει τις αβύσσους απ’ τα σκότη τους κι ό,τι βρισκόταν στη σκιά στο φως το φέρνει. Λαούς τούς ανυψώνει ή τους καταστρέφει· κάνει ένα έθνος ν’ απλωθεί κι έπειτα να χαθεί. Παίρνει τη φρόνηση από τους ηγεμόνες των λαών της γης, και τους αφήνει να περιπλανιούνται σε δίχως μονοπάτια ερημιές, να ψηλαφούνε δίχως φως μες στο σκοτάδι, και σαν τους μεθυσμένους να παραπατούν. Να, λοιπόν, που όλ’ αυτά τα ’δαν τα μάτια μου· τ’ ακούσανε τ’ αυτιά μου και τα κατάλαβα. Όλα όσα εσείς ξέρετε, όμοια κι εγώ τα ξέρω· κατώτερος δεν είμ’ εγώ από σας. Εγώ όμως θέλω να μιλήσω στον Παντοδύναμο, να υπερασπιστώ τον εαυτό μου μπρος στο Θεό. Αλλά εσείς με ψέματα την άγνοιά σας τη σκεπάζετε κι είσαστε όλοι σας ψευτογιατροί. Μακάρι να σωπαίνατε! Τότε μπορεί και να σας παίρναν για σοφούς. Ακούστε λοιπόν τώρα την απολογία μου, στα λόγια μου δώστε την προσοχή σας: Θαρρείτε πως υπερασπίζεστε το Θεό διαστρέφοντας τα πράγματα, και ψέματα για χάρη του θα πείτε; Θα ’σαστε μεροληπτικοί γι’ αυτόν, και θα του γίνετε συνήγοροι; Θα σας έβγαινε σε καλό αν σας διερευνούσε; Θα τον εξαπατούσατε, όπως κανείς εξαπατά έναν άνθρωπο; Σίγουρα θα σας τιμωρήσει αυστηρά αν έστω και κρυφά μεροληπτείτε. Δε σας τρομάζει η μεγαλοσύνη του; ο φόβος του δε σας ταράζει; Τα σοφά λόγια σας είναι καθώς η στάχτη· τα επιχειρήματά σας καταρρέουν σαν σκεύη πήλινα. Σωπάστε εσείς, λοιπόν, κι αφήστε με να μιλήσω κι εγώ· κι ας πέσουν πάνω μου οι συνέπειες. Ας γίνει ό,τι θέλει. Πρόθυμος είμ’ εγώ να παίξω τη ζωή μου. Το μόνο πράγμα που μπορώ να ελπίζω απ’ το Θεό, είναι ο θάνατός μου. Μα πριν πεθάνω, μπρος του θα υπερασπιστώ το δίκιο μου. Αυτό θα ’ναι για μένα η σωτηρία μου, γιατί κανένας άνομος δε θα τολμούσε μπροστά του να εμφανιστεί. Και τώρα, ακούστε όσα έχω να σας πω και δώστε προσοχή σ’ αυτά που θα σας εξηγήσω. Έτοιμος είμαι την υπόθεσή μου να υπερασπιστώ· γιατί καλά το ξέρω πως έχω δίκιο. Ποιος είναι που θα μ’ αποδείξει ένοχο; Τότ’ εγώ θα σωπάσω και το θάνατο θα δεχτώ. Μόνο δυο πράγματα παραχώρησέ μου, Θεέ μου, κι εγώ από μπροστά σου δε θα κρυφτώ: Πάρε το χέρι σου από πάνω μου, ο φόβος σου να μη με τρομάζει. Έπειτα, πάρε εσύ το λόγο κι εγώ θα σου αποκρίνομαι· ή εγώ να μιλήσω κι απάντησέ μου εσύ. Πόσες είν’ οι ανομίες κι οι αμαρτίες μου; Τις παραβάσεις δείξε μου και τα κρίματά μου. Γιατί το πρόσωπό σου κρύβεις κι εχθρό σου με θαρρείς; Θες να τρομάξεις ένα φύλλο ανεμόδαρτο; θες να τα βάλεις μ’ ένα άχυρο ξερό; Μου καταμαρτυρείς πικρές κατηγορίες και μου καταλογίζεις τις αμαρτίες της νιότης μου. Με περιορίζεις, με παρακολουθείς όπου κι αν πάω, σημειώνεις ακόμα και τα ίχνη μου. Καθώς το σάπιο ξύλο καταστρέφομαι, σαν ρούχο σκοροφαγωμένο. Αδύναμος και αβοήθητος γεννιέται ο άνθρωπος και λίγα χρόνια ζει γεμάτα στενοχώριες. Σαν το λουλούδι ανθίζει και έπειτα μαραίνεται· φεύγει και χάνεται σαν τη σκιά. Κι όλα αυτά Κύριε, εσύ, τα παρακολουθείς! Και με τραβάς σε δίκη να με κρίνεις! Αλλά εσύ πρέπει να το ξέρεις πως ο άνθρωπος είν’ ακάθαρτος. Και πως τίποτα καθαρό δεν προέρχεται απ’ αυτόν. Αφού οι μέρες του είναι μετρημένες, κι αριθμημένοι από σένα οι μήνες του, αφού του έβαλες όρια που να τα ξεπεράσει δεν μπορεί! Πάρε απ’ αυτόν το βλέμμα σου για να μπορέσει να ησυχάσει, άσ’ του αυτή την ελάχιστη χαρά μες στη ζωή. Ελπίδα έχει ακόμα κι ένα δέντρο όταν κοπεί, πως θα ξαναβλαστήσει και πως ποτέ δε θα του λείψουν οι τρυφεροί βλαστοί. Ακόμη κι αν η ρίζα του γεράσει μες στη γη και νεκρωθεί το κούτσουρο μέσα στο χώμα, μόλις νιώσει νερό, θ’ αναβλαστήσει, και σαν το νιόφυτο θα βγάλει νέα κλαδιά. Μα ο άνθρωπος πεθαίνει, κι ετούτο είναι το τέλος του· όταν το πνεύμα του τ’ αφήσει, αυός πού θα βρεθεί; Μπορεί μια μέρα τα νερά από τη λίμνη να χαθούνε, και να στερέψουν τα ποτάμια, να ξεραθούν. Αλλά ο άνθρωπος πεθαίνει και δεν ξανασηκώνεται. Πιο εύκολο είν’ ο ουρανός να εξαφανιστεί παρά ένας πεθαμένος να ξυπνήσει κι από τον ύπνο του να σηκωθεί. Αχ, και να μ’ έκρυβες στον άδη, Κύριε, κι εκεί να μ’ άφηνες κρυμμένον ώσπου ο θυμός σου να διαβεί, και να μου όριζες τη μέρα που θα με ξαναθυμηθείς. Αλλά εκείνος που πεθαίνει, γίνεται να ξανάρθει στη ζωή; Όλες τις μέρες της ζωής μου θα υπέμενα τις συμφορές, αν έλπιζα πως θ’ άλλαζα κατάσταση. Θα με καλούσες, κι εγώ θα σου απαντούσα· και θα ’χες πόθο για να δεις, το πλάσμα σου. Θα πρόσεχες το κάθε βήμα μου μα δε θα μου κατέγραφες τα κρίματα. Αντίθετα· τις παραβάσεις μου μέσα σε σάκο θα τις σφράγιζες και θα μου σκέπαζες κάθε παρανομία. Βουνά γκρεμίζονται και χάνονται βράχοι απ’ τη θέση τους μετακινούνται, τα νερά τρών’ ακόμα και τις πέτρες· κι η μπόρα παρασέρνει τα χώματα της γης· παρόμοια καταστρέφεις του ανθρώπου την ελπίδα εσύ. Ρίχνεις τον άνθρωπο στη γη και χάνεται· την όψη του παραμορφώνεις με το θάνατο, τον διώχνεις μακριά. Αν τα παιδιά του τα τιμούν, αυτός δεν το μαθαίνει· αν τα καταφρονούν, αυτός δεν ξέρει τίποτα. Μονάχα του κορμιού του την οδύνη αισθάνεται, μόνο γι’ αυτόν τον ίδιο θλίβεται η ψυχή του. Τότε μίλησε ο Ελιφάζ, ο Ταιμανίτης. Γιατί ο σοφός με λόγια κούφια αποκρίνεται; γιατί να λέει κουβέντες του αέρα; Γιατί ν’ απολογείται με λόγια αταίριαστα και μ’ ομιλίες ανώφελες; Εσύ όπως πας υπονομεύεις την ευσέβεια και κάθε στοχασμό ευλαβικό τον καταστρέφεις. Τα λόγια σου τα υπαγορεύει η ανομία σου κι ας βρίσκεις τόσες πονηριές την αμαρτία σου ν’ αρνιέσαι. Τα ίδια σου τα λόγια σε καταδικάζουν, όχι εγώ· κι όλα όσα μαρτυρούν τα χείλη σου εις βάρος σου είναι. Μην είσαι τάχα εσύ ο πρώτος που γεννήθηκε; ή μήπως πλάστηκες εσύ πρωτύτερα απ’ τα όρη; Μην τάχα πήρες μέρος στου Θεού τη διάσκεψη; μην έλαβες σοφία να νιώθεις τα σχέδιά του; Τι ’ναι που ξέρεις κι εμείς δεν το ξέρουμε; σαν τι κατάλαβες εσύ που εμάς μας είναι ξένο; Γέροντες είναι ανάμεσά μας ασπρομάλληδες, πριν από τον πατέρα σου γεννημένοι. Τόσο πολύ περιφρονείς τις παρηγορίες που ο Θεός σου στέλνει με τις φρόνιμες κουβέντες μας; Γιατί με τόσο πάθος αντιδράς και στη ματιά σου καθρεφτίζεται η οργή σου, όταν στρέφεις την πίκρα σου ενάντια στο Θεό, και χύνονται τα λόγια σου απ’ το στόμα σου ποτάμι; Θέλεις να υποστηρίξεις πως μπορεί άνθρωπος να βρεθεί που να ’ναι καθαρός, άνθρωπος που να είναι δίκαιος; Όταν δεν εμπιστεύεται κανέναν από τους αγγέλους του όταν ακόμα κι οι ουρανοί για κείνον καθαροί δεν είναι, πόσο μάλλον ο βδελυρός και διεφθαρμένος άνθρωπος, που τόσο φυσικά την αδικία κάνει λες και νεράκι πίνει! Θέλω, Ιώβ, να σε διδάξω, άκουσέ με! Θα σου εξιστορήσω αυτά που είδα, εκείνα που μας μάθαν οι σοφοί, καθώς τα ’χανε πάρει απ’ τους προγόνους τους και δεν τα κράτησαν κρυμμένα! Σ’ εκείνους αποκλειστικά η χώρα είχε δοθεί τότε που αλλοεθνής κανείς δεν είχε ανάμεσά τους εισχωρήσει να τους απομακρύνει απ’ το Θεό: Σ’ όλη του τη ζωή ο καταπιεστής από το φόβο τρέμει, σαν σκέφτεται την τελευταία μέρα του. Τρόμου φωνές μέσα στ’ αυτιά του ηχούν· κι ενώ έχει ειρήνη, βλέπει να πέφτει πάνω του ο εξολοθρευτής. Για να ξεφύγει απ’ το σκοτάδι δεν το ελπίζει· βλέπει κιόλας το ξίφος πάνω από το κεφάλι του να κρέμεται. Βλέπει το σώμα του να γίνεται του γυπαετού τροφή, ξέρει πως είναι έτοιμος για την καταστροφή. Του σκοταδιού η μέρα τον παραλύει, η θλίψη κι η αγωνία τον τρομάζουν. Πάνω του ορμούν καθώς ο βασιλιάς που είν’ έτοιμος για μάχη. Αυτή είν’ η μοίρα του ανθρώπου που τη γροθιά του υψώνει στο Θεό και προκαλεί τον Παντοδύναμο. Ορμάει σκληροτράχηλος ενάντια στο Θεό προφυλαγμένος πίσω απ’ τη βαριά, μεγάλη ασπίδα του. Στο πρόσωπό του φαίνεται η υγεία κι όλο το σώμα του γεμάτο είναι σφρίγος. Σπίτια που να κατοικηθούν δεν έπρεπε, αυτός τα κατοικεί· πόλεις που έπρεπε να μείνουνε ερείπια, αυτός τις ξαναχτίζει· και δε φοβάται την κατάρα που ’χουν απάνω τους. Έτσι ενάντια στο Θεό πηγαίνεις και την οργή του προκαλείς. Ό,τι κατέχει αυτός ο άνθρωπος δε διαρκεί πολύ· πάνω σ’ αυτή τη γη ποτέ δε θα πλουτίσει. Από τον σκοτεινό δε θα ξεφύγει τον κόσμο των νεκρών. Μοιάζει με δέντρο που η φωτιά καίει τα βλαστάρια του· στο τέλος, του Θεού η πνοή θα τον πετάξει πέρα. Όποιος τον εαυτό του ξεγελά με πράγματα απατηλά, δεν πρέπει ν’ απαγοητεύεται που απατηλός θα είναι κι ο μισθός του. Πριν φτάσει ακόμα η ώρα του, θα μαραθεί σαν το κλαδί· δε θα ’χει πια πράσινα φύλλα. Καθώς το κλήμα, άγουρους θα χάσει τους καρπούς του· θα ’ναι σαν την ελιά που ρίχνει τ’ άνθη της. Έτσι οι γενιές των ασεβών θα μείνουν άκληρες και η φωτιά θα καταφάει τα σπίτια τους που χτίστηκαν μ’ άνομα μέσα. Όποιος κυοφορεί κακό τη δυστυχία γεννά· ό,τι ωριμάζει μέσα του θα τον απογοητεύσει. Ο Ιώβ αποκρίθηκε: Λόγια καθώς αυτά, έχω πολλές φορές ακούσει· είσαστε όλοι θλιβεροί παρηγορητές! Μου λέτε: «Πότε τ’ αερολογήματά σου θα τελειώσουν και ποια η ανάγκη πάντα ν’ απαντάς;» Κι εγώ θα ’ξερα να μιλώ καθώς εσείς μιλάτε, αν ήμουνα στη θέση σας και στη δική μου εσείς. Κι εγώ θα ’ξερα να σας κατακλύζω στα κύματα των λόγων μου και να κουνάω σαν σοφός την κεφαλή μου. Θα ’ξερα να σας εμψυχώνω με τα λόγια μου να σας παρηγορώ μ’ άδειες κουβέντες. Ούτε μιλώντας αλαφρώνει ο πόνος μου ούτε σιωπώντας λιγοστεύει. Ο Θεός πέτυχε το στόχο του: μου στέρησε όλους τους δικούς μου. Το πρόσωπό μου το ρυτιδωμένο και το ισχνό κι αποσκελετωμένο σώμα μου μοιάζουν να μαρτυρούν την ενοχή μου. Τα βλέμματά του εξακοντίζει εναντίον μου, τρίζει τα δόντια του θυμό γεμάτος· ένα προς ένα μου αποσπάει τα μέλη μου. Οι αντίπαλοί μου με περιγελούν, προσβλητικά χτυπούν το πρόσωπό μου, συνάζονται κι ορμούνε καταπάνω μου. Ο Κύριος στους ανόμους με παρέδωσε μ’ έριξε μες στων ασεβών τα χέρια. Ήσυχος ζούσα κι αυτός με συγκλόνισε, μ’ άδραξε από τον τράχηλο, με σύντριψε και μ’ έστησε για στόχο του. Τα βέλη του ολούθε με κυκλώνουν, τρυπάει τα νεφρά μου ανελέητα και η χολή μου χύνεται στη γη. Πληγές μού προξενεί τη μια πάνω στην άλλη, σαν τον πολεμιστή όπου στα τείχη ορμά ρωγμές ν’ ανοίξει. Τα ρούχα μου τα πένθιμα έγιναν με το δέρμα μου ένα, και κείτομαι εξουθενωμένος πάνω στο χώμα. Το πρόσωπό μου φλόγωσε απ’ το κλάμα μου, μαύρες σκιές τα μάτια μου κυκλώνουν. Κι ωστόσο βία δεν έπραξα και καθαρή ήταν πάντα η προσευχή μου. Ω γη, μην το σκεπάσεις το αίμα μου, ας μην κρυφτεί κι έτσι πνιγεί η φωνή του. Πρέπει να υπάρχει κάποιος στον ουρανό ώστε το δίκιο μου να υποστηρίξει. Οι φίλοι μου μ’ εμπαίζουν, κι εγώ με δάκρυα στρέφομαι προς το Θεό. Πρέπει ο Θεός ο Φίλος μου το δίκιο μου να μου το αποδώσει και ν’ αντικρούσει εκείνον, τον Εχθρό Θεό. Μα σύντομα, γιατί η αρίθμηση των χρόνων μου τελειώνει και θα ’μπω πια στο δρόμο που δεν έχει γυρισμό. Η ανάσα μου είναι δύσκολη· ζωή πια δε μ’ απόμεινε, ο τάφος μου με καρτερεί. Ξέρω πως με περιστοιχίζουν χλευαστές κι απ’ τις πικρίες που με ποτίζουν, ξαγρυπνάω. Ζητάς μια εγγύηση, Θεέ; Γίνε εσύ ο εγγυητής μου. Ποιος άλλος θα δεχότανε για με να εγγυηθεί; Αφού απ’ το νου τους έβγαλες τη φρόνηση μην τους αφήσεις τώρα να θριαμβεύσουν. Μη γίνεις σαν αυτόν που λέει η παροιμία ότι καλεί τους φίλους του και τους μοιράζει δώρα, ενώ τα μάτια των παιδιών του με τη λαχτάρα μένουνε. Έγινα ο περίγελως του κόσμου· εκείνος που τον φτύνουνε στο πρόσωπο. Από τη λύπη θόλωσαν τα μάτια μου κατάντησα σκιά του εαυτού μου. Όσοι θαρρούν πως είναι δίκαιοι, μπροστά στη δυστυχία μου σκανδαλίζονται· κι όσοι πιστεύουνε πως είναι αθώοι αγανακτούν και πωρωμένο με θαρρούν. Μα όποιος στ’ αλήθεια είναι δίκαιος από των αλλονών τις κρίσεις δεν κλονίζεται· κι όποιος τα χέρια του έχει καθαρά νιώθει η πεποίθησή του να στεριώνει. Όσο για σας, ελάτε φίλοι μου, ελάτε πάλι όλοι κοντά μου. Ωστόσο εγώ ανάμεσά σας σοφό ούτ’ έναν δε θα βρω. Οι μέρες μου έφυγαν· ναυάγησαν τα σχέδιά μου κι οι πιο ακριβές μου επιθυμίες. Κι όμως μου λένε οι φίλοι μου πως είναι μέρα η νύχτα μου και πως το φως είναι κοντά, ενώ σκοτάδια με τυλίγουν. Να κατοικήσω είν’ η ελπίδα μου στον άδη και στο σκοτάδι το κλινάρι μου να στρώσω. Τον κρύο τάφο λέω πατέρα μου, μητέρα κι αδερφές μου, τα σκουλήκια. Πώς είναι δυνατό λοιπόν για ελπίδα να μιλά κανείς; Ποιος μπορεί να διακρίνει ακόμα κι ένα ίχνος της; Θα καταποντιστεί κι αυτή στα έγκατα του άδη και θα ξαπλώσει μες στο χώμα μ’ εμένα αντάμα. Μετά μίλησε ο Βιλδάδ, ο Σουχίτης. Ως πότε εσείς δε θα μιλάτε; Σκεφτείτε, ώστε να μιλήσουμε κι εμείς μετά. Γιατί ο Ιώβ σαν ζώα να μας βλέπει; Μήπως κι εσείς θαρρείτε πως είμαστε ανόητοι; Εσύ, Ιώβ, τον εαυτό σου μόνο βλάφτεις με τη μανία σου. Θέλεις ν’ αποδειχτεί το δίκιο σου ακόμα κι όλη αν χρειαστεί να ερημωθεί η γη, να μετατοπιστούν οι βράχοι. Είναι αλήθεια πως το φως σβήνει του ασεβή κι η φλόγα πια δε λάμπει στο παραγώνι του. Η φλόγα της ζωής του λιγοστεύει στο λυχνάρι κάτω απ’ τη στέγη του, όμοια τελειώνει κι η ευτυχία του. Η άλλοτε σίγουρη περπατησιά του ταλαντεύεται, πάνω στα ίδια του τα σχέδια ο ασεβής σκοντάφτει. Τα πόδια του τον φέρνουν μες σε δίχτυα, κι ίσια πηγαίνει μες στα βρόχια να πιαστεί. Το δόκανο απ’ τη φτέρνα τον αρπάζει και τον κρατάει σφιχτά η θηλιά τον ασεβή. Στη γη κρυμμένο είν’ το σκοινί που θα τον πιάσει και στο στρατί του μια παγίδα τον καρτερεί. Ολόγυρά του φόβοι τον τρομάζουν και καταπόδι τον κυνηγούν. Αυτός, που ήταν δυνατός, τώρα είναι πεινασμένος· πλάι του στέκει η αθλιότητα. Η αρρώστια φτάνει, του θανάτου η θυγατέρα, απάνω σ’ όλο θ’ απλωθεί το σώμα του ασεβή και θα του καταφάει το δέρμα και τα μέλη. Απ’ του σπιτιού του θα διωχτεί τη σιγουριά για να τον φέρουνε σ’ αυτόν που κυβερνά τον κόσμο του θανάτου. Άλλοι τώρα θα κατοικούν στο σπίτι του ασεβή, που δεν του ανήκει πια· θειάφι θα σκορπιστεί πάνω στην κατοικία του. Κάτω οι ρίζες του ξεραίνονται, πάνω πεθαίνουν τα κλαριά του. Η θύμησή του χάνεται απ’ τη χώρα, το όνομά του δεν ακούγεται καθόλου στην περιοχή. Τον σπρώχνουν απ’ το φως μες στο σκοτάδι κι από την οικουμένη έξω τον διώχνουνε τον ασεβή. Συγγένεια δεν θα ’χει μέσα στο λαό του, ούτε κανείς θα του έχει μείνει απόγονος στα μέρη που κατοίκησε. Θα εκπλαγούν και θα τρομάξουν για τη μοίρα του από τη δύση ως την ανατολή. Αυτή ’ναι η μοίρα των ανόμων. Η ίδια και για τον καθένα που η αδικία τον τραβά και που Θεό δε λογαριάζει. Ο Ιώβ απάντησε: Ως πότε θα με βασανίζετε και με τα λόγια σας θα με ταλαιπωρείτε; Μύριες φορές ως τώρα με προσβάλατε και που με βασανίζετε δε νιώθετε ντροπή. Ακόμα κι αν ήταν αλήθεια ότι έσφαλα το σφάλμα μου βαραίνει μόνο εμένα. Μα εσείς θέλετε να μ’ εξουθενώσετε ανώτεροι για να αισθανθείτε, κι απ’ τα παθήματά μου πως φταίω ν’ αποδείξετε. Δε βλέπετε λοιπόν πως ο Θεός με αδίκησε και μ’ έχει μες στο δίχτυ του μπλεγμένον; «Βοήθεια», φωνάζω, μα κανείς δε μου αποκρίνεται· ζητάω το δίκιο μου, κανείς δικαιοσύνη ν’ αποδώσει. Φράζει ο Θεός το δρόμο μου και να περάσω δεν μπορώ· τα μονοπάτια μου τα κρύβει στο σκοτάδι. Μου παίρνει όλον τον πλούτο μου, διασύρει την υπόληψή μου. Σα να ’μουν τοίχος με γκρεμίζει απ’ όλες τις μεριές και καταρρέω· σαν δέντρο ξεριζώνει την ελπίδα μου. Ξεσπάει του θυμού του η φλόγα πάνω μου, με λογαριάζει εχθρό του. Όλα του τα στρατεύματα έρχονται μαζεμένα και κατευθύνονται εναντίον μου, τριγύρω στη σκηνή μου στρατοπεδεύουν. Τ’ αδέρφια μου από μένα τ’ απομάκρυνε ως να ’μουν άγνωστος μου φέρνονται οι γνωστοί μου. Οι φίλοι μου κι οι συγγενείς μου μ’ εγκατέλειψαν· εκείνοι που τους φιλοξένησα με λησμονήσαν. Οι υπηρέτριές μου ξένο με λογαριάζουνε και σαν αλλόφυλο με βλέπουν. Καλώ τον υπηρέτη μου κι αυτός δεν αποκρίνεται, κάθε φορά που τον χρειάζομαι θα πρέπει να τον ικετεύω. Δεν υποφέρει την ανάσα μου η γυναίκα μου ούτε τ’ αδέρφια μου την αποφορά μου. Και τα μικρά παιδιά ακόμα δεν με σέβονται· όταν με δυσκολία σηκώνομαι, με περιπαίζουν. Οι πιο στενοί μου φίλοι με σιχαίνονται, κι είναι εναντίον μου εκείνοι που τους αγαπούσα. Πετσί και κόκαλο έμεινα· το πρόσωπό μου μοιάζει με κρανίο. Αχ, λυπηθείτε, λυπηθείτε με, εσείς φίλοι μου! Το χέρι του Θεού μ’ έχει χτυπήσει. Γιατί μου φέρεστε κι εσείς σκληρά όπως ο Θεός; Τάχα δε μ’ έχετε αρκετά ως τώρα τυραννήσει; Αχ, ας γινόταν να γραφτούν τα λόγια μου και σε βιβλίο να καταχωριστούνε! Ή σ’ ένα βράχο με κοπίδι να χαραχτούν και με χυτό μολύβι να γεμίσουνε τα γράμματα ώστε να μείνουν ανεξίτηλα για πάντα. Μα όχι! Ξέρω πως ζει ο Θεός, ο υπερασπιστής μου, και πως θα πει τον τελευταίο λόγο εδώ στη γη. Τώρα που ’χει κουρελιαστεί το δέρμα μου και σάρκα δεν υπάρχει πια πάνω στα κόκαλά μου, τώρα θέλω να δω το Θεό. Τώρα, και με τα ίδια μου τα μάτια θέλω να τον δω, αυτόν τον ίδιο κι όχι άλλον, ξένο. Τα σωθικά μου λιώνουν, μ’ ετούτη τη λαχτάρα. Εσείς στοχάζεστε πώς να με κατατρέξετε και ποια αιτία να βρείτε για να μου ρίξετε μομφή. Αλλά θα πρέπει εσείς το ξίφος να φοβάστε γιατί η μανία σας αξίζει θάνατο. Και μην ξεχνάτε πως κριτής είν’ ο Θεός. Τότε μίλησε ο Σωφάρ, ο Νααμαθίτης. Θύελλα μέσα στη καρδιά μου έχει ξεσπάσει. Μέσα μου βράζει, άλλο δεν μπορώ να κρατηθώ. Ο έλεγχός σου που άκουσα με πρόσβαλε· αλλά το συνετό μου πνεύμα την απάντηση μου υπαγορεύει τη σωστή. Καλά το ξέρεις πως από παλιά, απ’ όταν έβαλε ο Θεός πάνω στη γη τον άνθρωπο, ο θρίαμβος των κακών πολύ δεν διαρκεί· κι είναι του ασεβή η χαρά για μια στιγμή μονάχα. Κι αν είν’ ακόμα ικανός ως τα ουράνια να υψωθεί και το κεφάλι του τα σύννεφα ν’ αγγίξει, πρέπει να κατεβεί στο λάκο, σαν τις ακαθαρσίες του κι οριστικά ν’ αφανιστεί. Κι όσοι τον ήξεραν θ’ αναρωτιούνται πού να είναι. Θα σβήσει καθώς τ’ όνειρο ο ασεβής και πια δε θα τον βρίσκουν· σαν νυχτερινή οπτασία θα χαθεί. Τα μάτια που τον έβλεπαν δε θα τον ξαναδούνε, και θα τον χάσει ο τόπος όπου έμενε. Θ’ αναγκαστούν να ζητιανεύουν τα παιδιά του, γιατί θα πρέπει να επιστρέψει αυτός τον πλούτο, που μ’ αδικίες απέκτησε. Ήταν το σώμα του γεμάτο σφρίγος νεανικό, μα τώρα κείνη η ικμάδα μαζί του μες στο χώμα κείτεται. Είν’ η κακία στο στόμα του γλυκιά, του ασεβή, κάτω απ’ τη γλώσσα την κρατά και την αφήνει εκεί αργά να λιώνει, ώστε η απόλαυση πολύ να διαρκεί. Μα γίνεται πικρή μες στο στομάχι του, μέσα του αλλάζει σε φαρμάκι οχιάς. Τα πλούτη τα κλεμμένα που κατάπιε θα τα βγάλει· θα του τα πάρει πίσω με τη βία ο Θεός ως και το τελευταίο υπόλοιπο. Ό,τι ρουφούσε ήτανε του αστρίτη το φαρμάκι, θανατηφόρο σαν το δάγκωμα οχιάς. Δεν θα ζήσει να δει της χώρας του τα πλούτη, το μέλι και το βούτυρο που θα κυλούν ποτάμι. Δε θ’ απολαύσει ο ασεβής όσα με κόπο κέρδισε και τ’ αγαθά απ’ τις συναλλαγές του δε θα τα γευτεί· επειδή καταπίεζε τους φτωχούς και δε νοιαζότανε γι’ αυτούς. Άρπαζε σπίτια, αντί να τους τα χτίζει. Η απληστία του ασεβή δεν έχει όρια, κι ωστόσο με τους θησαυρούς του δε νιώθει ασφαλής. Απ’ την αδηφαγία του τίποτα δε γλιτώνει, γι’ αυτό ποτέ δεν είναι ευτυχής. Μέσα στην αφθονία θα στερείται· η αθλιότητα θα πέσει απάνω του βαριά. Θα ’χει αρκετά για να γεμίσει την κοιλιά του, όταν τη φοβερή του οργή ο Θεός θα ρίξει σαν χαλάζι πάνω του· από το γεύμα αυτό επιτέλους θα χορτάσει. Ακόμα κι αν γλιτώσει από το ατσάλινο σπαθί, χάλκινο τόξο θα τον ρίξει κάτω. Το βέλος το κορμί του ασεβή διαπερνά, βγαίνει απ’ τη ράχη του, απ’ την αστραφτερή του αιχμή το αίμα στάζει· και τότε τρόμος τον κυριεύει θανατερός. Γι’ αυτόν φυλάγονται όλα τα σκοτάδια· φωτιά, που χέρι ανθρώπινο δεν άναψε θα τον καταβροχθίσει· στάχτη θα κάνει καθετί που στη σκηνή του απόμεινε. Θα φανερώσουν οι ουρανοί την ανομία του, και θα ξεσηκωθεί η γη να τον κατηγορήσει. Τα πλούτη του σπιτιού του θα χαθούν, θα διασκορπιστούνε, τη μέρα της οργής του Θεού. Αυτή είν’ η ανταπόδοση που θα ’χει ο ασεβής, αυτός ο κλήρος, που από το Θεό τού ορίστηκε. Ο Ιώβ απάντησε: Ακούστε, δώστε προσοχή στα λόγια μου, κι ετούτο ας είναι η παρηγόρια σας σ’ εμένα. Κάντε υπομονή ώσπου να μιλήσω, κι όταν θα ’χω μιλήσει ειρωνευθείτε με. Μήπως ενάντια σ’ άνθρωπο παραπονιέμαι; Έτσι έχω κάθε λόγο να ’μαι ανυπόμονος. Κοιτάξτε με και θα τρομάξετε και θ’ απομείνετε απορημένοι και βουβοί. Όταν το σκέφτομαι τα γόνατά μου λύνονται και φρίκη με κυριεύει. Γιατί ο Θεός αφήνει να ζουν οι ασεβείς, να φτάνουν ως τα γερατειά και τ’ αγαθά τους να πληθαίνουν; Βλέπουνε να στεριώνουνε μαζί τους τα παιδιά τους, να μεγαλώνουν μπρος στα μάτια τους τα εγγόνια τους. Ζούνε στα σπίτια τους σιγουρεμένα, δίχως φόβο, και το μαστίγιο του Θεού δεν πέφτει πάνω τους. Πάντα είναι σφριγηλός και γόνιμος ο ταύρος τους· η αγελάδα τους χωρίς αποβολές γεννάει. Αφήνουνε να τρέχουν λεύτερα τα παιδιά τους σαν τα πρόβατα κι ολόχαρα χορεύουνε τα νιάτα. Τραγούδια λέν’ με τύμπανα και με κιθάρες, και με τον ήχο της φλογέρας χαίρονται. Περνούν ευτυχισμένα τη ζωή τους κι ανώδυνα πεθαίνουν μέσα σε μια στιγμή. Ωστόσο λένε στο Θεό: «Άσε μας ήσυχους! Δε θέλουμε να μάθουμε το θέλημά σου. Τόσο είσαι παντοδύναμος ώστε να σε υπακούμε; Τι θα κερδίσουμε σ’ εσένα αν προσευχόμαστε;» Θαρρούνε πως η ευτυχία είναι στο χέρι τους. Μακριά από μένα, ωστόσο, τέτοιου είδους λογισμοί. Είδες ποτέ να σβήνει το λυχνάρι της ζωής των ασεβών; είδες ποτέ να τους χτυπήσει δυστυχία; Πότε τους ετιμώρησε μες στο θυμό του ο Θεός; Πότε γίνανε τάχα σαν άχυρο στον άνεμο; πότε σαν να ’ταν σκύβαλα τους άρπαξε η καταιγίδα; Εσείς λέτε πως ο Θεός φυλάει για τα παιδιά την τιμωρία που ταιριάζει στον πατέρα. Αλλά δεν είν’ αυτό σωστό. Όχι! Ο ίδιος ο ένοχος, πρέπει να τιμωρείται· για να του γίνει μάθημα. Να δει με τα ίδια του τα μάτια την καταστροφή του, κι απ’ την οργή του Παντοδύναμου να πιει. Δε νοιάζεται τι μέλλει στα παιδιά του, μετά το θάνατό του, να συμβεί. Μα είν’ ανάγκη το Θεό να τον διδάξουμε, αυτόν που κρίνει ως και τους αγγέλους; Ο ένας σε καλή διατηρείται υγεία μέχρι την τελευταία του στιγμή· έχει γερά, καλοθρεμμένα μέλη και κόκαλα όλο δύναμη. Κι ο άλλος πεθαίνει με την πίκρα στην ψυχή, γιατί ποτέ δε χάρηκε την ευτυχία. Κι οι δυο στο χώμα βρίσκονται θαμμένοι· στρατιές σκουλήκια τούς σκεπάζουν και τους δύο. Ω! Ναι, ξέρω καλά τι συλλογίζεστε και τις πανούργες σκέψεις σας για μένα. Ρωτάτε: «Πού κατέληξε ο πλούσιος ο άνομος; το σπίτι του τι τάχα έχει απογίνει;» Μα δε ρωτάτε τους ταξιδεμένους; κι όσα διηγούνται δεν τ’ ακούσατε; Τη μέρα της καταστροφής γλιτώνει ο ασεβής, τη μέρα της οργής ξεφεύγει. Ποιος θα τολμήσει κατά πρόσωπο να του ελέγξει τη διαγωγή; και ποιος αυτά που έπραξε να του τ’ ανταποδώσει; Όταν πεθάνει, με πομπή μεγάλη τον κηδεύουν και βάζουνε στον τάφο του τιμητική φρουρά. Πολλοί πηγαίνουνε μπροστά απ’ το φέρετρό του κι άλλοι αναρίθμητοι ακολουθούν. Ακόμα και το χώμα είν’ ελαφρό από πάνω του. Κι ύστερα εσείς κάθεστε και μου λέτε ανόητες παρηγοριές. Όλα όσα αραδιάζετε είν’ ένα ψέμα. Τότε μίλησε ο Ελιφάζ, ο Ταιμανίτης. Μπορεί τάχα ο άνθρωπος χρήσιμος να ’ναι στο Θεό; Μονάχα τον εαυτό του μπορεί να ωφελήσει, αν έχει φρόνηση. Τι έχει να ωφεληθεί ο Παντοδύναμος, αν είσαι δίκαιος εσύ; Κι αν έχεις άψογη ζωή εκείνος τι κερδίζει; Μήπως θαρρείς πως επειδή είσαι ευσεβής γι’ αυτό σε τιμωρεί και σε δικάζει; Όχι γι’ αυτό, αλλά επειδή μεγάλη είν’ η κακία σου κι οι ανομίες οι δικές σου δε μετριούνται. Πήρες παράνομο ενέχυρο απ’ το φτωχό συμπατριώτη σου και το μοναδικό του στέρησες το ρούχο. Δεν πότισες νερό τον διψασμένο κι αρνήθηκες στον πεινασμένο το ψωμί. Επειδή είσαι ισχυρός κυρίεψες όλη τη χώρα. κι είχες το θράσος να εγκατασταθείς σ’ αυτήν. Αρνήθηκες τις χήρες να βοηθήσεις κι εκμεταλλεύτηκες τα απροστάτευτα ορφανά. Γι’ αυτό και σε κυκλώνουνε παγίδες και σε ταράζει φόβος ξαφνικός. Τόσο πολύ σκοτείνιασε γύρω σου που δε βλέπεις· και σε σκεπάζουνε πλημμύρα τα νερά. Δε βρίσκεται τάχα ο Θεός πάνω ψηλά στους ουρανούς; Και δες σε πόσο ύψος είναι τ’ άστρα! Για τούτο κι εσύ λες: «Τάχα τι ξέρει ο Θεός; μπορεί μέσ’ απ’ τα σκοτεινά σύννεφα να μας κρίνει;» Λες πως τα νέφη τα πυκνά δεν τον αφήνουνε να δει, καθώς τις άκρες τ’ ουρανού τις γυροφέρνει; Θέλεις τους δρόμους τους παλιούς ν’ ακολουθήσεις, που βάδισαν οι άνομοι; Αυτοί οι άνθρωποι χάθηκαν πριν την ώρα τους και τα θεμέλια τους ο χείμαρρος τα πήρε. Λέγανε στο Θεό: «Φύγε μακριά μας!» και «τι μπορεί να κάνει για μας ο Παντοδύναμος;» Κι όμως, αυτός γέμιζε μ’ αγαθά τα σπίτια τους. Αλλά μακριά επίσης κι από μένα τέτοιου είδους λογισμοί. Οι δίκαιοι βλέπουνε την πτώση των κακών και χαίρονται. Τους ειρωνεύονται οι αθώοι: «Να που χαθήκαν όσα απόκτησαν οι εχθροί μας κι ό,τι απόμεινε απ’ αυτούς το ’φαγε η φωτιά». Λοιπόν σταμάτα σαν εχθρό να βλέπεις το Θεό! Κάνε μαζί του ειρήνη κι έτσι την ευτυχία θα βρεις. Δέξου τη διδαχή απ’ το στόμα του και θρόνιασε τα λόγια του μες στην καρδιά σου. Γύρισε πίσω στον Παντοδύναμο και θα σε ανορθώσει. Διώξε μακριά την αδικία από το σπίτι σου, πέταξε το χρυσάφι σου στο χώμα και ρίξε στα χαλίκια των χειμάρρων το μάλαμα της Οφείρ. Και θα ’ναι ο Παντοδύναμος χρυσάφι σου κι ασήμι σου σωρός. Τότε στον Παντοδύναμο θα βρίσκεις αγαλλίαση και θα κοιτάς μ’ εμπιστοσύνη το Θεό. Θα τον παρακαλείς κι αυτός θα σε ακούει· κι εσύ θα εκπληρώνεις ό,τι του έταξες. Ό,τι αποφασίζεις θα το πετυχαίνεις και φως θα καταυγάζει τα μονοπάτια σου. Σ’ αυτούς που ’χουν καταβληθεί θα μπορείς να τους λες να σηκωθούνε, γιατί τον συντριμμένο τον σώζει ο Θεός. Θα ελευθερώσει ακόμα και τον ένοχο· για χάρη σου, αν η ζωή σου είν’ καθαρή, θα τον λυτρώσει. Ο Ιώβ αποκρίθηκε: Μ’ όλο που προσπαθώ τους στεναγμούς μου να τους πνίξω, δεν μπορώ στον εαυτό μου να επιβληθώ. Αχ, να ’ξερα το Θεό πού να τον βρω και πώς κοντά στο θρόνο του να φτάσω! Τότε θα έφερνα το δίκιο μου μπροστά του, θα γέμιζα το στόμα μου μ’ επιχειρήματα. Ήθελα να ’ξερα τι θα μου αποκρινόταν· να ’βλεπα σαν τι θα ’χε να μου πει. Θα ’βαζε όλη του τη δύναμη να μ’ αντικρούσει; Όχι· μόνο θα μ’ άκουγε με προσοχή. Ξεκάθαρα μαζί του θα μιλούσα σαν κάποιος που είναι άμεμπτος· θα μου αναγνώριζε το δίκιο μου κι αυτός ακόμα, που ’ναι ο κριτής μου. Αλλά πηγαίνω στην ανατολή κι αυτός δεν είν’ εκεί· στη δύση πάω, μα δεν τον βρίσκω. Και τον γυρεύω στο βορρά, μα δεν μπορώ να τον ιδώ· γυρνώ στο νότο και δεν τον διακρίνω. Κι όμως αυτός ξέρει το δρόμο που βαδίζω εγώ· κι όταν με δοκιμάσει θα με βρει σαν καθαρό χρυσάφι. Ακολουθώ πιστά τα βήματά του· τις εντολές του τήρησα χωρίς παρέκκλιση καμιά. Δεν έφυγα μακριά απ’ τις προσταγές του· τα λόγια του μες την καρδιά μου τα ’κρυψα. Ωστόσο αυτός, μονάχα αυτός αποφασίζει! Ποιος τάχα θα του αντιταχθεί; Αυτό που επιθυμεί, αυτό και κάνει. Θα εκπληρώσει ό,τι αποφάσισε για μένα κι ακόμα τόσα σχέδια που μου ’χει φυλαγμένα. Γι’ αυτό με παραλύει η παρουσία του κι όσο το συλλογίζομαι πιότερο τον φοβάμαι. Ο Θεός μού πήρε την απαντοχή μου, η δύναμή του με τρομοκρατεί. Αυτός μ’ εξουθενώνει, όχι το σκότος, κι ας είναι γύρω μου πυκνό και δεν μπορώ να δω. Γιατί δεν καθορίζει ο Παντοδύναμος της κρίσης τον καιρό, ώστε οι δικοί του να τον δούνε πώς δικάζει; Οι άδικοι μετακινούν τα σύνορα των χωραφιών, ξένα κοπάδια αρπάζουνε και στους δικούς τους κάμπους τα βοσκάνε. Παίρνουνε το γαϊδούρι απ’ τα ορφανά, από τη χήρα αρπάζουν για ενέχυρο το βόδι. Παραμερίζουν τους φτωχούς στο δρόμο κι όλους τους άπορους της χώρας τους αναγκάζουνε να καταχωνιαστούν. Και να που οι άμοιροι, σαν τα γαϊδούρια τ’ άγρια, στην έρημο τραβούν απ’ την αυγή για να δουλέψουν, να βρουν τροφή. Και περιμένουν απ’ την έρημο να θρέψει τα παιδιά τους. Μαζεύουν ό,τι απ’ το θέρο απόμεινε στου πλούσιου το χωράφι κι ό,τι απ’ τον τρύγο απόμεινε στ’ αμπέλι του. Γυμνοί περνούν τη νύχτα τους και δίχως σκέπασμα, από την παγωνιά να τους φυλάξει. Μουσκεύουν πάνω στα βουνά απ’ τις νεροποντές, στους βράχους πλάι στριμώχνονται για να προστατευτούνε. Αρπάζουνε το βρέφος που θηλάζει οι άδικοι από τη χήρα μάνα του και παίρνουν από το φτωχό για ενέχυρο το ρούχο. Έτσι οι φτωχοί δεν έχουν να ντυθούν· γυμνοί πορεύονται κι ενώ πεινούν, φορτώνονται των πλούσιων τα δεμάτια. Στων πλούσιων τα λιοτριβιά βγάζουν αυτοί το λάδι, στα πατητήρια τους πατούν κι ωστόσο αυτοί διψούν. Στις πολιτείες οι δύστυχοι στενάζουν, των πληγωμένων φθάνει ο ρόγχος στον ουρανό. Μα ο Θεός δεν νοιάζεται για όλον αυτό τον παραλογισμό. Όσοι είν’ υπαίτιοι γι’ αυτά, εχθρεύονται το φως, τους δρόμους τους δικούς του δεν τους ξέρουν κι ούτε βαδίζουνε στα μονοπάτια του. Στο χάραμα σηκώνεται ο φονιάς, σκοτώνει τον φτωχό και τον αδύναμο, και γίνεται τη νύχτα κλέφτης. Βλέπει ο μοιχός πότε το σούρουπο θα ’ρθεί· κάλυμμα ρίχνει μπρος στο πρόσωπό του κι έτσι νομίζει πως κανείς δε θα τον δει. Τη νύχτα οι κλέφτες μπαίνουν μες στα σπίτια αλλά τη μέρα κρύβονται και τ’ αποφεύγουνε το φως. Για όλους αυτούς η μέρα αρχίζει όταν νυχτώνει και το σκοτάδι τρόμο δεν τους προκαλεί. Τους ασεβείς τους παίρνει το ποτάμι, καταραμένα είν’ τα χωράφια τους· στ’ αμπέλια τους δε θα γυρίσει πια κανείς. Όπως το χιόνι ο καύσωνας το λιώνει και το ρουφάει η ξεραμένη γη, έτσι κι ο άδης καταπίνει αυτόν που αμάρτησε. Τον λησμονάει ακόμα κι η ίδια του η μάνα και γίνεται των σκουληκιών τροφή. Κανένας πια για κείνον δε μιλάει. Έτσι σαν δέντρο η αδικία έχει κοπεί. Κι αυτά επειδή άσκημα φέρθηκε στις στείρες και άφησε τις χήρες ανυπεράσπιστες. Μα έχει ο Θεός τη δύναμη τους ισχυρούς να τους σαρώνει· ορθώνεται κι εκείνοι χάνουν κάθε βεβαιότητα ζωής. Κάποτε τους αφήνει να ζούνε σε ασφάλεια, κι ωστόσο παρακολουθούν τα μάτια του τον τρόπο της ζωής τους. Για λίγο υψώνονται, μα ύστερα πια τίποτα· μαραίνονται σαν τα κομμένα τ’ άνθη· πέφτουν στη γη σαν στάχυα που τα θέρισαν. Έτσι δεν είναι; ποιος μπορεί να με διαψεύσει και ν’ αποδείξει το αντίθετο; Μετά μίλησε ο Βιλδάδ, ο Σουχίτης. Έχει ο Θεός υπέρτατη και τρομερή εξουσία· ειρήνη επιβάλλει στο ουράνιο του βασίλειο. Τις στρατιές του ποιος μπορεί να τις μετρήσει; τάχα για ποιον δεν ανατέλλει ο ήλιος του; Πώς μπορεί να δικαιωθεί μπρος στο Θεό ένας άνθρωπος, και πώς γυναίκας γέννημα να πει πως είναι καθαρός; Γι’ αυτόν και το φεγγάρι ακόμα δεν είναι λαμπερό ούτε των αστεριών το φως καθάριο. Τι ’ναι, λοιπόν, μπρος στο Θεό ο άνθρωπος ο τιποτένιος; τι ’ναι στα μάτια του αυτό το σκουληκάκι; Ο Ιώβ αποκρίθηκε: Σπουδαία βοήθεια έδωσες εσύ σ’ έναν αδύναμο, στήριγμα σ’ έναν εξουθενωμένο σαν εμένα! Σπουδαίες δίνεις συμβουλές σ’ εμένα, τον ασύνετο, κι όλη σου τη σοφία μου χαρίζεις! Αλλά σε ποιον τα λόγια σου απευθύνονται και ποιος σ’ εμπνέει έτσι να μιλάς; Τρέμουνε των νεκρών τα πνεύματα κάτω απ’ των ωκεανών τα βάθη. Γυμνός μπρος στο Θεό είν’ ο άδης, κι ο κάτω κόσμος δίχως κάλυμμα. Αυτός πάνω από το κενό τον ουρανό τεντώνει, τη γη κρεμάει πάνω απ’ το τίποτα. Κλείνει μέσα στα νέφη τη βροχή και δεν τ’ αφήνει να σκιστούν από το βάρος της. Το θρόνο του σκεπάζει με πυκνά μαύρα σύννεφα, με τρόπο που να μην μπορεί κανένας να τον δει. Χάραξε κύκλο γύρω στης θάλασσας την επιφάνεια κι έτσι έβαλε όρια ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι. Τρέμουν οι στύλοι τ’ ουρανού και συγκλονίζονται απ’ τις απειλές του. Τη θάλασσα με την ισχύ του την υπόταξε και με την αξιοσύνη του σύντριψε τη Ραάβ. Με τη δική του την πνοή καθάρισαν οι ουρανοί και το δικό του χέρι εξόντωσε το γοργοσάλευτο το φίδι. Όμως αυτά δεν είναι παρά ελάχιστα απ’ τα μεγάλα έργα του, που την ηχώ τους μόνο ακούσαμε αμυδρά. Μα το πραγματικό το μέγεθος της δύναμής του ποιος θα μπορέσει μες στο νου να το χωρέσει; Ο Ιώβ εξακολούθησε την ομιλία του. Μα τον αληθινό Θεό, τον Παντοδύναμο, που αρνείται να μου δώσει δίκιο και μου πικραίνει τη ζωή! Όσο μου δίνει ο Θεός λίγη ζωή και τη δική του την πνοή για ν’ ανασαίνω, τα χείλη μου δε θα προφέρουν τίποτε άδικο κι η γλώσσα μου ποτέ δε θα πει ψέμα. Ποτέ μου εγώ δε θα σας δώσω δίκιο· κι ως του θανάτου μου τη μέρα θα επιμένω πως είμαι αθώος. Το δίκιο μου υποστηρίζω και δε σκοπεύω να παραιτηθώ· μες στη ζωή μου ολάκερη για τίποτα δε με κατηγορεί η συνείδησή μου. Ας έχει ο εχθρός μου, ο αντίπαλός μου, τη μοίρα του ασεβή και του παράνομου! Τι μένει πια στον ασεβή, όταν του κόβει ο Θεός το νήμα της ζωής του; Δεν πρόκειται να τον ακούσει ο Θεός όταν μονάχα στον καιρό της θλίψης του φωνάζει για βοήθεια. Θα ’πρεπε στο Θεό τον παντοδύναμο να βρίσκει τη χαρά του και πάντα να προσεύχεται σ’ αυτόν. Εγώ θα σας διδάξω του Θεού τη δύναμη· τα σχέδια του Παντοδύναμου δε θα σας κρύψω. Άλλωστε όλοι εσείς καλά τα ξέρετε· γιατί, λοιπόν, τα λόγια σας τόσο είναι κούφια; Να ποιο μερίδιο θα ’χει ο ασεβής απ’ το Θεό και ποια θα λάβουν τιμωρία οι τύραννοι από τον Παντοδύναμο: Όσο πολλά κι αν είναι τα παιδιά του, στον πόλεμο θα σκοτωθούν· και το ψωμί η γενιά του δεν θα το χορτάσει. Αυτούς που θ’ απομείνουν θα τους βρει θανατικό, χωρίς ούτε κι οι χήρες τους να τους μοιρολογήσουν. Κι αν συσσωρεύει ασήμι σαν το χώμα και φορεσιές μαζεύει πέρα απ’ όσες χρειάζεται, αυτός μαζεύει, μα θα τις φορέσει ο δίκαιος και το ασήμι ο αθώος θα το πάρει. Χτίζει ο ασεβής το σπίτι του όπως ο σκόρος: εύθραυστο· σαν την αχυροκαλυβίτσα του αγροφύλακα. Πλούσιος πέφτει για να κοιμηθεί μέσα στο σπίτι του, κι ώσπου τα μάτια του ν’ ανοίξει, το σπίτι έχει χαθεί. Οι φόβοι τον προφταίνουν σαν πλημμύρα και μες στη νύχτα τον αρπάζει η θύελλα. Φυσάει σιρόκος, τον σηκώνει και τον παίρνει· βίαια τον αρπάζει από το σπίτι του. Πάνω του δίχως λύπηση ορμά κι εκείνος προσπαθεί να του ξεφύγει. Ουρλιάζει και σφυρίζει πίσω απ’ τον ασεβή καθώς εκείνος τρέχει· και τον τρομοκρατεί με χαστουκίσματα. Τα ορυχεία είναι γνωστά όπου το ασήμι βγαίνει, τα μέρη όπου το χρυσάφι καθαρίζεται. Βγάζει ο άνθρωπος τον σίδηρο απ’ το χώμα και λιώνει από την πέτρα το χαλκό. Στις σκοτεινές στοές των ορυχείων φέρνει φως κι αναζητάει μέσα στης γης τα έγκατα το πέτρωμα, στην αφεγγιά και στο βαθύ σκοτάδι. Ανοίγει σήραγγες από τον κόσμο μακριά, σ’ άγνωστα για τους ταξιδιώτες μέρη και με σκοινιά κρέμεται στο κενό. Η γη απ’ όπου βγαίνει το ψωμί ανασκαλεύεται μέσα στα βάθη της, λες και την πέρασε φωτιά. Ζαφείρια έχουν οι πέτρες της και σκόνη από χρυσάφι. Τα μονοπάτια της αυτά δεν τα γνωρίζουνε τ’ αρπαχτικά πουλιά· και μάτι γερακιού δεν τα ’δε. Περήφανα θηρία δεν τα πάτησαν, δεν τα περπάτησε λιοντάρι. Μονάχα ο άνθρωπος χτυπάει το γρανιτένιο βράχο κι αναποδογυρίζει απ’ τα συθέμελά τους τα βουνά. Στοές ανοίγει μες στους βράχους κι ανακαλύπτει κάθε τι πολύτιμο το μάτι του. Φράζει τις διαρροές στα υπόγεια ρεύματα και ό,τι κρύβεται εκεί στο φως το φέρνει. Μα, τη σοφία πού μπορεί κανένας να τη βρει; και πού να βρίσκεται η πηγή της φρόνησης; Ο άνθρωπος δεν ξέρει την αξία της· δε βρίσκεται στων ζωντανών τη χώρα. Λέει ο απύθμενος ωκεανός: «Δεν την έχω εγώ». Κι η θάλασσα κι εκείνη λέει: «Δε βρίσκεται σ’ εμένα». Δε γίνεται ν’ αγοραστεί με καθαρό χρυσάφι ούτε και με καντάρια ασήμι να αποκτηθεί. Δεν μπορεί σε αξία να συγκριθεί με το χρυσάφι της Οφείρ, ούτε με τον πολύτιμο τον όνυχα και το ζαφείρι. Ούτε χρυσάφι ούτε γυαλί μπορεί σε αξία να τη φτάσει· με χρυσαφένιο τάσι δεν μπορεί ν’ ανταλλαχθεί. Κοράλλια, αν πεις, και κρύσταλλα δε λογαριάζονται. Πιότερο αξίζει η σοφία, παρά πολύτιμα μαργαριτάρια. Δε φτάνει την αξία της το αιθιοπικό τοπάζι και με το καθαρό χρυσάφι δε συγκρίνεται. Λοιπόν, από πού έρχεται η σοφία; πού βρίσκεται η φρόνηση; Κρύβεται απ’ τα βλέμματα όλων των ζωντανών, ακόμα κι από τ’ ουρανού τα πετεινά ξεφεύγει. Ο θάνατος κι ο άδης λένε: «Μονάχα η φήμη της στ’ αυτιά μας έχει φτάσει». Μόνο ο Θεός το δρόμο της γνωρίζει και ξέρει αυτός πού η σοφία βρίσκεται. Γιατί εκείνος βλέπει ως και τα πέρατα της γης κι όλα κάτω απ’ τον ουρανό τα διακρίνει. Όταν έδινε αυτός στον άνεμο το βάρος του και των νερών καθόριζε τον όγκο, όταν τους νόμους όριζε για τη βροχή και για τον κεραυνό χάραζε δρόμο, τότε είδε τη σοφία και την αξιολόγησε, την αναγνώρισε για θησαυρό και να μείνει τη δέχτηκε μαζί του. Κατόπιν ο Θεός είπε στον άνθρωπο: «Ο σεβασμός στον Κύριο αυτό είν’ η σοφία και του κακού η αποφυγή είναι η φρόνηση». Ο Ιώβ πήρε πάλι το λόγο και είπε: Μακάρι να ’μουνα όπως τους περασμένους μήνες, όπως τις μέρες που με φύλαγε ο Θεός! Όταν η καλοσύνη του φώτιζε σαν λυχνάρι πάνω από το κεφάλι μου και με το φως του βάδιζα μες στο σκοτάδι. Τότε ήμουν στις ημέρες της ακμής μου, και ο Θεός προστάτευε το σπίτι μου. Ο Παντοδύναμος ήταν μαζί μου ακόμα και τα παιδιά μου όλα ήταν τριγύρω μου. Τα ζωντανά μου έβγαζαν το γάλα ποταμούς και τα βραχώδη εδάφη μού ’διναν χειμάρρους από λάδι. Πήγαινα τότε στην πλατεία, πλάι στης πόλης την πύλη, στων πρεσβυτέρων εκαθόμουν τη συνάθροιση, κι οι νέοι μ’ εβλέπαν και μου κάναν’ τόπο· σηκώνονταν κι οι ηλικιωμένοι κι όρθιοι από σέβας στέκονταν. Παύανε να μιλούν οι πρόκριτοι και πρόσταζε σιγή το δάχτυλο στα χείλη. Χανόταν των αρχόντων η φωνή κι η γλώσσα τους στον ουρανίσκο τους κολλούσε. Όποιος τα λόγια μου άκουγε, με μακάριζε· όποιος τα έργα μου έβλεπε, με επαινούσε. Γιατί βοηθούσα τον φτωχό, που προστασία γύρευε, και τα ορφανά, που στήριγμα δεν είχαν. Αυτοί που ήταν περίπου ετοιμοθάνατοι για τη βοήθειά μου μού δίναν’ την ευχή τους· κι έκανα χήρες να αισθάνονται ασφάλεια και χαρά. Είχα στολή μου τη δικαιοσύνη, μανδύα και κάλυμμα της κεφαλής μου είχα το δίκαιο. Ήμουν τα μάτια των τυφλών και των χωλών τα πόδια. Πατέρας ήμουν των φτωχών και φρόντιζα να βρουν το δίκιο τους οι ξένοι. Τσάκιζα τους κυνόδοντες του αδίκου κι από τα δόντια του τη λεία τού τραβούσα. Σκεφτόμουν πως πολύχρονος θα ζήσω, όπως ο φοίνικας κι ότι όπως αυτός μες στη φωλιά μου θα πεθάνω. Έλεγα πως ήμουν δεντρί, που στα νερά τις ρίζες του βυθίζει και που τη νύχτα κάθεται στα κλώνια του η δροσιά. Πως θα ’χω, έλεγα, δόξα που διαρκώς θ’ ανανεώνεται και θα ’χω δύναμη να δρω σαν καλοτεντωμένο τόξο. Όταν μιλούσα μ’ άκουγαν με προσμονή και σώπαιναν για να δεχτούν τη συμβουλή μου. Κι όταν τελείωνα κανείς δεν είχε κάτι άλλο να πει· τα λόγια μου σαν τη δροσιά απάνω τους σταλάζαν. Τα πρόσμεναν καθώς προσμένουν τη βροχή και μ’ ανοιχτό το στόμα τους καθώς σ’ όψιμη μπόρα. Όταν τους χαμογέλαγα εμπιστοσύνη αποκτούσαν και φιλικά αν τους κοίταζα χαιρόντουσαν κι αυτοί. Τους οδηγούσα και καθόριζα το δρόμο τους, καθώς ο βασιλιάς στην κεφαλή της στρατιάς του, καθώς εκείνος που τους λυπημένους παρηγορεί. Τώρα όμως έχω γίνει ο περίγελως ανθρώπων που ’ναι νεότεροί μου και που οι πατεράδες τους ήταν πιο καταφρονεμένοι κι από του κοπαδιού μου τα σκυλιά. Τι να τους έκανα άλλωστε, αφού στα χέρια δύναμη δεν είχαν; Εξαντλημένοι απ’ τις στερήσεις κι απ’ την πείνα έφευγαν στην κατάξερη τη γη τη σκοτεινή, κατεστραμμένη κι έρημη. Γύρω απ’ τους θάμνους αρμυρήθρες μάζευαν και τρώγανε τις ρίζες απ’ τα σπάρτα. Τους διώχναν μέσ’ απ’ την κοινότητα και φώναζαν ξωπίσω τους, όπως στους κλέφτες. Στ’ απόκρημνα φαράγγια κατοικούσαν, στης γης τις τρύπες και στων βράχων τις σπηλιές. Σαν ζώα φώναζαν ανάμεσα στους θάμνους και συγκεντρώνονταν κάτω απ’ τις αγκαθιές. Άνθρωποι ποταποί και κακοφημισμένοι, αποδιωγμένοι από τη χώρα μακριά. Μα να που τώρα μ’ έκαναν τραγούδι περιπαιχτικό και θέμα για να συζητούν και να χλευάζουν. Μ’ αποστροφή με βλέπουν, μ’ αποφεύγουν και δε διστάζουν να με φτύσουν κατά πρόσωπο. Χαλάρωσε του τόξου μου τη χορδή ο Θεός, μ’ άφησε ανυπεράσπιστον· γι’ αυτό κι εκείνοι καταπάνω μου αχαλίνωτοι ορμήσαν. Το φιδομάνι με χτυπάει κατακέφαλα, με αναγκάζουνε να υποχωρήσω· για να μ’ εξουθενώσουν προχώματα ετοιμάζουνε. Όλες τις διεξόδους μου τις έκοψαν και προσπαθούνε να με καταστρέψουν χωρίς να ’χουν ανάγκη να τους βοηθά κανείς. Χύνονται απ’ των οχυρών μου τις ρωγμές κι ορμούν απάνω μου μέσ’ από τα ερείπια. Ο φόβος με κυρίεψε· έφυγε σαν ανέμου φύσημα η αξιοπρέπειά μου και πέρασε η ευτυχία μου σαν σύννεφο. Και τώρα πλησιάζω να πεθάνω· της δυστυχίας οι μέρες με πολιορκούν. Τη νύχτα οι πόνοι διαπερνούν τα κόκαλά μου που λες και θέλουν απ’ το σώμα μου να βγουν· τα νεύρα μου δεν βρίσκουν ησυχία. Ο Θεός με άδραξε από το ρούχο μου, με σφίγγει καθώς το περιλαίμιο του χιτώνα μου. Μέσα στη λάσπη μ’ έριξε κι έγινα σαν το χώμα και τη στάχτη. Θεέ μου, σου φωνάζω, μα συ δεν μου αποκρίνεσαι· μπροστά σου στέκομαι, μα εσύ με τη ματιά σου με καρφώνεις. Έγινες ανελέητος για μένα και με χτυπάς με της γροθιάς σου όλη τη δύναμη. Μ’ αφήνεις να με πάρει στην ορμή του ο άνεμος, να με συντρίψει η μανιασμένη καταιγίδα. Το ξέρω πως στο θάνατο με φέρνεις, στον τόπο της συνάντησης όλων των ζωντανών. Έναν σωρό ερείπια δεν μπορεί πια κανείς να τον στηρίξει. Πριν καταρρεύσω εντελώς, ας έρθει βοηθός μου ο Θεός. Μήπως δεν έκλαψα γι’ αυτούς, που ήτανε σκληρή η ζωή τους; και μήπως δεν λυπήθηκα για τους φτωχούς; Την ευτυχία έλπιζα κι η δυστυχία ήρθε· με βρήκε το σκοτάδι, ενώ περίμενα το φως. Αναταράζονται τα σπλάχνα μου, στιγμή δεν ησυχάζουν· δύστυχες μέρες μ’ ηύραν αναπάντεχα. Θλιμμένος περπατώ χωρίς χαράς αχτίδα· μες στου λαού σηκώνομαι τη σύναξη βοήθεια να ζητήσω με κραυγές. Των τσακαλιών έγινα αδερφός και των στρουθοκαμήλων σύντροφος. Μαύρισε πια το δέρμα μου και ξεκολλά από πάνω μου· τα κόκαλά μου ο πυρετός τα καίει. Έγινε θρήνος το τραγούδι της κιθάρας μου, και του αυλού μου ο ήχος κλάμα γοερό. Έκανα συμφωνία με τα μάτια μου κόρη ποτέ μ’ επιθυμία να μην κοιτάξω. Αλλιώς, τι θα μπορούσα να προσμένω από τον παντοδύναμο Θεό; τι θα μου έστελνε από τα ύψη; Η συμφορά είναι για τον άδικο· για κείνους που παρανομούν η δυστυχία. Βλέπει ο Θεός το δρόμο που βαδίζω κι αυτός μετράει όλα μου τα βήματα. Ποτέ μου ψέμα δεν μεταχειρίστηκα ούτε ποτέ προσπάθησα κάποιον να εξαπατήσω. Ας με ζυγίσει ο Θεός με τέλεια ζυγαριά και θα δει τότε την ακεραιότητά μου. Αν ξέφυγε το βήμα μου από το δρόμο το σωστό, αν παρασύρθηκε απ’ τα μάτια μου η καρδιά μου κι αν κηλιδώθηκαν από την αδικία τα χέρια μου, τότε αυτά που σπέρνω εγώ άλλοι ας τ’ απολαύσουν και τα σπαρτά μου ας ξεριζωθούν. Αν η καρδιά μου από γυναίκα δελεάστηκε και στήθηκα να καρτερώ στου γείτονα την πόρτα, τότε η γυναίκα μου ας μαγειρεύει γι’ άλλον άντρα κι άλλοι μαζί της ας πλαγιάσουν. Γιατί αυτό είν’ ανομία επαίσχυντη κι αμάρτημα που οι δικαστές θα ’πρεπε αυστηρά να τιμωρούνε. Είναι φωτιά που κατακαίει και δεν αφήνει τίποτα, μέχρι τις ρίζες κατατρώει τα σπαρτά μου. Αν κάποτε το δίκιο του δούλου μου ή της δούλης μου παρέβλεψα στις διαφορές που μπορεί να ’χανε μαζί μου, πώς θα μπορέσω να σταθώ μπρος στο Θεό και τι θα του αποκριθώ όταν με κρίνει; Γιατί, αυτός που μ’ έπλασε, μήπως δεν έπλασε κι εκείνους; ο ίδιος δεν μας εσχημάτισε στη μητρική κοιλιά; Ποτέ μου στους φτωχούς ό,τι ζητούσαν δεν τ’ αρνήθηκα, ούτε άφησα μες στην απελπισία τις χήρες. Ποτέ δεν έφαγα μονάχος το ψωμί μου, χωρίς να φάνε απ’ αυτό και τα ορφανά, γιατί εγώ τα μεγάλωσα από μικρά σαν να ’μουνα πατέρας, κι από την ώρα που γεννήθηκαν τα καθοδήγησα. Όταν έβλεπα κάποιον που ρούχα δεν είχε να ντυθεί, έναν φτωχό που σκεπάσματα δεν είχε, του ’δινα από τα πρόβατά μου μάλλινο ρούχο για να ζεσταθεί κι αυτός από καρδιάς μ’ ευχαριστούσε. Αν χέρι σήκωσα πάνω σε ορφανό, επειδή έβλεπα πως είχα των δικαστών την υποστήριξη, το χέρι μου ας σπάσει απ’ τον αγκώνα, κι ας ξεκολλήσει από τον ώμο μου. Με τρόμαζε η τιμωρία του Θεού· μπρος στη μεγαλοσύνη του ν’ αντέξω δεν μπορούσα. Ποτέ μου το χρυσάφι δεν το εμπιστεύτηκα ούτε και το λογάριασα ποτέ για σιγουριά μου. Για τα πολλά μου πλούτη δεν περηφανεύτηκα ούτε για όσα με τα χέρια μου μπόρεσα ν’ αποκτήσω. Κοιτάζοντας τον ήλιο και τη λάμψη του ή τη μαγευτική πορεία της σελήνης, ποτέ μου ενδόμυχα δεν γοητεύτηκα ούτε ποτέ λατρευτικά τους έστειλα φιλιά. Αυτό θα ’ταν αμάρτημα, που οι δικαστές το τιμωρούνε, γιατί θα είχα απαρνηθεί τον ύψιστο Θεό. Ποτέ μου δε χαιρόμουνα όταν ο εχθρός μου υπέφερε ούτε ευχαριστιόμουνα κακό σαν τον χτυπούσε. Ποτέ μου ν’ αμαρτήσει δεν άφηνα το στόμα μου, ζητώντας με κατάρες το χαμό του. Όσοι φιλοξενήθηκαν στο σπίτι μου έχουνε να το λένε, πως από τα καλύτερα χορτάσαν φαγητά. Ξένος κανείς δεν πέρασε τη νύχτα του στο ύπαιθρο· στον οδοιπόρο οι πόρτες μου πάντα ήταν ανοιχτές. Ποτέ ανομίες δε χρειάστηκε να κρύψω ή παραπτώματα, όπως πολλοί το κάνουν. Έτσι τα λόγια των ανθρώπων δε φοβόμουν ούτε με τρόμαζε του κόσμου η περιφρόνηση, ώστε να μένω σιωπηλός, στο σπίτι μου κλεισμένος. Αχ, ας γινόταν κάποιος να μ’ ακούσει! Μπορώ να υπογράψω ό,τι έχω πει. Μακάρι να μ’ αποκριθεί ο Παντοδύναμος! Ας μου ’δειχνε του αντιδίκου μου την έγγραφη κατηγορία κι εγώ στους ώμους μου πρόθυμα θα τη σήκωνα και στο κεφάλι θα την έβαζα κορώνα. Για τη ζωή μου θα μιλούσα στο Θεό με κάθε λεπτομέρεια και θα μπορούσα να τον βλέπω μες στα μάτια. Αν το χωράφι μου παραπονέθηκε για μένα κι έκανα εγώ τ’ αυλάκια του να κλάψουνε, επειδή δεν τα φρόντισα μα πήρα τους καρπούς του, κι έγινα έτσι ανυπάκουος στο Θεό, που ’ναι ο πραγματικός ιδιοκτήτης του, τότε ας φυτρώσουνε αγκάθια αντί για στάρι, κι αντί κριθάρι αγριοχόρταρα. Εδώ τελειώνουνε τα λόγια του Ιώβ. Τότε οι τρεις εκείνοι άντρες έπαψαν ν’ απαντούν στον Ιώβ, επειδή θεωρούσε τον εαυτό του δίκαιο. Θύμωσε όμως ο Ελιού, γιος του Βαραχιήλ κι απόγονος του Βουζ, από την οικογένεια του Ραμ, γιατί ο Ιώβ είχε φτάσει να θεωρεί τον εαυτό του πιο δίκαιον κι από το Θεό. Αλλά θύμωσε και με τους τρεις φίλους του Ιώβ, γιατί δεν έβρισκαν τι να του απαντήσουν, για να του αποδείξουν την ενοχή του. Μιας κι εκείνοι ήταν μεγαλύτεροί του, λοιπόν, ο Ελιού περίμενε να τελειώσουν για να μιλήσει στον Ιώβ. Έλεγα μέσα μου πως θα μιλούσε η ηλικία και πως σοφία θα δίδασκαν τα χρόνια τα πολλά. Μα ό,τι κάνει συνετό τον άνθρωπο είναι το πνεύμα, είν’ η πνοή που εμφύσησε ο Παντοδύναμος. Οι ηλικιωμένοι δεν είναι πάντα και σοφοί, ούτε κι οι γέροντες ξέρουνε πάντα το σωστό ποιο είναι. Γι’ αυτό και τώρα σας γυρεύω να μ’ ακούσετε· θέλω κι εγώ τη γνώμη μου να σας εκθέσω. Περίμενα να ολοκληρώσετε τους λόγους σας, παρακολούθησα τα επιχειρήματά σας, όσο εσείς αναζητούσατε φράσεις σοφές. Σας έδωσα όλη την προσοχή μου, αλλά κανείς σας τον Ιώβ δεν έπεισε ούτε τα λόγια του αντέκρουσε κανένας. Και μη θαρρείτε προπαντός πως τη σοφή βρήκατε λύση, λέγοντας πως δεν είν’ ο άνθρωπος, μα ο Θεός που θα τον μεταπείσει. Τα λόγια του Ιώβ δεν στόχευαν εμένα· κι εγώ δεν θα του απαντήσω με τα λόγια σας. Αυτοί ξαφνιάστηκαν, σκεφτόμουν, και πια δεν αποκρίνονται· τα λόγια τους τα χάσαν. Να περιμένω όσο εκείνοι δε μιλούν; Στέκονται εκεί, χωρίς πια ν’ απαντούνε. Με τη σειρά μου κι εγώ θέλω ν’ απαντήσω, θέλω κι εγώ τη γνώμη μου να πω. Λόγια έχω μέσα μου πολλά. Το Πνεύμα εντός μου, του Θεού, με βιάζει να μιλήσω. Μέσα μου γίνεται αναβρασμός, καθώς του μούστου η ζύμωση μες στο ασκί, που είν’ έτοιμο να σκάσει. Θα πρέπει να μιλήσω για ν’ ανασάνω ελεύθερα, το στόμα μου ν’ ανοίξω ν’ αποκριθώ. Δε θα πάρω το μέρος κανενός κι ούτε κανέναν πρόκειται να κολακέψω. Γιατί δεν ξέρω εγώ να κολακεύω· αν κάτι τέτοιο έκανα, ο Πλάστης μου αμέσως θα με τιμωρούσε. Τώρα λοιπόν, Ιώβ, άκου τα λόγια μου, πρόσεξε όλα όσα έχω να σου πω. Έτοιμος είμαι και αρχίζω να μιλώ. Μιλώ με ήσυχη συνείδηση, τα χείλη μου την καθαρή αλήθεια θα προφέρουν. Με δημιούργησε το Πνεύμα του Θεού, του Παντοδύναμου η πνοή, ζωή μού δίνει. Απάντησέ μου, αν μπορείς. Να μ’ αντιμετωπίσεις ετοιμάσου, πάρε τη θέση σου. Εσύ κι εγώ είμαστε όμοιοι μπρος στο Θεό· κι οι δυο μας από χώμα καμωμένοι. Λοιπόν, δεν έχεις λόγο ν’ αγωνιάς, δεν πρόκειται να σε κατατροπώσω! Στ’ αυτιά μου αντηχεί ο ήχος της φωνής σου, όταν αυτά τα λόγια επαναλαμβάνεις: «Εγώ είμαι καθαρός, δεν παρανόμησα· άμεμπτος είμαι, δίχως αμαρτία. Μα ο Θεός βρίσκει προφάσεις εναντίον μου, με βλέπει σαν εχθρό του. Με περιορίζει, όπου κι αν πάω με παρακολουθεί». Όμως σ’ αυτό, Ιώβ, δεν έχεις δίκιο, πρέπει να σου το πω· με μέτρα ανθρώπινα δεν μπορείς το Θεό να τον μετρήσεις. Τότε γιατί να τον κατηγορείς πως σ’ όλα αυτά τα λόγια σου δεν απαντάει; Μ’ όλο που ο Θεός μιλάει πολλές φορές και με ποικίλους τρόπους, κανείς δεν δίνει προσοχή στα λόγια του. Με όνειρο, με όραμα νυχτερινό, όταν σε ύπνο βαθύ πέφτουν οι άνθρωποι, όταν στην κλίνη ξαπλωμένοι αποκοιμιούνται, τότε τους κάνει να καταλαβαίνουν όσα λέει, κι οριστικά τους προειδοποιεί. Ν’ αποστραφούνε θέλει τις κακές τους πράξεις και ν’ απαλλάξει έτσι τον άνθρωπο απ’ την αλαζονεία του. Έτσι θα τον γλιτώσει από τον τάφο και θα τον προστατέψει να μην πέσει απάνω στην αιχμή του κονταριού. Ο Θεός προειδοποιεί τον άνθρωπο με μια αρρώστια που τον ρίχνει στο κρεβάτι, με πόνους σ’ όλα του τα κόκαλα, ως το σημείο ν’ αηδιάζει το ψωμί, ακόμα και το πιο εκλεκτό του φαγητό. Η σάρκα του λιώνει και χάνεται, μπορούν να μετρηθούν τα κόκαλά του· κοντεύει να ’χει το ’να πόδι μες στον τάφο, λες κι η ζωή του παραδόθηκε στο θάνατο. Ίσως τότε σταθεί στο πλάι του ένας άγγελος, ένας απ’ τους χιλιάδες του Θεού αγγέλους, που δείχνουνε στον άνθρωπο το χρέος του. Κι ο άγγελος αυτός ίσως τον σπλαχνιστεί και πει: «Απάλλαξέ τον, μην τον αφήσεις να κατέβει μες στον τάφο· τα λύτρα του πληρώθηκαν». Τότε από σφρίγος νεανικό η σάρκα του τονώνεται, ξαναγυρνάει στης νιότης του τις μέρες. Στο Θεό προσεύχεται κι εκείνος του αποκρίνεται· με χαρά στο Θεό παρουσιάζεται, το Θεό, που τον έχει και πάλι δεχτεί. Τότε αυτός ομολογεί δημόσια και λέει: «Αμάρτησα! Το σωστό δεν το ’πραξα, μα δεν μου το ανταπέδωσε ο Θεός. Με φύλαξε απ’ του να κατεβώ στον τάφο και στης ζωής με κράτησε το φως». Να, λοιπόν, όλα αυτά που κάνει ο Θεός πάλι και πάλι για τον κάθε άνθρωπο, ώστε να τον γλιτώσει από το τάφο και να του ξαναδώσει τη ζωή. Προσεκτικά άκουσέ με, Ιώβ, σώπασε κι άφησέ με να μιλήσω. Αν έχεις τίποτε να πεις, απάντησέ μου· πολύ θα ’θελα να παραδεχτώ το δίκιο σου. Αλλ’ άκου με, αν δεν έχεις τι να πεις· σώπαινε, και σοφία θα σε διδάξω. Κι ο Ελιού συνέχισε: Τα λόγια μου ακούστε τα, σοφοί, δώστε μου προσοχή εσείς που ’χετε γνώση. Γιατί το αυτί τα λόγια τα διακρίνει, καθώς γεύεται ο ουρανίσκος την τροφή. Το δίκιο ας ερευνήσουμε, μαζί ας αναγνωρίσουμε ποιο το καλό. Από τη μια ο Ιώβ, πως είναι δίκαιος ισχυρίζεται, και πως του αρνήθηκε το δίκιο του ο Θεός· πως έβγαλε σε βάρος του απόφαση άδικη και πως το βέλος του τον πλήγωσε θανατερά, ενώ αυτός δεν είχε αμαρτήσει. Από την άλλη λέτε εσείς: «Υπάρχει άραγε άνθρωπος άλλος σαν τον Ιώβ, που το Θεό να βλασφημεί λες και νεράκι πίνει; Με τους κακούς εξομοιώνεται και συμπορεύεται με τους αμαρτωλούς. Λέει πως στον άνθρωπο είν’ ανώφελο να θέλει το Θεό να ευχαριστήσει». Για τούτο ακούστε με εσείς, άνθρωποι συνετοί. Αδύνατο ο Θεός κακό να κάνει και ν’ αδικήσει ο Παντοδύναμος. Αυτός πληρώνει τον καθένα σύμφωνα με τα έργα του και στον καθένα δίνει ανάλογα με τη διαγωγή του. Είναι αλήθεια πως ο Θεός δεν κάνει το κακό και πως ο Παντοδύναμος το δίκιο δεν το διαστρέφει. Μην τάχα κάποιος άλλος του εμπιστεύτηκε τη γη; μην κάποιος άλλος του ’δωσε το σύμπαν να φροντίζει; Αν ο Θεός σκεφτόταν μόνο τον εαυτό του κι έπαιρνε πίσω τη ζωηφόρα του πνοή, τότε ο κάθε ζωντανός οργανισμός θα πέθαινε και θα γινόταν ο άνθρωπος και πάλι χώμα. Ιώβ, αν έχεις φρόνηση, άκου αυτό· στα λόγια μου δώσε την προσοχή σου. Κατηγορείς εσύ το Θεό, τον δίκαιο και το μεγάλο; νομίζεις πως το δίκιο το εχθρεύεται; Πώς τότε θα ’ταν δυνατό να κυβερνάει τον κόσμο; Μονάχα αυτός μπορεί να πει στο βασιλιά: «Είσαι ανάξιος!» στους άρχοντες: «Είστε ασεβείς!» Μονάχα αυτός δεν παίρνει το μέρος των αρχόντων, τον πλούσιο δεν τον προτιμάει απ’ τον φτωχό, γιατ’ είναι όλοι έργα των χεριών του. Πεθαίνουν μες στη νύχτα ξαφνικά· ο λαός ανταριάζεται κι οι άρχοντες καταρρέουν. Χωρίς ανθρώπου χέρι να υψωθεί, οι τύραννοι χαθήκαν. Γιατί τα μάτια του Θεού βλέπουν το πώς βιώνει ο άνθρωπος· και πώς πορεύεται προσέχουν. Σκοτάδι δεν υπάρχει τόσο ζοφερό, που τους κακούς απ’ το Θεό να κρύψει. Δεν έχει ανάγκη ο Θεός πολύ να ερευνήσει, για να καλέσει κάποιον μπροστά του να κριθεί. Χωρίς ν’ αρχίσει ανάκριση, τους ισχυρούς συντρίβει, κι άλλους βάζει στη θέση τους. Αυτός ξέρει τα έργα τους· τους ανατρέπει σε μια νύχτα και συντρίβονται. Καθώς εγκληματίες, δημόσια τους μαστιγώνει, γιατί απ’ αυτόν απομακρύνθηκαν κι όλες αγνόησαν τις εντολές του. Έτσι αναγκάσαν τους φτωχούς και τους αδύνατους, κραυγές βοήθειας στο Θεό να υψώσουν, κι εκείνος τη φωνή τους άκουσε. Αντίθετα, αν ο Θεός δεν θέλει ν’ αντιδράσει, ποιος θα του δώσει άδικο; Αν θέλει να κρυφτεί, ποιος θα τον δει; Τι θα μπορούσαν οι λαοί να κάνουν, κι η οικουμένη, αν ήθελε ο Θεός έναν δημαγωγό ασυνείδητο να τον ορίσει βασιλιά τους; Ίσως πει κάποιος στο Θεό: «Έπαθα για τα λάθη μου, δε θα ξαναμαρτήσω πια· τα σφάλματα που εγώ δε βλέπω δείξε μου· έπραξα ίσως το κακό, δε θα το επαναλάβω». Αυτόν θα πρέπει τάχα να τον τιμωρήσει ο Θεός, σύμφωνα με τη γνώμη σου, επειδή έτσι εσύ το κρίνεις; Αφού εσύ αποφασίζεις κι όχι εγώ, ό,τι νομίζεις πες το! Οι μυαλωμένοι άνθρωποι μαζί μου θα ’ναι σύμφωνοι· θα πουν, όπως κι οι συνετοί, που με ακούνε: «Μίλησε αστόχαστα ο Ιώβ, και νόημα τα λόγια του δεν έχουν. Όσα μας λέει ο Ιώβ να εξεταστούνε πρέπει σε όλο τους το βάθος, γιατί αποκρίνεται καθώς οι ασεβείς. Προσθέτει έτσι ασέβεια πάνω στην αμαρτία του· ανάμεσά μας την αμφιβολία σπέρνει και λέει πολλά ενάντια στο Θεό». Κι ο Ελιού συνέχισε: Νομίζεις πως είναι σωστό να θέλεις μπροστά στο Θεό να βγεις αθώος; Και λες: «Τι θα ωφεληθώ, τι θα κερδίσω κι αν δεν αμαρτήσω;» Λοιπόν, εγώ θα σου αποκριθώ, σ’ εσένα και στους φίλους σου μαζί σου: Για πρόσεξε τον ουρανό και δες· βλέπεις πόσο τα σύννεφα βρίσκονται πιο ψηλά από σένα! Αν κάνεις αμαρτίες εσύ, σε τι το Θεό τον βλάπτεις; κι αν είναι πολλαπλές οι παραβάσεις σου, σ’ αυτόν κάνεις κακό; Αν είσαι δίκαιος, σ’ εκείνον τι προσφέρεις; ή τι χρειάζεται να λάβει από τα χέρια σου; Θνητούς ανθρώπους σαν εσένα βλάπτει η αμαρτία σου, κι αυτούς μονάχα το καλό που κάνεις ωφελεί. Όταν καταπιέζονται, στενάζουν· ζητούν βοήθεια ενάντια στην τυραννία των ισχυρών. Κανένας τους όμως δε στρέφεται προς το Θεό, το δημιουργό του, που ελπίδα δίνει σε ώρες σκοτεινές, που μας χαρίζει γνώση περισσότερη από της γης τα ζώα· κι απ’ τα πουλιά μάς κάνει πιο σοφούς. Φωνάζουμε για βοήθεια, μα ο Θεός δεν απαντάει, γιατ’ είμαστε αλαζόνες κι ασεβείς. Φωνάζουν μάταια· ο Θεός δεν ακούει, ο Παντοδύναμος δεν δίνει προσοχή. Κι εσύ, Ιώβ, λες πως δε βλέπεις το Θεό· μα κάνε υπομονή, αυτός γνωρίζει την υπόθεσή σου. Αν τώρα ο θυμός του δεν ξέσπασε ακόμα τιμωρός, και δεν πολυπροσέχει τις ανοησίες σου, είναι γιατί το στόμα σου το ανοίγεις άσκεφτα, Ιώβ, και δίχως σύνεση λες λόγια, κι άλλα λόγια. Ο Ελιού συνέχισε την ομιλία του. Κάνε, Ιώβ, λίγη ακόμα υπομονή μ’ αυτή τη διδαχή μου. Κάτι έχω ακόμη να προσθέσω, για να υποστηρίξω το Θεό. Τις γνώσεις μου τις φέρνω από μακριά, για να δικαιώσω το δημιουργό μου. Είναι η καθαρή αλήθεια ό,τι θα πω· έχεις μπροστά σου κάποιον που το θέμα του άριστα το κατέχει. Ναι, ο Θεός είν’ ισχυρός κι αδιάφορος δεν μένει· στέκει στις αποφάσεις του αμετακίνητος. Τον ασεβή δεν τον αφήνει στη ζωή· σ’ όσους καταπιέζονται το δίκιο τους το δίνει. Τα μάτια του δεν τ’ αποστρέφει από τους δίκαιους· κι αν κυβερνούν μαζί με βασιλιάδες, παντοτινά στο θρόνο τούς αφήνει να δέχονται τιμές. Αλλ’ αν φυλακιστούν και κάτω απ’ τα δεσμά τους υποφέρουν, είναι για να τους δείξει ποια τα έργα τους, οι ανομίες τους και η αλαζονεία. Τους κάνει να προσέχουν όταν τους προειδοποιεί και τους καλεί απ’ το κακό να επιστραφούνε. Αν υπακούσουνε και τον υπηρετήσουν θα ζήσουν τη ζωή τους ως το τέλος μέσα στην ευτυχία και τη χαρά. Αλλ’ αν δεν υπακούσουν το χαμό τους προκαλούν και θα πεθάνουν μες στην αφροσύνη τους. Άνθρωποι με καρδιά ασεβή, συνέχεια με το Θεό τα βάζουν· δεν τον παρακαλούν να τους βοηθήσει όταν τους τιμωρεί. Πεθαίνουν σε ηλικία νεανική κι είναι τα τέλη της ζωής τους ντροπιασμένα. Μα ο Θεός μες απ’ τη θλίψη τελειοποιεί αυτούς που θλίβονται· με τις δοκιμασίες τούς διδάσκει. Έτσι κι εσένα, Ιώβ, άλλοτε σ’ είχε γλιτώσει από τη θλίψη, δίνοντάς σου αντίθετα μεγάλη άνεση. Ήτανε το τραπέζι σου γεμάτο από τις πιο εκλεκτές τροφές. Μα τώρα σου έχει αναγγελθεί η καταδίκη σου και της ασέβειας την πληρωμή λαβαίνεις. Πρόσεξε μη σε φέρει ο θυμός σου σ’ εξέγερση ενάντια στο Θεό· και μη νομίσεις πως θ’ απαλλαγείς προσφέροντάς του πλούσια δώρα. Δε θα σου έφτανε όλος σου ο πλούτος· δε θα σε βοηθούσε το χρυσάφι σου, ούτε της δύναμής σου όλα τα μέσα. Μην την αποζητάς τη νύχτα εκείνη, που όλα τα έθνη θα καταστραφούν. Φυλάξου! Μη στραφείς προς το κακό, ακόμη κι αν θαρρείς πως προτιμότερο είναι αυτό από τις θλίψεις σου. Βλέπεις, Ιώβ, είναι μεγάλος ο Θεός· τόση πολλή έχει δύναμη. Ποιος μπορεί να διδάξει όπως αυτός; Ποιος μπορεί να του υποδείξει τι να κάνει; ποιος μπορεί να του πει ότι αδίκησε; Μη λησμονάς το έργο του να εγκωμιάζεις, που με ωδές το εξυμνούν οι άνθρωποι. Όλοι μπορούν να το θαυμάσουν, έστω κι αν το κοιτάζει ο άνθρωπος μονάχα από μακριά. Βλέπεις, Ιώβ, είναι μεγάλος ο Θεός κι άπιαστος για τη σκέψη μας. Αμέτρητος των χρόνων του ο αριθμός. Αυτός συλλέγει του νερού τις στάλες, ατμό τις κάνει, ομίχλη ή φτιάχνει τη βροχή, που ξεχειλίζει από τα σύννεφα και χύνεται πάνω στο πλήθος των ανθρώπων. Μπορεί κανείς να καταλάβει πώς ξεδιπλώνονται τα σύννεφα, πώς η βροχή ξεσπάει στο θόλο τ’ ουρανού; Φωτίζει μ’ αστραπές τα σύννεφα, ενώ της θάλασσας τα βάθη μένουν σκοτεινά. Μ’ αυτόν τον τρόπο κυβερνάει τους λαούς, τους προμηθεύει άφθονη τροφή. Παίρνει την αστραπή μες στις παλάμες του, την κατευθύνει σε ορισμένο στόχο. Ο κεραυνός την καταιγίδα προμηνά· και τα κοπάδια ακόμα νιώθουν ότι πλησιάζει. Μπροστά σ’ αυτά τρομάζει κι η καρδιά μου και δυνατά χτυπά. Ακούστε, ακούστε του Θεού την τρομερή φωνή και τη βροντή που βγαίνει από το στόμα του. Την κάνει να κατρακυλάει σ’ όλο το πλάτος τ’ ουρανού, την αστραπή του να φωτίζει τη γη απ’ άκρη σ’ άκρη. Αμέσως έπειτα ξεσπά του βρυχηθμού του η φωνή, της μεγαλόπρεπης βροντής ο ήχος· κι όσο η φωνή του ακούγεται, καινούριες αστραπές εξαποστέλλει. Βροντά ο Θεός με τη φωνή του θαυμαστά, κάνει έργα μεγαλόπρεπα που δε χωρούν στο νου μας. Στο χιόνι λέει: «Πέσε στη γη» και στη βροχή, στην μπόρα: «Πέσε μ’ ορμή». Έτσι τα έργα των ανθρώπων αναστέλλει, ώστε ν’ αναγνωρίσουν όλοι οι άνθρωποι το έργο του. Ακόμη και τ’ αγρίμια γυρεύουν καταφύγιο και συμμαζεύονται μες στις σπηλιές τους. Από το νότο έρχονται της καταιγίδας οι άνεμοι κι απ’ το βορρά η παγωνιά. Απ’ του Θεού το φύσημα δημιουργείται ο πάγος και του νερού σκληραίνει η επιφάνεια. Φορτώνει ατμούς τα σύννεφα και τα σκορπίζει αστραπές γεμάτα. Καθώς τα κατευθύνει περιφέρονται, για να εκτελέσουν ό,τι τα προστάζει, παντού πάνω στην όψη όλης της γης. Και στέλνει τη βροχή στη γη, άλλοτε για να τιμωρήσει τους ανθρώπους κι άλλοτε πάλι για να τους δείξει την καλοσύνη του. Ετούτα πρόσεξέ τα, Ιώβ, στάσου και σκέψου του Θεού τα θαύματα: Ξέρεις πώς ο Θεός τα διατάζει, πώς κάνει από τα σύννεφα να λάμψουν αστραπές; Ξέρεις πώς ταξιδεύουνε μετέωρα τα σύννεφα, το θαύμα αυτό της τέλειας σοφίας του Θεού; Εσύ νιώθεις καλόβολα μες στα ζεστά τα ρούχα σου, όταν η ατμόσφαιρα της γης με τη νοτιά γίνεται πνιγηρή. Μήπως μαζί του τέντωνες το θόλο τον ουράνιο, που ’ναι σκληρός καθώς χυτός, μεταλλικός καθρέφτης; Μάθε μας τι ’ναι μπορετό να πούμε στο Θεό; Βέβαια, τίποτ’ αξιόλογο, γιατί είν’ ο νους μας στο σκοτάδι. Θα πρέπει να ειδοποιηθεί όταν εγώ θελήσω να μιλήσω; Θα πρέπει να του το πει κάποιος, για να το μάθει; Πολλές φορές το φως δε φτάνει ως εμάς, γιατί πυκνά τα σύννεφα το κρύβουν. Μα ξάφνου ο άνεμος φυσά και μονομιάς ο ουρανός ανοίγει. Απ’ το βορρά έρχεται φως λαμπρό· φοβερή λάμψη το Θεό τον περιβάλλει. Απρόσιτος σ’ εμάς ο Παντοδύναμος! Υπέρτατος στη δύναμη, στην κρίση, στην τέλεια δικαιοσύνη, που δεν την καταπατεί. Γι’ αυτόν το λόγο οι άνθρωποι τον σέβονται· κι αυτός κανέναν δεν υπολογίζει απ’ όσους λέν’ πως τάχα είναι σοφοί. Τότε ο Θεός απάντησε στον Ιώβ μέσα από τον ανεμοστρόβιλο: Ποιος είσ’ εσύ, που τα δικά μου σχέδια αμφισβητείς; γιατί μιλάς για πράγματα που δεν καταλαβαίνεις; Σαν άντρας τώρα, ετοιμάσου· εμπρός! Εγώ θα σε ρωτάω κι εσύ θα μου αποκρίνεσαι: Πού ήσουν εσύ, όταν εγώ θεμέλιωνα τη γη; Πες μου το αν το γνωρίζεις. Ξέρεις ποιος όρισε τις διαστάσεις της; Ποιος τέντωσε σκοινί να τη μετρήσει; Πάνω σε τι στηρίγματα μπήκαν τα θέμελά της ή ποιος της τοποθέτησε το γωνιακό λιθάρι; Τότε όλα τ’ άστρα της αυγής μαζί τραγούδαγαν, και σκόρπιζαν κραυγές χαράς όλα τα ουράνια όντα. Ποιος περιόρισε τη θάλασσα με πύλες, σαν πρόβαλε απ’ τα μητρικά σπλάχνα της γης μ’ ορμή; Εγώ την έντυσα με σύννεφα και τη σπαργάνωσα με ομίχλη. Όρια της χάραξα, την κράτησα πίσω από πύλες κλειδαμπαρωμένες. Της είπα: «Ως εδώ θα ’ρχεσαι· ούτε γραμμή πιο πέρα! Εδώ θα σπάζουν τα περήφανά σου κύματα». Μες στη ζωή σου πρόσταξες ποτέ τη μέρα να φανεί; ή μήπως είπες στην αυγή πού να προβάλει; να πιάσει από τις άκρες της τη γη, να την τινάξει κι οι ασεβείς να σκορπιστούνε; Στο φως της μέρας τα βουνά κι οι λαγκαδιές προβάλλουν σαν τις πτυχές μιας φορεσιάς. Αλλά στο φως των ασεβών τα έργα δεν ευδοκιμούν· και κάθε χέρι που υψωνόταν βίαιο θα πέσει συντριμμένο. Μήπως προχώρησες ως τις πηγές της θάλασσας; ή μήπως εξερεύνησες τα βάθη της αβύσσου; Σου έδειξε ποτέ κανείς τις πύλες του θανάτου; ήσουν εκεί απ’ όπου ξεκινά σκοτάδι αιώνιο; Ξέρεις αλήθεια ως ποιο σημείο εκτείνεται η γη; Απάντησέ μου αν όλ’ αυτά τα ξέρεις. Ξέρεις το δρόμο για να φτάσεις στην κατοικία του φωτός; και ξέρεις το σκοτάδι πού φωλιάζει; Μπορείς τα δυο τους στου δρόμου τους το τέλος να τα πας, και πάλι πίσω στην κατοικία τους να τα φέρεις; Το ξέρεις, βέβαια, γιατί ήσουν τότε γεννημένος, και φτάνουν σ’ αριθμό μεγάλο οι μέρες σου! Μπήκες ποτέ σου εκεί, το χιόνι που σωρεύεται; είδες ποτέ τον τόπο που το χαλάζι αποθηκεύεται; Όλα αυτά τα ’χω φυλαγμένα για της ανάγκης τους καιρούς για τις μέρες της μάχης και του πολέμου. Ξέρεις το δρόμο για να πας εκεί που ο ήλιος ανατέλλει, εκεί απ’ όπου έρχεται ζεστός ο άνεμος, ο ανατολικός; Ποιος άνοιξε αυλάκια για να πέφτει η μπόρα; ποιος δρόμο χάραξε στα νέφη που βροντούν; Ποιος προκαλεί βροχή στην άδεια στέπα, στην έρημο, που δεν υπάρχουν άνθρωποι; Ποιος τη στεγνή, τη διψασμένη γη ποτίζει, και κάνει να φυτρώνει το χορτάρι; Έχει η βροχή πατέρα; ποιος γέννησε τις στάλες της δροσιάς; Από ποιανού τα σπλάχνα βγήκε ο πάγος; την πάχνη ποιος τη γέννησε; Αυτά κάνουν τα ύδατα σαν πέτρα να σκληραίνουν και να παγώνει η επιφάνεια της θάλασσας. Μπορείς όλες μαζί να δέσεις τις Πλειάδες; να χαλαρώσεις τις χορδές του Ωρίωνα; Μπορείς να κάνεις να φανούν τα Ζώδια στον καιρό τους και τη Μεγάλη Άρκτο να οδηγήσεις μ’ όλα της τα μικρά; Ξέρεις τους νόμους που κυβερνούν τους ουρανούς; ή, μπορείς και στη γη να τους κάνεις να ισχύουν; Αν με κραυγές τα σύννεφα προστάξεις, θα ρίξουν τάχα τη βροχή τους πάνω σου; Μπορείς τις αστραπές κάτω στη γη να τις εξακοντίσεις; Αν τις καλέσεις, απαντούν στις προσταγές σου; Ποιος λέει στην ίβιδα πότε θα πλημμυρίσει ο Νείλος; Πότε θα ξημερώσει, ποιος το λέει στον πετεινό; Ποιος είναι αρκετά σοφός τα νέφη να μετρήσει, τις στάμνες τ’ ουρανού να γείρει για ν’ αδειάσουν, όταν οι χωματένιοι σβώλοι ενώνονται και γίνεται η γη σκληρή και συμπαγής; Μήπως βρίσκεις εσύ της λέαινας τη λεία; Μήπως εσύ χορταίνεις τα λιονταρόπουλα, σαν κρύβονται μες στις σπηλιές τους κι όταν παραμονεύουν στα λημέρια τους; Του κόρακα, ποιος του ετοιμάζει την τροφή του, όταν φωνάζουν τα μικρά του στο Θεό και τριγυρνάνε πεινασμένα; Ξέρεις την εποχή όπου γεννιούνται οι αίγαγροι; τις ελαφίνες πρόσεξες όταν κοιλοπονάνε; Μέτρησες πόσους μήνες κρατάει η εγκυμοσύνη τους; ξέρεις πότε είν’ ώρα να γεννήσουν; Κάθονται χαμηλά πάνω στα πόδια τους κι ελευθερώνονται απ’ τους πόνους τους. Τα μικρά δυναμώνουνε και μεγαλώνουν μες στους κάμπους· έπειτα φεύγουν και δεν ξαναγυρίζουν πια. Ποιος έδωσε ελευθερία στον όναγρο; ποιος τα δεσμά του έλυσε, τον άφησε να φύγει; Όρισα κατοικία του τη στέπα, τον έβαλα να ζήσει στη γη την αρμυρή. Περιγελά της πολιτείας το θόρυβο· ποτέ κανείς γαϊδουρολάτης δεν μπορεί να τον εξαναγκάσει να δουλέψει. Στα όρη τριγυρνά, που ’ναι η βοσκή του, ψάχνει να βρει να φάει όποιο χορτάρι πράσινο. Θαρρείς πως έχει διάθεση τ’ άγριο βουβάλι να σε υπηρετεί ή να περνά τις νύχτες στο παχνί σου; Θαρρείς πως θα δεχότανε να το τραβάς με το σκοινί για να οργώσει και να βολοκοπήσει το χωράφι σου; Μπορείς να βασιστείς στην υπερβολική του δύναμη και να του εμπιστευτείς τις πιο βαριές δουλειές σου; Θαρρείς πως θα σου κουβαλήσει τη σοδειά σου και πως θα τη συνάξει μες στ’ αλώνι σου; Χτυπάει η στρουθοκάμηλος εύθυμα τα φτερά της, μα να πετάξει δεν μπορεί καθώς ο πελαργός. Τ’ αυγά της τα εγκαταλείπει καταγής, τα εμπιστεύεται στη ζεστασιά της άμμου. Δε σκέφτεται ότι μπορεί κάποιος να τα πατήσει ή ένα ζώο άγριο να τα λιώσει κάτω απ’ το πέλμα του. Με τα μικρά της, μάνα είναι σκληρή η στρουθοκάμηλος, σαν να μην ήτανε δικά της· κι αδιαφορεί αν χαμένοι πάνε οι κόποι της. Κι αυτό γιατί εγώ σοφία δεν της έδωσα, ούτε μια στάλα νοημοσύνη. Μα όταν φοβηθεί και πάρει δρόμο τρέχοντας, ούτ’ άλογο ούτε καβαλλάρης δεν τη φτάνει. Μήπως εσύ έδωσες στο άλογο τη δύναμη κι έντυσες το λαιμό του με τη χαίτη; Μήπως εσύ άραγε μπορείς σαν ακρίδα να το κάνεις να πηδάει και τρόμο να σκορπά με το περήφανο χλιμίντρισμά του; Σκάβει το χώμα στην κοιλάδα όλο χαρά κι ορμά με δύναμη να αντικρούσει όπλα. Φόβος δεν ξέρει τι θα πει και δεν τρομάζει, ούτε οπισθοχωρεί μπρος στο σπαθί. Τα βέλη στη φαρέτρα κουρταλούν κι αστράφτουνε η λόγχη και το δόρυ. Τρέμει από έξαψη, ορμά καλπάζοντας μπροστά· δεν μπορεί να συγκρατηθεί, όταν η σάλπιγγα αντηχήσει. Στο κάθε σάλπισμα απαντά μ’ ένα χλιμίντρισμα, οσμίζεται από μακριά τη μάχη, τις βροντερές φωνές των αρχηγών και την πολεμική κραυγή. Απ’ τη δική σου τάχατε σοφία έμαθε το γεράκι να πετά, όταν απλώνει τα φτερά του προς το νότο; Μήπως με τη δική σου προσταγή πετάει ο αετός στα ύψη και χτίζει τη φωλιά του στα ψηλά; Μέσα στους βράχους κατοικεί σ’ απόκρημνες κορφές, σε μέρη απρόσιτα τη νύχτα του περνάει. Για την τροφή του από ’κει πάνω καιροφυλακτεί· τα μάτια του από μακριά την ξεδιακρίνουν. Τροφή για τα μικρά του είν’ το αίμα· γι’ αυτό όπου το πτώμα, εκεί κι οι αετοί. Ο Κύριος ρώτησε τον Ιώβ: «Θέλεις μ’ εμένα να φιλονικείς, τον Παντοδύναμο; Θέλεις να συνεχίσεις να μ’ επικρίνεις ή θα παραιτηθείς;» Τότε αποκρίθηκε ο Ιώβ στον Κύριο: «Εγώ είμ’ ασήμαντος! Τι θα μπορούσα να σου αποκριθώ; Δεν θα τ’ ανοίξω άλλο πια το στόμα μου. Μίλησα πιο πολύ απ’ ό,τι έπρεπε· δε θα ξαναμιλήσω πια». Τότε απάντησε ο Θεός στον Ιώβ μέσα από τον ανεμοστρόβιλο: Σαν άντρας τώρα σήκω απάνω· θα σε ρωτάω και εσύ θα μου αποκρίνεσαι. Θέλεις στ’ αλήθεια ν’ αποδείξεις πως είμαι άδικος, πως εγώ κάνω λάθος κι εσύ λες το σωστό; Είσαι το ίδιο σαν εμένα δυνατός; μπορεί η φωνή σου να βροντά σαν τη δική μου; Τότε στολίσου με λαμπρότητα κι υπεροχή, ντύσου με δόξα και μεγαλοπρέπεια. Άσε το φοβερό θυμό σου να ξεσπάσει· όλους τους αλαζόνες μ’ ένα σου βλέμμα ταπείνωσε. Με τη ματιά σου κάν’ τους να υποκύψουν, αν μπορείς, και σύντριψε τους ασεβείς εκεί που βρίσκονται. Όλους μέσα στο χώμα καταχώνιασέ τους κι αφάνισέ τους μες στη γη. Τότε πρώτος εγώ θα σε παινέψω γιατί θα ’χεις νικήσει με τη δική σου δύναμη. Κοίτα τον ιπποπόταμο. Είναι κι αυτός καθώς εσύ, το δημιούργημά μου· κι αυτός όπως το βόδι με το χορτάρι τρέφεται. Αλλά δες πόση δύναμη έχει η μέση του, πόσο γεροί είναι οι μυώνες της κοιλιάς του! Ορθώνεται η ουρά του καθώς του κέδρου ο κορμός, είναι γεροί σαν παλαμάρια των μηρών του οι τένοντες. Είναι τα κόκαλά του δυνατά καθώς σωλήνες ορειχάλκινοι, σαν βέργες σιδερένιες τα πλευρά του. Είν’ ένα αριστούργημα μες στη δημιουργία μου· μονάχα ο πλάστης του μπορεί να τον δαμάσει. Στα όρη πάνω βρίσκει τη βοσκή του εκεί που παίζουν όλα τα ζώα τ’ άγρια. Κάτω από τους λωτούς πλαγιάζει, κρύβεται ανάμεσα στων βάλτων τις καλαμιές. Με τη σκιά τους τον σκεπάζουν οι λωτοί και βρίσκει καταφύγιο στις λεύκες του χειμάρρου. Ακόμα κι όταν ανεβαίνουν τα νερά αυτός την ηρεμία του δεν την χάνει. Κι αν το ποτάμι με ορμή μπαίνει στο στόμα του, ο ιπποπόταμος δεν τρέχει να σωθεί. Ωστόσο μπορεί κάποιος να του αντιταχθεί και να τον πιάσει; να του τρυπήσει τα ρουθούνια και να τον δέσει με σκοινιά; Μπορείς να πιάσεις τον κροκόδειλο με αγκίστρι, έτσι που με την καθετή τη γλώσσα του να την τραβήξεις κάτω; Μπορείς σκοινί από βούρλα να περάσεις στο ρύγχος του και να τρυπήσεις τα σαγόνια του με γάντζο; Τάχα θα σε θερμοπαρακαλέσει; θα σου μιλήσει μήπως τρυφερά; Θα κλείσει τάχα συμφωνία μαζί σου ώστε να μπει στη δούλεψή σου για παντοτινά; Θα ’παιζες τάχατε μαζί με τον κροκόδειλο όπως μ’ ένα μικρό πουλί; ή, θα τον έδενες ποτέ με αλυσίδα να ’χουν οι κόρες σου διασκέδαση; Θαρρείς πως οι ψαράδες θα τον παζαρέψουν και σε κομμάτια θα τον μοιραστούν οι έμποροι; Μπορείς να κάνεις διάτρητο το δέρμα του με βέλη και με καμάκια να διαπεράσεις το κεφάλι του; Δοκίμασε να βάλεις πάνω του το χέρι σου· τη μάχη που θα γίνει δε θα την ξεχάσεις και δε θα το τολμήσεις πια. Όποιος νομίζει πως μπορεί να τον νικήσει τον κροκόδειλο, τον εαυτό του απατά· αρκεί μονάχα η όψη του ξερό στη γη για να σε ρίξει. Ποιος θά ’ταν τόσο ριψοκίνδυνος για να τολμήσει να τον προκαλέσει; Και ποιος ακόμα τολμηρότερος σ’ εμένα για ν’ αντισταθεί; Ποιος προηγήθηκε στα δώρα του ώστε να στείλω να τ’ ανταποδώσω; Δικά μου είν’ όσα υπάρχουνε κάτω απ’ τον ουρανό. Θα πω ακόμα για τα μέλη του κροκόδειλου, το σφρίγος του και την αρμονική κατασκευή του: Ποιος να τολμήσει από εμπρός ν’ ανοίξει το χιτώνα του και στο διπλό του θώρακα ποιος να εισχωρήσει; Ποιος θα τολμήσει να του ανοίξει του στόματός του τη μεγάλη πύλη, που τη φρουρούν τα φοβερά τα δόντια του; Είναι η ράχη του όλη καμωμένη από ασπίδες στερεές, σφιχτά συγκολλημένες, αδιαπέραστες. Η καθεμιά προσαρμοσμένη με την άλλη έτσι που μήτε αέρας να μπορεί ανάμεσά τους να περάσει. Η μια ενωμένη με την άλλη τόσο σφιχτά που τίποτα να μην μπορεί να τις χωρίσει. Στο φτέρνισμα του κροκοδείλου λαμπυρίζουν τα νερά στο φως, σαν την αυγή διάπυρα είν’ τα μάτια του. Φλόγινες γλώσσες ξεπηδούν από το στόμα του κι εκσφενδονίζονται δεμάτια σπίθες. Αχνός απ’ τα ρουθούνια του σκορπιέται σαν από χύτρα που κοχλάζει ή από λέβητα. Τόσο είν’ η ανάσα του καυτή που ανάβει κάρβουνα· από το στόμα του πηδάνε φλόγες. Στον τράχηλό του έχει τόση δύναμη ο κροκόδειλος, ώστε καθένας που τον συναντά, τρομάζει. Τα τμήματα της σάρκας του είναι συγκολλημένα μεταξύ τους, στερεωμένα πάνω του κι ανυποχώρητα. Είναι σκληρή η καρδιά του σαν την πέτρα και σταθερή καθώς η κάτω ακίνητη μυλόπετρα. Όταν ορθώνεται ο κροκόδειλος, τρέμουν ακόμα κι οι πιο δυνατοί, και πανικόβλητοι υποχωρούνε. Ξίφος κι αν τον χτυπήσει, εκείνος δεν πληγώνεται ούτε από δόρυ, ακόντιο ή βέλος. Το σίδερο είναι γι’ αυτόν σαν το άχυρο, κι είν’ ο χαλκός σαν ξύλο σάπιο. Δε θα μπορέσουνε του τόξου οι ριπές σε φυγή τον κροκόδειλο να τρέψουν· οι πέτρες της σφεντόνας είναι γι’ αυτόν σαν του σταριού το άχυρο. Κομμάτι σταχοκάλαμο είναι γι’ αυτόν το ρόπαλο· γελάει όταν τα δόρατα στ’ αυτιά του πλάι σφυρίζουν. Έχει εξογκώματα από κάτω στην κοιλιά του σαν πέτρες κοφτερές· περνάει κι αφήνει αυλακιές στη λάσπη σαν τον βολοκόπο. Το βυθό κάνει να κοχλάζει σαν καζάνι, ο κροκόδειλος, τη θάλασσα να μοιάζει χύτρα όπου ετοιμάζονται αλοιφές. Πίσω του αφήνει λαμπερό ένα χνάρι κι αποκτά κόμη λευκασμένη ο απύθμενος ωκεανός. Πάνω στη γη δε βρίσκεται τίποτα όμοιό του, πλάστηκε να ’ναι ατρόμητος. Κοιτάει με συγκατάβαση τα ζώα τα πιο αγέρωχα· εκείνος είν’ ο βασιλιάς σ’ όλα τ’ άγρια θεριά. Τότε αποκρίθηκε ο Ιώβ στον Κύριο: «Ξέρω πως τίποτα για σε δεν είν’ αδύνατο κι όλα όσα στοχάζεσαι μπορείς και να τα πράξεις. Ρωτάς ποιος είμαι που τολμώ ν’ αμφισβητώ τα σχέδιά σου, καθώς για πράγματα μιλώ που δεν καταλαβαίνω. Αλήθεια, μίλησα για πράγματα που δεν τα καταλάβαινα, πολύ μεγάλα, θαυμαστά κι ασύλληπτα για μένα. Μου ζητάς πρώτα να σ’ ακούσω όσο μιλάς κι ύστερα ν’ απαντήσω εγώ στις ερωτήσεις σου. Τότε σε γνώριζα μονάχα απ’ όσα είχα για σένα ακουστά· μα τώρα με τα μάτια μου σε είδα. Γι’ αυτό, ανακαλώ τα όσα είπα και ντρέπομαι γι’ αυτά. Μέσα στο χώμα και στη στάχτη ταπεινώνομαι». Όταν ο Κύριος έπαψε να μιλάει με τον Ιώβ, είπε στον Ελιφάζ τον Ταιμανίτη: «Θύμωσα πολύ μ’ εσένα και με τους δύο φίλους σου, γιατί δε μιλήσατε σωστά για μένα, όπως ο δούλος μου ο Ιώβ. Τώρα λοιπόν πάρτε εφτά μοσχάρια και εφτά κριάρια και πηγαίνετε να βρείτε το δούλο μου τον Ιώβ και να τα προσφέρετε ολοκαύτωμα για την ενοχή σας. Να προσευχηθεί για σας ο δούλος μου ο Ιώβ κι εγώ θα δεχτώ με ευμένεια την προσευχή του και δε θα σας μεταχειριστώ κατά πώς ταιριάζει στην αφροσύνη σας». Τότε ο Ελιφάζ ο Ταιμανίτης, ο Βιλδάδ ο Σουχίτης και ο Σωχάρ ο Νααμαθίτης έφυγαν καί έκαναν όπως τους είπε ο Κύριος. Και ο Κύριος δέχτηκε με ευμένεια την προσευχή του Ιώβ. Όταν ο Ιώβ προσευχήθηκε για τους φίλους του, ο Κύριος του έδωσε πάλι πλούτη, και μάλιστα διπλάσια απ’ όσα είχε πριν. Τότε τον επισκέφθηκαν όλοι οι αδερφοί του κι οι αδερφές του και όλοι οι παλιοί του γνώριμοι. Καθώς έτρωγαν στο σπίτι του μαζί του, του έδειξαν πως συμμετέχουν στον πόνο του και τον παρηγόρησαν για όλες τις δυστυχίες που του είχε στείλει ο Κύριος. Και ο καθένας τους του χάρισε ένα νόμισμα και ένα χρυσό δαχτυλίδι. Στα χρόνια που ακολούθησαν, ο Κύριος ευλόγησε τον Ιώβ περισσότερο από πριν. Έτσι ο Ιώβ απέκτησε δεκατέσσερις χιλιάδες πρόβατα και έξι χιλιάδες καμήλες, χίλια ζευγάρια βόδια καί χίλια γαϊδούρια. Απέκτησε ακόμα εφτά γιους και τρεις θυγατέρες. Την πρώτη την ονόμασε Ιεμιμά (Περιστέρα), τη δεύτερη Κεσία (Κανελλολούλουδο) και την τρίτη Κέρεν-Αππούχ (Θήκη Καλλυντικών). Σε κανένα μέρος της γης δεν υπήρχαν τόσο ωραίες γυναίκες, σαν τις κόρες του Ιώβ. Ο πατέρας τους τούς έδωσε κληρονομικό μερίδιο όπως και στους αδερφούς τους. Μετά απ’ αυτά τα γεγονότα ο Ιώβ έζησε εκατόν σαράντα χρόνια, και είδε τα παιδιά του και τα παιδιά των παιδιών του, τέσσερις γενιές. Πέθανε μακροήμερος σε βαθιά γεράματα. Μακάριος ο άνθρωπος που μ’ ασεβών ιδέες δεν πορεύτηκε ούτε σ’ αμαρτωλών το δρόμο στάθηκε κι ούτε συναναστράφηκε με θεομπαίχτες. Αντίθετα, είναι με το νόμο του Κυρίου σύμφωνο ό,τι επιθυμεί, μέρα νύχτα στοχάζεται το νόμο του. Γι’ αυτό σαν δέντρο γίνεται που είναι φυτεμένο εκεί που τρέχουν τα νερά. Δίνει τους καρπούς του στον καιρό του, το φύλλωμά του δεν μαραίνεται ποτέ και πετυχαίνει το καθετί που κάνει. Δεν είναι έτσι οι ασεβείς, δεν είναι! Αυτοί είναι σαν τ’ άχυρο, π’ αέρας το σκορπίζει. Γι’ αυτό και δεν θα παρουσιαστούν οι ασεβείς κατά την κρίση, ούτε οι αμαρτωλοί θα συναχθούν μαζί με τους δικαίους. Γιατί ο Κύριος εκτιμάει των δίκαιων τη συμπεριφορά, ενώ η συμπεριφορά των ασεβών οδηγεί στην καταστροφή. Γιατί στα έθνη ταραχή κι οι λαοί ματαιότητες σιγανοψιθυρίζουν; Της γης οι βασιλιάδες συσπειρώθηκαν κι οι άρχοντες μαζεύτηκαν ενάντια στον Κύριο, στον εκλεκτό του ενάντια, και σκέφτονται: «Ας σπάσουμε τα δεσμά τους, τις αλυσίδες τους ας τις αποτινάξουμε». Θ’ αναγελάσει εκείνος που ’χει στους ουρανούς το θρόνο του· θα τους χλευάσει ο Κύριος! Θα τους μιλήσει τότε οργισμένος, με το θυμό του θα τους συνταράξει: «Εγώ» –θα πει– «έχρισα στη Σιών το βασιλιά μου, στο άγιο μου βουνό». Διακηρύττω εκείνο που ο Κύριος αποφάσισε. Μου είπε: «Γιος μου είσ’ εσύ· σήμερα εγώ σε γέννησα. Ζήτα μου και θα σου χαρίσω όλους τους λαούς, στην κατοχή σου θα ’ναι ως και τα πέρατα της γης. Με σιδερένιο χέρι θα τους κυβερνήσεις, θα τους συντρίψεις σαν να ’ταν καμωμένοι από πηλό». Τώρα, λοιπόν, συνετιστείτε, βασιλιάδες· του κόσμου κυβερνήτες διδαχτείτε. Τον Κύριο με φόβο υπηρετήστε και με τρόμο γιορτάστε γι’ αυτόν. Αποδώστε στο γιο του την τιμή που του αξίζει· αλλιώς θα οργιστεί και θα χαθείτε απ’ της ζωής το δρόμο, γιατί ο θυμός του θα ξεσπάσει. Μακάριοι όσοι προσφεύγουνε σ’ αυτόν! Ψαλμός του Δαβίδ όταν τον καταδίωκε ο γιος του ο Αβεσσαλώμ. Κύριε, πώς πλήθυναν οι εχθροί μου! Πολλοί στρέφονται εναντίον μου. Πολλοί μου λένε: «Απ’ το Θεό για σένα σωτηρία δεν υπάρχει». Εσύ όμως, Κύριε, είσαι ασπίδα προστασίας μου· μου ξαναδίνεις την τιμή γιατί με δικαιώνεις. Καλώ με τη φωνή μου το Θεό και μ’ αποκρίνεται απ’ το βουνό της αγιότητάς του. Εγώ πλάγιασα, αποκοιμήθηκα και ξύπνησα· θα με βοηθήσει ο Κύριος. Δε σκιάζομαι πολυάριθμο λαό, που μ’ έχθρα με κυκλώνει. Έλα, Κύριε, σώσε με, Θεέ μου! Τσάκισες των εχθρών μου την ισχύ, των ασεβών τη βιαιότητα τη σύντριψες. Η σωτηρία ήρθε, Κύριε, από σένα και στο λαό σου η ευλογία σου. Στον πρωτοψάλτη, με λαούτο. Ψαλμός του Δαβίδ. Στην ικεσία μου αποκρίσου, Θεέ, που κάνεις για μένα ό,τι είναι δίκαιο. Στη θλίψη με ανακούφισες. Ελέησέ με τώρα και πρόσεξε την προσευχή μου. Ω, εσείς σπουδαίοι, ως πότε θα βλασφημείτε τη δόξα μου; Γιατί αγαπάτε τα μηδαμινά, το ψέμα κυνηγάτε; Μάθετε ότι ο Κύριος στην πρώτη θέση μ’ έβαλε, όπως και κάθε γνήσιο πιστό του· ο Κύριος μ’ ακούει όταν βοήθεια του ζητώ. Να οργιστείτε αλλά μην αμαρτήσετε. συλλογιστείτε στο κρεβάτι σας και ησυχάστε. Προσφέρτε τις θυσίες που του πρέπουν κι έχετε την εμπιστοσύνη σας στον Κύριο. Λένε πολλοί: «Ποιος θα μας δείξει το καλό; Χάθηκε, Κύριε, η χαρά που ’δινε η παρουσία σου». Σ’ εμένα όμως έδωσες χαρά, πιότερο απ’ αυτήν που έχουν εκείνοι, όταν πληθαίνουν τα γεννήματα και τα κρασιά τους. Πλαγιάζω με ειρήνη και θ’ αποκοιμηθώ, γιατί μόνο εσύ, Κύριε, κάνεις με σιγουριά να ζω. Στον πρωτοψάλτη· με το νεχιλώθ. Ψαλμός του Δαβίδ. Κύριε, άκουσε τα λόγια μου· στο θρήνο μου στρέψε την προσοχή σου. Πρόσεξε την κραυγή μου για βοήθεια, Θεέ μου και βασιλιά μου, γιατί σ’ εσένα δέομαι. Κύριε, το πρωί θ’ ακούσεις τη φωνή μου, θυσία για σένα θα ετοιμάσω το πρωί, και θα προσμένω απόκριση. Γιατί δεν είσ’ εσύ Θεός που την ασέβεια θέλει· κοντά σου η πονηριά είν’ αδύνατο να φιλοξενηθεί. Οι άφρονες δεν θα σταθούν αντίκρυ σου· μίσησες όλους που την ανομία πράττουν. Όλους τους ψεύτες τούς εξόντωσες· αιμοχαρείς και ύπουλους ο Κύριος τους απεχθάνεται. Εγώ, χάρη στην άπειρη ευσπλαχνία σου στον οίκο σου θα μπω, μ’ ευσέβεια θα προσκυνήσω στον άγιο σου ναό. Οδήγησέ με, Κύριε, με τη δικαιοσύνη σου ώστε να λυπηθούν οι εχθροί μου· κοντά σου βόηθα με να ’ρθώ. Στο στόμα τους η αλήθεια δεν στεριώνει, μέσα τους έχουν διαφθορά· τάφος ολάνοιχτος ο λάρυγγάς τους και κολακεύει η γλώσσα τους. Άσ’ τους, Θεέ, στην καταδίκη τους· ας αποτύχουν τα σχέδιά τους! Διώξ’ τους για τις πολλές τους ανομίες, αφού στραφήκαν εναντίον σου. Όσοι σ’ εσένα ελπίζουν ας ευφραίνονται, ας χαίρονται παντοτινά, γιατί τους προστατεύεις· και τ’ όνομά σου όσοι αγαπούν, για σένανε ας καυχιούνται. Τον δίκαιο εσύ, Κύριε, τον ευλογείς· ωσάν ασπίδα η εύνοιά σου τον σκεπάζει. Στον πρωτοψάλτη, με οκτάχορδο λαούτο. Ψαλμός του Δαβίδ. Κύριε, μη με δικάσεις πάνω στο θυμό σου· μες στην οργή σου μη με τιμωρήσεις. Ελέησέ με, Κύριε, γιατί είμ’ αδύναμος· θεράπευσέ με, Κύριε, γιατί τα κόκαλά μου τρέμουν και πολύ συνταράζεται η ψυχή μου. Αλλά ως πότε, Κύριε, εσύ θα μένεις απαθής; Έλα, Κύριε, λύτρωσε τη ζωή μου· σώσε με, χάρη στην ευσπλαχνία σου. Γιατί νεκρός κανείς δε σε θυμάται! Ποιος μες στον άδη σε δοξολογεί; Από τους στεναγμούς μου απόκαμα· στην κλίνη μου όλη τη νύχτα κλαίω, με δάκρυα πλημμυρώ το στρώμα μου. Το φως μου απ’ την εξάντληση αδυνάτισε· καταρρακώθηκα απ’ όλη αυτή τη θλίψη. Μακριά από μένα φύγετε της ανομίας οι εργάτες όλοι· γιατί ο Κύριος άκουσε του θρήνου μου τον ήχο. Άκουσε ο Κύριος τη δέησή μου, δέχτηκε ο Κύριος το αίτημά μου. Θα ντροπιαστούν, θα ταραχτούν πολύ οι εχθροί μου όλοι· θα τραβηχτούνε πίσω, θα καταντροπιαστούνε ξαφνικά. Σιγαϊών του Δαβίδ. Το έψαλε στον Κύριο για τις πράξεις του Βενιαμινίτη Χους. Κύριε, Θεέ μου, σ’ εσένα καταφεύγω· σώσε με από τον κάθε διώχτη μου και ελευθέρωσέ με· να μην αρπάξει σαν λιοντάρι τη ζωή μου και την κατασπαράξει, και τότε ούτ’ ένας να με σώσει δε θα μπορεί. Κύριε, Θεέ μου, δεν έπραξα αυτό που με κατηγορούν, ούτ’ έκανα καμιά παρανομία· δεν ανταπόδωσα κακό σ’ αυτόν που ειρηνικά μού φέρθηκε, τους εχθρούς μου αναίτια δεν τους λεηλάτησα. Αλλιώς, ας με καταδιώξουν οι εχθροί μου κι ας με φτάσουν· και τη ζωή μου ας την ποδοπατήσουνε στη γη· στο χώμα ας ρίξουν την ατίμητη ύπαρξή μου. Έλα, Κύριε, μέσα στην οργή σου, ορθώσου ενάντια στη μανία των εχθρών μου· υπερασπίσου με στην κρίση που εσύ όρισες. Θα σε περιστοιχίζει των λαών η σύναξη· στο θρόνο κάθισε ψηλά πάνω απ’ αυτούς. Εσύ, Κύριε, που κρίνεις τους λαούς. κρίνε με κι ευνόησε το δίκιο μου, την αθωότητά μου. Ας σταματήσει πια η κακία των ασεβών· και στέριωσε τον άνθρωπο τον δίκαιο, εσύ που ξέρεις σ’ όλο τους το βάθος σκέψεις κι επιθυμίες, δίκαιε Θεέ. Με προστατεύει ο Θεός, τους τίμιους τους σώζει. Ο Θεός είναι δίκαιος κριτής, τον ένοχο παντοτινά καταδικάζει. Αν δεν μετανοήσουν οι ασεβείς, θα κάνει πιο βαριά την τιμωρία· τέντωσε τη χορδή του τόξου και σκοπεύει. Γι’ αυτούς ετοίμασε τα όπλα του θανάτου· πάνω τους ρίχνει βέλη πύρινα. Να, ο άνομος κυοφορεί· την πονηρία συνέλαβε, γεννοβολάει το ψέμα. Έσκαψε λάκκο και τον βάθυνε· όμως αυτός θα πέσει στο βόθρο που ετοίμασε. Πάνω στην κεφαλή του ξαναγυρνά η κακία του, και πέφτει η ανομία του πάνω στο μέτωπό του. Τον Κύριο θα δοξολογώ για τη δικαιοσύνη του· θα ψάλλω του Κυρίου του ύψιστου την ύπαρξη. Στον πρωτοψάλτη, όπως το γκιττίθ. Ψαλμός του Δαβίδ. Δέσποτα, Κύριέ μας, πόσο είναι θαυμαστή η ύπαρξή σου σ’ ολόκληρη τη γη! Τη δόξα σου ως τους ουρανούς θα ψάλλω. Την κραυγή των μικρών και των ανίσχυρων την κάνεις δύναμη εναντίον των εχθρών σου, ώστε να βουβαθεί ο εχθρός κι ο διώκτης τους. Όσες φορές βλέπω στους ουρανούς σου –έργα της αξιοσύνης σου– τ’ αστέρια, τη σελήνη, που εσύ τα στέριωσες, αναλογίζομαι: Τι τάχα είν’ ο άνθρωπος ώστε να τον φροντίζεις; ο κάτοικος της γης ώστε να νοιάζεσαι γι’ αυτόν; Τον έκανες ωστόσο λίγο μικρότερο από σένα· με δόξα τον στεφάνωσες και με τιμή. Κύριο τον έκανες πάνω στα πλάσματά σου, όλα στην εξουσία του τα ’δωσες. Όλα τα πρόβατα, τα βόδια, ακόμη και τα ζώα τ’ άγρια, τ’ ουρανού τα πετούμενα, της θάλασσας τα ψάρια κι αυτά που πλέουν στους δρόμους των νερών. Δέσποτα, Κύριέ μας, πόσο είναι θαυμαστή η ύπαρξή σου σ’ ολόκληρη τη γη! Στον πρωτοψάλτη, για μουθ-λαββέν. Ψαλμός του Δαβίδ. Μ’ όλη μου, Κύριε, την καρδιά θα σε δοξολογήσω· τα έργα σου τα θαυμαστά όλα θα τα ιστορήσω. Θα ευφρανθώ και θα χαρώ μ’ εσένα, Ύψιστε· την ύπαρξή σου θ’ ανυμνήσω, Οι εχθροί μου όλοι θα υποχωρήσουνε, θα σκύψουν, θα εξαφανιστούν από μπροστά σου. Το δίκιο μου και την υπόθεσή μου υποστήριξες, όταν σε θρόνο κάθισες δίκαιου κριτή. Τους άλλους τους λαούς τους εξουθένωσες, ξολόθρεψες τον ασεβή· την ύπαρξή του για πάντα εξαφάνισες. Η εξόντωση του εχθρού ολοκληρώθηκε, τις πόλεις του ισοπέδωσες· κανένας πια δεν τις θυμάται. Ο Κύριος όμως μένει αιώνια· το θρόνο του για κρίση ετοιμάζει. Κι αυτός την οικουμένη θα την κρίνει δίκαια· αμερόληπτα θα κρίνει τους λαούς. Ο Κύριος είναι η προστασία του φτωχού, στους δύσκολους καιρούς το καταφύγιο. Κι όσοι την ύπαρξή σου ξέρουν, σ’ εσένα ελπίζουν, Κύριε, γιατί δεν εγκατέλειψες αυτούς που σε ζητάνε. Ψάλτε στον Κύριο, που μένει στη Σιών· κηρύξτε στους λαούς τα θαυμαστά του έργα. Επειδή τους θυμήθηκε, όταν την αιματοχυσία τιμώρησε· δεν ξέχασε των καταπιεσμένων την κραυγή. Ελέησέ με, Κύριε· δες την κατάντια όπου μ’ έφεραν οι εχθροί μου, εσύ που με αποτραβάς από τις πύλες του άδη, για να ιστορήσω στης Ιερουσαλήμ τις πύλες όλα τα έργα σου τα θαυμαστά. Θ’ αναγαλλιάσω για τη σωτηρία που εσύ μου δίνεις. Τα έθνη πέσαν μες στο λάκκο που έσκαψαν· μες στην κρυμμένη τους παγίδα πιάστηκε το πόδι τους. Ο Κύριος γνωρίζεται από τη δίκαιη που κάνει κρίση· και παγιδεύεται ο ασεβής απ’ των χεριών του το έργο. Στον άδη θα επιστρέψουν οι ασεβείς· τα έθνη αυτά που το Θεό ξεχνάνε. Γιατί δε θα λησμονηθεί ποτέ ο φτωχός· ποτέ δε χάνεται των δύστυχων η ελπίδα. Σήκω, Κύριε! Ας μην υπερισχύσει ο άνθρωπος· και από σένα οι εθνικοί ας κριθούνε. Δώσε τους φόβο, Κύριε! Οι ειδωλολάτρες ας νιώσουνε πως είναι άνθρωποι. Αλληλούια! Αινείτε τον Κύριο! Αινείτε τον Κύριο απ’ τους ουρανούς, αινείτε τον στα ύψη! Αυτόν αινείτε όλοι του οι άγγελοι, αινείτε τον όλες του οι ουράνιες δυνάμεις! Αυτόν αινείτε ο ήλιος κι η σελήνη, αινείτε τον όλα τ’ άστρα τα φωτεινά! Αινείτε τον οι ουρανοί των ουρανών, και τα νερά που ’ναι πιο πάνω απ’ τα ουράνια! Την ύπαρξη ας αινούνε του Κυρίου, γιατί αυτός το πρόσταξε και γίνανε. Τα στέριωσε για πάντα, για αιώνια, έδωσε νόμο και δε θα τον παραβούν. Αινείτε τον Κύριο απ’ τη γη, θάλασσα, κήτη κι όλοι οι βυθοί! Φωτιά και χαλάζι, χιόνι κι ομίχλη, ανεμοθύελλα, εσείς που εκτελείτε τις προσταγές του! Βουνά κι όλα τα υψώματα, δέντρα οπωροφόρα κι όλοι οι κέδροι. Άγρια ζώα κι όλα τα ήμερα, όλα όσα έρπετε κι όσα πετάτε! Βασιλιάδες της γης κι όλοι οι λαοί· άρχοντες, και της γης οι κυβερνήτες όλοι! Κοπέλες, παλικάρια, γέροντες και παιδιά μαζί! Τ’ όνομα του Κυρίου ας αινούν, γιατί μονάχα η ύπαρξή του υπερέχει· η δόξα του κυριαρχεί σε γη και ουρανό! Το κύρος του λαού του εξύψωσε· ώστε να τον υμνούν όλοι οι πιστοί του, όλος ο λαός του Ισραήλ, που ’ναι δικός του και αγαπημένος του. Αινείτε τον Κύριο! Αλληλούια! Αλληλούια! Αινείτε τον Κύριο! Ψάλτε στον Κύριο τραγούδι νέο· υμνήστε τον μες στων πιστών τη σύναξη! Ας χαίρεται ο Ισραήλ για το δημιουργό του, ας νιώθουν για το βασιλιά τους αγαλλίαση οι κάτοικοι της Σιών! Το όνομά του ας αινούν με κυκλικό χορό· με τύμπανο και με κιθάρα ας τον υμνούνε! Γιατί ο Κύριος με το λαό του ευφραίνεται, τιμάει τους ταπεινούς καθώς τους σώζει. Ας αλαλάζουν οι πιστοί μέσα στο θρίαμβο! Στο στρώμα τους χαρούμενοι ας ψάλλουν! Ας έχουνε στο στόμα τους τον ύμνο του Θεού κι αμφίστομα σπαθιά στα χέρια τους! Για να πάρουν εκδίκηση απ’ τους ειδωλολάτρες, και ανταπόδοση απ’ τους λαούς· τους βασιλιάδες τους ν’ αλυσοδέσουν, και στα δεσμά να βάλουν τους ηγεμόνες τους. Να εκτελέσουν εναντίον τους την καταδίκη απ’ το Θεό, όπως είναι γραμμένη. Αυτή η τιμή ανήκει σ’ όλους τους πιστούς του. Αινείτε τον Κύριο! Αλληλούια! Αλληλούια! Αινείτε τον Κύριο! Αινείτε το Θεό μέσα στον άγιο του ναό! Αινείτε τον μες στο στερέωμα που λάμπει η δύναμή του! Αυτόν αινείτε για τις μεγαλοσύνες του, αινείτε τον για το άπειρο που έχει μεγαλείο. Αυτόν αινείτε με της σάλπιγγας τους ήχους, αινείτε τον με λαούτο και κιθάρα! Αυτόν αινείτε με το τύμπανο και με τον κυκλικό χορό, αινείτε τον με έγχορδα και με φλογέρα! Αυτόν αινείτε με τα κρόταλα τα ηχηρά, αινείτε τον με κύμβαλα που αλαλάζουν. Καθετί που ανασαίνει ας αινεί τον Κύριο! Αινείτε τον Κύριο! Αλληλούια! Συμβουλές με μορφή παροιμιών, που παραδόθηκαν από το Σολομώντα, γιο του Δαβίδ και βασιλιά του Ισραήλ. Οι παροιμίες αυτές βοηθούν ν’ αποκτήσει κανείς σοφία, να καλλιεργηθεί και να καταλαβαίνει τα σοφά αποφθέγματα. Διδάσκουν πώς να ζει κανείς με φρόνηση και να είναι τίμιος, δίκαιος και ειλικρινής. Οξύνουν την κρίση του αμαθή και δίνουν στους νέους γνώση και αξιοσύνη. Ο σοφός που ακούει αυτές τις παροιμίες, ασφαλώς θ’ αυξήσει τις γνώσεις του· κι ο εκπαιδευμένος θ’ αποκτήσει βοηθητικές συμβουλές για τη ζωή. Μ’ αυτό το βιβλίο θα μπορεί κανείς να κατανοεί τα όσα λένε οι σοφοί δάσκαλοι: τα αποφθέγματά τους, τις παροιμίες τους, τις αλληγορίες τους και τα αινίγματά τους. Η βάση της σοφίας είναι ο σεβασμός στον Κύριο· οι ανόητοι περιφρονούν τη σοφία και τη διδαχή. Άκουσε γιε μου του πατέρα σου τη διδαχή και μην περιφρονήσεις της μητέρας σου τις συμβουλές· γιατί στεφάνι ομορφιάς είναι αυτά για το κεφάλι σου και περιδέραιο για το λαιμό σου. Γιε μου, αν θελήσουν οι αμαρτωλοί να σε παραπλανήσουν, μην υποχωρήσεις. Αυτοί μπορεί να σου πουν: «Έλα μαζί μας να στήσουμε καρτέρι για φόνο, τους αθώους να παγιδέψουμε, ζωντανούς να τους καταπιούμε ολόκληρους, όπως τους καταπίνει ο άδης και πάνε στον τάφο· θα βρούμε πολύτιμα αγαθά, θα γεμίσουμε τα σπίτια μας λάφυρα· θα ’χεις κι εσύ το μερτικό σου, κοινό ταμείο θα ’χουμε». Γιε μου, μαζί τους μη συμπορευτείς, φύγε μακριά τους! Τα πόδια τους τρέχουνε στο κακό και βιάζονται να χύσουν αίμα. Μάταια όμως απλώνουν δίχτυ μπρος στα μάτια των πουλιών· αυτοί στήνουν ενέδρες αλλά χύνουν το δικό τους αίμα· βάζουν παγίδες αλλά παγιδεύονται οι ίδιοι. Αυτό συμβαίνει σ’ όλους αυτούς που βγάζουν κέρδη παράνομα· η πλεονεξία αρπάζει τη ζωή όσων σ’ εκείνην παραδίνονται. Η Σοφία φωνάζει δυνατά στους δρόμους και στις πλατείες. Στα πολύβουα σταυροδρόμια κραυγάζει· στις πύλες της πολιτείας στέλνει τα μηνύματά της: «Ως πότε, εσείς ανόητοι, την ανοησία θ’ αγαπάτε; Ως πότε οι χλευαστές θα ευχαριστιούνται να χλευάζουν και οι αστόχαστοι τη γνώση θα μισούν; Ακούστε την επίπληξή μου· τότε θα σας χαρίσω άφθονο το πνεύμα μου και θα σας κάνω να κατανοήσετε τα λόγια μου. Σας προσκάλεσα αλλά εσείς αρνηθήκατε· πρόσφερα το χέρι μου μα ούτ’ ένας δεν έδωσε προσοχή. Απορρίψατε όλες μου τις συμβουλές και περιφρονήσατε τις επιπλήξεις μου. Γι’ αυτό κι εγώ με την καταστροφή σας θα γελάσω, θα σας ειρωνευτώ όταν σας κυριέψει ο τρόμος· όταν πέσει σαν θύελλα πάνω σας, κι ο όλεθρός σας έρθει σαν ανεμοζάλη, όταν η θλίψη κι η στενοχώρια ξεσπάσουν πάνω σας. Τότε θα με φωνάζετε μα εγώ δε θ’ αποκρίνομαι· θα με αναζητάτε αλλά δεν θα με βρίσκετε. »Περιφρονήσατε τη γνώση και δεν προτιμήσατε τη θεοσέβεια· δε θελήσατε τη συμβουλή μου και αγνοήσατε όλες μου τις επιπλήξεις. Γι’ αυτό θα γευτείτε της συμπεριφοράς σας τους καρπούς, θα χορτάσετε από τα πονηρά σας σχέδια. Γιατί η απείθεια στο Θεό σκοτώνει τους ανόητους κι η αδιαφορία τούς ασυλλόγιστους τους καταστρέφει· ενώ εκείνος που με ακούει θα ζει με ασφάλεια και θα ’ναι ήσυχος απ’ του κακού τον τρόμο». Γιε μου, δέξου τα λόγια μου, και να φυλάς σαν θησαυρό τις συμβουλές μου, ώστε το αυτί σου να προσέχει στη σοφία και προς τη φρόνηση να κατευθύνεται η καρδιά σου· να προσφεύγεις στη φρόνηση, να επικαλείσαι τη σύνεση· να την αναζητάς καθώς το ασήμι, να τη γυρεύεις σαν κρυμμένο θησαυρό. Τότε θα μάθεις να σέβεσαι το Θεό και θα τον γνωρίσεις. Πράγματι, ο Κύριος δίνει σοφία· απ’ αυτόν προέρχονται γνώση και φρόνηση. Αυτός εξασφαλίζει βοήθεια στους ευθείς, γίνεται ασπίδα γι’ αυτούς που ζούνε τίμια· υπερασπίζεται αυτούς που φέρνονται με δικαιοσύνη και την πορεία των αφοσιωμένων του την προστατεύει. Αν δέχεσαι τα λόγια μου, τότε θα καταλάβεις τι είναι δικαιοσύνη, κρίση, ευθύτητα, και ποιο είναι το σωστό. Όταν η σοφία μες στην καρδιά σου μπει κι απόλαυσή σου γίνει η γνώση, τότε η φρόνηση θα σε φυλάει, η σύνεση θα σε φρουρεί. Θα σε γλιτώνουν απ’ το δρόμο τον κακό, από ανθρώπους που μιλούν με δόλο, που εγκαταλείπουνε τον ίσιο δρόμο, για να βαδίσουνε σε δρόμους σκοτεινούς. Χαίρονται να κάνουν το κακό και στις διαστροφές ευχαριστιούνται. Ποτέ δεν ενεργούν μ’ ευθύτητα, η συμπεριφορά τους είναι άδικη. Η σοφία και η φρόνηση θα σε προστατεύουν από γυναίκα πόρνη, απ’ τη γυναίκα του άλλου, που κολακεύει με τα λόγια της, που εγκαταλείπει τον άντρα που παντρεύτηκε στα νιάτα της και λησμονεί την υπόσχεση που έδωσε μπροστά στο Θεό. Όποιοι πάνε σπίτι της οδηγούνται στο θάνατο κι ο δρόμος της φέρνει στον άδη· κανείς τους πίσω δεν γυρίζει, κανείς δεν ξαναβρίσκει πια το δρόμο της ζωής. Διάλεξε λοιπόν το δρόμο των καλών ανθρώπων, των δικαίων το παράδειγμα ν’ ακολουθείς. Οι άνθρωποι οι ευθείς θα κατοικήσουνε σ’ αυτή τη χώρα και οι ακέραιοι θε να ριζώσουνε σ’ αυτήν· ενώ οι ασεβείς θα εξολοθρευτούν από τη χώρα, οι άπιστοι θα ξεριζωθούνε απ’ αυτήν. Μην ξεχνάς, γιε μου, τη διδασκαλία μου και η καρδιά σου να φυλάει τις εντολές μου. Έτσι χρόνους πολλούς θα ζήσεις και θα πληθαίνει η ευημερία σου. Ας μη σου λείψουν καλοσύνη κι ειλικρίνεια· δέσ’ τες γύρω απ’ το λαιμό σου, στις πλάκες πάνω της καρδιάς σου γράψ’ τες. Έτσι θα έχεις την αγάπη και την εύνοια του Θεού και των ανθρώπων. Στον Κύριο να εμπιστεύεσαι μ’ όλη σου την καρδιά και στη δική σου σύνεση να μη στηρίζεσαι. Ό,τι κι αν κάνεις αυτόν να σκέφτεσαι και θα εξομαλύνει αυτός τους δρόμους σου. Τον εαυτό σου μην τον θεωρείς σοφό· τον Κύριο να υπολογίζεις κι απ’ το κακό ν’ απομακρύνεσαι. Έτσι θα βρει το σώμα σου γιατρειά και θ’ ανακουφιστούν τα κόκαλά σου από τους πόνους. Τίμα τον Κύριο προσφέροντάς του απ’ τα αγαθά σου κι από τους πρώτους της σοδειάς σου τους καρπούς. Τότε από στάρι θα γεμίσουν οι αποθήκες σου, τα πατητήρια σου θα ξεχειλίσουν από μούστο. Του Κυρίου την παιδαγωγία, γιε μου, μην την καταφρονείς· μη δυσανασχετείς όταν εκείνος σε διορθώνει. Γιατί όποιον ο Κύριος αγαπάει, εκείνον τον διορθώνει, καθώς παιδαγωγεί ο γονιός το γιο για τον οποίο καμαρώνει. Ευτυχισμένος ο άνθρωπος που βρήκε τη σοφία κι έγινε συνετός! Γιατί το κέρδος απ’ αυτήν είναι καλύτερο απ’ το ασήμι, το όφελός της προτιμότερο απ’ το χρυσάφι. Πιότερο η σοφία αξίζει απ’ τα πολύτιμα πετράδια· κανένα πράγμα ακριβό μαζί της δεν μπορεί να συγκριθεί. Με το δεξί της χέρι προσφέρει μακροημέρευση –πλούτη και δόξα με τ’ αριστερό της. Γεμίζει τη ζωή του ανθρώπου με χαρά, τον οδηγεί στην ευτυχία. Είναι δέντρο που δίνει ζωή σ’ όσους την αγκαλιάζουν, κι ευτυχισμένοι είναι όσοι δική τους την κρατούν. Με τη σοφία ο Κύριος θεμέλιωσε τη γη, και με τη φρόνηση στερέωσε τους ουρανούς. Με τη δική του γνώση ανοίχτηκαν οι άβυσσοι και τη δροσιά τα σύννεφα σταλάζουν. Γιε μου, κράτα σφιχτά τη σωφροσύνη και τη νοημοσύνη· να φύγουνε μακριά σου μην τις αφήνεις. Ζωή θα σου χαρίζουν και για τον τράχηλό σου θα ’ναι στόλισμα. Τότε στο δρόμο σου με ασφάλεια θα βαδίζεις κι ούτε που θα σκοντάψει πουθενά το πόδι σου. Όταν πλαγιάζεις, δεν θα σε ταράζει φόβος· κι όταν αποκοιμιέσαι, ο ύπνος σου θα ’ναι γλυκός. Δε θα ’χεις να φοβάσαι ούτε τρομάρα ξαφνική ούτε όταν ξεσπάει θύελλα στους ασεβείς ενάντια· γιατί ο Κύριος θα είναι η ελπίδα σου· το πόδι σου θα το φυλάξει σε παγίδα μην πιαστεί. Μην αρνηθείς να κάνεις το καλό σ’ αυτόν που το ’χει ανάγκη, όταν στο χέρι σου είναι να το κάνεις. Μην πεις στο διπλανό σου: «Φύγε και ξαναέλα, και αύριο θα σου δώσω», ενώ μπορείς να τον βοηθήσεις τώρα. Μη σχεδιάσεις το κακό στον διπλανό σου ενάντια, όταν μαζί σου κατοικεί και σου ’χει εμπιστοσύνη. Χωρίς αιτία μη φιλονικείς μ’ άνθρωπο που δε σου ’κανε κακό. Τον άδικο μην τον ζηλεύεις και το παράδειγμά του μην το ακολουθείς· γιατί ο Κύριος αποστρέφεται τους διεστραμμένους, ενώ στους δίκαιους τα μυστικά του φανερώνει. Στο σπίτι του ασεβή είναι η κατάρα του Κυρίου, ενώ την κατοικία των δικαίων την ευλογεί. Εναντιώνεται στους αλαζόνες, ενώ δείχνει αγάπη στους ταπεινούς. Τη δόξα θα κληρονομήσουν οι σοφοί, ενώ η υπερηφάνεια των ανόητων θα φέρει σ’ αυτούς ατιμία. Παιδιά μου, τη διδαχή ακούστε ενός πατέρα και δώστε προσοχή, τη σοφία για να γνωρίσετε. Αυτό που σας διδάσκω είναι καλό· το νόμο μου μην τον εγκαταλείψετε. Γιατί κι εγώ ήμουν το καλό παιδί για τον πατέρα μου, στη μάνα μου πολύ αγαπητός. Αυτός τότε με δίδασκε και μου ’λεγε: «Να τα κρατάει τα λόγια μου η καρδιά σου· τις εντολές μου φύλαγε και θα ζήσεις. Απόκτησε σοφία, φρόνηση απόκτησε· μη λησμονείς τα λόγια μου και απ’ αυτά μην ξεστρατίζεις. Μην την εγκαταλείπεις τη σοφία κι αυτή θα σε φυλάει· αγάπα την και θα σε προστατεύει. Το πρώτο είναι η σοφία. Απόκτησέ την και πιότερο από καθετί απόκτησε τη φρόνηση. Αγάπησέ τηνε κι αυτή θα σε υψώσει· θα γίνει η δόξα σου όταν την αγκαλιάσεις. Θα βάλει στο κεφάλι σου της ομορφιάς στεφάνι, θα σου χαρίσει στέμμα ένδοξο». Άκου, γιε μου, με προσοχή και δέξου τα λόγια μου και θα πληθύνουνε τα χρόνια της ζωής σου. Το δρόμο της σοφίας σού διδάσκω, σε ίσια μονοπάτια σ’ οδηγώ. Δε θα δυσκολευτούν τα βήματά σου όταν βαδίζεις, κι αν τρέχεις πρόσκομμα δεν θα ’βρείς. Κράτα σφιχτά τη διδαχή, μην την αφήσεις· και φύλαγέ την γιατί αυτή είν’ η ζωή σου. Των ασεβών το δρόμο μην τον πάρεις, στην οδό μη βαδίσεις των κακών. Απόφυγέ την· από ’κει να μην πηγαίνεις. Απομακρύνσου απ’ αυτήν και διάβαινε απ’ αλλού. Γιατί αυτοί δεν ησυχάζουν αν το κακό δεν κάνουν· ο ύπνος δεν τους παίρνει αν δε βλάψουν κάποιον. Τρών’ την ασέβεια σαν ψωμί, και σαν κρασί την αδικία πίνουν. Η ζωή των δικαίων είναι σαν της αυγής το φως, που φέγγει όλο και πιότερο ώσπου να γίνει μέρα. Αλλά η ζωή των ασεβών είναι σαν το σκοτάδι· δεν ξέρουνε πού θα σκοντάψουν. Γιε μου, όσα σου λέω να τα προσέχεις, τα λόγια μου ν’ ακούς. Ας μην απομακρύνονται απ’ τη θύμησή σου, στα βάθη της καρδιάς σου φύλαξέ τα. Γιατί τα λόγια αυτά δίνουν ζωή σ’ όσους τα βρίσκουν, και γίνονται γιατρειά σ’ ολόκληρο το σώμα τους. Πρόσεχε ακόμα πιο πολύ τις μύχιες σκέψεις της καρδιάς σου, γιατί απ’ αυτήν καθορίζεται η ζωή. Μην αφήσεις το στόμα σου διεστραμμένα να πει λόγια, ποτέ σου ψέματα μην πεις. Κοίτα κατευθείαν μπροστά με καθαρή συνείδηση. Κανόνιζε το διάβα της πορείας σου κι οι δρόμοι σου όλοι θα ’ναι σταθεροί. Αριστερά ή δεξιά μην παρεκκλίνεις· παίρνε τα πόδια σου μακριά από το κακό. Δώσε την προσοχή σου, γιε μου, σ’ αυτά που λέει η σοφία μου, στα λόγια της φρόνησής μου. Τότε θα φέρεσαι στοχαστικά, γνώση τα λόγια σου θα φανερώνουν. Τα χείλη της γυναίκας του άλλου στάζουν μέλι και μαλακά σαν λάδι βγαίνουν τα λόγια από το στόμα της. Στο τέλος όμως γίνεται πικρή σαν αψιθιά και κοφτερή σαν ξίφος δίκοπο. Τα πόδια της φέρνουν στο θάνατο, τα βήματά της οδηγούν στον άδη. Δε βαδίζει στο δρόμο της ζωής· άστατη είν’ η πορεία της, δεν ξέρει πού πηγαίνει. Και τώρα ακούστε με, παιδιά, και ποτέ μην ξεχνάτε αυτά που σας λέω: Τράβα το δρόμο σου μακριά απ’ αυτήν κι ούτε την πόρτα του σπιτιού της μην πλησιάσεις. Αλλιώς θα χάσεις την υπόληψή σου και τη ζωή σου από τον άσπλαχνο σύζυγό της· άλλοι θα χορτάσουν με τα δικά σου αγαθά και οι κόποι σου θα πάνε σε ξένο σπιτικό· θα στενάζεις όταν θα ’ρθεί το τέλος σου· το σώμα σου κι η σάρκα σου θα διαλύονται, κι εσύ θα λες: «Γιατί δε θέλησα ποτέ να διορθωθώ; Πώς η καρδιά μου περιφρόνησε τον έλεγχο; Πώς και δεν άκουσα των δάσκαλών μου τη φωνή και δεν έδωσα προσοχή σ’ εκείνους που με συμβουλεύαν; Λίγο έλειψε να καταντροπιαστώ δημόσια!» Απ’ τη δική σου στέρνα πίνε το νερό, πίνε νερό που αναβρύζει απ’ το πηγάδι σου. Γιατί να χύνονται έξω οι πηγές σου και τα ρυάκια των νερών σου στις πλατείες; Μόνο δικά σου ας είναι· με τους ξένους μην τα μοιράζεσαι. Συνέχισε να χαίρεσαι με τη γυναίκα που παντρεύτηκες στα νιάτα σου· ευλογημένη να ’ναι και ν’ αποκτήσει πολλά παιδιά. Να ’ναι για σένα σαν ελάφι αγαπητό, ζαρκάδι τρισχαριτωμένο. Ας σε ποτίζουν πάντοτε οι μαστοί της, με την αγάπη της να ευφραίνεσαι. Γιε μου, γιατί να ευχαριστιέσαι με γυναίκα ξένη και ν’ αγκαλιάζεις κόρφο άγνωστης; Ο Κύριος βλέπει τους δρόμους όλων των ανθρώπων· εκείνος εξετάζει ό,τι κι αν κάνουν. Τον ασεβή τον παγιδεύουν οι ανομίες του και τα δεσμά της αμαρτίας του τον σφίγγουν. Και θα πεθάνει, γιατί δεν έχει αυτοέλεγχο· απ’ τη μεγάλη του αφροσύνη θα χαθεί. Αν μπήκες, γιε μου, εγγυητής για κάποιον φίλο σου, αν έδωσες το χέρι κι υποσχέθηκες για λογαριασμό ξένου, αν παγιδεύτηκες με τα ίδια σου τα λόγια, εάν δεσμεύτηκες με την υπόσχεση που έδωσες, τότε να τι θα κάνεις για να γλιτώσεις, μια κι έπεσες στου φίλου σου τα χέρια: Πήγαινε, ταπεινώσου και παρακάλα τον επίμονα. Μην αφήσεις να σε πάρει ο ύπνος, τα βλέφαρά σου μην τα βαρύνει ο νυσταγμός. Ελευθερώσου όπως το ζαρκάδι από τα χέρια του παγιδευτή, σαν το πουλί από του κυνηγού το χέρι. Τράβα τεμπέλη στο μυρμήγκι, κοίταξε πώς δουλεύει και γίνε σοφός. Αυτό δεν έχει ούτε αρχηγό ούτε επιστάτη ούτε αφεντικό· κι όμως το καλοκαίρι εξασφαλίζει την τροφή του, προμήθειες συγκεντρώνει τον καιρό του θερισμού. Τεμπέλη, ως πότε θα κοιμάσαι; Πότε απ’ τον ύπνο σου θα σηκωθείς; Λίγος ακόμα ύπνος, λίγη νύστα, λίγο τα χέρια να σταυρώσεις για ν’ αναπαυτείς, και θα ’ρθει η φτώχεια ξαφνικά σαν το ληστή κι η δυστυχία σαν άντρας όπλισμένος. Ο κακός κι αμαρτωλός άνθρωπος τριγυρνάει λέγοντας πράγματα διεστραμμένα· νεύματα κάνει με τα μάτια του, σήματα δίνει με τα πόδια του, νοήματα με τα δάχτυλά του. Μες στο μυαλό του υπάρχουν πονηριές, το κακό πάντα σχεδιάζει, σπέρνει διχόνοιες. Γι’ αυτό και θα ’ρθει ξαφνικά η καταστροφή του, θα συντριφθεί με μιας κι ανεπανόρθωτα. Τις εντολές, γιε μου, φύλαγε του πατέρα σου, και της μητέρας σου τη διδασκαλία μην την περιφρονείς. Κράτα τες πάντα σταθερά μες στην καρδιά σου και στο λαιμό σου γύρω κρέμασέ τες. Θα σ’ οδηγούν όταν βαδίζεις, θα σε φυλάνε όταν κοιμάσαι· κι όταν ξυπνάς, μαζί σου θα συνομιλούν. Λυχνάρι είναι των γονέων οι εντολές, η διδαχή τους φως και της παιδαγωγίας τους οι επιπλήξεις δρόμος που στη ζωή οδηγεί. Αυτές σε προφυλάττουν απ’ την κακή γυναίκα, από τις κολακείες της γυναίκας του άλλου. Μη σου σκλαβώσει με την ομορφιά της την καρδιά, με τις ματιές της μη σ’ αιχμαλωτίσει! Γιατί η πόρνη αρκείται σ’ ένα κομμάτι μοναχά ψωμί· ενώ η μοιχαλίδα γυρεύει να σου πάρει μια ζωή πολύτιμη. Μπορεί κανείς φωτιά να βάλει μες στον κόρφο του, δίχως τα ρούχα του όλα να καούν; Μπορεί κανείς να περπατήσει πάνω σε κάρβουνα αναμμένα κι όμως τα πόδια του να μην καούν; Το ίδιο είναι και μ’ αυτόν που πάει με τη γυναίκα του πλησίον του· όποιος και να ’ναι που θα την αγγίξει, δεν θα μείνει ατιμώρητος. Δε λογαριάζουν για αθώο τον κλέφτη που κλέβει για να χορτάσει την πείνα του. Όταν πιαστεί πληρώνει στο επταπλάσιο κι όλα τα υπάρχοντα του σπιτικού του δίνει. Όποιος μοιχεία διαπράττει είναι άμυαλος· είν’ ό,τι πρέπει για να καταστρέψει τη ζωή του. Θα τον χτυπήσουνε και θα τον ατιμάσουν· θα υποφέρει, και η ντροπή του ποτέ δεν θα σβηστεί. Γιατί η ζηλοτυπία ανάβει τη μανία στο σύζυγο, και θα ’ναι ανελέητος τη μέρα της εκδίκησης. Κανένα αντάλλαγμα δεν θα δεχτεί· όσα και να του δώσεις δώρα, αυτός θα μείνει ανένδοτος. Τα λόγια μου να τα θυμάσαι, γιε μου, και μάζευε τις εντολές μου μέσα σου. Κοίταξε να τηρείς τις εντολές μου και θα ζήσεις· τη διδαχή μου να φυλάς καθώς την κόρη των ματιών σου. Πέρασέ τες στο χέρι σου σαν δαχτυλίδι, στην πλάκα της καρδιάς σου χάραξέ τες. Πες τη σοφία «αδερφή» σου κι ονόμασε τη φρόνηση «στενή σου συγγενή»· κι αυτές θα σε φυλάνε απ’ τη γυναίκα του άλλου, από την πόρνη, που πλανεύει με τα λόγια της. Καθώς καθόμουν στου σπιτιού μου το παράθυρο και κοίταζα μέσ’ από το δικτυωτό, είδα τους αφελείς τους νεαρούς κι ανάμεσά τους πρόσεξα έναν ανόητο: Περνούσε στη γωνιά κοντά του δρόμου και προς το σπίτι βάδιζε της πόρνης. Ήτανε βράδυ· κόντευε νύχτα κι έπεφτε το σκοτάδι. Και να, τον πλησιάζει μια γυναίκα με εμφάνιση πόρνης και στην καρδιά της πονηριά. Είναι τολμηρή κι αδιάντροπη· τα πόδια της δεν την κρατούν στο σπίτι. Πότε στο δρόμο, πότε στην πλατεία, παραμονεύει σε κάθε γωνιά. Πιάνει τον νεαρό, τον φιλάει και του λέει με ύφος αναίσχυντο: «Πρόσφερα σήμερα θυσίες ευχαριστήριες για να ξεπληρώσω ένα χρέος μου κι έχω στο σπίτι κρέας απ’ τις θυσίες. Γι’ αυτό βγήκα για να σε συναντήσω· ήθελα να σε γνωρίσω και να, σε βρήκα! Έχω στρώσει το κρεβάτι μου με παπλώματα και με πολύχρωμα αιγυπτιακά σεντόνια, κι αρωμάτισα το στρώμα μου με σμύρνα, αλόη και κινάμωμο. Έλα να μεθύσουμε από έρωτα ως το πρωί, την ηδονή ας χαρούμε! Δεν είναι σπίτι ο άντρας μου· έφυγε για ταξίδι μακρινό. Πήρε μαζί του το πουγγί τα χρήματα και δεν πρόκειται σπίτι να γυρίσει προτού περάσουν δυό βδομάδες». Με τα πειστικά της λόγια τον ξεμυαλίζει, με τις κολακείες της τον αποπλανάει. Εκείνος απερίσκεπτα την ακολουθεί, όπως το βόδι που το πάνε στη σφαγή κι όπως πιάνεται το ελάφι στην παγίδα, χωρίς να ξέρει ότι η ζωή του κινδυνεύει, ώσπου ένα βέλος το σηκώτι του να διαπεράσει και στο δίχτυ να πέσει σαν πουλί. Και τώρα ακούστε με, παιδιά, τα λόγια μου προσέξτε: Ας μην παρασυρθεί η καρδιά σας από μια γυναίκα σαν κι αυτήν· στα μονοπάτια της μην παραπλανηθείτε. Αυτή έκανε πολλούς να πέσουν πληγωμένοι κι αμέτρητοι είναι εκείνοι που εξαιτίας της σκοτώθηκαν. Δρόμος που πάει στον άδη είναι το σπίτι της, δρόμος που κατεβαίνει στου θανάτου τα δώματα. Εκείνη που φωνάζει δεν είναι η Σοφία; Δεν είν’ η φρόνηση που υψώνει τη φωνή; Στέκεται στα υψώματα, πάνω απ’ το δρόμο, καταμεσίς στο σταυροδρόμι. Στις πύλες πλάι, στην είσοδο της πόλης, και στων πυλών το πέρασμα φωνάζει δυνατά: «Σ’ εσάς φωνάζω άνθρωποι, στο γένος όλο των ανθρώπων απευθύνομαι. Εσείς οι ανώριμοι, μάθετε να διακρίνετε κι εσείς οι ανόητοι λογικευτείτε. Ακούστε, και θα πω σπουδαία πράγματα, από τα χείλη μου θα βγούνε λόγια συνετά. Το στόμα μου κηρύττει την αλήθεια κι είναι το ψέμα μισητό στα χείλη μου. Τα λόγια όλα που βγαίνουν απ’ το στόμα μου είναι λόγια σωστά· δεν είναι τίποτε σ’ αυτά πονηρό ή διεστραμμένο· όλα είναι καθαρά για κείνον που έχει νου κι όλα σωστά για κείνους που έχουν γνώση. Τη διδαχή μου προτιμήστε την από τ’ ασήμι, τη γνώση απ’ το χρυσάφι το εκλεκτό. Γιατί η Σοφία είναι καλύτερη απ’ τα πολύτιμα πετράδια, κι απ’ όλα αξίζει πιότερο τα πράγματα, τα πιο ακριβά. »Εγώ, η Σοφία, κατοικώ με τη φρόνηση, του στοχασμού τη γνώση την κατέχω. Όποιος τον Κύριο σέβεται, το κακό το απεχθάνεται· μισώ την έπαρση και την υπεροψία, το δρόμο τον κακό, το στόμα που διαστρέφει. Κάνω σχέδια και τα ολοκληρώνω· σ’ εμένα υπάρχει και η σύνεση και η δύναμη. Με τη βοήθεια μου οι βασιλιάδες βασιλεύουν κι οι άρχοντες νομοθετούν αυτό που ’ναι σωστό. Με τη βοήθεια μου οι ηγεμόνες κυβερνάνε, οι μεγιστάνες, κι όλοι όσοι κρίνουνε στη γη. Εγώ, η Σοφία, αγαπώ αυτούς που μ’ αγαπάνε κι όλοι με βρίσκουν, όσοι με αναζητούν. Μαζί μου κουβαλώ πλούτη και δόξα, πολύτιμα αγαθά και ευτυχία. Καλύτερος είν’ ο καρπός μου απ’ το χρυσάφι το καθαρό κι ό,τι από μένα βγαίνει είναι καλύτερο κι από τ’ ασήμι το εκλεκτό. Στο δρόμο περπατώ της δικαιοσύνης, μέσα απ’ τα σταυροδρόμια της, για να προσφέρω πλούτη σ’ αυτούς που μ’ αγαπούν, και τα ταμεία τους να γεμίσω. »Ο Κύριος με δημιούργησε πριν απ’ τα έργα του όλα, το πρώτο από τα έργα του από πολύ παλιά. Δημιουργήθηκα πριν από τους αιώνες, αρχή αρχή, προτού να υπάρξει η γη. Γεννήθηκα όταν ακόμα δεν υπήρχαν οι άβυσσοι, προτού να γίνουν οι πηγές, οι νερομάνες. Πριν να θεμελιωθούνε τα βουνά και πριν υπάρξουν λόφοι, εγώ γεννήθηκα. Δεν είχε ακόμα κάνει ούτε τη γη ούτε τους κάμπους ούτε τον πρώτο κόκκο από το σύνολο του σύμπαντος. Ήμουν εκεί όταν στέριωνε τους ουρανούς, όταν χάραζε κύκλο τον ορίζοντα στο πρόσωπο του ωκεανού· όταν ψηλά τα νέφη στέριωνε κι ορμητικά αναβρύζαν της αβύσσου οι πηγές· όταν έβαζε όριο στη θάλασσα, ώστε να μην το ξεπερνάνε τα νερά· όταν της γης έβαζε τα θεμέλια. Τότε ήμουν κοντά του σαν μικρό παιδί κι ήμουν η καθημερινή του ευχαρίστηση, ενώ στην παρουσία του χαιρόμουν ακατάπαυστα· χαιρόμουν στης δικής του γης την οικουμένη κι ήμουν ευτυχισμένη στους ανθρώπους ανάμεσα. »Και τώρα ακούστε με, παιδιά: Ευτυχισμένοι είν’ εκείνοι που τηρούν τις εντολές μου. Τη διδαχή μου ακούστε και θα γίνετε σοφοί· μην την εγκαταλείπετε. Ευτυχισμένος ο άνθρωπος που με ακούει, που ξαγρυπνάει καθημερινά μπροστά στην πόρτα μου και που στης θύρας μου προσμένει το κατώφλι. Πράγματι, εκείνος που με βρίσκει, βρίσκει τη ζωή και του Κυρίου έχει την εύνοια. Μα εκείνος που με ξαστοχάει τον εαυτό του βλάπτει· αυτός που με μισεί, αγαπά το θάνατο». Η Σοφία έχτισε το σπίτι της με τους εφτά ωραίους στύλους του. Τα ζώα της έσφαξε, το κρασί της ανάμειξε κι έστρωσε το τραπέζι της. Έστειλε τις δούλες της και καλεί πάνω από τα ψηλώματα της πόλης: «Ο αμαθής ας έρθει κατά ’δω!» και στους ανόητους λέει: «Ελάτε, φάτε απ’ το ψωμί μου και πιέστε απ’ το κρασί που ανάμειξα! Εγκαταλείψτε την αμάθεια και θα ζήσετε· βαδίστε ίσια στης νόησης το δρόμο». Όποιος διορθώνει χλευαστή, τις προσβολές του θα δεχτεί κι όποιος ελέγχει ασεβή δέχεται κατηγόριες. Μην τον διορθώνεις το χλευαστή, γιατί θα σε μισήσει· σοφό να ελέγχεις και θα σε αγαπήσει. Στο σοφό δώσε αφορμή και πιότερο σοφός θα γίνει. Τον δίκαιο δίδαξε και πιότερα θα μάθει. Η βάση της σοφίας είναι ο σεβασμός στον Κύριο, βάση της νόησης είν’ η γνώση του Άγιου Θεού. Χάρη σ’ εμένα, τη σοφία, θα αυξηθούν οι μέρες σου και ζωής χρόνια θα σου προστεθούν. Σοφός αν γίνεις, θα ’ναι για το δικό σου το καλό. Αν είσαι υπερόπτης, πάλι εσύ θα υποφέρεις. Η ανοησία μοιάζει με γυναίκα αδιάντροπη κι άμυαλη, δίχως γνώση. Στην πόρτα του σπιτιού της κάθεται σε θρόνο, στης πόλης τα ψηλώματα, και τους διαβάτες προσκαλεί, που ίσια τραβούν στο δρόμο τους: «Όποιος είναι άμυαλος ας έρθει κατά ’δω!» Και στον ανόητο λέει: «Τα κλεμμένα νερά είναι γλυκά, και το ψωμί που τρώγεται κρυφά, είν’ ευχάριστο». Μα αυτοί δεν ξέρουν ότι είν’ εκεί ο θάνατος κι ότι οι καλεσμένοι της πάνε στα βάθη του άδη. Παροιμίες του Σολομώντα. Ο σοφός γιος είναι χαρά για τον πατέρα του κι ο γιος ο ανόητος της μάνας του η λύπη. Δεν ωφελούν οι θησαυροί που μ’ ανομία αποκτήθηκαν, αλλά η τιμιότητα απ’ το θάνατο λυτρώνει. Δεν θα αφήσει ο Κύριος τον δίκαιο να πεινάσει, αλλά θα αρνηθεί να εκπληρώσει την επιθυμία των αδηφάγων ασεβών. Το χέρι το τεμπέλικο φέρνει φτώχεια, ενώ το χέρι του φιλόπονου πλουτίζει. Όποιος το καλοκαίρι αποθηκεύει είναι γιος συνετός· μα όποιος τον καιρό του θερισμού κοιμάται είναι γιος ανάξιος. Είν’ ευλογίες στο κεφάλι του δικαίου, ενώ αδικία ξεχειλίζει από το στόμα των ασεβών. Εγκώμια συνοδεύουν του δικαίου τη θύμηση, ενώ των ασεβών τ’ όνομα θα χαθεί. Του σοφού η καρδιά δέχεται τις συμβουλές, ενώ όποιος λέει ανοησίες ξεπέφτει. Όποιος ζει με εντιμότητα, με σιγουριά βαδίζει· ενώ όποιος υποκρίνεται, θα φανερωθεί. Όποιος με τα μάτια νεύει υποκριτικά, λύπη προκαλεί· κι όποιος λέει ανοησίες, θα ξεπέσει. Πηγή ζωής είναι το στόμα του δικαίου, ενώ αδικία ξεχειλίζει από το στόμα των ασεβών. Το μίσος διαμάχες προξενεί, αλλά τα λάθη όλα η αγάπη τα σκεπάζει. Στου φρόνιμου τα χείλη η σοφία κατοικεί· του ανόητου η ράχη χρειάζεται ραβδί. Τη γνώση του ο σοφός την αποθησαυρίζει, ενώ τα λόγια τού άφρονα φέρνουν καταστροφή. Τον πλούσιο τα πλούτη του γερά τον προστατεύουν, ενώ η φτώχεια του φτωχού είν’ η καταστροφή του. Τα έργα των δικαίων στη ζωή οδηγούν, των ασεβών τα κέρδη πάνε στην αμαρτία. Αυτός που δέχεται να τον διορθώνουν είναι στο δρόμο της ζωής, ενώ αυτός που την επίπληξη ξεχνάει αποπλανιέται. Όποιος το μίσος του το κρύβει είναι υποκριτής· όποιος συκοφαντεί είναι ανόητος. Μες στην πολυλογία δεν λείπει η αμαρτία, μα όποιος τη γλώσσα του δαμάζει είναι σοφός. Τα λόγια του δικαίου, ασήμι εκλεκτό· ενώ η καρδιά των ασεβών καμιά δεν έχει αξία. Τα λόγια των δικαίων καθοδηγούν πολλούς, αλλά πεθαίνουν οι άφρονες απ’ την ανοησία τους. Πλούτο χαρίζει του Κυρίου η ευλογία, δεν την ακολουθεί θλίψη καμιά. Για τον κουτό είν’ απόλαυση αισχρές να κάνει πράξεις, μα για τον άντρα το σοφό φρόνιμα να ενεργεί. Ό,τι φοβάται ο ασεβής απάνω του θα πέσει, μα θα εκπληρωθεί του δίκαιου η ευχή. Όπως περνάει ο σίφουνας, χάνεται ο ασεβής· ενώ ο δίκαιος σταθερός παντοτινά θα μένει. Στείλε τεμπέλη σε δουλειά, και θα τον νιώσεις όπως τα δόντια νιώθουνε το ξύδι, όπως τα μάτια τον καπνό. Όποιος τον Κύριο σέβεται οι μέρες του αυξαίνουν, αλλά των ασεβών τα χρόνια λιγοστεύουν. Η ελπίδα των δικαίων στη χαρά οδηγεί, ενώ των ασεβών η ελπίδα θα χαθεί. Ο δρόμος του Κυρίου είναι οχυρό για τους ακέραιους· γι’ αυτούς που κάνουν το κακό, είναι καταστροφή. Ο δίκαιος δεν θα σαλευτεί ποτέ· ενώ τη χώρα οι ασεβείς δεν θα την κατοικήσουν. Λόγια σοφίας βλασταίνουν απ’ του δικαίου το στόμα, ενώ θ’ αποκοπεί η γλώσσα που λέει ψέματα. Τα χείλη του δικαίου είναι γεμάτα χάρη, των ασεβών το στόμα γεμάτο ψέματα. Τη ζυγαριά που κλέβει τη μισεί ο Κύριος, ενώ το ζύγι το σωστό είν’ ευχαρίστησή του. Όταν έρχεται η έπαρση, θα ’ρθεί κι η καταισχύνη· ενώ η σοφία είναι με τους ταπεινούς μαζί. Οι ίσιοι άνθρωποι έχουν την εντιμότητά τους να τους οδηγεί, ενώ τους δολερούς η πονηριά τους θα τους καταστρέψει. Τα πλούτη είν’ ανώφελα την ημέρα της κρίσης, ενώ η δικαιοσύνη λυτρώνει από το θάνατο. Η δικαιοσύνη του ακέραιου ανθρώπου τού εξομαλύνει τη ζωή, ενώ ο ασεβής θα καταστραφεί απ’ την ασέβειά του. Γλιτώνει η δικαιοσύνη τους ανθρώπους που είν’ ευθείς, ενώ οι παράνομοι από την απληστία τους πιάνονται σε παγίδα. Όταν πεθαίνει ο ασεβής, χάνεται κι η ελπίδα του, χάνονται και οι προσδοκίες που στηρίχτηκαν στα πλούτη. Ο δίκαιος λυτρώνεται απ’ τη θλίψη του, κι ο άνομος αντί γι’ αυτό μέσα στη θλίψη πέφτει. Με τα λόγια του ο ασεβής το διπλανό του καταστρέφει, αλλά οι δίκαιοι χάρη στη γνώση θα σωθούν. Όταν οι δίκαιοι ευτυχούν, η πολιτεία γιορτάζει· και στου ασεβή τον όλεθρο ακούγονται κραυγές χαράς. Όταν την πόλη τους την ευλογούνε οι ευθείς, αυτή δοξάζεται· ενώ γκρεμίζεται με τις κουβέντες των ασεβών. Ο ανόητος χλευαστικά μιλάει για τον πλησίον του, μα ο συνετός σωπαίνει. Αυτός που τριγυρνάει και λέει πολλά κι ανώφελα, δεν μπορεί να κρατήσει μυστικό· ενώ ο έμπιστος άνθρωπος λέξη γύρω δεν λέει. Χωρίς διακυβέρνηση σοφή ο λαός ξεπέφτει· ενώ όπου οι σύμβουλοι είναι πολλοί, εκεί είναι ασφάλεια. Όποιος για ξένον μπαίνει εγγυητής, κακό δικό του· μα εκείνος που διστάζει να μπλεχτεί, είναι πιο ασφαλής. Γυναίκα που έχει χάρες, τιμή κερδίζει· κι εκείνος που έχει δύναμη, πλούτο κερδίζει. Ο άνθρωπος ο καλοκάγαθος κάνει καλό στον εαυτό του, ενώ το ίδιο του το σώμα βλάπτει αυτός που ’ναι σκληρός. Ο ασεβής κερδίζει ψεύτικο μισθό, μα αυτός που σπέρνει δικαιοσύνη, βέβαιη θα ’χει ανταπόδοση. Έτσι η δικαιοσύνη στη ζωή οδηγεί· μα όποιος το κακό ακολουθεί, στο θάνατο πηγαίνει. Ο Κύριος μισεί τους διεστραμμένους, ενώ του είναι ευχάριστοι όσοι είν’ ακέραιοι στη ζωή τους. Βέβαιο είναι πως ο κακός δεν θα μείνει ατιμώρητος· μα των δικαίων οι απόγονοι θα γλιτώσουν. Ό,τι είναι χρυσός κρίκος στη μύτη γουρουνιού, το ίδιο γυναίκα όμορφη, που η φρόνηση της λείπει. Η επιθυμία των δικαίων βγαίνει μονάχα σε καλό· των ασεβών οι ελπίδες στην οργή καταλήγουν. Ένας μοιράζει απλόχερα και πιότερο πλουτίζει, κι άλλος μαζεύει αχόρταγα και πιότερο φτωχαίνει. Ο γενναιόδωρος θα ευημερήσει· κι όποιος νερό προσφέρει κι αυτός θα ποτιστεί. Αυτός που κρύβει το σιτάρι, κατάρα θα ’χει απ’ το λαό, ενώ ευλογίες θα ’χει αυτός που το πουλάει. Εκείνος που στοχεύει στο καλό, την εύνοια κερδίζει· μα το κακό θα πέσει πάνω σ’ αυτόν που το επιδιώκει. Όποιος στα πλούτη του εμπιστεύεται, θα πέσει σαν φύλλο το φθινόπωρο· ενώ οι δίκαιοι θα βλασταίνουν σαν φυλλωσιά το καλοκαίρι. Όποιος βλάφτει το σπίτι του, αέρα θα κληρονομήσει· και δούλος ο ανόητος θα ’ναι στον μυαλωμένο. Ο καρπός του δικαίου είναι δέντρο ζωής, κι είναι σοφός αυτός που πείθει τους ανθρώπους. Αν έχει ο δίκαιος στη γη την ανταπόδοσή του, πόσο μάλλον ο ασεβής και ο αμαρτωλός! Εκείνος που αγαπάει να τον διορθώνουνε, τη γνώση αγαπάει· εκείνος όμως που τον έλεγχο μισεί, είν’ ανόητος. Ο καλός έχει του Κυρίου την εύνοια· τον δολοπλόκο ο Κύριος θα τον καταδικάσει. Δε θα στεριώσει με την ανομία ο άνθρωπος, μα οι δίκαιοι θα μείνουν ακλόνητοι σαν δέντρο με βαθειές ρίζες. Η ενάρετη γυναίκα είναι στεφάνι για τον άντρα της, μα η γυναίκα η αισχρή είναι στα κόκαλά του αρρώστια. Οι σκέψεις των δικαίων είναι ειλικρινείς, ενώ των ασεβών τα σχέδια δολερά. Των ασεβών τα λόγια είναι ενέδρες φονικές, αλλά τα λόγια των δικαίων σώζουν τους άλλους απ’ το θάνατο. Πέφτουν οι ασεβείς κι εξαφανίζονται, μα των δικαίων το σπιτικό μένει για πάντα. Τον άνθρωπο τον επαινούν αν είναι συνετός· κι εκείνον που έχει διεστραμμένο νου θα τον περιφρονούνε. Καλύτερα να ζεις απλά και να ’χεις ένα μόνο δούλο, παρά να κάνεις τον σπουδαίο και να σου λείπει το ψωμί. Ο δίκαιος φροντίζει και για τα ζωντανά του ακόμα, μα οι ασεβείς είν’ άσπλαχνοι. Όποιος εργάζεται τη γη του, χορταίνει το ψωμί· μα όποιος πράγματα γυρεύει μάταια, είν’ ανόητος. Ο ασεβής ζηλεύει των κακών τα κέρδη· ο δίκαιος όμως έχει όλες τις προϋποθέσεις για να πετύχει. Με τα αμαρτωλά τα λόγια παγιδεύεται ο κακός, αλλά ο δίκαιος γλιτώνει από τη θλίψη. Με τα καλά τα λόγια που λέει ο άνθρωπος, χορταίνει αγαθά· καθένας αμείβεται ανάλογα με τα έργα του. Στα μάτια του ανόητου είναι πάντα σωστός ο δρόμος του, ενώ ο σοφός ακούει τις συμβουλές. Την οργή του ο ανόητος τη φανερώνει αμέσως· ο συνετός, αντίθετα, αψηφάει την προσβολή. Αυτός που την αλήθεια λέει, το δίκαιο διακηρύσσει· ο ψευδομάρτυρας την αδικία υπηρετεί. Του φλύαρου τα λόγια πληγώνουν σαν το δίκοπο σπαθί και των σοφών τα λόγια θεραπεύουν. Η αλήθεια μένει ζωντανή για πάντα, ενώ το ψέμα διαρκεί μονάχα μια στιγμή. Εξαπατούν τον εαυτό τους εκείνοι που μηχανεύονται κακό για τους άλλους· μα εκείνοι που για την ειρήνη νοιάζονται, έχουν χαρά. Κακό κανένα δεν θα βρει τον δίκαιο, αλλά τους ασεβείς συμφορές θα τους σκεπάσουν. Ο Κύριος απεχθάνεται τους ψεύτες, μα του είν’ ευχάριστοι αυτοί που ζουν με την αλήθεια. Ο άνθρωπος ο συνετός τη γνώση του δεν την προβάλλει, ενώ διαφημίζουν την ανοησία τους οι ανόητοι. Όσοι δουλεύουνε σκληρά, θα εξουσιάζουν· ενώ οι τεμπέληδες θα είναι υποτελείς. Η έγνοια μέσα στην καρδιά τον άνθρωπο τον καταβάλλει, ενώ ένας λόγος όμορφος του δίνει τη χαρά. Ο δίκαιος δρόμος έχει καλό τέλος, ενώ ο δρόμος των ασεβών είναι παραπλανητικός. Ο τεμπέλης κυνηγός δεν πιάνει τίποτε, ενώ ο εργατικός άνθρωπος είναι θησαυρός για τους γύρω του. Στο δρόμο της δικαιοσύνης είν’ η ζωή, ενώ των ασεβών ο δρόμος οδηγεί στο θάνατο. Δέχεται ο γιος που ’ναι σοφός την πατρική τη διδαχή, μα ο αλαζόνας δεν λογαριάζει επίπληξη. Αυτός που λέει λόγια καλά, χορταίνει τ’ αγαθά, ενώ οι ασεβείς διψούν για βία. Όποιος στα λόγια του φυλάγεται, φυλάει τη ζωή του· όποιος μιλάει αλόγιστα, πηγαίνει στο χαμό. Ό,τι και αν επιθυμεί ο οκνός, δεν μπορεί και να το ’χει· ενώ εκπληρώνονται οι πόθοι εκείνων που μοχθούν. Μισεί ο δίκαιος τις ψεύτικες κουβέντες, μα του ασεβή τα λόγια είν’ απεχθή κι επαίσχυντα. Η δικαιοσύνη προστατεύει όποιον πορεύεται μ’ ευθύτητα, μα η ασέβεια τον αμαρτωλό τον καταστρέφει. Ένας κάνει τον πλούσιο και τίποτα δεν έχει· και άλλος φαίνεται φτωχός κι έχει αγαθά πολλά. Μπορεί ο πλούσιος με τα πλούτη του να γλιτώσει τη ζωή του, μα τον φτωχό κανένας να τον εκβιάσει δεν μπορεί. Η ζωή των δικαίων είναι σαν φως που λάμπει, ενώ των ασεβών η ζωή λυχνάρι είναι που σβήνει. Μονάχα απ’ την αλαζονεία προέρχεται η διχόνοια, ενώ η σοφία είναι μ’ εκείνους που δέχονται τις συμβουλές. Πλούτη που αποκτήθηκαν με δόλο, θα λιγοστέψουν· μα αυτός που λίγο λίγο τα μαζεύει με τον κόπο του, τα κάνει και αυξαίνουν. Ελπίδα που αναβάλλεται την καρδιά την τσακίζει, μα ο πόθος που εκπληρώνεται δίνει νέα ζωή. Όποιος τη συμβουλή περιφρονεί, αφανίζεται, μα αυτός που υπακούει στην εντολή, θ’ ανταμειφθεί. Η διδαχή ενός σοφού είναι πηγή ζωής, που απομακρύνει απ’ τις παγίδες του θανάτου. Η φρονιμάδα του ανθρώπου του αγαθού τον κάνει αξιοσέβαστο, ενώ των παρανόμων είναι σκληρή η ζωή. Κάθε φρόνιμος άνθρωπος σκέφτεται πριν ενεργήσει, ενώ ο ανόητος επιδεικνύει την ανοησία του. Κακόπιστος απεσταλμένος δυστυχία προκαλεί, ενώ ο πιστός αγγελιοφόρος φέρνει ειρήνευση. Φτώχεια κι αισχύνη θα ’χει εκείνος που διόρθωση δε δέχεται, ενώ αυτός που δέχεται τον έλεγχο, θα τιμηθεί. Ο πόθος που εκπληρώνεται γλυκαίνει την ψυχή· μα πού ν’ ακούσει ο ανόητος ν’ αφήσει τις κακίες του! Όποιος πηγαίνει με σοφούς μαζί, σοφός θα γίνει· μα όποιος σ’ ανόητων συντροφιές συχνάζει, θα χαθεί. Η δυστυχία ακολουθεί εκείνους που αμαρτάνουν, ενώ στους δίκαιους ευτυχία θ’ αποδοθεί. Κληρονομιά ο καλός αφήνει για τα εγγόνια του, μα τ’ αγαθά του αμαρτωλού κρατούνται για τον δίκαιο. Τα άγονα χωράφια των φτωχών πολλή τροφή παράγουν· κι όμως πολλοί απ’ αυτούς καταστρέφονται, γιατί το δίκιο τους περιφρονείται απ’ τους πλουσίους. Όποιος λυπάται το ραβδί του, το γιο του δεν τον αγαπάει· μα κείνος που τον αγαπάει ζητάει να τον διορθώσει. Ο δίκαιος τρώει και την πείνα του χορταίνει, μα η κοιλιά των ασεβών στέρηση δοκιμάζει. Η σοφή γυναίκα οικοδομεί το σπίτι της· η ανόητη με τα ίδια της τα χέρια το γκρεμίζει. Όποιος μ’ ευθύτητα βαδίζει σέβεται τον Κύριο, ενώ όποιος παρεκτρέπεται τον καταφρονεί. Τα ίδια τα περήφανα λόγια του ανόητου τον βλάπτουν, ενώ τα λόγια των σοφών τούς προφυλάσσουν. Εκεί που βόδια δεν υπάρχουν, το αμπάρι μένει αδειανό· τα γερά βόδια είναι που φέρνουν τον άφθονο καλό καρπό. Μάρτυρας αξιόπιστος ποτέ δεν λέει ψέματα, μα άλλο ο ψευδομάρτυρας απ’ την ψευτιά δεν ξέρει. Ζητάει ο περήφανος σοφία και δεν τη βρίσκει· για κείνον όμως που έχει νου, εύκολη είν’ η γνώση. Φεύγα από τον ανόητο μακριά! Τα λόγια του δεν έχουνε να σε διδάξουν γνώση. Του φρόνιμου η σοφία είναι να ξέρει το τι κάνει· του ανόητου η ανοησία τον οδηγεί στην πλάνη. Οι ανόητοι συμφωνούν από κοινού για την αμαρτία τους, ενώ οι δίκαιοι για το καλό. Του κάθε ανθρώπου η καρδιά ξέρει τα βάσανά της· κι ούτε μπορεί να μοιραστεί ο ξένος τη χαρά της. Το σπίτι των ασεβών θα καταστραφεί, ενώ των τίμιων ανθρώπων δεν κλονίζεται η σκηνή. Μπορεί ένας δρόμος να φαντάζει για σωστός κι όμως το τέλος του να οδηγεί στο θάνατο. ’Κει που γελάει ο άνθρωπος, μπορεί να θλίβεται η καρδιά του· και η χαρά μπορεί με λύπη να τελειώνει. Του πλανεμένου η καρδιά απ’ τα έργα του χορταίνει· και ο καλός ο άνθρωπος πολύ περσότερο χορταίνει απ’ τα δικά του. Ο απλοϊκός πιστεύει κάθε λόγο, μα ο φρόνιμος προσέχει πώς συμπεριφέρεται. Υπολογίζει το κακό ο σοφός κι απομακρύνεται απ’ αυτό, μα ο ανόητος προχωρεί με σιγουριά γεμάτος. Αυτός που οργίζεται εύκολα, ανοησίες κάνει· κι όποιος με πανουργίες πορεύεται, γίνεται μισητός. Οι αφελείς θα έχουνε μερίδιο στην ανοησία, ενώ οι φρόνιμοι με γνώση στεφανώνονται. Οι κακοί θα προσπέφτουνε μπροστά στους αγαθούς, κι οι ασεβείς χάρη θα ζητούν στις πόρτες των δικαίων. Ο φτωχός φρίκη προκαλεί ακόμα και στο σύντροφό του, ενώ οι φίλοι του πλουσίου είναι πολλοί. Όποιος περιφρονεί τον διπλανό του αμαρτάνει· μα είν’ καλότυχος αυτός που τους φτωχούς σπλαχνίζεται. Τάχατε δεν πλανιούνται όσοι σχεδιάζουν το κακό; Μα θα κερδίζουν σεβασμό κι εμπιστοσύνη όσοι σχεδιάζουν το καλό. Κάθε κουραστική εργασία φέρνει αφθονία, ενώ οι φλύαρες κουβέντες μονάχα στην ανέχεια οδηγούν. Για τους σοφούς ο πλούτος τους στεφάνι· για τους ανόητους στεφάνι η ανοησία τους. Ο μάρτυρας σώζει ζωές όταν λέει την αλήθεια, ενώ ο ψευδομάρτυρας παραπλανάει τους ανθρώπους. Τον Κύριο όποιος σέβεται έχει ισχυρή ελπίδα και τα παιδιά του βρίσκουνε σ’ αυτόν καταφυγή. Ο σεβασμός στον Κύριο είναι πηγή ζωής· απομακρύνει απ’ τις παγίδες του θανάτου. Ο πολυάριθμος λαός, του βασιλιά είναι δόξα· χωρίς λαό χάνεται κι ο ηγεμόνας. Αυτός που το θυμό του συγκρατεί, πολλή έχει φρονιμάδα· κι όποιος αρπάζεται με μιας, δείχνει πως είν’ ανόητος. Ζωή είναι για το σώμα η ήρεμη καρδιά, μα το μίσος είν’ αρρώστια που κατατρώει τα κόκαλα. Αν καταπιέζεις τον φτωχό, τον πλάστη του προσβάλλεις· ενώ όταν τον φτωχό ελεείς, τον πλάστη του τιμάς. Τον ασεβή οι κακίες του οι ίδιες τον γκρεμίζουν· ενώ τον δίκαιο και στη θανή του ακόμα, δεν τον αφήνει η ελπίδα. Μες στην καρδιά του συνετού αναπαύεται η σοφία, μα ανάμεσα στους άμυαλους αυτή είναι άγνωστη. Τα έθνη η δικαιοσύνη τα εξυψώνει, ενώ η αμαρτία είναι ντροπή για τους λαούς. Ο βασιλιάς τον αγαπάει το συνετό το δούλο, αλλά οργίζεται με τον ανάξιο. Μια απάντηση γλυκειά καταπραΰνει το θυμό, μα ο λόγος ο προσβλητικός φουντώνει την οργή. Η γλώσσα των σοφών κάνει τη γνώση ελκυστική, ενώ το στόμα των ανόητων σκορπάει ανοησία. Τα μάτια του Κυρίου είναι παντού και τους κακούς και τους καλούς παρατηρούνε. Η γλώσσα η ευγενικιά είναι ζωής δεντρί, ενώ η διεστραμμένη γλώσσα συντρίβει την ψυχή. Ο ανόητος καταφρονεί την πατρική τη διδαχή· φρόνιμα πράττει όποιος τον έλεγχο με προσοχή ακούει. Στο σπίτι του δικαίου ο θησαυρός είναι πολύς, ενώ τα κέρδη του ασεβή διασκορπίζονται. Τα χείλη των σοφών σκορπίζουν γνώση, όχι όμως και των ανοήτων η καρδιά. Ο Κύριος απεχθάνεται τις προσφορές των ασεβών, αλλά του είναι ευπρόσδεκτη η δέηση των δικαίων. Ο Κύριος απεχθάνεται το φέρσιμο του ασεβή αλλά αγαπάει όποιον στοχεύει τη δικαιοσύνη. Επίπληξη αυστηρή απειλεί εκείνον που τον ίσιο δρόμο αφήνει· κι εκείνον που τον έλεγχο μισεί τον περιμένει θάνατος. Ακόμα κι ο άδης κι ο χαμός απ’ του Κυρίου τα μάτια δεν ξεφεύγουν· και πόσο μάλλον των ανθρώπων οι καρδιές! Ο φαντασμένος άνθρωπος δεν αγαπά να τον διορθώνουν ούτε του αρέσει να πηγαίνει στους σοφούς. Κάνει η χαρούμενη καρδιά το πρόσωπο γαλήνιο· μα όταν θλίβεται η καρδιά, το πνεύμα εξασθενεί. Του φρόνιμου η καρδιά τη γνώση αποζητάει, ενώ το στόμα των μωρών τρέφεται με μωρία. Του πονεμένου οι μέρες όλες είν’ κακές, ενώ ο χαρούμενος παντοτινά γιορτάζει. Κάλλιο να ’χεις λιγότερα με σεβασμό στον Κύριο, παρά μεγάλους θησαυρούς με ταραχή. Κάλλιο ένα πιάτο χόρτα και μ’ αγάπη, παρά μοσχάρι καλοθρεμμένο και γύρω μίσος. Άνθρωπος ευερέθιστος ανάβει διαμάχες, ενώ όποιος έχει υπομονή παύει τις προστριβές. Μοιάζει με φράχτη αγκαθωτό ο δρόμος του τεμπέλη, ενώ είναι ίσιο κι ομαλό των τίμιων το στρατί. Ο σοφός γιος είναι χαρά για τον πατέρα του, κι ο άνθρωπος ο ανόητος τη μάνα του περιφρονεί. Για κείνον που δεν έχει νου είναι χαρά η μωρία, ενώ ο μυαλωμένος τραβάει το δρόμο το σωστό. Αν δεν υπάρχει σύναξη που συζητά, τα σχέδια αποτυχαίνουν· μα πετυχαίνουν όταν υπάρχουν σύμβουλοι πολλοί. Χαίρεται εκείνος που μπορεί σωστή να δώσει απόκριση· και τι καλός σαν ειπωθεί στην ώρα του ένας λόγος! Ο φρόνιμος παίρνει το δρόμο της ζωής που πάει ψηλά, κι απομακρύνεται έτσι από τον άδη κάτω. Το σπίτι των περήφανων ο Κύριος το γκρεμίζει, αλλά στεριώνει τα όρια στης χήρας τον αγρό. Ο Κύριος απεχθάνεται τους πονηρούς σχεδιασμούς, μα λογαριάζει ως καθαρά τα ευχάριστα τα λόγια. Όποιος παράνομα κερδίζει χαλάει το σπίτι του· μα όποιος τη δωροδοκία μισεί, μ’ ασφάλεια θα ζήσει. Ο δίκαιος συλλογίζεται το τι θ’ αποκριθεί, ενώ των ασεβών το στόμα κακίες διασκορπίζει. Ο Κύριος στέκεται μακριά απ’ τους ασεβείς, μα των δικαίων την προσευχή την εισακούει. Ματιά που λάμπει, ευφραίνει την καρδιά· και ένα άγγελμα καλό τα κόκαλα στεριώνει. Όποιος ακούει προσεκτικά έναν σωτήριο έλεγχο, έχει τη θέση του μεταξύ των σοφών. Όποιος τη διδαχή την απορρίπτει, τον εαυτό του τον καταφρονεί· αλλά όποιος δίνει προσοχή στον έλεγχο, τη φρόνηση αποχτάει. Αν σέβεσαι τον Κύριο, τη διδαχή λαβαίνεις της σοφίας· μπροστά πάει η ταπείνωση κι ακολουθεί η δόξα. Μες στην καρδιά του κάνει σχέδια ο άνθρωπος, μα την απάντηση την τελική ο Κύριος τη δίνει. Του ανθρώπου όλοι οι δρόμοι τού φαντάζουν καθαροί, μα ο Κύριος σταθμίζει τις διαθέσεις. Τα έργα σου στον Κύριο εμπιστέψου τα και οι σκοποί σου θα εκπληρωθούν. Ο Κύριος όλα τα ’φτιαξε μ’ ένα σκοπό καθένα· ακόμα και τον ασεβή για του όλεθρου τη μέρα. Ο Κύριος απεχθάνεται κάθε αλαζονική καρδιά, και βέβαια δεν θα μείνει ατιμώρητη. Με την αλήθεια και τη χάρη η ανομία ξεπλένεται και με το φόβο του Κυρίου φεύγει κανείς απ’ το κακό. Όταν ο Κύριος ευχαριστείται με κάποιου τη διαγωγή, τον συμφιλιώνει και με τους εχθρούς του. Πιότερο αξίζει λιγοστό και με δικαιοσύνη, παρά εισοδήματα πολλά φτιαγμένα με αδικία. Του ανθρώπου μελετά η καρδιά τι πρόκειται να κάνει, αλλά τα βήματά του τα κατευθύνει ο Κύριος. Στου βασιλιά τα χείλη ένας χρησμός είναι θεόπνευστος· το στόμα του δεν ξαστοχάει στην κρίση. Η ζυγαριά κι η πλάστιγγα η ακριβοδίκαιη στον Κύριο ανήκουν· όλα τα ζύγια μες στο σάκο είν’ έργα του. Είναι αποτρόπαιο οι βασιλιάδες ν’ ασεβούν, γιατί το θρόνο τον στεριώνει η δικαιοσύνη. Τα δίκαια χείλη δίνουνε χαρά στους βασιλιάδες, αγαπούν εκείνον που σωστά μιλάει. Είν’ ο θυμός του βασιλιά προμήνυμα θανάτου, μα ξέρει να τον ημερεύει ο σοφός. Του βασιλιά το πρόσωπο δίνει ζωή όταν λάμπει, και μοιάζει η εύνοιά του με σύννεφο ανοιξιάτικης βροχής. Πόσο καλύτερο σοφία ν’ αποκτάς παρά χρυσάφι! Και πόσο προτιμότερο σύνεση ν’ αποκτάς παρά ασήμι! Ο δρόμος των ίσιων ανθρώπων είναι να φεύγουν πέρα απ’ το κακό. Όποιος τις πράξεις του προσέχει, τη ζωή του διατηρεί. Πριν απ’ τον όλεθρο πάει η αλαζονεία, και πριν από την πτώση το πνεύμα το υπεροπτικό. Πιότερο αξίζει ταπεινός να είσαι με τους ταπεινούς, παρά με τους περήφανους λάφυρα να μοιράζεσαι. Όποιος με φρόνηση ενεργεί θα ωφεληθεί· κι όποιος στον Κύριο ελπίζει θα ’ναι ευτυχισμένος. Ο σοφός άνθρωπος γνωρίζεται για φρόνιμος· κι όσο τα χείλη του είν’ γλυκά, τόσο πιότερο πείθουν. Η φρόνηση σ’ αυτόν που την έχει, χαρίζει τη ζωή· οι ανόητοι όμως τιμωρούνται με την ανοησία τους. Η καρδιά του σοφού το στόμα του το κάνει φρόνιμο, και πιότερο τα χείλη του τα κάνει πειστικά. Τα λόγια τα ευχάριστα είναι κερήθρα μέλι, γλύκα για την ψυχή και γιατρειά στα κόκαλα. Βλέπει ένα δρόμο κάποιος και τον θαρρεί σωστό, μα κείνος τελικά φέρνει στο θάνατο. Όποιος εργάζεται, για λόγου του δουλεύει, γιατί τον σφίγγει η πείνα του. Ο κακός άνθρωπος κακό ετοιμάζει· τα χείλη του είν’ σαν άσβηστη φωτιά. Ο διεστραμμένος τη φιλονικία σπέρνει, χωρίζει ο συκοφάντης φίλους στενούς. Ο άνθρωπος ο βίαιος παραπλανά το διπλανό του, τον οδηγεί σε δρόμο που δεν είν’ καλός. Όποιος τα φρύδια του ζαρώνει, διεστραμμένα σκέφτεται· τα χείλη του δαγκώνει κι ολοκληρώνει το κακό. Η λευκασμένη κεφαλή είναι τιμητικό στεφάνι· γιατί η μακροζωία είν’ των δικαίων ανταμοιβή. Πιότερο αξίζει ο υπομονετικός από το χεροδύναμο· κι εκείνος που στο πνεύμα του κυριαρχεί, από τον άλλο, που κυριεύει πόλη. Ο κλήρος ρίχνεται στην κάλπη, αλλά η απόφαση προέρχεται απ’ τον Κύριο. Κάλλιο ένα ξεροκόμματο ψωμί και με ηρεμία, παρά ένα σπίτι με ψητά γεμάτο, και διχόνοια. Ο δούλος που ’ναι φρόνιμος θα εξουσιάσει τον ανάξιο γιο, και με τους αδερφούς μαζί θα ’χει μερίδιο στην κληρονομιά. Το ασήμι δοκιμάζεται στο χωνευτήρι και το χρυσάφι στο καμίνι· μα ο Κύριος δοκιμάζει τις καρδιές. Τα λόγια τα άνομα ο κακός τα προσέχει· ο ψεύτης δίνει προσοχή στα λόγια τα ασεβή. Όποιος περιγελάει φτωχόν, τον πλάστη του προσβάλλει· όποιος στη δυστυχία του άλλου χαίρεται, δε θα μείνει ατιμώρητος. Τα εγγόνια είναι καμάρι για τους γέροντες κι οι πατεράδες τους καύχημα για τα παιδιά. Λόγια υπέροχα δεν ταιριάζουν στον ανόητο· πολύ λιγότερο στον άρχοντα ψεύτικα λόγια. Όποιος προσφέρει δώρο, το θαρρεί πως είναι μαγικό πετράδι· όπου και να στραφεί μ’ αυτό, έχει επιτυχίες. Όποιος φιλία αποζητά, τα λάθη τα σκεπάζει· όταν τα ξαναφέρνει στην κουβέντα, η φιλία σπάει. Πιότερο νιώθει μία επίπληξη ο συνετός, παρά ο ανόητος χτυπήματα εκατό. Το μόνο που ζητάει ο κακός είναι να στασιάζει, αλλά σκληρός προμηνυτής για κείνον θα σταλεί. Καλύτερο το συναπάντημα με αρκούδα που της πήραν τα μικρά της, παρά με ανόητο την ώρα που παραφρονεί. Αν το κακό αντί καλού ανταποδίδεις, δε θα σου λείψει το κακό ποτέ απ’ το σπίτι σου. Ν’ αρχίζεις μια φιλονικία είναι ως να σπάζεις ένα φράγμα και να χυμάνε τα νερά· προτού η διαμάχη ανάψει παραιτήσου. Εκείνος που τον ένοχο τον αθωώνει κι εκείνος που καταδικάζει τον αθώο, είναι κι οι δυο εξίσου μισητοί στον Κύριο. Τι χρησιμεύουνε τα χρήματα στου ανόητου το χέρι; σοφία ν’ αγοράσει; Μα αφού του λείπει το μυαλό! Σ’ όλες τις περιστάσεις αγαπάει ο φίλος· κι ο αδερφός γεννιέται για να παραστέκεται στις δύσκολες στιγμές. Ανόητος είν’ ο άνθρωπος που το χέρι του δίνει και για τον διπλανό του μπαίνει εγγυητής. Όποιος τις διαμάχες αγαπά, την αμαρτία αγαπάει· όποιος περηφανεύεται γυρεύει την καταστροφή. Η διεστραμμένη η καρδιά καλό δεν βλέπει, κι όποιος στα λόγια του είναι διεστραμμένος πέφτει σε συμφορά. Όποιος γεννάει ανόητον, για βάσανό του τον γεννά· του ανόητου ο πατέρας χαρά δεν δοκιμάζει. Καρδιά χαρούμενη είναι φάρμακο καλό, αλλά θλιμμένο πνεύμα ξεραίνει τα κόκαλα. Ο ασεβής δέχεται δώρα στα κρυφά, τη δίκαιη κρίση για να τη διαστρέψει. Το πρόσωπο του φρόνιμου αντικρύζει τη σοφία, ενώ του ανόητου τα μάτια στρέφονται πότε εδώ και πότε εκεί. Ο γιος ο ανόητος είν’ θλίψη του πατέρα του κι εκείνης που τον γέννησε η πίκρα. Καλό δεν είναι να τιμωρείται ο δίκαιος ούτε κι οι ευγενείς να κατατρέχονται για την ευθύτητά τους. Τα λόγια του όποιος συγκρατεί είναι γνωστικός, κι εκείνος που ’χει υπομονή είναι φρόνιμος. Ακόμη κι ο ανόητος όταν σωπαίνει περνιέται για σοφός· κι όποιος κλείνει το στόμα του, για φρόνιμος. Ο ακοινώνητος δεν νοιάζεται παρά για ό,τι ο ίδιος θέλει, κι εναντιώνεται σε όλα. Δε βρίσκει ο ανόητος στη φρόνηση ευχαρίστηση, μα μόνο στην επίδειξη των σκέψεών του. Όταν έρχεται ο ασεβής, έρχεται και η περιφρόνηση μαζί του· και με την ατιμία μαζί έρχεται κι η ντροπή. Τα λόγια του σοφού είναι βαθιά νερά, πηγή σοφίας, χείμαρρος που πλημμυράει. Στην κρίση δεν είναι καλό να ευνοείται ο ένοχος, κι ο αθώος να εμποδίζεται το δίκιο του να βρει. Τα χείλη του ανόητου φέρνουν φιλονικία και προκαλεί το στόμα του ξυλοδαρμούς. Το στόμα του ανόητου είν’ η καταστροφή του, παγίδα για τον ίδιο είναι τα χείλη του. Του συκοφάντη τα λεγόμενα είναι σαν λιχουδιές, που ως της κοιλιάς τα βάθη κατεβαίνουν. Αυτός που ’ναι τεμπέλης στη δουλειά του, είναι του χαλαστή αδερφός. Ο Κύριος, ο Θεός, είναι πύργος ισχυρός· εκεί ο δίκαιος καταφεύγει και είναι ασφαλής. Ο πλούσιος θεωρεί τ’ αγαθά του οχυρωμένη πόλη και τα φαντάζεται σαν τείχος ψηλό. Πριν από την καταστροφή περηφανεύεται του ανθρώπου η καρδιά· μα η ταπείνωση πάει μπροστά απ’ τη δόξα. Εκείνος που αποκρίνεται χωρίς ν’ ακούσει πρώτα, κάνει μια πράξη ανόητη κι εξευτελιστική. Το ακμαίο ηθικό του ανθρώπου θα τον στηρίξει στην αρρώστια του· μα ποιος θα ανορθώσει ένα πεσμένο ηθικό; Του μυαλωμένου η καρδιά αποζητά τη σύνεση, και των σοφών το αυτί ζητάει ν’ ακούει τη γνώση. Το δώρο δρόμο ανοίγει για τον άνθρωπο, και στους μεγάλους μπρος τον οδηγεί. Όποιος στη δίκη του μιλάει πρώτος, φαίνεται να ’χει δίκιο· μα έρχεται ο αντίδικός του και τα λεγόμενά του τα αντικρούει. Ο κλήρος σταματά των αντιδίκων τις φιλονικίες, και βγάζει αυτός απόφαση ανάμεσα στους ισχυρούς. Ο προσβλημένος αδερφός γίνεται πιο δυσπρόσιτος κι απ’ την οχυρωμένη πόλη· οι διαμάχες τους είναι πεισματικές, σαν του φρουρίου τους μοχλούς. Απ’ τον καρπό του στόματός του τρέφεται ο άνθρωπος· θα δοκιμάσει τις συνέπειες αυτών που λέει. Ζωή και θάνατος είναι στην εξουσία της γλώσσας· κι όσοι αγαπούν να λεν’ πολλά, τους καρπούς της θα γευτούν. Όποιος βρήκε καλή γυναίκα, βρήκε την ευτυχία· έχει ευνοηθεί από τον Κύριο. Μιλάει ικετευτικά ο φτωχός, κι ο πλούσιος με σκληρότητα αποκρίνεται. Υπάρχουν φίλοι που καταστρέφει ο ένας τον άλλο· μα είν’ και φίλοι πιστότεροι κι από αδερφό. Κάλλιο φτωχός που προχωρεί μες στην ευθύτητά του, παρά πλούσιος, ανόητος και ψεύτης. Καλό δεν είναι για κανένα να του λείπει η γνώση, και θα σκοντάψει όποιος δεν έχει υπομονή. Ο άνθρωπος με την ανοησία του χαλάει τη ζωή του· κι ύστερα αγανακτεί στον Κύριο ενάντια. Τα πλούτη αυξαίνουνε τους φίλους, μα το φτωχό τον παρατάει ο φίλος του. Δε θα μείνει ατιμώρητος ο ψευδομάρτυρας, κι αυτός που λέει ψέματα δε θα γλιτώσει. Πολλοί το γενναιόδωρο τον κολακεύουνε, κι όλοι είναι φίλοι εκείνου που χαρίζει. Όλα τ’ αδέρφια του τον αποφεύγουν το φτωχό, κι ακόμα περισσότερο τον παρατούν οι φίλοι· στηρίζεται σε υποσχέσεις που δεν ισχύουν πια. Σοφία όποιος αποκτάει, καλό δικό του κάνει· όποιος τηρεί αυτά που ’μαθε, την ευτυχία θα βρει. Δε θα μείνει ατιμώρητος ο ψευδομάρτυρας· κι αυτός που λέει ψέματα θα χαθεί. Αταίριαστο ο ανόητος να ζει μες στην απόλαυση κι ο δούλος πιο αταίριαστο να εξουσιάζει αφέντες. Η φρόνηση του ανθρώπου το θυμό του τον συγκρατεί, κι είναι τιμή του να ξεχνάει ότι τον πρόσβαλαν. Σαν λιονταριού είναι βρυχηθμός του βασιλιά η οργή και σαν δροσιά πάνω στη χλόη η εύνοιά του. Ο γιος ο ανόητος καταστροφή είναι του πατέρα του, και της γυναίκας οι διαμάχες λούκι που στάζει και δε σταματά. Σπίτι και πλούτη από τους γονείς μπορεί κανείς να τα κληρονομήσει· αλλά η γυναίκα που έχει νου, χαρίζεται απ’ τον Κύριο. Η τεμπελιά ρίχνει σε λήθαργο βαθύ κι ο άνθρωπος ο νωχελικός θα δοκιμάσει πείνα. Όποιος τηρεί τις εντολές φυλάει τη ζωή του, μα θα πεθάνει όποιος αδιαφορεί για τη συμπεριφορά του. Όποιος σπλαχνίζεται φτωχό, τον Κύριο δανείζει, κι αυτός ανάλογα με το έργο του θα του το ανταποδώσει. Σκληρά το γιο σου να παιδαγωγείς όσο υπάρχει ελπίδα, για να μη συντελέσεις στην καταστροφή του. Άφησε τον οξύθυμο να γευτεί τις συνέπειες, γιατί αν τον απαλλάξεις δεν πρόκειται να διορθωθεί. Ν’ ακούς τις συμβουλές, τις διδαχές να δέχεσαι, ώστε να γίνεις τελικά σοφός. Πολλά είναι τα σχέδια μέσα στου ανθρώπου την καρδιά, μα του Κυρίου το θέλημα αυτό είναι που θα γίνει. Είναι τιμή στον άνθρωπο η αγαθότητά του, κι από έναν ψεύτη πιότερο αξίζει ένας φτωχός. Ο σεβασμός στον Κύριο, φέρνει ζωή· ο ευσεβής χορτάτος θα πλαγιάζει, κακό δεν θα τον βρει. Βουτάει το χέρι του ο τεμπέλης στη γαβάθα, αλλά βαριέται να το φέρει ως το στόμα του. Χτύπα τον αλαζόνα, κι αν είν’ καλοπροαίρετος θα συνετιστεί. Διόρθωσε τον φρόνιμο και θ’ αποχτήσει γνώση. Αυτός που βασανίζει τον πατέρα του και διώχνει τη μητέρα του, είν’ ένας γιος επαίσχυντος κι άξιος καταφρόνιας. Θα πάψεις γιε μου διδαχή ν’ ακούς; Από τα λόγια θ’ απομακρυνθείς της γνώσης. Ο μάρτυρας ο ασεβής τη δικαιοσύνη τη χλευάζει· με ανομία τρέφονται τα στόματα των ασεβών. Ποινές είν’ έτοιμες για τους χλευαστές, και ραβδισμοί για των ανόητων τη ράχη. Το κρασί φέρνει αυθάδεια και τα μεθυστικά ποτά μανία· όποιος αφήνεται να δελεάζεται απ’ αυτά, σοφός δεν μπορεί να ’ναι. Σαν λιονταριού είναι βρυχηθμός του βασιλιά ο θυμός· όποιος τον εξοργίζει τη ζωή του χάνει. Τιμή είναι για τον άνθρωπο φιλονικίες ν’ αποφεύγει· μόνο οι ανόητοι εξάπτονται. Ο οκνός δεν οργώνει το φθινόπωρο, μα στη συγκομιδή καρπό δε θα ’βρει να θερίσει. Οι σκέψεις στην καρδιά του ανθρώπου σαν τα βαθιά είναι νερά, μα ο άνθρωπος ο συνετός ξέρει απ’ αυτές ν’ αντλήσει. Πολλοί είναι που διακηρύττουν την καλοσύνη του καθένας, αλλά ποιος θα μπορέσει να ’βρει άνθρωπο αξιόπιστο; Ο δίκαιος βαδίζει μες στην ευθύτητά του, κι ευτυχισμένα τα παιδιά του θα ’ναι μετά απ’ αυτόν. Ο βασιλιάς που κάθεται στο θρόνο να δικάσει, με τη ματιά του μοναχά κάθε κακό διακρίνει. Ποιος είναι που μπορεί να πει: «Εξάγνισα την καρδιά μου, άσπιλος είμαι απ’ την αμαρτία μου»; Λειψά ζύγια και ψεύτικα μέτρα, είν’ και τα δυο στον Κύριο μισητά. Και το παιδί ακόμα δείχνει με τις πράξεις του αν θα ’ναι τα έργα του αθώα και σωστά. Το αυτί που ακούει και το μάτι που βλέπει, ο Κύριος τα ’χει φτιάξει και τα δυο. Τον ύπνο μην τον αγαπάς αν θες να μη φτωχύνεις· κράτα ανοιχτά τα μάτια σου και θα χορτάσεις το ψωμί. «Κακό, κακό», λέει ο αγοραστής, μα καθώς φεύγει μέσα του παινεύεται. Χρυσάφι υπάρχει κι άφθονα μαργαριτάρια· τα χείλη όμως τα γνωστικά είναι το πιο πολύτιμο. Πάρε το ρούχο εκεινού που γι’ άλλον μπήκε εγγυητής και κράτησέ το ενέχυρο για των ξένων τα χρέη. Είναι γλυκό στον άνθρωπο ψωμί που το ’βγαλε με απάτη· μετά όμως θα του γίνει χαλίκια μες στο στόμα του. Κατάστρωσε τα σχέδιά σου ύστερα από συμβουλή, και με υπολογισμούς σωστούς έβγα στον πόλεμο. Ο φλύαρος εδώ κι εκεί τα μυστικά τα φανερώνει· γι’ αυτό μην έχεις σχέσεις μ’ εκείνον που μιλάει πολύ. Αυτός που μάνα και πατέρα καταριέται, θα δει να χάνεται η ζωή του, σαν το λυχνάρι που σε σκοτάδι σβήνεται βαθύ. Ο πλούτος που αποκτήθηκε γρήγορα απ’ την πρώτη στιγμή, στο τέλος δεν θα ευλογηθεί. Μην πεις: «Θ’ ανταποδώσω το κακό». Περίμενε τον Κύριο κι αυτός θα σε γλιτώσει. Τα λειψά ζύγια ο Κύριος τ’ απεχθάνεται, κι η πλάστιγγα η ψεύτικη πράγμα καλό δεν είναι. Τα βήματα του ανθρώπου τα κατευθύνει ο Κύριος· πώς μπορεί λοιπόν ο άνθρωπος να γνωρίζει το δρόμο της ζωής του; Παγίδα είναι στον άνθρωπο να τάζει αλόγιστα στο Θεό, κι αφού κάνει το τάμα του μετά να συλλογιέται. Ο βασιλιάς που ’ναι σοφός διαχωρίζει τους κακούς, και στρέφει ενάντιά τους την ποινή. Το πνεύμα του ανθρώπου λυχνάρι είναι δοσμένο από τον Κύριο, που ερευνάει όλα τα βάθη της καρδιάς. Η αγάπη κι η αλήθεια είν’ η φρουρά του βασιλιά, και με την καλοσύνη του το θρόνο του στηρίζουν. Τιμή των νέων είν’ η δύναμή τους, και των γερόντων κόσμημα η λευκασμένη κεφαλή. Ραβδίσματα που μελανιάζουν, καθαρίζουν το κακό· το ίδιο και τα πλήγματα της καρδιάς τα βάθη. Είν’ η καρδιά του βασιλιά στο χέρι του Κυρίου· σαν των νερών τα ρεύματα τη στρέφει όπου θέλει. Όλοι του ανθρώπου οι δρόμοι μοιάζουν σωστοί στα μάτια του, αλλά ο Κύριος ζυγιάζει τις καρδιές. Πράξη να γίνεται το δίκαιο και τ’ ορθό, είναι στον Κύριο αρεστό πιότερο απ’ τη θυσία. Τα μάτια τ’ ακατάδεχτα κι η αλαζονική καρδιά, που σαν λυχνάρι καθοδηγούν τους ασεβείς, άλλο δεν είναι από αμαρτία. Τα σχέδια του φίλεργου φέρνουν σε βέβαιη αφθονία· αλλά όποιος βιαστικά ενεργεί, σε βέβαιη στέρηση θα φτάσει. Οι θησαυροί που αποκτηθήκαν με ψευτιές, κυνήγι είναι ματαιότητας, που στις παγίδες του θανάτου φέρνει. Οι πράξεις βίας των ασεβών θα τους εξολοθρέψουν, γιατί δεν δέχονται να κάνουν εκείνο που είναι δίκαιο. Ο ένοχος ακολουθεί δρόμους διεστραμμένους, ενώ ο αθώος ενεργεί μ’ ευθύτητα. Κάλλιο να κατοικεί κανείς στην κόχη μιας σοφίτας, παρά σε σπίτι ευρύχωρο με δύστροπη γυναίκα. Πάντα του ασεβή η ψυχή διψάει για το κακό· ούτε για τον πλησίον του έλεος δεν έχει. Όταν ο αδιόρθωτος τιμωρείται, αν είν’ καλοπροαίρετος, γίνεται σοφός· κι όταν διδάσκεται ο σοφός πιότερη παίρνει γνώση. Δίκαιος είν’ ο Κύριος: βλέπει του ασεβή την οικογένεια και φέρνει την καταστροφή τους. Όποιος τ’ αυτιά του κλείνει στου φτωχού την κραυγή, δε θα λαβαίνει απάντηση κι ο ίδιος σαν φωνάζει. Δώρο που δίνεται κρυφά καταπραΰνει το θυμό· το χάρισμα το μυστικό και την πιο βίαιη οργή την παύει. Χαρά είναι για τον δίκαιο να αποδίδεται δικαιοσύνη· για τους παράνομους όμως, αυτό είναι φρίκη. Εκείνος που απ’ της φρόνησης λοξοδρομεί τη στράτα, θα πάει να βρει κατάλυμα στον κόσμο των νεκρών. Όποιος τα γλέντια αγαπάει, σε στέρηση θα πέσει· δε θα πλουτίσει ο κρασοπότης κι ο καλοφαγάς. Ο ασεβής αντίλυτρο είναι για τον δίκαιο, κι ο παραβάτης είν’ αντίλυτρο για τους ευθείς. Καλύτερα να κατοικεί κανείς στην ερημιά, παρά με μια γυναίκα φιλόνικη και μεμψίμοιρη. Στου συνετού το σπίτι πάντοτε υπάρχουν θησαυροί πολύτιμοι κι αρώματα, ενώ ο άμυαλος όλα τα κατασπαταλάει. Όποιος τη δικαιοσύνη ακολουθεί και την αγάπη, θα βρει ζωή, δικαιοσύνη και τιμή. Ο σοφός κυριεύει την πολιτεία των δυνατών, και τ’ οχυρό γκρεμίζει που ήταν η ελπίδα της. Όποιος το στόμα του προσέχει και τη γλώσσα του, τον εαυτό του τον φυλάει από αγωνίες. Ο αλαζόνας, ο υπερόπτης, αυτός είναι που τον φωνάζουν «χλευαστή», και που ενεργεί με υπέρμετρη αυθάδεια. Οι επιθυμίες του σκοτώνουν τον οκνό, γιατί τα χέρια του δε στέργουν να δουλέψουν. Όλη τη μέρα σκέφτεται τι θέλει ν’ αποχτήσει, ενώ ο δίκαιος δίνει αφειδώλευτα. Θυσία που προσφέρουν οι ασεβείς είν’ αποκρουστική στον Κύριο, και πιότερο όταν την προσφέρουν με σκέψεις πονηρές. Ο ψευδομάρτυρας θα καταποντιστεί· μα η γνώμη εκείνου που ακούει στοχαστικά, πάντα θ’ ακούγεται. Ο ασεβής παίρνει ύφος αναιδές, μα ο ίσιος άνθρωπος με σιγουριά πορεύεται. Ούτε σοφία υπάρχει ούτε φρονιμάδα ούτε σκέψη σωστή μπροστά στον Κύριο. Το άλογο το ετοίμασαν για τη μέρα της μάχης· τη νίκη όμως ο Κύριος τη δίνει. Τ’ όνομα το καλό είναι προτιμότερο από πληθώρα πλούτη· να σ’ εκτιμούν, πιότερο αξίζει από τ’ ασήμι και το μάλαμα. Ο πλούσιος κι ο φτωχός σ’ ένα σημείο συμπίπτουν: ο Κύριος και τους δυο τους έπλασε. Ο μυαλωμένος βλέπει το κακό και προφυλάγεται· οι ανόητοι προχωρούν και τιμωρούνται. Είν’ η ανταμοιβή του ταπεινού κι εκείνου που τον Κύριο σέβεται, πλούτος και δόξα και ζωή. Τριβόλια και παγίδες στου διεστραμμένου είναι το δρόμο· όποιος φυλάει τη ζωή του απομακρύνεται απ’ αυτά. Μάθαινε το παιδί στην αρχή της ζωής του να ’χει καλές συνήθειες, και δε θα ξεστρατίσει απ’ αυτές ούτε όταν θα ’ναι γέρος πια. Ο πλούσιος εξουσιάζει τους φτωχούς· κι εκείνος που δανείζεται, του δανειστή είναι δούλος. Όποιος σπέρνει αδικία, θερίζει συμφορά· η τυραννία του πάνω στους άλλους, θα τελειώσει. Εκείνος που έχει βλέμμα φιλικό θα ευλογηθεί, γιατί απ’ το δικό του το ψωμί δίνει και στον φτωχό. Διώξε τον εγωιστή και θα λείψει η διχόνοια· θα πάψουν και η φιλονικία και οι προσβολές. Όποιος την καθαρότητα αγαπάει της καρδιάς κι όποιος μιλάει με χάρη, έχει το βασιλιά για φίλο του. Τα μάτια του Κυρίου τη γνώση την περιφρουρούν· ενώ του πονηρού τα λόγια τ’ ανατρέπει. Λέει ο τεμπέλης: «Είναι στο δρόμο ένα λιοντάρι· αν βγω έξω απ’ το σπίτι μπορεί και να με φάει». Λάκκος βαθύς το στόμα είναι της πόρνης· κι αυτός που έχει ενάντια του την οργή του Κυρίου θα πέσει μέσα εκεί. Η ανοησία με του παιδιού συνδέεται την καρδιά· μα της παιδείας το ραβδί θα την απομακρύνει. Όποιος πιέζει τον φτωχό, στο τέλος τον κάνει πλούσιο· κι όποιος δίνει στον πλούσιο, σίγουρα ο ίδιος θα φτωχύνει. Στρέψε τ’ αυτί σου κι άκου τα λόγια των σοφών, στη γνώση μου αφοσιώσου· γιατί είν’ ευχάριστο να τα κρατάς όλα βαθιά μες στην καρδιά σου, και να τα ψιθυρίζεις με τα χείλη σου. Θα σε διδάξω σήμερα κι εσένα. Για να ’χεις την εμπιστοσύνη σου στον Κύριο. Τριάντα ρητά με συμβουλές και γνώσεις έγραψα για σένα, για να σε κάνω να γνωρίσεις την πραγματική αλήθεια, ώστε με λόγια αλήθειας ν’ απαντάς σ’ εκείνον που την αλήθεια σε στέλνει για να βρεις: Μη γδύνεις το φτωχό επειδή είναι φτωχός, και μην καταπιέζεις το δυστυχή στη δίκη· γιατί ο Κύριος θα υπερασπιστεί το δίκιο τους και θα απειλήσει τη ζωή εκείνων που τους απειλούν. Μην πιάνεις φιλία με άνθρωπο που θυμώνει, και με άνθρωπο ευέξαπτο μη συμπορεύεσαι, για να μη συνηθίσεις στους τρόπους του, και παγίδα γίνουν στην ψυχή σου. Μην είσαι από κείνους που υπόσχονται εύκολα, από κείνους που εγγυώνται για χρέη. Όταν δεν θα ’χεις από πού να τα πληρώσεις, θα πάρουν κάτωθέ σου το κρεβάτι σου. Μη μετατοπίζεις παλιά όρια, που έβαλαν οι πρόγονοί σου για να ορίζουν την ιδιοκτησία τους. Είδες άνθρωπο επιδέξιο στα έργα του; Αυτός θα παρουσιαστεί μπροστά σε βασιλιάδες, όχι μπροστά σε τιποτένιους. Όταν καθίσεις στο τραπέζι μ’ έναν άρχοντα, πρόσεξε ποιος είναι μπροστά σου. Συγκρατήσου αν είσαι λαίμαργος. Μη λαχταράς τις λιχουδιές του, είναι τροφή απατηλή. Μην αγωνίζεσαι να γίνεις πλούσιος· μ’ αυτό ας μην απασχολείται ο νους σου. Μόλις στρέψεις τα μάτια σου στον πλούτο, χάνεται· κάνει φτερά και σαν αετός στον ουρανό πετάει. Μην τρως αντάμα με τον φθονερό και μην τα λαχταράς τα φαγητά του. Αυτός όλα τα υπολογίζει. Σου λέει «φάε και πιες», ενώ μέσα του άλλα σκέφτεται. Θα κάνεις εμετό την μπουκιά που ’φαγες και οι φιλοφρονήσεις σου θα παν’ χαμένες. Μη χάνεις τα λόγια σου με τον ανόητο, γιατί θα καταφρονήσει τις σοφές σου συμβουλές. Μη μετατοπίζεις τα παλιά όρια ιδιοκτησίας και μην καταπατάς τα χωράφια των ορφανών, γιατί ο υπερασπιστής τους είναι ισχυρός· αυτός το μέρος τους ενάντια σου θα πάρει. Στη διδαχή άνοιξε την καρδιά σου και τα λόγια της γνώσης άκου τα με προσοχή. Μην είσαι φειδωλός στου παιδιού το σωφρονισμό· μ’ ένα γερό ξυλοδαρμό δεν θα πεθάνει. Αντίθετα, χτυπώντας το, το προστατεύεις από λάθη θανάσιμα. Γιε μου, αν γίνει η καρδιά σου σοφή, θα χαίρεται η καρδιά η δική μου. Τα σπλάχνα μου θα ευφραίνονται όταν τα χείλη σου μιλούν σωστά. Να φθονεί η καρδιά σου τους αμαρτωλούς, αλλά το φόβο ας έχει πάντα του Κυρίου· τότε θα μπορείς να ατενίζεις με αισιοδοξία το μέλλον και η ελπίδα σου δε θα χαθεί. Άκουσε γιε μου και γίνε σοφός και την καρδιά σου οδήγησ’ την στον ίσιο δρόμο. Μην είσαι στην παρέα των μέθυσων, κι εκείνων που με κρέατα παραχορταίνουν· γιατί ο μέθυσος κι ο λαίμαργος φτωχαίνουν, και ντύνει με κουρέλια τον υπναρά η νωθρότητα. Άκουγε τον πατέρα σου, εκείνον που σε γέννησε· και τη μητέρα σου στα γηρατειά της μην την καταφρονέσεις. Την αλήθεια αγόραζέ την και μην την πουλάς· το ίδιο και τη σοφία, τη διδαχή, τη φρόνηση. Του δίκαιου ανθρώπου θ’ αγάλλεται ο πατέρας· κι εκείνος που σοφό γέννησε γιο θα χαίρεται γι’ αυτόν. Ας χαίρονται ο πατέρας κι η μητέρα σου, εκείνη που σε γέννησε από χαρά ας σκιρτάει! Δώσ’ μου, γιε μου, την καρδιά σου και πάρε τη ζωή μου για παράδειγμα. Γιατί η πόρνη λάκκος είναι βαθύς, στενό πηγάδι η γυναίκα του άλλου. Παραμονεύει σαν ληστής και παρασύρει κι άλλους στην παρανομία. Ποιοι είν’ αξιολύπητοι; ποιοι υποφέρουν; σε ποιους είν’ οι διχόνοιες; σε ποιους η απόγνωση; ποιοι αναίτια χτυπιούνται; ποιανών τα μάτια κοκκινίζουν; Αυτά όλα συμβαίνουν σ’ εκείνους που ξοδεύουν πολύ χρόνο στην οινοποσία, σ’ εκείνους που τρέχουν ν’ απολαύσουν το κρασί. Μη βλέπεις το κρασί που κοκκινίζει, που στο ποτήρι δίνει χρώμα και πίνετ’ εύκολα. Φτάνει στο τέλος σαν το φίδι να δαγκώνει, και να κεντρίζει σαν οχιά. Τα μάτια σου θα βλέπουν φαντασίες, και λόγια ασυνάρτητα θα λες. Θα ’σαι σαν να κοιμάσαι στης θάλασσας τη μέση, σαν κάποιος ξαπλωμένος στην κορφή του καταρτιού. «Με χτύπησαν», θα λες, «και καθόλου δεν πόνεσα. Μ’ έδειραν, μα δεν το ’νιωσα. Πότε θα σηκωθώ να πάω να ξαναπιώ;» Να μη ζηλεύεις τους κακούς ανθρώπους, τη συντροφιά τους μην την επιθυμείς. Γιατί η καρδιά τους σκέφτεται τον όλεθρο και τα χείλη τους λένε παρανομίες. Με τη σοφία χτίζεται το σπίτι και με τη φρόνηση στεριώνεται· με τη γνώση γεμίζουνε τα δώματα απ’ όλα τα πολύτιμα, λαχταριστά αγαθά. Η σοφία του ανθρώπου τον κάνει δυνατό, η γνώση του το σφρίγος του αυξαίνει· γιατί πρώτα κάνεις προσεκτικά τα σχέδιά σου κι ύστερα βγαίνεις στον πόλεμο, κι η νίκη εξασφαλίζεται με τους πολλούς συμβούλους. Είν’ άπιαστη η σοφία για τον ανόητο. Στης πολιτείας την πύλη το στόμα του ν’ ανοίξει δεν μπορεί. Αυτός που σκέφτεται να κάνει το κακό λέγεται «απατεώνας». Η δολιότητα άλλο δεν είν’ από αμαρτία· κι οι άνθρωποι το χλευαστή τον αποστρέφονται. Αν χάσεις το κουράγιο σου της αγωνίας τη μέρα, η δύναμή σου είναι μικρή. Μη διστάσεις να ελευθερώσεις εκείνους που άδικα τους τραβούν στο θάνατο, και σώσε αυτούς που τους πάνε να τους σφαγιάσουν. Μην πεις «δεν είχα ιδέα του τι γίνεται»· μήπως δεν το γνωρίζει εκείνος που σταθμίζει τις καρδιές; Αυτός που επιβλέπει τη ζωή σου δεν το ξέρει; Και δε θ’ ανταποδώσει στον καθένα σύμφωνα με τα έργα του; Γιε μου, να τρως το μέλι, γιατί είν’ καλό· και μια κερήθρα μέλι θα ’ναι γλυκιά στον ουρανίσκο σου. Το ίδιο συμβαίνει και με τη σοφία στην ψυχή σου: Όταν την αποκτήσεις, θα ’χεις μέλλον λαμπρό γεμάτο ελπίδα. Μη σχεδιάζεις, ασεβή, κακό ενάντια στου δίκαιου το σπίτι, μην του ταράζεις τη γαλήνη του σπιτιού του. Γιατί ο δίκαιος κι αν πέσει εφτά φορές, ξανασηκώνεται· ενώ οι ασεβείς πέφτουν στη δυστυχία για πάντα. Μη χαίρεσαι στην πτώση του εχθρού σου, κι ας μην ευφραίνεται η καρδιά σου όταν αυτός κλονίζεται· μήπως το δει ο Κύριος και για κακό το λογαριάσει, και αναστείλει το θυμό του εναντίον του. Με τους κακούς ανθρώπους μην αγανακτείς όταν ευτυχούν, και μη φθονείς τους ασεβείς. Γιατί δεν έχουν μέλλον οι κακοί· η ζωή των ασεβών λυχνάρι ’ναι που σβήνει. Γιε μου, να σέβεσαι τον Κύριο και το βασιλιά· και με τους ταραξίες να μην ανακατεύεσαι. Γιατί άξαφνα η συμφορά τους θα φανεί, και ποιος να ξέρει τι καταστροφές θα προκληθούν από τον ένα κι απ’ τον άλλο! Μερικά ακόμη λόγια σοφών: Η μεροληψία στην κρίση δεν είναι καλό. Αυτόν που λέει στον ασεβή «είσαι δίκαιος» οι λαοί θα τον καταραστούν· θα τον αποστραφούν τα έθνη. Αλλ’ αυτοί που τον ένοχο καταδικάζουν θα ευτυχούν, θα πέσουν πάνω τους πληθώρα οι ευλογίες. Εκείνος που με λόγια αποκρίνεται σωστά, είναι σάμπως να δίνει φίλημα στα χείλη. Φρόντισε πρώτα την εργασία σου έξω, το χωράφι σου ετοίμασε, κι έπειτα απ’ όλα αυτά χτίσε το σπίτι σου. Μη δίνεις μαρτυρία μ’ ελαφρότητα ενάντια στον πλησίον σου, και με τα λόγια σου μην παραπλανάς. Μη λες «όπως μου έκανε αυτός, κι εγώ έτσι θα του κάνω· θ’ ανταποδώσω στον καθένα ανάλογα με τα έργα του». Περνούσα απ’ το χωράφι του τεμπέλη κι από το αμπέλι του ανόητου. Και να, παντού είχαν φυτρώσει αγκάθια, τσουκνίδες τού είχανε σκεπάσει την επιφάνεια, κι η πέτρινή του μάντρα είχε γκρεμιστεί. Είδα λοιπόν και σκέφτηκα, είδα και πήρα μάθημα: Λίγος ύπνος, λίγη νύστα, λίγο τα χέρια να σταυρώσεις για ν’ αναπαυτείς, και θα ’ρθει η φτώχεια ξαφνικά σαν το ληστή, κι η στέρηση σαν άντρας οπλισμένος. Εδώ είναι επίσης οι παροιμίες του Σολομώντα, συγκεντρωμένες απ’ τους ανθρώπους του Εζεκία, βασιλιά του Ιούδα. Δοξάζουμε τον Κύριο για όσα αποκρύπτει και τους βασιλιάδες για όσα αποκαλύπτουν. Το ύψος τ’ ουρανού, της γης το βάθος και η καρδιά των βασιλιάδων είν’ ανεξερεύνητα. Βγάλε απ’ τ’ ασήμι τη σκουριά και το σκεύος θα ’ναι έτοιμο για τον αργυροχόο· βγάλε τον ασεβή μπροστά απ’ το βασιλιά κι ο θρόνος του θα στεριωθεί με τη δικαιοσύνη. Μη φέρνεσαι αλαζονικά μπροστά στο βασιλιά και μη στέκεις στη θέση των μεγάλων. Γιατί καλύτερα είναι να σου πουν «ανέβα εδώ», παρά μπροστά στον άρχοντα να σε υποβιβάσουν. Μη βιάζεσαι να πας να καταθέσεις για κάτι που έχεις δει, μήπως στο τέλος δεν θα ξέρεις τι να πεις, αν κάποιος αποδείξει ότι έχεις λάθος. Λύσε τη διαφορά σου με το διπλανό σου, αλλά μη φανερώσεις ξένο μυστικό· μήπως εκείνος σε ντροπιάσει όταν το μάθει, κι η υπόληψή σου ανεπανόρθωτα χαθεί. Μήλα χρυσά πάνω σε σκάλισμα ασημένιο, τέτοιος είναι ο λόγος που προφέρεται στην ώρα του. Κρίκος χρυσός, γιορντάνι από χρυσάφι καθαρό, τέτοια είναι του σοφού η επίπληξη για κείνον που ’ναι πρόθυμος ν’ ακούσει. Καθώς χιονιού δροσιά στου θερισμού την ώρα, μαντατοφόρος έμπιστος για κείνον που τον στέλνει· ανακουφίζει του κυρίου του την ψυχή. Σύννεφα κι άνεμος που δε φέρνουν βροχή, τέτοιος όποιος υπόσχεται δώρα και δεν τα δίνει. Με υπομονή πείθεται ο άρχοντας, κι η γλώσσα η γλυκιά κόκαλα σπάζει. Μέλι αν βρεις, φάε όσο θέλεις, αλλά μην παραφάς και το ξεράσεις. Μην επισκέπτεσαι συχνά την κατοικία του φίλου σου, μήπως σε βαρεθεί και σ’ αηδιάσει. Σαν ρόπαλο, μαχαίρι και βέλος μυτερό ο άνθρωπος που στον διπλανό του ενάντια ψεύτικη μαρτυρία δίνει. Δόντι σπασμένο, πόδι ανάπηρο, τέτοιος ο άπιστος που τον εμπιστεύεσαι στης δυστυχίας τη μέρα. Να βγάζεις ρούχα όταν κάνει κρύο, να χύνεις ξύδι πάνω σε πληγή, έτσι είναι όταν τραγουδάς σε μια καρδιά θλιμμένη. Όταν πεινάει ο εχθρός σου, δώσ’ του να φάει ψωμί· και πάλι όταν διψάει δώσ’ του νερό να πιει· γιατί έτσι πάνω στο κεφάλι του κάρβουνα του σωρεύεις αναμμένα, και θα σε ανταμείψει ο Κύριος. Όπως ο βόρειος άνεμος φέρνει βροχή, το ίδιο κι η συκοφαντία φέρνει την αγανάχτηση. Καλύτερα να ζει κανείς στην κόχη μιας σοφίτας, παρά σε σπίτι ευρύχωρο με δύστροπη γυναίκα. Καθώς το δροσερό νερό σ’ άνθρωπο διψασμένο, έτσι κι η είδηση η καλή από μακρινή χώρα. Σαν τη θολή πηγή, τη μολυσμένη βρύση, ο δίκαιος που ενδίδει μπροστά στον ασεβή. Μέλι πολύ να τρως, καλό δεν είναι· ούτε τιμητικό δόξες πολλές ν’ αποζητάς. Σαν πόλη ανοχύρωτη κι ατείχιστη, ο άνθρωπος που κύριος δεν είναι του εαυτού του. Όπως είναι αταίριαστο χιόνι το καλοκαίρι, βροχή στο θερισμό, το ίδιο αταίριαστη είναι και η τιμή στον άμυαλο. Σαν το σπουργίτι που ξεφεύγει, το χελιδόνι που πετάει, έτσι κι άδικη κατάρα ξαστοχάει. Μαστίγιο για το άλογο, για το γαϊδούρι χαλινάρι, και για τη ράχη των ανόητων είν’ το ραβδί. Αν απαντήσεις σε μια ανόητη ερώτηση, γίνεσαι το ίδιο ανόητος μ’ εκείνον που ρωτάει. Δώσε ανόητη απάντηση σ’ ερώτηση ανόητη, κι αυτός που σε ρωτάει θα καταλάβει ότι δεν ήταν όσο νόμιζε σοφός. Κόβει τα πόδια του, μπλέκει σε φασαρίες, όποιος μήνυμα στέλνει με ανόητον. Όπως τα σκέλη του χωλού πατούν αβέβαια, έτσι μια παροιμία στου ανόητου το στόμα. Το ίδιο σαν να δένεις λιθάρι στη σφεντόνα, είναι τιμές να δίνεις στον ανόητο. Καθώς αγκάθι προσπαθεί να βγάλει από το χέρι ο μεθυσμένος, τό ίδιο κι ο ανόητος που παροιμία προσπαθεί να πει. Όλα ο δυνάστης τα καταστρέφει, μισθώνοντας ανόητους και τυχαίους περαστικούς. Σαν το σκυλί που σ’ ό,τι ξέρασε ξαναγυρίζει, έτσι ο ανόητος επαναλαμβάνει την ανοησία του. Βλέπεις άνθρωπο που θαρρεί σοφός πως είναι; Πιότερη ελπίδα υπάρχει απ’ τον ανόητο, παρά απ’ αυτόν. Λέει ο τεμπέλης για να μη βγει απ’ το σπίτι του: «Λιοντάρι είναι στο δρόμο! Λιοντάρι στις πλατείες!» Όπως γυρίζει η πόρτα στους αρμούς της, το ίδιο κι ο τεμπέλης στο κρεβάτι του. Βουτάει το χέρι του ο τεμπέλης στην πιατέλα, αλλά βαρυέται να το φέρει ως το στόμα του. Θαρρεί ο τεμπέλης τον εαυτό του πιο σοφό από εφτά ανθρώπους ειδικούς να δώσουν γνώμη. Μοιάζει μ’ αυτόν που πιάνει σκύλο απ’ τ’ αυτιά, ο διαβάτης που μπερδεύεται σε ξένη φασαρία. Σαν το μανιακό, που ρίχνει φλόγες και θανατηφόρα βέλη, έτσι είν’ ο άνθρωπος που απατάει το διπλανό του κι ύστερα λέει: «στ’ αστεία το ’κανα!» Όπου τα ξύλα λείπουν, σβήνει η φωτιά· κι όπου δεν βάζουν λόγια, η διχόνοια παύει. Κάρβουνα για την ανθρακιά, για τη φωτιά τα ξύλα, κι ο άνθρωπος ο εριστικός φιλονικίες ν’ ανάβει. Του συκοφάντη τα λεγόμενα είναι σαν λιχουδιές· ως της κοιλιάς τα βάθη κατεβαίνουν. Δοχείο πήλινο, επιχρισμένο με ασημένιο κράμα είναι τα λόγια τα ένθερμα από κακή καρδιά. Όποιος μισεί, προσποιείται με τα λόγια του και μηχανεύεται στο βάθος την απάτη. Όταν γλυκομιλάει μην τον πιστεύεις, γιατί πολλά έχει μισητά πράγματα στην καρδιά του. Αν με προσποίηση το μίσος του το κρύβει, μέσα στη σύναξη η κακία του θα αποκαλυφθεί. Όποιος σκάβει ένα λάκκο πέφτει ο ίδιος μέσα, κι ο βράχος πίσω θα γυρίσει σ’ αυτόν που τον κατρακυλά. Θα πρέπει να μισείς κάποιον πολύ, αφού με ψέματα γυρεύεις να τον βλάψεις. Οι κολακείες άλλο δεν φέρνουν από καταστροφή. Για την αυριανή τη μέρα μην καυχιέσαι, γιατί δεν ξέρεις τι θα φέρει. Άσε να σε παινεύει άλλος κι όχι το στόμα σου, ξένος κι όχι τα χείλη τα δικά σου. Βαρύ είναι το λιθάρι και βαριά η άμμος· αλλά η οργή του ανόητου βαρύτερη είναι κι απ’ τα δυο. Σκληρή είναι η μανία και ο θυμός παράφορος· αλλά μπροστά στη ζήλεια ποιος μπορεί να σταθεί; Καλύτερα μια φανερή επίπληξη, παρά φιλία κρυμμένη. Του φίλου τα χτυπήματα δείχνουν πιστός πως είναι· του εχθρού τα άφθονα φιλιά σ’ εξαπατούν. Ο χορτάτος την κερήθρα την περιφρονεί, μα ο πεινασμένος τα πικρά, γλυκά τα βρίσκει. Σαν το πουλί που μακριά πλανιέται απ’ τη φωλιά του, είν’ όποιος απ’ τον τόπο του πλανιέται μακριά. Το μύρο και τ’ αρώματα ευφραίνουν την καρδιά, κι είναι γλυκιές οι συμβουλές οι εγκάρδιες του φίλου. Το φίλο σου μην τον εγκαταλείπεις, ούτε το φίλο του πατέρα σου. Μην πας στο σπίτι του αδερφού σου της συμφοράς σου την ημέρα· γιατί καλύτερος ο γείτονας που είναι κοντά, από έναν αδερφό που είναι μακριά σου. Γιε μου, γίνε σοφός για να γεμίσεις την καρδιά μου με χαρά· κι αν κάποιος με προσβάλλει να μπορώ να του απαντώ. Ο μυαλωμένος βλέπει το κακό και προφυλάγεται· οι ανόητοι τραβούν μπροστά και τιμωρούνται. Πάρε το ρούχο εκεινού που γι’ άλλον μπήκε εγγυητής και κράτησέ το ενέχυρο για των ξένων τα χρέη. Αυτός που τα χαράματα βάζει φωνές στο διπλανό του να τον καλημερίσει, είναι σαν να τον καταριέται. Στάξιμο αδιάκοπο σε μέρα βροχερή κι εριστική γυναίκα είναι το ίδιο. Όποιος θελήσει να τη συγκρατήσει, είναι σαν να ζητά τον άνεμο να συγκρατήσει και λάδι να κρατήσει μες στο χέρι του. Όπως το σίδερο με σίδερο ακονίζεται, έτσι εκλεπτύνεται κι ο άνθρωπος από του φίλου του την επαφή. Όποιος φροντίζει τη συκιά, θα φάει και τον καρπό της, κι όποιος φροντίζει τον κύριό του θα τιμηθεί. Όπως μες στο νερό το πρόσωπο του ανθρώπου αντανακλάται, έτσι και στον καθρέφτη της καρδιάς του αντανακλάται ο ίδιος του ο εαυτός. Όπως ο άδης δεν χορταίνει ούτε η άβυσσος, έτσι τα μάτια και του ανθρώπου δεν χορταίνουν. Το ασήμι δοκιμάζεται στο χωνευτήρι και το χρυσάφι στο καμίνι· έτσι κι ο άνθρωπος κρίνεται από τη φήμη που έχει. Αν κοπανούσες τον ανόητο μες στο γουδί ανάμεσα σε σπόρους με το γουδοχέρι, η ανοησία του δεν θ’ αποχωριζόταν απ’ αυτόν. Μάθε καλά σε ποια κατάσταση είναι τα πρόβατά σου, φρόντιζε τα κοπάδια σου, γιατί ο πλούτος δεν διαρκεί παντοτινά, ούτε το στέμμα από γενιά σ’ άλλη γενιά περνάει. Όταν κόψουν το χορτάρι και ξαναβλαστήσει η χλόη και μαζέψουνε το χόρτο απ’ τα βουνά, να ’χεις τ’ αρνιά και το μαλλί τους για να ντύνεσαι, τους τράγους για να τους πουλάς, χωράφι ν’ αγοράσεις. Τις γίδες γάλα να σου δίνουν άφθονο, τροφή για σένα και για τους δικούς σου, και για των υπηρετριών σου τη συντήρηση. Φεύγουν οι ασεβείς χωρίς κανείς να τους καταδιώκει, ενώ σαν τα λιοντάρια θαρραλέοι είναι οι δίκαιοι. Όταν μια χώρα είναι σ’ αναταραχή, πολλοί γίνονται άρχοντες· ενώ με έναν άνθρωπο που έχει φρόνηση και γνώση, η τάξη θα παγιωθεί. Ένας φτωχός που καταπιέζει τους φτωχούς, είναι σαν τη ραγδαία βροχή που καταστρέφει τη σοδειά. Όσοι το νόμο εγκαταλείπουν επαινούν τους ασεβείς, αλλά τους αντιμάχονται όσοι τηρούν το νόμο. Από δικαιοσύνη τίποτα δε νιώθουν οι άνθρωποι οι κακοί, αλλά καταλαβαίνουνε τα πάντα όσοι ζητούν τον Κύριο. Κάλλιο ο φτωχός που τίμια ζει, παρά όποιος ζει διεστραμμένα, έστω κι αν είναι πλούσιος. Όποιος το νόμο ακολουθεί είναι γιος μυαλωμένος, μα όποιος πάει μ’ ακόλαστους ντροπιάζει τον πατέρα του. Όποιος πληθαίνει τ’ αγαθά του με τοκογλυφίες, τα βλέπει να περνούν σ’ εκείνον που τους φτωχούς σπλαχνίζεται. Αν τ’ αυτιά του κλείνει κάποιος για να μην ακούει το νόμο, και την προσευχή του ακόμα τη σιχαίνεται ο Θεός. Όποιος παρασύρει ίσιους ανθρώπους να κάνουν το κακό, θα πέσει ο ίδιος μες στο λάκκο που ’χει σκάψει. Οι τίμιοι θα αμειφθούν με αγαθά. Ο πλούσιος περνάει τον εαυτό του για σοφό· αλλά ο φτωχός που ’χει μυαλό τον ερευνά σε βάθος. Όταν οι δίκαιοι θριαμβεύουν, η δόξα είναι μεγάλη· μα όταν οι ασεβείς φτάνουν ψηλά, καθένας κρύβεται. Όποιος τις αμαρτίες του κρύβει δεν θα μπορέσει να προκόψει· μα όποιος τις ομολογεί και τις εγκαταλείπει, αυτός θα ελεηθεί. Ευτυχισμένος ο άνθρωπος που πάντα στο Θεό έχει σέβας, μα όποιος σκληραίνει την καρδιά του, πέφτει σε συμφορά. Λιοντάρι που βρυχάται και πεινασμένη αρκούδα είναι ο ασεβής που κυβερνάει φτωχό λαό. Άρχοντας δίχως φρόνηση όλο και καταδυναστεύει· μα όποιος μισεί την απληστία θα κυβερνάει χρόνους πολλούς. Άνθρωπος ένοχος για φόνο, πάει ολοταχώς στον τάφο του· κανένας να τον σταματήσει δεν μπορεί. Αυτός που μ’ εντιμότητα βαδίζει, θα σωθεί· αλλά ο διεστραμμένος, που δυο πορείες ακολουθεί, σε μια απ’ τις δυο θα πέσει. Όποιος καλλιεργεί τη γη του, θα χορτάσει το ψωμί· μα όποιος αυταπάτες κυνηγάει, θε να χορτάσει φτώχεια. Θα ’χει πολλές ο τίμιος ευλογίες· ενώ όποιος να πλουτίσει βιάζεται, σε δυστυχία θα πέσει. Καλό δεν είναι να μεροληπτεί κανείς· αλλά υπάρχουν δικαστές που και για μια μπουκιά ψωμί μπορούνε ν’ αμαρτήσουν. Άνθρωπος που φθονεί, βιάζεται να πλουτίσει· και δε γνωρίζει πως η φτώχεια θα τον βρει. Όποιος τους άλλους διορθώνει, στο τέλος περισσότερη βρίσκει ευγνωμοσύνη, παρά όποιος έχει λόγια κολακείας. Αυτός που κλέβει τον πατέρα και τη μάνα του και λέει «δεν είναι αμαρτία», αυτός είναι όμοιος με ληστή. Ο άπληστος διχόνοιες προκαλεί, ενώ αυτός που έχει πεποίθηση στον Κύριο, όλα άφθονα θα τα ’χει. Όποιος έχει πεποίθηση στον εαυτό του είναι ανόητος· μα όποιος βαδίζει με σοφία είναι ασφαλής. Αυτός που δίνει στο φτωχό, δεν θα γνωρίσει στέρηση· μα αυτόν που κάνει πως δε βλέπει, πολλοί θα τον καταραστούν. Όταν φτάνουν ψηλά οι ασεβείς, καθένας κρύβεται· μα όταν εκείνοι χάνονται, οι δίκαιοι πληθαίνουν. Ο άνθρωπος, που όταν τον διορθώνουνε πεισμώνει κι αντιστέκεται, θ’ αφανιστεί κάποτε άξαφνα κι ανεπανόρθωτα. Όταν υπερισχύουν οι δίκαιοι, ευφραίνεται ο λαός, μα όταν ο ασεβής κυριαρχεί, ο λαός στενάζει. Αυτός που αγαπάει τη σοφία, είν’ αφορμή χαράς για τον πατέρα του· μα όποιος συντροφιά κάνει με πόρνες, εξανεμίζει όλα του τα αγαθά. Ο βασιλιάς που με δικαιοσύνη ενεργεί, τη χώρα τη στεριώνει· ενώ την καταστρέφει αυτός που είναι στους φόρους άπληστος. Ο άνθρωπος που τον άλλον κολακεύει, απλώνει δίχτυ μπρος στα πόδια του. Ο κακός άνθρωπος παγιδεύεται μέσα στην ίδια του την αμαρτία, ενώ ο δίκαιος τραγουδάει πανευτυχής. Ο δίκαιος γνωρίζει το δίκιο των φτωχών· ο ασεβής δεν την καταλαβαίνει αυτή τη γνώση. Άνθρωποι ασυνείδητοι ρίχνουν σε αναβρασμό την πόλη, ενώ οι σοφοί καταπραΰνουν την οργή. Αν ο σοφός έχει μια διαφορά με τον ανόητο, ο ανόητος είτε θυμώνει είτε γελά, και πουθενά δεν καταλήγουν. Οι αιμοβόροι άνθρωποι μισούν τον έντιμο, ενώ οι ευθείς φροντίζουν τη ζωή του. Ο ανόητος αφήνει το θυμό του ελεύθερο, ενώ ο σοφός τον συγκρατεί. Αν ο ηγεμόνας δίνει προσοχή σε ψεύτικες πληροφορίες, όλοι οι υπηρέτες του θα διαφθαρούν. Ένας φτωχός κι ο καταπιεστής του έχουν κάτι κοινό: Ότι ο Κύριος έδωσε μάτια και στους δυο. Ο βασιλιάς που κρίνει με αλήθεια τους φτωχούς, θα ’χει το θρόνο του για πάντα στεριωμένο. Η βέργα κι η υπόδειξη του λάθους σωφρονίζουν· μα το παιδί που αφήνεται ανεξέλεγκτο, κάνει τη μάνα του να ντρέπεται γι’ αυτό. Όταν πληθαίνουν οι ασεβείς, πληθαίνει η αμαρτία· μα οι δίκαιοι θα ζήσουν για να δουν την πτώση τους. Διαπαιδαγώγησε το γιο σου και θα μπορείς να ’σαι ήσυχος γι’ αυτόν· μεγάλη θα σου δώσει ικανοποίηση. Εκεί που δεν υπάρχει προφητεία κι όραμα, ο λαός αποχαλινώνεται· ευτυχισμένος είν’ εκείνος που το νόμο του Θεού τηρεί. Ο δούλος με τα λόγια δεν διορθώνεται· μπορεί και να καταλαβαίνει, αλλά δεν υπακούει. Βλέπεις κάποιον που πρόθυμα κι αστόχαστα μιλάει; Κάλλιο για έναν ανόητο να ελπίζεις, παρά γι’ αυτόν. Όποιος με μαλθακότητα το δούλο του από παιδί ανατρέφει, στο τέλος θα τον κάνει αχάριστο. Ο άνθρωπος ο οξύθυμος διαμάχες προκαλεί, κι ο ευερέθιστος τις αμαρτίες τις πληθαίνει. Του ανθρώπου η υπερηφάνεια θα τον ταπεινώσει, ενώ ο ταπεινός θα τιμηθεί. Του κλέφτη ο σύντροφος τον εαυτό του βλάπτει: Αν πει την αλήθεια θα τιμωρηθεί· κι αν δεν την πει, καταραμένος θα ’ναι απ’ το Θεό. Ο φόβος στήνει για τον άνθρωπο παγίδα· μα αυτός που έχει πεποίθηση στον Κύριο, θα είναι ασφαλής. Πολλοί ζητούν την εύνοια του άρχοντα, μα η δικαίωση του καθενός προέρχεται απ’ τον Κύριο. Οι δίκαιοι απεχθάνονται τον άδικο κι οι ασεβείς αυτόν που ζει μ’ ευθύτητα. Αυτά είναι τα ιερά λόγια του Αγούρ, γιου του Ιακαί. Είπε ο ξακουστός Αγούρ: «Είμαι κουρασμένος, Θεέ, κουρασμένος και αποκαμωμένος. Εγώ ασφαλώς είμαι ο πιο ανόητος άνθρωπος· ούτε καν τον κοινό νου δεν έχω. Δεν έμαθα ποτέ μου τη σοφία κι ούτε γνωρίζω τίποτε για τον Άγιο Θεό. »Ποιος στα ουράνια ανέβη και κατέβηκε; Ποιος μάζεψε τον άνεμο στις χούφτες του; Ποιος τα νερά μάζεψε σ’ ένα ρούχο; Ποιος στέριωσε όλες τις άκριες της γης; Ποιο είναι τ’ όνομά του, και ποιο του γιου του τ’ όνομα; Το ξέρεις; »Ο κάθε λόγος του Κυρίου δοκιμασμένος· ασπίδα είν’ αυτός για όσους σ’ εκείνον καταφεύγουν. Στα λόγια του τίποτα μην προσθέτεις, για να μη σε διορθώσει και ψεύτης αποδειχτείς». Δυο πράγματα γυρεύω από σένα, Θεέ μου· προτού πεθάνω μη μου τα αρνηθείς: Φύλαξέ με απ’ το να χρησιμοποιήσω δόλο ή ψευτιά· φτώχεια να μη μου δώσεις μα ούτε πλούτο· δίνε μου μόνο το απαραίτητο ψωμί, μήπως παραχορτάσω και σε αρνηθώ, και πω «ποιος είναι ο Κύριος;» Ή πάλι μήπως μες στη φτώχεια κλέψω και δυσφημήσω το Θεό μου. Δούλο να μη συκοφαντείς στον κύριό του, για να μη σε καταραστεί και ενοχοποιηθείς εσύ. Υπάρχουν άνθρωποι που καταριούνται τον πατέρα τους, και τη μητέρα τους δεν την τιμούν. Υπάρχουν κάποιοι που θαρρούν πως είναι καθαροί, αλλά απ’ τη ρυπαρότητά τους δεν έχουνε καθαριστεί. Υπάρχουν άνθρωποι που έχουν τα μάτια αγέρωχα, τα βλέφαρα υπεροπτικά. Υπάρχουν άνθρωποι που ξίφη είναι τα δόντια τους, και τα σαγόνια τους μαχαίρια για να καταβροχθίζουν τους δυστυχισμένους και τους φτωχούς της γης. Η βδέλλα έχει δυο κόρες, που κι οι δυο λένε: «δώσε, δώσε». Υπάρχουν τρία πράγματα, που δε χορταίνουνε ποτέ, μάλιστα τέσσερα, που δε λένε ποτέ τους «φτάνει»: Ο άδης, η στείρα μήτρα, η γη που δε χορταίνει το νερό, και η φωτιά, που με τίποτα δεν ικανοποιείται. Μάτι που περιπαίζει τον πατέρα και τη γριά μάνα την καταφρονεί, του φαραγγιού κοράκια θα το βγάλουν, και θα το φάνε τα μικρά αετόπουλα. Υπάρχουν τρία πράγματα που με ξεπερνούν, μάλιστα τέσσερα που δεν καταλαβαίνω: Το πέταγμα του αετού στον ουρανό, το πέρασμα φιδιού πάνω στο βράχο, του πλοίου την πορεία μες στη θάλασσα, και την αγάπη του άντρα προς τη νέα γυναίκα. Να τι λογής είναι το φέρσιμο της μοιχαλίδας: Κάνει μοιχεία και λέει «τι κακό έκανα;» Είναι σαν να ’φαγε και μετά σκούπισε αδιάφορα το στόμα της. Τρία πράγματα κάνουν τη γη να τρέμει, μάλιστα τέσσερα, που να τα υποφέρει δεν μπορεί: Το δούλο που γίνεται βασιλιάς, τον ανόητο που το ψωμί χορταίνει, τη μισητή γυναίκα που παντρεύεται, και την υπηρέτρια που τη θέση της κυράς της παίρνει. Υπάρχουν τέσσερα ζώα πάνω στη γη, πολύ πολύ μικρά κι όμως σοφότατα: Τα μυρμήγκια· είναι λαός ανίσχυρος αλλά απ’ το καλοκαίρι αποθηκεύουν την τροφή τους. Οι ύρακες· λαός ανίσχυρος κι αυτοί, και φτιάχνουνε το σπίτι τους στο βράχο. Οι ακρίδες· δεν έχουν βασιλιά και βγαίνουν όλες σε κανονική διάταξη. Η σαύρα· μπορεί κανείς και με το χέρι να την πιάσει, κι ωστόσο βρίσκεται μέσα στ’ ανάκτορα του βασιλιά. Αυτά τα τρία βαδίζουν όμορφα, μάλιστα τέσσερα ωραία προχωρούνε: Το λιοντάρι, που το ισχυρότερο είναι ανάμεσα στα ζώα, και σε κανέναν μπρος δεν οπισθοχωρεί· ο κόκκορας, ο τράγος και ο βασιλιάς, που σ’ αυτόν κανείς δεν αντιστέκεται. Αν την ανοησία έκανες να περηφανευτείς κι αν σκέφτηκες κάτι κακό, κλείσε το στόμα σου. Γιατί αν χτυπάς το γάλα βγάζεις βούτυρο, τη μύτη αν χτυπήσεις βγάζει αίμα· κι όταν ξεσπάσει ο θυμός βγαίνουν διχόνοιες. Λόγια του βασιλιά Λεμουήλ, χρησμός που του τον δίδαξε η μητέρα του: «Γιε μου, τι να σου πω, σπλάχνο μου και γιε των προσευχών μου; Το σφρίγος σου μη δώσεις σε γυναίκες, ούτε τα χρήματά σου σ’ αυτές που βασιλιάδες καταστρέφουν. Στους βασιλιάδες δεν ταιριάζει, Λεμουήλ, στους βασιλιάδες διόλου δεν ταιριάζει να πίνουνε κρασί· ούτε στους ηγεμόνες να πίνουν δυνατά ποτά. Μήπως πίνοντας λησμονήσουνε το νόμο και παραβλέψουν τα δικαιώματα αυτών που δυστυχούν. Να δίνεις δυνατά ποτά σ’ εκείνον που χάνεται στη λύπη του, κρασί σ’ εκείνον που έχει πίκρα στην καρδιά· πίνοντας θα ξεχνάει τη δυστυχία και τη φτώχεια του. Δυσεύρετη είναι η άξια γυναίκα! Αξίζει πιότερο κι απ’ τα μαργαριτάρια. Ο άντρας της την εμπιστεύεται και πάντα άφθονα είναι τ’ αγαθά του. Καλό τού κάνει και ποτέ κακό, σ’ όλη της τη ζωή. Παίρνει λινάρι και μαλλί και με τα χέρια της το επεξεργάζεται. Είναι σαν ένα εμπορικό καράβι: Φέρνει τα τρόφιμά της από μακριά. Σηκώνεται αξημέρωτα και την τροφή ετοιμάζει για το σπίτι της, στις υπηρέτριές της καθήκοντα αναθέτει. Κοιτάζει ένα χωράφι και το αγοράζει· με χρήματα που η ίδια κέρδισε φυτεύει αμπέλι. Με περισσή δουλεύει δύναμη, πάντα με κάτι καταπιάνονται τα χέρια της. Νιώθει πως οι δουλειές της πάν’ καλά, τη νύχτα το λυχνάρι της δεν σβήνει. Βάζει τα χέρια της στο αδράχτι, τη ρόκα την κρατάει στα δάχτυλα. Απλώνει χέρι βοήθειας στον φτωχό, γενναιόδωρη είναι προς τους δυστυχισμένους. Δε φοβάται το χιόνι για το σπιτικό της, γιατί όλοι σπίτι της ντυμένοι είναι διπλά. Μόνη της φτιάχνει τα σκεπάσματα, οι φορεσιές της είναι από λινό κι από πορφύρα. Ο άντρας της είναι αξιοσέβαστος στης πολιτείας τις πύλες, όταν με τους πρεσβύτερους της χώρας κάθεται. Φτιάχνει ύφασμα λεπτό και ζώνες και τα πουλάει στους εμπόρους που περνούν. Δύναμη κι αξιοπρέπεια είναι ντυμένη, και αισιόδοξη το μέλλον ατενίζει. Το στόμα της το ανοίγει με σοφία κι έχει καλοσυνάτες διδαχές στη γλώσσα της. Νοιάζεται για ό,τι γίνεται στο σπίτι της, δεν τρώει το ψωμί της τεμπελιάς. Σηκώνονται οι γιοι της και τη μακαρίζουνε κι ο άντρας της σηκώνεται και την παινεύει: «Πολλές κόρες φερθήκαν άξια, αλλά εσύ όλες τις ξεπερνάς». Η χάρη είν’ απατηλή και μάταιη η ομορφάδα· μα τη γυναίκα που τον Κύριο σέβεται, αυτήν θα την παινεύουν. Αμείψτε την με της δουλειάς της τον καρπό· τα έργα της δημόσια ας την επαινούν. Λόγια του Εκκλησιαστή, γιου του Δαβίδ, και βασιλιά στην Ιερουσαλήμ. Όλα είναι μάταια στο έπακρο, λέει ο Εκκλησιαστής, όλα είναι μάταια. Τα πάντα είναι μονάχα ματαιότητα. Τι ωφελείται ο άνθρωπος απ’ όλο του το μόχθο και τη σκληρή του τη δουλειά πάνω στη γη; Η μια γενιά περνάει και άλλη έρχεται, και μόνο η γη πάντοτε μένει η ίδια. Ο ήλιος προβάλλει στην ανατολή και χάνεται στη δύση· τρέχει να βρεθεί στον τόπο του, για να ξαναφανεί. Ο άνεμος φυσάει προς το νότο, προς το βορρά γυρίζει, πηγαίνει και ξαναγυρνάει κι αρχίζει πάλι απ’ την αρχή. Οι ποταμοί όλοι χύνονται στη θάλασσα, μα η θάλασσα ποτέ της δε γεμίζει· ξαναγυρίζουν τα νερά προς τις πηγές των ποταμών, για να κυλήσουν πάλι. Πόσο είν’ όλα αυτά ανιαρά! Αλλάζουν τόσο γρήγορα που κανένας δεν μπορεί να τα παρακολουθήσει και πολύ περισσότερο με λόγια να τα περιγράψει. Το μάτι δεν θα δει ποτέ αρκετά για να χορτάσει ούτε το αυτί ποτέ θ’ ακούσει αρκετά. Αυτό που υπήρξε, αυτό και θα υπάρχει· κι αυτό που έγινε, το ίδιο θα επαναληφθεί. Τίποτα δεν είν’ καινούριο εδώ στη γη. Αν πει κανείς για κάποιο πράγμα, «να και κάτι καινούριο», θα κάνει λάθος. Στην πραγματικότητα αυτό υπήρχε πολύ πριν από μας. Αλλά κανένας δε θυμάται όσα έχουν γίνει από παλιά, κι αυτά που πρόκειται να γίνουν, κανένας δε θα τα θυμάται απ’ όσους μέλλουν να ζήσουν ύστερα απ’ αυτά. Εγώ, ο Εκκλησιαστής, υπήρξα βασιλιάς του Ισραήλ στην Ιερουσαλήμ. Φρόντισα μ’ όλη μου τη δύναμη να ερευνήσω και με σοφία να διακρίνω όλα όσα γίνονται στον κόσμο αυτό· ασχολία δυσάρεστη, που ο Θεός την έδωσε στους ανθρώπους για να τους ταλαιπωρεί. Είδα όλα τα έργα που γίνονται εδώ στη γη, και διαπίστωσα πως όλα είναι μάταια και σαν να κυνηγάει κανείς τον άνεμο. Το στραβό δεν μπορεί να γίνει ίσιο κι ό,τι κανείς δεν έχει, να το μετρήσει δεν μπορεί. Σκέφτηκα μέσα μου: «Τώρα εγώ έχω γίνει σπουδαίος και τόσο πολύ σοφός, ώστε ξεπέρασα όλους εκείνους που έζησαν πριν από μένα στην Ιερουσαλήμ· κι απόκτησα πολλή σοφία και γνώση. Προσπάθησα να καταλάβω τι είναι σοφία και γνώση, και τι αφροσύνη κι ανοησία. Διαπίστωσα, όμως, ότι κι αυτό είναι σαν να κυνηγάει κανείς τον άνεμο· γιατί στην πολλή σοφία, πολλή είναι και η λύπη· κι όσο κανείς γνωρίζει περισσότερα, τόσο και περισσότερο υποφέρει». Είπα, λοιπόν, στον εαυτό μου: «Εμπρός να δοκιμάσω τη χαρά και να γνωρίσω την ευτυχία». Μα να που ακόμη κι αυτό είναι ματαιότητα. Για το γέλιο κατέληξα πως είν’ ανοησία και για την χαρά σκέφτηκα «τι ωφελεί;» Σκέφτηκα να δοκιμάσω την ευχαρίστηση του κρασιού και να ζήσω όπως οι ανόητοι, αλλά παραμένοντας κύριος του εαυτού μου. Ήθελα να εξακριβώσω τι είναι το καλύτερο που πρέπει να κάνουν οι άνθρωποι όσο ζουν πάνω στη γη. Κατασκεύασα μεγάλα έργα, έχτισα για τον εαυτό μου σπίτια και φύτεψα αμπέλια, έφτιαξα κήπους και φυτείες με όλων των ειδών τα οπωροφόρα δέντρα. Κατασκεύασα δεξαμενές νερού για να ποτίζω τα δέντρα του άλσους. Αγόρασα δούλους και δούλες, χώρια οι δούλοι που είχαν γεννηθεί στο σπίτι μου. Ακόμη απέκτησα κοπάδια αγελάδες και πρόβατα περισσότερα από όσα είχαν όλοι όσοι έζησαν πριν από μένα στην Ιερουσαλήμ. Επίσης συγκέντρωσα ασήμι και χρυσάφι και βασιλικούς θησαυρούς από τις χώρες που κυβέρνησα. Απέκτησα τραγουδιστές και τραγουδίστριες και πολυάριθμες γυναίκες, όσες θα μπορούσε κανείς να επιθυμήσει. Έγινα μεγάλος και ξεπέρασα όλους εκείνους που έζησαν πριν από μένα στην Ιερουσαλήμ. Η σοφία μου με βοήθησε, έτσι που ό,τι επιθύμησαν τα μάτια μου να μην τους το αρνηθώ· δεν αποστέρησα τον εαυτό μου από καμιά χαρά. Απολάμβανα το κάθε έργο μου, κι αυτό ήταν η αμοιβή μου για όλους τους κόπους μου. Αλλά όταν παρατήρησα τα όσα είχα δημιουργήσει και πόσο σκληρά είχα εργαστεί, κατέληξα πως όλα αυτά είναι επίσης ματαιοπονία και χίμαιρες· δεν ωφελούν σε τίποτα εδώ στη γη. Τότε στράφηκα προς τη σοφία, την αφροσύνη και την ανοησία για να τις καταλάβω· γιατί τι μπορεί να κάνει εκείνος που διαδέχεται ένα βασιλιά, άλλο από ό,τι έκανε κι ο ίδιος; Διαπίστωσα, λοιπόν, ότι η σοφία είναι προτιμότερη από την ανοησία, όπως είναι προτιμότερο το φως από το σκοτάδι. Ο σοφός βλέπει πού βαδίζει, ενώ ο ανόητος περπατάει στα σκοτεινά. Αλλά ξέρω επίσης ότι και τους δύο η ίδια τύχη τους περιμένει. Κι αναρωτήθηκα: Αφού η ίδια τύχη περιμένει και τον ανόητο και μένα· γιατί λοιπόν, εγώ έγινα σοφός; Έτσι κατέληξα, ότι κι αυτό είναι ματαιότητα. Δεν υπάρχει παντοτινή ανάμνηση ούτε για τον σοφό ούτε για τον ανόητο, αφού όλοι τους λησμονιούνται από τις επερχόμενες γενιές· ο σοφός πεθαίνει καθώς και ο ανόητος. Έτσι μίσησα τη ζωή, γιατί μου φάνηκε αποκρουστικό κάθε έργο που γίνεται εδώ στη γη· όλα είναι ματαιότητα και χίμαιρα. Μίσησα όλους τους κόπους και τους μόχθους μου εδώ στη γη, γιατί ό,τι δημιούργησα θα τ’ αφήσω στον άνθρωπο που θα με διαδεχθεί. Και ποιος ξέρει αν αυτός θα είναι σοφός ή ανόητος; Ωστόσο θα ορίζει όλα όσα εγώ, με το μόχθο μου και τη σοφία μου, απέκτησα σ’ αυτό τον κόσμο. Κι αυτό επίσης είναι ματαιότητα. Τότε έφτασα στο σημείο ν’ απελπιστώ, γιατί κόπιασα τόσο πολύ πάνω στη γη. Και πράγματι· κάποιος εργάζεται με σοφία και γνώση και ικανότητα· κι όμως θ’ αφήσει τον καρπό του μόχθου του κληρονομιά σε κάποιον που δεν κουράστηκε γι’ αυτά. Και τούτο είναι ματαιότητα και μεγάλη αδικία. Τι απομένει στον άνθρωπο από όλο του τον κόπο και τη σκληρή του την προσπάθεια πάνω στη γη; Πραγματικά, οι μέρες του όλες είναι πόνος και η ασχολία του είναι θλίψη· ακόμα και τη νύχτα δεν ησυχάζει ο νους του· κι αυτό επίσης είναι ματαιότητα. Δεν υπάρχει τίποτε καλύτερο για τον άνθρωπο, απ’ το να τρώει, να πίνει και ν’ απολαμβάνει τον κόπο του. Βλέπω όμως ότι αυτό προέρχεται από το χέρι του Θεού. Γιατί ποιος μπορεί να φάει ή ν’ απολαύσει κάτι χωρίς αυτόν; Πράγματι· ο Θεός, στον άνθρωπο που του είναι αρεστός, δίνει σοφία, γνώση και χαρά· ενώ στον αμαρτωλό δίνει την έγνοια να συγκεντρώνει και να συσσωρεύει, για να τα δώσει σ’ εκείνον που είναι στο Θεό αρεστός· κι αυτό ακόμα είναι ματαιότητα και χίμαιρα. Για όλα πάνω στη γη υπάρχει ο κατάλληλος χρόνος και ο συγκεκριμένος καιρός: Καιρός που γεννιέται κανείς και καιρός που πεθαίνει· που φυτεύει και που ξεριζώνει αυτό που φύτεψε. Καιρός που θανατώνει κανείς και που θεραπεύει· που γκρεμίζει και που χτίζει. Καιρός που κλαίει κανείς και που γελάει· που θρηνεί και που χορεύει. Καιρός που πετάει κανείς λιθάρια και καιρός που τα μαζεύει· που αγκαλιάζει και που απομακρύνεται από τ’ αγκάλιασμα. Καιρός που αποκτάει κανείς και καιρός που χάνει· που συγκρατεί και που σκορπάει. Καιρός που σκίζει κανείς και καιρός που ράβει· που σιωπά και που μιλάει. Καιρός που αγαπάει κανείς και καιρός που μισεί· καιρός για πόλεμο και καιρός για ειρήνη. Εκείνος που εργάζεται τι ωφελείται από τον κόπο του; Είδα την απασχόληση που έδωσε ο Θεός στους ανθρώπους για να τους ταλαιπωρεί. Ο Θεός έχει ορίσει τον κατάλληλο καιρό που κάνει το καθετί. Και μέσα στον άνθρωπο έβαλε την αίσθηση της αιωνιότητας. Ο άνθρωπος όμως δεν μπορεί να καταλάβει το έργο που κάνει ο Θεός από το απώτερο παρελθόν ως το απώτερο μέλλον, παρά μόνο αυτά που συμβαίνουν κατά τη διάρκεια της ζωής του. Έτσι κατάλαβα πως δεν υπάρχει άλλη ευτυχία για τον άνθρωπο, παρά να χαίρεται και να περνάει ευχάριστα τη ζωή του. Όταν μπορεί κανείς να τρώει και να πίνει και ν’ απολαμβάνει τα αγαθά του κόπου του, αυτό είναι δώρο Θεού. Τώρα όμως κατάλαβα πως όλα όσα κάνει ο Θεός, μένουν για πάντα. Τίποτα δεν μπορεί κανείς να τους προσθέσει ούτε ν’ αφαιρέσει τίποτε απ’ αυτά. Ο Θεός ενεργεί έτσι, που να τον σέβονται οι άνθρωποι. Κάνει τα ίδια γεγονότα να επαναλαμβάνονται: Ό,τι γίνεται τώρα, έχει γίνει και στο παρελθόν· κι ό,τι μέλλει να γίνει, ήδη γίνεται. Πρόσεξα ακόμα ότι στον κόσμο αυτό επικρατεί η παρανομία εκεί που θα ’πρεπε να εφαρμόζεται ο νόμος· επικρατεί η αδικία εκεί που θα ’πρεπε να αποδίδεται δικαιοσύνη. Τότε συλλογίστηκα: Τελικά ο Θεός θα κρίνει τον δίκαιο και τον ασεβή, γιατί έχει οριστεί ο κατάλληλος καιρός για κάθε πράγμα και για κάθε έργο. Έτσι σκέφτηκα: Όσο για τους ανθρώπους, ο Θεός τούς δοκιμάζει για να τους δείξει ότι στο βάθος δεν είναι παρά ζώα. Γιατί, τελικά οι άνθρωποι και τα ζώα έχουν την ίδια μοίρα. Η ίδια τύχη τούς περιμένει· όπως πεθαίνει το κτήνος έτσι πεθαίνει πλάι του κι ο άνθρωπος, αφού όλα είναι ματαιότητα. Όλα καταλήγουν στον ίδιο τόπο· όλα έγιναν από χώμα, κι όλα ξαναγυρίζουν σ’ αυτό. Ποιος ξέρει με βεβαιότητα αν η στερνή πνοή των ανθρώπων ανεβαίνει προς τα πάνω κι αν η στερνή πνοή του ζώου κατεβαίνει προς τα κάτω στη γη; Έτσι διαπίστωσα πως το καλύτερο για τον άνθρωπο είναι να χαίρεται τους καρπούς της εργασίας του, γιατί αυτό είναι που του ανήκει. Ποιος, αλήθεια θα τον οδηγήσει να δει τι θα συμβεί μετά απ’ αυτόν; Παρατήρησα ακόμα όλη την καταπίεση πάνω στη γη. Είδα το δάκρυ εκείνων που καταπιέζονται, χωρίς να υπάρχει κανείς να τους παρηγορήσει· η δύναμη βρίσκεται στα χέρια εκείνων που τους αδικούν, γι’ αυτό και δε βρίσκεται κανείς να τους βοηθήσει. Έτσι είπα πως οι νεκροί είναι πιο ευτυχισμένοι από τους ζωντανούς. Αλλά πιο ευτυχισμένον κι από τους δύο θεώρησα εκείνον, που δεν ήρθε ακόμα στην ύπαρξη και δεν είδε την αδικία που γίνεται πάνω στη γη. Διαπίστωσα ακόμα ότι σε κάθε κόπο και σε κάθε επίτευγμα υπάρχει αντιζηλία του ανθρώπου προς τον πλησίον του. Κι αυτό είναι επίσης ματαιότητα και χίμαιρα. Βέβαια, είναι ανόητος αυτός που σταυρώνει τα χέρια του και πεθαίνει της πείνας. Καλύτερα όμως τα λίγα και με ηρεμία, παρά τα πολλά με κούραση και άγχος. Είδα ακόμα και μια άλλη ματαιότητα εδώ στη γη: Ένας είναι μόνος, δεν έχει απολύτως κανέναν· ούτε γιο ούτε αδερφό. Κι όμως δεν σταματάει να δουλεύει σκληρά, χωρίς να ικανοποιείται η επιθυμία του για πλούτο. Και δε σκέφτεται να πει: «Για ποιον κοπιάζω εγώ και στερούμαι την ευτυχία;» Και αυτό είναι επίσης ματαιότητα κι ανόητη απασχόληση. Οι δύο είναι καλύτεροι από τον ένα, γιατί η εργασία τους αποδίδει περισσότερο. Αν ο ένας πέσει, θα τον σηκώσει ο άλλος. Αλίμονο όμως σ’ εκείνον που είναι μόνος του· αν πέσει, δεν υπάρχει άλλος να τον σηκώσει. Κι ακόμη: αν κοιμηθούν δύο μαζί, ζεσταίνονται. Ο ένας όμως πώς θα ζεσταθεί; Ο ένας εύκολα κατανικιέται· οι δύο αντιστέκονται· οι τρεις, ακόμη καλύτερα. Γιατί, όπως λένε, «το τριπλό σχοινί δεν κόβεται εύκολα». Λένε: «Προτιμότερο ένα φτωχό και σοφό παιδί από έναν γέρο κι ανόητο βασιλιά, που δε δέχεται πια συμβουλές». Σωστό αυτό, ακόμη κι αν αυτό το παιδί βγήκε από τη φυλακή και έφτασε στο θρόνο ή αν γεννήθηκε φτωχό μέσα στο μελλοντικό του βασίλειο. Σκέφτηκα πως ανάμεσα σ’ όλους τους ανθρώπους που ζουν πάνω στη γη, κάπου υπάρχει το παιδί που θα πάρει τη θέση του βασιλιά. Μπορεί να είναι ατέλειωτος ο λαός που επικεφαλής του βρίσκεται ο βασιλιάς. Κι όμως οι γενιές που θα ’ρθούν μετά απ’ αυτόν, δε θα είναι πια ενθουσιασμένοι μαζί του. Ασφαλώς κι αυτό, λοιπόν, είναι ματαιότητα και χίμαιρα. Να σκέφτεσαι τι πρόκειται να κάνεις, όταν πηγαίνεις στο ναό του Θεού. Πήγαινε εκεί με την πρόθεση να μάθεις να υπακούς στο Θεό. Αυτό είναι καλύτερο από τις θυσίες που προσφέρουν οι ανόητοι, αυτοί που δεν μπορούν να διακρίνουν το καλό απ’ το κακό. Μη βιάζεσαι να μιλήσεις στο Θεό και να δώσεις αλόγιστες υποσχέσεις, γιατί ο Θεός είναι στον ουρανό κι εσύ στη γη· γι’ αυτό τα λόγια σου ας είναι λίγα. Όπως οι πολλές έγνοιες φέρνουν άσχημα όνειρα, έτσι και τα λόγια τα πολλά, φέρνουν ανόητες κουβέντες. Όταν τάξεις κάτι στο Θεό, μην αργήσεις να του το προσφέρεις, γιατί ο Θεός δεν αγαπάει τους επιπόλαιους· ό,τι έταξες, πρέπει να το εκπληρώσεις. Καλύτερα να μην τάξεις, παρά να τάξεις κάτι και να μην το προσφέρεις. Απόφυγε να πεις κάτι που θα σ’ ενοχοποιήσει. Κι αν το κάνεις, μην προσποιηθείς στον ιερέα ότι το ’κανες κατά λάθος. Αλλιώς θα προκαλέσεις με τα λόγια σου την οργή του Θεού και θα καταστρέψει τα έργα σου. Τα πολλά όνειρα είναι ματαιότητα. Το ίδιο και τα πολλά λόγια. Γι’ αυτό να υπολογίζεις το Θεό. Αν δεις να καταπιέζεται ο φτωχός και να παραβιάζεται η σωστή κρίση και η δικαιοσύνη σε κάποια επαρχία, μην εκφράσεις την έκπληξή σου γι’ αυτό· γιατί θα σου πουν ότι πάνω από κάθε αξιωματούχο υπάρχει κάποιος ανώτερος, και πάνω απ’ αυτόν άλλος, και πως ό,τι γίνεται είναι για το καλό της χώρας, και ότι από κάθε χωράφι παίρνει ένα μέρος του καρπού κι ο βασιλιάς. Εκείνος που αγαπάει το χρήμα, δε θα το χορτάσει· κι εκείνος που αγαπάει την αφθονία, δε θα έχει ποτέ αρκετά εισοδήματα –κι αυτό είναι ματαιότητα. Όσο πληθαίνουν τα αγαθά, τόσο πληθαίνουν κι αυτοί που τα τρώνε· και ποια η ωφέλεια γι’ αυτούς που τα έχουν, παρά μόνο να τα βλέπουν με τα μάτια τους; Ο ύπνος του εργάτη είναι γλυκός, είτε λίγο φάει είτε πολύ· ο χορτασμός, όμως, τον πλούσιο δεν τον αφήνει να κοιμηθεί. Υπάρχει ένα μεγάλο κακό που πρόσεξα πάνω στη γη: Είναι ο πλούτος που φυλάσσεται από τον κάτοχό του, για να του φέρει δυστυχία. Ο πλούτος εκείνος χάνεται από κακή διαχείριση του κατόχου του· κι όταν αυτός αποκτάει γιο, δεν του έχει μείνει τίποτε στα χέρια του. Θ’ αφήσει αυτόν τον κόσμο γυμνός, όπως ήρθε βγαίνοντας απ’ την κοιλιά της μάνας του. Κι ο κόπος του τίποτα δε θα του έχει αποφέρει, που να μπορεί να το πάρει μαζί του. Κι αυτό είναι το μεγάλο κακό γι’ αυτόν· να φεύγει απ’ τον κόσμο όπως ακριβώς ήρθε. Και ποια είναι η ωφέλειά του; Μόχθησε κυνηγώντας τον άνεμο. Επιπλέον, όλη του τη ζωή την περνάει μέσα στο σκοτάδι και στη στενοχώρια, άρρωστος και οργισμένος. Εκείνο, λοιπόν, που εγώ αναγνωρίζω ως αγαθό είναι το εξής: Είναι ωραίο πράγμα ο άνθρωπος να τρώει, να πίνει και να απολαμβάνει τα αγαθά του κόπου του εδώ στη γη, σ’ όλη τη διάρκεια της ζωής που του δίνει ο Θεός, γιατί αυτό είναι το μερίδιό του. Και σ’ όποιον ο Θεός έδωσε πλούτο και αγαθά, καθώς και τη δυνατότητα να τα απολαμβάνει παίρνοντας έτσι το μερίδιό του, αυτός μπορεί να χαίρεται τους καρπούς των κόπων του. Αυτό είναι δώρο Θεού. Έτσι δεν θ’ ανησυχεί όταν θα σκέφτεται πως οι μέρες της ζωής του είναι λιγοστές, όταν ο Θεός τού δίνει όλες αυτές τις χαρές στη ζωή του. Υπάρχει κι άλλο ένα κακό που είδα εδώ στη γη, και που το συναντάει κανείς συχνά στους ανθρώπους: Είναι δυνατόν ο Θεός να δώσει σε κάποιον πλούτο, αγαθά και δόξα και να έχει όλα όσα επιθυμεί· αλλά παράλληλα να του στερήσει τη δυνατότητα να τρώει ο ίδιος απ’ αυτά –κάποιος ξένος τα τρώει. Κι αυτό είναι κάτι θλιβερό και αδικία μεγάλη. Αν κανείς αποκτήσει εκατό παιδιά και ζήσει πολλά χρόνια και φτάσει σε βαθιά γηρατειά, τι θα ωφεληθεί αν δεν μπορέσει ν’ απολαύσει τα αγαθά του, κι αν δεν ταφεί στον τάφο του; Λέω ότι από αυτόν είναι προτιμότερο ένα έκτρωμα. Το έκτρωμα σχηματίστηκε μάταια, χάθηκε χωρίς ν’ αφήσει ίχνη και κανένας δεν το θυμάται πια. Τον ήλιο δεν τον είδε ποτέ, δε γνώρισε μια μέρα ζωής. Τουλάχιστον όμως έχει αναπαυθεί, πιο πολύ απ’ ό,τι ένας ζωντανός, 8 που κι αν ακόμα ζήσει δυο χιλιάδες χρόνια, μπορεί να μη γευτεί ποτέ την ευτυχία. Μήπως δεν πάει κι αυτός στον ίδιο τόπο με το έκτρωμα; Όλος ο κόπος του ανθρώπου είναι για το στομάχι του· η ψυχή του όμως δε χορταίνει. Τι παραπάνω έχει ο σοφός απ’ τον ανόητο; Ποια η ωφέλεια για τον φτωχό να είναι σοφός, όταν η γνώση δεν μπορεί να τον χορτάσει; Καλύτερα να είναι κανείς ευχαριστημένος μ’ εκείνο που έχει παρά να ικανοποιεί τις επιθυμίες του με φαντασιώσεις· γιατί κι αυτό είναι ματαιότητα και χίμαιρα. Το καθετί που βρίσκεται στην ύπαρξη έχει πάρει ένα όνομα· και το πού κατατείνει ο άνθρωπος φαίνεται από το όνομά του· δεν μπορεί ν’ αντιδικήσει με κάποιον ισχυρότερό του. Όσο περισσότερο αντιδικεί, τόσο περισσότερο ματαιοπονεί. Ποια είναι η ωφέλεια; Η ζωή του ανθρώπου είναι μάταιη και περνάει σαν σκιά· ποιος επιτέλους γνωρίζει τι είναι το καλύτερο γι’ αυτόν; Ποιος μπορεί να πληροφορήσει τον κάθε άνθρωπο, τι θα συμβεί μετά απ’ αυτόν πάνω στη γη; Λέγεται ότι το καλό όνομα είναι πολυτιμότερο από ένα ακριβό μύρο, και η ημέρα του θανάτου από την ημέρα της γέννησης. Αλλά εγώ λέω ότι καλύτερα να επισκεφθεί κανείς ένα σπίτι που πενθούν παρά ένα σπίτι που γλεντάνε. Ο θάνατος είναι το τέλος κάθε ανθρώπου κι ο άνθρωπος πρέπει να το θυμάται αυτό όσο ζει. Προτιμότερη είναι η λύπη από το γέλιο· γιατί μπορεί να δίνει στο πρόσωπο όψη θλιμμένη, αλλά σου μαθαίνει τη ζωή. Οι σοφοί βρίσκονται εκεί που οι άνθρωποι πενθούν και οι ανόητοι εκεί που γλεντούν. Καλύτερα ν’ ακούει κανείς την επίπληξη ενός σοφού, παρά τους επαίνους των ανοήτων. Το γέλιο του ανόητου είναι σαν το θόρυβο που κάνουν τ’ αγκάθια όταν καίγονται κάτω από το καζάνι· ματαιότητα είναι κι αυτό. Η εξουσία να καταδυναστεύει κανείς κάνει τον σοφό ανόητο και η δωροδοκία διαφθείρει τη συνείδηση. Προτιμότερο είναι να σταματάς να μιλάς από το ν’ αρχίζεις. Καλύτερος αυτός που έχει υπομονή από εκείνον που βιάζεται ν’ αναδειχθεί. Μη βιάζεσαι να θυμώσεις, γιατί ο θυμός κατοικεί στην καρδιά των ανοήτων. Μη λες: «Γιατί το χτες ήταν καλύτερο από το σήμερα;» Αυτή η ερώτηση δεν είναι φρόνιμη. Η σοφία είναι καλή όπως και το χρήμα, γι’ αυτούς που ζουν πάνω στη γη· κάτω από τη σκέπη της σοφίας υπάρχει ασφάλεια, όπως και κάτω από τη σκέπη του χρήματος. Η σοφία ζωοποιεί όσους την κατέχουν· αυτή είναι η ωφέλεια για κείνους που τη γνωρίζουν. Λάβε υπόψη σου το έργο του Θεού. Κανείς δεν μπορεί να ισιώσει ό,τι εκείνος έκανε στραβό. Στον καιρό της ευτυχίας να χαίρεσαι, και στον καιρό της δυστυχίας να σκέφτεσαι: Ο Θεός στέλνει και την ευτυχία και τη δυστυχία· και κανένας δεν γνωρίζει τι πρόκειται να του συμβεί μετά. Και τι δεν είδα στη διάρκεια της μάταιης ζωής μου! Τον δίκαιο να καταστρέφεται παρ’ όλη τη δικαιοσύνη του και τον ασεβή να μακροημερεύει παρ’ όλη την κακία του. Γι’ αυτό λέω: Μη γίνεσαι πάρα πολύ δίκαιος ή υπερβολικά σοφός· γιατί να καταστραφείς; Μη γίνεσαι πάρα πολύ κακός ή ανόητος· γιατί να πεθάνεις πριν την ώρα σου; Καλό είναι να τηρείς συγχρόνως και τις δυο αυτές συμβουλές· γιατί αυτός που σέβεται το Θεό αποφεύγει τις υπερβολές. Η σοφία βοηθάει τον σοφό περισσότερο από όσο δέκα κυβερνήτες την πόλη. Γιατί δεν υπάρχει άνθρωπος δίκαιος πάνω στη γη, που να κάνει πάντα μόνο το καλό, χωρίς ποτέ να ξεστοχάει. Επίσης μη δίνεις προσοχή σε όλα όσα λένε οι άνθρωποι. Γιατί αλλιώς κινδυνεύεις ν’ ακούσεις το δούλο σου να σε δυσφημεί. Άλλωστε πολλές φορές –το ξέρεις καλά– κι εσύ είπες κακό για τους άλλους. Όλα αυτά τα εξέτασα με τη σοφία. Είπα: «Θα γίνω σοφός», αλλά η σοφία έφυγε μακριά μου. Το νόημα των πραγμάτων είναι απρόσιτο και πολύ βαθύ. Ποιος μπορεί να το εξιχνιάσει; Ωστόσο αφιερώθηκα ολόψυχα στη μελέτη και στην έρευνα. Επιδίωξα να μάθω τη σοφία και την αιτία της υπάρξεως των όντων. Και κατάλαβα πόση ασέβεια υπάρχει στην αφροσύνη και πόση ηλιθιότητα στην ανοησία. Λέγεται ότι πικρότερη κι από το θάνατο είναι η γυναίκα-παγίδα, που η καρδιά της είναι δίχτυ και τα χέρια της δεσμά. Όποιος είναι αρεστός στο Θεό θα της ξεφύγει, αλλά ο αμαρτωλός θα πέσει στα δίχτυα της. Να τι βρήκα εγώ ο Εκκλησιαστής ερευνώντας ακατάπαυστα, για να βγάλω κάποιο συμπέρασμα, που με επιμονή αναζητώ, μα δεν το βρήκα. Βρήκα έναν άνθρωπο σωστό ανάμεσα σε χίλιους, αλλά ούτε μία γυναίκα ανάμεσα σ’ όλους αυτούς. Το μόνο που βρήκα είν’ ετούτο: Ο Θεός έκανε τον άνθρωπο τίμιον και απλό, αλλά οι άνθρωποι έγιναν πολύ περίπλοκοι. Λέγεται ότι η σοφία του ανθρώπου φωτίζει την όψη του και εξαφανίζει τη σκληρότητά του. Ποιος όμως κρίνει με σοφία και ποιος γνωρίζει την εξήγηση των πραγμάτων; Εγώ σε συμβουλεύω να υπακούς στη διαταγή του βασιλιά· και τούτο, γιατί το ορκίστηκες ενώπιον του Θεού. Μην παρασυρθείς από την επιθυμία σου να επαναστατήσεις εναντίον του. Μην το ριψοκινδυνεύσεις, γιατί αυτός ό,τι θελήσει στο τέλος θα το κάνει. Ο λόγος του βασιλιά είναι πανίσχυρος· ποιος μπορεί να του ζητήσει το λόγο για ό,τι κάνει; Όσο υπακούει κανείς στην προσταγή του βασιλιά, δε θα τον βρει κανένα κακό. Ο σοφός ξέρει πότε και πώς να υπακούσει. Πραγματικά, για την κάθε πράξη υπάρχει ο κατάλληλος καιρός και ο τρόπος για να γίνει. Αλλά το μεγάλο κακό για τον άνθρωπο είναι, ότι δε γνωρίζει από πριν τι πρόκειται να συμβεί· ποιος, αλήθεια, θα μπορούσε να του το πει; Δεν υπάρχει άνθρωπος που να μπορεί να κρατηθεί αιώνια στη ζωή, ούτε κανείς που να αναβάλει την ημέρα του θανάτου του. Όταν γίνεται πόλεμος, κανένας δεν μπορεί να ξεφύγει· ούτε η ασέβεια μπορεί να σώσει τους ασεβείς. Όλα αυτά που ακολουθούν τα ξέρω από την παρατήρηση των όσων συμβαίνουν σ’ αυτό τον κόσμο, όπου κάποιοι άνθρωποι καταπιέζουν τους άλλους και τους κάνουν να υποφέρουν. Έτσι, είδα ασεβείς να μεταφέρονται με τιμές στους τάφους τους. Αυτοί όταν ζούσαν πηγαινοέρχονταν στο ναό, αλλά ο κόσμος στην πόλη έχει ξεχάσει κιόλας τις πράξεις τους. Κι αυτό είναι παράδοξο. Η κακή πράξη δεν καταδικάζεται αμέσως, γι’ αυτό κι οι άνθρωποι είναι πρόθυμοι να κάνουν το κακό. Ο αμαρτωλός μπορεί να κάνει το κακό εκατό φορές, κι ωστόσο να ζει πολλά χρόνια. Εγώ όμως ξέρω την παροιμία που βεβαιώνει ότι «θα ευτυχήσουν αυτοί που σέβονται το Θεό, αυτοί που στέκονται με δέος μπροστά του. Ενώ οι ασεβείς δε θα ευτυχήσουν ούτε θα ζήσουν για πολλά χρόνια· σαν ίσκιος η ζωή τους θα διαβεί, γιατί Θεό δεν υπολογίζουν». Αλλά αυτό είναι άτοπο. Η πραγματικότητα είναι διαφορετική: υπάρχουν δίκαιοι, που τιμωρούνται σαν να έκαναν τα έργα των ασεβών, και υπάρχουν ασεβείς που αμείβονται σαν να έκαναν τα έργα των δικαίων· γι’ αυτό το ξαναλέω: αυτό είναι άτοπο. Γι’ αυτό κι εγώ πλέκω τον ύμνο στη χαρά: Δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο για τον άνθρωπο σ’ αυτό τον κόσμο, από του να τρώει, να πίνει και να χαίρεται· κι αυτή η ευδαιμονία να τον συνοδεύει και στα έργα του, όλες τις μέρες που ο Θεός του έδωσε να ζήσει εδώ στη γη. Σκέφτηκα πάνω σ’ όλα αυτά και διαπίστωσα ότι μόνο ο Θεός μπορεί να εξουσιάζει τη ζωή των δικαίων και των σοφών καθώς και τις πράξεις τους. Επίσης οι άνθρωποι δεν ξέρουν αν θα συναντήσουν την αγάπη ή το μίσος. Κανένας δεν μπορεί τίποτε να προβλέψει. Τα ίδια συμβαίνουν σε όλους. Η ίδια κατάληξη περιμένει τον δίκαιο και τον ασεβή, τον καλό και τον κακό, αυτόν που προσφέρει θυσίες κι αυτόν που δεν προσφέρει. Ο αγαθός, που ορκίζεται άφοβα κι ο αμαρτωλός, που φοβάται τον όρκο, έχουν όλοι την ίδια τύχη. Η ίδια τύχη τούς περιμένει όλους, κι αυτό είναι το κακό που διέπει ο,τιδήποτε συμβαίνει πάνω στη γη. Η καρδιά των ανθρώπων, όσο ζουν, είναι γεμάτη κακία και ανοησία· και ξαφνικά πεθαίνουν. Αλλά όσο ζει κανείς υπάρχει ελπίδα· ένα ζωντανό σκυλί είναι προτιμότερο από ένα ψόφιο λιοντάρι. Οι ζωντανοί ξέρουν τουλάχιστον ότι θα πεθάνουν, ενώ οι νεκροί δεν ξέρουν τίποτα· και τίποτα δεν έχουν πια να περιμένουν ως ανταπόδοση, αφού κανένας πια δεν τους θυμάται. Ακόμα κι οι αγάπες τους, τα μίση τους κι οι φθόνοι τους έχουν όλα ξεχαστεί, κι οι ίδιοι πια δε συμμετέχουν στα όσα συμβαίνουν πάνω στη γη. Πήγαινε, λοιπόν, φάε το ψωμί σου με χαρά και το κρασί σου πιες μ’ ευχάριστη διάθεση, γιατί ο Θεός έχει κιόλας αποδεχθεί τα έργα σου. Σ’ όλες τις περιστάσεις να ντύνεσαι στα γιορτινά και πάντα να βάζεις στο κεφάλι σου λάδι αρωματικό. Απόλαυσε τη ζωή με τη γυναίκα που αγαπάς, όλες τις μέρες της μάταιης ζωής σου, όσες σου δώσει ο Θεός εδώ στη γη. Γιατί αυτό είναι το μερίδιό σου στη ζωή και στο μόχθο σου και στη σκληρή δουλειά σου σ’ αυτό τον κόσμο. Ό,τι βρίσκει το χέρι σου να κάνει, κάν’ το τώρα που μπορείς· γιατί στον άδη που θα πας δεν μπορείς να πράξεις τίποτα, ούτε να σκεφτείς, ούτε να μάθεις τίποτα, ούτε ν’ αποκτήσεις σοφία. Κάτι άλλο που διαπίστωσα είναι ότι σ’ αυτό τον κόσμο δεν κερδίζουν στο τρέξιμο πάντα οι γρήγοροι ούτε τον πόλεμο πάντα οι γενναίοι· δεν είναι οι σοφοί που κερδίζουν πάντα την άνετη ζωή ούτε οι ευφυείς που αποκτούν πλούτο ή οι καταρτισμένοι την εκτίμηση των άλλων. Γιατί σ’ όλους αυτούς μπορεί να τύχουν καλές και κακές περιστάσεις. Κανείς δεν ξέρει πότε θα ’ρθει γι’ αυτόν η κακή στιγμή· όπως τα ψάρια πιάνονται στο μοιραίο δίχτυ ή τα πουλιά στην ξόβεργα, έτσι κι οι άνθρωποι παγιδεύονται στην κακοτυχία, όταν ξεσπάσει άξαφνα πάνω τους. Είδα ακόμα και κάτι άλλο που μου φάνηκε σημαντικό, σχετικά με το ρόλο που παίζει η σοφία πάνω στη γη. Ήταν μια μικρή πόλη με λίγους κατοίκους. Ένας πανίσχυρος βασιλιάς ήρθε εναντίον της, την περικύκλωσε και κατασκεύασε γύρω της μεγάλους πολιορκητικούς πύργους για να την εκπορθήσει. Σ’ αυτή την πόλη ζούσε ένας άνθρωπος φτωχός αλλά σοφός· κι αυτός με τη σοφία του ελευθέρωσε την πόλη. Κανένας όμως δε θυμόταν πια εκείνον τον φτωχό. Λέγεται ότι «περισσότερο αξίζει η σοφία από τη δύναμη». Διαπιστώνουμε, όμως, ότι κανένας δεν υπολογίζει τη σοφία ενός φτωχού ούτε και δίνει προσοχή στα λόγια του. Είναι προτιμότερο ν’ ακούει κανείς τα ήρεμα λόγια ενός σοφού ανθρώπου, παρά τις κραυγές ενός άρχοντα σε μια παρέα με ανόητους. Η σοφία είναι καλύτερη από τα όπλα του πολέμου, αλλά ένα μονάχα σφάλμα εκμηδενίζει πολλά καλά. Μία μικρή μύγα μέσα στο αρωματικό λάδι το αλλοιώνει και το κάνει να βρωμάει. Έτσι και μια μικρή ανοησία βαραίνει περισσότερο απ’ τη σοφία και τη δόξα. Ένας σοφός ακολουθεί φυσιολογικά το σωστό· ο ανόητος όμως κάνει το αντίθετο. Η ανοησία του φαίνεται ακόμα και στο δρόμο όταν περπατάει· όλοι καταλαβαίνουν ότι είναι ανόητος. Αν ο άρχοντας θυμώσει μαζί σου, μην παραιτηθείς από τη θέση σου. Με την ψυχραιμία αποφεύγονται τα σοβαρότερα σφάλματα. Υπάρχει ένα κακό που είδα να γίνεται εδώ στη γη, μια απροσεξία των αρχόντων: Τοποθετούν σε υψηλές θέσεις τους ανόητους και σε χαμηλές τους επιφανείς. Είδα δούλους να πηγαίνουν καβάλα πάνω στ’ άλογα και άρχοντες να πηγαίνουν πεζοί σαν δούλοι. Όποιος σκάβει λάκκο, μέσα σ’ αυτόν θα πέσει· κι όποιος χαλάει φράχτη, θα δεχτεί δάγκωμα φιδιού. Όποιος βγάζει απ’ το νταμάρι πέτρες, μπορεί απ’ αυτές να πληγωθεί, κι αυτός που σχίζει ξύλα κινδυνεύει. Αν της αξίνας η κόψη στομώσει και δεν ακονιστεί, πρέπει πιότερη δύναμη να βάζει αυτός που τη δουλεύει. Πράγματι, προϋπόθεση κάθε επιτυχίας είναι η εκ των προτέρων σκέψη. Τι ωφελεί το γητευτή κι αν ξέρει να γητεύει, όταν το φίδι ορμήσει πρώτο και τον δαγκώσει; Στο στόμα του σοφού τα λόγια έχουνε χάρη· ενώ τα χείλη του ανόητου θα τον καταστρέψουν. Αρχίζει λέγοντας ανοησίες και τελειώνει λέγοντας πράγματα τρελά. Όταν αρχίσει δε λέει να σταματήσει. Ο άνθρωπος δεν ξέρει τίποτα για το μέλλον· ποιος θα του πει τι θα συμβεί μετά απ’ αυτόν; Όταν οι ανόητοι μιλούν πολύ, κουράζονται τόσο, που μετά δεν έχουν τη δύναμη ούτε το δρόμο για το σπίτι τους να βρουν! Αλίμονο σ’ εσένα χώρα, που ο βασιλιάς σου είναι παιδάριο κι οι άρχοντές σου γλεντοκοπούν απ’ το πρωί ως το βράδυ! Ευτυχισμένη είσ’ εσύ χώρα, που ο βασιλιάς σου είναι γιος ευγενών και οι άρχοντές σου τρώνε την κατάλληλη ώρα, για ν’ αποκτήσουν δύναμη κι όχι για να μεθύσουν. Από αφροντισιά πέφτει της στέγης το δοκάρι, κι από του νοικοκύρη την αδράνεια στάζει το σπίτι. Για να ευθυμήσουν οι άνθρωποι κάνουν συμπόσια· το κρασί χαροποιεί τη ζωή, και το χρήμα τα εξασφαλίζει όλα. Μην κρίνεις το βασιλιά ούτε με τη σκέψη σου και μην πεις κακό για τον πλούσιο, ούτε όταν είσαι μόνος σου στο δωμάτιό σου, γιατί τα λόγια σου μπορεί να πάρουν φτερά και να διαδοθούν. Ρίξε το ψωμί σου πάνω στα νερά και μετά από πολλές μέρες μπορεί να το βρεις. Τοποθέτησε τα πλούτη σου σε εφτά ή σε οκτώ μεριές, γιατί δεν ξέρεις τι κακό μπορεί να συμβεί πάνω στη γη. Αν τα σύννεφα είναι γεμάτα βροχή, θα τη ρίξουν πάνω στη γη· κι αν ένα δέντρο πέσει προς το νότο ή προς το βορρά, στον τόπο που θα πέσει, εκεί θα μείνει. Όποιος παρατηρεί συνέχεια τον άνεμο, δε θα σπείρει ποτέ· κι όποιος συνέχεια εξετάζει τα σύννεφα, ποτέ δε θα θερίσει. Όπως δεν ξέρεις ποιος είναι ο δρόμος του ανέμου και πώς το έμβρυο σχηματίζεται μες στην κοιλιά της εγκύου, έτσι δεν ξέρεις και τα έργα του Θεού, ο οποίος δημιουργεί τα πάντα. Σπείρε το σπόρο σου το πρωί, σπείρε τον και το βράδυ· γιατί πού ξέρεις; Μπορεί μια από τις δυο σπορές να ευδοκιμήσει ή μπορεί να ευδοκιμήσουν και οι δυο. Γλυκό είναι το φως κι ευχάριστο στα μάτια να βλέπουν τον ήλιο. Αλλά, όσο πολλά κι αν ζήσεις χρόνια, ν’ απολαμβάνεις την κάθε μέρα σου και να θυμάσαι πως οι σκοτεινές οι μέρες θα ’ναι περσότερες. Δεν υπάρχει τίποτε ν’ αποζητήσει κανείς τότε. Απόλαυσε νέε μου, τα νιάτα σου! Η καρδιά σου ας χαίρεται όλες της νιότης σου τις μέρες. Μπορείς να αποκτήσεις ό,τι επιθυμεί η ψυχή σου και τα μάτια σου· αλλά να ξέρεις ότι για όλα αυτά ο Θεός θα σε κρίνει. Διώξε τη λύπη απ’ την καρδιά σου, τον πόνο από το σώμα σου, γιατί τα νιάτα και τα μαύρα τα μαλλιά δεν διαρκούν πολύ. Θυμήσου το δημιουργό σου στης νιότης σου τις μέρες, πριν έρθουνε οι μέρες οι κακές και φτάσουνε τα χρόνια εκείνα που δε θα μπορείς να τ’ απολαύσεις. Τότε θα σκοτεινιάσει ο ήλιος και το φως, το φεγγάρι και τ’ αστέρια, και όλο θα ’ρχονται καινούρια σύννεφα ύστερα απ’ τη βροχή. Τότε τα χέρια σου που σε προστάτευαν θα τρέμουν, τα πόδια σου που σε κρατούσαν θα κλονίζονται, τα δόντια σου που αλέθανε θα λιγοστέψουν και θα θαμπώσουνε τα μάτια σου που έβλεπαν. Θ’ αρχίσουνε τ’ αυτιά σου να μην ακούν, θα εξασθενήσει η φωνή σου και θα τρέμει, θα σε ξυπνάει και του πουλιού το λάλημα ακόμη. Τότε του δρόμου η ανηφοριά θα σε τρομάζει και θα λιγοψυχάς στο κάθε βήμα σου. Έξω θ’ αλλάζουν οι εποχές του χρόνου: θ’ ανθίζει η αμυγδαλιά και θα παχαίνει η ακρίδα, θα ωριμάζει η κάπαρη κι εσύ θα προχωρείς προς τη στερνή σου κατοικία· βγήκαν στο δρόμο κιόλας οι μοιρολογίστρες! Θυμήσου, λοιπόν, το δημιουργό σου, πριν της ζωής σου σπάσει η ασημένια αλυσίδα και το χρυσό λυχνάρι συντριφθεί· πριν τσακιστεί η στάμνα στην πηγή και σπάσει το μαγγάνι στο πηγάδι. Τότε το σώμα πίσω θα γυρίσει στο χώμα, που από κείνο πλάστηκε, και η πνοή της ζωής θα επιστρέψει στο Θεό που την έδωσε. Όλα είναι μάταια στο έπακρο, λέει ο Εκκλησιαστής, όλα είναι μάταια. Τα πάντα είναι μονάχα ματαιότητα. Επιπλέον ο Εκκλησιαστής υπήρξε σοφός και δίδαξε στο λαό τη γνώση· ζύγισε, ερεύνησε και αναθεώρησε πολλές παροιμίες. Προσπάθησε να βρει ωραίες λέξεις για να καταγράψει παροιμίες, που θα ήταν όμως αληθινές και ακριβείς. Τα λόγια των σοφών είναι σαν τα βούκεντρα και τα γνωμικά των συλλογών είναι σαν τα καρφιά που μπήγονται στέρεα στον τοίχο. Αυτά είναι δώρα απ’ το Θεό, τον ένα και μοναδικό ποιμένα. Ακόμα μια προειδοποίηση στον αναγνώστη: Μάθε, γιε μου, πως έχουν γραφτεί πολλά βιβλία· τέλος δεν έχουν. Μα η πολλή σκέψη εξουθενώνει. Άκου το συμπέρασμα όλων αυτών των λόγων: Να σέβεσαι το Θεό και να τηρείς τις εντολές του· αυτό είναι το παν για τον άνθρωπο. Γιατί ο Θεός θα κρίνει όλες τις πράξεις μας, είτε αγαθές είναι είτε κακές, ακόμα και τις πιο απόκρυφες. Το πιο όμορφο από του Σολομώντα τα τραγούδια. Ας με γεμίσουνε τα χείλη σου φιλιά γιατί η αγάπη σου κι απ’ το κρασί καλύτερη. Τα μύρα σου ευωδιάζουνε γλυκά και τ’ όνομά σου μύρο που σκορπιέται, γι’ αυτό κι οι νιες κοπέλες σ’ αγαπούν. Πάνω στα βήματά σου σύρε με κι ας τρέξουμε. Στα δώματά σου, βασιλιά μου, πέρασέ με. Μαζί ας χαρούμε κι ας γιορτάσουμε. Πιότερο από κρασί, από έρωτα ας μεθύσουμε. Διόλου παράξενο που όλες σ’ αγαπούν! Μαυριδερή είμαι κι όμως είμαι όμορφη, κοπέλες της Ιερουσαλήμ· σαν τις σκηνές των Βεδουίνων του Κηδάρ, σαν τα παραπετάσματα στου Σολομώντα το παλάτι. Μην το πολυπροσέχετε αν είμαι μαυρισμένη, του ήλιου η λαύρα μ’ άρπαξε. Της μάνας μου οι γιοι σκληρά μού φέρθηκαν. Μ’ έβαλαν να φυλάω τ’ αμπέλια, μα το δικό μου αμπέλι δεν το φύλαξα. Για πες μου εσύ που τόσο σ’ αγαπώ, πού βόσκεις το κοπάδι σου; το μεσημέρι πού το ξαποσταίνεις; Για να μην τριγυρνώ και σε γυρεύω μες στα κοπάδια των συντρόφων σου. Ετούτο αν δεν το ξέρεις, εσύ μες στις γυναίκες η ομορφότερη, βγες κι ακολούθησε του κοπαδιού τ’ αχνάρια και βόσκησε τα γίδια σου κοντά στις στάνες των βοσκών. Σε παρομοιάζω, αγαπημένη μου, μ’ ωραία φοραδοπούλα ζεμένη στ’ άρματα του Φαραώ. Τι όμορφα που ’ναι τα μάγουλά σου στα σκουλαρίκια ανάμεσα, κι ο τράχηλός σου μέσα στα γιορντάνια! Στολίδια θα σου φτιάξουμε χρυσά μ’ ασημοκόλλητα πετράδια. Καθώς ο βασιλιάς κάθεται στο τραπέζι του η νάρδος μου σκορπά την ευωδιά της. Θήκη με σμύρνα είναι για με ο αγαπημένος μου, που ανάμεσα στα δυο μου στήθη ξαποσταίνει. Αγριοστάφυλο για με ο αγαπημένος μου, στ’ αμπέλια που φυτρώνει του Εν-Γεδί. Τι όμορφη που είσαι, αγαπημένη μου, τι όμορφη που είσαι! Περιστέρια τα μάτια σου. Τι όμορφος που είσαι, αγαπημένε μου, και ζηλευτός! Γρασίδι θαλερό είναι το κλινάρι μας. Κέδροι του σπιτικού μας τα δοκάρια, και τα φατνώματά του κυπαρίσσια. Εγώ είμαι της Σαρών ο νάρκισσος, το κρίνο των κοιλάδων. Καθώς το κρίνο ανάμεσα στ’ αγκάθια, έτσι η αγαπημένη μου μέσα στις νέες κοπέλες. Καθώς μηλιά μες στου δρυμού τα δέντρα, έτσι ο αγαπημένος μου στα παλικάρια ανάμεσα. Κάθισα στη σκιά του, όπως λαχτάρησα, κι είναι γλυκός στον ουρανίσκο μου ο καρπός του. Στου συμποσίου μ’ έφερε τα δώματα κι η αγάπη του φλάμπουρο πάνωθέ μου. Με τόνωσε με σταφιδόψωμα και με ζωντάνεψε με μήλα, γιατί πεθαίνω απ’ της αγάπης την πληγή. Το αριστερό του χέρι κάτω απ’ το κεφάλι μου και το δεξί του με κρατάει στην αγκαλιά του. Σας εξορκίζω, κόρες της Ιερουσαλήμ, σ’ όσα ζαρκάδια κι ελαφίνες έχει ο κάμπος, μην την ταράξτε, μην αναστατώστε την αγάπη μας, ώσπου μονάχη της να το θελήσει. Ακούω τον αγαπημένο μου! Νάτος που έρχεται πηδώντας πάνω απ’ τα βουνά, τρέχοντας πάνω από τους λόφους. Ζαρκάδι μοιάζει ο αγαπημένος μου, μοιάζει μικρό ελαφόπουλο. Νάτος που στέκεται έξω απ’ το σπίτι μας, κοιτάει απ’ το παράθυρο, ρίχνει ματιές απ’ το καφασωτό. Ο αγαπημένος μου μιλάει και μου λέει: «Σήκω αγαπημένη μου, πανέμορφή μου, έλα. Γιατί ο χειμώνας, κοίτα, πέρασε, οι βροχές φύγανε, διαβήκαν. Τ’ άνθη προβάλλουνε στη γη, του τραγουδιού έφτασε η ώρα, και της τρυγόνας μες στους κάμπους μας ακούγεται η φωνή. Τον πρώτο της καρπό δένει η συκιά κι ευωδιές χύνουν τ’ ανθισμένα αμπέλια. Σήκω, αγαπημένη μου, πανέμορφή μου, έλα. Κρυμμένη περιστέρα μου στη σχισματιά του βράχου, στη χαραμάδα του γκρεμού, το πρόσωπό σου δείξε μου κι άσε ν’ ακούσω τη φωνή σου, γιατί γλυκιά σου είν’ η φωνή και θελκτική σου η όψη». Πιάστε μας τις αλεπούδες, τις μικρές αλεπουδίτσες, που αφανίζουνε τ’ αμπέλια μας τώρα που είναι πάνω στον ανθό τους. Δικός μου ο αγαπημένος μου κι εγώ είμαι δική του, στα κρίνα ανάμεσα βοσκάει το κοπάδι του. Πριν να φυσήξει η αύρα η πρωινή και φύγουν τα σκοτάδια, γύρισε πίσω, αγαπημένε μου, γίνε σαν το ζαρκάδι σαν το μικρό ελαφόπουλο πάνω στου Βέθερ τα βουνά. Τις νύχτες στο κρεβάτι μου γύρευα κείνον που αγαπώ. Τον γύρευα μα δεν τον βρήκα. Θα σηκωθώ και θα γυρίσω όλη την πόλη, μέσα στους δρόμους, μέσα στις πλατείες, και θα γυρέψω κείνον που αγαπώ. Τον γύρεψα μα δεν τον βρήκα. Με συναπάντησαν οι φύλακες που τριγυρνάνε μες στην πόλη. «Είδατε τον αγαπημένο μου;» τους ρώτησα. Μόλις τους είχα προσπεράσει και βρήκα κείνον που αγαπώ. Τον άδραξα και δε θα τον αφήσω ώσπου στης μάνας μου το σπίτι να τον φέρω, στον κοιτώνα εκείνης που με γέννησε. Σας εξορκίζω, κόρες της Ιερουσαλήμ, σ’ όσα ζαρκάδια κι ελαφίνες έχει ο κάμπος, μην την ταράξτε, μην αναστατώστε την αγάπη μας ώσπου μονάχη της να το θελήσει. Τι να ’ναι τούτο που ανεβαίνει από την έρημο; Μοιάζει κολόνα από καπνό μες σε θυμίαμα από σμύρνα και λιβάνι κι όλες τις σκόνες τις εξωτικές. Να το ανάκλιντρο του Σολομώντα. Εξήντα ρωμαλέοι άντρες τριγύρω του απ’ τους πολέμαρχους του Ισραήλ. Κρατούν όλοι τους ξίφος, μαθημένοι είναι να μάχονται· είναι καθένας τους ζωσμένος το σπαθί μην τύχει αιφνίδιο νυχτερινό επεισόδιο. Ο βασιλιάς ο Σολομών έφτιαξε το θρόνο του το φορητό με ξύλα του Λιβάνου. Τους στύλους του τους έφτιαξε ασημένιους, τη ράχη του από μάλαμα, το κάθισμα πορφύρα, και το απομέσα στολισμένο, ομορφοκέντητο μ’ αγάπη από τις κόρες της Ιερουσαλήμ. Βγείτε, κορίτσια της Σιών, και δείτε τον το βασιλιά το Σολομώντα με το στεφάνι που τον έστεψε η μητέρα του στου γάμου του τη μέρα, τη μέρα της ευτυχίας του και της χαράς του. Τι όμορφη που είσαι αγαπημένη μου, τι όμορφη που είσαι! Περιστέρια τα μάτια σου μέσ’ απ’ το πέπλο σου, ωσάν κοπάδι ερίφια τα μαλλιά σου, που ροβολάνε από τις ράχες της Γαλαάδ. Τα δόντια σου ωσάν κοπάδι αμνάδες, που μόλις τις κουρέψαν και τις έπλυναν. Όλες γεννάνε δίδυμα, στέρφα δεν βρίσκεται ανάμεσά τους. Τα χείλη σου είναι σαν σειρήτι κόκκινο και θελκτική η λαλιά σου, τα μάγουλά σου μέσ’ από το πέπλο σου σαν δυο μισά ροδιού. Ο τράχηλός σου ορθώνεται καθώς ο πύργος του Δαβίδ, χτισμένος στρογγυλά για φρούριο κι από σειρές λιθάρια λαξεμένα· ασπίδες χίλιες κρέμονται τριγύρω του, όλες οι ασπίδες των γενναίων ανδρών. Τα δυο σου στήθη είναι σαν δυο νιογέννητα δίδυμα της ζαρκάδας, που βόσκουνε στα κρίνα ανάμεσα. Πριν να φυσήξει η αύρα η πρωινή και φύγουν τα σκοτάδια, θα πάω στης σμύρνας το βουνό, στου λιβανιού το λόφο. Ολάκερη είσαι ωραία, αγαπημένη μου, ψεγάδι δεν σου βρίσκεται! Καλή μου, έλα μαζί μου από το Λίβανο, έλα απ’ το Λίβανο μαζί μου. Κατέβα απ’ την κορφή του Αμανά, απ’ του Σενείρ και του Ερμών τα ύψη, απ’ τις σπηλιές των λιονταριών κι απ’ της λεοπάρδαλης τα όρη. Με γήτεψες, καλή μου κι αδερφή μου, μου πήρες την καρδιά με μια ματιά σου, μ’ ένα μονάχα τίναγμα του κεφαλιού σου. Ο έρωτάς σου μάγεμα, καλή μου κι αδερφή μου. Πιότερο αξίζει ο έρωτάς σου απ’ το κρασί, κι η ευωδιά των μύρων σου από τ’ αρώματα όλα. Καθάριο μέλι στάζουνε τα χείλη σου, καλή μου. μέλι και γάλα βρίσκονται στη γλώσσα σου από κάτω κι είναι της φορεσιάς σου η οσμή σαν μύρο του Λιβάνου. Κλεισμένο περιβόλι εσύ, καλή μου κι αδερφή μου, κλεισμένο περιβόλι κι εφτασφράγιστη πηγή. Τα νέα βλαστάρια σου παράδεισος από ροδιές με τους καρπούς τους πιο εκλεκτούς, αγριοστάφυλα και νάρδος. Νάρδος και κρόκος, αρωματικό καλάμι και κανέλα κι όλα τα λιβανόδεντρα, σμύρνα κι αλόη κι όλα τα πιο καλά φυτά, που δίνουνε τα τέλεια βάλσαμα. Βρύση των περβολιών, πηγή τρεχούμενων νερών και ρυάκια που αναβρύζουν απ’ το Λίβανο. Σήκω βοριά κι έλα νοτιά, φυσήξτε μες στον κήπο μου να ξεχυθούν τα μύρα του. Ας έρθει ο καλός μου στο περβόλι του και τους εξαίσιους ας γευτεί καρπούς του. Μπαίνω μες στο περβόλι μου, καλή μου κι αδερφή μου, τρυγώ τη σμύρνα μου, τρυγώ τ’ αρώματά μου· γεύομαι την κερήθρα μου αντάμα με το μέλι μου και το κρασί μου πίνω με το γάλα μου μαζί. Φίλοι μου, φάτε, πιείτε και μεθύστε απ’ αγάπη! Εγώ κοιμόμουν, μα ξαγρύπνα μου η καρδιά. Άκου, χτυπάει ο αγαπημένος μου και λέει: «Καλή μου, άνοιξέ μου, κι αδερφή μου, περιστεράκι μου και λατρευτή μου, γιατί η δροσιά σκέπασε το κεφάλι μου κι οι βραδινές σταλαγματιές νοτίσαν τα μαλλιά μου». «Έβγαλα το χιτώνα μου· τώρα ξανά πρέπει να τον φορέσω. Τα πόδια μου τα έπλυνα· τώρα ξανά πρέπει να λερωθούν». Άπλωσε ο αγαπημένος μου το χέρι του μέσ’ απ’ της θύρας μου τη χαραμάδα κι αναταράχτηκαν τα σπλάχνα μου γι’ αυτόν. Σηκώθηκα ν’ ανοίξω στον καλό μου και σμύρνα στάλαζε απ’ τα χέρια μου, κι από τα δάχτυλά μου σμύρνα ρέουσα στης κλειδωνιάς απάνω τη λαβή. Άνοιξα στον αγαπημένο μου, μα ο καλός μου είχε φύγει. Λαχτάρησα ν’ ακούσω τη λαλιά του. Τον αναζήτησα και δεν τον βρήκα. Του φώναξα κι αυτός δε μ’ αποκρίθηκε. Με συναπάντησαν οι φύλακες που τριγυρνάνε μες στην πόλη· με χτύπησαν, με πλήγωσαν, μου βγάλανε το πέπλο μου εκείνοι που στα τείχη είναι φρουροί. Σας εξορκίζω, κόρες της Ιερουσαλήμ, σ’ όσα ζαρκάδια κι ελαφίνες έχει ο κάμπος, αν τον καλό μου βρείτε, να του πείτε ότι πεθαίνω απ’ της αγάπης την πληγή. Τι έχει τάχα ο καλός σου πιότερο από έναν άλλο αγαπημένο, εσύ, μες στις γυναίκες η ομορφότερη; Τι έχει τάχα ο καλός σου πιότερο από έναν άλλο αγαπημένο, ώστε να μας ξορκίζεις με τον τρόπο αυτό; Ο αγαπημένος μου είναι άσπρος κι είναι ρόδινος και ξεχωρίζει μέσα σε μυριάδες. Η κεφαλή του είναι καθάριο μάλαμα και τα μαλλιά του χουρμαδιάς κλαδιά, μαύρα σαν το κοράκι. Τα μάτια του, καθώς τα περιστέρια στις όχθες των ρυακιών· λούζονται μες στο γάλα, κάθονται δίπλα στο νερό. Τα μάγουλά του είναι πρασιές μυριστικά, βραγιές λουλούδια ευωδιασμένα, τα χείλη του είναι κρίνα που στάζουν σμύρνα ρέουσα. Βέργες χρυσές τα χέρια του, με της Θαρσείς πετράδια στολισμένα· τεχνουργημένο η κοιλιά του ελεφαντόδοντο ζαφείρια σκεπασμένο. Οι κνήμες του κολόνες αλαβάστρινες σε χρυσαφένια βάθρα στηριγμένες. Η όψη του καθώς ο Λίβανος, έξοχος σαν τους κέδρους. Τό στόμα του είναι γλύκα μοναχή και μυριοπόθητη ολάκερη η ύπαρξή του. Τέτοιος ο αγαπημένος μου και τέτοιος ο καλός μου, κοπέλες της Ιερουσαλήμ. Πού πήγε ο αγαπημένος σου, εσύ, μες στις γυναίκες η ομορφότερη; Ποιον δρόμο πήρε ο αγαπημένος σου ώστε να τον γυρέψουμε μαζί σου; Ο αγαπημένος μου κατέβηκε στον κήπο του, στα ευωδιαστά παρτέρια, για να βοσκήσει μες στους κήπους το κοπάδι του και να μαζέψει κρίνα. Του αγαπημένου μου είμ’ εγώ κι ο αγαπημένος μου δικός μου. Στα κρίνα ανάμεσα βοσκάει το κοπάδι του. Καλή μου, είσαι ωραία όπως η Θίρσα, χαριτωμένη όπως η Ιερουσαλήμ και τρομερή καθώς στρατιές με φλάμπουρα. Πάρε από πάνω μου τα μάτια σου γιατί μ’ αναστατώνουν. Ωσάν κοπάδι ερίφια τα μαλλιά σου, που ροβολάνε από τις ράχες της Γαλαάδ. Τα δόντια σου ωσάν κοπάδι αμνάδες, που τωραδά τις πλύναν κι ανεβαίνουνε· όλες γεννάνε δίδυμα, στέρφα δεν βρίσκεται ανάμεσά τους. Τα μάγουλά σου μέσ’ από το πέπλο σου σαν δυο μισά ροδιού. Εξήντα είν’ οι βασίλισσες κι ογδόντα οι παλλακίδες κι αμέτρητες οι κοπελιές. Μια και μοναδική ’ναι η περιστέρα μου, η λατρευτή μου, της μάνας της μονάκριβη και διαλεχτή εκεινής που την εγέννα. Οι κοπελιές την είδαν και την καλοτύχισαν, οι παλλακίδες κι οι βασίλισσες, και την παινέψαν. Ποια είν’ ετούτη που ξεπροβάλλει σαν την αυγή, ωραία σαν τη σελήνη, ακτινοβόλα σαν τον ήλιο και τρομερή καθώς στρατιές με φλάμπουρα; Στον κήπο με τις καρυδιές κατέβηκα να δω το χλόισμα της κοιλάδας, να δω αν βλάστησε τ’ αμπέλι, αν λουλουδίσαν οι ροδιές. Δεν ξέρω πώς, μα τον εαυτό μου πια δεν τον κατέχω, μ’ όλο που από ευγενική κατάγομαι γενιά. Γύρισε γύρω γύρω, γύρισε, Σουλαμίτισσα, γύρισε να σε καμαρώσουμε! Τι έχετε στη Σουλαμίτισσα να δείτε καθώς χορεύει τον κυκλοτερή χορό των στρατοπέδων; Τι όμορφα που ’ναι τα βήματά σου με τα σανδάλια σου, αρχοντογεννημένη! Είν’ η καμπύλη των μηρών σου περιδέραιο από τεχνίτη χέρια σμιλεμένο. Ο κόλπος σου κρατήρας τορνευτός, και το κρασί το ευωδιαστό δεν του απολείπει. Είν’ η κοιλιά σου θημωνιά σταριού φραγμένη ολόγυρα με κρίνα. Τα στήθη σου τα δυο σαν δυο ελαφόπουλα, δίδυμα ζαρκαδάκια. Ο τράχηλός σου πύργος από φίλντισι, τα μάτια σου σαν της Εσεβών τις στέρνες κοντά στην πύλη Βαθ-Ραβίμ, η μύτη σου σαν πύργος του Λιβάνου αντίκρυ από τη Δαμασκό. Η κεφαλή σου σαν τον Κάρμηλο υψώνεται και τα χυτά σου τα μαλλιά σαν την πορφύρα, κι ο βασιλιάς στα κύματά τους δέσμιος. Τι όμορφη που είσαι και τι θελκτική μέσα στα χάδια, αγάπη μου! Μοιάζει η κορμοστασιά σου με το φοίνικα, τα στήθη σου τσαμπιά χουρμάδες. Είπα: «Θ’ ανέβω απά’ στο φοίνικα τα βάγια του θα πιάσω, θα γίνουνε τα στήθη σου σαν τα σταφύλια του αμπελιού, και της ανάσας σου η οσμή μοσκοβολιά από μήλα. Το στόμα σου θα γίνει σαν το εξαίσιο το κρασί...» «...Κρασί οπού κυλάει γλυκά μόνο για τον αγαπημένο μου, και βρέχει του τα χείλη και τα δόντια». Δική του είμ’ εγώ του αγαπημένου μου κι εκείνου η λαχτάρα είναι για μένα! Έλα κι ας βγούμε στα χωράφια, αγαπημένε μου, ας την περάσουμε τη νύχτα στα χωριά, κι ας πάμε ξημερώματα στ’ αμπέλια να δούμε αν βλάστησαν τα κλήματα, του σταφυλιού ο ανθός αν άνοιξε, αν λουλουδίσαν οι ροδιές. Εκεί τον έρωτά μου θα σου δώσω. Οι μανδραγόρες χύνουν το άρωμά τους, καρποί εξαίσιοι, νέοι και παλιοί, μπροστά στη θύρα μας, που τους έχω για σένα, αγαπημένε μου, φυλάξει. Γιατί να μην είσ’ αδερφός μου, να ’χεις της μάνας μου θηλάσει τους μαστούς! Τότε θα σ’ έβρισκα έξω και θα σε φιλούσα και κανενός δε θα ’χα την καταφρόνεση. Θα σε οδηγούσα και θα σ’ έφερνα στης μάνας μου το σπίτι, κι εκεί θα με δασκάλευες. Κρασί μοσχάτο θα σε πότιζα κι απ’ των ροδιών μου το χυμό να πιεις. Το αριστερό του χέρι κάτω απ’ το κεφάλι μου και το δεξί του με κρατάει στην αγκαλιά του. Σας εξορκίζω, κόρες της Ιερουσαλήμ, σ’ όσα ζαρκάδια κι ελαφίνες έχει ο κάμπος, μην την ταράξτε μην αναστατώστε την αγάπη μας ώσπου μονάχη της να το θελήσει. Ποια είν’ ετούτη που ανεβαίνει από την έρημο στου αγαπημένου της το μπράτσο ακουμπισμένη; Κάτω από τη μηλιά σε ξύπνησα, εκεί που κοιλοπόνεσε για σένα η μάνα σου, εκεί που σ’ έφερε στο φως εκείνη που σ’ εγέννα. Βάλε με σαν σφραγίδα στην καρδιά σου, βούλα πάνω στο μπράτσο σου. Γιατ’ είναι δυνατή σαν θάνατος η αγάπη, σκληρό καθώς ο άδης το πάθος το αγαπητικό. Οι φλόγες της φλόγες φωτιάς, άγριο αστροπελέκι. Πλήθος νερά να σβήσουν την αγάπη δεν μπορούν κι ούτε μπορούν ποτάμια να την πνίξουν. Αν κάποιος του σπιτιού του όλα τα πλούτη έδινε για ν’ αγοράσει αγάπη, άλλο από καταφρόνια δε θα κέρδιζε. Έχουμε μια αδερφή κι είναι μικρή, τα στήθη της δε σπάργωσαν ακόμη. Γι’ αυτήν την αδερφή μας τι θα κάνουμε όταν θα ’ρθεί ο καιρός να παντρευτεί; Αν είναι τείχος, θα της χτίσουμε επάλξεις ασημένιες για στεφάνι της. Θα τη σφαλίσουμε, αν είναι πύλη, με τάβλες κέδρινες. Εγώ είμαι τείχος και σαν πύργοι είναι τα στήθη μου, αλλά το ξέρει εκείνος πως του παραδόθηκα γυρεύοντας ειρήνη. Ο Σολομών είχε αμπέλι στη Βάαλ-Αμών και σε δραγάτες το ’δωσε. Κι είχε να δίνει ο καθείς για τον καρπό χίλια ασημένια σίκλα. Το αμπέλι μου που είναι δικό μου το φυλάω εγώ. Δικοί σου Σολομώντα οι χίλιοι σίκλοι, και διακόσιοι για κείνους που δραγατεύουν τον καρπό. ΕΚΕΙΝΟΣ Εσύ που στα περβόλια κατοικείς, οι σύντροφοι στήνουν αυτί ν’ ακούσουν τη φωνή σου. Κάνε να την ακούσω ως κι εγώ. Τρέξε, αγαπημένε μου, και φύγε! Γίνε ζαρκάδι και μικρό ελαφόπουλο στα κορφοβούνια πάνω, ’κει που φυτρώνουν τ’ αρωματικά φυτά. Όραμα που είδε ο Ησαΐας, γιος του Αμώς, σχετικά με τον Ιούδα και την Ιερουσαλήμ, την εποχή που βασιλιάδες του Ιούδα ήταν ο Ουζζίας, ο Ιωθάμ, ο Άχαζ και ο Εζεκίας. Ακούστε ουρανοί, κι εσύ γη δώσε προσοχή, γιατί μιλάει ο Κύριος: «Ανέθρεψα παιδιά και τώρα που μεγάλωσαν, πεισματικά ορθώνονται εναντίον μου. Το βόδι γνωρίζει τον αφέντη του, και το γαϊδούρι ξέρει το παχνί εκείνου που το ορίζει. Μα ο Ισραήλ σε ποιον ανήκει δεν το ξέρει· ο λαός μου τίποτα δεν κατανοεί». Αλίμονό σου έθνος αμαρτωλό, λαέ που είσαι γεμάτος αμαρτία! Απόγονοι κακοποιών, παιδιά διεφθαρμένα! Τον Κύριο τον εγκαταλείψατε· περιφρονήσατε τον Άγιο Θεό του Ισραήλ, του στρέψατε τα νώτα. Ποιαν άλλη τιμωρία ακόμα θέλετε, και συνεχίζετε την αποστασία σας; Η κεφαλή ολόκληρη είν’ άρρωστη κι όλη η καρδιά υποφέρει. Εσείς, από τα νύχια ως την κορφή τίποτα δεν έχετε γερό, παρά μονάχα τραύματα, μώλωπες κι ανοιχτές πληγές, που δεν σας τις καθάρισαν ούτε τις επιδέσανε ούτε τις καταπράυναν με αλοιφές. Η γη σας ερημώθηκε, οι πολιτείες σας κάηκαν. Ξένοι τούς καρπούς τρώνε των αγρών σας μπροστά στα μάτια σας κι όλα είν’ έρημα, όμοια με των Σοδόμων την καταστροφή. Μόνον η πόλη της Σιών απέμεινε σαν την καλύβα μες στ’ αμπέλι, σαν μια καλύβα έρημη μες σε φυτεία αγγουριών, σαν πολιορκημένη πόλη. Αν ο Κύριος του σύμπαντος δεν μας είχε αφήσει ένα υπόλοιπο του λαού, θα ’χαμε γίνει σχεδόν όπως τα Σόδομα, και με τα Γόμορρα θα ’χαμε μοιάσει. Το λόγο του Κυρίου ακούστε άρχοντες των Σοδόμων· μάθε το νόμο του Θεού μας, των Γομόρρων λαέ. «Τι μου χρειάζονται οι πολυάριθμες θυσίες σας;» λέει ο Κύριος. «Έχω χορτάσει από των κριαριών τα ολοκαυτώματα, από το πάχος των καλοθρεμμένων μοσχαριών. Το αίμα των ταύρων, των προβάτων και των τράγων δεν μ’ ευχαριστεί. Μπροστά μου ερχόσαστε να παρουσιαστείτε· αλλά ποιος σας το ζήτησε του ναού μου να πατάτε τις αυλές; Πάψτε πια να προσφέρετε ανώφελες θυσίες· μ’ αηδιάζει το θυμίαμα. Νουμηνίες και Σάββατα, προσκλήσεις σε γιορταστικές συνάξεις, ασέβειες μαζί με πανηγυρικές λατρείες δεν μπορώ να τ’ ανεχθώ. Απεχθάνομαι τις νουμηνίες σας και τις γιορτές σας! Για μένα είναι φορτίο· μού είναι βαρετό να τις ανέχομαι. Όταν υψώνετε τα χέρια σας, κλείνω τα μάτια μου να μη σας βλέπω. Κι όταν απανωτές λέτε τις προσευχές σας, εγώ δεν τις ακούω, γιατί τα χέρια σας είναι στο αίμα βουτηγμένα. Λουστείτε κι εξαγνιστείτε, να μη βλέπουν τα μάτια μου τις πονηρές σας πράξεις· πάψτε να κάνετε το κακό. Μάθετε το καλό να κάνετε, τη δικαιοσύνη επιδιώξτε, τον καταπιεσμένο βοηθήστε· το δίκιο αποδώστε στο ορφανό, υποστηρίξτε την υπόθεση της χήρας. »Λοιπόν, ελάτε, κι ας κριθούμε μεταξύ μας», λέει ο Κύριος. «Είναι οι αμαρτίες σας κόκκινες σαν το αίμα· μα σαν το χιόνι θα μπορούσαν να γίνουνε λευκές. Έχουν το χρώμα της πορφύρας· μα σαν καθάριο θα μπορούσανε μαλλί να λευκανθούν, αν μόνο θέλατε να υπακούσετε! Τότε θ’ απολαμβάνατε τα αγαθά της γης. Εσείς όμως αντιστέκεστε κι αποστατείτε· γι’ αυτό θα γίνετε του ξίφους η τροφή. Εγώ ο Κύριος το λέω». Πώς κατάντησε πόρνη η πολιτεία, η πιστή! Άλλοτε εκεί το δίκαιο και το σωστό βασίλευε· ήταν της δικαιοσύνης κατοικία, μα τώρα των φονιάδων είναι το κρησφύγετο. Ιερουσαλήμ, άλλοτε ήσουνα σαν το καθάριο ασήμι. Τώρα απλώς μοιάζεις, μα δεν είσαι πια. Ήσουν σαν το καλό, το δυνατό κρασί· μα τώρα εκείνο το κρασί νερώθηκε. Οι άρχοντές σου είν’ αποστάτες και συνεταίροι των κλεφτών· όλοι τους αγαπάνε τη δωροδοκία κι επιδιώκουν την ανταμοιβή. Δεν αποδίδουν στο ορφανό το δίκιο που του πρέπει, και η υπόθεση της χήρας φροντίζουνε να καταχωνιαστεί. Γι’ αυτό λέει ο Κύριος, ο Κύριος του σύμπαντος, ο ισχυρός του Ισραήλ: «Θα πάρω ικανοποίηση από τους αντιπάλους μου, θα πάρω εκδίκηση απ’ τους εχθρούς μου! Τώρα παίρνω εγώ στα χέρια μου την υπόθεση και στη φωτιά το ασήμι σου απ’ τις προσμίξεις θα το καθαρίσω. Θα ξανακάνω τους δικαστές σου όπως ήταν άλλοτε, και τους συμβούλους σου όπως ήταν στην αρχή. Τότε θα ονομαστείς και πάλι “πόλη δικαιοσύνης”, “πόλη πιστή”». Η Σιών θα σωθεί, αν σεβαστούν το δίκαιο οι κάτοικοί της, αν επιστρέψουνε στον Κύριο και πράξουν το σωστό. Οι αμαρτωλοί όμως κι οι αποστάτες όλοι μαζί θα συντριβούν· όλοι όσοι τον Κύριο εγκατέλειψαν θ’ αφανιστούν. Θ’ απογοητευτείτε που λατρέψατε ιερές βαλανιδιές και θα ντραπείτε για τους κήπους που διαλέξατε για τη λατρεία τους. Θα γίνετε σαν βαλανιδιά με μαραμένο φύλλωμα, σαν κήπος που έμεινε χωρίς νερό. Τότε, όποιος πιστεύει πως θα γίνει δυνατός, σαν το στουπί θα καταντήσει, και σαν τη σπίθα το έργο του· φωτιά θα πιάσουν και τα δυο μαζί και κανείς δε θα βρίσκεται για να τη σβήσει. Μήνυμα που ο Ησαΐας, γιος του Αμώς, έλαβε μέσα από όραμα για τον Ιούδα και την Ιερουσαλήμ: Θα ’ρθούνε μέρες που το όρος του ναού θα κυριαρχεί πάνω στα βουνά, ψηλότερο απ’ όλα τ’ άλλα. Εκεί θα συρρέουν οι λαοί. Εκεί θα τρέχουν έθνη πολλά. «Εμπρός», θα λένε, «ας ανεβούμε στο όρος του Κυρίου, στον οίκο του Θεού του Ιακώβ, το δρόμο του να μας διδάξει για να τον ακολουθούμε». Γιατί απ’ τη Σιών βγαίνει ο νόμος, από την Ιερουσαλήμ προέρχεται ο λόγος του Κυρίου. Αυτός θα κρίνει ανάμεσα σε πολλούς λαούς· το δίκιο θ’ αποδώσει σε έθνη δυνατά. Τότε τα ξίφη τους θα τα σφυρηλατήσουν σε άροτρα και τις λόγχες τους σε δρεπάνια. Ξίφος δεν θα σηκώνει το ένα έθνος ενάντια στο άλλο και πια δεν θα μαθαίνουν να πολεμούν. Εμπρός, απόγονοι του Ιακώβ, ας περπατήσουμε στο φως του Κυρίου! Ναι, Κύριε, εγκατέλειψες το λαό σου, τους απογόνους του Ιακώβ, γιατί η χώρα είναι γεμάτη έθιμα της ανατολής. Παντού υπάρχουν μάντεις όπως στους Φιλισταίους· ο λαός σου δημιουργεί σχέσεις με τους αλλοφύλους. Η χώρα γέμισε ασήμι και χρυσάφι και θησαυρούς αμέτρητους. Γέμισε άλογα η χώρα κι αμέτρητα είναι τα πολεμικά τους άρματα. Η χώρα γέμισε είδωλα· στα έργα τους τα χειροποίητα μπροστά τους γονατίζουν. Γι’ αυτό όλοι τους θα εξευτελιστούν, και οι επιφανείς θα ταπεινωθούν· μην τους το συγχωρήσεις, Κύριε. Καλυφθείτε στους βράχους, κρυφτείτε στο χώμα, όταν ο Κύριος σκορπάει το φόβο του, όταν δείχνει τη δύναμη και τη μεγαλοπρέπειά του. Έρχεται μέρα που η υπεροψία των ανθρώπων θα ταπεινωθεί και η αλαζονεία τους θα σπάσει· και μόνον ο Κύριος τότε θα εξυψωθεί. Πράγματι, ο Κύριος του σύμπαντος έχει ορίσει ημέρα ενάντια σ’ όλους τους υπερήφανους, τους αλαζόνες και τους υπερόπτες για να τους ταπεινώσει: Ενάντια σ’ όλους τους κέδρους του Λιβάνου, τους ψηλούς και περήφανους, κι ενάντια σ’ όλες τις βαλανιδιές της Βασάν· ενάντια σ’ όλα τα ψηλά βουνά κι ενάντια σ’ όλους τους λόφους τους ψηλούς· ενάντια σ’ όλους τους πύργους τους ψηλούς κι ενάντια σ’ όλα τα οχυρωμένα τείχη· ενάντια σ’ όλα τα πλοία τα μεγάλα κι ενάντια σ’ όλα τα πολυτελή πλεούμενα. Η υπεροψία των ανθρώπων θα ταπεινωθεί και η αλαζονεία τους θα λυγίσει. Μονάχα ο Κύριος θα εξυψωθεί τη μέρα εκείνη. Όλα τα είδωλα θα εξαφανιστούν. Θα μπείτε στις σπηλιές των βράχων και στις τρύπες της γης, όταν ο Κύριος θα σκορπάει το φόβο του, όταν θα δείχνει τη δύναμη και τη μεγαλοπρέπειά του, όταν θα σηκωθεί να συγκλονίσει τη γη. Έρχεται μέρα, που οι άνθρωποι θα ρίξουν στις νυχτερίδες και στους τυφλοπόντικες τα ασημένια και τα χρυσά είδωλά τους, που κατασκεύασαν για να τα προσκυνούν, και θα τρυπώσουν στις σχισμές των βράχων και στις σπηλιές, όταν ο Κύριος θα σκορπάει το φόβο του, όταν θα δείχνει τη δύναμη και τη μεγαλοπρέπειά του, όταν θα σηκωθεί να συγκλονίσει τη γη. Πάψτε, λοιπόν, να ’χετε την ελπίδα σας σε ανθρώπους, γιατί η ζωή τους δεν είναι παρά μονάχα μια πνοή· τι αξία έχουν; Ο Κύριος, ο Κύριος του σύμπαντος, θα πάρει από την Ιερουσαλήμ κι απ’ τον Ιούδα κάθε πράγμα που πάνω του στηρίζονται οι κάτοικοί τους: Θα πάρει το ψωμί και το νερό, τους ήρωες και τους πολεμιστές, τους κριτές, τους προφήτες, τους μάγους και τους πρεσβυτέρους, τους πεντηκόνταρχους και τους αξιωματούχους, τους συμβούλους, τους σοφούς τεχνίτες και τους επιδέξιους εξορκιστές. Ο Κύριος θα βάλει άρχοντές τους ανώριμα παιδιά και θα τους κυβερνούν νήπια αστόχαστα. Θα υπάρχει στο λαό αλληλοκαταπίεση: Ο ένας θα εκμεταλλεύεται τον άλλον, ο νέος θα επιτίθεται στο γέροντα και ο ασήμαντος στον αξιοσέβαστο. Τότε οι άνθρωποι της ίδιας συγγένειας σ’ έναν και μόνο θα στρέφουν τις ελπίδες τους: «Εσύ έχεις ρούχο να φορέσεις», θα του λένε. «Γίνε αρχηγός μας! Και βάλε τάξη σ’ αυτό το χάος». Μα εκείνος τότε θα τους απαντάει: «Δεν μπορώ θαύματα να κάνω· σπίτι μου δεν έχω ούτε τι να φάω ούτε τι να ντυθώ· για τούτο μη με κάνετε αρχηγό του λαού!» Ναι, η Ιερουσαλήμ θα καταρρεύσει κι ο Ιούδας θα εξουθενωθεί, γιατί με λόγια και με έργα προσβάλλουν τον Κύριο, αντιστρατεύονται ανοιχτά τον Παντοδύναμο. Η αναίδειά τους είναι ο κατήγορός τους και τις αμαρτίες τους τις διακηρύττουν όπως στα Σόδομα· δεν τις αποκρύπτουν. Αλίμονό τους, γιατί ετοιμάζουνε τη δυστυχία τους. Να θυμάστε ότι ο δίκαιος θα είν’ ευτυχισμένος. Θα ζει καλά και θ’ απολαμβάνει τους κόπους του. Αλίμονο όμως στον ασεβή! Θα ζει δυστυχισμένος και όσα κάνει θα στρέφονται εναντίον του. «Λαέ μου», λέει ο Κύριος, «παιδιά διεστραμμένα είν’ οι ηγέτες σου και εκμεταλλευτές που σε απομυζούν. Οι οδηγοί σου σε παραπλανούν, τους δρομοδείχτες της πορείας σου τους μετατοπίζουν». Ο Κύριος θα σηκωθεί για να δικάσει, θα σταθεί για να δικαιώσει το λαό του. Ο Κύριος θα ’ρθει για να δικάσει τους πρεσβυτέρους και τους άρχοντες του λαού: «Εσείς τ’ αμπέλι μου ερημώσατε», θα τους πει, «κι είναι τα σπίτια σας γεμάτα με τ’ αγαθά που απ’ τους φτωχούς αρπάξατε. Με ποιο δικαίωμα ποδοπατείτε το λαό μου κι εξουθενώνετε τους φτωχούς;» Αυτά λέει ο Κύριος, ο Κύριος του σύμπαντος. Ο Κύριος είπε: «Κοιτάξτε τις γυναίκες της Ιερουσαλήμ, πόσο περηφανεύτηκαν! Βαδίζουν με τον τράχηλο στητό, σκορπάνε βλέμματα προκλητικά, καθώς πηγαίνουνε με βήματα μικρά και κροταλίζουν των αστραγάλων τους οι κρίκοι! Μα εγώ θα τους ξυρίσω το κεφάλι και θα τις διαπομπέψω. »Έρχεται μέρα, που θα τους αφαιρέσω εγώ, ο Κύριος, των αστραγάλων τα στολίδια τους, της κεφαλής τα διαδήματα και τα στολίδια του λαιμού, τα σκουλαρίκια, τα βραχιόλια και τα πέπλα, τους φιόγκους απ’ τα μαλλιά, των αστραγάλων τις καδένες, τις ζώνες, τις μυροθήκες και τα φυλαχτά, τα δαχτυλίδια και τους κρίκους απ’ τη μύτη, τις γιορτινές τις φορεσιές, τις κάπες, τα φουλάρια, τα τσαντάκια, τα καθρεφτάκια και τ’ αραχνοΰφαντα λινά πουκάμισα, τους κεφαλόδεσμους και τις εσάρπες». Τότε τη θέση της ευωδίας θα την πάρει η μούχλα· τη ζώνη θα την αντικαταστήσει ένα σκοινί, τις μπούκλες το φαλακρό κεφάλι· αντί για γιορτινές φορεσιές, πένθιμα ρούχα χοντροϋφασμένα θα φορούν· σημάδι θα ’χουν από πυρωμένο σίδερο στης ομορφιάς τη θέση. Οι άντρες σου, Ιερουσαλήμ, θα πέσουν απ’ το ξίφος· οι πιο καλοί πολεμιστές σου στη μάχη θα χαθούν. Θρήνοι και στεναγμοί θα ηχούν στις πύλες σου κι εσύ θα κάθεσαι στα χώματα σαν μια γυναίκα εξαθλιωμένη. Τότε εφτά γυναίκες θα πιάνουνε τον ίδιον άντρα και θα τον ικετεύουν: «Δεν θα σ’ επιβαρύνουμε ούτε με την τροφή μας ούτε με το ντύσιμό μας· δέξου μόνο να έχουμε το όνομά σου, για να απαλλαγούμε απ’ τη ντροπή». Έρχεται μέρα που ό,τι κάνει ο Κύριος να βλαστήσει, θα είναι καμάρι και τιμή για όσους Ισραηλίτες θα ’χουν διασωθεί· και ο καρπός της γης θα ’ναι γι’ αυτούς καύχημα και δόξα. Αυτοί που θα ’χουν επιζήσει στη Σιών, όλοι εκείνοι που θα κατοικούν ακόμα τότε στην Ιερουσαλήμ, «άγιοι» θα ονομαστούν, γιατί ο ίδιος ο Θεός τούς έχει εγγράψει να επιζήσουν. Όταν ο Κύριος θα έχει ξεπλύνει τους κατοίκους της Σιών από κάθε βρωμιά και θα έχει εξαλείψει από την Ιερουσαλήμ τη βαριά ενοχή της με την αυστηρή κρίση του, τότε θα κάνει να φανεί παντού πάνω από το όρος Σιών κι από εκείνους όλους που συνάζονται εκεί, ένα σύννεφο τη μέρα και καπνός από φλόγες φωτιάς τη νύχτα. Γιατί πάνω απ’ όλα θα υπάρχει η δόξα του Κυρίου για σκεπή. Θα προστατεύει με τη σκιά της από τη ζέστη της μέρας και θα ’ναι καταφύγιο και στέγη σε ώρα θύελλας και βροχής. Θα σας πω το τραγούδι του φίλου μου για το αμπέλι του: Είχα ένα αμπέλι, λέει ο φίλος μου, πάνω σε εύφορη βουνοπλαγιά. Το ’σκαψα, απ’ τα λιθάρια το καθάρισα κι όλο το φύτεψα κλήματα εκλεκτά. Στη μέση του έχτισα έναν πύργο και πατητήρι τού ’φτιαξα. Και πρόσμενα να κάνει ωραία σταφύλια, μα κείνο έκανε ξινοστάφυλα. Κρίνετε, λοιπόν, τώρα εσείς, κάτοικοι της Ιερουσαλήμ και ο λαός του Ιούδα, ανάμεσα σ’ εμένα και στο αμπέλι μου. Τι θα μπορούσα ακόμα να ’χα κάνει γι’ αυτό το αμπέλι μου και δεν το έκανα; Ενώ περίμενα πως θα ’κανε ωραία σταφύλια, γιατί να κάνει ξινοστάφυλα; Τώρα, λοιπόν, θα σας το πω τι πρόκειται στο αμπέλι μου να κάνω: Το φράχτη του θα βγάλω να μπούνε ζωντανά να το βοσκήσουνε· τον τοίχο του θα τον γκρεμίσω ώστε να ποδοπατηθεί. Θα το αφήσω ν’ αγριέψει· ούτε θα κλαδευτεί ούτε θα σκαφτεί. Θ’ αφήσω να φυτρώσουν μέσα εκεί αγκάθια και τριβόλια και θα προστάξω ως και τα σύννεφα πάνω του να μη ρίξουνε βροχή. Λαέ του Ισραήλ, εσείς είστε τ’ αμπέλι, που ανήκει στον Κύριο του σύμπαντος κι εσείς του Ιούδα ο λαός είστε η φυτεία του η αγαπημένη. Περίμενε από σας αγαθοεργίες μα να, τώρα παντού αιματοχυσίες· περίμενε ν’ ασκείτε δικαιοσύνη μα να, κραυγές για τ’ άδικο κι οδύνη. Αλίμονο σ’ εκείνους που προσθέτουν στο σπίτι τους κι άλλο σπίτι κι ενώνουνε χωράφι με χωράφι, έτσι που πια να μην υπάρχει τόπος για άλλους κι αυτοί να μείνουνε οι μοναδικοί της χώρας κάτοχοι! Στ’ αυτιά μου ηχούν τα λόγια του Κυρίου του σύμπαντος: «Πράγματι, όλα αυτά τα σπίτια θα ερημωθούν, αυτές οι ωραίες και μεγάλες κατοικίες θα μείνουν ακατοίκητες. Δέκα στρέμματα αμπέλι θα βγάζουνε μονάχα έναν κουβά κρασί, δέκα σακιά σπόρου θα δίνουνε στο θερισμό μονάχα ένα σακί». Αλίμονο σ’ εκείνους που απ’ το πρωί νωρίς ορμάνε στο πιοτό και που ως τη νύχτα αργά με το κρασί μεθάνε. Τα όργιά τους τα συνοδεύουνε κιθάρες, άρπες, τύμπανα, φλογέρες και βέβαια κρασί· μα δεν προσέχουν του Κυρίου τις ενέργειες και το έργο που αυτή την ώρα κάνει δεν το βλέπουν. «Γι’ αυτό», λέει ο Κύριος «θα οδηγηθεί ο λαός μου στην αιχμαλωσία γιατί δε θέλει να καταλάβει. Οι άρχοντές του θα υποφέρουν απ’ την πείνα και όλος ο λαός από τη δίψα». Γι’ αυτό ο άδης μεγαλώνει την κοιλιά του κι ανοίγει διάπλατα το στόμα του, να καταπιεί τους ευγενείς αντάμα με τα πλήθη της Ιερουσαλήμ, καθώς θα διασκεδάζουν. Έτσι όλοι θα εξευτελισθούν κι όσοι κοιτάζουν υπεροπτικά θ’ αναγκαστούν να χαμηλώσουνε το βλέμμα. Αλλά ο Κύριος του σύμπαντος θα δείξει τη μεγαλοσύνη του πράττοντας σύμφωνα με την κρίση του· ο Θεός ο άγιος θ’ αποκαλύψει την αγιότητά του αποδίδοντας δικαιοσύνη. Στης πόλης τα ερείπια αρνιά θα βόσκουν, σαν να ’ταν βοσκοτόπια τους, και γίδια που τα καλοτρέφουνε, εκεί θα βρίσκουν την τροφή τους. Αλίμονο σ’ εκείνους που ’ναι ζεμένοι σαν με ιμάντες στης αδικίας τους την άμαξα! Ξοπίσω τους τραβούν το όχημα που κουβαλάει την τιμωρία για τις ανομίες τους, και λένε: «Ας βιαστεί ο Θεός, το έργο του ας το επιταχύνει, για να το δούμε· η απόφαση του Αγίου Θεού του Ισραήλ ας έρθει κι ας εκτελεστεί, να τη γνωρίσουμε κι εμείς». Αλίμονο σ’ εκείνους που λένε το κακό καλό και το καλό κακό, που παρασταίνουν το μαύρο άσπρο και το άσπρο μαύρο, που κάνουν το πικρό γλυκό και το γλυκό πικρό. Αλίμονο σ’ εκείνους που θαρρούν πως είναι σοφοί και για έξυπνοι περνιούνται. Αλίμονο σ’ εκείνους που είναι ήρωες μονάχα στο κρασί, κι είναι γενναίοι μόνο όταν τα δυνατά ποτά τ’ αναμειγνύουν· που μ’ ένα δώρο, αθωώνουνε τον ένοχο και αγνοούν το δίκιο του αθώου. Όπως οι γλώσσες της φωτιάς κατατρώγουν το καλάμι κι όπως το χόρτο αφανίζεται στη φλόγα, έτσι και η ρίζα τους θα σαπίσει και το άνθος τους θα εξανεμιστεί σαν σκόνη. Κι ετούτο, επειδή περιφρόνησαν το νόμο που έδωσε ο Κύριος του σύμπαντος και χλεύασαν τις προειδοποιήσεις που τους έστειλε ο Άγιος Θεός του Ισραήλ. Για τούτο οργισμένος είν’ ο Κύριος ενάντια στο λαό του, το χέρι του σηκώνει και τον χτυπά. Ταρακουνιούνται τα βουνά, γεμίζουνε οι δρόμοι πτώματα σαν να ’τανε σκουπίδια. Και μολαυτά ο θυμός του δεν ξεθυμαίνει· το χέρι του είναι έτοιμο και πάλι να χτυπήσει. Τότε δίνει το σύνθημα σε κάποιον μακρινό λαό, του σφυρίζει για να ’ρθεί από της γης τα πέρατα· και τότε εκείνος καταφθάνει στο λεπτό. Κανενός η ζώνη δεν έχει λυθεί από τη μέση του, ούτε έχει κοπεί λουρί απ’ τα σανδάλια του. Είναι τα βέλη τους ακονισμένα, και τεντωμένα όλα τα τόξα τους. Και είναι των αλόγων τους οι οπλές σκληρές σαν τσακμακόπετρες κι οι ρόδες των αρμάτων τους σαν σίφουνας γυρίζουν. Ο βρυχηθμός τους είναι καθώς του λιονταριού, βρυχιούνται σαν το λιονταρόπουλο που με φωνή βραχνή το θύμα του αρπάζει και μακριά το φέρνει και που κανείς να του το πάρει δεν τολμά. Και θα ξεσπάσει εκείνη την ημέρα πάνω τους σαν τη βουή θάλασσας αγριεμένης. Όπου και να κοιτάξει κανείς στη χώρα, δεν θα δει παρά σκοτάδι κι αγωνία! Το φως της μέρας θα το σκεπάσουν πυκνά και μαύρα σύννεφα! Το έτος του θανάτου του βασιλιά Ουζζία, είδα τον Κύριο να κάθεται πάνω σε θρόνο μεγαλόπρεπο και υπερυψωμένο. Οι άκρες του μανδύα του γέμιζαν το ναό. Μπροστά του στέκονταν σεραφίμ, που καθένα τους είχε έξι φτερούγες: δύο για να σκεπάζουν το πρόσωπό τους, δύο για να σκεπάζουν το σώμα τους και τις άλλες δυο για να πετάνε. Και φώναζαν το ένα στο άλλο: «Άγιος, άγιος, άγιος είναι ο Κύριος του σύμπαντος· όλη η γη είναι απ’ τη δόξα του γεμάτη». Σείστηκαν οι παραστάτες της θύρας από τη δυνατή φωνή τους, και γέμισε από καπνό ο ναός. Τότε είπα: «Αλίμονό μου, χάθηκα! Γιατί είμαι άνθρωπος με χείλη ακάθαρτα και κατοικώ ανάμεσα σ’ ένα λαό με χείλη ακάθαρτα, και τώρα είδα με τα μάτια μου το βασιλιά, τον Κύριο του σύμπαντος!» Πέταξε τότε κι ήρθε κοντά μου ένα από τα σεραφίμ, κρατώντας ένα κάρβουνο αναμμένο, που το είχε πάρει με λαβίδα απ’ το θυσιαστήριο. Μ’ αυτό άγγιξε το στόμα μου και είπε: «Κοίτα, αυτό άγγιξε τα χείλη σου κι η ανομία σου εξαλείφθηκε· η αμαρτία σου έχει συγχωρηθεί». Έπειτα άκουσα το Θεό να λέει: «Ποιον να στείλω; ποιος θέλει να γίνει ο αγγελιοφόρος μας;» Κι εγώ είπα: «Ορίστε, στείλε εμένα!» Και απάντησε: «Πήγαινε και πες σ’ αυτόν το λαό: “θ’ ακούτε μα δεν θα καταλαβαίνετε. Θα βλέπετε, μα δεν θα εννοείτε!” Κάνε τον να μην καταλαβαίνει, να μην ακούει και να μη βλέπει. Έτσι τυφλοί, κουφοί κι ανόητοι δεν θα επιστρέψουν και δε θα βρουν γιατρειά». «Ως πότε, Κύριε;» ρώτησα. Κι εκείνος απάντησε: «Ωσότου ερημωθούν οι πόλεις και μείνουν ακατοίκητες, ωσότου αδειάσουνε τα σπίτια κι η χώρα μείνει έρημη, ωσότου απομακρύνω τους ανθρώπους κι η χώρα γίνει μια τεράστια έρημος. Κι αν μείνει εκεί κάποιο υπόλοιπο, ακόμα κι ένα δέκατο απ’ τους κατοίκους, με τη σειρά τους κι αυτοί θ’ αφανιστούν, σαν τη τερέβινθο και τη βαλανιδιά, που όταν τις κόβουν μονάχα ένας κορμός τούς απομένει». Απ’ τον κορμό αυτό, όμως, θα γίνει μια νέα αρχή. Τον καιρό που βασιλιάς του Ιούδα ήταν ο Άχαζ, γιος του Ιωθάμ κι εγγονός του Ουζζία, βγήκαν ο Ρεσίν, βασιλιάς της Συρίας και ο Φεκάχ, γιος του Ρεμαλία και βασιλιάς του Ισραήλ, για να πολεμήσουν κατά της Ιερουσαλήμ, αλλά δεν μπόρεσαν να την κυριέψουν. Όταν έφεραν το μήνυμα στο βασιλιά του Ιούδα ότι οι Σύριοι συμμάχησαν με τη φυλή Εφραΐμ, αυτός και ο λαός του ταράχτηκαν, όπως ταρακουνιούνται τα δέντρα στο δάσος από τον άνεμο. Τότε είπε ο Κύριος στον Ησαΐα: «Σήκω και πήγαινε να βρεις το βασιλιά Άχαζ, εσύ και ο γιος σου ο Σεάρ-Ιασούβ, στην άκρη του υδραγωγού τής πάνω δεξαμενής, στο δρόμο του αγρού του Λευκαντή. Πες του: “πρόσεξε! Μείνε ήσυχος· μη φοβηθείς, μη δειλιάσεις από τους δυο αυτούς δαυλούς που καπνίζουν, δηλαδή από την άγρια οργή του Ρεσίν και την οργή του γιου του Ρεμαλία. Βέβαια, οι Σύριοι σκέφτηκαν μαζί με τους Εφραϊμίτες και το γιο του Ρεμαλία να σου κάνουν κακό. Είπαν: Πάμε να εκστρατεύσουμε εναντίον του Ιούδα και να τον τρομοκρατήσουμε· αυτός θ’ αναγκαστεί να ενωθεί μαζί μας και τότε εμείς θα του επιβάλουμε για βασιλιά το γιο του Ταβεήλ. Άκου όμως τι λέει ο Κύριος ο Θεός: Αυτό δεν θα πετύχει, δε θα συμβεί καν! Πρωτεύουσα της Συρίας είναι η Δαμασκός και ηγέτης της Δαμασκού ο Ρεσίν. Και τι είναι το βασίλειο του Εφραΐμ; Μετά από εξήντα πέντε χρόνια θα έχει συντριβεί και ο λαός του δεν θα υπάρχει πια. Πρωτεύουσα του Εφραΐμ είναι η Σαμάρεια και ηγέτης της Σαμάρειας ο γιος του Ρεμαλία. Αλλά αν εσείς δεν μείνετε στην πίστη σταθεροί, δε θα στεριώσετε ούτε στη ζωή”». Ο Κύριος έστειλε με τον Ησαΐα κι άλλο μήνυμα στον Άχαζ: «Ζήτησε ένα σημείο από τον Κύριο το Θεό σου, είτε από κάτω, από τον κόσμο των νεκρών είτε από πάνω, από τον ουρανό». Ο Άχαζ όμως απάντησε: «Όχι· δε θα ζητήσω τίποτε, για να μην προκαλέσω τον Κύριο». Τότε ο Ησαΐας είπε: «Ακούστε, λοιπόν, εσύ κι η οικογένειά σου, οι απόγονοι του Δαβίδ: Δε σας φτάνει που εξαντλείτε την υπομονή των ανθρώπων, θέλετε ακόμα να εξαντλήσετε και την υπομονή του Θεού μου; Γι’ αυτό ο ίδιος ο Κύριος θα σας δώσει ένα σημείο: η παρθένος θα συλλάβει και θα γεννήσει γιο, ο οποίος θα ονομαστεί “Εμμανουήλ” (Ο Θεός μαζί μας). Θα τρώει ανθόγαλο και μέλι ωσότου μάθει να απορρίπτει το κακό και να επιλέγει το αγαθό. Γιατί, πριν μάθει ακόμα το παιδί ν’ απορρίπτει το κακό και να επιλέγει το αγαθό, η χώρα των δυο βασιλιάδων που εσύ τους τρέμεις, θα ερημωθεί. Αλλά ο Κύριος θα φέρει σ’ εσένα και στο λαό σου και στους απογόνους του πατέρα σου, μέρες δυστυχίας τέτοιες, που δε φανήκαν από τότε που αποχωρίστηκε ο Ισραήλ απ’ τον Ιούδα. Αυτό θα γίνει με το βασιλιά των Ασσυρίων». Έρχεται μέρα που ο Κύριος θα σφυρίξει στους εχθρούς· κι αμέσως θα ’ρθουνε από τις εκβολές των ποταμών της Αιγύπτου, σαν σύννεφο από μύγες κι από την Ασσυρία σαν σμήνος από σφήκες. Θα έρθουν όλοι να εγκατασταθούν στ’ απόκρημνα φαράγγια και στις σχισμές των βράχων, σ’ όλους τους βάτους και σ’ όλους τους σταθμούς νερού. Την ημέρα εκείνη ο Κύριος θα πληρώσει το βασιλιά της Ασσυρίας εκεί, πέρα απ’ τον Ευφράτη ποταμό, και θα τον μεταχειριστεί σαν ξυράφι για να ξυρίσει το κεφάλι σας και τις τρίχες απ’ όλο το σώμα σας, δίχως να λησμονήσει τη γενειάδα. Τότε καθένας σας θα τρέφει μία δάμαλη και δυο κατσίκες· και τόσο πολύ γάλα θα του δίνουν, που θα μπορεί να τρώει ανθόγαλο. Γιατί όσοι απομείνουνε στη χώρα, με ανθόγαλο και μέλι θα τρέφονται. Τότε ακόμη, κάθε τόπος με χίλιες ρίζες κλήματα, αξίας χίλιων ασημένιων σίκλων, θα γεμίσει αγκάθια και τριβόλια. Μόνο με βέλη και με τόξα θα μπαίνει εκεί ο άνθρωπος, γιατί η χώρα ολόκληρη θα είναι γεμάτη αγκάθια και τριβόλια. Και σ’ όλες τις βουνοπλαγιές που καλλιεργούνται με ξινάρι, κανείς δεν θα πηγαίνει πια, γιατί γεμάτος θα ’ναι ο τόπος με αγκάθια και τριβόλια. Εκεί θα στέλνουν βόδια και πρόβατα να βόσκουν. Ο Κύριος μου είπε: «Πάρε μια πλάκα μεγάλη και γράψε πάνω της με ευανάγνωστη γραφή: Μαχέρ-σαλάλ-χας-βαζ (ταχεία λαφυραγώγηση - βιαστική αρπαγή)». Την έδειξα σε δύο αξιόπιστους μάρτυρες, στον ιερέα Ουρία και στο Ζαχαρία, γιο του Ιεβερεχία. Έπειτα συνευρέθηκα με τη γυναίκα μου την προφήτισσα, κι αυτή έμεινε έγκυος και γέννησε γιο. Τότε ο Κύριος μου είπε: «Ονόμασέ τον “Μαχέρ-σαλάλ-χας-βαζ”. Γιατί πριν μάθει ακόμα το παιδί να λέει “πατέρα” και “μητέρα”, της Δαμασκού τα πλούτη και της Σαμάρειας τα λάφυρα θα τα φέρουν στο βασιλιά της Ασσυρίας». Ο Κύριος συνέχισε να μου μιλάει: «Επειδή ο λαός αυτός περιφρονεί τα νερά του Σιλωάμ, που ρέουν ήρεμα, και τρομάζει μπροστά στο Ρεσίν και στο γιο του Ρεμαλία. θα προκαλέσω ν’ ανέβουν ίσαμε πάνω τους τα ορμητικά, άφθονα νερά του ποταμού Ευφράτη, δηλαδή ο βασιλιάς της Ασσυρίας με όλο το στρατό του. Θ’ ανέβει πάνω απ’ όλες του τις διώρυγες, κι απ’ όλες του τις όχθες θα πλημμυρίσει. Και θα εισχωρήσει στου Ιούδα τη χώρα, θα ξεχειλίσει, θα πλημμυρίσει και θα τους φτάσει ως το λαιμό». Ο Θεός είναι μαζί μας. Θ’ απλώσει τα φτερά του για να σκεπάσει όλη τη χώρα. Λαοί, όσο κι αν συνασπίζεστε, θα συντριβείτε! Ακούστε όλοι εσείς που κατοικείτε στα πέρατα της γης! Εξοπλιστείτε όσο θέλετε, αλλά στο τέλος σάς προσμένει ο τρόμος! Εξοπλιστείτε όσο θέλετε· κι όμως θα συντριβείτε! Κάντε σχέδια, θα εκμηδενιστούν! Πάρτε αποφάσεις, θα ’ναι ανώφελες! Γιατί ο Θεός είναι μαζί μας. Όταν ο Κύριος με πήρε με το χέρι του να με προτρέψει ώστε να μην ακολουθήσω το παράδειγμα αυτού του λαού, μου είπε: «Μην ονομάζετε κι εσείς συνωμοσία καθετί που ο λαός αυτός το λέει συνωμοσία· κι ό,τι αυτός φοβάται, μην το φοβάστε κι εσείς και μην τρομάζετε. Εμένα, τον Κύριο του σύμπαντος, εμένα να θεωρείτε άγιον· εμένα να φοβάστε κι εμένα να τρέμετε. Εγώ θα γίνω ο τόπος όπου θα αγιάζονται αλλά και η πέτρα όπου θα σκοντάψουν, κι ο βράχος πάνω στον οποίο θα πέσουν τα δύο βασίλεια του Ισραήλ· θα γίνω ενέδρα και παγίδα για τους κατοίκους της Ιερουσαλήμ. Πολλοί θα σκοντάψουν, θα πέσουν και θα συντριφθούν, θα παγιδευτούν και θα συλληφθούν». Θα φυλάξω τη μαρτυρία, θα εμπιστευθώ τη διδασκαλία στους μαθητές μου. Ο Κύριος τώρα κρύβεται από τους απογόνους του Ιακώβ· εγώ όμως θα τον περιμένω. Να ’μαι, εγώ και τα παιδιά που μου ’δωσε ο Θεός, είμαστε σύμβολα και σημεία για τον Ισραήλ εκ μέρους του Κυρίου του σύμπαντος, που κατοικεί στο όρος Σιών. Θα σας πούνε: «Συμβουλευτείτε τα πνεύματα των νεκρών και τους μάντεις που ψιθυρίζουν και μουρμουρίζουν. Δεν πρέπει ένας λαός να συμβουλεύεται τους θεούς του; Να ρωτάει τους νεκρούς για τους ζωντανούς;» Η μόνη απάντηση είναι: Κρατήστε τη διδασκαλία του Κυρίου και τη διδαχή του. Όποιος δεν ακολουθεί αυτή την προσταγή, γι’ αυτόν δεν υπάρχει ελπίδα. Οι άνθρωποι περιφέρονται στη χώρα βασανισμένοι και πεινασμένοι· λιμοκτονούν, αγανακτούν και καταριούνται το βασιλιά και το Θεό τους. Στρέφονται προς τον ουρανό, μετά κοιτάνε προς τη γη, αλλά κι εκεί βλέπουν μονάχα θλίψη και σκοτεινιά, σκληρή καταπίεση και νύχτα δίχως μια στάλα φως. Και να ξεφύγουν απ’ αυτήν δεν θα μπορούν. Στο παρελθόν ο Κύριος περιφρόνησε την περιοχή του Ζαβουλών κι αυτήν του Νεφθαλί· στο μέλλον όμως θα δοξάσει αυτές τις περιοχές, που βρίσκονται προς το δρόμο της θάλασσας, καθώς και τη χώρα ανατολικά του Ιορδάνη, στην περιοχή των εθνών. Ο λαός που βάδιζε μες στα σκοτάδια είδε ένα φως λαμπρό· και λάμπει φως πάνω σ’ αυτούς που κατοικούνε σε τόπο σκοτεινό. Μυριάριθμο κάνεις το έθνος, Κύριε, του αυξαίνεις τη χαρά· χαίρονται μπρος σου όπως χαίρονται στο θέρο, όπως πανηγυρίζουν όταν μοιράζονται τα λάφυρα. Διότι σύντριψες το βαρύ ζυγό τους και το ραβδί που χτύπαγε τους ώμους τους, το μαστίγιο του δυνάστη τους, καθώς τότε που νίκησες το λαό της Μαδιάμ. Κάθε βαρύγδουπο υπόδημα πολεμιστή, κάθε στολή στο αίμα βουτηγμένη θα καεί, τροφή θα γίνει της φωτιάς. Διότι γεννήθηκε για μας ένα παιδί, μας δόθηκε ένας γιος· πάνω στους ώμους του η εξουσία θα μένει και τ’ όνομά του θα ’ναι: Σύμβουλος θαυμαστός, Θεός ισχυρός, αιώνιος Πατέρας και της Ειρήνης Άρχοντας. Μεγάλη θα ’ναι η εξουσία του, και η ειρήνη ατέλειωτη· στο θρόνο θα καθίσει του Δαβίδ και το βασίλειό του θα το θεμελιώσει και θα το στηρίξει στο δίκαιο και στο σωστό από τώρα και για πάντα. Αυτό θα το κάνει η φλογερή αγάπη του Κυρίου του σύμπαντος. Κατά των απογόνων του Ιακώβ, κατά του βασιλείου του Ισραήλ έβγαλε ο Κύριος την καταδικαστική του απόφαση. Την ένιωσε όλος ο λαός του Εφραΐμ, και της Σαμάρειας οι κάτοικοι. Παρ’ όλα αυτά λένε με αλαζονεία και έπαρση: «Τα πλίθινα σπίτια έπεσαν, μα εμείς με πέτρες θα τα ξαναχτίσουμε πελεκητές· σπάσανε τα δοκάρια που ήταν από συκομουριά, μα εμείς κέδρινα θα βάλουμε στη θέση τους». Ο Κύριος εναντίον τους ξεσήκωσε τους αντιπάλους τους. και παρακίνησε τους εχθρούς τους, τους Συρίους από την ανατολή και τους Φιλισταίους από τη δύση, που άνοιξαν το στόμα τους να καταπιούν τον Ισραήλ. Και μ’ όλα αυτά δεν έπαψε ο θυμός του, το χέρι του έμεινε μετέωρο, έτοιμο να χτυπήσει πάλι. Μα ο λαός δεν επιστράφηκε σ’ αυτόν που τον τιμώρησε ούτε και αναζήτησε τον Κύριο του σύμπαντος. Γι’ αυτό κι ο Κύριος θα κόψει του Ισραήλ το κεφάλι και την ουρά, το φοίνικα και το καλάμι, σε μια και μόνο μέρα. Οι σύμβουλοι και οι προύχοντες, αυτοί είναι το κεφάλι· και οι προφήτες που διδάσκουν ψεύδη, αυτοί είναι η ουρά. Οι αρχηγοί αυτού του λαού τον παραπλανούν, κι όσοι οδηγούνται από κείνους, χάνονται. Γι’ αυτό ο Κύριος δε θα λυπηθεί τα νέα παιδιά τους, ούτε θα σπλαχνιστεί τα ορφανά τους και τις χήρες τους. Γιατί είναι όλοι ασεβείς και μοχθηροί και πρόστυχο είναι ό,τι και να πούνε. Και μ’ όλα αυτά δεν έπαψε ο θυμός του, το χέρι του έμεινε μετέωρο, έτοιμο να χτυπήσει πάλι. Απλώνεται η κακία σαν τη φωτιά που κατατρώει αγκάθια και τριβόλια κι ανάβει σύδεντρα από θάμνους μες στο δάσος και κάνει ν’ ανεβαίνουνε σαν σίφουνας στρόβιλοι από καπνό. Ο Κύριος του σύμπαντος οργίστηκε· γι’ αυτό και φλέγεται η χώρα και γίνεται ο λαός για τη φωτιά τροφή. Κανείς τον άλλον δε γλιτώνει. Αρπάζει από δεξιά, αλλά πεινάει· τρώει από αριστερά μα δε χορταίνει. Καθένας τρώει εκείνον που θα μπορούσε να τον βοηθήσει. Ο Μανασσής και ο Εφραΐμ αλληλοτρώγονται κι οι δύο μαζί πέφτουνε πάνω στον Ιούδα. Και μ’ όλα αυτά δεν έπαψε ο θυμός του, το χέρι του έμεινε μετέωρο, έτοιμο να χτυπήσει πάλι. Αλίμονο σ’ εκείνους που θεσπίζουν νόμους άδικους και σ’ εκείνους που γράφουν αποφάσεις καταπιεστικές, για να στερήσουν τους αδύνατους από το δίκιο τους, και να αρπάξουν τα δικαιώματα των φτωχών του λαού μου, για να κάνουν τις χήρες λεία τους και για ν’ απογυμνώσουν τα ορφανά. Τι θα κάνετε την ημέρα της κρίσης και της καταιγίδας, που έρχεται από μακριά; Σε ποιον θα καταφύγετε να σας βοηθήσει; Τα πλούτη σας πού θα τ’ αφήσετε; Άλλοι θα σκύψουνε ανάμεσα στους αιχμαλώτους κι άλλοι ανάμεσα θα πέσουν στους νεκρούς. Και μ’ όλα αυτά δεν έπαψε ο θυμός του, το χέρι του έμεινε μετέωρο, έτοιμο να χτυπήσει πάλι. «Αλίμονο στην Ασσυρία!» λέει ο Κύριος. «Αυτή είναι του θυμού μου το ραβδί· με το ρόπαλο που κρατάει στο χέρι της εγώ φανερώνω την οργή μου. Την έστειλα ενάντια σ’ ένα έθνος ασεβών, την πρόσταξα να πορευτεί ενάντια στο λαό που μ’ εξοργίζει, για να μαζέψει λάφυρα, να τον λεηλατήσει, να τον ποδοπατήσει καθώς τη λασπουριά του δρόμου. »Ο βασιλιάς της Ασσυρίας δεν το καταλαβαίνει έτσι, δεν το συνειδητοποιεί· γιατί δε σκέφτεται παρά να καταστρέψει κι έθνη πολλά να εξοντώσει. Λέει: “όλοι οι στρατηγοί μου είναι δυνατοί σαν βασιλιάδες. Εγώ κυρίεψα τη Χαλάνη και τη Χαρκεμίς, τη Χαμάθ και την Αρφάδ, τη Σαμάρεια και τη Δαμασκό. Εγώ κατέκτησα τα ειδωλολατρικά βασίλεια που τα αγάλματά τους ήταν περισσότερα από της Ιερουσαλήμ και της Σαμάρειας. Ό,τι λοιπόν έκανα στη Σαμάρεια και στους θεούς της, το ίδιο θα κάνω και στην Ιερουσαλήμ και στα είδωλά της”». Ο Κύριος όμως λέει: «Όταν τελειώσω όλο το έργο μου στο όρος Σιών και στην Ιερουσαλήμ, τότε θα χτυπήσω το βασιλιά της Ασσυρίας για την αλαζονεία της καρδιάς του και για την έπαρσή του. Αυτός ο βασιλιάς έχει το θράσος να λέει: “ό,τι έκανα, το πέτυχα με τη δική μου δύναμη και με τη σοφία μου, γιατί έχω μυαλό εγώ. Μετατόπισα τα σύνορα των κρατών, λεηλάτησα τους θησαυρούς τους και θρόνους έριξα κάτω στη γη. Βρήκε το χέρι μου τα πλούτη των λαών σαν μέσα σε φωλιά πουλιών· όπως κανείς μαζεύει παρατημένα αυγά, έτσι κι εγώ όλη τη γη συγκέντρωσα κι ούτε που βρέθηκε κανείς για να χτυπήσει τα φτερά, το ράμφος του ν’ ανοίξει να διαμαρτυρηθεί!”» Καυχιέται ποτέ η αξίνα ενάντια σ’ αυτόν που τη χρησιμοποιεί; ή μήπως το πριόνι περηφανεύεται σ’ εκείνον που το δουλεύει; Σαν να μπορούσε το ραβδί να χειριστεί αυτόν που το κρατάει, σαν να μπορούσε το ξύλινο ρόπαλο εκείνον να σηκώσει, που δεν είναι από ξύλο καμωμένος. Γι’ αυτό ο Κύριος, ο Κύριος του σύμπαντος, θα μετατρέψει την ευδαιμονία της Ασσυρίας σε φτώχεια· κάτω από τη φαινομενική της δόξα, η φωτιά θ’ απλωθεί σαν πυρκαγιά. Τότε ο Άγιος Θεός, το φως του Ισραήλ, φωτιά θα γίνει και φλόγα που θ’ ανάψει, τ’ αγκάθια της και τα τριβόλια της θα τα κατακάψει μέσα σε μία μέρα. Θα καταστρέψει ολότελα το όμορφο δάσος και τους κήπους της με τα καρποφόρα δέντρα· θα νομίζει κανείς πως βλέπει ετοιμοθάνατο. Τα δέντρα που θ’ απομείνουνε στο δάσος της εύκολα θα μετριούνται και θα μπορεί ένα μικρό παιδί τον αριθμό τους να τον γράψει. Έρχεται μέρα που το υπόλοιπο του Ισραήλ, όσοι από το γένος του Ιακώβ γλιτώσουν, θα πάψουν πια να στηρίζονται στην Ασσυρία που τους χτυπούσε και θα στηριχθούν μ’ εμπιστοσύνη στον Κύριο, τον Άγιο Θεό του Ισραήλ. Ένα υπόλοιπο θα επιστρέψει, το υπόλοιπο του Ιακώβ, στον ισχυρό Θεό. Γιατί ακόμα κι αν ο λαός σου, Ισραήλ, ήτανε σαν της θάλασσας την άμμο, μόνο ένα μέρος απ’ αυτόν θα επέστρεφε. Έχει αποφασιστεί η καταστροφή και θα συντελεστεί με δικαιοσύνη. Ο Κύριος, ο Κύριος του σύμπαντος, θα φέρει πάνω σ’ όλη τη χώρα την καταστροφή που αποφάσισε. Να τι λέει ο Κύριος, ο Κύριος του σύμπαντος: «Λαέ μου, που κατοικείς στη Σιών, μη φοβηθείς από την Ασσυρία, ακόμα κι όταν το ραβδί της σηκώνει πάνω σου και σε χτυπάει, όπως σου έκανε κάποτε η Αίγυπτος. Γιατί ύστερα από λίγον καιρό θα πάψει η οργή μου για σας, και ο θυμός μου θα στραφεί εναντίον εκείνων, για να τους καταστρέψει. Τότε εγώ ο Κύριος του σύμπαντος, θα κινήσω εναντίον τους το μαστίγιο, όπως τότε που χτύπησα τους Μαδιανίτες στο βράχο Ωρήβ, και θα σηκώσω το ραβδί μου πάνω από τη θάλασσα, όπως έκανα κάποτε στην Αίγυπτο. Την ημέρα εκείνη θ’ αφαιρεθεί το φορτίο της Ασσυρίας από τους ώμους σου και ο ζυγός της από τον τράχηλό σου». Κάνει ο στρατός των Ασσυρίων επίθεση στην Αϊάθ, περνάει από τη Μιγρών, αφήνει τη σκευή του στη Μιχμάς. Περνάνε τα στενά, διανυκτερεύουν στη Γεβά. Η Ραμά τρομάζει. Η Γαβαά, του Σαούλ η πόλη, τρέπεται σε φυγή. Ύψωσε τη φωνή σου, όμορφη Γαλλίμ, άκουσε Λαϊσά! Απάντησέ της, Αναθώθ! Η Μαδμηνά τρέπεται σε φυγή, οι κάτοικοι της Γεβίμ φεύγουν για να σωθούνε. Την ίδια μέρα ο εχθρός είναι ήδη στη Νωβ και με γροθιές σφιγμένες απειλεί το όρος της πόλης της Σιών, το λόφο της Ιερουσαλήμ. Αλλά να που ο Κύριος, ο Κύριος του σύμπαντος, βίαια σπάει τα κλαδιά των δέντρων! Τα πιο μεγάλα κόπηκαν, τα πιο υψωμένα είναι ριγμένα κάτω. Με σιδερένια αξίνα ρίχνει κάτω τα σύδεντρα του δάσους, οι κέδροι του Λιβάνου οι μεγαλόπρεποι κείτονται καταγής. Ένα κλωνάρι θα φυτρώσει απ’ τον κορμό του Ιεσσαί κι ένα κλαδί θα ξεπροβάλει από τις ρίζες του. Πάνω του θ’ αναπαύεται το Πνεύμα του Κυρίου το πνεύμα αυτό που θα του δίνει σοφία και σύνεση, την ικανότητα ν’ αποφασίζει τη δύναμη να εκτελεί, τη γνώση του Κυρίου, το σεβασμό στον Κύριο. Η πιο μεγάλη του ευχαρίστηση θα ’ναι να σέβεται τον Κύριο. Τίποτα δε θα κρίνει απ’ τα φαινόμενα ούτε θ’ αποφασίζει απ’ τα λεγόμενα. Αλλά θα κρίνει με δικαιοσύνη τους φτωχούς και θα υπερασπίζεται μ’ ευθύτητα τους ταπεινούς της χώρας. Χάρη στις αυστηρές του εντολές στη χώρα θα κρατά την τάξη και με την κρίση του θα θανατώνονται οι ασεβείς. Η δικαιοσύνη κι η πιστότητα θα ’ναι γι’ αυτόν σαν το ζωνάρι που τυλίγει τη μέση του. Τότε θα κάθεται ο λύκος παρέα με το αρνί και θα κοιμάται ο πάνθηρας με το κατσίκι αντάμα. Το μοσχαράκι και το λιονταρόπουλο θα βόσκουνε μαζί κι ένα μικρό παιδί θα τα οδηγάει. Η αγελάδα κι η αρκούδα την ίδια θα ’χουνε βοσκή και τα μικρά τους το ίδιο το λημέρι· το λιοντάρι θα τρέφεται καθώς το βόδι με άχυρο. Το βρέφος άφοβα θα παίζει στη φωλιά της έχιδνας, το νήπιο που μόλις αποκόπηκε από της μάνας του το γάλα θ’ απλώνει το χεράκι του στης κόμπρας τη σπηλιά. Κανένας δε θα προξενεί στον άλλον βλάβη ούτε κακό πουθενά στ’ όρος το άγιο του Θεού, γιατί η γνώση του Κυρίου τη χώρα θα σκεπάζει όπως σκεπάζουν τα νερά τη θάλασσα. Σαν έρθει εκείνη η μέρα, το βλαστάρι από τη ρίζα του Ιεσσαί εκεί θα στέκεται για τους λαούς σημαία. Τα έθνη θα ’ρχονται να του ζητάνε συμβουλή και κατοικία του θα είν’ η δόξα του Κυρίου. Όταν έρθει εκείνη η μέρα, ο Κύριος θα υψώσει για δεύτερη φορά το χέρι του, για να λυτρώσει το υπόλοιπο του λαού του που απόμεινε, από την Ασσυρία, την Αίγυπτο, την Παθρώς, την Αιθιοπία, την Ελάμ, τη Βαβυλώνα, τη Χαμάθ κι από τις χώρες τις παραλιακές. Θα δώσει το σύνθημα στους λαούς και θα συνάξει τους διεσπαρμένους του Ισραήλ και τους διασκορπισμένους θα ξαναφέρει του Ιούδα από τις τέσσερις γωνιές της γης. Τότε θα πάψει η ζήλεια του Εφραΐμ, και οι εχθροπραξίες του Ιούδα. Ο Εφραΐμ δεν θα ζηλεύει τον Ιούδα και ο Ιούδας δεν θα εχθρεύεται τον Εφραΐμ. Αλλά θα εξορμήσουν μαζί ενάντια στους Φιλισταίους δυτικά, προς τη Θάλασσα, μαζί θα λεηλατήσουν και τους λαούς προς τα ανατολικά. Θ’ απλώσουν χέρι ενάντια στην Εδώμ και στη Μωάβ κι οι Αμμωνίτες θα υποταχθούν σ’ αυτούς. Τότε θ’ αποξηράνει ο Κύριος τον κόλπο της Αιγύπτου και θα υψώσει απειλητικά το χέρι του ενάντια στον ποταμό Ευφράτη· φυσώντας δυνατά θα τον διασπάσει σε εφτά ρυάκια, έτσι που να μπορεί κανείς να τον περάσει φορώντας τα σανδάλια του. Τότε θα ανοιχτεί ένας δρόμος για το υπόλοιπο του λαού του που επέζησε στην Ασσυρία, όπως ο δρόμος που έγινε για τους Ισραηλίτες όταν έφευγαν από την Αίγυπτο. Θα πεις τη μέρα που θ’ απελευθερωθείς, λαέ μου: «Κύριε, σ’ ευχαριστώ! Οργίστηκες μ’ εμένα, μα η οργή σου κόπασε και μπορώ ν’ ανασάνω». Τότε θα ομολογήσεις: «Είν’ ο Θεός σωτήρας μου! Θα έχω εμπιστοσύνη, τίποτα δε θα φοβηθώ. Η δύναμή μου είν’ ο Κύριος και το τραγούδι μου, εκείνος μ’ έσωσε». Χαρούμενοι θ’ αντλήσετε νερό απ’ τις πηγές της σωτηρίας. Εκείνη τη μέρα θα πείτε: «Τον Κύριο ανυμνήστε! Διακηρύξτε ποιος είν’ ο Θεός σας και φανερώστε στους λαούς τα έργα του. Υπενθυμίστε πόσο είναι ένδοξος. Ψάλτε στον Κύριο, γιατί έργα έκανε θαυμαστά. Σ’ όλη τη γη ας τα μάθουν. Φωνάξτε από χαρά κι απ’ αγαλλίαση, κάτοικοι της Σιών, γιατί μεγάλος είν’ αυτός που βρίσκεται ανάμεσά σας, ο Άγιος Θεός του Ισραήλ». Όραμα του Ησαΐα, γιου του Αμώς, για τη Βαβυλώνα. Ο Κύριος λέει: «Σημαία σηκώστε πάνω στο όρος το γυμνό, φωνάξτε τους αφοσιωμένους μου, κάντε σινιάλο με το χέρι σας, να μπουν στις πύλες των αρχόντων. Εγώ πρόσταξα τους ήρωές μου, τους ζηλωτές, αυτούς που με δοξολογούν μ’ ενθουσιασμού κραυγές, τους κάλεσα να πραγματώσουν την οργή μου». Άκου! Βοή επάνω στα βουνά σαν από λαό πολύ! Άκου! Αχολοή από βασίλεια, από έθνη συναγμένα. Ο Κύριος του σύμπαντος επιθεωρεί το στράτευμα που είν’ έτοιμο για μάχη. Έρχονται από χώρα μακρινή, από τις άκρες τ’ ουρανού, ο Κύριος και της οργής του τα όργανα, για να ερημώσουν όλη αυτή τη χώρα. Θρηνήστε! Πλησιάζει η ημέρα της κρίσεως του Κυρίου· θα ’ρθεί σαν συμφορά απ’ τον Παντοδύναμο. Γι’ αυτό όλα τα χέρια θα παραλύσουν και θα δειλιάσει κάθε ανθρώπινη καρδιά. Θα τρομάξουν· φόβοι και πόνοι θα τους κυριέψουν· θα σφαδάζουν σαν τη γυναίκα που γεννάει, ο ένας τον άλλον θα κοιτούν εμβρόντητοι, και φλογισμένα θα ’ναι τα πρόσωπά τους. Έρχεται, νάτην η Ημέρα του Κυρίου! Μέρα σκληρή και οργισμένη, μέρα του φλογερού θυμού, που θα ερημώσει όλη τη χώρα και θα εξοντώσει τους αμαρτωλούς σ’ αυτήν. Τα άστρα τ’ ουρανού κι οι αστερισμοί του δεν θα δώσουν το φως τους πια. Θα σκοτιστεί ο ήλιος απ’ τη στιγμή που ανατέλλει, και η σελήνη δεν θα δώσει πια το φως της. Ο Κύριος λέει: «Θα τιμωρήσω όλη τη γη για την κακία της και για την ανομία των ασεβών· θα βάλω τέλος στην υπεροψία των αλαζόνων και θα τσακίσω των τυράννων την έπαρση. Θα κάνω τους ανθρώπους να γίνουνε πιο σπάνιοι κι απ’ το καθάριο μάλαμα, πιο σπάνιοι κι απ’ το χρυσάφι της Οφείρ». Οι ουρανοί θα τρέμουν και θα τραντάζεται συθέμελα η γη, όταν θα οργιστεί ο Κύριος του σύμπαντος, τη μέρα του θυμού του. Τότε, σαν το ζαρκάδι το κυνηγημένο και σαν κοπάδι αποίμαντο, καθένας θα επιστρέφει στο λαό του, στη χώρα του θα καταφεύγει. Όποιον θα τύχει να τον βρουν, κόσκινο θα τον κάνουν με τα βέλη· κι όποιος τύχει να συλληφθεί, θα τον σφάζουν επί τόπου. Τα βρέφη τους θα εξοντωθούν μπροστά στα μάτια τους, τα σπίτια τους θα λεηλατηθούν και οι γυναίκες τους θ’ ατιμαστούν. Ο Κύριος λέει: «Θα ξεσηκώσω εναντίον τους τους Μήδους, που δεν εξαγοράζονται με ασήμι και το χρυσάφι δεν το λογαριάζουνε. Τα τόξα τους θα εξοντώσουνε τους έφηβους. Αλύπητοι θα είναι για τα βρέφη, ούτε θ’ αφήσουν να γλιτώσουνε τ’ ανήλικα παιδιά». Κι η Βαβυλώνα, στολίδι στα βασίλεια ανάμεσα, η λαμπρή δόξα των Χαλδαίων, θα γίνει όπως τα Σόδομα κι όπως τα Γόμορρα, που τα κατέστρεψε ο Θεός. Δε θα την κατοικήσουν ποτέ πια, ούτε και θα κατασκηνώσει εκεί κανείς, σε όλους τους αιώνες. Εκεί νομάδες δεν θα στήσουν τις σκηνές τους, μηδέ βοσκοί θα σταματήσουν τα κοπάδια τους. Μόνο θηρία της ερημιάς εκεί θα ’χουν φωλιές και τα σπίτια της θα γεμίσουν κουκουβάγιες. Οι στρουθοκάμηλοι εκεί θα κατοικούνε και θα χορεύουν δαίμονες τραγόμορφοι. Στ’ ανάκτορά της θα ουρλιάζουν ύαινες και μες στους πύργους της χαράς, τσακάλια. Το τέλος της Βαβυλώνας θα ’ρθει σύντομα· οι μέρες της είναι μετρημένες. Ο Κύριος θα σπλαχνιστεί τους απογόνους του Ιακώβ, θα εκλέξει πάλι τον Ισραήλ, και πάλι εκεί στη χώρα τους θα τους εγκαταστήσει. Οι ξένοι θα ενωθούν μαζί τους και θα προσκολληθούν στους απογόνους του Ιακώβ. Τα ξένα έθνη θ’ αναλάβουνε να οδηγήσουν τον Ισραήλ στον τόπο του. Κι εκεί στη χώρα του Κυρίου το γένος του Ισραήλ θα τους εξουσιάζει και θα τους έχει δούλους του και δούλες του. Έτσι θα αιχμαλωτίσουν εκείνους που τους είχαν αιχμαλωτίσει και θα κυριαρχήσουν πάνω σ’ εκείνους που τους εξουσίαζαν. Τη μέρα, Ισραήλ, που θα σε απαλλάξει ο Κύριος από τη θλίψη σου κι από το φόβο σου, κι απ’ τη σκληρή δουλεία που είχες υπομείνει, θα τονίσεις περιπαιχτικό στο βασιλιά της Βαβυλώνας άσμα, και θα πεις: «Πώς έπεσε ο τύραννος! Πώς η τρομοκρατία πήρε τέλος! Ο Κύριος έσπασε τη ράβδο των αμαρτωλών, το σκήπτρο των τυράννων, που τους λαούς χτυπούσαν με οργή, με απανωτά χτυπήματα, που με μανία τυραννούσαν τα έθνη και άσπλαχνα τα καταδίωκαν. Επιτέλους ησυχάζει, αναπαύεται όλη η γη, από χαρά πανηγυρίζει! Για το χαμό σου ακόμα και τα κυπαρίσσια χαίρονται και του Λιβάνου οι κέδροι. “Από τότε που έπεσες εσύ”, λένε, “δεν έρχεται κανένας πια για να μας κόψει”. »Ο άδης κάτω αναστατώθηκε για σένα προσμένοντας να σε υποδεχτεί επάξια. Ξεσήκωσε για σένα τους νεκρούς, όλους της γης τους ηγεμόνες. Σήκωσε απ’ τους θρόνους τους όλους τους βασιλιάδες των εθνών. Όλοι τους παίρνουν το λόγο και σου λένε: “κι εσύ έγινες όπως εμείς αδύναμος, έγινες όμοιος μ’ εμάς”. Το μεγαλείο σου κατέβηκε στον άδη αντάμα με το θόρυβο των μουσικών οργάνων σου. Είναι η σήψη στρώμα σου και τα σκουλήκια σκέπασμά σου. »Πώς έπεσες από τον ουρανό, Εωσφόρε, τέκνο της αυγής! Πάνω στη γη συντρίφτηκες εσύ, που υπέταξες λαούς. Έλεγες μέσα σου: “στον ουρανό θ’ ανέβω, το θρόνο μου θα υψώσω πάνω από τ’ άστρα του Θεού. Θα πάρω θέση πάνω στο βουνό, στο μακρινό βορρά που οι θεοί συνάζονται. Θ’ ανέβω πάνω από τα σύννεφα και με τον Ύψιστο θα είμαι ίσος”. Μα έπεσες μέσα στον άδη, στης αβύσσου το βυθό. »Όσοι σε βλέπουν έτσι πλαγιασμένον θα καρφώνουν απάνω σου το βλέμμα τους, και δεν θα πιστεύουνε τα μάτια τους. “Αυτός είναι ο άνθρωπος που έκανε τη γη να τρέμει και γκρέμιζε βασίλεια;” θ’ αναρωτιούνται. “Αυτός που ερήμωσε την οικουμένη, τις πόλεις της τις ισοπέδωσε κι ελεύθερους δεν άφηνε ποτέ τους αιχμαλώτους;” Όλοι οι βασιλιάδες των εθνών χωρίς εξαίρεση τιμητικά αναπαύονται στον τάφο του καθένας. Εσένα όμως σε πέταξαν μακριά απ’ τον τάφο σου, σαν άχρηστο κλαρί, σαν ποδοπατημένο πτώμα, που πέφτουν πάνω του άλλοι σκοτωμένοι στον πόλεμο πολεμιστές. Μ’ εκείνους που αναπαύονται μέσα σε πλούσιους τάφους, με τους όμοιούς σου βασιλιάδες, εσύ δε θα ενωθείς ποτέ! Γιατί εσύ κατέστρεψες την ίδια σου τη χώρα και το λαό σου τον αιματοκύλησες. Κανείς ποτέ πια να μη μνημονεύει τη φύτρα σου την εγκληματική. Οι γιοι αυτού του βασιλιά πρέπει να σφαγιαστούν για του πατέρα τους την αμαρτία, ώστε ποτέ να μην ξεσηκωθούνε να κατακτήσουνε τη γη και να γεμίσουνε τον κόσμο πολιτείες. Ετοιμαστείτε, όλους να τους σφάξετε!» «Θα σηκωθώ εναντίον τους», λέει ο Κύριος του σύμπαντος, «και θα εξαλείψω ως και τ’ όνομα της Βαβυλώνας και κάθε ίχνος απ’ αυτήν, απ’ τα παιδιά κι από τους απογόνους τους. Θα την κάνω βάλτο και φωλιά για τους σκαντζόχοιρους. Θα τη σαρώσω με της καταστροφής το σάρωθρο». Ο Κύριος του σύμπαντος ορκίστηκε: «Όπως το είπα έτσι και θα γίνει, όπως το αποφάσισα έτσι και θα πραγματοποιηθεί. Θα εξουδετερώσω τις ασσυριακές δυνάμεις στη χώρα μου, πάνω στα όρη μου θα τις ποδοπατήσω, ώστε να φύγει ο ζυγός των Ασσυρίων απ’ το λαό μου, και το φορτίο του ν’ αφαιρεθεί από τους ώμους τους». Αυτή είναι η απόφαση που έχει παρθεί ενάντια σ’ όλη τη γη. Το χέρι του το ’χει τεντώσει και απειλεί όλα τα έθνη. Ο Κύριος του σύμπαντος πήρε αυτή την απόφαση· να τη ματαιώσει ποιος μπορεί; Το χέρι του το ’χει τεντώσει κι απειλεί· ποιος θα μπορέσει να τον αποτρέψει; Το έτος που πέθανε ο βασιλιάς Άχαζ, ο προφήτης εξήγγειλε το ακόλουθο μήνυμα: «Έσπασε το ραβδί που σε χτυπούσε, λαέ της Φιλισταίας, αλλά μη χαίρεσαι γι’ αυτό. Γιατί απ’ το πτώμα του φιδιού θα βγει μια έχιδνα, κι από τ’ αυγό της θα βγει φλογερός δράκοντας φτερωτός. Θα βόσκουν σαν τα προβατάκια οι αδύνατοι και θ’ αναπαύονται με ασφάλεια οι φτωχοί. Αλλά τη φύτρα σου ο Κύριος με πείνα θα τη θανατώσει κι όσοι απ’ αυτήν γλιτώσουν, θα σκοτωθούν. Αρχίστε μοιρολόγια, βγάλτε κραυγές, πόλεις εσείς οχυρωμένες, τρέμε όλη η Φιλισταία! Γιατί έρχεται απ’ το βορρά ένα σύννεφο καπνού, στρατός πυκνά παραταγμένος, όπου κανείς δε λείπει από τη θέση του. Και ποιαν απόκριση θα λάβουνε, λοιπόν, οι απεσταλμένοι αυτού του έθνους; Ότι ο Κύριος θεμέλιωσε τη Σιών, κι ότι σ’ αυτήν βρίσκουν ασφάλεια οι φτωχοί του λαού του». Εξαγγελία για τη Μωάβ. Η Αρ της Μωάβ νικήθηκε, μες σε μια νύχτα καταστράφηκε! Η Κιρ της Μωάβ νικήθηκε, μες σε μια νύχτα καταστράφηκε! Οι κάτοικοι ανεβαίνουν στο ναό της Διβών, στους ιερούς τόπους για να κλάψουν. Η Μωάβ θρηνεί στη Νεβώ και στη Μεδεβά. Όλοι έχουν ξυρισμένα τα κεφάλια τους κι έχουνε τις γενειάδες τους κομμένες. Ρούχα πένθιμα φορούν μέσα στους δρόμους· στις στέγες των σπιτιών και στις πλατείες όλοι θρηνούν, όλοι αναλύονται σε δάκρυα. Κλαίνε γοερά η Εσεβών και η Ελεαλή, ως την Ιασά ακούγονται. Ακόμα κι οι πολεμιστές της Μωάβ θρηνούν. Έχουν κυριευτεί από φόβο. Θρηνεί η καρδιά μου για τη Μωάβ· φτάνουνε οι φυγάδες της ως τη Σηγώρ κι ως την Αγλάθ-Σελισία. Άλλοι ανεβαίνουν τον ανήφορο της Λουείδ με κλάματα. Άλλοι στο δρόμο προς τη Χωροναΐμ για τον ξολοθρεμό κραυγάζουν. Στερεύει το νερό της Νιμρίμ. Το χορτάρι ξεράθηκε, μαράθηκε η χλόη, πράσινο δεν υπάρχει πια. Ό,τι αγαθά τους μείνανε κι ό,τι είχαν διασώσει τα μεταφέρουν πέρα από την κοιλάδα με τις ιτιές. Κραυγές ακούγονται απ’ τα σύνορα της Μωάβ και φτάνει ο θρήνος της ως την Εγλαΐμ και τη Βηρ-Αιλίμ. Τα νερά στη Διβών γεμίσαν αίματα. Μα θα προσθέσω στη Διβών καινούρια συμφορά: Λιοντάρια θα επιτεθούν σ’ όσους κατοίκους της Μωάβ διασώθηκαν, σ’ όσους απόμειναν από τη χώρα. Απ’ τη Σελά μέσ’ απ’ την έρημο στείλτε αγγελιοφόρους μ’ ένα αρνί για της χώρας τον άρχοντα, στο όρος της Σιών. Και να του πουν: «Σαν τα πουλιά, που ’ναι διωγμένα απ’ τη φωλιά τους και που πετούν εδώ κι εκεί, έτσι είναι και της Μωάβ οι κόρες στις διαβάσεις του Αρνών. Συμβούλεψέ μας, αποφάσισε, άπλωσε τη σκιά σου μες στο καταμεσήμερο και σαν τη νύχτα σκέπασέ μας. Κάλυψε τους κυνηγημένους μας και μην προδίνεις τους φυγάδες. Άφησε τους εκπατρισμένους της Μωάβ να βρουν κατάλυμα κοντά σου· γίνε τους καταφύγιο από τον εξολοθρευτή». Τότε η καταπίεση θα πάψει, θα πάρει τέλος και η καταστροφή· εκείνος που τη χώρα δυναστεύει, θα εξαφανιστεί. Τότε θα στηθεί θρόνος στεριωμένος στην πιστότητα, και θα καθίσει πάνω του ένας από τους απογόνους του Δαβίδ, ένας που θ’ αγαπά το δίκαιο και θα ’χει πάθος για τη δικαιοσύνη. Ακούσαμε για την αλαζονεία της Μωάβ, μια αλαζονεία υπέρμετρη, για την υπεροψία της και για την έπαρσή της· οι κομπασμοί της όμως είναι μάταιοι. Γι’ αυτό οι Μωαβίτες θρηνούν για τη Μωάβ· όλοι θρηνούν· στενάζουν όταν θυμούνται τις ωραίες σταφιδόπιτες της Κιρ-Χαρεσέθ, ολότελα απελπισμένοι. Τα λιβάδια της Εσεβών και τ’ αμπέλια της Σιβμά μαραίνονται. Οι άρχοντες των εθνών κατέστρεψαν τα κλήματα που έφταναν ώς την Ιαζήρ κι έμπαιναν μες στην έρημο, που τα κλαδιά τους είχαν απλωθεί κι έφταναν ως πέρα από τη Νεκρά Θάλασσα. Γι’ αυτό θρηνώ τον αμπελώνα της Σιβμά, όπως θρηνώ την Ιαζήρ. Σας βρέχω με τα δάκρυά μου, Εσεβών και Ελεαλή· γιατί πάνω στους θερινούς καρπούς και στη σοδειά σας ξέσπασε των εχθρών σας η πολεμική κραυγή. Χάθηκε η χαρά κι η αγαλλίαση απ’ τους αγρούς τους καρποφόρους, κι ούτε τραγούδια πια μέσα στ’ αμπέλια, ούτε χαρές· οι εργάτες δεν πατάνε πια στα πατητήρια τα σταφύλια, έπαψαν οι χαρούμενες φωνές. Γι’ αυτό η καρδιά μου τρέμει για τη Μωάβ σαν της κιθάρας τις χορδές, τα σωθικά μου τρέμουν για την Κιρ-Αρές. Κοπιάζει άδικα ο Μωάβ να τρέχει στους ιερούς τόπους και στο ιερό του να πηγαίνει για να προσευχηθεί· δε θα πετύχει τίποτα. Αυτά είχε πει από παλιά ο Κύριος ενάντια στη Μωάβ. Να, όμως, τι εξαγγέλλει ο Κύριος, τώρα: «Σε τρία χρόνια ακριβώς, η δύναμη η μεγάλη της Μωάβ θα καταπέσει. Απ’ το μεγάλο πληθυσμό της μονάχα ένα υπόλοιπο θα μείνει· κι αυτό θα ’ναι πολύ μικρό κι ασήμαντο». Εξαγγελία για τη Δαμασκό. Η Δαμασκός θα πάψει να είναι πόλη· θα γίνει ένας σωρός ερείπια. Οι πόλεις της για πάντα θα εγκαταλειφθούν και στα κοπάδια θα παραδοθούν, για ν’ αναπαύονται εκεί πέρα ανενόχλητα. Ο Εφραΐμ θα χάσει τα οχυρά του κι η Δαμασκός τη βασιλική εξουσία της. Ό,τι απομείνει απ’ τη Συρία θα ξεπέσει, μαζί με τη δόξα των Ισραηλιτών. Αυτά λέει ο Κύριος του σύμπαντος. Την ημέρα εκείνη, η δόξα του Ιακώβ θα ελαττωθεί και η παχιά του σάρκα θ’ αδυνατίσει. Θα είναι σαν να περνάει ο θεριστής και το δρεπάνι του να κόβει τα στάχυα· σαν να μαζέψανε τα στάχυα στην κοιλάδα Ρεφαΐμ. Δε θα μείνουν από τον Ισραήλ παρά μόνο τα υπολείμματα, όπως συμβαίνει όταν τινάζουν την ελιά, και μένουνε δυο τρεις καρποί απάνω στην κορφή ή τέσσερις πέντε στα κλαριά του δέντρου. Αυτά λέει ο Κύριος, ο Θεός του Ισραήλ. Την ημέρα εκείνη ο άνθρωπος θα στρέψει το βλέμμα του προς τον Πλάστη του, θα υψώσει τα μάτια του προς τον Άγιο Θεό του Ισραήλ. Δε θα στρέφει πια τα μάτια του προς τα θυσιαστήρια, τα έργα που κατασκεύασε ο ίδιος με τα χέρια του· δε θ’ ατενίζει πια στις ξύλινες λατρευτικές στήλες και στα θυσιαστήρια του θυμιάματος. Την ημέρα εκείνη οι οχυρές πόλεις σου, Ισραήλ, θα εγκαταλειφθούν όπως οι πόλεις των Ευαίων και των Αμορραίων, που οι κάτοικοί τους τις είχαν αφήσει έρημες και φύγανε για να γλιτώσουν από σας. Όλα θα ερημωθούν. Λησμόνησες το Θεό, το σωτήρα σου, κι έπαψες πια να σκέφτεσαι το βράχο που σε προστατεύει. Γι’ αυτό φυτεύεις κήπους όμορφους, για να λατρεύεις ξένους θεούς μέσα σ’ αυτούς. Την ίδια μέρα που τους φυτεύεις, εκείνοι μεγαλώνουν, κι απ’ το πρωί ανθούν. Μα δε θα υπάρξει θερισμός όταν θα ’ρθεί του μαρασμού η μέρα και ο καιρός του πόνου του αγιάτρευτου. Αλίμονο! Βουή πλήθους λαών! Βουΐζουνε σαν τη βουή της θάλασσας· θόρυβος των εθνών, βρυχιούνται σαν μανιασμένα κύματα. Τα έθνη μουγκρίζουν σαν το μούγκρισμα των ωκεανών. Αλλά ο Θεός θα τα απειλήσει και θ’ απομακρυνθούν καταδιωγμένα σαν των βουνών το άχυρο από το φύσημα του αγέρα, καθώς του γαϊδουράγκαθου οι σπόροι απ’ τον ανεμοστρόβιλο. Το βράδυ τρόμος! Πριν ακόμα χαράξει τα έθνη δεν υπάρχουν πια! Αυτή είναι η τύχη εκείνων που μας λεηλατούν· αυτή είναι η μοίρα αυτών που μας ληστεύουν. Αλίμονο στη χώρα με τα γοργά πλεούμενα, την Αιθιοπία, εκεί στου Νείλου τις πηγές! Στέλνει τους πρεσβευτές της με το ποτάμι μες σε καΐκια καμωμένα από πάπυρο, που γλιστρούν πάνω στα νερά. Γυρίστε πίσω, γρήγοροι αγγελιοφόροι, στον υψηλόκορμο και μελαψό λαό σας, που είν’ από πάντα τρομερός, ισχυρός και κυριαρχικός και που τη χώρα του ποτάμια τη διασχίζουν. Κοιτάξτε όλοι οι κάτοικοι του κόσμου, όλοι οι λαοί της γης, όταν σημαία θα υψωθεί απάνω στα βουνά· προσέξτε, όταν θ’ ακουστεί η σάλπιγγα! Ακούστε, τι μου είπε ο Κύριος: «Κοιτάζω από το θρόνο μου και περιμένω ήσυχος κι ακίνητος, όπως η ζέστη η απαλή που βγαίνει από το φως, όπως το νέφος της δροσιάς το καλοκαίρι. Πριν έρθει η ώρα να θεριστεί το στάρι, όταν τ’ αμπέλια σταματήσουνε ν’ ανθούν κι αρχίζουν τ’ άνθη τους να γίνονται τσαμπιά που θα ωριμάσουν, κόβουνε με το κλαδευτήρι τα κλαδιά και τα βλαστάρια τα πετάνε. Έτσι και της Αιθιοπίας οι κάτοικοι θα πεταχτούνε στων βουνών τ’ αρπαχτικά πουλιά και στης γης τ’ άγρια ζώα· χειμώνα καλοκαίρι απ’ τα δικά τους πτώματα θα τρέφονται». Θα ’ρθεί όμως καιρός δώρα να προσφερθούν στον Κύριο του σύμπαντος από αυτόν τον υψηλόκορμο και μελαψό λαό, που είν’ από πάντα τρομερός, ισχυρός και κυριαρχικός και που τη χώρα του ποτάμια τη διασχίζουν, στον τόπο όπου λατρεύεται ο Κύριος του σύμπαντος στ’ όρος Σιών. Εξαγγελία για την Αίγυπτο. Ιππεύει ο Κύριος πάνω σε νέφος γρήγορο και καταφθάνει στην Αίγυπτο. Τα είδωλά της τρέμουνε μπροστά του και η καρδιά της λιώνει μέσα της. Ο Κύριος λέει: «Θα ξεσηκώσω τους Αιγυπτίους τον ένα ενάντια στον άλλον, ώστε να πολεμήσουν αδερφός εναντίον αδερφού και φίλος εναντίον φίλου, πόλη ενάντια σε πόλη κι ένα κομμάτι του βασιλείου ενάντια στο άλλο. Οι Αιγύπτιοι θα χάσουνε τα λογικά τους και θ’ ανατρέψω όλα τους τα σχέδια. Τότε από τα είδωλα θα ζητήσουν συμβουλή κι από τους μάγους, απ’ αυτούς που καλούν τα πνεύματα των νεκρών κι από τους μάντεις. Θα παραδώσω τους Αιγυπτίους στα χέρια τυράννων σκληρών· και ένας ανελέητος βασιλιάς θα τους εξουσιάζει». Αυτά λέει ο Θεός, ο Κύριος του σύμπαντος. Η στάθμη των λιμνών χαμηλώνει, ο ποταμός στερεύει και ξεραίνεται. Το νερό στα κανάλια αναδίδει οσμή σαπίλας, οι παραπόταμοι του Νείλου αδειάζουν και στεγνώνουνε. Μαραίνονται τα σπάρτα, τα καλάμια, και τα υδρόβια φυτά στις εκβολές του Νείλου. Όλη η καλλιεργημένη γη ολόγυρα ξεραίνεται, γίνεται σκόνη· ο άνεμος την παίρνει κι αφανίζεται. Στενάζουν οι ψαράδες και θρηνούν όσοι ρίχνουν αγκίστρι στο ποτάμι. Όσοι απλώνουν δίχτυα στα νερά απελπίζονται. Όσοι δουλεύουν το λινάρι, όσοι ξαίνουν και υφαίνουν νήματα, χλωμιάζουν απ’ τη λύπη. Οι εργοδηγοί συγκλονίζονται, πέφτουν σε απόγνωση όλοι οι εργάτες. Οι άρχοντες της Σοάν είναι ανόητοι· οι σοφοί σύμβουλοι του Φαραώ είναι συμβούλιο ανοήτων. Πάει και του λέει καθένας τους: «Εγώ είμαι απόγονος σοφών, εγώ είμαι απόγονος αρχαίων βασιλέων». Λοιπόν, πού είναι οι σοφοί σου Φαραώ; Ας σου αναγγείλουν κι ας σου αποκαλύψουν τι έχει αποφασίσει για την Αίγυπτο ο Κύριος του σύμπαντος. Οι άρχοντες της Σοάν απομωράθηκαν, οι άρχοντες της Μέμφιδας ζουν με αυταπάτες· την παραπλάνησαν την Αίγυπτο αυτοί οι ίδιοι οι άρχοντες των φυλών της. Ο Κύριος τους πότισε με πνεύμα ζάλης κι έκαναν να παραπατάει η Αίγυπτος σε ό,τι καταπιάνεται, όπως παραπατάει ο μεθυσμένος πάνω στο ξέρασμά του. Όλοι πια θα ’ναι ανίκανοι στην Αίγυπτο για οποιοδήποτε έργο, είτε ανήκουν στα ψηλά είτε στα χαμηλά της κοινωνίας στρώματα. Θα ’ρθεί καιρός που οι Αιγύπτιοι δειλοί θα γίνουν σαν γυναίκες· θα φοβούνται και θα τρέμουν, όταν ο Κύριος του σύμπαντος κινήσει απειλητικά το χέρι του εναντίον τους. Του Ιούδα η χώρα θα γενεί των Αιγυπτίων το φόβητρο, και θα τους πιάνει τρόμος όταν τους τη θυμίζουν, μπροστά στα όσα αποφάσισε γι’ αυτούς ο Κύριος του σύμπαντος. Την ημέρα κείνη πέντε πόλεις στην Αίγυπτο θα μιλάνε την εβραϊκή γλώσσα και θα ορκίζονται στον Κύριο του σύμπαντος. Η μια απ’ αυτές θα ονομάζεται Ιρ-Χέρες (Πόλη του Ήλιου ). Την ημέρα εκείνη θα υπάρχει μες στην Αίγυπτο ένα θυσιαστήριο για τον Κύριο και μια στήλη ιερή αφιερωμένη σ’ εκείνον κοντά στα σύνορά της. Θα είναι το σημείο που θα μαρτυρεί την παρουσία του Κυρίου του σύμπαντος στη χώρα εκείνη. Όταν οι Αιγύπτιοι θα καταπιέζονται και θα ζητήσουν απ’ τον Κύριο να τους βοηθήσει, αυτός θα τους στείλει έναν σωτήρα, που θα τους υπερασπιστεί και θα τους σώσει. Έτσι, ο Κύριος εκείνη την ημέρα θ’ αποκαλυφθεί στους Αιγυπτίους· κι αυτοί θα τον γνωρίσουν ποιος είναι. Τότε θα τον τιμήσουν προσφέροντας μόνο σ’ αυτόν θυσίες και προσφορές· θα κάνουν τάματα σ’ αυτόν και θα τα εκπληρώσουν. Ο Κύριος θα επιφέρει πλήγματα σοβαρά στους Αιγυπτίους, με σκοπό να τους ανορθώσει· και τότε αυτοί θα επιστρέψουν σ’ αυτόν, κι αυτός θα τους εισακούσει και θα τους θεραπεύσει. Την ημέρα εκείνη ένας δρόμος θα υπάρχει από την Αίγυπτο προς την Ασσυρία. Οι Ασσύριοι θα πηγαίνουν στην Αίγυπτο και οι Αιγύπτιοι στην Ασσυρία· και οι Αιγύπτιοι μαζί με τους Ασσύριους θα λατρεύουν τον Κύριο. Την ημέρα εκείνη ο Ισραήλ θα πάρει θέση πλάι στην Αίγυπτο και στην Ασσυρία, και θα ’ναι οι τρεις τους ζωντανό παράδειγμα ευλογίας πάνω στη γη. Γιατί ο Κύριος του σύμπαντος θα τους δώσει την ευλογία του μ’ αυτά τα λόγια: «Ευλογημένη η Αίγυπτος, ο λαός μου, κι η Ασσυρία, το δημιούργημά μου· ευλογημένος κι ο Ισραήλ, ο εκλεκτός μου». Ο Σαργών, βασιλιάς της Ασσυρίας, έστειλε τον αρχιστράτηγό του στην Ασδώδ· αυτός πολέμησε εναντίον της και την κυρίεψε. Τρία χρόνια νωρίτερα ο Κύριος είχε πει στον Ησαΐα, γιο του Αμώς: «Πήγαινε, βγάλε τα πένθιμα ρούχα από πάνω σου και τα σανδάλια από τα πόδια σου». Αυτός έκανε όπως του είπε ο Κύριος και περπατούσε ξιπόλητος και γυμνός. Όταν λοιπόν κατακτήθηκε η Ασδώδ, ο Κύριος είπε: «Όπως ο δούλος μου, ο Ησαΐας, εδώ και τρία χρόνια περπατάει ξιπόλητος και γυμνός, σημείο και προμήνυμα ενάντια στην Αίγυπτο και στην Αιθιοπία, έτσι ο βασιλιάς της Ασσυρίας θα απαγάγει αιχμαλώτους τους Αιγυπτίους και εξόριστους τους Αιθίοπες, νέους και γέρους, μισόγυμνους και ξυπόλητους, ακόμη και με γυμνά τα οπίσθιά τους, και θα ντροπιάσει την Αίγυπτο. Και τότε όσοι έλπιζαν στην Αιθιοπία κι όσοι καυχόνταν για την Αίγυπτο, θα φοβηθούν και θα ντροπιαστούν». Την ημέρα εκείνη οι κάτοικοι ετούτης της παραθαλάσσιας περιοχής θα πουν: «Κοίτα πού κατάντησαν αυτοί στους οποίους ελπίζαμε και θα καταφεύγαμε για βοήθεια, για να μας σώσουν από το βασιλιά της Ασσυρίας! Τώρα πώς θα σωθούμε εμείς;» Εξαγγελία για την «έρημο κοντά στη θάλασσα». Όπως σαρώνουν οι ανεμοστρόβιλοι τη γη του νότου, έτσι θα έρθει ο εχθρός από την έρημο, από μια χώρα τρομερή. Όραμα σκληρό μού φανερώθηκε: «Ο προδότης προδίδει, ο εξολοθρευτής εξολοθρεύει. Ανέβα Ελάμ κι εσύ Μηδία, πολιόρκησε! Θα δώσω τέλος σ’ όλους τους στεναγμούς των υποδουλωμένων». Γι’ αυτό η μέση μου ολόκληρη υποφέρει, με ζώσαν πόνοι σαν τους πόνους της γυναίκας που γεννά. Ταράχτηκα απ’ αυτό που άκουσα, τρόμαξα απ’ αυτό που είδα. Κλονίζεται η καρδιά μου, ο τρόμος με κυρίεψε· σούρουπο που το πρόσμενα έγινε φρίκη εντός μου. Στη Βαβυλώνα βλέπω τραπέζι να ετοιμάζουν, να στρώνουν τα ταπέτα, να τρώνε και να πίνουν. Ξάφνου κραυγή ακούγεται: «Άρχοντες σηκωθείτε, ετοιμάστε τις ασπίδες σας!» Ο Κύριος μου είπε να πάω να βάλω ένα σκοπό για ν’ αναγγέλλει ό,τι βλέπει. Κι αν δει άντρες να έρχονται πάνω σε άμαξες πολεμικές με δύο άλογα ή καβάλα πάνω σε γαϊδούρια και καμήλες, να δώσει μεγάλη προσοχή. Φώναξε τότε ο σκοπός: «Αφεντικό, στέκομαι στη σκοπιά μου όλη μέρα, παρατηρώ όλη τη νύχτα! Πρόσεξε· έρχονται κατά ’δω στρατεύματα πάνω σε άμαξες πολεμικές με δύο άλογα». Πήρε πάλι το λόγο ο σκοπός και είπε: «Έπεσε, έπεσε η Βαβυλώνα και καταγής συντρίφτηκαν όλα τα είδωλα των θεών της». Τυραννισμένε μου λαέ που σε αλωνίσανε! Αυτό που άκουσα από τον Κύριο του σύμπαντος, απ’ το Θεό του Ισραήλ, αυτό σου αναγγέλλω. Εξαγγελία για τη Δουμά. Ακούω να φωνάζουν από τη Σηείρ: «Φρουρέ, πόσο η νύχτα θα κρατήσει; Πότε θα τελειώσει;» «Έρχεται το ξημέρωμα», αποκρίνεται ο φρουρός, «αλλά είναι νύχτα ακόμα. Αν θέλετε να ξαναρωτήσετε, ελάτε πάλι». Εξαγγελία για την Αραβία. Μέσα στους θάμνους, στην έρημο της Αραβίας, θα διανυκτερεύετε εσείς, των Δαιδανιτών καραβάνια. Βγείτε να συναντήσετε τους διψασμένους! Φέρτε τους νερό, φέρτε ψωμί για τους φυγάδες, εσείς που κατοικείτε στη Θαιμάν! Φεύγουν για να γλιτώσουν απ’ το ξίφος, απ’ το ξεγυμνωμένο το σπαθί, από το τεντωμένο τόξο, από της μάχης την ορμή. Και να τι μου είπ’ ο Κύριος: «Ύστερα από ένα χρόνο ακριβώς, όλη η δόξα του Κηδάρ θα έχει πάρει τέλος. Και το υπόλοιπο απ’ τους γενναίους τοξότες, απογόνους του Κηδάρ θα είναι ελάχιστο. Εγώ ο Κύριος, ο Θεός του Ισραήλ το λέω». Εξαγγελία για την κοιλάδα του Οράματος. Τι σας συνέβη τώρα, κάτοικοι της Ιερουσαλήμ, και ανεβήκατε όλοι σας πάνω στις οροφές; Γιατί αυτή η έξαψη, οι πανηγυρισμοί και οι χαρούμενες φωνές στην πόλη; Αφού οι νεκροί δεν θανατώθηκαν με ξίφος και δεν σκοτώθηκαν στη μάχη. Οι άρχοντές σας τράπηκαν σε φυγή όλοι μαζί, έφυγαν μακριά για να γλιτώσουν. Αιχμαλωτίστηκαν όμως όλοι τους· τους έπιασαν πριν να προλάβουν να τραβήξουν τόξο. Για τούτο λέω: «Πάρτε από πάνω μου το βλέμμα σας! Θέλω πικρά να κλάψω! Μην προσπαθείτε να με παρηγορήσετε για του λαού μου την καταστροφή. Γιατί σήμερα ο Κύριος, ο Θεός του σύμπαντος, έστειλε εναντίον μας το συντριμμό, ταραχή κι αναστάτωση. Στην κοιλάδα του Οράματος γκρεμίστηκε το τείχος· φωνές βοήθεια που ζητούν αντηχούν στα βουνά. Οι Ελαμίτες πάνω σε άμαξες ζεμένες σε άλογα, έχουν το χέρι στη φαρέτρα, ενώ οι πολεμιστές της Κιρ ετοίμασαν τις ασπίδες τους. Ιερουσαλήμ, οι ομορφότερες κοιλάδες σου γέμισαν άμαξες· μπροστά στις πύλες σου παρατάχθηκαν ιππείς, και τα οχυρά του Ιούδα έπεσαν». Την ημέρα εκείνη είχατε στρέψει τα μάτια σας στο οπλοστάσιο του οικήματος του δάσους. Είχατε δει ότι πολλά είναι τα ρήγματα στην Πόλη Δαβίδ και κάνατε τότε προμήθειες νερού στο κάτω υδραγωγείο. Μετρήσατε τα σπίτια της Ιερουσαλήμ και γκρεμίσατε μερικά απ’ αυτά για να οχυρώσετε τα τείχη. Στα δύο τείχη ανάμεσα χτίσατε μια δεξαμενή για τα νερά της παλιάς. Αλλά δε στρέψατε το βλέμμα σας σ’ αυτόν που τα προξένησε όλα τούτα και δεν τον λογαριάσατε –αυτόν που πριν από πολύν καιρό τα είχε σχεδιάσει. Την ημέρα εκείνη ο Κύριος, ο Θεός του σύμπαντος, σας καλούσε να κλάψετε και να θρηνήσετε, να ξυρίσετε τα μαλλιά σας και πένθιμα ρούχα να φορέσετε. Μα εσείς τίποτε! Χαρά και διασκέδαση· βόδια σκοτώνατε, σφάζατε πρόβατα, τρώγατε κρέατα, πίνατε κρασί και λέγατε: «Ας φάμε κι ας πιούμε, γιατί αύριο θα πεθάνουμε». Αλλά ο Κύριος του σύμπαντος τότε μου είχε πει: «Η αμαρτία αυτή δεν πρόκειται να σας συγχωρηθεί, ώσπου να πεθάνετε». Ο Κύριος, ο Θεός του σύμπαντος μου είπε: «Πήγαινε σ’ εκείνον το θησαυροφύλακα, το Σεβνά, προϊστάμενο των ανακτόρων, και πες του: “τι δικαιώματα έχεις εδώ εσύ ή η οικογένειά σου, ώστε να κατασκευάζεις τον τάφο σου ψηλά και να λαξεύεις σε βράχο την τελευταία σου κατοικία; Ο Κύριος θα σε συντρίψει με πλήγμα δυνατό. Όσο σπουδαίος κι αν είσαι, θα σ’ αρπάξει, θα σε στριφογυρίσει και θα σε εκσφενδονίσει σαν λιθάρι σε τόπο ανοιχτό. Εκεί πέρα θα πεθάνεις· εκεί θα καταλήξουν και τα λαμπρά αμάξια σου· είσαι η ντροπή στο σπιτικό του αφεντικού σου. Έτσι θα σε διώξω από τη θέση σου, θα σε γκρεμίσω από το αξίωμά σου”. »Τότε θα καλέσω το δούλο μου Ελιακίμ, γιο του Χελκία», λέει ο Κύριος, «θα του φορέσω τη στολή σου, θα τον περιζώσω με τη ζώνη σου και θα του δώσω την εξουσία σου. Θα γίνει αυτός πατέρας για τους κατοίκους της Ιερουσαλήμ, για το βασίλειο του Ιούδα. Θα βάλω πάνω στον ώμο του το κλειδί του ανακτόρου του Δαβίδ· κι όταν αυτός θ’ ανοίγει, κανείς δε θα μπορεί να κλείσει· κι όταν αυτός θα κλείνει, κανείς δε θα μπορεί ν’ ανοίξει. Θα τον στηρίξω σαν τον πάσσαλο πάνω σ’ έδαφος στερεό, κι αυτός θα γίνει αιτία δόξας στην οικογένεια του πατέρα του. »Πάνω σ’ αυτόν, όμως, θα στηριχτούν όλοι οι συγγενείς του, παιδιά κι απόγονοι, όπως κρεμιούνται τα σκεύη τα μικρά, τα κύπελλα και κάθε λογής φιάλες. Κι ο πάσσαλος που ήταν στηριγμένος σε έδαφος στερεό θα κλονιστεί· θα σπάσει και θα πέσει. Κι όλο το φορτίο που κρεμόταν πάνω του, θα κομματιαστεί». Ο Κύριος του σύμπαντος το είπε. Εξαγγελία για την Τύρο. Θρηνήστε εσείς, τεράστια πλοία, το λιμάνι σας καταστράφηκε! Το μάθανε καθώς γυρίζαν από τη χώρα των Κιτιαίων (Κύπρος). Από τη φρίκη βουβαθείτε, των παραλίων κάτοικοι, εσείς έμποροι της Σιδώνας, που οι αντιπρόσωποί σας σχίζουν τη θάλασσα, και μεταφέρουν του Σιχώρ τα σιτηρά. Του Νείλου η συγκομιδή ήτανε της Σιδώνας το εισόδημα, κι έτσι η πόλη έγινε εμπορικό κέντρο των εθνών. Σιδώνα, τι ντροπή για σένα, οχυρό της θάλασσας! Η θάλασσα λέει: «Είναι σαν να μην κοιλοπόνεσα ποτέ, ούτε να γέννησα, είναι σα να μη μεγάλωσα παιδιά ». Ακόμα κι οι Αιγύπτιοι όταν μάθουν τα νέα για την Τύρο, θα λυπηθούν. Φύγετε ως τη Θαρσείς· θρηνήστε, εσείς οι κάτοικοι των παραλίων! Αυτή είναι η πολιτεία σας η χαρούμενη, με την αρχαία προέλευση; η πολιτεία που ίδρυσε αποικίες σε μέρη μακρινά; Ποιος αποφάσισε της Τύρου την καταστροφή, εκείνης που μοίραζε στέμματα, που οι μικρέμποροί της ήταν ηγεμόνες, κι ήταν οι έμποροί της οι ένδοξοι της γης; Ο Κύριος του σύμπαντος το αποφάσισε, για να ντροπιάσει κάθε περηφάνια, για να εξευτελίσει το μεγαλείο όλων των ξακουστών της γης. Καλλιέργησε τώρα τη γη σου, λαέ της Θαρσείς, όπως κάνουν στο Νείλο, γιατί πλοία δε φτιάχνουν πια στης Τύρου το λιμάνι. Ο Κύριος άπλωσε το χέρι του πάνω στη θάλασσα, συγκλόνισε βασίλεια. Πρόσταξε την καταστροφή των οχυρών της Χαναάν. «Δε θα χαρείτε άλλο, κάτοικοι εσείς της Σιδώνας», είπε. «Είστε σαν την παρθένα που την έχουν βιάσει! Σηκωθείτε και πηγαίνετε στο νησί της Κύπρου· μα ούτε κι εκεί θα βρείτε ησυχία! Κοιτάξτε τη Βαβυλώνα. Ο λαός αυτός δεν υπάρχει πια· οι Ασσύριοι ύψωσαν πύργους πολιορκητικούς, κατέστρεψαν τα ανάκτορά τους και τ’ άφησαν ερείπια· κι εγκαταλείψανε τη γη στα θεριά της ερήμου. Θρηνήστε εσείς, τεράστια πλοία, το λιμάνι σας καταστράφηκε! Θα έρθει μέρα που η Τύρος θα λησμονηθεί για εβδομήντα χρόνια, όσο κρατάει η ζωή ενός βασιλιά. Ύστερα απ’ τα εβδομήντα χρόνια, θα γίνει και στην Τύρο αυτό που λέει το τραγούδι για την πόρνη: «Πάρ’ την κιθάρα, γύρνα μες στην πόλη, λησμονημένη πόρνη! Παίξε ωραία, ξαναπές πάλι και πάλι τα τραγούδια σου, για να σε θυμηθούν!» Κι όταν περάσουν τα εβδομήντα χρόνια, ο ίδιος ο Κύριος θα ενδιαφερθεί για την Τύρο και θα ξαναγυρίσει αυτή στο παλιό της επάγγελμα: θα πορνεύεται με όλα τα βασίλεια του κόσμου πάνω στη γη. Αλλά το κέρδος της κι ο πορνικός μισθός της θα γίνει αφιέρωμα στον Κύριο· δε θα συγκεντρωθεί ούτε θ’ αποταμιευτεί. Τα κέρδη της θα πάνε σ’ εκείνους που υπηρετούν τον Κύριο, για να έχουν άφθονη τροφή κι όμορφα ρούχα. Ο Κύριος θα ερημώσει τη γη και θα την καταστρέψει. Την όψη της θα την παραμορφώσει και θα διασκορπίσει τους κατοίκους της. Όλοι την ίδια θα έχουν τύχη: ο ιερέας και ο λαϊκός, ο κύριος και ο δούλος του, η οικοδέσποινα κι αυτή που την υπηρετεί, ο πωλητής κι ο αγοραστής, ο δανειστής κι εκείνος που δανείζεται, ο πιστωτής κι ο οφειλέτης. Η γη θα ερημωθεί κι ολοκληρωτικά θα λεηλατηθεί, γιατί ο Κύριος τον είπε αυτόν το λόγο. Η γη πενθεί, μαραίνεται· ο κόσμος όλος φθείρεται, διαλύεται· ο ουρανός και η γη καταρρέουν. Η γη απ’ τους κατοίκους της μολύνθηκε, γιατί τους νόμους παραβήκαν, τις εντολές τις καταπάτησαν, αθέτησαν και την αιώνια διαθήκη. Γι’ αυτό η κατάρα κατατρώει τη γη κι οι κάτοικοί της τιμωρούνται. Κάηκαν οι κάτοικοι της γης, δεν έμειναν παρά μονάχα λίγοι. Μαραίνεται το αμπέλι, στερεύει το κρασί, όλοι όσοι ήταν χαρούμενοι στενάζουν. Ο εύθυμος ήχος των τυμπάνων σταμάτησε, ο θόρυβος εκείνων που ξεφάντωναν τελείωσε, κι οι τόνοι της κιθάρας οι χαρούμενοι σωπάσαν. Δεν τραγουδούν πια πίνοντας κρασί· πικρή είν’ η γεύση των ποτών για κείνους που τα πίνουν. Η εγκαταλειμμένη πόλη καταστράφηκε· όλα τα σπίτια κλείστηκαν, κανένας πια δεν μπαίνει εκεί. Θρηνούν στους δρόμους· δεν υπάρχει πια κρασί, κάθε ευθυμία χάθηκε. Έφυγε η χαρά απ’ τη χώρα. Μόνο η ερήμωση έμεινε στην πόλη· η πύλη της συντρίφθηκε, έγινε ερείπια. Πάνω στη γη κι ανάμεσα στους λαούς θα συμβεί αυτό που συμβαίνει όταν τινάζουνε τα λιόδεντρα, ή όταν ψάχνουν για τσαμπιά στου τρυγητού το τέλος. Όλοι αυτοί πανηγυρίζουν, το μεγαλείο του Κυρίου υμνούν, φωνάζουν μ’ ενθουσιασμό απ’ τη μεριά της θάλασσας, από τη δύση. Τον Κύριο δοξάζουν στην ανατολή, στις παραθαλάσσιες περιοχές υμνούν τ’ όνομα του Κυρίου, του Θεού του Ισραήλ. Από τις άκρες της γης ακούμε ύμνους: «Τιμή στον δίκαιο!» Εγώ όμως είπα: «Αλίμονό μου, καταστράφηκα, χάθηκα!» Η απιστία όλο και πολλαπλασιάζεται. Τρόμοι, λάκκοι και παγίδες σάς περιμένουν, κάτοικοι της γης. Όποιος ξεπεράσει τον τρόμο, θα πέσει μες στο λάκκο, κι όποιος από το λάκκο βγει θα πέσει στην παγίδα· γιατί ανοίγουν οι καταρράκτες του ουρανού και τα θεμέλια της γης δονούνται. Σπάζει η γη και γίνεται συντρίμμια, τσακίζεται με ορμή και συγκλονίζεται. Η γη τρικλίζει σαν τον μεθυσμένο και σαν καλύβα ταλαντεύεται· η ανομία της θα τη βαρύνει τόσο, ώστε θα πέσει και πια δε θα μπορέσει να σηκωθεί. Την ημέρα εκείνη, θα τιμωρήσει ο Κύριος, στα ύψη τις δυνάμεις των ουρανών και κάτω εδώ της γης τους βασιλιάδες. Θα συναθροιστούν όλοι μαζί, σαν τους φυλακισμένους μες στο λάκκο, κλεισμένοι μέσα στο υπόγειο το ανήλιαγο, κι ύστερα από πολύν καιρό θα τιμωρηθούν. Θα κοκκινίσει η σελήνη από ντροπή κι ο ήλιος θα χλωμιάσει· γιατί ο Κύριος του σύμπαντος θα βασιλεύει στην Ιερουσαλήμ, πάνω στ’ όρος Σιών, κι η δόξα του θα λάμπει μπροστά στους πρεσβυτέρους του. Εσύ είσαι ο Θεός μου, Κύριε, εσένα υμνώ, δοξάζω τ’ όνομά σου, γιατί έκανες έργα θαυμαστά. Οι προαιώνιες βουλές σου εκπληρώθηκαν όλες πιστά. Σωρό λιθάρια έκανες την πόλη, έγιν’ ερείπια η οχυρωμένη πόλη. Των εχθρών η ακρόπολη δεν είναι πόλη πια, ποτέ δε θα ξαναχτιστεί. Γι’ αυτό ένας ισχυρός λαός θα σε δοξάσει, η πόλη θα σε φοβηθεί των βίαιων εχθρών. Έγινες καταφύγιο των ταπεινών, των δύστυχων καταφυγή μες στην απόγνωσή τους, στέγαστρο για την καταιγίδα, απόσκιο για τον καύσωνα, γιατί η μανία των τυράννων είναι σαν χειμωνιάτικη νεροποντή, σαν καύσωνας σε γη φρυγμένη. Πνίγεις, εσύ των αλαζόνων το θόρυβο. Όπως τον καύσωνα μετριάζει του σύννεφου η σκιά, έτσι τις θριαμβευτικές κραυγές σταματάς των τυράννων. Ο Κύριος του σύμπαντος θα ετοιμάσει πάνω στο όρος Σιών για όλους τους λαούς συμπόσιο με τα πιο νόστιμα εδέσματα, συμπόσιο με εκλεκτά κρασιά, λαγαρισμένα. Εκεί, απάνω στο βουνό, θα καταργήσει το πένθιμο πέπλο, που όλους σκεπάζει τους λαούς, το νεκρικό σεντόνι, που όλα σκεπάζει τα έθνη. Θα καταργήσει το θάνατο για πάντα. Και θα σφουγγίσει ο Κύριος, ο Θεός τα δάκρυα σ’ όλα τα πρόσωπα· και θα εξαλείψει του λαού του τη ντροπή, σ’ όλη τη γη. Το είπε ο Κύριος ο ίδιος. Τη μέρα εκείνη θε να πουν: «Αυτός είν’ ο Θεός μας, σ’ αυτόν ελπίσαμε και μας έσωσε. Αυτός είναι ο Κύριος, σ’ αυτόν ελπίσαμε. Τώρα ας χαρούμε κι ας πανηγυρίσουμε γιατί αυτός μας σώζει. Το χέρι του Κυρίου θα προστατεύει αυτό το όρος. Ο λαός της Μωάβ όμως θα ποδοπατηθεί στη χώρα του, όπως ποδοπατιέται το άχυρο στο λάκκο της κοπριάς. Εκεί τα χέρια του θ’ απλώνει σαν τον κολυμβητή για να επιπλεύσει, αλλά ο Κύριος θα ταπεινώσει την αλαζονεία του, παρ’ όλα των χεριών του τα τεχνάσματα. Τα ψηλά οχυρώματα των τειχών του θα τα χαλάσει· θα τα γκρεμίσει και θα τα κάνει ένα με τη γη. Την ημέρα εκείνη στη χώρα του Ιούδα θα ψάλλουν το τραγούδι αυτό: Έχουμε πόλη ισχυρή· για να την προστατεύσει έβαλε ο Κύριος τείχη και προπύργια. Ανοίξτε διάπλατα τις πύλες να μπει το δίκαιο έθνος, το έθνος που φυλάει την πίστη, που ο νους του μένει σταθερός. Ο Θεός τού εξασφαλίζει την ειρήνη, γιατί ο λαός του τον εμπιστεύεται. Στον Κύριο να ’χετε πάντα εμπιστοσύνη· γιατί ο Κύριος ο Θεός είναι αιώνιος βράχος. Ταπείνωσε όσους κατοικούσαν στα ψηλώματα, την πόλη την απρόσιτη τη γκρέμισε· τη γκρέμισε ως τη γη, την έριξε στο χώμα. Τα πόδια των φτωχών, των δύστυχων τα βήματα θα την καταπατήσουν. Κύριε, ο δρόμος του δικαίου είναι ευθύς· εσύ ευθυγραμμίζεις τη διαδρομή του δικαίου. Κύριε, περιμέναμε τις κρίσεις σου, όποιες κι αν είναι αυτές. Ο πόθος μας είναι πάντα το όνομά σου να θυμόμαστε. Τη νύχτα η ψυχή μου σε ποθεί· από τα βάθη μου σ’ αποζητάω. Όταν οι κρίσεις σου εφαρμόζονται στη γη μαθαίνει τη δικαιοσύνη η οικουμένη. Αλλά ο ασεβής, ακόμα κι όταν τον ελεείς, τη δικαιοσύνη δεν τη μαθαίνει· ακόμα και στη χώρα της ευθύτητας κάνει το κακό, δε βλέπει τη μεγαλοσύνη του Κυρίου. Το χέρι σου είναι υψωμένο Κύριε, μα οι εχθροί σου δεν το βλέπουν. Ας δουν το ζήλο σου για το λαό σου κι ας ντραπούν· ναι, η φωτιά ας κατακάψει τους εχθρούς σου. Κύριε, μας δίνεις την ειρήνη· γιατί εσύ τα έργα μας τα ολοκληρώνεις. Κύριε, Θεέ μας, άλλοι αφεντάδες μάς εξουσίασαν και όχι εσύ· αλλά εμείς μονάχα εσένα δοξάζουμε. Εκείνοι είναι νεκροί και δε θα ξαναζήσουν· οι σκιές δεν θ’ αναστηθούν, γιατί εσύ ήρθες τιμωρός και τους εξόντωσες, καθετί εξαφάνισες που τους θυμίζει. Κύριε, πλήθυνες το έθνος σου, το πλήθυνες κι έτσι δοξάστηκες· προς όλες τις κατευθύνσεις τα σύνορα άπλωσες της χώρας. Κύριε, οι άνθρωποι στη θλίψη τους σε αναζητούν, σε προσευχές ξεσπούν, όταν η τιμωρία σου τους βαραίνει. Καθώς η ετοιμόγεννη σαν έρθει η ώρα της πάνω στους πόνους της συστρέφεται κι αγκομαχάει, έτσι κι εμείς γίναμε μπρος σου, Κύριε. Κι εμείς εγκυμονήσαμε, κοιλοπονέσαμε, αλλά γεννήσαμε αέρα· στη χώρα δεν μπορέσαμε να φέρουμε τη σωτηρία, ούτε καινούριους κατοίκους για τη γη. Μα οι νεκροί σου Κύριε, θα ξαναζήσουν, τα νεκρά σώματα του λαού μου θ’ αναστηθούν. Ξυπνήστε, εσείς που κείτεστε μέσα στο χώμα και ψάλτε από χαρά! Ζωής ακτίνα εσύ είσαι, Κύριε, γι’ αυτό και η γη θα δώσει πίσω στο φως αυτούς που δεν είναι παρά σκιά. Εμπρός λαέ μου, πήγαινε στα δώματά σου, κλείσε τις πόρτες πίσω σου· κρύψου για λίγο ως να περάσει η οργή. Γιατί ο Κύριος θα βγει απ’ την ουράνια κατοικία του, τις ανομίες να τιμωρήσει αυτών που κατοικούν στη γη. Η γη θα ξεσκεπάσει το αίμα που χύθηκε σ’ αυτήν και πια δε θα σκεπάζει τους σκοτωμένους της. Την ημέρα εκείνη ο Κύριος με το βαρύ, το μεγάλο και δυνατό του ξίφος θα τιμωρήσει τον Λεβιάθαν, το φίδι που συστρέφεται και ξεφεύγει, θα σκοτώσει το δράκοντα της θάλασσας. Την ημέρα εκείνη θα τραγουδήσετε τον ύμνο στο αμπέλι το εκλεκτό: «Εγώ ο Κύριος το φυλάω· και το ποτίζω αδιάκοπα. Νύχτα και μέρα το φυλάω ώστε κανείς να μην το βλάψει. Δεν είμαι πια μ’ αυτό οργισμένος. Αν όμως έβρισκα αγκάθια και τριβόλια θα ’δινα μάχη εναντίον τους θα ’βαζα φωτιά σ’ όλα μαζί. Εκτός κι αν οι εχθροί αυτοί ζητήσουν προστασία κοντά μου κι ειρήνη μαζί μου κάνουνε· ναι, ας κάνουν μαζί μου ειρήνη». Έρχεται μέρα που οι απόγονοι του Ιακώβ θα ρίξουν καινούριες ρίζες· ο Ισραήλ θ’ ανθίσει, θα καρποφορήσει, και θα γεμίσουν οι καρποί του την οικουμένη ολόκληρη. Χτύπησε τάχα ο Κύριος το λαό του, όπως εκείνους που τον χτύπησαν; ή τάχα τον θανάτωσε όπως εκείνους που τον θανατώσαν; Όχι· μονάχα όσο αξίζαν τους τιμώρησε, με εξορία και διωγμό, τούς πήρε με το δυνατό του φύσημα, όπως όταν φυσάει άνεμος ανατολικός. Όλες τις πέτρες των θυσιαστηρίων κομμάτια θα τις κάνουν του Ιακώβ οι απόγονοι, σαν τις τριμμένες ασβεστόπετρες· ποτέ πια να μην ξαναστηθούν ξύλινες λατρευτικές στήλες ούτε θυσιαστήρια θυμιάματος. Έτσι θα εξιλεωθεί των απογόνων του Ιακώβ η ανομία κι αυτό θα είναι το λύτρο για να εξαλειφθεί η αμαρτία τους. Η οχυρωμένη πόλη ερημώθηκε, έμεινε ακατοίκητη και σαν την έρημο εγκαταλειμμένη. Εκεί βόσκουνε τα μοσχάρια· εκεί πλαγιάζουν και μασάνε τους βλαστούς. Όταν των δέντρων τα κλαριά ξεραίνονται, τα σπάνε, έρχονται οι γυναίκες να τα κάψουνε. Πράγματι ο λαός αυτός ήταν ανόητος, γι’ αυτό δεν θα τον λυπηθεί ο δημιουργός του, δε θα τον ελεήσει ο πλάστης του. Αλλά έρχεται μέρα που ο Κύριος θα σας συνάξει έναν έναν, γιοι του Ισραήλ, από την όχθη του ποταμού Ευφράτη ως το χείμαρρο της Αιγύπτου, καθώς τινάζουνε τα στάχυα και ξεχωρίζουν τον καρπό. Και τότε θα ηχήσει η μεγάλη σάλπιγγα και θα ’ρθουν όσοι ήταν στην Ασσυρία εξόριστοι κι όσοι ήταν στην Αίγυπτο διωγμένοι, και θα λατρέψουνε τον Κύριο πάνω στο άγιο όρος, στην Ιερουσαλήμ. Αλίμονό σας, μεθυσμένοι του Εφραΐμ, που το κρασί σάς καταδυναστεύει. Η πόλη σας είν’ όλο αλαζονεία καθώς δεσπόζει σαν λαμπρή κορώνα πάνω στην εύφορη κοιλάδα, καθώς στεφάνι όμορφο απάνω στο κεφάλι σας. Αλλά τα μαραμένα άνθη του θα πέσουν. Γιατί ο Κύριος θα στείλει έναν αντίπαλο ισχυρό και δυνατό. Θα ’ρθει σαν θύελλα με χαλάζι, σαν καταιγίδα καταστροφική, σαν την πλημμύρα απ’ τ’ ουρανού τους καταρράχτες και με μια κίνηση του χεριού του θ’ αναποδογυρίσει τα πάντα στη γη. Τότε θα ποδοπατηθεί το στέμμα της αλαζονείας των μεθυσμένων του Εφραΐμ. Το μαραμένο άνθος της λαμπρής κορώνας του, που δεσπόζει πάνω στην εύφορη κοιλάδα, θα γίνει σαν το πρώιμο σύκο πριν το καλοκαίρι, που όποιος το δει το παίρνει μες στο χέρι του κι αμέσως το καταβροχθίζει. Την ημέρα εκείνη ο Κύριος του σύμπαντος, αυτός θα είναι η λαμπρή κορώνα και τ’ όμορφο διάδημα για όσους από το λαό του θα ’χουν επιζήσει. Αυτός θα δώσει πνεύμα δικαιοσύνης σ’ εκείνους που συνεδριάζουν στο δικαστήριο, γενναιότητα σ’ εκείνους που υπερασπίζονται τις πύλες από τις επιθέσεις του εχθρού. Αλλά και οι προφήτες κι οι ιερείς απ’ το κρασί τρικλίζουν και παραπαίουν απ’ τα μεθυστικά ποτά. Τους παρασάλεψε ο νους απ’ το κρασί, από τα δυνατά ποτά σκοντάφτουν, πλανιούνται στα οράματά τους κι είναι σε σύγχυση όταν εκδίδουν τις αποφάσεις τους. Γεμάτα εμετούς είν’ όλα τα τραπέζια τους, τίποτε καθαρό δεν έχει μείνει. Θυμώνουν εναντίον μου και λένε: «Σε ποιον θέλει αυτός να δώσει μάθημα; Σε βυζανιάρικα που μόλις αποκόπηκαν από της μάνας τους το στήθος; Τι ασυναρτησίες είν’ αυτές που όλο μας λέει;» Ε! λοιπόν, ναι, με χείλη που ψελλίζουν και με μια γλώσσα ξένη θα μιλήσει στο λαό αυτόν ο Κύριος. Ο ίδιος σας είχε πει: «Αυτή είναι η ανάπαυση που σας δίνω· εδώ ν’ αναπαυτείτε όσοι είστε κουρασμένοι· εδώ είναι η άνεση». Εσείς όμως δε θέλατε ν’ ακούσετε. Έτσι ο λόγος του Θεού θα ’ναι για σας συνεχείς ασυναρτησίες, ώστε καθώς θα προχωρείτε, να σκοντάφτετε κι ανάποδα να πέφτετε, να τσακιστείτε, να παγιδευτείτε και να πιαστείτε αιχμάλωτοι. Όλοι εσείς οι χλευαστές, που κυβερνάτε το λαό αυτόν της Ιερουσαλήμ, ακούστε τι λέει ο Κύριος: Εσείς νομίζετε πως έχετε κάνει συνθήκη με το θάνατο και συμφωνία με τον άδη και πως η μάστιγα η καταστροφική όταν περάσει δε θα σας αγγίξει. Κάνατε την ψευτιά καταφύγιο και την απάτη κρυψώνα σας. Αλλά ο Κύριος, ο Θεός, λέει: «Εγώ, θα βάλω στη Σιών ένα λιθάρι, λιθάρι στέρεο, πολύτιμο, ακρογωνιαίο, λιθάρι θεμέλιο γερό· όποιος πιστεύει σ’ εμένα δεν θ’ απογοητευτεί. Το δίκαιο θα κάνω μέτρο και τη δικαιοσύνη στάθμη. »Αλλά το δικό σας το απατηλό καταφύγιο απ’ το χαλάζι θα καταστραφεί και τα νερά θα πλημμυρίσουν το κρησφύγετό σας. Η συνθήκη σας με το θάνατο θ’ ακυρωθεί· η συμφωνία σας με τον άδη δε θ’ αντέξει. Όταν περάσει η μάστιγα η καταστροφική, θα σας σαρώσει. Κάθε φορά που θα περνάει, θα πέφτει απάνω σας. Θα περνάει κάθε πρωί, μέρα και νύχτα· ακόμα και το άκουσμά της θα ’ναι τρομακτικό. Όπως το λέει κι η παροιμία: κοντό θα σου ’ρχεται το κρεβάτι για να ξαπλώσεις, στενό το πάπλωμα να σκεπαστείς». Γιατί ο Κύριος θα εμφανιστεί όπως στο όρος Περασίμ, θα θυμώσει όπως στην κοιλάδα της Γαβαών· και θα πραγματοποιήσει το έργο του, έργο παράδοξο· θα εκτελέσει την πράξη του, πράξη μυστηριώδη. Τώρα, λοιπόν, μη χλευάζετε, για να μη γίνουν σκληρότερα τα δεσμά σας· γιατί εγώ έχω ακούσει από τον Κύριο, το Θεό του σύμπαντος την απόφασή του να καταστρέψει όλη τη γη. Ανοίξτε τ’ αυτιά σας κι ακούστε με, προσέξτε τι έχω να σας πω: Τάχα κάθε μέρα οργώνει ο γεωργός για να σπείρει; κάθε μέρα αυλακώνει και σβαρνίζει το χωράφι του; Όχι. Μόλις εξομαλύνει την επιφάνεια του χωραφιού, σπέρνει άνηθο και κύμινο, βάζει σιτάρι και κριθάρι και βρίζα, το καθένα στη θέση του. Κι είν’ ο Θεός που τον μαθαίνει τι πρέπει να κάνει· αυτός τονε διδάσκει. Δεν αλωνίζουν το άνηθο με αλωνιστικό εργαλείο, ούτε περνούν της άμαξας τη ρόδα πάνω στο κύμινο, αλλά χτυπούν το άνηθο και το κύμινο με ραβδί. Δεν καταστρέφουν το στάρι αλωνίζοντάς το συνέχεια· ξεχωρίζουν το σπόρο απ’ το στάχυ, χωρίς ν’ αφήνουν τους τροχούς της άμαξας και τις οπλές των ζώων να λειώνουν τους σπόρους. Κι αυτό επίσης προέρχεται από τον Κύριο του σύμπαντος. Θαυμαστό το σχέδιό του, μεγάλη η σοφία του! Αλίμονο σ’ εσένα πόλη, όπου βρίσκεται το θυσιαστήριο του Θεού, πόλη όπου στρατοπέδευσε ο Δαβίδ! Άσε τα χρόνια να κυλούν και γιόρταζε τον κύκλο των εορτών σου. Εγώ θα σου φέρω θλίψη, κι άλλο δε θα ’ναι εκεί παρά θρήνος και στεναγμός. Θα γίνεις πραγματικά εστία φωτιάς του θυσιαστηρίου για μένα. Εγώ ο ίδιος θα στρατοπεδεύσω ολόγυρά σου· θα σε πολιορκήσω με χαρακώματα και θα υψώσω εναντίον σου πύργους πολιορκητικούς. Τότε θα πέσεις τόσο χαμηλά, που η φωνή σου θα μοιάζει να ’ρχεται απ’ τα βάθη της γης, πνιγμένη θα φτάνει μέσα απ’ το χώμα, θ’ ακούγεται σαν τη φωνή φαντάσματος· κι ο λόγος σου σαν ψίθυρος θα βγαίνει μέσα απ’ τη γη. Αλλά σαν σύννεφο σκόνης θα γίνουν τα πλήθη αυτών που σε περικυκλώνουν, σαν άχυρο στον άνεμο οι φοβερές ορδές αυτών που σου επιτίθενται. Κι αυτό θα γίνει ξαφνικά, μέσα σε μια στιγμή. Θα σε επισκεφθώ εγώ, ο Κύριος του σύμπαντος, με βροντή, με σεισμό και ήχο δυνατό, με κυκλώνα, με θύελλα και φλόγα καταστροφικής φωτιάς. Τότε σαν όνειρο, σαν όραμα νυχτερινό, θα διαλυθεί το πλήθος των εθνών που θα βαδίσουν ενάντια στην πόλη όπου βρίσκεται το θυσιαστήριό μου· ναι, το πλήθος όλων εκείνων που θα πολεμήσουν ενάντια σ’ αυτήν και στα οχυρά της, και θα την κυκλώσουν. Ο πεινασμένος ονειρεύεται πως τρώει, αλλά ξυπνάει με άδειο το στομάχι· ο διψασμένος ονειρεύεται πως πίνει, αλλά ξυπνάει εξαντλημένος, με το λαρύγγι του στεγνό. Έτσι θα γίνει με το πλήθος των εθνών που εκστρατεύουν ενάντια στ’ όρος Σιών. Συμπεριφερθείτε σαν ανόητοι και θα γίνετε ανόητοι· συμπεριφερθείτε σαν τυφλοί και θα γίνετε τυφλοί! Είστε μεθυσμένοι, αλλά χωρίς κρασί· τρικλίζετε, αλλά όχι από ποτό μεθυστικό. Γιατί ο Κύριος σας αποκοίμισε· έκλεισε τα μάτια σας, δηλαδή τους Βλέποντες, σκέπασε τα κεφάλια σας, δηλαδή τους Βλέποντες. Όλα τα προφητικά οράματα έγιναν για σας σαν ένα σφραγισμένο βιβλίο, που το δίνουν σ’ έναν που ξέρει ανάγνωση και του λένε: «Διάβασέ το»· κι εκείνος απαντάει: «Δεν μπορώ, γιατί είναι σφραγισμένο». Ή δίνουν το βιβλίο σ’ έναν που δεν ξέρει ανάγνωση και του λένε: «Διάβασέ το»· κι εκείνος απαντάει: «Δεν ξέρω ανάγνωση». Ο Κύριος λέει: «Ο λαός αυτός με το στόμα του με πλησιάζει, και με τα χείλη του με τιμάει, ενώ η καρδιά του βρίσκεται μακριά από μένα· με σέβονται σύμφωνα με ανθρώπινες εντολές που έχουν μάθει. Γι’ αυτό θα συνεχίσω να κάνω στο λαό αυτόν έργα θαυμαστά, ώστε η σοφία των σοφών του να χαθεί και η σύνεση των συνετών του να εξαφανιστεί». Αλίμονο σ’ εκείνους που κρύβουν τα σχέδιά τους από τον Κύριο, που κάνουν τα έργα τους στο σκοτάδι, και λένε: «Ποιος μας βλέπει; ποιος ξέρει τι κάνουμε τώρα;» Τι διαστροφή! Μπορεί να εξισωθεί ο κεραμοποιός με τον πηλό; Μπορεί ένα έργο να πει γι’ αυτόν που το έφτιαξε: «Δεν μ’ έφτιαξε αυτός»; Ή ένα πήλινο δοχείο να πει για τον αγγειοπλάστη του: «Αυτός δεν ξέρει τι κάνει»; Ακόμα λίγο κι ο Λίβανος θα μεταμορφωθεί σε καρποφόρο κήπο, κι ο καρποφόρος κήπος σε δάσος. Τότε θ’ ακούσουν οι κουφοί τα λόγια του βιβλίου, και βγαίνοντας απ’ την ομίχλη και το σκοτάδι τα μάτια των τυφλών θα δουν. Κι όλο και περισσότερο θα χαίρονται οι ταπεινοί κοντά στον Κύριο, οι φτωχοί θα ευφραίνονται για τον Άγιο Θεό του Ισραήλ. Τότε θ’ αφανιστεί ο τύραννος και θα εξολοθρευτεί ο χλευαστής· θα εξοντωθούν όλοι οι κακόβουλοι, αυτοί που με τα λόγια τους φέρνουν την καταδίκη, στην πύλη στήνουνε παγίδα στο δικαστή και με ψευτιές τη δικαίωση του αθώου εμποδίζουν. Για τούτο να τι λέει στους απογόνους του Ιακώβ ο Κύριος, αυτός που λύτρωσε τον Αβραάμ: «Από ’δω κι εμπρός ο λαός του Ιακώβ δεν πρόκειται πια να ντροπιαστεί, ούτε ποτέ να τρομοκρατηθεί· γιατί όταν δουν οι απόγονοι του Ιακώβ τα έργα που εγώ θα κάνω ανάμεσά τους, θα λατρέψουν εμένα. Θα λατρέψουν τον Άγιο Θεό του Ιακώβ, θα φοβηθούν το Θεό του Ισραήλ. Εκείνοι που το πνεύμα τους πλανήθηκε, θα μάθουν σύνεση· κι εκείνοι που αντιλέγουν θα δεχτούν τη διδαχή». «Αλίμονό σας, επαναστατημένα παιδιά», λέει ο Κύριος, «που εκτελείτε σχέδια χωρίς τη θέλησή μου και συμμαχίες κλείνετε χωρίς να ’χετε τη δική μου συγκατάθεση, προσθέτοντας έτσι τη μια αμαρτία πάνω στην άλλη! Παίρνετε το δρόμο για την Αίγυπτο χωρίς να με συμβουλευθείτε, για να γυρέψετε την προστασία του Φαραώ, και κάτω απ’ της Αιγύπτου τη σκιά τρέχετε να προφυλαχθείτε. Αλλά η προστασία του Φαραώ θα ’ναι για σας ντροπή και η καταφυγή σας στης Αιγύπτου τη σκιά θα ’ναι ο εξευτελισμός σας. Οι αρχηγοί σας είναι κιόλας στη Σοάν κι έφτασαν στη Χανές οι πρεσβευτές σας. Όλοι τους θ’ απογοητευτούν από έναν λαό που δεν μπορεί χρήσιμος να τους είναι, ούτε βοήθεια να τους φέρνει, ούτε ωφέλεια· μόνο ντροπή και εξευτελισμό». Και λέει ο Κύριος: «Μέσα απ’ της θλίψης και της αγωνίας τη χώρα, πορεύονται στο νότο, όπου η λέαινα και το λιοντάρι ζουν, η οχιά κι ο φτερωτός ο δράκοντας, τα πλούτη τους πάνω σε γαϊδουριών τη ράχη μεταφέρουν και στων καμήλων πάνω την καμπούρα τούς ακριβούς τους θησαυρούς· πάνε σ’ έναν λαό που δεν μπορεί να τους βοηθήσει. Πράγματι, είν’ ανώφελη και μάταιη η βοήθεια της Αιγύπτου· για τούτο και την ονομάζω “Ραάβ υποταγμένη”». Ο Κύριος μου είπε: «Πήγαινε τώρα και γράψε τα λόγια μου αυτά σε μια πινακίδα μπροστά τους, και σημείωσέ τα σ’ ένα βιβλίο για να χρησιμέψουν στο μέλλον για μαρτυρία αιώνια: ότι δηλαδή ο λαός αυτός είναι αποστάτης, είναι ψεύτες· δε θέλουν ν’ ακούσουν το νόμο του Κυρίου. Λένε στους Βλέποντες: “μη βλέπετε οράματα, μη μας προαναγγέλλετε το σωστό. Πείτε μας λόγια κολακευτικά· προφητέψτε μας χίμαιρες. Βγείτε από τον ίσιο δρόμο, φύγετε από τη σωστή κατεύθυνση, πάρτε από μπροστά μας τον Άγιο Θεό του Ισραήλ”». Γι’ αυτό να τι λέει ο Άγιος Θεός του Ισραήλ: «Εσείς περιφρονείτε αυτό το λόγο, εμπιστευόσαστε στη βία και στη διαστροφή· αυτά είναι τα στηρίγματά σας. Μα η ανομία σας αυτή δε θα ’ναι για σας δίχως συνέπειες. Είστε καθώς τοίχος ψηλός, που μια ρωγμή τον διατρέχει. Ξάφνου παρουσιάζεται ένα φούσκωμα και μονομιάς ο τοίχος καταρρέει. Συντρίβεται σαν πήλινο δοχείο, που τόσο θρύψαλα έχει γίνει, ώστε να μην υπάρχει στα συντρίμμια του ένα κομμάτι που να μπορεί κανείς μ’ αυτό να μεταφέρει λίγα αναμμένα κάρβουνα, είτε νερό να πάρει από μια στέρνα». Και να τι λέει ο Κύριος, ο Άγιος Θεός του Ισραήλ: «Αν επιστρέψετε σ’ εμένα και ηρεμήσετε, μονάχα τότε θα σωθείτε· μέσα στην ησυχία και στην εμπιστοσύνη θα βρείτε τη μοναδική σας δύναμη»· μα εσείς δεν το θέλετε, και λέτε: «Όχι, θα φύγουμε με τα άλογα». Γιατί άλλο δε σας μένει παρά η φυγή· και λέτε: «Θ’ ανεβούμε σε γοργοπόδαρα άλογα». Μα οι διώκτες σας θα ’ναι πιο γρήγοροι απ’ αυτά! Ένας μονάχα θα σας απειλεί κι εσείς χίλιοι θα φεύγετε· αν είναι πέντε που σας απειλούν, εσείς θα φύγετε όλοι. Ό,τι θα μείνει από σας θα ’ναι σαν το κοντάρι πάνω σε βουνοκορφή, σαν τη σημαία πάνω σ’ ένα λόφο. Και μολαυτά ο Κύριος προσμένει να σας σπλαχνιστεί· είν’ έτοιμος να σηκωθεί και να σας ελεήσει, γιατί ο Κύριος είναι Θεός δικαιοσύνης· μακάριοι όσοι τον εμπιστεύονται. Ναι, της Σιών λαέ, εσύ που ζεις στην Ιερουσαλήμ, ποτέ πια δε θα κλάψεις! Όταν θα του φωνάξεις, σίγουρα θα σε σπλαχνιστεί· αμέσως θα σου αποκριθεί μόλις ακούσει τη φωνή σου. Ψωμί στην αγωνία σας ο Κύριος θα σας δώσει και μες στη στενοχώρια σας νερό· κρυμμένος δεν θα μένει πια αυτός που σας διδάσκει, μα θα τον βλέπετε το δάσκαλό σας με τα ίδια σας τα μάτια. Όταν θα πρέπει να διαλέξετε αν θα στρίψετε δεξιά ή αριστερά, θ’ ακούν τ’ αυτιά σας μια φωνή από πίσω σας που θα σας λέει: «Αυτός είναι ο δρόμος· ακολουθήστε τον». Θα θεωρήσετε βέβηλα τα επάργυρα γλυπτά σας και τα επιχρυσωμένα σας τα είδωλα· θα τα πετάξετε μακριά σαν κάτι ακάθαρτο και θα τους πείτε: «Έξω από ’δω». Τότε θα στείλει ο Κύριος βροχή πάνω στους σπόρους που θα σπείρετε στη γη· και το σιτάρι που θα δώσει η γη θα είναι μεστό και θρεπτικό. Και τα κοπάδια σας θα βόσκουνε τη μέρα εκείνη σε βοσκές ευρύχωρες. Τα βόδια όπως και τα γαϊδούρια που οργώνουν τους αγρούς, θα τρώνε το καλύτερο άχυρο, με φτυάρι και δικέλλι λιχνισμένο. Από κάθε ψηλό βουνό και κάθε λόφο ρυάκια θα κυλάνε και τρεχούμενα νερά, της μεγάλης σφαγής τη μέρα, όταν οι πύργοι της πολιορκίας θα γκρεμιστούν. Τη μέρα που ο Κύριος θα επιδέσει του λαού του τις πληγές και θα γιατρέψει όσα τραύματα προκάλεσαν τα χτυπήματά του, τότε το φως του φεγγαριού θα είναι σαν το φως του ήλιου· και θα ’ναι του ήλιου το φως εφτά φορές λαμπρότερο, καθώς το φως εφτά μαζί ημερών. Νάτον, ο Κύριος ο ίδιος έρχεται από μακριά! Σφοδρός είν’ ο θυμός του και το φορτίο του βαρύ. Τα χείλη του γεμάτα αγανάκτηση κι η γλώσσα του σαν καταλυτική φωτιά. Είν’ η πνοή του σαν πλημμυρισμένος χείμαρρος που φτάνει ως το λαιμό του ανθρώπου. Θα κοσκινίσει τα έθνη με της καταστροφής το κόσκινο, θα βάλει χαλινάρι στα σαγόνια των λαών και θα τους οδηγήσει όπου δεν θέλουν. Θα ψάλετε, όπως τη νύχτα της ιερής γιορτής με την καρδιά χαρούμενη, όπως αυτός που περπατά στον ήχο της φλογέρας, να πάει στο όρος του Κυρίου, να πάει στο Θεό, στο βράχο του Ισραήλ. Ο Κύριος θα κάνει ν’ ακουστεί η μεγαλόπρεπη φωνή του, δυναμικά θα εκδηλώσει τον άγριο θυμό του με της καταλυτικής φωτιάς τη φλόγα, μέσα σε καταιγίδα και σε χαλαζοθύελλα. Απ’ του Κυρίου τη φωνή η Ασσυρία θα τρομάξει, απ’ τα χτυπήματα που θα της δώσει με το ραβδί. Το κάθε χτύπημα που θα της δίνει ο Κύριος με το ραβδί της τιμωρίας θα συνοδεύεται με τύμπανα και με κιθάρες· ο ίδιος ο Θεός θα πολεμήσει εναντίον τους. Από καιρό έχει η πυρά ετοιμαστεί και για το βασιλιά τον ίδιο· λάκκος βαθύς κι ευρύχωρος για τη φωτιά, γεμάτος ξύλα σε αφθονία. Η πνοή του Κυρίου, σαν χείμαρρος από θειάφι φλεγόμενο, θα την ανάψει. Αλίμονο σ’ όσους πηγαίνουνε στην Αίγυπτο για να γυρέψουνε βοήθεια! Βασίζονται στ’ άλογα, ελπίζουνε στις άμαξες τις πολυάριθμες και στους ιππείς με την πολλή τη δύναμη και δεν ελπίζουνε στον Άγιο Θεό του Ισραήλ, δε γυρεύουνε συμβουλή από τον Κύριο. Ο Θεός γνωρίζει τα πάντα· θα επιφέρει συμφορές και δεν θα πάρει πίσω τις απειλές του. Θα υψωθεί ενάντια σ’ αυτούς που κάνουν το κακό κι ενάντια στους άνομους που τους καλούνε σε βοήθεια. Οι Αιγύπτιοι είναι άνθρωποι κι όχι θεοί· και τ’ άλογά τους είναι ζώα κι όχι υπερφυσικά όντα. Όταν ο Κύριος απλώσει απειλητικά το χέρι του, τότε, ο προστάτης θα σκοντάψει και ο προστατευόμενος θα πέσει, και θα καταστραφούν όλοι μαζί. Ακούστε τι λέει ο Κύριος: «Όπως μουγκρίζει το λιοντάρι ή και το λιονταρόπουλο όταν τη λεία του συλλάβει και οι φωνές πλήθους βοσκών δεν το φοβίζουν που συγκεντρώνονται εναντίον του, ούτε τρομάζει από τον πάταγο που κάνουν, έτσι κι εγώ, ο Κύριος του σύμπαντος, θα κατεβώ να πολεμήσω πάνω στο όρος της Σιών και στα υψώματά της. Σαν τα πουλιά που απλώνουν τα φτερά πάνω από τη φωλιά τους, έτσι κι εγώ, ο Κύριος του σύμπαντος, θα προστατέψω την Ιερουσαλήμ και θα την ελευθερώσω· θα τη σπλαχνιστώ και θα τη σώσω». Γυρίστε πάλι πίσω, Ισραηλίτες, σ’ εκείνον από τον οποίο τόσο πολύ απομακρυνθήκατε. Γιατί θα ’ρθεί καιρός, που ο καθένας σας θα πετάξει τα ασημένια και τα χρυσά του είδωλα, που με τα χέρια του τα κατασκεύασε και αμάρτησε. Η Ασσυρία θα πέσει και θα καταστραφεί από ξίφος, που δε θα είναι ανθρώπινο. Θα τραπεί σε φυγή από αυτό το ξίφος και οι άνδρες της θα υποδουλωθούν. Από το φόβο τους θα εγκαταλείψουν το οχυρό της, και οι αρχηγοί της αποθαρρυμένοι θα εγκαταλείψουν τη σημαία τους». Αυτά τα λέει ο Κύριος, που η λυχνία του φέγγει στη Σιών, το θυσιαστήριό του καίει στην Ιερουσαλήμ. Τότε ένας βασιλιάς θα βασιλέψει με δικαιοσύνη και οι άρχοντές του θα κυβερνούν μ’ ευθύτητα. Καθένας τους θα είναι σκεπή προστατευτική από τον άνεμο, σαν καταφύγιο στην καταιγίδα, σαν ρυάκια σε ξερότοπο, σαν σκιά μεγάλου βράχου σε διψασμένη γη. Τότε τα μάτια των Βλεπόντων δε θα ’ναι πια κλειστά και τ’ αυτιά των προφητών θα ’ναι ορθάνοιχτα. Η καρδιά των αστόχαστων σοφία θα γνωρίσει κι όσοι μπερδεύουν σκόπιμα τα λόγια τους θα μιλούν καθαρά. Δε θα ονομάζουν πια ευγενή τον ανόητο, ούτε αξιοσέβαστο τον απατεώνα. Ο ανόητος λέει μόνο ανοησίες και σκέφτεται αδιάκοπα το πώς θα κάνει το κακό. Και με τα έργα του αλλά και με τα λόγια του τον Κύριο προσβάλλει. Αφήνει νηστικό τον πεινασμένο, στον διψασμένο δεν δίνει νερό. Τα όπλα του πανούργου είναι δολερά· επινοεί σχέδια πονηρά, για να λυγίσει τον φτωχό με λόγια ψεύτικα, ακόμα κι όταν ο αδύνατος διεκδικεί το δίκιο του. Αλλά ο έντιμος επινοεί σχέδια ευγενικά και επιμένει στα ευγενικά του έργα. Ανέμελες γυναίκες, κόρες αμέριμνες, τα λόγια μου ακούστε! Μέσα σε ένα χρόνο και λίγες μέρες θα συνταραχθείτε, εσείς οι αμέριμνες· γιατί ο τρύγος θ’ αφανιστεί, η συγκομιδή δε θα ’ρθει. Τρέμετε ανέγνοιαστες! Αμέριμνες τρομάξτε! Βγάλτε τις φορεσιές σας και πένθιμα φορέστε ρούχα. Σπαρακτικά θρηνήστε για τους όμορφους αγρούς και για τα καρποφόρα αμπέλια, για τη γη του λαού μου που γέμισε αγκάθια και τριβόλια, για τα σπίτια που ευτυχούσαν στην πόλη τη χαρούμενη. Και το παλάτι ακόμα θα εγκαταλειφθεί, κι η πόλη θα ερημωθεί η πολυθόρυβη· το τείχος και ο πύργος της θα γίνουνε σπηλιές για πάντα, τόπος χαράς για τα άγρια γαϊδούρια, βοσκή για τα κοπάδια. Όταν όμως θα έρθει πάνω μας το Πνεύμα του Θεού από τους ουρανούς, η έρημος θα γίνει καρποφόρος κήπος κι ο καρποφόρος κήπος θα μεταβληθεί σε δάσος. Τότε θα επικρατήσει στην έρημο το δίκαιο και η δικαιοσύνη στους καρποφόρους κήπους. Το έργο της δικαιοσύνης θα ’ναι ειρήνη, και της δικαιοσύνης το αποτέλεσμα θα ’ναι ησυχία και ασφάλεια παντοτινή. Θα κατοικήσει ο λαός μου σε τόπο ειρήνης, σε κατοικίες ασφαλείς και μέρη ήσυχα, δίχως άγχος. Κι αν πέσει χαλάζι, δεν θα τους βλάψει· όσοι στο δάσος κατοικούν, σ’ εμένα θα ελπίζουν, όπως κι οι κάτοικοι της πεδιάδας. Καλότυχοι εσείς που σπέρνετε παντού πλάι σε νερά κι αφήνετε να τριγυρνούν ελεύθερα τα βόδια και τα γαϊδουράκια. Αλίμονο σ’ εσένα που καταστρέφεις και που δεν καταστράφηκες· σ’ εσένα που ληστεύεις και που δε ληστεύθηκες! Όταν πια σταματήσεις να καταστρέφεις, θα καταστραφείς· όταν πια σταματήσεις να ληστεύεις θα ληστευθείς κι εσύ. Κύριε, λυπήσου μας, σ’ εσένα ελπίζουμε! Γίνε η προστασία μας κάθε πρωί, η σωτηρία μας τον καιρό της θλίψης. Όταν ηχεί η φωνή σου φεύγουν οι λαοί· όταν εσύ ορθώνεσαι σκορπίζονται τα έθνη φοβισμένα. Τα λάφυρα σωρεύονται σαν τις ακρίδες, κι οι άνθρωποι ορμούν πάνω σ’ αυτά, όπως ορμούν κι εκείνες. Ο Κύριος είναι μεγάλος και ισχυρός, στα ύψη κατοικεί· γεμάτη είναι η Σιών από την ευθυκρισία και τη δικαιοσύνη του. Γι’ αυτό θα δώσει σταθερότητα στο μέλλον σου, λαέ του Κυρίου· η σοφία κι η γνώση θα ’ναι τα πλούτη που θα σε σώσουν· ο σεβασμός σου στον Κύριο θα είν’ ο θησαυρός σου. Νάτοι, οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ, βγάζουν κραυγές έξω στους δρόμους, οι πρέσβεις της ειρήνης κλαίνε πικρά. Οι δρόμοι είναι έρημοι, κανείς δεν τους διαβαίνει πια, παραβιάστηκε η συνθήκη, περιφρονήθηκαν οι μάρτυρες, οι άνθρωποι δεν λογαριάζονται. Η γη μαραίνεται, πενθεί. Ο Λίβανος από ντροπή μαραίνεται, τα βοσκοτόπια της Σαρών έγιναν σαν την έρημο, και η Βασάν κι ο Κάρμηλος χάσαν το φύλλωμά τους. «Τώρα θα επέμβω εγώ», λέει ο Κύριος. «Τώρα θα σηκωθώ, τώρα θα δοξαστώ. Τα σχέδια που σκέφτεστε είναι αχυρένια και καταλήγουν σε πράγματα άχρηστα· η δυνατή πνοή μου θα σας αποτεφρώσει όπως η φωτιά. Οι λαοί θα καούν για να γίνουν ασβέστης· σαν τα κομμένα αγκάθια στις φλόγες θα καούν. Οι άλλοι εσείς λαοί, οι μακρινοί κι οι κοντινοί, ακούστε τι κάνω, μάθετε ποια είναι η δύναμή μου». Στη Σιών οι αμαρτωλοί αλαφιάζονται, τους ασεβείς τους κυριεύει τρόμος. Λένε: «Ποιος από μας μπορεί να σταθεί πλάι στην καταλυτική φωτιά; Ποιος μπορεί ν’ αντέξει τις φλόγες τις αιώνιες;» Αυτός που βαδίζει με δικαιοσύνη και που μιλάει μ’ ευθύτητα, εκείνος που περιφρονεί το κέρδος που βγαίνει από εκβιασμό, αυτός που αποκρούει τη δωροδοκία, εκείνος που κλείνει τ’ αυτιά του σ’ όσους του προτείνουν φόνους και τα μάτια του κλείνει για να μη συγκατανεύει στο κακό, αυτός θα κατοικήσει στα ψηλά, σε φρούριο θα καταφύγει, πάνω σε οχυρωμένο βράχο. Σε επάρκεια θα του δίνουν το ψωμί και το νερό ποτέ δε θα του λείψει. Τα μάτια σου θ’ ατενίζουνε το βασιλιά σ’ όλη του την λαμπρότητα, θα βλέπουνε τη χώρα σ’ όλη την έκτασή της. Τη φρίκη θα θυμάσαι του παρελθόντος και θα λες: «Πού είναι ο απογραφέας; πού είναι ο εισπράκτορας των φόρων; πού είναι των οχυρών ο ελεγκτής;» Δε θα δεις πια τον αποθρασυμένο λαό, το λαό με τη σκοτεινή κι ακατανόητη ομιλία, με τη γλώσσα τη βάρβαρη και τη δυσνόητη. Κοίταξε τη Σιών, την πόλη όπου τελούμε τις γιορτές μας! Τα μάτια σου θα δουν την Ιερουσαλήμ ήσυχο τόπο για διαμονή καθώς σκηνή αμετακίνητη, που ποτέ πια δε θα ξεριζωθούν οι πάσσαλοί της, και που κανένα απ’ τα σκοινιά της δε θα κοπεί. Αν κάποιου πλοίου του χαλαρώσουν τα σχοινιά, δε θα μπορούν πια να κρατήσουν στέρεα το κατάρτι, ούτε πάνω του ν’ απλωθούνε τα πανιά. Τότε άφθονα λάφυρα θα διαμοιραστούν και οι χωλοί θ’ αρπάξουν απ’ τη λεία. Τότε κανείς απ’ τους κατοίκους πως υποφέρει δεν θα πει· κι οι ανομίες του λαού που κατοικεί εκεί, θα του συγχωρηθούνε. Πλησιάστε έθνη για ν’ ακούσετε· λαοί δώστε την προσοχή σας! Η γη και ό,τι τη γεμίζει ας ακούσει, η οικουμένη κι όλοι οι κάτοικοί της. Γιατί ο Κύριος είναι θυμωμένος ενάντια σ’ όλα τα έθνη και οργισμένος ενάντια σ’ όλα τα στρατεύματά τους. Θα τα καταστρέψει, θα τα παραδώσει στη σφαγή. Οι σκοτωμένοι τους θα ριχτούν έξω άταφοι, κι από τα πτώματά τους θ’ ανέβει δυσοσμία· τα βουνά θα ποτιστούνε από το αίμα τους. Θα λιώσουν όλα τα υψώματα. Ο ουρανός θα τυλιχτεί κυλινδρικά σαν πάπυρος, και όλα τ’ άστρα θα πέσουν όπως πέφτουν τα φύλλα από το κλήμα ή απ’ τη συκιά. Το ξίφος του Κυρίου είναι έτοιμο στον ουρανό. Να, κατεβαίνει ενάντια στους Εδωμίτες, ενάντια στο λαό που ο Κύριος σε εξολοθρεμό τον καταδίκασε. Το ξίφος του Κυρίου γέμισε αίμα, χόρτασε απ’ το λίπος, από το αίμα των προβάτων και των τράγων, από το λίπος των νεφρών των κριαριών· γιατί ο Κύριος έχει θυσία στη Βοσρά, σφαγή μεγάλη στην Εδώμ. Μαζί με το λαό θα πέσουνε κι οι βούβαλοι, και τα μοσχάρια μαζί με τους ταύρους. Η γη από το αίμα θα χορτάσει και το χώμα από λίπος θα ποτιστεί. Μέρα εκδίκησης αυτή θα είναι για τον Κύριο, έτος ανταπόδοσης για την έχθρα που είχαν ενάντια στη Σιών. Οι χείμαρροι της Εδώμ θα γίνουν πίσσα και το χώμα της θειάφι. Όλη η χώρα σαν την πίσσα θα καίγεται. Νύχτα και μέρα δεν θα σβήνει η φωτιά· ο καπνός της θα ανεβαίνει αδιάκοπα· θα μένει έρημη η χώρα από γενιά σ’ άλλη γενιά· κανείς ποτέ πια απ’ αυτήν δε θα περάσει. Θα γίνει κτήμα του πελεκάνου και του σκατζόχοιρου· κουκουβάγιες και κοράκια θα την κατοικήσουν. Ο Κύριος θα φέρει το χάος και την ερήμωση σ’ αυτήν. Δεν θα υπάρχουν πια εκεί ηγεμόνες, για να ανακηρύξουν βασιλιά· θ’ αφανιστούν όλοι οι άρχοντές της. Αγκάθια θα φυτρώσουνε στ’ ανάκτορά της, τσουκνίδες και βάτα στα φρούριά της· θα γίνει το κρησφύγετο των τσακαλιών, η αυλή των στρουθοκαμήλων. Εκεί θα συναντιούνται οι αγριόγατες με τις ύαινες, και θα φωνάζουν οι τραγόμορφοι δαίμονες ο ένας τον άλλον. Εκεί θα κατοικεί η Λιλίθ, εκεί θα βρίσκει τόπο για ν’ αναπαύεται. Εκεί η κουκουβάγια της ερήμου θα φωλιάζει, θα γεννάει και θα κλωσάει τ’ αυγά της, και θα φροντίζει τα μικρά κοντά της· εκεί θα συναθροίζονται τα θηλυκά γεράκια μαζί με τους συντρόφους τους. Αναζητήστε στο βιβλίο του Κυρίου και διαβάστε· ούτ’ ένα από τα ζώα αυτά δε θα παραλειφθεί! Γιατί ο Κύριος με το στόμα του έδωσε προσταγή, διέταξε και το Πνεύμα του τα συνάθροισε. Αυτός ο ίδιος έριξε κλήρο γι’ αυτά· το χέρι του τους μοίρασε τη γη με μέτρο. Αιώνια θα την κατέχουν, θα κατοικούν σ’ αυτήν παντοτινά. Ας χαίρεται η έρημος κι ο τόπος ο ξερός. Η χέρσα γη ας αγάλλεται κι ως κρίνο ας λουλουδίζει. Άνθη ας την πλημμυρίζουνε, φαιδρά ας πανηγυρίζει και της χαράς ν’ ακούγεται γιορταστικός ο αχός. Θα της δοθεί η μεγαλοπρέπεια του Λιβάνου του Κάρμηλου η λαμπρότητα και της Σαρών. Τότε θα δουν τη δόξα του Κυρίου, το μεγαλείο του δικού μας του Θεού. Δύναμη δώστε στα εξαντλημένα χέρια, τα γόνατα στεριώστε που κλονίζονται. Πέστε στους φοβισμένους: «Κάντε καρδιά και μη φοβάστε! Να ο Θεός σας! Η εκδίκηση κι η ανταπόδοση έρχονται απ’ αυτόν. Αυτός θα ’ρθεί για να σας φέρει λύτρωση». Τότε τα μάτια θ’ ανοιχτούνε των τυφλών και των κουφών τ’ αυτιά θ’ ακούσουν. Τότε ο χωλός καθώς το ελάφι θα πηδά κι η γλώσσα του κωφάλαλου θα τραγουδάει. Πλήθος νερά θε ν’ αναβρύσουνε στην έρημο και μες στη στέπα ρεματιές θ’ αχολογούνε. Η άμμος η καυτή θα γίνει λίμνη και πίδακες νερού θα ξεπηδήσουν απ’ τη φρυγμένη γη. Εκεί που τα τσακάλια είχαν κρησφύγετο, καλάμια θα φυτρώσουνε και σπάρτα. Θα είν’ εκεί ένας ωραίος καλοστρωμένος δρόμος και τ’ όνομά του θα ’ναι «Οδός Αγία». Ακάθαρτοι από ’κει δεν θα περνούν· αυτοί που τον βαδίζουν έστω κι αν είναι ανόητοι, δε θα ’ναι μπορετό να ξεστρατίσουν. Κοντά στο δρόμο αυτόν λιοντάρια δε θα βρίσκονται. Δε θα τον δρασκελίζει ουτ’ ένα αρπαχτικό θεριό. Στο δρόμο αυτόν θα περπατούν οι λυτρωμένοι. Όσους ο Κύριος λευτέρωσε θα επιστρέψουν, με θριαμβικά τραγούδια θα ’ρθουν στη Σιών. Χαρά αιώνια θα τους πλημμυρίζει. Θα νιώθουν ευτυχία κι αγαλλίαση. Ο στεναγμός κι η λύπη θα χαθούν. Το δέκατο τέταρτο έτος της βασιλείας του Εζεκία, ο Σενναχηρίμ, βασιλιάς της Ασσυρίας, έκανε επίθεση σ’ όλες τις οχυρές πόλεις του βασιλείου του Ιούδα και τις κυρίεψε. Και από τη Λαχίς έστειλε τον αρχιστράτηγό του με πολύ στρατό εναντίον του βασιλιά Εζεκία στην Ιερουσαλήμ. Αυτός πήρε θέσεις πλάι στον αγωγό τής επάνω δεξαμενής, που βρίσκεται στο δημόσιο δρόμο ο οποίος οδηγεί στον αγρό του Λευκαντή. Εκεί πήγαν να τον συναντήσουν ο Ελιακίμ, γιος του Χελκία και οικονόμος των ανακτόρων, ο γραμματέας Σεβνά και ο Ιωάχ, γιος του Ασάφ, υπομνηματογράφος. Τότε ο Ασσύριος υπασπιστής τούς είπε: «Δώστε στον Εζεκία αυτό το μήνυμα εκ μέρους του μεγάλου βασιλιά, του βασιλιά της Ασσυρίας: Πού στηρίζεις αυτή την εμπιστοσύνη σου; Νομίζεις ότι τα κούφια λόγια είναι συμβουλή και δύναμη για τον πόλεμο; Σε ποιον στηρίζεσαι τώρα και επαναστατείς εναντίον μου; Στην Αίγυπτο, σ’ αυτό το σπασμένο καλάμι, που αν κανείς στηριχτεί πάνω του, θα τον τρυπήσει και θα μπει στο χέρι του; Τέτοιος είναι ο Φαραώ, ο βασιλιάς της Αιγύπτου, για κείνους που στηρίζονται σ’ αυτόν. Θα μου πείτε όμως ότι στηρίζεστε στον Κύριο, το Θεό σας. Μα δεν ήσουν εσύ, Εζεκία, που κατάργησες τους ιερούς τόπους και τα θυσιαστήρια και διέταξες το λαό του Ιούδα και της Ιερουσαλήμ να εκτελούν τα της λατρείας τους μόνο μπροστά στο θυσιαστήριο της Ιερουσαλήμ; Τώρα, λοιπόν, ο κύριός μου, ο βασιλιάς της Ασσυρίας σάς προτείνει το εξής στοίχημα: Θα σας δώσω δύο χιλιάδες άλογα, αν εσείς από μέρους σας μπορέσετε να βρείτε ανθρώπους να τα ιππεύσουν. Αλλά πώς θα μπορέσετε ν’ αντιμετωπίσετε την επίθεση ακόμη κι ενός από τους τελευταίους αξιωματικούς του κυρίου μου; Και όμως εμπιστευόσαστε στην Αίγυπτο για άμαξες και ιππικό. Ο βασιλιάς της Ασσυρίας επίσης σας λέει: Νομίζετε ότι τώρα εγώ ήρθα εναντίον του τόπου αυτού, για να τον καταστρέψω, χωρίς τη συγκατάθεση του Κυρίου; Ο Κύριος μού είπε: “κάνε επίθεση ενάντια σ’ αυτή τη χώρα και κατάστρεψέ την”». Τότε ο Ελιακίμ, ο Σεβνά και ο Ιωάχ είπαν στον Ασσύριο υπασπιστή: «Μίλησε σ’ εμάς, τους δούλους σου, στην αραμαϊκή γλώσσα· την καταλαβαίνουμε· μη μας μιλάς στα εβραϊκά, γιατί ακούει ο λαός που είναι πάνω στο τείχος». Ο υπασπιστής όμως τους απάντησε: «Θαρρείτε πως ο κύριός μου μ’ έστειλε να πω αυτά τα λόγια μόνο στον κύριό σας και σ’ εσάς; Όχι· με έστειλε να τα πω και στους άντρες που είναι πάνω στο τείχος και που σε λίγο θ’ αναγκαστούν, όπως κι εσείς, να φάνε τα περιττώματά τους και να πιουν τα ούρα τους». Τότε ο υπασπιστής σηκώθηκε και φώναξε στην εβραϊκή γλώσσα με δυνατή φωνή: «Ακούστε», είπε, «τα λόγια του μεγάλου βασιλιά, του βασιλιά της Ασσυρίας! Μην αφήνετε τον Εζεκία να σας εξαπατάει, λέει ο βασιλιάς, γιατί δε θα μπορέσει να σας γλιτώσει. Μη σας κάνει ο Εζεκίας να εμπιστεύεστε στον Κύριο, λέγοντάς σας ότι ο Κύριος το δίχως άλλο θα σας λυτρώσει και ότι η πόλη αυτή δε θα παραδοθεί στην εξουσία του βασιλιά της Ασσυρίας. Μην ακούτε τον Εζεκία! Το βασιλιά της Ασσυρίας ν’ ακούστε: Κάντε ειρήνη μαζί μου, λέει, και παραδοθείτε σ’ εμένα, και τότε θα μπορεί καθένας σας να τρώει από τ’ αμπέλι του και τη συκιά του, και να πίνει νερό από τη δεξαμενή του, ώσπου να ’ρθώ και να σας μεταφέρω μακριά, σε μια χώρα σαν τη δική σας, πλούσια σε σιτάρι και κρασί, πλούσια σε ψωμί κι αμπέλια. Μη σας παραπλανά ο Εζεκίας και σας λέει ότι τάχα ο Κύριος θα σας σώσει. Ποιος, αλήθεια, από τους θεούς των εθνών έσωσε τη χώρα του από την κυριαρχία του βασιλιά της Ασσυρίας; Πού είναι οι θεοί της Αιμάθ και της Αρφάδ; Πού είναι οι θεοί των Σεφαρβιτών; Μπόρεσαν μήπως να μ’ εμποδίσουν από του να κατακτήσω τη Σαμάρεια; Ποιοι από τους θεούς όλων αυτών των χωρών έσωσαν τη χώρα τους από την κυριαρχία μου, για να σώσει και ο Κύριος την Ιερουσαλήμ;» Ο λαός παρακολουθούσε σιωπηλός. Δεν του αποκρίθηκε λέξη, γιατί ο ίδιος ο βασιλιάς τούς είχε διατάξει να μην του απαντήσουν. Τότε ο Ελιακίμ, γιος του Χελκία και οικονόμος των ανακτόρων, ο γραμματέας Σεβνά και ο υπομνηματογράφος Ιωάχ, γιος του Ασάφ, ήρθαν στον Εζεκία με σκισμένα τα ρούχα τους απ’ την απόγνωση και του ανέφεραν τα λόγια του Ασσύριου υπασπιστή. Ο βασιλιάς Εζεκίας, μόλις τ’ άκουσε αυτά, ξέσκισε τα ρούχα του, φόρεσε πένθιμα και πήγε στον οίκο του Κυρίου. Ταυτόχρονα έστειλε τον Ελιακίμ, οικονόμο των ανακτόρων, το γραμματέα Σεβνά και τους πιο ηλικιωμένους από τους ιερείς ντυμένους στα πένθιμα στον προφήτη Ησαΐα, γιο του Αμώς, με το ακόλουθο μήνυμα: «Άκου τι λέει ο Εζεκίας: Σήμερα είναι μέρα θλίψης, τιμωρίας και ντροπής, γιατί είμαστε σαν τα παιδιά που ήρθε η ώρα τους να γεννηθούν, αλλά η μάνα τους δεν έχει τη δύναμη να τα φέρει στον κόσμο. Αν ο Κύριος, ο Θεός σου, άκουσε όλα αυτά που ξεστόμισε ο υπασπιστής του βασιλιά της Ασσυρίας, που ο κύριός του τον έστειλε για να προσβάλει τον αληθινό Θεό, μπορεί να τον τιμωρήσει γι’ αυτά που είπε. Γι’ αυτό εσύ προσευχήσου γι’ αυτό το υπόλοιπο που απέμεινε από το λαό». Όταν οι άνθρωποι του βασιλιά Εζεκία ήρθαν στον Ησαΐα, ο προφήτης τούς είπε: «Να μεταφέρετε στον κύριό σας αυτό το μήνυμα: Ο Κύριος λέει: Μη φοβάσαι τα λόγια που άκουσες, με τα οποία με πρόσβαλαν οι άνθρωποι του βασιλιά της Ασσυρίας. Εγώ θα του εμπνεύσω τέτοια διάθεση, ώστε όταν ακούσει κάποια φήμη, να γυρίσει στη χώρα του· και θα κάνω ώστε εκεί στη χώρα του να δολοφονηθεί». Ο υπασπιστής του βασιλιά της Ασσυρίας έμαθε πως ο κύριός του είχε φύγει από τη Λαχίς και πολεμούσε εναντίον της Λιβνά· γι’ αυτό πήγε εκεί να τον βρει. Θα έχεις ακούσει, βέβαια, τα όσα έκαναν οι βασιλιάδες της Ασσυρίας σε όλες τις άλλες χώρες και πώς τις ερήμωσαν· κι εσύ φαντάζεσαι πως θα γλιτώσετε; Όταν οι πρόγονοί μου κατέστρεφαν τη Γωζάν, τη Χαρράν, τη Ρεσέφ και το λαό της Εδέμ, ο οποίος κατοικεί στη Θελασσάρ, μήπως οι θεοί εκείνων των εθνών μπόρεσαν να τα σώσουν; Πού είναι οι βασιλιάδες της Αιμάθ και της Αρφάδ ή οι βασιλιάδες των Σεφαρβιτών, της Ενά και της Αβά;» Ο Εζεκίας πήρε το γράμμα που του έφεραν οι απεσταλμένοι και το διάβασε. Έπειτα ανέβηκε στο ναό του Κυρίου, το ξετύλιξε ενώπιόν του και προσευχήθηκε μ’ αυτά τα λόγια: «Κύριε του σύμπαντος, Θεέ του Ισραήλ, εσύ που κάθεσαι πάνω στα χερουβίμ, εσύ είσαι ο Θεός, μόνον εσύ, για όλα τα βασίλεια της γης· εσύ δημιούργησες τον ουρανό και τη γη. Άνοιξε, Κύριε, τα μάτια σου και κοίταξε. Γείρε, Κύριε, το αυτί σου κι άκουσε όλα τα λόγια που οι απεσταλμένοι του Σενναχηρίμ, ξεστόμισαν για να προσβάλουν εσένα, τον αληθινό Θεό. Αλήθεια, Κύριε, οι βασιλιάδες της Ασσυρίας εξαφάνισαν τα άλλα έθνη κι ερήμωσαν τις χώρες τους. Έριξαν τους θεούς τους στη φωτιά, γιατί εκείνοι δεν ήτανε θεοί, αλλά ανθρώπινα κατασκευάσματα από ξύλο και πέτρα, και γι’ αυτό μπόρεσαν και τους κατέστρεψαν. Αλλά εσύ, Κύριε Θεέ μας, σώσε μας τώρα απ’ τα νύχια του Σενναχηρίμ, για να μάθουν όλα τα βασίλεια της γης ότι εσύ είσαι ο μόνος Κύριος». Τότε ο Ησαΐας, γιος του Αμώς, έστειλε αυτό το μήνυμα στον Εζεκία: «Ορίστε τι λέει ο Κύριος, ο Θεός του Ισραήλ: Άκουσα την προσευχή σου σχετικά με το Σενναχηρίμ, βασιλιά της Ασσυρίας. Άκου τώρα τι λέω εγώ, ο Κύριος, εναντίον του: Σε καταφρονεί, σε χλευάζει η παρθένα, η πόλη της Σιών! Σε περιγελάει κουνώντας το κεφάλι της η πόλη της Ιερουσαλήμ! Ποιον έβρισες και ποιον βλασφήμησες; Σε ποιον ενάντια τη φωνή σου ύψωσες και τον κοίταξες υπεροπτικά; Ενάντια στον Άγιο Θεό του Ισραήλ! Τους δούλους σου έστειλες να με προσβάλεις, εμένα, τον Κύριο, και είπες: “εγώ με τις πολλές μου άμαξες σκάλωσα στις βουνοκορφές, στις άκρες του Λιβάνου. Έκοψα τα ψηλά τα κέδρα του, τα πιο όμορφά του κυπαρίσσια, κι έφτασα στην ψηλότερη κορυφή του, στο δάσος του το πιο πυκνό. Πηγάδια έσκαψα κι άλλων λαών ήπια νερό· και με τα ίχνη των ποδιών μου ξέρανα τα ποτάμια όλα της Αιγύπτου”. Δεν έχεις όμως ακουστά, Σενναχηρίμ, ότι εγώ όλα αυτά τα ετοίμασα εδώ και πολλά χρόνια και τα σχεδίασα απ’ τον παλιό καιρό; Τώρα, λοιπόν, τα εκτελώ, για να μπορείς εσύ να κάνεις τις πόλεις τις οχυρωμένες σωρούς ερείπια. Τρομάξανε οι κάτοικοί τους κι από το φόβο τους παρέλυσαν· με το χορτάρι μοιάσανε του αγρού και με την τρυφερή τη χλόη, με το χορτάρι που φυτρώνει στη σκεπή και πριν αναπτυχθεί ξεραίνεται. Ξέρω για σε τα πάντα: Τι κάνεις και πού πας, και τη μανία που σε πιάνει εναντίον μου. Μάνιασες εναντίον μου κι άκουσα τα προσβλητικά σου λόγια. Γι’ αυτό θα σε δαμάσω βάζοντας κρίκο στα ρουθούνια σου και μες στο στόμα σου το χαλινάρι μου· και θα σε κάνω να γυρίσεις στην πατρίδα σου από το δρόμο που είχες πάρει για να ’ρθείς. »Και σ’ εσένα, Εζεκία, δίνω αυτό το σημείο: Αυτό το χρόνο και τον επόμενο θα φάτε ό,τι φυτρώνει από μόνο του. Τον τρίτο όμως χρόνο θα σπείρετε και θα θερίσετε, θα φυτέψετε αμπέλια και θα φάτε τον καρπό τους. Όσο για το υπόλοιπο που θα μείνει από τους απογόνους του Ιούδα, θα ριζοβολήσει βαθιά μέσα στη γη και τα κλαδιά του θα γεμίσουν καρπό. Από την Ιερουσαλήμ θα βγει ένας λαός επιζώντων, από το όρος Σιών θ’ ανορθωθούν αυτοί που θα έχουν διασωθεί. Αυτό θα το ’χω κάνει εγώ, ο Κύριος του σύμπαντος, με τη φλογερή αγάπη μου. Και τώρα, να τι αναγγέλλει ο Κύριος για το βασιλιά της Ασσυρίας: Σ’ αυτή την πόλη δεν θα μπει, ούτε σ’ αυτήν θα ρίξει βέλος. Δε θα της επιτεθεί προβάλλοντας ασπίδες εναντίον της ούτ’ εναντίον της πρόχωμα θα σηκώσει. Από τον ίδιο δρόμο που ήρθε θα γυρίσει πίσω. Αλλά σ’ αυτή την πόλη δε θα μπει. Εγώ, ο Κύριος, το λέω. Θα υπερασπιστώ την Ιερουσαλήμ και θα τη σώσω, επειδή εγώ το θέλω, και για χάρη του δούλου μου, του Δαβίδ». Πράγματι, βγήκε στο στρατόπεδο των Ασσυρίων ένας άγγελος Κυρίου και θανάτωσε εκατόν ογδόντα πέντε χιλιάδες άντρες. Κι όταν σηκώθηκαν νωρίς το πρωί όσοι είχαν μείνει ζωντανοί, αντίκρυσαν γύρω τους πτώματα. Αμέσως τότε ο βασιλιάς Σενναχηρίμ έλυσε την πολιορκία και γύρισε στην πρωτεύουσά του τη Νινευή. Μια μέρα, εκεί που προσκυνούσε στο ναό του Νισρώ, του θεού του, δύο από τους γιους του, ο Αδραμμέλεκ κι ο Σαρεσέρ, τον δολοφόνησαν με ξίφος κι ύστερα κατέφυγαν στη χώρα του Αραράτ. Στο θρόνο τον διαδέχτηκε ένας άλλος γιος του, ο Εσαρχαδδών. Εκείνη την εποχή ο βασιλιάς Εζεκίας αρρώστησε βαριά, να πεθάνει. Τότε τον επισκέφθηκε ο προφήτης Ησαΐας, γιος του Αμώς, και του είπε: «Άκου τι λέει ο Κύριος: Τακτοποίησε τις υποθέσεις του σπιτιού σου, γιατί δε θα ζήσεις για πολύ ακόμη. Θα πεθάνεις». Ο Εζεκίας γύρισε τότε το πρόσωπο στον τοίχο και προσευχήθηκε στον Κύριο. «Κύριε», είπε, «θυμήσου, σε παρακαλώ, πώς έζησα ενώπιόν σου με πιστότητα και με ευθύτητα καρδιάς, κι έπραξα ό,τι σου ήταν αρεστό!» Κι άρχισε να κλαίει γοερά. Τότε ήρθε στον Ησαΐα λόγος του Κυρίου: «Γύρνα πίσω», του είπε ο Κύριος, «και πες στον Εζεκία: “ο Κύριος, ο Θεός του Δαβίδ, του προγόνου σου, λέει: Άκουσα την προσευχή σου και είδα τα δάκρυά σου. Θα προσθέσω, λοιπόν, στη ζωή σου δεκαπέντε χρόνια· θα υπερασπιστώ αυτή την πόλη και θα σας ελευθερώσω εσένα και την πόλη από το βασιλιά της Ασσυρίας. Και για να ’σαι βέβαιος ότι εγώ, ο Κύριος, θα εκπληρώσω την υπόσχεσή μου, θα σου δώσω ένα σημείο: Στη σκάλα του Άχαζ, όπου η σκιά έχει κατέβει δέκα σκαλοπάτια, θα την κάνω να γυρίσει πίσω”». Και πραγματικά η σκιά οπισθοχώρησε κι ο ήλιος ξαναφώτισε τα δέκα σκαλοπάτια όπου είχε κατεβεί η σκιά. Ποίημα που έγραψε ο Εζεκίας, βασιλιάς του Ιούδα, όταν ανέρρωσε από την αρρώστια του: Σκεφτόμουνα πως στης ζωής μου τα μισά θα ’φευγα για τις πύλες του άδη· και θα ’χανα τα χρόνια μου τα υπόλοιπα. Σκεφτόμουνα πως ποτέ πια δε θα ’βλεπα τον Κύριο στων ζωντανών τη χώρα ούτε κανέναν άνθρωπο απ’ όσους σ’ αυτό τον κόσμο κατοικούν. Κόπηκε απ’ το στήριγμά της η ζωή μου μακριά μου έφυγε καθώς σκηνή βοσκού· ειν’ η ζωή μου σαν το υφαντό που στου αργαλειού τυλίχτηκε τον κύλινδρο κι ο υφαντής τού κόβει τα στημόνια. Απ’ το πρωί ως το δειλινό θα μ’ έχεις πια αποτελειώσει, Κύριε. Το πρωί ένιωθα πως είχα τσακιστεί. Σάμπως λιοντάρι ο Κύριος συντρίβει τα οστά μου· απ’ το πρωί ως το δειλινό νιώθω το τέλος μου να πλησιάζει. Κραυγές αφήνω πόνου σαν το χελιδόνι, και σαν το περιστέρι στεναγμούς· τα μάτια μου κουράστηκαν στον ουρανό να βλέπω. Κύριε, βρίσκομαι σε απόγνωση· γίνε μου εσύ βοηθός. Τι να πω εγώ; Εκείνος το ’πε και το εκτέλεσε· σ’ όλη μου τη ζωή θα ζω με πίκρα στην ψυχή μου. Για σένα, Κύριε, θα ζήσει η καρδιά μου και θα ζωογονηθεί το πνεύμα μου· θεράπευσέ με, φέρε με πάλι στη ζωή. Η πίκρα μου θα γίνει ευτυχία. Εσύ λύτρωσες τη ζωή μου από το λάκκο της καταστροφής, γιατί έριξες πίσω σου όλες τις αμαρτίες μου. Ο άδης δεν θα σε υμνήσει, ούτε θα σε δοξολογήσουν οι νεκροί· εκείνοι που στον τάφο κατεβαίνουν δεν μπορούν να ελπίζουν στην πιστότητά σου πια. Οι ζωντανοί, μονάχα αυτοί θα σε υμνούν, όπως σήμερα εγώ· κι όπως οι πατεράδες που θα λένε στα παιδιά τους για τη δική σου την πιστότητα. Κύριε, μ’ έσωσες! Με μουσικά όργανα θα σε υμνούμε όλες τις μέρες της ζωής μας μέσα στον οίκο σου. Μετά ο Ησαΐας είπε να ετοιμάσουν ένα κατάπλασμα από σύκα και να το βάλουν πάνω στην πληγή για να γιατρευτεί ο βασιλιάς. Ο Εζεκίας ρώτησε τον Ησαΐα: «Ποιο είναι το σημείο ότι θα μπορέσω πάλι ν’ ανέβω στο ναό του Κυρίου;» Την ίδια εκείνη εποχή, ο βασιλιάς της Βαβυλώνας, Μερωδάχ-Βαλαδάν, γιος του Βαλαδάν, όταν έμαθε πως ο Εζεκίας ήταν άρρωστος και θεραπεύτηκε, του έστειλε με πρεσβευτές του δώρα και μια επιστολή. Ο Εζεκίας χάρηκε γι’ αυτά και έδειξε στους απεσταλμένους ό,τι βρισκόταν στα θησαυροφυλάκιά του, το ασήμι και το χρυσάφι, τα αρώματα και τα πολύτιμα μύρα· τους έδειξε και τα οπλοστάσιά του. Δεν άφησε τίποτα στο ανάκτορό του ή σ’ όλο του το βασίλειό, που να μην τους το δείξει. Μετά απ’ αυτά ήρθε ο προφήτης Ησαΐας στο βασιλιά Εζεκία και τον ρώτησε: «Από πού σου ήρθαν αυτοί οι άνθρωποι και τι σου είπαν;» Ο Εζεκίας απάντησε: «Ήρθαν από μακρινή χώρα, από τη Βαβυλώνα, για να με δουν». Ο προφήτης ξαναρώτησε: «Τι είδαν στο ανάκτορό σου;» Ο Εζεκίας απάντησε: «Ό,τι υπάρχει εκεί το είδαν· τίποτα δεν άφησα στα θησαυροφυλάκιά μου που να μην τους το δείξω». Τότε ο Ησαΐας είπε στον Εζεκία: «Άκου το λόγο του Κυρίου του σύμπαντος: Έρχονται μέρες, που ό,τι υπάρχει στο ανάκτορό σου και το αποταμίευσαν εκεί οι πρόγονοί σου μέχρι σήμερα, θα μεταφερθεί στη Βαβυλώνα· τίποτα δε θα μείνει εδώ, λέει ο Κύριος. Θα πάρουν ακόμα και μερικά από τα παιδιά σου, απ’ αυτά που θα ’χουν γεννηθεί από σένα, για να γίνουν ευνούχοι στ’ ανάκτορα του βασιλιά της Βαβυλώνας». Ο Εζεκίας απάντησε στον Ησαΐα: «Ο λόγος που μου αναγγέλλει ο Κύριος είναι καλός». Και μέσα του σκεφτόταν: «Όσο ζω εγώ θα υπάρχει ειρήνη κι ασφάλεια. Τίποτα δεν πρόκειται να συμβεί». «Παρηγορείτε, παρηγορείτε το λαό μου», λέει ο Θεός σας. «Βεβαιώστε την Ιερουσαλήμ και φωνάξτε της ότι τέλειωσε της δουλείας της ο καιρός, ότι η ανομία της συγχωρήθηκε, ότι τιμωρήθηκε από τον Κύριο με το παραπάνω, για όλες τις αμαρτίες της». Ακούστε! Κάποιος φωνάζει: «Ετοιμάστε στην έρημο ένα δρόμο για τον Κύριο, ισιώστε εκεί το δρόμο να περάσει ο Θεός μας. Κάθε φαράγγι ας υψωθεί, κάθε βουνό και κάθε λόφος ας χαμηλώσει· το έδαφος το ανώμαλο ας γίνει πεδιάδα και τα μέρη τ’ απόκρημνα, κοιλάδα. Τότε η δόξα του Κυρίου θα φανερωθεί και θα τη δουν ταυτόχρονα όλοι οι άνθρωποι, γιατί ο Κύριος ο ίδιος μίλησε». Μια φωνή λέει: «Φώναξε!» Κι εγώ ρωτάω: «Τι να φωνάξω;» «Ότι ο κάθε άνθρωπος είναι σαν το χορτάρι», μού απαντά η φωνή, «κι η δόξα του όλη φευγαλέα σαν το αγρολούλουδο. Το χορτάρι ξεραίνεται, μαραίνεται ο ανθός, όταν απάνω του φυσήξει του Κυρίου η πνοή –πραγματικά, χορτάρι είν’ ο λαός. Το χορτάρι ξεραίνεται, μαραίνεται ο ανθός, μα ο λόγος του Θεού μας μένει αιώνια». Ανέβα πάνω σε ψηλό βουνό, Σιών, και διακήρυξε τη χαρμόσυνη αγγελία. Βάλε φωνή με δύναμη, Ιερουσαλήμ, και διακήρυξε τα νέα τα ευχάριστα. Φώναξε, μη φοβάσαι! Στις πόλεις του Ιούδα πες: «Να ο Θεός σας! Ο Κύριος, ο Θεός, έρχεται να εξουσιάσει με δύναμη. Φέρνει μαζί του αυτό που κέρδισε. Καθώς βοσκός βοσκάει το κοπάδι του· το συναθροίζει με το χέρι του· βαστάει στο στήθος του τ’ αρνάκια, και τις μανάδες τους προσεκτικά τις οδηγεί». Ποιος τα νερά της θάλασσας μπόρεσε ποτέ με τη χούφτα να μετρήσει, τα ουράνια να υπολογίσει με τη σπιθαμή, να βάλει σε σακί της γης το χώμα, με την πλάστιγγα να ζυγίσει τα βουνά ή με τη ζυγαριά τους λόφους; Ποιος μπορεί να κατανοήσει το Πνεύμα του Κυρίου, και ποιος μπορεί να τον διδάξει ή να του δώσει συμβουλές; Ποιον συμβουλεύτηκε για ν’ αποκτήσει ευθυκρισία; ποιος του ’μαθε ν’ ασκεί τη δικαιοσύνη; ποιος του μετέδωσε τη γνώση και ποιος του δίδαξε να ενεργεί με σύνεση; Τι ’ναι τα έθνη; Σαν μια σταγόνα σ’ έναν κάδο με νερό, σαν κόκκος σκόνης πάνω στην πλάστιγγα. Πόσο ζυγίζουν τα νησιά; Όσο της άμμου ο κόκκος. Όλα τα δέντρα του Λιβάνου δεν αρκούν για τη φωτιά ούτε όλα του τα ζωντανά για τ’ ολοκαύτωμα. Όλα τα έθνη είν’ ένα τίποτα μπροστά του· τα λογαριάζει σαν μηδέν, ωσάν μηδαμινότητα. Με ποιον θέλετε να παρομοιάστε το Θεό; Και ποιο ομοίωμα να πείτε πως του μοιάζει; Το είδωλο το χύνει ο τεχνίτης κι ο χρυσοχόος το επιχρυσώνει και το στολίζει με αλυσίδες αργυρές. Όποιος είναι φτωχός διαλέγει για την προσφορά του ξύλο που δεν το τρώει το σαράκι, κι αναζητάει έναν τεχνίτη ικανόν να του φτιάξει είδωλο που να ’ναι στέρεο. Δεν το μάθατε; Δεν το ακούσατε; Δε σας το είπαν και δεν το καταλάβατε από την αρχή, από τότε που δημιουργήθηκε ο κόσμος; Αυτός είναι που κάθεται ψηλά πάνω απ’ τη γη κι οι κάτοικοί της μοιάζουν σαν ακρίδες· αυτός σαν παραπέτασμα τους ουρανούς τεντώνει και τους ξεδιπλώνει σαν να ’τανε σκηνή για κατοικία. Αυτός τους ηγεμόνες τούς εκμηδενίζει κι εξαφανίζει τους κριτές της γης. Μοιάζουν με νεαρά φυτά που τώρα μόλις σπάρθηκαν, που μόλις ρίζωσαν στη γη. Όταν ο Κύριος πάνω τους φυσήξει θα ξεραθούν, κι ο ανεμοστρόβιλος σαν άχυρο θα τους αρπάξει. «Με ποιον θα με παρομοιάσετε, λοιπόν;» λέει ο Άγιος Θεός, «με ποιον θα ταυτιστώ;» Τα μάτια σας σηκώστε στον ουρανό και δέστε· αυτά τ’ αστέρια ποιος τα δημιούργησε, αν όχι αυτός που σε παράταξη σαν στράτευμα τα βγάζει, κι όλα με τ’ όνομά τους τα καλεί; Η δύναμή του τόσο είναι μεγάλη και τέτοια η ισχύς του, ώστε ποτέ δε λείπει ούτ’ ένα τους. Γιατί, λες Ιακώβ και βεβαιώνεις Ισραήλ, ότι ο Κύριος αγνοεί τις συμφορές σας και πως δε νοιάζεται για να σας αποδώσει το δίκιο σας; Δεν ξέρετε, δε μάθατε; Ο Κύριος είν’ ο αιώνιος Θεός· της γης τα πέρατα δημιούργησε. Ούτε κουράζεται ούτε εξασθενεί, και η σοφία του είναι ανεξερεύνητη. Στους κουρασμένους δίνει δύναμη, στεριώνει τους αδύνατους. Ακόμα και οι νέοι κουράζονται κι εξασθενούν, τα παλικάρια τα γερά σκοντάφτουνε και πέφτουν. Μα εκείνοι που στον Κύριο ελπίζουν, ανανεώνουν τις δυνάμεις τους· φτερά αποκτούνε σαν του αϊτού, τρέχουν χωρίς να εξασθενούν, βαδίζουνε δίχως και ν’ αποσταίνουν. Ο Κύριος λέει: «Σωπάστε μπρος μου εσείς, κάτοικοι των μακρινών χωρών κι ας ξαναβρούνε οι λαοί το σθένος τους. Ας πλησιάσουν κι ας παρουσιάσουν την υπόθεσή τους· ας συναχθούμε όλοι μαζί, να δούμε ποιος έχει δίκιο. »Ποιος έφερε απ’ την ανατολή εκείνον, που η νίκη τον ακολουθεί όπου διαβαίνει; Ποιος του παρέδωσε τα έθνη και τον ανέδειξε των βασιλιάδων κυρίαρχο; Το ξίφος του τους σύντριψε σαν να ’ταν σκόνη· τα βέλη του τους σκόρπισαν σαν άχυρα στον άνεμο. Τους καταδίωξε κι ανέπαφος προχώρησε με βιάση, λες και στα πόδια του φυτρώσανε φτερά. »Ποιος τα σχεδίασε όλα τα παραπάνω και τα πραγματοποίησε; Κείνος που πλάθει τις γενιές απ’ την αρχή· εγώ, ο Κύριος, που ήμουν παρών απ’ την αρχή και θα ’μαι ως το τέλος». Οι μακρινές οι χώρες είδαν αυτό που έγινε και τρόμαξαν, ταράχτηκαν τα πέρατα της γης· όλοι μαζί πλησίασαν και ήρθαν. Ο ένας τον άλλο βοηθά και λέει: «Κάνε κουράγιο!» Έτσι εμψυχώνει το χρυσοχόο ο ξυλουργός κι ο χαλκοπλάστης λέει σ’ αυτόν όπου σφυρηλατεί στο αμόνι: «Είναι καλή η συγκόλληση». Και με καρφιά το είδωλο στεριώνει, ακλόνητο να στέκει. Ο Κύριος λέει: «Εσένα, όμως, δούλε μου Ισραήλ, Ιακώβ, εκλεκτέ μου, απόγονε του Αβραάμ, του φίλου μου, εγώ απ’ τις άκρες σ’ έφερα της γης, σε κάλεσα απ’ τα πέρατά της, και σου είπα: “δούλος μου είσαι”. Εγώ σε διάλεξα και δε σε περιφρόνησα. Εγώ είμαι μαζί σου, μη φοβάσαι. Εγώ είμαι ο Θεός σου, μην τρομάζεις. Θα σ’ ενισχύσω, θα σε βοηθήσω, θα σε στηρίξω με το δίκαιο χέρι μου, το δυνατό. Θα ντραπούν και θα γίνουν καταγέλαστοι όλοι όσοι είναι εναντίον σου οργισμένοι, θα εκλείψουν και θ’ αφανιστούν όσοι μ’ εσένα αντιδικούν. Θ’ αναζητήσεις εκείνους που σε μάχονται, αλλά δε θα τους βρεις. Θα εκλείψουνε και θα χαθούν όσοι σε πολεμούνε. Γιατί εγώ είμαι ο Κύριος ο Θεός σου, που απ’ το δεξί σου χέρι σε κρατώ, και που σου λέω: Μη φοβάσαι, έρχομαι να σε βοηθήσω εγώ. »Λοιπόν, μην τρέμεις, Ιακώβ, φτωχέ λαέ Ισραήλ! Εγώ θα σε βοηθήσω, έστω κι αν είσαι ανίσχυρος σαν σκούληκας που τον πατούν. Εγώ, ο Κύριος, ο Άγιος Θεός του Ισραήλ, εγώ είμ’ ο λυτρωτής σου. Άμαξα θα σε κάνω αλωνιστική, καινούρια και με κοφτερά τα δόντια· και θ’ αλωνίσεις τα βουνά και θα τα κάνεις σκόνη, τους λόφους θα τους κάνεις σαν άχυρο λεπτό. Θα τα λιχνίσεις και θα τα σηκώσει ο άνεμος, ο ανεμοστρόβιλος θα τα διασκορπίσει. Τότε εσύ για τον Κύριο θα χαίρεσαι, θα δοξαστείς για τον Άγιο Θεό του Ισραήλ. »Όταν οι αδύνατοι, οι φτωχοί, θα γυρεύουν νερό κι εκείνο δε θα υπάρχει κι η γλώσσα τους από τη δίψα θα ξεραίνεται, εγώ ο Κύριος θα τους εισακούσω· δεν πρόκειται να τους εγκαταλείψω, εγώ ο Θεός του Ισραήλ. Απάνω στα γυμνά βουνά θα κάνω να κυλούν ποτάμια και μέσα στα φαράγγια ν’ αναβρύσουνε πηγές· θα κάνω η έρημος να γίνει λίμνη, η γη η άνυδρη τρεχούμενα νερά. Την έρημο με κέδρους θα φυτέψω, με ακακίες, με μυρτιές κι ελιές· στη στέπα θα φυτέψω κυπαρίσσια, πεύκα και πλάτανους μαζί. Έτσι όλοι θα δουν και θα γνωρίσουν, θα σκεφτούν κι όλοι θα καταλάβουν πως του Κυρίου το χέρι τα ’κανε όλα αυτά, πως ο Άγιος Θεός του Ισραήλ τα δημιούργησε». Ο Κύριος, ο βασιλιάς του Ισραήλ, λέει στους θεούς των εθνών: «Παρουσιάστε την υπόθεση, προβάλετε τα επιχειρήματά σας. Πλησιάστε να μας αναγγείλετε τι θα συμβεί· εξηγήστε μας τα όσα έγιναν και πέστε μας τη σημασία τους ή ανακοινώστε μας τα μέλλοντα, για να παρατηρήσουμε την εξέλιξή τους. Πέστε μας τι είναι να συμβεί στο μέλλον, ώστε ν’ αναγνωρίσουμε ότι είστε αληθινοί θεοί. Κάντε να ’ρθεί κάποιο καλό ή μια δυστυχία, για να γεμίσουμε τρόμο και θαυμασμό. Αλλά εσείς είστε μηδέν κι είναι ένα τίποτα το έργο σας· είναι αποκρουστικό να σας διαλέγει κάποιος για θεούς του. »Όμως εγώ ξεσήκωσα κάποιον απ’ το βορρά και θα ’ρθει απ’ την ανατολή του ήλιου· με τ’ όνομά του τον καλώ. Τους ηγεμόνες θα τους πατήσει σαν το χώμα, όπως ο κεραμοποιός πατάει τον πηλό. Ποιος από σας τα ανάγγειλε όλα αυτά από την αρχή, ώστε να τον αναγνωρίσουμε, κι από τα περασμένα χρόνια, ώστε να πούμε «Έχει δίκιο;» Όχι, κανένας δεν τα ανήγγειλε, κανένας δεν τα διακήρυξε, ούτ’ άκουσε τα λόγια σας κανένας. Πρώτος εγώ τα ανήγγειλα στη Σιών κι έστειλα στην Ιερουσαλήμ αγγελιοφόρο με τις ειδήσεις τις καλές. »Κοίταξα, μα κανένας δεν υπήρχε ανάμεσά τους σύμβουλος, να τον ρωτήσω και να μου απαντήσει. Όλοι τους είναι ένα μηδέν, τα έργα τους είν’ ένα τίποτα· τα είδωλά τους άνεμος και ματαιότητα». Ο Κύριος λέει: «Να ο δούλος μου που τον υποστηρίζω, ο εκλεκτός μου που έχει όλη μου την εύνοια· του έδωσα το Πνεύμα μου· θα φέρει στα έθνη δικαιοσύνη. Δε θα κραυγάζει ούτε θα υψώνει τη φωνή, ούτε και θα βροντολαλεί στους δρόμους. Καλάμι τσακισμένο δεν θα το συντρίψει, λυχνάρι που καπνίζει δεν θα το σβήσει· πραγματική θα φέρει σ’ όλους δικαιοσύνη. Αυτός δεν θα δειλιάσει ούτε θα εξασθενήσει, ωσότου εγκαταστήσει στη γη τη δικαιοσύνη· κι οι μακρινές οι χώρες θα περιμένουνε το νόμο του». Αυτά λέει ο Θεός, ο Κύριος, που δημιούργησε και άπλωσε τους ουρανούς, που στέριωσε τη γη κι ό,τι απ’ αυτήν παράγεται, ζωή που ’δωσε και πνοή σε όλους τους λαούς, σ’ όλους αυτούς που πάνω της κινούνται: «Εγώ, ο Κύριος, σε κάλεσα σύμφωνα με το σχέδιό μου και σε υποστήριξα, σε φύλαξα και σ’ έκανα εγγυητή της διαθήκης μου με τους ανθρώπους. Φως των εθνών σε έκανα, τα μάτια για ν’ ανοίξεις των τυφλών, τους αιχμαλώτους από τα δεσμά να ελευθερώσεις, κι αυτούς που κατοικούν στα σκότη απ’ την υπόγεια φυλακή. Εγώ είμαι ο Κύριος, αυτό είναι τ’ όνομά μου. Τη δόξα μου δεν θα τη δώσω σε άλλον, ούτε τη φήμη μου στα είδωλα. Οι εξαγγελίες οι παλιές εκπληρωθήκαν, καινούριες αναγγέλλω τώρα· όσα είναι να γίνουν σας τα αναγγέλλω από πριν». Ψάλτε στον Κύριο καινούριο τραγούδι, ψάλτε τη δόξα του από τα πέρατα της γης! Ας τον υμνεί η θάλασσα κι όλοι όσοι ταξιδεύουνε σ’ αυτήν, οι μακρινές οι χώρες κι όλοι οι κάτοικοί τους. Ύμνο ας υψώσουν στο Θεό, η έρημος κι οι πολιτείες της και τα χωριά όπου κατοικεί ο λαός του Κηδάρ· ας ψάλουν της Σελά οι κάτοικοι· ας στείλουνε φωνές χαράς απ’ τις βουνοκορφές. Τον Κύριο ας δοξάσουν και δυνατά ας τον υμνήσουν αυτοί που κατοικούν σε χώρες μακρινές. Ο Κύριος σαν ήρωας πλησιάζει, με ορμή πολεμιστή, το σύνθημα της μάχης φωνάζει, βγάζει πολεμική κραυγή, υπερισχύει απέναντι στους αντιπάλους του. Ο Κύριος λέει: «Πολύν καιρό έχω που σωπαίνω· άπραγος έμεινα και συγκρατήθηκα. Μα τώρα θα φωνάξω σαν τη γυναίκα που γεννάει, θ’ αναστενάξω κι η ανάσα μου βαριά θα βγει. Θα ερημώσω λόφους και βουνά κι όλη τη χλόη τους θα την ξεράνω· θα κάνω τα ποτάμια να γίνουν έρημοι, τις λίμνες θα αποξηράνω. Θα φέρω τους τυφλούς σε δρόμο που δε γνώριζαν, σ’ άγνωστα θα τους οδηγήσω μονοπάτια· θα κάνω το σκοτάδι φως να γενεί μπροστά τους κι οι δρόμοι οι κακοτράχαλοι, καλοστρωμένοι. Αυτά τα σχέδια θα τα εκτελέσω εγώ και τίποτα δε θα παραλειφθεί. »Θα οπισθοχωρήσουν, όμως, θα ντροπιαστούν όσοι στηρίζονται στα είδωλα και λέν’ στα σκαλιστά αγάλματα: “εσείς είστε οι θεοί μας”». «Κουφοί, ακούστε», λέει ο Κύριος, «και τυφλοί τα μάτια σας ανοίξτε για να δείτε. Υπάρχει τάχα άλλος τυφλός εκτός από σένα, που σε διάλεξα να είσαι δούλος μου; Υπάρχει τάχα άλλος κουφός εκτός από σένα, που είσαι ο αγγελιοφόρος μου; Κανείς δεν είν’ τόσο τυφλός, όσο ο απεσταλμένος μου· κανείς τόσο κουφός, όσο ο δούλος μου. Πολλά είδατε, μα σημασία δεν τους δώσατε· τ’ αυτιά σας τα ’χετε ανοιχτά, μα δεν ακούτε. Εγώ ο Κύριος, πιστός στις υποσχέσεις μου, σας έδωσα έναν ένδοξο μεγαλειώδη νόμο. Εσείς όμως είστε λαός που σας λεηλάτησαν και που σας γύμνωσαν· όλοι σας παγιδευμένοι είστε στα σπήλαια και μες στις φυλακές κλεισμένοι· σας λεηλατούν χωρίς κανείς να σας γλιτώνει, αρπάζουν τ’ αγαθά σας χωρίς κανείς πίσω να τα ζητά. Ποιος από σας δίνει πια προσοχή σ’ αυτά; Ποιος από ’δω κι εμπρός θ’ ακούει μ’ ενδιαφέρον για το μέλλον;» Ποιος στους ληστές παρέδωσε τον Ιακώβ, στους άρπαγες τον Ισραήλ; Δεν είν’ ο Κύριος, που απέναντί του αμαρτήσαμε; Δε θέλησαν ν’ ακολουθήσουνε το δρόμο του ούτε στο νόμο του υπακούσαν. Γι’ αυτό έριξε απάνω τους τη φοβερή οργή του και του πολέμου την άγρια μάνητα· φλόγες τους περικύκλωσαν θανάτου, μα αυτοί το τι γινόταν δεν κατάλαβαν· σχεδόν τους αποτέφρωσε, μα αυτοί κανένα μάθημα δεν πήραν. Και τώρα λέει ο Κύριος, ο δημιουργός σου, Ιακώβ, ο πλάστης σου, Ισραήλ: «Μη φοβάσαι, γιατί εγώ σε λύτρωσα· σου ’δωσα τ’ όνομά μου, δικός μου είσαι. Όταν περνάς απ’ τα νερά, εγώ θα ’μαι μαζί σου· κι όταν περνάς ποτάμια, δε θα καταποντίζεσαι. Όταν μέσ’ από τη φωτιά βαδίζεις, δε θα καίγεσαι· οι φλόγες της δε θα σε αποτεφρώσουν. Γιατί εγώ είμαι ο Κύριος ο Θεός σου, ο Άγιος Θεός του Ισραήλ, ο σωτήρας σου. Για να σε πάρω, έδωσα αντάλλαγμα την Αίγυπτο κι ακόμα την Αιθιοπία και τη Σεβά. Είσαι πολύτιμος στα μάτια μου, έχεις για μένα αξία και σ’ αγαπώ· γι’ αυτό θα δώσω ανθρώπους για να σ’ αποκτήσω, λαούς ολόκληρους για να σου σώσω τη ζωή. »Εγώ είμαι μαζί σου, μη φοβάσαι· απ’ την ανατολή θα φέρω πίσω τους απογόνους σου κι από τη δύση θα σας συναθροίσω. Και στο Βορρά θα πω, “δώσε τους πίσω”· θα πω στο Νότο, “πια μην τους κρατάς”. Φέρτε τους γιους μου από τη μακρινή τη χώρα, τις θυγατέρες μου απ’ τα πέρατα της γης, όλους αυτούς που φέρουν τ’ όνομά μου, που για τη δόξα μου τους έφτιαξα, τους έπλασα και τους σχημάτισα». Ο Κύριος λέει: «Οδήγησε έξω το λαό που είναι τυφλός, αν κι έχει μάτια· που είναι κουφός, αν κι έχει αυτιά. Ας συναχθούν όλα μαζί τα έθνη, οι λαοί ας συγκεντρωθούν. Ποιος από τους θεούς τους προείπε τα γεγονότα που έρχονται; Ποιος μας τ’ ανάγγειλε από το παρελθόν; Ας φέρουνε τους μάρτυρές τους για να δικαιωθούν· ας ακουστούν οι μάρτυρές τους για να επιβεβαιωθούν τα λόγια τους. »Εσείς, Ισραηλίτες, είστε οι μάρτυρές μου, οι δούλοι μου που εγώ σας διάλεξα, ώστε να με γνωρίσετε και να πιστέψετε σ’ εμένα· να καταλάβετε πως μόνο εγώ είμαι Θεός. Πριν από μένα άλλος θεός κανείς δεν ήταν, ούτε από μένα ύστερα θα υπάρξει άλλος. Εγώ, μονάχα εγώ είμαι ο Κύριος· έξω από μένα δεν υπάρχει άλλος σωτήρας. Εγώ σας προείπα τι θα γίνει, κι όταν αυτά έγιναν, σας έσωσα. Ξένος θεός κανένας δεν τα ’κανε αυτά σ’ εσάς· εσείς είστε οι μάρτυρές μου, ότι ο Θεός σας είμ’ εγώ. Ο ίδιος από τώρα και για πάντα. Κανένας απ’ τη δύναμή μου δε γλιτώνει. Όταν εγώ ενεργώ, ποιος μπορεί τάχα ν’ αντιταχθεί στο έργο μου;» Λέει ο Κύριος, ο λυτρωτής σας, ο Άγιος Θεός του Ισραήλ: «Για χάρη σας θα στείλω στράτευμα στη Βαβυλώνα και θα συντρίψω όλους τους μοχλούς των οχυρών· οι Χαλδαίοι θα ξεσπάσουν σε θρήνους. Εγώ είμαι ο Κύριος, ο Άγιός σας, ο δημιουργός του Ισραήλ, ο βασιλιάς σας». Ο Κύριος λέει: «Στο παρελθόν άνοιξα δρόμο μες στη θάλασσα, δίοδο μες στα ορμητικά νερά· οδήγησα σε εκστρατεία άμαξες κι άλογα, στράτευμα και πολεμιστές μαζί. Εκεί ξαπλώθηκαν για να μη σηκωθούνε πια· αφανιστήκαν, έσβησαν σαν το φυτίλι στο λυχνάρι. Τώρα όμως τα περασμένα μην τα θυμάστε και μην ξαναγυρνάτε στα γεγονότα τα παλιά. Κοιτάξτε! Εγώ κάτι καινούργιο κάνω, που κιόλας έγινε· δεν το βλέπετε; Ναι, θα κάνω δρόμο μες στην έρημο και μες στην ερημιά ποτάμια. Θα με δοξάζουν τα θηρία του αγρού, τσακάλια, στρουθοκάμηλοι, γιατί δίνω νερό στην έρημο και ποταμούς στην ερημιά, να ποτιστεί ο λαός ο εκλεκτός μου. Είν’ ο λαός που εγώ τον έφτιαξα για μένα και θα διακηρύξει τη δόξα μου». Ο Κύριος λέει στον Ισραήλ, στου Ιακώβ τους απογόνους: «Μη λες πως με επικαλέστηκες και πως κουράστηκες για μένα. Μη λες ότι τα πρόβατά σου, που ολοκαύτωμα τα πρόσφερες, ήταν για μένα ούτε πως ήμουνα εγώ εκείνος που με τις θυσίες σου δόξαζες. Εγώ δεν σ’ επιβάρυνα να σου γυρεύω προσφορές ούτε σε κούρασα ζητώντας θυμιάματα. Μη λες πως η ευωδιαστή κανέλλα, που αγόρασες με χρήματα, ήταν για μένα, ούτε πως χόρτασες εμένα με το λίπος απ’ τις θυσίες σου. Αντίθετα με τις αμαρτίες σου μ’ ενόχλησες και με τις ανομίες σου με κούρασες. Ωστόσο, μονάχα εγώ είμ’ εκείνος που τις ανομίες σου εξαλείφω και δε φυλάω στη μνήμη μου τις αμαρτίες σου. »Μάζεψε εσύ ό,τι κρατάς στη μνήμη σου κι έλα μαζί για να κριθούμε· λογάριασε εσύ, και παρουσίασε ό,τι μπορείς για να δικαιωθείς. Αμάρτησε ο προπάτοράς σου, οι αρχηγοί σου σ’ εμένα απίστησαν· γι’ αυτό κι εγώ ατίμασα του ναού μου τους άρχοντες και τον Ιακώβ σε αφορισμό παρέδωσα, σε χλευασμό τον Ισραήλ». Ο Κύριος λέει: «Τώρα, λοιπόν, άκουσε, δούλε μου Ιακώβ, Ισραήλ, εκλεκτέ μου. Εγώ σε δημιούργησα και σ’ έπλασα απ’ την κοιλιά της μάνας σου και σε βοηθάω. Μη φοβάσαι δούλε μου, Ιακώβ, Ισραήλ εσύ, εκλεκτέ μου. Γιατί νερά θα δώσω σε διψασμένη γη και ποταμούς σε στεγνωμένο έδαφος. Το Πνεύμα μου στους απογόνους σου θα βάλω και στα παιδιά σου την ευλογία μου, και θα βλαστήσουνε σαν χόρτο καλοποτισμένο, καθώς οι ιτιές πλάι σε τρεχούμενα νερά». Ένας θα λέει: «Εγώ είμαι του Κυρίου», κι άλλος θα λέει ότι ανήκει στους απογόνους του Ιακώβ· άλλος στο χέρι του θα γράφει: «Στον Κύριο ανήκω» και θα ονομάζεται με το τιμητικό όνομα του Ισραήλ. Λέει ο Κύριος, ο βασιλιάς του Ισραήλ και λυτρωτής του, ο Κύριος του σύμπαντος: «Εγώ είμαι ο πρώτος και ο τελευταίος· εκτός από μένα δεν υπάρχει άλλος Θεός. Ποιος είν’ όπως εγώ; Ας το πει! Το λόγο ας πάρει μπρος μου κι ας το αποδείξει. Ποιος προείπε από την αρχή τα μέλλοντα; Όσα πρόκειται να συμβούν ας μας τα φανερώσουν. »Μη φοβάστε, μην τρομάζετε! Δε σας το ανάγγειλα πολύ καιρό πιο πριν και δε σας το φανέρωσα; Είστε οι μάρτυρές μου· υπάρχει άλλος Θεός εκτός από μένα; Όχι! Άλλος Βράχος δεν υπάρχει· κανέναν δε γνωρίζω εγώ». Οι κατασκευαστές ειδώλων είν’ όλοι τους μηδαμινοί· τα πιο καλά τους είδωλα δεν ωφελούν σε τίποτα. Δε βλέπουν τίποτα όσοι τα λατρεύουν, τίποτα δεν καταλαβαίνουν· κι έτσι καταντροπιάζονται. Ποιος κάθεται να φτιάξει έναν θεό ή να χύσει στο μέταλλο ένα είδωλο, που δεν μπορεί καθόλου να ωφελήσει; Όλοι όσοι το λατρέψουν, θα ντροπιαστούν· οι κατασκευαστές τους δεν είναι τίποτ’ άλλο από άνθρωποι· κι αν όλοι συναχθούν μαζί και παρουσιαστούν, άλλο δεν έχουν παρά να τρομάξουν και να ντροπιαστούν. Το σίδερο ο σιδηρουργός δουλεύει πάνω απ’ τη φωτιά, τού δίνει σχήμα με διάφορα σφυριά, μορφή τού δίνει με το δυνατό του χέρι· αλλά αν δεν τρώει ο ίδιος, εξαντλείται· νερό αν δεν πίνει ατονεί. Ο ξυλουργός το ξύλο του μετράει, το σχέδιο χαράζει με κοντύλι, με το σκαρπέλο το δουλεύει, το σημειώνει με το διαβήτη. Μορφή του δίνει ανθρώπινη, την ομορφιά του ανθρώπου, για να το βάλει σε ναό. Μπορεί να κόψει και να χρησιμοποιήσει κέδρους ή να διαλέξει ένα πλατάνι ή μια βαλανιδιά ή κάποιο άλλο δέντρο από το δάσος ή ακόμα να φυτέψει ένα πεύκο που θα το μεγαλώσει η βροχή. Στον άνθρωπο θα χρησιμεύσει για καυσόξυλα. Απ’ αυτό το ξύλο παίρνει και θερμαίνεται, με το ίδιο ακόμα φτιάχνει ένα θεό και τον λατρεύει· το κάνει είδωλο και μπρος του γονατίζει. Με το μισό απ’ αυτό το ξύλο ανάβει τη φωτιά, στα κάρβουνά του ψήνει το κρέας που θα φάει, χορταίνει και ζεσταίνεται και λέει: «Ωραία που ’ναι η ζεστασιά, να βλέπεις τη φωτιά!» Με το υπόλοιπο κατασκευάζει ένα θεό, φτιάχνει το είδωλό του· μπροστά του γονατίζει και το προσκυνάει, προσεύχεται σ’ αυτό και λέει: «Εσύ είσ’ ο θεός μου, λύτρωσέ με». Αυτοί οι άνθρωποι δεν ξέρουνε τι κάνουν, δεν καταλαβαίνουν. Έχουν κλειστά τα μάτια τους ώστε να μη βλέπουν, και τις καρδιές τους ώστε να μην αισθάνονται. Δε χρησιμοποιούν τη σκέψη τους ούτε τη γνώση ή τη νόησή τους, ώστε να πουν: «Μισό απ’ αυτό το δέντρο το έκαψα, πάνω στα κάρβουνά του έψησα ψωμί ή κρέας κι έφαγα· και το υπόλοιπό του θα το κάνω είδωλο, θα γονατίσω μπρος σ’ ένα κομμάτι ξύλο;» Είναι τόσο ανόητο, σαν να ζητά κανείς να τραφεί από στάχτη· η απατημένη του καρδιά τον ξεγελά, και δεν μπορεί η ψυχή του να βρει λύτρωση ούτε και να σκεφτεί ότι το είδωλο που μες στο χέρι του κρατάει είναι απάτη. Ο Κύριος λέει: «Ετούτο να θυμάσαι, Ιακώβ, να το θυμάσαι, λαέ του Ισραήλ, πως είσαι δούλος μου. Εγώ σε έπλασα για να ’σαι ο έμπιστός μου, δε θα σε λησμονήσω, Ισραήλ. Διέλυσα τις ανομίες σου σαν την ομίχλη, τις αμαρτίες σου σαν να ’ταν σύννεφο· γύρνα σ’ εμένα, γιατί εγώ σε λύτρωσα». Ψάλτε, ουρανοί, γιατί ο Κύριος μεγαλούργησε! Πανηγυρίστε εσείς, της γης τα βάθη! Σε ψαλμωδία ξεσπάστε τα βουνά της γης κι όλα τα δέντρα μες στα δάση! Γιατί ο Κύριος τον Ιακώβ τον λύτρωσε, φανέρωσε τη δόξα του στον Ισραήλ. Λέει, λαέ του Ισραήλ, ο Κύριος, που σε λύτρωσε και σ’ έπλασε απ’ την κοιλιά της μάνας σου: «Εγώ είμαι ο Κύριος, που δημιούργησα τα πάντα, άπλωσα μόνος μου τους ουρανούς, και στέριωσα τη γη με τη δική μου δύναμη. Εγώ είμαι που ματαιώνω των μάγων τους χρησμούς, κάνω τους μάντεις να παραλογίζονται· αποκρούω τα λόγια των σοφών και κάνω παραλήρημα τη γνώση τους. Εγώ είμαι που το λόγο του εμπίστου μου επιβεβαιώνω, και πραγματοποιώ τα σχέδια του απεσταλμένου μου. »Εγώ είμαι που λέω τώρα για την Ιερουσαλήμ πως θα κατοικηθεί, και για τις πόλεις του Ιούδα πως θ’ ανοικοδομηθούν, κι εγώ θα ανορθώσω τα ερείπια. Εγώ είμαι που λέω στην άβυσσο, “γίνε στεριά· τα ρεύματά σου θα τα ξεράνω”. Εγώ είμαι που λέω για τον Κύρο, “θα τον κάνω βοσκό του λαού μου”, και θα εκπληρώσει όλες τις επιθυμίες μου. Αυτός θα διατάξει για την Ιερουσαλήμ: “ν’ ανοικοδομηθεί” και για το ναό: “να μπουν νέα θεμέλια”». Ο Κύριος λέει στο βασιλιά Κύρο, σ’ αυτόν που έχρισε και υποστήριξε για να υποτάξει μπρος του τα έθνη και ν’ αφοπλίσει τους βασιλιάδες, ν’ ανοίξει μπρος του τα θυρόφυλλα των πόλεων, ώστε οι πύλες να μη μένουν πια κλειστές: «Μπροστά σου θα βαδίσω εγώ και θα εξομαλύνω τους δρόμους τους ανώμαλους· τις χάλκινες τις θύρες θα συντρίψω, θα σπάσω τους σιδερένιους τους μοχλούς. Μυστικούς θα σου δώσω θησαυρούς, κρυμμένα πλούτη, για να γνωρίσεις πως εγώ είμαι ο Κύριος, που σ’ έχω πάρει στην υπηρεσία μου, ο Θεός του Ισραήλ. Για χάρη των απογόνων του δούλου μου Ιακώβ, του Ισραήλ, του εκλεκτού λαού μου, σε πήρα στην υπηρεσία μου. Και σου ’κανα αυτή την τιμή, μολονότι εσύ δεν με γνώριζες. Εγώ είμαι ο Κύριος· δεν είναι άλλος κανείς εκτός από μένα, δεν υπάρχει άλλος Θεός. Θα σε εξοπλίσω, έστω κι αν δε με γνωρίζεις, ώστε να μάθουν από την ανατολή ως τη δύση πως άλλος δεν υπάρχει εκτός από μένα. Εγώ είμαι ο Κύριος και δεν υπάρχει άλλος. Εγώ δημιούργησα το φως και το σκοτάδι, την ευτυχία έφτιαξα και τη δυστυχία. Εγώ, ο Κύριος, είμαι που όλ’ αυτά τα πραγματοποιώ. Σκορπίστε, ουρανοί, δροσιά απ’ τα ύψη, και βρέξτε, νέφη, δικαιοσύνη· η γη ας ανοίξει κι ας προβάλει η σωτηρία, μαζί ας βλαστήσει κι η δικαιοσύνη! Εγώ ο Κύριος τα δημιούργησα αυτά. Αλίμονο σ’ εκείνον που το δημιουργό του μάχεται, ενώ είν’ όστρακο απ’ τον πηλό της γης. Κανένα βάζο πήλινο τον κεραμέα του δε ρωτάει, γιατί το κατασκεύασε, ούτε κανένα έργο του τον ρωτάει αν έχει χέρια επιδέξια. Αλίμονο σ’ εκείνον που λέει στον πατέρα του: «Γιατί με γέννησες;» στη μάνα του, «γιατί για μένα κοιλοπόνεσες;» Λέει ο Κύριος, ο Άγιος Θεός του Ισραήλ, ο δημιουργός του: «Για το λαό μου με ρωτάτε και για το τι θα κάνω μου δίνετε εντολές; Εγώ έφτιαξα τη γη και δημιούργησα πάνω σ’ αυτήν τον άνθρωπο· εγώ άπλωσα με τα χέρια μου τους ουρανούς, διατάζω όλα τ’ αστέρια τους. Εγώ ξεσήκωσα τον Κύρο για να επιβάλει τις εντολές μου, και θα εξομαλύνω όλους τους δρόμους του· αυτός την πόλη μου θα ανοικοδομήσει και θ’ απελευθερώσει τους αιχμαλώτους μου, χωρίς να πάρει χρήματα ούτε δώρα». Αυτά λέει ο Κύριος του σύμπαντος. Λέει ο Κύριος στο λαό του: «Οι εργάτες απ’ την Αίγυπτο κι οι έμποροι απ’ την Αιθιοπία και ο λαός της Σεβά, οι άντρες οι υψηλόκορμοι, θα οδηγηθούν κοντά σου και θα γίνουν δούλοι σου· θα σε ακολουθήσουν, θα περάσουν δέσμιοι από μπρος σου, θα σε προσκυνούν ομολογώντας: “μόνο μ’ εσένα είναι ο Θεός, και δεν υπάρχει άλλος Θεός εκτός από κείνον”». Πράγματι, εσύ είσαι Θεός που κρύβεσαι, Θεέ του Ισραήλ, και λυτρωτή! Θα ντροπιαστούν και θα ταπεινωθούν όλοι μαζί, αυτοί που φτιάχνουν τα είδωλα· θα φύγουν ντροπιασμένοι. Τον Ισραήλ όμως ο Κύριος θα τον σώσει κι η σωτηρία αυτή θα είναι αιώνια! Εσείς, Ισραηλίτες, δεν πρόκειται να ντροπιαστείτε ή να ταπεινωθείτε ποτέ μες στους αιώνες. Ο Κύριος είν’ ο δημιουργός του ουρανού, αυτός είν’ ο Θεός. Τη γη έφτιαξε και τη σχημάτισε, αυτός τη στέριωσε, την έπλασε όχι για να ’ναι έρημη, μα για να κατοικείται. Αυτός είναι που λέει: «Εγώ είμαι ο Κύριος και δεν υπάρχει άλλος. Δε μίλησα κρυφά ούτ’ έκρυψα τη σκέψη μου· δεν είπα στους απογόνους του Ιακώβ, “ζητήστε με στο κενό”. Εγώ είμαι ο Κύριος, που λέω ό,τι είναι δίκαιο και αναγγέλλω την αλήθεια». «Μαζευτείτε κι ελάτε· όλοι μαζί πλησιάστε, όσοι από τα έθνη επιζήσατε. Τίποτα δε γνωρίζουν αυτοί που μεταφέρουν τα σκαλισμένα ξύλα τους και σε θεό προσεύχονται ανήμπορο να σώσει. Πλησιάστε, παρουσιάστε την υπόθεσή σας, κάντε συμβούλιο ακόμα μεταξύ σας. Ποιος το ανάγγειλε αυτό απ’ τους παλιούς τους χρόνους, ποιος από τότε είχε πει πως θα συμβεί; Δεν είμ’ εγώ ο Κύριος; Άλλος Θεός εκτός από μένα δεν υπάρχει, δίκαιος Θεός και λυτρωτής, δεν υπάρχει άλλος από μένα. »Στραφείτε σ’ εμένα για να σωθείτε, όλα τα πέρατα της γης, γιατί εγώ είμαι ο Κύριος, κι άλλος Θεός εκτός από μένα δεν υπάρχει. Ορκίστηκα στον εαυτό μου κι αυτό που λέω, πάντα γίνεται. Ο λόγος μου δεν θ’ ανακληθεί, γιατί μπροστά μου θα καμφθούν όλα τα γόνατα· όλοι θα ομολογούν και θα λένε: “μονάχα ο Κύριος είναι δυνατός και προστατεύει”». Σ’ αυτόν θα ’ρθούνε καταντροπιασμένοι όλοι όσοι έχουν οργιστεί εναντίον του. Στον Κύριο θα βρούνε σωτηρία και δόξα όλοι οι απόγονοι του Ισραήλ. Έπεσε ο Βηλ, συντρίφτηκε ο Νεβώ! Τα είδωλά τους τα ’βαλαν πάνω στα ζώα, στα υποζύγια· τα φόρτωσαν πάνω στα κουρασμένα από το βάρος κτήνη. Σκύβουν όλα και γονατίζουν, δεν μπορούν να διασώσουν το φορτίο, κι αυτά μαζί οδηγούνται στην αιχμαλωσία. «Ακούστε με, Ισραηλίτες, όλοι όσοι απομείνατε από τους απογόνους του Ιακώβ», λέει ο Κύριος. «Εγώ σας φρόντισα απ’ την κοιλιά της μάνας σας και σας ανέλαβα απ’ τη στιγμή που ήρθατε στον κόσμο. Ωσότου να γεράσετε, εγώ θα παραμένω ο ίδιος, κι ωσότου ασπρίσουν τα μαλλιά σας, εγώ θα σας κρατώ. Εγώ σας έφτιαξα κι εγώ θα σας φροντίζω· βοήθεια θα σας δώσω και λυτρωμό. »Με ποιον θα με παρομοιάσετε, με ποιον θα με ταυτίσετε; Με ποιον θα με συγκρίνετε που να είμαστε όμοιοι; Κάποιοι βγάζουν χρυσάφι από το ταμείο τους κι ασήμι με την πλάστιγγα ζυγίζουν, πληρώνουν ένα χρυσοχόο για να τους φτιάξει απ’ αυτά έναν θεό, όπου τον προσκυνούν και τον λατρεύουν· στους ώμους τον σηκώνουν και τον περιφέρουν, μετά τον ξαναβάζουν κάτω και μένει εκεί ακίνητος. Προσεύχονται σ’ αυτόν, μα αυτός δεν απαντάει, από τη συμφορά τους να τους σώσει δεν μπορεί. Σκεφτείτε τι κάνετε, αποστάτες, και ντραπείτε· και λογαριάστε όσα έχω κάνει εγώ». «Φέρτε στο νου σας όσα γίνανε από πολύ παλιά, τα πρώτα, γιατί εγώ είμαι ο Θεός και δεν υπάρχει άλλος εκτός από μένα· Θεός χωρίς τον όμοιό του. Εγώ απ’ την αρχή το μέλλον φανερώνω και από πριν όσα ακόμα δεν έχουν συμβεί. Λέω, “το σχέδιό μου θα εκτελεστεί, κι όλα όσα επιθυμώ θα τα πραγματοποιήσω”. Απ’ την Ανατολή φωνάζω ένα αρπαχτικό πουλί, τον άνθρωπο που εκτελεί τα σχέδιά μου απ’ τη μακρινή τη χώρα· όπως το είπα έτσι το πραγματοποιώ· το εκτελώ όπως το έχω σχεδιάσει. »Ακούστε με, εσείς οι σκληροτράχηλοι, που η λύτρωση θαρρείτε πως βρίσκεται μακριά. Η δικαιοσύνη πλησιάζει, διόλου δεν είναι πια μακριά, η σωτηρία μου δεν θ’ αργοπορήσει άλλο· τη σωτηρία θα δώσω στη Σιών, στον Ισραήλ τη δόξα μου». «Κατέβα και στο χώμα πέσε, όμορφη Βαβυλώνα. Κάτσε στη γη χωρίς θρονί, όμορφη χώρα των Χαλδαίων· δε θα σε ονομάζουν πια γλυκιά και τρυφηλή. Πάρε το μύλο κι άλεθε αλεύρι, βγάλε το πέπλο σου, τα πόδια γύμνωσε, σήκωσε το φόρεμά σου, για να περάσεις τους ποταμούς, και θ’ αποκαλυφθεί η γυμνότητά σου και θα ταπεινωθείς. Θα πάρω εγώ εκδίκηση, κανείς δε θα με σταματήσει». Αυτά λέει ο λυτρωτής μας, που τ’ όνομά του είναι ο Κύριος του σύμπαντος, ο Άγιος Θεός του Ισραήλ. «Πέσε στη σιωπή», λέει ο Κύριος, «κι έμπα μες στο σκοτάδι, όμορφη χώρα των Χαλδαίων· δε θα μπορείς πια να ονομάζεσαι κυρίαρχη των βασιλείων. Οργίστηκα ενάντια στο λαό μου, ατίμασα τη χώρα μου, στην εξουσία σου τους παρέδωσα, μα εσύ έλεος δεν τους έδειξες· ακόμα και στους γέροντες αβάσταχτον έκανες το ζυγό σου. Είπες: “θα είμαι αιώνια κυρίαρχη”. Δε σκέφτηκες βαθιά το νόημα των γεγονότων, ούτε στοχάστηκες το τέλος τους. »Τώρα, λοιπόν, άκουσε τούτο, τρυφηλή, που κάθεσαι με ασφάλεια και σκέφτεσαι πως μόνο εσύ υπάρχεις κι άλλος κανείς, πως χήρα εσύ ποτέ σου δε θα μείνεις, ούτε θα δεις να σου πεθαίνουν τα παιδιά: Μέσα σε μια στιγμή, σε μια μονάχα μέρα, δύο κακά μαζί θα σου συμβούν: χηρεία κι ατεκνία θα πέσουν πάνω σου τελειωτικά και δε θα σ’ ωφελήσουν οι μαγείες σου οι πολλές και τ’ άφθονά σου ξόρκια. Μα εσύ βασίστηκες στην πονηριά σου και είπες: “κανένας δεν με βλέπει”. »Η γνώση κι η σοφία σου σε παραπλάνησαν και σκέφτηκες πως είσ’ εσύ και δεν υπάρχει άλλος κανείς εκτός από σένα. Θα σου συμβεί κακό, που δε θα ξέρεις πώς να το ξορκίσεις· πάνω σου θα ’ρθει συμφορά που να την αποφύγεις δε θα μπορείς· καταστροφή θα πέσει ξάφνου πάνω σου, που δε θα την έχεις προβλέψει. Κάθισε τώρα με τα ξόρκια και τις πολλές μαγείες σου, που σ’ έχουν απ’ τα νιάτα σου κουράσει. Ίσως μπορέσεις απ’ αυτά να ωφεληθείς, τη συμφορά ίσως μπορέσεις να την αποδιώξεις. »Απ’ τους πολλούς σου συμβουλάτορες κουράστηκες. Ας σηκωθούνε τώρα να σε σώσουν οι ουρανοσκόποι κι οι αστρολόγοι, που σου αναγγέλλουν κάθε μήνα τι πρόκειται να σου συμβεί. Θα γίνουν σαν το άχυρο κι η φωτιά θα τους κάψει· δε θα μπορέσουν να σωθούν από της φλόγας την ορμή. Γιατί δε θα ’ναι ανθρακιά να ζεσταθούν, δε θα ’ναι αναμμένα κάρβουνα να κάτσουν αντικρύ τους. »Έτσι θα καταντήσουνε οι μάγοι σου που από τα νιάτα σου σ’ απομυζούνε. Θα πάρουνε το δρόμο τους και θα περιπλανιούνται, κι ούτε ένας να σε σώσει δεν θα μπορεί». Ακούστε απόγονοι του Ιακώβ, εσείς που φέρνετε το τιμητικό όνομα του Ισραήλ και που είστε απόγονοι του Ιούδα! Στου Κυρίου τ’ όνομα ορκίζεστε κι επικαλείστε το Θεό του Ισραήλ, μα όχι με ειλικρίνεια και πιστότητα. Ωστόσο με καμάρι ονομάζεστε πολίτες της άγιας πόλης, και λέτε πως στηρίζεστε στο Θεό του Ισραήλ, που τ’ όνομά του είναι «ο Κύριος του σύμπαντος». Ακούστε τι έχει να σας πει: «Τα παλιότερα γεγονότα τα είχα αναγγείλει από πολύ πριν· τα είπα, τα έκανα γνωστά· και ξάφνου τα πραγματοποίησα. Επειδή ήξερα πόσο είσαι σκληρός, πως σαν ραβδί από σίδερο είναι ο τράχηλός σου και χάλκινο το μέτωπο, γι’ αυτό σου ανάγγειλα τα γεγονότα από παλιά, πριν να συμβούν σου τα γνωστοποίησα, ώστε να μην μπορείς να πεις, “το είδωλό μου το έκανε αυτό, το άγαλμά μου, η χωνευτή μου εικόνα τα διέταξε”. Τα ’χεις ακούσει όλ’ αυτά και τώρα τα είδες πραγματοποιημένα· δεν το παραδέχεσαι; »Τώρα σου αναγγέλλω νέα πράγματα, που τα ’χα φυλαγμένα, και ποτέ πριν δεν άκουσες γι’ αυτά. Τώρα μόνο τα πραγματοποιώ, τίποτα απ’ αυτά δεν έγινε παλιότερα· πριν απ’ αυτή τη μέρα ποτέ δεν άκουσες γι’ αυτά και έτσι δεν μπορείς να πεις ότι τα γνώριζες. Και βέβαια και δεν τ’ άκουσες ούτε κι έλαβες γνώση· και βέβαια τ’ αυτιά σου ήταν κλειστά από πολύ πιο πριν, γιατί ξέρω πως είσαι αναξιόπιστος και πως σ’ αποκαλούνε παραβάτη από γεννησιμιού σου. Επειδή θέλω να τιμάται το όνομά μου, θα συγκρατήσω το θυμό μου· για χάρη της δόξας μου θα τον δαμάσω, για να μη σ’ εξολοθρεύσω. Εγώ σε λαμπικάρισα, μα όχι στη φωτιά καθώς το ασήμι· στης θλίψης το καμίνι σε δοκίμασα. Για τη δική μου χάρη, μόνο γι’ αυτήν έπραξα ό,τι έπραξα, γιατί αλλιώς θ’ ατιμαζόταν τ’ όνομά μου. Τη δόξα μου δεν θα τη δώσω σε άλλον». «Άκουσέ με, Ιακώβ, Ισραήλ, που σε κάλεσα· εγώ είμαι ο ένας και μοναδικός Θεός· εγώ είμαι ο πρώτος κι ο τελευταίος. Το χέρι μου θεμέλιωσε τη γη, τους ουρανούς τούς άπλωσε το δυνατό μου χέρι· τους φωνάζω, και στη στιγμή μπροστά μου παρουσιάζονται. Συναχθείτε όλοι εσείς κι ακούστε! Αυτός που αγάπησα τα σχέδιά μου θα εκτελέσει ενάντια στη Βαβυλώνα, θα επιβάλει στους Βαβυλώνιους την εξουσία του. Ποιος άλλος εκτός από μένα τα ανάγγειλε όλα αυτά; Εγώ, ναι, εγώ μίλησα και τον κάλεσα, τον καθοδήγησα και τον βοήθησα τα σχέδιά του να πετύχουν. Πλησιάστε με κι ακούστε αυτό εδώ: απ’ την αρχή ποτέ κρυφά δε μίλησα· και από τότε που συνέβησαν αυτά τα γεγονότα, εγώ ήμουν εκεί». Και τώρα ο Κύριος ο Θεός με απέστειλε με το Πνεύμα του. Λέει ο Κύριος, ο λυτρωτής σας, ο Άγιος Θεός του Ισραήλ: «Εγώ είμαι ο Κύριος, ο Θεός σας, που σας διδάσκω ό,τι σας ωφελεί και σας οδηγώ στο δρόμο που πρέπει να βαδίζετε. Αν προσέχατε τις εντολές μου, η ευτυχία σας θα σας πλημμύριζε σαν ποταμός και η ευημερία σας θα σας σκέπαζε καθώς τα κύματα της θάλασσας· οι απόγονοί σας θα ήταν σαν την άμμο πολυάριθμοι, οι καρποί των σπλάχνων σας σαν τους κόκκους της πολλοί· τ’ όνομα του λαού σας από μπροστά μου δεν θα αφανιζόταν ποτέ». Βγείτε απ’ τη Βαβυλώνα, φύγετε απ’ τη Χαλδαία! Αναγγείλτε τα νέα με φωνές χαράς και διακηρύξτε τα παντού· φέρτε τα ως τα πέρατα της γης, και πείτε: «Ο Κύριος λύτρωσε το δούλο του, τον Ισραήλ!» Δε δίψασαν στην έρημο όπου τους οδηγούσε· νερό για χάρη τους από το βράχο έβγαλε, το βράχο έσκισε και τρέξαν τα νερά. «Μα τέτοια ευτυχία δεν υπάρχει για τους ασεβείς», λέει ο Κύριος. Ακούστε με, χώρες απομακρισμένες, προσέξτε μακρινοί λαοί! Ο Κύριος απ’ την κοιλιά της μάνας μου με κάλεσε· πριν γεννηθώ πρόφερε τ’ όνομά μου. Το στόμα μου καθώς σπαθί το ’κανε κοφτερό και με το χέρι του με προστάτεψε· σαν βέλος μ’ έκανε ακονισμένο, μ’ έκρυψε στη φαρέτρα του. Και μου είπε: «Εσύ είσαι ο δούλος μου, Ισραήλ, τη δόξα μου μ’ εσένα θα τη φανερώσω». Εγώ έκανα τη σκέψη πως άδικα κουράστηκα, μάταια και ανώφελα εξάντλησα τη δύναμή μου. Κι όμως το δίκιο μου ο Κύριος το έχει εγγυηθεί, στο χέρι του ο Θεός μου κρατάει το μισθό μου. Και τώρα ο Κύριος μιλάει, αυτός που μ’ έπλασε απ’ την κοιλιά της μάνας μου για να γίνω δούλος του, να ξαναφέρω σ’ αυτόν τους απογόνους του Ιακώβ, να συνάξω μπροστά του το λαό του Ισραήλ. Ο Κύριος με ανέδειξε· έγινε ο Θεός μου δύναμή μου. Και μου είπε: «Δεν είναι δα και τίποτε να είσαι δούλος μου για ν’ ανορθώσεις μόνο τις φυλές του Ιακώβ και να ξαναφέρεις αυτούς από τον Ισραήλ που διασώθηκαν. Γι’ αυτό εγώ θα σε κάνω φως και για τα άλλα έθνη, ώστε να φτάσει η σωτηρία μου στα πέρατα της γης. Λέει ο Κύριος, ο λυτρωτής του Ισραήλ, ο Άγιος Θεός του, σ’ εκείνον που τον περιφρονούν οι άνθρωποι και που τον αποστρέφονται τα έθνη, που έχει γίνει δούλος των τυράννων: «Οι βασιλιάδες όταν σε δουν θα σηκωθούν με σεβασμό, το ίδιο κι οι ηγεμόνες θα σε προσκυνήσουν τιμώντας τον Κύριο που σε διάλεξε, τον Άγιο του Ισραήλ, που κράτησε την υπόσχεσή του». Ο Κύριος λέει: «Όταν έρθει ο κατάλληλος καιρός θα ικανοποιήσω την επιθυμία σου, της σωτηρίας τη μέρα θα σε βοηθήσω. Θα σε διαφυλάξω και θα σε κάνω εγγυητή της διαθήκης μου με τους ανθρώπους. Τη χώρα θ’ ανορθώσεις και θα ξαναμοιράσεις εγκαταλειμμένες κληρονομιές. Θα πω στους αιχμαλώτους: “βγείτε στην ελευθερία” και σ’ όσους στο σκοτάδι βρίσκονται: “ελάτε έξω στο φως”. Στους δρόμους θα βοσκήσουν κι ακόμα όλοι οι λόφοι οι γυμνοί θα ’ναι λειμώνας τους. Δε θα πεινάσουν και δε θα διψάσουν· ο ήλιος δε θα τους πειράξει ούτ’ ο καύσωνας, γιατί οδηγός τους θα ’ναι εκείνος που τους αγαπάει και θα τους φέρει στις νεροπηγές. Όλα μου τα βουνά λεωφόρους θα τα κάνω, και θα ισιώσω όλους τους δρόμους μου. Θα έρθουν από μακριά, άλλοι από το βορρά κι από τη δύση, κι άλλοι από το νότο, από την Αίγυπτο ». Ας ψάλουν οι ουρανοί κι η γη ας χαρεί· σε ψαλμωδίες ας ξεσπάσουν τα βουνά, γιατί ο Κύριος το λαό του τον παρηγόρησε κι έδειξε έλεος στους ταλαιπωρημένους του! Ωστόσο είπε η Σιών: «Ο Κύριος μ’ εγκατέλειψε, ο Κύριός μου μ’ έχει λησμονήσει». Αλλά λέει κι ο Κύριος: «Μπορεί τάχα η μάνα το βρέφος της να λησμονήσει, και να μη δείξει την αγάπη της στο σπλάχνο της που γέννησε; Μα κι αν ακόμη εκείνες λησμονήσουν, δε θα σε λησμονήσω εγώ. »Να, κοίτα, εγώ μες στις παλάμες των χεριών μου σε ζωγράφισα· τα τείχη σου δεν τα αφήνω απ’ τα μάτια μου. Έρχονται βιαστικοί αυτοί που θα σε ανοικοδομήσουν, και φεύγουν μακριά σου αυτοί που σε κατεδαφίσαν και σ’ ερήμωσαν. Σήκωσε γύρω τα μάτια σου και κοίταξε! Όλοι συνάζονται, έρχονται σ’ εσένα. Εγώ, ο Κύριος, σου ορκίζομαι ότι όλους αυτούς θα τους φορέσεις σαν κόσμημα· θα γίνουν το στολίδι σου το νυφικό. Γιατί οι έρημοι τόποι σου και τα ερείπιά σου, η γη σου η κατεστραμμένη θα ’ναι τώρα πολύ στενή για τους κατοίκους σου, κι εκείνοι που σε καταστρέψαν θ’ απομακρυνθούν. Ως και τα παιδιά σου που στην αιχμαλωσία γεννήθηκαν κι εκείνα θα σου πουν: “πολύ στενός είναι για μας ο τόπος· κάνε μας χώρο για να κατοικήσουμε”». »Κι εσύ θα σκέφτεσαι: “ποιος τα παιδιά αυτά τα γέννησε σε μένα; Εγώ ήμουν στείρα κι άτεκνη, αιχμάλωτη κι εξόριστη· ποιος τα παιδιά αυτά τα ανέθρεψε; Εγώ είχα μείνει μόνη· από πού βρεθήκαν όλα αυτά;”» Λέει ο Κύριος ο Θεός: «Θα κάνω με το χέρι μου σινιάλο στα έθνη και θα υψώσω τη σημαία μου να τη δουν οι λαοί, ώστε να φέρουνε τους γιους σου στην αγκαλιά τους και να κρατήσουνε πάνω στους ώμους τους τις θυγατέρες σου. Οι βασιλιάδες θα γίνουν παιδοτρόφοι σου και οι πριγκίπισσές τους παραμάνες σου· θα πέσουν να σε προσκυνήσουν με το πρόσωπο στη γη, θα γλείφουνε το χώμα των ποδιών σου. Τότε θα μάθεις πως εγώ είμαι ο Κύριος κι όσοι σ’ εμένα ελπίζουνε δε θα ντροπιαστούν». «Μπορεί τάχα κανείς», ρωτάς, «να πάρει πίσω το λάφυρο ενός πολεμιστή ή ν’ απελευθερώσει ενός τυράννου τους αιχμαλώτους;» Κι ο Κύριος απαντάει: «Και του πολεμιστή τα λάφυρα μπορούνε πίσω να παρθούν, κι ενός τυράννου οι αιχμάλωτοι ν’ απελευθερωθούν. Εγώ θ’ αγωνιστώ ενάντια σ’ εκείνους που σε μάχονται κι εγώ τα τέκνα σου θα σώσω. Θα κάνω τους τυράννους σου τις σάρκες τους να φάνε μεταξύ τους και να μεθύσουν με το αίμα τους, καθώς με νέο κρασί. Τότε θα καταλάβουν όλοι ότι εγώ ο Κύριος είμ’ ο σωτήρας σου κι ο λυτρωτής σου, ο ισχυρός Θεός του Ιακώβ». Ο Κύριος λέει: «Νομίζετε πως χώρισα τη μάνα σας; πού είναι το έγγραφο του διαζυγίου; Λέτε ότι δούλους σάς πούλησα στο δανειστή μου. Όχι! Αν πουληθήκατε είναι για τις ανομίες σας· και η μάνα σας διώχτηκε μακριά για τις παραβάσεις σας. »Όταν ήρθα και φώναξα, γιατί δεν ήτανε κανείς εκεί ν’ αποκριθεί; Είναι μήπως μικρό το χέρι μου να δώσει λύτρωση; ή δεν έχω τη δύναμη να σώσω; »Εγώ με μια μου προσταγή τη θάλασσα ξεραίνω, κάνω τους ποταμούς να γίνουν έρημος· τα ψάρια τους χωρίς νερό ψοφούν. Τους ουρανούς τούς ντύνω με σκοτάδι, τους σκεπάζω με ρούχο πένθιμο». Ο Κύριος, ο Θεός, μού ’δωσε γλώσσα μαθητή, για να μπορούν τα λόγια μου τον κουρασμένο να εμψυχώνουν. Κάθε πρωί με κάνει να περιμένω άπληστα σαν μαθητής τη διδαχή ν’ ακούσω. Ο Κύριος ο Θεός την ακοή μου άνοιξε, κι εγώ δεν αντιστάθηκα ούτε στα πίσω στράφηκα να φύγω. Τη ράχη μου έδωσα σ’ αυτούς που με μαστίγωναν και το σαγόνι μου σ’ αυτούς που μου ξερίζωναν τα γένια· δεν έκρυψα το πρόσωπό μου όταν με βρίζανε και μ’ έφτυναν. Ο Κύριος όμως ο Θεός θα με βοηθήσει· γι’ αυτό και δε θα ντροπιαστώ. Γι’ αυτό και σκλήρυνα το πρόσωπό μου, να γίνει σαν την πέτρα που δεν αισθάνεται, και ξέρω πως δε θ’ απογοητευτώ. Αυτός, που θα με δικαιώσει είναι κοντά· μαζί μου ποιος θ’ αντιδικήσει; Ας παρουσιαστούμε στο δικαστήριο μαζί! Ποιος θα ’ναι αντίδικός μου; Ας με πλησιάσει. Ο Κύριος ο Θεός θα με βοηθήσει· ποιος, λοιπόν, θα με βγάλει ένοχο; Καθώς το ρούχο θα παλιώσουν όλοι τους, ο σκόρος θα τους φάει. Όποιος ανάμεσά σας σέβεται τον Κύριο, του δούλου του ας υπακούσει τη φωνή. Ακόμη κι αν βαδίζει στο σκοτάδι χωρίς καθόλου φως, στ’ όνομα του Κυρίου ας εμπιστεύεται κι ας βρίσκει στήριγμα στο Θεό του. Κι όλοι εσείς που ανάβετε φωτιές και σκορπάτε γύρω την καταστροφή με τους δαυλούς σας, θ’ αφανιστείτε από τη φλόγα της δικής σας της φωτιάς και απ’ τους δαυλούς που εσείς οι ίδιοι ανάψατε. Ετούτο από τον Κύριο θα σας συμβεί: Θα πέσετε κάτω βαθιά στον τόπο των βασάνων. Ακούστε με εσείς, που τη σωτηρία ποθείτε και που τον Κύριο αναζητάτε! Σκεφτείτε από ποιο βράχο έχετε κοπεί, από ποιο λατομείο έχετε προέλθει. Κοιτάξτε τον προπάτορά σας τον Αβραάμ, κι εκείνην που σας γέννησε, τη Σάρρα. Ο Αβραάμ όταν τον κάλεσα ήταν άτεκνος, μα τον ευλόγησα και του έδωσα πολλούς απογόνους. Έτσι ο Κύριος τη Σιών θα σπλαχνιστεί, όλα τα ερείπιά της θα τ’ ανορθώσει· την έρημό της θα την κάνει σαν την Εδέμ, σαν του Κυρίου παράδεισο τη στέπα της. Χαρά και αγαλλίαση θα είναι εκεί, δοξολογία και τραγούδια ευχαριστίας. «Ακούστε με λαοί», λέει ο Κύριος, «έθνη προσέξτε με· εγώ θα δώσω νόμο κι η κρίση μου θα γίνει φως των εθνών. Είναι κοντά η σωτηρία που φέρνω, η λύτρωση όπου να ’ναι θα φανεί. Με τη δύναμή μου θα κάνω να βασιλέψει το δίκαιο στους λαούς. Σ’ εμένα θα υπολογίζουν οι μακρινές χώρες, στη δύναμή μου θα στηρίζονται. Στους ουρανούς τα μάτια σας σηκώστε, κάτω κοιτάξτε προς τη γη. Οι ουρανοί σαν τον καπνό θα διαλυθούνε, σαν ρούχο θα παλιώσει η γη κι οι κάτοικοί της θα πεθάνουνε σαν έντομα· αλλά η λύτρωση που φέρνω θα ’ναι παντοτινή, η δικαιοσύνη μου για πάντα θα διαρκεί. »Ακούστε με, εσείς, που την πιστότητα γνωρίζετε, λαέ που έχεις το νόμο μου στην καρδιά σου: Οι προσβολές μη σας φοβίζουν των ανθρώπων, ούτε να σας ταράζουν οι ειρωνείες τους. Σαν ρούχο θα τους φάει το σκουλήκι, ο σκόρος θα τους φάει σαν το μαλλί· αλλά η σωτηρία που φέρνω θα ’ναι παντοτινή και η λύτρωση θα διαρκεί αιώνια». «Σήκω, σήκω Κύριε!» φωνάζετε, «φανέρωσε τη δύναμή σου! Σήκω όπως σ’ αλλοτινούς καιρούς, στις γενιές τις παλιές. Εσύ δεν ήσουν που κομμάτια έκανες τη Ραάβ, που διαπέρασες μ’ ακόντιο το δράκοντα; Εσύ δεν ήσουνα που ξέρανες τη θάλασσα, τα νερά της γιγάντιας αβύσσου, που δρόμο έκανες της θάλασσας τα βάθη, λεύτεροι να περάσουμε;» «Ναι, οι λυτρωμένοι μου θα επιστρέψουν», λέει ο Κύριος, «και θα ’ρθούν στη Σιών με αλαλαγμούς. Η αγαλλίαση θα στεφανώνει το κεφάλι τους, και θα ’ναι αιώνια ευτυχισμένοι. Λύπη και στεναγμός για πάντα θα χαθούν. Εγώ, μόνο εγώ, ο Κύριος, είμαι ο παρηγορητής σας! Τι τρέχει και φοβόσαστε από θνητούς ανθρώπους, που σαν το χόρτο θα αφανιστούν; Με λησμονήσατε εμένα, τον πλάστη σας, που άπλωσα τους ουρανούς και που τη γη θεμέλιωσα. Κι εσείς τρέμετε αδιάκοπα μπρος στη μανία του καταπιεστή, σαν αυτός να μπορούσε να σας καταστρέψει; Μα πού είναι τώρα η μανία του καταπιεστή; Γρήγορα θα ελευθερωθούν οι αιχμάλωτοι, θα ζήσουνε πολύχρονοι και δε θα τους λείψει το ψωμί. Εγώ είμαι ο Κύριος, ο Θεός σας, που ταράζω τη θάλασσα και κάνω να βροντούν τα κύματά της. “Κύριος του σύμπαντος” είναι το όνομά μου. Εγώ στεριώνω τους ουρανούς και τη γη θεμελιώνω. Λέω στη Σιών, “εσύ είσαι ο λαός μου. Σας έδωσα τη διδαχή μου, σας προστατεύω με το χέρι μου”». Ξύπνα, Ιερουσαλήμ! Ξύπνα και σήκω πάνω, εσύ που απ’ το χέρι του Κυρίου την κούπα ήπιες της οργής του, κι άδειασες το ποτήρι που σε ζάλισε, ως τη σταγόνα τη στερνή. Από τους γιους όλους που γέννησες, δε βρέθηκε ουτ’ ένας να σε οδηγήσει· από τους γιους όλους που ανάθρεψες, δε βρέθηκε ούτ’ ένας να σε κρατήσει απ’ το χέρι. Δύο ζευγαρωτά δεινά σε χτύπησαν –ποιος αλήθεια θα σε συμπονέσει; Ερήμωση και καταστροφή, πείνα και πόλεμος –ποιος θα σου δώσει παρηγοριά; Οι γιοι σου έχουν καταρρεύσει, κάτω από του Κυρίου το θυμό, από την απειλή του Θεού σου. Κείτονται σ’ όλων των δρόμων τις γωνιές, σαν αντιλόπη που στο δίχτυ πιάστηκε. Γι’ αυτό, άκουσε τούτο, δύστυχη, που είσαι μεθυσμένη, μα όχι από κρασί. Λέει ο Κύριός σου, ο Κύριος και Θεός σου, που το λαό του υπερασπίζεται: «Τώρα το ποτήρι που σε ζάλισε, το ποτήρι της οργής μου, το παίρνω από τα χέρια σου· δε θα πιεις άλλο απ’ αυτό. Στα χέρια θα το βάλω των βασανιστών σου, που σου είπαν: “σκύψε για να περάσουμε”. Και τότε εσύ χαμήλωσες τη ράχη σου, ένα με τη γη, δρόμο την έκανες για να διαβούνε από πάνω σου». Σήκω Σιών, σήκω κι ανάλαβε τη δύναμή σου! Ντύσου τα πιο ωραία σου φορέματα, Ιερουσαλήμ, πόλη αγία· γιατί δε θα ’ρθει πια σ’ εσένα ειδωλολάτρης ούτε ακάθαρτος. Τη σκόνη τίναξε, από πάνω σου· σήκω, Ιερουσαλήμ η αιχμαλωτισμένη. Τα δεσμά λύσε απ’ το λαιμό σου, πόλη αιχμαλωτισμένη της Σιών. Πράγματι, ο Κύριος λέει για το λαό του: «Παραδοθήκατε στη σκλαβιά χωρίς κανένας να πληρώσει για σας· γι’ αυτό και δίχως χρήματα θ’ απελευθερωθείτε». Λέει ακόμα ο Κύριος, ο Θεός: «Πρώτα ο λαός μου πήγε πρόσφυγας στην Αίγυπτο να ζήσει εκεί, κι έπειτα ήρθαν οι Ασσύριοι και τον υποδουλώσαν χωρίς λόγο. Και τι γίνεται τώρα; Αυτοί που εξουσιάζουν το λαό μου, μακριά τον οδηγήσαν στη δουλεία, δίχως να δώσουν ένα αντίτιμο. Εκείνοι που τον τυραννούν πανηγυρίζουν και διαρκώς όλη τη μέρα τ’ όνομά μου βλασφημούν. Γι’ αυτό ο λαός μου θα γνωρίσει το ποιος είμαι· θ’ αντιληφθεί τη μέρα εκείνη ότι εγώ είμαι αυτός που βεβαιώνει και λέει: “εδώ είμ’ εγώ”». Πόσο είν’ ωραία όταν απ’ τα βουνά τον αγγελιοφόρο βλέπεις να ’ρχεται, που τις καλές ειδήσεις φέρνει, που αναγγέλλει την ειρήνη και όλα τα καλά, τη σωτηρία διακηρύττει και λέει στη Σιών: «Ο Θεός σου βασιλεύει». Οι φύλακές σου αλαλάζουν, φωνάζουνε από χαρά όλοι μαζί· γιατί θα δούνε με τα μάτια τους τον Κύριο να επιστρέφει στη Σιών. Ξεσπάστε σε φωνές χαράς όλα της Ιερουσαλήμ τα ερείπια, γιατί έδωσε παρηγοριά ο Κύριος στο λαό του· λύτρωσε την Ιερουσαλήμ. Γύμνωσε ο Κύριος το άγιο του το χέρι σ’ όλα τα έθνη μπροστά, κι όλα τα πέρατα της γης θα δουν πώς ο Θεός μάς σώζει. Μακριά, μακριά! Βγείτε απ’ τη Βαβυλώνα· πράγμα ακάθαρτο μην αγγίζετε! Βγείτε από ’κει, εξαγνιστείτε εσείς, που του Κυρίου σηκώνετε τα σκεύη. Ετούτη τη φορά δεν θα ’στε αναγκασμένοι με βιάση να βγείτε, ούτε και σαν φυγάδες θα ξεκινήσετε· γιατί ο Κύριος μπροστά σας θα βαδίζει και θα ’ναι οπισθοφυλακή σας ο Θεός του Ισραήλ. Λέει ο Κύριος: «Ο δούλος μου θα προκόψει, θα εξυψωθεί, θα δοξαστεί, πολύ ψηλά θ’ ανέβει. Πολλοί έχουν εκπλαγεί γι’ αυτόν, γιατί ήταν τόσο παραμορφωμένη η όψη του· διέφερε απ’ την όψη των ανθρώπων. Έτσι θα εκπλαγούν γι’ αυτόν αμέτρητα έθνη, και βασιλιάδες άφωνοι θα μείνουν, γιατί θα δουν εκείνο που ποτέ δεν τους διηγήθηκαν, θα μάθουν κάτι που δεν είχανε ως τότε ακούσει». Ποιος θα το πίστευε αυτό που τώρα ακούσαμε; Και του Κυρίου η δύναμη σε ποιον μ’ αυτόν τον τρόπο έχει φανερωθεί; Με του Κυρίου το θέλημα ο δούλος του αναπτύχθηκε σαν τρυφερό φυτό και σαν τη ρίζα που σε ξεραμένη γη φυτρώνει. Ελκυστικός δεν ήταν ούτ’ ωραίος, ώστε να τον προσέξουμε· ούτε η παρουσία του ήταν τέτοια, που να τον αγαπήσουμε. Ήτανε περιφρονημένος απ’ τους ανθρώπους κι εγκαταλελειμμένος· άνθρωπος φορτωμένος θλίψεις, του πόνου σύντροφος, έτσι που να γυρίζουν απ’ αλλού οι άνθρωποι το πρόσωπό τους. Τον αγνοήσαμε σαν να ’ταν ένα τίποτα, του δώσαμε την καταφρόνια μας, κι εκτίμηση ούτε μια στάλα. Αυτός, όμως, φορτώθηκε τις θλίψεις μας κι υπέφερε τους πόνους τους δικούς μας. Εμείς νομίζαμε πως όλα όσα τον βρήκαν ήταν τραύματα, πληγές και ταπεινώσεις από το Θεό. Μα ήταν αιτία οι αμαρτίες μας που αυτός πληγώθηκε, οι ανομίες μας που αυτός εξουθενώθηκε. Για χάρη της δικής μας σωτηρίας εκείνος τιμωρήθηκε και στις πληγές του βρήκαμε εμείς τη γιατρειά. Όλοι εμείς πλανιόμασταν σαν πρόβατα· είχε πάρει καθένας μας το δικό του δρόμο. Μα ο Κύριος έκανε να πέσει πάνω του όλων μας η ανομία. Βασανιζόταν κι όμως ταπεινά υπέμενε, χωρίς παράπονο κανένα. Σαν πρόβατο που τ’ οδηγούνε στη σφαγή, καθώς το αρνί που στέκεται άφωνο μπροστά σ’ αυτόν που το κουρεύει, ποτέ του δεν παραπονέθηκε. Κακόπαθε, καταδικάστηκε και οδηγήθηκε μακριά· ποιος στη γενιά του ανάμεσα σκέφτεται τι ν’ απόγινε; Τον εξαφάνισαν από των ζωντανών τον κόσμο, για τις αμαρτίες μας χτυπήθηκε απ’ το θάνατο. Φτιάξαν τον τάφο του ανάμεσα στους ασεβείς, το μνήμα του ανάμεσα στους παραπεταμένους· κι όμως, δεν είχε πράξει ανομία καμιά και δόλος δεν είχε βρεθεί στο στόμα του. Ο Κύριος όμως θέλησε να τον συντρίψει με τον πόνο· έκανε τη ζωή του θυσία εξιλέωσης. Γι’ αυτό θα δει απογόνους· τα χρόνια του θα ’ναι πολλά και θα εκπληρωθεί μ’ αυτόν του Κυρίου το θέλημα. Ύστερα απ’ την ταλαιπωρία της ψυχής του, η αμοιβή του θα ’ναι να χορτάσει φως. Λέει ο Κύριος: «Ο δίκαιος δούλος μου, με τη γνώση του θελήματός μου, θα ελευθερώσει πολλούς από την ενοχή, γιατί θα πάρει επάνω του τις ανομίες τους. Γι’ αυτό και θα του δώσω θέση στους μεγάλους ανάμεσα και θα μοιράσει αυτός τα λάφυρα στους ισχυρούς. Επειδή ο ίδιος τη ζωή του στο θάνατο την έδωσε και δέχτηκε να συγκαταλεχθεί με τους αμαρτωλούς. Αυτός πολλών τις αμαρτίες βάσταξε και μεσιτεύει υπέρ των αμαρτωλών». Ψάλε εσύ, Ιερουσαλήμ άτεκνη, που ποτέ δε γέννησες! Φώναξε από χαρά και πανηγύρισε, εσύ που ωδίνες τοκετού ποτέ δεν ένιωσες! Γιατί ο Κύριος λέει πως πιότερα είναι τα παιδιά της έρημης, απ’ τα παιδιά της έγγαμης γυναίκας. Πλάτυνε τη σκηνή σου! Άπλωσε τα παραπετάσματα της κατοικίας σου χωρίς δισταγμό! Μάκρυνε τα σχοινιά της και τους πασσάλους στέριωσε. Γιατί θα επεκταθείς δεξιά κι αριστερά. Τη γη που κατοικούν τώρα τα έθνη, οι απόγονοί σου θα την πάρουν πίσω κι οι ερημωμένες πόλεις θα κατοικηθούν. Μη φοβάσαι και δε θα ταραχτείς· μη ντρέπεσαι, δε θα ταπεινωθείς. Θα λησμονήσεις τη ντροπή της νιότης σου και πια δε θα θυμάσαι της χηρείας σου τον εξευτελισμό. Γιατί άντρας σου θα γίνει ο δημιουργός σου, που τ’ όνομά του είναι Κύριος του σύμπαντος· και λυτρωτής σου ο Άγιος Θεός του Ισραήλ θα γίνει, που ονομάζεται Θεός όλης της γης. Ο Κύριος τώρα σε καλεί σαν μια γυναίκα εγκαταλειμμένη και καταθλιμμένη. Λέει ο Θεός σου: «Περιφρονεί ποτέ κανείς εκείνη τη γυναίκα που αγάπησε στα νιάτα του; »Την εποχή του Νώε ορκίστηκα πως τα νερά δε θ’ ανεβούνε πια, τη γη να πλημμυρίσουν. Έτσι και τώρα ορκίζομαι ότι δεν πρόκειται πια να θυμώσω εναντίον σου ούτε να σ’ επιπλήξω. Μπορεί να μετατοπιστούνε τα βουνά, να μετακινηθούν οι λόφοι, αλλά η αγάπη μου από σένα δε θα λείψει κι η συμφωνία μου για ειρήνη δε θα μεταβληθεί. Αυτά τα λέω εγώ ο Κύριος, που σε σπλαχνίζομαι. »Αχ, δυστυχισμένη, ταραγμένη, απαρηγόρητη Ιερουσαλήμ! Τώρα εγώ αντί για πέτρες, με σμαράγδια θα σε ξαναχτίσω και με ζαφείρια θα στεριώσω τα θεμέλιά σου. Θα κάνω από ρουμπίνια τις επάλξεις σου, τις πύλες σου από κρύσταλλα που αστράφτουν, κι από πολύτιμα πετράδια όλα τα τείχη σου. Όλα σου τα παιδιά απ’ τον Κύριο θα διδάσκονται και θα ’ναι η ευτυχία τους μεγάλη. Θ’ ασκείς τη δικαιοσύνη και θα στεριώσεις. Μακριά από σένα η αδικία! Δε θα ’χεις τίποτε να φοβηθείς. Μακριά από σένα ο τρόμος! Δε θα σε πλησιάζει. Αν κάποιος σου επιτεθεί δε θα το κάνει με τη συγκατάθεσή μου· και θ’ αποτύχει όποιος θα πολεμήσει εναντίον σου. »Εγώ δημιουργώ το σιδερά, που στ’ αναμμένα κάρβουνα φυσάει και φτιάχνει όπλα φονικά· αλλά εγώ δημιουργώ κι εκείνον που μπορεί και τ’ αχρηστεύει. Το κάθε όπλο θ’ αποτύχει, που φτιάχνεται εναντίον σου, και τον καθένα που θα στρέφει εναντίον σου τα λόγια του, θα τον αποστομώνεις. Αυτό επιφυλάσσω για τους δούλους μου και η βοήθειά τους προέρχεται από μένα». Αυτά λέει ο Κύριος. «Ελάτε όλοι όσοι διψάτε, εδώ είναι το νερό! Ακόμα κι όταν χρήματα δεν έχετε, ελάτε· αγοράστε και φάτε! Ελάτε! Κρασί και γάλα αγοράστε δίχως χρήματα, δίχως πληρωμή. Γιατί ξοδεύετε χρήματα για πράγματα που δε σας θρέφουν και το μισθό του κόπου σας τον σπαταλάτε για κάτι που δε σας χορταίνει; Υπακούστε σ’ εμένα και θα φάτε ό,τι καλύτερο· θα ευχαριστηθείτε την εκλεκτή τροφή. Ανοίξτε τ’ αυτιά σας κι ελάτε σ’ εμένα· ακούστε με, για να βρείτε τη ζωή. »Θα κάνω μ’ εσάς μια διαθήκη αιώνια, αυτήν που υποσχέθηκα στο Δαβίδ. Όπως τον έκανα εκείνον μάρτυρα της δύναμής μου στους λαούς, αρχηγό των λαών και ηγεμόνα, έτσι τώρα κι εσείς θα προσκαλέσετε έθνη που δε γνωρίζατε, κι έθνη που δε σας γνώριζαν σ’ εσάς θα τρέξουν· γιατί εγώ ο Κύριος ο Θεός σας, ο Άγιος Θεός του Ισραήλ, θα σας δοξάσω». Ζητήστε τον Κύριο, τώρα που μπορεί να βρεθεί· τώρα που βρίσκεται κοντά, φωνάξτε τον να σας βοηθήσει. Το δρόμο του ο ασεβής ας τον εγκαταλείψει κι ο άδικος τις αποφάσεις του. Στον Κύριο ας επιστρέψει που θα τον σπλαχνιστεί, ας επιστρέψει στο Θεό μας, που δίνει τη συγγνώμη πλούσια. «Οι σκέψεις μου δεν είναι σαν τις δικές σας σκέψεις», λέει ο Κύριος, «και τα έργα σας δεν είναι όπως τα δικά μου έργα. Όσο απέχει ο ουρανός από τη γη, τόσο απέχουν τα έργα μου απ’ τα δικά σας, οι σκέψεις μου από τις σκέψεις σας. »Η βροχή και το χιόνι πέφτουν απ’ τον ουρανό και πίσω εκεί δεν επιστρέφουν, χωρίς να δώσουνε στη γη να πιει και να την κάνουν γόνιμη για να βλαστήσει, να δώσει σπόρο στο σποριά κι οι άνθρωποι να φάνε. Έτσι θα είναι κι ο λόγος μου που βγαίνει απ’ το στόμα μου· πίσω δεν θα επιστρέψει σ’ εμένα αδειανός, χωρίς το θέλημά μου να εκτελέσει, χωρίς να εκπληρώσει την αποστολή που του ανέθεσα». Θα βγείτε με χαρά απ’ τη Βαβυλώνα κι έξω απ’ αυτήν θα οδηγηθείτε με ειρήνη! Στο πέρασμά σας βουνά και λόφοι θα ξεσπούν σε ύμνο κι όλα τα δέντρα του αγρού θα σας χειροκροτούν! Αντί γι’ αγκάθια θα βλαστήσουν κυπαρίσσια, αντί για βάτα θα βλαστήσουνε μυρτιές. Αυτό θα είναι δόξα για τον Κύριο, αιώνιο σημείο, ανεξάλειπτο. Ο Κύριος λέει: «Το δίκιο προστατέψτε το κι ασκείτε τη δικαιοσύνη, γιατί σύντομα θα ’ρθει η σωτηρία μου, η δικαιοσύνη μου θα φανερωθεί. Μακάριος ο άνθρωπος που τα εφαρμόζει αυτά, που σέβεται το Σάββατο και δεν το βεβηλώνει και που αποφεύγει να κάνει το κακό». Ας μη σκεφτεί κανείς αλλοεθνής, που έχει προσκολληθεί στον Κύριο, ότι μπορεί ο Κύριος να τον χωρίσει από το λαό του. Ας μη σκεφτεί κανείς ευνούχος ότι είναι δέντρο ξερό. Γιατί ο Κύριος λέει: «Τους ευνούχους που τηρούν τα Σάββατά μου και εκτελούν αυτά που μ’ ευαρεστούν μένοντας πιστοί στη διαθήκη μου, μες στο ναό μου και στα τείχη μου θα τους δώσω μνημείο με το όνομά τους, ώστε να τους θυμούνται περισσότερο απ’ αυτούς που έχουν γιους και θυγατέρες. »Τους αλλοεθνείς που μ’ αγαπάνε κι έχουν προσκολληθεί στο λαό μου για να με υπηρετούν και να ’ναι δούλοι μου, όλους εκείνους που τηρούν το Σάββατο και δεν το βεβηλώνουν και μένουνε πιστοί στη διαθήκη μου, εγώ θα τους οδηγήσω στο άγιο μου βουνό, και στο ναό μου θα τους δώσω αγαλλίαση. Τα ολοκαυτώματά τους κι οι θυσίες τους θα είναι δεκτές στο θυσιαστήριό μου, γιατί ο ναός μου θα ονομαστεί οίκος προσευχής για όλους τους λαούς». Λέει ο Κύριος ο Θεός, που θα συναθροίσει τους διασκορπισμένους του Ισραήλ: «Θα συναθροίσω ακόμα κι άλλους μαζί μ’ εκείνους που έχουν κιόλας συναθροιστεί». Ο Κύριος λέει: «Όλα εσείς τα ζώα του αγρού, μπείτε εδώ και βοσκήστε, όλα εσείς τα ζώα των δρυμών. Του λαού μου οι φύλακες είναι όλοι τους τυφλοί, τίποτα δεν καταλαβαίνουν! Όλοι τους είναι σκύλοι άφωνοι, που δεν μπορούνε να γαβγίσουν. Κάθονται μόνο κάτω κι ονειρεύονται, τους αρέσει ο ύπνος. Είναι ακόμα σκύλοι αδηφάγοι, όσα κι αν έχουνε ποτέ δεν είναι αρκετά. Είναι ηγέτες δίχως σύνεση· καθένας τους τον δρόμο του τραβάει, καθένας τους ζητάει το συμφέρον του. Και μεθυσμένοι τραγουδούν: “Κρασί θα φέρω, ελάτε, με δυνατό ας γλεντήσουμε ποτό! Το αύριο θα είναι όμοιο με το σήμερα, κι η αφθονία ακόμα πιο μεγάλη!”» Ο Κύριος λέει: «Ο δίκαιος πεθαίνει κι όμως κανένας δεν το παίρνει κατάκαρδα· χάνονται οι ευσεβείς χωρίς να το αντιληφθεί κανένας. Αλλά ο δίκαιος απ’ την κακία απομακρύνεται, για να μπει στην ειρήνη· σε μια μακαριότητα αναπαύονται εκείνοι που ακολούθησαν το δρόμο το σωστό. »Εσείς όμως, παιδιά της μάγισσας, απόγονοι μοιχού και πόρνης, πλησιάστε κατά ’δω. Ποιον κάνετε περίγελο; ποιον έχουν στόχο τ’ ανοιχτά σας στόματα και σε ποιον βγάζετε τη γλώσσα; Δεν είστε μήπως της παρανομίας παιδιά και της απάτης γέννα; Πορνεύετε με τα είδωλα κάτω από των δέντρων τις σκιές! Τα παιδιά σας μες στις χαράδρες τα θυσιάζετε και μες στων βράχων τα κοιλώματα. Των φαραγγιών τις πέτρες τις κάνατε θεούς και τις λατρέψατε. Αυτή είναι η κατάντια σας. Σ’ αυτές σταλάξατε σπονδές, κάνατε προσφορές καρπών· και περιμένετε μ’ αυτά να ’μαι ευχαριστημένος; »Βάλατε το κρεβάτι της μοιχείας σας πάνω σ’ ένα μεγάλο και ψηλό βουνό κι εκεί ανεβήκατε για να προσφέρετε θυσία. Μέσα απ’ τις θύρες και τους παραστάτες των σπιτιών σας στήσατε το ειδωλολατρικό σας σύμβολο. Εγκαταλείψατε εμένα κι ανεβαίνετε στης μοιχείας σας πάνω το κρεβάτι, λατρεύοντας ξένους θεούς. Αυτό το επαίσχυντο φέρσιμό σας το απολαμβάνετε και πληρωνόσαστε κιόλας γι’ αυτό. Πήγατε στο Μολόχ με λάδι, και αφειδώλευτα σκορπίσατε τα αρώματα. Στείλατε απεσταλμένους σας μακριά και κατεβήκατε ως τον άδη. Απ’ τις πολλές οδοιπορίες σας κουραστήκατε, μα δεν αναγνωρίσατε πως ήταν μάταιες. Βρήκατε νέες δυνάμεις και δεν αποκάματε. »Μπροστά σε ποιον δειλιάσατε, ποιον φοβηθήκατε για να με απαρνηθείτε; Επειδή εγώ τόσον καιρό έμεινα σιωπηλός, γι’ αυτό και πάψατε να με φοβάστε· δεν είν’ έτσι; Μα εγώ τις πράξεις σας θα φανερώσω που εσείς τις θεωρείτε δίκαιες· όλες αυτές δεν πρόκειται καθόλου να σας ωφελήσουν. Όταν βοήθεια θα φωνάζετε, ας έρθουν τότε να σας σώσουν τα πολλά είδωλά σας· ο άνεμος όλα θα τα πάρει, ένα φύσημα θα τα διώξει μακριά. »Εκείνοι όμως που εμπιστεύονται εμένα, θα πάρουν ιδιοκτησία τους τη χώρα και στο άγιο μου θα με λατρεύουν το βουνό». Ο Κύριος λέει: «Ανοίξτε, ανοίξτε δρόμο, στρώστε τον κι ετοιμάστε τον, πάρτε μακριά τα εμπόδια από το δρόμο του λαού μου!» Ο ύψιστος, ο υπέρτατος, αυτός που υπάρχει αιώνια και που Άγιος είναι τ’ όνομά του, λέει: «Σε τόπο κατοικώ υψηλό και άγιο, μα βρίσκομαι μαζί και με τους συντριμμένους και με τους ταπεινούς, ζωή να ξαναδώσω στων ταπεινών το πνεύμα, ζωή να ξαναδώσω στων συντριμμένων την καρδιά. Δε θα ’χω πάντα ν’ απαγγέλλω κατηγόριες, ούτε για πάντα η οργή μου θα διαρκεί, γιατί αυτοί που εγώ τους δημιούργησα θα χάναν εξαιτίας μου τη ζωή. Για τη δική σας αμαρτία και για την απληστία σας οργίστηκα. Σας χτύπησα, αποστρέφοντας το πρόσωπό μου με οργή, μα εσείς με πείσμα ακολουθήσατε το δρόμο της καρδιάς σας. Είδα τα έργα σας», λέει ο Κύριος, «μα εγώ θα σας γιατρέψω. Το δρόμο θα σας δείξω και θα σας παρηγορήσω, εσάς και τους δικούς σας που πενθούν. Εγώ βάζω στο στόμα σας κραυγή χαράς. Ειρήνη, ειρήνη σ’ όσους βρίσκονται μακριά και σ’ όσους βρίσκονται κοντά! Εγώ θα τους γιατρέψω. Εγώ, ο Κύριος, το λέω. »Αλλά οι ασεβείς μοιάζουν με ταραγμένη θάλασσα, που δεν μπορεί να ησυχάσει· κύματα λάσπης ξεσηκώνουνε και βούρκο. Δεν έχουν μερτικό στην ευτυχία και στην ειρήνη οι ασεβείς», λέει ο Θεός μου. Ο Κύριος λέει: «Φώναξε δυνατά, μη συγκρατιέσαι! Βγάλε φωνή σαν σάλπιγγα και πες στο λαό μου τις ανομίες τους, πες στους απογόνους του Ιακώβ τις αμαρτίες τους. Με αναζητούν κάθε μέρα, λένε πως χαίρονται τις εντολές μου να γνωρίζουν, ωσάν λαός που έπραξε το δίκιο και που δεν εγκατέλειψε το νόμο του Θεού του. Απαιτούν από μένα δίκαιη κρίση, θέλουν να με πλησιάσουν. Λένε όμως, “για ποιο λόγο να κάνουμε νηστεία, αφού εσύ δεν το βλέπεις; Και γιατί να ταλαιπωρούμαστε, αφού εσύ σ’ αυτό δε δίνεις προσοχή;”» Κι ο Κύριος απαντάει: «Εσείς τη μέρα που νηστεύετε παλεύετε για τα συμφέροντά σας, και βασανίζετε όλους αυτούς που σας δουλεύουν. Νηστεύετε και ταυτόχρονα μαλώνετε και φιλονικείτε, χτυπάτε ο ένας τον άλλο με γροθιές. Μ’ αυτό τον τρόπο που νηστεύετε, δεν πρόκειται να εισακουστεί η προσευχή σας. Η νηστεία, όπως εγώ τη θέλω, δεν είναι να κακουχείστε για μια μέρα, και το κεφάλι κάτω να το σκύβετε, καθώς το βούρλο, με ρούχα πένθιμα να κάθεστε στη στάχτη. Νηστεία το λέτε εσείς αυτό, μέρα αρεστή σ’ εμένα, τον Κύριο; Η νηστεία που θέλω εγώ είν’ ετούτη: Να σπάτε των αδικημένων τα δεσμά, να λύνετε τα φορτία που τους βαραίνουν, τους καταπιεσμένους ν’ απελευθερώνετε και να συντρίβετε κάθε ζυγό. Νηστεία είναι με τον πεινασμένο το ψωμί σας να μοιράζεστε, τον άστεγο να φέρνετε στο σπίτι, αν κάποιον βλέπετε γυμνόν με ρούχα να τον ντύνετε και τη βοήθεια στο συνάνθρωπό σας να μην την αρνιέστε. Τότε θα λάμψετε σαν της αυγής το φως και οι πληγές σας πολύ γρήγορα θα γιατρευτούν· η δικαιοσύνη μπροστά σας θα βαδίζει και θα ’χετε τη δόξα μου για οπισθοφυλακή. Θα με φωνάζετε κι εγώ θα σας αποκρίνομαι· βοήθεια θα γυρεύετε και θα σας απαντώ, “εδώ είμ’ εγώ”. »Πάψτε τους συνανθρώπους σας να τους καταπιέζετε, να φοβερίζετε με απειλητικές χειρονομίες, λόγια να λέτε για τους άλλους πονηρά. Μοιράστε με τον πεινασμένο το ψωμί σας και δώστε ανακούφιση στον καταπιεσμένο. Τότε μες στο σκοτάδι θα λάμψει το φως σας, και το σκοτάδι σας θα γίνει σαν του μεσημεριού το φως. Τότε εγώ, ο Κύριος, πάντοτε θα σας οδηγώ και την ψυχή σας θα χορταίνω στην άνυδρη τη γη. Θα δυναμώνω τα οστά σας· και θα ’σαστε σαν περιβόλι ποτιστικό, ωσάν νεροπηγή αστείρευτη. Θα γίνετε ονομαστοί, ως ο λαός που τα χαλάσματα οικοδόμησε και που τους δρόμους τούς ξανάφτιαξε για να κατοικηθούν οι πόλεις». Ο Κύριος λέει: «Να τηρείτε την αργία του Σαββάτου σαν μέρα άγια, που σ’ εμένα ανήκει. Οδοιπορίες, να μην κάνετε, να μην δουλεύετε και να μην κάνετε συναλλαγές, αλλά την ημέρα αυτή να την τιμάτε σαν ημέρα χαράς. Τότε θα βρείτε σ’ εμένα τη χαρά σας και θα σας οδηγήσω εγώ με ασφάλεια πάνω από κάθε εμπόδιο· και θ’ απολαύσετε τους καρπούς της χώρας που έδωσα στον προπάτορά σας τον Ιακώβ. Εγώ ο Κύριος τα λέω». Θαρρείτε πως το χέρι του Κυρίου δεν φτάνει να σας σώσει, και πως το αυτί του δεν μπορεί να σας ακούσει; Λάθος! Οι αμαρτίες σας, όμως, υψώνουν τείχος ανάμεσα σ’ εσάς και στο Θεό σας κι οι ανομίες σας τον έκρυψαν μακριά σας, τόσο που να μη σας ακούει. Τα χέρια σας έχουνε μ’ αίμα λερωθεί και με την ανομία τα δάχτυλά σας· ψέματα λέν’ τα χείλη σας, και αδικίες η γλώσσα σας. Προσφεύγετε στα δικαστήρια χωρίς να ’χετε δίκιο, μ’ άνομα μέσα υποστηρίζετε την υπόθεσή σας. Καθένας σας στηρίζεται σε πράγματα ανυπόστατα, λέει ψέματα, κυριαρχείστε από την κακία και καταλήγετε στην ανομία. Κλωσάτε αυγά οχιάς και νήμα υφαίνετε αράχνης. Όποιος φάει από τ’ αυγά σας θα πεθάνει· σπάει το αυγό και βγαίνει οχιά. Τα νήματά σας δεν είναι κατάλληλα για υφάσματα, ούτε μπορεί κανένας να ντυθεί με τα υφαντά σας. Τα έργα σας είναι παράνομα, σε κάθε βήμα σας μεταχειρίζεστε τη βία. Τρέχουν τα πόδια σας για το κακό, σπεύδετε όταν είναι να σκοτώσετε αθώο. Οι σκέψεις σας είναι αμαρτωλές· συντρίμμια και καταστροφή αφήνετε στο διάβα σας. Δεν ξέρετε ειρήνη τι θα πει, στα έργα σας δικαιοσύνη δεν υπάρχει. Τον τρόπο της ζωής σας εσείς τον διαστρεβλώσατε κι αυτοί που τον ακολουθούν δε βρίσκουν τη γαλήνη. Για τούτο είν’ ο Κύριος μακριά μας, και η εκπλήρωση των υποσχέσεών του αργεί. Προσμένουμε το φως μα να, παντού σκοτάδι· προσμένουμε διαύγεια κι όμως βαδίζουμε στα σκοτεινά. Τον τοίχο ψηλαφούμε σαν τυφλοί, ωσάν αόμματοι. Καταμεσήμερο σκοντάφτουμε όπως τη νύχτα. Μες στα σκοτάδια ζούμε σαν νεκροί. Ουρλιάζουμε όλοι μας σαν τις αρκούδες, βογγούμε σαν τα περιστέρια. Προσμένουμε την κρίση μα δεν έρχεται· τη σωτηρία αλλά αυτή είναι μακριά. Είναι μπροστά σου, Κύριε, οι αμαρτίες μας πολλές! Μάρτυρες κατηγορίας εναντίον μας είναι οι ανομίες μας. Οι παραβάσεις μας πάντοτε μας συντροφεύουν και τις γνωρίζουμε τις ανομίες μας καλά. Σ’ εσένα απιστήσαμε και σ’ αρνηθήκαμε, φύγαμε μακριά από το Θεό μας. Φερθήκαμε άδικα κι επαναστατικά, με υποκρισία στις σκέψεις και στα λόγια μας. Παραμερίστηκε η ορθή η κρίση κι έγινε απρόσιτη η δικαιοσύνη· η τιμιότητα στις αγορές παραβιάζεται κι ευθύτητα δεν υπάρχει πουθενά. Έτσι η αλήθεια χάνεται, κι όποιος παύει να κάνει το κακό ληστεύεται. Ο Κύριος το είδε και δυσαρεστήθηκε που δεν υπάρχει δίκαιη κρίση πια. Είδε πως δεν ήταν κανείς να βοηθήσει τον κατατρεγμένο κι απόρησε· γι’ αυτό με τη δική του δύναμη τον βοήθησε, κι επέβαλε το δίκαιο θέλημά του. Φόρεσε θώρακα τη δικαιοσύνη, την περικεφαλαία της σωτηρίας στο κεφάλι του, ιμάτιο τα ρούχα της εκδίκησης και για μανδύα την οργή τυλίχτηκε. Σύμφωνα με τα έργα τους, οργή στους αντιπάλους του θα αποδώσει, τιμωρία στους εχθρούς του. Θα τιμωρήσει και τους πιο απομακρυσμένους λαούς. Θα φοβηθούν τον Κύριο και τη δοξασμένη παρουσία του σ’ όλες τις χώρες, απ’ την ανατολή ως τη δύση. Γιατί θα ’ρθεί σαν ποταμός ορμητικός, σπρωγμένος απ’ τη θύελλα. Λυτρωτής θα έρθει στη Σιών, για κείνους απ’ τους απογόνους του Ιακώβ που θα επιστρέψουν απ’ την αμαρτία. «Ως προς εμένα», λέει ο Κύριος, «κάνω μ’ αυτούς διαθήκη: Το Πνεύμα μου θ’ αναπαυθεί απάνω σας. Σας εμπιστεύομαι το μήνυμά μου από τώρα και για πάντα. Και ποτέ δε θ’ αποσύρω την αποστολή αυτή ούτ’ από σας ούτ’ από τα παιδιά σας ούτ’ από τα εγγόνια σας. Εγώ ο Κύριος το λέω». Ο Κύριος λέει: «Σήκω, Ιερουσαλήμ, ορθώσου και γίνε φως! Γιατί έρχεται το φως σου, απάνω σου η δόξα μου φεγγοβολεί. Τη γη σκοτάδι θα σκεπάσει κι ομίχλη τους λαούς· μα εσένα το δικό μου φως θα σε φωτίζει, θα σε σκεπάζει η δόξα μου. Έθνη θα πάρουνε το δρόμο προς το φως σου, και βασιλιάδες προς τη λάμψη της δικής σου ανατολής. »Φέρε γύρω τα μάτια σου και κοίταξε· όλοι αυτοί έχουν μαζευτεί κι έρχονται προς εσένα. Οι γιοι σου θά ’ρθουν από μακριά και θα κρατούν τις κόρες σου στους ώμους. Τότε θα δεις και θα χαρείς, θα λαχταρά και θα σκιρτά η καρδιά σου· γιατί της θάλασσας ο πλούτος σ’ εσένα θα στραφεί, και των εθνών η δύναμη σ’ εσένα θά ’ρθει. »Καμήλες καραβάνια θα σε σκεπάσουν, νεαρές δρομάδες της Μαδιάμ και της Γεφά. Απ’ τη Σαβά θα έρθουν όλοι οι κάτοικοι με χρυσάφι και λιβάνι και θα διηγούνται τα έργα μου τα θαυμαστά. Τα πρόβατα όλα του Κηδάρ θα μαζευτούν για σένα και τα κριάρια του Νεβαϊώθ για τις θυσίες σου· θυσία ευπρόσδεκτη θ’ ανάβουν στο θυσιαστήριό μου κι εγώ το ναό μου θα τον δοξάσω με την παρουσία μου. »Ποιοι είναι αυτοί, Ιερουσαλήμ, που σαν το σύννεφο πετούν και σαν τα περιστέρια στη φωλιά τους; Ναι, ναι, πλοία συγκεντρώνονται από μακρινούς γιαλούς. Πάνε μπροστά τα πλοία τα μεγάλα και φέρνουν τα παιδιά σου από μακριά, με το ασήμι τους μαζί και το χρυσάφι, για να τιμήσουνε εμένα τον Κύριο το Θεό σου, τον Άγιο Θεό του Ισραήλ. Γιατί εγώ σε δόξασα. »Οι αλλοεθνείς θα ξαναχτίσουνε τα τείχη σου, Ιερουσαλήμ, κι οι βασιλιάδες τους θα σε υπηρετήσουν. Γιατί μες στην οργή μου σε τιμώρησα, αλλά με την αγάπη μου θα σε ελεήσω. Τις πύλες σου θα τις κρατούν πάντα ανοιχτές. Ούτε μέρα θα κλείνουν ούτε νύχτα· για να σου φέρουνε τα πλούτη των εθνών που θα τα οδηγούν οι ίδιοι οι βασιλιάδες τους. Το έθνος και το βασίλειο που δε θα σου δουλέψουν, θα εξολοθρευτούν· αυτά τα έθνη θα καταστραφούν ολότελα. »Τα πεύκα, οι κέδροι και τα κυπαρίσσια, όλη η μεγαλοπρέπεια του όρους του Λιβάνου, σ’ εσένα θα ’ρθουνε, τον τόπο μου τον άγιο να λαμπρύνουν. Τον τόπο θα δοξάσω όπου πατούν τα πόδια μου. Σ’ εσένα θα ’ρθουνε σκυφτά τα παιδιά εκείνων που σε καταπίεζαν· όλοι όσοι σε περιφρονούσαν θα πέσουνε στα πόδια σου και θα σε ονομάζουνε “η Πόλη του Κυρίου, η Σιών του Αγίου Θεού του Ισραήλ”. »Εγκαταλείφθηκες, Ιερουσαλήμ, μισήθηκες κι έμεινες έρημη και μόνη. Γι’ αυτό κι εγώ σε κάνω την αιώνια περηφάνια, να ’σαι το καύχημα μέσα σε όλες τις γενιές. Το γάλα θα θηλάσεις των εθνών, τους θησαυρούς θα φας των βασιλιάδων. Θα μάθεις πως σωτήρας σου και λυτρωτής σου εγώ είμαι, ο Κύριος, ο ισχυρός του Ιακώβ. »Χρυσάφι, θα σου φέρω αντί για μπρούτζο, ασήμι αντί για σίδερο, χαλκό αντί για ξύλο κι αντί για πέτρα σίδερο. Και θα εγκαταστήσω διοικητή σου την ειρήνη κι απόλυτο άρχοντα τη δικαιοσύνη. Στη χώρα σου δεν θα ακούει πια κανείς για βία, ούτε μέσα στα όριά σου για ερήμωση και για καταστροφή, αλλά τα τείχη σου θα σε προστατεύουν κι οι πύλες σου θα πληθαίνουν το μεγαλείο σου. »Τον ήλιο πια δε θα τον χρειάζεσαι για φως σου την ημέρα, ούτε τη νύχτα τη σελήνη να σε φωτίζει με τη λάμψη της. Γιατί εγώ ο Κύριος θα ’μαι για σένα φως παντοτινό και θα ’μαι εγώ, ο Θεός σου, το μεγαλείο σου. Ο ήλιος σου δεν θα βασιλέψει πια ούτε θα σβήσει η σελήνη σου, γιατί εγώ ο Κύριος θα ’μαι το φως σου το παντοτινό· οι μέρες του πένθους σου θα τελειώσουν. »Μονάχα δίκαιοι, θ’ αποτελούνε το λαό σου, Ιερουσαλήμ, κι αυτοί για πάντα θα κατέχουνε τη γη· αυτοί, βλαστάρι της φυτείας μου, το δημιούργημά μου, θα φανερώνουνε τη δόξα μου. Η πιο μικρή σου οικογένεια χίλια θα έχει μέλη κι η πιο αδύναμη θα γίνει έθνος ισχυρό. Όταν θα ’ρθεί ο καιρός του, εγώ ο Κύριος θα το κάνω γρήγορα να συμβεί». Το Πνεύμα με κατέχει Κυρίου του Θεού, γιατί ο Κύριος μ’ έχρισε. Μ’ έστειλε μήνυμα χαρμόσυνο να φέρω στους φτωχούς, τους τσακισμένους ψυχικά να θεραπεύσω, στους αιχμαλώτους να κηρύξω λευτεριά και στους φυλακισμένους την απαλλαγή τους. Το έτος ν’ αναγγείλω που χάρη δίνει στο λαό του ο Κύριος, τη μέρα που ο Θεός μας εκδικείται τους εχθρούς. Όλους εκείνους που πενθούν να τους παρηγορήσω, χαρά να δώσω και σ’ αυτούς που στη Σιών θρηνούν. Κόσμημα να τους δώσω αντί για στάχτη, αντί για πένθος λάδι της χαράς, γιορταστική στολή αντί γι’ απελπισία, για να ’ναι δέντρα τέλεια, φυτεία που φανερώνει του Κυρίου τη δόξα. Τα ερείπια θα ξαναχτίσουν τα παμπάλαια, θα ανορθώσουν τα εγκαταλειμμένα οικοδομήματα, θ’ ανακαινίσουν τις ερημωμένες πόλεις, που ήταν έρημες για πολλές γενιές. Ξένοι θα ’ρθούνε να δουλεύουνε για χάρη σας· θα βόσκουν τα κοπάδια σας, θα είναι γεωργοί κι αμπελουργοί σας. Εσείς όμως θα ονομαστείτε του Κυρίου ιερείς· θα σας αποκαλούνε λειτουργούς του Θεού μας. Τα πλούτη θ’ απολαύσετε των εθνών και με τη δόξα τους θα στολιστείτε. Ήταν η αισχύνη σας διπλή, και κλήρος σας οι προσβολές κι οι εμπτυσμοί απ’ τα πλήθη· γι’ αυτό και θα κληρονομήσετε διπλά τη χώρα των εχθρών σας κι αιώνια θα ’χετε χαρά. «Εγώ τη δικαιοσύνη αγαπώ», λέει ο Κύριος, «μισώ τη δολερή αρπαγή· θα δώσω με αξιοπιστία το μισθό τους και θα συνάψω μ’ αυτούς διαθήκη αιώνια. Οι απόγονοί τους θα ’ναι ονομαστοί ανάμεσα στα έθνη, οι βλαστοί τους στους λαούς ανάμεσα. Όσοι τους βλέπουν θ’ αναγνωρίζουν ότι αυτοί είναι ο λαός που ο Θεός ευλόγησε». Μεγάλη θα ’ναι η χαρά μου για τον Κύριο, για το Θεό μου θα σκιρτήσω! Γιατί με κάλυψε με τη σωτηρία του και με την προστασία του σαν με χιτώνα. Χαίρομαι σαν γαμπρός που το διάδημα φορεί, σαν νύφη που στολίζεται με τα κοσμήματά της. Όπως η γη δίνει τη βλάστησή της κι οι σπόροι όλοι που σπάρθηκαν φυτρώνουν μες στα περιβόλια, έτσι κι ο Κύριος ο Θεός θα μας χαρίσει φανερά τη σωτηρία και τη δόξα μας, μπροστά σ’ όλα τα έθνη. Για σένα Σιών δεν θα σωπάσω, ούτε για σένα θα ησυχάσω, Ιερουσαλήμ, ωσότου ολόλαμπρη προβάλει η λύτρωσή σου, λαμπάδα αναμμένη η σωτηρία σου. Τα έθνη θα δουν τη λύτρωσή σου και όλοι οι βασιλιάδες τη δόξα σου. Θα ονομαστείς μ’ ένα καινούργιο όνομα που θα σ’ το δώσει ο Κύριος ο ίδιος. Θα ’σαι στεφάνι ατίμητο στο χέρι του Κυρίου, μες στην παλάμη του Θεού σου στέμμα βασιλικό. Και τ’ όνομά σου πια δε θα ’ναι “η εγκαταλειμμένη” ούτε η χώρα σου θα ονομάζεται πια “η έρημη” αλλά θα λέγεσαι “η αγαπημένη του Θεού” κι η χώρα σου θα λέγεται “η γυναίκα του”· γιατί ο Κύριος θα σε ξαναγαπήσει και θα ’ναι για τη χώρα σου ο άντρας της. Όπως ο νέος ενώνεται σε γάμο με παρθένα, έτσι κι ο πλάστης σου μ’ εσένα θα ενωθεί. Κι όπως χαρά για το γαμπρό είναι η νύφη, έτσι χαρά για το Θεό σου θα ’σαι εσύ. Πάνω στα τείχη σου, έβαλα φρουρούς, Ιερουσαλήμ· ολημερίς κι ολονυχτίς δεν πρέπει να σωπάσουν. Εσείς, φρουροί, που όλα τα υπενθυμίζετε στον Κύριο, μην ησυχάζετε καθόλου. Κι αυτόν μην τον αφήνετε να ησυχάσει, ωσότου αποκαταστήσει την Ιερουσαλήμ, ωσότου κάνει πάνω στη γη όλοι να τη δοξάσουν. Ο Κύριος έδωσε ένορκη υπόσχεση στο λαό του και με την παντοδυναμία του την εγγυήθηκε: «Το στάρι σου δεν θα το δώσω πια να τρέφονται οι εχθροί σου και το κρασί σου, που γι’ αυτό κουράστηκες, δε θα το πίνουν πια οι αλλοεθνείς. Μα αυτοί που θα θερίζουν κι αυτοί που θα τρυγούν, θα τρώνε το ψωμί· το κρασί θα πίνουν στις άγιες μου αυλές κι αυτοί θα με δοξάζουν». Περάστε εσείς, οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ, βγείτε απ’ της πόλης σας τις πύλες! Το δρόμο ετοιμάστε για το λαό που επιστρέφει! Ανοίξτε, ανοίξτε δρόμο, κι από τις πέτρες καθαρίστε τον, σημαία σηκώστε να τη βλέπουν οι λαοί! Ο Κύριος διακήρυξε στα πέρατα της γης: «Πείτε στην πόλη της Σιών, “νάτος ο σωτήρας σου, έρχεται! Φέρνει μαζί του το λαό που έσωσε· αυτός είναι η ανταμοιβή του”». Θα λέγονται «άγιος λαός», από τον Κύριο λυτρωμένος· κι εσύ θα ονομαστείς «πόλη ποθητή», όχι εγκαταλειμμένη. Ποιος είν’ εκείνος που ’ρχεται από την Εδώμ, με ρούχα κόκκινα απ’ τη Βοσρά; Αυτός με τη λαμπρή στολή που περπατάει με δύναμη μεγάλη; «Εγώ, ο Κύριος, είμαι! Εκείνος που αποδίδω δικαιοσύνη και που να σώζω έχω τη δύναμη». Γιατί είναι κόκκινη η στολή σου και σαν εκείνου που πατάει στο πατητήρι είναι τα ρούχα σου; «Πάτησα μοναχός μου στο πατητήρι. Κανένας δε με βόηθησε απ’ τους λαούς. Απάνω στο θυμό μου τους ποδοπάτησα και τους σύντριψα πάνω στην οργή μου. Έτσι το αίμα τους πιτσίλισε τα ρούχα μου και λέρωσα όλη τη στολή μου. Γιατί στο νου μου είχα να εκδικηθώ μια μέρα τους εχθρούς μου κι ήρθε η χρονιά για να λυτρώσω το λαό μου. Κοίταξα γύρω μου, βοήθεια δεν υπήρχε! Κι έμεινα έκπληκτος που δεν ήταν ούτ’ ένας να μου παρασταθεί· έτσι το ίδιο μου το χέρι με βοήθησε και η οργή μου έγινε το στήριγμά μου. Έτσι μες στο θυμό μου ποδοπάτησα τους λαούς και πάνω στην οργή μου τους κομμάτιασα κι έχυσα το αίμα τους στη γη». Θα θυμηθώ, Κύριε, τις καλοσύνες σου, εκείνες που μας κάνουν να σε υμνούμε· όλα όσα έπραξες για μας, την πλούσια αγαθότητα που έδειξες στον Ισραήλ χάρη στο έλεός σου, που ευεργεσίες σκορπίζει. Είπες: «Αλήθεια είναι λαός μου αυτοί, είναι παιδιά μου που δε θ’ απιστήσουν». Κι έτσι έγινες σωτήρας μας. Μ’ όλες τις θλίψεις μας εσύ θλιβόσουν, κι ο άγγελος της παρουσίας σου μας έσωσε· με την αγάπη σου και με την ευσπλαχνία σου πάντα εσύ μας λύτρωνες· μας σήκωσες, μας κράτησες στην αγκαλιά σου όλα τα χρόνια που περάσανε. Εμείς όμως εξεγερθήκαμε και καταθλίψαμε το άγιο σου το Πνεύμα· έτσι κι εσύ μας έγινες εχθρός κι ο ίδιος μάς πολέμησες. Και τότε θυμηθήκαμε τις μέρες τις παλιές του Μωυσή του δούλου σου. Κι είπαμε: «Πού είν’ αυτός που απ’ το νερό έβγαλε το Μωυσή, ποιμένα του ποιμνίου του, κι έβαλε μέσα του το άγιο του το Πνεύμα; Πού είν’ αυτός που τους οδήγησε, στέκοντας στα δεξιά του Μωυσή, με το ένδοξό του χέρι, αυτός που έσκισε μπροστά τους τα νερά, κι απόκτησε έτσι δόξα αιώνια; Αυτός μέσ’ από της θάλασσας τα βάθη τους οδήγησε, χωρίς καθόλου να σκοντάψουν, όπως βαδίζει το άλογο στην έρημο. Σαν το κοπάδι που κατηφορίζει να βρει ασφάλεια στη ρεματιά, το Πνεύμα του Κυρίου τους οδηγούσε να βρουν ανάπαυση. Έτσι εσύ οδηγούσες το λαό σου, Κύριε, για να δοξάζεσαι αιώνια». Ρίξε ένα βλέμμα, Κύριε, από τον ουρανό, από την άγια, την ένδοξή σου κατοικία, και δες! Πού είν’ η φλογερή αγάπη σου κι η δύναμή σου, η ευσπλαχνία σου και η στοργή σου; Τίποτ’ απ’ όλα αυτά δεν αισθανόμαστε. Εσύ είσαι ο Πατέρας μας. Αλήθεια, ο Αβραάμ δεν μας γνωρίζει, κι ο Ιακώβ δεν μας αναγνωρίζει. Εσύ, είσαι, Κύριε, ο Πατέρας μας! Απ’ τους αιώνες τ’ όνομά σου, είναι «ο Λυτρωτής μας». Γιατί, Κύριε, μας αφήνεις να πλανιόμαστε από το δρόμο σου μακριά, και την καρδιά μας τη σκληραίνεις, έτσι που να μη σ’ υπακούμε πια; Γύρνα πίσω σ’ εμάς, για χάρη των δούλων σου, για χάρη των φυλών που σου ανήκουν. Μόνο για λίγο, εμείς, ο άγιος λαός σου, τη γη μας την κρατήσαμε. Τώρα οι εχθροί μας μόλυναν το αγιαστήριό σου. Έχουμε γίνει σαν ποτέ να μη μας εξουσίαζες, σαν να μην ήμασταν ποτέ δικοί σου. Μακάρι ν’ άνοιγες τους ουρανούς και να κατέβαινες, να τρέμαν’ τα βουνά στην παρουσία σου! Θα ήσουνα σαν τη φωτιά που καίει τους θάμνους και κάνει να κοχλάζουν τα νερά, έτσι που οι εχθροί σου να γνωρίσουν τι Θεός είσαι, και τα έθνη να τρέμουν στην παρουσία σου. Άλλοτε, έκανες πράξεις τρομερές, που δεν τις περιμέναμε! Κάποτε που κατέβηκες, τρέμαν’ στην παρουσία σου τα όρη. Απ’ την πολύ παλιά εποχή οι άνθρωποι δεν έχουν μάθει τίποτα, δεν έχουνε ακούσει, ούτ’ έχουν δει κάποιον θεό άλλον εκτός από σένα, που να βοηθάει όσους ελπίζουνε σ’ αυτόν. Φέρεσαι φιλικά σ’ εκείνους που πράττουνε με προθυμία ό,τι είναι δίκαιο, σ’ εκείνους που τηρούν τις εντολές σου. Εσύ οργίστηκες μ’ εμάς, αλλά εμείς δεν πάψαμε να αμαρτάνουμε απέναντί σου· απ’ τα παλιά τα χρόνια είμαστε αποστάτες. Όλοι μας μολυνθήκαμε, κι όλη η δικαιοσύνη μας είναι σαν ρούχο ρυπαρό. Όλοι μας σαν το φύλλο μαραινόμαστε, κι η ανομία μας καθώς ο άνεμος μας διασκορπίζει. Κανένας δεν επικαλείται τ’ όνομά σου ούτε και σκέφτεται να σ’ εμπιστευτεί. Έκρυψες πια από μας το πρόσωπό σου, και να υποφέρουμε, μας άφησες, τα επακόλουθα των αμαρτιών μας. Ωστόσο, Κύριε, εσύ είσαι ο Πατέρας μας. Εμείς είμαστε ο πηλός, ο πλάστης μας εσύ ’σαι· όλοι μας έργο των χεριών σου είμαστε. Γι’ αυτό και μην οργίζεσαι, Κύριε, υπέρμετρα και μην κρατάς στη μνήμη σου την ανομία μας για πάντα. Μα κοίταξε, λοιπόν· όλοι εμείς είμαστε ο λαός σου. Οι άγιες σου οι πόλεις ερημώθηκαν· η Σιών έγινε έρημος, η Ιερουσαλήμ ερείπια. Ο άγιος και ωραίος μας ναός, όπου σε υμνούσαν οι προπάτορές μας, της φωτιάς έγινε παρανάλωμα, όλα όσα μας ευχαριστούσαν ερειπώθηκαν. Μπορείς, Κύριε, να μένεις απαθής μπρος σ’ όλα αυτά; Μπορείς να σιωπάς και να μας ταπεινώνεις ως το έπακρο; Ο Κύριος λέει: «Έτοιμος ήμουν ν’ απαντήσω, αλλά κανείς δε με ρωτούσε· πάντα μπορούσαν να με βρουν, αλλά κανείς δεν έψαχνε για μένα. Έλεγα, “εδώ είμαι, σας ακούω!” Μα σ’ ένα έθνος το ’λεγα που δε μ’ επικαλέστηκε ποτέ του. Τα χέρια μου όλη τη μέρα άπλωνα σ’ ένα λαό αποστάτη, που κακό δρόμο ακολουθεί και που τον σέρνουν οι επιθυμίες του· σ’ ένα λαό που συνεχώς αδιάντροπα με προκαλεί, στους κήπους μέσα τις θυσίες του προσφέρει, σε κεραμίδια πάνω καίει το θυμίαμα· σε ανθρώπους που στα μνήματα περνούν τη μέρα τους και διανυκτερεύουν στις σπηλιές, τρώνε το κρέας το χοιρινό και είναι μολυσμένα από τα φαγητά των θυσιών τα σκεύη τους· σ’ αυτούς που λένε, “φύγε από κοντά μου, μη μ’ αγγίζεις, γιατί είμαι άγιος!” »Αυτοί μου ανάβουν το θυμό και καίει όλη τη μέρα σαν φωτιά. Νάτο, το ’χω γραμμένο εδώ μπροστά μου: “δε θα σωπάσω πριν να τιμωρήσω τις ανομίες τις δικές τους και των πατέρων τους μαζί. Αυτούς που πάνω στα βουνά τα είδωλα θυμιάτιζαν και στις κορυφές των λόφων με βλαστημούσαν, όπως το αξίζουν θα τους τιμωρήσω, σύμφωνα με τα έργα τους”. Εγώ, ο Κύριος, το λέω». Και συνεχίζει ο Κύριος: «Όταν ένα σταφύλι έχει χυμό, λένε “μην το καταστρέφεις, γιατί έχει μέσα του ευλογία”. Αυτό κι εγώ θα κάνω για χάρη των δούλων μου: δε θα καταστρέψω το λαό στο σύνολό του. Θα κάνω να βγουν τέκνα από τον Ιακώβ, κι απ’ τον Ιούδα απόγονοι. Θα γίνουν τα βουνά μου κτήμα των εκλεκτών μου, των δούλων μου, κι εκεί θα κατοικήσουν. Τότε η Σαρών θα γίνει η μάντρα των προβάτων τους, και η κοιλάδα Αχώρ, των γελαδιών βοσκή, για χάρη του λαού μου, που με ζήτησε. »Εσάς όμως που με εγκαταλείψατε, που λησμονήσατε το άγιο μου βουνό, που για τον Γαδ προετοιμάζετε τραπέζι, και για να προσφέρετε σπονδές στον Μενί γεμίζετε τα κύπελα, εσάς θα σας παραδώσω στη σφαγή. Όλοι σας θα εξολοθρευθείτε, γιατί σας κάλεσα και δεν αποκριθήκατε. Μιλούσα, μα εσείς δεν ακούγατε. Κάνατε ό,τι θεωρώ εγώ κακό, και προτιμούσατε αυτό που με δυσαρεστεί. »Γι’ αυτό, ακούστε τι λέω εγώ ο Κύριος, ο Θεός: Οι δούλοι μου θα ’χουν να φάνε, μα εσείς θα πεινάσετε· αυτοί θα ’χουν να πιουν, μα εσείς θα υποφέρετε απ’ τη δίψα. Αυτοί θα χαίρονται, μα εσείς θα ζείτε ντροπιασμένοι. Οι δούλοι μου θα ψάλλουν απ’ τη μεγάλη τους χαρά, μα εσείς απ’ τη βαθιά σας θλίψη θα φωνάζετε, και θα ουρλιάζετε απ’ την απελπισία. Θα αφήσετε στους εκλεκτούς μου το όνομά σας να το ’χουνε για τις κατάρες τους: “έτσι κι εσένα να σε θανατώσει ο Κύριος ο Θεός!” Αλλά στους δούλους μου εγώ θα δώσω ένα καινούριο όνομα. Κι όποιος ποθεί ευλογημένος να ’ναι σ’ αυτή τη χώρα, θα ζητά να τον ευλογήσει ο αληθινός Θεός· κι όποιος σ’ αυτή τη χώρα ορκίζεται, όρκο θα παίρνει στον αληθινό Θεό». Λέει ο Κύριος: «Όλες οι θλίψεις οι αλλοτινές θα ξεχαστούν και θα εξαφανιστούνε. Καινούριο θα δημιουργήσω ουρανό, καινούρια γη· τα περασμένα, τα παλιά, θα ξεχαστούνε, και πια κανείς δε θα τα σκέφτεται. »Αλλά θα ευχαριστιούνται όλοι και θα χαίρονται για πάντα με τα όσα δημιουργώ, γιατί θα κάνω την Ιερουσαλήμ πόλη χαράς κι ευτυχισμένο το λαό της. Κι εγώ θα χαίρομαι για την Ιερουσαλήμ, θ’ αγάλλομαι για το λαό μου. »Κλάματα δεν θ’ ακούγονται πια εκεί ούτε και θρήνοι. Βρέφος δεν θα υπάρχει εκεί που να ’χει λίγο μόνο ζήσει ούτε και γέρος που να μη συμπληρώσει μακρόχρονη ζωή. Γιατί αυτός που θα πεθαίνει στα εκατό θα θεωρείται νέος· και όποιος δεν θα φτάνει στα εκατό καταραμένος θα λογαριάζεται. Δε θα κοπιάζουν μάταια πια ούτε και θα γεννούν παιδιά, νεκρά για να τα δούνε, γιατί εγώ ο Κύριος θα τους ευλογήσω, εκείνους και τους απογόνους τους. Ακόμα πριν προλάβουν να μου φωνάξουν, εγώ θα τους έχω αποκριθεί· ακόμα πριν τελειώσουν την προσευχή τους εγώ θα κάνω να εκπληρώνεται. Ο λύκος και το αρνί μαζί θα βόσκουνε και το λιοντάρι άχυρο θα τρώει καθώς το βόδι· το χώμα θα ’ναι του φιδιού η τροφή. Κανένας δεν θα προξενεί ζημιά ούτε κακό σ’ όλο μου το βουνό το άγιο. Εγώ, ο Κύριος, το λέω». Ο Κύριος λέει: «Θρόνος μου είν’ ο ουρανός και υποπόδιό μου η γη. Τι είδους κατοικία μπορείτε εσείς να μου οικοδομήσετε, τι είδους τόπο για να μείνω εκεί; Αυτά όλα τα ’κανε το χέρι μου κι οφείλουνε σ’ εμένα την ύπαρξή τους. Μα εγώ στον ταπεινό ρίχνω το βλέμμα μου, στον πονεμένο, και σ’ αυτόν όπου το λόγο μου φοβάται. »Κάποιος για μένα θυσιάζει βόδι κι ο ίδιος πάλι σφάζει άνθρωπο. Θυσία μού προσφέρει ένα αρνί κι ο ίδιος μετά σκοτώνει κι έναν σκύλο. Καρπούς μού προσφέρει από τη μια, κι από την άλλη αίμα χοίρου. Σ’ εμένα καίει λιβάνι προσφοράς, ο ίδιος που τα είδωλα τιμάει. Αυτοί οι άνθρωποι διαλέγουν ένα δικό τους τρόπο για να ζούνε και βρίσκουν ευχαρίστηση στα είδωλα τα βδελυρά, που εγώ μισώ. Γι’ αυτό κι εγώ αποφασίζω να τους ταλαιπωρήσω και να τους κάνω να υποστούν όλα όσα φοβούνται. Εγώ καλούσα και κανείς δεν απαντούσε, μιλούσα μα αυτοί δεν άκουγαν. Κάνανε ό,τι θεωρώ εγώ κακό, και προτιμούσαν αυτό που με δυσαρεστεί». Ακούστε τι λέει ο Κύριος, εσείς όλοι που τρέμετε στο λόγο του: «Υπάρχουν συμπατριώτες σας που σας μισούν και σας αποφεύγουν επειδή είστε πιστοί σ’ εμένα: “ας δείξει ο Κύριος τη δύναμή του”, λένε ειρωνικά, “να σας δούμε να πανηγυρίζετε”, αλλά οι ίδιοι θα ταπεινωθούν. »Ακούστε τις φωνές, το θόρυβο που έρχεται απ’ την πόλη! Ακούστε φωνές που ’ρχονται απ’ το ναό! Είναι του ίδιου του Κυρίου η φωνή, που τιμωρεί αντάξια τους εχθρούς του. Εγώ που φέρνω τη γυναίκα ως την ώρα της, πώς θα την εμποδίσω να γεννήσει; Αν είμαι εγώ που ετοιμάζω κάθε γέννηση, πώς μπορώ εγώ και να τη σταματήσω, εγώ, ο Κύριος ο Θεός σας; »Χαρείτε με την Ιερουσαλήμ μαζί, σκιρτήστε γι’ αυτήν, όσοι την αγαπάτε! Φωνάξτε τώρα από χαρά μαζί της, όλοι εσείς που πενθούσατε γι’ αυτήν, για να γευθείτε μ’ ευχαρίστηση τη δόξα της, όπως χορταίνει το παιδί που στους μαστούς της μάνας του θηλάζει. Εγώ θα σας νοιαστώ και θα σας θρέψω όπως η μάνα το βυζασταρούδι της, που το κρατάει στην αγκαλιά και το χαϊδολογάει μες στην ποδιά της. Όπως η μάνα το παιδί της παρηγορεί, έτσι κι εγώ θα σας παρηγορήσω με τη χαρά της Ιερουσαλήμ. Όταν αυτό το δείτε, η καρδιά σας θα γεμίσει από χαρά· το γέρικο κορμί σας θα ξανάβρει τη ζωή καθώς την άνοιξη θεριεύει η χλόη». Ναι, ο Κύριος θα φανερώσει τη δύναμή του στους πιστούς του, μα στους εχθρούς του θα δείξει το θυμό του. Θα ξεπροβάλει ο Κύριος μέσα απ’ τη φωτιά και τ’ άρματά του θα ’ναι σαν τον ανεμοστρόβιλο. Θα εκδηλώσει το θυμό του με μανία, την απειλή του με αστραπές. Ο Κύριος με το ξίφος του το πύρινο κάθε άνθρωπο θα κρίνει. Και πολλοί θα ’ναι οι εξολοθρευμένοι απ’ αυτόν. Και λέει ο Κύριος: «Αυτοί που κάνουν καθαρμούς και ετοιμάζονται μες στους ειδωλολατρικούς κήπους για να μπουν, αυτοί που μια ιέρεια ακολουθούν που μες στη μέση στέκεται, αυτοί που τρώνε κρέας χοιρινό, το κρέας των ερπετών ή και των ποντικιών, όλοι αυτοί θα εξοντωθούν. Γνωρίζω ακριβώς τις πράξεις και τα σχέδιά τους». Ο Κύριος λέει: «Έρχεται καιρός, που όλα τα έθνη, όποια γλώσσα κι αν μιλούν, θα τα συνάξω και θα ’ρθούνε για να δουν τη δόξα μου. Σημείο θα τους δώσω της εξουσίας μου. Αυτούς που θα ’χουν διασωθεί θα τους στείλω στα έθνη να διακηρύξουνε τη δόξα μου: στη Θαρσείς, στην Πουλ, στη Λουδ, στη Μεσέχ, στην Τουβάλ και στην Ιαυάν, σε χώρες μακρινές, που τίποτα δεν έχουν μάθει για μένα, ούτε έχουν δει τη δόξα μου. »Θα φέρουν πίσω όλους τους συμπατριώτες σας, απ’ όλα τα έθνη, προσφορά σ’ εμένα τον Κύριο, πάνω σε άλογα και σε άρματα, σε αμάξια σκεπαστά και σε μουλάρια και καμήλες, στο άγιο μου βουνό στην Ιερουσαλήμ, καθώς εσείς οι Ισραηλίτες την προσφορά σας φέρνετε στο ναό μου μέσα σε σκεύη καθαρά. Μερικούς μάλιστα από αυτούς θα τους κάνω ιερείς μου και λευίτες. »Όπως θα υπάρχουν πάντα ενώπιόν μου ο καινούριος ουρανός κι η γη η καινούρια, που εγώ θα δημιουργήσω, έτσι θα διαιωνίζονται οι απόγονοί σας και το δικό σας όνομα. Εγώ ο Κύριος το λέω. Κάθε νουμηνία και κάθε Σάββατο θα έρχονται όλοι οι άνθρωποι και θα με προσκυνούν. Βγαίνοντας έξω θα μπορούν να δουν τα πτώματα εκείνων που εναντίον μου επαναστάτησαν, γιατί τα βάσανά τους ποτέ δεν θα ’χουν τελειωμό και η φωτιά αιώνια θα τους καίει. Σε κάθε άνθρωπο αηδία θα προκαλούν». Λόγοι του Ιερεμία, γιου του Χελκία. Ο Ιερεμίας ανήκε σε μια ιερατική οικογένεια της Αναθώθ, περιοχής της φυλής Βενιαμίν. Σ’ αυτόν μίλησε ο Κύριος για πρώτη φορά το δέκατο τρίτο έτος της βασιλείας του Ιωσία, γιου του Αμών, ο οποίος ήταν βασιλιάς του Ιούδα. Και συνέχισε να του μιλάει όλο τον καιρό που βασιλιάς του Ιούδα ήταν ο Ιωακίμ, γιος του Ιωσία, κι ως τότε που ο Σεδεκίας, άλλος γιος του Ιωσία, συμπλήρωσε έντεκα χρόνια βασιλιάς του Ιούδα –συγκεκριμένα ως τον πέμπτο μήνα εκείνου του έτους, οπότε οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ οδηγήθηκαν στην αιχμαλωσία. Ο Κύριος μου είπε: «Πριν ακόμη σε πλάσω μες στην κοιλιά της μάνας σου, σε διάλεξα, και πριν ακόμα γεννηθείς σε είχα ξεχωρίσει, για να είσαι προφήτης στα έθνη». Τότε εγώ απάντησα: «Μα Κύριε, Θεέ, εγώ δεν ξέρω να κηρύττω το λόγο· είμαι ακόμη πολύ νέος». Ο Κύριος μου αποκρίθηκε: «Μη λες πως είσαι ακόμη πολύ νέος· γιατί σε όλους όσους σε στέλνω θα πας, και όλα όσα σε διατάζω θα τα πεις. Μη φοβάσαι κανέναν, γιατί εγώ είμαι μαζί σου για να σε προστατεύω. Εγώ το λέω, ο Κύριος». Τότε ο Κύριος άπλωσε το χέρι του και άγγιξε τα χείλη μου. Και μου είπε: «Έτσι βάζω τα λόγια μου στο στόμα σου. Πρόσεξε· από σήμερα θα έχεις την εξουσία στα έθνη και στα βασίλεια να ξεριζώνεις και να γκρεμίζεις, να καταστρέφεις και να ερημώνεις, να χτίζεις και να φυτεύεις». Έπειτα ο Κύριος με ρώτησε: «Τι βλέπεις, Ιερεμία;» «Ένα κλαδί μυγδαλιάς», απάντησα. «Καλά είδες», μου λέει, «κι εγώ επαγρυπνώ για να πραγματοποιήσω τα λόγια μου». Ο Κύριος με ξαναρώτησε: «Τι βλέπεις;» Κι απάντησα: «Βλέπω ένα καζάνι που βράζει, με το στόμιο στραμμένο σ’ εμένα από το βορρά». «Από το βορρά», μού λέει, «θα ξεχυθεί η δυστυχία πάνω στους κατοίκους αυτής της χώρας». Και συνέχισε ο Κύριος: «Θα καλέσω να έρθουν όλα τα έθνη απ’ το βορρά· οι βασιλιάδες τους θα στήσουν τους θρόνους τους γύρω από τα τείχη της Ιερουσαλήμ και απέναντι από τις πύλες της· θα περικυκλώσουν όλες τις πόλεις του βασιλείου του Ιούδα. Τότε θα τους κρίνω για όλες τις κακίες τους, επειδή με εγκατέλειψαν και θυσίασαν σε άλλους θεούς και προσκύνησαν τα έργα που κατασκεύασαν με τα χέρια τους. »Εσύ, όμως Ιερεμία, ετοιμάσου, και σήκω να τους πεις όλα όσα σε διατάζω. Μη τους φοβηθείς, για να μη σε κάνω στ’ αλήθεια να δειλιάσεις μπροστά τους. Εγώ σήμερα σε κάνω δυνατό σαν πόλη οχυρωμένη, σαν σιδερένιο στύλο και σαν τείχος χάλκινο, ν’ αντισταθείς απέναντι σ’ όλη αυτή τη χώρα, στους βασιλιάδες του Ιούδα, στους άρχοντες, στους ιερείς και στο λαό της. Θα σε πολεμήσουν, αλλά δε θα σε νικήσουν, γιατί εγώ θα είμαι μαζί σου για να σε προστατεύω. Εγώ το λέω, ο Κύριος». Ο Κύριος με πρόσταξε και μου είπε: «Πήγαινε αυτό το μήνυμα στην Ιερουσαλήμ: “ακούστε τι λέει ο Κύριος: Θυμάμαι πόσο πιστή μού ήσουν στα νιάτα σου, και πόσο μ’ αγαπούσες όταν ήμασταν νιόπαντροι. Με είχες ακολουθήσει στην έρημο, σε γη που τίποτα δε φυτρώνει. Τότε ανήκες μονάχα σ’ εμένα, όπως οι πρώτοι καρποί της σοδειάς. Όποιος τολμούσε να σ’ αγγίξει θα ήταν ένοχος και θα τον τιμωρούσα, λέει ο Κύριος”». Το λόγο του Κυρίου ακούστε, απόγονοι του Ιακώβ, όλες οι φυλές του Ισραήλ! Ο Κύριος λέει: «Σε τι έβλαψα τους προγόνους σας κι απομακρύνθηκαν από μένα; Στράφηκαν στα είδωλα και γι’ αυτό καταστράφηκαν. Δεν ενδιαφερθήκατε για μένα, αν και σας έβγαλα απ’ την Αίγυπτο και σας οδήγησα μέσα από την έρημο, μέσ’ από γη με στέπες και χαράδρες, μέσ’ από γη ξερή και σκοτεινή, απάτητη και ακατοίκητη. Σας έφερα σε καρποφόρα χώρα για να χαίρεστε τους καρπούς και τα καλύτερα αγαθά της, αλλά εσείς ήρθατε και μολύνατε τη χώρα μου, κάνατε μισητή τη χώρα που μου ανήκει. Οι ιερείς σας δεν ενδιαφέρθηκαν για μένα· αυτοί οι ιερείς, που εξηγούν το νόμο μου, δε με γνώρισαν. Οι άρχοντες επαναστάτησαν εναντίον μου και οι προφήτες προφήτεψαν επικαλούμενοι το Βάαλ και λάτρεψαν τ’ άχρηστα είδωλα. Γι’ αυτό εγώ, ο Κύριος, θα κατηγορήσω εσάς, μαζί ακόμη και τα παιδιά σας και τα εγγόνια σας. »Μακριά πηγαίνετε, στις χώρες της δύσης· και στην Κηδάρ στα ανατολικά στείλτε να δείτε· παρατηρήστε και θα διαπιστώσετε πως δεν ξανάγινε πράγμα σαν κι αυτό: Ποτέ ένα έθνος τους θεούς του δεν τους άλλαξε, έστω κι αν δεν ήταν πραγματικοί θεοί. Κι όμως ο λαός μου εμένα, το δυνατό του Θεό, με αντικατέστησε με είδωλα ανίσχυρα. Θαυμάστε ουρανοί γι’ αυτό, φρίξτε, βαθιά συγκλονιστείτε», λέει ο Κύριος. «Διπλή αμαρτία έκανε ο λαός μου: Εμένα εγκατέλειψαν, πηγή τρεχούμενου νερού, και σκάψαν να ’χουνε δεξαμενές ρωγμές γεμάτες, που δεν μπορούν να συγκρατήσουν το νερό». «Μήπως είναι δούλος ο Ισραήλ ή μήπως είναι δούλος οικογενής; Πώς κατάφερε να γίνει λάφυρο των εχθρών του; Βρυχήθηκαν σαν τα λιοντάρια εναντίον του οι εχθροί, ξέσπασαν σε κραυγές, ερήμωσαν τη χώρα του· κάηκαν εντελώς οι πόλεις του, δεν έχουν πια κατοίκους. Τώρα οι Αιγύπτιοι της Μέμφιδας και της Δάφνης θα έρθουν και θα του ξυρίσουν το κεφάλι. Δεν φταις για όλα αυτά εσύ, που εγκατέλειψες τον Κύριο, τον Θεό σου, όταν σε οδηγούσε στην πορεία σου; Και τώρα, τι προσδοκάς πηγαίνοντας στην Αίγυπτο να πιεις νερό από το Νείλο; Και τι προσδοκάς πηγαίνοντας στην Ασσυρία να πιεις νερό απ’ τον Ευφράτη; Η ίδια σου η ασέβεια θα σε τιμωρήσει κι η απομάκρυνσή σου από μένα θα σε καταδικάσει. Θα μάθεις και θα δεις πόσο κακό είναι και πικρό τον Κύριο να εγκαταλείπεις, το Θεό σου, και πια να μην τον σέβεσαι. Εγώ ο Κύριος του σύμπαντος το λέω». «Ήθελες από πάντα να συντρίψεις το ζυγό σου, να σπάσεις τις αλυσίδες σου. “Δε θέλω να υπηρετήσω” έλεγες. Πάνω σε κάθε ψηλό λόφο και κάτω από κάθε σκιερό δέντρο ξάπλωνες και πόρνευες. Ενώ εγώ σε είχα φυτέψει σαν κλήμα εκλεκτό, από το σπόρο τον καλύτερο, εσύ έγινες αγριόκλημα, που πια δεν το αναγνωρίζω. Όσο και αν πλένεσαι με νίτρο και χρησιμοποιείς ποτάσα άφθονη, η ανομία σου από μπροστά μου δεν θα εξαλειφθεί», λέει ο Κύριος ο Θεός. «Και πώς μπορείς να λες: “εγώ δεν μολύνθηκα και δε λάτρεψα διόλου τους Βααλίμ”; Κοίτα τα ίχνη σου στην κοιλάδα και αναγνώρισε το τι έχεις κάνει. Μοιάζεις με νεαρή καμήλα σε οργασμό, που τρέχει άσκοπα εδώ κι εκεί. Μοιάζεις με άγριο θηλυκό γαϊδούρι, που μαθημένο είναι να ζει στην έρημο, λαχανιασμένο από τον οργασμό· ποιος μπορεί να το σταματήσει! Τ’ αρσενικά που το αναζητούν, το βρίσκουν εύκολα μπροστά τους, όταν είναι στον καιρό του. Προσέξτε Ισραηλίτες, μήπως και λιώσουν τα ποδήματα στα πόδια σας και το λαρύγγι σας από το τρέξιμο ξεραθεί. Αλλά εσείς λέτε: “τι μας νοιάζει; Εμείς αγαπάμε τους ξένους θεούς και τους ακολουθούμε”». «Όπως ο κλέφτης νιώθει ντροπή όταν τον πιάνουν, έτσι θα ντρέπεστε κι εσείς, Ισραηλίτες, οι βασιλιάδες σας κι οι άρχοντές σας, οι ιερείς σας κι οι προφήτες σας. Λέτε στο ξύλο “εσύ είσαι πατέρας μας”, στην πέτρα “εσύ μας γέννησες”. Μου στρέψατε τα νώτα σας αντί για το πρόσωπό σας. Μα όταν σας βρούνε συμφορές, μού φωνάζετε “σήκω και σώσε μας!” Πού είναι όμως οι θεοί σας, που κατασκευάσατε; Ας σηκωθούν, λοιπόν, να σας σώσουν, αν μπορούν, όταν σας βρούνε συμφορές. Γιατί οι θεοί σας είναι τόσοι πολλοί, όσες και οι πόλεις σας, λαέ του Ιούδα. Γιατί κατηγορείτε εμένα, αφού όλοι σας επαναστατείτε εναντίον μου;» λέει ο Κύριος. «Μάταια σας τιμώρησα· δε διορθωθήκατε. Καθώς αχόρταγο λιοντάρι, το ξίφος σας έφαγε τους προφήτες μου». «Εσείς, όμως, η σύγχρονη γενιά, ακούστε το λόγο του Κυρίου: Μήπως έγινα τόσο τρομερός για τους Ισραηλίτες, όπως η έρημος ή το βαθύ σκοτάδι; Λέτε, λαέ μου, “δε θέλουμε να έχουμε καμιά σχέση μαζί σου· δε θα ξαναγυρίσουμε σ’ εσένα”. Μπορεί η κοπέλα να ξεχάσει τα στολίδια της ή μια νύφη το νυφικό της; Και όμως ο λαός μου με έχει ξεχασμένον εδώ κι αμέτρητους καιρούς». «Πόσο καλά ξέρεις να τρέχεις πίσω από τους εραστές σου! Συνήθισες πια να διαπράττεις εγκλήματα. Στα ρούχα σου υπάρχει αίμα αθώων φτωχών ανθρώπων, που δεν πιάστηκαν δα και να παραβιάζουν σπίτια! Μα η κατάρα για όλα αυτά τα έργα, πάνω σας θα ξεσπάσει. Εσύ όμως λες: “είμαι αθώος. Ο Κύριος δεν είναι πια μαζί μου θυμωμένος”. Αλλά εγώ ο Κύριος θα σε κρίνω, γιατί ισχυρίζεσαι ότι δεν έχεις αμαρτήσει». «Γιατί τόσο εύκολα αλλάζεις πολιτική; Θα ντροπιαστείτε από την Αίγυπτο, όπως ντροπιαστήκατε από την Ασσυρία. Θα φύγεις κι από ’κει καλύπτοντας το πρόσωπό σου με τα χέρια σου από ντροπή, γιατί εγώ, ο Κύριος έχω απορρίψει εκείνους που εσύ εμπιστεύεσαι. Τίποτα δεν θα πετύχεις μ’ αυτούς». Ο Κύριος λέει: «Αν κάποιος διώξει τη γυναίκα του, κι αυτή πάει και γίνει γυναίκα άλλου, μπορεί ο πρώτος να την ξαναπαντρευτεί; Όχι. Δεν είν’ αυτή η χώρα εντελώς μολυσμένη; Εσύ, Ισραήλ, πόρνεψες μ’ εραστές πολλούς και τώρα θέλεις να γυρίσεις σ’ εμένα; Σήκω τα μάτια σου στους λόφους και δες πού δεν επόρνεψες; Σε ποιους δρόμους δεν κάθισες προσμένοντας τους εραστές σου, καθώς ο Άραβας στην έρημο, που καρτεράει το θύμα του; Με τις πορνείες σου και τις κακίες σου μόλυνες τη γη. Γι’ αυτό δεν έπεσαν βροχές φθινόπωρο ούτε άνοιξη. Μοιάζεις πόρνη ξεδιάντροπη και τα λάθη σου δεν τ’ αναγνωρίζεις. Και τώρα μου λες: “πατέρα μου, που μ’ αγαπάς από παιδί, δε θα ’σαι αιώνια μαζί μου οργισμένος, δεν είν’ έτσι;” Αυτά είπες, Ισραήλ, αλλά δεν παύεις πεισματικά να κάνεις όσα κακά μπορείς». Την εποχή της βασιλείας του Ιωσία ο Κύριος μου είπε: «Είδες τι έπραξε αυτή η άπιστη γυναίκα, ο Ισραήλ; Πήγε πάνω σε κάθε ψηλό βουνό και κάτω από κάθε σκιερό δέντρο και πόρνεψε εκεί. Κι αναλογίστηκα: Αφού χορτάσει μ’ όλα αυτά, θα γυρίσει σ’ εμένα· αλλά δε γύρισε. Και τα είδε αυτά ο Ιούδας, η άπιστη αδερφή του Ισραήλ. Ακόμα είδα και τούτο: ότι ενώ εγώ έδιωξα τον Ισραήλ, την άπιστη γυναίκα, για όλες τις μοιχείες που είχε διαπράξει και της έδωσα το έγγραφο του διαζυγίου, ωστόσο η άλλη άπιστη γυναίκα, ο Ιούδας, δε φοβήθηκε αλλά πήγε και πόρνεψε κι εκείνη. Με την αδιάντροπη πορνεία του μόλυνε τη χώρα και μοίχευε λατρεύοντας λιθάρια και ξύλα. Και μ’ όλα αυτά ο Ιούδας, η άπιστη αδερφή του Ισραήλ, δεν επέστρεψε σ’ εμένα μ’ όλη του την καρδιά, αλλά προσποιητά. Εγώ το λέω, ο Κύριος». Ο Κύριος μου είπε: «Μολονότι ο Ισραήλ είχε απομακρυνθεί από μένα, αποδείχτηκε δικαιότερος από τον άπιστο Ιούδα. Πήγαινε, λοιπόν, φώναξε κατά το βορρά και πες: “ο Κύριος λέει: Γύρνα πίσω, άπιστη γυναίκα, Ισραήλ· δε θέλω να ξεσπάσει πάνω σου η οργή μου, γιατί εγώ είμαι πολυεύσπλαχνος. Δε θα είμαι για πάντα οργισμένος. Μονάχα παραδέξου την ανομία σου, ότι απίστησες σ’ εμένα, τον Κύριο, το Θεό σου· στους ξένους παραδόθηκες θεούς κάτω από κάθε σκιερό δέντρο, και δεν υπάκουσες στις εντολές μου”». «Γυρίστε πίσω», λέει ο Κύριος, «παραστρατημένα παιδιά, γιατί σ’ εμένα ανήκετε. Θα πάρω έναν δυο από κάθε πόλη και φυλή και θα τους φέρω στη Σιών. Θα σας δώσω ποιμένες όπως τους θέλω εγώ, και θα σας φροντίζουν με σύνεση και κατανόηση. »Τότε», συνέχισε ο Κύριος, «όταν θα ’χετε γίνει πολυάριθμοι και θα ’χετε αυξηθεί στη χώρα αυτή, κανείς δε θα μιλάει πια για την κιβωτό της διαθήκης του Κυρίου ούτε κανείς θα τη σκέφτεται ούτε θα τη θυμάται ούτε θα τη χρειάζεται ούτε και θα την ξαναφτιάξει κανείς. Εκείνον τον καιρό θα αποκαλούν την Ιερουσαλήμ “Θρόνο του Κυρίου” και θα συγκεντρώνονται σ’ αυτήν όλα τα έθνη στ’ όνομα του Κυρίου· δε θ’ ακολουθούν τις διαθέσεις της πονηρής καρδιάς τους. Τότε θα ενωθεί ο Ιούδας με τον Ισραήλ, και θα ’ρθουνε μαζί από τη χώρα του βορρά στη χώρα που έδωσα στους πατέρες σας να την έχουν στην κατοχή τους». Ο Κύριος λέει: «Είχα αποφασίσει να σε δεχτώ σαν γιο μου, και να σου δώσω μια ονειρεμένη χώρα ιδιοκτησία σου, ένδοξη ανάμεσα στα έθνη. Κι αναλογιζόμουν ότι θα με αποκαλούσες “πατέρα” κι από μένα δεν θ’ απομακρυνόσουν. Αλλά όπως μια γυναίκα απιστεί στον άντρα της, έτσι απίστησες σ’ εμένα, Ισραήλ». Φωνή ακούστηκε από τους λόφους, θρήνος και παρακλήσεις των Ισραηλιτών, επειδή πήραν το στραβό δρόμο, λησμόνησαν τον Κύριο, το Θεό τους. Αλλά ο Κύριος λέει: «Επιστρέψτε παραστρατημένα παιδιά· θα αποκαταστήσω το παραστράτημά σας». «Ναι, Κύριε, ερχόμαστε σ’ εσένα, γιατί εσύ είσαι ο Θεός μας. Στ’ αλήθεια, η θορυβώδης πολυπραγμοσύνη πάνω στα βουνά και στους λόφους δε μας βοηθάει· η βοήθειά μας, Κύριε, Θεέ μας, μόνο από σένα προέρχεται. Από παλιά ο Βάαλ κατέφαγε καθετί που οι πρόγονοί μας είχαν αποκτήσει: τα πρόβατά μας, τα βόδια μας, τους γιους μας και τις κόρες μας. Ζούμε μέσα στη ντροπή, βυθισμένοι στην ατιμία μας. Έτσι μας αξίζει, γιατί αμαρτήσαμε στον Κύριο, το Θεό μας, εμείς και οι πρόγονοί μας, από παλιά μέχρι σήμερα· δεν υπακούσαμε στις εντολές του». «Αν θέλεις να επιστρέψεις, Ισραήλ, μπορείς να επιστρέψεις σ’ εμένα», λέει ο Κύριος. «Αν πετάξεις τα βδελυρά σου είδωλα να μην τα βλέπω, δε θα μείνεις άλλο χωρίς πατρίδα. Κι αν ορκιστείς επικαλούμενος το όνομα του αληθινού Θεού και είσαι ειλικρινής, τίμιος και δίκαιος, τότε οι κάτοικοι των εθνών θα ευλογούν ο ένας τον άλλον χρησιμοποιώντας το όνομά μου και θα είναι υπερήφανοι που με γνωρίζουν». Ο Κύριος λέει στους κατοίκους του Ιούδα και της Ιερουσαλήμ: «Οργώστε καλά τα χωράφια σας αντί να σπέρνετε ανάμεσα στ’ αγκάθια. Κάμετε περιτομή που να ευχαριστεί εμένα τον Κύριο· περιτμηθείτε στις καρδιές σας, άντρες του Ιούδα και κάτοικοι της Ιερουσαλήμ. Αλλιώς θα ξεσπάσει ο θυμός μου φλογερός σαν τη φωτιά, που κανείς δε θα μπορεί πια να τη σβήσει· τόσες πολλές θα είναι οι κακές σας πράξεις». Αναγγείλατε και κηρύξτε στους κατοίκους του Ιούδα και της Ιερουσαλήμ. Σαλπίστε με τη σάλπιγγα σ’ όλη τη χώρα, φωνάξτε δυνατά, και πείτε τους: «Συναχθείτε γρήγορα να μπούμε στις οχυρωμένες πόλεις! Βάλτε στους δρόμους οδοδείκτες προς τη Σιών, τρέξτε να γλιτώσετε! Μη στέκεστε! Γιατί κακό θα φέρω απ’ το βορρά, καταστροφή μεγάλη». Σαν το λιοντάρι που βγαίνει από το δάσος του, ξεκίνησε ο καταστροφέας των εθνών και βγήκε από τον τόπο του, τη χώρα σας για να ερημώσει· οι πόλεις σας θα καταστραφούν και κανείς κάτοικος δε θ’ απομείνει. Γι’ αυτό, φορέστε πένθιμα, θρηνήστε και μοιρολογήστε: «δεν έπαψε ακόμη ο Κύριος να είναι φοβερά θυμωμένος μαζί μας». «Τη μέρα εκείνη», λέει ο Κύριος, «ο βασιλιάς κι οι άρχοντες θα χάσουν το θάρρος τους. Οι ιερείς θα ταραχθούν και οι προφήτες θα εκπλαγούν. Τότε θα παραπονιούνται: “αχ, Κύριε Θεέ, εξαπάτησες τελείως το λαό αυτό και τους κατοίκους της Ιερουσαλήμ· γιατί ενώ είπες πως θα ’χουμε ειρήνη, μάς έχουν βάλει το μαχαίρι στο λαιμό”. Τότε θα πω κι εγώ στο λαό αυτό και στους κατοίκους της Ιερουσαλήμ, ότι θα φυσήξει εναντίον τους ένας ζεστός άνεμος από τους λόφους της ερήμου. Δε θα ’ναι ο αέρας που λυχνίζουν και καθαρίζουν το στάρι· θα είναι αέρας πιο δυνατός απ’ αυτόν και θα ’ρθει με διαταγή μου. Γιατί τώρα εγώ ο Κύριος θα ανακοινώσω τη δικαστική απόφαση εναντίον τους». Έρχονται σύννεφο οι εχθροί κι είναι τ’ αμάξια τους ανεμοστρόβιλος· απ’ τους αετούς γοργότερα είναι τ’ άλογά τους. Αλίμονό μας! Είμαστε χαμένοι. Ξέπλυνε τις κακίες της καρδιάς σου, Ιερουσαλήμ, για να σωθείς· ως πότε θα παραμένουν μέσα σου οι σκέψεις σου οι κακές; Ακούστε λοιπόν: Οι αγγελιοφόροι φέρνουνε άσχημα νέα απ’ την περιοχή της Δαν κι απ’ τα βουνά του Εφραΐμ. Προειδοποιήστε τα έθνη, ανακοινώστε το και στην Ιερουσαλήμ ότι έρχονται εχθροί από μακρινή χώρα με πολεμικές ιαχές ενάντια στις πόλεις του βασιλείου του Ιούδα. Σαν φύλακες του αγρού την περικύκλωσαν, «γιατί επαναστάτησε εναντίον μου», λέει ο Κύριος. Όλα αυτά σού τα προξένησαν η συμπεριφορά σου και τα έργα σου, λαέ του Ιούδα. Αυτή η κακία σας σάς έφερε πίκρα που έφτασε μέχρι την καρδιά σας. Τα σωθικά μου! Πονούν τα σωθικά μου! Σφαδάζω από τον πόνο! Η καρδιά μου πάει να σπάσει· δεν μπορώ να σωπάσω, γιατί άκουσα τον ήχο της σάλπιγγας, την πολεμική ιαχή. Απανωτές ειδήσεις έρχονται για τις ήττες και τις καταστροφές. Όλη η χώρα ερημώνεται! Με μιας καταστραφήκαν οι σκηνές μας, τα παραπετάσματά μας σκίστηκαν. Ως πότε θα βλέπω την πολεμική σημαία και θ’ ακούω τον ήχο της σάλπιγγας; «Ο λαός μου είναι ανόητος», λέει ο Κύριος. «Δε με γνωρίζουν· είναι σαν τ’ άμυαλα παιδιά τα δίχως γνώση. Είναι πανούργοι για να κάνουν το κακό, μα το καλό δεν ξέρουν να το πράττουν». Κοιτώ τη γη: έρημη είναι κι ασχημάτιστη· κοιτώ τους ουρανούς: ούτ’ ένα αστέρι. Κοιτάζω τα βουνά: τρέμουν· όλοι οι λόφοι τραντάζονται. Ψάχνω για ανθρώπους μα δε βρίσκω ούτ’ έναν· και για πουλιά, μα όλα έχουνε φύγει. Κοιτώ την εύφορη τη γη: έγινε έρημος. Όλες οι πόλεις είναι ερείπια απ’ του Κυρίου το φοβερό θυμό. Κι όλα αυτά, γιατί ο Κύριος είχε πει: «Όλη η χώρα θα ερημωθεί, αλλά ολοκληρωτική καταστροφή δεν θα προξενήσω. Για τούτο θα πενθήσει η χώρα, θα σκοτεινιάσει ο ουρανός. Εγώ ο Κύριος μίλησα κι αποφάσισα· δε θα μετανιώσω ούτε θ’ ανακαλέσω». Όλοι οι κάτοικοι της χώρας φεύγουν από το θόρυβο που κάνουν οι καβαλάρηδες· έρχονται οι τοξότες στα δάση κι ανεβαίνουν στους βράχους. Όλες οι πόλεις εγκαταλείπονται· κανένας πια δεν κατοικεί σ’ αυτές! Κι εσύ, Ιερουσαλήμ, είσαι καταδικασμένη να καταστραφείς. Τι επιδιώκεις όταν ντύνεσαι στα κόκκινα, όταν φοράς χρυσά στολίδια και βάφεις τα μάτια σου με σκιές; Μάταια καλλωπίζεσαι! Οι εραστές σου θα σ’ εγκαταλείψουν, θα επιδιώξουν να σε σκοτώσουν. Άκουσα μια φωνή, σαν της γυναίκας όταν την πιάνουν οι πόνοι του πρώτου της τοκετού. Είν’ η φωνή της Σιών που προσπαθεί να αναπνεύσει. Απλώνει τα χέρια της απελπισμένα και φωνάζει: «Βοήθεια! Με σκοτώνουν!» Ο Κύριος λέει: «Βαδίστε μέσ’ από τους δρόμους της Ιερουσαλήμ· καλά κοιτάξτε και ψάξτε στις πλατείες της! Αν βρείτε έστω κι έναν άνθρωπο να κάνει το σωστό και ν’ αναζητάει την αλήθεια, τότε εγώ θα συγχωρήσω την αμαρτία της πόλης. Κι όμως, ακόμη και όταν ορκίζονται στο όνομά μου, σίγουρα ψέματα ορκίζονται». Κύριε, δεν είναι η εντιμότητα το μόνο που σ’ ενδιαφέρει; Τους χτύπησες αλλά αυτοί δεν νοιάστηκαν· τους σύντριψες αλλά δε διορθώθηκαν· αντίθετα, αποδείχτηκαν πιο πεισματάρηδες κι αρνήθηκαν να επιστρέψουνε σ’ εσένα. Τότε εγώ σκέφτηκα: Αυτοί είναι φτωχοί κι αγράμματοι, οπότε δεν ξέρουν το δρόμο του Κυρίου, τις εντολές του Θεού. Θα πάω, λοιπόν, στους ισχυρούς να τους μιλήσω. Αυτοί ασφαλώς θα ξέρουν το δρόμο του Κυρίου και τις εντολές του Θεού τους. Αλλά κι αυτοί, ακόμη περισσότερο αρνήθηκαν να υπακούσουν στον Κύριο· έφυγαν μακριά του, λες κι ήτανε βαριά δεσμά οι εντολές του. «Γι’ αυτό του δάσους θα τους φάνε τα λιοντάρια», λέει ο Κύριος, «λύκοι από την έρημο θα τους κατασπαράξουν· παρδάλεις θα παραμονεύουνε στις πόλεις τους. Όποιον βγαίνει έξω απ’ αυτές θα τον ξεσκίζουν, γιατί πληθύναν οι ανομίες τους κι οι αποστασίες τους αυξήθηκαν». Λέει ο Κύριος: «Πώς να σας συγχωρήσω για όλα αυτά; Τα παιδιά σας μ’ εγκατέλειψαν και σε θεούς ορκίστηκαν που δεν ήταν θεοί. Εγώ τους χόρτασα, εκείνοι όμως μοίχευαν και τρέχανε στα σπίτια των πορνών. Είναι σαν τα καλοθρεμμένα, τα βαρβάτα άλογα, που το ένα για το ταίρι του άλλου χρεμετίζει. Δεν πρέπει να τους τιμωρήσω για όλα αυτά; Να μην εκδικηθώ ένα τέτοιο έθνος; Ανεβείτε εχθροί στ’ αμπέλια και καταστρέψτε τα· μα μην τα αφανίσετε εντελώς. Τα κλήματά της ξεριζώστε τα, γιατί σ’ εμένα δεν ανήκουν. Ο λαός του Ισραήλ και ο λαός του Ιούδα απίστησαν πολλές φορές σ’ εμένα. Κι αυτά τα λέω εγώ, ο Κύριος». Αυτοί οι άνθρωποι αρνήθηκαν τον Κύριο και είπαν: «Τι χρησιμεύει να υπολογίζουμε σ’ αυτόν; Δε θα μας βρει κακό κανένα· πείνα δεν θ’ αντιμετωπίσουμε ούτε πόλεμο. Όσα οι προφήτες λένε είναι του αέρα λόγια. Δεν έχουν μέσα τους λόγια Θεού να πουν. Εκείνα που προλέγουν ας πέσουν πάνω τους». Αλλά ο Θεός, ο Κύριος του σύμπαντος, μου είπε: «Επειδή αυτοί μιλούν έτσι, θα κάνω εγώ τα λόγια μου στο στόμα σου φωτιά, και το λαό αυτό ξύλα θα τον κάνω και θα τους κατακάψει η φωτιά. »Πες τους από μέρους μου: “Ισραηλίτες, θα φέρω εναντίον σας ένα έθνος από μακριά, έθνος αρχαίο και δυνατό, που δε θα ξέρετε τη γλώσσα του και δε θα καταλαβαίνετε τι λένε. Των πολεμιστών του η φαρέτρα το θάνατο σκορπίζει· είναι όλοι τους πανίσχυροι. Αυτοί θα τρώνε τους καρπούς απ’ τη συγκομιδή σας και το δικό σας το ψωμί· τους γιους σας θα σκοτώνουν και τις κόρες σας. Τα πρόβατά σας και τα βόδια σας θα τα καταβροχθίζουν, θα εξαφανίζουν τον καρπό από τ’ αμπέλια σας και απ’ τις συκιές. Θα καταστρέφουν πολεμώντας τις οχυρωμένες πόλεις σας, που σ’ αυτές νιώθατε ασφαλείς”». Μου είπε επίσης ο Κύριος: «Ακόμη και τότε όμως δε θα καταστρέψω εντελώς το λαό μου. Κι όταν ρωτήσουν: “γιατί ο Κύριος ο Θεός μας μάς τα κάνει όλα αυτά;” τότε απάντησέ τους: “όπως στη χώρα σας εκείνον τον εγκαταλείψατε και υπηρετήσατε ξένους θεούς, έτσι θα υπηρετήσετε κι ανθρώπους ξένους, σε χώρα που δε θ’ ανήκει σ’ εσάς”». «Στείλτε μήνυμα στους απογόνους του Ιακώβ, διακηρύξτε στους κατοίκους του βασιλείου του Ιούδα και πείτε τους: Πρόσεξε, λοιπόν, λαέ ανόητε και πεισματάρη. Έχετε μάτια αλλά δε βλέπετε, αυτιά αλλά δεν ακούτε. Γιατί, διαφορετικά θα με υπολογίζατε», λέει ο Κύριος. «Θα τρέματε μπροστά μου. Εγώ έβαλα την άμμο φραγμό στη θάλασσα, αιώνιο σύνορο που να το ξεπεράσει δεν μπορεί· φουσκώνει η θάλασσα μα παραπέρα δεν μπορεί να προχωρήσει. Ταράζονται τα κύματά της, αλλά το σύνορο να το περάσουν δεν μπορούν. Εσείς, όμως, Ισραηλίτες, είστε λαός ισχυρογνώμονας κι επαναστατικός· αποστατήσατε και φύγατε από μένα. Ούτε σκεφτήκατε να με τιμήσετε, εμένα τον Κύριο, το Θεό σας, που στέλνω στον καιρό της τη φθινοπωρινή και την ανοιξιάτικη βροχή, κι εξασφαλίζω κάθε χρόνο τις εβδομάδες του θερισμού. Οι ανομίες και οι αμαρτίες σας σάς στέρησαν όλα αυτά τα καλά». Ο Κύριος λέει: «Βρεθήκαν στο λαό μου ασεβείς, που στήνουνε παγίδα ανθρώπους να συλλάβουνε, όπως εκείνοι που παραμονεύουν να πιάσουνε πουλιά. Όπως είναι γεμάτο το κλουβί πουλιά, έτσι τα σπίτια τους είναι γεμάτα απάτη. Γι’ αυτό έγιναν δυνατοί και πλούτισαν, και χόντρυναν και πάχυναν. Δε βάζουν όρια στις κακές τους πράξεις· δίκαια δεν κρίνουν, αδικούν τα ορφανά και τους φτωχούς, κι έτσι καλοπερνάνε. Δεν πρέπει να τα τιμωρήσω όλα αυτά;» λέει ο Κύριος. «Να μην εκδικηθώ ένα τέτοιο έθνος;» «Τρομερά και φοβερά συμβαίνουνε σ’ αυτή τη χώρα», λέει ο Κύριος. «Οι προφήτες προφητεύουν επικαλούμενοι το ψεύδος και οι ιερείς ενεργούν σύμφωνα με τη δική τους διδασκαλία. Και ο λαός μου όλα αυτά τα δέχεται. Μα τι θα κάνετε όταν θα έρθει το τέλος;» Απόγονοι του Βενιαμίν φύγετε από την Ιερουσαλήμ και ζητήστε ασφάλεια αλλού. Σαλπίστε σάλπιγγα στην Τεκωά και κάντε σινιάλο με καπνό στη Βαιθ-Ακαρέμ. Γιατί έρχεται απ’ το βορρά συμφορά και καταστροφή μεγάλη. Τη Σιών, που είναι σαν κοπέλα όμορφη και τρυφερή, τώρα θα την εξολοθρεύσω! Θα έρθουν οι ποιμένες των εθνών με τα κοπάδια τους, γύρω σου θα σου στήσουν τις σκηνές τους· καθένας στο δικό του το λειβάδι θα βόσκει το κοπάδι του. «Ετοιμαστείτε για επίθεση εναντίον της!» θα πουν. «Εμπρός, να επιτεθούμε το μεσημέρι! Τι κρίμα! Η μέρα γέρνει, του απόσπερου μακραίνουν οι σκιές! Τότε εμπρός, να γίνει η επίθεση τη νύχτα! Να καταστρέψουμε τα ωραία της τ’ ανάκτορα». Ο ίδιος ο Κύριος του σύμπαντος προστάζει τους εχθρούς: «Κόψτε δέντρα κι υψώστε ανάχωμα ενάντια στην Ιερουσαλήμ· αυτή την πόλη θα την τιμωρήσω, γιατί μονάχα καταπίεση υπάρχει εκεί. Σαν την πηγή που αναβλύζει τα νερά της, έτσι κι αυτή αναβλύζει την κακία της. Βίας κραυγές και καταπίεσης ακούγονται σ’ αυτήν· μπροστά στα μάτια μου οι άνθρωποι βασανίζονται και υποφέρουν. »Άκου την προειδοποίησή μου, Ιερουσαλήμ, για να μη σ’ εγκαταλείψω κι έρημο σε κάνω και γη ακατοίκητη». Ο Κύριος του σύμπαντος μου είπε: «Καλά τρυγήστε σαν αμπέλι το υπόλοιπο των Ισραηλιτών, που επέζησε· τα χέρια σας απλώστε στο λαό σας, όπως ο τρυγητής ραγολογάει τα κλήματα». Αλλά εγώ είπα: «Ποιος θα με άκουγε αν τους μιλούσα και τους προειδοποιούσα; Αυτοί έχουν κλειστά τ’ αυτιά τους κι αρνιούνται να προσέξουν τα λόγια σου. Ο λόγος του Κυρίου έγινε γι’ αυτούς αντικείμενο χλευασμού· δεν ευχαριστούνται να τον ακούν. Γι’ αυτό είμαι γεμάτος απ’ του Κυρίου το θυμό. Κουράστηκα και δεν μπορώ να συγκρατήσω το θυμό μου». Ο Κύριος μου απάντησε: «Άσ’ το θυμό σου να ξεσπάσει πάνω στα παιδιά που είναι έξω στους δρόμους, πάνω στις συνάξεις των νέων· άντρες και γυναίκες, γέροι και οι πολύ ηλικιωμένοι, όλοι θα αιχμαλωτιστούν. Τα σπίτια τους σε άλλους θα δοθούν και τα χωράφια κι οι γυναίκες τους το ίδιο· γιατί θα τιμωρήσω αυτής της χώρας τους κατοίκους», λέει ο Κύριος. «Όλοι τους, από τον πιο ασήμαντο ως τον πιο σπουδαίο, προσπαθούν να πλουτίσουν παράνομα. Ακόμη και προφήτες και οι ιερείς εξαπατούν το λαό. Φέρονται σαν οι πληγές του λαού μου να ήταν αμυχές· λένε στο λαό μου πως όλα πάν’ καλά, μα τίποτε καλά δεν πάει. Θα έπρεπε να ντρέπονται που έπραξαν εκείνες τις βδελυρές τους πράξεις. Καθόλου όμως δεν ντράπηκαν ούτε κοκκίνισαν. Γι’ αυτό και θα καταστραφούν όπως όλοι οι άλλοι. Θα τους τιμωρήσω και θ’ αφανιστούν», λέει ο Κύριος. Ο Κύριος λέει: «Εγώ είχα νουθετήσει το λαό μου: Στο δρόμο που βαδίζετε παρατηρήστε και ρωτήστε, ανάμεσα στα μονοπάτια που οι πρόγονοί σας βάδισαν, ποιο ήτανε το πιο σωστό· ακολουθήστε τότε αυτό και θα βρείτε ανάπαυση. Εκείνοι όμως απάντησαν: “δε θέλουμε”. Εγώ τους έβαλα σκοπιές για να τους ειδοποιήσουν: “προσέξτε τον ήχο της σάλπιγγας!” Αυτοί όμως απάντησαν: “δε θα προσέξουμε”. »Γι’ αυτό ακούστε, έθνη, και μάθετε καλά τι πρόκειται να συμβεί στο λαό μου. Άκου, γη: Η συνέπεια των πονηρών σχεδίων τους είναι ότι θα τους τιμωρήσω, γιατί στα λόγια μου δεν δώσαν προσοχή κι απέρριψαν το νόμο μου. Αδιάφορον μ’ αφήνει το λιβάνι που μου φέρνουν απ’ τη Σαβά, και η ευωδιαστή κανέλα από χώρα μακρινή. Τα ολοκαυτώματά τους δεν είναι δεκτά και οι θυσίες τους δε μου είναι ευχάριστες. Γι’ αυτό, θα βάλω εμπόδια μπροστά σ’ ετούτο το λαό· πάνω τους θα σκοντάψουνε και θα πεθάνουν πατέρες μαζί με τους γιους τους, οι γειτονές τους και οι φίλοι τους». Ο Κύριος λέει: «Έρχεται λαός από μια χώρα απ’ το βορρά, έθνος μεγάλο ξεσηκώνεται από της γης τις άκρες. Τόξο κρατάνε και χατζάρι, είναι σκληροί και άσπλαχνοι· στ’ άλογα ανεβαίνουν κι ακούγονται οι φωνές τους σαν τη βοή της θάλασσας· πολεμιστές που για τη μάχη παρατάσσονται ενάντια σ’ εσένα, πόλη της Σιών». Λένε οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ: «Ακούσαμε την είδηση και παραλύσανε τα χέρια μας· μας έπιασε αγωνία και πονέσαμε σαν τη γυναίκα που είναι να γεννήσει». Λένε ο ένας στον άλλον οι άνθρωποι: «Μη βγείτε στα χωράφια· από τους δρόμους μακριά! Γιατί ο εχθρός εκεί είναι και σκοτώνει, τρόμος επικρατεί παντού». Λαέ μου, ντύσου στα πένθιμα και κυλίσου στη στάχτη· πένθησε όπως πενθεί κανείς για το μονάκριβο το γιο του, θρήνησε πικρά· γιατί άξαφνα θα ’ρθει ο εχθρός που όλα θα τα καταστρέψει. Ο Κύριος μου είπε: «Ιερεμία, σε έβαλα ελεγκτή για να ελέγχεις το λαό μου και να εξερευνάς τις διαθέσεις τους». Κι εγώ διαπίστωσα πως όλοι τους είναι ισχυρογνώμονες, στασιαστές και συκοφάντες· σκληροί σαν το χαλκό και σαν το σίδερο· όλοι τους είναι διεφθαρμένοι. Φυσάει ο φυσητήρας του μεταλλουργού να λιώσει το μολύβι με τη φωτιά· μάταια όμως παιδεύεται ο χωνευτής· δεν ξεχωρίζουν οι κακοί. Άχρηστο ασήμι θα ονομάζουν τους Ισραηλίτες, γιατί ο Κύριος τους απέρριψε. Ο Κύριος είπε στον Ιερεμία: «Στάσου στην πόρτα του ναού μου και κήρυξε εκεί το λόγο αυτόν εδώ: Ακούστε του Κυρίου το λόγο όλοι οι κάτοικοι του Ιούδα, που περνάτε απ’ αυτές τις πύλες για να πάτε να προσευχηθείτε στον Κύριο! Ο Κύριος του σύμπαντος, ο Θεός του Ισραήλ, λέει: Διορθώστε τη συμπεριφορά σας και τα έργα σας, και τότε θα επιτρέψω να κατοικήσετε στον τόπο αυτό. Μην ξεγελάτε τον εαυτό σας επαναλαμβάνοντας: “ο ναός που κατοικεί ο Κύριος, ο ναός του Κυρίου, ο ναός του Κυρίου είν’ εδώ!” Αν πράγματι διορθώσετε τη συμπεριφορά και τα έργα σας, αν αποδώσετε απόλυτα το δίκαιο ο ένας στον άλλο, αν δεν καταπιέζετε τον ξένο, το ορφανό και τη χήρα, αν πάψετε να θανατώνετε αθώους ανθρώπους εδώ σ’ αυτόν τον τόπο και να λατρεύετε ξένους θεούς, γιατί αυτό θα είναι η καταστροφή σας, τότε εγώ θα κατοικήσω μαζί σας σ’ αυτόν τον τόπο, στη χώρα που έδωσα στους προγόνους σας για πάντα. »Εσείς όμως εξαπατάτε τον εαυτό σας με λόγια ψεύτικα, που απ’ αυτά δεν θα ωφεληθείτε. Κλέβετε και σκοτώνετε, μοιχεύετε κι ορκίζεστε ψέματα· θυμίαμα προσφέρετε στο Βάαλ και λατρεύετε θεούς, που ποτέ δεν τους γνωρίσατε. Κι έπειτα έρχεστε και στέκεστε ενώπιόν μου, στο ναό αυτό που φέρει τ’ όνομά μου και λέτε: “εδώ είμαστε ασφαλείς!” Και συνεχίζετε να κάνετε όλες αυτές τις βδελυρές πράξεις. Τι θαρρείτε πως είναι ο ναός αυτός, που φέρει τ’ όνομά μου; Σπηλιά ληστών; Εντάξει! Τότε κι εγώ θα τον θεωρήσω έτσι. »Πηγαίνετε, λοιπόν, στη Σιλώ, τον τόπο που για πρώτη φορά είχα διαλέξει να λατρεύομαι, και δείτε τι καταστροφή έκανα σ’ αυτόν για τις αμαρτίες του λαού μου, του Ισραήλ. Και τώρα, πάλι κάνατε τα ίδια ανόσια έργα· σας μίλησα ασταμάτητα μα δεν ακούσατε· σας κάλεσα μα δεν αποκριθήκατε. Γι’ αυτό, σ’ ετούτον το ναό που φέρει τ’ όνομά μου κι όπου εσείς αισθάνεστε ασφαλείς, στον τόπο αυτόν που έδωσα σ’ εσάς και στους προγόνους σας, θα κάνω τα ίδια που έκανα και στη Σιλώ. Θα σας διώξω από μπροστά μου, όπως έδιωξα και τους αδερφούς σας, όλους τους απογόνους του Εφραΐμ”. Εγώ το λέω, ο Κύριος». «Εσύ, Ιερεμία, μην προσεύχεσαι πια για το λαό αυτόν! Μη μου φωνάζεις και μη με παρακαλείς· μη με πιέζεις, γιατί δε θα σε ακούσω. Δε βλέπεις τι κάνουν αυτοί στις πόλεις του Ιούδα, στους δρόμους της Ιερουσαλήμ; Τα παιδιά μαζεύουν ξύλα, οι πατεράδες ανάβουν τη φωτιά· οι γυναίκες ζυμώνουν το ζυμάρι και φτιάχνουνε γλυκίσματα για τη Βασίλισσα του Ουρανού· σπονδές προσφέρουν σ’ άλλους θεούς, για να κάνουν εμένα να πονέσω. Αλήθεια, εμένα θα κάνουν να πονέσω; Όχι βέβαια, αλλά τον εαυτό τους! Αυτοί θα ντροπιαστούν. Γι’ αυτό λέω εγώ, ο Κύριος, ο Θεός: Θα ξεσπάσει ο φλογερός θυμός μου πάνω σ’ αυτό τον τόπο· πάνω σ’ ανθρώπους και σε ζώα και σε δέντρα και πάνω στους καρπούς της γης· κι όταν ανάψει ο θυμός μου, κανείς δεν θα μπορέσει να τον σβήσει». Ο Κύριος του σύμπαντος, ο Θεός του Ισραήλ, λέει: «Τι μου προσφέρετε ολοκαυτώματα και τα προσθέτετε στις άλλες σας θυσίες; Φάτε τα εσείς όλα τα κρέατα! Όταν εγώ έβγαλα τους προγόνους σας από την Αίγυπτο, δεν τους διέταξα τίποτε για ολοκαυτώματα και για θυσίες. Αλλά τους έδωσα αυτή την εντολή: “υπακούστε σ’ εμένα, και τότε εγώ θα είμαι Θεός σας κι εσείς λαός μου· ακολουθήστε καθ’ όλα το δρόμο που σας καθορίζω, για να είστε ευτυχείς”. Αυτοί όμως δεν υπακούσανε ούτε δώσανε προσοχή αλλά κάνανε εκείνο που τους έλεγε η σκληρή και πονηρή καρδιά τους· μου ’στρεψαν την πλάτη αντί για το πρόσωπο. Από τότε που έβγαλα τους προγόνους σας από την Αίγυπτο μέχρι σήμερα, σας έστελνα αδιάκοπα όλους τους δούλους μου τους προφήτες. Αλλά κανείς σας δεν με άκουσε ούτε με πρόσεξε. Αντισταθήκατε με πείσμα· και πράξατε χειρότερα απ’ τους προγόνους σας. »Αν πας να τους τα πεις όλα αυτά, δε θα σε ακούσουν· αν τους καλέσεις, δε θα σου αποκριθούν. Πες τους, λοιπόν: “είστε έθνος που δεν υπακούει στον Κύριο, το Θεό του, και δε διορθώνεται· για πιστότητα δεν γίνεται πια λόγος. Χάθηκε κι αυτή”». Λαέ της Ιερουσαλήμ, κούρεψε τα μαλλιά σου και πέταξέ τα· θρήνησε πάνω στους λόφους, γιατί είσαι μια γενιά που ο Κύριος οργίστηκε εναντίον της, την απέρριψε και την εγκατέλειψε. «Πράγματι», λέει ο Κύριος, «οι κάτοικοι του βασιλείου του Ιούδα έκαναν μιαρές πράξεις ενώπιόν μου. Έστησαν τα είδωλά τους στο ναό που φέρει τ’ όνομά μου και τον μόλυναν. Στην κοιλάδα Εννόμ καθιέρωσαν ιερόν τόπο, που τον ονόμασαν “Τοφέθ”· εκεί θυσιάζουν τους γιους τους και τις κόρες τους στη φωτιά, πράγμα που εγώ δεν το διέταξα ούτε καν το διανοήθηκα. Γι’ αυτό θα έρθουν μέρες, που η κοιλάδα αυτή δεν θα ονομάζεται πια “Κοιλάδα Εννόμ” ή “Τοφέθ”, αλλά “Φαράγγι της Σφαγής”, γιατί εκεί θα θάβουν τους νεκρούς, επειδή αλλού δε θα υπάρχει τόπος. Και τα πτώματα του λαού αυτού θα είναι τροφή για τα όρνια και τα τσακάλια, που δε θά ’ναι κανείς να τα φοβίσει. Στις πόλεις του Ιούδα και στους δρόμους της Ιερουσαλήμ θα κάνω να σωπάσουν οι θόρυβοι των πανηγυριών, οι κραυγές της χαράς και τα τραγούδια των νιόπαντρων, γιατί η χώρα θα ερημωθεί». «Εκείνο τον καιρό», λέει ο Κύριος, «θα βγάλουν απ’ τους τάφους τους τα κόκαλα των βασιλιάδων του Ιούδα, των αρχόντων του, των ιερέων, των προφητών και όλων των κατοίκων της Ιερουσαλήμ. Και θα τ’ απλώσουν αντίκρυ στον ήλιο, στο φεγγάρι και σ’ όλα τ’ άστρα του ουρανού, που αυτοί οι άνθρωποι τ’ αγάπησαν και τα λάτρεψαν, τ’ ακολούθησαν, τα συμβουλεύτηκαν και τα προσκύνησαν σαν θεούς. Αυτά τα κόκαλα δεν θα τα συγκεντρώσουν ποτέ ούτε και θα τα ξαναθάψουν· κοπριά θα γίνουν πάνω στη γη». Ο Κύριος του σύμπαντος λέει: «Ο θάνατος θα είναι προτιμότερος απ’ τη ζωή, για όλους εκείνους που θα επιζήσουν από την πονηρή αυτή γενιά, σ’ όλους τους τόπους που θα τους έχω διασκορπίσει». Ο Κύριος με πρόσταξε να πω στο λαό του: «Αν κάποιος πέσει, δε θα ξανασηκωθεί; Αν κάποιος το δρόμο του χάσει, δε θα τον ξαναβρεί; Γιατί, λοιπόν αυτός ο λαός μου της Ιερουσαλήμ απομακρύνεται αδιάκοπα χωρίς ποτέ το δρόμο του να βρίσκει; Στα είδωλά τους προσκολλώνται κι αρνούνται να επιστρέψουν. Με προσοχή άκουσα, μα δε μίλησαν σωστά· κανένας δεν υπάρχει που να μετανοεί για την κακία του και που να λέει “τι έκανα;” Καθένας τους ακολουθεί ασυλλόγιστα το δρόμο του, καθώς το άλογο που ορμά στη μάχη. Κι ο πελαργός ακόμα στον ουρανό ξέρει το χρόνο ακριβώς που πρέπει να γυρίσει. Το τρυγόνι, το χελιδόνι κι ο γερανός γνωρίζουν τον καιρό τον ορισμένο για ν’ αποδημήσουν. Ο λαός μου όμως δεν έχει ιδέα για τις εντολές που του έχω δώσει». Ο Κύριος λέει: «Πώς ισχυρίζετε ότι είστε σοφοί, επειδή ξέρετε τους νόμους του Κυρίου; Αφού οι νόμοι αυτοί έχουν νοθευτεί απ’ τους ανάξιους ερμηνευτές τους! Θα ντροπιαστούνε οι σοφοί, θα φοβηθούν και θα παγιδευτούνε: Αρνήθηκαν το λόγο μου· τότε η σοφία τους ποια θα είναι; »Θα δώσω τις γυναίκες τους σε άλλους, και τα χωράφια τους σε ξένους, σε κατακτητές· επειδή όλοι, από τον πιο ασήμαντο ως τον πιο σπουδαίο, γυρεύουν να πλουτίσουνε παράνομα. Όλοι τους, ακόμα κι οι προφήτες και οι ιερείς, ψέματα λένε. Φέρονται σαν οι πληγές του λαού μου να ήταν αμυχές· λένε στο λαό μου πως όλα πάν’ καλά, μα τίποτε καλά δεν πάει. Θα έπρεπε να ντρέπονται για εκείνες τις βδελυρές τους πράξεις. Καθόλου όμως δεν ντράπηκαν ούτε κοκκίνισαν. Γι’ αυτό και θα καταστραφούν όπως όλοι οι άλλοι· θα τους τιμωρήσω και θ’ αφανιστούν», λέει ο Κύριος. «Αν έρθω στο λαό μου σαν τρυγητής, σταφύλια δεν θα βρω ούτε σύκα», λέει ο Κύριος. «Ακόμα και τα φύλλα θά ’χουνε μαραθεί. Γι’ αυτό θα παραδώσω το λαό μου στους ξένους και θα τον καταστρέψουν». Οι κάτοικοι του Ιούδα λένε: «Τι καθόμαστε; Ελάτε, μαζευτείτε να μπούμε στις οχυρωμένες πόλεις και να πεθάνουμε εκεί. Ο Κύριος, ο Θεός μας, μας καταδίκασε σε θάνατο· μας πότισε νερό δηλητηριασμένο, γιατί αμαρτήσαμε σ’ αυτόν. Προσμέναμε πως όλα θα πήγαιναν καλά, μα δεν ήρθε καλό κανένα. Προσμέναμε να γιατρευτούμε απ’ τα δεινά αλλά μας βρήκε τρόμος. Ακούγεται κιόλας το χλιμίντρισμα των αλόγων του εχθρού από τη Δαν· σείεται όλη η γη απ’ το χρεμέτισμα των δυνατών αλόγων τους. Έρχονται και θα καταστρέψουν τη χώρα και τα προϊόντα της, την πόλη και τους κατοίκους της». «Θα εξαποστείλω εναντίον σας φαρμακερές οχιές», λέει ο Κύριος, «που θα ’ναι αδύνατο κανείς να τις γητέψει· αυτές θα σας δαγκώσουν». Ένα βάρος πιέζει την καρδιά μου και με αρρωσταίνει. Ακούω απελπισμένη του λαού μου τη φωνή, σ’ όλη τη χώρα: «Δεν είναι πια ο Κύριος στη Σιών; Ο βασιλιάς της δεν είναι εκεί;» Αλλά ο Κύριος απαντά: «Γιατί μ’ εξόργισαν με τα είδωλά τους, με τις ξένες τις άχρηστες θεότητες;» Ο λαός παραπονιέται: «Το καλοκαίρι πέρασε, τέλειωσε η συγκομιδή, κι εμείς προσμένουμε ακόμα να σωθούμε!» Απ’ του λαού μου την πληγή πληγώθηκα, πένθησα, κατατρόμαξα. Βάλσαμο δεν υπάρχει στη Γαλαάδ; Δεν είναι εκεί γιατρός; Γιατί, λοιπόν, ο λαός μου δε γιατρεύτηκε; Μακάρι βρύση δακρύων να ’ταν τα μάτια μου, να ήταν το κεφάλι μου πηγάδι με νερό, μέρα και νύχτα για να κλαίω τους σκοτωμένους του λαού μου! Μακάρι να ’χα μες στην έρημο ταξιδιωτών κατάλυμα, ώστε να εγκαταλείψω το λαό μου και ν’ απομακρυνθώ απ’ αυτόν, γιατί όλοι τους είναι μοιχοί, συνάθροιση απίστων. «Σαν τόξο τεντωμένο, έτοιμη για να ρίξει βέλη ψεύδους είναι η γλώσσα τους. Στη χώρα δεν είναι η αλήθεια που επικρατεί. Κάνουν το ένα κακό μετά το άλλο, κι αρνιούνται κάθε σχέση νά ’χουνε μαζί μου», λέει ο Κύριος. «Γι’ αυτό καθένας να φυλάγεται απ’ τους φίλους του και να μην έχει εμπιστοσύνη ούτε στον αδερφό του· γιατί κάθε αδερφός το δίχως άλλο εξαπατά, και οι φίλοι είναι συκοφάντες. Εξαπατά καθένας τον πλησίον του, κανείς δε λέει την αλήθεια· συνήθισαν τη γλώσσα τους στο ψέμα και έχουν τόσο πολύ αναμειχθεί με το κακό, ώστε είναι ανήμποροι πια να ξεφύγουν. Η μια καταπίεση διαδέχεται την άλλη, κι η μια απάτη ακολουθεί την άλλη και αρνούνται να με γνωρίσουν». Γι’ αυτό, λέει ο Κύριος του σύμπαντος: «Στο χωνευτήρι θα τους βάλω σαν το μέταλλο και θα τους δοκιμάσω. Ο λαός μου έχει πράξει το κακό. Τι άλλο μπορώ γι’ αυτούς να κάνω; Είναι η γλώσσα τους θανατηφόρο βέλος· το στόμα τους λέει ψέματα. Καθένας λέει στο διπλανό του λόγια φιλικά, μα μέσα στην καρδιά του μυστικά, παγίδα τού ετοιμάζει. Για όλα αυτά δεν θα τους τιμωρήσω;» λέει ο Κύριος· «δε θα εκδικηθώ ένα τέτοιο έθνος;» Θα κλάψω, θα θρηνήσω για τα ψηλά βουνά, θα παραπονεθώ για τα λιβάδια. Καήκαν κάτω στην πεδιάδα! Κανείς πια δεν περνάει από ’κει ούτε ακούγονται των κοπαδιών βελάσματα· τ’ ουρανού τα πουλιά και τ’ άγρια ζώα έφυγαν, εξαφανίστηκαν. Ο Κύριος όμως λέει: «Θα κάνω την Ιερουσαλήμ σωρό από πέτρες και τόπο τσακαλιών· τις πόλεις θα ερημώσω του Ιούδα, ώστε κανείς να μην κατοικεί πια σ’ αυτές». Υπάρχει άνθρωπος τόσο σοφός, που να μπορεί αυτό να το εννοήσει, και στον οποίο να μιλήσει ο Κύριος και να του το εξηγήσει; Το γιατί κατακάηκε η χώρα και ερημώθηκε ώστε κανείς να μην περνάει απ’ αυτήν; Ο ίδιος ο Κύριος απάντησε: «Επειδή εγκατέλειψαν το νόμο μου, το νόμο που τους είχα δώσει, και δεν υπάκουσαν τις εντολές μου, αλλά ακολούθησαν ό,τι τους έλεγε η σκληρή και πονηρή καρδιά τους· τα είδωλα ακολούθησαν του Βάαλ, όπως τους δίδαξαν οι πρόγονοί τους. Γι’ αυτό κι εγώ, ο Κύριος του σύμπαντος, ο Θεός του Ισραήλ, είπα: “θα θρέψω το λαό αυτό με πικρά χόρτα και θα τους ποτίσω δηλητηριασμένο νερό. Θα τους διασκορπίσω ανάμεσα σε έθνη που δεν τα γνώρισαν ούτε αυτοί ούτε οι πρόγονοί τους και θα εξαπολύσω πόλεμο εναντίον τους, ώσπου να τους εξαφανίσω”. Βγάλτε συμπέρασμα απ’ όλα αυτά», λέει ο Κύριος του σύμπαντος, «και καλέστε να έρθουν οι ειδικές μοιρολογίστρες, γυναίκες που ξέρουν τι να κάνουνε σε τέτοιες περιπτώσεις». Ας έρθουν γρήγορα και θρήνο ας αρχίσουνε για μας, να τρέξουν δάκρυα απ’ τα μάτια μας, νερό από τα βλέφαρά μας. Το θρήνο ακούστε απ’ της Σιών τα μέρη: «Χαθήκαμε και καταντροπιαστήκαμε! Έπρεπε να εγκαταλείψουμε τη χώρα, γιατί τα σπίτια μας είχανε γκρεμιστεί». Ακούστε, εσείς γυναίκες, το λόγο του Κυρίου! Προσέξτε τα λόγια του, μάθετε τις κόρες σας να θρηνολογούν, διδάξτε η μια στην άλλη αυτό το μοιρολόγι: «Ο θάνατος ανέβηκε απ’ τα παράθυρά μας, μπήκε στ’ ανάκτορά μας· για να θερίσει τα παιδιά μέσα στους δρόμους, και στις πλατείες τα παλικάρια μας». Ο Κύριος μου μίλησε και με διέταξε να πω: «Τα πτώματα των ανθρώπων θα πέσουν πάνω στα χωράφια σαν κοπριά και πίσω από τους θεριστές σαν τα χερόβολα· κι ούτ’ ένας δε θα βρεθεί να τα περισυλλέξει». Ο Κύριος λέει: «Ας μην καυχάται ο σοφός για τη σοφία του ούτε ο δυνατός για τη δύναμή του ούτε ο πλούσιος για τον πλούτο του. Αλλά όποιος θέλει να καυχάται, να καυχάται επειδή είναι ικανός να με γνωρίζει και να ξέρει ότι εγώ, ο Κύριος, ενεργώ με αγάπη, δικαιοσύνη και αξιοπιστία πάνω στη γη. Αυτά με ευχαριστούν». Ο Κύριος λέει: «Έρχονται μέρες που θα τιμωρήσω όλους που έχουν κάνει περιτομή. Τους Αιγυπτίους, τους κατοίκους του Ιούδα, τους Εδωμίτες, τους Αμμωνίτες, τους Μωαβίτες και όλους που έχουν ξυρισμένους τους κροτάφους τους και κατοικούν στην έρημο. Επειδή όλα αυτά τα έθνη, ακόμα και οι Ισραηλίτες, είναι για μένα απερίτμητοι, γιατί δεν έχουν περιτμηθεί στην καρδιά». Ακούστε, Ισραηλίτες, το μήνυμα που σας απευθύνει ο Κύριος! «Μην ακολουθείτε τα έθιμα των εθνών», λέει ο Κύριος, «και μη φοβάστε από τα ασυνήθιστα φαινόμενα του ουρανού· τα έθνη φοβούνται απ’ αυτά. Οι θρησκευτικές πεποιθήσεις των εθνών είναι παράλογες: Κόβουν ένα ξύλο από το δάσος και το επεξεργάζονται οι ξυλουργοί με το σκαρπέλο. Το διακοσμούν με ασήμι και χρυσάφι, και το καρφώνουν στέρεα με τα σφυριά για να μην κουνιέται. Σαν σκιάχτρο σε αγγουρόκηπο είναι οι θεοί τους· δε μιλούν· έχουν ανάγκη να υποβαστάζονται, γιατί δεν μπορούν να βαδίσουν. Μην τους φοβάστε γιατί δεν μπορούν να κάνουν ούτε κακό ούτε καλό». Κύριε, όμοιος μ’ εσένα δεν υπάρχει! Είσαι μεγάλος και μεγάλη είναι η φήμη σου που λέει για τη δύναμή σου. Ποιος δεν θα σε τιμούσε, βασιλιά των εθνών; Σ’ εσένα δικαιωματικά ανήκει η τιμή. Ανάμεσα σε όλους τους σοφούς των εθνών και σ’ όλα τα βασίλεια όμοιος μ’ εσένα δεν υπάρχει. Όλοι αυτοί είναι εντελώς ανόητοι· τι θα μπορούσαν να διδαχτούν από τα ξύλινα είδωλα; Τα είδωλά τους είναι καλυμμένα με ασήμι, που το ’χουν φέρει από τη Θαρσείς, και με χρυσό από την Ουφάζ, έργα τεχνίτη των μετάλλων. Είναι ντυμένα με γαλάζιο και με κόκκινο ένδυμα· όλα αυτά είναι έργα επιδέξιων τεχνητών. Αλλά ο Κύριος είναι Θεός αληθινός, Θεός ζωντανός και βασιλιάς αιώνιος, που πάνω στην οργή του τραντάζει τη γη και που τα έθνη δεν μπορούν ν’ αντέξουν το θυμό του. Εσείς, Ισραηλίτες θα λέτε για τους ξένους θεούς: «Οι θεοί που δεν έφτιαξαν τον ουρανό και τη γη δεν έχουν θέση στον ουρανό και πρέπει να αφανιστούν από τη γη». Ο Κύριος έκανε τη γη αποδεικνύοντας τη δύναμή του, στερέωσε την οικουμένη δείχνοντας τη σοφία του, και άπλωσε τους ουρανούς φανερώνοντας τη σύνεσή του. Με τη φωνή του το νερό μαζεύεται πάνω από τον ουρανό κι από τις άκριες της γης τα σύννεφα ανεβαίνουν· δημιουργεί τις αστραπές, δρόμο ν’ ανοίξει στη βροχή κι από τις αποθήκες του τον άνεμο τον βγάζει. Μπροστά σε όλα αυτά κάθε άνθρωπος μένει κατάπληκτος. Κάθε τεχνίτης που φτιάχνει είδωλα νιώθει ντροπή για τα κατασκευάσματά του, γιατί είναι ψεύτικα, χυτά, και δεν υπάρχει μέσα τους πνοή. Είναι ένα τίποτα, έργα γελοία· όταν ο Κύριος έρθει τιμωρός, αυτά θ’ αφανιστούν. Πόσο είναι διαφορετικός ο Θεός του Ιακώβ! Αυτός δημιούργησε τα πάντα, και διάλεξε τους Ισραηλίτες να ’ναι λαός του. Το όνομά του είναι “Κύριος του σύμπαντος”. Ιερουσαλήμ, πολιορκημένη πόλη, ας μαζέψουν οι κάτοικοί σου ό,τι τους έχει απομείνει. Γιατί ο Κύριος λέει: «Αυτή τη φορά θα οδηγήσω αιχμαλώτους τους κατοίκους της χώρας· θα τους ταλαιπωρήσω για να πάρουν ένα καλό μάθημα». «Αλίμονό μου! Καταστράφηκα!» φωνάζει η Ιερουσαλήμ. «Αγιάτρευτες είν’ οι πληγές μου. Στην αρχή νόμισα πως θα ήταν κάποια αρρώστια που θα την ξεπερνούσα. Τώρα όμως η σκηνή μου ερημώθηκε, κόπηκαν όλα τα σκοινιά· φύγαν από κοντά μου τα παιδιά μου και δεν υπάρχει πια κανείς να ξαναστήσει τη σκηνή μου, να τεντώσει τα παραπετάσματά μου απ’ την αρχή». Ανόητοι αποδειχτήκαν οι βοσκοί! Δεν αναζήτησαν τον Κύριο, γι’ αυτό και δεν προκόψανε· όλα τους τα κοπάδια σκορπιστήκαν. Ακούστε! Μια φήμη διαδίδεται. Βουητό μεγάλο έρχεται απ’ το βορρά, τις πόλεις να ερημώσει του Ιούδα και να τις κάνει τόπο τσακαλιών. Κύριε, το ξέρω πως κανένας άνθρωπος τη μοίρα του δεν την ορίζει, κανένας δεν μπορεί να ελέγξει της ζωής του την κατεύθυνση. Κύριε, διόρθωσέ μας αλλά δίκαια· όχι όταν είσαι θυμωμένος, για να μη μας φέρεις στο μηδέν. Άφησε το θυμό σου να στραφεί στα έθνη που δε σε γνωρίζουν και στους ανθρώπους που δε σε επικαλούνται· γιατί αυτοί κατασπαράξαν το λαό σου, τον εξουθένωσαν κι ερήμωσαν τη χώρα του. Ο Κύριος έδωσε σ’ εμένα τον Ιερεμία το παρακάτω μήνυμα: «Ακούστε της διαθήκης μου τους όρους! Μίλα στο λαό του Ιούδα, στους κατοίκους της Ιερουσαλήμ, και πες τους καθαρά ότι ο Κύριος, ο Θεός του Ισραήλ, διακηρύττει: “καταραμένος να ’ναι όποιος δεν τηρεί της διαθήκης μου τους όρους!” Και να ποια είναι η διαθήκη που έκανα με τους προγόνους σας, όταν τους έβγαλα από την κόλαση της Αιγύπτου: Τους είπα ότι αν σ’ εμένα υπακούσουν και πράξουν όλα αυτά που τους διέταξα, τότε αυτοί θα είναι λαός μου κι εγώ Θεός τους. Με την προϋπόθεση αυτή θα εκπλήρωνα την υπόσχεση που είχα δώσει με όρκο στους προγόνους σας, τη χώρα να τους δώσω που ρέει γάλα και μέλι. Έτσι έχετε εσείς σήμερα αυτή τη χώρα». Τότε εγώ απάντησα: «Έτσι είναι, Κύριε». Ύστερα ο Κύριος μου είπε: «Κήρυξε αυτό το μήνυμα που θα σου πω στις πόλεις του Ιούδα και μες στους δρόμους της Ιερουσαλήμ: “ακούστε τους όρους της διαθήκης αυτής και τηρήστε τους. Κατηγορηματικά, επίμονα κι επανειλημμένα προειδοποίησα τους προγόνους σας, από τότε που τους έβγαλα από την Αίγυπτο μέχρι σήμερα να υπακούουν σ’ εμένα. Αλλά αυτοί δεν υπάκουσαν ούτε δώσανε καμιά προσοχή. Ακολούθησαν τις επιθυμίες της πονηρής καρδιάς τους· γι’ αυτό και τους τιμώρησα, σύμφωνα με τους όρους αυτής της διαθήκης, που τους είχα διατάξει να την εφαρμόσουν αλλά εκείνοι δεν την εφάρμοσαν”». Μου είπε ακόμα ο Κύριος: «Οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ και του Ιούδα συνωμοτήσαν εναντίον μου. Επέστρεψαν στις ανομίες των προπατόρων τους, που είχαν αρνηθεί να υπακούσουν τα λόγια μου. Έτσι κι αυτοί ακολούθησαν άλλους θεούς και τους λάτρεψαν. Οι Ισραηλίτες και οι κάτοικοι του Ιούδα παρέβηκαν τη διαθήκη μου που είχα συνάψει με τους προγόνους τους». Γι’ αυτό ο Κύριος λέει: «Θα τους φέρω τέτοια καταστροφή, που να μην μπορούν να ξεφύγουν. Θα μου φωνάζουν για βοήθεια, αλλά δε θα τους ακούω. Τότε οι πόλεις του Ιούδα κι οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ θα πάνε να ζητήσουν βοήθεια απ’ τους θεούς στους οποίους προσφέρουν θυσίες, αλλά αυτοί δε θα τους σώσουν τον καιρό της καταστροφής τους. Γιατί όσες είναι οι πόλεις του Ιούδα, τόσοι είναι και οι θεοί τους· και όσοι είναι οι δρόμοι της Ιερουσαλήμ τόσα είναι και τα θυσιαστήρια όπου έχουν τοποθετηθεί τα αισχρά είδωλα του Βάαλ, στα οποία προσφέρουνε θυσίες. Γι’ αυτό, Ιερεμία, μην προσεύχεσαι σ’ εμένα για τούτον το λαό· μη με παρακαλείς τόσο γι’ αυτόν. Δεν πρόκειται να τους ακούσω, όταν σ’ εμένα θα προσεύχονται τον καιρό της καταστροφής τους». «Ο αγαπημένος μου λαός παίζει άσχημο παιχνίδι», λέει ο Κύριος. «Τι δουλειά έχουν αυτοί στο ναό μου; Μήπως νομίζουν ότι με τις θυσίες τους θα αποτρέψουν την καταστροφή κι ότι σύντομα μετά θα αλαλάζουν από χαρά;» Όμορφη, καταπράσινη και καρποφόρα ελιά σε ονόμασε ο Κύριος· αλλά μες σε μεγάλο θόρυβο φωτιά θα βάλει στο φύλλωμά σου και τα κλαδιά σου θα κατακαούν. Ο Κύριος του σύμπαντος, εκείνος που σε φύτεψε, αυτός και θα σε καταστρέψει· γιατί εσείς οι Ισραηλίτες και του Ιούδα οι κάτοικοι τον εαυτό σας βλάψατε κάνοντας το κακό, αφού εξοργίσατε τον Κύριο με τις θυσίες σας στο Βάαλ. Ο Κύριος με πληροφόρησε και τότε έμαθα τι σχεδίαζαν εναντίον μου. Εγώ ήμουν σαν το πρόβατο που είναι ήμερο, ακόμη κι όταν το οδηγούνε στη σφαγή, γιατί δεν ήξερα τα σχέδια τα κακά που ετοιμάζαν εναντίον μου. «Ελάτε», λέγανε, «να κόψουμε το δέντρο πάνω στον καρπό του! Να τον βγάλουμε από τη μέση και κανείς να μην τον θυμάται πια». Αλλά, εσύ που κρίνεις δίκαια, Κύριε του σύμπαντος, και εξετάζεις τα αισθήματα και τις σκέψεις των ανθρώπων, κάνε να δω το πώς εσύ θα τους εκδικηθείς· σ’ εσένα έχω εμπιστευθεί την υπόθεσή μου. Οι άντρες της Αναθώθ, γυρεύουν να με θανατώσουν και μου λένε: «Μην προφητέψεις στ’ όνομα του Κυρίου, για να μη σε σκοτώσουμε». Γι’ αυτό ο Κύριος του σύμπαντος λέει γι’ αυτούς: «Εγώ θα τους τιμωρήσω! Οι νέοι τους θα σκοτωθούν στον πόλεμο, οι γιοι και οι κόρες τους θα πεθάνουν από πείνα. Κανένας δε θα ζήσει, από τους άντρες της Αναθώθ, όταν θα επέμβω εναντίον τους για να τους καταστρέψω». Κύριε, εσύ είσαι δίκαιος. Πώς μπορώ να διαμαρτυρηθώ εναντίον σου; Όμως θέλω να σε ρωτήσω κάτι σχετικά με τη δικαιοσύνη: Γιατί ευτυχούν οι ασεβείς; Γιατί είναι ασφαλείς όλοι οι άπιστοι; Τους φύτεψες και ρίζωσαν, αυξήθηκαν και καρποφόρησαν. Το όνομά σου είναι πάντοτε στα χείλη τους, αλλά η καρδιά τους είναι μακριά από σένα. Εσύ, Κύριε, με γνωρίζεις και βλέπεις τα όσα κάνω· με δοκίμασες αν είμαι δικός σου. Σύρε τους σαν τα πρόβατα για τη σφαγή κι ετοίμασέ τους για τη μέρα της σφαγής τους. Ως πότε θα παραμένει άνυδρη η χώρα και θα ξεραίνεται το χορτάρι στα χωράφια; Για την κακία των κατοίκων της καταστράφηκαν τα ζώα και τα πουλιά στη χώρα, γιατί αυτοί οι άνθρωποι σκέφτηκαν ότι ο Θεός δεν μπορεί να δει το μέλλον τους. Ο Κύριος λέει: «Αν κουράζεσαι όταν παραβγαίνεις με τους πεζούς, πως θα μπορέσεις να παραβγείς με τ’ άλογα; Αν μόνο στην πεδιάδα νιώθεις βολικά, τι θα κάνεις στη λόχμη του Ιορδάνη; »Ακόμη και τ’ αδέρφια σου κι οι συγγενείς σου σε εγκατέλειψαν, και εναντίον σου συνωμοτούν. Μην τους πιστέψεις, ακόμη κι αν με καλοσύνη σου μιλούν». Ο Κύριος είπε: «Εγκατέλειψα τον Ισραήλ· απέρριψα τον ίδιο μου το λαό· παρέδωσα την αγαπημένη μου πόλη στην εξουσία των εχθρών της. Ο λαός μου βρυχήθηκε εναντίον μου σαν το λιοντάρι μες στο δάσος· γι’ αυτό μού έγινε αντιπαθής. »Έγινε ο λαός μου σαν ένα ποικιλόχρωμο πουλί, που το κυκλώνουνε τ’ αρπαχτικά τα όρνια. Εμπρός! Φωνάξτε νά ’ρθουν όλα τα άγρια θηρία· για το συμπόσιο να συγκεντρωθούνε. Πολλοί ξένοι βοσκοί κατέστρεψαν το αμπέλι μου, ποδοπατήσαν τα χωράφια μου, μετέτρεψαν σε απαίσια έρημο τους θαυμαστούς αγρούς μου. Η χώρα απλώνεται μπροστά μου ερημωμένη και αξιολύπητη. Όλη η χώρα ερημώθηκε, γιατί κανείς δε νοιάστηκε για τις προειδοποιήσεις μου. »Πάνω σε κάθε λόφο της ερήμου φάνηκαν λεηλατητές, γιατί το ξίφος του Κυρίου θερίζει από τη μια άκρη της χώρας ως την άλλη· κανείς δεν πρόκειται να γλιτώσει. Σιτάρι έσπειραν μα θέρισαν αγκάθια· κουράστηκαν μα τίποτα δεν απόλαυσαν. Η σοδειά τους τούς απογοήτευσε. Ο θυμός ο φοβερός του Κυρίου όλα τα αφάνισε». Ο Κύριος λέει: «Όλους τους κακούς γείτονες του λαού μου, του Ισραήλ, που απλώνουν χέρι στη χώρα που του έχω δώσει, θα τους ξεριζώσω από τη γη τους· αλλά θα ξεριζώσω απ’ ανάμεσά τους και όσους ανήκουν στον Ιούδα. Κι αφού τους ξεριζώσω, πάλι θα τους ελεήσω όλους και θα τους ξαναφέρω καθέναν στη δική του χώρα και στη δική του ιδιοκτησία. Αυτοί δίδαξαν το λαό μου να ορκίζεται στο Βάαλ· αλλά αν μάθουνε καλά την πίστη του λαού μου, και μάλιστα να υπόσχονται με όρκο στο όνομά μου “μα τον αληθινό Θεό”, τότε θα επιτρέψω να κατοικούν ανάμεσα στο λαό μου. Αν όμως κάποιο έθνος δεν υπακούσει, θα το ξεριζώσω εντελώς και θα το καταστρέψω. Εγώ το λέω ο Κύριος». Ο Κύριος μου είπε: «Πήγαινε ν’ αγοράσεις ένα λινό ζωνάρι και τύλιξε μ’ αυτό τους γοφούς σου κατάσαρκα, αλλά χωρίς να το πλύνεις». Αγόρασα, λοιπόν, το ζωνάρι, όπως μου είπε ο Κύριος, και το τύλιξα στους γοφούς μου. Έπειτα ο Κύριος μου μίλησε πάλι και μου είπε: «Πάρε το ζωνάρι που αγόρασες και το τύλιξες στους γοφούς σου, και πήγαινε στο χείμαρρο Φάρα και κρύψε το εκεί σε μια σχισμή του βράχου». Πήγα, λοιπόν, και την έκρυψα στον Φάρα, σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου. Μετά από πολλές μέρες μου είπε ο Κύριος: «Πήγαινε στον Φάρα και πάρε το ζωνάρι που σε διέταξα να το κρύψεις εκεί». Πήγα λοιπόν στον Φάρα, έσκαψα και πήρα το ζωνάρι από το μέρος που το είχα κρύψει· ήταν όμως φθαρμένο και άχρηστο. Ο κακός αυτός λαός αρνείται να υπακούσει στα λόγια μου και παρασύρεται απ’ τις αδυναμίες της καρδιάς του· ακολουθεί άλλους θεούς, τους λατρεύει και τους προσκυνά. Γι’ αυτό θα γίνει σαν το άχρηστο ζωνάρι. Αλλά όπως το ζωνάρι τυλίγεται κατάσαρκα στους γοφούς, έτσι ήθελα να προσκολληθεί σ’ εμένα η φυλή του Ισραήλ και η φυλή του Ιούδα», λέει ο Κύριος, «για να είναι λαός μου, το καύχημά μου και να μου προσδίδουν δόξα και τιμή. Αλλά αυτοί δε με υπάκουσαν». Ο Κύριος ο Θεός του Ισραήλ με διέταξε: «Πες στο λαό εκ μέρους μου ότι κάθε στάμνα μπορεί να γεμίσει με κρασί. Όταν αυτοί σου απαντήσουν: “το ξέρουμε καλά πως όλες οι στάμνες μπορούν να γεμίσουν με κρασί!” τότε θα τους πεις ότι εγώ ο Κύριος λέω: Θα ποτίσω με κρασί όλους τους κατοίκους αυτής της χώρας, τους βασιλιάδες που είναι απόγονοι του Δαβίδ, τους ιερείς και τους προφήτες και όλους τους κατοίκους της Ιερουσαλήμ, ώσπου να μεθύσουν. Θα τους συντρίψω όπως τα σταμνιά, ρίχνοντας τον ένα πάνω στον άλλον, τους πατέρες και τους γιους μαζί. Δε θα τους σπλαχνιστώ, δε θα τους λυπηθώ ούτε και θα τους ελεήσω· θα τους καταστρέψω! Εγώ το λέω, ο Κύριος». Ακούστε και προσέξτε! Μην περηφανεύεστε. Ο Κύριος σας μιλάει. Δοξάστε τον Κύριο, το Θεό σας, προτού σας στείλει το σκοτάδι και σκοντάψουνε τα πόδια σας στα βουνά. Προσμένατε το φως, αλλά ο Κύριος θα το μετατρέψει σε σκιά θανάτου και σε σκοτάδι ζοφερό. Αν δεν δώσετε προσοχή σ’ αυτή την προειδοποίηση, θα κλάψω κάπου απόμερα για την αλαζονεία σας. Πικρά θα κλάψω κι άφθονα δάκρυα θα χύσω, γιατί οδηγείται στην αιχμαλωσία του Κυρίου ο λαός. Πείτε στο βασιλιά και στη βασιλομήτορα: «Ταπεινωθείτε! Κατεβείτε από το θρόνο σας, γιατί έχουνε κιόλας πέσει απ’ τα κεφάλια σας τα δοξασμένα στέμματα. Οι πόλεις του νότιου τμήματος του Ιούδα έχουν αποκλειστεί, κανένας δεν θα μπορεί δρόμο ν’ ανοίξει ως εκεί· όλοι οι κάτοικοι του Ιούδα έχουνε στην αιχμαλωσία συρθεί». Ιερουσαλήμ, τα μάτια σήκωσε και δες· από το βορρά έρχονται οι εχθροί σου! Τι θα συμβεί στις πόλεις του Ιούδα; Σου δόθηκαν ωσάν κοπάδι ωραία πρόβατα, που γι’ αυτά υπερηφανευόσουν. Και τι θα πεις όταν ο Κύριος σε υποτάξει στους εχθρούς σου, που τους θεωρούσες φίλους σου; Οι πόνοι θα σε πιάσουν, σαν τη γυναίκα που γεννάει. Κι αν αναρωτηθείς: «Γιατί συμβαίνουν όλα αυτά σ’ εμένα;» Είναι για τις πολλές τις αμαρτίες σου που σου σηκώνουν τα φορέματα και σε βιάζουν. Ο Κύριος λέει: «Μπορεί ν’ αλλάξει ο μαύρος το χρώμα του ή η λεοπάρδαλη τα στίγματά της; Άλλο τόσο κι εσείς μπορείτε ν’ αλλάξετε και να κάνετε το καλό, τώρα που έχετε μάθει να κάνετε το κακό. Θα σας διασκορπίσω σαν το άχυρο, που της ερήμου ο άνεμος το παίρνει. »Αυτός είναι ο κλήρος σου, η μερίδα που σου έδωσα», λέει ο Κύριος· «επειδή με ξέχασες κι έδωσες πίστη στα είδωλα. Γι’ αυτό εγώ ο ίδιος θα σηκώσω ως το πρόσωπό σου τα φορέματά σου και θα φανεί η ντροπή της γύμνιας σου. Βαρέθηκα πια τις μοιχείες σου, τα χρεμετίσματά σου, τις αισχρές πορνείες σου και τα είδωλά σου πάνω στους λόφους και μέσα στους αγρούς. Αλίμονό σου, Ιερουσαλήμ! Πότε πια θα καθαριστείς απ’ αυτά τα μολύσματα;» Λόγια του Κυρίου προς τον Ιερεμία σχετικά με την ανομβρία. Όλος ο Ιούδας πενθεί και οι πόλεις του αργοπεθαίνουν. Οι κάτοικοί του κάθονται καταγής θρηνώντας, η Ιερουσαλήμ φωνάζει για βοήθεια. Οι ευγενείς της στέλνουν τους υπηρέτες για νερό. Εκείνοι έρχονται στις δεξαμενές, αλλά νερό δε βρίσκουν· επιστρέφουν με τα δοχεία τους αδειανά, το κεφάλι σκεπασμένο, απογοητευμένοι κι αποθαρρημένοι. Η γη έχει σκάσει από την έλλειψη βροχής, οι γεωργοί απελπισμένοι έχουν σκεπάσει κι αυτοί πένθιμα το κεφάλι τους. Ακόμα και το ελάφι γεννάει στο χωράφι και αφήνει το μικρό του εκεί, γιατί χορτάρι δεν υπάρχει. Τ’ άγρια γαϊδούρια στέκονται στα ψηλώματα και τον αέρα οσμίζονται σαν τα τσακάλια· τα μάτια τους κουράζονται να ψάχνουν για χορτάρι, γιατί δε βρίσκουν πουθενά. «Κύριε, οι ανομίες μας μαρτυρούν εναντίον μας! Βοήθησέ μας όμως, όπως μας υποσχέθηκες. Πολλές είναι οι αποστασίες μας, σ’ εσένα έχουμε αμαρτήσει. Εσύ η μόνη ελπίδα του Ισραήλ, ο σωτήρας του στον καιρό της θλίψης, γιατί φέρνεσαι σαν να είσαι ξένος για τη χώρα, σαν ταξιδιώτης, που απλώς τη νύχτα του περνά σ’ αυτήν; Γιατί στέκεις σαν αποσβολωμένος, σαν πολεμιστής αφοπλισμένος, που να βοηθήσει δεν μπορεί; Αλλά εσύ, Κύριε, είσαι ανάμεσά μας και σ’ εσένα ανήκουμε. Μη μας εγκαταλείψεις!» Ο Κύριος μου είπε γι’ αυτό το λαό: «Επειδή τους αρέσει να περιπλανιούνται ξέφρενοι, γι’ αυτό εγώ, ο Κύριος, δεν είμαι ευχαριστημένος μαζί τους· δε θα ξεχάσω την ανομία τους και θα τιμωρήσω τις αμαρτίες τους. Μην προσεύχεσαι πια για το λαό αυτόν να τελειώσει η δυστυχία του», μου είπε. «Κι αν ακόμα νηστέψουνε δε θ’ ακούσω την ικεσία τους· ακόμη κι αν προσφέρουν ολοκαυτώματα κι αναίμακτες προσφορές, δε θα ευχαριστηθώ μ’ αυτές αλλά θα κάνω να εξοντωθούν με πόλεμο, με πείνα και με αρρώστια». Τότε εγώ είπα: «Αχ, Κύριε, Θεέ! Οι προφήτες τούς λένε ότι δε θα δούνε πόλεμο, ούτε πείνα και τους υπόσχονται παντοτινή ειρήνη σ’ αυτό τον τόπο». Κι ο Κύριος μου απάντησε: «Οι προφήτες αυτοί λένε ψέματα. Δεν είν’ αλήθεια ότι προφητεύουν στο όνομά μου. Δεν τους έστειλα εγώ ούτε τους πρόσταξα ούτε τους μίλησα εγώ. Σας μιλάνε για ψεύτικα οράματα και χρησμούς· σας λένε ανώφελα πράγματα, τα παραπλανητικά επινοήματα της φαντασίας τους. Γι’ αυτό εγώ, ο Κύριος, προαναγγέλλω τι θα κάνω σ’ αυτούς τους προφήτες, που λένε ότι δε θα ’ρθει πόλεμος και πείνα στη χώρα: Με πόλεμο και με πείνα θα τους θανατώσω τους προφήτες αυτούς. Το ίδιο και ο λαός που κάθεται κι ακούει τις προφητείες τους: Τα πτώματά τους θα διασκορπιστούν στους δρόμους της Ιερουσαλήμ εξαιτίας της πείνας και του πολέμου –τα πτώματα των γυναικών τους και των παιδιών τους. Και κανένας δε θα βρίσκεται για να τους θάψει. Εγώ θα τους τιμωρήσω για την κακία τους». Ο Κύριος μου είπε ακόμη: «Πες τους αυτά τα λόγια: Τα μάτια μου χύνουν δάκρυα μέρα νύχτα ασταμάτητα, γιατί ο λαός μου πληγώθηκε βαριά και χτυπήθηκε σκληρά. Βγαίνω στην πεδιάδα, βλέπω τους σκοτωμένους στον πόλεμο· μπαίνω στην πόλη, βλέπω τους νεκρούς από την πείνα. Ακόμα κι οι προφήτες και οι ιερείς τριγυρίζουν αδιάφοροι στη χώρα». Εγώ απάντησα: «Κύριε, απέρριψες τελείως όλο τον Ιούδα; Μισείς το όρος της Σιών; Γιατί μας πλήγωσες και δεν μπορούμε να θεραπευτούμε; Περιμέναμε την ειρήνη, αλλά δεν ήρθε κανένα αγαθό· ελπίζαμε γιατρειά, αλλά μας βρήκε τρόμος. Αναγνωρίζουμε την ασέβειά μας και την ανομία των προγόνων μας· αμαρτήσαμε ενώπιόν σου. Μη μας περιφρονήσεις, για να μη δυσφημιστεί το όνομά σου. Μην καταστρέψεις το δοξασμένο θρόνο σου. Θυμήσου τη διαθήκη που έκανες μαζί μας· μην την αθετήσεις. Οι θεοί των εθνών δεν δίνουν τη βροχή· οι ουρανοί από μόνοι τους καταιγίδες δε στέλνουν. Κύριε, Θεέ μας, σ’ εσένα ελπίζουμε, γιατί εσύ είσαι ο μόνος που τα κάνεις όλα αυτά». Αλλά ο Κύριος μου είπε: «Ακόμη κι αν ο Μωυσής και ο Σαμουήλ με παρακαλούσαν, δε θα έπαιρνα το μέρος του λαού αυτού. Διώξ’ τους να φύγουνε μακριά μου. Κι αν σε ρωτήσουν, “που θα πάμε;” απάντησέ τους ότι εγώ ο Κύριος λέω: Καθένας θα πεθάνει με τον τρόπο που έχει καταδικαστεί: άλλοι από πανώλη, άλλοι στον πόλεμο, άλλοι από την πείνα κι άλλοι στην αιχμαλωσία. Με τέσσερις φοβερούς τρόπους θα τους τιμωρήσω: Το ξίφος θα τους σκοτώσει, τα σκυλιά θα τραβολογάνε τα πτώματά τους, οι γύπες και οι ύαινες θα τα φάνε και θα τα εξαφανίσουν. Με όλα τούτα θα τρομάξουν τα βασίλεια της γης. Αυτή θα είναι η τιμωρία για όσα έκανε στην Ιερουσαλήμ ο Μανασσής, γιος του Εζεκία και βασιλιάς του Ιούδα». «Ποιος λοιπόν θα σε σπλαχνιστεί, Ιερουσαλήμ;» λέει ο Κύριος. «Ποιος θα σε λυπηθεί και θα ’ρθει να σε ρωτήσει τι κάνεις; Εσύ με αποστράφηκες και μ’ εγκατέλειψες. Γι’ αυτό κι εγώ σε τιμώρησα και σε κατέστρεψα· βαρέθηκα να σε συγχωρώ. Πήγα στις πόλεις της χώρας και τις διασκόρπισα στον αέρα με το λιχνιστήρι. Θανάτωσα τα παιδιά και κατέστρεψα το λαό μου, γιατί δεν άφησαν τον κακό τρόπο που ζούσαν. Έκανα τις χήρες περισσότερες απ’ όση είναι η άμμος στην ακροθαλασσιά. Το μεσημέρι οι μανάδες έμαθαν για τους γιους τους ότι σκοτώθηκαν στη μάχη και ξαφνικά τις κυρίεψε αγωνία και τρόμος. Η γυναίκα που είχε γεννήσει εφτά γιους απέμεινε μόνη· της κόπηκε η ανάσα. Ο ήλιος της βασίλεψε το καταμεσήμερο. Είναι ντροπιασμένη και συντριμμένη. Τους υπόλοιπους όμως που ζουν ως τώρα θα τους παραδώσω στα ξίφη των εχθρών τους», λέει ο Κύριος. Αλίμονο μάνα μου! Γιατί με γέννησες; Όλοι στη χώρα τα βάζουν μαζί μου και με κατακρίνουν. Ούτε δάνεισα ούτε δανείστηκα και όμως όλοι τους με καταριούνται. Καταραμένος να ’μαι, Κύριε, αν δεν σε υπηρέτησα σωστά κι αν δεν σε παρακάλεσα ακόμη και για τους εχθρούς μου, στον καιρό της καταπίεσης και της συμφοράς τους! (Μπορεί κανείς να συντρίψει το σίδερο, το σίδερο από το βορρά, το ανακατεμένο με μπρούτζο;) Ο Κύριος απάντησε: «Λαέ του Ιούδα, τα υπάρχοντά σου και τους θησαυρούς σου θα τα παραδώσω στη λεηλασία. Αυτό θα είναι το τίμημα για όλες τις αμαρτίες που έχεις διαπράξει παντού στη χώρα. Θα σε κάνω σκλάβο των εχθρών σου σε μια χώρα που δεν ξέρεις τίποτε γι’ αυτήν, γιατί ο θυμός μου θα ξεσπάσει σαν τη φωτιά και θα σε κάψει». Τότε απάντησα: «Εσύ, Κύριε, γνωρίζεις. Θυμήσου με και βοήθησέ με να εκδικηθώ τους διώκτες μου. Μην είσαι ανεκτικός μ’ αυτούς, γιατί αλλιώς θα με σκοτώσουν. Γνωρίζεις ότι εξαιτίας σου με κορόιδεψαν. Καθώς μιλούσες, άκουσα προσεκτικά τα λόγια σου. Κάθε σου λέξη ήταν για μένα χαρά και ευτυχία στην καρδιά μου, γιατί εγώ ανήκω σ’ εσένα, Κύριε του σύμπαντος. Δεν κάθισα σε συμπόσιο ανθρώπων που διασκεδάζουν, για να ευχαριστηθώ. Αλλά εσύ μου ’δωσες τη δύναμη να καθίσω παράμερα, γεμάτος απ’ την αγανάκτησή σου εναντίον τους. Ο πόνος μου είναι παντοτινός και η πληγή μου αθεράπευτη. Στηρίζω τις ελπίδες μου σ’ εσένα, αλλά εσύ με απογοήτευσες, όπως ο χείμαρρος που του στερεύουν τα νερά το καλοκαίρι». Τότε ο Κύριος μου είπε: «Αν επιστρέψεις σ’ εμένα θα σε δεχτώ και θα μπορείς να με υπηρετείς και πάλι· και αν πάψεις να λες ανοησίες και ζυγίζεις τα λόγια σου, θα ξαναγίνεις το στόμα μου. Οι άνθρωποι πρέπει να ακούν εσένα· όχι εσύ αυτούς. Θα σε κάνω να σταθείς αντίκρυ στο λαό αυτό σαν οχυρό, χάλκινο τείχος. Θα σε πολεμήσουν, αλλά δε θα μπορέσουν να σε νικήσουν, γιατί εγώ θα είμαι μαζί σου για να σε διατηρώ ασφαλή. Θα σε αρπάξω από τα νύχια των κακών, από την εξουσία των καταπιεστών θα σε γλιτώσω. Εγώ το λέω, ο Κύριος». Ο Κύριος απευθύνθηκε σ’ εμένα και μου είπε: «Μην πάρεις γυναίκα και μην αποκτήσεις καθόλου παιδιά σ’ αυτόν τον τόπο. Γιατί εγώ, ο Κύριος θα σου πω τι θα συμβεί στα παιδιά που θα γεννηθούν σ’ αυτή τη χώρα, καθώς και στους γονείς τους: Θα πεθάνουν από φοβερή αρρώστια· δε θα υπάρχει κανείς να τους πενθήσει και να τους θάψει· τα πτώματά τους θα μένουν εκτεθειμένα στο χώμα σαν κοπριά. Θα σκοτωθούν στον πόλεμο ή θα πεθάνουν απ’ την πείνα· τα πτώματά τους θα χρησιμέψουν για τροφή στους γύπες και στις ύαινες. »Μην μπεις σε σπίτι που πενθούν·» μου λέει, «μην πας να πενθήσεις μαζί τους ούτε να τους εκφράσεις τη λύπη σου, γιατί εγώ απέσυρα από το λαό αυτόν τη φιλία μου, την αγάπη μου και την ευσπλαχνία μου. Πλούσιοι και φτωχοί, όλοι θα πεθάνουν σ’ αυτή τη χώρα. Κανείς δε θα τους θάψει ούτε θα τους θρηνήσει· κανείς δε θα κάνει εντομές στο σώμα του ούτε θα ξυρίσει το κεφάλι του για να εκφράσει τη λύπη του γι’ αυτούς. Κανένας δε θα μείνει να φάει μαζί τους στο νεκρόδειπνο, να τους προσφέρει ένα ποτήρι παρηγοριάς, ακόμη κι αν είναι ο πατέρας τους ή η μάνα τους που πέθαναν. »Μην μπεις σε σπίτι που γίνεται συμπόσιο και μην καθίσεις να φας και να πιεις μαζί τους. Εγώ, ο Κύριος του σύμπαντος, ο Θεός του Ισραήλ, λέω: Θα κάνω να σωπάσουν στον τόπο αυτό οι θόρυβοι των πανηγυριών, οι κραυγές της χαράς και τα τραγούδια των νιόπαντρων· κι εσείς θα επιζήσετε για να το δείτε. »Όταν θ’ αναγγείλεις στο λαό όλα αυτά που σου λέω, εκείνοι θα σε ρωτήσουν: “γιατί ο Κύριος μας απειλεί μ’ αυτό το μεγάλο κακό; Ποια είναι η ανομία μας και ποια αμαρτία κάναμε απέναντι στον Κύριο, το Θεό μας;” Τότε θα τους απαντήσεις: “οι πρόγονοί σας με αποστραφήκαν”, λέει ο Κύριος. “Ακολούθησαν άλλους θεούς, τους λάτρεψαν και τους προσκύνησαν κι εμένα μ’ εγκατέλειψαν και δεν τήρησαν το νόμο μου. Αλλά κι εσείς κάνατε ακόμα χειρότερα απ’ τους προγόνους σας, γιατί ακολουθήσατε καθένας σας τις επιθυμίες της πονηρής καρδιάς του και δεν υπακούσατε σ’ εμένα. Γι’ αυτό κι εγώ θα σας διώξω απ’ αυτή τη χώρα και θα σας παραπετάξω σε μια χώρα που δεν τη γνωρίσατε ποτέ ούτε εσείς ούτε οι πρόγονοί σας. Εκεί θα είστε υποχρεωμένοι να λατρεύετε άλλους θεούς, μέρα και νύχτα· αλλά τότε δε θα σας δείξω καμιά συμπόνια”». «Έρχονται μέρες», λέει ο Κύριος, «που δε θα λένε πια “μα τον αληθινό Θεό, που έβγαλε τους Ισραηλίτες από την Αίγυπτο”, αλλά θα λένε: “μα τον αληθινό Θεό, που έβγαλε τους Ισραηλίτες από τη χώρα του βορρά κι από τις άλλες χώρες όπου τους είχε διασκορπίσει”. Πράγματι θα τους φέρω πάλι πίσω στη χώρα τους, που την είχα δώσει στους προγόνους τους». «Θα στείλω πολλούς ψαράδες», λέει ο Κύριος, «που θα συλλάβουν το λαό του Ιούδα. Έπειτα θα στείλω πολλούς κυνηγούς, που θα τον καταδιώκουν πάνω σε κάθε βουνό και λόφο, και στις σχισμές των βράχων. Βλέπω όλες του τις πράξεις· τίποτα δε μένει από μένα κρυφό, ούτε μπορούν οι ανομίες τους να ξεφύγουν απ’ τη ματιά μου. Πρώτα απ’ όλα θ’ ανταποδώσω πλήρως και χωρίς κανένα συμβιβασμό την αμαρτία τους, γιατί μόλυναν τη χώρα μου με τα νεκρά είδωλά τους και έστησαν αυτά τα βδελύγματα παντού». Κύριε, εσύ μου δίνεις δύναμη, με προστατεύεις και σ’ εσένα καταφεύγω όταν θλίβομαι. Σ’ εσένα θα ’ρθουν οι λαοί από τα πέρατα της γης και θα πουν: «Βέβαια, οι θεοί που μας κληροδότησαν οι πρόγονοί μας δεν είναι τίποτ’ άλλο, παρά ψεύτικα, μάταια κι άχρηστα είδωλα. Είναι δυνατόν κανείς να κατασκευάσει τους θεούς του; Αυτά τα κατασκευάσματα δεν είναι θεοί». «Πράγματι», λέει ο Κύριος, «αυτή τη φορά θα κάνω τους ανθρώπους να γνωρίσουν καλά τη μεγάλη μου δύναμη· τότε θα μάθουν ότι εγώ είμαι ο Κύριος». Ο Κύριος λέει: «Η αμαρτία σου, λαέ του Ιούδα, είναι γραμμένη με γραφίδα σιδερένια, χαραγμένη με διαμαντόπετρα πάνω στην πλάκα της καρδιάς σας και στα κέρατα των θυσιαστηρίων σας. Ώστε και τα παιδιά σας να θυμούνται τα θυσιαστήριά σας, τις ιερές ξύλινες στήλες σας κάτω από τα πράσινα δέντρα πάνω στους ψηλούς λόφους, στα όρη και στις πεδιάδες. Κι εγώ θα δώσω τα πλούτη σας κι όλους τους θησαυρούς σας λάφυρο στους εχθρούς σας. Αυτό θα είναι το τίμημα για τις αμαρτίες σας που έχετε διαπράξει σ’ όλη την χώρα. Θα σας διώξω από την χώρα που σας την έδωσα ιδιοκτησία σας. Θα σας υποδουλώσω στους εχθρούς σας, σε μια χώρα που δεν τη γνωρίζετε, γιατί κάνατε το θυμό μου φωτιά που άναψε και καίει για πάντα». Ο Κύριος λέει: «Καταραμένος ο άνθρωπος που σε άνθρωπο ελπίζει, που από μένα απομακρύνεται και στηρίζεται σε ανθρώπινη δύναμη. Θα είναι σαν το θάμνο στην έρημο: Μένει εκεί στα βράχια της ερήμου, σε τόπο άγονο και ακατοίκητο· ποτέ του δε θα δει καλό. Ευλογημένος όμως είν’ ο άνθρωπος που ελπίζει σ’ εμένα και μ’ εμπιστεύεται. Θα είναι σαν το δέντρο το φυτεμένο κοντά στα νερά· απλώνει τις ρίζες του προς το ποτάμι και δε φοβάται όταν έρχεται ο καύσωνας αλλά μένουν τα φύλλα του καταπράσινα· αδιαφορεί για τον καιρό της ξηρασίας κι αδιάκοπα καρποφορεί. »Ανεξερεύνητα είναι τα βάθη της ανθρώπινης καρδιάς! Είναι τόσο απατηλή και αδιόρθωτη· ποιος μπορεί να τη γνωρίσει σε βάθος; Εγώ ο Κύριος εξερευνώ τα βάθη της καρδιάς, γνωρίζω τις πιο μύχιες επιθυμίες του ανθρώπου, για ν’ ανταποδώσω στον καθένα ανάλογα με τη ζωή του και με τα έργα του. »Ο άνθρωπος που κερδίζει πλούτη με αδικίες, μοιάζει με πέρδικα που ξένα αυγά κλωσάει κι ύστερα την εγκαταλείπουν οι νεοσσοί. Έτσι τα πλούτη του θα τον αφήσουν στης ζωής του τα μισά, και στα στερνά του θα αποδειχτεί ανόητος». Δοξασμένος θρόνος, που ανέκαθεν από τον κόσμο όλο υπερέχει, αυτός είν’ ο ναός μας! Εσύ, Κύριε, είσαι η ελπίδα του Ισραήλ· όλοι όσοι σ’ εγκαταλείπουν θα ντροπιαστούν· θα εξαφανιστούν σαν τα ονόματα που γράφονται στο χώμα, γιατί εγκατέλειψαν τον Κύριο, την πηγή του νερού της ζωής. Κύριε, δε θα γιατρευτώ, αν εσύ δε με γιατρέψεις· δε θα σωθώ, αν εσύ δε με σώσεις· γιατί εσύ είσαι αυτός που σε δοξολογώ. Οι άνθρωποι μου λένε: «Πού είναι οι απειλές του Κυρίου; Ας πραγματοποιηθούν λοιπόν!» Εγώ, όμως, Κύριε δεν αρνήθηκα ποτέ να κάνω ό,τι με πρόσταξες. Ποτέ μου δεν ευχήθηκα να ’ρθει η μέρα της συμφοράς. Εσύ γνωρίζεις ακριβώς αυτά που έχω πει. Μη γίνεσαι, λοιπόν για μένα αιτία τρόμου, εσύ που είσαι η προστασία μου τη μέρα της καταστροφής. Οι διώκτες μου ας ντροπιαστούνε κι όχι εγώ· αυτούς ας πιάσει τρόμος κι όχι εμένα. Πάνω τους ρίξε εσύ της συμφοράς τη μέρα, κατάστρεψέ τους εντελώς. Ο Κύριος με διέταξε να πάω να σταθώ στην κύρια πύλη της πόλης, απ’ την οποία οι βασιλιάδες του Ιούδα μπαινοβγαίνουν, καθώς και σ’ όλες τις άλλες πύλες της Ιερουσαλήμ, και να τους πω: «Ακούστε το λόγο του Κυρίου, βασιλιάδες και όλος ο λαός του Ιούδα και οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ, που διαβαίνετε αυτές τις πύλες. »Ο Κύριος λέει: Αν αγαπάτε τη ζωή σας, μη σηκώνετε φορτία και μην τα μεταφέρετε μέσα από τις πύλες της Ιερουσαλήμ μέρα Σάββατο. Το Σάββατο μη βγάζετε φορτία από τα σπίτια σας και μην κάνετε καμιά εργασία, αλλά να θεωρείτε άγια αυτή τη μέρα που ανήκει αποκλειστικά σ’ εμένα, όπως έχω διατάξει τους προγόνους σας. Εκείνοι όμως δεν άκουσαν ούτε έδωσαν καμιά σημασία· πείσμωσαν και δε με υπάκουσαν ούτε δέχτηκαν συμβουλές. »Ακούστε με όμως εσείς! Μην περνάτε κανένα φορτίο μέσα από τις πύλες της πόλης αυτής το Σάββατο, και γενικά μην κάνετε καμιά εργασία αυτή την ημέρα· να τη θεωρείτε άγια μέρα. Τότε θα μπουν μέσα από τις πύλες της πόλης αυτής βασιλιάδες κι άρχοντες της δυναστείας του Δαβίδ. Μαζί με το λαό του Ιούδα και τους κατοίκους της Ιερουσαλήμ, θα είν’ ανεβασμένοι σε άμαξες κι άλογα, κι η Ιερουσαλήμ θα είναι πάντα γεμάτη κατοίκους. Θα έρθουν άνθρωποι από τις πόλεις του Ιούδα και από τα περίχωρα της Ιερουσαλήμ, απ’ την περιοχή της φυλής του Βενιαμίν, απ’ τα λοφώδη μέρη, απ’ τα βουνά και τις νότιες περιοχές, και θα προσφέρουν ολοκαυτώματα και θυσίες, αναίμακτες προσφορές, θυμιάματα κι ευχαριστήριες θυσίες στο ναό του Κυρίου. Αλλά αν δεν με υπακούσετε και δε θεωρήσετε αγία τη μέρα του Σαββάτου, αλλά σηκώνετε φορτία και τα μεταφέρετε το Σάββατο μέσα από τις πύλες της Ιερουσαλήμ, τότε θ’ ανάψω φωτιά στις πύλες της πόλης, που θα κατακάψει τα παλάτια της και κανείς δε θα μπορέσει να τη σβήσει». Ο Κύριος απευθύνθηκε σ’ εμένα, τον Ιερεμία, και μου είπε: «Κατέβα αμέσως στο σπίτι του αγγειοπλάστη κι εκεί θ’ ακούσεις τι έχω να σου πω». Κατέβηκα στο σπίτι του αγγειοπλάστη, κι αυτός εργαζόταν στον τροχό. Χάλασε όμως το αγγείο που έφτιαχνε με τα χέρια του, και τότε αυτός ξανάφτιαξε απ’ τον πηλό άλλο αγγείο και του έδωσε τη μορφή που ήθελε ο ίδιος. Τότε ο Κύριος μου είπε: «Ισραηλίτες, δεν μπορώ τάχα να σας μεταχειριστώ όπως μεταχειρίζεται αυτός ο αγγειοπλάστης τον πηλό με τα χέρια του; Έτσι είστε κι εσείς στα δικά μου χέρια. Κάποτε εξαγγέλλω για ένα έθνος ή βασίλειο ότι θα το ξεριζώσω, θα το ανασκάψω και θα το καταστρέψω. Αν το έθνος εκείνο, που εναντίον του μίλησα, αφήσει την κακία του, τότε θα αφήσω κι εγώ τις απειλές μου εναντίον του. Άλλοτε πάλι εξαγγέλλω για ένα έθνος ή βασίλειο ότι θα το χτίσω και θα το φυτέψω. Αν το έθνος εκείνο κάνει ό,τι εγώ θεωρώ κακό και δε με υπακούσει, τότε θα ανακαλέσω το καλό που είχα σκεφτεί να του κάνω. »Πες λοιπόν τώρα εκ μέρους μου στο λαό του Ιούδα και στους κατοίκους της Ιερουσαλήμ: “εγώ σχεδιάζω μια συμφορά εναντίον σας και την προετοιμάζω. Επιστρέψτε, λοιπόν, ο καθένας σας από τον κακό του δρόμο και διορθώστε τη συμπεριφορά σας και τις πράξεις σας”. Αυτοί όμως θα απαντήσουν: “άσ’ τον να λέει! Εμείς θα κάνουμε το δικό μας· και θα πεισμώνουμε όσο μας κάνει κέφι”». Γι’ αυτό, ο Κύριος λέει: «Ρωτήστε, λοιπόν, ανάμεσα στα έθνη ποιος άκουσε κάτι παρόμοιο. Ο λαός του Ισραήλ έκανε απίστευτα και ανήκουστα πράγματα. Μπορεί να εξαφανιστεί το χιόνι απ’ του Λιβάνου τις άγριες κι απόκρημνες κορυφές; Μπορούνε τα βαθιά ποτάμια να στερέψουν, που φέρνουν από μακριά κρύα, τρεχούμενα νερά; Κι όμως εμένα με ξέχασε ο λαός μου. Θυμίαμα πρόσφεραν στα είδωλα, στους δρόμους τους σκοντάψαν· ξεστράτισαν απ’ τα παλιά τα μονοπάτια και περπατήσανε σε δρόμους που δεν είχαν χαραχθεί. Έτσι οδηγήσανε τη χώρα τους στην ερήμωση. Στη θέα τους οι περαστικοί ανατριχιάζουν και το κεφάλι τους γυρίζουν με αποστροφή. Θα διασκορπίσω το λαό μου μπρος στους εχθρούς, όπως σκορπίζει ο ανατολικός ο άνεμος τη σκόνη. Την ημέρα της καταστροφής τους θα στρέψω σ’ αυτούς τα νώτα μου, όχι το πρόσωπό μου». Είπανε κάποιοι: «Ελάτε να σχεδιάσουμε κάτι εναντίον του Ιερεμία. Λέει ψέματα. Οι ιερείς δεν θα πάψουν να διδάσκουν το νόμο, οι σοφοί να δίνουν συμβουλές, οι προφήτες να φανερώνουν το λόγο του Θεού. Ελάτε να τον χτυπήσουμε με τα ίδια του τα λόγια· τίποτε απ’ όσα λέει να μην προσέξουμε». Πρόσεξέ με, Κύριε, και άκουσε τι λένε αυτοί που με εχθρεύονται. Είναι σωστό να μου ανταποδοθεί κακό αντί για καλό; Αυτοί όμως μου ’σκαψαν το λάκκο. Θυμήσου ότι στάθηκα μπροστά σου και μίλησα εγώ για χάρη τους, για να σταματήσεις να είσαι θυμωμένος μαζί τους. Γι’ αυτό άσε τα παιδιά τους να πεινάσουν και στείλε τους να σκοτωθούν στον πόλεμο· να μείνουν άτεκνες και χήρες οι γυναίκες τους· οι γέροι τους από θανατικό ας πεθάνουν κι οι νέοι τους στη μάχη να χαθούν. Ας ακουστούν κραυγές από τα σπίτια τους, όταν θα φέρεις ξαφνικά εναντίον τους ένοπλες συμμορίες, γιατί σκάψανε λάκκο να με πιάσουνε και στήσανε παγίδες για να μπλεχτούν τα πόδια μου. Αλλά εσύ, Κύριε, γνωρίζεις όλα τους τα σχέδια για να με θανατώσουν. Μη συγχωρήσεις την ανομία τους, μην πάψεις να θυμάσαι την αμαρτία τους. Ας καταρρεύσουν όλοι τους μπροστά σου και πάρε εσύ εκδίκηση όταν θα είσαι οργισμένος. Ο Κύριος μου είπε: «Πήγαινε ν’ αγοράσεις μια πήλινη στάμνα. Πάρε μαζί σου μερικούς από τους πρεσβυτέρους του λαού κι από τους ιερείς. Έπειτα πήγαινε μαζί τους στην κοιλάδα Εννόμ, έξω απ’ των Συντριμμιών την πύλη κι εκεί ανάγγειλε το μήνυμα που θα σου πω. »Θα τους πεις: “το λόγο ακούστε του Κυρίου, οι βασιλιάδες του Ιούδα κι οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ. Λέει ο Κύριος του σύμπαντος, ο Θεός του Ισραήλ: Θα προξενήσω τέτοιες συμφορές σ’ αυτόν τον τόπο, ώστε όποιος τ’ ακούει να του έρχεται ζάλη. Έπειδή με εγκατέλειψαν και μόλυναν τον τόπο αυτό και πρόσφεραν θυμίαμα εδώ σε ξένους θεούς, που δεν τους γνώριζαν ούτε αυτοί ούτε οι πρόγονοί τους ούτε του Ιούδα οι βασιλιάδες, και γέμισαν τον τόπο αυτό με αίμα αθώων ανθρώπων. Στο Βάαλ καθιέρωσαν τόπους λατρευτικούς, να του προσφέρουν τα παιδιά τους ολοκαύτωμα, πράγμα που ποτέ μου δεν τους διέταξα ούτε που σκέφτηκα να τους το ζητήσω. Για τούτο έρχονται μέρες, που αυτός εδώ ο τόπος δε θα ονομάζεται πια Τοφέθ ούτε κοιλάδα Εννόμ, αλλά Σφαγής πεδιάδα. Θα ματαιώσω εδώ τα σχέδια των κατοίκων του Ιούδα και της Ιερουσαλήμ· θα τους κάνω να πέσουν από το ξίφος των ανελέητων εχθρών και τα πτώματά τους θα τα δώσω τροφή στους γύπες και στις ύαινες. Θα ερημώσω αυτή την πόλη και στη θέα της θ’ ανατριχιάζουν οι περαστικοί και θα φεύγουνε με αποστροφή μπροστά στις συμφορές της. Οι ανελέητοι εχθροί τους θα τους πολιορκήσουν και τον κλοιό θα σφίξουν τόσο πολύ, που ο ένας θα τρώει τον άλλο· θα φάνε ακόμα και τις σάρκες των ίδιων των παιδιών τους”. »Τότε, εσύ Ιερεμία, θα σπάσεις τη στάμνα μπροστά στους άντρες που θα σε ακολουθούν. Και θα τους πεις ότι εγώ ο Κύριος του σύμπαντος λέω: “όπως σπάζει κανείς την πήλινη στάμνα του αγγειοπλάστη και δεν είναι πια δυνατόν να επιδιορθωθεί, έτσι θα συντρίψω κι εγώ αυτόν το λαό κι αυτή την πόλη. Και θα τους θάβουνε ακόμα και στην Τοφέθ, γιατί δε θα υπάρχει αλλού τόπος για την ταφή τους. Θα κάνω να υποστεί η πόλη αυτή και οι κάτοικοί της τα ίδια που γίναν’ στην Τοφέθ. Όλα τα σπίτια της Ιερουσαλήμ και τα παλάτια των βασιλιάδων του Ιούδα, που στις στέγες τους πρόσφεραν θυμίαμα στ’ αστέρια του ουρανού και έκαναν σπονδές σε θεούς ξένους, θα μολυνθούν από τα πτώματα όπως η Τοφέθ”». Όταν επέστρεψε ο Ιερεμίας από την Τοφέθ, όπου ο Κύριος τον είχε στείλει να προφητέψει, στάθηκε στην αυλή του ναού του Κυρίου και είπε σ’ όλο το λαό: «Ο Κύριος του σύμπαντος, ο Θεός του Ισραήλ, λέει: “θα φέρω στην πόλη ετούτη και στα περίχωρά της όλα τα δεινά που ανάγγειλα εναντίον της, γιατί δείξαν’ ισχυρογνωμοσύνη και δεν υπάκουσαν στα λόγια μου”». Ο ιερέας Πασχούρ, γιος του Ιμρί και επόπτης του ναού του Κυρίου, άκουσε τον Ιερεμία να προφητεύει με τα παραπάνω λόγια. Τότε διέταξε να χτυπήσουν τον προφήτη και να τον βάλουν στην ξυλοπέδη, που βρισκόταν στην άνω πύλη του Βενιαμίν, κοντά στο ναό του Κυρίου. Την άλλη μέρα έβγαλε ο Πασχούρ τον Ιερεμία από την ξυλοπέδη και αυτός του είπε: «Ο Κύριος δεν θα σε ονομάζει πια “Πασχούρ” αλλά “Μαγόρ-Μισσαβίβ” (Τρόμος από Παντού). Ο Κύριος λέει: “θα προξενήσω σ’ εσένα και σ’ όλους τους φίλους σου τρόμο. Θα θανατωθούν μπροστά στα μάτια σου από τα ξίφη των εχθρών τους. Θα παραδώσω όλους τους κατοίκους του Ιούδα στα χέρια του βασιλιά της Βαβυλώνας και θα τους οδηγήσει αιχμαλώτους στη χώρα του ή θα τους θανατώσει. Θα δώσω όλο τον πλούτο αυτής της πόλης, τις περιουσίες των κατοίκων της, τα πολύτιμα αντικείμενά της κι όλους τους θησαυρούς των βασιλιάδων του Ιούδα στα χέρια των εχθρών τους· αυτοί θα τους λεηλατήσουν και θα τους μεταφέρουν αιχμαλώτους στη Βαβυλώνα. Κι εσύ, Πασχούρ, και όλη η οικογένειά σου θα πάτε στην αιχμαλωσία, στη Βαβυλώνα, κι εκεί θα πεθάνεις και θα ταφείς εσύ και όλοι οι φίλοι σου, στους οποίους προφήτεψες ψέματα”». Με δελέασες Κύριε, και σου παραδόθηκα. Με άρπαξες με δύναμη και βγήκες νικητής. Εμένα έχουν στόχο πάντα οι χλευασμοί τους. Όλοι με ειρωνεύονται. Κάθε φορά που εξαγγέλλω του Κυρίου το λόγο, θα πρέπει να φωνάζω «βία! αρπαγή!» Γι’ αυτό με κοροϊδεύουν και με περιφρονούν αδιάκοπα. Αλλά όταν λέω μέσα μου: «Ας ξεχάσω τον Κύριο· ας μην ξαναμιλήσω εξ ονόματός του», τότε ο λόγος σου στην καρδιά μου γίνεται φωτιά, που καίει βαθιά στα κόκαλά μου. Απόκαμα να τον συγκρατώ –δεν αντέχω πια. Άκουσα πολλούς να ψιθυρίζουν: «Ο Τρόμος από Παντού. Πάμε να τον καταγγείλουμε στις αρχές!» Όλοι οι φίλοι μου παραφύλαγαν να βρουν το αδύνατο σημείο μου κι έλεγαν: «Κάτι απερίσκεπτο θα πει· και τότε θα τον παγιδέψουμε και θα τον εκδικηθούμε». Αλλά εσύ, Κύριε, είσαι στο πλευρό μου ωσάν γενναίος πολεμιστής. Για τούτο κι όσοι με καταδιώκουν θ’ αποτύχουν· δε θα μπορέσουν να με νικήσουν. Θα καταντροπιαστούν που απέτυχαν τα σχεδιά τους, κι αυτή η ντροπή τους θα κρατήσει αιώνια· δε θα λησμονηθεί ποτέ. Εσύ, Κύριε του σύμπαντος, που διακρίνεις ποιοι σου είναι πιστοί και γνωρίζεις τις επιθυμίες τους και τις σκέψεις τους, κάνε να δω την εκδίκησή σου που θα ’ρθει πάνω τους, γιατί σ’ εσένα ανέθεσα την υπόθεσή μου. Ψάλτε στον Κύριο! Τον Κύριο δοξολογήστε, γιατί απ’ τα χέρια των κακών ανθρώπων γλίτωσε τον φτωχό. Καταραμένη η μέρα που γεννήθηκα! Ας ήταν να χαθεί η μέρα που η μάνα μου μ’ έφερε στη ζωή. Ας πάψει να ’ναι ευλογημένη. Καταραμένος να ’ναι ο άνθρωπος που έφερε στον πατέρα μου τα συχαρίκια και του είπε: «απόχτησες παιδί και είναι αγόρι!» και του ’δωσε πολλή χαρά. Ας γίνει ο άνθρωπος αυτός καθώς οι πόλεις που ο Κύριος τις κατέστρεψε αμετάκλητα. Ας φτάνουνε στ’ αυτιά του οιμωγές πόνου το πρωί, κραυγές μάχης το μεσημέρι. Γιατί να μην πεθάνω μες στην κοιλιά της μάνας μου; Γιατί δεν έγινε αυτή για μένα τάφος, να με βαστάξει μέσα της παντοτινά; Γιατί να βγω απ’ την κοιλιά της μάνας μου; Να βλέπω λύπες και ταλαιπωρίες και να τελειώσω τη ζωή μου στην ντροπή; Ο βασιλιάς Σεδεκίας έστειλε στον Ιερεμία τον Πασχούρ, γιο του Μελχία, και τον ιερέα Σοφονία, γιο του Μαασεΐα, με την ακόλουθη παράκληση: «Ιερεμία, ρώτησε σε παρακαλούμε τον Κύριο για μας, γιατί ο βασιλιάς της Βαβυλώνας Ναβουχοδονόσορ άρχισε πόλεμο εναντίον μας. Ίσως ο Κύριος κάνει για χάρη μας κάποιο του θαύμα και τον αναγκάσει να φύγει από ’δω». Αλλά ο Ιερεμίας πήρε εντολή από τον Κύριο να διαβιβάσει στο Σεδεκία μέσω της αντιπροσωπείας του τα εξής: «Λέει ο Κύριος, ο Θεός του Ισραήλ: “ο βασιλιάς της Βαβυλώνας σάς πολιορκεί με το στρατό του κι οι πολεμιστές σας υπερασπίζονται την πόλη πολεμώντας κιόλας έξω από τα τείχη. Εγώ όμως θα αναγκάσω τους υπερασπιστές σας να υποχωρήσουν μέσα στην πόλη. Θα πολεμήσω εναντίον σας οργισμένος κι αγανακτισμένος, με αποφασιστικότητα και δύναμη. Θα θανατώσω τους κατοίκους αυτής της πόλης· άνθρωποι και ζώα θα πεθάνουν από πανώλη. Μετά θα παραδώσω το βασιλιά του Ιούδα Σεδεκία, τους αξιωματούχους του και το λαό της πόλης –όσους θα έχουν επιζήσει απ’ την πανώλη, από τον πόλεμο και την πείνα– στα χέρια του βασιλιά της Βαβυλώνας, του Ναβουχοδονόσορ και στα χέρια των εχθρών τους, που ζητούν να τους σκοτώσουν. Εγώ, ο Κύριος το λέω. Κι ο Ναβουχοδονόσορ, σκληρός και άσπλαχνος, θα τους κατασφάξει χωρίς έλεος”». Μετά ο Κύριος έδωσε εντολή στον Ιερεμία να πει στο λαό: «Λέει ο Κύριος: “σας έδωσα τη δυνατότητα να διαλέξετε ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο: Όποιος παραμείνει σ’ αυτή την πόλη θα σκοτωθεί στον πόλεμο από τα ξίφη των εχθρών ή θα πεθάνει από την πείνα κι από το θανατικό. Αλλά όποιος βγει και παραδοθεί στους Βαβυλώνιους που σας πολιορκούν, θα σώσει τουλάχιστο τη ζωή του. Αποφάσισα να κάνω κακό σ’ αυτή την πόλη· όχι καλό. Εγώ, ο Κύριος το λέω. Θα την παραδώσω στα χέρια του βασιλιά της Βαβυλώνας και θα την κάνει στάχτη”». Ο Ιερεμίας έλαβε την εντολή να πει στη βασιλική οικογένεια του Ιούδα: «Ακούστε το λόγο του Κυρίου, εσείς οι απόγονοι του Δαβίδ: “αρχίστε την ημέρα σας αποδίδοντας δικαιοσύνη”, λέει ο Κύριος. “Γλιτώστε τον απογυμνωμένο από τον καταπιεστή του! Αλλιώς, θα ξεσπάσει εναντίον σας ο θυμός μου σαν φωτιά και θα σας κάψει, εξαιτίας των κακών σας έργων· και κανείς δε θα μπορεί να σβήσει αυτή τη φωτιά. ”Προσέξτε εσείς εκεί κάτω, εσείς που κατοικείτε στο πλάτωμα του βράχου! Εγώ τώρα έρχομαι εναντίον σας. Σ’ εσάς που ισχυρίζεστε ότι εχθρός κανείς δε θα σας επιτεθεί και δε θα μπει στα σπίτια σας! Εγώ ο ίδιος θα σας επιτεθώ για να σας τιμωρήσω για τα έργα σας. Φωτιά θα βάλω στις κολόνες σας τις κέδρινες, μέσα στ’ ανάκτορά σας, και θα τα καταστρέψω όλα τριγύρω”». Ο Κύριος μου είπε: «Κατέβα στο παλάτι του βασιλιά του Ιούδα και πες του αυτά τα λόγια: “ακούστε το λόγο του Κυρίου, εσύ βασιλιά, που κάθεσαι στο θρόνο του Δαβίδ, οι αξιωματούχοι σου και οι άνθρωποί σου, που μπαινοβγαίνουν από τις πύλες του ανακτόρου σου. Κάντε το σωστό και το δίκαιο”, λέει ο Κύριος, “και γλιτώστε κάθε απογυμνωμένον από τον καταπιεστή του. Μην αδικείτε και μην καταπιέζετε τους ξένους, τα ορφανά και τις χήρες και μη φονεύετε αθώους ανθρώπους σ’ αυτό τον τόπο. Μόνο αν κάνετε αυτά που σας λέω, τότε οι απόγονοι του Δαβίδ θα συνεχίσουν να κάθονται στο θρόνο του και θα διαβαίνουν τις πύλες αυτού του παλατιού καβάλα σε άμαξες και άλογα αυτοί, οι αξιωματούχοι τους και ο λαός τους. Αλλά αν δεν υπακούσετε σ’ αυτές τις εντολές μου, ορκίζομαι στον εαυτό μου ότι το παλάτι αυτό θα ερειπωθεί. Εγώ το λέω, ο Κύριος”». Λέει ο Κύριος για το παλάτι του βασιλιά του Ιούδα: «Είσαι για μένα όμορφο σαν τη Γαλαάδ, σαν του Λιβάνου την κορφή. Παρ’ όλα αυτά θα σε μετατρέψω σε σωρό ερείπια, όπου κανείς δεν θα μπορεί να κατοικήσει. Θα στείλω εναντίον σου ανθρώπους να σε καταστρέψουν. Αυτοί θα κόψουν με τα τσεκούρια τους τις όμορφες κέδρινες κολόνες σου και θα τις ρίξουν στη φωτιά. »Πολλά έθνη θα περάσουν μέσ’ από ’δω και θα λένε αναμεταξύ τους: “γιατί ο Κύριος έκανε τέτοια καταστροφή σ’ αυτή τη μεγάλη πόλη;” Και η απάντηση θα είναι: “γιατί οι κάτοικοί της αθέτησαν τη διαθήκη του Κυρίου του Θεού τους· προσκύνησαν ξένους θεούς και τους λάτρεψαν”». Κάτοικοι του Ιούδα, μην κλαίτε το βασιλιά Ιωσία που πέθανε, μην τον θρηνείτε! Κλάψτε πικρά το βασιλιά Ιωάχαζ, που οδηγήθηκε στην αιχμαλωσία και πια δε θα επιστρέψει, δε θα ξαναδεί την πατρίδα του. Λέει ο Κύριος για το Σαλλούμ, το βασιλιά του Ιούδα, που βασίλεψε στη θέση του πατέρα του και που απομακρύνθηκε απ’ αυτό τον τόπο: «Ο Σαλλούμ δεν θα ξαναγυρίσει εδώ! Θα πεθάνει στον τόπο όπου οδηγήθηκε αιχμάλωτος και δε θα ξαναδεί αυτή τη χώρα». Αλίμονο σ’ αυτόν που χτίζει το παλάτι του με αδικίες και προσθέτει σ’ αυτό ορόφους με ατιμίες· που εκμεταλλεύεται τη δουλειά των εργατών του και δεν τους πληρώνει το μισθό τους για τον κόπο τους. «Θα χτίσω», λέει, «για τον εαυτό μου μεγάλο παλάτι με ευρύχωρα ανώγεια δωμάτια». Ανοίγει, λοιπόν, παράθυρα και το επενδύει με ξύλο κέδρου και το βάφει με κόκκινο χρώμα. Μήπως θα γίνεις καλύτερος βασιλιάς από τους άλλους χτίζοντας παλάτι επενδυμένο με κέδρο; Ο πατέρας σου δεν έτρωγε και δεν έπινε πλούσια; Απέδιδε όμως κρίση και δικαιοσύνη και όλα του πήγαιναν καλά. Απέδιδε δικαιοσύνη στον αδύναμο και στον φτωχό και όλα τού πήγαιναν καλά. Αυτό ήταν απόδειξη ότι γνώριζε εμένα, τον Κύριο. Αλλά τα δικά σου μάτια και η καρδιά βλέπουν μόνο το συμφέρον σου και δεν ενδιαφέρεσαι παρά μόνο για να φονεύεις αθώους και να καταπιέζεις σκληρά τους ανθρώπους σου. Γι’ αυτό ο Κύριος λέει για τον Ιωακίμ, γιο του Ιωσία και βασιλιά του Ιούδα: «Κανένας δε θα τον θρηνήσει και δε θα πει στον άλλο, “αλίμονο αδερφέ μου” ή “αλίμονο αδερφή μου”. Δε θα τον κλάψουν λέγοντας, “αλίμονο άρχοντά μας! Αλίμονο βασιλιά μας!” Θα τον θάψουν όπως τα υποζύγια, αφού τον σύρουν και τον ρίξουν πέρα από τις πύλες της Ιερουσαλήμ». Ο Κύριος λέει: «Κάτοικοι της Ιερουσαλήμ ανεβείτε στο Λίβανο και φωνάξτε! Θρηνήστε στην πεδιάδα της Βασάν, φωνάξτε δυνατά από τα βουνά Αβαρίμ, γιατί νικήθηκαν όλοι οι σύμμαχοί σας. Σας μίλησα όταν ευημερούσατε, αλλά είπατε, “άσε μας ήσυχους!” Αυτή ήταν η συμπεριφορά σας, από τα νιάτα σας· ποτέ δεν υπακούσατε σ’ εμένα. Τους άρχοντές σας θα τους πάρει ο άνεμος· οι σύμμαχοί σας θα αιχμαλωτιστούν. Τότε θα ντροπιαστείτε και θα εξευτελιστείτε για όλες τις αδικίες που έχετε διαπράξει. Κατοικείτε στο “Λίβανο” και φτιάχνετε τη φωλιά σας στα κέδρινα παλάτια. Πόσο θα βογκήξετε όταν σας βρουν οι πόνοι σαν τις ωδίνες της γυναίκας που γεννάει!» Ο Ιερεμίας, με εντολή του Κυρίου, γνωστοποίησε το ακόλουθο μήνυμα στο βασιλιά του Ιούδα Ιωαχίν, γιο του Ιωακίμ: «Ακόμη κι αν ήσουν σφραγιδόλιθος στο δεξί μου χέρι, ορκίζομαι στον εαυτό μου πως θα σ’ έβγαζα και θα σε πετούσα, λέει ο Κύριος. Θα σε παραδώσω σ’ εκείνους που ζητούν να σε σκοτώσουν και τους φοβάσαι· στα χέρια του Ναβουχοδονόσορ, βασιλιά της Βαβυλώνας, και των στρατευμάτων του. Εσένα και τη μάνα που σε γέννησε θα σας παραπετάξω μακριά σε ξένη χώρα, σε άλλη γη από κείνην όπου γεννηθήκατε, και θα πεθάνετε εκεί. Θα λαχταράτε να ξανάρθετε πίσω σ’ αυτή τη χώρα, αλλά δε θα γυρίσετε ποτέ». Τόσο άχρηστος λοιπόν έγινε αυτός ο άνθρωπος, ο Ιωαχίν; Μοιάζει με σπασμένο δοχείο, παραπεταμένο, ένα σκεύος που κανένας δεν το θέλει πια! Γιατί εκπατρίστηκε αυτός και τα παιδιά του, διωγμένοι σε μια χώρα που τους είναι άγνωστη; Αχ εσύ, χώρα μου, χώρα μου, άκου το λόγο του Κυρίου: «Σημείωσε πλάι στο όνομα αυτού του ανθρώπου, στον κατάλογο των βασιλιάδων, τη φράση “Άτεκνος - Αποτυχημένος σ’ όλη του τη ζωή”. Γιατί κανείς από τους απογόνους του δε θα κατορθώσει να καθίσει στο θρόνο του Δαβίδ και να ασκήσει την εξουσία στο βασίλειο του Ιούδα». «Αλίμονο στους άρχοντες, του λαού μου!» λέει ο Κύριος. «Ποιμένες που καταστρέφουν και διασκορπίζουν τα κοπάδια μου». Γι’ αυτό ο Κύριος, ο Θεός του Ισραήλ, λέει για τους άρχοντες που κυβερνούν το λαό του: «Εσείς διασκορπίσατε το κοπάδι μου, το παραπλανήσατε, δεν το φροντίσατε. Τώρα κι εγώ θα σας τιμωρήσω για τις κακές σας πράξεις. »Εγώ ο ίδιος θα συγκεντρώσω τα υπόλοιπα πρόβατά μου από τις χώρες όπου τα διασκόρπισα και θα τα φέρω πάλι στα βοσκοτόπια τους, θ’ αποκτήσουν πολλά παιδιά και θα πληθύνουν. Θα ορίσω σ’ αυτά ποιμένες να τα κατευθύνουνε· αυτοί θα τα φροντίζουν και χάρη σ’ αυτούς τα πρόβατα δε θα φοβούνται ούτε θα τρομάζουν· κανένα τους δε θα χαθεί ξανά», λέει ο Κύριος. «Έρχεται η μέρα», λέει ο Κύριος, «που θ’ αναδείξω βασιλιά ένα γνήσιο βλαστό του Δαβίδ. Αυτός θα βασιλέψει μ’ επιτυχία· θα κρίνει δίκαια στη χώρα, γιατί ο ίδιος θα υπακούει στο νόμο του Θεού. Στις μέρες του, θα ελευθερωθούν απ’ τους εχθρούς τους οι κάτοικοι του Ιούδα και θα ζήσουν με ασφάλεια οι κάτοικοι του βασιλείου του Ισραήλ. Το όνομα που θα του δοθεί θα ’ναι “ο Κύριος είναι η δικαίωσή μας”. »Γι’ αυτό έρχονται μέρες», λέει ο Κύριος, «που όταν ορκίζονται δε θα λένε πια “μα τον αληθινό Θεό, που έβγαλε τους Ισραηλίτες από την Αίγυπτο”, αλλά θα λένε “μα τον αληθινό Θεό, που έβγαλε τους απογόνους του Ισραήλ από τη χώρα του βορρά” και από τις άλλες χώρες που τους είχα διασκορπίσει. Τότε θα τους έχω φέρει να κατοικήσουν στη χώρα τους». Λόγοι σχετικοί με τους προφήτες. Η καρδιά μου σπαράζει κι όλο μου το σώμα τρέμει. Είμαι σαν μεθυσμένος, ωσάν αναίσθητος απ’ το κρασί, απ’ όσα ο Κύριος, ο Άγιος Θεός μού είπε: «Η χώρα γέμισε μοιχούς. Όλοι φέρνονται πονηρά κι είναι στην αδικία ασυναγώνιστοι. Πενθεί η χώρα για την κατάρα του Κυρίου, τα βοσκοτόπια της στέπας ξεράθηκαν. Οι προφήτες και οι ιερείς είναι διεφθαρμένοι· τους έπιασα να ασεβούν και μέσα ακόμη στο ναό μου», λέει ο Κύριος. «Γι’ αυτό θα γλιστρούν και θα πέφτουν στο δρόμο τους. Ο ένας θα παρασύρει τον άλλον στο σκοτάδι και τελικά όλοι μαζί θα γκρεμιστούν. Συμφορά θα φέρω εναντίον τους το χρόνο της τιμωρίας τους. Εγώ το λέω, ο Κύριος». «Είδα τα όσα βδελυρά έκαναν οι προφήτες της Σαμάρειας», λέει ο Κύριος: Προφήτευαν στο όνομα του Βάαλ και παραπλανούσαν το λαό μου τον Ισραήλ. Τώρα όμως βλέπω και τα όσα τερατώδη κάνουν οι προφήτες της Ιερουσαλήμ: Μοιχεύουν και ψεύδονται· ενθαρρύνουν τους ασυνείδητους να κάνουν το κακό και κανένας τους δεν σκέφτεται ν’ αλλάξει. Όλοι αυτοί οι προφήτες είναι για μένα σαν τους κατοίκους των Σοδόμων και οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ σαν τους κατοίκους των Γομόρρων. Γι’ αυτό κι εγώ, ο Κύριος του σύμπαντος, λέω για τους προφήτες της Ιερουσαλήμ: «Θα τους δώσω πικρά χόρτα να φάνε και δηλητήριο να πιουν, γιατί έγιναν εστία μολύνσεως για ολόκληρη τη χώρα». Λέει ο Κύριος του σύμπαντος: «Μην ακούτε τα λόγια των προφητών που σας γεμίζουν με ψεύτικες ελπίδες! Σας μιλάνε για οράματα που βγαίνουν από το μυαλό τους και όχι από το στόμα μου. Λένε διαρκώς σ’ αυτούς που με περιφρονούν: “ο Κύριος είπε πως θα πάνε όλα καλά για σας”, ακόμα λένε και σ’ εκείνους που ακολουθούν τις πονηρές επιθυμίες τους πως δε θα τους βρει κακό. Κανείς τους δεν συσκέφθηκε ποτέ μαζί μου ούτε με είδε ούτε άκουσε τα σχέδιά μου. Κανείς δεν πρόσεξε και δεν κατάλαβε τα λόγια μου!» Η οργή του Κυρίου σαν ορμητικός ανεμοστρόβιλος ξέσπασε πάνω στα κεφάλια των ασεβών. Δε θα σταματήσει ωσότου εκπληρώσει αυτό που σκέφτεται ο Κύριος να κάνει. Στις μέρες που έρχονται θα το καταλάβετε καλά. «Δεν τους έστειλα εγώ αυτούς τους προφήτες», λέει ο Κύριος, «όμως αυτοί έτρεξαν να πάνε. Δεν τους μίλησα, όμως αυτοί κηρύττουν εξ ονόματός μου. Αν πράγματι είχαν συσκεφθεί μαζί μου, τότε θα μπορούσαν να κηρύξουν στο λαό μου τα λόγια μου και να τους αποτρέψουν από την κακή ζωή που ζουν κι από τα πονηρά τους έργα. Νομίζετε πως είμαι Θεός που βρίσκομαι κοντά σας;» λέει ο Κύριος. «Όχι! Είμαι Θεός που βρίσκομαι μακριά σας. Κανείς δεν μπορεί να κρυφτεί κάπου τόσο καλά, που να μην τον βρίσκω. Δεν υπάρχει τόπος στον ουρανό ούτε στη γη που να μην είμαι εκεί». Λέει ο Κύριος: «Άκουσα τις ανοησίες των προφητών που ισχυρίζονται ότι μιλούν εξ ονόματός μου. “Είδα όνειρο, είδα όνειρο!” λένε. Είναι όμως ψέματα. Ως πότε αυτοί οι προφήτες θα παραπλανούν το λαό μου με ψέματα και θα διαδίδουν τις φαντασιώσεις τους; Αυτοί που καυχώνται ο ένας στον άλλο για τα όνειρά τους, επιδιώκουν να λησμονήσει ο λαός μου ποιος είμαι· όπως με λησμόνησαν οι πρόγονοί τους και στράφηκαν στο Βάαλ. »Ο προφήτης που έχει δει ένα όνειρο ας το διηγηθεί», λέει ο Κύριος. «Κι αυτός που άκουσε το λόγο μου ας τον διακηρύξει πιστά. Θα φανεί πού είναι το άχυρο και πού είναι το σιτάρι! Το δίχως άλλο, ο λόγος μου είναι σαν τη φωτιά, σαν το σφυρί που σπάει το βράχο. »Γι’ αυτό εγώ είμαι εναντίον των προφητών εκείνων, που κλέβουν το μήνυμα ο ένας απ’ τον άλλον και ισχυρίζονται ότι το έχουν πάρει από μένα. Είμαι εναντίον των προφητών εκείνων, που παρουσιάζουν τα δικά τους λόγια για δικά μου. Είμαι εναντίον των προφητών που λέν’ για προφητείες τα όνειρά τους, τα διηγούνται και παραπλανούν το λαό μου με τα χονδροειδή ψεύδη τους. Εγώ δεν τους έδωσα καμιά αποστολή ούτε καμιά εντολή. Θα βλάψουν το λαό αυτό», λέει ο Κύριος. Ο Κύριος μου είπε: «Αν κάποιος από το λαό αυτό ή ένας προφήτης ή ένας ιερέας σε ρωτήσουν, “τι βάρος θα μας φορτώσει πάλι ο Κύριος;” να τους πεις: “εσείς είστε που γίνατε για μένα βάρος”, λέει ο Κύριος. “Γι’ αυτό κι εγώ θα σας πετάξω από πάνω μου”. Αν κάποιος από το λαό ή ένας προφήτης ή ένας ιερέας τολμήσει να πει, “τι βάρος έβαλε πάνω μας ο Κύριος!” θα τον τιμωρήσω αυτόν και όλη του την οικογένεια». Αντί γι’ αυτό, πρέπει τούτο ο ένας τον άλλο να ρωτάτε: «Τι απάντησε ο Κύριος;» Ή, «τι είπε ο Κύριος;» Δε θα ξαναρωτήσετε πια, «τι βάρος έβαλε ο Κύριος πάνω μας». Αυτός που θα ρωτήσει, θα βάλει βάρος πάνω στον εαυτό του, γιατί διαστρέψατε τους λόγους του αληθινού Θεού, του Κυρίου του σύμπαντος, του Θεού μας. Εκείνο που πρέπει κανείς να ρωτάει τον προφήτη είναι: «Τι απάντησε ο Κύριος;» Ή, «Τι είπε ο Κύριος;» Αν όμως αρχίστε να ξαναρωτάτε: «Τι βάρος θα βάλει πάλι πάνω μας ο Κύριος;» τότε κι εκείνος λέει: «Επειδή δεν υπακούσατε στην προειδοποίησή μου, εγώ θα σας αποτινάξω από πάνω μου σαν αβάσταχτο βάρος και θα σας διώξω από κοντά μου εσάς και την πόλη που έδωσα σ’ εσάς και στους προγόνους σας. Θα φέρω πάνω σας ντροπή και καταισχύνη αιώνια, που δε θα την ξεχάσετε ποτέ». Ο Κύριος μου έδειξε δύο καλάθια με σύκα, που ήταν τοποθετημένα μπροστά στο ναό του. Αυτό συνέβη μετά που ο Ναβουχοδονόσορ, βασιλιάς της Βαβυλώνας, είχε αιχμαλωτίσει το βασιλιά του Ιούδα Ιωαχίν, γιο του Ιωακίμ και μαζί του τους αξιωματούχους του βασιλείου, τους σιδηρουργούς και τους κατασκευαστές οχυρωματικών έργων. Από την Ιερουσαλήμ τους είχε μεταφέρει στη Βαβυλώνα. Το ένα καλάθι είχε μέσα πολύ καλά, πρώιμα σύκα, ενώ το άλλο είχε μέσα χαλασμένα σύκα, που δεν τρώγονταν. Τότε ο Κύριος με ρώτησε: «Τί βλέπεις, Ιερεμία;» «Σύκα», απάντησα. «Ετούτα εδώ είναι εξαιρετικά, αλλά εκείνα είναι πολύ χαλασμένα· δεν τρώγονται». Θα τους δείξω την εύνοιά μου και θα τους ξαναφέρω σ’ αυτή τη χώρα. Θα ξαναχτίσω και δε θα γκρεμίσω πια· θα ξαναφυτέψω και δε θα ξεριζώσω πια. Θα τους βοηθήσω να καταλάβουν ότι εγώ είμαι ο Κύριος. Θα επιστρέψουν σ’ εμένα μ’ όλη τους την καρδιά και τότε αυτοί θα είναι λαός μου κι εγώ Θεός τους. »Όμως το βασιλιά του Ιούδα Σεδεκία, τους αξιωματούχους του και τους υπόλοιπους κατοίκους της Ιερουσαλήμ, είτε έμειναν στη χώρα είτε κατέφυγαν στην Αίγυπτο, θα τους μεταχειριστώ όπως τα χαλασμένα σύκα που δεν τρώγονται. Θα τους διασκορπίσω παντού σε όλα τα βασίλεια της γης. Εκεί θα τους κακοποιήσουν, θα τους εξευτελίσουν και θα τους χλευάζουν. Θα τους λοιδορούν και θα τους καταριούνται σ’ όλους τους τόπους όπου θα τους έχω διώξει”. Θα τους στείλω πόλεμο, πείνα κι ασθένειες, ωσότου εξαφανιστούν από τη χώρα που έδωσα σ’ αυτούς και στους προγόνους τους». Το τέταρτο έτος της βασιλείας του Ιωακίμ, γιου του Ιωσία και βασιλιά του Ιούδα, που αντιστοιχούσε στο πρώτο έτος της βασιλείας του Ναβουχοδονόσορ, βασιλιά της Βαβυλώνας, ο Κύριος ανέθεσε στον Ιερεμία να μιλήσει σχετικά με όλο το λαό του Ιούδα. Να τι είπε, λοιπόν, ο προφήτης σ’ όλο το βασίλειο του Ιούδα και στους κατοίκους της Ιερουσαλήμ: «Από το δέκατο τρίτο έτος της βασιλείας του Ιωσία, γιου του Αμών και βασιλιά του Ιούδα, για είκοσι τρία χρόνια μέχρι σήμερα, ο Κύριος μου μιλούσε και εγώ επανειλημμένα σας διαβίβαζα αυτά που μου έλεγε, εσείς όμως δε δίνατε σημασία. Ο Κύριος έστελνε συνεχώς τους δούλους του τους προφήτες, εσείς όμως δεν ακούγατε ούτε δίνατε καμιά προσοχή. “Επιστρέψτε”, σας έλεγε, “απ’ τον κακό σας δρόμο, σταματήστε τις κακές σας πράξεις, αν θέλετε να κατοικήσετε στη χώρα που έχω δώσει σ’ εσάς και στους προγόνους σας από παλιά για μόνιμη ιδιοκτησία. Μην τρέχετε πίσω από ξένους θεούς για να τους λατρεύετε και να τους προσκυνάτε. Μη με εξοργίζετε με τα είδωλα που κατασκευάσατε με τα χέρια σας, για να μη σας τιμωρήσω”. Γι’ αυτό κι εγώ θα στείλω να συνάξω όλα τα έθνη από το βορρά, με επικεφαλής το δούλο μου το Ναβουχοδονόσορ, βασιλιά της Βαβυλώνας. Θα τους φέρω να χτυπήσουνε τη χώρα αυτή, τους κατοίκους της κι όλα τα γύρω έθνη· θα καταστρέψω αυτή τη χώρα για πάντα και θα τη μετατρέψω σε ερείπια, που όσοι τα βλέπουν θα τρομάζουν και θα θρηνούν. Θα κάνω να χαθούν από τις γειτονιές σας οι θόρυβοι των πανηγυριών, οι κραυγές της χαράς και τα τραγούδια των νιόπαντρων· θα πάψει ο ήχος της μυλόπετρας και θα σβήσει το φως του λυχναριού. Όλη ετούτη η χώρα θα γίνει ερείπια και θα προκαλεί τη φρίκη· και όλα αυτά τα έθνη θα υπηρετήσουν το βασιλιά της Βαβυλώνας για εβδομήντα χρόνια. ”Όταν περάσουν αυτά τα εβδομήντα χρόνια”, λέει ο Κύριος, “θα τιμωρήσω το βασιλιά της Βαβυλώνας και το έθνος του για την αμαρτία τους και θα ερημώσω τη χώρα τους για πάντα. Θα εκπληρώσω όλα όσα ανάγγειλα εναντίον της χώρας εκείνης. Είναι γραμμένα στο βιβλίο με τις προφητείες που ο Ιερεμίας προφήτεψε εναντίον των εθνών. Πολλά έθνη και μεγάλοι βασιλιάδες θα υποδουλώσουν και τους Βαβυλώνιους· έτσι θ’ ανταποδώσω και σ’ εκείνους ανάλογα με τα έργα τους”». Ο Κύριος ο Θεός του Ισραήλ μου είπε: «Πάρε αυτό εδώ το ποτήρι του κρασιού, που είναι γεμάτο με το θυμό μου και πότισε όλα τα έθνη στα οποία σε στέλνω. Πρέπει όλο να το πιουν. Θα ζαλιστούν και θα παραφρονήσουν, όταν θα δούνε τη σφαγή που θα προκαλέσω ανάμεσά τους». Πήρα λοιπόν το ποτήρι από το χέρι του Κυρίου και πότισα όλα τα έθνη, στα οποία με έστειλε ο Κύριος. Πότισα την Ιερουσαλήμ και τις πόλεις του Ιούδα μαζί με τους βασιλιάδες τους και τους αρχηγούς τους, ώστε να τις ερημώσω και να προκαλούν τη φρίκη, το χλευασμό και την κατάρα, όπως συμβαίνει και σήμερα. Πότισα το βασιλιά της Αιγύπτου, τους αξιωματούχους του, τους αρχηγούς του και όλο το λαό του· όλους τους ξένους που ζουν στην Αίγυπτο, και τους βασιλιάδες της χώρας Ουζ και της χώρας των Φιλισταίων, της Ασκάλωνας, της Γάζας, της Εκρών και του υπολοίπου της Ασδώδ. Πότισα τους Εδωμίτες, τους Μωαβίτες και τους Αμμωνίτες, και τους βασιλιάδες της Τύρου, της Σιδώνας και των χωρών που βρίσκονται πέρα απ’ τη θάλασσα. Πότισα τους κατοίκους της Δεδάν, της Ταιμά και της Βουζ κι όλους αυτούς που έχουν ξυρισμένους τους κροτάφους τους. τους βασιλιάδες της Αραβίας και των διαφόρων λαών που ζουν στην έρημο· τους βασιλιάδες της Ζιμρή, της Αιλάμ και της Μηδίας· τους βασιλιάδες του βορρά, τους κοντινούς και τους μακρινούς, τον ένα μετά τον άλλον, όλα της οικουμένης τα βασίλεια. Τέλος πότισα και το βασιλιά της Σησάχ –θα πιει κι αυτός μαζί τους. Τότε ο Κύριος του σύμπαντος, ο Θεός του Ισραήλ, με πρόσταξε να πω εκ μέρους του στα έθνη: «Πιείτε ώσπου να μεθύσετε και να κάνετε εμετό. Να πέσετε στη γη δίχως και να μπορείτε να σηκωθείτε, απ’ τη σφαγή που εγώ θα προκαλέσω ανάμεσά σας». Αν αρνηθούν να πάρουν το ποτήρι από το χέρι σου για να πιουν, τότε θα τους πεις ότι ο Κύριος του σύμπαντος λέει: «Θα το πιείτε οπωσδήποτε. Αφού εγώ αρχίζω να τιμωρώ τη δική μου πόλη, νομίζετε πως εσείς θα μείνετε ατιμώρητοι; Όχι, δεν θα μείνετε ατιμώρητοι. Εγώ θα ξεσηκώσω πόλεμο εναντίον όλων των κατοίκων της γης. Εγώ το λέω, ο Κύριος του σύμπαντος. »Εσύ ανάγγειλέ τους όλους αυτούς τους λόγους και πες τους: “ο Κύριος θα βρυχηθεί από ψηλά και θα φωνάξει από την άγια κατοικία του. Θα βρυχηθεί δυνατά προς όλους τους κατοίκους της γης, όπως φωνάζουν εκείνοι που πατάνε τα σταφύλια. Ο θόρυβος θα φτάσει ως τα πέρατα της γης, γιατί ο Κύριος έχει διαφορές με τα έθνη. Θα οδηγήσει όλους τους ανθρώπους στο δικαστήριο, θα παραδώσει στη σφαγή τους ασεβείς”». Λέει ο Κύριος του σύμπαντος: «Από τις άκριες της γης, μεγάλος ανεμοστρόβιλος θα σηκωθεί και στο ένα έθνος ύστερ’ από το άλλο θα ξεσπάσει καταστροφή». Θα πέφτουνε τη μέρα εκείνη σκοτωμένοι από τον Κύριο παντού πάνω στη γη. Και δε θα τους θρηνήσουν ούτε θα συλλέξουν τα πτώματά τους ούτε θα τους θάψουν. Θα γίνουνε κοπριά πάνω στη γη. Κλάψτε και δυνατά φωνάξτε σεις, οι ποιμένες των εθνών! Στο χώμα κυλιστείτε, άρχοντες του λαού! Γιατί οι μέρες φτάσανε που θα σας σφάξω και θα σας διαμελίσω σαν κριάρια, θα συντριφθείτε σαν αγγείο πολύτιμο. Δε θα υπάρξει καταφύγιο για τους ποιμένες των εθνών, δε θα μπορέσουν να ξεφύγουν του λαού οι άρχοντες. Φωνάζουν δυνατά οι ποιμένες των εθνών, με λυγμούς κλαίνε του λαού οι άρχοντες, γιατί κατέστρεψε ο Κύριος τη βοσκή τους. Ερείπια γίναν’ οι ειρηνικές σας χώρες απ’ του Κυρίου το φοβερό θυμό. Ο Κύριος εγκατέλειψε το λαό του, όπως αφήνει το λιοντάρι την κατοικία του. Η φοβερή σφαγή και του Κυρίου ο θυμός ερήμωσαν τη χώρα. Στις αρχές της βασιλείας του Ιωακίμ, γιου του Ιωσία και βασιλιά του Ιούδα, μου μίλησε ο Κύριος: «Στάσου», μου είπε, «στην αυλή του ναού μου και πες όλα όσα σε προστάζω να πεις στους κατοίκους των πόλεων του Ιούδα, που έρχονται εκεί να προσκυνήσουν. Μην παραλείψεις τίποτα. Ίσως ακούσουν κι αφήσουν την κακή ζωή που ζουν. Τότε κι εγώ θα μετανιώσω για την καταστροφή που σχεδιάζω εναντίον τους λόγω των κακών τους πράξεων. Πες τους, λοιπόν, ότι εγώ ο Κύριος τους λέω: “ακούστε με όταν σας προστάζω να εφαρμόζετε το νόμο που σας έχω δώσει! Ακούστε τα λόγια των δούλων μου των προφητών, που επανειλημμένα σας τους έστειλα αλλά εσείς δεν δώσατε καμιά προσοχή. Αν δεν υπακούσετε, θα καταστρέψω αυτόν το ναό, όπως τη Σιλώ, και το όνομα αυτής εδώ της πόλης θα το χρησιμοποιούν όλα τα έθνη της γης όταν θα δίνουν κατάρες”». Οι ιερείς, οι προφήτες και όλος ο λαός άκουσαν τον Ιερεμία που έλεγε αυτά τα λόγια στο ναό του Κυρίου. Όταν ο Ιερεμίας τελείωσε όλα όσα τον είχε διατάξει ο Κύριος, τότε αυτοί τον έπιασαν και του είπαν: «Τώρα θα πεθάνεις! Πώς τόλμησες να πεις ότι ο ναός θα γίνει σαν τη Σιλώ και ότι η πόλη αυτή θα ερημωθεί και κανείς δε θα μένει πια σ’ αυτήν; Αυτό δεν είναι προφητεία στ’ όνομα του Κυρίου». Κι όλος ο λαός συγκεντρώθηκε εναντίον του Ιερεμία μπροστά εκεί στο ναό του Κυρίου. Όταν οι άρχοντες του βασιλείου του Ιούδα έμαθαν τι συνέβαινε, ανέβηκαν από το παλάτι του βασιλιά και ήρθαν στο ναό και πήραν τις θέσεις τους μπροστά στη Νέα Πύλη. Τότε οι ιερείς και οι προφήτες κατήγγειλαν στους άρχοντες και σ’ όλο το λαό: «Ο άνθρωπος αυτός πρέπει να πεθάνει, γιατί τόλμησε να μιλήσει ως προφήτης εναντίον αυτής της πόλης, όπως ακούσατε κι εσείς με τ’ αυτιά σας». Τότε ο Ιερεμίας είπε σ’ όλους αυτούς: «Ο Κύριος με έστειλε να αναγγείλω όλα όσα ακούσατε εναντίον του ναού κι αυτής της πόλης. Διορθώστε λοιπόν τώρα τον τρόπο της ζωής σας και τις πράξεις σας και υπακούστε στον Κύριο, το Θεό σας. Τότε θα μετανιώσει κι εκείνος για την καταστροφή που απειλεί εναντίον σας. Όσο για μένα είμαι στη διάθεσή σας. Κάντε μου ό,τι νομίζετε πως είναι δίκαιο και σωστό. Αλλά να ξέρετε καλά ότι αν με σκοτώσετε, θα είστε ένοχοι εσείς, η πόλη αυτή και οι κάτοικοί της. Εγώ είμαι αθώος, γιατί ο Κύριος μ’ έστειλε σ’ εσάς για να σας προειδοποιήσω». Τότε οι άρχοντες και όλος ο λαός είπαν στους ιερείς και στους προφήτες: «Δεν πρέπει να καταδικαστεί σε θάνατο ο άνθρωπος αυτός! Μας μίλησε στο όνομα του Κυρίου του Θεού μας». Τότε σηκώθηκαν μερικοί από τους πρεσβυτέρους της χώρας και είπαν σ’ όλη τη σύναξη του λαού: «Ο Μιχαίας ο Μωρασθίτης είχε προφητέψει τον καιρό που βασιλιάς του Ιούδα ήταν ο Εζεκίας, και είχε πει σ’ όλο το λαό του Ιούδα: “ο Κύριος του σύμπαντος λέει ότι η Σιών θα οργωθεί σαν χωράφι· η Ιερουσαλήμ θα γίνει σωρός ερείπια κι ο λόφος του ναού θα σκεπαστεί από θάμνους”. Ο Εζεκίας και οι κάτοικοι του Ιούδα δεν τον σκότωσαν. Υποτάχθηκαν στον Κύριο κι έκαναν ό,τι μπορούσαν για να τον ευχαριστήσουν. Τότε εκείνος μετάνιωσε για την καταστροφή που είχε εξαγγείλει εναντίον τους. Ενώ εμείς τώρα πάμε να κάνουμε ένα τόσο μεγάλο αμάρτημα σε βάρος μας!» Εκείνη την εποχή υπήρχε ακόμη κάποιος που λεγόταν Ουρίας, γιος του Σεμαΐα από την Κιριάθ-Ιαρίμ που προφήτευε στο όνομα του Κυρίου. Αυτός προφήτεψε ενάντια στην πόλη και στην χώρα αυτή, το ίδιο ακριβώς όπως και ο Ιερεμίας. Ο βασιλιάς Ιωακίμ, οι στρατιώτες του και οι άρχοντες έμαθαν τα όσα έλεγε ο Ουρίας. Γι’ αυτό ο βασιλιάς γύρευε να τον σκοτώσει. Όταν το άκουσε ο Ουρίας φοβήθηκε κι έφυγε στην Αίγυπτο. Ο βασιλιάς έστειλε τότε στην Αίγυπτο τον Ελιαθάν, γιο του Αχβώρ, και μερικούς άλλους ακόμη για να τον πιάσουν. Αυτοί έφεραν τον Ουρία πίσω στο βασιλιά. Με διαταγή του τον έσφαξαν και έριξαν το πτώμα του στο δημόσιο νεκροταφείο. Τον Ιερεμία όμως τον προστάτευε ο Αχικάμ, γιος του Σαφάν. Αυτός φρόντισε να μην παραδοθεί στα χέρια του λαού κι έτσι ο Ιερεμίας γλίτωσε το θάνατο. Στην αρχή της βασιλείας του Σεδεκία, γιου του Ιωσία και βασιλιά του Ιούδα, ο Κύριος μου είπε: «Φτιάξε ζυγούς με σχοινιά και ξύλα και βάλε τους στον τράχηλό σου. Έπειτα στείλε τους στους βασιλιάδες των Εδωμιτών, των Μωαβιτών, των Αμμωνιτών, της Τύρου, και της Σιδώνας, με αγγελιαφόρους που έχουν έρθει στο βασιλιά του Ιούδα Σεδεκία, στην Ιερουσαλήμ. Και διάταξέ τους να μεταφέρουν στους κυρίους τους αυτό που εγώ, ο Κύριος του σύμπαντος, ο Θεός του Ισραήλ, έχω να τους πω: “εγώ δημιούργησα τη γη, τους ανθρώπους και τα ζώα που βρίσκονται πάνω σ’ αυτήν με τη μεγάλη και ακαταμάχητη δύναμή μου και σ’ όποιον θέλω τη δίνω. Τώρα λοιπόν δίνω όλες αυτές τις χώρες στα χέρια του δούλου μου, του βασιλιά της Βαβυλώνας Ναβουχοδονόσορ. Σ’ αυτόν δίνω ακόμα και τα άγρια ζώα για να τον υπηρετούν. Όλα τα έθνη θα υπηρετούν αυτόν και το γιο του και τον εγγονό του, ωσότου έρθει ο καιρός να υποταχθεί και η δική του χώρα σε άλλα έθνη ισχυρά και σε μεγάλους βασιλιάδες, που θα τον υποδουλώσουν. Το έθνος ή το βασίλειο που δε θα υπηρετήσει το βασιλιά της Βαβυλώνας Ναβουχοδονόσορ και δε θα υποταχθεί σ’ αυτόν, θα το τιμωρήσω με πόλεμο, με πείνα και με ασθένειες, ώσπου με τη δύναμη του Ναβουχοδονόσορ να το καταστρέψω τελείως. Εγώ το λέω, ο Κύριος. Όλοι εσείς, μην ακούτε τους προφήτες σας και τους μάντεις σας, τους ενυπνιαστές σας, τους οιωνοσκόπους σας και τους μάγους σας, που σας λένε ότι δε θα υποδουλωθείτε στο βασιλιά της Βαβυλώνας. Αυτοί σας προφητεύουν ψέματα και έτσι θα σας απομακρύνουν από τη χώρα σας. Εγώ θα σας διώξω και θα εξαφανιστείτε. Αλλά το έθνος που θα υποδουλωθεί στο βασιλιά της Βαβυλώνας και θα τον υπηρετήσει, αυτό θα το αφήσω να παραμείνει στη χώρα του. Θα την καλλιεργεί και θα κατοικεί σ’ αυτήν. Εγώ το λέω, ο Κύριος”». Εγώ είπα τα ίδια και στο βασιλιά του Ιούδα Σεδεκία: «Υποδουλωθείτε στο βασιλιά της Βαβυλώνας, υποταχθείτε σ’ αυτόν και στο λαό του, και θα επιζήσετε. Γιατί θέλετε να πεθάνετε, εσύ και ο λαός σου, στον πόλεμο ή από την πείνα ή τις ασθένειες; Αυτά προειδοποίησε ο Κύριος ότι θα πάθει κάθε έθνος που δε θα υποταχθεί στο βασιλιά της Βαβυλώνας. Γι’ αυτό, μην ακούτε τα λόγια των προφητών που σας λένε ότι δε θα υπηρετήσετε το βασιλιά της Βαβυλώνας. Αυτοί σας προφητεύουν ψέματα. “Δεν τους έστειλα εγώ”, λέει ο Κύριος. “Από μόνοι τους προφητεύουν ψέματα, επικαλούμενοι το όνομά μου. Γι’ αυτό κι εγώ θα σας διώξω από ’δω και θα καταστραφείτε μαζί με τους προφήτες που σας προφητεύουν”». Τα ίδια είπα και στους ιερείς και σ’ όλον το λαό: «Λέει ο Κύριος: “μην ακούτε αυτά που σας λένε οι προφήτες σας, ότι τα σκεύη του ναού του Κυρίου θα επιστραφούν από τη Βαβυλώνα πολύ σύντομα. Ψέματα σας προφητεύουν. Μην τους ακούτε! Υπηρετήστε το βασιλιά της Βαβυλώνας και θα γλιτώσετε τη ζωή σας· γιατί να ερημωθεί αυτή η πόλη; Αν αυτοί ήταν πράγματι προφήτες και ο Κύριος του σύμπαντος τους είχε εμπιστευθεί το λόγο του, θα τον ικέτευαν να μην αφήσει να μεταφερθούν στη Βαβυλώνα τα σκεύη που απόμειναν στο ναό ή στην πόλη και στο παλάτι του βασιλιά του Ιούδα”. θα μεταφερθούν στη Βαβυλώνα και θα παραμείνουν εκεί, ως την ημέρα που εγώ θα φροντίσω γι’ αυτά· τότε θα τα φέρω πίσω και θα τα ξανατοποθετήσω στο χώρο αυτόν”». Το ίδιο εκείνο έτος, στην αρχή της βασιλείας του Σεδεκία, βασιλιά του Ιούδα, τον πέμπτο μήνα του τέταρτου έτους, ο προφήτης Ανανίας, γιος του Αζούρ, από τη Γαβαών, μου είπε μέσα στο ναό του Κυρίου, μπροστά στους ιερείς και σ’ όλον το λαό: «Ο Κύριος του σύμπαντος, ο Θεός του Ισραήλ, λέει: “έσπασα το ζυγό του βασιλιά της Βαβυλώνας! Δυο χρόνια ακόμα και θα ξαναφέρω στο χώρο αυτόν όλα τα σκεύη του ναού του Κυρίου, που τα είχε πάρει ο βασιλιάς της Βαβυλώνας Ναβουχοδονόσορ από το χώρο αυτόν για να τα μεταφέρει στη Βαβυλώνα. Και θα ξαναφέρω εδώ τον Ιωαχίν, γιο του Ιωακίμ και βασιλιά του Ιούδα και όλους τους αιχμαλώτους από το βασίλειο του Ιούδα που είχαν μεταφερθεί στη Βαβυλώνα, γιατί θα συντρίψω το ζυγό του βασιλιά της Βαβυλώνας. Εγώ το λέω, ο Κύριος”». Ο προφήτης Ιερεμίας απάντησε στον προφήτη Ανανία, μπροστά στους ιερείς και σ’ όλο το λαό που βρισκόταν στο ναό του Κυρίου: «Μακάρι ο Κύριος να σε ακούσει και να εκπληρώσει τους λόγους που προφήτεψες! Να επαναφέρει στον τόπο αυτόν από τη Βαβυλώνα τα σκεύη του ναού του και όλους τους αιχμαλώτους. Ωστόσο, άκουσε τι έχω να πω σ’ εσένα και σ’ όλο το λαό: Οι προφήτες που έζησαν πολύ πριν από μένα κι από σένα, είχαν προφητέψει για πολλές χώρες και για μεγάλα βασίλεια ότι θα ερχόταν πόλεμος, καταστροφή κι ασθένειες. Αλλά ο προφήτης που προλέγει ειρήνη, θα αναγνωριστεί ότι είναι προφήτης κι ότι τον έχει στείλει πράγματι ο Κύριος, μόνον όταν η προφητεία του εκπληρωθεί». Τότε ο προφήτης Ανανίας πήρε το ζυγό από τον τράχηλο του προφήτη Ιερεμία και τον έσπασε. Και είπε μπροστά σ’ όλο το λαό: «Ο Κύριος λέει: “έτσι θα σπάσω το ζυγό του βασιλιά της Βαβυλώνας Ναβουχοδονόσορ από τον τράχηλο όλων των εθνών, ακριβώς σε δύο χρόνια από σήμερα”». Και τότε ο προφήτης Ιερεμίας έφυγε. Αργότερα όμως, μετά απ’ αυτά τα γεγονότα, ο Κύριος του είπε: Ο προφήτης Ιερεμίας είπε στον προφήτη Ανανία: «Άκου, λοιπόν, Ανανία: Δεν σε έστειλε ο Κύριος, αλλά εσύ κάνεις το λαό αυτόν να πιστεύει σε ψέματα. Γι’ αυτό ο Κύριος λέει: “θα σε εξαφανίσω από τη γη! Αυτόν το χρόνο θα πεθάνεις, γιατί επαναστάτησες εναντίον του Κυρίου”». Και πράγματι ο προφήτης Ανανίας πέθανε τον έβδομο μήνα εκείνης της χρονιάς. Ο Ιερεμίας έστειλε την επιστολή με τον Ελασά, γιο του Σαφάν, και το Γεμαρία, γιο του Χελκία, τους οποίους ο βασιλιάς του Ιούδα Σεδεκίας είχε στείλει πρεσβευτές στο βασιλιά Ναβουχοδονόσορ στη Βαβυλώνα. Το κείμενο της επιστολής είναι το ακόλουθο: Ο Κύριος του σύμπαντος, ο Θεός του Ισραήλ, λέει σε όλους εκείνους που οδηγήθηκαν αιχμάλωτοι από την Ιερουσαλήμ στη Βαβυλώνα: «Χτίστε σπίτια και κατοικήστε σ’ αυτά· φυτέψτε κήπους και φάτε τους καρπούς τους. Παντρευτείτε και αποχτήστε παιδιά. Παντρέψτε τους γιους σας και τις κόρες σας, για ν’ αποχτήσουν κι εκείνοι παιδιά και πολλαπλασιαστείτε εκεί· μη συρρικνωθείτε. Επιδιώξτε την ευημερία της πόλης στην οποία σας οδήγησα αιχμαλώτους και προσευχηθείτε σ’ εμένα γι’ αυτήν, γιατί όταν ευημερεί αυτή ευημερείτε κι εσείς. »Ο Κύριος του σύμπαντος, ο Θεός του Ισραήλ, λέει: “μην αφήνετε να σας εξαπατούν οι προφήτες σας που είναι ανάμεσά σας, ούτε οι μάντεις σας· μη δίνετε προσοχή στα όνειρα που βλέπετε. Αυτοί σας προφητεύουν ψέματα, προσποιούμενοι ότι μιλούν εξ ονόματός μου. Δεν τους έχω στείλει εγώ. Εγώ ο Κύριος σας λέω ότι, αφού συμπληρωθούν εβδομήντα χρόνια στη Βαβυλώνα, θα φροντίσω για σας· θα εκπληρώσω την υποχρέωσή μου και θα σας επαναφέρω στον τόπο σας. Ξέρω πολύ καλά τα σχέδια που έχω κάνει για σας. Θέλω την ευημερία σας και όχι την καταστροφή σας· θέλω να σας χαρίσω το μέλλον που εσείς ελπίζετε. Αν με επικαλεστείτε και έρθετε να προσευχηθείτε σ’ εμένα, εγώ θα σας ακούσω. Αν με ζητήσετε θα με βρείτε, φτάνει να με αναζητήσετε με όλη σας την καρδιά. Θα με βρείτε και θα αλλάξω την κατάστασή σας· θα σας συγκεντρώσω απ’ όλα τα έθνη και τις χώρες όπου σας διασκόρπισα και θα σας φέρω πίσω στον τόπο απ’ όπου σας οδήγησα στην αιχμαλωσία. Εγώ το λέω, ο Κύριος”. »Ισχυρίζεστε ότι ο Κύριος σας έδωσε προφήτες στη Βαβυλώνα. Μάθετε όμως το λόγο του σχετικά με το βασιλιά που κάθεται στο θρόνο του Δαβίδ και με όλον το λαό που κατοικεί σ’ αυτή την πόλη, δηλαδή τα αδέρφια σας που δεν αιχμαλωτίστηκαν μαζί σας: Αυτό θα συμβεί επειδή δεν άκουσαν τα λόγια μου. Τους μιλούσα επανειλημμένα με τους δούλους μου τους προφήτες αλλά αυτοί δεν άκουγαν. Ακούστε λοιπόν τώρα τα λόγια μου, όλοι εσείς που σας οδήγησα αιχμαλώτους από την Ιερουσαλήμ στη Βαβυλώνα”. »Σχετικά με τον Άχαβ, γιο του Κολαΐα, και το Σεδεκία, γιο του Μαασεΐα, που σας προφητεύουν ψέματα προσποιούμενοι ότι μιλούν εξ ονόματος του Κυρίου, ο Κύριος του σύμπαντος, ο Θεός του Ισραήλ, λέει: “θα τους παραδώσω στο βασιλιά της Βαβυλώνας Ναβουχοδονόσορ, και θα τους θανατώσει μπροστά σας. Όταν αυτοί που οδηγήθηκαν αιχμάλωτοι από το βασίλειο του Ιούδα στη Βαβυλώνα, θα θέλουν να καταραστούν κάποιον, θα λένε: Ο Κύριος να σε κάνει όπως το Σεδεκία και τον Άχαβ, που τους έψησε ζωντανούς ο βασιλιάς της Βαβυλώνας. Κι αυτό θα γίνει επειδή έκαναν πράξεις που ντρόπιασαν το λαό του Ισραήλ: Μοίχευαν με τις γυναίκες των συμπατριωτών τους κι έλεγαν ψέματα, προσποιούμενοι ότι μιλούν εξ ονόματός μου, ενώ εγώ τίποτα δεν τους είχα διατάξει να πουν. Εγώ τα ξέρω όλα αυτά και είμαι μάρτυρας για όλα”, λέει ο Κύριος». «Σοφονία, ο Κύριος σε έκανε ιερέα στη θέση του ιερέα Ιωδαέ, για να είσαι υπεύθυνος για το ναό και να βάλεις σιδερένια αλυσίδα γύρω από το λαιμό τού κάθε μανιακού, που προσποιείται τον προφήτη. Τώρα, λοιπόν, γιατί δεν έλεγξες τον Ιερεμία από την Αναθώθ, που σας κάνει τον προφήτη; Αυτός μας έστειλε ακόμα και επιστολή στη Βαβυλώνα και μας έλεγε ότι η αιχμαλωσία θα διαρκέσει πολύ, γι’ αυτό να χτίσουμε σπίτια και να εγκατασταθούμε εκεί, να φυτέψουμε κήπους και να φάμε τους καρπούς τους». Ο ιερέας Σοφονίας διάβασε την επιστολή αυτή στον προφήτη Ιερεμία. Τότε ο Κύριος είπε στον Ιερεμία: «Στείλε ειδοποίηση σ’ όλους τους αιχμαλώτους και πες τους τι έχω αποφασίσει εγώ ο Κύριος σχετικά με το Σεμαΐα: “αυτός σας είπε προφητείες, ενώ εγώ δεν τον είχα στείλει, και σας έκανε να πιστεύετε σε ψέματα. Γι’ αυτό θα τιμωρήσω το Σεμαΐα το Νεχελαμίτη και τους απογόνους του· δε θα έχει απογόνους να κατοικούν ανάμεσα στο λαό αυτόν και δε θα δει το καλό που θα κάνω εγώ στο λαό μου, επειδή επαναστάτησε εναντίον μου. Εγώ ο Κύριος το λέω”». γιατί έρχονται μέρες που θα επαναφέρω τον αιχμάλωτο λαό μου, τον Ισραήλ και τον Ιούδα· θα τους φέρω πίσω στη χώρα που έδωσα στους προγόνους τους και θα την καταλάβουν εκ νέου». Να τι είπε, λοιπόν, ο Κύριος στον Ιερεμία για τους Ισραηλίτες και για τους κατοίκους του βασιλείου του Ιούδα: Τρόμου φωνές ακούγονται, φόβος ασίγαστος βασιλεύει. Λοιπόν, σταθείτε μια στιγμή και αναρωτηθείτε: Μπορεί ένας άντρας να γεννήσει παιδί; Βλέπω όμως τους άντρες να κρατούν την κοιλιά τους με τα χέρια τους, σαν τη γυναίκα που κοιλοπονάει, κι ολονών τα πρόσωπα είναι ωχρά. Αλίμονο! Τι τρομερή θα είναι η μέρα κείνη! Άλλη δεν θα ’ναι σαν κι αυτήν. Θλίψης καιρός για τους Ισραηλίτες, που ωστόσο θα σωθούν. «Τη μέρα εκείνη», λέει ο Κύριος του σύμπαντος, «το ζυγό τους από τον τράχηλό τους θα συντρίψω· θα σπάσω τα δεσμά τους και ξένοι δεν θα τους υποδουλώσουν πια, αλλά θα υπηρετούν τον Κύριο, εμένα το Θεό τους, και τον απόγονο του βασιλιά Δαβίδ, που θα τον ενθρονίσω εγώ για βασιλιά τους. »Εσείς, λοιπόν, δούλοι μου Ισραηλίτες, μη φοβάστε και μην τρομάζετε! Εγώ θα σας απελευθερώσω εσάς μα και τους απογόνους σας από το μακρινό τον τόπο, τη χώρα της αιχμαλωσίας σας, και πίσω θα σας ξαναφέρω ν’ αναπαυτείτε κι αμέριμνοι να ζήσετε, χωρίς κανείς να σας τρομάζει. Εγώ θα είμαι μαζί σας, για να σας σώζω. Κι αν καταστρέψω ακόμα όλα τα έθνη όπου σας διασκόρπισα, εσάς δεν θα σας καταστρέψω· αλλά δεν πρόκειται να σας αφήσω κι εντελώς ατιμώρητους. Με δικαιοσύνη θα σας κρίνω». «Τα τραύματά σου είναι αθεράπευτα», λέει ο Κύριος στην Ιερουσαλήμ. «Θανάσιμη είναι η πληγή σου. Κανείς δεν είναι να φροντίσει το τραύμα σου· τρόπος δεν υπάρχει να θεραπευτείς. Όλοι σου οι εραστές σε ξέχασαν· και πια δε σε αναζητάνε. Σε χτύπησα, είναι αλήθεια, με τιμωρία σκληρή, λες κι ήμουνα εχθρός σου, γιατί ήταν πολλές οι ανομίες σου κι οι αμαρτίες σου πλήθος. »Γιατί παραπονιέσαι για τα τραύματά σου; Ο πόνος σου είν’ αγιάτρευτος· κι αν τα έκανα όλα αυτά σ’ εσένα, είναι για τις πολλές σου ανομίες, το πλήθος των αμαρτιών σου. Γι’ αυτό κι όσοι σε καταβρόχθισαν θα καταφαγωθούν και θα αιχμαλωτιστούν –όλοι οι εχθροί σου· όσοι σε λεηλατούν θα λεηλατηθούνε, κι όσοι τα υπάρχοντά σου αρπάζουνε, θα δουν κι αυτοί τα υπάρχοντά τους να διαρπάζονται. Αυτοί σε ονόμασαν “απόβλητη”· είπαν για σένα: “αυτή είναι η Σιών, η πόλη που κανείς δεν τη φροντίζει”. Γι’ αυτό κι εγώ τα τραύματά σου θα γιατρέψω», λέει ο Κύριος, «και θα επουλώσω τις πληγές σου». Ο Κύριος λέει: «Εγώ, θ’ αλλάξω την κατάσταση των οικογενειών των Ισραηλιτών και θ’ αποκαταστήσω τις κατοικίες τους· η πόλη θα ξαναχτιστεί πάνω στα ίδια τα ερείπιά της και το παλάτι στην παλιά του θέση. Ο λαός μου τότε θα με δοξολογεί και θ’ αλαλάζει από χαρά. Θα τον πληθύνω και δε θα ’χει φόβο πια να λιγοστέψει· ένδοξο θα τον κάνω και κανένας δε θα τολμά να τον περιφρονεί. Οι απόγονοι του Ιακώβ θα ξαναποκτήσουν τα δικαιώματά τους: Η σύναξή τους ενώπιόν μου θα λειτουργεί με ασφάλεια κι εγώ θα τιμωρώ όποιον θελήσει να τους αδικήσει. Ο άρχοντάς τους, ο αρχηγός τους, θα είναι ένας απ’ αυτούς. Θα του επιτρέψω να με πλησιάζει», λέει ο Κύριος· «αλήθεια, ποιος θα τολμούσε να με πλησιάσει απρόσκλητος;» Ο Κύριος λέει: «Θα είστε πάλι λαός μου κι εγώ θα είμαι Θεός σας». Είναι του Κυρίου η οργή καθώς ο καταστροφικός ανεμοστρόβιλος. Θα βρει τα κεφάλια των ασεβών. Δε θα πάψει του Κυρίου ο φοβερός θυμός ωσότου εκπληρώσει τις αποφάσεις του. Και θα το καταλάβετε στις έσχατες τις μέρες. «Τότε», λέει ο Κύριος, «θα είμαι Θεός όλων των ισραηλιτικών φυλών κι αυτοί θα είναι λαός μου». Λέει ο Κύριος: «Σπλαχνίζομαι στην έρημο αυτούς που γλίτωσαν το θάνατο. Έτσι οι Ισραηλίτες μπορούν να ζουν με ασφάλεια και πάλι». Ο Κύριος έρχεται από μακριά στο λαό του λέγοντας: «Πάντα σε αγαπούσα, γι’ αυτό θα συνεχίσω να σου είμαι πιστός. Θα σε αποκαταστήσω πάλι Ισραήλ, κόρη μου, θα ξαναχτίσω τις πόλεις σου. Θα ξαναστολιστείς, θα πάρεις τα τύμπανά σου και θα χορέψεις χαρούμενα. Θα φυτέψετε πάλι αμπέλια στα βουνά της Σαμάρειας κι εκείνοι που θα τα φυτεύουν, οι ίδιοι θα τρώνε και τα σταφύλια τους. Ναι, θα ’ρθει μέρα που στα βουνά του Εφραΐμ οι παρατηρητές θα φωνάζουν: “σηκωθείτε ν’ ανεβούμε στο όρος Σιών, στον Κύριο το Θεό μας!”» Ο Κύριος λέει: «Τραγουδήστε χαρούμενα για τους Ισραηλίτες! Φωνάξτε δυνατά για το πρώτο από τα έθνη! Κηρύξτε, ψάλτε και πείτε: “ο Κύριος το λαό του έσωσε, αυτούς που απόμειναν απ’ τους Ισραηλίτες”. Θα τους φέρω από τις χώρες του βορρά, κι από τα πέρατα της γης θα τους συνάξω· μαζί τους κι οι τυφλοί, οι κουφοί, οι έγκυες και οι λεχώνες. Όλοι θα επιστρέψουνε, θα ’ναι μεγάλο πλήθος. Θα επιστρέψουν με κλάματα και ικεσίες κι εγώ θα τους οδηγώ. Θα τους φέρω σε κοιλάδες με πολλά νερά, μέσα από δρόμους ομαλούς, όπου δεν θα σκοντάφτουν, γιατί εγώ είμαι ο πατέρας των Ισραηλιτών και ο Εφραΐμ είναι ο πρωτότοκός μου». Ακούστε έθνη το λόγο του Κυρίου και διαλαλήστε τον ακόμη και στις χώρες τις μακρινές: Αυτός που διασκόρπισε τους Ισραηλίτες, αυτός και θα τους συγκεντρώσει και θα τους προστατέψει, όπως το κοπάδι του ο βοσκός. Ο Κύριος έσωσε τους απογόνους του Ιακώβ, τους λύτρωσε από τον ισχυρό δυνάστη. Πάνω στ’ όρος Σιών θα έρθουν και θα ψάλουν και θα χαρούν με του Κυρίου τ’ αγαθά, το στάρι, το κρασί, το φρέσκο λάδι, τα βόδια και τα πρόβατα. Και θα καρποφορούνε σαν τον κήπο που ποτίζεται και πια δε θα καταστραφούν. Τότε θα χαίρονται οι παρθένες στο χορό κι όλοι μαζί οι νέοι και οι γέροι. «Θ’ αλλάξω σε χαρά το πένθος τους», λέει ο Κύριος. «Θα τους παρηγορήσω, κι ύστερα από τη λύπη τους θα τους χαροποιήσω. Θα χορτάσω τους ιερείς με τα καλύτερα κομμάτια από τα σφάγια των θυσιών· ο λαός μου θα χορτάσει με τ’ αγαθά μου. Εγώ το λέω, ο Κύριος». Ακούστηκε στη Ραμά κραυγή, θρήνος και κλάματα και στεναγμός βαρύς. Για τα παιδιά της κλαίει η Ραχήλ, μα πουθενά παρηγοριά δε βρίσκει, γιατί πια δεν υπάρχουν στη ζωή. Αλλά ο Κύριος της λέει: «Σταμάτα να κλαις! Σκούπισε τα δάκρυά σου, γιατί ό,τι έχεις κάνει για τα παιδιά σου θ’ ανταμειφθεί: Θα επιστρέψουν απ’ τη χώρα του εχθρού. Υπάρχει ελπίδα για τους απογόνους σου! Θα επιστρέψουν τα παιδιά σου στην πατρίδα τους. Εγώ το λέω, ο Κύριος». Λέει ο Κύριος: «Άκουσα τους Ισραηλίτες πράγματι, να λέν’ με λύπη: “Κύριε, μας χτύπησες και άξιζε να μας χτυπήσεις, γιατί ήμασταν σαν τ’ ατίθασα μοσχάρια. Μα τώρα ξανακάλεσέ μας να επιστρέψουμε σ’ εσένα, γιατί εσύ είσαι ο Κύριος, ο Θεός μας. Σ’ εσένα επιστρέψαμε μετανιωμένοι για ό,τι κάναμε. Το λάθος μας το καταλάβαμε και χτυπήσαμε το κεφάλι μας. Ντραπήκαμε και κατεξευτελιστήκαμε, γιατί αμαρτήσαμε ακόμη απ’ τα νιάτα μας, και τώρα το πληρώνουμε”. »Ο Εφραΐμ είναι ο πολυαγαπημένος μου γιος, το χαϊδεμένο μου παιδί», λέει ο Κύριος. «Κάθε φορά που τον τιμωρώ εξακολουθώ να τον σκέφτομαι. Γι’ αυτό η καρδιά μου χτυπάει τόσο δυνατά γι’ αυτόν. Πάντα θα τον σπλαχνίζομαι». Βάλε σημάδια, Ισραήλ! Βάλε οδοδείχτες στο δρόμο που πήρες όταν έφυγες, για να τον ξαναβρείς όταν πίσω θα επιστρέφεις. Γύρνα, γύρνα σ’ αυτές εδώ τις πόλεις σου! Ως πότε θα διστάζεις αποστάτισσα Ισραήλ; Ο Κύριος δημιουργεί κάτι εντελώς καινούριο πάνω στη γη: Η γυναίκα είναι που θα τριγυρίζει τον άντρα. Ο Κύριος του σύμπαντος, ο Θεός των Ισραηλιτών λέει: «Όταν θ’ αλλάξω την κατάστασή τους, θα ξαναλένε αυτόν το λόγο στη χώρα του Ιούδα και στις πόλεις τους: “ο Κύριος να σ’ ευλογεί, Ιερουσαλήμ, εσύ ο τόπος όπου ο Θεός εκδηλώνει τη δικαιοσύνη του, εσύ το άγιο του βουνό”. Τότε η χώρα του Ιούδα κι όλες οι πόλεις του θα κατοικηθούν· θα υπάρχουν πάλι εκεί γεωργοί, και βοσκοί που θα οδηγούν τα κοπάδια τους. Τους εξαντλημένους από τη δίψα θα τους ποτίσω· τους εξασθενημένους από την πείνα θα τους χορτάσω». Όταν ξύπνησα ένιωθα ανανεωμένος και δυναμωμένος. «Έρχονται μέρες», λέει ο Κύριος, «που όπως ο γεωργός σπέρνει το χωράφι του με σπόρο, έτσι κι εγώ θα γεμίσω τη χώρα του Ισραήλ και του Ιούδα με ανθρώπους και ζώα. Όπως μέχρι τώρα φρόντισα να ξεριζώσω αυτά τα βασίλεια, να τα κατασκάψω, να τα κατεδαφίσω, να τα καταστρέψω και να τα συνθλίψω, το ίδιο θα φροντίσω τώρα για να τα ξαναχτίσω και να τα ξαναφυτέψω. Εγώ το λέω, ο Κύριος». Εκείνες τις μέρες δεν θα λένε πια: «Οι πατεράδες έφαγαν τ’ άγουρα σταφύλια και των παιδιών τα δόντια μούδιασαν», αλλά όποιος τρώει τ’ άγουρα σταφύλια, εκείνου τα δόντια θα μουδιάζουν. Καθένας θα πεθαίνει εξαιτίας της δικής του ανομίας. «Έρχονται μέρες», λέει ο Κύριος, «που θα κάνω καινούρια διαθήκη με το λαό του Ισραήλ και του Ιούδα. Δε θα έχει καμιά σχέση με τη διαθήκη που είχα κάνει με τους προγόνους τους την ημέρα που τους πήρα από το χέρι και τους οδήγησα έξω από τη Αίγυπτο. Εκείνοι δεν τήρησαν τη διαθήκη μου κι εγώ τους παραμέλησα. Και να ποια θα είναι η νέα διαθήκη που θα κάνω με το λαό του Ισραήλ: Μετά τις μέρες εκείνες, θα βάλω το νόμο μου μέσα στη συνείδησή τους και θα τον γράψω στις καρδιές τους· θα είμαι Θεός τους κι αυτοί θα είναι λαός μου. Δε θα διδάσκει πια καθένας το συμπολίτη του και τον αδερφό του λέγοντας “γνωρίστε τον Κύριο”, γιατί όλοι τους θα με γνωρίζουν, από τον πιο άσημο ως τον πιο σπουδαίο. Θα συγχωρήσω την ανομία τους και δε θα ξαναθυμηθώ πια την αμαρτία τους. Εγώ το λέω, ο Κύριος». Ο Κύριος έχει ορίσει τον ήλιο για να φωτίζει την ημέρα, και το φεγγάρι και τ’ αστέρια για να φωτίζουνε τη νύχτα· ταράζει τη θάλασσα και βουίζουν τα κύματά της. Αυτός, που τ’ όνομά του είναι Κύριος του σύμπαντος, λέει: «Αν ποτέ τούτοι οι φυσικοί νόμοι πάψουν να ισχύουν, τότε μόνο θα πάψω ν’ αναγνωρίζω πως οι απόγονοι των Ισραηλιτών αποτελούν για πάντα έθνος. »Όπως είναι αδύνατο να μετρηθεί ο ουρανός ή να ερευνηθούν τα θεμέλια της γης, έτσι είναι αδύνατο να απορρίψω κι εγώ το λαό Ισραήλ, παρ’ όλα όσα έχει πράξει». «Έρχονται μέρες», λέει ο Κύριος, «που θα ανοικοδομηθεί προς τιμήν μου η Ιερουσαλήμ από τον πύργο του Χανανεήλ, βορειοανατολικά, ως την πύλη της Γωνίας, βορειοδυτικά. Τα σύνορά της θα εκτείνονται δυτικά ως το λόφο Γαρήβ κι από ’κει νότια προς τη Γοάθ. Ολόκληρη η κοιλάδα που έχουν ταφεί οι νεκροί και είχε διασκορπιστεί η στάχτη των θυσιών, και όλα τα χωράφια από το χείμαρρο των Κέδρων ως τη γωνία της πύλης των Αλόγων ανατολικά, όλη αυτή η περιοχή θα είναι αφιερωμένη σ’ εμένα τον Κύριο. Η Ιερουσαλήμ ποτέ πια δε θα κατεδαφιστεί ούτε θα καταστραφεί». Το δέκατο έτος της βασιλείας του Σεδεκία στον Ιούδα –δέκατο όγδοο έτος της βασιλείας του Ναβουχοδονόσορ αντίστοιχα– ο Ιερεμίας πήρε μήνυμα από τον Κύριο. Την εποχή εκείνη ο στρατός του βασιλιά της Βαβυλώνας πολιορκούσε την Ιερουσαλήμ κι ο προφήτης Ιερεμίας ήταν κρατούμενος στην αυλή της φρουράς στο παλάτι. Τον είχε φυλακίσει ο βασιλιάς Σεδεκίας, γιατί ο Ιερεμίας είχε αναγγείλει τούτον το λόγο του Κυρίου: «Εγώ θα παραδώσω την πόλη αυτή στα χέρια του βασιλιά της Βαβυλώνας και θα την κυριέψει. Ο ίδιος ο Σεδεκίας, ο βασιλιάς του Ιούδα, δε θα ξεφύγει από τους Βαβυλώνιους. Θα παραδοθεί εξάπαντος στο βασιλιά της Βαβυλώνας και θα λογοδοτήσει σ’ αυτόν αυτοπροσώπως. Ο Σεδεκίας θα οδηγηθεί από το Ναβουχοδονόσορ στη Βαβυλώνα και θα μείνει εκεί ωσότου λογαριαστώ μαζί του», λέει ο Κύριος. «Ακόμη κι αν πολεμήσετε τους Βαβυλώνιους, δε θα κερδίσετε τον πόλεμο». Εκεί, λοιπόν, στη φυλακή ο Ιερεμίας διηγείται: «Πήρα από τον Κύριο το ακόλουθο μήνυμα: “ο Χαναμεήλ, γιος του θείου σου, του Σαλλούμ, θα ’ρθει να σε βρει για να σου πει να αγοράσεις το χωράφι που βρίσκεται στην Αναθώθ, γιατί εσύ έχεις το δικαίωμα να το αγοράσεις”. Ήρθε λοιπόν, και με βρήκε ο ξάδερφός μου ο Χαναμεήλ στην αυλή της φρουράς, και μου είπε, σύμφωνα με τα λόγια του Κυρίου: “αγόρασε, σε παρακαλώ, το χωράφι μου στην Αναθώθ, στην περιοχή της φυλής Βενιαμίν, γιατί εσύ έχεις το δικαίωμα να το κληρονομήσεις και την υποχρέωση να το αγοράσεις. Αγόρασέ το, λοιπόν”. »Τότε βεβαιώθηκα ότι αυτό ήταν προσταγή του Κυρίου. Αγόρασα, λοιπόν, το χωράφι στην Αναθώθ από τον ξάδερφό μου, και του ζύγισα τα χρήματα, δέκα εφτά σίκλους ασήμι. Υπέγραψα και το συμβόλαιο, το σφράγισα μπροστά σε μάρτυρες και ζύγισα τα χρήματα στη ζυγαριά. Πήρα το συμβόλαιο της αγοράς, το σφραγισμένο τμήμα του, καθώς και το ανοιχτό αντίγραφο, με τα διάφορα στοιχεία και τους όρους του. Μετά το έδωσα στο Βαρούχ, γιο του Νηρία, κι εγγονό του Μαασία, ενώ ήταν παρόντες ο ξάδερφός μου ο Χαναμεήλ, οι μάρτυρες που είχαν υπογράψει το συμβόλαιο και οι άνδρες που βρίσκονταν στην αυλή της φρουράς. Τότε διέταξα το Βαρούχ μπροστά τους και του είπα: “ο Κύριος του σύμπαντος, ο Θεός του Ισραήλ, λέει: Πάρε το έγγραφο αυτό, το σφραγισμένο συμβόλαιο της αγοράς με το αντίγραφό του και φύλαξέ το σ’ ένα πήλινο αγγείο για να διατηρηθεί εκεί για πολύν καιρό. Γιατί ο Κύριος του σύμπαντος, ο Θεός του Ισραήλ, λέει ότι θα αγοραστούν πάλι σπίτια, χωράφια και αμπέλια σ’ αυτήν τη χώρα”». «Αφού έδωσα το συμβόλαιο της αγοράς στο Βαρούχ, γιο του Νηρία, προσευχήθηκα στον Κύριο και είπα: “αχ, Κύριε Θεέ! Εσύ δημιούργησες τον ουρανό και τη γη με τη μεγάλη σου δύναμη, την ακαταμάχητη. Τίποτα δεν είναι δύσκολο σ’ εσένα. Δείχνεις αγάπη σε χιλιάδες γενιές· όταν όμως οι άνθρωποι αμαρτάνουν τους τιμωρείς, αυτούς και τα παιδιά τους. Ω, Θεέ μεγάλε και δυνατέ, που τ’ όνομά σου είναι του σύμπαντος ο Κύριος! Μεγάλος στα σχέδια και δυνατός στα έργα σου. Τα μάτια σου βλέπουν όλες τις πράξεις των ανθρώπων για ν’ ανταποδίδεις σε όλους ανάλογα με τον τρόπο της ζωής τους και με τις πράξεις τους. Από τότε στην Αίγυπτο και μέχρι σήμερα έχεις κάνει καταπληκτικά θαύματα ανάμεσα στους Ισραηλίτες και στους άλλους λαούς και έτσι έγινες γνωστός σ’ όλο τον κόσμο. Έβγαλες το λαό σου τον Ισραήλ από την Αίγυπτο με σημεία και με θαύματα, με δυνατό χέρι και δύναμη ακαταμάχητη, προκαλώντας μεγάλο τρόμο στους εχθρούς μας. Έδωσες στους Ισραηλίτες αυτή τη χώρα, που είχες υποσχεθεί με όρκο να τη δώσεις στους προγόνους τους, τη χώρα που ρέει γάλα και μέλι. Μπήκαν και την κυρίεψαν, αλλά δεν υπάκουσαν στη φωνή σου και δεν τήρησαν το νόμο σου· δεν έκαναν τίποτε απ’ όσα τους είχες διατάξει. Γι’ αυτό τους προξένησες όλο αυτό το κακό. Τα επιχώματα του εχθρού έφτασαν ως τα τείχη της πόλης για να την κυριέψουν και σύντομα θα πέσει στα χέρια των Βαβυλωνίων. Θα την κυριέψουν με τα όπλα τους, και με τη βοήθεια της πείνας και των επιδημιών. Ό,τι είπες έγινε, το βλέπεις. Παρ’ όλα αυτά, εσύ, Κύριε Θεέ, με διέταξες να αγοράσω με χρήματα τούτο το χωράφι ενώπιον μαρτύρων, αν και η Ιερουσαλήμ έχει πέσει σχεδόν στα χέρια των Βαβυλωνίων”». «Τότε ο Κύριος μου απάντησε: “εγώ είμαι ο Κύριος, ο Θεός όλων των ανθρώπων και τίποτα δεν είναι αδύνατο σ’ εμένα. Εγώ θα παραδώσω την πόλη αυτή στα χέρια των Βαβυλωνίων και του βασιλιά τους Ναβουχοδονόσορ και θα την κυριέψει. Οι Βαβυλώνιοι που πολεμούν εναντίον αυτής της πόλης θα της βάλουν φωτιά και θα την κάψουν, αυτήν και τα σπίτια της που στις ταράτσες τους οι κάτοικοί της πρόσφεραν θυμίαμα στο Βάαλ και έκαναν σπονδές σε ξένους θεούς για να με εξοργίζουν. Οι Ισραηλίτες και οι κάτοικοι του Ιούδα, από τα πρώτα χρόνια της ιστορίας τους, έκαναν μόνο το κακό ενώπιόν μου και με εξόργιζαν με τις πράξεις τους. Ναι, η πόλη αυτή μ’ έχει εξοργίσει φοβερά, από τότε που την έχτισαν μέχρι σήμερα. Θα την καταστρέψω, λοιπόν, για την κακία του λαού του Ισραήλ και του Ιούδα, οι οποίοι με όσα έκαναν με εξόργισαν, αυτοί και οι βασιλιάδες τους, οι άρχοντές τους, οι ιερείς τους, οι προφήτες τους, καθώς και οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ. Δεν μου έστρεψαν το πρόσωπό τους, αλλά τα νώτα τους. Αν και τους δίδαξα επίμονα, εν τούτοις δεν έδωσαν καμιά προσοχή για να μάθουν. Έφτασαν ακόμη και στο σημείο να βάλουν τα είδωλά τους μέσα στο ναό που φέρει το όνομά μου, και να τον μολύνουν. Καθιέρωσαν ιερούς τόπους προς τιμήν του Βάαλ, στην κοιλάδα Εννόμ, για να θυσιάζουνε τους γιους τους και τις κόρες τους στο Μολόχ. Αυτά δεν τους τα διέταξα εγώ, ούτε διανοήθηκα ποτέ ότι θα έκαναν τέτοιες βδελυρές πράξεις, που οδήγησαν το λαό του Ιούδα να αμαρτήσει. ”Εσείς λέτε ότι αυτή η πόλη παραδίδεται στην εξουσία του βασιλιά της Βαβυλώνας νικημένη από τον πόλεμο, την πείνα και τις επιδημίες. Ακούστε τώρα τι εγώ ο Κύριος, ο Θεός του Ισραήλ, λέω για την πόλη αυτή: Θα τους συγκεντρώσω απ’ όλες τις χώρες όπου τους διασκόρπισα πάνω στο φοβερό θυμό μου και στη μεγάλη μου αγανάκτηση· θα τους επαναφέρω σ’ αυτή τη χώρα και θα κατοικήσουν με ασφάλεια. Θα είναι πάλι ο λαός μου κι εγώ θα είμαι Θεός τους. Θα τους κάνω να σκέφτονται και να ενεργούν για ένα σκοπό: πώς να με τιμούν κάθε μέρα για το δικό τους το καλό και των απογόνων τους. Θα συνάψω αιώνια διαθήκη μαζί τους, ότι δεν θα σταματήσω να κάνω το καλό σ’ αυτούς, για να με τιμούν και να μην απομακρυνθούν από μένα. Θα χαίρομαι να τους ευεργετώ και θα τους εγκαταστήσω μόνιμα σ’ αυτή τη χώρα. Και θα το κάνω μ’ όλη μου την καρδιά και μ’ όλη μου την δύναμη. Όπως τους έφερα όλες αυτές τις συμφορές, έτσι θα τους φέρω κι όλα τα καλά που τους έχω υποσχεθεί. Σ’ αυτή τη χώρα, για την οποία εσύ κι οι άλλοι λέτε ότι παραδίδεται στα χέρια των Βαβυλωνίων κι ότι θα ερημωθεί και δε θ’ απομείνει εκεί κανείς, ούτε άνθρωπος ούτε ζώο, εκεί θα ξαναγίνουν αγοραπωλησίες. Θ’ αγοράζονται χωράφια με χρήματα και θα υπογράφονται συμβόλαια· θα σφραγίζονται τα συμβόλαια ενώπιον μαρτύρων στην περιοχή της φυλής Βενιαμίν, στα περίχωρα της Ιερουσαλήμ και στις πόλεις του Ιούδα, τόσο στις ορεινές όσο και στις πεδινές, καθώς και στις πόλεις του νότου. Θα την αλλάξω την κατάστασή τους. Εγώ το λέω, ο Κύριος”». Ενώ ο Ιερεμίας ήταν ακόμα κρατούμενος στην αυλή της φρουράς, ο Κύριος του μίλησε για δεύτερη φορά: «Εγώ, ο Κύριος, που δημιούργησα τη γη, τη διαμόρφωσα και τη στερέωσα, εγώ, που τ’ όνομά μου είναι Κύριος, λέω: Κάλεσέ με και θα σου απαντήσω· θα σου αναγγείλω μεγάλα πράγματα, που δεν τα γνωρίζεις ούτε μπορείς να τα γνωρίσεις. »Εγώ ο Κύριος, ο Θεός του Ισραήλ, λέω ότι τα σπίτια της Ιερουσαλήμ και τα βασιλικά παλάτια του Ιούδα, θα διαμορφωθούν για να γίνουν επιχώματα και αμυντικά αντιστηρίγματα, προκειμένου ν’ αντιμετωπισθούν οι Βαβυλώνιοι. Κάτι τέτοιο θα γέμιζε τα σπίτια με τα πτώματα εκείνων που εγώ θα θανατώσω πάνω στο θυμό μου και στην οργή μου, γιατί έχω αποστραφεί αυτή την πόλη για τις πονηρές πράξεις των κατοίκων της. Αλλά παρ’ όλα αυτά θα θεραπεύσω τις πληγές της και θα κάνω τους κατοίκους της να ζήσουν με απόλυτη ειρήνη και ασφάλεια. Θ’ αλλάξω την κατάσταση του λαού του Ιούδα και του Ισραήλ και θα τους εγκαταστήσω εκεί που ήταν προηγουμένως. Θα συγχωρήσω όλα όσα έχουν διαπράξει εναντίον μου: τις ανομίες τους, τις ασέβειές τους και τις ανταρσίες τους. Η Ιερουσαλήμ θα είναι για μένα πηγή χαράς και θα μου φέρει τιμή και δόξα μπροστά σε όλα τα έθνη της γης. Θα μάθουν όλες τις ευεργεσίες μου προς αυτήν και θα μείνουν άφωνοι από την ευημερία που θα τους χαρίσω». Λέει ο Κύριος: «Εσείς λέτε ότι ο τόπος αυτός θα ερημωθεί σύντομα και δε θα υπάρχουν εδώ ούτε άνθρωποι ούτε ζώα. Κι όμως, στις πόλεις του βασιλείου του Ιούδα και στις ερημωμένες πλατείες της Ιερουσαλήμ, θ’ ακουστούν και πάλι κραυγές χαράς και ευφροσύνης, τα τραγούδια των νιόπαντρων και οι ύμνοι αυτών που θα προσφέρουν εκ νέου ευχαριστήριες προσφορές στο ναό μου. Θα ψάλλουν: “Τον Κύριο του σύμπαντος δοξολογήστε! Είναι καλός, κι αιώνια διαρκεί η αγάπη του!” Αυτό θα γίνει επειδή θ’ αλλάξω την κατάσταση της χώρας και θα την κάνω όπως ήταν πριν». Λέει ο Κύριος του σύμπαντος: «Στον τόπο αυτό που είναι έρημος, χωρίς ανθρώπους ούτε ζώα, και σε όλες τις πόλεις του, θα υπάρχουν πάλι βοσκοτόπια όπου θα κατασκηνώνουν οι βοσκοί με τα κοπάδια τους. Σ’ όλες τις πόλεις του Ιούδα, τις ορεινές, τις πεδινές και στις πόλεις του νότου, στην περιοχή της φυλής του Βενιαμίν και στα περίχωρα της Ιερουσαλήμ, παντού θα διαβαίνουν και πάλι τα κοπάδια και θα τα μετράει ο βοσκός. Εγώ το λέω, ο Κύριος». «Έρχονται μέρες», λέει ο Κύριος, «που θα εκπληρώσω την υπόσχεση που έδωσα στο λαό του Ισραήλ και του Ιούδα: Θα αναδείξω βασιλιά έναν γνήσιο βλαστό του Δαβίδ. Αυτός θα κυβερνάει τη χώρα με ευθυκρισία και δικαιοσύνη. Τότε ο λαός του Ιούδα και οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ θα ζουν με ειρήνη και ασφάλεια. Και το όνομα που θα δοθεί στην πόλη θα είναι “ο Κύριος η σωτηρία μας”». «Ναι», λέει ο Κύριος, «πάντοτε θα υπάρχει ένας από τους απογόνους του Δαβίδ που να βασιλεύει στον Ισραήλ. Κατά τον ίδιο τρόπο, πάντοτε θα υπάρχουν ιερείς από τη φυλή Λευί για να μου προσφέρουν ολοκαυτώματα, προσφορές σιτηρών και θυσίες». Ο Κύριος είπε στον Ιερεμία: «Κανείς δεν μπορεί να καταργήσει τη συμφωνία που έχω κάνει με την ημέρα και τη νύχτα και να τις εμποδίσει να εμφανίζονται στον καθορισμένο χρόνο τους. Το ίδιο δεν θα καταργήσω και τη διαθήκη που έκανα με το δούλο μου το Δαβίδ, να υπάρχει πάντα ένας απόγονός του που να βασιλεύει στο θρόνο του, καθώς και τη διαθήκη μου με τους λευίτες, που με υπηρετούν ως ιερείς μου. Όπως τ’ αστέρια του ουρανού δεν γίνεται ν’ αριθμηθούν και η άμμος της θάλασσας να μετρηθεί, έτσι θα πολλαπλασιάσω τους απογόνους του δούλου μου του Δαβίδ και τους λευίτες, που με υπηρετούν». Είπε ακόμα ο Κύριος στον Ιερεμία: «Δε βλέπεις τι λένε ορισμένοι άνθρωποι; Ισχυρίζονται ότι εγώ, ο Κύριος, απέρριψα το λαό του Ισραήλ και του Ιούδα, τις δύο οικογένειες που είχα εκλέξει. Περιφρονούν λοιπόν το λαό μου και δεν τον θεωρούν πια έθνος. Αλλά να τι λέω εγώ, ο Κύριος: Έχω κάνει συμφωνία με την ημέρα και τη νύχτα κι έχω βάλει τους νόμους του ουρανού και της γης. Όπως λοιπόν είναι βέβαιο ότι το έχω κάνει αυτό, έτσι είναι βέβαιο ότι δε θα απορρίψω τους απογόνους του Ιακώβ και του δούλου μου Δαβίδ· πάντα θα ορίζω έναν από τους απογόνους του Δαβίδ για να κυβερνάει τους απογόνους του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ. Θα σπλαχνιστώ το λαό μου και θ’ αλλάξω την κατάστασή τους». Τον καιρό που ο βασιλιάς της Βαβυλώνας Ναβουχοδονόσορ, μαζί με το στρατό του που υποστηριζόταν με στρατεύματα απ’ όλα τα βασίλεια της γης που ήταν υποταγμένα σ’ αυτόν, πολεμούσε ενάντια στην Ιερουσαλήμ και στις γύρω πόλεις, ήρθε στον Ιερεμία μήνυμα από τον Κύριο: Ο Κύριος, ο Θεός του Ισραήλ του είπε: «Πήγαινε να πεις εκ μέρους μου στο βασιλιά του Ιούδα Σεδεκία: “θα παραδώσω την πόλη αυτή στα χέρια του βασιλιά της Βαβυλώνας και θα την κάψει. Εσύ δεν θα μπορέσεις να του ξεφύγεις. Θα συλληφθείς εξάπαντος και θα παραδοθείς σ’ αυτόν. Θα λογοδοτήσεις μπροστά του αυτοπροσώπως και μετά θα μεταφερθείς στη Βαβυλώνα. Άκουσε όμως, τι λέει ο Κύριος για σένα, Σεδεκία, βασιλιά του Ιούδα: Δε θα πεθάνεις με βίαιο θάνατο αλλά ειρηνικά. Και όπως έκαψαν λιβάνι στους πριν από σένα βασιλιάδες, έτσι θα κάψουν και για σένα και θα σε κλάψουν λέγοντας: Αλίμονο, άρχοντά μας! Εγώ το λέω, ο Κύριος”». Ο προφήτης Ιερεμίας μετέφερε το μήνυμα στο Σεδεκία, στην Ιερουσαλήμ. Εκείνο τον καιρό ο στρατός του βασιλιά της Βαβυλώνας πολεμούσε ενάντια στην Ιερουσαλήμ, και ενάντια στη Λαχίς και την Αζηκά, γιατί μόνον αυτές από τις οχυρωμένες πόλεις του Ιούδα δεν είχαν ακόμα κυριευθεί και αντιστέκονταν. Άλλο ένα μήνυμα του Κυρίου προς τον Ιερεμία. Ο βασιλιάς Σεδεκίας είχε κάνει συμφωνία με το λαό της Ιερουσαλήμ να αναγγείλει την απελευθέρωση των δούλων. Καθένας έπρεπε να απελευθερώσει τον Εβραίο δούλο ή δούλη του, ώστε κανείς να μην έχει πια δούλο Ιουδαίο συμπατριώτη του. Όλοι οι άρχοντες και ο λαός δέχτηκαν τότε τη συμφωνία και απελευθέρωσαν τους δούλους και τις δούλες τους. Αργότερα όμως άλλαξαν γνώμη, τους πήραν πίσω και τους υποχρέωσαν να ξαναγίνουν δούλοι. Τότε ο Κύριος διέταξε τον Ιερεμία να πει στους κατοίκους της Ιερουσαλήμ: «Ο Θεός του Ισραήλ λέει: “έκανα μαζί με τους προγόνους σας διαθήκη όταν τους έβγαλα από την Αίγυπτο, όπου ζούσαν ως δούλοι και τους όρισα: Κάθε έβδομο έτος καθένας σας θα απελευθερώνει τον Εβραίο συμπατριώτη του, που τον είχε αγοράσει για δούλο και τον κράτησε στη δούλεψή του έξι χρόνια· θα τον αφήνετε να φεύγει ελεύθερος. Οι πρόγονοί σας όμως δε με άκουσαν ούτε έδωσαν καμιά προσοχή στα λόγια μου. Εσείς, αντίθετα, μετανιώσατε και καλά κάνατε, όταν καθένας σας απελευθέρωσε τον συμπατριώτη του και κάνατε μάλιστα επίσημη συμφωνία στο ναό που φέρει το όνομά μου. Τώρα όμως αλλάξατε πάλι γνώμη, χωρίς να με λογαριάσετε· πήρατε πίσω ο καθένας σας το δούλο του και τη δούλη του, που τους είχατε απελευθερώσει και τους αναγκάσατε να ξαναγίνουν δούλοι σας. Έτσι μολύνατε τό όνομά μου. Γι’ αυτό, εγώ ο Κύριος σας λέω: Επειδή δεν με υπακούσατε και δεν αφήσατε ελεύθερους τους συμπατριώτες σας, θα αφήσω εγώ ελεύθερα εναντίον σας τον πόλεμο, τις επιδημίες και την πείνα, και θα σας διασκορπίσω σε όλα τα βασίλεια της γης. Θα τους παραδώσω στα χέρια των εχθρών τους και τα πτώματά τους θα είναι τροφή για τα πουλιά του ουρανού και τα άγρια ζώα της γης. Θα παραδώσω το βασιλιά του Ιούδα Σεδεκία και τους άρχοντές του στα χέρια των αιμοβόρων εχθρών τους, στο στρατό του βασιλιά της Βαβυλώνας. Αν και ο βαβυλωνιακός στρατός έφυγε τώρα από σας, εγώ, ο Κύριος, θα τους προστάξω να ξανάρθουν και να πολεμήσουν ενάντια σ’ αυτή την πόλη. Θα την κυριέψουν, θα την κάψουν και θα ερημώσω τις πόλεις του Ιούδα, ώστε να μείνουν ακατοίκητες”». Όταν βασιλιάς στον Ιούδα ήταν ο Ιωακίμ, γιος του Ιωσία, είπε ο Κύριος στον Ιερεμία: «Πήγαινε στους άντρες της φυλής των Ρηχαβιτών και προσκάλεσέ τους να έρθουν στο ναό μου, σε ένα από τα δωμάτια, και πρόσφερέ τους εκεί κρασί». Τότε εγώ πήρα τον Αζανία, γιο ενός άλλου Ιερεμία και εγγονό του Χαβασινία, μαζί με τους αδερφούς του και όλους τους γιους του καθώς και όλους τους άνδρες της φυλής των Ρηχαβιτών. και τους έφερα στο ναό του Κυρίου. Τους πήγα στο δωμάτιο των μαθητών του Ανάν, γιου του Ιγδαλία και ανθρώπου του Θεού. Το δωμάτιο αυτό βρισκόταν κοντά στο δωμάτιο των αρχόντων και πάνω από το δωμάτιο του Μαασεΐα, γιου του Σαλλούμ, και φρουρού της πύλης του ναού. Τοποθέτησα μπροστά στους ανθρώπους της φυλής των Ρηχαβιτών δοχεία γεμάτα κρασί και ποτήρια, και τους είπα: «Πιείτε κρασί». Αυτοί απάντησαν: «Εμείς δεν πίνουμε κρασί, γιατί ο πρόγονός μας ο Ιωναδάβ, γιος του Ρηχάβ, μας διέταξε σε καμιά περίπτωση να μην πίνουμε κρασί, ούτε εμείς ούτε οι απόγονοί μας. Επίσης μας διέταξε να μη χτίζουμε σπίτια, να μην καλλιεργούμε τη γη, να μη φυτεύουμε αμπέλια ούτε να αποκτούμε ακίνητα, αλλά να κατοικούμε σε σκηνές όλη μας τη ζωή, για να ζήσουμε πολλά χρόνια σ’ αυτήν τη χώρα, στην οποία κατοικούσαμε σαν ξένοι. Εμείς υπακούσαμε στις παραγγελίες του προγόνου μας του Ιωναδάβ, γιου του Ρηχάβ, σε όλα όσα μας πρόσταξε: δεν πίνουμε ποτέ μας κρασί ούτε εμείς, ούτε οι γυναίκες μας ούτε τα παιδιά μας· δε χτίζουμε σπίτια, δεν έχουμε αμπέλια ούτε χωράφια να τα καλλιεργούμε με σιτηρά. Μένουμε σε σκηνές και κάνουμε σύμφωνα με όλα όσα μας διέταξε ο πρόγονός μας ο Ιωναδάβ. Όταν όμως ο βασιλιάς της Βαβυλώνας Ναβουχοδονόσορ επιτέθηκε εναντίον της χώρας αυτής, αποφασίσαμε να έρθουμε στην Ιερουσαλήμ για να γλιτώσουμε από το στρατό των Βαβυλωνίων και των Σύρων. Έτσι τώρα μένουμε στην Ιερουσαλήμ». Ο Κύριος είπε στον Ιερεμία: «Πήγαινε και πες στο λαό του βασιλείου του Ιούδα και στους κατοίκους της Ιερουσαλήμ ότι ο Κύριος του σύμπαντος, ο Θεός του Ισραήλ, λέει: “γιατί αρνείστε να υπακούσετε στα λόγια μου; Η εντολή του Ιωναδάβ, γιου του Ρηχάβ, που είχε διατάξει τους απογόνους του να μην πίνουν κρασί, τηρήθηκε και μέχρι σήμερα δεν πίνουν, γιατί υπακούν στην προσταγή του προγόνου τους. Εμένα όμως, που σας μίλησα επίμονα, δε με ακούσατε. Σας έστειλα επανειλημμένα τους δούλους μου τους προφήτες και σας παρήγγειλα: Αφήστε ο καθένας σας τον κακό του δρόμο και διορθώστε τα έργα σας· σταματήστε ν’ ακολουθείτε άλλους θεούς και να τους λατρεύετε· τότε θα κατοικήσετε τη χώρα που έδωσα σ’ εσάς και στους προγόνους σας. Δε με ακούσατε όμως, ούτε δώσατε καμιά προσοχή. Οι απόγονοι του Ιωναδάβ, γιου του Ρηχάβ, εκτέλεσαν την προσταγή που τους έδωσε ο πρόγονός τους· αλλά εσείς, λαέ του Ιούδα, εμένα δεν με υπακούσατε. Γι’ αυτό θα φέρω πάνω σας, κάτοικοι του Ιούδα και της Ιερουσαλήμ, όλα τα δεινά που έχω απειλήσει εναντίον σας, γιατί σας μίλησα και δεν υπακούσατε σας κάλεσα και δεν ανταποκριθήκατε. Εγώ το λέω, ο Κύριος του σύμπαντος, ο Θεός του Ισραήλ”». Τότε είπε ο Ιερεμίας στους Ρηχαβίτες: «Ο Κύριος του σύμπαντος, ο Θεός του Ισραήλ, λέει: “επειδή υπακούσατε στη διαταγή του προγόνου σας του Ιωναδάβ και τηρήσατε όλες τις εντολές του και πράξατε σύμφωνα με όλα όσα σας διέταξε, γι’ αυτό πάντα θα υπάρχει ένας άντρας από τους απογόνους του Ιωναδάβ, γιου του Ρηχάβ, που θα έχει το προνόμιο να με υπηρετεί αιώνια. Εγώ το λέω, ο Κύριος του σύμπαντος, ο Θεός του Ισραήλ”». Τον τέταρτο χρόνο της βασιλείας του Ιωακίμ, γιου του Ιωσία, στον Ιούδα, ο Κύριος είπε στον Ιερεμία: «Πάρε ένα κυλινδρικό βιβλίο και γράψε σ’ αυτό όλα όσα σου είπα εναντίον του λαού του Ισραήλ και του Ιούδα και εναντίον όλων των εθνών, από την ημέρα που σου μίλησα για πρώτη φορά –τον καιρό του Ιωσία– μέχρι σήμερα. Όταν ακούσουν οι κάτοικοι του βασιλείου του Ιούδα τα δεινά που πρόκειται να φέρω εναντίον τους, ίσως ν’ αφήσουν τον κακό τους δρόμο· τότε εγώ θα συγχωρήσω τις ανομίες τους και τις αμαρτίες τους». Ο Ιερεμίας κάλεσε τότε το Βαρούχ, γιο του Νηρία, και του υπαγόρευσε όλα όσα του είχε πει ο Κύριος· και τα έγραψε ο Βαρούχ. Μετά είπε ο Ιερεμίας στο Βαρούχ: «Δεν επιτρέπεται σ’ εμένα πια να μπω στο ναό του Κυρίου. Αλλά πήγαινε εσύ εκεί την ημέρα της νηστείας, και διάβασε δυνατά από το βιβλίο στο λαό της Ιερουσαλήμ και σ’ όλους τους κατοίκους του Ιούδα, που έχουν έρθει από τις πόλεις τους, όλα όσα μου είπε ο Κύριος και σου τα υπαγόρευσα. Ίσως προσευχηθούν στον Κύριο κι αφήσουν τον κακό τους δρόμο, γιατί είναι μεγάλος ο θυμός και η οργή που ο Κύριος εξαπέλυσε εναντίον του λαού αυτού». Ο Βαρούχ, λοιπόν, γιος του Νηρία, πήγε στο ναό και διάβασε από το βιβλίο τους λόγους του Κυρίου, όπως ακριβώς τον είχε διατάξει ο προφήτης Ιερεμίας. Αυτό έγινε τον ένατο μήνα του πέμπτου έτους της βασιλείας του Ιωακίμ, γιου του Ιωσία, στον Ιούδα. Όλοι οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ και ο λαός των πόλεων του βασιλείου του Ιούδα είχαν έρθει στην Ιερουσαλήμ για να τηρήσουν νηστεία ενώπιον του Κυρίου. Τότε διάβασε ο Βαρούχ στο ναό του Κυρίου δυνατά από το βιβλίο όλα όσα του είχε υπαγορεύσει ο Ιερεμίας. Διάβαζε από το δωμάτιο του γραμματέα Γεμαρία, γιου του Σαφάν, στην πάνω αυλή, κοντά στην είσοδο της νέας πύλης του ναού του Κυρίου, ώστε ν’ ακούει όλος ο λαός. Όταν άκουσε ο Μιχαίας, γιος του Γεμαρία κι εγγονός του Σαφάν, τα λόγια του Κυρίου από το βιβλίο, κατέβηκε στο παλάτι του βασιλιά, και μπήκε στο δωμάτιο του γραμματέα. Εκεί κάθονταν όλοι οι άρχοντες: ο γραμματέας Ελισαμά, ο Δαλαΐας, γιος του Σεμαΐα, ο Ελναθάν, γιος του Αχβώρ, ο Γεμαρίας, γιος του Σαφάν, ο Σεδεκίας, γιος του Ανανία και όλοι οι άλλοι άρχοντες. Ο Μιχαίας ανάγγειλε σ’ αυτούς όλα όσα είχε ακούσει, όταν ο Βαρούχ διάβαζε δυνατά από το βιβλίο κι άκουγε ο λαός. Τότε όλοι οι άρχοντες έστειλαν τον Ιουδεί, γιο του Νεθανία, εγγονό του Σελεμία, και δισέγγονο του Χουσεί, να πει στο Βαρούχ: «Πάρε το βιβλίο που διάβασες για ν’ ακούσει ο λαός κι έλα εδώ». Ο Βαρούχ, πήρε το βιβλίο και πήγε στους άρχοντες. Αυτοί του είπαν: «Κάθισε τώρα και διάβασέ το ν’ ακούσουμε κι εμείς». Ο Βαρούχ διάβαζε κι εκείνοι άκουγαν. Όταν οι άρχοντες το άκουσαν όλο, κοίταξε ο ένας τον άλλον τρέμοντας και είπαν στο Βαρούχ: «Πρέπει οπωσδήποτε να τα αναγγείλουμε όλα αυτά στο βασιλιά». Και ρώτησαν το Βαρούχ: «Πες μας, λοιπόν, πώς τα έγραψες όλα αυτά; Ο Ιερεμίας σου τα υπαγόρευσε;» Ο Βαρούχ απάντησε: «Αυτός μου τα υπαγόρευσε όλα αυτά τα μηνύματα κι εγώ τα έγραψα πάνω στο κυλινδρικό βιβλίο». Τότε οι άρχοντες είπαν στο Βαρούχ: «Πηγαίνετε να κρυφτείτε εσύ και ο Ιερεμίας, και κανένας να μην ξέρει πού βρίσκεστε». Άφησαν το βιβλίο στο δωμάτιο του Ελισαμά, του γραμματέα, και μπήκαν στην αυλή του βασιλιά και του έδωσαν αναφορά για όλα αυτά. Ο βασιλιάς έστειλε τον Ιουδεί να πάει να πάρει το βιβλίο και να το διαβάσει για να το ακούσουν ο βασιλιάς και όλοι οι αξιωματούχοι, που είχαν συγκεντρωθεί γύρω του. Ο βασιλιάς κατοικούσε στο χειμερινό παλάτι –γιατί ήταν ο ένατος μήνας – και μπροστά του ήταν αναμμένη φωτιά. Κάθε φορά που ο Ιουδεί διάβαζε τρεις τέσσερις στήλες από το κυλινδρικό βιβλίο, ο βασιλιάς τις ξέσκιζε με το μαχαίρι του γραμματέα και τις έριχνε στη φωτιά, ωσότου κάηκε όλο το βιβλίο. Δε φοβήθηκαν όμως, ούτε διέρρηξαν τα ιμάτιά τους ο βασιλιάς ή κάποιος από τους αξιωματούχους που άκουσαν όλα αυτά τα μηνύματα. Και μολονότι ο Ελιαθάν, ο Δελαΐας και ο Γεμαρίας παρακαλούσαν επίμονα το βασιλιά να μην κάψει το κυλινδρικό βιβλίο, εκείνος δεν τους άκουγε. Ο βασιλιάς διέταξε τον Ιεραχμεήλ, γιο του βασιλιά, και το Σεραΐα, γιο του Αζριήλ, και το Σελεμία, γιο του Αβδιήλ, να πιάσουν το Βαρούχ το γραμματέα και τον Ιερεμία τον προφήτη. Ο Κύριος όμως φρόντισε ώστε κανείς να μην τους βρει. Αφού ο βασιλιάς έκαψε το βιβλίο, που περιείχε όλα όσα είχε γράψει ο Βαρούχ με υπαγόρευση του Ιερεμία, ο Κύριος είπε στον Ιερεμία: «Πάρε πάλι άλλο βιβλίο, και γράψε σ’ αυτό όλα όσα ήταν γραμμένα στο πρώτο βιβλίο, που το έκαψε ο βασιλιάς του Ιούδα, ο Ιωακίμ. Θα πεις σχετικά με το βασιλιά του Ιούδα: “ο Κύριος λέει: Εσύ έκαψες εκείνο το βιβλίο και κατηγόρησες τον Ιερεμία, επειδή είχε γράψει σ’ αυτό ότι ο βασιλιάς της Βαβυλώνας θα έρθει εξάπαντος να καταστρέψει αυτή τη χώρα και να εξαφανίσει ανθρώπους και ζώα. Γι’ αυτό κι εγώ να τι λέω εναντίον σου Ιωακίμ, βασιλιά του Ιούδα: Απόγονός σου δεν θα καθίσει στο θρόνο του Δαβίδ· το πτώμα σου θα ριχτεί έξω και θα είναι εκτεθειμένο την ημέρα στη ζέστη και τη νύχτα στην παγωνιά. Θα σας τιμωρήσω, εσένα και τους απογόνους σου και τους αξιωματούχους σου, για τις αμαρτίες σας. Θα φέρω πάνω σας και πάνω στην Ιερουσαλήμ και στον Ιούδα όλα τα δεινά, για τα οποία τους προειδοποίησα, αλλά αυτοί δεν άκουσαν”». Τότε ο Ιερεμίας πήρε άλλο βιβλίο και το έδωσε στο Βαρούχ, γιο του Νηρία, το γραμματέα, ο οποίος έγραψε πάλι σ’ αυτό, σύμφωνα με την υπαγόρευση του Ιερεμία, όλα όσα ήταν γραμμένα στο βιβλίο που είχε κάψει στη φωτιά ο Ιωακίμ, ο βασιλιάς του Ιούδα. Και ο Ιερεμίας πρόσθεσε σ’ αυτά κι άλλα πολλά παρόμοια. Ο βασιλιάς της Βαβυλώνας Ναβουχοδονόσορ τοποθέτησε βασιλιά του Ιούδα το Σεδεκία, γιο του Ιωσία, στη θέση του Χονία, γιου του Ιωακίμ. Αλλά τότε ούτε ο Σεδεκίας ούτε οι αξιωματούχοι του ούτε ο λαός της χώρας άκουγαν αυτά που προανάγγελλε ο Κύριος με τον προφήτη Ιερεμία. Ο βασιλιάς Σεδεκίας έστειλε τον Ιεουχάλ, γιο του Σελεμία και τον ιερέα Σοφονία, γιο του Μαασεΐα, στον προφήτη Ιερεμία για να του πουν: «Προσευχήσου, σε παρακαλούμε για μας στον Κύριο το Θεό μας». Ο Ιερεμίας μπορούσε τότε να κινείται ελεύθερα ανάμεσα στο λαό· δεν είχε φυλακιστεί ακόμα. Οι Βαβυλώνιοι που πολιορκούσαν την Ιερουσαλήμ, έμαθαν ότι ο στρατός του Φαραώ βγήκε από την Αίγυπτο, και γι’ αυτό αποσύρθηκαν από την Ιερουσαλήμ. Τότε είπε ο Κύριος στον προφήτη Ιερεμία τι να απαντήσει στους απεσταλμένους του Σεδεκία: «Ο Κύριος, ο Θεός του Ισραήλ, λέει: “πηγαίνετε να πείτε στο βασιλιά του Ιούδα που σας έστειλε σ’ εμένα για να με ρωτήσετε: Ο στρατός του Φαραώ, που ερχόταν να σας βοηθήσει, γυρίζει πίσω στη χώρα του, την Αίγυπτο. Οι Βαβυλώνιοι, λοιπόν, θα ξανάρθουν, θα επιτεθούν σ’ αυτή την πόλη, θα την καταλάβουν και θα την πυρπολήσουν. Εγώ, ο Κύριος, σας το λέω: Μην πλανιέστε με τη σκέψη ότι οι Βαβυλώνιοι θα φύγουν στ’ αλήθεια από την πόλη. Δεν πρόκειται να φύγουν! Κι αν ακόμα νικήσετε το στρατό των Βαβυλωνίων, που τώρα σας πολεμάει, και απομείνουν μερικοί μόνο τραυματισμένοι ανάμεσα στους εχθρούς, αυτοί θα σηκωθούν απ’ τις σκηνές τους και θα ’ρθούν να καταστρέψουν με τη φωτιά αυτή την πόλη”». Ο στρατός των Βαβυλωνίων αποσύρθηκε από την Ιερουσαλήμ, επειδή πλησίαζε ο στρατός του Φαραώ. Ο Ιερεμίας προσπάθησε τότε να βγει από την Ιερουσαλήμ για να πάει στην περιοχή της φυλής Βενιαμίν και να μοιράσει με τους συγγενείς του εκεί την οικογενειακή κληρονομιά του. Όταν όμως έφτασε στην πύλη του Βενιαμίν, ο αρχηγός της φρουράς εκεί, ο Ιρεΐας, γιος του Σελεμία κι εγγονός του Ανανία, τον σταμάτησε, τον έπιασε και του είπε: «Εσύ πηγαίνεις στους Βαβυλώνιους!» Ο Ιερεμίας απάντησε: «Ψέματα· δεν είμαι λιποτάκτης». Ο Ιρεΐας όμως δεν τον άκουσε· τον έπιασε και τον έφερε στους άρχοντες. Οι άρχοντες οργίστηκαν εναντίον του Ιερεμία· διέταξαν να τον χτυπήσουν και τον φυλάκισαν στο σπίτι του γραμματέα Ιωνάθαν, που το είχαν μετατρέψει σε φυλακή. Έβαλαν τον Ιερεμία σ’ έναν θολωτό υπόγειο χώρο, που προηγουμένως χρησίμευε για δεξαμενή, κι έμεινε εκεί για πολλές μέρες. Μια μέρα ο βασιλιάς Σεδεκίας, έστειλε και πήρε τον Ιερεμία κρυφά στο σπίτι του και τον ρώτησε: «Υπάρχει κανένα μήνυμα από τον Κύριο;» Κι ο Ιερεμίας απάντησε: «Υπάρχει· εσύ θα παραδοθείς στο βασιλιά της Βαβυλώνας». Έπειτα ο Ιερεμίας ρώτησε το βασιλιά Σεδεκία: «Τι έγκλημα διέπραξα εναντίον σου ή εναντίον των αξιωματούχων σου ή του λαού αυτού και με φυλακίσατε; Και πού είναι οι προφήτες σας που σας προφητεύουν και σας λένε ότι δε θα επιτεθεί ο βασιλιάς της Βαβυλώνας εναντίον σας και εναντίον αυτής της χώρας; Σε παρακαλώ, λοιπόν τώρα, άκουσέ με, κύριέ μου, βασιλιά. Ας γίνει ευπρόσδεκτη η παράκλησή μου και μη με στείλεις πίσω στο σπίτι του γραμματέα Ιωνάθαν· αυτό θα είναι ο θάνατός μου». Τότε ο βασιλιάς Σεδεκίας διέταξε κι έκλεισαν τον Ιερεμία στην αυλή της φρουράς και του έδιναν κάθε μέρα ένα καρβέλι ψωμί από τα αρτοπωλεία, όσο υπήρχε ψωμί στην πόλη. Έτσι έμεινε ο Ιερεμίας εκεί, στην αυλή της φρουράς. Ο Σεφατίας, γιος του Ματθάν, ο Γεδαλίας, γιος του Πασχούρ, ο Ιεουχάλ, γιος του Σελεμία, και ο Πασχώλ, γιος του Μαλχία, άκουσαν τον Ιερεμία να λέει στο λαό: «Ο Κύριος λέει: “όποιος μείνει σ’ αυτή την πόλη θα σκοτωθεί στον πόλεμο ή θα πεθάνει από την πείνα και τις ασθένειες. Όποιος όμως βγει έξω και παραδοθεί στους Βαβυλώνιους δεν θα σκοτωθεί και τουλάχιστο θα σώσει τη ζωή του. Η πόλη αυτή θα παραδοθεί εξάπαντος στο στρατό του βασιλιά της Βαβυλώνας κι αυτός θα την κυριέψει”». Τότε οι άρχοντες είπαν στο βασιλιά: «Ο άνθρωπος αυτός πρέπει να πεθάνει, γιατί με όσα λέει αποθαρρύνει όλο το λαό και τους άνδρες που έχουν απομείνει στην πόλη αυτή για να πολεμήσουν. Αυτός ο άνθρωπος δεν θέλει το καλό του λαού· θέλει το κακό του». Ο Σεδεκίας είπε: «Κάντε του ό,τι θέλετε· εγώ δεν μπορώ να σας εμποδίσω». Έπιασαν τότε τον Ιερεμία και τον έριξαν στη δεξαμενή του Μαλχία, γιου του βασιλιά, που βρισκόταν στην αυλή της φρουράς. Τον κατέβασαν κάτω με σχοινιά· στον πυθμένα δεν υπήρχε νερό αλλά λάσπη και βύθισαν τον προφήτη σ’ αυτήν. Ένας Αιθίοπας που ονομαζόταν Εβέδ-Μέλεχ κι ήταν αξιωματούχος στο παλάτι του βασιλιά, όταν άκουσε ότι έβαλαν τον Ιερεμία στη δεξαμενή κι ενώ ο βασιλιάς καθόταν και δίκαζε στην πύλη του Βενιαμίν, έτρεξε έξω απ’ το παλάτι και του είπε: «Κύριέ μου, βασιλιά, είναι λάθος αυτό που έκαναν οι άνθρωποι αυτοί στον προφήτη Ιερεμία. Τον έχουν ρίξει στη δεξαμενή και θα πεθάνει εκεί μέσα από την πείνα, γιατί δεν υπάρχει πια ψωμί στην πόλη». Τότε ο βασιλιάς έδωσε διαταγή στον Εβέδ-Μέλεχ και του είπε: «Πάρε μαζί σου τριάντα άνδρες και βγάλε τον προφήτη από τη δεξαμενή πριν πεθάνει». Ο Εβέδ-Μέλεχ μ’ αυτούς τους άντρες μπήκε στο παλάτι του βασιλιά. Πήρε από την αποθήκη παλιά και σκισμένα ρούχα και τα κατέβασε με σκοινιά στη δεξαμενή, στον Ιερεμία, και του είπε: «Βάλε, σε παρακαλώ Ιερεμία, αυτά τα κουρέλια κάτω από τις μασχάλες σου κι από κάτω βάλε τα σκοινιά». Έτσι κι έκανε ο Ιερεμίας. Τότε τον τράβηξαν με τα σκοινιά και τον έβγαλαν έξω από τη δεξαμενή, και έμεινε ο Ιερεμίας στην αυλή της φρουράς. Ο βασιλιάς Σεδεκίας έστειλε και κάλεσε κοντά του τον προφήτη Ιερεμία, στην τρίτη είσοδο του ναού του Κυρίου, και του είπε: «Θα σε ρωτήσω ένα πράγμα, και πρόσεξε μη μου κρύψεις τίποτα». Ο Ιερεμίας του λέει: «Είσαι βέβαιος πως αν σου το φανερώσω δε θα με σκοτώσεις και πως αν σε συμβουλέψω θα με ακούσεις;» Τότε ο βασιλιάς Σεδεκίας υποσχέθηκε με όρκο εμπιστευτικά στον Ιερεμία τα εξής: «Μα τον αληθινό Θεό, που μας έδωσε τη ζωή, δε θα σε σκοτώσω ούτε θα σε παραδώσω στα χέρια αυτών που ζητούν να σε σκοτώσουν». Τότε είπε ο Ιερεμίας στο Σεδεκία: «Ο Κύριος, ο Θεός του σύμπαντος, ο Θεός του Ισραήλ, λέει: “αν πράγματι βγεις και παραδοθείς στους άρχοντες του βασιλιά της Βαβυλώνας, θα ζήσεις εσύ και η οικογένειά σου, κι αυτή η πόλη δε θα πυρποληθεί. Αν όμως δε βγεις να παραδοθείς στο βασιλιά της Βαβυλώνας, τότε θα παραδοθεί η πόλη στους Βαβυλώνιους που θα την πυρπολήσουν, αλλά κι εσύ δε θα ξεφύγεις από τα χέρια τους”». Τότε είπε ο βασιλιάς στον Ιερεμία: «Φοβάμαι τους Ιουδαίους που προσχώρησαν στους Βαβυλώνιους, μήπως πέσω στα χέρια τους κι αυτοί με γελοιοποιήσουν». Ο Ιερεμίας του είπε: «Δε θα σε παραδώσουν σ’ αυτούς· υπάκουσε, λοιπόν, στα λόγια του Κυρίου, που σου μεταφέρω και θα σου βγει σε καλό· θα επιβιώσεις. Αν όμως αρνηθείς να παραδοθείς, ο Κύριος μου έχει δείξει αυτό το όραμα: Όλες οι γυναίκες που απομένουν στο παλάτι του βασιλιά του Ιούδα θα συρθούν στους άρχοντες του βασιλιά της Βαβυλώνας και θα λένε για σένα: “Ξεγέλασαν το βασιλιά οι πιο καλοί του φίλοι και γίναν’ απ’ αυτόν πιο ισχυροί· κι όταν τον είδαν με τα πόδια του στη λάσπη, τον άφησαν εκεί να βυθιστεί”. Όλες οι γυναίκες σου, λοιπόν, και τα παιδιά σου θα συρθούν στους Βαβυλώνιους κι εσύ δεν θα γλιτώσεις από τα χέρια τους· θα πέσεις στα χέρια του βασιλιά της Βαβυλώνας κι ετούτη εδώ η πόλη θα πυρποληθεί». Τότε είπε ο Σεδεκίας στον Ιερεμία: «Να μη μάθει κανείς όσα συζητήσαμε, για να μη σε σκοτώσουν. Αν μάθουν οι αξιωματούχοι ότι μίλησα μαζί σου, θα έρθουν και θα σε ρωτάνε: “για πες μας, τι είπες στο βασιλιά; Μη μας το κρύψεις, γιατί θα σε σκοτώσουμε! Τι σου είπε ο βασιλιάς;” Τότε εσύ θα τους απαντήσεις: “πήγα και παρακάλεσα το βασιλιά να μη με ξαναστείλει στο σπίτι του Ιωνάθαν, για να μην πεθάνω εκεί”». Ήρθαν, λοιπόν, οι αξιωματούχοι στον Ιερεμία και άρχισαν τις ερωτήσεις. Αυτός τους απάντησε σύμφωνα με όσα τον είχε διατάξει ο βασιλιάς. Έτσι σταμάτησαν να τον ρωτούν, αφού κανείς δεν είχε ακούσει τη συνομιλία. Ο Ιερεμίας έμεινε στην αυλή της φρουράς ως τη μέρα που κυριεύτηκε η Ιερουσαλήμ· βρισκόταν εκεί όταν η πόλη κυριεύτηκε. Το δέκατο μήνα του ένατου έτους της βασιλείας του Σεδεκία στον Ιούδα, ο βασιλιάς της Βαβυλώνας Ναβουχοδονόσορ ήρθε με όλο το στρατό του στην Ιερουσαλήμ κι άρχισε να την πολιορκεί. Την ένατη μέρα του τέταρτου μήνα του ενδέκατου έτους της βασιλείας του Σεδεκία, οι Βαβυλώνιοι έκαναν ρήγμα στο τείχος της πόλης. Μπήκαν τότε όλοι οι αξιωματούχοι του βασιλιά της Βαβυλώνας και εγκατέστησαν το στρατηγείο τους στη μεσαία πύλη: Ο Νεργάλ-Σαρεσέρ, ο Σαμγάρ-Νεβώ, ο Σαρ-Σεχίμ, επικεφαλής του παλατιού, καθώς και ένας άλλος Νεργάλ-Σαρεσέρ, ανώτατος σύμβουλος του βασιλιά της Βαβυλώνας. Όταν τους είδε ο βασιλιάς του Ιούδα Σεδεκίας και οι πολεμιστές του, έφυγαν νύχτα και βγήκαν από την πόλη, περνώντας από το δρόμο του κήπου του βασιλιά, μέσα από την πύλη που βρίσκεται ανάμεσα στα δύο τείχη και πήραν το δρόμο προς την πεδιάδα. Ο στρατός όμως των Βαβυλωνίων τους καταδίωξε και τους πρόφτασε στις πεδιάδες της Ιεριχώ. Συνέλαβαν το Σεδεκία και τον έφεραν στο βασιλιά της Βαβυλώνας Ναβουχοδονόσορ, στην πόλη Ριβλά, στη χώρα της Χαμάθ· εκεί καταδίκασε ο ίδιος προσωπικά το Σεδεκία. Πρώτα διέταξε να σφάξουν τους γιους του Σεδεκία μπροστά στα μάτια του πατέρα τους, καθώς και όλους τους αξιωματούχους του βασιλείου του Ιούδα. Στη συνέχεια έβγαλε τα μάτια του Σεδεκία, τον έδεσε με δύο χάλκινες αλυσίδες και τον έφερε αιχμάλωτο στην Βαβυλώνα. Οι Βαβυλώνιοι πυρπόλησαν το παλάτι του βασιλιά και τα σπίτια των κατοίκων και γκρέμισαν τα τείχη της Ιερουσαλήμ. Το υπόλοιπο του λαού που είχε απομείνει στην πόλη κι αυτοί που είχαν καταφύγει στο Ναβουχοδονόσορ, οδηγήθηκαν όλοι αιχμάλωτοι στη Βαβυλώνα από το Νεβουζαραδάν, τον αρχηγό της σωματοφυλακής. Αυτός όμως άφησε στη χώρα του Ιούδα τους πιο φτωχούς του λαού, αυτούς που δεν είχαν τίποτα και τους έδωσε αμπέλια και χωράφια. Ο βασιλιάς της Βαβυλώνας Ναβουχοδονόσορ είχε διατάξει τον αρχηγό της σωματοφυλακής Νεβουζαραδάν σχετικά με τον Ιερεμία τα εξής: «Πήγαινε να βρεις αυτόν τον άνθρωπο και φρόντισε να μην του κάνουν κανένα κακό. Και κοίτα να εκπληρωθεί κάθε του επιθυμία». Ο Νεβουζαραδάν, λοιπόν, αρχηγός της σωματοφυλακής, ο Νεβουσάζ-Βαν, επικεφαλής του παλατιού, ο Νεργάλ-Σαρεσέρ, ανώτατος σύμβουλος και οι άλλοι αξιωματούχοι του βασιλιά της Βαβυλώνας έστειλαν και πήραν τον Ιερεμία από την αυλή της φρουράς και τον παρέδωσαν στο Γεδαλία, γιο του Αχικάμ κι εγγονό του Σαφάν, για να τον φέρει στο σπίτι του με ασφάλεια. Έτσι ο Ιερεμίας έμεινε εκεί, ανάμεσα στο λαό. Ενώ ο Ιερεμίας ήταν ακόμα κλεισμένος στην αυλή της φρουράς, του είπε ο Κύριος: «Πήγαινε και πες στον Εβέδ-Μέλεχ, τον Αιθίοπα: “ο Κύριος του σύμπαντος, ο Θεός του Ισραήλ, λέει: Εγώ, όπως έχω πει, θα καταστρέψω αυτή την πόλη και δε θα επιτρέψω να ευτυχήσει. Και όταν αυτό συμβεί, θα είσαι εκεί και θα το δεις. Εσένα όμως εγώ θα σε γλιτώσω εκείνη την ημέρα και δε θα παραδοθείς στα χέρια των ανθρώπων που φοβάσαι. Θα σε σώσω το δίχως άλλο! Δε θα σκοτωθείς στον πόλεμο· θα επιζήσεις, γιατί έχεις εμπιστοσύνη σ’ εμένα, τον Κύριο”». Ο Κύριος μίλησε στον Ιερεμία, μετά που ο αρχηγός της σωματοφυλακής Νεβουζαραδάν τον είχε αφήσει ελεύθερο να φύγει από τη Ραμά. Ο προφήτης είχε οδηγηθεί εκεί δεμένος με αλυσίδες, μαζί με όλους εκείνους από την Ιερουσαλήμ κι από το βασίλειο του Ιούδα που τους έσερναν αιχμαλώτους στη Βαβυλώνα. Ο αρχηγός της σωματοφυλακής αναγνώρισε τον Ιερεμία και του είπε: «Ο Κύριος, ο Θεός σου, είχε απειλήσει αυτή τη χώρα με αυτές τις συμφορές. Ο Κύριος έκανε όσα προανάγγειλε, επειδή αμαρτήσατε σ’ αυτόν και δεν υπακούσατε στις εντολές του· γι’ αυτό σας βρήκαν όλα αυτά. Τώρα όμως εγώ λύνω τις αλυσίδες που έχεις στα χέρια σου. Αν θέλεις να έρθεις μαζί μου στη Βαβυλώνα, έλα· εγώ θα φροντίσω για σένα. Αν πάλι δεν θέλεις, μείνε· έχεις όλη τη χώρα για να διαλέξεις. Όπου σου φαίνεται καλά και ωραία, μπορείς να πας». Επειδή ο Ιερεμίας δεν απαντούσε αμέσως, ο Νεβουζαραδάν του είπε: «Γύρνα πίσω στο Γεδαλία, γιο του Αχικάμ κι εγγονό του Σαφάν. Ο βασιλιάς της Βαβυλώνας τον έχει τοποθετήσει κυβερνήτη στις πόλεις του βασιλείου του Ιούδα. Μείνε εκεί μαζί του ανάμεσα στο λαό ή πήγαινε όπου αλλού σου φαίνεται καλό». Ο αρχηγός της σωματοφυλακής τού έδωσε τροφές και δώρα και τον άφησε να φύγει. Ο Ιερεμίας ήρθε στο Γεδαλία, γιο του Αχικάμ, στη Μισπά και έμεινε μαζί του ανάμεσα στο λαό που είχε απομείνει στη χώρα. Ο Γεδαλίας τους όρκισε, αυτούς και τους άντρες τους, και τους είπε: «Μη φοβόσαστε να είστε δούλοι των Βαβυλωνίων· κατοικήστε στη χώρα και υπηρετήστε το βασιλιά της Βαβυλώνας και θα σας βγει σε καλό. Εγώ όμως θα μείνω εδώ στη Μισπά και θα σας εκπροσωπήσω στους Βαβυλώνιους που θα έρθουν εδώ σ’ εμάς. Εσείς συγκεντρώστε κρασί, φρούτα, λάδι και βάλτε τα στα αγγεία σας και εγκατασταθείτε στις πόλεις που έχετε επανακτήσει». Στο μεταξύ, πολλοί Ιουδαίοι είχαν καταφύγει στους Μωαβίτες, στους Αμμωνίτες, στους Εδωμίτες και σε άλλες χώρες. Άκουσαν κι αυτοί ότι ο βασιλιάς της Βαβυλώνας επέτρεψε στους υπόλοιπους κατοίκους του Ιούδα να μείνουν, και ότι τοποθέτησε σ’ αυτούς κυβερνήτη το Γεδαλία, γιο του Αχικάμ κι εγγονό του Σαφάν. Γι’ αυτό επέστρεψαν απ’ όλες τις χώρες όπου ήταν διασκορπισμένοι και ήρθαν στο Γεδαλία, στη χώρα του Ιούδα, στη Μισπά. Εκεί συγκέντρωσαν κρασί και φρούτα σε μεγάλες ποσότητες. Μια μέρα, ο Ιωχανάν γιος του Καρεάχ και όλοι οι αρχηγοί των στρατευμάτων που ήταν στην ύπαιθρο, ήρθαν στο Γεδαλία στη Μισπά και του είπαν: «Να ξέρεις καλά ότι ο Βααλείς, ο βασιλιάς των Αμμωνιτών, έστειλε τον Ισμαήλ, γιο του Νεθανία, για να σε σκοτώσει». Ο Γεδαλίας όμως δεν τους πίστεψε. Τότε ο Ιωχανάν, γιος του Καρεάχ, είπε κρυφά στο Γεδαλία στη Μισπά: «Άσε με να πάω τώρα να σκοτώσω τον Ισμαήλ, και κανείς δε θα το μάθει. Γιατί να σε σκοτώσει, και όλοι οι κάτοικοι του βασιλείου του Ιούδα που είναι συγκεντρωμένοι γύρω σου να διασκορπιστούν ξανά, κι όσοι απόμειναν κάτοικοι του βασιλείου του Ιούδα να καταστραφούν;» Αλλά ο Γεδαλίας του απάντησε: «Δε θα κάνεις τίποτα. Κι αυτά που λες για τον Ισμαήλ είναι όλα ψέματα». Τον έβδομο μήνα του χρόνου ο Ισμαήλ, γιος του Νεθανία κι εγγονός του Ελισαμά από τη βασιλική οικογένεια, ήρθε στο Γεδαλία, γιο του Αχικάμ, στη Μισπά. Μαζί του ήταν και δέκα άντρες από τους αξιωματούχους του βασιλιά. Εκεί που έτρωγαν όλοι μαζί στο τραπέζι, σηκώθηκε ο Ισμαήλ και οι δέκα άνδρες που ήταν μαζί του, τράβηξαν τα ξίφη τους και σκότωσαν το Γεδαλία, αυτόν που ο βασιλιάς της Βαβυλώνας τον είχε τοποθετήσει κυβερνήτη στη χώρα. Ο Ισμαήλ σκότωσε ακόμα κι όλους τους άντρες του βασιλείου του Ιούδα που ήταν μαζί με το Γεδαλία στη Μισπά και τους Βαβυλώνιους στρατιώτες που βρίσκονταν εκεί. Τη δεύτερη μέρα μετά τη δολοφονία του Γεδαλία, και ενώ κανείς ακόμα δεν είχε μάθει τίποτε, ήρθαν ογδόντα άντρες από τη Συχέμ, τη Σιλώ και τη Σαμάρεια με ξυρισμένα τα γένια, με σχισμένα τα ρούχα και με εντομές στο σώμα, κρατώντας προσφορές και λιβάνι για να τα προσφέρουν στο ναό του Κυρίου. Τότε βγήκε ο Ισμαήλ από τη Μισπά, για να τους συναντήσει και προχωρούσε κλαίγοντας. Όταν τους συνάντησε τους είπε: «Ελάτε στο Γεδαλία, γιο του Αχικάμ». Όταν μπήκαν στην πόλη, ο Ισμαήλ τους έσφαξε με τη βοήθεια των ανδρών του και τους έριξε σ’ ένα λάκκο. Μόνο δέκα απ’ αυτούς λυπήθηκε, γιατί του έλεγαν: «Μη μας σκοτώσεις! Έχουμε προμήθειες κρυμμένες στο χωράφι, στάρι, κριθάρι, λάδι και μέλι». Συγκρατήθηκε λοιπόν και δεν τους σκότωσε μαζί με τους άλλους συντρόφους τους. Ο λάκκος όπου έριξε ο Ισμαήλ τα πτώματα των ανδρών που σκότωσε εξαιτίας του Γεδαλία, ήταν ο ίδιος που είχε ανοίξει ο βασιλιάς Ασά επειδή φοβόταν το Βαασά, το βασιλιά του βορείου βασιλείου. Τον ίδιο λάκκο τον γέμισε ο Ισμαήλ με πτώματα. Ο Ισμαήλ αιχμαλώτισε επίσης και τους υπόλοιπους κατοίκους της Μισπά, καθώς και τις κόρες του βασιλιά, όλους όσους ο Νεβουζαραδάν, ο αρχηγός της σωματοφυλακής είχε αφήσει στη φροντίδα του Γεδαλία. Ο Ισμαήλ, λοιπόν, τους πήρε μαζί του και έφυγε, για να περάσει στην περιοχή των Αμμωνιτών. Ο Ιωχανάν, γιος του Καρεάχ, και όλοι οι αρχηγοί του στρατού που ήταν μαζί του, έμαθαν τις συμφορές που προκάλεσε ο Ισμαήλ, γιος του Νεθανία. Τον καταδίωξαν, λοιπόν, με όλους τους άντρες τους και τον πρόλαβαν στη μεγάλη δεξαμενή της Γαβαών. Οι αιχμάλωτοι του Ισμαήλ, όταν είδαν τον Ιωχανάν και τους αρχηγούς του στρατού μαζί του, χάρηκαν. Έτσι, όλος ο λαός που ο Ισμαήλ τους είχε απαγάγει από τη Μισπά γύρισαν και πήγαν με τον Ιωχανάν, γιο του Καρεάχ. Ο ίδιος ο Ισμαήλ όμως δραπέτευσε από τον Ιωχανάν μαζί με οχτώ άνδρες του και πήγε στη χώρα των Αμμωνιτών. Τότε ο Ιωχανάν και οι αρχηγοί του στρατού που ήταν μαζί του, ανέλαβαν το υπόλοιπο του λαού, που τους είχε αιχμαλωτίσει ο Ισμαήλ και τους είχε απαγάγει από τη Μισπά, μετά το φόνο του Γεδαλία: τους γενναίους πολεμιστές, τις γυναίκες, τα παιδιά, τους αξιωματούχους –όλους που επέστρεφαν από τη Γαβαών. Τότε οι αρχηγοί του στρατού και κυρίως ο Ιωχανάν, γιος του Καρεάχ και ο Αζαρίας, γιος του Ωσαΐα αλλά και όλος ο λαός, μικροί και μεγάλοι, πλησίασαν τον προφήτη Ιερεμία και του είπαν: «Σε παρακαλούμε, προσευχήσου στον Κύριο το Θεό σου, για όλους εμάς· ήμασταν πολλοί αλλά βλέπεις πόσο λίγοι έχουμε απομείνει. Προσευχήσου, λοιπόν, να μας φανερώσει ο Κύριος, ο Θεός σου, ποιο δρόμο πρέπει να πάρουμε και τι να κάνουμε». Ο Ιερεμίας τούς απάντησε: «Σας άκουσα. Θα προσευχηθώ στον Κύριο, το Θεό μας, σύμφωνα με την επιθυμία σας· και ό,τι απαντήσει ο Κύριος για σας θα σας το αναγγείλω· δε θα σας κρύψω τίποτα». Τότε εκείνοι του είπαν: «Ο Κύριος, ο Θεός σου, ας είναι αξιόπιστος κι αληθινός μάρτυρας εναντίον μας, αν δεν πράξουμε σύμφωνα με όλα όσα θα σου πει για μας. Είτε μας είναι ευχάριστο είτε όχι, θα υπακούσουμε στον Κύριο το Θεό μας, στον οποίο εμείς σου ζητήσαμε να προσευχηθείς. Όλα θα μας πάνε καλά, αν τον υπακούσουμε». Μετά από δέκα μέρες, μίλησε ο Κύριος στον Ιερεμία. Κατόπιν ο προφήτης κάλεσε τον Ιωχανάν, γιο του Καρεάχ, τους αρχηγούς του στρατού, που ήταν μαζί του και όλο το λαό, μικρούς και μεγάλους και τους είπε: «Ο Κύριος, ο Θεός του Ισραήλ, στον οποίο με στείλατε να προσευχηθώ για σας, λέει: “αν συνεχίσετε να μένετε σ’ αυτήν τη χώρα, θα σας ανοικοδομήσω εδώ και δε θα σας γκρεμίσω, θα σας φυτέψω και δε θα σας ξεριζώσω· γιατί λυπάμαι για το κακό που σας έκανα. Μη φοβάστε πια το βασιλιά της Βαβυλώνας, που τον τρέματε. Μην τον φοβάστε τώρα πια”, λέει ο Κύριος, “γιατί εγώ είμαι μαζί σας για να σας σώσω και να σας ελευθερώσω από τα χέρια του. Θα του εμπνεύσω έλεος για σας· θα σας λυπηθεί και θα σας επιτρέψει να γυρίσετε στη χώρα σας”. »Μην παραβείτε όμως τις προσταγές του Κυρίου του Θεού σας και πείτε “δε θα κατοικήσουμε σ’ αυτή τη χώρα”. Μην πείτε: “προτιμότερο είναι να πάμε να ζήσουμε στην Αίγυπτο, όπου δε θα βλέπουμε πόλεμο, δε θ’ ακούμε τον ήχο της σάλπιγγας και δε θα μας λείψει ποτέ το ψωμί”. Αν το κάνετε αυτό, εσείς που απομείνατε στο βασίλειο του Ιούδα, ακούστε τι λέει ο Κύριος του σύμπαντος, ο Θεός του Ισραήλ: “αν είστε αποφασισμένοι να πάρετε το δρόμο για την Αίγυπτο και να πάτε να μείνετε εκεί, τότε ο πόλεμος που τον φοβόσαστε, θα ’ρθεί να σας βρει στην Αίγυπτο· και η πείνα που σας τρομάζει, θα σας ακολουθήσει εκεί κι εκεί θα πεθάνετε. Όλοι όσοι αποφασίσουν να πάνε να κατοικήσουν την Αίγυπτο, θα πεθάνουν εκεί σε πόλεμο, απ’ την πείνα και τις ασθένειες. Κανένας τους δε θ’ απομείνει, κανένας τους δε θα ξεφύγει από τα δεινά που θα τους προξενήσω”. »Λέει ο Κύριος του σύμπαντος, ο Θεός του Ισραήλ: “καθώς ξεχύθηκε ο θυμός μου κι η οργή μου ενάντια στους κατοίκους της Ιερουσαλήμ, έτσι θα ξεχυθεί η οργή μου κι εναντίον σας όταν θα φτάσετε στην Αίγυπτο. Εκεί θα σας περιφρονούν, θα σας καταριούνται και θα προκαλείτε κατάπληξη· κι αυτήν την χώρα σας δεν θα την ξαναδείτε πια!” Είπε ακόμα ο Κύριος για σας: “μην πάτε να μείνετε στην Αίγυπτο εσείς, που απομείνατε απ’ το βασίλειο του Ιούδα”. Καταλάβετέ το καλά, εγώ σήμερα σας προειδοποιώ! Σκεφτήκατε επιπόλαια όταν με στείλατε στον Κύριο, το Θεό σας και μου λέγατε “προσευχήσου για μας στον Κύριο, το Θεό μας, και όλα όσα μας πει ανάγγειλέ μας τα και θα τα πράξουμε”. Σας τα ανάγγειλα λοιπόν σήμερα, αλλά εσείς δεν υπακούτε σε τίποτε από όσα ο Κύριος ο Θεός σας με πρόσταξε να σας πω. Τώρα να το ξέρετε ότι το δίχως άλλο θα πεθάνετε στον πόλεμο ή από την πείνα κι από τις ασθένειες στον τόπο ακριβώς όπου επιθυμήσατε να πάτε να μείνετε». Όταν ο Ιερεμίας τελείωσε τους λόγους που τον είχε στείλει ο Κύριος ο Θεός τους να αναγγείλει στο λαό, ο Αζαρίας, γιος του Ωσαΐα, ο Ιωχανάν, γιος του Καρεάχ, και όλοι οι άλλοι του απάντησαν με αναίδεια: «Ψέματα λες! Δε σ’ έστειλε ο Κύριος, ο Θεός μας, να μας πεις να μην πάμε να μείνουμε στην Αίγυπτο. Αλλά σε ξεσηκώνει εναντίον μας ο Βαρούχ, γιος του Νηρία, για να μας παραδώσεις στα χέρια των Βαβυλωνίων να μας σκοτώσουν ή να μας οδηγήσουν αιχμάλωτους στη Βαβυλώνα!» Έτσι, ο Ιωχανάν, οι αρχηγοί του στρατού και όλος ο λαός παρέβηκαν την εντολή του Κυρίου να παραμείνουν στη χώρα του Ιούδα. Ο Ιωχανάν και οι αρχηγοί του στρατού πήραν μαζί τους όλους όσοι είχαν απομείνει στο βασίλειο του Ιούδα και όσους είχαν διασκορπιστεί στα έθνη, αλλά είχαν επιστρέψει με σκοπό να κατοικήσουν στο βασίλειο του Ιούδα: άντρες, γυναίκες, παιδιά και τις κόρες του βασιλιά· ήταν όλοι όσοι ο Νεβουζαραδάν, ο αρχηγός της σωματοφυλακής, τούς είχε αφήσει με το Γεδαλία, γιο του Αχικάμ και εγγονό του Σαφάν. Πήραν επίσης μαζί τους και τον Ιερεμία και το Βαρούχ, γιο του Νηρία. Δεν υπάκουσαν στη φωνή του Κυρίου, αλλά πήγαν στην Αίγυπτο και προχώρησαν ως τη Δάφνη. Εκεί στη Δάφνη, είπε ο Κύριος στον Ιερεμία: «Πάρε στα χέρια σου μεγάλες πέτρες και τοποθέτησέ τις έτσι που να σε δουν όλοι οι άντρες του βασιλείου του Ιούδα, στο πλακόστρωτο που είναι μπροστά στην είσοδο του παλατιού του Φαραώ, στη Δάφνη. Μετά πες τους: “ο Κύριος του σύμπαντος, ο Θεός του Ισραήλ, λέει: Εγώ θα φέρω το βασιλιά της Βαβυλώνας Ναβουχοδονόσορ, το δούλο μου, και θα βάλω το θρόνο του πάνω σ’ αυτές εδώ τις πέτρες, που έχω στήσει· απάνω τους θ’ απλώσει τη βασιλική του σκηνή. Θα ’ρθεί ο Ναβουχοδονόσορ και θα νικήσει την Αίγυπτο· και όσοι είναι καταδικασμένοι σε θάνατο, θα θανατωθούν· όσοι είναι καταδικασμένοι να οδηγηθούν στην αιχμαλωσία, θα αιχμαλωτιστούν· όσοι είναι καταδικασμένοι να πεθάνουν στον πόλεμο, θα πεθάνουν στον πόλεμο. Εγώ ο Κύριος θα πυρπολήσω τους ναούς των θεών των Αιγυπτίων· άλλα είδωλα ο Ναβουχοδονόσορ θα τα κάψει κι άλλα θα τα πάρει στη χώρα του. Κι όπως ο τσομπάνος ξεψειρίζει τα ρούχα του, έτσι θα αποψιλώσει την Αίγυπτο και μετά θα φύγει νικητής. Θα κομματιάσει τις πέτρινες λατρευτικές στήλες του ναού του Ηλίου, στην Ηλιόπολη και θα βάλει φωτιά στους ναούς των θεών των Αιγυπτίων”». Ο Κύριος μίλησε στον Ιερεμία σχετικά με τους Ιουδαίους που κατοικούσαν στην Αίγυπτο και είχαν εγκατασταθεί στις πόλεις Μιγδώλ, Δάφνη και Μέμφιδα και στην περιοχή Παθρώς. Τους είπε, λοιπόν, ο Ιερεμίας: «Ο Κύριος του σύμπαντος, ο Θεός του Ισραήλ, λέει: “εσείς είδατε όλα τα δεινά που προξένησα στην Ιερουσαλήμ και στις πόλεις του Ιούδα. Σήμερα όλες τους είναι ερείπια· κανείς δεν κατοικεί σ’ αυτές, γιατί οι κάτοικοί τους έπραξαν το κακό και με εξόργισαν. Πήγαιναν και λάτρευαν άλλους θεούς, που δεν τους γνώριζαν ούτε αυτοί ούτε εσείς ούτε οι πρόγονοί σας και θυμίαζαν σ’ αυτούς. Ωστόσο εγώ δεν έπαψα να σας στέλνω τους δούλους μου τους προφήτες, τον ένα μετά τον άλλο, και σας έλεγαν να μην πράττετε αυτό το βδελυρό πράγμα, που εγώ το απεχθάνομαι. Εσείς όμως δεν ακούσατε· δε δώσατε καμιά σημασία, ούτε εγκαταλείψατε τον κακό σας δρόμο, ούτε πάψατε να θυμιάζετε σε άλλους θεούς. Γι’ αυτό ξέσπασαν ο θυμός μου και η οργή μου και έκαψα τις πόλεις του Ιούδα και τις πλατείες της Ιερουσαλήμ· έγιναν σωρός ερειπίων και μέχρι σήμερα μένουν έρημες”. »Και τώρα ο Κύριος, ο Θεός του σύμπαντος, ο Θεός του Ισραήλ, λέει: “γιατί προκαλείτε το μεγάλο αυτό κακό στον εαυτό σας; Γιατί θέλετε να εξολοθρεύονται άντρες, γυναίκες, παιδιά και νήπια στο βασίλειο του Ιούδα, ώσπου κανείς από σας να μην απομείνει; Γιατί θέλετε να με εξοργίζετε με τα έργα σας προσφέροντας θυμίαμα σε άλλους θεούς, ακόμη κι εδώ στην Αίγυπτο που έχετε έρθει; Θέλετε να εξολοθρευτείτε, και όλα τα έθνη της γης να σας καταριούνται και να σας εξευτελίζουν; Ξεχάσατε όλη την προσβολή που μου γινόταν στο βασίλειο του Ιούδα και στα σοκάκια της Ιερουσαλήμ από τους βασιλιάδες του Ιούδα και τις γυναίκες τους, κι από σας και τις γυναίκες σας; Δεν ταπεινωθήκατε μέχρι σήμερα, δε με σεβαστήκατε ούτε ακολουθήσατε το νόμο μου και τα προστάγματά μου, αυτά που είχα δώσει σ’ εσάς και στους προγόνους σας”. »Γι’ αυτό, ο Κύριος του σύμπαντος, ο Θεός του Ισραήλ, λέει: “εγώ θα στραφώ εναντίον σας και θα καταστρέψω ολόκληρο το βασίλειο του Ιούδα. Ακόμη κι αυτοί που απέμειναν από το βασίλειο του Ιούδα κι αποφάσισαν να πάνε να ζήσουν στην Αίγυπτο, θα καταστραφούν όλοι τους εκεί. Θα σκοτωθούν στον πόλεμο ή θα πεθάνουν από την πείνα, μικροί και μεγάλοι. Θα προκαλούν κατάπληξη· θα τους καταριούνται και θα τους εξευτελίζουν. Θα τιμωρήσω αυτούς που ήρθαν να μείνουν στην Αίγυπτο, όπως τιμώρησα τους κατοίκους της Ιερουσαλήμ, με πόλεμο, με πείνα και με ασθένειες. Κανείς από τους κατοίκους του Ιούδα που απέμειναν και ήρθαν να ζήσουν στην Αίγυπτο δε θα ξεφύγει ούτε θα επιζήσει. Κανείς τους δε θα ξαναγυρίσει στη χώρα του Ιούδα, όπου τόσο επιθυμούν να επιστρέψουν μια μέρα και να ζήσουν εκεί. Κανένας δεν θα επιστρέψει, παρά μονάχα ελάχιστοι, που θ’ αφήσω να διασωθούν”». Τότε όλοι οι άντρες, που ήξεραν ότι οι γυναίκες τους πρόσφεραν θυμίαμα σε άλλους θεούς και όλες οι γυναίκες που παρευρίσκονταν σ’ εκείνη τη μεγάλη συνάθροιση, όλοι όσοι κατοικούσαν στην Παθρώς, στην Αίγυπτο, είπαν στον Ιερεμία: «Εμείς δεν θα υπακούσουμε στα λόγια που μας είπες και μας τα παρουσίασες για μήνυμα του Κυρίου! Θα κάνουμε αυτά που έχουμε πει: Θα προσφέρουμε θυμίαμα στη Βασίλισσα του Ουρανού και σπονδές, όπως κάναμε εμείς κι οι πρόγονοί μας, οι βασιλιάδες μας και οι άρχοντές μας στις πόλεις του βασιλείου του Ιούδα και στα σοκάκια της Ιερουσαλήμ. Τότε χορταίναμε ψωμί, περνούσαμε καλά και τίποτε κακό δεν μας συνέβαινε. Ενώ, από τότε που σταματήσαμε να θυμιάζουμε στη Βασίλισσα του Ουρανού και να της προσφέρουμε σπονδές, στερηθήκαμε τα πάντα κι οι άνθρωποί μας πέθαναν στον πόλεμο κι από την πείνα». Και οι γυναίκες πρόσθεσαν: «Όταν εμείς θυσιάζαμε στη Βασίλισσα του Ουρανού και της προσφέραμε σπονδές, οι άντρες μας ήταν κι εκείνοι σύμφωνοι να της προσφέρουμε τα γλυκίσματα και τις σπονδές». Αλλά ο Ιερεμίας διακήρυξε σ’ όλο το λαό, άντρες και γυναίκες, σ’ όλους που του έδωσαν αυτή την απάντηση: «Πράγματι το θυμίαμα που προσφέρατε στις πόλεις του βασιλείου του Ιούδα και στα σοκάκια της Ιερουσαλήμ εσείς κι οι πρόγονοί σας, οι βασιλιάδες σας, οι άρχοντές σας και οι κάτοικοι της χώρας, ο Κύριος δεν το ξέχασε· το έλαβε υπόψη του. Δεν μπόρεσε να υποφέρει τα κακά σας έργα και τις βδελυρές σας πράξεις. Γι’ αυτό η χώρα σας ερημώθηκε κι όσοι την έβλεπαν μετά έμεναν κατάπληκτοι και την καταριούνταν· κανείς δεν κατοικεί πια σ’ αυτήν. Θυμιάζατε στους ξένους θεούς και αμαρτάνατε στον Κύριο· δεν υπακούατε στα λόγια του, δεν ακολουθούσατε το νόμο του, τα προστάγματά του και τις εντολές του· γι’ αυτό σας έχουν βρει όλες αυτές οι συμφορές». Έπειτα είπε ο Ιερεμίας σ’ όλον το λαό και κυρίως στις γυναίκες: «Ακούστε το λόγο του Κυρίου όλοι οι κάτοικοι του βασιλείου του Ιούδα που βρίσκεστε στην Αίγυπτο! Λέει ο Κύριος του σύμπαντος, ο Θεός του Ισραήλ: “Εσείς και οι γυναίκες σας πραγματοποιήσατε την υπόσχεσή σας, ότι το δίχως άλλο θα εκπληρώνατε τα τάματά σας, να θυμιάζετε δηλαδή στη Βασίλισσα του Ουρανού και να της προσφέρετε σπονδές. Εκπληρώστε λοιπόν τα τάματά σας και τηρήστε τους όρκους σας. Ακούστε όμως όλοι τι λέω εγώ, ο Κύριος: Ορκίζομαι στο μεγάλο μου όνομα, ότι δε θα σας επιτρέψω να χρησιμοποιείτε το όνομά μου στους όρκους σας με τη φράση, Μα τον αληθινό Θεό, τον Κύριο! Θα επαγρυπνώ για το κακό σας, όχι για το καλό σας. Και όλοι οι Ιουδαίοι που ζουν στην Αίγυπτο, θα καταστραφούν από τον πόλεμο και την πείνα, ωσότου εξαφανιστούν όλοι. Όσοι γλιτώσουν από τον πόλεμο –πολύ λίγοι– θα επιστρέψουν στη χώρα του Ιούδα από την Αίγυπτο, όπου είχαν πάει να μείνουν· και τότε θα δουν ποιανού ο λόγος θα εκπληρωθεί: ο δικός σας ή ο δικός μου. Θα σας τιμωρήσω σ’ αυτόν εδώ τον τόπο και οι απειλές μου εναντίον σας θα πραγματωθούν εξάπαντος. Κι αυτή θα είναι η απόδειξη”, λέει ο Κύριος: “Θα παραδώσω το βασιλιά της Αιγύπτου, το Φαραώ Χωφρά, στα χέρια των εχθρών του, που ζητούν να τον σκοτώσουν, όπως παρέδωσα το βασιλιά του Ιούδα Σεδεκία στα χέρια του εχθρού του του Ναβουχοδονόσορ, βασιλιά της Βαβυλώνας, που ζητούσε να τον σκοτώσει”». Το τέταρτο έτος της βασιλείας του Ιωακίμ, γιου του Ιωσία, στον Ιούδα, ο προφήτης Ιερεμίας μίλησε στο Βαρούχ. Ο Βαρούχ, γιος του Νηρία, έγραψε τους λόγους αυτούς σε βιβλίο, όπως τους είχε υπαγορεύσει σ’ αυτόν ο Ιερεμίας. Άκου, λοιπόν, τι με διατάζει ο Κύριος να σου πω: “θα γκρεμίσω ό,τι έχτισα και θα ξεριζώσω ό,τι φύτεψα σ’ ολόκληρη τη χώρα. Ζητάς προσωπικές χάρες για τον εαυτό σου· μην περιμένεις τίποτα. Εγώ θα εξοντώσω κάθε άνθρωπο· αλλά εκείνο που σου υπόσχομαι είναι ότι θα σε σώσω οπουδήποτε κι αν πας”». Μηνύματα που ο Κύριος διαβίβασε στον προφήτη Ιερεμία, σχετικά με τα έθνη. Μήνυμα για την Αίγυπτο, για το στρατό του Φαραώ Νεχώ, που ήταν στρατοπεδευμένος κοντά στον ποταμό Ευφράτη, στην Χαρκεμίς και νικήθηκε από το βασιλιά της Βαβυλώνας Ναβουχοδονόσορ, το τέταρτο έτος της βασιλείας του Ιωακίμ, γιου του Ιωσία, στον Ιούδα: «Πάρτε τις ασπίδες κι ελάτε να πολεμήσετε! Ζέψτε τ’ άλογα και καβαλικέψτε τα! Πάρτε θέσεις φορώντας τις περικεφαλαίες σας! Γυαλίστε τα δόρατα! Ντυθείτε τους θώρακες! Τι συμβαίνει; Τους βλέπω να χάνουν το θάρρος τους και να οπισθοχωρούν. Ακόμα και οι πιο ισχυροί νικήθηκαν κι έφυγαν βιαστικά, χωρίς να κοιτάξουν πίσω. Τρόμος από παντού », λέει ο Κύριος. «Δε θα μπορέσουν να ξεφύγουνε οι γρήγοροι· οι ισχυροί δεν θα σωθούν. Θα σκοντάψουνε και θα πέσουν στο βορρά, κοντά στον ποταμό Ευφράτη. »Τι είναι αυτό που σαν τον Νείλο υψώνεται, που τα νερά του θορυβούν σαν ποταμός που ξεχειλίζει; Είναι η Αίγυπτος, που σαν τον Νείλο υψώνεται, που τα νερά της θορυβούν σαν ποταμός, και λέει: “θα ανεβώ, θα πλημμυρίσω τη χώρα, θα καταστρέψω την πόλη και τους κατοίκους της”. Σηκωθείτε άλογα! Άμαξες ξεκινήστε με ορμή! Βγείτε πολεμιστές, Αιθίοπες και Λίβυοι, που βαστάτε ασπίδα, και Λούδιοι που κρατάτε και τεντώνετε το τόξο. »Αλλά η μέρα αυτή ανήκει στον Κύριο, το Θεό του σύμπαντος. Είναι η μέρα που τους εχθρούς του θα εκδικηθεί. Το ξίφος του θα τους εξολοθρεύσει, θα χορτάσει και θα μεθύσει από το αίμα τους, γιατί ο Κύριος, ο Θεός του σύμπαντος, θυσία θα προσφέρει στη χώρα του βορρά, κοντά στον ποταμό Ευφράτη. »Ανέβα στη Γαλαάδ και πάρε βάλσαμο, άθλια, ελεεινή Αίγυπτος. Μάταια θα μαζεύεις γιατρικά· για σένα θεραπεία δεν υπάρχει. Μάθανε τα έθνη την ντροπή σου· όλοι στη γη ακούσαν’ την κραυγή σου. Ο ένας πάνω στον άλλο σκόνταψαν οι πολεμιστές σου και όλοι έπεσαν μαζί». Όταν ο βασιλιάς της Βαβυλώνας Ναβουχοδονόσορ ήρθε για να επιτεθεί στην Αίγυπτο, είπε ο Κύριος στον προφήτη Ιερεμία σχετικά μ’ αυτό το γεγονός: «Στείλτε το μήνυμα στην Αίγυπτο, στη Μιγδώλ, στη Μέμφιδα και στη Δάφνη και πείτε τους: “παραταχθείτε και προετοιμαστείτε, γιατί ο πόλεμος καταστρέφει τους γείτονές σας”. Μα τι συμβαίνει; Ο Άπις έφυγε, ο ταύρος σου ο δυνατός δεν άντεξε. Τον έδιωξε ο Κύριος. Οι στρατιώτες του Φαραώ σκοντάφτουνε και πέφτουν. Ο ένας λέει στον άλλο: “πάμε να γυρίσουμε πίσω στην πατρίδα μας και στο λαό μας. Να γλιτώσουμε απ’ το ξίφος του εχθρού!” Δώστε στο Φαραώ ένα νέο όνομα· πείτε τον “Ο βασιλιάς της Αιγύπτου, ο Υπερόπτης, που άφησε την ευκαιρία να χαθεί”. »“Ορκίζομαι στον εαυτό μου”, λέει ο βασιλιάς που ονομάζεται Κύριος του σύμπαντος. “Όπως το Θαβώρ προεξέχει από τ’ άλλα βουνά, κι ο Κάρμηλος από τη θάλασσα, έτσι υπερέχει η δύναμη, που ενάντια στην Αίγυπτο θα ’ρθεί. Κάτοικοι της Αιγύπτου, ετοιμάστε τις αποσκευές σας για να πάτε στην εξορία! Η Μέμφις θα ερημωθεί και κανείς δε θ’ απομείνει να κατοικεί σ’ αυτήν”. »Η Αίγυπτος είναι μια ωραία αγελάδα, που την τσίμπησε μύγα απ’ το βορρά. Ακόμα κι οι μισθοφόροι της, που έχουν γίνει σαν τα παχιά μοσχάρια, δεν έμειναν να πολεμήσουν, αλλά οπισθοχώρησαν και έφυγαν. Είχε φτάσει όμως η μέρα της καταστροφής τους, ο καιρός της τιμωρίας τους. Η αιγυπτιακή στρατιά θα υποχωρήσει καθώς το φίδι που σφυρίζει, αμέσως όταν οι εχθροί έρθουν εναντίον της με τα τσεκούρια σαν τους ξυλοκόπους. Θα κόψουν το δάσος της το αδιαπέραστο· είναι πολύ περισσότεροι απ’ τις ακρίδες, είναι αναρίθμητοι. Θα ντραπεί η ωραία Αίγυπτος, θα παραδοθεί στην εξουσία ενός λαού που θα ’ρθεί από το βορρά. »Ο Κύριος του σύμπαντος, ο Θεός του Ισραήλ, λέει: “θα τιμωρήσω τον Αμών, θεό των Θηβών και την Αίγυπτο με τους θεούς της και τους βασιλιάδες της, το Φαραώ και όλους εκείνους που τον εμπιστεύονται. Θα τους παραδώσω σ’ εκείνους που γυρεύουν να τους θανατώσουν, δηλαδή στο βασιλιά της Βαβυλώνας Ναβουχοδονόσορ και στο στρατό του. Μετά απ’ αυτά, η Αίγυπτος θα κατοικηθεί όπως τις παλιές μέρες”, λέει ο Κύριος». «Μη φοβηθείς όμως εσύ, δούλε μου Ιακώβ!» λέει ο Κύριος. «Ισραηλίτες, μην τρομάξετε! Εγώ θα σώσω από τη μακρινή χώρα εσάς και τους απογόνους σας, από τη χώρα όπου συρθήκατε αιχμάλωτοι. Θα επιστρέψετε, απόγονοι του Ιακώβ, και θα ησυχάσετε· θα ζείτε αμέριμνοι και δε θα υπάρχει κανείς να σας τρομάζει. Μη φοβηθείτε, δούλοι μου Ισραηλίτες», λέει ο Κύριος, «γιατί εγώ θα είμαι μαζί σας. Κι αν καταστρέψω ακόμα όλα τα έθνη όπου σας διασκόρπισα, εσάς δεν θα σας καταστρέψω. Θα σας κρίνω με επιείκεια, αλλά δεν πρόκειται να σας αφήσω και εντελώς ατιμώρητους». Μήνυμα για τους Φιλισταίους, που ο Κύριος διαβίβασε στον προφήτη Ιερεμία, πριν ο Φαραώ της Αιγύπτου επιτεθεί εναντίον της Γάζας. «Ο Κύριος λέει: “νερά έρχονται από το βορρά και θα γίνουνε σαν το ξέχειλο ποτάμι. Τη χώρα θα τη σκεπάσουν, τους κατοίκους κι όλα όσα βρίσκονται σ’ αυτές τις πολιτείες. Τότε οι άνθρωποι θα ξεφωνίζουν κι οι κάτοικοι της χώρας θα κλαίνε πικρά, όταν θ’ ακούν τον κρότο απ’ τις οπλές των δυνατών αλόγων, το θόρυβο των αμαξών και των τροχών τον ήχο. Τότε οι πατέρες για τα παιδιά τους δε θα φροντίζουνε, γιατί θα έχουν παραλύσει από τον τρόμο. Έρχεται η μέρα της καταστροφής όλων των Φιλισταίων. Κανένας δε θα μείνει για να βοηθήσει την Τύρο και τη Σιδώνα, γιατί ο Κύριος θα καταστρέψει τους Φιλισταίους, θα εξολοθρέψει από της Κρήτης το νησί όσους θα έχουν επιζήσει”». Οι κάτοικοι της Γάζας ξύρισαν τα κεφάλια τους απ’ τη μεγάλη λύπη. Οι κάτοικοι της Ασκάλωνας βυθίστηκαν στη σιωπή! Ως πότε εσείς που επιζήσατε από τους Ανακίμ θα κάνετε εντομές στα σώματά σας; Αλίμονο, εσύ ξίφος του Κυρίου, δε θα ξεκουραστείς; Μπες μέσα στη θήκη σου, ησύχασε και μην κινείσαι. Μα πώς να ησυχάσεις, όταν ο Κύριος σε διατάζει να χτυπάς την Ασκάλωνα και να χτυπάς των παραλίων τους κατοίκους; Να τι λέει για τους Μωαβίτες ο Κύριος του σύμπαντος, ο Θεός του Ισραήλ: «Αλίμονο στη Νεβώ! Ερημώθηκε, χάθηκε. Η Κιριαθαΐμ ντροπιάστηκε, κυριεύτηκε. Το ισχυρό κάστρο κατατροπώθηκε, έπεσε. Χάθηκε η δόξα της Μωάβ. Οι εχθροί σκέφτηκαν μοχθηρά για την Εσεβών: “ελάτε”, είπαν, “να εξαφανίσουμε των Μωαβιτών το έθνος”. Κι εσύ, Μαδμέν, θα πέσεις σε σιωπή· ο πόλεμος θα σε καταδιώκει». Ακούστε! Κραυγή ανεβαίνει απ’ τη Χωροναΐμ· ζητά βοήθεια. Καταστροφή μεγάλη και συντριμμός! Οι Μωαβίτες καταστράφηκαν, κραυγές αφήνουν τα μικρά παιδιά. Στην ανηφόρα της Λουείδ, άκου το κλάμα! Στην κατωφέρεια της Χωροναΐμ ακούγονται απελπισίας κραυγές: «Φύγετε! Σωθείτε όποιος μπορεί! Γίνετε σαν τον αγριόθαμνο στην έρημο!» Εμπιστευθήκατε στα οχυρά σας και στους θησαυρούς σας, Μωαβίτες. Γι’ αυτό κι εσάς θα σας κυριέψουν. Ο θεός σας, ο Χεμώς, θα αιχμαλωτιστεί μαζί με τους ιερείς του και τους άρχοντές του. Θα ’ρθει ο καταστροφέας σε κάθε πόλη, καμιά δε θα γλιτώσει. Η κοιλάδα και η πεδιάδα θα καταστραφούν, θα εξαφανιστούν, όπως το είπε ο Κύριος. Στήστε μνημείο επιτύμβιο για τους Μωαβίτες, γιατί η Μωάβ θα καταστραφεί. Θα ερημωθούν οι πόλεις της· κανένας δε θα κατοικήσει πια σ’ αυτές. Καταραμένος είν’ εκείνος που εργάζεται με αμέλεια το έργο του Κυρίου· κι είναι καταραμένος εκείνος που με το ξίφος του αποφεύγει να χύσει αίμα. Οι Μωαβίτες ζούσαν με ασφάλεια από τα νιάτα τους και ποτέ δεν οδηγηθήκαν στην αιχμαλωσία. Είναι σαν το κρασί που δεν αδειάστηκε ποτέ από δοχείο σε δοχείο, γι’ αυτό κι η γεύση του και το άρωμά του δεν έχουν αλλοιωθεί. «Για τούτο», λέει ο Κύριος, «ήρθε ο καιρός που θα τους στείλω ανθρώπους, σ’ άλλο να τους αδειάσουνε δοχείο και τ’ άδεια τα δοχεία τους να τα συντρίψουν. Θα ντροπιαστούν οι Μωαβίτες για το θεό Χεμώς, όπως ντροπιάστηκαν κι οι Ισραηλίτες για τη Βαιθήλ, που σ’ αυτήν είχανε στηρίξει τις ελπίδες τους. »Πώς ισχυρίζεστε ότι είστε δυνατοί και ισχυροί πολεμιστές; Οι εχθροί ερήμωσαν τη χώρα των Μωαβιτών, κυρίεψαν τις πόλεις τους και σφάξανε τους εκλεκτούς της νέους», λέει ο βασιλιάς, που τ’ όνομά του είναι Κύριος του σύμπαντος. Η συμφορά των Μωαβιτών πλησιάζει και πολύ γρήγορα έρχεται η θλίψη τους. Θρηνήστε τους, όλοι εσείς που κατοικείτε γύρω τους και όλοι όσοι γνωρίζετε τη φήμη τους. Πείτε: «Πώς εξαφανίστηκε η δύναμή της και η δόξα της Μωάβ!» Κόρη, που κατοικείς στη Διβών, κατέβα από τον τόπο της δόξας σου και κάτσε στον ξερότοπο, γιατί ο καταστροφέας των Μωαβιτών έρχεται καταπάνω σου και θα κατεδαφίσει τα οχυρώματά σου. Εσείς που κατοικείτε στην Αροήρ, σταθείτε πλάι στο δρόμο, κοιτάξτε τους φυγάδες και ρωτήστε τους τι τους συνέβη. Οι Μωαβίτες ντροπιαστήκανε για την καταστροφή τους. Θρηνήστε και κλάψτε. Φέρτε το μήνυμα σ’ αυτούς που κατοικούν πλάι στον ποταμό Αρνών, ότι οι Μωαβίτες καταστράφηκαν. Η κρίση του Κυρίου έπληξε την πεδινή χώρα, ήρθε η τιμωρία στις πολιτείες Χωλών, Ιαασά και Μεφαάθ, στις πολιτείες Διβών, Νεβώ και Βαιθ-Δεβλαθαΐμ, Κιριαθαΐμ, Βαιθ-Γαμούλ και Βαιθ-Μεών. Ήρθε η κρίση στην Κεριώθ, στη Βοσρά και σ’ όλες τις πολιτείες της χώρας των Μωαβιτών, μακρινές και κοντινές. «Συντρίφθηκε η δύναμη των Μωαβιτών, χάθηκε η ισχύς τους» λέει ο Κύριος. Μεθύστε τους Μωαβίτες, γιατί επαναστάτησαν ενάντια στον Κύριο· θα κυλιστούν μέσα στον εμετό τους, θα γίνουνε κι αυτοί με τη σειρά τους απ’ όλους καταγέλαστοι. Μωαβίτες, μήπως δεν περιγελάσατε κι εσείς τους Ισραηλίτες; Και για ποιο λόγο; Μήπως πιάστηκαν να κλέβουν; Τότε, γιατί περιφρονητικά κουνάτε το κεφάλι σας όταν γι’ αυτούς μιλάτε; Εγκαταλείψτε τις πόλεις σας, Μωαβίτες, και πηγαίνετε να κατοικήσετε στους βράχους· γίνετε σαν τα περιστέρια που φωλιάζουν πλάι στο στόμιο της σπηλιάς. Έχουμε ακούσει για τη μεγάλη περηφάνεια των Μωαβιτών. Ξέρουμε την υψηλοφροσύνη τους, την αλαζονεία τους, την υπεροψία τους, την έπαρση της καρδιάς τους. «Αναμφισβήτητα εγώ γνωρίζω την αλαζονεία τους», λέει ο Κύριος. «Δεν κατορθώνουν τίποτε μ’ αυτήν». Για τούτο θα θρηνήσω και θα ξεσπάσω σε λυγμούς για όλους τους Μωαβίτες, θα κλάψω για τους άντρες της Κιρ-Χέρες. Κάτοικοι της Σιβμά, για σας θα κλάψω περισσότερο απ’ ό,τι έκλαψα για τους κατοίκους της Ιαζήρ. Πόλη της Σιβμά μοιάζεις με αμπέλι, που τα κλήματά σου περνούν και διασχίζουν τη Νεκρά Θάλασσα και φτάνουν ως την Ιαζήρ. Αλλά έρχονται οι εχθροί και καταστρέφουν τη συγκομιδή των φρούτων και των σταφυλιών σου. Χάθηκε η χαρά κι η ευφροσύνη από την καρποφόρο πεδιάδα της Μωάβ. Έπαψε να τρέχει από τα πατητήρια το κρασί. Κανένας δεν υπάρχει να πατήσει τα σταφύλια, έσβησαν οι χαρούμενες φωνές. Η κραυγή για βοήθεια απ’ τους κατοίκους της Εσεβών έφτασε ως την Ελεαλή και την Ιαάς. Μπορεί κανείς να τους ακούσει απ’ τη Σηγώρ ως την Χωροναΐμ και την Αγλάθ-Σελισία. Κι αυτή η όαση της Νιμρίμ θα ερημωθεί. «Θα σταματήσω τους Μωαβίτες», λέει ο Κύριος, «από του να προσφέρουν ολοκαυτώματα στους ιερούς τόπους τους και θυμίαμα στους θεούς τους». Γι’ αυτό η καρδιά μου θα θρηνήσει για τους κατοίκους της Μωάβ και για τους άντρες της Κιρ-Χέρες, όπως αυτός που στη φλογέρα παίζει θρηνητικό σκοπό· γιατί όλοι οι θησαυροί που είχαν αποχτήσει οι Μωαβίτες, χάθηκαν. Όλοι θα ξυρίσουν τα κεφάλια τους και θα κόψουν τα γένια τους· θα κάνουν εντομές στα χέρια τους και θα φορέσουν πένθιμα. Στις στέγες των σπιτιών της Μωάβ και στα σοκάκια θρήνος ακούγεται. «Θα σπάσω τους Μωαβίτες σαν δοχείο, που κανένας πια δεν το χρειάζεται», λέει ο Κύριος. Θρηνήστε με τα λόγια αυτά: «Πώς κατατροπώθηκαν οι Μωαβίτες! Και τι ντροπή γι’ αυτούς να οπισθοχωρήσουν!» Έτσι οι Μωαβίτες θα είναι στο εξής περίγελως κι οι γείτονές τους σαν θα τους βλέπουν, θα νιώθουν φρίκη. Ο Κύριος λέει: «Ο εχθρός σαν τον αετό θα πετάξει μ’ απλωμένα τα φτερά του πάνω από τη χώρα των Μωαβιτών». Οι πόλεις θα κυριευθούν, τα φρούρια θα καταληφθούν· τη μέρα εκείνη οι καρδιές των γενναίων πολεμιστών της Μωάβ γεμάτες τρόμο θα χτυπούν σαν την καρδιά γυναίκας που γεννάει. Οι Μωαβίτες θα εξαφανιστούν μέσ’ από τους λαούς, γιατί επαναστάτησαν ενάντια στον Κύριο. «Τρόμος, λάκκοι και παγίδες περιμένουν τους Μωαβίτες», λέει ο Κύριος. «Αυτός που θα ξεφύγει απ’ το φόβο θα πέσει στο λάκκο· κι αυτός που θα βγεί από το λάκκο θα πιαστεί στην παγίδα, γιατί έφτασε ο χρόνος της τιμωρίας των Μωαβιτών». Αυτοί που ξέφυγαν, γυρεύουν εξαντλημένοι προστασία στην Εσεβών. Αλλά φωτιά πετιέται μέσ’ από την πόλη κι απ’ το παλάτι του βασιλιά Σιχόν. Φλόγα βγαίνει, που θα καταφάει τη χώρα των πολεμόχαρων Μωαβιτών από τα σύνορά της ως το κέντρο της. Αλίμονό σας Μωαβίτες! Καταστράφηκες εσύ λαέ, που λάτρευες το θεό Χεμώς, γιατί οι γιοι κι οι θυγατέρες σας αιχμαλωτίστηκαν. «Αλλά στις μέρες που θα ’ρθούν, εγώ θα επαναφέρω τους Μωαβίτες από την αιχμαλωσία», λέει ο Κύριος. Εδώ τελειώνει η καταδικαστική απόφαση εναντίον των Μωαβιτών. Για τους Αμμωνίτες ο Κύριος λέει: «Γιατί ο Μιλκώμ, ο θεός των Αμμωνιτών, κατέκτησε την περιοχή της φυλής Γαδ και ο λαός του κατοίκησε στις πόλεις της; Δεν έχουν γιους οι Ισραηλίτες; Κανένας δεν υπάρχει να υπερασπιστεί τη χώρα τους; Όμως έρχονται μέρες», λέει ο Κύριος, «που στη Ραββά των Αμμωνιτών θα κάνω ν’ ακουστεί αλαλαγμός πολέμου· η πόλη θα μεταβληθεί σε σωρό ερειπίων και τα χωριά της θα καούν ως τα θεμέλια· τότε οι Ισραηλίτες θα ξαναπάρουν πίσω την κληρονομιά που τους είχαν αρπάξει». Θρηνήστε, της Εσεβών οι κάτοικοι, γιατί καταστράφηκε η Γαι! Θρηνήστε χωριά της Ραββά, φορέστε ρούχα πένθιμα, τρέξτε γύρω από τις πέτρινες μάντρες των χωραφιών σας κλαίγοντας. Φεύγει για την αιχμαλωσία ο θεός Μιλκώμ μαζί με τους ιερείς του και τους άρχοντές του. Εσύ, πόλη, που επαναστάτησες ενάντια στο Θεό, τι καυχάσαι για τις πεδιάδες σου; Χαθήκαν οι πεδιάδες σου! Εσύ που στηριζόσουνα στους θησαυρούς σου κι έλεγες «ποιος θα εκστρατεύσει εναντίον μου;» «Εγώ θα σου προκαλέσω φόβο απ’ όλους σου τους γείτονες», λέει ο Κύριος, ο Θεός του σύμπαντος. «Θα σκορπιστείτε όλοι σας εδώ κι εκεί, και δε θα υπάρχει ούτ’ ένας να συγκεντρώσει τους διασκορπισμένους. »Μετά απ’ αυτά εγώ θ’ αλλάξω την τύχη των Αμμωνιτών», λέει ο Κύριος. Ο Κύριος του σύμπαντος λέει σχετικά με τους Εδωμίτες: «Δεν υπάρχει πια σοφία στη Θαιμάν; Χάθηκε η σκέψη από τους συνετούς; Εξαφανίστηκε η φρόνησή τους; Φύγετε, τρέξτε! Βρείτε τόπους απόκρυφους να μείνετε, κάτοικοι της Δεδάν, γιατί έφτασε ο καιρός που θα σας τιμωρήσω· θα φέρω πάνω σας την καταστροφή, απόγονοι του Ησαύ. Όταν έρχονται σ’ εσένα τρυγητές, λαέ του Εδώμ, αφήνουν λίγα τσαμπιά πίσω τους. Όταν τη νύχτα μπαίνουν κάπου κλέφτες, παίρνουν μονάχα αυτά που θέλουν. Αλλά εγώ απογύμνωσα τελείως τους απογόνους του Ησαύ· αποκάλυψα τους κρυψώνες τους κι έτσι πια δεν μπορούν να κρύβονται. Καταστράφηκαν οι απόγονοί του, οι αδερφοί του, οι γείτονές του και ο ίδιος δεν υπάρχει πια. Κανένας δεν μπορεί να πει: “άφησε εδώ τα ορφανά σου κι εγώ θα σου τα φροντίσω· οι χήρες σου μπορούν σ’ εμένα να ελπίζουν”». Ο Κύριος λέει: «Ακόμα κι όσοι δεν έπρεπε να πιουν από της τιμωρίας το ποτήρι, το ήπιαν· κι εσύ, λαέ του Εδώμ, θέλεις να μείνεις τελείως ατιμώρητος; Αυτό δεν πρόκειται να γίνει! Απ’ το ποτήρι αυτό πρέπει να πιεις. Εγώ ο Κύριος υποσχέθηκα με όρκο ότι η πρωτεύουσά σας η Βοσρά θα ερημωθεί και θα γίνει αντικείμενο φρίκης και χλευασμού και όλοι θα την καταριούνται. Επίσης όλες οι γύρω πόλεις των Εδωμιτών θα ερημωθούν για πάντα». Άκουσα το μήνυμα που ο Κύριος έστειλε με μηνυτή στα έθνη: «Συναχθείτε», τους έλεγε, «και βαδίστε ενάντια στην Εδώμ, έτοιμοι να επιτεθείτε!» «Εδωμίτες θα σας κάνω ασήμαντους ανάμεσα στα έθνη», λέει ο Κύριος, «κι όλος ο κόσμος θα σας περιφρονεί. Δεν προκαλείτε τον τρόμο που νομίζετε· σας έχει εξαπατήσει η περηφάνια σας. Εσείς που κατοικείτε στις σχισμές των βράχων και κατέχετε τις βουνοκορφές, ακόμη κι αν πάτε να εγκατασταθείτε εκεί που ζει ο αετός, κι από ’κει πάνω θα σας κατεβάσω». Ο Κύριος λέει: «Η Εδώμ τελείως θα ερειπωθεί. Με φρίκη θα τη βλέπει όποιος περνάει από ’κει· για την καταστροφή της θα τρομάζει, θα συγκλονίζεται. Θα γίνει και μ’ αυτήν όπως έγινε όταν καταστράφηκαν τα Σόδομα και τα Γόμορρα και οι γύρω πόλεις. Κανένας δε θα κατοικήσει πια εκεί, ούτε θα μείνει σ’ αυτήν, ούτε για λίγο. »Καθώς λιοντάρι από τη λόχμη του Ιορδάνη στα λιβάδια έρχεται τα πράσινα, έτσι ξάφνου θα εμφανιστώ κι εγώ· και τότε οι Εδωμίτες θα χαθούν από τη χώρα τους. Όποιος είναι ο εκλεκτός μου, αυτόν θα τον εγκαταστήσω αρχηγό εκεί. Ποιος είναι όμοιός μου και ποιος μπορεί να με προστάξει τι θα κάνω; Ποιος είναι ο ηγεμόνας, που θα μπορέσει να μου αντισταθεί;» Γι’ αυτό, ακούστε του Κυρίου το σχέδιο, όπως το σκέφτηκε ενάντια στους Εδωμίτες, τα σχέδια που ετοίμασε ενάντια στους κατοίκους της Θαιμάν: Όλοι τους, ως και τα παιδιά τους, το δίχως άλλο στην αιχμαλωσία θα συρθούν σαν κοπάδι, το δίχως άλλο η χώρα θα εκκενωθεί. Ο θόρυβος από την πτώση τους θα κάνει να σειστεί η γη, και οι θρηνωδίες τους ως την Ερυθρά Θάλασσα θ’ ακουστούν. Ο εχθρός σαν τον αετό θα πετάξει μ’ απλωμένα τα φτερά του πάνω στη Βοσρά· τη μέρα εκείνη οι καρδιές των γενναίων πολεμιστών της Εδώμ θα χτυπούν τρομαγμένες, σαν την καρδιά γυναίκας που γεννάει. Για τη Δαμασκό: Η Χαμάθ και η Αρφάδ μείναν κατάπληκτες απ’ την κακή την είδηση που άκουσαν. Η αγωνία τις σκεπάζει σαν ταραγμένη θάλασσα και δεν μπορούν να ησυχάσουν. Οι κάτοικοι της Δαμασκού παρέλυσαν, γυρίζουνε να φύγουν, τους κυριεύει πανικός. Αγωνία και πόνοι τούς κατέχουν, σαν τη γυναίκα που γεννάει. Η Δαμασκός, η φημισμένη πόλη της χαράς μου, γιατί δεν παραδόθηκε χωρίς πόλεμο; «Τώρα οι νέοι της στα σοκάκια της θα θανατωθούν κι όλοι της οι πολεμιστές θα εξολοθρευτούνε την ημέρα εκείνη», λέει ο Κύριος του σύμπαντος. «Θα πυρπολήσω της Δαμασκού τα τείχη και η φωτιά θ’ αποτεφρώσει τα παλάτια του Βεν-Αδάδ». Για την Κηδάρ και τα βασίλεια της Ασώρ, που τα είχε κυριέψει ο βασιλιάς της Βαβυλώνας Ναβουχοδονόσορ. Ο Κύριος διατάζει τους Βαβυλώνιους: «Σηκωθείτε κι επιτεθείτε στην Κηδάρ και καταστρέψτε τις φυλές που ζούνε στις στέπες της ανατολής. Πάρτε τους τις σκηνές και τα κοπάδια τους· σηκώστε τα παραπετάσματά τους κι όλα τα σκεύη μέσα απ’ τις σκηνές τους. Πάρτε και τις καμήλες τους και πέστε στο λαό: “Τρόμος από παντού!” »Κάτοικοι της Ασώρ φύγετε!» λέει ο Κύριος. «Σκορπίστε, κρυφτείτε σε κρυψώνες και μείνετε εκεί, γιατί ο βασιλιάς της Βαβυλώνας Ναβουχοδονόσορ έχει έτοιμες αποφάσεις και σχέδια εναντίον σας. Σηκωθείτε, Βαβυλώνιοι», λέει ο Κύριος, «κι επιτεθείτε ενάντια σ’ αυτό το ανέμελο έθνος, που νόμιζε πως ζει με ασφάλεια. Οι πόλεις τους δεν έχουν πύλες ούτε αμπάρες. Ζουν εκεί απομονωμένοι. Αρπάξτε τις καμήλες τους και πάρτε για λάφυρα τα κοπάδια τους. Εγώ ο Κύριος θα διασκορπίσω αυτούς με τα κομμένα μαλλιά σ’ όλες τις κατευθύνσεις των ανέμων· θα φέρω από παντού την καταστροφή τους. Και θα γίνει η Ασώρ κρησφύγετο των τσακαλιών· θα ερημωθεί για πάντα. Ποτέ κανένας δε θα κατοικήσει εκεί ούτε θα πάει να μείνει έστω για λίγο». Στην αρχή της βασιλείας του Σεδεκία στον Ιούδα, είπε ο Κύριος στον προφήτη Ιερεμία, σχετικά με την Ελάμ: «Ο Κύριος του σύμπαντος λέει: “θα συντρίψω την πρώτη δύναμη της Ελάμ, που είναι οι τοξότες της. Θα φέρω εναντίον της τους τέσσερις ανέμους από τις τέσσερις άκρες του ουρανού, και θα διασκορπίσω τους κατοίκους της σ’ όλους αυτούς τους ανέμους· δε θα υπάρχει έθνος που να μην καταφύγουν κυνηγημένοι οι κάτοικοι της Ελάμ. Θα τους κάνω να πανικοβληθούν μπροστά στους αιμοβόρους εχθρούς τους και θα τους καταστρέψω στο φοβερό θυμό μου. Θα εξαπολύσω πόλεμο εναντίον τους ωσότου τους αποτελειώσω. Θα καταστρέψω βασιλιά και άρχοντες στην Ελάμ και θα στήσω το δικό μου θρόνο εκεί”. »Αργότερα όμως θ’ αλλάξω την τύχη των κατοίκων της Ελάμ», λέει ο Κύριος. Ο Κύριος μίλησε στον προφήτη Ιερεμία σχετικά με την πόλη της Βαβυλώνας και με τη χώρα των Βαβυλωνίων: Στείλτε διακήρυξη στα έθνη! Κάντε σινιάλο με σημαίες! Κηρύξτε το και τίποτα μην κρύψετε. Πείτε ότι κυριεύτηκε η Βαβυλώνα! Ντροπιάστηκαν τα είδωλά της, συντρίφθηκαν οι βδελυροί θεοί της. Ντροπή για τον Βηλ, συντριβή για τον Μαρδούκ. Ένα έθνος απ’ το βορρά έρχεται εναντίον της. Θα την ερημώσει, έτσι που κανένας πια δε θα κατοικεί σ’ αυτήν· άνθρωποι και ζώα θα φύγουν και θα διασκορπιστούν. «Όταν θα έρθει εκείνος ο καιρός», λέει ο Κύριος, «θα επιστρέψουν οι κάτοικοι του Ισραήλ και του Ιούδα μαζί, και θα ’ρθουν κλαίγοντας ν’ αναζητήσουν τον Κύριο, το Θεό τους. Θα ρωτήσουν για το δρόμο προς τη Σιών και θα πάνε σ’ αυτήν λέγοντας: “ελάτε να ενωθούμε με τον Κύριο με διαθήκη αιώνια, που δε θα τη λησμονήσουμε ποτέ”. Χαμένο κοπάδι κατάντησε ο λαός μου. Οι βοσκοί τους τούς παραπλάνησαν. Τους οδήγησαν στα βουνά και τους τριγύριζαν από βουνό σε βουνό, έτσι που ξέχασαν το μαντρί τους. Όλοι όσοι τους συναντούσαν τους κατασπάραζαν. Οι εχθροί τους έλεγαν: “τι φταίμε εμείς αν αυτοί αμάρτησαν στον Κύριο, που είναι η πηγή της δικαιοσύνης, η ελπίδα των προγόνων τους;”» Ο Κύριος λέει: «Φύγετε απ’ τη Βαβυλώνα! Βγείτε απ’ τη χώρα των Βαβυλωνίων! Βιαστείτε να βγείτε πρώτοι, όπως τα τραγιά, μπροστά απ’ το κοπάδι. Εγώ θα ξεσηκώσω και θα φέρω ενάντια στη Βαβυλώνα πολλά και μεγάλα έθνη απ’ το βορρά, που θα της επιτεθούν και θα την κυριέψουν. Όλοι αυτοί είναι καλοί πολεμιστές· κανένα βέλος τους δεν ξεστοχάει. Η Βαβυλώνα θα γίνει λάφυρό τους κι αυτοί που θα τη λεηλατήσουν θα χορτάσουν λάφυρα! »Εμπρός! Χαρείτε, πανηγυρίστε, Βαβυλώνιοι, που λεηλατήσατε την ιδιοκτησία μου. Τώρα χοροπηδάτε σαν τα μοσχάρια στη χλόη και χρεμετίζετε σαν τ’ άλογα τα δυνατά. Αλλά η μάνα σας η Βαβυλώνα θα καταντροπιαστεί· περίγελως θα γίνει αυτή που σας γέννησε· θα καταντήσει το τελευταίο από τα έθνη. Θα γίνει έρημος ξερή κι αδιάβατη. Θα μείνει ακατοίκητη και θα ερημωθεί απ’ άκρη σ’ άκρη, γιατί ο Κύριος οργίστηκε. Όποιος θα περνάει από τη Βαβυλώνα θα τα χάνει, θα νιώθει φρίκη για όλες τις πληγές της». Παραταχθείτε ολόγυρα ενάντια στη Βαβυλώνα! Όσοι κρατάτε τόξο τοξέψτε εναντίον της! Μη λυπηθείτε τα βέλη, γιατί αμάρτησε στον Κύριο. Αλαλάξτε ολόγυρά της! Παραδόθηκε! Έπεσαν οι πύργοι της, γκρεμίστηκαν τα τείχη της! Αυτό είναι η εκδίκηση του Κυρίου. Εκδικηθείτε την· κάντε της ό,τι έκανε κι αυτή στους άλλους! Μην αφήσετε κανέναν ζωντανό στη Βαβυλώνα, που θα μπορούσε να σπείρει ή να θερίσει με το δρεπάνι τον καιρό του θερισμού. Από τη φρίκη του πολέμου οι ξένοι θα φύγουν για τη χώρα τους, θα γυρίσουν στο λαό τους. Ο Ισραήλ είναι σαν το χαμένο πρόβατο, που το ’χουν κυνηγήσει τα λιοντάρια. Πρώτα του επιτέθηκε ο βασιλιάς της Ασσυρίας, έπειτα ο βασιλιάς της Βαβυλώνας, ο Ναβουχοδονόσορ, τού σύντριψε τα κόκαλα. Γι’ αυτό, ο Κύριος του σύμπαντος, ο Θεός του Ισραήλ, λέει: «Θα τιμωρήσω το βασιλιά της Βαβυλώνας και τη χώρα του, όπως τιμώρησα το βασιλιά της Ασσυρίας. Τον Ισραήλ όμως θα τον ξαναφέρω στη μάντρα του· θα βοσκήσει στο όρος Κάρμηλος και στη Βασάν και τίποτα δε θα του λείψει απ’ ό,τι παράγεται στο βουνό του Εφραΐμ και στην περιοχή της Γαλαάδ. Εκείνο τον καιρό, μάταια θ’ αναζητάει κανείς την ανομία στο βασίλειο του Ισραήλ και την αμαρτία στο βασίλειο του Ιούδα· δε θα τις βρίσκει· θα συγχωρήσω όσους αφήσω να ζήσουν». Ο Κύριος λέει: «Επιτεθείτε εναντίον της χώρας Μεραθαΐμ και εναντίον των κατοίκων της Φεκώδ! Θανατώστε τους, καταστρέψτε τους τελείως· καθετί που μένει πίσω τους προσφέρετέ το αφιέρωμα στον Κύριο. Κάνετε όλα όσα σας διέταξα». Θόρυβος πολέμου ακούστηκε στη χώρα, καταστροφή έγινε μεγάλη. Πώς κομματιάστηκε το σφυρί που σύντριβε όλη τη γη! Πώς έγινε η Βαβυλώνα θέαμα αποτρόπαιο ανάμεσα στα έθνη! «Εγώ σου έστησα παγίδα, Βαβυλώνα», λέει ο Κύριος. «Πιάστηκες δίχως να το καταλάβεις· βρέθηκες μέσα της παγιδευμένη, γιατί αντιστάθηκες σ’ εμένα τον Κύριο». Ο Θεός, ο Κύριος του σύμπαντος, άνοιξε την οπλοθήκη του και έβγαλε τα όπλα της οργής του, γιατί αυτό είναι το έργο του στη χώρα των Βαβυλωνίων. «Επιτεθείτε εναντίον της από τα πέρατα της γης!» τα πρόσταξε. «Τις αποθήκες της ανοίξτε, κάντε την σωρούς ερείπια· καταστρέψτε την ως ανάθεμα στον Κύριο. Τίποτα να μη μείνει απ’ αυτήν! Σφάξτε όλους τους νέους! Οδηγήστε τους σαν τα μοσχάρια στη σφαγή. Αλίμονό τους! Ήρθε η μέρα τους, ο καιρός που θα πληρώσουν για τις πράξεις τους!» Ακούστε! Αυτοί που γλίτωσαν από τη Βαβυλώνα έφυγαν κι ήρθαν ν’ αναγγείλουν στη Σιών την εκδίκηση του Κυρίου, του Θεού μας, την εκδίκηση γι’ αυτά που είχαν κάνει στο ναό του. Συγκαλέστε όλους τους τοξότες ενάντια στη Βαβυλώνα! Στρατοπεδέψτε ολόγυρα εναντίον της! Κανένας απ’ αυτήν να μην ξεφύγει! Ανταποδώστε της ανάλογα με τα έργα της, γιατί περηφανεύτηκε απέναντι στον Κύριο, στον Άγιο Θεό του Ισραήλ. Ο Κύριος λέει: «Γι’ αυτό οι νέοι της θα φονευθούν στα σοκάκια της, θα εξαφανιστούν εκείνη την ημέρα. »Είμαι εναντίον σου, υπερήφανη Βαβυλώνα», λέει ο Θεός, ο Κύριος του σύμπαντος. «Έφτασε η μέρα σου, ο καιρός που θα πληρώσεις για τις πράξεις σου. Η περήφανη Βαβυλώνα θα σκοντάψει και θα πέσει και κανένας δε θα βρίσκεται να τη σηκώσει· θα βάλω φωτιά στις πόλεις της, που θα καταφάει και όλα τα περίχωρά της». Ο Κύριος του σύμπαντος λέει: «Οι κάτοικοι του Ισραήλ, μαζί και του Ιούδα, καταδυναστεύτηκαν. Όλοι αυτοί που τους αιχμαλώτισαν, τους κρατούν με τη βία· αρνούνται να τους ελευθερώσουν. Εγώ, ο λυτρωτής τους όμως είμαι δυνατός. Κύριος του σύμπαντος είναι το όνομά μου. Θα τους υποστηρίξω εξάπαντος στη δίκη τους, για να ειρηνέψω τη χώρα και να φέρω τρόμο στους κατοίκους της Βαβυλώνας». Ο Κύριος λέει: «Θάνατος στους Βαβυλώνιους, στους κατοίκους της πρωτεύουσας, στους άρχοντές της και στους σοφούς της! Θάνατος στους μάντεις της! Θα χάσουν το μυαλό τους. Θάνατος στους πολεμιστές της! Θα κατατρομάξουν. Θάνατος στ’ άλογά τους, στις άμαξές τους και σ’ όλο το ανάμικτο πλήθος, που βρίσκεται μαζί τους! Θα δειλιάσουν σαν τις γυναίκες. Καταστροφή στους θησαυρούς τους! Θα διαρπαχθούν. Ξηρασία στα νερά τους! Να στερέψουν. Γιατί είναι χώρα ειδώλων· με τα είδωλά τους έχουν πλανηθεί. Γι’ αυτό θα κατοικήσουν σ’ αυτήν αγριόγατες, τσακάλια και στρουθοκάμηλοι· δε θα κατοικηθεί ποτέ πια στο μέλλον από ανθρώπους. Όπως καταστράφηκαν τα Σόδομα και τα Γόμορρα και τα περίχωρά τους, έτσι θα συμβεί και με τη Βαβυλώνα: Κανένας δε θα ξανακατοικήσει πια σ’ αυτήν, ούτε θα θέλει να μείνει εκεί», λέει ο Κύριος. Ένας λαός έρχεται απ’ το βορρά· έθνος μεγάλο και βασιλιάδες δυνατοί θα ξεσηκωθούν από τις άκρες της γης. Τόξο και ακόντιο θα κρατούν· είναι σκληροί και άσπλαχνοι, είναι καβάλα στ’ άλογα κι ο θόρυβος που κάνουν ακούγεται σαν τη βουή της θάλασσας· παρατάσσονται για μάχη εναντίον σου, ωραία Βαβυλώνα! Ο βασιλιάς της Βαβυλώνας άκουσε την είδηση και παρέλυσαν τα χέρια του. Τον κατέλαβε αγωνία και τον έπιασαν πόνοι, σαν τη γυναίκα που είναι να γεννήσει. «Καθώς λιοντάρι από τη λόχμη του Ιορδάνη στα πράσινα λιβάδια έρχεται, έτσι ξάφνου θα εμφανιστώ κι εγώ· και τότε εκείνοι θα χαθούν από τη χώρα τους. Όποιος είναι ο εκλεκτός μου, αυτόν θα τον εγκαταστήσω αρχηγό εκεί. Ποιος είναι όμοιός μου; Και ποιος μπορεί να με προστάξει τι να κάνω; Ποιος είναι ο ηγεμόνας, που θα μπορέσει να μου αντισταθεί;» Γι’ αυτό ακούστε του Κυρίου το σχέδιο, όπως το σκέφτηκε ενάντια στη Βαβυλώνα, τα σχέδια που ετοίμασε ενάντια στους κατοίκους αυτής της χώρας. Όλοι τους, ως και τα παιδιά τους, το δίχως άλλο στην αιχμαλωσία θα συρθούν σαν κοπάδι· το δίχως άλλο η χώρα τους θα εκκενωθεί. Ο θόρυβος από την πτώση της Βαβυλώνας θα κάνει να σειστεί η γη, και η θρηνωδία της στα έθνη θ’ ακουστεί. Ο Κύριος λέει: «Εγώ θα σηκώσω άνεμο καταστροφικό ενάντια στη Βαβυλώνα και στους κατοίκους της. Θα στείλω ξένους να χτυπήσουν τη Βαβυλώνα. Αυτοί θα τη λιχνίσουν σαν το άχυρο, που ο άνεμος το παρασέρνει· τη μέρα της συμφοράς θα περικυκλώσουν την πόλη και θα την ερημώσουν. Θα δώσω εντολή οι τοξότες να στοχεύουν τους τοξότες της και όλους τους θωρακοφόρους στρατιώτες της: “μη λυπηθείτε τους νέους της! Καταστρέψτε όλη τη στρατιά της!”» Οι νεκροί θα γεμίσουν τη χώρα των Βαβυλωνίων και οι πληγωμένοι από το ξίφος θα κείτονται στους δρόμους της. Γιατί ο Θεός, ο Κύριος του σύμπαντος, δεν έχει εγκαταλείψει τους κατοίκους του Ισραήλ και του Ιούδα, αν και η χώρα τους γέμισε ανομίες ενάντια στον Άγιο Θεό του Ισραήλ. Φύγετε απ’ τη Βαβυλώνα για να γλιτώσετε, κάτοικοι του Ισραήλ και του Ιούδα! Μη χαθείτε εξαιτίας της ανομίας της! Ήρθε ο καιρός να εκδικηθεί ο Κύριος, ν’ ανταποδώσει στους Βαβυλώνιους ανάλογα με τα έργα τους. Χρυσό ποτήρι στου Κυρίου το χέρι ήταν η Βαβυλώνα, που μεθούσε όλη την οικουμένη. Απ’ το κρασί της έπιναν τα έθνη και παραφρονούσαν. Ξαφνικά αυτό το ποτήρι έπεσε και συντρίφθηκε. Έθνη θρηνήστε γι’ αυτήν! Βάλτε βάλσαμο στον πόνο της, ίσως γιατρευτεί. Αλλά τα έθνη απάντησαν: «Μεταχειριστήκαμε φάρμακα για τη Βαβυλώνα, αλλά δεν γιατρεύτηκε. Εγκαταλείψτε την κι ας γυρίσουμε καθένας στη χώρα του, γιατί η καταδίκη της έφτασε ως τον ουρανό, υψώθηκε ως τα σύννεφα». Οι κάτοικοι του Ισραήλ και του Ιούδα λένε: «Ο Κύριος μας έδωσε το δίκιο μας. Ελάτε να διηγηθούμε στη Σιών το έργο του Κυρίου του Θεού μας!» Ο Κύριος υποκίνησε τους βασιλιάδες της Μηδίας με σκοπό να καταστρέψουν τη Βαβυλώνα· η εκδίκηση του Κυρίου είναι εκδίκηση για το ναό του: «Ακονίστε τα βέλη! Ετοιμάστε τις ασπίδες! Δώστε το σήμα της επίθεσης στα τείχη της Βαβυλώνας! Ενισχύστε τη φρουρά! Βάλτε σκοπιές! Στήστε παγίδες!» Ο Κύριος πραγματοποιεί ό,τι έχει αποφασίσει κι ό,τι έχει εξαγγείλει ενάντια στους κατοίκους της Βαβυλώνας. Εσείς που κατοικείτε πλάι στα πλατιά ποτάμια κι έχετε πολλούς θησαυρούς, ήρθε το τέλος σας! Πράγματι, αρκετά παράνομα κέρδη αποκτήσατε. Ο Κύριος του σύμπαντος υποσχέθηκε με όρκο στον εαυτό του να φέρει εχθρούς που θα επιτεθούν ενάντια στη Βαβυλώνα σαν πλήθος ακρίδες, αλαλάζοντας εναντίον σας. Αυτός δημιούργησε τη γη με τη δύναμή του· στερέωσε την οικουμένη με τη σοφία του και άπλωσε τους ουρανούς με τη σύνεσή του. Όταν αυτός διατάζει συγκεντρώνονται πλήθος τα νερά στον ουρανό και ανεβαίνουν σύννεφα από τις άκρες της γης. Δημιουργεί αστραπές που φέρνουν βροχή κι εξαποστέλλει τον άνεμο από τις αποθήκες του. Έτσι όλοι οι άνθρωποι αποδεικνύονται ανόητοι παρ’ όλα όσα ξέρουν. Ντροπιάζονται οι κατασκευαστές των ειδώλων, γιατί τα χυτά τους είδωλα είναι ψεύτικα· δεν υπάρχει σ’ αυτά πνοή. Είναι όλα τους ματαιότητα και έργο πλάνης· στον καιρό της τιμωρίας τους θα καταστραφούν. Ο Θεός του Ισραήλ δεν είναι σαν αυτά. Αυτός είναι ο δημιουργός των πάντων· και διάλεξε το λαό του Ισραήλ για να του ανήκει. Κύριος του σύμπαντος είναι το όνομά του. Ο Κύριος λέει: «Βαβυλώνα, είσαι το σφυρί μου, το όπλο του πολέμου. Μ’ εσένα σύντριψα τα έθνη και κατέστρεψα τα βασίλεια. Μ’ εσένα σύντριψα άλογα και καβαλάρηδες, άμαξες μαζί με τους οδηγούς τους. Σύντριψα άντρες και γυναίκες, γέρους και νέους, αγόρια και κορίτσια. Μ’ εσένα σύντριψα βοσκούς με τα κοπάδια τους, γεωργούς με το ζευγάρι τα ζώα τους, κυβερνήτες κι αξιωματούχους. Αλλά θα δείτε», λέει ο Κύριος, «πώς θ’ ανταποδώσω στη Βαβυλώνα και στους κατοίκους της όλο το κακό που έκαναν ενάντια στη Σιών. »Είμαι εναντίον σου, Βαβυλώνα, βουνό καταστροφής», λέει ο Κύριος, «που κατέστρεψες όλη τη γη. Θ’ απλώσω το χέρι μου εναντίον σου και θα σε κατρακυλίσω από τους βράχους· θα σε κάνω βουνό της στάχτης. Δε θα απομείνει σ’ εσένα ούτε πέτρα για να χρησιμοποιηθεί είτε στη γωνία είτε στο θεμέλιο· θα μείνεις έρημη για πάντα!» Δώστε το σήμα της επίθεσης ενάντια στη Βαβυλώνα! Σαλπίστε με τη σάλπιγγα ν’ ακούσουν όλα τα έθνη! Ετοιμάστε τα να πολεμήσουν εναντίον της! Πείτε στα βασίλεια του Αραράτ, του Μίνι και του Ασκενάζ να επιτεθούν εναντίον της. Διατάξτε αξιωματικούς να συγκεντρώσουν στρατιώτες. Μαζέψτε άλογα πολλά σαν σμήνος από ακρίδες. Ετοιμάστε τα έθνη να πολεμήσουν εναντίον της, τους βασιλιάδες της Μηδίας με τους κυβερνήτες και τους αξιωματούχους της και όλες τις χώρες που είναι κάτω από την εξουσία τους. Η γη θα σειστεί και θα πονέσει, γιατί ο Κύριος θα εκτελέσει τα σχέδιά του ενάντια στη Βαβυλώνα και θα την ερημώσει· κανείς πια δε θα κατοικεί σ’ αυτήν. Οι πολεμιστές της Βαβυλώνας απόκαμαν να πολεμάνε κι έμειναν στα οχυρώματα· έχασαν τη δύναμή τους δείλιασαν σαν γυναίκες. Τα σπίτια της πόλης κάηκαν, οι αμπάρες της συντρίφθηκαν. Ο ένας ταχυδρόμος τρέχει πίσω από τον άλλον, ο ένας αγγελιοφόρος ακολουθεί τον άλλο, για ν’ αναγγείλουν στο βασιλιά της Βαβυλώνας πως η πόλη κυριεύθηκε απ’ άκρη σ’ άκρη! «Τα περάσματα πιάστηκαν και οι καλαμιώνες κάηκαν! Οι πολεμιστές μας πανικοβλήθηκαν!» Ο Κύριος του σύμπαντος, ο Θεός του Ισραήλ, λέει: «Η όμορφη Βαβυλώνα είναι σαν ένα αλώνι που το ’χουν κιόλας ετοιμάσει για να ποδοπατήσουν το σιτάρι. Ακόμα λίγο και θα ’ρθεί γι’ αυτήν ο καιρός του θερισμού». Ο Ναβουχοδονόσορ, ο βασιλιάς της Βαβυλώνας, μάς τάραξε, μας κατασπάραξε, μας άφησε σαν αδειανό δοχείο. Μας κατάπιε σαν δράκοντας· γέμισε την κοιλιά του με τα τρυφερά μας κομμάτια και το υπόλοιπο το πέταξε. Οι κάτοικοι της Σιών θα πουν: «Η αδικία που έγινε σ’ εμάς, να γίνει και στη Βαβυλώνα· γι’ αυτά που υποφέραμε εμείς, ας πληρώσουν οι κάτοικοι της Βαβυλώνας». Ο Κύριος απαντάει στην Ιερουσαλήμ: «Εγώ θα σας υποστηρίξω και θα πάρω εκδίκηση για σας! Θα ξηράνω τα ποτάμια της Βαβυλώνας και θα στερέψω τις πηγές της. Η πόλη θα γίνει σωρός από λιθάρια και κατοικία τσακαλιών· θα προκαλεί κατάπληξη και φρίκη. Κανένας δε θα υπάρχει να κατοικεί σ’ αυτήν. »Ας βρυχιούνται όλοι μαζί οι Βαβυλώνιοι σαν τα λιοντάρια· ας σκούζουν σαν τα λιονταράκια. Όταν θα έχουν εξαφθεί στα συμπόσιά τους θα τους ποτίσω ώσπου να μεθύσουν και να ’ρθούν στο κέφι· ύστερα για πάντα να κοιμηθούν, να μην ξυπνήσουνε ποτέ. Θα τους πάω για σφάξιμο καθώς τ’ αρνιά, σαν τα κριάρια και τους τράγους». Πώς κυριεύτηκε η Σησάχ! Πώς κατακτήθηκε η πιο ένδοξη πόλη της γης! Πώς έγινε η Βαβυλώνα θέαμα απαίσιο για τα έθνη! Η θάλασσα ανέβηκε πάνω απ’ τη Βαβυλώνα· τη σκέπασαν τ’ αγριεμένα κύματα. Οι πόλεις της έχουν ολέθρια όψη· άνυδρη στέπα έγινε η γη της. Κανείς πια εκεί δεν κατοικεί ούτε κανείς μέσ’ από ’κει διαβαίνει. Ο Κύριος λέει: «Θα λογαριαστώ με το Βηλ, το θεό της Βαβυλώνας, και θα τον κάνω να ξεράσει όλα όσα καταβρόχθισε. Τα έθνη πια δε θα συνάζονται για τη λατρεία του. Ακόμα και τα τείχη της Βαβυλώνας θα γκρεμιστούν. »Βγείτε μέσ’ απ’ αυτήν, λαέ μου, για να σωθείτε, γιατί ο φοβερός θυμός μου θα ξεσπάσει εναντίον της». Μην αποθαρρύνεστε και μη φοβάστε από τις φήμες που στη χώρα διαδίδονται. Γιατί κάθε χρονιά διαδίδεται και μια καινούργια φήμη, πότε η μια πότε η άλλη. Στη χώρα κυριαρχεί η καταδυνάστευση, κι ο ένας εξουσιαστής τον άλλο εξουσιαστή κοιτάζει να τον ρίξει. Ο Κύριος λέει: «Έρχεται ο καιρός που θα λογαριαστώ με τα είδωλα της Βαβυλώνας. Η χώρα θα καταντροπιαστεί, κι όλοι θα σκοτωθούν οι κάτοικοί της. Τότε όλα όσα υπάρχουν στον ουρανό και στη γη θα φωνάξουν από χαρά, όταν θα πέσει η Βαβυλώνα στα χέρια του έθνους που θα έρθει απ’ το βορρά για να την καταστρέψει». Η Βαβυλώνα προκάλεσε το θάνατο πολλών ανθρώπων σ’ όλη τη γη. Επειδή όμως προκάλεσε το θάνατο τόσων πολλών Ισραηλιτών, τώρα θα πέσει και η ίδια. Εσείς που γλιτώσατε το θάνατο φύγετε, μη στέκεστε! Θυμηθείτε τον Κύριο, έστω και μακριά από την πατρίδα σας, θυμηθείτε την Ιερουσαλήμ. Εσείς λέτε: «Μας απογοήτευσε ο Κύριος κι όλοι μάς κοροϊδεύουν. Η ντροπή σκέπασε το πρόσωπό μας, γιατί ξένοι μπήκαν στον άγιο ναό του Κυρίου». Ο Κύριος όμως απαντάει: «Έρχονται μέρες που θα λογαριαστώ με τα είδωλα της Βαβυλώνας. Τότε σ’ όλη τη χώρα θ’ ακούγονται τα βογγητά των πληγωμένων. Κι αν ακόμα η Βαβυλώνα υψωθεί ως τον ουρανό και κατασκευάσει εκεί οχυρό απόρθητο, εγώ κι εκεί ακόμη θα της στείλω τους εξολοθρευτές της». Ακούστε τις κραυγές που έρχονται απ’ τη Βαβυλώνα, τον κρότο της μεγάλης καταστροφής της χώρας. Ο Κύριος καταστρέφει τη Βαβυλώνα και μετατρέπει τις φωνές της σε σιγή. Τα κύματα των εχθρών ξεσπούν απάνω της· ο ήχος τους ακούγεται σαν θόρυβος από πολλά νερά. Ήρθε ο εξολοθρευτής ενάντια στη Βαβυλώνα κι οι μαχητές της πιάστηκαν, τα τόξα τους θρυμματίστηκαν· γιατί ο Κύριος είναι Θεός που κάνει ανταπόδοση κι εξάπαντος θ’ ανταποδώσει επάξια. «Θα μεθύσω τους άρχοντές της και τους σοφούς της, τους κυβερνήτες της, τους αξιωματούχους της, και τους πολεμιστές της. Θα κοιμηθούν τον ύπνο τον αιώνιο και ποτέ πια δε θα ξυπνήσουν», λέει ο βασιλιάς που το όνομά του είναι Κύριος του σύμπαντος! Ο Κύριος του σύμπαντος λέει: «Τα πλατιά τείχη της Βαβυλώνας τελείως θα γκρεμιστούν και οι ψηλές της πύλες θα πυρποληθούν». Έτσι οι λαοί μάταια κουράζονται· και τα έθνη μοχθούν για τη φωτιά. «Όταν φτάσεις στη Βαβυλώνα, φρόντισε να διαβάσεις δυνατά στο λαό όλα όσα είναι γραμμένα εδώ. Έπειτα να προσευχηθείς μ’ αυτά τα λόγια: “εσύ, Κύριε, μίλησες γι’ αυτό τον τόπο και είπες ότι θα τον καταστρέψεις, έτσι που να μην απομείνει τίποτα ζωντανό σ’ αυτόν, ούτε άνθρωπος ούτε ζώο, αλλά να ερημωθεί για πάντα”. Αφού τελειώσεις την ανάγνωση του βιβλίου προς το λαό, θα δέσεις σ’ αυτό μια πέτρα και θα το ρίξεις στον ποταμό Ευφράτη, και θα πεις: “έτσι θα βυθιστεί η Βαβυλώνα! Θα βουλιάξει και δε θα σηκωθεί ποτέ πια, ύστερα από τα δεινά που ο Κύριος θα φέρει πάνω της. Οι Βαβυλώνιοι θα αποδυναμωθούν”». Εδώ τελειώνουν τα λόγια του Ιερεμία. Ο Σεδεκίας ήταν είκοσι ενός ετών όταν έγινε βασιλιάς, και βασίλεψε έντεκα χρόνια στην Ιερουσαλήμ. Η μητέρα του καταγόταν από τη Λιβνά και ονομαζόταν Χαμουτάλ, κόρη του Ιερεμία. Ο Σεδεκίας έπραξε ό,τι δυσαρεστεί τον Κύριο, όπως ακριβώς είχε κάνει κι ο αδερφός του ο Ιωακίμ. Με όσα έκαναν οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ και του Ιούδα προκάλεσαν την οργή του Κυρίου τόσο, που τους έδιωξε από μπροστά του. Ο Σεδεκίας επαναστάτησε εναντίον του Ναβουχοδονόσορ, βασιλιά της Βαβυλώνας. Έτσι, τη δέκατη μέρα του δέκατου μήνα του ένατου έτους της βασιλείας του Σεδεκία, ο Ναβουχοδονόσορ ήρθε με όλο το στρατό του στην Ιερουσαλήμ. Στρατοπέδευσε απέναντί της και κατασκεύασε πολιορκητικό τείχος γύρω από την πόλη. Η πολιορκία κράτησε ως το ενδέκατο έτος της βασιλείας του Σεδεκία, οπότε έπεσε πολύ μεγάλη πείνα στην πόλη· δεν υπήρχε καθόλου τροφή για τους κατοίκους της. Τότε, την ένατη μέρα του τέταρτου μήνα οι Βαβυλώνιοι έκαναν ένα άνοιγμα στο τείχος της πόλης. Τη νύχτα ο βασιλιάς και οι πολεμιστές του Ιούδα βγήκαν από το διάδρομο που ένωνε τα δύο τείχη, πέρασαν κοντά από το βασιλικό κήπο και πήραν το δρόμο προς την κοιλάδα του Ιορδάνη, παρ’ όλο που οι Βαβυλώνιοι είχαν περικυκλώσει την πόλη. Αλλά ο βαβυλωνιακός στρατός καταδίωξε το βασιλιά και τον πρόφτασε στις πεδιάδες της Ιεριχώ· τότε όλοι οι στρατιώτες του τον εγκατέλειψαν και διασκορπίστηκαν. Οι Βαβυλώνιοι συνέλαβαν το Σεδεκία και τον έφεραν στο βασιλιά της Βαβυλώνας στη Ριβλά, στη χώρα της Χαμάθ κι εκείνος έβγαλε καταδικαστική απόφαση εναντίον του. Έβαλε να σφάξουν τους γιους του μπροστά στα μάτια του, καθώς και όλους τους άρχοντες του βασιλείου του Ιούδα, εκεί στη Ριβλά. Μετά τύφλωσε το Σεδεκία και τον έδεσε με χάλκινες αλυσίδες· τον έφερε στη Βαβυλώνα και τον έβαλε στη φυλακή μέχρι που πέθανε. Τη δέκατη μέρα του πέμπτου μήνα του δέκατου ένατου έτους της βασιλείας του Ναβουχοδονόσορ, βασιλιά της Βαβυλώνας, ήρθε στην Ιερουσαλήμ ο Νεβουζαραδάν, αρχηγός της σωματοφυλακής του. Αυτός έβαλε φωτιά στο ναό του Κυρίου, στα ανάκτορα και σ’ όλα τα σπίτια της Ιερουσαλήμ, ιδιαίτερα στα αρχοντικά της πόλης. Τα βαβυλωνιακά στρατεύματα που τον ακολουθούσαν γκρέμισαν τα τείχη της Ιερουσαλήμ. Και έσυρε ο Νεβουζαραδάν στην αιχμαλωσία τους φτωχούς του λαού και το υπόλοιπο του λαού που είχε απομείνει στην πόλη, όλους όσοι είχαν αυτομολήσει προς το βασιλιά της Βαβυλώνας. Αλλά μερικούς από τους φτωχότερους της χώρας τούς άφησε πίσω, για να καλλιεργούν τα αμπέλια και τα χωράφια. Οι Βαβυλώνιοι έσπασαν τους χάλκινους στύλους του ναού του Κυρίου, τις βάσεις και τη χάλκινη λεκάνη, και μετέφεραν το χαλκό τους στη Βαβυλώνα. Επίσης πήραν τους λέβητες, τα φτυάρια, τα λυχνοψάλιδα, τις λεκάνες, τα θυμιατήρια και όλα τα χάλκινα σκεύη που χρησίμευαν για τη λατρεία στο ναό. Πήρε ακόμα ο αρχηγός της σωματοφυλακής όλα τα χρυσά και τ’ ασημένια σκεύη, δηλαδή τα κύπελλα, τα πυροδοχεία, τις λεκάνες, τους λέβητες, τις λυχνίες, τα θυμιατήρια και τις φιάλες. Δύο στύλους, τη χάλκινη λεκάνη που στηριζόταν σε δώδεκα χάλκινα μοσχάρια, που τα είχε κατασκευάσει ο βασιλιάς Σολομών για το ναό του Κυρίου –ο χαλκός όλων αυτών των σκευών δεν ήταν δυνατό να ζυγιστεί. Το ύψος κάθε στύλου ήταν δεκαοχτώ πήχεις, η περίμετρός του δώδεκα και το πάχος του τέσσερις δάκτυλοι· μέσα ήταν κούφιοι. Το κιονόκρανο κάθε στύλου ήταν χάλκινο. Το ύψος κάθε κιονόκρανου ήταν πέντε πήχεις και ήταν διακοσμημένο με δικτυωτό και ρόδια ολόγυρα, όλα από χαλκό. Όλα τα ρόδια που ήταν στο δικτυωτό ήταν εκατό, ενενήντα έξι από τα οποία μπορούσε κανείς να τα δει από κάτω. Ο αρχηγός της σωματοφυλακής συνέλαβε τον αρχιερέα Σεραΐα, τον δεύτερο ιερέα Σοφονία και τους τρεις φρουρούς της πύλης του ναού. Επίσης συνέλαβε έναν αξιωματούχο, που ήταν επικεφαλής των πολεμιστών, εφτά από τους συμβούλους του βασιλιά, το γραμματέα του αρχηγού του στρατού, υπεύθυνο για τη στρατολόγηση των κατοίκων της χώρας, καθώς και εξήντα επιφανείς άντρες απ’ το λαό· όλοι αυτοί βρίσκονταν στην πόλη. Αυτούς τους πήρε ο Νεβουζαραδάν και τους έφερε στο βασιλιά της Βαβυλώνας, στη Ριβλά. Εκείνος έδωσε διαταγή και τους σκότωσαν εκεί στη Ριβλά, στη χώρα της Χαμάθ. Έτσι, ο λαός του Ιούδα οδηγήθηκε στην αιχμαλωσία, μακριά από τη χώρα του. Αυτοί είναι οι αριθμοί των αιχμαλώτων: Το έβδομο έτος της βασιλείας του ο Ναβουχοδονόσορ πήρε μαζί του τρεις χιλιάδες είκοσι τρεις Ιουδαίους. Το δέκατο όγδοο έτος της βασιλείας του πήρε στην αιχμαλωσία οχτακόσια τριάντα δύο άτομα από την Ιερουσαλήμ. Και το εικοστό τρίτο έτος, ο αρχηγός της σωματοφυλακής Νεβουζαραδάν, πήρε στην αιχμαλωσία εφτακόσια σαράντα πέντε άτομα· σύνολο τέσσερις χιλιάδες εξακόσια άτομα. Τριάντα εφτά χρόνια από την αιχμαλωσία του βασιλιά Ιωαχίν, βασιλιάς της Βαβυλώνας έγινε ο Ευΐλ-Μερωδάχ. Και τον ίδιο χρόνο, την εικοστή πέμπτη μέρα του δωδέκατου μήνα, έδωσε αμνηστία στον Ιωαχίν και τον έβγαλε από τη φυλακή. Του φέρθηκε με ευμένεια και τον τίμησε περισσότερο από τους άλλους βασιλιάδες, που ήταν μαζί του αιχμάλωτοι στη Βαβυλώνα. Έτσι, του επιτράπηκε να βγάλει τα ρούχα της φυλακής και να συντρώγει με το βασιλιά το υπόλοιπο της ζωής του. Επίσης, όσο ζούσε, του παρέχονταν κάθε μέρα από το βασιλιά της Βαβυλώνας όλα τα απαραίτητα για τη συντήρησή του. Αχ, αλίμονο, πώς έμεινε έρημη η πόλη που είχε άλλοτε τόσο πολύ λαό! Αυτή που ήταν ονομαστή στα έθνη ανάμεσα απόμεινε σαν χήρα· των πόλεων η πριγκίπισσα υποδουλώθηκε. Κλαίει και κλαίει όλη τη νύχτα αδιάκοπα, τα δάκρυα τα μάγουλά της αυλακώνουν. Απ’ όλους που την αγαπήσανε κανείς δε βρίσκεται να την παρηγορήσει. Όλοι οι φίλοι της την εγκατέλειψαν· της έγιναν εχθροί. Μετά τη θλίψη και το βάρος της δουλείας, ο λαός του Ιούδα στην αιχμαλωσία σύρθηκε. Τώρα μένει στα έθνη ανάμεσα και ησυχία δε βρίσκει· οι διώκτες του τον φέραν σε αδιέξοδο τον πίεσαν σκληρά. Οι δρόμοι που οδηγούνε στη Σιών πενθούν, γιατί κανείς πια στις γιορτές δεν έρχεται. Ερημωθήκαν όλες της οι πύλες, οι ιερείς της πικρά αναστενάζουνε, θλίβονται οι κόρες της, κι η ίδια πολύ είναι πικραμένη. Οι αντίπαλοί της πάνω της κυριάρχησαν, οι εχθροί της ζουν ευτυχισμένοι, γιατί ο Κύριος την ταλαιπώρησε για τις πολλές της ανομίες. Τα νεαρά παιδιά της τα ’διωξε ο εχθρός και πορευθήκαν στην αιχμαλωσία. Κι η πόλη της Σιών όλη τη δόξα της την έχασε· οι άρχοντές της γίνανε σαν ελάφια που δε βρίσκουν τροφή· κι είναι σχεδόν χαμένη η δύναμή τους, καθώς τρέχουνε να ξεφύγουν απ’ το διώκτη τους. Η Ιερουσαλήμ στης δυστυχίας της και στης κατάπτωσης τις μέρες θυμάται όλη τη λαμπρότητα που είχε τον παλιό καιρό. Όταν όμως ο λαός της έπεσε στα χέρια του εχθρού ούτ’ ένας δεν βρέθηκε να τη βοηθήσει. Την κοίταζαν οι εχθροί της και γελούσαν βλέποντας την κατάντια της. Η Ιερουσαλήμ αμάρτησε πολύ, γι’ αυτό κι έγινε καταγέλαστη. Όλοι όσοι την εκτιμούσαν, τώρα την περιφρονούν, γιατί βλέπουν τη γύμνια της· κι αυτή αναστενάζει κι από την άλλη στρέφεται μεριά. Το φόρεμά της φέρνει τα ίχνη της ντροπής της· τέτοιο τέλος δεν τό ’χε ποτέ φανταστεί. Έπεσε τόσο χαμηλά, χωρίς ούτ’ ένας να βρεθεί να την παρηγορήσει. Φωνάζει η πόλη: «Κύριε, δες τη θλίψη μου· άκου τον πώς καυχιέται ο εχθρός μου!» Ο εχθρός το χέρι του άπλωσε σ’ όλους τους θησαυρούς της· κι αυτή είδε το ναό της να πατούν, τα έθνη εκείνα που είχε προστάξει ο Κύριος να μη μπουν μέσα στην κοινότητά του. Αναστενάζουν όλοι της οι κάτοικοι, ψωμί ζητούν· δίνουνε τα στολίδια τους, για να ’βρουν τροφή, έτσι που στη ζωή να κρατηθούνε. Η πόλη φωνάζει: «Κύριε, κοίταξε, δες πόσο είμαι καταφρονεμένη!» Κράζει προς τους διαβάτες: «Αχ, όλοι εσείς, κοιτάξτε με και πέστε αν υπάρχει πόνος σαν το δικό μου πόνο, που μου εδόθη, και που μ’ αυτόν ο Κύριος με βασάνισε τη μέρα της φοβερής του οργής. Από ψηλά έριξε φωτιά στα κόκαλά μου και τα κατέστρεψε· δίχτυ στα πόδια μου άπλωσε, κάτω με πέταξε, μ’ έκανε νά υποφέρω, για πάντα να πονώ. Έκανε ο Κύριος ζυγό τις αμαρτίες μου, τις έσφιξε γερά απάνω στο λαιμό μου, έτσι η δύναμή μου ατόνησε. Ο Κύριος με παρέδωσε στα χέρια εκείνων, που δεν μπορώ να τους αντισταθώ. Ο Κύριος μακριά μου απέρριψε όλους τους άντρες μου, τους ισχυρούς· πλήθος συγκέντρωσε εναντίον μου, για να συντρίψει τους πολεμιστές μου. Πάτησαν του Ιούδα το λαό καθώς στο πατητήρι τα σταφύλια. Γι’ αυτό εγώ κλαίω· τα μάτια δάκρυα πλημμυρίζουν, γιατ’ είναι μακριά μου ο παρηγορητής μου εκείνος που θα μου ξανάδινε ζωή· αφανιστήκαν τα παιδιά μου, γιατί ο εχθρός ήταν πολύ ισχυρός». Τα χέρια της άπλωσε ικετευτικά η Σιών, αλλά κανείς δεν την παρηγορεί· ο Κύριος επιστράτευσε στον Ιακώβ ενάντια τους γύρω του εχθρούς· η Ιερουσαλήμ έγινε μισητή γι’ αυτούς. «Ο Κύριος έχει δίκιο που έτσι μου φέρεται, γιατί εναντιώθηκα στους λόγους του. Ακούστε όμως όλοι εσείς εδώ οι λαοί, κοιτάξτε με στον πόνο μου. Οι κοπελιές μου και τα παλικάρια μου φύγαν για την αιχμαλωσία. Κάλεσα αυτούς που με είχαν αγαπήσει αλλά με πρόδωσαν· οι ιερείς μου κι οι πρεσβύτεροί μου στην πόλη πέθαναν γυρεύοντας τροφή, για να πάρουν δυνάμεις. Κοίταξε, Κύριε, πόσο πολύ υποφέρω· φλογίζονται τα σπλάχνα μου, μέσα μου αναταράζεται η καρδιά μου, τόσο πολύ που σου εναντιώθηκα. Έξω αφανίζει τα παιδιά μου το ξίφος, και μέσα το θανατικό. Οι εχθροί μου μ’ άκουσαν ν’ αναστενάζω! Αλλά κανείς να με παρηγορήσει δεν υπάρχει. Όλοι τους άκουσαν και χάρηκαν για την καταστροφή που μου προξένησες εσύ. Ας έρθει η ημέρα που εξάγγειλες, για να υποφέρουνε κι αυτοί όπως εγώ. Μην παραβλέψεις την κακία τους· Κύριε, και σ’ αυτούς κάνε ότι έκανες σ’ εμένα, για όλες τις αμαρτίες μου. Γιατί πολλοί ’ναι οι αναστεναγμοί μου, κι είν’ η καρδιά μου ανήμπορη». Αλίμονο, πώς εξευτέλισε ο Κύριος πάνω στο θυμό του την πόλη της Σιών! Τη δόξα του Ισραήλ την έριξε από τον ουρανό στη γη· τη μέρα της οργής του δεν λογάριασε του θρόνου του το υποπόδιο –το ναό. Ο Κύριος δίχως οίκτο κατέστρεψε όλα του Ιακώβ τα κτήματα· γκρέμισε πάνω στο θυμό του τα οχυρά του λαού του Ιούδα· έριξε κάτω στο έδαφος και ταπείνωσε το βασιλιά τους και τους άρχοντές του. Θυμό γεμάτος τσάκισε όλη του Ισραήλ τη δύναμη· το χέρι το δεξί του το αποτράβηξε, όταν ήρθε ο εχθρός και άναψε στον Ιακώβ φωτιά μεγάλη, που όλα τριγύρω τα εξαφάνισε. Τέντωσε σαν εχθρός το τόξο του, το βέλος στέριωσε στο χέρι το δεξί του και σαν αντίπαλος χτύπησε καθετί που τα μάτια μας ευχαριστούσε· σαν φωτιά το θυμό του ξέχυσε στη σκηνή πάνω της πόλης της Σιών. Ο Κύριος σαν εχθρός μας έγινε! Κατέστρεψε τον Ισραήλ, κατέστρεψε όλα του τ’ ανάκτορα, γκρέμισε τα οχυρά του, κι έφερε στο λαό του Ιούδα θλίψεις και στεναγμούς. Ξήλωσε το ναό του σαν να ήταν παράγκα σε κήπο, διέλυσε τη γιορταστική σύναξή του. Ο Κύριος έκανε το λαό της Σιών να λησμονήσει και γιορτές και Σάββατα, και στην έξαψη πάνω της οργής του αποδοκίμασε και το βασιλιά και τους ιερείς. Ο Κύριος κατεδάφισε το θυσιαστήριό του, το ναό του τον περιφρόνησε, σε χέρια εχθρικά παρέδωσε της πόλης τα τείχη. Φωνές εχθρών ακούστηκαν στον οίκο του Κυρίου, όπως ηχούσαν τον καιρό της δικής μας γιορτής. Ο Κύριος είχε σκεφτεί το τείχος να γκρεμίσει της πόλης της Σιών· τέντωσε γύρω της σχοινί με αποφασιστικότητα, ώσπου να φέρει την καταστροφή. Έκανε και το πρόχωμα και το τείχος να πενθήσουν· έπεσαν και τα δυο μαζί. Οι πύλες της Σιών σωριάστηκαν στη γη· τους μοχλούς της τους κομμάτιασε. Ο βασιλιάς κι οι άρχοντές της βρίσκονται αιχμάλωτοι ανάμεσα στα έθνη· οι ιερείς της πια το νόμο δεν διδάσκουν· ούτε οι προφήτες της παίρνουν αποκαλύψεις με οράματα απ’ τον Κύριο. Οι πρεσβύτεροι της Σιών κάθονται χάμω σιωπηλοί, ρίχνουνε στάχτη πάνω στο κεφάλι τους, φοράνε ρούχα πένθιμα. Οι κόρες της Ιερουσαλήμ με θλίψη γέρνουν το κεφάλι τους στη γη. Τα μάτια μου μαράθηκαν από τα δάκρυα, αναταράχτηκαν τα σπλάχνα μου, δεν μπορώ να κρύψω την απελπισία μου μπρος στου λαού μου την κατάρρευση, ενώ πεθαίνουνε τα βρέφη και τα νήπια στης πολιτείας τα σοκάκια. Φωνάζουν στις μανάδες τους, γιατί πεινάνε και διψούν· σαν τους τραυματίες λιποθυμούν στης πολιτείας τα σοκάκια, και ξεψυχούν στην αγκαλιά της μάνας τους. Αγαπημένη Ιερουσαλήμ, με τι να σε συγκρίνω; με τι να πω πως είσαι όμοια; και με τι να σε παραβάλω και πώς να σε παρηγορήσω, πόλη της Σιών; Η συμφορά σου είναι μεγάλη σαν τη θάλασσα· ποιος θα μπορούσε απ’ αυτήν να σε γιατρέψει; Όσα οι προφήτες σου είδανε για σένα ήταν οράσεις ψεύτικες κι απατηλές. Δε σου φανέρωσαν την ανομία σου, για ν’ αποτρέψουν έτσι την αιχμαλωσία σου, αλλά σου δώσαν ψεύτικους χρησμούς, παραπλανητικούς. Όλοι όσοι περνούν στο δρόμο κατά ’δω χτυπούν χαιρέκακα τα χέρια τους, κουνάνε το κεφάλι για τα ερείπια της Ιερουσαλήμ σιγανά τραγουδώντας: «Αυτή είναι η πόλη που την ονομάζανε της ομορφιάς αποκορύφωμα, χαρά όλης της γης;» Όλοι οι εχθροί σου σε κακολογούν· σφυρίζουν, τρίζουνε τα δόντια και φωνάζουν: «Την καταστρέψαμε! Αυτή είναι η ημέρα που περιμέναμε· ήρθε, την είδαμε!» Ο Κύριος έκανε ό,τι είχε αποφασίσει, ξεπλήρωσε τις απειλές που είχε εξαγγείλει από καιρό· ανελέητος όλα τα κατέστρεψε, έκανε τον εχθρό σου να χαρεί για σένα, τους αντιπάλους σου τους έκανε να θριαμβεύσουν. Πόλη της Σιών, τα τείχη σου ας φωνάξουνε στον Κύριο να σ’ ελεήσει! Άσε να τρέξουνε σαν χείμαρρος μέρα και νύχτα ακούραστα τα δάκρυά σου, τα μάτια σου χωρίς σταματημό. Σήκω πάλι και πάλι μες στη νύχτα και πες τον πόνο σου στον Κύριο. Ξέχυσε την καρδιά σου σαν νερό μπροστά του, ύψωσε προς αυτόν δεητικά τα χέρια σου, και παρακάλεσε για των παιδιών σου τη ζωή, για τα παιδιά που από την πείνα ξεψυχούν στις άκριες των δρόμων. Κοίταξε, Κύριε, και δες σε ποιον τα έκανες αυτά! Ήταν σωστό να τρώνε οι γυναίκες τα παιδιά τους που τα γεννήσαν και τα περιποιήθηκαν; να θανατώνονται οι ιερείς και οι προφήτες και μάλιστα μες στο αγιαστήριό σου; Παιδιά και γέροντες είναι στο χώμα ξαπλωμένοι· το ξίφος θέρισε τα παλικάρια και τις κοπελιές μου· τη μέρα της οργής σου τους θανάτωσες, χωρίς συμπόνια τους σφαγίασες. Σαν να ’τανε μέρα γιορτής από παντού τους φοβερούς εχθρούς μου μάζεψες, κι ούτ’ ένας δεν διασώθηκε ούτε ξέφυγε, τη μέρα, Κύριε, της οργής σου. Όλα μου τα παιδιά που τα μεγάλωσα και τα περιποιήθηκα ο εχθρός μού τα εξολόθρεψε. Εγώ είμαι ο άνθρωπος που γνώρισε τη δυστυχία απ’ το ραβδί της οργής του Κυρίου. Με έσυρε και μ’ έφερε μέσ’ στο βαθύ σκοτάδι, όχι στο φως. Όλο εμένα χτυπάει καθημερινά. Βασάνισε τη σάρκα και το δέρμα μου και σύντριψε τα κόκαλά μου· με απέκλεισε από παντού, με περιστοίχισε με πίκρα και με πόνο. Να ζήσω μέσα στο σκοτάδι μ’ έβαλε, σαν τους νεκρούς του παρελθόντος. Σε τείχη μέσα μ’ έκλεισε και δεν μπορώ να βγω· μου ’κανε πιο βαριές τις αλυσίδες μου. Ακόμη κι όταν με φωνές τον ικετεύω, πνίγει την προσευχή μου για να μη φτάσει ως αυτόν. Τους δρόμους μου τους έφραξε με πέτρες πελεκητές κι έτσι ακολούθησα λαθεμένο μονοπάτι. Για μένα έγινε σαν αρκούδα και σαν λιοντάρι που ενεδρεύει. Μ’ έβγαλε απ’ το δρόμο μου και μ’ έκανε κομμάτια, με αφάνισε. Το τόξο μου το τέντωσε και για σημάδι μ’ έβαλε στο βέλος του. Τα βέλη όλα της φαρέτρας μου τα έμπηξε στα νεφρά μου. Έγινα του λαού μου ο περίγελως, το αδιάκοπο, χλευαστικό τραγούδι τους. Πίκρες με χόρτασε, με πότισε φαρμάκι. Χαλίκια με τα δόντια μου με έκανε να φάω. Μ’ έριξε μες στη στάχτη, μου πήρε την ειρήνη της ψυχής μου, τι είναι ευτυχία το λησμόνησα, και είπα: «Χάθηκε η δύναμή μου, αυτή η ελπίδα που ερχόταν απ’ τον Κύριο». Ν’ αναλογίζομαι τη θλίψη και την ταλαιπωρία μου είναι δηλητήριο και χολή. Αδιάκοπα τα σκέφτομαι και θλίβεται η ψυχή μου. Μα η ελπίδα έρχεται ετούτο όταν θυμάμαι: πως του Κυρίου η ευσπλαχνία δεν εξαντλήθηκε, ούτε και τέλειωσε το έλεός του. Την κάθε αυγή ξαναγεννιούνται· κι είν’ η πιστότητά του απέραντη. Είπα: «Ο Κύριος για μένα είναι το παν, γι’ αυτό και θα ’χω την ελπίδα μου σ’ αυτόν». Ο Κύριος είναι καλός σ’ όποιον τον εμπιστεύεται, σ’ αυτόν που τον αναζητάει. Είναι καλό να περιμένει κάποιος σιωπηλά από τον Κύριο τη βοήθεια. Καλό είναι για τον άνθρωπο να ’χει απ’ τα νιάτα του υπομείνει δυσκολίες. Ας περιμένει κι ας σιωπά, αφού ο Κύριος τις επιτρέπει. Ας ταπεινώνεται ως τη γη· ίσως υπάρχει ακόμα ελπίδα. Και τα χτυπήματα ας τα δέχεται, τις ταπεινώσεις ας τις υπομένει. Γιατί ο Κύριος δεν θα τον ταλαιπωρεί για πάντα. Κι όταν τις στενοχώριες δίνει, πάλι γίνεται σπλαχνικός· τόσο είναι μεγάλη η αγαθότητά του. Δε χαίρεται όταν στενοχωρεί κι όταν πικραίνει τους ανθρώπους. Όταν ποδοπατιούνται της χώρας μας οι αιχμάλωτοι, όταν στα μάτια του Υψίστου μπρος καταπατιέται το δίκιο ενός ανθρώπου, όταν στο δικαστήριο κάποιος αδικείται, αυτά ο Κύριος τάχα δεν τα βλέπει; Ποιος είν’ αυτός που όταν πει κάτι, γίνεται; Ο Κύριος δεν είναι εκείνος που προστάζει; Αν κάτι γίνεται κακό ή κάτι καλό, ο Ύψιστος το πρόσταξε! Για ποιο πράγμα ο άνθρωπος μπορεί να παραπονεθεί, αφού, παρόλα του τα λάθη, βρίσκεται ακόμα στη ζωή; Ας εξετάσουμε τον τρόπο της ζωής μας κι ας τον διερευνήσουμε, στον Κύριο ας επιστρέψουμε. Καρδιές και χέρια στο Θεό του ουρανού ας υψώσουμε, κι ας του προσευχηθούμε: «Αμαρτήσαμε, αποστατήσαμε κι εσύ ακόμα δε μας το συγχώρησες! Σε κατέλαβε ο θυμός σου και μας καταδίωξες, δίχως συμπόνια μάς εξόντωσες. Με σύννεφο σκεπάστηκες, έτσι που να μην μπορεί να το περάσει η προσευχή μας. Μας έκανες σκουπίδια, βδέλυγμα στους λαούς ανάμεσα. Όλοι οι εχθροί μας με τα λόγια τους μας κοροϊδεύουν. Τρόμος και θάνατος έπεσε πάνω μας, ερήμωση και καταστροφή. Χειμάρρους δάκρυα κατεβάζουνε τα μάτια μου, γιατί ο λαός μου καταστράφηκε! Τα μάτια μου γίναν πηγές αστέρευτες χωρίς σταματημό, ωσότου ο Κύριος να σκύψει από τα ουράνια και να δει. Τα μάτια μου με κάνουν και πονώ από το συνεχές κλάμα για την πόλη μου. «Εκείνοι που χωρίς λόγο μ’ εχθρεύονται, με καταδίωξαν σαν να ’μουνα πετούμενο. Μ’ έριξαν ζωντανό μες σ’ ένα λάκκο και κλείσαν με μια πλάκα το άνοιγμα. Τα νερά έφτασαν στο λαιμό μου και μέσα μου είπα: “χάθηκα!” Επικαλέστηκα το όνομά σου, Κύριε, απ’ τα βαθιά του λάκκου. Είπα: “το αυτί σου μην το κλείσεις στο στεναγμό μου, στην κραυγή μου”. Και τη φωνή μου εσύ την άκουσες. Όταν σε φώναξα ήρθες κοντά και μού ’πες: “μη φοβάσαι!” Έγινες υπερασπιστής μου, Κύριε, στη δίκη μου, έσωσες τη ζωή μου. Κύριε, ξέρεις το άδικο που μού ’γινε· απόδωσέ μου δικαιοσύνη! Είδες όλο το μίσος τους, όλα τα πονηρά τους σχέδια εναντίον μου. Άκουσες, Κύριε, τις προσβολές τους, όλα τα πονηρά τους σχέδια εναντίον μου. Τα λόγια των εχθρών μου και οι σκέψεις τους είν’ εναντίον μου όλη την ημέρα. Κοίτα τους: είτε κάθονται είτε σηκώνονται, εγώ είμαι το ειρωνικό τους το τραγούδι. Κύριε, ανταπόδωσέ τους σύμφωνα με τα έργα τους. Σκλήρυνε την καρδιά τους· ας πέσει πάνω τους η κατάρα σου. Μες στην οργή σου καταδίωξέ τους, κι από τη γη εξαφάνισέ τους, Κύριε». Αλίμονο, πώς το χρυσάφι θάμπωσε, πώς αλλοιώθηκε το καθαρό χρυσάφι! Οι πέτρες οι ιερές διασκορπίστηκαν στου κάθε δρόμου τις γωνιές! Οι νέοι της Σιών που ήταν πολύτιμοι και μέτραγαν το βάρος τους σε καθαρό χρυσάφι τώρα σαν σκεύη λογαριάζονται πήλινα σαν κοινά έργα αγγειοπλάστη. Και τα τσακάλια ακόμη στα μικρά τους δίνουν το γάλα τους και τα φροντίζουνε. Μα οι γυναίκες του λαού μου γίνανε σκληρές κι αδιάφορες σαν στρουθοκάμηλοι στην έρημο. Κολλάει η γλώσσα των βρεφών στον ουρανίσκο από τη δίψα· ψωμί ζητάνε τα παιδιά, κι ούτ’ ένας δεν υπάρχει να τους δώσει. Αυτοί που τρέφονταν με φαγητά εκλεκτά στους δρόμους ξεψυχούν από την πείνα· αυτοί που ανατράφηκαν με πολυτέλειες, κείτονται τώρα στην κοπριά. Η διαστροφή του λαού μου ήταν χειρότερη ακόμη κι απ’ την αμαρτία των Σοδόμων, που με μιας καταστράφηκαν, χωρίς τη μεσολάβηση χεριών. Οι άρχοντές μας έλαμπαν πιο καθαροί απ’ το χιόνι, κι από το γάλα πιο λευκοί· πιο ροδαλή κι απ’ το κοράλλι η όψη τους· οι φλέβες τους σωστό ζαφείρι. Τώρα έγινε η όψη τους πιο σκοτεινή κι απ’ την καπνιά· μέσα στους δρόμους δεν μπορείς να τους αναγνωρίσεις. Στα κόκαλά τους κόλλησε το δέρμα τους, έγινε ξερό σαν ξύλο. Πιο τυχεροί όσοι με ξίφος θανατώθηκαν, παρά εκείνοι που πεθάναν απ’ την πείνα, που υπέκυψαν εξαντλημένοι απ’ το λιμό. Γυναίκες που είναι από τη φύση σπλαχνικές, έψησαν με τα ίδια τους τα χέρια τα παιδιά τους, για να τραφούν σ’ εκείνη την πανωλεθρία του λαού μου. Ο Κύριος εξάντλησε όλο του το θυμό! Ξεχείλισε η φλόγα της οργής του κι άναψε στη Σιών φωτιά· η πόλη κατακάηκε μέχρι τα θέμελά της. Κανείς δεν θα το πίστευε, ούτε της γης οι βασιλιάδες ούτε κανείς στον κόσμο, πως θα ’μπαινε κατακτητής ο εχθρός στης Ιερουσαλήμ τις πύλες. Αιτία για την καταστροφή της πόλης είναι οι αμαρτίες των προφητών της, των ιερέων της οι αμαρτίες, που τους δικαίους καταδίκαζαν. Σαν τους τυφλούς στους δρόμους τρίκλιζαν, στο αίμα βουτηγμένοι, έτσι που δεν μπορούσε πια κανείς τα ρούχα τους ν’ αγγίξει. «Φύγετε, ακάθαρτοι!» τους φώναζαν. «Φύγετε! Τίποτα μην αγγίζετε!» Έτσι φεύγανε και περιπλανιούνταν· Μα και τα έθνη έλεγαν: «Δε μπορούν αυτοί μαζί μας πια να κατοικούν». Ο ίδιος ο Κύριος τους διασκόρπισε, δε θέλει πια να τους βοηθάει· Σέβας πια δεν υπάρχει για τους ιερείς, ούτ’ ευσπλαχνία για τους γέροντες. Τα μάτια μας απόκαμαν να καρτερούν μάταια μια βοήθεια που δε θα ’ρθει· προσμέναμε αγναντεύοντας απ’ τις σκοπιές μας ένα έθνος, που δεν μπορεί να σώσει. Παραμονεύουνε τα χνάρια μας οι εχθροί, έτσι που δεν μπορούμε ούτε στο δρόμο μας να βγούμε. Τελείωσαν οι μέρες μας, το τέλος μας πλησιάζει, ήρθε, είν’ εδώ. Εκείνοι που μας καταδίωκαν γίναν πιο γρήγοροι κι απ’ τους αετούς· μας κυνηγήσαν πάνω στα βουνά, παραμονέψανε για μας στην έρημο. Ο βασιλιάς μας, του Κυρίου ο εκλεκτός, που απ’ αυτόν κρεμόταν η ζωή μας, έπεσε στις παγίδες τους· αυτός, που λέγαμε πως στη σκιά του θα ζήσουμε στα έθνη ανάμεσα. Χαρείτε και πανηγυρίσετε, Εδωμίτες, εσείς που κατοικείτε στη χώρα της Ουζ! Μα και σ’ εσάς θα φτάσει της κρίσης το ποτήρι και θα μεθύσετε και θα ξεγυμνωθείτε. Πόλη της Σιών, τελείωσε η τιμωρία σου! Δε θα σε ξαναστείλει ο Κύριος στην αιχμαλωσία. Όσο για σας όμως Εδωμίτες, θα τιμωρήσει ο Κύριος την ανομία σας, τις αμαρτίες σας θα τις αποκαλύψει. Θυμήσου, Κύριε, τι μας συνέβηκε· κοίτα να δεις και μόνος σου την προσβολή μας! Τη χώρα που μας έδωσες την πήραν οι αλλοεθνείς, τα σπίτια μας οι ξένοι. Μείναμε ορφανοί χωρίς πατέρα, έγιναν χήρες οι μανάδες μας. Πληρώνουμε για το νερό που πίνουμε και πρέπει ν’ αγοράζουμε τα ξύλα της φωτιάς μας. Οι διώκτες μας μάς κάθισαν στον τράχηλο· δυνάμεις πια δεν έχουμε και δεν υπάρχει ανάπαυση για μας. Απλώσαμε ικετευτικά τα χέρια μας στην Αίγυπτο, στην Ασσυρία, για να χορτάσουμε ψωμί. Οι πρόγονοί μας αμαρτήσανε· αυτοί όμως δεν υπάρχουν πια, κι εμείς σηκώνουμε το βάρος των κριμάτων τους. Οι δούλοι έγιναν τώρα αφεντικά μας· κανείς δεν μας γλιτώνει από τα χέρια τους. Τη ζωή μας τη διακινδυνεύουμε για να μαζέψουμε τη συγκομιδή μας, μας απειλούνε της ερήμου οι ληστές. Καίει το δέρμα μας σαν να ’μαστε σε κλίβανο· τόσο μας βασανίζει η πείνα. Γυναίκες της Σιών κακοποιήθηκαν, παρθένες μες στις πόλεις του Ιούδα. Πήραν τους άρχοντες της πόλης και τους κρέμασαν, στους γέροντες δεν δείξανε κανένα σεβασμό. Οι νέοι γυρίζουνε σαν σκλάβοι τη μυλόπετρα, και τα παιδιά κάτω απ’ το φόρτωμα των ξύλων γονατίζουν. Οι γέροντες δεν κάθονται στην πύλη πια να συσκεφθούν, οι νέοι δεν παίζουν πια τη μουσική τους. Έπαψε της καρδιάς μας η χαρά, σε πένθος μεταβλήθηκε ο χορός μας. Της δόξας το στεφάνι έπεσε απ’ το κεφάλι μας· αλίμονο σε μας, γιατί αμαρτήσαμε! Γι’ αυτό ατόνησε η καρδιά μας· γι’ αυτό θολώσανε τα μάτια μας· γιατί το όρος Σιών γέμισε ερείπια κι απάνω του τρέχουν αλεπούδες. Εσύ, όμως, Κύριε, αιώνια βασιλεύεις, μένει ο θρόνος σου από γενιά σ’ άλλη γενιά. Γιατί θέλεις για πάντα να μας λησμονήσεις, να μας εγκαταλείψεις για όλη τη ζωή μας; Φέρε μας, Κύριε, πάλι κοντά σου και θα επιστρέψουμε· δώσε μας πάλι τη ζωή, όπως παλιά. Μήπως μας έχεις εντελώς εγκαταλείψει; ή μήπως είναι ο θυμός σου εναντίον μας ασίγαστος; Καθώς παρατηρούσα, είδα να ’ρχεται από το βορρά μια ανεμοθύελλα, που έφερνε ένα μεγάλο σύννεφο. Το σύννεφο έβγαζε από μέσα του φωτιά και έλαμπε ολόγυρα, ενώ στο κέντρο του κάτι ακτινοβολούσε σαν το μέταλλο που βγαίνει από τη φωτιά. Μέσα από τη φωτιά διέκρινα τέσσερα όντα που έμοιαζαν με άνθρωπο. Το καθένα τους είχε τέσσερα πρόσωπα και τέσσερα φτερά. Τα πόδια τους ήταν ίσια, ενώ τα πέλματά τους έμοιαζαν με του μοσχαριού και σπινθηροβολούσαν σαν γυαλιστερός χαλκός. Εκτός από τα τέσσερα πρόσωπα και τα τέσσερα φτερά, καθένα από τα όντα αυτά είχε τέσσερα ανθρώπινα χέρια, ένα χέρι κάτω από κάθε φτερό. Τα ανοιγμένα φτερά τους συναντούσαν το ένα το άλλο στις άκρες καθώς κινούνταν· δεν άλλαζαν κατεύθυνση· βάδιζαν κατευθείαν μπροστά, εκεί που κοίταζε το κάθε πρόσωπο. Όσο για την όψη του προσώπου τους, το κάθε ον είχε από μπροστά τη μορφή ανθρώπου, δεξιά τη μορφή λιονταριού, αριστερά τη μορφή βοδιού και πίσω τη μορφή αετού. Αυτά ήταν τα πρόσωπά τους. Τα δύο από τα φτερά του καθενός ήταν ανοιγμένα προς τα πάνω και άγγιζαν τα φτερά του άλλου, ενώ τα άλλα δύο φτερά σκέπαζαν το σώμα τους. Το κάθε ον βάδιζε κατευθείαν μπροστά, εκεί που κοίταζε το κάθε πρόσωπό του, όπου τα πήγαινε το Πνεύμα. Βάδιζαν χωρίς να γυρίζουν τα σώματά τους. Ανάμεσά τους διακρινόταν μια λάμψη σαν από αναμμένα κάρβουνα, σαν λάμψη από δαδιά που πηγαινοέρχονταν. Η φωτιά ήταν εκτυφλωτική κι από μέσα της πετιούνταν αστραπές. Τα όντα πηγαινοέρχονταν κι έτρεχαν σαν αστραπή. Καθώς παρατηρούσα τα όντα, είδα ότι πάνω στο έδαφος υπήρχε ένας τροχός κοντά τους, ένας τροχός για κάθε ον με τις τέσσερις μορφές. Οι τέσσερις τροχοί είχαν το χρώμα του τοπαζιού. Όλοι τους είχαν το ίδιο σχήμα και ήταν έτσι κατασκευασμένοι, ώστε ο ένας τροχός φαινόταν να έχει έναν δεύτερο τροχό μέσα του σταυρωτά. Έτσι οι τροχοί είχαν τη δυνατότητα να κινούνται σταθερά και προς τις τέσσερις κατευθύνσεις. Οι τροχοί ήταν πολύ μεγάλοι· έφταναν σε τρομαχτικό ύψος και η περιφέρειά τους ήταν γεμάτη μάτια σπινθηροβόλα. Όταν τα όντα προχωρούσαν, προχωρούσαν μαζί τους κι οι τροχοί· κι όταν σηκώνονταν τα όντα από τη γη, σηκώνονταν κι εκείνοι. Πάνω από τα κεφάλια των όντων είδα κάτι που έμοιαζε με κρυστάλλινο, λαμπερό θόλο. Κάτω απ’ το θόλο στέκονταν τα όντα με απλωμένα τα φτερά τους· καθένα άπλωνε δύο φτερά και άγγιζε τα φτερά του άλλου όντος, ενώ με τα άλλα δύο φτερά σκέπαζε το σώμα του. Όταν προχωρούσαν, άκουγα τον ήχο των φτερών τους: ήταν σαν μια μεγάλη θάλασσα που βρυχιέται, σαν τη φωνή του Παντοδύναμου· ήταν ένας ορυμαγδός σαν βουή από πολεμικό στρατόπεδο. Όταν στέκονταν, δίπλωναν τα φτερά τους. Αλλά και τότε ακουγόταν ακόμα ένας ήχος που ερχόταν από το θόλο, πάνω απ’ τα κεφάλια τους. Κι εκεί, πάνω από το θόλο, υπήρχε κάτι που έμοιαζε με τεράστιο ζαφείρι σε σχήμα θρόνου. Και πάνω στο θρόνο είδα να κάθεται κάποιος που έμοιαζε με άνθρωπο. Έπειτα είδα, από τη μέση του και πάνω κάτι που έλαμπε σαν χρυσάφι κι από τη μέση του και κάτω είδα κάτι σαν φωτιά, που ολόγυρά του έβγαζε λάμψη. Έμοιαζε με το ουράνιο τόξο που εμφανίζεται στα σύννεφα μετά τη βροχή· τέτοια ήταν η λάμψη αυτή, σαν το απαύγασμα της δόξας του Κυρίου. Όταν είδα τη λάμψη, έπεσα με το πρόσωπο στη γη· και τότε άκουσα τη φωνή κάποιου που μιλούσε. Αυτός μου είπε: «Εσύ, άνθρωπε, σήκω στα πόδια σου· θέλω να σου μιλήσω». Ενώ αυτός μου μιλούσε, το Πνεύμα του Θεού μπήκε μέσα μου και με σήκωσε στα πόδια μου· τον άκουσα, λοιπόν, να μου λέει: «Άνθρωπε, σε στέλνω στους Ισραηλίτες, στο έθνος των αποστατών, που έχει επαναστατήσει εναντίον μου· αυτοί όπως και οι πρόγονοί τους δε σταμάτησαν τις παραβάσεις τους απέναντί μου μέχρι σήμερα. Είναι ανόητοι και πεισματάρηδες. Σ’ αυτούς, λοιπόν, σε στέλνω, για να τους μεταβιβάσεις τα όσα εγώ ο Κύριος, ο Θεός, έχω να τους πω. Είτε σ’ ακούσουν είτε όχι –γιατί είν’ αποστάτες– θα μάθουν πάντως ότι υπάρχει ένας προφήτης ανάμεσά τους. Εσύ όμως, άνθρωπε, μην τους φοβηθείς ούτε αυτούς ούτε τα λόγια τους, έστω κι αν γύρω σου όλοι αυτοί είναι σαν τ’ αγκάθια και τα παλούκια κι έχεις την αίσθηση πως ζεις ανάμεσα σε σκορπιούς. Παρ’ όλα αυτά μη φοβηθείς τα λόγια τους και μη δειλιάσεις μπρος σ’ αυτούς τους αποστάτες. Εσύ θα τους πεις τα λόγια μου, είτε τ’ ακούσουν είτε όχι, κι ας είναι αποστάτες. Εσύ, άνθρωπε, θ’ ακούς ό,τι σου λέω εγώ. Μη γίνεις κι εσύ αποστάτης όπως αυτοί· άνοιξε το στόμα σου και φάε αυτό που εγώ σου δίνω». Τότε είδα να απλώνεται προς το μέρος μου ένα χέρι, που κρατούσε ένα βιβλίο σε σχήμα κυλίνδρου και το χέρι το ξετύλιξε μπροστά μου. Ήταν γραμμένο κι από τις δύο πλευρές και περιείχε θρήνους, κλάματα και οδυρμούς. Τότε μου είπε: «Εσύ άνθρωπε, φάε αυτό που βλέπεις εδώ· φάε ετούτο ’δω το βιβλίο και πήγαινε και μίλησε στους Ισραηλίτες». Έτσι, άνοιξα το στόμα μου και μου ’δωσε κι έφαγα το βιβλίο. «Άνθρωπε», μου είπε, «φάε το βιβλίο που σου δίνω και γέμισε το στομάχι σου μ’ αυτό». Το έφαγα κι ήταν γλυκό στο στόμα μου σαν μέλι. Έπειτα ο Κύριος μου είπε: «Άνθρωπε, εμπρός, πήγαινε στους Ισραηλίτες και πες τους ό,τι εγώ σε προστάζω. Δε σε στέλνω σε κάποιον λαό με ακατανόητη ή δύσκολη γλώσσα αλλά στους Ισραηλίτες. Αν σ’ έστελνα σε άλλους, πολυάνθρωπους λαούς, που μιλάνε γλώσσες ξένες, δύσκολες κι ακατανόητες για σένα, εκείνοι σίγουρα θα σε άκουγαν. Οι Ισραηλίτες όμως δε θα θελήσουν να σε ακούσουν. Αυτοί δεν θέλουν να με ακούν, γιατί είναι όλοι τους πεισματάρηδες και σκληρόκαρδοι. Θα σε κάνω, όμως, κι εσένανε πεισματάρη και αμετάπειστο, ίδιον μ’ αυτούς. Θα σε κάνω σκληρότερον κι από την πέτρα· σαν το διαμάντι θα σε κάνω σκληρόν. Μην τους φοβηθείς ούτε να δειλιάσεις μπροστά σ’ αυτούς τους αποστάτες». Μου είπε ακόμη: «Άνθρωπε, βάλ’ τα καλά μέσα σου όλα τα λόγια που θα σου πω και πρόσεξέ τα. Μετά πήγαινε στους εξορίστους, στους συμπατριώτες σου, και μεταβίβασέ τους αυτά που λέω εγώ ο Κύριος, ο Θεός, είτε τα ακούσουν είτε όχι». Τότε, το Πνεύμα του Θεού με σήκωσε κι άκουσα πίσω μου μια δυνατή κραυγή: «Ευλογημένη του Κυρίου η δόξα στο ουράνιο κατοικητήριό του!» Επίσης άκουσα τον ήχο απ’ τα φτερά των όντων, καθώς άγγιζαν το ένα το άλλο, και τον ήχο από τους τροχούς στο πλάι τους· ήταν τόσο δυνατός ο ήχος, σαν από σεισμό. Έτσι το Πνεύμα του Θεού, που με σήκωσε, με μετέφερε μακριά· πήγαινα με ταραγμένη και λυπημένη την καρδιά, γιατί ένιωθα βαρύ το χέρι του Κυρίου πάνω μου. Έφτασα έτσι στο Τελ-Αβίβ, στους εξορίστους που κατοικούσαν κοντά στον ποταμό Χεβάρ, κι έμεινα εκεί μαζί τους συντριμμένος εφτά μέρες. Αφού πέρασαν οι εφτά μέρες, μου είπε ο Κύριος: «Εσένα άνθρωπε, σε βάζω φρουρό των Ισραηλιτών· θ’ ακούς το λόγο μου και θα τους μεταφέρεις τα μηνύματά μου. Αν αποφασίσω ότι ένας ασεβής το δίχως άλλο θα πεθάνει κι εσύ δεν τον ειδοποιήσεις, και δεν πεις τίποτα για να τον αποτρέψεις από τον κακό του δρόμο για να ζήσει, αυτός θα πεθάνει εξαιτίας της ανομίας του· εγώ όμως θα ζητήσω ευθύνη από σένα για το θάνατό του. Αλλά αν ειδοποιήσεις τον ασεβή κι αυτός δεν μεταστραφεί από την ασέβειά του και δεν αλλάξει τρόπο ζωής, αυτός θα πεθάνει εξαιτίας της ανομίας του· ενώ εσύ θα έχεις γλιτώσει τη ζωή σου. »Επίσης, αν ένας δίκαιος παρεκκλίνει από το σωστό δρόμο και στραφεί προς το κακό, εγώ θα προκαλέσω την πτώση του και θα πεθάνει. Αυτός θα πεθάνει εξαιτίας της αμαρτίας του και δε θα του λογαριαστούν οι καλές πράξεις που είχε κάνει· αλλά θα θεωρήσω εσένα υπεύθυνο για το θάνατό του, επειδή δεν τον ειδοποίησες. Αν όμως ειδοποιήσεις τον δίκαιο να μην αμαρτάνει κι αυτός ακούσει τη νουθεσία σου και δεν αμαρτήσει, τότε εκείνος ασφαλώς θα ζήσει κι εσύ θα έχεις γλιτώσει τη ζωή σου». Ένιωσα και πάλι πάνω μου τη δύναμη του Κυρίου, ο οποίος μου είπε: «Σήκω, πήγαινε στην πεδιάδα κι εκεί θα σου μιλήσω». Σηκώθηκα, λοιπόν, και πήγα στην πεδιάδα. Εκεί είδα τη δόξα του Κυρίου, την ίδια που είχα δει κοντά στον ποταμό Χεβάρ· κι έπεσα με το πρόσωπο στη γη. Τότε το Πνεύμα του Κυρίου μπήκε μέσα μου και με έκανε να σταθώ στα πόδια μου. Κι ο Κύριος μου είπε: «Πήγαινε, κλείσου στο σπίτι σου. Εκεί θα σε δέσουν με σκοινιά, άνθρωπε, κι έτσι δεν θα μπορείς πια να βγαίνεις έξω δημόσια. Θ’ ακινητοποιήσω τη γλώσσα σου στον ουρανίσκο σου και θα γίνεις άφωνος και ανίκανος να τους ελέγξεις· γιατί είναι αποστάτες. Αλλά όταν θα σου μιλήσω, θ’ ανοίξω το στόμα σου για να τους μεταφέρεις τι λέω εγώ, ο Κύριος, ο Θεός. Όποιος θέλει ν’ ακούσει, ας ακούσει κι όποιος δεν θέλει, ας μην ακούσει, γιατί αυτοί είναι αποστάτες». Είπε ακόμη ο Κύριος: «Εσύ, άνθρωπε, πάρε ένα πλατύ κεραμίδι, βάλε το μπροστά σου και χάραξε πάνω του το σχεδιάγραμμα της πόλης της Ιερουσαλήμ. Αναπαράστησέ την να είναι σε κατάσταση πολιορκίας· στήσε εναντίον της οχυρώματα και προχώματα, περικύκλωσέ την με στρατόπεδο και σήκωσε εναντίον της πολιορκητικές μηχανές ολόγυρά της. Μετά πάρε μια χοντρή λαμαρίνα και βάλε την σαν σιδερένιο τείχος ανάμεσα σ’ εσένα και στην πόλη. Κοίταξέ την εχθρικά και θα πολιορκηθεί· εσύ θα την πολιορκείς κι αυτό θα είναι σημείο για τους Ισραηλίτες. »Έπειτα, πήγαινε και πλάγιασε στο αριστερό σου πλευρό και πάρε πάνω σου την ανομία των Ισραηλιτών. Θα σηκώνεις την ανομία τους όσες μέρες θα είσαι ξαπλωμένος μ’ αυτό το πλευρό. Θα σου επιβάλω να μείνεις έτσι ξαπλωμένος για τριακόσιες ενενήντα μέρες, δηλαδή τόσες μέρες, όσα είναι τα χρόνια της ανομίας τους. Στη διάρκεια των ημερών αυτών εσύ θα σηκώνεις την ανομία των Ισραηλιτών. Όταν συμπληρωθούν αυτές οι μέρες, θα ξαπλώσεις στο δεξί σου πλευρό και θα σηκώσεις την ανομία των κατοίκων του Ιούδα. Σου ορίζω να μείνεις έτσι σαράντα μέρες, μία μέρα για κάθε χρόνο. Μετά θα κοιτάξεις εχθρικά την πολιορκημένη Ιερουσαλήμ και με το μπράτσο σου γυμνό για πόλεμο θα προφητέψεις εναντίον της. Κι εγώ θα σε δέσω και δε θα μπορείς να γυρίσεις από πλευρό σε πλευρό, ωσότου συμπληρωθεί ο ορισμένος χρόνος της ακινησίας σου». Ο Κύριος συνέχισε: «Πάρε σιτάρι, κριθάρι, κουκιά, φακή, κεχρί και βρίζα. Βάλε τα όλα σε μια χύτρα και φτιάξε μ’ αυτά ψωμί· και όλες εκείνες τις μέρες που θα ’σαι ξαπλωμένος στο πλευρό σου –τις τριακόσιες ενενήντα μέρες– θα τρως απ’ αυτό. Θα ζυγίζεις την τροφή που θα τρως, είκοσι σίκλους τη μέρα, και θα σου φτάνει ως την άλλη μέρα. Θα μετράς το νερό που θα πίνεις, ένα έκτο του χιν την ημέρα, και θα σου φτάνει ως την άλλη μέρα. »Την τροφή σου θα την τρως σε σχήμα κριθαρένιας πίττας, που θα την ψήνεις πάνω σε ανθρώπινα περιττώματα, μπροστά σ’ όλο τον κόσμο». Έπειτα είπε ο Κύριος: «Έτσι θα φάνε οι Ισραηλίτες ακάθαρτη τροφή, ανάμεσα στα έθνη που θα τους διασκορπίσω». Τότε είπα: «Μα Κύριε, Θεέ, εγώ ποτέ μέχρι σήμερα δε μολύνθηκα· από τα νιάτα μου δεν έφαγα ποτέ ζώο που ψόφησε ή ξεσκίστηκε από θηρία ούτε έβαλα στο στόμα μου ακάθαρτο κρέας». Κι εκείνος μου είπε: «Καλά, σε αφήνω να χρησιμοποιήσεις αντί για ανθρώπινα περιττώματα, κοπριά αγελάδας, για να ψήνεις πάνω σ’ αυτήν το ψωμί σου». Μου είπε ακόμα ο Κύριος: «Άνθρωπε, θα περιορίσω τον εφοδιασμό της Ιερουσαλήμ σε ψωμί· θα τρώνε μετρημένο ψωμί και θα πίνουν μετρημένο νερό. Και θα ζουν με το φόβο μήπως κι αυτά τους λείψουν. Στο τέλος θα στερηθούν τελείως το ψωμί και το νερό και θα πεθαίνουν μέσα σε μεγάλη απελπισία εξαιτίας των αμαρτιών τους». Ο Κύριος μου είπε: «Εσύ, άνθρωπε, πάρε ένα κοφτερό ξίφος και ξύρισε το κεφάλι σου και τα γένια σου· πάρε μετά μια ζυγαριά και χώρισε σε τρία μέρη αυτά που θα έχεις κόψει. Το ένα τρίτο θα το κάψεις στη φωτιά στο μέσο της πόλης, που έχεις σχεδιάσει στο κεραμίδι, όταν τελειώσουν οι μέρες της πολιορκίας· το άλλο τρίτο θα το πάρεις και θα το κάνεις κομματάκια με το ξίφος τριγύρω στην πόλη· και το τελευταίο τρίτο θα το σκορπίσεις στον αέρα κι εγώ θα το καταδιώξω με το ξίφος μου. Θα κρατήσεις ωστόσο λίγα απ’ αυτά και θα τα δέσεις στο κάτω άκρο της φορεσιάς σου και θα τα φυλάξεις εκεί. Κι απ’ αυτά θα πάρεις λίγα και θα τα ρίξεις στη φωτιά και θα τα κάψεις. Από ’κει η φωτιά θ’ απλωθεί σ’ ολόκληρη τη χώρα των Ισραηλιτών. »Εγώ ο Κύριος, ο Θεός, δηλώνω ότι έτσι θα καταντήσει η Ιερουσαλήμ, που εγώ την είχα κάνει το κέντρο όλων των εθνών. Αυτή όμως παραβίασε τους νόμους μου και τα προστάγματά μου και αποδείχτηκε πιο ασεβής και πιο ανυπάκουη από τα έθνη που την περιβάλλουν. Πράγματι, απέρριψε τους νόμους μου κι αρνήθηκε να ζήσει σύμφωνα με τα προστάγματά μου. Λέω λοιπόν στους Ισραηλίτες: Επειδή εσείς ξεπεράσατε σε ανταρσία τα έθνη που σας περιβάλλουν και δεν ακολουθήσατε τους νόμους μου ούτε εφαρμόσατε τα προστάγματά μου, ούτε καν ακολουθήσατε τους νόμους των γύρω σας εθνών, γι’ αυτό, ακόμα κι εγώ είμαι εναντίον σας, κάτοικοι της Ιερουσαλήμ! Θα εκτελέσω τις αποφάσεις μου μέσα στην πόλη σας, μπροστά στα άλλα έθνη. Για τις βδελυρές πράξεις σας θα σας κάνω ό,τι ποτέ δεν έχω κάνει μέχρι τώρα κι ούτε πρόκειται να ξανακάνω στο μέλλον. Τελικά, για όλα αυτά μέσα στην πόλη σας θα φάνε οι πατεράδες τα παιδιά τους και τα παιδιά θα φάνε τους πατεράδες τους. Θα εκτελέσω τις αποφάσεις μου εναντίον σας· και τους υπόλοιπους από σας, όσοι επιζήσουν, θα τους σκορπίσω στους τέσσερις ανέμους. Κι επειδή μολύνατε το αγιαστήριό μου με τις μιαρές πράξεις σας και τις βδελυγμίες σας, γι’ αυτό, εγώ ο Κύριος, ο Θεός, ορκίζομαι πως όσο βέβαιο είναι ότι εγώ ζω, άλλο τόσο είναι βέβαιο ότι δε θα σας σπλαχνιστώ. Θα σας εξοντώσω δίχως να σας λυπηθώ. Το ένα τρίτο από σας θα πεθάνει από λοιμό ή θα λιώσει απ’ την πείνα μέσα στην πόλη· το άλλο τρίτο θα θανατωθεί με ξίφος γύρω στην πόλη· και το τελευταίο τρίτο θα το διασκορπίσω σ’ όλους τους ανέμους και θα τους καταδιώξω με το ξίφος μου. »Έτσι ο θυμός μου θα ξεχυθεί πάνω σας, θα ξεθυμάνει η οργή μου εναντίον σας, ώσπου να ικανοποιηθώ πλήρως. Τότε, απ’ τη βιαιότητα του θυμού μου θα καταλάβετε πόσο προκαλέσατε την αγανάκτησή μου. »Θα περιορίσω τον εφοδιασμό σας σε ψωμί και θα σας προκαλέσω ακόμα μεγαλύτερη πείνα, τόση που θα τη νιώθετε σαν βέλη θανατηφόρα να σας τρυπούν τα σωθικά, για να σας καταστρέψω και να σας εξαφανίσω. Εκτός όμως από την πείνα, θα στείλω εναντίον σας και άγρια θηρία για να θανατώσουν τα παιδιά σας· οι αρρώστιες και η βία θα σας βρουν, κι εγώ θα σας καταδιώξω με το ξίφος μου. Εγώ ο Κύριος το λέω». Ο Κύριος μου είπε: «Εσύ άνθρωπε, γύρνα και κοίταξε προς τα βουνά του Ισραήλ και προφήτεψε εναντίον τους· πες: “εσείς βουνά και λόφοι του Ισραήλ με τα φαράγγια σας και τις κοιλάδες σας, ακούστε τι έχει να σας πει ο Κύριος, ο Θεός: Εγώ, ο Κύριος, θα στείλω εναντίον σας πόλεμο και θα καταστρέψω τους ιερούς τόπους της λατρείας των ειδώλων σας. Σ’ ολόκληρη τη χώρα του Ισραήλ οι πόλεις θα ερημωθούν και οι ιεροί τόποι θα γίνουν ερείπια. Τα θυσιαστήριά σας θα ερημωθούν, τα είδωλά σας θα κομματιαστούν και θ’ αφανιστούν, οι βωμοί σας του θυμιάματος θα κατεδαφιστούν· όλα όσα φτιάξατε θα χαθούν. Παντού οι σκοτωμένοι σας θα μένουν άταφοι. Έτσι ο λαός Ισραήλ θα μάθει ότι εγώ είμαι ο Κύριος. ”Ωστόσο, θ’ αφήσω μερικούς από σας να γλιτώσουν απ’ τη σφαγή και να διασκορπιστούν ανάμεσα στα έθνη. Εκεί θα ζήσουν ως αιχμάλωτοι και θα με θυμηθούν. Θα καταλάβουν όλοι πως τους σύντριψα γιατί η άπιστη καρδιά τους με είχε εγκαταλείψει και είχαν αφοσιωθεί στα είδωλα. Τότε θα σιχαθούν εντελώς τον εαυτό τους εξαιτίας των πονηρών και βδελυρών τους πράξεων. Τότε θα μάθουν ότι εγώ, ο Κύριος, δεν προειδοποιούσα μάταια, όταν απειλούσα μ’ ετούτα τα δεινά”». Μου είπε ακόμα ο Κύριος, ο Θεός: «Χτύπα με θυμό χέρια και πόδια και πες: “αλίμονο! Οι Ισραηλίτες θα πεθάνουν από τον πόλεμο, την πείνα και τις αρρώστιες για όλες τις βδελυρές τους πράξεις”. Όσοι φύγουν μακριά, θα πεθάνουν απ’ τις αρρώστιες· όσοι βρίσκονται κοντά, θα σκοτωθούν στον πόλεμο· όσοι από τους πολιορκημένους επιζήσουν, θα πεθάνουν από την πείνα. Έτσι θα ξεσπάσει η οργή μου εναντίον τους. Θα μάθουν ότι εγώ είμαι ο Κύριος, όταν οι σκοτωμένοι τους θα κείτονται ανάμεσα στα είδωλά τους γύρω από τους βωμούς τους, στους ιερούς τόπους στις κορυφές των βουνών, κάτω από τις σκιές των δέντρων ή κάτω από τις δασύφυλλες βελανιδιές, παντού όπου αυτοί πρόσφεραν τις ευωδιαστές προσφορές στα είδωλά τους. Έτσι θα τους τιμωρήσω, όπου κι αν κατοικούν και θα κάνω τη χώρα έρημη και χέρσα σ’ όλη της την έκταση, από τη νότια έρημο ως την πολιτεία της Ριβλά, στο βορρά. Έτσι όλοι θα μάθουν ότι εγώ είμαι ο Κύριος». Ο Κύριος μου είπε: «Εσύ άνθρωπε, άκου τι εγώ ο Κύριος, ο Θεός, έχω να πω στους κατοίκους της χώρας του Ισραήλ: “ήρθε το τέλος! Το τέλος για όλη τη χώρα έφτασε! Θα εξαπολύσω το θυμό μου εναντίον σας και θα ’ρθεί και για σας το τέλος. Θα σας κρίνω ανάλογα με τα έργα σας και θα σας τιμωρήσω για όλες τις βδελυρές σας πράξεις. Δε θα δείξω έλεος για σας, δε θα σας γλιτώσω· θα σας ζητήσω να πληρώσετε για όλες τις φρικτές σας πράξεις που ως τώρα εξακολουθείτε να κάνετε. Τότε θα μάθετε ότι εγώ είμαι ο Κύριος”». Λέει ο Κύριος ο Θεός: «Να! Η καταστροφή έρχεται. Και θα είναι ολοκληρωτική. Το τέλος έρχεται· έρχεται το τέλος. Το τέλος σας φτάνει, πλησιάζει! Τώρα είναι η σειρά σας, κάτοικοι της χώρας. Ήρθε ο καιρός, η μέρα πλησιάζει, μέρα πανικού! Φωνές χαράς απ’ τις ειδωλολατρικές σας τελετές δεν θ’ ακούγονται πια στα βουνά. Σύντομα τώρα την οργή μου θα την αδειάσω πάνω σας και θα εξαντλήσω εναντίον σας το θυμό μου· θα σας κρίνω ανάλογα με τα έργα σας· και θα σας τιμωρήσω για όλες τις βδελυρές σας πράξεις. Δε θα σας δείξω επιείκεια ούτε θα σας σπλαχνιστώ· θα σας ζητήσω να πληρώσετε για τα έργα σας και για όλες τις βδελυρές σας πράξεις. Έτσι θα μάθετε ότι εγώ που σας κτυπώ, είμαι ο Κύριος». Νάτην η ημέρα της κρίσεως, έρχεται· η καταδίκη καταφθάνει, το μαστίγιο ετοιμάστηκε. Η περηφάνεια φούντωσε. η βία δημιουργεί όλο και περισσότερη διαφθορά. Τίποτα δεν πρόκειται να μείνει από την αφθονία σας και τον πλούτο σας· και δε θα γίνουν διακρίσεις ανάμεσά σας. Ο καιρός ήρθε, η ημέρα της κρίσεως πλησιάζει. Ας μη χαίρεται ο αγοραστής κι ας μη λυπάται αυτός που πρέπει να πουλήσει ακίνητη περιουσία, γιατί η καταστροφή επέρχεται εναντίον όλων. Ο πωλητής έστω κι αν επιζήσει, δεν πρόκειται να πάρει πίσω αυτό που πούλησε, γιατί το προφητικό όραμα που απειλεί όλο το λαό δεν πρόκειται ν’ ανακληθεί. Όλοι τους θα υποστούν τις συνέπειες της αδικίας τους· κανείς τους δεν θα μπορέσει να σωθεί. Ήχησε η σάλπιγγα· όλα είν’ έτοιμα, αλλά κανείς δεν πάει στη μάχη, γιατί η οργή του Κυρίου έρχεται πιο γρήγορα πάνω σ’ όλο το λαό. Ο πόλεμος θερίζει έξω στους δρόμους, μέσα στα σπίτια η πείνα και το θανατικό. Όποιος είναι στον κάμπο θα σκοτωθεί στη μάχη κι όποιος είναι στην πόλη θα υποκύψει απ’ την πείνα και τις αρρώστιες. Αν μερικοί διαφύγουν κι επιζήσουν, θα καταφύγουν στα βουνά, όπως τα τρομαγμένα περιστέρια της πεδιάδας και θα στενάζουν για τις ανομίες τους. Τα χέρια τους θα παραλύσουν, τα γόνατά τους θ’ αλληλοχτυπιούνται καθώς θα τρέμουν. Όλοι τους θα ντυθούν στα πένθιμα και φρίκη θα τους διακατέχει. Η ντροπή θα είναι ζωγραφισμένη στα πρόσωπα όλων και θα ’χουν ξυρισμένα τα κεφάλια τους σε ένδειξη πένθους. Θα πετάξουν το ασήμι τους στους δρόμους και γι’ αυτούς το χρυσάφι τους θα είναι σκουπίδια. Γιατί το ασήμι τους και το χρυσάφι τους δεν θα μπορούν να τους σώσουν την ημέρα της οργής του Κυρίου· δε θα μπορούν μ’ εκείνα να γεμίσουν το στομάχι τους ή να ικανοποιήσουν την ψυχή τους. Αυτά ήταν άλλωστε και η αιτία που αμάρτησαν: Ήταν περήφανοι για τα όμορφα στολίδια τους και μ’ αυτά έφτιαξαν τα βδελυρά είδωλά τους, τα αποτρόπαια αντικείμενα της λατρείας τους. Γι’ αυτό κι ο Κύριος θα τους κάνει να βλέπουν με απέχθεια τον πλούτο τους. «Στους ξένους θα τον παραδώσω όλον αυτό τον πλούτο», λέει ο Κύριος, «και στους εχθρούς για λάφυρα, για να τον βεβηλώσουν. Θα εγκαταλείψω το λαό μου και οι εχθροί τ’ άδυτα του ναού μου θα μολύνουν. Ληστές θα εισχωρήσουν μέχρι εκεί και θα τον βεβηλώσουν. Θα κάνουν μεγάλη σφαγή, γιατί η χώρα είναι γεμάτη αιματοχυσίες και στην πόλη βασιλεύει η βία. Γι’ αυτό θα φέρω τα σκληρότερα από τα έθνη και θα καταλάβουν τα σπίτια τους· θα συντρίψω την υπεροπτική τους δύναμη και θα βεβηλωθούν τα ιερά τους. »Θα πανικοβληθούν και θα προσπαθήσουν να γλιτώσουν, αλλά μάταια. Θα έρχονται αλλεπάλληλες οι καταστροφές και οι κακές ειδήσεις. Θα ζητήσουν μήνυμα του Θεού απ’ τον προφήτη, αλλά μάταια· ο ιερέας δεν θα μπορεί πια να τους διδάξει ούτε οι πρεσβύτεροι να τους δώσουν συμβουλές. Ο βασιλιάς θα θρηνήσει, οι άρχοντες θα ντυθούν στα πένθιμα κι ο υπόλοιπος λαός θα έχει παραλύσει από τον τρόμο, γιατί θα τους μεταχειριστώ ανάλογα με τα έργα τους και θα τους κρίνω όπως κι εκείνοι κρίνουν. Έτσι θα μάθουν ότι εγώ είμαι ο Κύριος». Την πέμπτη μέρα του έκτου μήνα του έκτου έτους της αιχμαλωσίας μας, ενώ καθόμουν στο σπίτι μου, με τους πρεσβυτέρους του Ιούδα καθισμένους μπροστά μου, ένιωσα ξαφνικά τη δύναμη του Κυρίου, του Θεού. Τότε γύρισα και είδα μια μορφή που είχε την όψη ανθρώπου. Από τη μέση και κάτω έμοιαζε με φωτιά κι από τη μέση και πάνω με λάμψη μετάλλου που φεγγοβολάει. Άπλωσε κάτι σαν χέρι και μ’ έπιασε απ’ τα μαλλιά· έτσι το Πνεύμα του Θεού με σήκωσε στον αέρα και μ’ έφερε μέσα σε όραμα στην Ιερουσαλήμ. Εκεί βρέθηκα στην εσωτερική πλευρά της βορινής πύλης της πόλης, στον τόπο όπου ήταν στημένο ένα είδωλο, το οποίο προκαλεί την οργή του Θεού. Εκεί είδα τη δόξα του Θεού του Ισραήλ, την ίδια που είχα δει και στην κοιλάδα. Και μου είπε ο Θεός: «Εσύ, άνθρωπε, κοίταξε προς το βορρά». Κοίταξα προς το βορρά και πράγματι, έξω από την πόρτα που οδηγούσε στο θυσιαστήριο, κοντά στην είσοδο, ήταν στημένο αυτό το είδωλο που προκαλεί το Θεό. Έπειτα μου είπε ο Κύριος: «Άνθρωπε, βλέπεις τι κάνουν τώρα; Βλέπεις τις βδελυρότατες πράξεις που κάνουν εδώ οι Ισραηλίτες για να με διώξουν από το αγιαστήριό μου; Θα δεις όμως ακόμη πιο βδελυρές πράξεις». Μ’ έφερε τότε στην πύλη της εξωτερικής αυλής. Εκεί είδα ότι υπήρχε μια τρύπα στον τοίχο. «Άνθρωπε», μου είπε ο Θεός, «σκάψε στον τοίχο». Έσκαψα και είδα μια πόρτα. «Πήγαινε μέσα», μου είπε, «και κοίταξε τα βδελυρά έργα που κάνουν αυτοί εκεί». Μπήκα μέσα και είδα ότι γύρω γύρω στους τοίχους ήταν ζωγραφισμένα όλα τα είδη των ερπετών και των σιχαμερών ζώων, όλα τα είδωλα των Ισραηλιτών. Εβδομήντα πρεσβύτεροι των Ισραηλιτών είχαν στη μέση τον Ιααζανία, γιο του Σαφάν, κι εκείνοι στέκονταν μπροστά στις εικόνες κρατώντας καθένας στο χέρι του ένα θυμιατήρι, από το οποίο ανέβαινε πυκνό νέφος θυμιάματος. Τότε μου είπε: «Άνθρωπε, βλέπεις τι κάνουν οι πρεσβύτεροι των Ισραηλιτών στο σκοτάδι, καθένας στην τοιχογραφημένη κρυψώνα του; “Πού να μας δει ο Κύριος;” λένε. “Ο Κύριος εγκατέλειψε τη χώρα”». Έπειτα μου είπε: «Θα δεις ότι αυτοί κάνουν ακόμη πιο βδελυρές πράξεις». Τότε μ’ έφερε στην είσοδο της βορινής πύλης του ναού του Κυρίου, όπου κάθονταν γυναίκες και θρηνολογούσαν για το θάνατο του θεού Ταμμούζ. Και μου είπε: «Άνθρωπε, το βλέπεις αυτό; Θα δεις πράξεις ακόμα πιο βδελυρές». Τότε μ’ έφερε στην εσωτερική αυλή του ναού του Κυρίου κοντά στην κύρια πύλη του ναού μεταξύ του πρόναου και του θυσιαστηρίου. Εκεί ήταν περίπου είκοσι πέντε άντρες, με τα νώτα τους στραμμένα προς το ναό και τα πρόσωπά τους προς τα ανατολικά και προσκυνούσαν τον ήλιο την ώρα που ανέτελλε. «Το βλέπεις αυτό, άνθρωπε;» Μου είπε ο Θεός. «Οι κάτοικοι του Ιούδα, δε φτάνει που κάνουν μέσα στο ναό μου τις βδελυρές πράξεις που κι εσύ είδες και γεμίζουν τη χώρα με ανομία αλλά με προσβάλλουν κιόλας ακόμη περισσότερο και μάλιστα με το χειρότερο τρόπο. Γι’ αυτό κι εγώ θα ενεργήσω με οργή. Δε θα τους σπλαχνιστώ καθόλου, ούτε θα τους ελεήσω. Κι αν ακόμη απευθυνθούν σ’ εμένα με δυνατή φωνή, εγώ δεν θα τους ακούσω». Τότε άκουσα τον Κύριο να φωνάζει με δυνατή φωνή και να λέει: «Πλησιάστε τιμωροί της πόλης, κρατώντας καθένας στο χέρι του το καταστροφικό του όπλο». Ήρθαν τότε έξι άντρες από την κατεύθυνση της άνω πύλης, που βλέπει στο βορρά, καθένας κρατώντας το όπλο του για τη σφαγή, και μαζί τους ήταν ένας άντρας, ντυμένος στα λινά, με ένα μελανοδοχείο γραμματέα στη μέση του. Ήρθαν και στάθηκαν δίπλα στο χάλκινο θυσιαστήριο. Η δόξα του Θεού του Ισραήλ είχε σηκωθεί από τα χερουβίμ, πάνω στα οποία αναπαυόταν, και είχε έρθει στο κατώφλι του ναού. Έπειτα ο Κύριος φώναξε τον άντρα, που ήταν ντυμένος στα λινά και είχε το μελανοδοχείο του γραμματέα στη μέση του, και του είπε: «Πήγαινε, διάσχισε την Ιερουσαλήμ και βάλε σημάδι στα μέτωπα των ανθρώπων εκείνων που στενάζουν και θλίβονται για τις βδελυρές πράξεις που γίνονται μέσα στην πόλη». Και στους άλλους είπε, έτσι που ν’ ακούω κι εγώ: «Ακολουθήστε αυτόν τον άντρα στην πόλη και σκορπίστε το θάνατο· μη λυπηθείτε ούτε να διστάσετε για κανέναν. Σφάξτε τους όλους αυτούς, γέρους, νέους και παρθένες, μικρά παιδιά και μανάδες· εξοντώστε τους τελείως. Αλλά μην αγγίξετε κανέναν που έχει στο μέτωπό του το σημάδι. Αρχίστε από το αγιαστήριό μου». Έτσι άρχισαν από τους πρεσβυτέρους, που ήταν μπροστά στο ναό. Ύστερα τους είπε: «Γεμίστε τις αυλές με σκοτωμένους έστω κι αν μολύνετε το ναό μ’ αυτούς. Μετά βγείτε έξω!» Και βγήκαν και σκότωναν στην πόλη. Ενώ αυτοί σκότωναν, εγώ ήμουν μόνος· έπεσα τότε με το πρόσωπο στη γη και φώναξα: «Αχ, Κύριε, Θεέ! Θα ξεσπάσεις οργισμένος και εναντίον της Ιερουσαλήμ; Σκοπεύεις δηλαδή να καταστρέψεις όλους τους Ισραηλίτες, που έχουν απομείνει;» Εκείνος μου απάντησε: «Η ενοχή των κατοίκων του Ισραήλ και του Ιούδα είναι πάρα πολύ μεγάλη· η χώρα και η πόλη είναι γεμάτη εγκλήματα και αδικίες. “Ο Κύριος εγκατέλειψε τη χώρα”, λένε, “ο Κύριος δεν βλέπει”. Γι’ αυτό κι εγώ δε θα τους λυπηθώ ούτε θα τους δείξω έλεος. Θ’ ανταποδώσω τα έργα τους πάνω στο κεφάλι τους». Τότε ο άνθρωπος με τα λινά και το μελανοδοχείο στη μέση αποκρίθηκε: «Έκανα όπως με διέταξες». Καθώς παρατηρούσα το θόλο που βρισκόταν πάνω από τα κεφάλια των χερουβίμ, είδα κάτι που έμοιαζε με τεράστιο ζαφείρι σε σχήμα θρόνου. Ο Θεός είπε στον άνθρωπο που ήταν ντυμένος στα λινά: «Μπες ανάμεσα στους τροχούς κάτω από τα χερουβίμ και γέμισε τις χούφτες σου με αναμμένα κάρβουνα από ’κει μέσα και σκόρπισέ τα στην πόλη». Πράγματι, είδα πως ο άντρας μπήκε ανάμεσα στους τροχούς των χερουβίμ. Ο θόρυβος απ’ τις φτερούγες των χερουβίμ ακουγόταν ως την εξωτερική αυλή, σαν τη φωνή του παντοκράτορα Θεού, όταν μιλάει. Κι όταν πρόσταξε τον άντρα τον ντυμένο στα λινά να πάρει φωτιά ανάμεσα από τους τροχούς των χερουβίμ, αυτός πήγε και στάθηκε δίπλα σε έναν τροχό. Έπειτα, ένα χερούβ άπλωσε το χέρι του προς τη φωτιά, που έκαιγε ανάμεσά τους, πήρε μερικά αναμμένα κάρβουνα και τα έβαλε στα χέρια του ανθρώπου με τα λινά· αυτός πήρε τη φωτιά και βγήκε έξω. Είδα τότε ότι τα χερουβίμ είχαν κάτι που έμοιαζε με χέρι ανθρώπου κάτω από τα φτερά τους. Επίσης είδα ότι υπήρχαν τέσσερις τροχοί δίπλα σε κάθε χερούβ στο χρώμα του τοπαζιού. Οι τέσσερις τροχοί είχαν την ίδια εμφάνιση, ώστε καθένας να φαίνεται ότι έχει ένα δεύτερο τροχό μέσα του σταυρωτά. Είχαν τη δυνατότητα να κινούνται σταθερά και προς τις τέσσερις κατευθύνσεις· κάθε φορά ακολουθούσαν την κατεύθυνση όπου ήταν στραμμένη η κεφαλή των χερουβίμ. Κάθε χερούβ είχε τέσσερα πρόσωπα: το πρώτο πρόσωπο ήταν πρόσωπο βοδιού, το δεύτερο ήταν πρόσωπο ανθρώπου, το τρίτο πρόσωπο λιονταριού και το τέταρτο πρόσωπο αετού. Ύστερα τα χερουβίμ άρχισαν να σηκώνονται ψηλά. Ήταν τα ίδια όντα που είχα δει στον ποταμό Χεβάρ. Τώρα είδα ότι η δόξα του Κυρίου προχώρησε από το κατώφλι του ναού και στάθηκε πάνω από τα χερουβίμ. Τα χερουβίμ άνοιξαν τα φτερά τους κι άρχισαν να σηκώνονται από τη γη, και μαζί τους σηκώνονταν και οι τροχοί. Μετά στάθηκαν στην είσοδο της ανατολικής πύλης του ναού του Κυρίου· κι η δόξα του Θεού του Ισραήλ ήταν από πάνω τους. Αυτά ήταν τα ίδια όντα που είχα δει κάτω από το Θεό του Ισραήλ, στον ποταμό Χεβάρ και αναγνώρισα ότι επρόκειτο για χερουβίμ. Καθένα τους είχε τέσσερα πρόσωπα και τέσσερα φτερά και κάτω από τα φτερά τους ένα είδος ανθρώπινα χέρια. Όσο για τα πρόσωπά τους, αυτά έμοιαζαν με τα πρόσωπα που είχα δει στον ποταμό Χεβάρ. Τα χερουβίμ κινούνταν το καθένα κατευθείαν εμπρός, εκεί που κοίταζε το πρόσωπό του Το Πνεύμα με σήκωσε και με έφερε στην ανατολική πύλη του ναού του Κυρίου. Εκεί μπροστά στην πύλη ήταν είκοσι άντρες, ανάμεσα στους οποίους είδα δύο από τους άρχοντες του λαού: τον Ιααζονία, γιο του Αζζούρ και τον Πελατία, γιο του Βεναΐα. Ο Κύριος μου είπε: «Άνθρωπε, αυτοί είναι οι άντρες που σχεδιάζουν τις αδικίες και δίνουν πονηρές συμβουλές σ’ αυτή την πόλη. Λένε: “ποιος είπε ότι δεν είναι καιρός πια να χτίζουμε σπίτια; Αυτή η πόλη είναι το καζάνι και μέσα είμαστε εμείς το κρέας”. Γι’ αυτό προφήτεψε εναντίον τους, προφήτεψε, άνθρωπε!» Τότε το Πνεύμα ήρθε πάνω μου κι ο Κύριος μου είπε: «Πες στους Ισραηλίτες τα εξής: “ακούστε τι λέει ο Κύριος: Γνωρίζω τι σκέφτεστε και τι σχεδιάζετε. Τόσα είναι τα φονικά σας στην πόλη, που οι δρόμοι της είναι γεμάτοι πτώματα. Δε θα είστε προφυλαγμένοι στην πόλη, όπως το κρέας στο καζάνι, αλλά θα σας τιμωρήσω οπουδήποτε θα βρίσκεστε μέσα στα σύνορα του Ισραήλ. Τότε θα μάθετε ότι εγώ είμαι ο Κύριος που τους νόμους του δεν τους τηρήσατε και τις προσταγές του δεν τις εκτελέσατε· τηρήσατε τα έθιμα των εθνών που είναι γύρω σας”». Ενώ εγώ προφήτευα, πέθανε ο Πελατίας, γιος του Βεναΐα. Τότε έπεσα με το πρόσωπο στη γη και φώναξα: «Αχ, Κύριε Θεέ, σκοπεύεις, δηλαδή, να εξοντώσεις όλους όσους απέμειναν από τους Ισραηλίτες;» Τότε ο Κύριος μου απάντησε: «Άνθρωπε, οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ λένε για όλους τους Ισραηλίτες που πήγαν στην αιχμαλωσία μαζί σου, τους συμπατριώτες σου, τους αδερφούς σου: “άστους να μείνουν μακριά από την παρουσία του Κυρίου· τώρα εμείς κατέχουμε αυτή τη χώρα”. Πες, λοιπόν, στους συναιχμαλώτους σου: “ο Κύριος ο Θεός λέει: Πράγματι, εγώ σας έστειλα μακριά ανάμεσα στα έθνη και σας σκόρπισα στις ξένες χώρες· και σ’ εκείνες τις χώρες που βρεθήκατε, εγώ ήμουν ανάμεσά σας σαν να βρισκόμουν μέσα σε αγιαστήριο. Εγώ, όμως, ο Κύριος ο Θεός, θα τους συνάξω μέσα από τους λαούς, θα τους συγκεντρώσω μέσα από τις χώρες όπου είχαν διασκορπιστεί και θα τους ξαναδώσω τη χώρα του Ισραήλ. Όταν θα ’ρθουν εκεί θ’ απομακρύνουν όλα τα είδωλά τους και όλες τις μισητές πράξεις τους. Θα τους δώσω νέα καρδιά και θα βάλω μέσα τους νέο πνεύμα· θα αφαιρέσω από το σώμα τους την πέτρινη καρδιά και θα τους δώσω καρδιά ζωντανή, για να ζουν σύμφωνα με τους νόμους μου και να τηρούν τις εντολές μου και να τις εφαρμόζουν. Αυτοί θα είναι λαός μου κι εγώ θα είμαι Θεός τους. Αλλά σ’ εκείνους που η καρδιά τους είναι κολλημένη στα είδωλά τους και στις βδελυρές πράξεις τους, θα τους ανταποδώσω σύμφωνα με αυτές τις πράξεις τους. Εγώ ο Κύριος, ο Θεός, το λέω”». Τότε τα χερουβίμ, που πάνω τους ήταν η δόξα του Θεού του Ισραήλ, άνοιξαν τα φτερά τους και οι τροχοί κινήθηκαν μαζί τους. Έτσι η δόξα του Κυρίου έφυγε από την πόλη και στάθηκε στο βουνό που είναι στ’ ανατολικά της. Το Πνεύμα του Θεού με σήκωσε και μ’ έφερε μέσα σε όραμα στη χώρα της Βαβυλώνας, στους αιχμαλώτους. Τότε το όραμα έφυγε από μένα. Κι εγώ είπα στους αιχμαλώτους όλα εκείνα τα πράγματα που μου είχε δείξει ο Κύριος. Ο Κύριος μου είπε: «Άνθρωπε, εσύ μένεις ανάμεσα σε αποστάτες, που έχουν μάτια για να βλέπουν, αλλά δε βλέπουν, και αυτιά για ν’ ακούν, αλλά δεν ακούν, γιατί είναι αποστάτες. Σκάψε έναν τοίχο του σπιτιού σου μπροστά τους, άνοιξε μια τρύπα και βγες απ’ αυτήν. Πάρε μπροστά τους το σακούλι σου στους ώμους και φύγε στο σκοτάδι με σκεπασμένο το πρόσωπό σου, για να μη βλέπεις πλέον τη χώρα. Σ’ έκανα σύμβολο στους Ισραηλίτες». Εγώ, λοιπόν, έκανα όπως διατάχθηκα. Ετοίμασα το σακούλι μου σαν να ήταν αποσκευή εξορίας, ενώ ήταν ακόμα μέρα, και το βράδι έσκαψα τον τοίχο, άνοιξα μια τρύπα με το χέρι μου και βγήκα μες στο σκοτάδι μεταφέροντας το σακούλι μου στους ώμους, ενώ αυτοί μ’ έβλεπαν. Το πρωί ο Κύριος μου είπε: «Άνθρωπε, δε σε ρώτησαν οι Ισραηλίτες αποστάτες τι ήταν αυτά που έκανες; Να τους πεις ότι ο Κύριος, ο Θεός λέει: “αυτή η συμβολική πράξη αφορά τον άρχοντα της Ιερουσαλήμ και όλους τους Ισραηλίτες που ζουν εκεί”. Πες τους ακόμη: “εγώ είμαι σύμβολο γι’ αυτούς: ό,τι έκανα εγώ, αυτό θα συμβεί και σ’ εκείνους. Θα συρθούν στην εξορία, στην αιχμαλωσία. Κι ο άρχοντάς τους θα πάρει το σακούλι του στους ώμους μες στο σκοτάδι και θα φύγει μέσα από μια τρύπα που θα του ανοίξουν για να βγει. Θα σκεπάσει και το πρόσωπό του για να μη βλέπει πλέον τη χώρα”. Θ’ απλώσω το δίχτυ μου πάνω του και θα πιαστεί στην παγίδα μου. Θα τον φέρω στη Βαβυλώνα, στη χώρα των Χαλδαίων αλλά δε θα τη βλέπει και θα πεθάνει εκεί. Θα σκορπίσω στους τέσσερις ανέμους όλη την ακολουθία του, τους φρουρούς του και τα στρατεύματά του και θα τους καταδιώξω με το ξίφος μου. Κι όταν θα τους έχω διασκορπίσει ανάμεσα στα έθνη, όταν θα τους έχω διασπείρει στις ξένες χώρες, τότε θα μάθουν ότι εγώ είμαι ο Κύριος. Αλλά μερικούς απ’ αυτούς θα τους γλιτώσω από τον πόλεμο, την πείνα και την αρρώστια, για να διηγούνται στα έθνη στα οποία θα πάνε, όλες τις βδελυρές πράξεις τους. Έτσι θα μάθουν κι εκείνα τα έθνη ότι εγώ είμαι ο Κύριος». Πάλι ο Κύριος μου είπε: «Εσύ, άνθρωπε, φάε το ψωμί σου με τρόμο και πιες το νερό σου με ανησυχία και αγωνία. Και πες στον εξόριστο λαό της χώρας, ότι ο Κύριος ο Θεός, λέει: “οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ που θα ’χουν απομείνει στη χώρα του Ισραήλ, θα φάνε το ψωμί τους με αγωνία και θα πιουν το νερό τους με φόβο, γιατί η χώρα θα ερημωθεί εξαιτίας της ανομίας των κατοίκων της. Οι κατοικημένες πόλεις θ’ αδειάσουν από τους κατοίκους τους και η χώρα θα ερημωθεί. Έτσι θα μάθετε ότι εγώ είμαι ο Κύριος”». Ο Κύριος μου είπε: «Άνθρωπε, ποια είναι η σημασία της παροιμίας που λέτε στη χώρα του Ισραήλ, “ο καιρός περνά και κανένα όραμα δεν πραγματοποιείται”; Πες τους, λοιπόν: “ο Κύριος ο Θεός λέει: Θα θέσω τέρμα στην παροιμία αυτή και δε θα την ξαναπούν πια οι Ισραηλίτες”. Πες τους αντίθετα: “πράγματι έρχεται καιρός, που κάθε όραμα θα εκπληρωθεί”. Δε θα υπάρξει πια ψευδές όραμα και πρόρρηση παραπλανητική στους Ισραηλίτες. Γιατί όταν εγώ, ο Κύριος, μιλάω, ο λόγος αυτός θα εκπληρώνεται χωρίς χρονοτριβή. Αποστάτες, στις μέρες σας εγώ ό,τι πω θα το κάνω. Εγώ ο Κύριος, ο Θεός, το λέω». Ο Κύριος μου είπε πάλι: «Άνθρωπε, οι Ισραηλίτες λένε για σένα ότι το όραμα που βλέπεις είναι για μια μελλοντική εποχή, ότι προφητεύεις για πολύ μακρινούς χρόνους. Πες τους, λοιπόν: “ο Κύριος ο Θεός λέει: Δε θ’ αργήσει πια να εκπληρωθεί κανένας απ’ τους λόγους μου. Κάθε λόγος που λέω εγώ εκπληρώνεται. Εγώ ο Κύριος, ο Θεός, το λέω”». Ο Κύριος μου είπε: «Εσύ άνθρωπε, προφήτεψε εναντίον των προφητών του Ισραήλ που προφητεύουν αυθαίρετα, και πες τους: “ακούστε τι λέει για σας ο Κύριος ο Θεός: Αλίμονο στους ανόητους προφήτες που προφητεύουν αυθαίρετα, χωρίς να βλέπουν οράσεις. Οι προφήτες σας, Ισραηλίτες, είναι σαν καταστροφικές αλεπούδες, που τριγυρνούν ανάμεσα στα ερείπια. Δεν ανέβηκαν να επιδιορθώσουν τα χαλάσματα του τείχους ούτε έχτισαν τοίχο για να σας προστατεύσουν από τον πόλεμο την ημέρα που εγώ ο Κύριος θα σας κρίνω. Γι’ αυτό, εγώ ο Κύριος, ο Θεός, λέω: Επειδή έχουν πει ψεύτικες προφητείες και έχουν δει απατηλές οράσεις, είμαι εναντίον τους. Θα δείξω τη δύναμή μου εναντίον αυτών των φαντασιόπληκτων προφητών, που επινοούν οράσεις και δίνουν ψεύτικους χρησμούς. Δε θα μετέχουν στη συνέλευση του λαού μου ούτε θα καταγραφούν στον κατάλογο των Ισραηλιτών, ούτε θα μπουν στη χώρα τους. Έτσι θα μάθουν ότι εγώ είμαι ο Κύριος, ο Θεός. Αποπλάνησαν το λαό μου λέγοντάς του ότι όλα θα πάνε καλά, ενώ τίποτα δεν πήγαινε καλά. Κι όταν ο λαός μου έχτιζε τοίχο με ξερολιθιά, αυτοί απλώς τον σοβαντίζανε. Πες, λοιπόν, σ’ αυτούς τους προφήτες, που σοβαντίζουν την ξερολιθιά, πως θα ’ρθεί μια δυνατή βροχή, θα πέσει χαλάζι και θα ξεσπάσει ανεμοθύελλα, κι ο τοίχος θα πέσει. Όταν λοιπόν ο τοίχος πέσει, θα σας ρωτάνε: Τι απέγινε εκείνος ο όμορφος σοβάς που πασαλείψατε την ξερολιθιά; Κι αυτό είν’ εκείνο που εγώ, ο Κύριος ο Θεός, έχω να σας πω: Θα εξαπολύσω γεμάτος οργή έναν ισχυρό άνεμο, θα έρθει δυνατή βροχή και θα πέσει χαλάζι με μανία καταστροφική. Θα γκρεμίσω τον τοίχο που είχατε σοβαντίσει, θα τον κατεδαφίσω τελείως, έτσι που να φανούνε τα θεμέλιά του. Κι όταν ο τοίχος πέσει, θα εξαφανιστείτε κι εσείς μες στα ερείπιά του· έτσι θα μάθετε ότι εγώ είμαι ο Κύριος. Θα εξαντλήσω την οργή μου πάνω σ’ αυτόν τον τοίχο και πάνω σ’ αυτούς που τον σοβάντισαν. Και τότε εγώ θα σας ειρωνεύομαι: Πού είναι τώρα ο τοίχος; πού είναι εκείνοι που τον σοβάντισαν; Τι έγιναν εκείνοι οι προφήτες του Ισραήλ, που προφήτευαν για την Ιερουσαλήμ και που οραματίζονταν ότι όλα θα πήγαιναν καλά σ’ αυτήν; Τίποτα δεν πήγε καλά! Εγώ ο Κύριος, ο Θεός, το λέω”». Μου είπε ακόμα ο Κύριος: «Εσύ άνθρωπε, απευθύνσου στις γυναίκες του λαού σου, που προφητεύουν αυθαίρετα, και προφήτεψε εναντίον τους. Πες τους: “ακούστε τι λέει ο Κύριος ο Θεός: Αλίμονο σ’ εσάς γυναίκες, που ράβετε μαγικές κορδέλες για τους καρπούς των χεριών και φτιάχνετε μαντίλες για τα κεφάλια ανθρώπων κάθε ηλικίας, παγιδεύοντας έτσι τις ζωές των ανθρώπων που ανήκουν στο λαό μου! Έχετε την εντύπωση ότι θα σώσετε τη δική σας ζωή; Με τον τρόπο αυτό προσβάλλετε το όνομά μου ανάμεσα στο λαό μου για μια χούφτα κριθάρι και για ένα κομμάτι ψωμί, παραδίνοντας στο θάνατο ανθρώπους που δεν ήταν να πεθάνουν και διατηρώντας στη ζωή ανθρώπους που δε θα ’πρεπε να ζήσουν. Έτσι πλανάτε το λαό μου, που του αρέσει να ακούει ψεύδη. ”Γι’ αυτό, εγώ ο Κύριος, ο Θεός θα ενεργήσω ενάντια στα μαγικά δεσίματά σας, που μ’ αυτά παγιδεύετε τους ανθρώπους· θα τα ξεσκίσω από τα μπράτσα σας και θα ελευθερώσω αυτούς που κυνηγάτε. Θα ξεσκίσω τις μαντήλες σας και θα ελευθερώσω το λαό μου από τη μαγική εξουσία σας, που τους κρατάτε σαν θήραμα· και θα μάθετε ότι εγώ είμαι ο Κύριος. ”Με τα ψεύδη σας έχετε αποθαρρύνει τους δικαίους, αν κι εγώ ποτέ δεν τους αποθάρρυνα και ενθαρρύνατε τους ασεβείς, ώστε να μην αλλάξουν τον κακό τρόπο της ζωής τους και σωθούν. Γι’ αυτό δεν θα ξαναδείτε τις απατηλές οράσεις σας, ούτε θα ξαναδώσετε τους ψεύτικους χρησμούς σας· θα ελευθερώσω το λαό μου από τη μαγική δύναμή σας κι έτσι θα μάθετε ότι εγώ είμαι ο Κύριος”». Μερικοί από τους πρεσβύτερους των Ισραηλιτών ήρθαν σ’ εμένα για να συμβουλευθούν τον Κύριο και κάθισαν μπροστά μου. Μου είπε, λοιπόν, ο Κύριος: «Άνθρωπε, αυτοί έχουν αφιερωθεί ολόψυχα στα είδωλά τους, τα οποία τους οδηγούν στην αμαρτία.Τι έρχονται τώρα και με συμβουλεύονται; Γι’ αυτό απάντησέ τους: “ο Κύριος, ο Θεός, λέει: Όποιος από τους Ισραηλίτες αφιερωθεί στα είδωλά του και τ’ αφήσει να τον οδηγήσουν στην αμαρτία, και μετά πάει στον προφήτη για να με συμβουλευτεί μέσω αυτού, εγώ ο ίδιος ο Κύριος θα του δώσω την απάντηση που του αξίζει. Έτσι θα δώσω ένα μάθημα στους Ισραηλίτες που έχουν αποξενωθεί από μένα εξαιτίας των ειδώλων τους”. »Πες, λοιπόν, σ’ όλους τους Ισραηλίτες: “ο Κύριος, ο Θεός, λέει: Μετανοήστε κι εγκαταλείψτε τα είδωλά σας· πάψτε πια να τηρείτε τα βδελυρά έθιμά σας. Όποιος από τους Ισραηλίτες ή από τους ξένους που ζουν στη χώρα σας απομακρυνθεί από μένα και αφιερωθεί στα είδωλά του και τ’ αφήσει να τον οδηγήσουν στην αμαρτία, και μετά έρθει στον προφήτη για να με συμβουλευτεί μέσω αυτού, εγώ ο ίδιος ο Κύριος θα του δώσω την απάντηση: Θα στραφώ εναντίον του και θα τον τιμωρήσω παραδειγματικά, έτσι που όλοι θα μιλάνε γι’ αυτόν για πολύν καιρό και θα τον αποκόψω από το λαό μου. Τότε θα μάθετε ότι εγώ είμαι ο Κύριος. ”Κι αν ένας προφήτης πλανηθεί και δώσει παραπλανητικό χρησμό, εγώ ο Κύριος θα τον έχω παραπλανήσει· θ’ απλώσω το χέρι μου εναντίον του και θα τον αφανίσω από το λαό μου. Θα τιμωρηθούν και οι δυο γι’ αυτό· η τιμωρία του προφήτη θα είναι όμοια με την τιμωρία του ανθρώπου που τον συμβουλεύτηκε, για να μάθουν να μην αποστατούν πια οι Ισραηλίτες από μένα και να μη μολύνονται με τις πολλές τους παραβάσεις, αλλά να είναι λαός μου κι εγώ να είμαι Θεός τους· εγώ, ο Κύριος ο Θεός, το λέω”». Ο Κύριος μου είπε: «Άνθρωπε, αν κάποια χώρα απιστήσει σ’ εμένα, θα την τιμωρήσω και θα της στείλω πείνα, για ν’ αφανίσω και τους ανθρώπους και τα κτήνη της. Ακόμη κι αν ανάμεσα στον πληθυσμό της χώρας εκείνης ήταν άνθρωποι σαν τον Νώε, το Δανιήλ ή τον Ιώβ, η δικαιοσύνη τους δεν θα μπορούσε να σώσει παρά μόνο αυτούς τους ίδιους· εγώ ο Κύριος το λέω. »Ή θα στείλω άγρια θηρία εναντίον εκείνης της χώρας, για να εξαφανίσουν τους κατοίκους της και να την ερημώσουν, ώστε να μην μπορεί άνθρωπος να περάσει μέσα απ’ τη χώρα από τα πολλά θηρία της. Ακόμη κι αν ανάμεσα στον πληθυσμό της χώρας ήταν άνθρωποι σαν εκείνους τους τρεις άντρες, εγώ, ο αληθινός Θεός, το βεβαιώνω: δε θα μπορούσαν να σώσουν ούτε τα παιδιά της χώρας· μόνο τον εαυτό τους θα έσωζαν και η χώρα θα ερημωνόταν. »Ή θα στείλω εναντίον εκείνης της χώρας εχθρούς να την περάσουν από σφαγή, για να εξαφανίσω απ’ αυτήν ανθρώπους και ζώα. Ακόμα κι αν ανάμεσα στον πληθυσμό της χώρας ήταν άνθρωποι σαν εκείνους τους τρεις άντρες, εγώ, ο αληθινός Θεός, το βεβαιώνω: δε θα μπορούσαν να σώσουν ούτε τα παιδιά της χώρας· μόνο τον εαυτό τους θα έσωζαν. »Ή θα στείλω αρρώστια σ’ εκείνη τη χώρα και θα ξεσπάσει η οργή μου πάνω της με το θανατικό που θα εξοντώσει ανθρώπους και ζώα. Ακόμα κι αν ανάμεσα στους κατοίκους της χώρας ήταν ο Νώε, ο Δανιήλ ή ο Ιώβ, εγώ, ο αληθινός Θεός το βεβαιώνω: δε θα μπορούσαν να σώσουν ούτε τα παιδιά της χώρας· η δικαιοσύνη τους μόνον αυτούς τους ίδιους θα μπορούσε να σώσει. »Και τώρα, εγώ ο Κύριος ο Θεός λέω: Θα στείλω εναντίον της Ιερουσαλήμ και τις τέσσερις θανατηφόρες τιμωρίες μου: δηλαδή τους εχθρούς, την πείνα, τα άγρια θηρία και την αρρώστια –όλα μαζί– για να εξαφανίσουν απ’ αυτήν ανθρώπους και ζώα! Ο Κύριος μου είπε: «Άνθρωπε, το κλήμα έχει μήπως μεγαλύτερη αξία από τα άλλα δέντρα του δάσους; Μπορεί κανείς να φτιάξει κάτι απ’ το ξύλο του; Μπορεί μ’ αυτό κανείς να φτιάξει έστω και μια ξυλόπροκα για να κρεμάσει κάποιο σκεύος; Όχι. Είναι κατάλληλο μόνο για τη φωτιά. Όταν η φωτιά έχει κάψει τις δύο άκρες του και το υπόλοιπο έχει καψαλιστεί σε τίποτα δε χρησιμεύει. Και τότε που ήταν ολόκληρο, σε τίποτα δεν χρησίμευε· πόσο μάλλον τώρα που το ’χει κάνει κάρβουνο η φωτιά. Σε τι να χρησιμέψει; »Γι’ αυτό εγώ, ο Κύριος ο Θεός, λέω: Όπως το κλήμα περισσότερο απ’ όλα τα δέντρα του δάσους, προορίζεται μόνο για τη φωτιά, έτσι και οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ προορίζονται μόνο για τη φωτιά. Θα τους τιμωρήσω. Αν κι έχουν γλιτώσει από τη φωτιά, όμως η φωτιά θα τους καταφάει· έτσι θα καταλάβουν ότι εγώ είμαι ο Κύριος. Θα ερημώσω τη χώρα τους, γιατί απίστησαν. Εγώ ο Κύριος, ο Θεός, το λέω». Ο Κύριος μου είπε: «Εσύ, άνθρωπε, δείξε στην Ιερουσαλήμ πόσο βδελυρές είναι οι πράξεις της. Πες της: “ο Κύριος, ο Θεός, λέει για σένα: Εσύ είσαι Χαναναία και απ’ την καταγωγή σου και απ’ τη γέννησή σου· ο πατέρας σου ήταν Αμορραίος και η μητέρα σου Χετταία. Τη μέρα που γεννήθηκες δεν σού ’κοψαν τον ομφάλιο λώρο ούτε σε πλύναν’ με νερό για να σε καθαρίσουν, δε σ’ έτριψαν με αλάτι ούτε σε δέσαν’ με φασκιές. Κανείς δεν σε λυπήθηκε να κάνει κάτι απ’ όλα αυτά, αλλά σε πέταξαν μες στα χωράφια, όταν γεννήθηκες, χωρίς για τη ζωή σου να νοιαστούν. ”Εγώ πέρασα από κοντά σου, σε είδα να κυλιέσαι μες στο αίμα σου, κι έτσι, στην κατάσταση που βρισκόσουνα, σου είπα: Πάρε ζωή! Και σ’ έκανα να μεγαλώσεις σαν το χορτάρι στον αγρό. Κι εσύ ψήλωσες κι έγινες πανέμορφη. Σχηματίστηκαν οι μαστοί σου και τα μαλλιά σου μάκρυναν· ήσουν όμως γυμνή κι ασκέπαστη. ”Ξαναπέρασα από κοντά σου κι είδα πως ήσουν στην ηλικία της παντρειάς. Τότε άπλωσα το μανδύα μου πάνω σου και σκέπασα τη γυμνότητά σου· σου υποσχέθηκα πίστη κι έκανα εγώ ο Κύριος, ο Θεός, μαζί σου συμφωνία. Έτσι έγινες δική μου. ”Έπειτα σ’ έπλυνα με νερό, σε καθάρισα από τα αίματα και σε άλειψα με λάδι. Σ’ έντυσα με πολύχρωμα υφαντά φορέματα και σου φόρεσα σανδάλια καμωμένα από το πιο μαλακό δέρμα· έζωσα τη μέση σου με ωραίο λινό και σε σκέπασα με μεταξωτό μανδύα. Σε στόλισα με κοσμήματα: βραχιόλια έβαλα στα μπράτσα σου και περιδέραιο στο λαιμό σου, κρίκο στη μύτη σου, στ’ αυτιά σου σκουλαρίκια και στέμμα ατίμητο πάνω στο κεφάλι σου. Έτσι στολίστηκες με μάλαμα κι ασήμι και ντύθηκες μες στα λινά και μες στα μεταξένια και στα πολύχρωμα υφαντά. Έφαγες πίτα από σιμιγδάλι, μέλι και λάδι. Έγινες πανέμορφη, άξια να βασιλέψεις. Η φήμη σου απλώθηκε στα έθνη εξαιτίας της ομορφιάς σου· ήτανε τέλεια, χάρη στη λάμψη που σου χάρισα”, λέει ο Κύριος, ο Θεός». «“Εσύ όμως, εκμεταλλεύτηκες την ομορφιά που σου χάρισα και τη φήμη σου και πήγες κι έγινες πόρνη. Μες στην ακολασία βουτήχτηκες και δόθηκες χωρίς φραγμό στον κάθε τυχαίο διαβάτη. Διάλεξες τα πιο λαμπερόχρωμα φορέματά σου και τ’ άπλωσες στους δικούς σου ιερούς τόπους· τους στόλισες μ’ αυτά κι εκεί απάνω πόρνεψες. Τέτοια πράγματα δεν θα ’πρεπε να είχαν συμβεί. Πήρες και τα λαμπερά, χρυσά και ασημένια κοσμήματα που σου είχα δώσει και μ’ αυτά έκανες ομοιώματα αντρών και μαζί τους με απάτησες. Πήρες τα πολύχρωμα υφαντά φορέματά σου και σκέπασες αυτά τα είδωλα και πρόσφερες σ’ αυτά το λάδι μου και το θυμίαμά μου. Τους πρόσφερες για ευχάριστη μυρωδιά την τροφή που εγώ σου είχα δώσει, την πίτα την καμωμένη από σιμιγδάλι, λάδι και μέλι, που μ’ αυτά εγώ σε είχα θρέψει. Δυστυχώς, έτσι έγινε”, λέει ο Κύριος, ο Θεός. ”Έπειτα πήρες τ’ αγόρια σου και τα κορίτσια σου, εκείνα που ανήκαν σ’ εμένα, και τα πρόσφερες θυσία στα είδωλα για να γίνουν τροφή τους. Σαν να μην έφταναν δηλαδή οι πορνείες σου, έσφαξες τα παιδιά μου και τα παρέδωσες στα είδωλά σου για ολοκαύτωμα. Και μέσα σ’ όλες αυτές τις βδελυρές πράξεις και τις πορνείες σου, δε θυμήθηκες τον καιρό της νιότης σου, τότε που ήσουν γυμνή κι ασκέπαστη και μες στο αίμα σου βουτηγμένη”». «“Αλίμονο, αλίμονο σ’ εσένα! Εγώ, ο Κύριος ο Θεός, το λέω. Μετά απ’ αυτή σου την ασέβεια, έχτισες και δικό σου θολωτό δωμάτιο, καθιέρωσες και δικούς σου ιερούς τόπους σε κάθε πλατεία. Στην είσοδο του κάθε δρόμου έχτισες και ψηλές εξέδρες όπου πορνευόσουν την ομορφιά σου· εκεί πρόσφερες τον εαυτό σου στους διαβάτες και βυθιζόσουν όλο και περισσότερο στην πορνεία. Πορνεύτηκες με τους γεροδεμένους Αιγύπτιους, τους γείτονές σου, και γινόσουν όλο και πιο ακόλαστη, για να μ’ εξοργίζεις. Άπλωσα πάνω σου το χέρι μου και σε τιμώρησα, λιγόστεψα τη διατροφή σου και σε παρέδωσα στη διάθεση των εχθρών σου, στων Φιλισταίων τις πόλεις, που ντράπηκαν για την αισχρή σου συμπεριφορά. ”Πορνεύτηκες επίσης και με τους Ασσυρίους, επειδή ήσουν αχόρταγη, και πάλι, αν και πορνεύτηκες μ’ αυτούς, ωστόσο δεν ικανοποιήθηκες. Πορνεύτηκες αναρίθμητες φορές στη χώρα των εμπόρων, τη Βαβυλώνα, αλλά και πάλι δε βρήκες κορεσμό. Πόσο ασυγκράτητη ήσουν!” λέει ο Κύριος, ο Θεός. “Συμπεριφέρθηκες σαν αδιάντροπη πόρνη! Μα κι όταν έχτιζες τα θολωτά σου δωμάτια στην είσοδο των δρόμων και τις ψηλές σου εξέδρες στις πλατείες, δεν ενεργούσες καν σαν πόρνη, γιατί αδιαφορούσες για την αμοιβή σου. Έμοιαζες με μοιχαλίδα, που προτιμάει τους ξένους απ’ τον άντρα της. Οι πόρνες δέχονται πληρωμή από τους άντρες· αλλά εσύ πλήρωνες για να προσελκύσεις τους εραστές σου να ’ρθουν από παντού να σε βρουν και να πορνέψουν μαζί σου. Αυτή ήταν η διαφορά σου από τις άλλες πόρνες: Κανένας δε σε ήθελε· έδινες αμοιβή, δεν έπαιρνες· τόσο ήσουν διεφθαρμένη!”» «“Άκου, λοιπόν, πόρνη Ιερουσαλήμ, το λόγο του Κυρίου! Λέει ο Κύριος, ο Θεός: Επειδή παραδόθηκες γυμνή στους εραστές σου, για να λατρέψεις τα βδελυρά σου είδωλα, προσφέροντας θυσία κι αυτό ακόμα το αίμα των παιδιών σου, γι’ αυτό κι εγώ θα συγκεντρώσω από παντού όλους τους εραστές σου, που ένιωθες μαζί τους ηδονή, όλους όσους αγάπησες και όλους όσους μίσησες, και μπροστά τους θα σε ξεγυμνώσω. Θα σε τιμωρήσω σαν μοιχαλίδα και σαν φόνισσα. Μ’ οργή και αγανάκτηση θα σε καταδικάσω σε θάνατο. Θα σε παραδώσω στην εξουσία των εραστών σου. Αυτοί θα εξαφανίσουν τα θολωτά δωμάτιά σου και τις ψηλές εξέδρες· θα σου βγάλουν τα ρούχα, θα πάρουν τα λαμπρά κοσμήματά σου, και θα σ’ αφήσουνε γυμνή κι ασκέπαστη. ”Έπειτα θα ξεσηκώσουν εναντίον σου τη σύναξη του λαού και θα σε λιθοβολήσουν και θα σε κατασφάξουν με τα ξίφη τους και θα κάψουν τα σπίτια σου. Έτσι, θα εκτελέσουν την καταδικαστική απόφαση εναντίον σου μπροστά στα μάτια πλήθους γυναικών. Θα βάλω τέρμα στις πορνείες σου και δε θα ξαναπληρώσεις πια καμιά αμοιβή. Μ’ αυτό τον τρόπο θα ικανοποιήσω την οργή μου εναντίον σου, κι ύστερα δεν θα ’χω πια λόγο να είμαι αγανακτισμένος. Θα μου περάσει ο θυμός και θα ησυχάσω. Ξέχασες τι ήμουν για σένα τον καιρό της νιότης σου και με εξόργισες με όλα αυτά τά έργα σου και επιπλέον ήσουν και ανήθικη. Γι’ αυτό κι εγώ τώρα θα σε τιμωρήσω γι’ αυτή σου τη συμπεριφορά. Εγώ, ο Κύριος ο Θεός, το λέω”». «“Ιερουσαλήμ, αυτοί που σκαρώνουν γνωμικά θα σε κοροϊδεύουν με τη γνωστή παροιμία: Το μήλο κάτω απ’ τη μηλιά θα πέσει. Πράγματι, είσαι κόρη μιας μάνας που πρόδωσε τον άντρα της και τα παιδιά της· ίδια κι απαράλλαχτη με τις αδερφές σου πόλεις, που πρόδωσαν τους άντρες τους και τα παιδιά τους. Η μάνα σας ήταν πράγματι Χετταία κι ο πατέρας σας Αμορραίος. Η μεγάλη αδερφή σου ήταν η Σαμάρεια, με τα περίχωρά της βόρεια από σένα, και η νεότερη αδερφή σου ήταν τα Σόδομα, με τα περίχωρά της νότια από σένα. Και δεν αρκέστηκες να μιμείσαι τη συμπεριφορά εκείνων, αλλά σε πολύ λίγο χρόνο τις ξεπέρασες σε διαφθορά. Εγώ, ο αληθινός Θεός, το επιβεβαιώνω: Η αδερφή σου, τα Σόδομα, και τα περίχωρά τους δεν έκαναν ό,τι έκανες εσύ και τα περίχωρά σου. Οι πόλεις αυτές αμάρτησαν όταν περηφανεύτηκαν πως είχαν άφθονα πλούτη και ζούσαν με περιττή πολυτέλεια, και δε βοήθησαν τους φτωχούς κι αυτούς που είχαν ανάγκη. Περηφανεύτηκαν κι έκαναν πράξεις βδελυρές. Όταν τα είδα αυτά τις εξαφάνισα. Η Σαμάρεια δεν είχε πράξει ούτε τις μισές απ’ τις δικές σου αμαρτίες· αλλά οι δικές σου πράξεις ήταν πολύ πιο αποκρουστικές, έτσι ώστε μπροστά σου οι αδερφές σου να φαίνονται αθώες. Ο εξευτελισμός λοιπόν για τις ανομίες σου θα είναι όλος δικός σου, αφού μπροστά σ’ αυτές οι αδερφές σου μοιάζουν αθώες”». «“Θα αποκαταστήσω την ευημερία των Σοδόμων και της Σαμάρειας και των γύρω τους πόλεων, μαζί με τη δική σου. Όλα αυτά θα τα κάνω για να ντραπείς για τις πράξεις σου και οι αδερφές σου ν’ ανακουφιστούν. Οι τρεις σας μαζί με τα περίχωρά σας θα ανοικοδομηθείτε και θα ευτυχήσετε και πάλι όπως πριν. ”Τον καιρό της περηφάνιας σου κορόιδευες την αδερφή σου, τα Σόδομα. Τώρα όμως όλοι βλέπουν τη δική σου ασέβεια. Έτσι, όλες οι πόλεις της Συρίας με τα περίχωρά τους και οι πόλεις των Φιλισταίων σε κοροϊδεύουν και σε περιφρονούν. Εσύ είσαι ένοχη εξαιτίας της ανηθικότητάς σου και των βδελυρών σου πράξεων. Εγώ, ο Κύριος ο Θεός, το λέω”». Λέει ακόμα ο Κύριος, ο Θεός: «Εσύ, Ιερουσαλήμ, αθέτησες τον όρκο σου, παραβαίνοντας τη διαθήκη μου. Θα σου κάνω, λοιπόν, ό,τι σου αξίζει. Εγώ, όμως, δε θα ξεχάσω τη διαθήκη που έκανα μαζί σου όταν ήσουν νέα και θα κάνω πάλι μ’ εσένα αιώνια διαθήκη. Τότε θα θυμηθείς τις πράξεις σου και θα ντραπείς. Θα ξαναπάρεις τις αδερφές σου, τις μεγαλύτερες και τις μικρότερες· θα σου τις δώσω για θυγατέρες σου, αλλά σαν κάτι πέρα από τη διαθήκη που έκανα μ’ εσένα. Κι όταν θα κάνω μ’ εσένα διαθήκη, θα μάθεις ότι εγώ είμαι ο Κύριος. Τότε θα θυμάσαι τα περασμένα και θα ντρέπεσαι, και δε θα μπορείς πια ν’ αρθρώσεις λέξη από τη ντροπή σου· τότε θα σε συγχωρήσω για όλα όσα έχεις κάνει. Εγώ ο Κύριος, ο Θεός, το λέω». Ο Κύριος μου είπε: «Εσύ, άνθρωπε, πες στους Ισραηλίτες την παρακάτω αλληγορία. Πες τους ότι εγώ, ο Κύριος ο Θεός, λέω: »Ένας μεγάλος αετός, με μεγάλα μακριά και πολύχρωμα φτερά, ήρθε στο Λίβανο κι έπιασε την κορυφή ενός κέδρου. Έκοψε το πιο ψηλό κλωνάρι του, το έφερε στη χώρα του εμπορίου και το απόθεσε στην πόλη των εμπόρων. Τότε πήρε μία άλλη καταβολάδα από τη χώρα του Ισραήλ και τη φύτεψε όπως τις ιτιές σε γόνιμο έδαφος, κοντά σε άφθονα νερά. Η καταβολάδα βλάστησε κι έγινε πλατύ κλήμα χαμηλού αναστήματος, που οι κλάδοι του στρέφονταν προς τον αετό ενώ οι ρίζες του απλώνονταν κάτω απ’ αυτόν. Ήταν ένα κλήμα και έβγαζε συνεχώς καινούρια κλαδιά. »Αλλά ήρθε κι ένας άλλος τεράστιος αετός κι αυτός, με πολλά και μεγάλα φτερά. Τότε το κλήμα από την πρασιά όπου ήταν φυτεμένο έστρεψε προς αυτόν τις ρίζες του και άπλωσε τα κλαδιά του προς το μέρος του για να ποτίζεται καλύτερα. Ωστόσο είχε φυτευτεί σε καλό έδαφος, κοντά σε άφθονα νερά, ώστε να μπορεί να κάνει κλαδιά και να καρποφορεί και να γίνει ένα μεγαλόπρεπο κλήμα. »Ρώτησέ τους εκ μέρους μου: “Θα ευδοκιμήσει αυτό το κλήμα; Δεν θα το ξεριζώσει ο πρώτος εκείνος αετός, έτσι που να μαραθούν όλα του τα φύλλα; δεν θα κόψει εκείνος τον καρπό του; Άλλωστε δε θα χρειαστεί και μεγάλη δύναμη ή πολλοί άνθρωποι για να το ξεριζώσουν! Είναι γερά φυτεμένο, μα δε θα μπορέσει ν’ αναπτυχθεί. Όταν το χτυπήσει ο ανατολικός άνεμος τότε θα μαραθεί τελείως. Θα μαραθεί στην πρασιά όπου επρόκειτο να βλαστήσει”». Στη συνέχεια ο Κύριος μου είπε: «Ρώτησε τώρα αυτούς τους αποστάτες αν ξέρουν τι σημαίνουν όλα αυτά. Ο βασιλιάς της Βαβυλώνας ήρθε στην Ιερουσαλήμ και πήρε το βασιλιά της και τους άρχοντές της αιχμαλώτους στη χώρα του. Μετά πήρε κι ένα μέλος της βασιλικής οικογένειας, έκανε μαζί του συμφωνία και του επέβαλε να του ορκιστεί πίστη. Απήγαγε από τη χώρα όλους τους ηγέτες της, ώστε το βασίλειο να μείνει στην υποτέλεια, χωρίς ποτέ ν’ ανορθωθεί, και να διασφαλιστεί έτσι η πιστή τήρηση της συνθήκης. Αλλά ο νέος βασιλιάς επαναστάτησε εναντίον του κατακτητή: Έστειλε αγγελιοφόρους στην Αίγυπτο για να ζητήσει άλογα και πολύ στρατό. Θα τα καταφέρει όμως; μπορεί κανείς να έχει αποτελέσματα με τέτοια πολιτική; μπορεί να παραβεί τη συνθήκη και όμως να γλιτώσει; »Εγώ ο Κύριος, ο αληθινός Θεός, το επιβεβαιώνω: Θα πεθάνει στη Βαβυλώνα, στη χώρα του βασιλιά που τον είχε ανεβάσει στο θρόνο, γιατί αθέτησε τον όρκο του και παρέβηκε τη συνθήκη που είχε κάνει μαζί του. Ο Φαραώ με τον πολυάριθμο στρατό του και τη μεγάλη του δύναμη δε θα τον βοηθήσει ν’ αντισταθεί στους Βαβυλώνιους, όταν θα υψώνουν προχώματα εναντίον του και θα χτίζουν οχυρώματα για να κατασφάξουν πλήθη ανθρώπων. Αθέτησε τον όρκο του και παρέβηκε τη συνθήκη. Κι αφού συμπεριφέρθηκε έτσι, δεν τον σώζει τίποτα. Εγώ, ο αληθινός Θεός δηλώνω: “επειδή ο νέος αυτός βασιλιάς παραβίασε τη συνθήκη μου που επικυρώθηκε με όρκο στο όνομά μου, θα τα ανταποδώσω όλα αυτά στο κεφάλι του. Θ’ απλώσω το δίχτυ μου πάνω του και θα πιαστεί στην παγίδα μου. Θα τον μεταφέρω στη Βαβυλώνα και εκεί θα τον κρίνω, γιατί απίστησε σ’ εμένα. Όλοι οι εκλεκτοί του στρατού του θα θανατωθούν με ξίφος κι όσοι επιζήσουν θα διασκορπιστούν στους πέντε ανέμους. Τότε θα μάθετε ότι εγώ, ο Κύριος, είμαι που μίλησα”». Ο Κύριος, ο Θεός, μού είπε: «Εγώ ο ίδιος θα πάρω από την ψηλότερη κορυφή του κέδρου ένα βλαστάρι και θα το φυτέψω πάνω σε ένα πολύ ψηλό βουνό. Θα το φυτέψω πάνω σ’ ένα ψηλό βουνό του Ισραήλ. Το βλαστάρι θα μεγαλώσει, θα γίνει ψηλή κέδρος και θα καρποφορήσει· και κάτω από τη σκιά των κλαδιών της θα φωλιάζουν πουλιά κάθε είδους. Έτσι όλα τα δέντρα έξω στους αγρούς θα μάθουν ότι εγώ είμαι ο Κύριος. Ρίχνω κάτω τα ψηλά δέντρα και κάνω να μεγαλώσουν τα χαμηλά· εγώ ξεραίνω τα πράσινα δέντρα και κάνω να βλασταίνουν τα ξερά. Εγώ, ο Κύριος, μίλησα κι ό,τι είπα θα το κάνω». Ο Κύριος μου είπε: «Τι εννοείτε Ισραηλίτες με την παροιμία που λέτε στη χώρα σας: “οι γονείς έφαγαν άγουρα σταφύλια και τα δόντια των παιδιών μούδιασαν”; Εγώ, ο αληθινός Θεός, βεβαιώνω ότι αυτή η παροιμία δεν θα είν’ ανάγκη να χρησιμοποιείται πια στη χώρα σας. Κάθε ζωή σε μένα ανήκει. Τόσο η ζωή του πατέρα όσο και η ζωή του γιου δική μου είναι. Ο άνθρωπος που αμαρτάνει, ο ίδιος και θα πεθάνει. »Ας υποτεθεί ότι ένας άνθρωπος είναι δίκαιος και πράττει το σωστό και το δίκαιο. Δεν λατρεύει τα είδωλα των Ισραηλιτών στα βουνά, δεν τρώει απαγορευμένα σφαχτά, δεν μοιχεύει με τη γυναίκα του άλλου ούτε πλαγιάζει με τη γυναίκα του στην περίοδο που αυτή είναι ακάθαρτη. Δεν καταπιέζει άνθρωπο, αλλά δίνει πίσω το ενέχυρο στον οφειλέτη· μοιράζεται το ψωμί του μ’ εκείνον που πεινάει και δίνει ρούχα στον γυμνό να σκεπαστεί. Δεν δανείζει τοκογλυφικά, δεν παίρνει καν τόκο· δεν κάνει αδικίες, αλλά κρίνει δίκαια τις διαφορές των άλλων. Με λίγα λόγια εφαρμόζει τους νόμους μου και τηρεί τις εντολές μου. Εγώ, λοιπόν, ο Κύριος ο Θεός, βεβαιώνω πως ο άνθρωπος αυτός είναι πραγματικά δίκαιος και θα ζήσει. »Ας υποτεθεί τώρα ότι αυτός ο άνθρωπος έχει έναν γιο που σφάζει και καταστρέφει, και γενικά κάνει τ’ αντίθετα απ’ ό,τι κάνει ο πατέρας του. Τρώει, δηλαδή, το σφαχτό με το αίμα του, μοιχεύει με τη γυναίκα του άλλου, καταπιέζει τον φτωχό κι εκείνον που έχει ανάγκη, διαπράττει ληστείες, δε δίνει πίσω το ενέχυρο και λατρεύει τα βδελυρά είδωλα. Δανείζει τοκογλυφικά και ζητάει τόκο. Αυτός ο γιος δεν θα ζήσει. Θα τιμωρηθεί και εξάπαντος θα πεθάνει, γιατί έκανε όλες αυτές τις βδελυρές πράξεις. »Ας υποθέσουμε, όμως, ότι αυτός ο κακός γιος έχει ένα γιο, που βλέπει τις αμαρτίες του πατέρα του, αλλά ο ίδιος φοβάται και δεν κάνει τα ίδια. Δηλαδή δεν λατρεύει τα είδωλα των Ισραηλιτών ούτε τρώει απαγορευμένα σφαχτά, δεν μοιχεύει με τη γυναίκα του άλλου, δεν καταπιέζει άνθρωπο, δεν κατακρατεί το ενέχυρο, δεν ληστεύει, μοιράζεται το ψωμί του με τον πεινασμένο και δίνει ρούχα στον γυμνό να ντυθεί. Δεν αδικεί τον φτωχό ούτε παίρνει τόκο. Με λίγα λόγια, εφαρμόζει τις εντολές μου και τηρεί τους νόμους μου. Αυτός ο άνθρωπος είναι βέβαιο πως δεν θα πεθάνει κι ας έπραξε ανομίες ο πατέρας του· θα ζήσει. Ο πατέρας του, όμως, επειδή καταπίεσε, λήστεψε τους συνανθρώπους του και γενικά έκανε πράγματα ανεπίτρεπτα για το λαό μου, εκείνος το δίχως άλλο θα πεθάνει εξαιτίας της αδικίας του». «Εσείς όμως αναρωτιέστε: “γιατί να μην υποφέρει ο γιος εξαιτίας της ανομίας του πατέρα του;” Η απάντηση είναι ότι, ο γιος κάνει το σωστό και το δίκαιο και τηρεί με προσοχή όλους τους νόμους μου· γι’ αυτό θα ζήσει, οπωσδήποτε. Ο άνθρωπος όμως που κάνει το κακό θα πεθάνει· ο γιος δεν θα υποφέρει εξαιτίας της ανομίας του πατέρα του ούτε ο πατέρας θα υποφέρει εξαιτίας της ανομίας του παιδιού του. Η δικαιοσύνη του δικαίου θα αναγνωρίζεται στον ίδιο και η ασέβεια του ασεβή θα καταλογίζεται σε βάρος του ίδιου. »Αν όμως ένας ασεβής πάψει να αμαρτάνει και εφαρμόσει τους νόμους μου και καθετί που είναι σωστό και δίκαιο, τότε οπωσδήποτε θα ζήσει, δε θα πεθάνει. Καμιά από τις προηγούμενες παραβάσεις του δε θα του καταλογιστεί· θα ζήσει λόγω των δικαίων πράξεών του. Δεν χαίρομαι όταν ένας άνθρωπος πεθαίνει εξαιτίας της αμαρτίας του», λέει ο Κύριος, ο Θεός. «Προτιμώ να μετανοήσει και να ζήσει. »Αντίθετα, αν ένας δίκαιος ξεφύγει από τον ίσιο δρόμο και πράξει την αδικία, όλες τις βδελυρές πράξεις που κάνει ένας ασεβής, τότε καμία από τις δίκαιες πράξεις του δεν θα του λογαριαστεί. Αυτός θα πεθάνει για την αμαρτία που διέπραξε». «Εσείς όμως, Ισραηλίτες, λέτε: “δεν είναι σωστός ο τρόπος που ενεργεί ο Κύριος”. Ακούστε, λοιπόν, τώρα: Ο δικός μου τρόπος δεν είναι ο σωστός ή οι δικές σας ενέργειες είναι διεστραμμένες; Όπως το ’χω ξαναπεί, αν ένας δίκαιος ξεφύγει από τον ίσιο δρόμο και πράξει την αδικία, θα πεθάνει εξαιτίας της ανομίας του. Κι αν ένας ασεβής απαρνηθεί την ασέβειά του και κάνει το σωστό και το δίκαιο, αυτός αξίζει να ζήσει. Αν συναισθανθεί τις παραβάσεις του και μετανοήσει θα ζήσει οπωσδήποτε· δε θα πεθάνει. Κι όμως, εσείς Ισραηλίτες λέτε: “ο τρόπος που ενεργεί ο Κύριος δεν είναι ο σωστός”. Αχ, Ισραηλίτες, ο δικός μου τρόπος δεν είναι ο σωστός ή οι δικές σας ενέργειες είναι διεστραμμένες; Γι’ αυτό θα σας κρίνω, Ισραηλίτες, τον καθέναν από σας με τον τρόπο που ενεργείτε· εγώ, ο Κύριος ο Θεός, το λέω. »Μετανοήστε και σταματήστε τις παραβάσεις σας, για να μη σας οδηγήσει στην καταστροφή η ανομία σας. Σταματήστε τις παραβάσεις σας εναντίον μου κι ανανεώστε την καρδιά σας και το φρόνημά σας. Γιατί θέλετε να πεθάνετε, Ισραηλίτες; Ξέρετε ότι εγώ δε χαίρομαι όταν ένας άνθρωπος πρέπει να πεθάνει. Αυτό το λέω εγώ, ο Κύριος ο Θεός. Μετανοήστε, λοιπόν, για να ζήσετε!» Ο Κύριος με πρόσταξε να τονίσω ένα θρηνητικό τραγούδι για τους άρχοντες των Ισραηλιτών. Τι λέαινα ήταν η μάνα σας, σε σύγκριση μ’ άλλα λιοντάρια! Ξάπλωνε ανάμεσα στα λιονταρόπουλα κι άφηνε τα μικρά της να θηλάσουν. Ένα από τα μικρά της το μεγάλωσε και έγινε δυνατό λιοντάρι. Έμαθε να κατασπαράζει τη λεία του και να καταβροχθίζει ανθρώπους. Τα έθνη άκουσαν γι’ αυτό, έτρεξαν, το παγίδεψαν σε λάκκο και το τραβήξαν με άγκιστρα στην Αίγυπτο. Όταν η μάνα του είδε πως γελάστηκε, και πως ήταν η ελπίδα της χαμένη, πήρε ένα άλλο από τα μικρά της και το ’κανε λιοντάρι δυνατό. Να ζήσει το ’φερε σ’ άλλα λιοντάρια ανάμεσα κι έγινε ένα λιοντάρι δυνατό· έμαθε να κατασπαράζει τη λεία του, και να καταβροχθίζει ανθρώπους. Τα φρούριά τους τα γκρέμιζε τις πόλεις τους τις έκανε ερείπια· οι κάτοικοι της χώρας έτρεμαν στο άκουσμα του βρυχηθμού του. Τότε εναντίον του τα έθνη παρατάχθηκαν, από τις γύρω χώρες, άπλωσαν γύρω του τα δίχτυα τους, και το παγίδεψαν στο λάκκο. Μ’ άγκιστρα το τραβήξανε το βάλαν σε κλουβί και το μετέφεραν στο βασιλιά της Βαβυλώνας. Μέσα σε φρούριο το ρίξανε ώστε να μην ξανακουστεί ο βρυχηθμός του πια πάνω στα όρη του Ισραήλ. Ήταν η μάνα σας σαν την κληματαριά τη φυτεμένη στων νερών τις όχθες· ήταν καρπούς γεμάτη και κλαδιά, απ’ τα πολλά νερά που την ποτίζαν. Είχε κλωνάρια υπέροχα κατάλληλα για σκήπτρα ηγεμόνων. Ψηλότερα απ’ τ’ άλλα δέντρα ανέβαιναν και θαύμαζαν τη λιγερή κορμοστασιά της με τα πολλά της τα κλαδιά. Αλλά με οργή και βία ξεριζώθηκε, ρίχτηκε καταγής· ο ανατολικός ο άνεμος ξέρανε τον καρπό της και τον σκόρπισε. Τα υπέροχα κλωνάρια της ξεράθηκαν και στη φωτιά καήκαν. Τώρα φυτεύτηκε σ’ έρημη, άνυδρη και διψασμένη γη. Φωτιά βγήκε από τον κορμό της κι έκαψε τους καρπούς και τα κλωνάρια της· δεν της έμεινε πια ούτ’ ένα απ’ τα υπέροχα κλαδιά, κατάλληλο για σκήπτρο ηγεμόνα. Αυτό το ποίημα έχει γίνει μοιρολόι. Τη δέκατη μέρα του πέμπτου μήνα του έβδομου έτους της αιχμαλωσίας μας, ήρθαν μερικοί από τους πρεσβυτέρους του Ισραήλ να συμβουλευτούν τον Κύριο και κάθισαν μπροστά του. Τότε ο Κύριος μου είπε: «Εσύ άνθρωπε, δώσε στους πρεσβυτέρους του Ισραήλ την ακόλουθη απάντηση: Ο Κύριος, ο Θεός, λέει: “ήρθατε να με συμβουλευθείτε; Εγώ, ο αληθινός Θεός, βεβαιώνω ότι δε θ’ αφήσω να με συμβουλευθείτε!”» Και με διέταξε: «Κρίνε τους, άνθρωπε, κρίνε τους! Φανέρωσέ τους τις βδελυρές πράξεις των προγόνων τους. Πες τους: “Ο Κύριος ο Θεός λέει: Όταν οι Ισραηλίτες ήταν στην Αίγυπτο, εγώ τους διάλεξα για λαό μου. Ορκίστηκα στους απογόνους του Ιακώβ υψώνοντας το χέρι μου και τους φανέρωσα τον εαυτό μου λέγοντάς τους: Εγώ είμαι ο Κύριος, ο Θεός σας. Τότε τους ορκίστηκα υψώνοντας το χέρι μου ότι θα τους βγάλω από την Αίγυπτο, για να τους πάω στη χώρα που είχα γι’ αυτούς προβλέψει, στη γη όπου ρέει γάλα και μέλι, την πιο θαυμαστή μέσα σ’ όλες τις χώρες. Πετάξτε μακριά, τους είπα, τα βδελυρά είδωλα της Αιγύπτου που τόσο σας είναι ελκυστικά, και μη μολύνεστε μ’ αυτά. Εγώ είμαι ο Κύριος, ο Θεός σας. ”Αλλά εκείνοι επαναστάτησαν εναντίον μου και δεν ήθελαν να με υπακούσουν. Δεν απαρνήθηκαν τα βδελυρά είδωλα της Αιγύπτου που τους ήταν τόσο ελκυστικά. Τότε σκέφτηκα να εξαπολύσω την οργή μου πάνω τους, μέσα στην Αίγυπτο. Δεν το ’κανα όμως από σεβασμό στο όνομά μου, για να μη βεβηλωθεί μπροστά στα έθνη που ανάμεσά τους τότε κατοικούσαν. Γιατί μπροστά στα έθνη εγώ είχα υποσχεθεί να βγάλω το λαό μου τον Ισραήλ από την Αίγυπτο. Τους έβγαλα λοιπόν από την Αίγυπτο και τους έφερα στην έρημο. ”Τους έδωσα τους νόμους μου και τους φανέρωσα τις εντολές μου, που η τήρησή τους δίνει στον άνθρωπο ζωή. Ακόμη τους έδωσα την ημέρα του Σαββάτου, σημείο της διαθήκης ανάμεσα σ’ εμένα και σ’ εκείνους, για να θυμούνται ότι εγώ είμαι ο Κύριος που τους ξεχώρισα για λαό μου. ”Αλλά οι Ισραηλίτες δε με υπάκουσαν στην έρημο. Δεν τήρησαν τους νόμους μου και τις εντολές μου, που η τήρησή τους δίνει στον άνθρωπο ζωή, και βεβήλωσαν την ημέρα του Σαββάτου με το χειρότερο τρόπο. Τότε σκέφτηκα να εξαπολύσω πάνω τους την οργή μου στην έρημο και να τους εξαφανίσω. Δεν το ’κανα όμως από σεβασμό στο όνομά μου, για να μη βεβηλωθεί μπροστά στα έθνη, που με είχαν δει να τους βγάζω από την Αίγυπτο. Ωστόσο, τους ορκίστηκα υψώνοντας το χέρι μου, εκεί στην έρημο, ότι δεν θα τους έφερνα στη χώρα που τους είχα υποσχεθεί, στη γη όπου ρέει γάλα και μέλι, την ομορφότερη ανάμεσα σ’ όλες τις χώρες. Γιατί αρνήθηκαν τις εντολές μου και τους νόμους μου και βεβήλωσαν το Σάββατο. Η καρδιά τους ήταν στραμμένη στα είδωλά τους. Τους λυπήθηκα, όμως, και δεν τους κατέστρεψα, ούτε τους εξαφάνισα τελείως εκεί στην έρημο. ”Είπα τότε στα παιδιά τους, εκεί στην έρημο: Μην τηρήσετε τους νόμους και τις εντολές των πατεράδων σας, και μη μολυνθείτε με τα είδωλά τους. Εγώ είμαι ο Κύριος, ο Θεός σας. Τους δικούς μου νόμους και τις δικές μου εντολές να τηρείτε και να εφαρμόζετε. Να θεωρείτε το Σάββατο μέρα ιερή κι αυτό να είναι το σημείο ανάμεσα σ’ εμένα και σ’ εσάς· για να θυμάστε ότι εγώ είμαι ο Κύριος, ο Θεός σας. ”Αλλά και τα παιδιά τους δε με υπάκουσαν. Δεν τήρησαν με επιμέλεια τους νόμους μου και τις εντολές μου, που η τήρησή τους δίνει στον άνθρωπο ζωή, και βεβήλωσαν την ημέρα του Σαββάτου. Τότε σκέφτηκα να εξαπολύσω την οργή μου πάνω τους, εκεί στην έρημο. Δεν το έπραξα όμως, από σεβασμό στο όνομά μου, για να μη βεβηλωθεί στα μάτια των εθνών, που είχαν δει ότι τους έβγαλα από την Αίγυπτο. Αλλά, τους ορκίστηκα υψώνοντας το χέρι μου ότι θα τους διασκορπίσω μέσα στα έθνη και ότι θα τους διασπείρω στις ξένες χώρες. Γιατί δεν τήρησαν τις εντολές μου και τους νόμους μου· βεβήλωσαν την ημέρα του Σαββάτου και λάτρεψαν τα είδωλα των πατεράδων τους. Ακόμα τους έδωσα νόμους που δεν ήταν καλοί και εντολές με τις οποίες δε θα μπορούσαν να ζήσουν. Και τους έκανα να μολυνθούν με τις προσφορές τους, καθώς θυσίαζαν τα πρωτότοκα παιδιά τους, ώστε να τους τιμωρήσω και να μάθουν ότι εγώ είμαι ο Κύριος”. »Γι’ αυτό, άνθρωπε», συνέχισε ο Κύριος, «πες στους Ισραηλίτες ότι εγώ ο Κύριος, ο Θεός, λέω: Οι πρόγονοί σας με πρόσβαλαν και μ’ έναν άλλο τρόπο: με την προδοτική συμπεριφορά τους. Αφού τους έφερα στη χώρα που είχα ορκιστεί να τους δώσω, αυτοί, όπου έβλεπαν ψηλό λόφο και πυκνόφυλλο δέντρο, εκεί πρόσφεραν τις θυσίες τους. Με εξόργιζαν έτσι με τις προσφορές τους, καθώς άφηναν ν’ ανεβαίνουν ψηλά οι ευχάριστες μυρωδιές τους κι έχυναν τις σπονδές τους. Τότε τους ρώτησα: “ποιοι είναι αυτοί ο ιεροί τόποι όπου συναντιέστε;” Έτσι από τότε εκείνες οι τοποθεσίες ονομάστηκαν “ιεροί τόποι”. »Πες, λοιπόν, στους Ισραηλίτες ότι εγώ ο Κύριος, ο Θεός, λέω: “γιατί τρέχετε πίσω από τα βδελυρά είδωλα των προγόνων σας και μολύνεστε όπως εκείνοι; Ακόμα και σήμερα φέρνετε τα ίδια δώρα και μολύνεστε με τα ίδια εκείνα είδωλα, προσφέροντας σ’ αυτά ακόμη και τα παιδιά σας ολοκαύτωμα. Και μετά έρχεστε να με συμβουλευτείτε, Ισραηλίτες; Εγώ, ο αληθινός Θεός, βεβαιώνω ότι δε θ’ αφήσω να με συμβουλευθείτε”». Λέει ακόμα ο Κύριος: «Εσείς ίσως φαντάζεστε πως μπορείτε να γίνετε σαν τα έθνη, σαν τις φυλές των ξένων χωρών, και να λατρεύετε θεούς από ξύλο και πέτρα. Αλλά αυτό ποτέ δε θα συμβεί! Εγώ, ο αληθινός Θεός, βεβαιώνω πως με το δυνατό μου χέρι, με τη δύναμή μου την ακαταμάχητη και με το φλογερό θυμό μου θα βασιλεύω πάνω σας. Με το δυνατό μου χέρι, με τη δύναμή μου την ακαταμάχητη και με το φλογερό θυμό μου θα σας βγάλω μέσα από τους λαούς και θα σας συμμαζέψω από τις χώρες όπου ήσασταν σκορπισμένοι, και θα σας φέρω στην έρημο, μακριά από τους άλλους λαούς, κι εκεί θα λογαριαστώ μαζί σας, πρόσωπο με πρόσωπο. Όπως λογαριάστηκα με τους προγόνους σας στην έρημο της Αιγύπτου, έτσι θα κάνω και μ’ εσάς. Εγώ, ο Κύριος ο Θεός, το λέω. Θα σας κάνω να γίνετε το ποίμνιό μου και θα σας αναγκάσω να υπακούσετε στη διαθήκη μου. Θ’ απομακρύνω απ’ ανάμεσά σας τους στασιαστές κι εκείνους που αποστάτησαν από μένα. Θα τους βγάλω από τη χώρα του Ισραήλ, όπου κατοικούν προσωρινά, και δε θα ξαναγυρίσουν πια σ’ αυτήν. Τότε θα μάθετε ότι εγώ είμαι ο Κύριος». Ακούστε τώρα, Ισραηλίτες, τι έχει να σας πει ο Κύριος, ο Θεός: «Πηγαίνετε, λατρέψτε καθένας σας τα είδωλά του! Αλλά μετά θα υποχρεωθείτε να με υπακούσετε· θα πάψετε πια να σπιλώνετε το άγιο όνομά μου με τα δώρα που προσφέρετε στα είδωλά σας. Πράγματι, στο άγιο μου βουνό, στο ψηλό βουνό του Ισραήλ, εκεί θα με λατρέψετε όλοι οι Ισραηλίτες όταν θα ξαναγυρίσετε στη χώρα. Εκεί θα σας δεχτώ κι εκεί θα ζητήσω τις προσφορές σας και το καλύτερο μέρος της συγκομιδής σας κι όλες τις άγιες προσφορές σας. Θα σας δεχτώ όπως την ευχάριστη οσμή, όταν θα σας βγάλω από τους λαούς και σας συνάξω από τις χώρες όπου θα είστε διασκορπισμένοι. Έτσι, με τις ενέργειές μου προς εσάς, θα δείξω στα έθνη ότι είμαι ο άγιος Θεός. Κι εσείς, θα μάθετε ότι εγώ είμαι ο Κύριος, όταν θα σας φέρω στη χώρα του Ισραήλ που ορκίστηκα να τη δώσω στους προγόνους σας. Εκεί θ’ αναλογίζεστε την προηγούμενη συμπεριφορά σας και τις πράξεις με τις οποίες είχατε μολυνθεί και θα σιχαίνεστε τον εαυτό σας για όλα αυτά. Εγώ, Ισραηλίτες, θα σας φερθώ όχι σύμφωνα με την κακή και διεφθαρμένη διαγωγή σας, αλλά με τρόπο που να δοξαστεί το όνομά μου. Τότε θα καταλάβετε ότι εγώ είμαι ο Κύριος. Εγώ, ο Κύριος ο Θεός, το λέω». Ο Κύριος μου είπε: «Εσύ άνθρωπε, γύρνα το πρόσωπό σου προς το νότο, φώναξε και προφήτεψε ενάντια στους κατοίκους της δασώδους χώρας του νότου. Πες στο δάσος του νότου: “άκου τι λέει ο Κύριος, ο Θεός: Φωτιά θα σου βάλω που θ’ αποτεφρώσει όλα σου τα δέντρα, χλωρά και ξερά. Η φωτιά δεν θα σβήνει και θα κάψει κάθε άνθρωπο από το νότο ως το βορρά”. Τότε όλοι θα δουν ότι εγώ ο Κύριος άναψα τη φωτιά και τίποτα δεν θα μπορεί να τη σβήσει». Εγώ είπα: «Αχ, Κύριε Θεέ! Τώρα αυτοί θα με κατηγορήσουν ότι τους μιλάω με αινίγματα». Κι ο Κύριος μου είπε: «Γύρνα, άνθρωπε, το πρόσωπό σου προς την Ιερουσαλήμ και φώναξε ενάντια στ’ αγιαστήριά τους, προφήτεψε ενάντια στη χώρα των Ισραηλιτών. Και κάθε άνθρωπος θα μάθει ότι εγώ, ο Κύριος, τράβηξα το ξίφος μου και δεν θα το ξαναβάλω πίσω”. »Γι’ αυτό στέναξε, άνθρωπε· στέναξε μπροστά τους με συντριβή και πίκρα. Κι όταν σε ρωτήσουν γιατί αναστενάζεις, πες τους: “επειδή έχω άσκημα νέα για την καταστροφή, που όταν έρθει, όλων οι καρδιές θα λιώσουν· τα χέρια τους θα παραλύσουν, το πνεύμα τους θα ταραχτεί και θα τους κοπούν τα γόνατα από το φόβο. Νάτην, έρχεται τώρα να πραγματοποιηθεί!” λέει ο Κύριος, ο Θεός». Ο Κύριος μου είπε: «Εσύ, άνθρωπε, προφήτεψε και πες εκ μέρους μου στους Ισραηλίτες: “Ξίφος! Το ξίφος ακονίστηκε, γυαλίστηκε! ”Μη λέτε ότι μπορείτε να χαιρόσαστε, επειδή του βασιλιά σας το σκήπτρο καταφρονεί όλα τ’ άλλα σκήπτρα. »Γι’ αυτό φώναξε, εσύ άνθρωπε, και θρήνησε! Γιατί το ξίφος είναι εναντίον του λαού μου και των αρχόντων του. Όλοι τους παραδίνονται στο ξίφος. Γι’ αυτό χτύπα το στήθος σου μ’ απελπισία. Εγώ τον δοκίμασα· αυτός ο βασιλιάς δεν θα περιφρονήσει πια κανέναν άλλο βασιλιά”. »Και προφήτεψε: “Άσε το ξίφος να πέσει και δεύτερη φορά και τρίτη· είναι το ξίφος της σφαγής, το ξίφος της μεγάλης σφαγής, το ξίφος που θα τους καταδιώξει. Ρίχνει τον τρόμο στην καρδιά τους τα θύματα πληθαίνουν· σ’ όλες μπροστά τις πόρτες τους με το ξίφος θα τους απειλώ. Ναι! Είναι καμωμένο για ν’ αστράφτει, είναι ακονισμένο για να σφάζει. Γύρνα για να επιτεθείς δεξιά κι αριστερά, όπου πηγαίνει η κόψη σου, σ’ όλες τις κατευθύνσεις. ”Και εγώ με τη σειρά μου θα χτυπήσω τα χέρια μου για να ξεσπάσει η οργή μου. Εγώ, ο Κύριος, μίλησα”». Ο Κύριος μου είπε: «Εσύ, άνθρωπε, χάραξε δυο δρόμους απ’ όπου είναι δυνατόν να έρθει ο βασιλιάς της Βαβυλώνας με το ξίφος του. Και οι δύο δρόμοι θα ξεκινούν από την ίδια χώρα. Στην αρχή του κάθε δρόμου δείξε μ’ ένα σημάδι την πόλη στην οποία αυτός οδηγεί. Ο ένας απ’ τους δύο δρόμους θα οδηγήσει το στρατό της Βαβυλώνας στη Ραββά των Αμμωνιτών κι ο άλλος στην πόλη την οχυρωμένη της Ιερουσαλήμ, στο βασίλειο του Ιούδα. »Ο βασιλιάς της Βαβυλώνας στέκεται κιόλας στην αρχή των δύο δρόμων για να πάρει χρησμό ποιον να διαλέξει. Ανακατεύει τα βέλη, συμβουλεύεται τα είδωλα, εξετάζει το σηκώτι του ζώου που προσφέρθηκε θυσία. Το βέλος, που έπιασε το δεξί του χέρι, γράφει “Ιερουσαλήμ”. Θα υψώσει πολιορκητικούς κριούς ενάντια στις πύλες της, θα κατασκευάσει προχώματα και θ’ ανυψώσει προμαχώνες· θα διατάξει τη σφαγή, πολεμικές κραυγές θα ηχήσουν. Στα μάτια των κατοίκων της Ιερουσαλήμ αυτός ο χρησμός σαν ψέμα θα φανεί, επειδή τους έχουν δώσει ιερούς όρκους για το αντίθετο. Όμως θα είναι αληθινός, γιατί θα προμηνάει ότι θα πρέπει να συλληφθούν αιχμάλωτοι λόγω της παρανομίας τους. »Γι’ αυτό, ο Κύριος ο Θεός, λέει: “επειδή μου θυμίζετε την ενοχή σας με τις ολοφάνερες παραβάσεις και τις αμαρτίες που διέπουν τη συμπεριφορά σας, γι’ αυτό θα συλληφθείτε αιχμάλωτοι”. »Όσο για σένα, ασεβέστατε άρχοντα των Ισραηλιτών, πλησιάζει η μέρα σου, ο καιρός που η ανομία σου θα πάρει τέλος. Εγώ, ο Κύριος ο Θεός, το λέω: “θα πέσει απ’ το κεφάλι σου και το τουρμπάνι σου και το διάδημά του· τίποτα στη θέση του δε θα μείνει! Οι ανίσχυροι θα εξυψωθούν και οι δυνατοί θα ταπεινωθούν. Ερείπια, ερείπια, ερείπια θα κάνω την Ιερουσαλήμ! Ποτέ δεν ξανάγινε κάτι τέτοιο. Όμως τίποτα δεν θ’ αλλάξει ωσότου έρθει εκείνος, που εγώ τον έχω ορίσει να καταστρέψει την πόλη». «Εσύ άνθρωπε, προφήτεψε και πες τι λέω εγώ, ο Κύριος ο Θεός, εναντίον των Αμμωνιτών που εμπαίζουν τον Ισραήλ: “Ξίφος! Το ξίφος έτοιμο είναι να σας σφάξει! Βγήκε από το θηκάρι του, γυαλίστηκε για να λάμψει σαν αστραπή! ”Ενώ οι Αμμωνίτες βλέπουν ψευδείς οράσεις και στηρίζονται σε ψεύτικους χρησμούς, το ξίφος είναι έτοιμο να πέσει στο λαιμό αυτών των ασεβών. Πραγματικά, έφτασε η μέρα τους και ο καιρός που η ανομία τους θα πάρει τέλος”. »Τώρα, βάλε το ξίφος στο θηκάρι, βασιλιά της Βαβυλώνας. Θα φέρω την κρίση μου εναντίον σου στον ίδιο σου τον τόπο όπου γεννήθηκες, στη χώρα της καταγωγής σου. Θα εξαπολύσω πάνω σου την οργή μου· θα φυσήξω πάνω σου τη φωτιά του θυμού μου και θα σε παραδώσω σε χέρια βάρβαρων ανθρώπων που έχουν τη μανία να καταστρέφουν. Τροφή θα γίνεις της φωτιάς· θα χυθεί το αίμα σου καταμεσής της χώρας και κανένας δε θα σε θυμάται πια. Εγώ, ο Κύριος, το λέω». Ο Κύριος μου είπε: «Εσύ, άνθρωπε, ετοιμάσου να κρίνεις την πόλη των φονιάδων, την Ιερουσαλήμ. Φανέρωσέ της όλες τις βδελυρές της πράξεις. Πες της: “άκου, πόλη, τι λέει ο Κύριος, ο Θεός: Σκοτώνεις αθώους και προκαλείς την ημέρα της καταστροφής σου, λατρεύεις τα βδελυρά είδωλα και μολύνεις το έδαφός σου. Είσαι ένοχη για τα φονικά που σε βαραίνουν και μολυσμένη για τα είδωλα που κατασκεύασες. Προκάλεσες έτσι την ημέρα της καταστροφής σου· ήρθε το τέλος σου. Γι’ αυτό κι εγώ θα κάνω να σε εμπαίζουν τα έθνη και να σε περιφρονούν όλες οι χώρες. Είσαι ξακουστή για την ανηθικότητά σου και γεμάτη αναταραχές· όλοι οι μακρινοί και οι γειτονικοί σου λαοί θα γελάνε μ’ εσένα. ”Δες τους άρχοντες του Ισραήλ! Σπαταλούν τη δύναμή τους για να κάνουν φονικά. Οι κάτοικοί σου καταφρονούν τους γονείς τους, καταπιέζουν τους ξένους που ζουν ανάμεσά τους και αδικούν τις χήρες και τα ορφανά. Ασεβούν προς τους τόπους της λατρείας μου και βεβηλώνουν το Σάββατό μου. Ανάμεσά σου υπάρχουν άνθρωποι που συκοφαντούν για να δολοφονήσουν, που τρώνε απαγορευμένα σφαχτά και κάνουν ασέλγειες. Ανάμεσά σου υπάρχουν άνθρωποι που πλαγιάζουν με τη γυναίκα του πατέρα τους και με γυναίκες στην περίοδο που είναι ακάθαρτες. Άλλος μοιχεύει με τη γυναίκα του πλησίον του, άλλος ατιμάζει τη νύφη του, δηλαδή τη γυναίκα του γιου του, άλλος πλαγιάζει με την ετεροθαλή αδερφή του, κόρη του πατέρα του. Υπάρχουν άνθρωποι που δωροδοκούνται για να καταδικάσουν σε θάνατο, πλουτίζουν με την τοκογλυφία, εκμεταλλεύονται τους συμπατριώτες τους για να πλουτίζουν. Κι εμένα, τον Κύριο το Θεό, μ’ έχουν τελείως ξεχάσει. ”Εξοργίζομαι για τις απάτες σου και για το αθώο αίμα που χύνεται στο έδαφός σου. Θα ’χεις άραγε το θάρρος και τη δύναμη ν’ αντέξεις το χτύπημα, όταν θα λογαριαστώ μαζί σου; Εγώ, ο Κύριος, μίλησα κι αυτό που είπα θα το πραγματοποιήσω. Θα διασκορπίσω τους κατοίκους σου ανάμεσα στα έθνη, θα τους διασπείρω στις ξένες χώρες, θα σε εξαφανίσω. Θ’ ατιμαστώ εξαιτίας σου μπροστά στα έθνη, αλλά θα πεισθείς ότι εγώ είμαι ο Κύριος”». Μου είπε ακόμα ο Κύριος: «Άνθρωπε, όλοι οι Ισραηλίτες για μένα είναι σαν τη σκουριά. Ένα άχρηστο μείγμα από χαλκό, κασσίτερο, σίδερο και μολύβι, ό,τι απομένει μέσα στο καμίνι αφού το ασήμι καθαριστεί. Όπως λιώνει το ασήμι στο καμίνι, έτσι θα λιώσετε κι εσείς μέσα στην Ιερουσαλήμ. Τότε θα μάθετε ότι εγώ ο Κύριος, εξαπέλυσα πάνω σας την οργή μου”». Μετά πρόσθεσε ο Κύριος: «Πες στους Ισραηλίτες, άνθρωπε, πως η χώρα τους είναι τόσο ακάθαρτη, ώστε δεν θα πέσει πάνω της βροχή όσον καιρό είμαι μαζί της αγανακτισμένος. Μέσα στη χώρα αυτή οι άρχοντές της είναι σαν λιοντάρι που βρυχιέται, καθώς κατασπαράζει τη λεία του. Καταβροχθίζουν ανθρώπους, αρπάζουν θησαυρούς και πολύτιμα πράγματα, πληθαίνουν τις χήρες. »Οι ιερείς της παραβιάζουν το νόμο μου και μολύνουν τους τόπους λατρείας μου. Δεν κάνουν διάκριση ανάμεσα στο άγιο και στο κοσμικό· δε διδάσκουν τη διαφορά ανάμεσα στο ακάθαρτο και στο καθαρό κι αδιαφορούνε για τα Σάββατά μου. Κανένας σεβασμός για μένα δεν υπάρχει ανάμεσά τους. »Οι άρχοντές της είναι σαν τους λύκους που ξεσκίζουν τη λεία τους, χύνουν αίμα, καταστρέφουν ανθρώπους για να ληστέψουν τα αγαθά τους. »Οι προφήτες της σκεπάζουν όλες αυτές τις αμαρτίες με ψεύτικα οράματα και δίνουν ψεύτικους χρησμούς. Λένε: “αυτά τα είπε ο Κύριος, ο Θεός”, ενώ εγώ, ο Κύριος, δεν μίλησα. »Οι ισχυροί της χώρας καταπιέζουν και ληστεύουν· αδικούν τον φτωχό κι εκείνον που έχει ανάγκη και εκβιάζουν τον ξένο που παροικεί στη χώρα. »Έψαξα ανάμεσά τους να βρω έναν άνθρωπο έτοιμο να επισκευάσει το τείχος ή να σταθεί στ’ ανοίγματα των οχυρών απέναντί μου και να υπερασπιστεί τη χώρα για να μην την καταστρέψω, μα δε βρήκα ούτ’ έναν. Γι’ αυτό σκόρπισα πάνω τους την αγανάκτησή μου και με τη φλογερή οργή μου τους εξαφάνισα. Τους έκανα έτσι να υποστούν τις συνέπειες της συμπεριφοράς τους. Εγώ ο Κύριος, ο Θεός, το λέω». Ο Κύριος μου είπε: «Κάποτε, άνθρωπε, υπήρχαν δυο γυναίκες, κόρες της ίδιας μάνας, οι οποίες ήταν πόρνες στην Αίγυπτο από τα νιάτα τους. Εκεί τους χάιδεψαν για πρώτη φορά τα παρθενικά τους στήθη. Η μεγαλύτερη γυναίκα, που ονομαζόταν Οολά, ήταν η Σαμάρεια· και η αδερφή της, η Οολιβά, ήταν η Ιερουσαλήμ. Τις πήρα και τις δυο για γυναίκες μου και μου γέννησαν αγόρια και κορίτσια. »Αλλά η Οολά, μολονότι ήταν γυναίκα μου, έγινε πόρνη κι αγάπησε με πάθος τους εραστές της τους Ασσυρίους, που ήταν γείτονές της. Αυτοί ήταν κυβερνήτες και άρχοντες, ντυμένοι με πορφύρα, όλοι τους νέοι μεγαλόπρεποι, επιδέξιοι καβαλάρηδες. Πορνεύτηκε μ’ αυτούς που ήταν οι πιο εκλεκτοί άντρες της Ασσυρίας· τους αγάπησε όλους με πάθος και μολύνθηκε με τη λατρεία των ειδώλων τους. Δε σταμάτησε να πορνεύεται όπως και στην Αίγυπτο, όταν από τα νιάτα της πλάγιαζε με άντρες που της θώπευαν τα παρθενικά της στήθη και ασελγούσαν πάνω της. Γι’ αυτό την παρέδωσα στην εξουσία των εραστών της, των Ασσυρίων, που με τόσο πάθος τούς είχε αγαπήσει. Αυτοί άρπαξαν τ’ αγόρια της και τα κορίτσια της, κι αυτήν την ίδια την ξεγύμνωσαν και τη θανάτωσαν με ξίφος. Της επέβαλαν έτσι ποινή παραδειγματική για όλες τις γυναίκες. »Η αδερφή της, η Οολιβά, αν και τα είδε όλα αυτά, έπεσε στη διαφθορά πιο πολύ από κείνην και επιδόθηκε με παράφορο πάθος στις πορνικές της πράξεις. Αγάπησε κι αυτή με πάθος τους Ασσυρίους κυβερνήτες, αρχηγούς και πολεμιστές, που ήταν όλοι τους ντυμένοι με πορφύρα, ωραίοι νέοι κι επιδέξιοι καβαλάρηδες. Έτσι βυθίστηκε στην ανηθικότητα. Κι εγώ διαπίστωσα ότι ακολούθησαν κι οι δυο αδερφές τον ίδιο δρόμο. Αυτή όταν τους είδε, τους αγάπησε με πάθος κι έστειλε αγγελιοφόρους στη Βαβυλώνα για να τους βρουν. Ήρθαν, λοιπόν, σ’ αυτήν οι Βαβυλώνιοι, στο ερωτικό της κρεβάτι, και τη μόλυναν με την ασέλγειά τους, μέχρις ότου και η ίδια τούς σιχάθηκε. Όσο συνέχιζε τις πορνείες της, τόσο πιο πολύ φανερωνόταν η γύμνια της. »Έτσι σιχάθηκα την Οολιβά, όπως είχα σιχαθεί και την αδερφή της. Ετούτη όμως εκπορνεύτηκε σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό, και συμπεριφέρθηκε όπως στον καιρό της νιότης της, τότε που ήταν πόρνη στην Αίγυπτο. Τότε που είχε αγαπήσει με πάθος τους εραστές της, που το γεννητικό τους μόριο ήταν σαν των όνων και ο οργασμός τους σαν των αλόγων. Τώρα ξανάρχισε την ανηθικότητα της νιότης της, όπως τότε που οι Αιγύπτιοι έπαιζαν με τα νεανικά της στήθη». «Γι’ αυτό, Οολιβά, εγώ ο Κύριος, ο Θεός, λέω: Θα ξεσηκώσω από παντού τους εραστές σου, που τους αποστράφηκες, και θα τους φέρω εναντίον σου: Τους Βαβυλώνιους και τους άλλους Χαλδαίους, δηλαδή τους άντρες από την Πεκώδ, τη Σωά και την Κοά, και μαζί τους τους Ασσυρίους, που όλοι τους είναι κυβερνήτες και αρχηγοί, αξιωματούχοι και σύμβουλοι, ωραίοι νέοι, καβαλάρηδες ξακουστοί. Θα ’ρθουν εναντίον σου με πλήθος άμαξες και τροχοφόρα και με αναρίθμητο στρατό. Προστατευμένοι από τους θυρεούς τους, τις ασπίδες και τις περικεφαλαίες τους, θα σε περικυκλώσουν από παντού και θα τους αναθέσω να σε τιμωρήσουν κατά την κρίση τους. Θα εξαπολύσω την αγανάκτησή μου εναντίον σου και θα τους αφήσω να σου φερθούν με μανία. Θα σου κόψουν τη μύτη και τ’ αυτιά και θα σε αποτελειώσουν με τα ξίφη τους. Θα πάρουν τ’ αγόρια σου και τα κορίτσια σου και όσοι επιζήσουν από σένα θα τους εξαφανίσει η φωτιά. Θα σου βγάλουν τα ρούχα και θα σου αρπάξουν τα πολύτιμα κοσμήματά σου. Έτσι θα βάλω τέρμα στην ανηθικότητά σου και στην πορνεία σου που διαπράττεις από τότε που ήσουν ακόμα στην Αίγυπτο. Δε θα ξανασηκώσεις πια τα μάτια σου σ’ αυτούς και την Αίγυπτο θα την ξεχάσεις. »Εγώ ο Κύριος, ο Θεός, λέω: Θα σε παραδώσω στην εξουσία εκείνων που τώρα μισείς και αποστρέφεσαι. Αυτοί θα σου φερθούν με μίσος· θ’ αρπάξουν όλους τους καρπούς του μόχθου σου και θα σ’ αφήσουν εντελώς γυμνή. Κι όλα αυτά θα σου τα κάνω επειδή πορνεύτηκες με τα έθνη και μολύνθηκες με τη λατρεία των ειδώλων τους. »Ακολούθησες το δρόμο της αδερφής σου, γι’ αυτό κι εγώ θα σου δώσω να πιεις το ίδιο μ’ αυτήν ποτήρι. Εγώ ο Κύριος, ο Θεός, λέω: Θα πιεις το ίδιο ποτήρι με την αδερφή σου, ένα ποτήρι βαθύ και πλατύ· θα ντροπιαστείς, θα γίνεις καταγέλαστη, γιατί το ποτήρι θα είναι ξέχειλα γεμάτο. Θα γεμίσεις πόνο και λύπη, γιατί ποτήρι τρόμου και φρίκης είναι το ποτήρι της αδερφής σου, της Σαμάρειας. Θα το πιεις και θα το στραγγίξεις· θα ρουφήξεις τα σπασμένα κομμάτια του κι αυτά θα σου ξεσκίσουν τα στήθη, γιατί εγώ ο Κύριος, ο Θεός, μίλησα. Επειδή με ξέχασες και με αρνήθηκες, πρέπει να υποστείς τις συνέπειες για την ανηθικότητά σου και τις πορνείες σου». Μου είπε ακόμα ο Κύριος: «Εσύ άνθρωπε, ετοιμάσου να κρίνεις την Οολά και την Οολιβά και να τις επιπλήξεις για τις βδελυρές πράξεις τους. Διέπραξαν μοιχεία και φόνο· διέπραξαν ανήθικες πράξεις με τη λατρεία των ειδώλων τους, προσφέροντάς τους για τροφή τα παιδιά που γέννησαν για μένα. Κι ετούτο ακόμα μου έκαναν: Αφού θυσίασαν τα παιδιά τους στα είδωλά τους, την ίδια μέρα πήγαν στο αγιαστήριό μου και το μόλυναν κι αυτό· κι ακόμα βεβήλωσαν το Σάββατο που είναι αφιερωμένο σ’ εμένα. »Πες τους ακόμα: “στείλατε και αγγελιοφόρους και καλέσατε άντρες από χώρα μακρινή και ήρθαν σ’ εσάς· για χάρη τους λουστήκατε, βάψατε τα μάτια σας και στολιστήκατε. Καθίσατε σε κρεβάτια μεγαλοπρεπή με στρωμένα τραπέζια μπροστά σας, και πάνω τους βάλατε το θυμίαμά μου και το αρωματικό λάδι μου”. Στο σπίτι τους ακούγονταν χαρούμενες φωνές ξέγνοιαστου πλήθους, που είχαν έρθει από την έρημο. Περνούσαν βραχιόλια στα χέρια των δύο γυναικών και τους φορούσαν ωραία στέμματα στο κεφάλι τους. Τότε σκέφτηκα: Αυτές που γέρασαν στην πορνεία, δεν είναι δυνατόν παρά να διαπράξουν και τώρα πορνεία! Πράγματι, ήρθαν οι άντρες στην Οολά και στην Οολιβά, στις διεφθαρμένες αυτές γυναίκες, και τις μεταχειρίστηκαν σαν πόρνες. »Αλλά οι δίκαιοι άντρες θα τις καταδικάσουν για μοιχεία και φόνο, γιατί είχαν μοιχεύσει και σκοτώσει. Εγώ ο Κύριος, ο Θεός, λέω: Πλήθος ανθρώπων θα έρθει εναντίον τους και θα τις κακομεταχειριστούν, θα τις ληστέψουν. Ο όχλος θα τις λιθοβολήσει και θα τις κατασφάξει· θα σφάξουν τ’ αγόρια και τα κορίτσια τους και θα κάψουν τα σπίτια τους. »Έτσι θα σταματήσω την ανηθικότητα από τη χώρα· και όλες οι γυναίκες θα μάθουν να μην μιμούνται τις ακολασίες αυτών των δύο αδερφών. Θα τις τιμωρήσω για την ανηθικότητά τους και για τις αμαρτίες που κάνανε λατρεύοντας τα είδωλα. Έτσι θα μάθουν ότι εγώ είμαι ο Κύριος, ο Θεός». Τη δέκατη μέρα του δέκατου μήνα του ένατου έτους της αιχμαλωσίας μας, ο Κύριος μου είπε: «Εσύ άνθρωπε, σημείωσε αυτή την ημέρα· είναι η μέρα που ο βασιλιάς της Βαβυλώνας πολιόρκησε την Ιερουσαλήμ. Πες λοιπόν, την παροιμία που εγώ ο Κύριος, ο Θεός, λέω γι’ αυτούς τους αποστάτες: “βάλε τη χύτρα στη φωτιά και μέσα νερό ρίξε. Κόψε μετά το κρέας και πάρε τα κομμάτια τα καλύτερα το μπούτι και τη σπάλα και βάλ’ τα μες στη χύτρα. Για να γεμίσει, πρόσθεσε κόκαλα διαλεχτά. Το κρέας να ’ναι απ’ τα καλύτερα τα πρόβατα του κοπαδιού. Σώριασε ξύλα κάτω από τη χύτρα κι άσ’ τα να βράσουνε τόσο πολύ ως να ψηθούν ακόμα και τα κόκαλα. ”Εγώ ο Κύριος, ο Θεός, λέω: Αλίμονο στην αιμοβόρα πόλη, στη σκουριασμένη χύτρα, που η σκουριά της με τίποτα δε βγαίνει! Θ’ αδειάσει απ’ όλο της το κρέας, κομμάτι κομμάτι, χωρίς εξαίρεση. Φόνοι έγιναν στην πόλη και το αίμα απλώθηκε πάνω στο βράχο το γυμνό· το χώμα δεν το ρούφηξε ούτε το σκέπασε η σκόνη. Κι εγώ το αφήνω εκεί για να το βλέπω, πάνω στο βράχο το γυμνό, για να φουντώνει την οργή μου και να γυρεύει εκδίκηση. Γι’ αυτό, εγώ ο Κύριος, ο Θεός λέω: Αλίμονο στην πόλη την αιμοσταγή, γιατί θα ετοιμάσω κι εγώ πυρά, μ’ ένα μεγάλο σωρό από ξύλα. Σώριασέ τα, άναψε τη φωτιά, βράσε καλά το κρέας, πρόσθεσε τα μπαχαρικά κι άσε να φύγει όλο το νερό και να καούν τα κόκαλα. Τη χύτρα άφησέ την αδειανή πάνω στα κάρβουνα ώσπου να πυρωθεί το μέταλλο, να κοκκινίσει και να χαθεί η ακαθαρσία που ’χει μέσα της και να εξαφανιστεί η σκουριά της. Μάταια, όμως· είναι πολλή η σκουριά της και δεν εξαφανίζεται με τη φωτιά. Η σκουριά είναι η ακολασία σου, Ιερουσαλήμ. Προσπάθησα να σ’ εξαγνίσω, μα στάθηκε αδύνατο. Τώρα δεν θα μπορέσεις πια να εξαγνιστείς, ωσότου εξαντλήσω την οργή μου πάνω σου. Εγώ, ο Κύριος μίλησα· αυτό θα γίνει. Θα το κάνω! Δε θ’ αλλάξω γνώμη, δε θα λυπηθώ ούτε θα μετανιώσω. Θα σε τιμωρήσω ανάλογα με το πώς φέρθηκες και τι έπραξες. Εγώ ο Κύριος, ο Θεός, το λέω”». Μου είπε ακόμα ο Κύριος: «Άνθρωπε, τώρα εγώ μ’ ένα χτύπημα θα σου πάρω αυτήν που είναι των ματιών σου η χαρά. Μη θρηνήσεις όμως και μην πενθήσεις ούτε να χύσεις δάκρυα. Στέναξε σιωπηλά· μην πενθήσεις για τη νεκρή. Τύλιξε όπως πάντα το κάλυμμα γύρω στο κεφάλι σου και βάλε τα σανδάλια σου στα πόδια σου· μη σκεπάσεις το σαγόνι σου και μη δεχτείς να φας απ’ το ψωμί που προσφέρουν σ’ αυτούς που πενθούν». Μίλησα, λοιπόν, στο λαό το πρωί, και το βράδυ η γυναίκα μου πέθανε· το άλλο πρωί έκανα όπως με είχε διατάξει ο Κύριος. Τότε ο λαός με ρώτησε: «Δε θα μας πεις τι σημαίνουν όλα αυτά που κάνεις;» Εγώ τους απάντησα: «Ο Κύριος ο Θεός με πρόσταξε, Ισραηλίτες, να σας πω εκ μέρους του τα εξής: “εγώ, ο Κύριος, θα μολύνω το αγιαστήριό μου, που είναι το καύχημά σας και το στήριγμά σας, που καμαρώνετε να το βλέπετε και να το επισκέπτεσθε. Τ’ αγόρια σας και τα κορίτσια σας που έμειναν στην Ιερουσαλήμ, με ξίφος θα θανατωθούν. Τότε θα κάνετε ότι έκανε κι ο Ιεζεκιήλ: Δε θα καλύψετε το σαγόνι σας ούτε θα φάτε το ψωμί που θα σας φέρουν. Το κάλυμμά σας θα μείνει πάνω στο κεφάλι σας και τα σανδάλια σας στα πόδια σας· δεν θα θρηνήσετε ούτε θα κλάψετε, μόνο θα λιώνετε από τις ανομίες σας και θ’ αναστενάζετε όταν συναντάτε ο ένας τον άλλο. Ο Ιεζεκιήλ θα είναι για σας υπόδειγμα· όπως έκανε εκείνος έτσι θα κάνετε κι εσείς. Όταν θα γίνει κι αυτό, τότε θα μάθετε ότι εγώ είμαι ο Κύριος, ο Θεός”». Έπειτα, ο Κύριος μου είπε: «Άνθρωπε, θα ’ρθεί μια μέρα που θα πάρω απ’ αυτούς το αγιαστήριό μου, που σ’ αυτό στηρίζονται, που είναι το καμάρι τους και η χαρά τους, όταν το βλέπουν και όταν το επισκέπτονται. Επίσης θα τους πάρω τ’ αγόρια τους και τα κορίτσια τους. Τότε θα ’ρθει σ’ εσένα ένας που θα έχει γλιτώσει για να σου πει τα νέα. Την ίδια μέρα θα πάψεις να είσαι άλαλος και θα μιλήσεις στο φυγάδα. Έτσι θα γίνεις γι’ αυτούς σημείο και θα μάθουν ότι εγώ είμαι ο Κύριος». Ο Κύριος μου είπε: «Εσύ άνθρωπε, στρέψου προς τους Αμμωνίτες και προφήτεψε εναντίον τους, μ’ αυτά τα λόγια: »“Ακούστε, Αμμωνίτες, τι έχει να σας πει ο Κύριος, ο Θεός: Επειδή χαρήκατε και κοροϊδέψατε όταν το αγιαστήριό μου βεβηλώθηκε και η χώρα των Ισραηλιτών ερημώθηκε και οι κάτοικοι του Ιούδα πήγαν στην εξορία, γι’ αυτό κι εγώ θα σας παραδώσω στους λαούς της ανατολής! Θα στήσουν τις σκηνές τους μέσα από τα σύνορά σας και θα εγκατασταθούν ανάμεσά σας· αυτοί θα φάνε τους καρπούς σας και θα πιουν το γάλα των κοπαδιών σας. Θα κάνω την πρωτεύουσά σας, τη Ραββά, βοσκοτόπι για καμήλες και τη χώρα σας μάντρα για κοπάδια. Τότε θα μάθετε ότι εγώ είμαι ο Κύριος. ”Ο Κύριος, ο Θεός, λέει: Επειδή χειροκροτήσατε κι αλαλάξατε με χαιρεκακία για τα δεινά που βρήκαν τη χώρα των Ισραηλιτών, γι’ αυτό κι εγώ θα εκδηλώσω τη δύναμή μου εναντίον σας και θα σας παραδώσω λάφυρο στα άλλα έθνη! Θα σας εξολοθρεύσω μέσα από τους λαούς και θα σας εξαφανίσω ως χώρα· θα σας καταστρέψω εντελώς. Έτσι θα μάθετε ότι εγώ είμαι ο Κύριος”». Ο Κύριος, ο Θεός, λέει: «Επειδή οι Μωαβίτες είπαν ότι οι κάτοικοι του Ιούδα είναι ένας λαός σαν όλα τα άλλα έθνη, γι’ αυτό κι εγώ θ’ αφήσω τους εχθρούς να επιτεθούν εναντίον των πόλεων της Μωάβ από την πλαγιά που βρίσκονται οι καλύτερες πόλεις της, δηλαδή η Βαιθ-Ιεσιμώθ, η Βάαλ-Μεών και η Κιριαθαΐμ. Και θα τους παραδώσω στους λαούς της ανατολής, όπως παρέδωσα τη χώρα των Αμμωνιτών, έτσι που κανείς πια μέσα στα έθνη να μη θυμάται τη Μωάβ. Θα τιμωρήσω τους Μωαβίτες και τότε θα μάθουν ότι εγώ είμαι ο Κύριος». Ο Κύριος, ο Θεός, λέει: «Επειδή οι Εδωμίτες φέρθηκαν εκδικητικά εναντίον των κατοίκων του Ιούδα, είναι ένοχοι. Κι εγώ δηλώνω ότι θ’ απλώσω το χέρι μου εναντίον της Εδώμ και θα εξολοθρεύσω τους ανθρώπους και τα κτήνη της! Θα την ερημώσω από τη Θαιμάν ως τη Δεδάν, όλοι οι κάτοικοί τους θα πεθάνουν στον πόλεμο. Θα εκδικηθώ τους Εδωμίτες με το λαό μου τον Ισραήλ και θα τους κάνω να αισθανθούν το θυμό μου και την αγανάκτησή μου· και τότε θα γνωρίσουν καλά εμένα τον Κύριο». Ο Κύριος, ο Θεός, λέει: «Επειδή οι Φιλισταίοι κινήθηκαν με κακία κι αιώνια έχθρα για να εκδικηθούν και να εξαφανίσουν τον Ιούδα, γι’ αυτό δηλώνω ότι θα εκδηλώσω τη δύναμή μου εναντίον των Φιλισταίων και θα εξολοθρεύσω τους Κρήτες· θα εξαφανίσω το υπόλοιπο του παραλιακού αυτού λαού. Θα τους εκδικηθώ με αυστηρές τιμωρίες και τότε θα μάθουν ότι εγώ είμαι ο Κύριος». Την πρώτη μέρα του μήνα, του ενδέκατου έτους της αιχμαλωσίας μας, ο Κύριος μου είπε: «Η Τύρος, άνθρωπε, θριαμβολόγησε εναντίον της Ιερουσαλήμ και είπε: “θαυμάσια! Η πύλη των λαών έγινε κομμάτια! Σειρά μου να χορτάσω, τώρα που αυτή είναι έρημη!” Γι’ αυτό κι εγώ, ο Κύριος ο Θεός, τής λέω: »“Είμαι εναντίον σου, Τύρος, και θα ξεσηκώσω εναντίον σου έθνη πολλά, όπως η θάλασσα ξεσηκώνει τα κύματά της. Θα καταστρέψουν τα τείχη σου και θα γκρεμίσουν τους πύργους σου. Εγώ θα σαρώσω τα ερείπιά σου και το χώμα σου και θα σε αφήσω βράχο γυμνό. Θα μείνεις ένας τόπος τόσος δα καταμεσής της θάλασσας, ίσα για να στεγνώνουνε τα δίχτυα και θα γίνεις λάφυρο των εθνών. Εγώ ο Κύριος, ο Θεός, θα το πραγματοποιήσω. Και οι πόλεις που εξαρτώνται από σένα στην ενδοχώρα θα καταστραφούν· και θα μάθουν ότι εγώ είμαι ο Κύριος. «Δηλώνω ακόμα, εγώ ο Κύριος, ο Θεός, ότι θα φέρω από το βορρά εναντίον σου, Τύρος, το βασιλιά των βασιλιάδων Ναβουχοδονόσορ, βασιλιά της Βαβυλώνας, με άλογα και άμαξες, με καβαλάρηδες και αναρίθμητο πεζικό. Αυτός θα καταστρέψει τις πόλεις που εξαρτώνται από σένα στην ενδοχώρα. Και θα στραφεί εναντίον σου χρησιμοποιώντας πολιορκητικά τείχη, προχώματα και προστατευτικές οροφές. Θα στρέψει τους πολιορκητικούς κριούς του ενάντια στα τείχη σου και με τα τσεκούρια του θα γκρεμίσει τους πύργους σου. Η σκόνη από το πολυάριθμο ιππικό του θα σε σκεπάσει και θα σειστούν τα τείχη σου από το θόρυβο των αλόγων του και των τροχών των αμαξών του, όταν αυτός θα περνάει τις πύλες σου κατακτητής. Με τις οπλές των αλόγων του θα καταπατήσει όλους τους δρόμους σου· θα κατασφάξει το λαό σου και θα γκρεμίσει τις ωραίες εντυπωσιακές σου στήλες. Θα πάρουν τον πλούτο σου, λάφυρα θα γίνουν τα εμπορεύματά σου. Θα γκρεμιστούν τα τείχη σου και θα καταστραφούν τα όμορφα σπίτια σου. Οι πέτρες, τα ξύλα και το χώμα σου θα ριχτούν στη θάλασσα. Θα βάλω εγώ τέλος στα τραγούδια σου και η μουσική απ’ τις άρπες σου δεν θα ξανακουστεί. Θ’ αφήσω από σένα μονάχα λίγο βράχο γυμνό, κατάλληλο για να στεγνώνουν απάνω του τα δίχτυα· η πόλη σου δεν θα ξαναχτιστεί. Εγώ ο Κύριος, ο Θεός, το είπα”». Ο Κύριος, ο Θεός, λέει στην Τύρο: «Οι μακρινές οι χώρες θα σειστούν από το θόρυβο της πτώσης σου, όταν οι τραυματίες σου θα στενάζουν και θα γίνεται σφαγή μέσα στα τείχη σου. Τότε θα κατεβούν από τους θρόνους τους όλοι οι άρχοντες των παραθαλάσσιων περιοχών, θα βγάλουν τους μανδύες τους και θα πετάξουν από πάνω τους τα χρυσοκεντημένα ρούχα τους. Θα καθίσουν κατάχαμα γεμάτοι τρόμο, και βλέποντας το κατάντημά σου θα τρέμουν από τη φρίκη. Θα θρηνούν για σένα και θα λένε: “Αχ, πώς καταστράφηκες έτσι! Πώς χάθηκες από τις θάλασσες, εσύ η δοξασμένη πολιτεία! Εσύ που ήσουν ισχυρή στη θάλασσα, κι οι κάτοικοί σου έσπερναν τον τρόμο σ’ όλους της παραλίας τους κατοίκους. Τώρα τρέμουνε τα παράλια στης πτώσης σου τη μέρα· οι μακρινές οι χώρες πέρα στη θάλασσα ταράζονται για το χαμό σου”. »Άκου, Τύρος, τι έχω να σου πω εγώ ο Κύριος, ο Θεός: Έρημη θα σε κάνω κι ακατοίκητη, όπως έχω κάνει πολλές άλλες πόλεις. Θα φέρω πάνω σου τα νερά της αβύσσου και θα σε σκεπάσουν. Θα σε καταποντίσω μαζί μ’ εκείνους που κατεβαίνουνε στον άδη, μαζί με τους λαούς του παρελθόντος, και θα σε κάνω να κατοικήσεις στον κάτω κόσμο, ανάμεσα στα αιώνια ερείπια. Θα παραμένεις ακατοίκητη και πια δε θα ’χεις θέση στον κόσμο των ζωντανών. Θα σε οδηγήσω σε τέλος φοβερό, στην εξαφάνιση. Κι αν κανείς σε αναζητήσει δεν θα σε βρεί ποτέ. Εγώ ο Κύριος, ο Θεός, το λέω». Ο Κύριος μου είπε: «Κι εσύ, άνθρωπε, σύνθεσε θρηνητικό τραγούδι για την Τύρο, που είναι κτισμένη στην είσοδο της θάλασσας και κάνει εμπόριο με όλους τους παραλιακούς λαούς. Πες της εκ μέρους μου: Αχ, Τύρος! Είπες πως είσαι τέλεια σε ωραιότητα. Μες στην καρδιά των θαλασσών ήταν τα σύνορά σου, οι χτίστες σου σε φτιάξανε καθώς ωραία φρεγάτα. Σε κυπαρίσσια απ’ το Ερμών πλάνισαν όλα τα δοκάρια σου· πήρανε κέδρο από το Λίβανο για να σου φτιάξουν τα κατάρτια. Απ’ τη Βασάν πήραν βελανιδιές να σχηματίσουν τα κουπιά σου, κάνανε το κατάστρωμά σου με πεύκο από της Κύπρου τις ακτές. Απ’ της Αιγύπτου ύφασμα λεπτό, ομορφοκεντημένο, ήτανε καμωμένα τα πανιά σου, για να σε αναγνωρίζουνε από μακριά. Από γαλάζιο ύφασμα και μενεξεδί, φερμένο απ’ τις ακτές της Ελισά, ήταν οι τέντες σου. Είχες για κωπηλάτες σου άντρες απ’ τη Σιδώνα και από την Αρβάδ· οι πιο επιδέξιοι άντρες σου, οι Τύριοι, κρατούσαν το πηδάλιο. Είχες μαζί σου της Γεβάλ τους ναυπηγούς, τους έμπειρους τεχνίτες, τις βλάβες σου να επισκευάζουν. Όλα τα πλοία που οργώνουνε τις θάλασσες σ’ εσένα σταματούσαν, και τα πληρώματά τους, αγοράζαν τις πραμάτειες σου. Άντρες απ’ την Περσία, από τη Λουδ κι απ’ τη Λιβύη υπηρετούσαν στο δικό σου στράτευμα, πολεμιστές σου. Κρεμούσαν τις ασπίδες και τις περικεφαλαίες τους μες στους στρατώνες σου· προσθέτανε στη δόξα και στο γόητρό σου. »Άντρες απ’ την Αρβάδ μαζί με το στρατό σου αλλάζανε σκοπιές πάνω στα τείχη σου κι άντρες απ’ την Γκαμάδ φυλάγανε τους πύργους σου· κρεμούσαν τις ασπίδες τους στα τείχη που σε κύκλωναν· αυτοί συμπλήρωναν την ομορφιά σου. »Μαζί σου εμπορευόταν η Θαρσείς, γιατί είχες πλούτη άφθονα και κάθε είδους. Ασήμι, σίδερο, κασσίτερο και μολύβι έδινε αντάλλαγμα για τα εμπορεύματά σου. Οι λαοί Ιαυάν, Τουβάλ και Μεσέχ μ’ εσένα εμπορεύονταν, κι έδιναν δούλους και σκεύη χάλκινα αντάλλαγμα για τα εμπορεύματά σου. Οι άνθρωποι της Βαιθ-Τωγαρμά έδιναν άλογα για άμαξες, άλογα για ιππασία και μουλάρια, αντάλλαγμα για τα εμπορεύματά σου. Οι Ρόδιοι ήταν έμποροί σου· πολλά νησιά ήταν αγορές σου. Σου έφερναν ελεφαντόδοντο και έβενο για αντάλλαγμα. Οι Εδωμίτες εμπορεύονταν μ’ εσένα για τους άφθονους πόρους σου. Για τα εμπορεύματά σου πρόσφεραν σμαράγδια, πορφύρα, είδη κεντητά, λινά, κοράλλια και ρουμπίνια. Οι χώρες του Ιούδα και του Ισραήλ μαζί σου εμπορεύονταν δίνοντάς σου γι’ αντάλλαγμα σιτάρι από τη Μιννίθ, κεχρί, μέλι, λάδι και βάλσαμο. Η Δαμασκός μαζί σου εμπορευόταν για τα άφθονα αγαθά σου και για τα κάθε είδους πλούτη σου· σου προμήθευε κρασί από τη Χελβών και μαλλί από τη Σαχάρ. Ο Δαν και ο Ιαυάν απ’ την Ουζάλ, προσφέραν για εμπορεύματά σου σίδερο σφυρήλατο, κασσία και αρωματικό καλάμι. Η Δεδάν μαζί σου εμπορευόταν σέλλες για ιππασία. Η Αραβία και όλοι οι ηγεμόνες της Κηδάρ ήταν πελάτες σου· μ’ εσένα εμπορεύονταν αρνιά, κριάρια και γίδια. Οι έμποροι της Σαβά και της Ραγμά μ’ εσένα εμπορεύονταν προσφέροντας για τα εμπορεύματά σου τα πιο καλά απ’ όλα τα είδη των αρωμάτων και των πολύτιμων λίθων και καθαρό χρυσό. Οι έμποροι της Χαρράν, της Χαναά, της Εδέν, της Ασσούρ και της Χιλμάδ έκαναν εμπόριο κι αυτοί μαζί σου. Σου πουλούσαν εκλεκτά υφάσματα, γαλάζια κεντητά ενδύματα, πολύχρωμα ταπέτα, υφασμένα με κορδόνια γεροδεμένα. »Πλοία τεράστια μετέφεραν τα εμπορεύματά σου. Και ήσουν πλούσια και δοξασμένη στην καρδιά των θαλασσών. Οι κωπηλάτες σου σε φέραν σε βαθιά νερά, αλλά ο άνεμος ο ανατολικός μες στην καρδιά της θάλασσας σε τσάκισε. Ο πλούτος σου, τα εμπορεύματά σου, τ’ αγαθά σου, οι ναύτες σου και τα πληρώματά σου, οι τεχνίτες που επισκευάζανε τις βλάβες σου, οι έμποροί σου κι όλοι οι πολεμιστές σου, το πλήθος των κατοίκων σου, θα καταποντιστούν μες στην καρδιά της θάλασσας, στης πτώσης σου τη μέρα. Τρέμουν οι κάτοικοι των ακτών, όταν ακούν των ναυτικών σου τις κραυγές. Τότε όλοι οι κωπηλάτες και οι ναύτες, όλοι οι θαλασσινοί από τα πλοία κατεβαίνουν και στέκουν στη στεριά. Σε θρήνο υψώνουνε για σένα τη φωνή τους και κλαίνε για τη μοίρα σου πικρά· ρίχνουνε χώμα πάνω στο κεφάλι τους, κυλιούνται μες στη στάχτη. Για χάρη σου ξυρίζουν το κεφάλι τους και πένθιμα φορούν· για σένα κλαίν’ με πίκρα στην καρδιά τους. Μες στην οδύνη τους μοιρολογούν για σένα, θρηνολογούν και λένε: “ποια άλλη πολιτεία εξαφανίστηκε στης θάλασσας τη μέση σαν την Τύρο; Σαν έρχονταν απ’ τα πελάγη οι πραμάτειες σου, πολλούς λαούς προμήθευες με του πλούτου και των εμπορευμάτων σου την αφθονία. Πλούσιους έκανες της γης τους βασιλιάδες. Τώρα είσαι ναυάγιο των θαλασσών, θαμμένη μες στα βάθη των υδάτων. Το εμπόρευμά σου κι όλο σου το πλήρωμα βυθίστηκαν μέσα στη θάλασσα μαζί σου. Όλοι οι κάτοικοι των μακρινών χωρών μαζί σου τρόμαξαν· οι βασιλιάδες τους ταράχτηκαν, ο φόβος τους διαβάζεται στα πρόσωπά τους. Οι έμποροι απ’ τους λαούς τους ξένους στενάζουν απ’ τον τρόμο τους για σένα, γιατί κατάντησες πράγμα φρικτό και θλιβερό, εξουθενώθηκες για πάντα”». Ο Κύριος μου είπε: «Εσύ άνθρωπε, πες στο βασιλιά της Τύρου: “άκου τι λέει για σένα ο Κύριος, ο Θεός: Περηφανεύτηκες και ισχυρίστηκες πως είσαι θεός, κι ότι κάθεσαι στο θρόνο του Θεού μες στην καρδιά των θαλασσών· ενώ είσαι ένας απλός άνθρωπος κι όχι θεός κι ας θεωρείς εσύ τον εαυτό σου σοφό σαν το Θεό. Θαρρείς πως είσαι από το Δανιήλ σοφότερος και πως κανένα μυστικό δεν κρύβεται από σένα! Με τη σοφία σου και τη σύνεσή σου πλούτη απέκτησες και μάζεψες χρυσάφι και ασήμι στα θησαυροφυλάκιά σου. Με τη μεγάλη εμπορική σου ικανότητα αύξησες τον πλούτο σου και η καρδιά σου περηφανεύτηκε γι’ αυτόν. Θεώρησες τον εαυτό σου σοφό σαν το Θεό· γι’ αυτό εγώ ο Κύριος, ο Θεός, λέω: Θα φέρω εναντίον σου ξένους, τα πιο φοβερά έθνη, που θα κομματιάσουν τα επιτεύγματα της αξιοθαύμαστης σοφίας σου, και θα κηλιδώσουν τη λαμπρότητά σου. Όταν με βίαιο θάνατο θα πεθάνεις, θα σε κατεβάσουν στον άδη, στην καρδιά των θαλασσών. Θα ισχυρίζεσαι ακόμα τότε μπροστά στους φονιάδες σου πως είσαι θεός; Μα στα χέρια των φονιάδων σου θα είσαι άνθρωπος κι όχι θεός! Ξένοι θα σε σκοτώσουν και θα ’χεις θάνατο επαίσχυντο. Κι αυτό, γιατί εγώ το διέταξα, ο Κύριος ο Θεός”». Μου είπε πάλι ο Κύριος: «Εσύ άνθρωπε, τόνισε για το βασιλιά της Τύρου θρηνητικό τραγούδι και πες του: “άκου τι έχει να σου πει ο Κύριος ο Θεός: Εσύ ήσουν υπόδειγμα τελειότητας, με τη μεγάλη σου σοφία και την ασύγκριτη ομορφιά σου. Ζούσες στην Εδέμ, στον κήπο του Θεού κι ήσουν ντυμένος πλήθος λίθους πολύτιμους: ρουμπίνια, τοπάζια, διαμάντια, όνυχα, βήρυλλο και ίασπι, ζαφείρια, γρανάτες και σμαράγδια· και το χρυσάφι ήταν κεντημένο πάνω στο στήθος σου. Τη μέρα που δημιουργήθηκες όλα αυτά είχαν κιόλας ετοιμαστεί. Σε είχα βάλει φύλακα χερούβ στο άγιο μου όρος και περπατούσες ανάμεσα σε λαμπερά πετράδια. ”Ήσουν τέλειος στη συμπεριφορά σου από την ημέρα που πλάστηκες, ωσότου αμάρτησες. Με το δραστήριο εμπόριό σου οδηγήθηκες στη βία και στην αδικία. Γι’ αυτό κι εγώ σε πέταξα σαν μολυσμένο πράγμα από το όρος μου, φύλακα χερούβ, σε έσπρωξα μέσα από τα πολύτιμα πετράδια σου στην καταστροφή. Επειδή ήσουν όμορφος περηφανεύτηκες· επειδή ήσουν δοξασμένος η σοφία σου διαφθάρηκε. Γι’ αυτό σε πέταξα στη γη και σε παρέδωσα στην κοινή θέα των άλλων βασιλιάδων. ”Με τις πολλές παρανομίες που έκανες στο εμπόριό σου, μόλυνες τους τόπους της λατρείας σου. Γι’ αυτό έβαλα φωτιά στην πόλη σου για να καταστραφείς και να γίνεις στάχτη πάνω στη γη, μπροστά στην κοινή θέα. Όλοι όσοι σε γνώριζαν ανάμεσα στα έθνη τρόμαξαν με το κατάντημά σου· έφτασες σε τέλος φοβερό κι εκεί θα μείνεις για πάντα”». Ο Κύριος μου είπε: «Εσύ άνθρωπε, κοίτα προς τη Σιδώνα και προφήτεψε εναντίον της. Πες της: “άκου τι έχει να σου πει ο Κύριος ο Θεός: Είμαι εναντίον σου, Σιδώνα, και θα σου δείξω τη δύναμή μου. Θα σε κρίνω και θα σου φανερώσω την αγιότητά μου. Έτσι οι κάτοικοί σου θα μάθουν ότι εγώ είμαι ο Κύριος. Θα σου στείλω αρρώστια και οι δρόμοι σου θα γεμίσουν πτώματα. Θα σου επιτεθούν απ’ όλες τις μεριές και οι κάτοικοί σου θα παραδοθούν στη σφαγή. Τότε όλοι θα μάθουν ότι εγώ είμαι ο Κύριος”». Ο Κύριος, ο Θεός λέει: «Δε θα υπάρξει πια για τους Ισραηλίτες αγκαθερός θάμνος να τους πληγώνει, ούτε αγκάθι να τους αγκυλώνει ανάμεσα σ’ όλους τους γειτονικούς λαούς, που άλλοτε βλέπαν τους Ισραηλίτες με περιφρόνηση. Θα μάθουν όλοι, λοιπόν, ότι εγώ είμαι ο Κύριος, ο Θεός. Θα συγκεντρώσω τους Ισραηλίτες από τα έθνη, που ανάμεσά τους είναι σκορπισμένοι, θα φανερώσω σ’ αυτούς την αγιότητά μου, μπροστά στα μάτια των εθνών, και θα εγκατασταθούν στη χώρα τους, που την έδωσα στους απογόνους του δούλου μου του Ιακώβ. Θα κατοικούν σ’ αυτήν με ασφάλεια, θα χτίζουν σπίτια και θα φυτεύουν αμπέλια. Θα τιμωρήσω όμως όλους τους γειτονικούς λαούς, που τους συμπεριφέρθηκαν με περιφρόνηση. Τότε οι Ισραηλίτες, θα μάθουν ότι εγώ είμαι ο Κύριος, ο Θεός τους». Τη δωδέκατη μέρα του δέκατου μήνα του δέκατου έτους της αιχμαλωσίας μας, ο Κύριος μου είπε: «Εσύ, άνθρωπε, κοίταξε προς το Φαραώ, το βασιλιά της Αιγύπτου, και προφήτεψε εναντίον του και εναντίον όλης της χώρας του. Φώναξε και πες του: “άκου τι έχει να σου πει ο Κύριος ο Θεός: Είμαι εναντίον σου, Φαραώ, βασιλιά της Αιγύπτου! Μεγάλε κροκόδειλε, που είσαι ξαπλωμένος μέσα στα ποτάμια της και ισχυρίζεσαι πως ο Νείλος είναι δικός σου και ότι εσύ τον έφτιαξες! Θα σου βάλω αγκίστρια στα σαγόνια και θα κάνω τα ψάρια των ποταμών σου να κολλήσουν στα λέπια σου. Θα σε βγάλω από το Νείλο μαζί με τα ψάρια που θα ’χουν κολλήσει πάνω σου. Θα σε πετάξω στην έρημο μαζί με όλα αυτά τα ψάρια. Θα εγκαταλειφθείς μες στα χωράφια. Κανένας δε θα σε περιμαζέψει ούτε θα σε θάψει. Θα σε δώσω στα θηρία και στα πουλιά να σε φάνε. Τότε θα μάθουν όλοι οι κάτοικοι της Αιγύπτου ότι εγώ είμαι ο Κύριος. ”Ήσουν καλαμένιο ραβδί για τους Ισραηλίτες, χώρα της Αιγύπτου. Όταν στηρίζονταν πάνω σου, έσπαζες και τους έσχιζες τα χέρια κι αυτοί σωριάζονταν κάτω. Γι’ αυτό, εγώ ο Κύριος, ο Θεός, δηλώνω πως θα σε παραδώσω στους εχθρούς σου και θα εξολοθρεύσω τους ανθρώπους και τα ζώα σου. Η χώρα σου θα γίνει έρημη και χέρσα και τότε θα μάθουν ότι εγώ είμαι ο Κύριος. ”Ισχυρίστηκες, Φαραώ, πως ο Νείλος είναι δικός σου κι ότι εσύ τον έφτιαξες. Γι’ αυτό είμαι εναντίον σου και εναντίον του ποταμού σου. Θα κάνω την Αίγυπτο άγονη και έρημη, από τη Μιγδώλ, στο βορρά, ως τη Συήνη, νότια, κι ως τα σύνορα της Αιθιοπίας. Δε θα περάσει μέσα απ’ αυτήν άνθρωπος, ούτε κανένα ζώο θα τη διασχίσει· για σαράντα χρόνια δεν θα κατοικηθεί. Όπως έκανα κι άλλες χώρες, έτσι θα κάνω και την Αίγυπτο έρημη και τις πόλεις της ερείπια για σαράντα χρόνια· και θα διασκορπίσω τους Αιγύπτιους στις ξένες χώρες. Απ’ όλα τα βασίλεια αυτό θα είναι το πιο ανίσχυρο και ποτέ πια δε θα κυριαρχήσει πάνω στα άλλα έθνη –τόσο ασήμαντους θα τους κάνω. Το βασίλειο αυτό δε θα είναι πια για τους Ισραηλίτες ελπίδα σωτηρίας, αλλά θα τους θυμίζει την ανομία τους, όταν θα στρέφονται προς αυτό για βοήθεια. Έτσι θα μάθουν ότι εγώ είμαι ο Κύριος, ο Θεός”». Την πρώτη μέρα του πρώτου μήνα του εικοστού έβδομου έτους της αιχμαλωσίας μας, ο Κύριος μου είπε: «Άνθρωπε, ο Ναβουχοδονόσορ, βασιλιάς της Βαβυλώνας, επιχείρησε με το στρατό του μεγάλη εκστρατεία εναντίον της Τύρου. Οι στρατιώτες του καταπονήθηκαν και υπέφεραν πάρα πολλά από την ταλαιπωρία. Παρά ταύτα, ούτε ο ίδιος ούτε ο στρατός του κέρδισαν τίποτε από εκείνη την εκστρατεία. »Γι’ αυτό εγώ, ο Κύριος ο Θεός, δηλώνω ότι δίνω την Αίγυπτο στο Ναβουχοδονόσορ. Αυτός θα την καταλάβει σαν λάφυρο, θα τη λεηλατήσει και θα αρπάξει όλο τον πλούτο της για να πληρώσει το στρατό του. Του έδωσα τη χώρα της Αιγύπτου σαν αμοιβή για την εκστρατεία που είχε αναλάβει εναντίον της Τύρου, γιατί δούλεψε για μένα. Εγώ ο Κύριος, ο Θεός, το λέω. »Τότε θα κάνω τους Ισραηλίτες δυνατούς και σένα θα σε κάνω ικανό να μιλάς ελεύθερα ανάμεσά τους, ώστε να μάθουν ότι εγώ είμαι ο Κύριος». Ο Κύριος μου είπε: «Εσύ, άνθρωπε, προφήτεψε και πες ότι εγώ, ο Κύριος ο Θεός, λέω: “θρηνήστε! Αλίμονο! Πλησιάζει η ημέρα, είναι κοντά, που του Κυρίου θα ξεσπάσει ο θυμός! Θα είναι μέρα σκοτεινή, μέρα καταστροφής πολλών εθνών. Πόλεμος θα ’ρθεί πάνω στην Αίγυπτο και τρόμος θα κυριέψει την Αιθιοπία. Οι Αιγύπτιοι θα πέφτουν πληγωμένοι, τα πλούτη τους θα διαρπάζονται κι η χώρα θα ερημωθεί απ’ τα θεμέλια της. Η Αιθιοπία, η Πουτ, η Λουδ, η Λιβύη όλο το σύμμεικτο πλήθος των λαών, μαζί και ο λαός μου, θα πέσουνε στη μάχη. Εγώ, ο Κύριος ο Θεός, δηλώνω ότι θα πέσουν εκείνοι που υποστηρίζουν την Αίγυπτο και θα καταρρεύσει η περήφανη δύναμή της· από τη Μιγδώλ στο βορρά ως τη Συήνη, νότια, θα σκοτωθούν όλοι οι κάτοικοί της. Όπως συνέβη και με άλλες χώρες, θα μείνει έρημη και οι πόλεις της θα μεταβληθούν σε ερείπια. Τότε θα μάθουν ότι εγώ είμαι ο Κύριος, όταν βάλω φωτιά στην Αίγυπτο κι όταν συντριφθούν όλοι εκείνοι που την βοηθάνε. Την ημέρα της καταδίκης της Αιγύπτου θα στείλω με καράβι αγγελιοφόρους για να τρομάξουν την αμέριμνη Αιθιοπία, και τρόμος θα πέσει πάνω στους κατοίκους της. Νάτην η μέρα εκείνη, πλησιάζει!”» Ο Κύριος, ο Θεός, λέει: «Θα καταστρέψω τον πληθυσμό της Αιγύπτου μέσω του Ναβουχοδονόσορ, βασιλιά της Βαβυλώνας. Αυτός, μαζί με το λαό του, τον πιο βάρβαρο απ’ όλους, θα έρθουν και θα καταστρέψουν τη χώρα. Θα σύρουν τα ξίφη τους εναντίον της και θα τη γεμίσουν πτώματα. Θα στερέψω το Νείλο και θα παραδώσω τη χώρα στα χέρια ξένων, κακών ανθρώπων, που θα ερημώσουν τα πάντα. Εγώ ο Κύριος, μίλησα». Λέει ακόμα ο Κύριος ο Θεός: «Θα καταστρέψω τελείως τα είδωλα και τους ψεύτικους θεούς της Μέμφιδας. Δε θα υπάρχει πια κανείς να κυβερνήσει την Αίγυπτο και θα κάνω να κυριαρχεί ο φόβος απ’ άκρη σ’ άκρη στη χώρα. Θα ερημώσω την Παθρώς, φωτιά θα βάλω στη Σοάν και θα τιμωρήσω τις Θήβες. Θα εξαπολύσω την οργή μου πάνω στη Σιν, το φρούριο της Αιγύπτου, και θα εξαφανίσω τον πληθυσμό των Θηβών. Φωτιά θα βάλω στην Αίγυπτο και η Σιν θα είναι σε μεγάλη αγωνία· των Θηβών το τείχος θα υποστεί ρήγμα και η Μέμφις θα ζει σε διαρκή φόβο. Τα παλικάρια της Ηλιούπολης και της Βουβάστις θα σκοτωθούν κι ο υπόλοιπος πληθυσμός θα οδηγηθεί στην αιχμαλωσία. »Στη Δάφνη η μέρα θα σκοτεινιάσει όταν θα συντρίψω εκεί την κυριαρχία της Αιγύπτου και θα βάλω τέρμα στην έπαρσή της. Σύννεφο θα σκεπάσει την πόλη και οι κάτοικοί της θα οδηγηθούν στην αιχμαλωσία. Θα εκτελέσω την καταδικαστική μου απόφαση κατά της Αιγύπτου και θα μάθουν ότι εγώ είμαι ο Κύριος». Την έβδομη μέρα του πρώτου μήνα του ενδέκατου έτους της αιχμαλωσίας μας, ο Κύριος μου είπε: «Άνθρωπε, έσπασα το χέρι του Φαραώ, βασιλιά της Αιγύπτου! Δε θα δεθεί με επιδέσμους κι έτσι δεν θα θεραπευτεί και δε θα γίνει ισχυρό για να μπορεί να κρατάει ξίφος». Ακόμη ο Κύριος ο Θεός, μού είπε: «Είμαι εναντίον του Φαραώ, βασιλιά της Αιγύπτου και θα του σπάσω τα χέρια, και το γερό και το σπασμένο, και θα κάνω να του πέσει το ξίφος από το χέρι. Θα διασκορπίσω τους Αιγυπτίους σε ξένες χώρες ανάμεσα στα έθνη. Τα χέρια όμως του βασιλιά της Βαβυλώνας θα τα ενισχύσω και θα βάλω σ’ αυτά το ξίφος μου· ο Φαραώ θα στενάζει μπροστά του με σπασμένα τα χέρια, πληγωμένος θανάσιμα. Θα βάλω το ξίφος μου στο χέρι του βασιλιά της Βαβυλώνας, για να το χρησιμοποιήσει εναντίον των Αιγυπτίων και τότε αυτοί θα μάθουν ότι εγώ είμαι ο Κύριος. Θα δυναμώσω τα χέρια του βασιλιά της Βαβυλώνας, ενώ τα χέρια του Φαραώ θα παραλύσουν. Θα διασκορπίσω τους Αιγυπτίους στις ξένες χώρες ανάμεσα στα έθνη, για να μάθουν ότι εγώ είμαι ο Κύριος». Την πρώτη μέρα του τρίτου μήνα του ενδέκατου έτους της αιχμαλωσίας μας, ο Κύριος μου είπε: «Εσύ άνθρωπε, πες στο Φαραώ, βασιλιά της Αιγύπτου, και στον πολυάριθμο λαό του: Πόσο μεγάλος είσαι! Με τι να παρομοιάσω τη μεγαλοσύνη σου; Είσαι σαν κέδρος του Λιβάνου με ωραία κλαδιά και πυκνή φυλλωσιά, μεγαλόπρεπο ύψος και κορφή ως τα σύννεφα. Τα νερά της βροχής τον μεγάλωσαν και τα υπόγεια ποτάμια τον έκαναν να ψηλώσει. Γύρω στις ρίζες του τα νερά μαζεύονταν κι ύστερα σκόρπιζαν σ’ όλα του αγρού τα δέντρα. Έτσι ο κέδρος ψήλωσε πάνω απ’ όλα τα δέντρα του αγρού. Τα κλαριά του πληθύνανε, τα παρακλάδια του άπλωσαν, από τα πολλά νερά που τον πότιζαν. Κάθε λογής πουλιά φωλιάζαν στα κλαριά του· κάτω από τα κλωνάρια του γεννούσαν τ’ άγρια θηρία τα μικρά τους κι έθνη πολλά κάτω από τη σκιά του κατοικούσαν. Ήταν υπέροχος με την ψηλή κορμοστασιά του και τ’ απλωτά κλωνάρια του, γιατί οι ρίζες του βυθίζονταν μες σ’ έδαφος με άφθονο νερό. Μέσα στον κήπο του Θεού κανένας άλλος κέδρος μαζί του δεν μπορούσε να συγκριθεί, κανένα κυπαρίσσι δεν είχε τα κλωνάρια του, κανένας πλάτανος τη φυλλωσιά του, κανένα άλλο δέντρο δεν τον έφτανε στην ομορφιά. Εγώ του είχα δώσει τέτοια θαυμάσια κλαδιά, ώστε στον παράδεισο της Εδέμ όλα τα δέντρα να τον ζηλεύουν. »Γι’ αυτό, λέει ο Κύριος, ο Θεός: “πολύ ύψωσε το ανάστημά του αυτός ο κέδρος και η κορφή του ως τα σύννεφα έφτασε και για το ύψος του αυτό περηφανεύτηκε. Γι’ αυτό κι εγώ στην εξουσία θα τον παραδώσω του ισχυρότερου των εθνών, για να τον μεταχειριστεί όπως αξίζει στην ασέβειά του. Ξένοι, από τα έθνη τα πιο βάρβαρα, θα κατακόψουν τον κέδρο και θα τον εγκαταλείψουν. Στα βουνά και σ’ όλες τις κοιλάδες τα κλαδιά του θα σκορπιστούν και τα κλωνάρια του θα βρίσκονται σπασμένα σ’ όλα της χώρας τα φαράγγια. Όλοι οι ξένοι λαοί που ζούσαν στη σκιά του θα φύγουν και μονάχο θα τον αφήσουν. Στα υπολείμματά του τώρα θα φωλιάζουν κάθε λογής πουλιά και τ’ άγρια θηρία θα πατούν τα κλαδιά του που στο χώμα θα σέρνονται. Κι αυτό θα γίνει για παραδειγματισμό, ώστε κανένα δέντρο καλοποτισμένο να μην ορθώνει πια υπερήφανα το ανάστημά του ούτε να υψώνει την κορφή του ως τα σύννεφα· για το ύψος του να μην καυχιέται. Γιατί όλ’ αυτά τα δέντρα είναι καταδικασμένα όπως κι οι άνθρωποι, να κοπούνε, να πάνε στον κάτω κόσμο· στον άδη να συναντήσουν όσους βρίσκονται εκεί”. »Λέει ακόμα ο Κύριος, ο Θεός: “την ημέρα που αυτός ο κέδρος θα κατεβεί στον άδη, θα βάλω τη φύση να θρηνήσει γι’ αυτόν· θα σταματήσω το υπόγειο ποτάμι και θα περιορίσω τ’ άφθονα νερά του. Το Λίβανο θα βάλω να τον πενθήσει κι όλα τα δέντρα του αγρού να μαραθούν γι’ αυτόν. Όταν κάτω στον άδη θα τον ρίχνω μαζί μ’ εκείνους που κατεβαίνουνε σ’ αυτόν, θα κάνω να σειστούν τα έθνη, από τον κρότο του. Όλα τα δέντρα στην Εδέμ, τα εκλεκτά και τα ωραία δέντρα του Λιβάνου, τα καλοποτισμένα, θα ανακουφιστούν στον κάτω κόσμο. Όλοι αυτοί μαζί του θα κατεβούν στον άδη μαζί με τα θύματα του πολέμου, καθώς κι όλοι εκείνοι από τα σύμμαχα έθνη, που κατοικούσαν κάτω απ’ τη σκιά του. ”Κανένα από τα δέντρα της Εδέμ δεν έχει τη δική σου δόξα και μεγαλοπρέπεια. Κι όμως θα ριχτείς μαζί μ’ αυτά στα καταχθόνια. Θα πας μαζί με τους απερίτμητους και με τα θύματα των πολέμων. Αυτή θα είναι η κατάληξη του Φαραώ και όλου του πολυάριθμου λαού του. Εγώ, ο Κύριος ο Θεός το λέω”». Την πρώτη μέρα του δωδέκατου μήνα του δωδέκατου έτους της αιχμαλωσίας μας, ο Κύριος μου είπε: «Εσύ, άνθρωπε, τόνισε θρηνητικό τραγούδι για το Φαραώ, το βασιλιά της Αιγύπτου, και πες του: “Θαρρείς πως είσαι λιονταρόπουλο στα έθνη ανάμεσα. Μα φαίνεται πως είσαι κροκόδειλος μες στα νερά. Νερό πετάς απ’ τα ρουθούνια σου, ταράζεις το ποτάμι με τα πόδια σου και το θολώνεις. ”Άκου τι λέει ο Κύριος, ο Θεός: Θ’ απλώσω πάνω σου το δίχτυ μου και θα βάλω πολλά έθνη να σε τραβήξουν μ’ αυτό έξω στην όχθη. Θα σε ξαπλώσω στο έδαφος και θα φέρω όλα τα πουλιά να κατοικήσουν πάνω σου· και θα δώσω τις σάρκες σου να τις φάνε τ’ άγρια θηρία και να χορτάσουν μ’ αυτές. Θα σκορπίσω τα υπολείμματά σου στα βουνά και θα γεμίσω μ’ αυτά τις κοιλάδες. Με το αίμα σου που θα τρέχει από τα βουνά, θα ποτίσω τη γη, θα πλημμυρίσω τα φαράγγια. ”Θα συνταράξω πολλούς λαούς, όταν θ’ ανακοινώσω την πτώση σου ανάμεσα στα έθνη, σε χώρες που δε γνώρισες ποτέ. Θα μείνουν άφωνοι οι λαοί απ’ το κατάντημα στο οποίο θα σε φέρω κι οι βασιλιάδες τους από τη φρίκη θα ριγούν για σένα, όταν το ξίφος μου θα σείσω πάνω απ’ το κεφάλι τους. Θα τρέμουν ασταμάτητα για τη ζωή τους τη μέρα της δικής σου καταστροφής. ”Εγώ, ο Κύριος ο Θεός, σού λέω, χώρα της Αιγύπτου: Ο στρατός του βασιλιά της Βαβυλώνας εναντίον σου θα στραφεί. Από τα ξίφη ισχυρών πολεμιστών θα σκοτωθεί ο λαός σου. Αυτοί είναι οι πιο σκληροί πολεμιστές ανάμεσα στα έθνη. Θα εκμηδενίσουν την υπεροψία σου και θα εξολοθρεύσουν όλο σου τον πληθυσμό. Θα καταστρέψω όλα τα κτήνη σου που βόσκουν πλάι στο Νείλο. Τα νερά του πόδι ανθρώπου δε θα τα ταράξει πια ούτε καν οπλή κτήνους. Θα κάνω τα νερά σου να λιμνάζουν αδιατάραχτα και τα ποτάμια σου να κυλάνε σαν λάδι. Εγώ ο Κύριος, ο Θεός, το λέω. Όταν θα σ’ ερημώσω χώρα της Αιγύπτου και θ’ αφανίσω όλους τους κατοίκους σου και θα μείνεις ακατοίκητη, τότε θα μάθετε ότι εγώ είμαι ο Κύριος”. »Αυτό είναι το θρηνητικό τραγούδι με το οποίο οι γυναίκες των εθνών θα θρηνήσουν την Αίγυπτο και τους κατοίκους της. Εγώ ο Κύριος, ο Θεός, το λέω». Τη δέκατη πέμπτη μέρα του δωδέκατου μήνα του δωδέκατου έτους της αιχμαλωσίας μας, ο Κύριος μου είπε: «Εσύ, άνθρωπε, θρήνησε για της Αιγύπτου το λαό και στείλε τους με το θρήνο σου στον κάτω κόσμο, στα κατώτατα μέρη της γης, όπου και άλλα ισχυρά έθνη έχουν κατέβει. Πες στην Αίγυπτο: Εκεί, στον κόσμο των νεκρών, οι ισχυρότεροι πολεμιστές και οι προηγούμενοι σύμμαχοι του Φαραώ θα υποδεχτούν τους Αιγυπτίους και θα φωνάζουν: Να που οι απερίτμητοι, οι σκοτωμένοι στον πόλεμο, κατέβηκαν και κείτονται εδώ μαζί μας! ”Εκεί είναι ο Μεσέχ-Τουβάλ και όλοι οι τάφοι των στρατιωτών του γύρω από το δικό του τάφο, όλοι τους απερίτμητοι, σκοτωμένοι στη μάχη· βρίσκονται εκεί, αφού έσπειραν τον τρόμο στη γη. Αυτοί δεν βρίσκονται μαζί με τους πολεμιστές που σκοτώθηκαν σε παλιότερα χρόνια έχοντας σπείρει τον τρόμο στη γη· εκείνους τους έθαψαν με τιμές, μαζί με τα πολεμικά τους όπλα, τα ξίφη τους τοποθετήθηκαν κάτω από τα κεφάλια τους και οι ασπίδες τους πάνω στα σώματά τους. ”Ετσι κι εσύ, χώρα της Αιγύπτου, θα βρεθείς ανάμεσα στους απερίτμητους, σ’ εκείνους που σκοτώθηκαν στη μάχη. ”Εκεί είναι η Εδώμ, οι βασιλιάδες της και όλοι οι άρχοντές της, εκείνοι που ήταν κάποτε δυνατοί, μα τώρα βρίσκονται μαζί με τους νεκρούς του πολέμου, τους απερίτμητους. Εκεί είναι κι όλοι οι ηγεμόνες των λαών του βορρά και όλοι οι Σιδώνιοι. Έχουν κατέβει ντροπιασμένοι να συναντήσουν τους νεκρούς. Κάποτε είχαν φοβερή δύναμη, μα τώρα βρίσκονται εκεί απερίτμητοι και ντροπιασμένοι, μαζί με τα θύματα του πολέμου”. »Όλους αυτούς θα τους δει ο Φαραώ και θα παρηγορηθεί για το λαό του που εξολοθρεύτηκε στη μάχη. Εγώ το λέω, ο Κύριος ο Θεός. Εγώ επέτρεψα στο Φαραώ να σπείρει τον τρόμο του στη γη· αλλά τώρα θα βρεθεί μαζί με τους απερίτμητους, τους σκοτωμένους στη μάχη, μαζί με όλο το λαό του. Εγώ ο Κύριος, ο Θεός, το λέω». Ο Κύριος μου είπε: «Εσύ, άνθρωπε, μίλησε στους συμπατριώτες σου και θύμισέ τους τι συμβαίνει όταν εγώ φέρνω πόλεμο σε μια χώρα. Ο λαός της χώρας βάζουν για φύλακά τους έναν από τους συμπολίτες τους. Όταν ο φύλακας δει τον εχθρό να έρχεται εναντίον τους θα ειδοποιήσει με τη σάλπιγγα το λαό. Αν όμως ο φύλακας δει τον εχθρό να έρχεται και δεν ειδοποιήσει με τη σάλπιγγα κι ο λαός δεν λάβει τα μέτρα του κι έρθει ο εχθρός και σκοτώσει κάποιον, αυτός θα θανατωθεί εξαιτίας της ανομίας του· εγώ όμως θα θεωρήσω υπεύθυνο το φύλακα. »Έτσι κι εσένα, άνθρωπε, σε βάζω φύλακα στους Ισραηλίτες: Όταν ακούσεις ένα λόγο από το στόμα μου, θα τους ειδοποιείς εκ μέρους μου. Όταν πω για έναν αμαρτωλό ότι το δίχως άλλο πρέπει να πεθάνει, κι εσύ δεν του πεις τίποτα για να τον προειδοποιήσεις ν’ αλλάξει τρόπο ζωής, ο αμαρτωλός θα πεθάνει εξαιτίας της αμαρτίας του· εγώ όμως θα θεωρήσω υπεύθυνο εσένα. Αν όμως πεις στον αμαρτωλό ν’ αλλάξει τρόπο ζωής αλλά αυτός δεν μεταστραφεί, αυτός θα πεθάνει εξαιτίας της αμαρτίας του, εσύ όμως θα έχεις προφυλάξει τη ζωή σου. »Πες ακόμα στους συμπατριώτες σου: “τα καλά έργα του δικαίου δεν θα τον σώσουν τη μέρα που θα αμαρτήσει· και οι αμαρτίες του ασεβή δε θα είναι εμπόδιο τη μέρα που θα μετανοήσει. Ο δίκαιος δεν θα μπορέσει να ζήσει από τα προηγούμενα καλά του έργα, τη μέρα που θ’ αμαρτήσει. Αν βεβαιώσω έναν δίκαιο ότι θα ζήσει, κι αυτός στηριχθεί στις προηγούμενες καλές του πράξεις και κάνει το κακό, τότε καμιά από αυτές δε θα υπολογιστεί· θα πεθάνει εξαιτίας του κακού που έκανε. Κι αν πω σ’ έναν άνομο ότι το δίχως άλλο θα πεθάνει, αλλά αυτός μετανοήσει και πράξει το ορθό και το δίκαιο τότε οπωσδήποτε θα ζήσει, δε θα πεθάνει –αν δηλαδή επιστρέψει το ενέχυρο ή ό,τι άλλο άρπαξε και τηρήσει τους νόμους που οδηγούν στη ζωή και δεν ξαναπράξει το κακό. Καμιά από τις αμαρτίες που έκανε δε θα υπολογιστεί εναντίον του, γιατί θα έχει πράξει το νόμιμο και το δίκαιο· οπωσδήποτε θα ζήσει”. »Οι συμπατριώτες σου όμως είπαν: “ο τρόπος που ενεργεί ο Κύριος δεν είναι ο σωστός!” –ενώ ο δικός τους τρόπος δεν είναι ο σωστός. Αν ένας δίκαιος απαρνηθεί το σωστό δρόμο και πράξει το κακό, θα πεθάνει γι’ αυτό. Κι αν ένας άνομος αποστραφεί την ανομία του και πράξει το νόμιμο και το δίκαιο, θα ζήσει γι’ αυτό. Και όμως, εσείς, Ισραηλίτες, λέτε: “δεν είναι σωστός ο τρόπος που ενεργεί ο Κύριος”. Εγώ θα κρίνω τον καθένα σας σύμφωνα με τη συμπεριφορά του». Την πέμπτη μέρα του δέκατου μήνα του δωδέκατου έτους της αιχμαλωσίας μας, συνέβη να ’ρθεί σ’ εμένα ένας άνθρωπος που είχε γλιτώσει από την Ιερουσαλήμ, και μου είπε: «Η πόλη έπεσε». Το προηγούμενο βράδυ, πριν έρθει ο φυγάς, είχα νιώσει τη δύναμη του Κυρίου πάνω μου και το στόμα μου άνοιξε. Και το άλλο πρωί, τη στιγμή ακριβώς που ο φυγάς έφτανε σ’ εμένα, λύθηκε η γλώσσα μου κι έπαψα να είμαι άφωνος. Τότε μου είπε ο Κύριος: «Άνθρωπε, αυτοί που κατοικούν στα ερείπια της χώρας των Ισραηλιτών λένε διαρκώς: “ο Αβραάμ ήταν ένας κι ο Θεός τού έδωσε τη χώρα για ιδιοκτησία· τώρα που εμείς είμαστε πολλοί, έχουμε μεγαλύτερο δικαίωμα να κατέχουμε τη χώρα”. »Γι’ αυτό πες τους ότι εγώ, ο Κύριος ο Θεός, λέω: “εσείς τρώτε κρέας με το αίμα του, λατρεύετε τα είδωλα και κάνετε φόνους· και πιστεύετε ότι θα σας δώσω τη χώρα ιδιοκτησία σας; Στηρίζεστε στη δύναμή σας, κάνετε βδελυρές πράξεις, ο ένας ατιμάζει τη γυναίκα του άλλου· και θέλετε να πάρετε και τη χώρα ιδιοκτησία σας; Ποτέ! Εγώ, ο Κύριος, ο αληθινός Θεός, το επιβεβαιώνω: Αυτοί που κατοικούν στα ερείπια, θα σκοτωθούν· αυτούς που ζουν στο ύπαιθρο, θα τους δώσω τροφή στα θηρία· και εκείνοι που κατοικούν στα βουνά και στα σπήλαια, θα πεθάνουν από αρρώστια. Θα κάνω τη χώρα έρημη και χέρσα· έτσι θα εκμηδενιστεί η περήφανη δύναμή της. Θα ερημωθούν τα βουνά της χώρας του Ισραήλ, σε σημείο που κανείς να μην μπορεί να τα διαβεί. Εξαιτίας των βδελυρών τους πράξεων θα κάνω τη χώρα έρημη και χέρσα και τότε θα μάθουν οι Ισραηλίτες ότι εγώ είμαι ο Κύριος”». Ο Κύριος μου είπε: «Άνθρωπε, οι συμπατριώτες σου μιλάνε για σένα κοντά στα τείχη κι έξω απ’ τις πόρτες των σπιτιών και λένε μεταξύ τους: “ελάτε ν’ ακούσουμε το λόγο του Κυρίου”. Έρχεται σ’ εσένα ο λαός μου και κάθονται μπροστά σου, ακούν τα λόγια σου, αλλά δεν τα εφαρμόζουν. Με τα λόγια τους δείχνουν την απληστία τους και η καρδιά τους είναι στραμμένη στην αισχροκέρδεια. Αλίμονο! Εσύ είσαι γι’ αυτούς σαν ένας τραγουδιστής ερωτικών τραγουδιών, με ωραία φωνή, που παίζει καλά το όργανο. Αυτοί ακούν τα λόγια σου, αλλά δεν τα εφαρμόζουν. Όταν έρθει όμως η κατάλληλη στιγμή –και ήδη έρχεται– τότε θα μάθουν ότι ανάμεσά τους υπήρξε ένας προφήτης». Ο Κύριος μου είπε: «Άνθρωπε, προφήτεψε εναντίον των ποιμένων του Ισραήλ και πες τους: “ακούστε τι λέει ο Κύριος ο Θεός: Αλίμονο σ’ εσάς ποιμένες των Ισραηλιτών, που τρέφετε τον εαυτό σας! Δε θα έπρεπε οι ποιμένες να τρέφουν τα ποίμνια; Εσείς όμως τρέφεστε με το γάλα, ντύνεστε με το μαλλί, θυσιάζετε τα παχιά πρόβατα αλλά δε βόσκετε το ποίμνιο. Το αδύνατο πρόβατο δεν το δυναμώνετε και το άρρωστο δεν το γιατρεύετε· δε βάλατε επίδεσμο στο πληγωμένο ούτε φέρατε πίσω το παραστρατημένο· ούτε το χαμένο ζητήσατε να βρείτε. Αλλά φερθήκατε σ’ αυτά με βία και σκληρότητα. Έτσι διασκορπίστηκε το κοπάδι μου γιατί δεν είχε βοσκούς, κι έγινε τροφή για τα θηρία του αγρού. Περιπλανήθηκε το κοπάδι μου πάνω στα βουνά και στους ψηλούς λόφους· μετά τα πρόβατά μου σκορπίστηκαν σ’ όλη τη γη, χωρίς κανείς να ενδιαφερθεί ή να ψάξει γι’ αυτά. ”Γι’ αυτό, ποιμένες, ακούστε τι λέει ο ίδιος ο Κύριος: Εγώ, ο αληθινός Θεός, το επιβεβαιώνω: Το κοπάδι μου έγινε λάφυρο και τα πρόβατά μου έγιναν τροφή των άγριων θηρίων. Δεν υπήρχε βοσκός και οι βοσκοί δεν αναζήτησαν το κοπάδι μου, αλλά έτρεφαν τον εαυτό τους αντί να βόσκουν το κοπάδι! Γι’ αυτό, ακούστε ποιμένες: Ο Κύριος, ο Θεός, λέει: «Τώρα, εγώ ο ίδιος θα ψάξω για το κοπάδι μου και θα φροντίσω γι’ αυτό. Θ’ αναζητήσω τα πρόβατά μου, όπως ο βοσκός προσπαθεί να ξαναμαζέψει το σκορπισμένο κοπάδι του. Θα τα ξαναμαζέψω από παντού όπου διασκορπίστηκαν τη μέρα της συννεφιάς και του σκότους. Θα τα βγάλω ανάμεσα από τα έθνη, θα τα συγκεντρώσω από τις ξένες χώρες και θα τα φέρω στη χώρα τους. Θα τα βοσκήσω στα βουνά του Ισραήλ, στις κοιλάδες και σ’ όλα τα κατοικήσιμα μέρη της χώρας. Σε καλούς βοσκότοπους θα τα βοσκήσω, στα ψηλά βουνά του Ισραήλ θα είναι το μαντρί τους· εκεί θα κοιμούνται με ασφάλεια και θα βόσκουν στα πλούσια βοσκοτόπια, ναι, πάνω στα βουνά της χώρας. Εγώ θα είμαι ποιμένας στα πρόβατά μου κι αυτός που θα τους βρίσκει τόπο να ξεκουράζονται. Εγώ ο Κύριος, ο Θεός, το λέω. Θ’ αναζητήσω το χαμένο πρόβατο και θα φέρω πίσω το παραστρατημένο· στο πληγωμένο θα βάλω επιδέσμους και το αδύναμο θα το δυναμώσω. Θα περιορίσω όμως τα δυνατά ή τα πολύ παχιά πρόβατα και θα τα βόσκω όλα με δικαιοσύνη. »Όσο για σας, το ποίμνιό μου, εγώ ο Κύριος ο Θεός, ετούτο έχω να σας πω: Θα κάνω διάκριση ανάμεσα στα πρόβατα, στα κριάρια και στα τραγιά. Δε φτάνει σ’ εσάς, κριάρια και τραγιά, που βόσκετε σε καλά βοσκοτόπια; είναι ανάγκη να πατάτε το υπόλοιπο της βοσκής σας με τα πόδια σας; Δε σας φτάνει που πίνετε από καθαρό νερό; πρέπει να θολώνετε με τα πόδια σας το υπόλοιπο; Γιατί; Είναι υποχρεωμένο το κοπάδι μου να τρώει ό,τι εσείς έχετε πατήσει και να πίνει ό,τι εσείς έχετε θολώσει με τα πόδια σας; Γι’ αυτό, εγώ ο Κύριος ο Θεός, δηλώνω πως θα προστατέψω τα αδύναμα πρόβατα από σας τα δυνατά. Επειδή εσείς με τα οπίσθιά σας και με τον ώμο σας σπρώχνετε και με τα κέρατά σας χτυπάτε τα αδύνατα πρόβατα και τα εκτοπίζετε, γι’ αυτό εγώ θα προστατέψω το κοπάδι μου και δεν θα είναι πια λάφυρο. Θ’ αποδώσω σε κάθε πρόβατο το δίκιο του». Λέει ο Κύριος: «Θα βάλω στα πρόβατά μου μόνο έναν ποιμένα να τα βόσκει, όπως ο δούλος μου ο Δαβίδ. Αυτός θα τα τρέφει κι αυτός θα είναι ποιμένας τους. Εγώ, ο Κύριος, θα είμαι Θεός τους κι αυτός θα είναι αρχηγός τους, όπως ήταν ο δούλος μου ο Δαβίδ. Εγώ ο Κύριος, το λέω. »Θα κάνω διαθήκη ειρήνης με το κοπάδι μου και θα εξαφανίσω τα άγρια θηρία από τη χώρα, ώστε τα πρόβατά μου να κατοικούν με ασφάλεια στην έρημο και να κοιμούνται στα δάση. Θα ευλογήσω αυτούς και τους τόπους που είναι γύρω από το όρος μου· θα ρίχνω τη βροχή στον καιρό της και θα είναι βροχή ευλογίας. Τα δέντρα έξω στους αγρούς θα κάνουν τους καρπούς τους και η γη θα δίνει τα προϊόντα της. Τα πρόβατά μου θα ζουν με ασφάλεια στη χώρα τους και θα μάθουν ότι εγώ είμαι ο Κύριος, όταν θα σπάσω τα δεσμά της δουλείας τους και όταν θα τους λυτρώσω από την εξουσία αυτών που τους υποδούλωσαν. Δε θα είναι πια λάφυρο για τα έθνη ούτε θα τους κατασπαράζουν τα άγρια θηρία. Θα ζουν ασφαλείς χωρίς το φόβο κανενός. Θα τους εξασφαλίζω εύφορες εκτάσεις και δε θα υποφέρουν πια από πείνα στη χώρα τους, ούτε θα εμπαίζονται από τα άλλα έθνη. Τότε όλος ο κόσμος θα μάθει ότι εγώ, ο Κύριος ο Θεός τους, είμαι μαζί τους κι ότι οι Ισραηλίτες είναι ο λαός μου. Εγώ, ο Κύριος ο Θεός, το λέω». «Εσείς είστε το κοπάδι μου, που το φροντίζω, κι εγώ ο Κύριος είμαι ο Θεός σας», λέει ο Κύριος ο Θεός. Ο Κύριος μου είπε: «Κοίταξε, άνθρωπε, προς την ορεινή χώρα Σηείρ και προφήτεψε εναντίον της. Πες της: “άκου τι έχει να σου πει ο Κύριος ο Θεός: Είμαι εναντίον σου Σηείρ και θα σε τιμωρήσω· θα σε κάνω έρημη και χέρσα. Τις πόλεις σου θα τις εξαφανίσω κι εσύ ως χώρα θα ερημωθείς και θα μάθεις ότι εγώ είμαι ο Κύριος. ”Μέσα σου είχες αιώνια έχθρα για τους Ισραηλίτες. Τους άφησες να πεθάνουν τον καιρό της συμφοράς τους, τον καιρό της τελικής καταδίκης τους. Γι’ αυτό κι εγώ ορκίζομαι στον εαυτό μου ότι θα σε θεωρήσω ένοχη αιματοχυσίας και το αίμα αυτό θα σε καταδιώκει παντού. Θα κάνω, Σηείρ, ν’ απομείνεις έρημη κι εγκαταλειμμένη. Θα θανατώνω όποιον περνάει απ’ την περιοχή σου. Θα γεμίσω τα βουνά σου με πτώματα. Στους λόφους σου και στις κοιλάδες σου και σ’ όλα τα φαράγγια σου θα κείτονται οι νεκροί του πολέμου. Θα σε κάνω αιώνια έρημο και οι πόλεις σου ποτέ πια δε θα κατοικηθούν. Και τότε ο λαός σου θα μάθει ότι εγώ είμαι ο Κύριος. ”Είπες: Θα κατακτήσω δύο έθνη, τον Ισραήλ και τον Ιούδα! Δύο χώρες, όπου κατοικεί ο Κύριος, θα γίνουν δικές μου! Γι’ αυτό κι εγώ ορκίζομαι στον εαυτό μου ότι θα σου ανταποδώσω όλη την οργή, το μίσος και το φθόνο που έδειξες στους Ισραηλίτες. Θα μάθουν κι αυτοί ότι σας τιμωρώ για τα όσα τους κάνατε. Και θα μάθεις κι εσύ ότι εγώ ο Κύριος άκουσα όλες τις βλασφημίες που ξεστόμισες ενάντια στα βουνά του Ισραήλ, όταν διακήρυττες ότι είναι έρημα και θα μπορούσες να τα αρπάξεις για λεία σου. Εσύ ευχαριστήθηκες με την καταστροφή της χώρας του Ισραήλ, της χώρας που μου ανήκει. Ε, λοιπόν, την ίδια τιμωρία θα φέρω κι επάνω σου. Θα ερημωθείς, ορεινή χώρα Σηείρ, και όλοι οι κάτοικοί σου θα μάθουν ότι εγώ είμαι ο Κύριος”». Αλλά εγώ ο Κύριος, ο Θεός, έχω να πω τούτο: Ξέρω ότι αυτοί σας ερήμωσαν και σας καταπάτησαν απ’ όλες τις μεριές· σας έχουν βάλει στο μάτι, γίνατε κτήμα των άλλων εθνών και όλοι οι λαοί σάς εμπαίζουν και σας ταπεινώνουν. Να λοιπόν ποιο είναι το μήνυμά μου: Ακούστε εσείς, βουνά και λόφοι, φαράγγια και κοιλάδες, ερημωμένα χαλάσματα και εγκαταλειμμένες πόλεις του Ισραήλ! Ακούστε τι υπόσχομαι εγώ ο Κύριος ο Θεός. Έχετε γίνει λάφυρο και χλευασμός των γειτονικών σας εθνών. Πάνω στην έξαψη του θυμού μου φωνάζω εναντίον τους και εναντίον ολόκληρης της Εδώμ, που πήραν σαν κτήμα τους τη χώρα μου, με περισσή χαρά και πολλή περιφρόνηση και την κρατούν για λάφυρο. Προφήτεψε, άνθρωπε, για τη χώρα του Ισραήλ και πες εκ μέρους μου στα βουνά και στους λόφους, στα φαράγγια και στις κοιλάδες, ότι θέλω ν’ αφήσω να ξεσπάσουν η αγανάκτηση και η οργή μου, γιατί σας εμπαίζουν τα άλλα έθνη. Εγώ ο Κύριος, ο Θεός, υψώνω το χέρι μου και ορκίζομαι ότι τα γύρω σας έθνη θα πάθουν την ίδια ατίμωση. ”Εσείς, όμως, βουνά της χώρας του Ισραήλ, θα γεμίσετε δέντρα που θα δώσουν τον καρπό τους στο λαό μου, τους Ισραηλίτες, γιατί γρήγορα αυτοί θα ξανάρθουν στην πατρίδα τους. Εγώ είμαι μαζί σας· θα στρέψω την προσοχή μου πάνω σας, θα σας οργώσουν και θα σας σπείρουν. Θα πολλαπλασιάσω τους κατοίκους σας, όλους τους Ισραηλίτες· τα ερείπια θα ξαναχτιστούν και οι πόλεις θα κατοικηθούν. Θα κάνω να πολλαπλασιαστούν πάνω σας τα κτήνη και ν’ αποκτήσουν οι άνθρωποι πλήθος απογόνους. Θα κάνω να κατοικηθείτε όπως και στο παρελθόν και θα σας ευεργετήσω περισσότερο από πριν. Τότε θα μάθετε ότι εγώ είμαι ο Κύριος. Θα κάνω να περπατήσουν πάλι πάνω σας άνθρωποι, ο λαός μου ο Ισραήλ· θα τους ανήκετε και θα σας έχουν στην κατοχή τους· και δε θα αφήσετε πια τα παιδιά τους να στερηθούν τίποτε”». Λέει ο Κύριος ο Θεός, στη χώρα του Ισραήλ: «Σε εμπαίζουν ότι είσαι γη που καταστρέφεις τους ανθρώπους σου κι αφήνεις άτεκνο το λαό σου. Αλλά εγώ δηλώνω ότι δε θα καταστρέψεις πια ανθρώπους και δε θα στερήσεις πια το λαό σου από τα παιδιά του. Δε θ’ αφήσω να ακουστεί εναντίον σου λόγος προσβλητικός από τα άλλα έθνη. Δε θα σε χλευάζουν πια οι λαοί και δεν θα προκαλείς θάνατο στο λαό σου. Εγώ ο Κύριος, ο Θεός, το λέω». Ο Κύριος μου είπε ακόμη: «Άνθρωπε, όταν οι Ισραηλίτες κατοικούσαν στη χώρα τους, τη μόλυναν με τη διαγωγή τους και τις πράξεις τους. Η συμπεριφορά τους ενώπιόν μου ήταν ακάθαρτη, όπως το αίμα που χάνει η γυναίκα στον καιρό της περιόδου της. Έτσι, εξαπέλυσα την οργή μου πάνω τους για τους φόνους που έκαναν στη χώρα και για τα είδωλα με τα οποία τη μόλυναν. Τους διασκόρπισα ανάμεσα στα έθνη, τους έσπειρα στις ξένες χώρες. Τους τιμώρησα ανάλογα με τη διαγωγή τους και τις πράξεις τους. Και μέσα στα έθνη όπου πήγαν, βεβήλωσαν κι εκεί το άγιο όνομά μου, γιατί ο κόσμος έλεγε γι’ αυτούς: “αυτοί είναι ο λαός του Κυρίου, κι όμως ο Κύριος δεν μπόρεσε να εμποδίσει την εξορία τους από τη χώρα του!” Και λυπήθηκα, που έβλεπα το άγιο όνομά μου να βεβηλώνεται από τους Ισραηλίτες ανάμεσα στα έθνη όπου πήγαιναν. »Γι’ αυτό πες τους: “Ισραηλίτες, ο Κύριος ο Θεός λέει: Αυτό που πρόκειται να κάνω, δεν θα το κάνω για χάρη σας αλλά χάρη στο άγιο όνομά μου, που εσείς το βεβηλώσατε ανάμεσα στα έθνη όπου πήγατε. Μολονότι το όνομά μου βεβηλώθηκε ανάμεσα στα έθνη εξαιτίας σας, εγώ θ’ αποδείξω στα έθνη πως είμαι Θεός μεγάλος και άγιος. Και τότε αυτά θα μάθουν ότι εγώ είμαι ο Κύριος. Θα σας βγάλω μες από τα έθνη, θα σας συνάξω μέσα απ’ όλες τις ξένες χώρες και θα σας φέρω στη χώρα σας. Θα σας ραντίσω με καθαρό νερό και θα εξαγνιστείτε από την ακαθαρσία της ειδωλολατρίας σας· ναι, θα σας εξαγνίσω. Θα σας δώσω καινούρια καρδιά και θα βάλω μέσα σας νέο πνεύμα. Θα αφαιρέσω από το σώμα σας την πέτρινη καρδιά και θα σας δώσω καρδιά ζωντανή. Θα βάλω μέσα σας το Πνεύμα μου και θα σας κάνω ν’ ακολουθείτε τους νόμους μου και να τηρείτε με προσοχή τις εντολές μου. Θα μπορείτε να κατοικείτε στη χώρα που έδωσα στους προγόνους σας· θα είστε λαός μου κι εγώ θα είμαι Θεός σας. ”Θα σας απαλλάξω από την ακαθαρσία σας και θα διατάξω το σιτάρι να γίνει άφθονο, για να μην πεινάσετε. Θ’ αυξήσω τους καρπούς των δέντρων και τα προϊόντα της γης, για να μη σας εμπαίζουν τα έθνη εξαιτίας της πείνας. Τότε θα θυμάστε την κακή σας συμπεριφορά και τις κακές σας πράξεις και θα αισθάνεστε αηδία για τις αμαρτίες σας και για τα βδελυρά σας έργα. Δε θα το κάνω εγώ αυτό για χάρη σας, Ισραηλίτες. Να το ξέρετε. Θα το κάνω για να ντραπείτε και να αισχυνθείτε για τη διαγωγή σας! Αυτό έχω να πω εγώ, ο Κύριος”». Λέει ακόμα ο Κύριος, ο Θεός: «Την ημέρα που θα σας καθαρίσω από τις ανομίες σας, θα κάνω να κατοικηθούν πάλι οι πόλεις σας και ό,τι ήταν ερειπωμένο θα ξαναχτιστεί. Η χώρα η ρημαγμένη θα καλλιεργηθεί· όποιος θα τη διασχίζει δεν θα βλέπει πια μια έρημη χώρα. Θα λένε: “αυτή η χώρα που ήταν ρημαγμένη έγινε σαν κήπος της Εδέμ και οι πόλεις οι έρημες, οι εγκαταλειμμένες και οι ερειπωμένες, τώρα είναι οχυρωμένες και κατοικημένες”. Τα έθνη που θα ’χουν απομείνει γύρω σας, θα μάθουν ότι εγώ, ο Κύριος, ξανάχτισα τις ερειπωμένες πόλεις και ξαναγέμισα δέντρα τους ερημωμένους τόπους. Εγώ, ο Κύριος το είπα και θα το κάνω. »Κάτι ακόμα θα επιτρέψω στους Ισραηλίτες να μου ζητήσουν να τους κάνω: να αυξήσω τον πληθυσμό τους, όπως ένα κοπάδι. Γέμιζε παλιά η Ιερουσαλήμ με κοπάδια ζώων που πήγαιναν για τις θυσίες στις μεγάλες γιορτές. Έτσι θα γεμίσουν οι έρημες πόλεις με κοπάδια από ανθρώπους κι όλοι θα μάθουν ότι εγώ είμαι ο Κύριος». Ένιωσα πάνω μου τη δύναμη του Κυρίου. Μ’ έβγαλε με το Πνεύμα του έξω, μ’ έφερε σε μια πεδιάδα που ήταν γεμάτη κόκαλα και με περιέφερε πάνω απ’ αυτά. Τα κόκαλα ήταν πάρα πολλά και πολύ ξερά, απλωμένα στην πεδιάδα. «Άνθρωπε», με ρώτησε, «μπορούν να γίνουν ζωντανοί άνθρωποι αυτά τα κόκαλα;» Κι εγώ απάντησα: «Κύριε, Θεέ, εσύ ξέρεις». Τότε μου είπε: «Μίλα εκ μέρους μου σ’ αυτά τα κόκαλα και πες τους: “κόκαλα εσείς ξερά, ο Κύριος ο Θεός σάς λέει: Προσέξτε! Εγώ θα φέρω πνοή μέσα σας και θα πάρετε ζωή. Θα σας δώσω νεύρα και θα κάνω να ’ρθει πάνω σας σάρκα και θα τη σκεπάσω με δέρμα· μετά θα σας δώσω πνοή και θα πάρετε ζωή. Τότε θα μάθετε ότι εγώ είμαι ο Κύριος”». Προφήτεψα, λοιπόν, κατά πώς διατάχθηκα. Κι εκεί που προφήτευα, έγινε ένας θόρυβος κι ακούγονταν τριξίματα· τα κόκαλα πλησίαζαν το ένα το άλλο. Ύστερα κοίταξα και είδα ότι νεύρα και σάρκες φύτρωναν πάνω στα κόκαλα και μετά ντύθηκαν με δέρμα· ζωή όμως δεν υπήρχε ακόμα μέσα τους. Τότε μου είπε ο Κύριος: «Μίλα εκ μέρους μου στην πνοή της ζωής! Προφήτεψε, άνθρωπε, και πες της: “ο Κύριος ο Θεός λέει: Έλα, πνοή, από τις τέσσερις άκρες και μπες μέσα σ’ αυτά τα πτώματα για να ξαναπάρουν ζωή”». Προφήτεψα, λοιπόν, όπως με πρόσταξε ο Κύριος. Μπήκε τότε η πνοή της ζωής στα πτώματα και αναστήθηκαν και στάθηκαν στα πόδια τους, κι ήταν ένα πάρα πολύ μεγάλο στράτευμα. «Άνθρωπε», μου είπε ο Κύριος, «αυτά τα κόκαλα συμβολίζουν τους Ισραηλίτες, οι οποίοι λένε συνεχώς ότι είναι σαν ξερά κόκαλα, ότι χάθηκε κάθε ελπίδα γι αυτούς, ότι είναι χαμένοι πια. Γι’ αυτό, προφήτεψε και πες τους ότι εγώ, ο Κύριος ο Θεός, λέω: “θ’ ανοίξω τους τάφους σας και θα σας βγάλω μες απ’ αυτούς, λαέ μου, και θα σας φέρω στη χώρα του Ισραήλ. Κι όταν το κάνω αυτό θα μάθετε ότι εγώ είμαι ο Κύριος. Θα σας δώσω το Πνεύμα μου και θα ξαναβρείτε τη ζωή. Θα σας φέρω στη χώρα σας και θα μάθετε ότι εγώ είμαι ο Κύριος. Το είπα και θα το κάνω εγώ, ο Κύριος». Ο Κύριος μου είπε: «Εσύ, άνθρωπε, πάρε ένα ραβδί και γράψε πάνω του τη φράση “βασίλειο του Ιούδα και οι Ισραηλίτες που ζουν σ’ αυτό”. Μετά πάρε άλλο ραβδί και γράψε πάνω του τη φράση: “Ιωσήφ, το ραβδί του Εφραΐμ και οι Ισραηλίτες που ζουν σ’ αυτό”. Έπειτα ένωσε τα δυο ραβδιά ώστε να σχηματίσουν ένα, και κράτα τα στο χέρι σου. »Κι όταν οι συμπατριώτες σου σε ρωτήσουν τι σημαίνει αυτό, πες τους: “ο Κύριος ο Θεός λέει: Θα πάρω το ραβδί του Ιωσήφ, που είναι στην κατοχή του Εφραΐμ και των Ισραηλιτών που ζουν εκεί, και θα το ενώσω με το ραβδί του Ιούδα· θα τα κάνω ένα ραβδί και θα τα κρατάω στο χέρι μου”. »Κι ενώ θα κρατάς μπροστά τους τα ραβδιά με χαραγμένες τις επιγραφές πάνω τους, θα τους πεις: “ο Κύριος ο Θεός λέει: Θα πάρω τους Ισραηλίτες από τα έθνη όπου έχουν πάει, θα τους συγκεντρώσω από παντού και θα τους φέρω στη χώρα τους. Θα τους κάνω όλους ένα έθνος στη χώρα, στα βουνά του Ισραήλ. Ένας βασιλιάς θα τους κυβερνάει όλους· δε θα είναι πια δύο έθνη, δε θα είναι χωρισμένοι σε δύο βασίλεια. Δε θα μολύνονται πια με τη λατρεία των ειδώλων τους, με τις βδελυρές πράξεις τους και με τις παρανομίες τους. Θα τους απαλλάξω από κάθε μορφή απιστίας, με τις οποίες αμάρτησαν εναντίον μου· θα τους εξαγνίσω κι έτσι θα είναι λαός μου κι εγώ θα είμαι Θεός τους. Ένας μόνο ποιμένας θα υπάρχει για όλους κι αυτός θα είναι ένας βασιλιάς σαν το Δαβίδ, το δούλο μου. Θ’ ακολουθούν τις εντολές μου και θα τηρούν με προσοχή τους νόμους μου. ”Θα κατοικούν στη χώρα που έδωσα στο δούλο μου τον Ιακώβ, στη χώρα που κατοίκησαν οι πρόγονοί τους. Θα εγκατασταθούν εκεί με τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους για πάντα· κι ο άρχοντάς τους θα είναι παντοτινός, σαν το Δαβίδ, το δούλο μου. Θα κάνω μ’ αυτούς αιώνια διαθήκη ειρήνης· θα τους δώσω μόνιμη εγκατάσταση και θα αυξήσω τον πληθυσμό τους· θα τοποθετήσω το αγιαστήριό μου ανάμεσά τους παντοτινά. Θα κατοικήσω μαζί τους· θα είμαι ο Θεός τους κι αυτοί θα είναι λαός μου. Κι όταν το αγιαστήριό μου θα εγκατασταθεί ανάμεσά τους για πάντα, τότε θα μάθουν τα άλλα έθνη ότι εγώ, ο Κύριος, έχω ξεχωρίσει τους Ισραηλίτες σαν άγιο λαό μου”». Ο Κύριος μου είπε: «Άνθρωπε, κοίταξε προς τον Γωγ στη χώρα του Μαγώγ, στο μεγάλο άρχοντα της Μεσέχ και της Τουβάλ, και προφήτεψε εναντίον του. Πες του ότι εγώ ο Κύριος, ο Θεός, λέω: Είμαι εναντίον σου, Γωγ, μεγάλε άρχοντα της Μεσέχ και της Τουβάλ! Θα σε θέσω κάτω από τον έλεγχό μου. Θα βάλω άγκιστρα στα σαγόνια σου και θα σε βγάλω για πόλεμο εσένα και όλο το στρατό σου, τα άλογα και τους καβαλάρηδες, όλους ντυμένους μεγαλόπρεπα, μεγάλο πλήθος πεπειραμένων πολεμιστών με θυρεούς και με ασπίδες. Μαζί σου θα έρθουν οι στρατοί της Περσίας, της Αιθιοπίας και της Λιβύης, οπλισμένοι με ασπίδες και περικεφαλαίες, κι επίσης τα στρατεύματα της Γόμερ και της Βαιθ-Τωγαρμά, από τις εσχατιές του βορρά, καθώς και πολλοί άλλοι λαοί. Ετοιμάσου εσύ ως επικεφαλής και να έχεις έτοιμο και όλο το στράτευμά σου υπό τις διαταγές σου. Έπειτα από πολλά χρόνια, στα τέλη των καιρών, θ’ αναλάβεις υπηρεσία και θα επιτεθείς εναντίον της χώρας του Ισραήλ. Οι κάτοικοί της, που θα έχουν γλιτώσει από τον πόλεμο, θα έχουν επιστρέψει από πολλές χώρες όπου ζούσαν, και θα έχουν συγκεντρωθεί στα βουνά του Ισραήλ, τα οποία για πολύν καιρό ήταν έρημα. Κι ενώ όλοι θα κατοικούν εκεί με ασφάλεια, εσύ με το στρατό σου και το πλήθος των συμμάχων σου θα προελάσεις σαν θύελλα και θα εισβάλεις στη χώρα τους σαν σύννεφο που έρχεται να καλύψει τη γη. »Την ημέρα εκείνη πολλές σκέψεις θα έρθουν στο μυαλό σου και θα συλλάβεις ένα ύπουλο σχέδιο: Θα σκεφτείς να εκστρατεύσεις εναντίον αυτών των φιλήσυχων ανθρώπων, που κατοικούν με ασφάλεια σε μια χώρα με ατείχιστες πόλεις και σε περιοχές δίχως πύλες και αμπάρες. Θα έρθεις να λεηλατήσεις και ν’ αρπάξεις πολλά λάφυρα. Θα επιτεθείς εναντίον ανθρώπων που εγκαταστάθηκαν σ’ ερημωμένους τόπους κι έχτισαν εκεί τα σπίτια τους, εναντίον ενός λαού που συνάχθηκε μέσα από τα έθνη κι απέκτησε κτήνη και άλλα αγαθά, και τώρα ζει στο κέντρο της γης. Οι κάτοικοι της Σαβά και της Δεδάν και οι έμποροι της Θαρσείς και των γύρω περιοχών της θα σε ρωτούν: “μάζεψες στρατό για να λεηλατήσεις και ν’ αρπάξεις λάφυρα; Ήρθες για να πάρεις ασήμι και χρυσάφι, ν’ αρπάξεις κτήνη και αγαθά και πλούσια λεία;” Εγώ ο Κύριος ο Θεός το λέω. »Γι’ αυτό, άνθρωπε, προφήτεψε εναντίον του Γωγ και πες του: “άκου τι έχει να σου πει ο Κύριος, ο Θεός: Εκείνο τον καιρό, τότε που ο λαός μου ο Ισραήλ θα ζει με ασφάλεια, θα σηκωθείς και θα έρθεις από τον τόπο σου, από τις εσχατιές του βορρά, επικεφαλής ενός μεγάλου και δυνατού στρατού, ο οποίος θ’ αποτελείται από άντρες πολλών εθνοτήτων και όλοι τους θα ιππεύουν σε άλογα. Θα επιτεθείς εναντίον του λαού μου, του Ισραήλ, σαν σύννεφο που έρχεται να καλύψει τη γη. Στα τέλη των καιρών θα γίνει αυτό· θα σε στείλω, Γωγ, να κατακτήσεις τη χώρα μου, για να γνωρίσουν τα άλλα έθνη ότι εγώ είμαι Θεός άγιος. Αυτό θα τους το αποδείξω ενεργώντας μέσω εσού. Εγώ ο Κύριος, ο Θεός, δηλώνω ότι εσύ είσαι εκείνος για τον οποίο μίλησα στο παρελθόν με τους δούλους μου, τους προφήτες του Ισραήλ. Αυτοί για χρόνια προφήτευαν ότι θα σε έστελνα να πολεμήσεις τον Ισραήλ». Ο Κύριος, ο Θεός, λέει: «Την ημέρα που ο Γωγ θα εισβάλει στη χώρα των Ισραηλιτών, θ’ ανάψει ο φοβερός θυμός μου. Και δηλώνω ότι μέσα στην αγανάκτηση και στο θυμό μου θα γίνει στη χώρα του Ισραήλ μεγάλος σεισμός. Από την παρουσία μου θα τρέμουν τα ψάρια στη θάλασσα, τα πουλιά στον ουρανό, τα άγρια θηρία, όλα τα ερπετά που σέρνονται στη γη και όλοι οι άνθρωποι που ζουν πάνω σ’ αυτήν. Τα βουνά θα ισοπεδωθούν, οι γκρεμοί θα κατολισθήσουν και κάθε τείχος θα καταρρεύσει. Θα τον κατατρομάξω με κάθε τρόπο· οι στρατιώτες του Γωγ θ’ αλληλοεξοντωθούν. Θα τον τιμωρήσω με επιδημίες και αιματοχυσίες· θα ρίξω πάνω στον ίδιο, στο στρατό του και στο πλήθος των συμμάχων του καταιγίδες και χαλάζι, φωτιά και θειάφι. Έτσι θα φανερώσω τη μεγαλοσύνη και την αγιότητά μου και θα κάνω γνωστόν τον εαυτό μου στα ξένα έθνη· θα μάθουν ότι εγώ είμαι ο Κύριος». «Κι εσύ, άνθρωπε, προφήτεψε εναντίον του Γωγ και πες του: “άκου τι λέει για σένα ο Κύριος, ο Θεός: Είμαι εναντίον σου, Γωγ, μεγάλε άρχοντα της Μεσέχ και της Τουβάλ. Θα σε βάλω κάτω από τον έλεγχό μου και θα σε κατευθύνω· θα σε ανεβάσω από τις εσχατιές του βορρά και θα σε φέρω να επιτεθείς στα βουνά του Ισραήλ. Μετά θα χτυπήσω κι εσένα, έτσι που να πέσει το τόξο σου από το αριστερό σου χέρι και τα βέλη σου απ’ το δεξί. Θα πέσετε νεκροί στα βουνά του Ισραήλ, εσύ, ο στρατός σου και το πλήθος των συμμάχων σου. Θα σας δώσω για τροφή στα όρνεα κάθε είδους και στ’ άγρια θηρία. Θα πέσεις νεκρός στο χώμα, κατά πώς το λέω εγώ, ο Κύριος ο Θεός”. »Φωτιά θα στείλω στη χώρα του Μαγώγ και εναντίον αυτών που κατοικούν με ασφάλεια στις ακτές· θα μάθουν ότι εγώ είμαι ο Κύριος. Θα κάνω να γνωρίσουν οι Ισραηλίτες, ο λαός μου, πόσο άγιος είμαι· δε θα τους αφήσω άλλο να με αγνοούν και τα έθνη θα μάθουν ότι εγώ είμαι ο Κύριος, ο άγιος Θεός του Ισραήλ. Να, έρχεται η μέρα που αυτό θα πραγματοποιηθεί, κατά πώς εγώ, ο Κύριος ο Θεός, το έχω προαναγγείλει». Ο Κύριος λέει: «Οι κάτοικοι των πόλεων του Ισραήλ θα βγουν εκείνη την ημέρα έξω από τις πόλεις τους και θα κάψουν τα όπλα των εχθρών τους: τις ασπίδες, τους θυρεούς, τα τόξα, τα βέλη, τα ακόντια και τις λόγχες. Θα τα χρησιμοποιούν για καυσόξυλα εφτά χρόνια. Δεν θα έχουν ανάγκη να φέρνουν ξύλα από τους αγρούς ούτε από τα δάση, γιατί θ’ ανάβουν φωτιά με τα όπλα. Έτσι θα λεηλατήσουν εκείνους που τους λεηλάτησαν και θα λαφυραγωγήσουν εκείνους που τους λαφυραγώγησαν. »Όταν θα συμβούν αυτά, θα δώσω στο Γωγ τόπο ταφής εκεί, στη χώρα του Ισραήλ. Ο τόπος αυτός θα βρίσκεται ανατολικά της Νεκράς Θάλασσας και το νεκροταφείο θα κλείνει το δρόμο στους ταξιδιώτες. Εκεί θα θάψουν το Γωγ και όλο το στρατό του και θα ονομάσουν τον τόπο εκείνο “Κοιλάδα του Στρατού του Γωγ”. Εφτά μήνες θα τους θάβουν οι Ισραηλίτες, για να καθαρίσουν τη χώρα. Όλοι οι κάτοικοι της περιοχής θα βοηθήσουν σ’ αυτό το έργο· η μέρα εκείνη, που θα φανερώσω τη δόξα μου, θα μείνει σ’ αυτούς ονομαστή. Εγώ, ο Κύριος ο Θεός, το λέω. Μετά τους εφτά μήνες θα συνεχίσουν να ψάχνουν προσεκτικά. Θα ορίσουν άντρες, οι οποίοι θα περιέρχονται τη χώρα συνεχώς, για να θάβουν όσους θα έχουν απομείνει άταφοι, ώστε να καθαρίσουν τη χώρα. Όταν κάποιος απ’ αυτούς θα βλέπει ένα ανθρώπινο κόκαλο, θα βάζει κοντά του σημάδι, ωσότου οι ενταφιαστές το θάψουν κι αυτό στην κοιλάδα του Στρατού του Γωγ. Εκεί θα υπάρχει και μια πόλη, η οποία θα ονομαστεί “Αμωνά” (Πλήθος). Έτσι θα καθαριστεί η χώρα. »Κι εσύ, άνθρωπε, πες σε όλα τα πτηνά και στ’ άγρια θηρία: “ακούστε τι σας προστάζει ο Κύριος ο Θεός: Συναχθείτε κι ελάτε· μαζευτείτε απ’ όλα τα μέρη στο συμπόσιο που ετοιμάζω για σας, στη μεγάλη θυσία, πάνω στα βουνά του Ισραήλ. Θα φάτε σάρκα και θα πιείτε αίμα. Θα φάτε τις σάρκες των πολεμιστών και θα πιείτε το αίμα των αρχηγών της γης. Όλοι τους είναι κριάρια, αρνιά και τράγοι, παχιά μοσχάρια της Βασάν. Θα φάτε πάχος ώσπου να χορτάσετε και θα πιείτε αίμα ώσπου να μεθύσετε, από τη θυσία μου που εγώ ετοιμάζω για σας. Θα χορτάσετε στο τραπέζι μου από άλογα και καβαλάρηδες, από πολεμιστές κι από πτώματα στρατιωτών!”» Αυτά λέει ο Κύριος, ο Θεός. Ο Κύριος λέει: «Θα φανερώσω τη δόξα μου και τη δύναμή μου ανάμεσα στα άλλα έθνη, όταν θα δουν πώς χρησιμοποιώ τη δύναμή μου για να εκτελέσω τις καταδικαστικές μου αποφάσεις εναντίον τους. Και οι Ισραηλίτες θα μάθουν από τη μέρα εκείνη και στο εξής ότι εγώ είμαι ο Κύριος, ο Θεός τους. »Τα έθνη θα μάθουν ότι οι Ισραηλίτες οδηγήθηκαν στην αιχμαλωσία εξαιτίας της ανομίας τους. Επειδή με πρόδωσαν, τους αποστράφηκα και τους παρέδωσα στην εξουσία των εχθρών τους και σκοτώθηκαν όλοι στον πόλεμο. Τους αποστράφηκα, τους μεταχειρίστηκα όπως άξιζε στην ακαθαρσία τους και στις παραβάσεις τους. »Ακούστε όμως τι λέω εγώ, ο Κύριος ο Θεός, για τους απογόνους του Ιακώβ: Από ’δω και πέρα θα δείξω ευσπλαχνία τους Ισραηλίτες και θ’ αλλάξω την κατάστασή τους· δε θα αφήσω να ατιμάζεται άλλο το άγιο όνομά μου. Αυτοί θα ντρέπονται για τις τόσες προδοσίες τους εναντίον μου, όταν θα ζουν στη χώρα τους με ασφάλεια και κανείς δε θα τους απειλεί, όταν θα τους έχω φέρει πίσω, μέσα από τους ξένους λαούς και θα τους συγκεντρώσω από τις χώρες των εχθρών τους. Τότε θα τους χρησιμοποιήσω για να φανερώσω σε πολλά έθνη ότι εγώ είμαι άγιος Θεός. Θα μάθουν και οι ίδιοι ότι εγώ είμαι ο Κύριος, ο Θεός τους, αφού τους έστειλα στην αιχμαλωσία, ανάμεσα στα έθνη, αλλά έπειτα τους συγκέντρωσα στη χώρα τους, δίχως ν’ αφήσω κανέναν απ’ αυτούς πίσω στην αιχμαλωσία. Θα δώσω το Πνεύμα μου στους Ισραηλίτες κι έτσι δεν θα τους αποστραφώ ποτέ πια. Εγώ, ο Κύριος ο Θεός, το λέω». Τη δέκατη μέρα του πρώτου μήνα του εικοστού πέμπτου έτους της αιχμαλωσίας μας, δεκατέσσερα χρόνια μετά την πτώση της Ιερουσαλήμ, ένιωσα επάνω μου τη δύναμη του Κυρίου, ο οποίος με πήγε στην Ιερουσαλήμ. Με θεία οράματα με έφερε στη χώρα του Ισραήλ, όπου και μ’ έβαλε πάνω σ’ ένα πολύ ψηλό βουνό. Πάνω σ’ αυτό υπήρχε προς τη νότια πλευρά του κάτι που έμοιαζε με οικοδομήματα πόλης. Με πήγε εκεί και είδα έναν άντρα που το παρουσιαστικό του είχε όψη χαλκού. Κρατούσε στο χέρι του ένα λινό νήμα κι ένα καλαμένιο μέτρο και στεκόταν κοντά στην πύλη. Ο άντρας μού είπε: «Άνοιξε, άνθρωπε τα μάτια σου και τ’ αυτιά σου και πρόσεξε καλά όλα όσα θα σου δείξω, γιατί γι’ αυτό το σκοπό ήρθες εδώ. Έπειτα πες στους Ισραηλίτες αυτά που θα δεις». Γύρω από το ναό υπήρχε ένα τείχος. Το καλαμένιο μέτρο που κρατούσε ο άντρας είχε μήκος έξι μεγάλους πήχεις, καθένας από τους οποίους ισοδυναμούσε με έναν κοινό πήχυ και μία παλάμη. Μέτρησε το πάχος του τείχους και το βρήκε ένα καλαμένιο μέτρο. Τόσο βρήκε και το ύψος. Μετά ο άντρας ήρθε στην ανατολική πύλη. Ανέβηκε τα σκαλιά της, μέτρησε το κατώφλι της και βρήκε ότι το πλάτος του ήταν ένα καλαμένιο μέτρο. Κάθε θάλαμος του οικοδομήματος της πύλης είχε ένα καλαμένιο μέτρο πλάτος και ένα μήκος και ο μεσότοιχος ανάμεσά τους ήταν πέντε πήχεις. Προς την πλευρά του ναού το οικοδόμημα της πύλης κατέληγε σε προθάλαμο, το κατώφλι του οποίου ήταν ένα καλαμένιο μέτρο. Έπειτα ο άντρας μέτρησε τον προθάλαμο, ο οποίος είχε μήκος οκτώ πήχεις και οι πεσσοί του ανοίγματος της εισόδου προς το ναό ήταν δύο πήχεις. (Οι θάλαμοι του οικοδομήματος της ανατολικής πύλης ήταν τρεις σε κάθε πλευρά και είχαν όλοι τις ίδιες διαστάσεις). Μετά ο άντρας μέτρησε το πλάτος του ανοίγματος της πύλης και ήταν δέκα πήχεις, ενώ το συνολικό πλάτος της πύλης ήταν δεκατρείς πήχεις. Μπροστά από τους θαλάμους υπήρχε φράκτης, που είχε ύψος έναν πήχυ. Οι θάλαμοι και των δύο πλευρών ήταν έξι πήχεις. Μέτρησε και το πλάτος του οικοδομήματος της πύλης από το πίσω μέρος του ενός θαλάμου μέχρι το πίσω μέρος του άλλου και ήταν είκοσι πέντε πήχεις· οι είσοδοί τους ήταν αντικρυστά. Ο προθάλαμος μαζί με τους πεσσούς ήταν είκοσι πήχεις και εκτεινόταν μέσα στην αυλή. Έτσι από την εξωτερική πρόσοψη του οικοδομήματος της πύλης μέχρι την πρόσοψη του προθαλάμου στην εσωτερική πλευρά ήταν πενήντα πήχεις. Στους εξωτερικούς τοίχους των θαλάμων υπήρχαν παράθυρα που στένευαν προς το εσωτερικό της πύλης· επίσης ο προθάλαμος είχε γύρω γύρω ανάλογα παράθυρα. Στους πεσσούς κι από τις δύο πλευρές υπήρχαν διακοσμήσεις από φοινικόκλαδα. Έπειτα ο άντρας μ’ έφερε στην εξωτερική αυλή· αυτή είχε ολόγυρα τριάντα δωμάτια και το δάπεδο μπροστά τους ήταν λιθόστρωτο· Το λιθόστρωτο έφτανε ως τις πλευρές των πυλών, και το πλάτος του ήταν ίσο με το πλάτος των πυλών· αυτό το λιθόστρωτο ήταν σε χαμηλότερο επίπεδο (από την εσωτερική αυλή). Μέτρησε και το πλάτος από την εσωτερική πρόσοψη της εξωτερικής πύλης μέχρι την εξωτερική πρόσοψη της εσωτερικής αυλής και ήταν εκατό πήχεις. Από την ανατολική πλευρά πήγαμε στη βόρεια· εκεί ήταν η βορινή πύλη της εξωτερικής αυλής, και μέτρησε το μήκος και το πλάτος της. Είχε τρεις θαλάμους σε κάθε πλευρά και οι πεσσοί της και ο προθάλαμός της είχαν τις ίδιες διαστάσεις με την πρώτη πύλη: Πενήντα πήχεις μήκος και είκοσι πέντε πλάτος. Τα παράθυρά της, ο προθάλαμός της και τα φοινικόκλαδά της ήταν ίδια μ’ εκείνα της πύλης που έβλεπε προς τ’ ανατολικά. Εφτά σκαλοπάτια οδηγούσαν σ’ αυτήν την πύλη και κατέληγαν στους πεσσούς. Απέναντι από τη βορινή πύλη, καθώς κι από την ανατολική, υπήρχε μια πύλη που οδηγούσε στην εσωτερική αυλή· μέτρησε από πύλη σε πύλη και η απόσταση ήταν εκατό πήχεις. Έπειτα ο άντρας μ’ έφερε στο νότιο μέρος· εκεί ήταν η νότια πύλη. Μέτρησε τον προθάλαμο και τους πεσσούς της και είχαν το ίδιο μέγεθος με τα άλλα. Υπήρχαν και παράθυρα στην πύλη και στον προθάλαμό της ολόγυρα, ίδια με τα άλλα παράθυρα. Το μήκος της ήταν πενήντα πήχεις και το πλάτος της είκοσι πέντε. Εφτά σκαλοπάτια οδηγούσαν και σ’ αυτήν την πύλη και κατέληγαν στους πεσσούς της, οι οποίοι είχαν επίσης διακόσμηση από φοινικόκλαδα, ένα φοινικόκλαδο σε κάθε πλευρά. Στη νότια πλευρά της εσωτερικής αυλής υπήρχε μια πύλη· μέτρησε την απόσταση ανάμεσα στις δύο νότιες πύλες και τη βρήκε εκατό πήχεις. Μετά ο άντρας μ’ έφερε στην εσωτερική αυλή από τη νότια πύλη. Μέτρησε την πύλη αυτή και βρήκε ότι είχε τις ίδιες διαστάσεις με τις άλλες. Οι θάλαμοί της, ο προθάλαμός της και οι πεσσοί της είχαν το ίδιο μέγεθος με τα άλλα· ολόγυρα σ’ αυτήν και στον προθάλαμό της υπήρχαν επίσης παράθυρα. Το μήκος της ήταν πενήντα πήχεις και το πλάτος της είκοσι πέντε. Οι προθάλαμοι των πυλών γύρω στην εσωτερική αυλή, είχαν μήκος είκοσι πέντε πήχεις και πλάτος πέντε. Ο προθάλαμός της έβλεπε προς την εξωτερική αυλή· στους πεσσούς της υπήρχαν διακοσμήσεις με φοινικόκλαδα· σ’ αυτήν την πύλη έφτανε κανείς από οκτώ σκαλοπάτια. Έπειτα ο άντρας μ’ έφερε στο ανατολικό μέρος της εσωτερικής αυλής· μέτρησε την πύλη και βρήκε ότι είχε τις ίδιες διαστάσεις με τις άλλες. Οι θάλαμοί της, ο προθάλαμός της και οι πεσσοί της είχαν το ίδιο μέγεθος με τα άλλα· ολόγυρα σ’ αυτήν και στον προθάλαμό της υπήρχαν επίσης παράθυρα. Το μήκος της ήταν πενήντα πήχεις και το πλάτος της είκοσι πέντε. Ο προθάλαμός της έβλεπε προς την εξωτερική αυλή· στους πεσσούς της υπήρχαν διακοσμήσεις με φοινικόκλαδα κι από τις δύο πλευρές· σ’ αυτήν την πύλη έφτανε κανείς από οκτώ σκαλοπάτια. Έπειτα μ’ έφερε στη βορινή πύλη· τη μέτρησε και βρήκε ότι είχε τις ίδιες διαστάσεις με τις άλλες. Υπήρχαν επίσης σ’ αυτήν θάλαμοι, προθάλαμος, πεσσοί και παράθυρα ολόγυρα. Το μήκος της ήταν πενήντα πήχεις και το πλάτος της είκοσι πέντε. Ο προθάλαμός της έβλεπε προς την εξωτερική αυλή· στους πεσσούς της υπήρχαν διακοσμήσεις από φοινικόκλαδα. Σ’ αυτήν την πύλη έφτανε κανείς από οκτώ σκαλοπάτια. Εκεί υπήρχε ένα δωμάτιο, το οποίο με την είσοδό του συνδεόταν με τον προθάλαμο της πύλης, όπου έπλεναν τα σφάγια που προορίζονταν για ολοκαύτωμα. Σε κάθε άκρη του προθαλάμου υπήρχαν από δύο τραπέζια, πάνω στα οποία έσφαζαν τα ζώα που προορίζονταν για τα ολοκαυτώματα, για τις θυσίες εξιλέωσης και τις θυσίες επανόρθωσης. Έξω από τον προθάλαμο, κοντά στην είσοδο της βορινής πύλης, υπήρχαν δύο τραπέζια από τη μια πλευρά και δύο από την άλλη. Τέσσερα τραπέζια μέσα και τέσσερα τραπέζια έξω από την είσοδο της πύλης, οκτώ όλα μαζί, πάνω στα οποία έσφαζαν τα ζώα των θυσιών. Τα τέσσερα τραπέζια που προορίζονταν για τα ολοκαυτώματα και τις άλλες θυσίες, ήταν από πελεκητή πέτρα· καθένα είχε μήκος και πλάτος ενάμιση πήχυ και ύψος έναν πήχυ. Πάνω σ’ αυτά τοποθετούσαν τα εργαλεία με τα οποία έσφαζαν τα ζώα για τις θυσίες. Τα τσιγγέλια, μακριά σαν μια παλάμη, ήταν καρφωμένα στον εσωτερικό τοίχο ολόγυρα. Πάνω στα τραπέζια τοποθετούσαν το κρέας των θυσιών. Έξω από την εσωτερική αυλή υπήρχαν δύο δωμάτια με πρόσβαση στην αυλή· το ένα κοντά στη βορινή πύλη και πρόσοψη προς το νότο και το άλλο κοντά στη νότια πύλη με πρόσοψη προς το βορρά. Ο άντρας μού εξήγησε ότι το δωμάτιο που βλέπει προς το νότο είναι για τους ιερείς που υπηρετούν στο ναό. Το άλλο δωμάτιο, που βλέπει προς το βορρά, είναι για τους ιερείς που υπηρετούν το θυσιαστήριο. Αυτοί είναι οι απόγονοι του Σαδώκ, οι μόνοι ανάμεσα στους απογόνους του Λευί που επιτρέπεται να μπαίνουν στο αγιαστήριο για να υπηρετούν τον Κύριο. Ο άντρας μέτρησε την αυλή· ήταν τετράγωνη και είχε μήκος και πλάτος από εκατό πήχεις. Το θυσιαστήριο ήταν μπροστά στο ναό. Έπειτα ο άντρας με έφερε στον πρόναο και τον μέτρησε· το άνοιγμα της εισόδου ήταν δεκατέσσερις πήχεις και οι τοίχοι δεξιά κι αριστερά της τρεις πήχεις ο καθένας, ενώ το πάχος τους ήταν πέντε πήχεις. Το μήκος του πρόναου ήταν είκοσι πήχεις και το πλάτος του δώδεκα. Έφτανε κανείς σ’ αυτόν από δέκα σκαλοπάτια, και δεξιά κι αριστερά από την είσοδο υπήρχε από μία κολόνα. Στη συνέχεια ο άντρας μ’ έφερε στον κυρίως ναό και μέτρησε τους τοίχους από τις δύο πλευρές της εισόδου που είχαν πάχος έξι πήχεις. Το άνοιγμα της εισόδου ήταν δέκα πήχεις και οι τοίχοι δεξιά κι αριστερά της πέντε πήχεις ο καθένας. Κατόπιν μέτρησε το μήκος του ναού, που ήταν σαράντα πήχεις, και το πλάτος του, που ήταν είκοσι πήχεις. Έπειτα μπήκε στον εσώτερο χώρο του ναού και μέτρησε τους τοίχους δίπλα στην είσοδο, που είχαν πάχος δύο πήχεις. Το άνοιγμα της εισόδου ήταν έξι πήχεις και οι τοίχοι δεξιά κι αριστερά της εφτά πήχεις ο καθένας. Μέτρησε κατόπιν το μήκος του χώρου στο βάθος του ναού, που ήταν είκοσι πήχεις, και το πλάτος του, που ήταν επίσης είκοσι πήχεις, και μου είπε: «Αυτό είναι το άγιο των αγίων». Έπειτα ο άνθρωπος μέτρησε τον τοίχο του ναού, που είχε πάχος έξι πήχεις. Εξωτερικά ο ναός περιβαλλόταν στις τρεις πλευρές του από παραοικοδομήματα πλάτους τεσσάρων πήχεων. Τα παραοικοδομήματα ήταν τριώροφα και διέθεταν τριάντα δωμάτια στον κάθε όροφο. Στον εξωτερικό τοίχο του ναού υπήρχαν στηρίγματα, περιμετρικά, για να στηρίζονται τα δωμάτια, χωρίς να ακουμπάνε στον τοίχο του ναού. Ανεβαίνοντας πλάταινε η επιφάνεια των δωματίων, γιατί μειωνόταν το πάχος του τοίχου σ’ όλη την περίμετρο του ναού. Έτσι μεγάλωνε ο χώρος εσωτερικά. Από το χαμηλότερο όροφο μπορούσε ν’ ανέβει κανείς προς τον ψηλότερο, περνώντας από το μεσαίο όροφο. Γύρω γύρω στο ναό ήταν μια εξέδρα, που σχημάτιζε τα θεμέλια των παραοικοδομημάτων και που το ύψος της ήταν ένα ολόκληρο μετρικό ραβδί, έξι πήχεις μακρύ. Το πάχος του εξωτερικού τοίχου των παραοικοδομημάτων ήταν πέντε πήχεις· και ανάμεσα στα πλαϊνά δωμάτια του ναού και στα δωμάτια της αυλής υπήρχε απόσταση είκοσι πήχεις ολόγυρα στο ναό. Οι θύρες των παραοικοδομημάτων άνοιγαν σ’ ελεύθερο χώρο, η μία θύρα προς το βορρά και η άλλη προς το νότο· το πλάτος του ελεύθερου χώρου της εξέδρας ήταν πέντε πήχεις ολόγυρα. Στη δυτική πλευρά του ναού υπήρχε ελεύθερος χώρος και ένα ξεχωριστό οικοδόμημα, που είχε πλάτος εβδομήντα πήχεις και μήκος ενενήντα· ο τοίχος του οικοδομήματος είχε πάχος πέντε πήχεις ολόγυρα. Έπειτα ο άντρας μέτρησε το ναό, που είχε μήκος εκατό πήχεις, καθώς και τον ελεύθερο χώρο μαζί με το δυτικό οικοδόμημα και τους τοίχους του, που είχαν μήκος επίσης εκατό πήχεις. Το πλάτος του ελεύθερου χώρου προς την ανατολική πρόσοψη του ναού ήταν εκατό πήχεις. Έπειτα μέτρησε το μήκος του οικοδομήματος, που ήταν απέναντι από τον ελεύθερο χώρο πίσω από το ναό, μαζί με τους διαδρόμους του από τη μια κι από την άλλη πλευρά, και ήταν εκατό πήχεις. Το εσωτερικό του κυρίως ναού και του πρόναου, τα πλαίσια των παραθύρων που στένευαν προς το εσωτερικό και το τριπλό γείσο, που άρχιζε από το κατώφλι και πήγαινε γύρω γύρω, είχαν ξύλινη επένδυση από το δάπεδο ως τα παράθυρα –τα παράθυρα ήταν καλυπτόμενα– και πάνω από τη θύρα. Σ’ όλους τους τοίχους γύρω γύρω, στο εσώτερο μέρος και στο ναό, υπήρχαν σκαλισμένα χερουβίμ και φοινικόδεντρα· κάθε φοινικόδεντρο ανάμεσα σε δύο χερουβίμ. Κάθε χερούβ είχε δύο πρόσωπα. Από την πλευρά του ενός φοινικόδεντρου ήταν ένα πρόσωπο ανθρώπου κι από την πλευρά του άλλου ένα πρόσωπο λιονταριού. Αυτά ήταν χαραγμένα σ’ όλο το ναό γύρω γύρω. Από το δάπεδο μέχρι πάνω από τις πόρτες υπήρχαν σκαλισμένα χερουβίμ και φοινικόδεντρα στον τοίχο. Οι παραστάτες της πύλης του ναού είχαν τετραπλό σκάλισμα, και μπροστά στο άγιο των αγίων ήταν κάτι που έμοιαζε με ξύλινο θυσιαστήριο, τρεις πήχεις ψηλό, δύο πήχεις μακρύ και δύο πήχεις πλατύ· οι γωνίες του, η βάση του και οι πλευρές του ήταν από ξύλο. Ο άντρας μού είπε: «Αυτό είναι το τραπέζι που βρίσκεται ενώπιον του Κυρίου». Ο κυρίως ναός και το άγιο των αγίων είχαν από μία θύρα. Η καθεμιά τους είχε δύο θυρόφυλλα που ανοιγόκλειναν. Στις θύρες του ναού ήταν σκαλισμένα χερουβίμ και φοινικόδεντρα όπως και στους τοίχους· επίσης υπήρχε ένα ξύλινο στέγαστρο στη μπροστινή πλευρά του πρόναου προς το έξω μέρος. Στους δύο πλάγιους τοίχους του πρόναου και στα παραοικοδομήματα του ναού υπήρχαν παράθυρα που στένευαν προς το εσωτερικό και σκαλισμένα φοινικόδεντρα. Έπειτα ο άντρας μ’ έβγαλε στην εξωτερική αυλή, και μ’ έφερε σε ένα οικοδόμημα με επιμέρους δωμάτια, το οποίο βρισκόταν απέναντι από τον ελεύθερο χώρο και βόρεια από το ξεχωριστό οικοδόμημα. Το μήκος της βορινής πλευράς, όπου βρίσκονταν οι είσοδοι, ήταν εκατό πήχεις και το πλάτος του πενήντα. Συνόρευε με τον ελεύθερο χώρο, που είχε πλάτος είκοσι πήχεις και ανήκε στον εσωτερική αυλή και με το λιθόστρωτο, που ανήκε στην εξωτερική αυλή. Υψωνόταν κλιμακωτά σε τρεις ορόφους. Μπροστά στο παραοικοδόμημα υπήρχε ένας διάδρομος, που είχε δέκα πήχεις πλάτος και από την εσωτερική πλευρά υπήρχε άλλος διάδρομος, που είχε μήκος εκατό πήχεις. Οι θύρες όμως της εισόδου των δωματίων έβλεπαν στο βορρά. Τα δωμάτια του πάνω ορόφου ήταν στενότερα, γιατί λόγω της κλιμακωτής μορφής του κτιρίου, ο μεσαίος και ο κάτω όροφος ήταν πλατύτεροι. Αυτά ήταν σε τρεις ορόφους και δεν είχαν στύλους σαν εκείνους της εξωτερικής αυλής, και γι’ αυτό τα ψηλότερα δωμάτια στένευαν περισσότερο απ’ ό,τι τα χαμηλότερα και τα μεσαία. Προς την πλευρά της εξωτερικής αυλής, απέναντι στο παραοικοδόμημα, υπήρχε τοίχος που εκτεινόταν σε μήκος πενήντα πήχεων, γιατί το μήκος των δωματίων που ανήκαν στην εξωτερική αυλή ήταν πενήντα πήχεις, ενώ το μήκος ολόκληρου του τοίχου ήταν εκατό πήχεις. Η είσοδος στα κάτω δωμάτια, γινόταν από τ’ ανατολικά, όπως έρχεται κανείς από την εξωτερική αυλή. Προς το νότο συνόρευε με τον τοίχο της εξωτερικής αυλής άλλο ένα κτίριο με επιμέρους δωμάτια απέναντι από τον ελεύθερο χώρο και το ξεχωριστό οικοδόμημα. Μπροστά του ήταν ένας διάδρομος με δωμάτια όμοια μ’ εκείνα του παραοικοδομήματος της βόρειας πλευράς, με το ίδιο μήκος και πλάτος, με τις ίδιες εξόδους, διαρρυθμίσεις και εισόδους, μόνο που αυτές ήταν στραμμένες προς το νότο. Υπήρχε επίσης είσοδος στην αρχή του διαδρόμου μπροστά στον πέτρινο διαχωριστικό τοίχο, καθώς πλησίαζε κανείς και έμπαινε από τ’ ανατολικά. Ο άνθρωπος μου είπε: «Τα παραοικοδομήματα που βλέπουν στο βορρά και στο νότο και που είναι μπροστά στον ελεύθερο χώρο, είναι άγια. Οι ιερείς οι οποίοι μπορούν να πλησιάζουν τον Κύριο, θα τρώνε τις αγιότατες προσφορές μέσα σ’ αυτούς τους χώρους. Εκεί θα αποθηκεύονται οι αγιότατες προσφορές, δηλαδή οι προσφορές των σιτηρών για τη θυσία εξιλέωσης και για τη θυσία επανόρθωσης, γιατί ο τόπος είναι άγιος. Όταν οι ιερείς μπαίνουν εκεί, δε θα βγαίνουν από τον άγιο τόπο στην εξωτερική αυλή, αν πρώτα δεν αφήσουν εκεί τις στολές με τις οποίες τέλεσαν την ιερουργία. Θα βάζουν άλλα ρούχα, πριν έρθουν στον τόπο όπου στέκεται ο λαός, γιατί οι στολές είναι ιερές». Όταν τέλειωσε το μέτρημα του εσωτερικού ναού, ο άντρας μ’ έβγαλε έξω μέσα από την ανατολική πύλη κι άρχισε να μετράει τον περίγυρο του ναού. Στην αρχή μέτρησε με το καλαμένιο μέτρο την ανατολική πλευρά και βρήκε ότι ήταν πεντακόσιοι πήχεις. Έπειτα στράφηκε και μέτρησε τη βόρεια πλευρά με το καλαμένιο μέτρο και βρέθηκε ότι ήταν πεντακόσιοι πήχεις. Στη συνέχεια στράφηκε προς τη νότια πλευρά και τη μέτρησε με το καλαμένιο μέτρο και ήταν πεντακόσιοι πήχεις. Τέλος στράφηκε προς τη δυτική πλευρά και τη μέτρησε επίσης με το καλαμένιο μέτρο και ήταν πεντακόσιοι πήχεις. Μέτρησε το οικοδόμημα κι από τις τέσσερις πλευρές καθώς και το τείχος που ήταν γύρω του, και ήταν πεντακόσιους πήχεις μακρύ και πεντακόσιους πήχεις πλατύ. Αυτό χρησίμευε για να χωρίζει το άγιο τμήμα από το κοσμικό. Μετά ο άντρας με οδήγησε στην ανατολική πύλη. Εκεί είδα τη δόξα του Θεού του Ισραήλ να έρχεται από την ανατολή. Τη συνόδευε ένας ήχος, που έμοιαζε με τον ήχο πολλών νερών, και η γη φωτίστηκε από τη λάμψη της. Το όραμα που είδα ήταν σαν εκείνο που είχα δει όταν ο Κύριος ήρθε να καταστρέψει την πόλη της Ιερουσαλήμ και σαν εκείνη που είχα δει κοντά στον ποταμό Χεβάρ. Τότε εγώ έπεσα με το πρόσωπο στη γη. Η δόξα του Κυρίου μπήκε στο ναό από την ανατολική πύλη. Το Πνεύμα του Κυρίου με σήκωσε και μ’ έφερε στην εσωτερική αυλή, και η δόξα του Κυρίου γέμισε το ναό. Ενώ ο άντρας που με είχε οδηγήσει εκεί στεκόταν ακόμη πλάι μου, άκουσα κάποιον να μου μιλάει μέσα από το ναό. «Εσύ άνθρωπε», μου είπε, «κοίταξε τον τόπο του θρόνου μου και το υποπόδιο που πατούν τα πόδια μου. Εδώ θα κατοικώ, ανάμεσα στους Ισραηλίτες, για πάντα. Ο λαός του Ισραήλ δεν θα ατιμάζει πια το άγιο όνομά μου με τις ακολασίες τους και με τα μνήματα των νεκρών βασιλιάδων τους. Οι βασιλιάδες τους δεν θα χτίζουν πια τα παλάτια τους κοντά στο ναό μου· δε θα κατοικούν πλάι μου έχοντας μόνο έναν τοίχο να μας χωρίζει, γιατί έτσι βεβηλώνουν το άγιο όνομά μου με τις βδελυρές πράξεις τους, για τις οποίες εγώ γεμάτος θυμό τους εξολόθρευσα. Ας σταματήσουν τώρα κιόλας οι Ισραηλίτες να λατρεύουν τα είδωλα και ας πάρουν από μπροστά μου τα μνήματα των νεκρών βασιλιάδων τους· τότε κι εγώ θα κατοικώ ανάμεσά τους για πάντα. «Εσύ όμως, άνθρωπε, δώσε στους Ισραηλίτες την περιγραφή του ναού, άφησέ τους το σχέδιό του να το μελετήσουν και κάνε τους να ντραπούν για τις αμαρτίες τους. Κι άμα ντραπούν ειλικρινά για τις πράξεις τους, τότε παρουσίασέ τους το εξωτερικό του ναού, την εσωτερική διαρρύθμισή του, τις εισόδους του και τις εξόδους του και το σχέδιο συνολικά. Ζωγράφισέ τα όλα αυτά μπροστά στα μάτια τους και υπόδειξέ τους ν’ ακολουθούν όλες τις οδηγίες και τους κανονισμούς του ναού. Η βασική διαταγή όμως για το ναό είναι αυτή: Ολόκληρη η περιοχή που τον περιβάλλει, μέχρι την κορυφή του βουνού, θα είναι αγιότατη». Οι διαστάσεις του μεγάλου θυσιαστηρίου σε πήχεις, είναι οι εξής: Η τάφρος τριγύρω στη βάση του θα έχει έναν πήχυ πλάτος και έναν πήχυ βάθος και θα περιβάλλεται από γείσο που θα έχει ύψος μισό πήχυ. Από ’κει και πάνω το θυσιαστήριο θα είναι χτισμένο κλιμακωτά. Το κάτω σκαλί θα έχει ύψος δύο πήχεις. Εκεί το θυσιαστήριο θα στενεύει κατά έναν πήχυ. Το επόμενο σκαλί θα έχει ύψος τέσσερις πήχεις και πάλι οι πλευρές του θυσιαστηρίου θα στενεύουν κατά έναν πήχυ. Το πάνω τμήμα του θυσιαστηρίου θ’ ανεβαίνει κατά τέσσερις πήχεις. Αυτό το τμήμα θα είναι η εστία όπου θ’ ανάβουν τη φωτιά. Οι τέσσερις γωνιές του θα προεξέχουν προς τα πάνω. Αυτά θα είναι τα τέσσερα κέρατα. Η εστία της φωτιάς θα είναι τετράγωνη, δώδεκα πήχεις η κάθε πλευρά. Το κάτω σκαλί θα έχει δεκατέσσερις πήχεις μάκρος και δεκατέσσερις πλάτος. Τέλος η τάφρος θα έχει έναν πήχυ πλάτος και το γείσο τριγύρω μισόν πήχυ πλάτος. Θα μπορεί να φτάσει κανείς ψηλά στο θυσιαστήριο χάρη σε μερικά σκαλιά τοποθετημένα στην ανατολική πλευρά του. Ο Κύριος ο Θεός μού είπε: «Εσύ, άνθρωπε, άκουσε· αυτοί είναι οι κανονισμοί για το θυσιαστήριο, όταν κατασκευαστεί. Σύμφωνα μ’ αυτούς θα προσφέρουν πάνω στο θυσιαστήριο ολοκαυτώματα και θα το ραντίζουν με το αίμα των ζώων: Θα παραδώσεις ένα μοσχάρι στους ιερείς-λευίτες, τους απογόνους του Σαδώκ, οι οποίοι είναι και οι μόνοι που επιτρέπεται να με πλησιάζουν για να με υπηρετούν· κι αυτοί θα το προσφέρουν θυσία εξιλέωσης. Θα πάρεις από το αίμα του ζώου και θα βάλεις στα τέσσερα κέρατα του θυσιαστηρίου, στις τέσσερις γωνίες της τάφρου και στο γείσο του γύρω γύρω. Έτσι θα το καθαρίσεις και θα το εξαγνίσεις. Κατόπιν θα πεις να πάρουν το μοσχάρι για τη θυσία εξιλέωσης και να το κάψουν στην ορισμένη θέση του ναού, έξω από το αγιαστήριο. »Τη δεύτερη μέρα θα προσφέρεις έναν τράγο χωρίς ελάττωμα προσφορά εξιλέωσης και θα κάνεις εξαγνισμό του θυσιαστηρίου, όπως με το μοσχάρι. Αφού τελειώσεις τον εξαγνισμό, θα προσφέρεις ένα μοσχάρι χωρίς ελάττωμα και ένα κριάρι επίσης χωρίς ελάττωμα, από το κοπάδι. Αφού τα φέρεις μπροστά σ’ εμένα τον Κύριο, οι ιερείς θα τους βάλουν αλάτι. και θα μου τα προσφέρουν ολοκαύτωμα. »Κάθε μέρα και για εφτά μέρες θα προσφέρεις έναν τράγο θυσία εξιλέωσης κι επίσης θα προσφέρεις ένα μοσχάρι κι ένα κριάρι από το κοπάδι· όλα θα είναι χωρίς κανένα ελάττωμα. Μ’ αυτό τον τρόπο για εφτά μέρες θα κάνουν καθαρμούς στο θυσιαστήριο, θα το εξαγνίσουν και θα το καθαγιάσουν για τη λατρεία. Όταν συμπληρωθούν αυτές οι μέρες, από την όγδοη μέρα και μετά, θα προσφέρουν οι ιερείς πάνω στο θυσιαστήριο τα ολοκαυτώματά σας και τις θυσίες κοινωνίας και εγώ θα σας αποδέχομαι». Αυτά λέει ο Κύριος, ο Θεός. Ο άντρας μ’ έφερε πάλι στην εξωτερική πύλη, ανατολικά του θυσιαστηρίου, η οποία ήταν κλειστή. Ο Κύριος μου είπε: «Αυτή η πύλη θα παραμείνει κλειστή· κανείς δε θα περάσει ποτέ απ’ αυτήν, γιατί έχω μπεί απ’ αυτήν εγώ, ο Κύριος ο Θεός του Ισραήλ. Γι’ αυτό θα μείνει κλειστή. Ο άρχοντας όμως μπορεί να καθίσει στην αίθουσα που βρίσκεται απέναντι από την πύλη και να φάει από το σφάγιο που θυσιάστηκε. Θα πρέπει να μπει και να βγει απ’ αυτή την πύλη». Έπειτα ο άντρας μ’ έφερε μέσα από τη βόρεια πύλη μπροστά στο ναό και παρατήρησα ότι ήταν γεμάτος από τη δόξα του Κυρίου. Τότε έπεσα με το πρόσωπο στη γη. Κι ο Κύριος μου είπε: «Εσύ, άνθρωπε, άνοιξε τα μάτια σου και τ’ αυτιά σου και πρόσεξε καλά αυτά που θα σου πω, σχετικά με τους κανονισμούς και τις διατάξεις του ναού μου και σημείωσε καλά ποιοι επιτρέπεται να μπαίνουν σ’ αυτόν και ποιοι όχι». Ο Κύριος διεβίβασε μέσω εμού στους Ισραηλίτες, τον αποστάτη λαό, το ακόλουθο μήνυμα: «Ακούστε τι έχει να σας πει ο Κύριος, ο Θεός σας: “απαρνηθείτε πια τις βδελυρές σας πράξεις, Ισραηλίτες! Την ίδια ώρα που μου προσφέρετε την τροφή μου, το πάχος και το αίμα, αφήνετε να μπαίνουν στο αγιαστήριό μου ξένοι, απερίτμητοι στην καρδιά και στο σώμα και να μολύνουν έτσι το ναό μου. Παραβιάσατε έτσι τη διαθήκη μου με τις βδελυρές σας πράξεις. Δεν φροντίσατε εσείς οι ίδιοι να με υπηρετήσετε στο αγιαστήριό μου, αλλά βάλατε στη θέση σας ξένους να με υπηρετούν. ”Γι’ αυτό σας το δηλώνω, εγώ ο Κύριος, ο Θεός, πως κανένας ξένος, απερίτμητος στην καρδιά και στο σώμα, ακόμα κι αν ζει ανάμεσα στους Ισραηλίτες, δεν θα μπει πια στο αγιαστήριό μου. Οι λευίτες που απομακρύνθηκαν από μένα, όταν οι Ισραηλίτες είχαν πλανηθεί και με είχαν αφήσει για ν’ ακολουθήσουν τα είδωλά τους, θα τιμωρηθούν για την ανομία τους. Θα μπορούν να με υπηρετούν στο αγιαστήριό μου, να επιβλέπουν τις πύλες του ναού και να προσφέρουν διάφορες υπηρεσίες στο ναό. ”Οι λευίτες θα επιτρέπεται μόνο να σφάζουν εκ μέρους του λαού τα ζώα που προορίζονται για τα ολοκαυτώματα και τις άλλες θυσίες, και να είναι στη διάθεση του λαού για να τον υπηρετούν. Επειδή όμως μεσολάβησαν ανάμεσα στο λαό και στα είδωλά τους και έγιναν μάλιστα αιτία να πέσουν οι Ισραηλίτες στην αμαρτία, γι’ αυτό ύψωσα το χέρι μου και ορκίστηκα, ότι θα τιμωρηθούν για την αμαρτία τους αυτή. Εγώ ο Κύριος, ο Θεός, το λέω. Δεν θα επιτρέπεται πια να με πλησιάζουν και να με υπηρετούν ως ιερείς ούτε να πλησιάζουν τα αντικείμενα που είναι αφιερωμένα στη λατρεία μου, ούτε τα άγια των αγίων. Έτσι θα υποστούν τις συνέπειες για τις επαίσχυντες και βδελυρές πράξεις που έκαναν. Θα τους κάνω απλούς υπηρέτες του ναού, θα τους αναθέσω τις δευτερεύουσες δουλειές, που είναι απαραίτητες για τη λειτουργία του ναού. ”Οι ιερείς-λευίτες, απόγονοι του Σαδώκ, που τήρησαν πιστά τον κανονισμό του αγιαστηρίου μου, όταν οι Ισραηλίτες είχαν πλανηθεί μακριά από μένα, μόνον αυτοί θα μπορούν να με πλησιάζουν για να με υπηρετούν και θα στέκονται μπροστά μου για να μου προσφέρουν το πάχος και το αίμα. Εγώ ο Κύριος, ο Θεός, το λέω. Μόνον αυτοί θα μπαίνουν στο αγιαστήριό μου και θα πλησιάζουν την τράπεζά μου για να ιερουργούν και να με υπηρετούν”». «Όταν θα περνούν οι ιερείς τις πύλες της εσωτερικής αυλής για να μπουν στο ναό να ιερουργήσουν, θα φορούν λινές φορεσιές. Δεν θα φορούν καθόλου ρούχα μάλλινα. Θα έχουν λινά καλύμματα στο κεφάλι τους και λινές περισκελίδες στη μέση τους· δεν θα φορούν τίποτα που να προκαλεί εφίδρωση. Όταν θα βγαίνουν στην εξωτερική αυλή, στο λαό, θα βγάζουν τις φορεσιές με τις οποίες ιερούργησαν και θα τις φυλάνε στα ιερά δωμάτια· θα φορούν άλλα ρούχα, ώστε να μη θέτουν σε κίνδυνο το λαό με την αγιότητα των ιερατικών στολών τους. »Οι ιερείς δεν θα ξυρίζουν το κεφάλι τους, ούτε θ’ αφήνουν να μακραίνουν πολύ τα μαλλιά τους· απλώς θα τα περιποιούνται. Κανένας ιερέας δεν θα πίνει κρασί όταν πρόκειται να μπει στην εσωτερική αυλή. Δε θα έρχονται σε γάμο με χήρα ή χωρισμένη γυναίκα, αλλά μόνο με παρθένα Ισραηλίτισσα ή χήρα άλλου ιερέα. »Οι ιερείς πρέπει να διδάσκουν το λαό μου να ξεχωρίζει ανάμεσα στο άγιο και στο μιαρό, και να του δείχνουν πώς να ξεχωρίζει το ακάθαρτο από το καθαρό. Σε περίπτωση φιλονικίας, αυτοί θα ενεργούν σαν δικαστές, και θα κρίνουν την περίπτωση σύμφωνα με τις εντολές μου. Θα εφαρμόζουν τους νόμους μου και τις διαταγές μου σχετικά με όλες τις γιορτές μου και θα φροντίζουν η ημέρα του Σαββάτου ν’ αφιερώνεται σ’ εμένα. »Ο ιερέας δεν θα πλησιάζει νεκρό άνθρωπο για να μη μολυνθεί· εκτός αν πρόκειται για τον πατέρα του ή τη μάνα του, για το γιο του ή τη θυγατέρα του, για τον αδερφό του ή για ανύπαντρη αδερφή του. Σε μια τέτοια περίπτωση, αφού καθαριστεί, θα περιμένει ακόμα εφτά μέρες για να επανέλθει στα καθήκοντά του. Και την ημέρα που θα ξαναμπεί στο αγιαστήριο, στην εσωτερική αυλή για να ιερουργήσει, θα προσφέρει θυσία εξιλέωσης για την αμαρτία του. Εγώ ο Κύριος, ο Θεός, το λέω. »Οι ιερείς δεν θα έχουν ιδιοκτησία, όπως έχουν οι άλλοι Ισραηλίτες. Εγώ θα είμαι η ιδιοκτησία τους. Θα τρέφονται από τις προσφορές των σιτηρών και από τα ζώα που θα προσφέρονται θυσία εξιλέωσης· επίσης καθετί που θ’ αφιερώνεται σ’ εμένα από τους Ισραηλίτες θα είναι δικό τους. Οι καλύτεροι καρποί από τα πρωτογεννήματα κάθε είδους και κάθε προσφορά που δίνουν για μένα οι Ισραηλίτες, θα ανήκει στους ιερείς· επίσης την απαρχή της ζύμης σας θα τη δίνετε στους ιερείς, για να είναι τα σπίτια σας ευλογημένα. »Οι ιερείς δεν θα τρώνε το κρέας από κανένα πουλί και από κανένα ζώο που ψόφησε ή που κατασπαράχθηκε». Ο Κύριος είπε: «Όταν θα μοιράσετε τη χώρα με κλήρους στις φυλές σας, θα ξεχωρίσετε για μένα ένα άγιο μερίδιο γης· αυτό θα έχει μάκρος είκοσι πέντε χιλιάδες πήχεις και πλάτος είκοσι χιλιάδες. Όλη αυτή η έκταση θα είναι άγια. Μέσα σ’ αυτήν θα ξεχωριστεί για το θυσιαστήριο ένα τετράγωνο κομμάτι, που κάθε πλευρά του θα είναι πεντακόσιους πήχεις· γύρω του θ’ αφήσετε έναν ανοιχτό χώρο πλάτους πενήντα πήχεων. Απ’ αυτό το μερίδιο θα ξεχωρίσετε ένα κομμάτι είκοσι πέντε χιλιάδες πήχεις μακρύ και δέκα χιλιάδες πήχεις πλατύ κι εκεί θα τοποθετηθεί το αγιαστήριο, το άγιο των αγίων. Αυτό το τμήμα γης, που θα είναι άγιο, θα έχει ξεχωριστεί για τους ιερείς που με υπηρετούν στο αγιαστήριο. Θα είναι τόπος για τα σπίτια τους και για το αγιαστήριο. »Ένα άλλο τμήμα, είκοσι πέντε χιλιάδες πήχεις μακρύ και δέκα χιλιάδες πήχεις πλατύ θα είναι ιδιοκτησία των λευιτών που υπηρετούν το ναό. Εκεί θα έχουν τις πόλεις όπου θα κατοικούν. Κοντά στο τμήμα που θα έχει ξεχωριστεί για το αγιαστήριο, θα δώσεις ένα τμήμα πέντε χιλιάδες πήχεις πλατύ και είκοσι πέντε χιλιάδες πήχεις μακρύ, για να χτιστεί η πόλη της Ιερουσαλήμ, όπου κάθε Ισραηλίτης θα μπορεί να κατοικεί. »Ο άρχοντας θα έχει κι αυτός τη γη του, εκατέρωθεν του αγίου τμήματος: από το δυτικό του όριο θα εκτείνεται δυτικά μέχρι τη Μεσόγειο κι από το ανατολικό όριο του αγίου τμήματος θα εκτείνεται μέχρι τ’ ανατολικά σύνορα της χώρας. Το μήκος της γης του άρχοντα θα είναι ίσο με το μήκος μιας από τις περιοχές που θα δοθούν στις φυλές του Ισραήλ. »Αυτό το τμήμα θ’ ανήκει στον άρχοντα, στη χώρα των Ισραηλιτών. Έτσι οι άρχοντές μου δε θα καταπιέζουν πια το λαό μου, αλλά θα μοιράσουν τη γη στους Ισραηλίτες ανάλογα με τις φυλές τους». Ο Κύριος, ο Θεός, λέει στους άρχοντες του Ισραήλ: «Φτάνει πια! Σταματήστε τη βία και την καταπίεση και ασκήστε την ορθή κρίση και τη δικαιοσύνη· σταματήστε ν’ αρπάζετε τα αγαθά του λαού μου. Εγώ ο Κύριος, ο Θεός, το λέω. »Να έχετε ακριβείς ζυγαριές, σωστό εφά και σωστό βαθ. Το εφά για τα σιτηρά και το βαθ για τα υγρά θα πρέπει να έχουν την ίδια χωρητικότητα· δηλαδή το βαθ να ισοδυναμεί με ένα δέκατο του χομόρ και το εφά επίσης με ένα δέκατο του χομόρ· το χομόρ θα είναι το βασικό μέτρο. Το ασημένιο νόμισμα ενός σίκλου θα πρέπει να ζυγίζει είκοσι γερά· εξήντα σίκλοι θα ισοδυναμούν με μία μνα. »Έτσι θα υπολογίζετε τις προσφορές σας: Θα ξεχωρίζετε ένα εξηκοστό της συγκομιδής σας του σταριού ή του κριθαριού και ένα εκατοστό της παραγωγής του λαδιού σας. Για μονάδα μέτρησης του λαδιού θα έχετε το βαθ, που είναι το δέκατο ενός χομόρ, και ισοδυναμεί με ένα κορ. Τέλος, στους βοσκότοπους του Ισραήλ, από κάθε διακόσια γιδοπρόβατα θα ξεχωρίζετε ένα ζώο. Όλα αυτά που θα ξεχωρίζετε, θα προορίζονται για τα ολοκαυτώματα ή για τις θυσίες κοινωνίας, ώστε να συγχωρούνται οι αμαρτίες σας. Εγώ, ο Κύριος, το λέω. »Αυτές οι προσφορές θα ζητούνται απ’ όλους τους Ισραηλίτες και ο λαός θα τις φέρνει στον άρχοντα του Ισραήλ. Καθήκον του άρχοντα θα είναι να προμηθεύει τα αναγκαία για τα ολοκαυτώματα, για τις προσφορές των σιτηρών και για τις σπονδές στις γιορτές, στις νουμηνίες, στα Σάββατα και σ’ όλες τις καθιερωμένες γιορτές των Ισραηλιτών. Αυτός θα εξασφαλίζει τις προσφορές για τη συγχώρηση της αμαρτίας, τις προσφορές των σιτηρών, καθώς και τα ζώα που προορίζονται για τα ολοκαυτώματα· ακόμη θα φροντίζει την προσφορά για τις θυσίες κοινωνίας και για τις θυσίες εξιλέωσης». Λέει ακόμη ο Κύριος, ο Θεός: «Την πρώτη μέρα του πρώτου μήνα, θα θυσιάσετε έναν ταύρο χωρίς ελάττωμα, για να εξαγνίσετε το αγιαστήριο. Ο ιερέας θα πάρει από το αίμα της θυσίας για τη συγχώρηση της αμαρτίας και θα ραντίσει μ’ αυτό τους παραστάτες των θυρών του ναού, τα τέσσερα κέρατα του θυσιαστηρίου και τους παραστάτες των πυλών της εσωτερικής αυλής. Το ίδιο θα κάνετε και την έβδομη μέρα του ίδιου μήνα, για καθέναν που αμαρτάνει χωρίς να το θέλει ή χωρίς να το γνωρίζει, κι έτσι θα εξαγνίσετε το ναό. »Τη δέκατη τέταρτη μέρα του πρώτου μήνα θα γιορτάσετε το Πάσχα· εφτά μέρες θα τρώτε άζυμα ψωμιά. Ανήμερα, την πρώτη μέρα της γιορτής, ο άρχοντας θα προσφέρει ένα μοσχάρι θυσία εξιλέωσης για τον εαυτό του και για όλο το λαό. Επιπλέον, στις εφτά μέρες της γιορτής θα μου προσφέρει εφτά μοσχάρια και εφτά κριάρια, όλα χωρίς ελάττωμα, για τη θυσία του ολοκαυτώματος. Ακόμη, κάθε μία από τις εφτά μέρες θα προσφέρει και έναν τράγο θυσία εξιλέωσης. Για την προσφορά των σιτηρών θα δίνει ένα εφά για κάθε μοσχάρι και ένα εφά για κάθε τράγο που θυσιάζεται καθώς και ένα χιν λαδιού για το κάθε εφά. »Τη δέκατη πέμπτη μέρα του έβδομου μήνα ο άρχοντας θα κάνει την ίδια προσφορά όπως και για τη γιορτή του Πάσχα: Κάθε μέρα της γιορτής και για εφτά μέρες θα προσφέρει τη θυσία εξιλέωσης, το ολοκαύτωμα και τις ίδιες προσφορές σε σιτηρά και σε λάδι». Ο Κύριος ο Θεός, λέει: «Η ανατολική πύλη της εσωτερικής αυλής, θα παραμένει κλειστή τις έξι εργάσιμες μέρες· αλλά το Σάββατο θ’ ανοίγει, και επίσης την ημέρα της νουμηνίας. Εκείνη την εποχή, ο άρχοντας θα έρχεται απ’ έξω περνώντας από τη στοά της εσωτερικής πύλης και θα στέκεται κοντά στον παραστάτη της· και οι ιερείς θα προσφέρουν το ζώο που προορίζεται για το ολοκαύτωμά του καθώς και για τις θυσίες κοινωνίας. Ο άρχοντας θα προσκυνάει στο κατώφλι της πύλης και θα ξαναβγαίνει έξω· η πύλη όμως δεν θα κλείνει ως το βράδυ. Ο λαός της χώρας θα προσκυνάει τον στην είσοδο αυτής της πύλης τα Σάββατα και τις νουμηνίες. »Τα ζώα που θα προσφέρει ο άρχοντας ολοκαύτωμα στον Κύριο το Σάββατο, θα είναι έξι αρτιμελή αρνιά και ένα αρτιμελές κριάρι. Η προσφορά των σιτηρών θα είναι ένα εφά για το κριάρι και όσα μπορεί να δώσει για τα αρνιά κι επίσης ένα χιν λάδι για κάθε εφά των σιτηρών. Την ημέρα της νουμηνίας η προσφορά θα είναι ένα αρτιμελές μοσχάρι, έξι αρτιμελή αρνιά και ένα αρτιμελές κριάρι. Για προσφορά σιτηρών θα δώσει ένα εφά για το μοσχάρι, ένα για το κριάρι και όσο μπορεί να δώσει για τ’ αρνιά, κι επίσης ένα χιν λάδι για κάθε εφά. »Όταν θα μπαίνει ο άρχοντας στην αίθουσα απέναντι από την πύλη, θα περνάει από τη στοά και θα βγαίνει από τον ίδιο δρόμο. Αλλά όταν ο λαός της χώρας έρχεται ενώπιον του Κυρίου στις καθιερωμένες γιορτές, εκείνος που θα μπαίνει για να προσκυνήσει από τη βορινή πύλη, θα βγαίνει από τη νότια· και εκείνος που θα μπαίνει από τη νότια πύλη, θα βγαίνει από τη βορινή· κανένας δηλαδή δε θα βγαίνει από την ίδια πύλη που μπήκε αλλά από την απέναντι. Όταν μπαίνουν θα μπαίνει και ο άρχοντας μαζί τους· κι όταν βγαίνουν θα βγαίνει και αυτός μαζί τους. »Στις γιορτές και στις καθορισμένες τελετές η προσφορά των σιτηρών θα είναι ένα εφά για το μοσχάρι, ένα για το κριάρι και όσο μπορεί κανείς να δώσει για τα αρνιά κι επίσης ένα χιν λάδι για κάθε εφά. »Όταν ο άρχοντας πρόκειται να προσφέρει αυτοπροαίρετα ένα ολοκαύτωμα ή θυσία κοινωνίας στον Κύριο, θ’ ανοίγει για χάρη του η ανατολική πύλη και θα προσφέρει το ολοκαύτωμά του και τις θυσίες του της κοινωνίας, όπως κάνει το Σάββατο και στη συνέχεια θα αποχωρεί· μετά την έξοδό του θα κλείνει η πύλη. »Κάθε μέρα θα προσφέρουν ολοκαύτωμα στον Κύριο ένα αρνί ενός έτους χωρίς ελάττωμα. Κάθε πρωί θα το προσφέρουν. Επίσης κάθε πρωί θα προσφέρουν στον Κύριο, μαζί με το αρνί, ένα έκτο του εφά σιμιγδάλι και ένα τρίτο του χιν λάδι, που θα το αναμειγνύουν με το σιμιγδάλι, προσφορά σιτηρών στον Κύριο. Οι διατάξεις αυτής της καθημερινής προσφοράς θα ισχύουν για πάντα. Το αρνί, τα σιτηρά και το λάδι θα προσφέρονται μαζί κάθε πρωί ολοκαύτωμα στον Κύριο· κι αυτό θα ισχύει για πάντα». Ο Κύριος, ο Θεός, λέει: «Αν ο άρχοντας μεταβιβάσει λόγω δωρεάς σ’ ένα παιδί του ένα τμήμα της περιουσίας του, το τμήμα αυτό θ’ αποτελεί οικογενειακή ιδιοκτησία του παιδιού του. Αν όμως κάνει παρόμοια δωρεά σ’ έναν υπηρέτη του, η μεταβιβασθείσα περιουσία θ’ ανήκει στον υπηρέτη ως το έτος της αφέσεως, οπότε και θα επιστραφεί στον άρχοντα· ενώ η παροχή που δίνεται στο παιδί του θα ανήκει σ’ αυτό για πάντα. Ο άρχοντας δεν έχει δικαίωμα να ιδιοποιηθεί τον κλήρο που ανήκει σε κάποιον από το λαό, εκτοπίζοντάς τον από την περιουσία του. Στα παιδιά του θα δίνει από τα δικά του εδάφη, ώστε κανένας στο λαό μου να μην αποκόπτεται από την περιουσία του». Έπειτα ο άντρας με πέρασε από την είσοδο που είναι κοντά στην πύλη και μ’ έφερε στα ιερά δωμάτια των ιερέων, που βλέπουν στο βορρά. Μου έδειξε έναν τόπο στο απομακρυσμένο άκρο στα δυτικά, και μου είπε: «Αυτός είναι ο τόπος όπου θα βράζουν οι ιερείς το κρέας των ζώων, τα οποία προσφέρονται θυσία εξιλέωσης και θυσία επανόρθωσης· εκεί επίσης θα ψήνουν την προσφορά των σιτηρών, ώστε τίποτε να μη βγαίνει στην εξωτερική αυλή και ο λαός να μην έρχεται σε επαφή με τίποτε το άγιο». Έπειτα μ’ έβγαλε στην εξωτερική αυλή και με πέρασε από τις τέσσερις γωνίες της· σε κάθε γωνία υπήρχε μια μικρότερη αυλή. Η καθεμιά είχε μήκος σαράντα πήχεις και πλάτος τριάντα –ήταν και οι τέσσερις όμοιες. Γύρω από κάθε αυλή υπήρχε ένας τοίχος και σ’ όλο του το μήκος γύρω γύρω υπήρχαν κατασκευασμένα μαγειρεία. Τότε μου είπε ο άντρας: «Αυτά είναι τα μαγειρεία, όπου οι υπηρέτες του ναού θα βράζουν τα κρέατα των ζώων που ο λαός θα προσφέρει θυσία». Έπειτα ο άντρας μ’ έφερε πάλι στην πύλη του ναού. Εκεί είδα ότι έβγαινε νερό κάτω από το κατώφλι του ναού με κατεύθυνση προς ανατολάς, επειδή ο ναός έβλεπε ανατολικά. Το νερό έτρεχε από τη νότια πλευρά του ναού και περνούσε νότια από το θυσιαστήριο. Τότε μ’ έβγαλε από τη βορινή πύλη και μ’ έφερε γύρω γύρω από το εξωτερικό του ναού προς την ανατολική εξωτερική πύλη. Το νερό κατέβαινε από τη νότια πλευρά της. Αφού προχώρησε κι άλλο ανατολικά, μέτρησε χίλιους πήχεις με το ραβδί μετρήσεως που κρατούσε και με πέρασε από το νερό· το νερό έφτανε μέχρι τους αστραγάλους μου. Μέτρησε ακόμα χίλιους πήχεις και με ξαναπέρασε από το νερό και το νερό έφτανε ως τα γόνατά μου. Μετά μέτρησε χίλιους ακόμα πήχεις και με πέρασε από το νερό και το νερό έφτανε ως τη μέση μου. Τέλος, μέτρησε άλλους χίλιους πήχεις και το νερό είχε τόσο ανεβεί, που δεν μπορούσα να περάσω· είχε γίνει σαν βαθύ ποτάμι αδιάβατο και μόνο κολυμπώντας μπορούσε κανείς να το διαβεί. «Εσύ, άνθρωπε», μου είπε, «πρόσεξέ τα καλά όλα αυτά». Κατόπιν με τράβηξε έξω και με ξανάφερε στην όχθη του ποταμού. Καθώς κοίταζα, παρατήρησα ότι στις δύο όχθες του ποταμού υπήρχαν πάρα πολλά δέντρα. «Τα νερά αυτά», μου είπε ο άντρας, «κυλούν προς ανατολάς και κατεβαίνουν στην κοιλάδα του Ιορδάνη, και πέφτοντας στη Νεκρά Θάλασσα γλυκαίνουν το νερό της. Όπου θα κυλάει ο ποταμός, εκεί θα υπάρχουν σε αφθονία ζώα και στα νερά του ψάρια. Τα ρεύματά του θ’ ανανεώνουν τα νερά της Νεκράς Θάλασσας και θ’ αναπτύσσεται ζωή παντού όπου πηγαίνει το ποτάμι. Σε όλο το μήκος της Νεκράς Θάλασσας θα στέκονται ψαράδες, από το Εν-Γεδί ως το Εν-Εγλαΐμ και θ’ απλώνουν τα δίχτυα τους να στεγνώσουν. Θα υπάρχουν εκεί τόσα είδη ψαριών, όσα και στη Μεσόγειο Θάλασσα. Αλλά τα έλη και οι βάλτοι γύρω της δεν θα ανανεώνονται· θα μένουν έτσι για να βγάζουν αλάτι. Στις όχθες του ποταμού, κι από τις δυο πλευρές του, θα φυτρώνουν όλα τα είδη των καρποφόρων δέντρων. Τα φύλλα τους δεν θα μαραίνονται ούτε θα τους λείπει ο καρπός αλλά θα δίνουν νέα καρποφορία κάθε μήνα, γιατί θα ποτίζονται από το νερό που πηγάζει από το αγιαστήριο. Ο καρπός τους θα είναι φαγώσιμος και τα φύλλα τους θεραπευτικά». Λέει ο Κύριος, ο Θεός: «Αυτά είναι τα σύνορα της χώρας, την οποία θα μοιράσετε με κλήρο στις δώδεκα φυλές του Ισραήλ. Η φυλή του Ιωσήφ θα πάρει διπλό μερίδιο. Ίσια θα τη μοιράσετε τη χώρα. Θα την πάρετε ιδιοκτησία σας, γιατί εγώ ύψωσα το χέρι μου και ορκίστηκα να τη δώσω στους προγόνους σας. »Τα σύνορα της χώρας θα είναι αυτά: Το βόρειο σύνορο θα ξεκινάει από τη Μεσόγειο Θάλασσα με κατεύθυνση προς ανατολάς· θα περνάει από τις πόλεις Εθλών, Λεμπώ-Χαμάθ και Σεδαδά· από τη Βηρωθά και τη Σιβραΐμ, πόλεις που βρίσκονται ανάμεσα στα εδάφη της Δαμασκού και σ’ αυτά του βασιλείου της Χαμάθ· τέλος θα περνάει από την Ασάρ-Ενάν, που είναι χτισμένη κοντά στα σύνορα της Αυράν. Έτσι τα βόρεια σύνορα θα εκτείνονται προς ανατολάς από τη Μεσόγειο Θάλασσα ως την Ασάρ-Ενάν, νότια της Δαμασκού η οποία συνορεύει με τη Χαμάθ. »Το ανατολικό σύνορο θα ξεκινάει από ένα σημείο μεταξύ Αυράν και Δαμασκού με κατεύθυνση προς νότον· ο Ιορδάνης θα σχηματίζει φυσικό σύνορο ανάμεσα Γαλαάδ και Ισραήλ, από το βόρειο άκρο ως την πόλη Ταμάρ στη Νεκρά Θάλασσα. »Το νότιο σύνορο θα ξεκινάει από την Ταμάρ και θα φτάνει ως τη Μεριβά-Κάδης· από ’κει θ’ ακολουθεί το χείμαρρο που σχηματίζει σύνορο με την Αίγυπτο, με κατεύθυνση προς την Μεσόγειο. Το δυτικό σύνορο θ’ αποτελείται ως ένα σημείο από τη Μεσόγειο Θάλασσα ως το ύψος της Λεμπώ Χαμάθ. »Θα μοιράσετε τη χώρα ανάμεσα στις φυλές των Ισραηλιτών. Θα την μοιράσετε με κλήρο για σας και για τους ξένους που ζουν ανάμεσά σας και έχουν αποκτήσει παιδιά στη χώρα σας. Θα συμπεριφέρεστε στους ξένους σαν ν’ ανήκουν στο λαό του Ισραήλ. Αυτοί θα πάρουν κλήρο γης μαζί μ’ εσάς, μαζί με τις φυλές των Ισραηλιτών. Σ’ όποια φυλή κατοικεί ο ξένος, εκεί θα του δώσετε το μερίδιό του. Αυτά λέω εγώ ο Κύριος, ο Θεός». »Στα νότια του κλήρου του Ιούδα, θα είναι ο κλήρος που θα ξεχωρίσετε για μένα. Το μήκος του θα είναι το ίδιο με κάθε φυλής, από το ανατολικό σύνορο ως τη Μεσόγειο Θάλασσα στα δυτικά, και θα έχει πλάτος είκοσι πέντε χιλιάδες πήχεις. Στη μέση αυτού του τμήματος θα χτιστεί το αγιαστήριο. Το τμήμα αυτό, που θα ξεχωρίσετε για μένα τον Κύριο, θα είναι είκοσι πέντε χιλιάδες πήχεις μακρύ και δέκα χιλιάδες πήχεις πλατύ. Σ’ αυτό το άγιο τμήμα, οι ιερείς θα έχουν μια περιοχή μήκους είκοσι πέντε χιλιάδων πήχεων από το ανατολικό σύνορο ως το δυτικό και πλάτους δέκα χιλιάδων πήχεων από το βορινό ως το νότιο. Στο μέσον αυτού του τμήματος θα χτιστεί το αγιαστήριο του Κυρίου. Αυτό το καθαγιασμένο μέρος θα ανήκει στους ιερείς, απογόνους του Σαδώκ, οι οποίοι με υπηρέτησαν πιστά και δεν πλανήθηκαν, όπως έκαναν οι λευίτες όταν οι Ισραηλίτες με εγκατέλειψαν. Γι’ αυτό θα λάβουν ένα ξεχωριστό μερίδιο απ’ όλα τα μερίδια της χώρας, που θα είναι τόπος εξαιρετικά άγιος, κοντά στα σύνορα των λευιτών. Οι λευίτες θα έχουν ένα μέρος κατά μήκος των συνόρων των ιερέων, είκοσι πέντε χιλιάδες πήχεις μάκρος και δέκα χιλιάδες πήχεις πλάτος. Κανένα κομμάτι από αυτό το εκλεκτό τμήμα της χώρας δεν θα μπορεί να πουληθεί ούτε να ανταλλαχθεί ούτε γενικά να μεταβιβασθεί, γιατί θα είναι αφιερωμένο στον Κύριο. »Οι πέντε χιλιάδες πήχεις που απομένουν κατά πλάτος από τις είκοσι πέντε χιλιάδες, θα είναι μη αγιασμένη περιοχή· θα ανήκει στην πόλη και θα χρησιμεύει για κατοικίες και για βοσκοτόπια· στο μέσο της θα χτιστεί η πόλη. Η πόλη θα είναι τετράγωνη, τέσσερις χιλιάδες πεντακόσιες πήχεις η κάθε πλευρά της και θα περιβάλλεται από λιβάδια πλάτους διακοσίων πενήντα πήχεων η κάθε τους πλευρά. Το υπόλοιπο μέρος, μήκους δέκα χιλιάδων πήχεων ανατολικά της πόλης και δέκα χιλιάδων πήχεων δυτικά, θα είναι κατά μήκος του αγίου τμήματος. Τα προϊόντα του θα χρησιμεύουν για τροφή στους κατοίκους της πόλης. Όλοι όσοι θα εργάζονται στην πόλη θα μπορούν να το καλλιεργούν, ανεξάρτητα από τη φυλή από την οποία προέρχονται. »Το σύνολο του τμήματος που θα ξεχωρίσετε για μένα τον Κύριο, δηλαδή το άγιο τμήμα, μαζί μ’ αυτό που θ’ ανήκει στην πόλη, θα είναι τετράγωνο, είκοσι πέντε χιλιάδες πήχεις η κάθε του πλευρά. Ό,τι απομένει θ’ ανήκει στον άρχοντα. Η περιοχή του θα βρίσκεται εκατέρωθεν του αγίου τμήματος και του τμήματος που θ’ ανήκει στην πόλη. Θα εκτείνεται από το ανατολικό σύνορο, ως τη Μεσόγειο Θάλασσα στα δυτικά, σε πλάτος είκοσι πέντε χιλιάδες πήχεις, παράλληλα προς τα άλλα τμήματα. Έτσι, λοιπόν, το τμήμα το αφιερωμένο στον Κύριο καθώς και το αγιαστήριο θα βρίσκονται στο μέσο του τμήματος της περιοχής που θα έχει ειδικά ξεχωριστεί. Το τμήμα των λευιτών και το τμήμα που θ’ ανήκει στην πόλη θα κόβουν στα δύο το τμήμα του άρχοντα που θα εκτείνεται μέσα στα εδάφη του Ιούδα, προς βορράν και του Βενιαμίν προς νότον. Το νότιο σύνορο της φυλής Γαδ θα είναι το σύνορο της χώρας· θα περνάει ανατολικά από την Ταμάρ ως την όαση της Μεριβά-Κάδης κι από ’κει θα προχωράει κατά μήκος του χειμάρρου της Αιγύπτου ως τη Μεσόγειο Θάλασσα. »Έτσι, λοιπόν, θα μοιράσετε τη χώρα, στα μερίδια που κάθε φυλή του Ισραήλ θα πάρει για ιδιοκτησία της. Εγώ ο Κύριος, ο Θεός, το προστάζω». Οι έξοδοι της πόλης της Ιερουσαλήμ θα είναι οι εξής δώδεκα: στη βόρεια πλευρά, στον τοίχο που θα έχει μάκρος τέσσερις χιλιάδες και πεντακόσιους πήχεις, θα υπάρχουν τρεις πύλες. Η καθεμιά τους θα έχει το όνομα μιας από τις φυλές του Ισραήλ: η πύλη του Ρουβήν, η πύλη του Ιούδα και η πύλη του Λευί. Στην ανατολική πλευρά θα υπάρχει πάλι ένας τοίχος, τέσσερις χιλιάδες και πεντακόσιους πήχεις μάκρος κι εκεί θα υπάρχουν τρεις πύλες: η πύλη του Ιωσήφ, του Βενιαμίν και του Δαν. Στη νότια πλευρά θα υπάρχει πάλι ένας τοίχος, τέσσερις χιλιάδες και πεντακόσιους πήχεις μάκρος, με τρεις πύλες: την πύλη του Συμεών, του Ισσάχαρ και του Ζαβουλών. Τέλος στη δυτική πλευρά θα υπάρχει πάλι ένας τοίχος τέσσερις χιλιάδες και πεντακόσιους πήχεις μάκρος, με τρεις πύλες κι αυτός: την πύλη του Γαδ, του Ασήρ και του Νεφθαλί. Το συνολικό μήκος των τοίχων που θα περιβάλλουν την πόλη θα είναι δεκαοκτώ χιλιάδες πήχεις. Στο εξής το όνομα της πόλης θα είναι: “Ο Κύριος είναι Εκεί”. Τον τρίτο χρόνο του Ιωακίμ, βασιλιά του Ιούδα, ήρθε ο βασιλιάς της Βαβυλώνας Ναβουχοδονόσορ στην Ιερουσαλήμ και την πολιόρκησε. Τότε ο Κύριος παρέδωσε στην εξουσία του τον Ιωακίμ και μερικά από τα σκεύη του ναού του Θεού. Ο Ναβουχοδονόσορ έφερε τους αιχμαλώτους στη χώρα Σινάρ, και τα ιερά σκεύη στο θησαυροφυλάκιο του ναού του θεού του. Διέταξε τον Ασπενάζ, προϊστάμενο του προσωπικού του, να επιλέξει από τους Ισραηλίτες όσους νέους ήταν από βασιλική γενιά ή από οικογένειες ευγενών. Αυτοί δεν έπρεπε να έχουν κανένα σωματικό ελάττωμα· έπρεπε να είναι εμφανίσιμοι, να έχουν μεγάλη μόρφωση και να διαθέτουν γνώση και αντίληψη, προκειμένου να προσληφθούν στα ανάκτορα, στην υπηρεσία του βασιλιά. Θα τους δίδασκαν να διαβάζουν και να γράφουν τη γλώσσα των Βαβυλωνίων. Ο βασιλιάς είχε διατάξει να τους δίνουν κάθε μέρα από το φαγητό και το κρασί που έτρωγε κι έπινε ο ίδιος. Και μετά από τριετή εκπαίδευση θα προσλαμβάνονταν στην υπηρεσία του. Ανάμεσα σ’ αυτούς τους άντρες της φυλής Ιούδα ήταν ο Δανιήλ, ο Ανανίας, ο Μισαήλ και ο Αζαρίας. Αλλά ο προϊστάμενος του προσωπικού τούς έδωσε άλλα ονόματα: ονόμασε το Δανιήλ, Βαλτάσαρ· τον Ανανία, Σεδράχ· το Μισαήλ, Μισάχ και τον Αζαρία, Αβέδ-Νεγώ. Ο Δανιήλ αποφάσισε να μη μιανθεί από τις τροφές και το κρασί του βασιλιά· γι’ αυτό παρακάλεσε τον προϊστάμενο του προσωπικού να τον απαλλάξει απ’ αυτήν την υποχρέωση. Ο Θεός βοήθησε το Δανιήλ να κερδίσει την εύνοια και την καλοσύνη του προϊσταμένου. Είπε όμως στο Δανιήλ: «Εγώ φοβάμαι τον κύριό μου το βασιλιά, που καθόρισε το φαγητό σας και το πιοτό σας. Αν αυτός δει ότι φαίνεσθε πιο αδύνατοι από τους άλλους νέους της ηλικίας σας, θα θεωρηθώ εγώ υπεύθυνος και θα με θανατώσει». Τότε ο Δανιήλ είπε στον επόπτη, που είχε διοριστεί από τον προϊστάμενο του προσωπικού για να φροντίζει αυτόν, τον Ανανία, το Μισαήλ και τον Αζαρία: «Δοκίμασε, λοιπόν, τους δούλους σου δέκα μέρες. Ας μας δώσουν όσπρια να φάμε και νερό να πιούμε. Και μετά ας συγκρίνουν μπροστά σου τα πρόσωπά μας με τα πρόσωπα των νέων που τρώνε από το φαγητό του βασιλιά· τότε θ’ αποφασίσεις τι θα κάνεις μ’ εμάς». Ο επόπτης τούς άκουσε και τους δοκίμασε δέκα μέρες. Όταν πέρασαν οι δέκα μέρες, τα πρόσωπά τους φάνηκαν ωραιότερα και παχύτερα απ’ όλους τους άλλους νέους που έτρωγαν από το φαγητό του βασιλιά. Έτσι ο επόπτης συνέχισε να μην τους παρέχει το φαγητό και το κρασί του βασιλιά και τους έδινε όσπρια. Ο Θεός όμως έδωσε στους τέσσερις αυτούς νέους γνώση και αντίληψη να κατανοούν όλα τα γράμματα και τη σοφία· επιπλέον ο Δανιήλ κατανοούσε κάθε όραμα και όνειρο. Αφού πέρασε ο χρόνος που είχε ορίσει ο βασιλιάς Ναβουχοδονόσορ για να παρουσιάσουν σ’ αυτόν τους νέους, ο προϊστάμενος του προσωπικού τούς οδήγησε μπροστά του. Ο βασιλιάς συζήτησε μ’ όλους αυτούς, αλλά δε βρήκε κανέναν σαν τον Δανιήλ, τον Ανανία, το Μισαήλ και τον Αζαρία. Έτσι τους προσέλαβε στην υπηρεσία του. Και για οποιοδήποτε ζήτημα τους ρωτούσε ο βασιλιάς και απαιτείτο σοφία και ευφυΐα, τούς έβρισκε δέκα φορές καλύτερους απ’ όλους τους μάγους και τους μάντεις του βασιλείου του. Ο Δανιήλ παρέμεινε στο ανάκτορο μέχρι τον πρώτο χρόνο της βασιλείας του Κύρου. Το δεύτερο χρόνο της βασιλείας του ο Ναβουχοδονόσορ είδε ένα όνειρο που τόσο τον αναστάτωσε, ώστε έχασε τον ύπνο του. Διέταξε τότε να καλέσουν τους μάγους, τους μάντεις, τους εξορκιστές και τους αστρολόγους για να του εξηγήσουν το όνειρο. Ήρθαν, λοιπόν, αυτοί και παρουσιάστηκαν στο βασιλιά. Ο βασιλιάς τούς είπε: «Είδα ένα όνειρο κι αναστατώθηκα· θέλω να μάθω τι σημαίνει». Οι αστρολόγοι τού απάντησαν: «Να ζεις αιώνια, βασιλιά! Πες το όνειρο στους δούλους σου κι εμείς θα σου το εξηγήσουμε». Ο βασιλιάς είπε στους αστρολόγους: «Η απόφασή μου είναι οριστική: Αν δεν μου φανερώσετε και το όνειρο και την ερμηνεία του, θα κατατεμαχιστείτε όλοι, και τα σπίτια σας θα μεταβληθούν σε ερείπια. Αν όμως μου τα φανερώσετε, θα έχετε από μένα πλούσια δώρα κι αμοιβές και μεγάλες τιμές. Γι’ αυτό, φανερώστε μου και το όνειρο και την ερμηνεία του». Αυτοί για δεύτερη φορά είπαν στο βασιλιά: «Πες, βασιλιά, το όνειρο στους δούλους σου κι εμείς θα σου φανερώσουμε την ερμηνεία του». Ο βασιλιάς απάντησε: «Ξέρω, βέβαια, ότι θέλετε να κερδίσετε χρόνο, γιατί βλέπετε ότι η απόφασή μου είναι αμετάκλητη. Αλλά αν δεν μου αποκαλύψετε το όνειρο, έχω πάρει την απόφασή μου για σας. Εσείς όμως συμφωνήσατε να με παραπλανήσετε με ψέματα περιμένοντας να δείτε πώς θα εξελιχθεί η κατάσταση. Γι’ αυτό πείτε μου το όνειρο για να πεισθώ ότι μπορείτε να μου φανερώσετε και την ερμηνεία του». Οι αστρολόγοι απάντησαν στο βασιλιά: «Δεν υπάρχει άνθρωπος πάνω στη γη που να μπορεί να σου φανερώσει, βασιλιά, αυτό που ζητάς· γι’ αυτό άλλωστε και κανείς βασιλιάς όσο μεγάλος και ισχυρός κι αν ήταν, δεν ζήτησε ποτέ τέτοιο πράγμα από τους μάγους του, τους μάντεις ή τους αστρολόγους του. Αυτό που ζητάς, βασιλιά, είναι πολύ δύσκολο. Κανένας δεν είναι σε θέση να σου το φανερώσει παρά μόνον οι θεοί, που όμως η κατοικία τους δεν βρίσκεται σ’ αυτό τον κόσμο των θνητών». Έτσι ο βασιλιάς οργίστηκε πάρα πολύ και διέταξε να σφάξουν όλους τους σοφούς της Βαβυλώνας. Κι όταν δημοσιεύτηκε το διάταγμα, μαζί με τους σοφούς έψαχναν να βρουν και το Δανιήλ με τους φίλους του για να τους σκοτώσουν. Όταν ο Αριώχ, αρχισωματοφύλακας του βασιλιά, πήγε να τους σκοτώσει, ο Δανιήλ φέρθηκε με φρόνηση και σοφία: «Γιατί βγήκε μια τόσο σκληρή διαταγή από το βασιλιά;» τον ρώτησε. Τότε ο Αριώχ φανέρωσε στο Δανιήλ όλα όσα είχαν συμβεί. Αμέσως ο Δανιήλ μπήκε στο ανάκτορο και παρακάλεσε το βασιλιά να του δώσει καιρό για να του φανερώσει το όνειρο και την ερμηνεία του. Έπειτα πήγε στο σπίτι του και διηγήθηκε στους φίλους του τον Ανανία, το Μισαήλ και τον Αζαρία όλη την ιστορία. Παράλληλα τους πρότρεψε να ζητήσουν έλεος από το Θεό του ουρανού για να του αποκαλύψει το μυστήριο, ώστε να μην τον σκοτώσουν και μαζί του τους ίδιους και όλους τους άλλους σοφούς της Βαβυλώνας. Πράγματι, την ίδια εκείνη νύχτα αποκαλύφθηκε το μυστήριο στο Δανιήλ με όραμα· κι εκείνος ύμνησε το Θεό του ουρανού μ’ αυτά τα λόγια: «Ευλογημένο να ’ναι αιώνια τ’ όνομα του Θεού, γιατί δική του είναι η σοφία και η δύναμη! Αυτός καιρούς και χρόνους μεταβάλλει, βασιλιάδες κατεβάζει κι ανεβάζει· τη σοφία αυτός δίνει στους σοφούς και τη γνώση στους συνετούς. Αυτός φανερώνει τα μύχια, τα κρυφά, γνωρίζει τι συμβαίνει στο σκοτάδι, και φως τον περιβάλλει. Εσένα, Θεέ των προγόνων μου, δοξάζω και υμνώ, γιατί σοφία μου ’δωσες και δύναμη κι ό,τι ζητήσαμε μας το αποκάλυψες, μας φανέρωσες τ’ όνειρο του βασιλιά». Πήγε, λοιπόν, ο Δανιήλ στον Αριώχ, στον οποίον ο βασιλιάς είχε δώσει τη διαταγή να φονεύσει τους σοφούς της Βαβυλώνας, και του είπε: «Μη φονεύσεις τους σοφούς της Βαβυλώνας! Οδήγησέ με μπροστά στο βασιλιά κι εγώ θα του εξηγήσω το όνειρο». Ο Αριώχ οδήγησε αμέσως το Δανιήλ στο βασιλιά και του τον παρουσίασε: «Βασιλιά», του είπε, «βρήκα έναν άνθρωπο από τους αιχμαλώτους του Ιούδα, που θα σου εξηγήσει το όνειρο». Τότε εκείνος ρώτησε το Δανιήλ, που ονομαζόταν και Βαλτάσαρ: «Μπορείς να μου φανερώσεις το όνειρο που είδα και να μου πεις την ερμηνεία του;» Ο Δανιήλ απάντησε: «Το μυστήριο που ζήτησες να μάθεις, βασιλιά, δεν μπορούν να σου το φανερώσουν οι σοφοί, οι μάντεις, οι μάγοι και οι αστρολόγοι. Κι όσο για μένα, το μυστήριο αυτό δε μου φανερώθηκε επειδή είμαι πιο σοφός απ’ όλους τους άλλους αλλά για ν’ αποκαλύψω σ’ εσένα, βασιλιά, την ερμηνεία του και να μπορέσεις να μάθεις τι ήταν αυτό που τάραξε τη σκέψη σου. »Να, λοιπόν, τι είδες, βασιλιά: Ήρθε και στάθηκε μπροστά σου ένα άγαλμα, πολύ μεγάλο, με εξαιρετική λαμπρότητα και φοβερή όψη. Το κεφάλι του ήταν από καθαρό χρυσάφι, το στήθος του και οι βραχίονές του από ασήμι, η κοιλιά του και οι μηροί του από χαλκό, οι κνήμες του από σίδηρο, και τα πόδια του ήταν ένα μέρος από σίδηρο κι ένα μέρος από πηλό. Ενώ εσύ κοίταζες το άγαλμα, ένα λιθάρι κόπηκε από κάποιο βουνό, χωρίς να το αγγίξει ανθρώπινο χέρι, και χτύπησε το άγαλμα στα πόδια τα καμωμένα από σίδηρο κι από πηλό και τα σύντριψε. Τότε ο σίδηρος, ο πηλός, ο χαλκός, το ασήμι και το χρυσάφι έγιναν όλα κομμάτια και διασκορπίστηκαν όπως το άχυρο στο αλώνι το καλοκαίρι· τα πήρε ο άνεμος και δε βρέθηκε ίχνος απ’ αυτά. Το λιθάρι όμως που χτύπησε το άγαλμα, έγινε ένα μεγάλο βουνό και σκέπασε όλη τη γη. »Αυτό ήταν το όνειρο, βασιλιά. Και τώρα θα πούμε εδώ μπροστά σου την ερμηνεία του: Εσύ είσαι πραγματικά ο υπέρτατος βασιλιάς, που ο Θεός του ουρανού σού έδωσε αυτή τη βασιλεία, τη δύναμη, την εξουσία και τη δόξα. Παρέδωσε στην εξουσία σου τους ανθρώπους όλης της οικουμένης, τα άγρια θηρία και τα πτηνά και σ’ έκανε κυρίαρχο πάνω σε όλα αυτά. Εσύ λοιπόν, βασιλιά, είσαι το χρυσό κεφάλι. Μετά από σένα θα έρθει άλλη βασιλεία, όχι τόσο ισχυρή όσο η δική σου και μετά τρίτη βασιλεία από χαλκό, που θα κυριαρχήσει πάνω στη γη. Μετά θα ακολουθήσει τέταρτη βασιλεία, που θα είναι δυνατή σαν το σίδερο, που όλα τα συντρίβει και τα καταστρέφει· κι όπως το σίδερο τα κομματιάζει όλα, έτσι κι αυτή θα συντρίβει και θα καταστρέφει. Το γεγονός ότι τα πόδια και τα δάχτυλα ήταν ένα μέρος από πηλό και ένα μέρος από σίδηρο, αυτό σημαίνει ότι η βασιλεία αυτή θα είναι διαιρεμένη. Όμως, θα μείνει κάτι σ’ αυτήν από τη δύναμη του σιδήρου, επειδή είδες τον σίδηρο ανακατωμένο με τον πηλό. Κι όπως τα δάχτυλα των ποδιών ήταν ένα μέρος από σίδηρο κι ένα μέρος από πηλό, έτσι η βασιλεία θα είναι εν μέρει δυνατή και εν μέρει αδύνατη. Το ότι ο σίδηρος ήταν ανακατωμένος με πηλό, αυτό σημαίνει ότι οι λαοί θα κάνουν μικτούς γάμους, αλλά δε θα ενωθούν ο ένας με τον άλλο, όπως δεν μπορεί να ενωθεί ο σίδηρος με τον πηλό. »Στις ημέρες των βασιλιάδων εκείνων, ο Θεός του ουρανού θα ιδρύσει μια βασιλεία, που δε θα καταστραφεί ποτέ ούτε θα παραδοθεί σε άλλον λαό. Αυτή η βασιλεία θα διαλύσει και θα συντρίψει όλα τα προηγούμενα βασίλεια, η ίδια όμως θα μείνει στεριωμένη για πάντα· αυτό σημαίνει το λιθάρι που είδες ότι κόπηκε από το βουνό, χωρίς να το αγγίξει ανθρώπινο χέρι και κατασύντριψε το σίδηρο, το χαλκό, τον πηλό, το ασήμι και το χρυσάφι του αγάλματος. Ο μεγάλος Θεός γνωστοποίησε στο βασιλιά τι θα γίνει στο μέλλον. Το όνειρο είναι αληθινό και η ερμηνεία του σωστή». Τότε ο βασιλιάς Ναβουχοδονόσορ έσκυψε και προσκύνησε το Δανιήλ και πρόσταξε να του προσφέρουν θυσίες και θυμίαμα. «Αλήθεια, Δανιήλ», του είπε, «ο Θεός σας είναι ο υπέρτατος Θεός και ο Κύριος όλων των βασιλιάδων! Είναι αυτός που αποκαλύπτει τα μυστικά, αφού μπόρεσες να μου φανερώσεις αυτό το μυστήριο». Τότε ο βασιλιάς τίμησε το Δανιήλ και του έδωσε πολλά και μεγάλα δώρα· τον έκανε διοικητή σ’ όλη την επαρχία της Βαβυλώνας και επικεφαλής όλων των σοφών της. Ο Δανιήλ ζήτησε από το βασιλιά και διόρισε σε διοικητικές θέσεις της επαρχίας της Βαβυλώνας το Σεδράχ, το Μισάχ και τον Αβέδ-Νεγώ, κι ο ίδιος έγινε σύμβουλος στο παλάτι του βασιλιά. Ο βασιλιάς Ναβουχοδονόσορ κατασκεύασε ένα χρυσό άγαλμα εξήντα πήχεις ύψος και έξι πήχεις πλάτος και το έστησε στην πεδιάδα Δουρά της επαρχίας της Βαβυλώνας. Μετά έστειλε και συγκέντρωσε όλους τους σατράπες, τους διοικητές, τους νομάρχες, τους συμβούλους, τους ταμίες, τους δικαστές, τους δημόσιους υπαλλήλους και τους κυβερνήτες των επαρχιών, να παρευρεθούν στα εγκαίνια του αγάλματος που ο ίδιος είχε στήσει. Συγκεντρώθηκαν, λοιπόν, όλοι αυτοί στα εγκαίνια του αγάλματος, και στάθηκαν μπροστά σ’ αυτό. Τότε ο κήρυκας φώναξε δυνατά: «Σ’ εσάς άνθρωποι κάθε λαού, εθνότητας και γλώσσας, δίνεται η διαταγή: Όταν ακούσετε τον ήχο της σάλπιγγας, της φλογέρας, της κιθάρας, της άρπας, του ψαλτηρίου, του λαγούτου και των άλλων μουσικών οργάνων, τότε να πέσετε και να προσκυνήσετε το χρυσό άγαλμα, που έστησε ο βασιλιάς Ναβουχοδονόσορ. Όποιος δεν πέσει να το προσκυνήσει, θα ριχτεί αμέσως στο φλογερό καμίνι». Γι’ αυτό, μόλις άκουσαν όλοι οι λαοί τον ήχο της σάλπιγγας, της φλογέρας, της κιθάρας, της άρπας, του ψαλτηρίου και των άλλων μουσικών οργάνων, προσκύνησαν το χρυσό άγαλμα, που είχε στήσει ο βασιλιάς Ναβουχοδονόσορ. Αμέσως μετά, έτρεξαν μερικοί Βαβυλώνιοι και κατηγόρησαν τους Ιουδαίους στο βασιλιά Ναβουχοδονόσορ: «Μακάρι να ζεις αιώνια, βασιλιά!» του είπαν. «Εσύ έδωσες διαταγή, κάθε άνθρωπος που θ’ ακούσει τον ήχο της σάλπιγγας, της φλογέρας, της κιθάρας, της άρπας, του ψαλτηρίου, του λαγούτου και των άλλων μουσικών οργάνων, να πέσει και να προσκυνήσει το χρυσό άγαλμα. Κι όποιος δεν πέσει να προσκυνήσει, διέταξες να ριχτεί στο κέντρο του φλογερού καμινιού. Υπάρχουν όμως κάτι Ιουδαίοι, που εσύ τους έχεις διορίσει σε διοικητικές θέσεις της επαρχίας της Βαβυλώνας, ο Σεδράχ, ο Μισάχ και ο Αβέδ-Νεγώ. Αυτοί οι άνθρωποι δεν έδωσαν καμιά σημασία στη διαταγή σου, βασιλιά· τους θεούς σου δεν τους λατρεύουν και το χρυσό άγαλμα που έστησες δεν το προσκυνούν». Τότε ο Ναβουχοδονόσορ με θυμό και μανία διέταξε να του φέρουν μπροστά του το Σεδράχ, το Μισάχ και τον Αβέδ-Νεγώ. Όταν τους έφεραν, τους ρώτησε: «Είν’ αλήθεια, Σεδράχ, Μισάχ και Αβέδ-Νεγώ, ότι δε λατρεύετε τους θεούς μου και δεν προσκυνάτε το χρυσό άγαλμα που έστησα; Τώρα, λοιπόν, να είστε έτοιμοι, όταν θ’ ακούσετε τον ήχο της σάλπιγγας, της φλογέρας, της κιθάρας, της άρπας, του ψαλτηρίου, του λαγούτου, και των άλλων μουσικών οργάνων, να πέσετε και να προσκυνήσετε το άγαλμα που κατασκεύασα. Αν δεν προσκυνήσετε, θα ριχτείτε στο κέντρο του φλογερού καμινιού· και να δω τότε, ποιος θεός θα σας γλιτώσει από την εξουσία μου!» Ο Σεδράχ, ο Μισάχ και ο Αβέδ-Νεγώ απάντησαν στο Ναβουχοδονόσορ: «Βασιλιά, εμείς δεν έχουμε ανάγκη να προβάλουμε καμιά δικαιολογία. Αν μας συμβεί κάτι τέτοιο, ο Θεός, που εμείς λατρεύουμε, μπορεί να μας βγάλει από το φλογερό καμίνι και να μας γλιτώσει έτσι από την εξουσία σου. Αλλά κι αν αυτό δε γίνει, πρέπει να ξέρεις, βασιλιά, ότι εμείς τους θεούς σου δεν τους λατρεύουμε και το χρυσό άγαλμα που έστησες δεν το προσκυνάμε». Τότε ο Ναβουχοδονόσορ θύμωσε πολύ εναντίον του Σεδράχ, του Μισάχ και του Αβέδ-Νεγώ και η όψη του αλλοιώθηκε. Αμέσως διέταξε να κάψουν το καμίνι εφτά φορές περισσότερο απ’ ό,τι χρειαζόταν. Μετά διέταξε μερικούς από τους πιο ισχυρούς άντρες του στρατού του να δέσουν το Σεδράχ, το Μισάχ και τον Αβέδ-Νεγώ και να τους ρίξουν στο καμίνι που φλεγόταν. Οι τρεις άντρες δέθηκαν όπως ήταν, φορώντας τους χιτώνες τους, τις τιάρες τους και τ’ άλλα ρούχα τους και ρίχτηκαν στο κέντρο του φλογερού καμινιού. Η διαταγή του βασιλιά ήταν αυστηρή και το καμίνι είχε πυρωθεί υπερβολικά, τόσο που οι φλόγες έκαψαν τους στρατιώτες, που οδηγούσαν το Σεδράχ, το Μισάχ και τον Αβέδ-Νεγώ. Έτσι οι τρεις άντρες ρίχτηκαν δεμένοι στο κέντρο της φωτιάς. Ξάφνου ο βασιλιάς Ναβουχοδονόσορ ταράχτηκε· σηκώθηκε αναστατωμένος και ρώτησε τους συμβούλους του: «Τρεις άντρες δεν ρίξαμε δεμένους στο κέντρο της φωτιάς;» Εκείνοι του απάντησαν: «Ασφαλώς, βασιλιά». «Πώς εγώ βλέπω τέσσερις άντρες», είπε ο βασιλιάς, «να περπατούν λυμένοι στο κέντρο του καμινιού, χωρίς να καίγονται; Και μάλιστα η όψη του τέταρτου μοιάζει με θείο ον!» Τότε ο Ναβουχοδονόσορ πλησίασε στο στόμιο του καμινιού και φώναξε: «Σεδράχ, Μισάχ και Αβέδ-Νεγώ, δούλοι του ύψιστου Θεού, βγείτε και ελάτε εδώ». Εκείνοι βγήκαν από τη φωτιά. Οι σατράπες, οι διοικητές, οι νομάρχες και οι σύμβουλοι του βασιλιά συγκεντρώθηκαν για να τους εξετάσουν: Η φωτιά δεν είχε προξενήσει καμιά βλάβη στο σώμα τους· οι τρίχες του κεφαλιού τους δεν είχαν καεί και τα ρούχα τους είχαν μείνει ανέπαφα· ούτε καν μυρωδιά φωτιάς δεν είχε περάσει από πάνω τους. Τότε ο Ναβουχοδονόσορ είπε: «Ευλογημένος να είναι ο Θεός του Σεδράχ, του Μισάχ και του Αβέδ-Νεγώ, που έστειλε τον άγγελό του και έσωσε τους δούλους του, που είχαν εμπιστοσύνη σ’ αυτόν και παράκουσαν τη διαταγή μου. Προτίμησαν να παραδοθούν στη φωτιά, παρά να λατρεύσουν και να προσκυνήσουν άλλο θεό, εκτός απ’ το Θεό τους. Γι’ αυτό δίνω τώρα διαταγή, ότι όποιος πει κακό εναντίον του Θεού του Σεδράχ, του Μισάχ και του Αβέδ-Νεγώ, οποιοσδήποτε κι αν είναι ο λαός του, η εθνικότητά του ή η γλώσσα του, αυτός θα κατατεμαχισθεί και το σπίτι του θα καταστραφεί, γιατί άλλος θεός δεν υπάρχει, που να μπορεί να σώζει από μια τέτοια κατάσταση». Μετά ο βασιλιάς έδωσε στο Σεδράχ, στο Μισάχ και στον Αβέδ-Νεγώ σπουδαιότερες θέσεις στην επαρχία της Βαβυλώνας, απ’ αυτές που κατείχαν ως τότε. Ο βασιλιάς Ναβουχοδονόσορ απηύθυνε σ’ όλους τους λαούς των διαφόρων εθνοτήτων και γλωσσών που κατοικούσαν στη γη, το ακόλουθο μήνυμα: Ειρήνη κι ευτυχία σε όλους! Θέλω να σας γνωστοποιήσω τα σημεία και τα θαύματα που έκανε σ’ εμένα ο ύψιστος Θεός. Πόσο μεγάλα είναι τα σημεία του και πόσο δυνατά τα θαύματά του! Η βασιλεία του είναι βασιλεία αιώνια, και η εξουσία του δεν έχει τέλος. Εγώ, ο Ναβουχοδονόσορ, αναπαυόμουν ευτυχισμένος στο ανάκτορό μου. Μια νύχτα, ενώ ήμουν ξαπλωμένος στο κρεβάτι μου, είδα ένα όνειρο, που μου δημιούργησε ανησυχητικές σκέψεις· πράγματι, το όραμα αυτό ήταν τρομερό! Γι’ αυτό διέταξα να οδηγηθούν μπροστά μου όλοι οι σοφοί της Βαβυλώνας, για να μου εξηγήσουν το όνειρο. Ήρθαν, λοιπόν, οι μάγοι, οι μάντεις και οι αστρολόγοι, τούς είπα το όνειρό μου, αλλά δεν μπόρεσαν να το εξηγήσουν. Τέλος παρουσιάστηκε μπροστά μου κι ο Δανιήλ. Ο άνθρωπος αυτός, που ονομάζεται και Βαλτάσαρ (όνομα που προέρχεται απ’ αυτό του θεού μου), έχει το Πνεύμα των αγίων θεών, κι έτσι του είπα το όνειρό μου: «Βαλτάσαρ, αρχηγέ των μάγων, ξέρω πως σ’ εσένα υπάρχει το Πνεύμα των αγίων θεών και κανένα μυστήριο δεν είναι δύσκολο για σένα. Πες μου, λοιπόν, την ερμηνεία του ονείρου που είδα: »Ενώ κοιμόμουν στο κρεβάτι μου, είδα σε όραμα ένα δέντρο στη μέση της γης, που το ύψος του ήταν πολύ μεγάλο. Το δέντρο μεγάλωσε κι άλλο και δυνάμωσε· άγγιξε τον ουρανό και ήταν ορατό από κάθε άκρη της γης. Τα φύλλα του ήταν ωραία και οι καρποί του ήταν τόσοι πολλοί, ώστε όλος ο κόσμος μπορούσε να φάει απ’ αυτούς. Κάτω από τη σκιά του αναπαύονταν τα άγρια θηρία, στα κλαδιά του έχτιζαν φωλιές τα πουλιά κι από αυτό τρεφόταν κάθε ζωντανός οργανισμός. Πάντα ξαπλωμένος στο κρεβάτι μου είδα ακόμα ότι ένας άγρυπνος άγγελος κατέβηκε από τον ουρανό. Αυτός φώναξε δυνατά και είπε: “κόψτε το δέντρο και σπάστε τα κλαδιά του, τινάξτε τα φύλλα του και σκορπίστε τους καρπούς του! Διώξτε τα θηρία κάτω από τη σκιά του και τα πουλιά από τα κλαδιά του! Μόνο τον κορμό με τις ρίζες του αφήστε στη γη πάνω στο χορτάρι, αλλά δέστε τον με σιδερένια και χάλκινα δεσμά. Με τη δροσιά του ουρανού θα ποτίζεται και θα ζει εκεί στο χορτάρι της γης μαζί με τα θηρία. Για εφτά χρόνια δεν θα έχει ανθρώπινο λογικό αλλά λογικό θηρίου. Αυτή είναι η διαταγή των άγρυπνων αγγέλων, που μεταβιβάζεται στους θνητούς, για να γνωρίσουν ότι ο Ύψιστος είναι κυρίαρχος όλων των ανθρώπινων βασιλείων. Σ’ όποιον αυτός θέλει, τα δίνει και τον πιο ταπεινό από τους ανθρώπους τον κάνει κυρίαρχο πάνω στους άλλους”. Αυτό το όνειρο είδα εγώ, ο βασιλιάς Ναβουχοδονόσορ. Και τώρα εσύ, Βαλτάσαρ, εξήγησέ το, γιατί όλοι οι σοφοί του βασιλείου μου δεν μπόρεσαν να το ερμηνεύσουν. Εσύ όμως μπορείς, γιατί έχεις το Πνεύμα των αγίων θεών ». Τότε ο Δανιήλ, που ονομαζόταν και Βαλτάσαρ, για μια στιγμή τρόμαξε και ταράχτηκε με τις σκέψεις του. Ο βασιλιάς τού είπε: «Βαλτάσαρ, το όνειρο και η ερμηνεία του ας μη σε ταράζουν». Κι ο Βαλτάσαρ απάντησε: «Κύριέ μου, βασιλιά, το όνειρο που είδες ας πραγματοποιηθεί σ’ αυτούς που σε μισούν, και η ερμηνεία του ας βρει τους εχθρούς σου. Είπες πως είδες ένα δέντρο που μεγάλωσε και θέριεψε, έτσι που το ύψος του ν’ αγγίζει τον ουρανό και ήταν ορατό από κάθε άκρη της γης· τα φύλλα του ήταν ωραία και οι καρποί του πολλοί, ώστε να θρέψει όλους τους ανθρώπους· κάτω απ’ αυτό αναπαύονταν τα άγρια θηρία και στα κλαδιά του έχτιζαν φωλιές τα πουλιά. Εσύ είσαι το δέντρο αυτό, βασιλιά! Μεγάλωσες και θέριεψες· η δύναμή σου αυξήθηκε κι άγγιξε τον ουρανό και η εξουσία σου έφτασε σ’ όλα τα άκρα της γης. Μετά όμως είδες έναν άγρυπνο άγγελο που κατέβαινε από τον ουρανό κι έλεγε: “κόψτε το δέντρο και καταστρέψτε το! Μόνο τον κορμό με τις ρίζες του αφήστε στη γη, πάνω στο χορτάρι, αλλά δέστε τον με σιδερένια και χάλκινα δεσμά. Με τη δροσιά του ουρανού θα ποτίζεται και θα ζει εκεί στο χορτάρι της γης μαζί με τ’ άγρια θηρία για εφτά χρόνια”. Κύριέ μου, βασιλιά, αυτή είναι η ερμηνεία και η απόφαση του Υψίστου, που διακηρύσσεται εναντίον σου: Θα αποπεμφθείς από την ανθρώπινη κοινωνία και θα πας να μείνεις μαζί με τ’ άγρια θηρία. Χορτάρι θα τρως, σαν το βόδι, και θα βρέχεσαι απ’ τη δροσιά του ουρανού. Κι όταν περάσουν εφτά χρόνια θα καταλάβεις ότι ο Ύψιστος είναι κυρίαρχος όλων των ανθρώπινων βασιλείων και σ’ όποιον αυτός θέλει, τα δίνει. Το ότι δόθηκε διαταγή ν’ αφήσουν τον κορμό με τις ρίζες του δέντρου, αυτό σημαίνει ότι το βασίλειό σου θα σου αποδοθεί πάλι, όταν αναγνωρίσεις ότι ο Θεός είναι ο μόνος εξουσιαστής. Γι’ αυτό, βασιλιά, ακολούθησε τη συμβουλή μου: Απαρνήσου την αμαρτία σου, πράξε το σωστό και δείξε καλοσύνη στους φτωχούς, μήπως και συνεχιστεί η ευτυχία σου». Πράγματι, όλα αυτά ξέσπασαν εναντίον του βασιλιά Ναβουχοδονόσορ. Αφού πέρασαν δώδεκα μήνες, εκεί που βημάτιζε πάνω σε κάποιον εξώστη των ανακτόρων της Βαβυλώνας, φώναξε: «Αυτή είναι η μεγάλη Βαβυλώνα, που την έχτισα για πρωτεύουσα του βασιλείου μου! Με τη μεγάλη δύναμή μου την ολοκλήρωσα, για να δείχνει σ’ όλους τη δόξα και το μεγαλείο μου!» Ενώ ακόμα ο βασιλιάς μιλούσε, ήρθε μια φωνή από τον ουρανό, που έλεγε: «Άκου αυτό το μήνυμα, Ναβουχοδονόσορ, βασιλιά: Η βασιλεία αφαιρέθηκε από σένα. Θα αποπεμφθείς μέσα από την ανθρώπινη κοινωνία και θα πας να μείνεις μαζί με τα άγρια θηρία. Χορτάρι θα τρως, σαν το βόδι, εφτά χρόνια, ώσπου να καταλάβεις ότι ο Ύψιστος είναι κυρίαρχος όλων των ανθρώπινων βασιλείων και σ’ όποιον θέλει αυτός, τα δίνει». Την ίδια στιγμή εκπληρώθηκε αυτός ο λόγος εναντίον του Ναβουχοδονόσορ: Αποπέμφθηκε μέσα από την ανθρώπινη κοινωνία κι έτρωγε χορτάρι, σαν το βόδι. Το σώμα του βρεχόταν από τη δροσιά του ουρανού, οι τρίχες του μεγάλωσαν σαν φτερά αετών και τα νύχια του έγιναν σαν του όρνιου. «Αφού πέρασαν τα εφτά χρόνια, εγώ ο Ναβουχοδονόσορ σήκωσα τα μάτια μου στον ουρανό και ξαναβρήκα τα λογικά μου. Ευλόγησα τότε τον Ύψιστο· ύμνησα και δοξολόγησα αυτόν που ζει αιώνια μ’ ετούτα τα λόγια: Παντοτινή είν’ η εξουσία του κι από γενιά σ’ άλλη γενιά η βασιλεία του! Όλοι οι κάτοικοι της γης μπροστά του υπολογίζονται σαν τίποτα. Κάνει ό,τι θέλει στις θεότητες του ουρανού και στα ανθρώπινα όντα· κανένας δεν υπάρχει τα σχέδιά του να εμποδίσει ούτε τα έργα του ν’ αμφισβητήσει. »Όταν ξαναβρήκα τα λογικά μου, ξαναβρήκα και τη μεγαλοπρέπειά μου, τη λαμπρότητά μου και τη δόξα του βασιλείου μου. Οι σύμβουλοί μου και οι μεγιστάνες μου με καλωσόρισαν κι αποκαταστάθηκα πάλι στο βασίλειό μου· και μάλιστα μου αποδόθηκαν τιμές μεγαλύτερες από πριν. »Τώρα εγώ ο Ναβουχοδονόσορ υμνώ, τιμώ και δοξολογώ το βασιλιά του ουρανού! Όλες του οι ενέργειες είναι σωστές, όλες οι πράξεις του δίκαιες. Αυτός μπορεί και ταπεινώνει όσους υπερηφανεύονται». Κάποτε ο βασιλιάς Βαλτάσαρ παρέθεσε μεγάλο δείπνο σε χίλιους μεγιστάνες του για να πιει μαζί τους κρασί. Όταν άρχισε να πίνει, διέταξε να φέρουν τα χρυσά και τα ασημένια σκεύη, που ο πατέρας του ο Ναβουχοδονόσορ είχε αρπάξει από το ναό της Ιερουσαλήμ, για να πιουν μ’ αυτά ο ίδιος, οι μεγιστάνες του, οι γυναίκες του και οι παλλακίδες του. Έφεραν λοιπόν τα σκεύη που είχαν αφαιρεθεί από το ναό, από τον οίκο του Θεού στην Ιερουσαλήμ· και έπιναν σ’ αυτά ο βασιλιάς κι όλοι οι συνδαιτυμόνες. Έπιναν κρασί και υμνούσαν τους θεούς τους, τους καμωμένους από χρυσάφι, ασήμι, χαλκό, σίδερο, ξύλα και πέτρες. Εκείνη την ώρα παρουσιάστηκε ένα ανθρώπινο χέρι πλάι στη λυχνία κι άρχισε κάτι να γράφει πάνω στην αμμοκονία του τοίχου του παλατιού. Όταν ο βασιλιάς είδε το χέρι που έγραφε, το πρόσωπό του χλώμιασε και οι σκέψεις του τον κατατρόμαξαν· παρέλυσε ολόκληρος και τα γόνατά του άρχισαν να τρέμουν. Πανικόβλητος φώναξε να έρθουν όλοι οι σοφοί της Βαβυλώνας: οι εξορκιστές, οι μάντεις και οι αστρολόγοι, και τους είπε: «Όποιος διαβάσει τη γραφή αυτή και μου την εξηγήσει, θα του φορέσουν πορφύρα και γύρω από το λαιμό του αλυσίδα χρυσή και θα εξουσιάζει σαν τρίτος άρχοντας στο βασίλειο». Παρουσιάστηκαν τότε όλοι οι σοφοί του βασιλιά, αλλά δεν μπόρεσαν να διαβάσουν τη γραφή ούτε να του την εξηγήσουν. Έτσι ο Βαλτάσαρ συνταράχθηκε ακόμα περισσότερο κι έγινε κάτωχρος· οι μεγιστάνες του ταράχτηκαν κι αυτοί. Η μητέρα του βασιλιά, όταν άκουσε απ’ έξω τα λόγια του ίδιου και των μεγιστάνων του, μπήκε στην αίθουσα του συμποσίου και είπε στο γιο της: «Να ζεις αιώνια βασιλιά! Σταμάτα ν’ αναστατώνεσαι από τις σκέψεις σου και να χλωμιάζεις έτσι. Βρίσκεται στο βασίλειό σου ένας άνθρωπος, που έχει το Πνεύμα των αγίων θεών. Τον καιρό του πατέρα σου, αυτός είχε τη φήμη φωτισμένου ανθρώπου με φρόνηση και σοφία, όμοια με τη σοφία των θεών. Και μάλιστα, ο βασιλιάς Ναβουχοδονόσορ, ο πατέρας σου, τον είχε κάνει αρχηγό των μάγων, των εξορκιστών, των μάντεων και των αστρολόγων. Πράγματι, αυτός ο Δανιήλ, που ο βασιλιάς τον ονόμασε Βαλτάσαρ, είναι έξοχο μυαλό και διαθέτει φρόνηση, γνώση και ικανότητα να ερμηνεύει όνειρα, να εξηγεί αινίγματα και να λύνει προβλήματα. Στείλε, λοιπόν, να φέρουν το Δανιήλ κι αυτός θα σου ερμηνεύσει τη γραφή». Έτσι, ο Δανιήλ οδηγήθηκε μπροστά στο βασιλιά. Ο βασιλιάς τού είπε: «Εσύ είσαι ο Δανιήλ, από τους αιχμαλώτους του Ιούδα, που ο βασιλιάς πατέρας μου έφερε από την Ιουδαία; Άκουσα για σένα ότι έχεις το Πνεύμα των θεών, φωτισμό, φρόνηση κι εξαιρετική σοφία. Τώρα παρουσιάστηκαν μπροστά μου οι σοφοί και οι μάντεις για να διαβάσουν τη γραφή αυτή και να την ερμηνεύσουν αλλά δεν μπόρεσαν να μου εξηγήσουν τι σημαίνει. Άκουσα για σένα ότι μπορείς να ερμηνεύεις και να ξεδιαλύνεις τα μυστήρια. Τώρα λοιπόν, αν μπορείς να διαβάσεις αυτή τη γραφή και να μου φανερώσεις την ερμηνεία της, θα σου φορέσουν πορφύρα και γύρω από το λαιμό σου αλυσίδα χρυσή και θα εξουσιάζεις σαν τρίτος άρχοντας στο βασίλειο». Τότε ο Δανιήλ απάντησε στο βασιλιά: «Τα δώρα σου κράτησέ τα για τον εαυτό σου, βασιλιά, και τις αμοιβές δώσ’ τες σε άλλους· εγώ θα σου διαβάσω τη γραφή και θα σου την εξηγήσω: Βασιλιά, ο ύψιστος Θεός είχε δώσει στον πατέρα σου το Ναβουχοδονόσορ βασίλειο, μεγαλοπρέπεια, δόξα και τιμή. Για τη μεγαλοπρέπεια που του έδωσε, οι λαοί όλων των εθνοτήτων και των γλωσσών τον έτρεμαν και τον φοβούνταν. Όποιον αυτός ήθελε τον θανάτωνε και όποιον ήθελε τον άφηνε να ζήσει· όποιον αυτός ήθελε τον εξύψωνε και όποιον ήθελε τον ταπείνωνε. Όταν όμως αλαζονεύτηκε μέσα του και γέμισε υπερηφάνεια, ανατράπηκε από το βασιλικό του θρόνο κι έχασε τη δόξα του. Αποπέμφθηκε μέσα από την ανθρώπινη κοινωνία, γιατί το μυαλό του είχε γίνει σαν των ζώων. Έτσι πήγε και ζούσε μαζί με τ’ άγρια γαϊδούρια και τρεφόταν με χορτάρι σαν τα βόδια· το σώμα του βρεχόταν από τη δροσιά του ουρανού, μέχρις ότου κατάλαβε ότι ο ύψιστος Θεός είναι που εξουσιάζει όλα τα ανθρώπινα βασίλεια, κι όποιον αυτός θέλει τον αναδεικνύει σ’ αυτά. Τώρα κι εσύ, ο γιος του ο Βαλτάσαρ, αν και τα γνώριζες όλα αυτά, δεν έδειξες ταπεινή διάθεση. Προκάλεσες τον Κύριο του ουρανού και διέταξες να φέρουν μπροστά σου τα σκεύη του ναού του και ήπιατε απ’ αυτά κρασί εσύ και οι μεγιστάνες σου, οι γυναίκες σου και οι παλλακίδες σου. Ύμνησες τους θεούς που είναι κατασκευασμένοι από ασήμι και χρυσάφι, από χαλκό, σίδερο, ξύλα και πέτρες, θεούς που δε βλέπουν, δεν ακούν και δεν καταλαβαίνουν. Το Θεό όμως, που στα χέρια του βρίσκεται η πνοή σου και το μέλλον σου, δεν τον δοξολόγησες. Γι’ αυτό, λοιπόν, έστειλε ο Θεός το χέρι για να γράψει αυτά τα λόγια. Οι λέξεις που γράφτηκαν είναι: “μενέ, μενέ, τεκέλ, ου-φαρσίν”. Η ερμηνεία τους είναι η ακόλουθη: “Μενέ”, σημαίνει ότι μέτρησε ο Θεός τη βασιλεία σου και την έφερε στο τέλος της. “Τεκέλ”: ζυγίστηκες στην πλάστιγγα και βρέθηκες λειψός. “Περές”, σημαίνει “διαίρεση”. Διαιρέθηκε το βασίλειό σου και δόθηκε στους Μήδους και στους Πέρσες». Τότε ο Βαλτάσαρ διέταξε να φορέσουν στο Δανιήλ την πορφύρα και τη χρυσή αλυσίδα στο λαιμό του και ν’ αναγγείλουν ότι αυτός είναι ο τρίτος άρχοντας στο βασίλειο. Την ίδια εκείνη νύχτα φονεύθηκε ο Βαλτάσαρ, βασιλιάς των Βαβυλωνίων. Ο Δαρείος ο Μήδιος έγινε βασιλιάς στη θέση του Βαλτάσαρ, σε ηλικία εξήντα δύο ετών. Αυτός αποφάσισε να διορίσει στο βασίλειό του εκατόν είκοσι διοικητές που να το διοικούν εκ μέρους του. Σ’ αυτούς διόρισε επόπτες το Δανιήλ και δύο άλλους άρχοντες· οι διοικητές θα έδιναν αναφορά σ’ αυτούς κι έτσι θα διασφαλίζονταν τα συμφέροντα του βασιλιά. Ο Δανιήλ υπερείχε από τους δύο άλλους άρχοντες και απ’ όλους τους διοικητές, γιατί είχε ιδιαίτερες ικανότητες, κι έτσι ο βασιλιάς σκέφτηκε να τον τοποθετήσει υπεύθυνο σ’ όλο το βασίλειο. Τότε οι άρχοντες και οι διοικητές προσπάθησαν να βρουν κάποιο παράπτωμα στο Δανιήλ σχετικά με τις υποθέσεις του βασιλείου αλλά δεν μπόρεσαν να του βρουν κανένα σφάλμα ή παράλειψη, γιατί ήταν απόλυτα τίμιος. Έτσι δεν είχαν τίποτε να τον κατηγορήσουν. Τότε είπαν οι άνθρωποι αυτοί: «Δε θα βρούμε καμιά αφορμή εναντίον του Δανιήλ, εκτός αν του βρούμε κάτι σχετικά με το νόμο του Θεού του». Ήρθαν, λοιπόν, οι άρχοντες και οι διοικητές εκείνοι στο βασιλιά και του είπαν: «Να ζεις αιώνια, βασιλιά Δαρείε! Όλοι οι άρχοντες του βασιλείου, οι κυβερνήτες, οι διοικητές και οι σατράπες, οι σύμβουλοι και οι τοπάρχες συσκεφθήκαμε κι αποφασίσαμε να εκδοθεί βασιλικό διάταγμα, που να ορίζει ότι για τριάντα μέρες, όποιος απευθύνει παράκληση σε οποιονδήποτε θεό ή άνθρωπο εκτός από σένα, βασιλιά, να ριχτεί στο λάκκο με τα λιοντάρια. Τώρα, λοιπόν, βασιλιά, επικύρωσε την απαγόρευση και υπόγραψε το έγγραφο, για να μην μπορεί ν’ αλλάξει, σύμφωνα με το νόμο των Μήδων και των Περσών, ο οποίος δεν μεταβάλλεται». Έτσι, ο βασιλιάς Δαρείος υπέγραψε το έγγραφο με την απαγόρευση. Όταν έμαθε ο Δανιήλ ότι υπογράφτηκε ένα τέτοιο έγγραφο, πήγε στο σπίτι του και προσευχήθηκε όπως πάντα. Είχε στο άνω μέρος του σπιτιού του ανοιχτά παράθυρα προς την Ιερουσαλήμ, και τρεις φορές την ημέρα γονάτιζε εκεί και προσευχόταν και δοξολογούσε το Θεό. Τότε οι άνθρωποι εκείνοι ήρθαν και βρήκαν το Δανιήλ να προσεύχεται και ν’ απευθύνει ικεσίες στο Θεό του. Κατόπιν ήρθαν και μίλησαν στο βασιλιά για την απαγόρευσή του: «Βασιλιά, εσύ δεν υπέγραψες απαγόρευση, ότι για τριάντα μέρες όποιος απευθύνει παράκληση σε οποιονδήποτε θεό ή άνθρωπο, εκτός από σένα, θα ριχτεί στο λάκκο με τα λιοντάρια;» Ο βασιλιάς απάντησε: «Πράγματι, έτσι είναι, σύμφωνα με το νόμο των Μήδων και των Περσών, ο οποίος δε μεταβάλλεται». «Ε, λοιπόν, βασιλιά», είπαν αυτοί, «ο Δανιήλ, που προέρχεται από τους αιχμαλώτους του Ιούδα, δε σέβεται ούτε εσένα ούτε την απαγόρευση που υπέγραψες, αλλά προσεύχεται στο Θεό του τρεις φορές την ημέρα». Μόλις ο βασιλιάς άκουσε αυτά τα λόγια, στενοχωρήθηκε πολύ και σκεφτόταν πώς να καλύψει το Δανιήλ. Μέχρι τη δύση του ήλιου προσπαθούσε να βρει έναν τρόπο να τον γλιτώσει. Αλλά οι κατήγοροι του Δανιήλ έτρεξαν πάλι στο βασιλιά και του υπενθύμισαν: «Ξέρεις, βασιλιά, ότι σύμφωνα με το νόμο των Μήδων και των Περσών καμιά απαγόρευση ή διάταγμα, που εκδίδεται από το βασιλιά, δεν μεταβάλλεται». Τότε ο βασιλιάς διέταξε να φέρουν το Δανιήλ και να τον ρίξουν στο λάκκο των λεόντων. Και είπε στο Δανιήλ: «Ο Θεός σου, που τον λατρεύεις συνεχώς, ας σε σώσει». Αυτοί έφεραν ένα λιθάρι και το έβαλαν στο στόμιο του λάκκου και ο βασιλιάς το σφράγισε με τη σφραγίδα του και με τη σφραγίδα των μεγιστάνων του, για να μην μπορεί κανείς να απελευθερώσει το Δανιήλ. Μετά ο βασιλιάς πήγε στο παλάτι του και πέρασε τη νύχτα του άυπνος, νηστικός και χωρίς διασκέδαση. Το πρωί σηκώθηκε πολύ νωρίς και πήγε τρέχοντας στο λάκκο με τα λιοντάρια. Όταν πλησίασε στο λάκκο, φώναξε με φωνή θλιμμένη στο Δανιήλ: «Δανιήλ, δούλε του αληθινού Θεού, που τον λατρεύεις συνεχώς, μπόρεσε αυτός να σε σώσει απ’ τα λιοντάρια;» Τότε ο Δανιήλ τού απάντησε: «Μακάρι να ζεις αιώνια, βασιλιά! Πράγματι, ο Θεός μου έστειλε τον άγγελό του και έφραξε το στόμα των λιονταριών και δεν με έβλαψαν, γιατί είμαι αθώος απέναντί σου, βασιλιά, τίποτε κακό δεν έχω κάνει». Ο βασιλιάς χάρηκε πάρα πολύ και διέταξε να βγάλουν το Δανιήλ από το λάκκο. Κι ο Δανιήλ βγήκε έξω χωρίς να έχει πάθει το παραμικρό, γιατί έμεινε πιστός στο Θεό του. Μετά ο βασιλιάς διέταξε κι έφεραν τους ανθρώπους εκείνους, που είχαν συκοφαντήσει το Δανιήλ, και τους έριξαν στο λάκκο των λεόντων μαζί με τα παιδιά τους και τις γυναίκες τους. Και πριν φτάσουν στο κάτω μέρος του λάκκου, τα λιοντάρια τούς άρπαζαν και τους έσπαζαν τα κόκαλα. Μετά ο βασιλιάς Δαρείος έστειλε γραπτό μήνυμα στους λαούς όλων των εθνοτήτων και των γλωσσών, που κατοικούσαν στην επικράτεια: «Μακάρι όλοι σας να ευτυχείτε! Εκδίδεται από μένα διαταγή σ’ όλη την επικράτεια του βασιλείου μου, οι άνθρωποι να φοβούνται και να σέβονται το Θεό του Δανιήλ, γιατί είναι Θεός που ζει και θα υπάρχει αιώνια. Η βασιλεία του δεν θα καταστραφεί ποτέ και η κυριαρχία του θα είναι παντοτινή. Αυτός σώζει κι ελευθερώνει και κάνει σημεία και θαύματα στον ουρανό και στη γη. Αυτός έσωσε και το Δανιήλ από τη δύναμη των λιονταριών». Έτσι ο Δανιήλ ζούσε ευτυχισμένος όσον καιρό βασίλευαν ο Δαρείος και ο Κύρος στους Πέρσες. Τον πρώτο χρόνο της βασιλείας του Βαλτάσαρ στη Βαβυλώνα, ο Δανιήλ, εκεί που κοιμόταν στο κρεβάτι του, είδε διάφορα όνειρα και οράματα. Αργότερα, τα έγραψε όλα και τα διηγήθηκε: Μια νύχτα, είδα σε όραμα ότι οι τέσσερις άνεμοι του ουρανού συντάραξαν τη μεγάλη θάλασσα, και τέσσερα μεγάλα θηρία έβγαιναν απ’ αυτήν, το ένα διαφορετικό απ’ το άλλο. Το πρώτο ήταν σαν λιοντάρι αλλά είχε φτερά αετού. Παρατηρούσα μέχρις ότου τα φτερά του αποσπάστηκαν απ’ αυτό· μετά σηκώθηκε από το έδαφος και στάθηκε στα δυο του πόδια· ήταν σαν άνθρωπος και του δόθηκε ανθρώπινος νους. Το δεύτερο θηρίο ήταν όμοιο με αρκούδα. Ήταν μισοσηκωμένο και στο στόμα του, ανάμεσα στα δόντια του, κρατούσε τρία πλευρά· η διαταγή που πήρε ήταν «Σήκω και φάγε κρέας πολύ». Μετά, εκεί που κοίταζα, είδα ένα άλλο θηρίο όμοιο με λεοπάρδαλη. Είχε στη ράχη του τέσσερα φτερά πουλιού και τέσσερα κεφάλια, και του δόθηκε εξουσία κυριαρχίας. Το νυχτερινό μου όραμα, όμως, συνεχίστηκε: Είδα ένα τέταρτο θηρίο φοβερό και τρομερό και πάρα πολύ δυνατό με μεγάλα σιδερένια δόντια. Έτρωγε και σύντριβε κι ό,τι απόμενε το καταπατούσε με τα πόδια του. Αυτό το θηρίο ήταν διαφορετικό απ’ όλα τα προηγούμενα και είχε στο κεφάλι του δέκα κέρατα. Εκεί που παρατηρούσα τα κέρατα, ξεφύτρωσε ανάμεσα σ’ αυτά ένα άλλο, πολύ μικρό κέρατο, το οποίο έκανε να ξεριζωθούν τρία από τα προηγούμενα κέρατα· το μικρό αυτό κέρατο είχε ανθρώπινα μάτια και στόμα, που λαλούσε λόγια αλαζονικά. Συνέχισα να παρατηρώ, μέχρις ότου τοποθετήθηκαν θρόνοι και κάθισε ο Προαιώνιος. Το ένδυμά του ήταν λευκό σαν το χιόνι και η κόμη του κεφαλιού του σαν καθαρό μαλλί. Ο θρόνος του ήταν από φλόγες φωτιάς και είχε πύρινους τροχούς. Από μπροστά του ξεπηδούσε και κυλούσε ένα ποτάμι φωτιάς. Εκατομμύρια και δισεκατομμύρια όντα στέκονταν μπροστά του έτοιμα να τον υπηρετήσουν. Στήθηκε, λοιπόν, το δικαστήριο κι ανοίχτηκαν τα βιβλία. Καθώς παρατηρούσα, είδα ότι το τέταρτο θηρίο, εξαιτίας των αλαζονικών λόγων που λαλούσε το κέρατο, σκοτώθηκε και το πτώμα του καταστράφηκε και ρίχτηκε στη φωτιά. Η εξουσία αφαιρέθηκε κι από τα άλλα θηρία, αλλά τους επιτράπηκε να ζήσουν για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα. Τα οράματά μου συνεχίζονταν στη διάρκεια της νύχτας: Μέσα στα σύννεφα του ουρανού είδα να έρχεται κάποιος που έμοιαζε με άνθρωπο· έφτασε μέχρι τον Προαιώνιο και οδηγήθηκε μπροστά του. Σ’ αυτόν δόθηκαν εξουσία και δόξα και βασίλεια, ώστε όλοι οι λαοί, κάθε εθνικότητας και γλώσσας, να τον υπηρετούν. Η εξουσία του θα είναι αιώνια κι ατελεύτητη και το βασίλειό του δεν θα καταστραφεί ποτέ. Εγώ, ο Δανιήλ, καταταράχτηκα και τρόμαξα με τα οράματα που έβλεπα. Πλησίασα τότε έναν από κείνους που βρίσκονταν εκεί και παρακάλεσα να μάθω τι σήμαιναν στην πραγματικότητα όλα αυτά. Εκείνος μου απάντησε και μου φανέρωσε τη σημασία των οραμάτων: «Αυτά τα τέσσερα μεγάλα θηρία», μου είπε, «είναι τέσσερις βασιλιάδες, που θα εμφανιστούν στη γη. Αλλά στο τέλος τη βασιλεία θα την παραλάβει ο άγιος λαός του ύψιστου Θεού και θα τη διατηρήσει για πάντα σ’ όλους τους αιώνες». Μετά θέλησα να μάθω τι σήμαινε το τέταρτο θηρίο, που ήταν διαφορετικό από τα άλλα, αφάνταστα τρομερό. Τα δόντια του ήταν σιδερένια και τα νύχια του χάλκινα· έτρωγε, σύντριβε κι ό,τι απόμενε το καταπατούσε με τα πόδια του. Κυρίως ενδιαφερόμουν να μάθω για τα δέκα κέρατα που ήταν στο κεφάλι του και για το άλλο κέρατο, που ξεφύτρωσε και έκανε να ξεριζωθούν τρία από τα προηγούμενα· το κέρατο εκείνο είχε μάτια και στόμα που λαλούσε λόγια αλαζονικά και εμφανιζόταν να είναι μεγαλύτερο απ’ τους συντρόφους του. Επίσης είδα ότι το κέρατο εκείνο έκανε πόλεμο εναντίον του αγίου λαού και τον νίκησε. Τότε όμως ήρθε ο Προαιώνιος κι έστησε το δικαστήριο για χάρη του αγίου λαού του ύψιστου Θεού· κι όταν έφτασε ο κατάλληλος καιρός, ο άγιος λαός παρέλαβε τη βασιλεία. Η εξήγηση που μου δόθηκε ήταν η ακόλουθη: «Το τέταρτο θηρίο θα είναι μια τέταρτη βασιλεία πάνω στη γη, που θα διαφέρει απ’ όλες τις άλλες· αυτή θα καταφάει ολόκληρη τη γη, θα την καταπατήσει και θα τη συντρίψει. Τα δέκα κέρατα είναι δέκα βασιλιάδες που θα προέλθουν απ’ αυτήν τη βασιλεία. Μετά θα παρουσιαστεί ένας άλλος βασιλιάς, που θα διαφέρει από τους προηγούμενους και θα καταβάλει τρεις απ’ αυτούς. Θα ξεστομίσει λόγια εναντίον του ύψιστου Θεού και θα καταδιώξει τον άγιο λαό του· θα προσπαθήσει ν’ αλλάξει τις γιορτές και τους νόμους, και ο λαός του Θεού θα παραδοθεί στην εξουσία του για τριάμισυ χρόνια. Μετά θα στηθεί το ουράνιο δικαστήριο· η εξουσία του θ’ αφαιρεθεί απ’ αυτόν κι ο ίδιος θα αφανιστεί και θα καταστραφεί για πάντα. Η βασιλεία, η εξουσία και η μεγαλοπρέπεια όλων των βασιλείων της γης θ’ αποδοθούν στον άγιο λαό του ύψιστου Θεού· η βασιλεία αυτού του λαού θα είναι αιώνια κι όλοι οι άρχοντες θα τον υπηρετούν και θα τον υπακούουν». Εδώ τελειώνει το όραμα. Εμένα το Δανιήλ πολύ με τάραξαν οι σκέψεις μου κι έγινα κατάχλωμος. Συγκράτησα όμως στο μυαλό μου όλα όσα είδα. Τον τρίτο χρόνο της βασιλείας του Βαλτάσαρ εγώ, ο Δανιήλ, είδα ένα δεύτερο όραμα. Είδα ότι βρισκόμουν στα Σούσα, πόλη της κατοικίας του βασιλιά στην επαρχία Ελάμ, κοντά στον ποταμό Ουλαΐ. Εκεί που κοίταζα, είδα ένα κριάρι με δύο κέρατα να στέκεται κοντά στο ποτάμι. Τα κέρατά του ήταν ψηλά, αλλά το ένα ήταν ψηλότερο από το άλλο και το ψηλότερο φύτρωσε αργότερα στο κεφάλι του. Είδα ότι το κριάρι χτυπούσε με τα κέρατα προς τη δύση, προς το βορρά και το νότο και κανένα από τ’ άλλα ζώα δεν μπορούσε να του αντισταθεί, ούτε κανένας μπορούσε να τα γλιτώσει από την εξουσία του. Έκανε ό,τι ήθελε, και γινόταν όλο και πιο δυνατό. Ενώ προσπαθούσα να καταλάβω αυτά που έβλεπα, ήρθε από τη δύση ένας τράγος που έτρεχε πάνω σ’ όλη τη γη, χωρίς ν’ αγγίζει το έδαφος. Ο τράγος είχε ένα εντυπωσιακό κέρατο ανάμεσα στα μάτια του. Ήρθε ως το κριάρι που είχε τα δύο κέρατα και το είχα δει να στέκεται κοντά στο κανάλι, κι έτρεξε εναντίον του με όλη την ορμή της δύναμής του. Τον είδα να πλησιάζει το κριάρι και να εξαγριώνεται εναντίον του, να το χτυπάει και να συντρίβει τα δυο του κέρατα. Το κριάρι δεν είχε τη δύναμη ν’ αντισταθεί μπροστά του κι έτσι ο τράγος το έριξε στη γη και το καταπάτησε. Κανένας δεν μπορούσε να γλιτώσει το κριάρι από την εξουσία του τράγου. Ο τράγος μεγάλωσε πάρα πολύ σε δύναμη, αλλά όταν έφτασε στο αποκορύφωμά του συντρίφθηκε το μεγάλο κέρατο, και στη θέση του βγήκαν τέσσερα άλλα εντυπωσιακά κέρατα, που καθένα ήταν στραμμένο προς ένα από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Από το καθένα απ’ αυτά τα κέρατα βγήκε ένα καινούριο κέρατο, μικρό αρχικά, που επεξέτεινε τη δύναμή του προς το νότο, προς την ανατολή και προς τη δοξασμένη χώρα. Επίσης στράφηκε ενάντια στη στρατιά του ουρανού κι έριξε στη γη ένα μέρος της στρατιάς και πολλά από τ’ αστέρια και τα καταπάτησε. Το κέρατο αυτό προσπάθησε ν’ αναδειχτεί μεγαλύτερο ακόμη κι από τον Άρχοντα της στρατιάς· κατήργησε την καθημερινή θυσία που προσφερόταν σ’ αυτόν και γκρέμισε τον άγιο του ναό. Μέσα στην ασέβειά του απαγόρευσε την καθημερινή θυσία. Κατέστρεψε τη στρατιά του ουρανού και είχε επιτυχία σε ό,τι κι αν επιχειρούσε. Τότε άκουσα έναν άγγελο να μιλάει, κι ένας άλλος άγγελος τον ρωτούσε: «Μέχρι πότε θα διαρκέσουν τα γεγονότα που αναγγέλλονται με το όραμα; Δηλαδή η απαγόρευση της καθημερινής θυσίας, η αδικία που όλα τα ερημώνει, η καταπάτηση του αγιαστηρίου και της στρατιάς του ουρανού;» Κι εκείνος του απάντησε: «Σε χίλιες εκατόν πενήντα μέρες το αγιαστήριο θα εξαγνιστεί». Ενώ εγώ, ο Δανιήλ, έβλεπα το όραμα και ζητούσα να το καταλάβω, στάθηκε μπροστά μου κάποιος με όψη άντρα. Τότε άκουσα μια ανθρώπινη κραυγή μέσα από τον ποταμό Ουλαΐ, που έλεγε: «Γαβριήλ, κάνε να καταλάβει αυτός το όραμα». Ο Γαβριήλ ήρθε κοντά μου. Τότε εγώ τρόμαξα κι έπεσα με το πρόσωπο στη γη. Αυτός όμως μου είπε: «Κατάλαβε, εσύ άνθρωπε· το όραμα αναφέρεται στο τέλος των καιρών». Ενώ αυτός μου μιλούσε, εγώ κοιμόμουν βαθιά με το πρόσωπό μου στη γη. Με άγγιξε όμως και μ’ έκανε να σταθώ όρθιος. «Εγώ», μου είπε, «θα σου γνωρίσω τι θα γίνει στο τέλος, σε συγκεκριμένο χρόνο, όταν η οργή του Θεού θα πάψει. Το κριάρι που είδες με τα δύο κέρατα, είναι οι βασιλιάδες των Μήδων και των Περσών. Ο τράγος είναι το βασίλειο των Ελλήνων, και το κέρατο το μεγάλο ανάμεσα στα μάτια του, αυτός είναι ο πρώτος βασιλιάς. Το ότι το κέρατο συντρίφθηκε και στη θέση του βγήκαν άλλα τέσσερα, σημαίνει ότι τέσσερα βασίλεια θα προέλθουν από το έθνος αυτό, αλλά δε θα έχουν τη δική του δύναμη. Στο τέλος της βασιλείας τους, όταν οι αμαρτίες τους θα έχουν φτάσει στο αποκορύφωμα, θα παρουσιαστεί ένας ασεβής και πανούργος βασιλιάς. Θα γίνει πολύ ισχυρός αλλά όχι από δική του δύναμη· Θα προξενεί τρομερές καταστροφές και θα κατορθώνει τα πάντα· επίσης θα εξολοθρεύει τους ισχυρούς και τον άγιο λαό. Με την ικανότητά του θα φτάσει να εξαπατάει όλους τους άλλους. Μέσα στην αλαζονεία του θα εξαφανίσει αιφνιδιαστικά πολλούς. Τέλος θα στραφεί και εναντίον του υπέρτατου άρχοντα, αλλά θα συντριφθεί όχι από ανθρώπινο χέρι. Όσο για το όραμα το σχετικό με τις μέρες και τις νύχτες, είναι κι αυτό αληθινό. Εσύ τώρα κράτησε μυστικό το όραμα, γιατί αναφέρεται στο απώτερο μέλλον». Εκείνη τη στιγμή εγώ, ο Δανιήλ, ήμουν εξαντλημένος κι ένιωθα έτσι καταβεβλημένος για αρκετόν καιρό. Μετά σηκώθηκα και τελείωσα τις υποθέσεις του βασιλιά. Δεν μπορούσα να ησυχάσω από το όραμα που είχα δει και δεν μπορούσα να το καταλάβω. Άρχισα τότε νηστεία ντυμένος στα πένθιμα· είχα ρίξει στάχτη στο κεφάλι μου και προσευχόμουν με στεναγμούς στον Κύριο το Θεό μου. Του απηύθυνα την ακόλουθη προσευχή εξομολόγησης: «Αχ, Κύριε, μεγάλε και φοβερέ Θεέ», του είπα. «Εσύ τηρείς τη διαθήκη σου και αγαπάς αυτούς που σε αγαπούν κι εφαρμόζουν τις εντολές σου. Αμαρτήσαμε κι ανομήσαμε, ασεβήσαμε, επαναστατήσαμε και στρέψαμε τα νώτα μας στις εντολές σου και στις υποδείξεις σου. Δεν ακούσαμε τους δούλους σου τους προφήτες, που μίλησαν εξ ονόματός σου στους βασιλιάδες μας, στους άρχοντές μας, στους προγόνους μας και σ’ όλο το λαό της χώρας. Εσύ, Κύριε, είσαι δίκαιος, ενώ εμείς μέχρι σήμερα ζούμε όλοι μας μες στην καταφρόνια, δηλαδή ο λαός του Ιούδα, οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ κι όλοι οι άλλοι Ισραηλίτες που είναι διασκορπισμένοι στις διάφορες χώρες, κοντά μας ή μακριά μας, όπου εσύ τους έχεις διασκορπίσει, επειδή έδειξαν απιστία σ’ εσένα. Ναι, Κύριε, ο λόγος που σήμερα ζούμε στην ντροπή εμείς, οι βασιλιάδες μας, οι άρχοντές μας κι οι πρόγονοί μας, είναι ότι αμαρτήσαμε σ’ εσένα. Εσύ, όμως, Θεέ μας, είσαι σπλαχνικός και συγχωρητικός, μολονότι επαναστατήσαμε εναντίον σου. Πράγματι, δεν ακούσαμε τους λόγους σου, Κύριε Θεέ μας, να ζήσουμε σύμφωνα με τους νόμους σου, που μας έδωσες με τους δούλους σου τους προφήτες. Όλος ο λαός του Ισραήλ παρέβηκε το νόμο σου και σου έστρεψε τα νώτα για να μην ακούει πια τις εντολές σου. Γι’ αυτή μας την αμαρτία ξέσπασαν επάνω μας οι κατάρες και το ανάθεμα, που έχουν γραφτεί στο νόμο του Μωυσή, του δούλου σου. Έτσι πραγματοποίησες τις απειλές σου εναντίον μας και εναντίον των αρχόντων μας, που μας κυβερνούσαν· έφερες εναντίον μας, στην Ιερουσαλήμ, κακό μεγάλο, τέτοιο που δεν ξανάγινε σ’ όλο τον κόσμο. Το κακό αυτό ξέσπασε πάνω μας κατά πώς είναι γραμμένο στο νόμο του Μωυσή· κι εμείς δεν αποστραφήκαμε τις ανομίες μας και δεν κατανοήσαμε την αλήθεια σου, ώστε να σε εξευμενίσουμε, Θεέ μας. Γι’ αυτό κι εσύ, Κύριε, δεν παρέλειψες να ρίξεις επάνω μας όλο αυτό το κακό. Πράγματι, Κύριε, Θεέ μας, εσύ είσαι δίκαιος ό,τι κι αν κάνεις, ενώ εμείς δεν λέμε να υπακούσουμε στις εντολές σου. »Κύριε Θεέ μας, εσύ έβγαλες το λαό μας από την Αίγυπτο με την ακαταμάχητη δύναμή σου κι έτσι απέκτησες μεγάλη φήμη, η οποία υπάρχει μέχρι σήμερα· ενώ εμείς στο μεταξύ αμαρτήσαμε κι ασεβήσαμε. Κύριε, δείξε πάλι την καλοσύνη σου! Πάψε να είσαι οργισμένος ενάντια στην πόλη σου, την Ιερουσαλήμ, κι ενάντια στο άγιο σου βουνό. Είναι από τις αμαρτίες μας και τις ανομίες των προγόνων μας που όλοι οι γύρω λαοί χλευάζουν τώρα την Ιερουσαλήμ και το λαό σου. Άκουσε, λοιπόν, Θεέ μας, την προσευχή του δούλου σου και τους στεναγμούς μου και κοίταξε μ’ ευμένεια τον ερημωμένο ναό σου, για χάρη σου, Κύριε. Στρέψε το αυτί σου, Θεέ μου, κι άκουσε· κοίταξε προσεκτικά και δες τις ερημώσεις μας και την πόλη, η οποία φέρει το όνομά σου. Δεν προσευχόμαστε σ’ εσένα στηριγμένοι στη δικαιοσύνη μας αλλά στη δική σου άπειρη ευσπλαχνία. Άκουσε Κύριε, συγχώρησε Κύριε, κοίταξε προσεκτικά, Κύριε, και πράξε. Μη βραδύνεις, Θεέ μου, γιατί η πόλη αυτή και ο λαός της φέρουν το όνομά σου». Συνέχισα να μιλάω, να προσεύχομαι και να εξομολογούμαι την αμαρτία τη δική μου και του λαού μου, του Ισραήλ, και παρακαλούσα τον Κύριο το Θεό μου για το άγιο βουνό του. Κι εκεί που προσευχόμουν, ο άντρας που είχα δει στην αρχή του οράματός μου, ο Γαβριήλ, πέταξε γρήγορα και με άγγιξε την ώρα της βραδινής προσφοράς. Ήρθε και μίλησε μαζί μου. «Δανιήλ», μου είπε, «ήρθα για να σε κάνω να καταλάβεις την έννοια της προφητείας. Όταν άρχισες τις ικεσίες σου στο Θεό, ο Θεός μού έδωσε μια απάντηση για σένα, γιατί του είσαι πολύ αγαπητός. Και τώρα εγώ είμαι εδώ για να σου την αναγγείλω. Γι’ αυτό πρόσεξε το λόγο μου και προσπάθησε να καταλάβεις το όραμα: Όχι εβδομήντα χρόνια αλλά εβδομήντα επταετίες καθορίστηκαν για το λαό σου και την άγια σου πόλη. Αυτή η περίοδος είναι απαραίτητη για να λάβει τέλος η παρακοή, να σταματήσουν οι αμαρτίες, να συγχωρηθεί η ανομία και να εκδηλωθεί η αιώνια δικαιοσύνη· για να εκπληρωθούν τα οράματα και οι προφητείες και να καθαγιαστεί εκ νέου το άγιο των αγίων. »Μάθε, λοιπόν, και κατάλαβε ότι από την εξαγγελία της διαταγής για την επιστροφή από την αιχμαλωσία και για την ανοικοδόμηση της Ιερουσαλήμ, μέχρι την εμφάνιση του χρισμένου άρχοντα, θα περάσουν εφτά επταετίες. Μετά, για εξήντα δύο επταετίες, θα ανοικοδομείται η Ιερουσαλήμ και τα οχυρά της. Οι καιροί όμως θα είναι δύσκολοι. Στο τέλος των εξήντα δύο αυτών επταετιών θα εξολοθρευτεί ο χρισμένος άρχοντας χωρίς να δικαστεί. Μετά, ο λαός ενός ξένου άρχοντα θα έρθει και θα καταστρέψει την πόλη και το αγιαστήριο. Παρ’ όλα αυτά, το τέλος αυτού του άρχοντα θα έρθει σαν κατακλυσμός και ως το τέλος του πολέμου θα διαρκέσουν οι καθορισμένες ερημώσεις Στη διάρκεια της επταετίας αυτός θα συνάψει συνθήκη με πολλούς· και στη μέση της επταετίας θα απαγορεύσει τις θυσίες και τις προσφορές στο ναό. Τότε θα στήσει εκεί το βδέλυγμα της ερημώσεως, μέχρις ότου εκτελεσθεί η απόφαση που έχει ληφθεί γι’ αυτόν που προκαλεί την ερήμωση». Τον τρίτο χρόνο της βασιλείας του Κύρου στους Πέρσες, ήρθε μήνυμα Θεού στο Δανιήλ, ο οποίος ονομαζόταν Βαλτάσαρ. Ο λόγος ήταν αξιόπιστος και προανάγγελλε μεγάλες δυσκολίες. Ο Δανιήλ προσπάθησε να τον καταλάβει και η εξήγηση δόθηκε σ’ αυτόν με όραμα. Εκείνη την εποχή εγώ ο Δανιήλ βρισκόμουν επί τρεις εβδομάδες σε πένθος για το λαό μου. Μέχρι να περάσουν οι τρεις εβδομάδες, δεν έφαγα νόστιμα εδέσματα ή κρέας, δεν ήπια καθόλου κρασί ούτε άλειψα με αλοιφή το σώμα μου. Την εικοστή τέταρτη μέρα του πρώτου μήνα είχα βρεθεί στην όχθη του μεγάλου ποταμού, που ονομαζόταν Τίγρης. Εκεί που κοίταζα, είδα έναν άνθρωπο που ήταν ντυμένος λινά ρούχα και στη μέση του φορούσε ζώνη από χρυσάφι καθαρό. Το σώμα του λαμποκοπούσε σαν τοπάζι και το πρόσωπό του σαν λάμψη αστραπής· τα μάτια του ήταν πύρινα, οι βραχίονές του και τα πόδια του έλαμπαν σαν αστραφτερός χαλκός κι όταν μιλούσε ήταν σαν ν’ ακουγόταν φωνή πλήθους. Μόνον εγώ ο Δανιήλ είδα το όραμα· οι άντρες που ήταν μαζί μου δεν είδαν τίποτα. Τους κατέλαβε όμως μεγάλος φόβος κι έτρεξαν να κρυφτούν. Έμεινα, λοιπόν, μόνος και είδα το μεγάλο εκείνο όραμα. Οι δυνάμεις μου με εγκατέλειψαν, η όψη μου άλλαξε και το πρόσωπό μου χλώμιασε· κάθε ενεργητικότητα χάθηκε μέσα μου. Τότε άκουσα τον άντρα να μιλάει. Και καθώς άκουγα τη φωνή του βυθίστηκα σε ύπνο βαθύ, πεσμένος με το πρόσωπο στη γη. Ξάφνου με άγγιξε ένα χέρι, με σήκωσε στα γόνατά μου κι εγώ στηρίχθηκα στις παλάμες μου. «Δανιήλ», μου είπε ο άντρας, «εσύ που τόσο σ’ αγαπάει ο Θεός, προσπάθησε να καταλάβεις τα λόγια που θα σου πω· στάσου όρθιος στα πόδια σου, γιατί αυτή τη φορά έχω αποσταλεί ειδικά για σένα». Όταν μου είπε αυτά τα λόγια εγώ σηκώθηκα πάνω τρομαγμένος. «Μη φοβάσαι Δανιήλ», μου είπε, «γιατί απ’ την πρώτη μέρα που ταπεινώθηκες ενώπιον του Θεού σου και συγκέντρωσες την προσοχή σου για να καταλάβεις όλα αυτά τα γεγονότα, η προσευχή σου εισακούστηκε κι εγώ ξεκίνησα για να σου φέρω την απάντηση. Αλλά ο αρχάγγελος του βασιλείου των Περσών μού αντιστεκόταν είκοσι μία μέρες. Τότε ο Μιχαήλ, ένας από τους αρχαγγέλους, ήρθε να με βοηθήσει· είχα μείνει, λοιπόν, εκεί κοντά στους βασιλιάδες των Περσών. Τώρα όμως ήρθα για να σε βοηθήσω να καταλάβεις τι θα συμβεί στο λαό σου τις τελευταίες μέρες, γιατί το όραμα αυτό αναφέρεται στο μέλλον». Ενώ μου έλεγε αυτά τα λόγια, έπεσα με το πρόσωπο στη γη και έμεινα άφωνος. Τότε, κάποιος που έμοιαζε με άνθρωπο, στάθηκε μπροστά μου κι άγγιξε τα χείλη μου, κι εγώ του είπα: «Κύριέ μου, απ’ αυτό το όραμα μ’ έπιασαν πόνοι κι απόμεινα δίχως δύναμη. Πώς είναι δυνατόν εγώ ο δούλος σου, κύριέ μου, να μιλάω μ’ εσένα; Από τότε που είδα το όραμα δεν έχω δύναμη κι ούτε έμεινε πνοή μέσα μου». Τότε, εκείνος που έμοιαζε με άνθρωπο με άγγιξε πάλι και με δυνάμωσε. «Μη φοβάσαι», μου είπε, «άνθρωπε, εσύ που τόσο σ’ αγαπάει ο Θεός. Ειρήνη σ’ εσένα! Να είσαι θαρραλέος και δυνατός». Κι ενώ μου μιλούσε, ενδυναμώθηκα και είπα: «Μίλα, κύριέ μου. Μου ’δωσες δύναμη!» όπως τον είχα βοηθήσει κι εγώ, τον πρώτο χρόνο του Δαρείου του Μήδιου». Ο άγγελος συνέχισε: «Και τώρα, το μήνυμα που έχω να σου αναγγείλω είναι αληθινό: Τρεις ακόμη βασιλιάδες θα βασιλέψουν στους Πέρσες κι ένας τέταρτος θα πλουτίσει περισσότερο απ’ όλους τους προηγούμενους. Κι αφού γίνει δυνατός με τον πλούτο του, θα ξεσηκώσει τους πάντες εναντίον του βασιλείου των Ελλήνων. Τότε όμως θα εμφανιστεί ένας γενναίος Έλληνας βασιλιάς, που θα εξουσιάζει με μεγάλη δύναμη και θα πραγματοποιήσει όλα τα σχέδιά του. Αλλά πάνω στο κορύφωμα της δύναμής του το βασίλειό του θα συντριφθεί και θα διαμοιραστεί στους τέσσερις ανέμους του ουρανού και όχι στους απογόνους του. Κανένας όμως δε θα έχει την εξουσία που είχε αυτός, γιατί η βασιλεία του θα ξεριζωθεί και θα μοιραστεί σε άλλους εκτός από τους απογόνους του». «Ο βασιλιάς του νότου, θα αποκτήσει δύναμη αλλά κάποιος από τους στρατηγούς του θα γίνει ισχυρότερος απ’ αυτόν και θα καταλάβει την εξουσία. Η κυριαρχία του θα είναι ευρύτατη. Μετά από χρόνια τα δύο βασίλεια θα ενωθούν, γιατί η κόρη αυτού του βασιλιά θα παντρευτεί το βασιλιά του βορρά, για να συνάψουν συμμαχία. Αυτή όμως δεν θα διατηρήσει τη δύναμή της. Ο άντρας της δεν θα μείνει για πολύ ζωντανός ούτε τα παιδιά τους. Θα εξοντωθεί κι αυτή, την ίδια εποχή που θα εξοντωθεί το περιβάλλον της, ο πατέρας της και ο άντρας της. Εκείνη την εποχή θ’ αναδειχθεί κάποιος άλλος, συγγενής της, στη θέση του πατέρα της και θα απειλήσει το στρατό του βασιλιά του βορρά μέσα στα ίδια του τα οχυρώματα. Θα επιτεθεί στο στρατό του και θα τον νικήσει. Επίσης θα φέρει λάφυρα στην Αίγυπτο τα αγάλματα των θεών της χώρας μαζί με τα πολύτιμά τους σκεύη, τα ασημένια και τα χρυσά. Και για μερικά χρόνια δε θα ξαναεπιτεθεί εναντίον του βασιλιά του βορρά. Μετά ο βασιλιάς του βορρά θα εισβάλει στο βασίλειο του νότου αλλά θα υποχρεωθεί να ξαναγυρίσει στη χώρα του. »Οι γιοι του βασιλιά του βορρά, όμως, θα προετοιμαστούν για πόλεμο και θα συγκεντρώσουν πάρα πολλές δυνάμεις. Ένας απ’ αυτούς θα προελάσει με το στρατό του εναντίον των εχθρών του και θα επιτεθεί στα οχυρά τους σαν χείμαρρος που υπερχειλίζει. Και καθώς θα επιστρέφει στη χώρα του θα επιτεθεί σε μια οχυρή εχθρική πόλη. Τότε ο βασιλιάς του νότου θα οργιστεί και θα βγει να πολεμήσει εναντίον του βασιλιά του βορρά· ο τελευταίος θ’ αντιπαρατάξει πολυάριθμο στρατό, αλλά θα παραδοθεί ολόκληρος στην εξουσία του πρώτου. Ο βασιλιάς του νότου μετά απ’ αυτή τη νίκη του θα υπερηφανευθεί πολύ· αλλά παρ’ όλο που θα εξουδετερώσει μυριάδες εχθρών του, τελικά δεν θα επικρατήσει. Γιατί ο βασιλιάς του βορρά θα γυρίσει και θ’ αντιπαρατάξει πολυάριθμο στρατό, περισσότερον απ’ ό,τι την πρώτη φορά και καλά εξοπλισμένον, και το δίχως άλλο θα κάνει επίθεση στον κατάλληλο καιρό. »Εκείνη την εποχή πολλοί θα ξεσηκωθούν εναντίον του βασιλιά του νότου κι επίσης βίαιοι επαναστάτες από το λαό σου, Δανιήλ, θα κάνουν εξέγερση για να πραγματοποιήσουν το όραμα, αλλά θα νικηθούν. Ο βασιλιάς του βορρά, λοιπόν, θα έρθει και θα κατασκευάσει ανάχωμα εναντίον μιας οχυρής πόλης και θα την καταλάβει. Ο βασιλιάς του νότου δεν θ’ αντέξει και οι επίλεκτοι του στρατού του δεν θα έχουν τη δύναμη ν’ αντισταθούν. Ο εισβολέας θα κάνει ό,τι θέλει και κανείς δεν θα μπορεί να του αντισταθεί. Θα εγκατασταθεί στη δοξασμένη χώρα, αφού στο πέρασμά του θα έχει προκαλέσει καταστροφές. »Μετά θ’ αποφασίσει να εισβάλει με όλο το στρατό του βασιλείου του στη χώρα και θα προσποιηθεί ότι συμπεριφέρεται με ειλικρίνεια: θα δώσει μια από τις κόρες του σε γάμο με το βασιλιά του νότου, με απώτερο στόχο να ερημώσει τη χώρα του εχθρού του. Δε θα μπορέσει, όμως, να επιτύχει το σκοπό του. Τότε θα στραφεί ενάντια στις παράκτιες περιοχές και θα κυριέψει πολλές απ’ αυτές. Αλλά ένας ηγεμόνας θα βάλει τέλος στην υπερηφάνεια του, ώστε να μην την επαναλάβει. Τότε θα στραφεί ενάντια στις οχυρές πόλεις της δικής του χώρας, αλλά θα νικηθεί και θα εξαφανιστεί τελείως. »Στη θέση του θα εμφανιστεί άλλος βασιλιάς, που θα στείλει κάποιον να καταπιέσει το λαό με βαριά φορολογία αλλά μετά από λίγον καιρό αυτός ο βασιλιάς θα φονευθεί ύπουλα και όχι στη μάχη». «Το βασιλιά αυτόν θα τον διαδεχθεί ένας μισητός άνθρωπος, ο οποίος δεν θα είναι νόμιμος διάδοχος. Σε καιρό ειρήνης θα έρθει αιφνίδια και θα καταλάβει το βασίλειο με διάφορες δολοπλοκίες. Κανένας στρατός δεν θα μπορεί να εισβάλει στη χώρα του· θα τους κατατροπώνει όλους. Αυτός θα φονεύσει ακόμα και τον αρχιερέα. Σε κάθε συμμαχία του με άλλους λαούς θα μεταχειρίζεται απάτη· έτσι η δύναμή του θα αυξάνει όλο και περισσότερο, μολονότι οι άντρες του θα είναι λίγοι. Σε καιρό ειρήνης θα εισβάλει στα ευφορότερα μέρη της επαρχίας και θα κάνει ό,τι δεν έκαναν οι πρόγονοί του ούτε οι πρόγονοι των προγόνων του. Θα λεηλατήσει εκείνους τους τόπους και θα μοιράσει στους οπαδούς του λάφυρα και αγαθά κι επίσης θα καταστρώσει σχέδια εναντίον οχυρών πόλεων· αλλά αυτό δεν θα διαρκέσει για πολύν καιρό. »Με τη δύναμή του και την τόλμη του θα φύγει με πολύ στρατό εναντίον του βασιλιά του νότου. Ο βασιλιάς του νότου θα εμπλακεί μαζί του σε πόλεμο με μεγάλο και ισχυρό στρατό, αλλά δε θα μπορέσει να του αντισταθεί, γιατί κάποιοι θα έχουν καταστρώσει σχέδια εναντίον του. Πράγματι, άνθρωποι του περιβάλλοντός του θα τον προδώσουν, ο στρατός του θα κατατροπωθεί και θα σκοτωθούν πολλοί στρατιώτες του. Και οι δύο αυτοί βασιλιάδες θα έχουν στο νου τους πώς να κάνουν κακό ο ένας στον άλλο. Ενώ θα τρώνε στο ίδιο τραπέζι, θα λένε ψέματα ο ένας στον άλλο. Τα σχέδιά τους όμως δε θα πετύχουν, γιατί δεν θα έχει έρθει ακόμα ο κατάλληλος καιρός. Ο βασιλιάς του βορρά, θα επιστρέψει στη χώρα του με πολλά πλούτη. Επιστρέφοντας θα πραγματοποιήσει τα σχέδιά του εναντίον της ιουδαϊκής θρησκείας. »Αργότερα ο ίδιος αυτός βασιλιάς θα εκστρατεύσει και θα εισβάλει στο νότο· αλλά η τελευταία εκστρατεία δε θα είναι όπως η πρώτη. Θα έρθουν εναντίον του τα πλοία των Κιτιαίων κι αυτός θα φοβηθεί και θα γυρίσει πίσω. Έπειτα θα στρέψει την οργή του κατά των Ιουδαίων και θα πραγματοποιήσει τα σχέδιά του εναντίον τους. Μετά θα επιστρέψει στη χώρα του και θα συνεννοηθεί μ’ εκείνους από τους Ιουδαίους που πρόδωσαν την πίστη τους και θα έρθει ο στρατός του και θα βεβηλώσει το ναό πάνω στο φρούριο: Θα καταργήσει την καθημερινή θυσία και θα στήσει εκεί το βδέλυγμα της ερημώσεως. Ο βασιλιάς αυτός με τις δολοπλοκίες του θα παρασύρει αυτούς που παραβαίνουν τη διαθήκη. Ο λαός όμως που γνωρίζει το Θεό του, θα παραμείνει σταθερός στον τρόπο ζωής του. Οι πιο μυαλωμένοι ανάμεσα στο λαό θα συνετίσουν και τους άλλους· αλλά για μεγάλο χρονικό διάστημα άλλοι θα σκοτώνονται στη μάχη, άλλοι θα καίγονται, άλλοι θα αιχμαλωτίζονται ή οι περιουσίες τους θα λεηλατούνται. Και μετά απ’ όλους αυτούς τους διωγμούς ο λαός του Θεού θα έχει μικρή βοήθεια, γιατί πολλοί απ’ αυτούς που θα τους συμπαρασταθούν, θα τους φερθούν υποκριτικά. Από τους συνετούς μερικοί θα σκοτωθούν κι ο θάνατός τους θα έχει ως αποτέλεσμα ο λαός να εξαγνιστεί, να καθαριστεί και να τελειοποιηθεί, ώσπου να ’ρθεί το τέλος στον ορισμένο καιρό. »Ο βασιλιάς αυτός του βορρά θα φέρεται αυταρχικά και θα υπερηφανευθεί ότι είναι ανώτερος από κάθε άλλον θεό· ακόμα κι εναντίον του υπέρτατου Θεού θα κομπορρημονεί. Όλα αυτά θα τα κάνει μέχρις ότου ξεσπάσει η οργή του Θεού, γιατί ό,τι έχει οριστεί, θα εκπληρωθεί. Δε θα υπολογίζει τους θεούς των προγόνων του ούτε τον αγαπημένο θεό των γυναικών· θα θεωρεί τον εαυτό του ανώτερον από όλους τους θεούς και κανένα δε θα σέβεται. Στη θέση τους θα τιμήσει το θεό των οχυρών, ένα θεό που ποτέ δε γνώρισαν οι πρόγονοί του· θα προσφέρει σ’ αυτόν χρυσάφια και ασήμια, πολύτιμα πετράδια και πλούσια δώρα. Με τη βοήθεια αυτού του ξένου θεού θα επιτεθεί εναντίον διαφόρων πόλεων. Εκείνους που θα τον αναγνωρίσουν θα τους τιμήσει ανάλογα· θα τους δώσει εξουσία πάνω σε πολλούς ανθρώπους και θα τους μοιράσει τη χώρα για ανταμοιβή. »Στον καιρό του τέλους, όμως, ο βασιλιάς του νότου θα επαναλάβει τις εχθροπραξίες αλλά ο βασιλιάς του βορρά θα του επιτεθεί με άμαξες, ιππικό και πολλά πλοία. Θα έρθει στις χώρες του ορμητικός σαν πλημμύρα και θα διαβεί μέσα απ’ αυτές. Θα εισβάλει και στη δοξασμένη χώρα και θα εξολοθρέψει μυριάδες· αλλά οι Εδωμίτες, οι Μωαβίτες και ένα μέρος των Αμμωνιτών θα διαφύγουν. Κι όταν θα έχει εισβάλει σ’ όλες αυτές τις χώρες δεν θα διστάσει να επιτεθεί και εναντίον της Αιγύπτου και ν’ αρπάξει το χρυσάφι και το ασήμι της κι όλους τους πολύτιμους θησαυρούς της. Επίσης θα υποτάξει τους Λίβυες και τους Αιθίοπες. Θα τον αναστατώσουν όμως δυσάρεστες ειδήσεις, ότι δηλαδή επίκειται εισβολή στη χώρα του εχθρών από ανατολάς κι από βορρά· έτσι θα στραφεί εναντίον τους και θα τους πολεμήσει με μεγάλη μανία και θα εξολοθρέψει πολλούς απ’ αυτούς. Θα στήσει τις βασιλικές του σκηνές ανάμεσα στη θάλασσα και στο άγιο βουνό, όπου βρίσκεται ο ναός του Θεού. Θα πεθάνει όμως χωρίς κανείς να μπορεί να τον βοηθήσει». «Εκείνη την εποχή», συνέχισε ο άγγελος, «θα παρουσιαστεί ο αρχάγγελος Μιχαήλ, ο προστάτης του λαού σου. Θα είναι στενάχωρα χρόνια, που όμοια τους δεν υπήρξαν ποτέ από τότε που δημιουργήθηκαν τα έθνη. Θα σωθούν, όμως, από το λαό σου όλοι εκείνοι που τα ονόματά τους είναι γραμμένα στο βιβλίο του Θεού. Πολλοί που έχουν πεθάνει θ’ αναστηθούν, άλλοι για να ζήσουν αιώνια κι άλλοι για ν’ αντιμετωπίσουν αιώνια ντροπή και περιφρόνηση. Οι συνετοί όμως θα λάμψουν σαν το λαμπρό στερέωμα, κι εκείνοι που βοήθησαν πολλούς να μείνουν πιστοί, θα λάμψουν επίσης σαν αστέρια για πάντα. »Τώρα εσύ, Δανιήλ, κλείσε το βιβλίο μ’ αυτά τα λόγια και κράτησε μυστικό το περιεχόμενό του μέχρι τον καιρό του τέλους. Πολλοί θα θελήσουν να το διερευνήσουν για ν’ αυξήσουν τις γνώσεις τους». Εκείνη τη στιγμή εγώ, ο Δανιήλ, είδα δύο άλλους άντρες να στέκονται ένας από τη μία όχθη του ποταμού κι ο άλλος απ’ την άλλη. Ο ένας ρώτησε τον άντρα που φορούσε λινά και στεκόταν πάνω από τα νερά του ποταμού: «Πότε θα πάρουν τέλος όλα αυτά τα θαυμαστά πράγματα;» Τότε εκείνος σήκωσε τα δυο του χέρια στον ουρανό και τον άκουσα που ορκίστηκε στον αιώνιο Θεό ότι θα περάσουν τριάμισυ χρόνια. Όλα αυτά θα εκπληρωθούν, όταν τελειώσουν και τα δεινά του άγιου λαού του Θεού. Εγώ άκουσα αλλά δεν κατάλαβα, και ξαναρώτησα: «Κύριέ μου, πότε είπες ότι θα τελειώσουν όλα αυτά;» Εκείνος απάντησε: «Πήγαινε τώρα, Δανιήλ, γιατί το μήνυμά μου πρέπει να παραμείνει σφραγισμένο μέχρι τον καιρό του τέλους. Πολλοί θα εξαγνιστούν, θα καθαριστούν και θα τελειοποιηθούν με τα δεινά τους· αλλά οι ασεβείς θα εξακολουθήσουν να ασεβούν και κανένας απ’ αυτούς δε θα καταλάβει τίποτα. Μόνον οι συνετοί θα καταλάβουν. Από τον καιρό που θα καταργηθεί η καθημερινή θυσία και θα στηθεί στο θυσιαστήριο το βδέλυγμα της ερημώσεως, θα περάσουν χίλιες διακόσιες ενενήντα μέρες. Μακάριος όποιος δείξει καρτερία, ώσπου να περάσουν χίλιες τριακόσιες τριάντα πέντε μέρες! Εσύ όμως τώρα, Δανιήλ, πήγαινε κι αναπαύσου, μέχρις ότου έρθει το τέλος. Αλλά στο τέλος των καιρών θ’ αναστηθείς για να λάβεις την αμοιβή σου». Λόγος του Κυρίου, που απευθύνθηκε στον Ωσηέ, γιο του Βεηρί, την εποχή που βασιλιάδες του Ιούδα ήταν οι Ουζζίας, Ιωθάμ, Άχαζ και Εζεκίας, και βασιλιάς του Ισραήλ ήταν ο Ιεροβοάμ, γιος του Ιωάς. Την πρώτη φορά που μίλησε ο Κύριος στον Ωσηέ, του είπε: «Πήγαινε και πάρε γυναίκα σου μια ιερόδουλο κι έτσι, τα παιδιά που θα κάνεις μαζί της δεν θα έχουν καθόλου δικαιώματα. Πράγματι, ο λαός της χώρας ζει σε κατάσταση πορνείας, γιατί απαρνήθηκε εμένα, τον Κύριο». Πήγε, λοιπόν, ο Ωσηέ και πήρε γυναίκα του τη Γόμερ, κόρη του Διβλάγιμ, η οποία έμεινε έγκυος και του γέννησε γιο. Τότε είπε ο Κύριος στον Ωσηέ: «Το παιδί να το ονομάσεις Ιζρεέλ, γιατί σε λίγο εγώ θα εκδικηθώ τους φόνους που έκανε η δυναστεία του Ιηού στην κοιλάδα Ιζρεέλ και θα καταργήσω το βασίλειο του Ισραήλ. Την ημέρα εκείνη θα συντρίψω το στρατό του Ισραήλ στην κοιλάδα Ιζρεέλ». Η Γόμερ έμεινε και πάλι έγκυος και γέννησε κόρη. Τότε είπε ο Θεός στον Ωσηέ: «Το παιδί να το ονομάσεις “Λο-Ρουχάμα” (Μη Ελεημένη), γιατί δε θα ελεήσω άλλο τους Ισραηλίτες· δε θα τους συγχωρήσω πια. Θα ελεήσω όμως το λαό του Ιούδα, και θα τους σώσω γιατί εγώ είμαι ο Κύριος ο Θεός τους· κι αυτό δεν θα το κάνω με τόξα ή με ξίφη, με όπλα πολεμικά ή με άλογα και καβαλάρηδες». Όταν η Γόμερ απογαλάκτισε τη «Λο-Ρουχάμα» (Μη Ελεημένη), έμεινε πάλι έγκυος και γέννησε γιο. Τότε ο Θεός είπε στον Ωσηέ: «Το παιδί θα το ονομάσεις “Λο-Αμμί” (Μη Λαός μου), γιατί εσείς δεν είστε πια λαός μου κι εγώ δεν υπάρχω πια για σας». Θα ’ρθεί όμως καιρός που ο λαός του Ισραήλ θα γίνει πολυάριθμος σαν της θάλασσας την άμμο, που δεν μπορεί να μετρηθεί ή να αριθμηθεί. Κι αυτοί, στους οποίους ο Θεός είχε πει «εσείς δεν είστε λαός μου», τότε θα ονομάζονται «παιδιά του αληθινού Θεού». Ο λαός του Ιούδα και ο λαός του Ισραήλ θα ενωθούν ξανά, θα ορίσουν κοινό αρχηγό και θα κυριαρχήσουν στη χώρα τους σαν το χορτάρι, που φυτρώνει μέσα από τη γη. Θα είναι μεγάλη μέρα, όταν θα πραγματοποιηθεί εκείνο που σημαίνει το όνομα Ιζρεέλ: «Ο Θεός σπέρνει». Τους αδερφούς σας ονομάστε τους «λαέ μου», τις αδερφές σας «ελεημένη» ονομάστε τις. Ο Κύριος λέει: «Τη μάνα σας –τον Ισραήλ– κατηγορήστε την πως φέρνεται σαν να μην είναι πια γυναίκα μου, σαν να μην είμαι άντρας της εγώ. Ας πετάξει από πάνω της τα σημάδια της πορνείας της κι από τα στήθη της τα σημάδια της μοιχείας της. Αλλιώς θα την ξεγυμνώσω και θα την κάνω όπως τη γέννησε η μάνα της· θα την κάνω να μοιάζει με την έρημο, να ’ναι ωσάν την άνυδρη γη και θα την κάνω να πεθάνει από τη δίψα. Τα παιδιά της δεν θα τα σπλαχνιστώ, γιατί είναι παιδιά πόρνης. Πράγματι, πόρνη έγινε η μάνα τους, φέρθηκε αδιάντροπα εκείνη που τους γέννησε. “Θέλω να πάω με τους εραστές μου”, είπε, “μ’ εκείνους που μου εξασφαλίζουν το ψωμί μου και το νερό μου, το λάδι μου και το κρασί μου, μαλλί μού δίνουν για να υφάνω και λινάρι”. Γι’ αυτό κι εγώ το δρόμο της μ’ αγκάθια θα τον φράξω γύρω της πέτρινο θα χτίσω τοίχο για να μη βρίσκει μονοπάτι να διαβεί. Θα κυνηγάει τους εραστές της δίχως να τους φτάνει· θα τους αναζητάει και δε θα τους βρίσκει. Τότε θα πει: “ας πάω πίσω στον πρώτο μου τον άντρα· καλύτερα ήμουν τότε απ’ ό,τι τώρα”. Μα αυτή δεν αναγνώρισε ποτέ πως εγώ ήμουν που της έδινα το στάρι, το νέο κρασί και το καινούριο λάδι, και πως την πλούτιζα με ασήμια και χρυσάφια, που εκείνη στη λατρεία του Βάαλ τα ’δινε. »Γι’ αυτό κι εγώ πίσω το στάρι μου θα πάρω στον καιρό του θερισμού, στην εποχή του τρύγου το κρασί μου και θα της πάρω το μαλλί και το λινάρι που της έδινα τη γύμνια της για να σκεπάζει. Ναι, θα την ξεγυμνώσω τη μάνα σας μπροστά στους εραστές της, κι ούτ’ ένας ικανός δε θα βρεθεί να τη γλιτώσει από τα χέρια μου. Θα βάλω τέλος σ’ όλες τις γιορτές της –τις νουμηνίες, τα Σάββατα και τις μεγάλες του έτους τις γιορτές. Τ’ αμπέλια της και τις συκιές της θ’ αφανίσω, που έλεγε γι’ αυτά πως της τα έδωσαν για πληρωμή οι εραστές της. Σε δάσος θα τα μεταβάλω, όπου τα άγρια θεριά θα βόσκουν. Μ’ αυτό τον τρόπο θα την τιμωρήσω για τον καιρό που πρόσφερνε λιβάνια στους Βααλίμ, και στολιζόταν με τα σκουλαρίκια και με τα στολίδια της, κι έτρεχε πίσω από τους εραστές της, κι εμένα με ξεχνούσε. Εγώ ο Κύριος το λέω». «Θα ξαναοδηγήσω όμως τη μάνα σας στην έρημο κι εκεί στην καρδιά της θα μιλήσω τρυφερά. Τότε τ’ αμπέλια της θα της τα ξαναδώσω· θα κάνω την κοιλάδα Αχώρ μια πύλη ελπίδας. Κι εκείνη θα μου αποκριθεί εκεί, καθώς τις μέρες που ήταν νέα, καθώς τότε που βγήκε από την Αίγυπτο. «Τη μέρα εκείνη», λέει ο Κύριος στον Ισραήλ, «“άντρα μου” θα με αποκαλέσεις· δεν θα με ονομάζεις πια “Βάαλ μου” (αφέντη μου). Θα βγάλω από τη μνήμη σου τα ονόματα των Βααλίμ, δε θα τους επικαλεστείς ξανά ποτέ σου. Τότε θα κάνω για χάρη σου συμφωνία με τ’ άγρια ζώα, με τα πετούμενα και μ’ όλα τ’ άλλα ζωντανά και τα ερπετά της γης. Τόξα και ξίφη κι όλα τα όπλα τα πολεμικά θα τα εξαφανίσω από τη χώρα σου, και θα κάνω τον ύπνο σου ήσυχο κι ασφαλή. Μαζί σου θα ενωθώ για πάντα με τα δεσμά του γάμου. Για δώρα γαμήλια θα σου προσφέρω υποστήριξη και προστασία, αγάπη και συμπόνια. Θα σε κερδίσω με την αταλάντευτη πιστότητά μου και θα με αναγνωρίσεις για Κύριό σου. «Εκείνη την ημέρα», λέει ο Κύριος, «θ’ αποκριθώ στην προσευχή του ουρανού κι εκείνος θ’ αποκριθεί στην ανάγκη της γης για βροχή. Τότε η γη θα δώσει στάρι, νέο κρασί και καινούριο λάδι, κι αυτά θα δοθούν στον Ιζρεέλ. Θα σε σπείρω, Ιζρεέλ, στη χώρα, για να μου κάνεις πολλά παιδιά· θα ελεήσω τη “Μη Ελεημένη”, και θα πω στο “Μη Λαό μου”: “λαός μου είσ’ εσύ”. Κι αυτός θα πει: “εσύ είσαι Θεός μου”». Ο Κύριος μου είπε: «Τώρα πήγαινε πάλι και πάρε πίσω τη γυναίκα σου που αγαπάς, παρ’ όλο που έχει γίνει μοιχαλίδα, όπως κι εγώ αγαπάω τους Ισραηλίτες, παρ’ όλο που αυτοί έχουν στραφεί σε ξένους θεούς και λαχταράνε τις σταφιδόπιτες ». Έτσι πήγα κι απέκτησα πάλι τη γυναίκα μου, δίνοντας δεκαπέντε αργυρά νομίσματα και ενάμισυ χομόρ κριθάρι. Και της είπα: «Θα μείνεις μαζί μου για πολύν καιρό. Δε θα πηγαίνεις με άλλους άντρες, μα ούτε κι εγώ θα πλαγιάζω μαζί σου». Το ίδιο κι ο λαός του Ισραήλ: Πολύν καιρό θα μείνουν δίχως βασιλιά και δίχως άρχοντες, χωρίς θυσίες, χωρίς τις πέτρινες λατρευτικές στήλες και χωρίς εφώδ και ειδώλια. Πολύ αργότερα θα επιστρέψουν στον Κύριο και θα αποζητήσουν το Θεό τους και τον απόγονο του Δαβίδ, το βασιλιά τους. Θα έρχονται με σεβασμό στον Κύριο και θα δέχονται τ’ αγαθά του. Ακούστε το λόγο του Κυρίου, λαέ του Ισραήλ! Ο Κύριος είναι σε δίκη μ’ αυτής της χώρας τους κατοίκους, γιατί δεν υπάρχει αλήθεια ούτε αγάπη στη χώρα, ούτε γνώση Θεού. Πληθαίνουν οι κατάρες κι οι απάτες, οι φόνοι, οι κλεψιές και οι μοιχείες· τον ένα φόνο ακολουθεί ο άλλος. Γι’ αυτό, κοιτάξτε! Άρχισε να ξεραίνεται η χώρα, κι όλα όσα ζούνε πάνω της από τη δίψα θα πεθάνουν. Μαζί με τ’ άγρια ζώα και τα πετούμενα, ακόμα και της θάλασσας τα ψάρια θα ψοφήσουν. «Ας μην κατηγορεί ο λαός σου ο ένας τον άλλο αδιάκριτα», λέει ο Κύριος. «Έχουν όμως κάθε λόγο να κατηγορούν τους ιερείς. Εσείς, ιερείς, σκοντάφτετε μέρα μεσημέρι, μαζί σας σκοντάφτουν και οι προφήτες τη νύχτα. Εγώ θα καταστρέψω όλο σας το συγγενολόι. Ο λαός μου βαδίζει στην καταστροφή από έλλειψη γνώσης. Επειδή με αγνοήσατε, θα σας αγνοήσω κι εγώ ως ιερείς μου. Επειδή λησμονήσατε το νόμο του Θεού σας, θα λησμονήσω κι εγώ τα παιδιά σας. «Όσο πληθαίνανε οι ιερείς, τόσο αμάρταναν ενώπιόν μου. Κι εγώ τη δόξα τους σε ατιμία θα μεταβάλω. Τρέφονται απ’ του λαού μου τις θυσίες εξιλέωσης, γι’ αυτό την ανομία του επιθυμούν. Αλλά θα πάθουν κι οι ιερείς όμοια με το λαό. Για τη διαγωγή τους θα τους τιμωρήσω, θα τους ανταποδώσω ανάλογα με τα έργα τους. Θα τρώνε, μα δε θα χορταίνουν· θα επιδίδονται στην πορνεία, αλλά δε θα πολλαπλασιάζονται· γιατί εγκατέλειψαν τον Κύριο για να δοθούν στη λατρεία των ειδώλων». Ο Κύριος λέει: «Πορνείες και νέο κρασί διώχνουν το λογικό! Ο λαός μου ρωτάει τα ξύλινα ειδωλά του για να μάθει, και το ραβδάκι της μαντικής του τού φανερώνει ό,τι γυρεύει· γιατί πνεύμα πορνείας τούς παραπλανά κι εμένα μ’ εγκατέλειψαν. «Στις κορφές πάνω των βουνών προσφέρουν τις θυσίες τους, πάνω στους λόφους το λιβανωτό τους καίνε, κάτω από τις βελανιδιές, τις λεύκες και τις τερεβίνθους, γιατί είναι ευχάριστη η σκιά τους. Για τούτο οι κόρες σας γίνονται πόρνες κι οι νύφες σας μοιχεύονται. Αλλά τις κόρες σας, δε θα τις τιμωρήσω για την πορνεία τους, ούτε για την μοιχεία τους τις νύφες σας· εσάς θα τιμωρήσω, τους ιερείς, που πηγαίνετε παράμερα με τις ιερόδουλες και τρώτε ειδωλόθυτα μαζί τους. Έτσι ο λαός που με αγνοεί βαδίζει στην καταστροφή. «Εσύ, λαέ του Ισραήλ, αν θέλεις να πορνεύεσαι, τουλάχιστον ας μην παρασυρθεί και ο λαός του Ιούδα! Ας μην πηγαίνουνε στα Γάλγαλα και στη Βαιθ-Αυέν! Ας μην ανεβαίνουν και ας μη δίνουν τους όρκους τους στ’ όνομα του αληθινού Κυρίου!» Πεισμάτωσε ο Ισραήλ σαν δύστροπη αγελάδα. Και πώς ο Κύριος θα τους βοσκήσει σαν αρνιά σε τόπο ευρύχωρο; Ο λαός του Εφραΐμ συνδέθηκε με τα είδωλα· αφήστε τον. Ομάδα μεθυσμένων, έχουν επιδοθεί στην πορνεία· αγαπούν οι ξεδιάντροποι την ατιμία τους. Αλλά θα τους σηκώσει ο άνεμος· περίγελως θα γίνουν με τις θυσίες τους. Ο Κύριος λέει: «Ακούστε τα αυτά εσείς, ιερείς! Εσείς οι αρχηγοί του Ισραήλ προσέξτε! Ακούστε τα κι εσείς που στη βασιλική ανήκετε οικογένεια! Εσείς θα έπρεπε να κρίνετε δίκαια· αντί γι’ αυτό όμως, γίνατε για το λαό μου παγίδα στη Μισπά, δίχτυ απλωμένο στ’ όρος Θαβώρ, και στη Σιττείμ λάκκος βαθύς. Εγώ όμως όλους θα σας τιμωρήσω». Ο Κύριος λέει: «Το λαό του Εφραΐμ εγώ καλά τον ξέρω· δεν μπορεί να μου κρυφτεί ο λαός του Ισραήλ. Η φυλή Εφραΐμ έχει μολυνθεί με την πορνεία κι ο Ισραήλ με την ειδωλολατρία του. Τα έργα τους δεν τους αφήνουνε να επιστρέψουν στο Θεό τους, γιατί πνεύμα πορνείας είναι μέσα τους και δεν αναγνωρίζουνε τον Κύριο». Η αλαζονεία του λαού του Ισραήλ μαρτυρεί εναντίον τους· θα σκοντάψουν και θα πέσουν απ’ τις παρανομίες τους. Το ίδιο και ο λαός του Ιούδα θα σκοντάψει και θα πέσει. Με τα πρόβατά τους και τα βόδια τους πάνε ν’ αναζητήσουν τον Κύριο προσφέροντάς τα θυσία, αλλά δεν θα τον βρουν· έφυγε μακριά τους. Απίστησαν στον Κύριο κι απέκτησαν νόθα παιδιά. Τώρα, λοιπόν, η νέα σελήνη θα τους βρει κατεστραμμένους κι αυτούς και τη χώρα τους. Ο Κύριος λέει: «Σαλπίστε του πολέμου σάλπιγγες στη Γαβαά, ηχήστε σάλπιγγες και στη Ραμά, σημάνατε συναγερμό στη Βαιθ-Αυέν. Πάρτε τις προφυλάξεις σας, άντρες της φυλής Βενιαμίν! Ο λαός του Εφραΐμ θα ερημωθεί της τιμωρίας τη μέρα. Ετούτο έχω ν’ αναγγείλω στις φυλές του Ισραήλ και θα συμβεί το δίχως άλλο. «Οι άρχοντες του λαού του Ιούδα φέρονται σαν εκείνους που μεταθέτουνε τα σύνορα· θα κάνω πάνω τους η οργή μου να ξεσπάσει σαν νεροποντή. Καταπιέζεται ο λαός του Εφραΐμ, το δίκιο τους καταπατείται, γιατί πήγαν να γυρέψουνε βοήθεια σ’ αυτούς που δεν μπορούσαν να τους βοηθήσουν. Εγώ ο Κύριος είμαι γι’ αυτούς σαν πυώδες απόστημα και για το λαό του Ιούδα σαν μολυσμένο έλκος. «Ο λαός του Εφραΐμ διαπίστωσε την αρρώστια του και ο λαός του Ιούδα την πληγή του. Τότε ο λαός του Εφραΐμ έστειλε αγγελιοφόρους στο μεγάλο βασιλιά των Ασσυρίων. Μα εκείνος δεν μπορεί να τους γιατρέψει, δεν μπορεί να θεραπεύσει την πληγή τους. Γιατί εγώ, ο Κύριος, θα επιτεθώ ωσάν λιοντάρι στο λαό του Εφραΐμ και στο λαό του Ιούδα· θα τους ρίξω καταγής και θα τους ξεσκίσω. Κι όταν μαζί μου θα τους σέρνω, κανείς δε θα βρεθεί να τους γλιτώσει. Θα φύγω και θα γυρίσω πίσω στον τόπο μου, ώσπου ν’ αναγνωρίσουνε τα λάθη τους και να γυρέψουν να με βρουν. Τότε στη θλίψη τους θα με αναζητήσουν». Λέτε, λοιπόν: «Εμπρός, ας επιστρέψουμε στον Κύριο! Αυτός μας κατασπάραξε, αυτός θα μας γιατρέψει· αυτός μας πλήγωσε, αυτός και τις πληγές μας θα επιδέσει. Δυο και τρεις μέρες υποφέρουμε. Έπειτα όμως θα μας ξαναδώσει τη ζωή, θα μας σηκώσει και θα ζήσουμε ενώπιόν του. Ελάτε, ας γνωρίσουμε τον Κύριο, βίωμα ας κάνουμε αυτή τη γνώση. Όπως σίγουρα έρχεται η αυγή, όπως σίγουρα έρχεται η βροχή, η πρώιμη κι η όψιμη, όπου τη γη ποτίζει, το ίδιο σίγουρα θα ’ρθεί για να μας βοηθήσει ο Κύριος». Αλλά ο Κύριος απαντάει: «Τι να σου κάνω, λαέ του Εφραΐμ, τι να σου κάνω, λαέ του Ιούδα; Σαν πρώιμη ομίχλη είναι η αγάπη σας, σαν τη δροσιά την πρωινή που φεύγει. Συνέχεια σας πολέμησα με τους προφήτες μου, σας απείλησα με θάνατο. Η απόφασή μου είναι καθάρια σαν το φως. Την αγάπη σας θέλω κι όχι θυσίες· να με αναγνωρίσετε για Θεό σας, παρά να μου προσφέρετε ολοκαυτώματα». Λέει ο Κύριος: «Αυτοί παραβήκαν τη διαθήκη μου στην πόλη Αδάμ· εκεί απίστησαν σ’ εμένα. Η Γαλαάδ είναι πόλη κακοποιών, που πίσω τους αφήνουν ίχνη αίματος. Σαν τους ληστές που στήνουνε καρτέρι κρύβονται οι ιερείς. Στο δρόμο προς τη Συχέμ σκοτώνουν. Αυτές τις πράξεις διαπράττουν τις αισχρές. Είδα πράγματα φρικτά στον Ισραήλ: ο λαός μολύνθηκε με τη λατρεία των ειδώλων και την πορνεία. Αλλά και για σένα, λαέ του Ιούδα, ετοιμάζω φοβερό θερισμό. »Όταν θ’ αλλάξω του λαού μου την κατάσταση, όταν τον Ισραήλ θα τον γιατρέψω, πιότερο θα φανεί η ανομία του λαού του Εφραΐμ και η κακία της Σαμάρειας. Γιατί ζουν με δολιότητα· κλέφτες μπαίνουν στα σπίτια, έξω στους δρόμους οι ληστές γδύνουνε τους ανθρώπους. Και δε σκέφτονται ότι καμιά κακία τους δεν μπορεί να μου διαφύγει. Τώρα οι πράξεις τους τούς έχουν κυκλωμένους· τις έχω όλες μπρος στα μάτια μου». «Με δόλο ξεγελούν το βασιλιά και τους αξιωματούχους του, τους άρχοντες. Προδότες είναι όλοι τους. Καίνε τα πάθη τους καθώς ο παραζεσταμένος φούρνος, που ο φούρναρης τον έχει τόσο κάψει και δε χρειάζεται να ρίξει άλλα ξύλα όση ώρα ζυμώνει και περιμένει η ζύμη να φουσκώσει. Στην επέτειο της ενθρόνισης του βασιλιά μεθούν τους άρχοντές τους κι ο βασιλιάς μ’ αυτούς που τον προδίνουν τσουγκρίζει το ποτήρι του. Οι δολοπλόκοι είναι έτοιμοι για δράση, μα όλη τη νύχτα συγκρατιούνται και μόνο το πρωί εξορμούν. Το καταστροφικό τους μίσος καίει σαν τη φλόγα της φωτιάς. Ο ένας βασιλιάς μετά τον άλλο γίνεται θύμα τους. Κι ωστόσο ούτ’ ένας τους δεν μ’ επικαλείται». Ο Κύριος λέει: «Ο λαός του Εφραΐμ με τα έθνη ανακατεύτηκε. Έγινε σαν καρβέλι ψημένο από τη μια μόνο μεριά. Ξένοι κατέφαγαν τη δύναμή του, μα ετούτος δεν το νιώθει. Ασπρίσαν τα μαλλιά του, μα αυτός δεν το κατάλαβε. Η περηφάνια του Ισραήλ μαρτυρεί εναντίον του· δεν επιστρέψανε σ’ εμένα τον Κύριο, το Θεό τους· ούτε με αναζήτησαν. «Ο Εφραΐμ είναι σαν περιστέρι άπειρο κι ανόητο· πότε τους Αιγύπτιους για βοήθεια καλούν, πότε στην Ασσυρία καταφεύγουν. Αλλά καθώς πορεύονται το δρόμο τους θ’ απλώσω πάνω τους το δίχτυ μου και θα τους ρίξω κάτω, σαν τα πουλιά του ουρανού. Για τις κακίες τους θα τους δέσω. «Αλίμονο στο λαό του Εφραΐμ, που έφυγε μακριά μου! Του μέλλει να καταστραφεί, γιατί εναντίον μου επαναστάτησε! Κι εγώ δεν μπορώ να ελευθερώσω αυτούς που λένε ψέματα εναντίον μου. Δεν είναι ειλικρινείς όταν φωνάζουν να τους βοηθήσω. Πέφτουνε κάτω και θρηνούν, σκίζουν τις σάρκες τους με την ελπίδα να εισακουστούν οι προσευχές τους για σιτάρι και κρασί, μα συνεχίζουνε την ανταρσία εναντίον μου. Ενώ εγώ τους είχα βοηθήσει να γίνουν δυνατοί, εκείνοι εναντίον μου συνωμοτούσαν. Γυρνούν μα όχι σ’ εμένα· γίναν σαν χαλαρό τόξο, που δεν μπορεί το στόχο του να βρει. Οι άρχοντες θα σκοτωθούν σε πόλεμο, γιατί έχουν γλώσσα αλαζονική· και θα γελάει μ’ αυτούς η Αίγυπτος». Ο Κύριος μου είπε: «Σάλπισε με τη σάλπιγγα! Σαν τον αετό ορμά ο εχθρός στη χώρα του Ισραήλ, γιατί τη διαθήκη μου παρέβηκαν κι ενάντια στο νόμο μου επαναστατήσαν. Με αποκαλούν “Θεό τους”, ισχυρίζονται πως με γνωρίζουν, πως είναι ο λαός μου. Ωστόσο ο Ισραήλ απέρριψε ό,τι αγαθό· γι’ αυτό ο εχθρός θα τον τρέψει σε φυγή. Έκαναν βασιλιάδες χωρίς την έγκρισή μου, διόρισαν άρχοντες χωρίς να με ρωτήσουν. Δίνουν το ασήμι τους και το χρυσάφι τους, για να κατασκευάσουν είδωλα –ό,τι πρέπει για να το χάσουν. «Μου προξενεί φρίκη το μοσχάρι σας, κάτοικοι της Σαμάρειας! Άναψε ο θυμός μου εναντίον σας. Ως πότε πια μ’ αυτό το βδέλυγμα θα ζείτε; Τι σχέση έχει ο Ισραήλ μ’ αυτό το πράγμα; Αυτό διόλου δεν είναι θεός· ένας τεχνίτης το ’φτιαξε! Κομμάτια θα γίνει το μοσχάρι της Σαμάρειας. Καθώς το λέει ο λόγος, αυτός που σπέρνει άνεμο, θύελλα θα θερίσει. Καλαμιά δίχως στάχυ δεν δίνει αλεύρι· κι αν μολαταύτα δώσει, ξένοι θα το καταβροχθίσουνε. «Καταβροχθίστηκε ο λαός του Ισραήλ· έγινε τώρα ανάμεσα στα έθνη ένα σκεύος άχρηστο· κανείς δεν ενδιαφέρεται γι’ αυτό. Απευθυνθήκαν στους Ασσυρίους για βοήθεια. Το άγριο το γαϊδούρι την ανεξαρτησία του αγαπάει· ο λαός όμως του Εφραΐμ πληρώνει για να ’χει εραστές. «Αν και επιζητούν με δώρα τη φιλία των εθνών, τώρα εγώ θα τους συγκεντρώσω και θα συντριφθούν κάτω απ’ την καταπίεση του βασιλιά των Ασσυρίων. «Θυσιαστήρια έφτιαξε αναρίθμητα ο λαός του Εφραΐμ, για να απαλλαχθεί από την αμαρτία του· αυτά όμως γίναν αφορμή για ν’ αμαρτάνει. Ακόμα κι αν τους έγραφα χίλιες φορές το νόμο μου, αυτοί δε θα τον λογαριάζαν. Τους αρέσει θυσίες να προσφέρουν, γιατί θέλουν να τρώνε κρέας. Αλλά εγώ ο Κύριος δεν τις επιθυμώ. Δεν ξεχνώ τις ανομίες τους και θα τους τιμωρήσω για τις αμαρτίες τους· στην Αίγυπτο θα επιστρέψουν. «Ο Ισραήλ έχτισε ανάκτορα και ξέχασε έτσι το δημιουργό του· ο Ιούδας έχτισε κι αυτός όλο και περισσότερες πόλεις οχυρωμένες. Όμως εγώ φωτιά στις πόλεις τους θα στείλω και θα εξαφανίσει τα όμορφα σπίτια τους». Μη χαίρεσαι, Ισραήλ, και μην πανηγυρίζεις όπως οι ειδωλολάτρες! Απομακρύνθηκες απ’ το Θεό. Σ’ αρέσει να συνάζεις στ’ αλώνια του σταριού την αμοιβή της πόρνης. Το αλώνι όμως και το λιοτρίβι δε θα είναι αρκετά για να σας θρέψουν· ο μούστος θα σας λείψει κι αυτός. Δε θα μπορέσετε να μείνετε στη χώρα του Κυρίου. Ο λαός του Εφραΐμ θα πρέπει ή στην Αίγυπτο να επιστρέψει ή να φάει στην Ασσυρία μιαρές τροφές. Δε θα μπορούνε να προσφέρουν πια στον Κύριο σπονδές κρασιού ούτε θα είναι ευχάριστες σ’ αυτόν οι θυσίες τους. Το ψωμί που θα τρώνε θα ’ναι ακάθαρτο, και θα κάνει ακάθαρτον όποιον το τρώει, όπως το ψωμί που προσφέρουν στις κηδείες. (Κι αυτό θα συμβεί γιατί τρώνε τα γεννήματά τους μόνο για να χορτάσουνε την πείνα τους· δε θα μπορούνε να προσφέρουν τίποτε απ’ αυτά στο ναό του Κυρίου). Όταν η μέρα θα ’ρθει της μεγάλης γιορτής του Κυρίου σαν σήμερα, πώς τότε θα τη γιορτάσετε; Όταν θα εγκαταλείψετε την ερημωμένη χώρα σας, θα σας περιμαζέψει η Αίγυπτος, αλλά για να σας θάψει στη Μέμφιδα. Εκεί που τώρα λάμπουν οι πολύτιμοι θησαυροί σας τ’ ασημιού, εκεί θα φυτρώσουν αγριόχορτα· αγκάθια θα σκεπάσουν των σπιτιών σας τα ερείπια. Έφτασε ο καιρός της τιμωρίας, ο καιρός της ανταπόδοσης. Εσύ, Ισραήλ, πρέπει να το γνωρίζεις. «Ανόητος», λέτε, «είν’ ο προφήτης! Τρελός ο άνθρωπος του Πνεύματος!» Μ’ αυτά τα λόγια με προσβάλλετε. Με μισείτε τόσο πολύ, γιατί τόσο μεγάλη είν’ η αμαρτία σας. Εσείς, λαέ του Εφραΐμ, στρέφεστε εναντίον του Θεού μου. Αλλά όπου κι αν πάω, μου στήνετε παγίδες. Και στο ναό ακόμα του Θεού μου μού επιτίθεστε. Διαφθαρήκατε εντελώς, όπως οι κάτοικοι της Γαβαά στο παρελθόν. Ο Κύριος θα θυμηθεί την ανομία σας, την αμαρτία σας θα τιμωρήσει. Ο Κύριος λέει: «Όταν πρωτοσυνάντησα, τον Ισραήλ ήταν για με λαχταριστός, σαν τα σταφύλια στην έρημο και σαν τα πρωτογίνωτα τα σύκα στη συκιά οι πρόγονοί τους, ώριμα και γλυκά. Όμως αυτοί, μόλις έφτασαν στη Βάαλ-Φεγώρ, αφιερώθηκαν στο επαίσχυντο είδωλο κι έγιναν το ίδιο βδελυροί όπως κι εκείνο. Αχ, αυτός ο Εφραΐμ! Η δόξα του θα πετάξει σαν πουλί. Οι γυναίκες δεν θα πιάνουν πια παιδιά ούτε θα εγκυμονούνε· παιδιά δεν θα γεννιούνται. Και αν ακόμα μεγαλώσουν τα παιδιά τους, θα τ’ αρπάξω και δε θ’ αφήσω ούτ’ ένα ζωντανό. Αλίμονό τους άμα απομακρυνθώ απ’ αυτούς! Φοίνικας δυνατός ήταν ο Εφραΐμ για μένα, σ’ έδαφος γόνιμο φυτεμένος. Τώρα είν’ αναγκασμένος να οδηγήσει ο ίδιος τους γιους του στο φονιά ». Κύριε, αν πρέπει έτσι να γίνει, με μήτρες άγονες τουλάχιστον τιμώρησέ τους, με στήθη που στερέψανε. Ο Κύριος λέει: «Στα Γάλγαλα όλη τους την κακία δείξανε. Από τότε άρχισα εγώ να στρέφομαι εναντίον τους. Και για τις πράξεις τους τις βδελυρές έξω απ’ τη χώρα μου θα τους διώξω. Θα πάψω να τους αγαπώ· αντάρτες είν’ οι άρχοντές τους όλοι. Ο Εφραΐμ είναι σαν μαραμένο δέντρο· η ρίζα του ξεράθηκε, δε δίνει πια καρπό. Μα κι αν ακόμα οι γυναίκες του λαού γεννήσουν, θα θανατώσω τ’ αγαπημένα τους παιδιά». Ο Θεός μου θα τους αποδιώξει, γιατί δεν τον άκουσαν. Κι έτσι πρόσφυγες θα πλανιούνται ανάμεσα στα έθνη. Ήταν ο Ισραήλ ένα απέραντο αμπέλι και καρπερό πολύ. Όσο πληθαίναν οι καρποί του, τόσο πλουσιότερες θυσίες έκανε· όσο η χώρα του γινόταν πλουσιότερη, τόσο ωραιότερες πέτρινες στήλες έστηνε, λατρευτικές. Μα δεν ήταν ειλικρινείς απέναντι στον Κύριο· και γι’ αυτό τώρα θα πληρώσουν. Αυτός θα καταστρέψει τα θυσιαστήριά τους, θα κομματιάσει τις πέτρινες λατρευτικές στήλες τους. Όταν αυτό συμβεί θα φωνάζουν: «Δεν έχουμε πια βασιλιά, γιατί δεν υπακούσαμε στον Κύριο. Αλλά εδώ που φτάσαμε, τι να μας κάνει ο βασιλιάς;» Να σας πω: Θα βγάζει λόγους, όρκους θα δίνει ψεύτικους, θα κάνει συμμαχίες, και της δικαιοσύνης η απόδοση θα μοιάζει με φαρμακερό φυτό που μες στ’ αυλάκια των αγρών φυτρώνει. Θα τρέμουν της Σαμάρειας οι κάτοικοι γι’ αυτό που θα συμβεί στης Βαιθ-Αυέν το μόσχο. Οι λατρευτές του θα πενθήσουνε γι’ αυτό και θα θρηνήσουν οι ιερείς, όταν θα του αφαιρεθεί η λαμπρότητά του. Το μοσχάρι θα το μεταφέρουν στην Ασσυρία, δώρο για το μεγάλο βασιλιά. Θ’ απογοητευθεί ο Εφραΐμ, θα ντροπιαστεί ο λαός του Ισραήλ για το είδωλο που λάτρεψε. Του βασιλιά η πόλη, η Σαμάρεια, θα εξαφανιστεί σαν το κλαρί, που τα νερά το παίρνουν. Οι τόποι οι ιεροί, που έγιναν αιτία ν’ αμαρτήσει ο Ισραήλ, θα ερημωθούν. Αγκάθια και τριβόλια θα φυτρώσουν στους βωμούς τους. Τότε θα πούνε στα βουνά: «Σκεπάστε μας!» και στους λόφους: «Πάνω μας πέστε!» Ο Κύριος λέει: «Από την εποχή της Γαβαά αμαρτάνεις, Ισραήλ, δεν έχεις αλλάξει από τότε. Γι’ αυτό και θα σας βρει ο πόλεμος εκεί στη Γαβαά, επαναστάτες! Έχω αποφασίσει να σας τιμωρήσω. Θα συγκεντρώσω εναντίον σας τους λαούς και θα σας αιχμαλωτίσουν, γιατί αμαρτήσατε επανειλημμένα». Ο Κύριος λέει: «Ήταν ο Εφραΐμ σαν νεαρή αγελάδα, που είχε μάθει ν’ απολαμβάνει τη δουλειά στο αλώνι. Όταν πέρασα δίπλα κι είδα τον όμορφο τράχηλό της, έβαλα στη σκληρή δουλειά τον Εφραΐμ· έζεψα τον Ιούδα να οργώνει και τον Ιακώβ να σβαρνίζει. “Να σπέρνετε”, τους είπα, “δικαιοσύνη, ώστε να θερίσετε καρπούς ανάλογους της αγάπης σας. Κάντε καινούργια αρχή, όπως ο αγρότης το καινούργιο του χωράφι ετοιμάζει. Είναι καιρός σ’ εμένα, τον Κύριο, να στραφείτε κι εγώ τις ευλογίες μου πλούσιες πάνω σας θα τις σκορπίσω”. «Αλλά εσείς σπείρατε αδικία κι έτσι τη συμφορά θερίσατε· φάγατε της κακίας σας τον καρπό. Κάνατε του κεφαλιού σας και στηριζόσασταν στο πλήθος των πολεμιστών σας. Γι’ αυτό και του πολέμου ο κρότος μέσα στις πόλεις σας θα μπει και θα καταστραφούν όλα τα φρούριά σας όπως η Βαιθ-Αρβέλ, που καταστράφηκε από τον Σωλμάν, σ’ εκείνη εκεί τη μάχη, που οι μανάδες σφαγιάζονταν μαζί με τα παιδιά τους. Το ίδιο θα συμβεί και σ’ εσάς, λαέ του Ισραήλ, εξαιτίας της Βαιθήλ και της μεγάλης σας κακίας. Τη μέρα της μάχης, πριν ο ήλιος ανατείλει, ο βασιλιάς σας θ’ αφανιστεί». Ο Κύριος λέει: «Όταν ο Ισραήλ ήταν παιδί, τον αγάπησα και τον κάλεσα από την Αίγυπτο να είναι γιος μου. Μετά, όμως, όσο τους καλούσα προς εμέ, τόσο αυτοί απομακρύνονταν. Στο Βάαλ πρόσφεραν θυσίες και μπρος στα είδωλά του καίγαν προσφορές. Εγώ δίδαξα τον Εφραΐμ να περπατάει, τον κράτησα στην αγκαλιά μου, αλλά αυτοί δεν αναγνώρισαν ότι εγώ τους φρόντιζα. »Προσεκτικά τούς οδηγούσα, δεμένος μαζί τους με τα δεσμά της καλοσύνης και της αγάπης. Τους φρόντιζα σαν το γεωργό, που βγάζει το ζυγό απ’ τη γελάδα του, για να μπορεί ελεύθερα να φάει, κι ακόμα ο ίδιος σκύβει για να την ταΐσει. Γι’ αυτό δεν είναι ανάγκη να επιστρέψουν στη χώρα της Αιγύπτου· οι Ασσύριοι τώρα θα τους κυβερνούν. Αλλά επειδή αρνήθηκαν να γυρίσουν σ’ εμένα, το ξίφος θα θερίζει μες στις πόλεις τους και θα καταστραφούν όσοι εναντίον μου δολοπλοκούν. Και μ’ όλα αυτά ο λαός μου επιμένει ν’ αποστατεί. Φωνάζει, για το ζυγό που τον καταπιέζει, αλλά κανείς δεν βρίσκεται να τους τον πάρει. »Πώς θα μπορούσα να σ’ εγκαταλείψω, Εφραΐμ; Πώς θα μπορούσα να σε καταστρέψω, όπως την Αδαμά, ή να σε κάνω όπως έκανα τη Σεβωίμ; Ραγίζει η καρδιά μου όταν το σκέφτομαι· πονώ για σας. Το φοβερό θυμό μου δεν θα τον αφήσω να ξεσπάσει· δεν θα ξανασκεφτώ να αφανίσω τον Εφραΐμ. Γιατί εγώ είμαι Θεός και όχι άνθρωπος, ο Άγιος Θεός που κατοικεί ανάμεσά σας και δε θα ενεργήσω υπό την επήρεια του θυμού μου. Οι εξόριστοι θα με ακολουθήσουν, όταν σαν το λιοντάρι θα βρυχιέμαι. Τότε θα ’ρχονται τρέμοντας πέρα απ’ τη θάλασσα, από τη δύση, από την Αίγυπτο σαν τα σπουργίτια κι από την Ασσυρία σαν τα περιστέρια. Θα τους ξαναγυρίσω πίσω στα σπίτια τους. Εγώ ο Κύριος το λέω». Ο Κύριος λέει: «Ο Εφραΐμ με περικύκλωσε με ψέματα και με απάτες· αλλά ο Ιούδας παραμένει ακόμα πιστός σ’ εμένα, τον Άγιο Θεό». Φέρεται ανόητα ο Εφραΐμ, όπως αυτός που τον αέρα κυνηγάει, που τρέχει πίσω απ’ τον άνεμο τον ανατολικό. Κάνουνε συμφωνία υποτέλειας με τους Ασσυρίους, ενώ ταυτόχρονα προσφέρουν λάδι στην Αίγυπτο για δώρο. Έτσι, πληθαίνουν μέρα με τη μέρα οι απάτες και τα ψέματα. Ο Κύριος έχει δίκη με τον Ιούδα κι όλους θα τιμωρήσει τους απογόνους του Ιακώβ για της ζωής τους την κενότητα. Ανάλογα με τα έργα τους θα τους ανταποδώσει. Όλοι φερθήκαν όπως ο πρόγονός τους ο Ιακώβ, που μέσα στην κοιλιά της μάνας του κιόλας εξαπάτησε τον αδερφό του· αυτός όταν έγινε άντρας πάλεψε ενάντια στο Θεό. Πάλεψε με τον άγγελο και βγήκε νικητής, γιατί έκλαψε και ευλογία τού ζήτησε. Στη Βαιθήλ τον συνάντησε ο Θεός κι εκεί μίλησε μαζί του. Ναι, αυτός είναι ο Κύριος, ο Θεός του σύμπαντος, Κύριος είναι τ’ όνομά του. Τώρα, λοιπόν, εσείς γυρίστε πάλι πίσω στο Θεό σας. Κάντε πράξη την αγάπη και τη δικαιοσύνη και να ελπίζετε στο Θεό σας πάντοτε. Ο Κύριος λέει: «Εσείς, λαέ του Ισραήλ, έχετε γίνει σαν τους εμπόρους της Χαναάν: σας αρέσει να εξαπατάτε τους ανθρώπους με ζυγαριές ψεύτικες. Κι έπειτα λέτε: “εντάξει, πλουτίσαμε, κάναμε περιουσία. Δεν είναι κακό να κερδίζεις. Δεν είναι αμαρτία”. Αλλά εγώ ο Κύριος, ο Θεός σας, που από την Αίγυπτο σας έβγαλα, θα σας φέρω πάλι να κατοικήσετε σε σκηνές, όπως τότε, που σας συνάντησα στην έρημο». Ο Κύριος μιλούσε στους προφήτες κι οράσεις τούς έδινε πολλές. Με τους προφήτες προειδοποιούσε το λαό του. Η Γαλαάδ ήτανε πόλη ανομίας, γι’ αυτό και καταστράφηκε. Τώρα ταύρους θυσιάζουνε στα Γάλγαλα· γι’ αυτό και τα θυσιαστήριά τους θα καταστραφούν· θα στοιβαχτούν σαν τα λιθάρια σε σωρούς, όπως αυτοί που δείχνουνε των χωραφιών τα σύνορα. Έφυγε ο Ιακώβ στη Μεσοποταμία· έγινε δούλος ο Ισραήλ για μια γυναίκα. Για να την αποκτήσει φύλαξε πρόβατα. Αλλά ο Κύριος φύλαξε με τον προφήτη το λαό του, τον Ισραήλ, και μ’ αυτόν τον προφήτη έβγαλε το λαό του από την Αίγυπτο. Ο λαός του Εφραΐμ πολύ πικρά τον Κύριο εξόργισε. Κι ο Κύριος θα του ζητήσει ευθύνες για τα φονικά που έκανε· ανάλογα με τις κακές του πράξεις θα του ανταποδώσει. Ο Κύριος λέει: «Όταν μιλούσε ο Εφραΐμ, τρόμο σκορπούσε σ’ όλο τον κόσμο· αρχηγική φυλή ήταν αυτή στον Ισραήλ. Αλλά αμάρτησε λατρεύοντας το Βάαλ και για το λόγο αυτό θα εξολοθρευτεί. Αλλά και τώρα συνεχίζουν ν’ αμαρτάνουν, φτιάχνοντας χυτές εικόνες για να τις λατρεύουν. Είδωλα καμωμένα από ασήμι, όλα τους έργα τεχνιτών. Κι ωστόσο λένε “προσφέρτε τους θυσίες!” Μα πώς είναι δυνατόν οι άνθρωποι φιλήματα να δίνουν σε μοσχάρια; Γι’ αυτό κι εκείνοι θα χαθούν σαν σύννεφο πρωινό, σαν τη δροσιά που γρήγορα εξατμίζεται, σαν άχυρο που ο άνεμος το παίρνει απ’ το αλώνι μακριά, ή σαν καπνός που απ’ την καμινάδα χάνεται. »Εγώ όμως είμαι ο Κύριος ο Θεός σας, που σας έβγαλα από την Αίγυπτο· άλλους θεούς πέρα από μένα δεν θ’ αναγνωρίζετε· άλλος σωτήρας από μένα δεν υπάρχει. Εγώ σας έθρεψα στην έρημο, στην άνυδρη τη χώρα. Όσο σας έτρεφα και χορταίνατε, τόσο περηφανευόσασταν και τελικά με λησμονήσατε. Για τούτο έγινα θηρίο εναντίον σας· έγινα λεοπάρδαλη που στο δρόμο καραδοκώ. Ρίχνομαι πάνω σας καθώς αρκούδα που της πήραν τα μικρά της, ξεσκίζω της καρδιάς σας το περίβλημα κι εκεί επί τόπου σαν λιοντάρι σας καταβροχθίζω. Τ’ άγρια θεριά σάς κάνουνε κομμάτια. »Καταστράφηκες, Ισραήλ, επειδή στράφηκες ενάντια σ’ εμένα, που είμαι ο μοναδικός σου βοηθός. Πού είναι ο βασιλιάς σου να σε σώσει και προστασία να εξασφαλίσει στις πολιτείες σου; Πού είναι όλοι εκείνοι οι άρχοντές σου και οι κυβερνήτες σου; Εσύ δε μου ’χες γυρέψει να σου δώσω βασιλιά και άρχοντες; Σου ’δωσα, λοιπόν, βασιλιά πάνω στο θυμό μου και σου τον πήρα πίσω πάνω στην οργή μου. »Είναι γραμμένη στο κατάστιχο η ανομία του Εφραΐμ κι είναι μ’ ασφάλεια καταχωρισμένη η αμαρτία του. Έχει την ευκαιρία να ζήσει, μα επειδή είναι ανόητος δεν την εκμεταλλεύεται, σαν το παιδί που η μάνα του κοιλοπονάει να το γεννήσει, μα εκείνο αρνιέται να ’βγει απ’ την κοιλιά της. Από την εξουσία του άδη δεν θα τους ελευθερώσω. Δε θα τους λυτρώσω από το θάνατο. Στείλε τις συμφορές σου Θάνατε· δείξε τη δύναμή σου Άδη! Εξαφανίστηκε η συμπόνια από τα μάτια μου. »Όσο και αν ο Εφραΐμ προκόβει ανάμεσα στα βοσκοτόπια του, οι εχθροί θα του επιτεθούν από την έρημο, καθώς ο άνεμος ο ανατολικός που τα πηγάδια της ξεραίνει και στερεύει τις πηγές της. Εγώ, ο Κύριος, θα τους στείλω. Κι αυτοί τα θησαυροφυλάκιά του θα λεηλατήσουν και θ’ αρπάξουν όλους τους θησαυρούς του. Η Σαμάρεια θα τιμωρηθεί, γιατί επαναστάτησε ενάντια στο Θεό της. Οι άντρες της θα σκοτωθούν στη μάχη. Θα συντριφτούν τα νήπια και θ’ ανοιχτούνε των εγκύων οι κοιλιές». Γύρνα, Ισραήλ, στον Κύριο το Θεό σου, γιατί σκόνταψες εξαιτίας της ανομίας σου. Στον Κύριο γυρίστε, μιλήστε του και πείτε του: «Συγχώρησε την ανομία μας όλη, δέξου το δώρο μας· αντί για ταύρους σού προσφέρουμε τις προσευχές μας: “οι Ασσύριοι δεν μπορούνε να μας σώσουν· τ’ άλογα του πολέμου και τις άμαξές μας δε θα τα εμπιστευτούμε πια, και δε θα ονομάζουμε Θεό μας τα έργα που τα φτιάξανε τα χέρια μας, γιατί μόνο κοντά σου ο απροστάτευτος βρίσκει αγάπη”». Ο Κύριος λέει: «Τότε θα θεραπεύσω την απιστία του Ισραήλ· θα τους δείξω ανεπιφύλακτα όλη μου την αγάπη, γιατί δε θα ’μαι πια μαζί τους θυμωμένος. Θα ’μαι γι’ αυτούς σαν τη δροσιά. Ο Ισραήλ θ’ ανθίζει σαν το κρίνο και σαν τη λεύκα θα βαθαίνει τις ρίζες του. Θ’ απλώνονται τα κλαδιά του και θα ’χει τη μεγαλοσύνη της ελιάς, την ευωδιά των δέντρων του Λιβάνου. Θα γυρίσουν για να ζήσουν πάλι κάτω από την προστασία μου· θα καλλιεργήσουν το σιτάρι τους και θα καρπίσουνε σαν τ’ ανθισμένα αμπέλια. Η φήμη τους θα απλωθεί σαν του Λιβάνου το κρασί. Τι ανάγκη έχεις πια τα είδωλα, Εφραΐμ; Εγώ είμαι που απαντώ στις προσευχές σας και θα στραφώ σ’ εσάς με καλοσύνη. Εγώ είμαι σαν τ’ ολοχρονίς πράσινο κυπαρίσσι· όλα όσα χρειάζεστε για να ζήσετε, εμένα έχουν πηγή». Όποιος είναι σοφός και μυαλωμένος ας δώσει προσοχή σ’ αυτά που είναι γραμμένα σ’ αυτό εδώ το βιβλίο, ώστε να τα κατανοήσει. Πράγματι, ο δρόμος του Κυρίου είναι ίσιος· οι δίκαιοι σ’ αυτόν βαδίζουν, ενώ οι ασεβείς σκοντάφτουν σ’ αυτόν. Λόγος του Κυρίου, που απευθύνθηκε στον Ιωήλ, γιο του Φαθουήλ. Ακούστε το αυτό οι πρεσβύτεροι και δώστε προσοχή όλοι οι κάτοικοι της χώρας! Πότε ξανάγινε παρόμοιο πράγμα στον καιρό σας ή στων προγόνων σας τις μέρες; Διηγηθείτε το στα παιδιά σας, κι εκείνα στα δικά τους τα παιδιά, για να το πούνε στη γενιά που έρχεται! Ό,τι άφησαν οι νεαρές ακρίδες, το ’φαγαν οι άλλες, οι φτερωτές· ό,τι άφησαν εκείνες, το έφαγαν οι κάμπιες· κι ό,τι κι οι κάμπιες άφησαν, το έφαγαν οι νύμφες. Συνέλθετε και κλάψτε εσείς οι μέθυσοι! Θρηνήστε όλοι οι οινοπότες! Γιατί σταφύλια δε θα υπάρχουν για να φτιαχτεί το νέο κρασί. Έπεσε στρατιά πάνω στη χώρα μου, δυνατή και αναρίθμητη. Τα δόντια τους είναι σαν του λιονταριού και τα σαγόνια τους ωσάν της λέαινας. Ερήμωσαν τ’ αμπέλια μας και καταφάγαν’ τις συκιές μας, φάγαν’ τη φλούδα την πράσινη κι έμειναν τα κλωνάρια τους λευκά. Τελείως την κατέστρεψαν. Θρηνήστε και στα πένθιμα ντυθείτε, καθώς η αρραβωνιασμένη κόρη, που κλαίει για το θάνατο του αρραβωνιαστικού της. Δε γίνονται πια ούτε αναίμακτες θυσίες ούτε σπονδές στο ναό του Κυρίου· γι’ αυτό πενθούν οι ιερείς, που τον Κύριο υπηρετούν. Τα χωράφια ερημώθηκαν, το έδαφος πενθεί, τα στάρια καταστράφηκαν, στέρεψε ο μούστος, δεν υπάρχει καινούργιο λάδι πια. Γεωργοί λυπηθείτε, θρηνήστε αμπελουργοί για το στάρι και το κριθάρι, γιατί στάρι και κριθάρι δεν υπάρχει και τα χωράφια δε θα θεριστούν! Ξεράθηκαν τ’ αμπέλια και μαραθήκαν οι συκιές· ροϊδιές και χουρμαδιές, μηλιές κι όλα τα καρποφόρα δέντρα ξεραθήκαν! Ναι, χάθηκε απ’ τους ανθρώπους η χαρά. Θρηνήστε ιερείς, που στο θυσιαστήριο ιερουργείτε! Φορέστε ρούχα πένθιμα! Ελάτε, ξενυχτήστε στα πένθιμα ντυμένοι, του Θεού μου οι λειτουργοί! Σταμάτησαν οι αναίμακτες θυσίες και οι σπονδές στο ναό του Θεού σας. Ορίστε μέρες νηστείας και συγκαλέστε σύναξη ιερή· τους πρεσβυτέρους να συνάξετε κι όλους της χώρας τους κατοίκους στου Κυρίου του Θεού σας το ναό, και με κραυγές ζητήστε του βοήθεια. Αλίμονο, τι μέρα! Η ημέρα του Κυρίου πλησιάζει· έρχεται σαν καταστροφή από τον Παντοκράτορα. Μπροστά απ’ τα μάτια μας χάθηκε η τροφή μας, κι η ευφροσύνη κι η χαρά απ’ του Θεού μας το ναό. Ξεράθηκαν οι σπόροι κάτω από σβόλους γης, εξαντληθήκαν οι προμήθειες, ρήμαξαν οι σιταποθήκες, γιατί το στάρι χάθηκε. Πώς στενάζουν τα ζώα! Ανήσυχα είναι τα κοπάδια των βοδιών, γιατί βοσκή γι’ αυτά δεν υπάρχει. Επίσης και τα πρόβατα υποφέρουν. Σ’ εσένα, Κύριε, φωνάζω, γιατί ο καύσωνας έκαψε τα λιβάδια κι όλα τα δέντρα στα χωράφια τα καψάλιασε. Σ’ εσένα στρέφονται τα ζώα της υπαίθρου, γιατί ξεράθηκαν τα ρυάκια του νερού κι ο καύσωνας έκαψε τα λιβάδια. Σαλπίστε στη Σιών, σημάνετε συναγερμό στο άγιο μου βουνό! Ας τρέμουν όλοι οι κάτοικοι της χώρας, γιατί η ημέρα του Κυρίου έρχεται! Είναι κιόλας κοντά! Μέρα του σκότους και της καταχνιάς, μέρα της συννεφιάς και της ομίχλης. Σαν την αυγή απλώνεται απάνω στα βουνά ο εχθρός, λαός πολύς και δυνατός. Σαν αυτόν άλλος ποτέ δεν υπήρξε ούτε ποτέ θα υπάρξει ύστερ’ απ’ αυτόν, ως την εποχή των γενεών των πιο απομακρυσμένων. Μπροστά απ’ αυτούς η φωτιά καίει τα πάντα, πίσω τους δεν αφήνει τίποτα. Μπροστά τους είν’ η χώρα σαν τον κήπο της Εδέμ, πίσω τους πεδιάδα ερημωμένη. Δεν τους γλιτώνει τίποτα. Μοιάζουν με άλογα· τρέχουν σαν άλογα πολεμικά. Ηχούνε καθώς οι άμαξες πάνω σε κορφές βουνών χοροπηδούν, τρίζουν όπως η φλόγα της φωτιάς, που καίει την καλαμιά. Παρατεταγμένοι σαν στρατός πολύς και δυνατός, έτοιμος για τη μάχη. Καθώς αυτοί πλησιάζουν, τρέμουν από τον πόνο οι λαοί, όλων τα πρόσωπα χλωμιάζουν. Σαν στρατιώτες κάνουν έφοδο και σαν πολεμιστές στο τείχος ανεβαίνουν. Καθένας προχωρεί ίσια μπροστά του, χωρίς να παρεκκλίνει απ’ την πορεία του. Δεν μπαίνει ο ένας μέσ’ το δρόμο του άλλου· βαδίζει ο καθένας στη δική του τη γραμμή. Τρέχουν ανάμεσα στα βέλη που τους σημαδεύουν, τίποτα δεν τους σταματά. Ενάντια στην πόλη ορμούν, πηδούν πάνω στα τείχη, στα σπίτια ανεβαίνουν και μπαίνουν σαν τον κλέφτη απ’ τα παράθυρα. Καθώς πλησιάζουν σειέται η γη, τρέμει ο ουρανός, ο ήλιος κι η σελήνη σκοτεινιάζουν, τ’ αστέρια χάνουνε τη λάμψη τους. Ο Κύριος τους οδηγεί· τους δίνει εντολές με της φωνής του τη βροντή· και το τεράστιο στράτευμά τους το θέλημά του εκτελεί. Αλήθεια, μεγάλη είναι η ημέρα της κρίσης του Κυρίου, άπειρα φοβερή. Και ποιος μπορεί να την αντέξει; «Και τώρα ακόμα», λέει ο Κύριος, «μπορείτε να επιστρέψετε σ’ εμένα μ’ όλη σας την καρδιά. Νηστέψτε, κλάψτε και θρηνήστε. Ξεσκίστε την καρδιά σας κι όχι τα ρούχα σας!» Ναι, στον Κύριο, το Θεό σας επιστρέψτε! Ξέρετε πως είναι γεμάτος καλοσύνη κι έλεος, υπομονετικός, αξιόπιστος και πρόθυμος να συγχωρήσει. Ποιος ξέρει; Ίσως σας λυπηθεί κι αλλάξει γνώμη και ξαναευλογήσει τα χωράφια και τ’ αμπέλια σας. Και τότε θα μπορέσετε να ξαναφέρετε στον Κύριο το Θεό σας σπονδές κι αναίμακτες θυσίες. Σαλπίστε στη Σιών! Ορίστε μέρες νηστείας και συγκαλέστε σύναξη ιερή! Μαζέψτε το λαό, ορίστε σύναξη ιερή και συναθροίστε γέροντες και νέους, μέχρι και νήπια. Ως και τα νιόπαντρα ζευγάρια ας βγουν απ’ τους κοιτώνες τους! Ανάμεσα στο άγιο του ναού και στο θυσιαστήριο ας κλάψουν οι ιερείς που υπηρετούν τον Κύριο, κι ας πουν: «Λυπήσου, Κύριε, το λαό σου, και στην ντροπή μην παραδώσεις εκείνους που σου ανήκουνε! Μην επιτρέψεις να τους κυριέψουν τα έθνη, και μην αφήσεις τους ξένους λαούς να μας περιγελούν και να μας λένε: “πού είναι ο Θεός σας;”» Ο Κύριος δείχνει ένθερμη αγάπη για τη χώρα του και έλεος για το λαό του. Ο Κύριος απάντησε στο λαό του και είπε: «Κοιτάξτε, εγώ σας στέλνω το σιτάρι, το κρασί και το λάδι και θα χορτάσετε μ’ αυτά· δε θα αφήσω πια να σας περιγελούνε τ’ άλλα έθνη. Αυτόν που έρχεται απ’ το βορρά θα τον απομακρύνω από σας. Στη Νεκρά Θάλασσα θα ρίξω την εμπροσθοφυλακή του και στη Μεσόγειο την οπισθοφυλακή του. Όλο το στράτευμα στην άνυδρη έρημο θα το διασκορπίσω. Η δυσωδία από τα πτώματά τους θα υψωθεί εκεί και θα μολύνει τον αέρα. Αυτό θα γίνει επειδή υπερηφανεύτηκαν». Χωράφια μη φοβάστε! Χαρείτε κι ευφρανθείτε, γιατί ο Κύριος κάνει μεγάλα έργα! Και μη φοβάστε ζώα εσείς των αγρών, γιατί βλασταίνουν τα λιβάδια! Τα δέντρα κάνουνε καρπό, τ’ αμπέλια κι οι συκιές καρποφορούνε μ’ όλη τους τη δύναμη. Χαρείτε, κι ευφρανθείτε, κάτοικοι της Σιών, για τον Κύριο το Θεό σας, γιατί σας δίνει τη βροχή τη φθινοπωρινή, που τόσο είν’ απαραίτητη, δίνει την πρώιμη και την όψιμη βροχή όπως και πρώτα. Γεμίζουνε τ’ αλώνια στάρι· κρασί και λάδι τα πιθάρια ξεχειλίζουνε. Ο Κύριος λέει: «Θα σας αποζημιώσω γι’ αυτά που έφαγαν οι φτερωτές ακρίδες, οι κάμπιες, οι νύμφες κι οι νεαρές ακρίδες, το μεγάλο μου στράτευμα που έστειλα εναντίον σας. Τότε θα φάτε όσο θέλετε και θα χορτάσετε. Εμένα, θα δοξάσετε, τον Κύριο το Θεό σας, που έκανα θαύματα για σας. Ποτέ πια δεν πρόκειται να καταφρονεθεί ο λαός μου. Έτσι θα μάθετε, Ισραηλίτες, πως κατοικώ εγώ ανάμεσα στο λαό μου, και πως εγώ είμαι ο Κύριος ο Θεός σας κι άλλος κανένας δεν υπάρχει. Ποτέ πια ο λαός μου δεν πρόκειται να καταφρονεθεί». Λέει ακόμα ο Κύριος: «Μετά απ’ αυτά τα γεγονότα, το Πνεύμα μου πλουσιοπάροχα θα το χαρίσω σε κάθε άνθρωπο. Έτσι, οι γιοι κι οι θυγατέρες σας θα κηρύξουν το μήνυμά μου, οι γέροντές σας θεϊκά όνειρα θα δουν, κι οι νέοι σας οράματα. Εκείνο τον καιρό θα χαρίσω πλουσιοπάροχα το Πνεύμα μου ακόμη και στους δούλους και στις δούλες. Και θα παρουσιάσω θαυμαστά σημάδια στα ουράνια και στη γη –αίμα, φωτιά και σύννεφα καπνού. Ο ήλιος σε σκοτάδι θα μεταβληθεί και το φεγγάρι κόκκινο θα γίνει σαν το αίμα, πριν έρθει η μέρα της οργής του Κυρίου, η μεγάλη και φοβερή. Τότε καθένας που θα επικαλεστεί τ’ όνομα του Κυρίου θα σωθεί». Στην Ιερουσαλήμ, στο όρος Σιών όσοι θα καταφύγουν θα σωθούν, όπως το ’χει υποσχεθεί ο Κύριος. Θα είν’ εκείνοι που θα τους έχει διαλέξει να επιζήσουν. Το βιβλίο αυτό περιλαμβάνει λόγους του Αμώς, ενός κτηνοτρόφου από την Τεκωά. Ο Θεός τού μεταβίβασε το μήνυμά του σχετικά με το βασίλειο του Ισραήλ, δύο χρόνια πριν από το σεισμό. Την εποχή εκείνη βασιλιάς του Ισραήλ ήταν ο Ιεροβοάμ, γιος του Ιωάς, και βασιλιάς του Ιούδα ήταν ο Ουζζίας. Να τι είπε ο Αμώς: «Σαν βρυχηθμός φωνή Κυρίου απ’ το βουνό ακούγεται της Σιών και σαν βροντή από την Ιερουσαλήμ. Τότε έρχεται η ερήμωση στα πράσινα λιβάδια, ακόμα και τα δάση, απάνω στου Καρμήλου τις κορφές, ξεραίνονται κι αυτά». Ακούστε τι λέει ο Κύριος: «Οι ασέβειες του λαού της Δαμασκού σωρεύονται όλο και πιο πολύ. Φέρθηκαν με φοβερή σκληρότητα ενάντια στους κατοίκους της Γαλαάδ, και γι’ αυτό εξάπαντος θα τους τιμωρήσω. Φωτιά θα στείλω και θα καταστρέψει τ’ ανάκτορα του Αζαήλ και του Βεν-Αδάδ· θα συντρίψω τις αμπάρες των πυλών της Δαμασκού και θα εξολοθρεύσω τους κατοίκους της Βικαέθ-Αυέν (Κοιλάδα της Ανομίας) και τους άρχοντες της Βαιθ-Εδέν (Οίκος Ανοχής). Ο λαός της Συρίας θα οδηγηθεί αιχμάλωτος στην Κιρ. Εγώ ο Κύριος το λέω». Ακούστε τι λέει ο Κύριος: «Οι ασέβειες του λαού της Γάζας σωρεύονται όλο και πιο πολύ. Ερήμωσαν ολόκληρα χωριά, πήρανε τους κατοίκους αιχμαλώτους και τους πουλήσανε στους Εδωμίτες· γι’ αυτό εξάπαντος θα τους τιμωρήσω. Φωτιά θα στείλω και θα καταστρέψει τα τείχη της Γάζας και τα ανάκτορά της. Θα εξολοθρεύσω τους κατοίκους και τους άρχοντες της Ασδώδ και της Ασκάλωνας, και θα ισοπεδώσω την Εκρών· κανείς από τους Φιλισταίους δε θ’ απομείνει. Εγώ ο Κύριος το λέω». Ακούστε τι λέει ο Κύριος: «Οι ασέβειες του λαού της Τύρου σωρεύονται όλο και πιο πολύ. Δεν τήρησαν τη συμφωνία φιλίας με τον Ισραήλ· σ’ αιχμαλωσία έσυραν ολόκληρο λαό και πουλήσανε όλους τους κατοίκους των χωριών στους Εδωμίτες· γι’ αυτό εξάπαντος θα τους τιμωρήσω. Φωτιά θα στείλω και θα καταστρέψει τα τείχη της Τύρου και τα ανάκτορά της». Ακούστε τι λέει ο Κύριος: «Οι ασέβειες του λαού της Εδώμ σωρεύονται όλο και πιο πολύ. Με ξίφος καταδίωξαν τ’ αδέρφια τους, τους Ισραηλίτες, και δείχτηκαν απέναντί τους ανελέητοι. Ποτέ δεν εξαντλείται ο θυμός τους και την οργή τους αιώνια τη διατηρούν· γι’ αυτό εξάπαντος θα τους τιμωρήσω. Φωτιά θα στείλω στη Θαιμάν και θα καταστρέψει της Βοσρά τα ανάκτορα». Ακούστε τι λέει ο Κύριος: «Οι ασέβειες των Αμμωνιτών σωρεύονται όλο και πιο πολύ. Για να διευρύνουνε τα όρια της επικράτειάς τους, ξεκοίλιασαν ακόμα κι έγκυες γυναίκες στη Γαλαάδ· γι’ αυτό εξάπαντος θα τους τιμωρήσω. Φωτιά θ’ ανάψω και θα καταστρέψει τα τείχη της Ραββάθ και τ’ ανάκτορά της μες σε πολεμικές κραυγές, μέσα στη μανιασμένη ανεμοθύελλα της μάχης, όταν αυτό συμβεί. Ο βασιλιάς τους θα εκτοπισθεί κι οι άρχοντες μαζί του. Εγώ ο Κύριος το λέω». Ακούστε τι λέει ο Κύριος: «Οι ασέβειες των Μωαβιτών σωρεύονται όλο και πιο πολύ. Κάψαν’ τα κόκαλα του βασιλέα της Εδώμ· στάχτη τα κάνανε· γι’ αυτό εξάπαντος θα τους τιμωρήσω. Φωτιά θα στείλω ενάντια στη χώρα των Μωαβιτών και τα ανάκτορα της Κεριγιώθ θα καταστρέψει. Οι Μωαβίτες θα πεθάνουν μέσα στον πάταγο, μες στις κραυγές της μάχης και τον ήχο της σάλπιγγας των εχθρών. Το βασιλιά θα τον εξολοθρεύσω μαζί του κι όλους τους ηγεμόνες του. Εγώ ο Κύριος το λέω». Ακούστε τι λέει ο Κύριος: «Οι ασέβειες του λαού του Ιούδα σωρεύονται όλο και πιο πολύ. Δεν τήρησαν το νόμο μου και περιφρόνησαν τις εντολές μου. Παραπλανήθηκαν από τα ίδια είδωλα που είχαν λατρέψει οι πρόγονοί τους· γι’ αυτό εξάπαντος θα τους τιμωρήσω. Φωτιά θα στείλω ενάντια στη χώρα του Ιούδα και τα ανάκτορα της Ιερουσαλήμ θα καταστρέψει». Ακούστε τι λέει ο Κύριος: «Και οι δικές σας οι ασέβειες, λαέ του Ισραήλ, σωρεύονται όλο και πιο πολύ· γι’ αυτό, εξάπαντος θα σας τιμωρήσω. Πουλάτε για δούλο τον τίμιο που δεν έχει να πληρώσει τα χρέη του, τον φτωχό, αν σας χρωστάει έστω κι ένα ζευγάρι σάνδαλα. Ποδοπατάτε όποιον στα πόδια σας προσπέφτει για βοήθεια. Παραγκωνίζετε φτωχούς κι απελπισμένους. Γιος και πατέρας με την ίδια δούλη πάτε, και βεβηλώνετε έτσι τ’ άγιο μου όνομα. Κοντά σε κάθε θυσιαστήριο ξαπλώνετε πάνω στα ρούχα που σας δίνουν οι φτωχοί για ενέχυρο· μες στων θεών σας τους ναούς πίνετε το κρασί που κατασχέσατε απ’ τους χρεώστες σας που τους καταπιέζετε. »Κι ωστόσο εγώ για χάρη σας είχα τους Αμορραίους εξολοθρέψει, αυτούς που ήταν ψηλοί καθώς οι κέδροι και δυνατοί σαν τις βελανιδιές· κι όμως εγώ τους εξαφάνισα τελείως. Σας έβγαλα απ’ την Αίγυπτο και για σαράντα χρόνια σας οδήγησα μέσα απ’ την έρημο για να πάρετε εσείς των Αμορραίων τη χώρα. Ανάδειξα μέσα από τους γιους σας προφήτες και μέσα από τους νεανίες σας ναζηραίους. Το ξέρετε πως ό,τι λέω είναι αληθινό· έτσι δεν είναι, λαέ του Ισραήλ; Εσείς όμως ποτίσατε τους ναζηραίους κρασί και στους προφήτες απαγορέψατε να προφητεύουν. »Έτσι κι εγώ στο έδαφος θα σας συντρίψω και θα στενάζετε, όπως η άμαξα η βαρυφορτωμένη με δεμάτια. Τότε, ακόμα κι οι πιο γρήγοροι δε θα μπορέσουν να ξεφύγουν· οι πιο ισχυροί δεν θα μπορέσουν να αναπτύξουν τις δυνάμεις τους ούτε κι οι πιο γενναίοι ακόμη στρατιώτες θα μπορέσουν να σωθούν. Κανείς τοξότης δεν θα μπορέσει να αντέξει ούτε δρομέας να διαφύγει ούτε ακόμη και ιππέας να σωθεί. Τη μέρα εκείνη ακόμα κι οι πιο θαρραλέοι στρατιώτες θα πετάξουν τ’ άρματά τους και θα φύγουν. Εγώ, ο Κύριος το λέω». Λαέ του Ισραήλ, άκου αυτό το λόγο που λέει για σένα ο Κύριος, για ολόκληρο το γένος που έβγαλε απ’ την Αίγυπτο. Λέει: «Μέσα απ’ όλους τους λαούς της γης είσαι ο μόνος που σε γνώρισα και σε φρόντισα· για τούτο και θα τιμωρήσω όλες τις ανομίες σου». Πάνε ποτέ δυο άνθρωποι αντάμα, δίχως να ’χουνε πριν συναντηθεί; Βρυχάται τάχα μες στο δάσος το λιοντάρι, αν πριν δεν έχει εκεί τη λεία του βρει; Βγάζει το λιονταρόπουλο φωνή μες στη φωλιά του, αν τίποτα δεν έχει στα νύχια του πιαστεί; Πέφτει πουλί στη γη μες στην παγίδα, αν ξόβεργο δεν έχει εκεί στηθεί; Πετάγεται απ’ το χώμα το δοκάνι, αν τίποτα δεν έχει εκεί πιαστεί; Ακούγεται ήχος σάλπιγγας στην πόλη, δίχως ο λαός να τρομοκρατηθεί; Πέφτει ποτέ κακό σε κάποια πόλη, που απ’ τον Κύριο να μην έχει σταλθεί; Βέβαια, ο Κύριος ο Θεός δεν κάνει τίποτα, δίχως να πει το σχέδιό του στους προφήτες, τους δούλους του, από πριν. Μούγκρισε το λιοντάρι· ποιος δε θα φοβηθεί; Μίλησε ο Κύριος ο Θεός· ποιος δεν θα προφητέψει; Ο Κύριος λέει: «Στείλτε αυτό το μήνυμα στ’ ανάκτορα της Ασδώδ και στ’ ανάκτορα της Αιγύπτου: “συγκεντρωθείτε στα βουνά γύρω από τη Σαμάρεια και δείτε τις πολλές αναστατώσεις, την καταπίεση που συντελείται εκεί. Αυτοί οι άνθρωποι δεν ξέρουν να κάνουν το σωστό. Γεμίζουνε τα μέγαρά τους μ’ όσα τους προμηθεύει η βία κι η αρπαγή”. Γι’ αυτό εγώ, ο Κύριος, τους λέω: “ο εχθρός τη χώρα σας θα την πολιορκήσει· θα καταστρέψει τα οχυρά σας και τα παλάτια σας θα τα λεηλατήσει! Πώς ο βοσκός μέσ’ απ’ του λιονταριού το στόμα μόλις που καταφέρνει να τραβήξει δυο κόκαλα απ’ τα πόδια του αρνιού ή ένα κομμάτι αυτί; Παρόμοια θα σωθούν κι οι Ισραηλίτες που κατοικούνε στη Σαμάρεια: Τίποτα δε θα μείνει παραπάνω από μια ράχη κι ένα κομμάτι από ποδάρι κρεβατιού”». Λέει ο Θεός, ο Κύριος του σύμπαντος: «Ακούστε και προειδοποιήστε τους απογόνους του Ιακώβ: “Τη μέρα που θα τιμωρήσω το λαό του Ισραήλ για τις ασέβειές του εναντίον μου, θα καταστρέψω τα θυσιαστήρια της Βαιθήλ· τα κέρατα κάθε βωμού θ’ αποκοπούνε και θα πέσουνε στη γη. Θα καταστρέψω τις χειμερινές τους κατοικίες, το ίδιο και τις θερινές. Θ’ αφανιστούν τα σπίτια τα στολισμένα με ελεφαντόδοντο, συντρίμμια οι επιβλητικές τους κατοικίες θα γίνουν”. Εγώ το λέω, ο Κύριος». Ακούστε αυτόν το λόγο, γυναίκες της Σαμάρειας, καλοθρεμμένες σαν τις αγελάδες της Βασάν: Καταπιέζετε τους αδύνατους και καταθλίβετε τους φτωχούς, λέτε στους άντρες σας: «φέρτε μας να πιούμε!» Ορκίστηκε ο Κύριος, ο Θεός: «Όπως είν’ αλήθεια πως είμαι άγιος, έτσι είν’ αλήθεια πως έρχεται για σας καιρός, που θα σας σύρουν με άγκιστρα όλες σας ως τις τελευταίες· θα είσαστε καθώς το ψάρι στο καμάκι. Θα βγείτε από των τειχών τ’ ανοίγματα, η μια πίσω απ’ την άλλη, και θα σας κυνηγήσουν μέχρι το όρος το Ερμών. Εγώ το λέω, ο Κύριος». Λέει ο Κύριος, ο Θεός: «Λαέ του Ισραήλ, ελάτε στη Βαιθήλ και αμαρτήστε, στα Γάλγαλα· και αμαρτήστε ακόμη πιο πολύ. Προσφέρτε κάθε πρωί τις θυσίες σας και την τρίτη μέρα τις δεκάτες σας! Προσφέρτε για ευχαριστήρια θυσία ένζυμο ψωμί και απαγγείλτε φωναχτά, για ν’ ακουστεί, εκούσιες προσφορές, αφού έτσι σας αρέσει. Τέτοιοι είσαστε, λαέ του Ισραήλ!» Λέει ο Κύριος: «Εγώ είμαι που σας έφερα την πείνα σ’ όλες τις πόλεις σας και τα χωριά σας, έτσι που να μην έχετε ψωμί να φάτε· κι όμως εσείς σ’ εμένα δε γυρίσατε. »Έγώ είμαι που δεν άφησα να βρέξει τρεις μήνες πριν από το θερισμό. Έστειλα τη βροχή σε μια πόλη και σε άλλη δεν έβρεξε· ένα κομμάτι χωραφιού ποτίστηκε και το άλλο, όπου δεν έβρεξε, ξεράθηκε. Ορισμένων πόλεων οι κάτοικοι πήγαιναν μισοπεθαμένοι από τη δίψα σε μια άλλη πόλη για να βρουν νερό, αλλά δεν ήταν αρκετό να πιούνε. Κι όμως εσείς σ’ εμένα δε γυρίσατε. »Έστειλα την κάψα του λίβα και μούχλα στα σιτηρά σας· τους κήπους και τ’ αμπέλια σας τα ξέρανα· η ακρίδα αφάνισε και τις συκιές και τις ελιές σας. Κι όμως εσείς σ’ εμένα δε γυρίσατε. »Σας έστειλα πανούκλα, όπως εκείνην που έστειλα στην Αίγυπτο, έκανα θάνατο να βρουν τα παλικάρια σας στη μάχη κι άφησα τ’ άλογά σας να αιχμαλωτιστούν· έκανα των πτωμάτων η αποφορά να σας γεμίσει τα ρουθούνια στα στρατόπεδά σας. Κι όμως εσείς σ’ εμένα δε γυρίσατε. »Κατέστρεψα τα σπίτια σας, όπως κατέστρεψα τα Σόδομα και τα Γόμορρα· κι όσοι από σας γλιτώσανε, ίσα που ξέφυγαν, σαν το δαυλό που τον αρπάζουν από τη φωτιά. Κι όμως εσείς σ’ εμένα δε γυρίσατε. »Τώρα όμως έρχομαι εγώ ο ίδιος να σας τιμωρήσω, λαέ του Ισραήλ. Γι’ αυτό ετοιμαστείτε να με αντιμετωπίσετε, εμένα το Θεό που θα σας κρίνει». Αυτά λέει ο Κύριος. Ναι, είν’ αυτός που τα βουνά σχημάτισε κι έφτιαξε τους ανέμους. Τα σχέδιά του φανερώνει στους ανθρώπους· κάνει ν’ αλλάξει η μέρα με τη νύχτα και στις ψηλές κορφές της γης βαδίζει. «Κύριος, ο Θεός του σύμπαντος» αυτό είναι τ’ όνομά του! (Α) Ακούστε αυτόν το θρήνο, που έχω να πω για σας, λαέ του Ισραήλ: Έπεσε ο λαός του Ισραήλ ωσάν νεκρή παρθένα και δε θα σηκωθεί ξανά! Παρατημένη κείτεται στο ίδιο της το χώμα κι ούτ’ ένας δεν υπάρχει να τη σηκώσει ορθή. Γιατί έτσι ο Κύριος ο Θεός το έχει πει: «Στην πόλη που στέλνει στον πόλεμο χίλιους, θα επιστρέψουν πίσω εκατό. Και σ’ εκείνη που στέλνει εκατό θα γυρίσουν πίσω δέκα. Αυτό θα συμβεί σε όλον τον Ισραήλ». (Β) Αυτά λέει ο Κύριος στο λαό του Ισραήλ: «Σ’ εμένα επιστρέψτε και θα ζήσετε. Στον τόπο της Βαιθήλ τον ιερό να μην πηγαίνετε, γιατί η Βαιθήλ θα εξαφανιστεί. Ούτε στον ιερό τον τόπο των Γαλγάλων να πηγαίνετε, γιατί εξάπαντος τα Γάλγαλα στην αιχμαλωσία θα οδηγηθούν· και με κανένα τρόπο μην πηγαίνετε στον ιερό τον τόπο της Βέερ-Σεβά». Στον Κύριο επιστρέψτε και θα ζήσετε· αλλιώς φωτιά θα πέσει ενάντια στους απογόνους του Ιωσήφ, και της Βαιθήλ το ιερό θα καταστρέψει, κι ούτε ένας να τη σβήσει δε θα βρίσκεται. (Γ) Αλίμονο σ’ εσάς που μετατρέπετε τη δικαιοσύνη σε εμπειρία πικρή για τους ανθρώπους, γιατί με δόλο τα δίκια τους καταπατείτε. (Δ) Αυτός έχει τ’ αστέρια δημιουργήσει την Πούλια και τον Ωρίωνα. Σε φως αλλάζει το σκοτάδι και τη μέρα σε νύχτα σκοτεινή. Αυτός καλεί κοντά του τα νερά της θάλασσας και τα σκορπάει πάνω στην επιφάνεια της γης. «Κύριος» είναι τ’ όνομά του! Αυτός τους ισχυρούς συντρίβει και τα οχυρά τους καταστρέφονται. (Γ) Εχθρεύεστε εκείνον που στο δικαστήριο την αδικία καυτηριάζει κι αυτόν που λέει όλη την αλήθεια απερίφραστα. Φρόνιμο είναι, λοιπόν, σε τέτοιους πονηρούς καιρούς το στόμα του κανείς κλειστό να το κρατάει. (Β) Κάντε το καλό και όχι το κακό, για να ζήσετε. Τότε ο Κύριος, ο Θεός του σύμπαντος θα είναι αληθινά μαζί σας, όπως το ισχυρίζεστε. Αποστραφείτε το κακό και αγαπήστε το καλό και αποκαταστήστε τη δικαιοσύνη στο δικαστήριο. Ίσως ο Κύριος ο Θεός του σύμπαντος να σπλαχνιστεί τους επιζώντες απογόνους του Ιωσήφ. (Α) Λέει ο Κύριος, ο Θεός του σύμπαντος, ο Παντοκράτορας: «Σε όλες τις πλατείες θρήνοι θ’ ακούγονται και σ’ όλους τους δρόμους, θα φωνάζουν “αλίμονο, αλίμονο!” Θα προσκαλούν ακόμα κι εργάτες από τους αγρούς για να θρηνούνε με τους μοιρολογητές αντάμα. Σ’ όλα τ’ αμπέλια αντί για γέλια θρήνοι θ’ αντηχούν, όταν ανάμεσά σας θα διαβώ για να σας τιμωρήσω. Εγώ το λέω ο Κύριος». Αλίμονο σ’ εσάς που λαχταράτε να ’ρθεί η μέρα που θα επέμβει ο Κύριος! Τι καλό περιμένετε απ’ την ημέρα εκείνη του Κυρίου; Θα ’ναι για σας σκοτάδι κι όχι φως. Θα ’ναι για σας όπως για κείνον που ξεφεύγει απ’ το λιοντάρι και πέφτει πάνω στην αρκούδα· γυρίζει σπίτι του κι ως ακουμπά το χέρι του στον τοίχο, δέχεται δαγκωματιά φιδιού. Η μέρα του Κυρίου θα σας φέρει σκοτάδι κι όχι φως· θα ’ναι μια μέρα σκοτεινή, χωρίς καθόλου λάμψη ελπίδας. Λέει ο Κύριος: «Μισώ, αηδιάζω τις γιορτές σας! Δε με αγγίζουν πια τα πανηγύρια σας. Ναι! Όταν μου προσφέρετε τα ολοκαυτώματα και τις αναίμακτες τις προσφορές σας, μ’ εξοργίζετε· αποτροπιασμό μου προκαλούνε τα θρεφτάρια, που τα προσφέρετε θυσία κοινωνίας. Πάψτε πια να με ξεκουφαίνετε με τους ύμνους σας. Τον ήχο από τις άρπες σας δεν θέλω πια να τον ακούω. Αντί γι’ αυτά, ας ρεύσει σαν νερό το δίκαιο άφθονο και η δικαιοσύνη σαν χείμαρρος αστείρευτος. »Σας ζήτησα εγώ ποτέ θυσίες και προσφορές αναίμακτες, λαέ του Ισραήλ, μες στα σαράντα χρόνια που σας οδηγούσα μέσ’ απ’ την έρημο; Τώρα, όμως, επειδή λατρεύσατε τα είδωλα που φτιάξατε, το βασιλιά σας το Σακκούχ και το θεό σας τον αστρικό, τον Καιβάν, θα υποχρεωθείτε να κουβαλήσετε αυτά τα είδωλα όταν εγώ σας οδηγήσω στην αιχμαλωσία πέρα απ’ τη Δαμασκό». Αυτά λέει ο Κύριος, που τ’ όνομά του είναι “του σύμπαντος Θεός”. Αλίμονο σ’ εσάς που ζείτε στη Σιών αμέριμνοι και που νομίζετε πως είστε ασφαλείς πάνω στο βουνό της Σαμάρειας! Αλίμονο σ’ εσάς τους διακεκριμένους του Ισραήλ, του πρώτου απ’ όλα τα έθνη! Αλίμονο σ’ εσάς, που οι άνθρωποι έρχονται για να ζητήσουνε βοήθεια! Λέτε: «Πηγαίνετε στην πόλη Χαλάνη και δείτε την· κι από ’κει πηγαίνετε στη μεγάλη πόλη, τη Χαμάθ, και κατεβείτε στην πόλη των Φιλισταίων τη Γαθ. Είναι μήπως από τα βασίλεια αυτά καλύτερα τα βασίλεια του Ιούδα και του Ισραήλ; ή μήπως τα δικά μας σύνορα από τα σύνορά τους είναι πλατύτερα;» Εσείς αποφεύγετε να σκέφτεστε την ημέρα της συμφοράς, αλλά με τις αδικίες σας τη φέρνετε κοντύτερα! Ξαπλώνετε αμέριμνοι σε ανάκλιντρα στολισμένα με ελεφαντόδοντο, τρώγοντας τρυφερά αρνάκια και καλοθρεμμένα μοσχαράκια απ’ τα κοπάδια σας. Φτιάχνετε κακόφωνα τραγουδάκια για την άρπα κι έχετε την εντύπωση ότι συνθέτετε όπως ο Δαβίδ. Πίνετε το κρασί με την κανάτα κι αλείφεστε με τα καλύτερα αρώματα, και δε σας καίγεται καρφί για την καταστροφή του λαού Ισραήλ. «Γι’ αυτό, τώρα θα πάτε αιχμάλωτοι, πρώτοι εσείς απ’ όλους τους άλλους, και θα τελειώσουνε για σας τα συμπόσια κι οι γιορτές». Αυτά λέει ο Κύριος, ο Θεός του σύμπαντος. Ο Κύριος, ο Θεός του σύμπαντος, λέει: «Η αλαζονεία του λαού του Ιακώβ μού προκαλεί απέχθεια και μ’ αηδιάζουν τα ωραία του ανάκτορα. Ορκίζομαι στον εαυτό μου ότι θα παραδώσω την πρωτεύουσά τους μαζί με τους κατοίκους της στην καταστροφή. »Κι αν συμβεί δέκα άνθρωποι να ’χουνε απομείνει σ’ ένα σπίτι, θα πεθάνουν. Κι αν έρθει ένας συγγενής να βγάλει από το σπίτι τα πτώματα για να τα θάψει, και βρει κάποιον επιζώντα, κάπου σε μια απόμερη γωνιά, και τον ρωτήσει: “είναι κανείς ακόμα ζωντανός εδώ;” κι εκείνος του απαντήσει “κανείς”, τότε ο συγγενής θα του ψιθυρίσει: “σστ! Μην αναφέρεις τ’ όνομα του Κυρίου, για να μην καταλάβει ο Κύριος ότι κάποιος είναι ακόμα ζωντανός εδώ” ». Ο Κύριος θα διατάξει κι όλα τα σπίτια και τ’ ανάκτορα, μεγάλα και μικρά, θα γίνουνε συντρίμμια. Τρέχουν μήπως στα βράχια πάνω τ’ άλογα; μήπως οργώνεται η θάλασσα με βόδια; Και να που τη δικαιοσύνη εσείς την κάνατε δηλητήριο και το σωστό το αλλάξατε σε λάθος. Λέει ο Κύριος, ο Θεός του σύμπαντος: «Αλίμονο σ’ εσάς που καμαρώνετε για την κατάληψη της Λο-Δεβάρ, ή λέτε: “με τη δύναμή μας κυριέψαμε την Καρνάιμ!” Τώρα εγώ θα ξεσηκώσω ένα έθνος εναντίον σας, λαέ του Ισραήλ, που θα γίνει κατακτητής και καταπιεστής της χώρας σας απ’ τη Λεβό-Χαμάθ βόρεια ως τη Νεκρά Θάλασσα στο νότο». Ακούστε τι μου έδειξε ο Κύριος, ο Θεός: Τον είδα να δημιουργεί ένα πλήθος ακρίδες. Ήταν λίγο μετά το κόψιμο του χορταριού για τ’ άλογα του βασιλιά, και το χορτάρι άρχιζε να μεγαλώνει πάλι. Κι ενώ οι ακρίδες τρώγανε όλη τη βλάστηση της χώρας, θερμά ικέτεψα και είπα: «Κύριε, Θεέ, παρακαλώ συγχώρησε το λαό σου! Αλλιώς πώς θα μπορέσει να επιζήσει ο λαός του Ιακώβ, τόσο μικρός που είναι;» Τότε ο Κύριος άλλαξε γνώμη κι είπε: «Ωραία· δε θα γίνει». Ο Κύριος ο Θεός μού έδειξε ακόμη ετούτο: Κάλεσε τη φωτιά για τιμωρία στο λαό του κι η φωτιά στέγνωσε τα νερά. Άρχισε να ξεραίνει και τα χωράφια. Τότε είπα: «Κύριε Θεέ, παρακαλώ, σταμάτα τη φωτιά! Αλλιώς πώς θα μπορέσει να επιζήσει ο λαός του Ιακώβ, τόσο μικρός που είναι;» Ο Κύριος άλλαξε πάλι γνώμη κι είπε: «Ωραία· ούτε κι αυτό θα γίνει». Ο Κύριος μου έδειξε ακόμα κάτι: Στεκόταν ο ίδιος όρθιος πλάι σ’ έναν τοίχο, κρατώντας ένα νήμα στάθμης στο χέρι του. Με ρώτησε: «Αμώς τι βλέπεις;» Κι απάντησα: «Ένα νήμα της στάθμης». Τότε ο Κύριος είπε: «Έλεγξα το λαό μου τον Ισραήλ και βρήκα πως δεν είναι ίσιος· μοιάζει γερμένος τοίχος. Κι άλλο δεν θα τον ανεχθώ. Θα καταστραφούν οι ιεροί τόποι των απογόνων του Ισαάκ και τα ιερά κέντρα του βασιλείου του Ισραήλ θα ερημωθούν και θα επιφέρω βίαιο τέλος στη δυναστεία του Ιεροβοάμ». Τότε ο Αμασίας, ο ιερέας της Βαιθήλ, έστειλε μήνυμα στον Ιεροβοάμ, βασιλιά του Ισραήλ, και του ανέφερε: «Ο Αμώς συνωμοτεί εναντίον σου, μες στο βασίλειο του Ισραήλ και δεν μπορεί πια ο λαός ν’ ανέχεται τα λόγια του. Έχει πει ότι ο Ιεροβοάμ στη μάχη θα πεθάνει κι ο Ισραήλ θα οδηγηθεί οπωσδήποτε αιχμάλωτος μακριά απ’ την πατρίδα του». Ο Αμασίας είπε στον Αμώς: «Οραματιστή, σήκω και φύγε γρήγορα από ’δω και πήγαινε στη χώρα του Ιούδα, να προφητέψεις και να κερδίσεις το ψωμί σου εκεί. Μα στη Βαιθήλ εδώ μην ξαναπροφητέψεις, γιατί αυτή είναι εθνικό ιερό, βασιλικός τόπος λατρείας». Ο Αμώς αποκρίθηκε στον Αμασία: «Εγώ δεν είμαι επαγγελματίας προφήτης ούτε ανήκω σε κάποια προφητική ομάδα. Εγώ κερδίζω τη ζωή μου απ’ τα κοπάδια μου κι απ’ τις συκομουριές μου. Αλλά ο Κύριος με πήρε απ’ το κοπάδι μου και μου είπε: “πήγαινε και προφήτεψε εκ μέρους μου στο λαό μου τον Ισραήλ”. Τώρα εσύ μου απαγορεύεις να προφητεύω ενάντια στο λαό του Ισραήλ, στους απογόνους του Ισαάκ. Άκου, λοιπόν, αυτά που λέει ο Κύριος: Η γυναίκα σου θα γίνει πόρνη στην πόλη και οι γιοι σου και οι κόρες σου στον πόλεμο θα σκοτωθούν. Η γη σου σ’ άλλους θα μοιραστεί με το σχοινί· εσύ σε χώρα ακάθαρτη θα πεθάνεις, κι ο Ισραήλ θα οδηγηθεί οπωσδήποτε αιχμάλωτος μακριά απ’ την πατρίδα του». Ο Κύριος ο Θεός μού έδειξε και κάτι ακόμα: Είδα ένα καλάθι με φρούτα καλοκαιρινά. «Τι βλέπεις, Αμώς;» με ρώτησε ο Κύριος. Κι εγώ απάντησα: «Βλέπω ένα καλάθι με φρούτα καλοκαιρινά». Τότε μου είπε ο Κύριος: «Ο λαός μου ο Ισραήλ είναι ώριμος για την κρίση. Δε θ’ αλλάξω πια γνώμη για την τιμωρία μου. Τότε τα τραγούδια στα ανάκτορα θα γίνουν θρήνοι. Ο τόπος θα γεμίσει πτώματα και κανείς δε θα τα θάβει. Παντού θα βασιλεύει νεκρική σιγή». Αυτά λέει ο Κύριος. Ακούστε τα αυτά, εσείς που συντρίβετε τους φτωχούς και παραγκωνίζετε τους δυστυχισμένους της χώρας. Λέτε: «Πότε θα περάσει η γιορτή της νουμηνίας και το Σάββατο για ν’ ανοίξουμε τις σιταποθήκες και να πουλήσουμε το στάρι μας; Θα μικρύνουμε τα δοχεία της μέτρησης για να δίνουμε λιγότερο, θα βαρύνουμε τα σταθμά για να εισπράττουμε περισσότερο ασήμι και θα σκαρτέψουμε τις ζυγαριές. Θα πουλήσουμε ακόμη και τ’ αποκοσκινίδια του σταριού με κέρδος. Θα πουλήσουμε για δούλους τους φτωχούς, που δεν έχουν να πληρώσουν τα χρέη τους, έστω κι αν χρωστούν μονάχα ένα ζευγάρι σανδάλια». Ορκίστηκε ο Κύριος, που γι’ αυτόν ο λαός του Ισραήλ τόσο περηφανεύεται: «Δεν πρόκειται να λησμονήσω ποτέ τις πράξεις τους». Ποιος αμφιβάλλει ότι γι’ αυτές τις πράξεις σας η γη δεν θα σειστεί κι οι κάτοικοι της χώρας δεν θα κατατρομάξουν; Ολόκληρη η χώρα θα τραντάζεται, θα υψώνεται και θα χαμηλώνει, σαν τα νερά του Νείλου στην Αίγυπτο. Λέει ο Κύριος ο Θεός: «Την ημέρα εκείνη θα κάνω να βασιλέψει ο ήλιος μέρα μεσημέρι· η γη θα σκοτεινιάσει ενώ θα είναι μέρα φωτεινή. Θα μετατρέψω τις γιορτές σας σε κηδείες και τα γιορταστικά τραγούδια σας σε γοερές κραυγές. Θα κάνω όλοι να ξυρίστε τα κεφάλια σας και να φορέστε ρούχα πένθιμα. Το πένθος σας θα ’ναι τόσο βαρύ, όπως όταν πεθαίνει ένα μοναχοπαίδι. Κι όλα ετούτα θα τελειώσουν σαν μια μέρα γεμάτη πίκρα. »Έρχεται ο καιρός», λέει ο Κύριος, «που θα στείλω στη χώρα μεγάλη ανέχεια. Οι άνθρωποι θα πεινάνε αλλά όχι για ψωμί και θα διψάνε αλλά όχι για νερό· θα πεινάνε και θα διψάνε για ν’ ακούσουν κάποιο μήνυμα από μένα. Τότε θα τρέχουν από θάλασσα σε θάλασσα και θα περιπλανιούνται από βορρά σ’ ανατολή γυρεύοντας ένα μήνυμα από μένα και δε θα το βρίσκουν. »Τη μέρα εκείνη θα λιποθυμάνε απ’ τη δίψα ακόμα κι οι σφριγηλοί σας νέοι και τα εύρωστα κορίτσια σας. Θα πέσουν και δε θα ξανασηκωθούν όλοι αυτοί που ορκίζονται στα είδωλα της Σαμάρειας, που ορκίζονται στ’ όνομα του θεού της Δαν ή στ’ όνομα του θεού της Βέερ-Σεβά». Είδα τον Κύριο να στέκεται γιγάντιος μπροστά στο θυσιαστήριο και να δίνει διαταγή: «Χτύπα τα κιονόκρανα τόσο δυνατά που να σειστούν το ιερό και τα θεμέλιά του. Σπάσε τις κολόνες ώστε να πέσουν στα κεφάλια τους. Όσους επιζήσουν θα τους εξοντώσω με το ξίφος των εχθρών. Κανείς δε θα ξεφύγει, κανείς δε θα διασωθεί. Αν φτάσουν να χωθούν στον άδη, το χέρι μου από ’κει θα τους τραβήξει πάνω κι αν ανεβούν στον ουρανό κι από κει θα τους κατεβάσω κάτω. Ακόμη κι αν κρυφτούν στην κορυφή του Κάρμηλου κι εκεί θα τους ανακαλύψω θα τους πιάσω· και πάλι αν κρυφτούν από τα μάτια μου στης θάλασσας τον πάτο, θα διατάξω το θαλάσσιο δράκοντα εκεί να τους δαγκώσει. Κι αν στην αιχμαλωσία οδηγηθούν απ’ τους εχθρούς τους, να πέσουν από ξίφος θα δώσω προσταγή. Είμαι αποφασισμένος να μην τους βοηθήσω πια, μα να τους καταστρέψω». Ο Θεός είναι ο Κύριος του σύμπαντος: Τη γη αγγίζει κι αυτή τρέμει· φουσκώνει η γη και χαμηλώνει καθώς του Νείλου τα νερά στην Αίγυπτο κι όλοι θρηνούν οι κάτοικοί της. Το θόλο τ’ ουρανού στη γη στεριώνει και στα ουράνια χτίζει τα παλάτια του· της θάλασσας προστάζει τα νερά και γίνονται βροχή και στη γη πέφτουν. Κύριος είναι τ’ όνομά του! Ο Κύριος λέει: «Μήπως νομίζετε, Ισραηλίτες, ότι στα μάτια μου είστε καλύτεροι απ’ τους Αιθίοπες; Έβγαλα, βέβαια, εσάς από την Αίγυπτο, αλλά έβγαλα και τους Φιλισταίους απ’ την Κρήτη και τους Αραμαίους από την Κηρ. Εγώ ο Κύριος ο Θεός παρατηρώ τι κάνει ο Ισραήλ, αυτό το αμαρτωλό βασίλειο, και θα το εξαφανίσω από την επιφάνεια της γης. »Αλλά τελείως δεν θα καταστρέψω τους απογόνους του Ιακώβ. Εγώ το υπόσχομαι. Θα διατάξω να κοσκινιστούν εκεί που θα ζουν ανάμεσα στα έθνη. Τότε θα ξεχωρίσουν οι ένοχοι, όπως διαχωρίζονται τα λιθαράκια όταν κοσκινίζεται το ακαθάριστο σιτάρι. Όλοι οι αμαρτωλοί μες στο λαό μου, αυτοί που λένε με αυτοπεποίθηση “ο Θεός δεν θ’ αφήσει να μας βρει κακό”, όλοι απ’ των εχθρών θα σκοτωθούν το ξίφος». Ο Κύριος λέει: «Θα ’ρθεί μια μέρα που θα αποκαταστήσω την Πόλη του Δαβίδ σ’ όλη της τη λαμπρότητα. Τώρα φαίνεται ερείπιο. Όμως τους τοίχους της θα επισκευάσω, θα κλείσω όλα τα ρήγματα και θα την ξαναχτίσω όπως ήταν πριν. Θα κατακτήσουν οι Ισραηλίτες ό,τι έχει απομείνει από τη χώρα της Εδώμ κι από τα άλλα έθνη, που ήταν κάποτε ιδιοκτησία μου. Εγώ ο Κύριος το λέω και θα το κάνω». Ο Κύριος λέει ακόμα: «Έρχεται καιρός, που τόσο γρήγορα θα μεγαλώσουνε τα σιτηρά, ώστε να έρχεται ο θεριστής μόλις ο γεωργός θα έχει τ’ όργωμα τελειώσει. Και τα σταφύλια θα ’ναι τόσο άφθονα, που δε θα προλαβαίνουνε να τα πατήσουν όλα για κρασί, γιατί η εποχή της νέας σποράς θα φτάνει. Θα ρέει ο μούστος πάνω στις πλαγιές, θα πλημμυρίζουνε οι λόφοι. Τόσο πολλά θα είναι τα σταφύλια. Τότε θ’ αλλάξω την κατάσταση του λαού μου του Ισραήλ. Θα ξαναχτίσουν τις ερημωμένες πόλεις και θα τις κατοικήσουν. Θα φυτέψουν αμπέλια και θα πίνουν το κρασί, θα φτιάξουν κήπους και θα τρώνε τον καρπό τους. Θα τους εγκαταστήσω στη χώρα που τους έδωσα και κανείς δε θα μπορέσει να τους ξεριζώσει πια απ’ αυτήν». Αυτά λέει ο Κύριος, ο Θεός σας. Όραμα του Οβδιού, που του το φανέρωσε ο Κύριος ο Θεός σχετικά με το λαό της Εδώμ. Ο Κύριος έστειλε τον αγγελιοφόρο του στα έθνη κι ακούσαμε το μήνυμά του: «Εμπρός, πάμε να πολεμήσουμε ενάντια στην Εδώμ!» Αλλά και στην Εδώμ, λέει ο Κύριος: «Ανάμεσα στα έθνη εσένα θα σε κάνω το πιο αδύναμο. Όλοι θα σε περιφρονούν. Η φοβερή σου αλαζονεία, Εδώμ, σε παραπλάνησε. Επειδή κατοικείς σε απρόσιτα, ψηλά, βραχώδη μέρη σκέφτεσαι: “εμένα ποιος μπορεί να με ρίξει στη γη;” Ακόμα όμως κι αν χτίσεις τη φωλιά σου στα ψηλά, καθώς αετός, να μοιάζει σαν να βρίσκεται ανάμεσα στ’ αστέρια, εγώ στο λέω, ο Κύριος, πως κι από ’κει θα σε γκρεμίσω κάτω. »Αν ήταν οι συνηθισμένοι κλέφτες και ληστές που κάνουν έφοδο τη νύχτα, θα έπαιρναν αυτά που θέλανε. Όμως αλίμονο! Αυτοί οι εχθροί σου θα σε απογυμνώσουν εντελώς. Αν ήταν σαν τους τρυγητές, θ’ αφήναν και λίγα τσαμπιά για κείνους που ξαναγυρνούν και τα μαζεύουν. Όμως, αλίμονο σ’ εσάς, απόγονοι του Ησαύ! Οι εχθροί σας όλη σας τη χώρα θα την ψάξουν, να βρούνε και να πάρουν όλους σας τους κρυμμένους θησαυρούς. Όλοι οι σύμμαχοί σας, θα σας αρνηθούν την προστασία τους, κι από τη χώρα σας θα σας πετάξουν έξω. Οι φίλοι, που μαζί τους είχατε κοινά συμφέροντα, στην εργασία τους τώρα θα σας πάρουν. Αυτοί που έτρωγαν μαζί σας, παγίδες θα σας στήσουν, θα λέν’ για σας: “πού είν’ η εξυπνάδα τους!” Πράγματι», λέει ο Κύριος, «τη μέρα εκείνη τους σοφούς στην Εδώμ θα τους εξαφανίσω και θα εξαλείψω όλη τη σοφία τους. Θα πανικοβληθούν οι πολεμάρχοι της Θαιμάν κι όλοι οι απόγονοι του Ησαύ στο βουνό πάνω θα εξολοθρευτούν». Επειδή εσείς οι Εδωμίτες σκοτώσατε και λεηλατήσατε τ’ αδέρφια σας, τους απογόνους του Ιακώβ, θ’ ατιμαστείτε και θα καταστραφείτε μια για πάντα. Στεκόσασταν παράμερα και βλέπατε, όταν ο ξένος στρατός παραβίαζε τις πύλες και έμπαινε στην Ιερουσαλήμ. Έριχναν κλήρο για να μοιραστούν τα πλούτη της και τους κατοίκους της και τελικά τους οδήγησαν στην αιχμαλωσία. Κι ήσασταν με τη στάση σας κι εσείς το ίδιο ένοχοι μ’ εκείνους. Σας είχα προειδοποιήσει: Μη χαίρεστε για τη δυστυχία των αδερφών σας, για την καταστροφή των απογόνων του Ιούδα· στα βάσανά τους μην τους ειρωνεύεστε. Εσείς τουλάχιστον μην μπαίνετε στην κυριευμένη πόλη του λαού μου. Μη χαίρεστε στη συμφορά τους και μην αρπάζετε τα υπάρχοντά τους τη μέρα της καταστροφής και της απελπισίας τους. Στους δρόμους μην παραμονεύετε για να σκοτώσετε τους φυγάδες και μην παραδίνετε τους επιζώντες στους εχθρούς τη μέρα της απελπισίας τους. Εσείς όμως κάνατε ακριβώς το αντίθετο! Η μέρα που ο Κύριος θα κρίνει όλα τα έθνη πλησιάζει. Ο Κύριος λέει: «Αυτό που κάνατε στ’ αδέρφια σας θα το πάθετε κι εσείς. Το κακό που κάνατε θα πέσει πάνω στο κεφάλι σας. Όσο για σας, λαέ του Ιούδα, ήπιατε το ποτήρι της οργής μου πάνω στο άγιο μου βουνό, μα όλα τ’ άλλα έθνη θα συνεχίσουν να το πίνουν δίχως τελειωμό. Θα το πιουν όλο και θα εξαφανιστούν, σαν να μην είχανε ποτέ υπάρξει. Τότε, όσοι γλιτώσουν θα βρούνε άσυλο πάνω στο όρος Σιών. Τ’ όρος αυτό ξένος κανείς δε θα ’χει το δικαίωμα να το αγγίξει. »Αλλά οι απόγονοι του Ιακώβ θα ξαναπάρουνε τη χώρα τους απ’ τους κατακτητές της. Οι απόγονοι του Ιακώβ θα γίνουν σαν τη φωτιά, οι απόγονοι του Ιωσήφ σαν τη φλόγα, ενώ οι απόγονοι του Ησαύ σαν το καλάμι. Θα τους κάνουν στάχτη και κανείς από τους απογόνους του Ησαύ δε θα γλιτώσει». Αυτοί που κατοικούνε νότια απ’ το βασίλειο του Ιούδα θα κυριέψουνε την ορεινή Εδώμ· κι αυτοί που κατοικούν στη δυτική λοφώδη χώρα του Ιούδα, θα κυριέψουνε των Φιλισταίων την περιοχή· οι υπόλοιποι του βασιλείου του Ιούδα θα κυριέψουν την περιοχή των Εφραϊμιτών και της Σαμάρειας και οι Βενιαμινίτες θα κυριέψουνε την ορεινή περιοχή της Γαλαάδ. Οι αιχμάλωτοι του Ισραήλ θ’ αποτελέσουν ένα μεγάλο στρατό, που θα κατακτήσει τη χώρα των Χαναναίων μέχρι τη Σαρεφάθ, και οι αιχμάλωτοι της Ιερουσαλήμ που βρίσκονται στη Σαφεράδ θα καταλάβουν τις πόλεις της νότιας περιοχής του Ιούδα. Όλοι αυτοί που βρήκαν σωτηρία πάνω στο όρος Σιών θ’ ανεβούν νικητές να κυβερνήσουν την ορεινή χώρα, την Εδώμ. Και θα ’ναι βασίλειο του Κυρίου. Ο Κύριος είπε στον Ιωνά, γιο του Αμαθί: «Σήκω να πας στη Νινευή, τη μεγάλη πόλη, και ν’ αναγγείλεις την τιμωρία της, γιατί είδα τη φαυλότητα των κατοίκων της». Ο Ιωνάς ετοιμάστηκε να φύγει, αλλά προς την αντίθετη κατεύθυνση, δηλαδή προς τη Θαρσείς, επειδή ήθελε να ξεφύγει από τον Κύριο. Κατέβηκε, λοιπόν, στην Ιόππη και βρήκε ένα πλοίο που πήγαινε στη Θαρσείς. Πλήρωσε το ναύλο του και επιβιβάστηκε μαζί με το πλήρωμα για να πάει πέρα ’κει, μακριά από τον Κύριο. Αλλά ο Κύριος σήκωσε ανεμοστρόβιλο στη θάλασσα, τόσο δυνατό, που το πλοίο κινδύνευε να διαλυθεί. Οι ναύτες τρόμαξαν και φώναζαν ζητώντας βοήθεια ο καθένας απ’ το θεό του. Και για να ελαφρώσουν το πλοίο έριχναν το φορτίο του στη θάλασσα. Νωρίτερα ο Ιωνάς είχε κατεβεί στο αμπάρι του πλοίου, είχε ξαπλώσει και κοιμόταν βαθιά. Ο πλοίαρχος τον πλησίασε και του είπε: «Τι κάνεις εσύ εκεί; κοιμάσαι; Σήκω και παρακάλεσε το θεό σου να μας βοηθήσει· ίσως μας λυπηθεί και σωθούμε». Οι ναύτες είπαν μεταξύ τους: «Ελάτε να ρίξουμε κλήρο, για να δούμε ποιος είναι η αιτία που μας βρήκε ετούτο το κακό». Έριξαν, λοιπόν, κλήρο κι ο κλήρος έπεσε στον Ιωνά. Τότε άρχισαν να τον ρωτούν: «Για πες μας τώρα, για ποιο λόγο μάς βρήκε όλο αυτό το κακό; τι δουλειά έχεις εδώ; από πού έρχεσαι; ποια είν’ η πατρίδα σου; ποιος είναι ο λαός σου;» Ο Ιωνάς τους αποκρίθηκε: «Εγώ είμαι Εβραίος και λατρεύω τον Κύριο, το Θεό του ουρανού, αυτόν που δημιούργησε τη θάλασσα και τη στεριά». Ακόμα τους φανέρωσε ότι προσπαθούσε να φύγει μακριά από τον Κύριο. Τότε οι ναύτες κατατρόμαξαν και του είπαν: «Πώς το ’κανες αυτό! Τι να σε κάνουμε τώρα, για να ησυχάσει η θάλασσα;» –γιατί η θαλασσοταραχή όσο πήγαινε χειροτέρευε. Εκείνος τους απάντησε: «Πάρτε με και ρίξτε με στη θάλασσα, κι αυτή θα ησυχάσει. Το ξέρω πως εγώ είμαι η αιτία γι’ αυτή τη μεγάλη καταιγίδα που σας βρήκε». Παρ’ όλα αυτά, οι ναύτες κωπηλατούσαν μ’ όλη τους τη δύναμη για να γυρίσουν πίσω στη στεριά, αλλά δεν τα κατάφερναν, γιατί η θάλασσα γινόταν όλο και πιο άγρια. Τότε άρχισαν να φωνάζουν στον Κύριο και να τον παρακαλούν: «Αχ, Κύριε, μη μας τιμωρήσεις με θάνατο, που θυσιάζουμε αυτόν τον άνθρωπο. Μη θεωρήσεις φόνο το θάνατό του. Όλα αυτά που συμβαίνουν είναι σύμφωνα με το θέλημά σου». Έπειτα σήκωσαν τον Ιωνά και τον πέταξαν στη θάλασσα. Κι αμέσως η θαλασσοταραχή σταμάτησε. Όταν οι άντρες το είδαν αυτό, φοβήθηκαν τόσο πολύ τον Κύριο, ώστε του πρόσφεραν θυσία και του έκαναν τάματα. Στο μεταξύ ο Κύριος πρόσταξε ένα μεγάλο ψάρι και κατάπιε τον Ιωνά. Κι έμεινε ο Ιωνάς μες στην κοιλιά του ψαριού τρία μερόνυχτα. Από ’κει προσευχήθηκε στον Κύριο το Θεό του μ’ αυτά τα λόγια: «Μέσα στη θλίψη μου σ’ εσένα Κύριε, φώναξα κι εσύ μου αποκρίθηκες. Απ’ την κοιλιά του άδη φώναξα για βοήθεια, κι άκουσες τη φωνή μου. Στα βάθη μ’ έριξες, μες στην καρδιά της θάλασσας, τα ρεύματα με περικύκλωσαν. Όλα τα κύματά σου κι οι φουρτούνες σου περάσαν από πάνω μου. Σκεφτόμουν: “μ’ έδιωξε απ’ τη φροντίδα του. Πώς θ’ αντικρύσω πάλι τον άγιο του ναό;” Τα νερά με σκέπασαν ως το λαιμό. Η θάλασσα η απύθμενη με περικύκλωσε, φύκια δεθήκαν στο κεφάλι μου τριγύρω. Κατέβηκα ως τα θεμέλια των βουνών, στη χώρα που οι αμπάρες της είναι κλεισμένες πάνω μου για πάντα. Εσύ όμως, Κύριε, Θεέ μου, ζωντανό μ’ έβγαλες απ’ το λάκκο. Την ώρα που ένιωσα να σβήνω, θυμήθηκα εσένα, Κύριε· σ’ έφτασε τότε η προσευχή μου στον άγιο σου ναό. Εκείνοι που λατρεύουν ψεύτικους θεούς θα χάσουν την εμπιστοσύνη τους σ’ αυτούς. Εγώ όμως θα σου ψέλνω προσευχές, θυσίες θα σου προσφέρω. Θα εκπληρώσω ό,τι σου ’ταξα, γιατί ο σωτήρας μου είσαι Κύριε εσύ». Τότε ο Κύριος πρόσταξε το ψάρι να ξεράσει τον Ιωνά στη στεριά. Ο Κύριος είπε για δεύτερη φορά στον Ιωνά: «Σήκω να πας στη Νινευή, τη μεγάλη πόλη, και να τους αναγγείλεις το μήνυμα που εγώ σου ανέθεσα να πεις». Αυτή τη φορά ο Ιωνάς υπάκουσε στην εντολή του Κυρίου και πήγε στη Νινευή. Η Νινευή όμως ήταν εκτεταμένη πόλη και για να τη διαβεί κανείς χρειαζόταν τρεις μέρες πορεία. Ο Ιωνάς, αφού έκανε πορεία μιας μέρας μέσα στην πόλη, στάθηκε και κήρυξε: «Σαράντα μέρες ακόμη και η Νινευή θα καταστραφεί!» Οι κάτοικοι της Νινευή πίστεψαν στην προειδοποίηση του Θεού, αποφάσισαν να νηστέψουν και φόρεσαν όλοι πένθιμα, από τον μεγαλύτερο ως τον μικρότερο. Όταν το μήνυμα του Ιωνά έφτασε και στο βασιλιά της Νινευή, αυτός αμέσως κατέβηκε απ’ το θρόνο του, έβγαλε το μανδύα του από πάνω του, φόρεσε ένα πένθιμο ρούχο και κάθισε στις στάχτες. Μετά έστειλε και τους κήρυκες να διακηρύξουν στη Νινευή: «Ακούστε τη διαταγή του βασιλιά και των μεγιστάνων του: Άνθρωποι και ζώα, βόδια και πρόβατα, να μη φάνε τίποτα ούτε να βοσκήσουν ούτε νερό να πιουν· άνθρωποι και ζώα να σκεπαστούν με πένθιμα ρούχα. Καθένας σας να προσευχηθεί μ’ όλη τη δύναμή του στο Θεό· να σταματήσετε τις κακές σας πράξεις και τις αδικίες σας. Ποιος ξέρει! Ίσως αλλάξει γνώμη ο Θεός· ίσως σταματήσει τη μεγάλη του οργή και δεν καταστραφούμε». Όταν ο Θεός είδε πως οι Νινευίτες άφησαν την κακία τους, μετάνιωσε και δεν τους τιμώρησε όπως τους είχε προειδοποιήσει. Ο Ιωνάς όμως στενοχωρήθηκε πολύ και οργίστηκε. Στράφηκε στον Κύριο και του είπε: «Αχ, Κύριε, καλά το ’λεγα εγώ, όταν ήμουν ακόμα στη χώρα μου. Γι’ αυτό είχα βιαστεί να φύγω για τη Θαρσείς. Ήξερα πως εσύ είσαι Θεός που αγαπάς, Θεός σπλαχνικός, υπομονετικός, πως έχεις καλοσύνη απεριόριστη και είσαι πάντα πρόθυμος ν’ αλλάξεις γνώμη και ν’ αναστείλεις την τιμωρία σου. Πάρε, λοιπόν, Κύριε τη ζωή μου· προτιμώ να πεθάνω, παρά να ζω». Κι ο Κύριος του αποκρίθηκε: «Είναι σωστό να θυμώνεις, Ιωνά;» Ο Ιωνάς είχε βγει από την πόλη κι είχε πάει ανατολικά της Νινευή. Εκεί ήθελε να φτιάξει ένα στέγαστρο από κλαριά και να καθίσει κάτω απ’ τον ίσκιο του, ώσπου να δει τι θ’ απογίνει η πόλη. Αλλά ο Κύριος, ο Θεός, πρόσταξε να φυτρώσει ένα φυτό και το έκανε να ψηλώσει πάνω από τον Ιωνά και να του κάνει σκιά στο κεφάλι του για να νιώθει πιο άνετα. Ο Ιωνάς χάρηκε πάρα πολύ γι’ αυτό το φυτό. Νωρίς όμως την άλλη μέρα το πρωί ο Θεός πρόσταξε ένα σκουλήκι ν’ αρχίσει να τρώει τις ρίζες του φυτού, κι έτσι το φυτό ξεράθηκε. Όταν βγήκε ο ήλιος, ο Θεός πρόσταξε να φυσήξει ένας καυτός ανατολικός άνεμος· ο ήλιος έκαιγε το κεφάλι του Ιωνά κι ένιωθε τρομερά εξαντλημένος. Ήθελε να πεθάνει· «προτιμώ να πεθάνω», έλεγε, «παρά να ζω». Ο Θεός όμως τον ρώτησε: «Είναι σωστό, Ιωνά, να θυμώνεις εξαιτίας αυτού του φυτού;» Κι εκείνος απάντησε: «Και βέβαια έχω δίκιο να είμαι θυμωμένος· καλύτερα να πεθάνω!» Τότε ο Κύριος του είπε: «Πρόσεξε Ιωνά: Εσύ ούτε κοπίασες γι’ αυτό το φυτό ούτε το ’κανες να μεγαλώσει. Μόνο του μεγάλωσε μέσα σε μια νύχτα και την άλλη μέρα ξεράθηκε. Κι όμως λυπήθηκες γι’ αυτό! Εγώ δεν έπρεπε να λυπηθώ για τη Νινευή, τη μεγάλη πόλη; Σ’ αυτήν υπάρχουν περισσότεροι από εκατόν είκοσι χιλιάδες άνθρωποι, που δεν ξέρουν να ξεχωρίσουν το αριστερό τους χέρι από το δεξί. Επίσης εκεί υπάρχουν και πολλά ζώα». Λόγος του Κυρίου που απευθύνθηκε στο Μιχαία το Μωρασθίτη, την εποχή των βασιλέων του Ιούδα Ιωθάμ, Άχαζ και Εζεκία. Ο Κύριος του φανέρωσε με όραμα το μήνυμά του για τις πόλεις της Σαμάρειας και της Ιερουσαλήμ. Ακούστε όλοι οι λαοί! Η γη και καθετί που ζει πάνω σ’ αυτήν, προσέξτε! Ο ίδιος ο Κύριος ο Θεός θα είναι ο κατήγορός σας, ο Κύριος από τον άγιο του ναό. Ο Κύριος βγαίνει από τον άγιο τόπο του και κατεβαίνει και βαδίζει πάνω στα υψώματα της γης. Λιώνουν κάτω απ’ τα πόδια του τα βουνά σαν το κερί μπρος στη φωτιά· και σκίζονται οι κοιλάδες όπως όταν τα νερά απ’ τις βουνοπλαγιές κατρακυλούν. Ο Κύριος λέει: «Όλα αυτά θα τα κάνω γιατί του Ιακώβ οι απόγονοι είναι ασεβείς, το βασίλειο του Ισραήλ αμαρτωλό. Ποια είναι η αιτία της ασέβειας του Ισραήλ; Η Σαμάρεια! Και ποια είναι η αιτία της ειδωλολατρίας στους ιερούς τόπους του Ιούδα; Η Ιερουσαλήμ! Γι’ αυτό θα καταστρέψω τη Σαμάρεια· θα κυλίσω στην πεδιάδα τα λιθάρια της και θ’ απογυμνώσω τα θεμέλιά της· έτσι θα τη μεταβάλω σε τόπο όπου αμπέλια θα φυτεύονται. Όλα τα γλυπτά της θα συντριφθούν κι όλα τ’ αφιερώματά της στις φλόγες θα ριχτούν· θα εξαφανίσω όλα της τα είδωλα γιατί με χρήματα πορνείας αποκτήθηκαν και για αντάλλαγμα πορνείας θα ξοδευτούνε πάλι». Για τούτο θα θρηνήσω και θα κλάψω, ξυπόλητος θα περπατήσω και γυμνός σαν τα τσακάλια θα θρηνήσω, θα κλάψω σαν τις στρουθοκαμήλους. Θα ’ναι αγιάτρευτες οι πληγές της Σαμάρειας, αλλά παρόμοια θα τιμωρηθεί και ο Ιούδας· θα φτάσει η καταστροφή ως της Ιερουσαλήμ τις πύλες, όπου ο λαός μου κατοικεί. Τέτοιες ειδήσεις ας μην φτάσουνε στη Γαθ, συγκρατήστε το κλάμα σας! Κάτοικοι της Βαιθ-Αφρά κυλιστείτε στο χώμα. Ντροπιασμένοι στην αιχμαλωσία βαδίστε, κάτοικοι της Σαφίρ. Δεν τολμούν να βγουν από την πόλη τους οι κάτοικοι της Σαανάν. Θρήνος στη Βαιθ-Έζελ! Δεν είναι τόπος πια εκεί να καταφύγετε. Τρέμουν για τ’ αγαθά τους της Μαρώμ οι κάτοικοι γιατί η καταστροφή που στέλνει ο Κύριος έφτασε ως τις πύλες της Ιερουσαλήμ. Ζέψτε τις άμαξες στα άλογά σας, κάτοικοι της Λαχίς, και φύγετε! Από την πόλη σας άρχισε η αμαρτία της Ιερουσαλήμ· μπορεί κανείς να δει στην πόλη σας της ανταρσίας τα σημάδια. Γι’ αυτό, λαέ του Ιούδα, πρέπει να εγκαταλείψετε τη Μωρέσεθ-Γαθ. Για πάντα αποχαιρετήστε την! Η πόλη της Αχζίβ δεν θα προσφέρει πια καμιά βοήθεια στους βασιλιάδες του Ισραήλ. Σε νέο κατακτητή ο Κύριος θα σας παραδώσει πάλι, κάτοικοι της Μαρεσά. Οι ηγέτες του Ισραήλ θ’ αναγκαστούν στο σπήλαιο να κρυφτούν της Αδουλλάμ. Ξυρίστε τα γένια σας και κόψτε τα μαλλιά σας, ώσπου να γίνει φαλακρό το κεφάλι σας καθώς του γύπα. Θρηνήστε για τ’ αγαπημένα σας παιδιά, γιατί μακριά σας θα οδηγηθούν, στην εξορία. Αλίμονο σ’ εκείνους που ξαγρυπνούν στα κρεβάτια τους σχεδιάζοντας το κακό, για να το πραγματοποιήσουν το πρωί! Θα το κάνουν, γιατί έχουν τη δύναμη. Όταν επιθυμούν χωράφια ή σπίτια τα αρπάζουν. Κατακλέβουν τους ανθρώπους και τις οικογένειές τους και παίρνουν τις περιουσίες τους. Γι’ αυτό, ο Κύριος λέει: «Έτσι σχεδιάζω κι εγώ κακό ενάντια σε ανθρώπους σαν κι εσάς. Δε θα μπορέσετε να το αποφύγετε και δε θα περπατάτε πια με το κεφάλι ψηλά. Γιατί οι καιροί που έρχονται θα είναι δύσκολοι». Εκείνη την ημέρα ο κόσμος θα σας αναφέρει σαν παράδειγμα καταστροφής και θα μιλάει για σας με το δικό σας θρήνο: «Τελείως καταστραφήκαμε! Απαλλοτρίωσε ο Θεός τη χώρα του λαού του, κανείς δεν του τη δίνει πίσω· στους κατακτητές μας μοίρασε τα χωράφια μας». Γι’ αυτό, όταν η χώρα ξαναμοιραστεί, εσείς δεν πρόκειται να πάρετε μερίδιο. Δε θα υπάρχει για σας τόπος στη συγκέντρωση του λαού του Κυρίου. «Μη λες ανοησίες!» μου λένε. «Δεν επιτρέπεται σ’ έναν προφήτη να μιλάει έτσι. Τέτοια προσβολή είναι για μας αδιανόητη. Μήπως είναι καταραμένοι οι απόγονοι του Ιακώβ; Έχασε τάχα την υπομονή του ο Κύριος μαζί μας; Τέτοια κάνει; Δεν έχει κανένα καλό λόγο για κείνους που ζουν δίκαια;» Αλλά σ’ εσάς λέει ο Κύριος: «Από παλιά εναντιωνόσασταν στο λαό μου. Οι άνθρωποι γυρίζουν απ’ τον πόλεμο κι ενώ πιστεύουνε πως είναι ασφαλείς, εσείς αρπάζετε το πανωφόρι από την πλάτη τους. Τις γυναίκες του λαού μου τις διώχνετε από τ’ αγαπημένα τους τα σπίτια· αρπάζετε απ’ τα παιδιά τους για πάντα τον κλήρο που τιμητικά εγώ τους έχω δώσει. Εμπρός, σηκωθείτε και φύγετε στην εξορία, γιατί εδώ ησυχία δε θα βρείτε! Με τις ανίερες πράξεις σας έχετε προκαλέσει την καταστροφή. Και η καταστροφή θα ’ναι σκληρή!» Αν ήταν κάποιος που να λέει λόγια του αέρα, ψέματα και απάτες, να προφητεύει πως θα έχετε κρασί και δυνατά ποτά σε αφθονία, αυτός θα ήταν ο προφήτης ο ανόητος, που στο λαό αυτόν ταιριάζει. «Θα συναθροίσω εγώ όλους μαζί τους απογόνους του Ιακώβ κι όλο θα συνενώσω το υπόλοιπο του λαού του Ισραήλ. Θα τους βάλω μαζί καθώς τα πρόβατα που στο μαντρί γυρίζουν. Σαν το κοπάδι που γεμίζει το βοσκότοπό του, έτσι κι η χώρα σας θα ξαναγεμίσει πλήθος λαό. Ένας δυνατός ήρωας θα τους οδηγεί και θ’ ανοίγει το δρόμο. Μ’ αυτόν θα περάσουν την πύλη και θα βγουν έξω. Ο Κύριος είναι αυτός ο ήρωας· ο βασιλιάς τους, αυτός θα προπορεύεται μπροστά τους». Ακούστε αρχηγοί κι άρχοντες του Ισραήλ: Δεν είν’ έργο δικό σας να γνωρίζετε το δίκαιο; Εσείς όμως μισείτε το καλό και αγαπάτε το κακό. Φέρεστε στο λαό μου σαν να ήταν ζώα που τα πάνε για σφαγή. Τους γδέρνετε και παίρνετε το δέρμα τους και ξεκολλάτε τις σάρκες απ’ τα κόκαλά τους. Τρέφεστε με τις σάρκες του λαού μου, τους κάνετε κομμάτια σαν να ’ταν κρέας για τη χύτρα. Μ’ αυτόν τον τρόπο κακομεταχειρίζεστε το λαό μου. Αλλά θα ’ρθεί καιρός που θα φωνάζετε στον Κύριο, κι αυτός δε θα σας απαντάει· θα κρύψει από σας το πρόσωπό του γιατί η συμπεριφορά σας ήταν κακή. Οι προφήτες που παραπλανούν το λαό μου, υπόσχονται ειρήνη σ’ εκείνους που τους δίνουν πλούσια τροφή, αλλά απειλούν με πόλεμο αυτούς που τίποτε δεν τους προσφέρουν. Γι’ αυτό, σ’ ετούτους τους προφήτες ο Κύριος λέει: «Τέρμα λοιπόν οι προβλέψεις! Η νύχτα θα πέσει πάνω σας, προφήτες. Τέρμα οι προφητείες! Σκοτάδι θα σας περιβάλει, όπως μετά το ηλιοβασίλεμα. Δεν θα λαβαίνετε απάντηση από μένα. Κι έτσι θα ντροπιαστείτε εσείς οι οραματιστές· και οι χρησμωδοί θα διαψευστείτε. Δεν θα ξέρετε πού να κρυφτείτε!» Εγώ όμως είμαι γεμάτος δύναμη. Μαζί μου είναι το Πνεύμα του Θεού. Γι’ αυτό έχω το θάρρος να υποστηρίζω το δίκιο και να φωνάζω στους απογόνους του Ιακώβ την ασέβειά τους και την αμαρτία τους. Ακούστε αρχηγοί και άρχοντες του Ισραήλ, που αποστρέφεστε το δίκαιο και διαστρέφετε το σωστό, εσείς που χτίζετε την Ιερουσαλήμ, την πόλη του Θεού, πάνω σε αίματα και αδικίες. Οι άρχοντες δωροδοκούνται όταν δικάζουν, οι ιερείς διδάσκουν με πληρωμή και οι προφήτες προφητεύουν με αμοιβή. Κι ύστερα απ’ όλα αυτά τολμούν και λένε: «Ο Κύριος είναι μαζί μας. Δε θα μας βρει κακό!» Γι’ αυτό, εξαιτίας σας η Σιών θα οργωθεί σαν χωράφι· η Ιερουσαλήμ θα γίνει σωρός από λιθάρια κι ο λόφος του ναού θα σκεπαστεί από θάμνους. «Θα ’ρθούνε μέρες, που το όρος του ναού θα κυριαρχεί πάνω στα βουνά, ψηλότερο απ’ όλα τ’ άλλα. Εκεί θα συρρέουν οι λαοί. Εκεί θα τρέχουν έθνη πολλά. “Εμπρός”, θα λένε: “ας ανεβούμε στο όρος του Κυρίου, στον οίκο του Θεού του Ιακώβ, το δρόμο του να μας διδάξει για να τον ακολουθούμε”. Γιατί απ’ τη Σιών βγαίνει ο νόμος, από την Ιερουσαλήμ προέρχεται ο λόγος του Κυρίου. Αυτός θα κρίνει ανάμεσα σε πολλούς λαούς, το δίκιο θ’ αποδώσει σε έθνη δυνατά και μακρινά. Τότε τα ξίφη τους θα τα σφυρηλατήσουν σε άροτρα και τις λόγχες τους σε δρεπάνια. Ξίφος δεν θα σηκώνει το ένα έθνος στο άλλο ενάντια και πια δεν θα μαθαίνουν να πολεμούν. Αλλά θα κάθεται καθένας κάτω απ’ την κληματαριά του και κάτω απ’ τη συκιά του, χωρίς κανείς να τον τρομάζει». Ο Κύριος του σύμπαντος τα είπε αυτά. Καθένα από τα άλλα έθνη υπακούει στο δικό του θεό, ενώ εμείς οι Ισραηλίτες ακολουθούμε τον Κύριο που είναι ο Θεός μας, κι αυτό θα κάνουμε για πάντα. Ο Κύριος λέει: «Θα ’ρθεί μια μέρα που θα μαζέψω τα πρόβατα του κοπαδιού μου τ’ ανάπηρα και τα παραπλανημένα. Εγώ τους έφερα δυστυχία, αλλά θα κάνω τ’ ανάπηρα υπόλοιπο και τα αδύναμα ισχυρό λαό. Εγώ ο Κύριος θα βασιλεύω σ’ αυτούς από το όρος Σιών από τώρα και για πάντα. Και σ’ εσένα πύργε που το ποίμνιο προστατεύεις, ψηλέ βράχε της Σιών, θα ξαναγυρίσει η εξουσία όπως παλιά· η πόλη της Ιερουσαλήμ θα ξαναγίνει πρωτεύουσα του βασιλείου. Τώρα όμως, γιατί κραυγάζεις τόσο δυνατά, Ιερουσαλήμ; Δεν έχεις πια βασιλιά; δεν υπάρχει πια σύμβουλος; γιατί κοιλοπονάς σαν ετοιμόγεννη γυναίκα; »Στριφογύρνα και βόγγα, πόλη της Ιερουσαλήμ, καθώς η ετοιμόγεννη, γιατί τώρα θ’ αναγκαστείς να βγεις από την πόλη και στα χωράφια να κατασκηνώσεις, και τελικά θα πας μακριά στη Βαβυλώνα. Εκεί θα ελευθερωθείς. Εκεί θα σε λυτρώσω εγώ από την εξουσία των εχθρών σου». Ο Κύριος λέει: «Συνάχθηκαν έθνη πολλά τώρα εναντίον σου, Ιερουσαλήμ, που θέλουνε τον άγιο τόπο σου να βεβηλώσουν και με την καταστροφή σου να χαρούν. Αλλά τα σχέδιά μου δεν τα γνωρίζουν και δεν καταλαβαίνουν τις προθέσεις μου, που είναι να τους συγκεντρώσω σαν τα δεμάτια στο αλώνι για να τους αλωνίσω. Σήκω και αλώνιζε, Ιερουσαλήμ, γιατί εγώ θα σε κάνω δυνατή σαν ταύρο με σιδερένια κέρατα και χάλκινες οπλές, για να ποδοπατήσεις πολλούς λαούς και ν’ αφιερώσεις τα πλούσια λάφυρά τους και τα υπάρχοντά τους σ’ εμένα τον Κύριο του σύμπαντος». Ο Κύριος λέει: «Κλάψε και ξέσκισε τις σάρκες σου, πολιορκημένη πόλη! Οι εχθροί σ’ έχουν περικυκλώσει. Τον αρχηγό του Ισραήλ θα τον χτυπήσουν με ραβδί στο πρόσωπο. Αλλά από εσένα Βηθλεέμ, πόλη της περιοχής όπου κατοικεί η συγγένεια Εφραθά, αν και είσαι μια από τις πιο μικρές πόλεις του Ιούδα, εγώ θα κάνω να προέλθει εκείνος που θα γίνει άρχοντας του Ισραήλ. Η καταγωγή του είναι πολύ παλιά· ανάγεται στις αρχαίες μέρες. Εγώ ο Κύριος θα παραδώσω το λαό μου στους εχθρούς του, ωσότου μια γυναίκα γεννήσει το αναμενόμενο παιδί. Τότε αυτοί που θα ζουν ακόμα στην αιχμαλωσία θα επιστρέψουν και θα ενωθούν με τους άλλους Ισραηλίτες. Όταν έρθει εκείνος, θα τους οδηγήσει και θα τους προστατέψει με τη δύναμή μου, με τη μεγαλειώδη παρουσία του ίδιου του Θεού του. Θα ζήσουν με ασφάλεια, γιατί όλοι οι λαοί της γης θ’ αναγνωρίσουν τη μεγαλοσύνη του. Αυτός θα φέρει την ειρήνη». Όταν έρθουν οι Ασσύριοι στη χώρα μας και την καταπατήσουν, τότε θα ξεσηκώσουμε εναντίον τους πολλούς αρχηγούς και άρχοντες. Αυτοί θα κατακτήσουν με τα όπλα την Ασσυρία, τη χώρα των απογόνων του Νεμρώδ. Αν οι Ασσύριοι τολμήσουν να ’ρθουν στη χώρα μας και να παραβιάσουν τα σύνορά μας, τότε ο βασιλιάς μας θα μας σώσει. Το υπόλοιπο των απογόνων του Ιακώβ είναι διεσπαρμένο ανάμεσα σε πολλούς λαούς καθώς δροσιά απ’ τον Κύριο, καθώς βροχή απάνω στο χορτάρι. Δε στηρίζει την ελπίδα του στους ανθρώπους και τίποτα δεν περιμένει απ’ αυτούς. Το υπόλοιπο των απογόνων του Ιακώβ είναι ανάμεσα σε πολλά έθνη όπως ένα λιοντάρι ανάμεσα στου δάσους τα θεριά, σαν ένα λιονταρόπουλο ανάμεσα σε κοπάδι προβάτων. Όπου περνάει αρπάζει και ξεσκίζει· κανένας δεν μπορεί τη λεία του να του πάρει. Το χέρι σου ύψωσε Ισραήλ, ενάντια στους εχθρούς σου που σε καταπιέζουν κι αφάνισέ τους! Ο Κύριος όμως λέει: «Θα ’ρθει μια μέρα που θα εξαφανίσω τ’ άλογά σας, θα καταστρέψω τις πολεμικές σας άμαξες. Θα καταστρέψω τις πολιτείες της χώρας σας και θα γκρεμίσω όλα τα οχυρά σας. Θα εξαφανίσω τους μάγους σας και τα μαγικά τους. Και τα έθνη που δε με υπακούν θα δοκιμάσουν το μεγάλο μου θυμό». Ακούστε τι με πρόσταξε ο Κύριος: «Σήκω να υποστηρίξεις την υπόθεσή μου· και μάρτυρες ας είναι οι λόφοι και τα βουνά!» Ακούστε, λοιπόν, εσείς βουνά, κι εσείς αιώνια της γης θεμέλια, τη διαφορά που έχει ο Κύριος με το λαό του, τον Ισραήλ. Για τη διαφορά αυτή θα τον σύρει σε δίκη: «Τι σου έκανα, λαέ μου;» ρωτάει ο Κύριος. «Σου ζήτησα πάρα πολλά; Απάντησέ μου! Δε σ’ ελευθέρωσα εγώ απ’ της Αιγύπτου τη σκλαβιά; δε σου ’δωσα το Μωυσή, τον Ααρών και τη Μαριάμ για να σε οδηγήσουν; Θυμήσου, λαέ μου, τι σχεδίαζε εναντίον σου ο Βαλάκ, βασιλιάς της Μωάβ, και τι υποχρεώθηκε να του απαντήσει ο Βαλαάμ, γιος του Βεώρ. Θυμήσου πώς πέρασες τον Ιορδάνη απ’ τη Σιττίμ ως τα Γάλγαλα. Τότε θ’ αναγνωρίσεις τις αποδείξεις της πιστότητάς μου». Αναρωτιέστε: «Τι πρέπει τάχα να προσφέρουμε στον Κύριο, όταν θα ’ρθούμε να προσκυνήσουμε τον ύψιστο Θεό; Να του προσφέρουμε χρονιάρικα μοσχάρια για ολοκαύτωμα; Ευχαριστιέται ο Κύριος με χιλιάδες κριάρια και με μυριάδες ποτάμια λάδι; Να του προσφέρουμε τα πρωτότοκά μας για να συγχωρηθούν οι ανομίες και οι αμαρτίες μας;» Ο Κύριος σας δίδαξε τι είναι καλό και τι απαιτεί από σας: Πράξτε το δίκαιο, δείξτε αγάπη, ακολουθήστε το Θεό σας πρόθυμα. Ακούστε! Φωνάζει ο Κύριος στην πόλη. Όποιος είναι συνετός τον Κύριο σέβεται. Ακούστε ποιο είδος τιμωρίας ο Κύριος αποφάσισε για σας: «Για πόσο ακόμα οι ασεβείς στα σπίτια τους θα συγκεντρώνουν τους θησαυρούς που απόχτησαν με απάτη;» λέει ο Κύριος. «Για πόσο ακόμα θα χρησιμοποιούν μέτρα λειψά, που εγώ τα απεχθάνομαι; Μπορώ μια πόλη να τη συγχωρήσω, όπου οι έμποροι με πλάστιγγες λειψές ζυγίζουνε και χρησιμοποιούνε ζύγια ψεύτικα; Όταν οι πλούσιοι τους φτωχούς εκμεταλλεύονται κι οι κάτοικοί της ψεύδονται και εξαπατούν; »Γι’ αυτό έχω αρχίσει να σας χτυπώ, να σας ερημώνω εξαιτίας της αμαρτίας σας. Θα τρώτε, μα δε θα χορταίνετε. Η πείνα πάντοτε θα σας βασανίζει. Θα προσπαθείτε τ’ αγαθά σας να τα μεταφέρετε σε μέρος ασφαλές, αλλά δε θα μπορείτε να τα φυλάξετε. Ακόμη κι αν τα ασφαλίσετε, εγώ με πόλεμο θα σας τα καταστρέψω. Θα σπέρνετε, μα δε θα θερίζετε. Λάδι θα κάνετε μα δε θα το χρησιμοποιείτε· σταφύλια θα πατάτε μα δε θα πίνετε κρασί. Πρόθυμα ακολουθήσατε το κακό παράδειγμα του βασιλιά Αμρί και του Αχαάβ, του γιου του, κι όλης της δυναστείας τους. Μιμηθήκατε τα έργα τους· γι’ αυτό θα ερημώσω και την πόλη σας κι εσάς. Όλοι γεμάτοι φρίκη θα σας δείχνουν με το δάχτυλο και τα έθνη θα σας περιφρονούν». Αλίμονο σ’ εμένα! Μοιάζω μ’ εκείνον, που ύστερ’ από τη συγκομιδή ψάχνει να βρει κάτι να φάει μέσα στ’ αμπέλια. Δεν έχει απομείνει ούτε ρώγα, ένας καρπός που πεθύμησα να φάω. Ούτε ένας δεν υπάρχει τίμιος στη χώρα, ούτε ένας στο Θεό να ’ναι πιστός. Παραμονεύουν όλοι τους να κάνουν φονικό, ο ένας τον άλλο κοιτάει να παγιδέψει. Είναι όλοι τους ειδικευμένοι στο κακό. Ο ηγεμόνας απαιτεί αυξημένους φόρους. Δωροδοκείται να δικάσει ο δικαστής κι ο ισχυρός ζητάει με πονηριά να ικανοποιήσει την απληστία του. Έτσι, όλοι μαζί έχουν διαστρέψει το δίκαιο. Ο πιο καλός ανάμεσά τους κι ο πιο τίμιος είναι κι απ’ τ’ αγκαθόβατα πιο βλαβερός. Η μέρα της τιμωρίας σας έρχεται, η μέρα που οι προφήτες σας σάς έχουν αναγγείλει. Τότε σε αμηχανία θα βρεθείτε. Μην εμπιστεύεστε το γείτονά σας ούτε το φίλο σας. Ακόμα και στη γυναίκα που αγαπάτε προσέξτε τι θα πείτε. Έχετε φτάσει στο σημείο να περιφρονεί ο γιος τον ίδιο τον πατέρα του, η κόρη ενάντια στη μάνα της να επαναστατεί, η νύφη ενάντια στην πεθερά της· κι εχθροί του ανθρώπου να ’ναι του σπιτιού του οι άνθρωποι. Εγώ όμως στον Κύριο αποβλέπω, ελπίζω στο Θεό που θα με σώσει. Θα με ακούσει ο Θεός μου. Εχθροί του λαού μου, μην είσαστε χαιρέκακοι! Πέσαμε αλλά θα σηκωθούμε. Καθόμαστε μες στο σκοτάδι αλλά ο Κύριος είναι για μας το φως. Πρέπει να υπομείνουμε το θυμό του Κυρίου, γιατί έχουμε αμαρτήσει εναντίον του. Αλλά και πάλι θ’ αναλάβει την υπεράσπισή μας και θ’ αποκαταστήσει το δίκιο μας. Θα μας οδηγήσει στο φως και τότε θα δούμε ότι μας έσωσε. Οι εχθροί μας θα το δουν αυτό και θα ντροπιαστούν. Μας κορόιδευαν και μας έλεγαν: «Πού είναι τώρα ο Κύριος, ο Θεός σας;» Τώρα όμως εμείς θα δούμε και θ’ απολαύσουμε την ήττα τους. Θα ποδοπατηθούν στο δρόμο σαν τη λάσπη. Η μέρα έρχεται που θα ξαναχτιστούν τα τείχη σας. Τη μέρα εκείνη θα επεκταθούν τα σύνορά σας. Τη μέρα εκείνη θα επιστρέψουνε κοντά σας οι συμπατριώτες σας από παντού: από την Ασσυρία ως την Αίγυπτο· από την Αίγυπτο ως τον ποταμό Ευφράτη· από τη μια ως την άλλη θάλασσα· κι από το ένα βουνό ίσαμε το άλλο. Η γη όμως η υπόλοιπη θα ερημωθεί, εξαιτίας των κακών έργων που έπραξαν οι κάτοικοί της. Ποίμαινε, Κύριε, το λαό σου με το ραβδί σου, τα πρόβατά σου που απομονωμένα ζούν σε τόπο άγονο, ενώ τριγύρω τους υπάρχει εύφορη γη· και πάλι στη Γαλαάδ και στη Βασάν βόσκησέ τα, καθώς τα χρόνια τα παλιά. Θαύματα για μας κάνε και πάλι, όπως τότε που βγήκες μαζί μας απ’ την Αίγυπτο. Τα έθνη ας δουν κι ας ντροπιαστούν, παρ’ όλη τους τη δύναμη. Ας μείνουν άφωνοι κι εμβρόντητοι. Ας σέρνονται στη γη κι ας τρώνε χώμα σαν το φίδι. Έντρομοι ας βγαίνουν έξω απ’ τα ταμπούρια τους, σ’ εσένα, Κύριε Θεέ μας, για να ’ρθούν, γεμάτοι δέος και φόβο. Ποιος άλλος Θεός είναι σαν κι εσένα, που συγχωρεί την ανομία και παραβλέπει την ασέβεια, όπως εσύ στο λαό σου που έχει επιζήσει; Το θυμό σου δεν τον κρατάς για πάντα, αλλά σ’ ευχαριστεί να δείχνεις την αγάπη σου. Και πάλι θα μας σπλαχνιστείς και θα ποδοπατήσεις τις ανομίες μας. Στης θάλασσας τα βάθη θα ρίξεις όλες μας τις αμαρτίες. Δείξε πιστότητα κι αγάπη σ’ εμάς, τους απογόνους του Αβραάμ και του Ιακώβ, όπως ορκίστηκες στους προγόνους μας απ’ τον πολύ παλιό καιρό. Μήνυμα ενάντια στη Νινευή· βιβλίο που περιέχει το όραμα του Ναούμ του Ελκεσαίου. Δεν ανέχεται αντίζηλους ο Κύριος, ο Θεός! Με φοβερό θυμό παίρνει εκδίκηση. Τους αντιπάλους του ο Κύριος εκδικείται κι ενάντια στους εχθρούς του οργίζεται. Ο Κύριος έχει υπομονή και περιμένει· δεν παραβλέπει όμως την αδικία· έχει τη δύναμη να τιμωρεί. Βαδίζει μέσα στον ορμητικό ανεμοστρόβιλο κι είναι τα σύννεφα η σκόνη των βημάτων του. Τη θάλασσα απειλεί και τη στεγνώνει, κάνει να στερέψουν όλοι οι ποταμοί. Ξεραίνονται τα βοσκοτόπια της Βασάν, πεθαίνουνε τα δέντρα του Καρμήλου, και τ’ άνθη του Λιβάνου μαραίνονται. Μπροστά στον Κύριο τρέμουν τα βουνά, ταρακουνιούνται οι λόφοι. Έντρομη κραυγάζει η γη μαζί της κι όλοι οι κάτοικοί της. Ποιος υπομένει την οργή του; Ποιος το θυμό του αντέχει το φλογερό; Η οργή του σαν τη λάβα ξεχύνεται, μπροστά του θρυμματίζονται οι βράχοι. Αλλά ο Κύριος είν’ καλός και καταφύγιο σε μέρα θλίψης. Φροντίζει όσους σ’ εκείνον καταφεύγουνε ακόμα και την ώρα του φοβερού κατακλυσμού. Θα καταστρέψει όμως την πόλη που επαναστατεί εναντίον του· στον άδη τον τρισκότεινο θα σπρώξει τους εχθρούς του. Γιατί δεν εμπιστεύεστε τον Κύριο; Θα εξοντώσει πλήρως τους εχθρούς σας και δε θα σας καταπιέζουν πια. Καθώς είναι μπλεγμένοι τώρα σαν τ’ αγκάθια και μεθυσμένοι απ’ το πολύ κρασί, θα φαγωθούν απ’ τη φωτιά εντελώς, καθώς κατάξερο άχυρο. Από σένα, Νινευή, προέρχεται εκείνος που σκέφτεται πονηρά κι επαναστατεί ενάντια στον Κύριο. Ακούστε, όμως, τώρα τι λέει ο Κύριος: «Όσο κι αν είναι οι εχθροί σας δυνατοί, όσο αναρίθμητοι κι αν είναι, θα θεριστούν κι αυτό θα ’ναι το τέλος τους. Εγώ σας έκανα να υποφέρετε, αλλά δε θα το επαναλάβω. Θα σας λυτρώσω απ’ την κυριαρχία τους, θα σπάσω το ζυγό, που κάτω απ’ το βάρος του στενάζατε». Ο Κύριος λέει στων εχθρών το βασιλιά: «Δε θα ’χεις απογόνους πια να συνεχίσουν τ’ όνομά σου. Μες στων θεών σου το ναό θα καταστρέψω τα είδωλα που είν’ από ξύλο κι από μέταλλο φτιαγμένα. Ο τάφος σου έχει κιόλας σκαφτεί· δεν έχεις πια δικαίωμα να ζεις». Ο αγγελιοφόρος με τις καλές ειδήσεις τρέχει κιόλας απάνω στα βουνά, το μήνυμα να φέρει της ειρήνης. Γιόρταζε πάλι τις γιορτές σου, λαέ του Ιούδα! Εκπλήρωσε τα τάματά σου. Δε θα περάσει πια απ’ τη χώρα σου ο σκληρός εχθρός, γιατί έχει ολότελα εξοντωθεί. Νάτοι έρχονται! Οι ασπίδες των πολεμιστών είναι βαμμένες κόκκινες σαν τη φωτιά. Το ίδιο φλογάτες είναι κι οι στολές τους. Αστραποκοπούν οι άμαξες έτοιμες να ριχτούν στη μάχη και πάλλονται τα δόρατα. Οι άμαξες χιμούν μ’ άγρια ορμή στους δρόμους, αλληλοσυγκρούονται στις πλατείες, λες κι αναμμένοι είναι πυρσοί, αιφνίδιες αστραπές. Μέσα στην πόλη ο βασιλιάς καλεί τους αντρειωμένους. Εκείνοι τρέχουν, μα στο δρόμο τους σκοντάφτουν. Οι πολιορκητές ορμούν στα τείχη· έτοιμη είναι η πολιορκητική τους μηχανή. Οι πύλες προς τους ποταμούς ξάφνου ανοίγονται κι οι άνθρωποι του παλατιού τα χάνουν. Οι εχθροί διαπομπεύουν το βασιλιά δημόσια, γυμνώνουν τη βασίλισσα και μακριά τη στέλνουν. Θρηνούνε σαν τα περιστέρια οι δούλες της και στηθοδέρνονται. Όλοι τρέχουν να φύγουν απ’ τη Νινευή, καθώς νερά από σπασμένο φράγμα. «Σταθείτε, σταθείτε!» φωνάζουν· κι ούτε να δει κανείς πίσω του, δε γυρνά. Αρπάξτε ασήμι, πορθητές, χρυσάφι αρπάξτε! Η πόλη είναι γεμάτη θησαυρούς, πληθώρα τα πολύτιμα αντικείμενα. Κούρσεμα, αρπαγή, ξολοθρεμός. Παντού καρδιές σε απόγνωση και γόνατα που τρέμουν, εξαντλημένα σώματα και πρόσωπα ωχρά. Ήσουν κρυψώνα Νινευή, όπου αναπαυόταν το λιοντάρι και τα μικρά του με ασφάλεια. Ξέσκιζε ο λέοντας το θήραμά του, για να το πάει στις λέαινες και στα μικρά του, και να το αποθηκεύσει στης κρυψώνας του τις γωνιές. Εκείνη η κρυψώνα τώρα τι απόγινε; «Φυλάξου! Έρχομαι καταπάνω σου», λέει ο Κύριος του σύμπαντος. «Θα μετατρέψω σε καπνό το πλήθος των κτισμάτων σου. Τους νέους σου μαχαίρι θα τους πετσοκόψει, κι ό,τι αρπάξατε απ’ τους άλλους θα το εξαφανίσω από τη χώρα σας. Των αγγελιοφόρων σου η φωνή δε θ’ ακουστεί ξανά». Αλίμονο στην πόλη με τα τόσα φονικά! Είναι γεμάτη απάτη και ψευτιά· είναι γεμάτη λάφυρα και λεηλατεί ακόμα. Άκου! Των μαστιγίων πλαταγισμοί, κρότοι τροχών και καλπασμοί αλόγων, ταρακουνήματα αμαξών. Κοίτα! Οι καβαλάρηδες ορμούν, τα ξίφη λαμπυρίζουν, οι λόγχες αστραποβολούν· πλήθος οι πληγωμένοι, σωρός τα πτώματα, αναρίθμητοι οι νεκροί, σκοντάφτουνε πάνω στους σκοτωμένους! Και όλα αυτά εξαιτίας της Νινευή, της πόρνης και της μάγισσας, που σαγηνεύει με τα κάλλη της και τις μαγείες της τα έθνη. «Φυλάξου, Νινευή! Έρχομαι καταπάνω σου!» λέει ο Κύριος του σύμπαντος. «Θα σου σηκώσω το χιτώνα ως το πρόσωπο και στα έθνη τη γύμνια σου θα δείξω· θα δούνε την κατάντια σου. Θα ρίξω πάνω σου βρωμιές, θα σε ντροπιάσω, θα σε διαπομπεύσω. Όσοι σε βλέπουνε θα φεύγουνε μακριά σου και θα λέν’: “πώς ερημώθηκε η Νινευή! Ποιος θα τη λυπηθεί;” Κανείς δε θα βρεθεί να σε παρηγορήσει!» Νομίζεις πως η τύχη σου θα ’ναι καλύτερη απ’ των Θηβών, της πολιτείας που βρίσκεται κοντά στο Νείλο κι έχει πολλές θάλασσες γύρω της για προστασία; Αιθίοπες κι Αιγύπτιοι αναρίθμητοι ήταν οι υπερασπιστές της. Άνθρωποι από την Πουτ και Λίβυοι ήταν οι σύμμαχοί της. Κι ωστόσο οι κάτοικοί της στην εξορία οδηγηθήκανε. Αλυσοδέσαν οι κατακτητές τους άρχοντές της και τους μοιράστηκαν με κλήρο μεταξύ τους. Τα νήπια τα θανάτωσαν στων δρόμων τις γωνιές. Έτσι κι εσύ το ποτήρι θα πιεις της οργής του Κυρίου και θα μεθύσεις μ’ αυτό. Μάταια θα ψάχνεις να ’βρεις καταφύγιο για να γλιτώσεις από τον εχθρό. Τα φρούριά σου όλα θα ’ναι σαν τις συκιές και οι υπερασπιστές τους σαν σύκα παραγινωμένα. Όταν κανείς τινάξει τη συκιά, τα σύκα θα πέσουν κατευθείαν στο στόμα του. Οι ισχυροί άντρες σου θα γίνουν γυναικούλες. Η χώρα σου θα μείνει απροστάτευτη, ανοιχτή στους εχθρούς σου. Τα φρούριά σου θα τα καταφάει η φωτιά. Φρόντισε, Νινευή, να έχεις αποθέματα νερού για την πολιορκία, ενίσχυσε τα τείχη σου, κάνε λάσπη και καλούπια για να φτιάξεις πλίθρες. Κι ενώ αυτά θα κάνεις, θα σε αφανίσει η φωτιά, ο πόλεμος θα σε εξολοθρεύσει. Όσο κι αν έχουν γίνει οι κάτοικοί σου πολυάριθμοι σαν τις ακρίδες, θ’ αφανιστούν όπως τα χόρτα απ’ τις ακρίδες. Οι έμποροί σου ήταν περισσότεροι κι απ’ τ’ ουρανού τ’ αστέρια! Αλλά χαθήκαν ξαφνικά, σαν τις ακρίδες που φτερά απλώνουν και πετάνε. Οι επόπτες σου ήταν σαν τις ακρίδες και οι διοικητές σου σαν κοπάδι ακριδομάνες, που κάθονται με κρύον καιρό πάνω στους φράχτες. Βγαίνει ο ήλιος και πετούν. Κανείς δεν ξέρει κατά πού πάνε. Κοιμήθηκαν για πάντα οι άρχοντές σου, των Ασσυρίων βασιλιά! Οι στρατηγοί σου δε σαλεύουν πια. Οι πολεμιστές σου έχουν σκορπίσει στα βουνά· δεν είν’ κανείς να τους συνάξει. Δε βρίσκουν γιατρειά τα τραύματά σου· κι έχεις θανατηφόρες τις πληγές. Εκείνοι που μαθαίνουν τα όσα έπαθες χειροκροτούν απ’ τη χαρά τους. Γιατί απ’ την επίμονη σκληρότητά σου ποιος ξέφυγε; Μήνυμα του Θεού που δόθηκε στον προφήτη Αββακούμ. Ως πότε, Κύριε, θα σου φωνάζω για βοήθεια, κι εσύ δε θα με ακούς; Σου κράζω για την αδικία που επικρατεί, μα εσύ δεν επεμβαίνεις! Γιατί κάνεις να βλέπω τόση ανομία; Γιατί παρατηρείς τη δυστυχία χωρίς να κάνεις τίποτα; Καταστροφή και βία με τριγυρίζουν, παντού φιλονικίες και διαμάχες. Οι νόμοι μοιάζουν αδρανείς, επικρατεί η αδικία. Ο ασεβής δικαιώνεται σε βάρος του αθώου. Οι αποφάσεις των δικαστών είναι διεστραμμένες. Ο Κύριος απαντάει: «Στρέψτε το βλέμμα σας στα έθνη και κοιτάξτε! Θα τα χάσετε, γιατί κάτι στις μέρες σας θα συμβεί, που δε θα το πιστεύατε αν κάποιος σας το διηγόταν. Ξεσηκώνω τους Βαβυλώνιους εγώ, αυτό το έθνος το σκληρό κι αδίστακτο, που διασχίζει όλη τη γη, γυρεύοντας να κατακτήσει ξένες χώρες. Είναι φοβεροί και τρομεροί· νόμος τους είναι του ισχυρότερου το δίκαιο. Ταχύτερα κι απ’ τις λεοπαρδάλεις τ’ άλογά τους, κι απ’ ό,τι οι λύκοι μες στη νύχτα αγριότερα τ’ άλογά τους ιππεύουν· έρχοντ’ από μακριά οι καβαλλαραίοι τους, ορμητικά πετούν σαν τον αετό που ρίχνεται στη λεία του. Έτσι κι αυτοί ορμούν στη λεηλασία. Πίσω τους δεν κοιτούν. Συνάζουν αιχμαλώτους σαν την άμμο. Τους βασιλιάδες κοροϊδεύουν, τους κυβερνήτες περιγελούν. Κανένα φρούριο δεν τους εντυπωσιάζει, φτιάχνουν κάθε φορά ανάχωμα κι εύκολα το κυριεύουν. Όλα τα σαρώνουν, όπως ο άνεμος, και προχωρούν πιο πέρα αυτοί οι ένοχοι, που έχουν την ισχύ τους για θεό». Κύριε, εσύ δεν είσαι ανέκαθεν ο Άγιος Θεός μας; Δε θα πεθάνουμε! Κύριε, εσύ κάλεσες τους Βαβυλώνιους να εκτελέσουν την απόφασή σου· εσύ, προστάτη μας, τους όρισες να μας τιμωρήσουν. Τα μάτια σου είναι τόσο καθαρά, που δεν μπορούνε το κακό να ανεχθούν ούτε την καταπίεση. Πώς τότε βλέπεις τους ληστές να εγκληματούν και δε μιλάς όταν καταβροχθίζει ο ασεβής τον δικαιότερό του, και κάνεις τους ανθρώπους σαν τα ψάρια της θάλασσας, σαν τα ερπετά, που δεν έχουν κανέναν για οδηγό τους; Οι Βαβυλώνιοι συλλαμβάνουν με το αγκίστρι τους λαούς, τους σέρνουν μες στο δίχτυ τους. Και χαίρονται γι’ αυτό κι ευχαριστιούνται. Γι’ αυτό θυσιάζουνε στα δίχτυα τους και καίνε θυμίαμα μπροστά τους, γιατί μ’ αυτά εξασφαλίζουν την τροφή τους, τροφή που είναι γευστική και πλούσια. Άραγε είναι αυτός ο λόγος που τραβούν πάντα το ξίφος και που εξοντώνουν δίχως λύπη τους λαούς; Εγώ είπα: «Θα πάρω θέση, θα σταθώ στη σκοπιά μου και στην πολεμίστρα μου και θα προσμένω για να δω τι θα μου πει ο Θεός για να πω, και ποια θα πρέπει απάντηση να δώσω στο παράπονο που διατύπωσα». Και μου αποκρίθηκε ο Κύριος: «Αυτό που τώρα σου αποκαλύπτω, γράψ’ το σε πλάκες με καθαρή γραφή, έτσι που όλοι να το διαβάζουν εύκολα. Αυτό που σου αποκαλύπτω δεν θα εκπληρωθεί αμέσως, σίγουρα όμως κάποτε θα πραγματοποιηθεί. Περίμενε με υπομονή ωσότου να συμβεί. Γράψε, λοιπόν, τώρα: »“Αυτός που είναι άπιστος θα καταστραφεί. Αυτός όμως που μου είναι πιστός και πράττει το δίκαιο, θα ζήσει. Πράγματι, όποιος καυχιέται ότι είναι απατεώνας, αυτός ο άνθρωπος ο αλαζονικός ποτέ δε μένει ήσυχος, ακόμη κι αν ανοίξει το στόμα του ωσάν τον άδη ή είναι σαν το θάνατο αχόρταγος, ακόμη κι αν καταπιεί όλα τα έθνη το ένα μετά το άλλο”». Όλα τα έθνη θ’ απαγγείλουν ενάντια στον κατακτητή τους περιφρονητικά υπονοούμενα. Θα πουν: «Αλίμονο σ’ εκείνον που μαζεύει ό,τι δεν του ανήκει –αλήθεια, ως πότε;– και τον καθένα τον μεταχειρίζεται σαν οφειλέτη του!» Θα ξεσηκωθούν ξαφνικά οι πιστωτές σου· θα ξυπνήσουν αυτοί που καταπίεσες και θα σε λεηλατήσουν. Έθνη εσύ λεηλάτησες πολλά, διέπραξες φόνους κι αδικίες σε τόσες χώρες, ενάντια στους κατοίκους τόσων πόλεων. Γι’ αυτό κι όλοι οι άλλοι λαοί θα λεηλατήσουν εσένα. Θα πουν: «Αλίμονο σ’ εκείνον που μαζεύει κέρδη παράνομα για την οικογένειά του, και φτιάχνει τη φωλιά του ψηλά, για να γλιτώσει απ’ το αρπαχτικό το χέρι». Και πράγματι, τα σχέδιά σου όλα θα φέρουν στη δυναστεία σου ντροπή. Καταστρέφοντας έθνη πολλά, τον ίδιο τον εαυτό σου καταστρέφεις. Γιατί κι οι πέτρες από τους τοίχους θα φωνάξουν και οι ξυλοδεσιές θ’ αντιφωνήσουν. «Αλίμονο», θα πουν, «σ’ εκείνον που χτίζει πόλεις με φόνους και που με αδικίες τις θεμελιώνει!» Μάταια οι λαοί μοχθούν. Το έργο τους θα το καταστρέψει η φωτιά. Και όλα αυτά προέρχονται απ’ τον Κύριο του σύμπαντος. Η γνώση της δόξας του Κυρίου θα γεμίσει τη γη, όπως γεμίζουν τα νερά, της θάλασσας το βάθος. Θα πουν: «Αλίμονο σ’ εκείνον που ποτίζει το συνάνθρωπό του με της οργής του το μεθυστικό κρασί, για ν’ απολαύσει έπειτα τον εξευτελισμό του!» Με ατιμία θα κορεσθείς κι όχι με δόξα. Σειρά σου τώρα να πιεις, και να ξεγυμνωθείς. Ο Κύριος θα σου δώσει ν’ αδειάσεις το ποτήρι της οργής του, και τότε η ντροπή θα επισκιάσει τη δόξα σου. Κατέστρεψες τα δάση του Λιβάνου, τα ζώα του εξολόθρευσες. Όλα αυτά θα πέσουν πάνω σου και θα τιμωρηθείς για τους φόνους που διέπραξες σε τόσες χώρες και στους κατοίκους τόσων πόλεων. Τι ωφελεί το είδωλο που έφτιαξε ο τεχνίτης; η χυτή εικόνα, που διδάσκει μόνο ψέματα; Πώς μπορεί ο άνθρωπος να έχει εμπιστοσύνη στους άφωνους θεούς που ο ίδιος κατασκεύασε; Αλίμονο σ’ εκείνον που λέει στο ξύλο: «Ξύπνα» και στο νεκρό λιθάρι: «Πάρε ζωή!» Αυτό θα προφητέψει; Με μάλαμα είναι καλυμμένο και με ασήμι, αλλά ζωή σταλιά δεν έχει μέσα του. Ο Κύριος όμως είν’ εκεί, στον άγιο του ναό. Όλη η γη ας μείνει σιωπηλή μπροστά του! Προσευχή του προφήτη Αββακούμ, που ψάλλεται σύμφωνα με το ρυθμό των θρήνων. Κύριε, άκουσα την αγγελία σου. Κύριε, φοβήθηκα αυτό που σχεδιάζεις. Πραγματοποίησέ το σύντομα, κάνε να το δω όσο ζω. Στους ταραγμένους χρόνους μας δείξε μας έλεος. Ο Θεός έρχεται από τη Θαιμάν, ο Άγιος Θεός από το όρος Φαράν. Η λαμπρότητά του φωτίζει τους ουρανούς και η δόξα του γεμίζει τη γη. Η λάμψη του είναι σαν το φως του ήλιου, ακτίνες λαμπερές σκορπιούνται από το χέρι του, όπου κρυμμένη είν’ η δύναμή του. Μπροστά του προχωρεί αρρώστια, πανούκλα ακολουθεί τα βήματά του. Πατάει το πόδι του στη γη κι αυτή τραντάζεται, ρίχνει στα έθνη τη ματιά του και σκιρτούν. Πανάρχαια βουνά ταρακουνιούνται, αιώνιοι λόφοι υποχωρούν, που από παλιά πάνω απ’ αυτούς περνούσε. Της Κουσάν βλέπω τις σκηνές να χαμηλώνουν από φόβο· και τρέμουν τα σκηνώματα της Μαδιάμ. Κύριε, ενάντια σε ποιον στρέφεται ο θυμός σου; Μήπως ενάντια στους ποταμούς ή στη βαθιά τη θάλασσα, ώστε ν’ ανεβαίνεις πάνω στ’ άλογά σου, στις άμαξές σου που στη νίκη σε οδηγούν; Βγάλε το τόξο σου, βάλε τα βέλη στη χορδή. Σχίζεις τη γη κι αναπηδούν ποτάμια. Σε βλέπουν τα βουνά και τρέμουνε, κατακλυσμός νερών ποτίζουνε τη γη· η άβυσσος κάτω απ’ τη γη μουγκρίζει τα κύματά της ανεβαίνουνε ψηλά. Ο ήλιος και το φεγγάρι σταθμεύουν στην κατοικία τους. Κρύβονται μπρος στα φωτεινά σου βέλη που σφυρίζουν, μπροστά στις εκτυφλωτικές της λόγχης σου αστραπές. Δρασκελάς με θυμό τη γη, στην οργή σου καταπατείς τα έθνη. Βγήκες για να βοηθήσεις το λαό σου, για να σώσεις τον εκλεκτό σου. Τη στέγη γκρέμισες από το μέγαρο του ασεβή, ξεσκέπασες πλήρως τα θεμέλια. Οι αρχηγοί του θέλανε να μας διασκορπίσουν· όρμησαν σαν ανεμοστρόβιλος, με χαρά πως στο κρυσφύγετό τους θα μας μεταφέρουν, έτοιμοι κρυφά να θυσιάσουνε τα θύματά τους. Εσύ όμως διατρύπησες τα κεφάλια τους με τις ίδιες τους τις λόγχες. Με τ’ άλογά σου ανοίγεις δρόμο να περάσεις μέσα από τ’ αφρισμένα κύματα της θάλασσας. Όταν ο Κύριος μ’ έκανε να τα δω όλα αυτά, με συνεπήρε τρόμος· σαν άκουσα αυτή τη δυνατή φωνή τα χείλη μου άρχισαν να τρεμοπαίζουν· τα γόνατά μου λύγισαν κι όλο το σώμα μου διαλύθηκε. Ακόμα πρέπει να περιμένω ακίνητος τη μέρα που καταστροφή θα φέρει στο λαό που μας επιτίθεται. Κι αν τώρα οι συκιές δεν έχουν πια καρπό, σταφύλια κι αν δεν δίνουνε τ’ αμπέλια, κι αν απομένουν άκαρπες οι ελιές και δε βγαίνουν σοδειές απ’ τα χωράφια, κι αν πρόβατα δεν έχουν τα μαντριά και δεν υπάρχουνε βόδια στους στάβλους, ωστόσο εγώ θ’ αναγαλλιάζω για τον Κύριο, θα χαίρομαι γιατί ο Θεός με βοηθάει. Ο Κύριος είν’ ο Θεός μου, είναι η δύναμή μου! Με κάνει σαν το ελάφι γοργοπόδαρο, φέρνει τα βήματά μου στις κορφές. (Από τη συλλογή του πρωτοψάλτη - με συνοδεία εγχόρδων). Λόγος του Κυρίου, που απευθύνθηκε στο Σοφονία, την εποχή που βασίλευε στον Ιούδα ο Ιωσίας, γιος του Αμών. Πατέρας του Σοφονία ήταν ο Χουσεί, παππούς του ο Γεδαλίας και προπάππος του ο Αμαρίας, γιος του Εζεκία. «Θα εξαφανίσω εντελώς τα πάντα από τη γη», λέει ο Κύριος. «Θα εξαφανίσω τους ανθρώπους και τα ζώα, όλα τα πετούμενα και της θάλασσας τα ψάρια –όλα αυτά που οδηγούν τους ανθρώπους στην ασέβεια– κι όλο το γένος το ανθρώπινο θα το εξοντώσω από τη γη. Εγώ ο Κύριος το λέω. Το χέρι μου θ’ απλώσω ενάντια στον Ιούδα και ενάντια σ’ όλους τους κατοίκους της Ιερουσαλήμ. Θα εξαφανίσω από τον τόπο αυτό ό,τι απόμεινε απ’ τη λατρεία του Βάαλ, ακόμα και τη θύμηση των ιερέων που τον υπηρετούν. Θα εξαφανίσω εκείνους που στις στέγες ανεβαίνουν να προσκυνήσουν τα άστρα τ’ ουρανού, κι εκείνους που με προσκυνούν και τάχα στ’ όνομά μου ορκίζονται, μα ορκίζονται συγχρόνως στον Μιλκώμ. Θα εξαφανίσω εκείνους που απομακρύνονται από μένα, που δεν ενδιαφέρονται για μένα και δε με αναζητούν». Σωπάστε μπροστά στον Κύριο, το Θεό. Είναι κοντά η ημέρα που ο Κύριος θα εκδηλώσει την κρίση του. Ο Κύριος θυσία ετοιμάζει– έχει εξαγνίσει κιόλας τους καλεσμένους του. «Τη μέρα της θυσίας μου», λέει ο Κύριος, «τους άρχοντες θα τιμωρήσω και τους γιους του βασιλιά κι όλους εκείνους που φορούν ρούχα ξενόφερτα. Τη μέρα εκείνη θα τιμωρήσω όλους αυτούς που δρασκελάνε το κατώφλι, και του αφεντικού τους γεμίζουνε το σπίτι με πράγματα που απέκτησαν με αδικία κι απάτη. »Τη μέρα εκείνη θ’ ακουστούν δυνατές κραυγές από την πύλη των Ιχθύων, θρήνοι από τη νέα συνοικία κι ένας μεγάλος θόρυβος από τους λόφους. Θρηνήστε κάτοικοι της κάτω πόλης, γιατί όλοι θα καταστραφούν οι μικροπωλητές και θα εξολοθρευτούν όλοι οι έμποροι. »Εκείνο τον καιρό, θα ψάξω προσεχτικά την Ιερουσαλήμ με λυχνάρια, για να βρω και να τιμωρήσω όλους τους ανέμελους, αυτούς που αναπαύονται αμέριμνα στα πλούτη τους και λένε στον εαυτό τους “ο Κύριος δεν κάνει τίποτα· ούτε καλό ούτε κακό”. Τα υπάρχοντά τους θ’ αρπαχτούν και θα ερημωθούν τα σπίτια τους. Χτίζουνε σπίτια, μα δε θα τα κατοικήσουν· φυτεύουν αμπέλια, μα το κρασί τους δε θα το πιουν». Κοντά είν’ η ημέρα η μεγάλη, που ο Κύριος θα εκδηλώσει την κρίση του. Πλησιάζει, φτάνει σύντομα. Κραυγές απελπισίας θα προκαλέσει ο ερχομός της! Ακόμα κι οι πιο θαρραλέοι θα φωνάζουν για βοήθεια. Μέρα οργής θα είναι η μέρα εκείνη, μέρα θλίψης και στενοχώριας, μέρα ερήμωσης και συμφοράς, σκοταδιού μέρα και μαυρίλας. Μέρα συννεφιασμένη, ζοφερή, μέρα σάλπιγγας και πολεμικής κραυγής ενάντια στις οχυρωμένες πόλεις κι ενάντια στους ψηλούς πύργους. Σε θλίψη θα βυθίσει ο Κύριος τους ανθρώπους· θα προχωρούν ψηλαφητά σαν τους τυφλούς. Το αίμα τους το χώμα θα ποτίσει, θα ξεχυθούν τα εντόσθιά τους πάνω στις κοπριές, γιατί αμάρτησαν ενώπιόν του. Ούτε το ασήμι ούτε το χρυσάφι τους θα μπορέσει να τους σώσει την ημέρα της οργής του Κυρίου. Του θυμού του η φωτιά θα καταφάει ολόκληρη τη γη. Πράγματι, θα ’ναι κάτι τρομερό! Θα εξοντώσει όλους της γης τους κατοίκους. Ελάτε στα λογικά σας· συνέλθετε, έθνος αδιάντροπο! Κάντε το πριν ο Κύριος απαγγείλει την καταδίκη σας, πριν η ευκαιρία για μετάνοια περάσει σαν το άχυρο που το σκορπίζει ο άνεμος· πριν έρθει και σας βρει η φοβερή του Κυρίου οργή· ναι, η μέρα της οργής πριν έρθει του Κυρίου! Όλοι όμως εσείς οι ταπεινοί, εσείς που υπακούτε στις εντολές του, προσηλωμένοι μείνετε στον Κύριο· πράξτε το δίκαιο, μείνετε ταπεινοί, ίσως έτσι να είστε ασφαλείς τη μέρα της οργής του Κυρίου. Θα μείνει ακατοίκητη η Γάζα κι έρημη η Ασκάλωνα. Ξαφνικά θα κατακτηθεί η Ασδώδ, και μέρα μεσημέρι οι κάτοικοί της θα εξοριστούν. Και της Εκρών οι κάτοικοι από την πόλη τους θα διωχτούνε. Αλίμονό σας, Φιλισταίοι, εσείς που προέρχεστε από την Κρήτη και κατοικείτε κάτω στα παράλια! Ο Κύριος λέει εναντίον σας: «Θα σ’ ερημώσω, Χαναάν, χώρα των Φιλισταίων! Δε θα σου μείνει ούτ’ ένας κάτοικος. Θα γίνουν τα παράλια λιβάδια με πηγάδια για τους βοσκούς, και μαντριά για τα κοπάδια. Θ’ ανήκουν σ’ αυτούς που θα επιζήσουν απ’ το λαό του Ιούδα. Εκεί θα βόσκουν τα κοπάδια τους· το βράδυ θα κοιμούνται στα σπίτια της Ασκάλωνας». Γιατί ο Κύριος, ο Θεός τους θα ενδιαφερθεί γι’ αυτούς και θ’ αλλάξει την κατάστασή τους. Ο Κύριος λέει: «Άκουσα το χλευασμό των Μωαβιτών και των Αμμωνιτών την καταφρόνια, καθώς περιγελούσαν το λαό μου και καυχιόντουσαν ότι θα κατακτήσουν τη χώρα του. Γι’ αυτό, εγώ ο Κύριος του σύμπαντος, ο Θεός του Ισραήλ, ορκίζομαι ότι οι χώρες των Μωαβιτών και των Αμμωνιτών θα γίνουν σαν τα Σόδομα και τα Γόμορρα· αγκαθότοποι, λάκκοι αλατιού και έρημος για πάντα. Όσοι απ’ το λαό μου επιζήσουν, θα τους λεηλατήσουν και θα κυριέψουν τη χώρα τους. Αυτά θα τους συμβούν για την αλαζονεία τους, γιατί κορόιδεψαν και πρόσβαλαν το λαό του Κυρίου του σύμπαντος». Ο Κύριος θα δείξει τη φοβερή του δύναμη απέναντί τους. Θα εξαφανίσει όλους τους θεούς της γης· κι όλα τα έθνη, ακόμα και τα πιο μακρινά, θα τον προσκυνήσουν, καθένα από τον τόπο του. «Κι εσείς, Αιθίοπες, θα σκοτωθείτε από το ξίφος μου», λέει ο Κύριος. «Το χέρι μου θ’ απλώσω στο βορρά και τους Ασσυρίους θα καταστρέψω· θα μετατρέψω τη Νινευή σ’ ερείπια, άνυδρη θα την κάνω σαν την έρημο. Εκεί που ήταν η πόλη, κοπάδια τώρα θ’ εγκατασταθούν καθώς κι όλα των ζωντανών τα είδη· οι κουκουβάγιες και οι καλιακούδες θα κατοικούν ανάμεσα στα κιονόκρανα των στύλων της, θα κρώζουν στα ερειπωμένα της παράθυρα· κοράκια θα κράζουν στα κατώφλια. Και η εσωτερική κέδρινη επένδυση των τοίχων κάτω θα σωριαστεί. Εκεί θα καταντήσει η πολιτεία η ξένοιαστη, που νόμιζε πως είναι ασφαλής και πως αυτή είναι και κανένας άλλος. Να, λοιπόν, που έγινε ερείπια, κρησφύγετο των αγριμιών! Καθένας που από κοντά της θα περνάει, θα σφυρίζει, και με χειρονομίες την φρίκη του θα δείχνει». Αλίμονο στην πόλη την ακάθαρτη και μολυσμένη, στην πόλη την τυραννική! Δεν άκουσε τις προειδοποιήσεις του Κυρίου, δε διορθώθηκε. Δεν εμπιστεύτηκε στον Κύριο, δε στράφηκε προς το Θεό της. Βρυχιούνται σαν λιοντάρια οι άρχοντές της, σαν πεινασμένοι λύκοι οι κυβερνήτες της· κόκαλο δεν αφήνουν για το πρωί. Είναι οι προφήτες της ανεύθυνοι κι επίβουλοι. Οι ιερείς της βεβηλώνουν το ναό και αθετούν το νόμο του Θεού. Κι όλα αυτά, μολονότι ο Κύριος τους συμπεριφέρθηκε με δικαιοσύνη και την πολιτεία τους δεν την εγκατέλειψε. Δεν κάνει αδικίες. Κάθε πρωί, αδιάκοπα, αποκαλύπτει τα προστάγματά του· αυτοί όμως συνεχίζουν να διαπράττουν την αδικία χωρίς ντροπή. «Ολόκληρα έθνη εξολόθρευσα», λέει ο Κύριος. «Κατέστρεψα τα τείχη και τους πύργους τους, ερήμωσα τους δρόμους τους, κανείς δεν τους διαβαίνει πια. Ερήμωσα τις πόλεις τους· δε συναντάς ψυχή, ούτε περαστικόν ούτε και κάτοικο. Έπειτα σκέφτηκα πως θα με σεβαστείτε, θα καταλάβετε το μήνυμά μου και δε θα χρειαστεί να κάνω πράξη την απειλή μου, να καταστρέψω την πόλη σας. Εσείς όμως κάθε φορά με πιο μεγάλο ζήλο ριχνόσασταν στη διαφθορά. Για τούτο, περιμένετέ με ως την ημέρα που θα σηκωθώ να σας λεηλατήσω. Γιατί η απόφασή μου είναι να συναθροίσω έθνη και βασίλεια, για να ξεχύσω πάνω σας την κατάρα μου, όλη τη λάβα της οργής μου. Με του θυμού μου τη φωτιά θα καταφαγωθεί η γη ολάκερη». «Μετά απ’ αυτά», λέει ο Κύριος, «θα μεταστρέψω τους λαούς και θα εξαγνίσω τα χείλη τους για να προσεύχονται όλοι στ’ όνομά μου κι όλοι να με λατρεύουν με μια καρδιά. Από τη μακρινή Αιθιοπία, οι διασκορπισμένοι του λαού μου θα ’ρθουν και θα μου φέρουν προσφορές. »Δε θα ντρέπεστε πια εκείνη την ημέρα για καμιά από τις κακές σας πράξεις που μ’ αυτές επαναστατήσατε εναντίον μου· γιατί εγώ θα πάρω τους αλαζόνες απ’ ανάμεσά σας και θα πάψετε να κομπάζετε πάνω στο άγιο μου βουνό. Θ’ αφήσω ένα υπόλοιπο ανάμεσά σας, από φτωχούς και ταπεινούς, κι αυτοί θα καταφεύγουνε σ’ εμένα. Αυτό το υπόλοιπο του Ισραήλ δεν θα κάνει αδικίες, δε θα λέει πια ψέματα και δε θα κάνει απάτες. Θα είναι ήσυχοι να τρών’ και να κοιμούνται δίχως κανείς να τους τρομάζει». Χαρείτε εσείς στην πόλη της Σιών! Φώναζε από χαρά, λαέ του Ισραήλ! Χαρείτε κι αναγαλλιάστε μ’ όλη σας την καρδιά, εσείς οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ! Ο Κύριος δεν θα σας τιμωρήσει άλλο. Έδιωξε αυτός μακριά σας τους εχθρούς σας. Ο βασιλιάς του Ισραήλ, ο Κύριος ο ίδιος, είναι ανάμεσά σας· δεν έχετε να φοβηθείτε πια κακό. Θα λέν’ εκείνη την ημέρα στην Ιερουσαλήμ: «Τίποτα μη φοβάσαι, πόλη του όρους Σιών, μην χάνεις το κουράγιο σου! Ο Κύριος ο Θεός σου είναι μαζί σου, σε βοηθάει να νικήσεις ο δυνατός. Χαρά αισθάνεται για σένα· δεν σε απειλεί πια, γιατί σε αγαπάει. Χαίρεται και αναγαλλιάζει όταν σε βλέπει». Λέει ο Κύριος: «Θα πάρω το βάρος της ντροπής από την Ιερουσαλήμ. Θα φέρω πίσω όλους εκείνους που ζουν μακριά της και δεν μπορούν να συμμετάσχουν στις γιορτές μου. Θα ’ρθεί καιρός που θα τιμωρήσω όλους εκείνους που σας έχουν καταπιέσει. Θα συγκεντρώσω τα παραπλανημένα πρόβατα και θα φροντίσω για τ’ ανάπηρα. Ένδοξους θα σας κάνω κι ονομαστούς σ’ όλη τη γη, εκεί που τη ντροπή είχατε δοκιμάσει. Τότε είναι που θα σας συγκεντρώσω και θα σας φέρω εδώ. Θα σας κάνω ονομαστούς και ένδοξους ανάμεσα σ’ όλους τους λαούς της γης, γιατί θ’ αλλάξω την κατάστασή σας και θα το δείτε! Εγώ, ο Κύριος το λέω». Το δεύτερο έτος της βασιλείας του Δαρείου, την πρώτη του έκτου μήνα, μίλησε ο Κύριος στον προφήτη Αγγαίο και του έδωσε εντολή να μεταδώσει μήνυμα στο διοικητή της Ιουδαίας Ζοροβάβελ, γιο του Σαλαθιήλ, και στον αρχιερέα Ιησού, γιο του Ιωσαδάκ. Μα είναι τώρα καιρός να κατοικείτε εσείς σε σπίτια με ξύλινα φατνώματα, τη στιγμή που ο δικός μου οίκος είναι ακόμα ερειπωμένος; Κοιτάξτε σε ποιο σημείο έχετε φτάσει: Σπέρνετε πολλά μα συγκεντρώνετε λίγα· τρώτε αλλά δε χορταίνετε· πίνετε μα δεν ευχαριστιέστε· ντύνεστε αλλά δε ζεσταίνεστε και του εργάτη ο μισθός μπαίνει σε τρύπια τσέπη”. »Γι’ αυτό, λέει ο Κύριος του σύμπαντος: “σκεφτείτε το κατάντημά σας. Μετά ανεβείτε στο βουνό και φέρτε ξύλα και ξαναχτίστε το ναό για να μ’ ευαρεστήσετε και να με τιμήσετε. Επιδιώκετε πολλά, μα λίγα κατορθώνετε. Στο σπίτι σας τα φέρνετε μα εγώ τα εξανεμίζω. Γιατί συμβαίνει αυτό; Επειδή ο ναός μου είναι ερειπωμένος, κι εσείς ασχολείσθε καθένας με το δικό του σπίτι! Γι’ αυτό οι ουρανοί δεν έβρεξαν κι η γη αρνήθηκε να δώσει τους καρπούς της. Έφερα ξηρασία στη χώρα σας· στα βουνά και στα σταροχώραφα, στ’ αμπέλια και στους ελαιώνες, σ’ όλα τα γεννήματα της γης. Άνθρωποι και ζώα υποφέρουν· ό,τι κι αν κάνετε είναι μια αποτυχία”». Ο Ζοροβάβελ, γιος του Σαλαθιήλ, κι ο αρχιερέας Ιησούς, γιος του Ιωσαδάκ, καθώς και ο λαός που είχε έρθει από την αιχμαλωσία, δέχτηκαν τα λόγια που ο Κύριος, ο Θεός, τούς είπε μέσω του προφήτη Αγγαίου, και αναγνώρισαν ότι ο Κύριος τους τον είχε στείλει· τρόμαξαν μάλιστα που δεν είχαν υπακούσει στον Κύριο. Τότε ο Αγγαίος, ο αγγελιοφόρος του Κυρίου, είπε στο λαό αυτό που ο Κύριος τον είχε διατάξει: «Εγώ θα είμαι μαζί σας. Εγώ, ο Κύριος, το λέω». Έτσι ο Κύριος έδωσε φώτιση στο διοικητή της Ιουδαίας Ζοροβάβελ, γιο του Σαλαθιήλ, και στον αρχιερέα Ιησού, γιο του Ιωσαδάκ, και στο λαό που είχε έρθει από την αιχμαλωσία. Ήρθαν λοιπόν και εργάζονταν στο ναό του Κυρίου του σύμπαντος, του Θεού τους. Το έργο άρχισε στις είκοσι τέσσερις του έκτου μήνα. στις είκοσι μία του έβδομου μήνα, ο Κύριος έδωσε μήνυμα στον προφήτη Αγγαίο για το Ζοροβάβελ, γιο του Σαλαθιήλ, διοικητή της Ιουδαίας, για τον αρχιερέα Ιησού, γιο του Ιωσαδάκ, και για το λαό που είχε έρθει από την αιχμαλωσία. Ο προφήτης τούς είπε: «Ποιος από σας πρόλαβε να δει το ναό στην παλιά του λαμπρότητα; Τι είναι αυτό που βλέπετε τώρα; Σε σύγκριση μ’ εκείνον, ετούτος ο ναός δεν αξίζει τίποτα! Ο Κύριος όμως λέει: “πάρε δύναμη Ζοροβάβελ, πάρε δύναμη αρχιερέα Ιησού, γιε του Ιωσαδάκ, πάρτε δύναμη όλοι εσείς ο λαός της χώρας. Και τώρα στη δουλειά! Εγώ είμαι μαζί σας, ο Κύριος του σύμπαντος. Η υπόσχεση που σας έδωσα όταν σας έβγαλα από την Αίγυπτο ισχύει ακόμα: Θα είμαι παρών ανάμεσά σας και δε θα ’χετε τίποτα να φοβηθείτε!” »Εγώ, ο Κύριος του σύμπαντος, σας λέω: Λίγο ακόμα και θα σείσω τους ουρανούς, τη γη, τη θάλασσα και τη στεριά. Θ’ αναταράξω όλα τα έθνη, ώστε να ’ρθούν οι θησαυροί τους και να δώσουν στο ναό αυτό την παλιά του δόξα. Σ’ εμένα, τον Κύριο του σύμπαντος, ανήκει το ασήμι και το χρυσάφι. Η λαμπρότητα του καινούριου αυτού ναού θα ξεπεράσει τη λαμπρότητα του πρώτου. Στον τόπο τούτο ειρήνη θα χαρίσω. Εγώ το λέω ο Κύριος του σύμπαντος». Τον ίδιο χρόνο, στις είκοσι τέσσερις του ένατου μήνα, μίλησε ο Κύριος στον προφήτη Αγγαίο και του είπε: «Εγώ, ο Κύριος του σύμπαντος, σε στέλνω στους ιερείς να ζητήσεις οδηγίες. Ρώτησέ τους: “αν κανείς έχει διπλώσει ιερό κρέας σε μιαν άκρη απ’ το ρούχο του, κι αγγίξει με το ρούχο του ψωμί ή μαγειρεμένο φαγητό, ή κρασί ή λάδι ή οποιαδήποτε τροφή, αυτή η τροφή θα θεωρηθεί άγια;”» Όταν ο Αγγαίος ρώτησε τους ιερείς, εκείνοι του αποκρίθηκαν: «Όχι». Τότε ο Αγγαίος ρώτησε: «Αν κάποιος γίνει ακάθαρτος, επειδή θα ’χει αγγίξει νεκρό, κι αγγίξει μετά μια τροφή απ’ αυτές, αυτή θα θεωρηθεί ακάθαρτη;» Οι ιερείς αποκρίθηκαν: «Ναι, θα είναι ακάθαρτη». Κι ο Αγγαίος κατέληξε: «Ακούστε τι λέει ο Κύριος: “αυτό ακριβώς συμβαίνει με το λαό αυτό και μ’ αυτό το έθνος εδώ ενώπιόν μου, καθώς και με όλα τα έργα τους: Ό,τι αγγίζουν γίνεται ακάθαρτο”». Ο Κύριος συνέχισε: «Σκεφτείτε τώρα! Θυμηθείτε το παρελθόν, τότε που δεν είχατε αρχίσει ακόμα να χτίζετε το ναό μου. Πώς ήταν τότε; Υπολογίζατε να βγάλετε από ένα χωράφι είκοσι σακιά γεννήματα και παίρνατε δέκα. Κι από ένα αμπέλι υπολογίζατε να βγάλετε πενήντα δοχεία κρασί και βγάζατε είκοσι. Σας έστειλα την κάψα του λίβα, μούχλα στα σιτηρά και χαλάζι, και κατέστρεψα όλα τα προϊόντα σας· εσείς όμως δεν επιστρέψατε σ’ εμένα. Αυτό συνέβαινε και μέχρι σήμερα, στις είκοσι τέσσερις του ένατου μήνα, τη μέρα που συμπληρώθηκε η θεμελίωση του ναού του Κυρίου. Σκεφτείτε το προσεκτικά: Οι αποθήκες είναι άδειες· τ’ αμπέλια, οι συκιές, οι ροδιές κι οι ελιές σας δεν καρποφόρησαν ακόμα. Αλλά από τη μέρα αυτή κι εμπρός εγώ θα σας ευλογήσω». Στις είκοσι τέσσερις του ίδιου μήνα, ο Κύριος μίλησε ξανά στον Αγγαίο και του είπε: «Πες στο Ζοροβάβελ, το διοικητή της Ιουδαίας ότι εγώ, ο Κύριος του σύμπαντος θα σείσω τον ουρανό και τη γη. Θ’ ανατρέψω θρόνους βασιλιάδων και θα βάλω τέλος στη δύναμη των εθνών· θα ανατρέψω τις πολεμικές άμαξες και τους αρματηλάτες τους. Θα ρίξω καταγής τα άλογα κι οι καβαλάρηδές τους θ’ αλληλοεξοντωθούνε με τα ξίφη τους. Την ημέρα εκείνη, θα σε πάρω, Ζοροβάβελ, γιε του Σαλαθιήλ, και θα σε κάνω δούλο μου· θα είσαι για μένα σαν τη σφραγίδα μου, γιατί εγώ σε διάλεξα. Εγώ, ο Κύριος του σύμπαντος, το λέω». Τον όγδοο μήνα του δεύτερου έτους της βασιλείας του Δαρείου, δόθηκε μήνυμα από τον Κύριο στον προφήτη Ζαχαρία, γιο του Βαραχία, κι εγγονό του Ιδδώ. Μη γίνεστε σαν τους προγόνους σας. Οι προηγούμενοι προφήτες, κήρυξαν σ’ αυτούς εκ μέρους μου και τους είπαν ν’ απαρνηθούν τον κακό τους δρόμο και τις βδελυρές τους πράξεις. Αυτοί όμως δεν άκουσαν και δε μου δώσαν προσοχή. Πού είναι τώρα οι πρόγονοί σας; Ασφαλώς κι οι προφήτες δε ζουν αιώνια. Οι λόγοι μου όμως και οι νόμοι μου, που τους μετέφεραν οι δούλοι μου, οι προφήτες, έπεισαν τελικά τους προγόνους σας. Κι εκείνοι μετανόησαν κι ομολόγησαν: “όπως αποφάσισε ο Κύριος του σύμπαντος να πράξει σ’ εμάς, έτσι έπραξε, ανάλογα με τη συμπεριφορά μας και τα έργα μας”». Στις είκοσι τέσσερις του ενδέκατου μήνα, που είναι ο μήνας Σεβάτ, του δεύτερου έτους της βασιλείας του Δαρείου, δόθηκε μήνυμα από τον Κύριο στον προφήτη Ζαχαρία, γιο του Βαραχία, κι εγγονό του Ιδδώ. Ο προφήτης, λοιπόν, διηγείται: Είδα τη νύχτα έναν άνθρωπο καβάλα πάνω σ’ άλογο καστανό, να στέκεται μες στις μυρτιές πλάι στον γκρεμό, και πίσω του ήταν άλλα άλογα καστανά, κόκκινα κι άσπρα. Ρώτησα, λοιπόν, τον άγγελο που μιλούσε μαζί μου: «Αυτά, κύριέ μου όλα τι σημαίνουν;» Και μου απάντησε: «Εγώ θα σου τα εξηγήσω». Τότε ο άνθρωπος που στεκότανε μες στις μυρτιές, είπε: «Εμείς είμαστε εκείνοι που ο Κύριος τους έστειλε να περιοδεύσουν τη γη». Και οι καβαλάρηδες δώσαν αναφορά στον άγγελο του Κυρίου, που στεκόταν ανάμεσα στις μυρτιές: «Περιοδεύσαμε τη γη, και είναι όλη ήσυχη και ειρηνική». Τότε εκείνος απευθύνθηκε στον Κύριο και του είπε: «Κύριε του σύμπαντος, είν’ εβδομήντα χρόνια που είσαι οργισμένος ενάντια στην Ιερουσαλήμ και στης Ιουδαίας τις πόλεις. Πότε πια θα δείξεις έλεος γι’ αυτές;» Ο Κύριος αποκρίθηκε στον άγγελο, που μιλούσε μαζί μου, με λόγους φιλικούς και παρηγορητικούς. Τότε αυτός ο άγγελος με πρόσταξε να κηρύξω ότι ο Κύριος του σύμπαντος λέει: «Είναι μεγάλη η αγάπη μου για την Ιερουσαλήμ και τη Σιών, μα και μεγάλη η οργή μου ενάντια στα έθνη που νιώθουν τόση αυτοπεποίθηση· εγώ λίγο ήμουν οργισμένος με το λαό μου, αυτοί όμως τελείως τον κατέστρεψαν. Γι’ αυτό ακούστε τι λέει ο Κύριος του σύμπαντος: Γεμάτος αγάπη επιστρέφω στην Ιερουσαλήμ· ο ναός μου θα ξαναχτιστεί και η πόλη ολόκληρη θ’ ανοικοδομηθεί». Με πρόσταξε ακόμα να κηρύξω ότι ο Κύριος του σύμπαντος λέει: «Θα γεμίσουν πάλι οι πόλεις μου αγαθά. Εγώ, ο Κύριος, θα τρέξω να βοηθήσω τη Σιών· θα εκλέξω πάλι την Ιερουσαλήμ για πόλη μου». Μετά απ’ αυτό κοίταξα ψηλά και είδα τέσσερα κέρατα. Ρώτησα τότε τον άγγελο που μιλούσε μαζί μου: «Τι σημαίνουν αυτά;» Και μου αποκρίθηκε: «Αυτά παριστάνουν τις δυνάμεις που διασκόρπισαν το λαό του Ιούδα, του Ισραήλ και της Ιερουσαλήμ». Μετά ο Κύριος μου έδειξε τέσσερις σιδηρουργούς. «Τι ήρθαν να κάνουν αυτοί;» ρώτησα. Και μου αποκρίθηκε: «Αυτοί ήρθαν να τρομάξουν και να συντρίψουν τα ισχυρά έθνη, που ξεσηκώθηκαν εναντίον της χώρας του Κυρίου και διασκόρπισαν το λαό του Ιούδα, ώστε κανείς να μην του αντισταθεί πια». Μετά κοίταξα ψηλά και είδα έναν άνθρωπο, που κρατούσε στο χέρι του το σχοινί που μετράνε. «Πού πηγαίνεις;» τον ρώτησα. Και μου αποκρίθηκε: «Να μετρήσω την Ιερουσαλήμ και να δω ποιο θα είναι το πλάτος της και ποιο το μήκος της». Τότε ο άγγελος που μιλούσε μαζί μου προχώρησε μπροστά και πρόσταξε έναν άλλον άγγελο, που ήρθε να τον συναντήσει: «Τρέξε», του λέει, «να πεις σ’ εκείνον το νεαρό ότι η Ιερουσαλήμ θα παραμείνει ατείχιστη, για να υπάρχει χώρος για πολλούς ανθρώπους και ζώα». «Εγώ», λέει ο Κύριος, «θα είμαι γι’ αυτήν πύρινο τείχος γύρω γύρω και δόξα στο μέσον της». Ο Κύριος είπε: «Εμπρός, εμπρός, εσείς που σας διασκόρπισα στους τέσσερις ανέμους, φύγετε από τη χώρα του βορρά! Άνθρωποι της Ιερουσαλήμ, εξόριστοι στη Βαβυλώνα ακόμα, τρέξτε για να ξεφύγετε! Ακούστε τι λέει για τα έθνη που σας λεηλάτησαν ο Κύριος του σύμπαντος, αυτός που μ’ εξουσιοδότησε με μια τόσο σπουδαία αποστολή: “όποιος χτυπάει εσάς, χτυπάει την κόρη του ματιού μου. Τώρα εγώ το χέρι μου θα υψώσω εναντίον τους, και θα λεηλατηθούν με τη σειρά τους από κείνους που οι ίδιοι είχαν υποδουλώσει!» Όταν συμβούν αυτά, θα καταλάβετε ότι ο Κύριος του σύμπαντος μ’ έστειλε σ’ εσάς. Ο Κύριος λέει: «Πανηγυρίστε και χαρείτε, κάτοικοι της Σιών, γιατί έρχομαι εγώ να κατοικήσω ανάμεσά σας. Έθνη πολλά τη μέρα εκείνη θα προσκολληθούν σ’ εμένα και θα γίνουν λαός μου· ωστόσο εγώ ανάμεσα σ’ εσάς θα κατοικήσω». Όταν συμβούν αυτά θα καταλάβετε ότι ο Κύριος του σύμπαντος μ’ έστειλε σ’ εσάς. Η Ιουδαία θα ξαναγίνει προσωπική ιδιοκτησία του Κυρίου μέσα στην άγια χώρα· και αυτός θα εκλέξει πάλι την Ιερουσαλήμ για πόλη του. Όλοι ας σιγήσουν μπροστά στον Κύριο, γιατί ξυπνάει και ξάφνου θα βγει απ’ την άγια του κατοικία! Τότε ο Κύριος μου έδειξε τον αρχιερέα Ιησού να στέκεται μπροστά στον άγγελο του Κυρίου, ενώ ο σατανάς στεκόταν δεξιά του έτοιμος να τον κατηγορήσει. Ο άγγελος του Κυρίου είπε στο σατανά: «Πάψε, σατανά! Ο Κύριος δεν σου επιτρέπει να μιλήσεις, γιατί αγαπάει την Ιερουσαλήμ. Αυτός γλίτωσε τον Ιησού όπως έναν δαυλό που τον αρπάζουν από τη φωτιά». Ο Ιησούς στεκόταν όρθιος μπροστά στον άγγελο ντυμένος με λερωμένη φορεσιά. Τότε ο άγγελος πρόσταξε τα όντα που τον άκουγαν: «Βγάλτε του τη λερωμένη φορεσιά». Έπειτα είπε στον Ιησού: «Κοίτα! Σου αφαίρεσα την ανομία σου, για να σε ντύσω ρούχα γιορτινά». Μετά πάλι πρόσταξε: «Βάλτε του στο κεφάλι κεφαλοκάλυμμα από καθαρό ύφασμα». Έτσι κι έκαναν. Τον έντυσαν με καινούρια στολή και του Κυρίου ο άγγελος στεκότανε και παρακολουθούσε. Στη συνέχεια ο άγγελος του Κυρίου διαβεβαίωσε τον Ιησού: «Ο Κύριος του σύμπαντος λέει: “αν ακολουθείς το δρόμο μου και τηρείς τις εντολές μου, τότε εσύ θα έχεις την ευθύνη του ναού μου και θα εποπτεύεις τις αυλές μου. Θα σου επιτρέψω να πλησιάζεις το θρόνο μου, όπως όλοι αυτοί που στέκονται εδώ και με υπηρετούν. »Άκου λοιπόν, αρχιερέα Ιησού, εσύ και οι άλλοι ιερείς που σε συνοδεύουν, εσείς όλοι, που είστε η ζωντανή εγγύηση της σωτηρίας που θα ’ρθεί: θα στείλω το δούλο μου, τον Βλαστό. Μπροστά στον Ιησού τοποθέτησα ένα λιθάρι. Πάνω σ’ αυτό το μοναδικό λιθάρι υπάρχουν εφτά μάτια. Και τώρα εγώ ο ίδιος θα χαράξω σ’ αυτό μια επιγραφή, και μέσα σε μία μέρα θα εξαλείψω την ανομία της χώρας αυτής. Όταν θα έρθει εκείνη η μέρα, θα προσκαλείτε ο ένας τον άλλο να γιορτάσετε μέσα στ’ αμπέλια σας και κάτω από τις συκιές σας”». Ο άγγελος που μιλούσε μαζί μου ήρθε πάλι και με ταρακούνησε, όπως όταν ξυπνάνε κάποιον απ’ τον ύπνο. «Τι βλέπεις;» με ρώτησε. Κι εγώ απάντησα: «Βλέπω έναν ολόχρυσο λυχνοστάτη μ’ ένα δοχείο λαδιού πάνω του· το δοχείο έχει εφτά στόμια κι από το κάθε στόμιο ξεπροβάλλουν εφτά φυτίλια. Βλέπω και δυο λιόδεντρα κοντά στο λυχνοστάτη, ένα στα δεξιά του και ένα στ’ αριστερά του». Τότε ρώτησα τον άγγελο που μιλούσε μαζί μου: «Τι σημαίνουν αυτά, κύριέ μου;» «Δεν ξέρεις τι σημαίνουν αυτά;» μου είπε. Κι εγώ απάντησα: «Όχι, κύριέ μου». Τότε μου είπε: Αυτός είναι ο λόγος του Κυρίου που με πρόσταξε να μεταφέρω στο Ζοροβάβελ: «Ούτε με ανθρώπινη ισχύ θα πετύχεις ούτε με φυσική δύναμη, αλλά με το Πνεύμα μου! Εγώ, ο Κύριος του σύμπαντος το λέω. Ποιος είσαι εσύ, μεγάλο βουνό; Πεδιάδα θα γίνεις μπροστά στο Ζοροβάβελ. Αυτός θα βγάλει το ακρογωνιαίο λιθάρι και όλοι θα τον ενθαρρύνουν ζητωκραυγάζοντας». Μου είπε ακόμη ο Κύριος: «Αυτά τα εφτά λυχνάρια είναι τα μάτια του Κυρίου, που παρατηρούν ολόκληρη τη γη». Τότε τον ρώτησα: «Τι σημαίνουν αυτά τα δύο λιόδεντρα στα δεξιά και στ’ αριστερά του λυχνοστάτη;» Και τον ρώτησα για δεύτερη φορά: «Τι σημαίνουν οι δυο κλάδοι τα λιόδεντρα, οι οποίοι χύνουν το λάδι με δυο χρυσούς σωλήνες;» Εκείνος μου είπε πάλι: «Δεν ξέρεις τι σημαίνουν αυτά;» Κι εγώ απάντησα: «Όχι, κύριέ μου». Τότε μου είπε: «Αυτά συμβολίζουν τους δυο ανθρώπους που έχουν χρισθεί με λάδι, για να υπηρετούν τον Κύριο όλης της γης». Κοίταξα πάλι ψηλά και είδα ένα ξεδιπλωμένο βιβλίο που πετούσε. «Τι βλέπεις;» με ρώτησε ο άγγελος. Κι απάντησα: «Βλέπω ένα ξεδιπλωμένο βιβλίο που πετάει· το μήκος του είναι είκοσι πήχεις και το πλάτος του δέκα». Τότε μου είπε: «Σ’ αυτό το βιβλίο είναι γραμμένη η κατάρα που θα πέσει πάνω σ’ όλη τη χώρα. Κάθε κλέφτης θα διωχθεί, σύμφωνα μ’ αυτό που είναι γραμμένο στη μία πλευρά του βιβλίου· και καθένας που ψευδορκεί στο όνομά μου θα διωχθεί, σύμφωνα μ’ αυτό που είναι γραμμένο στην άλλη πλευρά του. Ο Κύριος του σύμπαντος λέει: “έχω εξαπολύσει την κατάρα· θα μπει μέσα στο σπίτι του κλέφτη κι εκείνου που ψευδορκεί στο όνομά μου. Θα παραμείνει μέσα στο σπίτι και θα το εξαφανίσει μαζί με τα ξύλα του και τα λιθάρια του”». Ο άγγελος που μιλούσε μαζί μου, προχώρησε πάλι μπροστά και μου είπε: «Στρέψε το βλέμμα σου και κοίτα· τι βλέπεις να εμφανίζεται εκεί πέρα;» Τότε ρώτησα: «Τι είναι;» Και μου απάντησε: «Είναι ένα κοφίνι. Μέσα του βρίσκεται κάτι που όλος ο λαός επιθυμεί ζωηρά». Τότε το στρογγυλό μολυβένιο καπάκι σηκώθηκε και μια γυναίκα εμφανίστηκε μέσα από το κοφίνι. Ο άγγελος είπε: «Αυτή είναι η ασέβεια». Την έσπρωξε πάλι μέσα στο κοφίνι και έκλεισε το καπάκι πάνω της. Ύστερα σήκωσα το βλέμμα μου και είδα δύο γυναίκες που πετούσαν σπρωγμένες απ’ τον άνεμο κι αλήθεια είχανε φτερά, σαν τα φτερά του πελαργού. Οι γυναίκες αυτές πιάσανε το κοφίνι και το σήκωσαν ανάμεσα ουρανού και γης. Τότε ρώτησα τον άγγελο, που μιλούσε μαζί μου: «Πού το πάνε το κοφίνι με τη γυναίκα;» Κι εκείνος μου απάντησε: «Στη χώρα της Σεναάρ για να χτίσουν της γυναίκας ένα ναό, και να την τοποθετήσουν σε βάθρο». Κοίταξα πάλι ψηλά και είδα τέσσερις πολεμικές άμαξες, που έβγαιναν ανάμεσα από δυο βουνά. Τα βουνά ήταν χάλκινα. Στην πρώτη άμαξα ήταν ζεμένα άλογα καστανά, στη δεύτερη άλογα μαύρα, στην τρίτη άλογα λευκά και στην τέταρτη άμαξα άλογα με βούλες κόκκινες. Ήταν όλα τους άλογα δυνατά. Τότε ρώτησα τον άγγελο, που μιλούσε μαζί μου: «Τι σημαίνουν αυτά, κύριέ μου;» Κι εκείνος μου απάντησε: «Αυτά είναι οι τέσσερις άνεμοι. Είχαν μείνει κοντά στον Κύριο όλης της γης και τώρα φεύγουν. Η άμαξα με τα μαύρα άλογα πήγε προς το βορρά, τα άσπρα άλογα φύγανε προς τη δύση και κατά το νότο φύγανε τα παρδαλά». Τα καστανά άλογα προχώρησαν και γύρεψαν να διατρέξουνε τη γη. Τότε τους είπε ο Κύριος: «Εμπρός διατρέξτε όλη τη γη!» Έτσι κι έκαναν. Μετά ο άγγελος με κάλεσε και μου είπε: «Κοίτα αυτά που φύγαν προς τη χώρα του βορρά· θα φέρουνε το Πνεύμα του Κυρίου εκεί». Ο Κύριος μου είπε: «Πήγαινε στο σπίτι του Ιωσία, γιου του Σοφονία, κι εκεί θα βρεις το Χελδία, τον Τωβία και τον Ιεδαΐα, που μόλις ήρθαν από την αιχμαλωσία της Βαβυλώνας· πάρε απ’ αυτούς τα δώρα που έφεραν. Πάρε ακόμα το ασήμι και το χρυσάφι και κάνε ένα στέμμα, και βάλε το στο κεφάλι του αρχιερέα Ιησού, γιου του Ιωσαδάκ, και πες του ότι ο Κύριος του σύμπαντος λέει: “νάτος ο άνθρωπος, που τ’ όνομά του είναι «Βλαστός». Στον τόπο του θα βλαστήσει και το ναό θα ξαναχτίσει του Κυρίου. Σίγουρα αυτός είναι που θα τον ξαναχτίσει και θ’ αποκτήσει βασιλικά εμβλήματα· θα κάθεται στο θρόνο του και θα εξουσιάζει. Ο αρχιερέας θα στέκεται πλάι στο θρόνο, κι ανάμεσα στους δυο τους θα υπάρχει ομοφωνία απόλυτη. Το στέμμα θα τοποθετηθεί στου Κυρίου το ναό, για να θυμούνται το Χελδία, τον Τωβία και τον Ιεδαΐα, και τη φιλοξενία την πλούσια από το γιο του το Σοφονία. Και αυτοί που ακόμη βρίσκονται μακριά, θα ’ρθούν και θα βοηθήσουν στην ανοικοδόμηση του ναού του Κυρίου”». Τότε θα καταλάβετε ότι ο Κύριος του σύμπαντος μ’ έστειλε σ’ εσάς. Κι αυτό ασφαλώς θα γίνει αν υπακούσετε στη φωνή του Κυρίου, του Θεού σας. Την τέταρτη μέρα του ένατου μήνα –του Κισλεύ– το τέταρτο έτος της βασιλείας του Δαρείου, δόθηκε μήνυμα από τον Κύριο στο Ζαχαρία. Την ίδια μέρα είχε φτάσει στο ναό του Κυρίου του σύμπαντος από τη Βαιθήλ, ο Σερεσέρ και ο Ρεγέμ-Μέλεχ επικεφαλής αντιπροσωπείας. Ήρθαν για να ζητήσουν την εύνοια του Κυρίου με θυσίες και να ρωτήσουν τους ιερείς του ναού και τους προφήτες, αν πρέπει να εξακολουθήσουν να τηρούν την ημέρα του πένθους και της νηστείας τον πέμπτο μήνα, όπως έκαναν επί σειρά ετών. Τότε ο Κύριος του σύμπαντος με πρόσταξε: «Πες σ’ όλο το λαό της χώρας και στους ιερείς: “μήπως για μένα εβδομήντα χρόνια τώρα τηρούσατε τις ημέρες της νηστείας και του πένθους, τον πέμπτο και τον έβδομο μήνα; Κι όταν τρώτε και πίνετε, δεν το κάνετε για τον εαυτό σας; Δε γνωρίζετε τι εγώ ο Κύριος διακήρυξα με τους αρχαίους προφήτες, την εποχή που ακόμα η Ιερουσαλήμ είχε ειρήνη και ασφάλεια μαζί με τις γύρω πόλεις της, και κατοικείτο η νότια περιοχή με τα λοφώδη μέρη δυτικά;”» Να μην καταπιέζετε τις χήρες, τα ορφανά, τους ξένους και τους φτωχούς, και να μη σκέφτεστε κακό ο ένας εναντίον του άλλου». «Αυτοί όμως είχαν αρνηθεί να υπακούσουν», μου είπε ο Κύριος, «και συμπεριφέρθηκαν πεισματικά· έκλεισαν τ’ αυτιά τους για να μην ακούν και έκαναν την καρδιά τους σκληρή σαν το διαμάντι, για να μη δέχονται τη διδασκαλία και τους λόγους που εγώ, ο Κύριος του σύμπαντος, με το Πνεύμα μου, δηλαδή με τους προηγούμενους προφήτες, είχα δώσει. Γι’ αυτό οργίστηκα πολύ. Και όπως εγώ μιλούσα αλλά εκείνοι δεν άκουγαν, έτσι κι εγώ δεν άκουσα όταν αυτοί με καλούσαν. Τους διασκόρπισα σε έθνη όλα άγνωστα σ’ αυτούς. Ερημώθηκε η χώρα πίσω τους και έγινε ακατοίκητη. Έτσι αυτοί οι ίδιοι μετέβαλαν την όμορφη χώρα τους σε έρημο». Ο Κύριος του σύμπαντος μου είπε: «Αγάπησα τη Σιών με το παραπάνω και οργίστηκα υπερβολικά εναντίον των εχθρών της. Εγώ, ο Κύριος του σύμπαντος το λέω. Γι’ αυτό θα επιστρέψω στο όρος Σιών και θα κατοικήσω μέσα στην Ιερουσαλήμ. Η Ιερουσαλήμ θα ονομαστεί “πιστή πόλη” και το βουνό του Κυρίου του σύμπαντος “άγιο βουνό”. Εγώ, ο Κύριος του σύμπαντος το λέω. Πάλι θα καθίσουν γέροι και γριές στις πλατείες της Ιερουσαλήμ, καθένας με το ραβδί του στο χέρι του· σε τόσο μεγάλη ηλικία θα έχουν φτάσει! Οι πλατείες της πόλης θα πλημμυρίσουν με αγόρια και κορίτσια, που θα χαίρονται σ’ αυτές. Εγώ ο Κύριος του σύμπαντος το λέω. Κι αν αυτοί που επέζησαν από το λαό, θεωρούν μη πραγματοποιήσιμο αυτό το μέλλον, εγώ, ο Κύριος του σύμπαντος, μπορώ να το κάνω πραγματικότητα. Θα ελευθερώσω το λαό μου από τις χώρες της ανατολής και της δύσης. Θα τους φέρω να κατοικήσουν εδώ μέσα στην Ιερουσαλήμ· θα γίνουν λαός μου κι εγώ θα είμαι Θεός που θα τους κυβερνώ με πιστότητα και δικαιοσύνη. Εγώ, ο Κύριος του σύμπαντος το λέω». Ο Κύριος του σύμπαντος λέει: «Πάρτε θάρρος! Θυμηθείτε τα λόγια των προφητών μου που σας κήρυξαν την ημέρα που θεμελιώθηκε ο ναός μου. Σας είπαν εκ μέρους μου: “μέχρι τώρα δεν υπήρχε αντιμισθία για τους εργάτες· ούτε τα ζώα απέδιδαν τίποτε. Όποιος έβγαινε από την πόλη φοβόταν για τη ζωή του· κι εγώ ξεσήκωνα τον ένα εναντίον του άλλου. Από ’δω και πέρα όμως θ’ αλλάξω συμπεριφορά απέναντι σ’ όσους επέζησαν απ’ αυτό το λαό. Θα σπείρω ειρήνη: Οι ουρανοί θα στέλνουν τη βροχή τους, τ’ αμπέλια θα δίνουν τα σταφύλια τους και η γη τα γεννήματά της. Κι όλα αυτά θα ανήκουν σ’ εσάς, όσους έχετε εναπομείνει από το λαό μου. Όπως ήσασταν παράδειγμα καταραμένου λαού ανάμεσα στα ειδωλολατρικά έθνη, εσείς βασίλεια του Ιούδα και του Ισραήλ, έτσι εγώ τώρα θα σας κάνω παράδειγμα ευλογημένου λαού, γιατί θα σας απελευθερώσω”. Μη φοβάστε λοιπόν! Πάρτε θάρρος!» Ο Κύριος του σύμπαντος λέει ακόμα: «Όταν οι πρόγονοί σας με εξόργισαν, αποφάσισα να σας κάνω κακό· και δεν άλλαξα γνώμη τότε. Έτσι και τώρα αποφάσισα αμετάκλητα να κάνω καλό στην Ιερουσαλήμ και στο λαό του Ιούδα. Μη φοβάστε! Προσέξτε όμως να εφαρμόζετε τις εντολές μου: Να μην εξαπατάτε ο ένας τον άλλο, και ν’ αποδίδετε δικαιοσύνη στα δικαστήριά σας για το καλό όλων σας. Μη σχεδιάζετε κακό ο ένας εναντίον του άλλου και πάψτε να αρέσκεστε στις ψευδορκίες, γιατί όλα αυτά εγώ ο Κύριος τα μισώ». Ο Κύριος του σύμπαντος μου είπε: «Οι νηστείες του τέταρτου, του πέμπτου, του έβδομου και του δέκατου μήνα θα μεταβληθούν σε μέρες αγαλλίασης, χαράς, και πανηγυρισμών για το λαό του Ιούδα. Με τον όρο όμως ότι θα αγαπάτε την αλήθεια και θα εργάζεστε για το κοινό καλό». Ο Κύριος του σύμπαντος λέει: «Θ’ αρχίσουν πάλι να έρχονται στην Ιερουσαλήμ ξένα έθνη και κάτοικοι πολλών άλλων πόλεων. Οι κάτοικοι της μιας πόλης θα πηγαίνουν στην άλλη και θα λένε: “πάμε γρήγορα να προσευχηθούμε στον Κύριο, ν’ αναζητήσουμε τον Κύριο του σύμπαντος!” Και οι άλλοι θ’ απαντούν: “Ερχόμαστε κι εμείς μαζί σας!” Έτσι θα έρχονται πολλοί λαοί και δυνατά έθνη για να αναζητήσουν τον Κύριο του σύμπαντος στην Ιερουσαλήμ και να προσευχηθούν σ’ αυτόν. Εκείνη την εποχή δέκα άνθρωποι από διαφορετικά έθνη θα πιάνουν την άκρη του μανδύα ενός Ιουδαίου και θα του λένε: “θέλουμε να ’ρθούμε κι εμείς μαζί σου, γιατί ακούσαμε ότι ο Θεός είναι μαζί σας”». Μήνυμα: Με το λόγο του ο Κύριος κατέκτησε την Αδράχ, και η Δαμασκός έγινε τόπος της ανάπαυσής του. Στον Κύριο είναι στραμμένα τα μάτια όλης της ανθρωπότητας και όχι μόνο των φυλών του Ισραήλ. Τα ίδια ισχύουν για τη γειτονική Χαμάθ, για την Τύρο και τη Σιδώνα με τους πανέξυπνους κατοίκους. Η Τύρος κατασκεύασε οχύρωμα για να προστατευθεί και συγκέντρωσε το ασήμι σαν το χώμα και το χρυσάφι σαν τη λάσπη του δρόμου. Αλλά ο Κύριος θ’ αφαιρέσει τους θησαυρούς της και θα ρίξει στη θάλασσα τα κάστρα της. Η πόλη θα καταστραφεί απ’ τη φωτιά. Θα δει η Ασκάλωνα και θα τρομάξει, κι η Γάζα θα τρέμει από το φόβο της. Το ίδιο και η Εκρών, γιατί οι προστάτες τους χαθήκαν. Δε θα υπάρχει πια στη Γάζα βασιλιάς και η Ασκάλωνα θα μείνει ακατοίκητη. Στην Ασδώδ θα κατοικεί ανάμικτος λαός. Θα βάλει ο Κύριος τέλος στην εθνική κυριαρχία των Φιλισταίων, που γι’ αυτήν τόσο πολύ καμάρωναν. Θα πάρει μέσα απ’ το στόμα τους το κρέας που ακόμη στάζει αίμα, κι από τα δόντια τους τις βδελυρές τροφές. Τότε, όσοι Φιλισταίοι απομείνουν θα ανήκουν στο Θεό μας και θ’ αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του λαού του Ιούδα. Η Εκρών θα ενσωματωθεί στον Ιούδα, όπως παλιά η Ιεβούς. Ο Κύριος λέει: «Εγώ ο ίδιος θα προστατέψω τη χώρα μου από κάθε στράτευμα που κάνει ληστρικές επιδρομές. Κανένας τύραννος δεν θα σας επιβληθεί πλέον, γιατί τώρα εγώ ο ίδιος θα φροντίσω το λαό μου». Χαίρε, πόλη της Σιών! Αλαλάξτε από χαρά, κάτοικοι της Ιερουσαλήμ! Νάτος, ο βασιλιάς σας, έρχεται· είναι δίκαιος και σώζει. Είναι πράος και κάθεται πάνω σε γαϊδούρι, σ’ ένα πουλάρι, γέννημα υποζυγίου. Θα εξαφανίσει τ’ άρματα από τον Εφραΐμ και τ’ άλογα από την Ιερουσαλήμ. Θα συντρίψει τα τόξα τα πολεμικά και θα εγκαταστήσει την ειρήνη ανάμεσα στα έθνη. Η εξουσία του θ’ απλώνεται απ’ τη μια θάλασσα στην άλλη κι από τον ποταμό Ευφράτη ως τις άκρες της γης! «Όσο για τους φυλακισμένους σας», λέει ο Κύριος, «θα τους βγάλω από τη φυλακή, που μοιάζει με λάκκο άνυδρο· και θα το κάνω εξαιτίας της διαθήκης μου μαζί σας, που έχει επικυρωθεί με αίμα θυσιών. Γυρίστε πίσω στο όρος Σιών, εσείς φυλακισμένοι! Η ελπίδα σας δεν ήταν μάταιη. Και σήμερα σας το επιβεβαιώνω: θα σας αποζημιώσω διπλά! »Θα χρησιμοποιήσω τους άντρες του Ιούδα σαν τόξο μου, τους άντρες του Εφραΐμ για βέλη και τους άντρες της Σιών σαν ξίφος, που εγώ σαν ήρωας το υψώνω εναντίον του στρατού των Ελλήνων ». Ο Κύριος φανερώνεται πάνω από το λαό του· το βέλος του βγαίνει σαν αστραπή. Ο Κύριος ο Θεός σαλπίζει με τη σάλπιγγα και βαδίζει στους ανεμοστρόβιλους του νοτιά. Ο Κύριος του σύμπαντος θα τους υπερασπιστεί. Τα λιθάρια της σφεντόνας του θα χτυπήσουν τους εχθρούς, θα τους ρίξουν στη γη κι αυτά θα κοκκινίσουν απ’ το αίμα τους όπως τα ραντιστήρια κι όπως τα κέρατα του θυσιαστηρίου. Εκείνη την ημέρα ο Κύριος ο Θεός θα τους σώσει, γιατί αυτοί είναι το ποίμνιό του· λαμποκοπούν στη χώρα του σαν πολύτιμα πετράδια. Πόσο ωραία θα είναι όλα! Οι νέοι και οι παρθένες θα μεγαλώνουν με άφθονο στάρι και κρασί. Από τον Κύριο να ζητήσετε την όψιμη βροχή στον κατάλληλο καιρό. Ο Κύριος δημιουργεί τα σύννεφα της καταιγίδας. Αυτός στέλνει τη δυνατή βροχή, δίνει τα γεννήματα της γης τροφή για όλους. Τα είδωλα που συμβουλεύεσθε δίνουν παραπλανητικές απαντήσεις και οι μάντεις βλέπουν ψεύτικα οράματα και εξαγγέλλουν όνειρα χωρίς νόημα, για να δώσουν αυτοί ανώφελη παρηγοριά. Οι πρόγονοί σας στρέφονταν σ’ αυτά, γι’ αυτό και περιφέρονταν και πλανιούνταν σαν πρόβατα εδώ κι εκεί, χωρίς βοσκό που να τους προστατεύει. Λέει ο Κύριος του σύμπαντος: «Άναψε ο θυμός μου εναντίον των βοσκών που καταπιέζουν το λαό μου· θα τιμωρήσω τα κριάρια του κοπαδιού. Εγώ θα ενδιαφερθώ για το κοπάδι μου, το λαό του Ιούδα και θα τους χρησιμοποιήσω σαν το μεγαλόπρεπο άλογό μου στη μάχη. Απ’ αυτό το λαό θα προέρχονται οι αρχηγοί τους, ο “ακρογωνιαίος λίθος” τους, ο “πάσσαλος της σκηνής” τους και το “πολεμικό τόξο” τους· κάθε ξένος καταπιεστής θα εξαφανιστεί απ’ ανάμεσά τους. Όλοι τους θα γίνουν ήρωες που θα πολεμήσουν τους εχθρούς· θα τους ποδοπατήσουν σαν τη λάσπη του δρόμου και θα καταντροπιάσουν τους καβαλάρηδες, γιατί εγώ ο Κύριος θα είμαι μαζί τους. »Θα ενδυναμώσω το λαό του Ιούδα κι επίσης θα ελευθερώσω το λαό του Ισραήλ· θα τους σπλαχνιστώ και θα τους επαναφέρω στη χώρα τους. Όλα θα γίνουν πάλι σαν να μην τους είχα αποδιώξει ποτέ. Εγώ είμαι ο Κύριος ο Θεός τους και θα ακούσω τις προσευχές τους. Τότε οι άντρες του Εφραΐμ θα ’ναι ισχυροί σαν ήρωες, χαρούμενοι σαν να ’χουν πιει κρασί· τα παιδιά τους θα τους βλέπουν και θα χαίρονται και θα δοξάζουν εμένα τον Κύριο. »Θα καλέσω όλους τους εξόριστους μ’ ένα σφύριγμα, και θα τους συγκεντρώσω για να τους φέρω πίσω στην πατρίδα, γιατί αποφάσισα να τους ελευθερώσω. Ο λαός μου θα γίνει πολυάριθμος, όπως ήταν προηγουμένως. Αν και τους διασκόρπισα ανάμεσα στους λαούς σε τόπους μακρινούς, θα με θυμηθούν· θα ξαναγυρίσουν και θα ζήσουν μαζί με τα παιδιά τους. Θα τους επαναφέρω από την Αίγυπτο, και θα τους συγκεντρώσω από την Ασσυρία. Θα τους φέρω στην περιοχή της Γαλαάδ και στο Λίβανο, αλλά ο τόπος αυτός δεν θα τους χωράει. Θα διαβούν τη θάλασσα της δυστυχίας· εγώ θα σπρώξω πίσω τα κύματα της θάλασσας και θ’ αποξηράνω τους παραποτάμους του Νείλου. Θα ταπεινώσω την υπερηφάνεια της Ασσυρίας και θα εξαφανίσω τη δύναμη της Αιγύπτου. Θα δυναμώσω το λαό μου και θα ζουν κάτω απ’ την παρουσία μου. Εγώ ο Κύριος το λέω». Άνοιξε τις πύλες σου, Λίβανε, φωτιά ας καταφάει τους κέδρους σου! Θρηνήστε, κυπαρίσσια! Έπεσαν οι κέδροι, τα μεγαλόπρεπα δέντρα εξαφανίστηκαν. Θρηνήστε, βελανιδιές της Βασάν! Το αδιάβατο δάσος κόπηκε σύρριζα. Ακούστε το θρήνο των βοσκών, που τα κοπάδια τους καταστράφηκαν. Ακούστε πώς μουγκρίζουν τα λιονταρόπουλα, γιατί οι μικροί θάμνοι του Ιορδάνη ερημώθηκαν. Ο Κύριος ο Θεός μου μού είπε: «Φρόντισε τα πρόβατα που είναι για σφάξιμο, που οι ιδιοκτήτες τους τα σφάζουν χωρίς να νιώθουν καμιά ενοχή. Τα πουλάνε και λένε: “δόξα τω θεώ, τα οικονομήσαμε!” Κι ούτε οι βοσκοί τους δεν τα λυπούνται». Ο Κύριος λέει: «Ούτε κι εγώ θα λυπηθώ πια τους κατοίκους της γης. Θα παραδώσω τον καθένα στην αυθαιρεσία του γείτονά του και του βασιλιά του. Ας καταστρέψουν τη γη οι βασιλιάδες· εγώ δεν πρόκειται να γλιτώσω τους λαούς από την εξουσία τους». Ανέλαβα, λοιπόν, τη φροντίδα των προβάτων που οι ζωέμποροι τα είχανε για σφάξιμο. Πήρα δυο γκλίτσες: τη μία την ονόμασα, «καλοσύνη» και την άλλη «ομόνοια», και φρόντισα μ’ αυτές τα πρόβατα. Εξαφάνισα τους τρεις κακούς βοσκούς τους σ’ ένα μήνα. Βαρέθηκα όμως τα πρόβατα, γιατί αυτά αδιαφορούσαν για μένα. Τότε είπα: «Δε σας φροντίζω πια! Όποιο είναι να πεθάνει ας πεθάνει· όποιο θέλει να χαθεί ας χαθεί· και τα υπόλοιπα ας φάει το ένα το άλλο». Μετά πήρα τη γκλίτσα μου την «καλοσύνη» και την έσπασα, για να ακυρώσω την ανακωχή που ο Κύριος είχε κάνει για χάρη του Ισραήλ με όλους τους λαούς. Έτσι διαλύθηκε η ανακωχή εκείνη την ημέρα, και οι ζωέμποροι που με παρατηρούσαν κατάλαβαν ότι είχα ενεργήσει έτσι με εντολή του Κυρίου. Τότε τους είπα: «Αν σας φαίνεται καλό, δώστε μου το μισθό μου· αν όμως όχι, κρατήστε τον». Μου μέτρησαν λοιπόν το μισθό μου, τριάντα αργύρια. Και μου είπε ο Κύριος: «Εύγε! Ρίξ’ τα στο χυτήριο· τόσο με εκτίμησαν». Πήγα λοιπόν στο ναό και πέταξα τα τριάντα αργύρια στον άνθρωπο που λιώνει στο χυτήριο το χρυσάφι και το ασήμι του ναού. Μετά έσπασα και την άλλη γκλίτσα μου, την «ομόνοια», για να διαλύσω τον αδερφικό δεσμό ανάμεσα στο λαό του Ιούδα και στο λαό του Ισραήλ. Επίσης ο Κύριος μου είπε: «Προετοιμάσου πάλι να υποδυθείς τώρα τον κακό βοσκό. Πράγματι, εγώ θ’ αναδείξω έναν άλλο βοσκό στη χώρα. Αυτός το χαμένο πρόβατο δεν θα το φροντίζει· το παραπλανημένο δεν θα το αναζητεί· το τραυματισμένο δεν θα το γιατρεύει και το άρρωστο δεν θα το φροντίζει. Θα σκίζει μάλιστα το δίχειλο νύχι τους, για να μην μπορούν να φύγουν· και τα καλύτερα απ’ αυτά θα τα τρώει ο ίδιος. Αλίμονο στον άχρηστο αυτό βοσκό, που εγκαταλείπει το κοπάδι! Να του κοπεί το χέρι με το ξίφος και να του βγει το μάτι το δεξί! Το χέρι του να ξεραθεί τελείως και το μάτι του να σβήσει!» Μήνυμα, λόγος του Κυρίου για το λαό του Ισραήλ. Ο Κύριος, που τεντώνει τους ουρανούς, θεμελιώνει τη γη και διαμορφώνει το πνεύμα του ανθρώπου μέσα του, αυτός λέει: «Εγώ θα κάνω την Ιερουσαλήμ σαν ποτήρι γεμάτο κρασί. Όλοι οι γύρω λαοί, που θα της επιτίθενται, θα πίνουν και θα ζαλίζονται. Ο λαός του Ιούδα θ’ αντιμετωπίσει κι αυτός την ίδια δυστυχία όπως και η Ιερουσαλήμ. Την ίδια εποχή θα κάνω την Ιερουσαλήμ βαρύ λιθάρι, ασήκωτο για τα έθνη. Κι όποιοι επιχειρήσουν να το σηκώσουν θα τραυματιστούν βαριά. Τότε όλα τα έθνη της γης θα συγκεντρωθούν ενάντια στην πόλη. Εκείνη την ημέρα όμως εγώ θα κάνω τ’ άλογά τους να αφηνιάσουν και τους καβαλάρηδες να τους πιάσει πανικός· τα άλογα των εθνών θα τα χτυπήσω με τύφλωση. »Θα προσέχω το λαό του Ιούδα και θα τον προστατεύω. Οι αρχηγοί του θα σκεφτούν: “οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ είναι η δύναμή μας, γιατί εμπιστεύονται τον Κύριο του σύμπαντος, το Θεό τους”. Εκείνη την ημέρα θα κάνω τους αρχηγούς του Ιούδα δοχείο με αναμμένα κάρβουνα κάτω από τα ξύλα, και σαν δαυλό αναμμένο ανάμεσα στα χειρόβολα· θα καταστρέψουν με ταχύτητα όλους τους γύρω λαούς, ενώ οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ θα εξακολουθούν να κατοικούν στην πόλη τους. Εγώ ο Κύριος θα βοηθήσω πρώτα τις οικογένειες του Ιούδα, ώστε οι απόγονοι του Δαβίδ και οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ να μην περιφρονούν το λαό του Ιούδα. Την ίδια εκείνη εποχή θα εκδηλώσω την προστασία μου στους κατοίκους της Ιερουσαλήμ: Αυτός που θα τρικλίζει ανάμεσά τους θα είναι ήρωας όπως ο Δαβίδ· και οι απόγονοι του Δαβίδ, οι αρχηγοί τους, θα είναι όπως τα ουράνια όντα, όπως οι άγγελοι του Κυρίου. »Εκείνη τη μέρα», λέει ο Κύριος, «θα επέμβω και θα καταστρέψω όλα τα έθνη που έρχονται να επιτεθούν ενάντια στην Ιερουσαλήμ. Θα βάλω στους απογόνους του Δαβίδ και τους κατοίκους της Ιερουσαλήμ πνεύμα μεταμέλειας ώστε να ζητήσουν το έλεός μου. Τότε θα στρέψουν τα βλέμματά τους σ’ εμένα εξαιτίας εκείνου που τον τρύπησαν· θα τον θρηνήσουν όπως θρηνούν έναν μονογενή, θα τον κλάψουν πικρά όπως κλαίνε έναν πρωτότοκο. Ο θρήνος της Ιερουσαλήμ θα είναι μεγάλος, όπως ο θρήνος για την Αδάδ-Ριμμών στην πεδιάδα της Μεγιδδώ. Το ίδιο θα συμβεί και μ’ όλες τις υπόλοιπες οικογένειες στη χώρα». Ο Κύριος λέει: «Εκείνη την εποχή θα ανοιχτεί πηγή για να καθαρίζονται οι απόγονοι του Δαβίδ και οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ από την αμαρτία τους και την ακαθαρσία τους. Εγώ, ο Κύριος του σύμπαντος, θα εξαλείψω τα είδωλα από τη χώρα, ώστε να μη θυμούνται πια ούτε τα ονόματά τους. Ακόμα θα εξαφανίσω από τη χώρα όλους τους προφήτες που κατευθύνονται από ακάθαρτο πνεύμα. Κι αν κανείς παρ’ όλα αυτά παρουσιαστεί σαν προφήτης, τότε οι ίδιοι οι γονείς του θα του πουν: “δεν έχεις πια το δικαίωμα να ζεις, γιατί είπες ψέματα, όταν ισχυρίστηκες ότι ο Κύριος σε είχε προστάξει να κηρύξεις”. Και πριν ακόμα τελειώσει τις προφητείες του, οι ίδιοι οι γονείς του θα τον θανατώσουν με ξίφος. Εκείνη την εποχή δεν θα υπερηφανεύονται πια οι προφήτες για τα οράματά τους· θα φοβούνται να τα ανακοινώσουν δημόσια, και δε θα φορούν πια τον τρίχινο μανδύα των προφητών για να εξαπατούν τον κόσμο. Όταν θα ρωτάνε κάποιον απ’ αυτούς, θα απαντάει: “εγώ δεν είμαι προφήτης, είμαι ένας που δουλεύει στο χωράφι· από μικρό παιδί έχω χωράφι”. Και αν θα τον ρωτούν: “τι είναι αυτές οι πληγές στο στήθος σου;” εκείνος θ’ απαντάει: “τις απέκτησα στο σπίτι των φίλων μου”». Ο Κύριος του σύμπαντος λέει: «Σήκω ξίφος και χτύπα το βοσκό μου, που τον έκανα συνεργάτη μου. Θα χτυπήσω το βοσκό και τα πρόβατα θα σκορπιστούν· θα σηκώσω το χέρι μου και θα χτυπήσω ακόμα και τα μικρά αρνάκια. Σ’ όλη τη χώρα τα δύο τρίτα των κατοίκων θα καταστραφούν και θα εξαφανιστούν, και μόνο το ένα τρίτο θα επιζήσει σ’ αυτήν. Αυτό το ένα τρίτο θα το περάσω απ’ τη φωτιά και θα τους καθαρίσω όπως καθαρίζουν το ασήμι· θα τους δοκιμάσω όπως δοκιμάζουν το χρυσάφι. Τότε, αυτό το τρίτο του λαού θα με επικαλεσθεί κι εγώ θα τους απαντήσω: “εσείς είστε ο λαός μου”. Κι αυτοί θα πουν: “εσύ, Κύριε, είσαι ο Θεός μας”». Έρχεται γρήγορα η ημέρα που ο Κύριος θα εκδηλώσει την κρίση του και οι εχθροί σας θα μοιραστούν μπροστά στα μάτια σας τα λάφυρα που πήραν από σας. Θα συγκεντρώσει ο Κύριος όλα τα έθνη για πόλεμο εναντίον της Ιερουσαλήμ. Θα κυριευτεί η πόλη, θα λεηλατηθούν τα σπίτια, και οι γυναίκες θα ατιμαστούν. Ο μισός πληθυσμός της πόλης θα οδηγηθεί στην αιχμαλωσία, αλλά στους υπολοίπους θα επιτραπεί να παραμείνουν στην πόλη. Τότε όμως ο Κύριος θα βγει και θα πολεμήσει εναντίον των εθνών αυτών, όπως έκανε πάντοτε την ημέρα της μάχης. Εκείνη την ημέρα τα πόδια του θα πατήσουν πάνω στο όρος των Ελαιών, που βρίσκεται απέναντι από την Ιερουσαλήμ, ανατολικά. Το όρος των Ελαιών θα σκιστεί στη μέση από τ’ ανατολικά ως τα δυτικά. Το μισό του βουνού θα μετακινηθεί προς το βορρά και το άλλο προς το νότο, κι ανάμεσα θα σχηματιστεί μια πολύ μεγάλη κοιλάδα, η οποία θα φτάνει μέχρι την Ασσάλ. Τότε εσείς θα τραπείτε σε φυγή μέσα στην κοιλάδα ανάμεσα στα δυο βουνά. Θα φεύγετε όπως έφευγαν οι πρόγονοί σας εξαιτίας του σεισμού που έγινε την εποχή του Ουζζία, βασιλιά του Ιούδα. Τότε θα ’ρθεί ο Κύριος ο Θεός σας και όλοι οι άγγελοι μαζί του. Από τότε και μετά δεν θα υπάρχει πια εναλλαγή ημέρας και νύχτας. Θα είναι πάντα μέρα φωτεινή και ποτέ δε θα γίνεται νύχτα. Μόνον ο Κύριος γνωρίζει πότε θα γίνει αυτό. Εκείνη την εποχή θα πηγάζουν από την Ιερουσαλήμ νερά που θα δίνουν ζωή. Τα μισά απ’ αυτά θα χύνονται στην ανατολική θάλασσα και τ’ άλλα μισά στη δυτική. Χειμώνα καλοκαίρι θα υπάρχουν νερά. Τότε ο Κύριος θα γίνει βασιλιάς ολόκληρης της γης. Ο Κύριος θα είναι ο μόνος Κύριος και το όνομά του το μόνο που θα λατρεύεται. Θα μεταβάλει όλη τη χώρα σε πεδιάδα από τη Γεβά μέχρι τη Ριμμών, νότια της Ιερουσαλήμ. Η Ιερουσαλήμ όμως θα παραμείνει στην υψηλή της θέση. Από την πύλη Βενιαμίν μέχρι την πύλη της Γωνίας στη θέση της παλαιάς πύλης· και από τον πύργο του Ανανεήλ μέχρι τους βασιλικούς ληνούς, η πόλη θα κατοικείται. Καμιά καταστροφή δε θ’ απειλήσει πια την Ιερουσαλήμ· θα είναι ασφαλής. Όλους τους λαούς που είχαν εκστρατεύσει εναντίον της Ιερουσαλήμ ο Κύριος θα τους τιμωρήσει με τρομερή πληγή: Οι σάρκες τους θα σαπίσουν ενώ αυτοί ακόμη θα στέκουν στα πόδια τους· τα μάτια τους θα διαλυθούν στις κόγχες τους και η γλώσσα τους θα λιώσει στο στόμα τους. Ο Κύριος τόσο πολύ θα τους τρομάξει, ώστε ο ένας θα επιτίθεται εναντίον του άλλου. Ο λαός του Ιούδα θα βοηθήσει στην υπεράσπιση της Ιερουσαλήμ. Και θα στοιβάξουν τον πλούτο όλων των γύρω εθνών, χρυσάφι, ασήμι και ρουχισμό σε μεγάλες ποσότητες. Τα άλογα, τα μουλάρια, οι καμήλες, τα γαϊδούρια και όλα τα ζώα που θα βρίσκονται σ’ εκείνα τα στρατόπεδα, θα προσβληθούν από τρομερές πληγές, όμοιες μ’ εκείνη που θα προσβάλει τους ανθρώπους. Όσοι θ’ απομείνουν από τα έθνη που είχαν έρθει να επιτεθούν εναντίον της Ιερουσαλήμ, θ’ ανεβαίνουν σ’ αυτήν κάθε χρόνο και θα προσκυνούν ως βασιλιά τους τον Κύριο του σύμπαντος, και θα γιορτάζουν τη γιορτή της Σκηνοπηγίας. Αν κάποιος από τους λαούς της γης δεν ανέβει στην Ιερουσαλήμ για να προσκυνήσει το βασιλιά, τον Κύριο του σύμπαντος, δε θα έρθει βροχή στη χώρα του. Και αν οι Αιγύπτιοι δεν ανέβουν στα Ιεροσόλυμα, θα έρθει εναντίον τους πληγή ανάλογη μ’ εκείνη, με την οποία ο Κύριος θα χτυπήσει τους λαούς που δε θ’ ανεβαίνουν να γιορτάσουν τη Σκηνοπηγία. Αυτή θα είναι η τιμωρία των Αιγυπτίων και η τιμωρία των άλλων εθνών που δε θ’ ανεβαίνουν να γιορτάσουν τη Σκηνοπηγία. Λόγος του Κυρίου, μήνυμα που το έστειλε στον Ισραήλ με το Μαλαχία. «Σας αγάπησα», είπε ο Κύριος. Εσείς όμως λέτε: «Πώς μας αγάπησες;» Σ’ αυτό ο Κύριος απαντάει: «Δεν είναι ο Ησαύ αδερφός του Ιακώβ; Κι όμως εγώ αγάπησα τον Ιακώβ, ενώ τον Ησαύ τον εγκατέλειψα· ερήμωσα τα βουνά του και παρέδωσα τη χώρα του στα τσακάλια. Οι Εδωμίτες ισχυρίζονται ότι παρ’ όλο που καταστράφηκαν θα ξαναχτίσουν τις ερημωμένες πόλεις τους. Εγώ όμως, ο Κύριος του σύμπαντος λέω: Άσ’ τους να χτίζουν. Εγώ θα τα γκρεμίσω. Η περιοχή τους θα ονομάζεται “ασεβής χώρα” και οι ίδιοι “λαός καταραμένος για πάντα από τον Κύριο”. Όταν το δείτε αυτό θα πείτε: “μεγάλος είναι ο Κύριος και πέρα ακόμα από τα σύνορα της χώρας του Ισραήλ”». Ο Κύριος του σύμπαντος λέει στους ιερείς: «Ο γιος τιμάει τον πατέρα του και ο δούλος τον κύριό του. Αν εγώ είμαι ο πατέρας σας, πού είναι η τιμή που μου αποδίδετε; Κι αν εγώ είμαι Κύριός σας, πού είναι ο σεβασμός που μου έχετε; Με περιφρονείτε και ρωτάτε: “πώς σε περιφρονούμε;” Με το να προσφέρετε στο θυσιαστήριό μου μιαρές προσφορές. Και ρωτάτε: “πώς μολύναμε το θυσιαστήριο;” Με το να μη δίνετε πολλή σημασία στο τραπέζι μου. Όταν μου προσφέρετε θυσία τυφλό ζώο, νομίζετε πως αυτό είναι σωστό; Όταν μου προσφέρετε ένα κουτσό ή άρρωστο ζώο, νομίζετε πως αυτό είναι σωστό; Προσφέρτε το στον κυβερνήτη σας· θα ευχαριστηθεί; Θα σας δεχτεί ευνοϊκά; Νομίζετε λοιπόν ότι θα εξευμενίσετε μ’ ένα τέτοιο δώρο έναν Θεό για να σας σπλαχνιστεί και να σας δεχτεί ευνοϊκά; Γιατί στην πραγματικότητα αυτό κάνετε! Μακάρι κάποιος από σας να έκλεινε τις πόρτες του ναού για να μην ανάβετε άσκοπα φωτιά στο θυσιαστήριό μου. Δεν είμαι ευχαριστημένος από σας και δε θα δεχτώ καμιά θυσία από τα χέρια σας». Ο Κύριος του σύμπαντος το λέει. «Από την ανατολή μέχρι τη δύση μεγάλη είναι η φήμη μου ανάμεσα στα έθνη», λέει ο Κύριος του σύμπαντος. «Σε κάθε τόπο προσφέρεται λιβάνι σ’ εμένα και θυσίες καθαρές, γιατί είμαι μεγάλος ανάμεσα στα έθνη. Εσείς όμως με λησμονήσατε λέγοντας: “το τραπέζι του Κυρίου δεν έχει και μεγάλη σημασία. Μπορούμε να προσφέρουμε στο Θεό τροφή ό,τι έχουμε για πέταμα”. Και παρ’ όλα αυτά βαρυγκωμάτε: “τι κόπος”, λέτε, “η υπηρεσία μας!” Έτσι εξοργίζετε εμένα, τον Κύριο του σύμπαντος. Προσφέρετε θυσία το κουτσό ζώο, το άρρωστο, ακόμη και το κλεμμένο. Μπορώ να το δεχτώ από τα χέρια σας;» Ο Κύριος το λέει. «Αν κάποιος μου τάξει ένα ζώο χωρίς ελάττωμα από το κοπάδι του, αλλά με εξαπατήσει και μου προσφέρει θυσία ένα ζώο ευνουχισμένο, αυτός να είναι καταραμένος, γιατί εγώ είμαι μεγάλος βασιλιάς κι όλα τα έθνη με σέβονται». Αυτά λέει ο Κύριος του σύμπαντος. Ο Κύριος του σύμπαντος δίνει σ’ εσάς τους ιερείς την ακόλουθη προειδοποίηση: «Αν δεν υπακούσετε και δεν αποφασίσετε να με τιμήσετε, θα στείλω εναντίον σας συμφορά και θα ανακαλέσω τα προνόμιά σας. Και πράγματι το ’κανα, αλλά εσείς δεν συμμορφωθήκατε. Το ίδιο είμαι έτοιμος να κάνω και στους απογόνους σας. Κι όσο για σας, θα πετάξω στο πρόσωπό σας την κοπριά των ζώων που θυσιάζετε στις γιορτές σας· και θα σας ρίξουν κι εσάς στον κοπρώνα. »Έτσι θα καταλάβετε ότι εγώ, ο Κύριος του σύμπαντος, σας είχα προειδοποιήσει, για να διατηρήσω τη διαθήκη μου με το Λευί και τους απογόνους του. Μ’ εκείνη τη διαθήκη μου υποσχόμουν να τους δώσω ζωή και ευτυχία, και τους τα έδωσα· κι εκείνοι είχαν υποσχεθεί να με σέβονται και να ταπεινώνονται ενώπιόν μου, και μέχρι τώρα το έκαναν. Διαβίβαζαν στους ανθρώπους τις εντολές μου ανόθευτες και δεν τους παραπλανούσαν. Με υπηρετούσαν με πιστότητα και ειλικρίνεια, και έτσι εμπόδιζαν πολλούς να κάνουν το κακό. Πράγματι, το καθήκον των ιερέων είναι να διακηρύττουν το νόμο και να δίνουν συμβουλές σε όσους τις ζητούν. Γιατί αυτοί είναι οι αγγελιοφόροι του Κυρίου του σύμπαντος». «Εσείς όμως προδώσατε την αποστολή σας. Με τη συμβουλή σας οδηγήσατε πολλούς ανθρώπους να κάνουν το κακό. Έτσι παραβιάσατε τη διαθήκη μου με το Λευί. Γι’ αυτό εγώ ο Κύριος του σύμπαντος λέω: Επειδή δεν με υπακούσατε και συμπεριφερθήκατε με προσωποληψία όταν δίνατε τις συμβουλές σας, εγώ τώρα θα κάνω να σας περιφρονήσουν όλοι οι άνθρωποι». Δεν έχουμε όλοι μας έναν πατέρα; Δε μας δημιούργησε ένας Θεός; Γιατί απιστεί ο ένας στον άλλο παραβιάζοντας τη διαθήκη του Θεού με τους προγόνους μας; Ο λαός του Ιούδα αθέτησαν την υπόσχεσή τους στο Θεό και έκαναν βδελυρές πράξεις στην Ιερουσαλήμ και σ’ όλη τη χώρα του Ισραήλ. Βεβήλωσαν ό,τι ανήκει στον Κύριο και ό,τι αγαπάει ο Κύριος. Οι άντρες έχουν πάρει γυναίκες που λατρεύουν ξένους θεούς. Μακάρι ο Κύριος ν’ απομακρύνει από την κοινότητα των απογόνων του Ιακώβ όλους ανεξαίρετα που τα πράττουν αυτά, ακόμη κι αν προσφέρουν θυσία στον Κύριο του σύμπαντος. Πλημμυρίσατε με δάκρυα το θυσιαστήριο του Κυρίου· κλαίτε κι αναστενάζετε γιατί αρνείται πια να προσέξει τη θυσία που του προσφέρετε και να τη δεχτεί με ευχαρίστηση. Και ρωτάτε: «Γιατί;» Επειδή ο Κύριος ήταν μάρτυρας ανάμεσα σ’ εσένα και στη γυναίκα σου που παντρεύτηκες στα νιάτα σου, αλλά της φέρθηκες με απιστία, παρά το γεγονός ότι ήταν η σύζυγός σου και η γυναίκα με την οποία είχες κάνει συνθήκη μαζί της. Ο Θεός δεν δημιούργησε ενότητα, έναν ζωντανό οργανισμό; Γιατί έκανε αυτήν την ενότητα; Για να αποκτηθούν απόγονοι ευλογημένοι από το Θεό. Γι’ αυτό προσέχετε να μη χωρίζετε τη γυναίκα που παντρευτήκατε στα νιάτα σας. «Απεχθάνομαι το διαζύγιο», λέει ο Θεός του Ισραήλ, ο Κύριος του σύμπαντος. «Είναι σαν να βιαιοπραγείτε. Γι’ αυτό, προσέχετε να μην είστε άπιστοι στη γυναίκα σας». Τον κουράσατε τον Κύριο με τα ανόητα λόγια σας. «Πώς τον κουράσαμε;» ρωτάτε. Με το να λέτε: «Αυτοί που κάνουν το κακό είναι αρεστοί στον Κύριο, κι εκείνος τους αγαπάει» ή «πού είναι ο Θεός που φροντίζει για το δίκαιο;» Ο Κύριος του σύμπαντος απαντάει: «Θα αποστείλω τον αγγελιοφόρο μου για να προετοιμάσει το δρόμο μου. Ο αγγελιοφόρος της διαθήκης, στον οποίο προσβλέπετε, ήδη έρχεται. Τότε εγώ, ο Κύριος, που εσείς με περιμένετε, θα εισέλθω ξαφνικά στο ναό μου». Ποιος όμως θ’ αντέξει την ημέρα του ερχομού του Κυρίου, και ποιος θα σταθεί όταν εκείνος εμφανιστεί; Θα έρθει αυτός σαν τη φωτιά του μεταλλουργού, σαν τη καυστική ποτάσα του πλυσίματος. Θα καθίσει και θ’ αφαιρέσει τη σκουριά. Ωσάν μεταλλουργός θα καθαρίσει τους λευίτες· θα τους ξεπλύνει όπως το ασήμι και το χρυσάφι, για να του προσφέρουν σωστές θυσίες. Τότε θα είναι ευπρόσδεκτες στον Κύριο οι θυσίες του λαού του Ιούδα και της Ιερουσαλήμ, όπως τον παλιό καιρό. Ο Κύριος του σύμπαντος λέει: «Έρχομαι σ’ εσάς για κρίση! Θ’ απευθύνω αμέσως την κατηγορία εναντίον των μάγων και των μοιχών, εναντίον αυτών που ορκίζονται ψέματα, αυτών που αδικούν τον εργάτη στο μισθό, εναντίον αυτών που καταπιέζουν τις χήρες και τα ορφανά, αυτών που αδιαφορούν για τους ξένους, εναντίον όλων εκείνων που δε με σέβονται». «Εγώ δεν μεταβάλλομαι», λέει ο Κύριος του σύμπαντος, «αλλά κι εσείς δεν έχετε αλλάξει· είστε γνήσιοι απόγονοι του Ιακώβ: Από την εποχή των προγόνων σας απομακρυνθήκατε από τα προστάγματά μου και δεν τα τηρήσατε. Γυρίστε σ’ εμένα και θα γυρίσω κι εγώ σ’ εσάς. “Πώς θα γυρίσουμε;” ρωτάτε. Μπορεί ο άνθρωπος να εξαπατήσει το Θεό; Εσείς όμως με απατάτε κι ύστερα ρωτάτε: “μα πώς σε απατάμε;” Με απατάτε στις δεκάτες και στις προσφορές. Είστε φορτωμένοι με την κατάρα, γιατί με απατάτε, εσείς, όλο το έθνος. Φέρτε αμείωτα τα δέκατα στην αποθήκη του ναού, για να υπάρχει τροφή στο ναό μου. Δοκιμάστε με τώρα με αυτό και θα δείτε ότι θα σας ανοίξω τους καταρράχτες του ουρανού και θα σας πλημμυρίσω με άφθονη ευλογία! Θα εξολοθρέψω για χάρη σας τα βλαβερά έντομα για να μη σας καταστρέφουν τους καρπούς της γης και να μη μένουν τ’ αμπέλια σας χωρίς σταφύλια. Τότε θα σας καλοτυχίζουν όλα τα έθνη, γιατί εσείς θα είστε η αγαπημένη χώρα. Εγώ το λέω, ο Κύριος του σύμπαντος». Λέει ο Κύριος: «Εκτοξεύετε εναντίον μου λόγια ανεύθυνα, και μετά ρωτάτε: “τι είπαμε εναντίον σου;” Είπατε ότι είναι άσκοπο να υπηρετεί κανείς το Θεό. “Τι κερδίσαμε”, λέτε, “που τηρήσαμε τις εντολές του και λάβαμε μέρος σ’ όλες τις τελετές πένθους ενώπιον του Κυρίου του σύμπαντος; Καλότυχοι που είναι οι αναιδείς! Αυτοί που πράττουν την αμαρτία προκόβουν· προκαλούν το Θεό κι ακόμα ζουν!”» Κι εκείνοι που σέβονται τον Κύριο συζητούσαν μεταξύ τους κι ο Κύριος πρόσεχε και άκουγε. Και γράφτηκε βιβλίο ενώπιόν του για να θυμάται εκείνους που τον σέβονται και τον τιμούν. Ο Κύριος του σύμπαντος λέει: «Αυτοί θα είναι δικοί μου, ξεχωριστή ιδιοκτησία για μένα την ημέρα που θα επέμβω. Θα τους φερθώ με ευμένεια, όπως φέρεται ο πατέρας στον υπάκουο γιο του. Τότε πάλι θα δείτε τη διαφορά ανάμεσα στον δίκαιο και στον ασεβή, ανάμεσα σ’ αυτόν που υπηρετεί το Θεό και σ’ εκείνον που δεν τον υπηρετεί. Να την, έρχεται μια μέρα που ο θυμός μου θα καίει σαν καμίνι. Τότε όλοι οι αυθάδεις και όλοι όσοι πράττουν την αμαρτία θα είναι σαν την καλαμιά. Κι εκείνη η μέρα θα τους κατακάψει· δε θα τους απομείνει τίποτα, ούτε ρίζες ούτε φύλλα. »Αλλά σ’ εσάς που με σέβεστε, θ’ ανατείλει πάνω σας ο ήλιος που θ’ αποκαλύψει τη δικαιοσύνη σας, και οι αχτίνες του θα σας θεραπεύσουν. Τότε θα πηδάτε όπως τα μοσχάρια που βγαίνουν από το στάβλο τους. Την ημέρα που θα εκδηλώσω τη δύναμή μου, θα καταπατήσετε τους ασεβείς σαν τη σκόνη κάτω απ’ τις πατούσες σας. Εγώ το λέω, ο Κύριος του σύμπαντος». Ο Κύριος λέει: «Να θυμάστε το νόμο του Μωυσή, του δούλου μου. Να υπακούετε στις εντολές και στα προστάγματα, που του έδωσα στο Χωρήβ για όλο το λαό Ισραήλ. »Εγώ θα σας στείλω τον Ηλία τον προφήτη, προτού έρθει η μεγάλη και φοβερή ημέρα, που εγώ ο Κύριος θα επιφέρω την τιμωρία μου. Ο Ηλίας θα κάνει να συμφιλιωθούν πάλι οι γονείς με τα παιδιά και τα παιδιά με τους γονείς, κι έτσι δεν θα έρθω να χτυπήσω τη χώρα σας με αφανισμό». Γενεαλογικός κατάλογος του Ιησού Χριστού που προερχόταν από τον Δαβίδ, απόγονο του Αβραάμ. Ο Αβραάμ εγέννησε τον Ισαάκ, ο Ισαάκ εγέννησε τον Ιακώβ, ο Ιακώβ εγέννησε τον Ιούδα και τους αδερφούς του. Ο Ιούδας εγέννησε τον Φαρές και τον Ζαρά με τη Θάμαρ. Ο Φαρές εγέννησε τον Εσρώμ και ο Εσρώμ τον Αράμ. Ο Αράμ εγέννησε τον Αμιναδάβ, ο Αμιναδάβ τον Ναασών και ο Ναασών τον Σαλμών. Ο Σαλμών εγέννησε τον Βοόζ με τη Ραχάβ, ο Βοόζ εγέννησε τον Ωβήδ με τη Ρουθ· ο Ωβήδ εγέννησε τον Ιεσσαί κι ο Ιεσσαί εγέννησε το Δαβίδ το βασιλιά. Ο βασιλιάς Δαβίδ εγέννησε τον Σολομώντα με τη γυναίκα τού Ουρία· ο Σολομών εγέννησε τον Ροβοάμ, ο Ροβοάμ τον Αβιά, ο Αβιά τον Ασά· ο Ασά εγέννησε τον Ιωσαφάτ, ο Ιωσαφάτ τον Ιωράμ, ο Ιωράμ τον Οζία· ο Οζίας εγέννησε τον Ιωάθαμ, ο Ιωάθαμ τον Άχαζ, ο Άχαζ τον Εζεκία· ο Εζεκίας εγέννησε τον Μανασσή, ο Μανασσής τον Αμών, ο Αμών τον Ιωσία· ο Ιωσίας εγέννησε τον Ιεχονία και τους αδερφούς του την εποχή της αιχμαλωσίας στη Βαβυλώνα. Μετά την αιχμαλωσία στη Βαβυλώνα, ο Ιεχονίας εγέννησε τον Σαλαθιήλ και ο Σαλαθιήλ τον Ζοροβάβελ· ο Ζοροβάβελ εγέννησε τον Αβιούδ, ο Αβιούδ τον Ελιακίμ, ο Ελιακίμ τον Αζώρ· ο Αζώρ εγέννησε τον Σαδώκ, ο Σαδώκ τον Αχίμ και ο Αχίμ τον Ελιούδ· ο Ελιούδ εγέννησε τον Ελεάζαρ, ο Ελεάζαρ τον Ματθάν, ο Ματθάν τον Ιακώβ, και ο Ιακώβ εγέννησε τον Ιωσήφ τον άντρα της Μαρίας. Από τη Μαρία γεννήθηκε ο Ιησούς, ο λεγόμενος Χριστός. Από τον Αβραάμ ως τον Δαβίδ μεσολαβούν δεκατέσσερις γενιές· το ίδιο κι από τον Δαβίδ ως την αιχμαλωσία στη Βαβυλώνα, καθώς κι από την αιχμαλωσία στη Βαβυλώνα ως τον Χριστό. Η γέννηση του Ιησού Χριστού έγινε ως εξής: Η μητέρα του, η Μαρία, αρραβωνιάστηκε με τον Ιωσήφ. Προτού όμως συνευρεθούν, έμεινε έγκυος με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος. Ο μνηστήρας της ο Ιωσήφ, επειδή ήταν ευσεβής και δεν ήθελε να τη διαπομπεύσει, αποφάσισε να διαλύσει τον αρραβώνα, χωρίς επίσημη διαδικασία. Όταν όμως κατέληξε σ’ αυτή τη σκέψη, του εμφανίστηκε στον ύπνο του ένας άγγελος σταλμένος από το Θεό και του είπε: «Ιωσήφ, απόγονε του Δαβίδ, μη διστάσεις να πάρεις στο σπίτι σου τη Μαριάμ, τη γυναίκα σου, γιατί το παιδί που περιμένει προέρχεται από το Άγιο Πνεύμα. Θα γεννήσει γιο, και θα του δώσουν το όνομα Ιησούς, γιατί αυτός θα σώσει το λαό του από τις αμαρτίες τους». Με όλα αυτά που έγιναν, εκπληρώθηκε ο λόγος του Κυρίου, που είχε πει ο προφήτης: Η παρθένος θα μείνει έγκυος και θα γεννήσει γιο, και θα του δώσουν το όνομα Εμμανουήλ, που σημαίνει, ο Θεός είναι μαζί μας. Όταν ξύπνησε ο Ιωσήφ, έκανε όπως τον πρόσταξε ο άγγελος του Κυρίου και πήρε στο σπίτι του τη Μαρία τη γυναίκα του. Και δεν είχε συζυγικές σχέσεις μαζί της· ωσότου γέννησε το γιο της τον πρωτότοκο και του έδωσε το όνομα Ιησούς. Όταν γεννήθηκε ο Ιησούς στη Βηθλεέμ της Ιουδαίας, στα χρόνια του βασιλιά Ηρώδη, έφτασαν στα Ιεροσόλυμα σοφοί μάγοι από την Ανατολή και ρωτούσαν: «Πού είναι ο νεογέννητος βασιλιάς των Ιουδαίων; Είδαμε ν’ ανατέλλει το άστρο του και ήρθαμε να τον προσκυνήσουμε». Όταν έμαθε το νέο ο Ηρώδης, ταράχτηκε, και μαζί του όλοι οι κάτοικοι των Ιεροσολύμων. Φώναξε λοιπόν όλους τους αρχιερείς και τους γραμματείς του λαού, και ζήτησε να τον πληροφορήσουν πού θα γεννηθεί ο Μεσσίας. Κι αυτοί του είπαν: «Στη Βηθλεέμ της Ιουδαίας, γιατί έτσι γράφει ο προφήτης: Κι εσύ Βηθλεέμ, στην περιοχή του Ιούδα, δεν είσαι διόλου ασήμαντη ανάμεσα στις σπουδαιότερες πόλεις του Ιούδα, γιατί από σένα θα βγει αρχηγός, που θα οδηγήσει το λαό μου, τον Ισραήλ». Ο Ηρώδης τότε κάλεσε κρυφά τους μάγους κι έμαθε απ’ αυτούς από πότε ακριβώς φάνηκε το άστρο. Έπειτα τους έστειλε στη Βηθλεέμ λέγοντάς τους: «Πηγαίνετε και ψάξτε καλά για το παιδί· μόλις το βρείτε, να με ειδοποιήσετε, για να έρθω κι εγώ να το προσκυνήσω». Οι μάγοι άκουσαν το βασιλιά κι έφυγαν. Μόλις ξεκίνησαν, ξαναφάνηκε το άστρο που είχαν δει ν’ ανατέλλει με τη γέννηση του παιδιού, και προχωρούσε μπροστά τους· τελικά ήρθε και στάθηκε πάνω από τον τόπο όπου βρισκόταν το παιδί. Χάρηκαν πάρα πολύ που είδαν ξανά το αστέρι. Όταν μπήκαν στο σπίτι, είδαν το παιδί με τη Μαρία, τη μητέρα του, κι έπεσαν στη γη και το προσκύνησαν. Ύστερα άνοιξαν τους θησαυρούς τους και του πρόσφεραν δώρα: χρυσάφι, λιβάνι και σμύρνα. Ο Θεός όμως τους πρόσταξε στο όνειρό τους να μην ξαναγυρίσουν στον Ηρώδη· γι’ αυτό έφυγαν για την πατρίδα τους από άλλο δρόμο. Όταν αναχώρησαν οι μάγοι, ένας άγγελος του Θεού παρουσιάστηκε στον Ιωσήφ στο όνειρό του και του είπε: «Σήκω αμέσως, πάρε το παιδί και τη μητέρα του και φύγε στην Αίγυπτο και μείνε εκεί ωσότου σου πω. Γιατί ο Ηρώδης όπου να ’ναι θα ψάξει να βρει το παιδί, για να το σκοτώσει». Ο Ιωσήφ σηκώθηκε αμέσως, πήρε το παιδί και τη μητέρα του και μέσα στη νύχτα έφυγε στην Αίγυπτο· εκεί έμεινε ώσπου πέθανε ο Ηρώδης. Έτσι εκπληρώθηκε ο λόγος του Κυρίου που είχε πει ο προφήτης: Από την Αίγυπτο κάλεσα το γιο μου. Όταν κατάλαβε ο Ηρώδης πως οι μάγοι τον εξαπάτησαν, οργίστηκε πάρα πολύ. Έστειλε τότε στρατιώτες και σκότωσαν στη Βηθλεέμ και στην περιοχή της όλα τα παιδιά από δύο χρονών και κάτω, σύμφωνα με το χρόνο που εξακρίβωσε από τους μάγους. Έτσι εκπληρώθηκε ο λόγος του Κυρίου, που είχε πει ο προφήτης Ιερεμίας: Ακούστηκε στη Ραμά κραυγή, θρήνος, κλάματα και στεναγμός βαρύς· για τα παιδιά της κλαίει η Ραχήλ και πουθενά δε βρίσκει παρηγοριά, γιατί δεν υπάρχουν πια στη ζωή. Όταν, λοιπόν, πέθανε ο Ηρώδης, ένας άγγελος σταλμένος από τον Κύριο εμφανίστηκε στον Ιωσήφ σε όνειρο στην Αίγυπτο, και του είπε: «Σήκω, πάρε το παιδί και τη μητέρα του και πήγαινε στη χώρα του Ισραήλ, γιατί πέθαναν όσοι ήθελαν να θανατώσουν το παιδί». Τότε ο Ιωσήφ σηκώθηκε, πήρε το παιδί και τη μητέρα του και γύρισε πάλι στη χώρα του Ισραήλ. Όταν έμαθε πως βασιλιάς της Ιουδαίας είναι ο Αρχέλαος, στη θέση του πατέρα του, του Ηρώδη, φοβήθηκε να εγκατασταθεί εκεί. Με θεϊκή εντολή όμως, που του δόθηκε στο όνειρό του, αναχώρησε για την περιοχή της Γαλιλαίας. Ήρθε, λοιπόν, κι εγκαταστάθηκε στην πόλη Ναζαρέτ. Έτσι εκπληρώθηκε για το Χριστό η προφητεία που έλεγε ότι θα ονομαστεί Ναζωραίος. Εκείνο τον καιρό, εμφανίστηκε στην έρημο της Ιουδαίας ο Ιωάννης ο Βαπτιστής. Κήρυττε κι έλεγε: «Μετανοείτε, γιατί έφτασε η βασιλεία του Θεού». Για τον Ιωάννη είχε προφητέψει ο προφήτης Ησαΐας: Μια φωνή βροντοφωνάζει στην έρημο: ετοιμάστε το δρόμο για τον Κύριο, ισιώστε τα μονοπάτια να περάσει. Ο Ιωάννης φορούσε ρούχα από τρίχες καμήλας και ζώνη δερμάτινη στη μέση του. Η τροφή του ήταν ακρίδες και μέλι από αγριομέλισσες. Σ’ αυτόν τον άνθρωπο πήγαινε τότε όλος ο κόσμος, από τα Ιεροσόλυμα κι απ’ όλη την Ιουδαία, κι απ’ όλη την περιοχή του Ιορδάνη. Έρχονταν και τους βάφτιζε στον Ιορδάνη ποταμό, καθώς ομολογούσαν τις αμαρτίες τους. Όταν ο Ιωάννης είδε πολλούς Φαρισαίους και Σαδουκαίους να έρχονται για να βαφτιστούν, τους είπε: «Οχιάς γεννήματα, ποιος σας είπε πως έτσι θα ξεφύγετε από την οργή του Θεού, που πλησιάζει; Αν θέλετε να γλιτώσετε, κάνετε έργα που ταιριάζουν σε όποιον πραγματικά μετανοεί. Και μην αυταπατάστε λέγοντας, “εμείς καταγόμαστε από τον Αβραάμ”. Να είστε βέβαιοι πως ο Θεός, ακόμη κι απ’ αυτές εδώ τις πέτρες μπορεί να κάνει απογόνους του Αβραάμ. Το τσεκούρι βρίσκεται κιόλας στη ρίζα των δέντρων. Κάθε δέντρο που δε δίνει καλό καρπό θα κοπεί σύρριζα και θα ριχτεί στη φωτιά. »Εγώ σας βαφτίζω με νερό, και το βάπτισμά μου είναι βάπτισμα μετάνοιας. Αυτός όμως που έρχεται ύστερα από μένα, είναι πιο ισχυρός από μένα, και δεν είμαι άξιος ούτε τα υποδήματά του να κρατήσω. Αυτός θα σας βαφτίσει με Άγιο Πνεύμα και φωτιά. Κρατάει στο χέρι του το λιχνιστήρι, για να ξεκαθαρίσει το αλώνι του· το σιτάρι θα το συνάξει στην αποθήκη του, μα το άχυρο θα το κατακάψει στη φωτιά που δε σβήνει ποτέ». Τότε έρχεται ο Ιησούς από τη Γαλιλαία στον Ιορδάνη, προς τον Ιωάννη για να βαφτιστεί απ’ αυτόν. Ο Ιωάννης όμως τον εμπόδιζε λέγοντάς του: «Εγώ έχω ανάγκη να βαφτιστώ από σένα κι έρχεσαι εσύ σ’ εμένα;» Ο Ιησούς όμως του αποκρίθηκε: «Ας τ’ αφήσουμε τώρα αυτά, γιατί πρέπει να εκπληρώσουμε κι οι δυο μας ό,τι προβλέπει το σχέδιο του Θεού». Τότε ο Ιωάννης τον άφησε να βαφτιστεί. Βαφτίστηκε, λοιπόν, ο Ιησούς κι αμέσως βγήκε από το νερό. Κι αμέσως άνοιξαν γι’ αυτόν οι ουρανοί και είδε το Πνεύμα του Θεού σαν περιστέρι να κατεβαίνει και να έρχεται πάνω του. Ακούστηκε τότε μια φωνή από τα ουράνια που έλεγε: «Αυτός είναι ο αγαπημένος μου Υιός, αυτός είναι ο εκλεκτός μου». Τότε ο Ιησούς οδηγήθηκε από το Πνεύμα στην έρημο για να αντιμετωπίσει τους πειρασμούς του διαβόλου. Σαράντα μέρες και σαράντα νύχτες δεν έφαγε τίποτε ο Ιησούς· ύστερα όμως πείνασε. Τότε εμφανίστηκε αυτός που βάζει σε πειρασμό τους ανθρώπους και του είπε: «Αν είσαι Υιός του Θεού, πες να γίνουν αυτές οι πέτρες ψωμιά». Ο Ιησούς όμως του αποκρίθηκε: « Ο άνθρωπος, λέει η Γραφή, δε ζει μόνο με ψωμί, αλλά με κάθε λόγο που βγαίνει από το στόμα του Θεού». Ύστερα τον οδήγησε ο διάβολος στην άγια πόλη, την Ιερουσαλήμ και τον έστησε στο πιο ψηλό μέρος του ναού και του είπε: «Αν είσαι Υιός του Θεού, πέσε κάτω· γιατί η Γραφή λέει: Θα δώσει εντολή για σένα στους αγγέλους του και θα σε σηκώσουν στα χέρια τους, για να μη σκοντάψει σε πέτρα το πόδι σου». Μα ο Ιησούς του είπε: «Αλλού όμως λέει η Γραφή: δεν πρέπει να βάλεις σε δοκιμασία τον Κύριο, το Θεό σου». Πάλι τον οδήγησε ο διάβολος σ’ ένα πολύ ψηλό βουνό και του έδειξε όλα του κόσμου τα βασίλεια και τη λαμπρότητά τους. Ύστερα του είπε: «Όλα αυτά θα σου τα δώσω, αν πέσεις και με προσκυνήσεις». Ο Ιησούς όμως του απάντησε: «Φύγε από μπροστά μου, σατανά! Η Γραφή το λέει καθαρά: μόνο τον Κύριο το Θεό σου θα προσκυνάς και μόνο αυτόν θα λατρεύεις». Τότε ο διάβολος άφησε τον Ιησού, και άγγελοι Θεού ήρθαν και τον υπηρετούσαν. Όταν έμαθε ο Ιησούς πως συνέλαβαν τον Ιωάννη, έφυγε για τη Γαλιλαία. Εγκατέλειψε όμως τη Ναζαρέτ και πήγε κι έμεινε στην Καπερναούμ, πόλη που βρίσκεται στις όχθες της λίμνης, στην περιοχή των φυλών Ζαβουλών και Νεφθαλείμ. Έτσι πραγματοποιήθηκε η προφητεία του Ησαΐα που λέει: Η χώρα του Ζαβουλών και η χώρα του Νεφθαλείμ, εκεί που ο δρόμος πάει για τη θάλασσα και πέρα από τον Ιορδάνη, η Γαλιλαία που την κατοικούν ειδωλολάτρες, οι άνθρωποι που κατοικούνε στο σκοτάδι είδαν φως δυνατό. Και για όσους μένουν στη χώρα που τη σκιάζει ο θάνατος ανέτειλε ένα φως για χάρη τους. Από τότε άρχισε κι ο Ιησούς να κηρύττει και να λέει: «Μετανοείτε γιατί έφτασε η βασιλεία του Θεού». Καθώς ο Ιησούς περπατούσε στην όχθη της λίμνης της Γαλιλαίας, είδε δύο αδέρφια, το Σίμωνα, που τον έλεγαν και Πέτρο, και τον αδερφό του τον Ανδρέα, να ρίχνουν τα δίχτυα στη λίμνη, γιατί ήταν ψαράδες. «Ακολουθήστε με», τους λέει, «και θα σας κάνω ψαράδες ανθρώπων». Κι αυτοί αμέσως άφησαν τα δίχτυα και τον ακολούθησαν. Προχωρώντας πιο πέρα από ’κει, είδε δύο άλλους αδερφούς, τον Ιάκωβο, γιο του Ζεβεδαίου, και τον αδερφό του τον Ιωάννη. Βρίσκονταν στο ψαροκάικο μαζί με τον πατέρα τους το Ζεβεδαίο και τακτοποιούσαν τα δίχτυα τους. Τους κάλεσε, κι αυτοί άφησαν αμέσως το καΐκι και τον πατέρα τους και τον ακολούθησαν. Ο Ιησούς περιόδευε όλη τη Γαλιλαία. Δίδασκε στις συναγωγές τους, κήρυττε το χαρμόσυνο μήνυμα για τον ερχομό της βασιλείας του Θεού, και γιάτρευε τους ανθρώπους από κάθε ασθένεια και κάθε αδυναμία. Η φήμη του απλώθηκε σ’ όλη τη Συρία. Του έφερναν όλους όσοι έπασχαν από διάφορα νοσήματα και τους τυραννούσαν κάθε είδους ασθένειες, όπως ακόμα δαιμονισμένους και επιληπτικούς και παράλυτους, και τους γιάτρευε. Και τον ακολούθησε πολύς κόσμος από τη Γαλιλαία, τη Δεκάπολη, τα Ιεροσόλυμα και την Ιουδαία και από την Περαία. Όταν ο Ιησούς είδε τα πλήθη ανέβηκε στο όρος, κάθισε, και οι μαθητές του ήρθαν κοντά του. Τότε εκείνος άρχισε να τους διδάσκει μ’ αυτά τα λόγια: «Μακάριοι όσοι νιώθουν τον εαυτό τους φτωχό μπροστά στο Θεό, γιατί δική τους είναι η βασιλεία του Θεού. Μακάριοι όσοι θλίβονται για τις αμαρτίες τους και το κακό που κυριαρχεί στον κόσμο, γιατί αυτοί θα παρηγορηθούν από το Θεό. Μακάριοι όσοι φέρονται με πραότητα στους άλλους, γιατί αυτοί θα κληρονομήσουν τη γη της επαγγελίας. Μακάριοι όσοι πεινούν και διψούν για την επικράτηση του θελήματος του Θεού, γιατί ο Θεός θα ικανοποιήσει την επιθυμία τους. Μακάριοι όσοι δείχνουν έλεος στους άλλους, γιατί σ’ αυτούς θα δείξει ο Θεός το έλεός του. Μακάριοι όσοι έχουν καθαρή καρδιά, γιατί αυτοί θα δουν το πρόσωπο του Θεού. Μακάριοι όσοι φέρνουν την ειρήνη στους ανθρώπους, γιατί αυτοί θα ονομαστούν παιδιά του Θεού. Μακάριοι όσοι διώκονται για την επικράτηση του θελήματος του Θεού, γιατί σ’ αυτούς ανήκει η βασιλεία του Θεού. Μακάριοι είστε όταν σας χλευάσουν και σας καταδιώξουν και σας κακολογήσουν με κάθε ψεύτικη κατηγορία εξαιτίας μου. Να αισθάνεστε χαρά και αγαλλίαση, γιατί θ’ ανταμειφθείτε με το παραπάνω στους ουρανούς. Έτσι καταδίωξαν και τους προφήτες πριν από σας». «Ό,τι είναι το αλάτι για την τροφή, είστε κι εσείς για τον κόσμο. Αν το αλάτι χάσει την αρμύρα του, πώς θα την ξαναποκτήσει; Δε χρησιμεύει πια σε τίποτε· το πετούν έξω στο δρόμο και το πατούν οι άνθρωποι. »Εσείς είστε το φως για τον κόσμο· μια πόλη χτισμένη ψηλά στο βουνό, δεν μπορεί να κρυφτεί. »Οι άνθρωποι, όταν ανάψουν το λυχνάρι, δεν το βάζουν κάτω από το δοχείο με το οποίο μετρούν το σιτάρι, αλλά το τοποθετούν στο λυχνοστάτη, για να φωτίζει όλους τους ανθρώπους του σπιτιού. Έτσι να λάμψει και το δικό σας φως μπροστά στους ανθρώπους, για να δουν τα καλά σας έργα και να δοξολογήσουν τον ουράνιο Πατέρα σας». «Μη νομίσετε πως ήρθα για να καταργήσω το νόμο ή τους προφήτες. Δεν ήρθα για να τα καταργήσω, αλλά για να τα πραγματοποιήσω. Σας βεβαιώνω πως όσο υπάρχει ο κόσμος, έως τη συντέλειά του, δε θα πάψει να ισχύει ούτε ένα γιώτα ή μία οξεία από το νόμο. Όποιος, λοιπόν, καταργήσει ακόμα και μία από τις πιο μικρές εντολές αυτού του νόμου και διδάξει έτσι τους άλλους, θα θεωρηθεί ελάχιστος στη βασιλεία του Θεού. Ενώ όποιος τις τηρήσει όλες και διδάξει έτσι και τους άλλους, αυτός θα θεωρηθεί μεγάλος στη βασιλεία του Θεού. »Γι’ αυτό να έχετε υπόψη σας ότι, αν η ευσέβειά σας δεν ξεπεράσει την ευσέβεια των γραμματέων και των Φαρισαίων, δε θα μπείτε στη βασιλεία του Θεού. »Έχετε ακούσει την εντολή που δόθηκε παλιά στους προγόνους μας: “να μην κάνεις φόνο, κι όποιος κάνει φόνο πρέπει να καταδικαστεί από το τοπικό δικαστήριο”. Εγώ όμως σας λέω πως ακόμα κι όποιος οργίζεται εναντίον του αδερφού του χωρίς λόγο, πρέπει να καταδικαστεί από το τοπικό δικαστήριο. Κι όποιος πει τον αδερφό του “ρακά”, δηλαδή “ανόητο”, πρέπει να καταδικαστεί από το μεγάλο συνέδριο. Κι όποιος τον πει “μωρέ”, δηλαδή “ηλίθιο”, πρέπει να καταδικαστεί στη φωτιά της κόλασης. Γι’ αυτό, όταν προσφέρεις το δώρο σου στο ναό κι εκεί θυμηθείς πως ο αδερφός σου έχει κάτι εναντίον σου, άφησε εκεί, μπροστά στο θυσιαστήριο του ναού, το δώρο σου και πήγαινε να συμφιλιωθείς πρώτα με τον αδερφό σου, και ύστερα έλα να προσφέρεις το δώρο σου. Κοίταξε να συμβιβαστείς γρήγορα με τον αντίδικό σου, όσο ακόμα βρίσκεστε στο δρόμο προς το δικαστήριο· γιατί ύστερα ο αντίδικος θα σε παραδώσει στο δικαστή, κι ο δικαστής θα σε παραδώσει στο δεσμοφύλακα, κι αυτός θα σε κλείσει στη φυλακή. Σε βεβαιώνω πως δε θα μπορέσεις να βγεις από ’κει, πριν ξεπληρώσεις και το τελευταίο δίλεπτο». «Ακούσατε επίσης πως δόθηκε στους προγόνους μας η εντολή: μη μοιχεύσεις. Εγώ όμως σας λέω πως όποιος βλέπει μια γυναίκα με πονηρή επιθυμία, έχει κιόλας διαπράξει μέσα του μοιχεία μ’ αυτήν. Κι αν κάτι τόσο σπουδαίο σαν το δεξί σου μάτι σε σκανδαλίζει, βγάλ’ το και πέταξέ το· γιατί σε συμφέρει να χάσεις ένα μέλος σου, παρά να ριχτεί όλο το σώμα σου στην κόλαση. Κι αν κάτι τόσο σπουδαίο σαν το δεξί σου χέρι σε σκανδαλίζει, κόψε το και πέταξέ το· γιατί σε συμφέρει να χάσεις ένα μέλος σου, παρά να ριχτεί όλο το σώμα σου στην κόλαση». «Δόθηκε ακόμα η εντολή: όποιος χωρίσει τη γυναίκα του, να της δώσει έγγραφο διαζυγίου. Εγώ όμως σας λέω πως όποιος χωρίσει τη γυναίκα του για οποιονδήποτε λόγο, εκτός από πορνεία, την οδηγεί στη μοιχεία· αλλά κι όποιος παντρευτεί χωρισμένη διαπράττει μοιχεία». «Έχετε επίσης ακούσει την εντολή που δόθηκε παλιά στους προγόνους μας: να μη γίνεις επίορκος, αλλά να τηρήσεις τους όρκους που έδωσες στο όνομα του Κυρίου. Εγώ όμως σας λέω να μην ορκίζεστε καθόλου· ούτε στον ουρανό, γιατί είναι ο θρόνος του Θεού· ούτε στη γη, γιατί είναι το σκαμνί όπου πατούν τα πόδια του· ούτε στα Ιεροσόλυμα, γιατί είναι η πόλη του Θεού, του μεγάλου βασιλιά· αλλά ούτε στο κεφάλι σου να ορκιστείς, γιατί δεν μπορείς να κάνεις ούτε μία τρίχα του άσπρη ή μαύρη. Το “ναι” σας να είναι ναι και το “όχι” σας να είναι όχι· καθετί πέρα απ’ αυτά, προέρχεται από τον πονηρό». «Έχετε επίσης ακούσει πως δόθηκε η εντολή: ν’ ανταποδίδεις οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος. Εγώ όμως σας λέω να μην αντιστέκεστε στον κακό άνθρωπο· αλλά αν κάποιος σε χτυπήσει στο δεξί μάγουλο, γύρισέ του και το άλλο. Κι αν κάποιος θέλει να σε πάει στο δικαστήριο για να σου πάρει το πουκάμισο, άφησέ του και το πανωφόρι. Κι αν σε πάρει κάποιος αγγαρεία για ένα μίλι, πήγαινε μαζί του δύο. Σ’ εκείνον που σου ζητάει κάτι, να του το δίνεις, κι αν κάποιος θέλει να του δανείσεις κάτι, μην του το αρνηθείς». «Έχετε ακούσει πως δόθηκε η εντολή: “ ν’ αγαπήσεις τον πλησίον σου και να μισήσεις τον εχθρό σου”. Εγώ όμως σας λέω: Ν’ αγαπάτε τους εχθρούς σας, να δίνετε ευχές σ’ αυτούς που σας δίνουν κατάρες, να ευεργετείτε αυτούς που σας μισούν, και να προσεύχεστε γι’ αυτούς που σας κακομεταχειρίζονται και σας καταδιώκουν. Έτσι θα γίνετε παιδιά του ουράνιου Πατέρα σας, γιατί αυτός ανατέλλει τον ήλιο του για κακούς και καλούς και στέλνει τη βροχή σε δικαίους και αδίκους. Γιατί, αν αγαπήσετε μόνο όσους σας αγαπούν, ποια αμοιβή περιμένετε από το Θεό; Το ίδιο δεν κάνουν κι οι τελώνες; Κι αν χαιρετάτε μόνο τους φίλους σας, τι παραπάνω κάνετε από τους άλλους; Μήπως και οι τελώνες το ίδιο δεν κάνουν; Να γίνετε, λοιπόν, κι εσείς τέλειοι, όπως τέλειος είναι και ο Πατέρας σας ο ουράνιος». «Να προσέχετε την ελεημοσύνη σας, να μη γίνεται μπροστά στους ανθρώπους, με σκοπό να σας επιδοκιμάσουν. Γιατί αν γίνεται έτσι, μην περιμένετε ανταμοιβή από τον ουράνιο Πατέρα σας. »Όταν κάνεις ελεημοσύνη, μην το διατυμπανίσεις, όπως κάνουν οι υποκριτές στις συναγωγές και στους δρόμους, για να τους τιμήσουν οι άνθρωποι· σας βεβαιώνω πως αυτή η τιμή είναι όλη κι όλη η ανταμοιβή τους. Εσύ, αντίθετα, όταν δίνεις ελεημοσύνη, ας μην ξέρει ούτε το αριστερό σου χέρι τι κάνει το δεξί σου, για να ’ναι αληθινά κρυφή η ελεημοσύνη σου. Κι ο Πατέρας σου, που βλέπει τις κρυφές πράξεις, θα σε ανταμείψει φανερά». «Κι όταν προσεύχεσαι, να μην είσαι σαν τους υποκριτές, που τους αρέσει να στέκονται και να προσεύχονται στις συναγωγές και στα σταυροδρόμια, για να κάνουν καλή εντύπωση στους ανθρώπους· σας βεβαιώνω πως αυτή είναι όλη κι όλη η ανταμοιβή τους. Εσύ, αντίθετα, όταν προσεύχεσαι, πήγαινε στο πιο απόμερο δωμάτιο του σπιτιού σου, κλείσε την πόρτα σου και προσευχήσου εκεί κρυφά στον Πατέρα σου· κι ο Πατέρας σου, που βλέπει τις κρυφές πράξεις, θα σε ανταμείψει φανερά. Όταν προσεύχεστε, μη φλυαρείτε όπως οι ειδωλολάτρες, που νομίζουν ότι με την πολυλογία τους θα εισακουστούν. Μη γίνετε όμοιοι μ’ αυτούς· γιατί ο Πατέρας σας ξέρει από τι έχετε ανάγκη, προτού ακόμα του το ζητήσετε». «Εσείς, λοιπόν, έτσι να προσεύχεστε: Πατέρα μας, που βρίσκεσαι στους ουρανούς, κάνε να σε δοξάσουν όλοι ως Θεό, να έρθει η βασιλεία σου· να γίνει το θέλημά σου και από τους ανθρώπους, όπως γίνεται από τις ουράνιες δυνάμεις. Δώσε μας σήμερα τον απαραίτητο για τη ζωή μας άρτο. Και χάρισέ μας τα χρέη των αμαρτιών μας, όπως κι εμείς τα χαρίζουμε στους δικούς μας οφειλέτες. Και μη μας αφήσεις να πέσουμε σε πειρασμό, αλλά γλίτωσέ μας από τον πονηρό. »Γιατί σ’ εσένα ανήκει παντοτινά η βασιλεία, η δύναμη και η δόξα. Αμήν». «Γιατί, αν συγχωρήσετε τους ανθρώπους για τα παραπτώματά τους, θα σας συγχωρήσει κι εσάς ο ουράνιος Πατέρας σας. Αν όμως δε συγχωρήσετε στους ανθρώπους τα παραπτώματά τους, ούτε κι ο Πατέρας σας θα συγχωρήσει τα δικά σας παραπτώματα». «Όταν νηστεύετε, να μη γίνεστε σκυθρωποί, όπως οι υποκριτές, που παραμορφώνουν την όψη τους για να δείξουν στους ανθρώπους πως νηστεύουν. Σας βεβαιώνω πως έτσι έχουν κιόλας λάβει την ανταμοιβή τους. Εσύ, αντίθετα, όταν νηστεύεις, περιποιήσου τα μαλλιά σου και νίψε το πρόσωπό σου, για να μη φανεί στους ανθρώπους η νηστεία σου, αλλά στον Πατέρα σου, που βλέπει τις κρυφές πράξεις· και ο Πατέρας σου, που βλέπει τις κρυφές πράξεις, θα σου το ανταποδώσει φανερά». «Μη μαζεύετε θησαυρούς πάνω στη γη, όπου τους αφανίζει ο σκόρος και η σκουριά, κι όπου οι κλέφτες κάνουν διαρρήξεις και τους κλέβουν. Αντίθετα, να μαζεύετε θησαυρούς στον ουρανό, όπου δεν τους αφανίζουν ούτε ο σκόρος ούτε η σκουριά, κι όπου οι κλέφτες δεν κάνουν διαρρήξεις και δεν τους κλέβουν. Γιατί όπου είναι ο θησαυρός σας εκεί θα είναι και η καρδιά σας». «Το λυχνάρι του σώματος είναι τα μάτια. Αν λοιπόν τα μάτια σου είναι γερά, όλο το σώμα σου θα είναι στο φως. Αν όμως τα μάτια σου είναι χαλασμένα, όλο το σώμα σου θα είναι στο σκοτάδι. Κι αν το φως που έχεις, μεταβληθεί σε σκοτάδι, σκέψου πόσο θα ’ναι το σκοτάδι!» «Κανείς δεν μπορεί να είναι δούλος σε δύο κυρίους· γιατί ή θα μισήσει τον ένα και θα αγαπήσει τον άλλο, ή θα στηριχτεί στον ένα και θα περιφρονήσει τον άλλο. Δεν μπορείτε να είστε δούλοι και στο Θεό και στο χρήμα». «Γι’ αυτό, λοιπόν, σας λέω: Μη μεριμνάτε για τη ζωή σας, τι θα φάτε και τι θα πιείτε ούτε για το σώμα σας, τι θα ντυθείτε. Η ζωή δεν είναι σπουδαιότερη από την τροφή; Και το σώμα δεν είναι σπουδαιότερο από το ντύσιμο; Κοιτάξτε τα πουλιά που δε σπέρνουν ούτε θερίζουν ούτε συνάζουν αγαθά σε αποθήκες, κι όμως ο ουράνιος Πατέρας σας τα τρέφει· εσείς δεν αξίζετε πολύ περισσότερο απ’ αυτά; Κι έπειτα, ποιος από σας μπορεί με το άγχος του να προσθέσει έναν πήχυ στο ανάστημά του; Και γιατί τόσο άγχος για το ντύσιμό σας; Ας σας διδάξουν τα αγριόκρινα πώς μεγαλώνουν· δεν κοπιάζουν ούτε γνέθουν· κι όμως σας βεβαιώνω πως ούτε ο Σολομών σ’ όλη του τη μεγαλοπρέπεια δεν ντυνόταν όπως ένα από αυτά. Αν όμως ο Θεός ντύνει έτσι το αγριόχορτο, που σήμερα υπάρχει κι αύριο θα το ρίξουν στη φωτιά, δε θα φροντίσει πολύ περισσότερο για σας, ολιγόπιστοι; Μην έχετε, λοιπόν, άγχος και μην αρχίσετε να λέτε: “τι θα φάμε;” ή: “τι θα πιούμε;” ή: “τι θα ντυθούμε;” γιατί για όλα αυτά αγωνιούν όσοι δεν εμπιστεύονται το Θεό· ο ουράνιος όμως Πατέρας σας ξέρει καλά ότι έχετε ανάγκη απ’ όλα αυτά. Γι’ αυτό πρώτα απ’ όλα να επιζητείτε τη βασιλεία του Θεού και την επικράτηση του θελήματός του, κι όλα αυτά θα ακολουθήσουν. Μην αγωνιάτε, λοιπόν, για το αύριο, γιατί η αυριανή μέρα θα έχει τις δικές της φροντίδες. Φτάνουν οι έγνοιες τής κάθε μέρας». «Μην κρίνετε τους συνανθρώπους σας, για να μη σας κρίνει κι εσάς ο Θεός. Με το κριτήριο που κρίνετε θα κριθείτε, και με το μέτρο που μετράτε θα μετρηθείτε. Πώς μπορείς και βλέπεις το σκουπιδάκι στο μάτι του αδερφού σου και δε νιώθεις ένα ολόκληρο δοκάρι στο δικό σου μάτι; Ή πώς θα πεις στον αδερφό σου “άφησέ με να σου βγάλω το σκουπιδάκι από το μάτι σου”, όταν έχεις ένα ολόκληρο δοκάρι στο δικό σου μάτι; Υποκριτή! Βγάλε πρώτα από το μάτι σου το δοκάρι, και τότε θα δεις καθαρά και θα μπορέσεις να βγάλεις το σκουπιδάκι από το μάτι του αδερφού σου». «Μη δώσετε τα άγια πράγματα στους σκύλους ούτε να πετάξετε τα μαργαριτάρια στους χοίρους, γιατί αλλιώς, οι χοίροι θα τα καταπατήσουν με τα πόδια τους κι οι σκύλοι θα στραφούν εναντίον σας και θα σας καταξεσκίσουν». «Ζητάτε και θα σας δοθεί, ψάχνετε και θα βρείτε, χτυπάτε την πόρτα και θα σας ανοιχτεί. Γιατί όποιος ζητάει λαβαίνει κι όποιος ψάχνει βρίσκει κι όποιος χτυπά του ανοίγεται. Μα και ποιος από σας, αν του ζητήσει το παιδί του ψωμί, θα του δώσει λιθάρι; Ή, αν του ζητήσει ψάρι, θα του δώσει φίδι; Αφού, λοιπόν, εσείς, παρ’ όλο που είστε αμαρτωλοί, ξέρετε να δίνετε στα παιδιά σας καλά πράγματα, πολύ περισσότερο ο ουράνιος Πατέρας σας θα δώσει αγαθά σ’ όσους του τα ζητούν». «Όλα όσα θέλετε να σας κάνουν οι άλλοι άνθρωποι, αυτά να τους κάνετε κι εσείς· σ’ αυτό συνοψίζονται ο νόμος και οι προφήτες». «Μπείτε από τη στενή πύλη· γιατί είναι πλατιά η πύλη κι ευρύχωρη η οδός που οδηγεί στο χαμό, και πολλοί μπαίνουν απ’ αυτήν. Είναι στενή η πύλη και γεμάτη δυσκολίες η οδός που οδηγεί στη ζωή, και λίγοι είναι εκείνοι που τη βρίσκουν». «Φυλαχτείτε από τους ψευδοπροφήτες, που σας έρχονται ντυμένοι σαν πρόβατα, από μέσα τους όμως είναι λύκοι αρπακτικοί. Θα τους καταλάβετε από τα έργα τους. Μήπως μαζεύουν από τ’ αγκάθια σταφύλια ή από τα τριβόλια σύκα; Ένα καλό δέντρο κάνει καλούς καρπούς, ενώ το άχρηστο δέντρο κάνει άχρηστους καρπούς. Δεν μπορεί το καλό δέντρο να κάνει άχρηστους καρπούς ούτε το άχρηστο δέντρο να κάνει καλούς καρπούς. Κι όποιο δέντρο δεν κάνει καλούς καρπούς, το κόβουν και το ρίχνουν στη φωτιά. Θα τους καταλάβετε, λοιπόν, από τους καρπούς των». «Στη βασιλεία του Θεού δε θα μπει όποιος μου λέει “Κύριε, Κύριε”, αλλά όποιος κάνει το θέλημα του ουράνιου Πατέρα μου. Την ημέρα της κρίσεως πολλοί θα μου πουν: “Κύριε, Κύριε, δεν προφητέψαμε στο όνομά σου; Δε διώξαμε δαιμόνια στο όνομά σου; Δεν κάναμε τόσα θαύματα στο όνομά σου;” Και τότε θα τους πω κι εγώ: “ποτέ δε σας ήξερα· φύγετε μακριά μου, εσείς που αντιστρατεύεστε το νόμο του Θεού”». «Όποιος ακούει αυτά τα λόγια μου και τα τηρεί, αυτόν τον παρομοιάζω μ’ έναν συνετό άνθρωπο, που έχτισε το σπίτι του πάνω στο βράχο. Έτσι, όταν ήρθε η βροχή και πλημμύρισαν τα ποτάμια και φύσηξαν οι άνεμοι και έπεσαν ορμητικά πάνω σ’ εκείνο το σπίτι, δεν γκρεμίστηκε, γιατί είχε θεμελιωθεί πάνω στο βράχο. Κι όποιος ακούει αυτά τα λόγια μου, μα δεν τα τηρεί στην πράξη, μοιάζει μ’ έναν άμυαλο άνθρωπο, που έχτισε το σπίτι του πάνω στην άμμο. Έτσι, όταν ήρθε η βροχή και πλημμύρισαν τα ποτάμια και φύσηξαν οι άνεμοι κι έπεσαν πάνω σ’ εκείνο το σπίτι, αυτό γκρεμίστηκε· και η πτώση του έγινε με πάταγο μεγάλο». Όταν τελείωσε ο Ιησούς μ’ αυτά τα λόγια, ο κόσμος είχε εντυπωσιασθεί βαθιά από τη διδασκαλία του. Γιατί τους δίδασκε με αυθεντία, κι όχι όπως οι γραμματείς. Όταν κατέβηκε ο Ιησούς από το όρος, τον ακολούθησε κόσμος πολύς. Ένας λεπρός τον πλησίασε, τον προσκύνησε και του είπε: «Κύριε, αν θέλεις, μπορείς να με καθαρίσεις από τη λέπρα». Ο Ιησούς άπλωσε το χέρι, τον άγγιξε και του είπε: «Θέλω· να καθαριστείς από τη λέπρα». Κι αμέσως καθαρίστηκε από τη λέπρα του. Του λέει τότε ο Ιησούς: «Πρόσεξε, μην το πεις σε κανένα· για να τους αποδείξεις όμως ότι θεραπεύτηκες, πήγαινε να δείξεις τον εαυτό σου στον ιερέα, και πρόσφερε το δώρο που έχει καθορίσει ο Μωυσής». Μόλις μπήκε ο Ιησούς στην Καπερναούμ, τον πλησίασε ένας εκατόνταρχος και τον παρακαλούσε μ’ αυτά τα λόγια: «Κύριε, ο δούλος μου είναι κατάκοιτος στο σπίτι, παράλυτος, και υποφέρει φοβερά». Ο Ιησούς του λέει: «Εγώ θα έρθω και θα τον θεραπεύσω». Ο εκατόνταρχος του αποκρίθηκε: «Κύριε, δεν είμαι άξιος να σε δεχτώ στο σπίτι μου· πες όμως μόνο ένα λόγο, και θα γιατρευτεί ο δούλος μου. Είμαι κι εγώ άνθρωπος κάτω από εξουσία, και έχω στρατιώτες στη διοίκησή μου· λέω στον ένα “πήγαινε” και πηγαίνει, και στον άλλο “έλα” και έρχεται, και στο δούλο μου “κάνε αυτό” και το κάνει». Όταν τον άκουσε ο Ιησούς, θαύμασε και είπε σ’ όσους τον ακολουθούσαν: «Σας βεβαιώνω πως τόση πίστη ούτε ανάμεσα στους Ισραηλίτες δε βρήκα. Και σας λέω πως θα ’ρθουν πολλοί από ανατολή και δύση και θα καθίσουν μαζί με τον Αβραάμ, τον Ισαάκ και τον Ιακώβ στο τραπέζι της βασιλείας των ουρανών, ενώ οι κληρονόμοι της βασιλείας θα πεταχτούν έξω στο σκοτάδι· εκεί θα κλαίνε, και θα τρίζουν τα δόντια τους». Ύστερα είπε στον εκατόνταρχο ο Ιησούς: «Πήγαινε, κι ας γίνει αυτό που πίστεψες». Και γιατρεύτηκε ο δούλος εκείνη την ώρα. Όταν έφτασε ο Ιησούς στο σπίτι του Πέτρου, είδε την πεθερά του στο κρεβάτι με πυρετό. Μόλις έπιασε το χέρι της, την άφησε ο πυρετός κι εκείνη σηκώθηκε και τον υπηρετούσε. Κατά το δειλινό τού έφεραν πολλούς δαιμονισμένους, και μόνο με το λόγο του έδιωχνε τα πονηρά πνεύματα. Επίσης θεράπευσε όλους τους αρρώστους, κι έτσι εκπληρώθηκε αυτό που είχε ειπωθεί μέσω του προφήτη Ησαΐα μ’ αυτά τα λόγια: Αυτός πήρε τις ασθένειές μας και βάσταξε τις αρρώστιες μας. Όταν είδε ο Ιησούς να τον τριγυρίζει πολύς κόσμος, έδωσε την εντολή να περάσουν στην απέναντι όχθη της λίμνης. Τον πλησίασε τότε ένας γραμματέας και του είπε: «Διδάσκαλε, θα σε ακολουθήσω όπου κι αν πας». Ο Ιησούς του λέει: «Οι αλεπούδες έχουν καταφύγιο, και τα πουλιά έχουν φωλιές· ο Υιός όμως του Ανθρώπου δεν έχει πού να γείρει το κεφάλι». Ένας άλλος πάλι από τους μαθητές του τού είπε: «Κύριε, άφησέ με να πάω πρώτα να θάψω τον πατέρα μου». Ο Ιησούς όμως του είπε: «Ακολούθησέ με κι άφησε τους νεκρούς να θάψουν τους νεκρούς τους». Ο Ιησούς μπήκε στο πλοιάριο, και τον ακολούθησαν και οι μαθητές του. Ξαφνικά έγινε μεγάλη τρικυμία στη λίμνη, έτσι που τα κύματα σκέπαζαν το πλοιάριο· αυτός όμως κοιμόταν. Πήγαν τότε οι μαθητές του και τον ξύπνησαν λέγοντας: «Κύριε, σώσε μας, χανόμαστε». Και τους λέει: «Ολιγόπιστοι, γιατί είστε δειλοί;» Μετά σηκώθηκε και επιτίμησε τους ανέμους και τη θάλασσα, κι έγινε απόλυτη γαλήνη. Και οι άνθρωποι είπαν γεμάτοι κατάπληξη: «Ποιος είν’ αυτός, που τον υπακούνε οι άνεμοι και η θάλασσα;» Όταν έφτασε στην απέναντι όχθη, στην περιοχή των Γεργεσηνών, τον συνάντησαν δύο δαιμονισμένοι που έρχονταν από τα μνήματα, τόσο φοβεροί, που κανένας δεν τολμούσε να περάσει από κείνον το δρόμο. Και με κραυγές του έλεγαν: «Τι δουλειά έχεις εσύ μ’ εμάς, Υιέ του Θεού; Ήρθες εδώ να μας βασανίσεις πριν την ώρα μας;» Μακριά απ’ αυτούς έβοσκε ένα μεγάλο κοπάδι χοίρων. Και οι δαίμονες τον παρακαλούσαν λέγοντας: «Αν είναι να μας διώξεις, άφησέ μας να πάμε στο κοπάδι των χοίρων». Κι εκείνος τους είπε: «Πηγαίνετε». Αυτοί βγήκαν και πήγαν στο κοπάδι των χοίρων. Και όλο το κοπάδι των χοίρων όρμησε και γκρεμίστηκε στη λίμνη και πνίγηκαν μέσα στα νερά. Οι βοσκοί έφυγαν, πήγαν στην πόλη και ανάγγειλαν όλα τα συμβάντα και ό,τι έγινε με τους δαιμονισμένους. Βγήκε τότε όλη η πόλη να συναντήσει τον Ιησού, κι όταν τον είδαν, τον παρακάλεσαν να φύγει από την περιοχή τους. Ο Ιησούς επιβιβάστηκε στο πλοίο, διέσχισε τη λίμνη και ήρθε στην πόλη του. Τότε του έφεραν έναν παράλυτο ξαπλωμένο σ’ ένα κρεβάτι. Όταν είδε ο Ιησούς την πίστη τους, είπε στον παράλυτο: «Θάρρος, παιδί μου, σου συγχωρήθηκαν οι αμαρτίες σου». Τότε μερικοί από τους γραμματείς είπαν μέσα τους: «Μα αυτός προσβάλλει το Θεό». Ο Ιησούς όμως, που κατάλαβε τις σκέψεις τους, είπε: «Γιατί κάνετε πονηρές σκέψεις; Τι είναι ευκολότερο να πω: “σου συγχωρούνται οι αμαρτίες” ή να πω: “σήκω και περπάτα”; Για να μάθετε λοιπόν πως ο Υιός του Ανθρώπου έχει την εξουσία να συγχωρεί αμαρτίες πάνω στη γη» –λέει στον παράλυτο: «Σήκω, πάρε το κρεβάτι σου και πήγαινε στο σπίτι σου». Εκείνος σηκώθηκε και πήγε στο σπίτι του. Όταν ο κόσμος το είδε αυτό έμειναν κατάπληκτοι και δοξολόγησαν το Θεό, που έδωσε τέτοια εξουσία στους ανθρώπους. Προχωρώντας πιο πέρα ο Ιησούς, είδε να κάθεται στο τελωνείο ένας άνθρωπος που τον έλεγαν Ματθαίο, και του λέει: «Ακολούθησέ με». Κι εκείνος σηκώθηκε και τον ακολούθησε. Ενώ έτρωγε στο σπίτι, ήρθαν πολλοί τελώνες κι αμαρτωλοί και κάθισαν μαζί με τον Ιησού και τους μαθητές του στο τραπέζι. Όταν το είδαν αυτό οι Φαρισαίοι, είπαν στους μαθητές του: «Γιατί ο δάσκαλός σας τρώει με τους τελώνες και τους αμαρτωλούς;» Ο Ιησούς, που το άκουσε, τους είπε: «Δεν έχουν ανάγκη από γιατρό οι υγιείς αλλά οι άρρωστοι. Και πηγαίνετε να μάθετε τι σημαίνει, αγάπη θέλω και όχι θυσία. Γιατί δεν ήρθα να καλέσω σε μετάνοια τους δικαίους αλλά τους αμαρτωλούς». Ήρθαν τότε και τον βρήκαν οι μαθητές του Ιωάννη και του λένε: «Γιατί εμείς κι οι Φαρισαίοι νηστεύουμε συχνά, ενώ οι μαθητές σου δε νηστεύουν;» Ο Ιησούς τούς είπε: «Μπορούν οι φίλοι του γαμπρού να πενθούν όσον καιρό είναι μαζί τους ο γαμπρός; Θα έρθουν όμως μέρες που θα τους πάρουν από κοντά τους το γαμπρό, και τότε θα νηστέψουν. Κανένας δε βάζει για μπάλωμα σε παλιό ρούχο ένα καινούριο κομμάτι ύφασμα. Γιατί το μπάλωμα θα τραβήξει το παλιό ύφασμα και το άνοιγμα θα γίνει μεγαλύτερο. Ούτε βάζουν καινούριο κρασί σε παλιά ασκιά· γιατί τα ασκιά θα σκάσουν, θα χυθεί το κρασί και θα καταστραφούν και τα ασκιά. Αλλά το καινούριο κρασί το βάζουν σε καινούρια ασκιά, κι έτσι διατηρούνται και τα δύο». Ενώ τους τα έλεγε αυτά ο Ιησούς, έρχεται ένας άρχοντας, τον προσκυνάει και του λέει: «Η θυγατέρα μου μόλις πέθανε· έλα όμως να βάλεις το χέρι σου πάνω της, και θα ζήσει». Ο Ιησούς σηκώθηκε και τον ακολούθησε μαζί με τους μαθητές του. Μια γυναίκα, που υπέφερε από αιμορραγία δώδεκα χρόνια, τον πλησίασε τότε από πίσω και άγγιξε την άκρη από το ρούχο του. Γιατί έλεγε από μέσα της: «Και μόνο ν’ αγγίξω το ρούχο του, θα σωθώ». Ο Ιησούς γύρισε, την είδε και της είπε: «Θάρρος, κόρη μου, η πίστη σου σε έσωσε». Κι από την ώρα εκείνη θεραπεύτηκε η γυναίκα. Όταν έφτασε ο Ιησούς στο σπίτι του άρχοντα και είδε τους μουσικούς, που ήρθαν για την κηδεία, και τον κόσμο ταραγμένο, τους είπε: «Φύγετε, γιατί το κοριτσάκι δεν πέθανε αλλά κοιμάται». Και τον περιγελούσαν. Όταν έβγαλαν έξω τον κόσμο, μπήκε μέσα, την έπιασε από το χέρι της και το κοριτσάκι σηκώθηκε. Και η φήμη του διαδόθηκε σ’ όλη την περιοχή εκείνη. Όταν προχώρησε πιο πέρα ο Ιησούς, τον ακολούθησαν δύο τυφλοί, που φώναζαν κι έλεγαν: «Σπλαχνίσου μας, Υιέ του Δαβίδ!» Κι όταν έφτασε στο σπίτι, πήγαν κοντά του οι τυφλοί, και ο Ιησούς τους λέει: «Πιστεύετε πως μπορώ να το κάνω αυτό;» Του λένε: «Ναι, Κύριε». Τότε άγγιξε τα μάτια τους και είπε: «Όπως το πιστεύετε να σας γίνει». Κι ανοίχτηκαν τα μάτια τους. Τότε ο Ιησούς τους πρόσταξε λέγοντας: «Προσέξτε να μην το μάθει κανένας». Αυτοί όμως, μόλις βγήκαν έξω, διέδωσαν τη φήμη του σ’ όλη την περιοχή εκείνη. Ενώ έβγαιναν έξω οι δύο τυφλοί, τού έφεραν έναν κωφάλαλο δαιμονισμένο. Και μόλις έδιωξε το δαιμόνιο, μίλησε ο κωφάλαλος. Κι ο κόσμος θαύμασε και είπε: «Ποτέ ως τώρα δεν είδαν οι Ισραηλίτες τέτοια πράγματα!» Οι Φαρισαίοι όμως έλεγαν: «Με τη δύναμη του άρχοντα των δαιμονίων διώχνει τα δαιμόνια». Ο Ιησούς περιόδευε σ’ όλες τις πόλεις και στα χωριά, δίδασκε στις συναγωγές τους, κήρυττε το χαρμόσυνο μήνυμα για τον ερχομό της βασιλείας του Θεού και γιάτρευε κάθε ασθένεια και κάθε αδυναμία στο λαό. Όταν είδε ο Ιησούς τον κόσμο, τους σπλαχνίστηκε, γιατί ήταν ταλαιπωρημένοι και εγκαταλειμμένοι σαν πρόβατα που δεν έχουν ποιμένα. Τότε λέει στους μαθητές του: «Ο θερισμός είναι πολύς, οι εργάτες όμως λίγοι. Γι’ αυτό παρακαλέστε τον κύριο του χωραφιού να στείλει εργάτες για το θερισμό του». Ο Ιησούς κάλεσε τότε τους δώδεκα μαθητές του και τους έδωσε την εξουσία πάνω στα δαιμονικά πνεύματα, για να μπορούν να τα διώχνουν, και να μπορούν να θεραπεύουν κάθε ασθένεια και κάθε αδυναμία. Τα ονόματα των δώδεκα αποστόλων του Ιησού είναι τα εξής: Πρώτος ο Σίμων, που λέγεται Πέτρος, κι ο αδερφός του ο Ανδρέας, ο Ιάκωβος, γιος του Ζεβεδαίου, κι ο αδερφός του ο Ιωάννης· ο Φίλιππος κι ο Βαρθολομαίος, ο Θωμάς κι ο Ματθαίος ο τελώνης, ο Ιάκωβος, γιος του Αλφαίου, και ο Λεββαίος, που επονομάστηκε Θαδδαίος· ο Σίμων ο Κανανίτης κι ο Ιούδας ο Ισκαριώτης, αυτός που τον πρόδωσε. Αυτούς τους δώδεκα τους έστειλε ο Ιησούς να κηρύξουν, και τους έδωσε τις εξής παραγγελίες: «Μην πάρετε το δρόμο για την περιοχή που κατοικούν ειδωλολάτρες και μην μπείτε σε πόλη Σαμαρειτών. Προτιμήστε να πάτε στους Ισραηλίτες που έχουν πλανηθεί. Όπου πάτε, να κηρύττετε λέγοντας πως έφτασε η βασιλεία του Θεού. Να θεραπεύετε τους αρρώστους, να γιατρεύετε τους λεπρούς να ανασταίνετε τους νεκρούς, να κάνετε καλά τους δαιμονισμένους. Δωρεάν τα λάβατε, δωρεάν και να τα δίνετε. Μην πάρετε στο ζωνάρι σας χρυσό ή ασημένιο ή χάλκινο νόμισμα ούτε σακίδιο για το δρόμο ούτε διπλά ρούχα ούτε υποδήματα ούτε ραβδί. Στον εργάτη πρέπει να του δοθεί η τροφή που του αξίζει. Σ’ όποια πόλη ή χωριό κι αν μπείτε, εξετάστε ποιος είναι άξιος εκεί να σας δεχτεί, και μείνετε εκεί ώσπου να φύγετε. Όταν μπαίνετε σ’ ένα σπίτι, να χαιρετάτε με τα λόγια “ειρήνη σ’ αυτό το σπίτι”. Κι αν το σπίτι το αξίζει, ο χαιρετισμός σας “ειρήνη” θα πάει σ’ αυτούς· αν δεν το αξίζουν, η “ειρήνη” που θα πείτε ας επιστρέψει σ’ εσάς. Όποιος δεν σας δεχτεί και δεν ακούσει τα λόγια σας, όταν βγείτε έξω απ’ αυτό το σπίτι ή από κείνη την πόλη, τινάξτε και τη σκόνη ακόμη από τα πόδια σας. Σας βεβαιώνω πως την ημέρα της κρίσεως ο Θεός θα δείξει μεγαλύτερη επιείκεια για τα Σόδομα και τα Γόμορρα, παρά για την πόλη εκείνη». «Σας στέλνω σαν πρόβατα ανάμεσα στους λύκους. Να έχετε τη σύνεση που έχουν τα φίδια και την ακεραιότητα που έχουν τα περιστέρια. »Φυλαχτείτε από τους ανθρώπους· γιατί θα σας παραδώσουν σε δικαστήρια και θα σας μαστιγώσουν στις συναγωγές τους· θα σας οδηγήσουν μπροστά σε άρχοντες και βασιλιάδες εξαιτίας μου, για να δώσετε μαρτυρία για μένα σ’ αυτούς και στους ειδωλολάτρες. Κι όταν σας σύρουν στα δικαστήρια, μην αγωνιάτε για το τι θα πείτε ή πώς θα το πείτε. Ο Θεός θα σας φωτίσει εκείνη την ώρα τι να πείτε, γιατί δε θα είστε εσείς που θα μιλάτε, αλλά το Πνεύμα του Πατέρα σας που θα μιλάει μέσα σας. »Θα παραδώσει ο αδερφός τον αδερφό στο θάνατο, κι ο πατέρας το παιδί, και θα ξεσηκωθούν τα παιδιά να θανατώσουν τους γονείς. Κι όλοι θα σας μισούν εξαιτίας μου. Όποιος όμως μείνει σταθερός ως το τέλος, αυτός θα σωθεί. »Όταν σας καταδιώκουν σε μια πόλη, φύγετε στην άλλη. Σας βεβαιώνω πως δε θα προλάβετε να τελειώσετε με τις πόλεις του Ισραήλ, και θα έρθει ο Υιός του Ανθρώπου. »Δεν υπάρχει μαθητής πιο πάνω από το δάσκαλο ούτε δούλος πιο πάνω από τον κύριό του. Είναι αρκετό για το μαθητή να γίνει όπως ο δάσκαλός του, και για το δούλο όπως ο κύριός του. Αν αποκάλεσαν τον οικοδεσπότη Βεελζεβούλ, πολύ περισσότερο θα το κάνουν για τους δικούς του. Μην τους φοβηθείτε λοιπόν. »Δεν υπάρχει τίποτε καλυμμένο που δε θα ξεσκεπαστεί και τίποτα κρυφό που δε θα μαθευτεί. Αυτό που σας λέω στα σκοτεινά, πέστε το στο φως· κι αυτό που ακούτε ψιθυριστά στ’ αυτί, διακηρύξτε το από τους εξώστες. »Μη φοβηθείτε αυτούς που σκοτώνουν το σώμα, αλλά δεν μπορούν να σκοτώσουν την ψυχή. Αντίθετα, να φοβηθείτε όποιον μπορεί να καταστρέψει ψυχή και σώμα στην κόλαση. Ένα ζευγάρι σπουργίτια δεν πουλιέται για ένα μόνο ασσάριο; Κι όμως, ούτε ένα απ’ αυτά δεν πέφτει στη γη χωρίς το θέλημα του Πατέρα σας. Όσο για σας, ο Θεός έχει μετρημένες και τις τρίχες της κεφαλής σας. Μη φοβηθείτε, λοιπόν, γιατί εσείς αξίζετε περισσότερο από πολλά σπουργίτια». «Όποιος ομολογήσει μπροστά στους ανθρώπους ότι ανήκει σ’ εμένα, θα τον αναγνωρίσω κι εγώ για δικόν μου μπροστά στον ουράνιο Πατέρα μου. Όποιος όμως με απαρνηθεί μπροστά στους ανθρώπους, θα τον απαρνηθώ κι εγώ μπροστά στον ουράνιο Πατέρα μου». «Μη νομίσετε πως ήρθα για να επιβάλω αναγκαστική ομόνοια μεταξύ των ανθρώπων. Δεν ήρθα να φέρω τέτοια ομόνοια αλλά διαίρεση. Πράγματι, ο ερχομός μου έφερε το διχασμό του ανθρώπου με τον πατέρα του, της θυγατέρας με τη μάνα της, της νύφης με την πεθερά της. Κι έτσι εχθροί του ανθρώπου είναι οι δικοί του». «Όποιος αγαπάει τον πατέρα του ή τη μάνα του παραπάνω από μένα, δεν είναι άξιος για μαθητής μου. Κι όποιος αγαπάει το γιο του ή τη θυγατέρα του παραπάνω από μένα, δεν είναι άξιος για μαθητής μου. Επίσης όποιος δεν παίρνει το σταυρό του και δε με ακολουθεί, δεν είναι άξιος για μαθητής μου. Όποιος προσπαθήσει να σώσει τη ζωή του θα τη χάσει, κι όποιος χάσει τη ζωή του για μένα, θα τη σώσει». «Όποιος δέχεται εσάς δέχεται εμένα, και όποιος δέχεται εμένα δέχεται αυτόν που μ’ έστειλε στον κόσμο. Όποιος δέχεται έναν προφήτη, επειδή τον πιστεύει για προφήτη, θ’ ανταμειφθεί σαν να ήταν ο ίδιος προφήτης. Επίσης όποιος δέχεται έναν ευσεβή, γιατί τον πιστεύει για ευσεβή, αυτός θ’ ανταμειφθεί σαν να ήταν ο ίδιος ευσεβής. Κι όποιος δώσει σ’ έναν απ’ αυτούς τους άσημους ένα ποτήρι κρύο νερό επειδή είναι μαθητής μου, αλήθεια σας λέω, θα λάβει την αμοιβή του». Μόλις τέλειωσε ο Ιησούς με τις εντολές στους δώδεκα μαθητές του, έφυγε από ’κει για να διδάξει και να κηρύξει στις πόλεις της περιοχής. Ο Ιωάννης, που βρισκόταν στη φυλακή, άκουσε για τα έργα του Χριστού, κι έστειλε δύο από τους μαθητές του να τον ρωτήσουν: «Εσύ είσαι ο Μεσσίας που πρόκειται να έρθει ή να περιμένουμε κανέναν άλλο;» Ο Ιησούς τους αποκρίθηκε: «Να πάτε και να πείτε στον Ιωάννη αυτά που ακούτε και βλέπετε: Τυφλοί ξαναβλέπουν και κουτσοί περπατούν, λεπροί καθαρίζονται και κουφοί ακούν, νεκροί ανασταίνονται και φτωχοί ακούνε το χαρμόσυνο άγγελμα. Και μακάριος είναι όποιος δε χάσει την εμπιστοσύνη του σ’ εμένα». Ενώ έφευγαν οι απεσταλμένοι του Ιωάννη, ο Ιησούς άρχισε να μιλάει γι’ αυτόν στον κόσμο: «Τι βγήκατε να δείτε στην έρημο; Ένα καλάμι που το πάει πέρα δώθε ο άνεμος; Ή μήπως βγήκατε να δείτε κανέναν ντυμένον με πολυτελή ρούχα; Αυτοί που φορούν τα πολυτελή ρούχα βρίσκονται στα ανάκτορα. Εσείς όμως τι βγήκατε να δείτε; Κανέναν προφήτη; Ναι, σας βεβαιώνω μάλιστα πως αυτός είναι περισσότερο από προφήτης, γιατί είναι αυτός για τον οποίο λέει η Γραφή: Εγώ στέλνω τον αγγελιοφόρο μου πριν από σένα, για να προετοιμάσει το δρόμο σου. »Σας βεβαιώνω πως μάνα δε γέννησε ως τώρα άνθρωπο πιο μεγάλο από τον Ιωάννη το Βαπτιστή. Ο πιο μικρός όμως στη βασιλεία του Θεού είναι μεγαλύτερός του. Από τότε που εμφανίστηκε ο Ιωάννης ο Βαπτιστής ως τώρα, η βασιλεία του Θεού κερδίζεται με προσπάθεια, και την κατακτούν αυτοί που αγωνίζονται. Γιατί όλοι οι προφήτες και ο νόμος προφήτεψαν ως τον Ιωάννη. Κι αν θέλετε να το παραδεχτείτε, αυτός είναι ο Ηλίας, που έμελλε να ’ρθει. Όποιος έχει αυτιά για να ακούει, ας ακούει». «Με τι να την παρομοιάσω αυτή τη γενιά; Μοιάζει με παιδιά που κάθονται στην αγορά, κι η μια ομάδα λέει στην άλλη τραγουδώντας: “Σας παίξαμε με τη φλογέρα χαρούμενα τραγούδια, μα εσείς δε χορέψατε. Σας τραγουδήσαμε μοιρολόγια, μα εσείς δε θρηνολογήσατε”. »Το ίδιο κάνει κι ετούτη η γενιά· ήρθε ο Ιωάννης, που δεν έτρωγε και δεν έπινε, και είπαν: “είναι δαιμονισμένος”. Ήρθε ο Υιός του Ανθρώπου, που τρώει και πίνει, και λένε: “φαγάς και οινοπότης είν’ αυτός, κάνει παρέα με τελώνες κι αμαρτωλούς”. Και όμως δικαιώθηκε η σοφία του Θεού στο πρόσωπο των απεσταλμένων της». Τότε άρχισε να κατακρίνει τις πόλεις που έγιναν τα πιο πολλά θαύματά του, γιατί δε μετανόησαν: «Αλίμονό σου, Χοραζίν· αλίμονό σου Βηθσαϊδά! Γιατί, αν γίνονταν στην Τύρο και στη Σιδώνα όσα θαύματα έγιναν σ’ εσάς, οι κάτοικοί τους θα είχαν μετανοήσει από καιρό, φορώντας ρούχα πένθιμα και βάζοντας στάχτη στα μαλλιά τους. Γι’ αυτό σας βεβαιώνω πως ο Θεός θα δείξει μεγαλύτερη επιείκεια την ημέρα της κρίσεως για την Τύρο και τη Σιδώνα παρά για σας. Κι εσύ Καπερναούμ, που υψώθηκες ως τα ουράνια, θα κατεβείς στα τρίσβαθα του άδη. Γιατί, αν τα θαύματα που έγιναν σ’ εσένα γίνονταν στα Σόδομα, θα είχαν διατηρηθεί ίσαμε σήμερα. Γι’ αυτό σας βεβαιώνω πως ο Θεός θα δείξει μεγαλύτερη επιείκεια την ημέρα της κρίσεως για τα Σόδομα παρά για σένα». Εκείνο τον καιρό, είπε ο Ιησούς: «Σ’ ευχαριστώ, Πατέρα, Κύριε του ουρανού και της γης, γιατί αυτά τα έκρυψες από τους σοφούς και τους συνετούς και τα φανέρωσες στους ταπεινούς. Ναι, Πατέρα μου, αυτό ήταν το θέλημά σου. »Όλα έχουν παραδοθεί σ’ εμένα από τον Πατέρα μου. Κανένας δε γνωρίζει πραγματικά τον Υιό, παρά μόνον ο Πατέρας· ούτε τον Πατέρα τον ξέρει κανείς πραγματικά, παρά μόνο ο Υιός, καθώς κι εκείνος στον οποίο θέλει ο Υιός να τον φανερώσει. »Ελάτε σ’ εμένα όλοι όσοι κοπιάζετε κι είστε φορτωμένοι, κι εγώ θα σας ξεκουράσω. Σηκώστε πάνω σας το ζυγό μου και διδαχτείτε από το δικό μου παράδειγμα, γιατί είμαι πράος και ταπεινός στην καρδιά, και οι ψυχές σας θα βρουν ξεκούραση. Γιατί ο ζυγός μου είναι απαλός, και το φορτίο μου ελαφρό». Εκείνο τον καιρό ο Ιησούς περνούσε ένα Σάββατο μέσα από σπαρμένα χωράφια. Οι μαθητές του πείνασαν κι άρχισαν να τρίβουν τα στάχυα και να τρώνε τους σπόρους. Όταν το είδαν οι Φαρισαίοι, του είπαν: «Κοίτα, οι μαθητές σου κάνουν κάτι που δεν επιτρέπεται από το νόμο να γίνεται το Σάββατο». Αυτός τους αποκρίθηκε: «Δε διαβάσατε στη Γραφή τι έκανε ο Δαβίδ όταν πείνασε αυτός κι οι σύντροφοί του; Πως μπήκε στο ναό του Θεού, κι έφαγε τους άρτους της προθέσεως, που δεν επιτρεπόταν από το νόμο να τους φάει ούτε αυτός ούτε οι σύντροφοί του παρά μόνο οι ιερείς; Ή δε διαβάσατε στο νόμο πως οι ιερείς παραβιάζουν το Σάββατο, αφού εργάζονται μέσα στο ναό, κι όμως δεν είναι ένοχοι; Σας βεβαιώνω πως εδώ έχουμε κάτι ανώτερο από το ναό. Κι αν είχατε καταλάβει τι σημαίνει αγάπη θέλω και όχι θυσία, δε θα καταδικάζατε αυτούς τους αθώους ανθρώπους. Άλλωστε ο Υιός του Ανθρώπου εξουσιάζει και το Σάββατο». Ο Ιησούς έφυγε από ’κει και πήγε στη συναγωγή τους. Εκεί βρισκόταν ένας άνθρωπος με παράλυτο χέρι. Και ρώτησαν τον Ιησού αν επιτρέπεται από το νόμο να γίνονται θεραπείες το Σάββατο, για να βρουν αφορμή να τον κατηγορήσουν. Αυτός τους είπε: «Ποιος από σας, αν έχει ένα πρόβατο και το Σάββατο του πέσει σ’ ένα λάκκο δε θα το πιάσει να το βγάλει έξω; Ένας άνθρωπος είναι πολύ ανώτερος από ένα πρόβατο. Ο νόμος, λοιπόν, επιτρέπει να κάνουμε το καλό την ημέρα του Σαββάτου». Ύστερα λέει στον άρρωστο: «Τέντωσε το χέρι σου». Εκείνος το τέντωσε, και ξανάγινε γερό όπως το άλλο. Τότε βγήκαν έξω οι Φαρισαίοι και ύστερα από σύσκεψη αποφάσισαν να τον εξοντώσουν. Ο Ιησούς όμως το έμαθε κι έφυγε από ’κει. Κόσμος πολύς ακολούθησε τον Ιησού, κι αυτός θεράπευσε όλους τους πάσχοντες, αλλά τους διέταξε να μην τον διαφημίζουν. Έτσι εκπληρώθηκε ο λόγος του Θεού, που είπε ο προφήτης Ησαΐας: Να ο δούλος μου που διάλεξα, ο αγαπημένος μου που εγώ τον εξέλεξα· θα δώσω το πνεύμα μου σ’ αυτόν και θ’ αναγγείλει στα έθνη την ερχόμενη κρίση. Δε θα μαλώσει και δε θα κραυγάσει, ούτε θ’ ακούσει κανένας στις πλατείες τη φωνή του. Το ραγισμένο καλάμι δε θα το συντρίψει, το λυχνάρι που καπνίζει δε θα το σβήσει, ωσότου οδηγήσει τη δίκαιη κρίση στη νίκη· και στ’ όνομά του θα στηρίξουν τα έθνη την ελπίδα τους. Τότε του έφεραν ένα δαιμονισμένο τυφλό και κωφάλαλο και τον θεράπευσε· κι ο τυφλός και κωφάλαλος άρχισε να μιλάει και να βλέπει. Όλοι έμειναν κατάπληκτοι κι έλεγαν: «Μήπως αυτός είναι ο Μεσσίας, ο Υιός του Δαβίδ;» Οι Φαρισαίοι όμως όταν τους άκουσαν, είπαν: «Αυτός δε διώχνει τα δαιμόνια αλλιώς, παρά με τη δύναμη του Βεελζεβούλ, του άρχοντα των δαιμονίων». Ο Ιησούς κατάλαβε τους διαλογισμούς τους και τους είπε: «Όταν ένα βασίλειο χωριστεί σε αντιμαχόμενες παρατάξεις, ερημώνεται· κι όταν σε μια πόλη ή σε μια οικογένεια πέσει διχασμός, θα διαλυθεί. Αν ο σατανάς διώχνει το σατανά, πολεμάει τον εαυτό του· πώς θα σταθεί πια η κυριαρχία του; Κι αν εγώ βγάζω με τη δύναμη του Βεελζεβούλ τα δαιμόνια, οι δικοί σας με ποια δύναμη τα βγάζουν; Αυτοί, λοιπόν, αποτελούν απόδειξη πως έχετε άδικο. Αν όμως εγώ βγάζω τα δαιμόνια με το Πνεύμα του Θεού, αυτό σημαίνει πως έφτασε σ’ εσάς η βασιλεία του Θεού. Έπειτα, πώς μπορεί να μπει κανείς στο σπίτι ενός δυνατού και να του αρπάξει τα πράγματά του, αν δε δέσει πρωτύτερα τον δυνατό; Μόνο τότε θα λεηλατήσει το σπίτι του. Όποιος δεν είναι με το μέρος μου είναι εναντίον μου, κι όποιος δε μαζεύει μαζί μου σκορπίζει». «Γι’ αυτό σας βεβαιώνω πως κάθε αμαρτία και προσβολή κατά του Θεού θα συγχωρηθεί στους ανθρώπους· η προσβολή όμως κατά του Αγίου Πνεύματος δε θα τους συγχωρηθεί. Αν κάποιος μιλήσει προσβλητικά κατά του Υιού του Ανθρώπου, ο Θεός θα τον συγχωρήσει· όποιος όμως μιλήσει εναντίον του Αγίου Πνεύματος, αυτόν ο Θεός δε θα τον συγχωρήσει ούτε στον τωρινό ούτε στο μελλοντικό κόσμο». «Εάν έχετε καλό δέντρο, θα έχετε και καλό καρπό· αν έχετε άχρηστο δέντρο, θα έχετε άχρηστο καρπό. Γιατί από τον καρπό αναγνωρίζεται το δέντρο. Γεννήματα οχιάς, πώς μπορείτε να λέτε καλά λόγια, αφού είστε κακοί; Το στόμα μιλάει απ’ το περίσσευμα της καρδιάς. Ο καλός άνθρωπος βγάζει από το καλό του απόθεμα τα καλά, κι ο κακός άνθρωπος από το απόθεμα της κακίας του τα άσχημα λόγια. Σας βεβαιώνω όμως πως οι άνθρωποι, για κάθε λόγο ανώφελο που θα πουν, θα λογοδοτήσουν γι’ αυτόν την ημέρα της κρίσεως. Έτσι, τα λόγια σου θα σε δικαιώσουν αλλά και τα λόγια σου θα σε καταδικάσουν». Τότε μερικοί γραμματείς και Φαρισαίοι του είπαν: «Διδάσκαλε, θέλουμε ν’ αποδείξεις μ’ ένα θαυματουργικό σημάδι την αποστολή σου». Αυτός τους αποκρίθηκε: «Μια γενιά πονηρή και άπιστη ζητάει να δει θαυματουργικό σημάδι! Άλλο σημάδι όμως δε θα της δοθεί, παρά μόνον εκείνο του προφήτη Ιωνά. Όπως δηλαδή ο προφήτης Ιωνάς ήταν τρεις μέρες και τρεις νύχτες στην κοιλιά του κήτους, έτσι θα είναι κι ο Υιός του Ανθρώπου μέσα στη γη τρεις μέρες και τρεις νύχτες. Οι κάτοικοι της Νινευή θ’ αναστηθούν στην τελική κρίση μαζί με τη γενιά αυτή και θα την κατηγορήσουν, γιατί εκείνοι μετανόησαν όταν άκουσαν το κήρυγμα του Ιωνά· κι όμως εδώ υπάρχει κάποιος μεγαλύτερος από τον Ιωνά. Η βασίλισσα του Νότου θ’ αναστηθεί στην τελική κρίση μαζί με τη γενιά αυτή και θα την κατηγορήσει, γιατί εκείνη ήρθε από την άλλη άκρη του κόσμου ν’ ακούσει τη σοφία του Σολομώντα· κι όμως εδώ υπάρχει κάποιος μεγαλύτερος από το Σολομώντα». «Όταν το δαιμονικό πνεύμα βγει από τον άνθρωπο, περνάει από ξερούς τόπους, ψάχνοντας να βρει κάπου να ξεκουραστεί, μα δε βρίσκει. Τότε λέει: “Θα γυρίσω ξανά στην κατοικία μου, εκεί απ’ όπου έφυγα”. Έρχεται και τη βρίσκει αδειανή, σκουπισμένη και στολισμένη. Τότε πηγαίνει και παίρνει μαζί του άλλα εφτά πνεύματα, πιο πονηρά κι από το ίδιο, και μπαίνουν και κατοικούν εκεί· και γίνεται η τελευταία κατάσταση του ανθρώπου εκείνου χειρότερη από την προηγούμενη. Έτσι θα γίνει και μ’ αυτήν εδώ την πονηρή γενιά». Ενώ ο Ιησούς μιλούσε ακόμα στο πλήθος, η μητέρα και τ’ αδέρφια του ήρθαν και στάθηκαν έξω από το σπίτι, και ήθελαν να του μιλήσουν. Του λέει κάποιος: «Η μητέρα σου και τ’ αδέρφια σου στέκουν έξω και θέλουν να σε δουν». Εκείνος απάντησε σ’ αυτόν που του το είπε: «Ποια είναι η μητέρα μου και ποια είναι τ’ αδέρφια μου;» Και δείχνοντας με το χέρι του τους μαθητές του είπε: «Να η μητέρα μου και τ’ αδέρφια μου. Γιατί όποιος εφαρμόζει το θέλημα του ουράνιου Πατέρα μου, αυτός είναι αδερφός και αδερφή και μητέρα μου». Εκείνη την ημέρα ο Ιησούς βγήκε από το σπίτι και καθόταν δίπλα στη λίμνη. Γύρω του μαζεύτηκε πολύς κόσμος· γι’ αυτό μπήκε και κάθισε σ’ ένα καΐκι κι όλος ο κόσμος στεκόταν στο γιαλό. Τους είπε πολλά με παραβολές: «Βγήκε ο σποριάς να σπείρει. Καθώς έσπερνε, μερικοί σπόροι έπεσαν στο δρόμο, κι ήρθαν τα πουλιά και τους έφαγαν όλους. Άλλοι έπεσαν σε έδαφος πετρώδες, που δεν είχε πολύ χώμα, κι αμέσως φύτρωσαν, γιατί το χώμα ήταν λιγοστό. Μόλις όμως ανέτειλε ο ήλιος κάηκαν και, επειδή δεν είχαν ρίζες, ξεράθηκαν. Άλλοι σπόροι πάλι έπεσαν στ’ αγκάθια και, όταν τ’ αγκάθια μεγάλωσαν, τους έπνιξαν. Τέλος άλλοι έπεσαν στο γόνιμο έδαφος και έδωσαν καρπό, άλλοι εκατό φορές περισσότερο, άλλοι εξήντα κι άλλοι τριάντα. Όποιος έχει αυτιά για ν’ ακούει, ας ακούει». Πήγαν τότε οι μαθητές του και τον ρώτησαν: «Γιατί τους μιλάς με παραβολές;» Αυτός τους απάντησε: «Γιατί σ’ εσάς έδωσε ο Θεός να γνωρίσετε τα μυστήρια της βασιλείας των ουρανών, σ’ εκείνους όμως όχι. Όποιος έχει, σ’ αυτόν θα δοθεί, και μάλιστα με το παραπάνω. Όποιος όμως δεν έχει, κι αυτό που έχει θα του το πάρουν. Γι’ αυτό τους μιλάω με παραβολές· για να μη βλέπουν ενώ βλέπουν, κι ενώ ακούν να μην ακούν ούτε να καταλαβαίνουν, μήπως έτσι κάποτε μετανοήσουν. Τότε θα εκπληρωθεί σ’ αυτούς η προφητεία του Ησαΐα, η οποία λέει: Θ’ ακούσετε με την ακοή μα δε θα καταλάβετε, και θα δείτε μα δε θ’ αντιληφθείτε. Γιατί έγινε αναίσθητη η καρδιά αυτού του λαού, και με τ’ αυτιά βαριάκουσαν κι έκλεισαν τα μάτια τους· για να μη δούνε με τα μάτια κι ακούσουν με τ’ αυτιά και καταλάβουν με την καρδιά, κι επιστρέψουν σ’ εμένα και τους γιατρέψω. Μακάρια όμως τα δικά σας μάτια γιατί βλέπουν, και τ’ αυτιά σας γιατί ακούνε! Σας βεβαιώνω πως πολλοί προφήτες και δίκαιοι επιθύμησαν να δουν αυτά που βλέπετε εσείς, μα δεν τα είδαν· και ν’ ακούσουν όσα ακούτε εσείς, μα δεν τα άκουσαν». «Ακούστε, λοιπόν, εσείς την εξήγηση της παραβολής του σποριά: Σ’ εκείνον που ακούει το κήρυγμα για τη βασιλεία και δεν το αποδέχεται, έρχεται ο πονηρός και του παίρνει ό,τι σπάρθηκε στην καρδιά του· αυτός είναι ο σπόρος που σπάρθηκε στο δρόμο. Αυτός που σπάρθηκε σε πετρώδες έδαφος είναι όποιος ακούει το λόγο και τον δέχεται αμέσως με πολλή χαρά, δεν έχει όμως μέσα του ρίζα και είναι προσωρινός· κι όταν αρχίσουν οι κατατρεγμοί κι οι διωγμοί εξαιτίας του ευαγγελίου, αμέσως το απαρνιέται. Ο σπόρος που σπάρθηκε στ’ αγκάθια, είναι όποιος ακούει το λόγο, η μέριμνα όμως για τα εγκόσμια και η απάτη του πλούτου καταπνίγουν το λόγο, κι έτσι δεν καρποφορεί. Και με το σπόρο που σπάρθηκε στο γόνιμο έδαφος εννοείται όποιος ακούει το ευαγγέλιο και το αποδέχεται· αυτός, λοιπόν, φέρνει καρπό και κάνει άλλος εκατό, άλλος εξήντα κι άλλος τριάντα φορές περισσότερο». Ο Ιησούς τους διηγήθηκε κι άλλη παραβολή: «Η βασιλεία των ουρανών μοιάζει μ’ έναν άνθρωπο που έσπειρε καλό σπόρο στο χωράφι του. Ενώ όμως οι άνθρωποι κοιμούνταν, πήγε ο εχθρός του κι έσπειρε ζιζάνια ανάμεσα στο σιτάρι κι ύστερα έφυγε. Μόλις βλάστησαν τα σπαρτά κι έδεσαν καρπό, τότε φάνηκαν και τα ζιζάνια. Πήγαν τότε οι δούλοι του οικοδεσπότη και του είπαν: “κύριε, δεν έσπειρες καλό σπόρο στο χωράφι σου; Πώς λοιπόν έχει ζιζάνια;” Εκείνος τους είπε: “κάποιος εχθρός το έκανε αυτό”. Του λένε οι δούλοι: “θέλεις να πάμε να τα μαζέψουμε;” Κι αυτός τους είπε: “όχι, γιατί μπορεί, μαζεύοντας τα ζιζάνια, να ξεριζώσετε μαζί μ’ αυτά και το σιτάρι. Αφήστε να μεγαλώνουν και τα δύο μαζί ως το θερισμό· κι όταν έρθει η ώρα του θερισμού, θα πω στους θεριστές: Μαζέψτε πρώτα τα ζιζάνια και δέστε τα δεμάτια για να τα κάψετε· το σιτάρι όμως να το συνάξετε στην αποθήκη μου”». Τους διηγήθηκε και μιαν άλλη παραβολή: «Η βασιλεία των ουρανών μοιάζει με σπόρο σιναπιού, που τον πήρε ένας άνθρωπος και τον έσπειρε στο χωράφι του. Είναι μικρότερος απ’ όλους τους σπόρους, όταν όμως μεγαλώσει, ξεπερνά όλα τα λαχανικά και γίνεται δέντρο, ώστε να έρχονται τα πουλιά και να φωλιάζουν στα κλαδιά του». Τους είπε και μιαν άλλη παραβολή: «Η βασιλεία των ουρανών μοιάζει με προζύμι, που το πήρε μια γυναίκα και το ανακάτεψε με ένα σακί αλεύρι, ώσπου ζυμώθηκε όλο». Όλα αυτά τα είπε ο Ιησούς στο πλήθος με παραβολές και δεν τους έλεγε τίποτα χωρίς παραβολή· έτσι εκπληρώθηκε αυτό που είπε ο Θεός με το στόμα του προφήτη: Θα μιλήσω με παραβολές, θα πω πράγματα κρυμμένα από τότε που δημιουργήθηκε ο κόσμος. Τότε άφησε το πλήθος και ήρθε στο σπίτι του. Και πήγαν οι μαθητές του και του είπαν: «Εξήγησέ μας την παραβολή για τα ζιζάνια στο χωράφι». Κι αυτός τους αποκρίθηκε: «Ο σποριάς που σπέρνει τον καλό σπόρο είναι ο Υιός του Ανθρώπου, το χωράφι είναι ο κόσμος και ο καλός σπόρος είναι όσοι ανήκουν στη βασιλεία του Θεού. Τα ζιζάνια είναι όσοι ανήκουν στον πονηρό, ο εχθρός που τα έσπειρε είναι ο διάβολος, ο θερισμός είναι το τέλος του κόσμου και οι θεριστές είναι οι άγγελοι. Όπως λοιπόν μαζεύονται τα ζιζάνια και καίγονται στη φωτιά, έτσι θα γίνει στο τέλος του κόσμου. Ο Υιός του Ανθρώπου θα στείλει τους αγγέλους του και θα μαζέψουν από το χώρο της βασιλείας του όσους προκαλούν την πτώση των άλλων και κάνουν πράγματα αντίθετα με το νόμο του Θεού, και θα τους ρίξουν στο καμίνι της φωτιάς· εκεί θα κλαίνε και θα τρίζουν τα δόντια τους. Τότε οι ευσεβείς θα λάμψουν σαν τον ήλιο στη βασιλεία του Πατέρα τους. Όποιος έχει αυτιά για ν’ ακούει, ας ακούει». «Η βασιλεία των ουρανών μοιάζει επίσης με θησαυρό κρυμμένο στο χωράφι, που τον βρήκε ένας άνθρωπος και τον έκρυψε, κι όλος χαρά πάει και πουλάει όλα όσα έχει κι αγοράζει εκείνο το χωράφι». «Η βασιλεία των ουρανών πάλι μοιάζει μ’ έναν έμπορο, που ζητούσε να βρει όμορφα μαργαριτάρια. Κι όταν βρήκε ένα πανάκριβο μαργαριτάρι, πήγε και πούλησε όλα όσα είχε και το αγόρασε». «Η βασιλεία των ουρανών είναι πάλι όμοια μ’ ένα δίχτυ, που το έριξαν στη θάλασσα και έπιασε κάθε λογής ψάρια. Όταν γέμισε, το έσυραν έξω στο γιαλό και κάθισαν και μάζεψαν τα καλά ψάρια σε πανέρια, ενώ τα άχρηστα τα πέταξαν έξω. Έτσι θα γίνει και στο τέλος του κόσμου· θα βγουν οι άγγελοι και θα ξεχωρίσουν τους κακούς ανάμεσα από τους ευσεβείς και θα τους ρίξουν στο καμίνι της φωτιάς· εκεί θα κλαίνε και θα τρίζουν τα δόντια τους». Ο Ιησούς τους ρωτάει: «Τα καταλάβατε όλα αυτά;» Του απαντούν: «Ναι». Κι αυτός τους λέει: «Γι’ αυτό, κάθε γραμματέας που αποδέχτηκε τη βασιλεία του Θεού είναι όμοιος μ’ έναν πλούσιο που βγάζει από το θησαυροφυλάκιό του καινούριους και παλιούς θησαυρούς». Μόλις τελείωσε ο Ιησούς μ’ αυτές τις παραβολές, έφυγε από ’κει. Πήγε στην πατρίδα του και τους δίδασκε στη συναγωγή τους, κι αυτοί απορούσαν κι έλεγαν: «Από πού απέκτησε αυτός τη σοφία τούτη κι αυτές τις θαυματουργικές δυνάμεις; Αυτός δεν είναι ο γιος του ξυλουργού; Η μητέρα του δεν λέγεται Μαριάμ και οι αδερφοί του Ιάκωβος, Ιωσής, Σίμων και Ιούδας; Κι οι αδερφές του δε μένουν όλες στον τόπο μας; Από πού, λοιπόν, τα κατέχει όλα αυτά;» Κι αυτό τους δημιουργούσε εμπόδιο να τον πιστέψουν. Τότε ο Ιησούς τους είπε: «Δεν υπάρχει προφήτης που να μην τον περιφρονούν οι συμπατριώτες του κι η οικογένειά του». Και δεν έκανε εκεί πολλά θαύματα εξαιτίας της απιστίας τους. Εκείνο τον καιρό, άκουσε ο τετράρχης Ηρώδης για τον Ιησού και είπε στους δούλους του: «Αυτός είναι ο Ιωάννης ο Βαπτιστής, που αναστήθηκε από τους νεκρούς και γι’ αυτό κάνει θαύματα». Ο Ηρώδης είχε πιάσει τον Ιωάννη, τον είχε δέσει και τον είχε ρίξει στη φυλακή εξαιτίας της Ηρωδιάδας, της γυναίκας του αδερφού του, του Φίλιππου. Γιατί ο Ιωάννης του έλεγε: «Δε σου επιτρέπεται να την έχεις αυτή για γυναίκα». Ο Ηρώδης ήθελε να τον σκοτώσει, αλλά φοβόταν τον κόσμο, γιατί τον πίστευαν για προφήτη. Την ημέρα που ο Ηρώδης γιόρταζε τα γενέθλιά του, η θυγατέρα της Ηρωδιάδας χόρεψε μπροστά στους καλεσμένους κι άρεσε στον Ηρώδη. Γι’ αυτό της υποσχέθηκε με όρκο να της δώσει ό,τι του ζητήσει. Αυτή, με την καθοδήγηση της μάνας της, του είπε: «Δώσε μου εδώ στο πιάτο το κεφάλι του Ιωάννη του Βαπτιστή». Ο βασιλιάς στενοχωρήθηκε, επειδή όμως είχε ορκιστεί μπροστά στους καλεσμένους, πρόσταξε να της το δώσουν. Έστειλε, λοιπόν, ανθρώπους κι αποκεφάλισαν τον Ιωάννη μέσα στη φυλακή· έφεραν το κεφάλι του σ’ ένα πιάτο και το έδωσαν στο κορίτσι, κι αυτή το πήγε στη μάνα της. Πήγαν τότε οι μαθητές του Ιωάννη και σήκωσαν το σώμα και το έθαψαν, κι ύστερα πήγαν και το ανάγγειλαν στον Ιησού. Όταν το άκουσε αυτό ο Ιησούς έφυγε από ’κει με καΐκι και πήγε σ’ έναν έρημο τόπο μόνος του. Το πληροφορήθηκε όμως το πλήθος και τον ακολούθησαν πεζοπορώντας από τις διάφορες πόλεις. Έτσι όταν βγήκε στη στεριά, είδε πολύν κόσμο και τους σπλαχνίστηκε, και γιάτρεψε τους αρρώστους των. Όταν έπεσε το δειλινό, τον πλησίασαν οι μαθητές του και του είπαν: «Ο τόπος είναι ερημικός, και η ώρα πια περασμένη. Διώξε τον κόσμο να πάνε στα χωριά για ν’ αγοράσουν φαγητά να φάνε». Ο Ιησούς όμως τους είπε: «Δεν υπάρχει λόγος να φύγουν, δώστε τους εσείς να φάνε». «Δεν έχουμε εδώ παρά πέντε ψωμιά και δύο ψάρια», του απαντούν. «Φέρτε μού τα εδώ», τους λέει. Κι αφού πρόσταξε τον κόσμο να καθίσει για φαγητό πάνω στο χορτάρι, πήρε τα πέντε ψωμιά και τα δύο ψάρια, έστρεψε το βλέμμα του στον ουρανό, τα ευλόγησε, έκοψε τα ψωμιά σε κομμάτια και τα έδωσε στους μαθητές, και οι μαθητές στο πλήθος. Έφαγαν όλοι και χόρτασαν. Και μάζεψαν τα περισσεύματα από τα κομμάτια, δώδεκα κοφίνια γεμάτα. Αυτοί που έφαγαν ήταν περίπου πέντε χιλιάδες άντρες, χωρίς τις γυναίκες και τα παιδιά. Αμέσως ύστερα ο Ιησούς υποχρέωσε τους μαθητές του να μπουν στο καΐκι και να πάνε να τον περιμένουν στην απέναντι όχθη, ωσότου αυτός διαλύσει τα πλήθη. Αφού τους διέλυσε, ανέβηκε μόνος του στο βουνό να προσευχηθεί. Όταν βράδιασε ήταν μόνος του εκεί. Στο μεταξύ το καΐκι βρισκόταν κιόλας στη μέση της λίμνης και το παίδευαν τα κύματα, γιατί ήταν αντίθετος ο άνεμος. Κατά τα ξημερώματα, ήρθε ο Ιησούς κοντά τους περπατώντας πάνω στη λίμνη. Οι μαθητές, όταν τον είδαν να περπατάει πάνω στη λίμνη, τρόμαξαν· έλεγαν πως είναι φάντασμα κι έβαλαν τις φωνές από το φόβο τους. Αμέσως όμως ο Ιησούς τους μίλησε και τους είπε: «Θάρρος! Εγώ είμαι· μη φοβάστε». Ο Πέτρος του αποκρίθηκε: «Κύριε, αν είσαι εσύ, δώσε μου εντολή να έρθω κοντά σου περπατώντας στα νερά». Κι εκείνος του είπε: «Έλα». Κατέβηκε τότε από το πλοίο ο Πέτρος κι άρχισε να περπατάει πάνω στα νερά για να πάει στον Ιησού. Βλέποντας όμως τον ισχυρό άνεμο φοβήθηκε, κι άρχισε να καταποντίζεται· έβαλε τότε τις φωνές: «Κύριε, σώσε με!» Αμέσως ο Ιησούς άπλωσε το χέρι, τον έπιασε και του λέει: «Ολιγόπιστε, γιατί σε κυρίεψε η αμφιβολία;» Και μόλις ανέβηκαν στο καΐκι κόπασε ο άνεμος. Τότε όσοι ήταν στο καΐκι ήρθαν και τον προσκύνησαν λέγοντας: «Αληθινά, είσαι ο Υιός του Θεού!» Αφού διασχίσανε τη λίμνη, ήρθαν στην περιοχή της Γεννησαρέτ. Όταν αντιλήφθηκαν την παρουσία του Ιησού οι κάτοικοι εκείνης της περιοχής ειδοποίησαν όλα τα περίχωρα και του έφεραν όλους τους αρρώστους. Και τον παρακαλούσαν ν’ αγγίξουν μόνο την άκρη από το ρούχο του. Κι όσοι την άγγιζαν γιατρεύονταν. Έρχονται τότε στον Ιησού από τα Ιεροσόλυμα γραμματείς και Φαρισαίοι και του λένε: «Γιατί οι μαθητές σου παραβαίνουν την παράδοση των προγόνων μας; Πριν φάνε, δεν πλένουν τα χέρια τους σύμφωνα με το θρησκευτικό έθιμο». Αυτός τους απάντησε: «Κι εσείς γιατί παραβαίνετε την εντολή του Θεού με πρόσχημα την παράδοσή σας; Ενώ ο Θεός έδωσε την εντολή, να τιμάς τον πατέρα σου και τη μητέρα σου, και όποιος κακολογεί τον πατέρα του ή τη μητέρα του να τιμωρείται με θάνατο, εσείς λέτε, “όποιος πει στον πατέρα του ή στη μητέρα του: αυτό που μπορείς να ωφεληθείς από μένα το έχω κάνει δώρο στο ναό, απαλλάσσεται από την υποχρέωση να βοηθήσει τον πατέρα του”. Έτσι ακυρώσατε με την παράδοσή σας την εντολή του Θεού. Υποκριτές! Καλά είπε για σας προφητικά ο Ησαΐας τούτα τα λόγια: Αυτός ο λαός με προσεγγίζει με τα λόγια, και με τα χείλη με τιμά, η καρδιά τους όμως βρίσκεται πολύ μακριά μου. Δεν ωφελεί που με λατρεύουν, αφού διδάσκουν εντολές που επινόησαν οι άνθρωποι». Ο Ιησούς φώναξε κοντά του τον κόσμο και τους είπε: «Ακούστε με και καταλάβετέ το· τον άνθρωπο δεν τον κάνει ακάθαρτο ό,τι μπαίνει στο στόμα του, αλλά ό,τι βγαίνει απ’ το στόμα του· αυτό κάνει τον άνθρωπο ακάθαρτο». Τότε πήγαν οι μαθητές του και του είπαν: «Ξέρεις πως οι Φαρισαίοι σκανδαλίστηκαν μ’ αυτά τα λόγια που άκουσαν;» Κι αυτός τους αποκρίθηκε: «Κάθε φυτεία που δεν τη φύτεψε ο ουράνιος Πατέρας μου θα ξεριζωθεί. Αφήστε τους αυτούς· είναι τυφλοί που οδηγούν τυφλούς. Κι όταν τυφλός οδηγεί τυφλόν, θα πέσουν κι οι δύο στο χαντάκι». Τότε πήρε το λόγο ο Πέτρος και του είπε: «Εξήγησέ μας αυτά που είπες πριν». Ο Ιησούς απάντησε: «Ούτε εσείς ακόμα δεν μπορείτε να καταλάβετε; Δεν καταλαβαίνετε πως ό,τι μπαίνει στο στόμα προχωρεί στην κοιλιά κι έπειτα αποβάλλεται στο αποχωρητήριο; Όσα όμως βγαίνουν από το στόμα προέρχονται από την καρδιά, κι αυτά είναι που κάνουν ακάθαρτο τον άνθρωπο. Γιατί από την καρδιά βγαίνουν πονηρές σκέψεις, φόνοι, μοιχείες, πορνείες, κλοπές, ψευδομαρτυρίες, βλαστήμιες. Όλα αυτά κάνουν ακάθαρτο τον άνθρωπο, ενώ το να φάει με άπλυτα χέρια δεν τον κάνει ακάθαρτο». Ο Ιησούς άφησε τον τόπο εκείνο κι αναχώρησε για την περιοχή της Τύρου και της Σιδώνας. Τότε μια γυναίκα Χαναναία βγήκε έξω από τα όρια της περιοχής εκείνης και του φώναζε δυνατά: «Ελέησέ με, Κύριε, Υιέ του Δαβίδ. Η θυγατέρα μου βασανίζεται από δαιμόνιο». Αυτός δεν της απαντούσε λέξη. Τον πλησίασαν τότε οι μαθητές του και τον παρακαλούσαν: «Διώξε την, γιατί μας ακολουθεί και φωνάζει». Ο Ιησούς είπε: «Έχω αποσταλεί μόνο για τους πλανεμένους Ισραηλίτες». Εκείνη όμως ήρθε και τον προσκύνησε λέγοντας: «Κύριε, βοήθησέ με». Αυτός της αποκρίθηκε: «Δεν είναι σωστό να πάρει κανείς το ψωμί των παιδιών και να το πετάξει στα σκυλιά». «Ναι, Κύριε», είπε εκείνη, «αλλά και τα σκυλιά τρώνε από τα ψίχουλα που πέφτουν από το τραπέζι των κυρίων τους». Τότε ο Ιησούς της απάντησε: «Μεγάλη είναι η πίστη σου, γυναίκα! Ας γίνει όπως το θέλεις». Κι από κείνη την ώρα γιατρεύτηκε η θυγατέρα της. Ο Ιησούς έφυγε από ’κει και ήρθε κοντά στη λίμνη της Γαλιλαίας· ανέβηκε σ’ ένα βουνό και καθόταν εκεί. Και πήγε και τον βρήκε κόσμος πολύς, έχοντας μαζί τους κουτσούς, τυφλούς, κωφάλαλους κουλούς κι άλλους πολλούς, και τους έβαλαν μπρος στα πόδια του Ιησού και τους θεράπευσε. Έτσι το πλήθος θαύμασε που είδε κουφούς ν’ ακούν και άλαλους να μιλούν, κουλούς να γίνονται καλά, κουτσούς να περπατούν και τυφλούς να βλέπουν· και δόξασαν το Θεό του Ισραήλ. Ο Ιησούς κάλεσε τότε τους μαθητές του και τους είπε: «Σπλαχνίζομαι αυτό τον κόσμο· τρεις μέρες τώρα είναι μαζί μου και δεν έχουν τι να φάνε. Και δε θέλω να τους διώξω νηστικούς, μην αποκάμουν στο δρόμο». Και του λένε οι μαθητές: «Πού να βρούμε εδώ στην ερημιά τόσα ψωμιά για να χορτάσει τόσος κόσμος;» Τους λέει ο Ιησούς: «Πόσα ψωμιά έχετε;» «Εφτά, και λίγα ψαράκια», του απαντούν. Κι αφού πρόσταξε τον κόσμο να καθίσουν καταγής για φαγητό, πήρε τα εφτά ψωμιά και τα ψάρια, είπε ευχαριστήρια προσευχή, τα έκοψε κομμάτια και τα έδωσε στους μαθητές, κι οι μαθητές στον κόσμο. Έφαγαν όλοι και χόρτασαν. Κι όταν μάζεψαν τα κομμάτια που περίσσεψαν γέμισαν εφτά καλάθια. Αυτοί που έφαγαν ήταν τέσσερις χιλιάδες άντρες, χωρίς γυναίκες και παιδιά. Έπειτα άφησε τον κόσμο να φύγει, μπήκε στο καΐκι και ήρθε στην περιοχή της Μαγδαλά. Ήρθαν στον Ιησού οι Φαρισαίοι και Σαδδουκαίοι και, για να τον φέρουν σε δύσκολη θέση, του ζήτησαν ν’ αποδείξει μ’ ένα θαύμα τη θεϊκή του αποστολή. Αυτός τους απάντησε: «Όταν έρθει το δειλινό, λέτε: “θα ’χουμε καλόν καιρό, γιατί ο ουρανός είναι κόκκινος”. Και το πρωί λέτε: “σήμερα θα ’χουμε κακοκαιρία, γιατί ο ουρανός είναι κόκκινος και συννεφιασμένος”. Υποκριτές! Τα σημάδια στον ουρανό μπορείτε να τα διακρίνετε, και τα σημάδια των καιρών δεν μπορείτε να τα καταλάβετε; Μια γενιά πονηρή και άπιστη ζητάει να δει σημάδι, μα δε θα της δοθεί άλλο σημάδι, παρά μόνο το σημάδι του προφήτη Ιωνά». Και τους άφησε κι έφυγε. Όταν έφτασαν οι μαθητές στην άλλη όχθη, είδαν ότι ξέχασαν να πάρουν ψωμιά. Ο Ιησούς τους λέει: «Να φυλάγεστε και να προσέχετε από το προζύμι των Φαρισαίων και των Σαδδουκαίων». Αυτοί σκέφτονταν κι έλεγαν μεταξύ τους: «Ψωμί δεν πήραμε!» Το κατάλαβε ο Ιησούς και τους είπε: «Τι σκέφτεστε, ολιγόπιστοι, πως δεν έχετε πάρει ψωμιά; Ακόμη δεν το εννοήσατε ούτε θυμάστε τα πέντε ψωμιά για τους πέντε χιλιάδες άντρες, και πόσα κοφίνια πήρατε έπειτα; Ούτε τα εφτά ψωμιά για τους τέσσερις χιλιάδες άντρες και πόσα καλάθια πήρατε; Πώς δεν καταλαβαίνετε ότι δε σας μιλούσα για ψωμιά, όταν σας έλεγα να φυλαχτείτε από το προζύμι των Φαρισαίων και των Σαδδουκαίων;» Τότε κατάλαβαν πως δεν τους είπε να φυλάγονται από το προζύμι που φτιάχνουν ψωμί, αλλά από τη διδασκαλία των Φαρισαίων και των Σαδδουκαίων. Όταν ήρθε ο Ιησούς στα μέρη της Καισάρειας του Φιλίππου, ρώτησε τους μαθητές του: «Ποιος λένε οι άνθρωποι πως είναι ο Υιός του Ανθρώπου;» Αυτοί απάντησαν: «Άλλοι λένε πως είναι ο Ιωάννης ο Βαπτιστής, άλλοι ο Ηλίας, άλλοι ο Ιερεμίας ή ένας από τους προφήτες». «Εσείς, ποιος λέτε πως είμαι;» τους λέει. Ο Σίμων Πέτρος απάντησε: «Εσύ είσαι ο Μεσσίας, ο Υιός του αληθινού Θεού». Τότε ο Ιησούς του αποκρίθηκε: «Μακάριος είσαι, Σίμων, γιε του Ιωνά, γιατί αυτό δε σου το αποκάλυψε άνθρωπος, αλλά ο ουράνιος Πατέρας μου. Κι εγώ λέω σ’ εσένα πως εσύ είσαι ο Πέτρος, και πάνω σ’ αυτή την πέτρα θα οικοδομήσω την εκκλησία μου, και δε θα την κατανικήσουν οι δυνάμεις του άδη. Θα σου δώσω τα κλειδιά που ανοίγουν την πόρτα της βασιλείας των ουρανών, και ό,τι κρατήσεις ασυγχώρητο στη γη θα είναι ασυγχώρητο και στους ουρανούς· και ό,τι συγχωρήσεις στη γη θα είναι συγχωρημένο και στους ουρανούς». Τότε έδωσε στους μαθητές του την εντολή να μην πουν σε κανένα πως αυτός είναι ο Μεσσίας. Από τότε άρχισε ο Ιησούς να φανερώνει στους μαθητές του πως πρέπει να πάει στα Ιεροσόλυμα και να πάθει πολλά από τους πρεσβυτέρους και τους αρχιερείς και τους γραμματείς και να θανατωθεί και ν’ αναστηθεί την τρίτη μέρα. Ο Πέτρος τον πήρε κατά μέρος κι άρχισε να τον μαλώνει και να του λέει: «Θεός φυλάξοι, Κύριε! Να μη σου συμβεί αυτό!» Τότε ο Ιησούς γύρισε και του είπε: «Φύγε από μπροστά μου, σατανά! Εσύ μου γίνεσαι εμπόδιο, γιατί δε σκέφτεσαι όπως θέλει ο Θεός, αλλά όπως θέλουν οι άνθρωποι». Τότε ο Ιησούς είπε στους μαθητές του: «Όποιος θέλει να με ακολουθήσει, ας απαρνηθεί τον εαυτό του, ας σηκώσει το σταυρό του κι ας με ακολουθεί. Γιατί όποιος θέλει να σώσει τη ζωή του θα τη χάσει· όποιος όμως εξαιτίας μου χάσει τη ζωή του, θα τη βρει. Τι ωφελείται ο άνθρωπος, αν κερδίσει ολόκληρο τον κόσμο, χάσει όμως τη ζωή του; Ή τι μπορεί να δώσει ο άνθρωπος αντάλλαγμα για τη ζωή του; Γιατί ο Υιός του Ανθρώπου θα έρθει με όλη τη λαμπρότητα του Πατέρα του μαζί με τους αγγέλους του, και τότε θα ανταμείψει τον καθένα ανάλογα με τις πράξεις του. »Σας βεβαιώνω πως υπάρχουν μερικοί ανάμεσα σ’ αυτούς που βρίσκονται εδώ, οι οποίοι δε θα γευτούν το θάνατο, πριν δουν τον Υιό του Ανθρώπου να έρχεται στη βασιλεία του». Ύστερα από έξι μέρες, παίρνει ο Ιησούς μαζί του τον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, τον αδερφό του, και τους ανεβάζει σ’ ένα ψηλό βουνό. Εκεί μεταμορφώθηκε μπροστά τους· έλαμψε το πρόσωπό του σαν τον ήλιο και τα ενδύματά του έγιναν άσπρα σαν το φως. Τότε εμφανίστηκε σ’ αυτούς ο Μωυσής και ο Ηλίας, και συνομιλούσαν με τον Ιησού. «Κύριε, είναι ωραία να μείνουμε εδώ!» είπε ο Πέτρος στον Ιησού. «Να κάνουμε, αν θέλεις, εδώ τρεις σκηνές: μια για σένα, μια για το Μωυσή και μια για τον Ηλία». Ενώ μιλούσε ακόμα, ένα φωτεινό σύννεφο τους σκέπασε, και μέσα από το σύννεφο ακούστηκε μια φωνή που έλεγε: «Αυτός είναι ο αγαπημένος μου Υιός, ο εκλεκτός μου· αυτόν να ακούτε». Όταν το άκουσαν οι μαθητές, έπεσαν με το πρόσωπο στη γη και φοβήθηκαν πολύ. Τους πλησίασε τότε ο Ιησούς, τους άγγιξε και τους είπε: «Σηκωθείτε και μη φοβόσαστε». Σήκωσαν τότε τα μάτια τους και δεν είδαν κανέναν άλλο, παρά τον ίδιο τον Ιησού μόνο του. Ενώ κατέβαιναν από το βουνό, τούς πρόσταξε: «Μην πείτε σε κανέναν αυτό που είδατε, ώσπου ν’ αναστηθεί ο Υιός του Ανθρώπου από τους νεκρούς». Οι μαθητές τον ρώτησαν: «Γιατί οι γραμματείς λένε πως πρέπει να έρθει πρώτα ο Ηλίας;» Αυτός απάντησε: «Πρώτα θα έρθει ο Ηλίας και θα τα αποκαταστήσει όλα. Σας βεβαιώνω όμως πως ο Ηλίας ήρθε κιόλας, μα δεν τον αναγνώρισαν, και του έκαναν ό,τι ήθελαν. Έτσι κι ο Υιός του Ανθρώπου μέλλει να πάθει απ’ αυτούς». Τότε κατάλαβαν οι μαθητές πως τους μίλησε για τον Ιωάννη το Βαπτιστή. Όταν έφτασαν στο πλήθος, τον πλησίασε ένας άνθρωπος, γονάτισε μπροστά του και του είπε: «Κύριε, σπλαχνίσου το γιο μου, γιατί είναι επιληπτικός και υποφέρει· πολλές φορές μάλιστα πέφτει στη φωτιά και στο νερό. Τον έφερα στους μαθητές σου, αλλά δεν μπόρεσαν να τον θεραπεύσουν». Ο Ιησούς απάντησε: «Γενιά άπιστη και διεφθαρμένη, ως πότε θα είμαι μαζί σας; Ως πότε θα σας ανέχομαι; Φέρτε τον μου εδώ». Ο Ιησούς επιτίμησε το δαιμόνιο, και βγήκε απ’ αυτόν· από κείνη την ώρα το παιδί γιατρεύτηκε. Πήγαν τότε ιδιαιτέρως στον Ιησού οι μαθητές και τον ρώτησαν: «Γιατί εμείς δεν μπορέσαμε να το βγάλουμε;» «Εξαιτίας της απιστίας σας», τους είπε ο Ιησούς. «Σας βεβαιώνω πως, αν έχετε πίστη έστω και σαν κόκκο σιναπιού, θα λέτε σ’ αυτό το βουνό “πήγαινε από ’δω εκεί”, και θα πηγαίνει· και τίποτα δε θα είναι αδύνατο για σας. Αυτό το δαιμονικό γένος δε βγαίνει παρά μόνο με προσευχή και νηστεία». Ενώ οι μαθητές περιέρχονταν τη Γαλιλαία, τους είπε ο Ιησούς: «Ο Υιός του Ανθρώπου πρόκειται να παραδοθεί σε χέρια ανθρώπων· θα τον θανατώσουν, και την τρίτη μέρα θα αναστηθεί». Και λυπήθηκαν πάρα πολύ. Όταν έφτασαν στην Καπερναούμ, ήρθαν στον Πέτρο οι εισπράκτορες του φόρου για το ναό και του είπαν: «Ο δάσκαλός σας δεν πληρώνει τις δύο δραχμές του φόρου;» Λέει: «Ναι, πληρώνει». Μόλις μπήκε στο σπίτι, και πριν πει τίποτα, τον πρόλαβε ο Ιησούς και του είπε: «Τι γνώμη έχεις, Σίμων; Οι βασιλιάδες της γης από ποιους εισπράττουν τέλη ή φόρο; Από τους δικούς τους ή από τους ξένους;» Κι όταν του είπε ο Πέτρος «από τους ξένους», ο Ιησούς του λέει: «Συνεπώς απαλλάσσονται οι δικοί τους. Για να μην τους σκανδαλίσουμε όμως, πήγαινε στη λίμνη, ρίξε τ’ αγκίστρι και πάρε το πρώτο ψάρι που θα βγάλεις· άνοιξε το στόμα του και θα βρεις μέσα ένα τετράδραχμο· πάρ’ το και δώσ’ τους το, για μένα και για σένα». Εκείνη την ώρα, πήγαν οι μαθητές στον Ιησού και τον ρώτησαν: «Ποιος είναι άραγε ανώτερος στη βασιλεία του Θεού;» Ο Ιησούς φώναξε τότε ένα παιδάκι, το ’βαλε να σταθεί ανάμεσά τους και είπε: «Σας βεβαιώνω πως αν δεν αλλάξετε κι αν δε γίνετε σαν τα παιδιά, δε θα μπείτε στη βασιλεία του Θεού. Όποιος λοιπόν ταπεινώσει τον εαυτό του σαν αυτό το παιδί, αυτός είναι ο ανώτερος στη βασιλεία του Θεού. Και όποιος δεχτεί ένα τέτοιο παιδί στο όνομά μου, δέχεται εμένα τον ίδιο. »Όποιος γίνει αφορμή να κλονιστεί ένας απ’ αυτούς τους μικρούς που πιστεύουν σ’ εμένα, είναι προτιμότερο γι’ αυτόν να κρεμάσει μια μυλόπετρα στο λαιμό του και να καταποντιστεί στη θάλασσα. Αλίμονο στον κόσμο για τα σκάνδαλα που έχει ν’ αντιμετωπίσει. Γιατί αναγκαστικά θα έρθουν τα σκάνδαλα· μα αλίμονο στον άνθρωπο που προκαλεί το σκάνδαλο. Αν σε σκανδαλίζει κάτι τόσο σπουδαίο σαν το χέρι σου ή το πόδι σου, κόψε τα και πέταξέ τα. Γιατί είναι προτιμότερο για σένα να μπεις στην αληθινή ζωή κουλός ή κουτσός, παρά να έχεις δύο χέρια ή δύο πόδια και να σε ρίξουν στην αιώνια κόλαση. Κι αν κάτι τόσο σπουδαίο σαν το μάτι σου σε σκανδαλίζει, βγάλ’ το και πέταξέ το. Γιατί είναι προτιμότερο για σένα να μπεις μονόφθαλμος στην αληθινή ζωή, παρά να έχεις μάτια και να σε ρίξουν στην πύρινη κόλαση. »Προσέξτε, μην περιφρονήσετε κανένα απ’ αυτούς τους μικρούς, γιατί σας βεβαιώνω πως οι άγγελοί τους στον ουρανό βλέπουν συνεχώς το πρόσωπο του ουράνιου Πατέρα μου. Γιατί ο Υιός του Ανθρώπου ήρθε να σώσει τους πλανεμένους». «Τι νομίζετε; αν κάποιος έχει εκατό πρόβατα και του χαθεί απ’ αυτά το ένα, δε θ’ αφήσει τα ενενήντα εννιά στα βουνά για να πάει ν’ αναζητήσει το χαμένο; Κι όταν το βρει, σας βεβαιώνω πως χαίρεται πιο πολύ γι’ αυτό, παρά για τα ενενήντα εννιά που δεν έχουν χαθεί. Έτσι ο ουράνιος Πατέρας σας δε θέλει να χαθεί ούτε ένας απ’ αυτούς τους μικρούς». «Αν σφάλει απέναντί σου ο αδερφός σου, πήγαινε κι επίπληξέ τον χωρίς να είναι άλλος μπροστά. Αν σε ακούσει, τον κέρδισες. Αν όμως δε σ’ ακούσει, πάρε μαζί σου ακόμα έναν ή δύο άλλους, για να μπορεί ν’ αποδειχθεί ό,τι ειπωθεί, αφού θα το βεβαιώνουν δύο ή τρεις μάρτυρες. Αν κι αυτούς δεν τους ακούσει, πες το στη συνάθροιση της εκκλησίας· κι αν παρακούσει και την εκκλησία, τότε πια ας είναι για σένα όπως ο ειδωλολάτρης ή ο τελώνης. »Σας βεβαιώνω πως ό,τι κρατήσετε ασυγχώρητο στη γη, θα είναι ασυγχώρητο και στον ουρανό· και ό,τι συγχωρήσετε στη γη, θα είναι συγχωρημένο και στον ουρανό. Σας βεβαιώνω επίσης πως αν δύο από σας συμφωνήσουν στη γη για ένα πράγμα που θα ζητήσουν, ο ουράνιος Πατέρας μου θα τους το κάνει. Γιατί όπου είναι συναγμένοι δύο ή τρεις στο όνομά μου, εκεί είμαι κι εγώ ανάμεσά τους». Τότε πήγε ο Πέτρος και του είπε: «Κύριε, πόσες φορές θα σφάλει σ’ εμένα ο αδερφός μου και θα τον συγχωρήσω; Ως εφτά φορές;» Του λέει ο Ιησούς: «Δε σου λέω ως εφτά, αλλά ως εβδομήντα φορές εφτά». «Γι’ αυτό η βασιλεία των ουρανών μοιάζει μ’ ένα βασιλιά, που θέλησε να του αποδώσουν λογαριασμό οι δούλοι του. Μόλις άρχισε να κάνει το λογαριασμό, του φέρανε κάποιον που όφειλε δέκα χιλιάδες τάλαντα. Επειδή δεν μπορούσε να τα επιστρέψει, ο κύριός του διέταξε να πουλήσουν τον ίδιο, τη γυναίκα του, τα παιδιά του κι όλα τα υπάρχοντά του και να του δώσουν το ποσό από την πώληση. Ο δούλος τότε έπεσε στα πόδια του, τον προσκυνούσε κι έλεγε: “δείξε μου μακροθυμία και θα σου τα δώσω όλα τα χρέη μου πίσω”. Τον λυπήθηκε λοιπόν ο κύριός του εκείνον το δούλο και τον άφησε να φύγει· του χάρισε μάλιστα και το χρέος. Βγαίνοντας έξω ο ίδιος δούλος, βρήκε έναν από τους συνδούλους του, που του όφειλε μόνο εκατό δηνάρια· τον έπιασε και τον έσφιγγε να τον πνίξει λέγοντάς του: “ξόφλησέ μου αυτά που μου χρωστάς”. Ο σύνδουλός του τότε έπεσε στα πόδια του και τον παρακαλούσε: “δείξε μου μακροθυμία, και θα σου τα ξεπληρώσω”. Εκείνος όμως δε δεχόταν, αλλά πήγε και τον έβαλε στη φυλακή, ώσπου να ξεπληρώσει ό,τι του χρωστούσε. Όταν το είδαν αυτό οι σύνδουλοί του, λυπήθηκαν πάρα πολύ, και πήγαν και διηγήθηκαν στον κύριό τους όλα όσα έγιναν. Τότε ο κύριος τον κάλεσε και του λέει: “κακέ δούλε, σου χάρισα όλο εκείνο το χρέος, επειδή με παρακάλεσες· δεν έπρεπε κι εσύ να σπλαχνιστείς το σύνδουλό σου, όπως κι εγώ σπλαχνίστηκα εσένα;” Και οργισμένος τον παρέδωσε στους βασανιστές, ώσπου να ξεπληρώσει όσα του χρωστούσε. Έτσι θα κάνει και σ’ εσάς ο ουράνιος Πατέρας μου, αν ο καθένας σας δε συγχωρεί τα παραπτώματα του αδερφού του μ’ όλη του την καρδιά». Όταν ο Ιησούς τελείωσε αυτά τα λόγια, αναχώρησε από τη Γαλιλαία και ήρθε στα σύνορα της Ιουδαίας, στην απέναντι όχθη του Ιορδάνη. Πλήθος πολύ τον ακολούθησε, κι εκεί τους θεράπευσε. Τον πλησίασαν τότε οι Φαρισαίοι και, για να τον φέρουν σε δύσκολη θέση, του είπαν: «Επιτρέπεται να χωρίσει κανείς τη γυναίκα του για οποιονδήποτε λόγο;» Κι αυτός τους απάντησε: «Δε διαβάσατε πως ο δημιουργός από την αρχή τούς έκανε άντρα και γυναίκα; Και είπε, γι’ αυτό θα εγκαταλείψει ο άντρας τον πατέρα του και τη μητέρα του και θα ενωθεί με τη γυναίκα του, και θα γίνουν οι δύο ένας άνθρωπος. Συνεπώς δεν είναι πια δύο αλλά ένας άνθρωπος. Ό,τι λοιπόν συνένωσε ο Θεός, δεν πρέπει να το χωρίζει ο άνθρωπος». Του λένε: «Γιατί τότε ο Μωυσής πρόσταξε να της δίνει γραπτό διαζύγιο και να τη χωρίζει;» Τους λέει: «Ο Μωυσής επέτρεψε να χωρίζετε τις γυναίκες σας, γιατί είστε σκληρόκαρδοι· αρχικά όμως δεν ήταν έτσι τα πράγματα. Σας βεβαιώνω πως όποιος χωρίσει τη γυναίκα του, για άλλον λόγο εκτός από πορνεία, και παντρευτεί άλλη, διαπράττει μοιχεία. Αλλά και όποιος παντρευτεί χωρισμένη γυναίκα διαπράττει μοιχεία». Του λένε τότε οι μαθητές του: «Αν τέτοια είναι η σχέση του άντρα με τη γυναίκα, καλύτερα να μην παντρευτεί κανείς». Κι αυτός τους είπε: «Αυτό δεν το μπορούν όλοι, αλλά μόνο εκείνοι που τους το έδωσε ο Θεός. Υπάρχουν ευνούχοι που γεννήθηκαν έτσι από τη μάνα τους, υπάρχουν ευνούχοι που τους ευνούχισαν οι άνθρωποι, και υπάρχουν ευνούχοι που μόνοι τους ευνουχίστηκαν, για χάρη της βασιλείας των ουρανών. Όποιος μπορεί να βαδίζει αυτόν το δρόμο ας τον βαδίσει». Έφεραν τότε στον Ιησού παιδιά για να τα ευλογήσει βάζοντας τα χέρια του πάνω τους και να προσευχηθεί γι’ αυτά, αλλά οι μαθητές τους μάλωσαν. Ο Ιησούς όμως είπε: «Αφήστε τα παιδιά και μην τα εμποδίζετε να ’ρθούν κοντά μου, γιατί η βασιλεία του Θεού ανήκει σε ανθρώπους που είναι σαν κι αυτά». Κι αφού τα ευλόγησε, έφυγε από ’κει. Πλησίασε κάποιος τον Ιησού και τον ρώτησε: «Αγαθέ Διδάσκαλε, τι καλό να κάνω για ν’ αποκτήσω αιώνια ζωή;» Ο Ιησούς του είπε: «Γιατί με ονομάζεις αγαθό; Κανένας δεν είναι αγαθός, παρά μόνο ένας, ο Θεός. Αν θέλεις πάντως να μπεις στη ζωή, τήρησε τις εντολές». «Ποιες;» του λέει. Κι ο Ιησούς είπε: «Το μη σκοτώσεις, μη μοιχεύσεις, μην κλέψεις, μην ψευδομαρτυρήσεις, τίμα τον πατέρα και τη μητέρα σου και αγάπα τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου ». «Όλα αυτά τα τηρώ από πολύ μικρός», του λέει ο νεαρός. «Σε τι ακόμα υστερώ;» Ο Ιησούς του απάντησε: «Αν θέλεις να γίνεις τέλειος, πήγαινε πούλησε τα υπάρχοντά σου και δώσε τα χρήματα στους φτωχούς, και θα έχεις θησαυρό κοντά στο Θεό· κι έλα να με ακολουθήσεις». Μόλις άκουσε την απάντηση ο νεαρός, έφυγε λυπημένος, γιατί είχε μεγάλη περιουσία. Τότε ο Ιησούς είπε στους μαθητές του: «Σας βεβαιώνω πως δύσκολα θα μπει πλούσιος στη βασιλεία του Θεού. Και σας το επαναλαμβάνω: Είναι ευκολότερο να περάσει καμήλα από βελονότρυπα, παρά να μπει πλούσιος στη βασιλεία του Θεού». Όταν τ’ άκουσαν οι μαθητές του, ένιωσαν μεγάλη κατάπληξη κι έλεγαν: «Τότε ποιος μπορεί να σωθεί;» Ο Ιησούς τους κοίταξε και είπε: «Αυτό είναι αδύνατο για τους ανθρώπους· για το Θεό όμως όλα είναι δυνατά». Μίλησε τότε ο Πέτρος και του είπε: «Να, εμείς αφήσαμε τα πάντα και σε ακολουθήσαμε. Τι θα γίνει μ’ εμάς;» Κι ο Ιησούς τους απάντησε: «Σας βεβαιώνω πως εσείς που με ακολουθήσατε, όταν θα καθίσει ο Υιός του Ανθρώπου στο μεγαλόπρεπο θρόνο του, στον καινούριο κόσμο, θα καθίσετε κι εσείς σε δώδεκα θρόνους, για να κρίνετε τις δώδεκα φυλές του Ισραήλ. Κι όποιος άφησε σπίτια ή αδερφούς ή αδερφές ή πατέρα ή μητέρα ή γυναίκα ή παιδιά ή χωράφια για χάρη μου, θα πάρει εκατό φορές περισσότερα και θα κληρονομήσει την αιώνια ζωή. Πολλοί θα βρεθούν από πρώτοι τελευταίοι, κι άλλοι από τελευταίοι πρώτοι». «Η βασιλεία των ουρανών μοιάζει μ’ έναν γαιοκτήμονα, που βγήκε νωρίς το πρωί να προσλάβει εργάτες για το αμπέλι του. Συμφώνησε με τους εργάτες να τους πληρώσει ένα δηνάριο την ημέρα, και τους έστειλε στο αμπέλι του. Όταν γύρω στις εννιά βγήκε στην αγορά, είδε άλλους να στέκονται εκεί χωρίς δουλειά, και τους είπε: “πηγαίνετε και εσείς στο αμπέλι και θα σας δώσω ό,τι είναι δίκαιο”. Έφυγαν κι αυτοί για το αμπέλι. Όταν ξαναβγήκε κατά τις δώδεκα και κατά τις τρεις, έκανε το ίδιο. Κατά τις πέντε, βγήκε και βρήκε κι άλλους να κάθονται, και τους ρωτάει: “γιατί κάθεστε εδώ άνεργοι όλη την ημέρα;” “Κανένας δε μας πήρε στη δουλειά”, του απαντούν. “Πηγαίνετε”, τους λέει, “κι εσείς στο αμπέλι μου και θα πάρετε ό,τι δικαιούσθε”. Όταν βράδιασε, λέει ο ιδιοκτήτης του αμπελιού στο διαχειριστή του: “φώναξε τους εργάτες και πλήρωσέ τους το μεροκάματο, αρχίζοντας από τους τελευταίους ως τους πρώτους”. Ήρθαν λοιπόν αυτοί που έπιασαν δουλειά στις πέντε και πήραν από ένα δηνάριο. Ήρθαν και οι πρώτοι και νόμισαν πως θα πάρουν περισσότερα· πήραν όμως κι αυτοί από ένα δηνάριο. Όταν το πήραν, άρχισαν να διαμαρτύρονται εναντίον του γαιοκτήμονα: “αυτοί οι τελευταίοι”, έλεγαν, “εργάστηκαν μία ώρα και τους εξίσωσες μ’ εμάς, που υπομείναμε το μόχθο και τον καύσωνα μιας ολόκληρης μέρας;” Εκείνος όμως γύρισε σ’ έναν απ’ αυτούς και του είπε: “φίλε, δε σε αδικώ· δε συμφώνησες μαζί μου ένα δηνάριο; Πάρ’ το και πήγαινε. Εγώ θέλω να πληρώσω αυτόν που ήρθε τελευταίος όσο κι εσένα. Δεν μπορώ τα λεφτά μου να τα κάνω ό,τι θέλω; Ή μήπως επειδή είμαι καλός, αυτό προκαλεί τη ζήλεια σου;” Έτσι θα βρεθούν οι τελευταίοι πρώτοι και οι πρώτοι τελευταίοι. Γιατί πολλοί είναι οι καλεσμένοι, λίγοι όμως οι εκλεκτοί». Καθώς ανέβαινε ο Ιησούς προς τα Ιεροσόλυμα, πήρε ιδιαιτέρως τους δώδεκα μαθητές και πηγαίνοντας τους είπε: «Ακούστε· τώρα που ανεβαίνουμε στα Ιεροσόλυμα, ο Υιός του Ανθρώπου θα παραδοθεί στους αρχιερείς και στους γραμματείς και θα τον καταδικάσουν σε θάνατο. Θα τον παραδώσουν στους εθνικούς για να τον περιγελάσουν, να τον μαστιγώσουν και να τον σταυρώσουν· όμως την τρίτη μέρα αυτός θ’ αναστηθεί». Τον πλησίασε τότε η μητέρα των γιων του Ζεβεδαίου με τους γιους της και τον προσκύνησε ζητώντας του μια χάρη. «Τι θέλεις;» τη ρώτησε. Εκείνη του λέει: «Πες να καθίσουν αυτοί οι δυο γιοι μου στη βασιλεία σου ένας στα δεξιά σου κι ένας στ’ αριστερά σου». Ο Ιησούς αποκρίθηκε: «Δεν ξέρετε τι ζητάτε. Μπορείτε να πιείτε το ποτήρι του πάθους που θα πιω εγώ ή να βαφτιστείτε με το βάπτισμα με το οποίο θα βαφτιστώ εγώ;» Του λένε: «Μπορούμε». Τους απαντάει: «Το ποτήρι μου θα το πιείτε, και με το βάπτισμα των παθημάτων μου με το οποίο θα βαφτιστώ εγώ θα βαφτιστείτε. Το να καθίσετε όμως στα δεξιά μου και στ’ αριστερά μου δεν μπορώ να σας το δώσω εγώ, αλλά θα δοθεί σ’ εκείνους για τους οποίους έχει ετοιμαστεί από τον Πατέρα μου». Όταν το άκουσαν αυτό οι υπόλοιποι δέκα μαθητές, αγανάκτησαν με τους δύο αδερφούς. Τότε ο Ιησούς τους κάλεσε και τους είπε: «Ξέρετε ότι οι ηγέτες των εθνών ασκούν απόλυτη εξουσία πάνω τους και οι άρχοντες τα καταδυναστεύουν. Σ’ εσάς όμως δεν πρέπει να συμβαίνει αυτό, αλλά όποιος θέλει να γίνει μεγάλος ανάμεσά σας, πρέπει να γίνει υπηρέτης σας· κι όποιος από σας θέλει να είναι πρώτος, πρέπει να γίνει δούλος σας. Όπως κι ο Υιός του Ανθρώπου δεν ήρθε για να τον υπηρετήσουν, αλλά για να υπηρετήσει και να προσφέρει τη ζωή του λύτρο για όλους». Όταν έβγαιναν από την Ιεριχώ, τους ακολούθησε πολύς κόσμος. Δύο τυφλοί, που κάθονταν στην άκρη του δρόμου και άκουσαν πως περνάει ο Ιησούς, άρχισαν να φωνάζουν: «Κύριε, Υιέ του Δαβίδ, σπλαχνίσου μας!» Ο κόσμος τους μάλωνε να σωπάσουν. Αυτοί όμως φώναζαν ακόμα πιο δυνατά: «Κύριε, Υιέ του Δαβίδ, σπλαχνίσου μας!» Ο Ιησούς στάθηκε, τους φώναξε και τους είπε: «Τι θέλετε να σας κάνω;» «Κύριε», του λένε, «ν’ ανοίξουν τα μάτια μας». Ο Ιησούς τους σπλαχνίστηκε· άγγιξε τα μάτια τους, κι αμέσως απέκτησαν το φως τους και τον ακολουθούσαν. Όταν πλησίαζαν στα Ιεροσόλυμα κι έφτασαν στην Βηθσφαγή, κοντά στο όρος των Ελαιών, ο Ιησούς έστειλε δύο μαθητές λέγοντάς τους: «Να πάτε στο χωριό που είναι απέναντί σας, και θα βρείτε αμέσως ένα θηλυκό γαϊδούρι δεμένο, μαζί με το πουλάρι του. Να τα λύσετε και να μου τα φέρετε. Κι αν σας πει κανένας τίποτε, να του πείτε πως το χρειάζεται ο Κύριος. Κι αυτός θα τα στείλει αμέσως». Αυτά έγιναν για να εκπληρωθεί εκείνο που είχε πει ο Θεός με τα λόγια του προφήτη: Πέστε στην πόλη της Σιών: Έρχεται σ’ εσένα ο βασιλιάς σου πράος, καβάλα πάνω σε γαϊδούρι, πάνω σε πουλάρι, γέννημα υποζυγίου. Οι μαθητές πήγαν κι έκαναν όπως τους πρόσταξε ο Ιησούς: Έφεραν το γαϊδούρι και το πουλάρι του, έβαλαν πάνω τους τα ρούχα τους κι εκείνος κάθισε πάνω σ’ αυτά. Οι πιο πολλοί από το πλήθος έστρωναν τα ρούχα τους στο δρόμο, ενώ άλλοι έκοβαν κι έστρωναν κλαδιά από τα δέντρα. Και το πλήθος, όσοι βάδιζαν μπροστά του κι όσοι ακολουθούσαν, κραύγαζαν: Δόξα στον Υιό του Δαβίδ! Ευλογημένος αυτός που έρχεται σταλμένος από τον Κύριο! Δόξα στον ύψιστο Θεό! Όταν μπήκε στα Ιεροσόλυμα, αναστατώθηκε όλη η πόλη. «Ποιος είναι αυτός;» ρωτούσαν. Το πλήθος έλεγε: «Αυτός είναι ο προφήτης Ιησούς, από τη Ναζαρέτ της Γαλιλαίας». Ο Ιησούς μπήκε στο ναό του Θεού κι έδιωξε όλους αυτούς που πουλούσαν και αγόραζαν στο χώρο του ναού, και αναποδογύρισε τα τραπέζια των αργυραμοιβών και τα καθίσματα αυτών που πουλούσαν περιστέρια. Και τους είπε: «Η Γραφή λέει: Ο οίκος μου πρέπει να είναι οίκος προσευχής· εσείς όμως τον κάνατε σπήλαιο ληστών». Εκεί στο ναό τον πλησίασαν κουτσοί και τυφλοί, και τους θεράπευσε. Όταν είδαν οι αρχιερείς και οι γραμματείς τα θαύματα που έκανε, και τα παιδιά να φωνάζουν μέσα στο ναό και να λένε «δόξα στον Υιό του Δαβίδ», αγανάκτησαν και του έλεγαν: «Δεν ακούς τι λένε αυτοί;» «Και βέβαια τ’ άκουσα», τους απάντησε ο Ιησούς. «Αλλά κι εσείς δε διαβάσατε ποτέ στην Γραφή, πως από το στόμα των νηπίων και των βρεφών έκανες να βγει τέλειος ύμνος;» Τους άφησε και βγήκε έξω από την πόλη, στην Βηθανία, και διανυκτέρευσε εκεί. Ξαναπηγαίνοντας ο Ιησούς το πρωί στην πόλη, πείνασε. Βλέποντας στο δρόμο μια συκιά, ήρθε κοντά της, μα δε βρήκε παρά μόνο φύλλα· και της λέει: «Ποτέ πια να μην ξαναβγάλεις καρπό!» Κι αμέσως ξεράθηκε η συκιά. Όταν το είδαν οι μαθητές, απόρησαν και είπαν: «Πώς ξεράθηκε αμέσως η συκιά;» Ο Ιησούς τους αποκρίθηκε: «Σας βεβαιώνω, αν έχετε πίστη χωρίς ν’ αμφιβάλλετε, όχι μόνο θα κάνετε το θαύμα με τη συκιά, αλλά κι αν πείτε σ’ αυτό το βουνό, “σήκω και πέσε στη θάλασσα”, θα γίνει. Κι όλα όσα ζητήσετε στην προσευχή με πίστη, θα τα λάβετε». Όταν ο Ιησούς ήρθε στο ναό και δίδασκε, τον πλησίασαν οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι του λαού και του είπαν: «Με ποια εξουσία τα κάνεις αυτά; Και ποιος σου έδωσε αυτή την εξουσία;» Τους αποκρίθηκε ο Ιησούς: «Θα σας κάνω κι εγώ μια ερώτηση· αν μου απαντήσετε, θα σας πω κι εγώ με ποια εξουσία τα κάνω αυτά: Το βάπτισμα του Ιωάννη από πού προερχόταν; από το Θεό ή από τους ανθρώπους;» Αυτοί συζητούσαν μεταξύ τους κι έλεγαν: «Αν πούμε “από το Θεό”, θα μας πει, “γιατί τότε δεν το πιστέψατε;” Αν πάλι πούμε, “από τους ανθρώπους”, φοβόμαστε τον κόσμο, γιατί όλοι τον Ιωάννη τον θεωρούν προφήτη». Απάντησαν, λοιπόν, στον Ιησού: «Δεν ξέρουμε». Τους είπε κι εκείνος: «Ούτε κι εγώ σας λέω με ποια εξουσία τα κάνω αυτά». «Τι γνώμη έχετε τώρα γι’ αυτό που θα σας πω: Κάποιος είχε δύο παιδιά. Πάει λοιπόν στον πρώτο και του λέει: “παιδί μου, πήγαινε σήμερα κι εργάσου στο αμπέλι”. Αυτός του είπε: “δε θέλω”. Ύστερα όμως μετάνιωσε και πήγε. Πάει και στον δεύτερο και του λέει τα ίδια. Εκείνος του αποκρίθηκε: “μάλιστα, κύριε”, αλλά δεν πήγε. Ποιος από τους δύο έκανε το θέλημα του πατέρα του;» «Ο πρώτος», του απαντούν. Τους λέει ο Ιησούς: «Σας βεβαιώνω πως οι τελώνες και οι πόρνες θα μπουν πριν από σας στη βασιλεία του Θεού. Ήρθε σ’ εσάς ο Ιωάννης κηρύττοντας την οδό της σωτηρίας, και δεν τον πιστέψατε· οι τελώνες όμως και οι πόρνες τον πίστεψαν. Κι εσείς, παρ’ όλο που τους είδατε, δε μετανοήσατε ούτε τότε για να τον πιστέψετε». «Ακούστε άλλη μια παραβολή: Ένας γαιοκτήμονας φύτεψε ένα αμπέλι, το περίφραξε, έσκαψε σ’ αυτό πατητήρι, έχτισε πύργο, το νοίκιασε σε γεωργούς και έφυγε για άλλον τόπο. Όταν πλησίαζε η εποχή της καρποφορίας, έστειλε τους δούλους του στους γεωργούς να πάρουν το μερίδιό του από τους καρπούς. Οι γεωργοί όμως έπιασαν τους δούλους του, κι άλλον τον έδειραν, άλλον τον σκότωσαν κι άλλον τον λιθοβόλησαν. Ξανάστειλε άλλους δούλους, περισσότερους από τους πρώτους και τους έκαναν τα ίδια. Τελευταίον τους έστειλε το γιο του με τη σκέψη: “θα σεβαστούν το γιο μου”. Οι γεωργοί όμως, όταν είδαν το γιο, είπαν μεταξύ τους: “αυτός είναι ο κληρονόμος. Εμπρός, ας τον σκοτώσουμε και ας αρπάξουμε την κληρονομιά του”. Τον έπιασαν, λοιπόν, τον έβγαλαν έξω από τ’ αμπέλι και τον σκότωσαν. Όταν λοιπόν έρθει ο ιδιοκτήτης του αμπελιού, τι θα κάνει σ’ εκείνους τους γεωργούς;» «Είναι κακοί», του λένε. «Γι’ αυτό θα τους εξολοθρεύσει με το χειρότερο τρόπο και θα νοικιάσει το αμπέλι σ’ άλλους γεωργούς, που θα του δίνουν τους καρπούς στην εποχή τους». Τους λέει ο Ιησούς: «Ποτέ δε διαβάσατε στις Γραφές; Ο λίθος που τον πέταξαν σαν άχρηστον οι οικοδόμοι, αυτός έγινε αγκωνάρι· ο Κύριος το έκανε αυτό, και είν’ αξιοθαύμαστο στα μάτια μας». Οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι άκουσαν τις παραβολές του και κατάλαβαν πως μιλάει γι’ αυτούς. Κι ενώ ήθελαν να τον πιάσουν, φοβήθηκαν τα πλήθη, γιατί τον πίστευαν για προφήτη. Ο Ιησούς τους μίλησε πάλι με παραβολές και τους είπε: «Η βασιλεία των ουρανών μοιάζει μ’ ένα βασιλιά, που έκανε το γάμο του γιου του. Έστειλε τους δούλους του να φωνάξουν τους καλεσμένους στο γάμο, εκείνοι όμως δεν ήθελαν να έρθουν. Έστειλε ξανά άλλους δούλους λέγοντάς τους: “να πείτε στους καλεσμένους: έχω ετοιμάσει το γεύμα, έχω σφάξει τους ταύρους και τα θρεφτάρια, κι όλα είναι έτοιμα· ελάτε στο γάμο”. Οι καλεσμένοι όμως αδιαφόρησαν και πήγαν άλλος στο χωράφι του κι άλλος στο εμπόριό του. Οι υπόλοιποι έπιασαν τους δούλους του, τους κακοποίησαν και τους σκότωσαν. Όταν το άκουσε ο βασιλιάς εκείνος, θύμωσε· έστειλε το στρατό του κι αφάνισε εκείνους τους φονιάδες και πυρπόλησε την πόλη τους. Τότε λέει στους δούλους του: “το τραπέζι του γάμου είναι έτοιμο, μα οι καλεσμένοι δε φάνηκαν άξιοι. Πηγαίνετε, λοιπόν, στα σταυροδρόμια κι όσους βρείτε καλέστε τους στους γάμους”. Βγήκαν τότε οι δούλοι στους δρόμους και μάζεψαν όλους όσους βρήκαν, κακούς και καλούς. Η αίθουσα του γάμου γέμισε από συνδαιτυμόνες. Μπήκε κι ο βασιλιάς για να δει τους συνδαιτυμόνες, κι εκεί είδε κάποιον που δεν ήταν ντυμένος με τη γαμήλια φορεσιά. “Φίλε”, του λέει, “πώς μπήκες εδώ χωρίς το κατάλληλο ντύσιμο;” Εκείνος έχασε τη λαλιά του. Τότε ο βασιλιάς είπε στους υπηρέτες: “δέστε του τα πόδια και τα χέρια και πάρτε τον και βγάλτε τον έξω στο σκοτάδι”· εκεί θα κλαίει και θα τρίζει τα δόντια του. Γιατί πολλοί είναι οι καλεσμένοι, λίγοι όμως οι εκλεκτοί». Τότε πήγαν οι Φαρισαίοι κι έκαναν σύσκεψη πώς να τον παγιδέψουν με ερωτήσεις. Έστειλαν, λοιπόν, τους μαθητές τους μαζί με τους Ηρωδιανούς και του είπαν: «Διδάσκαλε, ξέρουμε πως λες την αλήθεια και διδάσκεις αληθινά το θέλημα του Θεού, και δε φοβάσαι κανέναν γιατί δεν υπολογίζεις σε πρόσωπα. Πες μας, λοιπόν, τι γνώμη έχεις; Επιτρέπεται να πληρώνουμε φόρο στον αυτοκράτορα ή όχι;» Ο Ιησούς κατάλαβε την πονηριά τους και τους είπε: «Γιατί προσπαθείτε να με παγιδέψετε, υποκριτές; Δείξτε μου το νόμισμα που πληρώνουμε για φόρο». Εκείνοι του έφεραν ένα δηνάριο. «Ποιανού είναι αυτή η εικόνα και η επιγραφή;» τους ρωτάει. «Του αυτοκράτορα», του απαντούν. «Δώστε, λοιπόν», τους λέει, «στον αυτοκράτορα ό,τι ανήκει στον αυτοκράτορα, και στο Θεό ό,τι ανήκει στο Θεό». Όταν το άκουσαν αυτό έμειναν κατάπληκτοι και τον άφησαν κι έφυγαν. Εκείνη την ημέρα πήγαν στον Ιησού μερικοί Σαδδουκαίοι –αυτοί λένε πως δεν υπάρχει ανάσταση– και τον ρώτησαν: «Διδάσκαλε, ο Μωυσής είπε: αν κάποιος πεθάνει άτεκνος, ο αδερφός του να παντρευτεί τη χήρα του και να κάνει απογόνους για τον νεκρό αδερφό του. Ήταν σ’ εμάς εφτά αδερφοί· ο πρώτος, αφού παντρεύτηκε πέθανε και, επειδή δεν είχε παιδιά, άφησε τη γυναίκα του στον αδερφό του. Το ίδιο κι ο δεύτερος κι ο τρίτος, ως τον έβδομο. Ύστερα απ’ όλους πέθανε και η γυναίκα. Όταν λοιπόν θ’ αναστηθούν, σε ποιον από τους εφτά θ’ ανήκει αυτή η γυναίκα; Αφού όλοι την είχαν παντρευτεί». Ο Ιησούς τους αποκρίθηκε: «Βρίσκεστε σε πλάνη, γιατί ούτε τις Γραφές καταλαβαίνετε ούτε τη δύναμη του Θεού. Όταν αναστηθούν οι νεκροί, ούτε θα νυμφεύονται ούτε θα παντρεύονται, αλλά θα είναι όπως οι άγγελοι στον ουρανό. Όσο για την ανάσταση των νεκρών, δε διαβάσατε τι σας λέει ο ίδιος ο Θεός; Εγώ είμαι ο Θεός του Αβραάμ και ο Θεός του Ισαάκ και ο Θεός του Ιακώβ. Ο Θεός δεν είναι Θεός νεκρών, αλλά ζωντανών». Τα πλήθη, όταν τ’ άκουσαν έμειναν κατάπληκτοι με τη διδασκαλία του. Όταν έμαθαν οι Φαρισαίοι ότι αποστόμωσε τους Σαδδουκαίους, συγκεντρώθηκαν όλοι μαζί, και ένας απ’ αυτούς, νομοδιδάσκαλος, για να τον φέρει σε δύσκολη θέση, του έκανε το εξής ερώτημα: «Διδάσκαλε, ποια είναι η πιο μεγάλη εντολή στο νόμο;» Αυτός του απάντησε: « Ν’ αγαπάς τον Κύριο το Θεό σου μ’ όλη την καρδιά σου, μ’ όλη την ψυχή σου και μ’ όλο το νου σου. Αυτή είναι η πρώτη και πιο μεγάλη εντολή. Δεύτερη, εξίσου σπουδαία με αυτήν: ν’ αγαπάς τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου. Σ’ αυτές τις δύο εντολές συνοψίζονται όλος ο νόμος και οι προφήτες». Εκεί που ήταν συγκεντρωμένοι οι Φαρισαίοι, τους ρώτησε ο Ιησούς: «Τι νομίζετε για το Μεσσία; Ποιανού απόγονος είναι;» «Του Δαβίδ», του απαντούν. Τους λέει: «Πώς τότε ο Δαβίδ, οδηγημένος από το Πνεύμα, τον ονομάζει “Κύριο”; Λέει: Ο Κύριος είπε στον Κύριό μου: κάθισε στα δεξιά μου ώσπου να υποτάξω τους εχθρούς σου κάτω απ’ τα πόδια σου. »Αν, λοιπόν, ο Δαβίδ τον ονομάζει “Κύριο”, πώς είναι απόγονός του;» Κανένας δεν μπορούσε να του απαντήσει, ούτε τολμούσε πια κανείς από κείνη τη μέρα να του θέσει ερωτήματα. Τότε ο Ιησούς μίλησε στο πλήθος και στους μαθητές του και τους είπε: «Τη θέση του Μωυσή ως δασκάλου την πήραν οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι. Όσα λοιπόν σας λένε να τηρείτε, να τα τηρείτε και να τα πράττετε· να μην κάνετε όμως κατά τα έργα τους, γιατί λένε μόνο και δεν πράττουν. Φτιάχνουν φορτία βαριά, που δύσκολα σηκώνονται, και τα φορτώνουν στους ώμους των ανθρώπων, ενώ οι ίδιοι δε θέλουν ούτε με το δάκτυλό τους να τα κινήσουν. Όλα τα έργα τους τα πράττουν για να κάνουν καλή εντύπωση στους ανθρώπους. Πλαταίνουν τα φυλακτά τους και φαρδαίνουν τις άκρες από τα ιμάτιά τους. Τους αρέσουν οι καλύτερες θέσεις στα δείπνα και τα πρώτα καθίσματα στη συναγωγή, να τους χαιρετούν με σεβασμό στην αγορά και να τους φωνάζουν οι άνθρωποι “δάσκαλέ μου”. »Εσείς όμως να μη δεχτείτε να σας αποκαλούν “δάσκαλέ μου”. Ένας είναι ο δάσκαλός σας, ο Χριστός· κι εσείς όλοι είστε αδερφοί. Και πατέρα σας μην ονομάσετε κανέναν στη γη, γιατί ένας είναι ο Πατέρας σας: ο ουράνιος. Μην ονομαστείτε “ηγήτορες”, γιατί ο ηγήτοράς σας είναι ένας: ο Χριστός. Ο πιο σπουδαίος από σας να είναι υπηρέτης σας. Γιατί όποιος υψώσει τον εαυτό του θα ταπεινωθεί· κι όποιος ταπεινώσει τον εαυτό του θα υψωθεί». «Αλίμονό σας, γραμματείς και Φαρισαίοι, υποκριτές, γιατί κατατρώτε τις περιουσίες των χηρών, κάνετε όμως μεγάλες προσευχές για να φανείτε καλοί· γι’ αυτό η τιμωρία σας θα είναι ιδιαίτερα αυστηρή. »Αλίμονό σας, γραμματείς και Φαρισαίοι, υποκριτές, γιατί κλείνετε στους ανθρώπους το δρόμο για τη βασιλεία των ουρανών. Ούτε εσείς μπαίνετε ούτε το επιτρέπετε σ’ όσους θέλουν να μπουν. »Αλίμονό σας, γραμματείς και Φαρισαίοι, υποκριτές, γιατί τριγυρνάτε στη στεριά και στη θάλασσα για να κερδίσετε έναν προσήλυτο· κι όταν τον κερδίσετε, τον κάνετε ν’ αξίζει για την κόλαση δυο φορές παραπάνω από σας. »Αλίμονό σας, οδηγοί τυφλοί, που λέτε: “όποιος ορκιστεί στο ναό ο όρκος του δεν πιάνει, όποιος όμως ορκιστεί στο χρυσάφι του ναού πρέπει να τηρήσει τον όρκο του”. Μωροί και τυφλοί, τι είναι μεγαλύτερο: το χρυσάφι ή ο ναός που αγιάζει το χρυσάφι; Λέτε ακόμα: “όποιος ορκιστεί στο θυσιαστήριο ο όρκος του δεν πιάνει· όποιος όμως ορκιστεί στο δώρο που είναι πάνω στο θυσιαστήριο πρέπει να τηρήσει τον όρκο του”. Ανόητοι και τυφλοί, τι είναι μεγαλύτερο: το δώρο ή το θυσιαστήριο, που αγιάζει το δώρο; Όποιος λοιπόν ορκίζεται στο θυσιαστήριο, ορκίζεται σ’ αυτό και σ’ ό,τι βρίσκεται πάνω του. Κι όποιος ορκίζεται στο ναό, ορκίζεται σ’ αυτόν και σ’ εκείνον που κατοικεί μέσα. Κι όποιος ορκιστεί στον ουρανό, ορκίζεται στο θρόνο του Θεού και σ’ εκείνον που κάθεται πάνω στο θρόνο. »Αλίμονό σας, γραμματείς και Φαρισαίοι, υποκριτές, γιατί δίνετε στο ναό το ένα δέκατο από το δυόσμο, το άνηθο και το κύμινο, και δεν τηρείτε τις σπουδαιότερες εντολές του νόμου, τη δικαιοσύνη, την ευσπλαχνία και την πιστότητα. Αυτά όμως έπρεπε να κάνετε, χωρίς βέβαια να παραμελείτε κι εκείνα. Τυφλοί οδηγοί, που περνάτε από στραγγιστήρι το κουνούπι και καταπίνετε ολόκληρη καμήλα. »Αλίμονό σας, γραμματείς και Φαρισαίοι, υποκριτές, γιατί καθαρίζετε το εξωτερικό του ποτηριού και του πιάτου, το περιεχόμενό τους όμως προέρχεται από αρπαγή και αδικία. Φαρισαίε τυφλέ, καθάρισε πρώτα το εσωτερικό του ποτηριού και του πιάτου, για να έχει αξία και η εξωτερική τους καθαρότητα. »Αλίμονό σας, γραμματείς και Φαρισαίοι, υποκριτές, γιατί μοιάζετε με τάφους ασβεστωμένους, που εξωτερικά φαίνονται ωραίοι, εσωτερικά όμως είναι γεμάτοι κόκαλα νεκρών και κάθε λογής ακαθαρσία. Έτσι κι εσείς, εξωτερικά φαίνεστε ευσεβείς στους ανθρώπους, κι εσωτερικά είστε γεμάτοι υποκρισία και ανομία. »Αλίμονό σας, γραμματείς και Φαρισαίοι, υποκριτές, γιατί χτίζετε τάφους για τους προφήτες και διακοσμείτε τα μνήματα των δικαίων του Ισραήλ. “Αν ζούσαμε εμείς”, λέτε, “στην εποχή των προγόνων μας, δε θα παίρναμε μέρος μαζί τους στο φόνο των προφητών”. Έτσι ομολογείτε πως είστε απόγονοι αυτών που σκότωσαν τους προφήτες. Ολοκληρώστε λοιπόν τώρα εσείς ό,τι άρχισαν οι πρόγονοί σας. Φίδια, γεννήματα οχιάς, πώς θα ξεφύγετε από την τελική κρίση και την κόλαση;» «Γι’ αυτό κι εγώ θα σας στείλω προφήτες και σοφούς και γραμματείς. Άλλους απ’ αυτούς θα τους σκοτώσετε και θα τους σταυρώσετε, κι άλλους θα τους μαστιγώσετε στις συναγωγές σας και θα τους καταδιώξετε από πόλη σε πόλη. Έτσι θα πέσει πάνω σας η ευθύνη για όλο το δίκαιο αίμα που χύνεται στη γη, από το αίμα του δίκαιου Άβελ, ως το αίμα του Ζαχαρία, γιου του Βαραχία, που τον σκοτώσατε ανάμεσα στο ιερό και στο θυσιαστήριο. Σας βεβαιώνω πως όλα αυτά θα πέσουν πάνω στην τωρινή γενιά. »Ιερουσαλήμ Ιερουσαλήμ, που σκοτώνεις τους προφήτες και λιθοβολείς αυτούς που σου στέλνει ο Θεός! Πόσες φορές θέλησα να συνάξω τα παιδιά σου όπως η κλώσα συνάζει τα κλωσόπουλα κάτω απ’ τις φτερούγες της, αλλά εσείς δεν το θελήσατε. Γι’ αυτό ο τόπος σας θα ερημωθεί! Σας βεβαιώνω πως δε θα με δείτε πια, ως την ώρα που θα πείτε: Ευλογημένος αυτός που έρχεται σταλμένος από τον Κύριο! » Όταν ο Ιησούς βγήκε από το ναό και ξεκίνησε να φύγει, ήρθαν οι μαθητές του για να του δείξουν τα οικοδομήματα του ναού. Ο Ιησούς όμως τους είπε: «Τα βλέπετε όλα αυτά; Σας βεβαιώνω πως δε θα μείνει εδώ πέτρα πάνω στην πέτρα· όλα θα γκρεμιστούν». Ύστερα ο Ιησούς πήγε και κάθισε στο όρος των Ελαιών. Κι ήρθαν οι μαθητές του και τον ρώτησαν ιδιαιτέρως: «Πες μας, πότε θα γίνουν αυτά, και ποιο σημάδι θα δείξει πως πλησιάζει η παρουσία σου και η συντέλεια του κόσμου;» Ο Ιησούς τους απάντησε: «Προσέχετε μη σας ξεγελάσει κανείς. Γιατί πολλοί θα εμφανιστούν σαν μεσσίες και θα ισχυρίζονται: “εγώ είμαι ο Μεσσίας”. Έτσι θα παραπλανήσουν πολλούς. Τότε θ’ ακούσετε πως γίνονται πόλεμοι, ή προετοιμάζονται πόλεμοι. Προσέξτε να μην ταραχτείτε, γιατί όλα αυτά πρέπει να γίνουν, αλλά δεν είναι ακόμη το τέλος. Το ένα έθνος θα ξεσηκωθεί εναντίον του άλλου και το ένα βασίλειο εναντίον του άλλου· θα έρθουν πείνα, αρρώστιες και σεισμοί σε διάφορα μέρη. Όλα αυτά όμως είναι σαν τους πρώτους πόνους της γέννας. »Θα σας παραδώσουν σε βασανιστήρια και θα σας σκοτώσουν, κι όλοι οι λαοί θα σας μισούν εξαιτίας μου. Τότε πολλοί θα αποστατήσουν, θα καταδώσουν ο ένας τον άλλο και θα μισούν ο ένας τον άλλο. Θα εμφανιστούν και πολλοί ψευδοπροφήτες και θα παραπλανούν πολλούς. Επειδή μάλιστα θα πληθύνει η κακία, η αγάπη πολλών θα ψυχρανθεί. Όποιος όμως μείνει σταθερός ως το τέλος, αυτός θα σωθεί. Πρώτα θα κηρυχθεί σ’ όλη την οικουμένη αυτό το ευαγγέλιο για τη βασιλεία του Θεού, για να το ακούσουν όλα τα έθνη, και ύστερα θα έρθει το τέλος. »Όταν λοιπόν θα δείτε να στήνεται στο ιερό το βδέλυγμα της ερημώσεως, που προφήτεψε ο Θεός μέσω του προφήτη Δανιήλ –ο αναγνώστης ας καταλάβει– τότε, όσοι βρεθούν στην Ιουδαία, να φύγουν στα βουνά· όποιος βρεθεί στο λιακωτό, να φύγει χωρίς να κατεβεί να πάρει τα πράγματα απ’ το σπίτι του. Το ίδιο κι όποιος βρεθεί στο χωράφι, να φύγει χωρίς να γυρίσει πίσω να πάρει το πανωφόρι του. Κι αλίμονο στις γυναίκες που θα ’ναι έγκυες ή θα θηλάζουν εκείνον τον καιρό! »Να προσεύχεστε να μην αναγκαστείτε να φύγετε χειμώνα ή μέρα Σάββατο. Γιατί τα δεινά που θα συμβούν τότε θα ’ναι τέτοια, που δεν ξανάγιναν απ’ την αρχή του κόσμου έως σήμερα κι ούτε θα ξαναγίνουν. Κι αν δε λιγόστευε ο Θεός τις ημέρες των δεινών, δε θα γλίτωνε κανένας· αλλά για χάρη των εκλεκτών θα λιγοστέψει τις ημέρες εκείνες. »Αν κάποιος τότε σας πει, “να, εδώ είναι ο Μεσσίας” ή “να, εκεί είναι”, μην τον πιστέψετε. Γιατί θα εμφανιστούν ψευδομεσσίες και ψευδοπροφήτες, που θα κάνουν μεγάλα και φοβερά θαύματα, για να παραπλανήσουν, αν είναι δυνατόν, ακόμα κι αυτούς που διάλεξε ο Θεός. Εγώ σας τα είπα πριν γίνουν. Αν, λοιπόν, σας πουν, “να τος, είναι στην έρημο”, μην πάτε· κι αν σας πουν, “να τος, εκεί είναι κρυμμένος”, μην τους πιστέψετε. Γιατί ο Υιός του Ανθρώπου θα έρθει τόσο φανερά, όπως η αστραπή που βγαίνει στην ανατολή και φαίνεται ως τη δύση. Κι όπως λέει η παροιμία, όπου το πτώμα, εκεί και τα όρνεα. »Αμέσως ύστερα από τα δεινά εκείνης της εποχής, ο ήλιος θα σκοτεινιάσει, και το φεγγάρι θα πάψει πια να φέγγει· τ’ άστρα θα πέσουν από τον ουρανό, και οι ουράνιες δυνάμεις που κρατούν την τάξη του σύμπαντος, θα διασαλευτούν. Τότε θα εμφανιστεί στον ουρανό το σημάδι του Υιού του Ανθρώπου και θα θρηνήσουν όλες οι φυλές της γης· θα δουν τον Υιό του Ανθρώπου να έρχεται πάνω στα σύννεφα του ουρανού, με δύναμη και λαμπρότητα μεγάλη. Αυτός θα στείλει τους αγγέλους του να σαλπίσουν δυνατά και να συνάξουν τους εκλεκτούς του από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, από το ένα άκρο του κόσμου ως το άλλο. »Πάρτε μάθημα από τη συκιά: Όταν πια μαλακώσουν τα κλαδιά της και βγάλει φύλλα, καταλαβαίνετε πως πλησιάζει το καλοκαίρι. Έτσι κι εσείς, όταν τα δείτε όλα αυτά, να καταλάβετε ότι πλησιάζει το τέλος, ότι βρίσκεται πολύ κοντά. Σας βεβαιώνω πως όλα αυτά θα γίνουν όσο ακόμη ζουν οι άνθρωποι ετούτης της γενιάς. Ο σημερινός κόσμος θα πάψει να υπάρχει, τα λόγια μου όμως ποτέ». «Ποια όμως μέρα και ώρα θα έρθει το τέλος, κανένας δεν το ξέρει· ούτε οι άγγελοι των ουρανών, παρά μόνον ο Πατέρας μου. »Η παρουσία του Υιού του Ανθρώπου θα μοιάζει με ό,τι έγινε την εποχή του Νώε. Εκείνη την εποχή, πριν από τον κατακλυσμό, οι άνθρωποι έτρωγαν και έπιναν, παντρεύονταν και πάντρευαν ως την ημέρα που μπήκε ο Νώε στην κιβωτό. Δεν κατάλαβαν τίποτε, ώσπου ήρθε ο κατακλυσμός και τους αφάνισε όλους. Έτσι θα γίνει και με την παρουσία του Υιού του Ανθρώπου. Τότε, από δύο ανθρώπους που θα βρεθούν στο χωράφι, ο ένας θα σωθεί κι ο άλλος θα χαθεί. Δύο γυναίκες θ’ αλέθουν στο μύλο, η μία θα σωθεί κι η άλλη θα χαθεί. »Να αγρυπνείτε, λοιπόν, γιατί δεν ξέρετε ποια μέρα θα έρθει ο Κύριός σας. Και να ξέρετε τούτο: Αν ήξερε ο ιδιοκτήτης ενός σπιτιού ποια ώρα θα έρθει ο κλέφτης, θα ξαγρυπνούσε και δε θ’ άφηνε να διαρρήξουν το σπίτι του. Γι’ αυτό κι εσείς να είστε έτοιμοι, γιατί ο Υιός του Ανθρώπου θα έρθει την ώρα που δεν τον περιμένετε». «Ποιος άραγε είναι ο έμπιστος και συνετός δούλος που ο κύριός του τον έκανε επιστάτη των δούλων του, να τους δίνει την τροφή τις ορισμένες ώρες; Μακάριος ο δούλος εκείνος που όταν έρθει ο κύριός του, θα τον βρει να κάνει σωστά τη δουλειά του. Σας βεβαιώνω πως θα τον βάλει υπεύθυνο σ’ όλα του τα υπάρχοντα. Αν όμως ο κακός εκείνος δούλος πει μέσα του: “αργεί να ’ρθεί ο κύριός μου” κι αρχίσει να χτυπάει τους συνδούλους του και να τρώει και να πίνει μαζί με μέθυσους, θα ’ρθεί ο κύριός του μια μέρα που αυτός δε θα τον περιμένει και σε ώρα που δε θα την υποψιάζεται· θα του επιβάλει σκληρή τιμωρία και θα τον ρίξει στον τόπο όπου τιμωρούνται οι υποκριτές. Εκεί θα κλαίει και θα τρίζει τα δόντια του». «Ο ερχομός της βασιλείας του Θεού θα μοιάζει με ό,τι έγινε με δέκα παρθένες. Αυτές πήραν τα λυχνάρια τους και βγήκαν να προϋπαντήσουν το γαμπρό. Πέντε απ’ αυτές ήταν συνετές και πέντε άμυαλες. Οι άμυαλες πήραν τα λυχνάρια τους, μα δεν πήραν μαζί τους και λάδι. Απεναντίας, οι συνετές πήραν μαζί με τα λυχνάρια τους και λάδι στα δοχεία τους. Επειδή όμως ο γαμπρός αργοπορούσε, νύσταξαν όλες και κοιμήθηκαν. Κατά τα μεσάνυχτα ακούστηκε μια φωνή: “έρχεται ο γαμπρός· βγείτε να τον προϋπαντήσετε!” Όλες, λοιπόν, οι παρθένες σηκώθηκαν και τακτοποίησαν τα λυχνάρια τους. Οι άμυαλες είπαν τότε στις συνετές: “δώστε μας από το λάδι σας, γιατί τα λυχνάρια μας σβήνουν”. Οι συνετές όμως απάντησαν: “όχι, γιατί δε θα φτάσει και για μας και για σας· καλύτερα, πηγαίνετε στους πωλητές ν’ αγοράσετε για δικό σας”. Αλλά ενώ πήγαιναν ν’ αγοράσουν λάδι, ήρθε ο γαμπρός. Τότε οι έτοιμες παρθένες μπήκαν μαζί του στη γιορτή του γάμου, και έκλεισε η πόρτα. Ύστερα από λίγο φτάνουν και οι υπόλοιπες παρθένες κι άρχισαν να φωνάζουν: “κύριε, κύριε, άνοιξέ μας!” Εκείνος όμως τους αποκρίθηκε: “αλήθεια σας λέω, δε σας ξέρω”. Να είστε, λοιπόν, άγρυπνοι, γιατί δεν ξέρετε ούτε την ημέρα ούτε την ώρα που θα έρθει ο Υιός του Ανθρώπου». «Η βασιλεία του Θεού μοιάζει μ’ έναν άνθρωπο ο οποίος φεύγοντας για ταξίδι, κάλεσε τους δούλους του και τους εμπιστεύτηκε τα υπάρχοντά του. Σ’ άλλον έδωσε πέντε τάλαντα, σ’ άλλον δύο, σ’ άλλον ένα, στον καθένα ανάλογα με την ικανότητά του, κι έφυγε αμέσως για το ταξίδι. Αυτός που έλαβε τα πέντε τάλαντα, πήγε και τα εκμεταλλεύτηκε και κέρδισε άλλα πέντε. Κι αυτός που έλαβε τα δύο τάλαντα, κέρδισε επίσης άλλα δύο. Εκείνος όμως που έλαβε το ένα τάλαντο, πήγε κι έσκαψε στη γη και έκρυψε τα χρήματα του κυρίου του. »Ύστερα από ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, γύρισε ο κύριος εκείνων των δούλων και έκανε λογαριασμό μαζί τους. Παρουσιάστηκε τότε εκείνος που είχε λάβει τα πέντε τάλαντα και του έφερε άλλα πέντε. “Κύριε”, του λέει, “μου εμπιστεύτηκες πέντε τάλαντα· κοίτα, κέρδισα μ’ αυτά άλλα πέντε”. Ο κύριός του τού είπε: “εύγε, καλέ και έμπιστε δούλε! Αποδείχτηκες αξιόπιστος στα λίγα, γι’ αυτό θα σου εμπιστευτώ πολλά. Έλα να γιορτάσεις μαζί μου”. Παρουσιάστηκε κι ο άλλος με τα δύο τάλαντα και του είπε: “κύριε, μου εμπιστεύτηκες δύο τάλαντα· κοίτα, κέρδισα άλλα δύο”. Του είπε ο κύριός του: “εύγε, καλέ και έμπιστε δούλε! Αποδείχτηκες αξιόπιστος στα λίγα, γι’ αυτό θα σου εμπιστευτώ πολλά. Έλα να γιορτάσεις μαζί μου”. Παρουσιάστηκε κι εκείνος που είχε λάβει το ένα τάλαντο και του είπε: “κύριε, ήξερα πως είσαι σκληρός άνθρωπος. Θερίζεις εκεί όπου δεν έσπειρες και συνάζεις καρπούς εκεί που δε φύτεψες. Γι’ αυτό φοβήθηκα και πήγα κι έκρυψα το τάλαντό σου στη γη. Ορίστε τα λεφτά σου”. Ο κύριός του τού αποκρίθηκε: “δούλε κακέ και οκνηρέ, ήξερες πως θερίζω όπου δεν έσπειρα, και συνάζω καρπούς απ’ όπου δε φύτεψα! Τότε έπρεπε να βάλεις τα χρήματά μου στην τράπεζα, κι εγώ όταν θα γυρνούσα πίσω, θα τα έπαιρνα με τόκο. Πάρτε του, λοιπόν, το τάλαντο και δώστε το σ’ αυτόν που έχει τα δέκα τάλαντα. Γιατί σε καθέναν που έχει, θα του δοθεί με το παραπάνω και θα ’χει περίσσευμα· ενώ απ’ όποιον δεν έχει, θα του πάρουν και τα λίγα που έχει. Κι αυτόν τον άχρηστο δούλο πετάξτε τον έξω στο σκοτάδι. Εκεί θα κλαίνε, και θα τρίζουν τα δόντια”». «Όταν θα έρθει ο Υιός του Ανθρώπου με όλη του τη μεγαλοπρέπεια και θα τον συνοδεύουν όλοι οι άγιοι άγγελοι, θα καθίσει στο βασιλικό θρόνο του. Τότε θα συναχθούν μπροστά του όλα τα έθνη, και θα τους ξεχωρίσει όπως ξεχωρίζει ο βοσκός τα πρόβατα από τα κατσίκια. Τα πρόβατα θα τα τοποθετήσει στα δεξιά του και τα κατσίκια στ’ αριστερά του. Θα πει τότε ο βασιλιάς σ’ αυτούς που βρίσκονται δεξιά του: “ελάτε, οι ευλογημένοι απ’ τον Πατέρα μου, κληρονομήστε τη βασιλεία που σας έχει ετοιμαστεί απ’ την αρχή του κόσμου. Γιατί, πείνασα και μου δώσατε να φάω, δίψασα και μου δώσατε να πιω, ήμουν ξένος και με περιμαζέψατε, γυμνός και με ντύσατε, άρρωστος και μ’ επισκεφθήκατε, φυλακισμένος κι ήρθατε να με δείτε”. Τότε θα του απαντήσουν οι άνθρωποι του Θεού: “Κύριε, πότε σε είδαμε να πεινάς και σε θρέψαμε ή να διψάς και σου δώσαμε να πιεις; Πότε σε είδαμε ξένον και σε περιμαζέψαμε ή γυμνόν και σε ντύσαμε; Πότε σε είδαμε άρρωστον ή φυλακισμένον κι ήρθαμε να σε επισκεφθούμε;” Τότε θα τους απαντήσει ο βασιλιάς: “σας βεβαιώνω πως αφού τα κάνατε αυτά για έναν από τους άσημους αδερφούς μου, τα κάνατε για μένα”. »Ύστερα θα πει και σ’ αυτούς που βρίσκονται αριστερά του: “φύγετε από μπροστά μου, καταραμένοι· πηγαίνετε στην αιώνια φωτιά, που έχει ετοιμαστεί για το διάβολο και τους δικούς του. Γιατί, πείνασα και δε μου δώσατε να φάω, δίψασα και δε μου δώσατε να πιω, ήμουν ξένος και δε με περιμαζέψατε, γυμνός και δε με ντύσατε, άρρωστος και φυλακισμένος και δεν ήρθατε να με δείτε”. Τότε θα του απαντήσουν κι αυτοί: “Κύριε, πότε σε είδαμε πεινασμένον ή διψασμένον ή ξένον ή γυμνόν ή άρρωστον ή φυλακισμένον και δε σε υπηρετήσαμε;” Και θα τους απαντήσει: “σας βεβαιώνω πως αφού δεν τα κάνατε αυτά για έναν από αυτούς τους άσημους αδερφούς μου, δεν τα κάνατε ούτε για μένα”. Αυτοί λοιπόν θα πάνε στην αιώνια τιμωρία, ενώ οι δίκαιοι στην αιώνια ζωή». Όταν τελείωσε ο Ιησούς όλα αυτά τα λόγια, είπε στους μαθητές του: «Ξέρετε ότι σε δύο μέρες είναι η γιορτή του Πάσχα· και ο Υιός του Ανθρώπου θα παραδοθεί για να σταυρωθεί». Συγκεντρώθηκαν τότε οι αρχιερείς και οι γραμματείς και οι πρεσβύτεροι του συνεδρίου στο παλάτι του αρχιερέα, ο οποίος ονομαζόταν Καϊάφας, κι αποφάσισαν να συλλάβουν με δόλο τον Ιησού και να τον θανατώσουν. «Όχι όμως πάνω στη γιορτή», έλεγαν, «για να μην ξεσηκωθεί ο λαός». Στο μεταξύ ο Ιησούς πήγε στη Βηθανία στο σπίτι του Σίμωνα του λεπρού. Εκεί τον πλησίασε μια γυναίκα που κρατούσε ένα αλαβάστρινο δοχείο με πάρα πολύ ακριβό μύρο κι έχυσε το μύρο στο κεφάλι του καθώς ο Ιησούς έτρωγε. Όταν το είδαν αυτό οι μαθητές, αγανάκτησαν. «Προς τι αυτή η σπατάλη;» έλεγαν. «Αυτό το μύρο θα μπορούσε να πουληθεί ακριβά και το αντίτιμο να δοθεί στους φτωχούς». Ο Ιησούς όμως κατάλαβε και τους είπε: «Γιατί δημιουργείτε προβλήματα στη γυναίκα; Έκανε μια καλή πράξη για μένα. Όσο για τους φτωχούς, αυτούς πάντοτε θα τους έχετε μαζί σας· εμένα όμως δεν θα μ’ έχετε πάντοτε. Το μύρο που έριξε στο σώμα μου αυτή η γυναίκα ήταν προετοιμασία για την ταφή μου. Σας βεβαιώνω όμως πως σ’ όλο τον κόσμο, όπου κι αν κηρυχθεί το ευαγγέλιο, θα γίνεται λόγος και για την πράξη της, και έτσι θα τη θυμούνται». Τότε ο Ιούδας ο Ισκαριώτης, ένας από τους δώδεκα μαθητές, σηκώθηκε και πήγε στους αρχιερείς και τους είπε: «Τι θα μου δώσετε; κι εγώ θα σας τον παραδώσω». Αυτοί του μέτρησαν τριάντα αργύρια. Από τότε ζητούσε να βρει κατάλληλη ευκαιρία για να τους τον παραδώσει. Την πρώτη μέρα της γιορτής των Αζύμων πήγαν στον Ιησού οι μαθητές και τον ρώτησαν: «Πού θέλεις να σου ετοιμάσουμε να φας το πασχαλινό δείπνο;» Αυτός τους απάντησε: «Να πάτε στην πόλη, στον τάδε, και να του πείτε: “ο Διδάσκαλος λέει: Κοντεύει η ώρα μου· θα γιορτάσω στο σπίτι σου το Πάσχα μαζί με τους μαθητές μου”». Οι μαθητές έκαναν όπως τους πρόσταξε ο Ιησούς κι ετοίμασαν το πασχαλινό τραπέζι. Όταν βράδιασε, κάθισε στο τραπέζι με τους δώδεκα. Κι εκεί που έτρωγαν τους είπε: «Αλήθεια σας λέω, ένας από σας θα με προδώσει». Αυτοί λυπήθηκαν κατάκαρδα κι άρχισαν ένας ένας να ρωτούν: «Μήπως εγώ, Κύριε;» Εκείνος τους έδωσε τούτη την απάντηση: «Όποιος βούτηξε μαζί μου το χέρι στην πιατέλα, αυτός θα με παραδώσει. Ο Υιός του Ανθρώπου θα πεθάνει, όπως έχουν πει γι’ αυτόν οι Γραφές. Αλίμονο όμως στον άνθρωπο εκείνον που θα προδώσει τον Υιό του Ανθρώπου. Θα ’ταν καλύτερα γι’ αυτόν να μην είχε γεννηθεί». Ρώτησε κι ο Ιούδας, που τον πρόδωσε: «Μήπως είμαι εγώ, Διδάσκαλε;» Κι ο Ιησούς του απάντησε: «Και βέβαια, όπως το είπες». Ενώ έτρωγαν, πήρε ο Ιησούς το ψωμί και αφού είπε ευχαριστήρια προσευχή, το έκοψε κομμάτια και το έδωσε στους μαθητές του λέγοντας: «Λάβετε και φάγετε· αυτό είναι το σώμα μου». Ύστερα πήρε το ποτήρι και, αφού είπε ευχαριστήρια προσευχή, τους το έδωσε λέγοντας: «Πιείτε από αυτό όλοι, γιατί αυτό είναι το αίμα μου, που επισφραγίζει τη νέα διαθήκη και χύνεται για χάρη όλων, για να τους συγχωρηθούν οι αμαρτίες. Σας βεβαιώνω πως δεν θα ξαναπιώ από τούτο τον καρπό του αμπελιού ως την ημέρα που θα το πίνω καινούριο μαζί σας στη βασιλεία του Πατέρα μου». Αφού έψαλαν τους καθιερωμένους ψαλμούς, βγήκαν για να πάνε στο όρος των Ελαιών. Τους λέει τότε ο Ιησούς: «Αυτή τη νύχτα όλοι σας θα χάσετε την εμπιστοσύνη σας σ’ εμένα, όπως άλλωστε το λέει η Γραφή: Θα σκοτώσω το βοσκό, και θα σκορπιστούν τα πρόβατα του κοπαδιού. Μετά την ανάστασή μου όμως θα σας περιμένω στη Γαλιλαία, όπου θα πάω πριν από σας». Ο Πέτρος του αποκρίθηκε: «Κι αν όλοι χάσουν την εμπιστοσύνη τους σ’ εσένα, εγώ ποτέ δε θα τη χάσω». Του είπε κι ο Ιησούς: «Σε βεβαιώνω πως αυτή τη νύχτα, προτού λαλήσει ο πετεινός, θα με απαρνηθείς τρεις φορές». Ο Πέτρος όμως του λέει: «Δε θα σε απαρνηθώ, έστω και αν χρειαστεί να πεθάνω μαζί σου». Τα ίδια έλεγαν κι όλοι οι άλλοι μαθητές. Τότε ο Ιησούς πηγαίνει μαζί με τους μαθητές σ’ έναν τόπο που λέγεται Γεθσημανή και τους λέει: «Καθίστε αυτού· εγώ θα πάω λίγο παραπέρα να προσευχηθώ». Κι αφού πήρε μαζί του τον Πέτρο και τους δύο γιους του Ζεβεδαίου, άρχισε να λυπάται και να αγωνιά. Τότε τους λέει: «Περίλυπη μέχρι θανάτου είναι η ψυχή μου. Περιμένετε εδώ και μείνετε ξάγρυπνοι μαζί μου». Αφού απομακρύνθηκε λίγο, έπεσε με το πρόσωπο στη γη και προσευχόταν με τούτα τα λόγια: «Πατέρα μου, αν είναι δυνατό, ας μην πιω αυτό το ποτήρι· όμως ας μη γίνει το δικό μου θέλημα αλλά το δικό σου». Μετά έρχεται στους μαθητές και τους βρίσκει να κοιμούνται· τότε λέει στον Πέτρο: «Ούτε μία ώρα δεν μπορέσατε να μείνετε ξάγρυπνοι μαζί μου; Μένετε άγρυπνοι και προσεύχεστε, για να μη σας νικήσει ο πειρασμός· το πνεύμα είναι πρόθυμο, η σάρκα όμως αδύναμη». Για δεύτερη φορά απομακρύνθηκε και προσευχήθηκε με τούτα τα λόγια: «Πατέρα μου, αν δεν μπορώ ν’ αποφύγω αυτό το ποτήρι αλλά πρέπει να το πιω, ας γίνει το θέλημά σου». Μετά ήρθε και τους βρήκε πάλι να κοιμούνται, γιατί τα μάτια τους ήταν βαριά από τη νύστα. Τους άφησε όπως ήταν και ξανάφυγε για να προσευχηθεί για τρίτη φορά με τα ίδια λόγια. Κατόπιν έρχεται στους μαθητές και τους λέει: «Κοιμάστε ακόμα και ξεκουράζεστε; Να, έφτασε η ώρα και ο Υιός του Ανθρώπου παραδίνεται στα χέρια ανθρώπων αμαρτωλών. Σηκωθείτε, πρέπει να πηγαίνουμε· έφτασε αυτός που θα με προδώσει». Μιλούσε ακόμα ο Ιησούς όταν έφτασε ο Ιούδας, ένας από τους δώδεκα. Μαζί του ερχόταν κι ένα πλήθος από ανθρώπους οπλισμένους με ξίφη και ρόπαλα, σταλμένους από τους αρχιερείς και τους πρεσβυτέρους του συνεδρίου. Αυτός που θα τον πρόδιδε τους είχε δώσει τούτο το συνθηματικό σημάδι: «Όποιον φιλήσω, αυτός είναι· πιάστε τον». Αμέσως, λοιπόν, πλησίασε τον Ιησού, του είπε: «Χαίρε, Διδάσκαλε!» και τον φίλησε. Ο Ιησούς του λέει: «Φίλε, κάνε αυτό για το οποίο ήρθες». Τότε πλησίασαν, συνέλαβαν τον Ιησού και τον έδεσαν. Ένας όμως απ’ τη συντροφιά του Ιησού έσυρε το μαχαίρι του, χτύπησε το δούλο του αρχιερέα και του έκοψε το αυτί. Τότε του λέει ο Ιησούς: «Βάλε το μαχαίρι σου ξανά στη θήκη του, γιατί όλοι όσοι τραβούν μαχαίρι, από μαχαίρι θα πεθάνουν. Ή θαρρείς πως δεν μπορώ να παρακαλέσω τον Πατέρα μου και αυτός να μου στείλει για συμπαράσταση πάνω από δώδεκα λεγεώνες αγγέλους; Πώς όμως θα βγουν αληθινές οι Γραφές, ότι έτσι πρέπει να γίνει;» Γύρισε ύστερα στο πλήθος ο Ιησούς και είπε: «Ληστής είμαι, και βγήκατε να με συλλάβετε με ξίφη και ρόπαλα; Κάθε μέρα καθόμουνα στο ναό και δίδασκα, κι όμως δε με συλλάβατε. Αυτό όμως έγινε για να βγουν αληθινές οι προφητείες της Γραφής». Τότε οι μαθητές του τον εγκατέλειψαν όλοι και έφυγαν. Αυτοί που συλλάβανε τον Ιησού τον έσυραν στον αρχιερέα Καϊάφα, όπου συγκεντρώθηκαν οι γραμματείς και οι πρεσβύτεροι. Ο Πέτρος τον ακολουθούσε από μακριά ως την αυλή στο παλάτι του αρχιερέα· εκεί μπήκε μέσα και κάθισε με τους υπηρέτες, περιμένοντας να δει τι θ’ απογίνει. Οι αρχιερείς, οι πρεσβύτεροι και όλα τα μέλη του συνεδρίου ζητούσαν να βρουν μια ψεύτικη μαρτυρία σε βάρος του Ιησού, για να τον καταδικάσουν σε θάνατο. Παρουσιάστηκαν πολλοί ψευδομάρτυρες, αλλά δε βρήκαν την κατηγορία που ήθελαν. Τελικά όμως παρουσιάστηκαν δύο ψευδομάρτυρες, που έλεγαν: «Αυτός είπε, “μπορώ να γκρεμίσω το ναό του Θεού και μέσα σε τρεις μέρες να τον ξαναχτίσω”». Ο αρχιερέας σηκώθηκε και του είπε: «Δεν έχεις να πεις τίποτα; Τι είναι αυτά που σε κατηγορούν;» Ο Ιησούς όμως σιωπούσε. Κι ο αρχιερέας του είπε: «Σε εξορκίζω στο όνομα του αληθινού Θεού, να μας πεις αν εσύ είσαι ο Μεσσίας, ο Υιός του Θεού». «Είμαι», του λέει ο Ιησούς, «όπως μόνος σου το είπες. Και σας λέω πως σύντομα θα δείτε τον Υιό του Ανθρώπου να κάθεται στα δεξιά του Θεού και να έρχεται πάνω στα σύννεφα του ουρανού ». Διέρρηξε τότε τα ιμάτιά του από αγανάκτηση ο αρχιερέας και είπε: «Αυτό είναι βλασφημία στο Θεό. Τι μας χρειάζονται τώρα πια οι μάρτυρες; Να, μόλις τώρα ακούσατε τα βλάσφημα λόγια του. Τι απόφαση παίρνετε;» Κι αυτοί αποκρίθηκαν: «Είναι ένοχος και πρέπει να θανατωθεί». Τότε τον έφτυσαν στο πρόσωπο και τον χτύπησαν, ενώ άλλοι του έδιναν ραπίσματα λέγοντας: «Μεσσία, σαν προφήτης που είσαι, πες μας ποιος σε χτύπησε;» Στο μεταξύ, ο Πέτρος καθόταν έξω στην αυλή. Εκεί τον πλησίασε μια δούλη και του είπε: «Ήσουν κι εσύ μαζί με τον Ιησού το Γαλιλαίο». Αυτός όμως αρνήθηκε μπροστά σ’ όλους αυτούς λέγοντας: «Δεν ξέρω τι λες». Την ώρα όμως που πήγαινε στην αυλόπορτα, τον είδε μια άλλη δούλη, και τους λέει: «Ήταν κι αυτός εκεί με τον Ιησού το Ναζωραίο». Και πάλι αυτός αρνήθηκε, ορκίστηκε μάλιστα: «Δεν τον ξέρω αυτόν τον άνθρωπο». Ύστερα από λίγο πλησίασαν οι παρευρισκόμενοι κι είπαν στον Πέτρο: «Ασφαλώς είσαι κι εσύ απ’ αυτούς· σε προδίνει ο τρόπος που μιλάς». Τότε εκείνος άρχισε να ορκίζεται: «Ο Θεός να με τιμωρήσει αν τον ξέρω αυτόν τον άνθρωπο!» Κι αμέσως τότε λάλησε ο πετεινός. Και θυμήθηκε ο Πέτρος τα λόγια που του είχε πει ο Ιησούς: «Πριν λαλήσει ο πετεινός, θ’ αρνηθείς τρεις φορές πως με ξέρεις». Βγήκε τότε έξω και έκλαψε πικρά. Όταν ξημέρωσε, συνεδρίασαν όλοι οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι του συνεδρίου κι αποφάσισαν να καταδικάσουν σε θάνατο τον Ιησού. Αφού λοιπόν τον έδεσαν, τον πήγαν και τον παρέδωσαν στον Πόντιο Πιλάτο, το Ρωμαίο διοικητή. Όταν ο Ιούδας που τον είχε προδώσει έμαθε πως καταδικάστηκε ο Ιησούς, μεταμελήθηκε· επέστρεψε τα τριάντα αργύρια στους αρχιερείς και στους πρεσβυτέρους του συνεδρίου και τους είπε: «Αμάρτησα, γιατί έστειλα στο θάνατο έναν αθώο». Εκείνοι όμως του αποκρίθηκαν: «Κι εμάς τι μας νοιάζει; Δικό σου είναι το κρίμα». Ο Ιούδας τότε πέταξε τα αργύρια στο ναό, έφυγε και πήγε και κρεμάστηκε. Οι αρχιερείς μάζεψαν τα αργύρια και είπαν: «Αυτά τα χρήματα στάζουν αίμα και δεν επιτρέπεται να μπουν στο χρηματοκιβώτιο του ναού». Έκαναν σύσκεψη κι αποφάσισαν ν’ αγοράσουν μ’ αυτά το χωράφι του κεραμέα, για να θάβουν εκεί τους ξένους. Γι’ αυτό, το χωράφι εκείνο ονομάστηκε «Αγρός Αίματος», κι έτσι λέγεται ως τα σήμερα. Βγήκε έτσι αληθινό αυτό που είχε προφητέψει ο Ιερεμίας: Και πήραν τα τριάντα αργύρια, όσο τον εκτίμησαν οι Ισραηλίτες πως αξίζει, και τα έδωσαν για το χωράφι του κεραμέα, όπως με πρόσταξε ο Κύριος. Ο Ιησούς στάθηκε μπροστά στο Ρωμαίο διοικητή, κι εκείνος άρχισε την ανάκριση: «Εσύ είσαι λοιπόν ο βασιλιάς των Ιουδαίων;» Ο Ιησούς του αποκρίθηκε: «Ναι, όπως το λες». Άρχισαν τότε να τον κατηγορούν οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι, μα αυτός δεν έδινε καμιά απάντηση. «Δεν ακούς πόσα σου καταμαρτυρούν;» του λέει ο Πιλάτος. Ο Ιησούς όμως δεν έδινε καμιά απάντηση, κι ο διοικητής απόρησε πολύ γι’ αυτό. Υπήρχε η συνήθεια κάθε Πάσχα να ελευθερώνει ο Ρωμαίος διοικητής έναν φυλακισμένο, όποιον θα του ζητούσε ο λαός. Στις φυλακές βρισκόταν τότε ένας πασίγνωστος φυλακισμένος, που λεγόταν Βαραββάς. Όταν συγκεντρώθηκε λοιπόν το πλήθος, ο Πιλάτος τους ρώτησε: «Ποιον θέλετε να σας ελευθερώσω; Το Βαρραβά ή τον Ιησού, που λένε ότι είναι ο Μεσσίας;» Γιατί είχε καταλάβει πως από φθόνο και μόνο τού είχαν παραδώσει τον Ιησού. Ενώ καθόταν στη δικαστική του έδρα, η γυναίκα του τού έστειλε με κάποιον ετούτο το μήνυμα: «Μην κάνεις τίποτα εναντίον αυτού του αθώου, γιατί πολύ ταλαιπωρήθηκα απόψε στ’ όνειρό μου εξαιτίας του». Στο μεταξύ οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι του συνεδρίου έπεισαν το πλήθος να ζητήσουν να ελευθερωθεί ο Βαρραβάς και να θανατωθεί ο Ιησούς. Όταν λοιπόν τους ξαναρώτησε ο διοικητής: «Ποιον από τους δύο θέλετε να σας ελευθερώσω;» το πλήθος αποκρίθηκε: «Το Βαρραβά!» Τους λέει ο Πιλάτος: «Και τι να τον κάνω τον Ιησού, που λένε ότι είναι ο Χριστός;» Κι όλοι του λένε: «Να σταυρωθεί!» Ο Πιλάτος ξαναρωτά: «Γιατί; Τι κακό έκανε;» Το πλήθος όμως κραύγαζε με περισσότερη δύναμη: «Να σταυρωθεί!» Όταν είδε ο Πιλάτος πως έτσι δεν πετυχαίνει τίποτα, αλλά αντίθετα γίνεται περισσότερη αναταραχή, πήρε νερό και ένιψε τα χέρια του μπροστά στο πλήθος, λέγοντας: «Εγώ είμαι αθώος για το αίμα αυτού του δικαίου· το κρίμα πάνω σας». Τότε αποκρίθηκε όλος ο λαός και είπε: «Το αίμα του πάνω μας και πάνω στα παιδιά μας». Έτσι τους απέλυσε το Βαρραβά, ενώ τον Ιησού τον μαστίγωσε και τον παρέδωσε να σταυρωθεί. Τότε οι στρατιώτες του Πιλάτου πήραν τον Ιησού στο διοικητήριο και μάζεψαν γύρω του όλη τη φρουρά. Του έβγαλαν τα ρούχα και τον έντυσαν με μια κόκκινη χλαίνη. Έπλεξαν ένα στεφάνι από αγκάθια και του το φόρεσαν στο κεφάλι σαν στέμμα, και στο δεξί του χέρι τού έβαλαν ένα καλάμι. Ύστερα γονάτισαν μπροστά του και του έλεγαν περιπαιχτικά: «Ζήτω ο βασιλιάς των Ιουδαίων!» Έπειτα τον έφτυσαν, του πήραν το καλάμι και μ’ αυτό τον χτυπούσαν στο κεφάλι. Αφού τον περιπαίξανε, του έβγαλαν τη χλαίνη, τον έντυσαν με τα ρούχα του και τον πήγαν να τον σταυρώσουν. Βγαίνοντας από το διοικητήριο, οι στρατιώτες βρήκαν κάποιον Σίμωνα από την Κυρήνη και τον αγγάρεψαν να σηκώσει το σταυρό του Ιησού. Έφτασαν έτσι στον τόπο που λέγεται Γολγοθάς –στα ελληνικά το όνομα σημαίνει «Τόπος Κρανίου». Έδωσαν στον Ιησού να πιει ξύδι ανακατεμένο με χολή· όταν όμως το γεύτηκε δεν ήθελε να πιει. Ύστερα τον σταύρωσαν και στη συνέχεια μοιράστηκαν τα ρούχα του ρίχνοντας κλήρο. Και κάθισαν εκεί και τον φύλαγαν. Πάνω από το κεφάλι του έβαλαν μια επιγραφή με την αιτία της καταδίκης: «Αυτός είναι ο Ιησούς, ο βασιλιάς των Ιουδαίων». Δεξιά κι αριστερά του σταυρώθηκαν δυο ληστές. Και οι περαστικοί κουνούσαν ειρωνικά το κεφάλι και τον έβριζαν, λέγοντας: «Εσύ που θα γκρέμιζες το ναό και σε τρεις μέρες θα τον ξανάχτιζες, σώσε τον εαυτό σου, αν είσαι Υιός του Θεού, και κατέβα από το σταυρό». Το ίδιο τον περιπαίζανε και οι αρχιερείς μαζί με τους γραμματείς, τους πρεσβυτέρους και τους Φαρισαίους κι έλεγαν: «Τους άλλους τους έσωσε· τον εαυτό του δεν μπορεί να τον σώσει. Αν είναι ο βασιλιάς του Ισραήλ, ας κατεβεί από το σταυρό, και θα πιστέψουμε σ’ αυτόν. Εμπιστεύτηκε τον εαυτό του στο Θεό, ας τον γλιτώσει λοιπόν τώρα, αν τον θέλει, αφού είπε πως είναι Υιός του Θεού». Το ίδιο κι οι ληστές που είχαν σταυρωθεί μαζί του, τον περιγελούσαν. Από το μεσημέρι ως τις τρεις το απόγευμα έπεσε σκοτάδι σ’ όλη τη γη. Γύρω στις τρεις κραύγασε ο Ιησούς με δυνατή φωνή: «Ηλί ηλί λιμά σαβαχθανί;» δηλαδή, «Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί με εγκατέλειψες;» Μερικοί από τους παρευρισκομένους εκεί σαν τον άκουσαν, έλεγαν: «Αυτός φωνάζει τον Ηλία». Κι αμέσως ένας απ’ αυτούς πήγε και πήρε ένα σφουγγάρι, το βούτηξε στο ξίδι και, αφού το στέριωσε πάνω σ’ ένα καλάμι, του έδωσε να πιει. Οι υπόλοιποι έλεγαν: «Άσε να δούμε αν θα ’ρθει ο Ηλίας να τον σώσει». Ο Ιησούς έβγαλε πάλι μια δυνατή κραυγή και άφησε την τελευταία του πνοή. Τότε το καταπέτασμα του ναού σκίστηκε στα δύο, από πάνω ως κάτω, η γη σείστηκε, έσπασαν οι ταφόπετρες κι άνοιξαν τα μνήματα. Πολλοί άγιοι που είχαν πεθάνει αναστήθηκαν και βγήκαν από τα μνήματα, και μετά την ανάσταση του Ιησού μπήκαν στην άγια πόλη της Ιερουσαλήμ κι εμφανίστηκαν σε πολλούς. Ο Ρωμαίος εκατόνταρχος και οι στρατιώτες που φύλαγαν μαζί του τον Ιησού, όταν είδαν το σεισμό και τ’ άλλα συμβάντα, φοβήθηκαν πάρα πολύ και είπαν: «Στ’ αλήθεια, αυτός ήταν Υιός Θεού». Εκεί βρίσκονταν και πολλές γυναίκες που παρακολουθούσαν από μακριά· ήταν αυτές που ακολούθησαν τον Ιησού από τη Γαλιλαία και τον υπηρετούσαν. Ανάμεσά τους ήταν η Μαρία η Μαγδαληνή, η Μαρία η μητέρα του Ιακώβου και του Ιωσή, και η μητέρα των γιων του Ζεβεδαίου. Κατά το δειλινό, ένας άνθρωπος πλούσιος από την Αριμαθαία, που τον έλεγαν Ιωσήφ και ήταν κι αυτός μαθητής του Ιησού, ήρθε στον Πιλάτο και ζήτησε το σώμα του Ιησού. Ο Πιλάτος διέταξε να του το δώσουν. Αφού ο Ιωσήφ πήρε το σώμα του Ιησού, το τύλιξε σ’ ένα καθαρό σεντόνι, και το έβαλε στο δικό του καινούριο μνήμα, που ήταν λαξευμένο στο βράχο. Ύστερα κύλησε μια μεγάλη πέτρα, έκλεισε την είσοδο του μνήματος και έφυγε. Εκεί έμειναν καθισμένες απέναντι από τον τάφο η Μαρία η Μαγδαληνή και η άλλη Μαρία. Την άλλη μέρα, που ήταν Σάββατο, πήγαν οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι, όλοι μαζί, στον Πιλάτο και του είπαν: «Κύριε, θυμηθήκαμε πως εκείνος ο λαοπλάνος είχε πει όταν ζούσε: “σε τρεις μέρες θα αναστηθώ”. Γι’ αυτό, δώσε διαταγή να φρουρηθεί καλά ο τάφος ως την τρίτη μέρα, μην τυχόν έρθουν οι μαθητές του τη νύχτα και τον κλέψουν, κι έπειτα πουν στο λαό πως αναστήθηκε από τους νεκρούς· γιατί τότε η τελευταία πλάνη θα είναι χειρότερη από την προηγούμενη». Ο Πιλάτος τους είπε: «Σας διαθέτω τη φρουρά. Πηγαίνετε και πάρτε όποια μέτρα ασφαλείας νομίζετε». Τότε αυτοί πήγαν στον τάφο και τον ασφάλισαν: σφράγισαν την πέτρα κι άφησαν και τη φρουρά εκεί. Μετά το Σάββατο, τα ξημερώματα της επόμενης ημέρας, η Μαρία η Μαγδαληνή και η άλλη Μαρία ήρθαν να δουν τον τάφο του Ιησού. Ξαφνικά έγινε μεγάλος σεισμός, γιατί ένας άγγελος Κυρίου κατέβηκε από τον ουρανό, ήρθε, κύλησε την πέτρα από την είσοδο και καθόταν πάνω της. Η όψη του ήταν σαν αστραπή και τα ρούχα του ολόλευκα σαν το χιόνι. Τόσο τον φοβήθηκαν οι φρουροί, που άρχισαν να τρέμουν κι έγιναν σαν νεκροί. Ο άγγελος είπε στις γυναίκες: «Εσείς μη φοβάστε! Ξέρω ποιον γυρεύετε: τον Ιησού, τον σταυρωμένο. Δεν είναι εδώ· αναστήθηκε, όπως το είπε! Ελάτε να δείτε το μέρος όπου βρισκόταν το σώμα του Κυρίου. Τρέξτε όμως γρήγορα και πείτε στους μαθητές του: “αναστήθηκε από τους νεκρούς και πηγαίνει πριν από σας, να σας περιμένει στη Γαλιλαία· εκεί θα τον δείτε”. Αυτά είχα να σας πω». Οι γυναίκες βγήκαν γρήγορα από το μνήμα με φόβο και με χαρά μεγάλη, κι έτρεξαν να πουν τα νέα στους μαθητές του. Καθώς όμως πήγαιναν να πουν τα νέα στους μαθητές του, τις συνάντησε ο Ιησούς, και τους λέει: «Χαίρετε!» Αυτές τον πλησίασαν, έπεσαν στα πόδια του και τον προσκύνησαν. «Μη φοβάστε!» τους λέει ο Ιησούς. «Πηγαίνετε να πείτε στους αδερφούς μου να φύγουν για τη Γαλιλαία, κι εκεί θα με δουν». Όταν έφυγαν οι γυναίκες, μερικοί από τους φρουρούς πήγαν στην πόλη κι ανέφεραν στους αρχιερείς όλα όσα είχαν γίνει. Οι αρχιερείς φώναξαν και τους πρεσβυτέρους, έκαναν συμβούλιο κι αποφάσισαν: Έδωσαν πολλά χρήματα στους στρατιώτες και τους είπαν: «Να πείτε: “τη νύχτα που εμείς κοιμόμασταν, ήρθαν οι μαθητές του και τον έκλεψαν”. Κι αν αυτό φτάσει στ’ αυτιά του Ρωμαίου διοικητή, εμείς θα τον πείσουμε και θα σας απαλλάξουμε από κάθε ευθύνη». Οι στρατιώτες πήραν τα χρήματα κι έκαναν όπως τους δασκάλεψαν. Έτσι κυκλοφόρησε αυτή η φήμη στους Ιουδαίους μέχρι σήμερα. Οι έντεκα μαθητές έφυγαν για τη Γαλιλαία, στο βουνό όπου ο Ιησούς τους είχε παραγγείλει να πάνε. Όταν τον είδαν, τον προσκύνησαν· μερικοί όμως είχαν αμφιβολίες. Ο Ιησούς τους πλησίασε και τους είπε: «Ο Θεός μού έδωσε όλη την εξουσία στον ουρανό και στη γη. Πηγαίνετε λοιπόν και κάνετε μαθητές μου όλα τα έθνη, βαφτίζοντάς τους στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος και διδάξτε τους να τηρούν όλες τις εντολές που σας έδωσα. Κι εγώ θα είμαι μαζί σας πάντα, ως τη συντέλεια του κόσμου». Αμήν. Αυτή είναι η αρχή του χαρμόσυνου μηνύματος για τον Ιησού Χριστό, τον Υιό του Θεού. Στα βιβλία των προφητών είναι γραμμένο: Στέλνω τον αγγελιοφόρο μου πριν από σένα, για να προετοιμάσει το δρόμο σου! Μια φωνή βροντοφωνάζει στην έρημο: ετοιμάστε το δρόμο για τον Κύριο, ισιώστε τα μονοπάτια να περάσει. Σύμφωνα μ’ αυτά, παρουσιάστηκε ο Ιωάννης, ο οποίος βάφτιζε στην έρημο και κήρυττε να μετανοήσουν οι άνθρωποι και να βαφτιστούν, για να συγχωρηθούν οι αμαρτίες τους. Πήγαιναν σ’ αυτόν όλοι οι κάτοικοι της Ιουδαίας κι οι Ιεροσολυμίτες, κι όλους τους βάφτιζε στον ποταμό Ιορδάνη, καθώς ομολογούσαν τις αμαρτίες τους. Ο Ιωάννης φορούσε ρούχο από τρίχες καμήλας και δερμάτινη ζώνη στη μέση του, έτρωγε ακρίδες, και μέλι από αγριομέλισσες. Στο κήρυγμά του τόνιζε: «Έρχεται ύστερα από μένα αυτός που είναι πιο ισχυρός και που εγώ δεν είμαι άξιος να σκύψω και να λύσω το λουρί από τα υποδήματά του. Εγώ σας βάφτισα με νερό, εκείνος όμως θα σας βαφτίσει με Άγιο Πνεύμα». Εκείνες τις μέρες ήρθε ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ της Γαλιλαίας και βαφτίστηκε στον Ιορδάνη από τον Ιωάννη. Κι αμέσως, ενώ έβγαινε από το νερό, είδε ν’ ανοίγουν οι ουρανοί, και το Πνεύμα σαν περιστέρι να κατεβαίνει πάνω του. Τότε μια φωνή ακούστηκε από τα ουράνια: «Εσύ είσαι ο αγαπημένος μου Υιός, εσύ είσαι ο εκλεκτός μου». Αμέσως, το Πνεύμα οδηγεί τον Ιησού έξω στην έρημο. Εκεί στην έρημο έμεινε σαράντα μέρες κι αντιμετώπισε τους πειρασμούς του σατανά. Ζούσε μαζί με τα θηρία, και άγγελοι τον υπηρετούσαν. Μετά τη σύλληψη του Ιωάννη, ο Ιησούς ήρθε στη Γαλιλαία και κήρυττε το χαρμόσυνο μήνυμα για τη βασιλεία του Θεού. «Συμπληρώθηκε», έλεγε, «ο καθορισμένος καιρός κι έφτασε η βασιλεία του Θεού· μετανοείτε και πιστεύετε στο χαρμόσυνο αυτό μήνυμα». Καθώς ο Ιησούς περπατούσε στην όχθη της λίμνης της Γαλιλαίας, είδε το Σίμωνα και τον Ανδρέα, αδερφό του Σίμωνα, να ρίχνουν τα δίχτυα στη λίμνη, γιατί ήταν ψαράδες. «Ακολουθήστε με», τους είπε ο Ιησούς, «και θα σας κάνω ψαράδες ανθρώπων». Εκείνοι αμέσως άφησαν τα δίχτυα και τον ακολούθησαν. Αφού προχώρησε λίγο πιο πέρα ο Ιησούς, είδε τον Ιάκωβο, γιο του Ζεβεδαίου, και τον αδερφό του τον Ιωάννη να τακτοποιούν κι αυτοί τα δίχτυα μέσα στο ψαροκάικο, και τους κάλεσε αμέσως. Αυτοί άφησαν τότε τον πατέρα τους το Ζεβεδαίο στο ψαροκάικο με τους μισθωτούς και τον ακολούθησαν. Έρχονται στην Καπερναούμ, κι αμέσως το Σάββατο ο Ιησούς μπήκε στη συναγωγή και δίδασκε. Οι άνθρωποι έμεναν κατάπληκτοι από τη διδασκαλία του, γιατί τους δίδασκε με αυθεντία κι όχι όπως δίδασκαν οι γραμματείς. Εκεί στη συναγωγή τους ήταν κάποιος που κατεχόταν από δαιμονικό πνεύμα. Αυτός κραύγασε λέγοντας: «Ε! Τι δουλειά έχεις εσύ μ’ εμάς, Ιησού Ναζαρηνέ; Ήρθες να μας αφανίσεις; Σε ξέρω ποιος είσαι: είσαι ο Εκλεκτός του Θεού». Ο Ιησούς επιτίμησε το δαιμονικό πνεύμα και του είπε: «Πάψε να μιλάς και βγες απ’ αυτόν». Το δαιμονικό πνεύμα, αφού συντάραξε τον άνθρωπο και φώναξε με δυνατή φωνή, βγήκε απ’ αυτόν. Όλοι τότε κυριεύτηκαν από δέος και συζητούσαν μεταξύ τους: «Τι σημαίνουν όλα αυτά; Ποια είναι η καινούρια αυτή διδασκαλία; Με αυθεντία διατάζει ακόμη και τα δαιμονικά πνεύματα και τον υπακούνε». Κι αμέσως κυκλοφόρησε η φήμη του παντού σ’ όλη την περιοχή της Γαλιλαίας. Μόλις βγήκαν από τη συναγωγή, ήρθαν στο σπίτι του Σίμωνα και του Ανδρέα, με τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη. Αμέσως λένε στον Ιησού για την πεθερά του Σίμωνα, που ήταν στο κρεβάτι με πυρετό. Ο Ιησούς την πλησίασε, την έπιασε από το χέρι και τη σήκωσε. Ο πυρετός τότε την άφησε αμέσως, κι αυτή τους υπηρετούσε. Κατά το δειλινό, όταν έδυσε ο ήλιος, τού έφεραν όλους τους αρρώστους και τους δαιμονισμένους, κι όλοι οι κάτοικοι της πόλης είχαν μαζευτεί μπροστά στην πόρτα. Ο Ιησούς θεράπευσε πολλούς που υπέφεραν από διάφορες αρρώστιες, κι έβγαλε πολλά δαιμόνια· δεν τα άφηνε όμως να μιλούν, γιατί τον αναγνώριζαν ότι είναι ο Μεσσίας. Το πρωί, πολύ πριν ακόμα φέξει, ο Ιησούς βγήκε έξω και πήγε σ’ ένα ερημικό μέρος, κι εκεί προσευχόταν. Τον αναζήτησαν όμως ο Σίμων κι οι σύντροφοί του, τον βρήκαν και του λένε: «Όλοι σε ζητούν». Εκείνος τους λέει: «Πάμε στα γειτονικά χωριά, για να κηρύξω κι εκεί· αυτή είναι η αποστολή μου». Κήρυττε λοιπόν στις συναγωγές τους σ’ όλη τη Γαλιλαία, κι έβγαζε τα δαιμόνια. Έρχεται στον Ιησού ένας λεπρός, και πεσμένος στα γόνατα τον παρακαλούσε λέγοντας: «Εάν θέλεις, έχεις τη δύναμη να με καθαρίσεις από τη λέπρα». Ο Ιησούς τον σπλαχνίστηκε, άπλωσε το χέρι του, τον άγγιξε και του είπε: «Θέλω· να καθαριστείς από τη λέπρα». Μόλις τα είπε αυτά, αμέσως έφυγε απ’ αυτόν η λέπρα και καθαρίστηκε. Και συνοδεύοντάς τον έξω ο Ιησούς του μίλησε σε τόνο αυστηρό και του είπε: «Πρόσεξε μην πεις τίποτα σε κανέναν. Πήγαινε όμως να δείξεις τον εαυτό σου στον ιερέα, και πρόσφερε για τον καθαρισμό σου ό,τι έχει καθορίσει ο Μωυσής, για να τους αποδείξεις ότι θεραπεύτηκες». Αυτός όμως βγήκε κι άρχισε να διαλαλεί τα πάντα και να διαδίδει το γεγονός, έτσι που ο Ιησούς δεν μπορούσε πια να μπει φανερά σε κάποια πόλη, αλλά έμενε έξω σε ερημικά μέρη. Ωστόσο ερχόταν σ’ αυτόν ο κόσμος από παντού. Ύστερα από μερικές μέρες μπήκε πάλι ο Ιησούς στην Καπερναούμ και διαδόθηκε ότι βρίσκεται σε κάποιο σπίτι. Αμέσως συγκεντρώθηκαν πολλοί, ώστε δεν υπήρχε χώρος ούτε κι έξω από την πόρτα· και τους κήρυττε το μήνυμά του. Έρχονται τότε μερικοί προς αυτόν, φέρνοντας έναν παράλυτο, που τον βάσταζαν τέσσερα άτομα. Κι επειδή δεν μπορούσαν να τον φέρουν κοντά στον Ιησού εξαιτίας του πλήθους, έβγαλαν τη στέγη πάνω από ’κει που ήταν ο Ιησούς, έκαναν ένα άνοιγμα και κατέβασαν το κρεβάτι, πάνω στο οποίο ήταν ξαπλωμένος ο παράλυτος. Όταν είδε ο Ιησούς την πίστη τους, είπε στον παράλυτο: «Παιδί μου, σου συγχωρούνται οι αμαρτίες». Κάθονταν όμως εκεί μερικοί γραμματείς και συλλογίζονταν μέσα τους: «Μα πώς μιλάει αυτός έτσι, προσβάλλοντας το Θεό; Ποιος μπορεί να συγχωρεί αμαρτίες; Μόνον ένας, ο Θεός». Αμέσως κατάλαβε ο Ιησούς ότι αυτά σκέφτονται και τους λέει: «Γιατί κάνετε αυτές τις σκέψεις στο μυαλό σας; Τι είναι ευκολότερο να πω στον παράλυτο: “σου συγχωρούνται οι αμαρτίες” ή να του πω, “σήκω, πάρε το κρεβάτι σου και περπάτα”; Για να μάθετε λοιπόν ότι ο Υιός του Ανθρώπου έχει την εξουσία να συγχωρεί πάνω στη γη αμαρτίες» –λέει στον παράλυτο: «Σ’ εσένα το λέω, σήκω, πάρε το κρεβάτι σου και πήγαινε στο σπίτι σου». Εκείνος σηκώθηκε αμέσως, πήρε το κρεβάτι του και μπροστά σ’ όλους βγήκε έξω, έτσι που όλοι θαύμαζαν και δόξαζαν το Θεό: «Τέτοια πράγματα», έλεγαν, «ποτέ μέχρι τώρα δεν έχουμε δει!» Πήγε πάλι ο Ιησούς προς τη λίμνη. Όλος ο κόσμος ερχόταν κοντά του, κι εκείνος τους δίδασκε. Εκεί που προχωρούσε, είδε το Λευί, γιο του Αλφαίου, να κάθεται στο τελωνείο. «Ακολούθησέ με», του λέει. Κι εκείνος σηκώθηκε και τον ακολούθησε. Κι ενώ ο Ιησούς και οι μαθητές του έτρωγαν στο σπίτι του Λευί, κάθονταν μαζί τους στο τραπέζι και πολλοί τελώνες κι αμαρτωλοί· ήταν πολλοί αυτοί και τον ακολουθούσαν. Οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι, βλέποντας ότι τρώει με τελώνες κι αμαρτωλούς, ρωτούσαν τους μαθητές του: «Γιατί τρώει και πίνει με τους τελώνες και τους αμαρτωλούς;» Ο Ιησούς τους άκουσε και τους λέει: «Δεν έχουν ανάγκη από γιατρό οι υγιείς αλλά οι άρρωστοι· δεν ήρθα να καλέσω σε μετάνοια τους δικαίους αλλά τους αμαρτωλούς». Όταν κάποτε νήστευαν οι μαθητές του Ιωάννη και οι μαθητές των Φαρισαίων, έρχονται μερικοί και λένε στον Ιησού: «Γιατί οι μαθητές του Ιωάννη και οι μαθητές των Φαρισαίων νηστεύουν, ενώ οι δικοί σου μαθητές δε νηστεύουν;» Ο Ιησούς τους αποκρίθηκε: «Μπορούν οι φίλοι του γαμπρού να νηστεύουν όσο αυτός είναι μαζί τους; Όσον καιρό είναι μαζί τους ο γαμπρός δεν μπορούν να νηστεύουν. Θα ’ρθει όμως καιρός που θα τους πάρουν από κοντά τους το γαμπρό, και τότε θα νηστέψουν εκείνες τις ημέρες. »Κανένας δε βάζει για μπάλωμα σε παλιό ρούχο ένα κομμάτι από καινούριο ύφασμα, γιατί το καινούριο μπάλωμα θα τραβήξει το παλιό ρούχο και το σχίσιμο θα γίνει μεγαλύτερο. Επίσης, κανένας δε βάζει καινούριο κρασί σε παλιά ασκιά· γιατί το καινούριο κρασί θα κάνει να σκάσουν τα ασκιά, κι έτσι και το κρασί θα χυθεί και τα ασκιά θα καταστραφούν· αλλά το καινούριο κρασί πρέπει να μπει σε καινούρια ασκιά». Συνέβη κάποιο Σάββατο να βαδίζει ο Ιησούς μέσα από σπαρμένα χωράφια, κι οι μαθητές του, ενώ περπατούσαν, έτριβαν στάχυα και έτρωγαν τους σπόρους. Οι Φαρισαίοι τότε του έλεγαν: «Κοίτα, κάνουν το Σάββατο κάτι που δεν επιτρέπεται από το νόμο». «Ποτέ δε διαβάσατε στη Γραφή», τους λέει, «τι έκανε ο Δαβίδ, όταν βρέθηκε στην ανάγκη και πείνασε αυτός κι οι σύντροφοί του; Μπήκε στο ναό του Θεού τον καιρό που αρχιερέας ήταν ο Αβιάθαρ κι έφαγε τους άρτους της προθέσεως, που δεν επιτρέπεται από το νόμο να τρώνε παρά μόνον οι ιερείς, κι έδωσε μάλιστα και σ’ αυτούς που ήταν μαζί του». Και τους έλεγε ο Ιησούς: «Το Σάββατο έγινε για τον άνθρωπο· όχι ο άνθρωπος για το Σάββατο. Συνεπώς ο Υιός του Ανθρώπου εξουσιάζει και το Σάββατο». Ο Ιησούς μπήκε πάλι στη συναγωγή. Εκεί ήταν ένας άνθρωπος με παράλυτο χέρι, κι όλοι πρόσεχαν να δουν αν θα τον θεραπεύσει την ημέρα του Σαββάτου, για να τον κατηγορήσουν. Λέει τότε στον άνθρωπο με το παράλυτο χέρι: «Σήκω κι έλα εδώ στη μέση». «Επιτρέπει ο νόμος», τους ρωτάει, «να κάνει το Σάββατο κανείς καλό ή να κάνει κακό; Να σώσει μια ζωή ή να την αφήσει να χαθεί;» Αυτοί σιωπούσαν. Κι αφού έριξε σ’ όλους μια ματιά με οργή, λυπημένος πολύ για την πώρωση της καρδιάς τους, λέει στον άνθρωπο: «Τέντωσε το χέρι σου». Εκείνος το τέντωσε, κι έγινε καλά το χέρι του σαν το άλλο. Βγήκαν έξω οι Φαρισαίοι κι αμέσως συσκέφθηκαν με τους Ηρωδιανούς και πήραν απόφαση να τον εξοντώσουν. Ο Ιησούς κατευθύνθηκε με τους μαθητές του προς τη λίμνη και τον ακολούθησε πολύς κόσμος από τη Γαλιλαία. Επίσης πολύς κόσμος από την Ιουδαία, από τα Ιεροσόλυμα, από την Ιδουμαία κι από την περιοχή πέρα από τον Ιορδάνη και γύρω από την Τύρο και Σιδώνα, όταν άκουσαν όσα έκανε, ήρθαν σ’ αυτόν. Είπε μάλιστα στους μαθητές του να έχουν ένα πλοιάριο έτοιμο στη διάθεσή του, για να μην τον συνθλίβει ο κόσμος. Γιατί, είχε θεραπεύσει πολλούς, με αποτέλεσμα όσοι μαστίζονταν από αρρώστιες να πέφτουν πάνω του για να τον αγγίξουν. Οι άρρωστοι από δαιμονικά πνεύματα, όταν τον έβλεπαν, έπεφταν μπροστά του και κραύγαζαν: «Εσύ είσαι ο Υιός του Θεού». Εκείνος όμως επιτιμούσε αυστηρά τα πνεύματα να μη φανερώνουν ποιος είναι. Ο Ιησούς τότε ανεβαίνει στο βουνό, καλεί κοντά του αυτούς που ήθελε, κι όταν εκείνοι ήρθαν σ’ αυτόν διάλεξε δώδεκα, για να είναι μαζί του και να τους στέλνει να κηρύττουν· κι ακόμη για να έχουν την εξουσία να θεραπεύουν τις ασθένειες και να διώχνουν τα δαιμόνια. Στο Σίμωνα έδωσε το όνομα Πέτρος· στον Ιάκωβο, γιο του Ζεβεδαίου, και στον Ιωάννη, αδερφό του Ιακώβου, έδωσε το όνομα Βοανεργές, που σημαίνει «Παιδιά Βροντής». Οι άλλοι ήταν ο Ανδρέας, ο Φίλιππος, ο Βαρθολομαίος, ο Ματθαίος, ο Θωμάς, ο Ιάκωβος, γιος του Αλφαίου, ο Θαδδαίος, ο Σίμων ο Κανανίτης κι ο Ιούδας ο Ισκαριώτης, ο οποίος και τον πρόδωσε. Μετά έρχονται σ’ ένα σπίτι· εκεί μαζεύτηκε πάλι τόσος κόσμος, που αυτός και οι μαθητές δεν μπορούσαν ούτε να φάνε. Όταν τ’ άκουσαν αυτό οι δικοί του, βγήκαν να τον συγκρατήσουν, γιατί νόμιζαν ότι είχε χάσει τα λογικά του. Αλλά κι οι γραμματείς που ήρθαν από τα Ιεροσόλυμα, έλεγαν ότι έχει μέσα του το Βεελζεβούλ κι ότι με τη δύναμη του άρχοντα των δαιμονίων διώχνει τα δαιμόνια. Τότε τους κάλεσε ο Ιησούς κοντά του και τους μιλούσε με παραβολικές εικόνες: «Πώς μπορεί ο σατανάς να διώχνει το σατανά; Αν ένα βασίλειο χωριστεί σε αντιμαχόμενες παρατάξεις, θα διαλυθεί. Κι αν σε μια οικογένεια πέσει διχασμός, θα διαλυθεί κι αυτή. Αν ο σατανάς στραφεί εναντίον του εαυτού του και διχαστεί, δεν μπορεί να σταθεί· τελείωσε η κυριαρχία του. Κανείς δεν μπορεί να μπει στο σπίτι ενός δυνατού ανθρώπου και να κλέψει τα πράγματά του, αν πρωτύτερα δεν δέσει το δυνατό άνθρωπο. Μόνο τότε θα λεηλατήσει το σπίτι του». «Σας βεβαιώνω πως ο Θεός θα συγχωρήσει όλες τις αμαρτίες των ανθρώπων και τις προσβολές που θα του κάνουν· όποιος όμως προσβάλει το Πνεύμα το Άγιο, δε θα συγχωρηθεί ποτέ· είναι ένοχος αιώνιας καταδίκης». Τα είπε αυτά ο Ιησούς γιατί έλεγαν πως έχει σατανικό πνεύμα. Ήρθαν τότε η μητέρα και τ’ αδέρφια του Ιησού και περιμένοντας έξω από το σπίτι έστειλαν να τον φωνάξουν. Γύρω του καθόταν πλήθος, και του λένε: «Η μητέρα σου και τ’ αδέρφια σου είναι έξω και σε ζητούν». Εκείνος απαντώντας τούς λέει: «Ποια είναι η μητέρα μου και ποιοι είναι οι αδερφοί μου;» Κι αφού έριξε μια ματιά ολόγυρα σ’ αυτούς που κάθονταν γύρω του, λέει: «Να η μητέρα μου και τα αδέρφια μου. Γιατί, όποιος εφαρμόζει το θέλημα του Θεού, αυτός είναι αδερφός μου και αδερφή και μητέρα μου». Άρχισε πάλι να διδάσκει ο Ιησούς πλάι στη λίμνη της Γαλιλαίας. Γύρω του είχε μαζευτεί πάρα πολύς κόσμος· γι’ αυτό ο ίδιος μπήκε και κάθισε σ’ ένα πλοιάριο, ενώ όλος ο κόσμος έμεινε στη στεριά δίπλα στη λίμνη. Τους δίδασκε πολλά με παραβολές και τους έλεγε: «Προσέξτε. Βγήκε ο σποριάς να σπείρει. Και καθώς έσπερνε, μερικοί σπόροι έπεσαν στο δρόμο, κι ήρθαν τα πουλιά και τους έφαγαν. Άλλοι έπεσαν σε πετρώδες έδαφος που δεν είχε πολύ χώμα κι αμέσως φύτρωσαν, γιατί το χώμα ήταν λιγοστό. Μόλις όμως ανέτειλε ο ήλιος, κάηκαν, κι επειδή δεν είχαν ρίζες ξεράθηκαν. Άλλοι σπόροι έπεσαν στ’ αγκάθια, κι όταν τ’ αγκάθια μεγάλωσαν τους έπνιξαν και δεν καρποφόρησαν. Τέλος άλλοι έπεσαν στο γόνιμο έδαφος, όπου βλάστησαν, αυξήθηκαν κι έδωσαν καρπό, τριάντα κι εξήντα κι εκατό φορές περισσότερο. Όποιος έχει αυτιά για ν’ ακούει, ας τ’ ακούει αυτά», τους έλεγε. Όταν ο Ιησούς έμεινε μόνος, όσοι ήταν μαζί του, καθώς κι οι δώδεκα μαθητές, τον ρωτούσαν για το νόημα των παραβολών. Εκείνος τους έλεγε: «Σ’ εσάς έχει δοθεί να γνωρίσετε τα μυστήρια της βασιλείας του Θεού· σ’ όσους όμως βρίσκονται έξω, όλα παρουσιάζονται με παραβολές, ώστε, όσο κι αν κοιτάζουν να μη βλέπουν, όσο κι αν ακούν να μην καταλαβαίνουν· μήπως μετανοήσουν και τους συγχωρήσει ο Θεός τις αμαρτίες». Τους λέει ο Ιησούς: «Αν αυτή την παραβολή δεν καταλαβαίνετε, πώς τότε θα καταλάβετε όλες τις άλλες παραβολές; Ο σποριάς σπέρνει το λόγο του Θεού. Με τους σπόρους που έπεσαν στο δρόμο εννοούνται εκείνοι στους οποίους σπέρνεται ο λόγος και, μόλις τον ακούσουν, αμέσως έρχεται ο σατανάς και παίρνει το λόγο που έχει σπαρθεί στις καρδιές τους. Με άλλους πάλι συμβαίνει ό,τι με τους σπόρους που σπέρνονται σε πετρώδες έδαφος: αυτοί, όταν ακούσουν το λόγο, αμέσως τον δέχονται με χαρά· δε ριζώνει όμως μέσα τους, αλλά είναι προσωρινός. Έπειτα, όταν αρχίσουν κατατρεγμοί ή διωγμοί εξαιτίας του ευαγγελίου, αμέσως το απαρνούνται. Με τους σπόρους που σπέρνονται στ’ αγκάθια εννοούνται αυτοί που ακούν το λόγο, οι μέριμνες όμως για τα εγκόσμια, η απάτη του πλούτου και οι λοιπές επιθυμίες μπαίνουν μέσα τους και καταπνίγουν το λόγο, κι έτσι δεν καρποφορεί. Άλλοι, τέλος, μοιάζουν με το σπόρο που σπάρθηκε στο γόνιμο έδαφος: αυτοί ακούν το ευαγγέλιο, το δέχονται και φέρνουν καρπό, άλλοι τριάντα, άλλοι εξήντα κι άλλοι εκατό φορές περισσότερο». Τους έλεγε ο Ιησούς: «Μήπως φέρνουν το λυχνάρι για να το τοποθετήσουν κάτω από το δοχείο που μετρούν το στάρι ή κάτω απ’ το κρεβάτι; Το φέρνουν για να το τοποθετήσουν στο λυχνοστάτη. Έτσι, δεν υπάρχει τίποτε κρυφό που δε θα γίνει φανερό ούτε μυστικό που δε θα φανερωθεί. Ας τ’ ακούει αυτά όποιος έχει αυτιά για ν’ ακούει». Τους έλεγε ακόμη: «Προσέχετε αυτό που ακούτε. Με όποιο μέτρο ενδιαφέροντος ακούτε, με το ίδιο μέτρο θα σας δώσει ο Θεός να καταλάβετε, και μάλιστα με μεγαλύτερο. Γιατί όποιος έχει, θα του δοθεί ακόμη περισσότερο· όποιος όμως δεν έχει, και αυτό που έχει θα του αφαιρεθεί». Ο Ιησούς έλεγε: «Με τη βασιλεία του Θεού συμβαίνει ό,τι με τον άνθρωπο που σπέρνει το σπόρο στη γη: κοιμάται τη νύχτα και ξυπνάει την ημέρα, κι ο σπόρος βλασταίνει κι αυξάνει με τρόπο που ο ίδιος δεν ξέρει. Η γη καρποφορεί από μόνη της: στην αρχή βλαστάρι, ύστερα στάχυ και τέλος μεστωμένο σιτάρι στο στάχυ. Όταν ωριμάσει ο καρπός, αμέσως αρχίζει να θερίζει, γιατί ήρθε ο καιρός του θερισμού». Έλεγε ακόμη ο Ιησούς: «Με τι να παρομοιάσουμε τη βασιλεία του Θεού ή με ποια παραβολή να την παραστήσουμε; Μοιάζει με σπόρο σιναπιού, που όταν τον σπείρουνε στη γη, είναι ο μικρότερος απ’ όλους τους σπόρους που σπέρνονται. Μετά τη σπορά, όμως, βλασταίνει και γίνεται μεγαλύτερο απ’ όλα τα λαχανικά. Κάνει τόσο μεγάλα κλαδιά, ώστε τα πουλιά να μπορούν να φωλιάζουν στη σκιά του». Έτσι με πολλές παρόμοιες παραβολές τούς κήρυττε το μήνυμά του, σύμφωνα με τη δυνατότητα που είχαν να καταλαβαίνουν. Χωρίς παραβολές δεν τους κήρυττε το λόγο, όλα όμως τα εξηγούσε ιδιαιτέρως στους μαθητές του. Το βράδυ εκείνης της ημέρας λέει ο Ιησούς στους μαθητές του: «Ας περάσουμε στην απέναντι όχθη». Κι αφού άφησαν τον κόσμο, πήραν τον Ιησού όπως ήταν στο πλοιάριο κι έφυγαν. Τον συνόδευαν κι άλλα πλοιάρια. Τότε έγινε μεγάλη ανεμοθύελλα και τα κύματα χτυπούσαν πάνω στο πλοιάριο, με αποτέλεσμα αυτό ν’ αρχίσει να βυθίζεται. Ο Ιησούς ήταν στην πρύμνη και κοιμόταν πάνω σ’ ένα μαξιλάρι. Τον ξυπνούν και του λένε: «Διδάσκαλε, δε σε νοιάζει που χανόμαστε;» Εκείνος σηκώθηκε, επιτίμησε τον άνεμο και είπε στη θάλασσα: «Σώπα· φιμώσου!» Σταμάτησε τότε ο άνεμος κι έγινε απόλυτη γαλήνη. Και στους μαθητές είπε: «Γιατί είστε τόσο δειλοί; Γιατί δεν έχετε πίστη;» Τότε τους κατέλαβε μεγάλο δέος κι έλεγαν μεταξύ τους: «Ποιος τάχα είναι αυτός, που κι ο άνεμος και η θάλασσα τον υπακούν;» Ήρθαν στο απέναντι μέρος της λίμνης, στην περιοχή των Γεργεσηνών. Εκεί, μόλις ο Ιησούς βγήκε από το πλοιάριο, τον συνάντησε αμέσως ένας άνθρωπος που ερχόταν από τα μνήματα. Ήταν δαιμονισμένος και κατοικούσε στα μνήματα. Δεν μπορούσε κανείς να τον δέσει ούτε με αλυσίδες. Πολλές φορές του είχαν βάλει σιδερένια δεσμά στα πόδια και τον είχαν δέσει με αλυσίδες, αυτός όμως είχε σπάσει τις αλυσίδες κι είχε συντρίψει τα δεσμά. Κανείς δεν μπορούσε να τον δαμάσει. Νύχτα μέρα συνεχώς έμενε στα μνήματα και στα βουνά, έβγαζε κραυγές και κατακοβόταν με πέτρες. Όταν είδε τον Ιησού από μακριά, έτρεξε και τον προσκύνησε. Κραυγάζοντας δυνατά τού λέει: «Τι δουλειά έχεις εσύ μ’ εμένα, Ιησού, Υιέ του ύψιστου Θεού; Σ’ εξορκίζω στο Θεό να μη με βασανίσεις». Γιατί, ο Ιησούς του έλεγε: «Δαιμονικό πνεύμα, βγες απ’ αυτόν τον άνθρωπο». Ακόμα ο Ιησούς τον ρώτησε: «Ποιο είναι τ’ όνομά σου;» Κι εκείνος απάντησε: «Το όνομά μου είναι Λεγεών, γιατί είμαστε πολλοί». Τα δαιμόνια παρακαλούσαν τον Ιησού να μην τα διώξει έξω από την περιοχή. Εκεί κοντά στο βουνό έβοσκε ένα μεγάλο κοπάδι χοίρων. Όλοι οι δαίμονες, λοιπόν, τον παρακαλούσαν: «Στείλε μας να μπούμε στους χοίρους». Αμέσως ο Ιησούς τους το επέτρεψε. Βγήκαν τότε τα δαιμονικά πνεύματα από τον άνθρωπο και μπήκαν στους χοίρους, με αποτέλεσμα να ορμήσει το κοπάδι στον γκρεμό και να πνιγεί στη λίμνη. Ήταν περίπου δύο χιλιάδες χοίροι. Οι χοιροβοσκοί έφυγαν και διέδωσαν την είδηση στην πόλη και στην ύπαιθρο. Ήρθαν τότε οι κάτοικοι να δουν τι συνέβη. Πηγαίνουν στον Ιησού και βλέπουν το δαιμονισμένο που είχε μέσα του το Λεγεώνα να είναι καθισμένος, να φοράει ρούχα και να φέρεται λογικά· φοβήθηκαν λοιπόν. Όσοι είχαν δει το γεγονός τούς διηγήθηκαν τι συνέβη στο δαιμονισμένο και στους χοίρους. Τότε αυτοί άρχισαν να παρακαλούν τον Ιησού να φύγει από την περιοχή τους. Ενώ έμπαινε ο Ιησούς στο πλοιάριο, τον παρακαλούσε ο άλλοτε δαιμονισμένος να τον πάρει μαζί του. Ο Ιησούς όμως δεν του το επέτρεψε αλλά του είπε: «Πήγαινε στο σπίτι σου, στους δικούς σου, και διηγήσου σ’ αυτούς το καλό που σου έκανε ο Κύριος και την ευσπλαχνία που σου έδειξε». Εκείνος έφυγε κι άρχισε να διακηρύττει στη Δεκάπολη, τι έκανε γι’ αυτόν ο Ιησούς. Κι όλοι έμεναν κατάπληκτοι. Όταν πέρασε ο Ιησούς με το πλοιάριο πάλι στην απέναντι όχθη, συγκεντρώθηκε πολύς κόσμος γύρω του. Ήταν πλάι στη λίμνη. Έρχεται τότε ένας από τους άρχοντες της συναγωγής, που λεγόταν Ιάειρος· μόλις βλέπει τον Ιησού έπεσε στα πόδια του και τον παρακαλούσε θερμά λέγοντας: «Η κορούλα μου βρίσκεται στα τελευταία της· έλα να βάλεις τα χέρια σου πάνω της για να γιατρευτεί και να ζήσει». Ο Ιησούς έφυγε μαζί του. Τον ακολουθούσε και πολύς κόσμος, που τον περιέβαλλε ασφυκτικά. Ανάμεσά τους ήταν και μια γυναίκα που υπέφερε από αιμορραγία δώδεκα χρόνια. Είχε ξοδέψει όλη την περιουσία της σε πολλές θεραπείες από πολλούς γιατρούς, χωρίς να δει καμιά βελτίωση· αντίθετα, είχε γίνει πολύ χειρότερα. Όταν άκουσε για τον Ιησού, ήρθε μέσα από τον κόσμο πίσω του κι άγγιξε το ρούχο του. «Και μόνο ν’ αγγίξω τα ρούχα του», έλεγε μέσα της, «θα σωθώ». Η αιμορραγία της σταμάτησε αμέσως κι αισθάνθηκε στο σώμα της ότι θεραπεύτηκε από την αρρώστια που τη βασάνιζε. Ταυτόχρονα ο Ιησούς ένιωσε τη δύναμη που βγήκε απ’ αυτόν, στράφηκε στο πλήθος και είπε: «Ποιος άγγιξε τα ρούχα μου;» Οι μαθητές του έλεγαν: «Δε βλέπεις τον κόσμο που σε περιβάλλει ασφυκτικά; Τι ρωτάς ποιος σε άγγιξε;» Εκείνος όμως έστρεφε το βλέμμα του τριγύρω για να δει εκείνην που τον είχε αγγίξει. Η γυναίκα τότε, φοβισμένη και τρομαγμένη, ξέροντας αυτό που της συνέβη, ήρθε κι έπεσε στα πόδια του και του είπε όλη την αλήθεια. Ο Ιησούς της είπε: «Κόρη μου, η πίστη σου σε έσωσε. Πήγαινε στο καλό. Είσαι θεραπευμένη από την αρρώστια σου». Ενώ ακόμη ο Ιησούς μιλούσε, έρχονται άνθρωποι του άρχοντα της συναγωγής και του λένε: «Η κόρη σου πέθανε· τι εξακολουθείς να ενοχλείς το δάσκαλο;» Ο Ιησούς όμως αμέσως μόλις άκουσε να λένε τα λόγια αυτά, είπε στον άρχοντα της συναγωγής: «Εσύ μη φοβάσαι· μόνο πίστευε». Και δεν επέτρεψε σε κανέναν να τον ακολουθήσει παρά μόνο στον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, τον αδερφό του Ιακώβου. Έρχονται στο σπίτι του άρχοντα της συναγωγής και βλέπει ο Ιησούς να υπάρχει αναστάτωση, και τους ανθρώπους να κλαίνε και να οδύρονται δυνατά. Μπήκε μέσα και τους λέει: «Γιατί αυτός ο θόρυβος και τα κλάματα; Το παιδί δεν πέθανε αλλά κοιμάται». Εκείνοι τον περιγελούσαν. Αυτός όμως, αφού τους έβγαλε όλους έξω, παίρνει τον πατέρα και τη μητέρα του παιδιού και τους μαθητές του και μπαίνει εκεί που ήταν το παιδί ξαπλωμένο. Πιάνει το κορίτσι από το χέρι και του λέει: «Ταλιθά κούμι», που σημαίνει «κορίτσι, σε διατάζω να σηκωθείς!» Το κορίτσι σηκώθηκε αμέσως και περπατούσε. Ήταν δώδεκα ετών. Όλοι τότε κυριεύτηκαν από μεγάλη κατάπληξη. Ο Ιησούς όμως τους έδωσε αυστηρή παραγγελία να μην το μάθει κανείς αυτό, και είπε να δώσουν στο κορίτσι να φάει. Ο Ιησούς έφυγε από ’κει και ήρθε στην πατρίδα του. Οι μαθητές του τον ακολουθούσαν. Το Σάββατο άρχισε να διδάσκει στη συναγωγή. Πολλοί που τον άκουγαν απορούσαν κι έλεγαν: «Από πού τα κατέχει αυτά; Και ποια είναι η σοφία αυτή που του δόθηκε; Πώς κάνει τέτοια θαύματα με τα χέρια του; Αυτός δεν είναι ο ξυλουργός, ο γιος της Μαρίας κι αδερφός του Ιακώβου, του Ιωσή, του Ιούδα και του Σίμωνος; Κι οι αδερφές του δεν μένουν εδώ στον τόπο μας;» Αυτό, λοιπόν, τους δημιουργούσε εμπόδιο να τον πιστέψουν. Κι ο Ιησούς τους έλεγε: «Δεν υπάρχει προφήτης που να μην τον περιφρονούν οι συμπατριώτες του, οι συγγενείς του κι η οικογένειά του». Έτσι δεν μπόρεσε να κάνει εκεί κανένα θαύμα, παρά μόνο ακούμπησε τα χέρια του σε λίγους αρρώστους και τους θεράπευσε. Κι έμενε κατάπληκτος από την απιστία τους. Ο Ιησούς περιόδευε στα γύρω χωριά και δίδασκε. Κάλεσε τους δώδεκα μαθητές του κι άρχισε να τους στέλνει δύο δύο, δίνοντάς τους εξουσία να διώχνουν τα δαιμονικά πνεύματα. Τους παράγγειλε να μην παίρνουν τίποτε μαζί τους για το δρόμο: ούτε σακίδιο ούτε φαγητό ούτε χρήματα στο ζωνάρι τους παρά μόνο ένα ραβδί· να βάλουν σανδάλια στα πόδια τους και να μην πάρουν μαζί τους διπλά ρούχα. Τους έλεγε ακόμη: «Σ’ όποιο σπίτι φιλοξενηθείτε, εκεί να μένετε ώσπου να φύγετε από ’κείνο το μέρος. Και όσοι δεν σας δεχτούν και δεν ακούσουν το μήνυμά σας, όταν φεύγετε, τινάξτε τη σκόνη κάτω απ’ τα πόδια σας, για να υπάρχει μια μαρτυρία εναντίον τους. Σας βεβαιώνω πως την ημέρα της κρίσεως ο Θεός θα δείξει μεγαλύτερη επιείκεια για τα Σόδομα και τα Γόμορρα, παρά για την πόλη εκείνη». Οι μαθητές έφυγαν και κήρυτταν στους ανθρώπους να μετανοήσουν, και θεράπευαν πολλούς δαιμονισμένους. Άλειφαν με λάδι πολλούς αρρώστους και τους γιάτρευαν. Ο βασιλιάς Ηρώδης άκουσε για τον Ιησού, γιατί το όνομά του είχε γίνει γνωστό. Μερικοί έλεγαν: «Αναστήθηκε από τους νεκρούς ο Ιωάννης ο Βαπτιστής, γι’ αυτό μπορεί και κάνει τέτοια θαύματα». Άλλοι έλεγαν: «Είναι ο Ηλίας». Άλλοι έλεγαν: «Είναι προφήτης, σαν ένας από τους μεγάλους προφήτες». Όταν τ’ άκουσε αυτά ο Ηρώδης, είπε: «Αυτός είναι ο Ιωάννης, που εγώ τον αποκεφάλισα· αναστήθηκε από τους νεκρούς». Πραγματικά, ο ίδιος ο Ηρώδης είχε στείλει να συλλάβουν τον Ιωάννη και τον είχε βάλει στη φυλακή. Αυτό το έκανε εξαιτίας της Ηρωδιάδας, που την είχε παντρευτεί, παρ’ όλο που ήταν γυναίκα του Φίλιππου του αδερφού του. Ο Ιωάννης δηλαδή έλεγε στον Ηρώδη: «Δεν σου επιτρέπεται να έχεις τη γυναίκα του αδερφού σου». Η Ηρωδιάδα λοιπόν μισούσε τον Ιωάννη και ήθελε να τον σκοτώσει, αλλά δεν μπορούσε, γιατί ο Ηρώδης τον φοβόταν. Ήξερε πως ο Ιωάννης ήταν δίκαιος κι άγιος άνθρωπος, και γι’ αυτό έκανε πολλά απ’ αυτά που έλεγε, και τον άκουγε ευχαρίστως. Τελικά η Ηρωδιάδα βρήκε την ευκαιρία, όταν ο Ηρώδης για τα γενέθλιά του κάλεσε σε δείπνο τους πολιτικούς και στρατιωτικούς άρχοντες και τους επισήμους της Γαλιλαίας. Τότε μπήκε στην αίθουσα η θυγατέρα της Ηρωδιάδας και χόρεψε. Τόσο άρεσε στον Ηρώδη και στους καλεσμένους, που ο βασιλιάς είπε στο κορίτσι: «Ζήτησέ μου ό,τι θέλεις, και θα σου το δώσω». Της έκανε μάλιστα και όρκο: «Ο,τιδήποτε μου ζητήσεις θα σου το δώσω, μέχρι και το μισό μου βασίλειο». Αυτή πήγε και ρώτησε τη μητέρα της: «Τι να ζητήσω;» Κι εκείνη της απάντησε: «Το κεφάλι του Ιωάννη του Βαπτιστή». Ήρθε αμέσως βιαστικά στο βασιλιά και του είπε: «Θέλω τώρα αμέσως να μου δώσεις το κεφάλι του Ιωάννη του Βαπτιστή μέσα σ’ ένα πιάτο». Ο βασιλιάς στενοχωρήθηκε· εξαιτίας όμως του όρκου που είχε δώσει μπροστά στους καλεσμένους, δεν θέλησε να της το αρνηθεί. Έστειλε τότε αμέσως ένα στρατιώτη της φρουράς με τη διαταγή να φέρει το κεφάλι του Ιωάννη. Εκείνος πήγε και τον αποκεφάλισε στη φυλακή. Έφερε το κεφάλι του σ’ ένα πιάτο και το έδωσε στο κορίτσι, και το κορίτσι το πήγε στη μάνα της. Όταν το ’μαθαν οι μαθητές του Ιωάννη, ήρθαν και πήραν το σώμα του και το έβαλαν σε μνήμα. Οι απόστολοι επέστρεψαν στον Ιησού και του διηγήθηκαν όλα όσα έκαναν κι όσα δίδαξαν. Ο Ιησούς τους λέει: «Ελάτε σε μια ερημική τοποθεσία μόνοι σας, για ν’ αναπαυθείτε λίγο»· κι αυτό γιατί ήταν πολλοί αυτοί που πηγαινοέρχονταν, κι ο Ιησούς και οι μαθητές δεν είχαν χρόνο ούτε για φαγητό. Έτσι έφυγαν με το πλοιάριο μακριά από τον κόσμο σ’ ένα ερημικό μέρος. Πολλοί όμως τους είδαν να φεύγουν και τους αναγνώρισαν· έτσι έτρεξαν απ’ όλα τα μέρη με τα πόδια προς τα ’κει κι έφτασαν πριν απ’ αυτούς και μαζεύτηκαν γύρω από τον Ιησού. Όταν εκείνος βγήκε στη στεριά, είδε πολύ κόσμο και τους σπλαχνίστηκε, γιατί ήταν σαν πρόβατα που δεν έχουν βοσκό, κι άρχισε να τους διδάσκει πολλά. Αφού πέρασε πολλή ώρα, τον πλησιάζουν οι μαθητές του και του λένε: «Το μέρος εδώ είναι έρημο, κι η ώρα περασμένη. Διώξε τον κόσμο να πάνε στις γύρω αγροικίες και στα χωριά, για ν’ αγοράσουν ψωμιά, γιατί δεν έχουν τι να φάνε». Ο Ιησούς όμως τους αποκρίθηκε: «Δώστε τους εσείς να φάνε». Του λένε τότε: «Να πάμε και ν’ αγοράσουμε ψωμί για διακόσια δηνάρια και να τους δώσουμε να φάνε;» «Πόσα ψωμιά έχετε;» τους ρωτάει εκείνος. «Πηγαίνετε να δείτε». Αφού εξακρίβωσαν, του λένε: «Πέντε, και δύο ψάρια». Τους διέταξε τότε να τους βάλουν όλους να καθίσουν για φαγητό κατά ομάδες πάνω στο χλωρό χορτάρι. Κάθισαν λοιπόν παρέες παρέες ανά εκατό και ανά πενήντα άτομα. Πήρε ο Ιησούς τα πέντε ψωμιά και τα δύο ψάρια, έστρεψε το βλέμμα του στον ουρανό, τα ευλόγησε, έκοψε τα ψωμιά σε κομμάτια και τα έδωσε στους μαθητές, για να τα μοιράσουν στον κόσμο. Επίσης μοίρασε σ’ όλους και τα δύο ψάρια. Έφαγαν όλοι και χόρτασαν. Μάζεψαν μάλιστα και κομμάτια απ’ τα ψωμιά και τα ψάρια, δώδεκα κοφίνια γεμάτα. Αυτοί που έφαγαν τα ψωμιά ήταν πέντε χιλιάδες άντρες. Αμέσως έπειτα ο Ιησούς υποχρέωσε τους μαθητές του να μπουν στο πλοιάριο και να πάνε να τον περιμένουν στην απέναντι όχθη, στη Βηθσαϊδά, ωσότου ο ίδιος διαλύσει τα πλήθη. Κι αφού τους αποχαιρέτησε, ανέβηκε στο βουνό για να προσευχηθεί. Όταν βράδιασε, το πλοιάριο ήταν στο μέσο της λίμνης, κι ο Ιησούς μόνος στη στεριά. Τους είδε τότε να παιδεύονται στην κωπηλασία, γιατί ήταν αντίθετος ο άνεμος. Κατά τα ξημερώματα ήρθε ο Ιησούς σ’ αυτούς, περπατώντας πάνω στη λίμνη κι έκανε να τους προσπεράσει. Οι μαθητές, όταν τον είδαν να περπατάει πάνω στη λίμνη, νόμισαν ότι είναι φάντασμα κι έβαλαν τις φωνές, γιατί τον είχαν δει όλοι και τρόμαξαν. Αμέσως όμως ο Ιησούς τους μίλησε και τους είπε: «Θάρρος! Εγώ είμαι· μη φοβάστε». Μετά ανέβηκε στο πλοιάριο μαζί τους, κι ο άνεμος κόπασε. Οι μαθητές κυριεύτηκαν από πολύ μεγάλη κατάπληξη και θαυμασμό. Γιατί δεν είχαν καταλάβει τι είχε συμβεί πραγματικά με τα ψωμιά, αλλ’ η καρδιά τους ήταν πορωμένη. Αφού διέσχισαν τη λίμνη, πήγαν στη Γεννησαρέτ. Όταν βγήκαν από το πλοιάριο, αμέσως ο κόσμος αναγνώρισε τον Ιησού. Έτρεξαν τότε γύρω σ’ όλη την περιοχή εκείνη κι άρχισαν να φέρνουν τους αρρώστους πάνω στα κρεβάτια τους, όπου μάθαιναν ότι είναι ο Ιησούς. Κι όπου έμπαινε, σε χωριά ή σε πόλεις ή στην ύπαιθρο, τοποθετούσαν τους αρρώστους στις αγορές και τον παρακαλούσαν να τους επιτρέψει ν’ αγγίξουν έστω και την άκρη από τα ρούχα του. Κι όσοι τον άγγιζαν θεραπεύονταν. Οι Φαρισαίοι και μερικοί γραμματείς που είχαν έρθει από τα Ιεροσόλυμα, μαζεύτηκαν γύρω από τον Ιησού. Αυτοί παρατήρησαν ότι μερικοί από τους μαθητές του έτρωγαν ψωμί με ακάθαρτα χέρια, δηλαδή χωρίς προηγουμένως να τα πλύνουν, και τους κατέκριναν. –Οι Φαρισαίοι κι όλοι οι Ιουδαίοι δεν τρώνε αν δεν πλύνουν πρώτα τα χέρια τους, τηρώντας έτσι την παράδοση των προγόνων τους. Επίσης, όταν επιστρέφουν από την αγορά, δεν τρώνε αν δεν κάνουν πρώτα καθαρμούς. Και πολλά άλλα τηρούν κατά την παράδοση, όπως τον καθαρμό ποτηριών και σκευών, χάλκινων αντικειμένων και κρεβατιών.– Ρωτούν λοιπόν οι Φαρισαίοι και οι γραμματείς τον Ιησού: «Γιατί δε ζουν οι μαθητές σου σύμφωνα με την παράδοση των προγόνων μας, αλλά τρώνε με ακάθαρτα χέρια;» Εκείνος τους απάντησε: «Πολύ σωστά προφήτεψε για σας τους υποκριτές ο Ησαΐας, που γράφει: Αυτός ο λαός με τα χείλη με τιμάει, η καρδιά τους όμως βρίσκεται πολύ μακριά μου. Δεν ωφελεί που με λατρεύουν, αφού διδάσκουν εντολές που επινόησαν οι άνθρωποι. Αφήνετε κατά μέρος την εντολή του Θεού και τηρείτε ανθρώπινες παραδόσεις, όπως είναι οι καθαρμοί σκευών και ποτηριών, και κάνετε πολλά άλλα παρόμοια μ’ αυτά». Τους έλεγε ακόμη: «Ωραία λοιπόν. Παραβαίνετε την εντολή του Θεού, για να διατηρήσετε την παράδοσή σας! Ο Μωυσής είπε: τίμα τον πατέρα σου και τη μητέρα σου· και όποιος κακολογεί τον πατέρα του ή τη μητέρα του να τιμωρείται με θάνατο. Εσείς όμως λέτε: “αν κάποιος πει στον πατέρα του ή στη μητέρα του Κορβάν, που σημαίνει ότι αυτό που μπορείς να ωφεληθείς από μένα το έχω δωρίσει στο Θεό, απαλλάσσεται από την υποχρέωση να κάνει κάτι για τον πατέρα του ή τη μητέρα του”. Έτσι, ακυρώνετε το λόγο του Θεού, με τις διατάξεις που παραλάβατε και τις μεταβιβάζετε. Και κάνετε και πολλά άλλα παρόμοια». Φώναξε πάλι ο Ιησούς τον κόσμο κοντά του και τους είπε: «Ακούστε με όλοι και καταλάβετέ το: Τίποτε απ’ αυτά που απ’ έξω μπαίνουν μέσα στον άνθρωπο, δεν μπορεί να τον κάνει ακάθαρτο· αυτά όμως που βγαίνουν μέσα από τον άνθρωπο, αυτά τον κάνουν ακάθαρτο. [Όποιος έχει αυτιά για ν’ ακούει, ας τ’ ακούει]». Όταν απομακρύνθηκε ο Ιησούς από τα πλήθη και μπήκε σ’ ένα σπίτι, τον ρωτούσαν οι μαθητές του τι εννοούσε μ’ αυτό που είπε. Τους απάντησε: «Κι εσείς ακόμη δυσκολεύεστε τόσο να καταλάβετε; Ακόμη δεν καταλαβαίνετε πως καθετί που απ’ έξω μπαίνει μέσα στον άνθρωπο δεν μπορεί να τον κάνει ακάθαρτο; Δεν μπαίνει στην καρδιά του αλλά στην κοιλιά του και αποβάλλεται στο αποχωρητήριο, αφήνοντας στον οργανισμό όλες τις άλλες τροφές καθαρές. Ό,τι βγαίνει μέσα από τον άνθρωπο» –τους έλεγε ακόμη– «εκείνο τον κάνει ακάθαρτο. Γιατί μέσα από την καρδιά των ανθρώπων πηγάζουν οι κακές σκέψεις, μοιχείες, πορνείες, φόνοι, κλοπές, πλεονεξίες, πονηριές, δόλος, ακολασία, φθόνος, βλασφημία, αλαζονεία, αφροσύνη. Όλα αυτά τα κακά πηγάζουν μέσα από τον άνθρωπο και τον κάνουν ακάθαρτο». Ο Ιησούς έφυγε απ’ εκεί και πήγε στην περιοχή της Τύρου και της Σιδώνας. Μπήκε σ’ ένα σπίτι και ήθελε να μην τον αντιληφθεί κανείς· δεν μπόρεσε όμως να ξεφύγει την προσοχή του κόσμου. Μόλις πληροφορήθηκε γι’ αυτόν κάποια γυναίκα που το κορίτσι της κατεχόταν από δαιμονικό πνεύμα, ήρθε κι έπεσε στα πόδια του. Η γυναίκα αυτή ήταν ειδωλολάτρισσα και καταγόταν από τη Φοινίκη της Συρίας. Παρακαλούσε, λοιπόν, τον Ιησού να θεραπεύσει το κορίτσι της από το δαιμόνιο. Εκείνος όμως της είπε: «Άσε πρώτα να χορτάσουν τα παιδιά, γιατί δεν είναι σωστό να πάρει κανείς το ψωμί των παιδιών και να το πετάξει στα σκυλιά». «Ναι, Κύριε», του αποκρίθηκε η γυναίκα, «αλλά και τα σκυλιά τρώνε από τα ψίχουλα των παιδιών, που πέφτουν από το τραπέζι». Της είπε τότε ο Ιησούς: «Γι’ αυτό το λόγο που είπες, πήγαινε· το κορίτσι σου έχει κιόλας θεραπευτεί από το δαιμόνιο». Η γυναίκα επέστρεψε στο σπίτι της και βρήκε το παιδί ξαπλωμένο στο κρεβάτι και θεραπευμένο. Πάλι έφυγε ο Ιησούς από την περιοχή της Τύρου και της Σιδώνας και ήρθε στη λίμνη της Γαλιλαίας, περνώντας μέσα από την περιοχή της Δεκάπολης. Εκεί του έφεραν έναν κωφάλαλο και τον παρακαλούσαν να βάλει το χέρι του πάνω του. Ο Ιησούς τον πήρε ξεχωριστά, μακριά από το πλήθος, έβαλε τα δάχτυλά του στ’ αυτιά του, και με το σάλιο του άγγιξε τη γλώσσα του. Έστρεψε το βλέμμα του στον ουρανό, στέναξε και του λέει: «Εφφαθά», που σημαίνει «Άνοιξε». Αμέσως άνοιξαν τ’ αυτιά του, λύθηκε η δεμένη γλώσσα του και μιλούσε κανονικά. Ο Ιησούς τους ζήτησε να μην το πουν σε κανέναν. Όσο όμως κι αν τους το ζητούσε, εκείνοι πολύ περισσότερο το διαλαλούσαν. Υπερβολικά εντυπωσιασμένοι έλεγαν: «Τι ωραία που τα τακτοποιεί όλα! Ακόμη και τους κουφούς κάνει ν’ ακούν, και τους βουβούς να μιλούν». Εκείνες τις μέρες πάλι μαζεύτηκε πολύς κόσμος, κι επειδή δεν είχαν τι να φάνε, κάλεσε ο Ιησούς τους μαθητές και τους λέει: «Σπλαχνίζομαι αυτό τον κόσμο· τρεις μέρες τώρα είναι μαζί μου και δεν έχουν τι να φάνε. Αν τους αφήσω να φύγουν στα σπίτια τους νηστικοί, θα αποκάμουν στο δρόμο». Μερικοί μάλιστα είχαν έρθει από μακριά. Τότε του αποκρίθηκαν οι μαθητές του: «Πώς είναι δυνατό να τους χορτάσει κανείς ψωμί εδώ στην ερημιά;» Ο Ιησούς τους ρώτησε: «Πόσα ψωμιά έχετε;» Αυτοί του απάντησαν: «Εφτά». Πρόσταξε τότε τον κόσμο να καθίσουν καταγής. Πήρε τα εφτά ψωμιά, είπε ευχαριστήρια προσευχή, τα έκοψε κομμάτια και τα έδωσε στους μαθητές του να τα μοιράσουν. Αυτοί τα μοίρασαν στον κόσμο. Είχαν και λίγα ψαράκια. Τα ευλόγησε και είπε να τα μοιράσουν κι αυτά. Έφαγαν λοιπόν και χόρτασαν. Συγκεντρώθηκαν μάλιστα κι εφτά καλάθια περισσεύματα. Ο κόσμος ήταν περίπου τέσσερις χιλιάδες. Κατόπιν ο Ιησούς τους άφησε να φύγουν, κι ο ίδιος μπήκε αμέσως με τους μαθητές στο καΐκι και ήρθε στα μέρη Δαλμανουθά. Ήρθαν οι Φαρισαίοι κι άρχισαν να συζητούν μαζί του· και θέλοντας να τον φέρουν σε δύσκολη θέση, του ζητούσαν ν’ αποδείξει μ’ ένα θαύμα τη θεϊκή αποστολή του. Ο Ιησούς λυπήθηκε κατάβαθα και τους είπε: «Γιατί η γενιά αυτή ζητάει θαυματουργικό σημάδι; Σας βεβαιώνω πως δε θα δοθεί στη γενιά αυτή τέτοιο σημάδι». Τους άφησε στο πλοιάριο και έφυγε πάλι. Οι μαθητές ξέχασαν να πάρουν μαζί τους τρόφιμα. Εκτός από ένα ψωμί δεν είχαν τίποτε άλλο μαζί τους στο πλοιάριο. Ο Ιησούς τους πρότρεπε λέγοντας: «Να προφυλάγεστε και να προσέχετε από το προζύμι των Φαρισαίων κι από το προζύμι του Ηρώδη». Εκείνοι σκέφτονταν κι έλεγαν μεταξύ τους πως αυτό το λέει γιατί δεν έχουν ψωμιά. Ο Ιησούς κατάλαβε και τους λέει: «Γιατί σκέφτεστε ότι δεν έχετε ψωμιά; Ακόμη δεν καταλαβαίνετε και δεν μπαίνετε στο νόημα; Τόσο πορωμένη είναι η καρδιά σας; Παρ’ όλο που έχετε μάτια δε βλέπετε και παρ’ όλο που έχετε αυτιά δεν ακούτε; Τίποτα δε θυμάστε; Όταν μοίρασα τα πέντε ψωμιά στους πέντε χιλιάδες ανθρώπους, πόσα κοφίνια γεμάτα περισσέμματα μαζέψατε;» «Δώδεκα», του λένε. «Όταν μοίρασα τα εφτά ψωμιά στους τέσσερις χιλιάδες, πόσα καλάθια γεμάτα περισσέμματα μαζέψατε;» «Εφτά» του απαντούν. «Ακόμη δεν καταλαβαίνετε;» τους λέει. Όταν ήρθε ο Ιησούς στη Βηθσαϊδά, του φέρνουν έναν τυφλό και τον παρακαλούσαν να τον αγγίξει. Έπιασε ο Ιησούς τον τυφλό από το χέρι και τον έφερε έξω από το χωριό. Έβαλε σάλιο στα μάτια του, ακούμπησε τα χέρια πάνω του και τον ρώτησε αν βλέπει τίποτε. Εκείνος, αρχίζοντας να ξαναβρίσκει το φως του, είπε: «Βλέπω τους ανθρώπους· τους βλέπω όμως σαν δέντρα που περπατούν». Ύστερα πάλι έβαλε τα χέρια του ο Ιησούς στα μάτια του τυφλού και τον έκανε να βλέπει καθαρά. Η όρασή του αποκαταστάθηκε τελείως και τους έβλεπε όλους ξεκάθαρα. Τότε ο Ιησούς τον έστειλε σπίτι του λέγοντας: «Ούτε στο χωριό να μπεις ούτε να πεις τίποτα σε κανέναν εκεί». Ο Ιησούς και οι μαθητές του βγήκαν στα χωριά της Καισάρειας του Φιλίππου. Καθώς περπατούσαν, ρώτησε τους μαθητές του: «Ποιος λένε οι άνθρωποι ότι είμαι;» Εκείνοι του απάντησαν: «Λένε ότι είσαι ο Ιωάννης ο Βαπτιστής, άλλοι ότι είσαι ο Ηλίας, άλλοι ότι είσαι ένας από τους προφήτες». «Εσείς ποιος λέτε ότι είμαι;» τους ρώτησε ο Ιησούς. Ο Πέτρος του αποκρίθηκε: «Εσύ είσαι ο Μεσσίας». Τότε ο Ιησούς τους έδωσε αυστηρή διαταγή να μη μιλάνε σε κανέναν γι’ αυτόν. Ο Ιησούς άρχισε να τους διδάσκει ότι πρέπει ο Υιός του Ανθρώπου να πάθει πολλά, να αποδοκιμαστεί από τους πρεσβυτέρους και τους αρχιερείς και τους γραμματείς, να θανατωθεί και μετά από τρεις ημέρες ν’ αναστηθεί. Τους έλεγε αυτά τα λόγια ξεκάθαρα. Ο Πέτρος τότε τον πήρε ιδιαιτέρως και άρχισε να τον μαλώνει. Ο Ιησούς όμως στράφηκε στους μαθητές, τους κοίταξε και μάλωσε τον Πέτρο μ’ αυτά τα λόγια: «Φύγε από μπροστά μου, σατανά! Δε σκέφτεσαι όπως θέλει ο Θεός αλλά όπως θέλουν οι άνθρωποι». Ο Ιησούς κάλεσε τότε τον κόσμο μαζί με τους μαθητές και τους είπε: «Όποιος θέλει να με ακολουθήσει, ας απαρνηθεί τον εαυτό του, ας σηκώσει το σταυρό του κι ας με ακολουθεί. Γιατί όποιος θέλει να σώσει τη ζωή του θα τη χάσει· όποιος όμως χάσει τη ζωή του εξαιτίας μου και εξαιτίας του ευαγγελίου, αυτός θα τη σώσει. Τι θα ωφεληθεί ο άνθρωπος, αν κερδίσει ολόκληρο τον κόσμο αλλά χάσει τη ζωή του; Τι μπορεί να δώσει ο άνθρωπος αντάλλαγμα για τη ζωή του; Όποιος, ζώντας μέσα σ’ αυτή τη γενιά την άπιστη κι αμαρτωλή, ντραπεί για μένα και για τη διδασκαλία μου, θα ντραπεί γι’ αυτόν και ο Υιός του Ανθρώπου, όταν έρθει με όλη τη λαμπρότητα του Πατέρα του, μαζί με τους αγίους αγγέλους». Τους έλεγε ακόμη ο Ιησούς: «Σας βεβαιώνω πως υπάρχουν μερικοί ανάμεσα σ’ αυτούς που βρίσκονται εδώ, οι οποίοι δε θα γευτούν το θάνατο, πριν δουν να έρχεται δυναμικά η βασιλεία του Θεού». Ύστερα από έξι μέρες, παίρνει ο Ιησούς ιδιαιτέρως μόνο τον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, και τους ανεβάζει σ’ ένα ψηλό βουνό. Εκεί μεταμορφώθηκε μπροστά τους, τα ρούχα του έγιναν αστραφτερά, κατάλευκα σαν το χιόνι, τέτοια που κανένας βαφέας πάνω στη γη δεν μπορούσε να τα κάνει τόσο λευκά. Μετά τους εμφανίστηκε ο Ηλίας μαζί με το Μωυσή, και συζητούσαν με τον Ιησού. Λέει τότε ο Πέτρος στον Ιησού: «Διδάσκαλε, είναι ωραία να μείνουμε εδώ! Να στήσουμε τρεις σκηνές: μία για σένα, μία για το Μωυσή και μία για τον Ηλία». Δεν ήξερε τι να πει, γιατί είχαν κυριευτεί από τρόμο. Ήρθε τότε ένα σύννεφο και τους σκέπασε, και μια φωνή ακούστηκε μέσα από το σύννεφο: «Αυτός είναι ο αγαπημένος μου Υιός· αυτόν ν’ ακούτε». Ξαφνικά, όταν έστρεψαν τριγύρω τα βλέμματά τους, δεν είδαν κανέναν, παρά τον Ιησού μόνον μαζί τους. Ενώ κατέβαιναν από το βουνό, τους πρόσταξε να μη διηγηθούν σε κανέναν αυτά που είδαν, παρά μόνον όταν ο Υιός του Ανθρώπου αναστηθεί από τους νεκρούς. Τα λόγια αυτά τα συγκράτησαν και συζητούσαν μεταξύ τους τι σημαίνει αυτό το «θ’ αναστηθεί από τους νεκρούς». Τον ρωτούσαν ακόμη: «Γιατί λένε οι γραμματείς ότι πρέπει πρώτα να έρθει ο Ηλίας;» Ο Ιησούς τους αποκρίθηκε: «Πραγματικά, πρέπει να έρθει πρώτα ο Ηλίας και να τα αποκαταστήσει όλα. Γιατί όμως λένε οι Γραφές για τον Υιό του Ανθρώπου ότι θα υποστεί πολλά και θα περιφρονηθεί; Σας λέω πως ο Ηλίας ήρθε κιόλας και του έκαναν ό,τι ήθελαν, όπως προβλέπουν οι Γραφές γι’ αυτόν». Όταν ήρθε στους υπόλοιπους μαθητές, είδε πολύν κόσμο γύρω τους και γραμματείς να συζητούν μαζί τους. Αμέσως, μόλις όλος ο κόσμος είδαν τον Ιησού, θαμπώθηκαν κι έτρεχαν όλοι να τον χαιρετήσουν. Ο Ιησούς ρώτησε τους γραμματείς: «Τι συζητάτε μεταξύ σας;» Τότε ένας μέσα από το πλήθος τού αποκρίθηκε: «Διδάσκαλε, έφερα σ’ εσένα το γιο μου, γιατί έχει μέσα του δαιμονικό πνεύμα που τον κάνει άλαλο. Κάθε φορά που τον πιάνει, τον ρίχνει κάτω και τότε βγάζει αφρούς, τρίζει τα δόντια και μένει ξερός. Είπα στους μαθητές σου να διώξουν αυτό το πνεύμα, αλλά δεν μπόρεσαν». «Άπιστη γενιά!» αποκρίθηκε ο Ιησούς. «Ως πότε θα είμαι μαζί σας; Πόσον καιρό ακόμη θα σας ανέχομαι; Φέρτε μου εδώ το παιδί». Εκείνοι του το έφεραν. Μόλις το πνεύμα είδε τον Ιησού, αμέσως τάραξε το παιδί, κι εκείνο έπεσε καταγής και κυλιόταν βγάζοντας αφρούς. «Πόσος καιρός είναι που του συμβαίνει αυτό;» ρώτησε ο Ιησούς τον πατέρα του παιδιού. Εκείνος απάντησε: «Από μικρό παιδί. Πολλές φορές μάλιστα και στη φωτιά τον έριξε και στα νερά για να τον εξολοθρέψει. Αλλά αν μπορείς να κάνεις κάτι, σπλαχνίσου μας και βοήθησέ μας». Ο Ιησούς του είπε τούτο: «Εάν μπορείς να πιστέψεις, όλα είναι δυνατά γι’ αυτόν που πιστεύει». Αμέσως τότε φώναξε δυνατά ο πατέρας του παιδιού και είπε με δάκρυα: «Πιστεύω, Κύριε! Αλλά βοήθησέ με, γιατί η πίστη μου δεν είναι δυνατή». Βλέποντας ο Ιησούς ότι συγκεντρώνεται κόσμος, πρόσταξε το δαιμονικό πνεύμα μ’ αυτά τα λόγια: «Άλαλο και κουφό πνεύμα, εγώ σε διατάζω: βγες απ’ αυτόν και μην ξαναμπείς πια μέσα του». Βγήκε τότε το πνεύμα, αφού κραύγασε δυνατά και συντάραξε το παιδί. Εκείνο έμεινε αναίσθητο, έτσι που πολλοί έλεγαν ότι πέθανε. Ο Ιησούς όμως το έπιασε από το χέρι του, το σήκωσε, κι αυτό στάθηκε όρθιο. Όταν μπήκε ο Ιησούς στο σπίτι, τον ρώτησαν οι μαθητές του ιδιαιτέρως: «Γιατί εμείς δεν μπορέσαμε να βγάλουμε αυτό το δαιμονικό πνεύμα;» Κι εκείνος τους απάντησε: «Αυτό το δαιμονικό γένος δεν μπορεί κανείς να το βγάλει με τίποτε άλλο παρά μόνο με προσευχή και νηστεία». Έφυγαν από ’κει και προχωρούσαν διασχίζοντας τη Γαλιλαία. Δεν ήθελε ο Ιησούς να μάθει κανείς ότι περνούσε από ’κει, γιατί δίδασκε τους μαθητές του και τους έλεγε: «Ο Υιός του Ανθρώπου θα παραδοθεί σε χέρια ανθρώπων, που θα τον θανατώσουν· την τρίτη όμως ημέρα μετά το θάνατό του θ’ αναστηθεί». Αυτοί όμως δεν καταλάβαιναν αυτόν το λόγο· ωστόσο φοβούνταν να τον ρωτήσουν. Ο Ιησούς ήρθε στην Καπερναούμ, και όταν μπήκε στο σπίτι ρώτησε τους μαθητές: «Τι συζητούσατε μεταξύ σας στο δρόμο;» Αυτοί όμως σιωπούσαν, γιατί στο δρόμο συζητούσαν μεταξύ τους ποιος είναι ανώτερος ανάμεσά τους. Κάθισε τότε ο Ιησούς, φώναξε τους δώδεκα και τους λέει: «Όποιος θέλει να είναι ο πρώτος θα πρέπει να γίνει ο τελευταίος απ’ όλους κι ο υπηρέτης όλων». Ύστερα πήρε ένα παιδάκι, το έβαλε ανάμεσά τους, το αγκάλιασε και τους είπε: «Όποιος δεχτεί ένα τέτοιο παιδί στο όνομά μου, δέχεται εμένα τον ίδιο· κι όποιος δέχεται εμένα, δεν δέχεται εμένα αλλά αυτόν που μ’ έστειλε στον κόσμο». Λέει ο Ιωάννης στον Ιησού: «Διδάσκαλε, είδαμε κάποιον που δεν είναι δικός μας, να βγάζει δαιμόνια επικαλούμενος το όνομά σου, και τον εμποδίσαμε, γιατί δεν είναι δικός μας». Ο Ιησούς του απάντησε: «Μην τον εμποδίζετε, γιατί δεν μπορεί κανείς, αφού χρησιμοποιήσει το όνομά μου για να κάνει θαύμα, αμέσως μετά να μιλήσει άσχημα για μένα. Όποιος, λοιπόν, δεν είναι εναντίον σας είναι με το μέρος σας. Όποιος επίσης σας δώσει για χάρη μου ένα ποτήρι νερό επειδή ανήκετε στο Χριστό, σάς βεβαιώνω πως δε θα χάσει την αμοιβή του». «Όποιος γίνει αφορμή να κλονιστεί ένας απ’ αυτούς τους μικρούς που πιστεύουν σ’ εμένα, το καλύτερο γι’ αυτόν είναι να κρεμάσει μια μυλόπετρα στο λαιμό του και να πέσει στη θάλασσα. Αν σε σκανδαλίζει κάτι τόσο σπουδαίο σαν το χέρι σου, κόψε το· είναι προτιμότερο να μπεις στην αληθινή ζωή κουλός, παρά να έχεις δύο χέρια και να πας στη γέεννα, στη φωτιά που δε σβήνει ποτέ. Εκεί το σκουλήκι που θα τους τρώει δεν πεθαίνει και η φωτιά δε σβήνει. Κι αν σε σκανδαλίζει κάτι τόσο σπουδαίο σαν το πόδι σου, κόψε το· είναι προτιμότερο για σένα να μπεις στην αληθινή ζωή με ένα πόδι, παρά να έχεις τα δυο σου πόδια και να σε ρίξουν στη γέεννα, στη φωτιά που δε σβήνει ποτέ. Εκεί το σκουλήκι που θα τους τρώει δεν πεθαίνει και η φωτιά δε σβήνει. Επίσης αν ακόμη κάτι τόσο σπουδαίο σαν το μάτι σου σε σκανδαλίζει, βγάλε το· είναι προτιμότερο να μπεις μονόφθαλμος στη βασιλεία του Θεού, παρά να έχεις δύο μάτια και να πας στη γέεννα του πυρός. Εκεί το σκουλήκι που θα τους τρώει δεν πεθαίνει και η φωτιά δε σβήνει ποτέ. Ο καθένας θα αλατιστεί με τη φωτιά της δοκιμασίας, όπως κάθε θυσιαζόμενο ζώο αλατίζεται με αλάτι. Το αλάτι είναι χρήσιμο· εάν όμως χάσει την αρμύρα του, πώς θα του την ξαναδώσετε; Να έχετε, λοιπόν, μέσα σας το πνεύμα της θυσίας και ειρήνη μεταξύ σας». Έφυγε από ’κει ο Ιησούς και ήρθε στα σύνορα της Ιουδαίας, περνώντας μέσα από την περιοχή που βρίσκεται στην άλλη μεριά του Ιορδάνη. Μαζεύτηκε πάλι κόσμος γύρω του κι εκείνος, όπως συνήθιζε, τους δίδασκε. Τον πλησίασαν και οι Φαρισαίοι, οι οποίοι, θέλοντας να τον φέρουν σε δύσκολη θέση, τον ρωτούσαν αν επιτρέπεται στον άντρα να χωρίσει τη γυναίκα του. Ο Ιησούς τους αποκρίθηκε λέγοντας: «Τι σας πρόσταξε ο Μωυσής;» Εκείνοι είπαν: «Ο νόμος του Μωυσή επιτρέπει στον άντρα να δίνει γραπτό διαζύγιο και να χωρίζει τη γυναίκα του». Κι ο Ιησούς τους απάντησε: «Ο Μωυσής σάς έδωσε αυτή την εντολή, γιατί είστε σκληρόκαρδοι. Από την αρχή όμως της κτίσεως ο Θεός τούς δημιούργησε άντρα και γυναίκα. Γι’ αυτό ο άντρας θα εγκαταλείψει τον πατέρα και τη μητέρα του, θα ενωθεί με τη γυναίκα του,και θα γίνουν οι δύο ένας άνθρωπος. Συνεπώς δεν είναι δύο πια αλλά ένας άνθρωπος. Ό,τι λοιπόν συνένωσε ο Θεός δεν πρέπει να το χωρίζει ο άνθρωπος». Για το θέμα αυτό τον ρωτούσαν πάλι οι μαθητές στο σπίτι. Κι ο Ιησούς τους έλεγε: «Όποιος χωρίσει τη γυναίκα του και παντρευτεί άλλη, διαπράττει μοιχεία απέναντι στην πρώτη. Επίσης η γυναίκα που χωρίζει τον άντρα της και παντρεύεται άλλον διαπράττει μοιχεία». Έφεραν στον Ιησού παιδιά για να τα ευλογήσει· οι μαθητές όμως μάλωσαν αυτούς που τα είχαν φέρει. Όταν το είδε ο Ιησούς αγανάκτησε και τους είπε: «Αφήστε τα παιδιά να έρχονται σ’ εμένα. Μην τα εμποδίζετε. Γιατί η βασιλεία του Θεού ανήκει σε ανθρώπους που είναι σαν κι αυτά. Σας βεβαιώνω πως όποιος δε δεχτεί τη βασιλεία του Θεού σαν παιδί, δε θα μπει σ’ αυτήν». Τότε πήρε τα παιδιά στην αγκαλιά του και τα ευλογούσε βάζοντας τα χέρια του πάνω τους. Ο Ιησούς ήταν έτοιμος να φύγει, όταν έτρεξε κάποιος, έπεσε στα γόνατα και τον ρώτησε: «Αγαθέ Διδάσκαλε, τι να κάνω για να κληρονομήσω την αιώνια ζωή;» Ο Ιησούς του είπε: «Γιατί με αποκαλείς αγαθό; Κανένας δεν είναι αγαθός, παρά μόνο ένας, ο Θεός. Ξέρεις τις εντολές: μη μοιχεύσεις, μη σκοτώσεις, μην κλέψεις, μην ψευδομαρτυρήσεις, μη στερήσεις από κάποιον ό,τι του ανήκει, τίμα τον πατέρα σου και τη μητέρα σου». «Διδάσκαλε», αποκρίθηκε εκείνος, «όλα αυτά τα τηρώ από τα νιάτα μου». Ο Ιησούς τότε τον κοίταξε γεμάτος αγάπη και του είπε: «Ένα πράγμα σού λείπει: εάν θέλεις να είσαι τέλειος, πήγαινε, πούλησε τα υπάρχοντά σου και δώσε τα χρήματα στους φτωχούς. Έτσι θα έχεις θησαυρό κοντά στο Θεό· κι έλα να με ακολουθήσεις σηκώνοντας το σταυρό σου». Αλλά εκείνος, μόλις άκουσε αυτά τα λόγια, έγινε σκυθρωπός κι έφυγε λυπημένος, γιατί είχε μεγάλη περιουσία. Ο Ιησούς έστρεψε ολόγυρα τη ματιά του και είπε στους μαθητές του: «Πολύ δύσκολα θα μπουν στη βασιλεία του Θεού αυτοί που έχουν τα χρήματα». Οι μαθητές έμειναν κατάπληκτοι από τα λόγια του. Ο Ιησούς όμως τους είπε ακόμη: «Παιδιά μου, πολύ δύσκολο είναι να μπουν στη βασιλεία του Θεού όσοι έχουν στηρίξει τις ελπίδες τους στα χρήματα. Πιο εύκολο είναι να περάσει καμήλα από τη βελονότρυπα, παρά να μπει ένας πλούσιος στη βασιλεία του Θεού». Οι μαθητές ένιωσαν ακόμη πιο μεγάλη κατάπληξη κι έλεγαν μεταξύ τους: «Τότε ποιος μπορεί να σωθεί;» Ο Ιησούς τους κοίταξε και τους είπε: «Για τους ανθρώπους αυτό είναι αδύνατο, όχι όμως και για το Θεό· όλα είναι δυνατά για το Θεό». Άρχισε τότε να του λέει ο Πέτρος: «Εμείς εδώ αφήσαμε τα πάντα και σ’ ακολουθήσαμε». Κι ο Ιησούς απάντησε: «Σας βεβαιώνω πως όποιος άφησε, για μένα και για το ευαγγέλιο, σπίτι ή αδερφούς ή αδερφές ή μητέρα ή πατέρα ή γυναίκα ή παιδιά ή χωράφια, θα πάρει εκατό φορές περισσότερα στα χρόνια που ζούμε τώρα: και σπίτια και αδερφούς και αδερφές και πατέρα και μητέρα και παιδιά και χωράφια –και μάλιστα μέσα σε διωγμούς· αλλά και στο μελλοντικό κόσμο θα έχει την αιώνια ζωή. Πολλοί όμως θα βρεθούν από πρώτοι τελευταίοι κι άλλοι από τελευταίοι πρώτοι». Ανέβαιναν προς τα Ιεροσόλυμα. Ο Ιησούς προχωρούσε μπροστά από τους μαθητές του, που ήταν κυριευμένοι από δέος και τον ακολουθούσαν φοβισμένοι. Ο Ιησούς πήρε πάλι τους δώδεκα χωριστά κι άρχισε να τους λέει τα όσα ήταν να του συμβούν. «Ακούστε», τους έλεγε· «τώρα που ανεβαίνουμε στα Ιεροσόλυμα, ο Υιός του Ανθρώπου θα παραδοθεί στους αρχιερείς και στους γραμματείς, που θα τον καταδικάσουν σε θάνατο και θα τον παραδώσουν στους εθνικούς. Θα τον περιγελάσουν, θα τον μαστιγώσουν, θα τον φτύσουν και θα τον θανατώσουν· και την τρίτη ημέρα θ’ αναστηθεί». Πλησιάζουν τότε τον Ιησού ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης, οι γιοι του Ζεβεδαίου, και του λένε: «Διδάσκαλε, θέλουμε να μας κάνεις τη χάρη που θα σου ζητήσουμε». «Τι θέλετε να κάνω για σας;» τους ρώτησε εκείνος. «Όταν θα εγκαταστήσεις την ένδοξη βασιλεία σου», του αποκρίθηκαν, «βάλε μας να καθίσουμε ο ένας στα δεξιά σου κι ο άλλος στα αριστερά σου». Ο Ιησούς τότε τους είπε: «Δεν ξέρετε τι ζητάτε. Μπορείτε να πιείτε το ποτήρι του πάθους που θα πιω εγώ ή να βαφτιστείτε με το βάπτισμα με το οποίο θα βαφτιστώ εγώ;» «Μπορούμε», του λένε. Κι ο Ιησούς τους απάντησε: «Το ποτήρι που θα πιω εγώ θα το πιείτε, και με το βάπτισμα των παθημάτων μου θα βαφτιστείτε· το να καθίσετε όμως στα δεξιά μου και στα αριστερά μου δεν μπορώ να σας το δώσω εγώ, αλλά θα δοθεί σ’ αυτούς για τους οποίους έχει ετοιμαστεί». Όταν τ’ άκουσαν αυτά οι υπόλοιποι δέκα μαθητές, άρχισαν ν’ αγανακτούν με τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη. Τους κάλεσε τότε ο Ιησούς και τους λέει: «Ξέρετε ότι αυτοί που θεωρούνται ηγέτες των εθνών ασκούν απόλυτη εξουσία πάνω τους, και οι άρχοντές τους τα καταδυναστεύουν. Σ’ εσάς όμως δεν πρέπει να συμβαίνει αυτό, αλλά όποιος θέλει να γίνει μεγάλος ανάμεσά σας πρέπει να γίνει υπηρέτης σας· και όποιος από σας θέλει να είναι πρώτος πρέπει να γίνει δούλος όλων. Γιατί και ο Υιός του Ανθρώπου δεν ήρθε για να τον υπηρετήσουν, αλλά για να υπηρετήσει και να προσφέρει τη ζωή του λύτρο για όλους». Έρχονται στην Ιεριχώ. Καθώς ο Ιησούς, οι μαθητές του και πολύς κόσμος έβγαιναν από την πόλη, ένας τυφλός, ο Βαρτίμαιος, γιος του Τιμαίου, καθόταν στην άκρη του δρόμου και ζητιάνευε. Όταν άκουσε ότι αυτός που περνάει είναι ο Ιησούς ο Ναζωραίος, άρχισε να φωνάζει δυνατά: «Υιέ του Δαβίδ, Ιησού, σπλαχνίσου με!» Πολλοί τον μάλωναν για να σωπάσει, εκείνος όμως φώναζε ακόμη πιο πολύ: «Υιέ του Δαβίδ, σπλαχνίσου με!» Τότε ο Ιησούς στάθηκε και είπε: «Φωνάξτε τον». Φωνάζουν τον τυφλό και του λένε: «Θάρρος, σήκω, σε φωνάζει». Εκείνος πέταξε το πανωφόρι του, πετάχτηκε πάνω και ήρθε κοντά στον Ιησού. «Τι θέλεις να σου κάνω;» τον ρώτησε ο Ιησούς. Ο τυφλός του αποκρίθηκε: «Διδάσκαλε, θέλω να αποχτήσω το φως μου». Ο Ιησούς του λέει: «Πήγαινε, η πίστη σου σε έσωσε». Ο τυφλός αμέσως απέκτησε το φως του κι ακολουθούσε τον Ιησού στην πορεία του. Όταν πλησίαζαν στα Ιεροσόλυμα, στη Βηθσφαγή και στη Βηθανία, κοντά στο Όρος των Ελαιών, έστειλε ο Ιησούς δύο από τους μαθητές του, και τους λέει: «Πηγαίνετε στο απέναντι χωριό και μόλις μπείτε σ’ αυτό θα βρείτε ένα πουλάρι δεμένο, στο οποίο κανένας άνθρωπος ακόμη δεν έχει καθίσει. Λύστε το και φέρτε το εδώ. Αν κανείς σας ρωτήσει “γιατί το κάνετε αυτό;” να του πείτε, “ο Κύριος το χρειάζεται κι αμέσως ύστερα θα το στείλει πάλι πίσω”». Εκείνοι πήγαν και βρήκαν το πουλάρι δεμένο κοντά σε μιαν αυλόπορτα έξω στο δρόμο και το έλυσαν. Μερικοί απ’ αυτούς που στέκονταν εκεί τους ρώτησαν: «Τι συμβαίνει και λύνετε το πουλάρι;» Οι μαθητές τούς απάντησαν όπως τους είχε πει ο Ιησούς, κι εκείνοι τους άφησαν. Έφεραν τότε το πουλάρι στον Ιησού, έβαλαν πάνω σ’ αυτό τα ρούχα τους κι εκείνος κάθισε πάνω του. Πολλοί έστρωναν τα ρούχα τους στο δρόμο κι άλλοι έκοβαν κλαδιά από τα δέντρα και τα έστρωναν χάμω. Όσοι βάδιζαν μπροστά και όσοι ακολουθούσαν από πίσω κραύγαζαν: «Δόξα στο Θεό! Ευλογημένος αυτός που έρχεται σταλμένος απ’ τον Κύριο! Ευλογημένη η βασιλεία του πατέρα μας Δαβίδ, που έρχεται στ’ όνομα του Κυρίου! Δόξα στον ύψιστο Θεό! » Ο Ιησούς μπήκε στα Ιεροσόλυμα και πήγε στο ναό. Αφού έριξε μια ματιά σ’ όλα γύρω του, επειδή είχε κιόλας βραδιάσει, γύρισε με τους δώδεκα μαθητές στη Βηθανία. Την επόμενη μέρα, όταν βγήκαν από τη Βηθανία, ο Ιησούς πείνασε. Είδε από μακριά μια συκιά που είχε φύλλα, και πλησίασε μήπως βρει τίποτε σ’ αυτήν. Όταν όμως έφτασε κοντά της, δε βρήκε τίποτε παρά μόνο φύλλα· γιατί δεν ήταν η εποχή των σύκων. Απευθύνθηκε τότε σ’ αυτήν και της είπε: «Ποτέ πια να μη φάει κανείς καρπό από σένα!» Και τ’ άκουσαν αυτό οι μαθητές του. Όταν ήρθαν πάλι στα Ιεροσόλυμα, μπήκε ο Ιησούς στο ναό κι άρχισε να διώχνει αυτούς που πουλούσαν κι αγόραζαν στο χώρο του ναού. Αναποδογύρισε τα τραπέζια των αργυραμοιβών και τα καθίσματα αυτών που πουλούσαν περιστέρια. Επίσης δεν επέτρεπε να μεταφέρει κανείς πράγματα δια μέσου του ναού. Τους δίδασκε και τους έλεγε: «Δε λέει η Γραφή ότι ο οίκος μου πρέπει να είναι οίκος προσευχής για όλους τους λαούς; Εσείς όμως τον κάνατε σπήλαιο ληστών». Όταν τα πληροφορήθηκαν αυτά οι γραμματείς, οι Φαρισαίοι και οι αρχιερείς, αναζητούσαν τρόπο να τον εξοντώσουν. Τον φοβούνταν όμως, γιατί ο λαός εντυπωσιαζόταν με τη διδασκαλία του. Όταν βράδιασε, ο Ιησούς βγήκε έξω από την πόλη. Το επόμενο πρωί, καθώς περνούσαν από το ίδιο μέρος, είδαν τη συκιά ξεραμένη από τη ρίζα. Ο Πέτρος θυμήθηκε και λέει στον Ιησού: «Διδάσκαλε, κοίτα, η συκιά που καταράστηκες ξεράθηκε». Τότε ο Ιησούς στράφηκε κι είπε στους μαθητές: «Να έχετε πίστη στο Θεό. Σας βεβαιώνω πως όποιος πει σ’ αυτό το βουνό “σήκω και πέσε στη θάλασσα”, χωρίς ν’ αμφιβάλλει μέσα του, αλλά με πίστη πως ό,τι λέει γίνεται, τότε θα του γίνει αυτό που ζητάει. Γι’ αυτό σας λέω: όλα όσα ζητάτε όταν προσεύχεστε, να πιστεύετε ότι θα τα λάβετε, και θα σας δοθούν. Κι όταν στέκεστε να προσευχηθείτε, να συγχωρείτε αν έχετε κάτι εναντίον οποιουδήποτε, ώστε κι ο ουράνιος Πατέρας σας να συγχωρήσει τα παραπτώματά σας. Εάν όμως εσείς δεν συγχωρείτε, ούτε κι ο ουράνιος Πατέρας σας θα συγχωρήσει τα παραπτώματά σας». Έρχονται πάλι στα Ιεροσόλυμα. Ενώ περπατούσε ο Ιησούς στο ναό, τον πλησιάζουν οι αρχιερείς, οι γραμματείς και οι πρεσβύτεροι. «Με ποια εξουσία τα κάνεις αυτά;» του λένε. «Ή ποιος σου έδωσε αυτή την εξουσία να τα κάνεις όλα αυτά;» Ο Ιησούς τους αποκρίθηκε: «Θα κάνω κι εγώ σ’ εσάς μια ερώτηση, να μου την απαντήσετε· και τότε θα σας πω με ποια εξουσία τα κάνω αυτά: Το βάπτισμα του Ιωάννη προερχόταν από το Θεό ή από τους ανθρώπους; Απαντήστε μου». Αυτοί συζητούσαν μεταξύ τους κι έλεγαν: «Αν πούμε ότι προερχόταν από το Θεό, θα μας πει, “γιατί λοιπόν δεν τον πιστέψατε;” Αλλά και πώς να του πούμε, “από τους ανθρώπους”;» –φοβούνταν το λαό, γιατί όλοι θεωρούσαν τον Ιωάννη προφήτη. Αποκρίθηκαν λοιπόν στον Ιησού: «Δεν ξέρουμε». Τους λέει τότε κι ο Ιησούς: «Ούτε κι εγώ σας λέω με ποια εξουσία τα κάνω αυτά». Ο Ιησούς άρχισε να τους μιλάει με παραβολές: «Ένας άνθρωπος φύτεψε αμπέλι. Το περίφραξε, έσκαψε άνοιγμα κάτω από το πατητήρι κι έχτισε πύργο. Μετά το νοίκιασε σε γεωργούς κι έφυγε σε άλλον τόπο. Όταν ήρθε ο καιρός, έστειλε ένα δούλο στους γεωργούς για να πάρει το μερίδιο από τον καρπό του αμπελιού. Αυτοί τον έπιασαν, τον έδειραν και τον έστειλαν πίσω με άδεια χέρια. Τους έστειλε ξανά και άλλον δούλο· κι αυτόν τον χτύπησαν με πέτρες στο κεφάλι, τον κακοποίησαν και τον έδιωξαν. Έστειλε και άλλον και τον σκότωσαν. Και πολλούς άλλους έστειλε, από τους οποίους άλλους έδειραν κι άλλους σκότωσαν. Του έμενε ένας ακόμα, ο αγαπημένος του γιος. Αυτόν τους τον έστειλε τελευταίον. “Θα σεβαστούν το γιο μου”, σκέφτηκε. Οι γεωργοί όμως εκείνοι, όταν τον είδαν να έρχεται, είπαν μεταξύ τους: “αυτός είναι ο κληρονόμος· εμπρός να τον σκοτώσουμε, και η κληρονομιά θα ’ναι δική μας”. Τον έπιασαν, λοιπόν, τον σκότωσαν και τον πέταξαν έξω από τ’ αμπέλι. Τι θα κάνει ο ιδιοκτήτης του αμπελιού; Θα έρθει και θα εξολοθρέψει αυτούς τους γεωργούς και θα δώσει το αμπέλι σε άλλους. Ούτε αυτόν το λόγο της Γραφής διαβάσατε; Ο λίθος που τον πέταξαν σαν άχρηστον οι οικοδόμοι, αυτός έγινε αγκωνάρι. Ο Κύριος το ’κανε αυτό, και είν’ αξιοθαύμαστο στα μάτια μας». Ήθελαν λοιπόν να συλλάβουν τον Ιησού, γιατί κατάλαβαν ότι γι’ αυτούς την είπε την παραβολή. Φοβήθηκαν όμως το λαό κι έτσι τον άφησαν κι έφυγαν. Έστειλαν στον Ιησού μερικούς Φαρισαίους και Ηρωδιανούς, για να τον πιάσουν σε παγίδα με ερωτήσεις. Έρχονται λοιπόν και του λένε: «Διδάσκαλε, ξέρουμε ότι λες την αλήθεια και δε φοβάσαι κανέναν· δεν υπολογίζεις σε πρόσωπα ανθρώπων, αλλά διδάσκεις αληθινά το θέλημα του Θεού. Πες μας λοιπόν: επιτρέπεται να πληρώνουμε φόρο στο Ρωμαίο αυτοκράτορα ή όχι; Να δώσουμε ή να μη δώσουμε;» Εκείνος όμως κατάλαβε την υποκρισία τους και τους είπε: «Γιατί προσπαθείτε να με παγιδέψετε; Φέρτε μου ένα δηνάριο να το δω». Όταν του το ’φεραν, τους ρώτησε: «Τίνος είναι αυτή η εικόνα και η επιγραφή;» «Του αυτοκράτορα», του απαντούν. Ο Ιησούς τότε τους είπε: «Δώστε στον αυτοκράτορα ό,τι ανήκει στον αυτοκράτορα, και στο Θεό ό,τι ανήκει στο Θεό». Κι έμειναν κατάπληκτοι για την απάντησή του. Έρχονται στον Ιησού μερικοί Σαδδουκαίοι –αυτοί ισχυρίζονται ότι δεν υπάρχει ανάσταση– και τον ρωτούν: «Διδάσκαλε, ο Μωυσής μάς έδωσε την εξής γραπτή εντολή: αν κάποιου ο αδερφός πεθάνει κι αφήσει γυναίκα χωρίς ν’ αφήσει παιδί, να πάρει ο αδερφός του τη χήρα και να κάνει απογόνους για τον νεκρό αδερφό του. Ήταν λοιπόν εφτά αδερφοί. Ο πρώτος παντρεύτηκε μια γυναίκα και πέθανε, χωρίς ν’ αφήσει απογόνους. Την παντρεύτηκε κι ο δεύτερος αδερφός, ο οποίος πέθανε χωρίς ούτε αυτός ν’ αφήσει απογόνους. Το ίδιο κι ο τρίτος. Την παντρεύτηκαν και οι εφτά χωρίς ν’ αφήσουν απογόνους. Τελευταία απ’ όλους πέθανε και η γυναίκα. Στην ανάσταση, όταν αναστηθούν οι νεκροί, σε ποιον απ’ όλους θ’ ανήκει αυτή η γυναίκα; Αφού και οι εφτά την είχαν παντρευτεί». Ο Ιησούς τους απάντησε: «Βρίσκεστε σε πλάνη, γιατί δεν καταλαβαίνετε ούτε τη Γραφή ούτε τη δύναμη του Θεού. Όταν αναστηθούν οι νεκροί, ούτε θα νυμφεύονται ούτε θα παντρεύονται, αλλά θα ζουν όπως οι άγγελοι στον ουρανό. Όσο, άλλωστε, για το ότι οι νεκροί ανασταίνονται, δε διαβάσατε στο βιβλίο του Μωυσή εκεί που γίνεται λόγος για τη βάτο; Εκεί είναι γραμμένο ότι του είπε ο Θεός: Εγώ είμαι ο Θεός του Αβραάμ, ο Θεός του Ισαάκ και ο Θεός του Ιακώβ. Ο Θεός δεν είναι Θεός νεκρών αλλά ζωντανών. Εσείς, λοιπόν, βρίσκεστε σε μεγάλη πλάνη». Ένας από τους γραμματείς, που άκουσε τη συζήτησή τους και είδε ότι σωστά απάντησε ο Ιησούς στους Σαδδουκαίους, τον πλησίασε και τον ρώτησε: «Ποια είναι η σπουδαιότερη απ’ όλες τις εντολές;» Ο Ιησούς του αποκρίθηκε: «Η πρώτη και σπουδαιότερη εντολή είναι: Άκου Ισραήλ: ο Κύριος ο Θεός μας είναι ένας και μοναδικός Κύριος. Και, να αγαπάς τον Κύριο το Θεό σου μ’ όλη την καρδιά σου, μ’ όλη την ψυχή σου, μ’ όλο το νου σου και μ’ όλη τη δύναμή σου. Αυτή είναι η πρώτη εντολή. Δεύτερη όμοια είναι αυτή: Να αγαπάς τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου. Δεν υπάρχει άλλη εντολή μεγαλύτερη απ’ αυτές». «Σωστά, Διδάσκαλε», του είπε ο γραμματέας. «Είναι αλήθεια αυτό που είπες, ότι ένας είναι ο Θεός και δεν υπάρχει άλλος πλην αυτού. Και ότι το να τον αγαπάει ο άνθρωπος με όλη την καρδιά του, με όλο το νου του, με όλη την ψυχή του και με όλη τη δύναμή του, και το να αγαπάει τον πλησίον του όπως τον εαυτό του είναι σπουδαιότερο απ’ όλα τα ολοκαυτώματα και τις θυσίες». Βλέποντας ο Ιησούς ότι συνετά του αποκρίθηκε, του είπε: «Δε βρίσκεσαι μακριά από τη βασιλεία του Θεού». Και κανείς δεν τολμούσε πια να του κάνει άλλες ερωτήσεις. Ρωτούσε ο Ιησούς ενώ δίδασκε στο ναό: «Πώς ισχυρίζονται οι γραμματείς ότι ο Μεσσίας είναι απόγονος του Δαβίδ; Ο ίδιος ο Δαβίδ, εμπνευσμένος από το Άγιο Πνεύμα, είπε: Ο Κύριος είπε στον Κύριό μου: κάθισε στα δεξιά μου, ώσπου να υποτάξω τους εχθρούς σου κάτω απ’ τα πόδια σου. Αφού ο ίδιος ο Δαβίδ τον ονομάζει Κύριο, πώς μπορεί να είναι απόγονός του;» Κι ο πολύς κόσμος τον άκουγε με ευχαρίστηση. Έλεγε επίσης ο Ιησούς κατά τη διδασκαλία του: «Φυλαχτείτε από τους γραμματείς, που τους αρέσει να περπατούν με τις επίσημες στολές τους και να τους χαιρετούν με σεβασμό στις αγορές. Επιδιώκουν τα πρώτα καθίσματα στις συναγωγές και τις καλύτερες θέσεις στα δείπνα. Κάνουν μεγάλες προσευχές για να φανούν καλοί, κατατρώγουν όμως τις περιουσίες των χηρών. Αυτοί θα τιμωρηθούν με ιδιαίτερη αυστηρότητα». Ο Ιησούς κάθισε απέναντι από το θησαυροφυλάκιο του ναού και παρατηρούσε πώς ο κόσμος έριχνε κέρματα σ’ αυτό. Πολλοί πλούσιοι έριχναν πολλά. Ήρθε και μια φτωχή χήρα κι έριξε δύο λεπτά, δηλαδή έναν κοδράντη. Κάλεσε τότε ο Ιησούς τους μαθητές του και τους είπε: «Σας βεβαιώνω πως η χήρα αυτή, η φτωχή, έριξε περισσότερα απ’ όσα έριξαν όλοι οι άλλοι στο θησαυροφυλάκιο. Γιατί όλοι έριξαν από το περίσσευμά τους, ενώ αυτή έριξε από το υστέρημά της όλα όσα είχε, όλη της την περιουσία». Καθώς έβγαινε ο Ιησούς από το ναό, του λέει ένας από τους μαθητές του: «Διδάσκαλε, κοίτα τι τεράστιοι λίθοι και τι επιβλητικές οικοδομές!» Κι ο Ιησούς του είπε: «Βλέπεις αυτά τα μεγάλα οικοδομήματα; Δε θα μείνει εδώ πέτρα πάνω στην πέτρα· όλα θα γκρεμιστούν». Ενώ καθόταν ο Ιησούς στο όρος των Ελαιών απέναντι από το ναό, τον ρώτησαν ιδιαιτέρως ο Πέτρος, ο Ιάκωβος, ο Ιωάννης κι ο Ανδρέας: «Πες μας, πότε θα γίνουν αυτά και ποιο είναι το σημάδι που θα αναγγείλει τη συντέλεια όλων αυτών;» Τότε ο Ιησούς άρχισε να τους λέει: «Προσέχετε να μη σας ξεγελάσει κανείς. Πολλοί θα παρουσιαστούν χρησιμοποιώντας το όνομά μου και θα ισχυρίζονται: “εγώ είμαι ο Μεσσίας”. Και πολλούς θα παραπλανήσουν. Όταν ακούσετε ότι γίνονται πόλεμοι ή προετοιμάζονται πόλεμοι, μην ταράζεστε· πρέπει να γίνουν αυτά, δε θα είναι όμως ακόμη το τέλος. Θα ξεσηκωθεί το ένα έθνος εναντίον του άλλου, και το ένα βασίλειο εναντίον του άλλου· θα γίνουν σεισμοί σε διάφορα μέρη· θα έρθουν πείνα και ταραχές. Αυτά όμως είναι όπως η αρχή των πόνων της γέννας. »Εσείς να προσέχετε τον εαυτό σας. Θα σας παραδώσουν σε δικαστήρια, θα σας δείρουν στις συναγωγές τους, θα σας οδηγήσουν μπροστά σε ηγεμόνες και βασιλιάδες εξαιτίας μου, για να δώσετε σ’ αυτούς μαρτυρία για μένα. Αλλά πρέπει πρώτα να κηρυχθεί το ευαγγέλιο σ’ όλους τους λαούς. Όταν σας σύρουν στα δικαστήρια, να μην αγωνιάτε εκ των προτέρων για το τι θα πείτε, μήτε να προμελετάτε, αλλά ό,τι σας φωτίσει ο Θεός εκείνη την ώρα αυτό να πείτε. Γιατί, δε θα είστε εσείς που θα μιλάτε, αλλά το Άγιο Πνεύμα. Επίσης, θα παραδώσει αδερφός τον αδερφό στο θάνατο, και πατέρας το παιδί. Και θα ξεσηκωθούν τα παιδιά να θανατώσουν τους γονείς. Όλοι θα σας μισούν εξαιτίας μου. Όποιος όμως μείνει σταθερός ως το τέλος, αυτός θα σωθεί. »Κι όταν δείτε το βδέλυγμα της ερημώσεως, που προείπε ο προφήτης Δανιήλ, να στέκεται εκεί που δεν πρέπει –ο αναγνώστης ας καταλάβει– τότε όσοι βρεθούν στην Ιουδαία να φύγουν στα βουνά. Όποιος βρεθεί στο λιακωτό να φύγει χωρίς να μπει στο σπίτι του για να πάρει κάτι μαζί του. Κι όποιος βρεθεί στο χωράφι να μην επιστρέψει πίσω να πάρει το πανωφόρι του. Αλίμονο στις γυναίκες που θα είναι κείνες τις μέρες έγκυες ή θα θηλάζουν! »Προσεύχεστε να μη γίνει η φυγή σας το χειμώνα. Γιατί τα δεινά που θα συμβούν τότε θα ’ναι τέτοια που δεν ξανάγιναν ως τώρα, από τότε που δημιούργησε ο Θεός τον κόσμο, ούτε και θα ξαναγίνουν. Κι αν ο Κύριος δε λιγόστευε τις ημέρες των δεινών, δε θα γλίτωνε κανένας. Για χάρη όμως των εκλεκτών του, λιγόστεψε εκείνες τις ημέρες. »Αν κάποιος τότε σας πει “να, εδώ είναι ο Μεσσίας, να, εκεί είναι”, μην το πιστέψετε. Γιατί θα εμφανιστούν ψευδομεσσίες και ψευδοπροφήτες που θα κάνουν τρομερά και φοβερά σημεία για να παραπλανήσουν, αν είναι δυνατό, ακόμη κι αυτούς που διάλεξε ο Θεός. Εσείς όμως να προσέχετε. Σας τα είπα όλα πριν γίνουν». «Εκείνες τις ημέρες, ύστερα από αυτά τα δεινά, ο ήλιος θα σκοτεινιάσει και το φεγγάρι δε θα δίνει πια το φως του· τα άστρα θα πέφτουν από τον ουρανό, και οι ουράνιες δυνάμεις που κρατούν την τάξη του σύμπαντος θα διασαλευτούν. Τότε θα δουν τον Υιό του Ανθρώπου να έρχεται πάνω σε σύννεφα με πολλή δύναμη και λαμπρότητα. Αυτός θα στείλει τότε τους αγγέλους και θα συνάξει τους εκλεκτούς του από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, απ’ όλα τα πέρατα της γης». «Πάρτε μάθημα από τη συκιά: όταν πια μαλακώσουν τα κλαδιά της και βγάλουν φύλλα, καταλαβαίνετε ότι πλησιάζει το καλοκαίρι. Έτσι κι εσείς, όταν δείτε να γίνονται αυτά, να καταλάβετε ότι πλησιάζει το τέλος, ότι βρίσκεται πολύ κοντά. »Σας βεβαιώνω πως όλα αυτά θα γίνουν όσο ακόμη ζουν οι άνθρωποι αυτής της γενιάς. Ο σημερινός κόσμος θα πάψει να υπάρχει, τα λόγια μου όμως ποτέ. »Όσο για την ημέρα εκείνη ή για τη στιγμή που θα γίνουν αυτά, κανείς δεν ξέρει, ούτε οι άγγελοι στον ουρανό ούτε ο ίδιος ο Υιός παρά μόνο ο Πατέρας. »Προσέχετε, αγρυπνείτε και προσεύχεσθε, γιατί δεν ξέρετε πότε θα έρθει ο καιρός. Θα είναι σαν έναν άνθρωπο που ταξίδεψε σε άλλη χώρα κι άφησε στους δούλους τη φροντίδα του σπιτικού του· στον καθένα όρισε ένα έργο, και στο θυρωρό έδωσε την εντολή να μένει άγρυπνος. Να είστε, λοιπόν, άγρυπνοι, γιατί δεν ξέρετε πότε θα επιστρέψει ο κύριος του σπιτιού: το βράδυ ή τα μεσάνυχτα ή κατά το λάλημα του πετεινού ή το πρωί. Μήπως έρθει ξαφνικά και σας βρει να κοιμάστε. Αυτό που λέω σ’ εσάς, το λέω σε όλους: αγρυπνείτε!» Ύστερα από δύο μέρες ήταν η γιορτή του Πάσχα και των Αζύμων. Οι αρχιερείς και οι γραμματείς αναζητούσαν τρόπο να συλλάβουν τον Ιησού με πονηριά και να τον θανατώσουν. «Όχι όμως κατά τη γιορτή», έλεγαν, «για να μην ξεσηκωθεί ο λαός». Ενώ βρισκόταν ο Ιησούς στη Βηθανία, στο σπίτι του Σίμωνα του λεπρού, την ώρα που έτρωγε, ήρθε μια γυναίκα που κρατούσε ένα αλαβάστρινο δοχείο με μύρο από γνήσια, πανάκριβη νάρδο· έσπασε το δοχείο κι έχυσε το μύρο στο κεφάλι του. Μερικοί τότε από τους παρόντες αγανάκτησαν κι έλεγαν: «Προς τι αυτή η σπατάλη του μύρου; Αυτό το μύρο θα μπορούσε να πουληθεί περισσότερο από τριακόσια δηνάρια και το αντίτιμο να δοθεί στους φτωχούς». Κι επιτιμούσαν τη γυναίκα αυστηρά. Ο Ιησούς όμως τους είπε: «Αφήστε την ήσυχη· γιατί της δημιουργείτε προβλήματα; Έκανε μια καλή πράξη για μένα. Όσο για τους φτωχούς, αυτούς πάντα τους έχετε μαζί σας και μπορείτε να τους ευεργετήσετε όποτε θέλετε· εμένα όμως δε θα μ’ έχετε πάντοτε. Αυτή εδώ η γυναίκα έκανε αυτό που μπορούσε: άλειψε προκαταβολικά το σώμα μου με μύρο για να το ετοιμάσει για την ταφή. Και σας βεβαιώνω πως σ’ όλον τον κόσμο, όπου κηρυχθεί το ευαγγέλιο, θα γίνεται λόγος και για την πράξη της, κι έτσι θα τη θυμούνται». Τότε ο Ιούδας ο Ισκαριώτης, ένας από τους δώδεκα μαθητές, πήγε στους αρχιερείς, για να τους παραδώσει τον Ιησού. Τ’ άκουσαν αυτοί και χάρηκαν, και του υποσχέθηκαν να του δώσουν χρήματα. Έτσι εκείνος ζητούσε να βρει την κατάλληλη ευκαιρία, για να τους τον παραδώσει. Την πρώτη μέρα της γιορτής των Αζύμων, τότε που θυσίαζαν τον αμνό του Πάσχα, λένε στον Ιησού οι μαθητές του: «Πού θέλεις να πάμε να σου ετοιμάσουμε να φας το πασχαλινό δείπνο;» Στέλνει τότε δύο από τους μαθητές του και τους λέει: «Πηγαίνετε στην πόλη, και θα σας συναντήσει κάποιος που μεταφέρει ένα σταμνί με νερό· ακολουθήστε τον, και στο σπίτι που θα μπει πείτε στον οικοδεσπότη ότι ο Διδάσκαλος ρωτάει: “πού είναι το δωμάτιο όπου θα φάω το πασχαλινό δείπνο με τους μαθητές μου;” Αυτός θα σας δείξει ένα μεγάλο ανώγι, έτοιμο στρωμένο. Εκεί να κάνετε τις ετοιμασίες για μας». Έφυγαν οι μαθητές και πήγαν στην πόλη· τα βρήκαν όπως τους είχε πει ο Ιησούς κι ετοίμασαν το πασχαλινό τραπέζι. Όταν βράδιασε, πήγε εκεί ο Ιησούς με τους δώδεκα. Ενώ ήταν στο τραπέζι κι έτρωγαν, είπε ο Ιησούς: «Αλήθεια σας λέω πως κάποιος από σας που τρώει μαζί μου θα με προδώσει». Λυπήθηκαν οι μαθητές κι άρχισαν να ρωτούν ο ένας μετά τον άλλο: «Μήπως είμαι εγώ;» Και άλλος: «Μήπως εγώ;» Τότε ο Ιησούς τους είπε: «Ένας από τους δώδεκα· αυτός που βουτάει το ψωμί του μαζί μου στην ίδια πιατέλα. Ο Υιός του Ανθρώπου, βέβαια, θα πεθάνει όπως το λένε οι Γραφές γι’ αυτόν, αλίμονο όμως στον άνθρωπο εκείνον που προδίδει τον Υιό του Ανθρώπου. Θα ήταν καλύτερα γι’ αυτόν να μην είχε γεννηθεί». Κι ενώ έτρωγαν, πήρε ο Ιησούς το ψωμί, το ευλόγησε, το έκοψε κομμάτια και έδωσε στους μαθητές λέγοντας: «Λάβετε και φάγετε, αυτό είναι το σώμα μου». Ύστερα πήρε το ποτήρι, κι αφού είπε ευχαριστήρια προσευχή, τους το έδωσε, και ήπιαν απ’ αυτό όλοι. Και τους είπε: «Αυτό είναι το αίμα μου, που επισφραγίζει τη νέα διαθήκη και χύνεται για χάρη όλων. Σας βεβαιώνω πως δε θα ξαναπιώ από τον καρπό του αμπελιού ως την ημέρα εκείνη που θα το πίνω καινούριο στη βασιλεία του Θεού». Κι αφού έψαλαν τους καθιερωμένους ψαλμούς, βγήκαν έξω για να πάνε στο όρος των Ελαιών. Τους λέει τότε ο Ιησούς: «Όλοι θα χάσετε την εμπιστοσύνη σας σ’ εμένα αυτή τη νύχτα· όπως το λέει κι η Γραφή: Θα σκοτώσω το βοσκό, και θα διασκορπιστούν τα πρόβατα. »Μετά την ανάστασή μου όμως θα σας περιμένω στη Γαλιλαία, όπου θα πάω πριν από σας». Ο Πέτρος τότε του είπε: «Κι αν όλοι χάσουν την εμπιστοσύνη τους σ’ εσένα, εγώ όμως όχι». Τότε του λέει ο Ιησούς: «Σε βεβαιώνω πως εσύ σήμερα κιόλας, αυτή τη νύχτα, πριν λαλήσει δύο φορές ο πετεινός, τρεις φορές θα αρνηθείς πως με ξέρεις». Ο Πέτρος όμως ακόμη πιο έντονα τον διαβεβαίωνε: «Δε θα σε απαρνηθώ, κι αν ακόμη χρειαστεί να πεθάνω μαζί σου». Τα ίδια έλεγαν κι όλοι οι άλλοι. Έρχονται σ’ έναν τόπο που τ’ όνομά του είναι Γεθσημανή, και λέει ο Ιησούς στους μαθητές του: «Καθίστε εδώ ώσπου να προσευχηθώ». Παίρνει μαζί του τον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη και άρχισε να συνταράζεται και να αγωνιά. Τότε τους λέει: «Περίλυπη μέχρι θανάτου είναι η ψυχή μου· περιμένετε εδώ και μείνετε ξάγρυπνοι». Κι αφού απομακρύνθηκε λίγο, έπεσε με το πρόσωπο στη γη και προσευχόταν, να γλιτώσει, αν ήταν δυνατό, από αυτή την ώρα. «Αββά, Πατέρα», έλεγε, «όλα είναι δυνατά για σένα· γλίτωσέ με απ’ αυτό το ποτήρι· ας μη γίνει όμως το δικό μου θέλημα αλλά το δικό σου». Έρχεται πίσω και τους βρίσκει να κοιμούνται, και λέει στον Πέτρο: «Σίμων, κοιμάσαι; Δεν μπορέσατε να μείνετε άγρυπνοι ούτε μία ώρα; Μείνετε άγρυπνοι και προσεύχεστε, για να μη σας νικήσει ο πειρασμός· το πνεύμα είναι πρόθυμο, η σάρκα όμως αδύναμη». Απομακρύνθηκε πάλι και προσευχήθηκε με τα ίδια λόγια. Γύρισε και τους ξαναβρήκε να κοιμούνται· τα μάτια τους ήταν βαριά από τη νύστα και δεν ήξεραν τι να του απαντήσουν. Έρχεται για τρίτη φορά και τους λέει: «Κοιμάστε ακόμα και ξεκουράζεστε; Φτάνει. Ήρθε η ώρα. Τώρα ο Υιός του Ανθρώπου παραδίνεται στα χέρια ανθρώπων αμαρτωλών. Σηκωθείτε, πρέπει να πηγαίνουμε· να, έφτασε αυτός που θα με προδώσει». Κι αμέσως, ενώ ακόμα μιλούσε ο Ιησούς, φτάνει ο Ιούδας ο Ισκαριώτης, ένας από τους δώδεκα, και μαζί του ένα πλήθος από ανθρώπους οπλισμένους με ξίφη και ρόπαλα, σταλμένους από τους αρχιερείς, τους γραμματείς και τους πρεσβυτέρους του συνεδρίου. Αυτός που θα τον πρόδιδε τους είχε δώσει το εξής συνθηματικό σημάδι: «Όποιον φιλήσω, αυτός είναι· πιάστε τον και μεταφέρετέ τον με μέτρα ασφαλείας». Έρχεται αμέσως ο Ιούδας, πλησιάζει τον Ιησού και του λέει: «Χαίρε Δάσκαλε!» και τον φίλησε θερμά. Αυτοί τότε συνέλαβαν τον Ιησού και τον έδεσαν. Κάποιος όμως από τους παρόντες τράβηξε το μαχαίρι του, χτύπησε το δούλο του αρχιερέα και του έκοψε τ’ αυτί. Ο Ιησούς απευθύνθηκε σ’ αυτούς και τους είπε: «Ληστής είμαι, και βγήκατε με ξίφη και ρόπαλα να με συλλάβετε; Κάθε μέρα ήμουν ανάμεσά σας στο ναό και δίδασκα, και δε με συλλάβατε· αλλά έγινε έτσι για να επαληθευτούν οι Γραφές». Όλοι τότε τον εγκατέλειψαν κι έφυγαν. Ένας νέος τον ακολούθησε περιτυλιγμένος κατάσαρκα μ’ ένα σεντόνι, αλλά τον έπιασαν άλλοι νέοι. Αυτός όμως άφησε το σεντόνι στα χέρια τους κι έφυγε γυμνός. Έσυραν τον Ιησού στον αρχιερέα· εκεί συγκεντρώθηκαν όλοι οι αρχιερείς, οι πρεσβύτεροι και οι γραμματείς. Ο Πέτρος τον ακολούθησε από μακριά μέχρι μέσα στην αυλή, στο παλάτι του αρχιερέα· εκεί κάθισε με τους υπηρέτες και ζεσταινόταν κοντά στη φωτιά. Οι αρχιερείς κι ολόκληρο το συνέδριο αναζητούσαν μια μαρτυρία εναντίον του Ιησού, ώστε να τον καταδικάσουν σε θάνατο, αλλά δεν έβρισκαν. Πολλοί τον κατηγορούσαν με ψεύτικες μαρτυρίες, μα οι μαρτυρίες δε συμφωνούσαν μεταξύ τους. Παρουσιάστηκαν τότε μερικοί ψευδομάρτυρες και είπαν εναντίον του: «Εμείς τον ακούσαμε να λέει: “εγώ θα γκρεμίσω αυτόν το ναό, που έγινε από ανθρώπινα χέρια, και σε τρεις μέρες θα οικοδομήσω άλλον, που δε θα τον έχουν φτιάξει ανθρώπινα χέρια”». Αλλά και σ’ αυτό δε συμφωνούσαν οι μαρτυρίες τους. Σηκώθηκε τότε ο αρχιερέας στη μέση και ρώτησε τον Ιησού: «Δεν έχεις να πεις τίποτε; Τι είναι αυτά που σε κατηγορούν;» Ο Ιησούς όμως σιωπούσε και δεν έδινε καμιά απάντηση. Πάλι ο αρχιερέας τον ρώτησε: «Εσύ είσαι ο Μεσσίας, ο Υιός του ευλογημένου Θεού;» Ο Ιησούς απάντησε: «Εγώ είμαι. Και θα δείτε τον Υιό του Ανθρώπου να κάθεται στα δεξιά του παντοδύναμου Θεού, και να έρχεται πάνω στα σύννεφα του ουρανού». Ο αρχιερέας τότε διέρρηξε τα ιμάτιά του και είπε: «Τι μας χρειάζονται τώρα πια οι μάρτυρες; Ακούσατε, βέβαια, τα βλάσφημα λόγια του. Τι απόφαση παίρνετε;» Και όλοι έκριναν πως είναι ένοχος και πρέπει να θανατωθεί. Μερικοί τότε άρχισαν να τον φτύνουν. Του σκέπαζαν το πρόσωπο, τον χαστούκιζαν και τον ρωτούσαν: «Αφού είσαι προφήτης, πες μας ποιος είναι αυτός που σε χτύπησε». Επίσης και οι υπηρέτες τού έδιναν ραπίσματα. Ενώ ο Πέτρος ήταν κάτω στην αυλή, έρχεται μια από τις δούλες του αρχιερέα, και βλέποντάς τον να ζεσταίνεται, τον κοίταξε και του είπε: «Ήσουν κι εσύ μαζί με τον Ιησού το Ναζαρηνό». Αυτός αρνήθηκε λέγοντας: «Ούτε ξέρω ούτε καταλαβαίνω τι λες». Βγήκε έξω στο προαύλιο και τότε λάλησε ο πετεινός. Η δούλη που τον είδε άρχισε πάλι να λέει σ’ αυτούς που βρίσκονταν εκεί: «Είναι κι αυτός από κείνους». Ο Πέτρος όμως πάλι αρνιόταν. Ύστερα από λίγο πάλι οι παρευρισκόμενοι του έλεγαν: «Ασφαλώς κι εσύ είσαι απ’ αυτούς, γιατί είσαι Γαλιλαίος· το δείχνει και η προφορά σου». Ο Πέτρος όμως άρχισε να ορκίζεται: «Ο Θεός να με τιμωρήσει αν τον ξέρω αυτόν τον άνθρωπο, για τον οποίο μιλάτε». Και για δεύτερη φορά λάλησε ο πετεινός. Θυμήθηκε τότε ο Πέτρος τι του είχε πει ο Ιησούς· ότι δηλαδή πριν λαλήσει δυο φορές ο πετεινός, τρεις φορές θ’ αρνηθείς πως με ξέρεις. Και άρχισε να κλαίει. Νωρίς το πρωί οι αρχιερείς με τους πρεσβυτέρους και τους γραμματείς κι ολόκληρο το συνέδριο συγκεντρώθηκαν και πήραν την απόφαση: έδεσαν τον Ιησού, και τον πήγαν και τον παρέδωσαν στον Πιλάτο. Ο Πιλάτος τον ρώτησε: «Εσύ είσαι ο βασιλιάς των Ιουδαίων;» Ο Ιησούς του αποκρίθηκε: «Ναι, όπως το λες». Οι αρχιερείς τότε τον κατηγορούσαν για πολλά. Ο Ιησούς όμως δεν έδωσε καμιά απόκριση. Ο Πιλάτος πάλι τον ρώτησε: «Τίποτα δεν αποκρίνεσαι; Κοίτα για πόσα σε κατηγορούν». Ο Ιησούς όμως δεν αποκρίθηκε πια τίποτε, έτσι που ο Πιλάτος να απορεί. Κάθε Πάσχα ο Πιλάτος απέλυε ένα φυλακισμένο, όποιον ζητούσε ο λαός. Ήταν τότε φυλακισμένος κάποιος που λεγόταν Βαραββάς, μαζί με άλλους στασιαστές, που κατά την εξέγερση είχαν διαπράξει φόνο. Το πλήθος άρχισε να ζητάει με κραυγές να κάνει ο Πιλάτος αυτό που έκανε πάντα. Ο Πιλάτος τους ρώτησε: «Θέλετε να σας ελευθερώσω το βασιλιά των Ιουδαίων;» Είχε καταλάβει ότι από φθόνο τού τον είχαν παραδώσει οι αρχιερείς. Οι αρχιερείς όμως ξεσήκωσαν τα πλήθη να προτιμήσουν να τους ελευθερώσει το Βαραββά. Ο Πιλάτος τους ξαναρώτησε: «Τι θέλετε, λοιπόν, να κάνω αυτόν που ονομάζετε βασιλιά των Ιουδαίων;» Αυτοί πάλι φώναζαν: «Σταύρωσέ τον!» «Μα γιατί, τι κακό έκανε;» τους έλεγε ο Πιλάτος. Αυτοί όμως με περισσότερη δύναμη κραύγαζαν: «Σταύρωσέ τον!» Κι επειδή ο Πιλάτος ήθελε να ικανοποιήσει τα πλήθη, τούς ελευθέρωσε το Βαραββά, ενώ τον Ιησού τον μαστίγωσε και τον παρέδωσε να σταυρωθεί. Οι στρατιώτες έφεραν τον Ιησού στην εσωτερική αυλή, εκεί που είναι το διοικητήριο, και φώναξαν όλη τη φρουρά· τον έντυσαν με κόκκινο μανδύα, έπλεξαν ένα αγκάθινο στεφάνι και του το φόρεσαν στο κεφάλι σαν στέμμα. Μετά άρχισαν να τον χαιρετούν: «Ζήτω ο βασιλιάς των Ιουδαίων!» Τον χτυπούσαν στο κεφάλι μ’ ένα καλάμι, τον έφτυναν και γονατιστοί τον προσκυνούσαν. Αφού λοιπόν τον περιπαίξανε, του έβγαλαν τον κόκκινο μανδύα, τον έντυσαν με τα ρούχα του και τον πήγαν να τον σταυρώσουν. Αγγαρεύουν τότε έναν περαστικό που γυρνούσε από το χωράφι του, για να σηκώσει το σταυρό του Ιησού. Ήταν ο Σίμων ο Κυρηναίος, ο πατέρας του Αλέξανδρου και του Ρούφου. Τον φέρνουν στον τόπο που λέγεται Γολγοθάς, και στα ελληνικά σημαίνει «Τόπος Κρανίου». Του έδωσαν να πιει κρασί ανακατεμένο με ένα αναισθητικό· ο Ιησούς όμως δεν το δέχτηκε. Τότε τον σταύρωσαν και μοιράστηκαν τα ρούχα του τραβώντας κλήρο για το τι απ’ αυτά θα πάρει ο καθένας. Η ώρα ήταν εννέα το πρωί όταν τον σταύρωσαν. Η αιτία της σταύρωσης ήταν γραμμένη σε μια επιγραφή: «Ο Βασιλιάς των Ιουδαίων». Μαζί με τον Ιησού σταύρωσαν δύο ληστές, έναν στα δεξιά του κι έναν στ’ αριστερά του. Έτσι εκπληρώθηκε η Γραφή που έλεγε: Συγκαταριθμήθηκε μεταξύ των ανόμων. Οι περαστικοί κουνούσαν ειρωνικά το κεφάλι τους, και τον έβριζαν: «Α, εσύ που θα γκρέμιζες το ναό και σε τρεις μέρες θα τον οικοδομούσες!» του έλεγαν. «Σώσε τον εαυτό σου και κατέβα από το σταυρό». Τον κορόιδευαν επίσης κι οι αρχιερείς και οι γραμματείς: «Τους άλλους τους έσωσε», λέγανε μεταξύ τους, «τον εαυτό του δεν μπορεί να τον σώσει. Είναι λέει ο Μεσσίας, ο βασιλιάς του Ισραήλ· ας κατέβει τώρα από το σταυρό, για να δούμε και να πιστέψουμε σ’ αυτόν». Τον περιγελούσαν μάλιστα κι αυτοί που ήταν σταυρωμένοι μαζί του. Όταν η ώρα έφτασε δώδεκα το μεσημέρι, έπεσε σκοτάδι σ’ όλη τη γη ως τις τρεις το απόγευμα. Στις τρεις η ώρα κραύγασε ο Ιησούς με δυνατή φωνή: Ελωί, Ελωί λιμά σαβαχθανί; Που σημαίνει: Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί με εγκατέλειψες; Μερικοί απ’ τους παρευρισκόμενους τ’ άκουσαν και είπαν: «Ακούστε, φωνάζει τον Ηλία». Έτρεξε τότε ένας και βούτηξε ένα σφουγγάρι στο ξίδι, το στερέωσε πάνω σ’ ένα καλάμι και του έδωσε να πιει λέγοντας: «Αφήστε να δούμε τώρα αν θα ’ρθει ο Ηλίας να τον κατεβάσει από το σταυρό». Τότε ο Ιησούς έβγαλε μια δυνατή κραυγή και ξεψύχησε. Τότε σκίστηκε το καταπέτασμα του ναού στα δύο, από πάνω ως κάτω. Βλέποντας ο Ρωμαίος εκατόνταρχος που ήταν εκεί, απέναντί του, ότι με τέτοια κραυγή ξεψύχησε, είπε: «Στ’ αλήθεια, αυτός ο άνθρωπος ήταν Υιός Θεού». Εκεί βρίσκονταν και μερικές γυναίκες που παρακολουθούσαν από μακριά. Ανάμεσα σ’ αυτές και η Μαρία η Μαγδαληνή, η Μαρία η μητέρα του Ιακώβου του νεότερου και του Ιωσή, και η Σαλώμη. Αυτές κι όταν ο Ιησούς ήταν στη Γαλιλαία τον ακολουθούσαν και τον υπηρετούσαν. Μαζί μ’ αυτές ήταν εκεί και πολλές άλλες γυναίκες, που είχαν ανεβεί μαζί του στα Ιεροσόλυμα. Ήταν ημέρα Παρασκευή, παραμονή του Σαββάτου. Κατά το δειλινό, ο Ιωσήφ, ένα αξιοσέβαστο μέλος του συνεδρίου, που καταγόταν από την Αριμαθαία, και περίμενε κι αυτός τη βασιλεία του Θεού, τόλμησε να πάει στον Πιλάτο και να του ζητήσει το σώμα του Ιησού. Ο Πιλάτος απόρησε που ο Ιησούς είχε κιόλας πεθάνει. Κάλεσε τον εκατόνταρχο και τον ρώτησε αν είχε πεθάνει από ώρα. Όταν πήρε την απάντηση από τον εκατόνταρχο, χάρισε το σώμα στον Ιωσήφ. Εκείνος αγόρασε ένα σεντόνι, κατέβασε τον Ιησού, τον τύλιξε μ’ αυτό και τον τοποθέτησε σ’ ένα μνήμα που ήταν λαξεμένο σε βράχο· μετά κύλησε ένα λιθάρι κι έκλεισε την είσοδο του μνήματος. Η Μαρία η Μαγδαληνή και η Μαρία η μητέρα του Ιωσή παρακολουθούσαν πού τον έβαλαν. Όταν πέρασε το Σάββατο, η Μαρία η Μαγδαληνή και η Μαρία η μητέρα του Ιακώβου, και η Σαλώμη, αγόρασαν αρώματα, για να πάνε ν’ αλείψουν το σώμα του Ιησού. Ήρθαν στο μνήμα πολύ πρωί την επομένη του Σαββάτου, μόλις ανέτειλε ο ήλιος. Κι έλεγαν μεταξύ τους: «Ποιος θα μας κυλήσει την πέτρα από την είσοδο του μνήματος;» Γιατί ήταν πάρα πολύ μεγάλη. Μόλις όμως κοίταξαν προς τα ’κει, παρατήρησαν ότι η πέτρα είχε κυλήσει από τον τόπο της. Μόλις μπήκαν στο μνήμα, είδαν ένα νεαρό με λευκή στολή να κάθεται στα δεξιά, και τρόμαξαν. Αυτός όμως τους είπε: «Μην τρομάζετε. Ψάχνετε για τον Ιησού από τη Ναζαρέτ, το σταυρωμένο. Αναστήθηκε. Δεν είναι εδώ. Να και το μέρος όπου τον είχαν βάλει. Πηγαίνετε τώρα και πείτε στους μαθητές του και στον Πέτρο: “πηγαίνει πριν από σας στην Γαλιλαία και σας περιμένει· εκεί θα τον δείτε, όπως σας το είπε”». Οι γυναίκες βγήκαν κι έφυγαν από το μνήμα γεμάτες τρόμο και δέος· δεν είπαν όμως τίποτα σε κανέναν, γιατί ήταν φοβισμένες. Μετά την ανάστασή του ο Ιησούς, το πρωί της Κυριακής, εμφανίστηκε πρώτα στη Μαρία τη Μαγδαληνή, την οποία είχε θεραπεύσει από εφτά δαιμόνια. Εκείνη πήγε και το είπε στους μαθητές, που ήταν λυπημένοι κι έκλαιγαν. Αυτοί όμως, όταν άκουσαν ότι ο Ιησούς ζει και τον είδε η Μαρία, δεν την πίστεψαν. Κατόπιν ο Ιησούς εμφανίστηκε με διαφορετική μορφή σε δύο απ’ αυτούς, καθώς περπατούσαν και πήγαιναν έξω στα χωράφια. Εκείνοι πήγαν και τα διηγήθηκαν στους υπόλοιπους· αλλά ούτε κι αυτούς τους πίστεψαν. Τέλος, ο Ιησούς εμφανίστηκε στους έντεκα μαθητές καθώς έτρωγαν, και τους επέπληξε γιατί αμφέβαλλαν κι επέμεναν να μην πιστεύουν αυτούς που τον είδαν αναστημένο. Μετά τους είπε: «Πορευθείτε σ’ ολόκληρο τον κόσμο και διακηρύξτε το χαρμόσυνο μήνυμα σ’ όλη την κτίση. Όποιος πιστέψει και βαφτιστεί θα σωθεί· όποιος δεν πιστέψει θα καταδικαστεί. Να και τα θαύματα που θα κάνουν όποιοι πιστέψουν: Με την επίκληση του ονόματός μου θα διώχνουν δαιμόνια, θα μιλούν νέες γλώσσες, κι αν παίρνουν φίδια στα χέρια τους ή πίνουν κάτι δηλητηριώδες δε θα παθαίνουν τίποτε· θα βάζουν τα χέρια τους πάνω σε αρρώστους και θα τους θεραπεύουν». Αφού τους είπε αυτά ο Κύριος, αναλήφθηκε στον ουρανό και κάθισε στα δεξιά του Θεού. Οι μαθητές τότε έφυγαν και έφεραν το χριστιανικό μήνυμα παντού· κι ο Κύριος συνεργούσε μαζί τους κι επιβεβαίωνε το κήρυγμά τους με τα θαύματα που το συνόδευαν. Αμήν. Πολλοί προσπάθησαν να συντάξουν μια διήγηση για τα γεγονότα, που είναι βεβαιωμένο ότι συνέβησαν ανάμεσά μας, όπως μας τα παρέδωσαν εκείνοι που από την αρχή ήταν αυτόπτες μάρτυρες και έγιναν κήρυκες αυτού του χαρμόσυνου μηνύματος. Γι’ αυτό θεώρησα κι εγώ καλό, εντιμότατε Θεόφιλε, αφού ερεύνησα όλα τα γεγονότα από την αρχή και με ακρίβεια, να σου τα γράψω με τη σειρά, για να βεβαιωθείς ότι τα όσα διδάχθηκες είναι αυθεντικά. Την εποχή που βασιλιάς στην Ιουδαία ήταν ο Ηρώδης, ζούσε κάποιος ιερέας από την ιερατική τάξη του Αβιά, που τον έλεγαν Ζαχαρία· η γυναίκα του λεγόταν Ελισάβετ, απόγονος του Ααρών. Ήταν και οι δύο άνθρωποι πιστοί στο Θεό, και η ζωή τους ήταν άμεμπτη, σύμφωνη με το νόμο και τις εντολές του Κυρίου. Δεν είχαν όμως παιδί, γιατί η Ελισάβετ ήταν στείρα, και ήταν κι οι δυο τους περασμένης ηλικίας. Όταν ήρθε η σειρά να εφημερεύσει η τάξη του Ζαχαρία κι αυτός εκτελούσε τα ιερατικά του καθήκοντα προς το Θεό, συνέβη να του ανατεθεί με κλήρο –όπως συνηθιζόταν να μοιράζονται τα ιερατικά καθήκοντα– να μπει στο ναό του Κυρίου και να προσφέρει θυμίαμα. Όλο το πλήθος του λαού, την ώρα του θυμιάματος, προσευχόταν έξω. Τότε εμφανίστηκε στο Ζαχαρία ένας άγγελος Κυρίου, και στάθηκε στα δεξιά του θυσιαστηρίου του θυμιάματος. Ο Ζαχαρίας ταράχτηκε, όταν τον είδε, και τον κυρίεψε φόβος. Ο άγγελος όμως του είπε: «Μη φοβάσαι, Ζαχαρία, γιατί η προσευχή σου εισακούστηκε: η γυναίκα σου η Ελισάβετ θα σου γεννήσει γιο, και θα του δώσεις το όνομα Ιωάννης. Θα νιώσεις χαρά και αγαλλίαση και θα χαρούν πολλοί για τη γέννησή του. Η προσφορά του θα είναι μεγάλη στο έργο του Κυρίου· κρασί και άλλα δυνατά ποτά δε θα πιει· θα είναι γεμάτος με Πνεύμα Άγιο ήδη από την κοιλιά της μάνας του και θα κάνει πολλούς Ισραηλίτες να επιστρέψουν στον Κύριο το Θεό τους. Αυτός θα προπορευτεί στο έργο του Κυρίου με το πνεύμα και τη δύναμη του προφήτη Ηλία. Θα συμφιλιώσει πατέρες με παιδιά, και θα κάνει τους ασεβείς να αποκτήσουν τη φρόνηση των δικαίων. Έτσι θα ετοιμάσει το λαό να υποδεχτεί τον Κύριο». Ο Ζαχαρίας είπε στον άγγελο: «Πώς μπορώ να βεβαιωθώ γι’ αυτό; Εγώ είμαι πια γέρος και η γυναίκα μου περασμένης ηλικίας». Ο άγγελος του αποκρίθηκε: «Εγώ είμαι ο Γαβριήλ, που βρίσκομαι δίπλα στο Θεό. Με έστειλε να σου μιλήσω και να σου αναγγείλω αυτή την ευχάριστη είδηση. Επειδή όμως δεν πίστεψες στα λόγια μου, τα οποία θα πραγματοποιηθούν στην ώρα τους, απ’ αυτή τη στιγμή θα χάσεις τη λαλιά σου. Δε θα μπορείς να μιλήσεις ως την ημέρα που όλα αυτά θα πραγματοποιηθούν». Ο λαός στο μεταξύ περίμενε το Ζαχαρία και απορούσε για την αργοπορία του μέσα στο ναό. Όταν βγήκε δεν μπορούσε να τους μιλήσει, και κατάλαβαν ότι κάποιο όραμα είχε δει μέσα στο ναό. Εκείνος τους έκανε νοήματα και παρέμενε άλαλος. Όταν τελείωσαν οι μέρες της υπηρεσίας του στο ναό, πήγε στο σπίτι του. Μερικές μέρες αργότερα, η γυναίκα του η Ελισάβετ έμεινε έγκυος. Έκρυβε όμως την εγκυμοσύνη της για πέντε μήνες και έλεγε: «Ο Θεός είδε τη στενοχώρια μου και φρόντισε να με απαλλάξει από την ντροπή που ένιωθα μπροστά στους ανθρώπους για την ατεκνία μου». Τον έκτο μήνα της εγκυμοσύνης της Ελισάβετ, ο Θεός έστειλε τον άγγελο Γαβριήλ στην πόλη της Γαλιλαίας Ναζαρέτ σε μια παρθένο, που ήταν αρραβωνιασμένη με κάποιον που λεγόταν Ιωσήφ και προερχόταν από τη γενιά του Δαβίδ. Η παρθένος λεγόταν Μαριάμ. Παρουσιάστηκε, λοιπόν, σ’ αυτήν ο άγγελος και της είπε: «Χαίρε εσύ, η προικισμένη με τη χάρη του Θεού! Ο Κύριος είναι μαζί σου. Ευλογημένη απ’ το Θεό είσαι εσύ, περισσότερο απ’ όλες τις γυναίκες». Εκείνη μόλις τον είδε ταράχτηκε με τα λόγια του και προσπαθούσε να εξηγήσει τι σήμαινε ο χαιρετισμός αυτός. Ο άγγελος της είπε: «Μη φοβάσαι, Μαριάμ, ο Θεός σού έδωσε τη χάρη του· θα μείνεις έγκυος, θα γεννήσεις γιο και θα τον ονομάσεις Ιησού. Αυτός θα γίνει μέγας και θα ονομαστεί Υιός του Υψίστου. Σ’ αυτόν θα δώσει ο Κύριος ο Θεός το θρόνο του Δαβίδ, του προπάτορά του. Θα βασιλέψει για πάντα στους απογόνους του Ιακώβ και η βασιλεία του δε θα έχει τέλος». Η Μαριάμ τότε ρώτησε τον άγγελο: «Πώς θα μου συμβεί αυτό, αφού εγώ δεν έχω συζυγικές σχέσεις με κανέναν άντρα;» Ο άγγελος της απάντησε: «Το Άγιο Πνεύμα θα έρθει επάνω σου και θα σε καλύψει η δύναμη του Θεού· γι’ αυτό και το άγιο παιδί που θα γεννήσεις θα ονομαστεί Υιός Θεού. Μάθε ακόμη ότι η συγγενής σου Ελισάβετ συνέλαβε γιο στα γηρατειά της· έτσι, αυτή που την αποκαλούσαν στείρα, τώρα βρίσκεται στον έκτο μήνα της εγκυμοσύνης. Για το Θεό τίποτα δεν είναι ακατόρθωτο». Η Μαριάμ τότε είπε: «Είμαι μια δούλη του Κυρίου· ας γίνει το θέλημά του σ’ εμένα όπως μου το είπες». Κι έφυγε από αυτήν ο άγγελος. Αμέσως ύστερα, η Μαριάμ σηκώθηκε και πήγε γρήγορα σε μια πόλη της ορεινής Ιουδαίας· μπήκε στο σπίτι του Ζαχαρία και χαιρέτησε την Ελισάβετ. Μόλις εκείνη άκουσε το χαιρετισμό της Μαρίας, το βρέφος που ήταν στα σπλάχνα της σκίρτησε. Η Ελισάβετ τότε πλημμύρισε με το Άγιο Πνεύμα και φώναξε με δυνατή φωνή: «Ευλογημένη απ’ το Θεό είσαι εσύ, περισσότερο από όλες τις γυναίκες! Ευλογημένο και το παιδί που έχεις στα σπλάχνα σου! Αλλά πώς μου έγινε αυτή η τιμή να με επισκεφθεί η μητέρα του Κυρίου μου; Μόλις έφτασε στ’ αυτιά μου η φωνή του χαιρετισμού σου, σκίρτησε από αγαλλίαση το παιδί στα σπλάχνα μου. Χαρά σ’ αυτήν που πίστεψε ότι θα εκπληρωθούν τα λόγια που της είπε ο Κύριος». Η Μαριάμ τότε είπε: «Η ψυχή μου δοξάζει τον Κύριο, και το πνεύμα μου νιώθει αγαλλίαση για το Θεό, το σωτήρα μου, γιατί έδειξε την ευμένειά του στην ταπεινή του δούλη. Από τώρα θα με καλοτυχίζουν όλες οι γενιές, γιατί ο δυνατός Θεός έκανε σ’ εμένα έργα θαυμαστά. Άγιο είναι τ’ όνομά του. και το έλεός του υπάρχει από γενιά σε γενιά, σ’ όσους με δέος τον υπακούνε. Έδειξε έμπρακτα τη δύναμή του: διασκόρπισε τους περήφανους και χάλασε τα σχέδια που είχανε στο νου τους. Καθαίρεσε άρχοντες από τους θρόνους τους και ταπεινούς ανύψωσε. Ανθρώπους που πεινούσαν τους γέμισε με αγαθά και πλούσιους τους έδιωξε με χέρια αδειανά. Βοήθησε το δούλο του, τον Ισραήλ, μην ξεχνώντας την υπόσχεση που είχε δώσει στους προγόνους μας, ότι δηλαδή θα σπλαχνιστεί τον Αβραάμ και τους απογόνους του για παντοτινά». Η Μαριάμ έμεινε με την Ελισάβετ περίπου τρεις μήνες και ύστερα γύρισε στο σπίτι της. Όταν συμπληρώθηκε ο καιρός να γεννήσει, η Ελισάβετ έκανε γιο. Οι γείτονες και οι συγγενείς άκουσαν ότι ο Κύριος έδειξε μεγάλη ευσπλαχνία σ’ αυτήν και χαίρονταν μαζί της. Όταν το παιδί έγινε οχτώ ημερών, ήρθαν να του κάνουν περιτομή και ήθελαν να του δώσουν το όνομα Ζαχαρίας, όπως λεγόταν ο πατέρας του. Η μητέρα του όμως είπε: «Όχι, Θα ονομαστεί Ιωάννης». Τότε της είπαν: «Μα δεν υπάρχει κανένας απ’ τους συγγενείς σου που να έχει το όνομα αυτό». Με νοήματα ρώτησαν τον πατέρα του τι όνομα θα ήθελε να δώσει στο παιδί· αυτός ζήτησε μια μικρή πλάκα και έγραψε: «Ιωάννης είναι το όνομά του»· κι όλοι απόρησαν. Αμέσως το στόμα του άνοιξε, λύθηκε η γλώσσα του και άρχισε να μιλάει δοξάζοντας το Θεό. Όλοι οι κάτοικοι της γύρω περιοχής κυριεύτηκαν από δέος, και τα γεγονότα αυτά διαδόθηκαν σ’ ολόκληρη την ορεινή περιοχή της Ιουδαίας. Όσοι τα άκουσαν τα κρατούσαν μέσα τους και σκέφτονταν: «Τι θα γίνει άραγε το παιδί αυτό;» γιατί πραγματικά τον προστάτευε ο Θεός. Ο Ζαχαρίας, ο πατέρας του παιδιού, πλημμύρισε από Πνεύμα Άγιο, και είπε τα ακόλουθα προφητικά λόγια: «Ας είναι ευλογημένος ο Κύριος, ο Θεός του Ισραήλ, γιατί ήρθε και λύτρωσε το λαό του! Για χάρη μας έστειλε ένα δυνατό σωτήρα από τη γενιά του Δαβίδ, του δούλου του, όπως ακριβώς είχε πει αιώνες πριν με το στόμα των άγιων προφητών του. Μ’ αυτόν θα μας σώσει από τους εχθρούς μας και από την εξουσία όλων όσοι μας μισούν. Έδειξε την ευσπλαχνία του στους προγόνους μας κι εκπλήρωσε την άγια διαθήκη του· τήρησε τον όρκο που έδωσε στον πατέρα μας τον Αβραάμ, να μας αξιώσει, αφού γλιτώσουμε απ’ τα χέρια των εχθρών μας, να τον λατρεύουμε άφοβα σαν άνθρωποι που του ανήκουμε και πράττουμε το σωστό ενώπιόν του σ’ όλη μας τη ζωή. Κι εσύ, παιδί μου, θα ονομαστείς προφήτης του ύψιστου Θεού, γιατί θα προπορευτείς πριν από τον Κύριο για να ετοιμάσεις το δρόμο του κάνοντας γνωστή στο λαό του τη σωτηρία με τη συγχώρηση των αμαρτιών τους, γιατί ο Θεός μας είναι γεμάτος ευσπλαχνία. Έκανε ν’ ανατείλει για μας ένα φως από ψηλά, για να φωτίσει αυτούς που ζούνε στο σκοτάδι και κάτω απ’ του θανάτου τη σκιά, και να οδηγήσει τα βήματά μας στο δρόμο της ειρήνης». Το παιδί μεγάλωνε και το πνεύμα του δυνάμωνε. Ζούσε στις ερημιές, ως την ημέρα που εμφανίστηκε στο λαό Ισραήλ. Τις ημέρες εκείνες ο Καίσαρας Αύγουστος έβγαλε διάταγμα να απογραφτεί όλη η οικουμένη. Η απογραφή αυτή ήταν η πρώτη που έγινε όταν έπαρχος της Συρίας ήταν ο Κυρήνιος. Όλοι πήγαιναν, λοιπόν, να απογραφτούν, καθένας στον τόπο της καταγωγής του. Ανέβηκε κι ο Ιωσήφ από τη Ναζαρέτ, πόλη της Γαλιλαίας, στην Ιουδαία, για να απογραφτεί στην πόλη Δαβίδ, που ονομάζεται Βηθλεέμ, γιατί καταγόταν από την οικογένεια και τη γενιά του Δαβίδ. Είχε μαζί του και τη Μαριάμ, τη μνηστή του, η οποία ήταν έγκυος. Τον καιρό που αυτοί ήταν εκεί, ήρθε η ώρα της Μαριάμ να γεννήσει, και γέννησε τον γιο της τον πρωτότοκο. Τον σπαργάνωσε και τον ξάπλωσε σ’ ένα παχνί, γιατί δε βρήκαν μέρος στο πανδοχείο. Στην περιοχή εκείνη βρίσκονταν βοσκοί που έμεναν στο ύπαιθρο και φύλαγαν βάρδιες τη νύχτα για το κοπάδι τους. Σ’ αυτούς παρουσιάστηκε ένας άγγελος Κυρίου και τους περιέβαλε θεϊκή λαμπρότητα. Εκείνοι κατατρόμαξαν, αλλά ο άγγελος τους είπε: «Μην τρομάζετε! Σας φέρνω ένα χαρμόσυνο άγγελμα, που θα γεμίσει με χαρά μεγάλη όλο τον κόσμο: Σήμερα, στην πόλη Δαβίδ γεννήθηκε για χάρη σας σωτήρας –κι αυτός είναι ο Χριστός, ο Κύριος. Και τούτο είναι το σημάδι για να τον αναγνωρίσετε: Θα βρείτε ένα βρέφος σπαργανωμένο και ξαπλωμένο μέσα σ’ ένα παχνί». Ξαφνικά, κοντά στον άγγελο, παρουσιάστηκε ένα πλήθος απ’ την ουράνια στρατιά των αγγέλων, οι οποίοι υμνούσαν το Θεό και έλεγαν: «Δόξα στον ύψιστο Θεό και ειρήνη στη γη, αγάπη και σωτηρία για τους ανθρώπους!» Όταν οι άγγελοι έφυγαν στον ουρανό, οι βοσκοί είπαν μεταξύ τους: «Ας πάμε λοιπόν ως τη Βηθλεέμ να δούμε αυτά που έγιναν και που μας έκανε γνωστά ο Κύριος». Τρέχοντας ήρθαν και βρήκαν τη Μαριάμ και τον Ιωσήφ, και το βρέφος ξαπλωμένο στο παχνί. Όταν τους είδαν, τους διηγήθηκαν τα λόγια που τους είπε ο άγγελος γι’ αυτό το παιδί. Όλοι όσοι τα άκουσαν έμειναν κατάπληκτοι μ’ αυτά που τους είπαν οι βοσκοί. Η Μαριάμ διατηρούσε όλα αυτά τα λόγια στην καρδιά της και τα σκεφτόταν συνεχώς. Οι βοσκοί γύρισαν πίσω δοξάζοντας και υμνώντας το Θεό για όλα όσα άκουσαν και είδαν· ήταν όλα όπως τους είχαν ειπωθεί. Όταν συμπληρώθηκαν οχτώ μέρες, έκαναν στο παιδί περιτομή και του έδωσαν το όνομα Ιησούς, όπως δηλαδή το είχε ονομάσει ο άγγελος προτού ακόμα συλληφθεί στην κοιλιά της μάνας του. Όταν, σύμφωνα με το Μωσαϊκό νόμο, συμπληρώθηκαν και οι μέρες για τον καθαρισμό τους, έφεραν το παιδί στα Ιεροσόλυμα, για να το αφιερώσουν στο Θεό. –Σύμφωνα με το νόμο του Κυρίου, αν το πρώτο παιδί που φέρνει μια γυναίκα στον κόσμο είναι αγόρι, πρέπει να θεωρείται αφιερωμένο στον Κύριο.– Επίσης θα πρόσφεραν θυσία ένα ζευγάρι τρυγόνια ή δύο μικρά περιστέρια, όπως λέει ο νόμος του Κυρίου. Στα Ιεροσόλυμα βρισκόταν ένας άνθρωπος που τον έλεγαν Συμεών. Ήταν πιστός και ευλαβής, περίμενε τη σωτηρία του Ισραήλ και τον καθοδηγούσε το Πνεύμα το Άγιο. Του είχε φανερώσει, λοιπόν, το Άγιο Πνεύμα ότι δε θα πεθάνει προτού να δει το Μεσσία. Τότε το Άγιο Πνεύμα του υπέδειξε να πάει στο ναό. Μόλις οι γονείς έφεραν εκεί το παιδί, τον Ιησού, για να κάνουν γι’ αυτό τα έθιμα του νόμου, τον πήρε στην αγκαλιά του, δόξασε το Θεό και είπε: «Τώρα, Κύριε, μπορείς ν’ αφήσεις το δούλο σου να πεθάνει ειρηνικά, όπως του υποσχέθηκες, γιατί τα μάτια μου είδαν το σωτήρα που ετοίμασες για όλους τους λαούς, φως που θα φωτίσει τα έθνη και θα δοξάσει το λαό σου τον Ισραήλ». Ο Ιωσήφ και η μητέρα του θαύμαζαν για όσα λέγονταν γι’ αυτό. Ο Συμεών τους ευλόγησε και είπε στη Μαριάμ, τη μητέρα του Ιησού: «Αυτός θα γίνει αιτία να καταστραφούν ή να σωθούν πολλοί Ισραηλίτες. Θα είναι σημείο αντιλεγόμενο, για να φανερωθούν οι πραγματικές διαθέσεις πολλών. Όσο για σένα, ο πόνος για το παιδί σου θα διαπεράσει την καρδιά σου σαν δίκοπο μαχαίρι». Στα Ιεροσόλυμα ζούσε μια γυναίκα που προφήτευε και την έλεγαν Άννα· ήταν θυγατέρα του Φανουήλ από τη φυλή Ασήρ. Αυτή ήταν πολύ ηλικιωμένη. Έζησε εφτά χρόνια με τον άντρα της μετά το γάμο και τώρα χήρα, ηλικίας ογδόντα τεσσάρων χρονών, δεν έφευγε από το ναό, αλλά λάτρευε το Θεό νύχτα και μέρα με νηστείες και προσευχές. Αυτή παρουσιάστηκε εκείνη την ώρα και δοξολογούσε το Θεό και μιλούσε για το παιδί σε όλους όσοι στην Ιερουσαλήμ περίμεναν τη λύτρωση. Όταν έκαναν όλα όσα πρόσταζε ο νόμος του Κυρίου, γύρισαν στη Γαλιλαία, στην πόλη τους τη Ναζαρέτ. Στο μεταξύ το παιδί μεγάλωνε και το πνεύμα του δυνάμωνε· ήταν γεμάτος σοφία, και η χάρη του Θεού ήταν μαζί του. Κάθε χρόνο, τη γιορτή του Πάσχα οι γονείς του Ιησού πήγαιναν στην Ιερουσαλήμ. Όταν έγινε δώδεκα χρονών, ανέβηκαν στα Ιεροσόλυμα, στη γιορτή, όπως συνήθιζαν. Όταν τέλειωσε η γιορτή και γύριζαν πίσω, το παιδί ο Ιησούς παρέμεινε στην Ιερουσαλήμ, χωρίς να το ξέρουν ο Ιωσήφ και η μητέρα του. Νομίζοντας ότι ήταν μέσα στο πλήθος των προσκυνητών, περπάτησαν μιας μέρας δρόμο και ύστερα άρχισαν να τον αναζητούν ανάμεσα στους συγγενείς και τους γνωστούς. Δεν τον βρήκαν, όμως, και γύρισαν στην Ιερουσαλήμ να τον αναζητήσουν. Τον βρήκαν ύστερα από τρεις μέρες στο ναό καθισμένον ανάμεσα στους νομοδιδασκάλους, να τους ακούει και να τους κάνει ερωτήσεις. Όλοι όσοι τον άκουγαν έμεναν κατάπληκτοι για τη νοημοσύνη και τις απαντήσεις του. Μόλις τον είδαν οι γονείς του, απόρησαν, και η μητέρα του τού είπε: «Παιδί μου, γιατί μας το ’κανες αυτό; Ο πατέρας σου κι εγώ σε αναζητούσαμε με πολλή αγωνία». Ο Ιησούς τους απάντησε: «Γιατί με αναζητούσατε; Δεν ξέρατε ότι πρέπει να βρίσκομαι στο σπίτι του Πατέρα μου;» Εκείνοι όμως δεν κατάλαβαν τα λόγια που τους είπε. Ο Ιησούς κατέβηκε μαζί τους και ήρθε στη Ναζαρέτ και ζούσε κοντά τους με υπακοή. Η μητέρα του όμως διατηρούσε μέσα στην καρδιά της όλα αυτά τα λόγια. Ο Ιησούς μεγάλωνε και πρόκοβε στη σοφία, και η χάρη που είχε ευαρεστούσε το Θεό και τους ανθρώπους. Ήταν ο δέκατος πέμπτος χρόνος της βασιλείας του αυτοκράτορα Τιβέριου. Επίτροπος της Ιουδαίας ήταν ο Πόντιος Πιλάτος. Τετράρχης της Γαλιλαίας ήταν ο Ηρώδης, της Ιτουραίας και της Τραχωνίτιδας ο Φίλιππος ο αδερφός του, και της Αβιλινής ο Λυσανίας. Αρχιερείς ήταν ο Άννας και ο Καϊάφας. Τότε δόθηκε εντολή από το Θεό στο γιο του Ζαχαρία, τον Ιωάννη, που ήταν στην έρημο· έτσι αυτός πήγε σε όλα τα περίχωρα του Ιορδάνη, και κήρυττε να μετανοήσουν οι άνθρωποι και να βαφτιστούν, για να συγχωρηθούν οι αμαρτίες τους, όπως είναι γραμμένο στο βιβλίο του προφήτη Ησαΐα, ο οποίος είχε πει: Μια φωνή βροντοφωνάζει στην έρημο: “ετοιμάστε το δρόμο για τον Κύριο, ισιώστε τα μονοπάτια να περάσει. Κάθε φαράγγι θα γεμίσει και κάθε βουνό και λόφος θα χαμηλώσει. Οι στραβοί δρόμοι θα γίνουν ίσιοι και οι ανώμαλοι θα γίνουν ομαλοί. Τότε όλοι οι άνθρωποι θα δουν τη σωτηρία που προσφέρει ο Θεός”. Ο Ιωάννης έλεγε στα πλήθη που πήγαιναν σ’ αυτόν για να βαφτιστούν: «Οχιάς γεννήματα, ποιος σας είπε πως έτσι θα ξεφύγετε απ’ του Θεού την οργή που πλησιάζει; Κάνετε, λοιπόν, έργα που ταιριάζουν σε άνθρωπο που πραγματικά μετανοεί· και μην αρχίσετε να λέτε μεταξύ σας “εμείς καταγόμαστε από τον Αβραάμ”. Να είστε βέβαιοι πως ο Θεός, ακόμη κι απ’ αυτές εδώ τις πέτρες μπορεί να κάνει απογόνους του Αβραάμ. Το τσεκούρι βρίσκεται κιόλας στη ρίζα των δέντρων. Κάθε δέντρο, λοιπόν, που δε δίνει καλό καρπό, θα κοπεί σύρριζα και θα ριχτεί στη φωτιά». Οι όχλοι τον ρωτούσαν: «Τι να κάνουμε, λοιπόν;» Κι εκείνος τους απαντούσε: «Όποιος έχει δύο χιτώνες ας δώσει τον ένα σ’ αυτόν που δεν έχει, κι όποιος έχει τρόφιμα ας κάνει το ίδιο». Ήρθαν επίσης και τελώνες να βαφτιστούν και του είπαν: «Δάσκαλε, τι να κάνουμε;» Κι εκείνος τους αποκρίθηκε: «Να μην απαιτείτε περισσότερα απ’ ό,τι σας παραχωρεί ο νόμος». Τον ρωτούσαν ακόμη και στρατιώτες: «Κι εμείς τι πρέπει να κάνουμε;» Και τους έλεγε: «Μην παίρνετε λεφτά από κανέναν με ψεύτικες κατηγορίες ούτε με τη βία, αλλά να αρκείστε στο μισθό σας». Καθώς ο κόσμος περίμενε κι όλοι σκέφτονταν μέσα τους για τον Ιωάννη, μήπως αυτός είναι ο Χριστός, εκείνος απαντούσε σε όλους κι έλεγε: «Εγώ σας βαφτίζω με νερό, έρχεται όμως αυτός που είναι πιο ισχυρός από μένα και που εγώ δεν είμαι άξιος να λύσω το λουρί απ’ τα υποδήματά του. Αυτός θα σας βαφτίσει με Άγιο Πνεύμα και φωτιά. Στο χέρι του κρατάει το λιχνιστήρι για να ξεκαθαρίσει το αλώνι του και να συνάξει το σιτάρι στην αποθήκη του· το άχυρο όμως θα το κάψει με φωτιά που δε σβήνει ποτέ». Και με πολλές άλλες προτροπές ακόμη κήρυττε στο λαό το χαρμόσυνο μήνυμα. Επειδή όμως ο Ιωάννης κατηγορούσε τον Ηρώδη τον τετράρχη γιατί είχε για γυναίκα τη γυναίκα του αδερφού του, την Ηρωδιάδα, καθώς και για πολλές άλλες φαύλες πράξεις, ο Ηρώδης πρόσθεσε σ’ όλες αυτές και τούτο: έκλεισε τον Ιωάννη στη φυλακή. Όταν βαφτίστηκαν όλοι, βαφτίστηκε κι ο Ιησούς· και την ώρα που προσευχόταν, άνοιξε ο ουρανός και κατέβηκε σ’ αυτόν το Άγιο Πνεύμα με ορατή μορφή, σαν περιστέρι. Τότε ήρθε μια φωνή από τον ουρανό που έλεγε: «Εσύ είσαι ο αγαπημένος μου Υιός, εσύ είσαι ο εκλεκτός μου». Αυτός ήταν ο Ιησούς, που όταν άρχισε το έργο του ήταν περίπου τριάντα χρόνων· καθώς νόμιζαν, ήταν γιος του Ιωσήφ, του Ηλί, του Ματθάν, του Λευί, του Μελχί, του Ιωαννά, του Ιωσήφ, του Ματταθίου, του Αμώς, του Ναούμ, του Εσλίμ, του Ναγγαί, του Μαάθ, του Ματταθίου, του Σεμεΐ, του Ιωσήχ, του Ιωδά, του Ιωαννάν, του Ρησά, του Ζοροβάβελ, του Σαλαθιήλ, του Νηρί, του Μελχί, του Αδδί, του Κωσάμ, του Ελμωδάμ, του Ηρ, του Ιωσή, του Ελιέζερ, του Ιωρείμ, του Ματθάτ, του Λευί, του Συμεών, του Ιούδα, του Ιωσήφ, του Ιωνά, του Ελιακείμ, του Μελεά, του Μαϊνάν, του Ματταθά, του Νάθαν, του Δαβίδ, του Ιεσσαί, του Ωβήδ, του Βοόζ, του Σαλμών, του Ναασών, του Αμιναδάβ, του Αράμ, του Ιωράμ, του Εσρώμ, του Φαρές, του Ιούδα, του Ιακώβ, του Ισαάκ, του Αβραάμ, του Θάρα, του Ναχώρ, του Σερούχ, του Ραγαύ, του Φάλεκ, του Έβερ, του Σαλά, του Καϊνάν, του Αρφαξάδ, του Σημ, του Νώε, του Λάμεχ, του Μαθουσάλα, του Ενώχ, του Ιάρεδ, του Μαλελεήλ, του Καϊνάν, του Ενώς, του Σηθ, του Αδάμ, του Θεού. Ο Ιησούς, έφυγε από τον Ιορδάνη γεμάτος από Πνεύμα Άγιο. Το Πνεύμα τον οδήγησε στην έρημο, όπου για σαράντα μέρες αντιμετώπιζε τους πειρασμούς του διαβόλου. Τις σαράντα αυτές μέρες δεν έφαγε τίποτε και, όταν συμπληρώθηκαν, πείνασε. Τότε ο διάβολος του είπε: «Αν είσαι Υιός του Θεού, πες σ’ αυτή την πέτρα να γίνει ψωμί». Ο Ιησούς του απάντησε: «Η Γραφή λέει ότι ο άνθρωπος δε ζει μόνο με ψωμί, αλλά με κάθε λόγο που βγαίνει απ’ το στόμα του Θεού». Ύστερα ο διάβολος τον ανέβασε σ’ ένα ψηλό βουνό, του έδειξε σε μια στιγμή όλα τα βασίλεια της οικουμένης, και του είπε: «Θα σου δώσω όλη αυτήν την εξουσία και τη λαμπρότητα αυτών των βασιλείων· σ’ εμένα έχει παραδοθεί και τη δίνω σ’ όποιον εγώ θέλω. Αν, λοιπόν, με προσκυνήσεις, θα είναι όλη δική σου». Απαντώντας ο Ιησούς του είπε: «Φύγε από μπροστά μου σατανά. Η Γραφή λέει: Τον Κύριο το Θεό σου θα προσκυνάς και μόνο αυτόν θα λατρεύεις ». Τότε ο διάβολος τον πήγε στα Ιεροσόλυμα και τον έστησε στο πιο ψηλό μέρος του ναού και του είπε: «Αν είσαι Υιός του Θεού, πέσε από ’δω κάτω· γιατί η Γραφή λέει ότι: Θα δώσει για σένα εντολή στους αγγέλους να σε προφυλάξουν· κι ακόμη: Θα σε σηκώσουν στα χέρια, για να μη σκοντάψει το πόδι σου σε καμιά πέτρα». Ο Ιησούς του απάντησε: «Η Γραφή λέει ότι δεν πρέπει να βάζεις σε δοκιμασία τον Κύριο το Θεό σου». Αφού ο διάβολος τελείωσε με όλους τους πειρασμούς, έφυγε προσωρινά απ’ αυτόν. Ο Ιησούς επέστρεψε γεμάτος με τη δύναμη του Πνεύματος στη Γαλιλαία και η φήμη του διαδόθηκε σε όλα τα περίχωρα. Δίδασκε στις συναγωγές τους και τον τιμούσαν όλοι. Ύστερα ήρθε στη Ναζαρέτ, όπου είχε μεγαλώσει. Το Σάββατο πήγε όπως συνήθιζε στη συναγωγή και σηκώθηκε να διαβάσει τις Γραφές. Του έδωσαν το χειρόγραφο με τα λόγια του προφήτη Ησαΐα. Ο Ιησούς το ξετύλιξε και βρήκε το σημείο όπου ήταν γραμμένο το εξής: Το Πνεύμα του Κυρίου με κατέχει, γιατί ο Κύριος με έχρισε και μ’ έστειλε ν’ αναγγείλω το χαρμόσυνο μήνυμα στους φτωχούς να θεραπεύσω τους συντριμμένους ψυχικά. Στους αιχμαλώτους να κηρύξω απελευθέρωση και στους τυφλούς ότι θα βρουν το φως τους, να φέρω λευτεριά στους τσακισμένους, να αναγγείλω του καιρού τον ερχομό που ο Κύριος θα φέρει τη σωτηρία στο λαό του. Ύστερα τύλιξε το χειρόγραφο, το έδωσε στον υπηρέτη και κάθισε. Τα μάτια όλων στη συναγωγή ήταν προσηλωμένα πάνω του. Άρχισε τότε να τους λέει: «Σήμερα βρίσκει την εκπλήρωσή της η προφητεία που μόλις ακούσατε». Όλοι συμφωνούσαν μαζί του· θαύμαζαν για τα γεμάτα χάρη λόγια που έβγαιναν από το στόμα του, και ρωτούσαν: «Αυτός δεν είναι ο γιος του Ιωσήφ;» Εκείνος τους απάντησε: «Ασφαλώς θα μου πείτε την παροιμία που λέει, “γιατρέ, γιάτρεψε τον εαυτό σου. Όσα ακούσαμε ότι έγιναν στην Καπερναούμ κάνε τα κι εδώ στην πατρίδα σου”. Σας βεβαιώνω», πρόσθεσε, «πως κανένας προφήτης δεν είναι δεκτός στην πατρίδα του. Πράγματι, την εποχή του προφήτη Ηλία υπήρχαν πολλές χήρες στον Ισραήλ. Τότε ο ουρανός δεν είχε βρέξει για τρία χρόνια και έξι μήνες και μεγάλη πείνα είχε πέσει σ’ όλη τη γη. Ο Θεός όμως δεν έστειλε τον Ηλία σε καμιά απ’ αυτές, παρά μόνο σε μια χήρα στα Σάρεπτα της Σιδωνίας. Επίσης την εποχή του προφήτη Ελισαίου υπήρχαν πολλοί λεπροί ανάμεσα στους Ισραηλίτες, κανένας όμως απ’ αυτούς δεν καθαρίστηκε, εκτός από το Νεεμάν το Σύρο». Όταν τ’ άκουσαν αυτά μέσα στη συναγωγή εξοργίστηκαν όλοι. Σηκώθηκαν τότε και έβγαλαν τον Ιησού έξω από την πόλη και τον έφεραν ως την άκρη του βουνού, πάνω στο οποίο ήταν χτισμένη, για να τον ρίξουν στον γκρεμό. Αυτός όμως πέρασε απ’ ανάμεσά τους και έφυγε. Κατέβηκε στην Καπερναούμ, πόλη της Γαλιλαίας, και το Σάββατο τους δίδασκε· όλοι έμεναν κατάπληκτοι με τη διδασκαλία του, γιατί μιλούσε με αυθεντία. Στη συναγωγή ήταν κάποιος που κατεχόταν από πονηρό δαιμονικό πνεύμα. Αυτός φώναξε με δυνατή φωνή: «Ε! Τι δουλειά έχεις εσύ μ’ εμάς, Ιησού Ναζαρηνέ; Ήρθες να μας αφανίσεις; Σε ξέρω ποιος είσαι· είσαι ο εκλεκτός του Θεού». Ο Ιησούς επιτίμησε το πνεύμα λέγοντάς του: «Πάψε να μιλάς και βγες απ’ αυτόν». Τότε το δαιμόνιο, αφού τον έριξε κάτω ανάμεσά τους, βγήκε απ’ αυτόν χωρίς καθόλου να τον βλάψει. Όλους τούς έπιασε δέος και έλεγαν ο ένας στον άλλο: «Τι λόγος είναι αυτός! Με εξουσία και δύναμη διατάζει τα πονηρά πνεύματα και βγαίνουν». Έτσι η φήμη του απλωνόταν παντού στην περιοχή. Όταν ο Ιησούς έφυγε από τη συναγωγή, πήγε στο σπίτι του Σίμωνα. Η πεθερά του Σίμωνα υπέφερε από υψηλό πυρετό, και τον παρακάλεσαν να την κάνει καλά. Ο Ιησούς ήρθε κοντά της, επιτίμησε τον πυρετό, κι ο πυρετός την άφησε. Εκείνη σηκώθηκε αμέσως και τους υπηρετούσε. Όταν έγερνε ο ήλιος, όλοι όσοι είχαν ασθενείς από διάφορες αρρώστιες τούς έφερναν σ’ αυτόν. Εκείνος τους θεράπευε ακουμπώντας τα χέρια πάνω στον καθένα απ’ αυτούς. Από πολλούς έβγαιναν και δαιμόνια, τα οποία κραύγαζαν και έλεγαν: «Εσύ είσαι ο Μεσσίας, ο Υιός του Θεού»· γιατί ήξεραν ότι αυτός είναι ο Χριστός. Εκείνος όμως τα επιτιμούσε και δεν τα άφηνε να μιλούν. Όταν ξημέρωσε, έφυγε και πήγε σ’ ένα ερημικό μέρος. Ο κόσμος όμως τον αναζητούσε και πήγαν εκεί που ήταν και τον κρατούσαν να μη φύγει από κοντά τους. Εκείνος τους έλεγε: «Πρέπει να αναγγείλω το χαρμόσυνο μήνυμα για τη βασιλεία του Θεού και στις άλλες πόλεις, γιατί αυτόν το σκοπό έχει η αποστολή μου». Ύστερα απ’ αυτό δίδασκε στις συναγωγές της Γαλιλαίας. Καθώς τα πλήθη συνωστίζονταν κάποτε γύρω του για ν’ ακούσουν το λόγο του Θεού κι εκείνος στεκόταν στην όχθη της λίμνης Γεννησαρέτ, είδε δύο ψαροκάικα στην άκρη της λίμνης. Οι ψαράδες είχαν κατεβεί απ’ αυτά και έπλεναν τα δίχτυα. Εκείνος ανέβηκε σ’ ένα από τα ψαροκάικα, σ’ αυτό που ήταν του Σίμωνα, και τον παρακάλεσε να τραβηχτεί λίγο από την ξηρά. Κάθισε στο ψαροκάικο και απ’ αυτό δίδασκε τα πλήθη. Όταν τελείωσε την ομιλία του, είπε στο Σίμωνα: «Πήγαινε στα βαθιά και ρίξτε τα δίχτυα σας για ψάρεμα». Ο Σίμων του αποκρίθηκε: «Διδάσκαλε, όλη τη νύχτα παιδευόμασταν και δεν πιάσαμε τίποτε· επειδή όμως το λες εσύ, θα ρίξω το δίχτυ». Το έριξαν κι έπιασαν πάρα πολλά ψάρια, τόσα που το δίχτυ τους άρχισε να σκίζεται. Με νεύματα ειδοποίησαν τους συνεταίρους τους, που ήταν στο άλλο πλοίο να έρθουν να τους βοηθήσουν. Εκείνοι ήρθαν και γέμισαν και τα δύο ψαροκάικα σε σημείο που να κινδυνεύουν να βυθιστούν. Όταν ο Σίμων Πέτρος είδε τι έγινε, έπεσε στα γόνατα του Ιησού και του είπε: «Βγες από το καΐκι μου, Κύριε, γιατί είμαι άνθρωπος αμαρτωλός». Αυτά τα είπε γιατί είχε κυριευτεί από δέος, αυτός και όλοι όσοι ήταν μαζί του, για τα πολλά ψάρια που είχαν πιάσει. Το ίδιο συνέβη και με τα παιδιά του Ζεβεδαίου, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, που ήταν συνεργάτες του Σίμωνα. Ο Ιησούς τότε είπε στο Σίμωνα: «Μη φοβάσαι, από τώρα θα ψαρεύεις ανθρώπους». Ύστερα, αφού τράβηξαν τα ψαροκάικα στη στεριά, άφησαν τα πάντα και τον ακολούθησαν. Ο Ιησούς βρισκόταν κάποτε σε μια πόλη. Ένας άνθρωπος γεμάτος λέπρα, μόλις τον είδε, έπεσε με το πρόσωπο στη γη και τον παρακαλούσε: «Κύριε, αν θέλεις, μπορείς να με καθαρίσεις από τη λέπρα». Εκείνος άπλωσε το χέρι του, τον άγγιξε και είπε: «Θέλω· να καθαριστείς από τη λέπρα». Αμέσως η λέπρα έφυγε από πάνω του. Ο Ιησούς τον διέταξε να μην πει τίποτα σε κανέναν· «για να τους αποδείξεις όμως ότι θεραπεύτηκες», του λέει, «πήγαινε να δείξεις τον εαυτό σου στον ιερέα και πρόσφερε για τον καθαρισμό σου ό,τι έχει καθορίσει ο Μωυσής». Η φήμη του, λοιπόν, απλωνόταν όλο και περισσότερο, και πλήθος ανθρώπων πήγαιναν κοντά του να τον ακούσουν και να τους θεραπεύσει απ’ τις αρρώστιες τους. Εκείνος όμως αποσυρόταν σε ερημικά μέρη και προσευχόταν. Μια μέρα που ο Ιησούς δίδασκε, κοντά του κάθονταν Φαρισαίοι και δάσκαλοι του νόμου, οι οποίοι είχαν έρθει από κάθε χωριό της Γαλιλαίας και της Ιουδαίας, καθώς κι από την Ιερουσαλήμ. Ο Θεός τού είχε δώσει τη δύναμη να θεραπεύει τους αρρώστους. Την ώρα εκείνη κάποιοι άντρες έφεραν πάνω σ’ ένα κρεβάτι έναν παράλυτο, και προσπαθούσαν να τον βάλουν μέσα στο σπίτι και να τον αποθέσουν μπροστά του. Επειδή δεν βρήκαν τρόπο να τον περάσουν μέσα εξαιτίας του πλήθους, ανέβηκαν στη στέγη και τον κατέβασαν ανάμεσα από τα κεραμίδια μαζί με το κρεβάτι στη μέση, μπροστά στον Ιησού. Εκείνος όταν είδε την πίστη τους είπε: «Άνθρωπέ μου, σου έχουν συγχωρηθεί οι αμαρτίες σου». Οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι άρχισαν να λένε από μέσα τους: «Μα ποιος είν’ αυτός, που με τα λόγια του προσβάλλει το Θεό; Ποιος μπορεί να συγχωρεί αμαρτίες, εκτός από το Θεό;» Ο Ιησούς κατάλαβε τις σκέψεις τους και τους αποκρίθηκε: «Τι σκέφτεστε μέσα σας; Τι είναι ευκολότερο: να πω “σου έχουν συγχωρηθεί οι αμαρτίες σου” ή να πω, “σήκω και περπάτα”; Για να μάθετε, λοιπόν, ότι ο Υιός του Ανθρώπου έχει την εξουσία να συγχωρεί αμαρτίες πάνω στη γη» –λέει στον παράλυτο: «Σ’ εσένα το λέω: σήκω, πάρε το κρεβάτι σου και πήγαινε στο σπίτι σου». Εκείνος σηκώθηκε αμέσως μπροστά τους, πήρε το κρεβάτι στο οποίο ήταν κατάκοιτος και πήγε στο σπίτι του δοξάζοντας το Θεό. Όλοι έμειναν κατάπληκτοι και δόξαζαν το Θεό. Γεμάτοι δέος έλεγαν: «Σήμερα είδαμε παράδοξα πράγματα!» Ύστερα απ’ αυτά βγήκε έξω και είδε έναν τελώνη, που ονομαζόταν Λευί, να κάθεται στο τελωνείο και του είπε: «Ακολούθησέ με». Εκείνος τα εγκατέλειψε όλα, σηκώθηκε και τον ακολούθησε, και του έκανε πλούσιο τραπέζι σπίτι του. Μαζί τους στο τραπέζι ήταν πολύς κόσμος, τελώνες και άλλοι άνθρωποι. Οι Φαρισαίοι, και οι γραμματείς που ανήκαν στην παράταξή τους, διαμαρτύρονταν στους μαθητές του και τους έλεγαν: «Γιατί τρώτε και πίνετε μαζί με τελώνες και αμαρτωλούς;» Ο Ιησούς τους απάντησε: «Δεν έχουν ανάγκη από γιατρό οι υγιείς, αλλά οι άρρωστοι· δεν ήρθα να καλέσω σε μετάνοια τους δικαίους, αλλά τους αμαρτωλούς». Τότε εκείνοι του είπαν: «Γιατί οι μαθητές του Ιωάννη νηστεύουν συχνά και κάνουν και προσευχές, το ίδιο και οι μαθητές των Φαρισαίων, ενώ οι δικοί σου τρώνε και πίνουν;» Ο Ιησούς τους απάντησε: «Μπορείτε να κάνετε τους φίλους του γαμπρού να νηστεύουν όσον καιρό είναι μαζί τους ο γαμπρός; Θα έρθουν όμως μέρες που θα τους πάρουν από κοντά τους το γαμπρό, και τότε θα νηστέψουν τις μέρες εκείνες». Τους είπε ακόμη και μια παραβολή: «Κανένας δεν σκίζει καινούριο ύφασμα για να βάλει μπάλωμα σε παλιό, γιατί τότε και το καινούριο ύφασμα θα σκιστεί, και το μπάλωμα από το καινούριο δε θα ταιριάσει με το παλιό. Επίσης, κανένας δε βάζει καινούριο κρασί σε παλιά ασκιά· γιατί το καινούριο κρασί θα κάνει τα ασκιά να σκάσουν, κι έτσι κι αυτό θα χυθεί και τα ασκιά θα καταστραφούν. Πρέπει, λοιπόν, το καινούριο κρασί να μπαίνει σε καινούρια ασκιά, και έτσι θα διατηρούνται και τα δύο. Επίσης, κανένας που πίνει παλιό κρασί δε θέλει αμέσως καινούριο, γιατί κρίνει ότι το παλιό είναι καλύτερο». Το δεύτερο Σάββατο μετά το πρώτο του Πάσχα, συνέβη να περνάει ο Ιησούς μέσα από σπαρμένα χωράφια. Οι μαθητές του έκοβαν στάχυα, τα έτριβαν με τα χέρια και έτρωγαν τους σπόρους. Κάποιοι Φαρισαίοι τότε τους είπαν: «Γιατί κάνετε κάτι που δεν επιτρέπεται από το νόμο να γίνεται το Σάββατο;» Κι ο Ιησούς τους απάντησε: «Ούτε κι αυτό δεν το διαβάσατε στη Γραφή, που έκανε ο Δαβίδ όταν πείνασαν αυτός και οι σύντροφοί του; Μπήκε στο ναό του Θεού, πήρε κι έφαγε κι έδωσε και στους άντρες του τους άρτους της προθέσεως, που δεν επιτρέπεται από το νόμο να φάνε παρά μόνο οι ιερείς». Και τους είπε καταλήγοντας: «Ο Υιός του Ανθρώπου εξουσιάζει και το Σάββατο». Ένα άλλο Σάββατο, μπήκε ο Ιησούς στη συναγωγή και δίδασκε. Εκεί ήταν ένας άνθρωπος με παράλυτο το δεξί του χέρι. Οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι, λοιπόν, πρόσεχαν να δουν αν θα θεραπεύσει κανέναν το Σάββατο, για να βρουν αφορμή να τον κατηγορήσουν. Ο Ιησούς, που γνώριζε τους διαλογισμούς τους, είπε στον άνθρωπο με το παράλυτο χέρι: «Σήκω και στάσου στη μέση». Εκείνος σηκώθηκε και στάθηκε. Τότε ο Ιησούς είπε στους γραμματείς και στους Φαρισαίους: «Θα σας κάνω ένα ερώτημα: Τι επιτρέπει ο νόμος να κάνει κανείς το Σάββατο; να κάνει καλό ή να κάνει κακό; να σώσει μια ζωή ή να την αφήσει να χαθεί;» Κι αφού έριξε τη ματιά του σ’ όλους αυτούς γύρω, είπε στον παράλυτο: «Τέντωσε το χέρι σου». Αυτός το έκανε, και το χέρι του έγινε καλά σαν το άλλο. Εκείνοι τότε έγιναν έξω φρενών και συζητούσαν μεταξύ τους τι θα ’πρεπε να κάνουν εναντίον του Ιησού. Εκείνες τις ημέρες ανέβηκε ο Ιησούς στο βουνό για να προσευχηθεί. Όλη τη νύχτα προσευχόταν στο Θεό. Όταν ξημέρωσε, φώναξε κοντά του τους μαθητές του κι απ’ αυτούς διάλεξε δώδεκα, τους οποίους ονόμασε αποστόλους: Το Σίμωνα, που του έδωσε το όνομα Πέτρος, και τον αδερφό του τον Ανδρέα· τον Ιάκωβο, τον Ιωάννη, το Φίλιππο, το Βαρθολομαίο· το Ματθαίο, το Θωμά, τον Ιάκωβο, γιο του Αλφαίου, το Σίμωνα, που λεγόταν Ζηλωτής· τον Ιούδα, γιο του Ιακώβου, και τον Ιούδα τον Ισκαριώτη, αυτόν που έγινε προδότης. Ο Ιησούς με τους μαθητές του κατέβηκε από το βουνό και στάθηκε σε μια πεδιάδα. Ένα μεγάλο πλήθος μαθητών του, καθώς και πολύς λαός απ’ όλη την Ιουδαία, από την Ιερουσαλήμ και τις παραλιακές πόλεις της Τύρου και της Σιδώνας είχαν πάει εκεί για να τον ακούσουν και για να θεραπευτούν από τις αρρώστιες τους. Ήρθαν ακόμα και όσοι υπέφεραν από ακάθαρτα πνεύματα· όλοι αυτοί θεραπεύτηκαν. Όλος ο κόσμος προσπαθούσε να τον αγγίξει, γιατί μια δύναμη έβγαινε από πάνω του και θεράπευε τους πάντες. Τότε ο Ιησούς στράφηκε προς τους μαθητές του και τους είπε: «Μακάριοι εσείς οι φτωχοί, γιατί δική σας είναι η βασιλεία του Θεού. Μακάριοι εσείς που τώρα πεινάτε, γιατί θα σας χορτάσει ο Θεός. Μακάριοι εσείς που τώρα κλαίτε, γιατί θα χαρείτε. Μακάριοι είστε, άμα σας μισήσουν οι άνθρωποι και σας διώξουν απ’ τις συναγωγές και σας χλευάσουν και δυσφημίσουν το όνομά σας εξαιτίας του Υιού του Ανθρώπου. Χαρείτε όταν συμβεί αυτό, κι από χαρά σκιρτήστε· γιατί ο Θεός θα σας ανταμείψει με το παραπάνω στον ουρανό. Τα ίδια έκαναν και οι πρόγονοί τους στους προφήτες. Αλίμονο όμως σ’ εσάς τους πλουσίους, γιατί την αμοιβή σας την έχετε πάρει ήδη σ’ αυτό τον κόσμο. Αλίμονο σ’ εσάς που τώρα είστε χορτάτοι γιατί θα πεινάσετε. Αλίμονο σ’ εσάς που τώρα γελάτε, γιατί θα θρηνήσετε και θα κλάψετε. Αλίμονο αν όλοι οι άνθρωποι σας επαινούν, γιατί το ίδιο έκαναν κι οι πρόγονοί τους στους ψευδοπροφήτες». «Σ’ εσάς όμως που μ’ ακούτε λέω: Αγαπάτε τους εχθρούς σας, ευεργετείτε όσους σας μισούν· δίνετε ευχές σ’ όσους σας δίνουν κατάρες, προσεύχεστε γι’ αυτούς που σας κακομεταχειρίζονται. »Σ’ όποιον σε χαστουκίζει στο ένα μάγουλο, γύριζε και το άλλο· κι αν κάποιος σου πάρει το πανωφόρι, μην τον εμποδίσεις να πάρει και το πουκάμισο. Σ’ όποιον σου ζητάει κάτι δίνε το, κι αν κάποιος σου πάρει αυτό που σου ανήκει, μη ζητάς να σου το επιστρέψει. Όπως θέλετε να σας συμπεριφέρονται οι άνθρωποι, έτσι ακριβώς να συμπεριφέρεστε κι εσείς σ’ αυτούς. Γιατί, αν αγαπάτε αυτούς που σας αγαπούν, ποια εύνοια περιμένετε από το Θεό; Αφού και οι αμαρτωλοί αγαπούν αυτούς που τους αγαπούν. Κι αν κάνετε καλό σ’ αυτούς που σας κάνουν καλό, ποια εύνοια περιμένετε από το Θεό; Και οι αμαρτωλοί το ίδιο κάνουν. Αν δανείζετε σ’ όσους ελπίζετε να σας τα επιστρέψουν, ποια εύνοια περιμένετε από το Θεό; Και οι αμαρτωλοί δανείζουν στους ομοίους τους για να τα πάρουν πίσω. »Αντίθετα, εσείς ν’ αγαπάτε τους εχθρούς σας, να κάνετε το καλό και να δανείζετε, χωρίς να περιμένετε να πάρετε πίσω τίποτα. Έτσι, ο Θεός, που είναι καλός ακόμα και με τους αχάριστους και τους κακούς, θα σας ανταμείψει με το παραπάνω και θα σας κάνει παιδιά του. Να είστε λοιπόν σπλαχνικοί, όπως σπλαχνικός είναι κι ο Θεός Πατέρας σας». «Μην κρίνετε τους συνανθρώπους σας, για να μη σας κρίνει κι εσάς ο Θεός. Μην τους καταδικάζετε, για να μη σας καταδικάσει κι εσάς ο Θεός. Συγχωρείτε, για να σας συγχωρήσει κι εσάς ο Θεός. Δίνετε, για να σας δώσει κι εσάς ο Θεός. Η δωρεά του θα είναι πλούσια, άφθονη, τέλεια και ξέχειλη· γιατί, ό,τι μέτρο χρησιμοποιείτε για τους άλλους, το ίδιο θα χρησιμοποιήσει και για σας ο Θεός». Επίσης τους είπε ο Ιησούς και μια παρομοίωση: «Μπορεί ένας τυφλός να οδηγήσει έναν άλλον τυφλό; Δεν θα πέσουν κι οι δυο στο χαντάκι; Ένας μαθητής δεν μπορεί να είναι πάνω από το δάσκαλό του· όποιος όμως καταρτιστεί τέλεια, μπορεί να φτάσει το δάσκαλό του. »Γιατί βλέπεις το σκουπιδάκι στο μάτι του αδερφού σου και δε νιώθεις ολόκληρο δοκάρι που είναι στο δικό σου μάτι; Πώς μπορείς να λες στον αδερφό σου, “αδερφέ, άφησε να βγάλω το σκουπιδάκι από το μάτι σου”, όταν εσύ ο ίδιος δε βλέπεις ολόκληρο δοκάρι στο μάτι σου; Υποκριτή! Βγάλε πρώτα από το μάτι σου το δοκάρι και τότε θα δεις καθαρά και θα μπορέσεις να βγάλεις το σκουπιδάκι από το μάτι του αδερφού σου». «Ένα καλό δέντρο δεν κάνει άχρηστο καρπό, ούτε πάλι ένα άχρηστο δέντρο μπορεί να κάνει καλό καρπό. Κάθε δέντρο αναγνωρίζεται από τον καρπό που παράγει. Δε μαζεύουμε σύκα απ’ τ’ αγκάθια ούτε τρυγάμε σταφύλια από τα βάτα. Ο καλός άνθρωπος βγάζει το καλό από το αγαθό απόθεμα της καρδιάς του, κι ο κακός από το κακό απόθεμα της καρδιάς του βγάζει το κακό. Γιατί, το στόμα του ανθρώπου μιλάει από το περίσσευμα της καρδιάς». «Γιατί με προσφωνείτε “Κύριε, Κύριε” και δεν εφαρμόζετε αυτά που σας λέω; Όποιος έρχεται σ’ εμένα κι ακούει τα λόγια μου και τα εφαρμόζει, θα σας δείξω με ποιον μοιάζει: Μοιάζει με έναν που για να χτίσει το σπίτι του, έσκαψε βαθιά, κι έβαλε τα θεμέλια πάνω σ’ ένα βράχο. Έτσι όταν έγινε πλημμύρα κι έπεσαν ποτάμι τα νερά πάνω στο σπίτι, δεν μπόρεσαν να το σαλέψουν, γιατί είχε θεμελιωθεί πάνω στο βράχο. Αντίθετα, αυτός που ακούει τα λόγια μου και δεν τα εφαρμόζει, μοιάζει με έναν, που έχτισε το σπίτι του πάνω στο χώμα, χωρίς θεμέλια. Μόλις έπεσαν ποτάμι τα νερά πάνω στο σπίτι, γκρεμίστηκε και η ζημιά που έπαθε ήταν μεγάλη». Όταν τελείωσε ο Ιησούς τη διδασκαλία του προς το λαό, πήγε στην Καπερναούμ. Εκεί ο δούλος κάποιου εκατόνταρχου ήταν βαριά άρρωστος, ετοιμοθάνατος. Ο εκατόνταρχος, που αγαπούσε πολύ το δούλο του, όταν άκουσε για τον Ιησού, έστειλε Ιουδαίους πρεσβυτέρους να τον παρακαλέσουν να έρθει να σώσει το δούλο του. Εκείνοι πήγαν στον Ιησού και τον θερμοπαρακαλούσαν: «Αξίζει να τον βοηθήσεις», του έλεγαν, «γιατί αγαπάει το έθνος μας, και τη συναγωγή αυτός μας την έχτισε». Όταν όμως ο Ιησούς προχωρώντας μαζί τους είχε κιόλας φτάσει κοντά στο σπίτι, ο εκατόνταρχος έστειλε φίλους και του είπε: «Κύριε, μην κάνεις τον κόπο· δεν είμαι άξιος να σε δεχτώ στο σπίτι μου· γι’ αυτό και δε θεώρησα τον εαυτό μου άξιο να σ’ επισκεφθεί. Ένα λόγο πες μόνο, και θα γιατρευτεί ο δούλος μου. Εγώ ξέρω από εξουσία· είμαι άνθρωπος κάτω από εξουσία κι έχω και στρατιώτες στη διοίκησή μου. Στον ένα λέω “πήγαινε” και πηγαίνει, στον άλλο λέω “έλα” κι έρχεται, και στο δούλο μου “κάνε αυτό” και το κάνει». Όταν άκουσε αυτά τα λόγια ο Ιησούς, τον θαύμασε· και γυρίζοντας προς το πλήθος που τον ακολουθούσε είπε: «Σας βεβαιώνω πως τέτοια πίστη ούτε ανάμεσα στους Ισραηλίτες δε βρήκα!» Όταν οι φίλοι του εκατόνταρχου γύρισαν στο σπίτι, βρήκαν τον άρρωστο δούλο θεραπευμένο. Ύστερα πήγε ο Ιησούς σε μια πόλη που λεγόταν Ναΐν. Μαζί του ήταν αρκετοί μαθητές του και πολύ πλήθος. Την ώρα που πλησίαζαν στην πύλη της πόλης, έβγαζαν ένα νεκρό, το μονάκριβο γιο μιας μάνας, που μάλιστα ήταν χήρα. Κόσμος πολύς από την πόλη τη συνόδευε. Όταν είδε τη χήρα ο Κύριος, τη σπλαχνίστηκε και της είπε: «Μην κλαις». Έπειτα προχώρησε, ακούμπησε τη σορό, και αφού στο μεταξύ αυτοί που βαστούσαν το φέρετρο σταμάτησαν, είπε: «Νεαρέ, σε διατάζω να σηκωθείς». Ο νεκρός ανακάθισε κι άρχισε να μιλάει. Ο Ιησούς τότε τον παρέδωσε στη μητέρα του. Όλους τους κυρίεψε δέος και δόξαζαν το Θεό: «Μεγάλος προφήτης», έλεγαν, «εμφανίστηκε ανάμεσά μας!» και: «Ο Θεός ήρθε να σώσει το λαό του!» Έτσι διαδόθηκε αυτή η φήμη για τον Ιησού σ’ ολόκληρη την Ιουδαία και στα περίχωρα. Οι μαθητές του Ιωάννη του Βαπτιστή τον πληροφόρησαν για όλα όσα συνέβησαν. Τότε ο Ιωάννης φώναξε δύο από τους μαθητές του και τους έστειλε να ρωτήσουν τον Ιησού: «Εσύ είσαι ο Μεσσίας που είναι να έρθει ή να περιμένουμε κανέναν άλλο;» Αυτοί πήγαν στον Ιησού και του είπαν: «Ο Ιωάννης ο Βαπτιστής μάς έστειλε σ’ εσένα και ρωτάει αν εσύ είσαι ο Μεσσίας που πρόκειται να έρθει ή να περιμένουμε άλλον». Εκείνη την ώρα ο Ιησούς είχε γιατρέψει πολλούς αρρώστους, βαριά ασθενείς και δαιμονισμένους, και χάρισε το φως σε πολλούς τυφλούς. Έτσι γύρισε και τους είπε: «Να πάτε να πείτε στον Ιωάννη αυτά που είδατε κι ακούσατε: Τυφλοί ξαναβλέπουν, κουτσοί περπατούν, λεπροί καθαρίζονται, κουφοί ακούν, νεκροί ανασταίνονται, φτωχοί ακούνε το χαρμόσυνο άγγελμα. Και μακάριος είναι όποιος δε χάσει την εμπιστοσύνη του σ’ εμένα». Όταν έφυγαν οι μαθητές του Ιωάννη, ο Ιησούς άρχισε να μιλάει στον κόσμο για τον Ιωάννη: «Τι βγήκατε να δείτε στην έρημο; Ένα καλάμι που το πάει πέρα δώθε ο άνεμος; Ή μήπως βγήκατε να δείτε κανέναν ντυμένο με πολυτελή ρούχα; Όσοι φοράνε λαμπρά ρούχα και ζουν με απολαύσεις βρίσκονται στ’ ανάκτορα. Τι βγήκατε λοιπόν να δείτε; Έναν προφήτη, δεν είν’ έτσι; Ναι, σας βεβαιώνω μάλιστα πως αυτός είναι περισσότερο από προφήτης. Είναι αυτός για τον οποίο λέει η Γραφή: Εγώ στέλνω τον αγγελιοφόρο μου πριν από σένα, για να προετοιμάσει το δρόμο σου. Σας βεβαιώνω πως μάνα δε γέννησε ως τώρα προφήτη πιο μεγάλο από τον Ιωάννη το Βαπτιστή· ο πιο μικρός όμως στη βασιλεία του Θεού είναι μεγαλύτερός του». Όλος ο κόσμος, που άκουσε το κήρυγμα του Ιωάννη, ακόμη και οι τελώνες, βαφτίστηκαν απ’ αυτόν, γιατί πίστεψαν πως τον είχε στείλει ο Θεός. Αντίθετα, οι Φαρισαίοι και οι νομοδιδάσκαλοι, με το να μη βαφτιστούν από τον Ιωάννη, αρνήθηκαν αυτό που ήθελε ο Θεός γι’ αυτούς. «Με τι, λοιπόν, να παρομοιάσω τη σημερινή γενιά των ανθρώπων; Με τι μοιάζουν; Μοιάζουν με τα παιδιά που κάθονται στην αγορά, και η μια ομάδα φωνάζει στην άλλη και λέει: “σας παίξαμε με τη φλογέρα χαρούμενα τραγούδια, μα εσείς δε χορέψατε· σας τραγουδήσαμε μοιρολόγια, μα εσείς δεν κλάψατε”. Το ίδιο κάνετε κι εσείς: Ήρθε ο Ιωάννης ο Βαπτιστής που δεν έτρωγε φαΐ και δεν έπινε κρασί, και τον βγάλατε δαιμονισμένο. Ήρθε ο Υιός του Ανθρώπου, που τρώει και πίνει, και λέτε “φαγάς και οινοπότης είν’ αυτός, που κάνει παρέα με τελώνες και αμαρτωλούς”. Και όμως, η σοφία του Θεού δικαιώθηκε στο πρόσωπο όλων των απεσταλμένων της!» Κάποιος Φαρισαίος προσκάλεσε τον Ιησού σε γεύμα. Ο Ιησούς μπήκε στο σπίτι του Φαρισαίου και κάθισε στο τραπέζι. Στην πόλη ήταν κάποια αμαρτωλή γυναίκα· όταν άκουσε ότι ο Ιησούς γευματίζει στο σπίτι του Φαρισαίου, έφερε ένα αλαβάστρινο δοχείο με μύρο, στάθηκε πίσω κοντά στα πόδια του και κλαίγοντας τα έβρεχε με τα δάκρυά της και τα σκούπιζε με τα μαλλιά της· τα φιλούσε και τα άλειφε με το μύρο. Όταν το είδε αυτό ο Φαρισαίος που τον είχε προσκαλέσει, είπε από μέσα του: «Αν ο άνθρωπος αυτός ήταν προφήτης, θα γνώριζε ποια και τι είδους γυναίκα είναι αυτή που τον αγγίζει· γιατί είναι αμαρτωλή». Ο Ιησούς απάντησε σ’ αυτές τις σκέψεις του και του είπε: «Σίμων, έχω κάτι να σου πω». «Πες μου Διδάσκαλε», είπε εκείνος. «Δύο άνθρωποι χρωστούσαν λεφτά σε κάποιον δανειστή· ο ένας πεντακόσια δηνάρια κι ο άλλος πενήντα. Επειδή όμως δεν είχαν να τα επιστρέψουν, τα χάρισε και στους δυο. Πες μας λοιπόν, ποιος από τους δυο θα του χρωστάει μεγαλύτερη ευγνωμοσύνη;» Ο Σίμων αποκρίθηκε: «Νομίζω εκείνος στον οποίο χάρισε τα περισσότερα». «Ορθά έκρινες», του είπε ο Ιησούς· και ρίχνοντας τη ματιά του στη γυναίκα τού είπε: «Βλέπεις ετούτη τη γυναίκα; Όταν μπήκα στο σπίτι σου, δε μου έπλυνες με νερό τα πόδια. Αυτή, αντίθετα, με δάκρυα μου έπλυνε τα πόδια και μου τα σκούπισε με τα μαλλιά της. Ένα φίλημα δε μου ’δωσες· ενώ αυτή, από τη στιγμή που μπήκε, δεν έπαψε να μου φιλάει τα πόδια. Το κεφάλι μου δεν μου το άλειψες με λάδι, ενώ αυτή μου άλειψε με μύρο τα πόδια. Γι’ αυτό, λοιπόν, σε βεβαιώνω πως οι πολλές της αμαρτίες συγχωρήθηκαν, όπως δείχνει η πολλή ευγνωμοσύνη της. Σ’ όποιον συγχωρούνται λίγες αμαρτίες, αυτός δείχνει λίγη ευγνωμοσύνη». Και στη γυναίκα είπε: «Οι αμαρτίες σου συγχωρήθηκαν». Όσοι κάθονταν μαζί με τον Ιησού στο τραπέζι άρχισαν να λένε μεταξύ τους: «Ποιος είναι αυτός που ακόμη και αμαρτίες συγχωρεί;» Μετά ο Ιησούς είπε στη γυναίκα: «Η πίστη σου σ’ έσωσε· πήγαινε στο καλό». Λίγον καιρό αργότερα ο Ιησούς περιόδευε από πόλη σε πόλη και από χωριό σε χωριό, κηρύττοντας και φέρνοντας το χαρμόσυνο άγγελμα της βασιλείας του Θεού. Μαζί του ήταν και οι δώδεκα μαθητές του, καθώς και μερικές γυναίκες, που είχαν θεραπευτεί από αρρώστιες και βάσανα, από δαιμονικά πνεύματα και ασθένειες. Αυτές ήταν η Μαρία, που ονομαζόταν Μαγδαληνή, απ’ την οποία ο Ιησούς είχε βγάλει εφτά δαιμόνια, η Ιωάννα η γυναίκα του Χουζά, αξιωματούχου του Ηρώδη, η Σουσάννα και άλλες πολλές, που χρησιμοποιούσαν τα υπάρχοντά τους για να υπηρετούν τον Ιησού. Όταν συγκεντρώθηκε κοντά στον Ιησού πολύς κόσμος, που έρχονταν από διάφορες πόλεις, εκείνος τους είπε μια παραβολή: «Βγήκε ο σποριάς για να σπείρει το σπόρο του· καθώς έσπερνε, μερικοί σπόροι έπεσαν στο δρόμο, όπου καταπατήθηκαν και τους έφαγαν τα πουλιά. Άλλοι έπεσαν στις πέτρες και, όταν φύτρωσαν, ξεράθηκαν, γιατί δεν είχε υγρασία. Άλλοι σπόροι έπεσαν ανάμεσα σε αγκάθια και, όταν αυτά φύτρωσαν μαζί τους, τους έπνιξαν. Άλλοι όμως έπεσαν στο γόνιμο έδαφος, φύτρωσαν κι έδωσαν καρπό εκατό φορές περισσότερο». Αφού τα είπε όλα αυτά, πρόσθεσε με έμφαση: «Όποιος έχει αυτιά για ν’ ακούει ας τα ακούει». Οι μαθητές του τότε τον ρωτούσαν: «Τι σημαίνει η παραβολή αυτή;» Εκείνος τους απάντησε: «Σ’ εσάς έδωσε ο Θεός να γνωρίσετε τα μυστήρια της βασιλείας του, ενώ στους υπολοίπους αυτά δίνονται με παραβολές, ώστε να κοιτάζουν αλλά να μη βλέπουν και ν’ ακούνε αλλά να μην καταλαβαίνουν». «Η παραβολή αυτή σημαίνει το εξής: Ο σπόρος είναι ο λόγος του Θεού. Οι σπόροι που έπεσαν στο δρόμο, είναι εκείνοι που άκουσαν το λόγο του Θεού· έρχεται όμως ύστερα ο διάβολος και τον παίρνει απ’ τις καρδιές τους, για να μην πιστέψουν και σωθούν. Οι σπόροι που έπεσαν στο πετρώδες έδαφος, είναι εκείνοι που, όταν ακούσουν το λόγο, τον δέχονται με χαρά, δεν έχουν όμως ρίζα· γι’ αυτό πιστεύουν για λίγο διάστημα και, όταν έρθει ο καιρός της δοκιμασίας, απομακρύνονται. Αυτοί που έπεσαν στ’ αγκάθια, είναι εκείνοι που άκουσαν το λόγο, συμπορεύονται όμως με τις φροντίδες, με τον πλούτο και τις απολαύσεις της ζωής, πνίγονται απ’ αυτά και δεν καρποφορούν. Με το σπόρο που έπεσε στο γόνιμο έδαφος, εννοούνται όσοι άκουσαν το λόγο με καλή και αγαθή καρδιά, τον φυλάνε μέσα τους και καρποφορούν με υπομονή». «Κανένας όταν ανάβει το λυχνάρι δεν το καλύπτει με κάποιο σκεύος ούτε το βάζει κάτω απ’ το κρεβάτι. Το τοποθετεί πάνω στο λυχνοστάτη, για να βλέπουν το φως όσοι μπαίνουν στο σπίτι. Δεν υπάρχει τίποτε κρυφό που δε θα γίνει φανερό και τίποτε μυστικό που δε θα μαθευτεί και δε θα έρθει στο φως. Προσέξτε λοιπόν καλά αυτά που ακούτε, γιατί όποιος έχει θα του δοθεί, και όποιος δεν έχει, κι αυτό που νομίζει ότι έχει θα του αφαιρεθεί». Ήρθαν τότε να συναντήσουν τον Ιησού η μητέρα του και τ’ αδέρφια του, δεν μπορούσαν όμως να τον πλησιάσουν από τον πολύ κόσμο. Τον ειδοποίησαν λοιπόν: «Η μητέρα σου και τ’ αδέρφια σου στέκονται έξω και θέλουν να σε δουν». Εκείνος τους αποκρίθηκε και τους είπε: «Μητέρα μου και αδέρφια μου είναι αυτοί εδώ που ακούνε το λόγο του Θεού και τον εφαρμόζουν». Μια μέρα ο Ιησούς μπήκε μαζί με τους μαθητές του σ’ ένα πλοιάριο και τους είπε: «Ας πάμε στην απέναντι όχθη της λίμνης». Και τράβηξαν στ’ ανοιχτά. Ενώ έπλεαν, εκείνος αποκοιμήθηκε. Ξαφνικά ξέσπασε στη λίμνη ανεμοθύελλα, άρχισαν να μπαίνουν νερά στο πλοιάριο, και κινδύνευαν. Τον πλησίασαν τότε οι μαθητές και τον ξύπνησαν λέγοντάς του: «Δάσκαλε, δάσκαλε, χανόμαστε!» Εκείνος τότε ξύπνησε κι επιτίμησε τον άνεμο και την τρικυμία· σταμάτησαν, κι έγινε γαλήνη. Είπε τότε στους μαθητές του: «Πού είναι η πίστη σας;» Εκείνοι φοβήθηκαν κι έλεγαν με κατάπληξη μεταξύ τους: «Ποιος λοιπόν είναι αυτός, που διατάζει ακόμη και τους ανέμους και τα κύματα και τον υπακούν;» Ο Ιησούς κατέπλευσε στην περιοχή των Γαδαρηνών, που βρίσκεται στην απέναντι όχθη από τη Γαλιλαία. Όταν βγήκε στην ξηρά, τον συνάντησε κάποιος άντρας από την πόλη, που είχε μέσα του δαιμόνια από πολύν καιρό. Ρούχο δεν ντυνόταν ούτε έμενε σε σπίτι, αλλά ζούσε στα μνήματα. Όταν είδε τον Ιησού, έβγαλε μια κραυγή, έπεσε στα πόδια του και του είπε με δυνατή φωνή: «Τι δουλειά έχεις εσύ μ’ εμένα Ιησού, Υιέ του ύψιστου Θεού; Σε παρακαλώ μη με βασανίσεις». Αυτά τα είπε, γιατί ο Ιησούς είχε διατάξει το δαιμονικό πνεύμα να βγει από τον άνθρωπο. Από πολλά χρόνια τον είχε στην εξουσία του, και για να τον συγκρατήσουν τον έδεναν με αλυσίδες και του έβαζαν στα πόδια σιδερένια δεσμά. Εκείνος όμως έσπαζε τα δεσμά, και το δαιμόνιο τον οδηγούσε στις ερημιές. Ο Ιησούς τον ρώτησε: «Ποιο είναι το όνομά σου;» Εκείνος απάντησε: «Λεγεών»· γιατί είχαν μπει μέσα του πολλά δαιμόνια. Τα δαιμόνια, λοιπόν, τον παρακαλούσαν να μην τα διατάξει να πάνε στην άβυσσο. Εκεί κοντά ήταν ένα κοπάδι από πολλούς χοίρους που έβοσκαν στο βουνό, και τα δαιμόνια παρακαλούσαν τον Ιησού να τους επιτρέψει να μπουν στους χοίρους, και τους το επέτρεψε. Βγήκαν, λοιπόν, από τον άνθρωπο και μπήκαν στους χοίρους. Τότε το κοπάδι όρμησε προς τον γκρεμό και πνίγηκε στη λίμνη. Μόλις οι βοσκοί είδαν τι έγινε, έφυγαν και το είπαν στην πόλη και στην ύπαιθρο. Βγήκαν οι άνθρωποι να δουν τι έγινε και ήρθαν κοντά στον Ιησού. Βρήκαν τον άνθρωπο από τον οποίο βγήκαν τα δαιμόνια να κάθεται δίπλα στον Ιησού, να φοράει ρούχα και να φέρεται λογικά, και φοβήθηκαν. Όσοι είχαν δει τι είχε γίνει, τους είπαν για το πώς ο δαιμονισμένος σώθηκε. Τότε όλο το πλήθος από την περιοχή των Γαδάρων παρακαλούσαν τον Ιησού να φύγει από κοντά τους, γιατί τους είχε πιάσει μεγάλος φόβος. Εκείνος μπήκε στο πλοιάριο για να γυρίσει πίσω. Ο άνθρωπος από τον οποίο είχαν βγει τα δαιμόνια τον παρακαλούσε να τον πάρει μαζί του. Ο Ιησούς όμως του είπε να φύγει, με τα παρακάτω λόγια: «Γύρισε στο σπίτι σου και διηγήσου όσα έκανε σ’ εσένα ο Θεός». Εκείνος έφυγε διαλαλώντας σ’ όλη την πόλη όσα έκανε σ’ αυτόν ο Ιησούς. Όταν επέστρεψε ο Ιησούς, τον υποδέχτηκε το πλήθος, γιατί όλοι περίμεναν τον ερχομό του. Τότε ήρθε κάποιος που τον έλεγαν Ιάειρο και ήταν άρχοντας της συναγωγής. Αυτός έπεσε στα πόδια του Ιησού και τον παρακαλούσε να πάει στο σπίτι του, γιατί είχε μια μοναχοκόρη δώδεκα χρόνων, που ήταν ετοιμοθάνατη. Την ώρα που ο Ιησούς βάδιζε προς το σπίτι, τα πλήθη τον περιέβαλλαν ασφυκτικά. Κάποια γυναίκα, που υπέφερε από αιμορραγία δώδεκα χρόνια και είχε ξοδέψει όλη της την περιουσία στους γιατρούς, χωρίς κανένας να μπορέσει να την κάνει καλά, πήγε πίσω από τον Ιησού, άγγιξε την άκρη του ρούχου του, κι αμέσως η αιμορραγία της σταμάτησε. Τότε ο Ιησούς είπε: «Ποιος με άγγιξε;» Ενώ όλοι αρνιούνταν, ο Πέτρος και όσοι ήταν μαζί του έλεγαν: «Διδάσκαλε, οι όχλοι έχουν στριμωχτεί κοντά σου και σε πιέζουν κι εσύ λες ποιος με άγγιξε;» Ο Ιησούς όμως είπε: «Κάποιος με άγγιξε, γιατί εγώ ένιωσα να βγαίνει από μένα δύναμη». Μόλις η γυναίκα είδε ότι δεν ξέφυγε την προσοχή του, ήρθε τρέμοντας κι έπεσε στα πόδια του και μπροστά σ’ όλο τον κόσμο τού είπε για ποια αιτία τον άγγιξε κι ότι είχε γιατρευτεί αμέσως. Εκείνος της είπε: «Θάρρος, κόρη μου, η πίστη σου σε έσωσε· πήγαινε στο καλό». Ενώ ο Ιησούς ακόμα μιλούσε, ήρθε κάποιος από το σπίτι του άρχοντα της συναγωγής και του λέει: «Η κόρη σου πέθανε· μην ενοχλείς πια το δάσκαλο». Όταν το άκουσε ο Ιησούς, του είπε: «Εσύ μη φοβάσαι, μόνο πίστευε, και θα σωθεί». Φτάνοντας στο σπίτι, δεν άφησε κανέναν να μπει μέσα μαζί του, εκτός από τον Πέτρο, τον Ιωάννη και τον Ιάκωβο, καθώς και τον πατέρα και τη μητέρα του κοριτσιού. Όλοι έκλαιγαν και τη θρηνολογούσαν. Ο Ιησούς όμως τους είπε: «Μην κλαίτε· δεν πέθανε, αλλά κοιμάται». Εκείνοι τον περιγελούσαν, βέβαιοι πως είχε πεθάνει. Ο Ιησούς, αφού τους έβγαλε όλους έξω, έπιασε το κορίτσι από το χέρι και του είπε δυνατά: «Κορίτσι, σήκω!» Το πνεύμα της επέστρεψε κι αυτή αμέσως σηκώθηκε. Ο Ιησούς τότε διέταξε να της δώσουν να φάει. Οι γονείς της έμειναν κατάπληκτοι. Εκείνος όμως τους είπε να μην πουν σε κανέναν τι είχε γίνει. Ο Ιησούς κάλεσε τους δώδεκα μαθητές και τους έδωσε εξουσία πάνω σ’ όλα τα δαιμόνια, καθώς και δύναμη να θεραπεύουν ασθένειες. Μετά τους έστειλε να κηρύττουν τη βασιλεία του Θεού και να γιατρεύουν τους αρρώστους. «Μην παίρνετε τίποτε μαζί σας για το δρόμο» τους είπε· «ούτε ραβδί ούτε σακίδιο ούτε φαγητό ούτε χρήματα ούτε διπλά ρούχα. Σ’ όποιο σπίτι μπαίνετε, εκεί να μένετε κι από ’κει να βγαίνετε. Κι όπου δεν σας δέχονται, όταν βγαίνετε από κείνη την πόλη να τινάζετε και τη σκόνη από τα πόδια σας, για να υπάρχει μια μαρτυρία εναντίον τους». Εκείνοι έφυγαν και περνούσαν ένα ένα τα χωριά, φέρνοντας το χαρμόσυνο μήνυμα και κάνοντας παντού θεραπείες. Ο Ηρώδης ο τετράρχης άκουσε όλα όσα γίνονταν από τον Ιησού και απορούσε, γιατί άλλοι έλεγαν ότι ο Ιωάννης αναστήθηκε από τους νεκρούς, άλλοι ότι εμφανίστηκε ο Ηλίας κι άλλοι ότι αναστήθηκε κάποιος από τους αρχαίους προφήτες. Ο Ηρώδης όμως έλεγε: «Εγώ τον Ιωάννη τον αποκεφάλισα· ποιος είναι πάλι αυτός για τον οποίο ακούω τέτοια πράγματα;» Και ζητούσε να τον δει. Οι απόστολοι επέστρεψαν και διηγήθηκαν στον Ιησού όλα όσα είχαν κάνει. Εκείνος τους πήρε μαζί του κι αναχώρησαν μόνοι τους σε μια έρημη περιοχή κοντά στην πόλη που λεγόταν Βηθσαϊδά. Ο όχλος όμως τους αντιλήφθηκε και τον ακολούθησε. Εκείνος τους δέχτηκε και τους μιλούσε για τη βασιλεία του Θεού, και όσοι είχαν ανάγκη από θεραπεία τούς θεράπευσε. Η μέρα όμως άρχισε να γέρνει. Οι δώδεκα μαθητές πήγαν κοντά του και του είπαν: «Διώξε τον κόσμο, για να πάνε στα γύρω χωριά και τις αγροικίες να βρουν κατάλυμα και φαγητό, γιατί εδώ είμαστε στην ερημιά». Ο Ιησούς τους απάντησε: «Δώστε τους εσείς να φάνε»· κι εκείνοι του είπαν: «Δεν έχουμε παρά πέντε ψωμιά και δύο ψάρια, εκτός κι αν πάμε εμείς ν’ αγοράσουμε φαγητά για όλο αυτό το πλήθος». Ήταν περίπου πέντε χιλιάδες άντρες. Είπε τότε στους μαθητές του: «Βάλτε τους να καθίσουν για φαγητό κάτω στο έδαφος κατά ομάδες ανά πενήντα». Έτσι κι έκαναν, και τους έβαλαν όλους να καθίσουν για φαγητό. Πήρε τότε στα χέρια του τα πέντε ψωμιά και τα δύο ψάρια, έστρεψε το βλέμμα του στον ουρανό, τα ευλόγησε, τα έκοψε σε κομμάτια και τα έδωσε στους μαθητές του να τα μοιράσουν στον κόσμο. Έφαγαν όλοι τους και χόρτασαν, και τα περισσεύματα που μάζεψαν ήταν δώδεκα κοφίνια. Κάποτε που ο Ιησούς προσευχόταν μόνος του, ήρθαν κοντά του οι μαθητές κι εκείνος τους ρώτησε: «Ποιος λέει ο κόσμος ότι είμαι;» «Άλλοι λένε ότι είσαι ο Ιωάννης ο Βαπτιστής», του απάντησαν, «άλλοι ο Ηλίας κι άλλοι κάποιος από τους αρχαίους προφήτες που αναστήθηκε». Εκείνος τότε τους είπε: «Κι εσείς, ποιος λέτε ότι είμαι;» Ο Πέτρος απάντησε: «Είσαι ο Μεσσίας που έστειλε ο Θεός». Ο Ιησούς τότε τους έδωσε αυστηρή διαταγή να μην το πουν αυτό σε κανένα. «Ο Υιός του Ανθρώπου», τους είπε, «πρέπει να πάθει πολλά, να αποδοκιμαστεί από τους πρεσβυτέρους, τους αρχιερείς και τους γραμματείς, να θανατωθεί και την τρίτη μέρα ν’ αναστηθεί». Ο Ιησούς έλεγε σε όλους: «Όποιος θέλει να με ακολουθήσει, ας απαρνηθεί τον εαυτό του κι ας σηκώνει κάθε μέρα το σταυρό του κι ας με ακολουθεί· γιατί όποιος θέλει να σώσει τη ζωή του θα τη χάσει· όποιος όμως χάσει τη ζωή του εξαιτίας μου, αυτός θα τη σώσει. Τι ωφελείται ο άνθρωπος άμα κερδίσει όλον τον κόσμο, χάσει όμως τον εαυτό του ή καταστραφεί; Όποιος ντραπεί για εμένα και για τη διδασκαλία μου, θα ντραπεί γι’ αυτόν και ο Υιός του Ανθρώπου, όταν έρθει με τη λαμπρότητά του και τη λαμπρότητα του Πατέρα του και των αγίων αγγέλων. Σας βεβαιώνω πως υπάρχουν μερικοί ανάμεσα σ’ αυτούς που βρίσκονται εδώ, οι οποίοι δε θα γευτούν το θάνατο, πριν δουν τη βασιλεία του Θεού». Οχτώ περίπου μέρες ύστερα από τότε που ο Ιησούς είπε αυτά τα λόγια, πήρε τον Πέτρο, τον Ιωάννη και τον Ιάκωβο κι ανέβηκε στο βουνό να προσευχηθεί. Την ώρα που προσευχόταν, η όψη του προσώπου του έγινε διαφορετική και τα ρούχα του άσπρα κι αστραφτερά. Ξαφνικά δυο άντρες άρχισαν να μιλούν μαζί του: ήταν ο Μωυσής κι ο Ηλίας, οι οποίοι παρουσιάστηκαν με λαμπρότητα και μιλούσαν για το θάνατό του στην Ιερουσαλήμ, με τον οποίο θα εκπλήρωνε την αποστολή του. Ο Πέτρος και οι σύντροφοί του είχαν πέσει σε ύπνο βαρύ. Όταν ξύπνησαν, είδαν τη λαμπρότητά του και τους δυο άντρες που στέκονταν δίπλα του. Την ώρα που αυτοί αποχωρίζονταν από τον Ιησού, ο Πέτρος του είπε: «Διδάσκαλε, ωραία είναι να μείνουμε εδώ· να φτιάξουμε τρεις σκηνές: μία για σένα, μία για το Μωυσή και μία για τον Ηλία» –δεν ήξερε τι έλεγε. Ενώ τα έλεγε αυτά ήρθε ένα σύννεφο και τους σκέπασε. Οι μαθητές καθώς βρέθηκαν μέσα στο σύννεφο, φοβήθηκαν. Μέσα απ’ το σύννεφο ακούστηκε μια φωνή που έλεγε: «Αυτός είναι ο Υιός μου ο αγαπητός· αυτόν ν’ ακούτε». Αφού ακούστηκε η φωνή αυτή, βρέθηκε ο Ιησούς μόνος. Αυτοί δεν μίλησαν καθόλου και τις μέρες εκείνες δεν είπαν σε κανέναν τίποτε γι’ αυτά που είδαν. Την άλλη μέρα, όταν κατέβηκαν από το βουνό, τον Ιησού τον υποδέχτηκε πολύς κόσμος. Και τότε φώναξε ένας μέσα από το πλήθος: «Διδάσκαλε, σε παρακαλώ ρίξε μια ματιά στο γιο μου, το μονάκριβο παιδί μου. Τον πιάνει δαιμόνιο και ξαφνικά φωνάζει. Τον κάνει να σπαράζει και ν’ αφρίζει· τον εξαντλεί και δύσκολα βγαίνει απ’ αυτόν. Παρακάλεσα τους μαθητές σου να διώξουν το δαιμόνιο αλλά δεν τα κατάφεραν». Ο Ιησούς απάντησε: «Γενιά άπιστη και διεστραμμένη, ως πότε θα είμαι μαζί σας και θα σας ανέχομαι; Φέρε μου εδώ το γιο σου». Καθώς πήγαινε κοντά του, το δαιμόνιο έριξε κάτω το παιδί και το έκανε να σπαράζει. Ο Ιησούς επιτίμησε το δαιμονικό πνεύμα, γιάτρεψε το παιδί, και το παρέδωσε στον πατέρα του. Όλοι τότε έμειναν κατάπληκτοι από το μεγαλείο του Θεού. Ενώ όλοι θαύμαζαν γι’ αυτά που είχε κάνει ο Ιησούς, είπε στους μαθητές του: «Ακούστε καλά τα λόγια αυτά: Ο Υιός του Ανθρώπου θα παραδοθεί σε χέρια ανθρώπων». Εκείνοι όμως δεν τα καταλάβαιναν αυτά τα λόγια. Το νόημά τους ήταν κρυμμένο για να μην το καταλάβουν, και φοβούνταν να τον ρωτήσουν ποια σημασία είχαν τα λόγια του. Άρχισε τότε μια συζήτηση μεταξύ των μαθητών για το ποιος ήταν ο ανώτερος ανάμεσά τους. Ο Ιησούς, που κατάλαβε τις σκέψεις τους, πήρε ένα παιδί, το έβαλε να σταθεί μπροστά του και τους είπε: «Όποιος δεχτεί αυτό το παιδάκι στο όνομά μου, δέχεται εμένα τον ίδιο· κι όποιος δεχτεί εμένα, δέχεται αυτόν που μ’ έστειλε στον κόσμο· εκείνος που είναι ο πιο ταπεινός μεταξύ όλων σας, αυτός είναι ο ανώτερος». Ο Ιωάννης του είπε: «Διδάσκαλε, είδαμε κάποιον που έδιωχνε δαιμόνια επικαλούμενος το όνομά σου και τον εμποδίσαμε, γιατί δεν είναι δικός μας». Ο Ιησούς του απάντησε: «Μην τον εμποδίζετε, γιατί αυτός δεν είναι εναντίον σας. Όποιος δεν είναι εναντίον σας είναι με το μέρος σας». Ενώ πλησίαζαν να συμπληρωθούν οι μέρες που ο Ιησούς θα άφηνε αυτόν τον κόσμο, πήρε την απόφαση να πάει στην Ιερουσαλήμ. Πριν πάει, έστειλε αγγελιοφόρους, οι οποίοι μπήκαν σ’ ένα χωριό των Σαμαρειτών για να προετοιμάσουν τον ερχομό του. Οι Σαμαρείτες όμως δεν τον δέχτηκαν, γιατί κατευθυνόταν προς την Ιερουσαλήμ. Όταν το είδαν αυτό οι μαθητές του Ιάκωβος και Ιωάννης, του είπαν: «Κύριε, θέλεις να ζητήσουμε να κατεβεί φωτιά από τον ουρανό και να τους καταστρέψει, όπως έκανε και ο Ηλίας;» Εκείνος στράφηκε προς αυτούς και τους επέπληξε λέγοντας: «Ξεχάσατε ποιο πνεύμα κατευθύνει τη ζωή σας· ο Υιός του Ανθρώπου δεν ήρθε για να καταστρέψει ανθρώπους αλλά να τους σώσει». Ύστερα από αυτό έφυγαν για άλλο χωριό. Καθώς προχωρούσαν στο δρόμο, του είπε κάποιος: «Κύριε, θα σε ακολουθήσω όπου κι αν πας». Κι ο Ιησούς του είπε: «Οι αλεπούδες έχουν καταφύγια και τα πουλιά φωλιές, ο Υιός του Ανθρώπου όμως δεν έχει πού να γείρει το κεφάλι». Είπε και σε κάποιον άλλο: «Ακολούθησέ με». Εκείνος του απάντησε: «Κύριε, άφησέ με πρώτα να πάω να θάψω τον πατέρα μου». Κι ο Ιησούς του είπε: «Άφησε τους νεκρούς να θάψουν τους νεκρούς τους, εσύ όμως πήγαινε να αναγγείλεις τη βασιλεία του Θεού». Του είπε και κάποιος άλλος: «Θα σε ακολουθήσω Κύριε, αλλά άφησέ με πρώτα ν’ αποχαιρετήσω τους δικούς μου». Κι ο Ιησούς του είπε: «Όποιος βάζει το χέρι του στο αλέτρι και κοιτάζει προς τα πίσω, δεν είναι κατάλληλος για τη βασιλεία του Θεού». Ύστερα απ’ αυτό, ο Κύριος διάλεξε και άλλους εβδομήντα μαθητές, που τους έστειλε δύο δύο πριν απ’ αυτόν, σε κάθε πόλη και τόπο που έμελλε να επισκεφθεί. «Ο θερισμός είναι πολύς», τους έλεγε, «οι εργάτες όμως λίγοι· παρακαλέστε,λοιπόν, τον κύριο του θερισμού να στείλει εργάτες για το θερισμό του. Πηγαίνετε· σας στέλνω σαν πρόβατα ανάμεσα σε λύκους. Μην παίρνετε μαζί σας χρήματα ούτε σακίδιο ούτε υποδήματα, και μη χάνετε την ώρα σας για να χαιρετήσετε κάποιον στο δρόμο σας. Σε όποιο σπίτι μπείτε, πρώτα να λέτε “ειρήνη σε τούτο το σπίτι!” Αν εκεί μένει κάποιος ειρηνικός άνθρωπος, η ευχή σας θα πιάσει τόπο, αλλιώς θα γυρίσει πίσω σ’ εσάς. Να μένετε στο ίδιο σπίτι τρώγοντας και πίνοντας ό,τι σας προσφέρουν, γιατί στον εργάτη πρέπει να δοθεί ο μισθός που του αξίζει· μην αλλάζετε κατοικία. Όταν πάλι μπαίνετε σε κάποια πόλη και σας υποδέχονται, τρώτε ό,τι σας προσφέρουν. Να θεραπεύετε τους αρρώστους εκείνης της πόλης και να τους λέτε: “έφτασε σ’ εσάς η βασιλεία του Θεού”. Σ’ όποια πόλη μπαίνετε και δε σας δέχονται, βγείτε στους δρόμους και πείτε: “ακόμη και τη σκόνη της πόλης σας, που κάθισε στα πόδια μας, την τινάζουμε πάνω σας. Ένα όμως να ξέρετε: έφτασε σ’ εσάς η βασιλεία του Θεού”. Σας βεβαιώνω πως την ημέρα της κρίσεως ο Θεός θα δείξει μεγαλύτερη επιείκεια στα Σόδομα παρά στην πόλη εκείνη». «Αλίμονό σου Χοραζίν· αλίμονό σου Βηθσαϊδά! Γιατί αν γίνονταν στην Τύρο και στη Σιδώνα τα θαύματα που έγιναν σ’ εσάς, οι κάτοικοί τους θα είχαν μετανοήσει από καιρό φορώντας ρούχα πένθιμα και βάζοντας στάχτη στα μαλλιά τους. Στην Τύρο και στη Σιδώνα ο Θεός θα δείξει μεγαλύτερη επιείκεια την ημέρα της κρίσεως παρά σ’ εσάς. Κι εσύ Καπερναούμ, που ανέβηκες ψηλά στα ουράνια, θα κατεβείς βαθιά στον άδη. Όποιος ακούει εσάς, ακούει εμένα· όποιος απορρίπτει εσάς, απορρίπτει εμένα· κι όποιος απορρίπτει εμένα, απορρίπτει αυτόν που μ’ έστειλε». Όταν γύρισαν πίσω οι εβδομήντα μαθητές, έλεγαν γεμάτοι χαρά: «Κύριε, ακόμη και τα δαιμόνια μας υπακούνε όταν τα προστάζουμε στο όνομά σου». Κι ο Ιησούς τους είπε: «Εγώ έχω δει το σατανά να πέφτει από τον ουρανό σαν αστραπή. Σας δίνω εξουσία να πατάτε πάνω σε φίδια και σκορπιούς, και να κυριαρχείτε πάνω σ’ όλη τη δύναμη του εχθρού· τίποτε δε θα σας βλάψει. Μη χαίρεστε όμως γιατί σας υπακούνε τα δαιμονικά πνεύματα· μάλλον να χαίρεστε που τα ονόματά σας έχουν γραφτεί στον ουρανό». Εκείνη τη στιγμή ο Ιησούς ένιωσε μέσα του αγαλλίαση, και είπε: «Σ’ ευχαριστώ Πατέρα, Κύριε του ουρανού και της γης, γιατί αυτά που απέκρυψες από τους σοφούς και τους συνετούς τα φανέρωσες στους ταπεινούς. Ναι, Πατέρα μου, αυτό έγινε γιατί έτσι το θέλησες». Ύστερα στράφηκε στους μαθητές και είπε: «Όλα μού έχουν παραδοθεί απ’ τον Πατέρα μου. Κανένας δεν ξέρει ποιος είναι ο Υιός παρά μόνον ο Πατέρας· ούτε ποιος είναι ο Πατέρας παρά μόνον ο Υιός, κι εκείνος στον οποίο θέλει ο Υιός να το φανερώσει». Και γυρίζοντας στους μαθητές του τους είπε ιδιαιτέρως: «Μακάριοι είναι εκείνοι που βλέπουν όσα βλέπετε εσείς! Σας βεβαιώνω πως πολλοί προφήτες και βασιλιάδες θέλησαν να δουν αυτά που βλέπετε εσείς, μα δεν τα είδαν· ν’ ακούσουν όσα ακούτε εσείς, μα δεν τα άκουσαν». Κάποιος νομοδιδάσκαλος παρουσιάστηκε στον Ιησού, και για να τον φέρει σε δύσκολη θέση του είπε: «Διδάσκαλε, τι πρέπει να κάνω για να κερδίσω την αιώνια ζωή;» Ο Ιησούς τον ρώτησε: «Ο νόμος τι γράφει;» Εκείνος απάντησε: Ν’ αγαπάς τον Κύριο το Θεό σου μ’ όλη την καρδιά σου και μ’ όλη την ψυχή σου, μ’ όλη τη δύναμή σου και μ’ όλο το νου σου· και τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου. «Πολύ σωστά απάντησες», του είπε ο Ιησούς· «αυτό κάνε και θα ζήσεις». Εκείνος όμως, θέλοντας να δικαιολογήσει τον εαυτό του, είπε στον Ιησού: «Και ποιος είναι ο πλησίον μου;» Πήρε τότε αφορμή ο Ιησούς και είπε: «Κάποιος άνθρωπος, κατεβαίνοντας από τα Ιεροσόλυμα για την Ιεριχώ, έπεσε πάνω σε ληστές. Αυτοί τον ξεγύμνωσαν, τον τραυμάτισαν και έφυγαν παρατώντας τον μισοπεθαμένο. Από ’κείνο το δρόμο έτυχε να κατεβαίνει και κάποιος ιερέας, ο οποίος τον είδε, αλλά τον προσπέρασε χωρίς να του δώσει σημασία. Το ίδιο και κάποιος λευίτης, που περνούσε από ’κείνο το μέρος· παρ’ όλο που τον είδε κι αυτός, τον προσπέρασε χωρίς να του δώσει σημασία. Κάποιος όμως Σαμαρείτης που ταξίδευε, ήρθε προς το μέρος του, τον είδε και τον σπλαχνίστηκε. Πήγε κοντά του, άλειψε τις πληγές του με λάδι και κρασί και τις έδεσε καλά. Μάλιστα τον ανέβασε στο δικό του το ζώο, τον οδήγησε στο πανδοχείο και φρόντισε γι’ αυτόν. Την άλλη μέρα φεύγοντας έβγαλε κι έδωσε στον πανδοχέα δύο δηνάρια και του είπε: “φρόντισέ τον, κι ό,τι παραπάνω ξοδέψεις, εγώ όταν ξαναπεράσω θα σε πληρώσω”. Ποιος λοιπόν απ’ αυτούς τους τρεις κατά τη γνώμη σου αποδείχτηκε “πλησίον” εκείνου που έπεσε στους ληστές;» Ο νομοδιδάσκαλος απάντησε: «Εκείνος που τον σπλαχνίστηκε». Τότε ο Ιησούς του είπε: «Πήγαινε, και να κάνεις κι εσύ το ίδιο». Καθώς πορευόταν με τους μαθητές του ο Ιησούς, μπήκε σ’ ένα χωριό, και τον υποδέχτηκε σπίτι της κάποια γυναίκα που την έλεγαν Μάρθα. Αυτή είχε μια αδερφή που ονομαζόταν Μαρία, κι η οποία κάθισε στα πόδια του Ιησού και άκουγε τη διδασκαλία του. Αντίθετα, η Μάρθα δούλευε ασταμάτητα για να τους περιποιηθεί. Πήγε λοιπόν στον Ιησού και του είπε: «Κύριε, δε νοιάζεσαι που η αδερφή μου με άφησε μόνη να σε περιποιούμαι; Πες της, λοιπόν, να με βοηθήσει». Ο Ιησούς της αποκρίθηκε: «Μάρθα, Μάρθα, ασχολείσαι κι αγωνιάς για πολλά πράγματα, ενώ ένα μόνο χρειάζεται. Αυτό διάλεξε η Μαρία, και δεν πρόκειται να της το αφαιρέσει κανείς». Κάποτε ο Ιησούς προσευχόταν σ’ έναν τόπο. Όταν τελείωσε, ένας από τους μαθητές του τού είπε: «Κύριε, δίδαξέ μας πώς να προσευχόμαστε, όπως κι ο Ιωάννης δίδαξε τους μαθητές του». Κι ο Ιησούς τους είπε: «Όταν προσεύχεστε να λέτε: Πατέρα μας, που βρίσκεσαι στους ουρανούς, κάνε να σε δοξάσουν όλοι ως Θεό, κάνε να έρθει η βασιλεία σου, κάνε να γίνει το θέλημά σου και από τους ανθρώπους όπως γίνεται από τις ουράνιες δυνάμεις. Δίνε μας κάθε μέρα τον απαραίτητο για τη ζωή μας άρτο. Συγχώρησε τις αμαρτίες μας, γιατί κι εμείς συγχωρούμε όλους όσοι μας φταίνε. Και μη μας αφήσεις να πέσουμε σε πειρασμό, αλλά γλίτωσέ μας από τον πονηρό». «Φανταστείτε», συνέχισε, «πως κάποιος από σας πάει τα μεσάνυχτα στο σπίτι του φίλου του και του λέει: “φίλε, δάνεισέ μου τρία ψωμιά, γιατί κάποιος φίλος μου ταξιδιώτης ήρθε σπίτι μου και δεν έχω τίποτε να του προσφέρω να φάει”. Εκείνος του απαντάει από μέσα: “μη μ’ ενοχλείς· έχω πια κλειδώσει την πόρτα, και τα παιδιά μου κι εγώ είμαστε στο κρεβάτι· δεν μπορώ να σηκωθώ και να σου δώσω”. Σας βεβαιώνω πως κι αν ακόμη δεν τον εξυπηρετήσει επειδή είναι φίλος του, για την αναίδειά του θα σηκωθεί και θα του δώσει ό,τι χρειάζεται. »Σας λέω λοιπόν: ζητάτε και θα σας δοθεί, ψάχνετε και θα βρείτε, χτυπάτε την πόρτα και θα σας ανοιχτεί. Όποιος ζητάει παίρνει, όποιος ψάχνει βρίσκει, κι όποιος χτυπάει του ανοίγεται. Ποιος πατέρας από σας, όταν του ζητήσει ο γιος του ψωμί, θα του δώσει πέτρα; ή όταν του ζητήσει ψάρι, θα του δώσει φίδι αντί για ψάρι; ή αν του ζητήσει αυγό θα του δώσει σκορπιό; Αν λοιπόν εσείς, παρ’ όλο που είστε αμαρτωλοί, ξέρετε να δίνετε καλά πράγματα στα παιδιά σας, πολύ περισσότερο ο ουράνιος Πατέρας θα δώσει το Άγιο Πνεύμα σε όσους του το ζητούν». Κάποτε ο Ιησούς θεράπευσε έναν βουβό, που ήταν δαιμονισμένος. Όταν βγήκε το δαιμόνιο, ο βουβός άρχισε να μιλάει. Ο κόσμος έμενε κατάπληκτος. Μερικοί όμως απ’ αυτούς είπαν πως με τη δύναμη του άρχοντα των δαιμονίων βγάζει τα δαιμόνια. Άλλοι πάλι ήθελαν να τον φέρουν σε δύσκολη θέση και ζητούσαν να αποδείξει με ένα θαυματουργικό σημάδι τη θεϊκή του αποστολή. Ο Ιησούς όμως, που γνώριζε τις σκέψεις τους τούς είπε: «Κάθε βασίλειο που χωρίζεται σε αντιμαχόμενες παρατάξεις ερημώνεται· το ίδιο και κάθε οικογένεια που τα μέλη της μαλώνουν μεταξύ τους. Λέτε πως εγώ βγάζω τα δαιμόνια με τη δύναμη του Βεελζεβούλ. Αν όμως ο σατανάς πολεμάει τον εαυτό του πώς μπορεί να σταθεί η κυριαρχία του; Κι αν εγώ βγάζω τα δαιμόνια με τη δύναμη του Βεελζεβούλ, οι δικοί σας με ποια δύναμη τα βγάζουν; Αυτοί, λοιπόν, αποτελούν απόδειξη πως έχετε άδικο. Αν όμως εγώ βγάζω τα δαιμόνια με τη δύναμη του Θεού, αυτό σημαίνει ότι έφτασε σ’ εσάς η βασιλεία του Θεού. Όταν ένας δυνατός οπλιστεί γερά για να προστατεύσει το σπιτικό του, τα υπάρχοντά του είναι ασφαλισμένα. Όταν όμως του επιτεθεί ένας δυνατότερος και τον νικήσει, τότε παίρνει τον οπλισμό στον οποίο εκείνος στηριζόταν και μοιράζει εδώ κι εκεί τα λάφυρά του. Όποιος δεν είναι με το μέρος μου, είναι εναντίον μου· κι όποιος δε μαζεύει μαζί μου, σκορπίζει». «Όταν το δαιμονικό πνεύμα βγει από τον άνθρωπο, περνάει από ξερούς τόπους ψάχνοντας να βρει κάπου να ξεκουραστεί, μα δε βρίσκει. Τότε λέει: “θα γυρίσω ξανά στην κατοικία μου απ’ όπου έφυγα”. Έρχεται και τη βρίσκει σκουπισμένη και στολισμένη. Τότε πηγαίνει και παίρνει άλλα εφτά πνεύματα, πιο πονηρά από το ίδιο, και μπαίνουν και κατοικούν εκεί. Έτσι, η τελευταία κατάσταση του ανθρώπου εκείνου γίνεται χειρότερη από την προηγούμενη». Ενώ έλεγε αυτά ο Ιησούς, κάποια γυναίκα από το πλήθος έβγαλε μια δυνατή φωνή και του είπε: «Χαρά στη μάνα που σε γέννησε και σε θήλασε!» Κι εκείνος είπε: «Πιο πολύ χαρά σ’ εκείνους που ακούν το λόγο του Θεού και τον εφαρμόζουν!» Όταν το πλήθος πύκνωσε, ο Ιησούς άρχισε να λέει: «Η σημερινή γενιά των ανθρώπων είναι πονηρή· ζητάει σημάδι θαυματουργικό, αλλά σημάδι δε θα της δοθεί εκτός από κείνο του προφήτη Ιωνά. Όπως ο Ιωνάς ήταν σημάδι για τους Νινευίτες, έτσι θα είναι κι ο Υιός του Ανθρώπου σημάδι για τη σημερινή γενιά. Η βασίλισσα του Νότου θα αναστηθεί κατά την τελική κρίση μαζί με τους ανθρώπους της σημερινής γενιάς και θα τους κατηγορήσει, γιατί εκείνη ήρθε από την άλλη άκρη του κόσμου για ν’ ακούσει τη σοφία του Σολομώντα. Κι όμως εδώ υπάρχει κάποιος μεγαλύτερος από το Σολομώντα. Οι κάτοικοι της Νινευή θ’ αναστηθούν κατά την τελική κρίση μαζί με τη σημερινή γενιά και θα την κατηγορήσουν, γιατί εκείνοι μετανόησαν όταν άκουσαν το κήρυγμα του Ιωνά. Κι όμως εδώ υπάρχει κάποιος μεγαλύτερος από τον Ιωνά». «Όταν ανάβει κανείς ένα λυχνάρι, δεν το βάζει σε κάποιο κρυφό μέρος ούτε κάτω από το δοχείο με το οποίο μετράνε το σιτάρι, αλλά στο λυχνοστάτη, ώστε όλοι όσοι μπαίνουν στο σπίτι να μπορούν να δουν. Το λυχνάρι του σώματος είναι τα μάτια. Αν, λοιπόν, τα μάτια σου είναι γερά, όλο σου το σώμα θα είναι φωτεινό· αν όμως είναι χαλασμένα, τότε και όλο το σώμα σου θα είναι σκοτεινό. Πρόσεχε, λοιπόν, μη μεταβληθεί το φως που έχεις σε σκοτάδι. Γιατί αν ολόκληρο το σώμα σου είναι φωτεινό χωρίς κανένα σκοτεινό μέρος, τότε θα φωτίζει γύρω του πραγματικά, όπως το λυχνάρι φωτίζει με τη λάμψη του». Όταν τελείωσε ο Ιησούς, ένας Φαρισαίος τον παρακάλεσε να γευματίσει μαζί του. Μπήκε ο Ιησούς στο σπίτι και κάθισε στο τραπέζι. Ο Φαρισαίος παραξενεύτηκε που δεν πλύθηκε πριν από το φαγητό, σύμφωνα με το θρησκευτικό έθιμο. Ο Κύριος όμως του είπε: «Εσείς οι Φαρισαίοι καθαρίζετε το εξωτερικό του ποτηριού και του πιάτου, ενώ το εσωτερικό σας είναι γεμάτο πλεονεξία και πονηριά. Ανόητοι. Ο ίδιος δημιουργός δεν έφτιαξε το εξωτερικό και το εσωτερικό; Δώστε λοιπόν ελεημοσύνη το περιεχόμενο του ποτηριού και του πιάτου και τότε θα τα έχετε όλα καθαρά. »Αλίμονό σας, Φαρισαίοι. Δίνετε στο ναό το ένα δέκατο από το δυόσμο, το πήγανο κι από κάθε χορταρικό, και παραμελείτε τη δικαιοσύνη και την αγάπη του Θεού. Αυτά όμως έπρεπε να κάνετε, χωρίς βέβαια να παραμελείτε κι εκείνα. »Αλίμονό σας Φαρισαίοι. Αγαπάτε την πρωτοκαθεδρία στις συναγωγές και τους ασπασμούς στις αγορές. »Αλίμονό σας, γραμματείς και Φαρισαίοι, υποκριτές. Μοιάζετε με τάφους που δε φαίνονται, και όμως οι άνθρωποι που βαδίζουν από πάνω τους δεν έχουν ιδέα ότι μολύνονται». Τότε κάποιος νομοδιδάσκαλος του λέει: «Διδάσκαλε, με όσα λες προσβάλλεις κι εμάς». Κι ο Ιησούς είπε: «Αλίμονο και σ’ εσάς, νομοδιδάσκαλοι. Φορτώνετε τους ανθρώπους με δυσβάστακτα φορτία κι εσείς ούτε με το δάκτυλό σας δεν τα αγγίζετε, να τους βοηθήσετε. »Αλίμονό σας. Χτίζετε μνημεία για τους προφήτες, που τους έχουν σκοτώσει οι πρόγονοί σας· άρα χτίζοντας μνημεία γι’ αυτούς που εκείνοι σκότωσαν, αποδεικνύετε ότι είστε μάρτυρες και συνένοχοι στα έργα των προγόνων σας. Γι’ αυτό και η σοφία του Θεού είπε: “θα τους στείλω προφήτες και αποστόλους, αλλά μερικούς απ’ αυτούς θα τους σκοτώσουν και θα τους καταδιώξουν”. Έτσι η σημερινή γενιά των ανθρώπων θα δώσει λόγο για τα φονικά που έγιναν εναντίον όλων των προφητών από τότε που δημιουργήθηκε ο κόσμος· από το φονικό του Άβελ, μέχρι το φονικό του Ζαχαρία, που σκοτώθηκε ανάμεσα στο θυσιαστήριο και στο ναό. Σας βεβαιώνω πως για όλα αυτά η σημερινή γενιά θα δώσει λόγο. »Αλίμονό σας, νομοδιδάσκαλοι. Αφαιρέσατε το κλειδί της γνώσεως· και εσείς δεν μπήκατε, και αυτούς που θέλησαν να μπουν τους εμποδίσατε». Ενώ ο Ιησούς τους έλεγε αυτά, οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι άρχισαν να δείχνουν έντονη εχθρότητα και να τον προκαλούν με πολλές ερωτήσεις· του έστηναν παγίδες, προσπαθώντας ν’ αρπάξουν κάτι από το στόμα του, με σκοπό να τον κατηγορήσουν. Στο μεταξύ είχε μαζευτεί πλήθος κόσμου, έτσι που ο ένας να πατάει πάνω στον άλλο. Τότε ο Ιησούς άρχισε να λέει πρώτα στους μαθητές του: «Προσέχετε απ’ το προζύμι των Φαρισαίων, που είναι η υποκρισία τους. Δεν υπάρχει τίποτε σκεπασμένο που δε θα ξεσκεπαστεί, και τίποτε κρυφό που δε θα μαθευτεί. Ό,τι, λοιπόν, λέτε στο σκοτάδι θα ακουστεί στο φως, κι ό,τι ψιθυρίζετε σε κλειστό χώρο θ’ ανακοινωθεί στα φανερά». «Σ’ εσάς όμως, φίλοι μου, λέω: Μη φοβηθείτε αυτούς που σκοτώνουν το σώμα και ύστερα δεν μπορούν τίποτα περισσότερο να κάνουν. Να σας πω ποιον να φοβηθείτε: το Θεό, που έχει την εξουσία να σας ρίξει στην κόλαση μετά το φυσικό θάνατο. Σας βεβαιώνω πως αυτόν πρέπει να φοβάστε. Τα πέντε σπουργίτια δεν πουλιούνται για δύο μόνο ασσάρια; Κι όμως ο Θεός ούτε ένα απ’ αυτά δεν ξεχνάει. Ο Θεός έχει μετρημένες ακόμα και τις τρίχες της κεφαλής σας. Μη φοβάστε, λοιπόν, γιατί αξίζετε περισσότερο από πολλά σπουργίτια. »Σας βεβαιώνω πως όποιος ομολογήσει μπροστά στους ανθρώπους ότι ανήκει σ’ εμένα, το ίδιο θα κάνει γι’ αυτόν και ο Υιός του Ανθρώπου κατά την τελική κρίση, μπροστά στους αγγέλους του Θεού. Όποιος όμως με απαρνηθεί μπροστά στους ανθρώπους, θα τον απαρνηθεί και ο Υιός του Ανθρώπου μπροστά στους αγγέλους του Θεού, κατά την τελική κρίση. Όποιος μιλήσει προσβλητικά κατά του Υιού του Ανθρώπου, ο Θεός θα τον συγχωρήσει· όποιος όμως προσβάλει το Άγιο Πνεύμα, ο Θεός δε θα τον συγχωρήσει. Όταν σας οδηγήσουν μπροστά στις συναγωγές ή στις πολιτικές αρχές, μην αγωνιάτε για το πώς θα απολογηθείτε ή τι θα πείτε, γιατί το Άγιο Πνεύμα θα σας φωτίσει εκείνη τη στιγμή τι θα πρέπει να πείτε». Κάποιος από το πλήθος είπε στον Ιησού: «Διδάσκαλε, πες στον αδερφό μου να μοιράσουμε την κληρονομιά μας». Κι ο Ιησούς του απάντησε: «Άνθρωπέ μου, εγώ δεν είμαι δικαστής για να χωρίζω την περιουσία σας». Και στο πλήθος είπε: «Να προσέχετε και να φυλάγεστε από κάθε είδους πλεονεξία, γιατί τα πλούτη, όσο περίσσια κι αν είναι, δε δίνουν στον άνθρωπο την αληθινή ζωή». Τους είπε μάλιστα την εξής παραβολή: «Κάποιου πλούσιου ανθρώπου τα χωράφια έδωσαν άφθονη σοδειά. Τότε εκείνος σκεφτόταν και έλεγε: “τι να κάνω; Δεν έχω μέρος να συγκεντρώσω τα γεννήματά μου! Αλλά να τι θα κάνω”, είπε. “Θα γκρεμίσω τις αποθήκες μου και θα χτίσω μεγαλύτερες για να συγκεντρώσω εκεί όλη τη σοδειά μου και τ’ αγαθά μου. Μετά θα πω στον εαυτό μου: τώρα έχεις πολλά αγαθά, που αρκούν για χρόνια πολλά· ξεκουράσου, τρώγε, πίνε, διασκέδαζε”. Τότε του είπε ο Θεός: “ανόητε. Αυτή τη νύχτα θα παραδώσεις τη ζωή σου. Αυτά, λοιπόν, που ετοίμασες σε ποιον θα ανήκουν;” »Αυτά, λοιπόν, παθαίνει όποιος μαζεύει πρόσκαιρους θησαυρούς και δεν πλουτίζει τον εαυτό του με ό,τι θέλει ο Θεός». Είπε τότε ο Ιησούς στους μαθητές του: «Γι’ αυτό σας λέω να μην αγωνιάτε για τη ζωή σας τι θα φάτε και για το σώμα σας τι θα ντυθείτε. Η ζωή σας είναι σπουδαιότερη από το φαγητό, και το σώμα σας από τα ρούχα. Παρατηρήστε τα κοράκια: ούτε σπέρνουν ούτε θερίζουν, και δεν έχουν ούτε κελάρι ούτε αποθήκη· κι όμως ο Θεός τα τρέφει. Εσείς αξίζετε πολύ περισσότερο από τα πουλιά. Ποιος από σας μπορεί με τις φροντίδες του να προσθέσει έναν πήχυ στο ανάστημά του; Αν, λοιπόν, δεν έχετε τη δυνατότητα να πετύχετε ούτε τόσο λίγο, γιατί αγωνιάτε για τα υπόλοιπα; Παρατηρήστε τα κρίνα πώς μεγαλώνουν: δεν κοπιάζουν ούτε γνέθουν· κι όμως σας βεβαιώνω πως ούτε ο Σολομών σ’ όλη του τη μεγαλοπρέπεια δεν ντυνόταν όπως ένα απ’ αυτά. Κι αν ο Θεός ντύνει έτσι το αγριόχορτο, που σήμερα υπάρχει κι αύριο το ρίχνουν στη φωτιά, σκεφτείτε, ολιγόπιστοι, πόσο περισσότερο θα φροντίσει για σας! Μη σας απασχολεί, λοιπόν, τι θα φάτε και τι θα πιείτε, και μη σας πιάνει άγχος. Για όλα αυτά αγωνιούν όσοι δεν εμπιστεύονται το Θεό. Ο Πατέρας σας όμως ξέρει καλά ότι έχετε ανάγκη απ’ αυτά. Εσείς να επιζητείτε μόνο τη βασιλεία του Θεού, κι όλα αυτά θ’ ακολουθήσουν. »Μη φοβάσαι, μικρό μου ποίμνιο. Σ’ εσάς ευαρεστήθηκε ο Πατέρας σας να δώσει τη βασιλεία του. Πουλήστε τα υπάρχοντά σας και δώστε τα χρήματα στους φτωχούς. Αποκτήστε πορτοφόλια που δεν παλιώνουν, πλούτη μόνιμα στον κόσμο του Θεού, όπου ούτε κλέφτης τα αγγίζει ούτε σκόρος τα καταστρέφει. Γιατί όπου είναι τα πλούτη σας εκεί θα είναι και η καρδιά σας». «Να είστε συνεχώς έτοιμοι με δεμένο το ζωνάρι στη μέση σας και αναμμένα τα λυχνάρια σας. Να συμπεριφέρεστε σαν αυτούς που περιμένουν τον κύριό τους πότε θα γυρίσει από το γάμο, ώστε μόλις έρθει και χτυπήσει την πόρτα, να του ανοίξουν αμέσως. Μακάριοι οι δούλοι εκείνοι που ο κύριός τους θα τους βρει ξύπνιους όταν έρθει. Σας βεβαιώνω πως θ’ ανασκουμπωθεί, θα τους βάλει να καθίσουν και θα τους περιποιηθεί. Χαρά σ’ εκείνους μάλιστα τους δούλους, που όταν ο κύριός τους επιστρέψει τα μεσάνυχτα ή τα ξημερώματα, θα τους βρει να τον περιμένουν. Και να ξέρετε τούτο: αν ο ιδιοκτήτης ενός σπιτιού ήξερε ποια ώρα θα έρθει ο κλέφτης, θα ήταν άγρυπνος και δε θα άφηνε να του διαρρήξουν το σπίτι. Να είστε, λοιπόν, κι εσείς έτοιμοι, γιατί ο Υιός του Ανθρώπου θα έρθει την ώρα που δεν τον περιμένετε». Τότε ο Πέτρος του είπε: «Κύριε, για μας την είπες αυτή την παραβολή ή για όλους;» Κι ο Κύριος απάντησε: «Ποιος είναι ο έμπιστος και συνετός δούλος, που ο κύριός του θα τον αφήσει επιστάτη των υπηρετών του, για να τους μοιράζει την αμοιβή τους την κατάλληλη στιγμή; Μακάριος είναι εκείνος ο δούλος, που όταν επιστρέψει ο κύριός του, θα τον βρει να συμπεριφέρεται μ’ αυτόν τον τρόπο. Σας βεβαιώνω πως θα τον βάλει υπεύθυνο σ’ όλα του τα υπάρχοντα. Αν όμως ο δούλος εκείνος σκεφτεί μέσα του: “θ’ αργήσει να επιστρέψει ο κύριός μου”, κι αρχίσει να δέρνει τους άλλους υπηρέτες και τις υπηρέτριες, να τρώει και να πίνει και να μεθάει, τότε θα έρθει ο κύριός του μια μέρα που αυτός δε θα τον περιμένει και σε ώρα που δε θα την ξέρει. Θα τον τιμωρήσει πολύ αυστηρά και θα τον ρίξει στον τόπο όπου τιμωρούνται οι άπιστοι. »Εκείνος ο δούλος που ξέρει τι θέλει ο κύριός του, δεν είναι όμως έτοιμος και δεν κάνει αυτό που θέλει ο κύριός του, θα τιμωρηθεί αυστηρά. Αντίθετα, εκείνος που δεν ξέρει το θέλημα του κυρίου του και κάνει κάτι αξιόποινο, θα τιμωρηθεί ελαφρότερα. Σ’ όποιον δόθηκαν πολλά, θα ζητηθούν πολλά απ’ αυτόν· και σ’ όποιον δόθηκαν περισσότερα, θα του ζητηθούν περισσότερα». «Φωτιά ήρθα να βάλω στη γη και τι άλλο θέλω αν έχει κιόλας ανάψει! Έχω όμως να περάσω μια δοκιμασία και με κατέχει ανυπομονησία ωσότου την υποστώ! Νομίζετε πως ήρθα για να επιβάλω αναγκαστική ομόνοια μεταξύ των ανθρώπων; Κάθε άλλο· σας βεβαιώνω πως ο ερχομός μου θα φέρει διαιρέσεις. Από τώρα και στο εξής μία οικογένεια με πέντε μέλη θα χωριστεί σε δύο παρατάξεις: τρεις εναντίον δύο και δύο εναντίον τριών. »Ο πατέρας θα είναι αντίθετος με το γιο του κι ο γιος με τον πατέρα του· η μάνα με την κόρη της κι η κόρη με τη μάνα της· η πεθερά με τη νύφη της κι η νύφη με την πεθερά της». Έλεγε ακόμη ο Ιησούς στα πλήθη: «Όταν δείτε τα σύννεφα να έρχονται από τη δύση, αμέσως λέτε πως έρχεται βροχή, κι έτσι γίνεται. Κι όταν φυσάει νοτιάς, λέτε πως θ’ ακολουθήσει καύσωνας, κι έτσι γίνεται. Υποκριτές! Τα σημάδια του ουρανού και της γης ξέρετε να τα διακρίνετε. Πώς δεν ξέρετε να διακρίνετε τα σημάδια των καιρών;» «Γιατί δεν κρίνετε κι από μόνοι σας ποιο είναι το σωστό; Όταν για παράδειγμα, πηγαίνεις με τον αντίδικό σου στο δικαστή, φρόντισε όσο βρίσκεσαι ακόμη στο δρόμο να συμφιλιωθείς μαζί του· γιατί αλλιώς, αν σε πάει στο δικαστή, ο δικαστής θα σε παραδώσει στο δεσμοφύλακα και ο δεσμοφύλακας θα σε κλείσει στη φυλακή. Να ξέρεις πως δεν πρόκειται να βγεις από ’κει, αν δεν επιστρέψεις και το τελευταίο λεπτό». Εκείνο τον καιρό πήγαν στον Ιησού μερικοί και του αφηγήθηκαν για τους Γαλιλαίους, τους οποίους σκότωσε ο Πιλάτος την ώρα που πρόσφεραν θυσία, κι έτσι το αίμα τους ανακατεύτηκε με το αίμα των ζώων που θυσιάζονταν. Ο Ιησούς τους είπε: «Νομίζετε ότι αυτοί οι Γαλιλαίοι, επειδή τα ’παθαν αυτά, ήταν πιο αμαρτωλοί από όλους τους άλλους Γαλιλαίους; Σας βεβαιώνω πως όχι· αν όμως δε μετανοήσετε, θα χαθείτε όλοι σας με τον ίδιο τρόπο. Ή μήπως νομίζετε ότι εκείνοι οι δεκαοχτώ, που έπεσε πάνω τους ο πύργος στο Σιλωάμ και τους σκότωσε, ήταν χειρότεροι από όλους τους ανθρώπους που κατοικούν στην Ιερουσαλήμ; Σας βεβαιώνω πως όχι· αν όμως δεν μετανοήσετε, όλοι θα χαθείτε κατά τον ίδιο τρόπο». Ο Ιησούς τους είπε ακόμη την ακόλουθη παραβολή: «Κάποιος είχε φυτέψει στο αμπέλι του μια συκιά· όταν όμως πήγε να μαζέψει απ’ αυτή σύκα, δε βρήκε. Είπε τότε στον αμπελουργό: “τρία χρόνια τώρα έρχομαι σ’ αυτήν τη συκιά να βρω σύκα και δε βρίσκω· κόψε την, λοιπόν, για να μην αχρηστεύει και το έδαφος”. Εκείνος του απάντησε: “άφησέ την, κύριε, κι ετούτη τη χρονιά, για να τη σκάψω γύρω γύρω και να της βάλω κοπριά. Και αν κάνει καρπό, την αφήνεις· αλλιώς, θα την κόψεις στο μέλλον”». Ένα Σάββατο δίδασκε ο Ιησούς σε μια συναγωγή. Εκεί βρισκόταν και μια γυναίκα, δεκαοχτώ χρόνια άρρωστη από δαιμονικό πνεύμα. Ήταν κυρτωμένη και δεν μπορούσε καθόλου να ισιώσει το σώμα της. Όταν την είδε ο Ιησούς, τη φώναξε και της είπε: «Γυναίκα, απαλλάσσεσαι από την αρρώστια σου». Έβαλε πάνω της τα χέρια του κι αμέσως εκείνη ορθώθηκε και δόξαζε το Θεό. Ο αρχισυνάγωγος όμως, αγανακτισμένος που ο Ιησούς έκανε τη θεραπεία το Σάββατο, γύρισε στο πλήθος και είπε: «Υπάρχουν έξι μέρες που επιτρέπεται να εργάζεται κανείς· μέσα σ’ αυτές, λοιπόν, να έρχεστε και να θεραπεύεστε, και όχι το Σάββατο». Ο Κύριος του απάντησε: «Υποκριτή! Ο καθένας σας δε λύνει το βόδι του ή το γαϊδούρι του από το παχνί το Σάββατο και πάει να το ποτίσει; Κι αυτή, που είναι απόγονος του Αβραάμ, και ο σατανάς την είχε δεμένη δεκαοχτώ χρόνια, δεν έπρεπε να λυθεί απ’ αυτά τα δεσμά το Σάββατο;» Με τα λόγια του αυτά ντροπιάζονταν όλοι οι αντίπαλοί του κι ο κόσμος χαιρόταν για όλα τα θαυμαστά που έκανε ο Ιησούς. Έλεγε ακόμη ο Ιησούς: «Με τι μοιάζει η βασιλεία του Θεού και με τι να την παρομοιάσω; Μοιάζει με σπόρο σιναπιού, που κάποιος τον φύτεψε στον κήπο του. Μεγάλωσε, έγινε ολόκληρο δέντρο, και τα πουλιά φώλιασαν στα κλαδιά του». Είπε πάλι: «Με τι να παρομοιάσω τη βασιλεία του Θεού; Μοιάζει με προζύμι, που το πήρε κάποια γυναίκα και το ανακάτωσε με ένα σακί αλεύρι, ώσπου ζυμώθηκε όλο». Καθώς ο Ιησούς πήγαινε στα Ιεροσόλυμα, περνούσε μέσα από πόλεις και χωριά διδάσκοντας. Κάποιος τον ρώτησε: «Κύριε, είναι λίγοι αυτοί που θα σωθούν;» Εκείνος τους απάντησε: «Εσείς αγωνιστείτε να μπείτε από τη στενή πύλη, γιατί σας βεβαιώνω πως πολλοί θα θελήσουν να μπουν και δε θα μπορέσουν. Όταν έρθει η ώρα, θα σηκωθεί ο οικοδεσπότης και θα μανταλώσει την πόρτα· κι εσείς θα σταθείτε απ’ έξω και θ’ αρχίσετε να χτυπάτε λέγοντας “Κύριε, άνοιξέ μας”. Τότε εκείνος θα σας απαντήσει: “δε σας ξέρω από πού είστε”. Τότε θ’ αρχίσετε να λέτε: “εμείς φάγαμε και ήπιαμε μαζί σου, και μας δίδαξες στις πλατείες μας”. Κι εκείνος θα σας πει: “σας λέω, δε σας ξέρω από πού είστε· φύγετε από κοντά μου όλοι εσείς οι εργάτες του κακού”. Εκεί θα κλαίτε και θα τρίζετε τα δόντια σας, όταν θα δείτε τον Αβραάμ, τον Ισαάκ, τον Ιακώβ και όλους τους προφήτες στη βασιλεία του Θεού, κι εσάς να σας πετάνε έξω. Θα έρθουν άνθρωποι από την ανατολή και τη δύση, απ’ το βορρά και το νότο και θα καθίσουν στο τραπέζι της βασιλείας του Θεού. Και υπάρχουν πολλοί που τώρα είναι τελευταίοι αλλά τότε θα είναι πρώτοι· και πρώτοι που θα είναι τελευταίοι». Εκείνη την ημέρα πλησίασαν μερικοί Φαρισαίοι και του έλεγαν: «Απομακρύνσου απ’ αυτή την περιοχή, γιατί ο Ηρώδης θέλει να σε σκοτώσει». Εκείνος τους είπε: «Πηγαίνετε να πείτε σ’ αυτήν την αλεπού πως σήμερα κι αύριο θεραπεύω δαιμονισμένους και γιατρεύω ασθενείς· και την τρίτη μέρα θα φτάσει το έργο μου στο τέλος. Πείτε του πως αυτά θα γίνουν σήμερα κι αύριο, και την επομένη θα συνεχίσω την πορεία μου, γιατί δε συνηθίζεται να σκοτώνουν προφήτη έξω από την Ιερουσαλήμ. Ιερουσαλήμ, Ιερουσαλήμ, εσύ που σκοτώνεις τους προφήτες και λιθοβολείς αυτούς που σου στέλνει ο Θεός! Πόσες φορές θέλησα να συνάξω τα παιδιά σου, όπως η κλώσα τα κλωσόπουλά της κάτω από τις φτερούγες της, αλλά εσείς δεν το θελήσατε! Γι’ αυτό ο τόπος σας θα ερημωθεί. Σας βεβαιώνω πως δε θα με δείτε πια, ώσπου να ’ρθεί ο καιρός που θα πείτε, ευλογημένος αυτός που έρχεται σταλμένος απ’ τον Κύριο! » Ένα Σάββατο ο Ιησούς πήγε στο σπίτι κάποιου Φαρισαίου άρχοντα για να φάει, και οι Φαρισαίοι τον παρακολουθούσαν. Τότε στάθηκε μπροστά του ένας άνθρωπος που έπασχε από υδρωπικία. Ο Ιησούς πήρε το λόγο και ρώτησε τους νομοδιδασκάλους και τους Φαρισαίους: «Επιτρέπεται να γίνονται θεραπείες το Σάββατο;» Εκείνοι δεν απάντησαν. Ο Ιησούς έπιασε τον άρρωστο, τον γιάτρεψε και τον άφησε να φύγει. Ύστερα τους είπε: «Ποιος από σας, όταν πέσει το παιδί του ή το βόδι του στο πηγάδι το Σάββατο δε θα το ανασύρει αμέσως;» Και δεν μπόρεσαν να δώσουν απάντηση σ’ αυτά. Βλέποντας ο Ιησούς τους καλεσμένους με ποιον τρόπο διάλεγαν τις πρώτες θέσεις στο τραπέζι, τούς είπε μια παραβολή: «Όταν σε καλέσει κάποιος σε γάμο, μην πας να καθίσεις στην πρώτη θέση, γιατί μπορεί κάποιος άλλος καλεσμένος να είναι πιο σπουδαίος από σένα. Και τότε θα έρθει αυτός που κάλεσε κι εσένα κι εκείνον, και θα σου πει: “δώσε τη θέση σου σ’ αυτόν”. Τότε εσύ ντροπιασμένος θα πας να καθίσεις στην τελευταία θέση. Γι’ αυτό, όταν σε καλέσουν κάπου, πήγαινε και κάθισε στην τελευταία θέση, ώστε όταν έρθει αυτός που σε κάλεσε, να σου πει: “φίλε μου, έλα σε μια καλύτερη θέση”. Έτσι αυτό θα είναι μια τιμή για σένα μπροστά στους συνδαιτυμόνες σου. Γιατί όποιος υψώνει τον εαυτό του θα ταπεινωθεί, κι αυτός που ταπεινώνει τον εαυτό του θα υψωθεί». Και σ’ αυτόν που τον είχε καλέσει έλεγε ο Ιησούς: «Εσύ όταν κάνεις γεύμα ή δείπνο, μην καλείς τους φίλους σου και τ’ αδέρφια σου ούτε τους συγγενείς σου και τους πλούσιους γείτονες, γιατί κι αυτοί θα σε καλέσουν με τη σειρά τους, κι έτσι θα σου το ανταποδώσουν. Αντίθετα, όταν κάνεις τραπέζι, να καλείς φτωχούς, ανάπηρους, κουτσούς, τυφλούς. Θα είσαι μακάριος που δεν θα μπορούν να σου το ανταποδώσουν, γιατί θα σου ανταποδοθεί όταν θ’ αναστηθούν οι δίκαιοι». Όταν τ’ άκουσε αυτά κάποιος από κείνους που έτρωγαν μαζί με τον Ιησού, του είπε: «Μακάριος όποιος πάρει μέρος στο τραπέζι της βασιλείας του Θεού». Κι ο Ιησούς του είπε: «Ένας άνθρωπος ετοίμασε μεγάλο δείπνο και κάλεσε πολλούς. Όταν ήρθε η ώρα του δείπνου, έστειλε το δούλο του να πει στους καλεσμένους: “ελάτε, όλα είναι πια έτοιμα”. Τότε άρχισαν, ο ένας μετά τον άλλο, να βρίσκουν δικαιολογίες: Ο πρώτος του είπε: “έχω αγοράσει ένα χωράφι και πρέπει να πάω να το δω· σε παρακαλώ, θεώρησέ με δικαιολογημένον”. Άλλος του είπε: “έχω αγοράσει πέντε ζευγάρια βόδια και πάω να τα δοκιμάσω· σε παρακαλώ, δικαιολόγησέ με”. Κι ένας άλλος του είπε: “είμαι νιόπαντρος και γι’ αυτό δεν μπορώ να έρθω”. Γύρισε ο δούλος εκείνος και τα είπε αυτά στον κύριό του. Τότε ο οικοδεσπότης οργισμένος είπε στο δούλο του: “πήγαινε γρήγορα στις πλατείες και στους δρόμους της πόλης και φέρε μέσα τους φτωχούς, τους ανάπηρους, τους κουτσούς και τους τυφλούς”. Όταν γύρισε ο δούλος τού είπε: “κύριε, αυτό που πρόσταξες έγινε και υπάρχει ακόμη χώρος”. Είπε πάλι ο κύριος στο δούλο: “πήγαινε έξω από την πόλη στους δρόμους και στα μονοπάτια κι ανάγκασέ τους να έρθουν, για να γεμίσει το σπίτι μου· γιατί σας βεβαιώνω πως κανένας από κείνους που κάλεσα δε θα γευτεί το δείπνο μου”». Μαζί με τον Ιησού βάδιζε πολύς λαός, κι εκείνος στράφηκε και τους είπε: «Αν κάποιος έρχεται κοντά μου και δεν απαρνιέται τον πατέρα του και τη μάνα του, τη γυναίκα του και τα παιδιά του, τους αδερφούς και τις αδερφές του, ακόμη και την ίδια του τη ζωή, δεν μπορεί να είναι μαθητής μου. Όποιος δεν σηκώνει το σταυρό του και δε με ακολουθεί, δεν μπορεί να είναι μαθητής μου. Ποιος από σας που θέλει να χτίσει έναν πύργο δε θα καθίσει πρώτα να υπολογίσει τη δαπάνη, για να δει αν του φτάνουν τα χρήματα να τον τελειώσει; Κι αυτό, ώστε όταν βάλει το θεμέλιο και δεν μπορεί να τελειώσει το έργο, να μην αρχίσουν όλοι όσοι τον βλέπουν να τον κοροϊδεύουν και να λένε ότι αυτός ο άνθρωπος άρχισε να χτίζει αλλά δεν μπόρεσε να τελειώσει. Ποιος βασιλιάς, πάλι, ξεκινάει να κάνει πόλεμο με άλλον βασιλιά χωρίς πρώτα να καθίσει να σκεφτεί αν μπορεί με δέκα χιλιάδες άντρες να αντιμετωπίσει αυτόν που του επιτίθεται με είκοσι χιλιάδες; Αν δεν μπορεί, στέλνει μεσολαβητές, όταν ακόμη ο άλλος είναι μακριά, και ζητάει διαπραγματεύσεις για ειρήνη. Έτσι, λοιπόν, κανείς από σας δεν μπορεί να είναι μαθητής μου αν δεν απαρνηθεί όλα του τα υπάρχοντα». «Το αλάτι είναι καλό, αν όμως χάσει την αρμύρα του, με ποιον τρόπο θα την αποκτήσει πάλι; Δεν κάνει ούτε για χώμα ούτε για κοπριά· το πετάνε. Όποιος έχει αυτιά για να ακούει ας ακούει». Όλοι οι τελώνες και οι αμαρτωλοί συνήθιζαν να πλησιάζουν τον Ιησού και να τον ακούνε. Οι Φαρισαίοι και οι γραμματείς διαμαρτύρονταν, λέγοντας ότι αυτός δέχεται αμαρτωλούς και τρώει μαζί τους. Εκείνος τότε τους είπε την ακόλουθη παραβολή: «Ποιος από σας αν έχει εκατό πρόβατα και χάσει ένα απ’ αυτά, δε θα εγκαταλείψει τα ενενήντα εννιά στην έρημο για να ψάξει για το χαμένο ώσπου να το βρει; Κι όταν το βρει, το βάζει χαρούμενος στους ώμους του, έρχεται στο σπίτι και προσκαλεί τους φίλους και τους γείτονες και τους λέει: “χαρείτε μαζί μου, γιατί βρήκα το πρόβατό μου που είχε χαθεί”. Σας βεβαιώνω πως έτσι θα γίνει χαρά και στον ουρανό για τη μετάνοια ενός αμαρτωλού, παρά για ενενήντα εννιά δικαίους, που δεν έχουν ανάγκη από μετάνοια». «Ποια γυναίκα, όταν έχει δέκα δραχμές και χάσει τη μία, δεν ανάβει το λυχνάρι, δε σκουπίζει το σπίτι και δεν ψάχνει με επιμέλεια, ώσπου να τη βρει; Κι όταν τη βρει, φωνάζει τις φίλες και τις γειτόνισσες και τους λέει: “χαρείτε μαζί μου, γιατί βρήκα τη δραχμή που είχα χάσει!” Σας βεβαιώνω πως το ίδιο χαίρονται οι άγγελοι του Θεού για τη μετάνοια ενός αμαρτωλού». Τους είπε επίσης ο Ιησούς: «Κάποιος άνθρωπος είχε δύο γιους. Ο μικρότερος απ’ αυτούς είπε στον πατέρα του: “πατέρα, δώσε μου το μερίδιο της περιουσίας που μου αναλογεί”· κι εκείνος τους μοίρασε την περιουσία. Ύστερα από λίγες μέρες ο μικρότερος γιος τα μάζεψε όλα κι έφυγε σε χώρα μακρινή. Εκεί σκόρπισε την περιουσία του κάνοντας άσωτη ζωή. Όταν τα ξόδεψε όλα, έτυχε να πέσει μεγάλη πείνα στη χώρα εκείνη, και άρχισε κι αυτός να στερείται. Πήγε λοιπόν κι έγινε εργάτης σε έναν από τους πολίτες εκείνης της χώρας, ο οποίος τον έστειλε στα χωράφια του να βόσκει χοίρους. Έφτασε στο σημείο να θέλει να χορτάσει με τα ξυλοκέρατα που έτρωγαν οι χοίροι, αλλά κανένας δεν του έδινε. Τελικά συνήλθε και είπε: “πόσοι εργάτες του πατέρα μου έχουν περίσσιο ψωμί, κι εγώ εδώ πεθαίνω της πείνας! Θα σηκωθώ και θα πάω στον πατέρα μου και θα του πω: πατέρα, αμάρτησα στο Θεό και σ’ εσένα· δεν είμαι άξιος πια να λέγομαι γιος σου· κάνε με σαν έναν από τους εργάτες σου”. Σηκώθηκε, λοιπόν, και ξεκίνησε να πάει στον πατέρα του. »Ενώ ήταν ακόμη μακριά, τον είδε ο πατέρας του, τον σπλαχνίστηκε, έτρεξε, τον αγκάλιασε σφιχτά και τον καταφιλούσε. Τότε ο γιος του τού είπε: “πατέρα, αμάρτησα στο Θεό και σ’ εσένα και δεν αξίζω να λέγομαι παιδί σου”. Ο πατέρας όμως γύρισε στους δούλους του και τους διέταξε: “βγάλτε γρήγορα την καλύτερη στολή και ντύστε τον· φορέστε του δαχτυλίδι στο χέρι και δώστε του υποδήματα. Φέρτε το σιτευτό μοσχάρι και σφάξτε το να φάμε και να ευφρανθούμε, γιατί αυτός ο γιος μου ήταν νεκρός και αναστήθηκε, ήταν χαμένος και βρέθηκε”. Έτσι άρχισαν να ευφραίνονται. »Ο μεγαλύτερος γιος του βρισκόταν στο χωράφι· και καθώς ερχόταν και πλησίαζε στο σπίτι, άκουσε μουσικές και χορούς. Φώναξε, λοιπόν, έναν από τους υπηρέτες και ρώτησε να μάθει τι συμβαίνει. Εκείνος του είπε: “γύρισε ο αδερφός σου, κι ο πατέρας σου έσφαξε το σιτευτό μοσχάρι, γιατί του ήρθε πίσω γερός”. Αυτός τότε θύμωσε και δεν ήθελε να μπει μέσα. Ο πατέρας του βγήκε και τον παρακαλούσε, εκείνος όμως του αποκρίθηκε: “εγώ τόσα χρόνια σού δουλεύω και ποτέ δεν παράκουσα καμιά εντολή σου· κι όμως σ’ εμένα δεν έδωσες ποτέ ένα κατσίκι για να ευφρανθώ με τους φίλους μου. Όταν όμως ήρθε αυτός ο γιος σου, που κατασπατάλησε την περιουσία σου με πόρνες, έσφαξες για χάρη του το σιτευτό μοσχάρι”. Κι ο πατέρας του τού απάντησε: “παιδί μου, εσύ είσαι πάντοτε μαζί μου κι ό,τι είναι δικό μου είναι και δικό σου. Έπρεπε όμως να ευφρανθούμε και να χαρούμε, γιατί ο αδερφός σου αυτός ήταν νεκρός κι αναστήθηκε, ήταν χαμένος και βρέθηκε”». Ο Ιησούς έλεγε στους μαθητές του: «Κάποιος πλούσιος είχε έναν διαχειριστή που του τον κατηγόρησαν ότι σπαταλά την περιουσία του. Τον φώναξε λοιπόν και του είπε: “τι είναι αυτά που ακούω για σένα; Δώσε λογαριασμό και παράδωσε τη διαχείρισή σου, γιατί δεν μπορείς πια να είσαι διαχειριστής”. Ο διαχειριστής είπε μέσα του: “τι να κάνω τώρα που μου αφαιρεί τη διαχείριση ο κύριός μου; Να σκάβω δεν μπορώ, να ζητιανεύω ντρέπομαι. Ξέρω όμως τι θα κάνω, για να με δέχονται οι άνθρωποι στα σπίτια τους τώρα που θα πάψω να είμαι διαχειριστής”. Κάλεσε λοιπόν έναν έναν τους χρεοφειλέτες του κυρίου του, και είπε στον πρώτο: “πόσα χρωστάς εσύ στον κύριό μου;” Εκείνος του απάντησε: “εκατό βαρέλια λάδι”. “Πάρε το γραμμάτιο”, του λέει ο διαχειριστής, “και κάθισε και γράψε γρήγορα πενήντα”. Μετά είπε στον άλλο: “εσύ πόσα χρωστάς;” “εκατό σακιά σιτάρι”, του απαντάει εκείνος. “Πάρε το γραμμάτιο”, του λέει, “και γράψε ογδόντα”. Το αφεντικό εξέφρασε το θαυμασμό του για τον άδικο εκείνο διαχειριστή, επειδή ενήργησε έξυπνα· γιατί οι σκοτεινοί άνθρωποι αυτού του κόσμου στις σχέσεις με τους ομοίους τους είναι εξυπνότεροι από τα τέκνα του φωτός. »Και σας συμβουλεύω να κάνετε φίλους σας ακόμη κι από τα χρήματα της αδικίας, ώστε όταν έρθει το τέλος σας, να σας δεχτούν στις αιώνιες κατοικίες. Όποιος είναι αξιόπιστος στα λίγα, είναι αξιόπιστος και στα πολλά· κι όποιος είναι άδικος στα λίγα, είναι άδικος και στα πολλά. Αν, λοιπόν, δε φανήκατε αξιόπιστοι ως προς τον άδικο πλούτο, ποιος θα σας εμπιστευτεί τον αληθινό; Κι αν δε φανήκατε αξιόπιστοι σ’ αυτό που είναι ξένο, ποιος θα σας δώσει αυτό που ανήκει σ’ εσάς; Κανένας δεν μπορεί να είναι δούλος σε δύο κυρίους, γιατί ή θα μισήσει τον ένα και θ’ αγαπήσει τον άλλο ή θα προσκολληθεί στον ένα και θα περιφρονήσει τον άλλον. Δεν μπορείτε να είστε δούλοι και στο Θεό και στο χρήμα». Όλα αυτά τα άκουγαν οι Φαρισαίοι, που ήταν φιλάργυροι, και τον χλεύαζαν. Ο Ιησούς τους είπε: «Εσείς θέλετε να παριστάνετε τον δίκαιο μπροστά στους ανθρώπους, ο Θεός όμως γνωρίζει τι κρύβετε στις καρδιές σας· γιατί αυτό που τιμούν οι άνθρωποι το σιχαίνεται ο Θεός. Ο νόμος και οι προφήτες προφήτεψαν ως τον Ιωάννη το Βαπτιστή. Από τότε το χαρμόσυνο μήνυμα για τη βασιλεία του Θεού κηρύττεται, κι ο καθένας σπεύδει να μπει σ’ αυτήν. Είναι πιο εύκολο να εξαφανιστεί ο ουρανός και η γη, παρά να μείνει απραγματοποίητος κι ο πιο ασήμαντος λόγος του νόμου. »Όποιος διώχνει τη γυναίκα του και παντρεύεται άλλη γίνεται μοιχός· κι όποιος παντρεύεται χωρισμένη από τον άντρα της είναι το ίδιο μοιχός». «Κάποιος άνθρωπος ήταν πλούσιος, φορούσε πολυτελή ρούχα και το τραπέζι του κάθε μέρα ήταν λαμπρό. Κάποιος φτωχός όμως, που τον έλεγαν Λάζαρο, ήταν πεσμένος κοντά στην πόρτα του σπιτιού του πλουσίου, γεμάτος πληγές, και προσπαθούσε να χορτάσει από τα ψίχουλα που έπεφταν από το τραπέζι του πλουσίου. Έρχονταν και τα σκυλιά και του έγλειφαν τις πληγές. Κάποτε πέθανε ο φτωχός, και οι άγγελοι τον πήγαν κοντά στον Αβραάμ. Πέθανε κι ο πλούσιος και τον έθαψαν. Στον άδη που ήταν και βασανιζόταν, σήκωσε τα μάτια του και είδε από μακριά τον Αβραάμ και κοντά του το Λάζαρο. Τότε φώναξε ο πλούσιος και είπε: “πατέρα μου Αβραάμ, σπλαχνίσου με και στείλε το Λάζαρο να βρέξει με νερό την άκρη του δάχτυλού του και να μου δροσίσει τη γλώσσα, γιατί υποφέρω μέσα σ’ αυτή τη φωτιά”. Ο Αβραάμ όμως του απάντησε: “παιδί μου, θυμήσου ότι εσύ απόλαυσες την ευτυχία στη ζωή σου, όπως κι ο Λάζαρος τη δυστυχία. Τώρα λοιπόν αυτός χαίρεται εδώ, κι εσύ υποφέρεις. Κι εκτός απ’ όλα αυτά, υπάρχει ανάμεσά μας μεγάλο χάσμα, ώστε αυτοί που θέλουν να διαβούν από ’δω σ’ εσάς να μην μπορούν· ούτε οι από ’κει μπορούν να περάσουν σ’ εμάς”. Είπε πάλι ο πλούσιος: “τότε σε παρακαλώ, πατέρα, στείλε τον στο σπίτι του πατέρα μου, να προειδοποιήσει τους πέντε αδερφούς μου, ώστε να μην έρθουν κι εκείνοι σ’ αυτόν εδώ τον τόπο των βασάνων”. Ο Αβραάμ του λέει: “έχουν τα λόγια του Μωυσή και των προφητών· ας υπακούσουν σ’ αυτά”. “Όχι, πατέρα μου Αβραάμ”, του λέει εκείνος, “δεν αρκεί· αλλά αν κάποιος από τους νεκρούς πάει σ’ αυτούς, θα μετανοήσουν”. Του λέει τότε ο Αβραάμ: “αν δεν υπακούνε στα λόγια του Μωυσή και των προφητών, ακόμη κι αν αναστηθεί κάποιος από τους νεκρούς, δεν πρόκειται να πεισθούν”». Ο Ιησούς είπε και στους μαθητές του: «Είναι αδύνατο να μην έρθουν τα σκάνδαλα· αλίμονο όμως σ’ εκείνον που τα προκαλεί. Είναι προτιμότερο γι’ αυτόν να κρεμάσει μια μυλόπετρα στο λαιμό του και να πάει να πέσει στη θάλασσα, παρά να κλονίσει την πίστη ενός απ’ αυτούς εδώ τους μικρούς. Προσέχετε τη συμπεριφορά σας. »Αν ο αδερφός σου σού κάνει κακό, επιτίμησέ τον, κι αν μετανοήσει συγχώρησέ τον. Αν σου κάνει κακό πολλές φορές την ημέρα κι έρθει άλλες τόσες και σου πει “μετανοώ”, να τον συγχωρήσεις». Οι απόστολοι είπαν στον Κύριο: «Αύξησε την πίστη μας». Κι εκείνος τους είπε: «Αν είχατε πίστη σαν κόκκο σιναπιού, θα λέγατε σ’ αυτή τη μουριά: “ξεριζώσου και πήγαινε να φυτρώσεις στη θάλασσα” κι εκείνη θα σας υπάκουε. »Ποιος από σας, όταν ο δούλος του, που τον έχει για να οργώνει τα χωράφια ή να βόσκει τα πρόβατα, έρθει στο σπίτι από το χωράφι, θα του πει: “έλα αμέσως και κάθισε να φας”; Δε θα του πει μάλλον: “ετοίμασε να δειπνήσω, ζώσου την ποδιά κι υπηρέτησέ με ώσπου να φάω και να πιω, και μετά θα φας και θα πιεις κι εσύ”; Πρέπει μήπως να χρωστάει χάρη στο δούλο, επειδή έκανε αυτό που τον διέταξε; Δεν το νομίζω. Έτσι κι εσείς, όταν κάνετε όλα όσα σας προστάζει ο Θεός, να λέτε: “είμαστε ανάξιοι δούλοι· κάναμε αυτό που οφείλαμε να κάνουμε”». Πηγαίνοντας ο Ιησούς προς την Ιερουσαλήμ, περνούσε ανάμεσα από τη Σαμάρεια και τη Γαλιλαία. Καθώς έμπαινε σ’ ένα χωριό, τον συνάντησαν δέκα λεπροί· στάθηκαν λοιπόν από μακριά και του φώναζαν δυνατά: «Ιησού, αφέντη, ελέησέ μας!» Βλέποντάς τους εκείνος τους είπε: «Πηγαίνετε να σας εξετάσουν οι ιερείς». Και καθώς πήγαιναν, καθαρίστηκαν από τη λέπρα. Ένας απ’ αυτούς, όταν είδε ότι θεραπεύτηκε, γύρισε δοξάζοντας με δυνατή φωνή το Θεό, έπεσε με το πρόσωπο στα πόδια του Ιησού και τον ευχαριστούσε. Κι αυτός ήταν Σαμαρείτης. Τότε ο Ιησούς είπε: «Δε θεραπεύτηκαν και οι δέκα; Οι άλλοι εννιά πού είναι; Κανένας τους δε βρέθηκε να γυρίσει να δοξάσει το Θεό παρά μόνο τούτος εδώ ο αλλοεθνής;» Και σ’ αυτόν είπε: «Σήκω και πήγαινε στο καλό· η πίστη σου σε έσωσε». Όταν ρωτήθηκε από τους Φαρισαίους ο Ιησούς πότε έρχεται η βασιλεία του Θεού, τούς απάντησε: «Η βασιλεία του Θεού δεν έρχεται με τρόπο φανερό σε όλους. Δε θα πούνε “να, εδώ είναι” ή “εκεί”, γιατί η βασιλεία του Θεού είναι κιόλας ανάμεσά σας». Είπε τότε στους μαθητές: «Θα έρθει καιρός που θα θελήσετε να δείτε μία από τις ημέρες του Υιού του Ανθρώπου και δε θα τη δείτε. Θα σας πουν: “να, εκεί είναι” ή “να, εδώ είναι”, αλλά μην πάτε και μην τους ακολουθήσετε. Γιατί η παρουσία του Υιού του Ανθρώπου θα είναι τόσο φανερή, όπως η αστραπή, που η λάμψη της διασχίζει τον ορίζοντα από τη μια άκρη ως την άλλη. Ο Υιός του Ανθρώπου όμως πρέπει πρώτα να πάθει πολλά και να αποδοκιμαστεί από τούτη τη γενιά. Όπως έγινε τον καιρό του Νώε, έτσι θα γίνει και με τον ερχομό του Υιού του Ανθρώπου. Τότε έτρωγαν κι έπιναν, άντρες και γυναίκες παντρεύονταν και πάντρευαν, ως την ημέρα που ο Νώε μπήκε στην κιβωτό. Ύστερα ήρθε ο κατακλυσμός και τους αφάνισε όλους. Το ίδιο έγινε και τον καιρό του Λωτ. Έτρωγαν κι έπιναν, αγόραζαν και πουλούσαν, φύτευαν κι έχτιζαν. Την ημέρα όμως που βγήκε ο Λωτ από τα Σόδομα, έβρεξε φωτιά και θειάφι απ’ τον ουρανό και τους αφάνισε όλους. Τα ίδια θα συμβούν και την ημέρα που θα φανερωθεί ο Υιός του ανθρώπου. Την ημέρα εκείνη όποιος θα βρίσκεται στο λιακωτό και τα πράγματά του θα είναι στο σπίτι, να μην κατεβεί να τα πάρει. Κι όποιος είναι στο χωράφι να μη γυρίσει πίσω. Να θυμάστε τη γυναίκα του Λωτ. Όποιος θελήσει να σώσει τη ζωή του θα τη χάσει, κι όποιος τη χάσει θα τη διατηρήσει. Σας βεβαιώνω πως εκείνη τη νύχτα, απ’ τους δύο που θα κοιμούνται στο ίδιο κρεβάτι, ο ένας θα σωθεί κι ο άλλος θα χαθεί. Απ’ τις δύο γυναίκες που θα αλέθουν μαζί, η μία θα σωθεί κι η άλλη θα χαθεί. Από δύο ανθρώπους που θα βρεθούν στο χωράφι, ο ένας θα σωθεί κι ο άλλος θα χαθεί». Τότε τον ρώτησαν: «Πού θα γίνουν αυτά, Κύριε;» Κι εκείνος τους είπε: «Όπου είναι το πτώμα, εκεί θα μαζευτούν και τα όρνεα». Τους έλεγε και μια παραβολή για το πώς πρέπει πάντοτε να προσεύχονται και να μην αποκάμνουν στην προσευχή. «Σε κάποια πόλη», τους είπε, «ήταν ένας δικαστής, που ούτε Θεό φοβόταν ούτε άνθρωπο υπολόγιζε. Σ’ αυτή την πόλη κατοικούσε μια χήρα, που ερχόταν στο δικαστή και του έλεγε: “προστάτεψέ με απ’ αυτόν που με κατατρέχει”. Εκείνος για πολύν καιρό αρνιόταν, αλλά ύστερα είπε μέσα του: “παρ’ όλο που δε φοβάμαι το Θεό κι ούτε υπολογίζω άνθρωπο, όμως επειδή τούτη εδώ η χήρα μού έγινε φορτική, θα της δώσω το δίκιο της, για να μην έρχεται συνεχώς και με ταλαιπωρεί”». Κι ο Κύριος πρόσθεσε: «Προσέξτε τι είπε ο άδικος δικαστής. Θα αναβάλει, λοιπόν, ο Θεός να αποδώσει το δίκιο στους εκλεκτούς του, που του φωνάζουν για βοήθεια μέρα και νύχτα; Σας βεβαιώνω ότι θα τους αποδώσει το δίκιο τους πολύ γρήγορα. Όταν όμως έρθει ο Υιός του Ανθρώπου, θα βρει τάχα πιστούς ανθρώπους στη γη;» Σε μερικούς που ήταν σίγουροι για την ευσέβειά τους και περιφρονούσαν τους άλλους, είπε την παρακάτω παραβολή: «Δύο άνθρωποι ανέβηκαν στο ναό για να προσευχηθούν. Ο ένας ήταν Φαρισαίος κι ο άλλος τελώνης. Ο Φαρισαίος στάθηκε επιδεικτικά κι έκανε την εξής προσευχή σχετικά με τον εαυτό του: “Θεέ μου, σ’ ευχαριστώ που εγώ δεν είμαι σαν τους άλλους ανθρώπους άρπαγας, άδικος, μοιχός, ή και σαν αυτόν εδώ τον τελώνη. Εγώ νηστεύω δύο φορές την εβδομάδα και δίνω στο ναό το δέκατο απ’ όλα τα εισοδήματά μου”. Ο τελώνης, αντίθετα, στεκόταν πολύ πίσω και δεν τολμούσε ούτε τα μάτια του να σηκώσει στον ουρανό. Χτυπούσε το στήθος του και έλεγε: “Θεέ μου, σπλαχνίσου με τον αμαρτωλό”. Σας βεβαιώνω πως αυτός έφυγε για το σπίτι του αθώος και συμφιλιωμένος με το Θεό, ενώ ο άλλος όχι· γιατί όποιος υψώνει τον εαυτό του θα ταπεινωθεί, κι όποιος τον ταπεινώνει θα υψωθεί». Κάποιοι έφεραν τότε στον Ιησού και τα μικρά παιδιά, για να τα ευλογήσει. Όταν τα είδαν οι μαθητές, τούς μάλωσαν. Ο Ιησούς όμως τα κάλεσε κοντά του και είπε: «Αφήστε τα παιδιά να έρθουν σ’ εμένα και μην τα εμποδίζετε, γιατί η βασιλεία του Θεού ανήκει σε ανθρώπους που είναι σαν κι αυτά. Σας βεβαιώνω πως όποιος δε δεχτεί τη βασιλεία του Θεού σαν παιδί, δε θα μπει σ’ αυτήν». Κάποιος άρχοντας τον ρώτησε: «Αγαθέ Διδάσκαλε, τι να κάνω για να κληρονομήσω την αιώνια ζωή;» Ο Ιησούς του απάντησε: «Γιατί με αποκαλείς “αγαθό”; Κανένας δεν είναι αγαθός, παρά μόνο ένας, ο Θεός. Ξέρεις τις εντολές: μη μοιχεύσεις, μη σκοτώσεις, μην κλέψεις, μην ψευδομαρτυρήσεις, τίμα τον πατέρα σου και τη μητέρα σου ». Κι εκείνος του είπε: «Όλα αυτά τα τηρώ από τα νιάτα μου». Όταν τ’ άκουσε ο Ιησούς του είπε: «Ένα ακόμη σου λείπει: πούλησε όλα όσα έχεις και δώσε τα χρήματα στους φτωχούς, κι έτσι θα έχεις θησαυρό κοντά στο Θεό· κι έλα να με ακολουθήσεις». Μόλις εκείνος τ’ άκουσε αυτά, πολύ στενοχωρήθηκε, γιατί ήταν πάμπλουτος. Όταν ο Ιησούς τον είδε τόσο στενοχωρημένον, είπε: «Πόσο δύσκολα θα μπουν στη βασιλεία του Θεού αυτοί που έχουν τα χρήματα! Ευκολότερο είναι να περάσει καμήλα μέσα από βελονότρυπα, παρά να μπει πλούσιος στη βασιλεία του Θεού». Όσοι τον άκουσαν είπαν: «Τότε ποιος μπορεί να σωθεί;» Κι εκείνος τους απάντησε: «Αυτά που για τους ανθρώπους είναι αδύνατα, για το Θεό είναι δυνατά». Τότε ο Πέτρος του λέει: «Να, εμείς εδώ αφήσαμε τα πάντα και σε ακολουθήσαμε». Κι ο Ιησούς του είπε: «Σας βεβαιώνω πως όποιος άφησε σπίτι ή γονείς ή αδέρφια ή γυναίκα ή παιδιά για χάρη της βασιλείας του Θεού, θα κερδίσει πολύ περισσότερα τώρα, στα χρόνια που ζούμε, και στο μελλοντικό κόσμο την αιώνια ζωή». Ο Ιησούς πήρε κοντά του τους δώδεκα μαθητές και τους είπε: «Ακούστε· τώρα που ανεβαίνουμε στην Ιερουσαλήμ, όλα όσα έγραψαν οι προφήτες για τον Υιό του Ανθρώπου θα εκπληρωθούν. Δηλαδή, θα παραδοθεί στους εθνικούς, θα τον περιγελάσουν, θα τον βρίσουν και θα τον φτύσουν. Ύστερα θα τον μαστιγώσουν και θα τον σκοτώσουν, αλλά την τρίτη μέρα αυτός θ’ αναστηθεί». Εκείνοι όμως τίποτε απ’ αυτά δεν κατάλαβαν. Αυτά τα λόγια τούς ήταν αινιγματικά, και δεν τα εννοούσαν. Καθώς ο Ιησούς πλησίαζε στην Ιεριχώ, ένας τυφλός καθόταν στην άκρη του δρόμου και ζητιάνευε. Όταν άκουσε το πλήθος που περνούσε, ρώτησε να μάθει τι συνέβαινε. Του είπαν ότι περνάει ο Ιησούς ο Ναζωραίος. Τότε εκείνος άρχισε να φωνάζει δυνατά: «Ιησού, Υιέ του Δαβίδ, σπλαχνίσου με!» Αυτοί που προπορεύονταν τον μάλωναν να σωπάσει, εκείνος όμως φώναζε ακόμη πιο πολύ: «Υιέ του Δαβίδ, σπλαχνίσου με!» Τότε ο Ιησούς στάθηκε κι έδωσε εντολή να τον φέρουν κοντά του. Αυτός πλησίασε κι εκείνος τον ρώτησε: «Τι θέλεις να σου κάνω;» «Κύριε, θέλω ν’ αποκτήσω το φως μου», αποκρίθηκε. Κι ο Ιησούς του είπε: «Ν’ αποκτήσεις το φως σου! Η πίστη σου σε έσωσε». Αμέσως ο τυφλός βρήκε το φως του κι ακολουθούσε τον Ιησού δοξάζοντας το Θεό. Και όλος ο κόσμος, όταν τον είδε, δοξολογούσε το Θεό. Ο Ιησούς μπήκε στην Ιεριχώ και περνούσε μέσα από την πόλη. Εκεί υπήρχε κάποιος, που το όνομά του ήταν Ζακχαίος. Ήταν αρχιτελώνης και πλούσιος. Αυτός προσπαθούσε να δει ποιος είναι ο Ιησούς· δεν μπορούσε όμως εξαιτίας του πλήθους και γιατί ήταν μικρόσωμος. Έτρεξε λοιπόν μπροστά πριν από το πλήθος κι ανέβηκε σε μια συκομουριά για να τον δει, γιατί θα περνούσε από ’κει. Όταν έφτασε ο Ιησούς στο σημείο εκείνο, κοίταξε προς τα πάνω, τον είδε και του είπε: «Ζακχαίε, κατέβα γρήγορα, γιατί σήμερα πρέπει να μείνω στο σπίτι σου». Εκείνος κατέβηκε γρήγορα και τον υποδέχτηκε με χαρά. Όλοι όσοι τα είδαν αυτά διαμαρτύρονταν κι έλεγαν ότι πήγε να μείνει στο σπίτι ενός αμαρτωλού. Τότε σηκώθηκε ο Ζακχαίος και είπε στον Κύριο: «Κύριε, υπόσχομαι να δώσω τα μισά από τα υπάρχοντά μου στους φτωχούς και ν’ ανταποδώσω στο τετραπλάσιο όσα έχω πάρει με απάτη». Ο Ιησούς, απευθυνόμενος σ’ αυτόν, είπε: «Σήμερα αυτή η οικογένεια σώθηκε· γιατί κι αυτός ο τελώνης είναι απόγονος του Αβραάμ. Ο Υιός του Ανθρώπου ήρθε για ν’ αναζητήσει και να σώσει αυτούς που έχουν χάσει το δρόμο τους». Καθώς αυτοί τα άκουγαν αυτά, ο Ιησούς πρόσθεσε και μια παραβολή, επειδή ήταν κοντά στην Ιερουσαλήμ, κι αυτοί νόμιζαν ότι η βασιλεία του Θεού θα φανερωνόταν αμέσως. Είπε λοιπόν: «Ένας ευγενής πήγε σε χώρα μακρινή να χριστεί βασιλιάς και να επιστρέψει. Πριν φύγει, κάλεσε δέκα δούλους του, τους έδωσε από ένα χρυσό νόμισμα και τους είπε: “εμπορευτείτε μ’ αυτά, ώσπου να έρθω”. Οι συμπολίτες του τον μισούσαν κι έστειλαν ύστερα απ’ αυτόν αντιπροσωπεία για να πει: “αυτόν δεν τον θέλουμε για βασιλιά μας”. Αυτός όμως χρίστηκε βασιλιάς και γύρισε πίσω. Και διέταξε να του φωνάξουν τους δούλους στους οποίους είχε δώσει τα χρήματα, για να μάθει πώς ο καθένας τα είχε εκμεταλλευθεί. Παρουσιάστηκε ο πρώτος και του είπε: “κύριε, το νόμισμά σου απέφερε άλλα δέκα νομίσματα”. Εκείνος τότε του είπε: “εύγε, καλέ δούλε! Επειδή αποδείχτηκες έμπιστος σ’ αυτό το ελάχιστο, ανάλαβε την εξουσία πάνω σε δέκα πόλεις”. Ήρθε ο δεύτερος και του είπε: “το νόμισμά σου, κύριε, έφερε άλλα πέντε νομίσματα”. Είπε και σ’ αυτόν: “πάρε κι εσύ την εξουσία πάνω σε πέντε πόλεις”. Ήρθε κι ο άλλος και του λέει: “κύριε, ορίστε το νόμισμά σου. Το είχα κρύψει σ’ ένα μαντήλι, γιατί σε φοβόμουνα, επειδή είσαι άνθρωπος σκληρός· παίρνεις αυτό που δεν έδωσες, θερίζεις αυτό που δεν έσπειρες και μαζεύεις από ’κει που δε λίχνισες”. Του λέει κι ο βασιλιάς: “από τα ίδια σου τα λόγια θα σε κρίνω, κακέ δούλε: ήξερες ότι εγώ είμαι άνθρωπος σκληρός κι ότι παίρνω αυτό που δεν έδωσα, θερίζω αυτό που δεν έσπειρα και μαζεύω από κεί που δε λίχνισα. Γιατί τότε δεν έβαλες τα χρήματά μου σε μια τράπεζα, ώστε, όταν έρθω, να τα πάρω πίσω με τον τόκο τους;” Και στους παρευρισκομένους είπε: “πάρτε του το νόμισμα και δώστε το σ’ αυτόν που έχει τα δέκα νομίσματα”. Εκείνοι του είπαν: “κύριε, αυτός έχει ήδη δέκα νομίσματα”. “Σας βεβαιώνω”, τους απάντησε, “πως σ’ αυτόν που έχει θα του δοθεί κι άλλο· αλλά απ’ όποιον δεν έχει, και εκείνο το λίγο που έχει θα του αφαιρεθεί. Όσο για τους εχθρούς μου, αυτούς που δε με θέλησαν για βασιλιά τους, φέρτε τους εδώ και σφάξτε τους μπροστά μου”». Αφού είπε αυτά τα λόγια, προχώρησε μπροστά από τους άλλους βαδίζοντας για τα Ιεροσόλυμα. Όταν έφτασε κοντά στη Βηθσφαγή και τη Βηθανία, κοντά στο βουνό που ονομάζεται όρος των Ελαιών, έστειλε δύο από τους μαθητές του με την εξής παραγγελία: «Πηγαίνετε στο απέναντι χωριό και, μόλις μπείτε σ’ αυτό, θα βρείτε ένα πουλάρι δεμένο, στο οποίο κανένας άνθρωπος ως τώρα δεν έχει καθίσει. Λύστε το και φέρτε το εδώ. Αν κάποιος σας ρωτήσει γιατί το λύνετε, να του απαντήσετε ότι ο Κύριος το χρειάζεται». Πήγαν λοιπόν οι μαθητές και βρήκαν το πουλάρι να στέκεται όπως τους είχε πει ο Ιησούς. Όταν το έλυναν, οι κάτοχοί του τους ρώτησαν: «Γιατί λύνετε το πουλάρι;» Εκείνοι απάντησαν: «Το χρειάζεται ο Κύριος». Το έφεραν, λοιπόν, στον Ιησού, και, αφού έριξαν πάνω στο πουλάρι τα ρούχα τους, τον ανέβασαν σ’ αυτό. Καθώς προχωρούσε, έστρωναν κάτω στο δρόμο τα ρούχα τους. Όταν ο Ιησούς πλησίαζε πια στο σημείο που κατηφορίζει από το όρος των Ελαιών, το πλήθος των μαθητών του άρχισαν να δοξάζουν χαρούμενοι το Θεό με δυνατή φωνή για όλα τα θαύματα που είδαν. « Ευλογημένος ο βασιλιάς που έρχεται σταλμένος από τον Κύριο! » έλεγαν. «Ειρήνη στον ουρανό, και δόξα στον ύψιστο Θεό!» Μερικοί όμως από τους Φαρισαίους τού είπαν μέσα από το πλήθος: «Διδάσκαλε, να επιτιμήσεις τους μαθητές σου». Κι εκείνος τους αποκρίθηκε: «Πρέπει να ξέρετε πως, αν αυτοί σωπάσουν, οι πέτρες θα κραυγάσουν». Όταν πλησίασε και είδε την πόλη, έκλαψε γι’ αυτήν. «Μακάρι», είπε, «να ήξερες κι εσύ, έστω κι αυτήν την ημέρα, τι θα μπορούσε να σου χαρίσει την ειρήνη. Τώρα όμως αυτό μένει κρυφό από τα μάτια σου. Θα ’ρθούν για σένα μέρες που οι εχθροί σου θα σε ζώσουν με χαρακώματα, θα σε περικυκλώσουν και θα σε πολιορκήσουν από παντού. Θα αφανίσουν κι εσένα και τα παιδιά σου και δε θα σου αφήσουν πέτρα πάνω στην πέτρα. Κι όλα αυτά, γιατί δεν έδωσες σημασία την ημέρα που σ’ επισκέφθηκε ο Θεός». Ο Ιησούς μπήκε στο ναό κι άρχισε να διώχνει από ’κει τους πωλητές και τους αγοραστές. «Η Γραφή λέει ότι ο οίκος μου θα είναι οίκος προσευχής· εσείς όμως τον κάνατε σπήλαιο ληστών », τους έλεγε. Κάθε μέρα δίδασκε στο ναό, οι αρχιερείς όμως, οι γραμματείς και οι προύχοντες του λαού ζητούσαν ευκαιρία να τον εξοντώσουν. Δεν έβρισκαν όμως τον τρόπο, γιατί όλος ο λαός, όταν τον άκουγε, κρεμόταν από τα χείλη του. Μια μέρα που ο Ιησούς δίδασκε το λαό στο ναό και τους μιλούσε για το χαρμόσυνο άγγελμα, πήγαν ξαφνικά οι αρχιερείς και οι γραμματείς μαζί με τους πρεσβυτέρους και του είπαν: «Πες μας, με ποια εξουσία τα κάνεις αυτά, ή ποιος είναι αυτός που σου έδωσε αυτή την εξουσία;» Τους αποκρίθηκε: «Θα κάνω κι εγώ σ’ εσάς μια ερώτηση: πέστε μου, το βάπτισμα του Ιωάννη προερχόταν από το Θεό ή από τους ανθρώπους;» Αυτοί το συζήτησαν μεταξύ τους και είπαν: «Αν πούμε ότι προερχόταν από το Θεό, θα μας πει, “γιατί λοιπόν δεν πιστέψατε σ’ αυτόν;” Αν πάλι πούμε ότι προερχόταν από τους ανθρώπους, όλος ο λαός θα μας λιθοβολήσει, γιατί είναι απόλυτα βέβαιοι πως ο Ιωάννης είναι προφήτης». Γι’ αυτό η απάντησή τους ήταν ότι δεν ξέρουν από πού προέρχεται. Κι ο Ιησούς τους είπε: «Ούτε κι εγώ σας λέω με ποια εξουσία τα κάνω αυτά». Ο Ιησούς άρχισε να διηγείται στο λαό την ακόλουθη παραβολή: «Κάποιος άνθρωπος φύτεψε ένα αμπέλι, το νοίκιασε σε γεωργούς κι έφυγε σε άλλον τόπο για πολλά χρόνια. Όταν ήρθε ο καιρός, έστειλε στους γεωργούς ένα δούλο, για να του δώσουν το μερίδιο απ’ τον καρπό του αμπελιού. Οι γεωργοί όμως τον έδειραν και τον έστειλαν πίσω με άδεια χέρια. Ύστερα τους έστειλε κι άλλον δούλο, αλλά εκείνοι, τον έδειραν κι αυτόν και τον κακοποίησαν, και τον έστειλαν πίσω με άδεια χέρια. Ύστερα έστειλε και τρίτον, αλλά κι αυτόν τον τραυμάτισαν και τον έδιωξαν. Τότε ο ιδιοκτήτης του αμπελιού είπε: “τι να κάνω; Θα στείλω τον αγαπημένο μου γιο· ίσως όταν τον δουν να τον σεβαστούν”. Όταν τον είδαν οι γεωργοί, είπαν μεταξύ τους: “αυτός είναι ο κληρονόμος· ας τον σκοτώσουμε, για να γίνει δική μας η κληρονομιά”. Κι αφού τον έβγαλαν έξω από το αμπέλι, τον σκότωσαν. Τι θα τους κάνει, λοιπόν, αυτούς ο ιδιοκτήτης του αμπελιού; Θα έρθει και θα εξολοθρέψει αυτούς τους γεωργούς, και θα δώσει το αμπέλι σε άλλους». Όταν το άκουσαν, είπαν: «Ποτέ τέτοιο πράγμα!» Εκείνος όμως τους κοίταξε και τους είπε: «Τι σημαίνουν, λοιπόν, τα ακόλουθα λόγια της Γραφής: Ο λίθος που τον πέταξαν σαν άχρηστον οι οικοδόμοι αυτός έγινε αγκωνάρι; Όποιος πέσει πάνω σ’ αυτόν το λίθο θα τσακιστεί, και σ’ όποιον πέσει ο λίθος θα τον κομματιάσει». Τότε οι αρχιερείς και οι γραμματείς κατάλαβαν ότι αυτές τις παραβολές τις είπε γι’ αυτούς και θέλησαν να τον συλλάβουν εκείνη την ώρα· φοβήθηκαν όμως το λαό. Αφού παρακολούθησαν τον Ιησού, έστειλαν κατασκόπους, που προσποιούνταν τους ευσεβείς, για να τον πιάσουν από κάποια απάντηση, ώστε να τον παραδώσουν στο Ρωμαίο διοικητή. Του έκαναν λοιπόν την εξής ερώτηση: «Διδάσκαλε, ξέρουμε ότι μιλάς και διδάσκεις σωστά. Δεν επηρεάζεσαι από πρόσωπα, αλλά διδάσκεις πραγματικά το θέλημα του Θεού. Επιτρέπεται να πληρώνουμε φόρο στον αυτοκράτορα ή όχι;» Εκείνος κατάλαβε την πανουργία τους και τους είπε: «Γιατί μου στήνετε παγίδα; Δείξτε μου ένα δηνάριο· ποιανού είναι η εικόνα και η επιγραφή που έχει;» Εκείνοι του απάντησαν: «Του αυτοκράτορα». Εκείνος τότε τους είπε: «Δώστε, λοιπόν, στον αυτοκράτορα, ό,τι ανήκει στον αυτοκράτορα, και στο Θεό ό,τι ανήκει στο Θεό». Κι έτσι δεν κατάφεραν να τον πιάσουν από κάποιο λόγο μπροστά στο λαό. Έμειναν κατάπληκτοι απ’ την απάντησή του και σώπασαν. Τον πλησίασαν τότε μερικοί από τους Σαδδουκαίους, οι οποίοι δε δέχονται ότι υπάρχει ανάσταση, και τον ρώτησαν: «Διδάσκαλε, ο Μωυσής μάς έδωσε γραπτή εντολή: αν κάποιου πεθάνει ο αδερφός, ο οποίος είναι παντρεμένος αλλά άτεκνος, να πάρει ο αδερφός του τη χήρα και να κάνει απογόνους για τον νεκρό αδερφό του. Ήταν, λοιπόν, εφτά αδερφοί. Ο πρώτος παντρεύτηκε μια γυναίκα και πέθανε άτεκνος. Την πήρε κι ο δεύτερος τη γυναίκα, και πέθανε κι αυτός άτεκνος. Επίσης την πήρε και ο τρίτος. Το ίδιο και οι εφτά· πέθαναν χωρίς ν’ αφήσουν παιδιά. Τελευταία απ’ όλους πέθανε και η γυναίκα. Αυτή, λοιπόν, σε ποιον απ’ όλους αυτούς θα ανήκει στην ανάσταση; Αφού την είχαν πάρει γυναίκα τους και οι εφτά». Ο Ιησούς τότε τους απάντησε: «Οι άνθρωποι που ζουν σ’ αυτόν τον κόσμο, παντρεύονται και παντρεύουν. Όσοι όμως αξιωθούν ν’ αναστηθούν από τους νεκρούς και να ζήσουν στον καινούριο κόσμο, αυτοί ούτε θα νυμφεύονται ούτε θα παντρεύονται. Κι αυτό, γιατί δε θα υπάρχει γι’ αυτούς θάνατος· σαν αναστημένοι άνθρωποι που θα είναι, θα είναι ίσοι με τους αγγέλους και παιδιά του Θεού. Ότι άλλωστε οι νεκροί ανασταίνονται, αυτό το αναφέρει κι ο Μωυσής, όταν μιλάει για τη βάτο, και λέει ότι ο Κύριος είναι Θεός του Αβραάμ, Θεός του Ισαάκ και Θεός του Ιακώβ. Ο Θεός δεν είναι Θεός νεκρών αλλά ζωντανών, γιατί γι’ αυτόν όλοι είναι ζωντανοί». Μερικοί τότε από τους γραμματείς τού είπαν: «Καλά τα είπες, Διδάσκαλε». Από τότε δεν τολμούσαν πια να τον ρωτήσουν τίποτε. Τότε τους ρώτησε κι ο Ιησούς: «Πώς λένε ότι ο Μεσσίας είναι απόγονος του Δαβίδ; Ο ίδιος ο Δαβίδ λέει στο βιβλίο των Ψαλμών: Είπε ο Κύριος στον Κύριό μου: κάθισε στα δεξιά μου ώσπου να υποτάξω τους εχθρούς σου κάτω απ’ τα πόδια σου. Αφού, λοιπόν, ο Δαβίδ τον ονομάζει “Κύριο”, πώς μπορεί να είναι απόγονός του;» Την ώρα που όλος ο λαός τον άκουγε, είπε στους μαθητές του: «Να φυλάγεστε από τους γραμματείς, που τους αρέσει να περπατούν με τις επίσημες στολές τους και θέλουν να τους χαιρετούν στις αγορές με σεβασμό. Τους αρέσουν οι πρωτοκαθεδρίες στις συναγωγές και οι καλύτερες θέσεις στα δείπνα. Για να φανούν καλοί, κάνουν μεγάλες προσευχές, κατατρώγουν όμως τις περιουσίες των χηρών. Αυτοί θα τιμωρηθούν με ιδιαίτερη αυστηρότητα». Κάποτε ο Ιησούς έριξε μια ματιά και είδε τους πλουσίους που έριχναν τις εισφορές τους στο θησαυροφυλάκιο του ναού. Είδε και κάποια φτωχή χήρα να ρίχνει σ’ αυτό δύο λεπτά, και είπε: «Σας βεβαιώνω πως αυτή η φτωχή χήρα έριξε περισσότερα απ’ όλους· όλοι οι άλλοι έριξαν απ’ το περίσσευμά τους στις εισφορές, ενώ αυτή απ’ το υστέρημά της· έριξε όλη της την περιουσία». Καθώς μερικοί έλεγαν για το ναό ότι είναι στολισμένος με εκλεκτούς λίθους κι αφιερώματα, ο Ιησούς είπε: «Αυτά που βλέπετε όλα θα γκρεμιστούν· θα ’ρθουν μέρες που δεν θα μείνει πέτρα πάνω στην πέτρα». Τον ρώτησαν τότε: «Διδάσκαλε, πότε θα γίνουν αυτά, και ποιο θα είναι το σημάδι όταν έρθει η ώρα να γίνουν;» «Προσέξτε», απάντησε εκείνος, «μην ξεγελαστείτε, γιατί θα έρθουν πολλοί που θα χρησιμοποιούν το όνομά μου και θα ισχυρίζονται: “εγώ είμαι ο Μεσσίας” και “ο καιρός έφτασε”· να μην τους ακολουθήσετε όμως. Όταν πάλι ακούσετε για πολέμους κι αναστατώσεις, μην τρομοκρατηθείτε, γιατί αυτά πρέπει να γίνουν πρώτα· δε θα ακολουθήσει όμως αμέσως το τέλος». «Θα ξεσηκωθεί», τους έλεγε, «το ένα έθνος εναντίον του άλλου, και το ένα βασίλειο εναντίον του άλλου. Θα γίνουν μεγάλοι σεισμοί σε διάφορα μέρη και θα παρουσιαστούν πείνες και επιδημίες. Θα συμβούν φοβερά πράγματα, και θα φανούν μεγάλα σημάδια από τον ουρανό. Πριν όμως γίνουν όλα αυτά, θα σας συλλάβουν, θα σας καταδιώξουν, θα σας παραδώσουν στις συναγωγές, θα σας κλείσουν στις φυλακές και θα σας οδηγήσουν μπροστά σε βασιλιάδες και ηγεμόνες εξαιτίας μου. Όλα αυτά θα γίνουν για σας μια ευκαιρία να δώσετε μαρτυρία για μένα. Νιώστε το καλά, πως δε χρειάζεται να ετοιμάζετε από πριν την απολογία σας, γιατί εγώ θα σας δώσω λόγια και σοφία, και σ’ αυτά δε θα μπορέσουν να αντισταθούν ή να τα αντικρούσουν οι αντίπαλοί σας. Θα παραδοθείτε από γονείς κι αδέρφια, από συγγενείς και φίλους, και μερικούς από σας θα σας σκοτώσουν. Όλοι θα σας μισούν εξαιτίας μου. Δεν θα χαθεί όμως ούτε μια τρίχα απ’ το κεφάλι σας. Με την υπομονή σας θα σώσετε τη ζωή σας». «Όταν θα δείτε την Ιερουσαλήμ να κυκλώνεται από στρατεύματα, τότε να ξέρετε πως έφτασε η καταστροφή της. Τότε, όσοι βρεθούν στην Ιουδαία, να φύγουν στα βουνά· κι όσοι μέσα στην Ιερουσαλήμ, να φύγουν αμέσως· κι όσοι βρίσκονται στα χωριά, να μην μπουν στην πόλη· γιατί αυτές θα είναι μέρες εκδικήσεως, για να εκπληρωθούν όλα όσα λέει η Γραφή. Αλίμονο στις γυναίκες που εκείνες τις μέρες θα είναι έγκυες και σ’ αυτές που θα θηλάζουν. Γιατί τότε θα έρθει μεγάλη δυστυχία σ’ όλη τη χώρα, και η οργή του Θεού εναντίον αυτού του λαού. Πολλοί θα θανατωθούν με ξίφος κι άλλοι θα οδηγηθούν αιχμάλωτοι σ’ όλο τον κόσμο, και η Ιερουσαλήμ θα καταπατιέται από τους εθνικούς, ωσότου συμπληρωθεί για τα έθνη ο καθορισμένος από το Θεό χρόνος». «Θα παρουσιαστούν σημάδια στον ήλιο, στο φεγγάρι και στ’ αστέρια. Στη γη οι λαοί θα αναστατωθούν και θα ζουν σε αγωνία, εξαιτίας της βοής και των μεγάλων κυμάτων της θάλασσας. Οι άνθρωποι θα κοντεύουν να πεθάνουν από το φόβο κι από την αγωνία γι’ αυτά που πρόκειται να συμβούν στην οικουμένη, γιατί οι ουράνιες δυνάμεις, που κρατούν την τάξη του σύμπαντος, θα διασαλευτούν. Τότε θα δουν τον Υιό του Ανθρώπου να έρχεται πάνω σε σύννεφο με δύναμη και με μεγάλη λαμπρότητα. Όταν αυτά αρχίσουν να γίνονται σηκώστε τα κεφάλια σας και αναθαρρήστε, γιατί πλησιάζει η ώρα του λυτρωμού σας». Τους είπε και μια παραβολή: «Κοιτάξτε τι συμβαίνει με τη συκιά και με όλα τα δέντρα. Όταν δείτε ότι έχουν ήδη βλαστήσει, καταλαβαίνετε από μόνοι σας ότι πλησιάζει πια το καλοκαίρι. Έτσι κι εσείς· όταν δείτε να γίνονται αυτά, να καταλάβετε ότι πλησιάζει η βασιλεία του Θεού. Σας βεβαιώνω πως όλα αυτά θα γίνουν όσο ακόμη ζουν οι άνθρωποι ετούτης της γενιάς. Ο ουρανός και η γη θα πάψουν να υπάρχουν, τα λόγια μου όμως ποτέ». «Προσέξτε καλά τους εαυτούς σας. Μην παραδοθείτε στην κραιπάλη και στη μέθη και στις βιοτικές ανάγκες, και σας αιφνιδιάσει η ημέρα εκείνη. Γιατί θα ’ρθεί σαν την παγίδα σε όλους τους κατοίκους της γης. Να μένετε λοιπόν άγρυπνοι και να προσεύχεστε αδιάκοπα, για να μπορέσετε να ξεπεράσετε όλα όσα είναι να συμβούν, και να παρουσιαστείτε έτοιμοι μπροστά στον Υιό του Ανθρώπου». Την ημέρα ο Ιησούς δίδασκε στο ναό, και τα βράδια πήγαινε και έμενε στο βουνό που ονομάζεται όρος των Ελαιών. Όλος ο κόσμος πήγαινε πρωί πρωί στο ναό και τον περίμενε για να τον ακούσει. Πλησίαζε η γιορτή των Αζύμων, που ονομάζεται Πάσχα. Οι αρχιερείς και οι γραμματείς αναζητούσαν ευκαιρία να θανατώσουν τον Ιησού, γιατί φοβούνταν το λαό. Τότε μπήκε ο σατανάς στον Ιούδα τον ονομαζόμενο Ισκαριώτη, που ήταν ένας από τους δώδεκα μαθητές. Αυτός πήγε στους αρχιερείς, στους γραμματείς και στους στρατηγούς του ναού και συζήτησε μαζί τους με ποιο τρόπο θα τους παρέδιδε τον Ιησού. Αυτοί χάρηκαν και του υποσχέθηκαν να του δώσουν χρήματα. Εκείνος δέχτηκε, και ζητούσε να βρει την κατάλληλη ευκαιρία να τους τον παραδώσει, χωρίς να το αντιληφθεί ο όχλος. Έφτασε η γιορτή των Αζύμων, κατά την οποία έπρεπε να θυσιαστεί ο αμνός του Πάσχα. Ο Ιησούς έστειλε τον Πέτρο και τον Ιωάννη με την εξής εντολή: «Πηγαίνετε και ετοιμάστε να φάμε όλοι μαζί το πασχαλινό δείπνο». Εκείνοι τον ρώτησαν: «Πού θέλεις να ετοιμάσουμε;» Κι ο Ιησούς τους απάντησε: «Μόλις μπείτε στην πόλη, θα σας συναντήσει κάποιος που θα κουβαλάει μια στάμνα με νερό· ακολουθήστε τον στο σπίτι που θα μπει και πείτε στον οικοδεσπότη του σπιτιού: “ο Διδάσκαλος ρωτάει: Πού είναι το δωμάτιο όπου θα φάω μαζί με τους μαθητές μου το πασχαλινό δείπνο;” Εκείνος τότε θα σας δείξει ένα μεγάλο ανώγι στρωμένο· εκεί να ετοιμάσετε». Έφυγαν και τα βρήκαν όπως ακριβώς τους τα είχε πει· κι ετοίμασαν το πασχαλινό τραπέζι. Όταν ήρθε η ώρα του δείπνου, ο Ιησούς κάθισε στο τραπέζι μαζί με τους δώδεκα αποστόλους. «Πάρα πολύ επιθύμησα», τους είπε, «αυτό το πασχαλινό δείπνο να το φάω μαζί σας πριν από το θάνατό μου. Σας βεβαιώνω πως δε θα το ξαναφάω μαζί σας, ωσότου αυτό βρει την αληθινή πληρότητά του στη βασιλεία του Θεού». Ύστερα πήρε το ποτήρι, έκανε ευχαριστήρια προσευχή και είπε: «Πάρτε το αυτό και μοιράστε το μεταξύ σας· σας λέω πως από ’δω και πέρα δε θα ξαναπιώ απ’ τον καρπό του αμπελιού, ώσπου να έρθει η βασιλεία του Θεού». Ύστερα πήρε ψωμί και, αφού έκανε ευχαριστήρια προσευχή, το κομμάτιασε και τους το έδωσε λέγοντας: «Αυτό είναι το σώμα μου, που παραδίνεται για χάρη σας· αυτό που κάνω τώρα, να το κάνετε στην ανάμνησή μου». Το ίδιο, μετά το δείπνο, πήρε και το ποτήρι λέγοντας: «Αυτό το ποτήρι είναι η νέα διαθήκη, που επισφραγίζεται με το αίμα μου το οποίο χύνεται για χάρη σας. »Αλλά να, το χέρι αυτού που θα με προδώσει είναι μαζί μου πάνω στο τραπέζι. Ο Υιός του Ανθρώπου, βέβαια, βαδίζει σύμφωνα μ’ αυτό που όρισε ο Θεός· αλίμονο όμως σ’ εκείνον τον άνθρωπο από τον οποίο θα προδοθεί». Αυτοί τότε άρχισαν να συζητούν μεταξύ τους ποιος άραγε απ’ όλους να είναι αυτός που πρόκειται να διαπράξει κάτι τέτοιο. Έγινε μεταξύ των μαθητών φιλονικία για το ποιος άραγε απ’ αυτούς είναι ο ανώτερος. Ο Ιησούς τους είπε: «Οι βασιλιάδες των εθνών καταδυναστεύουν τους λαούς τους και οι δυνάστες τους τιτλοφορούνται ευεργέτες. Εσείς όμως δεν πρέπει να κάνετε το ίδιο, αλλά ο ανώτερος ανάμεσά σας πρέπει να γίνει σαν τον κατώτερο, κι ο αρχηγός σαν τον υπηρέτη. Ποιος είναι ανώτερος; Αυτός που κάθεται στο τραπέζι ή αυτός που τον υπηρετεί; Δεν είναι αυτός που κάθεται στο τραπέζι; Εγώ όμως είμαι σαν τον υπηρέτη ανάμεσά σας. Κι εσείς είστε αυτοί που μείνατε κοντά μου στις δοκιμασίες μου. Κι όπως ο Πατέρας μου μού έδωσε τη βασιλεία, θα σας δώσω κι εγώ το δικαίωμα να τρώτε και να πίνετε στο τραπέζι μου στην βασιλεία μου. Θα καθίσετε πάνω σε θρόνους και θα κρίνετε τις δώδεκα φυλές του Ισραήλ». Είπε επίσης ο Κύριος: «Σίμων, Σίμων! Ο σατανάς ζήτησε να σας δοκιμάσει σαν το σιτάρι στο κόσκινο. Εγώ όμως προσευχήθηκα για σένα, να μη σε εγκαταλείψει η πίστη σου. Κι εσύ όταν ξαναβρείς την πίστη σου, στήριξε τους αδερφούς σου». Εκείνος του είπε: «Κύριε, μαζί σου εγώ είμαι έτοιμος να πάω και στη φυλακή, ακόμη και στο θάνατο». Ο Ιησούς τότε του είπε: «Πέτρο, σου λέω ότι πριν λαλήσει σήμερα ο πετεινός, τρεις φορές θα αρνηθείς ότι με ξέρεις». Και στους άλλους μαθητές του είπε: «Όταν σας έστειλα χωρίς χρήματα και σακίδιο και υποδήματα, στερηθήκατε μήπως τίποτε;» Αυτοί του απάντησαν: «Τίποτε». «Τώρα όμως», τους είπε, «όποιος έχει χρήματα ας τα πάρει· το ίδιο κι αυτός που έχει σακίδιο. Όποιος δεν έχει, ας πουλήσει το πανωφόρι του κι ας αγοράσει μαχαίρι. Γιατί σας βεβαιώνω πως πρέπει να εκπληρωθεί για μένα αυτό που είναι γραμμένο στη Γραφή: και με τους ανόμους συγκαταλέχθηκε. Ό,τι έχει γραφτεί για μένα, εκπληρώνεται». Οι μαθητές τού είπαν: «Κύριε, να, υπάρχουν εδώ δύο μαχαίρια». Κι εκείνος τους απάντησε: «Αρκετά». Ύστερα ο Ιησούς βγήκε και πήγε, όπως συνήθιζε, στο όρος των Ελαιών. Τον ακολούθησαν και οι μαθητές του. Όταν έφτασε στο συνηθισμένο τόπο τούς είπε: «Να προσεύχεστε να μη σας νικήσει ο πειρασμός». Εκείνος απομακρύνθηκε απ’ αυτούς σε απόσταση πετροβολιάς· γονάτισε κι άρχισε να προσεύχεται μ’ ετούτα τα λόγια: «Πατέρα, αν θέλεις, γλίτωσέ με απ’ αυτό το ποτήρι. Ας μη γίνει όμως το δικό μου θέλημα αλλά το δικό σου». Φανερώθηκε τότε σ’ αυτόν ένας άγγελος από τον ουρανό και τον ενίσχυε. Η αγωνία τον κυρίεψε και προσευχόταν πιο πολλή ώρα. Ο ιδρώτας του γινόταν σαν σταγόνες αίματος κι έπεφτε στη γη. Όταν σηκώθηκε από την προσευχή, ήρθε προς τους μαθητές του και τους βρήκε να κοιμούνται, γιατί ήταν αποκαμωμένοι από τη λύπη. «Γιατί κοιμάστε;» τους είπε. «Σηκωθείτε και προσεύχεσθε, για να μη σας νικήσει ο πειρασμός». Ενώ μιλούσε ακόμα ο Ιησούς, φάνηκε πλήθος ανθρώπων. Τους οδηγούσε ένας από τους δώδεκα μαθητές που ονομαζόταν Ιούδας. Αυτός πλησίασε τον Ιησού για να τον φιλήσει. Γιατί αυτό το σημάδι τους είχε δώσει: όποιον φιλήσω, αυτός είναι. Ο Ιησούς όμως του είπε: «Ιούδα, με φίλημα προδίνεις τον Υιό του Ανθρώπου;» Όταν είδαν οι μαθητές του τι έμελλε να γίνει, του είπαν: «Κύριε, να τους χτυπήσουμε με το μαχαίρι;» Ένας μάλιστα απ’ αυτούς χτύπησε το δούλο του αρχιερέα και του έκοψε το δεξί αυτί. Ο Ιησούς γύρισε σ’ αυτούς και τους είπε: «Φτάνει, έως εδώ!» Άγγιξε ύστερα το αυτί του δούλου και τον γιάτρεψε. Τότε ο Ιησούς είπε στους αρχιερείς, στους στρατηγούς του ναού και στους πρεσβυτέρους που είχαν έρθει να τον πιάσουν: «Ληστής είμαι και βγήκατε με μαχαίρια και ρόπαλα; Κάθε μέρα ήμουν ανάμεσά σας στο ναό, και δεν απλώσατε χέρι πάνω μου. Αυτή όμως είναι η ώρα σας, η ώρα που κυριαρχεί το σκοτάδι». Αφού συνέλαβαν τον Ιησού, τον έσυραν και τον έβαλαν μέσα στο σπίτι του αρχιερέα. Ο Πέτρος ακολουθούσε από μακριά. Άναψαν φωτιά στη μέση της αυλής και κάθισαν όλοι γύρω. Ανάμεσά τους κάθισε κι ο Πέτρος. Κάποια υπηρέτρια που τον είδε να κάθεται κοντά στη φωτιά, τον κοίταξε και είπε: «Ήταν κι αυτός μαζί του». Εκείνος όμως αρνήθηκε λέγοντας: «Δεν τον γνωρίζω αυτόν, κόρη μου». Ύστερα από λίγο τον είδε κάποιος άλλος και είπε: «Κι εσύ ένας απ’ αυτούς είσαι». Ο Πέτρος όμως είπε: «Άνθρωπέ μου, δεν είμαι». Αφού πέρασε περίπου μία ώρα, κάποιος άλλος επέμενε λέγοντας: «Ασφαλώς ήταν κι αυτός μαζί του, γιατί είναι και Γαλιλαίος». Είπε τότε ο Πέτρος: «Άνθρωπέ μου, δεν καταλαβαίνω τι λες»· κι αμέσως, ενώ ακόμα μιλούσε, λάλησε ο πετεινός. Τότε ο Κύριος γύρισε, έριξε μια ματιά στον Πέτρο, κι ο Πέτρος θυμήθηκε τα λόγια που του είχε πει: «Προτού λαλήσει ο πετεινός, θα αρνηθείς τρεις φορές πως με ξέρεις». Ύστερα απ’ αυτό ο Πέτρος βγήκε έξω και έκλαψε πικρά. Οι άντρες που κρατούσαν τον Ιησού, τον περιγελούσαν και τον έδερναν. Του είχαν καλύψει το κεφάλι, τον χτυπούσαν στο πρόσωπο και τον ρωτούσαν: «Μάντεψε· ποιος σε χτύπησε;» Κι άλλα πολλά του έλεγαν βλαστημώντας τον. Όταν ξημέρωσε, συγκεντρώθηκαν οι πρεσβύτεροι του λαού, οι αρχιερείς και οι γραμματείς και τον έσυραν στο συνέδριό τους. Εκεί τον ρωτούσαν: «Πες μας, εσύ είσαι ο Χριστός;» Εκείνος τους απάντησε: «Αν σας το πω δε θα με πιστέψετε, κι αν σας ρωτήσω δε θα μου απαντήσετε, ούτε θα με ελευθερώσετε. Από τώρα όμως, ο Υιός του Ανθρώπου θα κάθεται στα δεξιά του παντοδύναμου Θεού ». Είπαν τότε όλοι: «Εσύ, λοιπόν, είσαι ο Υιός του Θεού;» Κι αυτός τους αποκρίθηκε: «Εγώ είμαι, όπως ακριβώς το λέτε». Κι εκείνοι είπαν: «Τι μας χρειάζονται πια οι μάρτυρες; Το ακούσαμε οι ίδιοι από το στόμα του». Τότε όλα τα μέλη του συνεδρίου σηκώθηκαν και έσυραν τον Ιησού στον Πιλάτο. Εκεί άρχισαν να τον κατηγορούν λέγοντας: «Αυτόν εδώ τον πιάσαμε να ξεσηκώνει το λαό μας, να τον εμποδίζει να πληρώνει τους φόρους στον αυτοκράτορα, και να ισχυρίζεται για τον εαυτό του πως είναι ο βασιλιάς, ο Μεσσίας». Ο Πιλάτος τότε τον ρώτησε: «Ώστε εσύ είσαι ο βασιλιάς των Ιουδαίων;» Κι ο Ιησούς του αποκρίθηκε: «Ναι, όπως το λες». Τότε ο Πιλάτος είπε στους αρχιερείς και στον όχλο: «Δε βρίσκω καμιά αιτία καταδίκης αυτού του ανθρώπου». Εκείνοι όμως επέμεναν, και έλεγαν ότι αναστατώνει το λαό με όσα διδάσκει σε όλη την Ιουδαία. «Άρχισε από τη Γαλιλαία και έφτασε ως εδώ», έλεγαν. Όταν ο Πιλάτος άκουσε για Γαλιλαία, ρώτησε να μάθει αν ο άνθρωπος αυτός είναι Γαλιλαίος. Κι όταν διαπίστωσε ότι υπαγόταν στη δικαιοδοσία του Ηρώδη, τον παρέπεμψε στον Ηρώδη, που ήταν κι αυτός στα Ιεροσόλυμα εκείνες τις ημέρες. Όταν ο Ηρώδης είδε τον Ιησού, χάρηκε πολύ. Γιατί από αρκετό καιρό ήθελε να τον δει, ύστερα από τα πολλά που άκουγε γι’ αυτόν· έλπιζε μάλιστα να τον δει να κάνει και κανένα θαύμα. Του έκανε πολλές ερωτήσεις, αυτός όμως δεν του έδινε καμιάν απάντηση. Εκεί βρίσκονταν και οι αρχιερείς και οι γραμματείς, οι οποίοι τον κατηγορούσαν με πολύ πείσμα. Τότε ο Ηρώδης με τους στρατιώτες του, αφού τον εξευτέλισε και τον περιγέλασε, τον έντυσε με μια μεγαλόπρεπη στολή και τον έστειλε πίσω στον Πιλάτο. Εκείνη την ημέρα μάλιστα ο Ηρώδης και ο Πιλάτος συμφιλιώθηκαν μεταξύ τους· πρωτύτερα οι σχέσεις τους ήταν εχθρικές. Ο Πιλάτος συγκάλεσε τους αρχιερείς, τους άρχοντες των Ιουδαίων και το λαό και τους είπε: «Μου φέρατε εδώ αυτόν τον άνθρωπο, επειδή ξεσηκώνει το λαό. Είδατε, τον ανέκρινα μπροστά σας και δεν τον βρήκα ένοχο για τίποτε απ’ όσα τον κατηγορείτε· ούτε όμως κι ο Ηρώδης, στον οποίο σας παρέπεμψα. Είναι φανερό ότι δεν έκανε τίποτε που ν’ αξίζει την καταδίκη του σε θάνατο. Γι’ αυτό, λοιπόν, θα τον βασανίσω και θα τον απολύσω». Αυτό το είπε γιατί ένα έθιμο υποχρέωνε τον Πιλάτο κατά την γιορτή να ελευθερώνει έναν φυλακισμένο για χάρη τους. Όλο μαζί όμως το πλήθος κραύγαζε και έλεγε: «Θανάτωσέ τον αυτόν κι ελευθέρωσέ μας το Βαραββά». Ο Βαραββάς είχε ριχτεί στη φυλακή για κάποια εξέγερση που είχε γίνει στην πόλη και για φόνο. Ο Πιλάτος, λοιπόν, επειδή ήθελε να ελευθερώσει τον Ιησού, τους μίλησε ξανά· αυτοί όμως φώναζαν κι έλεγαν: «Σταύρωσέ τον, σταύρωσέ τον!» Ο Πιλάτος τους είπε για τρίτη φορά: «Τι κακό έκανε ο άνθρωπος; Δεν του βρήκα τίποτα που να επισύρει τη θανατική καταδίκη· θα τον βασανίσω, λοιπόν, και θα τον ελευθερώσω». Εκείνοι όμως επέμεναν με δυνατές φωνές ζητώντας να σταυρωθεί ο Ιησούς. Οι φωνές οι δικές τους και των αρχιερέων υπερίσχυαν κι έτσι ο Πιλάτος αποφάσισε να κάνει δεκτό το αίτημά τους. Τους ελευθέρωσε αυτόν που ζητούσαν, το Βαραββά, που ήταν φυλακισμένος για εξέγερση και φόνο· και τον Ιησού τούς τον παρέδωσε να τον κάνουν ό,τι ήθελαν. Καθώς πήγαιναν να τον σταυρώσουν, έπιασαν κάποιον Σίμωνα Κυρηναίο, που γύριζε από το χωράφι του, και του φόρτωσαν το σταυρό να τον μεταφέρει πίσω από τον Ιησού. Τον ακολουθούσε πολύς κόσμος και πολλές γυναίκες, που τον θρηνούσαν χτυπώντας τα στήθη τους. Ο Ιησούς γύρισε σ’ αυτές και τους είπε: «Γυναίκες της Ιερουσαλήμ, μην κλαίτε για μένα· κλάψτε μάλλον για τον εαυτό σας, και για τα παιδιά σας, γιατί έρχονται μέρες που θα λένε: “καλότυχες οι άτεκνες, όσες δε γέννησαν κι όσες δε θήλασαν παιδιά”. Τότε θ’ αρχίσουν να λένε στα βουνά: “πέστε πάνω μας”· και στους λόφους: “σκεπάστε μας”. Γιατί αν αυτά γίνονται στα χλωρά, τι θα γίνει στα ξερά;» Μαζί με τον Ιησού πήγαιναν να σταυρώσουν κι άλλους δύο, κακούργους. Όταν έφτασαν στο μέρος που ονομαζόταν «Κρανίο», σταύρωσαν εκεί τον Ιησού και τους κακούργους, τον ένα στα δεξιά του και τον άλλο στα αριστερά. Ο Ιησούς έλεγε: «Πατέρα, συγχώρησέ τους, δεν ξέρουν τι κάνουν». Εκείνοι μοιράστηκαν τα ρούχα του ρίχνοντας κλήρο. Ο λαός στεκόταν και έβλεπε. Μαζί μ’ αυτούς κι οι άρχοντες κορόιδευαν και έλεγαν: «Τους άλλους τους έσωσε, ας σώσει τώρα και τον εαυτό του, αν αυτός είναι ο Μεσσίας, ο εκλεκτός του Θεού». Τον χλεύαζαν και οι στρατιώτες· έρχονταν κοντά του, του έδιναν ξίδι και του έλεγαν: «Αν εσύ είσαι ο βασιλιάς των Ιουδαίων, σώσε τον εαυτό σου». Υπήρχε μάλιστα και μια επιγραφή από πάνω του, γραμμένη στα ελληνικά, στα εβραϊκά και στα ρωμαϊκά: «Αυτός είναι ο βασιλιάς των Ιουδαίων». Ένας από τους κακούργους που ήταν κρεμασμένος στο σταυρό τον βλασφημούσε και του έλεγε: «Εάν εσύ είσαι ο Μεσσίας, σώσε τον εαυτό σου κι εμάς». Ο άλλος στράφηκε σ’ αυτόν, τον επιτίμησε και του είπε: «Ούτε το Θεό δε φοβάσαι εσύ; Δεν είσαι όπως κι εκείνος καταδικασμένος; Εμείς βέβαια δίκαια, γιατί τιμωρούμαστε γι’ αυτά που κάναμε· αυτός όμως δεν έκανε κανένα κακό». Και στον Ιησού έλεγε: «Θυμήσου με, Κύριε, όταν έρθεις στη βασιλεία σου». Ο Ιησούς του απάντησε: «Σε βεβαιώνω πως σήμερα κιόλας θα είσαι μαζί μου στον παράδεισο». Ήταν περίπου δώδεκα η ώρα το μεσημέρι, κι έπεσε σκοτάδι σε όλη τη γη ως τις τρεις το απόγευμα, γιατί ο ήλιος χάθηκε. Το καταπέτασμα του ναού σκίστηκε στη μέση. Τότε ο Ιησούς κραύγασε με δυνατή φωνή και είπε: «Πατέρα, στα χέρια σου παραδίνω το πνεύμα μου ». Μόλις το είπε αυτό, ξεψύχησε. Όταν ο Ρωμαίος αξιωματικός είδε αυτό που έγινε, δόξασε το Θεό: «Πραγματικά», είπε, «αυτός ο άνθρωπος ήταν αθώος!» Κι όλοι όσοι είχαν μαζευτεί εκεί για να δουν το θέαμα, μόλις είδαν αυτά που έγιναν, έφευγαν χτυπώντας μετανιωμένοι τα στήθη τους. Όλοι οι γνωστοί του Ιησού στέκονταν μακριά. Μαζί τους τα παρακολουθούσαν αυτά και γυναίκες που τον είχαν ακολουθήσει από τη Γαλιλαία. Υπήρχε κάποιος που τον έλεγαν Ιωσήφ, μέλος του συνεδρίου και άνθρωπος καλοκάγαθος και δίκαιος –αυτός δεν ήταν σύμφωνος με τη γνώμη και τις πράξεις των Ιουδαίων. Καταγόταν από την ιουδαϊκή πόλη Αριμαθαία και περίμενε κι αυτός τη βασιλεία του Θεού. Πήγε, λοιπόν, στον Πιλάτο και ζήτησε το σώμα του Ιησού. Αφού το κατέβασε, το τύλιξε μ’ ένα σεντόνι και το έβαλε σ’ ένα λαξευμένο μνήμα, στο οποίο δεν είχαν βάλει ποτέ κανέναν. Ήταν ημέρα Παρασκευή, και πλησίαζε το Σάββατο. Παρακολουθούσαν και οι γυναίκες που είχαν έρθει μαζί με τον Ιησού από τη Γαλιλαία, οι οποίες είδαν το μνήμα και ότι σ’ αυτό τοποθετήθηκε το σώμα του Ιησού. Γύρισαν, λοιπόν, πίσω και ετοίμασαν αρώματα και μύρα. Την ημέρα του Σαββάτου δεν έκαναν καμιά ενέργεια, όπως προστάζει ο νόμος. Την επόμενη μέρα όμως μετά το Σάββατο, από τα βαθιά χαράματα, ήρθαν οι γυναίκες στον τάφο με τα αρώματα που είχαν ετοιμάσει· μαζί τους ήταν και μερικές άλλες. Βρήκαν τότε την πέτρα κυλισμένη από το μνήμα και, όταν μπήκαν σ’ αυτό, δε βρήκαν το σώμα του Κυρίου Ιησού. Καθώς απορούσαν γι’ αυτό, φάνηκαν μπροστά τους δύο άντρες με αστραφτερές στολές. Κι ενώ αυτές κατατρομαγμένες είχαν σκυμμένο το πρόσωπό τους στη γη, τις ρώτησαν: «Τι ζητάτε τον ζωντανό ανάμεσα στους νεκρούς; Δεν είναι εδώ, αναστήθηκε! Θυμηθείτε τι σας είχε πει, όταν ακόμα ήταν στη Γαλιλαία. Σας είπε ότι ο Υιός του Ανθρώπου πρέπει να παραδοθεί στα χέρια των εχθρών του Θεού, να σταυρωθεί και την τρίτη ημέρα ν’ αναστηθεί». Θυμήθηκαν τότε τα λόγια του. Επέστρεψαν λοιπόν απ’ το μνήμα και τα ανάγγειλαν όλα αυτά στους έντεκα μαθητές και σ’ όλους τους άλλους. Αυτές που τα έλεγαν αυτά στους αποστόλους ήταν η Μαρία η Μαγδαληνή, η Ιωάννα, η Μαρία η μητέρα του Ιακώβου και οι υπόλοιπες που ήταν μαζί τους. Τα λόγια αυτά τους φάνηκαν φλυαρίες και δεν τις πίστευαν. Ο Πέτρος όμως σηκώθηκε κι έτρεξε στο μνήμα. Όταν έσκυψε, είδε μέσα μόνο τα σάβανα και γύρισε σπίτι του γεμάτος απορία γι’ αυτό που είχε γίνει. Την ίδια μέρα, δύο από τους μαθητές του Ιησού πήγαιναν σ’ ένα χωριό που απέχει εξήντα στάδια από την Ιερουσαλήμ και λέγεται Εμμαούς. Αυτοί μιλούσαν μεταξύ τους για όλα όσα είχαν συμβεί. Καθώς μιλούσαν και συζητούσαν, τους πλησίασε ο ίδιος ο Ιησούς και βάδιζε μαζί τους. Τα μάτια τους όμως εμποδίζονταν, έτσι που να μην τον αναγνωρίζουν. Ο Ιησούς τους ρώτησε: «Για ποιο ζήτημα μιλάτε μεταξύ σας τόσο έντονα, έτσι που περπατάτε σκυθρωποί;» Ο ένας, που ονομαζόταν Κλεόπας, του αποκρίθηκε: «Μονάχος ζεις εσύ στην Ιερουσαλήμ και δεν έμαθες τα όσα έγιναν εκεί αυτές τις μέρες;» «Ποια;» τους ρώτησε. «Αυτά», του λένε, «με τον Ιησού από τη Ναζαρέτ, που ήταν προφήτης δυνατός σε έργα και σε λόγια ενώπιον του Θεού και ολόκληρου του λαού. Πώς τον παρέδωσαν οι αρχιερείς και οι άρχοντές μας να καταδικαστεί σε θάνατο και τον σταύρωσαν. Εμείς ελπίζαμε ότι αυτός είναι εκείνος που έμελλε να ελευθερώσει το λαό Ισραήλ. Αντίθετα, είναι η τρίτη μέρα σήμερα από τότε που έγιναν αυτά και δεν έχει συμβεί τίποτα. Επιπλέον, μας αναστάτωσαν και μερικές γυναίκες από τον κύκλο μας. Πήγαν πρωί πρωί στον τάφο και δε βρήκαν το σώμα του. Ήρθαν λοιπόν και μας έλεγαν ότι είδαν οπτασία αγγέλων, οι οποίοι τους είπαν ότι αυτός ζει. Τότε μερικοί από τους δικούς μας πήγαν στο μνήμα και διαπίστωσαν τα ίδια που έλεγαν και οι γυναίκες, αυτόν όμως δεν τον είδαν». Τότε ο Ιησούς τους είπε: «Ανόητοι, που η καρδιά σας αργεί να πιστέψει όλα όσα είπαν οι προφήτες. Αυτά δεν έπρεπε να πάθει ο Μεσσίας και να δοξαστεί;» Και αρχίζοντας από τα βιβλία του Μωυσή και όλων των προφητών, τους εξήγησε όσα αναφέρονταν στις Γραφές για τον εαυτό του. Όταν πλησίασαν στο χωριό που πήγαιναν, αυτός προσποιήθηκε πως πηγαίνει πιο μακριά. Εκείνοι όμως τον πίεζαν και του έλεγαν: «Μείνε μαζί μας, γιατί πλησιάζει το βράδυ και η μέρα ήδη τελειώνει». Μπήκε λοιπόν στο χωριό για να μείνει μαζί τους. Την ώρα που κάθισε μαζί τους για φαγητό, πήρε το ψωμί, το ευλόγησε και, αφού το έκοψε σε κομμάτια, τους έδωσε. Τότε ανοίχτηκαν τα μάτια τους και κατάλαβαν ποιος είναι. Εκείνος όμως έγινε άφαντος. Είπαν τότε μεταξύ τους: «Δε φλεγόταν η καρδιά μας μέσα μας, καθώς μας μιλούσε στο δρόμο και μας ερμήνευε τις Γραφές;» Την ίδια ώρα σηκώθηκαν και γύρισαν στην Ιερουσαλήμ. Εκεί βρήκαν συγκεντρωμένους τους έντεκα μαθητές και όσους ήταν μαζί τους, που έλεγαν ότι πραγματικά αναστήθηκε ο Κύριος και φανερώθηκε στο Σίμωνα. Τους εξήγησαν λοιπόν κι αυτοί τα όσα τους είχαν συμβεί στο δρόμο και πώς τον αναγνώρισαν όταν τεμάχιζε το ψωμί. Ενώ μιλούσαν γι’ αυτά, στάθηκε ανάμεσά τους ο Ιησούς και τους λέει: «Ειρήνη σ’ εσάς!» Αυτοί από την ταραχή και το φόβο τους νόμιζαν ότι έβλεπαν φάντασμα. Εκείνος τους είπε: «Γιατί είστε τρομαγμένοι και γιατί γεννιούνται στην καρδιά σας αμφιβολίες; Κοιτάξτε τα χέρια μου και τα πόδια μου, για να βεβαιωθείτε ότι είμαι εγώ ο ίδιος. Ψηλαφίστε με και δείτε· ένα φάντασμα δεν έχει σάρκα και οστά, όπως βλέπετε εμένα να έχω». Και λέγοντας αυτά τους έδειξε τα χέρια και τα πόδια του. Αυτοί από τη χαρά και την έκπληξή τους δεν πίστευαν στα μάτια τους· τους ρώτησε τότε ο Ιησούς: «Έχετε τίποτε φαγώσιμο;» Του έδωσαν τότε ένα κομμάτι ψητό ψάρι και ένα κομμάτι κηρύθρα με μέλι. Τα πήρε και τα έφαγε μπροστά τους. Ύστερα τους είπε: «Αυτά εννοούσα με τα λόγια που σας έλεγα όταν ήμουν ακόμη μαζί σας, ότι δηλαδή πρέπει να εκπληρωθούν όλα όσα είναι γραμμένα για μένα στο νόμο του Μωυσή, στους προφήτες και στους Ψαλμούς». Τότε τους φώτισε το νου, για να καταλαβαίνουν τις Γραφές, και τους είπε: «Οι Γραφές λένε ότι έτσι έπρεπε να γίνει, και έτσι έπρεπε να πάθει ο Μεσσίας, ν’ αναστηθεί από τους νεκρούς την τρίτη μέρα και να κηρυχθεί στο όνομά του μετάνοια και άφεση αμαρτιών σ’ όλα τα έθνη, αρχίζοντας από την Ιερουσαλήμ. Εσείς είστε μάρτυρες όλων αυτών. Κι εγώ θα σας στείλω αυτό που σας υποσχέθηκε ο Πατέρας μου. Εσείς καθίστε στην Ιερουσαλήμ ωσότου ο Θεός σάς οπλίσει με τη δύναμή του». Κατόπιν τους οδήγησε έξω από την πόλη ως τη Βηθανία, σήκωσε τα χέρια του και τους ευλόγησε. Καθώς τους ευλογούσε, άρχισε ν’ απομακρύνεται απ’ αυτούς και ν’ ανεβαίνει στον ουρανό. Αυτοί τότε τον προσκύνησαν και γύρισαν στην Ιερουσαλήμ με μεγάλη χαρά, κι έμεναν συνεχώς στο ναό υμνολογώντας και δοξολογώντας το Θεό. Αμήν. Απ’ όλα πριν υπήρχε ο Λόγος κι ο Λόγος ήτανε με τον Θεό, κι ήταν Θεός ο Λόγος. Απ’ την αρχή ήταν αυτός με τον Θεό. Τα πάντα δι’ αυτού δημιουργήθηκαν κι απ’ όσα έγιναν τίποτα χωρίς αυτόν δεν έγινε. Αυτός ήτανε η ζωή, και ήταν η ζωή αυτή το φως για τους ανθρώπους. Το φως αυτό έλαμψε μέσα στου κόσμου το σκοτάδι, μα το σκοτάδι δεν το δέχτηκε. Ο Θεός έστειλε έναν άνθρωπο που τον έλεγαν Ιωάννη· αυτός ήρθε ως μάρτυρας για να κηρύξει ποιος είναι το φως, ώστε με τα λόγια του να πιστέψουν όλοι. Δεν ήταν ο ίδιος το φως, ήρθε όμως για να πει ποιος είναι το φως. Ο Λόγος ήταν το αληθινό το φως, που καθώς έρχεται στον κόσμο φωτίζει κάθε άνθρωπο. Μέσα στον κόσμο ήταν, κι ο κόσμος δι’ αυτού δημιουργήθηκε, μα δεν τον αναγνώρισε ο κόσμος. Ήρθε στον τόπο το δικό του, και οι δικοί του δεν τον δέχτηκαν. Σ’ όσους όμως τον δέχτηκαν και πίστεψαν σ’ αυτόν, έδωσε το δικαίωμα να γίνουν παιδιά του Θεού. Απ’ το Θεό γεννήθηκαν αυτοί και όχι από γυναίκας αίμα, ούτε από επιθυμία ανθρώπινη ή επιθυμία άντρα. Ο Λόγος έγινε άνθρωπος κι έστησε τη σκηνή του ανάμεσά μας και είδαμε τη θεϊκή του δόξα, τη δόξα που ο μοναχογιός την έχει απ’ τον Πατέρα, ήρθε γεμάτος χάρη θεϊκή κι αλήθεια για μας. Ο Ιωάννης είπε επίσημα τη γνώμη του γι’ αυτόν και τη διακήρυξε λέγοντας: «Γι’ αυτόν ήταν που είπα, “εκείνος που έρχεται ύστερα από μένα είναι ανώτερός μου, γιατί υπήρχε πριν από μένα”». Απ’ το δικό του πλούτο πήραμε όλοι εμείς τη μια δωρεά πάνω στην άλλη. Ο νόμος δόθηκε δια του Μωυσέως, η χάρη η θεϊκή όμως και η αλήθεια ήρθε σ’ εμάς δια του Ιησού Χριστού. Κανείς ποτέ δεν είδε το Θεό· μόνο ο μονογενής Υιός, που είναι μέσα στην αγκαλιά του Πατέρα, εκείνος μας τον έκανε γνωστό. Αυτή είναι η μαρτυρία που έδωσε ο Ιωάννης, όταν οι Ιουδαίοι άρχοντες έστειλαν από τα Ιεροσόλυμα ιερείς και λευίτες να τον ρωτήσουν: «Εσύ ποιος είσαι;» Τότε αυτός διακήρυξε και δεν αρνήθηκε· διακήρυξε απερίφραστα: «Δεν είμαι εγώ ο Μεσσίας». «Τότε λοιπόν;» τον ρώτησαν. «Μήπως είσαι ο Ηλίας;» Εκείνος είπε: «Όχι, δεν είμαι». «Μήπως είσαι ο προφήτης που περιμένουμε;» Κι απάντησε: «Όχι». Τότε του είπαν: «Ποιος είσαι: ώστε να δώσουμε απόκριση σ’ αυτούς που μας έστειλαν· τι έχεις να πεις για τον εαυτό σου;» Είπε: « Εγώ είμαι, σύμφωνα με τα λόγια του προφήτη Ησαΐα, η φωνή κάποιου που κράζει στην έρημο: “ισιώστε το δρόμο, να περάσει ο Κύριος” ». Μεταξύ των απεσταλμένων ήταν και μερικοί Φαρισαίοι, οι οποίοι τον ρώτησαν: «Γιατί, λοιπόν, βαφτίζεις, αφού δεν είσαι ούτε ο Μεσσίας ούτε ο Ηλίας ούτε ο προφήτης που περιμένουμε;» Αυτός τους αποκρίθηκε: «Εγώ βαφτίζω με νερό· ανάμεσά σας όμως βρίσκεται κιόλας εκείνος που εσείς δεν τον γνωρίζετε. Αυτός είναι που έρχεται ύστερα από μένα, που όμως υπάρχει πριν από μένα και που εγώ δεν είμαι άξιος ούτε το λουρί να λύσω από τα υποδήματά του». Αυτά συνέβαιναν στην Βηθανία, πέρα από τον Ιορδάνη, εκεί που βάφτιζε ο Ιωάννης. Την άλλη μέρα, ο Ιωάννης βλέπει τον Ιησού να έρχεται προς το μέρος του και λέει: «Αυτός είναι ο αμνός του Θεού, που παίρνει πάνω του την αμαρτία των ανθρώπων. Γι’ αυτόν σας μίλησα όταν είπα, “ύστερα από μένα έρχεται ένας που είναι ανώτερός μου, γιατί υπήρχε πριν εγώ να γεννηθώ”. Εγώ κάποτε δεν τον ήξερα ποιος είναι. Για να τον γνωρίσει όμως ο Ισραήλ, γι’ αυτό ήρθα εγώ και βαφτίζω με νερό». Κι ο Ιωάννης διακήρυξε δημόσια και είπε: «Είδα το Πνεύμα να κατεβαίνει σαν περιστέρι από τον ουρανό και να μένει πάνω του. Εγώ δεν τον ήξερα ποιος ήταν, αυτός όμως που με έστειλε να βαφτίζω με νερό, αυτός μου είπε: “εκείνος που πάνω του θα δεις να κατεβαίνει και να μένει το Πνεύμα, αυτός είναι που βαφτίζει με Άγιο Πνεύμα”. Κι αυτό εγώ το είδα· και διακήρυξα δημόσια πως αυτός είναι ο Υιός του Θεού». Την άλλη μέρα, ο Ιωάννης στεκόταν πάλι με δύο από τους μαθητές του· και, καθώς είδε τον Ιησού να προσπερνάει, είπε: «Αυτός είναι ο αμνός του Θεού». Οι δύο μαθητές τον άκουσαν να το λέει και ακολούθησαν τον Ιησού. Ο Ιησούς γύρισε και, βλέποντάς τους να τον ακολουθούν, τους είπε: «Τι θέλετε;» Κι αυτοί του απάντησαν: «Ραββί –που σημαίνει Διδάσκαλε– πού μένεις;» «Ελάτε και θα δείτε», τους λέει. Πήγαν, λοιπόν, και είδαν που μένει, κι εκείνη την ημέρα έμειναν κοντά του· η ώρα ήταν περίπου τέσσερις το απόγευμα. Ο ένας από τους δύο που άκουσαν τα λόγια του Ιωάννη κι ακολούθησαν τον Ιησού ήταν ο Ανδρέας, ο αδερφός του Σίμωνος Πέτρου. Αυτός βρίσκει σε λίγο τον αδερφό του το Σίμωνα και του λέει: «Βρήκαμε το Μεσσία» –που σημαίνει το Χριστό. Και τον έφερε στον Ιησού. Ο Ιησούς τον κοίταξε καλά και είπε: «Εσύ είσαι ο Σίμων, ο γιος του Ιωνά· εσύ θα ονομαστείς Κηφάς» –που σημαίνει Πέτρος. Την άλλη μέρα ο Ιησούς αποφάσισε να πάει στη Γαλιλαία. Βρίσκει τότε το Φίλιππο και του λέει: «Έλα μαζί μου». Ο Φίλιππος καταγόταν από τη Βηθσαϊδά, την πατρίδα του Ανδρέα και του Πέτρου. Βρίσκει ο Φίλιππος το Ναθαναήλ και του λέει: «Αυτόν που προανήγγειλε ο Μωυσής στο νόμο και οι προφήτες, τον βρήκαμε· είναι ο Ιησούς, ο γιος του Ιωσήφ από τη Ναζαρέτ». «Μπορεί από τη Ναζαρέτ να βγει τίποτα καλό;» τον ρώτησε ο Ναθαναήλ. «Έλα και δες μόνος σου», του λέει ο Φίλιππος. Ο Ιησούς είδε το Ναθαναήλ να πλησιάζει και λέει γι’ αυτόν: «Να ένας γνήσιος Ισραηλίτης, χωρίς δόλο μέσα του». «Από πού με ξέρεις;» τον ρωτάει ο Ναθαναήλ. Κι ο Ιησούς του απάντησε: «Προτού σου πει ο Φίλιππος να ’ρθείς, σε είδα που ήσουν κάτω απ’ τη συκιά». Τότε ο Ναθαναήλ του είπε: «Διδάσκαλε, εσύ είσαι ο Υιός του Θεού, εσύ είσαι ο βασιλιάς του Ισραήλ». Κι ο Ιησούς του αποκρίθηκε: «Επειδή σου είπα πως σε είδα κάτω από τη συκιά, γι’ αυτό πιστεύεις; Θα δεις μεγαλύτερα πράγματα απ’ αυτά». Και του λέει: «Σας βεβαιώνω ότι σύντομα θα δείτε να έχει ανοίξει ο ουρανός, και οι άγγελοι του Θεού να ανεβαίνουν και να κατεβαίνουν πάνω στον Υιό του Ανθρώπου». Την τρίτη μέρα, γινόταν ένας γάμος στην Κανά της Γαλιλαίας. Ήταν εκεί και η μητέρα του Ιησού. Προσκάλεσαν λοιπόν και τον Ιησού και τους μαθητές του στο γάμο. Κάποια στιγμή που τέλειωσε το κρασί, η μητέρα του Ιησού του λέει: «Δεν έχουν κρασί». Της λέει ο Ιησούς: «Τι επεμβαίνεις εσύ στο δικό μου έργο, γυναίκα; Δεν ήρθε ακόμα η ώρα μου». Τότε η μητέρα του λέει στους υπηρέτες: «Κάντε ό,τι σας πει». Εκεί βρίσκονταν έξι πέτρινες στάμνες, που χωρούσαν η καθεμιά ογδόντα ως εκατόν είκοσι λίτρα. Χρειάζονταν για τον καθαρισμό που απαιτούσε ο ιουδαϊκός νόμος. Τότε ο Ιησούς λέει στους υπηρέτες: «Γεμίστε τις στάμνες με νερό». Και τις γέμισαν ως απάνω. «Πάρτε τώρα», τους είπε, «και φέρτε να δοκιμάσει ο υπεύθυνος για το τραπέζι». Κι αυτοί του έφεραν. Μόλις όμως ο υπεύθυνος για το τραπέζι γεύτηκε το νερό που είχε γίνει κρασί, μην ξέροντας την προέλευσή του, γιατί μόνο οι υπηρέτες που είχαν βάλει το νερό ήξεραν, φωνάζει το γαμπρό και του λέει: «Όλος ο κόσμος προσφέρει πρώτα το καλό κρασί, κι όταν μεθύσουν, τότε φέρνει το πιο δεύτερο· εσύ όμως φύλαξες το καλό κρασί ως αυτή την ώρα». Αυτή ήταν η αρχή των σημείων του Ιησού στην Κανά της Γαλιλαίας. Έτσι φανέρωσε τη δόξα του, και οι μαθητές του πίστεψαν σ’ αυτόν. Ύστερα κατέβηκε στην Καπερναούμ, αυτός και η μητέρα του, τ’ αδέρφια του και οι μαθητές του κι έμειναν εκεί λίγες μέρες. Καθώς πλησίαζε η γιορτή του ιουδαϊκού Πάσχα, ανέβηκε ο Ιησούς στα Ιεροσόλυμα. Μέσα στον περίβολο του ιερού βρήκε αυτούς που πουλούσαν βόδια, πρόβατα και περιστέρια για τις θυσίες, και τους αργυραμοιβούς καθιστούς πίσω από τους πάγκους. Τότε έφτιαξε ένα μαστίγιο από σκοινιά και τους έβγαλε όλους έξω από τον περίβολο του ναού, μαζί και τα πρόβατα και τα βόδια, έριξε καταγής τα νομίσματα των αργυραμοιβών, κι αναποδογύρισε τους πάγκους. Κι έλεγε σ’ αυτούς που πουλούσαν τα περιστέρια: «Πάρτε τα αυτά από ’δω, μην κάνετε εμπορικό κατάστημα το σπίτι του Πατέρα μου». Θυμήθηκαν τότε οι μαθητές του τα λόγια της Γραφής: ο ζήλος για τον οίκο σου θα με καταφάει σαν τη φωτιά. Τον ρώτησαν τότε οι Ιουδαίοι άρχοντες: «Με τι θαύμα μπορείς να αποδείξεις πως έχεις το δικαίωμα να τα πράττεις αυτά;» Ο Ιησούς απάντησε: «Γκρεμίστε αυτόν το ναό, και σε τρεις μέρες εγώ θα τον ξαναχτίσω». Είπαν τότε οι Ιουδαίοι άρχοντες: «Σαράντα έξι χρόνια δουλειάς χρειάστηκαν για να χτιστεί ο ναός αυτός, κι εσύ σε τρεις μέρες θα τον ξαναχτίσεις;» Εκείνος όμως μιλούσε για ναό εννοώντας το σώμα του. Όταν, λοιπόν, αναστήθηκε, θυμήθηκαν οι μαθητές του πως γι’ αυτό μιλούσε και πίστεψαν στη Γραφή και στα λόγια που είχε πει ο Ιησούς. Κατά την παραμονή του Ιησού στα Ιεροσόλυμα για τη γιορτή του Πάσχα πολλοί πίστεψαν σ’ αυτόν, βλέποντας τα θαύματα που έκανε. Ο Ιησούς όμως δεν τους εμπιστευόταν, γιατί τους ήξερε όλους καλά. Δε χρειαζόταν να τον πληροφορήσει κανείς για έναν άνθρωπο, γιατί αυτός ήξερε καλά τι είχε καθένας μέσα του. Κάποιος από τους Φαρισαίους, που λεγόταν Νικόδημος, άρχοντας των Ιουδαίων, ήρθε στον Ιησού νύχτα και του είπε: «Διδάσκαλε, ξέρουμε πως ο Θεός σε έστειλε να διδάξεις· γιατί κανείς δεν μπορεί να κάνει αυτά τα θαύματα που κάνεις εσύ, αν ο Θεός δεν είναι μαζί του». Ο Ιησούς του είπε: «Σε βεβαιώνω, πως αν δε γεννηθεί κανείς ξανά, δεν μπορεί να δει τη βασιλεία του Θεού. Τον ρώτησε ο Νικόδημος: «Πώς είναι δυνατόν ένας άνθρωπος ηλικιωμένος πια να γεννηθεί ξανά; Μήπως μπορεί να μπει στην κοιλιά της μάνας του και να γεννηθεί άλλη μια φορά;» Ο Ιησούς του απάντησε: «Σε βεβαιώνω πως αν κανείς δε γεννηθεί απ’ το νερό κι από το Πνεύμα, δεν μπορεί να μπει στη βασιλεία του Θεού. Ό,τι γεννιέται από τον άνθρωπο είναι ανθρώπινο, ενώ ό,τι γεννιέται από το Πνεύμα είναι πνευματικό. Μην απορείς που σου είπα ότι πρέπει να γεννηθείτε ξανά. Ο άνεμος πνέει όπου θέλει· ακούς τη βοή του αλλά δεν ξέρεις από πού έρχεται και πού πηγαίνει· έτσι συμβαίνει και με καθέναν που γεννιέται από το Πνεύμα». «Πώς μπορούν να γίνουν αυτά τα πράγματα;» ρώτησε ο Νικόδημος. Ο Ιησούς του απάντησε: «Εσύ είσαι δάσκαλος του λαού Ισραήλ κι αυτά δεν τα ξέρεις; Σε βεβαιώνω πως εμείς λέμε αυτό που ξέρουμε από πείρα, και μεταδίδουμε στους άλλους αυτό που έχουμε δει με τα μάτια μας· τη μαρτυρία μας όμως εσείς δεν τη δέχεστε. Αν δεν με πιστεύετε όταν σας μιλάω για πράγματα που συμβαίνουν στη γη, πώς θα με πιστέψετε αν σας πω για πράγματα που συμβαίνουν στον ουρανό; Κανένας, βέβαια, δεν ανέβηκε στον ουρανό παρά μόνο ο Υιός του Ανθρώπου, που κατέβηκε από τον ουρανό, και που είναι στον ουρανό. Όπως ο Μωυσής ύψωσε το χάλκινο φίδι στην έρημο, έτσι πρέπει να υψωθεί ο Υιός του Ανθρώπου, ώστε όποιος πιστεύει σ’ αυτόν να μη χαθεί αλλά να ζήσει αιώνια. »Τόσο πολύ αγάπησε ο Θεός τον κόσμο, ώστε παρέδωσε στο θάνατο το μονογενή του Υιό, για να μη χαθεί όποιος πιστεύει σ’ αυτόν αλλά να έχει ζωή αιώνια. Γιατί, ο Θεός δεν έστειλε τον Υιό του στον κόσμο για να καταδικάσει τον κόσμο, αλλά για να σωθεί ο κόσμος δι’ αυτού. Όποιος πιστεύει σ’ αυτόν δεν έχει να φοβηθεί τη θεϊκή κρίση· αυτός όμως που δεν πιστεύει έχει κιόλας καταδικαστεί, γιατί δεν πίστεψε στο μονογενή Υιό του Θεού. Και να ποια είναι η καταδίκη: Το φως ήρθε στον κόσμο, οι άνθρωποι όμως αγάπησαν περισσότερο το σκοτάδι παρά το φως, γιατί οι πράξεις τους ήταν πονηρές. Κάθε άνθρωπος που πράττει έργα φαύλα μισεί το φως και δεν έρχεται στο φως, γιατί φοβάται μήπως αποκαλυφθούν τα έργα του και κριθούν. Όποιος όμως κάνει πράξεις σύμφωνες με την αλήθεια του Θεού, αυτός έρχεται στο φως· έτσι θα φανεί πως οι πράξεις του έχουν γίνει από υπακοή στο Θεό». Ύστερα απ’ αυτά, ήρθε ο Ιησούς και οι μαθητές του στην περιοχή της Ιουδαίας, κι εκεί έμεινε αρκετόν καιρό μαζί τους και βάφτιζε. Αλλά κι ο Ιωάννης βάφτιζε τότε στην Αινών, κοντά στο Σαλείμ, γιατί είχε πολύ νερό εκεί, και οι άνθρωποι έρχονταν και βαφτίζονταν, αφού ο Ιωάννης δεν είχε ακόμα φυλακιστεί. Έγινε κάποτε μια συζήτηση ανάμεσα σε μερικούς από τους μαθητές του Ιωάννη και σ’ έναν Ιουδαίο, σχετικά με το θρησκευτικό καθαρμό. Ήρθαν λοιπόν στον Ιωάννη και του είπαν: «Δάσκαλε, αυτός που ήταν μαζί σου πέρα από τον Ιορδάνη, αυτός που εσύ επίσημα τον παρουσίασες, αυτός τώρα βαφτίζει, κι όλοι πηγαίνουν σ’ αυτόν». Ο Ιωάννης απάντησε: «Τίποτα δεν μπορεί να λάβει ο άνθρωπος, αν δεν του είναι δοσμένο από το Θεό. Εσείς οι ίδιοι είστε μάρτυρες ότι είπα, “δεν είμαι εγώ ο Μεσσίας, αλλά είμαι απεσταλμένος πριν απ’ αυτόν”. Γαμπρός είναι εκείνος που έχει τη νύφη· ο φίλος όμως του γαμπρού, που στέκεται κοντά και τον ακούει, είναι γεμάτος χαρά ακούγοντας τη φωνή του γαμπρού. Αυτή είναι η χαρά η δική μου και τώρα έχει ολοκληρωθεί. Εκείνου το έργο πρέπει να μεγαλώνει και το δικό μου να μικραίνει». «Αυτός που έρχεται από το Θεό είναι ανώτερος απ’ όλους· αυτός που προέρχεται από τη γη έχει ανθρώπινη προέλευση και μιλάει ανάλογα. Αυτός που έρχεται από το Θεό είναι ανώτερος απ’ όλους· κηρύττει ό,τι είδε κι άκουσε, κανείς όμως δε δέχεται τη μαρτυρία του. Αυτός που δέχεται τη μαρτυρία του αναγνωρίζει ότι ο Θεός λέει την αλήθεια. Γιατί τα λόγια του Θεού λαλεί αυτός που στάλθηκε από το Θεό, αφού ο Θεός τού δίνει το Πνεύμα απεριόριστα. Ο Πατέρας αγαπάει τον Υιό και του έδωσε εξουσία πάνω σε όλα. Εκείνος που πιστεύει στον Υιό έχει αιώνια ζωή· εκείνος που αρνείται να πιστέψει στον Υιό δε θα δει τη ζωή, αλλά η οργή του Θεού μένει πάνω του». Όταν λοιπόν έμαθε ο Κύριος ότι οι Φαρισαίοι πληροφορήθηκαν πως ο Ιησούς αποκτά περισσότερους οπαδούς από τον Ιωάννη και τους βαφτίζει –αν και ο ίδιος ο Ιησούς δε βάφτιζε αλλά οι μαθητές του– άφησε την Ιουδαία κι έφυγε πάλι για τη Γαλιλαία. Έπρεπε όμως να περάσει από τη Σαμάρεια. Έφτασε έτσι σε μια πόλη της Σαμάρειας που λεγόταν Συχάρ, κοντά στο χωράφι που είχε δώσει ο Ιακώβ στο γιο του τον Ιωσήφ. Εκεί βρισκόταν το πηγάδι του Ιακώβ. Ο Ιησούς, κουρασμένος από την πεζοπορία, κάθισε κοντά στο πηγάδι· ήταν γύρω στο μεσημέρι. Εκείνη τού απάντησε: «Εσύ είσαι Ιουδαίος κι εγώ Σαμαρείτισσα. Πώς μπορείς να μου ζητάς να σου δώσω νερό να πιεις;» –επειδή οι Ιουδαίοι αποφεύγουν κάθε επικοινωνία με τους Σαμαρείτες. Ο Ιησούς της απάντησε: «Αν ήξερες τη δωρεά του Θεού και ποιος είν’ αυτός που σου λέει “δώσ’ μου να πιω”, τότε εσύ θα του ζητούσες κι εκείνος θα σου έδινε ζωντανό νερό». Του λέει η γυναίκα: «Κύριε, εσύ δεν έχεις ούτε καν κουβά, και το πηγάδι είναι βαθύ· από πού, λοιπόν, το ’χεις το τρεχούμενο νερό; Αυτό το πηγάδι μάς το χάρισε ο προπάτοράς μας ο Ιακώβ· ήπιε απ’ αυτό ο ίδιος και οι γιοι του και τα ζωντανά του. Μήπως εσύ είσαι ανώτερος απ’ αυτόν;» Ο Ιησούς της απάντησε: «Όποιος πίνει απ’ αυτό το νερό θα διψάσει πάλι· όποιος όμως πιει από το νερό που θα του δώσω εγώ δε θα διψάσει ποτέ, αλλά το νερό που θα του δώσω θα γίνει μέσα του μια πηγή που θ’ αναβλύζει νερό ζωής αιώνιας». Του λέει η γυναίκα: «Κύριε, δώσ’ μου αυτό το νερό για να μη διψάω, κι ούτε να έρχομαι ως εδώ για να το παίρνω». Τότε ο Ιησούς της είπε: «Πήγαινε να φωνάξεις τον άντρα σου κι έλα εδώ». «Δεν έχω άντρα», απάντησε η γυναίκα. Ο Ιησούς της λέει: «Σωστά είπες, “δεν έχω άντρα”· γιατί πέντε άντρες πήρες κι αυτός που μαζί του τώρα ζεις δεν είναι άντρας σου· αυτό που είπες είναι αλήθεια». Του λέει η γυναίκα: «Κύριε, βλέπω ότι εσύ είσαι προφήτης· οι προπάτορές μας λάτρεψαν το Θεό σ’ αυτό το βουνό· εσείς όμως λέτε ότι στα Ιεροσόλυμα βρίσκεται ο τόπος όπου πρέπει κανείς να τον λατρεύει». «Πίστεψέ με, γυναίκα», της λέει τότε ο Ιησούς, «είναι κοντά ο καιρός που δε θα λατρεύετε τον Πατέρα ούτε σ’ αυτό το βουνό ούτε στα Ιεροσόλυμα. Εσείς οι Σαμαρείτες λατρεύετε αυτό που δεν ξέρετε· εμείς όμως λατρεύουμε αυτό που ξέρουμε, γιατί η σωτηρία έρχεται στον κόσμο από τους Ιουδαίους. Είναι όμως κοντά ο καιρός, ήρθε κιόλας, που οι πραγματικοί λάτρεις θα λατρεύσουν τον Πατέρα με τη δύναμη του Πνεύματος, που αποκαλύπτει την αλήθεια· γιατί έτσι τους θέλει ο Πατέρας αυτούς που τον λατρεύουν. Ο Θεός είναι πνεύμα. Κι αυτοί που τον λατρεύουν πρέπει να τον λατρεύουν με τη δύναμη του Πνεύματος, που φανερώνει την αλήθεια». Του λέει τότε η γυναίκα: «Ξέρω ότι θα έρθει ο Μεσσίας, δηλαδή ο Χριστός· όταν έρθει εκείνος, θα μας τα εξηγήσει όλα». «Εγώ είμαι», της λέει ο Ιησούς, «εγώ, που σου μιλάω αυτή τη στιγμή». Εκείνη την ώρα ήρθαν οι μαθητές του κι απορούσαν που συνομιλούσε με γυναίκα. Βέβαια, κανείς δεν του είπε «τι συζητάς;» ή «γιατί μιλάς μαζί της;» Τότε η γυναίκα άφησε τη στάμνα της, πήγε στην πόλη κι άρχισε να λέει στον κόσμο: «Ελάτε να δείτε έναν άνθρωπο που μου είπε όλα όσα έχω κάνει στη ζωή μου· μήπως αυτός είναι ο Μεσσίας;» Βγήκαν, λοιπόν, από την πόλη κι έρχονταν σ’ αυτόν. Στο μεταξύ οι μαθητές τον παρακαλούσαν και του έλεγαν: «Διδάσκαλε, φάε κάτι». Αυτός όμως τους είπε: «Εγώ έχω να φάω τροφή που εσείς δεν την ξέρετε». Οι μαθητές έλεγαν μεταξύ τους: «Μήπως του ’φερε κανείς να φάει;» Αλλά ο Ιησούς τους είπε: «Δικιά μου τροφή είναι να εκτελώ το θέλημα εκείνου που με έστειλε, και να φέρω σε πέρας το έργο του. Εσείς συνηθίζετε να λέτε “τέσσερις μήνες ακόμη, κι έφτασε ο θερισμός”. Εγώ σας λέω: σηκώστε τα μάτια σας και κοιτάξτε τα χωράφια. Ασπροκοπούν από τα στάχυα τα ώριμα, έτοιμα κιόλας για το θερισμό. Ο θεριστής αμείβεται για τη δουλειά του και συνάζει καρπό για την αιώνια ζωή, έτσι ώστε μαζί να χαίρονται κι αυτός που σπέρνει κι αυτός που θερίζει. Γιατί εδώ αληθεύει η παροιμία “άλλος είναι που σπέρνει κι άλλος που θερίζει”. Εγώ σας έστειλα να θερίσετε καρπό που γι’ αυτόν εσείς δεν κοπιάσατε· άλλοι μόχθησαν, κι εσείς μπήκατε εκεί να θερίσετε το δικό τους κόπο». Πολλοί από τους Σαμαρείτες εκείνης της πόλης πίστεψαν σ’ αυτόν, εξαιτίας της μαρτυρίας της γυναίκας που έλεγε: «Μου είπε όλα όσα έχω κάνει». Όταν λοιπόν οι Σαμαρείτες ήρθαν κοντά του, τον παρακαλούσαν να μείνει μαζί τους· κι έμεινε εκεί δύο μέρες. Έτσι, πίστεψαν πολύ περισσότεροι ακούγοντας τα λόγια του κι έλεγαν στη γυναίκα: «Η πίστη μας δε στηρίζεται πια στα δικά σου λόγια· γιατί εμείς οι ίδιοι τον έχουμε τώρα ακούσει και ξέρουμε πως πραγματικά αυτός είναι ο σωτήρας του κόσμου, ο Χριστός». Ύστερα απ’ αυτές τις δύο μέρες, ο Ιησούς έφυγε από ’κει για τη Γαλιλαία. Βέβαια, ο ίδιος ο Ιησούς είχε πει: «Τον προφήτη δεν τον εκτιμούν στην πατρίδα του». Όταν όμως ήρθε στη Γαλιλαία, οι Γαλιλαίοι τον υποδέχτηκαν, γιατί είχαν πάει κι αυτοί στα Ιεροσόλυμα για τη γιορτή και είχαν δει όλα όσα είχε κάνει εκείνο τον καιρό εκεί. Ο Ιησούς ήρθε πάλι στην Κανά της Γαλιλαίας, όπου είχε κάνει το νερό κρασί. Κάποιος αξιωματούχος του βασιλιά, που ο γιος του ήταν βαριά άρρωστος στην Καπερναούμ, μόλις έμαθε πως ο Ιησούς ήρθε από την Ιουδαία στη Γαλιλαία, έτρεξε κοντά του και τον παρακαλούσε να κατεβεί ως την Καπερναούμ, να γιατρέψει το γιο του, που ήταν ετοιμοθάνατος. Τότε ο Ιησούς του είπε: «Αν δε δείτε εσείς σημεία και τέρατα, δεν πρόκειται να πιστέψετε». Του είπε τότε ο αξιωματούχος: «Κύριε, έλα πριν πεθάνει το παιδί μου». «Πήγαινε στο σπίτι σου», του λέει ο Ιησούς, «ο γιος σου σώθηκε». Ο άνθρωπος πίστεψε στο λόγο που του είπε ο Ιησούς και ξεκίνησε. Πραγματικά, καθώς κατέβαινε πια, οι υπηρέτες του ήρθαν να τον προϋπαντήσουν και του ανακοίνωσαν: «Το παιδί σου είναι καλά». Τους ρώτησε τότε να μάθει τι ώρα άρχισε να πηγαίνει προς το καλύτερο. «Χθες, στη μία το μεσημέρι», του λένε, «του ’πεσε ο πυρετός». Ο πατέρας κατάλαβε τότε, πως αυτή ήταν ακριβώς η ώρα που ο Ιησούς τού είπε, «ο γιος σου σώθηκε». Έτσι πίστεψε αυτός και όλη του η οικογένεια. Αυτό ήταν το δεύτερο σημείο που έκανε ο Ιησούς όταν ήρθε από την Ιουδαία στη Γαλιλαία. Ύστερα απ’ αυτά, οι Ιουδαίοι είχαν μια γιορτή, κι ο Ιησούς ανέβηκε στα Ιεροσόλυμα. Κοντά στην προβατική πύλη, στα Ιεροσόλυμα, υπάρχει μια δεξαμενή με πέντε στοές, που εβραϊκά ονομάζεται Βηθεσδά. Σ’ αυτές τις στοές κείτονταν πολλοί άρρωστοι, τυφλοί, κουτσοί, παράλυτοι, που περίμεναν να αναταραχθεί το νερό· γιατί, από καιρό σε καιρό, ένας άγγελος Κυρίου κατέβαινε στη δεξαμενή κι ανατάραζε τα νερά· όποιος, λοιπόν, έμπαινε πρώτος μετά την αναταραχή του νερού, αυτός γινόταν καλά, όποια κι αν ήταν η αρρώστια που τον ταλαιπωρούσε. Εκεί ήταν κι ένας άνθρωπος, άρρωστος τριάντα οκτώ ολόκληρα χρόνια. Όταν τον είδε ο Ιησούς κατάκοιτο, τον ρώτησε: «Θέλεις να γίνεις καλά;» Ήξερε πως ήταν έτσι για πολύν καιρό. «Κύριε», του αποκρίθηκε ο άρρωστος, «δεν έχω κανέναν να με βάλει στη δεξαμενή μόλις αναταραχτούν τα νερά· έτσι, ενώ εγώ προσπαθώ να πλησιάσω μόνος μου, πάντοτε κάποιος άλλος κατεβαίνει στο νερό πριν από μένα». Ο Ιησούς του λέει: «Σήκω πάνω, πάρε το κρεβάτι σου και περπάτα». Κι αμέσως ο άνθρωπος έγινε καλά, σήκωσε το κρεβάτι του και περπατούσε. Η μέρα που έγινε αυτό ήταν Σάββατο. Έλεγαν, λοιπόν, οι Ιουδαίοι άρχοντες στο θεραπευμένο: «Είναι Σάββατο, και δεν επιτρέπεται να σηκώνεις το κρεβάτι σου». Αυτός όμως τους απάντησε: «Εκείνος που μ’ έκανε καλά, εκείνος μου είπε “πάρε το κρεβάτι σου και περπάτα”». Τον ρώτησαν: «Ποιος είναι ο άνθρωπος που σου είπε “πάρε το και περπάτα;” Ο θεραπευμένος όμως δεν ήξερε να πει ποιος ήταν, επειδή ο Ιησούς είχε φύγει απαρατήρητος εξαιτίας του πλήθους που ήταν μαζεμένο εκεί. Αργότερα ο Ιησούς τον βρήκε στο ναό και του είπε: «Βλέπεις, έχεις γίνει καλά· από ’δω και πέρα μην αμαρτάνεις, για να μην πάθεις τίποτα χειρότερο». Ο άνθρωπος έφυγε αμέσως κι ανάγγειλε στους Ιουδαίους άρχοντες ότι ο Ιησούς ήταν αυτός που τον γιάτρεψε. Γι’ αυτόν το λόγο οι Ιουδαίοι καταδίωκαν τον Ιησού και ζητούσαν να τον σκοτώσουν, γιατί έκανε τα έργα αυτά το Σάββατο. Ο Ιησούς όμως τους έλεγε: «Ο Πατέρας μου εξακολουθεί να εργάζεται ως τώρα, γι’ αυτό κι εγώ εργάζομαι». Γι’ αυτά τα λόγια οι Ιουδαίοι άρχοντες επιζητούσαν ακόμη περισσότερο να τον σκοτώσουν, γιατί όχι μόνο παραβίαζε τους κανόνες για το Σάββατο, αλλά και το Θεό τον ονόμαζε πατέρα του, εξισώνοντας τον εαυτό του με το Θεό. Τότε ο Ιησούς απάντησε στις επικρίσεις τους: «Σας βεβαιώνω», τους έλεγε, «πως ο Υιός δεν μπορεί να κάνει τίποτε από μόνος του· κάνει μόνο αυτό που βλέπει να κάνει ο Πατέρας· αυτά που κάνει εκείνος, τα ίδια ακριβώς κάνει και ο Υιός. Ο Πατέρας αγαπάει τον Υιό και του δείχνει όλα όσα κάνει εκείνος· και θα του δείξει ακόμα μεγαλύτερα έργα, που θα προκαλέσουν την έκπληξή σας. Γιατί, όπως ο Πατέρας ανασταίνει τους νεκρούς και τους δίνει νέα ζωή, έτσι κι ο Υιός, σε όσους θέλει, δίνει την αιώνια ζωή. Επίσης ο Πατέρας δε δικάζει κανέναν, αλλά έδωσε στον Υιό όλη την εξουσία να κρίνει τους ανθρώπους, έτσι ώστε όλοι να τιμούν τον Υιό, καθώς τιμούν τον Πατέρα. Όποιος δεν τιμάει τον Υιό δεν τιμάει ούτε τον Πατέρα που τον έστειλε. »Σας βεβαιώνω πως όποιος δέχεται τα λόγια μου και πιστεύει σ’ αυτόν που με έστειλε, έχει κιόλας την αιώνια ζωή και δεν θα αντιμετωπίσει την τελική κρίση, αλλά έχει κιόλας περάσει από το θάνατο στη ζωή. Να είστε βέβαιοι πως πλησιάζει ο καιρός, έφτασε κιόλας, που οι νεκροί θ’ ακούσουν τη φωνή του Υιού του Θεού, κι όσοι την ακούσουν θα ζήσουν. Γιατί όπως ο Πατέρας είναι πηγή ζωής, έτσι έκανε και τον Υιό πηγή ζωής· και του έδωσε την εξουσία να κρίνει τους ανθρώπους, γιατί αυτός είναι ο Υιός του Ανθρώπου. Μην απορείτε γι’ αυτό. Πλησιάζει ο καιρός που όλοι οι νεκροί θ’ ακούσουν τη φωνή του. Όσοι έχουν πράξει δίκαια στη ζωή τους, θ’ αναστηθούν τότε για να λάβουν μέρος στην καινούρια ζωή· κι όσοι έπραξαν φαύλα έργα, θ’ αναστηθούν για ν’ αντιμετωπίσουν την καταδίκη. »Εγώ δεν μπορώ τίποτε να κάνω από μόνος μου· αποφασίζω ως κριτής, σύμφωνα με όσα ακούω από τον Πατέρα, και οι αποφάσεις μου είναι δίκαιες· γιατί δεν επιζητώ να ικανοποιήσω το δικό μου θέλημα, αλλά το θέλημα του Πατέρα, που με έστειλε. »Αν εγώ έδινα μαρτυρία για τον εαυτό μου, αυτή η μαρτυρία μου θα μπορούσε να μην είναι αληθινή. Άλλος όμως είναι που δίνει μαρτυρία για μένα, και ξέρω πως ό,τι λέει εκείνος για μένα είναι αληθινό. Εσείς στείλατε απεσταλμένους στον Ιωάννη, κι αυτός είπε την αλήθεια. Βέβαια, εγώ δεν έχω ανάγκη από τη μαρτυρία ενός ανθρώπου· σας τα λέω όμως αυτά, για να σας δώσω τη δυνατότητα να σωθείτε. Ο Ιωάννης ήταν το αναμμένο λυχνάρι που φωτίζει, κι εσείς θελήσατε για λίγο στο φως του να χαρείτε. »Εγώ όμως έχω για τον εαυτό μου μαρτυρία ανώτερη από του Ιωάννη· γιατί τα έργα που μου ανέθεσε ο Πατέρας να τελειώσω, αυτά τα έργα που επιτελώ, μαρτυρούν για μένα πως είμαι σταλμένος από τον Πατέρα. Ο Πατέρας που με έστειλε, αυτός ο ίδιος έχει δώσει μαρτυρία για μένα. Εσείς όμως ούτε τη φωνή του έχετε ποτέ ακούσει ούτε τη μορφή του έχετε δει, και το λόγο του δεν τον έχετε μόνιμα μέσα στην καρδιά σας, γιατί δεν πιστεύετε στον απεσταλμένο του. Εσείς μελετάτε με ζήλο τις Γραφές, με την πεποίθηση πως σ’ αυτές βρίσκει κανείς την αιώνια ζωή· ακριβώς όμως αυτές είναι που δίνουν μαρτυρία για μένα. Κι όμως δεν είστε πρόθυμοι να έρθετε κοντά μου, για να βρείτε την αληθινή ζωή. »Δεν επιζητώ να με τιμούν οι άνθρωποι. Εσάς όμως σας ξέρω· ξέρω πως μέσα σας δεν αγαπάτε το Θεό. Εγώ ήρθα εξουσιοδοτημένος από τον Πατέρα μου, εσείς όμως δε με παραδέχεστε· αν έρθει κάποιος άλλος από δική του πρωτοβουλία, αυτόν θα τον δεχτείτε. Πώς όμως μπορείτε εσείς να πιστέψετε, αφού αποζητάτε τον έπαινο ο ένας του άλλου, και δεν επιδιώκετε τον έπαινο του μοναδικού Θεού; Μη νομίσετε πως εγώ θα σας κατηγορήσω μπροστά στο δικαστήριο του Πατέρα· υπάρχει ο κατήγορός σας, κι αυτός είναι ο Μωυσής, στον οποίο έχετε στηρίξει τις ελπίδες σας. Γιατί, αν πράγματι πιστεύατε όσα έγραψε ο Μωυσής, θα πιστεύατε και σ’ εμένα, αφού για μένα εκείνος έγραψε. Αν όμως δεν πιστεύετε σ’ ό,τι έγραψε εκείνος, πώς θα πιστέψετε στα λόγια τα δικά μου;» Μετά απ’ αυτά ο Ιησούς έφυγε για την άλλη όχθη της λίμνης της Γαλιλαίας, που λεγόταν Τιβεριάδα. Τον ακολούθησε πλήθος πολύ, γιατί έβλεπαν τα θαύματα θεραπείας των ασθενών, που έκανε. Ο Ιησούς τότε ανέβηκε σ’ ένα λόφο κι εκεί καθόταν με τους μαθητές του. Πλησίαζε το Πάσχα, η γιορτή των Ιουδαίων. Καθώς σήκωσε τα μάτια ο Ιησούς και είδε ότι πολύς κόσμος ερχόταν προς το μέρος του, λέει στο Φίλιππο: «Από πού μπορούμε ν’ αγοράσουμε ψωμί, για να φάνε όλοι αυτοί οι άνθρωποι;» Αυτό το είπε για να δει τι θ’ απαντούσε ο Φίλιππος, γιατί ο ίδιος ήξερε τι έμελλε να κάνει. Ο Φίλιππος του απάντησε: «Ακόμα και διακόσια δηνάρια να δώσουμε για ψωμιά, δε θα φτάσουν ώστε να πάρει ο καθένας ένα μικρό κομμάτι». Ο Ανδρέας, ένας από τους μαθητές του και αδερφός του Σίμωνα Πέτρου, του λέει: «Είναι εδώ ένα παιδί που έχει πέντε κρίθινα ψωμιά και δύο ψάρια· αλλά τι είναι αυτά για τόσους ανθρώπους;» Τότε είπε ο Ιησούς: «Φροντίστε να καθίσουν οι άνθρωποι κάτω για φαγητό». Το χορτάρι στην περιοχή ήταν πολύ. Κάθισαν λοιπόν κάτω· οι άντρες ήταν περίπου πέντε χιλιάδες. Πήρε τότε ο Ιησούς τα ψωμιά και, αφού είπε ευχαριστήρια προσευχή, τα μοίρασε στους μαθητές και οι μαθητές στον κόσμο που είχε καθίσει κάτω· παρομοίως κι από τα ψάρια έδινε όσο ήθελαν. Όταν χόρτασαν, λέει στους μαθητές του: «Μαζέψτε τα κομμάτια που περίσσεψαν, για να μην πάει τίποτε χαμένο». Τα μάζεψαν, λοιπόν, και γέμισαν δώδεκα κοφίνια με περισσεύματα από τα πέντε κρίθινα ψωμιά, κομμάτια που είχαν περισσέψει απ’ αυτούς που έφαγαν. Όταν οι άνθρωποι είδαν πως έκανε ένα τέτοιο θαύμα ο Ιησούς, έλεγαν: «Σίγουρα αυτός είναι ο προφήτης που περιμένουμε να έρθει στον κόσμο». Ο Ιησούς όμως, επειδή κατάλαβε πως σκόπευαν να έρθουν να τον αρπάξουν για να τον κάνουν βασιλιά, έφυγε πάλι και πήγε στο βουνό ολομόναχος. Όταν βράδιασε κατέβηκαν οι μαθητές του στη λίμνη, μπήκαν στο πλοιάριο κι έρχονταν στην Καπερναούμ, στην άλλη όχθη της λίμνης. Είχε κιόλας σκοτεινιάσει, κι ο Ιησούς δεν είχε έρθει ακόμα κοντά τους. Επειδή φυσούσε δυνατός αέρας, κύματα σηκώνονταν στη λίμνη. Είχαν διανύσει είκοσι πέντε ή τριάντα στάδια, όταν βλέπουν τον Ιησού να περπατάει πάνω στη λίμνη και να πλησιάζει το πλοιάριο. Και τρόμαξαν. Αυτός τότε τους είπε: «Εγώ είμαι, μην τρομάζετε!» Εκείνοι ήθελαν να τον πάρουν πάνω στο πλοιάριο, ξαφνικά όμως αυτό άραξε στη στεριά όπου κατευθύνονταν. Την άλλη μέρα, τα πλήθη του λαού που είχαν μείνει στην πέρα όχθη είδαν πως δε βρισκόταν εκεί άλλο πλοιάριο παρά μόνο ένα, δηλαδή εκείνο στο οποίο ανέβηκαν οι μαθητές του, και ήξεραν πως ο Ιησούς δεν είχε μπει με τους μαθητές του στο πλοίο, αλλά πως εκείνοι είχαν φύγει χωρίς αυτόν. Από την Τιβεριάδα ήρθαν κι άλλα πλοιάρια κοντά στον τόπο όπου τα πλήθη είχαν φάει το ψωμί, που πολλαπλασιάστηκε με την ευχαριστήρια προσευχή του Κυρίου. Όταν, λοιπόν, τα πλήθη είδαν πως ούτε ο Ιησούς ούτε οι μαθητές του ήταν εκεί, μπήκαν κι αυτοί στα πλοιάρια και ήρθαν στην Καπερναούμ αναζητώντας τον Ιησού. Τον βρήκαν στην άλλη όχθη της λίμνης, και του είπαν: «Διδάσκαλε, πότε έφτασες εδώ;» Ο Ιησούς τους απάντησε: «Σας βεβαιώνω πως ψάχνετε να με βρείτε όχι επειδή είδατε θαυμαστά από το Θεό σημάδια, αλλά επειδή φάγατε τα ψωμιά και χορτάσατε. Μην κοπιάζετε για τη φθαρτή τροφή, που προσωρινά συντηρεί, αλλά για την τροφή που τρέφει μόνιμα για την αιώνια ζωή· αυτή την τροφή θα σας τη χαρίσει ο Υιός του Ανθρώπου. Γιατί αυτόν εξουσιοδότησε ο Πατέρας Θεός για το έργο αυτό». Τον ρώτησαν τότε: «Τι πρέπει να κάνουμε, για να εκτελούμε τα έργα του Θεού;» Κι ο Ιησούς τους απάντησε: «Το έργο του Θεού είναι να πιστέψετε στον απεσταλμένο του». Αυτοί τότε του είπαν: «Τι σημείο λοιπόν έχεις εσύ να μας παρουσιάσεις, για να δούμε και να πιστέψουμε σ’ εσένα; Τι έργα θαυμαστά κάνεις; Οι πρόγονοί μας έφαγαν το μάννα στην έρημο· όπως λέει η Γραφή, ψωμί από τον ουρανό τούς έδωσε να φάνε ». Τους είπε τότε ο Ιησούς: «Σας βεβαιώνω πως το ψωμί από τον ουρανό δε σας το έδωσε ο Μωυσής, αλλά ο Πατέρας μου σας δίνει από τον ουρανό το αληθινό ψωμί· γιατί το ψωμί του Θεού είναι αυτό που κατεβαίνει από τον ουρανό και χαρίζει στον κόσμο ζωή». Κι αυτοί του είπαν: «Κύριε, δώσ’ μας για πάντα αυτό το ψωμί». Τους είπε ο Ιησούς: «Εγώ είμαι αυτό το ψωμί, ο άρτος της ζωής. Όποιος έρχεται σ’ εμένα δε θα πεινάσει, κι όποιος πιστεύει σ’ εμένα δε θα διψάσει ποτέ. »Σας έχω όμως κιόλας πει πως, ενώ με είδατε, δε με πιστεύετε. Όποιον δίνει σ’ εμένα ο Πατέρας, αυτός θα ’ρθεί κοντά μου· κι αυτόν που θα ’ρθεί κοντά μου, εγώ δε θα τον αποδιώξω, γιατί εγώ κατέβηκα από τον ουρανό για να κάνω όχι αυτό που θέλω εγώ, αλλά αυτό που θέλει εκείνος που μ’ έστειλε. Και το θέλημα εκείνου που μ’ έστειλε είναι να μη χαθεί κανένας απ’ όσους μου έχει δώσει, αλλά όλους να τους αναστήσω την έσχατη ημέρα. Το θέλημα εκείνου που μ’ έστειλε είναι τούτο: Όποιος παραδέχεται τον Υιό και πιστεύει σ’ αυτόν, να αποκτήσει αιώνια ζωή· και εγώ θα τον αναστήσω την έσχατη ημέρα». Αγανακτούσαν τότε οι Ιουδαίοι που είπε για τον εαυτό του: «Εγώ είμαι ο άρτος που κατέβηκε από τον ουρανό». Κι έλεγαν: «Μα αυτός δεν είναι ο Ιησούς, ο γιος του Ιωσήφ, που τον πατέρα του και τη μητέρα του εμείς τους ξέρουμε καλά; Πώς τώρα λέει ότι κατέβηκε από τον ουρανό;» Ο Ιησούς τους είπε: «Μην αγανακτείτε και μη φιλονικείτε μεταξύ σας. Κανένας δεν μπορεί να έρθει κοντά μου, αν δεν τον ελκύσει ο Πατέρας που μ’ έστειλε· κι εγώ θα τον αναστήσω την έσχατη ημέρα. Έχει γραφτεί από τους προφήτες: ο ίδιος ο Θεός θα τους διδάσκει όλους· όποιος, λοιπόν, ακούει τον Πατέρα και μαθαίνει απ’ αυτόν, έρχεται κοντά μου. Αυτό δεν σημαίνει πως είδε κανείς τον Πατέρα· μόνο αυτός που έρχεται από το Θεό, αυτός μόνο έχει δει τον Πατέρα. Σας βεβαιώνω: όποιος πιστεύει σ’ εμένα αυτός έχει την αιώνια ζωή. Εγώ είμαι ο άρτος που δίνει τη ζωή. Οι πρόγονοί σας έφαγαν στην έρημο το μάννα, αλλά πέθαναν. Όποιος όμως τρώει απ’ αυτόν τον άρτο που κατέβηκε από τον ουρανό, αυτός δε θα πεθάνει. Εγώ είμαι ο άρτος που κατέβηκε από τον ουρανό και χαρίζει τη ζωή· όποιος φάει απ’ αυτόν τον άρτο θα ζήσει αιώνια. Και ο άρτος τον οποίο θα δώσω εγώ είναι το σώμα μου, που θα το προσφέρω για να ζήσει ο κόσμος». Τότε οι Ιουδαίοι άρχισαν να φιλονικούν μεταξύ τους: «Πώς μπορεί αυτός να μας δώσει να φάμε τη σάρκα του;» έλεγαν. Κι ο Ιησούς τους είπε: «Σας βεβαιώνω: αν δεν φάτε τη σάρκα του Υιού του Ανθρώπου και δεν πιείτε το αίμα του, δεν έχετε μετοχή στη ζωή. Αυτός που τρώει τη σάρκα μου και πίνει το αίμα μου έχει ζωή παντοτινή, κι εγώ θα τον αναστήσω την έσχατη ημέρα. Γιατί η σάρκα μου είναι αληθινή τροφή και το αίμα μου αληθινό ποτό. Εκείνος που τρώει τη σάρκα μου και πίνει το αίμα μου είναι ενωμένος μαζί μου, κι εγώ μ’ αυτόν. Ο Πατέρας, η πηγή της ζωής, με έστειλε κι εγώ ζω εξαιτίας του. Έτσι κι αυτός που τρώει εμένα, θα ζήσει εξαιτίας μου. Αυτός είναι ο άρτος που κατέβηκε πραγματικά από τον ουρανό, κι όχι το μάννα που έφαγαν οι πρόγονοί σας κι όμως πέθαναν· εκείνος που τρώει αυτόν τον άρτο θα ζήσει για πάντα». Αυτά είπε ο Ιησούς διδάσκοντας σε μια συναγωγή στην Καπερναούμ. Πολλοί από τους μαθητές του, όταν τ’ άκουσαν αυτά, είπαν: «Σκληρά είναι αυτά τα λόγια· ποιος μπορεί να τον ακούει;» Ο Ιησούς κατάλαβε πως οι μαθητές του δυσανασχετούσαν γι’ αυτά τα λόγια και τους είπε: «Σ’ αυτά σκοντάφτετε; Τότε τι θα γίνει αν δείτε τον Υιό του Ανθρώπου ν’ ανεβαίνει εκεί που ήταν πρωτύτερα; Το Πνεύμα του Θεού είναι αυτό που δίνει ζωή· τα ανθρώπινα δεν ωφελούν σε τίποτα. Τα λόγια που σας είπα εγώ είναι πνεύμα και είναι ζωή. Υπάρχουν όμως μερικοί από σας που δεν πιστεύουν». Αυτά τα είπε ο Ιησούς επειδή γνώριζε εξαρχής ποιοι ήταν αυτοί που δεν πίστευαν και ποιος ήταν αυτός που θα τον πρόδιδε. «Γι’ αυτό σας είπα ότι κανείς δεν μπορεί να έρθει κοντά μου», τους έλεγε, «αν δεν του έχει δοθεί η δύναμη από τον Πατέρα». Από τότε πολλοί από τους μαθητές του ξεμάκρυναν και δεν τον ακολουθούσαν πια. Τότε ο Ιησούς είπε στους δώδεκα: «Μήπως θέλετε να φύγετε κι εσείς;» Ο Σίμων Πέτρος του απάντησε: «Και σε ποιον να πάμε, Κύριε; Εσύ κατέχεις τα λόγια που οδηγούν στην αιώνια ζωή. Κι εμείς έχουμε πιστέψει κι έχουμε καταλάβει πως εσύ είσαι ο Χριστός, ο Υιός του αληθινού Θεού». Κι ο Ιησούς τους είπε: «Εγώ δεν σας διάλεξα εσάς τους δώδεκα; Κι όμως, ένας από σας είναι διάβολος». Εννοούσε τον Ιούδα τον Ισκαριώτη, γιο του Σίμωνα. Γιατί αυτός, αν κι ήταν ένας από τους δώδεκα, έμελλε να τον προδώσει. Ύστερα απ’ αυτά, ο Ιησούς εξακολούθησε να περιοδεύει στη Γαλιλαία. Δεν ήθελε να περιοδεύει στην Ιουδαία, γιατί οι Ιουδαίοι ζητούσαν να τον σκοτώσουν. Πλησίαζε η γιορτή των Ιουδαίων, η Σκηνοπηγία, και του είπαν οι αδερφοί του: «Φύγε απ’ αυτόν τον τόπο και πήγαινε στην Ιουδαία, για να δουν οι οπαδοί σου τα θαύματα που κάνεις· γιατί κανείς δεν ενεργεί στα κρυφά, όταν θέλει να τον γνωρίσει ο κόσμος. Αν πραγματικά κάνεις θαύματα, άφησε τον κόσμο να δει ποιος είσαι». Ακόμα και τ’ αδέρφια του δεν πίστευαν σ’ αυτόν. Τότε ο Ιησούς τους είπε: «Η δική μου η ώρα δεν έφτασε ακόμα, ενώ για σας κάθε ώρα είναι κατάλληλη. Ο κόσμος δεν μπορεί να μισεί εσάς· εμένα όμως με μισεί, γιατί εγώ δεν παύω να τον καταγγέλλω πως τα έργα του κατευθύνονται από το διάβολο. Εσείς ν’ ανεβείτε στα Ιεροσόλυμα για τη γιορτή· εγώ όμως δεν ανεβαίνω στη γιορτή αυτή, γιατί η δική μου η ώρα δε συμπληρώθηκε ακόμα». Αυτά τους είπε κι έμεινε ο ίδιος στη Γαλιλαία. Όταν όμως ανέβηκαν τ’ αδέρφια του στα Ιεροσόλυμα για τη γιορτή, ανέβηκε κι ο Ιησούς, όχι φανερά αλλά κρυφά. Οι Ιουδαίοι τον αναζητούσαν στη γιορτή κι έλεγαν: «Πού είναι εκείνος;» Μέσα στο πλήθος υπήρχε μεγάλη διχογνωμία γι’ αυτόν. Άλλοι έλεγαν: «Είναι καλός άνθρωπος», ενώ άλλοι έλεγαν: «Όχι· είναι λαοπλάνος». Κανένας όμως δε μιλούσε γι’ αυτόν φανερά, γιατί φοβούνταν τους Ιουδαίους άρχοντες. Είχαν πια περάσει οι μισές μέρες της γιορτής, και τότε ο Ιησούς ανέβηκε στο ναό και δίδασκε. Οι Ιουδαίοι απορούσαν κι έλεγαν: «Πώς ξέρει γράμματα αυτός, χωρίς να έχει σπουδάσει;» Ο Ιησούς γύρισε σ’ αυτούς και τους είπε: «Αυτά που διδάσκω δεν είναι δικά μου αλλά εκείνου που μ’ έστειλε. Όποιος είναι πρόθυμος να τηρεί το θέλημά του, αυτός θα καταλάβει αν αυτά που λέω προέρχονται από το Θεό ή τα λέω από μόνος μου. Εκείνος που μιλάει από μόνος του, επιδιώκει τον έπαινο των άλλων για τον εαυτό του· όποιος όμως επιδιώκει τον έπαινο εκείνου που τον έστειλε, αυτός είναι αξιόπιστος και δεν υπάρχει τίποτα ψεύτικο σ’ αυτόν. Ο Μωυσής δεν σας έδωσε το νόμο; Κι όμως κανείς σας δεν τον τηρεί. Γιατί λοιπόν θέλετε να με σκοτώσετε;» «Είσαι δαιμονισμένος», απάντησε το πλήθος, «ποιος θέλει να σε σκοτώσει;» Τότε ο Ιησούς τους είπε: «Ένα θαύμα έκανα, κι όλοι απορείτε γι’ αυτό. Ο Μωυσής σάς έδωσε την εντολή της περιτομής. Βέβαια, η περιτομή δεν έχει την αρχή της στο Μωυσή αλλά στους πατριάρχες· έτσι την ασκείτε ακόμη και το Σάββατο. Ένα βρέφος, λοιπόν, περιτέμνεται ακόμα και το Σάββατο, για να μην καταλυθεί ο νόμος του Μωυσή, κι εσείς οργίζεστε εναντίον μου επειδή θεράπευσα ολόκληρον άνθρωπο το Σάββατο! Μην κρίνετε επιφανειακά, αλλά να κρίνετε με τα σωστά κριτήρια». Μερικοί Ιεροσολυμίτες έλεγαν: «Αυτός δεν είναι εκείνος που ζητούν να τον σκοτώσουν; Να τος όμως που μιλάει δημόσια και δεν του λένε τίποτα. Μήπως οι άρχοντες πείστηκαν πως πραγματικά αυτός είναι ο Μεσσίας; Αλλά αυτόν τον ξέρουμε από πού κατάγεται, ενώ, όταν έρθει ο Μεσσίας, κανείς δε θα ξέρει από πού θα προέρχεται». Τότε, ο Ιησούς, που δίδασκε στο ναό, φώναξε: «Κι εμένα ξέρετε και από πού κατάγομαι επίσης ξέρετε. Κι όμως δεν ήρθα από μόνος μου· αλλά εκείνος που μ’ έστειλε αξίζει την εμπιστοσύνη σας· αυτός, που εσείς δεν τον ξέρετε. Εγώ τον ξέρω, γιατί απ’ αυτόν κατάγομαι, κι εκείνος με έστειλε». Επιζητούσαν τότε να τον συλλάβουν, κανείς όμως δεν άπλωσε χέρι πάνω του, γιατί δεν είχε έρθει ακόμα η ώρα του. Από το πλήθος, ωστόσο, πολλοί πίστεψαν σ’ αυτόν κι έλεγαν: «Όταν έρθει ο Μεσσίας, μήπως θα κάνει περισσότερα θαύματα απ’ όσα έκανε αυτός;» Όταν οι Φαρισαίοι άκουσαν αυτές τις διχογνωμίες του πλήθους σχετικά μ’ αυτόν, έστειλαν αυτοί και οι αρχιερείς φρουρούς του ναού για να τον συλλάβουν. Τότε ο Ιησούς είπε: «Λίγον καιρό ακόμη θα είμαι μαζί σας και ύστερα θα πάω σ’ εκείνον που μ’ έστειλε. Θα με αναζητήσετε αλλά δε θα με βρείτε, γιατί εκεί που θα είμαι εγώ, εσείς δεν μπορείτε να έρθετε». Τότε οι Ιουδαίοι ρωτούσαν ο ένας τον άλλο: «Πού πρόκειται να πάει αυτός, ώστε εμείς να μην μπορούμε να τον βρούμε; Μήπως σκέφτεται να πάει στους Ιουδαίους τους διεσπαρμένους ανάμεσα στους Έλληνες και να διδάξει τους Έλληνες; Τι σημαίνουν τα λόγια που είπε, “θα με αναζητήσετε αλλά δε θα με βρείτε” και “όπου θα είμαι εγώ εσείς δεν μπορείτε να ’ρθείτε”;» Την τελευταία μέρα της γιορτής, την πιο λαμπρή, στάθηκε ο Ιησούς μπροστά στο πλήθος και φώναξε: «Όποιος διψάει, να ’ρθεί σ’ εμένα και να πιει. Μέσα από κείνον που πιστεύει σ’ εμένα, καθώς λέει η Γραφή, ποτάμια ζωντανό νερό θα τρέξουν». Αυτό το είπε ο Ιησούς εννοώντας το Πνεύμα που θα έπαιρναν όσοι πίστευαν σ’ αυτόν. Γιατί, τότε ακόμα δεν είχαν το Άγιο Πνεύμα, αφού ο Ιησούς δεν είχε δοξαστεί με την ανάσταση. Πολλοί άνθρωποι από το πλήθος, που άκουσαν αυτά τα λόγια, έλεγαν: «Αυτός είναι πραγματικά ο προφήτης που περιμένουμε». Άλλοι έλεγαν: «Αυτός είναι ο Μεσσίας». Ενώ άλλοι έλεγαν: «Ο Μεσσίας θα ’ρθεί από τη Γαλιλαία; Η Γραφή δεν είπε πως ο Μεσσίας θα προέρχεται από τους απογόνους του Δαβίδ και θα γεννηθεί στη Βηθλεέμ, το χωριό καταγωγής του Δαβίδ;» Διχάστηκε, λοιπόν, το πλήθος εξαιτίας του. Μερικοί απ’ αυτούς ήθελαν να τον πιάσουν, κανείς όμως δεν άπλωνε χέρι πάνω του. Γύρισαν, λοιπόν, πίσω οι φρουροί στους αρχιερείς και στους Φαρισαίους, κι αυτοί τους ρώτησαν: «Γιατί δεν τον φέρατε;» Οι φρουροί απάντησαν: «Ποτέ άνθρωπος δε μίλησε όπως αυτός». Τους ξαναρώτησαν τότε οι Φαρισαίοι: «Μήπως παρασυρθήκατε κι εσείς; Πίστεψε σ’ αυτόν κανένα μέλος του συνεδρίου ή κανείς από τους Φαρισαίους; Μόνον αυτός ο όχλος πιστεύει, που δεν ξέρουν το νόμο του Μωυσή και γι’ αυτό είναι καταραμένοι». Τους ρώτησε τότε ο Νικόδημος, που ήταν ένας απ’ αυτούς, εκείνος που είχε πάει στον Ιησού νύχτα λίγον καιρό πριν: «Μήπως μπορούμε σύμφωνα με το νόμο μας να καταδικάσουμε έναν άνθρωπο, αν πρώτα δεν τον ακούσουμε και δε μάθουμε τι έκανε;» Αυτοί του είπαν: «Μήπως κατάγεσαι κι εσύ από τη Γαλιλαία; Μελέτησε τις Γραφές και θα δεις πως κανένας προφήτης δεν πρόκειται να έρθει από τη Γαλιλαία». Και έφυγαν καθένας για το σπίτι του. Ο Ιησούς πήγε στο όρος των Ελαιών. Αλλά πρωί πρωί γύρισε πάλι στο ναό, κι όλο το πλήθος ερχόταν κοντά του. Αυτός κάθισε και τους δίδασκε. Τότε οι δάσκαλοι του νόμου και οι Φαρισαίοι φέρνουν μια γυναίκα που την είχαν πιάσει να διαπράττει μοιχεία· την έβαλαν στη μέση και του είπαν: «Διδάσκαλε, αυτή τη γυναίκα την έπιασαν επ’ αυτοφώρω να διαπράττει μοιχεία. Ο Μωυσής στο νόμο μάς έχει δώσει εντολή να λιθοβολούμε τέτοιου είδους γυναίκες. Εσύ τι γνώμη έχεις;» Αυτό το ’λεγαν για να του στήσουν παγίδα, ώστε να βρουν κάποια κατηγορία εναντίον του. Ο Ιησούς τότε έσκυψε κάτω και με το δάχτυλο έγραφε στο χώμα. Καθώς όμως επέμεναν να τον ρωτούν, σηκώθηκε πάνω και τους είπε: «Όποιος από σας είναι αναμάρτητος, ας ρίξει πρώτος πέτρα πάνω της». Κι έσκυψε πάλι κάτω κι έγραφε στο χώμα. Αυτοί όμως, όταν άκουσαν την απάντηση, άρχισαν με πρώτους τους γεροντότερους να φεύγουν ένας ένας, μέχρι και τον τελευταίο· κι έμεινε μόνος ο Ιησούς και η γυναίκα στη μέση. Τότε σηκώθηκε όρθιος ο Ιησούς και τη ρώτησε: «Γυναίκα, πού είναι οι κατήγοροί σου; Κανένας δε σε καταδίκασε;» «Κανένας, Κύριε», απάντησε εκείνη. «Ούτε εγώ σε καταδικάζω», της είπε ο Ιησούς· «πήγαινε, κι από ’δω και πέρα μην αμαρτάνεις πια». Τότε ο Ιησούς τους μίλησε πάλι και τους είπε: «Εγώ είμαι το φως του κόσμου· όποιος με ακολουθεί δεν θα πλανιέται στο σκοτάδι, αλλά θα έχει το φως που οδηγεί στη ζωή». Τότε του είπαν οι Φαρισαίοι: «Εσύ ο ίδιος μαρτυρείς για τον εαυτό σου· η μαρτυρία σου δεν ισχύει». Ο Ιησούς τους απάντησε: «Κι αν εγώ καταθέτω μαρτυρία για τον εαυτό μου, η μαρτυρία μου ισχύει γιατί εγώ ξέρω από πού ήρθα και πού πηγαίνω, ενώ εσείς δεν ξέρετε ούτε από πού έρχομαι ούτε πού πηγαίνω. Εσείς κρίνετε με ανθρώπινα κριτήρια, ενώ εγώ δεν κρίνω κανέναν. Αλλά ακόμα κι αν κρίνω εγώ, η κρίση μου είναι έγκυρη, γιατί δεν είμαι μόνος, αλλά είμαστε εγώ και ο Πατέρας που μ’ έστειλε. Και στο νόμο σας είναι γραμμένο πώς η μαρτυρία δύο ανθρώπων είναι έγκυρη. Εγώ καταθέτω μαρτυρία για τον εαυτό μου, συγχρόνως όμως καταθέτει και ο Πατέρας που μ’ έστειλε». «Και πού είναι ο Πατέρας σου;», τον ρώτησαν τότε. Ο Ιησούς απάντησε: «Εσείς δεν ξέρετε ούτε εμένα ούτε τον Πατέρα μου· αν ξέρατε εμένα, θα ξέρατε και τον Πατέρα μου». Αυτά τα λόγια είπε ο Ιησούς ενώ δίδασκε στο ναό, στο χώρο όπου προσφέρονταν χρηματικές εισφορές, και κανείς δεν τον συνέλαβε, γιατί δεν είχε έρθει ακόμα η ώρα του. Ο Ιησούς τους είπε πάλι: «Εγώ φεύγω και μάταια θα με αναζητήσετε· και θα χαθείτε εξαιτίας της αμαρτίας σας· εκεί που πηγαίνω εγώ, εσείς δεν μπορείτε να ’ρθείτε». Έλεγαν, λοιπόν, οι Ιουδαίοι: «Μήπως σκέφτεται ν’ αυτοκτονήσει; Γιατί να λέει, “εκεί που πηγαίνω εγώ, εσείς δεν μπορείτε να ’ρθείτε”;» Κι εκείνος τους έλεγε: «Εσείς κατάγεστε από ’δω κάτω, ενώ εγώ κατάγομαι από πάνω· εσείς προέρχεστε από αυτόν εδώ τον κόσμο, ενώ εγώ δεν προέρχομαι από τον κόσμο αυτό. Σας είπα πως θα χαθείτε εξαιτίας των αμαρτιών σας· γιατί, αν δεν πιστέψετε πως εγώ είμαι αυτός που πραγματικά είμαι, θα πεθάνετε εξαιτίας των αμαρτιών σας». Τότε τον ρώτησαν: «Εσύ ποιος είσαι;» Ο Ιησούς τους απάντησε: «Αυτό που δεν έπαψα να σας λέω από την αρχή. Πολλά έχω να πω και να κρίνω σχετικά μ’ εσάς· εκείνος όμως που μ’ έστειλε είναι αξιόπιστος, κι εγώ αυτά που άκουσα από κείνον, αυτά λέω στους ανθρώπους». Εκείνοι δεν κατάλαβαν πως τους μιλούσε για τον Πατέρα. Τους είπε λοιπόν ο Ιησούς: «Όταν θα υψώστε τον Υιό του Ανθρώπου, τότε θα καταλάβετε πως εγώ είμαι αυτός που πραγματικά είμαι κι ότι δεν κάνω τίποτε από μόνος μου, αλλά τα λέω αυτά όπως με δίδαξε ο Πατέρας. Αυτός που μ’ έστειλε είναι πάντοτε μαζί μου· δε με άφησε μόνο μου ο Πατέρας, γιατί εγώ κάνω πάντοτε αυτά που του είναι ευάρεστα». Πολλοί που άκουσαν τον Ιησού να μιλάει έτσι, πίστεψαν σ’ αυτόν. Τότε ο Ιησούς είπε στους Ιουδαίους που είχαν πιστέψει σ’ αυτόν: «Αν εσείς αποδειχθείτε υπάκουοι στο λόγο μου, τότε θα είστε πραγματικά μαθητές μου· θα γνωρίσετε την αλήθεια, και η αλήθεια θα σας ελευθερώσει». «Εμείς είμαστε απόγονοι του Αβραάμ», του απάντησαν, «και ποτέ δεν υπήρξαμε δούλοι κανενός· πώς εσύ λες, “θα ελευθερωθείτε”;» Ο Ιησούς τους αποκρίθηκε: «Σας βεβαιώνω πως όποιος αμαρτάνει είναι δούλος της αμαρτίας. Ο δούλος όμως δεν ανήκει για πάντα σε μια οικογένεια, ενώ ο γιος ανήκει σ’ αυτήν για πάντα. Αν, λοιπόν, σας ελευθερώσει ο Υιός, τότε θα είστε πραγματικά ελεύθεροι. »Ξέρω πως είστε απόγονοι του Αβραάμ· κι όμως γυρεύετε να με σκοτώσετε, γιατί ο λόγος μου δε βρίσκει χώρο μέσα σας. Εγώ, αυτά που είδα κοντά στον Πατέρα μου, αυτά λέω· κι εσείς, αυτά που είδατε από τον πατέρα σας, αυτά κάνετε». «Ο δικός μας πατέρας είναι ο Αβραάμ», του αποκρίθηκαν. Τους λέει τότε ο Ιησούς: «Αν ήσασταν γνήσια τέκνα του Αβραάμ, θα κάνατε τα έργα του Αβραάμ. Εσείς όμως θέλετε να με σκοτώσετε, έναν άνθρωπο που σας κήρυξα την αλήθεια όπως την έμαθα από το Θεό· τέτοιο πράγμα δεν το έκανε ο Αβραάμ. Εσείς κάνετε τα έργα του πατέρα σας». Τότε του είπαν: «Εμείς δεν είμαστε νόθοι· έναν πατέρα έχουμε, κι αυτός είναι ο Θεός». «Αν ο Θεός ήταν πραγματικά πατέρας σας», τους είπε ο Ιησούς, «θα με αγαπούσατε, επειδή εγώ από το Θεό εξήλθα κι ήρθα σ’ εσάς· εγώ δεν ήρθα από μόνος μου, εκείνος μ’ έστειλε. Και ξέρετε γιατί δεν καταλαβαίνετε τη γλώσσα που σας μιλάω; Είναι γιατί δεν έχετε τη δύναμη να καταλάβετε το λόγο μου. Ο πατέρας που έχετε εσείς είναι ο διάβολος, κι όσα επιθυμεί ο πατέρας σας αυτά θέλετε να κάνετε. Εκείνος εξαρχής ήταν ανθρωποκτόνος και δεν μπόρεσε να σταθεί μέσα στην αλήθεια, γιατί δεν υπάρχει μέσα του τίποτα το αληθινό. Όταν λέει ψέματα, εκφράζει τον εαυτό του, γιατί είναι ψεύτης, κι είναι ο πατέρας του ψεύδους. Εμένα όμως, επειδή λέω την αλήθεια, δε με πιστεύετε. Ποιος από σας μπορεί να αποδείξει πως έκανα κάποια αμαρτία; Αν, λοιπόν, σας λέω την αλήθεια, γιατί δε με πιστεύετε; Εκείνος που κατάγεται από το Θεό καταλαβαίνει τα λόγια του Θεού· γι’ αυτό εσείς δεν καταλαβαίνετε, γιατί δεν κατάγεστε από το Θεό». Του είπαν τότε οι Ιουδαίοι: «Καλά το λέμε εμείς πως είσαι Σαμαρείτης και δαιμονισμένος!» «Εγώ δεν είμαι δαιμονισμένος», αποκρίθηκε ο Ιησούς, «αλλά με ό,τι κάνω τιμώ τον Πατέρα μου, ενώ εσείς με περιφρονείτε. Εγώ όμως δεν επιζητώ δόξα για τον εαυτό μου. Κάποιος άλλος τη ζητάει, κι αυτός είναι ο Κριτής. Σας βεβαιώνω πως αν κάποιος τηρήσει το λόγο μου, ποτέ δε θ’ αντικρύσει το θάνατο». Τότε του είπαν οι Ιουδαίοι: «Τώρα είμαστε βέβαιοι πως είσαι δαιμονισμένος. Ο Αβραάμ πέθανε όπως και οι προφήτες, κι εσύ λες, “αν κάποιος δεχτεί το λόγο μου δε θα γευτεί ποτέ το θάνατο”; Μήπως εσύ είσαι ανώτερος απ’ τον πατέρα μας τον Αβραάμ που πέθανε; και οι προφήτες πέθαναν· εσύ ποιος νομίζεις πως είσαι;» Απάντησε ο Ιησούς: «Αν εγώ αποδώσω δόξα στον εαυτό μου, η δόξα μου δεν είναι τίποτα· υπάρχει αυτός που με δοξάζει, ο Πατέρας μου, εκείνος για τον οποίο εσείς λέτε, ότι είναι Θεός σας. Αλλά δεν τον γνωρίσατε, ενώ εγώ τον γνωρίζω. Αν πω ότι δεν τον γνωρίζω, θα είμαι ψεύτης, όπως εσείς. Τον γνωρίζω όμως και τηρώ το λόγο του. Ο πατέρας σας ο Αβραάμ αναγάλλιασε στη σκέψη πως μπορεί να δει τις δικές μου τις ημέρες· τις είδε και χάρηκε». Του είπαν τότε οι Ιουδαίοι: «Ούτε πενήντα χρονών δεν είσαι ακόμα κι έχεις δει τον Αβραάμ;» Κι ο Ιησούς τούς αποκρίθηκε: «Σας βεβαιώνω πως πριν να γεννηθεί ο Αβραάμ, εγώ υπάρχω ». Σήκωσαν τότε πέτρες να τον λιθοβολήσουν. Ο Ιησούς όμως κρύφτηκε και βγήκε από το ναό, περνώντας απ’ ανάμεσά τους· έτσι έφυγε. Καθώς πήγαινε στο δρόμο του ο Ιησούς, είδε έναν άνθρωπο που είχε γεννηθεί τυφλός. Τον ρώτησαν, λοιπόν, οι μαθητές του: «Διδάσκαλε, ποιος αμάρτησε και γεννήθηκε αυτός τυφλός, ο ίδιος ή οι γονείς του;» Ο Ιησούς απάντησε: «Ούτε αυτός αμάρτησε ούτε οι γονείς του, αλλά γεννήθηκε τυφλός για να φανερωθεί η δύναμη των έργων του Θεού πάνω σ’ αυτόν. Όσο διαρκεί η μέρα, πρέπει να εκτελώ τα έργα εκείνου που μ’ έστειλε. Έρχεται η νύχτα, οπότε κανένας δεν μπορεί να εργάζεται. Όσο είμαι σ’ αυτόν τον κόσμο, είμαι το φως για τον κόσμο». Όταν τα είπε αυτά ο Ιησούς, έφτυσε κάτω, έφτιαξε πηλό από το φτύμα, άλειψε με τον πηλό τα μάτια του τυφλού, και του είπε: «Πήγαινε να νιφτείς στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ» –που σημαίνει «απεσταλμένος από το Θεό». Ξεκίνησε, λοιπόν, ο άνθρωπος, πήγε και νίφτηκε και, όταν γύρισε πίσω, έβλεπε. Τότε οι γείτονες κι όσοι τον έβλεπαν προηγουμένως ότι ήταν τυφλός, έλεγαν: «Αυτός δεν είναι ο άνθρωπος που καθόταν εδώ και ζητιάνευε;» Μερικοί έλεγαν: «Αυτός είναι», ενώ άλλοι έλεγαν: «Είναι κάποιος που του μοιάζει». Ο ίδιος όμως έλεγε: «Εγώ είμαι». Τότε τον ρωτούσαν: «Πώς, λοιπόν, άνοιξαν τα μάτια σου;» Εκείνος απάντησε: «Ένας άνθρωπος που τον λένε Ιησού έκανε πηλό, μου άλειψε τα μάτια και μου είπε: “πήγαινε στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ και νίψου”· πήγα λοιπόν εκεί, νίφτηκα και βρήκα το φως μου». Τον ρώτησαν, λοιπόν: «Πού είναι ο άνθρωπος εκείνος;» «Δεν ξέρω», τους απάντησε. Τον έφεραν τότε στους Φαρισαίους, τον άνθρωπο που ήταν άλλοτε τυφλός. Η μέρα που έφτιαξε ο Ιησούς τον πηλό και του άνοιξε τα μάτια ήταν Σάββατο. Άρχισαν λοιπόν και οι Φαρισαίοι να τον ρωτούν πάλι πώς απέκτησε το φως του. Αυτός τους απάντησε: «Έβαλε πάνω στα μάτια μου πηλό, νίφτηκα και βλέπω». Μερικοί από τους Φαρισαίους έλεγαν: «Αυτός ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι σταλμένος από το Θεό, γιατί δεν τηρεί την αργία του Σαββάτου». Άλλοι όμως έλεγαν: «Πώς μπορεί ένας αμαρτωλός άνθρωπος να κάνει τέτοια σημεία;» Και υπήρχε διχογνωμία ανάμεσά τους. Ρωτούν λοιπόν πάλι τον τυφλό: «Εσύ τι λες γι’ αυτόν; πώς εξηγείς ότι σου άνοιξε τα μάτια;» Κι εκείνος τους απάντησε: «Είναι προφήτης». Οι Ιουδαίοι όμως δεν εννοούσαν να πιστέψουν πως αυτός ήταν τυφλός κι απέκτησε το φως του, ώσπου κάλεσαν τους γονείς του ανθρώπου και τους ρώτησαν: «Αυτός είναι ο γιος σας που λέτε ότι γεννήθηκε τυφλός; Πώς, λοιπόν, τώρα βλέπει;» Οι γονείς του τότε αποκρίθηκαν: «Ξέρουμε πως αυτός είναι ο γιος μας κι ότι γεννήθηκε τυφλός· πώς όμως τώρα βλέπει, δεν το ξέρουμε, ή ποιος του άνοιξε τα μάτια, εμείς δεν το ξέρουμε. Ρωτήστε τον ίδιο· ενήλικος είναι, αυτός μπορεί να μιλήσει για τον εαυτό του». Αυτά είπαν οι γονείς του, από φόβο προς τους Ιουδαίους. Γιατί, οι Ιουδαίοι άρχοντες είχαν κιόλας συμφωνήσει να αφορίζεται από τη συναγωγή όποιος παραδεχτεί πως ο Ιησούς είναι ο Μεσσίας. Γι’ αυτό είπαν οι γονείς του, «ενήλικος είναι, ρωτήστε τον ίδιο». Κάλεσαν, λοιπόν, για δεύτερη φορά τον άνθρωπο που ήταν πριν τυφλός και του είπαν: «Πες την αλήθεια ενώπιον του Θεού· εμείς ξέρουμε ότι ο άνθρωπος αυτός είναι αμαρτωλός». Εκείνος τότε τους απάντησε: «Αν είναι αμαρτωλός, δεν το ξέρω· ένα ξέρω: πως, ενώ ήμουν τυφλός, τώρα βλέπω». Τον ρώτησαν πάλι: «Τι σου έκανε; Πώς σου άνοιξε τα μάτια;» «Σας το είπα κιόλας», τους αποκρίθηκε, «αλλά δεν πειστήκατε· γιατί θέλετε να το ξανακούσετε; Μήπως θέλετε κι εσείς να γίνετε μαθητές του;» Τον περιγέλασαν τότε και του είπαν: «Εσύ είσαι μαθητής εκείνου· εμείς είμαστε μαθητές του Μωυσή· εμείς ξέρουμε πως ο Θεός μίλησε στο Μωυσή, ενώ γι’ αυτόν δεν ξέρουμε την προέλευσή του». Τότε απάντησε ο άνθρωπος και τους είπε: «Εδώ είναι το παράξενο, πως εσείς δεν ξέρετε από πού είναι ο άνθρωπος, κι όμως αυτός μου άνοιξε τα μάτια. Ξέρουμε πως ο Θεός τούς αμαρτωλούς δεν τους ακούει, αλλά αν κάποιος τον σέβεται και κάνει το θέλημά του, αυτόν τον ακούει. Από τότε που έγινε ο κόσμος δεν ακούστηκε ν’ ανοίξει κανείς τα μάτια ενός γεννημένου τυφλού. Αν αυτός δεν ήταν από το Θεό δε θα μπορούσε να κάνει τίποτα». «Εσύ είσαι βουτηγμένος στην αμαρτία από τότε που γεννήθηκες», του αποκρίθηκαν, «και κάνεις το δάσκαλο σ’ εμάς;» Και τον πέταξαν έξω. Ο Ιησούς έμαθε ότι τον πέταξαν έξω και, όταν τον βρήκε, του είπε: «Εσύ πιστεύεις στον Υιό του Θεού;» Εκείνος αποκρίθηκε: «Και ποιος είναι αυτός, κύριε, για να πιστέψω σ’ αυτόν;» «Μα τον έχεις κιόλας δει», του είπε ο Ιησούς. «Αυτός που μιλάει τώρα μαζί σου, αυτός είναι». Τότε εκείνος είπε: «Πιστεύω Κύριε», και τον προσκύνησε. Κι ο Ιησούς είπε: «Ήρθα για να φέρω σε κρίση τον κόσμο, έτσι ώστε αυτοί που δε βλέπουν να βρουν το φως τους, κι εκείνοι που βλέπουν ν’ αποδειχθούν τυφλοί». Μερικοί Φαρισαίοι που ήταν εκεί μαζί του, άκουσαν τα λόγια αυτά και του είπαν: «Μήπως είμαστε κι εμείς τυφλοί;» «Αν ήσασταν τυφλοί», τους απάντησε ο Ιησούς, «δε θα ήσασταν ένοχοι· τώρα όμως λέτε με βεβαιότητα ότι βλέπετε· η ενοχή σας λοιπόν παραμένει». «Σας βεβαιώνω: εκείνος που δεν μπαίνει από την πόρτα στη μάντρα των προβάτων, αλλά πηδάει μέσα απ’ αλλού, είναι κλέφτης και ληστής. Αυτός όμως που μπαίνει από την πόρτα είναι ο βοσκός των προβάτων. Ο φύλακας του ανοίγει και τα πρόβατα αναγνωρίζουν τη φωνή του· τα φωνάζει το καθένα με τ’ όνομά του και τα οδηγεί έξω. Όταν βγάλει έξω τα πρόβατά του, μπαίνει αυτός μπροστά κι εκείνα τον ακολουθούν, γιατί αναγνωρίζουν τη φωνή του. Έναν ξένο δεν θα τον ακολουθήσουν, αλλά θα φύγουν μακριά του, γιατί δεν αναγνωρίζουν τη φωνή των ξένων». Αυτή την παραβολή τούς είπε ο Ιησούς· εκείνοι όμως δεν κατάλαβαν για ποιο πράγμα τους μιλούσε. Τους είπε λοιπόν πάλι ο Ιησούς: «Σας βεβαιώνω πως εγώ είμαι η θύρα για τα πρόβατα. Όλοι όσοι ήρθαν πριν από μένα ήταν κλέφτες και ληστές· έτσι, τα πρόβατα δεν τους αναγνώρισαν. Εγώ είμαι η θύρα· όποιος περάσει από μένα θα βρει σωτηρία· και θα μπαίνει και θα βγαίνει και θα βρίσκει βοσκή. Ο κλέφτης δεν έρχεται, παρά μόνο για να κλέψει, να σφάξει και να εξολοθρέψει· εγώ όμως ήρθα για να έχουν τα πρόβατά μου ζωή, και μάλιστα ζωή περίσσια. »Εγώ είμαι ο καλός ποιμένας· ο καλός ποιμένας θυσιάζει τη ζωή του για χάρη των προβάτων. Ο μισθωτός όμως, που δεν είναι ο βοσκός και δεν είναι δικά του τα πρόβατα, όταν βλέπει το λύκο να έρχεται, αφήνει τα πρόβατα και φεύγει. Έτσι ο λύκος τ’ αρπάζει και τα διασκορπίζει. Ο μισθωτός φεύγει, γιατί είναι μισθωτός και τα πρόβατα δεν είναι δικά του. Έχω κι άλλα πρόβατα, που δεν ανήκουν σ’ αυτή την μάντρα· πρέπει κι εκείνα να τα οδηγήσω. Θα γνωρίσουν τη φωνή μου και θα γίνουν ένα ποίμνιο με έναν ποιμένα. Γι’ αυτό ο Πατέρας με αγαπάει, γιατί εγώ θυσιάζω τη ζωή μου, ώστε να την ξαναπάρω πίσω. Κανείς δε μου την παίρνει· εγώ από μόνος μου την προσφέρω. Από μένα εξαρτάται να την προσφέρω κι από μένα εξαρτάται να την ξαναπάρω πίσω. Αυτήν την εντολή έλαβα από τον Πατέρα μου». Εξαιτίας αυτών των λόγων διχάστηκαν πάλι οι Ιουδαίοι. Και πολλοί απ’ αυτούς έλεγαν: «Είναι δαιμονισμένος και τρελός· τι τον ακούτε;» Άλλοι όμως έλεγαν: «Αυτά τα λόγια δεν είναι λόγια δαιμονισμένου· μήπως μπορεί το πονηρό πνεύμα ν’ ανοίγει μάτια τυφλών;» Ήταν χειμώνας, και στα Ιεροσόλυμα τελούσαν τη γιορτή των Εγκαινίων. Ο Ιησούς περπατούσε στο ναό, στη στοά του Σολομώντα. Τον περικύκλωσαν τότε οι Ιουδαίοι και του έλεγαν: «Ως πότε θα μας κρατάς σε αγωνία; Αν εσύ είσαι ο Μεσσίας πες το μας καθαρά». Τους αποκρίθηκε ο Ιησούς: «Σας το είπα, αλλά δε θέλετε να πιστέψετε. Τα έργα που κάνω στο όνομα του Πατέρα μου, αυτά μαρτυρούν για μένα· εσείς όμως δε θέλετε να πιστέψετε, γιατί δεν είστε από τα δικά μου πρόβατα, όπως σας είπα. Τα δικά μου τα πρόβατα αναγνωρίζουν τη φωνή μου, κι εγώ τα αναγνωρίζω και με ακολουθούν· εγώ τους δίνω αιώνια ζωή και δε θα χαθούν ποτέ, γιατί κανείς δε θα μπορέσει να τ’ αρπάξει από την εξουσία μου. Ο Πατέρας μου, που μου τα έχει δώσει όλα, είναι ισχυρότερος απ’ όλους. Κανείς δεν μπορεί ν’ αρπάξει ό,τι βρίσκεται στα χέρια του Πατέρα μου. Εγώ κι ο Πατέρας είμαστε ένα». Οι Ιουδαίοι πήραν πάλι πέτρες για να τον λιθοβολήσουν. Ο Ιησούς τους είπε: «Πολλά καλά έργα έκανα μπροστά σας με εντολή του Πατέρα μου· για ποιο απ’ αυτά θέλετε να με λιθοβολήσετε;» Του απάντησαν οι Ιουδαίοι: «Δε θέλουμε να σε λιθοβολήσουμε για κάποιο καλό έργο, αλλά επειδή βλασφημείς· ενώ είσαι άνθρωπος, παρουσιάζεις τον εαυτό σου για Θεό». Ο Ιησούς τους είπε: «Μήπως δεν είναι γραμμένο στο νόμο σας, εγώ είπα είστε θεοί; Στη Γραφή ονομάζονται θεοί εκείνοι στους οποίους απευθύνθηκε ο λόγος του Θεού. Και ό,τι είναι γραμμένο στη Γραφή δεν μπορεί να καταλυθεί. Πώς, λοιπόν, εσείς λέτε ότι βλασφημώ, επειδή είπα ότι είμαι Υιός του Θεού, εγώ, που ο Πατέρας με ξεχώρισε και με έστειλε στον κόσμο; Αν δεν κάνω τα έργα του Πατέρα μου, μη με πιστεύετε. Αν όμως αυτά κάνω, ακόμα κι αν δεν πιστεύετε σ’ εμένα, πιστέψτε τουλάχιστον στα έργα. Έτσι θα μάθετε και θα αναγνωρίσετε ότι ο Πατέρας ζει μέσα σ’ εμένα, κι εγώ ζω μέσα στον Πατέρα». Τότε ζητούσαν πάλι να τον πιάσουν, ο Ιησούς όμως γλίτωσε από τα χέρια τους. Γύρισε πίσω πάλι, πέρα από τον Ιορδάνη, στον τόπο όπου αρχικά βάφτιζε ο Ιωάννης, κι έμεινε εκεί. Πολλοί άνθρωποι ήρθαν κοντά του κι έλεγαν: «Ο Ιωάννης δεν έκανε κανένα σημείο, όλα όμως όσα είπε για τον Ιησού ήταν αληθινά». Και πολλοί εκεί πίστεψαν σ’ αυτόν. Κάποιος που ονομαζόταν Λάζαρος αρρώστησε. Ήταν από τη Βηθανία, το χωριό όπου κατοικούσαν η Μαρία και η αδερφή της η Μάρθα. Η Μαρία ήταν εκείνη που αργότερα άλειψε τον Κύριο με μύρο και σκούπισε τα πόδια του με τα μαλλιά της. Ο Λάζαρος που αρρώστησε, ήταν αδερφός της. Έστειλαν, λοιπόν, οι αδερφές του μήνυμα στον Ιησού, και του έλεγαν: «Κύριε, ο αγαπημένος σου φίλος είναι άρρωστος». Ο Ιησούς, όταν το έμαθε, είπε: «Αυτή η αρρώστια δεν είναι για να φέρει το θάνατο, αλλά για να φανεί η δύναμη του Θεού, για να φανερωθεί μέσω αυτής η δόξα του Υιού του Θεού». Ο Ιησούς αγαπούσε τη Μάρθα και την αδερφή της, καθώς και το Λάζαρο. Κι όμως, όταν έμαθε πως είναι άρρωστος, έμεινε στον τόπο όπου βρισκόταν δυο μέρες ακόμα. Έπειτα, αφού πέρασαν αυτές οι δυο μέρες, λέει στους μαθητές: «Ας ξαναγυρίσουμε στην Ιουδαία». Του λένε τότε οι μαθητές: «Διδάσκαλε, μόλις τώρα οι Ιουδαίοι ζητούσαν να σε λιθοβολήσουν, κι εσύ θες να πας πάλι εκεί;» Ο Ιησούς αποκρίθηκε: «Δώδεκα ώρες δεν έχει η μέρα; Αν περπατάει κανείς τη μέρα δε σκοντάφτει, γιατί βλέπει το φως αυτού του κόσμου. Αν όμως περπατάει κανείς τη νύχτα, σκοντάφτει, γιατί, βέβαια, το φως δεν είναι μέσα του». Αυτά είπε, κι αμέσως ύστερα τους λέει: «Ο Λάζαρος ο φίλος μας κοιμήθηκε, πηγαίνω όμως να τον ξυπνήσω». Του είπαν τότε οι μαθητές: «Κύριε, αν κοιμήθηκε, θα γίνει καλά». Ο Ιησούς όμως είχε μιλήσει για το θάνατό του, ενώ εκείνοι νόμισαν πως μιλάει για το συνηθισμένο ύπνο. Τότε λοιπόν ο Ιησούς τους μίλησε καθαρά: «Ο Λάζαρος πέθανε», τους λέει, «και χαίρομαι για σας, για να πιστέψετε, επειδή δεν ήμουν εκεί όταν πέθανε· ας πάμε όμως κοντά του». Τότε ο Θωμάς, που λεγόταν Δίδυμος, είπε στους άλλους μαθητές: «Πάμε κι εμείς, να πεθάνουμε μαζί του». Όταν λοιπόν έφτασε ο Ιησούς, ο Λάζαρος βρισκόταν κιόλας τέσσερις μέρες στο μνήμα. Η Βηθανία ήταν κοντά στα Ιεροσόλυμα, σε απόσταση δεκαπέντε περίπου στάδια. Πολλοί από τους Ιουδαίους της πόλης είχαν έρθει στη Μάρθα και τη Μαρία, να τις παρηγορήσουν για το θάνατο του αδερφού τους. Όταν όμως η Μάρθα έμαθε ότι έρχεται ο Ιησούς, πήγε να τον προϋπαντήσει, ενώ η Μαρία έμεινε στο σπίτι. Είπε τότε η Μάρθα στον Ιησού: «Κύριε, αν ήσουν εδώ, δε θα πέθαινε ο αδερφός μου. Ξέρω όμως πως και τώρα, ό,τι κι αν ζητήσεις από το Θεό, αυτός θα σου το δώσει. «Ο αδερφός σου θ’ αναστηθεί», της λέει ο Ιησούς. «Το ξέρω πως θ’ αναστηθεί, όταν θα γίνει η ανάσταση στην έσχατη ημέρα», του απάντησε η Μάρθα. Τότε ο Ιησούς της είπε: «Εγώ είμαι η ανάσταση και η ζωή· εκείνος που πιστεύει σ’ εμένα, και αν πεθάνει, θα ζήσει· και καθένας που ζει κι εμπιστεύεται σ’ εμένα δε θα πεθάνει ποτέ. Το πιστεύεις αυτό;» «Ναι, Κύριε», του λέει, «εγώ έχω πιστέψει πως εσύ είσαι ο Χριστός, ο Υιός του Θεού, που περιμέναμε να ’ρθεί στον κόσμο». Αφού τα είπε αυτά, έφυγε και ειδοποίησε κρυφά την αδερφή της τη Μαρία, λέγοντας: «Ο Διδάσκαλος έφτασε και σε ζητάει». Εκείνη, μόλις το άκουσε, σηκώθηκε γρήγορα κι έτρεξε να πάει κοντά του, γιατί ο Ιησούς δεν είχε φτάσει ακόμα στο χωριό, αλλά βρισκόταν στον τόπο όπου τον συνάντησε η Μάρθα. Οι Ιουδαίοι, λοιπόν, που ήταν στο σπίτι και την παρηγορούσαν, όταν είδαν τη Μαρία να σηκώνεται βιαστικά και να βγαίνει από το σπίτι, την ακολούθησαν, νομίζοντας πως πηγαίνει στο μνήμα για να κλάψει εκεί. Η Μαρία όμως, όταν ήρθε εκεί που ήταν ο Ιησούς, καθώς τον αντίκρυσε, έπεσε στα πόδια του και του έλεγε: «Κύριε, αν ήσουν εδώ, δε θα πέθαινε ο αδερφός μου». Ο Ιησούς, όταν την είδε να κλαίει, να κλαίνε κι οι Ιουδαίοι που είχαν έρθει μαζί της, λυπήθηκε βαθιά και ταράχτηκε. «Πού τον έχετε βάλει;» τους ρώτησε. Του λένε: «Κύριε, έλα και δες». Τότε ο Ιησούς δάκρυσε. «Δες πόσο τον αγαπούσε!» έλεγαν οι Ιουδαίοι. «Δε θα μπορούσε αυτός, που άνοιξε τα μάτια του τυφλού, να κάνει κάτι, ώστε κι αυτός εδώ να μην πεθάνει;» έλεγαν μερικοί απ’ αυτούς. Ο Ιησούς, ταραγμένος πάλι και θλιμμένος μέσα του, έρχεται στο μνήμα. Αυτό ήταν μια σπηλιά, που την είσοδό της την έφραζε μια μεγάλη πέτρα. «Βγάλτε την πέτρα», λέει ο Ιησούς. Του λέει η Μάρθα, η αδερφή του νεκρού: «Κύριε, τώρα πια θα μυρίζει άσχημα, γιατί είναι τέσσερις μέρες στο μνήμα». Της λέει ο Ιησούς: «Δε σου είπα πως, αν πιστέψεις, θα δεις τη δύναμη του Θεού;» Έβγαλαν, λοιπόν, την πέτρα από το μνήμα του νεκρού. Τότε ο Ιησούς σήκωσε τα μάτια ψηλά και είπε: «Πατέρα, σ’ ευχαριστώ που με άκουσες. Εγώ το ήξερα ότι πάντα με ακούς· το είπα όμως για χάρη του πλήθους που στέκει εδώ γύρω, για να πιστέψουν πως εσύ με έστειλες». Κι όταν τα είπε αυτά, κραύγασε με φωνή δυνατή: «Λάζαρε, έλα έξω!» Βγήκε ο νεκρός με δεμένα τα πόδια και τα χέρια σε πάνινες λουρίδες, και το πρόσωπό του περιτυλιγμένο με το σουδάριο. Τους λέει τότε ο Ιησούς: «Λύστε τον κι αφήστε τον να περπατήσει». Πολλοί, λοιπόν, από τους Ιουδαίους, αυτοί που είχαν έρθει να επισκεφθούν τη Μαρία, και είδαν τι έκανε ο Ιησούς, πίστεψαν σ’ αυτόν. Μερικοί όμως απ’ αυτούς έφυγαν και πήγαν στους Φαρισαίους και τους είπαν αυτά που έκανε ο Ιησούς. Συγκάλεσαν τότε οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι συμβούλιο και έλεγαν: «Τι θα κάνουμε; Πολλά σημεία κάνει αυτός ο άνθρωπος. Αν τον αφήσουμε να συνεχίσει έτσι, όλοι θα πιστέψουν σ’ αυτόν, και τότε θα επέμβουν οι Ρωμαίοι και θα καταστρέψουν και το ναό μας και το έθνος μας». Τότε ένας απ’ αυτούς, ο Καϊάφας, που ήταν αρχιερέας για κείνη τη χρονιά, τους είπε: «Μιλάτε σαν να μην καταλαβαίνετε τίποτα. Και δε σκέφτεστε πως είναι συμφέρον μας να πεθάνει ένας άνθρωπος για χάρη του λαού, για να μην αφανιστεί ολόκληρο το έθνος». Αυτό, βέβαια, δεν το είπε από μόνος του, αλλά ως αρχιερέας εκείνης της χρονιάς, προφήτεψε πως ο Ιησούς θα πέθαινε για χάρη του έθνους· κι όχι μόνο για χάρη του έθνους, αλλά για να συνάξει σε μια ενότητα και τα διασκορπισμένα παιδιά του Θεού. Από εκείνη λοιπόν την ημέρα αποφάσισαν να τον θανατώσουν. Γι’ αυτό ο Ιησούς δεν κυκλοφορούσε πια ελεύθερα ανάμεσα στους Ιουδαίους, αλλά έφυγε από ’κει και πήγε στην περιοχή κοντά στην έρημο, σε μια πόλη που λεγόταν Εφραίμ. Εκεί έμενε μαζί με τους μαθητές του. Πλησίαζε όμως το Πάσχα των Ιουδαίων. Και πολλοί απ’ όλη τη χώρα ανέβηκαν στα Ιεροσόλυμα πριν από το Πάσχα, για να τελέσουν τους καθορισμένους καθαρμούς. Αναζητούσαν, λοιπόν, τον Ιησού, κι εκεί που στέκονταν, στο χώρο του ναού, έλεγαν μεταξύ τους: «Τι νομίζετε, δε θα ’ρθει στη γιορτή;» Μάλιστα οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι είχαν δώσει εντολές, αν μάθει κανείς πού είναι, να ειδοποιήσει για να τον συλλάβουν. Έξι μέρες πριν από το Πάσχα, ήρθε ο Ιησούς στη Βηθανία, όπου έμενε ο Λάζαρος, που είχε πεθάνει και ο Ιησούς τον ανέστησε από τους νεκρούς. Ετοίμασαν, λοιπόν, εκεί για χάρη του δείπνο, και η Μάρθα υπηρετούσε, ενώ ο Λάζαρος ήταν ένας απ’ αυτούς που παρακάθονταν μαζί με τον Ιησού στο δείπνο. Τότε η Μαρία πήρε μια φιάλη από το πιο ακριβό άρωμα της νάρδου κι άλειψε τα πόδια του Ιησού. Έπειτα σκούπισε με τα μαλλιά της τα πόδια του, κι όλο το σπίτι γέμισε με την ευωδιά του μύρου. Λέει τότε ο Ιούδας ο Ισκαριώτης, ένας από τους μαθητές του, αυτός που σκόπευε να τον προδώσει: «Γιατί να μην πουληθεί αυτό το μύρο για τριακόσια αργυρά νομίσματα, και τα χρήματα να διανεμηθούν στους φτωχούς;» Αυτό το είπε όχι γιατί νοιαζόταν για τους φτωχούς, αλλά γιατί ήταν κλέφτης και, καθώς διαχειριζόταν το κοινό ταμείο, συχνά κρατούσε για τον εαυτό του από τα χρήματα που έβαζαν σ’ αυτό. Είπε τότε ο Ιησούς: «Άφησέ την ήσυχη· αυτό που κάνει είναι για την ημέρα του ενταφιασμού μου. Οι φτωχοί πάντοτε θα υπάρχουν κοντά σας, εμένα όμως δε θα με έχετε πάντοτε». Πλήθος πολύ από τους Ιουδαίους της πόλεως έμαθαν ότι ο Ιησούς βρίσκεται εκεί και ήρθαν για να δουν όχι μόνο αυτόν αλλά και το Λάζαρο, που τον είχε αναστήσει από τους νεκρούς. Γι’ αυτό οι αρχιερείς αποφάσισαν να σκοτώσουν και το Λάζαρο, επειδή εξαιτίας του πολλοί Ιουδαίοι εγκατέλειπαν αυτούς και πίστευαν στον Ιησού. Την άλλη μέρα, το μεγάλο πλήθος που είχε έρθει για τη γιορτή του Πάσχα, όταν άκουσαν ότι έρχεται ο Ιησούς στα Ιεροσόλυμα, πήραν κλαδιά φοινικιάς, και βγήκαν από την πόλη να τον προϋπαντήσουν κραυγάζοντας: Δόξα στο Θεό! Ευλογημένος αυτός που έρχεται σταλμένος από τον Κύριο! Ευλογημένος ο βασιλιάς του Ισραήλ! Ο Ιησούς είχε βρει ένα γαϊδουράκι και κάθισε πάνω του, όπως λέει η Γραφή: Μη φοβάσαι θυγατέρα μου, πόλη της Σιών· να που έρχεται σ’ εσένα ο βασιλιάς σου, σε γαϊδουράκι πάνω καθισμένος. Αυτά στην αρχή δεν τα κατάλαβαν οι μαθητές του· όταν όμως ο Ιησούς ανυψώθηκε στη θεία δόξα, τότε τα θυμήθηκαν. Ό,τι είχε γράψει για κείνον η Γραφή, αυτά και του έκαναν. Όλοι, λοιπόν, εκείνοι που ήταν μαζί με τον Ιησού, όταν φώναξε το Λάζαρο από τον τάφο και τον ανέστησε από τους νεκρούς, διηγούνταν αυτά που είχαν δει. Γι’ αυτό ήρθε το πλήθος να τον προϋπαντήσει, επειδή έμαθαν ότι αυτός είχε κάνει το θαυμαστό αυτό σημείο. Οι Φαρισαίοι τότε είπαν μεταξύ τους: «Βλέπετε πως η αναβολή δεν ωφελεί· να που όλος ο κόσμος έχει τρέξει πίσω του». Ανάμεσα σ’ αυτούς που ανέβηκαν να προσκυνήσουν στη γιορτή ήταν και μερικοί Έλληνες. Αυτοί, λοιπόν, πήγαν στο Φίλιππο, που καταγόταν από τη Βηθσαϊδά της Γαλιλαίας, και τον παρακαλούσαν μ’ αυτά τα λόγια: «Κύριε, θέλουμε να δούμε τον Ιησού». Πηγαίνει ο Φίλιππος και το λέει στον Ανδρέα. Έπειτα έρχονται ο Ανδρέας κι ο Φίλιππος και το λένε στον Ιησού. Ο Ιησούς τότε τους απάντησε: «Ήρθε πια η ώρα να δοξαστεί ο Υιός του Ανθρώπου. Αλήθεια σας λέω: Αν του σιταριού ο σπόρος πέσει στη γη αλλά δεν πεθάνει, μένει ένας μονάχος σπόρος· αν όμως πεθάνει, κάνει άφθονον καρπό. Αυτός που αγαπάει τη ζωή του, θα τη χάσει· αυτός όμως που τη ζωή του δεν τη λογαριάζει όσο κρατάει αυτός ο κόσμος, θα τη φυλάξει για την αιώνια ζωή. Όποιος θέλει να με υπηρετεί ας ακολουθεί το δικό μου δρόμο, κι όπου είμαι εγώ, εκεί θα είναι κι ο δικός μου υπηρέτης. Κι ο Πατέρας μου θα τιμήσει όποιον με υπηρετεί». «Νιώθω τώρα ταραχή μέσα μου. Αλλά τι να πω; Να πω “Πατέρα, γλίτωσέ με απ’ ό,τι θα συμβεί αυτή την ώρα”; Μα εγώ γι’ αυτό ακριβώς ήρθα, για να περάσω αυτή την ώρα της οδύνης. Θα πω, “Πατέρα, κάνε αυτό που θα δοξάσει το όνομά σου”». Τότε ήρθε μια φωνή από τον ουρανό: «Το όνομά μου το δόξασα και θα το δοξάσω και πάλι». Το πλήθος των ανθρώπων που βρίσκονταν εκεί και άκουσαν τη φωνή, έλεγαν πως έγινε βροντή. Άλλοι έλεγαν: «Άγγελος του μίλησε». Ο Ιησούς τους αποκρίθηκε: «Αυτή η φωνή δεν ακούστηκε για μένα αλλά για σας. Έφτασε η ώρα που ο κόσμος αυτός θα κριθεί· έφτασε η ώρα που ο άρχοντας αυτού του κόσμου θα διωχτεί έξω από τον κόσμο. Εγώ, όταν θα υψωθώ από τη γη, όλους τους ανθρώπους θα τους τραβήξω κοντά μου». Λέγοντας αυτό, υποδήλωνε με τι είδος θάνατο θα πέθαινε. Τότε το πλήθος τού αποκρίθηκε: «Εμείς μάθαμε από το νόμο πως ο Μεσσίας θα ζήσει αιώνια· πώς εσύ λες ότι πρέπει να υψωθεί από τη γη ο Υιός του Ανθρώπου; Ποιος είναι αυτός ο Υιός του Ανθρώπου;» Τότε ο Ιησούς τους είπε: «Λίγον καιρό ακόμα το φως θα είναι ανάμεσά σας. Περπατάτε όσο έχετε το φως, για να μη σας πιάσει το σκοτάδι· κι αυτός που περπατάει στο σκοτάδι δεν ξέρει πού πάει. Όσο έχετε το φως πιστεύετε στο φως, για να γίνετε παιδιά του φωτός». Αυτά είπε ο Ιησούς, κι έφυγε και κρύφτηκε μακριά τους. Και μολονότι είχε κάνει τόσα θαύματα μπροστά στα μάτια τους, εκείνοι δεν πίστευαν σ’ αυτόν, έτσι ώστε να επαληθευτούν τα λόγια που είχε πει ο προφήτης Ησαΐας: Κύριε, ποιος πίστεψε στο μήνυμά μας; Σε ποιον φανέρωσε ο Κύριος τη δύναμή του; Ο Ησαΐας είχε πει επίσης για ποιο λόγο αυτοί δεν μπορούσαν να πιστέψουν: Ο Θεός τύφλωσε τα μάτια τους και σκότισε το νου τους, έτσι που να μη δούνε με τα μάτια τους, και με το νου τους να μην καταλάβουν, κι επιστρέψουν σ’ εμένα και τους γιατρέψω. Αυτά τα είχε πει ο Ησαΐας για τον Ιησού· κι είχε μιλήσει έτσι γι’ αυτόν, όταν είδε τη δόξα του. Πολλοί ωστόσο κι από τους άρχοντες πίστεψαν σ’ αυτόν, αλλά δεν ομολογούσαν την πίστη τους εξαιτίας των Φαρισαίων, για να μην τους διώξουν από τη συναγωγή. Προτίμησαν τον έπαινο των ανθρώπων παρά τον έπαινο του Θεού. Ο Ιησούς φώναξε δυνατά και είπε: «Αυτός που πιστεύει σ’ εμένα, δεν πιστεύει μόνο σ’ εμένα, αλλά και σ’ εκείνον που μ’ έστειλε· κι αυτός που βλέπει εμένα, βλέπει και εκείνον που μ’ έστειλε. Εγώ ήρθα στον κόσμο σαν το φως, έτσι ώστε όποιος πιστεύει σ’ εμένα να μη μείνει στο σκοτάδι. Όποιος ακούσει τα λόγια μου και δεν τα δεχτεί, αυτόν δεν θα τον κρίνω εγώ, γιατί δεν ήρθα για να καταδικάσω τον κόσμο, αλλά για να τον σώσω. Αυτός που με απορρίπτει και δε δέχεται τα λόγια μου, σ’ αυτά θα βρει εκείνον που θα τον δικάσει· ο λόγος που κήρυξα, αυτός θα τον κρίνει την έσχατη ημέρα. Γιατί, εγώ δε δίδαξα από μόνος μου, αλλά ο Πατέρας που μ’ έστειλε, εκείνος μου όρισε τι να πω και τι να κηρύξω. Και ξέρω πως ό,τι ορίζει εκείνος, οδηγεί στην αιώνια ζωή. Αυτά, λοιπόν, που κηρύττω εγώ, τα κηρύττω έτσι όπως μου τα έχει πει ο Πατέρας». Πριν από τη γιορτή του Πάσχα, ξέροντας ο Ιησούς πως ήρθε η καθορισμένη γι’ αυτόν ώρα να φύγει από τούτο τον κόσμο, και να πάει στον Πατέρα, έδειξε την αγάπη του ως το τέλος σ’ αυτούς που, μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο τού ανήκαν και τους αγαπούσε. Βρίσκονταν στο δείπνο, κι ο διάβολος είχε βάλει κιόλας στην καρδιά του Ιούδα του Ισκαριώτη, γιου του Σίμωνα, τη σκέψη να παραδώσει τον Ιησού στους εχθρούς του. Ο Ιησούς ήξερε ότι ο Πατέρας τού είχε δώσει απεριόριστη εξουσία, κι ότι από τον Πατέρα ήρθε και στον Πατέρα επιστρέφει. Σηκώνεται, λοιπόν, από το τραπέζι που δειπνούσαν, βγάζει το ιμάτιό του, παίρνει μια πετσέτα και τη ζώνεται· έπειτα βάζει νερό στη λεκάνη κι αρχίζει να πλένει τα πόδια των μαθητών και να τα σκουπίζει με την πετσέτα που είχε ζωστεί. Φτάνει λοιπόν και στο Σίμωνα Πέτρο· αυτός του λέει: «Εσύ, Κύριε, θα μου πλύνεις τα πόδια;» «Αυτό που κάνω εγώ», του αποκρίθηκε ο Ιησούς, «εσύ δεν το καταλαβαίνεις τώρα· θα το καταλάβεις όμως αργότερα». Του λέει ο Πέτρος: «Ποτέ δε θα σ’ αφήσω να μου πλύνεις τα πόδια». «Αν δεν σε πλύνω», του αποκρίθηκε ο Ιησούς, «δεν έχεις θέση κοντά μου». Του λέει τότε ο Σίμων Πέτρος: «Αν είναι έτσι, Κύριε, όχι μόνο τα πόδια να μου πλύνεις αλλά και τα χέρια και το κεφάλι». «Αυτός που έχει κάνει λουτρό», του λέει ο Ιησούς, «είναι ολόκληρος καθαρός και δεν έχει ανάγκη να πλύνει παρά μόνο τα πόδια του. Εσείς είστε καθαροί, όχι όμως όλοι». Ο Ιησούς ήξερε αυτόν που θα τον παραδώσει· γι’ αυτό είπε «δεν είστε όλοι καθαροί». Όταν τους έπλυνε τα πόδια, φόρεσε το ιμάτιό του, πήρε πάλι τη θέση του στο τραπέζι και τους είπε: «Καταλαβαίνετε τι έκανα σ’ εσάς; Εσείς με φωνάζετε “Διδάσκαλε” και “Κύριε”, και σωστά το λέτε, γιατί είμαι. Αν, λοιπόν, εγώ ο Κύριος κι ο Διδάσκαλος σας έπλυνα τα πόδια, έχετε κι εσείς την υποχρέωση να πλένετε ο ένας τα πόδια του άλλου. Σας έδωσα το παράδειγμα, για να κάνετε κι εσείς όπως έκανα εγώ. Η αλήθεια είναι πως δεν υπάρχει δούλος ανώτερος από τον κύριό του, ούτε απεσταλμένος ανώτερος από κείνον που τον έστειλε. Εάν τα μάθατε αυτά, θα είστε μακάριοι αν τα εφαρμόζετε κιόλας. »Δε μιλάω για όλους σας. Εγώ ξέρω ποιους διάλεξα· πρέπει όμως να εκπληρωθεί αυτό που είπε η Γραφή: Εκείνος, που μοιράζεται μαζί μου το ψωμί, στράφηκε εναντίον μου. Σας τα λέω από τώρα πριν γίνουν, ώστε, όταν γίνουν, να πιστέψετε ότι εγώ είμαι αυτός, στον οποίο αναφέρονται αυτά. Σας βεβαιώνω ότι όποιος δέχεται αυτόν που στέλνω εγώ, εμένα δέχεται· κι όποιος δέχεται εμένα, δέχεται εκείνον που με έστειλε». Όταν τα είπε αυτά ο Ιησούς, ταράχτηκε μέσα του βαθιά, μίλησε ανοιχτά και είπε: «Αλήθεια σας λέω, ένας από σας θα με προδώσει στους εχθρούς μου». Οι μαθητές κοίταζαν ο ένας τον άλλο με απορία, μην ξέροντας για ποιον μιλάει. Ένας από τους μαθητές του, που ο Ιησούς τον αγαπούσε, ήταν γερμένος στο τραπέζι κοντά στο στήθος του. Κάνει, λοιπόν, νόημα σ’ αυτόν ο Σίμων Πέτρος να μάθει ποιος ήταν αυτός για τον οποίο μιλούσε. Έγειρε τότε εκείνος ο μαθητής στο στήθος του Ιησού και τον ρώτησε: «Ποιος είναι, Κύριε;» Ο Ιησούς αποκρίθηκε: «Είναι εκείνος, στον οποίο θα δώσω ένα κομμάτι ψωμί, αφού το βουτήξω στο πιάτο». Παίρνει τότε ένα κομμάτι ψωμί, το βουτάει στο πιάτο και το δίνει στον Ιούδα τον Ισκαριώτη, γιο του Σίμωνα. Όταν ο Ιούδας πήρε το ψωμί, μπήκε ο σατανάς μέσα του. Του λέει, λοιπόν, ο Ιησούς: «Ό,τι έχεις να κάνεις κάνε το γρήγορα». Αυτό κανείς απ’ όσους έτρωγαν εκεί μαζί δεν κατάλαβε γιατί του το είπε· επειδή μάλιστα ο Ιούδας κρατούσε το ταμείο, μερικοί νόμιζαν πως ο Ιησούς του είπε, «αγόρασε ό,τι μας χρειάζεται για τη γιορτή», ή να δώσει κάτι στους φτωχούς. Εκείνος, αφού πήρε το ψωμί, βγήκε αμέσως έξω. Ήταν νύχτα. Όταν εκείνος έφυγε, λέει ο Ιησούς: «Ήρθε τώρα η ώρα να φανερωθεί η δόξα του Υιού του Ανθρώπου κι ο Θεός να δοξαστεί εξαιτίας του· κι αν ο Θεός δοξαστεί δι’ αυτού, τότε κι ο Θεός θα τον δοξάσει κοντά του, κι αυτό μάλιστα θα γίνει πολύ γρήγορα. Παιδιά μου, για πολύ λίγο θα είμαι ακόμη μαζί σας· θα με αναζητήσετε, και αυτό που είπα στους Ιουδαίους, πως δηλαδή εκεί που πηγαίνω εγώ εσείς δεν μπορείτε να ’ρθείτε, το λέω και σ’ εσάς τώρα. Σας δίνω μια νέα εντολή, να αγαπάτε ο ένας τον άλλο. Όπως σας αγάπησα εγώ, να αγαπάτε κι εσείς ο ένας τον άλλο. Έτσι θα σας ξεχωρίζουν όλοι πως είστε μαθητές μου, αν έχετε αγάπη ο ένας για τον άλλο». Του λέει τότε ο Σίμων Πέτρος: «Πού πηγαίνεις, Κύριε;» Του αποκρίθηκε ο Ιησούς: «Εκεί που πηγαίνω εγώ, δεν μπορείς εσύ να με ακολουθήσεις τώρα· θα με ακολουθήσεις όμως αργότερα». Του λέει ο Πέτρος: «Κύριε, γιατί δεν μπορώ να σε ακολουθήσω τώρα; Εγώ και τη ζωή μου θα θυσιάσω για σένα». Του αποκρίνεται ο Ιησούς: «Τη ζωή σου θα θυσιάσεις για μένα; Σε βεβαιώνω ότι πριν λαλήσει απόψε ο πετεινός, θα αρνηθείς τρεις φορές πως με ξέρεις». «Μην ταράζεται η καρδιά σας· να ’χετε πίστη στο Θεό, να ’χετε πίστη και σ’ εμένα. Στο σπίτι του Πατέρα μου υπάρχουν πολλοί τόποι διαμονής· αν δεν υπήρχαν, θα σας το ’λεγα. Εγώ πηγαίνω να σας ετοιμάσω τόπο. Κι όταν πάω και σας ετοιμάσω τόπο, πάλι θα ’ρθώ και θα σας πάρω κοντά μου, ώστε όπου είμαι εγώ να είστε κι εσείς. Ξέρετε, βέβαια, και πού πηγαίνω και την οδό που οδηγεί εκεί». «Κύριε», του λέει ο Θωμάς, «δεν ξέρουμε πού πηγαίνεις· πώς λοιπόν μπορούμε να ξέρουμε την οδό που οδηγεί εκεί;» Ο Ιησούς του απάντησε: «Εγώ είμαι η οδός, η αλήθεια και η ζωή· κανείς δεν πηγαίνει στον Πατέρα παρά μόνο αν περάσει από μένα. Αν με είχατε γνωρίσει, θα είχατε γνωρίσει και τον Πατέρα μου. Αλλά κι από τώρα τον γνωρίζετε και τον έχετε δει». «Κύριε», του λέει ο Φίλιππος, «δείξε μας τον Πατέρα, κι αυτό μας αρκεί». Του λέει ο Ιησούς: «Τόσον καιρό είμαι μαζί σας, Φίλιππε, και δε μ’ έχεις γνωρίσει; Αυτός που έχει δει εμένα, έχει δει τον Πατέρα. Πώς μπορείς εσύ να λες “δείξε μας τον Πατέρα”; Δεν πιστεύεις πως εγώ είμαι αχώριστος από τον Πατέρα, κι ο Πατέρας από μένα; Τα λόγια που σας λέω εγώ, δεν τα λέω από μόνος μου· κι ο Πατέρας, που είναι ένα μ’ εμένα, αυτός πραγματοποιεί τα έργα. Πιστέψτε με ότι εγώ είμαι αχώριστος από τον Πατέρα, κι ο Πατέρας από μένα· αν πάλι δεν πιστεύετε στο λόγο μου, πιστέψτε εξαιτίας των ίδιων των έργων. »Σας βεβαιώνω πως αυτός που πιστεύει σ’ εμένα, θα κάνει κι εκείνος τα ίδια έργα που κάνω εγώ και μάλιστα ακόμη μεγαλύτερα απ’ αυτά, γιατί εγώ πηγαίνω κοντά στον Πατέρα. Κι ό,τι ζητήσετε στο όνομά μου, θα το κάνω, ώστε η δόξα του Πατέρα να φανερωθεί μέσω του Υιού. Αν ζητήσετε κάτι στο όνομά μου, εγώ θα το πραγματοποιήσω». «Αν με αγαπάτε, τηρήστε τις εντολές μου. Κι εγώ θα παρακαλέσω τον Πατέρα να σας δώσει άλλον Παράκλητο, το Πνεύμα της Αλήθειας, ώστε να είναι για πάντα μαζί σας. Το Πνεύμα αυτό δεν μπορεί να το δεχτεί ο κόσμος, γιατί ούτε το διακρίνει ούτε το γνωρίζει· εσείς το γνωρίζετε, γιατί μένει κοντά σας και θα υπάρχει μέσα σας. Δε θα σας αφήσω ορφανούς· θα ξανάρθω κοντά σας. Σε λίγο ο κόσμος δεν θα με βλέπει πια, εσείς όμως θα με βλέπετε, γιατί εγώ εξακολουθώ να ζω· το ίδιο κι εσείς θα ζείτε. Όταν έρθει εκείνη η μέρα, θα το καταλάβετε ότι εγώ είμαι αχώριστος από τον Πατέρα, κι εσείς από μένα, κι εγώ από σας. Εκείνος που κρατάει τις εντολές μου και τις εκτελεί, αυτός με αγαπάει· κι αυτός που με αγαπάει θ’ αγαπηθεί από τον Πατέρα μου, κι εγώ θα τον αγαπήσω και θα του φανερώσω τον εαυτό μου». «Κύριε», του λέει ο Ιούδας, όχι ο Ισκαριώτης, «γιατί θα φανερώσεις τον εαυτό σου σ’ εμάς κι όχι στον κόσμο;» «Όποιος με αγαπάει», του αποκρίθηκε ο Ιησούς, «θα τηρήσει το λόγο μου. Κι ο Πατέρας μου θα τον αγαπήσει, και θα έρθουμε σ’ αυτόν και θα κατοικήσουμε μαζί του. Αυτός που δε με αγαπάει δεν ακολουθεί τα λόγια μου. Τα λόγια όμως που ακούτε δεν προέρχονται από μένα, αλλά από τον Πατέρα που μ’ έστειλε. »Αυτά σας τα δίδαξα όλον αυτό τον καιρό που βρίσκομαι κοντά σας. Αλλά το Πνεύμα το Άγιο, ο Παράκλητος, που θα στείλει ο Πατέρας στο όνομά μου, εκείνος θα σας διδάξει τα πάντα και θα φέρει στη μνήμη σας όλα όσα σας έχω πει εγώ». «Φεύγω και σας αφήνω την ειρήνη. Τη δική μου ειρήνη σας δίνω. Δε σας τη δίνω όπως τη δίνει ο κόσμος. Μην ανησυχείτε και μη δειλιάζετε. Ακούσατε αυτό που σας είπα: “φεύγω, αλλά θα ξανάρθω κοντά σας”. Αν με αγαπούσατε, θα χαιρόσασταν που σας είπα ότι πηγαίνω στον Πατέρα, γιατί ο Πατέρας είναι ανώτερος από μένα. Σας τα είπα αυτά τώρα, πριν γίνουν, ώστε, όταν τα δείτε να γίνονται, να πιστέψετε. Δε θα μιλήσω πια για πολύ μαζί σας, γιατί ο κυρίαρχος αυτού του κόσμου έρχεται να με θανατώσει, αν και δεν έχει πάνω μου καμιά εξουσία. Ο κόσμος όμως πρέπει ν’ αναγνωρίσει ότι αγαπώ τον Πατέρα και πεθαίνοντας κάνω αυτό που ήταν η εντολή του. »Και τώρα σηκωθείτε. Ας φύγουμε από ’δω». «Εγώ είμαι το αληθινό κλήμα, κι ο Πατέρας μου είναι ο αμπελουργός. Κάθε κληματόβεργα πάνω μου που δεν κάνει καρπό την κόβει· και κάθε κληματόβεργα που κάνει καρπό την κλαδεύει, για να καρποφορήσει περισσότερο. Εσείς είστε κιόλας κλαδεμένοι και καθαροί εξαιτίας των όσων σας έχω διδάξει. Μείνετε ενωμένοι μαζί μου· τότε θα ’μαι κι εγώ ενωμένος μαζί σας. Όπως η κληματόβεργα δεν μπορεί να καρποφορήσει από μόνη της, αν δεν είναι ενωμένη με το κλήμα, το ίδιο κι εσείς αν δε μείνετε ενωμένοι μαζί μου. Εγώ είμαι το κλήμα, εσείς οι κληματόβεργες. Εκείνος που μένει ενωμένος μαζί μου κι εγώ μαζί του, αυτός δίνει άφθονο καρπό, γιατί χωρίς εμένα δεν μπορείτε να κάνετε τίποτε. Αν κάποιος δεν μένει ενωμένος μαζί μου, θα τον πετάξουν έξω σαν την κληματόβεργα, και θα ξεραθεί. Τις βέργες αυτές τις μαζεύουν, τις ρίχνουν στη φωτιά, και καίγονται. Αν μείνετε ενωμένοι μαζί μου και τα λόγια μου μείνουν ζωντανά μέσα σας, ό,τι θελήσετε ζητήστε το και θα σας δοθεί. Μ’ αυτόν τον τρόπο φανερώνεται η δόξα του Πατέρα μου: Όταν εσείς δώσετε άφθονο καρπό κι αποδειχθείτε έτσι μαθητές μου». «Όπως με αγάπησε ο Πατέρας, έτσι σας αγάπησα κι εγώ· μείνετε πιστοί στην αγάπη μου. Και θα μείνετε πιστοί στην αγάπη μου, αν τηρήσετε τις εντολές μου, όπως εγώ τήρησα τις εντολές του Πατέρα μου και γι’ αυτό μένω πιστός στην αγάπη του. »Σας τα είπα αυτά, ώστε η χαρά η δική μου να είναι μέσα σας, κι η χαρά σας να είναι ολοκληρωμένη. Αυτή είναι η δική μου εντολή: να αγαπάτε ο ένας τον άλλο, όπως εγώ σας αγάπησα. Κανείς δεν έχει μεγαλύτερη αγάπη, από κείνον που θυσιάζει τη ζωή του για χάρη των φίλων του. Εσείς είστε φίλοι μου, αν κάνετε αυτά που εγώ σας παραγγέλλω. Δε σας ονομάζω πια δούλους, γιατί ο δούλος δεν ξέρει τι κάνει ο κύριός του. Σας ονομάζω φίλους, γιατί σας έκανα γνωστά όλα όσα άκουσα από τον Πατέρα μου. Δε με διαλέξατε εσείς, αλλά εγώ σας διάλεξα και σας όρισα να πάτε και να καρποφορήσετε, κι ο καρπός σας να είναι μόνιμος. Ώστε ό,τι ζητήσετε από τον Πατέρα στο όνομά μου, να σας το δώσει. Αυτή την εντολή σας δίνω: να αγαπάτε ο ένας τον άλλο». «Αν σας μισεί ο κόσμος, να ξέρετε πως πριν από σας εμένα έχει μισήσει. Αν ανήκατε στον κόσμο, τότε ο κόσμος θα σας αγαπούσε σαν κάτι δικό του. Επειδή όμως δεν ανήκετε στον κόσμο, αφού εγώ σας διάλεξα και σας ξεχώρισα από τον κόσμο, γι’ αυτό σας μισεί ο κόσμος. Να θυμάστε το λόγο που σας είπα: δεν υπάρχει δούλος ανώτερος από τον κύριό του. Αν εμένα καταδίωξαν, θα καταδιώξουν κι εσάς· αν εφάρμοσαν τα λόγια μου, θα εφαρμόσουν και τα δικά σας. Αλλά θα σας τα κάνουν όλα αυτά εξαιτίας μου, γιατί δεν ξέρουν αυτόν που με έστειλε. Αν δεν είχα έρθει και δεν τους είχα κηρύξει, δε θα είχαν αμαρτία. Τώρα όμως δεν έχουν καμιά δικαιολογία για την αμαρτία που διαπράττουν. Αυτός που μισεί εμένα, μισεί και τον Πατέρα μου. Αν δεν είχα κάνει ανάμεσά τους τα έργα που κανείς άλλος δεν έκανε, δε θα είχαν αμαρτία. Τώρα όμως και τα έργα έχουν δει, και μας έχουν μισήσει κι εμένα και τον Πατέρα μου. Αλλά αυτό γίνεται για να εκπληρωθεί ο λόγος που είναι γραμμένος στο νόμο τους: με μίσησαν χωρίς καμιά αιτία. »Όταν έρθει ο Παράκλητος, που θα σας τον στείλω εγώ από τον Πατέρα, το Πνεύμα της Αλήθειας, που εκπορεύεται από τον Πατέρα, αυτός θα ερμηνεύσει την αποστολή μου. Αλλά κι εσείς θα δώσετε μαρτυρία για μένα, γιατί εξαρχής είστε μαζί μου». «Αυτά σας τα είπα για να μην κλονιστεί η πίστη σας. Θα σας διώξουν απ’ τις συναγωγές. Θα έρθει μάλιστα ο καιρός που όποιος σας θανατώσει θα νομίζει πως έτσι υπηρετεί το Θεό. Αυτά θα τα πράξουν γιατί δε γνώρισαν τον Πατέρα ούτε εμένα. Αλλά σας τα είπα αυτά, ώστε, όταν έρθει η ώρα τους να γίνουν, να το θυμηθείτε πως εγώ σας τα είχα πει πιο μπροστά. Δε σας τα είπα, βέβαια, εξαρχής, επειδή ήμουν μαζί σας». «Τώρα όμως εγώ πηγαίνω σ’ εκείνον πού μ’ έστειλε, και κανένας σας δε με ρωτάει πού πηγαίνω. Μόνο που η λύπη έχει γεμίσει την καρδιά σας, επειδή σας τα είπα αυτά. Κι όμως, εγώ σας λέω την αλήθεια· σας συμφέρει να φύγω εγώ. Γιατί, αν εγώ δεν φύγω, δε θα έρθει σ’ εσάς ο Παράκλητος· ενώ αν πάω εκεί, θα τον στείλω σ’ εσάς. Κι όταν έρθει εκείνος, θα ελέγξει τους ανθρώπους ως προς την αμαρτία, ως προς τη δικαιοσύνη και ως προς την κρίση του Θεού. Ως προς την αμαρτία, επειδή δεν πιστεύουν σ’ εμένα. Ως προς τη δικαιοσύνη, επειδή εγώ πηγαίνω δικαιωμένος στον Πατέρα, και δε θα με βλέπετε πια. Και ως προς την κρίση, επειδή ο κυρίαρχος αυτού του κόσμου είναι κιόλας καταδικασμένος. »Πολλά έχω ακόμη να σας πω, αλλά δεν μπορείτε τώρα να σηκώσετε μεγαλύτερο βάρος. Όταν όμως θα έρθει εκείνος, το Πνεύμα της Αλήθειας, θα σας οδηγήσει σε όλη την αλήθεια. Γιατί δε θα μιλήσει από μόνος του, αλλά θα πει όσα θα ακούσει, και θα σας αναγγείλει αυτά που μέλλουν να συμβούν. Εκείνος θα φανερώσει τη δική μου δόξα, γιατί θα πάρει από αυτά που εγώ έχω και θα σας τα αναγγείλει. Όλα όσα ανήκουν στον Πατέρα είναι δικά μου· γι’ αυτό σας είπα πως το Πνεύμα θα πάρει από αυτά που έχω εγώ και θα σας τα αναγγείλλει». «Σε λίγο δεν θα με βλέπετε πια, αλλά και πάλι σε λίγο θα με δείτε, γιατί εγώ πηγαίνω στον Πατέρα». Είπαν τότε μερικοί μαθητές του μεταξύ τους: «Τι σημαίνει αυτό που μας λέει, “σε λίγο δεν θα με βλέπετε, αλλά και πάλι σε λίγο θα με δείτε”; Και τι σημαίνει, “πηγαίνω στον Πατέρα”;» Συζητούσαν λοιπόν: «Τι να σημαίνει αυτό το “σε λίγο” που λέει; Δεν καταλαβαίνουμε τι θέλει να πει». Ο Ιησούς κατάλαβε πως ήθελαν να τον ρωτήσουν και τους είπε: «Συζητάτε μεταξύ σας γι’ αυτό που σας είπα, “σε λίγο δεν θα με βλέπετε, και πάλι σε λίγο θα με δείτε”; Σας βεβαιώνω πως εσείς θα κλάψετε και θα θρηνήσετε, ενώ ο κόσμος θα χαρεί. Εσείς θα λυπηθείτε, η λύπη σας όμως θα μετατραπεί σε χαρά. Όταν η γυναίκα είναι να γεννήσει, υποφέρει πολύ, γιατί ήρθε η ώρα των πόνων της· όταν όμως γεννήσει το παιδί, ξεχνάει πια τους πόνους, από τη χαρά της που έφερε έναν άνθρωπο στον κόσμο. Κι εσείς, λοιπόν, τώρα λυπόσαστε· αλλά θα σας ξαναδώ και θα χαρεί η καρδιά σας, και τη χαρά σας κανείς δε θα μπορέσει να σας την αφαιρέσει. »Όταν έρθει εκείνη η μέρα, τίποτα δε θα έχετε να με ρωτήσετε. Σας βεβαιώνω πως αν ζητήσετε κάτι από τον Πατέρα στο όνομά μου, αυτός θα σας το δώσει. Ως τώρα δε ζητήσατε τίποτα στο όνομά μου· να ζητάτε και θα παίρνετε, κι έτσι η χαρά σας θα είναι πλήρης». «Όλα αυτά σας τα είπα χρησιμοποιώντας εικόνες. Πλησιάζει ο καιρός που δε θα σας μιλάω πια με εικόνες, αλλά θα σας μιλήσω καθαρά για τον Πατέρα. Όταν έρθει εκείνη η μέρα, θα του απευθύνετε τα αιτήματά σας στο όνομά μου. Και δε σας λέω πως εγώ θα παρακαλέσω τον Πατέρα για χάρη σας, γιατί ο ίδιος ο Πατέρας σάς αγαπάει, επειδή εσείς έχετε αγαπήσει εμένα κι έχετε πιστέψει πως εγώ ήρθα απ’ το Θεό. Προέρχομαι από τον Πατέρα και ήρθα στον κόσμο· τώρα αφήνω πάλι τον κόσμο και πηγαίνω στον Πατέρα». Λένε τότε οι μαθητές του: «Να που τώρα μας μιλάς καθαρά και δε λες τίποτα με παραβολές. Τώρα καταλαβαίνουμε ότι τα ξέρεις όλα. Ξέρεις από πριν τι θα σε ρωτούσε κάποιος. Γι’ αυτό πιστεύουμε ότι προήλθες από το Θεό». Τους αποκρίθηκε ο Ιησούς: «Τώρα πιστεύετε; Έρχεται η ώρα, έφτασε κιόλας, να σκορπιστείτε ο καθένας στο σπίτι του κι εμένα να μ’ αφήσετε μόνον. Δεν είμαι όμως μόνος, γιατί είναι μαζί μου ο Πατέρας. Αυτά σας τα είπα, ώστε ενωμένοι μαζί μου να έχετε ειρήνη. Ο κόσμος θα σας κάνει να υποφέρετε· αλλά εσείς να ’χετε θάρρος, γιατί εγώ τον έχω νικήσει τον κόσμο». Αφού τα είπε αυτά ο Ιησούς, σήκωσε τα μάτια του στον ουρανό και είπε: «Πατέρα, έφτασε η ώρα· φανέρωσε τη δόξα του Υιού σου, ώστε κι ο Υιός σου να φανερώσει τη δική σου δόξα. Εσύ του έδωσες εξουσία πάνω σε όλους τους ανθρώπους· έτσι κι αυτός θα δώσει την αιώνια ζωή σε όλους αυτούς που του εμπιστεύτηκες. Και να ποια είναι η αιώνια ζωή: Ν’ αναγνωρίζουν οι άνθρωποι εσένα ως τον μόνο αληθινό Θεό, καθώς κι εκείνον που έστειλες, τον Ιησού Χριστό. Εγώ φανέρωσα τη δόξα σου πάνω στη γη, αφού ολοκλήρωσα το έργο που μου ανέθεσες να κάνω. Τώρα λοιπόν εσύ, Πατέρα, δόξασέ με κοντά σ’ εσένα με τη δόξα που είχα κοντά σου προτού να γίνει ο κόσμος. »Εγώ σε έκανα γνωστό στους ανθρώπους που τους πήρες μέσα από τον κόσμο και μου τους εμπιστεύτηκες. Ανήκαν σ’ εσένα, κι εσύ τους έδωσες σ’ εμένα, κι έχουν δεχτεί το λόγο σου. Αυτοί τώρα ξέρουν πως όλα όσα μου έδωσες προέρχονται από σένα· γιατί τις διδαχές που μου έδωσες, εγώ τις έδωσα σ’ αυτούς, κι αυτοί τις δέχτηκαν και αναγνώρισαν πως πραγματικά από σένα προέρχομαι, και πίστεψαν πως εσύ με έστειλες στον κόσμο. »Εγώ γι’ αυτούς παρακαλώ. Δεν παρακαλώ για τον κόσμο αλλά γι’ αυτούς που μου έδωσες, γιατί ανήκουν σ’ εσένα. Κι όλα όσα είναι δικά μου είναι και δικά σου, και τα δικά σου είναι και δικά μου, και δι’ αυτών θα φανερωθεί η δόξα μου. Τώρα δεν είμαι πια μέσα στον κόσμο· ενώ αυτοί μένουν μέσα στον κόσμο, κι εγώ έρχομαι σ’ εσένα. Άγιε Πατέρα, διατήρησέ τους στην πίστη με τη δύναμη του ονόματός σου που μου χάρισες, για να μείνουν ενωμένοι όπως εμείς. Όταν ήμουν μαζί τους στον κόσμο, εγώ τους διατηρούσα στην πίστη με τη δύναμη του ονόματός σου. Αυτούς που μου έδωσες τους φύλαξα, και κανένας απ’ αυτούς δε χάθηκε, παρά μόνο ο άνθρωπος της απώλειας, για να εκπληρωθούν τα λόγια της Γραφής. Τώρα όμως εγώ έρχομαι σ’ εσένα, και τα λέω αυτά όσο είμαι ακόμα στον κόσμο, ώστε να έχουν τη δική μου τη χαρά μέσα τους σ’ όλη την πληρότητά της. Εγώ τους έδωσα το δικό σου μήνυμα· ο κόσμος όμως τους μίσησε γιατί δεν ανήκουν στον κόσμο, όπως και εγώ δεν προέρχομαι από τον κόσμο. Σε παρακαλώ, όχι να τους πάρεις από τον κόσμο, αλλά να τους προστατέψεις από το διάβολο. Δεν προέρχονται από τον πονηρό κόσμο, όπως και εγώ δεν προέρχομαι απ’ αυτόν τον κόσμο. Με την αλήθεια σου ξεχώρισέ τους από τον κόσμο· ο δικός σου ο λόγος είναι αλήθεια. Όπως εσύ έστειλες εμένα στον κόσμο, έτσι κι εγώ έστειλα στον κόσμο αυτούς· και για χάρη τους αφιερώνω και προσφέρω τον εαυτό μου σ’ εσένα, ώστε κι αυτοί, με τη βοήθεια της αλήθειας, να είναι αφιερωμένοι σ’ εσένα. »Δεν προσεύχομαι μόνο γι’ αυτούς αλλά και για κείνους που με το κήρυγμα αυτών θα πιστεύουν σ’ εμένα, ώστε να είναι όλοι ένα, όπως εσύ, Πατέρα, είσαι ενωμένος μ’ εμένα κι εγώ μ’ εσένα. Να είναι κι αυτοί ενωμένοι μ’ εμάς, κι έτσι ο κόσμος να πιστέψει ότι μ’ έστειλες εσύ. Εγώ τη δόξα που μου έδωσες την έδωσα σ’ αυτούς, για να είναι ένα μεταξύ τους, όπως εμείς είμαστε ένα: Εγώ ενωμένος μαζί τους κι εσύ ενωμένος μαζί μου, ώστε ν’ αποτελούν μια τέλεια ενότητα, κι έτσι ο κόσμος να καταλαβαίνει ότι μ’ έστειλες εσύ κι ότι αγάπησες κι αυτούς όπως αγάπησες εμένα. »Πατέρα, θέλω αυτοί που μου έδωσες να είναι μαζί μου όπου είμαι κι εγώ, για να μπορούν να βλέπουν τη δόξα μου, τη δόξα που μου χάρισες, γιατί με αγάπησες προτού να γίνει ο κόσμος. Πατέρα, δίκαιε κριτή, ο κόσμος δε σε γνώρισε, ενώ εγώ σε γνώρισα, κι αυτοί εδώ έχουν αναγνωρίσει πως μ’ έστειλες εσύ. Τους έμαθα ποιος είσαι και θα συνεχίσω να τους το μαθαίνω, ώστε να είναι μέσα τους η αγάπη με την οποία με αγάπησες, όπως κι εγώ θα είμαι μέσα τους». Όταν τέλειωσε την προσευχή του ο Ιησούς, βγήκε μαζί με τους μαθητές του και πήγαν στην απέναντι πλευρά του χειμάρρου των Κέδρων. Εκεί ήταν ένας κήπος, όπου μπήκε ο Ιησούς και οι μαθητές του. Αυτόν τον τόπο τον ήξερε κι ο Ιούδας, αυτός που τον πρόδωσε, γιατί πολλές φορές πήγαινε εκεί ο Ιησούς με τους μαθητές του. Έρχεται, λοιπόν, εκεί ο Ιούδας με Ρωμαίους στρατιώτες και φρουρούς του ναού, που του έδωσαν οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι. Ήταν οπλισμένοι και κρατούσαν δαυλούς και λυχνάρια στα χέρια τους. Ο Ιησούς τα ήξερε όλα όσα τον περίμεναν· προχώρησε λοιπόν προς το μέρος τους και τους ρωτάει: «Ποιον γυρεύετε;» «Τον Ιησού από τη Ναζαρέτ», του αποκρίνονται. Τους λέει ο Ιησούς: «Εγώ είμαι». Ο Ιούδας που τον είχε προδώσει στεκόταν κι αυτός εκεί ανάμεσά τους. Μόλις, λοιπόν, τους είπε ο Ιησούς «εγώ είμαι», πισωδρόμησαν κι έπεσαν καταγής. Τότε τους ρώτησε πάλι: «Ποιον γυρεύετε;» Κι αυτοί είπαν: «Τον Ιησού από τη Ναζαρέτ». «Σας είπα ότι εγώ είμαι», τους αποκρίθηκε ο Ιησούς· «αν, λοιπόν, γυρεύετε εμένα, αφήστε τους αυτούς να φύγουν». Έτσι εκπληρώθηκε ο λόγος που είχε πει: «Δεν άφησα να χαθεί ούτε ένας απ’ αυτούς που μου εμπιστεύτηκες». Ο Σίμων Πέτρος είχε ένα μαχαίρι· το τραβάει, χτυπάει το δούλο του αρχιερέα και του κόβει το δεξί αυτί. Το όνομα του δούλου ήταν Μάλχος. Τότε ο Ιησούς είπε στον Πέτρο: «Βάλε το μαχαίρι στη θήκη. Θέλεις να μην πιω το ποτήρι που όρισε ο Πατέρας για μένα;» Οι στρατιώτες με το χιλίαρχο και οι Ιουδαίοι φρουροί συνέλαβαν τότε τον Ιησού, τον έδεσαν και τον έφεραν πρώτα στον Άννα. Αυτός ήταν πεθερός του Καϊάφα, που είχε για κείνη τη χρονιά το αξίωμα του αρχιερέα. Ο Καϊάφας ήταν εκείνος που είχε δώσει τη συμβουλή στους Ιουδαίους άρχοντες, ότι συμφέρει να πεθάνει ένας άνθρωπος για το καλό ολόκληρου του λαού. Ο Σίμων Πέτρος κι ένας άλλος μαθητής ακολουθούσαν τον Ιησού. Αυτός ο άλλος μαθητής ήταν γνωστός του αρχιερέα κι έτσι μπήκε μαζί με τον Ιησού στην αυλή του αρχιερέα. Ο Πέτρος όμως στεκόταν απ’ έξω, κοντά στην πόρτα. Βγήκε, λοιπόν, εκείνος ο άλλος μαθητής ο γνωστός του αρχιερέα, μίλησε στη θυρωρό, κι εκείνη άφησε τον Πέτρο να μπει. Ρωτάει τότε τον Πέτρο η νεαρή υπηρέτρια, η θυρωρός: «Μήπως είσαι κι εσύ από τους μαθητές αυτού του ανθρώπου;» Λέει εκείνος: «Όχι, δεν είμαι». Εκεί στέκονταν οι δούλοι και οι φρουροί και, επειδή έκανε κρύο, είχαν ανάψει φωτιά και ζεσταίνονταν. Ήταν κι ο Πέτρος μαζί τους· στεκόταν κι αυτός και ζεσταινόταν. Ο αρχιερέας έκανε ερωτήσεις στον Ιησού για τους μαθητές του και για τη διδασκαλία του. Ο Ιησούς του απάντησε: «Εγώ μίλησα φανερά στον κόσμο. Μιλούσα πάντοτε στις συναγωγές και στο ναό, όπου μαζεύονταν πάντοτε οι Ιουδαίοι· κρυφά δε δίδαξα τίποτε. Τι ρωτάς εμένα; Ρώτησε αυτούς που άκουσαν τι τους είπα. Αυτοί ξέρουν εγώ τι είπα». Μόλις είπε αυτά τα λόγια, ένας από τους φρουρούς, που ήταν εκεί κοντά, έδωσε ένα ράπισμα στον Ιησού και του είπε: «Έτσι απαντάς στον αρχιερέα;» «Αν είπα κάτι κακό», του απάντησε ο Ιησούς, «πες ποιο ήταν αυτό· αν όμως μίλησα σωστά, γιατί με χτυπάς;» Τότε ο Άννας έστειλε τον Ιησού δεμένο στον αρχιερέα Καϊάφα. Εκεί, λοιπόν, που ο Σίμων Πέτρος στεκόταν και ζεσταινόταν, του λένε: «Μήπως είσαι κι εσύ από τους μαθητές εκείνου;» Αυτός αρνήθηκε και είπε: «Δεν είμαι». Λέει ένας από τους δούλους του αρχιερέα, συγγενής εκείνου που του έκοψε ο Πέτρος το αυτί: «Δε σε είδα εγώ στον κήπο μαζί του;» Ο Πέτρος πάλι αρνήθηκε, κι αμέσως τότε λάλησε ένας πετεινός. Μετά οδήγησαν τον Ιησού από το σπίτι του Καϊάφα στο πραιτώριο. Ήταν νωρίς το πρωί. Οι Ιουδαίοι όμως δεν μπήκαν στο πραιτώριο για να μη βεβηλωθούν, αλλά να φάνε το Πάσχα καθαροί. Ο Πιλάτος βγήκε έξω και τους λέει: «Για ποιο αδίκημα κατηγορείτε αυτόν τον άνθρωπο;» Του αποκρίθηκαν: «Αν δεν ήταν κακοποιός, δε θα τον παραδίναμε σ’ εσένα». Τους λέει τότε ο Πιλάτος: «Πάρτε τον εσείς και δικάστε τον σύμφωνα με το νόμο σας». Του λένε οι Ιουδαίοι: «Σ’ εμάς δεν επιτρέπεται να επιβάλουμε ποινή θανάτου σε κανέναν». Έτσι εκπληρώθηκε ο λόγος που είχε πει ο Ιησούς, δηλώνοντας με τι είδους θάνατο θα πέθαινε. Ο Πιλάτος μπήκε πάλι μέσα στο πραιτώριο, διέταξε να φέρουν τον Ιησού και τον ρώτησε: «Εσύ είσαι ο βασιλιάς των Ιουδαίων;» Ο Ιησούς αποκρίθηκε: «Το ρωτάς αυτό από μόνος σου ή σου έχουν μιλήσει άλλοι για μένα;» «Μήπως εγώ είμαι Ιουδαίος;» του απάντησε ο Πιλάτος· «ο λαός ο δικός σου και οι αρχιερείς σε παρέδωσαν σ’ εμένα· τι έκανες, λοιπόν;» Ο Ιησούς απάντησε: «Η δική μου βασιλεία δεν προέρχεται απ’ αυτόν τον κόσμο· αν η βασιλεία μου προερχόταν απ’ αυτόν τον κόσμο, οι στρατιώτες μου θα αγωνίζονταν να μην πέσω στα χέρια των Ιουδαίων αρχόντων. Αλλά η δική μου βασιλεία δεν προέρχεται από ’δω». Του λέει τότε ο Πιλάτος: «Είσαι, λοιπόν, βασιλιάς;» «Ναι, είμαι βασιλιάς, όπως το λες», αποκρίθηκε ο Ιησούς. «Εγώ γι’ αυτό γεννήθηκα και γι’ αυτό ήρθα στον κόσμο, για να φανερώσω την αλήθεια· όποιος αγαπάει την αλήθεια καταλαβαίνει τα λόγια μου». Του λέει ο Πιλάτος: «Και τι είναι αλήθεια;» Όταν το είπε αυτό, βγήκε πάλι έξω στους Ιουδαίους και τους λέει: «Εγώ δεν βρίσκω κανένα λόγο για να τον καταδικάσω. Άλλωστε, υπάρχει μια συνήθεια σ’ εσάς, να ελευθερώνω για χάρη σας έναν υπόδικο στη γιορτή του Πάσχα. Θέλετε, λοιπόν, να σας ελευθερώσω το βασιλιά των Ιουδαίων;» Όλοι όμως άρχισαν να φωνάζουν πάλι και να λένε: «Όχι αυτόν! Το Βαραββά!» Κι ήταν ο Βαραββάς ληστής. Τότε διέταξε ο Πιλάτος και πήραν τον Ιησού και τον μαστίγωσαν. Οι στρατιώτες έπλεξαν ένα στεφάνι από αγκάθια και το έβαλαν στο κεφάλι του, τον τύλιξαν μ’ έναν κατακόκκινο μανδύα και του έλεγαν: «Ζήτω ο βασιλιάς των Ιουδαίων!» και τον χτυπούσαν στο πρόσωπο. Ο Πιλάτος βγήκε πάλι έξω προς τους Ιουδαίους και τους λέει: «Κοιτάξτε, σας τον φέρνω εδώ έξω για να δείτε κι εσείς πως δεν μπόρεσα να του βρω καμία αιτία για να τον καταδικάσω». Έφεραν, λοιπόν, έξω τον Ιησού, που φορούσε το αγκάθινο στεφάνι και τον κατακόκκινο μανδύα. Τους λέει ο Πιλάτος: «Ιδού ο άνθρωπος!» Όταν όμως τον είδαν έτσι οι αρχιερείς και οι φρουροί του ναού, άρχισαν να φωνάζουν και να λένε: «Σταύρωσέ τον, σταύρωσέ τον!» Τους λέει ο Πιλάτος: «Πάρτε τον εσείς και σταυρώστε τον· εγώ δεν του βρίσκω καμιά αιτία καταδίκης». Του απάντησαν οι Ιουδαίοι: «Εμείς έχουμε νόμο, και σύμφωνα με το νόμο μας πρέπει να πεθάνει, γιατί ισχυρίστηκε πως είναι Υιός Θεού». Ο Πιλάτος, όταν άκουσε αυτόν το λόγο, φοβήθηκε ακόμη περισσότερο. Μπήκε πάλι μέσα στο πραιτώριο και λέει στον Ιησού: «Από πού είσαι εσύ;» Αλλά ο Ιησούς δεν του ’δωσε απόκριση. Του λέει τότε ο Πιλάτος: «Σ’ εμένα δεν αποκρίνεσαι; Δεν ξέρεις πως έχω εξουσία να σε σταυρώσω, όπως έχω και εξουσία να σε αφήσω ελεύθερο;» Ο Ιησούς του αποκρίθηκε: «Δε θα είχες καμία εξουσία πάνω μου, αν δε σου είχε δοθεί από το Θεό· γι’ αυτό, εκείνος που με παρέδωσε σ’ εσένα έχει μεγαλύτερο κρίμα από το δικό σου». Ο Πιλάτος, ακούγοντας αυτά τα λόγια, προσπάθησε για άλλη μια φορά να βρει τρόπο να τον αφήσει ελεύθερο· οι Ιουδαίοι όμως κραύγαζαν κι έλεγαν: «Αν ελευθερώσεις αυτόν, δεν μπορείς να είσαι φίλος του αυτοκράτορα· όποιος κάνει τον εαυτό του βασιλιά, είναι εχθρός του αυτοκράτορα». Ο Πιλάτος, όταν άκουσε αυτά τα λόγια, διέταξε να φέρουν έξω τον Ιησού κι ο ίδιος κάθισε στην έδρα του δικαστή, στον τόπο που ονομάζεται Λιθόστρωτο –στα εβραϊκά «Γαββαθά». Ήταν σχεδόν μεσημέρι, παραμονή του Πάσχα. Λέει λοιπόν ο Πιλάτος στους Ιουδαίους: «Να ο βασιλιάς σας!» Τότε εκείνοι άρχισαν να φωνάζουν με κραυγές: «Θάνατος, θάνατος, σταύρωσέ τον!» Τους λέει ο Πιλάτος: «Το βασιλιά σας να σταυρώσω;» Αποκρίθηκαν οι αρχιερείς: «Δεν έχουμε άλλον βασιλιά, εκτός από τον αυτοκράτορα». Τότε κι ο Πιλάτος τούς τον παρέδωσε για να σταυρωθεί. Οι στρατιώτες, λοιπόν, παρέλαβαν τον Ιησού και ξεκίνησαν. Και βγήκε αυτός από την πόλη σηκώνοντας στους ώμους του το σταυρό, μέχρι τον λεγόμενο «Τόπο του Κρανίου» –στα εβραϊκά λέγεται «Γολγοθά». Εκεί σταύρωσαν τον Ιησού. Μαζί του σταύρωσαν άλλους δύο, τον ένα από τη μια μεριά και τον άλλο από την άλλη, και στη μέση τον Ιησού. Ο Πιλάτος διέταξε επίσης κι έγραψαν μια επιγραφή, και την τοποθέτησαν πάνω στο σταυρό. Κι έγραφε: «Ιησούς ο Ναζωραίος, Βασιλιάς των Ιουδαίων». Αυτή την επιγραφή τη διάβασαν πολλοί από τους Ιουδαίους, γιατί ο τόπος όπου σταυρώθηκε ο Ιησούς ήταν κοντά στην πόλη, και η επιγραφή ήταν γραμμένη εβραϊκά, ελληνικά και λατινικά. Διαμαρτύρονταν, λοιπόν, οι αρχιερείς των Ιουδαίων στον Πιλάτο: «Μη γράφεις “Βασιλιάς των Ιουδαίων”, αλλά ότι “εκείνος είπε, Είμαι βασιλιάς των Ιουδαίων”». Τότε ο Πιλάτος αποκρίθηκε: «Ό,τι έγραψα, έγραψα». Όταν, λοιπόν, οι στρατιώτες σταύρωσαν τον Ιησού, πήραν τα ρούχα του και τα μοίρασαν σε τέσσερα μερίδια, ένα μερίδιο για κάθε στρατιώτη. Πήραν επίσης και το χιτώνα, που ήταν χωρίς καμιά ραφή, υφαντός ολόκληρος από πάνω μέχρι κάτω. Είπαν τότε μεταξύ τους: «Ας μην τον σκίσουμε, αλλά να ρίξουμε κλήρο για να δούμε ποιος θα τον πάρει». Έτσι εκπληρώθηκε η Γραφή, που έλεγε: Τα ρούχα μου μοιράσαν μεταξύ τους και το ιμάτιό μου το ’βαλαν στον κλήρο. Αυτά έκαναν οι στρατιώτες. Κοντά στο σταυρό του Ιησού στέκονταν η μητέρα του, η αδερφή της η Μαρία, γυναίκα του Κλωπά, και η Μαρία η Μαγδαληνή. Ο Ιησούς, όταν είδε τη μητέρα του και το μαθητή που αγαπούσε, να στέκεται πλάι της, λέει στη μητέρα του: «Αυτός τώρα είναι ο γιος σου». Ύστερα λέει στο μαθητή: «Αυτή τώρα είναι η μητέρα σου». Από κείνη την ώρα ο μαθητής την πήρε στο σπίτι του. Μετά απ’ αυτό, ο Ιησούς γνωρίζοντας πως όλα είχαν φτάσει πια στο καθορισμένο τέλος, για να εκπληρωθεί η προφητεία της Γραφής, λέει: «Διψώ». Εκεί κοντά, βρισκόταν ένα σκεύος γεμάτο ξίδι. Οι στρατιώτες βούτηξαν ένα σφουγγάρι στο ξίδι, το στήριξαν στην άκρη ενός κλαδιού από ύσσωπο και το ’φεραν στο στόμα του Ιησού. Εκείνος όταν γεύτηκε το ξίδι είπε: «Τετέλεσται». Έγειρε το κεφάλι και παρέδωσε το πνεύμα. Ήταν παραμονή του Πάσχα, και οι Ιουδαίοι δεν ήθελαν να μείνουν τα σώματα των σταυρωμένων πάνω στο σταυρό την ημέρα του Σαββάτου, γιατί η μέρα εκείνη ήταν πολύ μεγάλη γιορτή. Γι’ αυτό παρακάλεσαν τον Πιλάτο να διατάξει να σπάσουν τα σκέλη τους και να τους πάρουν από ’κει. Έτσι, οι στρατιώτες ήρθαν κι έσπασαν τα σκέλη του πρώτου, έπειτα του άλλου, που είχαν σταυρωθεί μαζί με τον Ιησού· όταν όμως ήρθαν στον Ιησού, δεν του έσπασαν τα σκέλη, γιατί τον βρήκαν ήδη νεκρό. Ένας από τους στρατιώτες τού τρύπησε την πλευρά με τη λόγχη, κι αμέσως βγήκε από την πληγή αίμα και νερό. Αυτός που αναφέρει το γεγονός, το είδε με τα μάτια του, κι αυτό που αναφέρει είναι αληθινό. Ξέρει κι ο ίδιος πως λέει την αλήθεια, ώστε κι εσείς να το πιστέψετε. Μ’ αυτά που έγιναν εκπληρώθηκε ο λόγος της Γραφής: Κανένα κόκαλό του δεν θα συντριφθεί. Κι ένας άλλος λόγος της Γραφής λέει: Θα στρέψουν τα μάτια τους σ’ εκείνον που τον κέντησαν με τη λόγχη. Αφού έγιναν αυτά, ο Ιωσήφ από την πόλη Αριμαθαία παρακάλεσε τον Πιλάτο να του επιτρέψει να πάρει από το σταυρό το σώμα του Ιησού. Ο Ιωσήφ ήταν μαθητής του Ιησού, κρυφός όμως, γιατί φοβόταν τους Ιουδαίους. Ο Πιλάτος έδωσε την άδεια. Ήρθε, λοιπόν, ο Ιωσήφ και κατέβασε το σώμα του Ιησού. Ήρθε επίσης και ο Νικόδημος, αυτός που την πρώτη φορά είχε πάει νύχτα να συναντήσει τον Ιησού· αυτός έφερε ένα μίγμα από σμύρνα κι αλόη, εκατό περίπου λίτρες. Πήραν το σώμα του Ιησού και το έδεσαν με πάνινες λουρίδες, βάζοντας και τα αρώματα, όπως συνηθίζουν οι Ιουδαίοι να ετοιμάζουν το σώμα για την ταφή. Στο μέρος όπου σταυρώθηκε ο Ιησούς ήταν ένας κήπος, και μέσα στον κήπο ένα καινούριο μνήμα, όπου κανένας δεν είχε ακόμη ταφεί. Επειδή, λοιπόν, ήταν παραμονή της γιορτής των Ιουδαίων και το μνήμα ήταν κοντά, ενταφίασαν τον Ιησού εκεί. Την πρώτη μέρα μετά το Σάββατο, το πρωί, κι ενώ ήταν ακόμη σκοτεινά, έρχεται η Μαρία η Μαγδαληνή στο μνήμα και βλέπει την πέτρα μετατοπισμένη από την είσοδο του μνήματος. Τρέχει, λοιπόν, και πηγαίνει στο Σίμωνα Πέτρο και στον άλλο μαθητή που ο Ιησούς τον αγαπούσε, και τους λέει: «Πήραν τον Κύριο από το μνήμα και δεν ξέρουμε πού τον έβαλαν». Βγήκαν τότε έξω ο Πέτρος κι ο άλλος μαθητής κι έρχονταν στο μνήμα. Έτρεχαν κι οι δυο μαζί. Ο άλλος μαθητής όμως έτρεξε γρηγορότερα από τον Πέτρο κι έφτασε πρώτος στο μνήμα. Σκύβει μέσα για να δει και βλέπει τις πάνινες λουρίδες στο έδαφος, δεν μπήκε όμως μέσα. Έφτασε μετά κι ο Σίμων Πέτρος, που ερχόταν πίσω του, και μπήκε μέσα στο μνήμα. Εκεί βλέπει στο έδαφος τις πάνινες λουρίδες κάτω, και το σουδάριο με το οποίο είχαν δέσει το κεφάλι του Ιησού να μην είναι μαζί με τις λουρίδες, αλλά σε μια μεριά τυλιγμένο χωριστά. Εκείνη τη στιγμή, μπήκε μέσα κι ο άλλος μαθητής, που είχε έρθει πρώτος στο μνήμα, τα είδε αυτά και πίστεψε. Γιατί, ως τότε δεν είχαν καταλάβει τη Γραφή, που λέει ότι σύμφωνα με το σχέδιο του Θεού ο Μεσσίας θ’ ανασταινόταν από τους νεκρούς. Οι μαθητές έφυγαν τότε και γύρισαν πάλι στο σπίτι τους. Η Μαρία όμως στεκόταν έξω κοντά στον τάφο κι έκλαιγε. Εκεί που έκλαιγε, σκύβει να δει μέσα στο μνήμα, και βλέπει δυο αγγέλους ντυμένους στα λευκά, να κάθονται εκεί που βρισκόταν πριν το σώμα του Ιησού, ο ένας προς το μέρος του κεφαλιού κι ο άλλος προς το μέρος των ποδιών. Της λένε τότε εκείνοι: «Γυναίκα, γιατί κλαις;» «Πήραν τον Κύριό μου», τους λέει αυτή, «και δεν ξέρω πού τον έβαλαν». Αφού τα είπε αυτά, γύρισε προς τα πίσω και βλέπει τον Ιησού να στέκεται όρθιος, δεν κατάλαβε όμως πως ήταν ο Ιησούς. Της λέει τότε εκείνος: «Γυναίκα, γιατί κλαις; Ποιον ζητάς;» Εκείνη νόμισε πως ήταν ο κηπουρός και του λέει: «Κύριε, αν τον πήρες εσύ, πες μου πού τον έβαλες, κι εγώ θα τον πάρω από ’κει». Της λέει ο Ιησούς: «Μαρία!» Γυρίζει εκείνη και του λέει: «Ραββουνί!» –που σημαίνει «Διδάσκαλε». «Μη μ’ αγγίζεις», της λέει ο Ιησούς, «γιατί δεν ανέβηκα ακόμα προς τον Πατέρα μου· πήγαινε όμως στους αδερφούς μου και πες τους: “ανεβαίνω σ’ εκείνον που είναι δικός μου και δικός σας Πατέρας, δικός μου και δικός σας Θεός”». Πηγαίνει τότε η Μαρία η Μαγδαληνή στους μαθητές και τους αναγγέλλει: «Είδα τον Κύριο!» Και διηγήθηκε αυτά που της είχε πει. Την ίδια εκείνη μέρα, δηλαδή την πρώτη μέρα μετά το Σάββατο, όταν βράδιασε κι ενώ οι μαθητές ήταν συγκεντρωμένοι κάπου με κλειστές τις πόρτες, επειδή φοβούνταν τις ιουδαϊκές αρχές, ήρθε ο Ιησούς, στάθηκε στη μέση και τους λέει: «Ειρήνη σ’ εσάς». Κι όταν το είπε αυτό, τους έδειξε τα χέρια και την πλευρά του. Οι μαθητές χάρηκαν που είδαν τον Κύριο. Ο Ιησούς τους είπε πάλι: «Ειρήνη σ’ εσάς! Όπως ο Πατέρας έστειλε εμένα, έτσι στέλνω κι εγώ εσάς». Έπειτα από τα λόγια αυτά, φύσηξε στα πρόσωπά τους και τους λέει: «Λάβετε Πνεύμα Άγιο. Σε όποιους συγχωρήσετε τις αμαρτίες, θα τους είναι συγχωρημένες· σε όποιους τις κρατήσετε ασυγχώρητες, θα κρατηθούν έτσι». Ο Θωμάς όμως, ένας από τους δώδεκα μαθητές, που λεγόταν Δίδυμος, δεν ήταν μαζί τους όταν ήρθε ο Ιησούς. Του έλεγαν λοιπόν οι άλλοι μαθητές: «Είδαμε τον Κύριο με τα μάτια μας». Αυτός όμως τους είπε: «Εγώ αν δεν δω στα χέρια του τα σημάδια από τα καρφιά, κι αν δε βάλω το δάχτυλό μου στα σημάδια από τα καρφιά, και δε βάλω το χέρι μου στη λογχισμένη πλευρά του, δε θα πιστέψω». Οχτώ μέρες αργότερα οι μαθητές ήταν πάλι μέσα στο σπίτι, μαζί τους κι ο Θωμάς. Έρχεται λοιπόν ο Ιησούς, ενώ οι πόρτες ήταν κλειστές, στάθηκε στη μέση και είπε: «Ειρήνη σ’ εσάς». Έπειτα λέει στο Θωμά: «Φέρε εσύ το δάχτυλό σου εδώ και δες τα χέρια μου, φέρε και το χέρι σου και βάλ’ το στην πλευρά μου. Μην αμφιβάλλεις και πίστεψε». Ο Θωμάς τότε του αποκρίθηκε: «Είσαι ο Κύριός μου και ο Θεός μου». Του λέει τότε ο Ιησούς: «Πείστηκες επειδή με είδες με τα μάτια σου· μακάριοι εκείνοι που πιστεύουν χωρίς να μ’ έχουν δει!» Ο Ιησούς έκανε βέβαια και πολλά άλλα θαύματα μπροστά στους μαθητές του, που δεν είναι γραμμένα σ’ αυτό εδώ το βιβλίο. Αυτά όμως γράφτηκαν για να πιστέψετε πως ο Ιησούς είναι ο Χριστός ο Υιός του Θεού, και πιστεύοντας να έχετε δι’ αυτού τη ζωή. Αργότερα ο Ιησούς εμφανίστηκε πάλι στους μαθητές στην όχθη της λίμνης της Τιβεριάδας. Και να πώς εμφανίστηκε: Ήταν μαζί ο Σίμων Πέτρος, ο Θωμάς που λεγόταν Δίδυμος, ο Ναθαναήλ, που καταγόταν από την Κανά της Γαλιλαίας, οι δύο γιοι του Ζεβεδαίου κι άλλοι δύο από τους μαθητές του. Τους λέει ο Σίμων Πέτρος: «Πηγαίνω να ψαρέψω». «Ερχόμαστε κι εμείς μαζί σου», του λένε εκείνοι. Βγήκαν έξω κι αμέσως ανέβηκαν στο πλοίο, αλλά όλη εκείνη τη νύχτα δεν έπιασαν τίποτα. Όταν πια ξημέρωσε, στάθηκε ο Ιησούς στο γιαλό· οι μαθητές όμως δεν ήξεραν ότι ήταν ο Ιησούς. Τους λέει τότε ο Ιησούς: «Παιδιά, μήπως έχετε κάτι για προσφάγι;» «Όχι», του αποκρίθηκαν. Εκείνος τότε τους λέει: «Ρίξτε το δίχτυ στη δεξιά μεριά του πλοίου και θα βρείτε ψάρια». Πραγματικά, έριξαν το δίχτυ, και τα ψάρια ήταν τόσα πολλά, που δεν μπορούσαν να τραβήξουν το δίχτυ. Λέει τότε στον Πέτρο ο μαθητής εκείνος που ο Ιησούς τον αγαπούσε: «Ο Κύριος είναι!» Μόλις άκουσε ο Σίμων Πέτρος πως είναι ο Κύριος, ζώστηκε το ιμάτιό του, επειδή ήταν γυμνός, και ρίχτηκε στο νερό. Οι άλλοι μαθητές ήρθαν με το πλοιάριο, σέρνοντας το δίχτυ με τα ψάρια, γιατί δεν απείχαν από τη στεριά παρά εκατό περίπου μέτρα. Όταν αποβιβάστηκαν στη στεριά, βλέπουν εκεί αναμμένη μια ανθρακιά κι ένα ψάρι πάνω στη φωτιά, και ψωμί. Τους λέει ο Ιησούς: «Φέρτε από τα ψάρια που πιάσατε τώρα». Ανέβηκε τότε στο πλοίο ο Σίμων Πέτρος και τράβηξε το δίχτυ στη στεριά, γεμάτο μεγάλα ψάρια, για την ακρίβεια εκατόν πενήντα τρία. Κι ενώ ήταν τόσα πολλά ψάρια, το δίχτυ δεν είχε σκιστεί. «Ελάτε να φάτε», τους λέει ο Ιησούς. Και κανείς από τους μαθητές δεν τολμούσε να τον ρωτήσει, «εσύ ποιος είσαι;» γιατί ήξεραν πως είναι ο Κύριος. Έρχεται ο Ιησούς, παίρνει το ψωμί και τους το μοιράζει. Το ίδιο έκανε και με το ψάρι. Αυτή ήταν η τρίτη εμφάνιση του Ιησού στους μαθητές μετά την ανάστασή του. Όταν, λοιπόν, έφαγαν, λέει ο Ιησούς στο Σίμωνα Πέτρο: «Σίμων, γιε του Ιωνά, μ’ αγαπάς περισσότερο απ’ όσο αυτοί εδώ;» «Ναι, Κύριε», του απαντάει ο Πέτρος, «εσύ ξέρεις πως σ’ αγαπώ». Του λέει τότε: «Βόσκε τ’ αρνιά μου». Τον ρωτάει πάλι για δεύτερη φορά: «Σίμων, γιε του Ιωνά, μ’ αγαπάς;» «Ναι, Κύριε», του αποκρίνεται εκείνος, «εσύ ξέρεις ότι σ’ αγαπώ». Του λέει τότε: «Ποίμαινε τα πρόβατά μου». Τον ρωτάει για τρίτη φορά: «Σίμων, γιε του Ιωνά, μ’ αγαπάς;» Στενοχωρήθηκε ο Πέτρος που τον ρώτησε για τρίτη φορά «μ’ αγαπάς;» και του απαντάει: «Κύριε, εσύ τα ξέρεις όλα· εσύ ξέρεις ότι σ’ αγαπώ». Του λέει τότε ο Ιησούς: «Βόσκε τα πρόβατά μου. Όταν ήσουν νεότερος, έδενες τη ζώνη στη μέση σου και πήγαινες όπου ήθελες εσύ· όταν όμως γεράσεις, σε βεβαιώνω πως θ’ απλώσεις τα χέρια σου, και κάποιος άλλος θα σε ζώσει και θα σε πάει εκεί που δε θέλεις». Αυτό το είπε για να δείξει με ποιον θάνατο θα δόξαζε το Θεό. Κι αφού το είπε αυτό, του λέει: «Ακολούθησέ με». Γυρίζει τότε ο Πέτρος και βλέπει να ακολουθεί κι ο μαθητής που ο Ιησούς τον αγαπούσε, εκείνος που στο δείπνο είχε γείρει στο στήθος του και του είχε πει: «Κύριε, ποιος είναι αυτός που θα σε παραδώσει;» Όταν λοιπόν τον είδε ο Πέτρος, λέει στον Ιησού: «Κύριε, και μ’ αυτόν τι θα γίνει;» Ο Ιησούς του λέει: «Κι αν εγώ θέλω αυτός να με περιμένει ώσπου να ξανάρθω, τι έχει να κάνει αυτό μ’ εσένα; Εσύ ακολούθησέ με». Διαδόθηκε, λοιπόν, αυτός ο λόγος στους αδερφούς, ότι δηλαδή ο μαθητής εκείνος δε θα πεθάνει. Ενώ ο Ιησούς δεν του είπε πως δε θα πεθάνει, αλλά «κι αν εγώ θέλω αυτός να με περιμένει ώσπου να ξανάρθω, τι έχει να κάνει αυτό μ’ εσένα;» Αυτός είναι ο μαθητής που επιβεβαιώνει αυτά τα γεγονότα και που τα έγραψε. Κι εμείς ξέρουμε πως λέει την αλήθεια. Υπάρχουν κι άλλα πολλά που έκανε ο Ιησούς, που, αν γραφτούν ένα προς ένα, ούτε ο κόσμος ολόκληρος δε θα χωρούσε, νομίζω, τα βιβλία που θα ’πρεπε να γραφτούν. Αμήν. Στο πρώτο μου βιβλίο, Θεόφιλε, διηγήθηκα όλα όσα ο Ιησούς έκανε και δίδαξε, από την αρχή ως την ημέρα που αναλήφθηκε, αφού πρώτα έδωσε εντολές, με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος, στους αποστόλους που είχε διαλέξει ο ίδιος. Μετά το θάνατό του παρουσιάστηκε σ’ αυτούς ζωντανός με πολλές αποδείξεις· για σαράντα μέρες τούς εμφανιζόταν και τους μιλούσε σχετικά με τη βασιλεία του Θεού. Ενόσω ήταν μαζί τους κι έτρωγε, τους παρήγγειλε: «Μην απομακρυνθείτε από τα Ιεροσόλυμα, αλλά να περιμένετε από τον Πατέρα την εκπλήρωση της υποσχέσεως για την οποία σας μίλησα· ότι, δηλαδή, ενώ ο Ιωάννης βάφτιζε με νερό, εσείς θα βαφτιστείτε σε λίγες μέρες με το Άγιο Πνεύμα». Οι μαθητές, λοιπόν, συγκεντρώθηκαν μια μέρα και τον ρωτούσαν: «Κύριε, έφτασε άραγε η ώρα να αποκαταστήσεις τη βασιλεία στον Ισραήλ;» Κι αυτός τους απάντησε: «Εσείς δεν μπορείτε να γνωρίζετε τον ακριβή χρόνο· αυτόν τον κρατάει ο Πατέρας στην αποκλειστική του εξουσία. Θα λάβετε όμως δύναμη όταν θα ’ρθει το Άγιο Πνεύμα σ’ εσάς, και θα γίνετε μάρτυρες δικοί μου, στην Ιερουσαλήμ, σε όλη την Ιουδαία και στη Σαμάρεια και ως τα πέρατα της γης». Μόλις τα είπε αυτά, κι ενώ εκείνοι τον κοίταζαν, ανυψώθηκε προς τον ουρανό, και μια νεφέλη τον έκρυψε από τα μάτια τους. Και καθώς κοίταζαν που ανέβαινε προς τον ουρανό, ξαφνικά δυο άντρες εμφανίστηκαν μπροστά τους με άσπρα ενδύματα, και τους είπαν: «Γαλιλαίοι, τι σταθήκατε και κοιτάτε στον ουρανό; Αυτός ο Ιησούς, που αναλήφθηκε από ανάμεσά σας στον ουρανό, έτσι θα ’ρθει πάλι, με τον ίδιο τρόπο που τον είδατε να πηγαίνει εκεί». Τότε αυτοί γύρισαν στην Ιερουσαλήμ από το όρος των Ελαιών, που ήταν κοντά στην Ιερουσαλήμ και απείχε περίπου ένα χιλιόμετρο. Όταν μπήκαν στην πόλη, ανέβηκαν στο ανώγι όπου έμεναν: ο Πέτρος, ο Ιάκωβος ο Ιωάννης και ο Ανδρέας, ο Φίλιππος και ο Θωμάς, ο Βαρθολομαίος και ο Ματθαίος, ο Ιάκωβος του Αλφαίου, ο Σίμων ο Ζηλωτής και ο Ιούδας του Ιακώβου. Όλοι αυτοί, με μια ψυχή ήταν αφοσιωμένοι στην προσευχή και τη δέηση προς το Θεό. Μαζί τους ήταν και γυναίκες, καθώς και η Μαρία, μητέρα του Ιησού, και τα αδέρφια του. Μια από κείνες τις μέρες, σηκώθηκε ο Πέτρος, στάθηκε ανάμεσα στους μαθητές –είχαν συγκεντρωθεί περίπου εκατόν είκοσι πρόσωπα– και είπε: «Αδερφοί μου, δεν μπορούσε παρά να πραγματοποιηθούν αυτά τα λόγια της Γραφής. Τα είχε πει από παλιά το Άγιο Πνεύμα με το στόμα του Δαβίδ σχετικά με τον Ιούδα, που έγινε οδηγός εκείνων που συνέλαβαν τον Ιησού. Ήταν κι αυτός ένας από μας και είχε αξιωθεί να λάβει το ίδιο λειτούργημα με το δικό μας. Ο άνθρωπος αυτός, λοιπόν, με τα λεφτά που πήρε ως αμοιβή για το έγκλημά του, αγόρασε ένα χωράφι. Έπεσε όμως με το πρόσωπο στη γη, σκίστηκε η κοιλιά του και χύθηκαν έξω όλα του τα σπλάχνα. Αυτό μαθεύτηκε σ’ όλους τους κατοίκους της Ιερουσαλήμ, και γι’ αυτό εκείνο το χωράφι ονομάστηκε στη δική τους γλώσσα Ακελδαμά, δηλαδή “Χωράφι Αίματος”. Σχετικά έχει γραφτεί στο βιβλίο των Ψαλμών: Το σπίτι του να ερημωθεί, και να μην κατοικήσει κανείς σ’ αυτό, και: Την αποστολή του να την πάρει άλλος. Πρότειναν, λοιπόν, δύο: τον Ιωσήφ, που τον έλεγαν Βαρσαββά και που πήρε και το όνομα Ιούστος, και το Ματθία. Ύστερα προσευχήθηκαν και είπαν: »Εσύ, Κύριε, που ξέρεις τις καρδιές όλων, δείξε μας ποιον από τους δύο αυτούς διάλεξες να αναλάβει τη θέση στο λειτούργημα αυτό και στην αποστολή που εγκατέλειψε ο Ιούδας και πήγε στη θέση που του άξιζε». Ύστερα έβαλαν κλήρους με τα ονόματά τους, κι ο κλήρος έπεσε στο Ματθία, ο οποίος και προστέθηκε στους έντεκα αποστόλους. Όταν έφτασε η ημέρα της Πεντηκοστής, ήταν όλοι μαζί συγκεντρωμένοι με ομοψυχία στο ίδιο μέρος. Ξαφνικά ήρθε από τον ουρανό μια βουή σαν να φυσούσε δυνατός άνεμος, και γέμισε όλο το σπίτι όπου έμεναν. Επίσης τους παρουσιάστηκαν γλώσσες σαν φλόγες φωτιάς, που μοιράστηκαν και κάθισαν από μία στον καθένα απ’ αυτούς. Όλοι τότε πλημμύρισαν από Πνεύμα Άγιο και άρχισαν να μιλούν σε άλλες γλώσσες, ανάλογα με την ικανότητα που τους έδινε το Πνεύμα. Στην Ιερουσαλήμ βρίσκονταν τότε ευσεβείς Ιουδαίοι από όλα τα μέρη του κόσμου. Όταν ακούστηκε αυτή η βουή, συγκεντρώθηκε πλήθος απ’ αυτούς και ήταν κατάπληκτοι, γιατί ο καθένας τους άκουγε τους αποστόλους να μιλάνε στη δική του γλώσσα. Είχαν μείνει όλοι εκστατικοί και με απορία έλεγαν μεταξύ τους: «Μα αυτοί όλοι που μιλάνε δεν είναι Γαλιλαίοι; Πώς, λοιπόν, εμείς τους ακούμε να μιλάνε στη δική μας μητρική γλώσσα; Πάρθοι, Μήδοι και Ελαμίτες, κάτοικοι της Μεσοποταμίας, της Ιουδαίας και της Καππαδοκίας, του Πόντου και της Ασίας, της Φρυγίας και της Παμφυλίας, της Αιγύπτου, και από τα μέρη της λιβυκής Κυρήνης, Ρωμαίοι που είναι εγκατεστημένοι εδώ, Κρητικοί και Άραβες, όλοι εμείς, είτε ιουδαϊκής καταγωγής είτε προσήλυτοι, τους ακούμε να μιλούν στις γλώσσες μας για τα θαυμαστά έργα του Θεού». Όλοι, λοιπόν, εκστατικοί κι απορημένοι έλεγαν ο ένας στον άλλο: «Τι να σημαίνει άραγε αυτό;» Άλλοι πάλι χλεύαζαν και έλεγαν: «Ετούτοι πρέπει να ’ναι πολύ μεθυσμένοι». Τότε σηκώθηκε ο Πέτρος μαζί με τους άλλους έντεκα αποστόλους και με δυνατή φωνή τούς είπε: «Ιουδαίοι κι όλοι εσείς που βρίσκεστε στην Ιερουσαλήμ! Θα σας εξηγήσω τι συμβαίνει, κι ακούστε καλά τα λόγια μου: Αυτοί δεν είναι μεθυσμένοι, όπως εσείς νομίζετε· αφού η ώρα είναι ακόμη εννιά το πρωί. Αυτό που βλέπετε είναι εκείνο που είπε ο Θεός μέσω του προφήτη Ιωήλ: Αυτό θα συμβεί στις έσχατες ημέρες, λέει ο Θεός: Θα χαρίσω πλουσιοπάροχα το Πνεύμα μου σε κάθε άνθρωπο· έτσι, οι γιοι σας κι οι θυγατέρες σας θα κηρύξουν την αλήθεια· οι νέοι σας θα δουν οράματα κι οι γέροντές σας θα ονειρευτούν όνειρα θεϊκά. Και σ’ αυτούς που μου ανήκουν, άντρες και γυναίκες, θα χαρίσω, τις ημέρες εκείνες, πλουσιοπάροχα το Πνεύμα μου, κι αυτοί θα κηρύξουν την αλήθεια του Θεού. Θα δείξω θαυμαστά σημάδια πάνω, στον ουρανό και κάτω, στη γη: αίμα και φωτιά και σύννεφο καπνού. Ο ήλιος θα μεταβληθεί σε σκοτάδι και το φεγγάρι θα γίνει κόκκινο σαν αίμα πριν έρθει η ημέρα του Κυρίου η μεγάλη και λαμπρή. Όποιος τότε επικαλεστεί το όνομα του Κυρίου, θα σωθεί. Ισραηλίτες, ακούστε αυτά που θα σας πω: Ποιος ήταν ο Ιησούς ο Ναζωραίος σάς το απέδειξε ο Θεός με τα θαύματα και τα καταπληκτικά έργα που έκανε μέσω αυτού ανάμεσά σας. Αυτά τα ξέρετε εσείς οι ίδιοι πολύ καλά. Κι όμως εσείς τον Ιησού τον θανατώσατε, βάζοντας ανθρώπους που δεν έχουν το νόμο του Θεού να τον καρφώσουν στο σταυρό. Βέβαια, σας παραδόθηκε, γιατί έτσι είχε ορίσει ο Θεός, που το θέλησε και το γνώριζε. Ο Θεός όμως τον ανέστησε, ελευθερώνοντάς τον από τα δεσμά του θανάτου, γιατί ήταν αδύνατο να τον κρατήσει πια ο θάνατος. Πραγματικά, ο Δαβίδ λέει γι’ αυτόν: Βλέπω τον Κύριο πάντοτε μπροστά μου· είναι στα δεξιά μου για να με προστατέψει. Γι’ αυτό χαίρεται η καρδιά μου και τραγουδάει η γλώσσα μου· κι όταν το σώμα μου πάει στον τάφο, θα έχει την ελπίδα συντροφιά. Δε θα εγκαταλείψεις την ψυχή μου στον άδη, ούτε θ’ αφήσεις τον άγιό σου να γνωρίσει τη φθορά. Μου ’δειξες το δρόμο προς τη ζωή. Θα με γεμίσεις ευφροσύνη, όταν θα είμαι κοντά σου. Αδερφοί, μπορώ να σας πω ελεύθερα για τον προπάτορα, το βασιλιά Δαβίδ, ότι και πέθανε και θάφτηκε και το μνήμα του υπάρχει εδώ μέχρι σήμερα. Επειδή όμως ήταν προφήτης και γνώριζε ότι ο Θεός τού υποσχέθηκε με όρκο πως από έναν απόγονό του θα αναδείξει το Χριστό ως άνθρωπο για να καθίσει στο θρόνο του, μίλησε προφητικά για την ανάσταση του Χριστού, ο οποίος, ούτε εγκαταλείφθηκε στον άδη, ούτε στο σώμα του γνώρισε φθορά. »Αυτόν τον Ιησού τον ανέστησε ο Θεός, και για το γεγονός αυτό όλοι εμείς είμαστε μάρτυρες. Αφού, λοιπόν, ανέβηκε με τη δύναμη του Θεού στον ουρανό και έλαβε από τον Πατέρα το Άγιο Πνεύμα που του το είχε υποσχεθεί, το μοίρασε πλούσια σ’ εμάς, αυτό που τις ενέργειές του εσείς τώρα βλέπετε και ακούτε. Ο Δαβίδ, βέβαια, δεν ανέβηκε στον ουρανό, κι όμως λέει ο ίδιος: Είπε ο Κύριος στον Κύριό μου: κάθισε στα δεξιά μου, ώσπου να υποτάξω τους εχθρούς σου κάτω απ’ τα πόδια σου. Ας γνωρίζει, λοιπόν, με βεβαιότητα ο κάθε Ισραηλίτης ότι αυτόν τον Ιησού, που εσείς τον σταυρώσατε, ο Θεός τον ανέδειξε Κύριο και Μεσσία!» Όταν τ’ άκουσαν αυτά, ένιωσαν, βαθιά συντριβή και είπαν στον Πέτρο και στους άλλους αποστόλους: «Τι να κάνουμε, αδερφοί;» Κι ο Πέτρος τους απάντησε: «Να μετανοήσετε, και να βαφτιστεί ο καθένας σας στο όνομα του Ιησού Χριστού, για να συγχωρηθούν οι αμαρτίες σας, κι έτσι θα λάβετε τη δωρεά του Αγίου Πνεύματος. Αυτά που υποσχέθηκε ο Θεός είναι για σας και για τα παιδιά σας και για όλους που βρίσκονται μακριά, όσους θα προσκαλέσει ο Κύριος, ο Θεός μας». Και με πολλά άλλα λόγια ακόμα ο Πέτρος τους θερμοπαρακαλούσε και τους παρότρυνε λέγοντας: «Σωθείτε από την καταστροφή, που έρχεται πάνω στη διεστραμμένη αυτή γενιά!» Τότε όσοι δέχτηκαν με χαρά το λόγο του βαφτίστηκαν, και προστέθηκαν στην εκκλησία την ημέρα εκείνη περίπου τρεις χιλιάδες άνθρωποι. Όλοι αυτοί ήταν αφοσιωμένοι στη διδασκαλία των αποστόλων και στη μεταξύ τους κοινωνία, στην τέλεση της θείας Ευχαριστίας και στις προσευχές. Ένα δέος τούς κατείχε όλους όσοι έβλεπαν πολλά εκπληκτικά θαύματα να γίνονται μέσω των αποστόλων. Όλοι οι πιστοί ζούσαν σε έναν τόπο και είχαν τα πάντα κοινά· πουλούσαν ακόμα και τα κτήματα και τα υπάρχοντά τους, και μοίραζαν τα χρήματα σε όλους, ανάλογα με τις ανάγκες του καθενός. Κάθε μέρα συγκεντρώνονταν με ομοψυχία στο ναό, τελούσαν τη θεία Ευχαριστία σε σπίτια, τρώγοντας την τροφή τους γεμάτοι χαρά και με απλότητα στην καρδιά. Δοξολογούσαν το Θεό, κι όλος ο λαός τούς εκτιμούσε. Και ο Κύριος πρόσθετε κάθε μέρα στην εκκλησία αυτούς που σώζονταν. Κάποια μέρα, ανέβαιναν μαζί ο Πέτρος κι ο Ιωάννης στο ναό, στις τρεις το απόγευμα, την ώρα της προσευχής. Μπροστά στην πύλη του ναού, που λέγεται Ωραία, έφερναν έναν άνθρωπο χωλό εκ γενετής και τον έβαζαν κάθε μέρα εκεί για να ζητάει ελεημοσύνη απ’ αυτούς που έμπαιναν στο ναό. Μόλις αυτός είδε τον Πέτρο και τον Ιωάννη που ήταν έτοιμοι να μπουν στο ναό, τούς παρακάλεσε να του δώσουν ελεημοσύνη. Ο Πέτρος έστρεψε το βλέμμα του σ’ αυτόν, όπως κι ο Ιωάννης και του είπε: «Κοίταξέ μας». Αυτός τους κοίταξε με προσοχή περιμένοντας κάτι να πάρει απ’ αυτούς. Αλλά ο Πέτρος είπε: «Χρήματα ασημένια και χρυσά δεν έχω· αυτό όμως που έχω, αυτό σου δίνω: στο όνομα του Ιησού Χριστού του Ναζωραίου, σήκω πάνω και περπάτα!» Και πιάνοντάς τον από το δεξί χέρι τον σήκωσε. Αμέσως στερεώθηκαν τα πόδια του και οι αστράγαλοί του, και μ’ ένα πήδημα στάθηκε όρθιος κι άρχισε να περπατάει. Ύστερα μπήκε μαζί τους στο ναό περπατώντας και πηδώντας και δοξολογώντας το Θεό. Και τον είδαν όλοι να περπατάει και να δοξάζει το Θεό. Τον αναγνώρισαν λοιπόν, ότι αυτός ήταν που καθόταν και ζητιάνευε στην Ωραία πύλη του ναού. Γέμισαν τότε με θαυμασμό και κατάπληξη γι’ αυτό που του συνέβη. Ενώ ο χωλός που θεραπεύτηκε ακολουθούσε από κοντά τον Πέτρο και τον Ιωάννη, μαζεύτηκαν γύρω τους κατάπληκτοι όλοι οι άνθρωποι στη στοά που λεγόταν «του Σολομώντα». Όταν τους είδε ο Πέτρος είπε στον κόσμο: «Ισραηλίτες, γιατί θαυμάζετε γι’ αυτό, και τι μας κοιτάτε έτσι, σαν να ήταν με δική μας δύναμη ή με δική μας ευσέβεια που τον κάναμε αυτόν εδώ να περπατάει; Ο Θεός του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ, ο Θεός των προπατόρων μας, έδειξε τη δόξα του Ιησού του δούλου του, που εσείς τον παραδώσατε να σταυρωθεί και τον αρνηθήκατε μπροστά στον Πιλάτο, όταν εκείνος είχε αποφασίσει να τον αφήσει ελεύθερο. Εσείς αρνηθήκατε τον άγιο και δίκαιο, και ζητήσατε να ελευθερωθεί για χάρη σας ένας φονιάς. Και σκοτώσατε αυτόν που έφερε τη ζωή. Ο Θεός όμως τον ανέστησε από τους νεκρούς και αυτού του γεγονότος εμείς είμαστε μάρτυρες. Και τούτον εδώ, που τον βλέπετε και τον γνωρίζετε, τον στερέωσε στα πόδια του το όνομα του Ιησού και η πίστη σ’ αυτόν. Η πίστη που δίνει ο Ιησούς τον έκανε σωματικά ακέραιο, όπως όλοι το βλέπετε μπροστά σας. »Και τώρα, αδέρφια, ξέρω πως ό,τι κάνατε το κάνατε από άγνοια, όπως και οι άρχοντές σας. Έτσι πραγματοποίησε ο Θεός αυτά που είχε προαναγγείλει με το στόμα όλων των προφητών ότι θα πάθει ο Μεσσίας του. Μετανοήστε, λοιπόν και επιστρέψτε στο Θεό, για να εξαλειφθούν οι αμαρτίες σας, ώστε να ’ρθεί ο καιρός που ο Κύριος θα σας ανακουφίσει από τα δεινά, στέλνοντας τον Ιησού, που τον έχει χρίσει για σας Μεσσία. Αυτός είναι καθορισμένος να μείνει στον ουρανό ώσπου να πραγματοποιηθούν όλα όσα είπε ο Θεός με το στόμα όλων των άγιων προφητών του από πολύ παλιά. Ο Μωυσής είπε στους προγόνους μας: Έναν προφήτη σαν κι εμένα θα σας στείλει ο Κύριος ο Θεός σας μέσα από το λαό σας. Αυτόν να ακούτε σε όλα όσα θα σας πει. Κι όποιος δεν ακούσει τον προφήτη αυτόν, θα αποκοπεί από το λαό και θα εξολοθρευτεί. Τα ίδια είπαν και όλοι οι προφήτες από το Σαμουήλ και έπειτα, όσοι κήρυξαν και προανάγγειλαν τις μέρες αυτές. Εσείς είστε τα παιδιά των προφητών και οι κληρονόμοι της διαθήκης που έδωσε ο Θεός στους προγόνους μας, όταν έλεγε στον Αβραάμ: Ο απόγονός σου θα φέρει ευλογία σ’ όλους τους λαούς της γης. Έτσι ο Θεός φανέρωσε το δούλο του, τον Ιησού, και τον έστειλε πρώτα σ’ εσάς για να σας ευλογήσει, απομακρύνοντας τον καθένα σας από το στραβό σας δρόμο». Ενώ αυτοί μιλούσαν στο λαό, τους πλησίασαν οι ιερείς και ο διοικητής της φρουράς του ναού και οι Σαδδουκαίοι, αγανακτισμένοι, γιατί δίδασκαν το λαό και κήρυτταν ότι η ανάσταση του Ιησού αποδεικνύει την ανάσταση των νεκρών. Τους συνέλαβαν, λοιπόν, και τους έβαλαν στη φυλακή ως την επόμενη μέρα, γιατί ήταν κιόλας βράδυ. Πολλοί όμως απ’ αυτούς που άκουσαν το λόγο του Πέτρου πίστεψαν, κι ο αριθμός των αντρών στην εκκλησία έφτασε τις πέντε χιλιάδες. Την άλλη μέρα μαζεύτηκαν στα Ιεροσόλυμα οι άρχοντες των Ιουδαίων, οι πρεσβύτεροι και οι γραμματείς, καθώς και ο Άννας ο αρχιερέας, ο Καϊάφας, ο Ιωάννης, ο Αλέξανδρος και όσοι άλλοι κατάγονταν από οικογένεια αρχιερατική. Τους έβαλαν να σταθούν στη μέση και τους ρώτησαν: «Με ποια δύναμη ή στο όνομα τίνος το κάνατε αυτό εσείς;» Τότε ο Πέτρος, γεμάτος από το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος, τους είπε: «Άρχοντες του λαού και πρεσβύτεροι, σήμερα μας δικάζετε γιατί ευεργετήσαμε έναν άρρωστο άνθρωπο και μας ρωτάτε πώς σώθηκε. Μάθετέ το, λοιπόν, όλοι σας και όλος ο λαός του Ισραήλ: Με τη δύναμη του ονόματος του Ιησού Χριστού του Ναζωραίου, που εσείς σταυρώσατε, κι ο Θεός τον ανέστησε από τον τάφο, μ’ αυτή τη δύναμη στέκεται αυτός μπροστά σας υγιής. Αυτός είναι ο λίθος που περιφρονήθηκε από σας τους οικοδόμους και που έγινε το πιο βασικό αγκωνάρι. Από κανέναν άλλο δεν μπορεί να προέλθει η σωτηρία ούτε υπάρχει άλλο πρόσωπο κάτω από τον ουρανό δοσμένο στους ανθρώπους με το οποίο να μπορούμε να σωθούμε». Όταν είδαν το θάρρος του Πέτρου και του Ιωάννη και ξέροντας ότι είναι άνθρωποι αγράμματοι κι απλοϊκοί, έμειναν κατάπληκτοι. Τους ήξεραν ότι αυτοί ήταν μαζί με τον Ιησού. Βλέποντας όμως και τον άνθρωπο που θεραπεύτηκε να είναι μαζί τους, δεν μπορούσαν να φέρουν καμιά αντίρρηση. Τους διέταξαν, λοιπόν, να βγουν έξω από την αίθουσα του συνεδρίου και έκαναν συμβούλιο: «Τι να κάνουμε με τους ανθρώπους αυτούς;» έλεγαν. «Σ’ όλους τους κατοίκους της Ιερουσαλήμ είναι φανερό πως μέσω αυτών έγινε ένα σπουδαίο θαύμα, και δεν μπορούμε να το αρνηθούμε. Αλλά για να μη διαδοθεί περισσότερο στο λαό, να τους απειλήσουμε να μην ξαναμιλήσουν πια για το πρόσωπο αυτό σε κανέναν». Τους κάλεσαν, λοιπόν, και τους έδωσαν εντολή να μη μιλούν καθόλου ούτε να διδάσκουν για τον Ιησού. Τότε ο Πέτρος και ο Ιωάννης τους αποκρίθηκαν: «Αποφασίστε μόνοι σας αν είναι σωστό ενώπιον του Θεού, ν’ ακούμε περισσότερο εσάς παρά το Θεό. Εμείς πάντως δεν μπορούμε να μη μιλάμε γι’ αυτά που είδαμε και ακούσαμε». Τότε εκείνοι τους απείλησαν πάλι και ύστερα τους άφησαν ελεύθερους, επειδή δεν εύρισκαν δικαιολογία να τους τιμωρήσουν. Φοβούνταν το λαό, γιατί όλοι δόξαζαν το Θεό γι’ αυτό που είχε γίνει, αφού ο άνθρωπος, στον οποίον έγινε το θαύμα αυτό της θεραπείας, ήταν πάνω από σαράντα ετών. Όταν οι δύο απόστολοι απολύθηκαν, πήγαν στους αδερφούς και τους ανακοίνωσαν όσα τους είπαν οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι. Αυτοί, όταν τ’ άκουσαν, προσευχήθηκαν όλοι μαζί στο Θεό και είπαν: «Κύριε, εσύ δημιούργησες τον ουρανό, τη γη, τη θάλασσα και όλα όσα βρίσκονται σ’ αυτά. Εσύ είπες με το στόμα του Δαβίδ, του δούλου σου: Γιατί φρύαξαν τα έθνη; Γιατί οι λαοί μηχανεύτηκαν ανώφελα σχέδια; Παρατάχθηκαν για πόλεμο οι βασιλιάδες της γης και οι άρχοντες συγκεντρώθηκαν σ’ έναν τόπο, εναντίον του Κυρίου και του Μεσσία του. »Πραγματικά, εναντίον του άγιου δούλου σου, του Ιησού, που εσύ τον έχρισες Μεσσία, συγκεντρώθηκαν ο Ηρώδης και ο Πόντιος Πιλάτος μαζί με πλήθος εθνικών και Ιουδαίων, για να κάνουν όσα είχε ορίσει προηγουμένως η δύναμή σου και η σοφία σου να γίνουν. Και τώρα, Κύριε, κοίταξε τις απειλές τους! Δώσε δύναμη στους δούλους σου να κηρύττουν το λόγο σου με θάρρος. Άπλωσε το χέρι σου, για να γίνονται θεραπείες και θαυματουργικές αποδείξεις της δύναμής σου, στο όνομα του άγιου δούλου σου, του Ιησού». Όταν τελείωσαν την προσευχή, σείστηκε ο τόπος όπου ήταν συγκεντρωμένοι· όλοι πλημμύρισαν από το Άγιο Πνεύμα και κήρυτταν το λόγο του Θεού με θάρρος. Όλοι όσοι πίστεψαν είχαν μία καρδιά και μία ψυχή. Κανείς δεν θεωρούσε ότι κάτι από τα υπάρχοντά του ήταν δικό του, αλλά όλα τα είχαν κοινά. Οι απόστολοι κήρυτταν και βεβαίωναν με μεγάλη πειστικότητα ότι ο Κύριος Ιησούς αναστήθηκε. Κι ο Θεός έδινε σε όλους πλούσια τη χάρη του. Δεν υπήρχε κανείς ανάμεσά τους που να στερείται τα απαραίτητα. Γιατί όσοι είχαν χωράφια ή σπίτια τα πουλούσαν, κι έφερναν το αντίτιμο αυτών που πουλούσαν, και το έθεταν στη διάθεση των αποστόλων. Απ’ αυτό δινόταν στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του. Έτσι έκανε κι ο Ιωσής, ένας λευίτης από την Κύπρο, που οι απόστολοι τον ονόμασαν Βαρνάβα, όνομα που μεταφράζεται «ο άνθρωπος της παρηγοριάς». Αυτός είχε ένα χωράφι, το πούλησε κι έφερε τα χρήματα και τα έθεσε στη διάθεση των αποστόλων. Το αντίθετο έγινε με κάποιον που τον έλεγαν Ανανία. Αυτός, μαζί με τη γυναίκα του τη Σαπφείρα, πούλησε ένα κτήμα, και με τη συγκατάθεση της γυναίκας του κράτησε ένα μέρος από το αντίτιμο για τον εαυτό του· το υπόλοιπο το έφερε και το έθεσε στη διάθεση των αποστόλων. Τότε ο Πέτρος του είπε: «Ανανία, γιατί άφησες το σατανά να κυριέψει την καρδιά σου; Γιατί είπες ψέματα στο Άγιο Πνεύμα και κράτησες για τον εαυτό σου ένα μέρος από το αντίτιμο του κτήματος; Όσο ήταν απούλητο δεν ήταν δικό σου; Κι όταν πουλήθηκε, πάλι στο χέρι σου δεν ήταν να κρατήσεις το αντίτιμο; Γιατί σκέφτηκες να κάνεις αυτό το πράγμα; Δεν είπες ψέματα σε ανθρώπους, αλλά στο Θεό». Ακούγοντας ο Ανανίας τα λόγια αυτά έπεσε κάτω και ξεψύχησε· κι όλοι όσοι τα έμαθαν αυτά, φοβήθηκαν πολύ. Μερικοί νέοι πήγαν και τον ετοίμασαν για την ταφή, τον έβγαλαν έξω και τον έθαψαν. Είχαν περάσει περίπου τρεις ώρες, όταν μπήκε μέσα η γυναίκα του, μη γνωρίζοντας τι είχε συμβεί. Ο Πέτρος τη ρώτησε: «Πες μου, τόσο πουλήσατε το κτήμα;» Κι αυτή είπε: «Ναι, τόσο». Ο Πέτρος τότε της λέει: «Γιατί συμφωνήσατε να προκαλέσετε το Πνεύμα του Κυρίου; Κοίτα, αυτή τη στιγμή βρίσκονται στην πόρτα εκείνοι που έθαψαν τον άντρα σου· αυτοί θα βγάλουν κι εσένα». Την ίδια στιγμή, αυτή έπεσε μπρος στα πόδια του και ξεψύχησε. Μπήκαν μέσα οι νέοι και τη βρήκαν νεκρή· την έβγαλαν κι αυτήν και την έθαψαν δίπλα στον άντρα της. Όλη η εκκλησία και όλοι όσοι τ’ άκουσαν αυτά, φοβήθηκαν πολύ. Μέσω των αποστόλων γίνονταν πολλά εκπληκτικά θαύματα στο λαό. Οι πιστοί συνήθιζαν να συγκεντρώνονται όλοι μαζί στη Στοά του Σολομώντα. Από τους άλλους που ήταν στο ναό κανείς δεν τολμούσε να προσκολληθεί σ’ αυτούς, όμως ο λαός τούς είχε σε μεγάλη υπόληψη. Όλο και περισσότερα πλήθη από άντρες και γυναίκες πίστευαν στον Κύριο και γίνονταν μέλη της εκκλησίας. Ακόμη και στις πλατείες έφερναν τους ασθενείς και τους ξάπλωναν σε κρεβάτια και σε φορεία, για να πέσει πάνω σε κάποιον απ’ αυτούς έστω και η σκιά του Πέτρου όταν αυτός ερχόταν. Κι από τις πόλεις που ήταν γύρω στην Ιερουσαλήμ συνέρρεε το πλήθος, φέρνοντας αρρώστους κι άλλους που τους βασάνιζαν πνεύματα πονηρά· κι όλοι αυτοί γιατρεύονταν. Τότε ο αρχιερέας και όλοι όσοι ήταν μαζί του, δηλαδή αυτοί που ανήκαν στο κόμμα των Σαδδουκαίων, γεμάτοι φθόνο έπιασαν τους αποστόλους και τους έβαλαν στη φυλακή. Αλλά, τη νύχτα, ένας άγγελος Κυρίου άνοιξε τις πόρτες της φυλακής, τους έβγαλε έξω και τους είπε. «Πηγαίνετε στο ναό και κηρύξτε στο λαό το μήνυμα γι’ αυτή την καινούρια ζωή». Αυτοί υπάκουσαν· πήγαν πολύ πρωί στο ναό και δίδασκαν. Στο μεταξύ, έφτασε ο αρχιερέας και οι δικοί του, συγκάλεσαν το συνέδριο και όλη τη γερουσία των Ισραηλιτών, και έστειλαν στη φυλακή να φέρουν τους αποστόλους. Όταν όμως πήγαν οι φύλακες, δεν τους βρήκαν στη φυλακή. Γύρισαν λοιπόν και ανάφεραν: «Τη φυλακή τη βρήκαμε κλεισμένη και καλά ασφαλισμένη· οι φύλακες στέκονταν μπροστά στις πόρτες· όταν όμως ανοίξαμε, δε βρήκαμε κανέναν μέσα». Μόλις άκουσαν τα λόγια αυτά, ο ιερέας και ο διοικητής της φρουράς του ναού και οι αρχιερείς απορούσαν κι έλεγαν τι να συνέβη με τους αποστόλους. Τότε έφτασε κάποιος και τους ανάγγειλε: «Οι άνθρωποι που βάλατε στη φυλακή, βρίσκονται στο ναό και διδάσκουν το λαό». Τότε ο διοικητής πήγε μαζί με τη φρουρά και τους έφερε, όχι με τη βία, γιατί φοβούνταν μη λιθοβοληθούν από το λαό. Τους έφεραν λοιπόν και τους έβαλαν να σταθούν μπροστά στο συνέδριο. Ο αρχιερέας τούς ρώτησε: «Δε σας διατάξαμε να μη διδάσκετε για τον άνθρωπο αυτόν; Εσείς γεμίσατε την Ιερουσαλήμ με τη διδασκαλία σας, και θέλετε να ρίξετε πάνω μας το κρίμα για το θάνατο αυτού του ανθρώπου!» Ο Πέτρος όμως και οι άλλοι απόστολοι είπαν: «Πιο πολύ πρέπει να υπακούμε στο Θεό παρά στους ανθρώπους. Ο Θεός των προγόνων μας ανέστησε τον Ιησού, που εσείς τον σκοτώσατε κρεμώντας τον στο ξύλο του σταυρού. Αυτόν ο Θεός τον ανύψωσε με την κραταιά δύναμή του στη θέση του αρχηγού και του σωτήρα, για να δώσει στους Ισραηλίτες την ευκαιρία να μετανοήσουν και να λάβουν συγχώρηση για τις αμαρτίες τους. Μάρτυρες ότι είναι αλήθεια αυτά που λέμε είμαστε εμείς και το Άγιο Πνεύμα, που ο Θεός το έδωσε σ’ όσους του είναι υπάκουοι». Τα μέλη του συνεδρίου, όταν τ’ άκουσαν αυτά, έγιναν έξαλλοι και σκέφτονταν να τους σκοτώσουν. Τότε πήρε το λόγο ένας Φαρισαίος που ήταν μέλος του συνεδρίου και τον έλεγαν Γαμαλιήλ. Αυτός ήταν δάσκαλος του νόμου, και τον εκτιμούσε όλος ο λαός. Διέταξε να βγάλουν για λίγο έξω τους αποστόλους και είπε στο συνέδριο: «Ισραηλίτες, σκεφτείτε καλά τι θα κάνετε με τους ανθρώπους αυτούς. Γιατί πριν από λίγον καιρό ξεσηκώθηκε ο Θευδάς κι έκανε τον σπουδαίο, και πήγαν μαζί του περίπου τετρακόσιοι άντρες. Ο ίδιος σκοτώθηκε, όμως, διαλύθηκαν όλοι οι οπαδοί του και το κίνημα έσβησε. Ύστερα απ’ αυτόν ξεσηκώθηκε ο Ιούδας ο Γαλιλαίος, τον καιρό της απογραφής, και παρέσυρε στην επανάστασή του πολύ κόσμο. Το ίδιο κι εκείνος σκοτώθηκε, και όλοι οι οπαδοί του διασκορπίστηκαν. Γι’ αυτό και στην περίπτωση αυτή σας λέω: μην ασχολείστε μ’ αυτούς τους ανθρώπους και ελευθερώστε τους. Γιατί, αν αυτό που σκέφτονται ή αυτό που κάνουν προέρχεται από ανθρώπινη δύναμη, θα διαλυθεί μόνο του. Αν όμως προέρχεται από το Θεό, δε θα μπορέσετε να το διαλύσετε –για να μη σας πω ότι μπορεί να βρεθείτε τελικά και θεομάχοι». Τα μέλη του συνεδρίου πείστηκαν από τα λόγια του, προσκάλεσαν τους αποστόλους και αφού τους έδειραν, τους διέταξαν να μην κηρύττουν για τον Ιησού· ύστερα τους απέλυσαν. Οι απόστολοι έφυγαν από το συνέδριο χαρούμενοι, γιατί ο Θεός τούς είχε αξιώσει να κακοποιηθούν για χάρη του Χριστού. Και κάθε μέρα στο ναό και στα σπίτια δε σταματούσαν να διδάσκουν και να φέρνουν το χαρούμενο μήνυμα ότι ήρθε ο Μεσσίας, κι αυτός είναι ο Ιησούς. Εκείνες τις μέρες, καθώς μεγάλωνε ο αριθμός των μαθητών, άρχισαν να παραπονιούνται οι ελληνόφωνοι πιστοί εναντίον των εβραιοφώνων, ότι στην καθημερινή διανομή των τροφίμων δεν φρόντιζαν τις ελληνόφωνες χήρες όσο έπρεπε. Τότε οι δώδεκα απόστολοι σύναξαν όλους τους μαθητές και τους είπαν: «Δεν είναι σωστό εμείς ν’ αφήσουμε το κήρυγμα του λόγου του Θεού και να ασχολούμαστε με διανομές τροφίμων. Φροντίστε, λοιπόν, αδελφοί, να εκλέξετε απ’ ανάμεσά σας εφτά άντρες με καλή φήμη, γεμάτους από τη σοφία του Αγίου Πνεύματος. Θα ορίσουμε αυτούς να κάνουν αυτό το έργο, κι εμείς θα αφιερωθούμε αποκλειστικά στην προσευχή και στο έργο του κηρύγματος». Μ’ αυτά τα λόγια συμφώνησε όλη η κοινότητα. Έτσι διάλεξαν το Στέφανο, άνθρωπο γεμάτον πίστη και Άγιο Πνεύμα· επίσης το Φίλιππο, τον Πρόχορο, το Νικάνορα, τον Τίμωνα, τον Παρμενά και το Νικόλαο από την Αντιόχεια, ο οποίος προηγουμένως είχε προσχωρήσει στον Ιουδαϊσμό. Η κοινότητα τους έφερε μπροστά στους αποστόλους, οι οποίοι προσευχήθηκαν κι έβαλαν τα χέρια πάνω στα κεφάλια αυτών των εφτά. Στο μεταξύ ο λόγος του Θεού είχε μεγάλη διάδοση. Ο αριθμός των μαθητών στην Ιερουσαλήμ μεγάλωνε πολύ. Ακόμη και πάρα πολλοί Ιουδαίοι αποδέχονταν την πίστη. Ο Στέφανος, εξάλλου, γεμάτος πίστη και δύναμη, έκανε μεγάλα και καταπληκτικά θαύματα ανάμεσα στο λαό. Μερικοί από τη συναγωγή που λεγόταν «των Λιβερτίνων», καθώς και μερικοί Κυρηναίοι και Αλεξανδρινοί, κι άλλοι από την Κιλικία κι από την επαρχία της Ασίας, άρχισαν να λογομαχούν με το Στέφανο. Δεν μπορούσαν όμως ν’ αντιμετωπίσουν τη σοφία και το Άγιο Πνεύμα που τον φώτιζε όταν αυτός μιλούσε. Τότε έβαλαν ανθρώπους να πουν ότι τον άκουσαν να λέει λόγια βλάσφημα για το Μωυσή και για το Θεό. Έτσι ξεσήκωσαν το λαό, τους πρεσβυτέρους και τους γραμματείς. Πήγαν, λοιπόν, και τον συνέλαβαν και τον έσυραν στο συνέδριο. Εκεί παρουσίασαν ψευδομάρτυρες που έλεγαν: «Ο άνθρωπος αυτός συνεχώς λέει βλάσφημα λόγια εναντίον του αγίου ναού και εναντίον του νόμου. Τον έχουμε ακούσει να λέει ότι αυτός ο Ιησούς ο Ναζωραίος θα γκρεμίσει το ναό και θ’ αλλάξει τους θεσμούς που μας παρέδωσε ο Μωυσής». Όλα τα μέλη του συνεδρίου κοίταξαν το Στέφανο και είδαν ότι το πρόσωπό του έλαμπε σαν να ήταν πρόσωπο αγγέλου. Τότε ρώτησε ο αρχιερέας το Στέφανο: «Έτσι έχουν τα πράγματα;» Ο Στέφανος αποκρίθηκε: «Αδερφοί και πατέρες, ακούστε: Ο δοξασμένος Θεός φανερώθηκε στον προπάτορά μας τον Αβραάμ όταν ήταν στη Μεσοποταμία, πριν έρθει να κατοικήσει στη Χαρράν, και του είπε: Φύγε από την πατρίδα σου κι από τους συγγενείς σου, και πήγαινε στη χώρα που θα σου δείξω. Εκείνος τότε έφυγε από τη χώρα των Χαλδαίων και πήγε να κατοικήσει στη Χαρράν. Από ’κει, όταν πέθανε ο πατέρας του, ο Θεός τον έφερε να κατοικήσει σ’ ετούτη τη χώρα, που κι εσείς τώρα κατοικείτε. Όμως δεν του έδωσε τότε ιδιοκτησία ούτε ένα μέτρο γης, αλλά του υποσχέθηκε να τη δώσει σ’ αυτόν, και μετά το θάνατό του στους απογόνους του, αν και ο Αβραάμ δεν είχε ακόμη παιδί. Ο Θεός δηλαδή του είπε: Οι απόγονοί σου θα ζήσουν σαν ξένοι σε ξένη χώρα· τετρακόσια χρόνια θα είναι υπόδουλοι και θα τους κακομεταχειριστούν. Το έθνος που θα τους υποδουλώσει θα το τιμωρήσω εγώ, είπε ο Θεός· ύστερα θα φύγουν από ’κει και θα με λατρέψουν σ’ αυτόν εδώ τον τόπο. Τότε ο Θεός έκανε μαζί του διαθήκη, που σημάδι της είναι η περιτομή. Έτσι όταν απέκτησε ύστερα ο Αβραάμ το γιο του τον Ισαάκ, του έκανε την όγδοη μέρα περιτομή· το ίδιο έκανε κι ο Ισαάκ στον Ιακώβ και ο Ιακώβ στους δώδεκα γιους του, τους προπάτορες των φυλών μας. »Οι γιοι του Ιακώβ ζήλεψαν τον Ιωσήφ και τον πούλησαν στην Αίγυπτο. Ο Θεός όμως ήταν μαζί του και τον γλίτωσε απ’ όλα του τα δεινά. Του έδωσε χάρη και σοφία τόση που ο Φαραώ, ο βασιλιάς της Αιγύπτου, τον διόρισε διοικητή της χώρας και διαχειριστή όλης της βασιλικής περιουσίας. Κατόπιν έπεσε φοβερή πείνα σ’ όλη την Αίγυπτο και τη Χαναάν, και οι προπάτορές μας δεν έβρισκαν τίποτε να φάνε. Όταν ο Ιακώβ άκουσε ότι στην Αίγυπτο υπήρχε σιτάρι, έστειλε τους προπάτορές μας εκεί. Πήγαν την πρώτη φορά, και τη δεύτερη φανερώθηκε ο Ιωσήφ στους αδερφούς του· έτσι έμαθε ο Φαραώ την καταγωγή του Ιωσήφ. Έστειλε τότε ο Ιωσήφ και κάλεσε κοντά του τον πατέρα του τον Ιακώβ και όλους τους συγγενείς του, εβδομήντα πέντε άτομα. Έτσι ο Ιακώβ κατέβηκε στην Αίγυπτο, όπου και πέθανε αυτός και οι προπάτορές μας. Αργότερα τα οστά τους μεταφέρθηκαν στη Συχέμ, όπου και θάφτηκαν στο μνήμα που είχε αγοράσει ο Αβραάμ από τα παιδιά τού Εμμόρ του Συχεμίτη, πληρώνοντας το αντίτιμο σε ασήμι. »Καθώς πλησίαζε ο καιρός να εκπληρωθεί η υπόσχεση που είχε δώσει με όρκο ο Θεός στον Αβραάμ, ο λαός Ισραήλ πλήθαινε στην Αίγυπτο και γίνονταν όλο και πιο πολυάριθμοι. Τότε ανέλαβε την εξουσία στην Αίγυπτο ένας άλλος βασιλιάς, που δε γνώριζε τον Ιωσήφ. Αυτός έβαλε κακό σχέδιο στο νου του και προσπάθησε να εξολοθρέψει το γένος μας, υποχρεώνοντας τους προπάτορές μας ν’ αφήνουν έκθετα τα βρέφη τους, ώστε να μη ζουν. Εκείνο τον καιρό γεννήθηκε ο Μωυσής και ήταν αρεστός στο Θεό· ανατράφηκε τρεις μήνες στο σπίτι του πατέρα του και όταν τον άφησαν έκθετο, τον πήρε η θυγατέρα του Φαραώ και τον ανέθρεψε σαν δικό της γιο. Ο Μωυσής μορφώθηκε με όλη τη σοφία των Αιγυπτίων και ήταν δυνατός στα λόγια και στα έργα. »Όταν έγινε σαράντα ετών, του γεννήθηκε η επιθυμία να γνωρίσει τα αδέρφια του, τους Ισραηλίτες. Τότε είδε κάποιον που τον κακοποιούσε αναίτια ένας Αιγύπτιος· πήρε το μέρος του και υπερασπίστηκε τον καταπιεζόμενο, σκοτώνοντας τον Αιγύπτιο. Νόμιζε ότι οι συμπατριώτες του θα καταλάβαιναν πως ο Θεός ήθελε να τους δώσει την ελευθερία τους μέσω αυτού, εκείνοι όμως δεν το κατάλαβαν. Την άλλη μέρα είδε δυο Ισραηλίτες να φιλονικούν και προσπαθούσε να τους συμφιλιώσει: Για ακούστε εδώ: τους έλεγε, εσείς είστε αδέρφια· γιατί μαλώνετε;” Αυτός όμως που είχε το άδικο τον έσπρωξε και του είπε: Ποιος σε διόρισε άρχοντα και δικαστή μας; Μήπως θέλεις να με σκοτώσεις, όπως σκότωσες χτες τον Αιγύπτιο; Όταν άκουσε ο Μωυσής τα λόγια αυτά, έφυγε και εγκαταστάθηκε στη χώρα Μαδιάμ. Εκεί απέκτησε δύο παιδιά. »Όταν συμπληρώθηκαν σαράντα χρόνια από τότε, του φανερώθηκε στην έρημο του όρους Σινά ένας άγγελος μέσα στην πύρινη φλόγα που έβγαινε από μια βάτο. Όταν είδε το φαινόμενο αυτό ο Μωυσής, ξαφνιάστηκε. Κι ενώ πλησίαζε να δει τι συμβαίνει, ακούστηκε η φωνή του Κυρίου να του λέει: Εγώ είμαι ο Θεός των προγόνων σου, ο Θεός του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ. Ο Μωυσής τρόμαξε και δεν τολμούσε να κοιτάξει προς τα ’κει. Τότε ο Κύριος του είπε: Βγάλε τα υποδήματα από τα πόδια σου· γιατί ο τόπος όπου στέκεσαι είναι άγιος. Ξέρω καλά τα βάσανα του λαού μου στην Αίγυπτο και άκουσα το στεναγμό τους, γι’ αυτό κατέβηκα να τους γλιτώσω. Έλα λοιπόν τώρα, να σε στείλω στην Αίγυπτο. »Αυτόν, λοιπόν, το Μωυσή που τον είχαν απαρνηθεί όταν του είπαν ποιος σε διόρισε άρχοντα και δικαστή, αυτόν ο Θεός τον έστειλε άρχοντα και ελευθερωτή μέσω του αγγέλου που του φανερώθηκε στη βάτο. Αυτός τους οδήγησε στην ελευθερία, αφού έκανε καταπληκτικά θαύματα στην Αίγυπτο και στην Ερυθρά Θάλασσα, καθώς και στην έρημο σαράντα χρόνια. Αυτός είναι ο Μωυσής που είπε στους Ισραηλίτες: Έναν προφήτη σαν κι εμένα θα αναδείξει για σας ο Θεός από σας τους ίδιους· αυτόν να ακούτε. Αυτός, όταν συγκεντρώθηκε ο λαός στην έρημο, μεσολάβησε ανάμεσα στον άγγελο που του μιλούσε στο όρος Σινάκαι στους προγόνους μας, κι αυτός παρέλαβε λόγια που οδηγούν στη ζωή, για να μας τα μεταδώσει. »Οι πρόγονοί μας τότε δε θέλησαν να υπακούσουν σ’ αυτόν, αλλά τον παραμέρισαν και νοστάλγησαν την Αίγυπτο. Γι’ αυτό είπαν στον Ααρών: Φτιάξε μας θεούς για να πηγαίνουν μπροστά να μας δείχνουν το δρόμο· γιατί αυτός ο Μωυσής που μας έβγαλε από την Αίγυπτο δεν ξέρουμε τι απέγινε. Τότε επίσης ήταν που κατασκεύασαν ένα μοσχάρι και πρόσφεραν θυσία σ’ εκείνο το είδωλο· και γιόρταζαν για να τιμήσουν αυτό που είχαν φτιάξει με τα χέρια τους. Έτσι κι ο Θεός τούς αποστράφηκε και τους άφησε να λατρεύουν τα αστέρια τ’ ουρανού, όπως γράφει στο βιβλίο των προφητών: μήπως μου προσφέρατε σφαχτά και θυσίες σαράντα χρόνια στην έρημο, Ισραηλίτες; Όχι· αλλά περιφέρατε τη σκηνή του Μολόχ και το αστέρι του θεού σας Ρεμφάν, τα είδωλα που φτιάξατε για να τα προσκυνάτε. Γι’ αυτό κι εγώ θα σας εξορίσω πέρα από τη Βαβυλώνα. »Στην έρημο οι πρόγονοί μας είχαν τη σκηνή του Μαρτυρίου, που ο Θεός είχε διατάξει το Μωυσή να την κατασκευάσει σύμφωνα με το υπόδειγμα που του είχε φανερωθεί. Τη σκηνή εκείνη την παρέλαβαν οι πρόγονοί μας της επόμενης γενιάς και την έφεραν μαζί τους στη χώρα που κατέλαβαν με τον Ιησού του Ναυή, καθώς ο Θεός έδιωχνε από μπροστά τους όλα τα έθνη που κατοικούσαν εκεί. Και τη διατήρησαν ως την εποχή του Δαβίδ. Αυτός απέκτησε την εύνοια του Θεού και ζήτησε την άδεια να χτίσει κατοικία για το Θεό τού Ιακώβ. Την κατοικία αυτή την έχτισε για το Θεό ο Σολομών. Ο Ύψιστος όμως δεν κατοικεί σε χειροποίητους ναούς. Όπως λέει ο προφήτης: Ο ουρανός είναι ο θρόνος μου, κι η γη είναι το στήριγμα για ν’ ακουμπούν τα πόδια μου. Τι σπίτι θα μου χτίσετε; λέει ο Κύριος, και ποιος μπορεί να είναι ο τόπος της κατοικίας μου; Εγώ δεν τα ’φτιαξα όλα αυτά; Σκληροτράχηλοι! Η καρδιά σας είναι πορωμένη και τ’ αυτιά σας κλειστά. Πάντοτε αντιστέκεστε στο Άγιο Πνεύμα· όπως οι πρόγονοί σας, το ίδιο κι εσείς. »Ποιον από τους προφήτες δεν καταδίωξαν οι πρόγονοί σας; Θανάτωσαν αυτούς που προφήτεψαν τον ερχομό του Δίκαιου Μεσσία, που κι εσείς τώρα γίνατε προδότες και φονιάδες του, εσείς οι ίδιοι που λάβατε το νόμο του Θεού μέσω αγγέλων αλλά δεν τον τηρήσατε!» Καθώς τ’ άκουγαν αυτά οι αρχιερείς, εξαγριώνονταν και έτριζαν τα δόντια τους εναντίον του Στεφάνου. Αυτός όμως γεμάτος από το Άγιο Πνεύμα, ατένισε τον ουρανό και είδε τη δόξα του Θεού και τον Ιησού να στέκεται στα δεξιά του Θεού· και είπε: «Να, βλέπω τον ουρανό ανοιχτό και τον Υιό του Ανθρώπου να στέκεται στα δεξιά του Θεού». Τότε αυτοί έβγαλαν μια μεγάλη κραυγή κι έκλεισαν τ’ αυτιά τους· όρμησαν όλοι μαζί καταπάνω του, τον έσυραν έξω από την πόλη και τον λιθοβολούσαν. Οι μάρτυρες κατηγορίας, που θα ’ριχναν πρώτοι τις πέτρες, απέθεταν τα ρούχα τους στα πόδια ενός νεαρού που λεγόταν Σαύλος. Ενώ αυτοί τον λιθοβολούσαν, ο Στέφανος προσευχόταν και έλεγε: «Κύριε Ιησού, δέξου το πνεύμα μου». Ύστερα έπεσε στα γόνατα και φώναξε δυνατά: «Κύριε, μην τους λογαριάσεις την αμαρτία αυτή». Και μ’ αυτά τα λόγια, ξεψύχησε. Ο Σαύλος επικροτούσε τη θανάτωση του Στεφάνου. Εκείνη την ημέρα έγινε μεγάλος διωγμός στην εκκλησία των Ιεροσολύμων· κι όλοι διασκορπίστηκαν στα χωριά της Ιουδαίας και της Σαμάρειας, εκτός από τους αποστόλους. Το Στέφανο τον έθαψαν μερικοί άντρες ευλαβείς και τον θρήνησαν πολύ. Στο μεταξύ ο Σαύλος ρήμαζε την εκκλησία· έμπαινε με τη βία στα σπίτια, έσερνε έξω άντρες και γυναίκες και τους έριχνε στη φυλακή. Εκείνοι που είχαν διασκορπιστεί διέσχισαν τη χώρα κηρύττοντας το ευαγγέλιο. Έτσι κι ο Φίλιππος, κατέβηκε σε μια πόλη της Σαμάρειας και τους κήρυττε ότι ο Ιησούς είναι ο Μεσσίας. Ο κόσμος όλος με μια καρδιά πρόσεχε αυτά που έλεγε ο Φίλιππος, ακούγοντάς τον και βλέποντας τα θαύματα που έκανε. Από πολλούς, που είχαν πνεύματα δαιμονικά, αυτά έβγαιναν φωνάζοντας με δυνατή φωνή, και πολλοί παραλυτικοί και κουτσοί θεραπεύονταν. Έτσι, στην πόλη εκείνη έγινε μεγάλη χαρά. Στην ίδια πόλη υπήρχε από καιρό κάποιος που λεγότανε Σίμων. Αυτός, με διάφορες μαγείες άφηνε κατάπληκτο το λαό της Σαμάρειας και παράσταινε τον μεγάλο. Όλοι, μικροί και μεγάλοι, τον ακολουθούσαν και έλεγαν: «Αυτός είναι η Μεγάλη Δύναμη του Θεού». Και τον ακολουθούσαν, γιατί για αρκετόν καιρό τούς είχε καταπλήξει με τις μαγείες του. Όταν όμως πίστεψαν στο Φίλιππο, που κήρυττε τη χαρμόσυνη είδηση για τη βασιλεία του Θεού και για τη σωτηρία μέσω του Ιησού Χριστού, βαφτίζονταν άντρες και γυναίκες. Πίστεψε και ο Σίμων, βαφτίστηκε και προσκολλήθηκε στο Φίλιππο· και βλέποντας να γίνονται μεγάλα θαύματα έμενε κατάπληκτος. Όταν έμαθαν οι απόστολοι στα Ιεροσόλυμα ότι η Σαμάρεια δέχτηκε το λόγο του Θεού, τούς έστειλαν τον Πέτρο και τον Ιωάννη. Αυτοί πήγαν εκεί και προσευχήθηκαν για να λάβουν το Άγιο Πνεύμα όσοι είχαν βαφτιστεί. Και τούτο, γιατί το Άγιο Πνεύμα δεν είχε κατεβεί σε κανέναν απ’ αυτούς· απλώς ήταν βαφτισμένοι στο όνομα του Κυρίου Ιησού. Τότε οι απόστολοι έθεταν τα χέρια πάνω τους, κι εκείνοι λάβαιναν το Άγιο Πνεύμα. Όταν είδε ο Σίμων ότι με το να θέτουν τα χέρια τους οι απόστολοι πάνω σ’ αυτούς τους ανθρώπους, δινόταν το Άγιο Πνεύμα, έφερε χρήματα σ’ αυτούς και τους είπε: «Δώστε και σ’ εμένα αυτήν την εξουσία, ώστε σ’ όποιον επιθέτω τα χέρια μου, να λαβαίνει Άγιο Πνεύμα». Ο Πέτρος τότε του είπε: «Να χαθείς κι εσύ και τα λεφτά σου! Γιατί φαντάστηκες πως η δωρεά του Θεού μπορεί ν’ αποκτηθεί με χρήματα. Καμιά σχέση δεν έχεις εσύ με το ευαγγέλιο που κηρύττουμε. Γιατί η καρδιά σου δεν είναι ίσια μπροστά στο Θεό. Μετανόησε λοιπόν και παράτησε την κακή σου αυτή πρόθεση. Παρακάλεσε τον Κύριο, μήπως σε συγχωρήσει γι’ αυτό που σκέφτηκες· γιατί σε βλέπω να είσαι γεμάτος κακία και κυριευμένος από την αδικία». Ο Σίμων αποκρίθηκε και είπε: «Παρακαλέστε εσείς για μένα τον Κύριο να μη μου συμβεί τίποτε απ’ αυτά που είπατε». Ύστερα απ’ αυτά ο Πέτρος και ο Ιωάννης έδωσαν τη μαρτυρία τους και κήρυξαν το λόγο του Κυρίου, και μετά γύρισαν στα Ιεροσόλυμα. Στο δρόμο κήρυξαν το ευαγγέλιο σε πολλά χωριά των Σαμαρειτών. Ένας άγγελος Κυρίου είπε στο Φίλιππο: «Σήκω και πήγαινε κατά το νότο, στο δρόμο που κατεβαίνει από την Ιερουσαλήμ στη Γάζα». Ο δρόμος αυτός είναι ερημικός. Ο Φίλιππος σηκώθηκε και πήγε. Συγχρόνως, ένας Αιθίοπας ευνούχος, αξιωματικός στην υπηρεσία της Κανδάκης, δηλαδή της βασίλισσας των Αιθιόπων, και διαχειριστής των οικονομικών της, που είχε έρθει να προσκυνήσει στην Ιερουσαλήμ, γύριζε τώρα στην πατρίδα του. Καθόταν στο αμάξι του και διάβαζε τον προφήτη Ησαΐα. Το Άγιο Πνεύμα είπε στο Φίλιππο: «Πλησίασε και περπάτα κοντά στο αμάξι αυτό». Ο Φίλιππος έτρεξε κοντά και άκουσε τον Αιθίοπα να διαβάζει τον προφήτη Ησαΐα. Τότε τον ρώτησε: «Άραγε, καταλαβαίνεις αυτά που διαβάζεις;» Εκείνος απάντησε: «Πώς θα μπορούσα να καταλάβω αν δε με οδηγήσει κάποιος;» Παρακάλεσε, λοιπόν, το Φίλιππο ν’ ανέβει και να καθίσει μαζί του. Η περικοπή της Γραφής, που διάβαζε, ήταν η εξής: Σαν πρόβατο οδηγήθηκε στη σφαγή, και σαν το αρνί που παραμένει άφωνο μπροστά σ’ αυτόν που το κουρεύει, έτσι κι αυτός δεν ανοίγει το στόμα του. Καταδικάστηκε σε ταπεινωτικό θάνατο και του αρνήθηκαν τη δίκαιη κρίση. Εξάλειψαν τη ζωή του από το πρόσωπο της γης· ποιος μπορεί να μετρήσει τους απογόνους του; Ο ευνούχος είπε στο Φίλιππο: «Πες μου, σε παρακαλώ, για ποιον το λέει αυτό ο προφήτης: για τον εαυτό του ή για κανέναν άλλο;» Τότε ο Φίλιππος, παίρνοντας ευκαιρία από το κομμάτι αυτό της Γραφής, άρχισε να του κηρύττει το χαρμόσυνο μήνυμα για τον Ιησού. Καθώς προχωρούσαν στο δρόμο, έφτασαν σ’ έναν τόπο που είχε νερό. Τότε ο ευνούχος λέει: «Να νερό· τι με εμποδίζει να βαφτιστώ;» Ο Φίλιππος του απάντησε: «Αν πιστεύεις μ’ όλη σου την καρδιά, μπορείς να βαφτιστείς». Ο ευνούχος αποκρίθηκε: «Πιστεύω ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο Υιός του Θεού». Κι αμέσως διέταξε να σταματήσει το αμάξι· κατέβηκαν κι οι δυο στο νερό, ο Φίλιππος και ο ευνούχος, κι ο Φίλιππος τον βάφτισε. Όταν βγήκαν έξω από το νερό, το Πνεύμα του Κυρίου άρπαξε το Φίλιππο και δεν τον ξαναείδε πια ο ευνούχος, ο οποίος συνέχισε το ταξίδι του γεμάτος χαρά. Ο Φίλιππος βρέθηκε στην Άζωτο. Από ’κει, κι ώσπου να φτάσει στην Καισάρεια, κήρυττε το ευαγγέλιο σ’ όλες τις πόλεις απ’ όπου περνούσε. Στο μεταξύ ο Σαύλος συνέχιζε να έχει απειλητικές και φονικές διαθέσεις για τους μαθητές του Κυρίου· πήγε μάλιστα στον αρχιερέα και του ζήτησε συστατικές επιστολές για τις συναγωγές στη Δαμασκό. Ήθελε να φέρει δεμένους στην Ιερουσαλήμ όποιους θα ’βρισκε εκεί να ακολουθούν την οδό του Κυρίου, άντρες και γυναίκες. Καθώς πήγαινε και πλησίαζε στην Δαμασκό, ξαφνικά τον φώτισε μια αστραπή από τον ουρανό. Αυτός έπεσε στη γη κι άκουσε μια φωνή να του λέει: «Σαούλ, Σαούλ, γιατί με καταδιώκεις;» «Ποιος είσαι, Κύριε;» ρώτησε. Κι ο Κύριος του απάντησε: «Εγώ είμαι ο Ιησούς, που εσύ τον καταδιώκεις. Σήκω όμως και μπες στην πόλη· εκεί θα σου πούνε τι πρέπει να κάνεις». Οι άντρες που συνόδευαν το Σαύλο έμειναν μ’ ανοιχτό το στόμα, γιατί άκουγαν τη φωνή, δεν έβλεπαν όμως κανένα. Αυτός σηκώθηκε πάνω κι ενώ τα μάτια του ήταν ανοιχτά, δεν έβλεπε τίποτε. Οι συνοδοί του τότε τον έπιασαν από το χέρι και τον οδήγησαν στη Δαμασκό. Τρεις μέρες ήταν τυφλός. Στο διάστημα αυτό ούτε έφαγε ούτε ήπιε. Εκεί στη Δαμασκό ζούσε ένας μαθητής που τον έλεγαν Ανανία. Σ’ αυτόν φανερώθηκε σε όραμα ο Κύριος και του είπε: «Ανανία!» Εκείνος απάντησε: «Ορίστε, Κύριε!» «Σήκω», του λέει ο Κύριος, «και πήγαινε στην οδό που λέγεται Ευθεία. Εκεί, στο σπίτι του Ιούδα, ζήτησε κάποιον από την Ταρσό που λέγεται Σαύλος. Αυτή τη στιγμή προσεύχεται, και είδε σε όραμα κάποιον που λέγεται Ανανίας να μπαίνει και ν’ ακουμπάει πάνω του το χέρι του για να ξαναβρεί το φως του». Ο Ανανίας απάντησε: «Κύριε, έχω ακούσει από πολλούς πόσα δεινά έχει προκαλέσει αυτός ο άνθρωπος στους πιστούς σου στην Ιερουσαλήμ. Κι εδώ που ήρθε, έχει εξουσιοδότηση από τους αρχιερείς να συλλάβει όλους όσοι ομολογούν το όνομά σου». «Πήγαινε», του λέει ο Κύριος, «γιατί αυτόν εγώ τον διάλεξα για να τον χρησιμοποιήσω ως όργανο που θα με κάνει γνωστό στα έθνη και στους άρχοντές τους, και στον ισραηλιτικό λαό. Κι εγώ θα του δείξω πόσα θα πρέπει να πάθει για χάρη του ονόματός μου». Τότε ο Ανανίας έφυγε και πήγε σ’ εκείνο το σπίτι. Ακούμπησε τα χέρια του πάνω στο Σαούλ και του είπε: «Σαούλ, αδερφέ, ο Κύριος, ο Ιησούς, αυτός που σου φανερώθηκε στο δρόμο καθώς ερχόσουν, με έστειλε για να ξαναβρείς το φως σου και να γεμίσεις με Άγιο Πνεύμα». Αμέσως τότε έπεσαν από τα μάτια του κάτι σαν λέπια και ξαναβρήκε το φως του. Σηκώθηκε, βαφτίστηκε, και κατόπιν έφαγε και συνήλθε. Ο Σαύλος έμεινε μερικές μέρες με τους μαθητές που ήταν στη Δαμασκό. Από την πρώτη στιγμή κήρυττε στις συναγωγές ότι ο Ιησούς είναι ο Υιός του Θεού. Όλοι όσοι τον άκουγαν έμεναν κατάπληκτοι και έλεγαν: «Μα αυτός δεν είναι εκείνος που καταδίωξε στην Ιερουσαλήμ αυτούς που πιστεύουν στον Ιησού; Κι εδώ γι’ αυτό δεν έχει έρθει, για να τους πάει δεμένους στους αρχιερείς;» Ο Σαύλος όμως ενισχυόταν όλο και περισσότερο και δημιουργούσε σύγχυση στους Ιουδαίους που κατοικούσαν στη Δαμασκό, αποδεικνύοντάς τους ότι ο Ιησούς είναι ο Μεσσίας. Ύστερα από αρκετές μέρες, οι Ιουδαίοι αποφάσισαν να τον σκοτώσουν. Η επιβουλή τους όμως έγινε γνωστή στο Σαύλο. Επιτηρούσαν τις πύλες μέρα και νύχτα για να τον σκοτώσουν. Αλλά οι μαθητές του τον πήραν, τον έβαλαν μέσα σ’ ένα καλάθι και με σχοινί τον κατέβασαν νύχτα από το τείχος. Ο Σαύλος πήγε στην Ιερουσαλήμ και προσπαθούσε να συνδεθεί με τους μαθητές. Όλοι όμως τον φοβούνταν και δεν πίστευαν ότι είναι μαθητής. Τότε ο Βαρνάβας τον πήρε και τον πήγε στους αποστόλους και τους διηγήθηκε πώς είδε στο δρόμο τον Κύριο, πώς ο Κύριος του μίλησε, και πώς κήρυττε στη Δαμασκό με τόλμη τον Ιησού. Έτσι ο Σαύλος συναναστρεφόταν μαζί τους στα Ιεροσόλυμα και κήρυττε με θάρρος τον Κύριο Ιησού. Ιδίως μιλούσε και συζητούσε με τους ελληνόφωνους Εβραίους. Αυτοί όμως ήθελαν να τον σκοτώσουν. Όταν το έμαθαν οι αδερφοί, τον οδήγησαν στην Καισάρεια κι από ’κει τον έστειλαν στην Ταρσό. Έτσι, λοιπόν, οι εκκλησίες σ’ όλη την Ιουδαία, τη Γαλιλαία και τη Σαμάρεια είχαν ειρήνη, στερεώνονταν και πορεύονταν με αφοσίωση στον Κύριο, και με την ενίσχυση του Αγίου Πνεύματος πλήθαιναν. Περνώντας ο Πέτρος απ’ όλες αυτές τις εκκλησίες, κατέβηκε και στους χριστιανούς που κατοικούσαν στη Λύδδα. Εκεί βρήκε κάποιον άνθρωπο που λεγόταν Αινέας. Αυτός ήταν οχτώ χρόνια κατάκοιτος, επειδή ήταν παράλυτος. Ο Πέτρος του είπε: «Αινέα σε γιατρεύει ο Ιησούς Χριστός. Σήκω και στρώσε το κρεβάτι σου». Κι αυτός αμέσως σηκώθηκε. Όλοι όσοι κατοικούσαν στη Λύδδα και στο Σάρωνα τον είδαν και δέχτηκαν τον Ιησού για Κύριό τους. Στην Ιόππη ήταν μια μαθήτρια που την έλεγαν Ταβιθά –στα ελληνικά σημαίνει «Δορκάδα». Αυτή είχε κάνει πολλές αγαθοεργίες και ελεημοσύνες. Εκείνες τις μέρες συνέβη να αρρωστήσει και να πεθάνει. Την έλουσαν, λοιπόν, και την έβαλαν στο ανώγειο. Η Λύδδα ήταν κοντά στην Ιόππη, και, όταν οι μαθητές άκουσαν ότι ο Πέτρος ήταν εκεί, του έστειλαν δύο άντρες και τον παρακαλούσαν να πάει σ’ αυτούς όσο γίνεται πιο γρήγορα. Αυτός ξεκίνησε και πήγε μαζί τους. Μόλις έφτασε, τον ανέβασαν στο ανώγειο. Αμέσως τον περικύκλωσαν όλες οι χήρες κλαίγοντας και δείχνοντάς του τα ρούχα που είχε φτιάξει γι’ αυτούς η Δορκάδα όσο ζούσε. Ο Πέτρος τότε τους έβγαλε όλους έξω, γονάτισε και προσευχήθηκε. Κατόπιν γύρισε στη νεκρή και της είπε: «Ταβιθά, σήκω πάνω». Αυτή άνοιξε τα μάτια της, κι όταν είδε τον Πέτρο ανασηκώθηκε. Ο Πέτρος της έδωσε το χέρι του και τη σήκωσε. Ύστερα φώναξε τους πιστούς και τις χήρες και τους την παρουσίασε ζωντανή. Αυτό έγινε γνωστό σ’ όλη την Ιόππη, και πολλοί πίστεψαν στον Κύριο. Ο Πέτρος έμεινε αρκετές μέρες στην Ιόππη, σε κάποιο Σίμωνα, που ήταν βυρσοδέψης. Στην Καισάρεια ζούσε ένας εκατόνταρχος, που λεγόταν Κορνήλιος και υπηρετούσε στη στρατιωτική μονάδα, η οποία ονομαζόταν «Ιταλική». Ήταν ευσεβής και είχε προσχωρήσει στην ιουδαϊκή κοινότητα μαζί με όλη την οικογένειά του. Έδινε πολλές ελεημοσύνες και προσευχόταν συνεχώς στο Θεό. Μια μέρα, γύρω στις τρεις το απόγευμα, είδε καθαρά σε όραμα έναν άγγελο του Θεού να μπαίνει στο σπίτι του, να τον πλησιάζει και να του λέει: «Κορνήλιε!» Αυτός τον κοίταξε τρομαγμένος και είπε: «Τι είναι, Κύριε;» Ο άγγελος του είπε: «Οι προσευχές σου και οι ελεημοσύνες σου ανέβηκαν μπροστά στο Θεό, κι ο Θεός δε σε ξεχνάει. Τώρα λοιπόν στείλε στην Ιόππη ανθρώπους να καλέσουν εδώ κάποιον Σίμωνα, που λέγεται και Πέτρος. Αυτός φιλοξενείται σε κάποιον Σίμωνα βυρσοδέψη, που έχει το σπίτι του κοντά στη θάλασσα». Όταν έφυγε ο άγγελος που μιλούσε στον Κορνήλιο, αυτός φώναξε δύο από τους υπηρέτες του και ένα στρατιώτη ευσεβή, απ’ αυτούς που ήταν στην υπηρεσία του· τους τα διηγήθηκε όλα και τους έστειλε στην Ιόππη. Την άλλη μέρα, ενώ εκείνοι ακόμα οδοιπορούσαν και κόντευαν να φτάσουν στην πόλη, ο Πέτρος ανέβηκε στο υπερώο γύρω στο μεσημέρι για να προσευχηθεί. Εκεί πείνασε και ήθελε να φάει. Ενώ ετοίμαζαν το φαγητό, είδε σε έκσταση ένα όραμα: Είδε πως άνοιξε ο ουρανός και ένα πράγμα σαν μεγάλο σεντόνι, με δεμένες τις τέσσερις άκρες, κατέβαινε στη γη. Μέσα σ’ αυτό υπήρχαν όλα τα τετράποδα της γης, τα θηρία, τα ερπετά και τα πουλιά του ουρανού. Μια φωνή τότε του είπε: «Σήκω, Πέτρο, σφάξε και φάγε». Ο Πέτρος όμως απάντησε: «Ποτέ, Κύριε! Αφού ποτέ στη ζωή μου δεν έφαγα κάτι απαγορευμένο ή ακάθαρτο». Η φωνή τού μίλησε για δεύτερη φορά: «Αυτά που ο Θεός καθάρισε, εσύ μην τα θεωρείς ακάθαρτα». Αυτό έγινε τρεις φορές, κι ύστερα, αυτό που έβλεπε εξαφανίστηκε στον ουρανό. Καθώς ο Πέτρος σκεφτόταν και απορούσε τι να σήμαινε το όραμα που είδε, οι απεσταλμένοι του Κορνήλιου είχαν ρωτήσει και είχαν βρει το σπίτι του Σίμωνα και τώρα στέκονταν μπροστά στην εξώπορτα. Φώναξαν δυνατά και ζητούσαν να μάθουν αν φιλοξενούσαν εκεί το Σίμωνα που λεγόταν και Πέτρος. Κι ενώ ο Πέτρος γύριζε ακόμη στο νου του το όραμα, του είπε το Άγιο Πνεύμα: «Τρεις άντρες σε ζητούν. Κατέβα αμέσως και πήγαινε μαζί τους χωρίς κανένα δισταγμό, γιατί τους έχω στείλει εγώ». Ο Πέτρος κατέβηκε, πλησίασε τους άντρες και τους είπε: «Εγώ είμαι αυτός που ζητάτε. Για ποιο λόγο ήρθατε εδώ;» Αυτοί απάντησαν: «Ο Κορνήλιος, ο εκατόνταρχος, ένας άνθρωπος ευλαβής, που λατρεύει το Θεό και εκτιμάται από όλον τον ιουδαϊκό λαό, πήρε εντολή από έναν άγγελο του Θεού να στείλει να σε καλέσει στο σπίτι του και ν’ ακούσει από σένα αυτά που έχεις να του πεις». Ο Πέτρος κάλεσε τους απεσταλμένους στο σπίτι και τους φιλοξένησε. Την άλλη μέρα πήρε το δρόμο μαζί τους. Τον συνόδευαν και μερικοί από τους αδερφούς που έμεναν στην Ιόππη. Την παραπάνω μέρα έφτασαν στην Καισάρεια. Ο Κορνήλιος στο μεταξύ τους περίμενε, κι είχε μαζέψει στο σπίτι τούς συγγενείς του και τους πιο στενούς του φίλους. Όπως έμπαινε ο Πέτρος, έτρεξε ο Κορνήλιος να τον προϋπαντήσει· έπεσε στα πόδια του και τον προσκύνησε. Ο Πέτρος τον σήκωσε λέγοντας: «Σήκω πάνω. Κι εγώ άνθρωπος είμαι». Μιλώντας μαζί του, μπήκε στο σπίτι, όπου βρήκε πολλούς μαζεμένους. «Εσείς ξέρετε», τους λέει, «ότι δεν επιτρέπεται από το νόμο σ’ έναν Ιουδαίο να συναναστρέφεται έναν μη Ιουδαίο ή να μπαίνει στο σπίτι του. Εμένα όμως μου έδειξε ο Θεός ότι κανέναν άνθρωπο δεν πρέπει να τον θεωρούμε μολυσμένο ή ακάθαρτο. Γι’ αυτό και ήρθα χωρίς αντιρρήσεις όταν στείλατε να με καλέσετε. Πέστε μου, λοιπόν, για ποιο λόγο με καλέσατε εδώ;» Τότε ο Κορνήλιος του αποκρίθηκε: «Πριν από τρεις μέρες, νήστευα από το πρωί ως αυτή την ώρα. Στις τρεις το απόγευμα προσευχόμουνα στο σπίτι μου, όταν είδα κάποιον να στέκεται μπροστά μου με ρούχα που λάμπανε και να μου λέει: “Κορνήλιε, ο Θεός άκουσε την προσευχή σου και πρόσεξε τις ελεημοσύνες σου. Γι’ αυτό στείλε στην Ιόππη να φωνάξεις το Σίμωνα που λέγεται και Πέτρος. Αυτός φιλοξενείται στο σπίτι του Σίμωνα του βυρσοδέψη, κοντά στη θάλασσα. Όταν θα ’ρθεί, θα σου πει τι πρέπει να κάνεις”. Αμέσως τότε εγώ έστειλα και σε κάλεσα, κι έκανες καλά που ήρθες. Τώρα, λοιπόν, όλοι εμείς είμαστε συγκεντρωμένοι ενώπιον του Θεού, για ν’ ακούσουμε όλα όσα σ’ έχει διατάξει ο Θεός να μας πεις». Ο Πέτρος τότε έλαβε το λόγο και είπε: «Αλήθεια, τώρα καταλαβαίνω ότι ο Θεός δεν κάνει διακρίσεις, αλλά δέχεται τον καθένα, σ’ όποιον λαό κι αν ανήκει, αρκεί να τον σέβεται και να ζει σύμφωνα με το θέλημά του. Έστειλε στον ισραηλιτικό λαό το λόγο του κι έφερε το χαρμόσυνο άγγελμα της ειρήνης μέσω του Ιησού Χριστού, που είναι ο Κύριος των πάντων. Εσείς έχετε μάθει για το γεγονός που διαδόθηκε σ’ όλη την Ιουδαία, αρχίζοντας από τη Γαλιλαία, μετά το βάπτισμα που κήρυξε ο Ιωάννης. Μάθατε για τον Ιησού από τη Ναζαρέτ, που τον έχρισε ο Θεός με Άγιο Πνεύμα και με δύναμη. Παντού όπου πέρασε, ευεργετούσε και γιάτρευε όλους όσους κατατυραννούσε ο διάβολος, γιατί ο Θεός ήταν μαζί του. Εμείς είμαστε μάρτυρες για όλα αυτά που έκανε, και στην ύπαιθρο της Ιουδαίας και στην Ιερουσαλήμ. Αυτόν τον θανάτωσαν καρφώνοντάς τον στο σταυρό. Ο Θεός όμως την τρίτη μέρα τον ανέστησε, κι έκανε να τον δουν αναστημένον όχι όλος ο λαός, αλλά οι μάρτυρες που ο Θεός τούς είχε διαλέξει από πριν, δηλαδή εμείς, που φάγαμε και ήπιαμε μαζί του μετά την ανάστασή του από τους νεκρούς. Αυτός μας έδωσε εντολή να κηρύξουμε στο λαό και να μαρτυρήσουμε ότι αυτός είναι ο ορισμένος από το Θεό κριτής των ζωντανών και των νεκρών. Όλοι οι προφήτες βεβαιώνουν γι’ αυτόν, ότι καθένας που πιστεύει σ’ αυτόν θα λάβει μέσω αυτού τη συγχώρηση των αμαρτιών του». Ενώ ακόμη ο Πέτρος έλεγε αυτά τα λόγια, κατέβηκε το Άγιο Πνεύμα πάνω σε όλους όσοι άκουγαν το κήρυγμα. Οι πιστοί που προέρχονταν από τους Ιουδαίους και είχαν έρθει μαζί με τον Πέτρο, έμειναν κατάπληκτοι βλέποντας να δίνεται και στους εθνικούς πλούσια η δωρεά του Αγίου Πνεύματος. Γιατί τους άκουγαν να μιλούν γλώσσες και να δοξάζουν το Θεό. Τότε ο Πέτρος είπε: «Ποιος μπορεί να εμποδίσει να βαφτιστούν με νερό αυτοί, που έλαβαν το Άγιο Πνεύμα όπως κι εμείς;» Διέταξε, λοιπόν, να βαφτιστούν στο όνομα του Κυρίου. Τότε τον παρακάλεσαν να μείνει μαζί τους μερικές μέρες. Οι απόστολοι και οι χριστιανοί που ήταν στην Ιουδαία άκουσαν ότι και οι εθνικοί δέχτηκαν το λόγο του Θεού. Όταν, λοιπόν, ο Πέτρος ανέβηκε στην Ιερουσαλήμ, τον κατηγορούσαν οι ιουδαϊκής καταγωγής χριστιανοί και του έλεγαν: «Πήγες σε ανθρώπους εθνικούς και έφαγες μαζί τους». Τότε ο Πέτρος άρχισε να τους εκθέτει τα γεγονότα με τη σειρά: «Όταν βρισκόμουν στην Ιόππη», τους είπε, «είδα, ενώ προσευχόμουν, ένα όραμα: είδα να κατεβαίνει από τον ουρανό κάτι σαν ένα μεγάλο σεντόνι πιασμένο από τις τέσσερις άκρες του και να έρχεται ως εμένα. Όταν κοίταξα καλά τι είχε μέσα, είδα τα τετράποδα της γης και τα θηρία και τα ερπετά και τα πουλιά του ουρανού. Τότε άκουσα μια φωνή που έλεγε: “Πέτρο, σήκω, σφάξε και φάγε”. Εγώ είπα: “ποτέ, Κύριε! Αφού ποτέ στη ζωή μου δεν έβαλα στο στόμα μου κάτι απαγορευμένο ή ακάθαρτο”. Η φωνή από τον ουρανό μού μίλησε για δεύτερη φορά: “αυτά που ο Θεός καθάρισε, εσύ να μην τα θεωρείς ακάθαρτα”. Αυτό έγινε τρεις φορές, κι ύστερα όλα εξαφανίστηκαν στον ουρανό. Την ίδια στιγμή, στάθηκαν μπροστά στο σπίτι που έμενα τρεις άντρες, σταλμένοι από την Καισάρεια για να με βρουν. Το Άγιο Πνεύμα μού είπε να πάω μαζί τους, χωρίς να διστάσω καθόλου. Μαζί μου ήρθαν και αυτοί οι έξι αδερφοί, και πήγαμε στο σπίτι του Κορνήλιου. Αυτός μας διηγήθηκε πως είχε δει έναν άγγελο που ήρθε στο σπίτι του και του είπε: “στείλε ανθρώπους στην Ιόππη και κάλεσε το Σίμωνα, που λέγεται και Πέτρος. Αυτός θα σου πει πράγματα που, αν τ’ ακολουθήσεις, θα σωθείς κι εσύ και όλο σου το σπίτι”. Όταν εγώ άρχισα να μιλάω κατέβηκε το Άγιο Πνεύμα πάνω τους, όπως είχε έρθει και σ’ εμάς στην αρχή. Τότε θυμήθηκα αυτά που έλεγε ο Κύριος: “ο Ιωάννης βάφτιζε με νερό, εσείς όμως θα βαφτιστείτε με το Άγιο Πνεύμα”. Εφόσον, λοιπόν, ο Θεός το δώρο που έδωσε σ’ εμάς το έδωσε και σ’ αυτούς, μόλις δέχτηκαν τον Ιησού Χριστό για Κύριό τους, ποιος ήμουν εγώ που θα μπορούσα να εμποδίσω το Θεό;» Όταν τ’ άκουσαν αυτά ησύχασαν και δόξασαν το Θεό λέγοντας: «Άρα, λοιπόν, και στους εθνικούς έδωσε ο Θεός τη δυνατότητα να μετανοήσουν και να κερδίσουν την αληθινή ζωή». Οι χριστιανοί που είχαν διασκορπιστεί από τα Ιεροσόλυμα, μετά το διωγμό που ακολούθησε το λιθοβολισμό του Στεφάνου, έφτασαν ως τη Φοινίκη, την Κύπρο και την Αντιόχεια. Σε κανέναν δεν κήρυτταν για το Χριστό παρά μόνο στους Ιουδαίους. Ανάμεσά τους ήταν και μερικοί Κύπριοι και Κυρηναίοι, που είχαν έρθει στην Αντιόχεια και κήρυτταν στους ελληνόφωνους Ιουδαίους το χαρμόσυνο μήνυμα, ότι ο Ιησούς είναι ο Κύριος. Η δύναμη του Κυρίου ήταν μαζί τους, και πολλοί ήταν εκείνοι που πίστεψαν και δέχτηκαν τον Ιησού για Κύριό τους. Οι ειδήσεις γι’ αυτά έφτασαν και στην εκκλησία των Ιεροσολύμων· έτσι έστειλαν το Βαρνάβα να πάει στην Αντιόχεια. Αυτός, όταν έφτασε εκεί και είδε το έργο της χάριτος του Θεού, χάρηκε και τους συμβούλευε όλους να μένουν αφοσιωμένοι στον Κύριο με όλη τους την καρδιά. Ο Βαρνάβας ήταν άνθρωπος αγαθός και γεμάτος Άγιο Πνεύμα και πίστη. Έτσι, πολύς κόσμος προστέθηκε στους πιστούς του Κυρίου. Ύστερα ο Βαρνάβας πήγε στην Ταρσό για να αναζητήσει το Σαύλο. Όταν τον βρήκε, τον έφερε στην Αντιόχεια. Εκεί συμμετείχαν στις συνάξεις της εκκλησίας για έναν ολόκληρο χρόνο και δίδαξαν πολύν κόσμο. Επίσης στην Αντιόχεια για πρώτη φορά ονομάστηκαν οι μαθητές του Ιησού «χριστιανοί». Εκείνες τις μέρες κατέβηκαν από τα Ιεροσόλυμα προφήτες στην Αντιόχεια. Ένας απ’ αυτούς, που τον έλεγαν Άγαβο, προανάγγειλε με το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος ότι θα πέσει σ’ όλη την οικουμένη μεγάλη πείνα, πράγμα που έγινε όταν αυτοκράτορας ήταν ο Κλαύδιος. Οι χριστιανοί στην Αντιόχεια αποφάσισαν να στείλουν βοήθεια στους αδερφούς που κατοικούσαν στην Ιουδαία, ό,τι μπορούσε ο καθένας. Αυτό κι έκαναν: έστειλαν τη βοήθειά τους με το Βαρνάβα και το Σαύλο στους πρεσβυτέρους των Ιεροσολύμων. Εκείνη την εποχή, ο βασιλιάς Ηρώδης άρχισε το διωγμό εναντίον μερικών μελών της εκκλησίας. Πρώτα αποκεφάλισε τον Ιάκωβο, τον αδερφό του Ιωάννη. Όταν είδε ότι αυτό άρεσε στους Ιουδαίους, αποφάσισε στη συνέχεια να συλλάβει και τον Πέτρο. Αυτό έγινε τις μέρες του Πάσχα. Τον συνέλαβε, λοιπόν, και τον έριξε στη φυλακή, κι έβαλε να τον φυλάνε διαδοχικά τέσσερις ομάδες από τέσσερις στρατιώτες στην κάθε μια, σκοπεύοντας να τον φέρει σε δημόσια δίκη μετά το Πάσχα. Ενώ ο Πέτρος ήταν στη φυλακή, η εκκλησία προσευχόταν αδιάκοπα στο Θεό γι’ αυτόν. Τη νύχτα που ο Ηρώδης επρόκειτο να φέρει τον Πέτρο, εκείνος κοιμόταν ανάμεσα σε δυο στρατιώτες, δεμένος με δυο αλυσίδες, και δυο φύλακες μπροστά στην πόρτα φύλαγαν σκοπιά. Ξαφνικά φανερώθηκε ένας άγγελος Κυρίου κι ένα φως έλαμψε στο κελί. Ο άγγελος ξύπνησε τον Πέτρο σκουντώντας τον στο πλευρό και του είπε: «Σήκω γρήγορα». Αμέσως έπεσαν οι αλυσίδες από τα χέρια του. Ο άγγελος συνέχισε: «Βάλε τη ζώνη σου και τα σανδάλια σου». Ο Πέτρος το έκανε. Ύστερα του λέει ο άγγελος: «Βάλε το ιμάτιό σου κι ακολούθησέ με». Ο Πέτρος τον ακολούθησε και βγήκε έξω. Δεν καταλάβαινε ότι συνέβαιναν πραγματικά αυτά που γίνονταν μέσω του αγγέλου, αλλά νόμισε ότι έβλεπε όραμα. Πέρασαν την πρώτη φρουρά και τη δεύτερη κι έφτασαν στη σιδερένια πύλη που βγάζει στην πόλη. Η πύλη άνοιξε από μόνη της, και βγήκαν έξω. Πέρασαν ένα στενό, κι αμέσως ο άγγελος εξαφανίστηκε. Τότε ο Πέτρος συνήλθε και είπε: «Τώρα κατάλαβα πραγματικά ότι ο Κύριος έστειλε τον άγγελό του και με γλίτωσε από τα χέρια του Ηρώδη και απ’ αυτό που οι Ιουδαίοι περίμεναν να πάθω!» Όταν κατάλαβε πού ήταν, πήγε στο σπίτι της Μαρίας, μητέρας του Ιωάννη, που τον έλεγαν και Μάρκο. Εκεί ήταν μαζεμένοι αρκετοί και προσεύχονταν. Χτύπησε την εξώπορτα και βγήκε μια υπηρέτρια, η Ρόδη, να δει ποιος είναι. Όταν αναγνώρισε τη φωνή του Πέτρου, από τη χαρά της δεν άνοιξε την πόρτα, αλλά έτρεξε μέσα αναγγέλλοντας ότι ο Πέτρος στέκεται μπροστά στην εξώπορτα. Αυτοί της είπαν: «Είσαι τρελή!» Εκείνη όμως επέμενε ότι ήταν αλήθεια. Αυτοί έλεγαν: «Είναι ο άγγελός του». Ο Πέτρος στο μεταξύ χτυπούσε επίμονα. Επιτέλους του άνοιξαν κι όταν τον είδαν έμειναν κατάπληκτοι. Αυτός τους έκανε νόημα με το χέρι να σωπάσουν και τους διηγήθηκε πώς ο Κύριος τον έβγαλε από τη φυλακή. «Διηγηθείτε τα αυτά στον Ιάκωβο και στους αδερφούς», συμπλήρωσε. Ύστερα έφυγε από τα Ιεροσόλυμα και πήγε σε άλλον τόπο. Όταν ξημέρωσε, έγινε μεγάλη αναστάτωση στους στρατιώτες, για το τι άραγε να έγινε ο Πέτρος. Ο Ηρώδης διέταξε να ψάξουν να τον βρουν και, επειδή δεν τον βρήκε, ανέκρινε τους φύλακες και διέταξε να τους εκτελέσουν. Ύστερα κατέβηκε από την Ιουδαία και έμενε στην Καισάρεια. Ο Ηρώδης ήταν σε διαμάχη με τους κατοίκους της Τύρου και της Σιδώνας. Εκείνοι αποφάσισαν από κοινού και έστειλαν αντιπροσώπους σ’ αυτόν. Κατόρθωσαν να πάρουν με το μέρος τους και το Βλάστο, που ήταν ανώτερος αυλικός του βασιλιά, και μέσω αυτού ζητούσαν να συνδιαλλαγούν, γιατί οι προμήθειές τους σε τρόφιμα έρχονταν από τη χώρα του βασιλιά. Τη μέρα που όρισε για να εξετάσει το ζήτημα, ο Ηρώδης ντύθηκε τη βασιλική του στολή, κάθισε στο θρόνο και άρχισε να αγορεύει σ’ αυτούς. Ο λαός επευφημούσε: «Θεός μιλάει και όχι άνθρωπος!» Αμέσως τότε, επειδή δέχτηκε να δοξαστεί σαν θεός και δεν έδωσε την τιμή στο Θεό, τον χτύπησε ένας άγγελος του Κυρίου με μια ξαφνική αρρώστια: γέμισε σκουλήκια και πέθανε. Ενώ γίνονταν αυτά, η διάδοση του λόγου του Θεού προόδευε και οι οπαδοί του πλήθαιναν. Στο μεταξύ ο Βαρνάβας και ο Σαύλος, αφού τελείωσαν στην Ιερουσαλήμ την υπηρεσία που τους είχε ανατεθεί, γύρισαν στην Αντιόχεια, παίρνοντας μαζί τους και τον Ιωάννη, που είχε πάρει το όνομα Μάρκος. Στην εκκλησία της Αντιόχειας υπήρχαν μερικοί προφήτες και δάσκαλοι, ο Βαρνάβας, ο Συμεών που λεγόταν και Νίγερ, ο Λούκιος ο Κυρηναίος, ο Μαναήν, που είχε μεγαλώσει μαζί με τον Ηρώδη τον τετράρχη, και ο Σαύλος. Κάποτε, ενώ αυτοί βρίσκονταν σε λειτουργική σύναξη λατρεύοντας τον Κύριο και νηστεύοντας, είπε το Άγιο Πνεύμα: «Να μου ξεχωρίσετε το Βαρνάβα και το Σαύλο για το έργο, για το οποίο τους έχω καλέσει». Τότε, αφού και πάλι νήστεψαν και προσευχήθηκαν, έβαλαν τα χέρια πάνω σ’ αυτούς και τους απέστειλαν. Έτσι, λοιπόν αυτοί, σταλμένοι από το Άγιο Πνεύμα, κατέβηκαν στη Σελεύκεια κι από ’κει με πλοίο πήγαν στην Κύπρο. Όταν έφτασαν στη Σαλαμίνα της Κύπρου, κήρυτταν το λόγο του Θεού στις συναγωγές των Ιουδαίων. Βοηθό είχαν μαζί τους τον Ιωάννη. Αφού διέσχισαν το νησί, έφτασαν στην Πάφο. Εκεί βρήκαν κάποιον μάγο και ψευδοπροφήτη Ιουδαίο, που λεγόταν Βαριησούς. Αυτός ήταν φίλος του ανθύπατου Σεργίου Παύλου, που ήταν άνθρωπος συνετός. Ο Σέργιος Παύλος προσκάλεσε το Βαρνάβα και το Σαύλο και ζήτησε ν’ ακούσει το λόγο του Θεού. Αλλά ο Ελύμας ο μάγος –γιατί έτσι μεταφράζεται το όνομά του– τους αντιστεκόταν και προσπαθούσε να εμποδίσει τον ανθύπατο να πιστέψει. Τότε ο Σαύλος, που λεγόταν και Παύλος, πλημμύρισε από το Άγιο Πνεύμα, τον κοίταξε διαπεραστικά και του είπε: «Γιε του διαβόλου! Είσαι γεμάτος από κάθε είδους πονηριά και ραδιουργία και πολεμάς καθετί το καλό. Δε θα πάψεις να διαστρεβλώνεις τους ίσιους δρόμους του Θεού; Τώρα το χέρι του Κυρίου θα πέσει πάνω σου: θα τυφλωθείς και για ένα διάστημα δε θα βλέπεις τον ήλιο». Την ίδια στιγμή έπεσε πάνω του ομίχλη και σκοτάδι κι άρχισε να περιφέρεται εδώ κι εκεί ζητώντας να τον χειραγωγήσουν. Τότε ο ανθύπατος, όταν είδε αυτό που έγινε, πίστεψε, γιατί ήταν βαθιά εντυπωσιασμένος από τη δύναμη που είχε η διδασκαλία του Κυρίου. Ο Παύλος και η συνοδεία του έφυγαν με πλοίο από την Πάφο και ήρθαν στην Πέργη της Παμφυλίας. Ο Ιωάννης όμως τους άφησε και γύρισε πίσω στα Ιεροσόλυμα. Αυτοί διέσχισαν την περιοχή, κι από την Πέργη έφτασαν στην Αντιόχεια της Πισιδίας. Το Σάββατο πήγαν στη συναγωγή και κάθισαν. Μετά την ανάγνωση των περικοπών από το νόμο και τους προφήτες, οι αρχισυνάγωγοι έστειλαν και τους είπαν: «Αδερφοί, αν έχετε να πείτε στο λαό κανένα λόγο ενισχυτικό, μιλήστε». Τότε ο Παύλος σηκώθηκε, έκανε νόημα με το χέρι να γίνει ησυχία, και είπε: «Ισραηλίτες, κι εσείς οι άλλοι που λατρεύετε τον ένα Θεό, ακούστε με· ο Θεός του λαού τούτου, του Ισραήλ, διάλεξε τους προγόνους μας και τους έκανε ένα μεγάλο λαό, ενώ ακόμα ήταν ξένοι στην Αίγυπτο. Με την μεγάλη δύναμή του τους έβγαλε από ’κει και υπέμεινε τη διαγωγή τους σαράντα χρόνια στην έρημο. Εξολόθρεψε εφτά έθνη στη Χαναάν και τους έδωσε κληρονομιά τη γη τους. Ύστερα από τετρακόσια πενήντα χρόνια τούς έδωσε Κριτές, μέχρι τον προφήτη Σαμουήλ. Από ’κει κι έπειτα ζήτησαν βασιλιά, κι ο Θεός τούς έδωσε το Σαούλ, γιο του Κις, από τη φυλή Βενιαμίν, για σαράντα χρόνια. Ύστερα τον καθαίρεσε, ανέδειξε βασιλιά τους το Δαβίδ κι έδωσε τη μαρτυρία του γι’ αυτόν λέγοντας: “βρήκα το Δαβίδ, γιο του Ιεσσαί, όπως τον θέλει η καρδιά μου· αυτός θα πραγματοποιήσει όλα όσα εγώ θέλω”. Κι όπως το είχε υποσχεθεί, έφερε ο Θεός τη σωτηρία στον Ισραήλ με έναν απόγονο του Δαβίδ, τον Ιησού. Προηγουμένως, πριν αρχίσει ο Ιησούς τη δημόσια δράση του, είχε κηρύξει ο Ιωάννης σ’ όλον το λαό του Ισραήλ να μετανοήσουν και να βαφτιστούν. Κι όταν πια ο Ιωάννης κόντευε να τελειώσει το έργο του, έλεγε: “ποιος νομίζετε πως είμαι; Δεν είμαι εγώ αυτός που περιμένετε· αυτός έρχεται ύστερα από μένα, κι εγώ δεν είμαι άξιος ούτε να λύσω τα υποδήματα από τα πόδια του”. »Αδέρφια, απόγονοι του Αβραάμ και οι άλλοι εδώ που σέβεστε τον ένα Θεό: σ’ εσάς στάλθηκε το μήνυμα της σωτηρίας αυτής, για την οποία σας μιλάω. Οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ και οι άρχοντές τους δεν κατάλαβαν ούτε ποιος είναι ο Ιησούς ούτε τα λόγια των προφητών που διαβάζονται κάθε Σάββατο, αλλά, χωρίς να το ξέρουν, τα εκπλήρωσαν καταδικάζοντας τον Ιησού. Αν και δε βρήκαν καμιά αιτία για να τον καταδικάσουν σε θάνατο, ζήτησαν από τον Πιλάτο να θανατωθεί. Κι όταν εκτέλεσαν όλα όσα είχαν προφητέψει οι Γραφές γι’ αυτόν, τον κατέβασαν από το σταυρό και τον έβαλαν σ’ ένα μνήμα. Ο Θεός όμως τον ανέστησε από τους νεκρούς. Τότε αυτός για πολλές μέρες συνέχεια φανερωνόταν σ’ εκείνους που είχαν ανεβεί μαζί του από τη Γαλιλαία στα Ιεροσόλυμα. Αυτοί είναι μάρτυρες της ανάστασής του μπροστά στο λαό. »Έτσι κι εμείς σας φέρνουμε το χαρμόσυνο μήνυμα, ότι την υπόσχεση που έδωσε ο Θεός στους προγόνους μας, την εκπλήρωσε στα παιδιά τους –σ’ εμάς: ανέστησε τον Ιησού, όπως είναι γραμμένο στο δεύτερο Ψαλμό: Υιός μου είσ’ εσύ, εγώ σήμερα σε γέννησα. Το ότι τον ανέστησε από τους νεκρούς και δεν πρόκειται ποτέ πια να επιστρέψει στη φθορά του θανάτου, το έχει πει με τα παρακάτω λόγια: Θα σας δώσω τα άγια δώρα που υποσχέθηκα στο Δαβίδ, δώρα που δε χάνονται ποτέ. Γι’ αυτό λέει κι αλλού ο Δαβίδ: Δε θ’ αφήσεις να δει φθορά ο αφιερωμένος σ’ εσένα δούλος σου. Κι όσο για το Δαβίδ, αυτός υπηρέτησε το θέλημα του Θεού στη γενιά του κι ύστερα πέθανε, θάφτηκε δίπλα στους προγόνους του και γνώρισε τη φθορά του θανάτου. Αυτός όμως που ο Θεός τον ανέστησε, δε γνώρισε τη φθορά του θανάτου. Μάθετε, λοιπόν, αδέρφια, ότι μέσω αυτού σας προσφέρεται συγχώρηση των αμαρτιών. Και λυτρώνεται καθένας που τον εμπιστεύεται απ’ όλα εκείνα απ’ όσα δεν μπορέσατε να λυτρωθείτε με το νόμο του Μωυσή. Προσέξτε, λοιπόν, μην έρθει πάνω σας αυτό που είπαν οι προφήτες: Κοιτάξτε εσείς, οι καταφρονητές, θαυμάστε κι αφανιστείτε! Γιατί εγώ ετοιμάζω κάτι μεγάλο στις μέρες σας, κάτι που θα σας το διηγούνται και δεν θα το πιστεύετε». Καθώς ο Παύλος και ο Βαρνάβας έφευγαν από τη συναγωγή των Ιουδαίων, οι εθνικοί τους παρακαλούσαν να τους εξηγηθούν τα λόγια αυτά το επόμενο Σάββατο. Κι όταν διαλύθηκε η σύναξη, πολλοί από τους Ιουδαίους και τους προσήλυτους στον Ιουδαϊσμό ακολούθησαν τον Παύλο και το Βαρνάβα. Αυτοί τους ανέπτυσσαν τα προηγούμενα και τους έπειθαν να μένουν σταθεροί στη χάρη που τους πρόσφερε ο Θεός. Το επόμενο Σάββατο, ολόκληρη σχεδόν η πόλη μαζεύτηκε για ν’ ακούσουν το λόγο του Κυρίου. Όταν είδαν οι Ιουδαίοι το πλήθος, κυριεύτηκαν από φθόνο· αντιμιλούσαν σ’ αυτά που έλεγε ο Παύλος και βλασφημούσαν. Τότε ο Παύλος και ο Βαρνάβας τους μίλησαν με παρρησία και τους είπαν: «Έπρεπε να κηρύξουμε το λόγο του Θεού πρώτα σ’ εσάς. Επειδή όμως τον αντικρούετε και καταδικάζετε τον εαυτό σας να μην αξιωθεί την αιώνια ζωή, γι’ αυτό κι εμείς στρεφόμαστε στους εθνικούς. Αυτή την εντολή άλλωστε μας έδωσε ο Κύριος: Εσένα έχω ορίσει φως για τα έθνη, για να φέρεις τη σωτηρία ως τα πέρατα της γης». Καθώς τ’ άκουγαν αυτά οι εθνικοί, χαίρονταν και δέχονταν το λόγο του Κυρίου· και πίστεψαν όσοι ήταν ταγμένοι για την αιώνια ζωή. Ο λόγος του Κυρίου διαδιδόταν σ’ όλη τη χώρα. Οι Ιουδαίοι όμως παρότρυναν τις προσήλυτες γυναίκες της ανώτερης τάξης και τους προκρίτους της πόλης, ξεσήκωσαν διωγμό εναντίον του Παύλου και του Βαρνάβα και τους έβγαλαν έξω από τα σύνορά τους. Αυτοί τότε τίναξαν τη σκόνη από τα πόδια τους ενάντιά τους και ήρθαν στο Ικόνιο. Και οι χριστιανοί στην Αντιόχεια ήταν γεμάτοι χαρά και Άγιο Πνεύμα. Στο Ικόνιο ξαναπήγαν στη συναγωγή των Ιουδαίων και μίλησαν τόσο πειστικά, ώστε πίστεψαν πλήθος πολύ Ιουδαίων και εθνικών. Οι Ιουδαίοι όμως που δεν πίστευαν ξεσήκωσαν και γέμισαν με κακή διάθεση τις ψυχές των εθνικών εναντίον των χριστιανών. Παρ’ όλα αυτά, ο Παύλος και ο Βαρνάβας έμειναν αρκετόν καιρό στην πόλη. Κήρυτταν με παρρησία έχοντας εμπιστοσύνη στον Κύριο, ο οποίος βεβαίωνε το μήνυμα της σωτήριας χάρης του, με τα εκπληκτικά θαύματα που τους έδινε τη δύναμη να κάνουν. Ο πληθυσμός της πόλης είχε διχαστεί: άλλοι ήταν με τους Ιουδαίους, άλλοι με τους αποστόλους. Κι όταν η κατάσταση έφτασε στο απροχώρητο και οι εθνικοί με τους Ιουδαίους και τους άρχοντές τους ετοιμάζονταν να τους κακοποιήσουν και να τους λιθοβολήσουν, αυτοί το κατάλαβαν και κατέφυγαν στις πόλεις της Λυκαονίας, Λύστρα και Δέρβη, και στη γύρω περιοχή τους. Εκεί κήρυτταν το ευαγγέλιο. Στα Λύστρα ήταν ένας άνθρωπος με παράλυτα πόδια, κουτσός εκ γενετής· ποτέ στη ζωή του δεν είχε περπατήσει. Αυτός καθόταν κι άκουγε τον Παύλο που μιλούσε. Ο Παύλος τον κοίταξε καλά και είδε ότι έχει την πίστη πως θα γιατρευτεί. Του είπε λοιπόν με δυνατή φωνή: «Σήκω όρθιος στα πόδια σου!» Ο άνθρωπος πήδηξε πάνω κι άρχισε να περπατάει. Τα πλήθη, βλέποντας αυτό που έκανε ο Παύλος, φώναζαν δυνατά στη λυκαονική τους γλώσσα κι έλεγαν: «Οι θεοί πήραν τη μορφή ανθρώπων και κατέβηκαν σ’ εμάς!» Και ονόμαζαν το Βαρνάβα Δία και τον Παύλο Ερμή, γιατί αυτός κυρίως μιλούσε. Ο ιερέας στο ναό του Δία που ήταν μπροστά στη πόλη τους, έφερε στην πύλη της πόλης ταύρους και στεφάνια και ήθελε μαζί με το πλήθος να τους προσφέρει θυσία. Όταν οι απόστολοι Βαρνάβας και Παύλος κατάλαβαν τι ήθελαν να κάνουν, διέρρηξαν τα ιμάτιά τους με αποτροπιασμό και πήδηξαν μέσα στο πλήθος φωνάζοντας: «Άνθρωποι, τι είναι αυτά που κάνετε; Κι εμείς άνθρωποι είμαστε, θνητοί σαν κι εσάς. Θέλουμε να σας φέρουμε το χαρμόσυνο μήνυμα, να εγκαταλείψετε αυτούς τους ανύπαρκτους θεούς και να στραφείτε στο ζωντανό Θεό, αυτόν που δημιούργησε τον ουρανό, τη γη, τη θάλασσα και όλα όσα υπάρχουν μέσα σ’ αυτά. Στις περασμένες γενιές άφησε όλα τα έθνη να πορεύονται το δρόμο τους. Αλλά δεν άφησε αφανέρωτο τον εαυτό του· γιατί και τότε εκδηλωνόταν ευεργετώντας, στέλνοντάς σας από τον ουρανό βροχές και εποχές καρποφορίας, γεμίζοντας με τροφή και χαρά τις καρδιές σας». Λέγοντας αυτά, μόλις και μετά βίας κατόρθωσαν να σταματήσουν τα πλήθη από του να τους προσφέρουν θυσία. Κατόπιν όμως ήρθαν μερικοί Ιουδαίοι από την Αντιόχεια και το Ικόνιο. Αυτοί πήραν με το μέρος τους τα πλήθη και λιθοβόλησαν τον Παύλο. Έπειτα τον έσυραν έξω από την πόλη, νομίζοντας ότι πέθανε. Όταν όμως τον περικύκλωσαν οι χριστιανοί, συνήλθε και μπήκε στην πόλη. Την άλλη μέρα ξεκίνησε μαζί με το Βαρνάβα για τη Δέρβη. Αφού κήρυξαν το ευαγγέλιο στην πόλη εκείνη και έκαναν πολλούς χριστιανούς, γύρισαν στη Λύστρα, στο Ικόνιο και στην Αντιόχεια της Πισιδίας. Εκεί στήριζαν το ηθικό των χριστιανών και τους συμβούλευαν να μένουν ακλόνητοι στην πίστη. «Για να μπούμε στη βασιλεία των ουρανών», τους έλεγαν, «πρέπει να περάσουμε από πολλούς διωγμούς». Επίσης χειροτόνησαν πρεσβυτέρους σε κάθε εκκλησία τους, νήστεψαν και προσευχήθηκαν και τους εμπιστεύτηκαν στον Κύριο, στον οποίο είχαν πιστέψει. Ύστερα διέσχισαν την Πισιδία και ήρθαν στην Παμφυλία. Κήρυξαν το μήνυμά τους στην Πέργη και στη συνέχεια κατέβηκαν στην Αττάλεια. Από ’κει πήγαν με πλοίο στην Αντιόχεια της Συρίας, στην πόλη απ’ όπου είχαν ξεκινήσει παραδομένοι στη χάρη του Θεού για το έργο που τώρα είχαν τελειώσει. Όταν έφτασαν, συγκέντρωσαν την εκκλησία και τους διηγήθηκαν όσα είχε κάνει ο Θεός μ’ αυτούς και ότι άνοιξε και στους εθνικούς την πόρτα της πίστεως. Ο Παύλος και ο Βαρνάβας παρέμειναν εκεί αρκετόν καιρό με τους πιστούς. Μερικοί χριστιανοί που ήρθαν από την Ιουδαία δίδασκαν τους αδερφούς: «Αν δεν περιτέμνεσθε, όπως προστάζει ο νόμος του Μωυσή, δεν μπορείτε να σωθείτε». Επειδή έγινε αναστάτωση και συζήτηση μεγάλη ανάμεσα στον Παύλο και τον Βαρνάβα από τη μια, και σ’ αυτούς από την άλλη, αποφασίστηκε ν’ ανέβουν ο Παύλος και ο Βαρνάβας και μερικοί άλλοι από τους χριστιανούς της Αντιόχειας στα Ιεροσόλυμα, για να λύσουν εκεί το ζήτημα αυτό με τους αποστόλους και τους πρεσβυτέρους. Η εκκλησία τούς κατευόδωσε, κι αυτοί διέσχισαν τη Φοινίκη και τη Σαμάρεια, μιλώντας παντού για την επιστροφή των εθνικών στο Χριστό. Έδιναν έτσι μεγάλη χαρά σ’ όλους τους αδερφούς. Όταν έφτασαν στην Ιερουσαλήμ, τους έγινε υποδοχή από τα μέλη της εκκλησίας, από τους αποστόλους και από τους πρεσβυτέρους. Αυτοί τους διηγήθηκαν όσα ο Θεός είχε κάνει μ’ αυτούς, και ότι έδωσε και στους εθνικούς τη δυνατότητα να πιστέψουν. Σηκώθηκαν όμως μερικοί από την παράταξη των Φαρισαίων που είχαν πιστέψει, κι έλεγαν ότι πρέπει τους εθνικούς να τους περιτέμνουν και να απαιτούν να τηρούν το νόμο του Μωυσή. Συγκεντρώθηκαν, λοιπόν, οι απόστολοι και οι πρεσβύτεροι για να εξετάσουν το θέμα. Αφού έγινε πολλή συζήτηση, έλαβε το λόγο ο Πέτρος και τους είπε: «Αδερφοί, εσείς ξέρετε καλά ότι ο Θεός από παλιά με διάλεξε από όλους μας εμένα, για ν’ ακούσουν οι εθνικοί από το στόμα μου το λόγο του ευαγγελίου και να πιστέψουν. Και ο Θεός, που γνωρίζει τις καρδιές των ανθρώπων, έδωσε σημάδι ότι κι αυτοί μπορούν να σωθούν, χορηγώντας τους το Άγιο Πνεύμα όπως και σ’ εμάς. Δεν έκανε καμιά διάκριση ανάμεσα σ’ εμάς και σ’ αυτούς, αλλά καθάρισε με την πίστη τις καρδιές τους. Τώρα, λοιπόν, γιατί προκαλείτε το Θεό, θέλοντας να φορτώσετε στον τράχηλο των χριστιανών ένα βάρος, που ούτε οι πρόγονοί μας ούτε εμείς μπορέσαμε να σηκώσουμε; Αντίθετα, πιστεύουμε ότι θα μας σώσει η χάρη του Κυρίου Ιησού, με τον ίδιο τρόπο που θα σώσει κι εκείνους». Όλο το πλήθος σώπασε, και όλοι άκουγαν το Βαρνάβα και τον Παύλο να διηγούνται τα θαύματα που έκανε ο Θεός μέσω αυτών στους εθνικούς. Όταν τελείωσαν, μίλησε ο Ιάκωβος: «Ακούστε με, αγαπητοί αδερφοί. Ο Συμεών-Πέτρος διηγήθηκε πώς ο Θεός για πρώτη φορά φρόντισε να φτιάξει από τους εθνικούς ένα λαό δικό του. Μ’ αυτό συμφωνούν τα λόγια των προφητών, οι οποίοι έχουν γράψει: Ύστερα απ’ αυτά θα επιστρέψω και θ’ ανοικοδομήσω τον οίκο του Δαβίδ τον γκρεμισμένο, και τα ερείπιά του θα τ’ ανοικοδομήσω και θα τα ανορθώσω, για να ζητήσουν τον Κύριο οι υπόλοιποι άνθρωποι και όλα τα έθνη που θα ’χουν γίνει δικός μου λαός. Εγώ, ο Κύριος, τα λέω αυτά, κι εγώ θα τα πραγματοποιήσω όλα. »Ο Θεός αποφάσισε προαιωνίως όλα τα έργα του. Γι’ αυτό εγώ έχω τη γνώμη να μην επιβαρύνουμε τους εθνικούς που επιστρέφουν στο Θεό, αλλά να τους στείλουμε μια επιστολή και να τους καθορίσουμε να φυλάγονται από τους μολυσμούς των ειδωλοθύτων, από την πορνεία, από τη βρώση πνιγμένου ζώου και από τη πόση αίματος ζώου. Αυτές οι διατάξεις του Μωυσή είναι πασίγνωστες, γιατί από τα παλιά χρόνια διαβάζονται σε κάθε πόλη στις συναγωγές κάθε Σάββατο». Τότε αποφάσισαν οι απόστολοι και οι πρεσβύτεροι μαζί με όλη την εκκλησία να εκλέξουν από ανάμεσά τους μερικούς που να τους στείλουν στην Αντιόχεια μαζί με τον Παύλο και το Βαρνάβα. Έτσι, εξέλεξαν τον Ιούδα, που λεγόταν και Βαρσαββάς, και το Σίλα, ανθρώπους με εξέχουσα θέση ανάμεσα στους χριστιανούς, και τους έδωσαν να μεταφέρουν την ακόλουθη επιστολή: «Οι απόστολοι, οι πρεσβύτεροι και οι αδερφοί, χαιρετούν τους αδερφούς που προέρχονται από τους εθνικούς στην Αντιόχεια, στη Συρία και στην Κιλικία. Επειδή ακούσαμε ότι μερικοί από μας ήρθαν και σας τάραξαν με τα λόγια τους και κλόνισαν τις ψυχές σας, χωρίς να τους έχουμε δώσει εντολή εμείς, αποφασίσαμε ομόφωνα να εκλέξουμε μερικούς άντρες και να τους στείλουμε σ’ εσάς, μαζί με τους αγαπητούς μας Βαρνάβα και Παύλο, που έχουν αφιερώσει τη ζωή τους στο έργο του Κυρίου μας, του Ιησού Χριστού. Στείλαμε, λοιπόν, τον Ιούδα και το Σίλα, οι οποίοι θα σας πουν και προφορικά τα ίδια πράγματα. Δηλαδή: αποφασίστηκε ως σωστό από το Άγιο Πνεύμα και από μας να μη σας επιβάλουμε κανένα πρόσθετο βάρος, εκτός από αυτά τα αναγκαία: να απέχετε από τα ειδωλόθυτα, το αίμα, το κρέας από πνιγμένα ζώα και την πορνεία. Αν φυλάγεστε από αυτά, θα κάνετε το σωστό. Υγιαίνετε». Οι απεσταλμένοι έφυγαν και ήρθαν στην Αντιόχεια. Εκεί συγκέντρωσαν τους πιστούς και τους παρέδωσαν την επιστολή. Οι πιστοί τη διάβασαν και χάρηκαν με την παρήγορη αυτή απόφαση. Ο Ιούδας και ο Σίλας, που ήταν κι αυτοί προφήτες, συμβούλεψαν με πολλούς λόγους τους αδερφούς και τους ενίσχυσαν. Έμειναν ακόμη λίγο χρόνο εκεί, και ύστερα οι αδερφοί τούς κατευόδωσαν για να επιστρέψουν στους αποστόλους. Στο Σίλα όμως φάνηκε καλό να παραμείνει ακόμη. Ο Παύλος και ο Βαρνάβας έμεναν στην Αντιόχεια, διδάσκοντας και κηρύττοντας μαζί με πολλούς άλλους το λόγο του Κυρίου. Ύστερα από λίγες μέρες ο Παύλος είπε στο Βαρνάβα: «Ας επιστρέψουμε να επισκεφθούμε τους αδερφούς μας σ’ όλες τις πόλεις όπου έχουμε κηρύξει το λόγο του Κυρίου, να δούμε πώς είναι». Ο Βαρνάβας σκέφτηκε να πάρει μαζί και τον Ιωάννη, που λεγόταν και Μάρκος. Ο Παύλος όμως επέμενε να μην πάρουν μαζί τους αυτόν που τους είχε εγκαταλείψει στην Παμφυλία και είχε διακόψει τη συνεργασία μαζί τους. Προκλήθηκε τότε ζωηρή διαφωνία, ως το σημείο να χωρίσουν ο ένας από τον άλλο. Ο Βαρνάβας πήρε το Μάρκο και πήγε με πλοίο στην Κύπρο. Ο Παύλος διάλεξε το Σίλα για συνοδό του και ξεκίνησε, αφού πρώτα οι αδερφοί τον εμπιστεύτηκαν στη χάρη του Θεού. Περιόδευε, λοιπόν, τη Συρία και την Κιλικία, στηρίζοντας τις εκκλησίες στις χώρες αυτές. Ο Παύλος έφτασε στη Δέρβη και ύστερα στη Λύστρα. Εκεί ζούσε ένας χριστιανός που λεγόταν Τιμόθεος. Η μητέρα του ήταν χριστιανή ιουδαϊκής καταγωγής κι ο πατέρας του Έλληνας. Στους χριστιανούς των Λύστρων και του Ικονίου είχε καλή φήμη. Ο Παύλος θέλησε να τον πάρει μαζί του για συνοδό. Για να διευκολύνει τη δράση του μεταξύ των Ιουδαίων εκείνης της περιοχής, τού έκανε περιτομή, γιατί όλοι ήξεραν πως ο πατέρας του ήταν Έλληνας. Στις πόλεις απ’ όπου περνούσαν, γνωστοποιούσαν στους πιστούς τις αποφάσεις που είχαν λάβει οι απόστολοι και οι πρεσβύτεροι στην Ιερουσαλήμ, και τους πρότρεπαν να τις τηρούν. Έτσι, οι εκκλησίες στερεώνονταν στην πίστη και μεγάλωναν κάθε μέρα και πιο πολύ. Ύστερα διέσχισαν τη Φρυγία και τη Γαλατία, επειδή το Άγιο Πνεύμα δεν τους άφησε να κηρύξουν το ευαγγέλιο στην επαρχία της Ασίας. Όταν ήρθαν στα σύνορα της Μυσίας, ήθελαν να συνεχίσουν το δρόμο για τη Βιθυνία, το Άγιο Πνεύμα όμως δεν τους άφησε. Έτσι παρέκαμψαν τη Μυσία και κατέβηκαν στην Τρωάδα. Εκεί ο Παύλος είδε τη νύχτα ένα όραμα: ένας Μακεδόνας στεκόταν μπροστά του και τον παρακαλούσε μ’ αυτά τα λόγια: «Πέρασε στη Μακεδονία και βοήθησέ μας». Όταν είδε το όραμα, αμέσως ψάξαμε για πλοίο να πάμε στη Μακεδονία, γιατί ήμασταν βέβαιοι ότι μας είχε προσκαλέσει ο Κύριος να τους φέρουμε το μήνυμα του ευαγγελίου. Από την Τρωάδα αποπλεύσαμε και πήγαμε κατευθείαν στη Σαμοθράκη και την επομένη στη Νεάπολη. Από ’κει πήγαμε στους Φιλίππους, που είναι η σπουδαιότερη πόλη εκείνης της περιοχής της Μακεδονίας, αποικία των Ρωμαίων. Σ’ αυτή την πόλη παραμείναμε μερικές μέρες· και, όταν ήρθε το Σάββατο, βγήκαμε έξω από την πόλη, στο ποτάμι, όπου σκεφτήκαμε ότι θα ήταν τόπος προσευχής των Ιουδαίων. Εκεί καθίσαμε και μιλούσαμε στις γυναίκες που είχαν συγκεντρωθεί. Μια γυναίκα από τα Θυάτειρα που ονομαζόταν Λυδία, έμπορος πορφυρών υφασμάτων, προσήλυτη, άκουγε, και ο Κύριος άνοιξε την καρδιά της ώστε να δίνει προσοχή σ’ αυτά που έλεγε ο Παύλος. Αφού βαφτίστηκε αυτή και όλη η οικογένειά της, μας παρακαλούσε: «Αν με κρίνετε πιστή στον Κύριο, ελάτε να μείνετε στο σπίτι μου»· και μας το ζητούσε με πολλή επιμονή. Μια μέρα, καθώς πηγαίναμε στον τόπο της προσευχής, συνέβη να συναντήσουμε μια δούλη που είχε μαντικό πνεύμα και με τις μαντείες της απέφερε πολλά κέρδη στους κυρίους της. Αυτή ακολουθούσε τον Παύλο και το Σίλα και φώναζε: «Αυτοί οι άνθρωποι είναι δούλοι του ύψιστου Θεού, που μας κηρύττουν την οδό της σωτηρίας!» Αυτό το έκανε πολλές μέρες. Ο Παύλος αγανάκτησε· γύρισε πίσω και είπε στο πνεύμα: «Σε διατάζω στο όνομα του Ιησού Χριστού να βγεις απ’ αυτήν». Την ίδια στιγμή βγήκε το πνεύμα. Όταν είδαν τ’ αφεντικά της ότι μαζί με το πνεύμα χάθηκε κι η ελπίδα του κέρδους που είχαν από την εργασία της, έπιασαν τον Παύλο και το Σίλα και τους έσυραν στην αγορά για να τους παρουσιάσουν στις αρχές. Τους οδήγησαν μπροστά στους ανώτατους άρχοντες της πόλης και είπαν: «Αυτοί οι άνθρωποι είναι Ιουδαίοι και προκαλούν ταραχές στην πόλη. Θέλουν να εισαγάγουν έθιμα που δεν επιτρέπεται σ’ εμάς, που είμαστε Ρωμαίοι, να τα δεχτούμε ή να τα τηρήσουμε». Τότε ο λαός ξεσηκώθηκε εναντίον τους. Οι άρχοντες τους έσκισαν τα ρούχα και έδωσαν διαταγή να τους ραβδίσουν. Τους έδωσαν πολλά χτυπήματα και μετά τους έβαλαν στη φυλακή κι έδωσαν εντολή στο δεσμοφύλακα να τους φυλάει ασφαλισμένους καλά. Αυτός, εφόσον πήρε μια τέτοια εντολή, τους έβαλε στο πιο εσωτερικό κελί και για λόγους ασφάλειας έσφιξε τα πόδια τους στην ξυλοπέδη. Γύρω στα μεσάνυχτα, ο Παύλος και ο Σίλας προσεύχονταν και έψελναν ύμνους στο Θεό· και τους άκουγαν οι φυλακισμένοι. Ξαφνικά έγινε ένας σεισμός τόσο δυνατός, που σαλεύτηκαν τα θεμέλια της φυλακής. Αμέσως άνοιξαν όλες οι πόρτες και τα δεσμά των φυλακισμένων λύθηκαν. Ο δεσμοφύλακας ξύπνησε· κι όταν είδε τις πόρτες της φυλακής ανοιχτές, έβγαλε το σπαθί του κι ήθελε να σκοτωθεί, νομίζοντας ότι οι φυλακισμένοι είχαν δραπετεύσει. Τότε ο Παύλος του φώναξε: «Μην κάνεις κανένα κακό στον εαυτό σου! Είμαστε όλοι εδώ». Ο δεσμοφύλακας ζήτησε να του φέρουν φώτα, πήδηξε μέσα στο κελί, και τρομαγμένος έπεσε στα πόδια του Παύλου και του Σίλα. Ύστερα τους έβγαλε έξω και τους ρώτησε: «Κύριοι, τι πρέπει να κάνω για να σωθώ;» Αυτοί του είπαν: «Πίστεψε στον Κύριο Ιησού Χριστό, και θα σωθείς κι εσύ και το σπίτι σου». Και κήρυξαν σ’ αυτόν και σ’ όσους ήταν στο σπίτι του το λόγο του Κυρίου. Ο δεσμοφύλακας τους πήρε την ίδια εκείνη ώρα μέσα στη νύχτα κι έπλυνε τις πληγές τους· ύστερα βαφτίστηκε αμέσως ο ίδιος και όλη η οικογένειά του. Κατόπιν τους ανέβασε στο σπίτι του και τους έστρωσε τραπέζι. Ήταν πανευτυχής που κι αυτός και όλη η οικογένειά του είχαν βρει την πίστη στο Θεό. Όταν ξημέρωσε, οι άρχοντες έστειλαν τους κλητήρες στο δεσμοφύλακα και του είπαν: «Απόλυσε τους ανθρώπους εκείνους». Ο δεσμοφύλακας μετέφερε τα λόγια αυτά στον Παύλο: «Οι άρχοντες», του είπε, «έστειλαν εντολή ν’ απολυθείτε. Τώρα, λοιπόν, βγείτε και πηγαίνετε στο καλό». Ο Παύλος όμως είπε στους κλητήρες: «Μας έδειραν δημοσίως χωρίς να μας δικάσουν, αν και είμαστε Ρωμαίοι πολίτες, μας έκλεισαν στη φυλακή, και τώρα μας διώχνουν στα κρυφά; Όχι βέβαια! Να ’ρθούν να μας βγάλουν αυτοί οι ίδιοι». Οι κλητήρες μετέφεραν στους άρχοντες τα λόγια αυτά. Εκείνοι όταν άκουσαν ότι είναι Ρωμαίοι, φοβήθηκαν. Ήρθαν και τους ζήτησαν συγνώμη, τους έβγαλαν έξω και τους παρακαλούσαν να φύγουν από την πόλη. Αυτοί βγήκαν από τη φυλακή και πήγαν στο σπίτι της Λυδίας. Εκεί είδαν τους αδερφούς, τους ενθάρρυναν και έφυγαν. Πέρασαν από την Αμφίπολη και την Απολλωνία και ήρθαν στη Θεσσαλονίκη, όπου υπήρχε συναγωγή των Ιουδαίων. Ο Παύλος σύμφωνα με τη συνήθειά του πήγε στη συναγωγή, και τρία Σάββατα συνέχεια συζητούσε μαζί τους ερμηνεύοντας τη Γραφή και δείχνοντας πως σύμφωνα μ’ αυτήν ο Μεσσίας έπρεπε να πάθει και ν’ αναστηθεί από τους νεκρούς. «Αυτός ο Μεσσίας είναι ο Ιησούς, αυτός που εγώ σας κηρύττω», τους έλεγε. Μερικοί απ’ αυτούς πείστηκαν και έγιναν μαθητές του Παύλου και του Σίλα. Από τους Έλληνες που ήταν προσήλυτοι πίστεψε πλήθος πολύ· επίσης πίστεψαν όχι και λίγες από τις γυναίκες που είχαν επιρροή στην κοινωνία. Τότε οι Ιουδαίοι που δεν πίστεψαν, προσέλαβαν μερικούς πονηρούς ανθρώπους, από κείνους που τριγυρίζουν στην αγορά, ξεσήκωσαν τον όχλο και δημιούργησαν ταραχές στην πόλη. Στάθηκαν μπροστά στο σπίτι του Ιάσονα και ήθελαν να φέρουν τον Παύλο και το Σίλα στη λαϊκή συνέλευση. Επειδή όμως δεν τους βρήκαν, έσυραν τον Ιάσονα και μερικούς άλλους χριστιανούς μπροστά στους άρχοντες της πόλης και κραύγαζαν: «Αυτοί που αναστάτωσαν την οικουμένη ήρθαν κι εδώ! Τους φιλοξενεί ο Ιάσων. Όλοι τους παραβαίνουν τους νόμους του αυτοκράτορα και ισχυρίζονται ότι ο πραγματικός βασιλιάς είναι άλλος, ο Ιησούς». Μ’ αυτά τα λόγια αναστάτωσαν το λαό και τους άρχοντες της πόλης που τ’ άκουγαν. Οι άρχοντες, αφού πήραν χρηματική εγγύηση από τον Ιάσονα και τους άλλους, τους άφησαν ελεύθερους. Μόλις νύχτωσε, οι χριστιανοί φυγάδευσαν τον Παύλο και το Σίλα στη Βέροια. Αυτοί όταν έφτασαν εκεί, πήγαν στη συναγωγή των Ιουδαίων. Οι Ιουδαίοι στη Βέροια ήταν πιο καλοπροαίρετοι απ’ αυτούς στη Θεσσαλονίκη. Δέχτηκαν το κήρυγμα με πολλή προθυμία και κάθε μέρα εξέταζαν τη Γραφή, για να ελέγξουν αν ήταν έτσι όπως τα έλεγε ο Παύλος. Πολλοί, λοιπόν, απ’ αυτούς πίστεψαν, και από τις Ελληνίδες της ανώτερης τάξης, και από τους άντρες όχι λίγοι. Όταν οι Ιουδαίοι της Θεσσαλονίκης έμαθαν ότι και στη Βέροια κήρυξε ο Παύλος το λόγο του Θεού, ήρθαν κι εκεί αναστατώνοντας τον κόσμο. Οι χριστιανοί τότε έστειλαν αμέσως τον Παύλο να πάει ως τη θάλασσα. Ο Σίλας και ο Τιμόθεος όμως έμειναν εκεί. Οι συνοδοί έφεραν τον Παύλο ως την Αθήνα. Από ’κει γύρισαν πίσω, με την εντολή να πουν στο Σίλα και στον Τιμόθεο να έρθουν να τον συναντήσουν όσο γίνεται πιο γρήγορα. Ενώ ο Παύλος τους περίμενε στην Αθήνα, αναστατωνόταν μέσα του που έβλεπε την πόλη να είναι γεμάτη είδωλα. Συζητούσε, λοιπόν, γι’ αυτό στη συναγωγή με τους Ιουδαίους και τους προσήλυτους, και στην αγορά κάθε μέρα μ’ όσους συναντούσε. Μερικοί από τους επικούρειους και τους στωϊκούς φιλοσόφους συζητούσαν μαζί του, και κάποιοι έλεγαν: «Τι να θέλει άραγε να μας πει ετούτος ο παραμυθάς;» Άλλοι έλεγαν: «Φαίνεται πως κηρύττει τίποτα ξένους θεούς». Αυτό το ’λεγαν, γιατί ο Παύλος κήρυττε σ’ αυτούς τον Ιησού και την ανάσταση. Τον πήραν, λοιπόν, και τον έφεραν στον Άρειο Πάγο. «Μπορούμε να μάθουμε», του έλεγαν, «ποια είναι η καινούρια αυτή διδασκαλία που κηρύττεις; Φέρνεις στ’ αυτιά μας παράξενα πράγματα. Θέλουμε λοιπόν να μάθουμε σαν τι μπορεί να είναι αυτά». Γιατί, όλοι οι Αθηναίοι και οι ξένοι που έμεναν στην Αθήνα για τίποτε άλλο δεν είχαν καιρό, παρά για να λένε ή ν’ ακούνε κάτι το καινούριο. Στάθηκε, λοιπόν, ο Παύλος στη μέση του Αρείου Πάγου και είπε: «Αθηναίοι! Σας βλέπω ευλαβέστατους από κάθε άποψη. Πράγματι, ενώ περιδιάβαζα την πόλη σας και έβλεπα τους ιερούς σας τόπους, βρήκα ανάμεσα σ’ αυτούς κι ένα βωμό, με την επιγραφή: “στον Άγνωστο Θεό”. Αυτόν, λοιπόν, που εσείς λατρεύετε χωρίς να τον γνωρίζετε, αυτόν εγώ τώρα σας τον κάνω γνωστό. Είναι ο Θεός που δημιούργησε τον κόσμο κι όλα όσα υπάρχουν σ’ αυτόν. Ως Κύριος του ουρανού και της γης, δεν κατοικεί σε χειροποίητους ναούς, ούτε υπηρετείται από χέρια ανθρώπινα σαν να ’χε ανάγκη από κάτι, αφού αυτός είναι που δίνει σε όλα ζωή και πνοή και τα πάντα. Δημιούργησε από έναν άνθρωπο όλα τα έθνη των ανθρώπων και τους εγκατέστησε πάνω σ’ όλη τη γη, και όρισε πόσον καιρό θα υπάρχουν και μέσα σε ποια σύνορα θα κατοικούν. Θέλησε να ζητούν τον Κύριο και να προσπαθούν να τον βρουν ψηλαφώντας στο σκοτάδι, αν και δεν είναι μακριά από τον καθένα μας. Γιατί μέσα σ’ αυτόν ζούμε και κινούμαστε και υπάρχουμε, όπως λένε και μερικοί απ’ τους δικούς σας ποιητές: “Δική του είμαστε γενιά”. Αφού, λοιπόν, είμαστε γενιά του Θεού, δε θα πρέπει να νομίζουμε ότι η θεότητα είναι κάτι όμοιο με χρυσάφι ή ασήμι ή πέτρα, δηλαδή με γλυπτό έργο της τέχνης ή της φαντασίας του ανθρώπου. Ο Θεός παρέβλεψε τα χρόνια της άγνοιας· τώρα όμως απαιτεί απ’ όλους τους ανθρώπους σε κάθε τόπο να μετανοήσουν, γιατί έχει καθορίσει μια μέρα που θα κρίνει την οικουμένη με δικαιοσύνη, μέσω ενός ανδρός που τον έχει ορίσει γι’ αυτό το σκοπό. Κι έδωσε βέβαιη απόδειξη σε όλους, ότι αυτός θα είναι ο κριτής, ανασταίνοντάς τον από τους νεκρούς». Όταν εκείνοι άκουσαν για ανάσταση νεκρών, άλλοι κορόιδευαν κι άλλοι έλεγαν: «Θα μας τα ξαναπείς μιαν άλλη φορά». Τότε ο Παύλος έφυγε απ’ ανάμεσά τους. Μερικοί όμως άντρες προσκολλήθηκαν σ’ αυτόν και πίστεψαν, ανάμεσά τους και ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης και μια γυναίκα που λεγόταν Δάμαρις, και άλλοι μαζί μ’ αυτούς. Έπειτα απ’ αυτά ο Παύλος αναχώρησε από την Αθήνα και ήρθε στην Κόρινθο. Εκεί βρήκε έναν Ιουδαίο από τον Πόντο, που τον έλεγαν Ακύλα. Αυτός είχε έρθει πρόσφατα από την Ιταλία μαζί με τη γυναίκα του την Πρίσκιλλα, γιατί ο Κλαύδιος είχε διατάξει να φύγουν όλοι οι Ιουδαίοι από τη Ρώμη. Ο Παύλος ήρθε σ’ αυτούς, κι επειδή είχαν την ίδια τέχνη, έμεινε μαζί τους και εργαζόταν. Η τέχνη τους ήταν να φτιάχνουν σκηνές. Κάθε Σάββατο ο Παύλος συζητούσε στη συναγωγή και προσπαθούσε να πείσει Ιουδαίους και Έλληνες. Όταν κατέβηκαν από τη Μακεδονία ο Σίλας και ο Τιμόθεος, ο Παύλος συγκέντρωσε την προσοχή του στην προσπάθεια να αποδείξει στους Ιουδαίους ότι ο Μεσσίας ήταν ο Ιησούς. Επειδή όμως αυτοί αντέλεγαν και τον έβριζαν, αυτός τίναξε τη σκόνη από τα ρούχα του και τους είπε: «Δική σας η ευθύνη για το χαμό σας. Εγώ είμαι αθώος. Από τη στιγμή αυτή πηγαίνω στους εθνικούς». Έφυγε τότε από ’κει και πήγε στο σπίτι κάποιου που λεγόταν Ιούστος. Αυτός ήταν προσήλυτος και το σπίτι του συνόρευε με τη συναγωγή. Ο αρχισυνάγωγος Κρίσπος πίστεψε στον Κύριο μαζί μ’ όλο το σπίτι του, και πολλοί από τους Κορινθίους που άκουγαν το κήρυγμα πίστευαν και βαφτίζονταν. Μια νύχτα είπε ο Κύριος στον Παύλο μ’ ένα όραμα: «Μη φοβάσαι αλλά κήρυττε το ευαγγέλιο και μη σωπαίνεις, γιατί εγώ είμαι μαζί σου· κανείς δεν θα σου επιτεθεί να σε κακοποιήσει, γιατί έχω πολύ λαό σ’ αυτή την πόλη». Έτσι ο Παύλος κάθισε εκεί ένα χρόνο κι έξι μήνες, και τους δίδασκε το λόγο του Θεού. Την εποχή που ανθύπατος της Αχαΐας ήταν ο Γαλλίων, εξεγέρθηκαν όλοι μαζί οι Ιουδαίοι εναντίον του Παύλου και τον έφεραν στο δικαστήριο, με την κατηγορία ότι αυτός προσπαθεί να πείσει τους ανθρώπους να λατρεύουν το Θεό με τρόπο που είναι αντίθετος στο νόμο. Εκεί που πήγαινε ο Παύλος ν’ ανοίξει το στόμα του, ο Γαλλίων είπε στους Ιουδαίους: «Αν ήταν για κανένα αδίκημα ή για ένα κακούργημα με δόλο, θα ήταν λογικό να σας ακούσω, Ιουδαίοι. Εφόσον όμως πρόκειται για θέματα διδασκαλίας και ονομάτων και νόμου δικού σας, τακτοποιήστε τα μόνοι σας. Δικαστής εγώ αυτών των ζητημάτων δεν θέλω να είμαι». Και τους έδιωξε από το δικαστήριο. Τότε όλοι οι Έλληνες έπιασαν το Σωσθένη τον αρχισυνάγωγο και τον χτυπούσαν μπροστά στο δικαστήριο. Ο Γαλλίων όμως δε νοιαζόταν καθόλου γι’ αυτά. Ο Παύλος, αφού έμεινε αρκετές μέρες στην Κόρινθο, αποχαιρέτησε τους αδερφούς και ξεκίνησε να πάει με πλοίο στη Συρία. Μαζί του αναχώρησαν η Πρίσκιλλα και ο Ακύλας. Προηγουμένως στις Κεγχρεές κούρεψε το κεφάλι του, γιατί είχε κάνει τάξιμο. Όταν έφτασε στην Έφεσο, άφησε τον Ακύλα και την Πρίσκιλλα εκεί, κι αυτός πήγε στη συναγωγή και μιλούσε με τους Ιουδαίους. Αυτοί τον παρακάλεσαν να μείνει κοντά τους περισσότερο χρόνο, εκείνος όμως δε θέλησε· τους αποχαιρέτησε και τους είπε: «Πρέπει οπωσδήποτε τη γιορτή που έρχεται να την κάνω στα Ιεροσόλυμα. Αν θέλει ο Θεός, θα ξαναγυρίσω πάλι σ’ εσάς». Και έφυγε με πλοίο από την Έφεσο. Αποβιβάστηκε στην Καισάρεια κι από ’κει ανέβηκε στην Ιερουσαλήμ για να χαιρετήσει την κοινότητα των πιστών. Ύστερα κατέβηκε στην Αντιόχεια. Εκεί έμεινε λίγον καιρό κι ύστερα έφυγε. Περιόδευσε την περιοχή της Γαλατίας και της Φρυγίας, στηρίζοντας στην πίστη όλους τους χριστιανούς. Στο μεταξύ έφτασε στην Έφεσο ένας Ιουδαίος, που λεγόταν Απολλώς. Αυτός καταγόταν από την Αλεξάνδρεια· ήταν προικισμένος ρήτορας και ήξερε καλά τη Γραφή. Είχε κατηχηθεί στην οδό του Κυρίου και με μεγάλο ζήλο κήρυττε, και δίδασκε με ακρίβεια για τον Ιησού, αν και γνώριζε μόνο το βάπτισμα του Ιωάννη. Άρχισε, λοιπόν, να μιλάει με παρρησία στη συναγωγή. Όταν τον άκουσαν η Πρίσκιλλα και ο Ακύλας, τον πήραν κοντά τους και του εξέθεσαν την οδό του Θεού με πιο μεγάλη ακρίβεια. Όταν κατόπιν αυτός ήθελε να περάσει στην Αχαΐα, οι αδερφοί έγραψαν στους πιστούς και τους συνιστούσαν να τον δεχτούν με εμπιστοσύνη. Πραγματικά, όταν πήγε εκεί ο Απολλώς, βοήθησε πολύ με τη χάρη του Θεού εκείνους που είχαν πιστέψει. Γιατί αποστόμωνε με δύναμη σε δημόσιες συζητήσεις τους Ιουδαίους και έφερνε αποδείξεις μέσα από τις Γραφές ότι ο Ιησούς είναι ο Μεσσίας. Ενώ ο Απολλώς ήταν στην Κόρινθο, ο Παύλος περιόδευσε τα ψηλά οροπέδια της Μικράς Ασίας κι ύστερα ήρθε στην Έφεσο. Εκεί βρήκε μερικούς χριστιανούς και τους ρώτησε: «Όταν πιστέψατε, λάβατε το Άγιο Πνεύμα;» Αυτοί απάντησαν: «Μα εμείς ούτε καν έχουμε ακούσει ότι υπάρχει Άγιο Πνεύμα». Ο Παύλος τους ρώτησε: «Τι είδους βάπτισμα λοιπόν λάβατε;» Κι αυτοί απάντησαν: «Το βάπτισμα του Ιωάννη». Ο Παύλος τότε τους εξήγησε: «Ο Ιωάννης βάφτισε εκείνους που ήθελαν να αρχίσουν μια καινούρια ζωή. Έλεγε όμως στο λαό να πιστέψουν σ’ εκείνον που ερχόταν ύστερα απ’ αυτόν, δηλαδή στον Ιησού Χριστό». Όταν το άκουσαν αυτό, βαφτίστηκαν στο όνομα του Κυρίου Ιησού. Ο Παύλος ακούμπησε τα χέρια του πάνω τους, και ήρθε το Άγιο Πνεύμα σ’ αυτούς· άρχισαν τότε να μιλούν γλώσσες και να προφητεύουν. Αυτοί ήταν συνολικά κάπου δώδεκα άντρες. Τους επόμενους τρεις μήνες ο Παύλος πήγαινε στη συναγωγή, όπου με παρρησία κήρυττε και συζητούσε, φέρνοντας πειστικές αποδείξεις σχετικά με τη βασιλεία του Θεού. Όταν όμως μερικοί σκλήρυναν τη στάση τους και δεν ήθελαν να πιστέψουν, αλλά διέβαλλαν τη διδασκαλία μπροστά στον κόσμο, ο Παύλος τους εγκατέλειψε και απομάκρυνε τους χριστιανούς από τη συναγωγή. Από ’κει κι έπειτα μιλούσε κάθε μέρα στη σχολή κάποιου που λεγόταν Τύραννος. Αυτό γινόταν δύο χρόνια συνέχεια. Έτσι, μπόρεσαν ν’ ακούσουν το λόγο του Κυρίου Ιησού όλοι όσοι κατοικούσαν στην επαρχία της Ασίας, Ιουδαίοι και Έλληνες. Ο Θεός έκαμνε με τα χέρια του Παύλου θαύματα όχι συνηθισμένα. Οι άνθρωποι έπαιρναν ακόμη και τα μαντίλια της κεφαλής ή του λαιμού, που τα είχε χρησιμοποιήσει ο Παύλος και τα έβαζαν πάνω στους ασθενείς. Αυτοί τότε γιατρεύονταν από τις αρρώστιες τους, και τα πονηρά πνεύματα έφευγαν απ’ αυτούς. Μερικοί από τους περιοδεύοντες Ιουδαίους εξορκιστές επιχείρησαν να χρησιμοποιήσουν το όνομα του Κυρίου Ιησού σ’ αυτούς που είχαν πνεύματα πονηρά, και έλεγαν: «Σας εξορκίζουμε στο όνομα του Ιησού, που κηρύττει ο Παύλος». Αυτό το έκαναν και οι εφτά γιοι κάποιου Σκευά, Ιουδαίου αρχιερέα. Το πονηρό πνεύμα όμως τους είπε: «Τον Ιησού τον γνωρίζω και τον Παύλο τον ξέρω· εσείς όμως ποιοι είστε;» Και ορμώντας πάνω τους ο άνθρωπος μέσα στον οποίο ήταν το πονηρό πνεύμα, τούς έριξε κάτω και τους κακοποίησε τόσο, ώστε να φύγουν από το σπίτι εκείνο γυμνοί και τραυματισμένοι. Αυτό έγινε γνωστό σε όλους τους κατοίκους της Εφέσου, Ιουδαίους και Έλληνες, και όλοι κυριεύτηκαν από φόβο· έτσι δοξαζόταν το όνομα του Κυρίου Ιησού. Πολλοί από τους χριστιανούς έρχονταν και ομολογούσαν δημοσίως την ανάμειξή τους σε μαγείες. Αρκετοί από κείνους που είχαν ασχοληθεί με μαγείες έφερναν μαζί τους τα μαγικά βιβλία και τα έκαιγαν μπροστά σε όλους. Υπολόγισαν την αξία τους και βρήκαν ότι στοίχιζαν πενήντα χιλιάδες ασημένια νομίσματα. Έτσι, το μήνυμα του Κυρίου απλωνόταν και δυνάμωνε. Έπειτα απ’ αυτά, ο Παύλος αποφάσισε να περάσει από τη Μακεδονία και την Αχαΐα και να πάει στα Ιεροσόλυμα. «Ύστερα από ’κει», είπε, «πρέπει να δω και τη Ρώμη». Έτσι, έστειλε στη Μακεδονία δύο από τους βοηθούς του, τον Τιμόθεο και τον Έραστο, ενώ αυτός καθυστέρησε λίγο στην επαρχία της Ασίας. Εκείνο τον καιρό έγιναν πολλές ταραχές εξαιτίας της χριστιανικής διδασκαλίας. Στην Έφεσο υπήρχε κάποιος που λεγότανε Δημήτριος. Ήταν αργυροχόος και κατασκεύαζε ασημένια ομοιώματα του ναού της Άρτεμης κι έτσι έδινε πολλή δουλειά στους τεχνίτες. Τους μάζεψε λοιπόν και αυτούς και τους εργάτες που απασχολούσε, και τους είπε: «Άντρες, ξέρετε καλά ότι η ευημερία μας εξαρτάται από αυτήν την εργασία. Τώρα βλέπετε και ακούτε ότι όχι μόνο στην Έφεσο αλλά σχεδόν σε όλη την επαρχία της Ασίας αυτός ο Παύλος έπεισε και μετέστρεψε πολύ πλήθος, λέγοντας ότι δεν είναι θεοί αυτοί που κατασκευάζονται με τα χέρια. Έτσι, δεν κινδυνεύει μόνο το επάγγελμά μας να δυσφημιστεί, αλλά και ο ναός της μεγάλης θεάς Άρτεμης να χάσει τη σημασία του. Κινδυνεύει μάλιστα να χάσει το μεγαλείο της και η θεά, αυτή που τη σέβεται όλη η Ασία και η οικουμένη». Όταν τ’ άκουσαν αυτά, πλημμύρισαν από οργή κι άρχισαν να φωνάζουν: «Μεγάλη η Άρτεμη των Εφεσίων!» Η ταραχή απλώθηκε σ’ όλη την πόλη. Το πλήθος άρπαξε το Γάιο και τον Αρίσταρχο, που ήταν Μακεδόνες κι είχαν ακολουθήσει τον Παύλο, και όρμησαν όλοι μαζί στο θέατρο. Ο Παύλος ήθελε να παρουσιαστεί στο πλήθος, δεν τον άφηναν όμως οι χριστιανοί. Επίσης μερικοί από τους ανώτατους άρχοντες της επαρχίας της Ασίας, που έτρεφαν φιλικά αισθήματα γι’ αυτόν, έστειλαν αγγελιοφόρους και τους συνιστούσαν να μην παρουσιαστεί στο θέατρο. Άλλοι, λοιπόν, φώναζαν το ένα και άλλοι το άλλο. Στη συγκέντρωση κυριαρχούσε μεγάλη σύγχυση, και οι περισσότεροι δεν ήξεραν για ποιο λόγο είχαν συναχθεί. Μερικοί από τον όχλο έσπρωξαν μπροστά κάποιον Αλέξανδρο και οι Ιουδαίοι τον παρότρυναν να μιλήσει. Τότε ο Αλέξανδρος έκανε σημείο με το χέρι να σωπάσουν και ήθελε να υπερασπιστεί τους Ιουδαίους μπροστά στο πλήθος. Αλλά όταν αυτοί κατάλαβαν ότι ήταν Ιουδαίος, βγήκε μια φωνή από όλους, που φώναζαν δυο ώρες συνέχεια. «Μεγάλη η Άρτεμη των Εφεσίων!» Όταν τελικά κατόρθωσε ο γραμματέας της πόλης να ηρεμήσει τον όχλο, τούς είπε: «Άντρες της Εφέσου! Υπάρχει άραγε άνθρωπος που να μην ξέρει ότι η πόλη της Εφέσου κατέχει το ναό της μεγάλης θεάς Άρτεμης και το άγαλμά της, που το έριξε ο Δίας από τον ουρανό; Αφού, λοιπόν, αυτά είναι αναντίρρητα, πρέπει να είστε ήρεμοι και να μην κάνετε απερισκεψίες. Σας τα λέω αυτά, γιατί εσείς φέρατε εδώ τους ανθρώπους αυτούς, που ούτε το ναό έκλεψαν ούτε τη θεά σας πρόσβαλαν. Αν, λοιπόν, ο Δημήτριος και οι τεχνίτες του έχουν καμιά κατηγορία για κάποιον, συνεδριάζουν δικαστήρια και υπάρχουν αρχές. Εκεί μπορούν να κάνουν τις καταγγελίες τους όσοι έχουν λόγους εναντίον κάποιου. Αν όμως έχετε άλλα ζητήματα, αυτά θα λυθούν στην τακτική συνέλευση του δήμου σύμφωνα με το νόμο. Διαφορετικά, κινδυνεύουμε να κατηγορηθούμε για στάση μ’ αυτά που έγιναν σήμερα, αφού δεν υπάρχει αιτία την οποία θα μπορέσουμε να προβάλουμε ως δικαιολογία γι’ αυτήν την αναταραχή». Αφού είπε αυτά τα λόγια, διέλυσε τη συγκέντρωση. Όταν τελείωσαν οι ταραχές, ο Παύλος προσκάλεσε τους χριστιανούς, τους αποχαιρέτησε και αναχώρησε, για να πάει στη Μακεδονία. Αφού περιόδευσε τα μέρη εκείνα και τους ενίσχυσε με πολλούς λόγους, ήρθε στη νότια Ελλάδα. Εκεί έκανε τρεις μήνες. Κατόπιν σκόπευε να πάει με πλοίο στη Συρία. Επειδή όμως οι Ιουδαίοι σχεδίαζαν να τον σκοτώσουν, αποφάσισε να επιστρέψει περνώντας από τη Μακεδονία. Στο ταξίδι του τον συνόδευαν μέχρι την Ασία ο Σώπατρος, που καταγόταν από τη Βέροια, ο Αρίσταρχος και ο Σεκούνδος από τους Θεσσαλονικείς, ο Γάιος, που καταγόταν από τη Δέρβη, και ο Τιμόθεος, ο Τυχικός και ο Τρόφιμος, που κατάγονταν από την επαρχία της Ασίας. Αυτοί προπορεύτηκαν και μας περίμεναν στην Τρωάδα. Εμείς οι άλλοι αποπλεύσαμε μετά το Πάσχα από τους Φιλίππους και μετά από πέντε μέρες τούς συναντήσαμε στην Τρωάδα. Εκεί μείναμε εφτά μέρες. Την Κυριακή είχαν συγκεντρωθεί οι μαθητές για τη θεία Ευχαριστία. Ο Παύλος μιλούσε στους συγκεντρωμένους, γιατί θα έφευγε την άλλη μέρα, και παρέτεινε το λόγο ως τα μεσάνυχτα. Ήμασταν μαζεμένοι στο τελευταίο πάτωμα του σπιτιού, κι εκεί υπήρχαν πολλές λαμπάδες. Ένας νεαρός, που τον έλεγαν Εύτυχο, καθόταν πάνω στο παράθυρο. Ενώ ο Παύλος συνέχιζε να μιλάει, ο Εύτυχος έπεσε σε ύπνο βαθύ. Παραλυμένος από τον ύπνο, έπεσε από το τρίτο πάτωμα κάτω και τον σήκωσαν νεκρό. Ο Παύλος όμως κατέβηκε κάτω, έπεσε πάνω του, τον πήρε στην αγκαλιά του και είπε: «Μην ανησυχείτε, γιατί είναι ζωντανός». Ύστερα ανέβηκε πάνω, τέλεσε τη θεία Ευχαριστία και έφαγε. Κατόπιν συνέχισε να μιλάει για πολύ ακόμη, ως το πρωί κι ύστερα αναχώρησε. Το νεαρό τον έφεραν ζωντανό και παρηγορήθηκαν πολύ. Εμείς οι άλλοι επιβιβαστήκαμε στο πλοίο και αποπλεύσαμε για την Άσσο, απ’ όπου θα παίρναμε τον Παύλο. Τα είχε κανονίσει ο ίδιος έτσι, γιατί αυτός θα ’ρχόταν με τα πόδια από τη στεριά. Όταν μας συνάντησε στην Άσσο, τον πήραμε και πήγαμε στη Μυτιλήνη. Από ’κει την άλλη μέρα αποπλεύσαμε και φτάσαμε απέναντι από τη Χίο. Την επομένη σταματήσαμε στη Σάμο, μείναμε στο Τρωγύλλιο, και τη μεθεπομένη φτάσαμε στη Μίλητο. Κι αυτό, γιατί ο Παύλος αποφάσισε να παρακάμψει την Έφεσο, για να μη χρονοτριβήσει στην επαρχία της Ασίας· βιαζόταν να είναι στα Ιεροσόλυμα, αν του ήταν δυνατό, την ημέρα της Πεντηκοστής. Από τη Μίλητο ο Παύλος έστειλε στην Έφεσο και κάλεσε τους πρεσβυτέρους της εκκλησίας. Όταν ήρθαν και τον συνάντησαν τους είπε: «Εσείς οι ίδιοι ξέρετε πώς συμπεριφέρθηκα απέναντί σας όλον τον καιρό, από την πρώτη μέρα που πάτησα το πόδι μου στην επαρχία της Ασίας. Εργάστηκα για τον Κύριο με πολλή ταπείνωση, με πολλά δάκρυα και με δοκιμασίες που με βρήκαν εξαιτίας των επιβουλών των Ιουδαίων. Ξέρετε πως κανένα απ’ αυτά που έπρεπε να μάθετε δε σας το ’κρυψα από φόβο αλλά σας το είπα, και σας δίδαξα δημόσια και σε συνάξεις στα σπίτια. Κήρυττα και στους Ιουδαίους και στους Έλληνες και τους πρότρεπα να επιστρέψουν στο Θεό και να πιστέψουν στον Κύριό μας τον Ιησού Χριστό. Τώρα, αιχμαλωτισμένος από το Άγιο Πνεύμα, πηγαίνω στην Ιερουσαλήμ, μη γνωρίζοντας τι θα συναντήσω εκεί. Το μόνο που ξέρω είναι ότι, σ’ όποια πόλη πηγαίνω, το Άγιο Πνεύμα μού γνωστοποιεί ότι με περιμένουν δεσμά και διωγμοί. Εγώ όμως τίποτε απ’ αυτά δε λογαριάζω, ούτε θεωρώ τη ζωή μου πολύτιμη. Το μόνο που θέλω είναι να ολοκληρώσω την αποστολή μου με χαρά, και το έργο που μου ανέθεσε ο Κύριος Ιησούς, δηλαδή να κηρύξω το χαρμόσυνο μήνυμα της δωρεάς του Θεού. »Και τώρα, εγώ ξέρω ότι δε θα με ξαναδείτε πια όλοι εσείς, που σας κήρυξα τον ερχομό της βασιλείας του Θεού. Γι’ αυτό σας δηλώνω επίσημα σήμερα ότι δεν έχω καμιά ευθύνη αν κάποιος από σας χαθεί. Γιατί δεν παρέλειψα να σας κηρύξω όλο το σχέδιο του Θεού για τη σωτηρία μας. Προσέχετε, λοιπόν, τον εαυτό σας και όλο το ποίμνιο, στο οποίο το Πνεύμα το Άγιο σας έθεσε επισκόπους για να ποιμαίνετε την εκκλησία του Κυρίου και Θεού, που την έκανε δική του με το αίμα του. Εγώ το ξέρω ότι μετά την αναχώρησή μου θα εισβάλουν σ’ εσάς λύκοι άγριοι, που δε θα λυπηθούν το ποίμνιο. Ακόμα και από ανάμεσά σας θα βγουν πρόσωπα που θα διδάσκουν πλάνες για να παρασύρουν τους πιστούς με το μέρος τους. Γι’ αυτό να αγρυπνείτε, και να θυμάστε ότι τρία χρόνια συνέχεια δεν έπαψα νύχτα και μέρα να νουθετώ με δάκρυα τον καθένα σας. »Τώρα, αδερφοί, σάς εμπιστεύομαι στο Θεό και στο κήρυγμα που σας αποκάλυψε η χάρη του. Αυτός μπορεί να σας κάνει ώριμους στην πίστη και να σας δώσει την επουράνια ζωή μαζί με όλους όσοι είναι δικοί του. Ασήμι ή χρυσάφι ή ιματισμό από κανένα δε ζήτησα. Εσείς οι ίδιοι ξέρετε ότι για τις ανάγκες τις δικές μου και των συνοδών μου δούλεψαν αυτά εδώ τα χέρια. Με κάθε τρόπο σάς έδωσα το παράδειγμα, ότι πρέπει να εργάζεστε έτσι σκληρά, για να μπορείτε να βοηθάτε αυτούς που έχουν ανάγκη. Να θυμάστε τα λόγια του Κυρίου μας Ιησού, που είπε: “καλύτερο είναι να δίνεις παρά να παίρνεις”». Αφού είπε αυτά τα λόγια, γονάτισε αυτός κι όλοι εκείνοι και προσευχήθηκε. Όλοι τότε ξέσπασαν σ’ ένα μεγάλο κλάμα, έπεφταν στην αγκαλιά του και τον καταφιλούσαν. Αυτό κυρίως που τους προξενούσε οδύνη ήταν ο λόγος που τους είχε πει ότι δε θα τον ξαναδούν. Κατόπιν τον ξεπροβόδισαν ως το πλοίο. Με δυσκολία κατορθώσαμε ν’ αποσπαστούμε απ’ αυτούς, και το πλοίο ξεκίνησε. Πήγαμε κατευθείαν στην Κω, την άλλη μέρα στη Ρόδο κι από ’κει στα Πάταρα. Εκεί βρήκαμε πλοίο που πήγαινε απέναντι στη Φοινίκη. Επιβιβαστήκαμε και ξεκινήσαμε. Προχωρήσαμε μέχρι που φάνηκε η Κύπρος, την αφήσαμε αριστερά μας και τραβήξαμε για τη Συρία. Αράξαμε στην Τύρο, γιατί εκεί έπρεπε το πλοίο να ξεφορτώσει το εμπόρευμα. Εκεί ψάξαμε και βρήκαμε τους χριστιανούς και μείναμε μαζί τους εφτά μέρες. Κι αυτοί με έμπνευση του Αγίου Πνεύματος έλεγαν στον Παύλο να μην ανεβεί στα Ιεροσόλυμα. Όταν πέρασαν οι μέρες, ξεκινήσαμε για το πλοίο, κι αυτοί μας ξεπροβόδιζαν όλοι με τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους ως έξω από την πόλη. Όταν φτάσαμε στο γιαλό, γονατίσαμε, προσευχηθήκαμε. Μετά αποχαιρετιστήκαμε και επιβιβαστήκαμε στο πλοίο· εκείνοι γύρισαν στα σπίτια τους. Το θαλάσσιο ταξίδι μας τελείωσε όταν από την Τύρο καταλήξαμε στην Πτολεμαΐδα. Εκεί χαιρετήσαμε τους αδερφούς και μείναμε κοντά τους μία μέρα. Την επομένη συνεχίσαμε από τη στεριά και φτάσαμε στην Καισάρεια. Εκεί πήγαμε στο σπίτι του ευαγγελιστή Φίλιππου, που ήταν ένας απ’ τους εφτά διακόνους, και μείναμε μαζί του. Αυτός είχε τέσσερις θυγατέρες ανύπαντρες, που είχαν το χάρισμα της προφητείας. Αφού μείναμε εκεί αρκετές ημέρες, κατέβηκε από την Ιουδαία ένας προφήτης που λεγόταν Άγαβος. Αυτός ήρθε να μας συναντήσει· πήρε τη ζώνη του Παύλου, έδεσε τα πόδια και τα χέρια του και είπε: «Αυτά λέει το Πνεύμα το Άγιο: “τον άντρα στον οποίο ανήκει η ζώνη αυτή, έτσι θα τον δέσουν στην Ιερουσαλήμ οι Ιουδαίοι και θα τον παραδώσουν στα χέρια των εθνικών”». Όταν τ’ ακούσαμε αυτά, τον παρακαλούσαμε κι εμείς και οι ντόπιοι να μην ανεβεί στην Ιερουσαλήμ. Τότε ο Παύλος αποκρίθηκε: «Γιατί κλαίτε και μου σκίζετε την καρδιά; Εγώ όχι μόνο να δεθώ είμαι έτοιμος, αλλά και να πεθάνω στην Ιερουσαλήμ για το όνομα του Κυρίου, του Ιησού». Όταν είδαμε ότι δεν πείθεται, σταματήσαμε και είπαμε: «Του Κυρίου το θέλημα ας γίνει». Ύστερα από τις ημέρες αυτές ετοιμάσαμε τα πράγματά μας και ξεκινήσαμε για τα Ιεροσόλυμα. Ήρθαν μαζί μας και μερικοί χριστιανοί από την Καισάρεια και μας οδήγησαν σε κάποιον Μνάσωνα Κύπριο, παλιό χριστιανό, που θα μας φιλοξενούσε. Όταν φτάσαμε στα Ιεροσόλυμα, μας υποδέχτηκαν με χαρά οι αδερφοί. Την άλλη μέρα πήγε ο Παύλος μαζί μ’ εμάς στον Ιάκωβο. Είχαν έρθει και όλοι οι πρεσβύτεροι. Ο Παύλος τους χαιρέτησε και τους διηγήθηκε λεπτομερώς όλα όσα είχε κάνει ο Θεός ανάμεσα στους εθνικούς με τη δική του διακονία. Όταν αυτοί τα άκουσαν, δόξασαν τον Κύριο και είπαν στον Παύλο: «Βλέπεις, αδερφέ, πόσες μυριάδες Ιουδαίοι υπάρχουν που έγιναν χριστιανοί, κι όλοι αυτοί ακολουθούν με ζήλο το νόμο του Μωυσή. Σ’ αυτούς σε κατηγόρησαν ότι διδάσκεις τους Ιουδαίους που ζουν ανάμεσα στους εθνικούς την αποστασία από το Μωυσή, και ότι τους λες να μην περιτέμνουν τα παιδιά τους ούτε να ζουν σύμφωνα με τους κανόνες του Μωσαϊκού νόμου. Τι να κάνουμε λοιπόν; Το δίχως άλλο θα μαζευτούν τα πλήθη, γιατί θα μάθουν ότι ήρθες. Κάνε λοιπόν αυτό που σου λέμε: έχουμε τέσσερις άντρες που έχουν κάνει τάξιμο. Πάρε τους και λάβε κι εσύ μέρος μαζί μ’ αυτούς στις τελετές του αγνισμού. Πλήρωσε και τις δαπάνες για τις θυσίες, για να τελειώσει το τάξιμο και να ξυρίσουν το κεφάλι τους. Έτσι θα μάθουν όλοι ότι οι κατηγορίες που έχουν διαδώσει εναντίον σου δε στέκουν, αλλά ότι κι εσύ ζεις σύμφωνα με το Μωσαϊκό νόμο και τον τηρείς. Όσο για τους εθνικούς που έγιναν χριστιανοί, εμείς τους στείλαμε επιστολή, ύστερα από την απόφαση που πήραμε, να μην τηρούν τίποτε απ’ αυτά, παρά μόνο να φυλάγονται από τα ειδωλόθυτα, από το αίμα, από το κρέας του πνιγμένου ζώου και από την πορνεία». Έτσι ο Παύλος πήρε τους άντρες μαζί του. Την επόμενη μέρα έκανε τις τελετές του αγνισμού μαζί τους και μπήκε στο ναό, για να δηλώσει πότε θα συμπληρώνονταν οι μέρες του αγνισμού, οπότε θα προσφερόταν θυσία για τον καθένα απ’ αυτούς. Όταν κόντευαν να συμπληρωθούν οι εφτά μέρες, οι Ιουδαίοι από την επαρχία της Ασίας, βλέποντας τον Παύλο στο ναό, ξεσήκωσαν όλον το λαό και τον πιάσανε φωνάζοντας: «Ισραηλίτες, βοηθάτε! Αυτός είναι ο άνθρωπος που παντού διδάσκει τους πάντες εναντίον του λαού και του Μωσαϊκού νόμου και του ναού αυτού. Επιπλέον έχει εισαγάγει ακόμα και Έλληνες στο ναό και μόλυνε αυτόν τον άγιο τόπο». Τα έλεγαν αυτά, γιατί είχαν δει στην πόλη μαζί του τον Τρόφιμο από την Έφεσο και νόμιζαν ότι τον πήρε μαζί του στο ναό. Η αναταραχή επεκτάθηκε σ’ όλη την πόλη. Συνέρρευσε ο λαός, πιάσανε τον Παύλο, τον έσυραν έξω από τον ιερό τόπο, κι αμέσως έκλεισαν οι πόρτες του ναού. Ο όχλος ήθελε να τον σκοτώσει. Ειδοποιήθηκε όμως ο διοικητής του ρωμαϊκού στρατοπέδου ότι ξέσπασαν ταραχές σ’ όλη την Ιερουσαλήμ. Αυτός αμέσως παίρνει στρατιώτες και αξιωματικούς και τρέχει καταπάνω τους. Εκείνοι, μόλις είδαν το διοικητή και τους στρατιώτες, σταμάτησαν να χτυπούν τον Παύλο. Ο διοικητής πλησίασε και τον συνέλαβε και διέταξε να τον δέσουν με δύο αλυσίδες. Κατόπιν ρώτησε ποιος είναι και τι είχε κάνει. Μέσ’ απ’ τον όχλο φώναζαν άλλος το ένα κι άλλος το άλλο. Αυτός, επειδή με το θόρυβο δεν μπορούσε να σχηματίσει μια σωστή εικόνα για το τι είχε συμβεί, διέταξε να φέρουν τον Παύλο στο στρατόπεδο. Στα σκαλοπάτια του στρατώνα ήταν τόσο το στρίμωγμα του όχλου, ώστε οι στρατιώτες αναγκάστηκαν να τον σηκώσουν στα χέρια. Γιατί το πλήθος του λαού ακολουθούσε και κραύγαζε: «Θάνατος, θάνατος!» Καθώς πήγαιναν να τον βάλουν μέσα στο στρατόπεδο, λέει ο Παύλος στο διοικητή: «Μπορώ να σου πω κάτι;» Κι αυτός του είπε: «Ξέρεις ελληνικά; Δεν είσαι εσύ, λοιπόν, ο Αιγύπτιος που πριν λίγον καιρό ξεσήκωσε και έβγαλε στην έρημο τέσσερις χιλιάδες οπλισμένους ζηλωτές επαναστάτες;» Ο Παύλος απάντησε: «Εγώ είμαι Ιουδαίος από την Κιλικία, πολίτης της ξακουστής πόλης Ταρσού. Σε παρακαλώ, άφησέ με να μιλήσω στο λαό». Εκείνος του επέτρεψε, κι ο Παύλος στάθηκε στα σκαλιά κι έκανε νόημα με το χέρι στο λαό να σταματήσει ο θόρυβος. Όταν έγινε αρκετή ησυχία, τους μίλησε εβραϊκά και τους είπε: «Άντρες, αδερφοί και πατέρες! Ακούστε με τι έχω να απολογηθώ ενώπιόν σας αυτή τη στιγμή». Όταν άκουσαν ότι τους μιλούσε στην εβραϊκή γλώσσα, έκαναν ακόμα πιο πολλή ησυχία. Κι ο Παύλος συνέχισε: «Εγώ είμαι Ιουδαίος, γεννημένος στην Ταρσό της Κιλικίας, μεγαλωμένος όμως εδώ στα Ιεροσόλυμα. Είχα δάσκαλο το Γαμαλιήλ, που με δίδαξε με ακρίβεια το νόμο των προγόνων μας. Αγωνίστηκα με ζήλο για το Θεό, όπως κάνετε όλοι εσείς σήμερα. Την πίστη των χριστιανών την καταδίωξα μέχρι θανάτου, συλλαμβάνοντας και κλείνοντας στις φυλακές άντρες και γυναίκες, όπως μπορεί να μαρτυρήσει κι ο αρχιερέας και όλο το μέγα συνέδριο. Απ’ αυτούς πήρα ακόμα και συστατικές επιστολές προς τους αδερφούς μας τους Ιουδαίους στη Δαμασκό, και πήγαινα για να φέρω δεμένους στην Ιερουσαλήμ τους εκεί χριστιανούς για να τιμωρηθούν. »Καθώς όμως πήγαινα και πλησίαζα στη Δαμασκό, ξαφνικά κατά το μεσημέρι άστραψε γύρω μου ένα δυνατό φως από τον ουρανό. Έπεσα στη γη κι άκουσα μια φωνή να μου λέει: “Σαούλ, Σαούλ, γιατί με καταδιώκεις;” Εγώ απάντησα: “ποιος είσαι, Κύριε;” Η φωνή μού είπε: “εγώ είμαι ο Ιησούς ο Ναζωραίος, που εσύ τον καταδιώκεις”. Όσοι ήταν μαζί μου είδαν το φως και φοβήθηκαν· δεν άκουσαν όμως τη φωνή εκείνου που μιλούσε. Τότε εγώ είπα: “τι να κάνω, Κύριε;” Κι αυτός μου απάντησε: “σήκω και πήγαινε στη Δαμασκό. Εκεί θα μάθεις όλα όσα σου έχει ορίσει ο Θεός να κάνεις”. Καθώς δεν έβλεπα από τη λαμπρότητα του φωτός εκείνου, μ’ έπιασαν από το χέρι αυτοί που ήταν μαζί μου και με οδήγησαν στη Δαμασκό. »Εκεί ζούσε κάποιος Ανανίας, άνθρωπος που ακολουθούσε πιστά όσα λέει ο Μωσαϊκός νόμος, και τον τιμούσαν όλοι οι Ιουδαίοι που κατοικούσαν στη Δαμασκό. Αυτός ήρθε να με συναντήσει, στάθηκε μπροστά μου και μου είπε: “Σαούλ, αδερφέ μου, απόκτησε πάλι το φως σου”. Κι εγώ την ίδια εκείνη στιγμή βρήκα το φως μου και τον κοίταξα. Ο Ανανίας μου είπε: “ο Θεός των προγόνων μας σε διάλεξε να γνωρίσεις το θέλημά του, να δεις εκείνον που το εκπλήρωσε και ν’ ακούσεις τη φωνή από το ίδιο του το στόμα. Γιατί εσύ θα γίνεις μάρτυράς του, και θα μαρτυρήσεις σ’ όλους τους ανθρώπους αυτά που είδες και άκουσες. Και τώρα, τι καθυστερείς; Σήκω και βαφτίσου και ομολόγησε ότι αυτός είναι ο Κύριος, για να καθαριστείς από τις αμαρτίες σου”. »Όταν γύρισα στην Ιερουσαλήμ, κι ενώ προσευχόμουν στο ναό, βρέθηκα σε έκσταση και είδα τον Κύριο. “Βιάσου”, μου έλεγε, “και φύγε γρήγορα από την Ιερουσαλήμ, γιατί δε θα παραδεχτούν τη μαρτυρία που θα δώσεις για μένα”. Εγώ τότε είπα: “Κύριε, αυτοί ξέρουν ότι εγώ φυλάκιζα και έδερνα στις συναγωγές αυτούς που πίστευαν σ’ εσένα. Κι όταν χυνόταν το αίμα του Στεφάνου, του μάρτυρά σου, εγώ ο ίδιος ήμουν εκεί, επιδοκίμαζα το φόνο και φύλαγα τα ρούχα αυτών που τον σκότωναν”. Εκείνος τότε μου απάντησε: “πήγαινε, γιατί εγώ θα σε στείλω μακριά, στους εθνικούς”». Ως αυτό το σημείο τον άκουγαν. Τώρα όμως άρχισαν όλοι να φωνάζουν δυνατά: «Αυτό το υποκείμενο εξαφάνισέ το από το πρόσωπο της γης! Δεν έπρεπε να ζει!» Επειδή κραύγαζαν και πετούσαν τα ρούχα τους ψηλά και έριχναν χώματα στον αέρα, ο διοικητής διέταξε να τον φέρουν στο στρατόπεδο να τον ανακρίνουν μαστιγώνοντάς τον, για να μάθει την αιτία για την οποία φώναζαν έτσι οι Ιουδαίοι εναντίον του. Όταν τον έδεναν με τους ιμάντες, ο Παύλος είπε στον αξιωματικό που στεκόταν εκεί: «Σας επιτρέπεται λοιπόν να μαστιγώνετε έναν Ρωμαίο πολίτη, και μάλιστα χωρίς δίκη;» Όταν το άκουσε ο αξιωματικός, πήγε και το ανέφερε στο διοικητή: «Πρόσεξε τι πας να κάνεις», του είπε. «Ο άνθρωπος αυτός είναι Ρωμαίος πολίτης!» Τότε ο διοικητής πήγε και ρώτησε τον Παύλο: «Πες μου, εσύ είσαι Ρωμαίος πολίτης;» Αυτός απάντησε: «Ναι». Ο διοικητής τού είπε: «Εγώ έγινα Ρωμαίος πολίτης πληρώνοντας πολλά λεφτά». Κι ο Παύλος τού απάντησε: «Εγώ όμως γεννήθηκα Ρωμαίος!» Τότε απομακρύνθηκαν αμέσως απ’ αυτόν εκείνοι που θα τον ανέκριναν. Αλλά και ο διοικητής φοβήθηκε, όταν έμαθε ότι ήταν Ρωμαίος πολίτης κι αυτός τον είχε δέσει. Την άλλη μέρα, θέλοντας ο διοικητής να μάθει τι ακριβώς ήταν εκείνο για το οποίο τον κατηγορούσαν οι Ιουδαίοι, τον έλυσε από τα δεσμά και διέταξε να έρθουν οι αρχιερείς και όλο το συνέδριό τους. Εκεί κατέβασε τον Παύλο και τον έστησε μπροστά τους. Ο Παύλος ατένισε το συνέδριο και είπε: «Αδερφοί, εγώ έχω ήσυχη τη συνείδησή μου ότι σ’ όλη μου τη ζωή μέχρι σήμερα υπηρέτησα το Θεό». Ακούγοντας αυτά ο αρχιερέας Ανανίας διέταξε τους υπηρέτες που στέκονταν δίπλα του να τον χτυπήσουν στο στόμα. Τότε ο Παύλος του είπε: «Εσένα θα σε χτυπήσει ο Θεός, που είσαι υποκριτής σαν τοίχος ασβεστωμένος! Εσύ κάθεσαι εδώ για να με δικάσεις σύμφωνα με το νόμο και παρανομώντας διατάζεις να με χτυπήσουν;» Οι υπηρέτες τού είπαν: «Τον αρχιερέα του Θεού βρίζεις;» Ο Παύλος απάντησε: «Δεν ήξερα, αδερφοί, ότι είναι αρχιερέας. Άλλωστε η Γραφή λέει να μην κακολογήσεις άρχοντα του λαού σου». Επειδή κατάλαβε ο Παύλος ότι το ένα μέρος ήταν Σαδδουκαίοι και το άλλο Φαρισαίοι, φώναξε δυνατά στο συνέδριο: «Αδερφοί, εγώ είμαι Φαρισαίος, γιος Φαρισαίου. Δικάζομαι γιατί ελπίζω στην ανάσταση των νεκρών». Μόλις το είπε αυτό, οι Φαρισαίοι και οι Σαδδουκαίοι άρχισαν να φιλονικούν, και το συνέδριο χωρίστηκε στα δύο. Γιατί οι Σαδδουκαίοι λένε ότι δεν υπάρχει ανάσταση ούτε άγγελοι ή άλλα πνεύματα, ενώ οι Φαρισαίοι τα πιστεύουν και τα δυο. Έγινε μεγάλη ταραχή, και οι γραμματείς που ανήκαν στη μερίδα των Φαρισαίων σηκώθηκαν και συζητούσαν θυμωμένα λέγοντας: «Τίποτε κακό δε βρίσκουμε να έκανε ο άνθρωπος αυτός. Αν πραγματικά του μίλησε πνεύμα ή άγγελος, ας μη θεομαχούμε». Η αναστάτωση τελικά ήταν τόσο μεγάλη, ώστε ο διοικητής φοβήθηκε μήπως τον κομματιάσουν τον Παύλο. Γι’ αυτό διέταξε τους στρατιώτες να κατέβουν και να τον αρπάξουν απ’ ανάμεσά τους και να τον φέρουν στο στρατόπεδο. Τη νύχτα που ακολούθησε, φανερώθηκε σ’ αυτόν ο Κύριος και του είπε: «Θάρρος, Παύλε! Όπως έδωσες τη μαρτυρία σου για μένα στην Ιερουσαλήμ, έτσι πρέπει να τη δώσεις και στη Ρώμη». Όταν ξημέρωσε, συνωμότησαν μερικοί Ιουδαίοι κι ορκίστηκαν να μη φάνε ούτε να πιουν, ώσπου να σκοτώσουν τον Παύλο. Αυτοί που έκαναν τη συνωμοσία ήταν πάνω από σαράντα άτομα. Πήγαν στους αρχιερείς και στους πρεσβυτέρους και τους είπαν: «Εμείς δεσμευτήκαμε με ιερό όρκο να μη φάμε τίποτε πριν σκοτώσουμε τον Παύλο. Τώρα, λοιπόν, εσείς και το συνέδριο ειδοποιήστε το διοικητή να σας τον φέρει αύριο μπροστά σας, για να τον ανακρίνετε δήθεν καλύτερα. Κι εμείς, πριν πλησιάσει, είμαστε έτοιμοι να τον σκοτώσουμε». Τις συζητήσεις αυτές για την ενέδρα τις έμαθε ο γιος της αδερφής του Παύλου. Μπήκε, λοιπόν, στο στρατόπεδο και ειδοποίησε τον Παύλο. Τότε αυτός φώναξε έναν αξιωματικό και του είπε: «Πήγαινε τον νεαρό στο διοικητή, γιατί έχει κάτι να του πει». Ο αξιωματικός τον πήρε και τον έφερε στο διοικητή και του είπε: «Ο κρατούμενος Παύλος με φώναξε και με παρακάλεσε να σου φέρω αυτόν το νεαρό, που έχει κάτι να σου πει». Ο διοικητής τον έπιασε από το χέρι, τον πήρε ιδιαιτέρως και τον ρώτησε: «Τι είν’ αυτό που έχεις να μου πεις;» Αυτός απάντησε: «Οι Ιουδαίοι συμφώνησαν να σε παρακαλέσουν να κατεβάσεις αύριο τον Παύλο στο συνέδριο, για να τον ανακρίνουν τάχα καλύτερα. Εσύ όμως να μην τους πιστέψεις. Γιατί πάνω από σαράντα άντρες θα του έχουν στήσει ενέδρα. Έχουν ορκιστεί να μη φάνε ούτε να πιουν ώσπου να τον σκοτώσουν. Τώρα είναι έτοιμοι και περιμένουν μόνο να τους υποσχεθείς ότι θα το κάνεις». Ο διοικητής άφησε το νεαρό να φύγει λέγοντάς του: «Να μην πεις σε κανέναν ότι τα φανέρωσες αυτά σ’ εμένα». Ύστερα ο διοικητής φώναξε δύο αξιωματικούς και τους είπε: «Ετοιμάστε διακόσιους στρατιώτες, για να πάνε ως την Καισάρεια, με εβδομήντα ιππείς και διακόσιους λογχοφόρους. Θα ξεκινήσουν στις εννιά το βράδυ. Βρείτε και μερικά ζώα, για να βάλετε πάνω τον Παύλο, και να τον πάτε σώο στον ηγεμόνα Φήλικα». Κατόπιν έγραψε επιστολή με το εξής περιεχόμενο: «Ο Κλαύδιος Λυσίας στον εξοχότατο ηγεμόνα Φήλικα. Χαίρε! Τον άνθρωπο αυτό τον συνέλαβαν οι Ιουδαίοι. Όταν έμαθα ότι είναι Ρωμαίος πολίτης κι εκείνοι σκόπευαν να τον σκοτώσουν, κατέφθασα επί τόπου με ένα στρατιωτικό απόσπασμα και τον γλίτωσα. Θέλοντας να μάθω την αιτία για την οποία τον κατηγορούσαν, τον παρέπεμψα στο συνέδριό τους. Διαπίστωσα όμως ότι κατηγορείται για ζητήματα του νόμου τους και ότι δεν έχει κάνει κανένα έγκλημα που να επισύρει την ποινή του θανάτου ή της φυλακίσεως. Όταν επιπλέον μου μηνύθηκε ότι σχεδιαζόταν να γίνει δολοφονική απόπειρα εναντίον του από τους Ιουδαίους, αμέσως τον έστειλα σ’ εσένα και ειδοποίησα τους κατηγόρους του να εκθέσουν ό,τι έχουν εναντίον του ενώπιόν σου. Υγίαινε». Οι στρατιώτες, λοιπόν, σύμφωνα με τις διαταγές που είχαν, πήραν τον Παύλο και τον πήγαν νύχτα στην Αντιπατρίδα. Την άλλη μέρα άφησαν τους ιππείς να πάνε μαζί του, κι αυτοί γύρισαν στο στρατόπεδο. Οι ιππείς μπήκαν στην Καισάρεια, έδωσαν την επιστολή στον ηγεμόνα και του προσήγαγαν τον Παύλο. Ο ηγεμόνας διάβασε το γράμμα και τον ρώτησε από ποια επαρχία ήταν. Όταν άκουσε ότι ήταν από την Κιλικία, είπε: «Θα σε ανακρίνω όταν έρθουν εδώ και οι κατήγοροί σου». Και διέταξε να τον φυλακίσουν στο πραιτώριο του Ηρώδη. Ύστερα από πέντε μέρες κατέβηκε στην Καισάρεια ο αρχιερέας Ανανίας μαζί με τους πρεσβυτέρους και με κάποιον δικηγόρο Τέρτυλλο, και κατέθεσαν μήνυση εναντίον του Παύλου. Όταν κλήθηκε ο Παύλος, άρχισε ο Τέρτυλλος να εκθέτει την κατηγορία λέγοντας: «Εξοχότατε Φήλιξ! Μακρά ειρήνη απολαμβάνουμε χάρη σ’ εσένα, και μεγάλα έργα γίνονται στο έθνος τούτο, χάρη στη δική σου φροντίδα. Αυτά όλα, με κάθε τρόπο και παντού, τα γνωρίζουμε με βαθιά ευγνωμοσύνη. Για να μη σε κουράζω όμως περισσότερο, σε παρακαλώ ν’ ακούσεις με ευμένεια όσα θα σου πούμε με συντομία. Έχουμε διαπιστώσει ότι ο άνθρωπος αυτός είναι πολύ επικίνδυνος. Υποκινεί σε στάση τους Ιουδαίους, που είναι διασκορπισμένοι σ’ όλη την οικουμένη, και είναι πρωτοστάτης της αιρέσεως των Ναζωραίων. Προσπάθησε να βεβηλώσει ακόμα και το ναό μας. Τότε εμείς τον συλλάβαμε και θελήσαμε να τον δικάσουμε σύμφωνα με το νόμο μας. Κατέφθασε όμως ο Λυσίας, ο διοικητής, και τον άρπαξε από τα χέρια μας με πολλή βία, και διέταξε να έρθουν σ’ εσένα οι κατήγοροί του. Όταν διενεργήσεις εσύ ο ίδιος την ανάκριση, θα μπορέσεις να μάθεις απ’ αυτόν όλα εκείνα για τα οποία τον κατηγορούμε». Οι άλλοι Ιουδαίοι συμφώνησαν και βεβαίωσαν ότι έτσι έχουν τα πράγματα. Ο ηγεμόνας έκανε νεύμα στον Παύλο να μιλήσει, κι εκείνος απάντησε στις κατηγορίες: «Ξέρω ότι από πολλά χρόνια είσαι δικαστής σ’ αυτή τη χώρα, γι’ αυτό με περισσότερη εμπιστοσύνη απολογούμαι σ’ εσένα. Εύκολα μπορείς να μάθεις ότι δεν είναι πάνω από δώδεκα μέρες αφότου ανέβηκα στα Ιεροσόλυμα να προσκυνήσω. Κανείς δε με είδε να συζητώ με κάποιον ή να ξεσηκώνω το λαό σε στάση ούτε στο ναό ούτε στις συναγωγές ούτε στην πόλη. Ούτε μπορούν να αποδείξουν αυτά για τα οποία τώρα με κατηγορούν. Βέβαια, ομολογώ μπροστά σου τούτο: ότι ακολουθώ τη διδασκαλία που αυτοί αποκαλούν αίρεση· έτσι όμως λατρεύω μόνο το Θεό των προγόνων μας και πιστεύω σε όλα όσα είναι γραμμένα στο νόμο του Μωυσή και στα βιβλία των προφητών. Κι έχω την ίδια ελπίδα στο Θεό μ’ αυτούς, ότι θα αναστηθούν όλοι οι νεκροί, δίκαιοι και άδικοι. Γι’ αυτό κι εγώ προσπαθώ να έχω πάντοτε καθαρή συνείδηση απέναντι στο Θεό και στους ανθρώπους. »Ύστερα από πολλά χρόνια απουσίας, επέστρεψα για να φέρω χρηματική βοήθεια στο έθνος μου και να προσφέρω θυσία στο ναό. Ούτε οπαδούς είχα συγκεντρώσει ούτε καμιά αναταραχή γινότανε. Ακριβώς τη στιγμή που πρόσφερα τη θυσία του αγνισμού, με βρήκαν μερικοί Ιουδαίοι από την επαρχία της Ασίας στο ναό. Αυτοί έπρεπε να είναι παρόντες μπροστά σου και να παρουσιάσουν τις κατηγορίες τους, αν πραγματικά έχουν κάτι ενοχοποιητικό για μένα. Εν πάση περιπτώσει, ας πουν αυτοί εδώ ποιο αδίκημά μου μπόρεσαν να αποδείξουν, όταν ανακρινόμουν στο συνέδριο. Εκτός αν εννοούν τη μία εκείνη φράση που φώναξα όταν στεκόμουν μπροστά τους: “εγώ δικάζομαι σήμερα από σας, επειδή πιστεύω στην ανάσταση των νεκρών”». Όταν τ’ άκουσε αυτά ο Φήλιξ, που ήξερε αρκετά για τη χριστιανική διδασκαλία, ανέβαλε την υπόθεση και είπε: «Η απόφαση θα εκδοθεί όταν έρθει ο Λυσίας, ο διοικητής». Συγχρόνως διέταξε τον αξιωματικό να φρουρείται ο Παύλος, να έχει όμως διευκολύνσεις, και να μην εμποδίζεται κανένας από τους δικούς του να τον περιποιείται ή να τον επισκέπτεται. Ύστερα από λίγες μέρες πήγε στο πραιτώριο ο Φήλιξ με τη γυναίκα του τη Δρουσίλλα, που ήταν Ιουδαία, και έστειλε να φέρουν τον Παύλο, από τον οποίο άκουσε για την πίστη στο Χριστό. Όταν όμως αυτός άρχισε να μιλάει για μια ζωή σύμφωνη με το θέλημα του Θεού, για εγκράτεια και για τη μέλλουσα κρίση, ο Φήλιξ κυριεύτηκε από φόβο και του είπε: «Προς το παρόν πήγαινε· όταν βρω καιρό θα σε ξανακαλέσω». Αυτό το είπε έχοντας και την ελπίδα ότι ο Παύλος θα του έδινε χρήματα για να τον απολύσει. Γι’ αυτό και συχνά έστελνε και τον έφερναν και μιλούσε μαζί του. Έτσι, συμπληρώθηκαν δύο χρόνια, και το Φήλικα τον διαδέχτηκε ο Πόρκιος Φήστος. Ο Φήλιξ, θέλοντας ν’ αφήσει καλές εντυπώσεις στους Ιουδαίους, φεύγοντας άφησε τον Παύλο στη φυλακή. Ο Φήστος τρεις μέρες αφότου ανέλαβε τα καθήκοντά του, ανέβηκε από την Καισάρεια στα Ιεροσόλυμα. Εκεί ο αρχιερέας και οι πρόκριτοι των Ιουδαίων παρουσίασαν τις κατηγορίες τους εναντίον του Παύλου και τον παρακαλούσαν να τους κάνει τη χάρη και να στείλει να τον φέρουν στα Ιεροσόλυμα, σκοπεύοντας να στήσουν ενέδρα και να τον σκοτώσουν στο δρόμο. Ο Φήστος όμως αποκρίθηκε ότι ο Παύλος θα μείνει στην Καισάρεια και ότι κι ο ίδιος επρόκειτο να επιστρέψει σύντομα εκεί. «Οι αρχηγοί σας», είπε, «μπορούν να έρθουν μαζί μου και να υποστηρίξουν την κατηγορία εναντίον του, αν ο άνθρωπος αυτός έχει κάνει κάτι το παράνομο». Ο Φήστος έμεινε μαζί τους πάνω από δέκα μέρες, κι ύστερα κατέβηκε στην Καισάρεια. Την άλλη κιόλας μέρα κάθισε στην έδρα και διέταξε να προσαχθεί ο Παύλος. Μόλις αυτός εμφανίστηκε, τον περικύκλωσαν οι Ιουδαίοι που είχαν κατεβεί από τα Ιεροσόλυμα και παρουσίαζαν εναντίον του Παύλου πολλές και βαριές κατηγορίες, που όμως δεν μπορούσαν να τις αποδείξουν. Ο Παύλος στην απολογία του έλεγε: «Ούτε το νόμο των Ιουδαίων ούτε το ναό ούτε τον αυτοκράτορα πρόσβαλα ποτέ στο παραμικρό». Ο Φήστος, θέλοντας να γίνει αγαπητός στους Ιουδαίους, ρώτησε τον Παύλο: «Θέλεις να πας στην Ιερουσαλήμ και να δικαστείς εκεί ενώπιόν μου γι’ αυτές τις κατηγορίες;» Ο Παύλος απάντησε: «Παρίσταμαι στο αυτοκρατορικό δικαστήριο, που είναι το μόνο αρμόδιο να με κρίνει. Κανένα κακό δεν έκανα στους Ιουδαίους, όπως κι εσύ πολύ καλά το ξέρεις. Αν, λοιπόν, έκανα κάτι κακό και διέπραξα κάτι που επισύρει την ποινή του θανάτου, είμαι έτοιμος να πεθάνω. Αν όμως αυτά για τα οποία με κατηγορούν είναι ανυπόστατα, κανείς δεν μπορεί να με παραδώσει σ’ αυτούς. Ζητώ να παραπέμψετε την υπόθεσή μου στον αυτοκράτορα». Τότε ο Φήστος διασκέφθηκε μαζί με το συμβούλιό του και ανακοίνωσε την απόφαση: «Τον αυτοκράτορα επικαλέστηκες, στον αυτοκράτορα θα πας». Αφού πέρασαν μερικές μέρες, έφτασαν στην Καισάρεια ο βασιλιάς Αγρίππας και η Βερενίκη, για να χαιρετήσουν το Φήστο. Ύστερα από αρκετές μέρες που έμεναν εκεί, ο Φήστος εξέθεσε στο βασιλιά την υπόθεση του Παύλου: «Ο Φήλιξ άφησε εδώ έναν φυλακισμένο», του είπε. «Όταν πήγα στα Ιεροσόλυμα, οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι των Ιουδαίων παρουσίασαν κατηγορίες εναντίον του και ζητούσαν την καταδίκη του. Εγώ τους είπα ότι δε συνηθίζουν οι Ρωμαίοι να καταδικάζουν κάποιον, πριν ο κατηγορούμενος έρθει σε αντιπαράσταση με τους κατηγόρους του και του δοθεί η ευκαιρία να απολογηθεί για το έγκλημα για το οποίο κατηγορείται. Αυτοί, λοιπόν, ήρθαν μαζί μου εδώ, κι εγώ αμέσως χωρίς καμία αναβολή κάθισα στην έδρα και διέταξα να προσαχθεί ο άνθρωπος αυτός. Οι κατήγοροι όμως, όταν παρουσιάστηκαν στο δικαστήριο, δε διατύπωσαν εναντίον του καμιά κατηγορία, για αδικήματα τέτοια που υποπτευόμουν εγώ. Απεναντίας, είχαν μαζί του κάτι διαφορές για ζητήματα της θρησκείας τους, και για κάποιον Ιησού που έχει πεθάνει, αλλά ο Παύλος ισχυριζόταν ότι ζει. Επειδή εγώ δεν έχω τις γνώσεις για ν’ ανακατευτώ σ’ ένα τέτοιο ζήτημα, του είπα, αν ήθελε, να πάει στα Ιεροσόλυμα και να δικαστεί εκεί γι’ αυτά. Ο Παύλος όμως ζήτησε να μείνει φυλακισμένος και να παραπέμψουμε την υπόθεσή του στην κρίση του αυτοκράτορα. Γι’ αυτό κι εγώ διέταξα να συνεχιστεί η φυλάκισή του ώσπου να τον στείλω στον αυτοκράτορα». Ο Αγρίππας είπε στο Φήστο: «Θα ήθελα να τον ακούσω κι εγώ ο ίδιος αυτόν τον άνθρωπο». «Αύριο», του είπε ο Φήστος, «θα τον ακούσεις». Την άλλη μέρα ήρθε ο Αγρίππας και η Βερενίκη με φανταχτερή πομπή και εισήλθαν στην αίθουσα του δικαστηρίου, μαζί με ανώτατους αξιωματικούς και με προύχοντες της πόλης. Ο Φήστος διέταξε να προσαχθεί ο Παύλος, και είπε: «Βασιλιά Αγρίππα, και όλοι εσείς που είστε εδώ μαζί μας! Μπροστά σας έχετε αυτόν, για τον οποίο όλοι οι Ιουδαίοι ήρθαν και μου μίλησαν, και στα Ιεροσόλυμα και εδώ, και φώναζαν ότι δεν πρέπει πια να ζει. Εγώ όμως κατάλαβα ότι δεν έκανε τίποτε που να επισύρει την ποινή του θανάτου. Κι όταν αυτός ζήτησε να δικαστεί από τον αυτοκράτορα, αποφάσισα να τον στείλω εκεί. Δεν έχω όμως να γράψω κάτι το συγκεκριμένο γι’ αυτόν στον κύριό μου τον αυτοκράτορα. Γι’ αυτό τον έφερα μπροστά σ’ εσάς και μάλιστα μπροστά σ’ εσένα, βασιλιά Αγρίππα, για να γίνει η ανάκριση, και να έχω έτσι στοιχεία για το γράμμα μου. Γιατί μου φαίνεται παράλογο να στέλνω έναν φυλακισμένο και να μην εκθέτω τις εναντίον του κατηγορίες». Ο Αγρίππας τότε είπε στον Παύλο: «Σου επιτρέπεται να απολογηθείς». Τότε ο Παύλος σήκωσε το χέρι του και άρχισε την απολογία του: «Θεωρώ ευτυχή τον εαυτό μου, βασιλιά Αγρίππα, γιατί σήμερα θα απολογηθώ ενώπιόν σου για όλα όσα με κατηγορούν οι Ιουδαίοι. Κι αυτό, προπάντων γιατί εσύ είσαι γνώστης όλων των εθίμων και των θρησκευτικών προβλημάτων που απασχολούν τους Ιουδαίους. Παρακαλώ, λοιπόν, να με ακούσεις με υπομονή. »Όλοι οι Ιουδαίοι ξέρουν το βίο μου από τη νεαρή μου ηλικία, αφού από τα νιάτα μου έζησα ανάμεσα στο λαό μου στα Ιεροσόλυμα. Αυτοί με γνωρίζουν από παλιά, και μπορούν να μαρτυρήσουν ότι έζησα σύμφωνα με τις αρχές της πιο αυστηρής παράταξης της θρησκείας μας, των Φαρισαίων. Και τώρα στέκομαι εδώ και δικάζομαι, γι’ αυτή την ελπίδα μου πως ο Θεός θα εκπληρώσει την υπόσχεση που έδωσε στους προγόνους μας. Οι δώδεκα φυλές μας συνεχώς, νύχτα και μέρα, λατρεύουν το Θεό, με την ελπίδα να φτάσουν τελικά να δουν την εκπλήρωση αυτής της υπόσχεσης. Γι’ αυτή την ελπίδα κατηγορούμαι από τους Ιουδαίους, βασιλιά Αγρίππα. Γιατί σας φαίνεται απίστευτο ότι ο Θεός ανασταίνει νεκρούς; Κι εγώ ο ίδιος, βέβαια, είχα πιστέψει ότι έπρεπε να κάνω ό,τι μπορούσα εναντίον του ονόματος του Ιησού του Ναζωραίου. Αυτό και έκανα στα Ιεροσόλυμα: πολλούς από τους χριστιανούς εγώ τους έκλεισα στις φυλακές, έχοντας τη σχετική εξουσιοδότηση των αρχιερέων· κι όταν τους καταδίκαζαν σε θάνατο έδινα κι εγώ καταδικαστική ψήφο. Σε όλες τις συναγωγές πολλές φορές προσπαθούσα, χρησιμοποιώντας βία, να τους αναγκάσω να αρνηθούν την πίστη τους. Η μανία μου ήταν τόσο μεγάλη, ώστε τους καταδίωκα ακόμη και στις πόλεις που είναι έξω από τα όρια της χώρας. »Πηγαίνοντας γι’ αυτόν το σκοπό στη Δαμασκό με εξουσιοδότηση και άδεια από τους αρχιερείς, είδα στο δρόμο, βασιλιά μου, μέρα μεσημέρι, ένα φως από τον ουρανό, πιο λαμπρό κι από τον ήλιο, να με περιβάλλει με τη λάμψη του κι εμένα κι αυτούς που πήγαιναν μαζί μου. Όλοι μας πέσαμε στη γη, κι εγώ άκουσα μια φωνή που μου έλεγε στην εβραϊκή γλώσσα: “Σαούλ, Σαούλ, γιατί με καταδιώκεις; Είναι οδυνηρό να κλοτσάς στα καρφιά”. Εγώ ρώτησα: “ποιος είσαι, Κύριε;” Κι εκείνος απάντησε: “εγώ είμαι ο Ιησούς, που εσύ τον καταδιώκεις. Σήκω όμως και στάσου στα πόδια σου. Γι’ αυτό σου φανερώθηκα: για να σε πάρω στην υπηρεσία μου και να σε καταστήσω μάρτυρα γι’ αυτά που είδες και γι’ αυτά που θα σου δείξω ακόμη. Θα σε προστατεύω από το λαό σου και από τους εθνικούς, στους οποίους εγώ σε στέλνω, για ν’ ανοίξεις τα μάτια τους, ώστε να επιστρέψουν από το σκοτάδι στο φως κι από την εξουσία του σατανά στο Θεό. Γιατί, αν πιστέψουν σ’ εμένα θα λάβουν τη συγχώρηση των αμαρτιών τους και μια θέση ανάμεσα σ’ εκείνους που ανήκουν στο Θεό”. »Ύστερα απ’ αυτά, βασιλιά Αγρίππα, δεν αρνήθηκα να υπακούσω στην ουράνια οπτασία, αλλά άρχισα να κηρύττω, πρώτα σ’ αυτούς που ήταν στη Δαμασκό και στα Ιεροσόλυμα κι ύστερα σ’ όλη τη χώρα της Ιουδαίας και στους εθνικούς, να μετανοήσουν και να επιστρέψουν στο Θεό και μετά να δείχνουν τη μετάνοιά τους πράττοντας ανάλογα έργα. Αυτοί ήταν οι λόγοι για τους οποίους οι Ιουδαίοι με συνέλαβαν στο ναό και προσπάθησαν να με σκοτώσουν. Ο Θεός όμως με βοήθησε μέχρι σήμερα, και στέκομαι εδώ ζωντανός για να καταθέσω τη μαρτυρία μου σε μικρούς και σε μεγάλους, και να μη λέω τίποτε άλλο εκτός από ’κείνα που οι προφήτες και ο Μωυσής είπαν ότι πρόκειται να γίνουν: ότι ο Χριστός θα υποστεί το πάθος και θ’ αναστηθεί πρώτος από τους νεκρούς, και θα κηρύξει το φως της σωτηρίας στο λαό μας και στους εθνικούς». Ενώ ο Παύλος συνέχιζε έτσι την απολογία του, φώναξε ο Φήστος δυνατά: «Είσαι τρελός, Παύλε! Τα πολλά σου γράμματα σ’ έφεραν στην τρέλα!» «Δεν είμαι τρελός, εξοχότατε Φήστε», λέει ο Παύλος, «αλλά λέω λόγια αληθινά και λογικά. Ο βασιλιάς ξέρει για ποιο πράγμα μιλάω, γι’ αυτό και του μιλάω ανοιχτά. Γιατί είμαι βέβαιος ότι τίποτε απ’ αυτά δεν του είναι άγνωστο, γιατί αυτά δεν έγιναν σε καμιά απόμερη γωνιά. Πιστεύεις, βασιλιά Αγρίππα, στους προφήτες; Ξέρω ότι πιστεύεις». Τότε ο Αγρίππας είπε στον Παύλο: «Λίγο ακόμη και θα με πείσεις να γίνω χριστιανός!» Κι ο Παύλος είπε: «Θα ευχόμουν στο Θεό, σε λίγο ή σε πολύ χρόνο, όχι μόνο εσύ αλλά και όλοι όσοι με ακούνε σήμερα, να γίνουν όμοιοι μ’ εμένα, εκτός απ’ αυτά τα δεσμά». Όταν τα είπε αυτά, σηκώθηκαν ο βασιλιάς, ο ηγεμόνας, η Βερενίκη και όσοι κάθονταν μαζί τους και, καθώς έφευγαν, έλεγαν μεταξύ τους: «Ο άνθρωπος αυτός δεν έκανε τίποτε για το οποίο να πρέπει να πεθάνει ή να φυλακιστεί». Κι ο Αγρίππας είπε στο Φήστο: «Ο άνθρωπος αυτός θα μπορούσε να απολυθεί, αν δεν είχε ζητήσει να δικαστεί από τον αυτοκράτορα». Μόλις αποφασίστηκε να αποπλεύσουμε για την Ιταλία, παρέδωσαν τον Παύλο και μερικούς άλλους κρατουμένους σε κάποιον αξιωματικό που λεγόταν Ιούλιος, από τη στρατιωτική μονάδα που είχε το όνομα «αυτοκρατορική». Επιβιβαστήκαμε από το Αδραμύττιο σ’ ένα πλοίο που θα πήγαινε στα μέρη της επαρχίας της Ασίας και ξεκινήσαμε. Μαζί μας ήταν κι ο Αρίσταρχος ο Μακεδόνας, από τη Θεσσαλονίκη. Την άλλη μέρα φτάσαμε στη Σιδώνα. Ο Ιούλιος φέρθηκε με καλοσύνη στον Παύλο και του επέτρεψε να πάει στους φίλους του, για να τον περιποιηθούν. Από ’κει ξεκινήσαμε και παραπλεύσαμε την Κύπρο, γιατί είχαμε αντίθετους ανέμους. Ύστερα διαπλεύσαμε το πέλαγος της Κιλικίας και της Παμφυλίας και φτάσαμε στα Μύρα της Λυκίας. Εκεί ο αξιωματικός βρήκε ένα αλεξανδρινό πλοίο, που πήγαινε στην Ιταλία και μας επιβίβασε σ’ αυτό. Πλέαμε για πολλές μέρες με μεγάλη βραδύτητα, και με κόπο φτάσαμε στην Κνίδο. Επειδή δεν μας επέτρεπε ο άνεμος, πλεύσαμε από κάτω από την Κρήτη, αφού περάσαμε το ακρωτήριο Σαλμώνη. Με πολλή δυσκολία, πλέοντας κοντά στις ακτές της, φτάσαμε σ’ έναν τόπο που λεγόταν Καλοί Λιμένες, κοντά στον οποίο ήταν η πόλη Λασαία. Στο μεταξύ χάθηκε αρκετός χρόνος, και το ταξίδι ήταν επικίνδυνο, αφού είχε κιόλας περάσει η φθινοπωρινή νηστεία. Γι’ αυτό ο Παύλος τους συμβούλευε και τους έλεγε: «Άντρες, προβλέπω ότι το ταξίδι θα γίνει με ταλαιπωρία και με μεγάλη ζημιά, όχι μόνο για το φορτίο και το πλοίο αλλά και για τις ζωές μας». Ο αξιωματικός όμως άκουγε περισσότερο τον κυβερνήτη και τον ιδιοκτήτη του πλοίου παρά αυτά που έλεγε ο Παύλος. Κι επειδή το λιμάνι ήταν ακατάλληλο για να παραχειμάσει κανείς, οι περισσότεροι ήταν της γνώμης να αποπλεύσουν από ’κει, μήπως μπορέσουν να φτάσουν και να παραχειμάσουν στο Φοίνικα, λιμάνι της Κρήτης που είναι ανοιχτό νοτιοδυτικά και βορειοδυτικά. Όταν άρχισε να πνέει ελαφρά νότιος άνεμος, νόμισαν ότι μπορούσαν να πραγματοποιήσουν την πρόθεσή τους. Έτσι, σήκωσαν τις άγκυρες και έπλεαν κοντά στις ακτές της Κρήτης. Ύστερα από λίγο ξέσπασε στο νησί ένας θυελλώδης άνεμος, αυτός που λέγεται Ευροκλύδων. Άρπαξε το πλοίο, κι όπως αυτό δεν μπορούσε να πάει αντίθετα, τ’ αφήσαμε και το πήγαιναν ο άνεμος και τα κύματα. Περνώντας κάτω από ένα νησάκι που το έλεγαν Κλαύδη, μόλις και μετά βίας καταφέραμε ν’ ανεβάσουμε πάνω τη σωσίβια λέμβο. Όταν την ανεβάσαμε, χρησιμοποίησαν σκοινιά, και μ’ αυτά έζωσαν το πλοίο για να μην ανοίξει. Κι επειδή φοβούνταν να μην εξοκείλουν στη Μεγάλη Σύρτη, έριξαν την άγκυρα να κρέμεται κι άφησαν το πλοίο να το πηγαίνουν τα κύματα. Επειδή πολύ μας ταλαιπωρούσε η τρικυμία, την άλλη μέρα ρίξανε το φορτίο στη θάλασσα, και τη μεθεπομένη ρίξαμε στη θάλασσα με τα χέρια μας όλον τον εξοπλισμό του πλοίου. Για πολλές μέρες δε φαίνονταν ούτε ο ήλιος ούτε τα άστρα· η κακοκαιρία συνεχιζόταν κι έτσι χανόταν κάθε ελπίδα να σωθούμε. Κανείς δεν ήθελε πια να φάει τίποτε. Τότε ο Παύλος στάθηκε ανάμεσά τους και είπε: «Έπρεπε, άντρες, να με είχατε ακούσει και να μην ξεκινούσαμε από την Κρήτη. Έτσι, θα είχαμε γλιτώσει από την ταλαιπωρία αυτή κι απ’ τη ζημιά. Τώρα όμως σας συνιστώ να μη χάσετε το θάρρος σας. Κανείς από σας δε θα χαθεί, μόνο το πλοίο. Την περασμένη νύχτα μού φανερώθηκε ένας άγγελος του Θεού στον οποίο ανήκω και τον οποίο υπηρετώ, και μου είπε: “μη φοβάσαι, Παύλε! Πρέπει να εμφανιστείς στον αυτοκράτορα, κι έτσι ο Θεός για χάρη σου θα σώσει όλους όσοι είναι μαζί σου στο πλοίο”. Γι’ αυτό να έχετε θάρρος, άντρες! Γιατί έχω εμπιστοσύνη στο Θεό ότι θα γίνει έτσι όπως μου είπε ο άγγελος. Πρέπει να προσαράξουμε σε κάποιο νησί». Όταν έφτασε η δέκατη τέταρτη νύχτα που φερόμασταν ακυβέρνητοι στην Αδριατική θάλασσα, τα μεσάνυχτα οι ναύτες υποψιάστηκαν ότι πλησιάζουν σε κάποια στεριά. Βυθομέτρησαν και βρήκαν είκοσι οργιές. Αφού προχώρησαν λίγο, βυθομέτρησαν πάλι και βρήκαν δεκαπέντε οργιές. Επειδή φοβήθηκαν μήπως πέσουμε σε τίποτε βράχια, έριξαν τέσσερις άγκυρες από την πρύμνη και παρακαλούσαν να ξημερώσει. Οι ναύτες στο μεταξύ επιχείρησαν να φύγουν από το πλοίο. Με την πρόφαση ότι θα ρίξουν άγκυρες από την πρώρα μακριά από το πλοίο, κατέβασαν τη λέμβο στη θάλασσα. Ο Παύλος όμως είπε στον αξιωματικό και στους στρατιώτες: «Αν αυτοί δεν μείνουν στο πλοίο, εσείς δεν μπορείτε να σωθείτε». Τότε οι στρατιώτες έκοψαν τα σκοινιά της λέμβου και την άφησαν να πέσει στη θάλασσα. Καθώς περίμεναν να ξημερώσει, ο Παύλος τους παρακινούσε όλους να φάνε κάτι. «Δεκατέσσερις μέρες ως σήμερα», τους έλεγε, «περιμένετε να κοπάσει η τρικυμία και είστε νηστικοί· δεν έχετε φάει τίποτε. Γι’ αυτό, σας παρακαλώ, φάτε κάτι. Αυτό είναι απαραίτητο, αν θέλετε να σωθείτε. Μη φοβάστε, γιατί κανενός από σας δε θα πέσει ούτε μια τρίχα απ’ το κεφάλι σας». Αφού είπε αυτά, πήρε ψωμί, ευχαρίστησε το Θεό μπροστά σε όλους, το έκοψε κι άρχισε να τρώει. Τότε πήρανε όλοι θάρρος κι έφαγαν κι αυτοί. Στο πλοίο ήμασταν συνολικά διακόσιες εβδομήντα έξι ψυχές. Αφού χόρτασαν όλοι, πέταξαν το σιτάρι στη θάλασσα, για να αλαφρώσει το πλοίο. Όταν ξημέρωσε, είδαν μια στεριά που τους ήταν άγνωστη. Ανακάλυψαν όμως έναν κόλπο που είχε αμμουδιά, στον οποίο αποφάσισαν να ρίξουν το πλοίο αν μπορούσαν. Έλυσαν, λοιπόν, τα σκοινιά που κρατούσαν τις άγκυρες, και τις άφησαν να πέσουν στη θάλασσα. Συγχρόνως έλυσαν τα σκοινιά με τα οποία είχαν δέσει τα πηδάλια για να τα αχρηστέψουν. Έπειτα σήκωσαν το μπροστινό πανί και με τον άνεμο προσπαθούσαν να προσορμιστούν στο γιαλό. Έπεσαν όμως σ’ έναν ύφαλο από άμμο κι έριξαν εκεί το πλοίο. Η πλώρη μπήχτηκε στην άμμο κι έμεινε ακίνητη, η πρύμνη όμως διαλυόταν από τη μανία των κυμάτων. Οι στρατιώτες τότε αποφάσισαν να σκοτώσουν τους κρατουμένους, για να μην μπορέσει κανείς να δραπετεύσει κολυμπώντας. Ο αξιωματικός όμως, που ήθελε να σώσει τον Παύλο, τους εμπόδισε να εκτελέσουν την απόφασή τους και διέταξε, όσοι μπορούν να κολυμπήσουν, να πηδήξουν πρώτοι στη θάλασσα και να βγουν στη στεριά, κι οι άλλοι να βγουν πάνω σε σανίδια ή σε άλλα μέρη του πλοίου. Έτσι, βγήκαν όλοι στη στεριά και σώθηκαν. Μετά τη διάσωσή τους έμαθαν ότι το νησί ονομάζεται Μελίτη. Οι ιθαγενείς μάς δέχτηκαν πολύ φιλικά. Άναψαν φωτιά και μας προσκάλεσαν όλους, γιατί είχε αρχίσει να βρέχει κι έκανε κρύο. Ο Παύλος έκανε ένα δέμα από πολλά φρύγανα και τα έριξε πάνω στη φωτιά. Τότε μια οχιά πετάχτηκε απ’ τη φωτιά εξαιτίας της θερμότητας και τον δάγκωσε στο χέρι. Οι ιθαγενείς, όταν είδαν το ερπετό να κρέμεται από το χέρι του, έλεγαν μεταξύ τους: «Το δίχως άλλο φονιάς είναι αυτός ο άνθρωπος που, αν και σώθηκε από τη θάλασσα, η θεία δίκη δεν τον άφησε να ζήσει». Ο Παύλος όμως τίναξε το ερπετό στη φωτιά κι ο ίδιος δεν έπαθε τίποτε. Αυτοί περίμεναν ότι θα πρηζόταν ή ότι θα ’πεφτε ξαφνικά κάτω νεκρός. Περίμεναν πολλή ώρα και, βλέποντας ότι τίποτε κακό δεν του συνέβαινε, άλλαξαν στάση και έλεγαν ότι είναι θεός. Κοντά σ’ εκείνον τον τόπο ήταν τα κτήματα του πρώτου τού νησιού, που λεγόταν Πόπλιος. Αυτός μας δέχτηκε και μας φιλοξένησε με καλοσύνη τρεις μέρες. Τότε συνέβαινε να είναι στο κρεβάτι ο πατέρας του Πόπλιου, που υπέφερε από πυρετούς και δυσεντερία. Ο Παύλος μπήκε στο δωμάτιό του, προσευχήθηκε, ακούμπησε πάνω του τα χέρια και τον γιάτρεψε. Ύστερα απ’ αυτό έρχονταν όλοι οι άλλοι ασθενείς του νησιού και θεραπεύονταν. Μας τίμησαν με πολλές εκδηλώσεις σεβασμού κι όταν φεύγαμε, μας εφοδίασαν με ό,τι χρειαζόμασταν για το ταξίδι. Ύστερα από τρεις μήνες αποπλεύσαμε με ένα πλοίο αλεξανδρινό, που είχε παραχειμάσει στο νησί και είχε έμβλημά του τους Διόσκουρους. Καταπλεύσαμε στις Συρακούσες, όπου μείναμε τρεις μέρες. Από ’κει περιπλεύσαμε τη Σικελία και φτάσαμε στο Ρήγιο, κι όταν ύστερα από μία μέρα φύσηξε νοτιάς, ήρθαμε σε δύο μέρες στους Ποτιόλους. Εκεί βρήκαμε χριστιανούς, οι οποίοι μας παρακάλεσαν να μείνουμε μαζί τους εφτά μέρες. Κατόπιν ήρθαμε στη Ρώμη. Οι χριστιανοί εκεί άκουσαν για μας και βγήκαν να μας προϋπαντήσουν ως την Αγορά του Αππίου και τις «Τρεις Ταβέρνες». Όταν τους είδε ο Παύλος, ευχαρίστησε το Θεό και αναθάρρησε. Όταν ήρθαμε στη Ρώμη, ο αξιωματικός παρέδωσε τους κρατουμένους στο στρατοπεδάρχη. Στον Παύλο όμως δόθηκε η άδεια να μείνει σε ιδιωτικό κατάλυμα μαζί με το στρατιώτη που τον φύλαγε. Ύστερα από τρεις μέρες ο Παύλος κάλεσε τους προκρίτους των Ιουδαίων. Όταν αυτοί συγκεντρώθηκαν, τους έλεγε: «Αν και εγώ, αδερφοί μου, δεν έχω κάνει τίποτα εναντίον του λαού μας ή των προγονικών μας παραδόσεων, με συνέλαβαν στα Ιεροσόλυμα και με παρέδωσαν στα χέρια των Ρωμαίων. Αυτοί με ανέκριναν κι ήθελαν να με απολύσουν, γιατί δε μου βρήκαν κανένα έγκλημα για να με καταδικάσουν σε θάνατο. Επειδή όμως διαμαρτυρήθηκαν οι Ιουδαίοι, αναγκάστηκα να προσφύγω στον αυτοκράτορα, όχι με σκοπό να κατηγορήσω για κάτι το έθνος μου. Σας παρακάλεσα να έρθετε να σας δω και να σας μιλήσω, για να σας εξηγήσω αυτά τα πράγματα. Γιατί είμαι δεμένος με την αλυσίδα αυτή, επειδή κηρύττω εκείνον στον οποίο ελπίζει ο λαός του Ισραήλ». Αυτοί του απάντησαν: «Εμείς ούτε γράμματα πήραμε για σένα από την Ιουδαία ούτε κανένας αδερφός ήρθε να μας ανακοινώσει επίσημα ή ανεπίσημα κάτι κακό για σένα. Θεωρούμε όμως σωστό να ακούσουμε τις απόψεις σου. Γιατί μας είναι γνωστό ότι για την αίρεση αυτή στην οποία ανήκεις παντού προβάλλονται αντιρρήσεις». Του όρισαν μία μέρα, και ήρθαν στο κατάλυμά του περισσότεροι αυτή τη φορά. Σ’ αυτούς, από το πρωί ως το βράδυ ο Παύλος εξηγούσε το κήρυγμά του διαβεβαιώνοντάς τους για τη βασιλεία του Θεού· και προσπαθούσε να τους πείσει για τον Ιησού με λόγια από το νόμο του Μωυσή και από τα βιβλία των προφητών. Άλλοι πίστευαν σ’ αυτά που έλεγε κι άλλοι δεν ήθελαν να τον πιστέψουν. Έτσι, επειδή διαφωνούσαν μεταξύ τους, έφευγαν. Κι ο Παύλος τους είπε ένα λόγο ακόμη: «Καλά είπε το Άγιο Πνεύμα στους προγόνους μας μέσω του προφήτη Ησαΐα, ότι: Πήγαινε στο λαό αυτόν και πες του: θ’ ακούσετε με τ’ αυτιά σας, μα δε θα καταλάβετε· και θα δείτε με τα μάτια σας, μα δε θ’ αντιληφθείτε. Γιατί έγινε αναίσθητη η καρδιά του λαού αυτού και με τ’ αυτιά βαριάκουσαν, και έκλεισαν τα βλέφαρά τους, μην τυχόν δούνε με τα μάτια και ακούσουν με τ’ αυτιά και καταλάβουν με την καρδιά, κι επιστρέψουν σ’ εμένα και τους γιατρέψω. Μάθετε, λοιπόν, ότι ο Θεός έστειλε τη σωτηρία αυτή στους εθνικούς. Αυτοί θ’ ακούσουν τώρα!» Αφού τα είπε αυτά, έφυγαν οι Ιουδαίοι, έχοντας αναμεταξύ τους μεγάλη διχογνωμία. Ο Παύλος έμεινε μια ολόκληρη διετία σε ιδιαίτερη νοικιασμένη κατοικία, όπου δεχόταν όλους όσοι τον επισκέπτονταν. Κήρυττε τη βασιλεία του Θεού και δίδασκε για τον Κύριο Ιησού Χριστό με μεγάλη παρρησία και χωρίς κανένα εμπόδιο. Ο Παύλος, δούλος του Ιησού Χριστού, που τον κάλεσε ο Θεός να γίνει απόστολος και τον ξεχώρισε για να διαδώσει το ευαγγέλιο. Ο Θεός είχε προαναγγείλει με τους προφήτες του στις άγιες Γραφές το ευαγγέλιο για τον Υιό του τον Ιησού Χριστό, τον Κύριό μας, ο οποίος, ως άνθρωπος, γεννήθηκε από τη γενιά του Δαβίδ, αποδείχτηκε όμως Υιός Θεού με δύναμη από το Πνεύμα που αγιάζει, όταν αναστήθηκε από τους νεκρούς. Από αυτόν έλαβα τη χάρη και την αποστολή να οδηγήσω όλα τα έθνη στην πίστη και στην αποδοχή του ευαγγελίου, κι έτσι να δοξαστεί το όνομα του Χριστού. Σ’ αυτούς ανήκετε κι εσείς, αφού σας κάλεσε ο Ιησούς Χριστός. Προς όλους τους πιστούς της Ρώμης, που τους αγάπησε και τους κάλεσε ο Θεός. Εύχομαι ο Θεός Πατέρας μας κι ο Κύριος Ιησούς Χριστός να σας δίνουν χάρη και ειρήνη. Πρώτα πρώτα ευχαριστώ, με τη χάρη του Ιησού Χριστού, το Θεό μου για όλους εσάς, γιατί σ’ όλο τον κόσμο γίνεται λόγος για την πίστη σας. Μάρτυράς μου ο Θεός, που τον λατρεύω με το πνεύμα μου διαδίδοντας το ευαγγέλιο του Υιού του, πως σας θυμάμαι αδιάκοπα κάθε φορά που προσεύχομαι. Τον θερμοπαρακαλώ να μου δώσει την ευκαιρία, αν βέβαια είναι θέλημά του, επιτέλους να σας επισκεφθώ. Γιατί επιθυμώ πολύ να σας δω, για να σας μεταδώσω κάποιο πνευματικό χάρισμα κι έτσι να στηριχθείτε. Αυτό όμως σημαίνει ότι κι εγώ θα ενισχυθώ ανάμεσά σας με την κοινή μας πίστη, τη δική σας και τη δική μου. Θέλω να ξέρετε, αδερφοί μου, πως πολλές φορές είχα προγραμματίσει ένα ταξίδι στη Ρώμη, ως τώρα όμως όλο και κάτι με εμπόδιζε. Θέλω να έρθω, για να έχω κάποιον καρπό και σ’ εσάς, όπως και στα άλλα έθνη. Γιατί αισθάνομαι πως έχω αυτό το χρέος προς όλους, πολιτισμένους κι απολίτιστους, μορφωμένους κι αμόρφωτους. Γι’ αυτό κι έχω την επιθυμία να κηρύξω το ευαγγέλιο και σ’ εσάς στη Ρώμη. Δεν ντρέπομαι που υπηρετώ το ευαγγέλιο του Χριστού, γιατί αυτό είναι η δύναμη του Θεού, που σώζει καθέναν που πιστεύει, πρώτα τον Ιουδαίο και ύστερα τον ειδωλολάτρη. Γιατί στο ευαγγέλιο αποκαλύπτεται ότι ο Θεός δικαιώνει τον άνθρωπο, αρκεί αυτός να πιστέψει ολοκληρωτικά στο Θεό. Όπως λέει κι η Γραφή: Ο δίκαιος εξαιτίας της πίστεώς του θα ζήσει. Αποκαλύπτεται όμως και η οργή του Θεού από τον ουρανό για να τιμωρήσει κάθε ασέβεια και αδικία των ανθρώπων, που με τα άδικα έργα τους συγκαλύπτουν την αλήθεια. Αυτό γίνεται γιατί ό,τι μπορούν να γνωρίζουν για το Θεό τούς είναι γνωστό, αφού ο Θεός τούς το φανέρωσε. Δηλαδή, παρ’ ό,τι είναι αόρατες και η αιώνια δύναμη του Θεού και η θεϊκή του ιδιότητα, μπορούσαν να τις δουν μέσα στη δημιουργία, από τότε που έγινε ο κόσμος. Γι’ αυτό και δεν έχουν καμιά δικαιολογία. Ενώ γνώρισαν το Θεό μέσα από τη δημιουργία, ούτε τον δόξασαν ούτε τον ευχαρίστησαν ως Θεό. Αντίθετα, η σκέψη τους ακολούθησε λαθεμένο δρόμο, και η ασύνετη καρδιά τους βυθίστηκε στο σκοτάδι της πλάνης. Έτσι, ενώ θριαμβολογούσαν για τη σοφία τους, κατάντησαν ανόητοι, ως το σημείο, αντί για το δημιουργό αθάνατο Θεό, να προσκυνούν είδωλα που παρασταίνουν θνητούς ανθρώπους, πουλιά, τετράποδα ζώα κι ερπετά. Γι’ αυτό τους παρέδωσε ο Θεός στις βρωμερές επιθυμίες τους και τους άφησε να ατιμάζουν μόνοι τους τα σώματά τους. Στη θέση της αλήθειας του Θεού έβαλαν το ψέμα και σεβάστηκαν και λάτρεψαν την κτίση αντί για τον Κτίστη –ας είναι αιώνια ευλογημένος· αμήν. Γι’ αυτό το λόγο, λοιπόν, τους παρέδωσε ο Θεός σε επαίσχυντα πάθη: Οι γυναίκες αντικατέστησαν τις φυσικές σχέσεις με αφύσικες· το ίδιο και οι άντρες· άφησαν τη φυσική σχέση με τη γυναίκα και φλογίστηκαν με σφοδρό πάθος ο ένας για τον άλλο, διαπράττοντας ασχήμιες αρσενικοί μ’ αρσενικούς, και πληρώνοντας έτσι με το ίδιο τους το σώμα το τίμημα που ταίριαζε στην πλάνη τους. Κι αφού το θεώρησαν περιττό να γνωρίσουν το Θεό ενσυνείδητα, τους παρέδωσε ο Θεός στη μωρία τους, κι έτσι κάνουν ανάρμοστα πράγματα. Είναι γεμάτοι από κάθε λογής αδικία, πορνεία, πονηρία, πλεονεξία, κακία. Είναι γεμάτοι φθόνο, φόνο, φιλονικία, απάτη και κακοήθεια. Κακολογούν και κατηγορούν ο ένας τον άλλο, μισούν το Θεό, είναι κακοποιοί, υπερήφανοι, αλαζόνες, σκέφτονται μόνο πώς θα βλάψουν τους άλλους, είναι ανυπάκουοι στους γονείς τους. Άνθρωποι χωρίς σύνεση, δεν κρατούν το λόγο τους, δεν έχουν στοργή, διαλλακτικότητα και έλεος. Κι ενώ γνωρίζουν καλά τη θεϊκή προειδοποίηση, πως όσοι συμπεριφέρονται έτσι είναι καταδικασμένοι σ’ αιώνιο θάνατο, όχι μόνο κάνουν όλα όσα αναφέραμε, αλλά και επιδοκιμάζουν όσους βλέπουν να συμπεριφέρονται έτσι. Αλλά κι εσύ, άνθρωπέ μου, που κατακρίνεις αυτή τη διαγωγή, δεν είσαι λιγότερο ένοχος. Γιατί, κρίνοντας τον άλλο, καταδικάζεις τον ίδιο τον εαυτό σου, αφού κι εσύ ο κριτής κάνεις τα ίδια. Πραγματικά, ξέρουμε πως ο Θεός καταδικάζει δίκαια όσους έχουν παρόμοια διαγωγή. Πώς, λοιπόν, άνθρωπέ μου, νομίζεις πως εσύ θα ξεφύγεις τη θεϊκή καταδίκη, αφού κάνεις όσα κάνουν αυτοί, τους οποίους εσύ ο ίδιος κατακρίνεις; Ή περιφρονείς την άπειρη καλοσύνη, την ανεκτικότητα και τη μακροθυμία του Θεού; Ξεχνάς πως η αγαθότητα του Θεού θέλει να σε οδηγήσει στη μετάνοια; Εσύ όμως παραμένεις σκληρός κι αμετανόητος και συσσωρεύεις για τον εαυτό σου την οργή του Θεού για την ημέρα της κρίσεως, όταν θα γίνει σ’ όλους φανερή η δίκαιη κρίση του Θεού. Τότε ο Θεός θα πληρώσει τον καθένα κατά τα έργα του. Θα δώσει αιώνια ζωή σ’ όσους κάνουν υπομονετικά το καλό κι αναζητούν έτσι τη δόξα, την τιμή και την αφθαρσία κοντά στο Θεό. Αντίθετα, ο θυμός κι η οργή του Θεού περιμένουν όσους αντιστρατεύονται στο Θεό, αντιστέκονται στην αλήθεια και υπηρετούν την αδικία. Θλίψη και στενοχώρια περιμένουν κάθε άνθρωπο που υπηρετεί το κακό, πρώτα τον Ιουδαίο αλλά και τον εθνικό· αντίθετα, δόξα, τιμή και ειρήνη προσμένουν όποιον κάνει το καλό, πρώτα τον Ιουδαίο αλλά και τον εθνικό· γιατί ο Θεός δεν κάνει διακρίσεις. Έτσι, λοιπόν, όσοι αμάρτησαν χωρίς να ξέρουν το νόμο του Θεού, θα καταδικαστούν όχι με κριτήριο το νόμο. Κι από την άλλη, όσοι αμάρτησαν γνωρίζοντας το νόμο, θα δικαστούν με κριτήριο το νόμο. Γιατί στο θεϊκό δικαστήριο δεν δικαιώνονται όσοι άκουσαν απλώς το νόμο αλλά μόνο όσοι τήρησαν το νόμο. Όσο για τα άλλα έθνη, που δε γνωρίζουν το νόμο, πολλές φορές κάνουν από μόνοι τους αυτό που απαιτεί ο νόμος. Αυτό δείχνει πως, αν και δεν τους δόθηκε ο νόμος, μέσα τους υπάρχει νόμος. Η διαγωγή τους φανερώνει πως οι εντολές του νόμου είναι γραμμένες στις καρδιές τους· και σ’ αυτό συμφωνεί και η συνείδησή τους, που η φωνή της τους τύπτει ή τους επαινεί, ανάλογα με τη διαγωγή τους. Όλα αυτά θα γίνουν την ημέρα που ο Θεός θα κρίνει δια του Ιησού Χριστού τις κρυφές σκέψεις των ανθρώπων, όπως λέει το ευαγγέλιό μου. Εσύ όμως έχεις το τιμημένο όνομα του Ιουδαίου, στηρίζεσαι στο νόμο και καυχιέσαι για τη σχέση σου με το Θεό. Ξέρεις ακόμα το θέλημα του Θεού, κι ο νόμος σε καθοδηγεί να διαλέγεις το καλό. Πιστεύεις πως είσαι οδηγός των πνευματικά τυφλών, φως για όσους βρίσκονται στο σκοτάδι, παιδαγωγός για τους αμόρφωτους και δάσκαλος για τους πνευματικά ανώριμους. Κι είσαι σίγουρος για την κατάρτισή σου, αφού με το νόμο ξέρεις την αλήθεια για το Θεό και για το θέλημά του. Εσύ, λοιπόν, που κάνεις το δάσκαλο στους άλλους, δε διδάσκεις τον εαυτό σου; Εσύ που κηρύττεις να μην κλέβουμε, κλέβεις; Εσύ που λες να μη μοιχεύουμε, μοιχεύεις; Εσύ που σιχαίνεσαι τα είδωλα, αρπάζεις τους θησαυρούς των ειδωλολατρικών ναών; Εσύ που καυχιέσαι για το νόμο, ντροπιάζεις το Θεό παραβαίνοντας το νόμο; Όπως λέει η Γραφή, εξαιτίας σας διασύρεται το όνομα του Θεού από τους ειδωλολάτρες. Και η περιτομή σε ωφελεί μόνο αν ακολουθείς το νόμο. Αν όμως παραβαίνεις το νόμο, η περιτομή σου είναι σαν να μην έχει γίνει. Αντίστροφα, αν ένας απερίτμητος ζει σύμφωνα με τις εντολές του νόμου, η ακροβυστία του δεν είναι στα μάτια του Θεού περιτομή; Ο απερίτμητος που τηρεί το νόμο θα σε κρίνει, εσένα που παραβαίνεις το νόμο ενώ τον έχεις παραλάβει γραμμένον κι έχεις και την περιτομή. Γιατί, βέβαια, δεν είναι Ιουδαίος αυτός που έχει τα εξωτερικά γνωρίσματα, ούτε ταυτίζεται η περιτομή μ’ ένα σωματικό σημάδι. Αλλά στο λαό του Θεού ανήκει αληθινά αυτός που έχει τα εσωτερικά γνωρίσματα· αυτός που έχει περιτμηθεί όχι εξωτερικά, σύμφωνα με το γράμμα του νόμου, αλλά στην καρδιά του, από το Άγιο Πνεύμα. Αυτός είναι αληθινός Ιουδαίος, και η αναγνώρισή του προέρχεται από το Θεό κι όχι από τους ανθρώπους. Τι παραπάνω έχει, λοιπόν, ο Ιουδαίος, και σε τι ωφελεί η περιτομή; Πολύ ωφελεί, και μάλιστα από πολλές απόψεις. Πρώτα πρώτα, ο Θεός εμπιστεύτηκε στους Ιουδαίους τις επαγγελίες του. Τι κι αν ορισμένοι Ιουδαίοι δεν έμειναν πιστοί στο Θεό; Μήπως η απιστία τους θα κάνει το Θεό ν’ αθετήσει το λόγο του; Όχι, βέβαια! Αντίθετα, ο Θεός κρατάει το λόγο του, ακόμη κι αν όλοι οι άνθρωποι τον αθετήσουν, όπως το λέει και η Γραφή: Θα δικαιωθείς για όσα έχεις πει και θα νικήσεις κάθε επικριτή σου. Αν όμως η δική μας αδικία κάνει να φανερωθεί η δικαιοσύνη του Θεού, τότε τι να πούμε; Μιλώντας με ανθρώπινα κριτήρια, να ισχυριστούμε πως είναι άδικος ο Θεός όταν τιμωρεί; Όχι βέβαια! Γιατί, πώς αλλιώς θα κρίνει ο Θεός τον κόσμο; Μα, θα πει κάποιος, αφού το δικό μου ψέμα κάνει φανερή την πιστότητα του Θεού κι έτσι κάνει μεγαλύτερη τη δόξα του, τότε γιατί εγώ καταδικάζομαι ως αμαρτωλός; Μήπως –όπως μας συκοφαντούν μερικοί, και ισχυρίζονται πως το λέμε κιόλας– «πρέπει να κάνουμε το κακό, για να έρθει το καλό»; Όσοι λένε παρόμοια πράγματα θα τιμωρηθούν από το Θεό, όπως το αξίζουν. Ποιο είναι, λοιπόν, το συμπέρασμα; Υπερέχουμε εμείς οι Ιουδαίοι; Καθόλου! Τώρα μόλις κατηγορήσαμε τόσο τους Ιουδαίους όσο και τους εθνικούς πως βρίσκονται κάτω από το ζυγό της αμαρτίας. Το λέει και η Γραφή: Δεν υπάρχει δίκαιος άνθρωπος, ούτε ένας. Δεν υπάρχει κανένας με σύνεση. Δεν υπάρχει κανένας που να αναζητεί το Θεό. Όλοι απομακρύνθηκαν από το Θεό, όλοι εξαχρειώθηκαν. Κανένας, μα κανένας δεν κάνει το καλό. Το λαρύγγι τους είναι σαν τάφος ανοιχτός, απ’ τη γλώσσα τους βγαίνει μόνο ψέμα, τα χείλη τους κρύβουν φαρμάκι οχιάς. Το στόμα τους είναι γεμάτο από πικρόχολες κατάρες. Τρέχουν γρήγορα τα πόδια τους όταν είναι για φόνο, συντρίμμια και καταστροφές αφήνουν στο διάβα τους. Κι ούτε καν ξέρουν τι θα πει ειρήνη. Ζουν χωρίς φόβο Θεού. Ξέρουμε πως όσα λέει ο νόμος ισχύουν για όσους ζουν κάτω από την εξουσία του νόμου. Και τα παραπάνω τα λέει για να κλείσει κάθε στόμα, και για ν’ αποδειχτεί ότι όλη η ανθρωπότητα είναι υπόδικη ενώπιον του Θεού. Γιατί, με τα έργα που επιβάλλει ο νόμος, κανένας δεν μπορεί να δικαιωθεί. Το μόνο που καταφέρνει με το νόμο είναι να συνειδητοποιήσει τη δύναμη της αμαρτίας. Τώρα όμως έγινε αυτό που είχαν προαναγγείλει ο νόμος και οι προφήτες: αποκαλύφθηκε στον κόσμο η σωτήρια επέμβαση του Θεού, χωρίς τη μεσολάβηση του νόμου. Η σωτήρια αυτή επέμβαση του Θεού απευθύνεται, δια μέσου της πίστεως στον Ιησού Χριστό, σε όλους τους ανθρώπους και ο Θεός σώζει όλους όσοι πιστεύουν, χωρίς να κάνει διάκριση Ιουδαίων και εθνικών. Γιατί όλοι έχουν αμαρτήσει και βρίσκονται μακριά από τη δόξα του Θεού. Ο Θεός όμως τους δικαιώνει χωρίς αντάλλαγμα, με τη χάρη του. Γι’ αυτό έστειλε τον Ιησού Χριστό να μας ελευθερώσει από την αμαρτία. Ο Θεός τον όρισε να γίνει, με το σταυρικό του θάνατο, ο εξιλασμός των αμαρτιών δια της πίστεως δείχνοντας την αγάπη του και συγχωρώντας τις αμαρτίες που έγιναν στο παρελθόν εξαιτίας της ανεκτικότητάς του. Έτσι ο Θεός φανερώνει την αγάπη του στον έσχατο αυτό καιρό, και δείχνει καθαρά ότι είναι και δίκαιος και δικαιώνει όποιον πιστεύει στον Ιησού. Τι έγινε λοιπόν με την καύχησή μας; Έσβησε. Σε ποιο νόμο θα μπορούσε να στηριχτεί; Στο νόμο της επιταγής των έργων; Όχι, αλλά στην αρχή της σωτηρίας δια της πίστεως. Πιστεύουμε, λοιπόν, πως ο άνθρωπος σώζεται όχι με την τήρηση των εντολών του νόμου, αλλά με την πίστη του στο Θεό. Ή μήπως ο Θεός είναι μόνο για τους Ιουδαίους; Δεν είναι και για τους εθνικούς; Και βέβαια είναι. Αφού ένας είναι ο Θεός, που σώζει τόσο τους Ιουδαίους όσο και τους άλλους ανθρώπους μόνο με την πίστη. Μήπως όμως με την πίστη καταργούμε το νόμο; Ποτέ τέτοιο πράγμα· αντίθετα, δίνουμε στο νόμο την πραγματική του θέση. Τι θα πούμε, λοιπόν, πως συνέβη με τον προπάτορά μας τον Αβραάμ; Αν ο Αβραάμ είχε βρει τη σωτηρία με τα έργα του, μπορούσε να καυχηθεί, όχι όμως απέναντι στο Θεό. Τι λέει σχετικά η Γραφή; Ο Αβραάμ πίστεψε στο Θεό, και γι’ αυτή του την πίστη ο Θεός τον αναγνώρισε δίκαιο. Στον εργάτη ο μισθός δεν δίνεται χαριστικά αλλά υποχρεωτικά. Όποιος πάλι δεν έχει έργα, αλλά πιστεύει στο Θεό, που σώζει τον ασεβή, ο Θεός τον αναγνωρίζει δίκαιο γι’ αυτή του την πίστη. Έτσι κι ο Δαβίδ μακαρίζει τον άνθρωπο που ο Θεός τον αναγνωρίζει δίκαιο χωρίς να έχει έργα: Μακάριοι αυτοί που τους συγχωρήθηκαν οι αδικίες, που τους σκεπάστηκαν οι αμαρτίες! Μακάριος ο άνθρωπος που δεν του λογαριάζει ο Κύριος την αμαρτία του! Ο μακαρισμός αυτός ισχύει μόνο για τους Ιουδαίους ή μήπως ισχύει και για τους εθνικούς; Γιατί, όπως είπαμε, ο Θεός αναγνώρισε δίκαιο τον Αβραάμ εξαιτίας της πίστεώς του. Πότε έγινε αυτό; Όταν είχε περιτμηθεί ο Αβραάμ ή πριν περιτμηθεί; Έγινε όταν δεν είχε ακόμα περιτμηθεί. Και για σημάδι ο Αβραάμ έλαβε την περιτομή, απόδειξη απτή πως η πίστη του στο Θεό τον έσωσε πριν αυτός περιτμηθεί. Έτσι έγινε πατέρας όλων όσοι πιστεύουν στο Θεό χωρίς να έχουν περιτμηθεί, ώστε ν’ αναγνωριστούν κι αυτοί δίκαιοι. Έγινε πατέρας και των περιτμημένων· παιδιά του όμως είναι όχι μόνον όσοι έχουν περιτμηθεί, αλλά και όσοι ακολουθούν το παράδειγμα της πίστης του προπάτορά μας του Αβραάμ, όταν ήταν ακόμη απερίτμητος. Ο Θεός έδωσε στον Αβραάμ την υπόσχεση πως αυτός κι οι απόγονοί του θα κληρονομούσαν τον κόσμο. Αυτή η υπόσχεση δεν δόθηκε επειδή ο Αβραάμ τηρούσε το νόμο, αλλά επειδή πίστεψε στο Θεό και ο Θεός τον δικαίωσε. Γιατί, αν η κληρονομία συνδεόταν με την τήρηση του νόμου, θα έχανε το περιεχόμενό της η πίστη του Αβραάμ και την ισχύ της η επαγγελία του Θεού. Ο νόμος έχει ως αποτέλεσμα μόνο την οργή του Θεού για τις παραβάσεις. Όπου όμως δεν υπάρχει νόμος, εκεί δεν μπορεί να γίνει λόγος ούτε για παράβαση. Γι’ αυτό, λοιπόν, η υπόσχεση συνδέθηκε με την πίστη του Αβραάμ στο Θεό, για να φανεί πως είναι δωρεά της αγάπης του Θεού. Έτσι η υπόσχεση ισχύει με βεβαιότητα για όλους τους απογόνους του Αβραάμ· όχι μόνο για όσους έχουν το νόμο, αλλά επίσης και για όσους εμπιστεύονται τον εαυτό τους στο Θεό, όπως ο Αβραάμ. Είναι, λοιπόν, πατέρας όλων μας ο Αβραάμ, ενώπιον του Θεού στον οποίο πίστεψε –του Θεού που ζωογονεί τους νεκρούς και δημιουργεί με το λόγο του τα όντα από το μηδέν– αφού, σύμφωνα με τη Γραφή, ο Θεός τού είπε σ’ έχω κάνει πατέρα πολλών λαών. Ο Αβραάμ, παρ’ όλο που δεν είχε λόγο να ελπίζει, έδειξε εμπιστοσύνη και στήριξε την ελπίδα του στο Θεό· έτσι έγινε πατέρας πολλών λαών, όπως του είπε ο Θεός: Τόσο πολλοί θα είναι οι απόγονοί σου. Σ’ αυτά τα λόγια δεν απίστησε ο Αβραάμ. Αν και ήταν τότε κάπου εκατό ετών, δε σκέφτηκε πως δεν μπορούσε πια να κάνει παιδιά, όπως εξάλλου δεν μπορούσε και η Σάρρα· δεν αμφιταλαντεύτηκε ως προς την εκπλήρωση της επαγγελίας του Θεού, αλλ’ αντίθετα, η πίστη του δυνάμωσε και δόξασε το Θεό. Ήταν τελείως βέβαιος πως ο Θεός, ο οποίος του έδωσε την επαγγελία, είχε και τη δύναμη να την εκπληρώσει. Γι’ αυτό κι ο Θεός τον αναγνώρισε δίκαιο. Αυτά τα λόγια της Γραφής, ότι δηλαδή τον αναγνώρισε δίκαιο, δεν ισχύουν μόνο για τον Αβραάμ, αλλά και για μας. Γιατί θ’ αναγνωριστούμε δίκαιοι κι εμείς που πιστεύουμε στο Θεό, ο οποίος ανέστησε τον Ιησού τον Κύριό μας από τους νεκρούς. Ο Ιησούς παραδόθηκε στο θάνατο για τις ανομίες μας και αναστήθηκε για τη σωτηρία μας. Αφού, λοιπόν, ο Θεός μάς έσωσε επειδή πιστέψαμε, οι σχέσεις μας μ’ αυτόν αποκαταστάθηκαν με τη μεσολάβηση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Αυτός μας οδήγησε με την πίστη στο χώρο αυτής της χάρης του Θεού, στην οποία είμαστε στερεωμένοι, και καυχιόμαστε για την ελπίδα της συμμετοχής μας στη δόξα του Θεού. Μα δε σταματά εκεί η καύχησή μας· καυχιόμαστε ακόμα και στις δοκιμασίες, γιατί ξέρουμε καλά πως οι δοκιμασίες οδηγούν στην υπομονή, η υπομονή στο δοκιμασμένο χαρακτήρα, κι ο δοκιμασμένος χαρακτήρας στην ελπίδα. Κι η ελπίδα τελικά δεν απογοητεύει. Μαρτυρεί γι’ αυτό η αγάπη του Θεού, με την οποία το Άγιο Πνεύμα που μας δόθηκε, γέμισε και ξεχείλισε τις καρδιές μας. Γιατί ο Χριστός, παρ’ όλο που ήμασταν ακόμη ανίκανοι να κάνουμε το καλό, πέθανε για μας, τους ασεβείς ανθρώπους, στον προκαθορισμένο καιρό. Δύσκολα θα ’δινε κανείς τη ζωή του ακόμα και για ένα δίκαιο άνθρωπο. Ίσως αποφάσιζε κανείς να πεθάνει για κάποιον καλό άνθρωπο. Ο Θεός όμως ξεπερνώντας αυτά τα όρια έδειξε την αγάπη του για μας, γιατί ενώ εμείς ζούσαμε ακόμα στην αμαρτία, ο Χριστός έδωσε τη ζωή του για μας. Τώρα, λοιπόν, αφού ο Θεός μάς απάλλαξε από την καταδίκη, με τη μεσολάβηση του σταυρικού θανάτου του Χριστού, πολύ περισσότερο ο ίδιος θα μας σώσει κι από τη μέλλουσα οργή. Παρ’ ό,τι ήμασταν εχθροί με το Θεό, μας συμφιλίωσε μαζί του ο σταυρικός θάνατος του Υιού του· πολύ περισσότερο τώρα που συμφιλιωθήκαμε, η ζωή του θα μας χαρίσει τη σωτηρία. Κι όχι μόνο συμφιλιωθήκαμε, αλλά και καυχιόμαστε για το Θεό, που μας έδωσε τώρα αυτή τη συμφιλίωση μέσω του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Μέσω ενός ανθρώπου μπήκε στον κόσμο η αμαρτία και μέσω της αμαρτίας ο θάνατος. Έτσι εξαπλώθηκε ο θάνατος σ’ όλους τους ανθρώπους, γιατί όλοι αμάρτησαν. Η αμαρτία υπήρχε στον κόσμο και πριν να δοθεί ο νόμος. Αλλά χωρίς το νόμο δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως αμαρτία η παράβαση των εντολών του. Ωστόσο, ο θάνατος κυριάρχησε σ’ όλους τους ανθρώπους, από τον Αδάμ ως το Μωυσή, ακόμα και σ’ αυτούς που δεν αμάρτησαν, όπως ο Αδάμ, ο οποίος παραβίασε μια ρητή εντολή του Θεού. Ο Αδάμ ήταν προτύπωση του μελλοντικού γενάρχη. Η χάρη όμως του Θεού, που έφερε ο Χριστός, δε συγκρίνεται με την παράβαση του Αδάμ. Γιατί εάν η παράβαση ενός ανθρώπου είχε σαν συνέπεια το θάνατο όλων, πολύ περισσότερο η χάρη που μας δώρισε ο Ιησούς Χριστός –η πλούσια δωρεά της χάρης που έφερε στον κόσμο ο ένας άνθρωπος– πλημμύρισε όλη την ανθρωπότητα. Δε συγκρίνεται η πλούσια δωρεά του Χριστού με το κακό που έκανε η αμαρτία ενός ανθρώπου. Γιατί η απόφαση για το ένα παράπτωμα ήταν καταδικαστική, ενώ η χαριστική πράξη για τα πολλά παραπτώματα οδήγησε στην αθώωση. Ήταν αρκετό, λοιπόν, το παράπτωμα ενός ανθρώπου, για να κυριαρχήσει ο θάνατος σ’ όλον τον κόσμο, εξαιτίας του ενός ανθρώπου. Το ίδιο, κι ακόμα περισσότερο, ο ένας Ιησούς Χριστός θα γίνει η αιτία να κυριαρχήσουν μέσα στην αληθινή ζωή όσοι αποδέχονται την άφθονη χάρη του Θεού και τη δωρεά της λυτρώσεως. Το συμπέρασμα είναι πως, όπως το ένα παράπτωμα έγινε αιτία καταδίκης όλων των ανθρώπων, έτσι και το σωτήριο έργο έγινε αιτία σωτηρίας και ζωής για όλους τους ανθρώπους. Κι όπως η παρακοή του ενός ανθρώπου έκανε όλη την ανθρωπότητα αμαρτωλή, έτσι και με την υπακοή του ενός θα αναγνωριστούν όλοι δίκαιοι από το Θεό. Ανάμεσα στους δύο γενάρχες μπήκε στο μεταξύ ο νόμος, για να φανούν πόσο πολλά ήταν τα ανθρώπινα παραπτώματα. Κι όπου η αμαρτία φάνηκε στο αληθινά τρομακτικό της μέγεθος, εκεί η χάρη του Θεού την υπερκάλυψε με το παραπάνω. Όπως με το όπλο του θανάτου κυριάρχησε στον κόσμο η αμαρτία, έτσι θα κυριαρχήσει και η χάρη με τη σωτηρία, που οδηγεί στην αιώνια ζωή μέσω του Ιησού Χριστού, του Κυρίου μας. Ποιο είναι το πρακτικό συμπέρασμα; Θα εξακολουθήσουμε να αμαρτάνουμε, για να περισσέψει η χάρη; Ποτέ τέτοιο πράγμα! Εμείς είμαστε πεθαμένοι για την αμαρτία. Πώς λοιπόν θα εξακολουθήσουμε να ζούμε κάτω από την εξουσία της; Ή μήπως λησμονείτε πως το βάπτισμα στο όνομα του Χριστού σημαίνει συμμετοχή στο θάνατό του; Πραγματικά, το βάπτισμά μας σημαίνει τη συμμετοχή μας στο θάνατο και στην ταφή του Χριστού. Κι όπως ο Πατέρας Θεός με τη δύναμή του ανέστησε το Χριστό από τους νεκρούς, το ίδιο κι εμείς μπορούμε να ζήσουμε μια νέα ζωή. Όπως δηλαδή ενταχθήκαμε οργανικά στο σώμα του Χριστού με μια πράξη που συμβολίζει συμμετοχή στο θάνατό του, έτσι θα συμμετάσχουμε πραγματικά και στην ανάστασή του. Ξέρουμε άλλωστε με βεβαιότητα τούτο: Ο παλιός αμαρτωλός εαυτός μας πέθανε στο σταυρό μαζί με το Χριστό. Έτσι, έπαψε να ζει ο αμαρτωλός άνθρωπος και δεν είμαστε πια υπόδουλοι στο ζυγό της αμαρτίας. Γιατί σ’ έναν που πέθανε, η αμαρτία δεν έχει πια καμιά εξουσία. Αν, λοιπόν, πεθάναμε μαζί με το Χριστό, είμαστε βέβαιοι πως θα ζήσουμε κιόλας μαζί του. Ξέρουμε άλλωστε καλά πως ο αναστημένος Χριστός δεν είναι πια υπόδουλος στο θάνατο, γιατί ο θάνατος δεν τον εξουσιάζει πια. Πέθανε αυτός για να νεκρώσει μια για πάντα την αμαρτία με το σταυρικό του θάνατο, κι η τωρινή του ζωή είναι ζωή κοντά στο Θεό. Έτσι να σκέφτεστε κι εσείς για τον εαυτό σας: Έχετε πεθάνει για την αμαρτία, κι η ζωή σας βρίσκεται πια κοντά στο Θεό χάρη στην ένωσή σας με τον Ιησού Χριστό τον Κύριό μας. Μην αφήνετε, λοιπόν, την αμαρτία να κυριαρχεί στο φθαρτό σας σώμα, και μην υπακούετε σ’ αυτήν υποκύπτοντας στις επιθυμίες αυτού του σώματος. Κι ακόμα, μην αφήνετε τίποτε από τον εαυτό σας στη διάθεση της αμαρτίας ώστε αυτή να το χρησιμοποιήσει εναντίον σας σαν όργανο για το κακό. Αντίθετα, να προσφέρετε τον εαυτό σας στο Θεό, όπως ταιριάζει σε ανθρώπους που πέθαναν κι αναστήθηκαν για μια νέα ζωή. Να κάνετε κάθε μέλος σας όπλο στα χέρια του Θεού για το καλό. Δεν μπορεί πια, λοιπόν, η αμαρτία να σας εξουσιάσει, γιατί ζείτε όχι κάτω από την κυριαρχία του νόμου, αλλά στο χώρο της χάρης του Θεού. Ποιο είναι το συμπέρασμα; Να αμαρτάνουμε, μια και δε μας εξουσιάζει ο νόμος αλλά η χάρη του Θεού; Ποτέ τέτοιο πράγμα! Δεν ξέρετε πως σ’ όποιον δείχνετε δουλική υπακοή, σ’ αυτόν και ανήκετε ολοκληρωτικά; Έτσι, ή ανήκετε στην αμαρτία, και τότε σας περιμένει ο αιώνιος θάνατος ή υπακούτε στο Θεό, και σας προσμένει η σωτηρία μαζί του. Ας ευχαριστήσουμε το Θεό! Παλιότερα υπήρξατε βέβαια δούλοι της αμαρτίας, τώρα όμως δεχτήκατε με την καρδιά σας και υποτάξατε όλο το είναι σας στην αλήθεια που διδαχτήκατε. Είστε, λοιπόν, ελεύθεροι πια από το ζυγό της αμαρτίας κι υπηρετείτε το καλό και το δίκαιο. Χρησιμοποιώ την ανθρώπινη εικόνα της δουλείας, γιατί δεν μπορείτε αλλιώτικα να με καταλάβετε. Παλιότερα είχατε υποδουλώσει όλο το είναι σας σε πάθη και πράξεις αντίθετες στο θεϊκό θέλημα, με αποτέλεσμα να ζείτε αντίθετα προς τις εντολές του Θεού. Έτσι πρέπει και τώρα να υποδουλώσετε όλο το είναι σας στο θεϊκό θέλημα, για να βρεθείτε κοντά στο Θεό. Μην ξεχνάτε πως, όσον καιρό ήσασταν υπόδουλοι στην αμαρτία, ήσασταν μακριά από το θέλημα του Θεού. Ποιο ήταν το κέρδος σας από τη διαγωγή σας εκείνη; Ντρέπεστε τώρα γι’ αυτήν, γιατί οδηγούσε τελικά στο θάνατο. Τώρα όμως είστε ελεύθεροι πια από την αμαρτία κι ανήκετε στο Θεό. Καρπός της καινούριας ζωής σας είναι η αγιοσύνη, και το τέλος της πορείας σας είναι η αιώνια ζωή. Γιατί ο μισθός που δίνει η αμαρτία είναι ο θάνατος, ενώ το δώρο που χαρίζει ο Θεός είναι η αιώνια ζωή, την οποία έφερε ο Ιησούς Χριστός, ο Κύριός μας. Επειδή έχετε γνώση του νόμου, ξέρετε καλά, αδερφοί μου, πως ο νόμος εξουσιάζει τον άνθρωπο, όσο είναι ακόμα ζωντανός. Έτσι, λόγου χάρη, η παντρεμένη γυναίκα είναι δεμένη από το νόμο με τον άντρα της, όσο αυτός ζει. Αν όμως ο άντρας πεθάνει, τότε πια δεν ισχύει η νομική δέσμευση. Όσο, λοιπόν, ζει ο άντρας της, διαπράττει μοιχεία αν πάει με άλλον άντρα. Αν όμως πεθάνει ο άντρας της, ο νόμος δεν ισχύει πια γι’ αυτήν, και δε διαπράττει μοιχεία αν παντρευτεί άλλον άντρα. Έτσι λοιπόν κι εσείς, αδερφοί μου: Πεθάνατε μαζί με το Χριστό ως προς το νόμο, για να ανήκετε σ’ έναν άλλον, αυτόν που αναστήθηκε από τους νεκρούς. Έτσι θα δοξάζουμε το Θεό με τους πνευματικούς μας καρπούς. Γιατί, όσο ζούσαμε με κριτήριο το εγώ μας, ήμασταν υποταγμένοι σε αμαρτωλά πάθη. Ο νόμος ξυπνούσε τα πάθη μας, κι έτσι όλο το είναι μας πορευόταν με τη διαγωγή μας αυτή προς το θάνατο. Τώρα όμως δεν ισχύει πια για μας ο νόμος, γιατί πεθάναμε και λυτρωθήκαμε από την εξουσία του. Και υπηρετούμε το Θεό όχι με τον παλιό τρόπο, που απαιτούσε το γράμμα του νόμου, αλλά με τον καινούριο τρόπο, όπως μας καθοδηγεί το Άγιο Πνεύμα. Πού καταλήγουμε; Πως ο νόμος είναι αμαρτία; Ποτέ τέτοιο πράγμα! Χωρίς το νόμο όμως δε θα γνώριζα τη δύναμη της αμαρτίας. Δε θα ήξερα τι είναι αμαρτωλή επιθυμία, αν ο νόμος δεν έλεγε: Μην έχεις αμαρτωλές επιθυμίες. Η αμαρτία άδραξε την ευκαιρία που της προσφέρουν οι εντολές και με γέμισε με κάθε λογής επιθυμίες. Αλλιώς, χωρίς το νόμο, η αμαρτία είναι νεκρωμένη. Υπήρξε εποχή που εγώ ζούσα χωρίς να έχω το νόμο. Μόλις όμως εμφανίστηκαν οι εντολές του νόμου, η αμαρτία ζωντάνεψε, κι εγώ πέθανα. Έτσι, οι εντολές, που έπρεπε να με οδηγήσουν στη ζωή, με οδήγησαν στο θάνατο. Κι αυτό, επειδή η αμαρτία εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία που της πρόσφεραν οι εντολές, με εξαπάτησε και με θανάτωσε μ’ αυτές. Συνεπώς ο νόμος είναι άγιος, και οι εντολές του επίσης άγιες και δίκαιες και καλές. Να δεχτούμε, λοιπόν, πως το καλό με οδήγησε στο θάνατο; Και βέβαια όχι! Η αμαρτία με οδήγησε στο θάνατο μέσω του καλού, κι έτσι φάνηκε καθαρά τι είναι η αμαρτία: Εκδηλώθηκε σε όλη της την αμαρτωλότητα χρησιμοποιώντας τη θεϊκή εντολή. Ξέρουμε, λοιπόν, καλά πως ο νόμος είναι θεϊκός, ενώ εγώ είμαι αδύναμος άνθρωπος, πουλημένος στην αμαρτία. Έτσι, δεν ξέρω ουσιαστικά τι κάνω· δεν κάνω αυτό που θα ’θελα να κάνω αλλά, αντίθετα, ό,τι θα ’θελα να αποφύγω. Κάνοντας όμως αυτό που κατά βάθος δε θέλω, αναγνωρίζω έμπρακτα πως οι εντολές του νόμου είναι σωστές. Έτσι φτάνω πια στο σημείο να μη διαπράττω εγώ ο ίδιος το κακό αλλά η αμαρτία, που έχει εγκατασταθεί μέσα μου. Η ίδια η συνείδησή μου μαρτυρεί γι’ αυτό: Δεν κατοικεί μέσα μου, δηλαδή στο είναι μου, το καλό. Απόδειξη είναι πως εγώ θέλω να κάνω το καλό, δεν βρίσκω όμως τη δύναμη να το μετατρέψω σε πράξη. Κι έτσι, δεν κάνω το καλό που θα ’θελα, αλλά υπηρετώ το κακό, που δεν το θέλω. Αν όμως κάνω αυτό που δε θέλω, τότε την πράξη μου δεν την καθορίζω πια εγώ αλλά η αμαρτία, που έχει θρονιαστεί μέσα μου. Συνεπώς, η πείρα δείχνει ότι, ενώ εγώ θέλω να κάνω το καλό, οι πράξεις μου δείχνουν πως κάνω το κακό. Εσωτερικά συμφωνώ και χαίρομαι με όσα λέει ο νόμος του Θεού. Διαπιστώνω όμως πως η πράξη μου ακολουθεί έναν άλλο νόμο, που αντιστρατεύεται το νόμο με τον οποίο συμφωνεί η συνείδησή μου: Είναι ο νόμος της αμαρτίας που κυριαρχεί στην ύπαρξή μου και με κάνει αιχμάλωτό της. Τι δυστυχισμένος, αληθινά, που είμαι! Ποιος μπορεί να με λυτρώσει από την ύπαρξη αυτή, που έχει υποταχθεί στο θάνατο; Ας ευχαριστήσουμε το Θεό που το έκανε αυτό, με το σωτήριο έργο του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Άρα, λοιπόν, εγώ ο ίδιος, ενώ συμφωνώ θεωρητικά με το νόμο του Θεού, στην πράξη είμαι υποταγμένος στο νόμο της αμαρτίας. Συνεπώς, δεν υπάρχει τώρα πια θέμα καταδίκης γι’ αυτούς που ανήκουν στον Ιησού Χριστό και δεν ζουν σύμφωνα με τις ανθρώπινες αδυναμίες αλλ’ όπως υπαγορεύει το Πνεύμα του Θεού. Ο Ιησούς Χριστός μάς οδήγησε στο χώρο όπου κυριαρχεί το ζωοποιό Πνεύμα και μας απελευθέρωσε από την κυριαρχία της αμαρτίας και του θανάτου. Ο νόμος, όπως ξέρουμε, ήταν αδύνατο να εφαρμοστεί εξαιτίας της ανθρώπινης αδυναμίας. Γι’ αυτό ο Θεός έστειλε στον κόσμο τον Υιό του, που για να νικήσει την αμαρτία πήρε σάρκα όμοια με τη δική μας την αμαρτωλή, χωρίς να είναι αμαρτωλή. Μ’ αυτόν τον τρόπο καταδίκασε την αμαρτία εκεί ακριβώς που αυτή εκδηλώνεται. Έτσι, η απαίτηση του νόμου εκπληρώνεται πια στη ζωή μας, αφού εμείς δεν ακολουθούμε την πορεία του αμαρτωλού ανθρώπου, αλλά την πορεία του Πνεύματος. Οι αμαρτωλοί άνθρωποι διαπνέονται από τις αμαρτωλές επιθυμίες, ενώ οι αναγεννημένοι από το Πνεύμα ακολουθούν τις προσταγές του Πνεύματος. Οι επιθυμίες του αμαρτωλού ανθρώπου οδηγούν στο θάνατο. Αντίθετα, όποιος διαπνέεται από τις εντολές του Πνεύματος, οδηγείται στη ζωή και στην ειρήνη. Όποιος διακατέχεται από τις αμαρτωλές ανθρώπινες επιθυμίες, εχθρεύεται το Θεό, αφού δεν υποτάσσεται στο θεϊκό νόμο, αλλά ούτε και μπορεί να υποταχθεί. Όσοι, λοιπόν, ακολουθούν τις αμαρτωλές επιθυμίες, δεν μπορούν ν’ αρέσουν στο Θεό. Εσείς όμως δε ζείτε κάτω από την εξουσία της αμαρτίας, αλλά ακολουθείτε τις εντολές του Πνεύματος, εφόσον βέβαια το Πνεύμα του Θεού κυριαρχεί στην ύπαρξή σας. Κι αν κάποιος δεν έχει το Πνεύμα του Χριστού, αυτός δεν ανήκει στον Χριστό. Αν όμως ο Χριστός κυριαρχεί στην ύπαρξή σας, τότε εξακολουθείτε βέβαια να πεθαίνετε σωματικά εξαιτίας της αμαρτίας, αλλά το Πνεύμα σάς δίνει ζωή, επειδή ο Θεός σάς δικαίωσε. Κι αν κατοικεί στο είναι σας το Πνεύμα του Θεού που ανέστησε τον Ιησού από τους νεκρούς, αυτός που ανέστησε το Χριστό από τους νεκρούς θα δώσει και στα θνητά σας σώματα ζωή με το Πνεύμα του, που ζει μέσα σας. Συνεπώς, αδερφοί μου, είμαστε οφειλέτες, αλλά όχι προς το φυσικό άνθρωπο, που απαιτεί διαγωγή σύμφωνη με τις επιθυμίες του. Γιατί, αν ζείτε σύμφωνα με τις επιθυμίες του φυσικού ανθρώπου, σας περιμένει βέβαιος θάνατος. Αν όμως νεκρώνετε τις αμαρτωλές επιθυμίες σας με τη βοήθεια του Πνεύματος, θα ζήσετε. Πραγματικά, όσοι καθοδηγούνται από το Πνεύμα του Θεού, αυτοί είναι παιδιά του Θεού. Γιατί το Πνεύμα που σας έδωσε ο Θεός δεν εμπνέει φόβο για το Θεό ούτε κάνει τους ανθρώπους δούλους, αλλά παιδιά του Θεού. Αυτό το Πνεύμα μάς δίνει το θάρρος να λέμε το Θεό: «Αββά, Πατέρα μου!» Το ίδιο το Πνεύμα του Θεού διαβεβαιώνει το δικό μας πνεύμα πως είμαστε παιδιά του Θεού. Αφού, λοιπόν, είμαστε παιδιά, είμαστε και κληρονόμοι. Κληρονόμοι του Θεού, που θα μετάσχουμε μαζί με το Χριστό στη θεϊκή δωρεά. Εφόσον συμμεριζόμαστε τα παθήματα του Χριστού, θα μετάσχουμε μαζί του και στη δόξα του. Πιστεύω πραγματικά πως αυτά που τώρα υποφέρουμε, δεν ισοσταθμίζουν τη δόξα που μας επιφυλάσσει ο Θεός στο μέλλον. Γιατί όλη η κτίση προσμένει με λαχτάρα πότε θα φανερωθεί η δόξα των παιδιών του Θεού. Ξέρετε, βέβαια, πως η κτίση υποτάχθηκε κι αυτή στη φθορά, όχι γιατί το ήθελε αλλά γιατί έτσι θέλησε αυτός που την υπέταξε. Έχει όμως πάντοτε την ελπίδα, κι αυτή ακόμα η κτίση, πως θ’ απελευθερωθεί από την υποδούλωσή της στη φθορά, και θα μετάσχει στην ελευθερία που θ’ απολαμβάνουν τα δοξασμένα παιδιά του Θεού. Ξέρουμε καλά ότι ως τώρα όλη η κτίση στενάζει και κραυγάζει από πόνο, σαν την ετοιμόγεννη γυναίκα. Κι όχι μόνο η κτίση. Το ίδιο κάνουμε κι εμείς: Έχουμε ως αρραβώνα του νέου κόσμου το Άγιο Πνεύμα, εσωτερικά όμως στενάζουμε κι εμείς, γιατί λαχταρούμε να γίνουμε για πάντα παιδιά του Θεού και να γλιτώσει το σώμα μας από τη φθορά. Γιατί το ότι έχουμε σωθεί συνδέεται με την ελπίδα μας. Η ελπίδα όμως είναι για κάτι που δεν το βλέπουμε –γιατί, αν κάτι το βλέπει κανείς, ποιος ο λόγος να το ελπίζει; Κι αν ελπίζουμε σε κάτι που δεν το βλέπουμε, αυτό σημαίνει πως το προσμένουμε με υπομονή. Επίσης και το Πνεύμα έρχεται βοηθός στις αδυναμίες μας. Εμείς δεν ξέρουμε ούτε τι ούτε πώς να προσευχηθούμε. Το Πνεύμα όμως μεσιτεύει το ίδιο στο Θεό για μας με στεναγμούς που δεν μπορούν να εκφραστούν με λέξεις. Ο Θεός όμως, που βλέπει τα βάθη της καρδιάς, ξέρει καλά τι θέλει να πει το Πνεύμα, γιατί το Πνεύμα μεσολαβεί για τους χριστιανούς προς το Θεό και σύμφωνα με το θέλημα εκείνου. Είμαστε βέβαιοι ότι, αν αγαπά κανείς το Θεό, ο Θεός κάνει τα πάντα να συντελούν στο καλό του. Αυτό ισχύει για όσους κάλεσε ο Θεός σύμφωνα με το λυτρωτικό του σχέδιο. Τους ήξερε από πριν, και τους προόρισε να γίνουν όμοιοι με τον Υιό του, έτσι που ο Χριστός να είναι ο πρώτος ανάμεσα σ’ ένα πλήθος από αδέρφια. Κι αυτούς που προόρισε, αυτούς και κάλεσε. Κι αυτούς που κάλεσε, τους έσωσε. Κι αυτούς που έσωσε, αυτούς τους δόξασε. Τι να προσθέσουμε σ’ αυτά; Όταν είναι ο Θεός με το μέρος μας, ποιος μπορεί να είναι εναντίον μας; Ο Θεός δεν λυπήθηκε ούτε το μονογενή του Υιό, αλλά τον παρέδωσε στο θάνατο για χάρη όλων μας. Δε θα μας δωρίσει, λοιπόν, μαζί μ’ αυτόν τα πάντα; Ποιος μπορεί να κατηγορήσει αυτούς που διάλεξε ο Θεός; Κανείς, γιατί ο Θεός ο ίδιος τούς δικαιώνει. Και ποιος θα τους καταδικάσει; Κανείς, γιατί ο Χριστός πέθανε για μας. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά κι αναστήθηκε και βρίσκεται τώρα στα δεξιά του Θεού, όπου μεσολαβεί για μας. Τι, λοιπόν, μπορεί να μας χωρίσει από την αγάπη του Χριστού; Μήπως τα παθήματα, οι στενοχώριες, οι διωγμοί, η πείνα, η γύμνια, οι κίνδυνοι ή ο μαρτυρικός θάνατος; Σύμφωνα με τη Γραφή: Για σένα πεθαίνουμε όλη την ημέρα. Μας μεταχειρίζονται σαν πρόβατα που τα πάνε για σφαγή. Εμείς όμως βγαίνουμε νικητές μέσα απ’ όλες αυτές τις δυσκολίες με τη βοήθεια του Χριστού, ο οποίος μας αγάπησε. Κι είμαι πραγματικά βέβαιος πως ούτε θάνατος ούτε ζωή ούτε άγγελοι ούτε άλλες ουράνιες δυνάμεις ούτε παρόντα ούτε μέλλοντα ούτε κάτι άλλο είτε στον ουρανό είτε στον άδη ούτε κανένα άλλο δημιούργημα θα μπορέσουν ποτέ να μας χωρίσουν από την αγάπη του Θεού για μας, όπως αυτή φανερώθηκε στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού του Κυρίου μας. Λέω την αλήθεια –μάρτυράς μου ο Χριστός– δε λέω ψέματα. Η συνείδησή μου, που την κατευθύνει το Άγιο Πνεύμα, μαρτυρεί κι αυτή πως λέω την αλήθεια. Λυπούμαι πάρα πολύ, και μια θλίψη βαραίνει αδιάκοπα την καρδιά μου. Φτάνω στο σημείο να εύχομαι να χωριζόμουν εγώ από το Χριστό, αρκεί να πήγαιναν κοντά του οι ομοεθνείς αδερφοί μου. Είναι οι απόγονοι του Ισραήλ, που ο Θεός τούς έκανε παιδιά του, τους φανέρωσε τη δόξα του, ανανέωσε επανειλημμένα τη διαθήκη του μ’ αυτούς, τους έδωσε το νόμο, τη λατρεία και τις υποσχέσεις του. Είναι απόγονοι των πατριαρχών, κι απ’ αυτούς κατάγεται ως άνθρωπος ο Χριστός, ο Θεός, που εξουσιάζει τα πάντα· ας είναι ευλογημένος στους αιώνες· αμήν. Όχι βέβαια, πως δεν εκπληρώθηκε το σχέδιο του Θεού. Γιατί δεν ταυτίζεται ο αληθινός Ισραήλ μ’ όλους όσοι κατάγονται από τον Ισραήλ. Ούτε είναι αληθινά παιδιά του Αβραάμ όλοι όσοι κατάγονται από τον Αβραάμ, γιατί ο ίδιος ο Θεός είπε στον Αβραάμ: Μόνο από τον Ισαάκ θ’ αποκτήσεις αληθινούς απογόνους. Δηλαδή δεν είναι οι σαρκικοί απόγονοι τα παιδιά που του υποσχέθηκε ο Θεός· αντίθετα, θεωρούνται αληθινοί απόγονοι του Αβραάμ τα παιδιά που γεννήθηκαν σύμφωνα με την υπόσχεση του Θεού. Και η υπόσχεση λέει κατά λέξη: Θα ξανάρθω πάλι τέτοια εποχή, και μέχρι τότε η Σάρρα θα έχει γιο. Η υπόσχεση δεν σταματάει εδώ, αλλά συνεχίζεται και στη Ρεβέκκα, που έκανε δίδυμα από έναν άντρα, τον προπάτορά μας τον Ισαάκ. Δεν είχαν γεννηθεί καλά καλά τα παιδιά, ούτε είχαν προφτάσει να κάνουν κάτι καλό ή κακό, όταν ο Θεός, για να φανεί πως το σχέδιό του εξαρτάται μόνο από την εκλογή του, πως εξαρτάται μόνο από αυτόν που καλεί κι όχι από τα έργα του ανθρώπου, είπε στη Ρεβέκκα: Ο μεγαλύτερος θα υπηρετήσει τον νεότερο. Όπως λέει η Γραφή: Αγάπησα τον Ιακώβ, μίσησα όμως τον Ησαύ. Τι μπορούμε να πούμε για όλα αυτά; Πως ο Θεός είναι άδικος; Ποτέ τέτοιο πράγμα! Άλλωστε λέει στο Μωυσή: Θα δείξω έλεος σ’ όποιον θέλω να ελεήσω και θα φανώ σπλαχνικός σ’ όποιον θέλω να σπλαχνιστώ. Όλα εξαρτώνται, λοιπόν, από το έλεος του Θεού, κι όχι από την ανθρώπινη θέληση και προσπάθεια. Στη Γραφή λέει ο Θεός στο Φαραώ: Σ’ έκανα βασιλιά, ακριβώς για να δείξω στην περίπτωσή σου τη δύναμή μου κι έτσι να γίνει ξακουστό το όνομά μου σ’ όλη τη γη. Ο Θεός, λοιπόν, ελεεί τον άνθρωπο ή σκληραίνει την καρδιά του, κατά το θέλημά του. Θα πει βέβαια κάποιος: «Τότε γιατί ακόμη μας βρίσκει σφάλματα ο Θεός; Ποιος τάχα μπορεί ν’ αντισταθεί στο θέλημά του;» Άνθρωπε, ποιος είσαι εσύ, λοιπόν, που κάνεις κριτική στο Θεό; Μπορεί να πει ένα δημιούργημα στο δημιουργό του, «γιατί μ’ έκανες έτσι;» Δεν είναι στο χέρι του αγγειοπλάστη να κάνει με τον πηλό ό,τι θέλει; Από το ίδιο υλικό φτιάχνει σκεύη πολύτιμα και σκεύη για τις πιο συνηθισμένες χρήσεις. Έτσι και ο Θεός, θέλοντας να δείξει την οργή του και να κάνει γνωστή τη δύναμή του, φέρθηκε με μεγάλη μακροθυμία σ’ αυτούς που άξιζαν την οργή του και που ήταν έτοιμοι για το χαμό τους. Σ’ άλλους πάλι θέλησε να φανεί η άπειρη δόξα του, σ’ αυτούς που το έλεός του όρισε να μετάσχουν στη δόξα του –κι αυτοί είμαστε εμείς. Μας κάλεσε όχι μόνο από τον ιουδαϊκό λαό, αλλά και από τους εθνικούς, όπως λέει και στο βιβλίο του Ωσηέ: Θα ονομάσω λαό μου αυτούς που δεν είναι λαός μου, αγαπημένους μου αυτούς που δεν είχα αγαπήσει. Και στον τόπο που τους είπα «εσείς δεν είστε λαός μου», εκεί θα τους ονομάσω γιους του αληθινού Θεού. Αλλά και ο Ησαΐας διακηρύττει για τον Ισραήλ: Κι αν ακόμα είναι τόσοι πολλοί οι απόγονοι του Ισραήλ όσοι οι κόκκοι της άμμου στη θάλασσα, θα σωθεί μόνο ένα μικρό υπόλοιπο. Γιατί ο Κύριος πραγματοποιεί το λόγο του σύντομα με δικαιοσύνη· το λόγο του σύντομα θα τον κάνει πραγματικότητα πάνω στη γη. Και πάλι ο Ησαΐας το προφήτεψε καθαρά: Αν ο παντοδύναμος Κύριος δε μας άφηνε το υπόλοιπο, θα γινόμασταν σαν τα Σόδομα, θα εξομοιωνόμασταν με τα Γόμορρα. Τι συμπέρασμα, λοιπόν, βγάζουμε απ’ όλα αυτά; Οι άλλοι λαοί, οι ειδωλολάτρες, που δε ζητούσαν να βρουν δικαίωση στο Θεό, βρήκαν τη δικαίωση, μια δικαίωση που προέρχεται από την πίστη. Αντίθετα, ο Ισραήλ, που επιδίωκε να δικαιωθεί με την τήρηση του νόμου, δε μπόρεσε να δικαιωθεί με το νόμο. Γιατί; Επειδή θέλησε να το πετύχει όχι με την πίστη στο Θεό, αλλά με τα έργα του νόμου. Έτσι, σκόνταψαν στο λίθο του προσκόμματος, όπως το είχε πει η Γραφή: Κοιτάξτε, τοποθετώ στη Σιών έναν λίθο για πρόσκομμα, μια πέτρα για πτώση. Όποιος όμως πιστεύει σ’ αυτόν, δε θα ντροπιαστεί. Αδερφοί, η σφοδρή επιθυμία της καρδιάς μου και η δέησή μου στο Θεό είναι να οδηγηθούν οι Ιουδαίοι στη σωτηρία. Μπορώ να σας βεβαιώσω πως έχουν ζήλο Θεού, αλλά χωρίς τη σωστή γνώση. Γι’ αυτό, στην πράξη αγνοούν το γεγονός πως μόνο ο Θεός μπορεί να δικαιώσει τον άνθρωπο, και προσπαθούν με κάθε τρόπο να δικαιωθούν με τα έργα τους. Το αποτέλεσμα είναι πως δεν αποδέχτηκαν τη δικαίωση που προσφέρει ο Θεός μέσω του Χριστού. Γιατί ο Χριστός είναι το τέλος του νόμου, αφού εκπληρώνει το σκοπό του, δίνοντας τη σωτηρία σ’ όποιον πιστεύει. Ο Μωυσής γράφει για τη δικαίωση που προέρχεται από το νόμο, ότι όποιος πράττει σύμφωνα με τις εντολές του νόμου, θα βρει σ’ αυτές τη ζωή. Για τη δικαίωση όμως που πηγάζει από την πίστη, λέει: « Μην αναρωτηθείς “ποιος μπορεί ν’ ανέβει στον ουρανό;” » για να κατεβάσει δηλαδή το Χριστό. «Ούτε να πεις “ποιος μπορεί να κατεβεί στον άδη;” » για ν’ ανεβάσει δηλαδή το Χριστό από τους νεκρούς. Αλλά τι λέει; Κοντά σου είναι ο λόγος, στο στόμα σου και στην καρδιά σου, και εννοεί το λόγο της πίστεως που κηρύττουμε. Αν ομολογήσεις με το στόμα σου πως ο Ιησούς είναι ο Κύριος και πιστέψεις με την καρδιά σου πως ο Θεός τον ανέστησε από τους νεκρούς, θα βρεις τη σωτηρία. Πραγματικά, όποιος πιστεύει με την καρδιά του, οδηγείται στη δικαίωση, κι όποιος ομολογεί με το στόμα, οδηγείται στη σωτηρία. Όπως λέει η Γραφή: Όποιος πιστεύει σ’ αυτόν δε θα ντροπιαστεί. Καμιά διάκριση δεν γίνεται αν είναι Ιουδαίος ή όχι, γιατί ο ίδιος είναι Κύριος για όλους, που σκορπά πλούσια τη χάρη του σ’ όλους όσοι τον επικαλούνται. Γιατί, οποιοσδήποτε επικαλεστεί το όνομα του Κυρίου θα σωθεί. Πώς όμως θα τον επικαλεστούν, αν δεν τον πιστέψουν; Και πώς θα τον πιστέψουν, αν δεν έχουν ακούσει γι’ αυτόν; Και πώς πάλι θ’ ακούσουν γι’ αυτόν, αν κάποιος δεν τους τον κηρύξει; Και πώς θα κηρύξουν σωστά, αν δεν τους αποστείλει ο Κύριος; Γι’ αυτό προφήτεψε η Γραφή: Πόσο όμορφος είναι ο ερχομός αυτών που φέρνουν τη χαρμόσυνη είδηση για την ειρήνη, τη χαρμόσυνη είδηση για τα αγαθά του Θεού! Μα το χαρμόσυνο αυτό μήνυμα δεν το δέχτηκαν όλοι. Όπως το έχει πει κιόλας ο Ησαΐας, Κύριε, ποιος πίστεψε στο κήρυγμά μας; Επομένως, για να πιστέψει κανείς χρειάζεται ν’ ακούσει το κήρυγμα και το κήρυγμα γίνεται με το λόγο του Θεού. Αναρωτιέμαι όμως, μήπως οι Ιουδαίοι δεν άκουσαν το κήρυγμα; Και βέβαια το άκουσαν! Γιατί, λέει η Γραφή: Σ’ όλη τη γη αντήχησε η φωνή τους, στα πέρατα της οικουμένης τα λόγια τους. Και πάλι αναρωτιέμαι: μήπως ο Ισραήλ δεν τα κατάλαβε; Την απάντηση τη δίνει πρώτος ο Μωυσής: Θα σας κάνω να ζηλέψετε ένα έθνος που δεν είν’ έθνος· θα σας κάνω να εξοργιστείτε μ’ ένα λαό που δεν έχει σύνεση. Κι ο Ησαΐας φτάνει στο σημείο να λέει: Με βρήκαν αυτοί που δε μ’ αναζητούσαν. Φανερώθηκα σ’ εκείνους που δε ρωτούσαν καν για μένα. Για τον Ισραήλ όμως λέει: Όλη τη μέρα άπλωνα τα χέρια μου σ’ ένα λαό ανυπάκουο, που όλο μου αντιμιλά. Έπειτα απ’ όλα αυτά αναρωτιέμαι: μήπως ο Θεός απέρριψε το λαό του; Αποκλείεται! Γιατί κι εγώ είμαι Ισραηλίτης, απόγονος του Αβραάμ, από τη φυλή Βενιαμίν. Δεν απέρριψε, λοιπόν, ο Θεός το λαό του, που από παλιά τον έχει ξεχωρίσει και αγαπήσει. Θυμηθείτε τι λέει η Γραφή για τον Ηλία. Ο Ηλίας κατηγορεί το λαό Ισραήλ στο Θεό με αυτά τα λόγια: «Κύριε, σκότωσαν τους προφήτες σου και γκρέμισαν τελείως τα θυσιαστήριά σου. Μόνο εγώ απόμεινα ολομόναχος, κι εμένα θέλουν να με σκοτώσουν». Τι του απαντάει όμως ο Θεός; Έχω κρατήσει για τον εαυτό μου ένα υπόλοιπο από εφτά χιλιάδες άντρες, που δεν προσκύνησαν το είδωλο του Βάαλ. Έτσι, λοιπόν, και στη σημερινή εποχή υπάρχει ένα υπόλοιπο που το διάλεξε η χάρη του Θεού από τον Ισραήλ. Τους διάλεξε με τη χάρη του ο Θεός, κι όχι με κριτήρια τα έργα τους, γιατί αλλιώς δε θα μπορούσαμε να μιλάμε για χάρη. Εάν τους διάλεγε με κριτήριο τα έργα τους, η χάρη δεν θα ήταν πια χάρη· αλλά ούτε και τα έργα θα ήταν πια έργα, εφόσον στα έργα ακολουθεί ανταμοιβή και όχι χάρη. Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε πως ο Ισραήλ ως σύνολο δεν κατόρθωσε αυτό που επιδίωκε, ενώ το πέτυχαν αυτοί που τους διάλεξε η χάρη του Θεού· οι υπόλοιποι έπαθαν πώρωση, όπως το προείπε η Γραφή: Έκανε ο Θεός να ναρκωθεί το πνεύμα τους, τα μάτια τους να μη βλέπουν και τ’ αυτιά τους να μην ακούν, ως τα σήμερα. Και ο Δαβίδ λέει: Την ώρα του φαγητού κάνε να πέσουν σε παγίδα και να πιαστούν, κάνε να σκοντάψουν και να τιμωρηθούν. Σκότισε τα μάτια τους, για να μη δουν την παγίδα· κάνε τους για πάντα σκλάβους. Κι αναρωτιέμαι: μήπως σκόνταψαν οι Ιουδαίοι, για να πέσουν οριστικά; Με κανέναν τρόπο! Επειδή όμως σκόνταψαν αυτοί, ήρθε στα άλλα έθνη η σωτηρία, για να κάνει τους Ιουδαίους να ζηλέψουν. Η πτώση τους έφερε πλούσια τη χάρη του Θεού στον υπόλοιπο κόσμο, και η ήττα τους πλούτισε πνευματικά τα άλλα έθνη. Σκεφτείτε, λοιπόν, τι θα γίνει όταν οι Ιουδαίοι στο σύνολό τους θα δεχτούν το Χριστό! Και τώρα απευθύνομαι σ’ εσάς, που δεν είστε Ιουδαίοι. Ως απόστολος σταλμένος στα έθνη, θεωρώ σπουδαία αυτή τη διακονία μου. Ίσως έτσι κάνω τους ομοεθνείς μου να ζηλέψουν και σώσω μερικούς απ’ αυτούς. Όταν τους παραμέρισε ο Θεός, αυτό σήμανε τη συμφιλίωση του κόσμου με το Θεό. Όταν θα τους δεχτεί ξανά κοντά του, αυτό θα είναι σαν να τους ξαναφέρνει στη ζωή. Αν είναι αφιερωμένο στο Θεό το προζύμι, τότε είναι και το ζυμάρι· κι αν ανήκει στο Θεό η ρίζα, τότε του ανήκουν και τα κλαδιά. Τώρα μερικά κλαδιά έχουν κοπεί. Στη θέση τους μπολιάστηκες εσύ, ένα κλαδί αγριελιάς, και μετέχεις στην πλούσια τροφή που δίνει η ρίζα της ήμερης ελιάς. Γι’ αυτό μην καυχιέσαι για υπεροχή απέναντι στα κομμένα κλαδιά. Δεν έχεις το δικαίωμα να καυχιέσαι, γιατί δεν κρατάς εσύ τη ρίζα, αλλά η ρίζα εσένα. Ίσως μου πεις: «Αποκόπηκαν τα κλαδιά, για να μπολιαστώ εγώ στη θέση τους». Σωστά. Τα απέκοψε η απιστία τους και τώρα εσύ έχεις πάρει τη θέση τους δια της πίστεως. Αυτό όμως δεν πρέπει να σε κάνει περήφανο, αλλά προσεκτικό. Πρόσεξε, μήπως ο Θεός, που δε λυπήθηκε τα φυσικά κλαδιά, δε λυπηθεί ούτε εσένα. Δες το έλεος αλλά και την αυστηρότητα του Θεού: Γι’ αυτούς που έπεσαν, αυστηρότητα· για σένα, έλεος –εφόσον βέβαια παραμείνεις στο έλεος, γιατί αλλιώς θ’ αποκοπείς και εσύ. Όσο για τους Ιουδαίους, αν δεν επιμείνουν στην απιστία τους, θα μπολιαστούν ξανά στο δέντρο, γιατί ο Θεός έχει τη δύναμη να τους μπολιάσει ξανά. Σκέψου τη δική σου περίπτωση: Φυσιολογικά ανήκεις σε μια αγριελιά, και σ’ έκοψε και σε μπόλιασε στην ήμερη ελιά, αντίθετα προς τη φύση. Το ίδιο και καλύτερα μπορεί ο Θεός να ξαναμπολιάσει και τους Ιουδαίους στην ήμερη ελιά, όπου φυσιολογικά ανήκουν. Για να μην έχετε ψεύτικη αυτοπεποίθηση, αδερφοί, δε θέλω να μείνετε στην άγνοια, σχετικά με το εξής μυστικό σχέδιο του Θεού: Η απιστία του Ισραήλ στο Θεό θα κρατήσει ωσότου να δεχτούν όλοι οι άλλοι λαοί τη σωτηρία. Ύστερα θα σωθεί κι ολόκληρος ο Ισραήλ, όπως το λέει και η Γραφή: Από τη Σιών θα έρθει ο ελευθερωτής, θα διώξει την ασέβεια από τους απογόνους του Ιακώβ. Αυτή θα είναι η διαθήκη που θα συνάψω μαζί τους, όταν θα εξαλείψω τις αμαρτίες τους. Η στάση των Ιουδαίων απέναντι στο ευαγγέλιο τους κάνει εχθρούς του Θεού για το δικό σας καλό. Μα η εκλογή τους από το Θεό τούς κάνει αγαπητούς εξαιτίας των προπατόρων τους. Γιατί ο Θεός δεν ανακαλεί τις δωρεές του ούτε την κλήση του. Έτσι κι εσείς, κάποτε δεν ήσασταν υπάκουοι στο Θεό, ενώ τώρα η ανυπακοή των Ιουδαίων σάς έφερε το έλεος του Θεού. Το ίδιο κι αυτοί τώρα δεν υπακούουν στο Θεό, γιατί ο Θεός ήθελε να ελεήσει εσάς· κι αυτό, για να βρουν κι αυτοί το έλεός του. Ο Θεός δηλαδή, τους άφησε όλους να πέσουν στην ανυπακοή, για να δείξει σε όλους το έλεός του. Πόσο απέραντος είναι ο πλούτος, η σοφία και η γνώση του Θεού! Πόσο ανεξερεύνητες είναι οι αποφάσεις του κι ανεξιχνίαστα τα σχέδιά του! Ποιος γνώρισε τη σκέψη του Κυρίου; Ποιος μπόρεσε να γίνει σύμβουλός του; Ή ποιος του έδωσε πρώτος κάτι και μπορεί ν’ απαιτήσει ανταπόδοση; Όλα υπάρχουν από αυτόν και μέσω αυτού, κι αυτόν έχουν σκοπό τους. Ας είναι δοξασμένος στους αιώνες! Αμήν. Ο Θεός, αδερφοί, μάς έδειξε το έλεός του. Σας παρακαλώ, λοιπόν, να του προσφέρετε όλο τον εαυτό σας θυσία ζωντανή, άγια, ευπρόσδεκτη στο Θεό. Αυτή είναι η πραγματική πνευματική σας λατρεία. Μην προσαρμόζεστε στη νοοτροπία αυτού του κόσμου, αλλά να μεταμορφώνεστε συνεχώς προς το καλό, αποκτώντας το νέο φρόνημα του πιστού. Έτσι θα μπορείτε να διακρίνετε ποιο είναι το θέλημα του Θεού, το καλό και αρεστό στο Θεό και τέλειο. Με τη χάρη του Θεού, που μου δόθηκε, ως απόστολος απευθύνομαι στον καθένα από σας και σας λέω: μη φρονείτε για τον εαυτό σας παραπάνω απ’ ό,τι πρέπει να φρονείτε, αλλά να σας διακρίνει η μετριοφροσύνη και η σύνεση. Θυμηθείτε πως στο χώρο της πίστεως ο Θεός είναι που χάρισε στον καθένα σας ό,τι έχετε. Παράδειγμα το σώμα μας: έχουμε πολλά μέλη, δεν επιτελούν όμως όλα την ίδια λειτουργία. Έτσι και το πλήθος των χριστιανών είμαστε ένα σώμα χάρη στο Χριστό, και καθένας μας αποτελεί μέλος του σώματος, που μέλη του είναι και όλοι οι άλλοι. Η χάρη του Θεού μάς έδωσε διάφορα πνευματικά χαρίσματα: Άλλος είναι προφήτης, για να κηρύττει ανάλογα με το βαθμό της πίστεώς του· άλλος έχει το χάρισμα της διακονίας, για να προσφέρει τις υπηρεσίες του. Το ίδιο να κάνει κι ο δάσκαλος του λαού του Θεού με τη διδασκαλία· κι όποιος έχει το χάρισμα να στηρίζει τους αδερφούς, να τους στηρίζει. Αλλά κι όποιος μοιράζει τα αγαθά του με τους άλλους, να το κάνει με απλότητα· ο προϊστάμενος να δείχνει ζήλο για το έργο του· όποιος μοιράζει τις ελεημοσύνες να το κάνει με καλοσύνη. Η αγάπη σας να είναι ειλικρινής. Να αποστρέφεστε το κακό και να ακολουθείτε το καλό. Να δείχνετε με στοργή την αγάπη σας για τους άλλους πιστούς. Να συναγωνίζεστε ποιος θα δείξει περισσότερη εκτίμηση στον άλλο. Μην είστε οκνηροί σ’ ό,τι πρέπει να δείχνετε ζήλο, να έχετε πνευματικό ενθουσιασμό, να υπηρετείτε τον Κύριο. Η ελπίδα να σας δίνει χαρά. Να έχετε υπομονή στις δοκιμασίες. Να επιμένετε στην προσευχή. Να βοηθάτε τους άλλους χριστιανούς, όταν βρίσκονται σε ανάγκη, και να επιδιώκετε να φιλοξενείτε τους αδερφούς. Να προσεύχεστε για το καλό των διωκτών σας, να ζητάτε την ευλογία του Θεού γι’ αυτούς κι όχι να τους καταριέστε. Να μετέχετε στη χαρά όσων χαίρονται και στη λύπη όσων λυπούνται. Να έχετε ομόνοια μεταξύ σας. Μην είστε υπερήφανοι, αλλά να συναναστρέφεστε και τους απλοϊκούς χριστιανούς. Μην έχετε την ψευδαίσθηση πως είστε σοφοί. Αν κάποιος σας κάνει κακό, μην του το ανταποδίδετε. Φροντίζετε να κάνετε το καλό σ’ όλους τους ανθρώπους. Όσο εξαρτάται από σας, να ζείτε ειρηνικά με όλους. Μην αγωνίζεστε, αγαπητοί, να πάρετε εσείς εκδίκηση, γιατί αυτό είναι δουλειά του Θεού την ώρα της κρίσεως. Όπως λέει η Γραφή: Δική μου είναι η εκδίκηση, εγώ θα τους το ξεπληρώσω, λέει ο Κύριος. Αν λοιπόν πεινάει ο εχθρός σου, δώσ’ του να φάει· αν διψάει, δώσ’ του να πιει· μ’ αυτή την τακτική θα τον κάνεις να αισθανθεί τύψεις και ντροπή. Μην αφήνεις να σε νικήσει το κακό, αλλά να νικάς το κακό με το αγαθό. Κάθε άνθρωπος οφείλει να υποτάσσεται στις ανώτερες εξουσίες, γιατί δεν υπάρχουν εξουσίες παρά από το Θεό· κι αυτές οι εξουσίες που υπάρχουν έχουν τεθεί από το Θεό. Έτσι, λοιπόν, όποιος αντιτάσσεται στην εξουσία, αντιστέκεται στην τάξη που έβαλε ο Θεός· κι όσοι αντιστέκονται είναι οι ίδιοι υπεύθυνοι για την τιμωρία τους. Οι άρχοντες δεν προκαλούν φόβο σ’ όποιον κάνει το καλό, αλλά σ’ όποιον κάνει το κακό. Θέλεις εσύ να μη φοβάσαι την εξουσία; Κάνε το καλό, και θα σε επαινέσει η εξουσία, γιατί είναι στην υπηρεσία του Θεού για το καλό σου. Αν όμως κάνεις το κακό, να φοβάσαι, γιατί η εξουσία δεν κρατάει χωρίς λόγο το σπαθί· το Θεό υπηρετεί και γίνεται όργανο της οργής του, για να τιμωρήσει όποιον κάνει το κακό. Πρέπει, λοιπόν, να υποτάσσεστε, όχι μόνο για ν’ αποφύγετε την οργή της εξουσίας, αλλά και γιατί αυτό επιβάλλεται από τη συνείδησή σας. Γι’ αυτό να πληρώνετε τους φόρους, αφού οι άρχοντες, που φροντίζουν για την είσπραξή τους, είναι υπηρέτες του Θεού. Ν’ αποδίδετε σε όλους ό,τι τους οφείλετε: το φόρο και το δασμό σ’ όποιον οφείλετε φόρο και δασμό, το σεβασμό και την τιμή σ’ όποιον οφείλετε σεβασμό και τιμή. Μην αφήνετε κανένα χρέος σε κανένα, εκτός βέβαια από την αγάπη που την οφείλετε πάντοτε ο ένας στον άλλο. Όποιος αγαπάει τον άλλο έχει τηρήσει το σύνολο των εντολών του Θεού. Γιατί το μη μοιχεύσεις, μη φονεύσεις, μην κλέψεις, μην επιθυμήσεις, κι όλες γενικά οι εντολές συνοψίζονται στη μία ετούτη: Ν’ αγαπήσεις τον πλησίον σου σαν τον εαυτό σου. Η αγάπη σε καμιά περίπτωση δεν κάνει κακό στον άλλο· η αγάπη είναι η τέλεια εκπλήρωση των εντολών του Θεού. Όλα αυτά σας τα λέω επειδή, όπως ξέρετε, είναι κοντά το τέλος. Ήρθε η ώρα να ξυπνήσουμε από τον ύπνο. Γιατί τώρα η τελική σωτηρία βρίσκεται πιο κοντά μας παρά τότε που πιστέψαμε. Η νύχτα όπου να ’ναι φεύγει, και η μέρα κοντεύει να ’ρθεί. Γι’ αυτό ας πετάξουμε από πάνω μας τα έργα του σκότους, κι ας φορέσουμε τα όπλα του φωτός. Η διαγωγή μας ας είναι κόσμια, τέτοια που ταιριάζει στο φως. Ας πάψουν τα φαγοπότια και τα μεθύσια, η ασύδοτη κι ακόλαστη ζωή, οι φιλονικίες κι οι φθόνοι. Ντυθείτε τον Κύριό μας Ιησού Χριστό και μην αφήνετε τον αμαρτωλό εαυτό σας να σας παρασύρει στην ικανοποίηση των επιθυμιών σας. Να δέχεστε όποιον έχει ασθενική πίστη, χωρίς να επικρίνετε τις απόψεις του. Για παράδειγμα, ένας πιστεύει πως μπορεί να φάει απ’ όλα, ενώ κάποιος άλλος, που έχει ασθενική πίστη, τρώει μόνο χόρτα. Αυτός που τρώει απ’ όλα, ας μην περιφρονεί εκείνον που δεν τρώει· κι εκείνος που δεν τρώει, ας μην κατακρίνει εκείνον που τρώει, γιατί ο Θεός τον έχει δεχτεί στην εκκλησία του. Ποιος είσαι εσύ που θα κρίνεις έναν ξένο υπηρέτη; Μόνο ο Κύριός του μπορεί να κρίνει αν στέκεται ή όχι στην πίστη του, γιατί ο Θεός έχει τη δύναμη να τον στηρίξει. Άλλοι κάνουν διάκριση ανάμεσα στις μέρες, ενώ άλλοι τις θεωρούν όλες ίδιες. Ας κάνει καθένας ό,τι νομίζει σωστό. Όποιος τιμάει μια ορισμένη μέρα το κάνει για να τιμήσει τον Κύριο· κι όποιος δεν τιμάει μια ορισμένη μέρα, κι αυτός το κάνει για να τιμήσει τον Κύριο. Το ίδιο όποιος τρώει απ’ όλα, τρώει γιατί θέλει να τιμήσει τον Κύριο, αφού ευχαριστεί το Θεό όταν τρώει. Μα κι όποιος δεν τρώει απ’ όλα, για να τιμήσει τον Κύριο δεν τρώει, γι’ αυτό ευχαριστεί κι αυτός το Θεό. Κανένας μας άλλωστε δε ζει για τον εαυτό του και κανένας δεν πεθαίνει για τον εαυτό του. Γιατί όταν ζούμε, ζούμε για τον Κύριο, κι όταν πεθαίνουμε, πεθαίνουμε για χάρη του Κυρίου. Είτε, λοιπόν, ζούμε είτε πεθαίνουμε, ανήκουμε στον Κύριο. Αυτός είναι άλλωστε ο σκοπός του έργου του Χριστού: πέθανε και αναστήθηκε και ξανάζησε, για να γίνει Κύριος και νεκρών και ζωντανών. Γιατί λοιπόν εσύ, ο ασθενικός στην πίστη, κατακρίνεις τον αδερφό σου; Κι εσύ ο ισχυρός στην πίστη, γιατί περιφρονείς τον αδερφό σου; Όλοι μας θα σταθούμε μπροστά στο Χριστό, για να δώσουμε λόγο. Το λέει και η Γραφή: Εγώ ο ζωντανός Κύριος το λέω, πως όλοι θα με προσκυνήσουν κι όλοι οι λαοί θ’ αναγνωρίσουν τη δόξα του Θεού. Καθένας μας, λοιπόν, θα λογοδοτήσει στο Θεό για τον εαυτό του. Γι’ αυτό, λοιπόν, ας σταματήσουμε να κατακρίνουμε τους άλλους. Αντίθετα, κοιτάξτε να μη βάζετε πρόσκομμα ή εμπόδιο στον αδερφό. Ξέρω καλά, κι ο Κύριος Ιησούς μού δίνει τη βεβαιότητα, πως δεν υπάρχει τίποτε από μόνο του ακάθαρτο. Μόνο γι’ αυτόν που πιστεύει στην ύπαρξη ακάθαρτων τροφών, γι’ αυτόν υπάρχουν ακάθαρτες τροφές. Αν τώρα εσύ με το φαγητό σου γίνεσαι αιτία να στενοχωρηθεί κάποιος αδερφός σου χριστιανός, δε συμπεριφέρεσαι καθόλου με αγάπη· γιατί, με την επιμονή σου να δείξεις ότι δεν υπάρχουν ακάθαρτες τροφές, οδηγείς στην καταστροφή έναν αδερφό, για τον οποίο πέθανε ο Χριστός. Μη γίνεστε αφορμή να δυσφημείται αυτό που για σας είναι αγαθό. Μην ξεχνάτε πως η βασιλεία του Θεού δεν είναι φαγητά και ποτά, αλλά δικαιοσύνη, ειρήνη και χαρά, που δίνει το Άγιο Πνεύμα. Όποιος υπηρετεί μ’ αυτά το Χριστό, ενεργεί σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, κι οι άνθρωποι επιδοκιμάζουν τη διαγωγή του. Ας επιδιώκουμε λοιπόν ό,τι φέρνει την ειρήνη κι ό,τι συντελεί στην πνευματική οικοδομή του συνόλου της εκκλησίας. Ας μη γίνονται αφορμή τα φαγητά να καταστρέφεται το έργο του Θεού. Όλα είναι καθαρά, κάνουν όμως κακό στον άνθρωπο που σκανδαλίζει τους άλλους όταν τα τρώει. Το σωστό είναι να μη φας κρέας ούτε να πιεις κρασί ούτε ο,τιδήποτε άλλο γίνεται αιτία να σκοντάφτει ή να σκανδαλίζεται ή ν’ αδυνατίζει η πίστη του αδερφού σου. Εσύ έχεις ισχυρή πίστη; Έχε την, αλλά να την ξέρεις εσύ κι ο Θεός. Μακάριος εκείνος που η συνείδησή του δεν του δημιουργεί προβλήματα για την τροφή. Όποιος όμως πιστεύει στη διάκριση των τροφών, αν φάει κάτι απαγορευμένο, θα αισθανθεί ένοχος, γιατί δεν έπραξε κατά την πίστη του. Κι ό,τι δεν προέρχεται από την πίστη του είναι αμαρτία. Ας είναι δοξασμένος ο Θεός, που έχει τη δύναμη να σας ενισχύει στην πίστη με το ευαγγέλιο που κηρύττω για τον Ιησού Χριστό. Σ’ αυτό αποκαλύπτεται ένα μυστικό, που έμενε για πολλούς αιώνες κρυμμένο και φανερώθηκε τώρα. Οι προφήτες είχαν μιλήσει στη Γραφή γι’ αυτό το μυστήριο, που ο αιώνιος Θεός πρόσταξε να γνωστοποιηθεί στις μέρες μας σ’ όλα τα έθνη, για να το ακούσουν και να πιστέψουν. Ας είναι δοξασμένος στους αιώνες ο μόνος σοφός Θεός, που ο Ιησούς Χριστός μάς τον έκανε γνωστό! Αμήν. Όσοι έχουμε δυνατή πίστη οφείλουμε να ανεχόμαστε τις αδυναμίες αυτών που έχουν αδύναμη πίστη, και να μην κάνουμε ό,τι αρέσει σ’ εμάς. Η συμπεριφορά του καθενός μας να είναι αρεστή στον πλησίον, ώστε να τον βοηθάει να προκόβει στο αγαθό κι έτσι να συντελεί στην οικοδομή της εκκλησίας. Άλλωστε, κι ο Χριστός δεν έζησε για να ευαρεστήσει τον εαυτό του, αλλά, όπως λέει η Γραφή, οι ύβρεις όσων σ’ έβριζαν, Θεέ, έπεσαν πάνω μου. Να ξέρετε ότι όσα γράφτηκαν στις Γραφές, έχουν γραφτεί για να μας διδάσκουν. Έτσι, με την υπομονή και την ενθάρρυνση που δίνει η Γραφή, θα στηριχτεί η ελπίδα μας. Είθε ο Θεός, που χαρίζει την υπομονή και την ενθάρρυνση, να σας δώσει την ομόνοια σύμφωνα με το θέλημα του Ιησού Χριστού. Έτσι, όλοι μαζί με μια φωνή θα δοξάζετε το Θεό, τον Πατέρα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Να δέχεστε ο ένας τον άλλο, όπως δέχτηκε κι εσάς ο Χριστός, για να δοξάζεται ο Θεός. Κι εννοώ το εξής: Ο Ιησούς Χριστός έφτασε ως το σημείο να γίνει υπηρέτης του ιουδαϊκού λαού, για ν’ αποδειχθεί πως ο Θεός τηρεί τις υποσχέσεις του. Στο πρόσωπό του εκπληρώθηκαν οι υποσχέσεις που είχαν δοθεί στους προπάτορές μας, και χάρη σ’ αυτόν δόξασαν το Θεό για την ευσπλαχνία του και οι άλλοι λαοί. Όπως λέει η Γραφή: Γι’ αυτό θα σε υμνήσω, Κύριε, ανάμεσα στους άλλους λαούς και θα ψάλω το όνομά σου. Και σε άλλο σημείο λέει: Χαρείτε μαζί με το λαό του Θεού και οι άλλοι λαοί. Αλλού πάλι λέει: Υμνείτε τον Κύριο όλα τα έθνη δοξάστε τον όλοι οι λαοί. Κι ο Ησαΐας λέει κι αυτός: Θα έρθει ο απόγονος του Ιεσσαί, θα εμφανιστεί για να εξουσιάσει λαούς· σ’ αυτόν θα στηρίξουν τα έθνη την ελπίδα τους. Ο Θεός της ελπίδας να σας γεμίσει με κάθε λογής χαρά και ειρήνη που δίνει η πίστη, για να έχετε περίσσια ελπίδα με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος. Εγώ προσωπικά, αδερφοί μου, είμαι βέβαιος πως εσείς είστε όλο καλοσύνη, γεμάτοι από την απαραίτητη γνώση και μπορείτε να νουθετείτε ο ένας τον άλλο. Γι’ αυτό, αν σε μερικά σημεία της επιστολής τόλμησα και σας έγραψα πιο έντονα, το έκανα μόνο σαν υπενθύμιση, με το θάρρος που μου δίνει το χάρισμα που μου εμπιστεύτηκε ο Θεός, να κηρύττω τον Ιησού Χριστό στους εθνικούς. Όταν κηρύττω το ευαγγέλιο, ενεργώ ως ιερέας του Θεού, για να γίνουν όλοι αυτοί οι λαοί προσφορά ευπρόσδεκτη από το Θεό, αγιασμένη από το Άγιο Πνεύμα. Χάρη στον Ιησού Χριστό μπορώ, λοιπόν, να έχω καύχηση για το έργο του Θεού που κάνω. Άλλωστε δε θα τολμήσω να αναφέρω τίποτε παραπάνω από όσα έκανε ο Χριστός μέσω εμού, για να δεχτούν οι διάφοροι λαοί το ευαγγέλιο, με λόγια και με έργα, με μεγάλα σημεία και θαύματα, με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος. Έτσι, με την κηρυκτική δράση μου γέμισε με το ευαγγέλιο του Χριστού όλος ο χώρος από την Ιερουσαλήμ ως την Ιλλυρία. Πάντοτε όμως φιλοτιμήθηκα να κηρύξω το ευαγγέλιο εκεί όπου δεν είχε ακόμη ακουστεί το όνομα του Χριστού, γιατί δεν ήθελα να οικοδομώ πάνω σε ξένα θεμέλια, σύμφωνα με τα λόγια της Γραφής: Θα τον δουν αυτοί στους οποίους δεν τον είχαν αναγγείλει, και θα τον καταλάβουν όσοι δεν τον είχαν καν ακουστά. Αυτή η δραστηριότητα μ’ εμπόδισε πολλές φορές να έρθω σ’ εσάς. Τώρα όμως δεν έχω άλλο χώρο δραστηριότητας σ’ αυτά εδώ τα μέρη. Εδώ και πολλά χρόνια έχω την επιθυμία να έρθω σ’ εσάς, πηγαίνοντας για την Ισπανία. Ελπίζω, λοιπόν, όταν θα περάσω από τη Ρώμη, να σας δω και να με κατευοδώσετε για τη συνέχεια του ταξιδιού, αφού πρωτύτερα χορτάσω από την παρουσία σας, έστω και για λίγο. Για την ώρα έχω να κάνω ένα ταξίδι στην Ιερουσαλήμ, για να μεταφέρω τα βοηθήματα στους πιστούς. Γιατί οι πιστοί της Μακεδονίας και της Αχαΐας έκαναν με πολλή αγάπη έναν έρανο για τους φτωχούς της εκκλησίας της Ιερουσαλήμ. Έδειξαν αγάπη, η προσφορά τους όμως είναι και μια οφειλή που έχουν για τους Ιεροσολυμίτες. Όπως δηλαδή οι μη Ιουδαίοι πήραν μερίδιο από τα πνευματικά αγαθά εκείνων, οφείλουν τώρα να τους συνδράμουν με τα δικά τους υλικά αγαθά. Μόλις, λοιπόν, τελειώσω μ’ αυτή την αποστολή και παραδώσω επίσημα στην εκκλησία της Ιερουσαλήμ τον καρπό του εράνου, θα φύγω μέσω Ρώμης για την Ισπανία. Κι είμαι βέβαιος πως, όταν θα έρθω σ’ εσάς, θα έρθω μ’ όλη την ευλογία του ευαγγελίου του Χριστού. Σας παρακαλώ, αδερφοί, στο όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και στην αγάπη που δίνει το Άγιο Πνεύμα, να προσευχηθείτε κι εσείς θερμά για μένα στο Θεό. Προσευχηθείτε να με γλιτώσει από τους άπιστους Ιουδαίους, και να κάνει επίσης οι πιστοί της Ιερουσαλήμ να δεχτούν ευχαρίστως αυτή μου την προσφορά. Έτσι, αν θέλει ο Θεός, θα έρθω χαρούμενος σ’ εσάς και θα απολαύσω τη συντροφιά σας. Ο Θεός, που δίνει την ειρήνη, να είναι μαζί σας. Αμήν. Σας συστήνω την αδερφή μας τη Φοίβη, που είναι διάκονος της εκκλησίας στις Κεγχρεές. Σας παρακαλώ να τη δεχτείτε στο όνομα του Κυρίου, όπως αρμόζει σε χριστιανούς, και να της παρασταθείτε σ’ ό,τι σας έχει ανάγκη. Γιατί κι αυτή έχει βοηθήσει πολλούς, κι εμένα τον ίδιο. Χαιρετισμούς στην Πρίσκιλλα και στον Ακύλα, τους συνεργάτες μου στο έργο του Ιησού Χριστού. Διακινδύνεψαν τη ζωή τους για χάρη μου και τους ευχαριστώ, όχι μόνο εγώ, αλλά κι όλες οι εκκλησίες του μη ιουδαϊκού κόσμου. Να δώσετε χαιρετισμούς και στην εκκλησία που συναθροίζεται στο σπίτι τους. Δώστε επίσης χαιρετίσματα στον αγαπητό μου Επαίνετο, τον πρώτο που έγινε χριστιανός στην επαρχία της Αχαΐας. Χαιρετίστε μου επίσης τη Μαριάμ, που τόσο κοπίασε για μας. Να μου χαιρετήσετε ακόμη τους ομοεθνείς μου και συντρόφους μου στη φυλακή, τον Ανδρόνικο και την Ιουνία. Ο κύκλος των αποστόλων τούς έχει σε μεγάλη εκτίμηση, κι έχουν γίνει χριστιανοί πριν από μένα. Χαιρετισμούς επίσης στον Αμπλία, που μαζί του με ενώνει η αγάπη του Χριστού. Χαιρετήστε μου ακόμα τον Ουρβανό, συνεργάτη μου στο έργο του Χριστού, και τον αγαπητό μου Στάχυ. Χαιρετισμούς στον Απελλή, το δοκιμασμένο χριστιανό, και στους πιστούς από το σπιτικό του Αριστόβουλου. Να μου χαιρετήσετε τον ομοεθνή μου τον Ηρωδίωνα και τους χριστιανούς από το σπιτικό του Νάρκισσου. Χαιρετήστε μου επίσης την Τρύφαινα και την Τρυφώσα, που κοπιάζουν για το έργο του Κυρίου. Το ίδιο χαιρετήστε μου και την αγαπητή Περσίδα, που τόσα πολλά έχει προσφέρει στο έργο του Κυρίου. Χαιρετισμούς στο Ρούφο, τον εκλεκτό αυτό χριστιανό, και στη μητέρα του, που στάθηκε και δική μου μητέρα. Χαιρετισμούς στον Ασύγκριτο, στο Φλέγοντα, στον Ερμή, στον Πατρόβα, στον Ερμά και στους χριστιανούς που είναι μαζί τους. Χαιρετισμούς επίσης στο Φιλόλογο και στην Ιουλία, στο Νηρέα και στην αδερφή του, στον Ολυμπά και σ’ όλους τους χριστιανούς της συντροφιάς τους. Χαιρετήστε ο ένας τον άλλο με αδερφικό φίλημα. Σας χαιρετούν οι εκκλησίες του Χριστού. Σας παρακαλώ, αδερφοί, να προσέχετε όσους δημιουργούν διχόνοιες και σύγχυση και διδάσκουν πράγματα αντίθετα με όσα έχετε μάθει. Τέτοιους ανθρώπους να τους αποφεύγετε, γιατί δεν υπηρετούν τον Κύριό μας το Χριστό, αλλά τα συμφέροντά τους, εξαπατώντας τους αφελείς με ηθικολογίες και ψευτοευλάβειες. Όλοι έχουν να λένε για την υπακοή σας στο Θεό. Χαίρομαι, λοιπόν, για σας. Σας θέλω όμως να είστε σοφοί για το καλό κι ανυποχώρητοι στο κακό. Κι ο Θεός της ειρήνης πολύ σύντομα θα συντρίψει το σατανά και θα τον υποτάξει σ’ εσάς. Ας είναι πάντα μαζί σας η χάρη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Έχετε χαιρετισμούς από το συνεργάτη μου τον Τιμόθεο κι από τους ομοεθνείς μου Λούκιο, Ιάσονα και Σωσίπατρο. Σας στέλνω χριστιανικούς χαιρετισμούς κι εγώ ο Τέρτιος, που έγραψα την επιστολή. Σας χαιρετά κι ο Γάιος, που φιλοξενεί εμένα κι όλη την εκκλησία. Επίσης έχετε χαιρετισμούς από τον Έραστο, τον ταμία της πόλης κι από τον αδερφό Κούαρτο. Η χάρη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού ας είναι με όλους σας. Αμήν. Ο Παύλος, που ο Θεός θέλησε να τον καλέσει ως απόστολο του Ιησού Χριστού, και ο αδερφός Σωσθένης. Προς τους πιστούς της εκκλησίας του Θεού στην Κόρινθο, που ο Ιησούς Χριστός τους ξεχώρισε και τους κάλεσε να γίνουν άγιοι, καθώς και σε όλους εκείνους που, σε κάθε τόπο, αναγνωρίζουν τον Κύριό μας, τον Ιησού Χριστό, ως δικό τους και δικό μας Κύριο. Ευχόμαστε ο Θεός Πατέρας μας και ο Κύριος Ιησούς Χριστός να σας δίνουν τη χάρη και την ειρήνη. Ευχαριστώ πάντοτε το Θεό για σας, που σας έδωσε τη χάρη του δια του Ιησού Χριστού. Γιατί αυτός σας πλούτισε με όλα τα χαρίσματα, με κάθε είδους λόγο και με κάθε είδους γνώση. Αλήθεια, η μαρτυρία για το Χριστό στερεώθηκε τόσο ανάμεσά σας, ώστε να μη λείπει από σας κανένα χάρισμα, καθώς ζείτε προσδοκώντας την παρουσία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Αυτός θα σας στηρίξει και μέχρι τέλους, ώστε να παρουσιαστείτε άμεμπτοι την ημέρα της παρουσίας του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Ο Θεός, που σας κάλεσε να ζείτε σε κοινωνία με τον Υιό του, τον Ιησού Χριστό τον Κύριό μας, κρατάει τις υποσχέσεις του. Και τώρα, αδερφοί, σας ζητώ, στο όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, να είστε όλοι σύμφωνοι μεταξύ σας και να μην υπάρχουν ανάμεσά σας διαιρέσεις, αλλά να είστε ενωμένοι, με μία σκέψη και με ένα φρόνημα. Αυτό το γράφω, αδερφοί μου, γιατί με πληροφόρησαν για σας άνθρωποι της Χλόης ότι έρχεστε σε προστριβές μεταξύ σας. Θέλω να πω ότι ο καθένας σας λέει κάτι διαφορετικό. Ο ένας λέει: «Εγώ είμαι του Παύλου», ο άλλος: «Εγώ είμαι του Απολλώ», ένας άλλος: «Εγώ είμαι του Κηφά» και κάποιος άλλος: «Εγώ είμαι του Χριστού». Διαμοιράστηκε, λοιπόν, ο Χριστός; Μήπως είναι ο Παύλος που πέθανε πάνω στο σταυρό για να σας σώσει; Ή μήπως στο όνομα του Παύλου έχετε βαφτιστεί; Ευχαριστώ το Θεό που δε βάφτισα κανένα σας εκτός από τον Κρίσπο και το Γάιο. Έτσι δεν μπορεί να πει κανείς πως τον βάφτισα στο δικό μου όνομα. Ναι, βέβαια, βάφτισα και την οικογένεια του Στεφανά. Εκτός απ’ αυτούς, όμως, δε θυμάμαι να βάφτισα κανέναν άλλο. Η αποστολή που μου όρισε ο Χριστός δεν ήταν να βαφτίζω, αλλά να κηρύττω το ευαγγέλιο, χωρίς σοφά και περίτεχνα λόγια, ώστε ο θάνατος του Ιησού Χριστού στο σταυρό να μη χάσει το περιεχόμενό του. Το κήρυγμα για το σταυρικό θάνατο του Χριστού είναι μωρία γι’ αυτούς που πάνε προς το χαμό τους· για μας όμως που είμαστε στο δρόμο της σωτηρίας είναι η δύναμη του Θεού. Ο Θεός διακηρύττει στη Γραφή: Θα αφανίσω τη σοφία των σοφών, και των έξυπνων την εξυπνάδα θα την καταπατήσω. Πού, λοιπόν, να βρεθεί σοφός; πού να βρεθεί έμπειρος στις Γραφές; πού να βρεθεί απολογητής αυτού εδώ του αιώνα; Ο Θεός απέδειξε πως η σοφία αυτού του κόσμου είναι μωρία. Πράγματι, επειδή οι άνθρωποι δεν μπόρεσαν με τη σοφία τους ν’ αναγνωρίσουν τον αληθινό Θεό μέσα στα δημιουργήματά του, που φανερώνουν τη σοφία του, ο Θεός ευδόκησε να σώσει με τη μωρία του κηρύγματος από τον τελικό όλεθρο εκείνους που θα πιστέψουν. Οι Ιουδαίοι ζητούν ως αποδείξεις θαύματα και οι εθνικοί φιλοσοφικές αλήθειες. Εμείς όμως κηρύττουμε το σωτήρα Χριστό, και μάλιστα σταυρωμένον –ένα κήρυγμα προσβλητικό για τους Ιουδαίους κι ανόητο για τους εθνικούς· γι’ αυτούς όμως που κάλεσε ο Θεός, Ιουδαίους και εθνικούς, ο Χριστός που κηρύττουμε είναι του Θεού η δύναμη και του Θεού η σοφία. Γιατί αυτό που μοιάζει με μωρία του Θεού είναι σοφότερο απ’ τη σοφία των ανθρώπων, κι αυτό που μοιάζει με αδυναμία του Θεού είναι πιο δυνατό από τη δύναμη των ανθρώπων. Εξάλλου, αδερφοί μου, βλέπετε ποιοι είστε εσείς που σας κάλεσε ο Θεός· δε βρίσκονται ανάμεσά σας πολλοί σοφοί με τα ανθρώπινα κριτήρια, ούτε πολλοί με πολιτική ισχύ, ούτε πολλοί με αριστοκρατική καταγωγή. Αλλά αυτούς που ο κόσμος τούς θεωρεί μωρούς, εκείνους διάλεξε ο Θεός για να ντροπιάσει τελικά τους σοφούς· κι αυτούς που ο κόσμος τούς θεωρεί ανίσχυρους, εκείνους διάλεξε ο Θεός για να ντροπιάσει τελικά τους κατά κόσμον ισχυρούς· κι αυτούς που ο κόσμος τούς θεωρεί παρακατιανούς και περιφρονημένους, εκείνους διάλεξε ο Θεός, τα μηδενικά, για να καταργήσει όσους θαρρούν πως είναι κάτι. Έτσι, κανένας δεν μπορεί να καυχηθεί για κάτι μπροστά στο Θεό. Χάρη σ’ αυτόν όμως, εσείς βρίσκεστε μέσα στην πίστη του Ιησού Χριστού, εκείνου που έγινε από το Θεό σοφία δική μας και δικαίωση και εξαγιασμός και απολύτρωση. Ώστε, καθώς λέει η Γραφή, όποιος καυχιέται, ας καυχιέται μόνο για τον Κύριο. Όταν εγώ ήρθα σ’ εσάς, αδερφοί μου, ήρθα για να σας αναγγείλω το σωτήριο σχέδιο του Θεού, χωρίς καμιά υψηλή ρητορική τέχνη ή ανθρώπινη σοφία. Γιατί σκοπός μου δεν ήταν να σας κάνω να γνωρίσετε κάτι άλλο, παρά μόνο τον Ιησού Χριστό, και μάλιστα σταυρωμένον. Έτσι κι εγώ όταν ήρθα κοντά σας ήμουν ανήμπορος, φοβισμένος και κατατρομαγμένος. Τα λόγια μου και το κήρυγμά μου δε στηρίζονταν σε ανθρώπινη σοφία, που πείθει, αλλά στην πεποίθηση που γεννούν τα χαρίσματα του Πνεύματος και οι θαυματουργικές δυνάμεις. Ώστε η πίστη σας να βασίζεται όχι σε ανθρώπινη σοφία, αλλά στη δύναμη του Θεού. Μιλάω, βέβαια, κι εγώ για σοφία στους πνευματικά ώριμους· αλλά για τη σοφία όχι αυτού εδώ του αιώνα ούτε των δυνάμεων που κυβερνούν αυτόν εδώ τον κόσμο και που βαδίζουν κιόλας προς την κατάργησή τους. Εγώ μιλάω για το σοφό σχέδιο του Θεού, που έμεινε μυστικό και κρυμμένο από τους ανθρώπους, το σχέδιο που καθόρισε ο Θεός πριν από τη δημιουργία του κόσμου αποβλέποντας στη δική μας δόξα. Αυτό καμιά από τις δυνάμεις που κυβερνούν αυτόν εδώ τον κόσμο δεν το κατάλαβε· γιατί αν το είχαν καταλάβει, δε θα σταύρωναν το χορηγό της δόξας. Αλλά, όπως λέει η Γραφή, Μάτι δεν τα είδε κι ούτε τ’ άκουσε αυτί κι ούτε που τα ’βαλε ο λογισμός του ανθρώπου, όσα ετοίμασε ο Θεός για κείνους που τον αγαπούν. Σ’ εμάς όμως τα φανέρωσε ο Θεός με το Άγιο Πνεύμα. Γιατί το Πνεύμα εξετάζει τα πάντα, ακόμη και τα πιο βαθιά κρυμμένα σχέδια του Θεού. Αλήθεια, ποιος από τους ανθρώπους ξέρει τα μυστικά τού άλλου, εκτός το πνεύμα του ίδιου του ανθρώπου που βρίσκεται μέσα του; Έτσι και τα μυστικά του Θεού κανένας δεν μπορεί να τα ξέρει εκτός από το Πνεύμα του Θεού. Κι εμείς δεν λάβαμε το πνεύμα του κόσμου, αλλά το Πνεύμα που στέλνει ο Θεός, για να μπορούμε να μάθουμε αυτά που ο ίδιος ετοίμασε για χάρη μας. Γι’ αυτά μιλάμε όχι με λόγια που διδάσκει η ανθρώπινη σοφία, αλλά με λόγια που διδάσκει το ίδιο το Πνεύμα, ερμηνεύοντας αυτά τα πνευματικά πράγματα σ’ αυτούς που έχουν το Πνεύμα. Όποιος όμως δεν έχει το Πνεύμα, δεν παραδέχεται τα δώρα που φανερώνει το Πνεύμα του Θεού, αφού για κείνον όλα αυτά είναι μωρία. Και δεν μπορεί να τα καταλάβει, γιατί αυτά τα πράγματα μόνο με τη βοήθεια του Πνεύματος κατανοούνται. Αντίθετα, ο άνθρωπος που έχει το Πνεύμα όλα τα καταλαβαίνει· αυτόν όμως κανείς από κείνους που δεν έχουν το Πνεύμα δεν είναι σε θέση να τον καταλάβει. Όπως λέει και η Γραφή, Τις σκέψεις του Κυρίου ποιος κατάλαβε για να του γίνει σύμβουλος; Εμείς όμως οι πνευματικοί έχουμε το νου και τις σκέψεις του Χριστού. Κι εγώ, αδερφοί, δεν μπόρεσα να σας μιλήσω σαν σε ανθρώπους που έχουν το Πνεύμα του Θεού· αλλά σας μίλησα σαν σε ανθρώπους που εμπιστεύονται στη δική τους σοφία και είναι νήπια στην πίστη του Χριστού. Σας έθρεψα με γάλα, όχι με στέρεη τροφή, γιατί δεν μπορούσατε ακόμα να τη δεχτείτε. Αλλά ούτε και τώρα ακόμα το μπορείτε, γιατί εξακολουθείτε να ζείτε σαν άνθρωποι αυτού εδώ του κόσμου. Αφού υπάρχουν μεταξύ σας ζηλοτυπίες, φιλονικίες και διχόνοιες, αυτό δε δείχνει ότι είστε άνθρωποι αυτού του κόσμου και ότι συμπεριφέρεστε όπως οι άλλοι άνθρωποι; Όταν ο ένας λέει: «Εγώ είμαι του Παύλου» κι ο άλλος: «Εγώ είμαι του Απολλώ» δεν είστε κι εσείς σαν τους άλλους ανθρώπους; Επιτέλους, ποιος είναι ο Παύλος; Και ποιος είναι ο Απολλώς; Είναι απλώς υπηρέτες του Θεού που σας οδήγησαν στην πίστη. Καθένας από μας κάνει το έργο που του ανέθεσε ο Κύριος. Εγώ φύτεψα, ο Απολλώς πότισε, αυτός όμως που φέρνει την αύξηση είναι ο Θεός. Ώστε ούτε αυτός που φυτεύει είναι κάτι, ούτε αυτός που ποτίζει, αλλά εκείνος που φέρνει την αύξηση, ο Θεός. Στο ίδιο επίπεδο είναι και αυτός που φυτεύει και αυτός που ποτίζει· αλλά ο καθένας θα πάρει το δικό του μισθό, ανάλογα με τον κόπο του. Γιατί εμείς είμαστε συνεργάτες στην υπηρεσία του Θεού κι εσείς το χωράφι του Θεού, το οικοδόμημα του Θεού. Σύμφωνα με το ειδικό χάρισμα που μου έδωσε ο Θεός, ως έμπειρος αρχιμάστορας, έβαλα εγώ το θεμέλιο. Άλλος τώρα χτίζει πάνω σ’ αυτό. Ο καθένας όμως ας προσέχει πώς χτίζει. Γιατί κανένας δεν μπορεί να βάλει άλλο θεμέλιο εκτός από αυτό που υπάρχει και που είναι ο Ιησούς Χριστός. Τώρα, αν κάποιοι χτίζουν πάνω σ’ αυτό το θεμέλιο με χρυσάφι ή ασήμι ή πολύτιμα πετράδια, με ξυλεία, χορτάρι ή άχυρο, η δουλειά του καθενός θα φανεί· θα τη φέρει στο φως η ημέρα της κρίσεως. Γιατί η ημέρα αυτή θα φανερωθεί με τρόπο πύρινο, και η ποιότητα του έργου καθενός θα δοκιμαστεί από τη φωτιά. Αν το έργο που έχτισε κάποιος αντέξει, αυτός θα λάβει μισθό· αν όμως το έργο του καταστραφεί από τη φωτιά, αυτός θα χάσει την αμοιβή του· ο ίδιος όμως θα σωθεί, όπως ένας που περνάει μέσα από τις φλόγες. Δεν ξέρετε πως είστε ναός του Θεού κι ότι το Πνεύμα του κατοικεί ανάμεσά σας; Αν κάποιος, λοιπόν, με τις διαιρέσεις καταστρέφει το ναό του Θεού, αυτόν θα τον αφανίσει ο Θεός. Γιατί ο ναός του Θεού είναι άγιος, κι ο ναός αυτός είστε εσείς. Κανένας, λοιπόν, ας μην ξεγελάει τον εαυτό του. Όποιος από σας νομίζει πως είναι σοφός με τα μέτρα αυτού εδώ του αιώνα, ας γίνει μωρός, για να γίνει έτσι πραγματικά σοφός. Επειδή ό,τι ο κόσμος αυτός θεωρεί σοφία, είναι μωρία στα μάτια του Θεού. Το λέει κι η Γραφή: Ο Θεός πιάνει τους σοφούς στην πανουργία τους την ίδια. Και αλλού πάλι λέει: Ξέρει ο Κύριος πως οι σκέψεις των σοφών τίποτα δεν αξίζουν. Γι’ αυτό κανείς να μην καυχιέται ότι ανήκει σε ανθρώπους. Όλα είναι δικά σας: και ο Παύλος και ο Απολλώς και ο Πέτρος· σ’ εσάς ανήκει όλος ο κόσμος, και η ζωή και ο θάνατος, και το παρόν και το μέλλον. Όλα σ’ εσάς ανήκουν· εσείς όμως ανήκετε στο Χριστό, και ο Χριστός στο Θεό. Σύμφωνα με τα παραπάνω, ο καθένας ας μας βλέπει ως υπηρέτες του Χριστού και διαχειριστές των μυστικών βουλών του Θεού. Εκείνο που απαιτεί κανείς από ένα διαχειριστή είναι να αποδειχτεί έμπιστος. Όσο για μένα, μικρή σημασία έχει αν θα μου ζητηθεί ν’ αποδώσω λογαριασμό ως διαχειριστής σ’ εσάς ή σ’ οποιοδήποτε ανθρώπινο δικαστήριο, αφού ούτε εγώ ο ίδιος δεν μπορώ να δικάσω τον εαυτό μου. Είναι αλήθεια πως η συνείδησή μου δε με ελέγχει για τίποτα, αλλά αυτό δεν αποδεικνύει πως είμαι πραγματικά αθώος. Αυτός που μπορεί να με κρίνει είναι μόνο ο Κύριος. Γι’ αυτό μη βιάζεστε να κρίνετε και να βγάζετε αποφάσεις, ωσότου έρθει ο Κύριος. Εκείνος θα ρίξει φως σε ό,τι είναι κρυμμένο στο σκοτάδι και θα φέρει στην επιφάνεια τις κρυφές προθέσεις της καρδιάς μας· και τότε ο καθένας θα λάβει από το Θεό τον έπαινο που του αξίζει. Αυτά, αδερφοί, τα είπα για μένα και για τον Απολλώ, ώστε να διδαχτείτε από το παράδειγμά μας και να μη φρονείτε παραπάνω απ’ ό,τι λέει η Γραφή, για να μη νιώθει κανείς περήφανος για τον ένα και περιφρονεί τον άλλο. Αλήθεια, ποιος σ’ έκανε εσένα ανώτερο από τους άλλους; Τι έχεις που να μην το έλαβες; Αφού, λοιπόν, το έλαβες από το Θεό, γιατί καυχιέσαι σαν να μην το είχες λάβει ποτέ ως δώρο; Εσείς όμως νιώθετε κιόλας χορτάτοι· έχετε κιόλας αποκτήσει τα προσδοκώμενα πλούτη, χωρίς εμάς τους αποστόλους· νιώθετε κιόλας σαν βασιλιάδες μέσα στο βασίλειο του Θεού! Και μακάρι να είχατε γίνει βασιλιάδες, ώστε κι εμείς να συμμεριστούμε τη βασιλική σας δόξα. Μου φαίνεται όμως πως ο Θεός σ’ εμάς τους αποστόλους έδωσε την ελεεινότερη θέση, σαν να είμαστε καταδικασμένοι να πεθάνουμε στην αρένα. Γιατί γίναμε θέαμα για τον κόσμο, για αγγέλους και γι’ ανθρώπους. Εμείς παρουσιαζόμαστε μωροί για χάρη του Χριστού, ενώ εσείς είστε σοφοί χάρη στο Χριστό· εμείς είμαστε αδύναμοι, ενώ εσείς είστε δυνατοί· εμείς είμαστε περιφρονημένοι, ενώ εσείς είστε τιμημένοι! Ως αυτήν την ώρα πεινάμε, διψάμε, γυρνάμε με κουρέλια, ξυλοδαρμένοι, από τόπο σε τόπο χωρίς σπίτι, και μοχθούμε να ζήσουμε δουλεύοντας με τα ίδια μας τα χέρια. Στους εμπαιγμούς απαντάμε με καλά λόγια, στους διωγμούς με υπομονή, στις συκοφαντίες με λόγια φιλικά. Καταντήσαμε σαν τα σκουπίδια όλου του κόσμου, ως αυτήν την ώρα θεωρούμαστε τα αποβράσματα της κοινωνίας. Δε σας τα γράφω αυτά για να σας κάνω να ντραπείτε, αλλά για να σας συμβουλέψω όπως ο πατέρας τ’ αγαπημένα του παιδιά. Γιατί κι αν ακόμα έχετε χιλιάδες δασκάλους στη ζωή σας με το Χριστό, δεν έχετε πολλούς πατέρες αλλά μόνον ένα. Στη σωτήρια οικονομία του Ιησού Χριστού, εγώ σαν πατέρας σάς γέννησα με το κήρυγμα του ευαγγελίου. Σας ζητώ λοιπόν να μου μοιάσετε. Για το σκοπό αυτό σας έστειλα τον Τιμόθεο, που είναι στο έργο του Κυρίου, τέκνο μου έμπιστο κι αγαπημένο. Αυτός θα σας θυμίσει τις αρχές που με κατευθύνουν στο έργο του Χριστού, αρχές που τις διδάσκω παντού σ’ όλες τις εκκλησίες. Μερικοί από σας, νομίζοντας πως δε θα ξανάρθω κοντά σας, προβάλλονται για σπουδαίοι. Αλλά εγώ θα σας έρθω πολύ σύντομα, αν είναι το θέλημα του Κυρίου, και τότε θα δω όχι τα λόγια αυτών που φουσκώνουν νομίζοντας πως είναι κάτι, αλλά τη δύναμή τους. Γιατί η βασιλεία του Θεού δε φαίνεται στα λόγια, αλλά στη δύναμη. Τι προτιμάτε; Να έρθω κοντά σας με το ραβδί στο χέρι για να βάλω τάξη ή με αγάπη και πνεύμα επιείκειας; Κυκλοφορεί η φήμη ότι παρουσιάστηκαν ανάμεσά σας περιπτώσεις πορνείας, και μάλιστα τέτοιου είδους που δεν τη συναντάει κανείς ούτε στους ειδωλολάτρες, να συζεί δηλαδή κάποιος με τη μητριά του. Κι εσείς, αντί να λυπηθείτε βαθιά, ώστε αυτός που διέπραξε κάτι τέτοιο να απομακρυνθεί από την εκκλησία, είστε περήφανοι για τον εαυτό σας! Εγώ πάντως, απών σωματικά, παρών όμως πνευματικά και με την εξουσία που δίνει ο Κύριός μας Ιησούς, έχω ήδη καταδικάσει σαν να ήμουν παρών αυτόν που διέπραξε μια τέτοια ασχήμια. Αφού, λοιπόν, συγκεντρωθεί η εκκλησία, στην οποία θα μετέχω και εγώ πνευματικά, με τη δύναμη του Κυρίου μας Ιησού, να παραδοθεί ο άνθρωπος αυτός στο σατανά για το σωματικό του αφανισμό, έτσι ώστε να σωθεί το πνεύμα του την ημέρα του Κυρίου. Δεν είναι καλό να καυχιέστε για τον εαυτό σας. Δεν ξέρετε ότι λίγο προζύμι φουσκώνει όλο το ζυμάρι; Βγάλτε, λοιπόν, από ανάμεσά σας το παλιό προζύμι για να γίνετε καινούριο ζυμάρι –αφού πραγματικά είστε χωρίς το προζύμι της αμαρτίας. Γιατί η δική μας γιορτή του Πάσχα συνίσταται στο γεγονός ότι θυσιάστηκε για χάρη μας ο Χριστός. Ας γιορτάζουμε, λοιπόν, το Πάσχα όχι με ψωμί που περιέχει την παλιά ζύμη, τη ζύμη της αμαρτίας και της πονηρίας, αλλά με το άζυμο ψωμί της καθαρότητας και της αλήθειας. Σας έγραψα σε προηγούμενη επιστολή να μη συναναστρέφεστε ανθρώπους που έχουν ανήθικη διαγωγή. Βέβαια, δεν εννοούσα όλους γενικά τους έξω από την εκκλησία σας ανήθικους αυτού του κόσμου ή τους πλεονέκτες ή τους κλέφτες ή τους ειδωλολάτρες· γιατί τότε θα έπρεπε να εγκαταλείψετε τον κόσμο! Μ’ αυτό, λοιπόν, που σας έγραψα, εννοούσα να μη συναναστρέφεστε κάποιον που, ενώ ονομάζεται χριστιανός, είναι ανήθικος ή πλεονέκτης ή ειδωλολάτρης ή υβριστής ή μέθυσος ή άρπαγας. Με τέτοιου είδους άνθρωπο πρέπει να αποφεύγετε ακόμα και το κοινό φαγητό. Όταν κάποιος έχει μια διαφορά μ’ έναν άλλο χριστιανό, πώς τολμάει να καταφεύγει στην κρίση των άδικων ειδωλολατρών δικαστών και όχι στην κρίση των μελών της εκκλησίας; Δεν ξέρετε ότι αυτοί που αποτελούν το λαό του Θεού θα κρίνουν τελικά τον κόσμο; Κι αφού από σας θα γίνει η τελική κρίση του κόσμου, είστε ανίκανοι να κρίνετε μικροδιαφορές μεταξύ σας; Δεν ξέρετε ότι εμείς θα κρίνουμε ακόμα και αγγελικά πνεύματα; Και να μην μπορούμε να κρίνουμε ζητήματα της καθημερινής ζωής; Όταν λοιπόν έχετε να κρίνετε τέτοια ζητήματα, να ορίζετε δικαστές μέσα από την εκκλησία έστω και τους πιο περιφρονημένους. Αυτό σας το λέω για να ντραπείτε! Εκεί φτάσατε, να μη βρίσκεται ένας άνθρωπος γνωστικός ανάμεσά σας που να μπορέσει να λύσει μια διαφορά ανάμεσα σε αδερφούς, αλλά χριστιανός σέρνει χριστιανό στα δικαστήρια, και μάλιστα σε δικαστήρια απίστων; Και μόνο το γεγονός ότι έχετε δίκες μεταξύ σας αποτελεί ήδη πλήρη αποτυχία σας. Γιατί δεν προτιμάτε να είστε οι αδικημένοι; Γιατί δεν προτιμάτε να ζημιώνεστε; Αντίθετα, εσείς αδικείτε και ζημιώνετε άλλους, και μάλιστα αδερφούς; Ή μήπως δεν ξέρετε ότι άνθρωποι άδικοι δε θα έχουν θέση στη βασιλεία του Θεού; Μην έχετε αυταπάτες· στη βασιλεία του Θεού δε θα έχουν θέση ούτε πόρνοι ούτε ειδωλολάτρες ούτε μοιχοί ούτε θηλυπρεπείς ούτε αρσενοκοίτες ούτε πλεονέκτες ούτε κλέφτες ούτε μέθυσοι ούτε υβριστές ούτε άρπαγες. Και τέτοιοι ήσασταν κάποτε μερικοί· αλλά με τη δύναμη του Κυρίου μας Ιησού και με την ενέργεια του Πνεύματος του Θεού καθαριστήκατε από την αμαρτία, γίνατε λαός του Θεού και σωθήκατε από την επερχόμενη οργή του Θεού. Μερικοί μεταξύ σας λένε: «Όλα μού επιτρέπονται». Σωστά· όλα όμως δεν είναι προς το συμφέρον. Όλα μού επιτρέπονται, εγώ όμως δε θα αφήσω τίποτε να με κυριέψει. Λένε επίσης: «Οι τροφές προορίζονται για την κοιλιά και η κοιλιά είναι καμωμένη για τις τροφές»· ο Θεός όμως θα τα αχρηστέψει και το ένα και το άλλο. Το σώμα δεν έγινε για να πορνεύουμε, αλλά για να δοξάζουμε τον Κύριο, και ο Κύριος θα δοξάσει το σώμα. Και ο Θεός που ανέστησε τον Κύριο, με τη δύναμή του θα αναστήσει κι εμάς. Δεν ξέρετε ότι τα σώματά σας είναι μέλη του σώματος του Χριστού; Μπορώ, λοιπόν, να πάρω κάτι που είναι μέλος του σώματος του Χριστού και να το κάνω μέλος του σώματος μιας πόρνης; Ποτέ τέτοιο πράγμα! Ή μήπως δεν ξέρετε ότι αυτός που ενώνεται με μια πόρνη γίνεται ένα σώμα μαζί της; Γιατί, καθώς λέει η Γραφή, οι δύο θα γίνουν ένα σώμα. Όποιος όμως ενώνεται με τον Κύριο, γίνεται ένα πνεύμα μαζί του. Μακριά λοιπόν από την πορνεία! Κάθε άλλο αμάρτημα που μπορεί να διαπράξει κανείς βρίσκεται έξω από το σώμα του· αυτός όμως που πορνεύει βεβηλώνει το ίδιο του το σώμα. Ή μήπως δεν ξέρετε ότι το σώμα σας είναι ναός του Αγίου Πνεύματος που σας το χάρισε ο Θεός και βρίσκεται μέσα σας; Δεν ανήκετε στον εαυτό σας· σας αγόρασε ο Θεός πληρώνοντας το τίμημα. Το Θεό λοιπόν να δοξάζετε με το σώμα σας και με το πνεύμα σας, που ανήκουν σ’ εκείνον. Έρχομαι τώρα σ’ αυτά που μου γράψατε. Καλό είναι για τον άντρα να μη συνάπτει σχέσεις με γυναίκα. Αλλά για ν’ αποφεύγεται η πορνεία, κάθε άντρας πρέπει να έχει τη δική του γυναίκα, και κάθε γυναίκα πρέπει να έχει το δικό της άντρα. Στη γυναίκα του πρέπει ν’ αποδίδει ο άντρας το συζυγικό του χρέος· το ίδιο και η γυναίκα στον άντρα της. Η γυναίκα δεν εξουσιάζει το σώμα της η ίδια, αλλά ο άντρας της· παρόμοια και ο άντρας δεν εξουσιάζει το σώμα του ο ίδιος, αλλά η γυναίκα του. Μη στερείτε ο ένας τον άλλο, παρά μόνο πρόσκαιρα και έπειτα από κοινή συμφωνία για να αφοσιωθείτε στη νηστεία και στην προσευχή. Μετά όμως πρέπει πάλι να σμίγετε για να μην πέφτετε στους πειρασμούς του σατανά εξαιτίας της αδυναμίας σας. Αυτά που λέω δεν είναι δεσμευτικά, γιατί δε θέλω να σας επιβάλω κάτι. Φυσικά, θα προτιμούσα όλοι οι άνθρωποι να είναι όπως εγώ. Ο καθένας όμως έχει το δικό του χάρισμα από το Θεό, ο ένας έτσι, ο άλλος αλλιώς. Στους ανύπαντρους και στις χήρες, συνιστώ: Καλό γι’ αυτούς είναι να μείνουν όπως εγώ. Αν όμως δεν μπορούν να μείνουν εγκρατείς, ας παντρευτούν. Είναι καλύτερα να παντρεύεται κανείς παρά να φλέγεται από την επιθυμία. Στους εγγάμους όμως δίνω εντολή, όχι εγώ αλλά ο Κύριος: Η γυναίκα να μη χωρίζει από τον άντρα της. Κι αν χωρίσει, να μην ξαναπαντρευτεί, ή να συμφιλιωθεί με τον άντρα της. Και ο άντρας να μη διώχνει τη γυναίκα του. Για τις άλλες περιπτώσεις, να τι έχω να πω, εγώ αυτή τη φορά και όχι ο Κύριος: Αν ένας αδερφός έχει σύζυγο μη χριστιανή, και αυτή συγκατατίθεται να μένει μαζί του, να μην τη χωρίσει· κι αν μια γυναίκα έχει σύζυγο μη χριστιανό, που συγκατατίθεται να μένει μαζί της, να μην τον χωρίσει. Γιατί ο μη χριστιανός άντρας, χάρη στην ένωση με τη γυναίκα του, μπήκε στο χώρο του Θεού· και η μη χριστιανή γυναίκα μπήκε στο χώρο του Θεού χάρη στην ένωση με το χριστιανό. Αλλιώτικα, τα παιδιά σας θα ήταν ακάθαρτα, όπως τα παιδιά των ειδωλολατρών, ενώ τώρα έχουν μπει κι αυτά στο χώρο του Θεού. Σε περίπτωση όμως που ο μη χριστιανός θέλει να χωρίσει, ας χωρίσει. Σε τέτοια θέματα δε δεσμεύεται ο χριστιανός ή η χριστιανή. Ο Θεός μάς έχει καλέσει για να ζούμε ειρηνικά. Πού ξέρεις εσύ, γυναίκα; Ίσως σώσεις τον άντρα σου. Ή, πού ξέρεις εσύ, άντρα; Ίσως σώσεις τη γυναίκα σου. Πάντως, ο καθένας ας κανονίζει την πορεία του σύμφωνα με το χάρισμα που του έδωσε ο Θεός και σύμφωνα με την κατάσταση στην οποία ήταν όταν τον κάλεσε ο Κύριος. Αυτή την εντολή δίνω σε όλες τις εκκλησίες. Αν κάποιος ήταν περιτμημένος όταν δέχτηκε την κλήση του Θεού, δε χρειάζεται να εγχειριστεί για να καλύψει την περιτομή του. Αν κάποιος ήταν απερίτμητος όταν δέχτηκε την κλήση του Θεού, δε χρειάζεται να περιτμηθεί. Ούτε το να κάνει κανείς περιτομή ούτε το να μην κάνει έχει καμιά σημασία, αλλά η τήρηση των εντολών του Θεού. Ας μένει ο καθένας στην κατάσταση που ήταν, όταν δέχτηκε την κλήση του Θεού. Ήσουν δούλος όταν σε κάλεσε; Μη νοιάζεσαι γι’ αυτό. Κι αν ακόμα έχεις τη δυνατότητα να γίνεις ελεύθερος, προτίμησε μάλλον αυτό που είσαι. Γιατί, όποιος δέχτηκε την κλήση του Κυρίου όντας δούλος, απελευθερώθηκε από τον Κύριο· παρόμοια, κι αυτός που όντας ελεύθερος δέχτηκε την κλήση του Κυρίου, γίνεται δούλος του Χριστού. Έχει καταβληθεί το αντίτιμο για την απελευθέρωσή σας. Γι’ αυτό μην υποδουλώνεστε σε ανθρώπους. Αδερφοί, στη θέση που βρισκόταν ο καθένας όταν δέχτηκε την κλήση, σ’ αυτήν ας μένει ενώπιον του Θεού. Σχετικά με τους αγάμους, δεν έχω ειδική εντολή από τον Κύριο, αλλά εκφράζω τη γνώμη μου, αφού με τη χάρη του Κυρίου είμαι αξιόπιστος. Νομίζω, λοιπόν, πως για τους σημερινούς δύσκολους καιρούς είναι καλό τούτο, δηλαδή να μην αλλάζει ο άνθρωπος την κατάσταση στην οποία βρίσκεται. Είσαι παντρεμένος; Μη ζητάς διάλυση του γάμου. Είσαι ελεύθερος από γυναίκα; Μην αναζητάς σύζυγο. Αλλά κι αν παντρευτείς, δεν αμάρτησες. Κι αν η παρθένος παντρευτεί, δεν αμάρτησε. Αλλά όσοι παντρεύονται μπαίνουν σε βάσανα, κι εγώ θέλω να σας γλιτώσω απ’ αυτά. Τούτο σας λέω, αδερφοί μου: Ο καιρός που απομένει είναι πολύ λίγος, έτσι ώστε όσοι έχουν σύζυγο ας ζουν σαν να μην έχουν, όσοι περνούν θλίψεις σαν να μη θλίβονται, όσοι δοκιμάζουν χαρές σαν να μη χαίρονται, όσοι αγοράζουν σαν να μην κατέχουν τα αγορασμένα, κι όσοι ασχολούνται με τα αγαθά αυτού του κόσμου, σαν να μην ασχολούνται καθόλου μ’ αυτά· γιατί η σημερινή μορφή αυτού εδώ του κόσμου δε θα διαρκέσει πολύ. Κι εγώ θέλω να είστε ελεύθεροι από φροντίδες. Ο άγαμος φροντίζει μόνο ό,τι αφορά το έργο του Κυρίου, πώς θα αρέσει στον Κύριο· ενώ αυτός που έχει παντρευτεί φροντίζει για τα πράγματα του κόσμου, πώς θα ευχαριστήσει τη γυναίκα του. Διαφέρουν στις φροντίδες τους η παντρεμένη από την ανύπαντρη γυναίκα. Η ανύπαντρη νοιάζεται μόνο για ό,τι αφορά τον Κύριο, να του είναι αφιερωμένη ολοκληρωτικά, και με το σώμα και με το πνεύμα· ενώ η παντρεμένη νοιάζεται για κοσμικά πράγματα, πώς θα ευχαριστήσει τον άντρα της. Αυτά τα λέω για το δικό σας συμφέρον, όχι για να σας βάλω θηλιά στο λαιμό, αλλά για να κατευθύνετε τη ζωή σας χωρίς περισπασμούς προς εκείνο που ταιριάζει και είναι αρεστό στον Κύριο. Αν όμως κάποιος καταλάβει ότι θα συμπεριφερθεί άσχημα προς την παρθένο που ζει μαζί του, και έτσι σίγουρα θα συμβεί, αν έχει έντονες ορμές, ας κάνει ό,τι επιθυμεί, δεν αμαρτάνει· ας παντρευτούν. Αντίθετα, αυτός που η καρδιά του είναι αμετακίνητη, και νιώθει πως δεν έχει ανάγκη, αλλά είναι ικανός να εξουσιάζει τις επιθυμίες του, και έχει πάρει από βαθιά μέσα του την απόφαση να τηρήσει άθικτη την παρθένο που ζει μαζί του, κάνει καλά. Έτσι, και αυτός που προχωρεί σε γάμο κάνει καλά, και αυτός που δεν προχωρεί κάνει ακόμα καλύτερα. Σύμφωνα με το νόμο, μια γυναίκα είναι δεμένη με τον άντρα της ενόσω αυτός ζει· αν ο άντρας πεθάνει, είναι ελεύθερη να παντρευτεί όποιον θέλει, μόνο σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Πάντως ευτυχέστερη είναι αν μείνει έτσι, κατά τη γνώμη μου βέβαια· νομίζω, όμως, πως έχω κι εγώ Πνεύμα Θεού. Σχετικά με τα κρέατα των ειδωλολατρικών θυσιών, είναι αλήθεια πως «όλοι έχουμε τη σωστή γνώση», όπως λέτε. Αλλά αυτή η γνώση φουσκώνει τον άνθρωπο με υπεροψία απέναντι στους άλλους, ενώ η αγάπη οικοδομεί. Όταν κάποιος επικαλείται τη γνώση του, νομίζοντας πως αυτός ξέρει σωστά κάτι, δείχνει πως αυτό δεν το ’μαθε ακόμα τόσο καλά όσο πρέπει· όταν όμως κάποιος αγαπάει το Θεό, αυτόν ο Θεός τον έχει γνωρίσει και αυτός έχει τη σωστή γνώση. Σχετικά, λοιπόν, με το ζήτημα αν πρέπει να τρώμε ειδωλόθυτα, ξέρουμε ότι τα είδωλα δεν αντιπροσωπεύουν τίποτα μέσα στον κόσμο, κι ότι δεν υπάρχει άλλος Θεός παρά μόνο ένας. Γιατί κι αν πράγματι υπάρχουν δυνάμεις, είτε στον ουρανό είτε πάνω στη γη, που ονομάζονται από άλλους θεοί –και πραγματικά οι θεοί αυτοί είναι πολλοί και οι κύριοι είναι πολλοί– για μας όμως δεν υπάρχει παρά ένας Θεός, ο Πατέρας, που είναι ο δημιουργός των πάντων και ο σκοπός της υπάρξεώς μας· και ένας Κύριος, ο Ιησούς Χριστός, μέσω του οποίου δημιουργήθηκαν τα πάντα και δόθηκε σ’ εμάς η νέα ζωή. Ωστόσο δεν έχουν όλοι τη σωστή γνώση· μερικοί μάλιστα, που δεν έχουν ακόμα αποβάλει τη συνήθεια της ειδωλολατρίας, τρώνε τα ειδωλόθυτα σαν να ήταν κάτι ιερό, και η συνείδησή τους που είναι αδύνατη, τους κάνει να νιώθουν μολυσμένοι. Σωστά, δεν είναι οι τροφές που θα καθορίσουν τη θέση μας απέναντι στο Θεό· ούτε αν δε φάμε κάποια απ’ αυτές χάνουμε κάτι ούτε αν φάμε αποκτάμε κάτι παραπάνω. Προσέξτε όμως, μήπως το ελεύθερο αυτό δικαίωμά σας γίνει αιτία να σκοντάψουν και να πέσουν εκείνοι που η πίστη τους είναι αδύνατη. Πράγματι, αν κάποιος, απ’ αυτούς δει εσένα, που έχεις τη «γνώση», να κάθεσαι στο τραπέζι ενός ειδωλολατρικού ναού, η συνείδησή του, αφού αυτός είναι αδύνατος, δε θα παρασυρθεί από το παράδειγμά σου και δε θα παρακινηθεί να τρώει τα ειδωλόθυτα; Έτσι, η δική σου «γνώση» θα προκαλέσει το χαμό αυτού του αδύνατου, του αδερφού μας, για τον οποίον ο Χριστός έδωσε τη ζωή του. Αμαρτάνοντας όμως μ’ αυτό τον τρόπο απέναντι στους αδερφούς και πληγώνοντας τη συνείδησή τους που είναι αδύνατη, αμαρτάνετε απέναντι στον ίδιο το Χριστό. Γι’ αυτό, αν κάποια τροφή μπορεί να γίνεται αιτία να σκοντάφτει και να πέφτει ο αδερφός μου, εγώ δεν θα βάλω ποτέ κρέας στο στόμα μου, για να μη γίνω αιτία να πέσει ο αδερφός μου. Πάρτε παράδειγμα εμένα. Δεν είμαι απόστολος; δεν είμαι ελεύθερος; δεν είδα αναστημένο τον Ιησού, τον Κύριό μας; δεν είστε εσείς ο καρπός του κόπου μου στην υπηρεσία του Κυρίου; Κι αν ακόμα άλλοι αρνούνται να με αναγνωρίσουν ως απόστολο, για σας οπωσδήποτε είμαι· γιατί η ίδια η ύπαρξη της εκκλησίας σας είναι η απόδειξη πως είμαι απόστολος. Να πώς απολογούμαι σ’ αυτούς που αμφισβητούν και συζητούν την αυθεντία μου ως αποστόλου: Δεν έχω τάχα δικαίωμα να συντηρούμαι με δαπάνη της εκκλησίας που υπηρετώ; Μήπως δεν έχω δικαίωμα να έχω μαζί στα ταξίδια μου αδερφή χριστιανή ως σύζυγο, όπως κάνουν και οι άλλοι απόστολοι και τα αδέρφια του Κυρίου και ο Κηφάς; Ή μήπως είμαστε οι μόνοι, εγώ κι ο Βαρνάβας, που δεν έχουμε δικαίωμα συντηρήσεως, αλλά πρέπει να ζούμε με την εργασία μας; Ποιος πάει ποτέ στρατιώτης στον πόλεμο με δικά του έξοδα; ποιος φυτεύει αμπέλι και δεν τρώει από τον καρπό του; ή ποιος βόσκει πρόβατα και δεν τρώει από το γάλα του κοπαδιού; Μήπως αυτά που λέω είναι σύμφωνα μόνο με την ανθρώπινη καθημερινή πείρα; Κι ο νόμος δε λέει τα ίδια; Πράγματι, στο Μωσαϊκό νόμο είναι γραμμένο: Μη βάλεις φίμωτρο στο βόδι που αλωνίζει. Μήπως για τα βόδια νοιάζεται ο Θεός; Μήπως αυτά που λέει αναφέρονται πραγματικά σ’ εμάς; Ασφαλώς αυτά γράφτηκαν για μας. Αυτός που οργώνει κι αυτός που αλωνίζει πρέπει να κάνουν τη δουλειά τους με την ελπίδα της συμμετοχής στη συγκομιδή. Εμείς σπείραμε ανάμεσά σας πνευματικό σπόρο· σας φαίνεται πάρα πολύ αν θερίσουμε από σας τα υλικά, που είναι αναγκαία για τη συντήρησή μας; Αν άλλοι κάνουν χρήση αυτού του δικαιώματος απέναντί σας, δε θα ταίριαζε να το κάνουμε περισσότερο εμείς; Εμείς όμως δεν κάναμε χρήση του δικαιώματος αυτού, αλλά υπομένουμε κάθε στέρηση, για να μη δημιουργήσουμε κανένα εμπόδιο στη διάδοση του ευαγγελίου του Χριστού. Δεν ξέρετε ότι αυτοί που ιερουργούν στους ναούς, ζουν από τα έσοδα του ναού, και ότι αυτοί που προσφέρουν τις θυσίες παίρνουν το μερίδιό τους από τις θυσίες αυτές; Παρόμοια και ο Κύριος καθόρισε γι’ αυτούς που κηρύττουν το ευαγγέλιο, να ζουν από το κήρυγμα του ευαγγελίου. Εγώ όμως δεν έκανα χρήση κανενός από αυτά τα δικαιώματα· ούτε και γράφω αυτά τα λόγια για να γίνει το ίδιο και σ’ εμένα. Γιατί θα προτιμούσα να πεθάνω, παρά να αποδείξει κάποιος ότι το καύχημά μου είναι κούφια λόγια. Αν κηρύττω το ευαγγέλιο, αυτό δεν αποτελεί για μένα αιτία για καύχηση, αλλά μου επιβάλλεται ως ανάγκη. Αλίμονό μου αν δεν κηρύττω το ευαγγέλιο! Αν έκανα αυτό το έργο με δική μου πρωτοβουλία, θα έπαιρνα μισθό· αφού όμως δεν το κάνω με δική μου πρωτοβουλία, πρόκειται για κάτι που μου ανέθεσε ο Θεός. Ποια λοιπόν είναι η αμοιβή μου; Να κηρύττω το ευαγγέλιο δωρεάν, χωρίς να κάνω χρήση του δικαιώματός μου να συντηρούμαι από το κήρυγμα του ευαγγελίου. Είμαι ελεύθερος, χωρίς εξάρτηση από κανέναν· κι όμως έκανα τον εαυτό μου σκλάβο όλων για να κερδίσω όσο το δυνατό πιο πολλούς. Ανάμεσα στους Ιουδαίους συμπεριφέρθηκα σαν Ιουδαίος για να τους κερδίσω για το Χριστό· κι ενώ εγώ ο ίδιος δεν είμαι πια κάτω από την εξουσία του νόμου, ανάμεσα σ’ αυτούς που είναι συμπεριφέρθηκα σαν να ήμουν και εγώ, για να τους κερδίσω για το Χριστό. Παρόμοια, όταν βρισκόμουν μ’ αυτούς που αγνοούν το Μωσαϊκό νόμο, για να τους κερδίσω ζούσα κι εγώ σαν ξένος προς το νόμο, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν υπακούω στο νόμο του Θεού, αφού είμαι δεμένος με το νόμο του Χριστού. Με όσους έχουν αδύνατη πίστη, έγινα το ίδιο, για να κερδίσω τους αδύνατους στην πίστη. Για τους πάντες, έγινα τα πάντα, έτσι ώστε με κάθε τρόπο να σώσω μερικούς. Όλα αυτά τα κάνω για το ευαγγέλιο, ώστε να μπορέσω και εγώ να συμμετάσχω στα αγαθά του. Δεν ξέρετε ότι οι δρομείς στο στάδιο τρέχουν όλοι, ένας όμως παίρνει το βραβείο; Τρέχετε, λοιπόν, κι εσείς έτσι ώστε να κατακτήσετε το βραβείο. Οι αθλητές που ετοιμάζονται για τον αγώνα, υποβάλλονται σε κάθε είδους αποχή· για να λάβουν, εκείνοι ένα στεφάνι που μαραίνεται, εμείς όμως ένα αμάραντο. Εγώ, λοιπόν, έτσι τρέχω, με τα μάτια στυλωμένα στο τέρμα· έτσι πυγμαχώ, όχι σαν κάποιον που δίνει γροθιές στον αέρα. Αλλά με σκληρές ασκήσεις ταλαιπωρώ το σώμα μου και το υποδουλώνω, από φόβο μήπως, ενώ θα έχω κηρύξει στους άλλους, εγώ ο ίδιος κριθώ ακατάλληλος. Δε θέλω, αδερφοί, να σας διαφεύγει τι συνέβη στους προπάτορές μας, που ακολουθούσαν το Μωυσή. Όλοι ήταν κάτω από την προστασία της νεφέλης και όλοι πέρασαν με ασφάλεια τη θάλασσα. Όλοι, μ’ εμπιστοσύνη στο Μωυσή, πήραν το βάπτισμα της νεφέλης και της θάλασσας. Όλοι τους έφαγαν την ίδια θεόσταλτη τροφή, και όλοι τους ήπιαν το ίδιο θεόσταλτο ποτό· γιατί έπιναν νερό από το θεϊκό βράχο που τους ακολουθούσε, κι αυτός ο βράχος ήταν ο ίδιος ο Χριστός. Παρ’ όλα αυτά, οι πιο πολλοί απ’ αυτούς δεν αποδείχτηκαν ευάρεστοι στο Θεό και πέθαναν στην έρημο. Λοιπόν, αυτά τα περιστατικά έγιναν για παραδειγματισμό μας, προειδοποίηση για να μην επιθυμούμε πράγματα κακά, όπως επιθύμησαν εκείνοι· ούτε να λατρεύετε τα είδωλα, όπως μερικοί απ’ αυτούς. Καθώς λέει η Γραφή γι’ αυτούς: Ο λαός κάθισε κάτω για φαγητό και για ποτό, κι ύστερα σηκώθηκαν για τον ειδωλολατρικό χορό. Ούτε να παραδίνουμε τον εαυτό μας στην πορνεία, όπως έκαναν μερικοί απ’ αυτούς, κι έπεσαν νεκροί είκοσι τρεις χιλιάδες σε μια μέρα. Ούτε να προσπαθούμε να δοκιμάσουμε αν θα μας προστατέψει ο Χριστός, όπως έκαναν μερικοί απ’ αυτούς, και θανατώθηκαν από τα φίδια που τους δάγκωσαν. Ούτε στις ταλαιπωρίες να γογγύζετε, όπως γόγγυζαν μερικοί απ’ αυτούς, και θανατώθηκαν από τον εξολοθρευτή άγγελο. Όλα αυτά τα κακά συνέβαιναν σ’ εκείνους ως προεικονίσεις, και γράφτηκαν για να νουθετήσουν εμάς, που ζούμε σε μια εποχή κατά την οποία φτάνουν στο τέλος τους οι αιώνες και οι γενεές. Επομένως, όποιος νομίζει ότι στέκεται καλά στα πόδια του, καλύτερα ας προσέχει να μην πέσει. Οι πειρασμοί που αντιμετωπίσατε ως τώρα δεν ήταν παρά στα ανθρώπινα μέτρα σας. Κι ο Θεός, που κρατάει τις υποσχέσεις του, δε θα επιτρέψει σε κανέναν πειρασμό να ξεπεράσει τις δυνάμεις σας· αλλά, όταν έρθει ο πειρασμός, θα δώσει μαζί και τη διέξοδο, ώστε να μπορέσετε να τον αντέξετε. Γι’ αυτούς τους λόγους, αγαπητοί μου, φεύγετε μακριά από τη λατρεία των ειδώλων. Απευθύνομαι σε λογικούς ανθρώπους· κρίνετε μόνοι σας αυτό που σας λέω. Όταν πίνουμε το ποτήριο της ευχαριστίας, με το οποίο ευχαριστούμε το Θεό, δεν κοινωνούμε με το αίμα του Χριστού; Κι όταν κόβουμε και μοιράζουμε τον άρτο, τρώγοντάς τον δεν κοινωνούμε με το σώμα του Χριστού; Όπως ο άρτος είναι ένας, έτσι κι εμείς αποτελούμε ένα σώμα, αν και είμαστε πολλοί, γιατί όλοι τρώμε από τον ίδιο άρτο. Προσέξτε ποια είναι η θρησκευτική πράξη στους Ισραηλίτες: Όσοι τρώνε αυτά που προσφέρονται στις θυσίες δεν έρχονται σε κοινωνία με το Θεό του θυσιαστηρίου; Τι θέλω να πω μ’ αυτό; Ότι το κρέας που προσφέρθηκε στα είδωλα αντιπροσωπεύει κάτι; ή ότι ένα είδωλο έχει κάποια οντότητα; Όχι! Αλλά θέλω να πω πως ό,τι θυσιάζουν οι εθνικοί στα ιερά, τα προσφέρουν στα δαιμόνια και όχι στον αληθινό Θεό· και φυσικά δεν επιθυμώ για σας να έρχεστε σε κοινωνία με τα πονηρά πνεύματα. Δεν μπορείτε να πίνετε και από το ποτήριο του Κυρίου και από το ποτήριο των πονηρών πνευμάτων· δεν μπορείτε να παίρνετε μέρος στο τραπέζι του Κυρίου και στο τραπέζι των πονηρών πνευμάτων. Μήπως, όπως λέει η Γραφή, θέλουμε να προκαλέσουμε τη ζηλοτυπία του Κυρίου; Νομίζουμε πως είμαστε πιο δυνατοί απ’ αυτόν; «Όλα επιτρέπονται», λένε μερικοί. Ναι, αλλά όλα δε συντελούν στο καλύτερο. «Όλα επιτρέπονται», δεν οικοδομούν όμως όλα. Δεν πρέπει κανείς να επιδιώκει ό,τι βολεύει τον ίδιο, αλλά ό,τι βοηθάει τον άλλο. Τρώτε ό,τι πουλιέται στην αγορά των κρεάτων, χωρίς να ρωτάτε για την προέλευσή τους, ώστε να μη δημιουργείτε πρόβλημα συνειδήσεως· γιατί, σύμφωνα με τη Γραφή, στον Κύριο ανήκει η γη και καθετί πάνω σ’ αυτήν. Όταν κάποιος μη χριστιανός σάς καλεί σε γεύμα και θέλετε να πάτε, ό,τι σας παραθέτουν στο γεύμα να το τρώτε χωρίς να εξετάζετε και να δημιουργείτε πρόβλημα συνειδήσεως. Αν όμως κάποιος στο τραπέζι σάς πει: «Αυτό το κρέας προέρχεται από θυσία στα είδωλα», μην το τρώτε, για χάρη εκείνου που σας έδωσε την πληροφορία και για χάρη της συνειδήσεως· αν και στον Κύριο ανήκει η γη και καθετί πάνω σ’ αυτήν. Κι όταν μιλάω για συνείδηση, δεν εννοώ τη δική σου αλλά τη συνείδηση του άλλου. «Αλλά γιατί», θα ρωτήσει κάποιος, «η δική μου ελευθερία συμπεριφοράς πρέπει να ρυθμίζεται ανάλογα με τη συνείδηση του άλλου; Αν εγώ με τη χάρη του Θεού μπορώ να τρώω ό,τι θέλω, γιατί με κακολογούν σαν αμαρτωλό, αφού γι’ αυτό που τρώω ευχαριστώ το Θεό;» Βέβαια, είτε τρώτε είτε πίνετε είτε ο,τιδήποτε άλλο πράττετε, πρέπει όλα να τα κάνετε για τη δόξα του Θεού. Αλλά, να ζείτε έτσι που να μη σκανδαλίζονται από τη διαγωγή σας ούτε οι Ιουδαίοι ούτε οι εθνικοί ούτε η εκκλησία του Θεού. Κάνετε όπως κι εγώ: Προσπαθώ να δημιουργώ επικοινωνία με όλους σε όλα τα πράγματα, επιδιώκοντας αυτό που συμφέρει όχι εμένα αλλά τους πολλούς, ώστε τελικά να σωθούν. Μιμηθείτε εμένα, όπως κι εγώ μιμούμαι το Χριστό. Είστε αξιέπαινοι, αδερφοί, γιατί σε όλα με θυμάστε και διατηρείτε πιστά τις παραδόσεις όπως σας τις παρέδωσα. Θέλω όμως επίσης να ξέρετε ότι η κεφαλή του κάθε άντρα είναι ο Χριστός, κεφαλή της γυναίκας είναι ο άντρας και κεφαλή του Χριστού είναι ο Θεός. Οι άντρες, όταν προσεύχονται ή προφητεύουν με κάλυμμα στο κεφάλι, ντροπιάζουν το Χριστό. Και κάθε γυναίκα που προσεύχεται ή προφητεύει χωρίς κάλυμμα στο κεφάλι, ντροπιάζει τον άντρα της, γιατί δε διαφέρει σε τίποτα από τη γυναίκα που έχει το κεφάλι της ξυρισμένο. Αν μια γυναίκα δεν βάζει κάλυμμα στο κεφάλι της, τότε ας κουρευτεί κιόλας. Εφόσον όμως το κούρεμα ή το ξύρισμα της κεφαλής είναι ντροπή για τη γυναίκα, τότε ας φοράει κάλυμμα στο κεφάλι της. Ο άντρας δεν είναι υποχρεωμένος να σκεπάζει το κεφάλι του, γιατί είναι εικόνα και δόξα του Θεού, ενώ η γυναίκα είναι δόξα του άντρα. Δε δημιουργήθηκε ο άντρας από τη γυναίκα, αλλά η γυναίκα από τον άντρα. Ούτε πλάστηκε ο άντρας για χάρη της γυναίκας, αλλά η γυναίκα για χάρη του άντρα. Γι’ αυτό, εξαιτίας των αγγέλων, η γυναίκα πρέπει να έχει στο κεφάλι της ένα σύμβολο της εξουσίας του άντρα της. Μέσα στην οικονομία του Κυρίου όμως, ούτε ο άντρας νοείται ανεξάρτητα από τη γυναίκα ούτε η γυναίκα ανεξάρτητα από τον άντρα. Γιατί όπως η πρώτη γυναίκα έγινε από τον πρώτο άντρα, έτσι κι ο άντρας γεννιέται από τη γυναίκα, και τα πάντα προέρχονται από το Θεό που τα δημιούργησε. Κρίνετε και μόνοι σας: ταιριάζει στη γυναίκα να προσεύχεται στο Θεό με ακάλυπτο κεφάλι; Η ίδια η φύση μάς διδάσκει πως είναι ντροπή για τον άντρα να έχει μακριά μαλλιά, ενώ για τη γυναίκα είναι τιμή τα μακριά μαλλιά. Γιατί τα μαλλιά τής έχουν δοθεί αντί για κάλυμμα. Σε περίπτωση όμως που κάποιοι από αντιδικία νομίζουν σωστό κάτι άλλο, ας μάθουν πως ούτε εγώ ούτε οι εκκλησίες του Θεού ξέρουν άλλη τάξη στη λατρεία. Σχετικά με το θέμα στο οποίο αφορούν οι παρακάτω παραγγελίες μου, δεν μπορώ να σας επαινέσω. Οι συνάξεις σας γίνονται πιο πολύ για ζημιά σας παρά για το καλό σας. Πρώτα πρώτα, έμαθα πως όταν έχετε σύναξη παρουσιάζονται ανάμεσά σας διαιρέσεις. Και μερικά από αυτά που άκουσα τα πιστεύω. Βέβαια, είναι ανάγκη να παρουσιάζονται και διαιρέσεις μεταξύ σας, για να φαίνονται ανάμεσά σας αυτοί που πιστεύουν ειλικρινά. Ακούω, λοιπόν, πως όταν συναθροίζεστε δεν τελείτε σωστά το δείπνο του Κυρίου. Γιατί, ο καθένας βιάζεται να φάει το δείπνο που έχει φέρει μαζί του, και έτσι άλλοι μένουν νηστικοί ενώ άλλοι μεθάνε. Δεν έχετε τα σπίτια σας για να τρώτε εκεί και να πίνετε; Ή καταφρονείτε την εκκλησία του Θεού, και κάνετε να νιώθουν ντροπή αυτοί που δεν έχουν τι να φάνε; Τι να σας πω; να σας επαινέσω γι’ αυτό; όχι, δε σας επαινώ. Εγώ αυτό παρέλαβα από τον ίδιο τον Κύριο, κι αυτό σας παρέδωσα: Ο Κύριος Ιησούς, τη νύχτα που ήταν να παραδοθεί στους σταυρωτές του, πήρε ψωμί, και, αφού έκανε ευχαριστήρια προσευχή, το τεμάχισε και είπε: «Λάβετε και φάγετε· αυτό είναι το σώμα μου, που τεμαχίζεται για χάρη σας. Αυτό να κάνετε στην ανάμνησή μου». Παρόμοια, όταν τέλειωσε το δείπνο, πήρε το ποτήρι και είπε: «Αυτό το ποτήριο είναι η νέα διαθήκη που επικυρώνεται με το αίμα μου. Όποτε πίνετε απ’ αυτό το ποτήριο, να το κάνετε στην ανάμνησή μου». Γιατί ωσότου να έρθει ο Κύριος, πάντοτε, όποτε τρώτε αυτό το ψωμί και πίνετε αυτό το ποτήριο, διακηρύττετε το θάνατο του Κυρίου. Όποιος, λοιπόν, τρώει τον άρτο και πίνει το ποτήριο του Κυρίου με τρόπο ανάξιο, γίνεται ένοχος αμαρτήματος απέναντι στο σώμα και στο αίμα του Κυρίου. Γι’ αυτό πρέπει να εξετάζει κανείς προσεκτικά τον εαυτό του, και τότε να τρώει από τον άρτο και να πίνει από το ποτήριο. Γιατί όποιος τρώει τον άρτο και πίνει τον οίνο με τρόπο ανάξιο, χωρίς να αναγνωρίζει σ’ αυτά το σώμα του Κυρίου, αυτό που τρώει κι αυτό που πίνει φέρνουν πάνω του καταδίκη. Έτσι εξηγείται γιατί έχετε ανάμεσά σας πολλούς ελαφρά και βαριά αρρώστους, καθώς και αρκετούς θανάτους. Αν αρχίζαμε με την εξέταση του εαυτού μας, δε θα επισύραμε την τιμωρία του Θεού. Αλλά, όταν ο Κύριος μας τιμωρεί, μας διαπαιδαγωγεί, έτσι ώστε να μην υποστούμε την τελική καταδίκη μαζί με τον κόσμο. Λοιπόν, αδερφοί μου, όταν συναθροίζεστε για το δείπνο του Κυρίου, να περιμένετε ο ένας τον άλλο. Αν κάποιος είναι πεινασμένος, ας τρώει στο σπίτι του, έτσι ώστε η σύναξη να μην επισύρει την τιμωρία του Θεού. Ό,τι άλλο μένει, θα το ρυθμίσω όταν σας επισκεφθώ. Έρχομαι τώρα στα χαρίσματα που χορηγεί το Άγιο Πνεύμα. Δε θέλω, αδερφοί μου, να έχετε άγνοια σε τέτοια θέματα. Ξέρετε πως, όταν ακόμη ήσασταν ειδωλολάτρες, τα άφωνα είδωλα σας τραβούσαν σαν να σας έσπρωχνε σ’ αυτά μια μυστηριώδης δύναμη. Γι’ αυτό θέλω να καταλάβετε πως όποιος μιλάει φωτισμένος από το Πνεύμα του Θεού ποτέ δε λέει: «καταραμένος να είναι ο Ιησούς»· και κανείς εξάλλου δεν μπορεί να πει: «ο Ιησούς είναι ο Κύριος», παρά μόνο με τη φώτιση του Αγίου Πνεύματος. Υπάρχουν διάφορα είδη χαρισμάτων, αλλά είναι ένα και το ίδιο Πνεύμα που τα χορηγεί· υπάρχουν διάφορα είδη διακονιών, αλλά η ανάθεσή τους προέρχεται από ένα και τον ίδιο Κύριο· και υπάρχουν διάφορα είδη δραστηριοτήτων, αλλά είναι ο ίδιος Θεός που τις θέτει σε ενέργεια όλες σε όλους. Στον καθένα δωρίζεται η φανέρωση του Αγίου Πνεύματος για το συμφέρον όλων. Στον ένα το Πνεύμα δίνει το χάρισμα να μιλάει με θεία σοφία, σ’ έναν άλλο το ίδιο Πνεύμα δίνει το χάρισμα να μιλάει με θεία γνώση. Σε άλλον το ίδιο Πνεύμα δίνει ξεχωριστή δύναμη πίστεως, σε άλλον το ίδιο αυτό Πνεύμα δίνει τη δύναμη της θεραπείας ασθενειών. Σε άλλον το Πνεύμα δίνει τη δύναμη να κάνει θαύματα, σ’ έναν άλλο, το δώρο να μεταβιβάζει μηνύματα από το Θεό. Σε άλλον, το δώρο να διακρίνει τα ψεύτικα πνεύματα από το αληθινό Πνεύμα, σε άλλον τη δυνατότητα να λαλεί διάφορα είδη γλωσσών, και σε άλλον την ικανότητα να εξηγεί αυτές τις γλώσσες. Και όλα αυτά είναι ενέργειες ενός και του αυτού Πνεύματος, που χορηγεί τα χαρίσματα όπως αυτό θέλει στον καθένα χωριστά. Ο Χριστός μοιάζει με το σώμα, που ενώ είναι ένα, έχει πολλά μέλη· και όλα τα μέλη του ενός σώματος, αν και είναι πολλά, αποτελούν ένα σώμα. Κι εμείς όλοι, είτε Ιουδαίοι είτε μη Ιουδαίοι, είτε δούλοι είτε ελεύθεροι, γίναμε με το βάπτισμα δια του ενός Πνεύματος ένα σώμα, και όλοι ποτιστήκαμε από ένα και το αυτό Πνεύμα. Γιατί, βέβαια, το σώμα δεν αποτελείται από ένα μέλος αλλά από πολλά. Αν έλεγε το πόδι: «Εγώ δεν είμαι χέρι, άρα δεν ανήκω στο σώμα», θα έπαυε μολαταύτα να ανήκει στο σώμα; Κι αν έλεγε το αυτί: «Εγώ δεν είμαι μάτι, άρα δεν ανήκω στο σώμα», θα έπαυε μολαταύτα να ανήκει στο σώμα; Αν όλο το σώμα δεν ήταν παρά ένα μάτι, πώς θα μπορούσε κανείς ν’ ακούσει; Αν όλο το σώμα δεν ήταν παρά ένα αυτί, πώς θα μπορούσαμε να οσφρανθούμε; Ο Θεός όμως τοποθέτησε στο σώμα το καθένα από τα μέλη όπως αυτός θέλησε. Αν όλα ήταν ένα μονάχα μέλος, θα υπήρχε πουθενά το σώμα; Ενώ τώρα υπάρχουν πολλά μέλη, αλλά ένα μόνο σώμα. Και δεν μπορεί να πει το μάτι στο χέρι: «Εγώ δεν έχω την ανάγκη σου», ούτε το κεφάλι στα πόδια: «Δεν σας χρειάζομαι». Αντίθετα, τα μέλη του σώματος που φαίνονται να είναι τα πιο αδύναμα, αυτά είναι τα πιο αναγκαία· κι εκείνα τα μέλη του σώματος που τα έχουμε σε λιγότερη υπόληψη, αυτά τα περιποιούμαστε περισσότερο· και τα άλλα, που δεν είναι παρουσιάσιμα, τα περιβάλλουμε με περισσή φροντίδα, που δεν τη χρειάζονται τα άλλα, τα παρουσιάσιμα μέλη. Ο Θεός συναρμολόγησε το σώμα δίνοντας μεγαλύτερη τιμή στα μέλη εκείνα που υστερούν. Έτσι ώστε να μην υπάρχει πόλεμος μέσα στο σώμα, αλλά τα μέλη να φροντίζουν το ένα το άλλο. Πραγματικά, όταν υποφέρει ένα μέλος, συμπάσχουν όλα τα υπόλοιπα μέλη· κι όταν τιμάται ένα μέλος, χαίρονται μαζί του όλα τα υπόλοιπα μέλη. Εσείς όλοι μαζί αποτελείτε το σώμα του Χριστού, και είστε μέλη του, ο καθένας σας χωριστά. Γι’ αυτό στην εκκλησία ο Θεός τοποθέτησε τον καθένα στην ορισμένη του θέση: πρώτα έρχονται οι απόστολοι, σε δεύτερη θέση οι προφήτες, σε τρίτη οι διδάσκαλοι, και ακολουθούν οι θαυματουργοί, οι θεραπευτές, αυτοί που παραστέκονται στις ανάγκες, οι διαχειριστές, όσοι λαλούν διάφορα είδη γλωσσών. Δεν είναι όλοι απόστολοι ούτε όλοι προφήτες ούτε όλοι διδάσκαλοι. Δεν είναι όλοι θαυματουργοί ούτε όλοι θεραπευτές ούτε όλοι λαλούν γλώσσες κι ούτε όλοι ξέρουν πώς να τις εξηγούν. Ο ζήλος σας, μάλιστα, πρέπει να στρέφεται προς τα σημαντικότερα χαρίσματα. Σας δείχνω κι έναν πολύ ανώτερο ακόμα δρόμο: Αν μπορώ να λαλώ όλες τις γλώσσες των ανθρώπων, ακόμα και των αγγέλων, αλλά δεν έχω αγάπη για τους άλλους, οι λόγοι μου ακούγονται σαν ήχος χάλκινης καμπάνας ή σαν κυμβάλου αλαλαγμός. Κι αν έχω της προφητείας το χάρισμα κι όλα κατέχω τα μυστήρια κι όλη τη γνώση, κι αν έχω ακόμα όλη την πίστη, έτσι που να μετακινώ βουνά, αλλά δεν έχω αγάπη, είμαι ένα τίποτα. Κι αν ακόμα μοιράσω στους φτωχούς όλα μου τα υπάρχοντα, κι αν παραδώσω στη φωτιά το σώμα μου για να καεί, αλλά δεν έχω αγάπη, σε τίποτα δε μ’ ωφελεί. Εκείνος που αγαπάει έχει μακροθυμία, έχει και καλοσύνη· εκείνος που αγαπάει δε ζηλοφθονεί· εκείνος που αγαπάει δεν κομπάζει ούτε περηφανεύεται· είναι ευπρεπής, δεν είναι εγωιστής ούτε ευερέθιστος· ξεχνάει το κακό που του έχουν κάνει. Δε χαίρεται για το στραβό που γίνεται, αλλά μετέχει στη χαρά για το σωστό. Εκείνος που αγαπάει, όλα τα ανέχεται· σε όλα εμπιστεύεται, για όλα ελπίζει, όλα τα υπομένει. Ποτέ η αγάπη δε θα πάψει να υπάρχει. Τα θεία μηνύματα των προφητών κάποτε δε θα υπάρχουν πια· η γλωσσολαλία θα πάψει· θα σταματήσει η γνώση των μυστηρίων του Θεού. Γιατί και η γνώση μας και η προφητεία μας περιορίζονται μονάχα σ’ ένα μέρος της αλήθειας. Όταν όμως το τέλειο που περιμένουμε θα ’ρθεί, τότε το μερικό θα πάψει να υπάρχει. Μικρό παιδί όταν ήμουν, σαν μικρό παιδί μιλούσα, αισθανόμουν και σκεφτόμουν. Άντρας πια όταν έγινα, κατήργησα τους τρόπους του μικρού παιδιού. Αλήθεια, τώρα βλέπουμε τα πράγματα θαμπά, σαν μέσα από μεταλλικό καθρέφτη· τότε όμως πρόσωπο με πρόσωπο θα δούμε το Θεό. Τώρα γνωρίζω μόνο ένα μέρος, τότε όμως θα γνωρίσω με πληρότητα, όπως και ο Θεός μ’ έχει γνωρίσει. Θα μείνουν τελικά για πάντα αυτά τα τρία: η πίστη, η ελπίδα κι η αγάπη. Και απ’ αυτά, το πιο σπουδαίο είναι η αγάπη. Να επιδιώκετε, λοιπόν, την αγάπη, και να επιθυμείτε με ζήλο τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, ιδίως το χάρισμα της προφητείας. Γιατί αυτός που λαλεί παράξενες γλώσσες δεν απευθύνεται στους ανθρώπους, αλλά στο Θεό· κανείς δεν τον καταλαβαίνει, αλλά με τη δύναμη του Πνεύματος εκφράζει ακατάληπτες αλήθειες. Ενώ αυτός που προφητεύει απευθύνεται στους ανθρώπους με λόγους οικοδομητικούς, προτρεπτικούς και παρηγορητικούς. Αυτός που λαλεί γλώσσες οικοδομεί μόνο τον εαυτό του, ενώ αυτός που μεταφέρει τα θεόσταλτα μηνύματα ενισχύει την πίστη όλης της εκκλησίας. Θα επιθυμούσα όλοι σας να είχατε το χάρισμα της γλωσσολαλίας· περισσότερο όμως θα επιθυμούσα να είχατε το χάρισμα της προφητείας. Αυτός που προφητεύει είναι ανώτερος σε χρησιμότητα από κείνον που γλωσσολαλεί, εκτός αν αυτός ο τελευταίος εξηγεί κιόλας αυτά που λαλεί, ώστε η εκκλησία να ενισχύεται στην πίστη της. Αν, αδερφοί μου, τώρα σας επισκεφθώ λαλώντας γλώσσες, σε τι θα ωφελήσω; Σε τίποτα, εκτός αν σας μεταδώσω με τα λόγια μου κάποια αποκάλυψη ή κάποια γνώση ή ένα μήνυμα από το Θεό ή κάποια διδασκαλία. Πάρτε για παράδειγμα τα μουσικά όργανα, όπως μια φλογέρα ή μια άρπα. Αν οι ήχοι τους δεν ξεχωρίζουν ο ένας από τον άλλο, πώς θα καταλάβει κανείς ποια μελωδία παίζει το καθένα; Και αν η σάλπιγγα δεν ηχήσει το γνωστό σε όλους προσκλητήριο, ποιος θα ξεσηκωθεί για πόλεμο; Παρόμοια κι εσείς, αν δε μιλήσετε με λόγια κατανοητά, πώς θα καταλάβουν οι άλλοι αυτό που λέτε; Θα είναι σαν να μιλάτε στον αέρα. Υπάρχουν στον κόσμο τόσες γλώσσες όσα και τα έθνη των ανθρώπων, και δεν υπάρχει έθνος χωρίς τη γλώσσα του· όταν όμως δεν ξέρω τη σημασία της γλώσσας, γι’ αυτόν που μου μιλάει εγώ είμαι βάρβαρος· το ίδιο κι εκείνος για μένα. Έτσι θα συμβεί και μ’ εσάς. Αφού δείχνετε μεγάλο ζήλο για τα χαρίσματα του Πνεύματος, πρέπει να επιζητείτε να είστε πιο πλούσιοι σ’ εκείνα που οικοδομούν την εκκλησία. Γι’ αυτό όποιος γλωσσολαλεί ας ζητάει στην προσευχή του και το χάρισμα να εξηγεί στους άλλους αυτά που λαλεί. Γιατί, αν προσεύχομαι σε ακατανόητη γλώσσα, προσεύχεται το πνεύμα μου, ο νους μου όμως παραμένει αμέτοχος. Τι πρέπει λοιπόν να κάνω; Θα προσευχηθώ με το πνεύμα μου, θα προσευχηθώ όμως και με το νου μου· θα ψάλω με το πνεύμα, θα ψάλω και με το νου. Γιατί, πραγματικά, αν ευλογείς το Θεό στη γλώσσα του πνεύματος, πώς θα μπορέσει αυτός που δεν καταλαβαίνει αυτή τη γλώσσα να πει το «αμήν» στην προσευχή της ευχαριστίας που είπες; Αφού δεν καταλαβαίνει τι λες. Εσύ μπορεί να λες μια ωραία προσευχή ευχαριστίας, ο άλλος όμως δεν κερδίζει τίποτα. Ευχαριστώ το Θεό γιατί περισσότερο από όλους σας έχω το χάρισμα των γλωσσών. Αλλά στην εκκλησία προτιμώ να λέω πέντε λόγια κατανοητά για να καθοδηγήσω και άλλους στην πίστη, παρά μύρια λόγια που κανείς δε θα τα καταλάβει. Αδερφοί, μη γίνεστε σαν παιδιά στο μυαλό. Να είστε σαν παιδιά ως προς την κακία, αλλά στο μυαλό να είστε ώριμοι άνθρωποι. Στις άγιες Γραφές λέει ο Κύριος: Θα μιλήσω σ’ αυτό το λαό με ανθρώπους που λαλούν ξένες γλώσσες, και με το στόμα ξένων. Αλλά ούτε κι έτσι θα με ακούσουν. Η γλωσσολαλία, λοιπόν, είναι ένα σημείο που προορίζεται όχι για τους πιστούς, αλλά για τους απίστους. Ενώ η προφητεία δεν απευθύνεται στους απίστους αλλά στους πιστούς. Υποθέστε πως συναθροίζεται όλη η εκκλησία και αρχίζουν όλοι να μιλούν γλώσσες. Αν μπουν μέσα στο χώρο της συναθροίσεως άσχετοι ή άπιστοι, δε θα σας περάσουν για τρελούς; Αντίθετα, αν όλοι έχουν κάποιο μήνυμα του Θεού για την εκκλησία, και μπει στο χώρο της συναθροίσεως ένας άπιστος ή άσχετος, αυτά που θ’ ακούσει από όλους θα είναι έλεγχος, εξέταση και φανέρωση των κρυπτών της καρδιάς του. Τότε θα γονατίσει και θα προσκυνήσει το Θεό διακηρύσσοντας ότι «πραγματικά ο Θεός βρίσκεται ανάμεσά σας». Σε ποιο συμπέρασμα λοιπόν καταλήγουμε, αδερφοί; Όταν έχετε λατρευτική σύναξη, ό,τι έχει να πει ο καθένας, είτε ψαλμό είτε διδασκαλία είτε αποκάλυψη είτε γλωσσολαλία είτε εξήγηση του νοήματος των γλωσσών, όλα να γίνονται με σκοπό την οικοδομή της εκκλησίας. Στην περίπτωση μάλιστα της γλωσσολαλίας, δεν πρέπει να λαλούν περισσότεροι από δύο ή το πολύ τρεις με τη σειρά, ο ένας μετά τον άλλο, και κάποιος να εξηγεί αυτά που λένε. Αν δεν υπάρχει κάποιος με το χάρισμα να εξηγεί, τότε αυτός που λαλεί γλώσσες να σιωπά μέσα στην εκκλησία, και ας μιλάει μόνο μέσα του για τον εαυτό του και για το Θεό. Από τους προφήτες να μιλούν δύο ή τρεις· οι άλλοι να κρίνουν όσα ειπώθηκαν. Αν αποκαλυφθεί ένα μήνυμα σε κάποιον που κάθεται την ώρα που ένας άλλος μιλάει, τότε ο προηγούμενος να σωπάσει. Μπορείτε όλοι, ο ένας μετά τον άλλο, να δίνετε τα μηνύματα που δέχεστε από το Θεό, ώστε όλοι να μαθαίνουν και όλοι να ενισχύονται. Γιατί αυτά τα μηνύματα μπορούν οι προφήτες να τα βάλουν σε τάξη. Ο Θεός δεν είναι Θεός ακαταστασίας αλλά ειρήνης. Όπως συνηθίζεται σε όλες τις χριστιανικές εκκλησίες, οι γυναίκες οφείλουν στις συνάξεις να σιωπούν. Δεν τους επιτρέπεται να μιλούν αλλά, καθώς το λέει και ο νόμος, να υποτάσσονται. Αν επιθυμούν να μάθουν κάτι καλύτερα, ας ρωτούν στο σπίτι τους άντρες τους· γιατί δεν είναι ταιριαστό στη γυναίκα να μιλάει μέσα στη σύναξη. Ή μήπως ο λόγος του Θεού ξεκίνησε από σας κι έφτασε μόνο σ’ εσάς; Αν κάποιος θεωρεί τον εαυτό του προφήτη ή κάτοχο πνευματικού χαρίσματος, αυτός πρέπει να καταλαβαίνει καλύτερα πως αυτά που σας γράφω είναι εντολές του Κυρίου. Όποιος το αγνοεί αυτό, ας το αγνοεί. Λοιπόν, αδερφοί μου, να έχετε ζήλο για το προφητικό χάρισμα, αλλά και τη γλωσσολαλία μην την εμποδίζετε. Όλα να γίνονται με ευπρέπεια και τάξη. Αδερφοί, σας θυμίζω το χαρμόσυνο μήνυμα που σας έφερα με το κήρυγμά μου. Αυτό το μήνυμα το δεχτήκατε, σ’ αυτό παραμείνατε σταθεροί, μ’ αυτό και σώζεστε, αν βέβαια μένετε προσκολλημένοι σ’ αυτό, με το νόημα που σας το κήρυξα· εκτός εάν μάταια πιστέψατε. Σας παρέδωσα τη διδασκαλία που είχα κι εγώ παραλάβει και που έχει πρωταρχική σημασία: ότι δηλαδή ο Χριστός πέθανε, σύμφωνα με τις Γραφές, για τις αμαρτίες μας· ότι ενταφιάστηκε και ότι, σύμφωνα με τις Γραφές αναστήθηκε την τρίτη ημέρα και ότι εμφανίστηκε στον Κηφά, έπειτα στους Δώδεκα. Έπειτα εμφανίστηκε σε περισσότερους από πεντακόσιους αδερφούς συγχρόνως, από τους οποίους μερικοί πέθαναν, οι περισσότεροι όμως είναι ακόμα στη ζωή. Έπειτα εμφανίστηκε στον Ιάκωβο, έπειτα σε όλους τους αποστόλους. Τελευταία από όλους, εμφανίστηκε και σ’ εμένα σαν σε έκτρωμα. Γιατί εγώ πραγματικά είμαι ο τελευταίος ανάμεσα σε όλους τους αποστόλους· εγώ δεν είμαι άξιος ούτε να ονομάζομαι απόστολος, γιατί καταδίωξα την εκκλησία του Θεού. Με τη χάρη όμως του Θεού έγινα αυτό που έγινα· κι αυτή η χάρη προς εμένα δεν υπήρξε άκαρπη: εργάστηκα περισσότερο απ’ όλους τους αποστόλους, όχι βέβαια εγώ, αλλά η χάρη του Θεού που με συνοδεύει. Είτε εγώ, λοιπόν, είτε εκείνοι, αυτά κηρύττουμε και αυτά πιστέψατε. Αν όμως κηρύττουμε ότι ο Χριστός έχει αναστηθεί, πώς μερικοί ανάμεσά σας ισχυρίζονται ότι δεν υπάρχει ανάσταση νεκρών; Αν δεν υπάρχει ανάσταση νεκρών, τότε ούτε ο Χριστός έχει αναστηθεί. Κι αν ο Χριστός δεν έχει αναστηθεί, τότε το κήρυγμά μας είναι χωρίς νόημα, το ίδιο και η πίστη σας. Επιπλέον παρουσιαζόμαστε και ψευδομάρτυρες απέναντι στο Θεό, αφού είπαμε γι’ αυτόν ότι ανέστησε το Χριστό ενώ δεν τον ανέστησε, αν βέβαια δεχτεί κανείς πως οι νεκροί δεν ανασταίνονται. Γιατί αν οι νεκροί δεν ανασταίνονται, τότε ούτε ο Χριστός έχει αναστηθεί. Κι αν ο Χριστός δεν έχει αναστηθεί, η πίστη σας είναι χωρίς περιεχόμενο· ζείτε ακόμα μέσα στις αμαρτίες σας. Πρέπει επίσης να συμπεράνει κανείς ότι και οι χριστιανοί που πέθαναν έχουν χαθεί. Αν η χριστιανική ελπίδα μας περιορίζεται μόνο σ’ αυτήν τη ζωή, τότε είμαστε οι πιο αξιοθρήνητοι απ’ όλους τους ανθρώπους. Η αλήθεια όμως είναι πως ο Χριστός έχει αναστηθεί, κάνοντας την αρχή για την ανάσταση όλων των νεκρών. Γιατί, όπως ο θάνατος ήρθε στον κόσμο από έναν άνθρωπο, έτσι από έναν άνθρωπο ήρθε και η ανάσταση των νεκρών. Όπως πεθαίνουν όλοι εξαιτίας της συγγένειας με τον Αδάμ, έτσι, χάρη στη συγγένεια με το Χριστό, όλοι θα ξαναπάρουν ζωή. Ο καθένας με τη σειρά του: πρώτος αναστήθηκε ο Χριστός, έπειτα θ’ αναστηθούν όσοι είναι δικοί του, την ημέρα της παρουσίας του. Ύστερα θα έρθει το τέλος, όταν ο Χριστός, έχοντας καταργήσει κάθε αρχή και κάθε εξουσία και δύναμη, θα παραδώσει τη βασιλεία στο Θεό και Πατέρα. Γιατί ο ίδιος ο Χριστός πρέπει να βασιλεύει ωσότου ο Θεός υποτάξει σ’ αυτόν όλους τους εχθρούς. Ο τελευταίος εχθρός που θα συντριφθεί είναι ο θάνατος. Γιατί η Γραφή διακηρύττει: Ο Θεός υπέταξε τα πάντα σ’ αυτόν. Όταν όμως λέει ότι έχουν υποταχθεί σ’ αυτόν τα πάντα, είναι φανερό ότι σ’ αυτό το «πάντα» δεν περιλαμβάνεται και ο Θεός, που υπέταξε τα πάντα στο Χριστό. Όταν, λοιπόν, θα υποταχθούν σ’ αυτόν τα πάντα, τότε και ο ίδιος ο Υιός θα υποταχθεί σ’ αυτόν που έθεσε κάτω από την εξουσία του τα πάντα· έτσι ο Θεός θα βασιλέψει πλήρως πάνω σε όλα. Σκεφτείτε ακόμα και τούτο: Όσοι βαφτίζονται για τους νεκρούς για ποιο λόγο να βαφτίζονται για χάρη τους, αν δεν υπάρχει ελπίδα αναστάσεως των νεκρών; Κι εμείς οι ίδιοι, γιατί να διακινδυνεύουμε τη ζωή μας κάθε στιγμή; Αντικρύζω, αδερφοί μου, το θάνατο κάθε μέρα –μά την καύχηση που έχω εξαιτίας σας στο έργο του Κυρίου μας Ιησού Χριστού! Αν ήταν ανθρώπινα τα κίνητρα της πάλης μου με τα θηρία στην Έφεσο, ποιο ήταν το κέρδος μου; Αν οι νεκροί δεν πρόκειται ν’ αναστηθούν, τότε, όπως λέγεται, ας φάμε και ας πιούμε, γιατί αύριο δεν θα ζούμε. Μην παρασύρεστε σε πλάνες! «Οι κακές συναναστροφές καταστρέφουν τον καλό χαρακτήρα». Συνέλθετε, ξαναγυρίστε στο σωστό και πάψτε να αμαρτάνετε. Θα σας πω κάτι για να σας κάνω να ντραπείτε: Μερικοί από σας δεν γνωρίζουν το Θεό. Αλλά ίσως ρωτήσει κάποιος: Πώς ανασταίνονται οι νεκροί; και με τι σώμα έρχονται ξανά στη ζωή; Ανόητε! Ο σπόρος που ρίχνεις εσύ στο χωράφι, δεν παίρνει ζωή αν πρώτα δεν πεθάνει. Κι εκείνη την ώρα δεν σπέρνεις το σώμα του φυτού που πρόκειται να φυτρώσει, αλλά ένα γυμνό κόκκο είτε σταριού είτε κάποιου άλλου είδους. Ο Θεός δίνει σε κάθε σπόρο το σώμα του φυτού που έχει ορίσει. Κάθε είδος σπόρου έχει δικό του είδος σώματος. Κάθε ζωντανό πράγμα δεν έχει την ίδια σύσταση· άλλη σύσταση σώματος έχουν οι άνθρωποι, άλλη τα κτήνη, άλλη τα πτηνά και άλλη τα ψάρια. Εξάλλου, υπάρχουν σώματα πάνω στον ουρανό και σώματα πάνω στη γη· άλλη όμως είναι η λαμπρότητα των ουράνιων και άλλη των επίγειων σωμάτων. Άλλη η λάμψη του ήλιου, άλλη της σελήνης και άλλη των άστρων· αλλά και μεταξύ των άστρων, άλλη η λάμψη του ενός και άλλη του άλλου. Το ίδιο θα συμβεί και με την ανάσταση των νεκρών: Όταν το σώμα σαν το σπόρο μπαίνει στη γη, είναι φθαρτό· θα αναστηθεί όμως άφθαρτο. Θάβεται άδοξο, θα αναστηθεί όμως ένδοξο· ενταφιάζεται ανίσχυρο, θα αναστηθεί όμως δυνατό. Ενταφιάζεται σώμα που ήταν εμψυχωμένο από ζωική φυσική δύναμη, θ’ αναστηθεί όμως ζωοποιημένο από το Πνεύμα του Θεού. Όπως υπάρχει φυσικό σώμα, υπάρχει και πνευματικό. Πραγματικά, έτσι διδάσκει και η Γραφή: Στον Αδάμ, τον πρώτο άνθρωπο, δόθηκε η φυσική ζωή. Αντίθετα, στον έσχατο Αδάμ, το Χριστό, δόθηκε το Πνεύμα, και έγινε πηγή ζωής. Πρώτα έρχεται το φυσικό, έπειτα το πνευματικό, όχι το αντίστροφο. Ο πρώτος άνθρωπος προέρχεται από τη γη και είναι χωματένιος· ο δεύτερος άνθρωπος, ο Κύριος, προέρχεται από τον ουρανό. Όπως είναι ο Αδάμ, που είναι χωματένιος, έτσι είναι και όσοι ανήκουν στον παλιό κόσμο· κι ό,τι λογής είναι ο ουράνιος άνθρωπος, ο Χριστός, τέτοιας λογής είναι κι όσοι περιμένουν τον ουράνιο κόσμο. Όπως τώρα είμαστε όμοιοι με τον άνθρωπο που πλάστηκε από γη, αργότερα θα μοιάσουμε μ’ εκείνον που ήρθε από τον ουρανό. Να τι θέλω να πω, αδερφοί μου: Άνθρωποι από σάρκα και αίμα δεν μπορούν να πάρουν μέρος στη βασιλεία του Θεού, ούτε αυτό που είναι φθαρτό μπορεί να κληρονομήσει την αφθαρσία. Θα σας αποκαλύψω ένα μυστήριο: δε θα πεθάνουμε όλοι· θα μεταμορφωθούμε όμως όλοι, σε μια στιγμή, όσο θέλει το μάτι για ν’ ανοιγοκλείσει, όταν ηχήσει η σάλπιγγα των έσχατων καιρών. Θ’ ακουστεί ο ήχος της σάλπιγγας, κι αμέσως οι νεκροί θα επιστρέψουν στη ζωή άφθαρτοι, κι εμείς οι ζωντανοί θ’ αλλάξουμε το παλιό με ένα νέο σώμα. Πρέπει αυτό που είναι φθαρτό να μεταμορφωθεί σε άφθαρτο, κι αυτό που είναι θνητό να γίνει αθάνατο. Όταν αυτό το φθαρτό μεταμορφωθεί σε άφθαρτο και το θνητό μεταμορφωθεί σε αθάνατο, τότε θα πραγματοποιηθεί ο λόγος της Γραφής: Ο θάνατος αφανίστηκε· η νίκη είναι πλήρης! Θάνατε, πού είναι το κεντρί της δύναμής σου; Άδη, πού είναι η νίκη σου; Τη δύναμη να πληγώνει θανάσιμα την παίρνει ο θάνατος από την αμαρτία, κι η αμαρτία παίρνει τη δύναμή της από το νόμο. Ας ευχαριστήσουμε όμως το Θεό που μας χάρισε τη νίκη δια του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Λοιπόν, αγαπητοί μου αδερφοί, να γίνεστε όλο και πιο σταθεροί και αμετακίνητοι στην πίστη, και να έχετε πάντοτε όλο και περισσότερο ζήλο για την εκπλήρωση του έργου του Κυρίου, αφού ξέρετε ότι ο κόπος που καταβάλλετε για χάρη του Κυρίου δεν είναι μάταιος. Έρχομαι τώρα στο θέμα της συλλογής χρημάτων για τους πιστούς της Ιουδαίας. Πράξετε κι εσείς σύμφωνα με τις οδηγίες που έδωσα στις εκκλησίες της Γαλατίας: Τις Κυριακές καθένας σας ας βάζει κατά μέρος χρήματα, μαζεύοντάς τα έτσι, ανάλογα με τα έσοδά του, ώστε να μη γίνονται συνεισφορές όταν έρθω. Κι όταν έρθω σ’ εσάς, αυτούς που εσείς θα προκρίνετε, θα τους στείλω με συστατικά γράμματα για να φέρουν το δώρο σας στα Ιεροσόλυμα. Αν θεωρηθεί ότι θα είναι καλό να πάω κι εγώ, θα ταξιδέψουν μαζί μου. Σ’ εσάς θα έρθω όταν περάσω τη Μακεδονία· γιατί σκοπεύω να περιοδεύσω τη Μακεδονία. Είναι πιθανό να μείνω κοντά σας λίγο καιρό ή να περάσω και όλο το χειμώνα, ώστε να με κατευοδώσετε εσείς, όπου κι αν πρόκειται να ταξιδέψω. Αυτή τη φορά δε θέλω να σας δω περαστικός. Ελπίζω να μείνω λίγο καιρό κοντά σας, αν ο Κύριος το επιτρέψει. Στην Έφεσο θα παρατείνω τη διαμονή μου ως την Πεντηκοστή· γιατί εδώ παρουσιάστηκαν ευκαιρίες για μεγάλη και αποτελεσματική εργασία, αλλά και πολλοί αντίπαλοι, που πρέπει να τους αντιμετωπίσω. Αν έρθει ο Τιμόθεος, προσέξτε να τον περιποιηθείτε έτσι, ώστε να νιώσει άνετα· γιατί κι αυτός εργάζεται για το έργο του Κυρίου όπως κι εγώ. Δεν πρέπει λοιπόν κανείς να τον περιφρονήσει. Βοηθήστε τον να συνεχίσει το ταξίδι του ειρηνικά, για να έρθει σ’ εμένα. Τον περιμένω εδώ με άλλους αδερφούς. Σχετικά με τον αδερφό Απολλώ, πολλές φορές τον πρότρεψα να έρθει σ’ εσάς μαζί με τους αδερφούς, αλλά με κανένα τρόπο δε θέλησε να έρθει τώρα· θα έρθει όμως όταν του δοθεί ευκαιρία. Αγρυπνείτε! Μένετε στέρεοι στην πίστη! Να είστε γενναίοι και δυνατοί! Όλες τις πράξεις σας να τις εμπνέει η αγάπη. Έχω να σας ζητήσω κάτι, αδερφοί: Γνωρίζετε την οικογένεια του Στεφανά, που τα μέλη της υπήρξαν ο πρώτος καρπός του κηρύγματος στην Αχαΐα, κι αφιέρωσαν τον εαυτό τους στην υπηρεσία των πιστών. Γι’ αυτό κι εσείς πρέπει να ακούτε τέτοιους ανθρώπους καθώς και όποιον εργάζεται και κοπιάζει μαζί τους. Είμαι πολύ χαρούμενος από την παρουσία κοντά μου του Στεφανά, του Φουρτουνάτου και του Αχαϊκού, γιατί αυτοί αναπλήρωσαν το κενό της απουσίας σας. Μου ξεκούρασαν την ψυχή, όπως και τη δική σας. Σε τέτοιους ανθρώπους οφείλετε αναγνώριση. Σας στέλνουν χαιρετισμούς οι εκκλησίες της Ασίας. Πολλούς χριστιανικούς χαιρετισμούς σας στέλνουν ο Ακύλας και η Πρίσκιλλα και όλη η εκκλησία που συναθροίζεται σπίτι τους. Σας στέλνουν χαιρετισμούς όλοι οι αδερφοί. Χαιρετήστε ο ένας τον άλλο με αδερφικό φίλημα. Ο χαιρετισμός αυτός γράφεται από μένα τον Παύλο με το ίδιο μου το χέρι. Όποιος δεν αγαπάει τον Κύριο Ιησού Χριστό ας είναι χωρισμένος από το σώμα της εκκλησίας. Μαράν αθά –ο Κύριος έρχεται! Η χάρη του Κυρίου Ιησού να είναι μαζί σας. Στο όνομα του Ιησού Χριστού που μας ενώνει, η αγάπη μου είναι μαζί με όλους σας. Αμήν. Ο Παύλος, απόστολος του Ιησού Χριστού, σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, κι ο Τιμόθεος ο αδερφός. Προς την εκκλησία του Θεού που είναι στην Κόρινθο, καθώς και προς όλους τους πιστούς που βρίσκονται σε ολόκληρη την Αχαΐα. Ευχόμαστε ο Θεός Πατέρας μας και ο Κύριος Ιησούς Χριστός να σας δίνουν τη χάρη και την ειρήνη. Ευλογημένος να ’ναι ο Θεός και Πατέρας του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, Πατέρας που μας ελεεί και Θεός που μας δίνει κάθε είδους ενίσχυση. Αυτός μας ενισχύει σε κάθε μας θλίψη. Έτσι, με τον ίδιο τρόπο που μας ενισχύει ο Θεός, μπορούμε κι εμείς να ενθαρρύνουμε όσους περνούν κάθε είδους θλίψη. Όπως συμμετέχουμε στα παθήματα του Χριστού με το παραπάνω, έτσι με το παραπάνω λαμβάνουμε και την ενίσχυση του Χριστού. Όταν περνάμε θλίψεις, αυτό γίνεται για τη δική σας ενίσχυση και σωτηρία. Κι όταν ο Θεός μάς ενισχύει, αυτό γίνεται για τη δική σας ενίσχυση, για να μπορείτε να υποφέρετε με υπομονή τα ίδια παθήματα που κι εμείς υποφέρουμε. Ό,τι ελπίζουμε για σας είναι βάσιμο, γιατί ξέρουμε ότι, όπως συμπάσχετε μαζί μας, έτσι θα ενισχυθείτε κιόλας μαζί μας. Θέλουμε να ξέρετε, αδερφοί μου, για τον κίνδυνο που αντιμετωπίσαμε στην Ασία. Το μέγεθός του ήταν πράγματι υπερβολικό και ξεπερνούσε τις δυνάμεις μας, σε σημείο μάλιστα, που παραλίγο να χάσουμε και τη ζωή μας. Το είχαμε πάρει απόφαση ότι η θανατική μας καταδίκη ήταν αναπόφευκτη· έτσι δεν ελπίζαμε πια στις δικές μας δυνάμεις, παρά μόνο στη βοήθεια του Θεού, που ανασταίνει τους νεκρούς. Αυτός που μας έσωσε από έναν τέτοιο θανάσιμο κίνδυνο, θα κάνει το ίδιο και στο μέλλον. Σ’ αυτόν στηρίζουμε την ελπίδα μας ότι και πάλι θα μας σώσει, με τη συμβολή και των δικών σας προσευχών για μας, ώστε να αποδοθούν για χάρη μας από πολλά πρόσωπα πολλές ευχαριστίες στο Θεό γι’ αυτό που μας χάρισε. Αυτή είναι η καύχησή μας: Η συνείδησή μας μαρτυρεί ότι συμπεριφερθήκαμε στον κόσμο και πιο πολύ σ’ εσάς με την απλότητα και την ειλικρίνεια που δίνει ο Θεός· όχι με ανθρώπινη σοφία αλλά με τη χάρη του Θεού. Δε σας γράφουμε άλλα και άλλα να εννοούμε, αλλά γράφουμε αυτά ακριβώς που διαβάζετε και που καταλαβαίνετε. Ελπίζω μάλιστα ότι θα τα κατανοήσετε πλήρως ως το τέλος, όπως καταλάβατε ως ένα σημείο κι εμάς, γιατί την ημέρα του Κυρίου Ιησού, το καύχημα το δικό σας θα ’μαστε εμείς και το δικό μας θα είστε εσείς. Μ’ αυτή την πεποίθηση ήθελα την προηγούμενη φορά να έρθω κοντά σας, για να χαρείτε άλλη μια φορά. Από σας θα ανέβαινα στη Μακεδονία κι από ’κει θα ερχόμουν πάλι σ’ εσάς κι εσείς θα με ξεπροβοδίζατε για την Ιουδαία. Μήπως άραγε αυτό το σχέδιό μου ήταν επιπόλαιο; ή μήπως αυτά που σκέφτομαι είναι σκέψεις ανθρώπινης αδυναμίας, ώστε στη σκέψη μου να μπερδεύεται το «ναι» και το «όχι»; Ο Θεός είναι αξιόπιστος μάρτυρας, ότι αυτά που σας είπαμε δεν είναι «ναι» και «όχι» ταυτόχρονα. Γιατί ο Υιός του Θεού, ο Ιησούς Χριστός, που σας κηρύξαμε εγώ, ο Σιλουανός και ο Τιμόθεος, δεν ήταν «ναι» και «όχι» ταυτόχρονα, αλλά ήταν αυτός που πραγματοποίησε το «ναι» του Θεού. Δηλαδή στο πρόσωπό του εκπληρώθηκαν όλες οι επαγγελίες του Θεού· αυτός είναι το «ναι» του Θεού. Γι’ αυτό κι εμείς δοξολογούμε το Θεό δι’ αυτού λέγοντας «αμήν». Ο Θεός, που στερεώνει κι εμάς κι εσάς στο Χριστό και μας έχρισε λαό του, είναι ο ίδιος που με τη σφραγίδα του μας εγγυάται το μέλλον και σαν πρόγευσή του δίνει μέσα στις καρδιές μας το Πνεύμα. Μάρτυς μου ο Θεός, που γνωρίζει τα βάθη της ψυχής μου ότι δεν λέω ψέματα. Δεν ξανάρθα στην Κόρινθο, για να μη σας λυπήσω. Αυτό δεν σημαίνει πως θέλω να σας επιβληθώ σε ζητήματα της πίστεως, γιατί σ’ αυτή μένετε σταθεροί. Θέλω όμως να συμβάλω στη χαρά σας. Γι’ αυτό έκρινα σωστό να μη σας φέρω λύπη, όταν θα ’ρθώ ξανά κοντά σας. Γιατί, αν εγώ σας προκαλώ λύπη, τότε θα πρέπει να παίρνω χαρά από κείνους που στενοχωρώ. Γι’ αυτό σας έγραψα όπως σας έγραψα, ώστε όταν έρθω να μη δοκιμάσω λύπη από κείνους που έπρεπε να μου δώσουν χαρά. Είμαι απόλυτα βέβαιος πως όλοι σας πιστεύετε ότι η δική μου χαρά είναι και χαρά όλων σας. Σας έγραψα με πολλή οδύνη, με πόνο στην καρδιά και με πολλά δάκρυα, όχι για να σας στενοχωρήσω, αλλά για να γνωρίσετε την περίσσια αγάπη που έχω για σας. Αν κάποιος προκάλεσε στενοχώρια, δε στενοχώρησε εμένα, αλλά όλους εσάς, ή τουλάχιστον –για να μην είμαι υπερβολικός– μερικούς από σας. Είναι αρκετή γι’ αυτόν η τιμωρία που δέχτηκε από την πλειονότητα· θα ήταν μάλιστα προτιμότερο να τον συγχωρήσετε και να τον παρηγορήσετε, για να μην καταρρεύσει από τη μεγάλη στενοχώρια. Σας παρακαλώ, λοιπόν, αποφασίστε να τον δεχτείτε με αγάπη. Γι’ αυτό και σας το γράφω, για να σας δοκιμάσω αν είστε υπάκουοι σε όλα. Σ’ όποιον εσείς συγχωρείτε κάτι, συγχωρώ κι εγώ. Γιατί κι εγώ, ό,τι έχω συγχωρήσει –αν υπήρχε κάτι να συγχωρήσω– το έκανα για χάρη σας ενώπιον του Χριστού. Έτσι, δε θα βγει κερδισμένος από μας ο σατανάς. Γνωρίζουμε καλά τις επιδιώξεις του. Όταν έφτασα στην Τρωάδα για να κηρύξω το ευαγγέλιο του Χριστού, αν και μου ήταν ευνοϊκές οι περιστάσεις για το έργο του Κυρίου, δεν μπορούσα να ησυχάσω, γιατί δε συνάντησα εκεί τον αδερφό μου τον Τίτο. Γι’ αυτό, λοιπόν, τους αποχαιρέτησα κι έφυγα για τη Μακεδονία. Ας είναι δοξασμένος ο Θεός, που μας οδηγεί πάντοτε σε θριάμβους με τη δύναμη του Χριστού, και κάνει με το κήρυγμά μας να διαδίδεται σαν άρωμα παντού η γνώση του Χριστού. Γιατί εμείς είμαστε η ευωδιά του Χριστού που προσφέρεται στο Θεό, και για όσους βαδίζουν στη σωτηρία και για όσους βαδίζουν στην απώλεια. Για τους τελευταίους είναι μυρωδιά που προέρχεται από το θάνατο και φέρνει το θάνατο· για τους άλλους είναι άρωμα που προέρχεται από τη ζωή και δίνει ζωή. Και ποιος είναι άξιος για ένα τέτοιο έργο; Εμείς πάντως δεν είμαστε όπως οι άλλοι που εμπορεύονται το λόγο του Θεού, αλλά μιλάμε με ειλικρίνεια μπροστά στο Θεό, ως υπηρέτες του Χριστού σταλμένοι από το Θεό. Μήπως αρχίζουμε πάλι να συστήνουμε τον εαυτό μας; Ή μήπως χρειαζόμαστε, όπως μερικοί, συστατικές επιστολές για σας ή από σας; Εσείς είστε η συστατική επιστολή για το ποιοι είμαστε. Αυτή είναι γραμμένη μέσα στις καρδιές μας και μπορούν να τη διαβάζουν και να την καταλαβαίνουν όλοι οι άνθρωποι. Είναι φανερό πως εσείς είστε συστατική επιστολή, γραμμένη από το Χριστό με τη δική μας φροντίδα. Αυτή δεν γράφτηκε με μελάνι, αλλά με το Πνεύμα του αληθινού Θεού· δε γράφτηκε πάνω σε πέτρινες πλάκες, αλλά πάνω σε πλάκες ανθρώπινες, στις καρδιές σας. Τη βεβαιότητα αυτή μας την έδωσε ο Θεός μέσω του Χριστού. Δηλαδή εμείς δεν είμαστε από μόνοι μας ικανοί να θεωρήσουμε ότι κάτι προέρχεται από μας τους ίδιους· αλλά η ικανότητά μας προέρχεται από το Θεό. Αυτός μας αξίωσε να υπηρετήσουμε τη νέα διαθήκη, όχι το γράμμα του νόμου, αλλά το Πνεύμα του Θεού. Γιατί το γράμμα του νόμου οδηγεί στο θάνατο, ενώ το Πνεύμα δίνει ζωή. Η διαθήκη του Μωυσή, που ήταν χαραγμένη σε λίθινες πλάκες και οδηγούσε στο θάνατο, εγκαινιάστηκε με λαμπρότητα. Οι Ισραηλίτες δεν μπορούσαν να τον ατενίσουν εξαιτίας της λαμπρότητας του προσώπου του, αν και η λαμπρότητα εκείνη ήταν πρόσκαιρη. Η διαθήκη του Πνεύματος δεν πρέπει να παρουσιάζεται με μεγαλύτερη λαμπρότητα στο έργο των διακόνων της; Γιατί αν το έργο της διαθήκης που οδηγούσε στην καταδίκη το συνόδευε λαμπρότητα, πολύ περισσότερη είναι η λαμπρότητα του έργου που οδηγεί στη σωτηρία. Πραγματικά, η δόξα στην περίπτωση εκείνη δε συγκρίνεται με τη λαμπρότητα της νέας διαθήκης. Γιατί, αν εκείνο που έμελλε να καταργηθεί δόθηκε με λαμπρότητα, πολύ μεγαλύτερη λαμπρότητα συνοδεύει αυτό που διαρκεί αιώνια. Επειδή, λοιπόν, έχουμε μια τέτοια ελπίδα, γι’ αυτό μιλάμε τόσο ξεκάθαρα. Δεν κάνουμε όπως ο Μωυσής, που έβαζε κάλυμμα στο πρόσωπό του, για να μην αντικρύσουν οι Ισραηλίτες μια λαμπρότητα που έμελλε να σβήσει. Το μυαλό τους όμως σκοτίστηκε. Και μέχρι σήμερα υπάρχει το ίδιο κάλυμμα· το βάζουν όταν διαβάζουν την Παλαιά Διαθήκη, και δεν αφαιρείται, γιατί μόνο με τον Ιησού Χριστό καταργείται. Ακόμη μέχρι σήμερα, όποτε διαβάζουν τα βιβλία του Μωυσή, το κάλυμμα αυτό υπάρχει στη σκέψη τους. Όταν όμως επιστρέφει κανείς στον Κύριο, το κάλυμμα αφαιρείται, όπως συνέβαινε με το Μωυσή. Η λέξη «Κύριος» εδώ σημαίνει το Πνεύμα· και όπου υπάρχει το Πνεύμα του Κυρίου εκεί υπάρχει και ελευθερία. Όλοι, εμείς, λοιπόν, χωρίς κάλυμμα στο πρόσωπο, κοιτάζουμε σαν σε καθρέφτη τη λαμπρότητα του Κυρίου και μεταμορφωνόμαστε σ’ αυτήν τη λαμπρή εικόνα του· με την ενέργεια του Κυρίου, που είναι το Πνεύμα, βαδίζουμε από δόξα σε δόξα. Ο Θεός μάς ελέησε και μας εμπιστεύτηκε αυτό το έργο, γι’ αυτό δε χάνουμε το θάρρος μας. Εμείς όμως απαρνηθήκαμε τις σκοτεινές και άτιμες πράξεις. Δε συμπεριφερόμαστε με πανουργία ούτε νοθεύουμε το λόγο του Θεού. Αντίθετα, φανερώνουμε την αλήθεια και συστήνουμε τους εαυτούς μας στον καθένα που η συνείδησή του είναι καθαρή ενώπιον του Θεού. Κι αν ακόμη φαίνεται συγκαλυμμένο το μήνυμα της σωτηρίας, που εμείς κηρύττουμε, είναι συγκαλυμμένο για όσους οδεύουν προς την καταστροφή. Ο σατανάς, ο θεός αυτού του αιώνα, έχει τυφλώσει τη σκέψη των απίστων, ώστε να μην μπορούν να δουν το φως του ευαγγελίου, που αποκαλύπτει τη δόξα του Χριστού, ο οποίος είναι εικόνα του Θεού. Γιατί εμείς δεν κηρύττουμε τον εαυτό μας, αλλά τον Ιησού Χριστό ως Κύριο, και τους εαυτούς μας δούλους σας για χάρη του Ιησού. Γιατί ο Θεός που είπε μέσα από το σκοτάδι να λάμψει φως, αυτός έλαμψε μέσα στις καρδιές μας και μας φώτισε να γνωρίσουμε τη δόξα του στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Αλλά εμείς που έχουμε αυτόν το θησαυρό είμαστε σαν τα πήλινα δοχεία· έτσι γίνεται φανερό πως η υπερβολική αξία του θησαυρού αυτού προέρχεται από το Θεό κι όχι από μας. Αν και μας πιέζουν από παντού, δε μας καταβάλλουν. Βρισκόμαστε σε αδιέξοδο, αλλά δεν απελπιζόμαστε. Μας καταδιώκουν, ο Θεός όμως δε μας εγκαταλείπει. Μας ρίχνουν κάτω, μα δε χάνουμε τον αγώνα. Συνεχώς υποφέρουμε σωματικά μετέχοντας έτσι στο θάνατο του Κυρίου Ιησού, για να φανερωθεί στο πρόσωπό μας η ζωή του αναστημένου Ιησού. Δηλαδή είμαστε ζωντανοί, αλλά εκθέτουμε συνεχώς τον εαυτό μας στο θάνατο για χάρη του Ιησού, ώστε να φανερωθεί στο θνητό μας σώμα η ζωή του Ιησού. Έτσι, εμάς μας απειλεί συνεχώς ο θάνατος, ενώ εσείς κερδίζετε τη ζωή. Έχουμε, λοιπόν, την ίδια εμπιστοσύνη στο Θεό, που αναφέρει η Γραφή: Εμπιστεύτηκα τον εαυτό μου στο Θεό, γι’ αυτό και μίλησα. Κι εμείς έχουμε εμπιστοσύνη στο Θεό, γι’ αυτό και κηρύττουμε. Ξέρουμε ότι ο Θεός, που ανέστησε τον Κύριο Ιησού, θα αναστήσει και εμάς δια του Ιησού και θα μας παρουσιάσει μπροστά του μαζί σας. Όλα, λοιπόν, γίνονται για σας. Έτσι, όσο πιο πολλοί δεχτούν τη χάρη, τόσο πιο μεγάλη θα είναι η ευχαριστία και η δοξολογία προς το Θεό. Γι’ αυτό, λοιπόν, δε χάνουμε το θάρρος μας. Μπορεί εξωτερικά να βαδίζουμε στο θάνατο, εσωτερικά όμως, μέρα με την ημέρα, η ζωή μας ανανεώνεται. Γιατί ό,τι προσωρινά ασκεί μια ελαφριά πίεση πάνω μας, μας προετοιμάζει για ολοένα και μεγαλύτερο πλούτο αιώνιας δόξας. Δε στοχεύουμε σ’ αυτά που φαίνονται, αλλά σ’ αυτά που δε φαίνονται· γιατί όσα φαίνονται είναι πρόσκαιρα, ενώ όσα δεν φαίνονται είναι αιώνια. Ξέρουμε πως, αν η επίγεια σκηνή που κατοικούμε, δηλαδή το σώμα μας, διαλυθεί, έχουμε στους ουρανούς κατοικία αιώνια, οικοδομημένη από το Θεό κι όχι από ανθρώπινα χέρια. Γι’ αυτό τώρα στενάζουμε, περιμένοντας με λαχτάρα να ντυθούμε το ουράνιο σώμα μας. Κι αν ντυθούμε το ουράνιο σώμα, δε θα μείνουμε γυμνοί. Γιατί εμείς που είμαστε μέσα σ’ αυτό το σώμα στενάζουμε από το βάρος του. Όχι πως θέλουμε να το αποβάλουμε, αλλά θέλουμε να ντυθούμε ένα καινούριο. Έτσι η ζωή θα νικήσει το θάνατο. Αυτός που μας προετοίμασε γι’ αυτό το άφθαρτο σώμα είναι ο Θεός. Αυτός μας έδωσε το Πνεύμα ως εγγύηση. Ας έχουμε, λοιπόν, πάντα θάρρος κι ας ξέρουμε ότι όσο ζούμε σ’ αυτό το σώμα είμαστε μακριά από τον Κύριο. Ζούμε τώρα με την πίστη, όχι με ορατές αποδείξεις. Αλλά έχουμε θάρρος, και προτιμάμε να βγούμε απ’ αυτό το σώμα και να πάμε κοντά στον Κύριο. Γι’ αυτό κι αγωνιζόμαστε με ζήλο, για να είμαστε ευάρεστοι στο Θεό είτε μένοντας στο σώμα είτε βγαίνοντας απ’ αυτό. Γιατί όλοι μας πρέπει να παρουσιαστούμε μπροστά στο βήμα του Χριστού, για να πάρει καθένας την αμοιβή του ανάλογα με τα όσα καλά ή κακά έπραξε σ’ αυτή τη ζωή. Επειδή, λοιπόν, ξέρουμε πόσο φοβερή θα είναι η παρουσία του Κυρίου, προσπαθούμε να κερδίσουμε την εμπιστοσύνη των ανθρώπων. Ο Θεός μάς ξέρει καλά. Ελπίζω να μας έχετε μάθει κι εσείς καλά. Δε σας συστήνουμε πάλι τον εαυτό μας, αλλά σας δίνουμε αφορμή να καυχηθείτε για μας. Έτσι θα μπορείτε να αντιτάξετε κάτι σε όσους καυχιούνται για εξωτερικά πράγματα κι όχι για τον ψυχικό τους κόσμο. Όταν φαινόμαστε σαν παράφρονες, αυτό γίνεται για χάρη του Θεού· όταν είμαστε σώφρονες, αυτό γίνεται για χάρη δική σας. Μας διακατέχει η αγάπη του Χριστού, αφού ξεκινάμε με την πεποίθηση πως ένας πέθανε για χάρη όλων, πράγμα που σημαίνει πως όλοι πέθαναν. Πέθανε για χάρη όλων· κι αυτό σημαίνει ότι όσοι ζουν δεν μπορούν να ζουν πια για τον εαυτό τους, αλλά για κείνον που πέθανε κι αναστήθηκε γι’ αυτούς. Έτσι κι εμείς δεν κρίνουμε πια κανέναν με ανθρώπινα κριτήρια. Κι αν κάποτε βλέπαμε το Χριστό από την ανθρώπινη πλευρά μόνο, τώρα πια δεν τον βλέπουμε έτσι. Όταν κάποιος ανήκει στο Χριστό είναι μια καινούρια δημιουργία. Τα παλιά πέρασαν· όλα έχουν γίνει καινούρια. Κι όλα αυτά προέρχονται από το Θεό, που μας συμφιλίωσε μαζί του δια του Ιησού Χριστού, κι ανέθεσε σ’ εμάς να υπηρετήσουμε στο έργο της συμφιλίωσης. Δηλαδή, ο Θεός ήταν αυτός που στο πρόσωπο του Χριστού συμφιλίωσε τον κόσμο μαζί του, χωρίς να καταλογίσει στους ανθρώπους τα παραπτώματά τους, κι επίσης ανέθεσε σ’ εμάς να αναγγείλουμε το γεγονός της συμφιλίωσης. Εμείς ενεργούμε ως πρεσβευτές του Χριστού. Μέσα από τα δικά μας λόγια είναι σαν να σας παρακαλεί ο Θεός. Στο όνομα του Χριστού, λοιπόν, σας παρακαλούμε: Συμφιλιωθείτε με το Θεό! Αυτόν που δεν είχε γνωρίσει αμαρτία, τον φόρτωσε ο Θεός με όλη την αμαρτία για χάρη μας, για να μπορέσουμε εμείς μέσω εκείνου να βρούμε τη σωτηρία κοντά στο Θεό. Συνεργάτες του Θεού καθώς είμαστε, σας παρακαλούμε να μην αφήσετε να πάει χαμένη η χάρη του Θεού που δεχτήκατε, γιατί η Γραφή λέει: Στον καιρό της χάρης σε άκουσα, και την ημέρα της σωτηρίας σε βοήθησα. Να, τώρα είναι ο καιρός της χάρης, τώρα είναι η ημέρα της σωτηρίας. Κανένα πρόσκομμα δε φέρνουμε σε κανένα, για να μη δυσφημηθεί το έργο μας. Αντίθετα, με κάθε τρόπο συσταίνουμε τον εαυτό μας ως υπηρέτες του Θεού: με τη μεγάλη υπομονή μας, με τις θλίψεις, με τις δυσχέρειες, τις στενοχώριες, τις κακοποιήσεις, τις φυλακίσεις, τις εναντίον μας εξεγέρσεις, τις ταλαιπωρίες, τις αγρύπνιες, την πείνα. Συσταίνουμε τον εαυτό μας με την εντιμότητα, τη γνώση της αλήθειας, την ανεκτικότητα, την καλοσύνη, τη φώτιση του Αγίου Πνεύματος, την ανυπόκριτη αγάπη, με το κήρυγμα για την αλήθεια, με τη δύναμη του Θεού, με τα όπλα της σωτηρίας τα επιθετικά και τα αμυντικά. Δοκιμάζουμε δόξα και ατίμωση, δυσφήμηση και έπαινο. Μας θεωρούν λαοπλάνους, και όμως λέμε την αλήθεια· μας αγνοούν και όμως γινόμαστε γνωστοί· φτάνουμε στο θάνατο, και να που ζούμε· μας βασανίζουν, αλλά δεν πεθαίνουμε· μας προξενούν στενοχώριες κι όμως πάντοτε χαιρόμαστε· είμαστε φτωχοί, κάνουμε όμως πολλούς να πλουτίσουν· τίποτα δεν έχουμε και τα πάντα κατέχουμε. Σας μιλήσαμε με ειλικρίνεια, Κορίνθιοι. Σας ανοίξαμε διάπλατα την καρδιά μας. Δε σας κλείσαμε την καρδιά μας· εσείς κλείσατε τη δική σας. Σας μιλάω σαν παιδιά μου. Κάντε κι εσείς το ίδιο μ’ εμάς. Ανοίξτε κι εσείς διάπλατα τις καρδιές σας. Μην κάνετε αταίριαστους δεσμούς με απίστους. Γιατί ποια σχέση μπορεί να έχει η δικαιοσύνη με την ανομία; ή τι κοινό υπάρχει ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι; Ποια συμφωνία μπορεί να γίνει ανάμεσα στο Χριστό και στο διάβολο; ή τι έχει να μοιράσει ο πιστός με τον άπιστο; Μπορεί να υπάρχουν στον ίδιο τόπο ο ναός του Θεού και ο ναός των ειδώλων; Εσείς είστε ναός του αληθινού Θεού, όπως ο ίδιος είπε: Θα κατοικήσω ανάμεσά τους και θα πορεύομαι μαζί τους. Θα είμαι Θεός τους, κι αυτοί θα είναι λαός μου. Γι’ αυτό λέει ο Κύριος: Φύγετε μακριά απ’ αυτούς και ξεχωρίστε. Μην αγγίζετε ακάθαρτο πράγμα, κι εγώ θα σας δεχτώ. Θα είμαι για σας ο Πατέρας, κι εσείς θα είστε γιοι και θυγατέρες μου, λέει ακόμα ο παντοκράτορας Κύριος. Αφού λοιπόν, αγαπητοί μου, έχουμε αυτές τις υποσχέσεις, ας καθαρίσουμε τους εαυτούς μας από καθετί που μολύνει το σώμα και την ψυχή. Ας ζήσουμε μια άγια ζωή με φόβο Θεού. Δώστε μας λίγο χώρο στην καρδιά σας. Κανέναν δεν αδικήσαμε, κανέναν δεν καταστρέψαμε, κανέναν δεν εκμεταλλευτήκαμε. Δεν τα λέω αυτά για να σας κατακρίνω· σας είπα και πρωτύτερα ότι είστε μέσα στην καρδιά μας, είστε ενωμένοι μαζί μας στη ζωή και στο θάνατο. Σας μιλάω τελείως ανοιχτά. Είμαι πολύ περήφανος για σας. Η συμπεριφορά σας με γέμισε παρηγοριά. Η χαρά μου ξεχείλισε και σκέπασε όλες τις στενοχώριες που περνάμε. Όταν ήρθαμε στη Μακεδονία, πουθενά δε βρήκαμε ησυχία. Αντίθετα, από παντού μας περίμεναν δυσκολίες· πόλεμοι απ’ έξω, ανησυχίες από μέσα. Ο Θεός όμως, που παρηγορεί τους ταπεινούς, παρηγόρησε κι εμάς με την παρουσία του Τίτου. Κι όχι μόνο με την παρουσία του, αλλά και με την παρηγοριά που του δώσατε. Μας είπε για την έντονη επιθυμία σας, για τα κλάματά σας και το ζήλο σας για μένα. Αυτό μ’ έκανε να χαρώ ακόμα περισσότερο. Γιατί, αν και σας στενοχώρησα με το γράμμα μου, δε μετανιώνω. Αν και τότε υπήρχε λόγος να μετανιώσω –γιατί βλέπω πως το γράμμα εκείνο, έστω και προσωρινά, σας λύπησε– τώρα όμως χαίρομαι, όχι γιατί στενοχωρηθήκατε, αλλά γιατί η στενοχώρια εκείνη, που την αντιμετωπίσατε σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, σάς οδήγησε στη μετάνοια. Έτσι, δε ζημιωθήκατε σε τίποτε από μας. Γιατί η λύπη που αντιμετωπίζεται σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, οδηγεί στη μετάνοια, κι αυτή καταλήγει στη σωτηρία, για την οποία κανένας δε μετανιώνει. Αντίθετα, η λύπη που προέρχεται από ανθρώπινα προβλήματα οδηγεί στο θάνατο. Αυτή, λοιπόν, η ίδια η λύπη, που είναι σύμφωνη με το θέλημα του Θεού, να τώρα πόση προθυμία σάς έδωσε, πόση ανάγκη για απολογία αισθανθήκατε, πόση αγανάκτηση για τον υπαίτιο, πόσο φόβο για τις συνέπειες, πόση επιθυμία να με δείτε, πόσο ζήλο, πόση επιθυμία τιμωρίας του κακού! Με όλα αυτά αποδείξατε ότι σ’ αυτή την υπόθεση είστε αθώοι. Επομένως, αν και σας έγραψα, δεν το έκανα για να τιμωρηθεί αυτός που διέπραξε το αδίκημα ούτε για να ικανοποιηθεί αυτός που αδικήθηκε, αλλά το έκανα για να γίνει ολοφάνερος ενώπιον του Θεού ο ζήλος σας για μας. Γι’ αυτό και παρηγορηθήκαμε. Αλλά εκτός απ’ την παρηγοριά που μας δώσατε, χαρήκαμε πολύ περισσότερο για τη χαρά του Τίτου, γιατί πολύ ευχαριστήθηκε από τη συμπεριφορά όλων σας. Αν κατά κάποιον τρόπο καυχήθηκα σ’ αυτόν για σας, δεν ντροπιάστηκα. Αντίθετα, όπως όλα όσα κηρύξαμε σ’ εσάς αποδείχτηκαν αληθινά, έτσι και η καύχησή μας στον Τίτο αποδείχτηκε αληθινή. Η καρδιά του είναι πιο πολύ κοντά σας, γιατί θυμάται την υπακοή όλων σας και το ότι τον δεχτήκατε με φόβο και τρόμο. Χαίρομαι γιατί μπορώ να σας έχω απόλυτη εμπιστοσύνη. Σας πληροφορώ, αδερφοί μου, τι κατόρθωσε η χάρη που έδωσε ο Θεός στις εκκλησίες της Μακεδονίας. Μέσα στις πολλές δοκιμασίες και θλίψεις που πέρασαν, η χαρά τους ήταν τόσο μεγάλη, κι η έσχατη φτώχεια τους ξεχείλισε σε μια πλούσια γενναιοδωρία. Σας βεβαιώνω ότι πρόσφεραν σύμφωνα με τις οικονομικές τους δυνατότητες, και μάλιστα παραπάνω απ’ αυτές, χωρίς κανένας να τους το ζητήσει. Με πολλά παρακάλια μάς ζητούσαν να τους κάνουμε τη χάρη να πάρουν μέρος στην προσφορά για τους χριστιανούς της Ιερουσαλήμ. Και δεν πρόσφεραν μόνο αυτά που περιμέναμε, αλλά πρώτα δόθηκαν οι ίδιοι στον Κύριο και σ’ εμάς, σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Ύστερα από αυτό παρακαλέσαμε τον Τίτο, αφού πια έκανε την αρχή, να ολοκληρώσει αυτό το έργο της προσφοράς και μεταξύ σας. Όπως, λοιπόν, υπερέχετε σε όλα, στην πίστη και στο λόγο, στη γνώση, στο ενδιαφέρον που δείχνετε για όλους κι όπως αποδέχεστε την αγάπη μας για σας, έτσι να υπερέχετε και σ’ αυτό το έργο της προσφοράς. Δεν το λέω σαν διαταγή, αλλά σας μιλώ για το ζήλο των άλλων, για να σας παρακινήσω ν’ αποδείξετε τη γνησιότητα και της δικής σας αγάπης. Γνωρίζετε, βέβαια, τη χάρη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού· ήταν πλούσιος κι έγινε για χάρη σας φτωχός, για να μπορέσετε εσείς να πλουτίσετε με τη φτώχεια εκείνου. Πάνω σ’ αυτό σας δίνω τη γνώμη μου: Αυτό συμφέρει σ’ εσάς, που από πέρυσι αρχίσατε πρώτοι όχι μόνο να κάνετε, αλλά και να θέλετε αυτό το έργο. Τώρα, ολοκληρώστε αυτό το έργο, ώστε, όπως υπήρξε η πρόθυμη βούλησή σας, έτσι να πραγματοποιηθεί και η εκτέλεσή του ανάλογα με τις δυνατότητές σας. Γιατί, όταν υπάρχει η προθυμία, η προσφορά είναι ευπρόσδεκτη με όσα έχει κανείς κι όχι με όσα δεν έχει. Σκοπός βέβαια δεν είναι να στερηθείτε εσείς για να ανακουφίσετε τους άλλους, αλλά να υπάρχει σε όλους ισότητα. Στην παρούσα περίπτωση, το δικό σας περίσσευμα θα προστεθεί στο υστέρημα εκείνων, ώστε μια άλλη φορά το δικό τους περίσσευμα να προστεθεί στο δικό σας υστέρημα και να υπάρξει έτσι ισότητα. Όπως λέει η Γραφή, αυτός που μάζευε πολύ δεν είχε περίσσευμα, κι αυτός που μάζευε λίγο δεν είχε υστέρημα. Ας ευχαριστήσουμε το Θεό, που έδωσε στην καρδιά του Τίτου το ίδιο ενδιαφέρον για σας. Γιατί όχι μόνο αποδέχτηκε την παράκλησή μου, αλλά φάνηκε πολύ πιο πρόθυμος κι ήρθε κοντά σας αυτοπροαίρετα. Μαζί του στείλαμε και τον αδερφό, που επαινείται από όλες τις εκκλησίες για το έργο που προσφέρει στη διάδοση του ευαγγελίου. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά και τον εξέλεξαν οι εκκλησίες να ταξιδέψει μαζί μας στο έργο της μεταφοράς της δωρεάς αυτής, για να δοξαστεί ο ίδιος ο Κύριος και να ενισχυθεί η δική μας προθυμία. Έτσι θέλαμε να προφυλαχθούμε από όποιον θα μας κατηγορούσε για τον τρόπο που διαχειριστήκαμε ένα τόσο μεγάλο ποσό. Γιατί φροντίζουμε οι αποφάσεις μας να είναι σωστές και απέναντι στον Κύριο αλλά και απέναντι στους ανθρώπους. Μαζί μ’ αυτούς στείλαμε και τον αδερφό μας, που τον δοκιμάσαμε σε πολλές περιπτώσεις και τον βρήκαμε πολύ πρόθυμο. Τώρα μάλιστα δείχνει πολύ μεγαλύτερη προθυμία, επειδή έχει πολλή εμπιστοσύνη στη γενναιοδωρία σας. Για τον Τίτο σάς λέω ότι είναι σύντροφός μου και συνεργάτης στο έργο μου για σας. Όσο για τους αδερφούς μας, είναι απεσταλμένοι των εκκλησιών κι εργάζονται για τη δόξα του Χριστού. Αποδείξτε, λοιπόν, στις εκκλησίες με τη συμπεριφορά σας απέναντι σ’ αυτούς ότι τους αγαπάτε κι ότι εμείς δίκαια καυχιόμαστε για σας. Για τη βοήθεια προς τους αδερφούς χριστιανούς, το βρίσκω περιττό να σας γράψω. Ξέρω καλά την προθυμία σας, που με κάνει να καυχιέμαι στους Μακεδόνες για σας, ότι η Αχαΐα είναι από πέρυσι έτοιμη. Ο ζήλος σας έχει ξεσηκώσει τους περισσότερους. Στέλνω τους αδερφούς κι είμαι βέβαιος πως η καύχησή μου για σας δε θα αποδειχθεί αβάσιμη σ’ αυτό το σημείο, αλλά θα είστε προετοιμασμένοι, όπως το έχω πει. Τώρα φοβάμαι πως, αν έρθουν μαζί μου Μακεδόνες και σας βρουν απροετοίμαστους, θα ντροπιαστούμε εμείς –για να μην πω εσείς– που με τόση βεβαιότητα καυχιόμαστε. Θεώρησα, λοιπόν, αναγκαίο να παρακαλέσω τους αδερφούς να έρθουν σ’ εσάς πιο πριν, για να προετοιμάσουν τη δική σας προσφορά στη συνεισφορά που είχατε ήδη υποσχεθεί. Θέλω να ετοιμάσετε την εισφορά με γενναιοδωρία προαιρετική κι όχι με τσιγκουνιά. Πρέπει να ξέρετε πως όποιος σπέρνει με φειδώ θα έχει λίγη σοδειά· κι όποιος σπέρνει απλόχερα η σοδειά του θα είναι άφθονη. Ο καθένας ας δώσει ό,τι του λέει η καρδιά του χωρίς να στενοχωριέται ή να εξαναγκάζεται, γιατί ο Θεός αγαπάει αυτόν που δίνει με ευχαρίστηση. Ο Θεός έχει τη δύναμη να σας χορηγήσει πλουσιοπάροχα κάθε δωρεά, ώστε να είστε πάντοτε σε όλα τελείως αυτάρκεις, και να δίνετε με το παραπάνω για κάθε καλό σκοπό. Το λέει κι η Γραφή: Σκόρπισε, έδωσε στους φτωχούς, η αγαθοεργία του θα διαρκεί αιώνια. Κι αυτός που δίνει στο σποριά το σπόρο και το ψωμί για να τραφεί, ας δώσει και ας πληθύνει και το δικό σας σπόρο και ας αυξήσει τους καρπούς της αγαθοεργίας σας. Ο Θεός θα σας κάνει πλούσιους σε όλα, για να μπορείτε να δίνετε γενναιόδωρα. Αυτοί που θα πάρουν από μας τη δική σας εισφορά θα ευχαριστούν το Θεό. Γιατί η συνεισφορά σ’ αυτή τη διακονία όχι μόνο θα αναπληρώσει τις ελλείψεις των χριστιανών της Ιερουσαλήμ, αλλά και θα δώσει αφορμή για πάρα πολλές ευχαριστίες στο Θεό. Όταν πάρουν αυτή την προσφορά, θα δοξάζουν το Θεό, επειδή ομολογείτε έμπρακτα το ευαγγέλιο του Χριστού και συμμετέχετε γενναιόδωρα στις ανάγκες τις δικές τους και όλων των χριστιανών. Θα προσεύχονται για σας και θα λαχταρούν να σας δουν για την πλούσια χάρη που σας έδωσε ο Θεός. Ας ευχαριστήσουμε το Θεό για τη δωρεά του, η οποία δεν μπορεί να περιγραφτεί με λόγια. Σας παρακαλώ με την πραότητα και την επιείκεια του Χριστού, εγώ ο Παύλος, που όπως λένε, όταν βρίσκομαι κοντά σας είμαι ταπεινός, όταν όμως είμαι μακριά είμαι θαρραλέος απέναντί σας. Παρακαλώ, λοιπόν, όταν θα είμαι κοντά σας, να μη χρειαστεί να φανώ θαρραλέος στις απόψεις μου και να δείξω την τόλμη που θεωρώ ότι χρειάζονται μερικοί, οι οποίοι νομίζουν για μας ότι κινούμαστε από κοσμικά ελατήρια. Γιατί μπορεί να ζούμε μέσα στον κόσμο, δεν πολεμάμε όμως με όπλα κοσμικά. Τα όπλα με τα οποία πολεμάμε εμείς δεν είναι κοσμικά, αλλά έχουν τη δύναμη από το Θεό να γκρεμίζουν οχυρά. Με αυτά ανατρέπουμε ψεύτικους ισχυρισμούς και καθετί που ορθώνεται με αλαζονεία εναντίον της γνώσεως του Θεού. Με αυτά αιχμαλωτίζουμε κάθε σκέψη και την κάνουμε να υπακούει στο Χριστό. Είμαστε έτοιμοι να τιμωρήσουμε κάθε παρακοή, όταν ολοκληρωθεί η δική σας υπακοή. Μη βλέπετε τα πράγματα επιφανειακά. Όποιος είναι βέβαιος από μόνος του ότι ανήκει στο Χριστό, πρέπει από μόνος του πάλι να σκέφτεται ότι, όπως αυτός ανήκει στο Χριστό, έτσι ανήκουμε κι εμείς. Γιατί δε θα ντροπιαστώ, κι αν ακόμη καυχηθώ κάπως περισσότερο για την εξουσία που μας έδωσε ο Κύριος –για να σας στηρίξουμε κι όχι για να σας καταστρέψουμε. Δε θέλω να δώσω την εντύπωση ότι προσπαθώ να σας εκφοβίσω με τις επιστολές μου. Λένε για μένα: «Οι επιστολές του είναι αυστηρές και δυνατές, ενώ η προσωπική του παρουσία είναι ασθενική και ο προφορικός του λόγος τιποτένιος». Αυτός που τα λέει αυτά πρέπει να ξέρει το εξής: Όποιοι είμαστε με όσα γράφουμε στις επιστολές κατά την απουσία μας, οι ίδιοι είμαστε και με τα έργα μας όταν βρισκόμαστε κοντά σας. Γιατί δεν τολμάμε να βάλουμε τους εαυτούς μας στο ίδιο επίπεδο ή να τους συγκρίνουμε με μερικούς που αυτοσυστήνονται. Αυτοί όμως, όταν παίρνουν ως κριτήριο και μέτρο σύγκρισης του εαυτού τους τον ίδιο τους τον εαυτό, είναι ανόητοι. Εμείς, αντίθετα, δεν θα καυχηθούμε ποτέ πέρα από τα όρια, αλλά μέσα στα πλαίσια του κανόνα που μας καθόρισε ο Θεός, σύμφωνα με τον οποίο φτάσαμε μέχρι και σ’ εσάς. Δε θα επιτρέπαμε στον εαυτό μας την καύχηση, αν δεν είχαμε φτάσει σ’ εσάς. Γιατί φτάσαμε και σ’ εσάς, κηρύττοντας το ευαγγέλιο του Χριστού. Εμείς, λοιπόν, δεν καυχιόμαστε πέρα από τα όρια του έργου μας –για ξένους κόπους. Έχουμε όμως την ελπίδα ότι όσο αυξάνεται η πίστη σας, τόσο μεγαλώνει ανάμεσά σας και το δικό μας έργο και γίνεται πλουσιότερο, ώστε να κηρύξουμε το ευαγγέλιο σε μέρη πέρα από σας και να μην καυχιόμαστε για το έτοιμο έργο που έγινε σε ξένη δικαιοδοσία. Η Γραφή λέει: Όποιος καυχιέται, να καυχιέται γι’ αυτό που έκανε με τη δύναμη του Κυρίου. Γιατί άξιος δεν είναι αυτός που αυτοσυστήνεται, αλλά αυτός που τον συστήνει ο Κύριος. Θα ήθελα να ανεχθείτε λίγο την αφροσύνη μου. Ανεχθείτε την λοιπόν. Σας ζηλεύω με θεϊκή ζήλια, γιατί σας αρραβώνιασα μ’ έναν άντρα, το Χριστό, για να σας παρουσιάσω σ’ αυτόν σαν αγνή παρθένο. Φοβάμαι όμως μήπως κάποιοι διαφθείρουν τις σκέψεις σας κατά τον ίδιο τρόπο που το φίδι εξαπάτησε με την πανουργία του την Εύα, και χάσετε τη χριστιανική σας απλότητα. Γιατί, αν κάποιος έρθει και σας κηρύξει έναν άλλο Ιησού, τον οποίο εμείς δεν κηρύξαμε, ή αν σας δώσει κάποιο άλλο πνεύμα, διαφορετικό απ’ αυτό που λάβατε ή αν σας μιλήσει για ένα άλλο ευαγγέλιο, διαφορετικό απ’ αυτό που δεχτήκατε, αυτόν τον δέχεστε ευχαρίστως. Έχω όμως τη γνώμη ότι σε τίποτα δεν υστερώ απέναντι σ’ αυτούς που λέτε υπεραποστόλους. Μπορεί να είμαι αδύνατος στον προφορικό λόγο, όχι όμως και στη γνώση. Αυτό σας το δείξαμε καθαρά σε κάθε στιγμή και με κάθε ευκαιρία. Μήπως ήταν αμαρτία που σας κήρυξα δωρεάν το ευαγγέλιο του Θεού, ταπεινώνοντας τον εαυτό μου για να εξυψωθείτε εσείς; Επιβάρυνα άλλες εκκλησίες για να έχω την οικονομική δυνατότητα να υπηρετώ εσάς. Ακόμη κι όταν ήμουνα κοντά σας και περνούσα στερήσεις, δεν επιβάρυνα κανέναν, γιατί αυτά που μου έλειπαν για τη συντήρησή μου τα συμπλήρωσαν οι αδερφοί που ήρθαν από τη Μακεδονία. Έτσι κατάφερα να μη σας γίνω σε καμιά περίπτωση βάρος, και θα το τηρήσω αυτό και στο μέλλον. Σας το λέω με την ειλικρίνεια του Χριστού που είναι μέσα μου, ότι την καύχησή μου αυτή κανένας δε θα μου την αποκλείσει για τα μέρη της Αχαΐας. Για ποιο λόγο; μήπως γιατί δε σας αγαπώ; Ο Θεός ξέρει ότι σας αγαπώ. Αυτό το κάνω, και θα συνεχίσω να το κάνω, για να αφαιρέσω την αφορμή από κείνους που γυρεύουν αφορμή για να δείξουν ότι το έργο τους για το οποίο καυχιούνται είναι σαν το δικό μας. Αυτοί στην πραγματικότητα είναι ψευτοαπόστολοι, απατεώνες, άνθρωποι που μεταμφιέζονται σε αποστόλους του Χριστού. Και μη σας φαίνεται παράξενο, γιατί κι ο ίδιος ο σατανάς μεταμφιέζεται σε άγγελο φωτός. Δεν είναι, λοιπόν, μεγάλο πράγμα όταν και οι υπηρέτες του σατανά μεταμφιέζονται σε υπηρέτες της δικαιοσύνης. Το τέλος τους θα είναι ανάλογο με τα έργα τους. Σας επαναλαμβάνω: Μη με θεωρήσει κανείς ανόητο. Αν όμως δε γίνεται αλλιώς, πάρτε με, έστω και για ανόητο, ώστε να καυχηθώ κι εγώ για λίγο. Αυτό που θα πω δε θα το πω με εντολή του Κυρίου, αλλά σαν ένας ανόητος που νομίζει πως έχει το δικαίωμα να καυχηθεί. Αφού πολλοί καυχιούνται για ανθρώπινα πλεονεκτήματα, θα καυχηθώ κι εγώ. Κι ενώ παρασταίνετε τους φρόνιμους, ανέχεστε μ’ ευχαρίστηση τους ανόητους. Ανέχεστε δηλαδή όποιον σας καταπιέζει, όποιον σας εκμεταλλεύεται, όποιον σας εξαπατά, όποιον σας παριστάνει τον σπουδαίο, όποιον σας χαστουκίζει. Ντρέπομαι που το λέω: σαν να μην μπορούσαμε εμείς να σας κάνουμε τα ίδια! Όμως, για ο,τιδήποτε τολμά κάποιος να καυχηθεί –σαν ανόητος μιλώ– τολμώ κι εγώ. Εβραίοι είναι αυτοί; κι εγώ. Είναι Ισραηλίτες; κι εγώ. Είναι απόγονοι του Αβραάμ; κι εγώ. Είναι υπηρέτες του Χριστού; –θα μιλήσω σαν τρελός– εγώ είμαι με το παραπάνω. Μόχθησα πιο πολύ απ’ αυτούς, με χτύπησαν με αφάνταστη αγριότητα, φυλακίστηκα περισσότερες φορές, κινδύνεψα πολλές φορές να θανατωθώ. Πέντε φορές μαστιγώθηκα από Ιουδαίους με τα τριάντα εννιά μαστιγώματα. Τρεις φορές με τιμώρησαν με ραβδισμούς, μία φορά με λιθοβόλησαν, τρεις φορές ναυάγησα, ένα μερόνυχτο έμεινα ναυαγός στο πέλαγος. Έκανα πολλές κοπιαστικές οδοιπορίες, διάβηκα επικίνδυνα ποτάμια, κινδύνεψα από ληστές, κινδύνεψα από τους ομογενείς μου Ιουδαίους, κινδύνεψα από τους εθνικούς. Πέρασα κινδύνους σε πόλεις, κινδύνους σε ερημιές, κινδύνους στη θάλασσα, κινδύνεψα από ανθρώπους που υποκρίνονταν τους αδερφούς. Κόπιασα και μόχθησα πολύ, ξαγρύπνησα πολλές φορές, πείνασα, δίψασα, πολλές φορές μου έλειψε εντελώς το φαγητό, ξεπάγιαζα και δεν είχα ρούχα να φορέσω. Εκτός από τα άλλα είχα και την καθημερινή πίεση των εχθρών μου και τη φροντίδα για όλες τις εκκλησίες. Ποιανού η πίστη ασθενεί και δεν ασθενώ κι εγώ; Ποιος υποκύπτει στον πειρασμό και δεν υποφέρω κι εγώ; Αν πρέπει να καυχηθώ, θα καυχηθώ για τα παθήματά μου. Ο Θεός και Πατέρας του Κυρίου μας Ιησού Χριστού –ας είναι ευλογημένο το όνομά του στους αιώνες– ξέρει ότι δε λέω ψέματα. Στη Δαμασκό, ο διοικητής-εκπρόσωπος του βασιλιά Αρέτα έβαλε φρουρούς σε όλη την πόλη για να με συλλάβει. Μέσα όμως από ένα άνοιγμα του τείχους με κατέβασαν με καλάθι και ξέφυγα από τα χέρια του. Δε με συμφέρει βέβαια να καυχηθώ· θα το κάνω όμως, γιατί πρόκειται για οράματα κι αποκαλύψεις που μου χάρισε ο Κύριος. Ξέρω έναν άνθρωπο πιστό, ο οποίος πριν από δεκατέσσερα χρόνια ανυψώθηκε μέχρι και τον τρίτο ουρανό –δεν ξέρω αν ήταν με το σώμα του ή χωρίς το σώμα, αυτό ο Θεός το ξέρει. Ξέρω ότι αυτός ο άνθρωπος –ή ήταν με το σώμα ή χωρίς το σώμα δεν το ξέρω, ο Θεός το ξέρει– μεταφέρθηκε ξαφνικά στον παράδεισο κι άκουσε λόγια που δεν μπορεί ούτε επιτρέπεται να τα πει άνθρωπος. Γι’ αυτόν τον άνθρωπο θα καυχηθώ· για τον εαυτό μου όμως δε θα καυχηθώ, παρά μόνο για τις ταλαιπωρίες μου. Άμα θελήσω, λοιπόν, να καυχηθώ, δε θα φανώ ανόητος, γιατί θα πω την αλήθεια. Το αποφεύγω όμως, μήπως εξαιτίας του μεγαλείου των αποκαλύψεων, με θεωρήσει κανείς παραπάνω απ’ αυτό που βλέπει ή ακούει από μένα. Για να μην υπερηφανεύομαι όμως, ο Θεός μού έδωσε ένα αγκάθι στο σώμα μου, έναν υπηρέτη τού σατανά να με ταλαιπωρεί, ώστε να μην υπερηφανεύομαι. Γι’ αυτό το αγκάθι τρεις φορές παρακάλεσα τον Κύριο να το διώξει από πάνω μου. Η απάντησή του ήταν: «Σου αρκεί η χάρη μου, γιατί η δύναμή μου φανερώνεται στην πληρότητά της μέσα σ’ αυτή την αδυναμία σου». Με περισσότερη ευχαρίστηση, λοιπόν, θα καυχηθώ για τις ταλαιπωρίες μου, για να κατοικήσει μέσα μου η δύναμη του Χριστού. Γι’ αυτό χαίρομαι για τα παθήματά μου, για τις βρισιές, τις θλίψεις, τους διωγμούς και τις πιέσεις που πέρασα για χάρη του Χριστού. Γιατί όταν φαίνεται πως έχω χάσει κάθε δύναμη, τότε είμαι πραγματικά δυνατός. Φέρθηκα σαν ανόητος με όσα καυχήθηκα. Εσείς με αναγκάσατε. Εσείς έπρεπε να με συστήνατε. Εγώ σε τίποτα δεν υστέρησα από αυτούς που θεωρείτε «υπεραποστόλους», κι ας μην είμαι τίποτα. Οι αποδείξεις ότι είμαι απόστολος, παρουσιάστηκαν μπροστά σας με πολλή υπομονή, με θεϊκά σημεία, με θαύματα στη φύση και με θεραπείες. Γιατί σε τι υστερήσατε από τις άλλες εκκλησίες, πέρα από το ότι εγώ ο ίδιος δε σας επιβάρυνα; Συγχωρήστε μου αυτή την αδικία! Να που τώρα για τρίτη φορά ετοιμάζομαι να έρθω κοντά σας και δε θα σας επιβαρύνω. Δε ζητάω τα χρήματά σας αλλά εσάς. Γιατί δεν έχουν χρέος να μαζεύουν χρήματα τα παιδιά για τους γονείς, αλλά οι γονείς για τα παιδιά. Εγώ μάλιστα με ευχαρίστηση θα τα δώσω όλα, ακόμη και τον ίδιο μου τον εαυτό για χάρη σας. Αν και, ενώ εγώ σας αγαπώ περισσότερο, εσείς με αγαπάτε λιγότερο. Εγώ δεν σας επιβάρυνα. Ας πούμε όμως πως όντας πανούργος σάς κατέκτησα με δόλο. Μήπως σας εκμεταλλεύτηκα με κάποιον απ’ αυτούς που σας έστειλα; Παρακάλεσα τον Τίτο να έρθει και έστειλα μαζί και τον αδερφό. Μήπως σας εκμεταλλεύτηκε ο Τίτος; Δε σας συμπεριφερθήκαμε όλοι με το ίδιο πνεύμα; Δεν περπατήσαμε στα ίδια αχνάρια; Ίσως πάλι να νομίζετε ότι τόση ώρα απολογούμαστε σ’ εσάς. Εμείς όμως μιλάμε ενώπιον του Θεού με τη δύναμη που μας δίνει ο Χριστός. Κι όλα, αγαπητοί μου, τα κάνουμε για τη δική σας ωφέλεια. Φοβάμαι ακόμα μήπως, όταν έρθω, δε σας βρω όπως σας θέλω, κι εσείς δε με βρείτε όπως με θέλετε. Φοβάμαι μήπως υπάρχουν ανάμεσά σας έριδες, ζηλοτυπίες, φιλονικίες, διαπληκτισμοί, αλληλοκατηγορίες, διαβολές, εγωισμοί, αναστατώσεις. Φοβάμαι ακόμα, μήπως, όταν έρθω πάλι, με ταπεινώσει ο Θεός μου απέναντί σας και πενθήσω για πολλούς απ’ αυτούς που αμάρτησαν προηγουμένως και δε μετάνιωσαν για την ακαθαρσία, την πορνεία και την ασέλγεια που διέπραξαν. Για τρίτη φορά έρχομαι τώρα σ’ εσάς, και, όπως λέει η Γραφή: Με τη μαρτυρία δύο και τριών μαρτύρων θα βεβαιωθεί καθετί που λέγεται. Τη δεύτερη φορά που ήμουν κοντά σας είχα προείπει, και τώρα που είμαι μακριά γράφω το ίδιο σε όσους είχαν αμαρτήσει, και σε όλους τους άλλους, πώς, όταν ξανάρθω δε θα σας λυπηθώ. Εσείς, όπως φαίνεται, ζητάτε απόδειξη ότι ο Χριστός μιλάει μέσω εμού. Αυτός ο Χριστός δεν παρουσιάζεται αδύναμος, αλλά δυνατός ανάμεσά σας. Γιατί αν και σταυρώθηκε σαν αδύναμος άνθρωπος, όμως με τη δύναμη του Θεού είναι ζωντανός. Το ίδιο κι εμείς μετέχουμε στην αδυναμία του Χριστού, όμως με τη δύναμη του Θεού θα ζήσουμε μαζί του ανάμεσά σας. Να εξετάζετε τον εαυτό σας αν έχετε την πίστη. Να δοκιμάζετε τον εαυτό σας. Ή δεν καταλάβατε ακόμη καλά ότι ο Ιησούς Χριστός κατοικεί μέσα σας; Εκτός βέβαια αν αποτύχατε στη δοκιμασία. Ελπίζω να διαπιστώσετε ότι εμείς δεν αποτύχαμε στη δοκιμασία. Ευχόμαστε μάλιστα στο Θεό να μην κάνετε κανένα κακό. Όχι για να φανεί ότι εμείς πετύχαμε, αλλά για να κάνετε εσείς το καλό, κι εμείς ας φανούμε ότι δεν πετύχαμε. Γιατί δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα εναντίον της αλήθειας, αλλά για χάρη της αλήθειας. Χαιρόμαστε όταν εμείς είμαστε αδύνατοι κι εσείς είστε δυνατοί. Αυτή είναι κι η ευχή μας: να προκόβετε. Σας τα γράφω αυτά τώρα που δεν είμαι κοντά σας, ώστε όταν έρθω να μη χρησιμοποιήσω αυστηρότητα, σύμφωνα με την εξουσία που μου έδωσε ο Κύριος να χτίζω κι όχι να γκρεμίζω. Λοιπόν, αδερφοί μου, να χαίρεστε, να προοδεύετε, να συμπαραστέκεστε ο ένας στον άλλο· να μην έχετε διαφωνίες, να έχετε ειρήνη, κι ο Θεός που χαρίζει την αγάπη και την ειρήνη θα είναι μαζί σας. Χαιρετήστε ο ένας τον άλλο με το άγιο φίλημα. Σας χαιρετούν όλοι οι χριστιανοί. Η χάρη του Κυρίου Ιησού Χριστού και η αγάπη του Θεού και η κοινωνία του Αγίου Πνεύματος ας είναι μαζί με όλους σας. Αμήν. Ο Παύλος, που έγινα απόστολος όχι από ανθρώπους, ούτε με την παρέμβαση κάποιου ανθρώπου αλλά από τον Ιησού Χριστό και το Θεό Πατέρα, ο οποίος ανέστησε τον Ιησού από το θάνατο, κι όλοι οι αδερφοί που είναι μαζί μου. Προς τις εκκλησίες της Γαλατίας. Ευχόμαστε να είναι μαζί σας η χάρη και η ειρήνη του Θεού Πατέρα μας και του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Αυτός, όπως το θέλησε ο Πατέρας μας Θεός, έδωσε τη ζωή του για τις αμαρτίες μας, για να μας λυτρώσει από τον τωρινό κόσμο, όπου κυριαρχεί το κακό· ας είναι αιώνια δοξασμένος ο Θεός! Αμήν. Απορώ πώς τόσο γρήγορα απομακρύνεστε από το Θεό, που σας κάλεσε με τη χάρη του Χριστού, κι ακολουθείτε ένα άλλο ευαγγέλιο! Δεν υπάρχει όμως άλλο ευαγγέλιο. Υπάρχουν μόνο μερικοί που σας αναστατώνουν και θέλουν να διαστρεβλώσουν το ευαγγέλιο του Χριστού. Αλλά κι αν εμείς ή ακόμη κι ένας άγγελος από τον ουρανό σάς κηρύξει ένα ευαγγέλιο διαφορετικό από το ευαγγέλιο που σας κηρύξαμε, να είναι ανάθεμα! Σας το είπα κιόλας και το ξαναλέω· όποιος σας κηρύττει ως ευαγγέλιο άλλη διδασκαλία, διαφορετική απ’ αυτήν που παραλάβατε, να είναι ανάθεμα! Τι νομίζετε; Των ανθρώπων την εύνοια επιδιώκω τώρα ή του Θεού; Ή μήπως ζητώ να αρέσω στους ανθρώπους; Όχι· γιατί αν πράγματι ζητούσα να αρέσω στους ανθρώπους, δεν θα ήμουν υπηρέτης του Χριστού. Πρέπει να ξέρετε, αδερφοί μου, πως το ευαγγέλιο που σας κήρυξα εγώ δεν προέρχεται από άνθρωπο. Γιατί κι εγώ ούτε το παρέλαβα ούτε το διδάχτηκα από άνθρωπο, αλλά μου το αποκάλυψε ο Ιησούς Χριστός. Ασφαλώς έχετε ακούσει για τη διαγωγή μου όσον καιρό ανήκα στην ιουδαϊκή θρησκεία, ότι καταδίωκα με πάθος την εκκλησία του Θεού και προσπαθούσα να την εξαφανίσω. Και πρόκοβα στον ιουδαϊσμό πιο πολύ από πολλούς συνομήλικους συμπατριώτες μου, γιατί είχα μεγαλύτερο ζήλο για τις προγονικές μου παραδόσεις. Ο Θεός όμως με είχε ξεχωρίσει από την κοιλιά της μάνας μου και η χάρη του με είχε καλέσει να τον υπηρετήσω. Όταν, λοιπόν, ευδόκησε να μου αποκαλύψει τον Υιό του για να φέρω στους εθνικούς το χαρμόσυνο μήνυμα γι’ αυτόν, δε στηρίχθηκα σ’ ανθρώπινες δυνάμεις· ούτε ανέβηκα στα Ιεροσόλυμα να δω εκείνους που ήταν απόστολοι πριν από μένα, αλλά έφυγα στην Αραβία, και ύστερα ξαναγύρισα στη Δαμασκό. Έπειτα, μετά από τρία χρόνια, ανέβηκα στα Ιεροσόλυμα να γνωρίσω από κοντά τον Πέτρο, κι έμεινα κοντά του δεκαπέντε μέρες. Άλλον απόστολο δεν είδα, παρά τον Ιάκωβο, τον αδερφό του Κυρίου. Για όσα σας γράφω, μάρτυράς μου ο Θεός, δε λέω ψέματα. Έπειτα ήρθα στην περιοχή της Συρίας και της Κιλικίας. Προσωπικά ήμουν άγνωστος στις εκκλησίες του Χριστού που βρίσκονται στην Ιουδαία. Άκουγαν μόνο πως αυτός που κάποτε μας καταδίωκε τώρα κηρύττει την πίστη που άλλοτε προσπαθούσε να εξαφανίσει. Και δόξαζαν το Θεό για την αλλαγή μου. Έπειτα, μετά από δεκατέσσερα χρόνια, ανέβηκα πάλι στα Ιεροσόλυμα με το Βαρνάβα παίρνοντας μαζί μου και τον Τίτο. Ανέβηκα ύστερα από υπόδειξη του Κυρίου. Τους εξέθεσα το ευαγγέλιο που κηρύττω στους εθνικούς. Το εξέθεσα ιδιαίτερα στους προκρίτους, μήπως αγωνίστηκα ή αγωνίζομαι μάταια. Ούτε ο Τίτος, όμως, που ήταν μαζί μου, και ήταν εθνικός, αναγκάστηκε να υποβληθεί στην περιτομή. Κι ας ήταν εκεί οι παρείσακτοι ψευδάδελφοι, που γλίστρησαν ανάμεσά μας σαν κατάσκοποι με στόχο την ελευθερία μας, που την έχουμε χάρη στο έργο του Ιησού Χριστού, και θέλουν να μας κάνουν δούλους. Δεν υποχωρήσαμε ούτε στιγμή στις απαιτήσεις τους, για να μείνει ανόθευτο το ευαγγέλιο για χάρη σας. Οι πρόκριτοι πάλι –τι ήταν άλλοτε δε μ’ ενδιαφέρει· ο Θεός δεν ξεχωρίζει πρόσωπα– αυτοί δεν πρόσθεσαν τίποτε σε όσα είπα εγώ. Αντίθετα μάλιστα, είδαν ότι ο Θεός μού έχει αναθέσει το κήρυγμα του ευαγγελίου στους εθνικούς, όπως στον Πέτρο στους περιτμημένους. Γιατί αυτός που όρισε τον Πέτρο απόστολο για τους Ιουδαίους, όρισε κι εμένα απόστολο για τους εθνικούς. Όταν κατάλαβαν, λοιπόν, πως μου δόθηκε η χάρη του Θεού, ο Ιάκωβος και ο Κηφάς και ο Ιωάννης, που θεωρούνται στυλοβάτες, έσφιξαν το χέρι το δικό μου και του Βαρνάβα σ’ ένδειξη αναγνώρισης και συμφώνησαν να κηρύττουμε εμείς στους εθνικούς κι αυτοί στους Ιουδαίους. Μας ζήτησαν μόνο να θυμόμαστε τους φτωχούς χριστιανούς της Ιουδαίας, και ξέρετε με πόσο ζήλο φρόντισα γι’ αυτό. Όταν ήρθε ο Πέτρος στην Αντιόχεια, του αντιμίλησα κατά πρόσωπο, γιατί ήταν αξιοκατάκριτος. Γιατί πριν έρθουν μερικοί άνθρωποι του Ιακώβου, έτρωγε στα κοινά δείπνα μαζί με τους εθνικούς· όταν όμως ήρθαν, υποχωρούσε και διαχώριζε τη θέση του, επειδή φοβόταν τους Ιουδαίους. Μαζί του άρχισαν να υποκρίνονται και οι υπόλοιποι Ιουδαίοι, σε σημείο που παρασύρθηκε στην υποκρισία τους ακόμα κι ο Βαρνάβας! Εγώ όμως όταν είδα πως δε βαδίζουν σύμφωνα με την αλήθεια του ευαγγελίου, είπα στον Πέτρο μπροστά σ’ όλους: «Εάν εσύ που είσαι Ιουδαίος συμπεριφέρεσαι σαν εθνικός κι όχι ως πιστός στο νόμο Ιουδαίος, τότε γιατί εξαναγκάζεις τους εθνικούς να συμπεριφέρονται σαν Ιουδαίοι;» Εμείς είμαστε εκ γενετής Ιουδαίοι κι όχι αμαρτωλοί εθνικοί. Ξέρουμε όμως πως ο άνθρωπος δεν μπορεί να σωθεί με την τήρηση των διατάξεων του νόμου. Αυτό γίνεται μόνο με την πίστη στον Ιησού Χριστό. Γι’ αυτό κι εμείς πιστέψαμε στον Ιησού Χριστό, για να δικαιωθούμε με την πίστη στο Χριστό κι όχι με την τήρηση του νόμου· γιατί με τα έργα του νόμου δε θα σωθεί κανένας άνθρωπος. Αν όμως, ζητώντας να σωθούμε από το Χριστό, βρεθήκαμε να είμαστε κι εμείς αμαρτωλοί όπως οι εθνικοί, σημαίνει τάχα πως ο Χριστός οδηγεί στην αμαρτία; Όχι βέβαια! Γιατί, αν ό,τι γκρέμισα το ξαναχτίζω, είναι σαν να ομολογώ πως έκανα λάθος όταν το γκρέμιζα. Κι αληθινά, με κριτήριο το νόμο, έχω πεθάνει για τη θρησκεία του νόμου, για να βρω τη ζωή κοντά στο Θεό. Έχω πεθάνει στο σταυρό μαζί με το Χριστό. Τώρα πια δε ζω εγώ, αλλά ζει στο πρόσωπό μου ο Χριστός. Κι η τωρινή σωματική μου ζωή είναι ζωή βασισμένη στην πίστη μου στον Υιό του Θεού, που με αγάπησε και πέθανε εκούσια για χάρη μου. Δεν μπορώ ν’ αγνοήσω αυτή τη δωρεά του Θεού. Αν όμως η σωτηρία εξασφαλίζεται με την τήρηση του νόμου, τότε ο Χριστός πέθανε χωρίς λόγο. Ανόητοι Γαλάτες, ποιος σας μάτιασε και δεν πιστεύετε στην αλήθεια, εσείς, μπροστά στα μάτια των οποίων ζωγράφισα με το κήρυγμά μου τόσο ζωντανά τον Ιησού Χριστό σταυρωμένο; Αυτό θέλω μόνο να μου πείτε: Τηρώντας το νόμο δεχτήκατε το Πνεύμα ή ακούγοντας το κήρυγμα και πιστεύοντας; Τόσο ανόητοι είστε; Αρχίσατε με την εμπειρία του Πνεύματος. Πώς τώρα καταλήγετε να εμπιστεύεστε σ’ ανθρώπινες δυνάμεις; Όλες οι εμπειρίες σας πήγαν χαμένες; Ελπίζω να μην πήγαν χαμένες. Το Θεό, ο οποίος σας χορηγεί το Πνεύμα και κάνει θαύματα στις συνάξεις σας, τον ξέρετε από την τήρηση του νόμου ή από το κήρυγμα που πιστέψατε; Το ίδιο και ο Αβραάμ, σύμφωνα με τη Γραφή, πίστεψε στο Θεό, και γι’ αυτή του την πίστη ο Θεός τον αναγνώρισε δίκαιο. Μάθετε, λοιπόν, ποιοι είναι γνήσιοι απόγονοι του Αβραάμ· είναι όσοι εμπιστεύονται στο Θεό όπως εκείνος. Και η Γραφή, προβλέποντας πως ο Θεός θα σώσει τα έθνη με την πίστη, έδωσε από πριν στον Αβραάμ το ελπιδοφόρο μήνυμα ότι θα ευλογηθούν στο πρόσωπό του όλα τα έθνη. Συνεπώς, όσοι εμπιστεύονται στο Θεό ευλογούνται μαζί με τον πιστό Αβραάμ. Αντίθετα, όσοι στηρίζουν την ελπίδα τους στην τήρηση του νόμου βρίσκονται κάτω από την κατάρα. Γιατί αναφέρεται στη Γραφή: Καταραμένος όποιος δε μένει πιστός σ’ όλα όσα είναι γραμμένα στο βιβλίο του νόμου και δεν τα τηρεί. Κι είναι ολοφάνερο πως με το νόμο κανένας δεν πετυχαίνει τη σωτηρία από το Θεό, αφού, σύμφωνα με τη Γραφή, ο δίκαιος εξαιτίας της πίστεώς του θα ζήσει. Ο νόμος όμως δε δέχεται ότι σώζεται κανείς από την πίστη, παρά ότι ο άνθρωπος που τηρεί τις εντολές, αυτός θα ζήσει απ’ αυτές. Ο Χριστός μάς εξαγόρασε από την κατάρα του νόμου, αφού έγινε αυτός κατάρα για χάρη μας. Γιατί είναι γραμμένο: Καταραμένος όποιος κρεμιέται πάνω σε ξύλο. Η ευλογία, λοιπόν, του Αβραάμ έρχεται με τον Ιησού Χριστό στα έθνη, κι έτσι με την πίστη αποκτούμε το Πνεύμα που υποσχέθηκε ο Θεός. Θα χρησιμοποιήσω ένα ανθρώπινο παράδειγμα, αδερφοί μου. Κανένας βέβαια δεν μπορεί ν’ ακυρώσει μιαν έγκυρη ανθρώπινη διαθήκη ή να προσθέσει κάτι σ’ αυτήν. Οι επαγγελίες, λοιπόν, δόθηκαν ως διαθήκη στον Αβραάμ και στον απόγονό του. Η Γραφή δεν λέει και στους απογόνους, όπως θα έκανε αν εννοούσε πολλούς, αλλά μιλάει για έναν: και στον απόγονό σου. Αυτός ο απόγονος είναι ο Χριστός. Να τι θέλω να πω: Αυτή τη διαθήκη που την επικύρωσε προηγουμένως ο Θεός και αναφερόταν στο πρόσωπο του Χριστού, δεν μπορεί ο νόμος, που ήρθε ύστερα από τετρακόσια τριάντα χρόνια, να την ακυρώσει, καταργώντας έτσι τις υποσχέσεις του Θεού. Γιατί φυσικά η κληρονομία δεν σχετίζεται πια με την επαγγελία, αν μπορεί ν’ αποκτηθεί με την τήρηση του νόμου. Είναι όμως βέβαιο πως ο Θεός έδωσε τη χάρη του στον Αβραάμ με την επαγγελία. Τότε, γιατί δόθηκε ο νόμος; Προστέθηκε για να φανεί πόσο πολύ παραβαίνουν οι άνθρωποι το θέλημα του Θεού. Ίσχυσε όμως ωσότου να έρθει ο απόγονος του Αβραάμ, για τον οποίο μιλούσε η υπόσχεση του Θεού. Ο νόμος δόθηκε με τη μεσολάβηση αγγέλων με το χέρι ενός μεσίτη. Ο μεσίτης, όμως, είναι περιττός όταν υπάρχει ένα μόνο πρόσωπο· και το ένα αυτό πρόσωπο είναι ο Θεός. Είναι, λοιπόν, αντίθετος ο νόμος προς τις υποσχέσεις του Θεού; Καθόλου! Πάντως, αν ο νόμος που δόθηκε στους ανθρώπους είχε τη δύναμη να δίνει ζωή, η σωτηρία θα προερχόταν πραγματικά από το νόμο. Η Γραφή όμως διακηρύττει πως όλοι οι άνθρωποι είναι υπόδουλοι στην αμαρτία. Αυτό σημαίνει πως η υπόσχεση για σωτηρία δόθηκε σ’ όσους πιστεύουν στον Ιησού Χριστό. Πραγματικά, πριν έρθει ο Χριστός, μας φρουρούσε ο νόμος. Ήμασταν φυλακισμένοι, ώσπου να φανερωθεί ο μελλοντικός σωτήρας μας. Ο νόμος, λοιπόν, ήταν σκληρός παιδονόμος για μας, ώσπου εμφανίστηκε ο Χριστός, οπότε η πίστη μας σ’ αυτόν μας χάρισε τη σωτηρία. Τώρα όμως που ήρθε ο Χριστός, δεν είμαστε πια υπόδουλοι στο νόμο. Είστε, λοιπόν, όλοι παιδιά του Θεού, αφού πιστεύετε στον Ιησού Χριστό. Κι αυτό, γιατί όσοι βαφτιστήκατε στο όνομα του Χριστού, έχετε ντυθεί το Χριστό. Δεν υπάρχει πια Ιουδαίος και ειδωλολάτρης, δεν υπάρχει δούλος και ελεύθερος, δεν υπάρχει άντρας και γυναίκα· όλοι σας είστε ένας, χάρη στον Ιησού Χριστό. Κι αφού ανήκετε στο Χριστό, είστε απόγονοι του Αβραάμ και κληρονόμοι της ζωής, όπως την υποσχέθηκε ο Θεός. Να τι θέλω να πω: Όσον καιρό ο κληρονόμος είναι ανήλικος, δε διαφέρει σε τίποτε από ένα δούλο. Είναι βέβαια ιδιοκτήτης των πάντων, εξαρτάται όμως από επιτρόπους και διαχειριστές, ως την προθεσμία που καθόρισε ο πατέρας. Έτσι κι εμείς, όταν ήμασταν ανήλικοι, ήμασταν υπόδουλοι στα στοιχεία του κόσμου. Όταν όμως έφτασε η ώρα που είχε καθορίσει ο Θεός, απέστειλε τον Υιό του. Γεννήθηκε από μια γυναίκα και υποτάχτηκε στο νόμο, για να εξαγοράσει αυτούς που ήταν υπόδουλοι στο νόμο, για να γίνουμε παιδιά του Θεού. Κι επειδή πραγματικά είστε παιδιά του, ο Θεός απέστειλε το Πνεύμα του Υιού του στις καρδιές μας, και αυτό φωνάζει: «Αββά, Πατέρα μου!» Συνεπώς, δεν είσαι πια δούλος, αλλά παιδί του Θεού. Και ως παιδί του που είσαι, θα γίνεις κληρονόμος του δια του Χριστού. Παλιότερα, βέβαια, δε γνωρίζατε το Θεό, και είχατε υποδουλωθεί σε είδωλα, σε ψεύτικες θεότητες. Τώρα όμως που γνωρίσατε το Θεό, ή σωστότερα τώρα που σας γνώρισε ο Θεός, γιατί ξαναγυρίζετε στα ασθενικά και ανίσχυρα στοιχεία; Γιατί θέλετε να υποδουλωθείτε πάλι σ’ αυτά; Γιατί δίνετε ξεχωριστή σημασία σ’ ορισμένες μέρες, μήνες, εποχές και χρόνια; Φοβάμαι πως μάταια κοπίασα για σας. Σας παρακαλώ, αδερφοί μου, γίνετε σαν κι εμένα, γιατί κι εγώ κάποτε ήμουν σαν εσάς. Ποτέ ως τώρα δε μου δώσατε αφορμή για παράπονα. Θυμάστε πώς πρωτοκήρυξα στον τόπο σας: αναγκάστηκα από μια αρρώστια να μείνω κοντά σας. Δεν έγινε όμως αφορμή αυτή η σωματική μου δοκιμασία να με περιφρονήσετε ή να με σιχαθείτε. Αντίθετα, με δεχτήκατε σαν άγγελο Θεού, σαν τον ίδιο τον Ιησού Χριστό. Πού είναι όμως τώρα εκείνος ο ενθουσιασμός σας; Μπορώ να το βεβαιώσω πως τότε, αν μπορούσατε, θα βγάζατε και τα μάτια σας να μου τα δώσετε. Δηλαδή τώρα έγινα εχθρός σας, επειδή σας λέω την αλήθεια; Οι ταραξίες δείχνουν ζήλο για σας, όχι όμως με καλό σκοπό: θέλουν να σας απομακρύνουν από μένα, για να προσκολληθείτε σ’ αυτούς. Καλό όμως θα ήταν να δείχνετε το ζήλο σας για το καλό πάντοτε, κι όχι μόνο όταν είμαι κοντά σας. Παιδιά μου, για σας πάλι περνώ τους πόνους της γέννας, ώσπου να διαμορφωθεί μέσα σας ο Χριστός. Πολύ θα ’θελα τώρα να ήμουν κοντά σας και ν’ αλλάξω τον τόνο μου, γιατί μ’ έχετε φέρει σε δύσκολη θέση. Για πέστε μου, εσείς που θέλετε να ζείτε υπόδουλοι στο νόμο, δεν ακούτε τι διακηρύττει ο ίδιος ο νόμος; Λέει δηλαδή η Γραφή πως ο Αβραάμ απέκτησε δύο γιους, έναν από τη δούλη κι έναν από την ελεύθερη γυναίκα του. Ο γιος της δούλης όμως γεννήθηκε σύμφωνα με τους φυσικούς νόμους, ενώ ο γιος της ελεύθερης σύμφωνα με την υπόσχεση του Θεού. Αυτά πρέπει να τα καταλάβουμε σαν μια εικόνα. Οι γυναίκες δηλαδή είναι οι δύο διαθήκες: η μία στο όρος Σινά, που γεννάει δούλους, κι αυτή είναι η Άγαρ. Η Άγαρ συμβολίζει το όρος Σινά στην Αραβία, κι αντιστοιχεί στην τωρινή Ιερουσαλήμ, που πραγματικά είναι υπόδουλη, αυτή και τα παιδιά της. Αντίθετα, η ουράνια Ιερουσαλήμ είναι ελεύθερη, κι αυτή είναι η μητέρα όλων μας. Λέει σχετικά η Γραφή: Να χαίρεσαι, στείρα, εσύ που δε γεννάς! Φώναξε και κράξε με χαρά, εσύ που δεν κοιλοπονάς! Γιατί είναι περισσότερα της διωγμένης τα παιδιά παρά εκείνης που έχει τον άντρα. Εμείς, αδερφοί μου, είμαστε παιδιά της υποσχέσεως του Θεού, όπως ο Ισαάκ. Όπως όμως τότε ο γεννημένος σύμφωνα με τη φυσική τάξη καταδίωκε τον γεννημένο σύμφωνα με την πνευματική τάξη, έτσι γίνεται και τώρα. Αλλά τι λέει η Γραφή; Διώξε τη δούλη και το γιο της, γιατί δε θα γίνει κληρονόμος ο γιος της δούλης μαζί με το γιο της ελεύθερης. Δεν είμαστε, λοιπόν, αδερφοί μου, παιδιά δούλης, αλλά της ελεύθερης γυναίκας. Ο Χριστός μάς απελευθέρωσε για να είμαστε ελεύθεροι. Παραμένετε, λοιπόν, σταθεροί στην ελευθερία και μην ξαναμπαίνετε κάτω από ζυγό δουλείας. Ακούστε με, εγώ ο Παύλος σας το λέω: Αν περιτέμνεστε, ο Χριστός δε θα σας ωφελήσει σε τίποτε. Επίσης θυμίζω σ’ όποιον θέλει να περιτμηθεί, πως έχει υποχρέωση να τηρεί όλον το νόμο. Όσοι όμως από σας ψάχνετε να βρείτε τη σωτηρία στο νόμο δεν ανήκετε πια στο Χριστό· έχετε φύγει από τη χάρη του Θεού. Όσο για μας, εμείς με την πίστη που μας δίνει το Πνεύμα έχουμε στραμμένη την ελπίδα μας στην ευσπλαχνία του Θεού, που θα μας δικαιώσει την ημέρα της κρίσεως. Άλλωστε εκεί που κυριαρχεί ο Ιησούς Χριστός δεν έχει καμιά σημασία ούτε αν κάνεις περιτομή ούτε αν δεν κάνεις· σημασία έχει η πίστη στο Χριστό, η οποία εκδηλώνεται έμπρακτα με αγάπη. Πηγαίνατε καλά. Ποιος σας έκοψε την ορμή και δεν πιστεύετε πια στην αλήθεια; Όσα σας είπαν για να σας μεταπείσουν δεν προέρχονται από το Θεό, που σας προσκαλεί. Είναι αρκετό λίγο προζύμι, για να φουσκώσει όλο το ζυμάρι. Εγώ βέβαια σας έχω εμπιστοσύνη. Ο Κύριος θα σας βοηθήσει να μην παρασυρθείτε. Όσο γι’ αυτόν που σας αναστατώνει, το κρίμα πάνω του, όποιος κι αν είναι. Κι όσο για μένα αδερφοί μου, γιατί με καταδιώκουν, αν εξακολουθώ να κηρύττω την αναγκαιότητα της περιτομής, όπως με κατηγορούν; Αν ήταν έτσι, το κήρυγμα για το σταυρό θα είχε πάψει να είναι σκάνδαλο. Να πάνε να ευνουχιστούν όσοι σας αναστατώνουν με τέτοια πράγματα! Ο Θεός, λοιπόν, αδερφοί μου, σας κάλεσε για να ζήσετε ελεύθεροι. Μόνο να μη γίνει η ελευθερία αφορμή για αμαρτωλή διαγωγή, αλλά με αγάπη να υπηρετείτε ο ένας τον άλλο. Άλλωστε όλος ο νόμος συνοψίζεται σε μια φράση: Στο ν’ αγαπήσεις τον πλησίον σου σαν τον εαυτό σου. Αν όμως δαγκάνετε και τρώτε ο ένας τον άλλον, προσέξτε μήπως αλληλοεξοντωθείτε. Θέλω ακόμα να σας πω και τούτο: Να καθορίζει το Πνεύμα τη διαγωγή σας και τότε δε θ’ ακολουθείτε τις αμαρτωλές επιθυμίες σας. Γιατί οι αμαρτωλές επιθυμίες είναι αντίθετες με το Πνεύμα, και φυσικά το Πνεύμα αντίθετο με τις αμαρτωλές επιθυμίες. Αυτά τα δύο αντιμάχονται το ένα το άλλο, και γι’ αυτό άλλωστε δεν κάνετε αυτά που θα θέλατε να κάνετε. Αν έχετε το Πνεύμα για οδηγό, δεν είστε υπόδουλοι στο νόμο. Είναι ολοφάνερο ποια είναι τα αμαρτωλά έργα: Είναι η μοιχεία, η πορνεία, η ηθική ακαθαρσία, η αισχρότητα, η ειδωλολατρία, η μαγεία, οι έχθρες, οι φιλονικίες, οι ζήλιες, οι θυμοί, οι διαπληκτισμοί, οι διχόνοιες, τα σχίσματα, οι φθόνοι, οι φόνοι, οι μέθες, οι ασωτίες και τα παρόμοια. Σας προειδοποιώ, όπως σας προειδοποίησα κι άλλοτε: όσοι κάνουν τέτοια πράγματα δεν θα κληρονομήσουν τη βασιλεία του Θεού. Αντίθετα, ο καρπός του Αγίου Πνεύματος είναι η αγάπη, η χαρά, η ειρήνη, η μακροθυμία, η καλοσύνη, η αγαθότητα, η πίστη, η πραότητα, η εγκράτεια. Τίποτε απ’ αυτά δεν καταδικάζει ο νόμος. Άλλωστε όσοι είναι του Χριστού έχουν σταυρώσει τον αμαρτωλό εαυτό τους μαζί με τα πάθη και τις επιθυμίες του. Αφού, λοιπόν, ζούμε με τη δύναμη του Πνεύματος, πρέπει ν’ ακολουθούμε το Πνεύμα. Ας μη γινόμαστε ματαιόδοξοι, ας μην προκαλούμε κι ας μη φθονούμε ο ένας τον άλλο. Αν κάποιος, αδερφοί μου, βρεθεί να κάνει κάποιο παράπτωμα, εσείς που έχετε το Πνεύμα του Θεού να τον διορθώνετε με πραότητα. Προσέχετε μόνο να μην παρασυρθείτε κι εσείς από τον πειρασμό. Να σηκώνετε ο ένας το φορτίο του άλλου, κι έτσι θα εφαρμόσετε πλήρως το νόμο του Χριστού. Όποιος φαντάζεται πως είναι κάτι, ενώ δεν είναι τίποτε, εξαπατά τον εαυτό του. Γι’ αυτό, ας εξετάζει καθένας τα έργα του, και τότε, αν καυχηθεί, θα το κάνει μόνο για τον εαυτό του κι όχι σε σύγκριση με τους άλλους. Άλλωστε καθένας για τις δικές του πράξεις θα δώσει λόγο στο Θεό. Αυτός που διδάσκεται το λόγο του Θεού ας δίνει απ’ όλα τα υλικά αγαθά του σ’ αυτόν που τον διδάσκει. Μην έχετε ψευδαισθήσεις, ο Θεός δεν εμπαίζεται. Ό,τι σπέρνει ο άνθρωπος, αυτό θα θερίσει. Έτσι, όποιος σπέρνει στον αγρό των αμαρτωλών επιθυμιών του, θα θερίσει από εκεί ως καρπό την καταστροφή. Όποιος όμως σπέρνει στον αγρό του Πνεύματος, αυτός θα θερίσει ως καρπό του Πνεύματος την αιώνια ζωή. Κι όταν κάνουμε το καλό, ας μην αποκάμουμε. Γιατί, αν αντέξουμε ως το τέλος, θα θερίσουμε τον καρπό στον κατάλληλο καιρό. Όσο έχουμε, λοιπόν, ακόμα την ευκαιρία, ας κάνουμε το καλό σε όλους, και κυρίως σ’ αυτούς που έχουν την ίδια πίστη μ’ εμάς. Προσέξτε μέ πόσο μεγάλα γράμματα σας γράφω τώρα με το ίδιο μου το χέρι. Όσοι θέλουν ν’ αποκτήσουν καλή φήμη στους ανθρώπους, αυτοί σας υποχρεώνουν να περιτέμνεστε με μόνο στόχο να μην καταδιώκονται από τους Ιουδαίους εξαιτίας του σταυρού του Χριστού. Άλλωστε ούτε κι αυτοί που επιμένουν στην περιτομή τηρούν το νόμο. Απλώς θέλουν να περιτέμνεστε εσείς, για να καυχηθούν ότι σας κατάφεραν να το κάνετε. Όσο για μένα, δεν θέλω άλλη αφορμή για καύχηση εκτός από το σταυρό του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, το σταυρό που πάνω του ο κόσμος πέθανε για μένα κι εγώ για τον κόσμο. Για όσους ανήκουν στον Ιησού Χριστό δεν έχει καμιά σημασία ούτε το να κάνεις περιτομή ούτε το να μην κάνεις, αλλά όλοι είναι νέα δημιουργήματα του Θεού. Όσοι ακολουθούν αυτή την αρχή, θα έχουν την ειρήνη και το έλεος του Θεού μαζί τους, αυτοί και όλος ο λαός του Θεού. Στο εξής κανένας ας μη μου δημιουργεί προβλήματα. Αρκετά έχω πάθει για τον Ιησού, όπως δείχνουν τα σημάδια στο σώμα μου. Η χάρη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού εύχομαι να είναι μαζί σας, αδερφοί μου. Αμήν. Ο Παύλος, απόστολος του Ιησού Χριστού, σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Προς τους χριστιανούς που ζουν στην Έφεσο και τους ενώνει η πίστη στον Ιησού Χριστό. Εύχομαι ο Θεός Πατέρας μας και ο Κύριος Ιησούς Χριστός να σας δίνουν τη χάρη και την ειρήνη. Ευλογημένος να είναι ο Θεός, ο Πατέρας του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, που μέσω του Χριστού μάς δώρισε πλούσιες τις ευλογίες του, πνευματικές και ουράνιες. Μας διάλεξε πριν θεμελιώσει τον κόσμο, να γίνουμε δικοί του δια του Χριστού, αψεγάδιαστοι στην τελική του κρίση. Μας προόρισε με την αγάπη του να γίνουμε παιδιά του δια του Ιησού Χριστού, σύμφωνα με το καλόβουλο για μας θέλημά του, ώστε να τον υμνούμε για την πλούσια χάρη του, που μας δώρισε δια του αγαπημένου του Υιού. Μας λύτρωσε με το αίμα του Χριστού, συγχώρησε τις αμαρτίες μας με την πλούσια χάρη που μας τη σκόρπισε περίσσια, μαζί με κάθε λογής φρόνηση και γνώση. Δια του Χριστού αποκτήσαμε μερίδιο στην κληρονομία του Θεού, γιατί αυτό ήταν απαρχής το σχέδιό του, σύμφωνα με το οποίο πραγματοποίησε το θέλημά του. Για να είμαστε εκείνοι που υμνούμε τη δόξα του Θεού, εμείς που από πριν έχουμε στηρίξει την ελπίδα μας στο Χριστό. Έτσι κι εσείς ακούσατε το λόγο της αλήθειας, το χαρμόσυνο μήνυμα που σας φέρνει τη σωτηρία. Κι αφού πιστέψατε στο Χριστό, σας σφράγισε ο Θεός με το Άγιο Πνεύμα που το είχε υποσχεθεί. Κι είναι το Πνεύμα εγγύηση για την κληρονομιά μας, για το μελλοντικό λυτρωμό μας. Έτσι θα υμνείται και θα δοξάζεται το μεγαλείο του Θεού. Γι’ αυτό κι εγώ, αφότου πληροφορήθηκα την πίστη σας στον Κύριο Ιησού και την αγάπη σας για όλους τους χριστιανούς, δεν παύω να ευχαριστώ για σας το Θεό και να σας αναφέρω στις προσευχές μου. Παρακαλώ το Θεό του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, το μεγαλοδύναμο Πατέρα, να σας δίνει πνεύμα σοφίας, που θα σας αποκαλύψει πώς να τον γνωρίσετε ακόμη καλύτερα. Τον παρακαλώ να φωτίζει τα μάτια της καρδιάς σας, για να βλέπετε πιο ξεκάθαρα ποια είναι τα μελλοντικά αγαθά για τα οποία σας κάλεσε, πόσο λαμπρή και πλούσια είναι η κληρονομία που έχει ετοιμάσει για τους δικούς του, και με πόσο υπερβολικά μεγάλη δύναμη ενεργεί σ’ εμάς που πιστεύουμε. Τη δύναμή του αυτή την έδειξε με το να αναστήσει το Χριστό από τους νεκρούς και να τον βάλει να καθίσει στα δεξιά του στον ουρανό, πάνω από κάθε αρχή και εξουσία και δύναμη και κυριότητα, πάνω από καθετί που ανήκει όχι μόνο στον τωρινό αλλά και στο μελλοντικό κόσμο. Τα σύμπαντα τα υπέταξε στην εξουσία του, κι αυτόν τον ίδιο το Χριστό τον έδωσε στην εκκλησία ως υπέρτατο αρχηγό. Η εκκλησία είναι το σώμα του Χριστού, είναι η πληρότητα εκείνου ο οποίος με την παρουσία του γεμίζει πλήρως τα πάντα. Ήσασταν κι εσείς άλλοτε πνευματικά νεκροί εξαιτίας των παραπτωμάτων και των αμαρτιών σας. Ζούσατε τότε σύμφωνα με τις απαιτήσεις αυτού εδώ του κόσμου, υπακούοντας στον άρχοντα των πονηρών δυνάμεων που βρίσκονται ανάμεσα σε ουρανό και γη, στο σατανικό πνεύμα που εξακολουθεί να εξουσιάζει όσους δεν υπακούν στο Θεό. Έτσι, σαν κι αυτούς, ζήσαμε κάποτε κι εμείς όλοι: ήμασταν δούλοι στις επιθυμίες μας και κάναμε ό,τι ήθελε το αμαρτωλό εγώ μας. Η αμαρτωλή μας φύση μας οδηγούσε, όπως και τους υπόλοιπους ανθρώπους, σε πράξεις που προκαλούσαν την οργή του Θεού. Ο Θεός όμως μας αγάπησε, γιατί είναι πλούσιος σε έλεος κι έχει απέραντη αγάπη. Κι ενώ ήμασταν πνευματικά νεκροί εξαιτίας των παραπτωμάτων μας, μας ξανάδωσε ζωή μαζί με το Χριστό. Με τη χάρη του Θεού έχετε σωθεί. Μας ανέστησε μαζί με τον Ιησού Χριστό και μας έβαλε να καθίσουμε μαζί μ’ αυτόν στα ουράνια. Έτσι, με την αγάπη που μας έδειξε δια του Ιησού Χριστού, φανερώνει στις μελλοντικές γενιές πόσο υπερβολικά γενναιόδωρη είναι η χάρη του. Πραγματικά, με τη χάρη του σωθήκαμε δια της πίστεως. Κι αυτό δεν είναι δικό σας κατόρθωμα αλλά δώρο Θεού. Δε σωθήκατε με τα δικά σας έργα κι έτσι κανείς δεν μπορεί να καυχηθεί γι’ αυτό. Είμαστε δημιούργημα του Θεού, ο οποίος δια του Ιησού Χριστού μάς έκανε καινούριους ανθρώπους, για να μπορούμε να κάνουμε καλά έργα, που τα προετοίμασε ο Θεός, για να είναι μ’ αυτά γεμάτη η ζωή μας. Κι εσείς οι εθνικοί –οι Ιουδαίοι σας ονομάζουν «απερίτμητους», όπως ονομάζουν τον εαυτό τους «περιτμημένο» από το σημάδι που γίνεται στο σώμα τους με ανθρώπινο χέρι– μην ξεχνάτε ότι εκείνα τα χρόνια ζούσατε χωρίς Χριστό· ήσασταν αποκλεισμένοι από την κοινότητα του λαού του Θεού κι από τις υποσχέσεις που έδωσε ο Θεός· ζούσατε στον κόσμο χωρίς ελπίδα και χωρίς Θεό. Τώρα όμως, με το έργο του Ιησού Χριστού, εσείς, που τότε ήσασταν μακριά από το Θεό, έχετε έρθει κοντά του· σας έφερε κοντά του η σταυρική θυσία του Χριστού. Αυτός πραγματικά είναι για μας η ειρήνη. Αυτός έκανε τους δύο αντιμαχόμενους κόσμους ένα λαό και γκρέμισε με το σταυρικό του θάνατο ό,τι σαν τείχος τούς χώριζε και προκαλούσε έχθρα μεταξύ τους. Κατήργησε δηλαδή τον ιουδαϊκό νόμο των εντολών και των διατάξεων, για να δημιουργήσει με το έργο του από τα δύο εχθρικά μέρη, από τους Ιουδαίους και τους εθνικούς, μία νέα ανθρωπότητα, φέρνοντας την ειρήνη. Κι αφού θανάτωσε με το σταυρό του την έχθρα, ένωσε τους δύο πρώην εχθρούς σε ένα σώμα και τους συμφιλίωσε με το Θεό. Έτσι, ο Χριστός ήρθε κι έφερε το χαρμόσυνο μήνυμα της ειρήνης σ’ εσάς τους εθνικούς, που ήσασταν μακριά από το Θεό, και σ’ εσάς τους Ιουδαίους, που ήσασταν κοντά του. Πραγματικά, δια του Χριστού μπορούμε μ’ ένα πνεύμα και οι δύο, εθνικοί και Ιουδαίοι, να πλησιάσουμε τον Πατέρα. Δεν είστε, λοιπόν, πια ξένοι και χωρίς δικαιώματα, αλλά ανήκετε στο λαό του Θεού, στην οικογένεια του Θεού. Προστεθήκατε κι εσείς στο οικοδόμημα που έχει θεμέλιο τους αποστόλους και τους προφήτες, κι ακρογωνιαίο λίθο αυτόν τον ίδιο το Χριστό. Μ’ αυτόν ολόκληρο το οικοδόμημα δένεται και μεγαλώνει, ώστε να γίνει ναός άγιος για τον Κύριο. Ο Κύριος οικοδομεί κι εσάς μαζί με τους άλλους, για να γίνετε πνευματική κατοικία του Θεού. Γι’ αυτό προσεύχομαι στο Θεό κι εγώ, ο Παύλος, ο φυλακισμένος του Ιησού Χριστού, για σας τους εθνικούς. Θα έχετε ακούσει βέβαια, για τη χάρη που μου έδωσε ο Θεός σύμφωνα με το σχέδιό του να κηρύξω σ’ εσάς το λυτρωτικό του μήνυμα, που μου το φανέρωσε με αποκάλυψη. Σας έγραψα ήδη πιο πάνω λίγα λόγια, που διαβάζοντάς τα μπορείτε να καταλάβετε πόσο βαθιά έχω γνωρίσει το μυστήριο του Χριστού. Αυτό το μυστήριο δεν το είχε φανερώσει ο Θεός προηγουμένως στους ανθρώπους· το αποκάλυψε τώρα με το Άγιο Πνεύμα του στους άγιους αποστόλους και προφήτες του. Το μυστήριο αυτό είναι ότι με το έργο του Ιησού Χριστού και οι εθνικοί λαμβάνουν μέρος στην κληρονομία μαζί με τους Ιουδαίους, αποτελούν μέλη του ίδιου σώματος του Χριστού και μετέχουν στις υποσχέσεις του Θεού. Αυτό το ευαγγέλιο διακονώ κι εγώ με τη χάρη που μου δώρισε ο Θεός, δείχνοντας έτσι τη μεγάλη του δύναμη. Σ’ εμένα, τον πιο ασήμαντο απ’ όλους τους χριστιανούς, έδωσε ο Θεός αυτή τη χάρη, να κηρύξω στους εθνικούς τον ανεξερεύνητο πλούτο του Χριστού και να κάνω σ’ όλους φανερό πώς πραγματοποιείται αυτό το μυστήριο που ήταν κρυμμένο απαρχής στο Θεό, ο οποίος δημιούργησε τα πάντα δια του Ιησού Χριστού. Έτσι τώρα, με την ύπαρξη της εκκλησίας, φανερώνεται στις αρχές και στις εξουσίες που βρίσκονται στα επουράνια, η πολύπλευρη σοφία του Θεού, σύμφωνα με το προαιώνιο σχέδιό του, που πραγματοποιήθηκε με τον Ιησού Χριστό, τον Κύριό μας. Επειδή πιστεύουμε στο Χριστό, μπορούμε με απόλυτη εμπιστοσύνη να πλησιάζουμε το Θεό και να απευθυνόμαστε σ’ αυτόν. Σας παρακαλώ, λοιπόν, να μην αποθαρρύνεστε για τις θλίψεις που υποφέρω για χάρη σας· να είστε περήφανοι γι’ αυτές. Γι’ αυτό γονατίζω μπροστά στον Πατέρα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, που δίνει ζωή και ύπαρξη σ’ όλα τα όντα, ουράνια και επίγεια. Παρακαλώ το Θεό να ενισχύει πλουσιοπάροχα και δυναμικά με το Πνεύμα του τον εσωτερικό σας άνθρωπο, να κατοικήσει ο Χριστός στις καρδιές σας με την πίστη, και να είστε ριζωμένοι και θεμελιωμένοι στην αγάπη. Έτσι, θα μπορέσετε μαζί με ολόκληρο το λαό του Θεού να συλλάβετε ποιο είναι το πλάτος και το μήκος, το βάθος και το ύψος του μυστηρίου της σωτηρίας, και να γνωρίσετε την αγάπη του Χριστού, που ξεπερνάει κάθε ανθρώπινη γνώση. Έτσι θα γεμίσει η ζωή σας με την πλούσια χάρη του Θεού. Ο Θεός έχει τη δύναμη να κάνει απείρως περισσότερα απ’ όσα ζητάμε ή σκεφτόμαστε, καθώς η δύναμή του ενεργεί σ’ εμάς. Ας είναι δοξασμένος παντοτινά μέσα στην εκκλησία και δια του Ιησού Χριστού. Αμήν. Σας παρακαλώ, λοιπόν, εγώ που είμαι φυλακισμένος για τον Κύριο, να ζείτε με τρόπο αντάξιο εκείνου που σας κάλεσε στη νέα ζωή. Να ζείτε με ταπείνωση, πραότητα και υπομονή· να ανέχεστε με αγάπη ο ένας τον άλλο και να προσπαθείτε να διατηρείτε, με την ειρήνη που σας συνδέει μεταξύ σας, την ενότητα που δίνει το Πνεύμα του Θεού. Ένα σώμα αποτελείτε όλοι κι ένα πνεύμα σάς ενώνει, όπως και μία είναι η ελπίδα σας για την οποία σας κάλεσε ο Θεός. Ένας Κύριος υπάρχει, μία πίστη, ένα βάπτισμα. Ένας Θεός και Πατέρας όλων, που κυριαρχεί σε όλους, ενεργεί μέσα απ’ όλους και κατοικεί σε όλους σας. Στον καθένα μας όμως έχει δοθεί κάποιο ιδιαίτερο χάρισμα, σύμφωνα με το μέτρο που δωρίζει ο Χριστός. Γι’ αυτό λέει η Γραφή: Ανέβηκε ψηλά, πήρε μαζί του αιχμαλώτους, έδωσε δώρα στους ανθρώπους. Το ανέβηκε όμως, τι άλλο σημαίνει παρά πως προηγουμένως είχε κατέβει εδώ κάτω στη γη; Αυτός που κατέβηκε είναι ο ίδιος που ανέβηκε πάνω απ’ όλους τους ουρανούς, για να γεμίσει με την παρουσία του το σύμπαν. Αυτός, λοιπόν, σε άλλους έδωσε το χάρισμα του αποστόλου, σε άλλους του προφήτη, σε άλλους του ευαγγελιστή και σ’ άλλους του ποιμένα και δασκάλου, για να καταρτίζουν τους πιστούς για το έργο της διακονίας, ώστε να οικοδομείται το σώμα του Χριστού. Έτσι θα καταλήξουμε όλοι στην ενότητα που δίνει η πίστη και η βαθιά γνώση του Υιού του Θεού, θα γίνουμε ώριμοι και θα φτάσουμε στην τελειότητα που μέτρο της είναι ο Χριστός. Δε θα είμαστε πια νήπια, δε θα κλυδωνιζόμαστε και δε θα μας πηγαίνει πέρα δώθε ο άνεμος της κάθε διδασκαλίας, η ανθρώπινη δολιότητα και τα τεχνάσματα που μηχανεύεται η απάτη. Αντίθετα, έχοντας την αληθινή πίστη και την αγάπη, ας φτάσουμε σε όλα μας αυτόν που είναι η κεφαλή, δηλαδή το Χριστό. Αυτός συναρμολογεί και συνδέει με αρθρώσεις ολόκληρο το σώμα· και κάθε μέλος, κατά το μέτρο του χαρίσματος που του χορηγήθηκε, συμβάλλει στην αύξηση του σώματος και στην οικοδομή του με αγάπη. Τούτο σας λέω και το τονίζω, στο όνομα του Κυρίου: να μη ζείτε πια όπως ζουν οι ειδωλολάτρες, που ακολουθούν τους μάταιους διαλογισμούς τους. Το μυαλό τους είναι σκοτισμένο και έχουν αποξενωθεί από τη ζωή που δίνει ο Θεός, γιατί έχουν άγνοια, κι η καρδιά τους έχει πορωθεί. Είναι αναίσθητοι, ασελγούν αδιάντροπα, και εκτελούν χωρίς φραγμό βρώμικες πράξεις. Εσείς, αντίθετα, δεν διδαχθήκατε έναν τέτοιο Χριστό, αφού ασφαλώς ακούσατε γι’ αυτόν και διδαχθήκατε αυτό που είναι η χριστιανική αλήθεια: Να πετάξετε από πάνω σας τον παλιό εαυτό σας, που σας συνδέει με την προηγούμενη ζωή σας και που φθείρεται με τις απατηλές επιθυμίες του. Να ανανεωθείτε σ’ όλο το πνευματικό σας βάθος. Να ντυθείτε τον καινούριο άνθρωπο, που ο Θεός κατά το σχέδιό του τον έχει πλάσει για να ζει με δικαιοσύνη και αγιότητα που προέρχονται από την αλήθεια. Πετάξτε από πάνω σας το ψέμα και ο καθένας ας λέει την αλήθεια στο διπλανό του, γιατί είμαστε μέλη του ίδιου σώματος. Όταν οργίζεστε, μη φτάνετε ως την αμαρτία· η δύση του ήλιου ας μη σας βρίσκει ακόμα οργισμένους. Μη δίνετε με τη συμπεριφορά σας χώρο να δρα ο διάβολος. Όποιος έκλεβε ας μην κλέβει πια, αλλά ας εργάζεται τίμια με τα δικά του χέρια, για να μπορεί να δίνει και σ’ όποιον έχει ανάγκη. Κανένας βλαβερός λόγος ας μη βγαίνει από το στόμα σας παρά μόνο ωφέλιμος, που να μπορεί να οικοδομήσει, όταν χρειάζεται, και να κάνει καλό σ’ αυτούς που τον ακούνε. Μη λυπείτε με τη συμπεριφορά σας το Πνεύμα το Άγιο του Θεού, το οποίο αποτελεί τη σφραγίδα του Θεού πάνω σας, εγγύηση ότι θα έρθει η ημέρα της τελικής απολύτρωσης. Διώξτε μακριά σας κάθε δυσαρέσκεια, θυμό, οργή, κραυγή, κατηγόρια, καθώς και κάθε άλλη κακότητα. Να φέρεστε μεταξύ σας με καλοσύνη κι ευσπλαχνία, και να συγχωρείτε ο ένας τον άλλο, όπως κι ο Θεός συγχώρησε κι εμάς δια του Χριστού. Μιμηθείτε λοιπόν το Θεό, αφού είστε αγαπητά του παιδιά· να συμπεριφέρεστε με αγάπη κατά το πρότυπο του Χριστού, που μας αγάπησε κι έδωσε τη ζωή του για μας, προσφορά και θυσία που τη δέχεται ευχάριστα ο Θεός. Αφού ανήκετε στο Θεό, δεν πρέπει ούτε καν λόγος να γίνεται μεταξύ σας για ακολασία και κάθε είδους ηθική ακαθαρσία και πλεονεξία. Επίσης δεν σας ταιριάζει η αισχρότητα, τα ανόητα λόγια και τα βρώμικα αστεία· αυτό που σας ταιριάζει είναι λόγια ευγνωμοσύνης προς το Θεό. Γιατί, να το ξέρετε καλά, κανένας απ’ όσους επιδίδονται στην ακολασία, στην ανηθικότητα, στην πλεονεξία –που ουσιαστικά είναι λατρεία των ειδώλων– δε θα έχει μερίδιο στη βασιλεία του Χριστού και του Θεού. Μην αφήνετε κανέναν να σας εξαπατάει με απατηλά λόγια. Γιατί όλα αυτά φέρνουν την τιμωρία του Θεού πάνω σε όσους δεν τον υπακούν. Μην έχετε, λοιπόν, τίποτε το κοινό μ’ αυτούς. Κάποτε ήσασταν στο σκοτάδι· τώρα όμως, που πιστεύετε στον Κύριο, είστε στο φως. Να ζείτε, λοιπόν, σαν άνθρωποι που ανήκουν στο φως. Γιατί η ζωή εκείνων που οδηγούνται από το Άγιο Πνεύμα διακρίνεται για την αγαθότητα, τη δικαιοσύνη και την αλήθεια. Να εξετάζετε τι αρέσει στον Κύριο. Και να μη συμμετέχετε στα σκοτεινά κι ανώφελα έργα των άλλων, αλλά να τα ξεσκεπάζετε. Γι’ αυτά που κάνουν εκείνοι στα κρυφά, είναι ντροπή ακόμα και να μιλάμε. Όταν όμως όλα αυτά έρχονται στο φως, αποκαλύπτεται η αληθινή τους φύση. Γιατί ό,τι φανερώνεται γίνεται κι αυτό φως. Γι’ αυτό λέει ένας ύμνος: «Ξύπνα εσύ που κοιμάσαι, αναστήσου από τους νεκρούς, και θα σε φωτίσει ο Χριστός». Προσέχετε, λοιπόν, καλά, πώς ζείτε· μη ζείτε ως ασύνετοι αλλά ως συνετοί. Να χρησιμοποιείτε σωστά το χρόνο σας, γιατί ζούμε σε πονηρούς καιρούς. Γι’ αυτό μην είστε άφρονες, αλλά ν’ αντιλαμβάνεστε τι θέλει ο Κύριος από σας. Να μη μεθάτε με κρασί, που οδηγεί στην ασωτία, αλλά να γεμίζετε με το Πνεύμα του Θεού. Να τραγουδάτε στις συνάξεις σας ψαλμούς και ύμνους και πνευματικές ωδές· να ψάλλετε με την καρδιά σας στον Κύριο. Να ευχαριστείτε πάντοτε και για όλα το Θεό και Πατέρα στο όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Να υποτάσσεστε ο ένας στον άλλο με φόβο Χριστού. Οι γυναίκες να υποτάσσονται στους άντρες τους όπως στον Κύριο. Γιατί ο άντρας είναι ο αρχηγός της γυναίκας, όπως κι ο Χριστός είναι ο αρχηγός της εκκλησίας. Ο Χριστός είναι και ο σωτήρας του σώματός του, δηλαδή της εκκλησίας. Όπως όμως η εκκλησία υποτάσσεται στο Χριστό, έτσι και οι γυναίκες πρέπει σε όλα να υποτάσσονται στους άντρες τους. Οι άντρες να αγαπάτε τις γυναίκες σας, όπως ο Χριστός αγάπησε την εκκλησία και πρόσφερε τη ζωή του γι’ αυτήν. Ήθελε έτσι να την εξαγιάσει, αφού την καθάρισε με το λουτρό του βαπτίσματος και με το λόγο, ώστε η εκκλησία να του ανήκει ως νύφη με όλη της τη λαμπρότητα, την καθαρότητα και αγιότητα, χωρίς ψεγάδι ή ελάττωμα ή κάτι παρόμοιο. Το ίδιο και οι άντρες οφείλουν να αγαπούν τις γυναίκες τους, όπως αγαπούν το δικό τους το σώμα. Όποιος αγαπάει τη γυναίκα του αγαπάει τον εαυτό του. Κανείς ποτέ δε μίσησε το ίδιο του το σώμα, αλλά αντίθετα το τρέφει και το φροντίζει· έτσι κάνει κι ο Κύριος για την εκκλησία, γιατί όλοι είμαστε μέλη του σώματός του από τη σάρκα του και τα οστά του. Γι’ αυτό –λέει η Γραφή– θα εγκαταλείψει ο άντρας τον πατέρα και τη μητέρα του, για να ζήσει μαζί με τη γυναίκα του· θα γίνουν οι δυο τους ένας άνθρωπος. Σ’ αυτά τα λόγια κρύβεται ένα μεγάλο μυστήριο, που εγώ σας λέω ότι αναφέρεται στη σχέση Χριστού και εκκλησίας. Αλλά κι εσείς, ο καθένας ν’ αγαπάει τη γυναίκα του όπως αγαπάει τον εαυτό του, και η γυναίκα να σέβεται τον άντρα της. Εσείς, παιδιά, να υπακούτε στους γονείς σας, σύμφωνα με το θέλημα του Κυρίου· αυτό άλλωστε είναι το σωστό. Τίμα τον πατέρα σου και τη μητέρα σου, αυτή είναι η μόνη εντολή που περιέχει υπόσχεση: για να ευτυχήσεις και να ζήσεις πολλά χρόνια πάνω στη γη. Κι εσείς, πατέρες, μη φέρνεστε στα παιδιά σας έτσι ώστε να εξοργίζονται, αλλά να τα ανατρέφετε δίνοντάς τους αγωγή και συμβουλές που εμπνέονται από την πίστη στον Κύριο. Οι δούλοι να υπακούτε στους κατά κόσμο κυρίους σας με φόβο και τρόμο· να τους υπηρετείτε με ειλικρίνεια στην καρδιά, όπως θα κάνατε στο Χριστό. Όχι μόνο για τα μάτια, για να είστε αρεστοί στους ανθρώπους, αλλά για να εκπληρώνετε ολόψυχα το θέλημα του Θεού, ως δούλοι του Χριστού. Κάνετε καλόβουλα τη δουλειά σας, σαν να δουλεύετε για τον Κύριο και όχι για τους ανθρώπους. Να ξέρετε καλά πως για το καλό που κάνει κανείς θα ανταμειφθεί από τον Κύριο, είτε είναι δούλος είτε είναι ελεύθερος. Κι εσείς, οι κύριοι, παρόμοια να φέρεστε προς τους δούλους. Αφήστε κατά μέρος τις απειλές. Να ξέρετε καλά ότι ο δικός σας Κύριος είναι στους ουρανούς· και αυτός δεν κάνει διακρίσεις ανάμεσα σε πρόσωπα. Τέλος, πάρτε δύναμη από την ένωσή σας με τον Κύριο κι από τη μεγάλη του ισχύ. Ντυθείτε με την πανοπλία που δίνει ο Θεός, για να μπορέσετε ν’ αντιμετωπίσετε τα τεχνάσματα του διαβόλου. Γιατί δεν έχουμε να παλέψουμε με ανθρώπους αλλά με αρχές και εξουσίες, δηλαδή με τους κυρίαρχους του σκοτεινού τούτου κόσμου, τα πονηρά πνεύματα που βρίσκονται ανάμεσα στη γη και στον ουρανό. Γι’ αυτό φορέστε την πανοπλία του Θεού, ώστε να μπορέσετε να προβάλετε αντίσταση, όταν έρθει η ώρα της σατανικής επίθεσης. Λάβετε κάθε απαραίτητο μέτρο για να μείνετε ως το τέλος σταθεροί στις θέσεις σας. Σταθείτε, λοιπόν, σε θέση μάχης· ζωστείτε την αλήθεια σαν ζώνη στη μέση σας· φορέστε σαν θώρακα τη δικαιοσύνη. Για υποδήματα στα πόδια σας βάλτε την ετοιμότητα να διακηρύξετε το χαρούμενο άγγελμα της ειρήνης. Εκτός απ’ όλα αυτά, κρατάτε πάντα την πίστη σαν ασπίδα, πάνω στην οποία θα μπορέσετε να σβήσετε τα φλογισμένα βέλη του πονηρού. Η σωτηρία ας είναι περικεφαλαία σας, και ο λόγος του Θεού η μάχαιρα που σας δίνει το Πνεύμα. Προσεύχεστε συνεχώς και απευθύνετε τα αιτήματά σας σε κάθε περίσταση προς το Θεό, οδηγημένοι από το Άγιο Πνεύμα του. Να είστε άγρυπνοι και να μην παύετε να προσεύχεστε για όλο το λαό του Θεού. Προσεύχεστε και για μένα, να μου δίνει ο Θεός τα κατάλληλα λόγια όταν ανοίγω το στόμα μου, ώστε άφοβα να διακηρύττω το μυστήριο του ευαγγελίου. Αυτό το ευαγγέλιο διακονώ και τώρα που είμαι φυλακισμένος. Προσεύχεστε, λοιπόν, να μιλάω άφοβα γι’ αυτό, σύμφωνα με την εντολή που μου δόθηκε. Ο Τυχικός, ο αγαπητός αδερφός και πιστός βοηθός στο έργο του Κυρίου, θα σας πληροφορήσει για όλα όσα μου συμβαίνουν, ώστε να γνωρίζετε κι εσείς τα νέα μου. Γι’ αυτό ακριβώς σας τον στέλνω, για να μάθετε τα σχετικά μ’ εμάς και να ενισχυθούν οι καρδιές σας. Εύχομαι ο Θεός Πατέρας και ο Κύριος Ιησούς Χριστός να δίνουν στους αδερφούς χριστιανούς ειρήνη, αγάπη και πίστη. Η χάρη του Θεού να βρίσκεται με όλους όσοι αγαπούν τον Κύριό μας τον Ιησού Χριστό με άφθαρτη αγάπη. Αμήν. Ο Παύλος και ο Τιμόθεος, δούλοι του Ιησού Χριστού. Προς όλα τα μέλη του λαού του Θεού που πιστεύουν στον Ιησού Χριστό και ζουν στους Φιλίππους, και προς τους επισκόπους και τους διακόνους. Ευχόμαστε ο Θεός Πατέρας μας και ο Κύριος Ιησούς Χριστός να σας δίνουν τη χάρη και την ειρήνη. Ευχαριστώ το Θεό μου κάθε φορά που σας θυμάμαι· πάντοτε, σε κάθε προσευχή μου, με χαρά προσεύχομαι για όλους σας κι ευχαριστώ το Θεό για τη συμμετοχή σας στο ευαγγέλιο από την πρώτη μέρα ως σήμερα. Έχω την πεποίθηση πως ο Θεός που άρχισε αυτό το αγαθό έργο σ’ εσάς, θα το ολοκληρώσει ως την ημέρα του ερχομού του Ιησού Χριστού. Αυτή η σκέψη μου για όλους σας είναι δικαιολογημένη, αφού σας έχω μέσα στην καρδιά μου. Γιατί όλοι σας μετέχετε στη χάρη που μου δόθηκε, τόσο τώρα που είμαι φυλακισμένος, όσο κι όταν ελεύθερος με το κήρυγμά μου υπερασπίζομαι και βεβαιώνω την αλήθεια του ευαγγελίου. Μάρτυράς μου είναι ο Θεός πόσο σας λαχταρώ όλους σας με την αγάπη του Ιησού Χριστού. Η προσευχή μου είναι αυτή: Να μεγαλώνει η αγάπη σας όλο και περισσότερο και να συνοδεύεται από αληθινή γνώση και σωστή κρίση, για να διακρίνετε τι είναι καλό για σας. Έτσι θα είστε καθαροί και χωρίς κατηγόρια την ημέρα που θα μας κρίνει ο Χριστός, πλούσιοι σε καλά έργα που προέρχονται από την πίστη στον Ιησού Χριστό για να δοξάζεται και να υμνείται ο Θεός. Θέλω να γνωρίζετε, αδερφοί μου, ότι όσα μου συνέβησαν συνέβαλαν περισσότερο στην πρόοδο του ευαγγελίου. Έτσι όσοι υπηρετούν στο πραιτώριο κι όλοι οι άλλοι έμαθαν ότι είμαι φυλακισμένος επειδή κηρύττω το Χριστό, και οι περισσότεροι αδερφοί, αντλώντας από τα δεσμά μου εμπιστοσύνη στον Κύριο, με μεγαλύτερη τόλμη κηρύττουν, χωρίς φόβο, το λόγο του Θεού. Μερικοί, βέβαια, απ’ αυτούς κηρύττουν το Χριστό από ζηλότυπη κι ανταγωνιστική προς εμένα διάθεση, άλλοι όμως από αγαθή πρόθεση. Οι πρώτοι διαδίδουν το χριστιανικό μήνυμα με ανταγωνιστική διάθεση κι όχι με αγνά ελατήρια, νομίζοντας ότι έτσι θα προσθέσουν ακόμη μεγαλύτερη θλίψη στα δεσμά μου· ενώ οι άλλοι ενεργούν από αγάπη, γιατί ξέρουν ότι μου έχει ανατεθεί από το Θεό η υπεράσπιση του ευαγγελίου. Και τι μ’ αυτό; Ένα πράγμα έχει σημασία: Ότι με κάθε τρόπο, είτε με υστεροβουλία είτε με ειλικρίνεια, ο Χριστός κηρύσσεται. Γι’ αυτό χαίρομαι· κι ακόμη περισσότερο θα χαρώ, γιατί ξέρω ότι τελικά με τις προσευχές σας και με την ενίσχυση του Πνεύματος του Ιησού Χριστού θα απελευθερωθώ. Έχω την έντονη προσμονή κι ελπίδα ότι σε τίποτα δε θα ντροπιάσω την αποστολή μου, αλλά όπως πάντα, έτσι και τώρα με πολύ θάρρος θ’ αγωνιστώ, ώστε να δοξαστεί ο Χριστός με όλο μου το είναι, είτε μ’ αφήσουν να ζήσω είτε με καταδικάσουν να πεθάνω. Γιατί για μένα το να ζω σημαίνει ζωή με το Χριστό, και το να πεθάνω είναι κέρδος. Αφού όμως η ζωή μου σ’ αυτόν τον κόσμο μού δίνει την ευκαιρία για ένα καρποφόρο έργο, δεν ξέρω τι να διαλέξω. Και τα δύο με συνεπαίρνουν: Από τη μια μεριά, επιθυμώ να φύγω απ’ αυτόν τον κόσμο και να είμαι μαζί με το Χριστό, που είναι το καλύτερο απ’ όλα· από την άλλη όμως το να παραμείνω στη ζωή είναι πιο απαραίτητο για σας. Και μ’ αυτή την πεποίθηση ξέρω ότι σίγουρα θα μείνω στη ζωή για χάρη όλων σας, για να σας βοηθήσω να προκόψετε και να νιώσετε τη χαρά που δίνει η πίστη. Έτσι, η παρουσία μου πάλι ανάμεσά σας θα γίνει αφορμή να μεγαλώσει εξαιτίας μου το καύχημά σας για την πίστη σας στον Ιησού Χριστό. Εσείς προσέξτε μόνο να ζείτε με τρόπο αντάξιο του ευαγγελίου του Χριστού, ώστε είτε βρίσκομαι ανάμεσά σας και σας βλέπω είτε βρίσκομαι μακριά σας, να πληροφορούμαι για σας ότι είστε σταθεροί και σας ενώνει το ίδιο πνεύμα, ότι αγωνίζεστε σαν ένας άνθρωπος για την πίστη του ευαγγελίου· και ότι σε τίποτα δε σας φοβίζουν οι εχθροί σας. Τούτο είναι γι’ αυτούς σημάδι απώλειας, ενώ για σας σημάδι σωτηρίας και προέρχεται από το Θεό. Γιατί σ’ εσάς δόθηκε το χάρισμα, όχι μόνο να πιστεύετε στο Χριστό, αλλά και να υποφέρετε γι’ αυτόν, διεξάγοντας τον ίδιο αγώνα που είδατε να διεξάγω εγώ, και που τώρα μαθαίνετε ότι τον συνεχίζω. Αν θέλετε, λοιπόν, να μου προσφέρετε μια ενθάρρυνση που δίνει η πίστη στο Χριστό ή μια παρηγοριά που προέρχεται από αγάπη· αν μετέχετε στο ίδιο πνεύμα· αν έχετε έλεος και στοργή· τότε γεμίστε την καρδιά μου με χαρά ζώντας με ομόνοια, έχοντας την ίδια αγάπη μεταξύ σας, έχοντας όλοι μία ψυχή, ένα φρόνημα. Μην κάνετε τίποτε από ανταγωνισμό ή από ματαιοδοξία, αλλά με ταπεινοφροσύνη ας θεωρεί καθένας τον άλλο ανώτερό του. Ας μη φροντίζει ο καθένας σας μόνο για ό,τι ενδιαφέρει τον εαυτό του, αλλά και για ό,τι ωφελεί τους άλλους. Να υπάρχει μεταξύ σας το ίδιο φρόνημα που είχε κι ο Ιησούς Χριστός, ο οποίος, αν και ήταν Θεός, δε θεώρησε την ισότητά του με το Θεό αποτέλεσμα αρπαγής, αλλά τα απαρνήθηκε όλα, και πήρε μορφή δούλου· έγινε άνθρωπος· και όντας πραγματικός άνθρωπος ταπεινώθηκε θεληματικά υπακούοντας μέχρι θανάτου, και μάλιστα θανάτου σταυρικού. Γι’ αυτό και ο Θεός τον ανέβασε πολύ ψηλά και του χάρισε το όνομα που είναι πάνω απ’ όλα τα ονόματα. Έτσι, στο όνομα του Ιησού όλα τα επουράνια, τα επίγεια και τα υποχθόνια θα προσκυνήσουν, και κάθε γλώσσα θα ομολογήσει ότι Κύριος είναι ο Ιησούς Χριστός, για να δοξάζεται έτσι ο Θεός Πατέρας. Αγαπητοί μου, όπως με υπακούατε πάντοτε, το ίδιο να κάνετε και τώρα: Εργαστείτε με φόβο Θεού και δέος για τη σωτηρία σας, όχι μόνο όταν είμαι κοντά σας, αλλά πολύ περισσότερο τώρα που είμαι μακριά σας. Κι αυτό, γιατί ο ίδιος ο Θεός ενεργεί σ’ εσάς, ώστε και να θέλετε και να πράττετε, ό,τι είναι σύμφωνο με το λυτρωτικό του σχέδιο. Όλα να τα κάνετε χωρίς γογγυσμούς, κι επιφυλάξεις, για να γίνετε άψογοι και ολοκληρωμένοι, παιδιά του Θεού αγνά, ανάμεσα σε ανθρώπους κακούς και διεφθαρμένους. Ανάμεσά τους να λάμπετε σαν αστέρια στον κόσμο, μένοντας σταθεροί στο ευαγγέλιο που δίνει ζωή. Έτσι θα μπορώ κι εγώ να καυχηθώ την ημέρα της κρίσεως, ότι δεν αγωνίστηκα μάταια και δεν πήγαν χαμένοι οι κόποι μου. Αλλά κι αν ακόμα προσφέρω τη ζωή μου σπονδή στη θυσία και στη λειτουργία που επιτελώ για χάρη της πίστεώς σας, χαίρομαι γι’ αυτό και μοιράζομαι τη χαρά μου αυτή με όλους σας. Το ίδιο κι εσείς, χαρείτε κι ενώσετε τη χαρά σας με τη δική μου. Ελπίζω με τη βοήθεια του Κυρίου Ιησού να σας στείλω σύντομα τον Τιμόθεο, για να πάρω κι εγώ θάρρος μαθαίνοντας τα νέα σας. Γιατί κανέναν άλλο δεν έχω τόσο έμπιστο, που να φροντίζει πραγματικά για τα ζητήματά σας. Όλοι φροντίζουν να κάνουν αυτά που αρέσουν στον εαυτό τους κι όχι στον Ιησού Χριστό. Ξέρετε ότι ο Τιμόθεος απέδειξε έμπρακτα την αξία του· δούλεψε μαζί μου για τη διάδοση του ευαγγελίου και με βοήθησε όπως ένα παιδί τον πατέρα του. Ελπίζω να τον στείλω αμέσως, μόλις δω πιο καθαρά τι θ’ απογίνει μ’ εμένα· έχω μάλιστα πεποίθηση στον Κύριο ότι κι εγώ ο ίδιος θα έρθω σύντομα. Θεώρησα όμως απαραίτητο να σας στείλω τον αδερφό και σύντροφό μου στη δουλειά και στον αγώνα, τον Επαφρόδιτο, που μου τον είχατε στείλει βοηθό στις δύσκολες ώρες που περνώ. Σας αποζητούσε όλους και ήταν όλο έγνοια που μάθατε ότι αρρώστησε. Πραγματικά, αρρώστησε τόσο βαριά, που κόντεψε να πεθάνει· ο Θεός όμως τον σπλαχνίστηκε, κι όχι μόνο αυτόν αλλά κι εμένα, ώστε να μη δοκιμάσω τη μια θλίψη πάνω στην άλλη. Βιάστηκα, λοιπόν, να σας τον στείλω, για να τον δείτε πάλι και να χαρείτε, κι έτσι ν’ αλαφρώσει και η δική μου λύπη. Υποδεχθείτε τον όπως ταιριάζει σε αδερφό χριστιανό, με μεγάλη χαρά. Τέτοιους ανθρώπους σαν κι αυτόν να τους τιμάτε ιδιαίτερα, γιατί έφτασε κοντά στο θάνατο για το έργο του Χριστού, βάζοντας σε κίνδυνο τη ζωή του, για να φέρει αυτός τη βοήθεια που δεν μπορούσατε εσείς οι ίδιοι να μου φέρετε. Λοιπόν, αδερφοί μου, να έχετε τη χαρά που δίνει η πίστη στον Κύριο. Το να σας γράφω τα ίδια πράγματα, εμένα δεν με κουράζει, σ’ εσάς όμως δίνει σιγουριά. Να φυλάγεστε απ’ αυτά τα σκυλιά· να φυλάγεστε απ’ αυτούς που με τη δράση τους κάνουν κακό· να φυλάγεστε απ’ αυτούς που με την περιτομή κατακόβουν τη σάρκα τους. Εμείς είμαστε οι πραγματικά περιτμημένοι· εμείς, που λατρεύουμε το Θεό με το Πνεύμα του και στηρίζουμε την καύχηση και την πεποίθησή μας στον Ιησού Χριστό και όχι σε ανθρώπινα πλεονεκτήματα· μολονότι εγώ έχω και τέτοια πλεονεκτήματα. Αν κάποιος άλλος νομίζει ότι μπορεί να καυχηθεί γι’ αυτά, εγώ πολύ περισσότερο: Περιτμήθηκα βρέφος οχτώ ημερών· γεννήθηκα Ισραηλίτης από τη φυλή Βενιαμίν· Εβραίος γέννημα θρέμμα· ως προς την εξήγηση του νόμου ανήκα στους Φαρισαίους· καταδίωκα με ζήλο την εκκλησία και ήμουν άμεμπτος σε ό,τι αφορά την τήρηση του νόμου. Αυτά όμως που άλλοτε για μένα ήταν πλεονεκτήματα, τώρα με την πίστη στο Χριστό τα βλέπω σαν μειονεκτήματα. Πραγματικά, όλα εξακολουθώ να τα θεωρώ μειονεκτήματα σε σχέση με το ασύγκριτα ανώτερο αγαθό που κέρδισα γνωρίζοντας τον Ιησού Χριστό, τον Κύριό μου. Γι’ αυτόν τα πέταξα όλα και τα θεώρησα σκουπίδια, προκειμένου να κερδίσω το Χριστό, και να ενωθώ μαζί του. Δε θέλω πια τη δικαίωση που δίνει η δική μου τήρηση του νόμου, αλλά αυτήν που προέρχεται από την πίστη στο Χριστό, τη δικαίωση που προέρχεται από το Θεό και στηρίζεται στην πίστη. Αυτό που επιθυμώ είναι να γνωρίσω το Χριστό και τη δύναμη της αναστάσεώς του, και να μετάσχω στα παθήματά του ακολουθώντας τον στο θάνατο, με την ελπίδα να λάβω μέρος στην ανάσταση των νεκρών. Δεν ισχυρίζομαι βέβαια ότι έφτασα ήδη στο τέρμα, ούτε ότι έγινα τέλειος. Συνεχίζω όμως τον αγώνα για να κερδίσω αυτό το βραβείο, για το οποίο ήδη με κέρδισε ο Ιησούς Χριστός. Αδερφοί μου, εγώ δεν θεωρώ τον εαυτό μου ότι έφτασε στο τέρμα· σ’ ένα όμως πράγμα συγκεντρώνω την προσοχή μου: Ξεχνώ αυτά που είναι πίσω μου και κάνω ό,τι μπορώ για να φτάσω αυτά που βρίσκονται μπροστά μου. Αγωνίζομαι να τερματίσω και προσβλέπω στο βραβείο της ουράνιας πρόσκλησης του Θεού δια του Ιησού Χριστού. Έτσι ας σκεφτόμαστε, όσοι θέλουμε να είμαστε τέλειοι. Κι αν σε κάποιο σημείο σκέφτεστε διαφορετικά, ο Θεός και σ’ αυτό θα σας φανερώσει το σωστό. Όπου κι αν έχουμε φτάσει, ας συνεχίσουμε το δρόμο που ακολουθήσαμε ως τώρα, ας έχουμε το ίδιο φρόνημα. Μιμηθείτε όλοι εμένα, αδερφοί μου, και παραδειγματιστείτε απ’ αυτούς που συμπεριφέρονται σύμφωνα με το δικό μας πρότυπο. Σας το είπα πολλές φορές και τώρα το επαναλαμβάνω κλαίγοντας, ότι πολλοί ζουν ως εχθροί του σταυρού του Χριστού. Το τέλος τους θα είναι η καταστροφή, θεός τους είναι η κοιλιά τους και καυχώνται για πράγματα, για τα οποία θα έπρεπε να ντρέπονται. Οι σκέψεις τους είναι προσκολλημένες στα επίγεια. Εμείς όμως, αντίθετα, είμαστε πολίτες του ουρανού, απ’ όπου και περιμένουμε να έρθει ο σωτήρας μας, ο Κύριος Ιησούς Χριστός. Αυτός θα μεταμορφώσει το φθαρτό μας σώμα και θα το κάνει όμοιο με το δικό του ένδοξο σώμα με τη δύναμη και την εξουσία που έχει, να υποτάξει στον εαυτό του τα πάντα. Έτσι λοιπόν, αγαπητοί και περιπόθητοι αδερφοί μου, εσείς που είστε η χαρά και το στεφάνι της νίκης μου, μείνετε, αγαπητοί μου, σταθεροί στον Κύριο. Προτρέπω την Ευοδία, προτρέπω και τη Συντύχη να μονοιάσουν, αφού έχουν την ίδια πίστη στον Κύριο. Ναι, παρακαλώ κι εσένα, πιστέ μου σύντροφε, να τους συμπαρασταθείς· αυτές αγωνίστηκαν μαζί μου για τη διάδοση του ευαγγελίου, όπως και ο Κλήμης και οι άλλοι συνεργάτες μου, που τα ονόματά τους είναι γραμμένα στο βιβλίο της ζωής. Να χαίρεστε πάντοτε με τη χαρά που δίνει η κοινωνία με τον Κύριο. Θα το πω και πάλι: να χαίρεστε. Σ’ όλους να δείχνετε την καλοσύνη σας. Ο Κύριος έρχεται σύντομα. Για τίποτε να μη σας πιάνει άγχος, αλλά σε κάθε περίσταση τα αιτήματά σας να τα απευθύνετε στο Θεό με προσευχή και δέηση, που θα συνοδεύονται από ευχαριστία. Και η ειρήνη του Θεού, που είναι ασύλληπτη στο ανθρώπινο μυαλό, θα διαφυλάξει τις καρδιές και τις σκέψεις σας κοντά στον Ιησού Χριστό. Τέλος, αδερφοί μου, ό,τι είναι αληθινό, σεμνό, δίκαιο, καθαρό, αξιαγάπητο, καλόφημο, ό,τι έχει σχέση με την αρετή και είναι άξιο επαίνου, αυτά να έχετε στο μυαλό σας. Αυτά που μάθατε, παραλάβατε κι ακούσατε από μένα, αυτά που είδατε σ’ εμένα, αυτά να κάνετε κι εσείς. Και ο Θεός που δίνει την ειρήνη θα είναι μαζί σας. Μεγάλη χαρά αισθάνθηκα, χαρά που δωρίζει ο Κύριος, γιατί το ενδιαφέρον σας για μένα άνθισε τώρα ακόμη μια φορά· βέβαια, πάντοτε με σκεπτόσασταν, δεν είχατε όμως την ευκαιρία να το εκδηλώσετε. Δεν το λέω αυτό επειδή αντιμετωπίζω στερήσεις. Εγώ έμαθα να αρκούμαι σε όσα έχω. Μπορώ να ζήσω και με στερήσεις και με αφθονία· έχω μάθει ν’ αντιμετωπίζω κάθε φορά οποιαδήποτε κατάσταση: και να είμαι χορτάτος και να πεινώ· και να έχω περίσσευμα και να στερούμαι. Όλα τα μπορώ χάρη στο Χριστό που με δυναμώνει. Καλά όμως κάνατε και μου συμπαρασταθήκατε στις δυσκολίες μου. Ξέρετε καλά κι εσείς, Φιλιππήσιοι, πως όταν άρχισα το κήρυγμα του ευαγγελίου, μετά την αναχώρησή μου από τη Μακεδονία, με καμιά εκκλησία δεν είχα υλικές δοσοληψίες παρά μόνο μ’ εσάς. Ακόμα κι όταν ήμουν στη Θεσσαλονίκη, επανειλημμένα μου στείλατε βοηθήματα για τις ανάγκες μου. Όχι ότι επιζητώ τα δώρα, αλλά επιθυμώ να βλέπω να πληθαίνουν οι καρποί της αγάπης σας για δικό σας κέρδος. Έλαβα ό,τι μου στείλατε, και ήταν υπεραρκετά. Καλύφθηκαν όλες οι ανάγκες μου μ’ αυτά που μου έφερε ο Επαφρόδιτος από μέρους σας και που αποτελούν προσφορά ευωδιαστή, θυσία που τη δέχεται με ευχαρίστηση ο Θεός. Έτσι κι όλες τις δικές σας ανάγκες θα τις καλύψει ο Θεός μου σύμφωνα με τον πλούτο του, που μας χαρίζει δια του Ιησού Χριστού, για να δοξάζεται η αγαθότητά του. Ας δοξάζεται αιώνια ο Θεός και Πατέρας μας! Αμήν. Χαιρετήστε όλα τα μέλη του λαού του Θεού, που πιστεύουν στον Ιησού Χριστό. Σας στέλνουν χαιρετίσματα οι αδερφοί που βρίσκονται μαζί μου. Σας χαιρετούν όλοι οι χριστιανοί κι ιδιαίτερα αυτοί που είναι στην υπηρεσία του αυτοκράτορα. Η χάρη του Κυρίου Ιησού Χριστού ας είναι με όλους σας. Αμήν. Ο Παύλος, απόστολος του Ιησού Χριστού σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, και ο Τιμόθεος ο αδερφός. Προς τους άγιους και πιστούς χριστιανούς αδερφούς των Κολοσσών. Ευχόμαστε ο Θεός Πατέρας μας και ο Κύριος Ιησούς Χριστός να σας δίνουν τη χάρη και την ειρήνη. Πάντοτε στις προσευχές μας ευχαριστούμε για σας το Θεό και Πατέρα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, γιατί πληροφορηθήκαμε την πίστη σας στον Ιησού Χριστό και την αγάπη σας για όλο το λαό του Θεού. Τον ευχαριστούμε επίσης για την ελπίδα σας σε όλα όσα είναι αποθησαυρισμένα για σας στον ουρανό, για τα οποία ακούσατε ήδη από το κήρυγμα του ευαγγελίου, που περιέχει την αλήθεια και που έφτασε σ’ εσάς, όπως και σ’ όλο τον κόσμο. Παντού το ευαγγέλιο καρποφορεί και αυξάνει όπως και στη δική σας εκκλησία από την ημέρα που ακούσατε και γνωρίσατε πραγματικά τη χάρη του Θεού. Το χαρμόσυνο αυτό μήνυμα σας το έφερε ο αγαπητός Επαφράς, δούλος κι αυτός όπως κι εμείς του Θεού, πιστός υπηρέτης του Χριστού για χάρη σας. Αυτός μας μίλησε για την αγάπη σας, που την εμπνέει το Άγιο Πνεύμα. Γι’ αυτό κι εμείς, αφότου μάθαμε τα νέα σας, δεν παύουμε να προσευχόμαστε για σας και να παρακαλούμε το Θεό να σας δώσει όλη τη σοφία και τη σύνεση που χαρίζει το Άγιο Πνεύμα, ώστε να γνωρίσετε στην εντέλεια το θέλημά του. Για να ζείτε με τρόπο αντάξιο του Κυρίου και κατά πάντα ευάρεστο σ’ αυτόν, να έχετε σαν καρπό κάθε λογής καλά έργα και να προοδεύετε στη βαθιά γνώση του Θεού, παίρνοντας δύναμη από τον ισχυρό και δοξασμένο Θεό. Έτσι σε κάθε περίσταση θα έχετε υπομονή και μακροθυμία, και θα ευχαριστείτε με χαρά το Θεό και Πατέρα, που μας αξίωσε να έχουμε μερίδιο στην κληρονομία των αγίων του που ζουν μέσα στο φως. Ο Θεός Πατέρας μάς λύτρωσε από τη σκοτεινή εξουσία του σατανά και μας πολιτογράφησε στη βασιλεία του αγαπητού Υιού του, ο οποίος μας έδωσε την απολύτρωση, μας συγχώρησε τις αμαρτίες. Αυτός είναι εικόνα του αόρατου Θεού, πριν από κάθε πλάσμα γεννημένος. Γιατί τα πάντα δι’ αυτού ήρθαν στην ύπαρξη, όσα στον ουρανό κι όσα στη γη, τα ορατά και τα αόρατα, θρόνοι και κυριότητες, αρχές και εξουσίες. Ό,τι υπάρχει είναι πλασμένο δι’ αυτού κι αυτόν έχει σκοπό του. Υπάρχει αυτός πριν από καθετί κι αυτός τα πάντα συγκρατεί, για να μπορούν να υπάρχουν. Αυτός η κεφαλή του σώματος που είναι η εκκλησία, αυτός αρχή της νέας ανθρωπότητας απ’ τους νεκρούς ο πρωταναστημένος, ώστε να γίνει σ’ όλα εκείνος πρώτος. Γιατί μέσα σ’ εκείνον η θεότητα έστερξε ολάκερη να κατοικήσει, κι όλα όσα στη γη κι όσα στον ουρανό μαζί της να συμφιλιώσει δι’ αυτού, που την ειρήνη έφερε με του σταυρού του το αίμα. Έτσι έγινε και μ’ εσάς. Άλλοτε ήσασταν αποξενωμένοι από το Θεό κι είχατε απέναντί του εχθρικές διαθέσεις, όπως έδειχναν τα πονηρά σας έργα. Αλλά τώρα ο Χριστός, πεθαίνοντας ως άνθρωπος, σας συμφιλίωσε με το Θεό, για να σας παρουσιάσει μπροστά του αγίους, αψεγάδιαστους και χωρίς καμιά κατηγορία εναντίον σας. Αυτό, βέβαια, με την προϋπόθεση ότι θα μείνετε σταθεροί στην πίστη σας, θεμελιωμένοι κι ακλόνητοι, και δε θα απομακρυνθείτε από την ελπίδα του ευαγγελίου που ακούσατε και που έχει κηρυχτεί σ’ ολόκληρη την οικουμένη. Αυτό το ευαγγέλιο υπηρετώ κι εγώ ο Παύλος. Χαίρομαι τώρα που υποφέρω για χάρη σας και συντελώ έτσι με τα σωματικά μου παθήματα, ώστε να ολοκληρωθούν οι θλίψεις που πρέπει να υπομείνει το σώμα του Χριστού, δηλαδή η εκκλησία. Αυτήν υπηρετώ κι εγώ, σύμφωνα με την αποστολή που μου εμπιστεύτηκε ο Θεός μέσα στο λυτρωτικό του σχέδιο για σας, ώστε να ολοκληρώσω το έργο του κηρύγματος. Αυτό το λυτρωτικό σχέδιο είναι το μυστήριο που, κρυμμένο για αιώνες και γενιές ολόκληρες, φανερώθηκε τώρα στους πιστούς. Σ’ αυτούς θέλησε ο Θεός να κάνει γνωστό πόσο πλούσιο κι ένδοξο είναι το μυστήριο αυτό, που εκτείνεται και στους ειδωλολάτρες. Και το μυστήριο αυτό δεν είναι άλλο παρά ο Χριστός, που βρίσκεται ανάμεσά σας και αποτελεί την ελπίδα της συμμετοχής σας στη μελλοντική δόξα. Αυτόν το Χριστό κηρύττουμε κι εμείς. Συμβουλεύουμε και διδάσκουμε κάθε άνθρωπο με όλη τη σοφία που μας δίνει ο Θεός, για να τους βοηθήσουμε όλους να γίνουν τέλειοι, σύμφωνα με το πρότυπο του Ιησού Χριστού. Για να πραγματοποιηθεί αυτό το έργο μοχθώ κι αγωνίζομαι με τη δύναμη του Χριστού, που ενεργεί πανίσχυρη μέσα μου. Θέλω να γνωρίζετε τι δύσκολο αγώνα έχω αναλάβει για σας και για τους χριστιανούς της Λαοδίκειας και για όσους δε με γνώρισαν προσωπικά. Αγωνίζομαι να ενισχυθούν οι καρδιές τους, να είναι όλοι ενωμένοι με αγάπη και πλουτισμένοι με τη βεβαιότητα που δίνει η αληθινή γνώση. Έτσι θα γνωρίσουν καλά το μυστήριο του Θεού Πατέρα και του Χριστού, στον οποίο βρίσκονται κρυμμένοι όλοι οι θησαυροί της σοφίας και της γνώσεως. Τα λέω αυτά, για να μη σας ξεγελάσει κανένας με συλλογισμούς που φαίνονται λογικοί, είναι όμως απατηλοί. Γιατί, αν και είμαι σωματικά μακριά σας, με το πνεύμα μου βρίσκομαι μαζί σας και με χαρά διαπιστώνω την τάξη και τη σταθερότητα της πίστης σας στο Χριστό. Δεχτήκατε ως Κύριό σας τον Ιησού Χριστό. Να ζείτε λοιπόν ενωμένοι μαζί του. Να είστε ριζωμένοι σ’ αυτόν και να οικοδομείτε τη ζωή σας πάνω του. Να γίνεστε όλο και πιο σταθεροί στην πίστη σας, όπως τη διδαχτήκατε, και να προοδεύετε σ’ αυτήν ευχαριστώντας το Θεό. Προσέχετε καλά, μη σας εξαπατήσει κανείς με τους απατηλούς και κούφιους συλλογισμούς της ανθρώπινης σοφίας, που στηρίζονται σε ανθρώπινες παραδόσεις και σε μια λαθεμένη πίστη προς τα στοιχεία του κόσμου και όχι στη διδασκαλία του Χριστού. Γιατί μόνο στο Χριστό κατοικεί σωματικά όλη η θεότητα. Μόνο αυτός μπορεί να μας δώσει την πληρότητα της ζωής, αυτός που είναι κύριος κάθε αρχής και εξουσίας. Πιστεύοντας σ’ αυτόν λάβατε την πραγματική περιτομή, αυτή που δε γίνεται με ανθρώπινα χέρια, αλλά την κάνει ο Χριστός και είναι η απαλλαγή από την αμαρτία που εξουσίαζε τον άνθρωπο. Όταν βαφτιστήκατε, θαφτήκατε μαζί με το Χριστό, αλλά κι αναστηθήκατε μαζί του, γιατί πιστέψατε στη δύναμη του Θεού, ο οποίος τον ανέστησε από τους νεκρούς. Κι εσάς, που ήσασταν νεκροί εξαιτίας των αμαρτιών και της ειδωλολατρίας σας, ο Θεός σάς ζωοποίησε μαζί με το Χριστό. Μας συγχώρησε όλα τα παραπτώματα. Κατήργησε το χρεόγραφο με τις διατάξεις του, που ήταν εναντίον μας, και το έβγαλε από τη μέση καρφώνοντάς το στο σταυρό. Αφαίρεσε τη δύναμη που είχαν οι δαιμονικές αρχές και εξουσίες και τις διαπόμπεψε, σέρνοντάς τες νικημένες στο θρίαμβο του σταυρού του Χριστού. Μην αφήνετε, λοιπόν, κανέναν να σας κρίνει για ζητήματα φαγητών ή ποτών ή πως δεν τηρείτε τις γιορτές, τις νουμηνίες ή τα Σάββατα. Αυτά ήταν απλώς σκιά της πραγματικότητας που επρόκειτο να έρθει, και η πραγματικότητα αυτή είναι τώρα ο Χριστός. Ας μη σας κατακρίνει κανένας απ’ αυτούς που τους αρέσει μια δήθεν ταπεινόφρονη λατρεία των αγγέλων, που βυθίζονται σε ψεύτικα οράματα και χωρίς λόγο υπερηφανεύονται με το υποδουλωμένο στην αμαρτία μυαλό τους. Αυτοί δεν είναι ενωμένοι με το Χριστό, που είναι η κεφαλή. Απ’ αυτήν τρέφεται, συγκρατείται κι αυξάνει όλο το σώμα με τις αρθρώσεις και τους μυώνες του, όπως το θέλει ο Θεός. Αφού, λοιπόν, πεθάνατε μαζί με το Χριστό και λυτρωθήκατε από τα στοιχεία του κόσμου, γιατί ζείτε σαν να είστε υποταγμένοι σ’ αυτά; Και γιατί δέχεστε να σας επιβάλλουν απαγορεύσεις, όπως: «μην ακουμπήσεις αυτό, μη γευτείς το άλλο, μην αγγίξεις εκείνο»; Αυτές οι απαγορεύσεις αναφέρονται σε πράγματα που είναι καταδικασμένα να φθαρούν μετά τη χρήση τους· πρόκειται για κανόνες που στηρίζονται σε ανθρώπινες διατάξεις και διδασκαλίες. Βέβαια, αυτές οι διατάξεις έχουν μια εξωτερική εμφάνιση σοφίας, που εκδηλώνεται σαν θρησκεία στηριγμένη στο ανθρώπινο θέλημα, σαν ψευτοταπεινοφροσύνη και περιφρόνηση του σώματος. Δεν έχουν όμως καμιά αξία και το μόνο που κάνουν είναι να ικανοποιούν το αμαρτωλό φρόνημα. Αφού, λοιπόν, αναστηθήκατε μαζί με το Χριστό, να επιδιώκετε τα αγαθά που βρίσκονται στον ουρανό, εκεί που κάθεται ο Χριστός στα δεξιά του Θεού· οι σκέψεις σας να είναι στραμμένες προς αυτά κι όχι προς τα γήινα πράγματα. Γιατί πεθάνατε μαζί με το Χριστό κι η ζωή σας είναι κρυμμένη μαζί με το Χριστό στο Θεό. Όταν ο Χριστός, που είναι η αληθινή ζωή μας, φανερωθεί, τότε κι εσείς θα φανερωθείτε μαζί του δοξασμένοι στην παρουσία του. Απονεκρώστε, λοιπόν, ό,τι σας συνδέει με το αμαρτωλό παρελθόν: Την πορνεία, την ηθική ακαθαρσία, το πάθος, την κακή επιθυμία και την πλεονεξία, που είναι ειδωλολατρία. Για όλα αυτά θα πέσει η οργή του Θεού πάνω σ’ εκείνους που δε θέλουν να πιστέψουν. Σ’ αυτούς ανήκατε άλλοτε κι εσείς, όταν αυτά τα πάθη δυνάστευαν τη ζωή σας. Τώρα όμως πετάξτε τα όλα αυτά από πάνω σας: Την οργή, το θυμό, την πονηρία, την κακολογία και την αισχρολογία. Μη λέτε ψέματα ο ένας στον άλλο, αφού βγάλατε από πάνω σας τον παλιό αμαρτωλό εαυτό σας με τις συνήθειές του. Τώρα πια έχετε ντυθεί τον καινούριο άνθρωπο, που ανανεώνεται συνεχώς σύμφωνα με την εικόνα του δημιουργού του, ώστε με τη νέα ζωή του να φτάσει στην τέλεια γνώση του Θεού. Σ’ αυτή τη νέα κατάσταση δεν υπάρχουν πια εθνικοί και Ιουδαίοι, περιτμημένοι κι απερίτμητοι, βάρβαροι, Σκύθες, δούλοι, ελεύθεροι· του Χριστού είναι όλα και ο Χριστός τα διέπει όλα. Ως εκλεκτοί λοιπόν του Θεού, αγιασμένοι και αγαπημένοι του, αποκτήστε φιλευσπλαχνία, καλοσύνη, ταπεινοφροσύνη, πραότητα, μακροθυμία. Να ανέχεστε με υπομονή ο ένας τον άλλο, και να συγχωρείτε ο ένας τον άλλο, κάθε φορά που δημιουργούνται παράπονα ανάμεσά σας. Όπως ο Χριστός σάς συγχώρησε τα παραπτώματα, έτσι να κάνετε κι εσείς μεταξύ σας. Πάνω απ’ όλα, να έχετε αγάπη, που είναι ο σύνδεσμος όλων και οδηγεί στην τελειότητα. Η ειρήνη του Θεού, στην οποία έχετε κληθεί όλοι σαν ένα σώμα, ας κατευθύνει τις καρδιές σας. Και για όλα να ευγνωμονείτε το Θεό. Ο λόγος του Χριστού, με όλο τον πλούτο του, ας μένει μόνιμα ανάμεσά σας. Κι έτσι, να διδάσκετε και να συμβουλεύετε ο ένας τον άλλο με σοφία. Να ψάλλετε μ’ ευγνωμοσύνη στον Κύριο απ’ την καρδιά σας ψαλμούς, ύμνους και άσματα που εμπνέει το Άγιο Πνεύμα. Καθετί που λέτε ή κάνετε ας γίνεται στο όνομα του Κυρίου Ιησού, κι έτσι να ευχαριστείτε δια του Χριστού το Θεό Πατέρα. Οι γυναίκες να υποτάσσεστε στους άντρες σας, όπως ταιριάζει σε γυναίκες που πιστεύουν στον Κύριο. Οι άντρες να αγαπάτε τις γυναίκες σας, και να μη τους φέρεστε με σκληρότητα. Τα παιδιά να υπακούτε τους γονείς σας στο καθετί, γιατί αυτό ευχαριστεί τον Κύριο. Οι πατέρες να μην εξοργίζετε τα παιδιά σας, για να μην αποθαρρύνονται. Οι δούλοι να υπακούτε τους επίγειους κυρίους σας σε όλα, όχι υποκριτικά, μόνο δηλαδή όταν σας βλέπουν, για να τους είστε αρεστοί, αλλά με ειλικρινή καρδιά και από σεβασμό προς το Θεό. Όποια εργασία κάνετε να την κάνετε με την καρδιά σας, σαν να δουλεύετε για τον Κύριο κι όχι για τους ανθρώπους. Ξέρετε καλά ότι θα πάρετε από τον Κύριο ως ανταμοιβή σας την κληρονομία της βασιλείας του. Γιατί στην πραγματικότητα ο Κύριος τον οποίον υπηρετείτε είναι ο Χριστός. Όποιος όμως διαπράττει το κακό, θα λάβει την αντίστοιχη τιμωρία, γιατί ο Θεός δεν κάνει διακρίσεις ανάμεσα σε πρόσωπα. Οι κύριοι να δίνετε στους δούλους σας ό,τι είναι δίκαιο κι αντάξιο της εργασίας τους. Μην ξεχνάτε ότι κι εσείς έχετε κύριο στον ουρανό. Επιμένετε στην προσευχή. Μην παύετε να ευγνωμονείτε το Θεό. Προσεύχεστε κοντά στα άλλα και για μας, να δώσει ο Θεός νέες ευκαιρίες για το κήρυγμα, ώστε να διακηρύξουμε το μυστήριο της σωτηρίας που προσφέρει ο Χριστός –για το οποίο και είμαι τώρα φυλακισμένος. Προσεύχεστε, για να φανερώσω στους ανθρώπους αυτό το μυστήριο, σύμφωνα με την εντολή που μου έχει δοθεί. Σ’ εκείνους που δεν είναι μέλη της εκκλησίας, να φέρεστε με σύνεση, κάνοντας καλή χρήση κάθε ευκαιρίας. Τα λόγια σας να είναι πάντα γεμάτα χάρη κι όχι ανούσια. Να ξέρετε πώς πρέπει να αποκρίνεστε στον καθένα. Τα νέα μου θα σας τα πει ο Τυχικός, ο αγαπητός αδερφός και πιστός συνεργάτης, δούλος του Κυρίου όπως κι εγώ. Γι’ αυτό ακριβώς, σας τον έστειλα, για να μάθει τα νέα σας και να ενισχύσει τις καρδιές σας, μαζί με τον Ονήσιμο, τον πιστό κι αγαπητό αδερφό, το συμπατριώτη σας· αυτοί θα σας δώσουν πληροφορίες για όσα συμβαίνουν εδώ. Σας στέλνουν χαιρετισμούς ο Αρίσταρχος, που είναι φυλακισμένος μαζί μου, κι ο Μάρκος, ο ανιψιός του Βαρνάβα– για τον οποίο πήρατε οδηγίες να τον καλοδεχτείτε όταν έρθει– κι ο Ιησούς, που λέγεται και Ιούστος. Αυτοί είναι οι μόνοι από τους εξ Ιουδαίων χριστιανούς που συνεργάστηκαν μαζί μου στη διάδοση της βασιλείας του Θεού, και στάθηκαν η παρηγοριά μου. Σας χαιρετάει ο συμπατριώτης σας ο Επαφράς, δούλος του Χριστού. Αυτός αδιάκοπα μοχθεί για σας με τις προσευχές του, ώστε να είστε τέλειοι και να εκπληρώνετε σε όλα το θέλημα του Θεού. Σας βεβαιώνω ότι έχει πολύ ζήλο για σας, καθώς και για τους χριστιανούς της Λαοδίκειας και της Ιεράπολης. Σας χαιρετούν ο αγαπητός μου γιατρός Λουκάς και ο Δημάς. Δώστε τούς χαιρετισμούς μου στους χριστιανούς της Λαοδίκειας, καθώς και στον Νυμφά και στην εκκλησία που συναθροίζεται στο σπίτι του. Όταν διαβάσετε αυτή την επιστολή, στείλτε την να διαβαστεί και στην εκκλησία των Λαοδικέων, κι εσείς φροντίστε να πάρετε την επιστολή που έστειλα στη Λαοδίκεια, για να τη διαβάσετε. Πείτε στον Άρχιππο: «Πρόσεχε να εκπληρώσεις στο ακέραιο το διακόνημα που σου ανέθεσε ο Κύριος». Σας στέλνω κι εγώ ο Παύλος χαιρετισμό, γραμμένον με το ίδιο μου το χέρι. Μην ξεχνάτε στις προσευχές σας τα δεσμά μου. Η χάρη του Θεού ας είναι μαζί σας. Αμήν. Ο Παύλος, ο Σιλουανός και ο Τιμόθεος. Προς τα μέλη της εκκλησίας της Θεσσαλονίκης, που πιστεύουν στο Θεό Πατέρα και στον Κύριο Ιησού Χριστό. Ευχόμαστε η χάρη κι η ειρήνη, που δίνει ο Θεός Πατέρας μας και ο Κύριος Ιησούς Χριστός, να είναι μαζί σας. Ευχαριστούμε πάντοτε το Θεό για όλους εσάς και σας αναφέρουμε στις προσευχές μας. Θυμόμαστε αδιάκοπα ενώπιον του Θεού Πατέρα μας την ενεργό σας πίστη, την έμπρακτη αγάπη και τη σταθερή ελπίδα σας στον ερχομό του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Ευχαριστούμε το Θεό, αδερφοί, γιατί ξέρουμε, ότι σας αγαπάει και σας έχει διαλέξει για ν’ ανήκετε σ’ αυτόν. Γιατί το χαρμόσυνο άγγελμά μας για το Χριστό δεν το φέραμε σ’ εσάς μόνο με λόγια, αλλά και με δυνάμεις θαυματουργικές, με τη δωρεά του Αγίου Πνεύματος και με μεγάλη πειστικότητα. Έτσι, ξέρετε τι κάναμε για σας όταν ήμασταν μαζί σας. Αλλά κι εσείς μιμηθήκατε εμάς και τον Κύριο, γιατί, κάτω από σκληρό διωγμό, αποδεχτήκατε το κήρυγμα με τη χαρά που δίνει το Άγιο Πνεύμα. Έτσι γίνατε υπόδειγμα σε όλους τους πιστούς της Μακεδονίας και της Αχαΐας. Από σας, όχι μόνο διαδόθηκε ο λόγος του Κυρίου στη Μακεδονία και στην Αχαΐα, αλλά απλώθηκε παντού η είδηση για την πίστη σας στο Θεό, ώστε εμείς να μη χρειάζεται να πούμε τίποτα. Όλοι αυτοί έχουν να το λένε πώς μας δεχτήκατε όταν ήρθαμε σ’ εσάς και πώς εσείς, εγκαταλείποντας τα είδωλα, επιστρέψατε στη λατρεία του ζωντανού κι αληθινού Θεού· και προσμένετε να κατεβεί δοξασμένος ο Υιός του, που εκείνος τον ανέστησε, ο Ιησούς, ο οποίος θα μας γλιτώσει από την επερχόμενη θεϊκή οργή. Το ξέρετε κι εσείς, αδερφοί μου, ότι ο ερχομός μας στην πόλη σας δεν πήγε χαμένος. Πρωτύτερα στους Φιλίππους μάς κακοποίησαν και μας έβρισαν, όπως ξέρετε. Ο Θεός όμως μας έδωσε θάρρος, ώστε να σας κηρύξουμε το ευαγγέλιό του μέσα από πολλές δυσκολίες. Το κήρυγμά μας δεν προέρχεται από κάποια πλάνη, δεν έχει ανήθικα ελατήρια ούτε πονηρούς σκοπούς, αλλά κηρύττουμε το ευαγγέλιο όπως μας το εμπιστεύτηκε ο Θεός, αφού πρώτα μας δοκίμασε. Έτσι, κηρύττουμε όχι για να αρέσουμε σε ανθρώπους, αλλά στο Θεό, ο οποίος γνωρίζει καλά τις καρδιές μας. Γιατί δε σας κολακέψαμε ποτέ, όπως ξέρετε, ούτε ήρθαμε με προσχήματα για να κερδίσουμε κάτι –μάρτυράς μας ο Θεός. Δε ζητήσαμε ανθρώπινη δόξα ούτε από σας ούτε από άλλους, αν και μπορούσαμε να σας επιβαρύνουμε ως απόστολοι του Χριστού. Απεναντίας ήμασταν στοργικοί σαν τη μητέρα που φροντίζει τα παιδιά της. Και ήταν τόση η έγνοια μας για σας, ώστε ήμασταν έτοιμοι να σας δώσουμε όχι μόνο το ευαγγέλιο του Θεού, αλλά και την ίδια μας τη ζωή, επειδή σας αγαπήσαμε. Όπωσδήποτε θα θυμάστε, αδερφοί, τον κόπο και το μόχθο μας. Όταν σας κηρύτταμε το ευαγγέλιο του Θεού, παράλληλα εργαζόμασταν μέρα νύχτα, για να μην επιβαρύνουμε κανέναν από σας με τη συντήρησή μας. Εσείς κι ο Θεός είστε μάρτυρες για το πόσο άγια, δίκαιη και άψογη ήταν η συμπεριφορά μας απέναντι σ’ εσάς που πιστέψατε. Ξέρετε καλά ότι φερθήκαμε στον καθένα σας όπως ο πατέρας στα παιδιά του. Σας προτρέπαμε, σας συμβουλεύαμε και σας εξορκίζαμε να πορεύεστε σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, που σας προσκαλεί στη βασιλεία και στη δόξα του. Γι’ αυτό κι εμείς ευχαριστούμε αδιάκοπα το Θεό, γιατί, όταν ακούσατε από μας το λόγο του, τον δεχτήκατε όχι ως ανθρώπινο λόγο αλλά ως λόγο του Θεού, όπως πραγματικά και είναι. Αυτός ο λόγος εκδηλώνεται με έργα σ’ εσάς που πιστεύετε. Εσείς, αδερφοί, μιμηθήκατε εκείνες τις εκκλησίες του Θεού που βρίσκονται στην Ιουδαία και πιστεύουν στον Ιησού Χριστό. Γιατί κι εσείς πάθατε τα ίδια από τους συμπατριώτες σας, όπως κι εκείνοι από τους Ιουδαίους. Αυτοί είναι που θανάτωσαν τον Κύριό μας τον Ιησού και τους προφήτες τους και καταδίωξαν κι εμάς· δεν είναι αρεστοί στο Θεό και εχθρεύονται όλους τους ανθρώπους. Αυτοί μας εμποδίζουν να κηρύξουμε στους εθνικούς για να σωθούν κι έτσι ολοένα ξεχειλίζει το ποτήρι των αμαρτιών τους. Φτάνει όμως πάνω τους τελειωτικά η οργή του Θεού. Εμείς, όμως αδερφοί, όταν σας αποστερηθήκαμε προσωρινά –με το σώμα βέβαια και όχι με την καρδιά– πολλές φορές προσπαθήσαμε με πολλή λαχτάρα να σας ξαναδούμε. Το θέλαμε πολύ να σας επισκεφθούμε, εγώ ο Παύλος μάλιστα επανειλημμένα, μας εμπόδισε όμως ο σατανάς. Ποια θα είναι αλήθεια η ελπίδα μας, η χαρά, το στεφάνι και το καύχημά μας μπροστά στον Κύριό μας Ιησού Χριστό, όταν θα ξανάρθει, αν όχι και εσείς; Ναι, εσείς είστε η δόξα μας και η χαρά μας. Έτσι, μην αντέχοντας πια άλλο, αποφασίσαμε να μείνουμε μόνοι μας στην Αθήνα. Σας στείλαμε όμως τον αδερφό μας τον Τιμόθεο, υπηρέτη του Θεού και συνεργάτη δικό μας στη διάδοση του ευαγγελίου του Χριστού, για να σας ενθαρρύνει και να σας στηρίξει στην πίστη σας, ώστε οι διωγμοί που περνάτε να μην κλονίσουν κανέναν. Άλλωστε κι εσείς οι ίδιοι το ξέρετε πως αυτά μας περιμένουν. Όταν βρισκόμασταν κοντά σας, σας προειδοποιούσαμε ότι θα μας έβρισκαν διωγμοί, όπως και έγινε και το ξέρετε καλά. Γι’ αυτό κι εγώ, δεν άντεξα άλλο, κι έστειλα να μάθω για την πίστη σας, μήπως υποκύψατε στον πειρασμό του σατανά και πάει χαμένος ο κόπος μας. Πριν από λίγο μας ήρθε ο Τιμόθεος από σας και μας έφερε τις καλές ειδήσεις για την πίστη και την αγάπη σας. Μας είπε ότι διατηρείτε πάντα καλές αναμνήσεις από μας και ότι θέλετε πολύ να μας ξαναδείτε, όπως κι εμείς εσάς. Έτσι λοιπόν, αδερφοί, μέσα σε όλους τους διωγμούς και τις θλίψεις μας πήραμε θάρρος εξαιτίας σας. Μας τόνωσε η πίστη σας, γιατί τώρα που μάθαμε πως εσείς μένετε σταθεροί κοντά στον Κύριο πήραμε ζωή. Με ποια λόγια θα μπορούσαμε να ευχαριστήσουμε το Θεό για σας, που να είναι αντάξια της μεγάλης χαράς που δοκιμάζουμε εξαιτίας σας ενώπιον του Θεού μας; Τον παρακαλούμε μέρα και νύχτα με όλη μας την καρδιά να μας αξιώσει να σας δούμε από κοντά και να συμπληρώσουμε τα κενά που υπάρχουν στην πίστη σας. Ο ίδιος ο Πατέρας μας Θεός και ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός ας κατευθύνουν τα βήματά μας κοντά σας. Κι ο Κύριος ας κάνει να αυξάνει όλο και περισσότερο η αγάπη μεταξύ σας και προς όλους, και να γίνει τόσο μεγάλη, όση είναι η δική μας αγάπη για σας. Έτσι θα στερεώσει τις καρδιές σας, ώστε να σταθείτε μπροστά στο Θεό και Πατέρα μας άγιοι και άμεμπτοι, όταν θα ξανάρθει ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός μαζί με όλους όσοι του ανήκουν. Ακόμη κάτι, αδερφοί: Μάθατε από μας πώς πρέπει να ζείτε, για να αρέσετε στο Θεό. Σας παρακαλούμε, λοιπόν, και σας προτρέπουμε στο όνομα του Κυρίου Ιησού να συνεχίσετε με ακόμα περισσότερο ζήλο, για να προοδεύετε όλο και πιο πολύ. Θυμάστε ποιες οδηγίες σας δώσαμε με εντολή του Κυρίου Ιησού. Το θέλημα του Θεού είναι να γίνετε άγιοι, δηλαδή: να αποφεύγετε την πορνεία· ο καθένας σας να μάθει να διατηρεί το σώμα του αγιασμένο και τιμημένο και να μην το υποδουλώνει σε σαρκικά πάθη, όπως κάνουν οι εθνικοί που δε γνωρίζουν το Θεό. Να μη ζητάτε σ’ αυτό το θέμα πλεονεκτήματα βλάπτοντας τον αδερφό σας στην πίστη, γιατί όπως σας το προείπαμε και σας το τονίσαμε, ο Κύριος θα είναι δίκαιος τιμωρός για όλα αυτά. Ο Θεός μάς κάλεσε με σκοπό να γίνουμε όχι ηθικά ασύδοτοι, αλλά άγιοι. Συνεπώς όποιος τα παραβαίνει αυτά, δεν παραβαίνει εντολές ανθρώπων, αλλά του Θεού, που σας έδωσε το Πνεύμα του το Άγιο. Όσο για την αγάπη προς τους αδερφούς, δε χρειάζεται να σας γράψουμε, γιατί ο Θεός σάς δίδαξε εσάς τους ίδιους να αγαπάτε ο ένας τον άλλο. Αυτό το εφαρμόζετε ήδη σε όλους τους αδερφούς που είναι σε ολόκληρη τη Μακεδονία. Σας προτρέπουμε όμως, αδερφοί, να το αναπτύξετε ακόμη περισσότερο. Να το θεωρείτε τιμητικό να ζείτε χωρίς αναταραχές, να ασχολείστε μόνο με τις δικές σας υποθέσεις και να εργάζεστε για να βγάζετε το ψωμί σας με τα ίδια σας τα χέρια, όπως σας παραγγείλαμε. Έτσι θα έχετε το σεβασμό των μη χριστιανών και δε θα εξαρτάσθε οικονομικά από κανέναν. Θέλουμε να ξέρετε, αδερφοί, τι θα γίνει με αυτούς που πέθαναν, για να μη λυπάστε κι εσείς όπως και οι άλλοι, που δεν ελπίζουν πουθενά. Εμείς πιστεύουμε ότι ο Ιησούς πέθανε κι αναστήθηκε· το ίδιο πιστεύουμε κι ότι αυτούς που πέθαναν πιστεύοντας στον Ιησού, ο Θεός θα τους αναστήσει για να ζήσουν μαζί του. Με βάση τη διδασκαλία του Κυρίου σάς λέμε τούτο: Εμείς που θα είμαστε ακόμη στη ζωή κατά την παρουσία του Κυρίου, δε θα προηγηθούμε στη συνάντηση με τον Ιησού από κείνους που θα έχουν πεθάνει. Γιατί, ο ίδιος ο Κύριος με πρόσταγμα, με φωνή αρχάγγελου και με σάλπιγγα Θεού θα κατεβεί από τον ουρανό και αυτοί που πέθαναν πιστοί στο Χριστό θ’ αναστηθούν πρώτοι. Έπειτα, εμάς που θα είμαστε ακόμα στη ζωή, θα μας αρπάξουν σύννεφα μαζί μ’ εκείνους, για να προϋπαντήσουμε τον Κύριο στον αέρα κατά τον ερχομό του· κι έτσι θα είμαστε για πάντα μαζί με τον Κύριο. Ας παρηγορεί λοιπόν ο ένας τον άλλο με τα λόγια αυτά. Σχετικά με το χρόνο του ερχομού του Κυρίου, αδερφοί, δε χρειάζεται να σας γράψουμε, γιατί κι εσείς το ξέρετε πολύ καλά ότι η ημέρα του Κυρίου θα έρθει απροειδοποίητα, όπως ο κλέφτης τη νύχτα. Όταν λένε «έχουμε ειρήνη και ασφάλεια» τότε, όπως οι πόνοι στην έγκυο γυναίκα, έρχεται ξαφνικά πάνω τους η καταστροφή από την οποία δε θα γλιτώσουν. Εσείς όμως, αδερφοί, δε ζείτε στο σκοτάδι, για να σας αιφνιδιάσει σαν τον κλέφτη η ημέρα της παρουσίας του Κυρίου. Είστε όλοι σας άνθρωποι του φωτός και της ημέρας. Δεν ανήκουμε στη νύχτα ούτε στο σκοτάδι. Ας μην κοιμόμαστε, λοιπόν, όπως και οι άλλοι, αλλά ας είμαστε άγρυπνοι και νηφάλιοι. Όσοι κοιμούνται, τη νύχτα κοιμούνται, κι όσοι μεθούν, τη νύχτα μεθούν. Εμείς όμως, ως άνθρωποι της ημέρας, ας είμαστε νηφάλιοι φορώντας την πίστη και την αγάπη για θώρακα και την ελπίδα της σωτηρίας για περικεφαλαία. Γιατί ο Θεός δεν μας προόρισε να δοκιμάσουμε την τελική οργή του, αλλά ν’ αποκτήσουμε τη σωτηρία μέσω του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Αυτός πέθανε για μας, ώστε, όταν έρθει, είτε μας βρει ζωντανούς είτε νεκρούς, να ζήσουμε μαζί του. Γι’ αυτό να ενισχύετε και να βοηθάτε ο ένας τον άλλο, όπως άλλωστε και κάνετε. Σας παρακαλούμε, αδερφοί, ν’ αναγνωρίζετε όσους από σας κοπιάζουν και προΐστανται ανάμεσά σας, σύμφωνα με το θέλημα του Κυρίου, και σας νουθετούν. Για το έργο τους αυτό να τους περιβάλλετε με περισσή τιμή κι αγάπη. Να έχετε ειρήνη μεταξύ σας. Σας προτρέπουμε, αδερφοί, να συμβουλεύετε τους άστατους, να παρηγορείτε τους λιγόψυχους, να στηρίζετε τους αδύνατους στην πίστη και να δείχνετε μακροθυμία σε όλους. Προσέχετε να μην ανταποδίδετε ο ένας στον άλλο κακό στο κακό, αλλά να επιδιώκετε πάντα το αγαθό και μέσα στην εκκλησία και σ’ όλον τον κόσμο. Να είστε πάντοτε χαρούμενοι. Να προσεύχεστε αδιάκοπα. Να ευχαριστείτε το Θεό για το καθετί. Αυτό είναι το θέλημα του Θεού, όπως αποκαλύφθηκε σ’ εσάς δια του Χριστού. Μη σβήνετε τη φλόγα των χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος. Μην περιφρονείτε τα κηρύγματα των προφητών, αλλά να τα εξετάζετε όλα και να κρατάτε ό,τι είναι χρήσιμο. Να απέχετε από κάθε λογής πονηρό. Είθε ο Θεός, που δίνει την ειρήνη, να σας κάνει ολοκληρωτικά δικούς του. Κι ας διατηρηθεί ολόκληρη η ύπαρξή σας –το πνεύμα, η ψυχή και το σώμα σας– άμεμπτη κατά τον ερχομό του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Αυτός που σας καλεί κρατάει το λόγο του και θα τον κάνει πράξη. Αδερφοί μου, να προσεύχεστε για μας. Χαιρετήστε όλα τα μέλη της εκκλησίας με αδερφικό φίλημα. Σας εξορκίζω στο όνομα του Κυρίου να διαβαστεί η επιστολή σε όλους τους αδερφούς. Εύχομαι η χάρη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού να είναι μαζί σας. Αμήν. Ο Παύλος, ο Σιλουανός και ο Τιμόθεος. Προς τα μέλη της εκκλησίας της Θεσσαλονίκης, που πιστεύουν στο Θεό Πατέρα μας και στον Κύριο Ιησού Χριστό. Ευχόμαστε ο Θεός Πατέρας κι ο Κύριος Ιησούς Χριστός να σας δίνουν τη χάρη και την ειρήνη. Έχουμε κάθε λόγο, και είναι σωστό, να ευχαριστούμε πάντοτε το Θεό για σας, αδερφοί, γιατί η πίστη σας προοδεύει πολύ και η αγάπη σας του ενός για τον άλλο αυξάνει όλο και περισσότερο. Έτσι, εμείς οι ίδιοι καυχιόμαστε στις άλλες εκκλησίες του Θεού για σας, γιατί με τόση καρτερικότητα και πίστη υπομένετε όλους τους διωγμούς και τις θλίψεις. Αυτά είναι σημάδια πως πλησιάζει η τελική δίκαιη κρίση του Θεού, γιατί έτσι θα θεωρηθείτε άξιοι για τη βασιλεία του, για την οποία και υποφέρετε. Πραγματικά, είναι δίκαιο για το Θεό ν’ ανταποδώσει θλίψεις σ’ όσους σας θλίβουν, και ν’ απαλλάξει και εσάς και εμάς από κάθε θλίψη. Αυτό θα γίνει όταν ο Κύριος Ιησούς φανερωθεί από τον ουρανό με τη συνοδεία των ισχυρών αγγέλων του με πύρινη φλόγα, για να τιμωρήσει όσους δε σέβονται το Θεό και δεν υπακούν στο ευαγγέλιο του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Αυτοί θα τιμωρηθούν μ’ αιώνιο όλεθρο, μακριά από το πρόσωπο του Κυρίου κι από την ένδοξη μεγαλοπρέπειά του, όταν την ημέρα εκείνη θα έρθει για να δοξαστεί μαζί μ’ αυτούς που του ανήκουν και να τιμηθεί μαζί με όλους εκείνους που τον πίστεψαν, αλλά και μαζί μ’ εσάς, γιατί το κήρυγμά μας έγινε πιστευτό και από σας. Γι’ αυτό και πάντα προσευχόμαστε για σας, να σας αξιώσει ο Θεός μας να πετύχετε το σκοπό για τον οποίο σας κάλεσε· επίσης προσευχόμαστε ώστε με τη δύναμή του να εκπληρώσει κάθε αγαθή προσδοκία σας και να τελειοποιήσει κάθε έργο που εμπνέει η πίστη σας. Έτσι θα δοξαστεί το όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού από σας κι εσείς θα δοξαστείτε μ’ αυτόν, σύμφωνα με το σχέδιό του και το σχέδιο του Θεού μας για τη σωτηρία μας. Αδερφοί, σχετικά με την παρουσία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και με τη σύναξή μας κοντά του, σας παρακαλούμε: Μην αφήνετε να σας σαλεύουν τόσο γρήγορα το μυαλό, ούτε να σας αναστατώνουν όσοι ισχυρίζονται ότι τάχα φτάνει όπου να ’ναι η ημέρα του Κυρίου. Μην τους πιστεύετε όταν επικαλούνται είτε αποκάλυψη του Πνεύματος είτε λόγια ή επιστολή που προέρχονται δήθεν από μας. Κανείς μη σας εξαπατήσει με κανέναν τρόπο. Γιατί δε θα έρθει η ημέρα εκείνη, αν πρώτα δεν γίνει η αποστασία και δε φανερωθεί ο άνθρωπος της αμαρτίας, αυτός που είναι προορισμένος για την απώλεια. Αυτός θα εναντιωθεί και θα σηκώσει κεφάλι μπροστά σε καθετί που λέγεται θεός ή είναι αντικείμενο λατρείας. Θα το κάνει αυτό, για να στήσει ο ίδιος το θρόνο του στο ναό του Θεού, προσπαθώντας να αποδείξει πως είναι Θεός. Δε θυμάστε ότι αυτά σας τα έλεγα όταν ακόμη ήμουν μαζί σας; Και τώρα ξέρετε τι είναι εκείνο που τον εμποδίζει, ώστε να φανερωθεί όταν έρθει ο καιρός του. Η μυστική δύναμη της ανομίας είναι ήδη επί το έργον. Αυτό όμως θα γίνεται μόνο ωσότου φύγει από τη μέση αυτός που τώρα είναι το εμπόδιο. Τότε θα φανερωθεί ο άνομος, που ο Κύριος θα τον εξολοθρεύσει με την πνοή του στόματός του και θα τον αφανίσει, όταν θα εμφανισθεί κατά την παρουσία του. Αυτός ο άνομος θα έρθει με την ενέργεια του σατανά. Θα κάνει κάθε είδους θαυματουργικές δυνάμεις με απατηλά σημεία και τέρατα. Με κάθε είδους άνομα κι απατηλά μέσα θα παρασύρει όσους βαδίζουν προς την καταστροφή, επειδή δεν αγάπησαν την αλήθεια για να σωθούν. Γι’ αυτό και ο Θεός θα επιτρέψει να ενεργήσει σ’ αυτούς η πλάνη, για να πιστέψουν σ’ αυτό το ψέμα. Έτσι, θα τιμωρηθούν όλοι όσοι δεν πίστεψαν στην αλήθεια και δέχθηκαν ολόψυχα την αδικία. Εμείς, αδερφοί, οφείλουμε να ευχαριστούμε το Θεό πάντοτε για σας που σας αγαπάει ο Κύριος. Γιατί εσείς ανήκετε σ’ αυτούς που κάλεσε αρχικά στη σωτηρία του με τον αγιασμό που ενεργεί το Άγιο Πνεύμα και με την πίστη σας στην αλήθεια. Σας κάλεσε στη σωτηρία με το δικό μας κήρυγμα, ώστε να μετάσχετε στη δόξα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Γι’ αυτό λοιπόν, αδερφοί, να είστε σταθεροί και να μένετε πιστοί στις διδασκαλίες που σας παραδώσαμε είτε προφορικά είτε με επιστολή μας. Και ο Κύριός μας ο Ιησούς Χριστός κι ο Πατέρας μας ο Θεός, που μας αγάπησε και μας έδωσε με τη χάρη του παρηγοριά αιώνια και ελπίδα για τα μελλοντικά αγαθά, ας ενισχύσει τις καρδιές σας κι ας σας δώσει τη δύναμη να κάνετε και να λέτε πάντοτε το καλό. Τέλος, αδερφοί, να προσεύχεστε για μας, ώστε ο λόγος του Κυρίου να διαδίδεται και να δοξάζεται όπως συνέβη και σ’ εσάς. Να προσεύχεστε ακόμη ν’ απαλλαγούμε από τους κακούς και πονηρούς ανθρώπους· γιατί δεν πιστεύουν όλοι. Ο Κύριος όμως κρατάει το λόγο του· αυτός θα σας στηρίξει και θα σας φυλάξει από τον πονηρό. Αυτός μας κάνει να έχουμε εμπιστοσύνη σ’ εσάς, ότι αυτά που σας παραγγέλλουμε τα εφαρμόζετε και θα εξακολουθήσετε να τα εφαρμόζετε. Εύχομαι ο Κύριος να κατευθύνει τις καρδιές σας, να αγαπάτε όπως ο Θεός και να υπομένετε όπως ο Χριστός. Σας παραγγέλλουμε, αδερφοί, στο όνομα του Κυρίου Ιησού Χριστού, να αποφεύγετε κάθε αδερφό που είναι αργόσχολος και δε ζει σύμφωνα με την παράδοση που παρέλαβε από μας. Εσείς οι ίδιοι ξέρετε πώς πρέπει να ακολουθείτε το παράδειγμά μας: Δεν αποφύγαμε την εργασία όταν ήμασταν κοντά σας, ούτε επιβαρύναμε κανέναν με τη διατροφή μας, αλλά εργαζόμασταν μέρα νύχτα με κόπο και μόχθο, για να μη γίνουμε βάρος σε κανέναν σας. Όχι γιατί δεν είχαμε το δικαίωμα αυτό, αλλά για να γίνουμε παράδειγμα σ’ εσάς να μας μιμηθείτε. Κι όταν ήμασταν κοντά σας, αυτό σας παραγγέλλαμε: Όποιος δεν θέλει να εργάζεται, αυτός να μη τρώει κιόλας. Γιατί μαθαίνουμε ότι μερικοί από σας είναι αργόσχολοι, δηλαδή δεν εργάζονται, αλλά περιεργάζονται τους άλλους. Σ’ αυτούς παραγγέλλουμε και τους παρακαλούμε, στο όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, να ηρεμήσουν και να εργάζονται κανονικά, για να κερδίζουν το ψωμί τους. Κι εσείς, αδερφοί, να κάνετε ακούραστα το καλό. Όποιος δεν συμμορφώνεται μ’ αυτά που λέμε στην επιστολή, αυτόν να τον επισημαίνετε και να μην τον συναναστρέφεστε, για να ντραπεί. Βέβαια, μην τον θεωρείτε εχθρό, αλλά να τον νουθετείτε σαν αδερφό. Ο Κύριος της ειρήνης ας δίνει σ’ εσάς την ειρήνη πάντοτε και με κάθε τρόπο. Ο Κύριος να είναι μαζί με όλους σας. Το χαιρετισμό τον γράφω εγώ ο Παύλος με το ίδιο μου το χέρι. Αυτό είναι σημάδι γνησιότητας σε κάθε επιστολή. Έτσι γράφω. Εύχομαι η χάρη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού να είναι μαζί με όλους σας. Αμήν. Ο Παύλος, απόστολος του Ιησού Χριστού με εντολή του σωτήρα μας Θεού και του Κυρίου Ιησού Χριστού, που είναι η ελπίδα μας. Προς τον Τιμόθεο, το γνήσιο παιδί μου κατά την πίστη. Εύχομαι ο Θεός ο Πατέρας και ο Ιησούς Χριστός ο Κύριός μας να σου δίνουν τη χάρη, το έλεος και την ειρήνη. Όπως σε παρακάλεσα όταν έφευγα για τη Μακεδονία, το ίδιο σε παρακαλώ και τώρα, να μείνεις στην Έφεσο, για να παραγγείλεις σε μερικούς να μη διαδίδουν αιρετικές διδασκαλίες, ούτε να ασχολούνται με μύθους και με απέραντες γενεαλογίες. Αυτά φέρνουν περισσότερο εριστικές συζητήσεις, παρά την εκπλήρωση του σχεδίου του Θεού, σύμφωνα με την πίστη μας. Κι ο σκοπός αυτής της παραγγελίας είναι η αγάπη, που προέρχεται από καθαρή καρδιά, από αγαθή συνείδηση κι από ειλικρινή πίστη. Μερικοί απέτυχαν σ’ αυτά και ξεστράτισαν σε κούφια λόγια. Θέλουν να είναι δάσκαλοι του θείου νόμου, ενώ δεν καταλαβαίνουν ούτε τι λένε ούτε τι υποστηρίζουν. Εμείς όμως ξέρουμε ότι ο νόμος είναι καλός, αν τον χρησιμοποιεί κανείς όπως πρέπει, γνωρίζοντας και τούτο: Ότι ο νόμος δεν ορίστηκε για κείνον που κάνει ό,τι θέλει ο Θεός, αλλά για κείνους που δε λογαριάζουν το σωστό και το δίκαιο ούτε υποτάσσονται σ’ αυτό. Ορίστηκε για τους ασεβείς και τους αμαρτωλούς, για όσους δεν έχουν ούτε ιερό ούτε όσιο, για τους πατροκτόνους και τους μητροκτόνους, για τους φονιάδες, τους πόρνους, τους αρσενοκοίτες, για τους δουλεμπόρους, τους ψεύτες, τους επίορκους και γενικά γι’ αυτούς που κάνουν ο,τιδήποτε είναι αντίθετο στη διδασκαλία τη σωστή. Αυτή είναι σύμφωνη με το χαρμόσυνο μήνυμα για τη μέλλουσα δόξα που θα μας δώσει ο μακάριος Θεός, ο οποίος και το εμπιστεύτηκε σ’ εμένα να το κηρύξω. Ευγνωμονώ αυτόν που μου έδωσε τη δύναμη να τον υπηρετήσω, τον Ιησού Χριστό τον Κύριό μας· μου έδειξε εμπιστοσύνη και με όρισε στην υπηρεσία του, εμένα που πρωτύτερα ήμουν περιφρονητής, διώκτης και υβριστής του. Κι όμως εκείνος με ελέησε, γιατί ό,τι έκανα το έκανα από άγνοια, όταν ήμουν ακόμη άπιστος. Η χάρη όμως του Κυρίου μας με καταπλημμύρισε μαζί με την πίστη και την αγάπη, που χορηγεί ο Ιησούς Χριστός. Σ’ αυτά τα λόγια που θα πω μπορεί να στηριχτεί κανείς και πρέπει όλοι να τα δεχτούν: Ο Ιησούς Χριστός ήρθε στον κόσμο για να σώσει τους αμαρτωλούς· και πρώτος ανάμεσά τους είμαι εγώ. Ακριβώς όμως γι’ αυτό με ελέησε, για να δείξει ο Ιησούς Χριστός σ’ εμένα πρώτον όλη του τη μακροθυμία, ώστε να γίνω παράδειγμα για κείνους που πρόκειται να πιστέψουν σ’ αυτόν και να οδηγηθούν έτσι στην αιώνια ζωή. Παντοτινή, λοιπόν, τιμή και δόξα στον αιώνιο βασιλιά, τον άφθαρτο, τον αόρατο, τον μόνο σοφό Θεό. Αμήν. Αυτή την παραγγελία σού εμπιστεύομαι, παιδί μου Τιμόθεε: Σου θυμίζω τι είπαν οι προφήτες της εκκλησίας για σένα, για να πολεμήσεις, έχοντας αυτά για όπλα στον ωραίο σου αγώνα. Κράτα την πίστη και την αγαθή συνείδηση. Αυτή τη συνείδηση που μερικοί την απέρριψαν και ναυάγησαν στην πίστη. Ανάμεσά τους είναι κι ο Υμέναιος κι ο Αλέξανδρος, που τους παρέδωσα στο σατανά, για να μάθουν να μην προσβάλλουν το Θεό. Σας παρακαλώ πρώτα απ’ όλα να κάνετε δεήσεις, προσευχές, παρακλήσεις, ευχαριστίες για όλους τους ανθρώπους, για τους κυβερνήτες και για όλους εκείνους που ασκούν την εξουσία, ώστε να ζούμε ήρεμα και ειρηνικά με ευσέβεια κι ευπρέπεια από κάθε άποψη. Αυτό είναι καλό κι ευπρόσδεκτο από το σωτήρα μας Θεό, ο οποίος θέλει να σωθούν όλοι οι άνθρωποι και να γνωρίσουν σε βάθος την αλήθεια. Γιατί ένας είναι ο Θεός κι ένας ο μεσίτης μεταξύ Θεού και ανθρώπων, ο άνθρωπος Ιησούς Χριστός, που πρόσφερε τη ζωή του λύτρο για χάρη όλων. Έτσι, στον προσδιορισμένο καιρό, έδωσε ο Θεός τη μαρτυρία του ότι θέλει να σώσει τον κόσμο. Αυτής της μαρτυρίας με έταξε ο Θεός κήρυκα και απόστολο –την αλήθεια λέω ενώπιον του Χριστού, δεν ψεύδομαι– για να διδάξω την πίστη και την αλήθεια στους εθνικούς. Επιθυμώ, λοιπόν, να προσεύχονται οι άντρες σε κάθε τόπο προσευχής, χωρίς οργή κι εριστικότητα, και τα χέρια που υψώνουν στον ουρανό να είναι καθαρά. Παρόμοια και οι γυναίκες να προσεύχονται με κόσμια αμφίεση. Να στολίζουν τον εαυτό τους με σεμνότητα και σωφροσύνη κι όχι με περίτεχνες κομμώσεις και χρυσά κοσμήματα ή μαργαριτάρια ή πολυτελή ενδύματα. Αντίθετα, να στολίζονται με ό,τι ταιριάζει σε γυναίκες που λένε ότι σέβονται το Θεό, δηλαδή με καλά έργα. Η γυναίκα στη σύναξη πρέπει να ακούει και να μαθαίνει σιωπηλή και με πλήρη υποταγή. Δεν επιτρέπω σε γυναίκα να διδάσκει στην εκκλησία ούτε να κάνει τον αφέντη στον άντρα, αλλά να μένει σιωπηλή. Γιατί ο Αδάμ πλάστηκε πρώτος, και ύστερα η Εύα κι αυτός που απατήθηκε δεν ήταν ο Αδάμ, αλλά η γυναίκα εξαπατήθηκε κι έπεσε στην παράβαση. Θα σωθεί όμως με την τεκνογονία· αρκεί οι γυναίκες να μείνουν στην πίστη και στην αγάπη και στην άγια ζωή, και να έχουν κοσμιότητα. Είναι αληθινός ο λόγος ότι όποιος ορέγεται επισκοπή καλό έργο επιθυμεί. Γι’ αυτό πρέπει ο επίσκοπος να είναι αδιάβλητος και σύζυγος μιας μόνο γυναίκας· να είναι προσεκτικός, συνετός, ευπρεπής, φιλόξενος, καλός δάσκαλος. Να μην είναι πότης, βίαιος, αισχροκερδής αλλά να είναι επιεικής, ειρηνικός κι αφιλοχρήματος. Να διευθύνει καλά το σπίτι του και να έχει παιδιά που να τον υπακούνε με πολύ σεβασμό· γιατί, αν κάποιος δεν ξέρει να κυβερνήσει το ίδιο του το σπίτι, πώς θα φροντίσει την εκκλησία του Θεού; Να μην είναι καινούριος στην πίστη, για να μην το πάρει απάνω του και καταδικαστεί, όπως ο διάβολος. Επίσης πρέπει να έχει καλή φήμη κι έξω από την εκκλησία, για να μην εξευτελιστεί και πέσει έτσι στην παγίδα του διαβόλου. Το ίδιο και οι διάκονοι πρέπει να είναι σεμνοί, όχι διπρόσωποι, να μην έχουν το νου τους στο πολύ κρασί ούτε στο άνομο κέρδος· να κρατούν με καθαρή συνείδηση την πίστη που αποκάλυψε ο Θεός. Κι αυτοί όμως πρέπει πρώτα να δοκιμάζονται, και, όταν βρεθεί ότι δεν τους κατηγορεί κανείς, τότε μόνο να γίνονται διάκονοι. Το ίδιο κι οι γυναίκες πρέπει να είναι σεμνές, να μην κακολογούν, να είναι προσεκτικές, άξιες εμπιστοσύνης σε όλα. Οι διάκονοι να είναι σύζυγοι μιας μόνο γυναίκας και να κυβερνάνε καλά τα παιδιά τους και τα σπίτια τους. Κι όσοι διάκονοι έχουν εκπληρώσει καλά το λειτούργημά τους, αποκτούν για τον εαυτό τους μια τιμητική διάκριση και πολύ θάρρος, χάρη στην πίστη τους στον Ιησού Χριστό. Σου τα γράφω αυτά, αν και ελπίζω να έρθω κοντά σου σύντομα. Αν όμως τύχει και καθυστερήσω, σου γράφω για να μάθεις πώς πρέπει να συμπεριφέρεται κανείς στον οίκο του Θεού, που είναι η εκκλησία του αληθινού Θεού, ο στύλος και το θεμέλιο της αλήθειας. Όπως ομολογούμε, είναι μεγάλο το μυστήριο της πίστεως που μας αποκαλύφθηκε: Ο Θεός φανερώθηκε ως άνθρωπος, το Πνεύμα απέδειξε ποιος ήταν· φανερώθηκε στους αγγέλους, κηρύχθηκε στα έθνη, τον πίστεψε ο κόσμος, αναλήφθηκε με δόξα. Το Πνεύμα μέσω των προφητών το λέει ξεκάθαρα ότι στους έσχατους καιρούς θα αποστατήσουν μερικοί από την πίστη και θα προσκολληθούν σε πνεύματα παραπλανητικά και σε διδασκαλίες δαιμονικές. Θα παρασυρθούν από απατεώνες και υποκριτές που έχουν πωρωμένη τη συνείδησή τους. Αυτοί απαγορεύουν το γάμο και επιβάλλουν αποχή από φαγητά που τα δημιούργησε ο Θεός για να τα τρώνε και να τον ευχαριστούν όσοι πίστεψαν και κατανόησαν την αλήθεια του Χριστού. Καθετί που δημιούργησε ο Θεός είναι καλό, και τίποτα δεν είναι απαγορευμένο, όταν το χρησιμοποιούμε ευχαριστώντας το Θεό. Γιατί εξαγιάζεται με το λόγο του Θεού και με την προσευχή. Αν κάνεις αυτές τις υποδείξεις στους αδερφούς, θα είσαι ένας καλός υπηρέτης του Ιησού Χριστού, που τρέφεται από τα λόγια της πίστεως και της καλής διδασκαλίας, που ακολούθησες. Κόψε κάθε σχέση με τους ανίερους μύθους που είναι για γριούλες. Εσύ να γυμνάζεσαι στην ευσέβεια. Γιατί η εκγύμναση του σώματος λίγο ωφελεί· η ευσέβεια όμως είναι ωφέλιμη για όλα, επειδή υπόσχεται τη ζωή και την τωρινή και τη μελλοντική. Αυτό που λέω είναι αλήθεια κι αξίζει να γίνει πέρα για πέρα αποδεκτό. Κι εμείς γι’ αυτό υπομένουμε κόπους και ονειδισμούς, γιατί στηρίξαμε την ελπίδα μας στον αληθινό Θεό, που είναι σωτήρας όλων των ανθρώπων κι ιδιαίτερα των πιστών. Αυτά να παραγγέλλεις και να διδάσκεις. Κανείς να μη σε καταφρονεί που είσαι ακόμη νέος. Αντίθετα, να γίνεις υπόδειγμα για τους πιστούς με το λόγο, με τη συμπεριφορά σου, με την αγάπη, με την πνευματική ζωή, με την πίστη, με την αγνότητα. Ώσπου να έρθω, συγκέντρωσε την προσοχή σου στην ανάγνωση των Γραφών, στις συμβουλές και στη διδασκαλία. Μην αφήνεις αχρησιμοποίητο το χάρισμα που έχεις και που σου δόθηκε όταν ύστερα από υπόδειξη των προφητών της εκκλησίας σε χειροτόνησαν οι πρεσβύτεροι. Αυτά να έχεις στο νου σου, μ’ αυτά να ασχολείσαι, ώστε η πρόοδός σου να είναι φανερή σ’ όλα. Πρόσεχε τον εαυτό σου και τη διδασκαλία σου. Σ’ αυτά να είσαι ανυποχώρητος. Μ’ αυτό τον τρόπο, και τον εαυτό σου θα σώσεις και αυτούς που σε ακούνε. Τον γεροντότερο μην τον μαλώνεις, αλλά να τον συμβουλεύεις ήπια σαν να ήταν ο πατέρας σου, τους νεότερους σαν να ήταν αδέρφια σου, τις γεροντότερες σαν μητέρες, τις νεότερες σαν αδερφές, με πολλή αγνότητα. Να φροντίζεις τις χήρες, αλλά τις πραγματικές χήρες. Αν όμως μια χήρα έχει παιδιά ή εγγόνια, αυτά πρέπει να μάθουν να σέβονται πρώτα το δικό τους σπίτι και να ανταποδίδουν στους προγόνους τους ό,τι τους οφείλουν, γιατί αυτό είναι καλό και το θέλει ο Θεός. Η πραγματική χήρα, αυτή που δεν έχει κάποιον να τη φροντίσει, έχει στηρίξει τις ελπίδες της στο Θεό και δεν παύει να δέεται και να προσεύχεται νύχτα και μέρα. Όποια πάλι ζει μέσα στη σπατάλη, αυτή έχει κιόλας πεθάνει, κι ας είναι ζωντανή. Αυτά να τους τα παραγγέλλεις για να μη δίνουν αφορμή να τους κατηγορεί κανείς. Αν όμως κάποιος δε φροντίζει για τους συγγενείς του, κι ιδιαίτερα για κείνους που μένουν στο ίδιο σπίτι μαζί του, αυτός έχει αρνηθεί την πίστη κι είναι χειρότερος κι από έναν άπιστο. Ως χήρα να καταγράφεται κάποια, αν έχει συμπληρώσει το εξηκοστό έτος της ηλικίας της· αν υπήρξε γυναίκα ενός μόνο άντρα· αν είναι γνωστή για τα καλά της έργα: ανέθρεψε σωστά τα παιδιά της, φιλοξένησε ανθρώπους στο σπίτι της, έπλυνε τα πόδια χριστιανών οδοιπόρων, βοήθησε αυτούς που αντιμετώπισαν δυσκολίες, φρόντισε πρόθυμα με κάθε τρόπο να κάνει καλά έργα. Τις νεότερες χήρες μην τις γράφεις στον κατάλογο. Γιατί, όταν οι επιθυμίες τους νικήσουν τον πόθο να υπηρετήσουν το Χριστό, θέλουν να παντρευτούν. Έτσι γίνονται ένοχες, γιατί αθετούν την πρώτη τους υπόσχεση. Εκτός απ’ αυτό, συνηθίζουν στην αργία, γυρίζοντας από σπίτι σε σπίτι. Κι όχι μόνο στην αργία συνηθίζουν, αλλά είναι και φλύαρες κι ανακατεύονται σε ξένες υποθέσεις, λέγοντας πράγματα που δεν πρέπει. Θέλω, λοιπόν, οι νεότερες χήρες να παντρεύονται, να κάνουν παιδιά, να φροντίζουν το σπίτι τους και να μη δίνουν καμιά αφορμή στον εχθρό να μας χλευάζει. Αυτά τα λέω, γιατί μερικές ξεστράτισαν κιόλας κι ακολούθησαν το σατανά. Όποιος χριστιανός ή χριστιανή έχει συγγενείς χήρες, να φροντίζει ο ίδιος γι’ αυτές και να μην επιβαρύνεται η εκκλησία, για να μπορέσει να επαρκέσει στη συντήρηση των απροστάτευτων χηρών. Οι πρεσβύτεροι που προΐστανται καλά, να ανταμείβονται διπλά, προπαντός αυτοί που κοπιάζουν στο κήρυγμα και στη διδασκαλία. Γιατί λέγει η Γραφή: Μη βάλεις φίμωτρο σε βόδι που αλωνίζει. Και: Στον εργάτη πρέπει να δοθεί ο μισθός που του αξίζει. Να μη δέχεσαι κατηγορία εναντίον πρεσβυτέρου, εκτός αν τη βεβαιώνουν δύο ή τρεις μάρτυρες. Τους πρεσβυτέρους που αμαρτάνουν να τους ελέγχεις μπροστά σε όλους, για να φοβούνται και οι υπόλοιποι. Σε εξορκίζω μπροστά στο Θεό και στον Κύριο Ιησού Χριστό και στους άγιους αγγέλους, να τα φυλάξεις τα παραπάνω χωρίς προκατάληψη και χωρίς να ενεργείς τίποτε μεροληπτικά. Μη βιάζεσαι να χειροτονείς κανέναν, για να μη συμμετέχεις έτσι σε ξένες αμαρτίες. Να διατηρείς τον εαυτό σου καθαρό. Σταμάτα πια να πίνεις μόνο νερό· να χρησιμοποιείς και λίγο κρασί για το στομάχι σου και για τις συχνές σου ασθένειες. Μερικών ανθρώπων οι αμαρτίες είναι ολοφάνερες ακόμη και πριν από την τελική κρίση. Άλλων όμως φανερώνονται ύστερα. Έτσι και τα έργα τα καλά είναι ολοφάνερα· κι όσα δεν είναι φανερά τώρα, δεν είναι δυνατό να μείνουν για πάντα κρυμμένα. Όσοι είναι δούλοι σε απίστους, να θεωρούν τους κυρίους τους άξιους κάθε σεβασμού, για να μη δυσφημείται ο Θεός κι η διδασκαλία του ευαγγελίου. Κι όσοι έχουν πιστούς κυρίους, να μην τους καταφρονούν με τη δικαιολογία ότι είναι αδερφοί. Απεναντίας, πρέπει να δουλεύουν περισσότερο, ακριβώς γιατί αυτοί που δέχονται την ευεργεσία της πρόθυμης υπηρεσίας τους είναι πιστοί και αγαπητοί. Αυτά να διδάσκεις και να συμβουλεύεις. Όποιος διδάσκει άλλα απ’ ό,τι το ευαγγέλιο και δεν ακολουθεί τα σωστά λόγια, αυτά που είπε ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, ή τη διδασκαλία της πίστεώς μας, αυτός έχει φουσκώσει από εγωισμό και δεν ξέρει τίποτε. Αντίθετα, καταγίνεται νοσηρά σε λεπτολογίες και λογομαχίες, από τις οποίες γεννιούνται φθόνος, φιλονικία, προσβολές, καχυποψίες, συνεχείς συγκρούσεις ανθρώπων με χαλασμένο μυαλό, που έχουν χάσει την αλήθεια και νομίζουν ότι η ευσέβεια είναι μέσο για να πλουτίσουν. Κρατήσου μακριά από τέτοιους ανθρώπους. Και βέβαια, η ευσέβεια είναι μεγάλος πλούτος, μόνο όμως για όποιον ικανοποιείται με όσα έχει. Γιατί τίποτα δε φέραμε μαζί μας όταν ήρθαμε στον κόσμο, και είναι φανερό πως ούτε μπορούμε να βγάλουμε τίποτα φεύγοντας. Όταν έχουμε, λοιπόν, τροφές και ενδύματα, θα αρκεστούμε σ’ αυτά. Όσοι όμως θέλουν να πλουτίσουν πέφτουν σε πειρασμό, σε παγίδα του διαβόλου και σε πολλές επιθυμίες ανόητες και βλαβερές, που βυθίζουν τους ανθρώπους στην καταστροφή και στο χαμό. Γιατί η ρίζα όλων των κακών είναι η φιλαργυρία. Το χρήμα μερικοί το επιθύμησαν τόσο πολύ, ώστε πλανήθηκαν κι απομακρύνθηκαν από την πίστη και πλήγωσαν τον εαυτό τους με βάσανα πολλά. Εσύ, όμως, άνθρωπε του Θεού, όλα αυτά να τ’ αποφεύγεις. Να επιδιώκεις τη δικαιοσύνη, την ευσέβεια, την πίστη, την αγάπη, την υπομονή, την πραότητα. Να αγωνίζεσαι τον ωραίο αγώνα της πίστεως. Έτσι θα κατακτήσεις την αιώνια ζωή, στην οποία και σε κάλεσε ο Θεός και για την οποία ομολόγησες την καλή ομολογία μπροστά σε πολλούς μάρτυρες. Σου παραγγέλλω ενώπιον του Θεού, που δίνει ζωή στα πάντα, και ενώπιον του Ιησού Χριστού, που μπροστά στον Πόντιο Πιλάτο έδωσε τη μαρτυρία της καλής ομολογίας· να διατηρείς ακηλίδωτη και άψογη, την εντολή που σου έχει δοθεί, ώσπου να έρθει ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός. Αυτόν, όταν έρθει ο καιρός, θα τον φανερώσει ο Θεός, ο μακάριος και μόνος εξουσιαστής, ο βασιλέας των βασιλέων και ο κυρίαρχος των κυριάρχων. Αυτός είναι ο μόνος αθάνατος και κατοικεί σε φως απρόσιτο. Κανένας από τους ανθρώπους ούτε τον είδε ούτε μπορεί να τον δει. Σ’ αυτόν η τιμή και η αιώνια δύναμη! Αμήν. Στους πλουσίους αυτού εδώ του κόσμου να παραγγέλλεις να μην υπερηφανεύονται ούτε να στηρίζουν τις ελπίδες τους σε κάτι αβέβαιο όπως ο πλούτος, αλλά στο Θεό τον αληθινό, που μας τα δίνει όλα πλουσιοπάροχα, για να τα απολαμβάνουμε. Να τους παραγγέλλεις να κάνουν το καλό, να γίνονται πλούσιοι σε καλά έργα, να είναι πρόθυμοι να δίνουν και να μοιράζονται με τους άλλους ό,τι έχουν. Έτσι θ’ αποταμιεύουν το θησαυρό τους και θα βάζουν ένα καλό θεμέλιο για το μέλλον, για να αποκτήσουν την αιώνια ζωή. Αγαπητέ Τιμόθεε, διαφύλαξε αυτό που σου εμπιστεύτηκε ο Χριστός και η εκκλησία, κι απόφευγε τα βλάσφημα κούφια λόγια και τις αντιρρήσεις εναντίον της πίστεως, που προβάλλουν οι αιρετικοί με το ψεύτικο όνομα της «Γνώσεως». Αυτή τη γνώση ισχυρίζονται μερικοί πως έχουν, κι απέτυχαν στην πίστη τους. Η χάρη του Θεού ας είναι μαζί σου. Αμήν. Ο Παύλος, που ο Θεός θέλησε να γίνω απόστολος του Ιησού Χριστού, για να κηρύξω τη ζωή που υποσχέθηκε ο Ιησούς Χριστός. Προς τον Τιμόθεο, το αγαπητό μου παιδί. Εύχομαι ο Θεός Πατέρας και ο Ιησούς Χριστός, ο Κύριός μας, να σου δίνουν τη χάρη, το έλεος και την ειρήνη. Ευχαριστώ το Θεό, τον οποίο λατρεύω με καθαρή συνείδηση, όπως και οι πρόγονοί μου, καθώς σε θυμάμαι αδιάκοπα στις προσευχές μου νύχτα και μέρα. Θυμάμαι τα δάκρυά σου όταν χωριστήκαμε και ποθώ πολύ να σε δω για να γεμίσω χαρά. Θυμάμαι την ανυπόκριτη πίστη που έχεις, την ίδια πίστη που είχε πριν από σένα η γιαγιά σου η Λωίδα κι η μητέρα σου η Ευνίκη, κι είμαι βέβαιος ότι την έχεις κι εσύ. Γι’ αυτό σου υπενθυμίζω να αναζωπυρώνεις το χάρισμα του Θεού, που το έλαβες όταν έθεσα τα χέρια μου στο κεφάλι σου. Γιατί το Πνεύμα που μας έδωσε ο Θεός, δεν είναι πνεύμα δειλίας αλλά πνεύμα δύναμης κι αγάπης και σωφροσύνης. Να μην ντρέπεσαι λοιπόν να ομολογείς τον Κύριό μας, ούτε να ντρέπεσαι για μένα, που είμαι φυλακισμένος για χάρη του. Να είσαι έτοιμος να κακοπαθήσεις μαζί μ’ εμένα για το κήρυγμα του ευαγγελίου, κι ο Θεός θα σου δώσει τη δύναμη. Εκείνος μας έσωσε και μας κάλεσε να γίνουμε λαός του, όχι εξαιτίας των έργων μας, αλλά γιατί ο ίδιος το θέλησε και μας έδωσε τη χάρη του δια του Ιησού Χριστού. Αυτή η χάρη είχε δοθεί προαιώνια, φανερώθηκε όμως τώρα με την εμφάνιση στη γη του σωτήρα μας Ιησού Χριστού, που με το ευαγγέλιο κατήργησε το θάνατο κι έκανε να λάμψει η άφθαρτη ζωή. Αυτού του ευαγγελίου ορίστηκα να είμαι εγώ κήρυκας κι απόστολος και διδάσκαλος των εθνικών. Γι’ αυτόν το λόγο υποφέρω αυτά τα δεινά. Δε δειλιάζω όμως, γιατί ξέρω σε ποιον έχω στηρίξει την πίστη μου. Και είμαι βέβαιος ότι αυτός έχει τη δύναμη να φυλάξει ως την ημέρα εκείνη ό,τι μου έχει εμπιστευθεί. Να έχεις ως υπόδειγμα της ορθής διδασκαλίας όσα άκουσες από μένα. Να τα τηρείς με την πίστη και την αγάπη, που δίνει ο Ιησούς Χριστός. Την ορθή πίστη που σου εμπιστεύτηκε ο Θεός φύλαγέ την, με τη βοήθεια του Αγίου Πνεύματος που κατοικεί μέσα μας. Το ξέρεις ότι με απαρνήθηκαν όλοι αυτοί που ήταν στην Ασία –ανάμεσά τους κι ο Φύγελλος κι ο Ερμογένης. Ο Κύριος ας δείξει το έλεός του στην οικογένεια του Ονησιφόρου, που με ανακούφισε πολλές φορές και δεν ντράπηκε για τη φυλάκισή μου, αλλά ήρθε στη Ρώμη, με αναζήτησε με πολλή επιμονή και με βρήκε. Ας δώσει ο Κύριος να βρει έλεος από το Θεό εκείνη την ημέρα! Και πόσες υπηρεσίες μού πρόσφερε στην Έφεσο, εσύ το ξέρεις καλύτερα. Εσύ, λοιπόν, παιδί μου, να παίρνεις δύναμη από τη χάρη που μας έδωσε ο Ιησούς Χριστός. Κι όσα άκουσες από μένα μπροστά σε πολλούς μάρτυρες, αυτά να τα μεταδώσεις σε έμπιστους ανθρώπους, που θα είναι ικανοί να διδάξουν και άλλους. Κακοπάθησε λοιπόν σαν καλός στρατιώτης του Ιησού Χριστού. Κανείς στρατευμένος δεν μπλέκεται στις υποθέσεις της καθημερινής ζωής, αν θέλει να είναι συνεπής απέναντι σ’ εκείνον που τον στρατολόγησε. Κι όταν κάποιος μετέχει σε αθλητικούς αγώνες, δεν παίρνει το στεφάνι της νίκης, αν δεν αγωνιστεί σύμφωνα με τους κανόνες. Ο γεωργός πρέπει να κοπιάσει, για να μπορέσει να φάει πρώτος από τους καρπούς. Προσπάθησε να καταλάβεις αυτά που λέω. Ο Κύριος να σε βοηθήσει να τα εννοήσεις όλα. Να μην ξεχνάς τον Ιησού Χριστό, τον αναστημένο από τους νεκρούς και απόγονο του Δαβίδ, σύμφωνα με το ευαγγέλιο που κηρύττω. Για το ευαγγέλιο αυτό κακοπαθώ ως το σημείο να με δέσουν σαν κακούργο. Αλλά ο λόγος του Θεού δεν δένεται. Γι’ αυτό, όλα τα υπομένω για χάρη των εκλεκτών του Θεού, για να πετύχουν κι αυτοί τη σωτηρία που έφερε ο Ιησούς Χριστός και να δοξαστούν αιώνια. Πρέπει να έχουμε εμπιστοσύνη στα λόγια: «Μαζί με το Χριστό αν πεθάναμε, μαζί του και θα ζήσουμε. Αν υπομένουμε, μαζί του και θα βασιλέψουμε. Αν τον αρνηθούμε, κι εκείνος θα μας αρνηθεί. Αν απιστούμε, πιστός εκείνος μένει, να αρνηθεί τον εαυτό του δεν μπορεί». Αυτά να τους θυμίζεις και να τους εξορκίζεις στο όνομα του Κυρίου να μη μάχονται για λέξεις, γιατί αυτό σε τίποτα δε χρησιμεύει, αλλά φέρνει καταστροφή σ’ εκείνους που ακούν. Φρόντισε να παρουσιαστείς μπροστά στο Θεό άξιος της επιδοκιμασίας του, εργάτης που δεν ντρέπεται για το έργο του, αλλά διδάσκει σωστά την αλήθεια του ευαγγελίου. Να αποφεύγεις τις κούφιες φλυαρίες, που βεβηλώνουν την αλήθεια· γιατί όσοι επιδίδονται σ’ αυτές θα προχωρούν όλο και περισσότερο στην ασέβεια και η διδασκαλία τους θα εξαπλωθεί σαν γάγγραινα. Ανάμεσα σ’ αυτούς είναι κι ο Υμέναιος κι ο Φιλητός, οι οποίοι ξεστράτισαν και απομακρύνθηκαν από την αλήθεια, λέγοντας ότι η ανάσταση των νεκρών έγινε ήδη· γκρεμίζουν έτσι την πίστη μερικών. Κι όμως, το στερεό θεμέλιο που έβαλε ο Θεός μένει ακλόνητο κι έχει τούτη την επιγραφή: Ο Κύριος γνωρίζει αυτούς που του ανήκουν· και Όποιος λέει ότι ανήκει στον Κύριο να φύγει μακριά από την αμαρτία. Σ’ ένα μεγάλο σπίτι δεν υπάρχουν σκεύη χρυσά και ασημένια μόνο, αλλά και ξύλινα και πήλινα. Άλλα είναι φτιαγμένα για να δέχονται κάτι πολύτιμο και άλλα για να δέχονται ακαθαρσίες. Αν, λοιπόν, καθαρίσει κανείς τον εαυτό του και τον ξεχωρίσει απ’ αυτά, θα είναι σκεύος για πολύτιμη χρήση, αγιασμένο και χρήσιμο στη διάθεση του οικοδεσπότη, ετοιμασμένο για κάθε καλό έργο. Απόφευγε τις επιθυμίες της νεότητας. Να αγωνίζεσαι για τη δικαιοσύνη, την πίστη, την αγάπη, την ειρήνη, μαζί μ’ εκείνους που ομολογούν με καθαρή καρδιά ότι ανήκουν στον Κύριο. Μην παίρνεις μέρος στις ανόητες κι ανώφελες συζητήσεις, γιατί ξέρεις καλά ότι καταλήγουν σε φιλονικίες. Κι ο δούλος του Κυρίου δεν πρέπει να φιλονικεί, αλλά να είναι ήπιος απέναντι σε όλους, πρόθυμος να διδάξει, ανεκτικός. Πρέπει να παιδαγωγεί με πραότητα τους αντιθέτους για να τους δώσει κάποτε ο Θεός μετάνοια να καταλάβουν την αλήθεια και να συνέλθουν ξεφεύγοντας από την παγίδα του διαβόλου, που τους είχε αιχμαλωτίσει για να κάνουν το θέλημά του. Να ξέρεις ακόμα και τούτο: Τις έσχατες ημέρες θα έρθουν δύσκολοι καιροί. Γιατί οι άνθρωποι θα είναι φίλαυτοι, φιλάργυροι, αλαζόνες, υπερήφανοι, βλάσφημοι, απειθείς στους γονείς τους, αχάριστοι, ασεβείς, άστοργοι, αδιάλλακτοι, συκοφάντες, άσωτοι, άγριοι, εχθροί του καλού, προδότες, αυθάδεις, φουσκωμένοι από εγωισμό. Θ’ αγαπάνε πιο πολύ τις ηδονές παρά το Θεό. Θα δείχνουν ότι έχουν ευσέβεια, αλλά θα έχουν αρνηθεί τη δύναμή της με τις πράξεις τους. Κι αυτούς να τους αποφεύγεις. Απ’ αυτούς είναι κι εκείνοι που εισχωρούν μέσα στα σπίτια και προσηλυτίζουν γυναικάρια φορτωμένα ένα σωρό αμαρτίες, που παρασύρονται από κάθε λογής επιθυμίες· που συνεχώς μαθαίνουν και ποτέ δεν μπορούν να φτάσουν στην τέλεια γνώση της αλήθειας. Κι όπως ο Ιαννής κι ο Ιαμβρής αντιστάθηκαν στο Μωυσή, έτσι κι αυτοί αντιστέκονται στην αλήθεια· άνθρωποι με διεφθαρμένο μυαλό, με κίβδηλη πίστη. Αλλά δε θα προχωρήσουν περισσότερο· γιατί η ανοησία τους θα γίνει σε όλους φανερή, όπως έγινε κι η ανοησία του Ιαννή και του Ιαμβρή. Εσύ όμως συμπορεύτηκες μαζί μου στη διδασκαλία, στον τρόπο ζωής, στους σκοπούς, στην πίστη, στη μακροθυμία, στην αγάπη, στην υπομονή, στους διωγμούς, στα παθήματα σαν αυτά που υπέμεινα στην Αντιόχεια, στο Ικόνιο, στα Λύστρα. Τι διωγμούς υπέφερα! Κι απ’ όλα με γλίτωσε ο Κύριος. Κι όχι μόνο εγώ, αλλά και όλοι όσοι θέλουν να ζήσουν με ευσέβεια, σύμφωνα με το θέλημα του Ιησού Χριστού, θα αντιμετωπίσουν διωγμούς. Μόνο οι πονηροί άνθρωποι και οι απατεώνες θα προκόβουν στο χειρότερο· θα εξαπατούν τους άλλους και οι άλλοι θα τους εξαπατούν. Εσύ όμως να μένεις σ’ αυτά που έμαθες και που για την αξιοπιστία τους έχεις τεκμήρια. Ξέρεις από ποιον τα έμαθες· και μη λησμονείς ότι από τη βρεφική σου ηλικία γνωρίζεις τη Γραφή, που μπορεί να σε κάνει σοφό οδηγώντας σε στη σωτηρία δια της πίστεως στον Ιησού Χριστό. Ό,τι βρίσκεται στη Γραφή είναι εμπνευσμένο από το Πνεύμα του Θεού κι είναι ωφέλιμο για τη διδασκαλία της αλήθειας, για τον έλεγχο της πλάνης, για τη διόρθωση των λαθών, για τη διαπαιδαγώγηση σε μια ζωή όπως τη θέλει ο Θεός· έτσι ο άνθρωπος του Θεού θα είναι τέλειος και καταρτισμένος για κάθε καλό έργο. Εγώ, λοιπόν, σε εξορκίζω ενώπιον του Θεού και του Κυρίου Ιησού Χριστού, που πρόκειται να κρίνει τους ζωντανούς και τους νεκρούς όταν θα εμφανιστεί και θα βασιλέψει: Κήρυξε το λόγο του Θεού με επιμονή, στον κατάλληλο και στον ακατάλληλο καιρό· έλεγξε, επίπληξε, συμβούλεψε. Κι όλα αυτά με όλη τη μακροθυμία σου, διδάσκοντας με όλη σου την υπομονή. Θα ’ρθεί καιρός που οι άνθρωποι δε θα ανέχονται τη σωστή διδασκαλία, αλλά θα συγκεντρώνουν γύρω τους πλήθος από δασκάλους, που να ταιριάζουν με τις επιθυμίες τους, για ν’ ακούνε αυτά που τους αρέσουν. Θα κλείνουν τ’ αυτιά τους στην αλήθεια και θα στρέφονται στα παραμύθια. Εσύ όμως να είσαι άγρυπνος για να τα αντιμετωπίσεις όλα αυτά. Να κακοπαθήσεις, να εργαστείς για τη διάδοση του ευαγγελίου, να εκπληρώσεις το καθήκον σου στην υπηρεσία του Θεού. Εγώ πια ήρθε η ώρα να χύσω το αίμα μου σπονδή στο Θεό· έφτασε ο καιρός να φύγω απ’ αυτό τον κόσμο. Αγωνίστηκα τον ωραίο αγώνα, έτρεξα το δρόμο ως το τέλος, φύλαξα την πίστη. Τώρα πια με περιμένει το στεφάνι της δικαιοσύνης, που μ’ αυτό θα με ανταμείψει ο Κύριος εκείνη την ημέρα, ο δίκαιος κριτής. Κι όχι μόνο εμένα, αλλά κι όλους εκείνους που περιμένουν με αγάπη τον ερχομό του. Σπεύσε να με συναντήσεις γρήγορα. Γιατί ο Δημάς αγάπησε τον παρόντα αιώνα· με εγκατέλειψε και πήγε στη Θεσσαλονίκη. Ο Κρήσκης πήγε στη Γαλατία, ο Τίτος στη Δαλματία. Μόνον ο Λουκάς είναι μαζί μου. Πάρε το Μάρκο και φέρε τον μαζί σου. Τον χρειάζομαι να με βοηθήσει. Τον Τυχικό τον έστειλα στην Έφεσο. Καθώς θα έρχεσαι φέρε το πανωφόρι που άφησα στην Τρωάδα, στον Κάρπο· και τα βιβλία, προπαντός αυτά που είναι γραμμένα σε μεμβράνες. Ο Αλέξανδρος ο σιδηρουργός πολλά κακά μού προξένησε. Ο Κύριος ας τον κρίνει σύμφωνα με τα έργα του. Να φυλάγεσαι κι εσύ απ’ αυτόν, γιατί πολύ αντιστάθηκε στο κήρυγμά μας. Στην πρώτη μου απολογία στο δικαστήριο δεν μου συμπαραστάθηκε κανείς· όλοι με εγκατέλειψαν. Ας μην τους το λογαριάσει ο Θεός. Μου παραστάθηκε όμως ο Κύριος και με δυνάμωσε, για να μπορέσω να ολοκληρώσω το αποστολικό μου έργο και ν’ ακούσουν το κήρυγμα όλα τα έθνη. Με γλίτωσε από το στόμα του λιονταριού. Ο Κύριος θα με γλιτώσει κι από κάθε έργο κακό, και θα με σώσει οδηγώντας με στη βασιλεία του την ουράνια. Ας είναι δοξασμένος αιώνια! Αμήν. Χαιρέτησέ μου την Πρίσκα και τον Ακύλα, και την οικογένεια του Ονησιφόρου. Ο Έραστος έμεινε στην Κόρινθο, και τον Τρόφιμο τον άφησα άρρωστο στη Μίλητο. Φρόντισε να έρθεις πριν από το χειμώνα. Σε χαιρετά ο Εύβουλος, ο Πούδης, ο Λίνος, η Κλαυδία και όλοι οι αδερφοί. Ο Κύριος Ιησούς Χριστός να είναι μαζί σου. Η χάρη του Θεού να είναι μαζί σας. Αμήν. Ο Παύλος, δούλος του Θεού, που με έστειλε ο Ιησούς Χριστός, για να διαδώσω την πίστη των εκλεκτών του Θεού και τη βαθιά γνώση της χριστιανικής αλήθειας και να κηρύξω την ελπίδα για την αιώνια ζωή. Αυτήν υποσχέθηκε από πολύ παλιά ο αψευδής Θεός, κι όταν ήρθε η ορισμένη ώρα φανέρωσε το λόγο του με το ευαγγέλιο, που το εμπιστεύτηκε σ’ εμένα ο σωτήρας μας Θεός, με την εντολή να το κηρύξω. Προς τον Τίτο, γνήσιο παιδί μου, χάρη στην πίστη που μας ενώνει. Εύχομαι ο Θεός Πατέρας και ο σωτήρας μας ο Κύριος Ιησούς Χριστός, να σου δίνουν τη χάρη, το έλεος και την ειρήνη. Ο λόγος που σε άφησα στην Κρήτη ήταν να συνεχίσεις να διορθώνεις τις ελλείψεις και να εγκαταστήσεις σε κάθε πόλη πρεσβυτέρους, σύμφωνα με τις οδηγίες που σου έδωσα. Πρεσβύτερος να γίνεται όποιος είναι αδιάβλητος, άντρας μιας μόνο γυναίκας, και με παιδιά πιστά, που δεν κατηγορούνται για άσωτη ζωή ή είναι ανυπάκουα. Γιατί ο επίσκοπος, ως διαχειριστής του Θεού, πρέπει να είναι αδιάβλητος· να μην είναι υπεροπτικός, ευέξαπτος, μέθυσος, φιλόνικος, και να μην επιδιώκει αθέμιτα κέρδη. Αντίθετα, πρέπει να είναι φιλόξενος, ν’ αγαπάει το καλό, να είναι συνετός, δίκαιος, ευσεβής, να κυριαρχεί στον εαυτό του· να είναι προσηλωμένος στο κήρυγμα που συμφωνεί με τη διδαχή που μας παραδόθηκε, και συνεπώς είναι αξιόπιστο. Έτσι ο επίσκοπος θα μπορεί και να καθοδηγεί σύμφωνα με τη σωστή διδασκαλία και να ελέγχει όσους είναι αντίθετοι σ’ αυτήν. Γιατί υπάρχουν πολλοί, προπάντων αυτοί που ήρθαν από τον ιουδαϊσμό, που δε θέλουν να υποταχθούν, και διδάσκουν ψεύτικα πράγματα εξαπατώντας τους ανθρώπους. Αυτούς πρέπει κανείς να τους αποστομώνει, γιατί γκρεμίζουν σπίτια ολόκληρα, διδάσκοντας πράγματα που δεν πρέπει, μόνο και μόνο για να κερδίσουν χρήματα με αθέμιτα μέσα. Είπε ένας συμπατριώτης τους, δικός τους προφήτης: «Οι Κρητικοί είναι πάντα ψεύτες, θηρία ανήμερα, οκνηροί κοιλιόδουλοι». Αυτός ο λόγος είναι αληθινός. Γι’ αυτό να τους ελέγχεις αυστηρά, ώστε να έχουν τη σωστή πίστη και να μην προσέχουν σε ιουδαϊκούς μύθους και σε εντολές ανθρώπων που αποστρέφονται την αλήθεια. Για τους καθαρούς όλα είναι καθαρά. Για τους μολυσμένους όμως και τους απίστους τίποτα δεν είναι καθαρό, γιατί και το μυαλό τους κι η συνείδησή τους είναι μολυσμένα. Διακηρύττουν ότι γνωρίζουν το Θεό, αλλά με τα έργα τους τον αρνούνται. Είναι απειθείς, δεν υποτάσσονται στο Θεό κι είναι ανίκανοι για οποιοδήποτε καλό έργο. Εσύ, όμως, να διδάσκεις ό,τι συμφωνεί με τη σωστή διδασκαλία. Να παρακινείς τους ηλικιωμένους να είναι νηφάλιοι, αξιοπρεπείς, να ελέγχουν τον εαυτό τους, να είναι υγιείς στην πίστη, στην αγάπη, στην υπομονή. Το ίδιο και τις ηλικιωμένες γυναίκες να τις παρακινείς να συμπεριφέρονται έτσι που να εμπνέουν το σεβασμό· να μην κακολογούν, να μην είναι υποδουλωμένες στο κρασί· να διδάσκουν το καλό. Έτσι θα καθοδηγούν τις νέες να αγαπούν τους άντρες τους και τα παιδιά τους, να έχουν σωφροσύνη, αγνότητα, να φροντίζουν για το σπίτι τους, να έχουν καλοσύνη και να υποτάσσονται στους άντρες τους, για να μη δυσφημίζεται ο λόγος του Θεού. Το ίδιο και τους νέους, να τους προτρέπεις να είναι εγκρατείς. Κι εσύ να συμπεριφέρεσαι έτσι, ώστε σε όλα να είσαι υπόδειγμα καλών έργων. Η διδασκαλία σου να είναι ανόθευτη, σοβαρή, καθαρή, με σωστό περιεχόμενο, που δε θα δίνει αφορμή για κατηγορίες. Έτσι οι αντίπαλοι θα ντροπιαστούν, αφού δε θα ’χουν τίποτε κακό να λένε για μας. Συμβούλευε τους δούλους να υποτάσσονται στους κυρίους τους σε όλα, να τους είναι ευχάριστοι, να μην αντιμιλούν· να μην κλέβουν, αλλά με την καλοσύνη τους να δείχνουν ότι είναι άξιοι εμπιστοσύνης. Έτσι με ό,τι κάνουν θα τιμούν τη διδασκαλία του Θεού, του σωτήρα μας. Ο Θεός φανέρωσε τη χάρη του, για να σώσει όλους τους ανθρώπους. Αυτή η χάρη μάς καθοδηγεί να αρνηθούμε την ασέβεια και τις αμαρτωλές επιθυμίες και να ζήσουμε με σωφροσύνη, με δικαιοσύνη και με ευσέβεια στον παρόντα αιώνα, περιμένοντας τη μακαριότητα που ελπίζουμε, δηλαδή την εμφάνιση της δόξας του μεγάλου Θεού και σωτήρα μας, του Ιησού Χριστού. Αυτός έδωσε τον εαυτό του για μας, για να μας λυτρώσει από κάθε ανομία, να μας καθαρίσει και να μας κάνει ένα λαό που να ανήκει μόνο σ’ αυτόν και να καταγίνεται με ζήλο στα καλά έργα. Αυτά να διδάσκεις κι αυτά να συμβουλεύεις· με βάση αυτά και με όλο σου το κύρος να ελέγχεις τους ακροατές σου. Να μην αφήνεις κανένα να σε περιφρονεί. Να θυμίζεις στους πιστούς να υποτάσσονται στους άρχοντες και σ’ αυτούς που ασκούν την εξουσία, να πειθαρχούν, να είναι έτοιμοι για κάθε καλό έργο, να μην κακολογούν κανένα, να είναι ειρηνικοί, ανεξίκακοι και να δείχνουν σε κάθε περίσταση πραότητα προς όλους τους ανθρώπους. Γιατί κι εμείς ήμασταν κάποτε άμυαλοι, απείθαρχοι, πλανεμένοι, υποδουλωμένοι σε κάθε λογής επιθυμίες και ηδονές· ζούσαμε μέσα στην κακία και στο φθόνο· ήμασταν μισητοί και μισούσαμε ο ένας τον άλλο. Όταν όμως ο σωτήρας μας ο Θεός φανέρωσε την καλοσύνη του και την αγάπη του στους ανθρώπους, μας έσωσε, όχι για τα καλά έργα που τυχόν κάναμε εμείς, αλλά γιατί μας σπλαχνίστηκε. Μας έσωσε με το βάπτισμα της αναγέννησης και της ανανέωσης που χαρίζει το Άγιο Πνεύμα, που το σκόρπισε πλούσια πάνω μας δια του Ιησού Χριστού του σωτήρα μας, για να δικαιωθούμε με τη δική του χάρη και να κληρονομήσουμε την αιώνια ζωή, που την προσδοκούμε. Αυτά τα λόγια είναι αληθινά και θέλω να τα βεβαιώνεις με την προσωπική σου μαρτυρία, ώστε όσοι έχουν πιστέψει στο Θεό να φροντίζουν να πρωτοστατούν σε καλά έργα. Αυτά είναι τα καλά και τα χρήσιμα στους ανθρώπους. Από το άλλο μέρος, να αποφεύγεις τις ανόητες αναζητήσεις σε γενεαλογικούς καταλόγους, τις φιλονικίες και τις διαμάχες γύρω από τις διατάξεις του ιουδαϊκού νόμου, γιατί όλα αυτά είναι ανώφελα και μάταια. Τον άνθρωπο που ακολουθεί πλανερές διδασκαλίες συμβούλεψέ τον μια δυο φορές, κι αν δεν ακούσει άφησέ τον, με τη βεβαιότητα πως αυτός έχει πια διαστραφεί και αμαρτάνει, καταδικάζοντας έτσι ο ίδιος τον εαυτό του. Όταν θα σου στείλω τον Αρτεμά ή τον Τυχικό, έλα το συντομότερο να με συναντήσεις στη Νικόπολη, γιατί εκεί αποφάσισα να περάσω το χειμώνα. Το Ζηνά το νομικό και τον Απολλώ, να τους εφοδιάσεις πλουσιοπάροχα με ό,τι χρειάζονται για το ταξίδι τους, ώστε να μην τους λείψει τίποτα. Ας μαθαίνουν και οι δικοί μας να πρωτοστατούν σε καλά έργα, για ν’ αντιμετωπίζουν τις επείγουσες υλικές ανάγκες, ώστε η ζωή τους να μην είναι άκαρπη. Σε χαιρετούν όλοι όσοι είναι μαζί μου. Χαιρέτησε τους πιστούς που μας αγαπούν. Η χάρη να είναι μαζί με όλους σας. Αμήν. Ο Παύλος που είμαι φυλακισμένος για χάρη του Ιησού Χριστού, και ο Τιμόθεος ο αδερφός. Προς τον αγαπητό συνεργάτη μας Φιλήμονα. Γράφουμε σ’ εσένα, καθώς και στην αγαπητή Απφία, στον Άρχιππο, που αγωνίζεται τον ίδιο μ’ εμάς αγώνα, και στην εκκλησία που συναθροίζεται στο σπίτι σου. Ευχόμαστε ο Θεός Πατέρας μας κι ο Κύριος Ιησούς Χριστός να σας δίνουν τη χάρη και την ειρήνη. Σε θυμάμαι πάντοτε στις προσευχές μου κι ευχαριστώ το Θεό μου, γιατί ακούω για την αγάπη που δείχνεις σ’ όλους τους χριστιανούς, και για την πίστη που έχεις στον Κύριο Ιησού. Ζητώ από το Θεό, η πίστη που μας ενώνει να εκδηλώνεται έμπρακτα στη ζωή σου με όλο και μεγαλύτερη επίγνωση κάθε αγαθού πράγματος που υπάρχει στη ζωή μας και μας οδηγεί στον Ιησού Χριστό. Η αγάπη σου μου έδωσε μεγάλη χαρά κι ενθάρρυνση, αδερφέ· επίσης ανακουφίστηκαν οι καρδιές των πιστών χάρη σ’ εσένα. Γι’ αυτό, παρ’ όλη την εξουσία που έχω από το Χριστό να σε προστάζω τι πρέπει να κάνεις, προτιμώ στο όνομα της αγάπης να σε παρακαλέσω. Εγώ, λοιπόν, ο Παύλος, έτσι που είμαι προχωρημένος στα χρόνια και τώρα μάλιστα φυλακισμένος για τον Ιησού Χριστό, σε παρακαλώ για τον Ονήσιμο, το παιδί μου, που εδώ στη φυλακή μου το γέννησα στη νέα πίστη. Αυτός που κάποτε σου ήταν άχρηστος, τώρα είναι χρήσιμος σ’ εσένα και σ’ εμένα. Σου τον στέλνω λοιπόν πίσω. Δέξου τον, αυτόν που είναι τα ίδια μου τα σπλάχνα. Ήθελα να τον κρατήσω κοντά μου, ώστε να με διακονεί αντί για σένα, τώρα που είμαι στη φυλακή επειδή κηρύττω το ευαγγέλιο. Χωρίς τη συγκατάθεσή σου όμως δεν θέλησα τίποτε να κάνω, γιατί δε θέλω να σε αναγκάσω να μου κάνεις αυτό το καλό· προτιμώ να το κάνεις με τη θέλησή σου. Ίσως μάλιστα γι’ αυτό απομακρύνθηκε από σένα ο Ονήσιμος προσωρινά: για να τον πάρεις πίσω για πάντα. Όχι πια ως δούλο, αλλά παραπάνω από δούλο –ως αγαπητό αδερφό. Σ’ εμένα είναι πράγματι πολύ αγαπητός, πολύ περισσότερο θα είναι σ’ εσένα και ως άνθρωπος και ως χριστιανός. Αν, λοιπόν, με θεωρείς φίλο σου, δέξου τον σαν να ήμουν εγώ. Κι αν σε ζημίωσε ή σου χρωστάει κάτι, χρέωσέ το σ’ εμένα. Εγώ ο Παύλος το γράφω με το ίδιο μου το χέρι, εγώ θα σου το ξεπληρώσω· για να μη σου πω ότι εσύ μου χρωστάς περισσότερα τον ίδιο τον εαυτό σου. Ναι, αδερφέ μου, ας πάρω κι εγώ κάτι από σένα για χάρη του Κυρίου· ανακούφισε την καρδιά μου στ’ όνομα του Χριστού. Όλα αυτά σου τα γράφω επειδή έχω εμπιστοσύνη ότι θα με υπακούσεις· και μάλιστα είμαι βέβαιος ότι θα κάνεις ακόμη περισσότερα απ’ όσα γράφω. Συνάμα, ετοίμασέ μου και φιλοξενία, γιατί ελπίζω ότι οι προσευχές σας θα έχουν ως αποτέλεσμα να έρθω πάλι κοντά σας. Σε ασπάζονται ο Επαφράς, που είναι φυλακισμένος μαζί μου για τον Ιησού Χριστό, ο Μάρκος, ο Αρίσταρχος, ο Δημάς και ο Λουκάς, οι συνεργάτες μου. Εύχομαι η χάρη του Κυρίου Ιησού Χριστού να είναι μαζί σας. Αμήν. Αφού ο Θεός τα παλιά χρόνια μίλησε στους προπάτορες πολλές φορές και με ποικίλους τρόπους δια των προφητών, σ’ αυτούς εδώ τους έσχατους καιρούς μίλησε σ’ εμάς μέσω του Υιού του. Δι’ αυτού ο Θεός δημιούργησε το σύμπαν και τον όρισε κληρονόμο των πάντων. Αυτός είναι η ακτινοβολία του θεϊκού μεγαλείου και η τέλεια έκφραση της θεϊκής υπόστασης, κι αυτός συγκρατεί το σύμπαν με τη δύναμη του λόγου του. Αφού με το σταυρικό του θάνατο μας καθάρισε από τις αμαρτίες μας, κάθισε ψηλά, στα δεξιά του παντοδύναμου Θεού. Ο Υιός έγινε τόσο ανώτερος από τους αγγέλους όσο ανώτερο είναι το όνομα που του έδωσε ο Θεός. Γιατί σε κανέναν από τους αγγέλους δεν είπε ποτέ ο Θεός: Εσύ είσαι ο Υιός μου, εγώ σήμερα σε γέννησα. Ούτε πάλι είπε για κανέναν: Εγώ θα ’μαι πατέρας του κι αυτός θα ’ναι Υιός μου. Κι όταν αλλού παρουσιάζει τον πρωτότοκο Υιό του στην οικουμένη, λέει: Να τον προσκυνήσουν όλοι οι άγγελοι του Θεού. Ενώ για τους αγγέλους λέει: Ο Θεός κάνει σαν ανέμους τους αγγέλους του κι αυτούς που τον υπηρετούν τους κάνει σαν πύρινη φλόγα, στον Υιό λέει: Η βασιλεία σου, Θεέ, είναι αιώνια και κυβερνάς τον κόσμο δίκαια· αγαπάς το δίκαιο και μισείς το άδικο. Γι’ αυτό, Θεέ, σε έχρισε Μεσσία ο Θεός σου με έλαιο αγαλλιάσεως, τιμώντας σε παραπάνω απ’ τους μετόχους σου. Κι αλλού: Εσύ, Κύριε, αρχικά στερέωσες τη γη κι έργο δικό σου είναι οι ουρανοί. Αυτοί θα εξαφανιστούν, ενώ εσύ αιώνια παραμένεις. Τα πάντα θα παλιώσουνε σαν ρούχο. Σαν μανδύα θα τους τυλίξεις, και θ’ αλλάξουν. Εσύ όμως παραμένεις πάντα ο ίδιος, τα χρόνια σου ποτέ δε θα τελειώσουν. Σε κανέναν απ’ τους αγγέλους δεν είπε ποτέ ο Θεός: Κάθισε στα δεξιά μου, ωσότου υποτάξω τους εχθρούς σου κάτω από τα πόδια σου. Δεν είναι, λοιπόν, όλοι οι άγγελοι πνεύματα που υπηρετούν το Θεό κι αποστέλλονται απ’ αυτόν για να βοηθήσουν όσους μέλλουν να σωθούν; Γι’ αυτό κι εμείς πρέπει να μένουμε πιο σταθεροί στις αλήθειες που ακούσαμε, για να μην ξεστρατίσουμε ποτέ. Γιατί, αν ο λόγος που δόθηκε άλλοτε μέσω αγγέλων, αποδείχτηκε αληθινός, κι όσοι τον παρέβηκαν ή δεν υπάκουσαν σ’ αυτόν, δέχτηκαν την τιμωρία που τους έπρεπε, πώς είναι δυνατόν εμείς να ξεφύγουμε, αν δε δώσουμε την προσοχή που ταιριάζει σε μια τόσο σπουδαία σωτηρία; Τη σωτηρία αυτή, που άρχισε να διακηρύττει ο Κύριος, μας τη βεβαίωσαν όσοι άκουσαν το λόγο του. Κι ο Θεός πρόσθεσε τη μαρτυρία του γι’ αυτήν, με κάθε λογής θαυματουργικές ενέργειες και με τις διάφορες δωρεές των χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος, σύμφωνα με το θέλημά του. Το μελλοντικό κόσμο, για τον οποίο μιλάμε, ο Θεός δεν τον υπέταξε στους αγγέλους. Αντίθετα, όπως λέει κάπου η Γραφή, Τι είναι ο άνθρωπος για να τον σκέφτεσαι; ή ο υιός του ανθρώπου για να τον φροντίζεις; Τον έκανες λίγο κατώτερο απ’ τους αγγέλους, τον στεφάνωσες με δόξα και τιμή· όλα τα υπέταξες κάτω απ’ τα πόδια του. Λέγοντας όλα τα υπέταξες σ’ αυτόν, εννοεί πως τίποτε δεν άφησε που να μην το υποτάξει σ’ αυτόν. Ως τώρα όμως δε βλέπουμε να είναι όλα υποταγμένα σ’ αυτόν. Βλέπουμε όμως ότι ο Ιησούς, που έγινε για ένα χρονικό διάστημα κατώτερος απ’ τους αγγέλους, στεφανώθηκε με δόξα και τιμή εξαιτίας του θανάτου του. Γιατί η χάρη του Θεού θέλησε αυτός να γευτεί το θάνατο για το καλό όλων. Ο Θεός, λοιπόν, η αρχή και ο σκοπός των πάντων, ενώ οδήγησε πολλούς υιούς στη δόξα, έπρεπε με το πάθος να οδηγήσει το χορηγό της σωτηρίας τους στην ολοκλήρωση του έργου του. Όλοι έχουν τον ίδιο πατέρα: Και αυτός που εξαγνίζει και αυτοί που εξαγνίζονται. Γι’ αυτό και δεν ντρέπεται ο Ιησούς να τους ονομάζει αδέρφια. Όπως λέει η Γραφή: Θα διαλαλήσω στ’ αδέρφια μου το μεγαλείο σου, θα σε εξυμνήσω μέσα στη συνάθροιση. Και αλλού: Θα εμπιστευθώ τον εαυτό μου σ’ αυτόν. Και συνεχίζει: Να, εγώ και τα παιδιά που μου ’δωσε ο Θεός. Επειδή λοιπόν τα παιδιά αυτά ήταν άνθρωποι, έγινε κι ο Ιησούς άνθρωπος, για να καταργήσει με το θάνατό του αυτόν που εξουσίαζε το θάνατο, δηλαδή το διάβολο. Μ’ αυτόν τον τρόπο απελευθέρωσε όσους ο φόβος του θανάτου τούς είχε καταδικάσει να είναι δούλοι σ’ όλη τους τη ζωή. Είναι φανερό ότι δεν έρχεται να βοηθήσει αγγέλους, αλλά τους απογόνους του Αβραάμ. Έπρεπε λοιπόν να γίνει σε όλα όμοιος με τ’ αδέρφια του, ώστε να είναι σπλαχνικός και πιστός αρχιερέας στην υπηρεσία του Θεού, ώστε να συγχωρηθούν οι αμαρτίες του λαού. Έτσι, επειδή ο ίδιος υπέφερε και δοκιμάστηκε, μπορεί τώρα να βοηθήσει αυτούς που δοκιμάζονται. Λοιπόν, αδερφοί μου, εσείς που ανήκετε στο Θεό, ο οποίος σας κάλεσε να μετάσχετε στο νέο του κόσμο, κατανοήστε καλά ποιος ήταν ο Ιησούς, ο απεσταλμένος του Θεού και αρχιερέας της πίστεως που ομολογούμε. Φάνηκε πιστός στο Θεό που τον διάλεξε γι’ αυτό το σκοπό, όπως ακριβώς πιστός ήταν κι ο Μωυσής στο σπίτι που του εμπιστεύτηκε ο Θεός. Ο Ιησούς όμως αξιώθηκε μεγαλύτερη τιμή από το Μωυσή, μια και όποιος κατασκευάζει ένα σπίτι αξίζει περισσότερο από το ίδιο το σπίτι. Κάθε σπίτι, βλέπετε, χρειάζεται κάποιον δημιουργό· αλλά εκείνος που δημιούργησε τα πάντα είναι ο Θεός. Ο Μωυσής βέβαια ήταν πιστός σ’ ολόκληρο το σπίτι που του εμπιστεύτηκε ο Θεός, όπως ένας υπηρέτης, και μαρτύρησε γι’ αυτά που θα φανέρωνε μελλοντικά ο Θεός. Ενώ ο Χριστός ήταν πιστός, όπως ένας γιος στο σπίτι του πατέρα του· και σπίτι του είμαστε εμείς, αν βέβαια διατηρήσουμε ως το τέλος το θάρρος και την ελπίδα για την οποία καυχιόμαστε. Γι’ αυτό, όπως λέει το Άγιο Πνεύμα: Σήμερα, αν ακούσετε τη φωνή του Θεού, μη γίνετε σκληρόκαρδοι, όπως τότε που με πικράνατε τον καιρό της δοκιμασίας στην έρημο. Εκεί οι πρόγονοί σας, αν και είχαν δει τα έργα μου για σαράντα χρόνια, μ’ έβαλαν σε δοκιμασία. Γι’ αυτό αγανάκτησα μ’ εκείνους τους ανθρώπους και είπα: «πάντα πλανιέται η καρδιά τους και δε γνώρισαν το δρόμο μου». Μες στην οργή μου ορκίστηκα: «ποτέ δε θα μπουν στην ανάπαυση που ετοίμασα». Προσέξτε, αδερφοί μου, μήπως κανείς από σας έχει τόσο κακή και άπιστη καρδιά, ώστε ν’ απομακρυνθεί από τον αληθινό Θεό. Κάθε μέρα να ενθαρρύνετε ο ένας τον άλλο, όσο ισχύει το σήμερα, έτσι ώστε να μην εξαπατήσει κανέναν από σας η αμαρτία και τον κάνει σκληρόκαρδο. Γιατί τότε μόνο θα μετέχουμε στο μεγαλείο του Θεού, αν διατηρήσουμε ως το τέλος σταθερή την εμπιστοσύνη που δείξαμε αρχικά στο Χριστό. Η Γραφή το λέει καθαρά: Σήμερα, αν ακούσετε τη φωνή του Θεού, μη γίνετε σκληρόκαρδοι, όπως τότε που με πικράνατε. Ποιοι όμως πίκραναν το Θεό, παρ’ όλο που άκουσαν τη φωνή του; Δεν ήταν όλοι ανεξαίρετα όσοι έφυγαν με τη βοήθεια του Μωυσή από την Αίγυπτο; Με ποιους «αγανάκτησε για σαράντα χρόνια»; Δεν αγανάκτησε με όσους αμάρτησαν κι άφησαν τα κόκαλά τους στην έρημο; Και για ποιους ορκίστηκε ότι δε θα τους άφηνε να μπουν στη γη που θα τους έδινε για ανάπαυση, αν όχι για κείνους που επαναστάτησαν εναντίον του; Και βλέπουμε πως δεν μπόρεσαν να μπουν στη γη της επαγγελίας εξαιτίας της απιστίας τους. Η υπόσχεση ότι θα μπούμε στον τόπο, που ετοίμασε ο Θεός για ανάπαυση, ισχύει ακόμη. Ας προσέξουμε, λοιπόν, μήπως κανείς από σας βρεθεί απ’ έξω. Γιατί κι εμείς ακούσαμε τη χαρμόσυνη είδηση, όπως κι εκείνοι στην έρημο. Εκείνους όμως δεν τους ωφέλησε το ότι άκουσαν αυτή την είδηση, γιατί δεν αποδέχτηκαν με πίστη αυτά που άκουσαν. Ενώ εμείς που πιστέψαμε, θα μπούμε στον τόπο της ανάπαυσης, αντίθετα μ’ εκείνους για τους οποίους λέει η Γραφή: Μες στην οργή μου ορκίστηκα: «ποτέ δεν θα μπουν στην ανάπαυση που ετοίμασα». Κι αυτό το είπε, παρ’ όλο που το έργο του Θεού είχε ολοκληρωθεί από τότε που δημιούργησε τον κόσμο. Γιατί κάπου στη Γραφή λέει για την έβδομη μέρα τα εξής: Και την έβδομη μέρα σταμάτησε ο Θεός κάθε έργο του κι αναπαύθηκε. Και στο σημείο που αναφέραμε: Ποτέ δε θα μπουν στη χώρα της ανάπαυσης που τους ετοίμασα. Απομένει, λοιπόν, ακόμη να μπουν μερικοί στη χώρα της ανάπαυσης· κι επίσης εκείνοι που άκουσαν τότε τη χαρμόσυνη είδηση δεν μπήκαν σ’ αυτήν, εξαιτίας της απιστίας τους. Γι’ αυτό και ο Θεός ορίζει πάλι κάποια μέρα που την ονομάζει σήμερα, για την οποία ο Δαβίδ πολλά χρόνια αργότερα είπε, όπως αναφέρει η Γραφή: Σήμερα, αν ακούσετε τη φωνή του Θεού, μη γίνετε σκληρόκαρδοι. Αν, λοιπόν, ο Ιησούς του Ναυή, είχε οδηγήσει εκείνους στον τόπο της ανάπαυσης, δε θα έκανε λόγο ο Θεός για άλλη μεταγενέστερη μέρα. Επομένως, υπολείπεται κάποια μέρα που θα αναπαυθεί ο λαός του Θεού, όπως ο Θεός το Σάββατο. Γιατί αυτός που θα μπει στη γη της επαγγελίας, θα αναπαυθεί κι ο ίδιος από τα έργα του, όπως ακριβώς κι ο Θεός αναπαύθηκε από τα δικά του. Ας προσπαθήσουμε, λοιπόν, να μπούμε στον τόπο της ανάπαυσης, για να μην πέσει κανείς στο ίδιο παράπτωμα της απιστίας. Ο λόγος του Θεού είναι ζωντανός και δραστικός, πιο κοφτερός κι από κάθε δίκοπο σπαθί· εισχωρεί βαθιά, ως εκεί που χωρίζει την ψυχή απ’ το πνεύμα, το κόκαλο απ’ το μεδούλι, και κρίνει τους διαλογισμούς και τις προθέσεις της καρδιάς. Δεν υπάρχει δημιούργημα στον κόσμο που να μπορεί να κρυφτεί απ’ το Θεό· όλα είναι γυμνά και φανερά μπροστά στα μάτια του· σ’ αυτόν θα δώσουμε λόγο. Ας κρατήσουμε, λοιπόν, σταθερά την πίστη που ομολογούμε. Γιατί έχουμε μέγαν αρχιερέα –τον Ιησού, τον Υιό του Θεού– που έφτασε ως το θρόνο του Θεού. Δεν έχουμε αρχιερέα που να μην μπορεί να συμμεριστεί τις αδυναμίες μας. Αντίθετα, έχει δοκιμαστεί σε όλα, επειδή έγινε άνθρωπος σαν κι εμάς, χωρίς όμως να αμαρτήσει. Ας πλησιάσουμε, λοιπόν, με θάρρος το θρόνο της χάριτος του Θεού, για να μας σπλαχνιστεί και να μας δωρίσει τη χάρη του, την ώρα που τη χρειαζόμαστε. Κάθε αρχιερέας που προέρχεται από ανθρώπους, εγκαθίσταται για να υπηρετεί το Θεό για χάρη τους και για να προσφέρει δώρα και θυσίες για τις αμαρτίες τους. Είναι σε θέση να δείχνει ανοχή σ’ όσους ζουν στην άγνοια και στην πλάνη, αφού κι ο ίδιος έχει ανθρώπινες αδυναμίες. Εξαιτίας τους είναι υποχρεωμένος να προσφέρει, όπως για το λαό, έτσι και για τον εαυτό του, θυσίες για τη συγχώρηση των αμαρτιών. Επίσης, κανένας δεν παίρνει μόνος του αυτή την τιμή, αλλά όταν τον καλέσει ο Θεός, όπως ακριβώς κάλεσε τον Ααρών. Έτσι κι ο Χριστός, δεν τίμησε ο ίδιος τον εαυτό του με το αξίωμα του αρχιερέα, αλλά του το έδωσε εκείνος που του είπε: Εσύ είσαι ο Υιός μου, εγώ σήμερα σε γέννησα. Σ’ ένα άλλο σημείο η Γραφή λέει: Εσύ είσαι ιερέας για πάντα όπως ο Μελχισεδέκ. Ο Χριστός, κατά τη διάρκεια της επίγειας ζωής του, με δυνατές κραυγές και δάκρυα απηύθυνε προσευχές και ικεσίες στο Θεό, που μπορούσε να τον σώσει από το θάνατο. Και εισακούστηκε από το Θεό για την ευλάβειά του. Αν και ήταν Υιός, έμαθε μέσα από τα παθήματά του την υπακοή. Γι’ αυτό το θέμα, πολλά μπορούμε να σας πούμε. Είναι όμως δύσκολο να εξηγηθούν, γιατί δε δείχνετε προθυμία να τα καταλάβετε. Εσείς έπρεπε να ήσασταν δάσκαλοι έπειτα από τόσον καιρό. Παρ’ όλα αυτά έχετε πάλι ανάγκη να διδαχτείτε και τα βασικά ακόμα στοιχεία του λόγου του Θεού. Καταντήσατε να έχετε ανάγκη από γάλα κι όχι από στέρεη τροφή. Γιατί όποιος τρέφεται με γάλα δεν έχει την πείρα να διακρίνει το καλό από το κακό, αφού είναι ακόμα νήπιος. Η στέρεη τροφή είναι για τους ωρίμους, οι οποίοι με τη συνεχή χρήση έχουν εξασκήσει τα αισθητήρια όργανά τους, για να μπορούν να διακρίνουν το καλό απ’ το κακό. Ας αφήσουμε λοιπόν τις στοιχειώδεις χριστιανικές διδασκαλίες κι ας προχωρήσουμε προς την τελειότητα. Ας μην κάνουμε πάλι λόγο για μετάνοια από νεκρά έργα, για πίστη στο Θεό, για διδασκαλία σχετικά με το βάπτισμα, για τη χειροθεσία, για την ανάσταση των νεκρών και για την αιώνια κρίση. Θα το κάνουμε βέβαια κι αυτό, αν το επιτρέπει ο Θεός. Είναι αδύνατο αυτούς που μια φορά φωτίστηκαν, γεύτηκαν τη δωρεά του Θεού, δέχτηκαν τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, γεύτηκαν την ομορφιά του λόγου του Θεού και τις θαυματουργικές ενέργειες που προμηνάνε πως έρχεται η βασιλεία του Θεού, και παρ’ όλα αυτά πρόδωσαν την πίστη τους, είναι αδύνατο να τους κάνουμε να ξαναεπιστρέψουν στο Θεό με τη μετάνοια, τη στιγμή που με τη συμπεριφορά τους ξανασταυρώνουν και διαπομπεύουν τον Υιό του Θεού. Η γη, η οποία ρουφάει τη βροχή που συχνά πέφτει πάνω της και γεννάει για τους καλλιεργητές της χρήσιμα χορταρικά, δέχεται την ευλογία του Θεού. Όταν όμως βλασταίνει αγκάθια και τριβόλια είναι άχρηστη, και η κατάρα πλησιάζει πάνω της· το τέλος της θα ’ναι να παραδοθεί στη φωτιά. Για σας όμως, αγαπητοί μου, αν και μιλάμε μ’ αυτόν τον τρόπο, έχουμε πειστεί ότι αξίζετε ανώτερα πράγματα, που οδηγούν στη σωτηρία. Γιατί ο Θεός δεν είναι άδικος για να ξεχάσει τα έργα σας και την έμπρακτη αγάπη που δείξατε για χάρη του, με τις υπηρεσίες που προσφέρατε και που προσφέρετε στους αδερφούς χριστιανούς. Επιθυμούμε ο καθένας από σας να δείχνει ως το τέλος τον ίδιο ζήλο για να εκπληρωθεί η ελπίδα μας. Και να μη γίνεστε οκνηροί, αλλά ν’ ακολουθείτε το παράδειγμα εκείνων που με την πίστη και την υπομονή κληρονομούν αυτά που υποσχέθηκε ο Θεός. Όταν ο Θεός έδωσε την υπόσχεσή του στον Αβραάμ, επειδή δεν υπήρχε ανώτερος για να ορκιστεί, ορκίστηκε στον εαυτό του, λέγοντας: Σου υπόσχομαι ότι θα σ’ ευλογήσω και θα σου δώσω πολλούς απογόνους. Έτσι πήρε ο Αβραάμ την υπόσχεση, και με την υπομονή του πέτυχε την εκπλήρωσή της. Οι άνθρωποι ορκίζονται σε κάποιον ανώτερό τους, κι ο όρκος δίνει γι’ αυτούς τέλος σε κάθε αμφισβήτηση και υποδηλώνει επιβεβαίωση. Ο Θεός, λοιπόν, επειδή ήθελε να δείξει πιο καθαρά σ’ αυτούς που θα κληρονομούσαν τα όσα υποσχέθηκε, ότι η απόφασή του ήταν αμετάκλητη, την εγγυήθηκε με όρκο. Για δύο λοιπόν αμετακίνητα πράγματα, για τα οποία είναι αδύνατο να διαψευστεί ο Θεός, εμείς που καταφύγαμε σ’ αυτόν οφείλουμε να μείνουμε σταθεροί σ’ αυτά που ελπίζουμε. Αυτή μας η ελπίδα μάς ασφαλίζει και μας βεβαιώνει σαν άγκυρα, και μας οδηγεί στα ενδότερα του καταπετάσματος, όπου μπήκε πριν από μας και για χάρη μας ο Ιησούς, αρχιερέας για πάντα όπως ο Μελχισεδέκ. Αυτός ο Μελχισεδέκ ήταν βασιλιάς της Σαλήμ και ιερέας του ύψιστου Θεού. Όταν ο Αβραάμ επέστρεφε από τη νικηφόρα μάχη του κατά των βασιλέων, τον συνάντησε ο Μελχισεδέκ και τον ευλόγησε. Ο Αβραάμ του έδωσε το ένα δέκατο από τα λάφυρα. Το όνομα Μελχισεδέκ σημαίνει πρώτον «βασιλιάς δικαιοσύνης»· έπειτα είναι και βασιλιάς της Σαλήμ, που σημαίνει «βασιλιάς ειρήνης». Κανείς δεν ξέρει τον πατέρα ή τη μητέρα του ή το γενεαλογικό του δένδρο· ούτε πότε γεννήθηκε ή πότε πέθανε. Παραμένει, λοιπόν, ο Μελχισεδέκ παντοτινά ιερέας, και μοιάζει έτσι με τον Υιό του Θεού. Σκεφτείτε πόσο μεγάλος ήταν ο Μελχισεδέκ, ώστε ο προπάτοράς μας ο Αβραάμ του έδωσε το ένα δέκατο απ’ όλα του τα λάφυρα. Και όσοι από τους απογόνους του Λευί γίνονται ιερείς, έχουν εντολή σύμφωνα με το νόμο να παίρνουν το ένα δέκατο από τη σοδειά του λαού, δηλαδή από τους ομοεθνείς τους, μολονότι κι αυτοί κατάγονται απ’ τον Αβραάμ. Ο Μελχισεδέκ όμως, χωρίς να είναι απόγονος του Λευί, πήρε το ένα δέκατο από τον Αβραάμ και ευλόγησε αυτόν στον οποίο ο Θεός είχε δώσει τις επαγγελίες. Αναντίρρητα, αυτός που ευλογεί είναι ανώτερος απ’ αυτόν που ευλογείται. Κι ενώ οι λευίτες που συγκεντρώνουν τη δεκάτη είναι κοινοί θνητοί, ο Μελχισεδέκ, όπως μαρτυρούν οι Γραφές, ζει. Θα μπορούσε μάλιστα να πει κανείς πως δίνοντας ο Αβραάμ το ένα δέκατο, έδωσε τη δεκάτη και ο Λευί, αυτός δηλαδή που είχε πάρει την εντολή να την εισπράττει. Δεν ήταν βέβαια γεννημένος ακόμα, ήταν όμως στο σώμα του προπάτορά του Αβραάμ, όταν τον τελευταίο τον συνάντησε ο Μελχισεδέκ. Αν η λευιτική ιεροσύνη οδηγούσε στην τελειότητα –γιατί από το νόμο αυτή η ιεροσύνη δόθηκε στο λαό– ποια ανάγκη υπήρχε να εμφανιστεί νέο είδος ιεροσύνης όπως εκείνη του Μελχισεδέκ; Δεν αρκούσε η ιεροσύνη από τη γενιά του Ααρών; Όταν όμως αλλάζει ο φορέας της ιεροσύνης, τότε αναγκαστικά αλλάζει και ο νόμος. Εκείνος για τον οποίο λέγονται τα παραπάνω, ανήκε σε άλλη φυλή, απ’ την οποία κανείς δεν υπηρέτησε ως ιερέας το θυσιαστήριο. Όλοι ξέρουμε πως γεννήθηκε απ’ τη φυλή Ιούδα, για την οποία ο Μωυσής δεν έκανε καθόλου λόγο για ιεροσύνη. Αυτό γίνεται ακόμη σαφέστερο· εμφανίζεται ένας άλλος ιερέας, όμοιος με το Μελχισεδέκ, όχι σύμφωνα με τις επιταγές του ανθρώπινου νόμου, αλλά με τη δύναμη που δίνει μια δίχως τελειωμό ζωή. Όπως μαρτυρεί η Γραφή, Εσύ είσαι ιερέας για πάντα όπως ο Μελχισεδέκ. Οι παλιές διατάξεις λοιπόν καταργούνται, γιατί ήταν ανίσχυρες και άχρηστες, αφού ο νόμος δεν οδήγησε τίποτα στην τελειότητα. Προσφέρεται όμως μια καλύτερη ελπίδα, με την οποία εμείς μπορούμε να πλησιάσουμε το Θεό. Κι ενώ οι άλλοι ιερείς ήταν πολλοί, γιατί ο θάνατος τους εμπόδιζε να παραμένουν αιώνια, ο Ιησούς, επειδή παραμένει αιώνιος, έχει ιεροσύνη που δε μεταβιβάζεται. Γι’ αυτό μπορεί να σώζει για πάντα όσους μέσω αυτού πλησιάζουν το Θεό. Ζει αιώνια, για να μεσιτεύει γι’ αυτούς. Τέτοιος, λοιπόν, αρχιερέας μάς χρειαζόταν· άγιος, άκακος, αψεγάδιαστος, χωρίς καμιά σχέση με την ανθρώπινη αμαρτία, ο οποίος ανέβηκε πάνω από τα ουράνια. Αυτός δεν έχει ανάγκη, όπως οι άλλοι αρχιερείς, να προσφέρει καθημερινά θυσίες, πρώτα για τις δικές του αμαρτίες, κι ύστερα για τις αμαρτίες του λαού. Αυτό το έκανε μια για πάντα, προσφέροντας τον ίδιο τον εαυτό του. Ο νόμος εγκαθιστά αρχιερείς ανθρώπους με ατέλειες. Τα λόγια όμως του όρκου, ο οποίος δόθηκε μετά το νόμο, εγκαθιστούν αρχιερέα τον Υιό, που είναι και παραμένει αιώνια τέλειος. Το βασικό στοιχείο των όσων είπαμε είναι πως εμείς έχουμε αρχιερέα τέτοιον, που ανέβηκε στα ουράνια και κάθεται στα δεξιά της μεγαλοσύνης του Θεού. Ως αρχιερέας υπηρετεί στα άγια των αγίων και στην αληθινή σκηνή του Μαρτυρίου, την οποία δεν την έστησε άνθρωπος, αλλά ο Θεός. Κάθε αρχιερέας εγκαθίσταται για να προσφέρει στο Θεό δώρα και θυσίες· γι’ αυτό είναι απαραίτητο να έχει κι αυτός κάτι να προσφέρει. Αν βέβαια ο Χριστός ήταν κάτω στη γη, δε θα ήταν καν ιερέας, αφού υπάρχουν ιερείς που προσφέρουν σύμφωνα με το νόμο τα δώρα. Η λατρεία που προσφέρουν οι ιερείς είναι απεικόνιση και σκιά της επουράνιας λατρείας, σύμφωνα με την εντολή που ο Θεός έδωσε στο Μωυσή, όταν θα έστηνε τη σκηνή. Πρόσεξε, του είπε ο Θεός, να τα κάνεις όλα σύμφωνα με τον τύπο που σου υποδείχτηκε πάνω στο βουνό. Τώρα όμως η υπηρεσία που ανέλαβε ο Ιησούς είναι τόσο ανώτερη από εκείνη των ιερέων, όσο ανώτερη είναι και η διαθήκη για την οποία αυτός μεσιτεύει και η οποία βασίζεται σε ανώτερες υποσχέσεις. Αν η πρώτη εκείνη διαθήκη ήταν τέλεια, δε θα υπήρχε ανάγκη για δεύτερη. Γιατί ο Θεός στη Γραφή κατηγορεί τους Ισραηλίτες, λέγοντας: Έρχονται μέρες, λέει ο Κύριος, που θα συνάψω καινούρια διαθήκη με το λαό του Ισραήλ και το λαό του Ιούδα· αυτή δεν θα είναι όμοια με τη διαθήκη που έκανα με τους προπάτορές τους, τότε που τους πήρα από το χέρι και τους έβγαλα από την Αίγυπτο. Εκείνοι όμως δεν έμειναν πιστοί στη διαθήκη μου, κι εγώ τους εγκατέλειψα, λέει ο Κύριος. Η διαθήκη που θα συνάψω με το λαό του Ισραήλ μετά τις μέρες εκείνες, λέει ο Κύριος, είναι η εξής: Θα τοποθετήσω το νόμο μου μέσα στο νου τους και θα χαράξω τις εντολές του μέσα στις καρδιές τους. Εγώ θα είμαι γι’ αυτούς Θεός, κι αυτοί θα είναι ο λαός μου. Τότε δεν θα διδάσκει ο καθένας το συμπατριώτη του, ούτε θα λέει ο καθένας στον αδερφό του «έλα να γνωρίσεις τον Κύριο», γιατί όλοι θα με γνωρίζουν, από τον μικρότερο ως τον μεγαλύτερο. Θα συγχωρήσω την ανυπακοή τους και θα ξεχάσω πια τις αμαρτίες τους και τις ανομίες τους. Το να μιλάει για καινούρια διαθήκη, σημαίνει πως έχει κάνει παλιά την πρώτη. Ό,τι παλιώνει και γερνάει κοντεύει να εξαφανιστεί. Φυσικά, η πρώτη διαθήκη είχε λατρευτικές διατάξεις κι ένα γήινο θυσιαστήριο. Κατασκευάστηκε δηλαδή το πρώτο μέρος της σκηνής, που λεγόταν «άγια», στο οποίο υπήρχε η λυχνία, η τράπεζα και οι άρτοι της προθέσεως. Πίσω από το δεύτερο καταπέτασμα ήταν το δεύτερο μέρος της σκηνής, που λεγόταν «άγια των αγίων». Εκεί υπήρχε το χρυσό θυσιαστήριο του θυμιάματος και η κιβωτός της διαθήκης, σκεπασμένη γύρω γύρω με χρυσάφι, μέσα στην οποία υπήρχε η χρυσή στάμνα με το μάννα, το ραβδί του Ααρών, που είχε βλαστήσει θαυματουργικά, και οι δύο πλάκες για τις διατάξεις της διαθήκης. Πάνω από την κιβωτό υπήρχαν αστραφτερά χερουβίμ, που σκέπαζαν με τα φτερά τους το ιλαστήριο. Για όλα αυτά δεν είναι ανάγκη τώρα να μιλήσουμε λεπτομερειακά. Το θυσιαστήριο είχε τέτοια διάταξη, ώστε στο πρώτο μέρος της σκηνής να μπαίνουν πάντοτε οι ιερείς και να επιτελούν τις ιεροτελεστίες. Στο δεύτερο όμως μέρος μπαίνει μόνον ο αρχιερέας μία φορά το χρόνο, φέρνοντας μαζί του αίμα, που το προσφέρει για τον εαυτό του και για τις αμαρτίες που από άγνοια έχει διαπράξει ο λαός. Με τη διάταξη αυτή, το Άγιο Πνεύμα ήθελε να υποδηλώσει ότι, όσο υπήρχε η πρώτη σκηνή, δεν είχε ακόμη φανερωθεί ο δρόμος που οδηγούσε στα άγια των αγίων. Η πρώτη σκηνή συμβολίζει τη σημερινή εποχή κατά την οποία εξακολουθούν να προσφέρονται θυσίες και δώρα, που όμως δεν είναι σε θέση να οδηγήσουν στην εσωτερική τελειότητα αυτούς που τα προσφέρουν. Κι αυτό, γιατί αναφέρονται μόνο σε φαγητά και ποτά και σε διάφορες καθάρσεις, διατάξεις δηλαδή για το σώμα, που ισχύουν ωσότου έρθει η ώρα της ανακαινίσεως. Αντίθετα, ο Χριστός ήρθε ως αρχιερέας των αγαθών πραγμάτων που προσμένουμε. Η σκηνή στην οποία μπήκε είναι ανώτερη και τελειότερη. Δεν είναι ανθρώπινο κατασκεύασμα, μέρος δηλαδή αυτής της δημιουργίας. Ο Χριστός μπήκε μια για πάντα στα άγια των αγίων, για να προσφέρει αίμα όχι ταύρων και μοσχαριών, αλλά το δικό του αίμα· κι έτσι μας εξασφάλισε την αιώνια σωτηρία. Το αίμα των ταύρων και των τράγων, και το ράντισμα με τη στάχτη του δαμαλιού εξαγνίζουν τους θρησκευτικά ακάθαρτους καθαρίζοντάς τους εξωτερικά. Πόσο μάλλον το αίμα του Χριστού! Αυτός, έχοντας το Πνεύμα του Θεού, πρόσφερε τον εαυτό του άψογη θυσία στο Θεό, κι έτσι θα καθαρίσει τη συνείδησή σας από τα έργα που οδηγούν στο θάνατο, για να μπορείτε να λατρεύετε τον αληθινό Θεό. Γι’ αυτόν το λόγο ο Χριστός είναι μεσίτης μιας νέας διαθήκης, σύμφωνα με την οποία όσοι έχουν κληθεί να μετάσχουν στην αιώνια κληρονομιά θα πάρουν το μερίδιο που τους υποσχέθηκε. Αυτό μπορεί να γίνει, επειδή ο Χριστός πέθανε για μας, κι ο θάνατός του μας απάλλαξε από τις παραβάσεις, που είχαν τελεσθεί την εποχή της πρώτης διαθήκης. Διαθήκη υπάρχει όταν έχει πιστοποιηθεί ο θάνατος του διαθέτη. Μια διαθήκη ισχύει μόνο μετά το θάνατο· δεν έχει ποτέ ισχύ όσο ζει ο διαθέτης. Γι’ αυτό, ούτε και η πρώτη διαθήκη εγκαινιάστηκε δίχως αίμα. Όταν ο Μωυσής απήγγειλε όλες τις εντολές του νόμου μπροστά σ’ ολόκληρο το λαό, πήρε αίμα μοσχαριών και τράγων, μαζί με νερό, και ράντισε με κόκκινο μαλλί και ύσσωπο το ίδιο το βιβλίο και ολόκληρο το λαό λέγοντας: Αυτό είναι το αίμα της διαθήκης την οποία σας όρισε ο Θεός. Με τον ίδιο τρόπο ράντισε με το αίμα τη σκηνή και όλα τα λατρευτικά σκεύη. Όλα σχεδόν, σύμφωνα με το νόμο, καθαρίζονται με αίμα· και δεν υπάρχει συγχώρηση αμαρτιών χωρίς να χυθεί αίμα. Όλα όσα συμβολίζουν την ουράνια πραγματικότητα ήταν ανάγκη να καθαρίζονται με τον παραπάνω τρόπο. Τα ίδια όμως τα επουράνια απαιτούν θυσίες ανώτερες απ’ αυτές. Γιατί ο Χριστός δεν μπήκε στα άγια των αγίων που έχτισαν άνθρωποι και που είναι απεικόνιση του ουράνιου θυσιαστηρίου, αλλά στον ίδιο τον ουρανό, για να παρουσιαστεί τώρα μπροστά στο Θεό, μεσιτεύοντας για μας. Ούτε προσφέρει πολλές φορές θυσία τον εαυτό του, όπως συμβαίνει με τον αρχιερέα που εισέρχεται κάθε χρόνο στα άγια των αγίων και προσφέρει ξένο αίμα. Διαφορετικά ο Χριστός θα έπρεπε να είχε πεθάνει πολλές φορές από καταβολής κόσμου. Ενώ τώρα φανερώθηκε μια για πάντα στο τέλος των αιώνων και κατήργησε με τη θυσία του την αμαρτία. Οι άνθρωποι μία φορά πεθαίνουν κι ύστερα κρίνονται από το Θεό. Έτσι κι ο Χριστός, αφού θυσιάστηκε μία φορά για να σηκώσει πάνω του τις αμαρτίες όλων μας, θα εμφανιστεί για δεύτερη φορά, όχι για ν’ αντιμετωπίσει την αμαρτία, αλλά για να σώσει αυτούς που τον προσμένουν. Αφού ο νόμος αποτελεί σκιά των μελλοντικών αγαθών κι όχι την ίδια την εικόνα της πραγματικότητας, δεν μπορεί ποτέ να οδηγήσει στην τελειότητα αυτούς που διαρκώς κάθε χρόνο προσέρχονται για να προσφέρουν τις ίδιες θυσίες. Αλλιώς, αυτές θα είχαν πάψει να προσφέρονται. Γιατί, αν είχαν μία φορά καθαριστεί όσοι λάτρευαν μ’ αυτόν τον τρόπο το Θεό, δε θα είχαν πια καμιά συναίσθηση ενοχής για τις αμαρτίες τους. Με τις θυσίες όμως αυτές γίνεται κάθε χρόνο υπόμνηση των αμαρτιών, γιατί το αίμα των ταύρων και των τράγων δεν έχει τη δύναμη να αφαιρεί αμαρτίες. Γι’ αυτό, κατά τον ερχομό του στον κόσμο ο Χριστός είπε στο Θεό: Δε θέλεις θυσίες και προσφορές, αλλά μου ετοίμασες ανθρώπινο σώμα. Δε σου αρέσουν ολοκαυτώματα και θυσίες για συγχώρηση αμαρτιών. Τότε είπα: «νά με, Θεέ, έρχομαι να κάνω το θέλημά σου, όπως είναι γραμμένο για μένα στο νόμο». Αφού είπε πρώτα δε θέλεις θυσίες και προσφορές και δε σου αρέσουν ολοκαυτώματα και θυσίες για συγχώρηση αμαρτιών, που προσφέρονται σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου, ύστερα είπε: Νά με, έρχομαι να κάνω το θέλημά σου. Αναιρεί δηλαδή τις παλαιές θυσίες και τις αντικαθιστά με τη δική του. Εξαιτίας αυτού του «θελήματος» έχουμε εξαγνιστεί μια για πάντα με την προσφορά του σώματος του Ιησού Χριστού. Όλοι οι ιερείς λειτουργούν καθημερινά και προσφέρουν πολλές φορές τις ίδιες θυσίες, που όμως ποτέ δεν μπορούν να εξαλείψουν αμαρτίες. Αντίθετα, ο Ιησούς πρόσφερε για τις αμαρτίες μία θυσία για πάντα, κι έπειτα κάθισε στα δεξιά του Θεού· από τότε περιμένει, ωσότου υποταχθούν κάτω από τα πόδια του οι εχθροί του. Γιατί με μία μόνο προσφορά οδήγησε στην τελειότητα για πάντα αυτούς που εξαγνίστηκαν με το αίμα του. Αυτό μας το επιβεβαιώνει και το Άγιο Πνεύμα. Στην αρχή λέει: Η διαθήκη που θα συνάψω μαζί τους, μετά τις ημέρες εκείνες, λέει ο Κύριος, είναι η εξής: Θα τοποθετήσω το νόμο μου μέσα στις καρδιές τους και θα χαράξω τις εντολές του μέσα στο νου τους. Και θα ξεχάσω πια τις αμαρτίες τους και τις παρανομίες τους. Είναι φανερό πως όπου υπάρχει συγχώρηση αμαρτιών δε χρειάζεται θυσία γι’ αυτές. Το αίμα του Ιησού, λοιπόν αδερφοί μου, μας δίνει θάρρος να μπαίνουμε στα άγια των αγίων από το νέο δρόμο που οδηγεί στη ζωή. Αυτόν μας τον εγκαινίασε πρόσφατα ο Ιησούς με το καταπέτασμα, δηλαδή με το σώμα του. Έτσι έχουμε ένα μεγάλο ιερέα επικεφαλής του οίκου του Θεού. Γι’ αυτό, ας πλησιάζουμε το Θεό με ειλικρινή διάθεση και με βεβαιότητα στην πίστη μας, με την καρδιά καθαρή από τις κακές διαθέσεις και με το σώμα πλυμένο με καθαρό νερό. Ας μένουμε σταθεροί στην ελπίδα που ομολογούμε, γιατί εκείνος που έδωσε τις υποσχέσεις κρατάει το λόγο του. Ας φροντίζουμε ο ένας τον άλλο παροτρύνοντάς τον στην αγάπη και στα καλά έργα. Ας μην εγκαταλείπουμε τις θρησκευτικές μας συνάξεις, όπως συνηθίζουν μερικοί, αλλά ας ενισχύει ο ένας τον άλλο, τώρα μάλιστα που βλέπετε να πλησιάζει η ημέρα του Κυρίου. Γιατί, αν ζούμε στην αμαρτία με τη θέλησή μας παρ’ όλο που γνωρίσαμε καλά την αλήθεια, δεν απομένει πια καμιά θυσία για τη συγχώρηση των αμαρτιών μας. Αντίθετα, μας περιμένει φοβερή κρίση και τρομερή φωτιά, που θα καταφάει αυτούς που είναι αντίθετοι στο Θεό. Αν κανείς παραβεί το Μωσαϊκό νόμο θανατώνεται χωρίς έλεος, άμα καταθέσουν δυο ή τρεις μάρτυρες. Σκεφτείτε πόσο αυστηρότερη τιμωρία αξίζει εκείνος που εξευτέλισε τον Υιό του Θεού, που θεώρησε χωρίς αξία το αίμα της νέας διαθήκης με το οποίο εξαγνίστηκε, και που εξύβρισε το Άγιο Πνεύμα το οποίο του δώρισε τη χάρη. Ξέρουμε ποιος είναι αυτός που είπε: Σ’ εμένα ανήκει η εκδίκηση, εγώ θα ανταποδώσω, λέει ο Κύριος, και το άλλο: Ο Κύριος θα κρίνει το λαό του. Είναι φοβερό να πέσει κανείς στα χέρια του αληθινού Θεού. Να θυμάστε τις μέρες που πέρασαν, τότε που γνωρίσατε την αλήθεια κι αγωνιστήκατε και υπομείνατε πολλά παθήματα. Άλλους από σας τους διαπόμπευαν με βρισιές και διωγμούς κι άλλοι συμπαραστεκόσασταν σ’ εκείνους που περνούσαν τέτοιες στιγμές. Συμπάσχατε μ’ εμένα το φυλακισμένο κι αντιδρούσατε με χαρά όταν άρπαζαν τα υπάρχοντά σας, γιατί ξέρατε πως είχατε καλύτερη και μόνιμη περιουσία. Μη χάσετε, λοιπόν, το θάρρος σας, που θα ανταμειφθεί πλουσιοπάροχα. Χρειάζεστε υπομονή για να κάνετε το θέλημα του Θεού και να καρπωθείτε αυτό που υποσχέθηκε. Όπως λέει η Γραφή: Λίγο ακόμη, και φτάνει ο ερχόμενος· δε θ’ αργήσει. Ο δίκαιος εξαιτίας της πίστεώς του θα ζήσει· αν όμως δειλιάσει, θα δυσαρεστηθώ μ’ αυτόν. Εμείς όμως δεν είμαστε από κείνους που υποχωρούν και χάνονται, αλλά απ’ αυτούς που πιστεύουν και σώζονται. Πίστη σημαίνει σιγουριά γι’ αυτά που ελπίζουμε και βεβαιότητα γι’ αυτά που δε βλέπουμε. Μ’ αυτήν απέκτησαν και οι προπάτορές μας την καλή μαρτυρία. Με την πίστη καταλαβαίνουμε ότι ο Θεός με το λόγο του δημιούργησε το σύμπαν κι ότι, συνεπώς, καθετί που βλέπουμε δημιουργήθηκε από κάτι που δε φαίνεται. Επειδή ο Άβελ πίστευε στο Θεό, πρόσφερε καλύτερη θυσία απ’ τον Κάιν· μ’ αυτή την πίστη θεωρήθηκε δίκαιος από το Θεό, που έδωσε τη μαρτυρία του πάνω στα δώρα του, και μ’ αυτήν, αν και πεθαμένος, μάς μιλάει ακόμη. Επειδή πίστευε ο Ενώχ στο Θεό, μεταφέρθηκε στον ουρανό και δε γνώρισε θάνατο· δεν τον έβρισκε κανείς στον κόσμο, γιατί τον είχε μεταθέσει ο Θεός. Η Γραφή μαρτυρεί ότι πριν από τη μετάστασή του ο Ενώχ είχε ευαρεστήσει το Θεό. Χωρίς όμως πίστη είναι αδύνατο να ευαρεστήσει κανείς το Θεό, γιατί αυτός που τον πλησιάζει πρέπει να πιστεύει ότι υπάρχει Θεός και ότι ανταμείβει όσους τον αποζητούν. Χάρη στην πίστη του ο Νώε, μολονότι δεν έβλεπε ακόμη τα πράγματα για τα οποία τον είχε προειδοποιήσει ο Θεός, υπάκουσε σ’ αυτόν και κατασκεύασε την κιβωτό, για να σώσει την οικογένειά του. Έτσι κληρονόμησε από το Θεό τη δικαιοσύνη που προέρχεται από την πίστη, και με την πίστη απέδειξε πόσο άξιος καταδίκης ήταν ο κόσμος. Με την πίστη ο Αβραάμ υπάκουσε στο Θεό, που τον καλούσε να φύγει για τη χώρα που θα κληρονομούσε, κι έφυγε χωρίς να ξέρει πού πηγαίνει. Με πίστη εγκαταστάθηκε στη γη που του είχε υποσχεθεί ο Θεός, ξένος σε άγνωστη χώρα, ζώντας σε σκηνές με τον Ισαάκ και τον Ιακώβ, που κι αυτοί ήταν κληρονόμοι της ίδιας υποσχέσεως. Κι αυτό, γιατί περίμενε την πόλη που θα είχε στέρεα θεμέλια και που αρχιτέκτονας και δημιουργός της θα ήταν ο Θεός. Με την πίστη του Αβραάμ απέκτησε ακόμα και η Σάρρα την ικανότητα να δεχτεί το σπέρμα και να γεννήσει παρά τη μεγάλη ηλικία της, επειδή ο Αβραάμ θεώρησε αξιόπιστο το Θεό, που του το υποσχέθηκε. Έτσι, από έναν άνθρωπο που μάλιστα δεν μπορούσε πια να τεκνοποιήσει, ήρθαν στη ζωή απόγονοι αμέτρητοι όπως τα άστρα του ουρανού, αναρίθμητοι όπως η άμμος στην ακροθαλασσιά. Όλοι αυτοί πέθαναν μ’ εμπιστοσύνη στο Θεό, χωρίς να έχουν μπει στη γη της επαγγελίας· απλώς την είδαν από μακριά, τη χαιρέτησαν και διακήρυξαν ότι είναι ξένοι και περαστικοί πάνω στη γη. Ασφαλώς, όσοι εκφράζονται έτσι, δείχνουν πως επιζητούν μια μόνιμη πατρίδα. Γιατί, αν είχαν το νου τους πίσω, στη χώρα απ’ όπου είχαν φύγει, θα είχαν βρει μια ευκαιρία να ξαναγυρίσουν. Τώρα όμως λαχταρούν μια καλύτερη πατρίδα, δηλαδή την επουράνια. Γι’ αυτό και δεν ντρέπεται ο Θεός να λέγεται Θεός τους· γιατί τους έχει ετοιμάσει μια μόνιμη πολιτεία. Με την πίστη πρόσφερε ο Αβραάμ τον Ισαάκ, όταν δοκιμάστηκε από το Θεό. Αυτός που πήρε τις υποσχέσεις του Θεού πρόσφερε θυσία το μονάκριβο γιο του, μολονότι του είχε ειπωθεί: Από τον Ισαάκ θα προέλθουν οι απόγονοί σου. Ο Αβραάμ σκέφτηκε πως ο Θεός μπορούσε και τους νεκρούς να ξαναφέρει στη ζωή. Μπορούμε, λοιπόν, να πούμε πως στην ουσία ο Αβραάμ πήρε το γιο του πίσω από τους νεκρούς. Με την πίστη έδωσε ο Ισαάκ στον Ιακώβ και στον Ησαύ τις ευλογίες του, οι οποίες αναφέρονταν σε υποσχέσεις που επρόκειτο να εκπληρωθούν. Με την πίστη ο Ιακώβ, όταν πέθαινε, ευλόγησε και τους δυο γιους του Ιωσήφ και προσκύνησε το Θεό ακουμπώντας στην άκρη του ραβδιού του. Επειδή πίστευε ο Ιωσήφ, όταν πέθαινε, μίλησε για την έξοδο των Ισραηλιτών κι έδωσε εντολές για τα οστά του. Με την πίστη οι γονείς του Μωυσή τον έκρυβαν για τρεις μήνες μετά τη γέννησή του· είδαν ότι το βρέφος ήταν πολύ χαριτωμένο, και δε φοβήθηκαν τη διαταγή του βασιλιά. Με την πίστη ο Μωυσής, όταν πια μεγάλωσε, αρνήθηκε να ονομάζεται γιος της κόρης του Φαραώ· προτίμησε να υποφέρει μαζί με το λαό του Θεού, παρά ν’ απολαμβάνει την πρόσκαιρη αμαρτωλή ζωή. Θεώρησε μεγαλύτερο πλούτο από τους θησαυρούς της Αιγύπτου τον εξευτελισμό, σαν εκείνον που υπέφερε ο Χριστός, γιατί απέβλεπε στην ανταπόδοση. Με την πίστη εγκατέλειψε την Αίγυπτο, χωρίς να φοβηθεί την οργή του βασιλιά, γιατί παρέμενε σταθερός στην πίστη του στον αόρατο Θεό, σαν να τον έβλεπε. Με την πίστη γιόρτασε το Πάσχα και έκανε το ραντισμό του αίματος, για να μη θίξει ο εξολοθρευτής άγγελος τα πρωτότοκα παιδιά των Εβραίων. Με την πίστη πέρασαν την Ερυθρά Θάλασσα σαν να ήταν στεριά, ενώ οι Αιγύπτιοι, όταν προσπάθησαν, καταποντίστηκαν. Με την πίστη έπεσαν τα τείχη της Ιεριχώ, αφού για εφτά μέρες οι Ισραηλίτες βάδιζαν τριγύρω τους. Με την πίστη η πόρνη Ραάβ δε χάθηκε μαζί με τους απίστους, επειδή είχε δεχτεί φιλικά τους κατασκόπους. Χρειάζεται να συνεχίσω; Δε θα με πάρει ο χρόνος να διηγηθώ για το Γεδεών, το Βαράκ, το Σαμψών, τον Ιεφθάε, το Δαβίδ, το Σαμουήλ και τους προφήτες. Με την πίστη κατατρόπωσαν βασίλεια, επέβαλαν το δίκαιο, πέτυχαν την πραγματοποίηση των υποσχέσεων του Θεού, έφραξαν στόματα λεόντων· έσβησαν τη δύναμη της φωτιάς, διέφυγαν τη σφαγή, έγιναν από αδύνατοι ισχυροί, αναδείχτηκαν ήρωες στον πόλεμο, έτρεψαν σε φυγή εχθρικά στρατεύματα· γυναίκες ξαναπήραν πίσω στη ζωή τούς ανθρώπους τους, κι άλλοι βασανίστηκαν ως το θάνατο, χωρίς να δεχτούν την απελευθέρωσή τους, γιατί πίστευαν ότι μπορούσαν ν’ αναστηθούν σε μια καλύτερη ζωή. Άλλοι δοκίμασαν εξευτελισμούς και μαστιγώσεις, ακόμη και δεσμά και φυλακίσεις. Λιθοβολήθηκαν, πριονίστηκαν, πέρασαν δοκιμασίες, θανατώθηκαν με μαχαίρι, περιπλανήθηκαν ντυμένοι με προβιές και κατσικίσια δέρματα, έζησαν σε στερήσεις, υπέφεραν καταπιέσεις, θλίψεις και κακουχίες –ο κόσμος δεν ήταν άξιος να ’χει τέτοιους ανθρώπους– πλανήθηκαν σε ερημιές και βουνά, σε σπηλιές και σε τρύπες της γης. Όλοι οι παραπάνω, παρά την καλή μαρτυρία της πίστης τους, δεν πήραν ό,τι τους υποσχέθηκε ο Θεός. Αυτός είχε προβλέψει κάτι καλύτερο για μας, έτσι ώστε να μη φτάσουν εκείνοι στην τελειότητα χωρίς εμάς. Έχοντας, λοιπόν, γύρω μας μια τόσο μεγάλη στρατιά μαρτύρων, ας τινάξουμε από πάνω μας κάθε φορτίο, και την αμαρτία που εύκολα μας εμπλέκει, κι ας τρέχουμε με υπομονή το αγώνισμα του δύσκολου δρόμου, που έχουμε μπροστά μας. Ας έχουμε τα μάτια μας προσηλωμένα στον Ιησού, που μας έδωσε την πίστη, την οποία και τελειοποιεί. Αυτός, αντί για τη χαρά που θα μπορούσε να έχει, υπέμεινε το σταυρικό θάνατο περιφρονώντας την ατίμωση, και κάθισε στα δεξιά του θρόνου του Θεού. Αναλογιστείτε, λοιπόν, αυτόν που υπέμεινε μια τέτοια εχθρότητα εναντίον του από μέρους των αμαρτωλών, και μην αποκάμετε και χάσετε το θάρρος σας. Στον αγώνα σας κατά της αμαρτίας δεν αντιμετωπίσατε ακόμα το ενδεχόμενο να χύσετε το αίμα σας· κι όμως λησμονήσατε τη νουθεσία που σας δόθηκε σαν σε γιους: Παιδί μου, μην περιφρονείς τη διαπαιδαγώγηση του Κυρίου, και μη χάνεις το θάρρος σου όταν ελέγχεσαι απ’ αυτόν. Γιατί όποιον ο Κύριος αγαπάει, τον διαπαιδαγωγεί, και μαστιγώνει καθένα που παραδέχεται για παιδί του. Δείξτε υπομονή κατά τη διαπαιδαγώγησή σας· ο Θεός σάς μεταχειρίζεται σαν παιδιά του. Γιατί ποιο παιδί δεν το διαπαιδαγωγεί ο πατέρας του; Αν πάλι δεν έχετε τη διαπαιδαγώγηση που έχουν πάρει όλοι, τότε είστε νόθα κι όχι γνήσια παιδιά. Έπειτα, οι σαρκικοί μας πατέρες μάς διαπαιδαγωγούσαν με τιμωρίες, κι όμως τους σεβόμασταν· δε θα πρέπει πολύ περισσότερο να υποταχθούμε στον Πατέρα των πνευμάτων για να κερδίσουμε την πραγματική ζωή; Οι πρώτοι μάς διαπαιδαγώγησαν όπως αυτοί νόμιζαν για λίγο χρόνο· εκείνος για το καλό μας, για να μετάσχουμε στην αγιότητά του. Η διαπαιδαγώγηση ποτέ δε φαίνεται στην αρχή να προξενεί χαρά αλλά λύπη· αργότερα, όμως, αποφέρει ειρήνη και δικαιοσύνη σ’ αυτούς που διαπαιδαγωγήθηκαν. Γι’ αυτό, λοιπόν, σηκώστε ψηλά τα κουρασμένα χέρια σας και στεριώστε τα παραλυμένα σας γόνατα. Ας βαδίσουν σε ίσιους δρόμους τα πόδια σας, για να μην εξαρθρωθούν τα χωλά μέλη σας, αλλά να γιατρευτούν. Να επιδιώκετε την ειρήνη με όλους· επιδιώκετε και την αγιότητα, χωρίς την οποία κανείς δε θ’ αντικρύσει τον Κύριο. Προσέχετε μήπως κανείς από σας βρεθεί μακριά από τη χάρη του Θεού· μήπως υπάρχει καμιά ρίζα πίκρας, που θα φυτρώσει και θα προξενήσει ενοχλήσεις, κι έτσι θα μολυνθούν πολλοί απ’ αυτήν. Μήπως υπάρχει κανένας πόρνος ή με κοσμικό φρόνημα όπως ο Ησαύ, ο οποίος για ένα πιάτο φαΐ πούλησε τα δικαιώματά του του πρωτοτόκου. Ξέρετε, βέβαια, πως αργότερα, όταν θέλησε να πάρει την ευλογία, αποδοκιμάστηκε. Δεν μπόρεσε ν’ αλλάξει τη γνώμη του πατέρα του, αν και το επιδίωξε με δάκρυα. Δεν προσήλθατε στο όρος Σινά, που μπορεί κανείς να το ψηλαφήσει και που κάηκε με φωτιά και καλύφθηκε με ομίχλη, σκοτάδι και θύελλα· εκεί ακούστηκε ο ήχος της σάλπιγγας κι η τρομερή εκείνη φωνή, που όσοι την άκουσαν παρακαλούσαν να μην ακούσουν άλλη λέξη. Δεν μπορούσαν ν’ αντέξουν τη διαταγή: Και θηρίο ακόμη αν αγγίξει το βουνό, θα λιθοβοληθεί. Ήταν μάλιστα τόσο φοβερό το φαινόμενο, ώστε ο Μωυσής είπε: Είμαι γεμάτος φόβο και τρόμο. Αντίθετα, εσείς προσήλθατε στο όρος Σιών, στην πόλη του αληθινού Θεού, στην επουράνια Ιερουσαλήμ, σε μυριάδες αγγέλους, σε πανηγύρι, και σε σύναξη των πρωτοτόκων υιών του Θεού, που τα ονόματά τους έχουν καταγραφεί στους ουρανούς. Προσήλθατε στο Θεό, που είναι κριτής των πάντων, και σε πνεύματα δίκαιων ανθρώπων, που έχουν φτάσει στην τελείωση· και στον Ιησού, μεσίτη νέας διαθήκης, και σε αίμα εξαγνισμού, που ο Θεός το εισακούει καλύτερα από το αίμα του Άβελ. Προσέχετε, λοιπόν, να μην αρνηθείτε τη φωνή αυτού που σας μιλάει. Γιατί, αν εκείνοι δεν ξέφυγαν την τιμωρία, όταν αρνήθηκαν ν’ ακούσουν εκείνον που τους δίδαξε πάνω στη γη, πολύ περισσότερο δε θα ξεφύγουμε εμείς, αν απαρνηθούμε εκείνον που μας μιλάει από τους ουρανούς. Η φωνή του σάλεψε τότε τη γη· μα τώρα έδωσε τούτη ’δω την υπόσχεση: Θα σαλέψω ακόμα μια φορά όχι μόνο τη γη αλλά και τον ουρανό. Το ακόμα μια φορά σημαίνει πως εκείνα που ως δημιουργήματα σαλεύονται θα παραμεριστούν, για να παραμείνουν όσα δεν είναι δυνατό να σαλευτούν. Γι’ αυτό ας είμαστε ευγνώμονες που μας προσφέρεται μια ασάλευτη βασιλεία, κι ας λατρεύουμε το Θεό με τρόπο ευάρεστο, με σεβασμό και με ευλάβεια, γιατί ο Θεός μας είναι φωτιά που κατακαίει. Συνεχίστε ν’ αγαπάτε ο ένας τον άλλο σαν αδέρφια. Μην ξεχνάτε τη φιλοξενία, γιατί μ’ αυτήν μερικοί, χωρίς να το ξέρουν, φιλοξένησαν αγγέλους. Να θυμάστε τους φυλακισμένους, σαν να είστε κι εσείς φυλακισμένοι μαζί τους· κι όσους υποφέρουν, γιατί κι εσείς μπορείτε να βρεθείτε στη θέση τους. Ο γάμος να θεωρείται από όλους σας άξιος τιμής, και η συζυγική κλίνη να είναι αμόλυντη· γιατί ο Θεός θα καταδικάσει τους πόρνους και τους μοιχούς. Μην είστε φιλάργυροι· αρκεστείτε σε όσα έχετε. Όπως είπε ο Θεός: Δε θα σ’ αφήσω μόνον, ούτε θα σ’ εγκαταλείψω. Έτσι θα μπορούμε με θάρρος να λέμε: Ο Κύριος είναι βοηθός μου· δε θα φοβηθώ. Τι μπορεί να μου κάνει ένας άνθρωπος; Να θυμάστε τους εκκλησιαστικούς ηγέτες σας, που σας μετέδωσαν το λόγο του Θεού· να βλέπετε πώς τέλειωσαν τη ζωή τους και ν’ ακολουθείτε το παράδειγμα της πίστης τους. Ο Ιησούς Χριστός είναι ο ίδιος χτες, σήμερα και για πάντα. Μην παρασύρεστε από διάφορες ξένες διδασκαλίες. Είναι προτιμότερο να στηρίζετε την καρδιά σας στη χάρη του Θεού παρά σε φαγητά. Όσοι βασίστηκαν σ’ αυτά, δεν είδαν καμιά ωφέλεια. Εμείς έχουμε ένα θυσιαστήριο από το οποίο δεν έχουν το δικαίωμα να φάνε όσοι συνεχίζουν να λατρεύουν το Θεό στη σκηνή. Τα σώματα των ζώων, που το αίμα τους εισάγεται από τον αρχιερέα στα άγια των αγίων για τη συγχώρηση των αμαρτιών, καίγονται έξω από το στρατόπεδο. Γι’ αυτό κι ο Ιησούς, για να εξαγνίσει το λαό του με το ίδιο του το αίμα, θανατώθηκε έξω από την πύλη. Ας πάμε, λοιπόν, κι εμείς έξω από το στρατόπεδο κοντά του, κι ας υποστούμε τον ίδιο μ’ αυτόν εξευτελισμό. Γιατί δεν έχουμε εδώ μόνιμη πολιτεία, αλλά λαχταρούμε τη μελλοντική. Ας προσφέρουμε, λοιπόν, συνεχώς στο Θεό δια του Ιησού σαν θυσία τον ύμνο μας, δηλαδή τον καρπό των χειλιών μας, που ομολογούν το μεγαλείο του. Μην ξεχνάτε ακόμα να κάνετε το καλό και να μοιράζεστε με τους άλλους ό,τι έχετε. Με τέτοιες θυσίες ευχαριστείται ο Θεός. Ν’ ακολουθείτε πιστά και να υπακούτε τους εκκλησιαστικούς σας ηγέτες. Γιατί αυτοί αγρυπνούν για τη σωτηρία σας, επειδή θα δώσουν λόγο στο Θεό. Έτσι η μέριμνά τους θα γίνεται με χαρά, κι όχι με στενοχώρια, πράγμα που δε σας συμφέρει. Να προσεύχεστε για μας. Φυσικά, είμαστε βέβαιοι πως έχουμε καθαρή τη συνείδησή μας, αφού σε κάθε περίπτωση θέλουμε να συμπεριφερόμαστε όπως πρέπει. Ιδιαίτερα σας παρακαλώ να προσεύχεστε για να με φέρει ο Θεός σύντομα κοντά σας. Ο Θεός που δίνει την ειρήνη και που ανέστησε τον Κύριό μας Ιησού, το μεγάλο ποιμένα των προβάτων, αυτόν δηλαδή που επικύρωσε με το αίμα του την αιώνια διαθήκη, αυτός να σας δίνει τη δύναμη για κάθε καλό έργο, έτσι ώστε να κάνετε το θέλημά του. Ας ενεργεί δια του Ιησού Χριστού να γίνεται ανάμεσά σας αυτό που τον ευχαριστεί. Σ’ αυτόν ανήκει η δόξα παντοτινά. Αμήν. Σας παρακαλώ, αδερφοί, ν’ ακούσετε υπομονετικά τους ενθαρρυντικούς αυτούς λόγους. Εξάλλου, το γράμμα αυτό δεν είναι μεγάλο. Πρέπει να σας πω πως ο αδερφός μας ο Τιμόθεος βγήκε από τη φυλακή. Αν έρθει σύντομα, θα τον πάρω μαζί μου όταν σας επισκεφθώ. Χαιρετίσματα σ’ όλους τους εκκλησιαστικούς σας ηγέτες και σ’ όλους τους πιστούς. Οι αδερφοί από την Ιταλία σας στέλνουν χαιρετίσματα. Η χάρη του Θεού να είναι με όλους εσάς. Αμήν. Ο Ιάκωβος, δούλος του Θεού και του Κυρίου Ιησού Χριστού, χαιρετίζει τους χριστιανούς που είναι διασκορπισμένοι σε όλο τον κόσμο. Αδερφοί μου, να χαίρεστε όταν δοκιμάζεστε από πολλούς και διαφόρους πειρασμούς· γιατί πρέπει να ξέρετε ότι μέσα από τη δοκιμασία της πίστεώς σας γεννιέται η υπομονή. Η υπομονή σας όμως πρέπει να κρατήσει ως το τέλος, για να γίνετε τέλειοι και ολοκληρωμένοι και να μην υστερείτε σε τίποτε. Αν κάποιος από σας υστερεί σε σοφία, ας τη ζητήσει από το Θεό, κι αυτός θα του τη δώσει. Γιατί ο Θεός δίνει σε όλους με απλοχεριά και χωρίς να περιφρονεί κανέναν. Ό,τι όμως ζητάτε να το ζητάτε με πίστη, και να μην έχετε αμφιβολίες. Γιατί όποιος αμφιβάλλει, μοιάζει με το κύμα της θάλασσας, που το παρασέρνει ο άνεμος και το πηγαίνει εδώ κι εκεί. Να μην ελπίζει ότι θα πάρει κάτι από τον Κύριο ένας τέτοιος άνθρωπος, δίγνωμος κι άστατος σε όλες του τις ενέργειες. Ο άσημος και φτωχός αδερφός ας καυχιέται, γιατί ο Θεός θα τον ανεβάσει ψηλά. Επίσης κι ο πλούσιος ας είναι ταπεινός, ξέροντας ότι θα μαραθεί σαν το λουλούδι. Όπως με την ανατολή του ήλιου έρχεται ο λίβας και ξεραίνει το χορτάρι, ρίχνει τον ανθό του και καταστρέφει την ομορφιά του, έτσι και ο πλούσιος θα αφανιστεί μέσα στις επιχειρήσεις του. Μακάριος ο άνθρωπος που δέχεται με υπομονή τις δοκιμασίες! Γιατί, αν τις υποστεί με επιτυχία, θα κερδίσει το βραβείο της αιώνιας ζωής, που υποσχέθηκε ο Θεός σ’ όσους τον αγαπούν. Κανένας απ’ αυτούς που μπαίνουν σε πειρασμό να μη λέει: «Ο Θεός με βάζει σε πειρασμό». Γιατί ο Θεός ούτε μπαίνει σε πειρασμό από το κακό ούτε ο ίδιος βάζει σε πειρασμό κανέναν. Καθένας μπαίνει σε πειρασμό από τη δική του επιθυμία. Αυτή τον παρασύρει και τον εξαπατάει· έπειτα η επιθυμία αυτή συλλαμβάνει το κακό και γεννάει την αμαρτία· κι η αμαρτία, όταν ολοκληρωθεί, φέρνει το θάνατο. Μην πλανάσθε, αγαπητοί μου αδερφοί. Κάθε καλή προσφορά και κάθε τέλειο δώρο έρχεται από ψηλά, από το δημιουργό των ουράνιων σωμάτων. Ο ουράνιος Πατέρας δεν αλλάζει τη λάμψη του ούτε αναβοσβήνει σαν τα αστέρια. Επειδή εκείνος το θέλησε, μας έφερε στην καινούρια ζωή με το λόγο της αλήθειας, ώστε να κατέχουμε την πρώτη θέση ανάμεσα στα δημιουργήματά του. Να ξέρετε καλά, αγαπητοί μου αδερφοί: Κάθε άνθρωπος πρέπει να είναι πρόθυμος στο να ακούει, να μη βιάζεται να μιλάει και να μη βιάζεται να οργίζεται. Ο οργισμένος άνθρωπος δεν κάνει αυτό που για το Θεό είναι δίκαιο και σωστό. Γι’ αυτό, διώξτε από πάνω σας όλη τη βρωμιά και την πληθώρα της κακίας και δεχτείτε με ταπεινοφροσύνη το λόγο που φύτεψε μέσα σας ο Θεός και που μπορεί να σώσει τις ψυχές σας. Αυτόν το λόγο να τον κάνετε πράξη κι όχι μόνο να τον ακούτε ξεγελώντας τον εαυτό σας. Όποιος ακούει το λόγο του Θεού και δεν τον εφαρμόζει, αυτός μοιάζει με άνθρωπο που βλέπει τον εαυτό του μέσα σ’ έναν καθρέφτη· τον βλέπει και φεύγοντας ξεχνάει αμέσως πώς ήταν. Όποιος όμως μελέτησε τον τέλειο νόμο, δηλαδή το νόμο της ελευθερίας, και έμεινε σταθερός σ’ αυτόν, όποιος δεν υπήρξε απλός ακροατής που ξεχνάει, αλλά τον εφάρμοσε στην πράξη, αυτός με την έμπρακτη αυτή εφαρμογή θα είναι μακάριος. Αν κάποιος από σας νομίζει ότι θρησκεύει, αλλά δε βάζει χαλινάρι στη γλώσσα του, αυτός εξαπατάει τον εαυτό του, και η θρησκεία του δεν έχει περιεχόμενο. Θρησκεία καθαρή κι αμόλυντη για το Θεό και Πατέρα είναι αυτή: Να συμπαραστέκεστε στα ορφανά και στις χήρες όταν υποφέρουν, και να διατηρείτε αγνό τον εαυτό σας από την επιρροή του αμαρτωλού κόσμου. Αδερφοί μου, την πίστη σας στον Κύριο της δόξας, τον Ιησού Χριστό, να μην την εκδηλώνετε με μεροληπτικές πράξεις προς τους συνανθρώπους σας. Για παράδειγμα: Έρχεται στη σύναξή σας κάποιος με χρυσά δαχτυλίδια και πολυτελή ενδύματα. Κι έρχεται κι ένας φτωχός με λερωμένα ρούχα. Αν δώσετε σημασία στον καλοντυμένο λέγοντάς του: «Κάθισε, παρακαλώ, εδώ στην καλή θέση», και στο φτωχό πείτε: «Εσύ στάσου εκεί ή κάθισε εδώ κάτω, δίπλα στο σκαμνί που βάζω στα πόδια μου», δε μεροληπτείτε και δε γίνεστε κριτές, κάνοντας πονηρές σκέψεις; Ακούστε, αγαπητοί μου αδερφοί. Ο Θεός διάλεξε αυτούς που για τον κόσμο είναι φτωχοί, να γίνουν πλούσιοι στην πίστη και να κληρονομήσουν τη βασιλεία του, αυτήν που υποσχέθηκε σ’ όσους τον αγαπούν. Εσείς, αντίθετα, εξευτελίζετε το φτωχό. Κι όμως, οι πλούσιοι είναι αυτοί που σας καταδυναστεύουν, αυτοί που σας σέρνουν στα δικαστήρια. Είναι αυτοί που προσβάλλουν το τιμητικό όνομα του χριστιανού, που φέρετε. Αν, βέβαια, εφαρμόζετε την εντολή του Θεού που, σύμφωνα με τη Γραφή, λέει: Ν’ αγαπάς τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου, καλά κάνετε. Αν όμως μεροληπτείτε, αμαρτάνετε, κι ελέγχεστε από το νόμο ως παραβάτες. Όποιος τηρήσει όλες τις διατάξεις του νόμου και παραβεί μία, θεωρείται παραβάτης όλου του νόμου. Γιατί, αυτός που είπε μη μοιχεύσεις είπε και μη φονεύσεις. Αν όμως δε μοιχεύσεις αλλά φονεύσεις, θεωρείσαι παραβάτης όλου του νόμου. Πάντα να μιλάτε και να ενεργείτε σαν άνθρωποι που μέλλετε να κριθείτε με το νόμο της ελευθερίας. Γιατί στην τελική κρίση δε θα υπάρχει έλεος γι’ αυτόν που δεν έδειξε ευσπλαχνία. Για τον εύσπλαχνο όμως η τελική κρίση θα είναι θρίαμβος. Ποιο είναι το όφελος, αδερφοί μου, αν κάποιος λέει ότι έχει πίστη, δεν την αποδεικνύει όμως με έργα; Μήπως μπορεί μόνη της η πίστη να τον σώσει; Ας πάρουμε την περίπτωση που κάποιος αδερφός ή κάποια αδερφή δεν έχουν ρούχα να ντυθούν και στερούνται το καθημερινό τους φαγητό· αν κάποιος από σας τους πει: «Ο Θεός μαζί σας! Εύχομαι να βρείτε ρούχα και να χορτάσετε φαγητό», ποιο το όφελος, αν δεν τους δώσει κιόλας τα απαραίτητα που χρειάζεται το σώμα; Έτσι και η πίστη, αν δεν εκδηλώνεται με έργα, μόνη της είναι νεκρή. Αλλά θα πει κάποιος: «Εσύ έχεις πίστη κι εγώ έχω έργα». Του απαντώ: «Δείξε μου την πίστη σου από τα έργα σου. Εγώ μπορώ να σου αποδείξω την πίστη μου από τα έργα μου». Εσύ πιστεύεις ότι ένας είναι ο Θεός. Καλά κάνεις. Και τα δαιμόνια το πιστεύουν αυτό και τρέμουν. Θέλεις να μάθεις, ανόητε άνθρωπε, ότι η πίστη χωρίς τα έργα είναι νεκρή; Ο Αβραάμ, ο προπάτοράς μας, δεν δικαιώθηκε από τα έργα του, επειδή οδήγησε το παιδί του, τον Ισαάκ, στο θυσιαστήριο; Βλέπεις ότι η πίστη του συνοδευόταν από έργα, και μ’ αυτά τα έργα η πίστη αποδείχτηκε τέλεια. Έτσι εκπληρώθηκε η Γραφή που λέει: Ο Αβραάμ πίστεψε στο Θεό, και γι’ αυτή του την πίστη ο Θεός τον αναγνώρισε δίκαιο, κι ονομάστηκε φίλος του Θεού. Βλέπετε, λοιπόν, ότι ο άνθρωπος δικαιώνεται από τα έργα κι όχι μόνο από την πίστη. Κατά τον ίδιο τρόπο και η πόρνη Ραάβ δικαιώθηκε από τα έργα της, όταν υποδέχτηκε τους κατασκόπους και τους βοήθησε να φύγουν κρυφά από άλλο δρόμο. Όπως, λοιπόν, το σώμα είναι νεκρό χωρίς την ψυχή, έτσι και η πίστη χωρίς τα έργα είναι νεκρή. Αδερφοί μου, μην κάνετε όλοι σας το δάσκαλο, γιατί πρέπει να ξέρετε ότι οι δάσκαλοι θα κριθούμε πιο αυστηρά. Όλοι μας κάνουμε πολλά σφάλματα. Αν κάποιος δεν κάνει σφάλματα με τα λόγια, αυτός είναι τέλειος άνθρωπος και ικανός να χαλιναγωγήσει όλο τον εαυτό του. Βάζοντας στο στόμα των αλόγων χαλινάρι, τα κάνουμε να πειθαρχούν σ’ εμάς· έτσι μπορούμε να κατευθύνουμε όλο τους το σώμα. Το ίδιο συμβαίνει και με τα πλοία. Αν και είναι τόσο μεγάλα και σπρώχνονται από δυνατούς ανέμους, όμως αυτός που τα διευθύνει μπορεί με ένα πολύ μικρό τιμόνι να τα οδηγεί όπου θέλει. Έτσι και η γλώσσα: Είναι ένα μικρό μέλος, καυχιέται όμως για μεγάλα πράγματα. Σκεφτείτε, μια μικρή φωτιά πόσο μεγάλο δάσος μπορεί να κάψει! Και η γλώσσα είναι σαν τη φωτιά. Είναι ένας ολόκληρος κόσμος αδικίας. Η γλώσσα εξουσιάζει τα μέλη μας. Αυτή σπιλώνει όλο το σώμα. Κατακαίει τον κύκλο της ζωής μας και παίρνει τη φλόγα της από τη φωτιά της κόλασης. Όλα τα είδη των θηρίων και των πτηνών, των ερπετών και των θαλασσινών, δαμάστηκαν και δαμάζονται από τον άνθρωπο. Τη γλώσσα όμως κανένας από τους ανθρώπους δεν μπορεί να τη δαμάσει. Είναι ασυγκράτητο κακό, γεμάτη θανατηφόρο δηλητήριο. Μ’ αυτήν ευλογούμε το Θεό και Πατέρα και μ’ αυτή καταριόμαστε τους ανθρώπους που πλάστηκαν καθ’ ομοίωση του Θεού. Από το ίδιο στόμα βγαίνει η ευλογία και η κατάρα. Δεν πρέπει, αδερφοί μου, να γίνεται αυτό. Μήπως η πηγή από το ίδιο στόμιο αναβλύζει γλυκό και πικρό νερό; Μήπως μπορεί, αδερφοί μου, η συκιά να κάνει ελιές και το αμπέλι σύκα; Το ίδιο, καμιά πηγή δεν μπορεί ταυτόχρονα να βγάλει αλμυρό και γλυκό νερό. Όποιος από σας ισχυρίζεται πως είναι σοφός και συνετός, ας δείξει τα έργα της καλής του διαγωγής με τον ήρεμο τρόπο της αληθινής σοφίας. Αν όμως έχετε στην καρδιά σας φαρμακερό φθόνο κι εριστικές τάσεις, μην περηφανεύεστε και μην ψεύδεστε εναντίον της αλήθειας. Αυτή η δήθεν σοφία δεν έρχεται από τον ουρανό, αλλά είναι γήινη, σαρκική, δαιμονική. Όπου υπάρχει φθόνος κι εριστική διάθεση, εκεί υπάρχει αναστάτωση και κάθε λογής κακό. Η σοφία όμως που έρχεται από τον ουρανό είναι πρώτα πρώτα γνήσια, ύστερα είναι ειρηνική, αγαθή, πειστική, γεμάτη ευσπλαχνία και καλούς καρπούς, αμερόληπτη και ειλικρινής. Και ο καρπός της δικαιοσύνης σπέρνεται ειρηνικά από όσους επιζητούν την ειρήνη. Από πού προέρχονται οι πόλεμοι κι από πού οι μεταξύ σας διαμάχες; Δεν προέρχονται από τα πάθη σας που μάχονται μέσα σας; Επιθυμείτε κάτι και δεν το έχετε. Για να το αποκτήσετε, φονεύετε και μισείτε· και όμως δεν μπορείτε να το πετύχετε. Αγωνίζεστε και πολεμάτε και δεν αποκτάτε αυτό που επιδιώκετε, γιατί δεν το ζητάτε από το Θεό. Ζητάτε κάτι και δεν το παίρνετε, γιατί το ζητάτε με κακό σκοπό, για να το κατασπαταλήσετε, δηλαδή, στην ικανοποίηση των παθών σας. Άπιστοι και άπιστες, δεν ξέρετε ότι η αγάπη για τον αμαρτωλό κόσμο είναι έχθρα εναντίον του Θεού; Όποιος, λοιπόν, θέλει να είναι φίλος του κόσμου γίνεται εχθρός του Θεού. Ή μήπως νομίζετε ότι μάταια διδάσκει η Γραφή πως το πνεύμα που έβαλε ο Θεός να κατοικήσει μέσα μας μπορεί να ρέπει προς το φθόνο; Όχι. Αντίθετα, ο Θεός δίνει περισσότερη τη χάρη του· γι’ αυτό λέει η Γραφή: Ο Θεός εναντιώνεται στους υπερήφανους, στους ταπεινούς όμως δίνει τη χάρη του. Υποταχθείτε, λοιπόν, στο Θεό. Αντισταθείτε στο διάβολο, κι αυτός θα φύγει μακριά σας. Πλησιάστε το Θεό, και θα σας πλησιάσει κι εκείνος. Καθαρίστε τα χέρια σας οι αμαρτωλοί, κι εξαγνίστε τις καρδιές σας οι δίγνωμοι. Θρηνήστε και πενθήστε και κλάψτε. Ας γίνει το γέλιο σας πένθος και η χαρά σας θλίψη. Ταπεινωθείτε μπροστά στον Κύριο, κι εκείνος θα σας ανεβάσει ψηλά. Μην κακολογείτε ο ένας τον άλλον, αδερφοί. Όποιος κακολογεί και κρίνει τον αδερφό του κακολογεί και κρίνει το νόμο. Κι όταν κρίνεις το νόμο δεν είσαι τηρητής του, αλλά κριτής του. Ένας είναι ο νομοθέτης και ο κριτής, που μπορεί να σώσει και να καταστρέψει. Ενώ εσύ, που κρίνεις τον άλλο, ποιος είσαι; Ακούστε με τώρα κι εσείς που λέτε, «σήμερα ή αύριο θα πάμε στην τάδε πόλη, θα καθίσουμε εκεί ένα χρόνο, θα κάνουμε εμπόριο και θα κερδίσουμε». Εσείς που τα λέτε αυτά δεν ξέρετε τι μπορεί να συμβεί αύριο. Τι είναι η ζωή σας; Είναι σαν τον ατμό που φαίνεται για λίγο κι ύστερα εξαφανίζεται. Αντί γι’ αυτά, να λέτε: «Αν ο Κύριος θελήσει, θα ζήσουμε και θα κάνουμε τούτο ή εκείνο». Τώρα όμως καυχάσθε με αλαζονεία, και κάθε τέτοια καύχηση είναι κακή. Όποιος, λοιπόν, ξέρει να κάνει το καλό και δεν το κάνει, αμαρτάνει. Ακούστε με τώρα κι εσείς οι πλούσιοι. Κλάψτε με γοερές κραυγές για τα βάσανά σας, που όπου να ’ναι έρχονται. Ο πλούτος σας σάπισε, και τα ρούχα σας τα ’φαγε ο σκόρος· το χρυσάφι σας και το ασήμι κατασκούριασαν, και η σκουριά τους θα είναι μαρτυρική κατάθεση εναντίον σας και θα καταφάει τις σάρκες σας σαν τη φωτιά. Κι ενώ πλησιάζει η κρίση, εσείς μαζεύετε θησαυρούς. Ακούτε! Κραυγάζει ο μισθός των εργατών που θέρισαν τα χωράφια σας κι εσείς τους τον στερήσατε· και οι κραυγές των θεριστών έφτασαν ως στ’ αυτιά του παντοδύναμου Κυρίου. Ζήσατε πάνω στη γη με απολαύσεις και σπατάλες. Παχύνατε σαν τα ζώα, που τα πάνε για σφάξιμο. Καταδικάσατε και φονεύσατε τον αθώο· δε σας πρόβαλε αντίσταση καμιά. Λοιπόν, αδερφοί, κάνετε υπομονή, ώσπου να ’ρθει ο Κύριος. Κοιτάξτε πώς ο γεωργός περιμένει τον πολύτιμο καρπό του χωραφιού, καρτερώντας με υπομονή να πέσει η πρώιμη κι η όψιμη βροχή. Κάνετε κι εσείς υπομονή. Πάρτε θάρρος, γιατί όπου να ’ναι ο Κύριος έρχεται. Μην αγανακτείτε, αδερφοί, ο ένας εναντίον του άλλου, για να μην καταδικαστείτε. Νάτος ο κριτής, στέκεται κιόλας μπροστά στην πόρτα. Αδερφοί μου, πάρτε για παράδειγμα καρτερικότητας στις θλίψεις τους προφήτες, που μίλησαν στο όνομα του Κυρίου. Καλοτυχίζουμε εκείνους που δείχνουν υπομονή. Ακούσατε για την υπομονή του Ιώβ και γνωρίζετε ποιο τέλος τού επιφύλαξε ο Κύριος, γιατί ο Κύριος είναι γεμάτος ευσπλαχνία και έλεος. Προπαντός, αδερφοί μου, να μην ορκίζεστε ούτε στον ουρανό ούτε στη γη ούτε να κάνετε κανέναν άλλο όρκο. Ας είναι το «ναι» σας πραγματικό ναι και το «όχι» σας πραγματικό όχι, για να μη βρεθείτε κατηγορούμενοι στην τελική κρίση. Βρίσκεται κανένας σας σε δύσκολη θέση; Να προσεύχεται. Είναι κάποιος χαρούμενος; Να υμνεί το Θεό. Είναι κάποιος από σας άρρωστος; Να προσκαλέσει τους πρεσβυτέρους της εκκλησίας να προσευχηθούν γι’ αυτόν και να τον αλείψουν με λάδι, επικαλούμενοι το όνομα του Κυρίου. Και η προσευχή που γίνεται με πίστη θα σώσει τον άρρωστο· ο Κύριος θα τον κάνει καλά. Κι αν έχει κάνει αμαρτίες, θα του τις συγχωρήσει. Να εξομολογείστε τις αμαρτίες σας ο ένας στον άλλο και να προσεύχεστε ο ένας για τον άλλο, για να θεραπευτείτε. Η παράκληση του δικαίου έχει μεγάλη δύναμη και αποτελεσματικότητα. Ο Ηλίας ήταν άνθρωπος σαν κι εμάς και προσευχήθηκε να μη βρέξει, και δεν έβρεξε πάνω στη γη τρία χρόνια κι έξι μήνες. Και προσευχήθηκε ξανά, κι ο ουρανός έδωσε βροχή, και βλάστησε η γη το σπόρο που είχε μέσα της. Αδερφοί μου, αν κάποιος από σας ξεστρατίσει από την αλήθεια και κάποιος άλλος τον επαναφέρει, πρέπει να ξέρει ότι αυτός που επανέφερε έναν αμαρτωλό από τον πλανεμένο δρόμο του θα σώσει μια ψυχή από το θάνατο και θα την απαλλάξει από πλήθος αμαρτίες. Ο Πέτρος, απόστολος του Ιησού Χριστού. Προς τους χριστιανούς που ζουν διασκορπισμένοι προσωρινά στον Πόντο, στη Γαλατία, στην Καππαδοκία, στην Ασία και στη Βιθυνία. Ο Θεός Πατέρας σάς έχει ξεχωρίσει σύμφωνα με το σχέδιό του, και το Άγιο Πνεύμα σάς έχει εξαγιάσει, έτσι ώστε να υπακούτε στον Ιησού Χριστό και να εξαγνίζεστε με το αίμα του. Εύχομαι να πληθαίνει ανάμεσά σας η χάρη και η ειρήνη. Ευλογημένος να ’ναι ο Θεός, ο Πατέρας του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, που από μεγάλη ευσπλαχνία μάς ξαναγέννησε σε μια καινούρια ζωή με την ανάσταση του Ιησού Χριστού. Έτσι τώρα μπορείτε να ελπίζετε πραγματικά σε μια κληρονομιά φυλαγμένη για σας στους ουρανούς, που δε φθείρεται, δεν έχει τίποτα το βέβηλο και δε μαραίνεται ποτέ. Με την πίστη θα σας περιφρουρεί η δύναμη του Θεού ωσότου έρθει η σωτηρία, που είναι κιόλας έτοιμη να φανερωθεί κατά τους έσχατους χρόνους. Με τη σκέψη αυτή να αισθάνεστε αγαλλίαση, έστω κι αν χρειαστεί προς το παρόν να στενοχωρηθείτε για λίγο από ποικίλες δοκιμασίες. Έτσι, η δοκιμασμένη πίστη σας, που είναι πολυτιμότερη κι από το χρυσάφι –το οποίο είναι φθαρτό, κι όμως δοκιμάζεται κι αυτό με τη φωτιά– θα βρεθεί ότι αξίζει έπαινο, τιμή και δόξα, όταν φανερωθεί ο Ιησούς Χριστός. Το Χριστό τον αγαπάτε, αν και δεν τον έχετε γνωρίσει κατ’ όψη. Τώρα δεν τον βλέπετε, πιστεύετε όμως σ’ αυτόν, κι αυτό σας γεμίζει ανείπωτη χαρά και αγαλλίαση, και προγεύεστε την τελική δόξα, δηλαδή τη σωτηρία σας, που είναι κι ο τελικός στόχος της πίστης σας. Αυτή τη σωτηρία την αναζήτησαν διεξοδικά και γι’ αυτήν ερεύνησαν οι προφήτες, που προφήτεψαν για τη χάρη που σας δόθηκε. Προσπάθησαν να εξακριβώσουν ποια και τι λογής θα ήταν η χρονική στιγμή για την οποία τους μιλούσε το Πνεύμα του Χριστού που ήταν μέσα τους, όταν τους προέλεγε τα παθήματα του Χριστού και τη δόξα που θ’ ακολουθούσε. Ο Θεός τούς αποκάλυψε ότι όσα έλεγαν δεν αφορούσαν τη δική τους γενιά αλλά τη δική σας. Όλα αυτά τ’ ακούσατε τώρα από κείνους που σας έφεραν το χαρμόσυνο μήνυμα με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος που στάλθηκε από τον ουρανό. Αυτό το μήνυμα, ακόμα και οι άγγελοι θα ήθελαν να το κατανοήσουν. Ετοιμαστείτε, λοιπόν, πνευματικά, και μείνετε άγρυπνοι· αφήστε την ελπίδα να σας καθοδηγεί πλήρως στη σωτηρία που σας προσμένει, όταν φανερωθεί ο Ιησούς Χριστός. Αφού έχετε πάρει την απόφαση να υπακούτε στο Θεό, μην αφήνετε τώρα να ρυθμίζουν τη ζωή σας οι επιθυμίες, που είχατε πριν τον γνωρίσετε. Αντίθετα, όλη σας η συμπεριφορά να είναι άγια, όπως άγιος είναι κι ο Θεός που σας κάλεσε. Γι’ αυτό λέει η Γραφή: Να γίνετε άγιοι γιατί εγώ είμαι άγιος. Αφού στις προσευχές σας ονομάζετε «Πατέρα» το Θεό, που κρίνει τον καθένα σύμφωνα με τα έργα του χωρίς να κάνει διακρίσεις σε πρόσωπα, έχετε υποχρέωση να περνάτε την πρόσκαιρη ζωή σας πάνω στη γη με σεβασμό στο Θεό. Ξέρετε καλά τι πληρώθηκε ως αντάλλαγμα για να απελευθερωθείτε από το μάταιο τρόπο ζωής, που κληρονομήσατε από τους προπάτορές σας. Δε δόθηκε ως αντάλλαγμα κάτι που φθείρεται, όπως το ασήμι ή το χρυσάφι, αλλά το ανεκτίμητο αίμα του Χριστού, ο οποίος θυσιάστηκε σαν άμωμος και άσπιλος αμνός. Η θυσία αυτή είχε προκαθοριστεί πριν από τη δημιουργία του κόσμου, φανερώθηκε όμως για χάρη σας τα τελευταία χρόνια. Εξαιτίας του Χριστού πιστεύετε στο Θεό, ο οποίος τον ανέστησε από τους νεκρούς και του έδωσε δόξα και τιμή. Έτσι η πίστη κι η ελπίδα σας αναφέρονται στο Θεό. Τώρα που υπακούοντας στον αληθινό Θεό έχετε καθαρίσει τις καρδιές σας με το Άγιο Πνεύμα, αγαπήστε ειλικρινά ο ένας τον άλλο· η αγάπη σας να είναι ολόψυχη και να βγαίνει από καθαρή καρδιά. Μην ξεχνάτε ότι έχετε ξαναγεννηθεί από έναν Πατέρα που δεν είναι θνητός, αλλά αθάνατος, δια του λόγου του που είναι ζωντανός και αιώνιος. Όπως λέει η Γραφή: Όλοι οι άνθρωποι είναι σαν το χορτάρι, κι η δόξα τους σαν τον ανθό του χορταριού. Μόλις ξεραίνεται το χορτάρι, μαζί του κι ο ανθός του πέφτει. Αιώνιος είναι μόνο ο λόγος του Κυρίου. Αυτός ο λόγος είναι το χαρμόσυνο μήνυμα που κηρύχθηκε σ’ εσάς. Πετάξτε, λοιπόν, από πάνω σας κάθε είδους κακία, κάθε λογής δολιότητα, υποκρισία, φθόνο και κάθε είδους κατάκριση. Σαν τα νεογέννητα βρέφη, να λαχταράτε το πνευματικό κι άδολο γάλα, για να αυξηθείτε και να φτάσετε στη σωτηρία, μια και γευθήκατε την καλοσύνη του Κυρίου. Ελάτε, λοιπόν, κοντά σ’ αυτόν που είναι το ζωντανό λιθάρι, το οποίο, ενώ αποδοκιμάστηκε από τους ανθρώπους, έχει εκλεγεί από το Θεό κι αποδείχτηκε ανεκτίμητο. Ελάτε κι εσείς να χρησιμοποιηθείτε σαν ζωντανά λιθάρια στο χτίσιμο του πνευματικού ναού, στον οποίο θα υπηρετείτε ως ιερατείο άγιο, προσφέροντας θυσίες πνευματικές, ευπρόσδεκτες στο Θεό δια του Ιησού Χριστού. Για όλα αυτά λέει η Γραφή: Θα διαλέξω ένα πολύτιμο λιθάρι και θα το τοποθετήσω ακρογωνιαίο στη Σιών. Όποιος πιστεύει σ’ αυτό δε θα ντροπιαστεί ποτέ. Για σας, που πιστεύετε, αυτό το λιθάρι είναι πολύτιμο· για όσους όμως δεν πιστεύουν, είναι το λιθάρι που οι χτίστες το παραπέταξαν σαν άχρηστο· αυτό όμως έγινε το πιο πολύτιμο αγκωνάρι. Και σ’ αυτό το λιθάρι ο κόσμος θα σκοντάφτει, και θα ’ναι γι’ αυτούς η πέτρα που θα τους κάνει να πέφτουν. Σκοντάφτουν όσοι δεν πιστεύουν στα λόγια του Θεού κι έτσι ακολουθούν το δρόμο του χαμού, που μόνοι τους έχουν διαλέξει. Εσείς όμως είστε η εκλεκτή γενιά, το βασιλικό ιερατείο, το άγιο έθνος, ο λαός τον οποίο διάλεξε ο Θεός, για να διακηρύξετε τα μεγαλεία εκείνου που σας οδήγησε απ’ το σκοτάδι στο θαυμαστό του φως. Εσείς, που κάποτε δεν ήσασταν καν λαός, τώρα γίνατε λαός του Θεού· εσείς, που άλλοτε δεν είχατε ελεηθεί, βρήκατε τώρα έλεος. Αγαπητοί μου, σαν περαστικοί και πρόσκαιροι που είστε, σας παρακαλώ, αποφεύγετε τις αμαρτωλές επιθυμίες, που αντιμάχονται τη νέα σας ζωή. Η διαγωγή σας ανάμεσα στους ειδωλολάτρες να είναι γεμάτη καλοσύνη, έτσι ώστε, ενώ σας συκοφαντούν ότι είστε κακοποιοί, βλέποντας τα καλά σας έργα να πιστέψουν και να δοξάσουν το Θεό την ημέρα της παρουσίας του. Να υπακούτε λοιπόν σε κάθε ανθρώπινη εξουσία, για χάρη του Κυρίου είτε είναι ο αυτοκράτορας, επειδή είναι ο ανώτατος άρχοντας είτε οι τοπικοί διοικητές, επειδή είναι σταλμένοι απ’ αυτόν για να τιμωρούν τους κακοποιούς και να επαινούν αυτούς που κάνουν το καλό. Αυτό είναι το θέλημα του Θεού: Να αποστομώνετε με τις καλές σας πράξεις την άγνοια των ανόητων ανθρώπων. Καθώς είστε ελεύθεροι, μη χρησιμοποιείτε την ελευθερία σαν πρόσχημα για να σκεπάζετε την κακία, αλλά να ζείτε σαν δούλοι του Θεού. Όλους να τους τιμάτε· να αγαπάτε τους αδερφούς σας χριστιανούς· να σέβεστε το Θεό· να τιμάτε τον αυτοκράτορα. Οι δούλοι να υποτάσσεστε με πολύ σεβασμό στους κυρίους σας· κι όχι μόνο στους καλούς κι επιεικείς, αλλά και στους δύστροπους. Γιατί αξία έχει το να υπομένει κανείς δοκιμασίες και να πάσχει άδικα, επειδή έχει συνείδηση της παρουσίας του Θεού. Τι αξία θα είχε αν υπομένατε τους βασανισμούς για κάτι κακό που κάνατε; Αν όμως κάνετε το καλό και σας τιμωρούν, και παρ’ όλα αυτά δείχνετε υπομονή, τότε θα ’χετε την ευλογία του Θεού. Σ’ αυτό σας κάλεσε ο Θεός. Γιατί ο Χριστός πέθανε για σας, αφήνοντάς σας το υπόδειγμα για να βαδίσετε στ’ αχνάρια τα δικά του. Αυτός αμαρτία δεν έκανε, και δόλος στο στόμα του δεν βρέθηκε. Τις λοιδορίες δεν τις ανταπέδιδε, και όταν έπασχε δεν απειλούσε· εμπιστευόταν στο δίκαιο Κριτή. Αυτός σήκωσε τις αμαρτίες μας με το ίδιο του το σώμα στο σταυρό, για να πεθάνουμε κι εμείς ως προς την αμαρτία, και να ζήσουμε μέσα στο θέλημα του Θεού. Με τις πληγές του Χριστού γιατρευτήκατε. Περιπλανιόσασταν σαν πρόβατα, μα τώρα γυρίσατε πίσω, στον ποιμένα που φροντίζει για σας. Οι γυναίκες επίσης να υποτάσσεστε στους άντρες σας. Έτσι, κι αν μερικοί απ’ αυτούς δεν πιστεύουν στο λόγο του Θεού, με τη συμπεριφορά σας θα τους κάνετε να πιστέψουν χωρίς καμιά διδαχή. Θα βλέπουν απλώς την άμεμπτη διαγωγή σας και το σεβασμό σας. Στολίδια σας δεν πρέπει να είναι τα εξωτερικά, όπως η περίτεχνη κόμμωση, τα χρυσά κοσμήματα και τα εντυπωσιακά φορέματα, αλλά τα εσωτερικά, όπως η καθαρότητα της καρδιάς, η πραότητα και η ηρεμία, που χορηγεί το Πνεύμα. Αυτά δεν φθείρονται κι έχουν μεγάλη αξία ενώπιον του Θεού. Τέτοια στολίδια χρησιμοποιούσαν και στο παρελθόν οι ευσεβείς γυναίκες, που είχαν αποθέσει τις ελπίδες τους στο Θεό. Υποτάσσονταν στους άντρες τους –όπως η Σάρρα, της οποίας είστε πραγματικοί απόγονοι, ήταν υπάκουη στον Αβραάμ και τον αποκαλούσε «κύριο»– συμπεριφέρονταν με καλοσύνη και δε φοβούνταν τίποτε. Το ίδιο κι οι άντρες· να συμπεριφέρεστε με φρόνηση στις γυναίκες σας, γιατί είναι το ασθενέστερο φύλο, και να τις τιμάτε, γιατί ο Θεός τις έκανε κι αυτές κληρονόμους της νέας ζωής, όπως κι εσάς. Η κοινή σας ζωή να είναι τέτοια, ώστε να μην εμποδίζονται οι προσευχές σας. Όλοι, τέλος, να έχετε ομοφροσύνη και συμπόνια ο ένας για τον άλλο. Να έχετε αδερφική αγάπη μεταξύ σας και να είστε σπλαχνικοί και καλοσυνάτοι. Να μην ανταποδίδετε το κακό με κακό και τη βρισιά με βρισιά αλλά με ευλογίες. Να ξέρετε ότι ο Θεός όταν σας κάλεσε υποσχέθηκε να σας δώσει την ευλογία του. Όπως λέει η Γραφή: Αυτός που θέλει να χαρεί τη ζωή του κι επιθυμεί να δει καλές μέρες ας πάψει η γλώσσα του να λέει το κακό κι από τα χείλη του ας μη βγαίνει δόλος. Ας αποφεύγει το κακό κι ας κάνει το καλό· ας επιδιώκει την ειρήνη κι ας τη ζητάει επίμονα. Γιατί ο Θεός βλέπει τους δικαίους κι ακούει τις προσευχές τους. Εναντιώνεται όμως σ’ αυτούς που κάνουν το κακό. Γιατί ποιος μπορεί να σας βλάψει, όταν επιδιώκετε με κάθε τρόπο το καλό; Αλλά, κι αν χρειαστεί να υποφέρετε επειδή κάνατε αυτό που είναι δίκαιο, να μακαρίζετε τον εαυτό σας. Μη φοβάστε τις απειλές τους και μην ταράζεστε. Να τιμάτε τον Κύριο, το Θεό, μ’ όλη σας την καρδιά. Να είστε πάντοτε έτοιμοι να δώσετε τη σωστή απάντηση σ’ όλους όσοι ζητούν να τους δικαιολογήσετε τη χριστιανική σας ελπίδα. Αυτό όμως να το κάνετε με πραότητα και φόβο Θεού, έχοντας καθαρή τη συνείδησή σας. Έτσι, αυτοί που δυσφημούν την καλή σας χριστιανική συμπεριφορά θα καταντροπιαστούν γι’ αυτά που σας κατηγορούν. Είναι καλύτερα να υποφέρετε –αν αυτό είναι το θέλημα του Θεού– επειδή κάνατε το καλό, παρά επειδή κάνατε το κακό. Γιατί κι ο Χριστός υπέμεινε το πάθος μια για πάντα για τις αμαρτίες μας, ένας δίκαιος για χάρη των αμαρτωλών, για να μας φέρει κοντά στο Θεό. Θανατώθηκε σωματικά, το Πνεύμα όμως τον ζωοποίησε. Έτσι πήγε και κήρυξε στις φυλακισμένες στον άδη ψυχές. Αυτές κάποτε δεν υπάκουσαν στο Θεό, όταν αυτός υπομονετικά περίμενε να μετανοήσουν. Έτσι έγινε λόγου χάρη τον καιρό του Νώε, τότε που ετοιμαζόταν η κιβωτός. Λίγοι μονάχα, οχτώ όλοι κι όλοι, διασώθηκαν με την κιβωτό από το νερό, που ήταν κι ο τύπος του σημερινού βαπτίσματος· αυτό δεν είναι η αποβολή της ακαθαρσίας του σώματος αλλά η δέσμευση που αναλαμβάνετε ευσυνείδητα απέναντι στο Θεό. Με το βάπτισμα κερδίζετε τώρα κι εσείς τη σωτηρία σας, χάρη στην ανάσταση του Ιησού Χριστού, ο οποίος πήγε στον ουρανό και κάθισε στα δεξιά του Θεού, αφού υπέταξε τους αγγέλους, τις εξουσίες και τις δυνάμεις. Αφού, λοιπόν, ο Χριστός πέθανε για μας ως άνθρωπος, πρέπει κι εσείς να οπλιστείτε με το ίδιο φρόνημα, γιατί όποιος πέθανε ως προς τον παλαιό άνθρωπο, έπαψε να ζει μέσα στην αμαρτία. Από τώρα, λοιπόν, και στο εξής πρέπει να ζείτε την υπόλοιπη ζωή σας όχι σύμφωνα με τις ανθρώπινες επιθυμίες, αλλά σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Έχετε ξοδέψει αρκετό χρόνο στο παρελθόν ζώντας όπως ήθελαν οι εθνικοί, μέσα δηλαδή σε κάθε λογής αισχρότητες, αμαρτωλές επιθυμίες, μεθύσια, κραιπάλες, οργιαστικά γλέντια κι ασεβείς ειδωλολατρικές τελετές. Και τώρα που δεν τους ακολουθείτε σ’ αυτό το κατρακύλισμα της ασωτίας παραξενεύονται και σας κακολογούν. Θα δώσουν όμως λόγο σ’ εκείνον που όπου να ’ναι θα κρίνει ζωντανούς και νεκρούς. Γι’ αυτόν το λόγο άλλωστε ο Χριστός κήρυξε το χαρμόσυνο μήνυμά του και στους νεκρούς, ώστε παρ’ ό,τι ως άνθρωποι έχουν καταδικαστεί να είναι θνητοί, να βρουν στην τελική κρίση του Θεού τη ζωή που χορηγεί το Πνεύμα. Όπου να ’ναι, όλα τελειώνουν. Γι’ αυτό πρέπει να είστε εγκρατείς και νηφάλιοι, για να μπορείτε να προσεύχεστε. Πάνω απ’ όλα να αγαπάτε ο ένας τον άλλο με όλη σας την ψυχή, γιατί η αγάπη καλύπτει πολλές αμαρτίες. Να είστε φιλόξενοι μεταξύ σας, χωρίς να βαρυγκωμάτε. Ο Θεός σάς εμπιστεύτηκε τη χάρη του με ποικίλους τρόπους. Ο καθένας σας, λοιπόν, σαν καλός διαχειριστής της θείας χάριτος, ας χρησιμοποιεί το χάρισμά του για να υπηρετεί τους άλλους. Όποιος κηρύττει, να διακηρύττει το λόγο του Θεού και μόνο. Όποιος προσφέρει υπηρεσία, να το κάνει με τη δύναμη που του δίνει ο Θεός, για να δοξάζεται σ’ όλα ο Θεός δια του Ιησού Χριστού. Σ’ αυτόν ανήκει παντοτινά η δόξα και η δύναμη. Αμήν. Αγαπητοί μου, μην παραξενεύεστε για τη φοβερή δοκιμασία με την οποία δοκιμάζεστε, σαν να ήταν κάτι παράξενο. Αντίθετα, να χαίρεστε που συμμετέχετε στα παθήματα του Χριστού, γιατί έτσι θα γεμίσετε χαρά κι αγαλλίαση, όταν αποκαλυφθεί η δόξα του. Μακάριοι είστε αν σας ντροπιάζουν για το όνομα του Χριστού. Γιατί το Πνεύμα του Θεού σ’ όλη του τη μεγαλοπρέπεια και τη δύναμη αναπαύεται πάνω σας· αυτό το όνομα απ’ αυτούς βλασφημείται, από σας όμως δοξάζεται. Προσέχετε να μη φτάνει κανένας από σας να υποφέρει τιμωρίες επειδή σκότωσε ή έκλεψε ή έκανε κακό ή αναμείχθηκε σε ξένες υποθέσεις. Αν όμως υποφέρει επειδή είναι χριστιανός, να μην ντρέπεται αλλά να δοξάζει το Θεό γι’ αυτό. Είναι καιρός πια ν’ αρχίσει η κρίση απ’ το λαό του Θεού. Κι αν η κρίση αρχίσει πρώτα από μας, σκεφτείτε τι έχει να γίνει με όσους δε δέχονται το ευαγγέλιο του Θεού. Κι αν μόλις και μετά βίας σώζονται οι δίκαιοι άνθρωποι, τι θα συμβεί με τους αμαρτωλούς και απίστους; Εκείνοι, λοιπόν, που υποφέρουν, γιατί έτσι το θέλησε ο Θεός, ας εμπιστεύονται τον εαυτό τους με τις καλές τους πράξεις στο Θεό, που κρατάει τις υποσχέσεις του. Στους πρεσβυτέρους σας έχω να δώσω μερικές συμβουλές ως πρεσβύτερος κι εγώ, μάρτυρας των παθημάτων του Χριστού και μέτοχος στη δόξα του, που θ’ αποκαλυφθεί μελλοντικά. Να ποιμαίνετε το ποίμνιο που σας εμπιστεύτηκε ο Θεός, όπως αυτός θέλει, δηλαδή με τη θέλησή σας, κι όχι κάνοντας αγγαρεία· με προθυμία κι όχι για τα χρήματα. Μην καταδυναστεύετε αυτούς που ποιμαίνετε, αλλά να είστε υπόδειγμα στο ποίμνιό σας. Κι όταν έρθει ο Χριστός, ο αρχηγός όλων των ποιμένων, θα πάρετε το αμάραντο στεφάνι της δόξας. Το ίδιο κι εσείς, οι νεότεροι, να υποτάσσεστε στους πρεσβυτέρους. Κι όλοι μαζί, με υποταγή ο ένας στον άλλο, εγκολπωθείτε την ταπεινοφροσύνη. Γιατί, ο Θεός εναντιώνεται στους υπερήφανους, στους ταπεινούς όμως δίνει τη χάρη του. Ταπεινώστε, λοιπόν, τους εαυτούς σας κάτω από τη δύναμη του Θεού, για να σας εξυψώσει την ώρα της κρίσεως. Αφήστε όλες σας τις φροντίδες σ’ αυτόν, γιατί αυτός φροντίζει για σας. Να είστε νηφάλιοι και άγρυπνοι. Ο αντίπαλός σας ο διάβολος περιφέρεται σαν λιοντάρι που βρυχάται, ζητώντας κάποιον να καταβροχθίσει. Αντισταθείτε του, λοιπόν, μένοντας ακλόνητοι στην πίστη σας. Να ξέρετε πως τις ίδιες δοκιμασίες υπομένουν κι οι αδερφοί σας χριστιανοί σ’ όλο τον κόσμο. Ο Θεός όμως, ο οποίος σας μοιράζει τα κάθε λογής χαρίσματα και σας καλεί να πάρετε μέρος στην παντοτινή δόξα του δια του Ιησού Χριστού, μετά την παροδική σας δοκιμασία θα σας αποκαταστήσει και θα σας δυναμώσει πνευματικά, θα σας στηρίξει και θα σας στερεώσει πάνω σε σωστή βάση. Σ’ αυτόν ανήκει η δόξα και η δύναμη παντοτινά. Αμήν. Σας έγραψα τούτη τη σύντομη επιστολή με τη βοήθεια του Σιλουανού, που τον θεωρώ πιστό αδερφό, για να σας διαβεβαιώσω πως αυτά που σας έγραψα είναι η αληθινή χάρη του Θεού, στην οποία έχετε μείνει σταθεροί. Σας στέλνει χαιρετίσματα η εκκλησία από τη Βαβυλώνα, που τη διάλεξε, όπως κι εσάς, ο Θεός. Σας στέλνει χαιρετίσματα ο Μάρκος, ο πνευματικός μου γιος. Χαιρετήστε ο ένας τον άλλο με το αδερφικό φίλημα της αγάπης. Εύχομαι, όσοι ανήκετε στον Ιησού Χριστό να ειρηνεύετε. Αμήν. Ο Συμεών Πέτρος, δούλος κι απόστολος του Ιησού Χριστού. Προς εκείνους που η αγάπη του Θεού και του σωτήρα μας Ιησού Χριστού δώρισε την ίδια πίστη που έχουμε κι εμείς οι απόστολοι. Εύχομαι η χάρη και η ειρήνη να πληθαίνουν ανάμεσά σας, με τη βαθιά γνώση του Θεού και του Ιησού του Κυρίου μας. Η θεία δύναμή του μας δώρισε όλα όσα μας χρειάζονται για τη ζωή μας και για τη λατρεία του Θεού, με τη βαθιά γνώση εκείνου που μας κάλεσε με τη δόξα του και τα θαυμαστά του έργα. Έτσι μας δώρισε τις πιο πολύτιμες και τις πιο μεγάλες υποσχέσεις, με τις οποίες θα γίνετε μέτοχοι της θείας φύσεως, και θα αποφύγετε τη φθορά που προκαλούν οι κοσμικές επιθυμίες. Γι’ αυτό ακριβώς να καταβάλετε κάθε προσπάθεια για να πλουτίσετε την πίστη σας με την αρετή, την αρετή με τη γνώση, τη γνώση με την αυτοκυριαρχία, την αυτοκυριαρχία με την υπομονή, την υπομονή με την ευσέβεια, την ευσέβεια με την αγάπη για τους αδερφούς, την αγάπη για τους αδερφούς με την αγάπη για όλους. Γιατί, αν όλα αυτά τα έχετε σε αφθονία, θα σας βοηθήσουν να γίνετε δραστήριοι κι αποδοτικοί για να μπορέσετε να γνωρίσετε βαθύτερα τον Κύριό μας Ιησού Χριστό. Αντίθετα, όποιος δεν τα έχει αυτά είναι τόσο κοντόφθαλμος, που δε βλέπει· κι έχει ξεχάσει ότι καθαρίστηκε απ’ τις παλιές του αμαρτίες. Γι’ αυτό, αδερφοί μου, προσπαθήστε ακόμη περισσότερο να διασφαλίσετε την κλήση σας και την εκλογή σας από το Θεό. Γιατί, αν εφαρμόσετε τα παραπάνω, δε θα σκοντάψετε ποτέ. Μ’ αυτόν τον τρόπο θα σας χορηγηθεί γενναιόδωρα η είσοδος στην αιώνια βασιλεία του Κυρίου και σωτήρα μας Ιησού Χριστού. Γι’ αυτό θα φροντίζω πάντα να σας υπενθυμίζω αυτά τα πράγματα, μολονότι βέβαια τα ξέρετε και μένετε σταθεροί στην αλήθεια που διδαχτήκατε. Και νομίζω πως είναι σωστό να κεντρίζω τη θύμησή σας με τις υπομνήσεις μου, όσο βρίσκομαι σε τούτη την πρόσκαιρη ζωή. Ξέρω πως γρήγορα θα εγκαταλείψω αυτό τον πρόσκαιρο κόσμο, όπως άλλωστε μου το ’χει φανερώσει ο Κύριός μας, ο Ιησούς Χριστός. Γι’ αυτό θα φροντίσω να μπορείτε να φέρνετε στο νου σας όλα αυτά τα πράγματα σε κάθε περίσταση, ακόμη κι όταν εγώ θα έχω φύγει απ’ αυτή τη ζωή. Δε βασιστήκαμε, λοιπόν, σε περίτεχνους μύθους για να σας γνωστοποιήσουμε τη δυναμική έλευση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Έχουμε δει με τα ίδια μας τα μάτια το μεγαλείο του· τότε που ο Θεός Πατέρας τού έδωσε τιμή και δόξα, και η ένδοξη μεγαλοπρέπειά του αναφώνησε γι’ αυτόν μια τέτοια φωνή: «Αυτός είναι ο αγαπητός μου Υιός· αυτός είναι ο εκλεκτός μου». Κι αυτήν τη φωνή την ακούσαμε που ερχόταν από τον ουρανό εμείς οι ίδιοι, που ήμασταν μαζί του στο άγιο εκείνο βουνό. Κι έτσι είμαστε περισσότερο βέβαιοι για την αλήθεια του κηρύγματος των προφητών, που καλά κάνετε και το προσέχετε σαν φως που φέγγει στο σκοτάδι, ωσότου γλυκοχαράξει το πρωί κι ανατείλει στις καρδιές σας ο αυγερινός. Πρώτα απ’ όλα, να ξέρετε καλά πως κανένας δεν μπορεί μόνος του να ερμηνεύσει τις προφητείες των Γραφών. Γιατί καμιά προφητεία δεν προήλθε ποτέ από ανθρώπινο θέλημα, αλλά εμπνευσμένοι από το Άγιο Πνεύμα, αξιώθηκαν άγιοι άνθρωποι να μιλήσουν εκ μέρους του Θεού. Υπήρχαν όμως και ψευδοπροφήτες ανάμεσα στους Ισραηλίτες, όπως κι ανάμεσά σας θα υπάρξουν ψευδοδιδάσκαλοι. Οι άνθρωποι αυτοί θα διασπείρουν στην κοινότητά σας αιρετικές διδασκαλίες που οδηγούν στην απώλεια, και θ’ απαρνούνται τον Κύριο, που τους ελευθέρωσε από την αμαρτία· έτσι θα φέρνουν πάνω τους γρήγορα την καταστροφή. Πολλοί θα τους ακολουθήσουν στην ανηθικότητα κι εξαιτίας τους θα δυσφημιστεί η αληθινή διδασκαλία. Από αγάπη για το χρήμα, οι ψευδοδιδάσκαλοι θα προσπαθήσουν με πλαστές ιστορίες να σας εκμεταλλευτούν. Η καταδίκη τους, από παλιά αποφασισμένη, δεν θ’ αργήσει· η καταστροφή τους έρχεται. Ο Θεός ούτε τους αγγέλους δε λυπήθηκε όταν αμάρτησαν, αλλά τους έριξε στα τάρταρα, όπου φυλάγονται δέσμιοι στο σκοτάδι περιμένοντας την τελική κρίση. Ούτε τον αρχαίο κόσμο δε λυπήθηκε, έναν κόσμο που ήταν γεμάτος από ασεβείς, αλλά έφερε τον κατακλυσμό. Μόνο το Νώε, τον κήρυκα της δικαιοσύνης, τον άφησε να σωθεί, μαζί με άλλους εφτά. Επίσης καταδίκασε σε καταστροφή τις πόλεις Σόδομα και Γόμορρα και τις έκανε στάχτη· κι αυτό, για να παραδειγματίζονται όσοι στο μέλλον δε σέβονται το Θεό. Έσωσε όμως τον δίκαιο Λωτ, ο οποίος υπέφερε από την ανήθικη συμπεριφορά των ανόμων, γιατί σπάραζε μέρα με τη μέρα η καρδιά του από τα άνομα έργα που έβλεπε κι άκουγε ο δίκαιος αυτός άνθρωπος, ζώντας ανάμεσά τους. Άρα, λοιπόν, ο Κύριος ξέρει να σώζει τους ευσεβείς από τις δοκιμασίες τους, ενώ τους αδίκους τούς κρατάει σε τιμωρία ως την ημέρα της τελικής κρίσεως· και προπάντων, κρατάει εκείνους που ακολουθούν τις βρωμερές σαρκικές επιθυμίες και περιφρονούν την εξουσία του Θεού. Οι ψευδοδιδάσκαλοι αυτοί είναι θρασείς κι υπεροπτικοί· δε σέβονται τις ανώτερες δυνάμεις, αλλά τις χλευάζουν. Αυτές, ούτε οι άγγελοι, που υπερτερούν σε δύναμη και μεγαλοπρέπεια, δεν τις κατηγορούν βλάσφημα μπροστά στο Θεό. Κι όπως τα άγρια ζώα γεννήθηκαν προορισμένα από τη φύση να πιαστούν και να σφαχτούν, έτσι κι αυτοί, με το να χλευάζουν όσα δεν ξέρουν, θα υποστούν την καταστροφή που τους περιμένει. Μ’ αυτόν τον τρόπο θα πληρώσουν για το κακό που έκαναν. Θεωρούν ηδονή το να οργιάζουν ακόμα και την ημέρα. Είναι ντροπή και σκάνδαλο να συμμετέχουν στα κοινά σας δείπνα απολαμβάνοντας τον καρπό της απάτης τους. Έχουν μάτια γεμάτα ανηθικότητα κι αχόρταγα για αμαρτία· δελεάζουν τους πιο αδύνατους κι έχουν καρδιά εξασκημένη στην πλεονεξία. Καταραμένοι από το Θεό, άφησαν τον ίσιο δρόμο κι ακολούθησαν την πλάνη, βαδίζοντας στ’ αχνάρια του Βαλαάμ, γιου του Βοσόρ, που αγάπησε την αισχροκέρδεια· και ελέγχθηκε γι’ αυτή του την παρανομία: ένα γαϊδουράκι, που φυσικά δεν έχει μιλιά, τού μίλησε με ανθρώπινη φωνή κι εμπόδισε την παραφροσύνη του προφήτη. Οι άνθρωποι αυτοί μοιάζουν με πηγές που στέρεψαν και με σύννεφα που τα παρασέρνει η ανεμοθύελλα. Τους περιμένει μια θέση στο ζοφερό σκοτάδι. Με λόγια παχιά, χωρίς περιεχόμενο, παρασέρνουν εκείνους που είχαν πραγματικά εγκαταλείψει αυτούς που ζουν στην πλάνη· και για το σκοπό αυτό χρησιμοποιούν ως δόλωμα τις σαρκικές επιθυμίες, που οδηγούν στην ασέλγεια. Τους υπόσχονται ελευθερία, ενώ οι ίδιοι είναι δούλοι της διαφθοράς· γιατί ο άνθρωπος γίνεται δούλος εκείνου απ’ τον οποίο έχει νικηθεί. Αν οι άνθρωποι, λοιπόν, που με τη βαθιά γνώση του Κυρίου μας και σωτήρα Ιησού Χριστού έχουν αποφύγει τη διαφθορά του κόσμου, αναμειχθούν πάλι σ’ αυτήν και βγουν νικημένοι, τότε βρίσκονται σε χειρότερη κατάσταση από πριν. Θα ήταν καλύτερα γι’ αυτούς να μην είχαν γνωρίσει την οδό της σωτηρίας, παρά αφού τη γνωρίσουν να εγκαταλείψουν την άγια εντολή που τους παραδόθηκε. Σ’ αυτούς αποδεικνύονται αληθινές οι παροιμίες: Το σκυλί γυρίζει πίσω στο ίδιο του το ξέρασμα και «Το γουρούνι, αφού λουστεί, κυλιέται πάλι στο βούρκο». Αγαπητοί μου, αυτή είναι η δεύτερη κιόλας επιστολή που σας γράφω. Και στις δύο προσπαθώ να ξυπνήσω καθαρές σκέψεις μέσα σας, για να θυμάστε τα όσα προφήτεψαν οι άγιοι προφήτες και την εντολή του Κυρίου και σωτήρα, που σας δόθηκε από τους αποστόλους σας. Πρώτα απ’ όλα πρέπει να ξέρετε ότι στις έσχατες μέρες θα εμφανιστούν άνθρωποι που θα ακολουθούν τις δικές τους επιθυμίες. Θα σας εμπαίζουν και θα σας ρωτούν: «Τι έγινε μ’ εκείνη την υπόσχεση ότι θα ξανάρθει ο Κύριος; Οι πατέρες μας πέθαναν, αλλά τα πάντα παραμένουν όπως ήταν απ’ την αρχή του κόσμου». Λησμονούν, φαίνεται, θεληματικά ότι με το λόγο του Θεού δημιουργήθηκαν από παλιά οι ουρανοί και η γη, η οποία βγήκε μέσα από το νερό και στηρίχτηκε πάνω στο νερό. Με το ίδιο όμως στοιχείο καταστράφηκε και ο τότε κόσμος, όταν έγινε ο κατακλυσμός. Έτσι κι ο σημερινός κόσμος διατηρείται με το λόγο του Θεού, ώσπου να καταστραφεί με τη φωτιά την ημέρα εκείνη, κατά την οποία θα κριθούν και θα καταδικαστούν οι ασεβείς. Ένα πράγμα να μην ξεφεύγει από την προσοχή σας, αγαπητοί μου: Ότι για τον Κύριο μία μέρα είναι σαν χίλια χρόνια, και χίλια χρόνια σαν μία μέρα. Δεν καθυστερεί ο Κύριος να εκπληρώσει την υπόσχεσή του, όπως νομίζουν μερικοί. Κάνει υπομονή, γιατί δε θέλει να καταστραφούν μερικοί από σας, αλλά να μετανοήσουν όλοι. Ωστόσο, η ημέρα του Κυρίου θα έρθει όπως ο κλέφτης τη νύχτα, και τότε οι ουρανοί θα εξαφανιστούν με τρομερό πάταγο, τα στοιχεία της φύσεως θα διαλυθούν στη φωτιά, και η γη, όπως κι όλα όσα έγιναν πάνω σ’ αυτήν, θα κατακαούν. Αν, λοιπόν, τα πάντα θα διαλυθούν μ’ αυτόν τον τρόπο, σκεφτείτε ποια πρέπει να είναι η συμπεριφορά σας: Να είναι άγια κι αφιερωμένη στο Θεό, όσον καιρό θα προσμένετε με ζήλο και λαχτάρα τον ερχομό της ημέρας του Θεού. Τότε οι ουρανοί θα διαλυθούν στη φωτιά και τα στοιχεία της φύσεως θα καούν και θα λιώσουν. Εμείς όμως, σύμφωνα με την υπόσχεση του Θεού, προσμένουμε καινούριους ουρανούς και καινούρια γη, όπου θα βασιλεύει η δικαιοσύνη. Γι’ αυτό, αγαπητοί μου, προσμένοντας τον ερχομό του Κυρίου, φροντίστε να βρεθείτε μπροστά του με ειρήνη, χωρίς κηλίδες και ψεγάδια. Θεωρήστε τη μακροθυμία του Κυρίου μας ως ευκαιρία σωτηρίας, όπως σας έγραψε κι ο αγαπητός μας αδερφός ο Παύλος, με τη σοφία που του έδωσε ο Θεός. Το λέει άλλωστε και σ’ όλες του τις επιστολές, όταν αναφέρεται σ’ αυτό το θέμα. Υπάρχουν σ’ αυτές μερικά δυσνόητα σημεία, τα οποία οι αμαθείς και ταλαντευόμενοι τα διαστρεβλώνουν. Το ίδιο κάνουν και με την υπόλοιπη Γραφή, με αποτέλεσμα να προκαλούν την καταστροφή τους. Εσείς όμως, αγαπητοί μου, είστε προειδοποιημένοι. Φυλαχτείτε, λοιπόν, για να μην παρασυρθείτε από την πλάνη των ανόμων και, χάνοντας το στήριγμά σας, πέσετε. Αντίθετα, να προοδεύετε στη χάρη και στη γνώση του Κυρίου μας και σωτήρα Ιησού Χριστού. Σ’ αυτόν ανήκει η δόξα και τώρα και για πάντα. Αμήν. Σας γράφουμε για το ζωοποιό Λόγο, που υπήρχε εξαρχής. Εμείς τον έχουμε ακούσει και τον έχουμε δει με τα ίδια μας τα μάτια. Μάλιστα τον είδαμε από κοντά, και τα χέρια μας τον ψηλάφησαν. Όταν η ζωή φανερώθηκε, την είδαμε με τα μάτια μας. Καταθέτουμε, λοιπόν, τη μαρτυρία μας και σας μιλάμε για την αιώνια ζωή που ήταν με τον Πατέρα, φανερώθηκε όμως σ’ εμάς. Αυτό που είδαμε κι ακούσαμε, το αναγγέλλουμε σ’ εσάς, για να συμμετάσχετε κι εσείς μ’ εμάς στην ίδια κοινωνία, που είναι η κοινωνία με τον Πατέρα και με τον Υιό του τον Ιησού Χριστό. Κι αυτά σας τα γράφουμε για να είναι ολοκληρωμένη η χαρά σας. Αυτό είναι το μήνυμα που ακούσαμε από τον Ιησού Χριστό και σας το μεταφέρουμε: Ο Θεός είναι φως, και δεν υπάρχει σ’ αυτόν καθόλου σκοτάδι. Αν, λοιπόν, ισχυριστούμε πως έχουμε κοινωνία με το Θεό, ενώ ζούμε στο σκοτάδι, λέμε ψέματα, και οι πράξεις μας δε συμφωνούν με την αλήθεια. Αν όμως ζούμε μέσα στο φως, όπως ο Θεός είναι στο φως, τότε έχουμε κοινωνία και μεταξύ μας, και το αίμα που πρόσφερε με το θάνατό του ο Υιός του ο Ιησούς μάς καθαρίζει από κάθε αμαρτία. Αν ισχυριστούμε πως είμαστε αναμάρτητοι, εξαπατούμε τον εαυτό μας και δε λέμε την αλήθεια. Αν όμως ομολογούμε τις αμαρτίες μας, ο Θεός, που είναι αξιόπιστος και δίκαιος, θα συγχωρήσει τις αμαρτίες μας και θα μας καθαρίσει από κάθε άδικη πράξη. Αν ισχυριστούμε πως δεν έχουμε ποτέ αμαρτήσει, βγάζουμε ψεύτη το Θεό, και ο λόγος του δε ζει μέσα μας. Παιδιά μου, αυτά σας τα γράφω για να σας προτρέψω να μην αμαρτάνετε. Αν όμως κάποιος αμαρτήσει, έχουμε συνήγορο κοντά στον Πατέρα, τον δίκαιο Ιησού Χριστό. Αυτός θυσιάστηκε για να μας ελευθερώσει από τις αμαρτίες μας, και μάλιστα θυσιάστηκε όχι μόνο για τις δικές μας αμαρτίες, αλλά και όλου του κόσμου. Το βέβαιο κριτήριο πως τον έχουμε γνωρίσει είναι ότι τηρούμε τις εντολές του. Όποιος λέει «τον γνώρισα», δεν τηρεί, όμως τις εντολές του, είναι ψεύτης· δε λέει την αλήθεια. Όποιος όμως υπακούει στο λόγο του, ασφαλώς αυτός αγαπάει το Θεό με όλη του την καρδιά. Μόνο έτσι έχουμε τη βεβαιότητα πως είμαστε ενωμένοι μαζί του. Όποιος λέει πως μένει σταθερά ενωμένος μαζί του οφείλει να ζει όπως ακριβώς έζησε εκείνος. Αδερφοί μου, η εντολή που σας γράφω δεν είναι καινούρια αλλά η παλιά εντολή, που την είχατε δεχτεί εξαρχής. Αυτή η εντολή η παλιά είναι το κήρυγμα που αρχικά ακούσατε. Ωστόσο, η εντολή που σας γράφω είναι καινούρια, κι αυτό είναι αλήθεια για το Χριστό και για σας: το σκοτάδι της νύχτας παρέρχεται, κι άρχισε ήδη να χαράζει το φως το αληθινό. Όποιος, λοιπόν, λέει πως βρίσκεται στο φως αλλά μισεί τον αδερφό του, αυτός βρίσκεται ακόμα μέσα στο σκοτάδι. Όποιος αγαπάει τον αδερφό του, αυτός μένει σταθερά μέσα στο φως και δε γίνεται αφορμή να σκοντάψει και ν’ αμαρτήσει ο αδερφός του. Όποιος όμως μισεί τον αδερφό του βρίσκεται στο σκοτάδι και πορεύεται μέσα στο σκοτάδι· και δεν ξέρει πού πάει, γιατί το σκοτάδι έχει τυφλώσει τα μάτια του. Σας γράφω, παιδιά μου, για να σας βεβαιώσω πως οι αμαρτίες σας έχουν συγχωρηθεί χάρη στο Χριστό. Σας γράφω, πατέρες, για να σας βεβαιώσω πως έχετε γνωρίσει αυτόν που υπάρχει εξαρχής. Σας γράφω, νέοι μου, για να σας βεβαιώσω πως έχετε νικήσει τον πονηρό. Σας έγραψα, παιδιά μου, πως έχετε γνωρίσει τον Πατέρα. Σας έγραψα, πατέρες, πως έχετε γνωρίσει αυτόν που υπάρχει εξαρχής. Σας έγραψα, νέοι μου, πως είστε δυνατοί, και ο λόγος του Θεού ζει μέσα σας και έχετε νικήσει τον πονηρό. Μην αγαπάτε τον κόσμο, μήτε όσα είναι του κόσμου. Αν κάποιος αγαπάει τον κόσμο, δεν έχει μέσα του την αγάπη για τον Πατέρα. Γιατί όλα όσα είναι του κόσμου –οι αμαρτωλές επιθυμίες του εγώ, η λαχτάρα ν’ αποχτήσουμε ό,τι βλέπουν τα μάτια μας, και η υπεροψία πως κατέχουμε γήινα αγαθά– δεν προέρχονται από τον Πατέρα αλλά από τον αμαρτωλό κόσμο. Ο κόσμος όμως παρέρχεται και μαζί του όλα όσα επιθυμούν οι άνθρωποι να κατέχουν μέσα σ’ αυτόν· ενώ όποιος εκτελεί το θέλημα του Θεού θα ζήσει αιώνια. Παιδιά μου, έφτασε το τέλος. Έχετε ακούσει σχετικά με τον ερχομό του αντιχρίστου. Τώρα, λοιπόν, έχουν παρουσιαστεί πολλοί αντίχριστοι. Απ’ αυτό καταλαβαίνουμε πως έφτασε το τέλος. Αυτοί βγήκαν απ’ ανάμεσά μας, ποτέ όμως δεν ανήκαν πραγματικά σ’ εμάς. Γιατί, αν αληθινά προέρχονταν από μας, θα είχαν μείνει μαζί μας. Αλλά αυτοί έφυγαν, ώστε να γίνει φανερό πως κανένας απ’ αυτούς δεν ανήκε ποτέ σ’ εμάς. Εσείς όμως έχετε λάβει από το Χριστό το χρίσμα του Αγίου Πνεύματος, και μένετε όλοι σταθεροί στην αληθινή γνώση. Σας γράφω, όχι γιατί δεν ξέρετε την αλήθεια, αλλά γιατί την ξέρετε και γιατί κανένα ψέμα δεν έχει την πηγή του στην αλήθεια. Ποιος είναι ο ψεύτης; Δεν είναι αυτός που αρνείται πως ο άνθρωπος Ιησούς είναι ο Χριστός; Αυτός είναι ο αντίχριστος. Αυτός αρνείται συγχρόνως και τον Πατέρα και τον Υιό. Γιατί όποιος απορρίπτει τον Υιό που ενανθρώπησε απορρίπτει και τον Πατέρα. Εσείς λοιπόν κρατήστε μέσα στις καρδιές σας το μήνυμα που ακούσατε εξαρχής. Αν μείνει στις καρδιές σας ό,τι ακούσατε εξαρχής, τότε θα μείνετε κι εσείς ενωμένοι με τον Υιό και με τον Πατέρα. Και να τι υποσχέθηκε να σας δώσει ο Χριστός: την αιώνια ζωή. Σας έγραψα τα παραπάνω, για να σας προφυλάξω από εκείνους που προσπαθούν να σας εξαπατήσουν. Βέβαια, μέσα στις δικές σας καρδιές μένει το χρίσμα του Αγίου Πνεύματος που λάβατε από το Χριστό, και δεν έχετε ανάγκη από δάσκαλο. Καθώς, λοιπόν, το χρίσμα το δικό του σας τα μαθαίνει όλα –κι ό,τι αυτός διδάσκει είναι αλήθεια, δεν είναι ψέμα– παραμείνετε ενωμένοι μαζί του, όπως το Πνεύμα σάς δίδαξε. Και τώρα, παιδιά μου, να μένετε έτσι ενωμένοι μ’ αυτόν, ώστε όταν φανερωθεί στη δευτέρα παρουσία του, να έχουμε θάρρος και να μη νιώσουμε ντροπή αντικρύζοντάς τον. Αφού ξέρετε πως ο Χριστός είναι δίκαιος, πρέπει επίσης να ξέρετε πως κι όποιος πράττει δίκαια είναι παιδί του Θεού. Κοιτάξτε με πόση αγάπη μάς αγάπησε ο Πατέρας! Η αγάπη του είναι τόσο μεγάλη, ώστε να ονομαστούμε παιδιά του Θεού. Γι’ αυτό ο κόσμος δε μας καταλαβαίνει, γιατί δε γνωρίζει το Θεό Πατέρα. Αγαπητοί μου, τώρα είμαστε παιδιά του Θεού. Τι πρόκειται να γίνουμε στο μέλλον δεν έχει ακόμη φανερωθεί. Ξέρουμε όμως πως όταν ο Χριστός φανερωθεί στη δευτέρα παρουσία του, θα γίνουμε όμοιοι μ’ αυτόν, γιατί θα τον δούμε όπως πραγματικά είναι. Όποιος, λοιπόν, μ’ εμπιστοσύνη στο Χριστό έχει αυτή την ελπίδα, προετοιμάζεται. Καθαρίζει τον εαυτό του από την αμαρτία, έχοντας ως πρότυπο την καθαρότητα εκείνου. Όποιος αμαρτάνει παραβαίνει το νόμο του Θεού. Η αμαρτία είναι η ίδια η ανομία. Και ξέρετε πως ο Χριστός ήρθε στον κόσμο για να πάρει από πάνω μας τις αμαρτίες μας, ενώ στον ίδιο δεν υπάρχει ούτε ίχνος αμαρτίας. Έτσι, όποιος είναι ενωμένος μ’ αυτόν παύει ν’ αμαρτάνει. Όποιος αμαρτάνει, αυτός ούτε είδε ούτε γνώρισε ποτέ το Χριστό. Παιδιά μου, μην αφήνετε κανέναν να σας παρασύρει· όποιος πράττει το σωστό, αυτός είναι δίκαιος, όπως ακριβώς ο Χριστός είναι δίκαιος. Όποιος όμως αμαρτάνει κατάγεται από το διάβολο, γιατί ο διάβολος συνδέεται με την αμαρτία εξαρχής. Γι’ αυτόν το λόγο ο Υιός του Θεού ήρθε στον κόσμο: Για να καταστρέψει τα έργα του διαβόλου. Όποιος έχει γεννηθεί από το Θεό και είναι παιδί του παύει ν’ αμαρτάνει, γιατί η δύναμη της ζωής του Θεού, που τον γέννησε, μένει μέσα του. Αφού ο Θεός τον γέννησε, δεν μπορεί να συνεχίσει να αμαρτάνει. Έτσι διακρίνονται τα παιδιά του Θεού από τα παιδιά του διαβόλου: Όποιος δεν κάνει το σωστό δεν είναι παιδί του Θεού. Το ίδιο και όποιος δεν αγαπάει τον αδερφό του. Πραγματικά, η παραγγελία που ακούσατε εξαρχής είναι αυτή: Να αγαπάμε ο ένας τον άλλο. Δεν πρέπει να γίνουμε σαν τον Κάιν. Αυτός ήταν γέννημα του διαβόλου και έσφαξε τον αδερφό του. Και γιατί τον έσφαξε; Γιατί τα δικά του έργα ήταν πονηρά, ενώ του αδερφού του ήταν δίκαια. Γι’ αυτό δεν πρέπει, αδερφοί μου, να απορείτε που ο κόσμος σάς μισεί. Εμείς ξέρουμε πως από το θάνατο έχουμε περάσει στη ζωή· κι αυτό το ξέρουμε επειδή αγαπάμε τους αδερφούς μας. Αυτός που δεν αγαπάει τον αδερφό του παραμένει στο θάνατο. Όποιος μισεί τον αδερφό του είναι ανθρωποκτόνος, και ξέρετε πως κανένας φονιάς δεν έχει συμμετοχή στην αιώνια ζωή. Να πώς μάθαμε τι είναι αγάπη: Εκείνος πρόσφερε τη ζωή του για χάρη μας· έτσι οφείλουμε κι εμείς να προσφέρουμε τη ζωή μας για χάρη των αδερφών μας. Αλλά αν κάποιος που έχει τα πλούτη του κόσμου δει τον αδερφό του σε κατάσταση ανάγκης και δεν τον σπλαχνιστεί, πώς ο άνθρωπος αυτός να έχει μέσα του αγάπη για το Θεό; Παιδιά μου, ας μην αγαπάμε με λόγια και ωραίες φράσεις, αλλά με έργα κι αγάπη αληθινή. Απ’ αυτό θα καταλάβουμε ότι είμαστε παιδιά της αλήθειας και θα βεβαιώσουμε χωρίς αγωνία την καρδιά μας μπροστά στο Θεό, όταν αυτή μας κατηγορεί για κάτι, αφού ο Θεός είναι ανώτερος από τη συνείδησή μας και τα ξέρει όλα. Έτσι, αγαπητοί μου, όταν η καρδιά μας παύει να μας κατηγορεί, αποκτούμε θάρρος ενώπιον του Θεού, και μας δίνει ό,τι του ζητούμε, γιατί εκτελούμε τις εντολές του και κάνουμε ό,τι του είναι αρεστό. Αυτή είναι η εντολή του: Να πιστέψουμε στο όνομα του Ιησού Χριστού, του Υιού του, και να αγαπάμε ο ένας τον άλλο, σύμφωνα με την εντολή που μας έδωσε ο Χριστός. Όποιος τηρεί τις εντολές του μένει ενωμένος μαζί του κι εκείνος μ’ αυτόν. Το ξέρουμε πως ο Θεός ζει μέσα μας κι ανάμεσά μας από το Πνεύμα που μας έδωσε. Αγαπητοί μου, μην εμπιστεύεστε όλους εκείνους που ισχυρίζονται πως έχουν το Πνεύμα, αλλά δοκιμάζετέ τους για να διαπιστώσετε αν το πνεύμα που έχουν προέρχεται από το Θεό. Γιατί πολλοί ψευδοπροφήτες έχουν ξεχυθεί μέσα στον κόσμο. Να με ποιο κριτήριο θ’ αναγνωρίζετε το Πνεύμα του Θεού: Όποιος διακηρύττει πως ο Ιησούς είναι ο Χριστός που ήρθε και έγινε αληθινός άνθρωπος, αυτός έχει το Πνεύμα του Θεού. Όποιος όμως δεν παραδέχεται ότι ο Ιησούς Χριστός ήρθε και έγινε αληθινός άνθρωπος, δεν έχει το Πνεύμα του Θεού, αλλά του αντιχρίστου, που έχετε ακούσει πως έρχεται. Λοιπόν, αυτός ήδη βρίσκεται μέσα στον κόσμο. Εσείς όμως, παιδιά μου, αναγεννηθήκατε από το Θεό, και έχετε υπερνικήσει τις διδασκαλίες αυτών των ψευδοπροφητών, γιατί αυτός που ενεργεί μέσα σας είναι ισχυρότερος απ’ αυτόν που κυριαρχεί μέσα στον κόσμο. Αυτοί προέρχονται από τον κόσμο, γι’ αυτό μιλάνε τη γλώσσα του κόσμου, και ο κόσμος τούς καταλαβαίνει. Εμείς προερχόμαστε από το Θεό. Όποιος γνωρίζει το Θεό, μάς καταλαβαίνει· όποιος δεν προέρχεται από το Θεό, δεν μας καταλαβαίνει. Έτσι μπορούμε να ξεχωρίσουμε το πνεύμα της αλήθειας από το πνεύμα της πλάνης. Αγαπητοί μου, ας αγαπάμε ο ένας τον άλλο, γιατί η αγάπη προέρχεται από το Θεό. Όποιος αγαπάει, δείχνει ότι έχει αναγεννηθεί από το Θεό και ότι γνωρίζει το Θεό. Όποιος δεν αγαπάει, δε γνώρισε το Θεό, γιατί ο Θεός είναι αγάπη. Έτσι αποδείχτηκε η αγάπη του Θεού για μας: Απέστειλε τον Υιό του το μονογενή στον κόσμο για να μας χαρίσει τη νέα ζωή, αν ενωθούμε μ’ αυτόν. Αυτό είναι το χαρακτηριστικό της αγάπης του Θεού: Όχι ότι εμείς τον αγαπήσαμε, αλλά ότι αυτός μας αγάπησε και έστειλε τον Υιό του, που θυσιάστηκε για να μας ελευθερώσει από τις αμαρτίες μας. Αν ο Θεός, αγαπητοί μου, έτσι μας αγάπησε, οφείλουμε κι εμείς ν’ αγαπάμε ο ένας τον άλλο. Κανένας δεν αξιώθηκε ποτέ ως τώρα να δει το Θεό· αν αγαπάμε ο ένας τον άλλο, είμαστε σε κοινωνία με το Θεό, και η αγάπη του μέσα μας έχει ολοκληρωθεί. Μας έδωσε το Πνεύμα του· έτσι είμαστε βέβαιοι πως είμαστε σε κοινωνία με το Θεό και ο Θεός σε κοινωνία μ’ εμάς. Εμείς οι ίδιοι με τα μάτια μας είδαμε και καταθέτουμε τη μαρτυρία μας, ότι ο Πατέρας έστειλε τον Υιό του για να σώσει τον κόσμο. Όποιος παραδέχεται πως ο άνθρωπος Ιησούς είναι ο απεσταλμένος Υιός του Θεού, ο Θεός κατοικεί μέσα σ’ αυτόν και αυτός ζει ενωμένος με το Θεό. Κι εμείς γνωρίζουμε πια την αγάπη, που μας έχει ο Θεός κι εμπιστευόμαστε τον εαυτό μας σ’ αυτήν. Ο Θεός είναι αγάπη· κι όποιος ζει μέσα στην αγάπη, ζει μέσα στο Θεό, κι ο Θεός μέσα σ’ αυτόν. Έτσι καταλαβαίνουμε πως η αγάπη έχει ολοκληρωθεί μέσα μας: Όταν αντιμετωπίζουμε την ημέρα της κρίσεως με θάρρος. Γιατί κι εμείς ζούμε σ’ αυτό τον κόσμο, όπως έζησε εκείνος. Όποιος αγαπάει δεν φοβάται. Η τέλεια αγάπη διώχνει το φόβο. Γιατί ο φόβος σχετίζεται με την τιμωρία κι όποιος φοβάται την τιμωρία, δείχνει πως δεν έχει φτάσει στην τέλεια αγάπη. Εμείς αγαπάμε το Θεό, γιατί εκείνος πρώτος μάς αγάπησε. Αν κάποιος πει «αγαπώ το Θεό», μισεί όμως τον αδερφό του, είναι ψεύτης. Γιατί, πραγματικά, αυτός που δεν αγαπάει τον αδερφό του, τον οποίο βλέπει, πώς μπορεί να αγαπάει το Θεό, τον οποίο δε βλέπει; Αυτή την εντολή μάς έδωσε ο Χριστός: Όποιος αγαπάει το Θεό πρέπει ν’ αγαπάει και τον αδερφό του. Όποιος πιστεύει πως ο Ιησούς είναι ο Χριστός, αυτός είναι γεννημένος από το Θεό· κι όποιος αγαπάει τον πατέρα αγαπάει επίσης και το παιδί του. Μ’ αυτόν τον τρόπο γνωρίζουμε ότι αγαπάμε τα παιδιά του Θεού: Όταν αγαπάμε το Θεό και τηρούμε τις εντολές του. Πραγματικά, την αγάπη μας για το Θεό την εκφράζουμε τηρώντας τις εντολές του. Και οι εντολές του δεν είναι δύσκολο να εφαρμοστούν, αφού κάθε παιδί του Θεού μπορεί να νικήσει τον κόσμο. Να πώς μπορούμε να νικούμε τον κόσμο: με την πίστη μας. Ποιος μπορεί να νικάει τον κόσμο; Μόνον όποιος πιστεύει πως ο Ιησούς είναι ο Υιός του Θεού. Αυτός είναι που ήρθε με το νερό του βαπτίσματός του και με το αίμα του θανάτου του, ο Ιησούς Χριστός. Όχι μόνο με το νερό, αλλά με το νερό και με το αίμα. Το ίδιο το Πνεύμα είναι μάρτυρας γι’ αυτό, και το Πνεύμα είναι η αλήθεια. Υπάρχουν τρεις μάρτυρες [στον ουρανό: ο Πατέρας, ο Λόγος και το Άγιο Πνεύμα· αυτοί οι τρεις είναι ένα· και υπάρχουν τρεις μάρτυρες στη γη]: Το Πνεύμα, το νερό και το αίμα, κι αυτοί οι τρεις δίνουν ομόφωνη μαρτυρία. Δεχόμαστε τη μαρτυρία των ανθρώπων· αλλά η μαρτυρία του Θεού είναι πολύ ισχυρότερη, και ο Θεός έχει δώσει τη μαρτυρία του σχετικά με τον Υιό του. Όποιος πιστεύει στον Υιό του Θεού, αυτός έχει μέσα του αυτή τη μαρτυρία. Όποιος δεν πιστεύει στο Θεό, τον θεωρεί ψεύτη, γιατί δεν έδειξε εμπιστοσύνη στη μαρτυρία που έδωσε ο Θεός σχετικά με τον Υιό του. Να ποια είναι αυτή η μαρτυρία: Ο Θεός μάς χάρισε την αιώνια ζωή, κι αυτή η ζωή υπάρχει στην κοινωνία με τον Υιό του. Όποιος έχει τον Υιό, αυτός μόνο έχει τη ζωή· όποιος δεν έχει τον Υιό του Θεού, αυτός δεν έχει ούτε τη ζωή. Αυτά τα έγραψα σ’ εσάς που πιστεύετε στο όνομα του Υιού του Θεού, για να ξέρετε πως έχετε την αιώνια ζωή, και για να πιστεύετε στο όνομα του Υιού του Θεού. Και να γιατί έχουμε εμπιστοσύνη και θάρρος απέναντι στο Θεό: Αν του ζητήσουμε κάτι σύμφωνο με το θέλημά του, μας ακούει. Έτσι, ξέροντας ότι ακούει τα αιτήματά μας, είμαστε βέβαιοι πως θα εκπληρωθούν. Αν, λοιπόν, δει κανείς τον αδερφό του να διαπράττει μια αμαρτία που δεν οδηγεί στο θάνατο, να παρακαλέσει το Θεό, κι ο Θεός θα δώσει στον αδερφό τη ζωή. Αυτό το λέω για όσους διαπράττουν αμαρτίες που δεν οδηγούν στο θάνατο. Γιατί υπάρχει και αμαρτία που οδηγεί στο θάνατο. Δε λέω να παρακαλέσει για κείνη. Κάθε άδικη πράξη είναι αμαρτία· υπάρχουν όμως αμαρτίες που δεν οδηγούν στο θάνατο. Ξέρουμε πως όποιος έχει αναγεννηθεί από το Θεό δεν κυριεύεται από την αμαρτία· γιατί ο Υιός του Θεού τον προστατεύει, κι ο διάβολος δεν μπορεί να τον βλάψει. Ξέρουμε πως είμαστε παιδιά του Θεού και πως όλος ο κόσμος βρίσκεται κάτω από την εξουσία του διαβόλου. Ξέρουμε πως ο Υιός του Θεού ήρθε και μας έδωσε την πνευματική δύναμη για να γνωρίσουμε τον αληθινό Θεό. Είμαστε ενωμένοι με τον αληθινό Θεό μέσω του Υιού του, του Ιησού Χριστού. Αυτός είναι ο αληθινός Θεός, αυτός είναι η αιώνια ζωή. Παιδιά μου, φυλαχτείτε από τους ψεύτικους θεούς. Αμήν. Ο Πρεσβύτερος, προς την εκλεκτή κοινότητα και τα μέλη της, που εγώ τους αγαπάω αληθινά, κι όχι μόνο εγώ αλλά και όλοι όσοι έχουν γνωρίσει την αλήθεια. Σας αγαπάμε χάρη στην αλήθεια που βρίσκεται σ’ εμάς και θα μείνει μαζί μας αιώνια. Η χάρη, η ευσπλαχνία και η ειρήνη από τον Πατέρα Θεό και τον Κύριο Ιησού Χριστό, τον Υιό του Πατέρα, ας είναι μαζί σας με αλήθεια και αγάπη. Χάρηκα πάρα πολύ που βρήκα μέλη της κοινότητάς σας να σκέφτονται και να ζούνε σύμφωνα με την αλήθεια, όπως ακριβώς λέει η εντολή που λάβαμε από τον Πατέρα. Και τώρα σας παραγγέλλω, αγαπητή κοινότητα, να αγαπάμε ο ένας τον άλλο. Δε σας γράφω καμιά καινούρια εντολή, αλλά αυτήν που είχαμε εξαρχής. Να τι είναι η αγάπη: Να ζούμε σύμφωνα με τις εντολές του· και η εντολή, όπως την ακούσατε εξαρχής, είναι πως πρέπει να ζείτε με αγάπη. Πολλοί πλάνοι έχουν εμφανιστεί στον κόσμο, που δεν παραδέχονται ότι ο Ιησούς είναι ο Χριστός που έγινε άνθρωπος. Όποιος τα λέει αυτά είναι ο πλάνος και ο αντίχριστος. Προσέξτε τον εαυτό σας, για να μη χάσουμε ό,τι καταφέραμε ως τώρα, αλλά να μπορέσουμε να λάβουμε ολόκληρο το μισθό μας. Όποιος δεν μένει πιστός στη διδασκαλία του Χριστού αλλά την παραβαίνει, προχωρώντας δήθεν πέρα απ’ αυτή, δεν έχει κοινωνία με το Θεό· όποιος όμως μένει πιστός σε ό,τι δίδαξε ο Χριστός, αυτός έχει κοινωνία και με τον Πατέρα και με τον Υιό. Όταν, λοιπόν, κάποιος κήρυκας σας επισκέπτεται και δε διδάσκει αυτή τη διδαχή, μην τον βάζετε στο σπίτι σας και μην τον καλωσορίζετε, γιατί όποιος τον καλωσορίζει συμμετέχει στα πονηρά του έργα. Έχω πολλά ακόμη να σας γράψω. Δε θέλησα όμως να το κάνω με χαρτί και μελάνι. Ελπίζω να σας επισκεφτώ και να τα πούμε από κοντά. Έτσι η χαρά μας θα είναι πλήρης. Τα μέλη της εκλεκτής αδερφικής σας κοινότητας σας χαιρετούν. Αμήν. Ο Πρεσβύτερος, προς τον αγαπητό Γάιο, που εγώ τον αγαπώ αληθινά. Αγαπητέ, εύχομαι στο Θεό να υγιαίνεις και όλα να σου πηγαίνουν καλά, όπως πάει καλά και η πνευματική σου ζωή. Πολύ χάρηκα από τις πληροφορίες περαστικών αδερφών, πως μένεις πιστός στην αλήθεια και ζεις σύμφωνα μ’ αυτήν. Καμιά άλλη δεν έχω μεγαλύτερη χαρά παρά να μαθαίνω πως τα παιδιά μου ζουν σύμφωνα με την αλήθεια. Αγαπητέ, ενεργείς πιστά σε ό,τι κάνεις για τους αδερφούς, ακόμα κι όταν αυτοί προέρχονται από ξένες κοινότητες. Οι αδερφοί αυτοί μίλησαν για την αγάπη σου σε σύναξη της κοινότητάς μας. Καλά λοιπόν θα κάνεις να τους βοηθήσεις να συνεχίσουν το ταξίδι τους κατά τρόπο άξιο του θείου έργου που επιτελούν· γιατί περιοδεύουν στην υπηρεσία του ονόματος του Χριστού, χωρίς να δέχονται καμιά υποστήριξη από τους ειδωλολάτρες. Πρέπει, λοιπόν, εμείς οι χριστιανοί να δεχόμαστε τέτοιους ανθρώπους. Έτσι συμβάλλουμε στην εξάπλωση της αλήθειας. Έστειλα στην εκκλησία ένα γράμμα. Ο Διοτρεφής όμως, που του αρέσει να παρασταίνει τον αρχηγό τους, δε μας αποδέχεται. Γι’ αυτό, όταν έρθω, θα επισημάνω όλα τα έργα που διαπράττει συκοφαντώντας μας με λόγια πονηρά. Και δεν αρκείται σ’ αυτά. Όχι μόνο δεν φιλοξενεί τους περαστικούς ιεραποστόλους αδερφούς, αλλά εμποδίζει και όσους θέλουν να τους φιλοξενήσουν, και τους διώχνει από την εκκλησία. Αγαπητέ, μην παίρνεις για πρότυπο το κακό αλλά το καλό. Όποιος κάνει το καλό είναι παιδί του Θεού· όποιος κάνει το κακό δεν έχει δει το Θεό. Σχετικά με το Δημήτριο, ακούγονται από όλους καλές πληροφορίες. Κι η ίδια η πραγματικότητα το επιβεβαιώνει. Επιβεβαιώνουμε κι εμείς αυτή τη μαρτυρία, κι εσείς ξέρετε πως λέμε την αλήθεια. Πολλά είχα να σου γράψω, δε θέλω όμως να σου τα κάνω γνωστά με μελάνι και πένα. Ελπίζω γρήγορα να σε δω και τότε θα τα πούμε από κοντά. Η ειρήνη του Θεού να σε συντροφεύει. Οι φίλοι σε χαιρετούν. Χαιρέτησέ μου τους φίλους προσωπικά, έναν ένα. Ο Ιούδας, δούλος του Ιησού Χριστού και αδερφός του Ιακώβου. Προς τους αγαπημένους που τους κάλεσε ο Θεός Πατέρας και τους διατηρεί κοντά στον Ιησού Χριστό. Εύχομαι το έλεος, η ειρήνη και η αγάπη να πληθαίνουν ανάμεσά σας. Αγαπητοί μου, πάντοτε είχα μεγάλη επιθυμία να σας γράψω, για τη σωτηρία που χάρισε σ’ όλους μας ο Θεός. Τώρα όμως αναγκάζομαι να σας γράψω για να σας προτρέψω να συνεχίσετε τον αγώνα για την πίστη, που έχει δοθεί μια για πάντα στο λαό του Θεού. Αφορμή μού δίνουν μερικοί άνθρωποι, που παρεισέφρυσαν ανάμεσά σας. Οι ασεβείς αυτοί μετατρέπουν τη σωτήρια χάρη του Θεού σε κάθε λογής ασέλγεια, και δεν παραδέχονται ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο μοναδικός αφέντης και Κύριός μας. Από παλιά οι Γραφές είχαν προαναγγείλει την καταδίκη που τους περιμένει. Τα ξέρετε βέβαια όλα, θα ήθελα όμως να σας θυμίσω πως ο Κύριος αν και έσωσε στην αρχή το λαό από τη δουλεία της Αιγύπτου, στη συνέχεια αφάνισε όσους δεν πίστεψαν. Θυμηθείτε τους αγγέλους που δεν έμειναν πιστοί στο αξίωμά τους, αλλά εγκατέλειψαν την ουράνια κατοικία τους. Ο Κύριος τους έχει φυλακίσει στο σκοτάδι με αιώνια δεσμά, για να δικαστούν τη μεγάλη ημέρα της κρίσεως. Θυμηθείτε τα Σόδομα και τα Γόμορρα και τις γειτονικές τους πόλεις, που είχαν παραδοθεί κατά παρόμοιον μ’ αυτούς τρόπο στην πορνεία και στις αφύσικες ηδονές. Η αιώνια καταδίκη τους αποτελεί ζωντανό παράδειγμα. Το ίδιο συμβαίνει και με τους ανθρώπους αυτούς. Βλέπουν όνειρα που τους οδηγούν να μολύνουν με την αμαρτία το ίδιο τους το σώμα, να απορρίπτουν τη θεϊκή εξουσία και να καθυβρίζουν τους αγγέλους. Κι όμως, ούτε ο αρχάγγελος Μιχαήλ δεν τόλμησε να ξεστομίσει υβριστική κατηγορία εναντίον του διαβόλου, όταν σε μια φιλονικία μαζί του διεκδικούσε το σώμα του Μωυσή. Το μόνο που είπε ήταν: Ο Κύριος να σε κατακρίνει. Οι ψευδοδιδάσκαλοι, αντίθετα, καθυβρίζουν εκείνα που ξεπερνούν την αντίληψή τους· κι εκείνα που τα ξέρουν από ένστικτο, αυτά ακριβώς τους οδηγούν στην καταστροφή, σαν τα ζώα που δεν έχουν λογικό. Αλίμονό τους· βαδίζουν στ’ αχνάρια του Κάιν και σαν το Βαλαάμ έχουν ριχτεί ακράτητοι στην πλάνη της φιλαργυρίας. Με τις επαναστατικές αντιλογίες τους θα αφανιστούν όπως ο Κορέ. Αυτοί είναι βρώμικες κηλίδες, που συμμετέχουν χωρίς ντροπή στα κοινά σας δείπνα. Νοιάζονται μονάχα για τον εαυτό τους. Μοιάζουν με σύννεφα που παρασύρονται από τους ανέμους και δε φέρνουν βροχή· μοιάζουν με δέντρα που μέχρι και το φθινόπωρο δε δίνουν καρπό, και που, σαν ξεραθούν για τα καλά, τα ξεριζώνουν. Μοιάζουν με τ’ άγρια κύματα της θάλασσας, που αντί για αφρό ξεβράζουν τις ντροπές τους· με άστρα περιπλανώμενα, που τα προσμένει το παντοτινό, το ζοφερό σκοτάδι. Γι’ αυτούς προφήτεψε ο Ενώχ, έβδομη γενιά από τον Αδάμ, λέγοντας: «Ήρθε ο Κύριος με τις μυριάδες των αγίων αγγέλων του, για να κρίνει όλη την οικουμένη και να ελέγξει όλους τους ασεβείς ανάμεσά τους για τις αμαρτωλές τους πράξεις και για όσα σκληρά λόγια ξεστόμισαν εναντίον του οι ασεβείς κι αμαρτωλοί». Οι άνθρωποι αυτοί γογγύζουν και μεμψιμοιρούν για όλα. Ζουν σύμφωνα με τις επιθυμίες τους, ξεστομίζουν μεγάλα λόγια και κολακεύουν τους ανθρώπους, μόνο και μόνο για να ’χουν οι ίδιοι κάποιο όφελος. Εσείς όμως, αγαπητοί μου, να θυμάστε τα προφητικά λόγια των αποστόλων του Κυρίου μας Ιησού Χριστού: «Στους έσχατους χρόνους», σας έλεγαν, «θα εμφανιστούν άνθρωποι που θα σας εμπαίζουν και θα ζουν σύμφωνα με τις αμαρτωλές επιθυμίες τους». Αυτοί είναι που προκαλούν τις διαιρέσεις· κυριαρχούνται από τις φυσικές τους επιθυμίες κι όχι από το Πνεύμα του Θεού. Εσείς όμως, αγαπητοί μου, συνεχίστε να προοδεύετε στεριωμένοι πάνω στο θεμέλιο της πανάγιας πίστης σας και προσεύχεστε με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος. Διατηρήστε τον εαυτό σας στην αγάπη του Θεού, προσμένοντας το έλεος του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, που θα μας χαρίσει την αιώνια ζωή. Άλλους να τους ελεείτε με διάκριση, και άλλους να φροντίζετε να τους σώσετε με μεγάλη προσοχή, αρπάζοντάς τους μέσα από τη φωτιά, αποφεύγοντας ακόμη και ν’ αγγίζετε τα ρούχα τους που έχουν λερωθεί από την αμαρτωλή τους σάρκα. Σ’ αυτόν που μπορεί να σας προφυλάξει από κάθε πτώση και μπορεί να σας αξιώσει να σταθείτε χωρίς ψεγάδι, γεμάτοι χαρά μπροστά στην ένδοξη παρουσία του, στο μόνο σοφό Θεό, το σωτήρα μας, ανήκει η δόξα, η μεγαλοσύνη, η δύναμη και η εξουσία και τώρα και για πάντα. Αμήν. Αυτό το βιβλίο περιέχει την αποκάλυψη που έδωσε ο Θεός στον Ιησού Χριστό, για να φανερώσει στους δούλους του αυτά που είναι καθορισμένα να γίνουν πολύ σύντομα. Ο Ιησούς έστειλε τον άγγελό του και τα αποκάλυψε στο δούλο του τον Ιωάννη. Ο Ιωάννης έδωσε μαρτυρία για το λόγο του Θεού και για τον Ιησού Χριστό· γράφει όσα είδε. Μακάριος ο αναγνώστης κι όσοι ακούνε τα λόγια τούτης της προφητείας και τηρούν όσα λέει αυτό το βιβλίο· γιατί πλησιάζει ο καιρός. Ο Ιωάννης προς τις εφτά εκκλησίες που βρίσκονται στην Ασία. Εύχομαι να σας δίνουν χάρη και ειρήνη ο Θεός, αυτός που αληθινά υπάρχει, υπήρχε και θα ’ρθεί, και τα εφτά πνεύματα που είναι μπροστά στο θρόνο του, καθώς κι ο Ιησούς Χριστός, ο αξιόπιστος μάρτυρας. Αυτός αναστήθηκε πρώτος από τους νεκρούς κι εξουσιάζει τους άρχοντες της γης. Αυτός μας αγαπάει κι έχει χύσει το αίμα του για να μας καθαρίσει από τις αμαρτίες μας· μας έκανε έτσι μετόχους στην εξουσία του και κοινωνούς στην προσφορά λατρείας στον Πατέρα του Θεό. Σ’ αυτόν ανήκει η δόξα και η δύναμη για πάντα· αμήν. Νάτος, έρχεται μέσα στα σύννεφα και θα τον δούνε όλοι, ακόμα κι όσοι τον κεντήσαν με τη λόγχη, και θα θρηνήσουν εξαιτίας του όλοι οι λαοί της γης. Ναι, σίγουρα θα γίνει αυτό! «Εγώ είμαι το Άλφα και το Ωμέγα», λέει ο Θεός, ο Παντοκράτορας Κύριος, αυτός που αληθινά υπάρχει και υπήρχε και θα ’ρθεί. Εγώ ο Ιωάννης, ο αδερφός σας, που με τη δύναμη του Ιησού Χριστού συμμερίζομαι μαζί σας τους κατατρεγμούς κι υπομονετικά προσμένω τον ερχομό της βασιλείας του Θεού, βρέθηκα εξόριστος στο νησί της Πάτμου, γιατί κήρυξα το λόγο του Θεού και ομολόγησα τον Ιησού Χριστό. Μέρα Κυριακή με συνάρπασε το Πνεύμα. Άκουσα τότε πίσω μου μια φωνή βροντερή σαν σάλπιγγα, που έλεγε: «Γράψε αυτό που βλέπεις σε βιβλίο και στείλε το στις εξής εφτά εκκλησίες: Στην Έφεσο, στη Σμύρνη, στην Πέργαμο, στα Θυάτειρα, στις Σάρδεις, στη Φιλαδέλφεια και στη Λαοδίκεια». Γύρισα προς τα ’κει να δω ποιος μου μιλούσε. Και καθώς γύρισα, είδα εφτά λυχνοστάτες χρυσούς. Ανάμεσα στους εφτά λυχνοστάτες είδα κάποιον που έμοιαζε με άνθρωπο, ντυμένον με χιτώνα που έφτανε ως τα πόδια του, μ’ ένα χρυσό ζωνάρι που του έζωνε το στήθος. Στο κεφάλι του οι τρίχες ήταν κάτασπρες σαν ολόλευκο μαλλί ή σαν χιόνι και τα μάτια του ήταν σαν τη φλόγα της φωτιάς. Τα πόδια του έμοιαζαν με χρυσάφι πυρωμένο στο καμίνι. Η φωνή του ηχούσε σαν τη βουή του καταρράκτη. Στο δεξί του χέρι κρατούσε εφτά αστέρια, κι από το στόμα του έβγαινε ένα αιχμηρό δίκοπο σπαθί. Το πρόσωπό του έλαμπε σαν τον ήλιο σ’ όλη του τη λαμπρότητα. Όταν τον είδα, έπεσα μπροστά στα πόδια του σαν νεκρός. Εκείνος τότε ακούμπησε πάνω μου το δεξί του χέρι και μου είπε: «Μη φοβάσαι! Εγώ είμαι ο πρώτος και ο έσχατος. Εγώ είμαι ο ζωντανός· με θανάτωσαν, μα να που τώρα ζω για πάντα κι εξουσιάζω το θάνατο και το βασίλειό του. Γράψε, λοιπόν, αυτά που βλέπεις: όσα ανήκουν στο παρόν και όσα μέλλεται να γίνουν ύστερα απ’ αυτά. Άκουσε τώρα τι σημαίνουν τα εφτά αστέρια που είδες στο δεξί μου χέρι και οι εφτά χρυσοί λυχνοστάτες: Τα εφτά αστέρια είναι οι άγγελοι των εφτά εκκλησιών και οι εφτά λυχνοστάτες είναι οι εφτά εκκλησίες». «Στον άγγελο της εκκλησίας της Εφέσου γράψε: Να τι λέει αυτός που κρατάει τα εφτά αστέρια στο δεξί του χέρι και περπατάει ανάμεσα στους εφτά χρυσούς λυχνοστάτες: Ξέρω καλά τα έργα σου, πόσο κοπιάζεις και πόση υπομονή δείχνεις. Ξέρω πως δεν μπορείς να ανεχτείς τους κακούς· αυτούς που λένε πως είναι τάχα απόστολοι χωρίς να είναι· τους δοκίμασες και τους βρήκες κίβδηλους. Έχεις υπομονή· για χάρη μου υπέμεινες δεινά και δεν απόκαμες. Έχω όμως κάτι εναντίον σου: Η αγάπη σου δεν είναι όπως στην αρχή. Θυμήσου λοιπόν από πού ξέπεσες· μετανόησε και γύρνα ξανά στην αρχική διαγωγή σου. Αλλιώς, θα καταφτάσω γρήγορα για να μετακινήσω το λυχνοστάτη σου από τον τόπο του, αν δεν δείξεις μετάνοια. Έχεις όμως κι ένα καλό: Μισείς όσα κάνουν οι Νικολαΐτες, που τα μισώ κι εγώ. Όποιος έχει αυτιά, ας ακούσει τι λέει το Πνεύμα στις εκκλησίες. Σ’ όποιον νικήσει θα του δώσω να φάει τον καρπό από το δέντρο της ζωής, που βρίσκεται στον παράδεισο του Θεού μου». «Στον άγγελο της εκκλησίας της Σμύρνης γράψε: Να τι λέει ο πρώτος και ο έσχατος, που τον θανάτωσαν και όμως ζει: Ξέρω καλά τα έργα σου και πως σε κατατρέχουν και πως είσαι φτωχός –κι όμως είσαι πλούσιος. Ξέρω πως σε διαβάλλουν άνθρωποι που ισχυρίζονται ότι ανήκουν τάχα στο λαό του Θεού· αυτοί όμως δεν είναι δικοί του, γιατί ανήκουν στη σύναξη του σατανά. Μη φοβάσαι καθόλου για όσα σου μέλλεται να πάθεις. Ο διάβολος θα ρίξει μερικούς από σας στη φυλακή για να δοκιμαστείτε. Ο διωγμός θα κρατήσει δέκα μέρες. Κράτα την πίστη σου, ακόμη κι αν σου στοιχίσει τη ζωή, κι εγώ θα σου δώσω για στεφάνι της νίκης, την αιώνια ζωή. Όποιος έχει αυτιά, ας ακούσει τι λέει το Πνεύμα στις εκκλησίες. Το νικητή δεν θα μπορέσει να τον πειράξει ο δεύτερος θάνατος». «Στον άγγελο της εκκλησίας της Περγάμου γράψε: Να τι λέει ο Κύριος, αυτός που έχει το αιχμηρό, δίκοπο σπαθί: Ξέρω καλά τα έργα σου και πού κατοικείς: εκεί που έχει στήσει το θρόνο του ο σατανάς. Παρέμεινες όμως πιστός στο όνομά μου και δεν απαρνήθηκες την πίστη σου σ’ εμένα, ακόμα κι όταν στον τόπο σας όπου κατοικεί ο σατανάς, σκότωσαν την εποχή του διωγμού τον Αντίπα, που μαρτύρησε για να μου μείνει πιστός. Έχω όμως και μερικά εναντίον σου· ανέχεσαι να υπάρχουν εκεί οπαδοί της διδασκαλίας του Βαλαάμ. Αυτός είχε δασκαλέψει το Βαλάκ να παρασύρει στην αμαρτία τούς Ισραηλίτες και να φάνε ειδωλόθυτα και ν’ αποστατήσουν από το Θεό. Έτσι κι εσύ ανέχεσαι να υπάρχουν οπαδοί της διδασκαλίας των Νικολαϊτών. Μετανόησε, λοιπόν· αλλιώς, θα καταφτάσω σύντομα κοντά σου και θα πολεμήσω εναντίον τους με το σπαθί που βγαίνει από το στόμα μου. Όποιος έχει αυτιά, ας ακούσει τι λέει το Πνεύμα στις εκκλησίες. Όποιος νικήσει, θα του δώσω από το κρυμμένο μάννα. Θα του δώσω και μια άσπρη ψηφίδα, μ’ ένα καινούριο όνομα γραμμένο πάνω της, που δε θα το ξέρει κανένας άλλος, εκτός απ’ αυτόν που θα την πάρει». «Στον άγγελο της εκκλησίας των Θυατείρων γράψε: Να τι λέει ο Υιός του Θεού, που τα μάτια του είναι σαν τη φλόγα της φωτιάς και τα πόδια του μοιάζουν με χρυσάφι: Ξέρω καλά τα έργα σου: την αγάπη, την πίστη, τις υπηρεσίες σου στους αδερφούς, την καρτερικότητά σου. Ξέρω ακόμα πως τα τελευταία σου έργα είναι περισσότερα από τα πρώτα. Έχω όμως μερικά εναντίον σου: Τη γυναίκα σου, την Ιεζάβελ, που λέει πως είναι τάχα προφήτισσα, την αφήνεις να παρασύρει με τη διδασκαλία της τους δούλους μου ν’ αποστατήσουν από το Θεό και να φάνε ειδωλόθυτα. Της έδωσα προθεσμία να μετανοήσει, αυτή όμως δε θέλει να μετανοήσει και επιμένει στην αποστασία της. Γι’ αυτό θα τη ρίξω άρρωστη στο κρεβάτι, κι όσοι συμπράττουν μαζί της θα πέσουν σε μεγάλη δοκιμασία –εκτός κι αν αλλάξουν ζωή και πάψουν ν’ ακολουθούν τη συμπεριφορά της– και θα χτυπήσω με θανατικό τα παιδιά της. Θα μάθουν έτσι όλες οι εκκλησίες πως εγώ ξέρω τι κρύβει ο νους και η καρδιά του ανθρώπου· θα κρίνω τον καθένα σας ανάλογα με τα έργα σας. Σ’ εσάς όμως τους άλλους πιστούς των Θυατείρων, που δεν παρασυρθήκατε από τη διδαχή της Ιεζάβελ και δε λέτε πως μάθατε τα απόκρυφα μυστικά του σατανά, όπως ισχυρίζονται οι οπαδοί της, σ’ εσάς λέω πως δεν θα σας επιβαρύνω με άλλες δοκιμασίες. Κρατήστε όμως σταθερά αυτό που έχετε ωσότου έρθω. Όποιος μένει πιστός ως το τέλος στη διαγωγή που εγώ του ζητώ και φτάσει έτσι στη νίκη, θα του δώσω εξουσία πάνω στα έθνη. Θα τα κυβερνήσει με σιδερένια πυγμή και θα τα συντρίψει σαν πήλινα σκεύη. Θα του δώσω την εξουσία που κι εγώ πήρα από τον Πατέρα μου, κι ακόμα θα του δώσω το άστρο το πρωινό. Όποιος έχει αυτιά, ας ακούσει τι λέει το Πνεύμα στις εκκλησίες». «Στον άγγελο της εκκλησίας των Σάρδεων γράψε: Να τι λέει ο Κύριος, που έχει τα εφτά πνεύματα του Θεού και τα εφτά αστέρια: Ξέρω καλά τα έργα σου: τ’ όνομά σου λέει πως είσαι ζωντανός, μα στην πραγματικότητα είσαι νεκρός. Ξύπνα και στήριξε τους άλλους, γιατί κινδυνεύουν να πεθάνουν. Σε δοκίμασα και βρήκα πως τα ως τώρα έργα σου δεν μπορούν να σταθούν μπροστά στο Θεό μου. Για θυμήσου πώς δέχτηκες το μήνυμα της σωτηρίας και με πόσο ζήλο το άκουσες! Μείνε πιστός σ’ αυτό και μετανόησε. Γιατί, αν δεν ξυπνήσεις, θα σου έρθω ξαφνικά όπως ο κλέφτης, χωρίς να ξέρεις ποια ώρα θα ’ρθώ να σε κρίνω. Έχεις όμως και μερικούς πιστούς στις Σάρδεις, που δε μόλυναν τα ρούχα τους με την απιστία. Αυτοί θα βαδίσουν μαζί μου ντυμένοι στα λευκά, γιατί το αξίζουν. Το νικητή θα τον ντύσει ο Θεός με τα λευκά ρούχα της νίκης· δε θα διαγράψω το όνομά του από το βιβλίο της ζωής και θα τον αναγνωρίσω ως δικό μου μπροστά στο Θεό και στους αγγέλους του. Όποιος έχει αυτιά ας ακούσει τι λέει το Πνεύμα στις εκκλησίες». «Στον άγγελο της εκκλησίας της Φιλαδέλφειας γράψε: Να τι λέει ο Κύριος, που είναι άγιος και τηρεί τις υποσχέσεις του, που έχει τα κλειδιά του Δαβίδ, κι όταν ανοίγει, κανείς δεν μπορεί να κλείσει· και όταν κλείνει, κανείς δεν μπορεί ν’ ανοίξει. Ξέρω καλά τα έργα σου· μικρές είναι οι δυνάμεις σου, κι όμως έμεινες πιστός στο λόγο μου και δε με απαρνήθηκες. Γι’ αυτό έχω ανοίξει μπροστά σου μια πόρτα που κανένας δε θα μπορέσει να την κλείσει. Υπάρχουν μερικοί που ισχυρίζονται πως ανήκουν στο λαό του Θεού· αλλά δεν ανήκουν, λένε ψέματα· στην πραγματικότητα ανήκουν στη σύναξη του σατανά. Αυτούς θα τους κάνω να ’ρθούν και να γονατίσουν ταπεινωμένοι μπροστά σου, για να μάθουν πως εγώ εσένα αγάπησα. Επειδή τήρησες το λόγο μου κι έδειξες υπομονή, γι’ αυτό κι εγώ θα σε διαφυλάξω όταν θα έρθει η ώρα του τελικού πειρασμού, που θ’ αποτελέσει τη μεγάλη δοκιμασία για τον κόσμο, για όλους τους κατοίκους της γης. Όπου να ’ναι έρχομαι. Κράτα σταθερά αυτό που έχεις, για να μη σου αφαιρέσει κανείς το στεφάνι της νίκης σου. Το νικητή θα τον κάνω στύλο αμετακίνητο στο ναό του Θεού μου· θα γράψω πάνω του το όνομα του Θεού μου και το όνομα της πόλης του Θεού μου, της νέας Ιερουσαλήμ, που κατεβαίνει από τον ουρανό, από το Θεό μου· κι επίσης θα γράψω πάνω του το καινούριο όνομά μου. Όποιος έχει αυτιά ας ακούσει τι λέει το Πνεύμα στις εκκλησίες». «Στον άγγελο της εκκλησίας της Λαοδίκειας γράψε: Να τι λέει ο Αμήν, ο αξιόπιστος κι αληθινός μάρτυρας, αυτός που είναι η αιτία όλων των δημιουργημάτων του Θεού: Ξέρω καλά τα έργα σου: δεν είσαι ούτε κρύος ούτε ζεστός. Μακάρι να ήσουν κρύος ή ζεστός! Επειδή όμως δεν είσαι ούτε κρύος ούτε ζεστός αλλά χλιαρός, γι’ αυτό θα σε ξεράσω από το στόμα μου. Καυχιέσαι πως είσαι πλούσιος, πως απόχτησες μεγάλη περιουσία, πως δεν έχεις ανάγκη από τίποτε. Ξεχνάς, φαίνεται, πως στην πραγματικότητα είσαι ταλαίπωρος κι αξιοθρήνητος, φτωχός, τυφλός και γυμνός. Γι’ αυτό σε συμβουλεύω ν’ αγοράσεις από μένα χρυσάφι καθαρισμένο στη φωτιά, για ν’ αποκτήσεις πλούτη· ρούχα λευκά για να ντυθείς και να μην ντρέπεσαι που φαίνεται η γύμνια σου· κολλύριο για ν’ αλείψεις τα μάτια σου και ν’ αποκτήσεις το φως σου. Εγώ όσους αγαπώ τους διαπαιδαγωγώ με αυστηρότητα. Γι’ αυτό δείξε ζήλο και μετανόησε. Δες με, στέκομαι μπροστά στην πόρτα και χτυπώ. Αν κάποιος ακούσει τη φωνή μου και μ’ ανοίξει την πόρτα, θα μπω στο σπίτι του και θα δειπνήσω μαζί του, κι αυτός μαζί μου. Το νικητή θα τον βάλω να καθίσει μαζί μου στο θρόνο μου, όπως κάθισα κι εγώ νικητής μαζί με τον Πατέρα μου στο θρόνο του. Όποιος έχει αυτιά, ας ακούσει τι λέει το Πνεύμα στις εκκλησίες». Ύστερα απ’ αυτά, είδα μια πύλη ανοιχτή στον ουρανό. Και η φωνή που άκουσα προηγουμένως ν’ αντηχεί σαν σάλπιγγα απευθύνθηκε σ’ εμένα και μου είπε: «Ανέβα εδώ πάνω για να σου δείξω τι θα συμβεί ύστερα απ’ αυτά». Αμέσως τότε με συνήρπασε το Πνεύμα και είδα ένα θρόνο στον ουρανό και κάποιον να κάθεται στο θρόνο. Είχε θωριά που άστραφτε όπως ο ίασπις και το σάρδιο, τα πολύτιμα πετράδια. Ένα φωτεινό τόξο περικύκλωνε το θρόνο, που λαμπύριζε σαν το σμαράγδι. Είκοσι τέσσερις άλλοι θρόνοι σχημάτιζαν έναν κύκλο γύρω από το θρόνο· σ’ αυτούς τους θρόνους κάθονταν οι είκοσι τέσσερις πρεσβυτύτεροι ντυμένοι με λευκά ρούχα, και με χρυσά στεφάνια στο κεφάλι τους. Από το θρόνο έβγαιναν αστραπές, φωνές και βροντές, και μπροστά του έκαιγαν εφτά πύρινες λαμπάδες, δηλαδή τα εφτά πύρινα πνεύματα του Θεού. Μπροστά από το θρόνο απλωνόταν κάτι σαν θάλασσα από γυαλί, όμοια με κρύσταλλο. Στο κέντρο, γύρω από το θρόνο, βρίσκονταν τέσσερα όντα γεμάτα μάτια, μπροστά και πίσω. Το πρώτο ον έμοιαζε με λιοντάρι, το δεύτερο με μοσχάρι, το τρίτο είχε όψη ανθρώπινη και το τέταρτο έμοιαζε με αετό που πετάει. Καθένα από τα τέσσερα όντα είχε έξι φτερούγες, και όλα τους είχαν παντού μάτια γύρω γύρω κι από μέσα. Τα τέσσερα όντα έλεγαν ακατάπαυστα, μέρα νύχτα: «Άγιος, άγιος, άγιος είναι ο Κύριος, ο Θεός ο Παντοκράτορας! Αυτός που αληθινά υπήρχε, υπάρχει και θα ’ρθεί». Όταν τα τέσσερα όντα δοξολογούν, αινούν και αναπέμπουν ευχαριστία σ’ αυτόν που κάθεται στο θρόνο και ζει παντοτινά, οι είκοσι τέσσερις πρεσβύτεροι πέφτουν μπροστά σ’ αυτόν που κάθεται στο θρόνο, προσκυνούν αυτόν που ζει παντοτινά, αποθέτουν τα στεφάνια τους μπροστά στο θρόνο και λένε: «Σ’ εσένα ανήκει, Κύριε και Θεέ μας, η δοξολογία, ο αίνος και η δύναμη, γιατί εσύ δημιούργησες τα πάντα· το θέλημά σου τους έδωσε τη δύναμη και τη ζωή». Είδα πως αυτός που καθόταν στο θρόνο κρατούσε στο δεξί του χέρι ένα βιβλίο σε σχήμα κυλίνδρου. Το βιβλίο ήταν γραμμένο και από τη μέσα και από την έξω πλευρά, κι εκεί που έκλεινε ήταν σφραγισμένο με εφτά σφραγίδες από βουλοκέρι. Είδα ακόμα έναν άγγελο δυνατό που διαλαλούσε μεγαλόφωνα: «Ποιος είναι άξιος να σπάσει τις σφραγίδες του βιβλίου και να το ανοίξει;» Και δε βρέθηκε κανένας, ούτε στον ουρανό ούτε στη γη ούτε κάτω από τη γη, που να μπορεί ν’ ανοίξει ή έστω και ν’ αντικρύσει το βιβλίο. Άρχισα τότε να κλαίω πολύ που δε βρέθηκε κανένας ν’ ανοίξει το βιβλίο ή έστω να το αντικρύσει. Ένας από τους πρεσβυτυτέρους μού λέει τότε: «Μην κλαις, γιατί το λιοντάρι από τη φυλή του Ιούδα, ο απόγονος του Δαβίδ, νίκησε στη μάχη που έδωσε, και μπορεί να σπάσει τις εφτά σφραγίδες και ν’ ανοίξει το βιβλίο». Είδα τότε μπροστά στο θρόνο και στο μέσο των τεσσάρων όντων και στο μέσο των πρεσβυτέρων, να στέκεται ένα Αρνίο. Έμοιαζε να το έχουν θυσιάσει. Είχε εφτά κέρατα κι εφτά μάτια –αυτά είναι τα εφτά πνεύματα του Θεού που αποστέλλονται σ’ όλη τη γη. Το Αρνίο πήγε και πήρε το κυλινδρικό βιβλίο από το δεξί χέρι εκείνου που κάθεται στο θρόνο. Όταν πήρε το βιβλίο, τα τέσσερα όντα και οι είκοσι τέσσερις πρεσβύτεροι έπεσαν μπροστά στο Αρνίο. Καθένας τους κρατούσε μια κιθάρα και χρυσά θυμιατήρια γεμάτα θυμίαμα– αυτά είναι οι προσευχές των πιστών– κι έψελναν έναν καινούριο ύμνο: «Είσαι άξιος να πάρεις το βιβλίο και ν’ ανοίξεις τις σφραγίδες του. Γιατί θυσιάστηκες και με το αίμα σου μας εξαγόρασες για το Θεό, από κάθε φυλή, γλώσσα, λαό και έθνος. Βασιλιάδες τούς έκανες αυτούς και ιερείς για να λατρεύουν το Θεό μας· θα γίνουν κυρίαρχοι πάνω στη γη». Ύστερα είδα κι άκουσα μια χορωδία γύρω από το θρόνο, τα τέσσερα όντα και τους πρεσβυτέρους· την αποτελούσαν ένα αναρίθμητο πλήθος αγγέλων, που έλεγαν με δυνατή φωνή: «Το Αρνίο που θυσιάστηκε είναι άξιο να λάβει δύναμη, πλούτο και σοφία, ισχύ, τιμή, δόξα κι ευλογία». Κι ύστερα άκουσα όλα τα πλάσματα του σύμπαντος στον ουρανό, στη γη, κάτω από τη γη και μέσα στη θάλασσα, όλα αυτά τ’ άκουσα να υμνολογούν: «Αυτός που κάθεται στο θρόνο και το Αρνίο να ’ναι για πάντα ευλογημένοι, τιμημένοι, δοξασμένοι και ισχυροί». Τα τέσσερα όντα αποκρίνονταν: «Αμήν». Και οι πρεσβύτεροι έπεσαν και προσκύνησαν. Είδα τότε το Αρνίο ν’ ανοίγει την πρώτη απ’ τις εφτά σφραγίδες, κι άκουσα ένα από τα τέσσερα όντα να λέει με φωνή που έμοιαζε με βροντή: «Έλα». Κοίταξα, και είδα ένα άσπρο άλογο, που ο καβαλάρης του κρατούσε ένα τόξο· του δόθηκε ένα στεφάνι νίκης, και νικητής έφυγε για νέες νίκες. Όταν το Αρνίο άνοιξε τη δεύτερη σφραγίδα, άκουσα το δεύτερο ον να λέει: «Έλα». Βγήκε τότε ένα άλλο άλογο, κόκκινο σαν τη φωτιά· στον καβαλάρη του δόθηκε ένα μεγάλο σπαθί με την εντολή να αφαιρέσει την ειρήνη από τη γη, και οι άνθρωποι να σφάξουν ο ένας τον άλλο. Όταν το Αρνίο άνοιξε την τρίτη σφραγίδα, άκουσα το τρίτο ον να λέει: «Έλα». Κοίταξα, και είδα ένα μαύρο άλογο, που ο καβαλάρης του κρατούσε στο χέρι του μια ζυγαριά. Τότε άκουσα κάτι σαν φωνή να βγαίνει ανάμεσα από τα τέσσερα όντα και να λέει: «Ένα κιλό σιτάρι ή τρία κιλά κριθάρι θα φτάσουν ένα μεροκάματο· μην πειράξεις όμως το λάδι και το κρασί». Όταν το Αρνίο άνοιξε την τέταρτη σφραγίδα, άκουσα τη φωνή του τέταρτου όντος να λέει: «Έλα». Κοίταξα, και είδα ένα πρασινοκίτρινο άλογο· ο καβαλάρης του λεγόταν Θάνατος, κι από πίσω του ακολουθούσε ο Άδης. Τους δόθηκε η εξουσία να σκοτώσουν το ένα τέταρτο της οικουμένης με πόλεμο, με πείνα, με θανατικό και με τα θηρία της γης. Όταν το Αρνίο άνοιξε την πέμπτη σφραγίδα, είδα κάτω από το θυσιαστήριο τις ψυχές εκείνων που σφαγιάστηκαν για το λόγο του Θεού και για τη μαρτυρία που έδωσαν για το Αρνίο. Αυτοί κραύγασαν με δυνατή φωνή: «Ως πότε, επιτέλους, Δέσποτα άγιε και αληθινέ; Πότε θα έρθει η κρίση σου; Πότε θα πάρεις πίσω το αίμα μας απ’ τους κατοίκους της γης;» Τότε δόθηκε στον καθένα μια λευκή στολή, και τους είπαν ν’ αναπαυτούν για λίγο ακόμα, ώσπου να συμπληρωθεί ο αριθμός των συνδούλων κι αδερφών τους που τους μέλλεται να θανατωθούν όπως κι εκείνοι. Μετά είδα το Αρνίο ν’ ανοίγει την έκτη σφραγίδα. Τότε έγινε σεισμός μεγάλος, ο ήλιος έγινε μαύρος σαν πένθιμο ρούχο, το φεγγάρι έγινε όλο κόκκινο σαν αίμα, και τ’ αστέρια του ουρανού έπεσαν στη γη, όπως πέφτουν τα άγουρα σύκα, που τα ρίχνει η συκιά όταν τη φυσάει δυνατός άνεμος. Ο ουρανός εξαφανίστηκε όπως τυλίγεται με μιας ένα κυλινδρικό χειρόγραφο, κι όλα τα βουνά και τα νησιά μετακινήθηκαν από τη θέση τους. Τότε οι βασιλιάδες της γης και οι κυβερνήτες, οι στρατηγοί, οι πλούσιοι, οι δυνατοί και όλοι, δούλοι κι ελεύθεροι, κρύφτηκαν στις σπηλιές και στα βράχια των βουνών κι έλεγαν στα βουνά και στα βράχια: «Πέστε πάνω μας και κρύψτε μας απ’ αυτόν που κάθεται στο θρόνο κι από την οργή του Αρνίου. Έφτασε η μεγάλη ημέρα της οργής του· ποιος μπορεί να την αντέξει;» Ύστερα απ’ αυτό είδα τέσσερις αγγέλους να στέκονται στις τέσσερις γωνιές της γης και να κρατούν τους τέσσερις ανέμους της γης για να μη φυσάει στη γη, μήτε στη θάλασσα, μήτε σε κανένα δέντρο. Και είδα έναν άλλο άγγελο να βγαίνει από ’κει που ανατέλλει ο ήλιος, κρατώντας τη σφραγίδα του ζωντανού Θεού. Αυτός έκραξε με δυνατή φωνή στους τέσσερις αγγέλους που είχαν εντολή να καταστρέψουν τη γη και τη θάλασσα: «Μην καταστρέψετε τη γη μήτε τη θάλασσα μήτε τα δέντρα, ώσπου να σφραγίσουμε αυτούς που ανήκουν στο Θεό μας, βάζοντας σημάδι στο μέτωπό τους». Κι άκουσα πόσοι ήταν αυτοί που σφραγίστηκαν: εκατόν σαράντα τέσσερις χιλιάδες απ’ όλες τις φυλές του Ισραήλ. Από τη φυλή Ιούδα δώδεκα χιλιάδες σφραγισμένοι, από τη φυλή Ρουβήν δώδεκα χιλιάδες, από τη φυλή Γαδ δώδεκα χιλιάδες, από τη φυλή Ασήρ δώδεκα χιλιάδες, από τη φυλή Νεφθαλείμ δώδεκα χιλιάδες, από τη φυλή Μανασσή δώδεκα χιλιάδες, από τη φυλή Συμεών δώδεκα χιλιάδες, από τη φυλή Λευί δώδεκα χιλιάδες, από τη φυλή Ισσάχαρ δώδεκα χιλιάδες, από τη φυλή Ζαβουλών δώδεκα χιλιάδες, από τη φυλή Ιωσήφ δώδεκα χιλιάδες, από τη φυλή Βενιαμίν δώδεκα χιλιάδες σφραγισμένοι. Ύστερα απ’ αυτά, είδα ένα αμέτρητο πλήθος –που κανείς δεν ήταν σε θέση να το μετρήσει– από κάθε έθνος, φυλή, λαό και γλώσσα, να στέκεται μπροστά στο θρόνο και στο Αρνίο· φορούσαν λευκές στολές, κρατούσαν φοινικόκλαδα στα χέρια τους και έκραζαν με δυνατή φωνή: «Η σωτηρία είναι στα χέρια του Θεού μας, που κάθεται στο θρόνο, και του Αρνίου!» Όλοι οι άγγελοι που στέκονταν γύρω από το θρόνο, από τους πρεσβυτυτέρους κι από τα τέσσερα όντα, έπεσαν μπροστά στο θρόνο με τα πρόσωπα καταγής και προσκύνησαν το Θεό, λέγοντας: «Αληθινά, ευλογία και δόξα και σοφία, ευχαριστία και τιμή και δύναμη και ισχύς ανήκουν για πάντα στο Θεό μας. Αμήν». Τότε ένας από τους πρεσβυτέρους μού είπε: «Ποιοι είναι αυτοί που φορούν λευκή στολή κι από πού ήρθαν;» Εγώ του απάντησα: «Κύριέ μου, εσύ ξέρεις». Τότε αυτός μου είπε: «Αυτοί είναι εκείνοι που πέρασαν το μεγάλο διωγμό· έπλυναν τη στολή τους και τη λεύκαναν με το αίμα του Αρνίου. Γι’ αυτό στέκονται μπρος στο θρόνο του Θεού και τον λατρεύουν μέρα και νύχτα στο ναό του, κι αυτός που κάθεται στο θρόνο θα ’ναι πάντα μαζί τους. Δε θα πεινάσουν πια, ούτε ποτέ θα διψάσουν· δε θα υποφέρουν από τον ήλιο ούτε από άλλον καύσωνα. Το Αρνίο που είναι στη μέση του θρόνου σαν καλός βοσκός θα τους κατευθύνει, και θα τους οδηγήσει στις νεροπηγές της ζωής. Ο Θεός θα εξαφανίσει κάθε δάκρυ απ’ τα μάτια τους». Όταν το Αρνίο άνοιξε την έβδομη σφραγίδα, έγινε σιγή στον ουρανό για μισή περίπου ώρα. Είδα τότε να δίνονται στους εφτά αγγέλους, που στέκονταν μπροστά στο Θεό, εφτά σάλπιγγες. Ένας άλλος άγγελος ήρθε και στάθηκε στο θυσιαστήριο κρατώντας χρυσό θυμιατήρι. Και του δόθηκε πολύ θυμίαμα για να το προσφέρει, μαζί με τις προσευχές όλων όσοι ανήκουν στο λαό του Θεού, πάνω στο χρυσό θυσιαστήριο που βρισκόταν μπροστά στο θρόνο του Θεού. Απ’ τα χέρια του αγγέλου ο καπνός ανέβαινε με τις προσευχές των πιστών μπροστά στο Θεό. Πήρε μετά ο άγγελος το θυμιατήρι, το γέμισε από τ’ αναμμένα κάρβουνα του θυσιαστηρίου και το ’ριξε στη γη. Έγιναν τότε βροντές, φωνές, αστραπές και σεισμός. Οι εφτά άγγελοι που κρατούσαν τις εφτά σάλπιγγες ετοιμάστηκαν να σαλπίσουν. Σάλπισε ο πρώτος· ήρθε τότε χαλάζι και φωτιά ανακατωμένα με αίμα και ρίχτηκαν πάνω στη γη. Και κατακάηκε το ένα τρίτο της γης και το ένα τρίτο των δέντρων και κάθε χλωρό χορτάρι. Σάλπισε κι ο δεύτερος άγγελος· και κάτι σαν μεγάλο βουνό που καιγόταν ρίχτηκε στη θάλασσα. Το ένα τρίτο της θάλασσας έγινε αίμα, πέθανε το ένα τρίτο των ζωντανών πλασμάτων, που είναι στη θάλασσα και καταστράφηκε το ένα τρίτο των πλοίων. Σάλπισε κι ο τρίτος άγγελος· κι έπεσε απ’ τον ουρανό ένα μεγάλο αστέρι που καιγόταν σαν λαμπάδα. Έπεσε στο ένα τρίτο των ποταμών και των πηγών. Το όνομα του αστεριού ήταν Αψιθιά, και πίκρισε το ένα τρίτο των υδάτων, και πολλοί άνθρωποι πέθαναν, γιατί το νερό έγινε φαρμάκι. Σάλπισε κι ο τέταρτος άγγελος· και χτυπήθηκε το ένα τρίτο του ήλιου, το ένα τρίτο της σελήνης και το ένα τρίτο των άστρων, ώστε να σκοτεινιάσουν κατά το ένα τρίτο τους. Έτσι, η μέρα έχασε το φως της κατά το ένα τρίτο, το ίδιο και η νύχτα. Τότε είδα έναν μεγάλο αετό να πετάει μεσουρανίς κι άκουσα να λέει με δυνατή φωνή: «Αλίμονο, αλίμονο! Αλίμονο σ’ αυτούς που κατοικούν στη γη, όταν θ’ ακουστεί ο ήχος της σάλπιγγας των τριών αγγέλων που μένουν ακόμη να σαλπίσουν». Σάλπισε κι ο πέμπτος άγγελος· κι είδα ένα αστέρι να πέφτει απ’ τον ουρανό στη γη, και του δόθηκε το κλειδί του πηγαδιού που οδηγεί στην άβυσσο. Το αστέρι άνοιξε το πηγάδι της αβύσσου απ’ όπου βγήκε καπνός, σαν τον καπνό που βγάζει ένα αναμμένο καμίνι· ο ήλιος κι η ατμόσφαιρα σκοτείνιασαν απ’ τον καπνό του πηγαδιού. Από τον καπνό βγήκαν ακρίδες πάνω στη γη, στις οποίες δόθηκε εξουσία σαν την εξουσία που έχουν οι σκορπιοί της γης. Τους δόθηκε εντολή να μη βλάψουν το χορτάρι της γης, ούτε κανένα χλωρό φυτό ούτε κανένα δέντρο, παρά μόνο τους ανθρώπους εκείνους που δεν έχουν τη σφραγίδα του Θεού στα μέτωπά τους. Αυτούς πήραν την εντολή να μην τους σκοτώσουν, αλλά μόνο να τους αφήσουν να βασανιστούν πέντε μήνες. Το βάσανό τους θα είναι σαν τον πόνο που προκαλεί ο σκορπιός όταν τσιμπήσει τον άνθρωπο. Εκείνες τις μέρες θ’ αποζητούν οι άνθρωποι το θάνατο, κι ο θάνατος δεν θα έρχεται. Θα παρακαλούν να πεθάνουν, κι ο θάνατος θ’ απομακρύνεται απ’ αυτούς. Στην εμφάνιση οι ακρίδες έμοιαζαν με άλογα έτοιμα για πόλεμο. Πάνω στα κεφάλια τους είχαν κάτι σαν στεφάνια που έμοιαζαν χρυσά, και τα πρόσωπά τους ήταν σαν πρόσωπα ανθρώπων. Είχαν μαλλιά σαν τα μαλλιά των γυναικών, και δόντια σαν των λιονταριών. Είχαν θώρακες που έμοιαζαν με σιδερένιους, και το πλατάγισμα των φτερών τους έμοιαζε με το θόρυβο αρμάτων που τρέχουν για πόλεμο δεμένα σε πολλά άλογα. Είχαν ουρές σαν των σκορπιών και κεντριά· στις ουρές τους βρισκόταν η δύναμή τους να βασανίσουν τους ανθρώπους για πέντε μήνες. Βασιλιά τους έχουν τον άγγελο της αβύσσου· το όνομά του είναι στα εβραϊκά Αβαδδών και στα ελληνικά Απολύων, δηλαδή Καταστροφέας. Το ένα το αλίμονο πέρασε· ύστερα απ’ αυτό ακολουθούν άλλα δύο αλίμονο. Σάλπισε κι ο έκτος άγγελος· κι από τις τέσσερις γωνίες του χρυσού θυσιαστηρίου, που βρισκόταν μπροστά στο Θεό, άκουσα μια φωνή να λέει στον έκτο άγγελο, που κρατούσε τη σάλπιγγα: «Λύσε τους τέσσερις αγγέλους που είναι δεμένοι στο μεγάλο ποταμό, τον Ευφράτη». Λύθηκαν τότε οι τέσσερις άγγελοι που είχαν προετοιμαστεί για τη συγκεκριμένη αυτή ώρα και μέρα και μήνα και έτος, να σκοτώσουν το ένα τρίτο των ανθρώπων. Άκουσα πως το ιππικό του στρατού αυτού ήταν διακόσια εκατομμύρια. Τα άλογα και οι καβαλάρηδες που είδα στο όραμά μου, φορούσαν θώρακες κόκκινους σαν φωτιά, γαλαζωπούς σαν τον υάκινθο και κίτρινους σαν το θειάφι. Τα κεφάλια των αλόγων ήταν σαν του λιονταριού κι από τα στόματά τους έβγαινε φωτιά, καπνός και θειάφι. Από τις τρεις τούτες συμφορές, τη φωτιά, τον καπνό και το θειάφι που έβγαινε από τα στόματά τους, εξολοθρεύτηκε το ένα τρίτο από τους ανθρώπους. Η δύναμη των αλόγων βρισκόταν στο στόμα τους και στις ουρές τους, γιατί οι ουρές τους έμοιαζαν με φίδια και είχαν κεφάλια που σκόρπιζαν το θάνατο. Ωστόσο, οι υπόλοιποι άνθρωποι, όσοι δεν εξολοθρεύτηκαν απ’ αυτές τις συμφορές, δε μετανόησαν που λάτρευαν τα είδωλα. Δεν έπαψαν να προσκυνούν τα δαιμόνια και τα χρυσά, τα ασημένια, τα χάλκινα, τα πέτρινα και τα ξύλινα είδωλα, που μήτε να βλέπουν μήτε ν’ ακούν μήτε να περπατούν μπορούν. Ούτε μετανόησαν για τα φονικά τους ούτε για τις μαγγανείες τους ούτε για την πορνεία τους ούτε για τις κλεψιές τους. Μετά είδα έναν άλλο άγγελο, δυνατό, που τον περιέβαλλε ένα σύννεφο, να κατεβαίνει από τον ουρανό. Γύρω απ’ το κεφάλι του ήταν το ουράνιο τόξο· το πρόσωπό του ήταν σαν τον ήλιο, τα πόδια του σαν πύρινες κολόνες, και στο χέρι του κρατούσε ένα ανοιχτό βιβλίο. Έβαλε το δεξί πόδι του στη θάλασσα και το αριστερό του πάνω στη στεριά κι έκραξε με δυνατή φωνή σαν λιοντάρι που βρυχάται. Όταν έκραξε, λάλησαν οι εφτά βροντές με τις δικές τους τις φωνές. Μόλις λάλησαν οι εφτά βροντές, εγώ ετοιμαζόμουν να γράψω τι είπαν. Άκουσα όμως μια φωνή από τον ουρανό να λέει: «Κράτησέ τα κρυφά αυτά που λάλησαν οι εφτά βροντές και μην τα γράψεις». Τότε ο άγγελος που είδα να στέκεται στη θάλασσα και στη στεριά, σήκωσε το χέρι του το δεξί στον ουρανό κι ορκίστηκε σ’ αυτόν που ζει αιώνια, σ’ αυτόν που δημιούργησε τον ουρανό, τη γη, τη θάλασσα κι όσα υπάρχουν σ’ αυτά: «Άλλη καθυστέρηση δεν θα υπάρξει πια. Αλλά στις μέρες που θα σαλπίσει ο έβδομος άγγελος, θα ολοκληρωθεί το μυστικό σχέδιο του Θεού, σύμφωνα με το χαρμόσυνο άγγελμα που έδωσε στους δούλους του, τους προφήτες». Έπειτα η φωνή που άκουσα από τον ουρανό, λάλησε πάλι και μου είπε: «Πήγαινε πάρε το ανοιχτό βιβλίο που κρατάει ο άγγελος που στέκεται πάνω στη θάλασσα και πάνω στη στεριά». Πήγα προς τον άγγελο και του είπα να μου δώσει το βιβλίο. Κι αυτός μου λέει: «Πάρ’ το και φάτο· θα σου γεμίσει πίκρα τα σωθικά, μα στο στόμα σου θα είναι γλυκό σαν μέλι». Πήρα το βιβλίο από το χέρι του αγγέλου και το ’φαγα· στο στόμα μου ήταν γλυκό σαν μέλι, μα όταν το κατάπια πίκρισαν τα σωθικά μου. Τότε μου είπαν: «Πρέπει πάλι να προφητέψεις σε λαούς και σε έθνη, σε γλώσσες και σε βασιλιάδες πολλούς». Ύστερα μου έδωσαν ένα καλαμένιο ραβδί για μέτρο, λέγοντάς μου: «Σήκω και μέτρησε το ναό του Θεού και το θυσιαστήριο και τους προσκυνητές του· την εξωτερική όμως αυλή άφησέ την. Μην τη μετρήσεις, γιατί δόθηκε στους εθνικούς, οι οποίοι θα καταπατήσουν την άγια πόλη σαράντα δύο μήνες. «Θα δώσω όμως εντολή στους δύο μάρτυρές μου να προφητεύουν αυτές τις χίλιες διακόσιες εξήντα μέρες φορώντας ρούχα πένθιμα». Αυτοί είναι τα δύο λιόδεντρα και τα δύο λυχνάρια, που στέκονται μπροστά στον Κύριο της οικουμένης. Κι αν κανείς προσπαθήσει να τους βλάψει, φωτιά θα βγει από το στόμα τους και θα καταφάει τους εχθρούς τους· έτσι πρόκειται να θανατωθεί όποιος προσπαθήσει να τους βλάψει. Αυτοί έχουν εξουσία να κλείσουν τον ουρανό, ώστε να μη ρίξει βροχή τις μέρες που θα προφητεύουν. Έχουν επίσης εξουσία, όποτε το θελήσουν, να μετατρέψουν τα νερά σε αίμα και να χτυπήσουν τη γη με κάθε λογής συμφορές. Όταν τελειώσουν την αποστολή τους, το θηρίο που ανεβαίνει από την άβυσσο θα κάνει πόλεμο εναντίον τους, θα τους νικήσει και θα τους σκοτώσει. Τα πτώματά τους θα αφεθούν στον κεντρικό δρόμο της μεγάλης πόλης όπου σταυρώθηκε ο Κύριός τους. Αυτή συμβολικά λέγεται Σόδομα και Αίγυπτος. Τα πτώματά τους θα τα βλέπουν τρεισήμισι μέρες άνθρωποι απ’ όλους τους λαούς, τις φυλές, τις γλώσσες και τα έθνη, και δε θα επιτρέψουν την ταφή τους. Κι οι κάτοικοι της γης θα χαίρονται για όλα αυτά και θα ευφραίνονται, και δώρα θ’ ανταλλάζουν, γιατί αυτοί οι δυο προφήτες είχαν βασανίσει τους κατοίκους της γης. Ύστερα όμως από τις τρεισήμισι μέρες, ζωογόνα πνοή από το Θεό μπήκε μέσα τους, ξαναστάθηκαν στα πόδια τους, και πανικός μεγάλος έπεσε πάνω σ’ όσους τους έβλεπαν. Κι άκουσαν μια δυνατή φωνή από τον ουρανό να τους λέει: «Ανεβείτε εδώ πάνω». Κι ανέβηκαν εκείνοι στον ουρανό μέσα σ’ ένα σύννεφο, ενώ οι εχθροί τους τούς έβλεπαν. Εκείνη την ημέρα έγινε μεγάλος σεισμός· το ένα δέκατο της πόλης γκρεμίστηκε και σκοτώθηκαν απ’ το σεισμό εφτά χιλιάδες άνθρωποι· οι υπόλοιποι τρομαγμένοι προσκύνησαν τον επουράνιο Θεό. Το δεύτερο το αλίμονο πέρασε· γρήγορα όμως ακολουθεί το τρίτο. Σάλπισε κι ο έβδομος άγγελος· κι ακούστηκαν δυνατές φωνές από τον ουρανό να λένε: «Η κυριαρχία του κόσμου ανήκει πια στον Κύριό μας και στο Μεσσία του, και θα διαρκέσει για πάντα». Τότε οι είκοσι τέσσερις πρεσβυτύτεροι, που ήταν μπροστά στο θρόνο του Θεού καθισμένοι στους θρόνους τους, έπεσαν με το πρόσωπο στη γη και προσκύνησαν το Θεό λέγοντας: «Κύριε, παντοκράτορα Θεέ, που υπάρχεις και υπήρχες και θα ’ρθείς. Σ’ ευχαριστούμε που ανέλαβες τη δύναμή σου τη μεγάλη κι έτσι η βασιλεία σου άρχισε. Κι όταν τα έθνη ξεσηκώθηκαν εναντίον σου, ξέσπασε η οργή σου, κι ήρθε ο καιρός να κρίνεις τα έθνη, ν’ ανταμείψεις τους δούλους σου τους προφήτες, τους αγίους, κι αυτούς που σέβονται το όνομά σου, μικρούς και μεγάλους, και να καταστρέψεις αυτούς που καταστρέφουν την οικουμένη». Τότε άνοιξε ο ναός του Θεού στον ουρανό, και φάνηκε μέσα στο ναό η κιβωτός της διαθήκης του Κυρίου. Κι έγιναν αστραπές και φωνές και βροντές και σεισμός κι έπεσε χοντρό χαλάζι. Ύστερα φάνηκε ένα μεγάλο θαυμαστό σημάδι στον ουρανό: Μια γυναίκα ντυμένη τον ήλιο, με το φεγγάρι κάτω απ’ τα πόδια της, και στο κεφάλι της στεφάνι με δώδεκα αστέρια. Ήταν έγκυος και φώναζε από τους πόνους και τις ωδίνες της γέννας. Κι άλλο σημάδι φάνηκε στον ουρανό: Ένας μεγάλος δράκοντας κόκκινος σαν φωτιά, με εφτά κεφάλια και δέκα κέρατα, και στα κεφάλια του εφτά στέμματα. Η ουρά του έσυρε το ένα τρίτο των άστρων του ουρανού και τα έριξε στη γη. Ο δράκοντας στάθηκε μπροστά στη γυναίκα την ετοιμόγεννη, για να καταβροχθίσει το παιδί της, μόλις αυτή το γεννήσει. Η γυναίκα γέννησε παιδί αρσενικό, που θα κυβερνήσει όλα τα έθνη με σιδερένια ράβδο. Άρπαξαν όμως το παιδί της και το έφεραν στο Θεό και στο θρόνο του. Η γυναίκα έφυγε τότε στην έρημο, στον τόπο που της ετοίμασε ο Θεός· εκεί θα την τρέφουν χίλιες διακόσιες εξήντα μέρες. Έγινε τότε πόλεμος στον ουρανό· από τη μια ο Μιχαήλ με τους αγγέλους του κι από την άλλη ο δράκοντας. Ο δράκοντας με τους αγγέλους του πολέμησε αλλά δεν επικράτησε, κι έτσι δεν του επιτράπηκε να μείνει άλλο στον ουρανό. Έτσι, ρίχτηκε ο δράκος ο μεγάλος, ο όφις ο αρχαίος, που λέγεται διάβολος και σατανάς και παραπλανάει ολόκληρη την οικουμένη, ρίχτηκε κάτω στη γη, και μαζί του έριξαν και τους αγγέλους του. Άκουσα τότε μια δυνατή φωνή στον ουρανό να λέει: «Έφτασε τώρα η σωτηρία και η δύναμη κι η βασιλεία του Θεού μας κι η εξουσία του Μεσσία του. Διώχτηκε από τον ουρανό ο κατήγορος των αδερφών μας, που τους κατηγορούσε μέρα νύχτα μπροστά στο Θεό μας. Αυτόν όμως τον νίκησαν οι αδερφοί μας με το αίμα του Αρνίου και με τη μαρτυρία, που έδωσαν για τον Ιησού, αδιαφορώντας για τη ζωή τους, φτάνοντας ως και στο θάνατο. Γι’ αυτό χαρείτε, ουρανοί κι όσοι τους κατοικείτε! Αλίμονό σας, γη και θάλασσα, γιατί σ’ εσάς ο διάβολος κατέβη έχοντας θυμό μεγάλο, ξέροντας πως λίγος καιρός του απομένει». Όταν είδε ο δράκοντας πως ρίχτηκε στη γη, άρχισε να καταδιώκει τη γυναίκα που γέννησε το αγόρι. Στη γυναίκα όμως δόθηκαν οι δυο φτερούγες του μεγάλου αετού, για να πετάξει στην έρημο, στον τόπο της, και να ζήσει μακριά από την απειλή του όφεως τριάμισι χρόνια. Έβγαλε τότε ο όφις από το στόμα του νερό ποτάμι πίσω από τη γυναίκα για να την παρασύρει το νερό. Η γη όμως βοήθησε τη γυναίκα, άνοιξε η γη το στόμα της και κατάπιε το ποτάμι που έβγαλε ο δράκοντας απ’ το στόμα του. Θύμωσε τότε ο δράκοντας με τη γυναίκα, κι έφυγε για να πολεμήσει με τους υπόλοιπους απογόνους της, μ’ εκείνους που τηρούν τις εντολές του Θεού και μαρτυρούν την πίστη τους στον Ιησού. Στάθηκα τότε στην ακροθαλασσιά. Κι είδα να ανεβαίνει από τη θάλασσα ένα θηρίο με δέκα κέρατα κι εφτά κεφάλια. Στα κέρατά του είχε δέκα στέμματα και στα κεφάλια του τίτλους προσβλητικούς για το Θεό. Το θηρίο που είδα έμοιαζε με λεοπάρδαλη, τα πόδια του ήταν σαν της αρκούδας και το στόμα του σαν στόμα λιονταριού. Κι ο δράκοντας του έδωσε τη δύναμή του, το θρόνο του και μεγάλη εξουσία. Ένα από τα κεφάλια του έμοιαζε να ’χει πληγωθεί θανάσιμα· η θανατηφόρα του όμως πληγή θεραπεύτηκε. Κι όλη η οικουμένη θαύμασε και ακολούθησε το θηρίο. Προσκύνησαν το δράκοντα, γιατί έδωσε εξουσία στο θηρίο· και προσκύνησαν και το θηρίο κι έλεγαν: «Ποιος μπορεί να παραβγεί με το θηρίο και ποιος μπορεί να πολεμήσει εναντίον του;» Στο θηρίο δόθηκε στόμα να λέει λόγια υπεροπτικά και βλάσφημα, προσβλητικά για το Θεό, και του δόθηκε εξουσία να δράσει σαράντα δύο μήνες. Άνοιξε το στόμα του κι άρχισε να προσβάλλει το Θεό, βλασφημώντας το όνομά του, την κατοικία του κι όσους κατοικούν στον ουρανό. Του δόθηκε ακόμη η άδεια να πολεμήσει εναντίον του λαού του Θεού και να τον νικήσει. Του δόθηκε κι η εξουσία πάνω σε κάθε φυλή, λαό, γλώσσα και έθνος. Θα το προσκυνήσουν όλοι οι κάτοικοι της γης, που το όνομά τους δε γράφτηκε στο βιβλίο της ζωής του σφαγμένου Αρνίου από τότε που δημιουργήθηκε ο κόσμος. Όποιος έχει αυτιά ας ακούσει. Όποιος αιχμαλωτίζει, θα αιχμαλωτιστεί· όποιος σκοτώνει με μαχαίρι, θα πεθάνει από μαχαίρι. Εδώ θα φανεί η υπομονή και η πίστη όσων ανήκουν στο λαό του Θεού. Ύστερα είδα ένα άλλο θηρίο να βγαίνει από τη στεριά. Είχε δύο κέρατα που μοιάζαν με αρνιού, και η φωνή του έμοιαζε με φωνή δράκοντα. Με εντολή του πρώτου θηρίου ασκούσε όλη την εξουσία κι έκανε όλη τη γη και τους κατοίκους της να προσκυνήσουν το πρώτο θηρίο, που η θανατηφόρα πληγή του είχε θεραπευτεί. Έκανε μεγάλες τερατουργίες, ως και φωτιά να κατεβαίνει από τον ουρανό, μπροστά στα μάτια των ανθρώπων. Παραπλανούσε τους κατοίκους της γης με τις τερατουργίες που του επιτράπηκε να κάνει με εντολή του θηρίου, προτρέποντάς τους να κατασκευάσουν ένα άγαλμα του θηρίου, που είχε δεχτεί την πληγή της μάχαιρας κι ωστόσο ζούσε. Επίσης του επιτράπηκε να ζωντανέψει το άγαλμα του πρώτου θηρίου, ώστε να μιλήσει το άγαλμα και να κάνει να θανατωθούν όσοι δεν το προσκυνήσουν. Το θηρίο υποχρεώνει όλους, μικρούς και μεγάλους, πλούσιους και φτωχούς, ελεύθερους και δούλους, να χαράξουν σημάδι πάνω στο δεξί τους χέρι ή στο μέτωπό τους. Κανείς δε θα μπορεί να αγοράσει ή να πουλήσει, παρά μόνον αυτός που έχει χαραγμένο το όνομα του θηρίου ή τον αριθμό του ονόματός του. Εδώ χρειάζεται η σοφία. Όποιος έχει μυαλό ας λογαριάσει τον αριθμό του θηρίου, που είναι αριθμός ανθρώπου· ο αριθμός του είναι χξς’ (εξακόσια εξήντα έξι). Ύστερα κοίταξα και να! Το Αρνίο στεκόταν πάνω στο όρος Σιών και μαζί του εκατόν σαράντα τέσσερις χιλιάδες άνθρωποι, που είχαν γραμμένο πάνω στα μέτωπά τους το όνομά του και το όνομα του Πατέρα του. Κι άκουσα φωνή από τον ουρανό σαν τη βοή του καταρράχτη, σαν τον ήχο μεγάλης βροντής· η φωνή που άκουσα έμοιαζε ακόμη με μουσική που κάνουν οι κιθαριστές με τις κιθάρες τους. Οι εκατόν σαράντα τέσσερις χιλιάδες τραγουδούσαν μπρος στο θρόνο και μπρος στα τέσσερα όντα και στους πρεσβυτυτέρους ένα καινούριο άσμα, που κανείς άλλος πάνω στη γη δεν μπορούσε να μάθει, εκτός από τους ίδιους που είχαν λυτρωθεί. Είναι εκείνοι που δε μολύνθηκαν με γυναίκες, δηλαδή οι παρθένοι. Είναι εκείνοι που ακολουθούν το Αρνίο όπου κι αν πάει. Απ’ όλη την ανθρωπότητα αυτοί έχουν λυτρωθεί ως πρώτη προσφορά στο Θεό και στο Αρνίο. Δεν ακούστηκε από το στόμα τους κανένα ψέμα. Είναι αψεγάδιαστοι. Είδα κι έναν άλλο άγγελο να πετάει μεσουρανίς. Είχε ένα αιώνιο, χαρμόσυνο άγγελμα να διαλαλήσει στους κατοίκους της γης, σε κάθε έθνος και φυλή, γλώσσα και λαό. Έλεγε με δυνατή φωνή: «Φοβηθείτε τον Κύριο και δοξάστε τον, γιατί ήρθε η ώρα που θα κρίνει τον κόσμο. Προσκυνήστε αυτόν που δημιούργησε τον ουρανό, τη γη, τη θάλασσα και τις νεροπηγές!» Ύστερα ακολούθησε ένας άλλος, δεύτερος άγγελος, που έλεγε: «Έπεσε, έπεσε η Βαβυλώνα η μεγάλη· αυτή που πότισε όλα τα έθνη με το μεθυστικό κρασί της πορνείας της!» Μετά τους ακολούθησε ένας άλλος, τρίτος άγγελος, που έλεγε με δυνατή φωνή: «Όποιος προσκυνάει το θηρίο και το άγαλμά του και σημαδεύεται με το χάραγμα στο μέτωπό του ή στο χέρι του, θα πιει κι αυτός απ’ το κρασί του θυμού του Θεού, που το ’χουν βάλει ανόθευτο στο ποτήρι της οργής του. Και θα βασανιστεί με φωτιά και θειάφι μπροστά στους άγιους αγγέλους και στο Αρνίο. Ο καπνός απ’ τα βασανιστήριά τους θ’ ανεβαίνει αιώνια, και δε θα βρίσκουν ανάπαυση μέρα και νύχτα όσοι προσκυνούν το θηρίο και το άγαλμά του κι όποιος έχει πάνω του χαραγμένο το όνομα του θηρίου. Εδώ θα φανεί η υπομονή όσων ανήκουν στο λαό του Θεού, αυτών που τηρούν τις εντολές του Θεού και πιστεύουν στον Ιησού». Κι άκουσα μια φωνή από τον ουρανό που έλεγε «Γράψε: Μακάριοι οι νεκροί, όσοι στο εξής πεθαίνουν για χάρη του Κυρίου· όπως διαβεβαιώνει το Άγιο Πνεύμα, θ’ αναπαυθούν από τους κόπους τους, και τα έργα τους θα τους ακολουθούν ως συνήγοροί τους». Κοίταξα τότε και είδα ένα άσπρο σύννεφο και πάνω στο σύννεφο καθόταν κάποιος που έμοιαζε με άνθρωπο. Είχε στο κεφάλι του χρυσό στεφάνι και στο χέρι του ένα δρεπάνι κοφτερό. Βγήκε τότε από το ναό ένας άλλος άγγελος κράζοντας με δυνατή φωνή σ’ εκείνον που καθόταν στο σύννεφο: «Ρίξε το δρεπάνι σου και θέρισε, γιατί τα σπαρτά ξεράθηκαν κι ήρθε η ώρα του θερισμού». Εκείνος που καθόταν στο σύννεφο έριξε το δρεπάνι του στη γη, και η γη θερίστηκε. Τότε βγήκε από τον ουράνιο ναό κι άλλος άγγελος κρατώντας κι αυτός κοφτερό δρεπάνι. Κι ένας άλλος άγγελος βγήκε από το θυσιαστήριο, αυτός που εξουσίαζε τη φωτιά, και φώναξε με δυνατή φωνή σ’ αυτόν που κρατούσε το κοφτερό δρεπάνι: «Ρίξε το δρεπάνι σου, το κοφτερό και τρύγησε τα τσαμπιά από το αμπέλι της γης, γιατί τα σταφύλια του ωρίμασαν». Κι έριξε ο άγγελος το δρεπάνι του στη γη και τρύγησε το αμπέλι της γης, κι έβαλε τα σταφύλια στο μεγάλο πατητήρι του θυμού του Θεού. Το πατητήρι πατήθηκε έξω από την πόλη κι έτρεξε απ’ αυτό αίμα κι έφτασε ως τα χαλινάρια των αλόγων, σε χίλια εξακόσια στάδια μάκρος. Τότε είδα ένα άλλο σημάδι στον ουρανό, μεγάλο και θαυμαστό: Εφτά αγγέλους που είχαν τις τελευταίες εφτά πληγές, γιατί μ’ αυτές φτάνει στο τέλος του ο θυμός του Θεού. Είδα κάτι σαν γυάλινη θάλασσα ανακατεμένη με φωτιά· είδα κι εκείνους που νίκησαν το θηρίο, το άγαλμά του και τον αριθμό του ονόματός του, να στέκονται πάνω στη γυάλινη θάλασσα. Κρατούσαν κιθάρες θεϊκές και τραγουδούσαν το άσμα του Μωυσή, του δούλου του Θεού, και το άσμα του Αρνίου, λέγοντας: «Μεγάλα και θαυμαστά τα έργα σου, Κύριε, παντοκράτορα Θεέ! Δίκαιες κι αληθινές οι ενέργειές σου, βασιλιά των εθνών! Ποιος δε θα φοβηθεί, Κύριε, και ποιος δεν θα δοξάσει το όνομά σου; Εσύ μονάχα είσαι άγιος κι όλα τα έθνη θα έρθουν και θα σε προσκυνήσουν, γιατί φανερώθηκαν οι βουλές σου». Ύστερα απ’ αυτά είδα ν’ ανοίγει ο ουράνιος ναός της σκηνής του Μαρτυρίου και να βγαίνουν από τον ουρανό οι εφτά άγγελοι που κρατούσαν τις εφτά πληγές, ντυμένοι καθάρια, λαμπερά λινά φορέματα, και ζωσμένοι χρυσά ζωνάρια γύρω από τα στήθη τους. Τότε ένα από τα τέσσερα όντα έδωσε στους εφτά αγγέλους εφτά χρυσές φιάλες γεμάτες με το θυμό του Θεού που ζει αιώνια. Ο ναός γέμισε καπνό από το μεγαλείο και τη δύναμη του Θεού· και κανένας δεν μπορούσε να μπει στο ναό ώσπου να συμπληρωθούν και οι εφτά πληγές των εφτά αγγέλων. Μετά άκουσα μια δυνατή φωνή από το ναό να λέει στους εφτά αγγέλους: «Πηγαίνετε κι αδειάστε στη γη τις εφτά φιάλες της οργής του Θεού». Έφυγε ο πρώτος κι άδειασε τη φιάλη του στη γη. Και παρουσιάστηκε μια επώδυνη και κακοήθης πληγή σ’ όσους ανθρώπους είχαν το σημάδι του θηρίου και προσκυνούσαν το άγαλμά του. Ο δεύτερος άγγελος άδειασε τη φιάλη του στη θάλασσα. Το νερό έγινε σαν το αίμα νεκρού, και κάθε ζωντανή ύπαρξη στη θάλασσα πέθανε. Ο τρίτος άδειασε τη φιάλη του στα ποτάμια και στις νεροπηγές, και το νερό έγινε αίμα. Κι άκουσα τον άγγελο που εξουσιάζει τα νερά να λέει: «Δίκαιος είσαι, άγιε, εσύ που αληθινά υπάρχεις και υπήρχες, κι αυτό το έδειξες μ’ αυτήν την κρίση σου. Αίμα αγίων και προφητών έχυσαν· κι αίμα τους έδωσες να πιουν· το άξιζαν». Κι από το θυσιαστήριο άκουσα μια φωνή να λέει: «Ναι, Κύριε, παντοκράτορα Θεέ· οι αποφάσεις σου είναι σωστές και δίκαιες». Ο τέταρτος άγγελος άδειασε τη φιάλη του πάνω στον ήλιο· δόθηκε τότε στον ήλιο η άδεια να κατακάψει τους ανθρώπους. Κι οι άνθρωποι κατακάηκαν· αντί όμως να μετανοήσουν και να δοξάσουν το Θεό, βλαστήμησαν το όνομα του Θεού, εκείνον που είχε εξουσία πάνω σ’ αυτές τις πληγές. Ο πέμπτος άδειασε τη φιάλη του στο θρόνο του θηρίου. Σκοτάδι τότε απλώθηκε πάνω στο βασίλειό του, κι οι άνθρωποι δάγκωναν τη γλώσσα τους από τον πόνο. Οι συμφορές, όμως, και οι πληγές τούς έκαναν να βλαστημήσουν το Θεό, που εξουσιάζει τον ουρανό, αντί να μετανοήσουν για τα έργα τους. Ο έκτος άδειασε τη φιάλη του στον ποταμό το μεγάλο, τον Ευφράτη. Το ποτάμι ξεράθηκε, κι έτσι ετοιμάστηκε ο δρόμος για την επίθεση των βασιλιάδων της Ανατολής. Είδα τότε να βγαίνουν από το στόμα του δράκοντα κι από το στόμα του θηρίου κι από το στόμα του ψευδοπροφήτη τρία πονηρά πνεύματα, που έμοιαζαν με βατράχια. Είναι τα δαιμονικά πνεύματα που κάνουν τερατουργίες και στέλνονται στους βασιλιάδες όλης της οικουμένης να τους συνάξουν για τον πόλεμο, που θα γίνει τη μεγάλη εκείνη ημέρα του παντοκράτορα Θεού. «Ακούστε! Έρχομαι ξαφνικά σαν κλέφτης· μακάριος είναι εκείνος που μένει ξάγρυπνος και φυλάει τα ρούχα του, για να μη βρεθεί να περπατάει γυμνός, να τον βλέπουν οι άλλοι και να ντρέπεται». Τα πνεύματα μάζεψαν τους βασιλιάδες σ’ έναν τόπο που λέγεται στα εβραϊκά Αρμαγεδών. Ο έβδομος άγγελος άδειασε τη φιάλη του στον αέρα, κι από το θρόνο μέσα στο ναό του ουρανού βγήκε μια δυνατή φωνή που έλεγε: «Έγινε». Ξέσπασαν τότε αστραπές, φωνές και βροντές, κι έγινε μεγάλος σεισμός, τέτοιος που δεν είχε γίνει από τότε που δημιουργήθηκε ο άνθρωπος πάνω στη γη· τόσο μεγάλος ήταν ο σεισμός. Κι έγινε η πόλη η μεγάλη τρία κομμάτια, και οι πόλεις όλων των εθνών καταστράφηκαν. Ο Θεός θυμήθηκε τη μεγάλη Βαβυλώνα και της έδωσε να πιει κρασί απ’ το ποτήρι του θυμού και της οργής του. Όλα τα νησιά εξαφανίστηκαν και τα βουνά χάθηκαν. Πάνω στους ανθρώπους έπεσε από τον ουρανό τεράστιο χαλάζι, βαρύ σαν κοτρόνα. Και βλαστήμησαν οι άνθρωποι το Θεό για τη συμφορά που προκάλεσε το χαλάζι, γιατί η συμφορά αυτή ήταν πάρα πολύ μεγάλη. Ήρθε τότε ένας από τους εφτά αγγέλους που κρατούσαν τις εφτά φιάλες και μου είπε: «Έλα να σου δείξω πώς πρέπει να τιμωρηθεί η μεγάλη πόρνη, που κάθεται πλάι σε πολλά νερά. Οι βασιλιάδες της γης αμάρτησαν μαζί της, κι οι κάτοικοι της γης μέθυσαν απ’ το κρασί της πορνείας της». Ο άγγελος τότε με πήγε με τη δύναμη του Πνεύματος στην έρημο· εκεί είδα μια γυναίκα να κάθεται πάνω σ’ ένα κόκκινο θηρίο· το θηρίο είχε εφτά κεφάλια και δέκα κέρατα, και παντού ήταν γεμάτο αυτοκρατορικούς τίτλους, προσβλητικούς για το Θεό. Η γυναίκα ήταν ντυμένη στην πορφύρα και στο κόκκινο, ολόχρυσο από το μάλαμα, και στολισμένη πολύτιμα πετράδια και μαργαριτάρια· στο χέρι της κρατούσε ένα χρυσό ποτήρι γεμάτο με τα βδελύγματα και τις ακαθαρσίες της πορνείας της γης. Πάνω στο μέτωπό της ήταν γραμμένο ένα μυστηριώδες όνομα: «Βαβυλώνα η μεγάλη, η μάνα των πορνών και των βδελυγμάτων της γης». Και είδα τη γυναίκα να μεθάει με το αίμα του λαού του Θεού, με το αίμα εκείνων που μαρτύρησαν για τον Ιησού. Όταν την είδα, έμεινα κατάπληκτος. Ο άγγελος όμως μου είπε: «Γιατί απορείς; Εγώ θα σου εξηγήσω το μυστήριο της γυναίκας και του θηρίου που τη βαστάζει και που έχει εφτά κεφάλια και δέκα κέρατα. Το θηρίο που είδες υπήρχε, μα τώρα δεν υπάρχει· θ’ ανεβεί από την άβυσσο και στον εξολοθρεμό θα πάει. Και θ’ απορήσουν οι κάτοικοι της γης, αυτοί που τ’ όνομά τους δε γράφτηκε στο βιβλίο της ζωής, από τότε που δημιουργήθηκε ο κόσμος· γιατί θα βλέπουν το θηρίο που υπήρχε και τώρα δεν υπάρχει, μα που θα ξανάρθει. Εδώ χρειάζεται σοφό μυαλό. Τα εφτά κεφάλια συμβολίζουν τους εφτά λόφους που πάνω τους κάθεται η γυναίκα, κι ακόμη, τους εφτά αυτοκράτορες. Οι πέντε έπεσαν, ο ένας υπάρχει, ο άλλος δεν ήρθε ακόμη· κι όταν έρθει, λίγον καιρό θα παραμείνει. Όσο για το θηρίο που υπήρχε, μα τώρα δεν υπάρχει, είναι ο όγδοος αυτοκράτορας· αλλά είναι κι ένας από τους εφτά και πηγαίνει στον εξολοθρεμό. Τα δέκα κέρατα που είδες είναι δέκα βασιλιάδες που δεν πήραν ακόμη την εξουσία να βασιλεύουν, μα θα την πάρουν για μία ώρα μαζί με το θηρίο. Αυτοί συμφωνούν σε ένα πράγμα: Να παραδώσουν τη δύναμη και την εξουσία τους στο θηρίο. Αυτοί θα πολεμήσουν το Αρνίο, το Αρνίο όμως –μαζί μ’ αυτούς που διάλεξε, τους εκλεκτούς και πιστούς– θα τους νικήσει, γιατί είναι Κύριος των κυρίων και Βασιλιάς των βασιλιάδων». Τότε ο άγγελος μου λέει: «Τα νερά που είδες, πλάι στα οποία κάθεται η πόρνη, συμβολίζουν τους λαούς και τους όχλους, τα έθνη και τις γλώσσες. Τα δέκα κέρατα που είδες και το θηρίο θα μισήσουν την πόρνη. Θα την ερημώσουν και θα τη γυμνώσουν· θα φάνε τις σάρκες της και θα την εξαφανίσουν με πυρκαγιά. Γιατί ο Θεός έβαλε μέσα τους την επιθυμία να εκπληρώσουν το σχέδιό του: Να παραδώσουν ομόφωνα τα βασίλειά τους στο θηρίο, ώσπου να εκπληρωθούν τα λόγια του Θεού. Τέλος, η γυναίκα που είδες συμβολίζει την πόλη τη μεγάλη που κυριαρχεί πάνω σ’ όλους τους βασιλιάδες της γης». Ύστερα απ’ αυτά, είδα έναν άλλο άγγελο να κατεβαίνει από τον ουρανό· είχε μεγάλη εξουσία, κι η γη φωτίστηκε από τη λαμπρότητά του. Αυτός έκραξε με δυνατή φωνή: «Έπεσε, έπεσε η Βαβυλώνα η μεγάλη! Έγινε κατοικία δαιμονίων, καταφύγιο για κάθε πνεύμα ακάθαρτο, για κάθε όρνιο ακάθαρτο και για κάθε θεριό ακάθαρτο και μισητό. Από το μεθυστικό κρασί της πορνείας της έχουν πιει όλα τα έθνη. Οι βασιλιάδες της γης πόρνεψαν μαζί της, κι οι έμποροι όλου του κόσμου πλούτισαν απ’ τη χλιδή της ακολασίας της». Άκουσα κι άλλη φωνή από τον ουρανό να λέει: «Λαέ μου, μακριά απ’ αυτήν! Μην παίρνετε μέρος στις αμαρτίες της, για να μη συμμετάσχετε στις συμφορές της. Οι αμαρτίες της στοιβάχτηκαν ως τον ουρανό, κι ο Θεός δεν ξεχνάει τις ανομίες της. Φερθείτε της όπως κι αυτή σας φέρθηκε· ξεπληρώστε της στο διπλάσιο ό,τι έκανε. Με το ποτήρι που κέρασε διπλοκεράστε την. Όση ήταν η λαμπρότητα και η ακολασία της, τόσα βάσανα και τόσο πένθος δώστε της. Γιατί μέσα της κομπάζει: «εγώ κάθομαι εδώ θρονιασμένη σαν βασίλισσα· χήρα δεν είμαι και πένθος δε θα με βρει». Γι’ αυτό σε μία μέρα θα τη βρουν οι συμφορές της, ο θάνατος, το πένθος και η πείνα· και πυρκαγιά θα την καταστρέψει. Γιατί είναι ισχυρός ο Κύριος ο Θεός που την καταδίκασε». Οι βασιλιάδες της γης που πόρνεψαν κι ασέλγησαν μαζί της, όταν δουν τον καπνό από τις πυρκαγιές της, θα κλάψουν και θα θρηνήσουν γι’ αυτήν. Φοβισμένοι για τα βάσανά της θα στέκονται μακριά και θα λένε: «Αλί και τρισαλί, Βαβυλώνα, πόλη μεγάλη και δυνατή! Σε μία ώρα μέσα ήρθε η τιμωρία σου». Οι έμποροι της γης θα κλάψουν και θα πενθήσουν γι’ αυτήν, γιατί κανένας πια δε θ’ αγοράζει το εμπόρευμά τους· εμπόρευμα χρυσάφι κι ασήμι, πολύτιμα λιθάρια και μαργαριτάρια· λινά ακριβά και πορφυρά, μεταξωτά και κόκκινα· κάθε λογής αρώματα και κάθε είδος φιλντισένιο· κάθε λογής ξύλο πολύτιμο και χάλκινο, σιδερικό και μάρμαρο· κανέλα κι αλοιφές, θυμιάματα, μύρο και λιβάνι, κρασί και λάδι, σιμιγδάλι και στάρι, ζώα και πρόβατα, άλογα κι αμάξια, κορμιά για πούλημα, ακόμη και ανθρώπινες ζωές. Και θα λένε: «Ο ώριμος καρπός που λαχτάρησε η ψυχή σου, έφυγε μακριά σου, κι όλα τα πλούτη και οι λαμπρότητες χαθήκανε για σένα, κι ούτε που θα ξαναβρεθούνε πια». Όσοι εμπορεύτηκαν μ’ αυτά και πλούτισαν σ’ αυτή την πόλη, θα στέκονται μακριά από το φόβο τους για τα βάσανά της, θα κλαίνε και θα πενθούν. «Αλί και τρισαλί στην πόλη τη μεγάλη», θα λένε. «Ήταν ντυμένη τ’ ακριβά λινά και την πορφύρα και τα κόκκινα! Ήτανε στολισμένη με χρυσάφι και με πολύτιμα πετράδια και μαργαριτάρια. Σε μία ώρα μέσα εξαφανίστηκε τόσος πλούτος!» Κι όλοι οι καπετάνιοι κι όσοι ταξίδευαν στη θάλασσα, οι ναύτες, όλοι όσοι δουλεύανε στη θάλασσα στάθηκαν από μακριά, και φώναζαν βλέποντας τον καπνό της πυρκαγιάς της: «Υπήρξε ποτέ πόλη σαν αυτήν την πόλη, τη μεγάλη;» Κλαίγανε και πενθούσαν ρίχνοντας στάχτη στο κεφάλι τους· κι έλεγαν: «Αλί και τρισαλί στην πόλη τη μεγάλη! Από τον πλούτο της πλούτισαν όσοι είχαν καράβια στη θάλασσα. Όλα χαθήκαν σε μία ώρα μέσα». Χαρείτε για το κατάντημά της, ουρανέ, λαέ του Θεού, απόστολοι και προφήτες! Ο Θεός έκρινε το δίκιο σας και την τιμώρησε. Τότε ένας άγγελος δυνατός σήκωσε κι έριξε στη θάλασσα ένα λιθάρι μεγάλο σαν μυλόπετρα και είπε: «Με τέτοια ορμή θα καταστραφείς, Βαβυλώνα, η πόλη η μεγάλη, και θα χαθείς για πάντα. Δε θα ξανακούσεις πια τον ήχο των κιθαριστών και των μουσικών, αυτών που παίζουν αυλό και σάλπιγγα. Δε θα ξαναβρείς πια τους διάφορους τεχνίτες και δε θα ξανακούσεις τον ήχο της μυλόπετρας. Δε θα ξαναδείς πια το φως του λυχναριού, και τη φωνή του γαμπρού και της νύφης δε θα την ξανακούσεις. Γιατί οι έμποροί σου ήταν οι δυνάστες της γης· γιατί με τα μάγια σου πλάνεψες όλα τα έθνη. Γιατί σ’ εσένα βρέθηκε χυμένο το αίμα των προφητών και του λαού του Θεού, κι όλων όσοι σφαγιάστηκαν πάνω στη γη». Ύστερα απ’ αυτά άκουσα στον ουρανό κάτι σαν δυνατή φωνή, που έβγαινε από το μεγάλο πλήθος κι έλεγε: «Αλληλούια! Η σωτηρία και η δόξα και η δύναμη ανήκουν στο Θεό μας. Αληθινές και δίκαιες είναι οι κρίσεις του, γιατί τιμώρησε την πόρνη τη μεγάλη, που διέφθειρε τη γη με την πορνεία της. Και την τιμώρησε ο Θεός, επειδή σκότωσε τους δούλους του». Και για δεύτερη φορά είπαν: «Αλληλούια! Ο καπνός από την πυρκαγιά της θα βγαίνει αιώνια». Τότε οι είκοσι τέσσερις πρεσβυτύτεροι και τα τέσσερα όντα έπεσαν και προσκύνησαν το Θεό που κάθεται στο θρόνο και έλεγαν: «Αμήν, αλληλούια!» Τότε ακούστηκε μια φωνή από το θρόνο, που έλεγε: «Υμνήστε το Θεό μας όλοι οι δούλοι του κι όσοι τον σέβεστε, μικροί κι μεγάλοι». Κι άκουσα κάτι σαν φωνή από μεγάλο πλήθος, σαν βοή καταρράχτη, σαν κρότο από δυνατές βροντές να λέει: «Αλληλούια! Ο Κύριός μας, ο παντοκράτορας Θεός είναι πια κυρίαρχος του κόσμου! Ας χαρούμε, ας αναγαλλιάσουμε κι ας τον δοξάσουμε, γιατί έφτασε η ώρα για το γάμο του Αρνίου, κι η νύφη στολίστηκε· της δόθηκε για να ντυθεί λινό καθάριο και λαμπερό». Το λινό θέλει να δείξει τις δίκαιες πράξεις του λαού του Θεού. Ο άγγελος μου λέει: «Γράψε: Μακάριοι όσοι είναι καλεσμένοι στο γαμήλιο τραπέζι του Αρνίου». Και πρόσθεσε: «Τούτα τα λόγια είναι από το Θεό και είν’ αληθινά». Εγώ τότε έπεσα μπροστά στα πόδια του για να τον προσκυνήσω, εκείνος όμως μου είπε: «Μην το κάνεις αυτό· κι εγώ είμαι δούλος σαν εσένα και τους αδερφούς σου, που μαρτυρούν την πίστη τους στον Ιησού. Το Θεό να προσκυνήσεις». Γιατί αυτό που δίνει έμπνευση στους προφήτες είναι ότι μαρτυρούν την πίστη τους στον Ιησού. Τότε είδα τον ουρανό ανοιχτό, κι ένα άσπρο άλογο εκεί· ο καβαλάρης του έχει το όνομα «Πιστός και Αληθινός», και κρίνει και πολεμάει με δικαιοσύνη. Τα μάτια του ήταν σαν πύρινη φλόγα και στο κεφάλι του είχε στέμματα πολλά κι ονόματα γραμμένα, κι ένα όνομα γραμμένο, που κανένας δεν το ξέρει παρά μονάχα αυτός. Ήταν ντυμένος στολή βαμμένη στο αίμα και τ’ όνομά του είναι «Ο Λόγος του Θεού». Τον ακολουθούσαν τα ουράνια στρατεύματα καβάλα σ’ άσπρα άλογα, και ντυμένοι καθάριο άσπρο λινό. Ένα δίκοπο κοφτερό σπαθί έβγαινε απ’ το στόμα του, για να πατάξει μ’ αυτό τα έθνη. Αυτός θα τους κυβερνήσει με σιδερένιο ραβδί. Κι αυτός θα πατήσει το πατητήρι θυμωμένος, για να τρέξει σαν κρασί η οργή του Θεού του παντοκράτορα. Πάνω στη στολή και στο μηρό του ήταν γραμμένο το όνομα: «Βασιλιάς των βασιλιάδων και Κύριος των κυρίων». Κι είδα να στέκεται στον ήλιο ένας άγγελος, που έκραξε με δυνατή φωνή σ’ όλα τα όρνια τα πετούμενα μεσουρανίς: «Εμπρός, μαζευτείτε στο μεγάλο δείπνο του Θεού, για να φάτε σάρκες βασιλιάδων και σάρκες στρατηγών, σάρκες δυναστών και σάρκες αλόγων με τους καβαλάρηδές τους, τις σάρκες όλων, ελευθέρων και δούλων, μικρών και μεγάλων». Είδα τότε το θηρίο και τους βασιλιάδες της γης και τα στρατεύματά τους να έχουν μαζευτεί για πόλεμο ενάντια στον καβαλάρη του αλόγου και στο στράτευμά του. Και πιάστηκε το θηρίο και ο ψευδοπροφήτης, που ήταν μαζί του και που με εντολή του έκανε τις τερατουργίες –μ’ αυτές είχε πλανέψει εκείνους που δέχτηκαν το χάραγμα του θηρίου κι εκείνους που προσκύνησαν το άγαλμά του. Και τους δυο τούς έριξαν ζωντανούς στη λίμνη της φωτιάς, που έκαιγε με θειάφι. Οι υπόλοιποι θανατώθηκαν με το σπαθί που έβγαινε απ’ το στόμα του καβαλάρη του αλόγου. Κι όλα τα όρνια χόρτασαν από τις σάρκες τους. Είδα τότε έναν άγγελο να κατεβαίνει από τον ουρανό κρατώντας στο χέρι του το κλειδί της αβύσσου και μια μεγάλη αλυσίδα. Κι αιχμαλώτισε το δράκοντα, τον όφι τον αρχαίο που είναι ο διάβολος κι ο σατανάς, που παραπλανάει την οικουμένη, και τον έδεσε για χίλια χρόνια. Τον έριξε στην άβυσσο, την οποία έκλεισε και τη σφράγισε από πάνω του, για να μην μπορέσει άλλο να πλανέψει τα έθνη, ώσπου να συμπληρωθούν τα χίλια χρόνια. Ύστερα απ’ αυτά πρέπει να λυθεί πάλι για λίγον καιρό. Ύστερα είδα να κάθονται σε θρόνους αυτοί στους οποίους δόθηκε η εξουσία να κρίνουν: ήταν οι ψυχές αυτών που αποκεφαλίστηκαν για τη μαρτυρία που έδωσαν για τον Ιησού και για το λόγο του Θεού· αυτοί δεν προσκύνησαν το θηρίο ούτε το άγαλμά του, κι ούτε δέχτηκαν το χάραγμά του στο μέτωπο και στο χέρι τους. Ξαναγύρισαν στη ζωή και βασίλεψαν μαζί με το Χριστό χίλια χρόνια. Οι υπόλοιποι από τους νεκρούς δεν ξαναγύρισαν στη ζωή, ώσπου να συμπληρωθούν τα χίλια χρόνια. Αυτή είναι η πρώτη ανάσταση. Μακάριοι και άγιοι αυτοί που θα πάρουν μέρος στην πρώτη ανάσταση· σ’ αυτούς ο δεύτερος θάνατος δεν έχει καμιά εξουσία. Αυτοί θ’ αποτελέσουν το ιερατείο του Θεού και του Χριστού και θα βασιλέψουν μαζί του χίλια χρόνια. Όταν τελειώσουν τα χίλια χρόνια, θα λυθεί ο σατανάς από τη φυλακή του και θα βγει έξω να πλανέψει τον Γωγ και τον Μαγώγ, τα έθνη που είναι διασκορπισμένα στις τέσσερις γωνιές της γης. Θα τους συνάξει όλους για πόλεμο και θα ’ναι αμέτρητοι σαν την άμμο της θάλασσας. Τους είδα να σκορπίζονται σ’ όλο το πλάτος της γης και να περικυκλώνουν το στρατόπεδο του Θεού και την πόλη την αγαπημένη. Κατέβηκε όμως φωτιά από τον ουρανό και τους έκανε στάχτη. Κι ο διάβολος που τους παραπλανούσε ρίχτηκε στη λίμνη που ήταν από φωτιά και θειάφι, κι όπου βρισκόταν το θηρίο κι ο ψευδοπροφήτης. Εκεί θα βασανίζονται μέρα και νύχτα για πάντα. Κι είδα ένα λευκό θρόνο κι εκείνον που καθόταν σ’ αυτόν. Η γη κι ο ουρανός έφυγαν από μπροστά του κι εξαφανίστηκαν. Και είδα τους νεκρούς, μεγάλους και μικρούς, να στέκονται μπροστά στο θρόνο. Ανοίχτηκαν βιβλία, κι ύστερα ανοίχτηκε ένα άλλο βιβλίο, το βιβλίο της ζωής. Και κρίθηκαν οι νεκροί ανάλογα με τα έργα τους, που ήταν γραμμένα στα βιβλία. Η θάλασσα παρέδωσε τους νεκρούς της, και ο θάνατος και ο Άδης παρέδωσαν τους νεκρούς που φύλαγαν. Κι ο καθένας κρίθηκε κατά τα έργα του. Τότε ο θάνατος και ο Άδης ρίχτηκαν στη λίμνη της φωτιάς. Αυτός είναι ο δεύτερος θάνατος, η λίμνη της φωτιάς· κι όποιος δε βρέθηκε γραμμένος στο βιβλίο της ζωής ρίχτηκε κι αυτός στη λίμνη της φωτιάς. Τότε είδα έναν καινούριο ουρανό και μια καινούρια γη. Ο πρώτος ουρανός κι η πρώτη γη είχαν εξαφανιστεί κι η θάλασσα δεν υπήρχε πια. Κι είδα την άγια πόλη, τη νέα Ιερουσαλήμ, να κατεβαίνει από τον ουρανό, από το Θεό, έτοιμη σαν τη νύφη που στολισμένη περιμένει τον άντρα της. Άκουσα και μια δυνατή φωνή απ’ τον ουρανό να λέει: «Τώρα πια η κατοικία του Θεού είναι μαζί με τους ανθρώπους. Θα κατοικήσει μαζί τους, κι αυτοί θ’ αποτελούν το λαό του. Ο ίδιος ο Θεός θα είναι μαζί τους. Θα διώξει κάθε δάκρυ από τα μάτια τους, κι ο θάνατος δε θα υπάρχει πια· ούτε πένθος ούτε κλάμα ούτε πόνος θα υπάρχει πια, γιατί τα παλιά πέρασαν». Και αυτός που καθόταν στο θρόνο είπε: «Να, όλα τα κάνω καινούρια». Και μου λέει: «Γράψε, γιατί τα λόγια μου είναι αληθινά κι αξίζει κανείς να τα εμπιστευθεί». Και πρόσθεσε: «Εκπληρώθηκαν όλα· εγώ είμαι το Άλφα και το Ωμέγα, η αρχή και το τέλος· εγώ σ’ όποιον διψάει θα δώσω δωρεάν να πιει από το νερό που δίνει ζωή. Αυτά θα τα κληρονομήσει ο νικητής· κι εγώ θα είμαι Θεός του, κι αυτός παιδί μου. Οι δειλοί όμως, οι άπιστοι, οι βδελυροί, οι φονιάδες, οι πόρνοι, οι μάγοι, οι ειδωλολάτρες κι όσοι αντιστρατεύονται την αλήθεια, θα ’χουν το μερίδιό τους στη λίμνη που καίγεται με φωτιά και θειάφι. Αυτός είναι ο δεύτερος θάνατος». Τότε ήρθε ένας απ’ τους εφτά αγγέλους που κρατούσαν τις εφτά φιάλες, που ήταν γεμάτες με τις εφτά πληγές τις τελευταίες, και μου είπε: «Έλα να σου δείξω τη νύφη, τη γυναίκα του Αρνίου». Και μ’ έφερε, καθώς ήμουν σε έκσταση, σ’ ένα μεγάλο και ψηλό βουνό και μου έδειξε την άγια πόλη, την Ιερουσαλήμ, να κατεβαίνει από τον ουρανό, από το Θεό. Είχε τη λαμπρότητα του Θεού, κι η λάμψη της ήταν όμοια με πολύτιμο πετράδι, σαν τον ίασπι που κρυσταλλολάμπει. Είχε μεγάλο και ψηλό τείχος με δώδεκα πύλες, και στις πύλες της δώδεκα αγγέλους· πάνω στις πύλες ήταν γραμμένα ονόματα, τα ονόματα των δώδεκα φυλών του Ισραήλ: Τρεις πύλες στην ανατολή, τρεις στο βορρά, τρεις στο νότο και τρεις στη δύση. Και το τείχος της πολιτείας είχε δώδεκα θεμέλια και πάνω τους δώδεκα ονόματα, των δώδεκα αποστόλων του Αρνίου. Αυτός που μου μιλούσε είχε για μέτρο ένα χρυσό καλάμι, για να μετρήσει την πολιτεία, τις πύλες της και το τείχος της. Όταν μέτρησε την πολιτεία με το καλάμι, αυτή ήταν δώδεκα χιλιάδες στάδια. Ήταν τετράγωνη· το μήκος της ήταν όσο και το πλάτος της. Το μήκος, το πλάτος και το ύψος της ήταν τελείως ίσα. Μέτρησε επίσης το τείχος της, εκατόν σαράντα τέσσερις πήχες, σύμφωνα με τα ανθρώπινα μέτρα που χρησιμοποιούσε ο άγγελος. Το τείχος ήταν κατασκευασμένο από ίασπι, κι η μαλαματένια πολιτεία έλαμπε σαν καθαρό γυαλί. Τα θεμέλια του τείχους της πολιτείας ήταν στολισμένα με κάθε λογής πολύτιμο πετράδι. Ο πρώτος θεμέλιος λίθος ίασπις, ο δεύτερος ζαφείρι, ο τρίτος χαλκηδόνιο, ο τέταρτος σμαράγδι, ο πέμπτος όνυχας, ο έκτος σάρδιο, ο έβδομος χρυσόλιθος, ο όγδοος βήρυλλος, ο ένατος τοπάζι, ο δέκατος χρυσόπρασος, ο ενδέκατος υάκινθος, ο δωδέκατος αμέθυστος. Οι δώδεκα πύλες ήταν δώδεκα μαργαριτάρια, κάθε πύλη καμωμένη από ένα μαργαριτάρι. Και η πλατεία της πολιτείας ατόφιο χρυσάφι σαν καθαρό γυαλί. Ναό δεν είδα σ’ αυτή την πολιτεία, γιατί ναός της είναι ο Κύριος, ο παντοκράτορας Θεός, και το Αρνίο. Η πολιτεία δεν έχει ανάγκη από ήλιο ούτε από σελήνη για να τη φωτίζουν, γιατί τη φωτίζει η λαμπρότητα του Θεού, και λυχνάρι της είναι το Αρνίο. Τα έθνη θα περπατούν με το φως της, κι οι βασιλιάδες της γης θα της φέρνουν τα μεγαλεία και τον πλούτο τους. Οι πύλες της ποτέ δεν θα κλείνουν την ημέρα, αφού εκεί δεν θα υπάρχει νύχτα. Θα της φέρνουν τα μεγαλεία και τον πλούτο των εθνών. Δε θα μπει όμως σ’ αυτήν τίποτα μολυσμένο, μήτε όσοι κάνουν βδελυρά και ψεύτικα πράγματα, παρά μονάχα όσοι είναι γραμμένοι στο βιβλίο της ζωής του Αρνίου. Ύστερα ο άγγελος μου έδειξε το ποτάμι με το ζωογόνο νερό, λαμπερό σαν κρύσταλλο, να αναβλύζει από το θρόνο του Θεού και του Αρνίου. Στη μέση της πλατείας, από ’δω κι από ’κει από το ποτάμι, ήταν το δέντρο της ζωής, που καρποφορεί δώδεκα φορές, μία κάθε μήνα, και που τα φύλλα του χρησιμεύουν για τη θεραπεία των εθνών. Καμιά αφορμή για κατάρα δε θα υπάρχει πια εκεί. Ο θρόνος του Θεού και του Αρνίου θα βρίσκονται σ’ αυτήν, κι οι δούλοι του θα τον λατρεύουν. Θα τον βλέπουν κατά πρόσωπο και θα ’χουν το όνομά του στα μέτωπά τους. Νύχτα δε θα υπάρχει πια, και δε θα χρειάζεται το φως του λυχναριού ή του ήλιου, γιατί ο Κύριος ο Θεός θα φέγγει πάνω τους, και θα βασιλεύουν αιώνια. Ύστερα μου λέει ο άγγελος: «Τα λόγια αυτά είναι αληθινά κι άξια εμπιστοσύνης. Ο Κύριος ο Θεός, που με το Πνεύμα του μίλησαν οι προφήτες, έστειλε τον άγγελό του να δείξει στους δούλους του όσα είναι να γίνουν πολύ σύντομα». «Ακούστε! Έρχομαι σύντομα», λέει ο Ιησούς. «Μακάριος είναι όποιος τηρεί τα προφητικά λόγια αυτού του βιβλίου». Εγώ ο Ιωάννης τα άκουσα και τα είδα αυτά. Κι όταν τ’ άκουσα και τα είδα, έπεσα να προσκυνήσω μπροστά στα πόδια του αγγέλου που μου τα φανέρωσε. Εκείνος όμως μου είπε: «Μην το κάνεις αυτό! Δούλος είμαι κι εγώ σαν εσένα και τους αδερφούς σου τους προφήτες, κι εκείνους που τηρούν τα λόγια αυτού του βιβλίου. Το Θεό να προσκυνήσεις». Και συνέχισε: «Μην κρατήσεις τα προφητικά λόγια αυτού του βιβλίου μυστικά, γιατί ο καιρός που θα εκπληρωθούν είναι κοντά. Ο άδικος ας συνεχίσει να αδικεί· ο ακάθαρτος ας συνεχίσει τα βδελυρά έργα του. Ας συνεχίσει κι ο δίκαιος να κάνει το δίκαιο, κι ο άγιος την αγιοσύνη του. «Να, έρχομαι σύντομα», λέει ο Ιησούς, «και φέρνω μαζί μου την ανταμοιβή μου, για ν’ ανταποδώσω στον καθένα ανάλογα με τα έργα του. Εγώ είμαι το Άλφα και το Ωμέγα, ο πρώτος και ο έσχατος, η αρχή και το τέλος». Μακάριοι όσοι τηρούν τις εντολές του, για να έχουν δικαίωμα να φάνε από το δέντρο της ζωής και να περάσουν τις πύλες για να μπουν στην πολιτεία. Έξω θα μείνουν όσοι είναι αδιάντροποι σαν τα σκυλιά, οι μάγοι, οι πόρνοι, οι φονιάδες, οι ειδωλολάτρες κι εκείνοι που τους αρέσει ν’ αντιστρατεύονται την αλήθεια. «Εγώ, ο Ιησούς, έστειλα τον άγγελό μου να σας τα αναγγείλει αυτά στις εκκλησίες. Εγώ είμαι από τη ρίζα και τη γενιά του Δαβίδ, το άστρο το λαμπερό, το πρωινό». Το Πνεύμα και η νύφη λένε: «Έλα». Κι όποιος ακούει ας πει: «Έλα». Όποιος διψάει ας έρθει, όποιος θέλει ας πάρει δωρεάν το νερό της ζωής. Εγώ, ο Ιωάννης, βεβαιώνω όλους όσοι ακούνε τα προφητικά λόγια αυτού του βιβλίου, πως αν κανείς προσθέσει κάτι σ’ όσα είναι γραμμένα εδώ, θα του προσθέσει κι ο Θεός τις συμφορές που είναι γραμμένες σ’ αυτό το βιβλίο. Κι αν κανείς αφαιρέσει κάτι απ’ τα προφητικά λόγια αυτού του βιβλίου, θ’ αφαιρέσει κι ο Θεός το μερίδιό του από το δέντρο της ζωής κι από την άγια πόλη. Αυτός που τα επιβεβαιώνει όλα αυτά λέει: «Ναι, έρχομαι σύντομα». «Αμήν· ναι, έλα, Κύριε Ιησού». Η χάρη του Κυρίου Ιησού Χριστού να είναι με όλους τους πιστούς. Αμήν.