Incorporated into the ELTeC on
Ἡ εἰκόνα
Τ' ἀνοιξιάτικα πρωϊνὰ, ὁπὤβγαινα χαραγὴ γιὰ τὸ γάλα, γύριζα, κἄποτες ἀπὸ τὸν καφενὲ τοῦ Ζώη τ' Ἀζώηρου.
Στὴν Καραβατιὰ, κατὰ τὰ Δυὸ τ'Ἀδέρφια, εἶχεν ὁ Ζώης ὁ Ἀζώηρος τὸν καφενέ του. Εἶχε σιγυρίσει σὲ τόπον καφενὲ τὸ ἴδιο τὸ σπίτι του ποῦ καθότουν αὐτὸς, χῆρος κι ἄτεκνος, μὲ τὴ μεσόκοπην ἀδερφή του, τὴν Κυρὰ Τσεβούλα. Αὐτὸς ἐσερβίριζε τοὺς μουστερίδες, κ' ἡ ἀδερφή του ἔβραζε τοὺς καφέδες μέσα, 'ς τὸ ἴδιο τὸ τζάκι, 'ς την ἴδια γωνίστρα τοῦ σπιτιοῦ, ὁπὤβραζαν καὶ τὸ φαγί τους. Καὶ δέν ἐμπέρδευεν ὁ Ζώης ποτὲ τὸν καφέ του, γιατ' εἶχε πάντα 'ς τὸ νοῦ ὅτι τὸ μπέρδεμα φέρνει κακὸ καὶ ζημιὲς πλειότερες παρὰ κέρδα, κι αὐτὸς τὸ ψωμί του, ὁπὤβγαζε μὲ τὸν καφενέ του, ἤθελε νὰ τὸ βγάζῃ καὶ νὰ τὸ τρώῃ μὲ τὸν ἵδρω του καὶ μὲ τὴν τιμιότη, κι ὄχι μὲ τὸ ψέμμα καὶ μὲ τὴν ἀδικιὰ, γιατ' ἤξερε πῶς κ' οἱ μουστερίδες του τὸν παρᾶ ποῦ τοὺς ἔπαιρνε, τὸν ἔβγαζαν μὲ τὸν ἵδρω καὶ μὲ τὴν τιμιότη.
Εἶν' ἀλήθια, πῶς κἄποτε, πρὶν παντρευτῆ ὁ Ἀζώηρος, ἔβλεπε τὴν καλοπέραση καὶ τὰ λαμπρά σπίτια τῶν μεγαλουσιάνων κι ἀναστέναζε νυχτόημερα, κ' ἕνας μοναχὰ πόθος, μιὰ σκάση, κατάτρωγε κρυφὰ τὰ σωθικὰ καὶ τὴ νιότη του, πῶς νὰ βρῇ τρόπο κι αὐτὸς ν' ἀρχοντέψῃ, ν' ἀποχτησῃ κι αὐτὸς καλοπέραση, καὶ νὰ χτίσῃ ψηλὰ σπίτια. Τότες δὲν ἦτον καφετζῆς ὁ Ζώης. Τότες εἶχεν ἀργαστήρι 'ς τὸ Κουρμανιὸ κάτου, ὁποῦ χρυσοκεντοῦσε φέρμελες καὶ σελάχια μπέηδων, κοζόκες καὶ λαχουριὰ κυράδων. Κ' ἦτον ἀργαστηριάρης αὐτὸς, κ' εἶχε καλφάδες καὶ παρακαλφάδες εἰς τ' ἀργαστήρι του, ποῦ δούλευαν καὶ ποῦ σὰν τραγουδοῦσαν ψιλὰ ψιλὰ, ἐκεῖ ποῦ πλούμιζαν, τὰ νυχτέρια, μὲ χρυσάφιὰ και μὲ τιρτίρια τὰ ξόμπλια τους, ἔστριφτε τὸ μουστάκι του τὸ ξανθὸ αὐτὸς, ἔγερνε τὸ κρερμεζὶ φέσι του στραβὰ ὡς τὰ φρύδια κ' ἔκραζε συχνὰ πυκνά.
—Δόστε του, μωρὲ παιδιὰ, δόστε του. Ὄξω φτώχια, μωρὲ καλφάδεσιμ'.
Τότες ἦτον ὁποῦχε βάλει 'ς τὸ νοῦ του γιὰ ν' ἀρχοντέψγἰ ὁ Ζώης. Ἔπιανε καὶ παρᾶν ἀλήθια μὲ τὴν τέχνη του. Ἐπάντρεψε μιὰν ἀδερφή του. Ἐπαντρεύτηκε κι αὐτὸς κόρη νοικοκυροπούλα μὲ προικιὸ, καὶ τώρα . . . ποιὸς τὸν κουβέντιαζε! Ἡ μάνα του, ζοῦσε ἡ κακομοῖρα, κ ᾑ δυὸ ᾑ ἀδερφάδες του, δὲν εἶχανε ποῦ νὰ τὸν βάλουν. Ὀ «Ζώης μας» ἐδῶ κι ὁ «Ζώης μας» ἐκεί, τὸ πήγαιναν νύχτα μέρα. «Τό μοναχό μας, τἀρχοντοπλό μας, τὸ μοσχοαναθρεριμένο μας, τὸ τζοβαΐρ μας». Εἶχε γιουμώσ' ἡ γειτονιὰ μὲ τ' ὄνομα τοῦ Ζώη, φορτωμένο μ' ὅλ' αὐτὰ τὰ χαϊδευτικὰ χαϊμαλιά. Δὲν ἐμεινεν ἄλλο τώρα παρὰ νὰ χτίσῃ, καὶ τὸ περιπόθητο σπίτι ὁ Ζώης. Νὰ τὸ γκρεμίσῃ ἀπὸ τὰ θεμέλια του τὸ χαμηλόσπιτο ποῦ ἐγεννήθηκε καὶ ποῦ τ' ἄφηκε μαζὶ μὲ τὴν τέχνη καὶ μὲ τ' ἀργαστήρι ὁ σχωρερμένος ὁ πατέρας του ὁ γέρω Ἀζώηρος, καὶ νὰ χτίσῃ ἀπανουθιό του μεγάλο κι ἀρχοντικὸ σπίτι, σεράϊ ὁλάκερο μὲ τρία καὶ μὲ τέσσερα πατώματα. Ἔλα ὅμως ποῦ ὁ πόνος τῆς γρῃᾶς γιὰ τὸ «φτωχικό» της ἦταν μεγάλος καὶ δὲν «ἦταν τσαρὲς» γιὰ νὰ στρέξῃ νὰ χτισθῇ καινούργιο ψηλὸ σπίτι ἀπάνω του.
—Σὰν ἕχς σκοπὸ νὰ τὸ γκεμίσῃς, γιέ μ', τοὔλεγεν ἡ γρῃὰ, γκρέμσε με κ ἐμένα 'ς τὸ λάκκο μου μαζί του. Βάλε με νά πλακωθῶ κ' ἐγὼ ἀποκάτ' ἀπὸ τὴ σκέπη του. Ἄσε με κάνεμ νὰ κλείσω τὰ μάτια μ' ἐγὼ, καὶ τότες κάμε ὅ,τι θέλς ἐσύ.
—Μὰ, μάνα· δὲν κρένεις καλὰ, ἔλεγε ὁ Ζώης. Δὲ γλέπεις ποῦ δὲ μᾶς χωρεῖ τώρα τὸ παλιόσπιτο; Τώρ' ἀξήσαμαν καὶ θ' ἀξήσουμε ἀκόμα μὲ φαμλιὰ καὶ μὲ δούλους. Ποῦ νὰ ζήσουμ' ἐδῶ μέσα 'ς αὐτὸ τὸ κοτέτσι ὅλοι μαζί. Γιὰ βάλε μὲ τὸ νοῦ σου πῶς ἔχουμε καὶ κἄποιο καλὸ ὄνομα κι ὅλας ὄξω τώρα, καὶ τσότσου παρᾶ 'ςτὴ σακούλα . . . Ἄσε με νὰ τὰ ρίξω, δὲν εἶνε λόγι' αὐτὰ ποῦ λές. Δὲ θὰ ζήσουμε φτωχικὰ καί τώρα ὁπ' ἀρχοντέψαμαν.
Τὰ ἴδια τῆς λαλοῦσε κ' ἡ γυναίκα τοῦ Ζώη, ἡ καλομαθημένη ἀρχοντοπούλα, τὰ ἴδια τῆς ἔψελναν κ' ᾑ «ξεμυαλισμένες» ὅπως τὲς ἔλεγε ἡ γρῃὰ, ἀδερφάδες τοὐ. Μὰ ἡ Κυρὰ Χσούλα δὲν ἐτέντωνε αὐτὶ σὲ κανένα.
—Πιάκαμαν λίγους παράδες τώρα, ἐμουρμούριζε, κ' ἐπῆρε ὁ νοῦς σας ἀγέρα. Χαλασιὲς καὶ φουρτοῦνές σας ! Ποῦ ξέρουμε τάχατε τί μᾶς βγάζ' ἡ αὐριανὴ, χαντακωμένες!
Τότες σύγκαιρα, ἀπόχτησε καὶ γυιὸν ἡ γυναίκα τοῦ Ζώη καὶ γιὰ τὴν καλοπέρασή της ἄναψε μεγαλύτερος μέσα 'ς τοὺς λογισμούς του ὁ πόθος τοῦ ἀρχοντικοῦ σπιτιοῦ. Πέρασεν ὅμως τότε καὶ μιὰ ἰδέα ἄλλη 'ςτὸ νοῦ του. Ὅτι, ἄρχοντας αὐτὸς τώρα, πῶς θὰ μπορῇ ν' ἀνεβοκατεβαίνῃ ἀπὸ τὸ σπίτι 'ςτ' ἀργαστήρι κι ἀπὸ τ' ἀργαστήρι 'ςτὸ σπίτι του αὐγὴ, γιόμα καὶ βράδυ περπατῶντας, τόσο δρόμο, τόσον ἀνήφορο. Ἐσκέφθηκε λοιπὸν πῶς θὰ νὰ ἦτον καλλίτερο ν' ἀφήκῃ ἀπείραχτο τὸ φτωχόσπιτο τῆς γρῃᾶς ἀπάνου 'ς τὴν Καραβατιὰ, νοικιάζοντάς το σὲ κανένα φτωχὸ γείτονά του, καὶ ν' ἀγοράσῃ αὐτὸς ψηλὸ σπίτι παρακάτου, κατὰ τὸ παζάρι, 'ςτ' Ἀρχοντικά. Κ' ἡ ἰδέα τούτη ἐρρίζωσε πλιὰ 'ςτὰ μυαλά του κι ὅλο χαρούμενος ἔλεγε τώρα, γυρίζοντας τὸ βράδυ, 'ςτὴ γρῃά του.
—Ἔλα, καὶ σὤγεινε τὸ χατήρι νὰ μὴν τὸ γκρεμίσουμε, μάνα, ἔλα.
Κ' ἡ γρῃὰ δόξαζε τὸν «Μεγαλοδύναμο» ὁπἔβλεπεν ὅτ' ἡ κούφια καὶ καταστρεφτικιὰ φλόγα τών παιδιῶν της ἐσβύνονταν κ' ἐκατακάθονταν ὅσο πέρναε ὁ καιρός. Ποῦ νὰ τὤξερεν ἡ μαύρη πῶς ὁ γιός της ὁλημερῆς παράδερνε 'ςτοὺς δρόμους τῶν Ἀρχοντικῶν, γιὰ νὰ βρῇ σπίτι τῆς ἀρεσιᾶς του, νὰ τ' ἀγοράσῃ! Τότες ἄρχεψε νὰ ψευτίζῃ καὶ τὴν τέχνη του λίγο ὁ Ζώης, γιὰ νὰ κερδαίνῃ πλιότερα. Ἡ λεχωνιὰ ὅμως τῆς γυναίκας του δὲν πήγαινε καλά. Εἶχεν ἀνάψει θέρμη βαριὰ 'ςτὸ κορμί της, κ' οἱ γιατροὶ ποῦχε καλέσει ὁ Ζώης, οἱ καλλύτεροι γιατροὶ τῶν Γιαννίνων, ἔφευγαν ἀπὸ τὸ σπίτι μὲ κατεβασμένα τὰ φρὺδια. Κἄποτε κι ὅλας φανέρωσαν σὲ κἄποιον 'ςτὴ γειτονιὰ ὅτ' ἡ λεχώνα κιντύνευε.
Ὡς ἐδῶ ἦτον γραμμένο νὰ βλᾶστήσῃ καὶ νὰ κλαρωθῇ τὸ περήφανο δέντρο τῆς ἀρχοντιᾶς τοῦ δόλιου Ἀζώηρου. Σὰν σάρακας εἶχε φωλιάσει μέσ 'ς τὸν κορμό του τῆς γυναίκας του ἡ ἀρρώστεια, καὶ τὸ κουφάλιαζε λίγο λίγο. Καὶ μιὰ νύχτα, συγνεφιασμένη καί θλιβερὴ, ἀστρχποπέλεκας ξαφνικὸς ἔπεσε κατάκορφ' ἀπάνω του καὶ τοῦ γκρέμισεν ὅλα τὰ φύλλα καὶ τὰ ὡραῖα κλωνάρια, κι ἀπὸ τὸ φουντωτὸ καὶ ζηλεμένο δέντρο ἔμεινε μοναχὰ ἕνα ὁλώρθο κατακαμένο καὶ κούφιο κορμὶ, τὸ κορμὶ τοῦ ἴδιου τοῦ Ζώη. Φωτιὰ ἔπιακε μιὰ βραδιὰ 'ςτὰ «Τσαρτσίτικα » καὶ τ' ἀργαστήρι τ' Ἀζώηρου μ' ὅλα τὰ περίγυρά του γείνηκαν στάχτη ὡς τὴν αὐγή. Κόλπος τοὖρθε τότε τοῦ βαριόμοιρου Ζώη. Πάει τὸ πλιότερο τὸ βιό του. Τὤφαε καὶ τὸ ἐπίλοιπο ἡ ἀρρώστεια κ' ἡ λεχωνιὰ τῆς γυναίκας του, ποῦ τράβηξε χρόνον καιρὸ, κι ὁποῦ τὴ γκρέμισε κι αὐτὴ μέσα στὸν τάφο μαζὶ μὲ τὸ παιδάκι της. Πέθανε σὲ κάμποσον καιρὸ ὕστερα κ ἡ μαύρ' ἡ μάνα του. Πέθανεν ἀπὸ τὸν καϋμό της γιὰ τὴν τρομερὴ συφορὰ καὶ μὲ τοῦτα τὰ στερνὰ λόγια στὰ χείλη της :
—Πιαστήκαμαν ἀπὸ λίγους παράδες, καὶ πῆρεν ὁ νοῦς σας ἀγέρα, παιδιά μου. Χαλασιὲς καὶ φουρτοῦνές μας ! Ποιὸς νὰ τοὔξερε τί θὰ μᾶς εὕρισκε σήμερα, χαντακωμένα μου !
Kι ἀπ' ὅλο τοῦτο τ' ἀνεμόχολο καὶ τὸν καταποτήρα, ποῦ παράσυρε τὸ σπίτι του ξύρριζα, γλύτωσε ὁ Ζώης μοναχὰ κ ἡ ἀδερφή του, ἡ Κυρὰ Τσεβούλα, ὁποῦ δὲν εἶχε προφτάσει νὰ την παντρέψῃ κι αὐτή. Καί μαζὶ τοὺς ἀνθρώπους του καὶ μέ τὴν εὐτυχία, πᾶν κ' ᾑ μεγάλες ἱδέες τοῦ δύστυχου κ' οἱ πόθοι του γιὰ ψηλὰ σπίτια καὶ γι' ἀρχοντικὴ καλοπέραση. Σὰν παραδαρμένο ἀπὸ βαριὰ νεροποντὴ κι ἀνεμοζάλη χελιδόνι, χώθηκε ζαλισμένος ἀποκάτου ἀπὸ τὴ στρέχα τοῦ φτωχικοῦ πατρικοῦ του καὶ συμμαζώχτηκε ὁλότρομος σὲ μιὰ γωνιὰ, τηρῶντας πότε νὰ περάσ' ἡ κακὴ μπόρα.
Κι ὅλες τὲς συφορές του αὐτὲς ἔρριχνεν ὕστερα ὁ Ἀζώηρος 'ςτὸν κακὸ σκοπὸ πὤβαλε μὲ τὸ νοῦ του νὰ γκρεμίσῃ τὸ χαμηλὸ πατρικό του καὶ νὰ ζητήσῃ ἀλλοῦ παλάτια καὶ περηφάνιες.
-Κι ὁ σκοπὸς κ οἱ πόθοι αὐτοὶ μ' ἔφεραν, ἔλεγε μὲ τὸ νοῦ του ἀναστενάζοντας, 'ςτὸ φρύδι τοῦ γκρεμοῦ, τῆς κόλασης, νὰ ψευτίσω τὴν τέχνη μου καὶ νὰ χαλαστῶ ὁ ἴδιος, νἀ σκάψω ὁ ἴδιος τὸ λάκκο μου μὲ τὰ χέρια μου. Διαβολομαζώματα ἀνεμοσκορπίσματα, καλὰ λέει ὁ λόγος. Τώρα χτυπάω τὸ κεφάλι μου, μόν' ςτὰ χαμένα.
Κ'ἕνας γέροντας τοῦρκος προβατάρης, γείτονάς του, σὰ νὰ τὸν ἔβανε ἐπιταυτοῦ κανένας νὰ τοῦ ριζώση βαθύτερα τὴν ἰδέα τούτη, τοῦ ἀπαντοῦσε ὁλοένα, ὅσες φορὲς τὸν εὕρισκε ὁ Ζώης καὶ τὸν ρώταε γιὰ τὸ βιό του.
—Ἰνσαλὰ, σὰν θέλ' οὑ Γιαραμπῆς, καλὰ πᾶμε, κὺρ Ζώη. Ὅποιους τράει τν ἰσιάδα, πουτὲς δὲν ἔχει νὰ φουβθῇ τὴ ζμιὰ, εἶνε μαζύ τ' οὑ Θαγός. Μότ' παραστράτησες ἀπού τν ἰσιάδα, μότ' τὴ μόλεψες τὴν τέχν' καὶ τοὺ βιό σ', πλάκωσε τοὺ κακὸ, κὶ μότ' πλακώσ' τὄνα, καρτέρ' κὶ τ' ἄλλου. Ἰγὼ πουτὲς δέν τού χαλάου τού γάλα μ' κὶ γι' αὐτὸ οὔτε τού χάνου πουτὲς, οὔτε κὶ τὰ πράταμ' παθαίνουν τίπουτας. Κύτταξε τοὺ γειτουνά μας τοὺ Μπράχου εἴχινε ζλὲψ' μοὔ λίγε, ψλὰ σπίτια κὶ γρόσια πουλλά. Χάλασε τού γάλα τ' γιὰ νὰ κιρδέν' πλισσότερα. Ἴσια τοὖρθε τοὺ κακό. Τὸ 'χασε ὅλου τοὺ κουπάδ' ἀπ' ἀβλουγιά. Ἰγώ πουτέσιμ δὲ ζήλεψα τρανὰ σπίτια κὶ μεγαλουσύνες. Δὲ λέου πῶς δὲν τὰ θέλου τάχα μ', μόν' δέν τὰ θέλου μὲ τν ἀδικιὰ κὶ μὲ τ' ψευτιά. Ἂν εἶνε γιὰ νὰ τ' ἀπουχτήσου, νὰ τ' ἀπουχτήσου μὲ τοὺν ἴδρουτά μ' κὶ μὲ τν ἰσιάδα. Νὰ, σὰν ἐκείνουν τοὺν ἀρχουντα τοὺ ρουμιὸ πὤχει τὰ μεγαλύτερα σπίτια κὶ τὰ καλλύτερ ἀργαστήρια σήμερα μέσα 'ςτὰ Γιάννινα, κι ὅπουτις περνάει αὐτὸς 'ςτοὺ παζάρ' μὲ τ' ἀριὸ κὶ περήφανου περπάτμα τ', εἶδες; ὅλ' προσκόνουνται κι ὅλ' τοὺν χαιρετᾶν. Αὐτὸς, . . . ἄσκουλσούντ. Τ' ἀπόχτσε μὲ τν ἀξιάδα τ' κὶ τ' ἀξίζ' νὰ τὰ χαίρεται κὶ νὰ τὰ καμαρών τώρα.
Ὁ τοῦρκος γείτονας δὲν ἤξερε, ἀλήθια, πῶς κι ὁ Ζώης ἀπὸ τὲς σάπιες ἐκεῖνες ἰδέες τῆς ἀρχοντιᾶς τὴν ἔπαθε· μὰ ὁ Ζώης ποῦ πόναγε, πίστεψε 'ςτά λόγια τοῦτα πῶς τοὖχε τούμπανο ὁ κόσμος ὅλος τὸ κόλασμά του, κι ἀπὸ τότες ὡρκίστηκε νὰ μὴ ξαναβγῇ. Ἐκλείστηκε μὲ τὴ ἀδερφή του 'ςτὸ φτωχικό του μέσα κι' ἀποφάσισε νὰ περάσῃ τὲς στερνὲς μέρες του μὲ κἀτι ἀπομεινάρια ποῦ τοὖχε ἀφήκ' ἡ φωτιὰ κι ὁ χάρος. Τὲς ὧρές του πέρναε τώρα 'ςτὸν κηπό του μέσα, φυτεύοντας καὶ καλλιεργῶντας. Ἀργότερα ὅμκως, γιὰ νὰ φύγῃ τὴ μοναξιὰ καὶ τὴ συλλογὴ ποῦ τὸν πλάκων' ἔτσι ὁλομόναχὸν, ἐσκέφθηκε νὰ στήσῃ τρεῖς πέντε μπάγγους ὀρθοὺς 'ςτὴν αὐλή του καὶ νὰ συνάζῃ γύρα του τοὺς γερόντους τῆς γειτονιᾶς, καὶ μὲ τὴν ἀφορμὴ νὰ τοὺς κάμνῃ τὸν καφετζῆ νὰ βρίσκῃ κουβέντα καὶ χρονοτριβὴ μ' αὐτούς. Ὕστερα ἦτον ἀκόμα νιὸς, καὶ δὲ θὰ τὸν ἐβάρενε τὸ σερβίρισμα τῶν καφέδων του.
* * * Στὴν αὐλὴ τοῦ σπιτιοῦ του λοιπὸν εἶχε στήσει τὸν καφενέ του ὁ Ζώης ὁ Ἀζώηρος. Αὐτὸς ἐσερβίριζε τοὺς μουστερίδες κ' ἡ ἀδερφή του, ἡ Κυρὰ Τσεβοὺλα, ἕβραζε τοὺς καφέδες. Παλιὸς χαμηλὸς τοῖχος ἀπὸ ξηρολίθι ἔκλειγε ὁλόγυρα τὸ κτῆμα τοῦτο τ' Ἀζώηρου, ποῦ τὸν μισὸ τόπο ἐπιανε τὸ σπίτι μὲ τὴν αὐλὴ καὶ τὸν ἄλλο μισὸ ὁ κῆπος μὲ τὲς φυτιὲς καὶ μὲ τὰ δέντρα του, καλοσκαμμένος καὶ καλοφυτεμένος, καὶ φραγμένος μὲ ψηλὴ καλαμωτή. Ἔλαμπε ὰπὸ πάστρα ἡ αὐλή του. Οἱ βασιλικοὶ μὲ τοὺς χίλιοχρώματους μενεξέδες, ποῦ στόλιζαν ἀραδαριὰ τὲς ἀλτάνες καὶ τὰ πεζούλια της, ἐμοσχοβόλιζαν τὸν ἀέρα, καὶ τὸ βουνάκι τῆς Καραβατιᾶς ἀπὸ πάνου κατέβαζε μιὰ δροσιὰ παραδείσια τὴν αὐγὴ καὶ τ' ἀπόσπερνο.
Ὄλ' αὐτὰ τὰ καλὰ, μὲ τὰ παθήματα καὶ μὲ τοὺς ἀμόλευτους καφέδες τοῦ Ζῶη, σύναζαν 'ςτὸν καφενέ του τοὺς γέρους τῆς γειτονιᾶς. Εἵχενε καὶ πηγάδι μὲ σπάνιο νερὸ ὁ Ἀζώηρος, ὁποῦ δὲν ἄργησαν νὰ τὸ μυριστοῦν κι ἄλλοι καὶ ποῦ κατάντησεν ἀπὸ στόμα σὲ στόμα νὰ διαλαληθῇ 'ς ὅλους ἐκείνους τούς ἀπάνου μαχαλάδες ὁ καφενὲς καὶ νὰ συχνάζουν 'ς αὐτὸν ὄχι μονάχα οἱ γερόντοι μὰ κι ἄλλοι πολλοί. Κ' ἕβγαιναν 'ς τὸν ἀνήφορο ἐκεῖνο κι ἀπὸ τὰ χαμηλότερα σπίτια, γιὰ ν' ἀπολάψουν τὴ δροσιὰ τοῦ βουνοῦ καὶ τ' ἀθάνα νερὸ τ' Ἀζώηρου, ποῦ ἦτον κατάκρυο καὶ καλοχώνευτο κι ὁπ' ἔβρισκαν συχνὰ μέσα του χλωρὰ φύλλα πεύκου κι ὀξιᾶς καὶ πουρναριοῦ τῶν ψηλωμάτων τοῦ Πίνδου. Οἱ δραγάτες οἱ ἀρβανίτες κ' οἱ φυλαχτάδες τῶν μπέηδων καὶ τῶν ἀγάδων τῆς Καραβατιᾶς, ὅλοι ἐκεῖ συναπαντῶνταν ' ἔλεγαν τὰ σκηπετάρικά τους. Ἄσε τὴν Πρωτομαγιὰ καὶ τέτιες ἄλλες χρονιάρικες μέρες, ὁποῦ δὲν εἴχενε ποῦ νὰ βάλῃ τὸν κόσμο νὰ κάτσῃ 'ςτὸν καφενέ του ὁ Ἀζώηρος. Ἐκόντευαν κἄποτε νὰ ξυπνήσουν μέσα του καὶ νὰ ξανανάψουν τὰ παλιὰ ὄνειρα κ' οἱ σβεσμένοι πόθοι γιὰ ν ἀρχοντέψῃ καὶ μὲ τὸν καφενέ. Ὅμως τὸν ἐκρατοῦσαν σφιχτὰ δεμένο 'ςτὴν τιμιότη τῆς τέχνης του τὰ λόγια τοῦ «μπαμπᾶ» ὅπως τὸν ἔλεγε τὸν τοῦρκο προβατάρη γείτονά του, ποῦ τοῦ θυμοῦσαν τὰ περασμένα παθήματά του.
Πολλὲς φορὲς γὺριζα κ' ἐγώ ἀπὸ τὸ γάλα 'ςτὸν καφενὲ τ Ἀζώηρου, τ' ἀνοιξιάτικα αὐγερινὰ, ποῦ ἀνέβαινα 'ςτὸ βουνὸ χαράματα. Ἐτὺχαινεν ὅμως νὰ διαβαίνω ἀπὸ κεῖ καὶ τὲς σκόλες κανέν ἀπόβραδο, πὤβγαινα κατὰ τὴν Καραβατιὰ, εἴτε γιὰ τὸν βουνίσιον ἀέρα της, εἴτε γιὰ τὸ κρύο νερό της, εἴτε γιὰ τὰ καστανὰ καὶ γλυκά καὶ μεγάλα καὶ μυγδαλοσχισμένα μάτια τῶν κορασιῶν της. Οἱ συχνότεροι γερόντοι, πὤβρισκα 'ςτὸν καφενὲ τ' Ἀζώηρου, ἦταν ὁ Γεροκαλαμένιος, ὁ ἀγαπημένος μου, ποῦ τὸν εἶχα γνωρίσει ἀπ' ἀλλοῦ κι εἶχα μάθει τόσα παλιὰ κι ἀξετίμητα πράματ' ἀπ αὐτὸν, ὁ Πάνος ὁ Γερακάρης, ὁ Λυγδᾶς ὁ Λιονταρῆς, ὁ Θωμᾶς ὁ Γοργόλης, ὁ Μάνθος ὁ Μπαλιούλιας κι ὁ Διαμαντῆς ὁ Βάρδας. Ὅλοι κηράδες κι ἀνυφκατίδες καὶ χρυσοκεντιστάδες 'ςτὰ νιάτα τους, καὶ τώρα ἀπόμαχοι ὅλοι τοῦ ζανατιοῦ τους. Ἐμαζόνονταν ἐκεῖ μὲ τὰ δικανίκια καὶ τσιμποὺκια τους κ' ἔστρωναν ἀδιάκοπες καὶ μακριὲς κουβέντες, ὅλο γιὰ πράματα τοῦ περασμένου καιροῦ τους. Κ'ἐγώ, 'ςτὴ μέση τους, χόρταινα ἱστορίες καὶ σοφὰ λόγια.
Τ' ἀπόγιομα ἐκεῖνο, μόλις προσπέρασα τὸ κατώφλι τῆς αὐλόπορτας τοῦ Ζώη τ' Ἀζώηρου κ' ηὗρα τοὺς συνειθισμένους μουστερίδες του, τοὺς γερόντους κι ἀρβανιτάδες, συμμαζωγμένους 'ς ἕνα μπάγγο, ἀπανωτοὺς, μὲ καρφωμένα καὶ μάτια καὶ νοῦν ἀπάνου σὲ μιὰν εἰκόνα, ποῦ βαστοῦσε καταμεσῆς ὁ Ζώης 'ςτὰ χέρια του. Οὔτε μ' ἕνοιωσαν ὅταν ἐμπήκα. Τοὺς ἐσίμωσα κ ἐτήραξα κ' ἐγὼ τὴν εἰκόνα. Ἡ εἰκόνα ἦτον παλιὰ κι ἀξιοπερίεργη. Παράσταινε καβαλάρη παλληκαρὰ μὲ γιγάντιο ἀνάστημα καὶ μὲ πανώργια μορφή. Εἶχε ἀσπροκόκκινο τὸ πρόσωπο καὶ περίσσια ἔμμορφο καὶ καλοσυνᾶτο κ' εὐγενικὸ, πρόσωπο βασιλικὸ καθαρό. Γρυπὴ τὴ μύτη, τὸ μέτωπο καθάριο καὶ πλατὺ, τὸ γένειο μακρύ καὶ γυρμένο κατὰ ἐμπρὸς λίγο καὶ κομμένον τὸν τσαμπᾶ. Ἐφαίνετο σὰν νὰ τοῦ χάρισε ἡ φύση 'ς ὅλο του τὸ κορμὶ ἀσύγκριτην ἐπιδεξιότη καὶ ξεχωριστὴ δύναμη. Ἐφόρειε μεγάλη σκούφια 'ς τὸ κεφάλι του, στολισμένη μὲ ὡραῖα φτερὰ, καὶ μακρὺ μεταξοπράσινο δουλαμᾶ, περιπλουμισμένον μὲ χρυσᾶ σιρίτια, ποῦ φάνταζε θαυμάσια, καμωμένος μὲ πολλὴ μαστοριὰ καί μὲ τέτοια τέχνη ντυμένος, ὁποῦ σὰ σκέπαζεν ἀπὸ τὴ μέση καὶ κάτου τ' ἄρματα, ἐφαίνονταν καὶ τ' ἄρματα κ' ἐφαίνονταν κι αὐτός.
Ἀπὸ τ' ἀλόγου τoυ τὸ τρεχιὸ κυματίζονταν ὁ δουλαμᾶς κι ἄφινε νὰ λάμπῃ 'ς τὰ στήθια του χρυσῆ ἡ ἀλυσσίδα τοῦ βασιλικοῦ παρασήμου του κ' ἕνας διαμαντοκολλημένος σταυρὸς, ὁποῦ φαίνονταν σὰν νὰ τὸν φύλαε 'ς τὸν κόρφο του δίπλα γκόλφι μὲ βαθύτατη εύλάβεια. Μὲ τὸν κυματισμὸ τοῦ δουλαμᾶ πρόβαλαν'ς τὸ φῶς καὶ τὰ μεγάλα κίτρινα ποδήματά του. Δαμισκὶ σπαθὶ κρέμονταν μὲ χρυσᾶ λουριὰ ἀπὸ τὴ ζώση του κατὰ τὸ ζέρβιο πλευρὸ καὶ πίσω ἀπὸ τὸ γόνατό του κρύβονταν τὸ κρανένιο ἀπελατίκι του. Κι ἀπάνου 'ς ὅλ' αὐτὰ, ἡ λαμπράδα τῶν ὀμματιῶν του καὶ τοῦ κορμιοῦ του ἡ λεβεντιὰ ἔδειχναν ὅτ' ἦτον 'ς τὴν καρδιὰ δράκος τοῦτος καὶ λιοντάρι 'ς τὴ δύναμη. Ἀρχοντιὰ κι ὠμορφιὰ καὶ στόλος 'ς τὸ ἀνάστημά του ὅλο. Μὲ τὸ ζερβὸ χέρι βάσταε τὰ χαλινάρια τ' ἀλὸγου καὶ μὲ τὸ δεξιὸ τὴ μακριὰ λάντζα, εἶδος κονταριοῦ μὲ σιδερένιον στόκο 'ς τὴν κορφὴ καὶ μὲ μικρὸ κόκκινο φλάμπουρο μὲ τὸν ἀητὸ τὸ δικέφαλο μέσ' τὴ μέση.
Τ' ἄλογό του ἦτον μαῦρο καὶ κατὰ τὸ μέτωπο μοναχὰ λίγο μπάλλιο, ντυμένο κι αὐτὸ μὲ χρυσάργυρη σέλλα καὶ μὲ φαντὰ φάλαρα. Εἶχε περήφανα σηκωμένο κατ' ἀπάνω τὸ κεφάλι του κ' ἡ πλοὺσια καὶ γιαλιστερὴ χιούτη του χύνονταν σὰ κῦμα τρικυμιστὴ 'ς τὰ στήθη τοῦ ἀναβάτη. Σπιθοβολοῦσαν τὰ μεγάλα τὰ μάτια του κι ἄφριζαν τὰ διάπλατα τὰ ρουθούνια κ ἐσπαρτάριζαν, ὡσὰν νἄχυναν κατὰ πέρα χλημίντρισμα ἠχερό. Ἐλύγαε σὰν τὴν ὀχιὰ τὸ κορμί του κ ἐσήκωνε τὴ μαλλιαρὴ οὐρὰ πίσω, ὁπ' ἔπεφτε ἀνεμισμένη κι ἀστραφτερὴ, σὰν καταρράχτης λαγκαδιᾶς, μέσα σὲ σκοταδερὴ νύχτα, ὁπ' ἀναλάμπει 'ς τὴν ἀριὰν ἀστροφεγγιά. Τὰ πόδια του τ' ἀνεμόφτερα δὲν ἐπατοῦσαν ὁλότελα γῆ, κ' ἐλαμποκοπούσαν καὶ τὰ τέσσερ' ἀσημοπέταλά του.
Κι ἀποκάτου ἔφερνε τὴν ἐπιγραφή της φράγκικα χαραγμένη καὶ πλουμερὴ, ὁπώδειχνε τ' ὄνομα τοῦ παλληκαρᾶ καβαλάρη καὶ τὸν τόπο ὁποῦ ἰστορήθη, τὴν ξακουσμένη Φλωρέντια.
Οἱ γέροι κ' οἱ ἀρβανίτες, ποῦ τὴν τηροῦσαν καταπλακωμένοι, δὲν ἐγνώριζαν νὰ ξεδιαλέξουν τὰ φράγκικα καὶ πλουμερὰ γράμματα τῆς ἐπιγραφῆς, κ' ἔπασχαν ἀπὸ τὴ μορφὴ κι ἀπὸ τ' ἄρματα τοῦ καβαλάρη νὰ τὸν πεικάσουν. Κι ἄλλος τὸν ἔλεγε Ἅϊ Γιώργη κι ἄλλος Ἅϊ Δημήτρη, ἄλλος ἀρχαῖον ἕλληνα κι ἄλλος στρατιώτη παλιὸ τῆς Φραγκιᾶς καὶ τῆς Φλάντρας. Ἀφοῦ διάβασα τὴν ἐπιγραφή της ἐγώ, τὴν ἐξανακύτταξα μιὰ φορὰ πάλι καλλύτερα την εἰκόνα καὶ ρώτησα τὸν καφετζῆ τὸν Ἀζώηρο, ποῦ τὴν εἶχε βρῇ. Πρὶν ὅμως μ' ἀπολογηθῄ τοῦτος, ὁ Γεροκαλαμένιος, ὁ φίλος μου, ἔστρεψε κατὰ πάνω μου τά δυὸ ματογιάλια του, — σὰ νὰ μοῦ γνώρισε τὴ φωνὴ κ' ἐγύρευε νὰ ἰδῇ ἂν εἶμαι ὁ ἴδιος, —καὶ σἀ μὲ εἶδε κοντά του, γύρισε κατὰ τοὺς ἄλλους κ' εἶπε :
—Σταθῆτε καὶ τὸ δασκαλόπουλο θὰ μᾶς τὸ δείξῃ τί φανερών' ἡ εἰκόνα, μωρὲ παιδιά. Τὸ γνωρίζω γὼ, ξέρει πολλὰ πράματ' αὐτὸ, καὶ θάν' τὸ ξηγήσῃ.
Ἐχαμογέλασα μὲ τ' ἀγαθὰ λόγια τοῦ γέρου, γλυκοκυττάζοντάς τον, κ' εἶπα:
—Δὲν τὸν γνωρίζετε τὸ βασιλιά μας ;
— . . . . . . . . .
Βουβαμάρα χύθηκε γιὰ λίγην ὥρα 'ςτὴ μέση μας μὲ τὰ λόγια μου αὐτὰ, καὶ μ' ὁλάνοιχτα γλέφαρα καὶ μὲ σφιγμένα χείλη, κατάματα μ' ἐκύτταζαν ὅλοι, σὰ νἄθελαν μὲ τὴ δύναμη τῆς ματιᾶς των νὰ ξεθάψουν ἀπὸ τὰ φυλλοκάρδια μου τὸ μυστικὸ τ' ὄνομα τοῦ βασιλιᾶ τούτου. Καὶ σὰ δὲν ἔκρενα ἐγὼ ἀκόμα, ἄρχεψαν νὰ ξανατηρᾶν τὴν εἰκόνα αὐτοὶ καὶ νὰ λέν :
—Ὁ Γεώργιος ; οἱ γερόντοι.
—Σουλτάνι; (ὁ Σουλτάνος;) οἱ ἀρβανίτες.
—Τί Γεώργιος καὶ τί Σουλτάνος μοῦ λέτε ... Ὀ βασιλιὰς τῶν Ἡπειρωτῶν εἶνε τοῦτος.
Οἱ ἀρβανίτες οὔτε μίλησαν τότες. Ἐμούδιασαν κ' οἱ γερόντοι. Κι αὐτὸς ὁ Ζώης ὁ Ἀζώηρος, ὁ καφετζὴς, ὁπ' οὔτε αὐτὸς εἴξερε τί ἀξετίμητην εἰκόνα εἴχενε τόσα χρόνια μιέσα 'ςτὸ σπίτι του. Μοναχὰ ὁ Γεροκαλαμένιος γύρισε πάλι κατ ἐμένα τὰ ματογιάλια του καὶ μ' ἐρώτησε ἀγάλια ἀγάλια:
—Ὁ Πύρρος, παιδί μου;
—Μπύρρ' μώρ' μπύρρ'. Χλαλόησαν παρευτὺς τὰ στόματα τῶν ἀρβανιτάδων.
—Ὁ Σκεντέρμπεης . . . .
Δὲν ἐπρόφτακα ν' ἀποσώσω τ' ὄνομα, μωρὲς παιδιὰ, κι ἀστραποβόλησαν μὲ μιᾶς ὅλων τὰ μάτια ὁλόγυρα καὶ χώρια τῶν ἀρβανιτάδων ὁποῦ χούμησαν ἀπανωτοὶ κ' ἐσκέπασαν τὴν εἰκόνα μὲ χίλια φιλήματα.
Οί γέροι δὲν ἐμίλησαν τότες. Εἶχαν καρφώσει γερὰ τὰ μάτια τους ἀπάνω 'ςτὴν εἰκόνα κι ὁ λογισμός τους ποιὸς ξέρει σὲ τί καιροὺς καὶ σὲ τί τόπους ἀρμένιζε. Μοναχὰ οἱ ἀρβανιτάδες ἐσυντυχιῶνταν κ' ἔλεγαν ὁ ἕνας τ' ἀλλουνοῦ μὲ τὴ γλῶσσά τους:
—Μωρὲ Σκέντο ἰχούρμπουρ! (Ὡρὲ Σκέντο χαντακωμένε!) Νάτος ὁ βασιλιὰς τῶν ἀρβανιτάδων. Τήρα, ὡρὲ καψαρὲ, βασιλιὰ ποὔχαμαν μιὰ βολὰ οἱ δύστυχοι.
—Γιὰ βιστὸ κοὺρμ, γιὰ βιστὸ τριμρί! (Γιὰ τήρα κορμὶ, γιὰ τήρα λεβεντιά!) Τήρα εὐγενικὴ σάρκα, τήρα μορφὴ βασιλικιὰ, τήρα μάτι ἀετοῦ, τήρα μέτωπο σὰν κορφοβοῦνι ποῦ χαράζει ἀπάνω του ἡ μέρα!
—Τήρα ἅρματα κι ἄλογο καὶ φορεσι;
Ἄϊντε, μωρὲ Σκεντερμπέο, ἄϊντε μωρ' νγκιούαρ μπρὲτ ἰσκηπετάρβε! (Ἄϊντε ὡρὲ Σκεντέρμπεη, ἄϊντε ὡρὲ ξακουσμένε ἀρβανιτοβασιλιά!) Δὲ θὰ ν' ἀναστηθῇς μιὰ βολὰ πάλε καὶ δὲ θὰ νὰ μᾶς κράξῃς μὲ τὸ τρανὸ καὶ περήφανο ἐκεῖνο διαλάλημά σου: «Σὰ ρὸν Σκεντερμπέο, σκηπετὰρ νοὺκ τὸ τεμπένεν κοὺρ σκλὰβ τὲ τιέρβε!» (Ὅσο ζάει ὁ Σκεντέρμπεης, οἱ ἀρβανίτες δὲ θὰ νὰ καταντήσουν ποτὲς σκλάβοι τῶν ἄλλων!) Κι ἀλήθια, ὡρὲ μπύρρο μ'. Ἂν δὲν ἀπέθνησκες δὲ θὰ νὰ πέφταμαν κ ἐμεῖς, δὲ θὰ νὰ σερνόμασταν, ὡρὲ μαῦρέ μου Λιούλιο, κλαρίτες καὶ παλιοδραγάτες σήμερα 'ςτὰ ντερβένια τοῦ κόσμου, δίχως ψωμὶ, δίχως καλύβι, μὲ μισὴν κάπα ἀπάνου μας καὶ με μισὸ τσαροῦχι.
Μαζὶ μὲ τὰ λόγια τοῦ Τζαφέρη σταματάει κ' ἡ πέννα μου ἐδῶ, γιατ' ἀναγιόμωσαν δάκρυα τὰ μάτια τοῦ δόλιου ἀρβανίτη. Ὁ Σκέντος, ὁ Λιούλιος κ' οἱ ἄλλοι οἱ συντρόφοι τους ἀναδάκρυσαν παρόμοια κι αὐτοὶ κ' ἐκρέμασαν λυπητερὰ καὶ παραπονεμένα μπροστὰ στὴν εἰκόνα τὰ ξέσκεπα κεφάλια τους μὲ τοὺς μακριοὺς καὶ μαύρους τσαμπάδες. Ἄ! τὴ σκηνὴ ἐκείνη δὲ θὰ τὴν λησμονήσω ποτὲ στη ζωή μου, καθὼς καὶ τὴν ἄλλη ὁπ' ἀκολούθησεν ὕστερα.
Ὁ καφετζὴς ὁ Ἀζώηρος μᾶς εἶπεν ὅτι στὰ καλὰ χρόνια του τοῦ την εἶχε πωλήσει την εἰκόνα ἕνας μπέης γείτονάς του, ὁπὤφευγε ἀπὸ τὰ Γιάννινα κ' ἐξέκαμε τὰ σωθέματα τοῦ σεραγιοῦ του. Ἐλέγονταν Ζεϊνέλμπεης τοῦτος, κ' ἡ γεννιά του κρατοῦσε, καθὼς γνώριζεν ἀπὸ τοὺς παλιούς του, ἀπὸ τὴ μέσα την Ἀρβανιτιὰ, ἀπὸ τὴν Κρόγια. Τί τάχα παράξενο νὰ ὴταν κι ὰ=ἀγγόνι τοῦ Καστριώτη ὁ μπέης τοῦτος;
Κ' ὕστερα, ὁ Γεροκαλαμένιος μᾶς ἔβαλε ἀραδαριὰ ὁλόγυρά του κι ἀρχίνησε νὰ μᾶς μονολογάῃ γιὰ τὸν Καστριώτη.
—Ἄϊντε, μωρὲ πλιάκ' ἰντερμιπούαρ, κοὐ ἰντὲ γκίθ. (Γιά σου, ὡρὲ γέρο ντελῆ, ποῦ τὰ ξέρεις ὅλα). Τοῦ φώναζαν κάθε τόσο οἱ ἀρβανίτες.
Κι ὁ Γεροκαλαμένιος μᾶς ἀράδιαζε κομμάτια ἀπὸ τὰ πολλὰ τοῦ Σκεντέρμπεη. Μᾶς ἔλεγε:
—Πρὶν γεννηθῇ ὁ Σκεντέρμπεης, μωρὲ παιδιὰ, ἡ μάνα τοῦ, ἡ βασίλισσα τῆς Ἀρβανιτιᾶς, ὠνειρεύτηκε πῶς θὰ ν' ἀποχτοῦσε θεριὸ ἀνήμερο κι ἀνυπὸταχτο. Καὶ σὰ γεννήθηκε, ἀπὸ τὰ μικρὰ μικρὰ χρόνια παιγνίδια του ἤτανε τ ἄρματα. Οἱ δασκάλοι του, ποῦ τὸν μάθαιναν γράμματα καὶ βασιλικὸ φέρσιμο κι ἀνδρειότη, τὸν ἐσυνήθιζαν ταχτικὰ 'ςτὰ κυνήγια καὶ τὸν ἔθρεφαν βολές βολὲς μὲ καρδιὲς ἀρκουδιοῦ καὶ μὲ πνευμόνια ἀπὸ καπρί. Ὅντας πῆρε ἀνάστημα καὶ λεβεντιὰ καῖ κορμὶ κι ἀγέρα, κ' ἐπρόβαλε παλληκαρᾶς κι ἀντρειωμένὸς κ ἔμαθε πῶς ἀγριοδάμαλο τοῦ λόγγου ἔπεφτε κ' ἐχάλαε τῆς ἀδερφὴς του τὰ κτήματα κι ὁποῦχε σκοτώσει ὅσους εἶχαν πάει κατὰ πάνω του, καβαλικεύει τ' ἀχώριστο τ' ἄλογό του, τὸ μπάλλιο, κι ἄδραμε· τὸ ἀπάντησε, καὶ μὲ μιὰ σπαθιὰ μοναχὰ τοῦ κατάκοψε τὴν τραχηλιὰ πέρα ὡς πέρα καὶ τὸ θανάτωσε. Τὸ ἴδιο καὶ μ' ἕνα καπρὶ μέσα 'ςτὰ ρουμάνια τῆς φραγκιᾶς, ποῦ κυνηγοῦσαν μὲ τῆς Πούλια τὸ βασιλιὰ μαζί. Ὁ φράγκος βασιλιὰς σκιάχτηκε κι ἀνατρόμαξε 'ςτὸ συναπάντημα τοῦ θεριοῦ. Ὀ Σκεντέρμπεης ὅμως τοῦ ρίχτηκε μὲ τὸ δαμισκίτου 'ςτὸ χέρι καὶ τοῦ χώρισε τὸ κορμὶ σὲ δύο κομμάτια.
—Την πάλλα του τὴ φυλᾶν 'ςτὴν Πόλη μαζὶ μὲ τούς ἄλλους θησαυροὺς τῶν Σουλτάνων, καθὼς μὥλεγε ὁ μπέης μου- εἶπε ὁ Σκέντος. Λένε, μὰ τό Θεὸ, πῶς καὶ τὸ μάλαγμά της μοναχὰ γιαίνει ἀρρώστιες καὶ δείχνει θάμματα.
—Ὀ Σουλτὰν Μουχαμέτης, ὁ Ἀσβιοὺκ, ὅπως τὸν ἔλεγαν, ξανάρχισε ὁ Γεροκαλαμένιος, ποῦ τὸν πολεμοῦσε, ἀκούγοντας πολλὰ γιὰ τὸ σπαθί του, ἔστειλε σ' αὐτόν ἄνθρωπό του καὶ τοῦ το γύρεψε νὰ τὸ ἰδῇ ἀπὸ περιέργια. Ὁ Σκεντέρρεπεης τό 'στειλε μετὰ χαρᾶς, κι ὁ Σουλτάνος ἐπρόσταξε τοὺς πλέον ἀντρειωμένους του νὰ τὸ δικιμάσουν. Μὰ ποῦ νὰ κάνῃ ὅσα ἔκανε τὸ σπαθὶ 'ςτὰ χέρια τοῦ ἀφεντικοῦ του. Ὁ Σουλτάνος γυρίζοντάς το πίσω τοῦ μήνυσε τοῦτα. «Τέτοια καὶ καλλύτερα σπαθιὰ ἔχω κ ἐγώ μέσα στ ἀσκέρια μου ἀμέτρητα καὶ δὲν ἐπίστεψα πῶς με ἕνα τέτοιο καὶ σὺ κατορθώνεις τὰ ὅσ' ἀκούω καὶ δοκιμάζω θάμμαατά σου».
—Ὀ Σκεντέρμπεης τότες μπροστὰ 'ςτὰ μάτια τοῦ ἀποστολάτορα τοῦ Μουχαμέτη κάλεσε νὰ τοῦ φέρουν ἕν' ἄλογο, χούφτιασε τὸ σπαθὶ κι ἀφοῦ τ' ἀνέμισε καὶ τό 'παιξε λίγο, τὸ κατέβασε σὰν ἀστραπὴ 'ςτὸ λαιμὸ τοῦ ζώου καὶ τὸ χώρισε μὲ μιᾶς. Καὶ τοῦ εἶπε τοῦ ἀποστολάτορα : «Σύρε τώρα καὶ εἰπὲ τοῦ Σουλτάνου σου, πῶς ἂν εἶχε μπροστά του τὸ ἁπλὸ κι ἀσήμαντο τοῦτο σπαθὶ, δὲν εἶχεν ὅμως ἐκεῖ καὶ τὸ χέρι μου».
—Ἄϊντε μώρ' πλιάκ' ἰντερρεπούαρ, κοὺ ἰντὲ γκίθ. (Ἂϊντε, ὡρὲ γέρο ντελῆ, ποῦ τὰ ξέρεις ἐσὺ ὅλα). Ἐφώναζαν ἀδιἀκοπα 'ς τὸ μολογημό του οἱ ἀρβανίτες, καὶ τὸν χάϊδευαν 'ς τὸν ὦμο, κ' ἐσέρνονταν κοντύτερα 'ς τὸ πλευρό του. Κι ὁ γέρος ἐξακολουθοῦσε.
—Μὲ δυὸ Σουλτάνους ὁλόβολους ἐπολέμησε ὁ Σκεντέρμπεης, μωρὲ παιδιά μου, κ' ἔσφαξε αὐτὸς ὁ ἴδιος μὲ τὸ σπαθί του 'ς τὰ εἰκοστρία χρόνια ποῦ πολεμοῦσε πλιότερους ἀπὸ δύο χιλιάδες νομάτους, μοναχὰ αὐτός. Εἶχεν ὁλόγυρά του πότε δεκαπέντε καὶ πότε εἴκοσι χιλιάδες παλληκαράκια ἀρβανιτόπουλα, κ' ἐνίκαε πάντα κ' ἐσκόρπαε κάθε βολὰ στρατέμματ ἀκέρια ἀπὸ ἑκατὸ καὶ διακόσες χιλιάδες ὀχτρούς. Εἶχε καταντήσει τὸ σκιάχτρο κ' ἡ φοβέρα τῶν Σουλτάνων. Εἶχε βρῆ ἀπόγωνο κι ἴσκιο ἀποκάτου ἀπὸ τὴν πάλλα του ἡ χριστιανοσύνη. Κι ἂν τὸν ἐβόηθαγε, μωρὲ παιδιά, κ' ἡ ἀναθεματισμέν' ἡ Φραγκιὰ, ἐγὼ σᾶς τὸ λέω πῶς μέσ' τὴν Πόλη μιὰ μέρα θὰ νά 'μπαινε καὶ θὰ νά 'σταινε μέσ' τ' ᾌτ—μεϊντὰν τὸ περήφανο φλάμπουρό του, μεσ' ἐκεῖ ποῦ σήμερ' ἀνεμίζουν τὰ τούγια καὶ λάμπουν τὰ μισοφέγγαρα.... Τί μὲ τηρᾶτε μὲ τέτοια παραξενιά; Ὁ ἴδιος ὁ Σουλτάνος ὁ Μουχαμέτης τὸ εἶπε, πῶς ἂν ὁ Σκεντέρμπεης ἤθελεν ἔχει ἀνώτερη δύναμη, δίχως ἄλλο ὅλον τὸν κόσμο ἤθελε βάλει ἀποκάτου ἀπὸ τὸ φλάμπουρό του!
—Ἄϊντε, μωρὲ πλιάκ' ἰντερμπούαρ! ( Γιά σου, ὡρὲ γέρο ντελῆ!) ἐφώναξαν πάλι οἱ ἀρβανίτες.
—Ὅλ' αὐτὰ ἀκουστὰ τἄχω, μωρὲ παιδιά μου, πῶς τὰ λὲν τὰ χαρτιὰ καὶ τὰ στόματα τῶν παλιῶν. Ἀκουρμαστῆτε καὶ τοῦτο ποῦ ὁ ἴδιος μὲ τὰ μάτια μου τὸ διάβασα. Μιὰ βολὰ ὁ φράγκος πρίγκηπας τοῦ Ταράντου, ὕστερ' ἀπὸ καλὸ πετσόκομμα πὤφαε ἀπὸ τὸ στρατὸ τοῦ Σκεντέρμπεη, ἕνα πικρὸ γράμμα γιὰ ἐκδίκηση ὁ ἀνεύγενος, ποῦ τοῦ κατηγοροῦσε τὴ γενιὰ τοῦ Σκεντέρμπεη καὶ ποῦ παρώμοιαζε τοὺς ἀρβανίτες του μὲ κοπάδι χαζὰ κι ἀσυλλόγιστα πρόβατα . . .
—Τοὺ κὶ τέμενε, τοὺ κὶ τέμενε, παλιοφρέγκ μουρντάρ! (Τὴ μάνα σου, παλιόφραγκε μουρντάρη!) Ἕβρισαν μέσ' τὴ μέση τοῦ λὸγου τοῦ Γεροκαλαμένιου οἱ άρβανιτάδες.
—Μὰ νὰ ἰδῆτε τί τ' ἀπαντάει κι ὁ Σκεντέρμπεης. « Ἐγὼ ὁ Σκεντέρμπεης, τοῦ γράφει, βασιλιὰς τῆς Ἀρβανιτιᾶς, σ' ἐσένα τὸν πρίγκηπα τοῦ Ταράντου. Κατηγορᾷς πολὺ βαριὰ κι ἄσχημα τοὺς ἀνθρώπους μου καὶ παρομοιάζεις τ' ἀσκέρι μου μὲ χαζὰ πρόβατα. Τὰ ἔργατά μα;ς σοῦ ἔδειξαν τὴν ἀξιάδα μας καὶ τὴν παλληκαριά μας. Κι ἂν θέλῃς νὰ ξέρῃς πλιότερα γιὰ τὴ γεννιὰ καὶ γιὰ τὸ σόϊ μας, μάθε το, ὅτι κρατιούμαστε ἀπὸ τοὺς παλιοὺς Ἡπειρῶτες, μέσ' ἀπὸ κείνους πὤσυρε μιὰ βολὰ ὁ βασιλιὰς Πύρρος μαζί του καὶ σᾶς ἐπάτησεν ὅλον τὸν τόπο, ὅπως ἐμεῖς τὲς προάλλες, ὁποῦ σᾶς πήραμαν ἀληθινὰ σὰν κοπάδι ἀπὸ τραγιὰ μπροστὰ καὶ σᾶς ἐσαλαγήσαμαν ὡς τὰ σπίτια σας, χωρὶς νὰ σᾶς δοῦμε ὁλότελα τὴ μορφὴ, παρὰ μοναχὰ τὲς πλάτες σας ἐκτὸς ἀπ' ἐκείνους ποῦ πιάκαμαν ἀπὸ σᾶς σκλάβους.
—Ἄϊντε, μωρὲ Σκεντερμπὲο τρίμ'! (Ἄϊντε, ὡρὲ Σκεντέρμπεη παλληκαρᾶ!) Φώναξαν οἱ ἀρβανίτες.
«Ἄϊντε, μώρ' πλιάκ' ἰντερμπούαρ, κοὺ ἰντὲ γκίθ ! (Γιά σου, ὡρὲ γὲρο ντελῆ, ποῦ τὰ ξέρεις ἐσύ ὅλα!)
Καὶ πέρασαν ἕνας ἕνας καὶ φίλησαν ἀραδαριὰ τὸ Γεροκαλαμένιο 'ςτ' ἀσπρόμαλλο κεφάλι, λέγοντάς του μ' ἐγκαρδιακὸ πόνο καὶ μὲ τρυφερὸ καϋμὸ, ποῦ τὸν ἔδειχναν ὁλοφάνερα τὰ βουρκωμένα μάτια κ' ἡ χαρούμενη μορφή τους:
— Γιέμε βλέζερ, μωρὲ πλιάκ, ἔ λέτε γιέμε νγκὰ ντοὺ μπέσ',— λέτε θόνε τσὲ ντούαν γκόλιτε βρομέψουρα τὰ χὰσ μεβέ. (Εἴμεστε ἀδέρφια, ὡρὲ γέρο, ἂς εἴμεστε ἀπὸ δυὸ πίστες,-κι ἂς λὲν ὅ,τι θὲλουν τὰ μαγαρισμένα τὰ στόματα τῶν ὀχτρῶν μας).