Εἰς Ἁθηναίος Χρυσοθήρας Text encoded by Μαριάννα Συλίβριλη Text corrected by Αθηνά Μαρκοπούλου Encoding correcting by Άννα-Μαρία Σιχάνη 36 11506

Incorporated into the ELTeC on

ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ ἜΡΓΑ ΤΑΚΤΟΠΟΙΗΜΕΝΑ ΚΑΙ ΦΡΟΝΤΙΣΜΕΝΑ ἈΠΟ ΤΟΝ ΔΗΜ. Π.ΤΑΓΚΟΠΟΥΛΟΝ ΤΟΜΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΕΙΣ ἈΘΗΝΑΙΟΣ ΧΡΥΣΟΘΗΡΑΣ ΚΑΙ ἌΛΛΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΗΜΑΤΑ Μιχαήλ Μητσάκης ἈΘΗΝΑΙ "Ἀθηναϊκό Βιβλιοπωλείο" Χ. Γανιάρη 1922

Ελληνικά Initial TEI version.

ΕΙΣ ΑΘΗΝΑΙΟΣ ΧΡΥΣΟΘΗΡΑΣ

Μίαν ἡμέραν τοῦ παρελθόντος ἔτους διέβαινα ἀπὸ τὸ Ψυρρῆ. Εἰς τὴν καμπὴν τοῦ δρόμου τὸν ὁποῖον ἐπερνοῦσα εἶνε ἕνα μπακάλικον. Ἔξωθεν τῆς θύρας αὐτοῦ ἦσαν βαλμένα δύο σκαμνιά, ἐπ' αὐτῶν δὲ ἐνθρονισμένοι δύο ἄνθρωποι, κ' ἐν τῷ μέσῳ τρίτον, ἐφ' οὗ ζεῦγος ποτηρίων, πλήρων ρετσινάτου. Οἱ ἄνθρωποι πρέπει νὰ εὑρίσκοντο ἐκεῖ πρὸ ἱκανῆς ὥρας, καὶ αἱ σπονδαὶ τοῦ ἀφρόεντος ποτοῦ νὰ μην ἦταν αἱ πρώται, διότι κατὰ τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἀκριβῶς, ὁ ὑπηρέτης ὁ κομίσας τὰ δύο πλήρη εἰσήρχετο εἰς τὸ μαγαζί, συναποφέρων ἐκ τοῦ καθίσματος δύο ἕτερα κενά. Ὁ εἷς τῶν καθημένων ἦτο φίλος μου καὶ τὸν ἀνεγνώρισα· ἐπειδὴ δὲ ἐβιαζόμην, ἡ πρώτη σκέψις μου ὑπῆρξε νὰ διολισθήσω εἰ δυνατόν, ὑπεκφεύγων τὴν συνάντησιν. Ἀλλ' ὁ φίλος μὲ εἶχε διακρίνῃ ἤδη καὶ αὐτός, καὶ καλῶν με ὀνομαστί, γεγωνυίᾳ τῇ φωνῇ·

— Αἴ, καὶ γιὰ ποῦ, νἄχουμε καλὸ ρώτημα, κὺρ Δημητράκη;..., ἐκραύγασεν εὐθύμως. Δὲ μὰς λὲς καὶ καμμιὰ καλησπέρα τοὐλάχιστον;...

—Μπᾶ! τί γίνεσαι, Παναγιώτη;..., ἀπεκρίθην ἐγὼ πλησιάζων, προσποιούμενος ὅτι τότε μόνον τὸν ἔβλεπα.

—Ἀμ' πῶς ἦταν κι αὐτὸ καὶ μᾶς ξέπεσες κατὰ τὸ Ψυρρῆ ;..., ἐπανέλαβεν ὁ Παναγιώτης. Ἔλα νὰ σού δώσουμ' ἕνα κρασί... Κάθησε!

—Κἄτι δουλειὰ εἶχα δῶθε κάτου κ' ἔτυχε νὰ περάσω, ἀπῆντησα, ὡς μὴ προσέχων εἰς τὴν πρόσκλησιν νὰ καθήσω, εἰς κάθισμα ἄλλως μὴ ὑπάρχον.

—Καλὰ λοιπὸν ποῦ ἔτυχε νὰ μᾶς βρῇς κῃόλα... Κάθησε λοιπόν!...

Παρατηρῶν δὲ καὶ ὁ ἵδιος τὴν ἔλλειψιν κενοῦ καθίσματος καὶ στρεφόμενος πρὸς τὴν θύραν τοῦ μαγαζιοῦ·

—Γιώργη, ἐφώναξε, φέρε ἄλλον—ἕνα σκαμνί!

—Ἂ, ὄχι, ὄχι, διεμαρτυρήθην ἐγὼ, ἄφησε, θά τραβήξω, ἔχω δουλειά!...

—Τί δουλειά, ἀδελφέ, δὲ βαρειέσαι!, ἀνταπήντησεν ἐκεῖνος, καὶ ἐν τῷ μεταξὺ ἐπεφάνη -καὶ ὁ Γιώργης, φέρων τὸ σκαμνί, ὅπερ καί ἔθεσεν ὀπίσω μου, σχεδὸν ὑποκάτω των σκελῶν μου.

Οὕτως, ἠναγκάσθην ἑκὼν ἄκων νὰ καθήσω, ἐπικουρικὸν δὲ ποτήριον, πλῆρες ἐπίσης ρετσινάτου, ἐναπετέθη αὐτομάτως ὡς εἰπεῖν, χωρὶς νὰ διατάξῃ τις, ἐπὶ τοῦ ἐν τῳ μέσῳ σκαμνίου, τοῦ ὑποβαστάζοντος τ' ἄλλα δύο, ὡς ἀπαραίτητον συμπλήρωμα, πρὸς ἀποτέλεσιν τριάδος, ἀφοῦ τρεῖς ἦσαν πλέον οἱ συμπαρακαθήμενοι.

—Νὰ σοῦ συστήσω καὶ τὸν κύριον Μεγγλίδην, προσέθηκεν ὑποδεικνύων τὸν σύντροφον αὐτοῦ ὁ φίλος μου. Ὁ κύριος Μεγγλίδης, γεωμέτρης... Ὁ κύριος Γεωργιάδης...

—Χαίρω πολύ, εἶπον ἐγώ, κατὰ τὴν συνήθη μωρὰν φρασεολογίαν τῶν συστάσεων, ὑψόνων τὴν χεῖρα πρὸς τὸ καπέλλον μου.

Ἀλλ' ὁ ἐπικληθεὶς Μεγγλίδης, χωρὶς νὰ δείξῃ ὅτι προσέχει τὸ παράπαν εἰς αὐτά·

—Γεωργιάδης;..., ὑπέλαβεν ἀμέσως, μεγαλοφώνως, ἐρωτηματικῶς. Γεωργιάδης;... Τίνος Γεωργιάδου;... Τοῦ ἀγωνιστοῦ;...

—Μάλιστα, ἀπήντησα, μετριοφρόνως κἄπως, μή γνωρίζων τί ἐσήμαιναν αἱ ἀλλεπάλληλοι αὗται ἐρωτήσεις.

—Τοῦ ἀγωνιστοῦ;..., ἐπανέλαβεν ἐκεῖνος ἐπιμένων. Τοῦ ἀγωνιστοῦ;... Ἀπὸ τὴν Τρίπολιν;... Τοῦ Γεωργιάδου;...

—Μάλιστα, ἀπὸ τὴν Τρίπολιν, ἐπανέλαβα ἐγώ, σχεδὸν ἠλιθὶως, μὴ δυνάμενος νὰ ἐξηγήσω τὴν τοιαύτην ἐπιμονήν, καὶ δυσφορῶν ὀλίγον διὰ τὰς ἐρωτήσεις τοῦ ἀνδρός.

—Τί λὲς ἀδερφέ!!..., ἀνεκραύγασε τότε ἐν ἐκρήξει οἰκειότητος καὶ γηθοσύνης ὁ Μεγγλίδης. Ἀμ' ἐγῶ μωρὲ ἀναστήθηκα μεσ' στὸ σπῆτι σας!... Ἐμένα μ' ἔχει κουνήσῃ στα γόνατά της ἡ μητέρα σου!... Ἀμ' ἐγὼ τὸ Γεωργιάδη γνώρισα πρῶτα στὸν κόσμο κ ἔπειτα τὸν πατέρα, μου!... Ἀμ' ἐμένα αὐτοὶ μ' ἐκάμανε ἄνθρωπο!...

—Μά... πῶς... εἶσθε ἀπὸ τὴν Τρίπολιν καῖ σεῖς;.., τὸν διὲκοψα συνεσταλμένως καὶ λίαν βαθέως ἀπορῶν.

—Ἀμ' ἀπὸ ποῦ εἶμαι λοιπόν;..., ἀπήντησεν ἀποτόμως ὁ Μεγγλίδης. Βρὲ τὸ Γεωργιάδη θὰ μοῦ πῇς σὺ ἐμένα;... Μωρ' ἐγώ ἔχω φάῃ ψωμὶ κι ἀλάτι μαζί τους!... Μωρέ ἐμᾶς ὁ παππούλης σου ὁ γέρω-Ἀρχηγὸς μᾶς εἶχε πάππων πρὸς πάππων γονέων πρὸς γονέων μέσα στὸ σπῆτι του!... Μαρ' ἐγὼ εἶμαι περισσότερο ἀπὸ σένα παιδί του!.. Βρὲ ξέρεις ποιὸς μ' ἔχει βαφτίσῃ ἐμένα;...

—Ἀμ'ποῦ νὰ ξέρω;..., περιωρίσθην ν' ἀποκριθῶ ἀκομη ἠλιθιώτερον πλέον ἐγώ, θεωρῶν ὅλως μάταιον νὰ ἐπιχειρήσω κὰν ν' ἀνακόψω ἄλλως τὸν χείμαρρον τῶν ἀκατάσχετων ἐπίφωνημάτων τοῦ τιτλοφορηθέντος γεωμέτρου.

—Ἡ κυροῦλα σου ἡ καπετάνισσα μ'ἐβάφτισε!..., ἀνέβοησεν ἐπὶ μᾶλλον καὶ μᾶλλον ἐν ἐξάψει. Μάλιστα, κύριε!... Μὰ ποῦ νὰν τὰ ξέρῃς σὺ αὐτά!..., προσὲθηκε κατευναζόμενος βαθμηδὸν καὶ ἀρχίζων κἄπως καὶ νὰ λογικεύεται. Σὺ ἤσουν ἀγέννητος ἀκόμη... Ἐγὼ σὲ θυμᾶμαι ὅταν παντρεύτηκε ἡ Κατίγκω,—ἀλήθεια, τὶ γίνεται ἡ Κατίγκω;...—

—Καλά, καλά...

—Ποῦ βρίσκεται τόρα;...

—Στὸ Ναύπλιον.

—Τὴν καϋμένη!... Τὰ παιδιά της .. καλά;... Πόσα ἔχει τόρα;...

—Ἕξη

—Αἴ, ὅταν παντρεύτηκε ἡ Κατὶγκω, σὲ θυμάμαι τόσο δά, ἤσουνα δὲν ἤσουνα δυὸ χρονῶν, κ' ἐχωνόσουνα ἀπὸ κάτῶ ἀπ'τὰ φουστάνια της, κ' ἔκανες μπέέέ!... μπέέέ!...

Τὸ ἐπ'ἐμοί, δεν ἠμπορῶ μὲν νὰ βεβαιώσω ἀκριβῶς ἂν ὑπῆρξε ποτὲ ἐποχὴ καθ' ἣν προσεπάθουν ν' ἀπομιμηθῶ τὰ ἀρτιγενῆ πρόβατα, δύναμαι ὅμως ἀνενδοιάστῶς νὰ διακηρύξω ὅτι ὁ κύριος Μεγγλίδης μοῦ ἐφάνη ἀρκετὰ περίεργος ἄνθρωπος. Πρῶτον, τὸ ἐξωτερικόν του αὐτό, δὲν ἦτο βεβαίως ὅλως ἄμοιρον ἐνδιαφέροντος. Εὔσωμος, σχεδὸν παχύς, εὐρύνωτος, μετὰ δυσκολίας συνεῖχεν ἑαυτὸν ἐπὶ τοῦ σκαμνίου του, ἀφ' οὗ μέγα μέρος τοῦ ἀτόμου του ἐξεχείλιζε. Τὸ πρόσωπόν του ἦτο πλατὺ καὶ ξυρισμένον, τὰ δὲ λεπτὰ κατ' ἀντίθεσιν χείλη του ἐπέστεφον μύστακες ἐπίσης λεπτοί, ὧν τὰς ἄκρας εἶχε στριμμένας ἐπιμελῶς, πρᾶγμα τὸ ὅποῖον λαμβανομένου ὑπ'ὄψιν ὅτι οἱ περὶ ὧν ὁ λόγος μύστακές του δὲν ἦσαν τοιοῦτοι ὥστε νὰ στρίβωνται, ὅλως δ'ἄλλως τε δυσανάλογοι καὶ πρὸς τὴν εὐρύτητα τῆς μορφῆς του, ἔδιδεν εἰς τὴν φυσιογνωμίαν του ἔκφρασίν τινα ἀστειοτάτης αὐθαδείας. Ἡ μύτη του ἦτο μεγάλη, ἐπιμήκης, ἐν δυσαρμονίᾳ ἐπίσης πρὸς τὸ λοιπὸν πρόσωπον, καὶ ἰδίως πρὸς τοὺς μικροτάτους ὀφθαλμούς του, οἵτινες ἀνεπήδων ἑκατέρωθεν τῆς ρίζης αὐτῆς, ἀδιαλείπτως κινούμενοι ζωηρότατοι καὶ στίλβοντες. Ὁμιλῶν συνείθιζε νὰ ἡμικλείῃ σχεδὸν πάντοτε ταχύτατα τὸν ἀριστερόν, ἐπειδὴ δὲ καὶ ἐμειδία ἀδιακόπως, μακρὰ πτυχὴ σχηματιζομένη ἐπὶ τῆς ἀριστερᾶς ὁμοίως κυρίως παρειᾶς του παρεῖχεν αὐτῷ, συνδυαζομένη πρὸς τὸ πανοῦργον ἰλλώπισμα τοῦ ὀφθαλμοῦ, ὄψιν τινά, εἰρωνικὴν μὲν φαίνεται κατά τήν ἰδέαν του, κωμικωτάτήν ὅμως πράγματι ἀκουσίως του. Ἐν τούτοις τὸ βλέμμα του δὲν ἐστερεῖτο νοημοσύνης, ἐφαίνετο ὅμως ἀριδήλως ὅτι συχνὰ θὰ ἐκάλυπτεν αὐτὸν ἡ μέθη, ἂν δὲ κανεὶς ἐπρόσεχεν ὀλίγον περισσότερον θὰ διέκρινεν ἴσως πρὸς τὸ βάθος του καὶ ὡς φευγούσας σκιὰς ἀορίστου τινὸς ρέμβης. Ἑνδυμασίαν ἐφόρει ὁμοιόμορφον, ἐξ ἐγχωρίου ὑφάσματος, φαιάν, μὲ μελανὰ τετραγωνίδια διαστίζοντα αὐτὴν πυκνότατα, τριμμένην ὅμως κατὰ τοὺς ἀγκῶνας ἐντελῶς καὶ εἰδεχθῶς ξεθωριασμένην. Ὑπὸ μάλης δέ, ἂν καὶ καθήμενος, ἐκράτει μεγάλην γυριστὴν μαγκοῦραν, ὀγκώδη καὶ ὀζώδη, ἱκανῶς ἐπίφοβον, ἣν κατὰ τὴν φορὰν τῆς συνδιαλέξεως, ἄλλοτε μὲν ἐξῆγε διὰ τῆς δεξιᾶς ἀπὸ τῆς ὑπὸ τὴν ἀριστερὰν μασχάλην ὁριζοντίας θέσεώς της καὶ τὴν ἐκτύπα ἐπὶ τοῦ ἐδάφους ἢ τὴν ἀκουμβοῦσεν ἐπὶ τοῦ ἐγγὺς τοίχου, ἄλλοτε δὲ τὴν ἀνελάμβανεν ἐκεῖθεν καὶ τὴν εἰσῆγε πάλιν κάτωθεν τῆς μασχάλης του ὁριζοντίως. Καὶ ἐκ τῆς ἐπισκοπήσεως μὲν ταύτης τῆς στιγμιαίας ὡρισμένην γνώμην περὶ αὐτοῦ δὲν ἠδυνήθην νὰ σχηματίσω, μοῦ ἐφάνη ὅμως ἀδιαφιλονεικήτως ὡς ἀπὸ πολλοῦ εἰς οὐδεμίαν βέβαια σχέσιν εὑρισκόμενος μετὰ τῆς εὐπορίας. Ἀλλὰ τὸ σπουδαιότερον ἐξ' ὅλων εἶνε ὅτι μετ' ὀλίγον εἶχε πάρη μαζί μου τόσον θάρρος, ὅσον οὐδέποτε ἔσχεν οὔτε αὐτὸς ὁ συστησας αὐτὸν πρός με παλαιὸς καὶ κάλλιστος φίλος μου. Ἐντὸς μισῆς ὥρας μοῦ εἶχε διηγηθῇ ὅλην τὴν ἱστορίαν τῆς οἰκογενείας μου ἐν λεπτομερείᾳ, ποικίλα συμβάντα αὐτοῦ τε καὶ τῶν συγγενῶν του συναφῆ μὲ τὰς σχέσεις των πρὸς τὸν οἶκον μου καὶ τὴν ἐν αὐτῷ διαμονήν των ἐπὶ γενεὰς ὡς ἀνθρώπων τοῦ σπητιοῦ κατὰ τὴν παρὰ πάσαις σχεδὸν ταῖς ἀρχαίαις οἰκογενείαις τῶν καπεταναίων καὶ τῶν κοτζαμπάσηδων τῆς Ρούμελης ἢ τοῦ Μωριᾶ ἀκόμη καὶ μέχρι σήμερον πολλαχοῦ συνήθειαν, πλῆθος ἀνεκδότων συνδεομένων πρὸς διάφορα περιστατικὰ τοῦ βίου τῶν οἰκείων μου, μυρία δ' ἄλλα ἅ μα γεγονότα ἀναφερόμενα εἰς τὴν ἰδιαιτέραν μας πατρίδα. Κατόπιν, ἐξαντλήσας φαίνεται τὰ θέματα αὐτά, μοῦ ὡμίλησε περὶ πολιτικῶν, ἀφοῦ προηγουμένως μὲ ἠρώτησε «πῶς τὰ βλέπω

τὰ πράγματα», ἐμοῦ ἀρκεσθέντος νὰ σηκώσω τοὺς ὤμους εἰς ἀπάντησιν, ἀμέσως δὲ μετὰ ταῦτα ἤρχισε νὰ μοῦ ἐκθέτῃ ἐπακριβῶς τὰ οἰκογενειακὰ καὶ τ'ἀτομικά του, χωρὶς κανεὶς νὰ τῷ δώσῃ τὴν παραμικρὰν ἀφορμὴν πρὸς τοῦτο.

— Ἐγὼ ποῦ λὲς Δημητράκη μου, (σημειωτέον ὅτι δὲν εἶχα εἰπῇ λέξιν,) ἐγὼ ποὺ λὲς Δημητράκη μου, ἤμουν γεωμέτρης... Ἔκαμα κἄμποσα χρόνια, στὴ Χαλκίδα, στὸ Ναύπλιον, στὴν Ἄμφισσα, τὸ μισθούλη μου ταχτικόν, ἔξοδα λίγα, τυχερὰ ὅσα θέλεις, βλέπεις ἡ θέσις ἐσήκονε, πασσᾶς!... Μά... ἡ πολιτικὴ βλέπεις... μὲ κατέτρεξαν οἱ κύριοι βουλευταί μας... ἂς εἶνε καλά... γιατί... ξέρεις... ἐγὼ δὲ χαμπαρὶζω καὶ κανένα... μὲ τὸ ἕνα-μὲ τὸ ἄλλο... μ'ἔβγαλαν ἀπὸ τὰ Δημόσια Ἔργα... Ἂς εἶνε... Ἔκαμα γιὰ λίγον καιρὸ τὸν ἔμπορο... μά... τὶ τὰ θέλεις.. μούντζωσ' τα νὰ πᾶνε στὸ διάολο!... Ἔπειτ' ἀπὸ κάμποσο, τὰ κατάφερα καὶ διωρίστηκα γραμματεὺς τοῦ εἰρηνοδικείου στὴ Μῆλο... Ἔπειτα μὲ μετέθεσαν στὸ Τσιρίγο καὶ κατόπιν στὴν Τῆνο... Ἂς εἶνε... Στὴν Τῆνο, κἄτι ἔτυχε μὲ κἄποιον ἕνα βράδυ σ'ἕνα μαγαζί, ἐλογοφέραμε, ξέρεις ἐγὼ δὲν παρασηκόνω κῃόλα... δὲ χάνω καιρὸ... τὸν καταχερίζω... ἂς εἶνε, μ'ἐπαυσαν κι ἀπὸ γραμματέα... Εἴχα κἄτι κρητικὰ γραμμάτια ἀπὸ τὰ 67, μοῦ τὰ εἶχε δώσῃ ὁ συχωρεμένος ὁ Κουμουντοῦρος, σηκώνομαι, πάω στὸ Ἄργος, νὰ ἰδῶ, νὰ μπορέσω νὰν τὰ πραγματοποιήσω, νὰ κάνω τίποτα... Ποῦ!... Τὰ εἴχαν καταλάβῃ ἄλλοι... τότε ἦταν συμμορίαις διωργανωμέναις... Περρωτῆς, Τομαρόπουλος, τὰ ξέρεις, τὶ νὰν τὰ λέμε... ποῦ ἔκανες τίποτα μοναχός σου!.. Πάω στὰς Καλάμας... τίποτα κ'ἐκεῖ πέρα... δὲν ἤθελαν νὰν τ'ἀναγνωρίσουν... ἄς τα νὰ πᾶνε στὸ διάολο!... Εἶχα κἄτι παραδάκια μαζωμένα, τότε ἦταν τὰ μετάξια στὴν ἀκμή τους στὴ Σπάρτη, εἶχα φίλους ἐκεῖ, λέω-δὲν πάω ν'ἀνοίξω μιὰ φάμπρικα γιά τὰ κουκούλια;... Σηκώνομαι, πάω, ἂς εἶνε, μούντζωσ'τα κι ἀπὸ κεῖ, ἔχασα καὶ τὰ λεπτά μου... Κάθησα ἔτσι κανένα- δυὸ χρόνια, πότε δῶ πότε στῂς ἐπαρχίαις, κύτταζα, νὰ ἰδῶ, νὰ κάνω τίποτα, δὲ βαρειέσαι!... Ἔτσι κ'ἔτσι, δουλειὰ δὲν εἶχα, πηγαίνω στὸν Πύργο, — ξέρεις ἡ γυναῖκά μου εἶνε ἀπὸ τὸν Πύργο,— κάθησα κάμποσον καιρό... κἄτι σταφίδες, κἄτι τέτοια... τὶ τὰ θέλεις, τὶ τὰ γυρεύεις... ἀπελπισία!... Ξανἆρθα, κάθησα κανένα χρόνο πάλι ἔτσι... Τῂς προάλλαις, εἶδα κι ἀπόειδα, κινῶ καὶ

πάω στὸν Ἂναγνωστόπουλο μοναχός μου, τοῦ παριστάνω τὴν θέσιν μου, τὸν παρακαλῶ στενά, καὶ μὲ διωρίζει ἀπαριθμητὴν ἐπὶ τῆς φορολογίας τῶν οἴνων στὴ Λιβαδειά...

—Αἴ, καλὰ ἤσουν ἐκεῖ...,εἶπα καὶ ἐγὼ διὰ νὰ μένω ὁλοτελῶς ἄφωνος.

—Καλὰ καὶ καλὰ, μὰ νὰ ἰδῇς τὶ γίνεται. ... Ἐκεῖ εἶνε ἕνας ἀστυνόμος, Γαρμπῆς, παλῃάνθρωπος, μασκαρᾶς... Μὰ σοῦ λέω-τενεκὲς ὅλωσδιούλου! ... Αὐτὸς εἶχε μιὰ γυναῖκα... ξέρεις... —μορόζα— ..., μιὰ παλῃοβρῶμα ἐκεῖ, χὴρα μ' ἕνα κοριτσάκι... Ἀλλά... κομμάτι!... Ἂς εἶνε... ἅμα πῆγα γώ, ὕστερα ἀπὸ λίγο, τὰ καταφέρνω, τοῦ τὴν παίρνω... Ἐννοεῖς ὁ Γαρμπῆς ἐλύσσαξε... καὶ... φιρὶ-φιρί... δόστου νὰ μὲ διώξῃ ἀπὸ κεῖ πέρα... μοῦ σκαρόνει μιὰ καταγγελία στὸ ὑπουργεῖο... μὲ συκοφαντεῖ ὅτι ἐμεθοῦσα κάθε βράδυ καὶ ἐγύριζα ἀπὸ ταβέρνα σὲ ταβέρνα... Ἐννοεῖς αὐτὸς εἶχε τὰ μέσα μὲ τοὺς βουλευτὰς ἐδῶ, τὰ καταφέρνει καὶ μὲ παύει!...

Ἐν κοντολογίᾳ, ἐξ ὅλων αὐτῶν εἶχα κατορθώση νὰ μάθω ἀπνευστὶ ὅτι ὁ Μεγγλίδης ἦτον ἀνὴρ πολυδιήγητος ἐν γένει κατὰ τὴν δημώδη ἔκφρασιν, πολύπλαγκτος καὶ καὶ πολυμέριμνος, περιελθὼν σχεδὸν ὅλην τὴν Ἐλλάδα, ἐξασκήσας ἀδιακρίτως πλεῖστα ὅσα ἐπαγγέλματα, ἐπιζητήσας τὴν τύχην ὑφ'ὅλας σχεδὸν αὐτῆς τὰς μορφάς, ἀναδεχθεὶς δὲ ἀλλεπαλλήλως σωρείαν ὅλην δημοσίων λειτουργιῶν, ἀπὸ τῆς ἀρχικῆς αὐτοῦ εἰς γεωμέτρην προχειρίσεως ὑφ'ἣν μοῦ συνεστήθη ὑπὸ τοῦ φίλου μου ἐν Ψυρρῇ μέχρι τῆς τελευταίας ἐν Λεβαδείᾳ κατὰ τὸ λέγειν του μετεμψυχώσεως εἰς ἀπαριθμητὴν ἐπὶ τῆς παραγωγῆς τῶν οἴνων, ὅστις ἀντὶ ν'ἀπαριθμῇ τὰς φορολογητέας ὀκάδας ἔκρινε, τοὐλάχιστον ὡς ἰσχυρίζετο ὁ ἀστυνὀμος Γαρμπῆς, πολύ φρονιμώτερον νὰ τὰς πίνῃ. Ἑκτὸς τούτου μοῦ εἶχεν ἀποκαλυφθῇ βαθμηδὸν, ὡς παρετήρησαν ἀναμφιβόλως οἱ νοήμονες καὶ εὐμενεῖς ἀναγνῶσται, καὶ ὡς ἀνεξαρτήτων φρονημάτων ἄνθρωπος, ὡς παλληκαρᾶς καὶ ὡς καταχτητής καρδιῶν ἐν τέλει.

Ἔμελλεν ὅμως νὰ μοῦ ἐμφανισθῇ καὶ ὁπὸ ἄλλην ὑπόστασιν, ὁλοτελῶς τῇ ἀληθείᾳ ἀπροσδόκητον. Ἡ συνδιάλεξις εἶχεν ἤδη ἱκανῶς παραταθῇ καὶ ἡ ἑσπέρα ἐπλησίαζεν. Ὁ Γιώργης ἤναψε τὰ φῶτα μέσα εἰς τὸ μαγαζί, ἔξω δὲ σκότος ἐκάλυπτε πλέον τὸν δρομίσκον. Ἐσηκώθημεν λοιπὸν καὶ οἱ τρεῖς, κ'ἐξακολουθοῦντες τὴν ὁμιλίαν ἠρχίσαμεν διευθυνόμενοι πρὸς τὴν πλατεῖαν τοῦ Ψυρρῆ, ἐκεῖνοι μὲν ὅπως παραμείνουν εἰς κανὲν τῶν ἐν αὐτῇ μαγειρείων διὰ νὰ φάγουν, καὶ ἐγώ ἵνα διὰ τῆς ὁδοῦ Ἑρμοῦ ἀνέλθω εἰς τὴν πλατεῖαν τοῦ Συντάγματος. Ἐννοεῖται δὲ ὅτι πάντοτε κατὰ τὸ πλεῖστον τὸν λόγον εἶχεν ὁ Μεγγλίδης, ἡμῶν περιοριζομένων νὰ ἀκούωμεν.

—Καὶ δὲ μοῦ εἶπες, τί δουλειὰ λοιπὸν κάνεις;... Πῆρες τὸ δίπλωμά σου ἢ σπουδάζεις ἀκόμη;..., μὲ ἠρώτησεν αἴφνης ἀφίνων τὰ καθ'αὑτόν.

—Τόρα!..., ἀπήντησεν ὁ φίλος μου Παναγιώτης ἀντ'ἐμοῦ. Εἶνε δικηγόρος...

—Δικηγόρος, αἴ;... ἐπανέλαβεν ὁ Μεγγλίδης ὡσεὶ θαυμάζων.

—Καὶ καλὸς δικηγόρος!, προσέθηκεν ὁ Παναγιώτης. Ἔχει ὑποθέσεις...

—Καλός, αἴ;... ὑποθέσεις, αἴ;..., ἐπανέλαβε δίκην ἠχοῦς ὁ Μεγγλίδης.

Καὶ ἀπαντῶν ἀμέσως πρὸς ἑαυτόν.

— Ἀμ ὑπάρχει ἀμφιβολία;!..., ἀνεφώνησεν, οἱονεὶ ἐνδομύχους σκέψεις ἀνελίσσων. Ὁ ἄνθρωπος ποῦ ἀξίζει φαίνεται!... Ἔπειτα... ἡ οἰκογένειά τους!... Ἀρχαία οἰκογένεια πλέον!... Γνωστή!... Ξέρεις τὶ οἰκογένεια εἶνε αὐτή;... Ἐγὼ ξέρω!... Τὶ Κολοκοτρωναῖοι καὶ Μαυρομιχαλαῖοι καὶ κολοκύθια στὸ πατερό!... Πρώτη τοῦ Μωριᾶ!... Τοὺς Γεωργιάδηδες θὰ μοῦ πῇς σὺ ἐμένα, μωρέ;!..., ἐξηκολούθησεν ἐν δευτέρᾳ πάλιν ἐκρήξει ἀνεξηγήτου ἐνθουσιασμοῦ ὑπὲρ τοῦ οἰκογενειακοῦ ὀνόματὸς μου.

Καταπραϋνόμενος δ'ἀμέσως μετὰ τοῦτο ὡς ἀνακουφισθείς·

—Ἀμ' φρόντισε λοιπόν, ἀφοῦ εἶσαι δικηγόρος, καὶ ἔχεις καὶ σχέσεις, καὶ γνωρίζεσαι, καὶ γιὰ τὸν κακομοίρη τὸ Μεγγλίδη, ποῦ ἀναστήθηκε μέσ' στὸ σπῆτι σας!... Νά, μίλησε ντὲ τόρα, σὲ κανένα βουλευτή, ὅπου γνωρίζεις, νὰ ξαναδιοριστῶ...

—Μά... γιὰ νὰ ἰδοῦμε... νὰ φροντίσουμε..., ἀπεκρίθην ἀμηχάνως.

—Οὕμ!... Μὰ τί νὰν τὸν κάνω καὶ τὸ διορισμὸ νὰ σοῦ εἰπῶ!... Σήμερα εἶσαι κι' αὔριο δὲν εἶσαι!... Μούντζωσ'τα νὰ πᾶνε στὸ διάολο!... Τὴν ἄλλη δουλειὰ νὰ μποροῦσα νὰ καταφέρω!... Αἴ, Παναγιώτη;!..., ἠρώτησε λαμβάνων αὐτὸν ἀπὸ τοῦ βραχίονος καὶ πλησιάζων τὴν σεσηρῶς μειδιῶσαν ἀριστεράν του παρειὰν πρὸς τὸ πρόσωπον τοῦ φίλου μου, ἐνῷ ἡμιέκλειε ταχύτατα καὶ συνεχῶς τὸν ἀριστερὸν ὀφθαλμὸν πονήρως.

—Τί δουλειά;..., ἠρώτησα, ἀσυνειδήτως περίπου, ἐξ ἁπλῆς περιεργείας, ἐν ἀδιαφορίᾳ.

—Χμ!... Τί δουλειά;..., ἀπήντησε, περιφρονητικῶς σχεδόν. Νὰ μπὸροῦσα νὰν τὴν καταφέρω!... Ἄϊντε μωρέ!... Τότε νὰ ἰδῇς Μεγγλίδης!... Νὰ διορίζῃς ὄχι νὰ σὲ διορίζουνε!... Κάτου τὸ καππέλο ἀπ'ὅπου περνᾷς!... Ἁμαξάδα ποῦ νὰ τρίζῃ τὸ πελεκοῦδι!... Λακέδες!.. Ὄξω φτώχια ὅλοι μας!... Nὰ ἰδῇς μιὰ φορά!...

—Μὰ τὶ δουλειά;..., ἐπανέλαβα ἐγώ, ὑποκειντηθεὶς ὀλίγον.

—Τὶ δουλειὰ ρωτάει, αἲ Παναγιώτη!;..., ὑπέλαβεν ἐκ νέου ὁ Μεγγλίδης, σφίγγων ἰσχυρῶς τὸν βραχίονα τοῦ φίλου μου, πονηρότερον δὲ καὶ ταχύτερον ἀνοιγοκλείων τὸν ὀφθαλμόν, ὡς νὰ μὲ εἰρωνεύετο ἀσυστόλως πλέον διὰ τὴν ἀφέλειάν μου. Τί δουλειά, αἲ;!... Τί λέει μωρὲ Παναγιώτη;!... Νὰν τοῦ τὴν ποῦμε, τί λές, αἲ;...

—Ὅπως θέλεις..., ἀπήντησεν ὁ Παναγιὼτης.

—Ἀκοῦς τὶ δουλειὰ αἲ!;... Μωρὲ γοῦστο!... Ποῦ νἄξερε, αἲ;!... Μωρὲ νὰν τοῦ τὴν ποῦμε, τὶ λές, αἲ;...

—Ἕμ.... γιατὶ ὄχι;..., ἀπεκρίθη πάλιν ἐκεῖνος.

—Θὰ μπορῇ νὰ ἐνεργήσῃ τίποτα, τὶ λές, αἲ;... Ἐγώ πιστεύω πῶς θὰ 'μπορῇ!...

—Χμ!... ἴσως..., ἐπανέλαβεν ὁ Παναγιώτης,

—Βρὲ ἀδερφέ, νὰ τὶ τρέχει... ἀπεφάσισεν αἰφνιδίως ὁ Μεγγλίδης, ἀφίνων διαμιᾶς τὸν βραχίονα τοῦ Παναγιώτη, ἐρχόμενος ἐξ εὐωνύμων μου καὶ λαμβάνων τὸν ἰδικόν μου, ἐνῶ σχεδὸν προσεκόλλα ταὐτοχρόνως τὴν παρειάν του ἐπί τῆς ἐμῆς. Ἐσύ... εἶσαι δικηγόρος... ἔχεις σχέσεις... γνωρίζεσαι... ἡ οἰκογένειά σας... μπορεῖς νὰ ἐνεργήσῃς... Θὰ σοῦ ἐκμυστηρευθῶ!... Ἐγὼ τόρα... ξέρεις... ἐχω ἀναστηθῇ μέσ' τὸ σπίτι σας, εἶμαι σὰν παιδί σας... Κεῖ ποῦ θὰ ὠφεληθῇ ἕνας ἄλλος γιατὶ νὰ μὴν ὠφεληθῇς σύ;... Γιατὶ νὰ ὠφεληθῇ ξένος;... Μά... σὲ ὁρκίζω... νὰ μὴ 'βγῇ κουβέντα ἀπ' ὅ,τι θὰ ποῦμε!...Ὁ λόγος εἶνε ἂν γίνῃ τίποτα νὰ γίνῃ, ἀλλέως νὰ μήν τὸ μάθουν τίποτ ἄλλοι καὶ ζημιωθοῦμε...

—Μεῖνε ἥσυχος ἀδερφέ!... , τὸν καθησύχασα ἐγώ. Λέγε ὃ,τι θέλεις...

—Ξέρεις... σοῦ λέω... γιατί... ξέρεις τὶ δουλειὰ εἶν' αὐτὴ;... Ἑκατομμύρια!... Αἴ, Παναγιώτη;...

—Χμ!, ἐμούγγρισεν ἐπιβεβαιωτικῶς ὁ Παναγιώτης.

—Βρὲ ἀδερφέ, νὰ τὶ τρέχει..., ἐπανέλαβεν ἐκ νέου, ἐν τόνω ὑψίστης πλέον ἐμπιστοσύνης καὶ ἐκμυστηρεύσεως, ὁ Μεγγλίδης. Ἔχω ἕνα μεταλλεῖο στὸν Ὠρωπό... Ἔχω κάνῃ τὰς ἀναλύσεις, τὰ διαγράμματα, τὸ παραχωρητήριον εἰς ὄνομά μου, ὅλα ἐν τάξει... Ὑλικόν... πρώτης ποιότητος!... Χρυσάφι μοναχό!... Ἔκτασις ἀπέραντος, βάθος ἀμέτρητον, τὸ βρέχει ἡ θάλασσα, τὶ νὰν τὰ λέμε!... Ὅλαις τῂς εὐκολίαις!... Μὰ σὰ σοῦ λέω μεταλλεῖο, μεταλλεῖο!... Nά, ἔτσι νὰ κάνῃς, νὰ μεζέψῃς χῶμα, καὶ νὰ πλουτήσῃς!... Λαύριο ἀληθινό!... Ἑκατομμύρια τῶν ὲκατομμυρίων!... Μά... ποῦ λεφτά!!... Τὶ νὰ σοῦ κάνω;!... Τὤχω καὶ κάθεται!... Μπορεῖς ἐσὺ ποῦ γνωρίζεσαι, νὰ βρῇς τίποτα παράδες, ν'ἀρχίσουμε τὴ δουλειά, νὰ βγάλουμε πρᾶμμα... ἢ νὰ βρῆς καμμιὰ ἑταιρεία, νὰν τῆς τὸ δώσουμε, νὰ πάρουμε καμμία πεντακοσαριὰ χιλιάδες... κ' ἂς λείψουν πιὰ τὰ ἑκατομμύρια;!...

Ἡ αἰφνιδία αὕτη ἀποκάλυψις τοῦ τέως γεωμέτρου, ἐμπόρου, γραμματέως εἰρηνοδικείου, ἀπαριθμητοῦ οἴνων κλπ. κλπ. καὶ ὡς ἰδιοκτήτου ἀνεξερευνήτων μεταλλείων, γινομένη μάλιστα μετὰ τοσαύτης ἁπλότητος, ἐν συντομίᾳ καὶ φυσικότητι ἀπιθάνῳ, ὡσεὶ ἐπρόκειτο περὶ τοῦ κοινοτέρου πράγματος τοῦ κόσμου, ὀφείλω νὰ ὁμολογήσω ὅτι μὲ εὗρεν ὅλως ἀπαράσκευον. Ἐστράφην καὶ προσέβλεψα αὐτὸν ἐν ἀπορίᾳ καὶ ἀμφιβάλλων ἂν τυχὸν δὲν μὲ ἐνέπαιζεν. Ἀλλ' ὁ Μεγγλίδης ἦτο σοβαρώτατος.

—Τὶ μὲ κυτττᾷς;... ἠρώτησε προσβλέπων με καὶ αὐτὸς διὰ τοῦ ἀεννάως ἀνοιγοκλειομένου ὀφθαλμοῦ του. Χωστὰ πράμματα, ὄχι λόγια!... Εἴνε δουλειὰ ἐδῶ!... Δὲν ἔχει κουβέντα!... Παράδες!... Ὄξω φτώχια!... Μπορεῖς νὰ κάνῃς τίποτα;...

—Μά... πῶς ἔτυχε καί τὸ ηὗρες;..., ἐτόλμησα νὰ παρατηρήσω πρὸς τὸν παράδοξον ὁμιλητὴν μου.

—Μμμμ!... Στὸν καιρὸ τῶν Λαυριακῶν ἤμουν στὴ Χαλκίδα... Μιὰ μέρα ἔρχεται σπῆτι ἕνας κουμπάρος μου ἀπ'τὸ Μαραθῶνα καὶ μοῦ λέει, —ξέρεις, τότε ὅλος ὁ κόσμος εἶχε νὰ κάνῃ μὲ τὰ μεταλλεῖα,—: «Τὶ μοῦ δίνεις, κουμπάρε, νὰ σοῦ εἰπῶ ἕνα πρᾶμμα;...—Τί πρᾶμμα, κουμπάρ΄ Ἀναγνώστη;... — Ηὗρα ἕνα μεταλλεῖο ποῦ εἶνε ἄϊντε ντέ!... Χάμου στὸν Ὠρωπό... Εἶχα πάῃ κάτου μὲ τὸν ἀναδεξιμιό σου καὶ τὸν ἄφηκα πίσω, στάθηκε σὲ μιὰ στάνη... Ἐγὼ τράβαγα μπροστά, περιμένω περιμένω, πουθενὰ νὰ φανῇ... Στὸ πλάι ἦταν ἕνα καταρράχι, ἀνεβαίνω νὰ ἰδῶ μπᾶ κ' ἐρχότανε... Κεῖ ποῦ κύτταγα, βλέπω μονομιᾶς τὴν πέτρα ἀπάνου στὸ λόφο κ' ἐγυάλιζε... — μὰ δὲν ἠξέρεις... — σὰ χρυσάφι!.. Βρὲ διάολε, εἶπα μέσα μου, τ' εἶν' τοῦτο!... Εἶχα καὶ τὴν τσάπα μου παρμένα μαζὶ μου... Γιὰ νὰ ἰδῶ, λέω... Τραβάω μιὰ ἄλλη... ὅλο καὶ πέτρα... μὰ δὲν ἔχεις ἰδέα... μιὰ πέτρα ἀλλοιώτικη!... Ποτές μου δὲν ἔχω ξαναϊδῇ τέτοια πέτρα!... Ἔρχεσαι, καμμιὰ μέρα νὰ πᾶ νὰ ἰδοῦμε τὶ τρέχει;...» Ὕστερ' ἀπὸ δυὸ-τρεῖς ἡμέραις δὲ χάνω καιρό, κινῶ καὶ πηγαίνω... Παίρνω μαζὶ απὸ τὸ Μαραθῶνα τὸ κουμπάρο μου, τὰ δυὸ παιδιά του καὶ τὸ γαμπρό του,— γιὰ νὰ μὴ μαθευτῇ, κατάλαβες; — καὶ κατεβαίνουμε... Κατεβαίνουμε, βρίσκουμε τὸ μέρος, σκάφτουμε, γεμίζουμε δυὸ σακκούλια, κάνω τὴν καταμέτρησι, γυρίζω στὴ Χαλκίδα, σοῦ σκαρόνω ἀμέσως τὰ διαγγράμματα, τὰ παίρνω ὅλα, μαζὶ καὶ τὰ σακούλια, καὶ μιὰ καὶ δυὸ στὴν Ἀθήνα... Στὴν Ἀθήνα πάω στὸ Χημεῖο ὁ ἴδιος, βρίσκω τὸ Χρηστομἀνο, τοῦ τὰ δίνω, μοῦ κάνει τὴν ἀνάλυσι, καὶ μοῦ λέει πῶς ἔχει χρώμιο... Χρώμιο, ἀκοῦς;

—Μὰ καλά, ὑπέλαβα ἐγώ, μὴ ἐννοῶν γρῦ θετικὸν ὅλης αὐτῆς τῆς φλυαρίας, μὰ καλά, μπορεῖ νά ἔχῃ...ἀλλὰ ... εἶνε ποσὸν ἄραγε;...

—Ποσόν λέει;... Ποσὸν καὶ ποσόν!.. Μωρὲ χρυσάφι καθαρὸ σοῦ λέω!... Τρεῖς λόφοι εἶνε αὐτοί... Καὶ οἱ τρεῖς ἕνα πρᾶμμα... Κοντὰ κοντά... Ὁ ἕνας ψηλότερος, οἱ δύο χαμηλότεροι... Χάμου στὴ θάλασσα... Νά, τὸ κῦμα ἀπὸ δῶ καὶ κεῖ πέρα, καμμιὰ ἑκατοστὴ μέτρα... Μεταλλεῖο μὲ τὰ ὅλα του σοῦ λέω!...

-Μὰ σοῦ εἶπε θετικὰ ὁ Χρηστομάνος πῶς ἔχει ἀξίαν;..., ἐπανέλαβα ἐγώ, προσπαθῶν νὰ μορφώσω ἰδέαν τινά, σαφεστέραν κἄπως, περί τε τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῶν ἐκπληκτικῶν ἀνακοινώσεών του.

—Ἀξίαν;... Σπανίαν ἀξίαν!... Καὶ ἔπειτα, ἔχω ἀνάγκη ἐγὼ νά μοῦ εἰπῇ ὁ Χρηστομάνος;... Δὲν ἠξέρω ἐγώ;... Δὲν τὸ βλέπω τὸ πρᾶγμα;... Αὐτὸ φαίνεται, φῶς φανερόν!... Μὴν τὰ σκέπτεσαι καθόλου αὐτά!... Εἶνε δική μου δουλειά!... Ἐσὺ νὰ κυττάξῃς τόρα σοῦ εἶπα νὰ οἰκονομήσῃς τίποτα παράδες, ν'ἀρχίσουμε νὰ βγάλουμε πρᾶμμα... Ἢ νὰ κυττάξῃς νὰ βρῇς καμμιὰ ἑταιρία, νὰν τῆς τὸ φουρνίσουμε... Τὰ θέλουν αὐτὰ οἱ ξένοι... γιατί... βλέπεις... αὐτοὶ ἔχουν τὰ μέσα!... Νὰ μᾶς δῶσῃ καμμιὰ πεντακοσαριά χιλιάδες, νὰν τὴς τὸ δώσουμε... Ἔτσι κ' ἔτσι, πέτραις εἶν' ἐκεῖ πέρα!... Τί θὰ χάσουμε:... Παίρνουμε τὸν παρᾶ, τὸν κάνουμε τρία μερίδια, (συμπεριέλαβε φαίνεται γενναιοφρόνως καὶ τὸν Παναγιώτην), καί.. ἀντίο Ψυρρῆ, σοῦ λέει ὁ ἄλλος!... Γλυτώνουμε κι' ἀπὸ τῂς σκοτοῦρες... Ποῦ νά κάθεσαι τόρα νὰ σκάβῃς, δὲν εἴμαστε μεῖς γι' αὐτά!... Ἑταιρία νά βρῇς!..., ἐπανέλαβεν ὡς σχηματίσας ὁριστικὴν γνώμην. Ἄκουσε ποῦ σοῦ λέω ἐγώ!... Τὸ κάτου τῆς γραφῆς, τί ἔχουμε νὰ χάσουμε;... Βουνὰ τοῦ Θεοῦ θὰ δώσουμε, πέτραις τοῦ Θεοῦ θὰ δώσουμε, λίραις στερλίναις θὰ πάρουμε!...

Ὡς δὲ νά ἐπέτυχεν ἀκριβῶς πλέον τὴν τελειωτιτὴν ἔκφρασιν τῶν ἐνδομύχων σκέψεών του, ὡς νὰ συνεκέντρωσεν εἰς τὴν περίοδον αὐτὴν κυρίως τὴν οὐσιαστικὴν ἔννοιαν τῶν ἀλλεπαλλήλων συλλογισμῶν του, καὶ ὡς νὰ κατώρθωσεν ἐπὶ τέλους μόνον δι' αὐτῆς ν' ἀνακαλύψῃ τὸν τρόπον πῶς νὰ μοῦ δώσῃ νὰ καταλάβω ἐναργῶς περὶ τίνος πρόκειται, ἐπανέλαβε δὶς ἢ τρὶς ἀκόμη ταύτην ἐπιμόνως, μετὰ προφανοῦς αὐταρεσκείας, προσκολλῶν ὁριστικῶς καθολοκληρίαν τὴν παρειάν του ἐπὶ τῆς ἰδικῆς μου, ἰλλωπίζων σπασμωδικῶς τὸν ὀφθαλμὸν καὶ κραυγάζων μέσα εἰς τ' αὐτί μου:

—Βουνὰ τοῦ Θεοῦ θὰ δώσουμε, πέτραις τοῦ Θεοῦ θὰ δώσουμε, λίραις στερλίναις θὰ πάρουμε!...

Ἐν τῷ μεταξύ, εἴχαμεν φθάσῃ εἰς τὴν ἄκραν τοῦ δρόμου, τοῦ ἐκβάλλοντος εἰς τὴν ὁδὸν Ἐρμοῦ. Τοὺς ἐκαληνύκτισα ἑπομένως, δώσας δὲ εἰς τὸν σχεδὸν ζητοῦντα νὰ μὲ ἀσπασθῇ ἐκ τοῦ ἐνθουσιασμοῦ του ἐπὶ τῇ γνωριμίᾳ καὶ φωνασκοῦντα ὀπίσω μου νὰ φροντίσω περὶ τῆς ὑποθέσεως Μεγγλίδην τὴν διαβεβαίωσιν ὅτι θὰ κάμω πᾶν ὅ,τι εἶνε δυνατόν, τοὺς ἅφησα. Ὁ στενὸς ἐμπορικὸς δρόμος ἦτο πλήρης κόσμου κατὰ τὴν ὥραν ἐκείνην καὶ ὁ ἐν αὐτῷ θόρυβος πολύς. Ἀλλ' ἀδιαφορῶν πρὸς τὴν γύρω κίνησιν, ἐνῷ ἀνηρχόμην διαγκωνίζων τοὺς πυκνοὺς διαβάτας πρὸς τὴν Καπνικαρέαν, δὲν ἠδυνάμην ν'ἀποσπάσω τὸν νοῦν μου ἀπὸ τῆς πρὸ μικροῦ ἀλλοκότου συναντήσεως. Ὁ πρωτότυπος νέος γνώριμος, ἀφ'οὗ μόλις εἶχα χωρισθῆ, μοῦ εἶχε κάμει ἀληθῶς πολλὴν ἐντύπωσιν, καὶ ἐβασάνιζα τὸ πνεῦμα μου νά σχηματίσῃ εὐκρινῆ τινα ἀντίληψιν περὶ αὐτοῦ. Κατὰ τὰ ὀλίγα ἔτη καθ'ἃ ἐξασκῶ τὸ ἐπάγγελμά μου, μοῦ ἔτυχεν ἐν τούτοις πολλάκις νὰ ἐμπλέξω καὶ μὲ τρελλοὺς διαφόρων εἰδῶν καὶ μὲ διαφόρων εἰδῶν ψευδολόγους καὶ μὲ ἀνοήτους καὶ μὲ ἀγύρτας καὶ μὲ ἄλλους ἐν γένει ἰδιορρύθμους ἀνθρώπους ἱκανούς. Ἀλλ' ὁ Μεγγλίδης δὲν ὡμοίαζε πρὸς κανένα ἐξ αὐτῶν. Ἐν τῇ ἐκπλήξει εἰς ἣν κατὰ πρῶτον μ' ἐνέβαλεν ἡ ἐναντίον μου ἐφοδός του, ἀκούσαντος ἁπλῶς καὶ μόνον τὸ ὄνομά μου, ὡς σχετικοῦ τῃ οἰκογενείᾳ μου, καὶ ἡ ἀμέσως ὁρμητικὴ οἰκειότης του, καὶ αἱ ἐκμυστηρεύσεις, καὶ αἱ περίεργοι αἰτήσεις καὶ προτάσεις του, ἀλληλοδιαδόχως εἶχα ὑποθέσῃ καὶ ἀπορρίψῃ ὅτι, ἦτον χυδαῖός τις αὐθάδης, μωρὸς φλύαρος, εὔθυμος ἀστεῖος, μεθυσμένος ἢ παλαβός. Ἀλλ' οὐδὲν ἐξ αὐτῶν ἐδικαιολογεῖτο καθ' ὅλα σύμφωνα πρὸς τὰ πράγματα. Ἐκ συμπτώσεως, τὴν ἐπαύριον συνήντησα ἐκ νέου τὸν Παναγιώτην, μόνον πλέον, ὅστις μ'ἐφώτισεν ἐντελῶς περὶ τοῦ ἀνδρὸς. Οὗτος, ἐπὶ τῇ ἐρωτήσει μου, ἐκάγχασε μὲν πλατέως κατ' ἀρχάς, ὡς νὰ ἐξεδήλου ὅτι ἀνέμενε ταύτην ἀναποφεύκτως, εὐθὺς δ'ἔπειτα μοῦ διηγήθη, πολὺ βέβαια καταληπτότερον καὶ ὁμοιαληθέστερον ἢ ἐκεῖνος, ὅ,τι ἤξευρε δι'αὐτόν. Κατὰ τὸν Παναγιώτην ὁ Μεγγλίδὴς ἦτο κάλλιστος ἄνθρωπος. Αὐτὸς τὸν εἶχε γνωρίσῃ πρὸ πολλῶν χρόνων δὲν ἐνθυμεῖτο πλέον ποῦ καὶ ὑπὸ ποίας περιστάσεις. Τὸν ἐγνώρισε δὲ τότε ὡς δημόσιον ὑπάλληλον — γεωμέτρην τὴν θέσιν ἧς ὁ τίτλος τῷ εἶχεν ἀπομείνῃ καὶ ὃν ἠγάπα νὰ τῷ ἀποδίδωσιν. Εὑρίσκετο δὲ είς πολὺ καλὴν κατάστασιν κατὰ τοὺς χρόνους ἐκείνους, κερδίζων τακτικῶς μὲν ἱκανὰ ἐκ τοῦ ἐπαγγέλματός του, κεκτημένος ἐκτὸς τούτου καὶ ἰδίαν τινὰ μικρὰν περιουσίαν, καὶ προῖκα δὲ ἀρκετὴν λαβὼν ἀπὸ τὴν γυναῖκα του ἐκ τοῦ γάμου του. Ἦτο νοήμων, ζωηρός, εὔχαρις, τῆς καρδιᾶς, ἀεικίνητος καὶ ἐν γένει λίαν κοινωνικός. Μαθήσεως εἶνε ἀληθὲς ὅτι ἐστερεἶτο ἄλλης ἢ τῆς στοιχειώδους, ἀλλ' εἰς τὸ ἔργον του ἦτο ἀρκετὰ καλός. Δυστυχῶς, ἔλεγεν ὁ Παναγιώτης, ὁ εὐλογημένος ἦτον ἀνέκαθε χαρακτῆρος κατὰ βάθος ὄχι τόσον ἠρέμου καὶ ἀήθους ἐν πολλοῖς, εἶχε δὲ πρὸ πάντων ἕν μέγα ἐλάττωμα, ὅπερ ἦν ἡ διακαὴς ἔφεσις τοῦ νὰ πλουτήσῃ ὑφ'ἧς κατείχετο. Οὕτως, ἀντὶ νὰ καταγίνεται εἰς τὸ ἐπάγγελμά του καὶ νὰ προσπαθήσῃ πῶς νὰ ἐξασφαλίσῃ τὴν περιουσίαν του, δὲν ἠσχολεῖτο ἢ εἰς τὸ νὰ σκέπτεται πῶς ἦτο δυνατὸν νὰ αὐξήσῃ αὐτὴν διὰ παντὸς τρόπου. Ἐνῷ καθ' ὅλα τὰ ἄλλα ἦτον ἀρτιος, καὶ ἠδύνατο νὰ ζῇ κάλλιστα, δὲν ἐσυλλογίζετο ἀδιακόπως ἐνδομύχως ἢ πῶς θὰ κατώρθονε νὰ ἐπολλαπλασίαζε τὰ ὑπάρχοντά του. Ὁ πλοῦτος ἦτον ἡ διαρκὴς φροντὶς τῶν ἡμερῶν του καὶ ἡ μέριμνα τῶν νυκτῶν του, εἶχε δὲ παιδικὴν σχεδὸν οὕτως εἰπεῖν ἀντίληψιν καὶ τῆς ἀξίας του καὶ τῶν τρόπων δι' ὧν ἐπιτυγχάνεται. Ὁσάκις τυχὸν ἤκουε ποτὲ νὰ ὁμιλοῦν περὶ πλουσίων ἐγίνετο ὅλος ὦτα, ἀνεμιγνύετο εἰς τὴν συνδιάλεξιν εὐθύς, ἐζήτει πληροφορίας λεπτομερεῖς περὶ αὑτῶν, τοῦ ποσοῦ τοῦ πλούτου των, τῶν μέσων διὰ τῶν ὁποίων τὸν ἀπέκτησαν. Ὁσάκις δ' ἔβλεπε τινὰ ἐπιχειροῦντα τι κερδοσκοπικόν, ἀμέσως ἐφρόντιζε νά μάθῃ ἐν ἐκτάσει τὰ καθέκαστα, κ' ἐφλέγετο ὑπὸ ἐπιθυμίας νὰ τὸν μιμηθῇ. Κατὰ τὸν τρόπον τοῦτον, προέβη διαδοχικῶς, κατὰ διαφόρους περιστάσεις, εἰς ποικίλας ἐπιχειρήσεις, ὧν ἀποτέλεσμα ὑπῆρξε νὰ σπαταλήσῃ μὲν καὶ τὴν ἰδίαν ἑαυτοῦ οὐσίαν, ν' ἀπολέσῃ δὲ καὶ τὴν προῖκα τῆς γυναικός, χωρὶς νά εὐδοκιμήσῃ εἰς οὐδέν. Παρ' ἐλπίδα ὅμως, ἀντὶ αἱ ἀποτυχίαι νὰ διορθώσουν τὸ ἐλάττωμά του τὸ ἐχειροτέρευαν, ἀντὶ νὰ τὸν σωφρονίσουν ἀπεναντίας συνέτειναν εἰς τὸ νὰ ὀξύνουν τὴν ἀλλόκοτον πάθησιν αὐτοῦ, ὅσας δ'ἐκτρώσεις ὑφίσταντο τὰ σχέδιά του τόσων νέων ἐγκυμοσυνῶν τὸν καρπὸν συνελάμβανεν αὐτός. Οὕτω βαθμηδὸν ὁ βίος αὐτοῦ κατέστη λίαν τρικυμιώδης καὶ ἡ φύσις αὐτοῦ μετεβάλλετο συνεπῶς. Ἐν τούτοις, παρ' ὅλας τὰς κυμάνσεις ταύτας τοῦ βίου του, εἶχεν ὡς στήριγμα τὴν θέσιν αὐτὴν τοῦ γεωμέτρου, εἰς ἣν ἐν ἀποτυχίᾳ τῶν ἄλλων αὐτοῦ ἐνασχολήσεων ἐπανήρχετο συνήθως ὡς εἰς καταφύγιον, θεραπευόμενος προσωρινῶς κ' ἐγκαταλείπων τὰ περὶ πλούτου ὄνειρά του, διὰ νὰ ἐπανέλθῃ μετ' ὀλίγον βιαιότερον πάλιν εἰς αὐτά. Ἀτυχῶς, κατὰ μοιραίαν συγκυρίαν, πρὸ δεκαοκταετίας, κατὰ τὴν ἐποχὴν τῶν λαυριακῶν, εὑρέθη ἀνευ ὀβολοῦ εἰς Ἀθήνας, τοῦτο δὲ ἔδωκεν ἀληθῶς δυσάρεστον τροπὴν εἰς τὁ πνεῦμά του. Τὸ θέαμα ὅπερ παρίστα τότε ἐπὶ τῇ ἀνακαλύψει τῶν γειτονικῶν της μεταλλείων ἡ πρωτεύουσα τοῦ ἔκαμεν ἐντύπωσιν βαθεῖαν, ἡ ὄψις δὲ ὁλοκλήρου πόλεως κατειλημμένης ὑπὸ δίψης πλούτου δὲν ἦτο βεβαίως τοιαύτη ὥστε νὰ τρέψῃ ἐπ' ἅλλα τὰς σκέψεις ανθρώπου ἔχοντος ἤδη τὴν λόξαν αὐτήν, ὡς τὴν ὠνόμαζεν ὁ Παναγιώτης. Ὁ Μεγγλίδης ἀνεχώρει μετά τινας μῆνας, ἀλλὰ συναποφέρων ὑπέρποτε ἐξημμένην τὴν ἐπιθυμίαν τοῦ νὰ πλουτήσῃ, ἅμα δὲ καὶ τὴν σταθερὰν ἀπόφασιν, ἐν τῷ ναυαγίῳ παντὸς ἄλλου σχεδίου, νὰ καταγίνῃ ἀποκλειστικῶς πλέον εἰς τὸ ἑξῆς, ἀντὶ ἑτέρου τινός, εἰς τὴν ἀνεύρεσιν μεταλλείων καὶ αὐτός. Ἔκτοτε, παντοῦ ὅπου μετέβαινεν ὡς γεωμέτρης, παραιτήσας πάσαν ἄλλην ἐργασίαν, τίποτε ἄλλο δὲν ἔκαμνεν ἢ νὰ περιέρχεται τὰ ὄρη καταμετρῶν αὐτὰ ἐπὶ τῇ πιθανῇ ὑπονοίᾳ κεκρυμμένων εἰς τὰ σπλάγχνα τῶν ὀρυκτῶν. Τοῦτο ἐννοεῖται ὅτι ἔγινε μετ' ὀλίγον ἀφορμὴ ν' ἀποπεμφθῇ ὁριστικῶς τῶν Δημοσίων Ἕργων. Ἦλθε δὲ πάλιν εἰς Ἀθήνας, τότε δὲ καὶ ἐξέθηκεν εἰς τὸν Παναγιώτην κατὰ πρῶτον τὸ σχέδιον τῆς ἀνορύξεως ὑποθετικοῦ τινος μεταλλείου ὅπερ ὡς ἰσχυρίζετο εἶχεν ἀποκτήσει ἐκεῖ που εἰς τὰ περίχωρα τοῦ Ὠρωποῦ καὶ ὅπερ παρίστα ὡς θαυμάσιον, παράπονούμενος ὅτι δὲν εἶχε χρήματα νὰ τὸ ἐκμεταλλευθῇ, λέγων δὲ ὅτι ἔμελλε νὰ φροντίσῃ νὰ εὕρῃ συνεταίρους διὰ νὰ τὰ καταβάλουν. Ὁ Παναγιώτης τῷ παρέστησεν ὅτι βεβαίως δὲν ἦτο δυνατὸν αὐτὸς νὰ τὰ καταβάλῃ, μετὰ μικρὸν δὲ καὶ τὸν ἔχασεν, ἀναγκασθέντα νὰ ζητήσῃ ἄλλην οἱανδήποτε θέσιν, διὰ νὰ κατορθώσῃ ὅμως πάλιν νὰ παυθῇ μετὰ μικρόν. Τὸ παιγνίδιον τοῦτο ἐπανελήφθη πολλάκις, οὕτω δὲ βαθμηδὸν εἶχε καταστῇ μία τῶν γνωστοτέρων φυσιογνωμιῶν μεταξὺ τῶν ἀέργων καὶ θεσιθηρῶν τῆς πρωτευούσης, οἰκειότατος ἰδίᾳ πρὸς τὰ οἰνοπωλεῖα τοῦ Ψυρρῆ, κυλιόμενος πάντοτε εἰς αὐτὰ ὅταν ἦτο παυμένος, μεθυσκόμενος,—διότι τὸ εἶχε ρίψῃ καὶ εἰς τὸ κρασί,—πολιτικολογῶν εἰς τὰ καφφενεῖα, συχνάζων εἰς τὰς συνεδριάσεις ὁσάκις ἦτο βουλή, ἐξαφανιζόμενος δὲ τῶν Ἀθηνῶν μόνον ὅταν διωρίζετο.

Κατὰ φυσικὴν δὲ ροπήν, ἐφ' ὅσον ἐξέπιπτε, καὶ προέβαινεν εἰς ἡλικίαν, καὶ ὑφίστατο ὡς ἐκ τῶν ἀλλεπαλλήλων παύσεων μείζονας τρικυμίας, ἐπὶ τοσοῦτον μετὰ στοργῆς περιεῖπε κατὰ διάνοιαν τὸ ὄvειροv αὐτοῦ καὶ τοῦ ἐκαρφώνετο ἀδιάσειστος ἡ ἰδέα ὅτι μόνον ἂν κατώρθωνε ποτὲ τὴν ἐκμετάλλευσιν τοῦ φανταστικοῦ του ὀρυχείου, εἰς ὃ εἶχε πλέον συγκεντρώσῃ ὅλας τὰς ἐλπίδας του, θὰ εὕρισκε τὴν σωτηρίαν του, καὶ θὰ ἠδύνατο νὰ συλλάβῃ τέλος τὸ φευγαλέον ἴνδαλμα τοῦ πλούτου, ὅπερ μάτην εἶχε θηρεύσῃ τοσάκις ἐν τῇ ζωῇ του. Διὰ τοῦτο ἐπεδίωκεν ὅταν τὸ εὕρισκεν εὔκολον νὰ σχετίζεται πρὸς πρόσωπα εὔπορα ἢ ἀνωτέρας πως κοινωνικῆς τάξεως, εἰς οὓς ἐπὶ τῇ παραμικροτέρᾳ ἀφορμῇ ἣν τῷ ἔδιδον δὲν ἐβράδυνε ν'ἀφηγηθῇ τὰ καθ' αὐτὸν καὶ τὸ μεταλλεῖόν του, νομίζων ὅτι οὕτω θὰ ἐλάμβανέ τις ἐνδιαφέρον καὶ θὰ τῷ παρεῖχε τὰ μέσα τῆς τελέσεως τοῦ ἔργου, ἐν ἀγανακτήσει διότι κάτοχος τοιαύτης περιουσίας κ' εὐτυχίας διὰ τὴν ἔλλειψιν τῶν μέσων αὐτῶν τὴν εἶχε καὶ ἐκάθητο κατὰ τὴν ἔκφρασίν του καὶ δὲν ἠδύνατο νὰ τὴν ἀπολαύσῃ. Οὕτως ἐζήτει πολλῶν τὴν συνδρομήν, πάντοτε ὅμως δυστυχῶς ἀποτυγχάνων. Ἔζη δὲ κατὰ τὸν τρόπον τοῦτον πρὸ πολλοῦ, οὕτως ἢ ἄλλως, κατὰ τήν φορὰν τῶν περιστάσεων, ὅπως τοῦ ἐτύχαινε, προσπαθῶν μὲν νὰ ἐξοικονομῇ ὅπως-ὅπως τὰς ἀνάγκας του καὶ διοριζόμενος ὅταν τὸ κατώρθωνεν ὅπου καὶ ἂν δυνατόν, μίαν ὅμως ἔχων κατὰ βάθος καὶ ἀνακυκλῶν κυρίως σκέψιν, τοῦ ὀρυχείου του, τὴν ἐξερεύνησιν, φανταζόμενος τὴν εὐδαιμονίαν ἣν θὰ τῷ προσεπόριζεν ἂν ἤγετο εἰς φῶς, ὀνειροπολῶν ἔργα ἐκτελούμενα ἐν αὐτῷ, καὶ λόγον περὶ αὐτοῦ γινόμενον,καὶ μετοχὰς ἀντιπροσωπευούσας τὰ ἐξ αὐτοῦ κέρδη καὶ κυκλοφορούσας ἐν τῇ ἀγορᾷ, καὶ κεφαλαιούχους συνάπτοντας σχέσεις μετ' αὐτοῦ, κ' ἑταιρίας ἐξαγοραζούσας τοὺς θησαυρούχους λόφους του. Ἐν τῷ μεταξὺ ὅμως, ἐπειδὴ οἱ θησαυροὶ αὐτοὶ τοῦ μέλλοντος ἤκιστα συνετέλουν εἰς τὸ νὰ τρέφουν καὶ τὸ παρόν, διήρχετο δεινῆς πολλάκις πενίας τὰς στενοχωρίας, εὔθυμος ὅμως ἀμεταβλήτως, ἔχων ἴδιον σύστημα καινοτρόπου φιλοσοφίας, λίαν εὐχάριστος σύντροφος, ἐκτὸς ὅταν ὡς εἴρηται συνέπιπτε νὰ συναντήσῃ κἄποιον, περὶ οὗ νὰ νομίσῃ ὅτι θὰ ἠμποροῦσε πιθανῶς νὰ τὸν βοηθήσ' εἰς τὴν ἰδανικήν του ἐπιχείρησιν, ὁπότε ἡ κρυφή ταυ μονομανία ἐξεκαίετο καὶ τὸν κατελάμβανεν ὅλον καὶ τὸν ἐξώθει νὰ προβαίνῃ εἰς μακρὰς ἐκμυστηρεύσεις καὶ νὰ τῷ προσκολλᾶται ἀγωνιζόμενος νὰ πείσῃ τὸ ἀγρευθὲν θῦμά του νὰ συμμεθέξῃ εἰς αὐτήν...

Αἱ ἐξομολογήσεις τοῦ ἰδίου καὶ αἱ νεώτεραι αὖται περὶ Μεγγλίδου πληροφορίαι τοῦ Παναγιώτη δὲν ἦσαν βεβαίως φύσεως ὥστε νὰ μοῦ ἐμπνεύσουν μεγάλην πεποίθησιν περὶ τῆς ἐπιχειρήσεως ἣν μοῦ ἐπρότεινεν ἢ τοὐλάχιστον περὶ τῆς σοβαρότητος του ἀτόμου του, ἔσχον ὅμως ὡς ἀποτέλεσμα ν' ἀναζωογονήσωσιν ἐν τῷ πνεύματί μου ὁλόκληρον ἐποχὴν νεκράν, νὰ ἐξεγείρουν πλῆθος ἀναμνήσεων ἐξαλειφθεισῶν, λησμονηθεισῶν ἐντυπώσεων, εἰκόνων αἵτινες εἶχαν ἐκλίπῃ τῆς διανοίας μου, γεγονότων ἅτινα εἶχον διαγραφῆ ἀπὸ τῆς ἀντιλήψεώς μου. Ἐνόμιζα ὅτι εἶχα γίνῃ κατὰ ἔτη καὶ ἔτη νεώτερος καὶ εἶχα μεταφερτῇ εἰς τὸ κέντρον τῆς Πελοποννήσου, εἰς τὴν καρδίαν τῆς ἐπαρχίας μου, εἰς τὴν ἰδιόρρυθμον πόλιν εἰς ἣν διῆλθα τους παιδικοὺς χρόνους μου, κατὰ τὴν ἐποχὴν τῶν ἐπικληθέντων Λ α υ ρ ι α κ ῶ ν. Ὑπῆρχον λοιπὸν ἀκόμη λείψανα τοῦ περιέργου ἐκείνου καιροῦ, διασώσαντα καὶ μετὰ τόσα ἔτη τὰς παραδόξους ἰδέας καὶ τ' ἀνεξήγητα ὀνειρα ἅτινα ἐκράτησαν κατ' αὐτόν, ὑπῆρχαν λοιπὸν ἀκόμη ἐγκέφαλοι ἐφ'ὧν τόσῳ βαθεῖα ἐνετυπώθη ἡ ἐνθύμησίς του καὶ ἡ σφραγίς του ὥστε νὰ μὴν ἀποτριβῶσι μέχρι σήμερον, ὑπῆρχον λοιπὸν ἀκόμη θύματα τῆς ἀλλοκότου νόσου ὑφ' ἧς κατελήφθη ποτὲ ὁλόκληρον τα ἔθνος;... Τῆς ἐποχῆς αὐτῆς ἡ ἱστορία δὲν ἐγράφη εἰσέτι, ἴσως δὲ καὶ δὲν θ'ἀξιωθῇ ἐν τῇ ἀφηγήσει τῶν κατὰ τὸ νέον ἑλληνικὸν κράτος ἢ ὀλιγοστίχου μόνον μνείας καὶ δὲν θὰ περιέλθῃ εἰς γνῶσιν τῶν μεταγενεστέρων ἢ ἐκ συγκεχυμένων τινῶν θρύλων, ἀορίστως καὶ ἐν περιλήψει. Ἤξιζεν ὅμως βεβαίως πλήρης καὶ λεπτομερὴς νά περισωθῇ διὰ ν' ἀποτελέση μίαν τῶν ὡραιοτέρων σελίδων τῶν ἀνεκδοτικῶν χρονικῶν τοῦ τόπου. Τὸ κεφάλαιον τὸ περιλαμβάνον τὰ πέντε— ἓξ ἔτη καθ'ἃ διήρκεσε θὰ ἠδύνατο νὰ ἐπιγραφῇ, ἀναλόγως πρὸς τὸν Χρυσοῦν Αἰῶνα, τὰ Χρυσᾶ Ἔτη τῆς Ἔλλάδος. Ἀλλ' ὁ χρυσὸς αὐτὸς δὲν ἐλάμπεν ἢ ἐν φαντασίᾳ ἐγρηγορότων ὀπτασιαστῶν καὶ δὲν ἐχρύσωνεν ἢ τά ὁράματα ἐξημμένων ὀνειροπόλων. Τὴν ἔναρξιν αὐτῆς ἐσὴμείωσεν ἡ ἀνόρυξις τῶν μεταλλουργείων τοῦ Λαυρίου. Εἰς ἰταλοελληνικήν τινα ἑταιρίαν κερδοσκόπων ἐχόντων φαίνεται καὶ ἀρχαιολογικὰς γνώσεις εἶχεν ἐπέλθῃ κατὰ τὸ σωτήριον ἔτος 1869 ἡ ἀρκετὰ πρωτότυπος ἰδέα ὅτι τὰ ὑπὸ τῶν ἀρχαίων συγγραφέων περιγραφόμενα ἐν Λαυρίῳ μεταλλεῖα ἀργύρου δὲν εἶχαν ἴσως ὁλοσχερῶς ἐξαντληθῇ ὑπ' ἐκείνων, ἀφοῦ δὲ οἱ νεώτεροι χρόνοι εἶδαν τὸ ἔκτακτον φαινόμενον ὁλοκλήρου λαοῦ, τεθαμμμένου τέως ὡς διαπαντὸς ὑπὸ τὴν δουλείαν, ἀνισταμένου ἐκ νεκρῶν, δὲν θὰ ἦτον ὅλως παράβολος πιθανῶς ἡ σκέψις ὅτι διὰ καταλλήλου ἐργασίας θὰ ἠδύναντο ν' ἀνευρεθῶσι καὶ οἱ θησαυροὶ οὓς εἶχεν ἄλλοτε, ὑπὸ τὴν γῆν του κεκρυμμένοι. Ἐκίνησαν λοιπόν, καὶ ἦλθαν εἰς τὰς Ἀθήνας, καὶ διηυθύνθησαν εἰς τὸ Λαύριον, καὶ ἔκαμαν πειράματα, κ ἐπέτυχαν, καὶ ἤρχισαν νὰ ἀγοράζουν ἀφειδῶς τῶν χωρικῶν τὰ κτήματα. Συγχρόνως ἔστησαν προχείρους κ' ἐργαστήρια τινά, καὶ ἐπεχείρισαν ἀνασκαφάς, κ' ἐξήγαγον τὰς ἐπονομασθείσας ἐ κ β ο λ ά δ α ς, χῶμα τοὐτέστι καὶ γῆς βώλους, τῶν παλαιῶν ὀρυχείων τ'ἀπορρίμματα, ἐν οἷς ὑπῆρχεν ἀργυροῦχος μόλυβδος ἢ ἄλλα ὀρυκτά. Εἰς τὰς Ἀθήνας ἔγινε γνωστὸν πῶς εἰς τὸ Λαύριον ἐξάγεται ἀσῆμι, ὁ κόσμος συνεκινήθη ὡς εἰκὸς διὰ τὸ καινότροπον ἄγγελμα μεγαλοποιούμενον βέβαια ἀνὰ τὰ στόματα παντοίως ἐννοεῖται, ἡ κυβέρνησις ἔλαβε τὰ κατάλληλα μέτρα πρὸς ἐξασφάλισιν τῶν συμφερόντων τοῦ κράτους, ἡ Ἰταλικὴ ἀφέτέρου ἐπενέβη ὅπως ἐξασφαλίσῃ τὰ δικαιώματα τῆς Ἑταιρίας, διεθνὲς ἐπεισόδιον ἐγεννήθη καὶ τὸ πρᾶγμα ἔλαβε διαστάσεις ἐθνικοῦ καὶ εὐρωπαϊκοῦ σχεδὸν ζητήματος. Καὶ τὸ μὲν ζήτημα ἐλύθη, ἕλληνος ὑπηκόου ἀγοράσαντος παρὰ τῆς ἰταλικῆς τὸ δικαίωμά της καὶ καταρτίσαντος ἑταιρίαν ἄλλην, ἀλλ' ἡ εἴδησις ὅτι ὀλίγας ὥρας ἐκ τῶν Ἀθηνῶν ὑπῆρχεν ὑπὸ τὴν γῆν ἄργυρος καὶ πιθανῶς χρυσὸς—διότι τὶ τὴν ὑπόθεσιν ἀπέκλειεν;—εὐνόητον ὅτι ἐπὲφερε σεισμὸν ὄχι συνήθη εἰς τὰ πνεύματα. Αἰφνιδία δίψα πλουτισμοῦ κατέλαβε τὰ πλήθη, ἣν ἐκμεταλλευόμενοι οἱ ἔξωθεν ἐπὶ τῇ εὐκαιρίᾳ ταύτη ἐπελθόντες τότε χρηματισταὶ ὑπεξέκαυσαν ὅλα τὰ μωρὰ ἔνστικτα τού ὄχλου κ' ἔδωκαν νὰ πιστεύσῃ εἰς αὐτόν, ὅτι ἐκεῖ πέραν, εἰς τὴν Σουνιακὴν ἄκραν, ἐκρύπτοντο θησαυροὶ ἀμύθητοι. Ὀλιγώτερα δὲ βεβαίως τούτων ἤρκουν διὰ νὰ μεταβληθοῦν αἱ τέως ἥσυχοι Ἀθῆναι, αἱ τέως ἀνατολίτισσαι Ἀθῆναι, αἱ Ἀθῆναι τῶν νοικοκυραίων, τῶν παντοπολῶν καὶ τῶν τραμπούκων, εἰς εἶδος τι ἀμερικανικῆς πόλεως μαινομένων χρυσοθηρῶν. Ἡ ἐπιχείρησις τοῦ Λαυρίου ὡρίσθη νὰ γίνῃ διά μετοχῶν, ἀπὸ τῆς στιγμῆς δ'ἐκείνης δὲν ὑπῆρξεν ἄνθρωπος ὥστε νὰ μὴ φιλοδοξήσῃ ν'ἀποκτήσῃ τοιαύτας, νὰ γίνῃ συμμέτοχος τοῦ μεγάλου ἔργου. Ἔξωθεν τῆς Ὡραίας Ἑλλάδος ἐγκαθιδρύθη τὸ πρῶτον πρόχειρον χρηματιστήριον, καὶ ἐμυήθη ἡ τέως ἀπλοϊκὴ Ἑλλάς, ἡ Ἑλλὰς τῶν οἰκογενειῶν τοῦ 21 καὶ τῶν ἀναμνἡσεων τοῦ ἀγῶνος, ἡ Ἑλλὰς ἥτις ἦτον ἀκόμη ἓν εἶδος οἰκογενείας καὶ αὐτή, τὰ θαυμάσια τῆς ζωῆς τῶν πεπολιτισμένων κοινωνιῶν, τὸν περὶ τὸ χρῆμα ἀγῶνα, τὸν διὰ παντὸς τρόπου ἐκ τοῦ μηδενὸς πλουτισμόν, τὰ μυστήρια τῆς κυβείας. Ἦτο δ ' ἐκεῖ πλέον ἀνὰ πᾶσαν πρωΐαν τὸ γενικὸν τῶν Ἀθηναίων ἐντευκτήριον. Ἔμποροι, χειρώνακτες, καθηγηταί, λόγιοι, φοιτηταί, ὑπάλληλοι, ἐργάται, ἀστοί, πολιτευόμενοι, πᾶσαι τῆς κοινωνίας αἱ τάξεις καὶ πᾶσαι αἱ ἀρχαὶ καὶ πάντα σχεδὸν τὰ μέλη, συνωθοῦντο, ἐκεῖ ὑπὸ της αὐτῆς ἐπιθυμίας ἐλαυνόμενοι καὶ εἰς τὴν αὐτὴν δόνησιν ὑπείκοντες. Καὶ ἔφερον τὰς οἰκονομίας αὐτῶν, ἐτῶν πολλάκις ὁλοκλήρων, ζωῆς ὅλης, περιουσίας ἐν μόχθῳ καὶ βραδέως κατὰ λεπτὸν ἀποκτηθείσας, πᾶν εἲ τι πολύτιμον, τὸν μισθόν του ὁ ὑπάλληλος, τὰ κέρδη τοῦ ταμείου του ὁ ἔμπορος, τὸ ἡμεροδοὺλι ὁ ἐργάτης, τὸ μηνιαῖο ἑκατοντάδραχμον ὅπερ ὑπὸ τοῦ πατρός του τῷ ἐστάλη ὁ φοιτητής, τοὺς ἀδάμαντας τῆς μητρός του ὁ ἄσωτος κομψευόμενος, τὰ ὅπλα του ὁ ἀγωνιστής, καὶ τὰ ἔρριπτον ἐκεῖ, μέσα εἰς τὸ μεγάλον χωνευτήριον, εἰς τὸ καζάνι τοῦ χρυσοῦ, ὅπερ διεδίδετο ἀκαταπαύστως ὅτι ἔβραζε, παράγον τὸ παμπόθητον τὸ μέταλλον, ποῦ νὰ πλουτήσῃ τὴν Ἑλλάδα πᾶσαν ἔμελλε καὶ ν'ἀναδείξῃ Ρότσχιλδ ὅλους ἐν στιγμῇ. Κ' ἠγόραζον, ἠγόραζον, ἀντὶ τοῦ χρήματός των τοῦ πολλοῦ αὐτοῦ, τοῦ ἀληθοῦς, ἠγόραζον οἱ ἄνθρωποι χαρτί, μετοχῶν χαρτὶ μὲ τὸ καντάρι, ψεύτικον χαρτί, ὅπερ ὅπως τοῖς ἐλεγαν, ἐντὸς τῆς τσέπής των, μετὰ μικρόν, διὰ μυστηριώδους ἀλχημείας, θενὰ μετουσιοῦτο αὐτομάτως εἰς χρυσόν. Ἀλλ' ἀπὸ τὴν πρωτεύουσαν ἡ νόσος μετεδόθη κ εἰς τὰς ἐπαρχίας τάχιστα, κ' ἡ φαντασία τοῦ μεσημβρινοῦ λαοῦ ἐξήφθη, καὶ ὅλοι νὰ πλουτήσουν ἐπεθύμησαν, κ' ἐπείνασαν ὡς ὑπ' ἀκαριαίας βουλιμίας προσβληθέντες χρέματος, ἐπείνασαν οἱ τέως εὐτελεῖς κι ὀλιγαρκεῖς καὶ λιτοδίαιτοι κ εὐχαριστούμενοι εἰς ὅσα ἔτυχε νὰ εὕρουν ἐπὶ γῆς τοῦ ὄλβου τὴν θερίζουσαν τὴν πεῖναν.

Ἠδύνατο λοιπὸν νὰ γίνῃ Κροῖσος ἀπ'τὸ τίποτε κανείς, καὶ ἠμποροῦσε ν'ἀπολαύσῃ ὅλα διαμιᾶς τοῦ κόσμου τ'ἀγαθὰ ἂν ἤθελε, καὶ δὲν ἔπρεπε νὰ ἀρκῆται εἰς ὅσα τῷ παρεῖχε τέως ὁ ἀγρὸς αὐτοῦ ἢ ἡ ἐλαία ἢ ἡ ἄμπελος αὐτοῦ, ἀλλ' ἀνασκάπτων ἔξαφνα αὐτά, χρυσάφι θὰ ἠδύνατο νὰ εὕρη, πεφυλαγμένον οὕτω μέσα εἰς τὸ χῶμα ὡς ἐπίτηδες δι' αὐτόν ; Ἦτον ἀλήθεια λοιπὸν ὅτι ἐκεῖ πάνω εἰς τὸ Λαύριον, εἰς τῶν βουνῶν τὰ ἔγκατα, χρυσὸς ὑπῆρχε τεθαμμένος ἄπλετος, κ' ἐπήγαιναν οἱ ἐν Ἂθηναις καὶ τὸν ἔβγαζαν, καὶ ἔπειτα τὸν ἐμοιράζοντο πολύν; Ἀφοῦ δ' ἐκεί ὑπῆρχε, νὰ μὴν ὑπάρχῃ τάχα διατὶ κι ἀλλοῦ; Διατὶ νὰ εἶνε μόνον εἰς τὸ Λαύριοv, καὶ εἰς τὴν Σπάρτη ὄχι, κ'εἰς τὴν Τρίπολιν, κ'εἰς τὰς Καλάμας, κ'εἰς τὸ Αἴγιον, παντοῦ; Κ' ἡ ὄρεξις τοιουτοτρόπως ἠκονίζετο, καὶ ἡ ἐπιθυμία ηὔξανε, καὶ ἐξηπλοῦτο τῶν συλλογισμῶν αὐτῶν ἡ δύναμις, φλογίζουσα τὰς φρένας ὄντων τέως ἀμαθῶν καὶ ἀνιδέων τοῦ παντός. Καὶ ἐπειδὴ δὲν εἶχαν καὶ αὐτοὶ χρηματιστήριον, καὶ ν'ἀγοράσουν μετοχὰς δὲν ἦτο εὔκολον ἐσκέφθησαν ὅτι καλλίτερον θὰ ἦτο νὰ κυττάξουν μήπως εὕρουν μεταλλεῖα καὶ αὐτοί. Καὶ ἤρχισε μανία ἐρευνῶν παντοῦ, ἀνὰ νομοὺς καὶ ἐπαρχίας καὶ εἰς πόλεις καὶ εἰς κώμας κ'εἰς χωριά, πυρετὸς πρὸς ἀναζήτησιν τοῦ κιτρίνου μετάλλου, κ ί τ ρ ι ν ο ς τῇ ἀληθείᾳ καὶ αὐτὸς τὴν μεταδοτικότητα, χρυσῆ ἀσθένεια ὡς ἰκτερος ἐκόλλησε τοὺς πάντας, ἀνάλογος πρὸς τὴν καταλαβοῦσαν τὴν Εὐρώπην καὶ Ἅμερικήν, ὅτε τοῦ Ἐλδοράδου τὰ χρυσωρυχεῖα ἤχθησαν εἰς φῶς. Κατήντησε νὰ πιστευθῇ σχεδόν, πῶς ἡ Ἐλλὰς μικρὰ Καλλιφορνία ἦτο καὶ αὐτή. Τὰ βουνά, αἱ ράχεις, τά λαγκάδια, τὰ χωράφια, πᾶσα γῆς πτυχὴ καὶ πᾶσα ὄγκωσις καὶ πᾶσα ἔκτασις ἀνεδιφῶντο λυσσωδῶς ὑπὸ αὐτοσχεδίων ἐπιδρομέων. Καραβάνια ὁλόκληρα ἐξεκίνων ἀπὸ τῶν πόλεων πρὸς ἀνιχνεύσεις ἀνὰ τὰς ἐρημίας μερῶν ἅτινα ὑπετίθετο διατὶ δὲ τοῦτο, ἄδηλον—πῶς θὰ ἐγκρύπτουν ὀρυκτά. Ἑταιρίαι ἐσχηματίζοντο. Συμμορίαι μεταλλοκυνηγῶν διωργανοῦντο. Καθ'ὁλην τὴν χώραν οὐδὲν ἄλλο ζήτημα, οὐδεν ἄλλο-θἐμα, τίποτε ἐκτὸς αὐτοῦ δὲν ἐνδιέφερεν. Αὐτὸ ἀπετέλει τὴν βάσιν ὅλων τῶν συνομιλιῶν, ὁλων τῶν μεριμνῶν, ὅλων τῶν σκέψεων. Καμμία σχεδὸν ἄλλη ἐνασχόλησις, καμμία σχεδὸν ἄλλη φροντίς.

Ἄλλο μηδὲν ἄξιον τῆς ἐλαχίστης προσοχῆς. Ἡ πολιτικὴ αὐτὴ—ἀπίστευτον! εἶχεν ὑποχῶρησῃ πρὸ τῆς μεταλλουργὶας. Ὡς εἶδος μέθης πρωτοφανοῦς κατέλαβε τὸν τόπον. Καὶ ὅλοι πλούτη, πλούτη ὠνειρεύοντο, μὲ φλέγοντα τὰ ὄμματα καὶ ἀνοικτά, κι ὅλοι περὶ χρημάτων ὡμιλοῦσαν, καὶ ὅλοι σχέδια ἐπὶ σχεδίων ἔκαμναν· Ἡ ἐργασία τῆς Κυβερνήσεως, τῶν ἀρχῶν, εἶχε περιορισθῇ περίπου μόνον εἰς τὸ παρέχειν ἀδείας πρὸς ἀνασκαφὰς τοιαύτας καὶ εἰς ἔκδοσιν παραχωρητηρίων μεταλλείων φαντασιωδῶν· Τὰ νομαρχιακὰ καὶ ἐπαρχιακὰ καταστήματα εἴχαν μεταβληθῇ εἰς ἀποθήκας σάκκων πλήρων λίθων καὶ χωμάττων, οἳτινες ἀπετίθεντο ἐκεῖ κατὰ χιλιάδας, ἳνα ἀποσταλῶσιν εἰς Ἀθήνας πρὸς ἀνάλυσιν. Ἀφοῦ δὲ ἡ ἀνάλυσις ἐγίνετο, κ'ἀνεκοινοῦτο ἐκ τοῦ ὑπουργείου εἰς τὸν ἔπαρχον, ὁποιαδήποτε κι ἂν ἦσαντὰ ἀποτελέσματα, δόστου τὸν τίτλον τῆς ἰδιοκτησίας μας εὐθύς, διὰ νὰ μὴν τύχῃ καὶ μᾶς πάρῃ ἄλλος τήν κυριότητα. Ἡ ὀρυκτολογία ἤρχισε νὰ θεωρῆται ἐπιστήμη καὶ αὐτή, κ' ἐκ τῆς ἀγνοίας ἣν περὶ αὐτῆς ὁ κόσμος εἶχε παχυλὴν πασίγνωστος κατέστη καὶ ἀνυψώθη παρευθὺς τὰ μέγιστα. Πρώτην φορὰν τὰ βάθρα τῆς ἐν τῷ Πανεπιστημίῷ Φυσικὴς Σχολῆς ἐμέτρησαν τοὺς φοιτητάς των ὄχι πλέον εἰς τὰ πέντε δάκτυλα. Ἡ νομικὴ καὶ ἡ ἰατρική, αἱ μόναι αἵτινες ἐκρίνοντο ὡς τότε ὡς ὑπάρχουσαι, πρώτην φορὰν εἶδαν ἐξαίφνης ν'ἀραιοῦνται οἱ πελάται των, ἐνῶ ἐκείνης ἐτετραπλασιάσθησαν ἐντὸς μικροῦ. Οἱ ἐν Ἀθήναις χημικοὶ ηὗραν δουλειάν, κ'ἐξέδιδαν φετφάδες ἀδιάκοπα, διὰ πᾶν ὅ,τι καὶ ἂν τοῖς ἔστελλαν, καὶ ξύλον κούτσουρον ἂν ἦτον, ὅτι πολύτιμα ἐνεῖχε μέταλλα καὶ θαυμαστά, ἵνα δεσπόζῃ οὕτω κ'ἐπεκτείνεται τοῦ ἀπομουρλαθέντος ὄχλου ἡ κτηνώδης ἄνοια. Ἐνθυμοῦμαι, παιδὶ ἀκόμη, μόλις, ἕνα θεῖόν μου, ὅστις παρήγγειλεν ἓν ἐγχειρίδιον Στοιχειώδους Ὀρυκτολογίας καὶ ἐκλείσθη ἔκτοτε, ἄνθρωπος γέρων, μέσα εἰς τὸ σπῆτί του, καὶ ἐμελέτα ἀνενδότως ἐπ'αὐτοῦ. Καὶ ἐνθυμοῦμαι τὸν πατέρα μου αὐτὸν, ὅστις εἶχε συνδέσῃ ὅμιλον ἐκ φίλων του, ἑνὸς συνταξιούχου ἀποστράτου μοιράρχου, βουλευτοῦ τινος, ἑνὸς πρῷην δημάρχου καὶ ἑνὸς ἄλλου κτηματίου καὶ ἐξήρχοντο, μίαν φορἀν τὴν έβδομάδα τακτικὰ εἰς παγανιάν, εἰς τὰ ρουμάνια τοῦ νομοῦ μ' ἐργάτος καὶ ἀξίνας καὶ σκερπάνια, εἰς μεταλλείων εὕρεσιν, ὅπως εἰς ἄγραν μπεκατσῶν ἢ λαγῳῶν. Καὶ ἔσκαπταν, καἶ ἀνεκίνουν τοῦ ἐδάφους τὰ ἐντόσθια, κ'ἐβασανίζοντο, κ'ἐγύριζαν κατάκοποι τὸ βράδυ, φορτωμένοι μὲ σακκούλια, εἰς ἃ ὀγκῶδεις πέτραι καὶ σβῶλοι γῆς καὶ χώματα πολλὰ κατὰ ὀκάδας ἐκυλίοντο, καὶ τὰ ἀπέθετον εἰς τὰς γωνίας τοῦ σπητιοῦ, καὶ συνεζήτουν ἐν ἐκτάσει περὶ τῶν ἐλπίδων ἔπειτα. Ἄλλ'ὅπως ὅλα ἐξητμίσθη βαθμηδὸν καὶ αὕτη ἡ ὁρμή, καὶ κατηυνάσθη τὸ μυστηριῶδες πάθος, καὶ ἡσύχασαν τὰ ἐξαφθέντα νεῦρα, κ'ἐκόπασεν ὁ πάταγος ὁ ἄλογος, πεισθέντος κατὰ μικρὸν μετὰ πολλὰ τοῦ πλήθους ὅτι αὐταπάτης θῦμα ἦν καὶ ἀνοήτου οὐτοπίας εἶχε γίνῃ παίγνιον. Τώρα, μετά τὴν τρικυμίαν τὴν μεγάλην, ἔκτοτε, δὲν ἔλειψαν βεβαίως νὰ περισωθοῦν ναυάγιά τινα, καὶ ἴσως ἂν ἐπρόσεχε κανεὶς θὰ ἤκουεν ἀκόμη κ'ἔτι μέχρι σήμερον, κατὰ μακρὰ διαλείμματα, ποῦ καὶ ποῦ, ὡς ξένον παραμύθι, κρούσματα ἀραιά, ἀλλὰ τόσον ὀλίγα, ὥστε νὰ μὴ τείνῃ τις τὸ οὖς. Κ'ἰδοὺ ὅτι ἐξαίφνης, μετὰ τοσούτων ἐτῶν πάροδον καὶ ἀλλαγὴν πραγμάτων τηλικαύτην, μοῦ ἐμφανίζετο τῆς ἐποχῆς ἐκείνης ἓν ἀπομεινάριον, τοιοῦτος εἷς βραδύνας χρυσοθήρας, λαυριακὸς καθυστερήσας, ἐπιμενίδης μόλις θἄλεγες κ' ἐξύπνησεν ἐκ τοῦ λαμπροφανοῦς ὀνείρου ὅπερ ἐκοιμήθη τότε πᾶσα ἡ Ἑλλάς...

Παρῆλθαν τρεῖς ἢ τέσσαρες ἡμέραι, ἤρχισα δὲ σχεδὸν νὰ τὸν λησμονῶ, ὅταν, ἕνα πρωί, ὅ,τι κατέβηκα εἰς τὸ γραφεῖον μου, ὁ πρῶτος ἄνθρωπος ὃν εἶδα νὰ μὲ ἀναμένῃ ἦτον ὁ κύριος Μεγγλίδης, ἐξηπλωμένος ἀναπαυτικώτατα ἐπὶ μιᾶς πολυθρόνας καὶ ἀναγινώσκων τὰς ἐφημερίδας.

—Ἄ!, μοῦ λέγει ἐγειρόμενος, ἄνευ ἄλλου τύπου καὶ προλὸγου, σε ἀνεκάλυψα!... Ἐδῶ λοιπὸν κάθεσαι, αἴ;. Πολὺ καλὰ εἶσαι ἐδὥ!... Βρὲ ἀδελφέ, σὺ ἔχεις λαμπρὸν γραφεῖον!... Καὶ κρατεῖς καὶ τὸ ἀπάνου, αἴ;...

—Ναί, καὶ τὸ ἀπάνου...

—Καὶ... μένεις μόνος σου, αἴ;... Τὴν οἰκογένειαν... ἐδῶ τὴν ἔχεις;... ὄχι, αῖ;... Ἡ μητέρα... ποῦ εἶνε ἡ μητέρα;...

—Στήν Τρίπολι.

—Ἄ, τί κρῖμα!... ἀνεκραύγασε πλήττων τὸν μηρὸν αὐτοῦ. Μώρε νὰ μὴν εἶνε δῶ πέρα!... Αἴ μωρὲ πῶς θἄκανε ἅμα μ'ἔβλεπε!... Ποῦ νὰ φαντασθῇ τὸ Μεγγλίδη νὰν τῆς ξεφυτρώσῃ ἄξαφνα ἄξαφνα μπροστά της!... Μωρὲ πῶς ἤθελα νὰν τὴν ἔβλεπα!...

—Πόσον καιρὸ ἔχεις νάν τὴν ἰδῆς, εἶνε πολλὰ χρόνια;

—Ἄ, μὰ πρέπει νὰ εἶνε περίπου τῶν εἰκοσιπέντε ἐτῶν.. Βέβαια, εἶνε!... Βλέπεις ἐγὼ ἔφυγα μικρὸς ἀπὸ τὴν Τρίπολι... Παιδιόθεν!... Ἅμα ἐννόησα τὸν ἑαυτό μου ἔφυγα!.. Μὰ τί νὰν τὰ λέμε τόρα!... Ἐκείνη ἔπρεπε νὰ εἶνε 'δῶ πέρα νὰ σοῦ τὰ πῇ... Νὰ ἰδῇς πῶς θἄκανε!...

—Πιστεύω, πιστεύω...

Ἄμ γεννημένος πιά μέσ' στὸ σπῆτι σας πές!... Ἀναστημένος ἀπὸ δαύτους!... Τί τὰ θέλεις!... Ἄλλα χρόνια ἐκεῖνα!... Πούντα τόρα, πᾶνε, περάσανε!... Κ'ὕστερ' ἀπὸ τόσα χρόνια ποῦ νὰ πίστευα 'γὼ πῶς θὰ βρῶ τὸ Δημητράκη, ποῦ τὸν ἤξερα τόσον-δά, μεγάλον λέει, κύριον λέει, δικηγὸρον, ἀποκαταστημένον!... Πῶς περνοὺν τὰ χρόνια!...

—Ἀλήθεια, τί παράξενο!...

-Νὰν τῆς τὰ γράψῃς, ἀκοῦς;... Νὰν τῆς γράψῃς προσκυνισμοὺς ἀπὸ τὸν Πέτρο τὸ Μεγγλίδη, ποῦ εἴχατε τὸν πατέρα του στὸ σπῆτι σας, καὶ τὸν ἐβάφτισε ἡ γρηὰ καπετάνισσα, καὶ τὸν ηὗρα ἐδῶ, καὶ μοῦ τὰ εἶπε ὅλα, τὸς καὶ τός...

—Θὰν τῆς τὰ γράψω, θὰν τῆς τὰ γράψω...

—Αἴ, γιὰ νὰ ἰδοῦμε κῃόλα τώρα, ἐπανέλαβε μὲ ἔκφρασιν ζωηροτάτου ἐνδιαφέροντος, περιβλέπων γύρω μυστηριωδῶς, τί ἔκαμες;...

—Γιὰ τὶ πράμμα;...

—Μά... δὲν τὰ εἴπαμε;... γιὰ τὴ δουλειά... γιὰ τὸ Λαύριον...

—Μά... τόσο γρήγορα;... ἀπεκρίθην γελῶν ἀπὸ καρδίας ἐπὶ τῇ ἀναμνήσει τῶν μοναδικῶν ἐκμυστηρεύσεών του.

—Ἄααα χούχαα!, ἐβόησεν ὁ Μεγγλίδης. Γρήγορα, λέει;... Ἀμ' τί, χρόνια θέλουμε;... Ὅ,τι εἶνε νὰ κάμουμε νὰ κάμουμε... Θέλεις νὰ βάλῃς ἐσὺ τὰ λεπτά, νὰ πᾶμε μιὰ 'μέρα, νὰ ἰδῇς, νὰ καταλάβῃς, ν' ἀρχίσουμε τὴ δουλειά, νὰ βγάλουμε ὑλικόν, θέλεις νὰ βρῇς καμμιὰ ἑταρία, ἀπ' αὐταῖς ποῦ τὰ παὶρνουνε, νὰν τῆς παραστήσῃς, τὶ τρέχει, νὰν τὰ καταφέρῃς, νὰν τῆς τὸ δώσουμε, ἐγὼ σοῦ εἶπα... Ὃ,τι θέλεις κάμε!...

—Μά... σιγὰ-σιγά... γιὰ νὰ ἰδοῦμε..., ἐπανέλαβα ἐγὼ ἀστεϊζόμενος.

—Τί σιγὰ-σιγά!... Τὸ γοργὸν καὶ χάριν ἔχει!... Ὅ,τι εἶνε νὰ γίνῃ νὰ γίνη συντόμως.. Ἔγὼ σοῦ ἐξήγησα προχθὲς ποῦ ἔτυχε τὸ εὐτύχημα νά βρεθοῦμε ἔτσι τί συμβαίνει... Ἐκατάλαβες ἢ δὲ σοῦ ἔδωκα νὰ ἐννοήσης καλά;...

—Μά... ξέρω κ' ἐγώ;...

—Ἔτυχε νὰ ἔχω ἕνα μεταλλεῖο στὸν Ώρωπό, τὸ εἶχα δηλώση τότε στὰ Λαυριακὰ, ἀλλά... δὲν ἐπωφελήθην τῆς εὐκαιρίας τότε, τὸ ἄφησα, εἶχα ἄλλαις σκοτοῦρες, δὲν ἐφρόντισα ἀμέσως, ἐλογάριαζα νὰ κυττάξω καμμιὰ φορὰ γι' αὐτὸ ἐν ἀνέσει... Ἔπειτα... μὲ κατέτρεξε ἡ τύχη... μοῦ ἐλειψαν τά μέσα... τὁ ἕνα-τὸ ἄλλο... πέρασαν τὰ χρόνια,.. ἡ ἐποχὴ βλέπεις... ἔμεινε ἔτσι... Ἐγὼ μοναχός μου δὲν ἠμποροῦσα νὰ κάνω τίποτα, κανένα νὰ φροντίσῃ δὲν εἶχα κατάλληλον, τί νὰ κάμω;... Εἶνε ἀληθὲς ὅτι εἰς πολλὰς περιστάσεις πολλοὶ ποῦ τὸ εἶχαν μάθῃ μοῦ ἐπρότειναν νὰ κάμουμε τίποτα μαζί... ἀλλά... ἐγὼ δὲν ἠθέλησα... δὲν ἐπιθυμοῦσα ν' ἀνακατευθῶ μὲ ὅποιον τύχῃ... ἤθελα ἂν θὰ κάμω τίποτα νὰν τὸ κάμω μὲ ἄνθρωπον τῆς ἐμπιστοσύνης — μου... καθῶς πρέπει... Προχθὲς ποῦ ἔτυχε νὰ συναντηθοῦμε, εἶδες, ἅμα μᾶς έσύστησε ὁ Παναγιώτης, ἅμα ἄκουσα τὸ ὄνομα καὶ μοῦ εἶπε πῶς εἶσαι δικηγόρος καὶ ἔχεις θέσιν καὶ τὰ λοιπά, ἀμέσως ἐσυλλογίστηκα: νὰ περίστασις! εἶδες ἡ τύχη πῶς τὰ φέρνει καμμιά φορά;... φαντάσου ὕστερα ἀπὸ τόσα χρόνια νὰ βρῶ ἄνθρωπον ποῦ ἀναστήθηκα μέσ' στὸ σπῆτι του καὶ νὰ εἶναι εἰς θέσιν νὰ μοῦ παράσχῃ καὶ μίαν συνδρομήν... τὶ θέλω ἄλλον;... νὰ εὐκαιρία!... Καὶ σοῦ ἐξηγήθηκα...

—Καλὰ ἔκαμες, ἀπήντησα πάλιν, εὐθυμότατα διατιθέμενος ἐξ ὅλων αὐτῶν.

—Μεταλλεῖο μὲ τὰ ὅλα του, ἐπανέλαβεν ὁ Μεγγλίδης ἐνθουσιωδῶς, θησαυρός!... Σὰ νὰ ἦταν ἐκ Θεοῦ νὰ μοῦ τύχῃ!... Τρεῖς λόφοι εἶνε αὐτοί... Στὸν Ὠρωπό... "Ὄλας τὰς εὐκολίας... Βάθος ἀπέραντον, ἔκτασις... μεγίστη, τὸ βρέχει ἡ θάλασσα... Νὰν τὸ ἤξεραν οἱ ξένοι θὰ ἔτρωγαν τὰ λυσσακά τους ποιὸς νὰν τὸ πρωτοπάρῃ... Ἀλλά... σοῦ εἶπα... αἱ περιστάσεις... ἔμεινε ἔτσι... Τὤχω καὶ κάθεται!.. Τόρα ποῦ ἔτυχε νὰ συναντηθοῦμε... ἀπὸ σένα ἐξαρτᾶται.. Σκέψου καὶ κρῖνε!

—Χμ!... γιὰ νὰ κυττάξουμε!...

—Νὰ κυττάξῃς βέβαια!... Ἐγὼ σοῦ εἶπα, ἢ ἐσὺ ὁ ἴδιος ἢ ἑταιρία... Ἔτσι κ ἔτσι μαζὶ θὰ ὠφεληθοῦμε... Κεῖ ποὺ θ' ὠφεληθῇ ἕνας ἄλλος γιατὶ νὰ μὴν ὠφεληθῇς σύ;..

—Καλά, καλά...

—Ἐγὼ ὅμως νομίζω καλλίτερον νὰ βρῇς ἑταιρία... Μὰ ἔνα ἑκατομμύριο μᾶς δώσῃ, μὰ ὀχτακόσαις χιλιάδες, μὰ πεντακόσαις πάλι καλά... Ἄς βγάλουν αὐτοὶ τὰ μελλεούνια!... Τί ἔχουμε νὰ χάσουμε ‘μεῖς;... Πέτραις τοῦ Θεοῦ θὰ δώσουμε, βουνὰ τοῦ Θεοῦ θὰ δώσουμε, λίραις στερλίναις θὰ πάρουμε!...

-...

—Ὅ,τι θέλεις κάμε!... Ἐγὼ δὲν ἀνακατεύομαι εἰς αὐτὰ... Ἐγὼ σοῦ ἐξήγησα τόρα τί συμβαίνει, ἐννόησες, αὐτὰ εἶνε!... Ἐνέργησε ὅπως νομίζεις... Σὲ ἀφίνω πληρεξούσιον... Τί μὲ μέλλει ἐμένα!... Ὅπως θέλεις κάμε τα... Τὸν παρᾶ θέλω νὰ ἰδῶ 'γώ!... Πέτραις τοῦ Θεοῦ θὰ δώσουμε, λίραις στερλίναις θὰ πάρουμε!...

Ἐγῶ ἐτήρησα ἐκ νέου σιωπήν, ἐκεῖνος δὲ ἀφοῦ ἐπανέλαβε δὶς ἢ τρὶς ἀκόμη τὴν συμπερασματικὴν φράσιν του ἀπῆλθεν.

Ἡ ἐπίσκεψις αὕτη φαίνεται νὰ ἐνεθάρρυνε σπουδαίως τὸν Μεγγλίδην. Ἡ θέα τοῦ γραφείου μου, τῆς οἰκίας μου, κλπ., θὰ ἔπεισε πιθανῶς αὐτὸν ὅτι δὲν διέψευδα τὰς οἰκογενειακὰς παραδόσεις μου καὶ ἡ κοινωνικὴ θέσις ἣν κατεῖχον ἦτο τῇ ἀληθείᾳ ὁποία ἔδει δι' ἀπόγονον τῆς πρώτης οἰκογενείας τοῦ Μωριᾶ ὡς ἔλεγε. Συνεπέρανε δὲ βεβαιότατα, ὡς ἐξάγεται ἐκ τούτου, ὅτι ἐγὼ ἤμην πράγματι ἀκριβῶς ὁ ἐπηγγελμένος ἄνθρωπος, ὃν ἐζήτει ἵνα τὸν βοηθήσῃ εἰς τὴν πραγματοποίησιν τῶν σχεδίων του, μόνος κατάλληλος πρὸς τοῦτο ὑποχρεωμένος δ' ἄλλως καὶ δι'αὐτὸ πρὸς αὐτόν, ἀφοῦ ἔτυχε κατά θείαν παραχώρησιν νὰ εἶνε παλαιόθεν συνδεδεμένος πρὸς τὴν οἰκογένειάν μας. Διὰ τοῦτο, μετὰ δύο μόλις ἡμέρας, ἐνεφανίζετο ἐκ δευτέρου, πρωὶ — πρωί, πρῶτος — πρῶτος, καὶ ὅταν κατῆλθα, βαίνων εὐθὺ πλέον πρὸς τὸν σκοπόν, ἄνευ περιττολογίας:

—Αἴ, ἔκαμες τίποτα;..., ἠρώτα.

—Ἀκόμη, ἀκόμη!..., ἐγέλων ἐγῶ.

—Ἀκόμη;... Μὰ γιατί;... Δὲν εἶδες κανέναν;...

—Κανέναν, δὲν μοῦ ἔμεινε καιρός...

—Ξέρεις, μὴν το πάρῃς ἀψήφιστα... Μὴν ἀναβάλῃς.. Αἱ ἀναβολαὶ δὲν εἶνε καλαί... Πότε, λογαριάζεις νά ἰδῇς;...

—Μά... αὐταὶς τής ἡμέραις...

—Ἐσκέφθης καθόλου τὶ θὰ άποφασισθῇ;...

—Ὄχι, θὰ σκεφθῶ...

—Νὰ σκεφθῇς ἐξάπαντος!... Πρέπει ν'ἀποφασισθῇ αὐταὶς τῂς ἡμέραις!... Καὶ ἐν τῷ μεταξύ, ὅποιος γνωρίζεις πῶς 'μπορεῖ νὰ κάμῃ τίποτα, εἶνε ἀνακατεμένος σὲ καμμιὰ ἑταιρία, ξέρει, νὰν τὸν βρῇς, νὰν τοῦ εἰπῇς : αὐτὸ κι αὐτό, ἔχουμ' ἕνα μεταλλεῖο 'ς τὸν Ώρωπό, εἶνε ἔτσι κ ἔτσι, τὸ θέλεις;... Καὶ βλέπεις τί σοῦ λέει κ'ἐκεῖνος... Ἐμεῖς τόρα πλέον ἐξηγηθήκαμε... Σοῦ τὰ εἶπα μὲ τὸ νί καὶ μὲ τὸ σῖγμα... Ἐννόησες τὶ πρέπει νὰ κάμῃς, δὲν εἶν'ἔτσι;

—Βέβαια, βέβαια...

—Μήπως θέλεις τίποτ'ἄλλαις πληροφορίαις;...

Ἄ μπᾶ!

—Αἴ λοιπόν, κύτταξε!... Ὅ,τι νομίζεις πῶς μπορεῖ νὰ γίνῃ... Ξέρεις ἰσύ... Ὅ,τι θεωρεῖς συντελεστικόν... Νὰ σκεφθῇς καὶ νὰ ἀποφασίσῃς ...

—Καλά, καλά...

—Τόρα... περιττὸν νὰ σοῦ εἰπῶ τίποτ' ἄλλο... Νὰ μοῦ ὁρίσῃς μόνο μιὰ ἡμέρα νὰ πὰ νὰν τὸ ἰδοῦμε ἂν θέλῃς...

—Ἂ, μὰ δὲν εἶν' ἀνάγκη...

—Μπᾶ, γιατί;... Νἀρθῇς!... Ἔννῃὰ ὥραις εἶν' ἀπὸ δῶ.., Ὅρισὲ μου μιὰ μέρα νὰ πᾶμε.,.

—Μὰ... γιὰ νὰ ἰδοῦμε... περιττὸν μοῦ φαίνεται...

—Ὅπως θέλεις...

Ἐπηκολούθει δὲ πανομοιότυπος σειρὰ σκέψεων καὶ διηγήσεων καὶ προτροπῶν καὶ συλλογισμῶν κατὰ τὸ γνωστὸν ἤδη ὑπόδειγμα καὶ ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ τόνου.

Μετἀ δύο ἢ τρεῖς ἡμέρας ἡ αὐτὴ σκηνὴ ἐπανελαμβάνετο ἀπαραλλάκτως.

—Αῖ, ἐσκέφθης;... Θὰ γίνῃ τίποτα;

—Μά, ὄχι ἀκόμη, δὲν ηὗρα καιρόν...

—Τί καιρόν;... Δὲν ἔχεις καὶ πολλὰ πράγματα νὰ σκεφθῇς... Δύο εἶνε αὐτά!... Ἔχεις τὰ μέσα σύ, θέλεις, ν' ἀρχίσουμε μόνοι μας, νὰ πᾶμε νὰ βγάλουμε ὑλικόν, νὰ κάμουμε ὅ,τι μποροῦμε οἱ δυό μας;...

—Μά... δὲν εἶνε εὔκολον αὐτὸ, καϋμένε Μεγγλίδη... χρειάζονται πολλὰ χρήματα...

—Αἴ, τότε νὰ βρῇς ἑταιρία... Ἐγῶ σοῦ τὸ εἶπα ἐξ ἀρχῆς, καλλίτερα ἑταιρία...

—Καλά, θὰ ἰδῶ...

—Θέλεις νἀρθῶ καὶ καμμιὰ μέρα νὰ πᾶ νὰν τὸ ἰδοῦμε;...

—Ἄ, ὄχι, δὲν εὐκαιρῶ, εἶνε περιττόν!...

—Ὅπως θέλεις... Μετὰ δύο-τρεῖς ἡμέρας πάλιν τὰ αὐτά, καὶ μετὰ δύο τρεῖς ἄλλας τὰ ἴδια. Προτοῦ τελειώσῃ ἡ ἑβδομὰς εἶχα ὑποστῇ πέντε ἢ ἔξ τοιαύτας ἐφόδους.

—Ἀκόμη τίποτε;..., ἔλεγεν ὁ Μεγγλίδης. Πρέπει νὰ ἐπισπεύσῃς... Τί κἀθεσαι;...

—Μά... δὲ μὲ ἀφίνουν ᾑ δουλειαίς...

—Νὰν τῂς ἀφήσῃς σύ!... Αὐτὴ εἶνε ἡ σπουδαία δουλειά!... Δὲν τὸ ἐννόησες;... Αὐτὴ εἶνε ἡ κυριωτέρα!... Τί τῂς θέλεις τῂς ἄλλαις;... Μούντζωσ' ταις!

—Μὰ ἄφησε νὰ ἰδοῦμε...

—Τί νὰ ἰδοῦμε;... Ἀνάγκη ταχύτητος!... Μὴν κυττάζῃς ποῦ τὸ εἶχα ἀφήσῃ ἐγὼ τόσα χρόνια... Δὲν ἤμουν κουτός!... Πάντοτε τὸ ἐσκεπτόμουν καὶ ἐνεργοῦσα... Μά... τί νὰ σοῦ κάμω;!... Δὲν εἶχα τὰ μέσα!... Εἶνε ἀλήθεια πῶς μοῦ ἐπρότειναν πολλοί, κατὰ διαφόρους περιστάσεις, ἀλλὰ ἐγὼ δὲν συνήνεσα... δὲν ἤθελα... ποῦ νὰ πᾷς νὰ μπλέκῃς μὲ τὸν ἕναν καὶ μὲ τὸν ἄλλον!... Προσωπικῶς δὲν ἠμποροῦσα νὰ συνεννοηθῶ μὲ αὐτοὺς μὲ τῂς ἑταιρίαις... Τί νὰ κάμω;... Τόρα ὅμως... εἶνε τῆς γνώμης μου... εἶνε καιρός!... Σὺ εἶσαι ἄλλο πρᾶμμα... ἔχεις τὰ μέσα... γνωρίζεσαι... μποροῦσες καὶ ἴδιος νἀν τὸ ἀναλάβῃς ἂν ἤθελες... ἤ, ἂν δὲν εὐκολύνεσαι ἀπὸ χρήματα, μπορεῖς νὰ μιλήσῃς, νὰν τὸ πάρῃ κανένας ἄλλος... Ἐγὼ συναινῶ... γιατί.!. βλέπεις... σὺ εἶσαι σὰ νὰ εἶμαι ἐγὼ ὁ ἴδιος... ἄλλος ἐγώ... ἡ οἰκογένειά σας βλέπεις... συνδέομαι... κεῖ ποῦ θὰ κερδίσῃ ξένος...

— Καλά, καλά!

Οὕτως ἐξηκολούθησε νὰ ἔρχεται καὶ νὰ μοῦ ἐπαναλαμβάνῃ τὰ αὐτὰ καὶ ἐφεξῆς. Ἐγὼ διεσκέδαζα μὲ τὴν πρωτοτυπίαν τοῦ ἀνδρός, φύσει δὲ καὶ ὑποχρεωμένος νὰ ἦμαι ἀνεκτικὸς ὡς ἐκ τοῦ ἐπαγγέλματός μου τὸν ἄφινα νὰ ἔρχεται καὶ νὰ κάθηται καὶ νὰ λέγῃ ὅ,τι ἢθελε, πεπεισμένος ὅτι κατὰ βάθος τίποτε ἐξ αὐτῶν δὲν ἦτον σωστόν, μὴ θέλων ὅμως καὶ νὰ τὸ δείξω, ἀπαντῶν δ' εἰς αὐτὸν πάντοτε εὐθύμως καὶ δι' ἀορίστων ἀστειολογιῶν. Ἐν τῷ μεταξὺ εἶχα γράψῃ καὶ εἰς τὴν μητέρα μου ἐν ἐπιστολῇ τινι ἐκτὸς ἄλλων καὶ περὶ Μεγγλίδου, ὅτι συνήντησα δηλαδὴ τοιοῦτον τινὰ ἀρχαῖον ἄνθρωπον τοῦ σπητιοῦ μας ὡς ἰσχυρίζετο καὶ ὅσα μοῦ εἶπε περὶ αὐτῆς καὶ τὰ κατ αὐτὸν ἐν περιλήψει, ἐν τῇ ἀπαντήσει της δὲ ἡ μητέρα μοῦ ἔγραφεν ὅτι πράγματι καὶ ὁ πατήρ του καὶ αὐτὸς διετέλεσαν παρὰ τῇ οἰκογενείᾳ μας, ὅτι ἦσαν ἐκ τῶν πιστοτέρων ἀνθρώπων τοῦ σπητιοῦ μας, καὶ ὅτι ὁ Πέτρος αὐτὸς ἰδίᾳ ἦτον πολὺ καλὸς καὶ τὸν ἀγαποῦσαν πολὺ τότε, ὃλοι εἰς τὸ σπῆτι, ἂν καὶ ὀλίγον ζ ε υ ζ έ κ η ν, μοῦ συνίστα δὲ ἐν τέλει νὰ τὸν περιποιοῦμαι τὸν καϋμένον. Τοῦτο ἐννοεῖται συνετέλεσεν εἰς τὸ νὰ ἦμαι ἀνεκτικώτερος πρὸς αὐτὸν καὶ νὰ τὸν ὑποδέχωμαι ὄχι μετὰ δυσαρεσκείας. Τὴν ἀνοχὴν ὅμως ταύτην ὁ Μεγγλίδης θὰ τὴν ἐξελάμβανε βέβαια ὡς ἐνδιαφέρον ὑπὲρ τῆς ὑποθέσεως χάριν- τῆς ὁποίας εἶχε ζητήσῃ τὴν συνδρομήν μου, διότι τὴν εὐμενῆ ὑποδοχὴν ἴσως θὰ τὴν ἐθεώρει ὡς ἐπιβαλλομένην μοι ἀπέναντί του ὡς φυσικῷ προστάτῃ του κατὰ τὰς παλαιὰς ἀρχὰς εἰς ἃς εἶχεν ἐθισθῇ ἐν τῇ οἰκογενεία μας. Ὡς εἰκὸς δέ, ἀπὸ ἡμέρας εἰς ἡμέραν ἐγίνετο οἰκειότερος, πολυλογώτερος, εὐθυμότερος καὶ ἀπαιτητικώτερος. Ἤρχισεν ἐκτοτε νὰ συχνάζῃ τακτικῶς, ἦτο δὲ σχεδὸν ἀδύνατον πλέον ὁ πρῶτος πάντοτε κρούων τὴν θύραν τοῦ γραφείου μου νὰ μὴν εἶνε αὐτός. Ἅπαξ ἢ δὶς εἶχεν ἀποπειραθῇ μάλιστα νομίζω ν' ἀναβῇ καὶ ἐπάνω, ἀλλὰ τοῦ εἶπαν ὅτι ἐπάνω δὲν ἐδεχόμην καὶ ὅτι ἔπρεπε νὰ μένῃ κάτω. Καὶ περιωρίσθη μὲν συνεπείᾳ τούτου εἰς τὸ γραφεῖον, ἀλλὰ δὲν ἐξεκολλοῦσε πλέον ἀπ' αὐτὸ καθημέραν. Ὁ ἄνθρωπος, βασιζόμενος φαίνεται ἐπὶ τῶν περγαμηνῶν τῶν οἰκογενειακῶν σχέσεων, μὴ ἔχων ἄλλως τε καὶ ἐργασίαν τινά, τὸ εὗρεν ἴσως καὶ εὐχάριστον πρωινὴν ἐνασχόλησιν, διὰ νὰ σκοτόνῃ καὶ καμμίαν ὥραν, καὶ ἐφοίτα πλέον παρ' ἐμοί, ἀνελλιπῶς, μετὰ θάρρους κ' ἐλευθερίας ἀπολύτου, ὅπως εἰς τὸ σπῆτι του. Μόλις ἠνοίγετο τὸ γραφεῖον, νά σου ὁ ἀξιόλογος Πέτρος καὶ εἰσήρχετο, ἐξηπλώνετο εἰς τὴν πολυθρόναν καθ'ὅλον τὸ μῆκος του, διέτασσε πολλάκις τὴν ξεσκονίζoυσαν ὑπηρέτριαν νὰ τοῦ κάμῃ ἕναν καφφέν, ἐξέλεγε τὰ ἐκλεκτότερα τῶν ἐπὶ τῆς τραπέζης σιγαρέττων καὶ μακαρίως ἀπελάμβανε τῆς ἀναγνώσεως τῶν ἐφημερίδων, ἀναμένεν νὰ ἐξυπνήσω. Ὅταν δὲ κατηρχόμην ἐπί τέλους, μοῦ ἐπετίθετο ἀμέσως, κατὰ τὸν αὐτὸν πάντοτε τρόπον.

—Αἲ, ἔκαμες τίποτε;...

Μὰ ἄφησε ἀδελφέ, ἔχε ὑπομονήν...

—Ὑπομονἠν ἐγὼ ἔχω... τόσα χρόνια τόρα... γιατὶ θέλω νὰ γίνῃ καλὰ ἡ δουλειά... καὶ νὰ τὴν κάμω καὶ μὲ ἄνθρωπο δικό μου... Τόρα... ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου... Πρέπει νὰ προβῶμεν ἀποφασιστικῶς... Νὰ βρῆς μιά ἑταιρία, νὰν τῆς τὸ δώσουμε, νὰ ξεμπερδεύουμε...

Καὶ εἵπετο ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἡ προσφιλὴς περὶ τών πετρῶν τοῦ Θεοῦ ἐπῳδή, ἐνῷ ἐγὼ προσεπάθουν νὰ τὸν προπέμψῳ διὰ τοῦ καθιερωμἐνου «Καλά, καλά!»

Ἐν τούτοις, μίαν τῶν ἡμερῶν, κατά τινα τῶν σκηνῶν αὐτῶν, βαρυνθείς, ἀπεφάσισα νὰ τὸν ἐρωτήσω σπουδαίως:

—Μὰ στὸ θεό σου, Μεγγλίδη, πιστεύεις ἀλήθεια σὲ ὅσα μοῦ λές;...

—Τί θὰ πῇ αὐτό;...

—Μὰ πιστεύεις μὲ τὰ σωστά σου πῶς ἔχεις πραγματικὸ μεταλλεῖο;...

—Τί λὲς ἀδελφέ;!... Δὲν τὰ εἴπαμε τόσαις φοραίς Πῶς σοῦ ἦρθε αὐτὴ ἡ ἰδέα τόρα; Δὲν ἔχεις πεποίθησι σέ μένα;!... Σοῦ λέω μεταλλεῖο κουνητό, δηλωμένο, τὸ παραχωρητήριον ἐν τάξει, εἰς ὄνομά μου, τὰ διαγράμματα γινωμένα, βάθος ἀπέραντο, ἔκτασις μεγίστη, τὸ βρἐχει ἡ θάλασσα... Κουτουροῦ λοιπὸν κουβεντιάζουμε;...

—Μὰ ξέρεις, αὐτὰ φαίνονται πολλαὶς φοραὶς πῶς κἄτι εἶνε... μὰ δὲν εἶνε τίποτε...

—Ἅλ-λα πάλι!... Μὰ τί λέμε τόρα τόσον καιρό;... Ἔχεις ἀμφιβολίαις; Ἀφοῦ σοῦ τὸ λέω ἐγὼ... Τί ἄλλο θέλεις;..

—Μά καλά, ἄλλὰ αὐτὰ τὰ πράγματα δὲν πρέπει κανεὶς νὰν τὰ πέρνῃ ἔτσι... δὲ θυμᾶσαι τὰ Λαυριακά;...

—Τὰ Λαυριακά!... Αὐτὸ δὲν εἶνε σὰν τὰ Λαυριάκά, βρὲ ἀδελφέ!... Κυττάζεις τὸν κουτὸν κόσμο τότε!... Ἐγὼ βλέπεις, εἶμαι ἄνθρωπος τῆς δουλειᾶς, ἔκαμα γεωμέτρης, ξέρω... Ἕπειτα, τὰ Λαυριακὰ μοῦ λές, τί νομίζεις, καὶ πολλὰ ἀπὸ κεῖνα δὲν εἶχαν τὰ μέσα οἱ ἄνθρωποι νὰν τὰ δουλέψουν καὶ γι' αὐτὸ ἔμειναν ἔτσι. Καλὴ ὥρα σὰν τὸ δικό μου... Νά, σήμερα ἀκόμα, δόσε μου ἐμένα παράδες, νὰ ἰδῇς, νὰ σοῦ βρῶ ἕνα σωρὸ μεταλλεῖα, νὰ τραντάζῃ ὁ κόσμος!... Τί νομίζεις;... Ἡ Ἑλλὰς ἔχει πλούτη!... Μὰ τί νὰ σοῦ κάμω!...

—Μὰ ξέρεις, αὐτὰ τὰ πράγματα δὲν γίνονται μὲ λόγια...

—Βρὲ ἀδελφέ, θέλεις νὰ πᾶ νὰν τὸ ἰδοῦμε;... Ἐγῶ σοῦ εἶπα... Ἐννῃὰ ὥραις εἶν' ἀπὸ δῶ... Σηκωνόμαστε μιὰ μέρα, πᾶμε, καὶ βλέπεις... Θέλεις νὰ σκάψουμε, σκάβουμε, θέλεις νὰ πετάξουμε ἕνα φουσέκι μὲ δυναμῖτι, νὰ βγάλουμε ὑλικόν, νὰ φέρουμε δῶ, ὅ,τι θέλεις... Νὰ ἰδῇς τί πρᾶμμα εἶνε, νὰν τὸ δείξῃς καὶ σὲ κανέναν ἀπ' αὐτοὺς ἀπ' τῂς ἑταιρίαις, νὰ καταλάβῃς... Κ ἔπειτα, ἐνεργεῖς ὅ,τι κρίνῃς... Eἶσαι κύριος!

Ἔβλεπα δὲ ἤδη ἀναθρώσκουσαν σχεδὸν ἐπὶ τῶν χειλέων του καὶ τὴν συνήθη φράσιν, ὅτε κατώρθωσα νὰ τὸν κάμω ν' ἀπέλθῃ.

Τὴν ἐπαύριον ἦλθε πάλιν, πολὺ ἐνωρίτερον τοῦ συνήθους.

—Ξέρεις, μοῦ λέγει ἐν σπουδῇ, ἔμαθα πῶς ὁ Σερπιέρης ἀγοράζει μεταλλεῖα αὐταὶς τὴς ἡμέραις...

—Μπορεῖ, ἀπεκρίθην ἐγὼ διά νὰ τὸν ψυχράνω ὀλίγον ἀλλὰ ἐρώτησα καὶ ἔμαθα· αὐτὰ τῷν ἑταιριῶν εἶνε δύσκολα.

—Τί δύσκολα;!... Οὐδὲν εὐκολώτερον!... Δὲ βαριέσαι!... Πρέπει νά ἔχῃς τὸ θάρρος μόνον νὰ μιλήσῃς... Σὺ ποῦ γνωρίζεσαι ἔπρεπε νὰν τοὺς ἔχῃς μιλημένα ὅλους...

—Μὰ δὲ θὰ ἦταν καλλίτερα, ἐπανέλαβα ζητῶν πλέον τρόπον νὰ τὸν ξεφορτωθῶ ἔστω καὶ δι'ὀλίγον χρόνον νὰ ἐπήγαινες νὰ ἔφερνες ὀλίγο πρᾶγμα, νὰ ἰδοῦμε τί τρέχει;..

—Κατάλαβα!... Βρὲ ἀδελφέ, τί τὸ θέλεις τὸ πρᾶγμα;... Ἁφοῦ σοῦ λέω ἐγώ!... Ἔπειτα, ἀφοῦ σοῦ εἶπα ἂν θέλης νὰ πᾶμε μαζί...

—Μὰ δὲ μπορεῖς νὰ πεταχθῇς μοναχός σου;...

—Βρὲ μπορῶ, μά... θέλω ἔξοδα!... Ποῦ λεφτά!;...Νὰ πᾶμε μαζὶ ἂν θέλὴς, μάλιστα!... Πὲς πῶς πᾶμε κυνῆγι... Δὲν πᾶς στὸ κυνῆγι καμμιὰ φορά;... Κινᾶμε, παίρνουμε καὶ τὰ ντουφεκάκια μας,—ἔχεις ντουφέκι; — παίρνουμε καὶ δυὸ ἄλογα ἀπ' τὴν Κηφισσιά, φορτώνουμε στὸ ἕνα τὰ πράγματά μας, τὸ κουμάντο μας, στὸ ἄλλο ἂν θέλῃς καββαλικεύεις καὶ πουθενὰ, τραβᾶμε σιγὰ - σιγά, βαροῦμε ποῦ καὶ ποῦ καὶ κανένα πουλάκι στὸ δρόμο, κοιμώμαστε τὸ βράδυ στη Μαλακάσα, ἔχω ἕναν κουμπάρο, καὶ τὸ πρωὶ ξανακινᾶμε καὶ πᾶμε... Ἐκδρομή!.. Ἀπὸ τὴ Μαλακάσα δὲν εἶνε παρὰ δυόμιση-τρεῖς ὥραις... Σκέψου!

Ἀπὸ τότε, ὑπώπτευσε κἄπως, ὅτι δυσπιστῶ πρὸς αὐτὸν καὶ ὅτι δὲν δίδω καὶ τὴν δέουσαν σημασίαν εἰς τοὺς λόγους του. Ὅλαι του δὲ αἱ προσπάθειαι συνεκεντρώθησαν, πλέον καὶ περιεστράφησαν ἐφεξῆς εἰς τὸ νὰ μὲ πείσῃ νὰ πᾶμε μιὰ μέρα νὰ ἰδοῦμε μαζὶ τὸ μέρος, νομίζων φαίνεται ὅτι ἡ θέα αὐτοῦ ἴσως καὶ μόνη θὰ συνετέλει εἰς τὸ νὰ ἐνδιαφερθῶ περισσότερον περὶ τῆς ὑποθέσεως...

Ἐγώ, δὲν εἶχα ἰδῇ ἄλλοτε τὰ περίχωρα τῆς Ἀττικῆς. Ἡ ἐπιμονὴ δὲ τοῦ ἀνθρώπου ἤρχισε καὶ νὰ μοῦ κινῇ κἄπως τὴν περιέργειαν ὀλίγον. Ἀφοῦ λοιπὸν ἐπανειλημμένως τοῦ ἠρνήθην, μίαν ἡμέραν ἐσκέφθην ὅτι ἴσως δὲν θὰ ἦτον καὶ τόσον ἄσχημος μία ἐκδρομὴ τοιαύτη ἔξω τῶν Ἀθηνῶν, ἥτις θὰ μοῦ ἔδιδε τὴν διπλῆν εὐκαιρίαν ἀφ' ἑνὸς μὲν νὰ ἰδῶ τὴν Ἀττικήν, ἀφ' ἑτέρου δὲ ν' ἀπαλλαχθῶ τῶν περαιτέρω ἐνοχλήσεων τοῦ Μεγγλίδου. Μολονότι δὲ ὑπελόγισα ὅτι δύο ἢ τρεῖς ὅλαι ἡμέραι ἐν συντροφίᾳ του δὲν θὰ ἦσαν καὶ ἀπηλλαγμέναι φορτικότητος, ἐν τούτοις τοῦ ἔδωκα ἐλπίδας τινάς, μετὰ μικρὸν δὲ ἀφοῦ ἐπανέλαβε καὶ πάλιν κατὰ διαδοχικὰς νέας ἐπισκέψεις τὴν ἀπαίτησίν του ἀπεφάσισα καὶ ἐνέδωκα. Ὁ Μεγγλίδης ἔγινε ἔξω φρενῶν ἐπὶ τῇ ἀπόφασει μου, ἀνέλαβε δ' αὐτὸς νὰ διοργανίσῃ τὰ τῆς ἐκδρομῆς. Σύντροφος ἐξελέχθη μόνον ὁ Παναγιώτης, δρομολόγιον δ' ἀπεφασίσθη ν'ἀκολουθήσωμεν τὸ υπὸ τού Μεγγλίδυυ προταθέν, τήν μίαν ἡμέραν δηλαδὴ νὰ μεταβῶμεν ἐντεῦθεν εἰς Μαλακάσαν, νἀ κοιμηθοῦμεν ἐκεῖ καὶ νὰ ἐξυπνήσωμεν νύκτα διὰ νὰ καταιβοῦμεν εἰς τὸν Ὠρωπόν. Ἡμέρα ἀναχωρήσεως ὡρίσθη τὸ ἀπόγευμα τοῦ Σαββάτου καἰ ἐπάνοδος εἰς Ἀθήνας ἡ ἑσπέρα τῆς Κυριακῆς εἰδυνατόν, διὰ νἀ ἠμπορέσω ἐγὼ καὶ εἶμαι ἐδῶ τὴν Δευτέραν πρωΐ κατὰ τὴν ἐβδομαδιαίαν ἔναρξιν τῶν ὑποθέσεων. Ἐμεσολάβουν ἐπομένως μέχρι τῆς ἡμέρας τῆς ἀναχωρήσεως ἡμέραι δύο— διότι Πέμπτην τῷ ἔδωκα τὴν συγκατάθεσίν μου —καθ ἃς ὁ Μεγγλίδης ἦτον ἀεικίνητος. Δὶς ἢ τρὶς καθεκάστην ἢρχετο εἰς τὸ σπῆτι διὰ νὰ μοῦ ἀνακοινώσῃ ὅτι παρήγειλεν εἰς τὴν γυναίκα του νὰ μᾶς κάμῃ κεφτέδες διὰ νὰ πάρωμεν μαζὶ εἰς τὸν δρόμον ἂν τύχῃ πουθενὰ καὶ πεινάσωμεν, ὅτι ἠγόρασεν ἓν παγοῦρι διὰ νὰ βάλωμεν ρακὶ καὶ τὸ ἔχωμεν ὡς δροσιστικὸν διὰ τὴν δίψαν, ὅτι ἐπρομηθεύθη μπαρούτην καὶ σκάγια διὰ τὸ ὅπλον του, καὶ ἄλλας τοιαύτας ἀναλόγου σπουδαιὀτῃτος εἰδήσεις. Ἐφαίνετο δὲ ἐμπειρότατος εἰς τἀ περὶ τῶν τοιούτων ἐκδρομῶν, μᾶς διεβεβαίου ὅτι θὰ περάσωμεν περίφημα, κατώρθωσε δὲ νὰ μοῦ ἀποσπάσῃ καὶ ἓν εἰκοσπεντάδραχμον διὰ νὰ συμληρώσῃ τὰς προμηθείας του καὶ παρασκευάσῃ τὰ πράγματα καλλίτερον. Ἐν γένει δὲ παρίστατο κατενθουσιασμένος καὶ εἶμαι ὑπερβέβαιος ὅτι ἐκ τῆς χαρᾶς του θὰ ἐμεθύσκετο τακτικῶς καθ' ἑσπέραν μετὰ τοῦ Παναγιώτη εἰς τὰ οἰνοπωλεῖα τοῦ Ψυρρῆ.

Τὸ Σάββατον ἦλθε καὶ ἡτοιμάσθημεν πλέον ὁριστικῶς διὰ τὴν ἐκδρομήν. Ἀπὸ τῆς πρωΐας ὁ Μεγγλίδης ἦτο ἐπὶ τοῦ ἀτμοῦ καὶ περὶ τὴν μίαν μετὰ μεσημβρίαν ἐπεφάνη ἠμφιεσμένος κωμικώτατατα, μὲ μίαν παλαιὰν τὶς οἶδε ποῦ καὶ ἀπὸ πότε περιελθοῦσαν εἰς τὴν κατοχήν του κατάτριπτον θερινὴν ἀγγλικήν περικεφαλαίαν ἐπὶ τῆς κορυφῆς, μὲ ἓν ζεῦγος καταμπαλωμέναις πανταχόθεν μπότταις εἰς τοὺς πόδας, μίαν τσάνταν εἰς τὸ ἓν πλευρὸν καὶ ἓν δίκαννον τουφέκι εἰς τὸ ἄλλο, συνοδευόμενος δὲ ὑπὸ τοῦ Παναγιώτη. Ἀνεχωρήσαμεν λοιπὸν μὲ τὸ τραῖνον τῆς μιάμισης καὶ μετὰ μισὴν ὥραν εἴμεθα εἰς τὴν Κηφισσιάν. Ἐκεῖ ὁ Μεγγλίδης ἐπρότεινεν, ὡς εἶχεν εἰπῇ, νὰ πάρωμεν δύο ζῷα διὰ νὰ φορτώσωμεν τὰ μεθ'ήμῶν ὀλίγα πράγματα καὶ νὰ καββαλικεύση καὶ ὅποιος ἐξ ἡμῶν ἤθελεν. Ἀλλ' ἡ ἡμέρα ἦτον ἐξαισία, ἀνυπέρβλητος φθινοπωρινὴ ἡμέρα, λουομένη συγχρόνως καὶ εἰς γλυκύτατον ἀπλέτου ἡλίου φέγγος καὶ εἰς δρόσου θεσπεσίας κύματα, ὥστε τοὺς προέτρεψα νὰ τραβήξωμεν πεζοὶ καὶ οἱ τρεῖς διὰ τἠν Μαλακάσαν, ἀφοῦ δὲ κοιμηθῶμεν ἐκεῖ, νὰ προμηθευθῶμεν αὐτόθεν τὰ ζῷα τὴν νύκτα καὶ ἀναπαυμένοι νὰ φθάσωμεν εἰς τὸν Ὠρωπόν. Ἑπομένως, ἠρχίσαμεν τὸν δρόμον, ἀνερριχήθημεν τὰς θαυμασίας τοῦ Τατοΐου δασώδεις ἀνωφερείας, διήλθομεν τὸ ὡραῖον βουνὸν τοῦ Ἀγίου Μερκουρίου, ἐπέσαμεν κάτω εἰς τὴν πεδιάδα, καὶ μετὰ ἐξάωρον πορείαν εἴμεθα εἰς τὴν Μαλακάσαν. Ἑκεῖ, ἐκοιμήθημεν κατὰ τὰ συμπεφωνημένα εἰς τοῦ κουμπάρου τοῦ Μεγγλίδου, ὅστις εὑρίσκετο ἀπὸ παντοῦ ὅπου διήλθομεν ἔχων σχέσεις, καὶ τὴν νύκτα ἐξυπνήσαντες παρελάβομεν τὰ ἐτοιμασθέντα ζῷα καὶ δύο χωρικοὺς διὰ νὰ μᾶς βοηθήσουν εἰς τὴν ἐργασίαν, ὡς ἀπήτει καὶ ἔλεγεν ὁ Μεγγλίδης, καὶ ἐκινήσαμεν. Ἡ ὥρα ἦτο δύο μετὰ τὰ μεσάνυκτα καί πανσέληνος, ὑπὸ τὸ μελιχρὸν δ'αὐτῆς φῶς τὸ περιβάλλον διὰ λευκῆς αἴγλης τὰ βουνά, τὰ δάση καὶ τὰς φάραγγας ἃς διηρχόμεθα, ἡ ἐκδρομὴ ἀπέβαινεν ἐξαιρετικῶς εὐχάριστος. Ἀλλ εἰς τὸ νὰ καθιστᾶ αὐτὴν ἔτι μᾶλλον ἡδονικήν, ὀφείλω ἐν εἰλικρινείᾳ νὰ ὁμολογήσω ὅτι τὰ μέγιστα συνετέλει καὶ ὁ ἕτερος τῶν συντρόφων μου. Μὲ τὸ δίκαννόν του ἐπ' ὤμου, καὶ τὴν κάσκαν του, καὶ τῂς μπότταις του, ὡμοίαζε καθ' ὅλα πρὸς παρῳδίαν ἄγγλου περιηγητοῦ ἢ θὰ ἠδύνατο νὰ χρησιμεύση ὡς κάλλιστον πρότυπον ζωγραφίας τοῦ Ροβινσῶνος. Ἐβάδιζε δὲ ταχύτατὰ καὶ ἐλαφρότατα ὡς νεανίας, ᾖδε παντοειδῆ ᾂσματα, μᾶς διηγεῖτο πληθὺν ἀστειοτάτων ἀνεκδότων ἐκ τῆς παραμικροτέρας ἀφορμῆς κινούμενος, μᾶς παρεῖχεν ἀκριβεστάτας πληροφορίας περὶ τῶν μερῶν ἀφ' ὧν διεβαίναμεν συνδέων αὐτὰς ὅπως μᾶς ἐξηγήσῃ πῶς τὰς ἡξευρε πρὸς διάφορα ἐπεισόδια τοῦ πολυκυμάντου βίου του, μᾶς ώδήγει δι ἰδιαιτέρων μονοπατίων ών ἡτο γνώστης ὅπως συντέμνωμεν τὸν δρόμον, καὶ ἐν γένει ἀπεδεικνύετο ὑπὸ πᾶσαν ἰποψιν πολύτιμος. Οὔτω, χωρὶς σχεδὸν νἀ τὸ καταλάβωμεν, ἐφθάσαμεν είς τὰ πέριξ τοῦ Ώρωποῦ, μὲ τὴν ἀνατολὴν τοῦ ήλίου. Ἦ πρωία ἢτον ἀνέφελος καὶ διαυγεστάτη, ὁ οὁρανὸς ήπλοῦτο ἄνωθεν λευκοκύανος, ή θάλασσα ἐκοιμᾶτο ἰτι γαλακτώδης μεταξὺ τῶν δύο στε- ρεῶν, πέραν δ αὁτῆς ή Εῦβοια ἐξετείνετο ῶς ἐντὸς ἀερώδους πέπλου τυλιγμένη νύμφη, ἐνῶ τῆς Δίρφυος ή κορυφὴ ήγείρετο ὑπὲρ κὺτην μὲ τὸ διαρκὲς ἀπαστράπτον ἐκ χιόνος στέμμα της. Ἡ σελῆνῆ μόλις ἐφαίνετο εις τὸν ἑρίζοντα, ἐξαφανιζομένη ὑπὸ τἡν προβαίνουσαν τῆς ἡμέρας λάμψιν, ὼς αμαυρἀ ἀργύρου σφαῖρα, ἀπ ἀνατολῶν δὲ ὁ ῆλιος προέβαλλεν, ἐν τῷ αίωνίῳ ώσεὶ παντοδυνάμου μονάρχου τῆς φύσεως μεγαλείῳ του, σκορπίζων ἀσώτως ἐπὶ τῆς γῆς, ἐπ'ὶ τοῦ οὐρανοῦ, ἐπὶ τῆς θαλάσσης, πανταχοῦ, τῶν χρυσῶν του ἀκτίνων τὸ ἀπαρἀμιλλον κάλλος καὶ τὸν ἀμύθητον πλοῦτον. Ἂλλ οῦτε εἰς τῆς σελήνης τὸν άργυρον οῦτε εἰς τοὑ ήλἰου τὸν χρυσὸν ἐφαίνετο τὸ παράπαν προσέχων ὁ Μεγγλίδης. Παρἀ τὴν θάλασσαν, βρἐχόμενοι σχεδὸν ἀπὸ τὅ κῦμα της, ἐν τῶ μέσῳ τῆς πέριξ βλαστήσεως, ολίγον ἐντεῦθεν τῆς ἀμμώδους ἀκτῆς, ὴγείροντο γυμνοί, ἅνευ ἴχνους τινὸς θάμνου ἢ δένδρου ἢ χλόης ἐπ αὐτῶν, τρεῖς πετρώδεις γήλοφοι, οἵτινες ἀνέλαμπον ύπὸ τὰς ἀκτἰνας τοῦ ἡλίου. Ὅ Μεγγλίδὴς ἐβάδισε πρὸς αὐτούς, νεύων πρὸς ήμας νἀ τὸν ἀκολουθήσωμεν, ἀνέβη ἐν σπουδῆ ἐπἰ τῆς κορυφῆς τοῦ πρώτου, ὅταν δὲ εύρέθη μεταξὺ τῶν σπινθηριζουσῶν πετρῶν, ὴρχισε νὰ χοροπηδᾷ ὼς αῖγαγρος, νὰ σκιρτᾶ ὡς πῶλος, νὰ φωνάζῃ ὡς μεθυσμένος, νὰτραγωδῆ, καὶ ἐπὶ τἐλους, πεσὡν πρηνὴς ἐπὶ τοῦ ἐδάφδυς, νὰ κυλίἐται καταγῆς.

—Βλέπετε;.. ἐκραύγαζε πρὸς ὴμᾶς ἐννεοὺς διὰ τὴν ἐκρηξιν αὐτῆς τῆς χαρᾶς, βλέπετε;... Χρυσάφι μωρὲ μοναχό!... Βλέπεις πῶς γυαλίζει;...

Ἐγώ ἐκυψα χαμαὶ καὶ ἔλαβα ἔνα ἐκ τῶν λίθων. Ἦτον πέτρα ὸγκώδης, χρὡματος ώχροῦ, πράγματι ὂχι πολὺ κοινοῦ, καὶ τῆ ἀληθείᾳ ἐσπινθηροὁὺλει.

—Τί κυττᾶς;.. ἠρώτησεν ὁ Μεγγλίδης ἐγειρόμενος. Ἀληθινὸ μέταλλο, τὸ βλέπεις;.. Ὄλαις ἔτσι εἶνε!... Δουλειἀ νὰ θρέψὴ ἔνα βασίλειο!... Δὲν ἐπίστευες τὸ Μπάρμπα-Μεγγλίδη σὰ σοῦ τἄλεγε, ποῦ ἀναστήθηκε μέσ' στὸ σπῆτι σας κ ἐχει φάῃ τὁ ψωμί σας!...

Αὐτοστιγμεὶ δὲ μὲ ἀφῆκε καὶ ἰτρεξε πρὸς τοὐς δύο χωρικούς, οῖτινες ἵ'σταντο παρέκει, μὲ τὰς ἀξίνας των ἀνἀ χεῖρας. Τοὺς διέταξε δὲ ν ἀρχίσουν νὰ σκάπτουν ὑπὸ μέγαν τινὰ βρἄχον ἐκ τῶν ἐπὶ τῆς κορυφῆς. Δὲν ἄφινε δὲ κανένα ἄλλον νὰ πλησιάση, αυτὸς δίδων τἀς καταλλήλους ὁδηγίας ώς εἰδήμων, καὶ συμβουλεύων, κἀὶ ἀξιῶν νἀ διευθύνη τὰς ἐ ρ γ α σ ί ας. Μετ' ὀλίγον ύπὁ τὸν βράχον εἶχεν ἀνοιχθῆ εὐρὺ κοίλωμα, τότε ὁ Μεγγλίδης ῆνοιξε μετὰ προσοχῆς την τσάνταν του καὶ ἐξέβαλε θήκην τινὰ ἢν κρατῶν ἐπλησίασεν εἰς τὸ κοίλωμα. Ἁπὸ τῆς θήκης ἐξήγαγεν ἐπίμηκές τι κυλινδροειδὲς πρᾶγμα, μὲ μικρἀν οπὴν εἰς τὁ μέσον, εἰς ἢν ἐκβαλών τὴς τσέπης του προσήρμοσε καψύλιον καὶ θρυαλλῖδα, φυσίγγιον δυναμίτιδος ὡς ἐννοήσαμεν, ὅπερ ὁ ἀστεῖος εἶχε προμηθευθῇ καὶ φέρῃ μεθ' ἑαυτοῦ χωρὶς νὰ μᾶς εῖπῃ τι. Τὸ ἐναπόθεσε δὲ εὺλαβῶς εἰς τὸ μύχιον βάθος τοῦ κοιλώματος ἠρέμα, ἔβγαλεν ἐπειτα ἔνα κουτὶ σπίρτα καὶ ῆναψεν ἕν, ἀφοῦ δὲ μᾶς διέταξε ν ἀπομακρυνθῶμεν, τὸ προσήγγισεν εἰς τὴν θρυαλλίδα, καὶ ἐσώθη τρἐχων δρομαίως πρὁς τὸ μέρος μας. Μετὰ μικρόν, τὸ φυσίγγι ον ἐξεπυρσοκρότησε μετὰ πατάγου δεινοῦ, οὐ ὁ δονισμὸς ἰφθασε μέχρι τῆς θέσεως ὅπου ἱστάμεθα, δοῦπος δὲ λίθων κυλινδουμένων καὶ ὰποσπωμένων πετρῶν καὶ χωμάτων καταπιπτόντων ἀντήχησε ταὐτοχρόνως. Ὅ Μεγγλίδης ἐσπευσε πρῶτος, ἐπανῆλθε δὲ κρατῶν ἀνὰ χεῖρας δραγμἀς χωμάτων καὶ λίθων. Καὶ τά μὲν χώματα δὲν παρεῖχον βεβαίως τίποτε τὸ ἀξιοθέατον, οί λίθοι ὅμως διετέμνοντο ἐσωτερικῶς καὶ ὑπὸ γραμμῶν τινῶν, αἴτινες ἐνεθουσίαζον τὸν Μεγγλίδην.

—Βλέπεις τής φλέβαις, τῂς βλέπεις;.. ἐλεγεν ἀδιακόπως.

—Τής βλέπω ἐκάγχασα ἐγώ, ἀλλὰ νὰ ἰδοῦμε καὶ τὴν κυκλοφορίαν αὐτῶν τῶν φλεβῶν...

Ἀλλ ὁ φίλος εἶχεν ἐπανέλθῃ ῆδη παρὰ τὸ κοίλωμα, τῆ διαταγῆ του δὲ οἱ ἐργάται ἐγέμιζαν διὰ χωμάτων καἶ πετρῶν ἐνα μέγαν σάκκον δν εἶχαν φέρῃ μαζί. Κατόπιν διηυθύνθη είς ἀλλο μέρος καὶ τοὺς διέταξε καὶ ἐσκαψαν κ' ἐκεῖ, κατόπιν δὲ καὶ εἰς ἀλλα δύο, παρὰ τὰς πλευρὰς τοῦ λόφου, ὅπου ή αὐτὴ ἱστορία ἐπανελήφθη. Ἀφοῦ δὲ ἐπληρώθὴσαν κατἀ τὸν τρόπον τοῦτον καἰ οἱ δύο ἄλλοι σάκκοι, οί χωρικοὶ τοὺς ἐφορτώθησαν ἐπὶ τῶν ῶμων των καὶ κατελθόντες τοὺς ἐδεσαν καλῶς ἐπὶ τῶν ζώων. 'Ἤμεῖς παρεμείναμεν μικρὸν ἐπὶ τοῦ λόφου ῖνα ἀναπαυθῶμεν καὶ θαυμάσωμεν τὅ πέριξ ἀπλούμενον ἐξαίσιον πανὀραμα, ἐπωφεληθεὶς δὲ τῆς εὺκαιρίας ὁ Μεγγλίδης κατῆλθε καί ἐπανῆλθε κρατῶν ἀνὰ χεῖρας τό παγοῦρί του μὲ τὴν ρακήν, ἐξ οὕ ἀφοῦ ἐπιε πρῶτος, τὸ ἐτεινε καὶ πρὸς ἡμᾶς, ἐπιφωνῶν.

—Ἑβίβα μας λοιπὸν κῃόλα!.. 'Ὅ Θεὸς στὸ καλὸ!.. Ν' ἀλλάξῃ τὸ γοῦρι!.. Ἄῖντε ντέ μωρὲ μιὰ φορά! Εἲμαστε γιὰ νἄμαστε!... Ὄξω φτῶχια!.. Πέτραις τοῦ Θεοῦ θὰ δώσουμε, λίραις στερλίναις θὰ πάρουμε!..

Ἀφοῦ δὲ ἐτελέσθησαν καὶ αἱ σπονδαὶ αὗται ὑπὲρ τῆς ἐπιτυχίας, κατέβημεν καὶ ἡμεῖς διὰ τὴν ἐπιστροφήν.

Τὸ βράδυ τῆς Κυριακῆς ἤμεθα εἰς τὰς Ἀθήνας, ὅπου παρέλαβα κατ'οἶκον τοὺς σάκκους, ὅπως τὴν ἐπιοῦσαν τοὺς ἀποστείλω πρὸς ἀνάλυσιν, καὶ ἀπεχωρίσθημεν. Πραγματικῶς, τὴν ἐπαύριον τοὺς ἀπέστειλα εἰς ἕνα τῶν ἐν τῶ Πανεπιστημίου καθηγητῶν τῆς Χημείας, φίλον μου, διὰ νὰ κάμῃ τὰ σχετικὰ πειράματα καὶ μᾶς ἀνακοινώσῃ τὶ περιέχουν. Ὁ Μεγγλίδης ἦλθεν εἰς τὸ γραφεῖόν μου τετράκις τὴν ἡμέραν ἐκείνην, ἀναμένων τὸ ἀποβησόμενον, ἀπαθῶς ὅμως καὶ ὡς ἐν πλήρει πεποιθήσει. Τὴν ἀκόλουθον ἐπανῆλθε πάλιν δίς, βιάζων με νὰ μεταβῶ καὶ ἐρωτήσω τὶ ἀπέγινε. Μετὰ δύο ἡμέρας συνήντησα καὶ ἐγὼ τὸν χημικόν, παρὰ τοῦ ὁποίου ἔμαθα, ὡς ἐπερίμενα ἀλλως τε, ὅτι οὔτε κἂν ἄνθρακες ἦσαν ὁ θησαυρός, — θὰ ἦτον εὐτύχημα, — ἀλλὰ μόνον λίθοι, σιδηροπυριτικῆς ἀπλῶς συστάσεως εἰς ἣν καὶ ὤφειλον τὸ παρεμφερὲς πρὸς τὸν χρυσὸν χρῶμα των, ὡς καὶ τὴν σπινθηροβολίαν των, ἄνευ ἀξίας ὅμως τῆς παραμικρᾶς σχεδόν.

Τὴν ἐπιοῦσαν ἦλθεν ἐκ νέου ὁ Μεγγλίδης, εἰς ὃν ἀνεκοίνωσα τὴν ἀπόφασιν τοῦ χημικοῦ γελῶν. Ἀλλ' ὁ Μεγγλίδης δὲν ἐφάνη ταραχθείς ποσῶς.

—Ἀμ' τὰ ξέρω ἐγὼ αυτά !.. εἶπε. Κάθεσαι κι' ἀκοῦς τὶ λένε οἱ χημικοί;... Δὲν τὸν ἀφίνεις τὸν κοῦκο!... Ξέρω ἐγὼ γιατὶ τὰ κάνουν!,. Ἔτσι λένε πάντα πῶς δέν εἶνε τίποτα σὰν τοὺς πηγαίνῃ κανένας μέταλλα, γιὰ νὰν τ' ἀφίνῃ ὁ κόσμος, καὶ νὰ πηγαίνουν αὐτοὶ ἕπειτα νὰν τὰ δηλώνουν καὶ νὰν τὰ παίρνουν μαζὶ μὲ τοὺς ξένους!. Μασκαράδες!.. Ἀν θέλῃς δός τα καὶ σὲ κανέναν ἄλλον νὰ ἰδῇς τὶ σοῦ λέει κι αὐτός... Καὶ κύτταξε προπάντων νὰ βρῇς καμμιὰ ἑταιρία νὰν τῆς τὸ δώσουμε. Αὐτὸ εἶνε τὸ σπουδαῖον!.. Ἑκείνη ἂς βρῇ τὶ ἔχει! Μὰ πεντακόσιες μᾶς δώσῃ, μὰ τετρακόσαις, μὰ διακόσαις ἐπιτέλους, καλά, ἂς πάῃ στὸ διάολο!.. Ἂς τὸ σκάψῃ, ἂς τὸ ἀναλύσῃ, ἂς κάμῃ τὰ χίλια καλά!.. Τί ἔχουμε νὰ χάσουμε!..

Ἐννοεῖται ὅτι δὲν ἐπεχείρησα κἂν νὰ δώσω τὰ δείγματα εἰς ἄλλον χημικόν. Ἐξ ὅσων δὲ μοῦ εἶπεν εἰς ἀπάντησιν τῆς γνώμης τοῦ καθηγητοῦ ἐννόησα ὅτι ὁ Μεγγλίδης καὶ ἄλλοτε θὰ εἶχεν ἔλθῃ εἰς σχέσεις πρὸς τοιούτους καὶ θὰ εἶχεν ὑποστῇ, παρ' ὅσα ἔλεγε, κρίσεις ἐναντίας πρὸς σκέψεις του, ἐξ οὗ καὶ εἶχε σχηματίσῃ τὴν πεποίθησιν ὅτι τὸν ἐδολιεύοντο ἐπίτηδες, ἐπείσθην δὲ ὁριστικῶς πλέον ὅτι ἦτον μονομανὴς εἰς ὃν εἶχε περάσῃ ἅπαξ ἡ ἰδέα ὅτι ἐκεῖ ἦτον μεταλλεῖον του ἰδιόκτητον, καὶ δὲν ἠμποροῦσε πλέον νὰ τοῦ ἔβγῃ, καὶ ἔπλαττε διὰ τῆς φαντασίας του ὅ,τι ἤθελεν, ἀδιαφορῶν καὶ μὴ δίδων καμμίαν σημασίαν εἰς τὰ πράγματα, ἀξιῶν δὲ καὶ ἐλπίζων νὰ πωλήσῃ εἰς ἑταιρίαν ἢ ἄλλως νὰ πλουτήσῃ ἀπὸ τής πέτραις του ἁπλῶς μόνον διατὶ ἐγυάλιζαν καὶ διότι ἔτυχε νὰ συλλάβῃ τὴν γνώμην ὅτι ἦσαν πολύτιμοι. Ἀπόδειξις δὲ τούτου, περιττὴ ἄλλως, ἦτον καὶ ὅτι δὲν ἀπεθαρρύνθη διόλου, οὔτε ἔδωκε καμμίαν προσοχὴν καὶ ἐφεξῆς εἰς ὅσα τοῦ ἀνεκοίνωσα, ἐξηκολούθησε δὲ ἐρχόμενος καθεκάστην καὶ ἐπαναλαμβάνων τὰ αὐτὰ καὶ προσπαθῶν πάντοτε νά μὲ ὀτρύνῃ εἰς τὸ νὰ ἐνεργήσω καὶ ἐλέγχων με διὰ τήν ἀμέλειάν μου.

Ἐγὼ ἠγωνιζόμην κατὰ τὸ σύνηθες νὰ τὸν οἰκονομῶ ὅπως ἠδυνάμήν καλλίτερα καὶ ν' ἀπαλλάσσωμαι αὐτοῦ μίαν ὥραν γρηγορώτερα. Ἀλλὰ τὸ πρᾶγμα δὲν ἦτον καὶ τόσον εὔκολον. Καὶ ἀμφέβαλλε μὲν πλέον ἀρκετὰ περὶ τῆς εἰλικρινείας τῶν ἐνεργειῶν μου, τὸ ἀπέδιδεν ὅμως φαίνεται μᾶλλον εἰς ὀκνηρίαν μου παρὰ εἰς ἔλλειψιν διαθέσεως πρὸς τοῦτο. Καταγινόμενος δὲ νὰ μὲ ἐξαγάγῃ τῆς νάρκης μου ταύτης ὡς ἐνόμιζεν, ἐπολλαπλασίαζε τὰς ἐφόδους του καὶ μοῦ ἔλεγεν ὅτι ἡμεῖς οἱ νεώτεροι δὲν εἴμεθα ὅπως οἱ παλαιοὶ δραστήριοι καὶ μοῦ ἔφερε παραδείγματα καὶ μὲ ἐζάλιζε παντοιοτρόπως.

Ἐπὶ τέλους, ἐκ τῆς συχνῆς ἐπαναλὴψεως, ἀπολέσασα καὶ τὸ ψυχαγωγικῶς ἐνδιαφέρον τοῦ καινοφανοῦς, ἡ ὑπόθεσις εἶχεν ἀρχίσει νὰ γίνεται ἀρκετὰ ὀχληρὰ καὶ εἶχα ἀποφασίσει νὰ τελειώσω ἅπαξ διὰ παντός, διδομένης εὐκαιρίας, μαζί του.

Μίαν ἡμέραν, ἦλθεν ὡς συνήθως, πρωῒ-πρωΐ, καθ'ἣν στιγμὴν ἀκριβῶς ἐγώ, ἐνωρίτερον ἐγερθεὶς ἢ ἄλλοτε, ἤμουν ἐνησχολημένος εἰς σπουδαίαν τινὰ καὶ κατεπείγουσαν ἐργασίαν. Ἐνεθρονίσθη δὲ εἰς τὴν πολυθρόναν ὡς εἰκός, καὶ ἤρχισε νὰ φλυαρῇ, καπνίζων σιγάρον, ὅπερ ἔλαβεν ἀπὁ τῆς τραπέζης.

Ἀλλ' ἐγώ, βιαζόμενος καὶ νευρικός, τὸν διέκοψα ἀμέσως, μετ' ἀποτομότητος δι' ἣν ἠπόρὴσα καὶ μετενόησα κατόπιν καὶ ὁ ἴδιος, λέγων αὐτῷ δτι τόρα ἔχω ἐργασίαν, καὶ ἔπρεπε νὰ ἐννοήσῃ τόσον καιρὸν ὅτι δὲν γίνεται τίποτε, καὶ αὐτὰ εἶνε ἀνοησίαις, καὶ νὰ κυττάξῃ τὴ δουλειά του νά βρῇ καμμιὰ θέσι, γιὰ νὰ μην ψοφοῦν ἀπ'τὴν πείνα κι' αὐτὸς καὶ τὰ παιδιά του, καὶ νὰ μῆ μὲ σκοτίζῃ, καὶ τὰ τοιαῦτα.

Ὁ Μεγγλίδης ἀπέμεινε ἐπί τινα λεπτὰ ὁλοτελῶς ἄναυδος, καταπίνων διὰ των ὤτων τὰ λεγόμενα, ὡς μὴ ἐννοῶν, καὶ παρατηρῶν με ἀτενῶς. Ἡ πτυχὴ τῆς παρειᾶς του ἐξηλείφθη ὡς διὰ μαγείας καὶ τὸ ἰλλώπισμα τοῦ ὀφθαλμοῦ του ἔπαυσεν. Ἐφαίνετο ὡς βοῦς ὃν εὑρισκόμενον τέως ἐπὶ μακρὸν εἰς βύθος εἶχε διασείσῃ τις βιαίως ἀπὸ τῶν κεράττων ἵνα ἐξυπνήσῃ, ἢ οὗτινος, κτυπηθέντος αἰφνηδίως κατακέφαλα, διεκόπη οὕτως ἀπροσδοκήτως καὶ σκληρῶς ἐπίμονον ὂναρ. Ἔπειτα, διὰ κινήσεως ἀπαρραλάκτου ἀκριβῶς ὡς νὰ ἐξηγείρετο ἀπὸ ληθάργου, ἀνετινάχθη διαμιᾶς, ἐν στιγμῇ, ἀπὸ της πολυθρόνας, παραδόξως κάτωχρος, εὑρέθη ἐπἶ τῶν ποδῶν του ὄρθιος, καὶ ἀπολέσας πᾶσαν τὴν συνήθη εὐθυμίαν του.

—Κύριε Δημητράκη, εἶπεν, ἀσθμαίνων καὶ ἀσυναρτήτως, κύριε Δημητράκη... μὲ προσβάλλετε... ἐγὼ ἐνόμιζα... ὅτι ἐνδιαφέρεσθε... δέν ἐπίστευα ποτέ... σᾶς εἶπα ὅ,τι σᾶς εἶπα καλῇ τῇ πὶστει... ἐνόμιζα ὅτι ἠμπορούσαμε νά κάμουμε τὴ δουλειὰ μαζὶ... ἐκεῖ ποῦ θὰ ὠφελεῖτο ἕνας ἄλλος διατὶ νὰ μὴν ὠφεληθῆτε σεῖς... διότι, βλέπετε, συνδέομαι μὲ τὴν οἰκογένειάν σας... πατρογονικῶς... ἀλλὰ βλέπω... ἄλλα ἐπίστευα... λυποῦμαι πολύ... δὲν τό ἐπερίμενα ποτὲ ἀπὸ σᾶς, κύριε Δημητράκη!... Χαίρετε!

Καὶ ἀνεχώρησεν ἐξηρεθισμένος...

Ἔκτοτε δὲν τὸν ἐπανεἶδα. Οὔτε εἰς τὸ γραφεῖον μου ἐξαναπάτησεν, οὔτε εἰς τὸν δρόμον τὸν συνήντησα ποτέ, οὔτε ποθενά. Πρό τινων ὅμως μηνῶν ἔτυχε νὰ εὕρω τὸν Παναγιώτην, καὶ δὲν ἠξεύρω πῶς ἐνθυμηθεὶς αὐτόν, τὸν ἠρώτησα τί γίνεται ὁ Μεγγλίδης, ἔμαθα δὲ παρ'αὐτοῦ ὅτι εἶχε διορισθῇ ἐκ νέου εἰς θέσιν τινά. Τίς οἶδεν εἰς ποίαν ἐπαρχιακὴν ταβέρναν θὰ κυλίεται πάλιν τὴν στιγμὴν ταύτην ὁ ἀστεῖος! Τίς οἶδε πρὸς ποῖον θὰ ἐκμυστηρεύεται πάλιν, ἐν τόνῳ ὑψίστης ἐμπιστοσύνης, τὸ προσφιλές του ὄνειρον πλούτου, καὶ θὰ τοῦ περιγράφῃ τὸ φαντασικόν μεταλλεῖον του, —τρεῖς λόφοι εἶνε αὐτοί, βάθος ἀμέτρητον, ἔκτασις μεγίστη, τὸ βρέχει ἡ θάλασσα!... — , καὶ θὰ προσπαθῇ νὰ τὸν πείσῃ νὰ γίνῃ συμμέτοχος! Καὶ τίς οἶδε διὰ ποσοστὴν φορὰν θὰ τῷ ἐπαναλαμβάνῃ, μὲ τὸ σεσηρός του μειδίαμα τὸ πτυχοῦν την παρειὰν αὐτοῦ καὶ τὸ ἀδιάκοπον ἰλλώπισμα τοῦ δφθαλμοῦ, κύπτων πρὸς αὐτόν, τὴν περιώνυμον φράσιν του, τὴν χρησιμεύουσαν ὡς τὸ κατ' ἐξοχὴν ἐπιχείρημα πρὸς ὑποστήριξιν τῶν λόγων του, ἥτις τόσον μὲ διεσκέδασεν ὅτε κατὰ πρῶτον τὴν ἤκουσα καὶ τόσον μοῦ ἐτάραττε τὰ νεῦρα εἰς τὸ τέλος:

—Πέτραις τοῦ Θεοῦ θὰ δώσουμε, βουνὰ τοῦ Θεοῦ θὰ δώσουμε, λίραις στερλίναις θὰ πάρουμε!...