Ὁ βρυκόλακας Κώστας Πασαγιάνης Text encoded by Μαριάννα Συλίβριλη Text corrected by Αθηνά Μαρκοπούλου Encoding correcting by Άννα-Μαρία Σιχάνη 9 2091

Incorporated into the ELTeC on

Μοσκιὲς Κώστας Πασαγιάνης Ἀθήνα Τυπογραφείον τῆς Ἐστίας - Κ. Μάϊσνερ καὶ Ν. Καργαδούρη

Ελληνικά Initial TEI version. further customisation and correction

Ὁ βρυκόλακας

— Βρὲ τ' ἦταν τοῦτο! βρὲ τ' ἦταν τοῦτο! Πήγαινε νὰ χάσῃ τὸ μυαλό του ὁ κόσμος.

Ὅλο τὸ χωριὸ, ἀχάραγο ἀκόμα, ἦταν ἀνάστατο. Παραδὲ στὴν Ἀπάνω Ροῦγα χάλαε ὁ κὸσμος. Ὅλοι οἱ χωριανοὶ ἦταν στὸ πόδι. Ἂν ἦταν καὶ κανένας βάρυπνος, νὰ βαρυκοιμᾶται ἀκόμη, ξύπναε κι ἀφτὸς, τρομαγμένος ἀπὸ τὴν ποδοχαλὴ ποῦ ἐγινόταν ὄξω στοὺς δρόμους· ἀπὸ τὶς σπαραχτικὲς φωνὲς τῶ γυναικῶν, ποῦ ἐθόλωναν τὸν ἀέρα κ' ἐσειώταν ὁ τόπος.

Βαρύς κι ὁλόχοντρος ἐκρεμόταν περακιανὰ στὸ ξάγναντο, ἀπάνου στὸ σύνορο τοῦ χωριοῦ, τῆς Δραμαλοῦς ὁ πύργος. Λὲς κ' εἶχε βαρεθῆ πιὰ κι ἀφτὸς τὴ μοναξὴ κι ἄδοξη ζωή του, ἐβάσταε μὲ ἀγωνιὰ στοὺς γέρικούς του ὤμους τὰ ρειπωμένα τὰ μπεντένια του, ποῦ ἐφάνταζαν ἀπόμακρα ξέθωρα καὶ θαμπὰ σὰ γέρικες σαγονιὲς ξεδοντιασμένες. Τὰ μαβρισμένα στὴν πολυκαιρία τὰ τειχιά του ἔγερναν φουσκωμένα καταόξω, λὲς κ' ἐκουφαναστέναζαν κάτου ἀπὸ τὸ βάρος τῶ χρόνων καὶ τὴν παντοτεινή τους καταφρόνια. Κάτου στὰ θεμέλια τοῦ πύργου, ὁπἐκρεμῶταν χοντρὸς κ' ἰσοκατέβατος, ἔκλειναν κάθε μπασιὰ κ ἔφραζαν κάθε πόρο βατουλιῶνες ἀδιάβατοι, ποῦ ἅπλωναν πέρα δῶθε τοὺς χλαμούς τους ἀγκαθερούς καὶ θρεμένους. Ἀνέβαιναν ἀπάνου, ὡς τὴν ὁλόχοντρη ζῶνα τοῦ πύργου, κι ἀγκάλιαζαν μ' ἀγάπη τὴ διάπλατη βάση του κάτου· ποῦ νὰ μὴ μπορῇ ἀθρωπινὸ πόδι νὰ τὸν πατὴσῃ· νὰ μὴ μ.πορῇ ἀθρωπινὸ μάτι νὰ διαπεράσῃ, τοὺς ἰσκιεροὺς καὶ πεντάπυκνους βατουλιῶνες. Θἄλεγε κανεὶς πῶς ἐφύτρωσαν ἐκεῖ, ἀντρειῶθηκαν κιόλα κάτου ἀπὸ τὸν παχὺν ἴσκιο τοῦ πύργου, κι ἀγκάλιασαν μἀγάπη τρανὴ καὶ μὲ στοργὴ περίσσια τὰ βαριὰ τὰ τειχιά του, γιὰ νὰ κρύψουν πλιότερο τὸ βαθὺ μυστήριο ποῦ ἔκλειε στὰ σκοταδερὰ σωθικά του· νὰ κάμουν πιὸ φριχτὲς καὶ πεντασκότιδες τὶς παράξενες ἱστορίες καὶ τἀερικὰ, τὰ ἰσκιῶματα, ποῦ τὸν κάτεχαν. Εἶχε καὶ καρπερὸ περβόλι ἡ βάρδια, ὅπου ἐβλάστιζαν ἄπειρες συκιὲς, ἥμερες στὸν καιρό τους. Μὰ τόρα πιὰ ἦταν ἀμελημένες κι ἀκλάδεφτες. Εἶχαν ἀγριέψει τὰ κλαδιά τους, κ' ἦταν ξεβλασταριασμένες οἱ ρίζες τους. Πόδι ἀθρωπινὸ δὲν εἶχε πατήσει τὸν παχύν τους ἴσκιο- στόμα ὰθρωπινὸ δὲν εἶχε δοκιμάσει τὰ χυμερὰ καὶ κατάγλυκα σῦκα τους. Τῆς βάρδιας τὸ στοιχειὸ τὶς ἀγριοσύκιζε κάθε τόσο. Ἀφτὸ ἐκαθόταν στὸν παχύν τους ἴσκιο ἀποκάτου τὸ καταμεσήμερο. Ἀφτὸ ἔτρωγε τὰ καρπερὰ καὶ κατάγλυκα τους σῦκα κ' ἐδροσιζότανε. Γιὰ τοῦτο ἄφξαιναν κιόλα τὰ σῦκα. Ἦταν στοιχειωμένα κι ἀφτὰ, κ ἐμεγάλωναν ὡς ἕνα ἀθρωπινὸ κεφάλι.

Ἡ βάρδια τῆς Δραμαλοῦς, — καὶ τὰ μαξούμια πιὰ, καὶ τὰ βυζασταρούδια τὄξεραν· ἦταν στοιχειωμένη. Οἱ γεροπαλεϊκῶτεροι, ποῦ τὴν ἀνέβαζαν στοῦ Βενετσάνου τὸν καιρὸ, ἀνατρίχιαζαν κ' ἐκεῖνοι ἀκόμα στἄκουσμά της. Ἐξαφηγιῶνταν φριχτὰ πράματα ποῦ σοῦ σήκωναν τὸ πετσί. Μάβρες καὶ σκοτεινὲς ἱστορίες, γιὰ τἀερικὰ ποῦ κράταγαν στἀνήλιαστα ὑπόγειά της. Θαμαστὰ καὶ παράξενα πράματα, γιὰ τὸ φοβερὸ τὸ στοιχειὸ ποῦ τὴν κατεῖχε.

Ὅταν ἐμέθαε ὁ Λίακας ἦταν τ' ἀξιῶτερο παληκάρι ποῦ μποροῦσε νὰ σταθῇ στὸν κόσρμο. Ὅλοι οἱ χωριανοὶ ἀνατρίχιαζαν μέρα μεσημέρι, ὅταν ἐδιάβαιναν μπροστὰ ἀπὸ τὸ κοιμητῆρι τοῦ Ἁγιοταξάρχη. Καὶ ὁ Λίακας δύο φορὲς ἔβαλε στοίχημα, νὰ κινὴσῃ τὰ μεσάνυχτα ἀπὸ τὴν Κάτου Χωρᾶ, νὰ πάῃ στὸν Ἁγιοταξάρχη ἀπάνου μοναχὸς, καταμόναχος· νἄμπῃ στὸ κοιμητῆρι, νὰ διαβῇ τὰ μνήματα, πατῶντας τὶς πλάκες, νὰ πάῃ στὸ χωνεφτήρι- νὰ πάρῃ, νὰ γεμίσῃ μιὰ σακοῦλα ἀθρωποκέφαλα, νὰ γείρῃ πάλι στὴν Κάτου Χώρα.

Καὶ τὄκαμε πἀνάθεμά τονε!

Ἐπήγε καὶ τὶς δύο φορὲς, κ' ἐγέμισε μιὰ σακοῦλα ἀθρωποκέφαλα, καὶ τἄφερε καὶ διάνοιξε τὴ σακοῦλα καὶ τἄδιασε μὲς τοῦ Νικολέτση τὸ μαγαζὶ, ἀνάμεσα στούς ἄλλους χωριανούς, ποῦ ἀνατρίχιαζαν, κ' ἐσταβροκοπιῶνταν μἀνοιχτὸ τὸ στόμα. Ἔτσι ἐκέρδισε καὶ τὸ 'να στοίχημα, ἐκέρδισε καὶ τ' ἄλλο.

Τὄχε πάρει ἀπάνου του ἀποτότε ὁ Λίακας. Ἔκαφχιῶταν πιὰ πῶς ἠμποροῦσε, ἀκοῦς, νὰ κατεβῇ τὰ μεσάνυχτα στῆς Τσάτουμας κάτου τὸν τράφο, ὅπου κρατοῦν ξωθιὲς καὶ καλομοίρες. Κ' ἠμποροῦσε νὰ πάῃ σὲ κάθε βαλτερὸν τόπο, καὶ σὲ κάθε λαγκαδιὰ, ποῦ κρατοῦν ἀερικὰ καὶ κακὰ ζιζάνια. Νὰ τὰ βγάλῃ στὸ σβίδο, νὰ παλέψῃ ἄφοβα κι ἀντρειωμένα μαζί τους. Ἀκόμα ἐκαφχιῶταν πῶς ἠμπόραε, μὲ στοίχημα βαρύ, νὰ πάρῃ μιὰ μέρα, τὸ καταμεσήμερο, · νἀνεβῇ στὸ ξάγναντο ἀπάνου στῆς Δραμαλοῦς τὴ βάρδια. Μιὰ καὶ δυὸ, νὰ πηδήσῃ την ποριὰ, νὰ μπῇ στὸ περιβόλι. Ἐκεῖ θὰ ἐκαθόταν τὸ στοιχειὸ, γερμένο ἀπὸ τὸ κυνῆγι του, στὸν παχύν ἴσκιο κακιᾶς συκιᾶς ἀποκάτου νὰ δροσιστῇ. Κι ὁ Λίακας ἀντρειωμένος, θἄβγανε στὸ σβίδο τὸ στοιχειὸ, θὰ πάλεβε νὰ τὸ νικήσῃ, θἀνέβαινε ἀπάνου στὴ συκιὰ, νὰ κόψῃ σῦκα νὰ φάῃ, νὰ φέρῃ καὶ στοὺς χωριανούς. Οἱ χωριανοὶ, ἄλλοι ἐχαμογέλασαν κι ἄλλοι ἐμπαιζογελοῦσαν. Μὰ οἱ πλιότεροι τὸν ἐκαμάρωναν μὲ θαυμασμὸ, κ' ἐμεγάλωνε στὰ θαμπωμένα μάτια τους ὁ Λίακας, κ' ἐφὰνταζε ἀληθινὰ ἀντρειωμένος.

Ὡστόσο πολλοὶ ἐφουρκίστηκαν μὲ τὸν παλιοκαφχησάρη. Ἀκοῦς ἐκεῖ ὁ Λίακας, νὰ πάῃ στὸ στοιχειωμένον πύργο της Δραμαλοῦς! Κι ἀκοῦς νὰ σοῦ λέῃ, πῶς θὰ παλέψῃ τὸ στοιχειὸ, νἀνεβῇ στὴ συκιὰ, νὰ κόψῃ σῦκο νὰ φάῃ, νὰ μᾶς φέρῃ κ' ἐμᾶς !

—Στοίχημα! τοῦ λένε.

—Στοίχημα; — στοίχημα!

Βάνουνε τὸ στοίχημα. Ἐφτὺς κιόλα διαλαλήθηκε σ' ὅλο τὸ χωριό- τὸ καὶ τό : ὁ Λίακας εἶν' ἀντρειωμένος, κ εἶν' ἥρωας τρανὸς, καὶ θὰ πᾶ νὰ παλέψῃ μὲ τὸ στοιχειὸ τῆς βάρδιας.

Ἄλλοι ἐχαμογέλασαν καὶ ἄλλοι ἐμπαιζογελοῦσαν μαζί του.

Ὡστόσο ὁ Λίακας κάθεται γιὰ νὰ φάῃ καλὰ, νὰ πάρῃ ἀπάνου του· κάθεται γιὰ νὰ πιῇ, νὰ γίνῃ σκνῖπα. Ν' ἀντρειωθῇ κιόλα μὲ τὸ κρασάκι τὸ βλογημένο. Ν'ἀρματωθῇ κιόλα, νὰ πάῃ στὸ ξάγναντο, νὰ πηδήσῃ την ποριὰ, νὰ μπῇ στὸ περιβόλι ποῦ θα ἦταν τὸ στοιχειὸ, νὰ τὸ βγάλῃ σὲ σβίδο. Νὰ παλέψῃ, νὰ τοῦ κλέψῃ σῦκα, νὰ φάῃ, νὰ φέρῃ καὶ στοὺς χωριανοὺς,— νὰ κερδίσῃ καὶ τὸ βαρύ τὸ στοίχημα . . .

Καὶ τὄκαμε πἀνάθεμά τονε!

Εἶδαν καὶ ἀπόειδαν δύο τρεῖς χωριανοὶ κ' ἐβαρέθηκαν νὰ τὸν ἀκαρτεροῦν παρακάτου ἀπὸ τὸν πύργο, ποῦ τὸν εἶχαν συντροφέψει, μὴ λάχη καὶ τούς γελάσει. Σὰν ἐσούρπωσε καλὰ πιὰ καὶ δὲν τὸν ἔβλεπαν νὰ βγαίνῃ ἀπὸ τὴ βάρδια, τὰ χρειάστηκαν. Μιὰ καὶ δυὸ γέρνουν πάλι στὸ χωριὸ, καὶ πᾶν στοῦ Παπα-Ξυδέα. Μὲ καρδιοχτύπι καὶ τρομάρα πιάνουν καὶ τοῦ μολογοῦν λαχανιασμένοι: τὸ καὶ τὸ, παπᾶ μου! Παίρνει ὁ παπᾶς τὸ θυμιατὸ καὶ παίρνει τὸ Σταβρωμένο. Περνάει βιαστικὰ τὸ πετραχὴλι στὸ λαιμὸ, τὸν παίρνουν καὶ πᾶν κατὰ τὸ ξάγναντο στη βάρδια της Δραμαλοῦς. Ὅταν ἀνέβηκαν, ἀρχινάει ὁ παπᾶς νὰ ψέλνῃ, κι ἀρχινάει νὰ ξορκίζῃ καὶ νὰ διαβάζῃ της Παναγιᾶς τούς ἤχους. Καμιὰ φορὰ ἔφτασαν στη βάρδια. Μπροστὰ ὁ παπᾶς, πίσω οἱ χωριανοὶ, ξεφράζουν τὴν ποριὰ καὶ μπαίνὸυν μὲ τρόμο φοβερὸ στοῦ πύργου τὸ περβόλι. Κάνουν ἔτσι, ψάχουν ἐδῶ, ψάχουν ἐκεῖ- τηρᾶνε σὲ μιὰ συκιὰ ἀποκάτου- τί νὰ ἰδοῦνε! τὸ μαβρο- Λίακα τὸν ἄμοιρον, ξαπλωταριὰ χάmω, ξανάστροφα!

Ψέλνει ὁ παπᾶς, ξορκίζει- σκύφτουν οἱ χωριανοὶ, τηρᾶνε. Ἦταν ζεστὸς ἀκόμα ὁ δύστυχος. Τὸν πιάνουν ἄλλος ἀπὸ τὰ χέρια καὶ ἄλλος ἀπὸ τὰ πόδια, γέρνουν πάλι στὸ χωριό. Γέρνουν στὸ χωριὸ, τὸν πᾶν στὸ σπίτι του. Σὰν τὸν ἐπήγαν σπίτι του, πάει κι ὁ παπᾶς ἀπόκοντα, τρέχει κι ὅλο τὸ χωριὸ νὰ ἰδῇ καὶ νὰ μάθῃ τί ξαφνικὸ ἦταν τοῦτο. Πιάνουν καί τόνε σταίνουν ὀρθὸ σὲ μιὰν ἄκρη τὸ μαβρο-Λίακα. Πιάνει ὁ παπᾶς καὶ τοῦ διαβάζει ὅλα τὰ ξόρκια κι ὅλες τὶς ἐφκὲς νὰ τόνε συνεφέρῃ. Ναί! τοῦ κάκου.Ὅλα χαμένα! Οὐδὲ ποῦ σειῶταν καθόλου. Μὰ ἔλα, ποῦ ὴταν ζεστός; Τί να τοῦ κάμουν! τί νὰ τοῦ κάμουν! δὲν ἤξερε κανείς. Πιάνει ὁ παπᾶς καὶ τοὺς λέει:

— Ἦταν ἀμαρτωλὸς, βλογημένοι μου, φαίνεται, κ'ἦταν ἀνάξιος, καὶ τὸν ἐσυνεπῆραν τἀγερικὰ μὲ τὸ μέρος τους, καὶ τὸν ἐσυνεπῆραν τὰ τελῶνια τὸν ἄμοιρο. Κι ἀνώφελα τόρα ἀγωνιούμαστε, καὶ μάταια πολεμᾶμε νὰ τόνε βγάλουμ' ἀπὸ τἀγαρινὰ τὰ νύχια τους, νὰ τόνε φέρουμε στὴ ζωὴ πάλι. Μόν' πρέπει νὰ βιαστοῦμε, βλογημένοι μου, νὰ τόνε βγάλουμ' ἀποδῶ μέσα, καὶ ἀναγκαστὰ πρέπει νά τόνε χώσουμε μη λάχη καὶ βρυκολακιάσει.

Σ' ἀφτὰ τὰ λόγια τοῦ παπᾶ, κόβουν τὸ αὶμα τους οἱ χωριανοὶ καὶ πᾶ νὰ χάσουν τὸν νοῦ τους οἱ καψοχωριανὲς ἀπὸ τὴ λαχτάρα. Γιὰ νὰ γλυτῶσουν κιόλα οἱ ἄμοιροι ἀπὸ τὸ κακὸ, καὶ νὰ γλυτώσουν ἀπὸ τοῦ μαβρο-Λίακα τὸ βρυκολάκιασμα, πιάνουν καὶ τὸν παίρνουν, καὶ, μπροστὰ ὁ παπᾶς, πᾶνε στὸ κοιμητηρι νύχτα, κι ἀνοίγουν βαθὺ λαγοῦμι, κατάβαθο, καὶ τὸν πετᾶνε μέσα, ζεστὸν ἀκόμα τὸν ἄμοιρο! Τὸν πετροχωνιάζουν κιόλα, νὰ μη μπορῇ νὰ κουνηθῇ. Νὰ μὴ μπορῇ νὰ ξεβρυκολακιάσῃ καὶ νἄβγῃ πάλι στὸν Ἀπανω κόσμο, ἐρημιά του!

Ἦρθε καιρὸς νὰ τοῦ κάμῃ ἡ καψογυναῖκα του τὶς ἐννιά του. Παίρνει τὸν Παπα-Ξυδέα πάλι καὶ παίρνει σπερνὰ, ποῦ ἔφτιασε, καὶ παίρνει προσφορὲς καὶ λιβάνια νὰ πᾶ νά τόνε διαβάσουν. Πᾶνε στὸ κοιμητήρι, διαβαίνουν τὰ μνημούρια, φτάνουν καὶ στοῦ μαβρο-Λίακα τὸν τάφο. Τηρᾶνε, τί νὰ ἱδοῦνε! Βλέπουν νὰ κάθεται ἀπάνου στὸν τάφο του ἕνα μεγάλο σκυλὶ σὰ δαμάλι. Κατακόκκινο, μὲ τρίχα ὀρθὴ, φριγμένη, μὲ μάτια κάρβουνα ἀναμένα. Σταβροκοπιῶνται μὲ τρομάρα πολλὴ, ἀρχινάει τὰ ξόρκια ὁ παπᾶς, καὶ τὸ σκυλὶ, γένεται ἄνεμος κ ἔσβυσε, γένεται μπουχὸς κ ἐχάθη. . .

Ἀποτότε κ' ὕστερα, καθετόσο ὁ παπᾶς, ποῦ ἐπὴγαινε νὰ διαβάσῃ στὸ κοιμητῆρι, σὰν ἐδιάβαινε ἀπὸ τοῦ Λίακα τὸν τάφο μπροστά, ἔβλεπε στην ἴδια θέση πάντα, τὸ ἴδιο σκυλὶ, κατακόκινο, μὲ τρίχα ὀρθὴ, φριγμένη, μὲ μάτια κάρβουνα ἀναμένα. Τήραε τὸν παπᾶ ἄγριο, ἄνοιγε τὸ στόμα του νὰ γρούξῃ, ἔδειχνε τὰ φοβερά του δὸντια ἀπειλητικὰ, καὶ γένεται ἄνεμος κ ἔσβυνε, γένεται μπουχὸς κ' ἐχάθη.

Ὁ παπᾶς, μιὰ φορά, δυὸ φορὲς, ἀρχιζε νὰ τὰ χρειάζεται ὁ ἄμοιρος· νὰ γίνεται σὰν τὸ κερὶ, νὰ λυῶνῃ. Ἔπαψε κιόλα νὰ παγαίνῃ καταμόναχος στὸ κοιμητῆρι. Ἡμέρα νύχτα ἐκατακλειῶταν σπίτι του κ' ἐδιάβαζε τἅγιατου, κ'ἐδιάβαζε τὰ ἱερά του.

Στὶς σαράντα ἡμέρες ἀπάνου ἀπὸ τὴ θανὴ τοῦ μαβρο- Λιάκα, ἔπιασ' ἡ καψόχηρά του ἀποβραβῖς κ'ἔφτιασε σπερνὰ καὶ προσφορὲς, νὰ πάῃ την ἄλλ' ἡμέρα, νὰ πάρῃ καὶ τὸν παπᾶ, νὰ τοῦ κάμῃ τὶς σαράντα του. Σὰν ἐσυγύρισε ὅλες τὶς δουλιές της, ἐκυβέρνησε καὶ τὰ παιδάκια της ἀπ ὅ,τι φτωχικὸ εἶχε καὶ δὲν εἶχε, ἔκαμε τὸ σταβρό της καὶ ἔκυψε μἐ τὰ παιδάκια της νὰ κοιμηθῇ· νὰ σηκωθῇ σύνταχα, νὰ πᾶ νὰ πάρῃ καὶ τὸν παπᾶ, νὰ κάνῃ τὶς σαράντα τἀντρός της. Κατὰ τὸ μεσονύχτι ἀκούει φοβερὴ ποδοχαλὴ στην ἀβλή της· ἀκούει γογγυτιὰ βαριὰ καὶ κούφια ἀναστενάγματα. Ξυπνάει μὲ τρομάρα. Σὰν ξύπνησε, ἀφοκράζεται κι ἀκούει σπαραχτικῆ φωνὴ σὰ νἄβγαινε ἀπ τὸν Ἅδη.

— Γιατί νὰ μὲ θάφτε ζωντανόοο! γιατί νὰ μὲ ζωντανόοοο! . . .

Ξαφνικὰ κι ἀπάντεχα κρι-ι-ίκ! κρα-α-κά! βλέπει τὴν πόρτα της νἀνοίγῃ διάπλατη ἀπόξω, ἀφοῦ εἶχε βαλμένη διπλῆ την ἀμπάρα μέσαθε. Ἀνοίγει ἡ πόρτα καὶ τί βλέπει ἡ ἄμοιρη Λιακοῦ, συφορά της ! Τὸν ἄντρα της, ἀκοῦς· τὸν ἄντρα της! Διπλωμένο μέσα σὲ κάτασπρο σεντόνι, ἀφράτο· μὲ τὸ πρόσωπο ξεβαφουλιάρικο, μισοφαγωμένο· νὰ κρεμῶνται κολλητσίδες τὰ σκουλήκια ἀπὸ τη μύτη καὶ τἀφτιά του γύρω- μὲ τὰ μάτια βαθουλὰ μέσα ρουφημένα τὸ κεφάλι του γυμνὸ, ξεπετσιασμένο· πεσμένα τὰ μουστάκια καὶ τὰ γένια του. . .

Ἐστάθηκε λίγο στὴν πόρτα ὁλόρθος. Ὕστερα μὲ βήματα ἀριὰ, κομμένα, ἐπῆγε κ' ἐστάθη ἀπάνου στὰ παιδιά του. Τὰ ξεσκέπασε ἕνα ἕνα, τὰ τήραξε, τὰ καμάρωσε· ἐχαμογέλασε μὲς τὶς γυμνόσαρκες σαγονιές του. Τὰ ξανατήραξε πάλι, τὰ ξανασκέπασε, καὶ μιὰ καὶ δυὸ, ἔγειρε στη γωνιὰ, ποῦ ἦταν ἡ στάμνα μὲ τὰ λουκάνικα. Ἐκοντοστάθηκε ἐκεῖ πάλι. Ἔγονάτισε ἀπόδιπλα στη στάμνα. Ἔστρωσε χάμω στὸ πάτωμα μιὰ κοῦδα ἀπὸ τὸ σάβανό του· ἔπιασε κι ἄδιασε τὰ μισὰ λουκάνικα ἀπάνου. Ἐβούλωσε πάλι τη στάμνα τὴν ἀπίθωσε στὴν ἀγκωνή. Ἐδίπλωσε καλὰ τὰ λουκάνικα στὴν ἄκρη τὸ σάβανό του, τἄκρυψε διαμάσκαλα στὸν κόρφο του, καὶ δῶθε πᾶν οἱ ἄλλοι.

Ἐχάθη!

Ὅλο τὸ χωριὸ, ἀχάραγο ἀκόμα, ἦσαν ἀνάστατο. Ἂν τύχαινε καὶ κανένας βάρυπνος νὰ βαρυκοιμᾶται ἀκόμη, ἐξύπναε κι ἀφτὸς τρομαγμένος ἀπὸ τὴν ποδοχαλὴ, ποῦ ἐγινόταν στοὺς δρόμους ἔξω καὶ τὶς σπαραχτικὲς φωνὲς τῶ γυναικῶν, ποῦ ἐθόλωναν τὸν ἀέρα κ ἐσειῶταν ὁ τόπος.

—Βρὲ τ' ἦταν τοῦτο κακό! βρὲ τ' ἦταν τοῦτο κακό! ἔτρεχε καθένας τρομαγμένος νὰ μάθῃ.

—Τὴν ἀπερασμένη βραδιὰ, ἀκοῦς, ἔγινε ξαφνικὸ μεγάλο. Βρῆκαν τὸν Παπα-Ξυδέα ξερὸν κοιτάμενο· μὲ τὰ μάτια γουρλωμένα, ἄγριον κι ἀλλαξοπρόσωπο· μὲ τη γλῶσσα μιὰ πιθαμὴ ἔξω πεταγμένη. Εἶχε στὸ λαιμὸ πλατιὰ ζουνάρια μελανάδες, σὰ δαχτυλιές. Εἶχε τὴν ἀπαλάμη του διανοιγμένη στὸ πρόσωπό του ἀπάνου, σὰ νὰ φασκελωνόταν μοναχός του! . .

—Ξαφνικὸ μεγάλο! . .

—Ἡ καψο-Λιακοῦ ἐπαραλόησε, ἀκοῦς. Ἐπὴρε τὰ βουνὰ ζουρλὴ ἡ μάβρη, καὶ τρέχει πίσωθέ της τὸ χωριὸ, νὰ τὴν πιάσουν μὴν πέσῃ πουθενὰ καὶ γκρεμιστῇ. κι ἀκόμα νὰ τὴν πιάσουν, συφορά της! . .

—Καὶ λένε, τάχα — Χριστὸς κοντά μας!—ὁ μαβρο- Λιάκας ξεβρυκολάκιασε, ἀκοῦς, γιατὶ τὸν εἶχαν ζωντανὸ θαμένον. Κι ἀφτὸς, λέει, ἐβγῆκε ἀπὸ τὴν Κατουγῆς στὸν Ἀπανωκόσμο, κ' ἐπῆγε κ ἔπνιξε στὸν ὕπνο τὸν παπᾶ. Κι ἀφτὸς ἐσήκωσε τὸ νοῦ τῆς ἄμοιρης γυναίκας του, ποῦ ἐπῆρε τὰ βουνὰ, καὶ τρέχει τὸ χωριὸ τόρα ἀνάστατο πίσω της, νὰ τὴν πιάσουν, μὴν πέσῃ πουθενὰ καὶ γκρεμιστῇ καὶ γίνῃ τὸ κακὸ μεγάλο. . .

Χρόνια πολλὰ τόρα ξακλὴρισε σύσπιτη ἡ γενιὰ τοῦ βρυκόλακα.

Μιὰ ράτα, κάμποσον καιρὸ μπροστὰ, ἀνέβηκα γιὰ κυνῆγι στὸ χωριό. Ἐπῆρα τὴν κυροῦλα μου, κ' ἐπέρασα στοῦ βρυκόλακα τὸ σπίτι·

—Νὰ, μοῦ λέει ἡ κυροῦλα μοῦ, δείχνοντας μιὰν ἀγκωνὴ χάμω λαδωμένη·

—Νὰ, μοῦ λέει· ἐδῶ ἦταν ὁπάδιασε τὰ λουκάνικα στὸ σάβανό του ὁ βρυκόλακας. Ἀπόμειν' ἀποτότε ἡ λαδιὰ καὶ δὲ βγαίνει! . .

[ 1894 ].