Ἡ κυρά Tρισεύγενη Δημήτριος Καμπούρογλου Text encoded by Μαριάννα Συλίβριλη Text corrected by Αθηνά Μαρκοπούλου Encoding correcting by Άννα-Μαρία Σιχάνη 7 1408

Incorporated into the ELTeC on

Ἡ κυρά Τρισεύγενη κὶ ἂλλα διηγήματα Δημήτριος Καμπούρογλου Ἀθῆναι Ἐκδοτική Ἑταιρία Γ.Παπαδημητρίου καὶ Σία n.d.

Ελληνικά Initial TEI version. further customisation and correction

Ἡ κυρά Τρισεύγενη

Παλῃότερη γενιὰ ἀπὸ τοὺς Λυκοδήμας δὲ γνώρισ' ὴ Ἀθήνα. Ἡ Σωτὴρα του Λυκοδήμου ἦταν ἡ ἐκκλησία τους. Εἶχαν κ' ενα τροπάρι— ἄγραφο ἦταν —ποὺ μυστικὰ καὶ μουρμουριστά, καταλάβαιναν δὲν καταλάβαιναν, τὤλεγαν καὶ τὸ παράδιν' ὁ γέρος ποὺ θἄφευγε ἀπ' τὸν κόσμο, στὸ νέο, ποὺ θὰ κρατοῦσε τὴ σειρὰ τῆς γενιᾶς.

Παράξενο ὡς τόσο τροπάρι κ ἐκεἶνο. Τὥλεγαν ἀνήμερα τοῦ Ἀγίου Δημητρίου, κι αὐτὸ ἦταν γιὰ Ἀγία γυναῖκα· Μὰ πάλι τῆς Παναγιᾶς δὲν ἦταν.

Καὶ μιὰ φορά, τὴν ὥρα ποὺ τὸ ἀποτέλειων' ὁ γέρος καὶ τὸ ἀπόμαθεν ὁ ἔγγονος, τὸν ἀρώτησ' ὁ μικρός, ποὺ ἦταν περίεργος: γιὰ ποιὸν Ἄγιο εἶναι τὸ τροπὰρι, ὁ γέρος ἀγρίεψε τότες καὶ τοῦ εἶπε σούτ! κ ἔτσι ἀγριεμένος πέθανε.

Στὴν Ἀθήνα τοὺς λέγανε Λύκους, μὰ καὶ τοὺς ἀρχαίους Λυκοδήμας Λύκους τοὺς λέγανε κ'ἐκείνους.

Ἔτσι ἦταν γραμμένος καὶ στὸ σκολειὸ ὁ Στεφανῆς, ὁ μόνος καὶ τελευταῖος ἀπὸ δαύτους: Στέφανος Λύκος.

Τὸ σόϊ — ἂτυχο σόϊ — σ' αὐτὸν καὶ μόνον τώρα κρέμεται.

Οἱ γονεῖς του εἶχαν πεθάνει, μαζὶ κ' οἱ δυό, στὸ τελευταῖο θανατικὸ ποὺ ρὴμαξε τὸν τόπο· κι ὁ Στέφανος ἔμεινε στὰ χέρια τῆς θείας του τῆς Κυρὰ-Τρισεύγενης- ἀδελφὴ τοῦ πατέρα του ἦταν — ποὺ δὲν παντρέφτηκε, γιὰ νὰ τὸν ἀναθρέψῃ.

Αὐτὴ τὴν ὑπόσχεση ἔδωσε «ἐνώπιον θεοῦ καὶ ἀνθρώπων» στὸν ἀδελφό της καὶ στὴ νύφη της τὴν ὥρα τὴς θανῆς των καὶ τὴν κράτησε τὴν ὑπόσχεση, σὰ Λυκοδὴμαινα ποὺ ἦταν κι αὐτή.

Καὶ τώρα ζοῦν οἱ δυό τους στὸ προγονικό τους ἀρχοντικό, ποὺ εἷναι δίπλα στὴ Σωτήρα, τὴν ἐκκλησιά τους.

Ἡ Τρισεὐγενη ἦταν γιάτρισσα μὲ τὄνομα. Λίγα βότανα γνώριζε μὰ καὶ σὲ λίγα εἶχε ἐμπιστοσύνη. Ἕνα κι ἕνα: γιὰ τὰ μάτια, γιὰ τὸ στομάχι, γιὰ τὴν καρδιά, γιὰ τὴ χρυσῆ, γιὰ τὴν φούσκωση καὶ γιὰ τὸ ξορκισμένο κι ἀμνημόνευτο: τὸ χτικιό.

Καὶ νὰ δῇς ποὺ τὰ βοτάνια πήγαινε καὶ τἄβρισκε μοναχή της, κ'εἶχε ξεχωριστὰ κουτάκια γιὰ τὸ κάθε ἕνα ἀπὸ δαῦτα: γιὰ τοῦ δράκου τὸ κέρατο, τῆς λάμιας τὸ νύχι, τῶν ἑφτὰ ἀδελφῶν τὸ αἷμα, τὸ φεγγαρόχορτο, τὴν τάτουλα, τὸ μαρμαρόχορτο, τὸ νυχτεροβότανο, τὸ χελιδονόχορτο, τὸ κορακάχορτο, τὸν χαμολιό.... ὡς καὶ μελιτήρα τοῦ θυμαριοῦ εἶχε. Μὰ τὴν μαγγοῦτα — ἀγύρευτη νᾶναι—πού μιὰ φορὰ μονάχα στὴ ζωή της τὴν ἔδωσε, σ' ἕνα γέρο ποὺ βασανιζότανε μιὰ βδομάδα γιὰ νὰ βγῇ ἡ ψυχὴ του — τὸν εἶχε κρυφὰ καὶ παράμερα.

Μποροῦσε σὰν ἔπεφτε στὸ χέρι ἂλλου νὰ γίνῃ μεγάλο κακὸ μὲ δαύτην.

Τὸ παλῃὸ καιρὸ ὅμως, ποὺ τὴν ἔδινε τὸ χέρι τῆς πολιτείας, κακούργημα δὲν ἦταν: μὰ τότες βλέπεὶς λεγότανε κώνειον, δὲν λεγότανε μαγγοῦτα.

Στὸ κελὶ τῆς ἐκκλησιᾶς καθότανε ὁ παπᾶ - Νίκαντρος — καλόγερος ἦταν —καὶ σήμερα πρωΐ - πρωῒ θὰ καβαλλήκευε τὴ μούλα καὶ θὰ πήγαινε σ ἔνα ξωκκλῆσι νὰ κάνῃ λειτουργιά. Θὰ γλεντοῦσαν κι' ὅλας κάτω ἀπ' τὸν πλάτανο καὶ δίπλα στὴ βρυσοῦλα τῆς ρεμματιᾶς καὶ νά, ποὺ σ'ἕνα σακκοῦλι κρεμασμένο στὸ σαμάρι τοῦ μουλαριοῦ βρίσκεται μέσα ἕνα ἀρνάκι ποὺ ξεπροβάλλει ἔξω μονάχα τὸ μουσοῦδι του.

Αὐτὸ ἦταν ζωντανὸ κι ὁ παπᾶ - Νίκαντρος ποὺ μπαινόβγαινε κάνοντας τὴν ἑτοιμασία του, συλλογιζότανε πῶς θὰ φάῃ κοκορέτσι ἀπὸ δαῦτο.

Ὁ Στεφανῆς τὴν ὥρα ποὺ ἡ θειὰ Τρισεύγενη ἔψηνε τὸν καφέ της ξεγλίστρησε καὶ βγῆκ' ἔξω· καὶ βλέποντας τὸ μουλάρι ποὺ βασανιζότανε, γιατὶ εἶχαν μπλέξει τὰ πόδια του στὸ σκοινί, τὸ λυπήθηκε καὶ πῆγε νὰ τὸ ξεμπλέξῃ κ' ἐκεῖνο ἐκδικήθηκε τὸν ἄνθρωπο καὶ τοὔδωκε μιὰ κλωτσιὰ μὅλη του τὴ δύναμη.

Ὀ Στεφανῆς ἔπεσε τἀνάσκελα καὶ δὲν ξανασηκώθηκε πιά.

Ὁ παπα - Νίκαντρος εἶδε πῶς χτύπησε τὸ παιδὶ μὰ εἴτε γιατὶ δὲν κατάλαβε πῶς ἦταν κακὸ τὸ χτύπημα εἴτε γι' ἀναποφύγῃ τὴς φωνὲς καὶ τὸ ἀλικόντισμα, καβαλλίκεψε χέρι χέρι κ' ἔφυγε βιαστικά.

Μὲ ὅσα καὶ νὰ τοὔκαμε τοῦ Στεφανῆ ἡ δυστυχισμένη Τρισεύγενη, δὲν σήκωνε πιὰ τὸ κεφάλι του· καὶ σὲ τρεῖς μέρες πέθανε.

Γενικὴ ὁμιλία καὶ σούσουρο στὴν Ἀθήνα εἶναι ὁ χαμὸς τοῦ Στεφανῆ. Ξεκλήρισε πιὰ ἡ γενιὰ τῶν Λυκοδὴμων !

Ἂν πῇς καὶ γιὰ τὸν παπᾶ - Νίκαντρο, μὴν ἠξέροντας τί νὰ πῇ καὶ τί νὰ κάνῃ, ἀπ' τὴ γενικὴ κατακραυγὴ ἔφυγε κι' αὐτός, καὶ ξαναπῆγε «εἰς τὴν Μονὴν τῆς μετᾶνοίας του».

Μὰ κ' ἕνα ἄλλο πρᾶγμα λένε μυστικὰ καὶ μὲ ἀπορία τους στὴ χώρα.

Γιατὶ καὶ τὴν ὥρα ποὺ πέθανε κἀὶ τὴν ὥρα ποὺ τὸν θάψανε τὸ Στεφανῆ καὶ τώρα ἀκόμη, πῶς οὔτ ἕνα δάκρυ δὲν ἔσταξ' ἀπ' τὰ μάτια τῆς Τρισεύγενης·

Μονάχα μιὰ γρῃὰ γειτόνισσα ποὺ γνώριζε τοὺς Λυκοδήμους χρόνια τῶν χρόνων εἶπε: Κάποια ἀπόφασι μεγάλη θἄλαβεν ἡ Τρισεύγενη· ξέρω ἐγώ τί σιδεροκέφαλη εἶναι ἡ γενιὰ τῶν Λύκων κ' ἔχω ἀκουστὰ κι ἀπ' τοὺς γερόντους μου ποὺ τοὺς γνώριζαν ἀν- τάμ — μπαμπατάμ.

Εἶναι Σάββατο πρωῒ κ' ἡ Κυρὰ - Τρισεύγενη προσκαλεῖ τὸν Νοτάριο τῆς Πολιτείας.

—Πάρε χαρτὶ καὶ γράφε ἄρχοντα κυρ-Νοτάριε.

—Μετὰ χαρᾶς σου Κυρὰ - Τρισεύγενη. Μεγάλη εἶναι ἡ συμφορά σας, ἀλλὰ κι' ό Κόσμος...

—Ἄσ τ' αὐτά. Ἐγὼ τὰ ξέρω καλύτερἀ σου. Τὴ δουλειά μας τώρα. Τῆς μάννας μου τὸ σόϊ κρατεῖ ἀπ'τοὺς Καλογεράδες ποὺ τώρα βρίσκονται στὴ Μονοβασιά. Θὰ πάω κ' ἐγώ ἐκεῖ νὰ ζήσω γιὰ πάντα, κι ἀν δὲ μπορέσω νὰ κάμω μακρυὰ ἀπ' τὸ χῶμα τοῦ τόπου μας θὰ γυρίσω πάλι καὶ θὰ πάω νὰ μείνω στὴ Σηργιανή, νὰ φροντίζω τὴν ἐκκλησιὰ τοῦ Μοναστηριοῦ.

Στὴν Ἀθήνα δὲ θὰ μείνω πειά· ἔτσι τ' ἀποφάσισα· μὰ οὔτε καὶ τὸ βιός μου πάλι μοῦ χρειάζεται. Λοιπὸν αὐτὲς τῂς μέρες, ἔκατσα καὶ ταχτοποίησα ὅλο μου τὸ ἔχει: Τὸ σπίτι μας τἀφίνω στὴν ἐκκλησιά. Τὰ μετρητὰ ποὔχω, σ'αὐτὸ τὸ σακκοῦλι μέσα, νὰ δοθοῦν στοὺς προεστούς, γιὰ τοὺς φυλακισμένους,Ὅλο μου τὸ ρουχικὸ καὶ τὸ συγυρικὸ τἀφίνω στὴν Καριὰ τοῦ Σωτηριανοῦ γιὰ πανοπροῖκι. Σὲ ὅλους τοὺς συγγενεῖς μου καὶ τοὺς φίλους τοῦ σπιτιοῦ μας ἀφίνω ἀπὸ ἕνα χτῆμα: Ἔχω ἀμπέλια, ἀμπελότοπους, χωράφια- καὶ δεντρά. Τὰ μελίσσια μας τἀφίνω στοὺς δυὸ μαρτύρους ποὺ θὰ φωνάξωμε. Τὸ περιβόλι τῆς Γυψέλης στὴν ἀφεντιά σου. Νά, ἐδὼ στὸ χαρτὶ αὐτὸ ἔχω γραμμένο, ποὺ βρίσκεται τὸ κάθε μας ὑποστατικό: στοὺς Βαθούλους στὸ Βουρλοπόταμο, στὸν Διαγορίτη, στὸ Ἴσος, στὰ Καθήμια, στὴν Καρυδέα, στὴν Παναγιὰ τὴν Κλαριώτισσα, στὴ Χρυσαυγιώτισσα, στὸ Ἀμπελουργίο καὶ στὸν Ταῦρο. Ἔχω γραμμένα καὶ τὰ σύνορα καὶ τοὺς σούμπλιους ὅλους. Ἀκόμα καὶ πόσες σποριὲς εἶναι στὰ χωράφια πόσα ξηστία καὶ πόσα μερούγια λάδι βγάζουν τὰ λῃόδεντρα — εἷναι μέσα σὲ δαῦτα καὶ λευκάδες καὶ λῃοφουτάδες. Τὸ σπίτι τἀφίνω εἴπαμε τῆς ἐκκλησιᾶς — ἄν θέλουν οἱ προεστοὶ ἂς τὸ κάμουν σκολειό· μαζὶ μὲ τὸ σπίτὶ αὐτὸ δίνω κι' ὅλη του τὴν ἀφουσία. Καὶ γιὰ χαρτὶ καὶ γιὰ φτερὸ καὶ γιὰ καλαμαριὰ φρόντισα ἐγώ. Κάτσε τώρα καὶ γράφε. Ἔγώ θὰ πάω νἄβρω τοὺς δυὸ μαρτύρους. Θέλω νᾶ εἶναι δύο μεγάλα τῆς γειτονιᾶς μας σπίτια· λογαριάζω νἄβρω τὸν Σωτῆρχο Ἁλίσοκκο καὶ τὸν Λινάρδο Κοττάνη.

Σἂν ἐτέλειωσαν ὅλ'αὐτὰ καὶ ξεπροβόδισεν ὂξω κι ὂξω τὸν Νοτάριο καὶ τοὺς μαρτύρους ποὺ τὴν ἐπαίνεσαν πολὺ καὶ τῆς εὐχήθηκαν καλὸ ταξεῖδι καὶ μὲ τὸ καλὸ νὰ γυρίσῃ, καὶ πῶς ἡ πολιτεὶα δὲ θὰ την ἀφίσῃ ἔτσι ἀνοικονόμητη. κλείδvσε τὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ καὶ εἶπε τότες κι αὐτὴ.

—Θὰ σάς ἀλικοντίσω τώρα λιγάκι καὶ μὲ συμπαθᾶτε κι' ὅλας. Μπρὸς στοὺς μαρτύρους παραδὶνω στὸ Νοτάριο τὸ κλειδὶ τοῦ σπιτιοῦ.

—Ἀπὸ τὰ τώρα. Κυρὰ - Τρἰσεύγενη;!

—Μὰ δὲ μὲ βλέπετε δὰ ποὺ εἶμαι ἕτοιμη καὶ συγυρισμένη; Θὰ μείνω στὸ κελλὶ ὥς ποὺ νὰ μοῦ φέρουν τὸ ζῷ ποὺ παράγγειλα γιὰ νὰ κατέβω στὸ Δράκο. Ἐκεῖ μὲ προσμένει τὸ καΐκι. Ἐφρόντισα καὶ γιὰ δαῦτο ἀκόμα.

Καὶ τώρα φεῦγουν ὅλοι· καὶ ἡ Τρισεύγενη, ἀφοῦ πρῶτα πῆγε στὴν ἐκκλησιὰ τῶν Λυκοδήμων κι ἀνησπάσθηκε ὅλες τὶς εἰκόνες καὶ τὰ ἀσημωμένα εἰκονίσματα καὶ ἔκαμε ἀπὸ τρεῖς σταυροὺς στὸ κάθε ἕνα κ' ἐννηὰ μετάνοιες στὴ μέση κάτω ἀπ τὸν Παντοκράτορα, ὕστερα μπῆκε στὸ κελλί.

Ξεχάσαμε νὰ ποῦμε πὼς στὸ εἰκόνισμα τῆς Παναγιᾶς ποὺ ἦταν γεμάτο ἀπὸ κορδελίτσες κι ἀπ ἀσήμια — χέρια, πόδια, μάτια, αὐτιὰ καὶ μιὰ καρδιὰ — εἶπε πολλὰ λὸγια καὶ τὸ ἀνησπάστηκεν ἄλλη μιὰ φορά-

Σἂ βρέθηκ' ἔτσι ὁλομόναχη στο κελλὶ χαμογέλασε καὶ κούνησε τρεῖς φορὲς τὸ κεφάλι της. Ὕστερα ἔβαλε στὴ μέση τὸν κράββατο τῆς ἐκκλησιᾶς, τὸν δοκίμασε ἂν εἶναι στέρεος καὶ γύρισε στὴ γωνιὰ τοῦ κελλιοῦ ποὺ εἶναι κατὰ τὰ ἔμπα τοῦ ἥλιου καὶ εἶπε τὸ τροπάρι τῆς γενιᾶς της το μυστικό.

Σἂν τὸ ἀπόειπε ἔβγαλε ἀπ' τὸν κόρφο της ἕνα μπουκάλι γεμάτο μὲ ζουμὶ βρασμένο μαγγούτας ἔδωκε μιά, τὸ ἤπιε ὅλο, καὶ ξαπλώθηκε στὸ κράββατο.

Ὀ Νοτάριος ποὺ κάτι ἀκόμη ἤθελε νὰ τὴν ρωτήσῃ καὶ ξαναγύρισε, δοκίμασε τὴν πόρτα τοῦ κελλιοῦ καὶ τὴν ηὗρε κλειστὴ καὶ τότες εἶπε μέσα του: «Λὲς ν'ἄφυγε κι' ὅλας;»

Ἔβαλε λοιπὸν τ' αὐτί του γιὰ καλὸ καὶ γιὰ κακὸ στὸ παραθύρι κι' ἄκουσε μουρμούρισμα σἂν προσευχῆς- καὶ νὰ δῇς, ποὺ στὰ τελευταῖα ἄκουσε καθαρὰ καὶ ξάστερα — μὰ πολὺ ξάστερα γιατὶ αὐτὸ τὸ φώναξε δυνατὰ ἡ Τρισεύγενη — τὰ περίεργα αὐτὰ λόγια: «γυμνούσθω τοῦ φυσικοῦ χιτῶνος ἡ ἀκαμπὴς ψυχή».

Τίποτες ἄλλο δὲν ἀκούστηκε πιά!