Incorporated into the ELTeC on
Ἕνα μικρό λάθος
o dignitosa consienza e bella
conte te pierdal fallo amaro morso
Dante purg. III. 7-8,
ΗΤΑΝ Μέγα Σάββατο, δὐο ὤραις νἀ ξημερώσῃ· εὶς τὸ μικρὸ προαυλι μιᾶς κατοικίας χαμηλῆς, εἰς τήν ἄκρην καὶ άνἀμερα του χωρἰου, ἡ Μαρία ἐβοηθουσε τὸν ἄνδρα της νἀ φορτὡσῃ τό ἄλογό του μὲ λάδι ἀπό τὀ ῦστερο ἄλεσμα ὲκείνης τῆς καρποφορίας.
— Μὴν ἀνησυχῇς ἄν νυκτὥσω, τῆς εἶπεν· ἔχω πολλἀ πράγματα νὰ τελειώσω είς τήν πόλιν.
—Μή λησμονήσῃς τὸν καλόν ἄνθρωπον, οπού σ’ἐκυνήγησε τὁσον ἐφέτος, μήν ἒχωμε πάλι βάσανα.
—Νὰ μήν ἀνακατὡνεσαι εἰς ταίς δουλειαίς μου· σού τὸ εἶπα ἑκατό φοραίς.
Καί μέ τοῦτο ὁ Πὲτρος ἐκίνησε τὁ ἄλογο φορτωμένο καί κατέβη προφυλακτικά τό λιθόστρωτο μονοπάτι, ποὑ μὲσ’ ἀπό τὸ χωριό ἔβγαινε εἰς τόν δημόσιον δρόμον.
Αἱ πρώταις ἀκτίναις του Ἡλίου, μέσ’ ἀπό τὴν θύραν καί ἀπό τὸ παρὰθυρο, ἐφώτιζαν τό φτωχικὸ ἐκεῖνο χαμῶγι καί τὰ ὀλίγα σκεύη του, ἕνα μικρό βουτσί, ἕνα σκαφὸνι, μίαν καπάσα, ἕνα τραπέζι καί δύο καθίσματα· εἰς τό ἕνα πλάγι εἲχαν τό κρεββἀτι καί εἰς τό ἄλλο τήν γωνίστραν. Ἡ Μαρία ἐβάλθη ἀμέσως νά κάμῃ τὴν ἐργασίαν τῆς παραμονὴς· ἐσάρωσε τὁν πάτον, ἐξαράχνιασε τήν σκέπην, ἐξεσκόνισε ὃλα τὰ σκεύη, ἐγέμισε τό καντῆλι τῆς Παναγίας, ἔβαλε καθαρά σεντόνια εἰς τὁ κρεββἀτι κ’ ἐπάνω τό καλήτερο πάπλωμά της· κατόπιν ἄλλαξε καί αὐτή, ἐκάθισεν εἰς τὸ κατῶφλι καί ἔστεκε συλλογισμένη.
—«Μᾶς λείπει, ἔλεγε, ἄπό τό Πάσχα· ἔφθασε ἡ Λαμπρή καί εὑρίσκεται ἀκὁμη εἰς τὰ ξένα, καί ἔχομε ἕνα μῆνα οπού δέν ἐπιάσαμε γράμματά του· ὃταν τον εἶχα κοντά μου, ἒβαζε τό χρυσό μου παιδὶ τόν καλόν του λὁγον καί ἡμέρωνε ἡ παραξενιά τού πατρός του· ἄ! πόσο θά τοῦ πονῇ νά περνᾷ ταίς καλαίς τούταις ἡμέραις μακρυά ἀπό τή μαννοὐλα του. Τά θηλυκἄ τί θά μοῦ κάνουν τά καϋμένα ; κακοπανδρεμέναις καί ῄ δύο· ὑπομονή, ἒχει ἀκόμη σαράντα ἡμέραις νά κάμῃ στρατιώτης· ἅμα γυρίσῃ, θά εἶναι ὃλα καλά. Πάσχασε μέ τὴν εὐχή μου, παιδάκι μου».
Αὐτά ἒλεγε μέ τό νοῦν της ἡ Μαρία καί ἐδάκρυζε· εἰς τό πρόσωπό της, όπού ἂλλοτε εἶχε βασιλεύσῃ τὁ κἀλλος καί ἡ φαιδρότης, ἐφαίνοντο ἐκείναις ᾑ στερεαίς καί αὐστηραίς γραμμαίς, οπού ἀγάλι ἀγάλι χαρακόνει τό πρώϊμο γῆρας, ὁ κόπος, ὁ πόνος καί ἡ χριστιανική ὑπομονή. Ἀπό τούς στοχασμούς της ἒξαφνα τήν ἐσήκωσε ὁ ἦχος ἀπό ὅλα τά κωδωνοστάσια τῶν ἐκκλησιῶν τοῦ χωριοῦ· ἦταν ἡ Ἀνάστασις· διότι εἰς τήν Κέρκυραν, τὸ Μέγα Σάββατο, τέσσερες ὥραις ἀφοῦ ἀνατείλῃ ὁ ἥλιος, ἀπ’ ὃλαις ταὶς ἐκκλησίαις τῆς πόλεως τὸ χαρμόσυνο μήνυμα, ὡς ἠλεκτρική σπίθα, περνᾷ εἰς τά σιμοτινὰ χωριὰ καὶ ἀπὸ αὐτά ἕως εἰς τὰ ἀκρινώτερα τῆς νήσου, ὥστε ὃλοι οἰ κάτοικοι τῶν ἐννενῆντα χωριῶν σχεδὸν εἰς τήν ἰδίαν στιγμήν πανηγυρίζουν τήν Ἀνάστασιν μὲ κωδωνοκρουσίαις καί τουφεκισμούς. Ἡ Μαρία ἐσφόγγισε τά δάκρυά της, ἒκαμε τὸν σταυρόν της καὶ ἐκίνησε πρὸς τήν πρωτεύουσαν ἐκκλησίαν νἀ παρευρεθῇ εἰς τἠν ἁγίαν τελετήν.
Το ἑσπέρας ὁ ἄνδρας της ἒφθασε ἀπὸ τήν πὸλίν.
«Λάβε, τῆς εἶπε, τά χρυσάφια σου· τά σήκωσα ἀπό τὸ Κατάστημα νἀ τὰ φορέσῃς αὔριο· ἔστειλα καὶ δεκαπέντε δραχμαἰς τοῦ Ἀντωνάκη μας νά καλοπεράσῃ αὐταὶς ταὶς ἅγιαις ἡμέραις· θά ταὶς λάβῃ τήν Νιά Δευτέρα· μᾶς γράφει ὃτι εἶναι καλά, καὶ μᾶς εὔχεται καλήν Λαμπρήν· πάρε τὸ γράμμα νά τὸ φυλάξῃς μὲ τά ἄλλα».
— Καλήν φώτισιν σοῦ ἔδωκεν ὁ Θεός· λέγω γιά τὸ παιδί μας, ὂχι γιά τά χρυσάφια μου· εἰς περασμέναις ἡμέραις, ὡσὰν νέα κ’ ἐγώ, ἐζήλευα νὰ τὰ φορῶ· ἀμμή τώρα . . . καί, ὕστερα, ἔμαθα ἀπὸ πολὑν καιρὸν νά τὰ ἒχω εἰς τό Κατὰστημα· κύτταξε πώς ἐμαύρισαν τά μαραμμένα.
Καὶ ἀμέσως ἐβάλθη νὰ ξεσκονίσῃ τὸ μαὺρο βελουδένιο χρυσοκέντητο πεσελί, νἀ τρίψῃ ταὶς ἀσημοχρυσωμέναις φούμπιαις, τὰ ἀσημένια σκολαρίκια, τὸν χρυσοῦν λαιμόν, ταὶς χρυσαῖς περόναις τῆς κεφαλῆς καὶ τά δακτυλίδια. Καὶ ἐνῷ ἔκαμνε αὐτήν τήν ἐργασίαν, αἰσθάνετο ὃτι ἐπιὰνετο ή καρδιά της.
«Παναγία μου, ἔλεγε μέσα της, κάμε νὰ ἒχη καλὸ τέλος τούτη μου ἡ χαρά· δὲν ἐπερίμενα τόσην καλωσύνην ἀπὸ τὸν ἄνδρα μου· θά τὸν ὡδήγησε ἲσως ὸ καλός μου πνευματικός· καὶ ὃμως ἐγώ ποτέ μου δὲν ἄνοιξα τὸ στόμα νὰ παραπονεθῶ γιά ταἰς κακοτροπίαις τοῦ συντρόφου μου· γνωρίζω πόσαις φροντίδαις, πόσα βάσανα ἔχουν αὐτοὶ οἱ δὺστυχοι ἂνδρες· εἲναι ἀναγκασμένοι εἰς τήν ἀνέσοδη νά χρεωθουν διά τὸ θεόψωμο, καὶ συμβαίνει πολλαὶς φοραίς, γιά ταίς ἁμαρτίαις μας, εἴτε ἡ ὄστρια νά χαλάσῃ τόν καρπόν, εἴτε τὸ κρύο ἀπριλιάτικα νά κάψῃ τά σταφύλια μὲς τὸ ἄνθισμά τους· καὶ τότε ὁ τοκογλύφτης τούς φοβερίζει μὲ φυλάκισιν γιὰ νά τοὺς βιάσῃ νὰ του γράψουν τὸ ἕνα δέκα, εἴκοσι, πενῆντα — ὤ! ῄ μαύραις ψυχαίς, διάδικον νἂχουν τὸν Θεὸν — καὶ ὕστερον οἱ ἄνδρες ν’ ἀγριεύουν, μᾶς μαλώνουν ἄδικα γιά τὸ παραμικρὸ— ἔ! ἡ φτώχεια γεννἀ τὴ γκρίνια. Πόσαις φοραὶς αὐτἀ τά χρυσάφια, αὐτὸ τὸ πεσελί μου, τούτη ἡ καϋμένη προῖκα, ἐχρησίμευσε γιά νά σηκώσωμε ἀπὸ τὸ Κατάστημα καμμιά πενηνταριἀ δραχμαίς, διά νὰ μά σαπῇ ὁ ἄνδρας μου εἰς τήν φυλακήν. Ἂ! νά περάσουν γρήγορα αὐταὶς ῄ σαράντα ἡμέραις, νὰ γυρίσῃ τὸ παιδάκι μου, νὰ μᾶς βοηθήσῃ».
Ἡ καϋμἐνη της προῖκα! Ὃποιος δὲν γνωρίζει τήν ἐξοχήν τῆς Κερκὐρας, θά παραξενευθῇ ν’ ἀκούσῃ ὃτι ῄ γυναῖκες συνήθως φέρνουν μόνην τους προῖκα καμμία διακοσαριὰ δραχμαἰς χρυσάφια καί κἄποτε δύο ἢ τρία ἐλαιόδενδρα ἢ ἕνα ἢ δύο τσαπιῶν ἀμπέλι, εἰσὸδημα δέκα δραχμῶν τὸν χρόνον· ἀλλά ἡ θαυμαστἠ χωριανή φέρνει μὲ τὸ σῶμά της τὸ εὔρωστο και μὲ τήν εὐγενικήν ψυχήν της θησαυρὸν ἀτίμητον εἰς τήν οἰκογένειαν ὁποὺ ἔρχεται νύφη καὶ ἀγογγύστως ἐργάζεται καὶ κοπιάζει καὶ ὃταν συμβαίνῃ νὰ χηρεύσῃ μὲ ἀνήλικα παιδιά, τότε μὲ τό προνοητικό της πνεύμα, μὲ ὑπεράνθρωπον ἀγῶνα κυβερνᾷ τήν οἰκογένειαν, καὶ ἂπειρα ἔχομε παραδείγματα, ὁποὐ γυναῖκα χήρα ἀνάστησε σπίτι ξεπατωμἔνο.
Ἐπέρασε τὸ Νιοβδόμαδο ἢσυχα, κ’ ἐξημέρωσε ἡ Δευτέρα. Ὁ Πέτρος ἀναχώρησε γιὰ τήν πόλιν νά φέρῃ τρόφιμα γιά τοὺς ἐργάταις εἰς τὸ σκάψιμο τῶν ἀμπέλων· ᾑ πολλαἰς καὶ συχναὶς βροχαὶς τῆς μεγάλης τεσσαρακοστῆς καὶ κατόπιν ᾑ ἑορτάσιμαις ἡμέραις εἶχαν ἐμποδίσῃ αὐτήν τήν ἐργασίαν, ἡ ὁποία γίνεται τακτικῶς τὸν Φεβρουάριον καὶ τὸν Μάρτιον.
Τὸ μεσημέρι ἡ Ἑλένη ἦλθε νά εὔρῃ τήν μητέρα της.
—Μάννα, τῆς εἶπε, νά λυτρώσῃς; τὸ σπίτι μου· τὸ παιδί μου ἐξημέρωσε χειρότερα, ὃλο τὸ κορμάκι του εἶναι φωτιά, παραλογάει· ἒχομεν ἀνάγκην ἀπὸ ἰατρὸν καί φάρμακα.
—Τί νά σοῦ κάμω, παιδί μου· τό γνωρίζεις πῶς περνᾶμε· ό καρπὸς ἐσώθηκε· ἄν μᾶς ἔμειναν ὀλίγα λεπτά, αὐτὰ μᾶς χρειάζονται νὰ πλερώσωμε ἐργάταις γιά τ’ ἀμπέλια· μᾶς λείπει τὸ μονάκριβό μας παλληκάρι, καὶ ό Πέτρος δὲν προφΘάνει νά τά σκάψῃ μόνος του, ἄν καί τόν βοηθῶ κ' εγώ· ἀπὸ τὸν καιρὸν ὁποὺ τὰ παιδιά μας πηγαίνουν στρατιώταις, πιάνομε κ' ἐμεῖς ᾑ γυναῖκες τὸ τσαπί.
—Μάννα, σπλαχνίσου μας· δὲν ἒχομε πεντάρα καὶ μᾶς χρειάζονται αὺριο ἀμέσως δεκαπέντε δραχμαίς γιὰ τὸν ἰατρὸν καὶ δέκα γιά τό ἀμάξι, χωρίς τά φάρμακα καί ὃ,τι ἂλλο διορίσῃ.
—Καί που νὰ τά εῦρω, παιδί μου· ὁ πατέρας σου, εἰς τούτην τήν ἐσοδείαν, ἐξ ἀφορμῆς ὁποὺ ἦταν ὀλίγη καρποφορία δὲν μοῦ ἄφησε τά ὑστερομαζώματα, καθώς ἦταν ἡ παλαιὰ συνήθεια νά τ’ ἀφίνουν τῶν γυναικῶν γιά νά ἔχουν καὶ αὐταίς ὀλίγα λεπτὰ εἰς τήν κασέλα τους.
—Ἀμμή σοῦ ἔφερε ἐφέτος τὰ χρυσάφια σου· κάμε τὸ καλὸ νά μοὺ τὰ δώσῃς γιά κανένα μῆνα νά τά βάλω μ’ ἐκεῖνα τὰ ὀλίγα τά δικά μου εἰς τὸ Κατάστημα, νά οἰκονομήσωμε αὐταὶς ταὶς δραχμαίς· ἕως τήν Ἀνάληψιν δέν θά ἔχῃς ἀνάγκην νά τά φορἑσῃς· μάννα, κάμε το, ἂν μ’ ἀγαπᾷς.
—Δὲν τό ἔλεγα ἡ δύστυχη ὃτι αὐτά τά χρυσάφια θὰ μου γίνουν φαρμάκι; Εἶσαι βέβαιη, Ἑλένη μου, ὃτι ἔως τήν Ἀνάληψιν θά τά ξαγοράσῃς ;
—Βεβαιότατη· θὰ πουλήσῃ τὸ δαμάλι ὁποὺ ἔχει μισιακό· θά πουληθῇ ἴσια ἴσια ταὶς παραμοναὶς τῆς Ἀναλήψεως.
—Θὰ εἶναι ἐδῶ ὁ Ἀντωνάκης μου, εἶπε μέσα της ἡ Μαρία, καί τότε, ὃ,τι καὶ ὰν τύχῃ, ὃλα διορθόνονται. Καὶ πῶς νά μήν τήν σπλαχνισθῶ, εἶναι ἀτάλικη καὶ ἀκόμη ἀδύνατη ἀπὸ τήν ῦστερή της ἀρρώστια, καὶ μή μοῦ πάθῃ.
—Κάμε το, μητέρα, νά χαρῇς τὸν Ἀντώνη μας· θὰ γυρίσῃ γλήγορα ὡς ἀκούω.
—Ναὶ θά εἶναι ἐδῶ τῆς Μεσοπεντηκοστῆς.
Ἐσηκώθη καὶ ἔβγαλεν ἀπὸ τήν κασέλα τά χρυσάφια.
—Πάρε τα, παιδί μου, καὶ βάλε εἰς ὃρκον τόν ἂνδρα σου νά μή μὲ ὁμολογήσῃ· ἂν τὸ μάθῃ ὁ πατέρας σου, ἐχάθηκα.
«Ὠϊμένα, ζωήν δυστυχισμένην ὁποὺ περνᾶμε ἐδῶ εἰς τὸ χωριό! ἔλεγε μόνη της ἡ Μαρία, να μήν εὐρίσκεται ἰατρὸς νά ἔλθῃ νά καθίσῃ ἐδῶ νὰ κάνῃ χριστιανικά τὴν ἐπιστήμην του· ἀμμή νά εἴμαστε ἀναγκασμένοι, ὃταν ἀρρωστήσῆ κανένα παιδί μας, ἢ νά τὸ φέρνωμε εἰς τήν ἀγκαλιά μας εἰς τήν πόλιν, θερμασμένο, τρεῖς ὥραις δρόμον, μὲ τὸ ἡλιοπύρι, γιά νὰ τὸ ἰδῇ μίαν μόνην φορὰν ὁ ἰατρός, ἤ νὰ ἐξοδεύωμε φούκταις φράγκα γιά νὰ τὸν φέρωμεν ἐδῶ, καὶ ἂν πουλῇ κανεὶς αὐτὸ τὸ εὐλογημἐνο κινίνο, νὰ τὸ πλερόνωμεν ὡσὰν χρυσόχωμα. Ἔτσι ἐχάθη τὸ σπίτι τοῦ πατρός μου· ἀπὸ ἀρρώστειαις ἐξεγίνηκε γιά νά κυττάξῃ τὸ μονάκριβό του ἀρσενικὸ — ἕνδεκα μήναις ἀρρώστεια — ἐπούλησε ὃ,τι καὶ ἄν εἶχε, καὶ τὸν ἐχάσαμε γιατὶ δὲν ἔφερε τὸν ἰατρὸν ἀπὸ τήν ἀρχήν. Ἀπὸ τοὺτο ἐξέπεσε τὸ σπίτι μας· προῖκα δὲν εἶχε νὰ μου δώσῃ ὁ πατέρας μου παρἀ αὐτὰ τὰ εὐλογημένα στολίδια τῆς μητρός μου· καὶ ὃμως μὲ ,ἐπῆρε τοὺτος ὁ χριστιανός, καλός, ἀμμή, ὁ Θεὸς φυλὰξῃ, ἄν τοὺ ἔλθῃ τὸ νευρικό· σ’ὀλίγον καιρὸν ἔθαψα τὸν καλόν μου πατέρα καὶ ἡ χήρα ἡ μάννα μου ἔμεινε κορμός· καὶ Θεὸς τὸ ἠξεύρει τί γεράματα περνᾷ εἰς τό ἐρμόσπιτό της. Ὠϊμένα, δὲν ἠξεύρω γιατί σήμερα ὃλα τά παλαιά μου δυστυχήματα μοὺ ξαναφανερόνονται εἰς τὸ πνεὺμα, ὡς νά ἦσαν χθεσινά. Ἐπέρασα τόσῳ ἣσυχα αὐταὶς ταὶς ἅγιαις ἡμέραις, καὶ τώρα μου ἀρρώστησε αὐτὸ τὸ μικρό μου ἐγγόνι· δὲν μ' ἀρέσει αὐτή ἡ ἀρρώστεια καὶ πῶς νά μή δώσω τῆς Ἑλένης τά χρυσάφια;»
Μὲ αὐτοὺς τοὺς συλλογισμοὺς ἀνέβη εἰς τήν σιμοτινήν ράχην νά μάσῃ ἀγριολάχανα γιά τὸ δεῖπνον, καὶ ἀφοὺ τά ἔβαλε νά βράσουν, ἔπεσε γονατιστή εἰς τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας ὁπού εἶχε ἐπάνω εἰς τὸ προσκέφαλο τῆς νυμφικῆς της κλίνης.
—«Παναγία μου, εἶπε δακρύζοντας, τί εἶναι αὐτὸ ποῦ αἰσθάνομαι μέσα μου; βοήθησέ με, μή πεθάνω πρίν ἰδῶ τὸ παιδί μου».
Ἦταν δύο ὥραις νύκτα καὶ ἄρχισε ἡ Μαρία ν’ ἀνησυχῇ.
—«Ἂν ἔχῆ ἄλλα κακά, ὃμως δὲν εἶναι ἀπὸ ἐκείνους πού χάνονται εἰς τήν χώραν μέσα εἰς τὰ καπηλειά ἢ χασομερουν εἰς τόν δρόμον μέσα εἰς τ’ ἐργαστήρια».
Καὶ ἔστεκε ἀκίνητη χωρίς νά βγάλῃ ἄχνα, καὶ ἐφαντάζετο νά ἀκούσῃ τά πέταλα, καθώς τ’ἄκουε πάντοτε· κάμποσα λεπτὰ πρὶν φθάσῃ, ὃπως τὸ ἄλογο ἐτετραπόδιζε εἰς τὸ λιθόστρωτο μονοπάτι.
-«Ἦλθεν, ἐφώναξε· εἶναι τὸ πάτημά του· πώς ἔρχεται μὲ τὰ πόδια;» καὶ μὲ αὐτὸ ἐπετάχθη εἰς τό μονοπάτι καί σ' ὀλίγα λεπτὰ τῆς ἐφανερώθη ὁ ἄνδρας της.
—Καλησπέρα, τῆς εἶπε μουγκόφωνα.
—Καλῶς ῶρισες· τί ἐγίνηκε τὸ ἄλογό μας; του ἔχω ἔτοιμον τόν σανό.
—Τὸ ἄλογό μας ξενυκτάει ἀλλοὺ· ἄφησέ με ἥσυχον νά ξανασάνω· ὁ Θεὸς θέλει νά μᾶς παιδεύσῃ· ἐλάβαμε γράμματα ἀπὸ τὸν Ἀντωνάκη μας.
Ἡ Μαρία ἐρρίγωσε.
—Τί γράφει;
—Ἐγύρισα βιαστικὰ καὶ δὲν ἐπρόφθασα νά εῦρω κανέναν φίλον νά μου τὸ διαβάσῃ· πάρε το νά σοῦ τὸ διαβάσῃ ὁ πνευματικός μας.
Ἡ Μαρία ἐπῆρε τὸ γράμμα καὶ τῆς ἔτρεμαν τά γόνατα, τὰ ἔβαλεν εἰς τὸν κόρφον της κ’ ἐβγῆκε.
—«Τί νά γίνω ὁ δύστυχος ; ἔλεγε μόνος του· εἶμαι πάλι ἀναγκασμένος νά τῆς τὰ πάρω· τὸ γνωρίζω ὃτι δὲν θὰ μοῦ κάμῃ τήν παραμικρήν δυσκολία, ἅμα γνωρίσῃ τί περιστατικὸ μοῦ ἔτυχε· ἀλλά τὸ ἒχω σ’ ἐντροπήν ῦστερ’ ἀπ’ ὀλίγαις ἡμέραις».
Εῦρηκε ἡ Μαρία τὸν πνευματικόν της εἰς τήν Ἐκκλησίαν, ὃπου, κατά τὸ σύστημά του, ἀνεγίνωσκε πρίν πάῃ νά πλαγιάσῃ ταὶς ἑσπεριναίς του εὑχαίς. Εἰς ὃλον τὸν ναὸν τὸ τέμπλο μοναχὰ μὲ τά δεσποτικά εἰκονίσματα καὶ τοὺς δώδεκα Ἀποστόλους ἐφωτίζετο ὀλίγο ἀπὸ τὸ καντῆλι ἒμπροσθεν εἰς τήν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου καὶ ἀπὸ ἕνα κερὶ στυλωμένο εἰς τὸ ἀναλόγι· αὐτοῦ ὁ ἀσπρομάλλης ἐφημέριος, χωρὶς τὸ καμυλαῦκι, ἐπροσεύχετο μὲ ταπεινήν φωνήν, μὲ καθαρήν προφοράν, γεμάτην χριστιανικήν κατάνυξιν. Ἡ Μαρία ἐμπῆκε εἰς τὸν νάρθηκα, ἐστάθη εἰς τήν θύραν, καὶ μὲ τὸ κεφάλι σκυμμένο ἔλεγε μέσα της τὰ πατέρημά της· ὃταν ὁ παπᾶς ἔκλεισε τὸ εὐχολόγι, ἐπλησίασε καὶ τού ἐφίλησε τὸ χέρι.
—Γιά καλό, Μαρία, τέτοια ὤρα;
—Δέσποτά μου, συχώρεσέ με· κάμε τὸ καλὸ νὰ μού διαβὰσῃς τοῦτο τό γράμμα τοῦ Ἀντωνακη μου.
—Ἂ! τὸ καλὸ παιδί! γρήγορα σώνεται ὁ καιρός του.
Ὁ παπᾶς ἄνοιξε τὸ γράμμα.
«Καλέ μου πατὲρα. Ἔλαβα τὸ γράμμα σου καὶ τὰ δεκαπέντε φράγκα· σᾶς εὐχαριστῶ· ἀλλά γιατί νά στερηθῆτε σεῖς οἱ καῦμένοι γονεῖς μου ; ἐδῶ, χάρις εἰς τὸν Θεόν, δὲν μοὺ λείπει τίποτε· ὁ λοχαγός μου μὲ ἀγαπᾷ καὶ μ’ ἐπῆρε καί εἰς τήν ἰδιαιτέραν ὑπηρεσίαν του· ἀλλά τὸ βάρος τῆς ξενητειᾶς τὸ αἰσθάνομαι περισσότερο αὐταὶς ταὶς ἅγιαις ἡμέραις· εἶναι ἡ πρώτη φορά ὁποὺ δὲν ἑορτάζω εἰς τὸ σπιτάκι μας. Ἀλλά καὶ σεῖς πρέπει νά ἔχετε ὑπομονήν· μάθετε ὃτι ἦλθε διαταγή ἀπὸ τὸ Ὑπουργεῖον νά μᾶς κρατήσουν καὶ ἄλλους τρεῖς μήναις, ὥστε μόνον τόν τρύγον θά μ’ ἔχετε κοντά σας· γιά τοῦτο ἄργησα να σᾶς γράψω, γιὰ νά μή σᾶς πικράνω μίαν ὥραν πρωτήτερα. Πόσο θά βαρυφανῇ τῆς καϋμένης μου μάννας ! Πατέρα μου, ἄν μὲ ἀγαπᾷς, μή τήν λυπήσῃς, καθὼς συμβαίνει κἄποτε νά θυμὸνῃς. Σᾶς φιλῶ τά μάτια καὶ τά χέρια. Θά σᾶς γράφω ἀπὸ ἐκεῖ, ὅπου θά μετατεθῇ τὸ τάγμα, ἀπὸ τά σύνορα. Ὁ αγαπητός σου υἱός».
Ἃμα ἐτελείωσε ὁ παπᾶς, ἡ Μαρία, ὃπου ἔκλαιε ὃλην τήν ὥραν, ἐρώτησε.
—Δέσποτά μου τί εἶνε τά σύνορα;
—Τὸ Βασίλειόν μας εἶναι τὸ περισσότερο μέρος ζωσμένο ἀπὸ θάλασσα, καὶ ἀπὸ τήν στερεὰν γειτονεύει μόνον μὲ τὸ Βασίλειον τῶν Ἀπίστων· αὐτοῦ εἶναι τά σύνορα.
—Μήπως θὰ ἔχωμε πόλεμο;
—Μή βάζῃς αὐτὸ στόν νοῦν σου, Μαρία· καὶ ἂν ἠθέλαμε, καὶ ἂν ἠμπορούσαμε νά ἐλευθερώσωμε τοὺς ἀδελφούς μας, δὲν θά μάς ἂφιναν οἱ Κραταιοὶ τῆς Γῆς· ἡσύχασε, δὲν εἶνε κίνδυνος τώρα νὰ αἱματωθοῦμε.
—Αὔριο πρωὶ θά ἔλθω, παπᾶ μου, νά μ’ ἐξομολογήσῃς.
-Ἁμαρτίαις ποὺ θά ἔκαμες, καϋμένη, ἀπὸ τήν Μεγάλην Πέμπτην· λέγε τα μιά στιγμή τώρα.
—Εἶναι ἀργά, Δέσποτά μου, καί μέ περιμένει ὁ Πέτρος· ἔρχομαι αὒριο τ’ ἀποταχυά.
—Αὔριο πηγαίνω εἰς τήν πόλιν· μὲ προσκαλεῖ ὁ Δεσπότης γιά πνευματικήν ὑπηρεσίαν ἔλα τὸ βράδυ, εἰς αὐτήν τήν ὥραν, ἢ τήν Τετρἀδη τί πρωῒ.
Ἡ Μαρία τοῦ ἐφίλησε τό χέρι καί αὐτὸς τήν εὐλόγησε, καὶ ἐνῷ ἐκείνη ἀναχωροῦσε, ἔλεγε μόνος του:
«Ἁγία γυναῖκα! δὲν εἶμαι ἂξιος νά τήν ἐξομολογήσω, ὂχι ἐγὡ ὁ ἀμαρτωλός, ἀλλά οὔτε ὁ Πατριάρχης· θά τῆς φαίνεται πῶς ἔχει κανένα ἄχυρο ἐπάνω εἰς τήν συνείδησίν της καὶ δὲν βλέπει τήν ὥραν νά ξαλαφρωθῇ· ἄλλοι, καί πόσοι ! ἔχουν δύο λίτραις βολίμι καί δὲν τό αἰσθάνονται. Ὦ Παντοδύναμε, ἂν ὃλοι εἶχαν τήν καρδιά της, τοῦτος ὁ κόσμος θα ἦταν Παράδεισος. Φοβοῦμαι μἡ πάθῃ κἂποτε αὐτή ἡ γυναῖκα ἀπὸ τήν περισσήν ἀγάπην της».
Ἡ Μαρία εἶπε τοῦ ἀνδρός της ὃ,τι περιεῖχε τὸ γράμμα.
—Ὑπομονή, Μαρία, καὶ γι’ αὐτὸ καὶ γιά κἂτι ἂλλο πού θ' ἀκούσῃς τώρα. Μάθε ὃτι καθώς ἒμπαινα εἰς τήν πόλιν, ὁ κλητῆρας μοὺ ἒπιασε τὸ ἄλογο, καὶ ἢθελε νά μὲ φέρῃ εἰς τήν φυλακήν· τοὺ χάρισα δέκα φράγκα γιά νά μού ἀφήσῃ καιρὸν νά ἡμερώσω τὸν δανειστήν μου· φαίνεται ὅτι τοῦτος ὁ ἀθεόφοβος ἒμαθε ὅτι ἐξαγόρασα τά χρυσάφια κ’ ἐσυμπέρανε ἀπὸ αὐτὸ πώς ἔχω ὁ δύστυχος νὰ τὸν ἀποπλερώσω καὶ δὲν θέλω. Ἑτοίμασέ τα λοιπόν, ὅτι αὔριο ἐνωρὶς θά πὰω νὰ τὰ ξαναβάλω σημάδι, να δώσω τοὺ δανειστοὺ μου ὅσα ἐσυμφώνησα· διαφορετικά θά χὰσωμε τὸ ἄλογό μας, θά μὲ βάλουν εἰς τήν φυλακήν, καὶ θά μείνουν χέρσα τά ἀμπὲλια.
Ὅ,τι αἰσθάνθη ἡ δυστυχισμένη γυναῖκα εἰς ἐκείνην τήν στιγμήν δὲν λέγεται· καὶ πῶς νά περιγραφῇ ψυχική κατάστασις, εἰς τήν ὀποίαν ὁ ἄνθρωπος, ἄν καὶ ἀθῷος, ἀγνός, δοκιμάζει πρώτην φορἀν ὅλην τήν ὀδύνην ἐνόχου συνειδήσεως; Ἡ Μαρία δὲν ἐπρόφερε λέξιν, ἔπεσε χάμου καὶ ἄρχισε νά κλαίῃ, καὶ τά δάκρυά της δὲν εἶχαν κρατημόν.
—Μά τήν ἀλήθειαν, καλή καὶ προκομμένη νοικοκυρά! ἐφώναξε ὁ ἄνδρας της, κύτταξέ την ! κλαίει καὶ μύρεται ὡσὰν νυφοῦλα ὁποὺ θά τῆς πάρουν τά στολίδια της. Μάθε, κυρά μου, ὁπού, θέλῃς καὶ μή θέλῃς , αῦριο τ’ ἀποταχυὰ θά μοὺ δώσῃς τὸ κλειδί τῆς κασέλας νὰ τά πάρω· ἐγώ εἶμαι ὁ κύριος ἐδῶ.
—Ἄ! Πέτρε, σκληρὸς ὁποὺ εἶσαι, ἄδικος—νὰ ἤξευρες— αὔριο, αὔριο, τ’ ἀποταχυἀ.
Ὅ Πέτρος τήν ἄφησε αὐτοὺ σωριασμένην κατὰ γῆς, ἄναψε τὸ τσιμποὺκι του, ἐκήθάσε εἰς τὸ προαῦλι κ’ ἔβαζε εἰς τὸν νοὐν του χίλιαις ὑποψίαις.
Πνεὺμα ἀνθρώπινο δὲν θὰ ἦταν ἰκανὸ νά ξανοίξῃ, καὶ πολὺ ὀλιγώτερο νά ἐννοήσῃ τί συνέβαινε ἀπὸ ἐκείνην τήν στιγμήν μέσα εἰς τήν ψυχήν τῆς Μαρίας· χωρὶς νά ἠξεύρῃ ποὺ εὑρίσκεται, χωρὶς νά δύναται νἀ προσηλώσῃ τὸ πνεὺμα της εἰς τὰ ἐρχόμενα ἢ νά τὸ στρέψῃ εἰς τά περασμένα, ἐρρἱφθη ὃπως ἦταν εἰς τό κρεββἀτι, καὶ τήν ἕπιασε λυγκιὸ ὡς νά ἐψυχομαχούσε, ἀλλά τὸ ἒπνιγε μὲ τὸ προσκέφαλο μή τήν ἀκούσῃ ὁ ἄνδρας της καὶ τήν ἀναισχυντήσῃ πάλιν. Ὕστερ’ ἀπὸ κάμποσην ὥραν, λάλημα πετεινοὺ, ἀποκορώθη καὶ ἐπέρασε ἀμέσως εἰς τὸν μυστηριώδη κόσμον τῆς φαντασίας· ἡ Μαρία ἔβλεπε συχνά ὀνείρατα, πάντοτε φαιδρὰ καὶ ξάστερα, καὶ πολλαὶς φοραὶς ξυπνῶντας ἔλεγε ὃτι δὲν ἐγνώρισεν ὥραν καλήν παρὰ μέσα εἰς τὸν ῦπνον της. Θαυμαστή οἰκονομία τῆς φύσεως, εὐλογημένο δῶρον τῆς θείας εὐσπλαγχνίας!
Εὐρίσκετο εἰς ἔνα μέρος γνωστό της καὶ ἀγαπημένο ἀπὸ τὰ μικρά της χρόνια· πλαγιἀ μεγάλη ἐγλυκοκατέβαινε ἀπὸ τήν κορυφήν του βουνοῦ ἔως εἰς τὸν ἄμμον, εἰς τὸ ἀκρογιάλι, τὸ ἐπὰνω της μέρος ἔως εἰς τήν μέσην μὲ μεγαλόδενδρον φουντωτόν ἐλαιῶνα, καὶ πὸ τήν ζώνην ἔως κάτω ἀμπελόφυτο πλάγι· ἀντίκρυ θάλασσα ἀπέραντη σμίγει μόνον μὲ τὸν οὐρανόν· οἱ χωρικοὶ τήν ὀνομάζουν ἀγριοπέλαγο, ὅτι αὐτή ταὶς περισσότερες φοραὶς εἶναι ἀφρισμένη καὶ φαίνεται πῶς τελείως ἀπομονόνει τὴν νῆσον μας ἀπό τόν ἔξω κόσμον, ἐνῷ ἡ ἄλλη θάλασσα, ὁ κόλπος, ὁποὺ βρέχει τὸ ἀνατολικὸ πλευρὸ τῆς νήσου καί τὴν ἀντίκρυ ἤπειρον, ὀμοιάζει ταὶς περισσότεραις φοραὶς ἣσυχη λίμνη.
Ἡ τοποθεσία εἶναι μαγευτικὴ — ἐκεῖ ἀπὸ ἕνα μέρος ἡ βαθειὰ πρασινάδα τῶν ἐλαιοδένδρων καὶ ἡ τρυφερώτερη τῶν ἀμπέλων, καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο ἡ καταγάλαζη ἐπιφάνεια τῆς θαλάσσης — ἀλλά γιὰ τὴν Μαρίαν πρό πάντων ἡ οἰκουμένη δὲν εἶχε τόπον νά τήν εὐχαριστὴσῃ περισσότερο· ἐκείνη ἡ πλάσις, μὲ ὃλην της τήν φυσιογνωμίαν, εἰς τὴν στερεάν καὶ εἰς τὸ πέλαγο, ἔκαναν μέσα εἰς τήν ψυχήν της ἕνα μὲ τά ἀθωότερα καὶ φαιδρότερα αἰσθήματα τῆς παιδικῆς καί νεανικῆς ἡλικίας της· καθώς συμβαίνει ὃταν παίζεται μουσική ὁπού πρωτακούσαμεν εἰς τήν νεότητά μας· ὁ ἦχος της μᾶς συγκινεῖ, μάς μαγεύει, καὶ ἀπορούμεν πώς ἐκεῖνος ὁ ρυθμὸς δὲν προξενεῖ εἰς τοὺς νέους ὃ,τι ἐμεῖς αὶσθανόμεθα - διότι ἐκείνη ἡ μουσική, ἂν καὶ ἀκούονται ἄλλαις μελῳδικώτεραις, ἔγινε ἀπὸ πολύν καιρὸν μέρος του ἑαυτοῦ μας, εἶναι ὁ μακρυνός, γλυκὸς ἅμα καὶ λυπητερὸς ἀντίλαλος τῶν εὐτυχισμένων ἡμερῶν μας· παρομοίαν μουσικήν ἒχει μία γνωστή μας φυσική τοποθεσία· ἕνας ξερὸς βράχος, ὁπού ἐφύτρωσε κ’ἐμεγάλωσε μοναχικό κυπαρίσσι, ἔχει τήν ἀγάπην μας ὃσον δὲν τήν ἒχει κάθε ἄλλο ὡραιότερο θὲαμα· φαίνεται ὃτι ἐκεῖνοι οἱ χαρακτῆρες φυλάγουν, μέσα εἰς τήν φαντασίαν καὶ εἰς τήν καρδίαν μας, τήν ποθητήν ἀλησμόνητον εἰκόνα τῆς ζωῆς μας, ὅπως ἦταν, πρὶν τά πάθη καὶ τὰ παθήματα τῆς ἀφαιρέσουν τῆν φυσικήν ἀθωότητα καὶ τήν γαλήνην.
Αὐτου ἀκολουθοῦσε μικρουλα, πέντε ἢ έξη χρόνων κόρη, τοὺς γονεῖς της, εἰς ὅλους τοὺς μήναις, διότι δὲν εἶναι μῆνας ὁπού ὁ καλὸς γεωργὸς νὰ μὴν εὒρῃ νά κὰμῃ ἐργασίαν εἰς τὸ ἀμπέλι καὶ εἰς τὸν ἐλαιῶνα, καὶ ἐκεῖνο τὸ κτῆμα ἦταν ἀληθινὸ περιβόλι. Τοιουτοτρόπως ἡ φανταστικἠ καὶ μεγαλοπρεπής ἐκείνη πλαγιά μὲ κάθε φυτό, μὲ κάθε δένδρο ἥμερο ἤ ἄγριο, μὲ κάθε χειρόκτιστην λιθειά ἢ ριζόπετραν, μὲ κάθε δέμα, μὲ κάθε φρύδι, μὲ κάθε μονοπάτι, μὲ κάθε παρακλάδι, μὲ κάθε στένωμα, εἶχε μείνῃ βαθυά χαραγμὲνη εἰς τὸ νεανικό της πνεὺμα, ὥστε ἄν ἦταν ζωγράφος θά ἠμποροὺσε νὰ μορφώσῃ ἀπὸ ἐκείνην τὴν θέσιv πολλαὶς καὶ ὡραιόταταις εἰκόνες νὰ μή παραλλάζουν παντάπασιν ἀπὸ τό φυσικό τους. Ἀλλά καὶ ἐκεῖνο τὸ πέλαγο εἶχε ἀνοίξει τὸν νοῦν της, εἶχε φτερώσῃ τήν φαντασίαν της, καθώς εἰς ὃλαις ταὶς ἐποχαὶς του χρόνου καὶ εἰς ὃλαις ταὶς ὤραις τῆς ἡμέρας, ἐνῷ ἐδιάβαινε, ἀπὸ ψηλά τὸ ἐθεωροῦσε, πότε θεριωμένο καὶ μελανό, πότε ἤμερο καὶ ἀσπρογάλαζο, καὶ κἄποτε, εἰς τὸ βασίλεμα, σύννεφα νὰ καθίζουν εἰς τήν ἐπιφάνειαν, καὶ μέσα εἰς αὐτὰ νά ἀνοίγωνται σκοτείνα λαγκάδια καὶ χρυσοῖ ποταμοὶ νά χάνωνται εἰς τὰ βάθη. Ἰδοὺ πώς ἀδελφώθη ἡ τρυφερή ψυχή της μ’ ἑκεῖνο τὸ μέρος, καὶ τήν βαθεῖαν ἐκείνην συμπάθειαν ἦλθε, εἰς τήν νεανικὴν της ἡλικίαν, νά στερεώσῃ καὶ νά κλείσῃ διά πάντοτε εἰς τήν καρδίαν της ὁ πόνος· πόσο ἔκλαψεν ὃταν ὁ πατέρας της ἀναγκάσθη νά πουλήσῃ ἐκεῖνο τὸ περήφανο κτῆμα, ὁποὺ ἀρκοὺσε νά ζωοθρέψῃ τήν οἰκογένειὰν του, καὶ ὃπου εἶχε προσδιορίσῃ πατόκορφα μίαν μικρήν λουρίδα προῖκα τῆς ἀγαπητῆς του Μαρίας.
Εἰς ἐκεῖνο τὸ ἀμπέλι εὑρίσκετο, εἰς τ’ὄνειρό της, τώρα πρώτη φορά, ἀφοὺ δὲν εἶχε πατήσῃ αὐτοῦ εἴκοσι χρόνια. Εἶχε φθάσῃ ἐκεῖ μὲ τοὺς γονεῖς της καὶ μὲ μισθωμέναις τρυγήτραις, τήν ὤραν ὁποὺ ὁ ἣλιος, ὡς ἐσηκώνετο ὄπισθεν, ἀπὸ τὸ βουνό, μόλις ἐχρύσονε ταὶς ἄκραις τῶν ἐλαιοδένδρων, ἐνῷ ὃλ’ ἡ πλαγιὰ ἔμενεν ἀκόμη ἰσκιωμένη, καὶ ἡ ἀντίκρυ θάλασσα ἐλακτάριζε πέρα πέρα ἀπὸ ταὶς ἀργυραὶς πρωϊναὶς ἀκτίναις. Ἐστάθηκαν ὃσο νὰ πέσῃ ἡ δροσιά τῆς νυκτός, γιὰ νὰ κόψουν στεγνά τὰ σταφύλια· ἒπειτα ἄρχισεν ὁ τρύγος καὶ σ’ ὀλίγην ὥραν, διότι κάθε κλῆμα τὰ εἶχε πολλά, αὐτή μὲ τήν σύντροφόν της ἐγὲμισε δύο τερτικά, ἡ μητέρα της ταὶς ἐβοήθησε καὶ τά ἐφόρτωσαν εἰς τό κεφάλι τους, καὶ δύο μικραὶς τρυγήτραις ἐπῆραν καὶ αὐταὶς δύο κάνιστρα διά νὰ γίνῃ σωστὸ τὸ φόρτωμα. Ἔπειτα, ἐκίνησαν καὶ ᾑ τέσσαρες, ἡ μία κατόπιν τῆς ἄλλης, τὸ ἀμπέλι-ἀμπέλι, καὶ ῦστερ’ ἀπ’ὀλίγο διάστημα ἐδιάβηκαν, πάντοτε ἀλύγισταις καὶ ἀτάραχαις, τὸ στένωμα, ὅσο μία διασκελιἀ μόνον πλάτος, καὶ μάκρος τριάντα βήματα, ὅποὺ δεξιά ἔχει κρεμαστοὺς βράχους, καὶ ἀριστερἀ τρομάζει ὁ ἄνθρωπος νὰ βλέπῃ, ἀπὸ ἑκατὸ μέτρα ὔψος, τά κοντράκια καὶ παρακάτω τά φύκια ὁποὺ ξερνᾷ ἀκατάπαυτα τό ἀγριοπέλαγο· τὸ τρομακτικὸ ἐκεῖνο πέραμα ὀνομάζεται κ α κ ή σ κ ά λ α. Ἐκεῖ ποὺ ἔπαυε τό στενὸ μονοπάτι, εὕρηκαν τον ἀγωγιὰτην, ὁποὺ μόλις εἶχε φθάσῃν. ἐφορτώθη τὸ ἄλογο, καὶ ὁ ἀγωγιάτης, ἐνῷ ἀναχωροῦσε, «Κοπέλλαις, τοὺς εἶπε, μὴν ὀκνηρεύεσθε, νά εὕρω ὅταν γυρίσω ἕτοιμα τερτικά· τὸ ἄλογό μου εἶναι παλληκάρι».
«Ἂς καθήσωμε ἐδῶ, Αὐγερινή, εἶπε ἡ Μαρία, νὰ ξανασάνωμε ὀλίγο, τά σταφύλια τά εὐλόγησε ὁ Θεὸς ἐφὲτος, καὶ δὲν ἀργοὺμε νὰ τὰ παστρεύωμε».
Κ’ἐκάθησεν ἐπάνω εἰς ἔναν ὄχθον, ἡ Αὐγερινή ὀλίγο παραπάνω· τά κορίτσια ἔτρεχαν ἐδῶ κ’ἑκεῖ κ’ ἐπαιγνίδιζαν τριγύρω.
«Πόσο μου ἀρέσει, Αὐγερινή μου, τούτη ἡ θάλασσα· λέγουν πῶς εἰς τὸ ἄλλο μέρος ἡ ἄλλη θάλασσα εἶναι σκεπασμένη μὲ καράβια μικρά μεγάλα· ἐδῶ σπάνιαις φοραὶς διαβαίνει κανένα βαπόρι πολὺ μακρυά, πέρα πέρα, ὡσάν ἴσκιος· καλήτερα εὐχαριστοὺμαι εἰς τὸ πέλαγο τούτο' ἐδῶ δὲν φαίνονται παρὰ βάρκαις μὲ τά πανάκια τους, δελφίνια ὁποὺ κοπαδιαστά παίζουν, καὶ θαλασσοπούλια ὤ! ἰδὲς, Αὐγερινή, πόσοι γλάροι στριφογυρίζουν ἐπάνω εἰς τὸ νερό, δείχνει ὃτι θ’ ἀλλάξῃ ὁ καιρός. Τί λὲς ἐσύ;»
Ἀκούσθη ἕνα χασκόγελο, ἡ Μαρία ἐγύρισε καὶ δὲν εἶδε οὔτε τήν Αὐγερινήν οὔτε τά κορίτσια, καὶ ἐπάγωσεν ὃλη καὶ ἄκουσε την καρδίαν της ὁποὺ βροντοκοποὺσε· ἔστρεψε πάλι τὰ μάτια πρὸς τήν θάλασσαν· αὐτου, ὄχι μακρὰν ἀπὸ τὸ ἀκρογιάλι, σηκόνεται βράχος ὑψηλός, ὁπού τὸν λέγουν ὀ ρ θ ο λ ί θ ι· ἐπάνω εἰς τὸν θεόκτιστον ἐκεῖνον πύργον ἦταν ὀρθή στυλωμένη ἡ Αὐγερινὴ μὲ τά μαλλιά ἀπλωμένα εἰς ταὶς πλάταις· μὲ τὸ ἕνα χέρι ἐκρατουσε τά ἀσημοχρύσαφα τῆς Μαρίας, ὁποὺ ἄστραφταν εἰς τόν ἣλιον, καὶ μὲ τὸ ἄλλο τῆς ἔγνευε, ὡσάν νά τῆς ἔλεγε:
«Κατέβα ἐδῶ κάτω νὰ τὰ πάρῃς, εἰδεμή τά ρίχνω εἰς τήν θάλασσαν».
Ὃπως ἡ Μαρία ἐπετάχθη νὰ ριχθῇ ἀπὸ τὸ φρύδι του βουνου εἰς τὸν ἄμμον νὰ πάῃ νά πάρῃ τὰ χρυσάφια της, ἐκόπη τὸ ὄνειρό της, ἐξύπνησε κ' ἐνῷ ἀγκομαχοὺσε κ’ ἔκλαιε, ἂκουσε τήν φωνήν τοὺ ἀνδρός της:
—Παὺσε τώρα, σήκω συγύρισε τὰ χρυσάφια καὶ τὸ πεσελί, νά φύγω.
Ἔπεσεν ἡ δύστυχη Μαρία γονατιστή ἔμπροσθέν του καὶ μὲ κομμένην μιλιά τοῦ ὡμολόγησε ὃ,τι ἒκαμε.
—Σοὺ ἒπταισα πολύ, ἀφέντη· σοὺ ἔπταισα πολὺ, ἀλλά στοχάσου, ἀφέντη, πώς αὐτή εἶναι ἡ πρώτη καὶ ῦστερη φορὰ ποὺ σοῦ πταίω· μή μὲ σκοτώσῃς καὶ κολασθῇς καὶ σύ· ἄδικα θὰ εἶχες τήν ἁμαρτίαν· τούτη εἶναι ἡ ῦστερη ἡμέρα τῆς ζωῆς μου.
—Μ’ ἐπῆρες, μωρή, στόν λαιμόν σου· σ’ ἀφίνω εἰς τήν ὁργήν τοῦ Θεοῦ· καὶ μὲ τοὺτο κατέβη τὸ μονοπάτι.
Ἡ ὀρφανή Μαρία ἔμεινεν αὐτοὺ λιποθυμισμένη, ἀναίσθητη· ὃταν ἐσυνῆλθε, ὁ ἤλιος εἶχε μεσουρανήσῃ· ἐσηκώθη, ἂλλαξε ὃλη, ἒβαλεν εἰς τὸν κόρφον της τὸ γράμμα του παιδιου της, ἒπεσ’ἐπίστομα ἕμπροσθεν εἰς τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας, κ’εἶπε μέσα της.
«Καὶ αὐτὸ ἠθέλησε ὁ Θεός, νά μου λείπῃ σήμερα ὁ ἅγιος ἄνθρωπος».
Καὶ ἀφοῦ εἶπε τὰ πατερημά της, ἐπῆρε τ’ ἀκρινὸ μονοπάτι τοῦ χωριοῦ καὶ σ’ ὀλίγα λεπτά ἒφθασε εἰς τὸ σπίτι τῆς μητρός της. Ἡ γραῖα ἦταν καθισμένη εἰς τὸ κατῶφλι καὶ εἰς τά πόδια της ἡ ἐγγονή της, κόρη τῆς Ἑλένης. Ἃμα τήν εἶδε ποὺ ἀνέβαινε τῆς εἶπε:
—Τί σοὺ ἐστάθηκε, Μαρία! τά συνηθισμένα σας· θά σ’ἐβάρεσε ὁ Πέτρος.
—Μαννουλα μου, ἦλθα νά πεθάνω κοντά σου. Καὶ τῆς διηγήθη τὸ δυστύχημά της.
—Κακά ἔκαμες, Μαρία· εἰς τόν καιρόν μας ᾑ γυναῖκες δὲν ἔκαναν τὸ παραμικρὸ χωρὶς τὸ θέλημα τοῦ ἀνδρός· τώρα ἐκάκωσαν καὶ τά θηλυκὰ.
—Ὂχι, μάννα. Ὃ,τι ἔκαμα δὲν τὸ ἔκαμα γιὰ ν’ἀδικήσω τόν ἂνδρα μου, μάρτυς μου ὁ Θεός· σπλαγχνίσου κἂνε σύ· — δὲν μέ βαστᾷ ἡ καρδιά νὰ γυρίσω σπίτι μου.
—Αὐτὸ εἶναι ἀκόμη χειρότερο, νά φύγῃς ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ ἀνδρός σου· ὁ κόσμος θἀ εἰπῇ πώς ἒπραξες ἂτιμα πράγματα.
—Μητέρα, θά πάω νά πνιγῶ.
—Σύρε, τῆς εἶπε ἡ γραῖα.
—Ἂ! μάννα, μάννα!
Καὶ ἀνέβη τρέχοντας τὸ στενὸ μονοπάτι, ὁποὺ κατόπιν ἐσχιζετο εἰς δύο, τὸ ἕνα κατέβαινε εἰς τήν ἂλλην ἂκρην τοὺ χωριοῦ, καί ἀπό τὸ ἂλλο ἀντίστροφα ἐπήγαιναν εἰς τήν ἀκροθαλασσιά.
Ἡ γερόντισσα ἔμεινε μὲ τὸ κεφάλι κάτω, ἀνήσυχη, καὶ ῦστερ’ ἀπ’ ὸλίγην ὥραν εἰπέ τῆς μικρῆς ἐγγονῆς της.
—Τρέχα, παιδί μου, πρόφθασέ την· εἰπέ της νά γυρίσῃ οπίσω, νά περάσῃ ἐδῶ τήν νύκτα.
Ὡστόσο ἡ Μαρία εἶχε πάρῃ τόν κατήφορον, ὄχι μέσα εἰς τό μονοπάτι, ἀπ’ ὃπου ἐπερνουσε ὄλος ὁ κόσμος, ἀλλά εἰς ἔνα παλαιὸ παρακλάδι, ὁποὺ καὶ αὐτὸ ἔβγαινε εἰς τὸ περιγιάλι. Καθώς αὐτή ἐρροβολοῦσε ἀπὸ τὸ βουνό, ὁμοίως σ’ἐκείνην τήν ὥραν ὁ ἣλιος ἐκατέβαινε πρὸς τήν ἄκρην τῆς θαλάσσης, μίαν ὀρνιά ἀκόμη ὐψηλά· τὸν εἶχε πλαγινὰ καὶ ἔβλεπεν ἔμπροσθέν της τό ἄπειρο φῶς ὁποὺ ἐπλημμυρουσε τὸ ἀπέραντο πέλαγο εἰς ἐκείνην τήν στιγμήν ἡσυχώτατο καὶ ὡσἀν ἀσημοχρυσωμένο, ἔρημο· πουθενά βαρκοὺλα, οὔτε εἰς τὰ πανιά οὔτε δεμένη εἰς τὸ ἀκρογιάλι, μόνον αὐτοῦ τὸ ὀρθολίθι, μαύρη θαλασσόδαρτη πέτρα, ὁποὺ ἀπό τὸ μέρος τῆς γῆς ἔχει ρηχὰ τὰ νερὰ καὶ ἀπὸ τὸ μὲρος τῆς θαλάσσης ἄπατα, γεφύρι ἀπὸ τήν στερεάν εἰς τήν ἄβυσσον. Ἐκοντοστάθη ἡ Μαρία καὶ προσήλωσε ἐκεῖ τά μάτια της, ώς εἶχε πάντοτε ἔμπροσθέν της τὸ ἀποταχυνό της ὂνειρο, καὶ ἅμα εἶδε τὸ ὀρθολίθι τήν ἔπιασε χαροτρομάρα· κατόπιν ἀκολούθησε βιαστικα τόν δρόμον της ὃσο που ἕφθασε εἶς ἐκεῖνο τὸ μέρος· ἐξυπολόθη, ἐδιάβηκε τήν θάλασσαν, ἐσκαρφαλώθη μὲ κόπον ἐπάνω εἶς τόν βράχον, καὶ ὡσάν φρενιασμένη τὸν ἐξέταζε ὃλον τριγύρω, τόν ἐπασπάτευε καὶ ἔχωνε τά χέρια εἶς ὃλαις ταὶς μεγάλαις μικραὶς χαραμάδαις· κατόπιν συχνοκινῶντας τήν κεφαλήν ἀνέβη ἕως εἰς τήν ζώνην του βράχου· ἐκεῖθεν ἐγύρισε τά μάτια της ὡσὰν γιὰ νὰ ὑστεροκυττάξῃ τήν πλάσιν, τὸν οὐρανόν, τήν θάλασσαν καὶ τά κατάχλωρα πλάγια μὲ τά ἐλαιόδενδρα, ὁπού εἰς ἐκείνην τήν στιγμήν ἔτρεμαν ὃλα μὲ τά φύλλα τους καταχρυσωμένα ἀπό ταὶς πορφυραὶς ἐτοιμόσβυσταις ἀκτίναις τοῦ Ἡλίου — καὶ τότε ἔξαφνα εἰς τὸν ἀσυγνέφιαστον γύρον, ὃπου ἀνταμόνονται θάλασσα καὶ οὐρανός, ἐφανερώθηκαν σπίτια, ἐκκλησίαις, κωδονοστάσια, πύργοι, ὃλα λευκότατα, ὡς νά εἶχε αὐτοῦ σηκωθῇ θεόπλαστη παραθαλάσσια πολιτεία, νὰ δώσῃ ζωήν καὶ ὃρια εἰς ἐκεῖνα τά ἔρημα καὶ ἀτελεύτητα πλάτη τῆς θαλάσσης.
Ὡστόσο ὁ δίσκος του Ἡλίου εἶχε βουλήσῃ, καὶ εἰς τὸν ὁρίζοντα ἐφαίνετο τὸ ὁλοστρόγγυλο ὁμοίωμά του μεγαλωμένο, ἀλλά ἀπὸ ἀκτίναις ὀρφανό, ὥστε ἡ δυστυχισμένη ἠμπόρεσε ὕστερη φορά ν’ἀναπαύσῃ τοὺς ὀφθαλμούς της εἰς ἐκείνην τήν σκιὰν τοῦ ἄστρου τῆς ἡμέρας, ἐνῷ εἰς ὃλον σχεδὸν τὸν οὐράνιον θόλον ἐλαμποκοποῦσαν τ’ ἀστέρια. Τά ἡμερινά πουλιά εἶχαν ὃλα ἡσυχάσῃ εἰς ταὶς φωλιαίς τους καὶ εἰς τά δένδρα, τά νυκτοπούλια ἔσχιζαν πανταχοῦ τὸν σκοταδερὸν ἀέρα μὲ τὸ νεκρό τους φτερούγιασμα, καὶ μόνον ἀκούετο ὁ ἀδιάκοπος τακτικὸς ἀναστεναγμὸς τῆς θαλάσσης. Ἡ Μαρία ὁλόρθη εἰς τὸν βράχον ἔβγαλε μέσ’ ἀπὸ τὸν κόρφον της τὸ γράμμα του παιδιοὺ της, τὸ ἐφιλησε καὶ ἔκαμε τρεῖς φοραὶς τὸν σταυρόν της· ἀκούσθη ἕνα τρελλὸ χασκόγελο, κ’ εὐθὺς κατόπι κάτω ἀπὸ τὸ ὀρθολίθι ἕνας βρόντος· τήν ἀκόλουθην αὐγήν ψαράδες εῦρηκαν βγαλμένο εἰς τήν ἀμμουδιά τὸ σῶμα τῆς Μαρίας.