Incorporated into the ELTeC on
Ἂκλαφτος νεκρός
Ἐκεὶνο τὸ πρωὶ — ἔνα χινοπωριάτικο πρωὶ— ηὓρανε τὸ μπάρ-μπα-Χρῆστο στὸ κρεβάτι του κόκκαλο. Ποιός νὰν τῶ- λεγε; Ὅλοι νόμιζαν, πώς ή γυναῖκα του μάζευε γραφές. και τώρα, κύταξε ! . . νά πεθάνῃ αὐτός, ποὺ ποτὲ δὲν εἶπε κεφάλι. Ὡς καὶ ὁ ἴδιος δὲν τὢβαζε ποτὲ στὸ νου του πώς μποροὺσε τάχα -νἀ πεθάνῃ μπροστήτερα κι ὃλο μάλλωνε τή γυναῖκα του :
— Ἀθηνᾶ, δὲ φυλάγεσαι . . .
Ἢ τό γυιό του:
—Παιδί μου, μὴ συχύζῃς τή μητέρα σου κ' εἶνε καρδιακιά.
Κι ἐκείνη πιὰ ἡ καῦμένη τὦχε δεμένο στο μαντίλι, πώς θἂ- μενε καμμιὰ ὣρα, κεῖ δά ποὺ μιλοὺσε κι' ἒλεγε στόν ἂντρα της:
—Κύτα καλά, Χρὴστο, μόλις πεθάνω, νά μήν τὰ χάσῃς. Ἐκεί ἒχω τόσα σεντόνια σαφί, ἐδῶ, σὲ τοὺτο τὸ μπαοὺλο, εἶνε τὸ καφετί μου τό τζανφέσι, νὰ μοὺ τό φορέσετε. Στὸ κάτω συρτάρι τοῦ κομοῦ, ἃμ' ἀνασηκώσῃς τὸ μπόγο μὲ τις μάλλινες κὰλτσες, θὰ βρῇς τ'ἀσημένια κουταλάκια, τ' ἀκοὺς; Και νὰ κυτάξῃς τό Μιχάλη μας νά . . .
Ἀλαφρὸς βήχας μὲ δύσπνοια τής ἒκοβε τις παραγγελίες.
Ὁ μπαρμπα-Χρήστος που τήν ἄκουγε μ' ἒπίσημη προσοχή τήνε μάλλωνε στὸ τέλος:
—Σύχασε. ὁρὲ γυναῖκα του-:εσυ! καλά, τό ξὲρω πιά ....
Χὶλιες φορὲς μοὺ τὰπες
Χὶλιες φορές! Δὲ θυμούνταν πια καλά-καλά ἀπὸ πότε το εἶχαν παοη ἀπόφαση να περιμὲνουν τό Χάρο σάν ἀργοπορημένο μουσαφίρη . . . Καὶ οἱ δυο γέροι ἒπεφταν σέ ΞΑΝΑΔΕΣ συλλογὴ
Πὸσοι χειμώνες πέρασαν ἕτσι, ἀπάνω ἀπ' τὸ μαγκάλι, πὸσα καλοκαίρια κάτω ἀπ' τόν ἴσκιο τὴς κρεοοαταριἀὅ. πὸσα φθινόπωρα πίσω ἀπ' τα θαμπά τζάμια ν' ἀκοῦνε τή μονότονη βροχή, ἢ τό σὺρ-σιμο τῶν φὺλλων, πού τά σώριαζεν ὁ ἀνεμος μπρὸς στό κατῶφλι τους, ἀνάμεσα στις γλάστρες με τά κιτρινισμὲνα γεράκια καί τούς χλωμούς τηλεγράφους.
Ὅμως ἐκεὶνο τὸ πρωί ηὕρανε τό μπαρμπα-Χρῆστο κουβάρι στό κρεββάτι του. ἕτσι ὃπως ἐκοιμῶταν, ξυλιασμένος.
Ὁ Μιχἀλης, που πῆγε τό πρωί νά- τὸνε ξυπνήσῃ, πετάχτηκεν ὂξω στὴν αὐλή ξεφωνίζοντας:
—Ὁ πατέρας μου! ... δὲ μιλὰει ὁ πατέρας μου! . . .
—Γιά τὸ Θεό, ἒνα γιατρό! . . . ἀκούστηκε μιά ψιλή γυναικεὶα φωνή.
Ἅμέσως ἕτρεξαν οἱ γειτόνισσες. Παιδακια μαζώχτηκαν ὂξω ἀπὸ τήν πὸρτα, ποὺ εἶχε μείνη τέντα καὶ τὸ κρεββάτι κρύφτηκε ἀπὸ γυναῖκες, σκυμμένες ἀπάνω ἀπ'τὸ νεκρό.
Σὲ λίγο, μυρουδιά αἰθέρα ἐγέμισε τήν αὐλὴ καὶ μιὰ γυναικεία φωνή ἀκοὺστηκε νὰ λέῃ θαρρετὰ :
—Ἔ, ζωή σὲ λόγου σας! . . . πέθανε ὁ άνθρωπος.
Ὅλοι ὣρμησαν καἰ τριγύρισαν τή χήρα μὲ κινήματα γεμὰτα φροντίδα:
—Κὺτα καλά! μήν ἀρχίσῃς τὶς φωνές . . . Πέθανε, ὲ . . .. ὃλοι θά πεθάνουμε.
—Τὸ ξέρω, παιδιά μου, ἀποκρίθηκ' ἐκείνη πανιασμένη γέρο, εἴμαστε, θὰ πεθάνουμε.
Καὶ τότες ἀρχίσανε τὰ πῶς και τά γιατί : Πῶς ἒφαγε ἀποβραδίς, πῶς μίλησε καί ἀστειεύτηκε· πῶς γὺρεψε τῆς Ελένης — τῆς κόρης του —μιὰ κουτᾶλιἀ γλυκό κι ἐκείνη τοῦ ἀρνήθηκε, γιατὶ στἠ θέση ποὺ ἤτανε — περίμενε γέννα — πού ν' ἀνέβῃ στό ντουλάπι! . . . Ὓστερα πλάγιασε μὲ τό Μιχαλη, ἀφήνοντας τους παραγγελία νά μήν τόνε ξνπνήσουνε πολύ πρωί . . . ἢθελε κι' αὐτός μιὰ φορὰ νά χουζουρέψῃ . . .
—Σά νά τὢξερε! . . .
—Ἂμ, δὲ λὲς ποὺ ξουρίστηκε χτές;
—Ἐτοιμάστηκε ὁ καψερός!
—Ἂμ, τὦδα ἀπόψε ἐγώ τ' ὄνειρο . . . τὦδα! ἒλεγε ἡ κόρη του ἀνασαίνοντας βαριά. Μάζευα ραδίκια. Ραδίκια! . . . φαρμάκι, κατάλαβες; Ἅχ, κι' εἶνε μέρες πού βλέπω στὸν ὓπνο μου τὴ γιαγιὰ καὶ τό θεῖο τόν Πάνο νὰ μου γελούν κι' ἒλεγα: Τί νὰ θέλουν οἱ πεθαμμὲνοι ἀπό μἐνα, τί νὰ γυρεύουν!__ Καὶ πού νάν τὢξερα, πῶς θἄπαιρναν τὸν πατέρα! Ἅχ, καὶ τό πρωί που ξύπνησα λέω τῆς μητὲρας :—Μητέρα, νά πὰω ν' ανάψω ἒνα κερὶ στὸν τἀφο τῆς γιαγιάς και του θείου Πάνου, νάν τους βράσωμε κι' ἒνα πιάτο στὰρι νὰ μ' ἀφήσουν ἤσυχη οἱ πεθαμμὲνοι...
—Ἄχ, ἐγῶ ἡ στρίγγλα! ἐξεφώνισε ἡ κυρά-Χρῆστενα, ποιός νά μου τὤλεγε, νοικοκύρη μου! . . .
—Σςςς!.. .ἒκαμαν ὃλοι φτάνει!...Θὰ σάς βγάλουμε ὄξου!,.. Πέθαν' ἒνας, δεν εἶνε ἀνάγκῃ νὰ πεθάνουμε ὃλοι! Ἐσυ νὰ κυτάξῇς τὴν κὸρη σου, στή θέση πού εἶνε, κι' ἐσύ τή μάννα σου. Ἡ μιά νά κάνῃ κουράγιο της ἀλλονῆς...ὂχι κλὰμματα.
—Καλά, παιδιά μου, ἀποκρίθηκε ἡ κυρὰ-Χρὴστενα με μία φωνή σαν πνοὴ και κάθησε ἢσυχα στὸ προσκεφάλι του πεθαμμένου.
Καμμιὰ ἀπό τις γυναῖκες δὲ μποροὺσε νὰ τεντωσῃ τά πόδια, του νεκροῦ κι' ἐφὼναξαν τό μαγαζάτορα τῆς γειτενιᾶς, πού ἦρθε σεινιάμενος — κουνιάμενος καὶ μὲ ἐπίσημο ὓφος νὰ δώσῃ την κανονικὴ θὲση στο ξυλιασμένο κορμί.
Ὡς τόσο δυνατές ὁμιλίες ἀκούγονταν κι' ὂποιος ἐρχόταν ἢθέλε νὰ μάθῃ τὸ πῶς. Καὶ τότε ξανάρχιζε ἡ ἴδια ἱστορὶα: « Ἀποβραδίς ἒφαγε καλά ...μᾶς ἒκἀμε του κὸσμου τ' ἀστεῖα . . . γῦρεψε τῆς Ἔλένης γλυκό...»
Ἀμὰξι στὰθηκε στήν ἐξώπορτα κι ὃλοι τρὲξανε νά δούνε. Ἓνας καλοντυμὲνος κύριος, ἀκολουθούμενος ἀπὸ τό Μιχὰλη, πήδησε κάτω κι' ἒτρεξε μὲ σπουδὴ κατὰ την πόρτα ποὺ μπαινὸβγαιναν οἱ ἂνθρωποι.
—Ὁ γιατρός! . . .
Ὁ γιατρός στὰθηκε στὸν παραστάτη τῆς πόρτας με το καπέλλο στο κεφάλι καί κύταξε μέσα.
—Πιστεύω, γιατρέ μου, τοῦ εἶπε δυνατά μια γυναῖκα, ἀδικα σὲ φωνάξαμε ὁ ἀνθρωπος τελεῖωσε. Ὁ γιατρός κούνησε τε κεφάλι, κάτι ρώτησε και ἡ κυρά-Χρὴστενα ἂρχισε τά ἵδια :
—Ἀποβραδίς. γιατρέ μου, ἒφαγε καλά ἐγύρεψε τῆς Ἐλὲνης μου ἀπὸ ἐδω . . .
—Σώπαινε σύ! τῆς εἶπε ἡ γυναῖκα. Kι' ἐπειτα, γυρνώντας στο γιατρό, ξακολούθησε: — Δέν εἶχε τίποτα ὁ ἂνθρωπος. Πιστεύω, γιατρὲ μου, συγκοπή.
Ὁ γιατρός κούνησε τό κεφάλι ἀδιάφορα, σα νάλεγε : Ἒμ... βέβαια... τι ἂλλο; Κι' ἒφυγε πάλι βιαστικός, ὃπως ἦρθε.
Ὤς τὸσο ὁ νεκρός ἦταν ἒτοιμος, πλυμὲνος, σαβανωμένος, μέ σταυρωμὲνα τα χέρια και δεμένα τα σαγόνια.
Σε λίγο δύο ἄνθρωποι— ἓνας πολίτης, κι ἓνας δεκανέας με τὸ τσιγάρο στο στόμα —ἦρθαν ν' ἀναλάβουν τήν κηδεία.
—Περνούσαμε ἀπόξου κατά τύχης καὶ...
Ἡτὰν ἐργελάβοι κηδειών. Για πότε τό μυρίστηκαν: Ὁ δεκανέας τράβηξε βιαστικά-βιαστικά δύο, τρεῖς ρουφιξιές τό τσιγάρο του, τὸ πέτασε χάμω, ἔφτυσε καί τό πάτησε:
—Τόσο ἡ κάσσα, τόσο το μαξιλὰρι, τόσο ἡ κουρτὶνα για τήν πόρτα...
Ὅταν σὲ λίγο ὁ δεκανέας ἒφερε τὴν κὰσσα καί τήν ἀκούμπησε χάμω, δίπλα στὸ κρεββάτι, ἄρχισαν ὄλοι μαζῖ γιά νά δείξουν την ἀνατολή:
-Ἀπό κεῖ!
Κι' ἒδειχναν κατά τή δύση.
-Ὄχι,ἀπό δῶ! κι' ἐσήκωναν τό δάχτυλο κατά τό βοριᾶ.
Ἡ σαβανώτρα ἐπίμενε:
-Ἀπό κεῖ! ...
Ὁ δεκανέας, πού τούς κύταζε ἀναγκασμένος, ἒχασε τήν ὑπομονή του:
-Τι λὲς, κυρά μου; ἀπό κεῖ εἶνε ἡ δὺση! δυτικοί «εἴμα- στε» ἐμεῖς ; Ἔμεις εἴμαστε χριστιανοί!... Εἴσαστε εὐχαριστημένοι ἀπό τήν κάσσα, λέω :
—Mμ...ἒκαμε ἡ κουμπάρα τῆς κυρά-Χρὴστενας.
-Ὁρίστε καί το μαξιλάρι...
Και ὁ δεκανέας ἒβγαλε κάτω ἀπ' τό μαντὺα του ἓνα ἂθλιο μαξιλαράκι ἀπό μενεξελί σατέν, μὲ μαύρη μπαμπακερή νταντέλλα τριγύρω.
—Γιά νὰ σου πῶ, τοὺ είπε ἡ πιό θαρρετὴ γυναῖκα, σειῶντας τό μαξιλάρι ἀπάνω ἀπ' τὸ κεφάλι τοῦ πεθαμμὲνου, τ' εἶνε τοῦτο; Τί νόμισες; Ὁ μακαρὶτης ἢτανε ἂνθρωπος ὃπως πρέπει, νοικοκύρης μὲ τά ὃλα του ! Ὃλα τὰ χτήματα, ἀπό τά Κουπούνια καὶ πέρα, δικά του ἣτανε.. .καὶ γυναίκα ἒχει, καὶ παιδιὰ ἕχει, καὶ γυιό στό Πανεπιστήμιο ἕχει, καὶ κὸρη παντρεμένη κι' ἀδερφό στήν...
—Καλά, κυρά μου, τῆς ἀποκρίθηκε ὁ δεκανέας ἀποσβολωμένος· να φέρω ἂλλο! . . . Κι' ἒφυγε βιαστικός.
Ξάφνου, ἀπὸ τὸ βάθος τῆς μεγάλης αὐλῆς ἀκούστηκε τό τρικὺμισμα μιᾶς σπαραχτικῆς φωνῆς:
—Πω, πω, πωωώ! λαχτάρα σας καί τρομάρα σας, τ' ἦταν τοὺτο ποὺ πάθατε, μωρές;
Κι' ῶρμησε μέσ' στὸ δωμάτιο μιὰ γυναικάρα ὡς ἐκεῖ πὰνω, μαυροφορεμένη, ἀνάμαλλη, χτυπῶντας τόν ἀέρα μὲ τὶς ἀπελπισμένες χειρονομίες της.
Ὄλοι στράφηκαν κατ' ἀπάνω της :
—Σςςς!... σκασμὸς!... Θὰ σὲ βγάλουμε καν σένα ὃξου!...
Ἡ γυναῖκα κέρωσε. Γὺρισε καί τούς κύταξε ὃλους:
—Μωρέ, δὲν πέθανε ἐδῶ μέσα ὁ νοικοκύρης;
—Ἔ, καλά! πέθανε ὁ ἓνας, νὰ πεθάνῃ κι' ἂλλος; Πού τἂ- χεις τὰ μυαλά σου ; Ξεχνᾶς πώς ἡ ἀδελφή σου εἶνε καρδιακιά καί ἡ ἀνηψιά σου στις ὦρες της;
Ἡ γυναῖκα γύρισε κατὰ τήν ἀδελφή της, ποὺ καθόταν ἣσυχη καί τήν κύταζε μὲ τὰ στεγνά σταχτερά ματάκια της, χωρίς καμμιάν ἕκφραση. Φοροὺσε στό κεφάλι ἓνα κρέπι δεμένο ἀλαφρά κάτω ἀπ' τό σαγόνι καί στό χέρι κρατοῦσ' ἓνα λευκότατο μαντίλι μὲ μιὰ πλατειά ρίγα μαὺρη στὶς οὖγες. Ἦταν στεγνό, τσαλακωμένο και ἄχρηστο, σάν κι' ἐκείνη ποὺ τό κρατοῦσε.
Ἡ ἀδελφή της ειχε :
—Βρὲ Ἀθηνᾶ. τριάντα χρόνια κλάν; τ:ν ἀ-τρὲ. τε.· : Λ;:τ; : ·.. Φτευ
Καί μὲ μιά χειρονομία, πού ἒδειχνε ολη της την ἐγύρισε τις πλάτες της καί ἒφυγε μεγαλόπρεπη.
—Κερὶ καἰ ρ! τής /.: .λες.· —ἔ ὲν καν.: τα: τ:.· καν:: ν οντας ττ ί :::με. αςαν ἀτ:
Οξω ο χινιοπωριάτικος ἢλιος ἔλαμπε γλυκός καί τ'ἀγεράκι ἐφούσκωνε τούς μαύρους μπερντὲδες τὴς ἐξώπορτας. Κι ἔλεγες πως ἡ στενόμακρη ἐκείνη αὐλή μὲ τούς ἀψηλούς τοίχους καί με τούς βαθιὰ συλλογισμένους ἀνθρώπους ἢτανε τό καοαν. του Χά- ρου, καί πως, ὤραν τήν ὤρα, τό φουσκωμένο ὀλόμαυρο πανί θαντό τραβούσε πρός τό θλιμμὲνο νεκρονήσι... Κι' ἒλεγες πώς τώρα θὰ σηκωσουν τήν ἄγκυρα, που τόσο βαριά εἶχε κίνηση στό βυθό καί πώς τώρα θ' ἀρμενίσῃ τό πετρωμὲνο καράβι μὲ ὃλους μαζί, τούς ξενητεμὲνους, πού ξεχάστηκαν στόν ἀπάνω κὸσμο.
Πότε-πότε, ἀπό τό μοναχικό δέντρο τῆς αὐλής ἒπεφτε ἤσυχα-ἤσυχα κανένα φύλλο κι' ἐσημάδευε τό ὐγρο χώμα σὰν μὲ χρυσοκόκκιννα φτερουδάκια, ἀλαφρὰ,άναφουφουδιασμένα, ώσπου, κάποιος περα-στικός μὲ τά βαριά του τά πόδια τ' ἀφάνιζεν ἀπάνω στὴ μαύρη γῆς.
Ἀπό τό νεκρικὸ καμαράκι ἕφταναν ὡς ἔξω ἀνακατωμὲνες ὀμιλίες. Ἐκεῖ τό βράδυ ἀπαντηθὴκαν ἂνθρωποι, που εἶχαν χρὸνια να ἱδωθούν κι ἐδοκίμαζαν τή χαρὰ που δὶνουν τ' ἀνέλπιστα συνα- παντήματα.
—Βρε! . . . Πόσα χρὸνια! . . .
Οἱ ἂντρες ὃξω στήν αὐλή, οἱ μαυροφορεμένες γυναῖκες μὲς στό καμαράκι σὲ κύκλο γύρω ἀπό τὸ νεκρὸ καὶ καθὲνας στοοι'ῖε κι' ἓν ἀνάλογο ξαφνικό σάν τού μπάρμπα-Χρὴστου.
—Μιὰ φορά ἒλεγε δυνατὰ μιά χοντροκομμἐνη γυναῖκα, δυό ἡ ὣρ' ἀπό τὰ μεσάνυχτα, μὲ φωνάζουν στου κουμπάρου μου του Γιάννη. Πηγαίνω καί τὶ νά δῶ; ἂλαλος ὁ ἂνθρωπος, μὲ τἀ μάτια γυαλί, μὲ τὰ δόντια σφιγμένα...
—Φανταχθήτε! ...ξεφώνισε δίπλα της μιὰ νόστιμη κοπέλλα. Ὃλοι γὺρισαν καὶ τήν κὺταξαν κι' ἒκείνη ἀνακάθησε στενοχωρημένη.
—Τόνε ξεκουμπώνουμε, τόνε τρίβουμε... Τίποτα! . . . Τὸ κόνισμα! φωνάζω. Mόλις τόν ἂγγιξε ἡ 'κόvα — μεγάλη ἡ χάρη της — σταυροκοπήθηκαν ὃλες νά θεριέψῃ ὁ ἂνθρωπος. νά πέσῃ ἀπάνω μου! . . . κι' ἐγώ νάν τόνε παλεὺω. . . . κι' ὂχι μόνο αὐτό, μά . . . μὲ συγχωρεϊτε...
—Κι' ἕσκυψε στή διπλανή της κοπέλλα καὶ κάτι τῆς εἶπε στό αὐτί.
—Φανταχθήτε! . . . ξαναεῖπε ἡ κόρη σκανταλισμένη.
—Nαί, νὰ σὲ χαρῶ! Ἒρχεται μές στήν ὣρα ὁ γιατρός καὶ τί μᾶς λέει; Πώς ἦταν καλὺτερα νάν τόνε φωνάζαμε ἀμὲσως, περί ποὺ κυτάζαμε μὲ τά κονίσματα, Θέ μου, συχώρεσέ με! ...
—Χριστὸς κι' ἡ Παναγία! ἒκαμαν οἱ γυναῖκες κι' ἐσταυροκοπήθησαν. Κι' ὄλος ἐκείνος ὁ μαῦρος κύκλος ποὺ ἀτρεμοῦσε τόσην ῶρα μὲ κατανυχτική προσοχή, σάλεψε σάν ἀπὸ φύσημα βοριᾶ καὶ φοὺσκωσε καί ἐτίναξε ἀφροὺς ὀργῆς ἐνάντια στὸν ἂπιστο.
Ἂξαφν' ἀπὸ τό διπλανό καμαράκι ἀκούστηκαν φιλονεικίες. Ἀπό τήν ἀνοιχτή πόρτα φαινόταν ὀ δεκανέας ὄρθιος, μ' ἓνα μεγαλόπρεπο μαξιλάρι στήν ἀγκαλιά. Τό μενεξελὶ ἀτλάζι ἐσπίθιζε στό λιγοστό φῶς τῆς λάμπας, σά νά εἶχαν σκορπιστῇ ἀπάνω του χιλιάδες ἀμέθυστοι.
—Γιά να σου πῶ, ἕλεγε ὁ ἀδελφός του μπάρμπα-Χρήστου, Τ' εἶνε τούτο; κι ἄγγιξε τό προσκέφαλο ποὺ βούλιαξε μαλακά κι' ἐσχημάτισε μενεξεδένιες ἀχτῖνες γύρω ἀπὸ τό χοντρὸ δάχτυλο. Ἀκους ἐκεῖ εἴκοσι φράγκα ! Γιά ποιοὺς μᾶς πέρασες; γιά Σκουζέδες; ἤ μπᾶς καὶ νόμισες πώς πέθανε κὰνας ὑπουργός; τς!... Ἐπιστάτης ἤταν ὁ ἂνθρωπος... φτωχὸς ἂνθρωπος...
Ὅ δεκανέας διαμαρτυρήθηκε :
—Μά, τού λόγου σου, κυρά μου, δὲ μου εἶπες τό πρωΐ πώς ὅτι ὁ μακαρίτης ἢτανε νοικοκύρης ὃπως πρέπει καὶ πώς ὃτι νά πάρω πίσω τὸ φτηνό μαξιλάρι...
—Δικαίως του λόγου! τόν ἐκεραύνωσε ἡ γυναῖκα ἐκεῖνο δὲν ἣτανε μαξιλάρι, ἣτανε τσὸλι ! . . .
—Νὰν τὸ ξαναφέρῃς πίσω! εἶπε ὁ ἀδελφὸς τού πεθαμμένου, ἀγριοκυτάζοντας τή γυναῖκα.
Ἐσύ πάλι ἒφερες ἓνα πρᾶμα βασιλικό δικαιολογήθηκε ἐκείνη καὶ ὁ δεκανέας ὲφυγε πάλι βιαστικός βλαστημώντας.
Κι' ὅταν πἤρε πιά ἡ μεγάλη νύχτα, κι' ὃλα καταλάγιασαν καὶ μια-μιά οἱ γυναικούλες ἕφυγαν κι' ἐπαύαν οἱ συγγενεῖς να δίνουν καφέδες, κι' ἐνῶ, μές στὸ καμαρὰκι οἱ ζωντανοῖ κοιμούνταν τόσο βαθιἀ, πού ἒλεγες πώς μποροῦσε καὶ νὰ μήν ξυπνὴσουν ποτέ, ἀπό τό βάθος τής αὐλῆς, κάτω ἀπό τή μεγάλη σκεπή ᾶρχισε νά χάνεται σιγανὰ ἓνα γλυκὸ τραγουδάκι, πρίμο-σιγκόντο. ἀπό κάμποσους νέους πού ξενυχτούσαν μαζὶ μὲ τὸ Μιχαλη :
« Τώρ' ἀγαπάω μιάν ἂλλη, μιά ξανθή,
»πού εἶνε πολύ πιό ὂμορφη ἀπό σένα ...
Καὶ τότε ξὺπνησαν οἱ θρήνοι τῶν πραγμάτων : τό χλοϊσμένο πηγαδάκι, τὸ μοναχικό δέντρο μὲ τὰ λιγοστά φυλλαράκια. πού ἕπεφταν ἀθόρυβα,ὁ τοῖχος πού μὲ τίς βαθειὲς ραγισιές, πού ἒμοιαζαν σὰν κλῶνοι, στοιχειωμένοι, τό σιγανό τραγουδάκι, τ ἀκίνητα σῦννεφα, πού ἕστελναν πότε-πότε καμμιά ψιχάλα . . . ὅλα ἕκλαιγαν τὸ νοικοκὺρη τοὺ σπιτιοῦ, τὸν τίμιο δουλευτὴ, πού ἐπὲρασε χιλιοβασανισμένη ζωή καὶ τώρα ἒφευγε, χωρὶς ν' ἂφήσῃ πίσω του κανένα πόνο.
Καὶ τὸ ἂλλο βράδυ, ἐνῷ ἓξω ἡ βροχή ἒπεφτε μὲ τό τουλοὺμι, μέσα στούς λυπημένους ἥτανε πλοὺσιο τὸ τραπέζι τῆς παρηγοριάς. Οἱ καλεσμἐνοι ἦταν πολλοί, τόσοι πού κάθουνταν κι' ἀπάνω στά κρεββάτια. Ὅλοι εἴχανε κάνει τὸ κουμάντο τους· ἒρχουνταν μὲ τις ὁμπρέλλες τους, μουσκεμὲνοι, φέρνοντας σὲ πιατέλλες, δεμένες σὲ ἀλατζαδένιες πετσέτες, ψάρια, μακαρονάδες καὶ πρὸ πάντων κρασί. Ὁ Μιχάλης, ἡ Ἔλένη καὶ ή κυρά Χρήσταινα, σκυμμένοι ἀπανω ἀκὸ τά πιάτα τους, τρώγανε βιαστικά, μὲ ὅρεξη,
ἀδιαφορῶντας γιά τούς ἂλλους. Συχνὰ σηκώνουνταν τά ποτήρια μὲ τὸ σπιθόβολο ρετσίνι.
—Ἔ, Θιός σχωρέσ' τονε, κυρὰ-Χρήσταινα.
—Θιὸς σχωρέσ' τονε, ἀπαντοῦσε ἡ χὴρα κατεβάζοντας τό ποτῆρι μὲ ξαναμμένο πρόσωπο καὶ μισόκλειστα μάτια.
—Κερὶ καὶ βοῦλλα! . . .
-Ἀμήν, Παναγία μου, ἒλεγε ἡ κυρά Χρήσταινα.
-Καλέ, ρώτησε ἂξαφνα κάποιος, γιατί δέν τόνε πήγανε τό μπάρμπα Χρῆστο στόν Ἄη-Δημήτρη, πού ἦταν καί μία φορά ἐπίτροπος, νάν τόνε διαβάσουνε, μόνε τόνε ἐπήγαινε κατ' εὐθεῖαν στό Νεκροταφεῖο;
-Ἒτσι κάνει τώρα ἡ ἀριστοκρατία, εἶπε με ἀξιοπρέπεια ἡ κυρά-Χρήσταινα και ἂρχισε νά διηγείται τά ἐπεισόδεια τῆς περασμένης νύχτας: τό πῶς μάλλωσαν οἱ δύο κουνιάδες της με το νυσταγμένο ξάδελφό της, τόν Κώστα, γιά λίγη θέση στόν καναπέ ... Σε κάθε της φράση τιναζόταν ἀπό τα γέλια τόσο, πού δέ μπορουσε ν' ἀποτελειώσῃ τήν κουβέντα· διπλωνόταν στά δύο καί τό σαγόνι της ἄγγιζε τό πιάτο της· καί τότε δεν ἒβλεπες παρά δύο σκυλόδοντα καί δύο κλεισμένα ματάκια, σά δύο μολυβιές τραβηγμένες σε στραπατσαρισμένο χαρτί.
Ἓνας κομψευόμενος φοιτητής, πού ἐφλερτάριζε τή διπλανή του κι' ἒπαιρνε τέτοιες πόζες πού νόμιζες πώς ἦταν ἒτοιμος να παίξῃ κιθάρα, ἒσκυψε και εἶπε στ' αὐτί τῆς νέας:
-Δέ νομίζετε, ματμαζέλ, ὃτι ἡ κυρά Χρήσταινα ἀπόψε εἶνε ἡ «Εὒθυμος Χήρα;»