H Παραμονή του νέου έτους Αρσινόη Παπαδοπούλου Text encoded by Άννα-Μαρία Σιχάνη Text corrected by Βίβιαν Στάμου Encoding correcting by Άννα-Μαρία Σιχάνη 30 9900

Incorporated into the ELTeC on

Αθηναϊκά Ανθύλλια Αρσινόη Παπαδοπούλου Εν Αθήναις Εκ του Τυπογραφείου των Καταστημάτων Ανέστη Κωνσταντινίδου 1895

Ελληνικά Initial TEI version.

ΜΙΑΝ ἑσπέραν εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ βουλευτοῦ X * * *, ἡ συνομιλία περιεστρέφετο κατὰ τὸ σύνηθες ἀπὸ τῆς ἐπικειμένης διαλύσεως τῆς βουλῆς εἰς τούς νέους ἒκλογικοὺς συνδυασμούς, δὲν ἐνθυμοῦμαι ὅμως, πῶς ἔτυχε νὰ καταντήσῃ καὶ εἰς συζήτησιν περὶ προαισθημάτων. Ό οῖκοδεσπότης ἐπέμενεν, ὅτι πιστεύει εἰς τὰ προαισθήματα τόσον, ὅσον καὶ εἰς τὰς ὑποσχέσεις τῶν κυρίων ὑπουργῶν περὶ ἰσοζυγίου ἄλλος ὅμως ὑπεστήριζεν, ὅτι ἡ ψυχή, ἐπειδὴ εἶναι ἀθάνατος, ἒχει τὴν δύναμιν νὰ προβλέπῃ ἐνίοτε τὸ μέλλον. Γέρων -τις, ἐν ὃσῳ θέμα τῆς ὸμιλίας ἦσαν τὰ πολιτικά, ἐφυλ- λομέτρει μελαγχολικῶς τό Album τῶν φωτογραφιῶν μόνος εἰς μίαν γωνίαν, καθώς ὅμως εἶεν, ὅτι ἒλαβεν ἄλλην τροπήν, ἦλθε νὰ λάβῃ καὶ αὐτὸς μέρος. Ἡτο Γερμανός, ἐκ τῶν ἐλθόντων εἰς τὴν Ἐλλάδα μετὰ τοῦ Ὄθωνος, λἀτρις δὲ τῆς φιλοσοφίας καὶ τῆς ἀρχαιότητος, ἒτρεφε πρὸς την θετήν του πατρίδα ἀγάπην ἀγνὴν καὶ εὐγενῆ.

—Δὲν προαισθάνεται μόνον τὸ μέλλον ἡ ψυχῆ, εἶπεν, ἀλλἀ καὶ τὸ γνωρίζει· γνωρίζει, τί δοκιμασίας ἔχει νἀ ὑποστῇ, ἐνὅσω ζῇ ἐδῶ, διότι αὐτὴ ἡ ἰδία τὰς ἐξέλεξε. —Τί εἶναι αὐτά, 'ποῦ μᾶς λέγεις ! Ἑξηγήσου καλλίτερα, τὸν διέκοψέ τις φιλοπερίεργος. —Ναί, ἡ ψυχὴ φέρεται πρὸς τὸ τέλειον ἐμφύτως· νόμος πανίσχυρος ἕλκει αὐτὴν πρὸς τὴν ἀρετὴν μὲ ὅσην δὑναμιν ἔλκει ὴ βαρύτης πρὸς την γῆν τὸν λίθον τον πίπτοντα. Πρὶν ἢ δεσμευθῇ λοιπὸν ἐδῶ, ἔπασχε καὶ ἐβασανίζετο, ἓνεκα τίς οἶδε τίνων προηγουμένων καταπτώσεων, καὶ μόνη της προδιέγραψε τὰς δοκιμασίας, διὰ τῶν ὁποίων πρέπει νὰ διέλθῃ, διὰ ν' ἀποκομίσῃ, ὅταν ἀπέλθῃ, νέα στοιχεῖα τελειοποιὴσεως καὶ προόδου. —Διατί δὲν τὰ ἐνθυμούμεθα λοιπὸν αὐτά ; Ἔπρεπε νὰ τὰ ἐνθυμούμεθα. . . —Εἶναι φυσικὸν τὸ ὅτι μᾶς διαφεύγουν. Τὸ σῶμά μας, βαρύ καθὼς εἶναι, μᾶς πιέζει πανταχόθεν καὶ μᾶς κρατεῖ προσηλωμένους ἐδῶ δι΄ ὅλων των αἰσθήσεών μας. Ἀλλ' οὔτε μὰς εἶναι ἀναγκαῖον εἰς τὴν παροῦσαν ζωήν μας τὸ παρελθὸν μὲ τὰς ἀτελείας του. Ἐνώπιόν μας ἐκτείνεται ἡ αἰωνιότης καὶ ὡς σύνθημα ἐλάβομεν νὰ βαδίζωμεν ἀτενὶζοντες πρὸς τὰ ἐμπρὸς καὶ οὐχὶ ὀπίσω. Ἐνίοτε ὅμως, εἰς σπουδαίας περιστάσεις τοῦ βίου μας, αἱ ἀναμνήσεις ἐκεῖναι μᾶς ἔρχονται ὡς ἀμυδρὰ προαισθήματα καὶ μᾶς δεικνύουσι, τί μέλλει νὰ μᾶς συμβῇ. —Σὰν σκοτεινὴ πολὺ μοῦ φαίνεται ἡ φιλοσοφία αὐτὴ, παρετήρησεν ὁ οἰκοδεσπότης,καὶ δὲν χωρεῖ'ς τὸ δικό μου τὸ κεφάλι.. —Ἐὰν ἦτο σωστὸ αὕτό, ἐπενέβη ἄλλος, ἒπρεπεν ὅλοι μας νὰ ἒχωμεν προαισθήματα· καὶ ὅμως δὲν εἶχα ποτέ μου ἐγὼ κανένα... καὶ εἶμαι έξῆντα χρόνων... —Πόσαις φοραίς, παρετήρησε τρίτος, εἶχα ἑγώ τό προαίσθημα, ὅτι θὰ ἔβγω βουλευτής· καὶ ὃμως πάντοτε ἀπέτυχα!

—Ἑμένα μοῦ φαίνεται, ἐξηκολούθησεν ὁ οἰκοδεσπότης ὅτι ἡ δική μου ἡ ψυχή, ὅταν ἦλθεν εἰς αὐτὸν τὸν κόσμον, δὲν εἶχεν ἂλλον πόθον παρὰ πῶς ν΄ἀπολαύσῃ περισσότερὸν τὰς εὐχαριστήσεις τῆς ζωῆς· καὶ στραφεὶς πρὸς τὴν σύζυγόν του·Εὐανθία, τὴν ἠρώτησε, μ'ἓνα καφέ καὶ μ ' ἓνα κονιὰκ σκοπεύεις νὰ μᾶς περάσῃς ἀπόψε; Ἄνοιξέ μας καὶ μερικαὶς μποτίλλιαις κρασὶ ἀπὸ τὸ παλαιὸ τὸ Σαμιώτικο. Χρειάζεται καλὸ κρασὶ, διὰ νὰ τὰ ἐννοήσῃ κανεὶς αὐτά. —Εἶναι σωστό, ὅτι τὰ προαισθήματα ἀληθεύουν, εἶπε κομψὴ κυρία πλησιάζουσα πρὸς τούς συζητοῦντας, ἀλλ ἀληθεύουν μόνον εἰς ὅσους τὰ πιστεύουν... —Δὲν τὰ ἐπίστευα ποτέ μου, παρετήρησεν ἂλλη ἡλικιωμένη καὶ πενθηφοροῦσα, δὲν ἐγνώριζα μάλιστα, τί θὰ εἶπῃ προαίσθημα, ὅταν ἤμην ἀμέριμνος καὶ εὐτυχὴς κὸρη· καὶ ὅμως μοῦ συνέβη τότε κάτι τι, ὣστε ἒκτοτε τὰ πιστεύω μέ ὅλην μου τὴν πεποίθησιν. —Τί σοῦ συνἐβη ; τὴν ἠρώτησεν ἡ οἰκοδέσποινα. —Πῶς ἤθελα νὰ εἶναι καμμία ὡραία ρομαντικὴ ἰστορία! Παρετήρησεν ὴ Ἐλενίτσα, ἡ δεκαπενταετὴς κόρη τοῦ οἰκοδεσπότου, ἐβαρέθηκα κάθε βράδυ ν' ἀκούω ὅλο πὸλιτικά ! —Λυποῦμαι, διότι δὲν εἰμπορῶ νὰ σ' εὐχαριστήσω, μικροῦλά μου, ἡ ἱστορία μου εἶναι λυπηρά. —Δὲν πειράζει· καλλίτερα, ὁ πατέρας δἐν θὰ θέλῃ νὰ τελειώσῃ ἡ βραδειὰ μὲ μελαγχολίας καὶ θὰ μᾶς ἀφήσῃ νὰ χορεύσωμε ἔπειτα λιγάκι, αἴ πατέρα ; —Θὰ σᾶς ἀφήσω· ἀλλὰ μὲ τὴν συμφωνίαν νὰ μᾷς διηγηθῇ πρῶτα ἡ Κυρία Ἀννίκα τὴν ἱστορίαν της· ἔχω πολλὴν περιέργειαν νὰ μάθω, πῶς ὰλῆθεύουν αὐτἀ τὰ αἰσθήματα.... αὐτὰ τὰ προαισθήματα, πρὸ πάντων, ὅταν ἔρχωνται εἱς κυρίας. Ἀρχίσατε, Κυρία, σᾶς παρακαλοῦμεν.

—Ἀφοῦ ἐξαρτᾶται ἀπὸ ἐμὲ νὰ διασκεδάσῃς ἀπόψε μικροῦλά μου, θὰ προσπἀθήσω νὰ σ' εὐχαριστήσω, ἀλλὰ θὰ εἶμαι σύντομος. — Ἂ! ὅχι, σύντομαις ἱστορίαις, δὲν θέλομε· τὸν χειμῶνα αἱ βραδειαὶ εἶναι μεγάλαι· θὰ μᾶς κάμῃς τακτικὰ ὅλας τὰς ἐξομολογήσεις σου, ἐπενέβη ἡ οἰκοδέσποινα, ἣτις ύπῆρξε συμμαθήτριά της. θὰ ἐνθυμηθῶ καἰ ἐγώ τὰ νειάτα μου, ὅταν σ' ἀκούσω νὰ διηγῆσαι τὰ περασμένα. Ἡ πενθηφοροῦσα κυρία ἐδίστασεν, ἀλλ' ἡ μικρά της φίλη προσήλωσεν ἐπ αύτῆς βλέμματα τόσον παρακλητικά, ὤστε μετά τινα σιωπήν ἤρχισεν ὡς ἐξῇς. « Ἐνθυμεῖσθε τὴν οἰκίαν, τὴν ὁποιαν εἶχεν ἀγοράσει τελευταίως ὁ πατήρ μου· ἦτο τότε ἐκτὸς τῆς πόλεως, σχεδὸν εἰς τήν ἐξοχήν καὶ ἦτο καὶ παλαιὰ μὲ ἰδιότροπον σχέδιον· ἀλλ εἶχε κῆπον ἐκτεταμένον καὶ ἄλλην περιοχὴν ἀπέραντον, ὥστε ἡμεῖς τὰ παιδία την ἠγαπήσαμεν ἐξ ἀρχῆς πολύ περισσότερον παρὰ την κομψὴν καὶ ὡραίαν οἰκίαν, τὴν ὁποίαν ἀφήσαμεν ἐντὸς τῆς πόλεως, διὰ νὰ ἔγκατασταθὼμεν ἐκεῖ. Εὑρισκόμεθα εἰς αύτὴν ἀπὸ τεσσάρων μηνῶν καὶ ἡτοιμαζόμεθα νὰ ἑορτάσωμεν τὸ νέον ἒτος. Ἄλλοτε ἡτοιμάζομεν ὡραῖον δένδρον τῶν Χριστουγέννων· καὶ περιεμένομεν μὲ ἀνυπομονησίαν νὰ κρεμάσουν εἰς αύτὸ τὰ δῶρά των ὁ πατὴρ καὶ ἡ μήτηρ μας. Ἀλλὰ τὸ ἔτος ἐκεῖνο ἐγνωρίζομεν, ὅτι δὲν εἵχομεν νὰ λάβωμεν μεγάλα πράγματα, διότι ὁ πατήρ μας εἶχεν ὑποστῆ μεγάλην οἰκονομικὴν καταστροφὴν καὶ ἔκτοτε ὁ βίος μας εἶχε γείνει ἀπλούστατος καὶ ὅμως ἡ χαρά μας ἦτο ἀπερίγραπτος. Πρὸ ὀλίγων μηνῶν εἶχον τελειώσει τὰ μαθήματά μου· ἐπὶ τρία κατὰ συνέχειαν ἔτη εἶχον μείνει ὡς ἐσωτερικὴ μαθήτρια ἐντὸς Παρθεναγωγείου καὶ τώρα, ὅτε ἐπανῆλθον εἰς τήν οἰκίαν, ἡ μήτηρ μου μ' ἐσυνείθιζεν εἰς τὰς ἐργασίας τοῦ νοικοκυριοῦ. Δὲν ἔλειπον δέ ποτὲ αἱ ἐργασίαι ἀπὸ τὴν ἐξοχικήν μας κατοικίαν, διότι εἲχομεν ὀργανίσει ὀρνιθῶνα εὐρύχωρον, ὁ πατήρ μου ἐπίσης εἶχεν ἀγοράσει χάριν τοῦ μικροῦ ἀδελφοῦ μου ὡραίαν κατσίκαν τῆς Μάλτας, ἡ ὁποία εἶχε γεννήσει δύο χαριὲστατα μικρά. Μᾶς ἀπησχὸλει ἐπίσης ἀρκετὰ καὶ ὁ κῆπος πότε με τὰ ὀπωρικά του καὶ πότε μὲ τὰ ἄνθη του. Τὴν παραμονὴν λοιπὸν τοῦ νέου ἒτους αἱ ἀδελφαί μου καὶ ἐγώ, ἐζυπνήσαμεν πολὺ ἐνωρίς, μόλις εἶχε φέξει, καὶ κατὰ την συνήθειάν μας ἐτρέξαμεν εἰς τὴν αὐλήν. Ἀφ' ἐσπέρας, ὅταν ὅλοι πέριξ τῆς μεγάλης τραπέζης ἐβοηθήσαμεν τὴν μητέρα μας νὰ κάμῃ τοὺς κουραμπιέδες, τὸ ἀπαραίτητον αὐτὸ Ἁγιοβασιλειἀτικον γλύκισμα, τὴν εἶχον πείσει νὰ μὲ ἀφήσῃ νὰ κάμω ἐντελῶς μόνη μου τὴν βασιλόπητταν. —Νὰ μὴν ἒμβῃς διόλου εἰς τὴν κουζίνα, τὴν παρεκάλεσα. —Διατί ; μὲ ἠρώτησε, διὰ νὰ ἔχῃς σύ ὃλο τὸ καμάρι, ἂν ἐπιτύχῃ ;_ — Ναί.. —Καλά, ἂν ἐπιτύχῃ· ἀλλ ' ἐφέτος ἂν τὴν χαλάσῃς ; Φαντάσου μάλιστα ἂν μᾶς φέρῃ ὁ πατέρας σου καὶ κανένα μουσαφίρη τὸ βράδυ, τί ἐντροπὴ θὰ εἶναι καὶ διὰ τὰς δύο μας ! —Θὰ ἐπιτύχῃ, νὰ ἰδῇς. —Θὰ σὲ βοηθὴσωμε καὶ μεῖς, ἐπενέβησαν αἱ δύο μου ἀδελφαί· αὕριον δὲν ἔχομε σχολεῖον. —θὰ τὴν βοηθήσητε μόνον εἰς τὸ ζύμωμα, ἀπήντησεν ἡ μήτηρ μου, διότι ἂν χαλάσῃ δὲν θὰ ἔχετε ἐφέτος ἐφέτος πῆτταν. —Μεγάλο πρᾶγμα! παρετήρησεν ἡ Φόφη, ἡ τολμηρὰ ἀδελφή μου, ἡ ὁποία, ἂν καὶ κατὰ δύο ἒτη μικροτἐρα μου ἐφαίνετο πάντοτε ἡ μεγαλητέρα· σὰν νὰ μὴν ἔχῃ ὁ Γερμανικός φοῦρνος ἔτοιμαις βασιλόπητταις, καὶ πλέον ὡραίαις μάλιστα ἀπὸ τὴν ἰδικήν μας ! Εἶχεν ἄδικον ἡ Φόφη· ἐσχεδίαζον νὰ κάμω τὴν ὡραιοτέραν βασιλόπητταν, ἡ ὁποία εἶναι δυνατὸν νὰ γείνῃ καὶ διὰ νὰ εἶναι κάτι τι ἐντελῶς ἒκτακτον, εἶχον λάβει ὁδηγίας ἀπὸ κυρίαν Κωνσταντινοπολίτισσαν φημιζομένην διὰ τήν ἐπιτηδειότητά της εἰς τὰ τοιαῦτα. Τὸ νὰ παρουσιάσω εἰς τὸν πατέρα μου ἔξαφνα μίαν μεγάλην καλοζυμωμένην καὶ καλοεψημένην πῆτταν καὶ νὰ εἶναι αὓτη ἐντελῶς ἔργον ἰδικόν μου ἦτο κατόρθωμα, τὸ ὁποῖον ὠνειρευόμην πρὸ πολλοῦ· διότι ὁ πατήρ μου- ηὐχαριστεῖτο πολύ, ὁσάκις μ' ἒβλεπε νὰ καταγίνωμαι εἰς οἰκιακὰς ἐργασίας· ὅταν μάλιστα ἐπαρουσίαζα εἰς τὸ γεῦμα γλύκισμα τῆς κατασκευῆς μου, τὸ ἔτρωγε μὲ τόσην ὅρεξιν, ὤστε ἐκέντα τὴν φιλοτιμίαν μου. Εὐτυχῶς δὲ τὸ γάλα καὶ τἀ αὐγὰ δὲν μᾶς ἔλειπον, ὣστε καὶ ἐὰν ἀπετύγχανον εἰς τίποτε, χάρις εἰς τούς εὐκὸλους στομάχους τῶν ἀδελφῶν μου, ἐξηφανίζετο ἀμέσως καὶ δὲν ἐπαρουσίαζα εἰ μὴ μόνον τάς ἐπιτυχίας μου. Ἐτρέξαμεν λοιπὸν εἰς τὴν αὐλήν· τὴν πρωἴαν ἐκείνην τὴν ἐνθυμοῦμαι τόσον ζωηρά, ὡς νὰ ἦτο σήμερον· ἡ Κοῦλα, ἡ μικροτέρα ἀδελφή μου, ἔσπευσε ἀμέλξῃ τἡν κατσίκαν· μοῦ φαίνεται, ὅτι τὴν βλέπω ἀκόμη γονατιστήν, καθὼς τἡν ἤμελγεν. —Κύτταξε, τί πολὺ γάλα ! μοῦ ἑφώναξεν ἀπὸ μακροά. Ἀλλ' ἀμέσως μὲ ἔν του λάκτισμα τὸ ἰδιότροπον ζῷον ἀνέτρεψε τὸ ἀγγεῖον καὶ τὸ γάλα ἐσχημάτισε ῥυάκιον εἰς τὸ μέσον τῆς αὐλῆς. Ἡ μικρὰ ἢρχισε νὰ κλαίῃ· πῶς θὰ γείνῃ ἡ πῆττα χωρὶς γάλα ; ἔλεγε. —Τί κλαῖς ! Παρετήρησεν ἡ Φόφη, μὲ τὰ κλάμματα δὲν διορθώνεται τίποτε ! Εἶδα πρὶν ἀπ' ἐπάνω ἀπ'τό παράθυρό μας τὸν γαλατᾶ, στέκεται μὲ ταῖς κατσίκαις εἰς τά χωράφια, ἐμπρὸς ἀπὸ τοὺς Ἀσωμάτους· τρέξετε νὰ τὸν προφθάσωμε, πρὶν 'πάγῃ μέσα 'ς τὴν πόλιν. Καὶ ἀμέσως, χωρὶς καπέλλα, χωρὶς ἐπανωφόρια, μ' ὅλον τὸ ψῦχος τοῦ Δεκεμβρίου, ἠνοίξαμεν τὴν βαρεῖαν ἐξώθυραν καὶ εὑρέθημεν καὶ αἱ τρεῖς ἔξω. Ἒξω ἐβασίλευεν ἀκόμη ἄκρα σιγή· μόνον τὰ ᾂσματα τῶν πετεινῶν τῆς γειτονιᾶς διέκοπτον ἐνίοτε αὐτήν·καὶ τὰ κάρρα,τὰ ὁποῖα ἢρχοντο ἀπὸ τὴν Πεντέλην φορτωμένα μὲ πέτρας. Ἀλλὰ δὲν εἲχομεν νὰ φοβηθῶμεν ἀπὸ τίποτε, διότι μᾶς συνώδευεν ὁ Τοῦρκος, ὁ φὸβερὸς καὶ πιστός μας σκύλος· ἂν καὶ ῥωμαλεώτατος καὶ πελώριος τὸ ἀνάστημα, ἐπήδα μὲ ἐλαφρότητα ὰξιοθαύμαστον, καὶ τοῦτο ηὕξανε τούς γέλωτας καὶ τὴν ὄρεξίν μας διὰ τὸ τρέξιμον. Ἐπανήλθομεν ὀγρήγορα εἰς τὴν οἰκίαν κάὶ ἠρχίσαμεν ἀμέσως τὸ ἒργον μας, ἡ Φόφη ἐκοσκίνισε τὴν ζάχαριν, ἡ Κοῦλα ἐκτύπα τὰ αὐγὰ καὶ ἡ πῆττά μας προώδευε θαυμάσια· τὴν ἐζυμώσαμεν, τὴν ἐτρίψαμεν φιλοτιμούμεναι, ποία ἀπὸ τὰς τρεῖς μας νὰ δείξῃ περισσοτέραν ἐπιτηδειότητα, περισσοτέραν ταχύτητα, ὣστε, ὅταν ἐξύπνησεν ἡ μήτηρ μας, ἦτο πλέον ἓτοιμη καὶ σκεπασμένη ὕπὸ τὰ μάλλινα σκεπάσματα, διὰ ν' ἀναίβῇ. Συχνὰ ὅμως ἡ Φόφη καὶ ἐγώ ἐβυθίζαμεν τὸν δάκτυλον εἰς τὴν ζύμην της καὶ ἡ μία ἠρώτα ἐμπιστευτικῶς τὴν ἄλλην, ἀνέβηκεν ἢ δὲν ἀνέβηκεν ; Ἔπὶ τέλους ὅμως ἐσκέφθην «τὴν ξεσκεπάζομε τόσον συχνά, ὣστε δὲν θ ' ἀναιβῇ ποτέ ; Ἄς τὴν ἀφήσωμεν ἥσυχον πολλὰς ὣρας». Καὶ πραγματικῶς, ὅταν μετὰ τὸ γεῦμα ἀπεφασίσαμεν καὶ τὴν ἐξεσκεπάσαμεν, δὲν μᾶς ἔμενε πλέον ἀμφιβολία περὶ τῆς ἐπιτυχίας· ἡ πῆττά μας εἶχε φουσκώσει ὡραιότατα καὶ τὰ γράμματα, τὰ ὁποῖα εἵχομεν σχηματίσει ἐπ' αὐτῆς, ἐξεῖχον ὡς μικρὰ ἀνὰγλυφα ! Ἦσαν τὰ ἀρχικὰ ψηφία τοῦ ὀνόματος τοῦ πατρός μας καὶ οἱ τέσσαρες ἀρἰθμοὶ τοῦ ἔτους.

Μὲ πόσον καμάρι τἡν παρεδώσαμεν εἰς τὴν ὑπηρέτριαν, διὰ νὰ τἡν ὕπάγῃ εἰς τὸν φοῦρνον ! Καὶ ὅταν αὓτη ἐπέστρεψε, δὲν ἐπεριμέναμεν πλέον νὰ ἒλθῃ ἡ ῶρα τοῦ δείπνου διὰ νὰ τὴν δείξωμεν εἰς τὴν μητέρα μας, ἀλλ ' ἐπήραμεν καὶ αἱ δύο τὸ μεγάλον ταψίον μὲ τὴν εὐωδιάζουσαν πῆτταν εἰς χεῖράς μας καὶ ἐτρέξαμεν εἰς τὸ δωμάτιόν της. —Καλέ, αὐτὴ μοιάζει σἂν ἀφρᾶτο παντεσπάνι! μᾶς εἶπεν ἐκείνη θαυμάζουσα τόσον, ὃσον καὶ ἡμεῖς. Ποτέ μου δὲν μοῦ ἐπέτυχεν ἐμένα ἔτσι ἡ βασιλόπηττα ! Γειὰ 'ς τὰ χέρια σας ! Ἐσπεύσαμεν νὰ ἐτοιμάσωμεν τὴν τράπεζαν τοῦδείπνου, ἀλλ' ἡ ἐσπέρα ἐκείνη μοὶ ἐφαίνετο ἀτελείωτοςἡ ἀνυπομονησία μου, ἓως νὰ ἒλθῃ ὁ πατήρ μου, ἦτο ἀπερίγραπτος. Ἀφ ' ὅτου εἶχον ἐγκαταλείψει τὰ μαθητικὰ θρανία, τὸ παραμικρὸν μὲ καθίστα εὐτυχῆ· ὁ καθιστικὸς βίος καὶ ἡ μελέτη ἀδιάκοπος ὡς εἶναι δυστυχῶς, κατὰ τὴν ἡλικίαν, κατὰ τὴν ὁποίαν τὰ κοράσια ἔχουσι τόσην ἀνάγκην κινήσεως καὶ φαιδρότητος, ἀφαιρεῖ ἐνίοτε ἀπ 'αὐτὰ ὅλην τὴν ζωηρότητά των. Ὄτε ἤμην μάλιστα ἐσωτερικὴ μαθήτρια, ὑπέφερα πολύ, ὣστε τώρα, ὅτε εἶχον ἀποδοθῆ ὅλη εἰς τὴν φύσιν καὶ εἰς τοὺς καλούς μου γονεῖς, δὲν ἐχόρταινα τὴν ἐλευθερίαν μου. Μὲ πόσην συγκίνησιν ἐνηγκαλίσθην τὸν πατέρα μου, ὅταν εἰσῆλθεν εἰς τἡν τραπεζαρίαν τὸ ἑσπέρας ἐκεῖνο καὶ προσέφερον εἰς αὐτὸν τὸ μικρὸν δῶρον, τὸ ὁποῖον εἶχον ἐτοιμάσει ! —Νά μου ζήσῃς· νὰ μοῦ ζήσετε ὅλα, μᾶς εἲπεν, ἐν ῷ μᾶς ένηγκαλίζετο καὶ μᾶς ἐμοίραζε καὶ αὐτὸς τὰ δῶρά μας. Δὲν μᾶς εἶχε φέρει μουσαφίρην, διὰ νὰ ἒχωμεν περισσοτέραν ἐλευθερίαν εἰς τὰς διασκεδάσεις μας. Εἰς ἐμὲ προσέφερεν ἒν μικρὸν κουτίον· τὸ ἢνοιξε καί μου ἐ- πέρασεν εἰς τὸν βραχίονα βραχιολάκι κομψότατον.

—Eἶναι τὸ πρῶτον κόσμημα, τό ὁποῖον λαμβάνεις, εἶπεν, ἦτο ὁ πόθος τῆς μητρός σου νὰ σοῦ κάμωμεν ἐφέτος δῶρον ντεμοαζελλίστικο·εἶδα πολλὰ εἰς τὰ χρυσοχοεῖα, πρὶν ἐκλέξω, ἀλλὰ μεταξὺ ὅλων αὐτό μου ἐφάνη τόσον κομψόν, καὶ τόσον ἀσυνείθιστον, ὤστε τὸ ἐπροτίμησα ἀπὸ ἄλλα πολυτελέστερα. Καὶ πραγματικῶς ἦτο ὠραιότατον τὸ βραχιολάκι ἐκεῖνο ἐν τῇ ἀπλότητί του· παρίστα ὄφιν μὲ λεπτὰ μαργαριταράκια καὶ μὲ ῥαβδώσεις τεχνικάς, ἀλλ' ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον προσέθετε πολὺ εἰς τὴν κομψότητἀ του, ἦτο τὸ χρυσοῦν στέμμα, τὸ ὁποῖον ἐφόρει εἰς τὴν κεφαλήν. —Ἐπροτίμησα τὸ βραχιολάκι αὐτό, ἐξηκολούθησε, διότι μου ἐνθύμισε τὸν ἀγαθὸν δαίμονα τῶν Νεοπλατωνικῶν. Οἱ φιλόσοφοι ἐκεῖνοι εἰκόνιζον τὸν φύλακα ἄγγελον ὡς ὄφιν μὲ χρυσᾶς ἀκτῖνας πέριξ τῆς κεφαλῆς, εἶναι ὡραῖον σύμβολον, σοὶ τὸ προσφέρω, Ἀννίκα μου, μὲ τὴν εὐχὴν νὰ ἔχῃς πάντοτε πλησίον σου ἀγαθὸν δαίμονα, ὁ ὁποῖος νὰ σὲ φυλάττῃ εἰς ὅλας τὰς περιστάσεις τῆς ζωῆς σου. —Ἀμήν, προσέθεσεν ἡ μήτηρ μας. Κατόπιν προσεφέραμεν καὶ εἰς τὴν μητέρα μας μικρὰ ἐργόχειρα καὶ ἐκαλέσαμεν καὶ τὴν γραῖαν ὑπηρέτριάν μας νὰ ἔλθῃ νὰ λάβῃ καὶ αὐτὴ ἀπὸ τούς γονεῖς μας τὰ ὰγιοβασιλειάτικά της. —Κὸψε τώρα τὸν σταυρὸν εἰς τὴν πῆτταν, εἶπεν ἡ μήτηρ μου εἰς τὸν πατέρα μου, ἐνῷ ἐκαθήμεθα εἰς τὸ δεῖπνον. Ἀλλὰ τὴν στιγμὴν ἑκείνην βαρύς κτύπος ἠκούσθη εἰς τὴν ἐξώθυραν· ἡ ὐπηρέτρια ἔτρεξε ν' ἀνοίξῃ καὶ ὅταν ἐπανῆλθεν, ἐκράτει ἓν χαρτίον μὲ πένθιμον περιθώριον καὶ τὸ ἔρριψεν ἐπὶ τῆς τραπέζης. —Ὤ, καϋμένη ἀπέθανε λοιπόν ! ἀνεφώνησεν ἡ μήτηρ μου περίλυπος. Ἡσθένει βαρέως πρὸ ἡμερῶν ἡ σύζυγος τοῦ τότε προέδρουτοῦ Ἀρείου Πάγου· ἦτο σεβασμία καὶ ἀγαθωτάτη κυρία, τὴν ὁποίαν ἡ μήτηρ μου ἠγάπα πολύ. Τὸ δὲ προσκλητὴριον ἐκεῖνο ἦτο διὰ τὴν κηδείαν της. —Καὶ δὲν θὰ εἲμπορέσω νὰ ὑπάγῳ καὶ ἐγὼ αὕριον, παρετήρησε μέ λύπην· αὕριον θὰ ἒχω ὅλην τὴν ἡμέραν ἐπισκέψεις. —θὰ πεταχθῶ ἐγὼ μίαν στιγμὴν εἰς τὴν κηδείαν, ἀπὴντησεν ὁ πατήρ μου· ὁ καϋμένος ὁ γέρων θὰ εἶναι ἀπαρηγόρητος. Ἔλαβον καὶ ἐγώ εἰς χεῖράς μου τὸ προσκλητήριον ἐκεῖνο, μὲ τὸ βαρὺ πένθιμον περιθώριον, ἀλλ΄ ἐν ᾧ τὸ ἀνεγίνωσκον, αἴφνης σκέψις ἀπροσδόκητος διῆλθε τὸν νοῦν μου. Κάποιος ἀπὸ ἡμᾶς δὲν θὰ εἶναι τοῦ χρόνου, ἐσυλλογίσθην, καὶ ἀμέσως μοὶ ἐφάνη, ὅτι πέπλος μελανὸς ἐσκίασε διὰ μιᾶς ὅλον τὸ δωμάτιον. Ὢ, δὲν εἰμπορῶ νὰ περιγράφω τί ᾑσθάνθην τότε! Ἀνήσυχος ἤγειρα τοὺς ὀφθαλμούς μου πρὸς τὸν πατέρα μου. Ὄρθιος εἰς τὸ πλευρόν μου ὁ πατήρ μου τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἔκοπτε τὴν πῆτταν ἐν πλήρει ἀκμῇ καὶ ζωῇ ! Ὁ πατέρας δὲν θὰ εἶναι τοῦ χρόνου! Ταχεῖα ὡς ἀστραπὴ διῆλθε τὸν νοῦν μου ἡ σκέψις αὕτη, ἀλλά μοι ἀφῆκε πόνον παράδοξον, ὡς ἂν ἐλαβον εἰς τὴν καρδίᾶν πραγματικὸν κτύπημα ! —Τοῦ σπιτιοῦ ! ἀνέκραξε φαιδρῶς ὁ πατήρ μου θέτων κατὰ μέρος τὸ πρῶτον τεμάχιον τῆς πήττας. Ἰδικόν σου, ἐξηκολούθησε κόπτων τὸ δεύτερον διὰ τἡν μητέρα σου. —Ὄχι· ὕστερα ἀπὸ τὸ κομμάτι τοῦ σπιτιοῦ ἔρχεται τὸ κομμάτι τοῦ νοικοκύρη. —Ἂς εἶναι· ἰδικόν μου. Ἰδοὺ τώρα τὸ ἰδικόν σου, εἶπε,προσφέρων εἰς αύτὴν τὸ τρίτον. —Τῆς Ἀννίκας, ἐξηκολούθησε, τῆς Φόφης, τῆς Κούλας, τοῦ Νίκου, ὀνομάζων τὰ τεμάχια ἐνῷ τὰ ἔκοπτε. Mοί ἔδωσε τὸ ἰδικόν μου, καί μοι ηὑχήθη καὶ τοῦ χρόνου· καὶ τοῦ χρόνου ἀκόμη μαζύ μας σὲ θέλω, εἶπεν. Ὄταν περὰσουν ἀκόμη δύο τρία χρόνια, τότε θὰ σ΄εὐχηθῶ νὰ κόψωμε τὴν βασιλόπηττα'ς τὸ σπὶτι σου. —Τ'ἀκούεις, Ἀννίκα μου ; Ἀλλ'ἐγὼ δὲν ἐπρόσεχον· ὁ νοῦς μου ἐπλανᾶτο μακρὰν εἰς πελάγη σκοτεινὰ καὶ μυστηριώδη καὶ εὐρισκόμην εἰσέτι ὑπὸ τὸ κράτος μελαγχολίας βαρείας· μ'ἒσυρεν ἐλαφρῶς ἀπὸ τὴν μακράν μου πλεξίδα μὲ τὴν θωπείαν, τὴν ὁποίαν τόσον ἐσυνείθιζε. —Τί συλλογίζεσαι; μὲ ἠρώτησε, τὰ καράβια σου ἐπνίγηκαν; —Ἔχει κόκκαλα μἐσα ἡ πῆττα, παρεπονἐθη αἴφνης ὁ Νῖκος ὁ μικρὸς ἀδελφός μου, ἐν ῷ ἔτρωγε βιαστικά. —Στάσου, στάσου, ἒσπευσε νὰ εἵπῃ ἡ μἡτηρ μου, ἐνῷ ἐθετε τὸν δάκτυλόν της εἰς τὸ στόμα του. —Τί εὐτυχῆς ὁ Νῖκος ! ἀνεφώνησεν ἡ Κοῦλα, ἣτις εἶχε κατακερματίσει ὅλον τὸ τεμάχιον τῆς πήττας εἰς τὸ πιἀτο της μὲ τὴν ἐλπίδα, ὅτι θὰ εὕρισκεν αὐτὴ τὸ πολύτιμον νόμισμα, ὁ Νῖκος ηὗρε τὸ εἰκοσιπενταράκι! Μετὰ τὸ δεῖπνον τὰ δύο μικρἀ μᾶς διηγήθησαν πολλὰ πράγματα· διότι εἶχον διέλθει ὤρας πολλὰς μὲ τὸν πατέρα μου εἰς τὴν ὁδὸν Ἐρμοῦ καὶ ἡ εὐθυμία καὶ ὁ θόρυβος, ὅστις ἐπικρατεῖ ἐκεῖ τὴν ἡμέραν ἐκείνην, τοὺς ἐκράτει ἀκόμη εἰς ἐνθουσιασμόν. Ἀλλὰ καὶ αἱ σφυρίκτραι καὶ ἡ ῥοκάνη, τἡν ὁποίαν ἀπεκόμισαν ἐκεῖθεν, προσέθετον οὐκ ὸλίγον εἰς τὴν ζωηρότητά των. Ἡ Φόφη ἕκαμνεν ἐπὶσης καὶ αὐτη τὸ μέρος της· ἐνῷ ἐβοήθει τὸν ἀδελφόν μου ν' ἀραδιάζῃ τούς στρατιώτας του ἐπὶ τῆς τραπέζης, ἕδιδε τὰ προστάγματα μὲ τόσην ὄρεξιν,ὣστε ἡ εὐθυμία της μετεδόθη καὶ εἰς ἐμέ· ἐλησμόνησα βαθμηδὸν μελεγχολίαν μου, καὶ ὅταν ἦλθεν ἡ ὣρα νὰ καλονυκτίσω τούς γονεῖς μου, ὁ ἐναγκαλισμὸς τῆς μητρός μου καὶ τὸ φίλημα, τὸ ὁποῖον ἀπέθεσεν ὁ πατήρ μου ἐπὶ τοῦ μετώπου μου μὲ τἡν εὐχὴν «ὁ Θεός μαζύ σου», διέλυσαν ἐντελῶς τὰς λυπηράς μου σκέψεις· μέχρι τῆς πρωἴας ἐκοιμήθην ἡσυχώτατα. Τὸν χειμῶνα ἐκεῖνον ἡ μήτηρ μου ἐσχεδίαζε νὰ δὠσῃ χάριν μου μίαν ἢ δύο μικρὰς συναναστροφάς εἰς τὴν οἰκίαν, διὰ νὰ μὲ εἰσαγάγῃ ὡς ντεμοαζέλλαν πλέον εἰς τὸν κύκλον τῶν φιλικῶν της οἰκογενειῶν. Ἢθελε νὰ μὲ κάμῃ ν ἀποβάλω ὀλίγον τὴν ὑπερβολικὴν δειλίαν, ἣτις μ' ἔκαμνεν, ὁσάκις εὑρισκόμην μεταξὺ ξένων, νὰ φαίνωμαι πάντοτε ὡς ἐντροπαλὴ μαθήτρια. Ἀλλά φιλάσθενος, καθώς ἦτο, ἠσθένησε πολλάκις, ὣστε διῆλθον την ἐποχὴν τῶν ἑσπερίδων καὶ τῶν χορῶν χωρὶς νὰ ὑποπτευθῶ κἂν πῶς διασκεδάζουν κατὰ τὸ διάστημα αὐτῆς αἱ νεάνιδες τῶν Ἀθηνῶν. Δὲν ἤμην ὅμως δυσηρεστημένη διὰ τοῦτο· συνήθως αἱ πρεσβύτεραι ἀδελφαὶ ἢ συντελοῦσιν εἰς τὸ νὰ ποθήσωσιν αἰ νεώτεραί των ἐνωρίτερον τοῦ συνήθους τὰς δια- σκεδάσεις τῶν νεανίδων ἤ μένουσι καὶ πέραν τοῦ δέοντος παιδία. Τῆς Φόφης ὁ ζωηρὸς καὶ ἰσχυρότερος χαρακτὴρ μὲ εἶλκε πρὸς τὸ μέρος της καὶ εὕρισκον ἀκόμη πολλὴν εὐχαρίστησιν πηδῶσα μαζύ της σχοινάκι ἤ στήνουσα κούνιας ὑπὸ τὰ δένδρα τοῦ κήπου μας. Ὁ καιρὸς λοιπὸν μέχρι τοῦ Πάσχα παρῆλθε χωρὶς νὰ τὸ ἐννοήσωμεν· την μεγάλην Δευτέραν ἡ νονὰ τοῦ ἀδελφοῦ μου μᾶς ἔστειλεν ἐν ὡραῖον ἀρνάκι ζωντανὸν καὶ χάριν τοῦ χαϊδευμένου βαπτιστικοῦ τὸ εἶχε στολίσει μὲ κορδέλλας καὶ μὲ κουδουνάκια· τὸ ἔστειλεν ἐνωρὶς διὰ νὰ τὸ χαρῶμεν τὸ καϋμένο, πρὶν θυσιασθῇ ὡς ἀρνὶ τῆς Πασχαλιᾶς· καὶ ἦτο τόσον ἢμερον, ὣστε μᾶς συνήθισεν ἀμέσως καὶ μᾶς ἠκολούθει παντοῦ ὡς σκυλάκι. Τὸ ἠγαπήσαμεν πολὺ καὶ παρεκαλέσαμεν τὸν πατέρα μας νὰ τὸ ἀφήσῃ νὰ μεγαλώσῃ καὶ αὐτὸ μαζὐ μὲ τὰ κατσικάκια, ἀλλ΄ἐστάθη ἀμετάπειστος. —Εἶχα άδικον, εἶπε ν' ἀφήσω καὶ ἐκεῖνα νὰ μεγαλὡσουν, διότι τώρα ἀναβαίνουν ἀπὸ τὰς κιγκλίδας καὶ καταστρέφουν τὸν κῆπον· δὲν ἄφησαν πλέον οὕτε βλαστοὺς οὕτε τρυφερὰ φύλλα. Ὄταν ἐπρόκειτο νὰ σφάξωμεν τὰς χῆνας, ἐχαλάσατε τὸν κόσμον· σᾶς ἤκουσα καὶ τότε, ἀλλὰ κατήντησαν καὶ αὐταὶ τα θηρία τῆς αὐλῆς· τὸ καϋμένο τὸ παιδάκι τοῦ περιβολάρη, ἀφ ὅτου τὸ ἐδάγκασαν, δὲν τολμᾷ πλέον νὰ ἔλθῃ νὰ συνάξῃ λαχανικά. Ἐλυπήθητε τὰ πουλάκια ὅλα ὅσα ἐκλώσσησαν αἱ ὅρνιθες καὶ τ΄ἀφήσαμεν καὶ αὐτὰ νὰ μεγαλώσουν, ἀλλὰ τώρα καὶ σεῖς ἀκόμη λέγετε, ὅτι στενοχωροῦνται τόσον πολλὰ περιωρισμένα εἰς ἕνα μέρος· δὲν εἰμποροῦμεν δὲ οὔτε νὰ σφάξωμεν καὶ κανένα, διότι ἡ Κοῦλα κλαίει εἰς τὸ τραπέζι, ὡς νὰ ἔχωμεν κηδείαν. Ἂν χαρίσω τὴν ζωὴν καὶ εἰς τὸ ἀρνί, δὲν θὰ τὸ ὠφελήσω διόλου· τὰ ἀρνάκια δὲν ζοῦν περιωρισμένα εἰς τὰ δωμάτια, ἐπάνω εἰς τούς καναπέδες, ὅπως κακοσυνηθίζετε σεῖς αὐτό· χρειάζονται ἄνθρωπον ἐπίτηδες νὰ τὰ πηγαίνῃ εἰς τοὺς ἀγρούς, διὰ νὰ βόσκουν· καὶ ἡ Κυρὰ Μαρία, γραῖα καθὼς εἶναι, δὲν εἰμπορεῖ νὰ ἔχῃ καὶ αὐτὴν τὴν φροντίδα. —Ἡμεῖς θὰ τὸ πηγαῖνωμεν, ὅπου θέλῃ. —Ἲσα ἴσα, δι' αὐτὸ εἶμαι ἀμετάπειστος· εἶναι πολὺς καιρὸς πλἐον, ἀφ' ὅτου δὲν βλέπω καλούς βαθμοὺς εἰς τοὺς ἐλέγχους σας καὶ εἶμαι βέβαιος, ὅτι αἰτία εἶναι αὐτή· σᾶς εἶναι πολὺ πλέον εὔκολον νὰ φροντίζετε διὰ τὰ ἀρνιὰ καὶ διὰ τὰ κατσικάκια παρὰ νὰ μελετᾶτε τὰ μαθήματά σας. Ἐσιωπήσαμεν, διότι ὁ πατήρ μας εἶχε δίκαιον· ἡ Κοῦλα μὲ δυσαρέσκειαν πάντοτε ἀνεχὠρει τὸ πρωὶ διὰ τὸ σχολεῖον καὶ εἶχε συμβῆ πρὸ ἡμερῶν εἰς τὴν Φόφην νὰ λησμονήσῃ τα κλειδιά τοῦ ὀρνιθῶνος εἰς τὴν τσέπην της, ὤστε ἐχρειάσθη να στείλωμεν ἄνθρωπον ἐπίτηδες εἰς τὸ σχολεῖον νὰ τὰ ζητήσῃ ἰδιαιτέρως ἀπὸ αὐτήν. Ἐνδομύχως ὅμως ἤμην βἔβαία, ὅτι καὶ ὁ πατήρ μας ἐλυπεῖτο τὸ ἄκακον ἐκεῖνο πλάσμα καὶ ἔτρεφον τὴν ελπίδα, ὅτι, ὅταν θὰ ἤρχετο ἡ ὣρα νὰ θυσιασθῇ, θὰ εὕρισκε πάντοτε εὔλογον πρόφασιν, ὅπως τὸ σώσῃ. Ἐὰν αἱ θεωρίαι τοῦ Κου Πλάτωνος Δρακούλη μᾶς ἦσαν τότε γνωσταί, ὁ εὔγλωττος ἐκεῖνος ὐπερασπιστὴς τῶν ζῷων δὲν θὰ εἶχεν ἄλλους ὀπαδούς ἐνθερμοτέρους ἀπὸ ἡμᾶς. Δυστυχῶς ὅμως τὸ ζήτημα τῆς χορτοφαγίας ἦτο ἄγνωστον ἀκόμη εἰς τὴν Ἐλλάδα, ὣστε τὸ ἀρνί μας ἒμενε πάντοτε δι'ἡμᾶς ὡς ἀρνὶ τῆς Πασχαλιᾶς, καὶ διὰ τοῦτο, ὅσον αἱ ἐορταὶ ἐπλησίαζον, τόσον ἡ τρυφερότης μας πρὸς αὐτὸ ηὔξανεν. Ἡ μεγάλη Παρασκευὴ ἔφθασεν· ἐπρόκειτο ν' ἀκούσωμεν τὴν ἀκολουθίαν τοῦ ἐπιταφίου εἰς τὴν ἐκκλησίαν τῆς Ριζαρείου σχολῆς, καὶ ἐκαθήσαμεν διὰ τοῦτο ἐνωρίτερον τοῦ συνήθους εἰς τὸ δεῖπνον τἡν ἐσπέραν ἐκείνην· ἀλλ'εἴδομεν τότε ὅτι ἡ Φόφη ἒλειπεν. Ματαίως ἡ κυρὰ Μαρία ἐκτύπησε τὸν κώδωνα· κατέφευγεν εἰς αὐτόν, ὁσάκις ἔλειπε κανεὶς ἀπὸ τὸ γεῦμα διὰ νὰ μἡν τρέχῃ νὰ τὸν ζητῆ εἰς τὸν κῆπον ἢ ν'ἀναιβοκαταιβαίνῃ τὴν ὐψηλὴν κλίμακα τὴν φέρουσαν εἰς τὰ ἐπάνω δωμάτια· τὸν ἐκτύπησε δὶς καὶ τρἰς, ἀλλ' ἡ Φόφη δὲν ἐφαίνετο. —Θὰ ἐπέρασεν ὁ θεῖός της καὶ θὰ τὴν ἐπῆρε νὰ δειπνήσῃ μαζύ των καὶ νὰ συνοδεύσῃ τὴν θείαν της κατόπιν εἰς τὴν ἐκκλησίαν, παρετήρησεν ὁ πατήρ μου, προσπαθῶν νἀ ήσυχάσῃ τὴν μητὲρα μου· ἠξεύρεις, ἀφότου ὑπὲφερε, πόσον ἀποφεύγει νὰ μένῃ εἰς μέρη, ὅπου εἶναι πολλοὶ ἄνθρωποι καὶ φῶτα. —Ἂν ἦτο αὐτό, ἀπήντησεν ἡ μήτηρ μου, ἡ Φόφη θ' ἀ- νέβαινε νὰ μοῦ ζητησῃ τὴν ἄδειαν καὶ νὰ πάρῃ καὶ τὸ κερί της· τὸ κερί της εἶναι ἐδῶ ; —Ναί· εἶναι ἐκεῖ κρεμασμένο μαζύ μὲ τὸ ἰδικόν μου, ἐπεβεβαίωσεν ἡ Κοῦλα καμαρώνουσα τἡν ὁλόχρυσόν της λαμπάδα. —Εἶναι ἀπερίσκεπτος, ὁρμητικὴ ἡ Φόφη· θὰ τὸ ἐλησμόvησεν. Ἁλλ ἡ ἀνησυχία τῆς μητρός μου ηὕξανεν ἀπὸ στιγμῆς εἰς στιγμήν, καὶ ὅταν ἐσήμαναν οἱ κώδωνες τῶν ἐκκλησιῶν, δὲν ἠθέλησε νὰ ὑπάγωμεν εἰς τἡν ἐκκλησίαν. Ἀλλἀ καὶ αὐτὸς ὁ πατήρ μου ἐφαίνετο ἀνήσυχος· ἂν καὶ ὁ θεῖὸς μου κατῴκει μακράν, ἀκριβῶς εἰς τὸ ἄλλο ἄκρον τῆς πόλεως, ἡτοιμάσθη νὰ ὐπάγῃ εἰς ἀναζήτησίν της. Εὐτυχῶς ὅμως ἡ θύρα ἐκτύπησε καὶ μόνος του μὲ τὸν λύχνον εἰς τὴν χεῖρα κατέβη ν' ἀνοίξῃ· τὸν ἠκολουθήσαμεν ὅλοι· ἦτο ἡ Φόφη, ἀλλὰ δὲν ἦτο ἡ ζωηρὰ καὶ ἄφοβος Φόφη, ἡ ὁποἱα εἶχε πάντοτε ἑτοίμην τὴν ἀπάντησιν εἰς τὸ στόμα, ὁσάκις ἐπεπλήττετο. Καθὼς μᾶς εἶδεν, ἐταράχθη· τὰ 'μάτια της ἦσαν κατακόκκινα, ὡς ἂν εἶχε κλαύσει πολύ, καὶ τὰ σγουρὰ καὶ ὡραῖα μαλλιά της ἦσαν ἄνω κάτω. —Ἐχάθηκε τὸ ἀρνί, μᾶς εἶπε ! Καὶ δι' αὐτὸ ἔτρεχες τέτοια ὤρα μόνη σου εἰς τοὺς δρόμους; τὴν ἠρώτησεν αὐστηρῶς ὁ πατήρ μου. —Τὸ εἶδα 'ποῦ ἐβγῆκε ἀπὸ την πόρτα καὶ ἔτρεξα νὰ τὸ πιάσω, ἀλλ' αὐτὸ ἐγύρισε κάτω τὸν δρόμον τῆς σκοποβολῆς καὶ ἔτρεχε, ἔτρεχε βιαστικά· ἔτρεξα κ' ἐγώ πολύ χωρὶς νὰ τὸ ἐννοήσω. —Ἒκαμε καλὰ τὸ ἀρνὶ νὰ φύγῃ, ἐγὼ έσκόπευα νὰ τοῦ τὸ συμβουλεύσω αὐτὸ ἀπὸ τὴν πρώτην ἡμέραν, ὅπου μᾶς τὸ ἔφεραν, καὶ χαίρω, διότι ἦτο ἔξυπνο καὶ τὸ ἐνόησε μόνο του. Ἀλλ ἀπὸ σέ, Φόφη, εἶμαι τρομερὰ δυσηρεστημένος καὶ θὰ σοῦ κάμω μίαν τιμωρίαν, νὰ τὴν ἐνθυμῆσαι πάντοτε. —Καλά, ἀφοῦ είδες ὅτι δὲν εἰμπόρεσες νὰ τὸ εὓρῃς, διατί δὲν ἐγύριζες ὀπίσω; παρετήρησεν ἡ μήτηρ μου· δεν ἐσυλλογίσθης, ὅτι θ' ἀνησυχήσωμεν;

—Τὸ ἐσυλλογίσθηκα..... —Τὸτε, διατί δεν ἐπέστρεψες; Ἡ Φοφη δεν ἀπήντα.. —Ἀπαιτῶ ν΄ἀπαντὴσῃς ἀμέσως, ἐπενέβη αὔσπηρῶς ὁ πατήρ μου. Ἀλλ' ἡ Φόφη ἀντί ἀπαντήσεως ἢρχισε να κλαίῃ. Ἡ Φὸφη να κλαίῃ! Αὐτό ἦτο τὁσον ἀσυνήθιστον, τὸσον ἔκτακτον ! Ἡ Φὁφη δὲν ἐγνώριζε τί θά εἲπῃ φὸβος οὔτε λύπη· αὐτή ἦτο το ἀγόρι τοῦ σπιτιοῦ καί μέ τους ζωηρούς ὀφθαλμούς της καί μέ τά κοντά μαλλιά τὴς, τὰ ὁποῖα δέν ἂφινέ ποτέ νὰ μεγαλώσουν,διότι ἐβαρύνετο να τά κτενίζῃ εἰς τον καθρέπτην, ὡμοίαζε πραγματικῶς ὡς ἀγόρι. Ἐτιμωρεῖτο σύχνα εἰς το σχολεῖον δι' ἀταξίας, ἀλλά δεν κατεδέχετο να κλαύσῃ ποτέ. —Σιωπᾷς ; ἐξηκολούθησεν ὁ πατηρ μου, θά σε κλειδώσω εἰς το δωμάτιὸν σου ὡς 'ποῦ ν'ἀπαντήσῃς. Καὶ ὁ πατὴρ μἀς, ὁ τοσόν γλυκύς, ὃτὰν ἔπαιζε μἐ ἡμᾶς, ἦτο σοβαρώτατος, ἐνῷ ἔλεγεν αὐτά ποτἐ· ἂΛλὸτε δεν εἶχον ἶδει αὐτόν τὸσον σοβαρόν ! —Τότε θὰ μείνω κλειδωμὲνη ὃλην μου τήν ζωήν ! ἀπήντησε μὲ σταθερότητα ἡ Φόφη. Ἀνήσυχος ἡ μήτηρ μου ἐκύτταξε τον πατέρα μου· ἡ Φοφη ἦτο ἐκ των παιδίων, τά ὁποῖα ἡ βία ἐξὰγριώνει και προκαλεῖ εἱς ἀπείθειαν· τό πεῖσμα, το σπὲρμα αὐτὸ, ἔκ τοῦ ὁποίου κατόπιν ἀναπτύσσεται ὁ ἰσχυρός χαρακτήρ, ἐάν τύχῃ ὑπὁ δεξιάν διευ-θυνσἰν, τό εἶχε βαθέως ἐρριζωμένον ἐντὁς αύτῆς. Ἀφ ετέρου, ὁ πατήρ μου ἐτιμώρει σπανιώτατα μέν ἀλλ' ὃταν εὑρίσκετο εἰς τήν λυπηράν αὐτην ἀνάγκην , δέν ἐκάμπτετο ἀπό τίποτε. Ἡ μήτηρ μου τόν ἐκκύταξε παρακλητικῶς και ἐπροχώρησε πρός τήν Φόφην. —Ἒλα, πᾶμε ἐπάνω, Φόφη, τῇ εἶπεν, εἶσαι κουρασμένη, θ' ἀναπαυθῇς πρῶτα καὶ ἔπειτα θὰ μοῦ τὸ εἴπῃς. Ματαίως ὅμως ἕμεινεν εἰς τὸ δωμάτιόν της ἕως ἀργὰ τὴν νύκτα καὶ μὲ μυρίας θωπείας τὴν προέτρεπε νὰ τῆς εἴπῃ, τί τῆς συνέβη· ὅσον μάλιστα τὴν ἐθώπευε, τόσον ἐκείνη ἔκλαιε. —Δὲν εἶσαι ἀναίσθητος, Φόφη, ὁμίλησέ μου· διατὶ μὲ τυραννεῖς ; —Μαμά,ἂν ἐπιμείνῃς,θὰ μὲ κάμῃς ν'ἀρρωστήσω,ν'ἀποθάνω.. Καὶ πραγματικῶς ἐφαίνετο ἡ ἀδελφή μας ὅτι ἔπασχε πολύ, ὅτι πάλη σφοδρὰ συνέβαινεν ἐντός της. —Τί νὰ ἔχῃ, τί νὰ ἔχῃ ! ἔλεγεν ἡ μήτηρ μου περίλυπος. Ἂς τὴν ἀφήσωμεν ἀπόψε νὰ ἡσυχάσῃ καὶ ἴσως αὔριον τὴν εὕρωμεν εὐδιάθετον νὰ μᾶς τὸ εἴπῃ. Ἐδῶ ἡ οἰκοδέσποινα διέκοψε τὴν Κυρίαν Ἀννίκαν. —Ἐπερίμενα,εἶπεν,ὅτι θὰ μᾶς εἴπῃς κανένα ἀπὸ τὰ έξυπνα ἐκεῖνα κατορθώματα τῆς Φόφης, μὲ τὰ ὁποῖα τόσας φορὰς μᾶς ἔκαμε νὰ γελάσωμεν εἰς τὸ σχολεῖον. Ποῦ τὰς ἐσυλλογίζετο τόσας εὐφυεῖς ἀταξίας! Καὶ αὐτὴ ἡ διδασκάλισσα, ἐνῷ τὴν ἐτιμώρει, δὲν εἰμποροῦσε νὰ μὴ γελάσῃ· διηγήσου μας καμμίαν, σὲ παρακαλῶ· ἡ Φόφη, χωρὶς ἀταξίας χάνει ὅλην τὴν χάριν της. Ἐνθυμοῦμαι, εἶπεν ἡ κυρία Ἀννίκα σπεύδουσα νὰ εὐχαριστήσῃ τὴν φίλην της, ὅτε μᾶς εἶχεν ἔλθει εἰς τὸ σχολεῖον νέος διδάσκαλος τῆς Γαλλικῆς· ἤρχετο κατ'εὐθεῖαν ἀπὸ τὸ Παρίσι, ἐκεῖ εἶχε τελειώσει τὰς σπουδάς του, κατήγετο ὅμως ἀπὸ τὴν Σαντορίνην καὶ ἦτο ἠρραβωνισμένος εἰς την πατρίδα του μὲ Καθολικἡν ὁμόθρησκόν του. Ἀλλ' ἂν καὶ εἶχεν ὅλην τὴν κομψότητα τοῦ Παρισινοῦ, ἦτο τόσον συνεσταλμένος, ὥστε ἐλέγαμεν τὸ μάθημά μὰς, δὲν ἐσήκωνε τὰ μάτια του νὰ μᾶς ἰδῇ. Μᾶς ἐχαιρέτα, ὅταν εἰσήρχετο εἰς τήν τάξιν ,κατά τον Γαλλικὸν τρόπον μὲ τὸ καπέλλο του εἰς τὸ χέρι καὶ ἔπειτα τὸ ἄφινεν «εἰς τἡν γωνίαν ἐπάνω εἰς τὴν τράπεζαν τῆς Ἰχνογραφίας. Ἡ Φόφη δὲν τὸν εἶχε καθηγητήν, ἐνόει ὅμως, ὅτι ὁ διδάσκαλός μας ἐκεῖνος μᾶς διεσκέδαζε μὲ τὸ δειλόν του ἦθος καὶ ἤθελε νὰ μᾶς κάμῃ νὰ γελάσωμεν. Χωρὶς λοιπὸν νὰ μᾶς εἴπῃ τίποτε,ἔκοπτεν ἐπὶ ἡμέρας μὲ τὴν ἄκραν τῆς ψαλίδος χαρτία λεπτότατα, ὡς νὰ ἦσαν κλωσταὶ πτεροῦ· καὶ μίαν ἡμέραν μὲ τὴν πρόφασιν, ὅτι ἦλθε νὰ ζητήσῃ σχέδια ἰχνογραφίας, ῥίπτει τὰ χαρτία ἐκεῖνα εἰς τὸ καπέλλον τοῦ καθηγητοῦ. Ὄταν τὸ μάθημα ἐτελείωσεν, ὁ καθηγητὴς μᾶς ἀπεχαιρέτισε, κατὰ τὸ σύνηθες, μὲ ὅλην τἡν σοβαρότητά του· ἀλλ ἐνῷ ἐφόρει τὸ καπέλλον του, περιεχύθη αἴφνης μέ τὰ χαρτία ἐκεῖνα. Ἐφαίνετο ὁ δυστυχὴς ὡς νὰ ἦτο ὅλος χιονισμένος καὶ δὲν ἐτόλμα νὰ προχωρήσῃ οὕτε ἐρπρὸς οὕτε ὀπίσω καὶ ἦτο τόσον ἀστεῖος, ὣστε ἐπὶ πολλὰς ἡμέρας ἄλλην ὃμιλίαν δεν εἴχομεν εἰς τό σχολεῖον παρὰ τὸ ἐπεισόδιον ἐκεῖνο. Ἄλλοτε πάλιν παρέδιδεν εἰς την τάξιν της τὰ μαθηματικὰ γέρων καθηγητής, ὅστις ὑπῆρξε καὶ ἐπὶ πολλὰ ἔτη γυμνασιάρχης· αὐτὸς συνείθιζε νὰ φορῇ τὸν χειριῶνα ἐπανωφόριον βαρύτατον, τὸ ὁποῖον ἐφθᾶνεν ἔως εἰς τὰ πόδια του καὶ πότε με— τενόει καὶ διέκοπτε τὴν παράδοσιν, διὰ νὰ τὸ βγάλῃ, καὶ πότε τὸ ἐξαναφόρει πάλιν· ἡ Φόφη πρόθυμος πάντοτε τὸν ἐβοήθει εἰς αὐτό. Ἀλλά μίαν ἡμέραν, καθώς ἳστατο σοβαρὰ ἐνώπιόν του ἐβύθισε τὴν χεῖρά της εἰς τὸ μακρὸν καὶ στενὸν κουτίον, τὸ ὁποῖον ἠμπόδιζεν εἰς τὸ κάτω ἄκρον τοῦ μαυροπίνακος τήν κόνιν τῆς κιμωλίας νὰ πίπτῃ εἰς τὸ πάτωμα· τὸν ἐβοήθησε νὰ φορέσῃ τὸ ἐπανωφόριόν του, ἀλλὰ συγχρόνως ἐφήρμοσεν ἐπὶ τῆς πλάτης του τὴν παλάμην της κατάλευκον ἐκ τῆς κιμωλίας. Ματαίως ὁ καθηγητὴς προσεπάθει νὰ εὕρῃ, διατί αἱ μαθήτριαί του εἶναι τόσον εὕθυμοι την ἡμέραν ἐκείνην δὲν τὸ κατώρθωνέποτε· καὶ ὅμως ἐπὶ τῆς πλάτης του ἡ ἐκφραστικὴ χειρονομία τῶν πέντε ἡπλωμένων δακτύλων διεκρίνετο τόσον καθαρά, ὤςτε δὲν ἦτο δυνατόν ἐκεῖναι νὰ μὴ γελῶσιν. Εὐτυχῶς ὅμως καὶ διὰ τὰς μαθῆτρίας καὶ διὰ τὸν διδάσκαλον ὁ κώδων δὲν ἤργησε νὰ κτυπήσῃ καὶ ἡ Φόφη ἔσπευσε νὰ προμηθευθῇ βοῦρτσαν. —Κύριε καθηγητά, τῷ εἶπεν, ἐλερώθητε εἰς τον μαυροπίνακα· σταθῆτε, παρακαλῶ, νὰ σᾶς βουρτσίσω ! —Εἶσαι πάντοτε εὐγενὴς καὶ περιποιητικὴ κόρη,Φόφη,ἀπήν- τησεν ὁ ἀνύποπτος γέρων, ἀλλὰ παρετήρησα ὅτι, ὁσάκις ἐξέρχεται ὁ κλῆρός σου νὰ εἴπῃς πρώτη τὸ μάθημα, δὲν τὸ ἠξεύρεις ποτέ· ἐνῷ ἐὰν τύχῃ νὰ ἐξέλθῃ μεταξὺ τῶν τελευταίων, τὸ γνωρίζεις καλλίτερα ἀπὸ ὅλας· τοῦτο σημαίνει, κόρη μου, ὅτι σ' ἐπροίκισεν ὁ Θεός μὲ πολλὴν εὐφυἵαν καὶ μὲ λύπην μου πάντοτε ἀναγκάζομαι νὰ σοῦ δίδω κακοὺς βαθμούς. Ἐὰν θέλῃς πραγματικῶς νὰ μὲ ύποχρεώσῃς, προσπάθησον νὰ μελετᾷς ἃπαξ τοὐλάχιστον τὸ μάθημα εἰς τὴν οἰκίαν. —Κύριε καθηγητά, σὰς τὸ ὐπόσχομαι, ἀπήντησεν ἡ Φόφη, καὶ ἐτήρησε τὸν λόγον της· διότι εἶχε καρδίαν ἀγαθὴν καὶ ᾑσθάνθη ἀμέσῳς, πόσον ἄτοπον ἦτο νὰ ἐκθέσῃ τὸν σεβάσμιον καθηγητὴν εἰς τούς γέλωτας τῶν συμμαθητριῶν της. Ὁ ἀγαθός γέρων δὲν ἔμαθε ποτέ, τί συνέβη εἰς τὲ ἐπανωφόριόν του, ἐκείνη ὅμως μ' ὅλην τὴν ζωηρότητά της ἐκάθητο κατ' ἐξαί— ρεσιν εἰς τὸ ἰδικόν του μάθημα φρόνιμος πάντοτε καὶ σοβαρά. Ἐν τούτοις ἡ Φόφη, ἥτις μετέδιδε παντοῦ τὴν εὐθυμίαν καὶ τὴν χαράν, ἀπό τῆς ἐσπέρας ἐκείνης εἶχεν ἐνίοτε στιγμὰς μελαγχολίας· ῆσαν σπάνιαι μὲν αἱ στιγμαὶ αὐταί, ἀλλ ἐνόουν, ὅτι ἔκρυπτε κάτι τι. —Τί ἔχεις; τὴν ἠρώτων. —Ἄχ, διατί νὰ χαθῇ τὸ ἀρνί, μοὶ ἀπήντα !

Ὁμολογῶ, ὅτι τὴν τόσην θλῖψίν της εὅρισκον πολὺ παιδαριώδη· τὸ ἀρνὶ ἐκεῖνο ὀλίγας μόνον ἡμέρας εἶχε μείνει μαζύ μας. Ἀλλ' εἶχεν ἀδυναμίαν εἰς τὰ ζῷα, ἡ Φόφη, αὐτὴ πάντοτε περισσότερον καὶ ἀπὸ τἡν Κοῦλαν καὶ ἀπὸ ἐμὲ τὰ ἐπεριποιεῖτο καὶ ἐφρόντιζε δι' αὐτά. Αἱ τρεῖς ὄρνιθες Conchichine, ἡ Βικτωρία, ἡ Αὐγούστα, καὶ ἡ Εὐγενία ἦσαν δι' αὐτὴν ἀντικείμενα λεπτολόγου μερίμνης. Τὰς διέκρινε μὲ τὰ ὀνόματα αὐτά, διότι ὑψηλαὶ καθὼς ἦσαν, μὲ τὰ μακρὰ καὶ κρεμαστὰ πτερά των, εὓρισκεν, ὅτι ὡμοίαζον μεταξὺ τῶν συντρόφων των ὡς αὐτοκρατόρισσαι ἐν μέσῳ ὑπηκόων. Ἀλλ' ὅταν ἒφθασαν αἱ διακοπαί, ἀνέλαβεν ὅλην της τὴν εὐθυμίαν· ἀεικίνητος καὶ τολμηρὰ ἀνέβαινε πάλιν ἔως εἰς τὴν τελευταίαν ἄκραν τῆς ὑψηλῆς καρυδιᾶς διὰ νὰ συνάζῃ καρύδια, ἢ ἐβοήθει τὸν μικρὸν ἀδελφόν μου νὰ ὐψώνῃ τὸν χάρτινον ἀετὸν του εὑρίσκουσα, ὅπως πάντοτε, πραγματικὴν εὐχαρίστησιν εἰς τὸ παιγνίδιον αὐτό. Μίαν ἐσπέραν εἴμεθα ὅλοι συνηθροισμένοι εἰς τὸν κῆπον· ἡ τράπεζα τοῦ δείπνου μᾶς περιέμενεν ἐστρωμένη ὑπὸ τὰ δένδρα, ἀλλ' ὁ πατήρ μου ἐπέστρεψεν ἀργὰ ἀπὸ τὴν ἐργασίαν του καί μᾶς ἀνήγγειλεν, ὅτι θὰ ἀναχωρήσῃ διὰ μακρινὸν ταξείδιον. Δὲν εἴχομέν ποτε ἄλλοτε χωρισθῆ τὸν πατέρα μας καὶ ἡ εἴδησις αὕτῆ μᾶς ἐβύθισεν εἰς λύπην. —Τὸ ἀπαιτεῖ ἀνάγκη τῆς ὑπηρεσίας κατεπείγουσα, μᾶς εἶπε, καὶ πρέπει ἐντὸς ὀκτώ ὴμερῶν νὰ εἶμαι έτοιμος. —Πάρε με καὶ μένα μαζύ σου, πατέρα ἔσπευσε νὰ εἴπῃ ἡ Φόφη. —Ἐσένα σ' ἐνθουσιάζουν τὰ ταξείδια, ἀλλὰ τὸ ἰδικόν μου δὲν θὰ εἶναι διόλου ἀναπαυτικόν· εἰς τὰ μέρη, ὅπου πηγαίνω, ἡ συγκοινωνία εἶναι δυσκολωτάτῃ, θὰ περιοδεύω ἔφιππος ἐπὶ ἡμέρας ὁλοκλήρους ,θὰ διέρχωμαι βουνὰ ἀπόκρημνα καὶ πεδιάδας ἀπεράντους· ξενοδοχεῖα ἐκεῖ δὲν ὑπάρχουν, τί θὰ σὲ κάμω; Θὰ διανυκτερεύω πότε εἰς ἄθλια χάνια καὶ πότε ἴσως εἰς τό ὕπαιθρον,... —Ἴσα, ἴσα, ποιὸς θὰ σὲ φροντίζῃ εἰς τὸν ξένον τόπον ! Πάρε με σὲ παρακαλῶ· καὶ θὰ ὶδῇς πόσον καλὰ θὰ σὲ περιποιοῦμαι. —Ἐλησμόνησες, Φόφη, ὅτι ὔστερον ἀπὸ ὀλίγας ἡμέρας ἀρχίζουν τὰ σχολεία; θὰ μ εὐχαριστήσῃς περισσότερον, ἂν ἐπιμεληθῇς ἐφέτος ὀλίγον εἰς τὰ μαθήματά σου. Ἡ Φόφη δὲ ἀντεῖπεν· ἀπὸ τῆς ἑσπέρας τῆς μεγάλης Παρασκευῆς δὲν εἶχε δώσει πλέον εἰς τὸν πατέρα μου ἀφορμήν νὰ τὴν ἐπιπλἡξῃ, ἀλλὰ τἡν ἢκουσα ν ἀναστενάξῃ.Ἄχ ! ἂς μὴ ἐχάνετο τὸ ἀρνί ! μοὶ ἐφάνη, ὅτι ἐψιθύρισεν, ἀλλὰ τόσον σιγά, ὤστε ἐνόμισα, ὅτι ἠπατήθην. Μετὰ ὀκτώ ἡμέρας ἀνεχώρησε· τακτικὰ καθ' ἐβδομάδα ἐλαμβάνομεν ἐπιστολάς του· ἀκούραστος καὶ δραστήριος, καθώς ἦτο, ἐπεσκέπτετο χωρία καὶ πόλεις βιαστικὸς καὶ πολυάσχολος· πάντοτε μὲ σχέδια νέα, πάντοτε μὲ ἐνθουσιασμὸν ὐπὲρ τῆς ὡραίας ἀποστολῆς, ἣν ἐξεπλήρου. Δὲν παρέλειπεν ὅμως μὲ τὴν συνήθη του φαιδρότητα νὰ μᾶς ἀναφέρῃ καὶ τὰ ἐπεισόδιά του, πότε κατὰ τἡν διάβασιν ὁρμητικοῦ χειμάρρου, ὅστις ὀλίγον ἒλειψε νὰ τὸν παρασύρῃ, καὶ πότε τὴν διανυκτέρευσιν αὑτοῦ εἰς ἀπόκεντρον καὶ μεμονωμένον χάνιον μεταξύ χωρικῶν ἀγροίκων. Ἀλλ' ὅταν ἦλθεν ὸ χειμών, ἡ μήτηρ μου, ἐν ῷ ἀνεγίνωσκε τὰς ἐπιστολάς του, συχνὰ ἐδάκρυε, διότι μὲ τὴν λεπτότητά της ἐμάντευεν, ὅτι διὰ τῶν ἀστειοτήτων του ἐκείνων προσεπάθει νὰ μᾶς ἀποκρύπτῃ τὰς κακοπαθείας τοῦ κοπιαστικωτά του ταξειδίου του.

Ἡ ἑπομένη ὅμως ἐπιστολἡ του μᾶς σύχαζεν ἐντελῶς· διότι μᾶς ἐπληροφόρει, πόσον ὑγιὴς ἦτο πάντοτε καὶ πόσον εὐχαριστημένος ἐκ τῆς πορείας τῶν ἐργασιῶν του. Περὶ τὰ μέσα τοῦ Δεκεμβρίου μᾶς ἀνήγγειλεν, ὃτι ἔρχεται νὰ περάσῃ μαζύ μας τὰς ἑορτὰς καὶ νὰ ἐπιστρέψῃ πάλιν, εὐθὺς ὡς παρήρχετο ἡ ὑπερβολικὴ δριμύτης τοῦ χειμῶνος. Ἡ χαρά μας ἦτο ἀπερίγραπτος· ἡ οἰκία ἐτέθη ἀμέσως ὅλη εἰς ἀναστάτωσιν καὶ ἠρχίσαμεν τὰς προετοιμασίας. Ἡ μἡτηρ μας μᾶς ὡδήγησεν εἰς τὰ ἐμπορικά· θέλω νὰ σᾶς εὕρῃ ἐνδυμέ- νας μὲ γοῦστο, μᾶς εἶπεν. Ἡ Φόφη ἔλαβε τὴν πρωτοβουλίαν καὶ ἐξέλεξε τὸ ὕφασμα διὰ τὰ χριστουγεννιάτικά μας φορέματα· τὸ ἔτος ἐκεῖνο ἦσαν τὰ κόκκινα τῆς μόδας· ἐξέλεξε λοιπόν, ἐνθυμοῦμαι, ἓν ὡραῖον ὕφασμα μερινὸν κατακόκκινον. — θα σᾶς πηγαίνῃ ὡραῖα εἰς τὸ χρῶμα, παρετήρησεν ἡ μήτηρ μου, ἐπιδοκιμάζουσα τὴν ἐκλογήν, καὶ θὰ μοιάζητε καὶ αἱ τρεῖς σὰν παπαρούναις. Ἐπὶ τέλους ἡ ἡμέρα, κατὰ τὴν ὁποίαν τὸν ἐπεριμέναμεν, ἔφθασε· τὴν πρωΐαν ἐκείνην ἐσηκώθην πολὺ ἐνωρίς, ἂν καὶ τὸ ἀτμόπλοιον προσήγγιζεν εἰς Πειραιᾶ ἀργὰ τὸ ἀπόγευμα. Ἀλλ΄ ἐπλησίαζον τὰ Χριστούγεννα καὶ ἐπρόκειτο νὰ μεταλάβωμεν. Ἐνεδυόμην καὶ οἱ ὀφθαλμοί μου ἔπεσαν ἐπὶ τοῦ ἡμεροδείκτου μου· ἦτο τόσον συνδεδεμένος μὲ τὴν ἐνθύμησιν τοῦ πατρός μου ὁ ἡμεροδείκτης ἐκεῖνος, ὤστε ἀκουσίως μου ὁ νοῦς ἔτρεξεν εἰς αὐτόν. Ὄταν μοὶ τὸν ἀνήρτησεν ἐκεῖ μόνος του ὑπεράνω τῆς μικρᾶς τραπέζης, ἥτις μοὶ ἐχρησίμευεν ὡς γραφεῖον, μὲ εἶχεν ἐρωτήσει : « Ἐκύτταξες τὴν ἐπικεφαλίδα ;» Ἔκυψα καὶ εἰς τὸ κενὸν μέρος τὸ προωρισμένον, ὅπως δεχθῇ ὲργόχειρον, ἀνέγνωσα τὰ έξῆς· Πῇ παρέβην ; τί δ' ἔρεξα, τί μοι δέον οὐκ ἐτελέσθη; Τὰ εἶχε γράψει ὁ ἴδιος ἀπὸ τὰ ἀγαπητά του χρυσᾶ ἔπη τοῦ Πυθαγόρου. —Κάθε βράδυ, ὅταν ἀλλάζῃς τὴν ἡμερομηνίαν, μοὶ εἶπε, θὰ πίπτουν ἐδῶ τά μάτια σου χωρὶς νὰ το θέλῃς· ἐπιθυμῶ νά σοῦ ἐντυπωθῇ βαθειὰ ὁ στίχος αὐτός, δι΄ αὐτὸ σοῦ τὸν ἐγραψα. Εἰκοσιτρεῖς τοῦ μηνός, ἐσκέφθην βλέπουσα τὰς γραμμὰς ἐκείνας, ἀκόμη ὀκτώ ἡμέραι καὶ τελειώνει τὸ ἔτος! Τί ἀνόητος ἤμην νὰ πιστεύσω, ὃτι θὰ συνέβαινε κακὸν εἰς τὸν πατέρα μου! Ἀλλ΄ ὁ μικρός μου ἀδελφὸς ὤρμησεν αἴφνης εἰς τὸ δωμάτιον. —Ἀννίκα, Ἀννίκα, μοῦ ἐφώναξε,σὲ θέλει ἡ μαμά, πήγαινε. Ἔσπευσα εἰς τὸ δωμάτιον τῆς μητρός μου·τὴν εὕρον ἀκόμη εἰς τὴν κλίνην της. —Δὲν θὰ εἰμπορέσω νὰ ἔλθω μαζύ σας εἰς τὴν ἐκκλησίαν μοί εἶπε, διότι ὅλην τὴν νύκτα ὐπέφερα ἀπὸ τὴν δύσπνοιάν μου· πάρε τὸν ἀδελφόν σου ἀπὸ τὸ χέρι καὶ πήγαινε μὲ τὰς ἀδελφάς σου νὰ μεταλάβητε. Τώρα πλέον ΄μοιάζεις σωστὴ κυρία, παρετήρησε καμαρώνουσα τὸ νέον μου φόρεμα, καὶ εἰμπορεῖς πολύ καλὰ νὰ μὲ ἀναπληρώσῃς. Ἐκκλησιαζόμεθα συνήθως εἰς τὴν ἐκκλησίαν τῆς μονῆς τῶν Ἀσωμάτων καὶ ὁ περίπατος ἕως ἐκεῖ ἦτο ώραιότατος· δὲν ἦτο πλέον μοναστήριον ἡ περιοχὴ τῶν Ἀσωμάτων, ἀλλ΄ εἰς τὰ κελλία τῆς αὐλῆς ἔμενον ἀκόμη ὀλίγοι γέροντες καλόγηροι καὶ αὐτοὶ μόνον καὶ ὀλίγιστοι ἄλλοι ἐκ τῆς ἐργατικῆς τάξεως, καὶ δύο ἢ τρεῖς χωρικαὶ ἦσαν εὶς τὸν ναόν. Ἀλλ ὁ ὑπέργηρως ἱερεὺς ἔψαλλε τὴν ἀκολουθίαν βραδέως καὶ μὲ κατάνυξιν καὶ ἐπεsκράτει γύρω μας τόση ἡσυχία, ὤστε καὶ αὐτὸς ὁ μικρὸς ἀδελφός μου ἐνόει,ὅτι εύρισκόμεθα εἰς τόπον ίερὸν καὶ ἳστατο πλησίον μας μὲ σὲβας· ὅταν δὲ ἦλθεν ἡ ὣρα νὰ μεταλάβωμεν, προσήλθομεν συγκεκινημέναι. Καὶ οἱ μοναχοὶ μετέλαβον την ἡμέραν ἐκείνην, καὶ ἐπειδή ἀνέγνωσαν κατόπιν τάς εὐχας τῆς εὐχαριστίας, ἐμείναμεν καὶ ἠκούσαμεν καὶ αὐτάς. Πολλάκις ἄλλοτε τὰς εἶχον ἀναγνώσει μετὰ τὴν μετάληψιν, ἀλλὰ ποτὲ δὲν μοὶ ἐφάνησαν τόσον ὡραῖαι ! Ὁ πατήρ μου συνείθιζε νά μοι ἀναγινώσκῃ τεμάχια ἐκ τῶν ἀρχαίων συγγραφέων καὶ με τὸν τρόπον τὸν ὁποῖον εἶχε νὰ καθιστᾷ εὐχαρίστους καὶ καταληπτὰς καὶ τὰς δυσκολωτέρας ἐννοίας, προσεπάθει νά με κάμῃ νὰ ἐμβαθύνω εἰς αὐτάς. Καὶ ἐκεῖνοι παρορμῶσι πρὸς τὴν ἀρετήν, καὶ ἐκεῖνοι ὑψοῦσι τὸ φρόνημα ὑπεράνω τῶν μικρολογιῶν καὶ τῆς γηΐνης ματαιότητος· ἀλλ' ἐν ᾧ μανθάνει ὁ ἄνθρωπος δι αὐτῶν νὰ ἐξουσιάζῃ τὰ πάθη του καὶ νὰ ἐπιβάλλῃ τὴν θέλησίν του εἰς τὸν ἴδιον ἑαυτόν του, ἀποκτᾷ συγχρόνως καὶ πεποίθησίν τινα ἀγέρωχον εἰς τὰς ἰδίας του δυνάμεις. Πόσον ὃμως διαφορετικὸν εἶναι τὸ πνεῦμα τῆς χριστιανικῆς πίστεως ! Ἀποδίδει τὰ πάντα εἰς τὴν σύμπραξιν τῆς Θείας Χάριτος καὶ προσθέτει διὰ τοῦτο εἰς τὸν χαρακτῆρα κάτι τι μετριόφρον, κάτι τι, τὸ ὁποῖον καθι- στᾷ τὸν ἄνθρωπον ἀγαπητότερον εἰς τοὺς ὁμοίους του, καὶ ὅταν ἀκόμη δὲν εἶναι τέλειος. Πόσον με ἐξέπληξεν ἡ διαφορὰ αὕτη ! Ποτὲ ἄλλοτε δὲν εἶχον προσέξει εἰς αὐτήν ! Παρηκολούθουν, ὅσα ἤκουον λέξιν πρὸς λέξιν· ἀντικρύ μου εἰς τὸ ὑποτρέμον φῶς τῆς κανδήλας ἔβλεπον τὴν εἰκόνα τοῦ ἐσταυρωρμένου,καὶ ὁ Θεὸς ἐκεῖνος τῆς ἀγάπης καὶ τῆς εὐσπλαγχνίας μοι παρίστατο μὲ τὸν ἀκάνθινον στέφανόν του, ἐπὶ μᾶλλον καὶ μᾶλλον μέγας καὶ ἀκατανίκητος ! Μὲ εἷλκε πρὸς ἕαυτὸν τὴν ἡμέραν ἐκείνην· ὁ καλῶν τούς τεθλιμμένους καὶ τούς δυστυχεῖς ὑπὸ τὴν κραταιὰν προστασίαν του καὶ ἐν μέσῳ τῆς ἡσυχίας, ἤτις ἐπεκράτει γύρω μου, ὑπὸ τοὺς σκοτεινοὺς θόλους τοῦ ναοῦ, αἱ γλυ- κεῖαι αὐτοῦ ύποσχέσεις μὲ συνεκίνουν παραδόξως ! Ὄταν ἐξήλθομεν, τοῦ ναοῦ φαιδρὸς ἣλιος ἐζωογόνει ἔξω τἡν φύσιν· ἀπὸ τοῦ ὑψώματος τῶν Ἀσωμάτων ὁ Ἀθηναϊκὸς ὁρίζων ὑψοῦτο μαγευτικὸς καὶ μακρὰν ἡ θάλασσα τοῦ Φαλήρου ἒστιλβεν ἀκίνητος καὶ ἡσυχωτάτη. «Τί ὡραῖον καιρὸν ἔχει ὁ μπαμπᾶς ! παρετήρησεν ἡ Φόφη. Θὰ φθάσῃ ἐνωρίς, ἀνεφώ— νησεν ἡ Κοῦλα, ἕως εἰς τὰς ἕξη τὸ βράδυ ἔχομεν ἀκὸμη ἐννέα ῶρας !» — Ἡ χαρά, ὅτι ἐντὸς ὀλίγου θὰ ἐπανεβλὲπομεν τὸν πατέρα μας, ἀνεμιγνύετο εἰς ὅλας τὰς σκέψεις μας καὶ ἀπὸ τοῦδε ἀνυ πόμονοι ἐσπεύδομεν εἰς τἡν οἰκίαν. Ὄταν ἐφθάσαμεν, ἡ μήτηρ μας δὲν εἶχεν ἐξέλθει ἀκόμη ἀπὸ τὸ δωμάτιόν της. Ἐνῴ ἐτε λειώναμεν τὸ πρόγευμα, ἡ ὑπηρέτρια μ ' ἐπλησίασεν ἐμπιστευτικῶς.

— Κυρία Ἀννίκα,μοῦ λέγει,ἦλθεν ὁ θεῖός σας κ' ἐπῆγεν ἐπάνω, ἴσια εἰς τὸ γραφεῖον. Μοῦ παρήγγειλε νὰ μὴν εἵπω εἰς κανένα, πῶς εἶναι ἐκεῖ, μόνο σᾶς θέλει· πηγαίνετε, σᾶς περιμένει. Τί νὰ μὲ θέλῃ! Ἐσκεπτόμην, ἐνῷ ἀνέβαινα τὴν κλίμακα,καμμία surprise θὰ ἐτοιμάζῃ εἰς τὸν πατέρα μου· δέν ἦτο ἀ-δελφὸς τοῦ πατρός μου ὁ θεῖός μου,ἡ σύζυγός του ἦτο ἀδελφὴ τῆς μητρός μου, ἀλλ' ἠγαπῶντο καὶ οἱ δύο ὡς ἀδελφοί. Εἰσέρχομαι περιχαρὴς εἰς τὸ σπουδαστήριον τοῦ πατρός μου· ἐκεῖ τὰ πάντα εἶναι ἐν τάξει,τὰ πάντα περιμένουσι τὸν κύριόν των· μοὶ φαίνεται ὡς νὰ τὰ βλέπω ὅλα ἀκόμη,καθὼς ἦσαν τότε ! Ύπεράνω τοῦ καναπέ, αἱ πίπαι μὲ τὰ διάφορα καὶ ἰδιότροπα σχήματά των εἶναι ἀραδιασμέναι εἰς τὰς θέσεις των ὡς πιστοὶ στρατιῶται,καὶ εἰς την γωνίαν ἐπὶ κομψοῦ βάθρου τό ἀρχαϊκὸν ἀγγεῖον, εἰς τὸ ὁποῖον ἐφυλάττετο νωπὸς ὁ καπνός, στίλβει μὲ τὰ ὡραῖά του ἀνάγλυφα ὡς νὰ εἶναι ἀρ- γυροῦν· πρὸ ὀλίγου τὸ εἶχε καθαρίσει μὲ ὅλην της τὴν τέχνην ἡ Φόφη. Ἐπὶ τοῦ γραφείου, τὸ χαρτοφυλάκιον εἶναι ἀνοικτὸν ὡς ῥιπίδιον καὶ περιμένει νά πληρωθοῦν πάλιν αἱ θῆκαι του μὲ σημειώσεις καὶ μὲ ἔγγραφα. Ὑψηλὰ εἰς τὸ ἀέτωμα τῆς μεγάλης βιβλιοθήκης ἴσταται ἡ μικρὰ βαλσαμωμένη γλαῦξ, ἡ φίλη τῶν ἀγρυπνούντων καὶ τῶν σκεπτομένων, ὡς την ὠνόμαζεν· ἳσταται ἀκίνητος, ὅπως πάντοτε, ἐντὸς τῆς ὑαλίνης θήκης της, ἀλλὰ μοὶ φαίνεται, μὲ τούς μεγάλους ὀφθαλμούς της ὡς νἀ περιμἑνῃ καὶ αὐτὴ ἀπο στιγμῆς εἰς στιγμὴν νἀ τον ἲδῃ εἰσερχόμενον! Πέραν εἰς τὸ ἄκρον τοῦ δωματίου ἡ μακρἀ ἀναπαυτικὴ ἕδρα εἶναι ἐπίσης εἰς τὴν θέσιν της καὶ περιμένει καὶ αὐτὴ νἀ ἒλθῃ νὰ ῥεμβάσῃ ἐπ' αὐτῆς μἐ τὸ σιγάρον του εἰς τὴν χεῖρα, καθὼς συνείθιζεν. Ἀντικρὐ ὁ χαλκοῦς ἀνδριὰς τοῦ Δημοσθένους ὑψοῦται σοβαρὸς καὶ σκεπτικός, ἀλλὰ πρὸ αὐτοῦ ἐπὶ τῆς μικρᾶς τραπέζης, αἱ ὀλίγαι ἀνεμῶναι,τὰς ὁποίας ἡ Κοῦλα καὶ ὁ Νῖκος κατώρθωσαν νὰ εὓρουν εἰς τοὺς ἀγρούς, ἀπλώνουσι φαιδραὶ τὰ λεπτά των πέταλα μεταξὺ τῆς χλόης καὶ τῶν βρύων. Καὶ τὸ χαμηλὸν σκαμνάκι εἶναι ἐπίσης πλησίον εἰς τὴν ἕδραν ἐκείνην· ἦτο τὸ ἀγαπητόν μου κάθισμα· ὅταν ἤμην μικρὰ συνείθιζον νὰ κάθημαι ἐκεῖ καὶ νὰ περιμένω μὲ ὐπομονήν, ἕως οὗ τελειώσῃ τὴν ἀνάγνωσιν τῆς ἐφημερίδος του, διὰ νὰ μὲ θωπεύσῃ. Καὶ τώρα ἀκόμη συχνὰ ἐκαθήμην τὸ ἐσπέρας ἐκεῖ, ὅταν ἐπέστρεφε κουρασμένος ἀπὸ τὴν ἐργασίαν του καὶ ἀνεπαύετο πρὸ τοῦ δείπνου, ἠρχόμην νὰ τον διασκεδάσω μὲ τἡν φλυαρίαν μου ἣ νὰ διηγηθῶ εἰς αὐτόν, πῶς διῆλθον τὴν ἡμέραν μου. Διότι ἠγάπων τὸν πατέρα μου μὲ στοργὴν βαθυτάτην· τὸν ἠγάπων ὄχι μόνον, διότι ἦτο πατήρ μου, ἀλλὰ διότι ἐπλήρου τὴν ὓπαρξίν μου ὁλόκληρον διὰ τῆς ἰσχυρᾶς ἀτομικότητός του·τὸν ἐσεβόμην ὡς ὅν τι ἀνώτερον ἀπὸ ὅλους, ὅσους ἐγνώριζον καὶ τὸν ἄφινα νὰ μὲ ὁδηγῇ, νὰ μὲ διευθύνῃ χωρὶς νὰ ἀντιτάσσω ποτὲ ἀντίστασιν, χωρὶς νὰ αἰσθανθῶ κἂν ὃτι μὲ παιδαγωγεῖ ! Ἤμην εὐτυχεστάτη, ἐπέτων ἀπὸ τὴν χαράν μου τὴν ἡμέραν ἐκείνην τρέχω πρὸς τὸν θεῖὸν μου τείνουσα τὰς χεῖρας, ἀλλ' ἐκεῖνος δέν μέ ὑποδέχεται μὲ τὸ σύνηθές του «καλῶς μού την.» Μοῦ ἐφάνη μάλιστα, ὅτι ἐταράχθη, ἄμα μέ εἶδεν. —Ἀννίκα μοὶ λέγει, σοῦ φέρω μίαν εἴδησιν· ἐτυχεν ἓν ἐμπόδιον εἰς τὸν πατέρα σου· δὲν θὰ ἒλθῃ σήμερον, μή τὸν περιμένητε. —Θὰ ἔλθῃ μὲ τὸ ἄλλο ἀτμόπλοιον τῆς Πέμπτης; τὸν ἐρωτῶ. —Ὄχι, θ ἀργήσῃ, εἶναι ἄρρωστος... Τότε τὸ αἴσθημα τοῦ πόνου τὸ ἀνέκφραστον, τὸ ὁποῖον μ' ἐτάραξε τόσον τὴν παραμονήν τοῦ νέου ἐτους, τὸ ᾑσθάνθην καὶ πάλιν,ἀλλἀ πολὺ ζωηρότερον ! Μοὶ ἓφάνη, ὅτι ἒλειψε διὰ μιᾶς ὁ ἀἡρ ἀπὸ τὸ δωμάτιον· ὅτι ἓσαλεύετο ὑπὸ τοὐς πόδας μου τὸ πάτωμα... ἐζαλίσθην καὶ ἔκλεισα τοὐς ὀφθαλμούς ἀλλ' αἴφνης τὸ προσκλητήριον εἰς τἡν κηδείαν,τὸ προσκλητήριον ἐκεῖνο μὲ τὸ βαρὺ πένθιμον περιθώριόν του,παρουσιάσθη εἰς τὴν ἀνάμνησίν μου τόσον ζωηρά, ὡς νὰ τὸν ἔβλεπον πάλιν ἐρριμμένον ἐπάνω εἰς τὸ λευκὸν τραπεζομάνδηλον, πλησίον εἰς τὴν βασιλόπητταν ! —Ὁ πατέρας ἀπέθανε ! Μἡ μοῦ τὸ κρύπτῃς, θεῖέ μου, ἀνέκραξα. Περιέμενον μὲ ἀγωνίαν, ὅτι ἤθελε μὲ διαψεύσει· καὶ ὃμως ὁ γέρων θεῖός μου προσεπάθησε νὰ μοῦ εἴπῃ ὄχι, ἀλλ ἀνελύθη εἰς λυγμούς. Κ' ἐγώ ἱστάμην καὶ τὸν ἔβλεπον χωρὶς νὰ εὑρίσκω οὒτε λέξεις οὒτε δάκρυα ! Ὤς, ἐν ὅσῳ ζῶ καὶ αἰσθάνομαι, θὰ ἐνθυμοῦμαι τὴν στιγμὴν ἐκείνην ! —Καϋμένο παιδί, μοῦ εἶπεν, ἂμα ἠδυνὴθη νὰ ὁμιλήσῃ· δὲν ἠρχόμην νὰ σοῦ φέρω τὸ κτύπημα αὐτό,ὁ σκοπός μου ἀπ' ἐναντίας ἦτο νὰ σᾶς ἐμποδίσω νὰ καταβῆτε εἰς Πειραιᾶ, διά νά μή μάθητε ἐκεῖ. Τώρα εἶμαι ἀκόμη δυστυχέστερος διότι ἐπροδόθην. Ἀλλ', Ἀννίκα μου, ἄκουσέ με, ἐξηκολούθησε καταβάλλων ὅλας τὰς προσπαθείας του, ὅπως μὴ κλαύσῃ καὶ πάλιν· συλλογίσου, ὅτι ἡ παραμικρὰ ἀπροσεξία ἐκ μέρους σου εἰμπορεῖ νὰ φονεύσῃ τὴν μητέρα σου· γνωρίζεις πόσον ὑπέφερεν ὅλον αὐτὸν τὸν χειμῶνα, δὲν πρέπει νὰ μάθῃ τὴν τρομερὰν εἴδησιν ἀποτόμως· θὰ φέρω τὸ ἀπόγευμα τὴν θείαν σου, διὰ νὰ τὴν προετοιμάσωμεν ὀλίγον κατ' ὀλίγον. Εἰς σὲ πίπτει τώρα ὅλη ἡ εὐθύνη τῆς οἰκογενείας· καὶ εἶναι πολύ βαρεῖα ἡ εὐθύνη αὐτή, διότι ὁ πατήρ σου μετὰ τἡν οἰκονομικὴν καταστροφήν του δὲν ἔλαβε καιρὸν νὰ τακτοποιήσῃ τὰς ὑποθέσεις του καὶ δὲν θὰ ἔχῃ κἂν ἡ ἀτυχης μήτηρ σου τὴν παρηγορίαν, νὰ αἰσθάνεται τὸ μέλλον σας ἐξησφαλισμένον ! Ἀλλ', Ἀννίκα μου, ἂν ὠφελήθης ἀπὸ τὰ σοβαρὰ διδάγματα τοῦ πατρός σου, αὐτά θὰ εἶναι διὰ σὲ κληρονομία πολυτιμοτέρα, παρὰ ἂν σᾶς ἄφινε πλοῦτον. Τὸν ἤκουον νὰ ὁμιλῇ χωρὶς νὰ προσέχω διόλου εἰς ὅ,τι λέγει· τὸ αἰφνίδιον κτύπημα μὲ εἶχε ναρκώσει, μὲ εἶχε ῥίψει εἰς τήν ἀπάθειαν ἐκείνην, ἣτις καταλαμβάνει τὸν πληγωθέντα πρὶν ἐξυπνήσωσιν αὐτὸν οἰ πόνοι. Καὶ ὅμως, ὃταν ἀνεχώρησε καὶ ἐδοκίμασα νὰ καταβῶ τὴν κλίμακα, ἡσθάνθην, ὅτι οἱ πόδες μου ἐλύγιζον ἀπὸ τὸ βάρος των. Πόσον ἀποτόμως μεταβάλλεται ἐνίοτε ὁ βίος μας! Παρέρχονται πολλάκις ἔτη ὁλόκληρα, δεκάδες ἐτῶν, χωρὶς ν' ἀφήσωσι τὰ ἴχνη των, καὶ ἄλλοτε πάλιν μία στιγμὴ μόνη ἀρκεῖ, ὅπως μᾶς συντρίψῃ διὰ παντός! Πρὸ ὀλίγου εἰσῆλθον εἰς τὸ σπουδαστήριον ἐκεῖνο ἀμέριμνος ὡς παιδίον, καὶ ὅταν ἐξῆλθον, ἤμην γυνὴ πλέον, ὤριμος· πρἰν ἢ γνωρίσω τὸν βίον τῆς νεάνιδος, μετέβαινον ἀποτόμως εἰς βίον πολυμέριμνον καὶ δύσκολον, εἰς βίον σκέψεως, συγκεντρώσεως ἔντὸς ἐμαυτῆς, καὶ ὀδύνης ! Κάτω ἠκούοντο τὰ φαιδρὰ ᾄσματα, τῆς μητρός μου· ἐπηγαινοήρχετο τακτοποιοῦσα μόνη της τὰ πάντα καὶ ὁ μικρὸς ἀδελφός μου ἔτρεχε κατόπιν της φέρων εἰς αὐτὴν πότε τὸ ἔν καὶ πότε τὸ ἄλλο· εἰς τὸ μαγειρεῖον ἡ γραῖά μας ὐπηρέτρια εὑρίσκετο εἰς κίνησιν· ἐφρόντιζε καὶ αὐτή ὅπως ἔχῃ ὁ αὐθέντης της τὰ φαγητὰ τῆς ἀρεσκείας του εἰς τὸ δεῖπνον. Δὲν εἰμποροῦσα νὰ μένω εἰς τὴν οἰκίαν, ἐπνιγόμην, ἔτρεξα εἰς τὸν κῆπον· έκεῖ εὗρον τὰς ἀδελφάς μου ἐργαζομένας δραστηρίως· ὁ περιβολάρης, ὅστις ἢρχετο ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρὸν καὶ τὸν ἐπεριποιεῖτο, ἐκλάδευε τὰ φυτὰ καὶ ἐκαθάριζε τοὺς δρόμους, αἱ δὲ ἀδελφαί μου ὑπὸ τὰς ὁδηγίας του ἀφῄρουν καὶ τὰς παραμικρὰς πέτρας καὶ τὰ περιττὰ χορτάρια· ἔφυγα μακρὰν εἰς τὴν ἀντίθετον ἄκραν τοῦ κήπου, ἀλλ' ἡ Κοῦλα ἔτρεξε κατόπιν μου. Περνᾷς ἀπ ' ταῖς τριανταφυλλιαῖς καὶ δέν μου λέγεις μπράβω ! μοῦ εἶπεν. Εἶχε τἡν ἰδέαν νὰ δέσῃ εἰς τοὺς κλάδους των δύο ἢ τρία ἀπὸ τὰ τεχνικώτατα χάρτινα τριαντάφυλλα,τὰ ὁποἰα ἐμάνθανε νὰ κάμνῃ. Ὁ περβολάρης ἐγελάσθηκε, ἒλεγε πηδῶσα ἀπὸ τὴν χαράν της· θὰ νομίσῃ καὶ ὁ μπαμπᾶς, ὅτι ἄνθησαν αἱ τριανταφυλλιαῖς ὃσας ἐμπόλιασε καὶ θὰ ἔλθῃ νὰ κόψῃ ! Ώ, ὅ,τι αἰσθάνεται ὁ κατάδικος ὁ δραπετεύσας, ὅστις τρέμει μὴ προδοθῇ, ὅ,τι αἰσθάνεται ὁ μολυσμένος ἀπὸ μεταδοτικἡν ἀσθένειαν, τὰ ᾐσθανόμην ἐγώ ! Βάραθρον φοβερὸν μ' ἐχώριζεν ἀπὸ τοὑς ἰδικούς μου καὶ ἒφριττον καὶ ἰλιγγίων ἀναμετρῶσα αὐτό ! Κατὰ στιγμάς μοι ἐφαίνετο, ὅτι ἀπεξενούμην ἐντελῶς ἀπὸ ὃλα τὰ περικυκλοῦντά με, ὅτι ἀπεξενούμην καὶ ἀπὸ τὰς ἀδελφάς μου αὐτάς ! Δύναμις ὑπερτέρα ἐμοῦ μὲ ἀνήρπαζε ἕφερεν ὑπεράνω τοῦ κόσμου τούτου πρὸς ὓψη ἀθεώρητα ἀλλά μετ' ὀλίγον ἐπανέπιπτον πάλιν εἰς τὴν πραγματικότητα, ἀνίσχυρος, ἀπηλπισμένη ! Εὐτυχῶς ὅλοι ἦσαν τόσον ἀπησχολημένοι, ὤστε κανεὶς δὲν ἐπρόσεξεν εἰς ἐμέ· εἰς τὸ γεῦμα μόνον ἡ μῆτηρ μου παρετήρησεν, ὅτι δὲν ἒτρωγον. Καλέ, σὐ εἶσαι ἄρρωστη ! μοὶ εἶπε, δὲν βλέπεις τὰ νύχια σου, πῶς εἶναι μελανά! Θὰ ἐκρύωσες τὸ πρωί εἰς τὴν ἐκκλησίαν· ἔχεις τὴν κακὴν συνήθειαν νὰ μή παίρνῃς ποτὲ μαζύ σου ἐπανωφόρι.Πραγματικῶς μὲ εἶχε καταλάβει ῥῖγος; καὶ μὲ πολλὴν δυσκολίαν συνεκράτουν τάς σιαγόνας μου διὰ νὰ μὴ συγκρούωνται ! Πήγαινε ν ἀναπαυθῇς, μοὶ εἶπε, παρήγγειλα νὰ ἔλθῃ ἡ ἅμαξα νὰ μᾶς πάρῃ ἐνωρίς, διὰ νά εἴμεθα κάτω εἰς τὸν Πειραιᾶ, πρὶν φθάσῃ τὸ ἀτμόπλοιον. Ἕως τότε θὰ εἶσαι καλά. Εὐτυχῶς ἡ θεία μου ἔφθασεν ἐγκαίρως, ὃπως θέσῃ τέρμα εἰς τὸ μαρτύριόν μου. Πρὸς τὸ ἐσπέρας, ὅταν ὅλοι εἲμεθα συνηθροισμένοι εἰς τὸ δωμάτιον τῆς μητρός μου, ὁ ἄνθρωπος, τὸν ὁποῖον εἴχομεν στείλει εἰς Πειραιᾶ, ἐπανῆλθε καὶ ἐζήτησε νὰ ὁμιλήσῃ εἰς τὴν θείαν μου· ἐνῷ αὕτη ἐξήρχετο, μοὶ ἔκαμε νεῦμα νὰ τἡν ἀκολουθήσω. Ἔφεραν τὰ πράγματα τοῦ μακαρίτου, μοὶ εἶπε, παρήγγειλα νὰ τὰ βάλουν κάτω εἰς τὸ ἄχρηστον δωμάτιον τῆς αὐλῆς· ἡ μητέρα σου δὲν πῃγαίνει ποτὲ ἐκεῖ· σῦ ἠξεύρεις, τί πράγματα εἶχε πάρει μαζύ του, πήγαινε νὰ τὰ παραλάβῃς. Ἔσπευσα εἰς τὸ ἀπόκεντρον δωμάτιον μὲ τὴν ἐλπίδα, ὅτι θὰ ἤμην μόνη ἐκεῖ· πόσον ἐπεθύμουν νὰ κλαύσω ! Ἀλλ' εὗρον ὲκεῖ τὴν Φόφην, ἐκράτει μάλιστα καὶ τὰ κλειδιὰ τοῦ κιβωτίου εἰς χεῖράς της· μ' ἐκύτταξε μὲ τοὺς ἐκφραστικούς ὸφθαλμούς της καί μοι εἶπε, τὸ ἤξευρα πῶς θὰ μᾶς συμβῇ αὐτό ! Τὸ ἤξευρες ; Πῶς ; Τὴν ἠρώτησα ἔκπληκτος —Δὲν ἐνθυμεῖσαι τὴν μεγάλην Παρασκευήν, ὅταν ἀνησυχήσατε τόσον δι' ἐμέ ; Πῶς δὲν ἐνθυμούμην! Τώρα μάλιστα ὠχράν, καθὼς τἡν ἒβλεπον ἐνώπιὸν μου, εὕρισκον, ὅτι εἶχε τἡν αὐτὴν ἔκφρασιν τοῦ φόβου καὶ τῆς θλίψεως, τὴν ὁποίαν εἶχε καὶ τὸ ἑσπέρας ἐκεῖνο. —Ὄταν ἒχασα τὸ ἀρνὶ ἤμην μακρυά, μοὶ εἶπε, πέραν ἀπ' τὴ ῥεμματιά. Ἐκεῖ, ὅπου ἀνοίγονται οἱ δύο δρόμοι, ἐστάθηκα κ' ἐπρόσεχα ἀπὸ ποῦ θ' ἀκούσω τὸ κουδουνάκι του. Ἀλλά τότε εἶδα ἀπὸ μακρυὰ νἀ ἒρχηται μία χωρική· εἶχε τὸ ζῷόν της φορτωμένο μὲ ξύλα καὶ ἐπήγαινεν ἴσια εἰς τὴν πόλιν. «— Μὴν εἶδες κανένα ἀρνάκι ἀπ' ἐκεῖ ποῦ ἔρχεσαι ; τῆς ἐφώναξα. «— Ὄχι, κορίτσι μου, δὲν εἶδα τίποτα. —Ἀλλ, ἐνῷ ἐγύρισε διὰ νὰ ἐξακολουθήσῃ τὸν δρόμον της, μὲ ἠρώτησε, μήπως ἤτανε τὸ ἀρνὶ τῆς Πασχαλιᾶς σας αὐτὸ ποῦ γυρεύεις ; —Ναί. —Κακόμοιρο ! Τὴν ἤκουσα νὰ λέγῃ,καθὼς ἀπεμακρύνετο, τὸν νοικοκύρην σας θὰ χάσετε !» —Ἔμεινα ἀκίνητος ἐκεῖ, ὅπου εὑρισκόμην· ἀλλ΄ ἀμέσως ἐσυλλογίσθηκα. Τί ἀνόητος ποῦ εἶμαι ! Ἂν εἶνε ἀλήθεια αὐτό, ἐγὼ θὰ τὸ εὕρω τὸ ὰρνὶ καὶ δὲν θ' ἀποθάνῃ ὁ πατέρας! Καὶ ἢρχισα νὰ τρέχω καὶ νὰ τὸ ζητῶ παντοῦ· ἐβράδυασε, ἀλλὰ δὲν τὸ ἐνόησα. Ἦτο ὅμως τόση ἡσυχία γύρω, ὤστε μακρυὰ καθώς εὑρισκόμην πρὸς τὸ μέρος τοῦ Υμηττοῦ, ἢκουσα τὸν κώδωνα τῆς ἐκκλησίας, ὅταν ἐσήμανε διὰ τον ἐπιτἀφιον· θ' ἀνησυχοῦν εἰς τὸ σπίτι ἐσυλλογίσθηκα καλλίτερα νὰ ἀνησυχήσουν δι' ἐμέ, παρὰ νὰ κλαύσουν ἀργότερα διὰ τὸν πατέρα μου καὶ ἐξηκολούθησα νὰ προχωρῶ. Δὲν ἄφησα βράχον, δὲν ἄφησα χαμόκλαδο, οὕτε ῥεμματιὰ χωρὶς νὰ τὸ ζητήσω· ἐπεριπατοῦσα ψηλαφητὰ εἰς τὸ σκότος καὶ τὸ ἐφώναζα· ἤκουα εἰς τὴν ἐρημίαν τῆς νυκτὸς τὴν ἠχὼ νὰ ἐπαναλαμβάνῃ ἄγρια τὴν φωνήν μου, ἀλλὰ δὲν ἐφοβούμην· ἐφοβούμην μόνον τἡν δυστυχίαν, ἡ ὁποία θὰ μᾶς ἤρχετο καὶ ἡ καρδιά μου ἐκτυποῦσε δυνατά, δυνατά, ὤστε μόλις εἰμποροῦσα νὰ παίρνω τὴν ἀναπνοήν μου. ᾪ, δὲν ἐζητοῦσα πλέον τὸ ἀρνί, ἔζητοῦσα τὴν εὐτυχίαν τοῦ σπιτιοῦ μας, ἡ ὁποία μᾶς εἶχε φύγει! Ἁλλοίμονον, ἐζητοῦσα τὸ ἀδύνατον! Τὸ ἐνόησα ἐπὶ τέλους καὶ ἐγύρισα ὀπίσω μὲ τὰ κλάμματα· ἔφθασα εἰς τὸ σπίτι, ἀλλὰ δὲν ἐβαστοῦσα νὰ ἔμβω μέσα· πολλἡν ὥραν ἔμεινα ἀπ' ἔξω καὶ ὅταν ἐκτύπησα τὴν θύραν καὶ σᾶς εἶδα ὅλους μαζευμένους γύρω μου, δὲν εἰμπόρεσα νὰ κρύψω τὴν ταραχήν μου... Ἔσφιγξα τὴν ἀδελφήν μου εἰς τὴν ἀγκάλην μου· πόσον περισσότερον τὴν ἐξετίμων τώρα ! Ἐνόησα τἡν ἀπελπισίαν της διὰ τὸ ἀρνὶ ἐκεῖνο ! Τὴν σιωπήν της τὴν πεισματώδη, ἐνόησα διατὶ μὲ τόσην ὐποταγὴν αὐτὴ ἡ τόσον ἀτίθασσος ὑπέμεινε τὰς, πικρὰς ἐκπλήξεις τοῦ πατρός μου, ὅστις ἐπὶ ἡμέρας τὴν ἐβασάνισε διὰ νὰ εἴπῃ τί τῆς συνέβη. Ἄς ἰδοῦμε, τί ἔχει μέσα τὸ σενδοῦκι, μοὶ εἶπε· τὸ ἤνοιξε μὲ χεῖρα σταθερὰν καὶ ἓν πρὸς ἓν ἐξητάσαμεν τὰ περιεχόμενά του. ᾘσθανόμεθα καὶ αἱ δύο ἀνακούφισιν βλέπουσαι ὅλα ἐκεῖνα τὰ ἀντικείμενα, ὅσα δι' ἡμᾶς ἀπετέλουν μέρος ἀναπόσπαστον τῆς ὑπάρξεώς του. Πόσας ἀναμνὴσεις μᾶς ἔφερον ! Ἦτο ἐκεῖ τὸ σκουφάκι, τὸ ὁποῖον εἴχομεν πλέξει μὲ μετάξια καὶ μὲ χρυσάφι διὰ νὰ τὸ φορῇ τὸ πρωί, ὅταν κατέβαινεν εἰς τὸν κῆπον· ἐκεῖ αἰ παντούφλαις τὸ δῶρον τῆς ἐορτῆς του. Ἡνοίξαμεν τὸ χαρτοφυλάκιον του ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον ἔφερε πάντοτε μαζύ του· μέσα εἰς αὐτὸ εὕρομεν τὰς πιστολάς μας· μία, ἡ τελευταία, ἦτο ἀκόμη ἀσφράγιστος· ὁ θάνατος τὸν εἶχε καταλάβει ἐν πλήρει ἀκμῇ καὶ ζωῇ, διότι ἡ ἀσθένειά του μόλις διήρκεσε τέσσαρας ἡμέρας καὶ τίποτε ἐκεῖ δὲν ἐμαρτύρει περὶ αὐτῆς. Ἀλλ' ὅταν ἐξητάσαμεν καὶ τὰ θυλάκια τοῦ κοιτωνίτου του, εἱς ἓν ἐξ αὐτῶν εὕρομεν· τὰς φωτογραφίας μας· ἐνθυμοῦμαι κάλλιστα, ὅτι τὰς εὕρομεν εἰς τὸ ἐπάνω θυλάκιον, τὸ πρὸς τὸ μέρος τῆς καρδίας! Ὤ, εὕρομεν ἐπίσης εἰς αὐτὸ καὶ ἓν μικρὸν κουτίον μὲ τἡν ἐπιγραφὴν φαρμακείου· ἀνέδιδεν ὀσμὴν βαρεῖαν μόσχου... ἦτο τὸ τελευταῖον ἰατρικόν, τὸν ὁποῖον εἶχε πάρει ! Ἡρευνήσαμεν ἀκόμη καὶ εὕρωμεν τὸ μικρὸν πρόχειρον σημειωματάριόν του· εἶχε τἡν εὐκολίαν ὁ πατήρ μου, ὁσάκις τὸν ἀπησχόλει πολὺ σκέψις τις νὰ ἐκφράζῃ τὰς ἰδέας του ἐμμέτρως· τὸ ἠνοίξαμεν εἰς τὴν τελευταίαν σελίδα, ἐπὶ τῆς ὁποίας εἶχε γράψει καὶ ἰδού, τί ἀνεγνώσαμεν : Ἀθρόα πάθη, ἔλθετε. Πενία, θλῖψις, νόσημα, Τὸ πνεῦμἀ μου ἀνθίσταται, Ύπὸ Θεοῦ φρουρούμενον. Ὦ φύσις παντομὴχανε, Τὸ ἂνθος χρωματίζουσα, Τήν γὴν δεινῶς τινάσσουσα, Εἰς θηλῶν ζῴων ἂγρευσιν. Τὸν λέοντα ἐγείρουσα, Θεοῦ τελεῖς τὸ βούλευμα. Και ἂνουν εἶσαι ὄργανον. Ἀλλὰ ἐγὼ καί, ἂν ποτε Τὸ σῶμα δυαλύεται, Ἑκτὸς τὴς ὓλης σῶζομαι Καὶ ἡ ψυχὴ, ἀθάνατος Προθύμως εἰς τὸ κέλευσμα Ύψοῦται πρὸς τὰ θαύματα Τοὑ ἀπέραντου σύμπαντος Και θεωρεῖ

* Ἐδῶ διεκόπτοντο ἀποτόμως οἱ στίχοι αὐτοί, ἀλλἀ δὲν ἦσαν γεγραμμένοι μὲ τὸν συνήθη σταθερόν του καὶ ταχυγραφικὸν χαρακτῆρα· ἐφαίνετο, ὅτι εἶχον γραφῆ μὲ χεῖρα τρέμουσαν καὶ ἐξησθενημένην ! Αὐτὸ ἦτο τὸ μόνον, τὸ ὁποῖον μᾶς ἐπληροφόρησεν, ὅτι μόνος μακράν μας εἶχεν ὑποφέρει εἰς τὸν ξένον τόπον, εἶχεν αἰσθανθῆ ἀνάγκην παρηγορίας, καὶ ἐζήτησεν αὐτήν, ὂπως συνείθιζε νὰ τὴν ζητῇ, ὁσάκις εἶχε θλίψεις. Ἐν τούτοις ὁ μικρὸς ἀδελφός μας μᾶς ἀνεζήτει παντοῦ καὶ τἀ μικρὰ κατορθώνουν νὰ εὑρίσκουν πάντοτε τὰς μεγαλειτέρας ἀδελφάς των, ὅταν τὰς χρειάζωνται. Ἀνεκάλυψε τὸ καταφύγιον μας, καὶ ὅταν εἶδεν ὅλα ἐκεῖνα τὰ πράγματα ἡπλωμένα κάτω, τά ἀνεγνώρισε καὶ μᾶς ἠρώτησε περιχαρής: ἦλθεν ὁ μπαμπᾶς ; Τότε ἡ θέα τοῦ τριετοῦς ὀρφανοῦ, ὁ ὁποῖος θὰ ἐμεγάλωνε χωρὶς νὰ ἐνθυμῆται τὸν πατέρα του, χωρὶς νὰ γνωρίσῃ τί ἐστι παρικὴ στοργή, παραπονευμένος, ἲσως, ἀπροστάτευτος, μᾶς ἔφερε δάκρυα. Ἔως τότε οἱ ὀφθαλμοί μας ἦσαν κατάξηροι καὶ δὲν εὐρίσκομεν οὔτε λέξεις νὰ παρηγορήσῃ ἡ μία τὴν ἄλλην. Τὰ δάκρυα ὅμως εἶναι μεταδοτικὰ καὶ ὁ μικρὸς χωρὶς νὰ ἐννοῇ, διατί κλαίομεν, ἤρχισε καὶ αὐτὸς νὰ κλαίῃ. *

Κατεχωρίσθησαν ἐνταῦθα οἱ, στίχοι οὕτοι ἀπαραλλὰκτως ὃπως, εὑρέθησαν. Ἐπάνω ἡ ἀνησυχία τῆς μητρός μας ἦτο ἀπερίγραπτος· ὁ ἄνθρωπος, ὅστις εἶχε φέρει τὸ κιβώτιον ἐκεῖνο, εἶχε φέρει ἐπίσης καὶ ἐπιστολὴν προς αὐτήν. Φίλος μας οἰκογενειακός τὴν ἐπληροφόρει δι' αὐτῆς, ὅτι ὁ πατήρ προσεβλήθη αἴφνης ἀπὸ ὀξεῖαν περιπνευμονίαν καὶ ὅτι ἡ κατάστασίς του ἐνέπνεε μεγίστην ἀνησυχίαν εἰς τοὺς ἰατρούς· ὑπέσχετο δὲ ὅτι διὰ τηλεγραφήματος ἤθελε τὴν πληροφορήσει περὶ τῆς περαιτέρω πορείας τῆς ἀσθενείας. Ὄλην τἡν νύκτα ἐκείνην ἐπερίμενε τὸ τηλεγράφημα καὶ συχνὰ μᾶς συνήθροιζε πρὸ τοῦ εἰκονοστασίου. Παρακαλεῖτε τόν θεόν,μᾶς ἔλεγε, νὰ γιατρεύσῃ τόν πατέρα σας·εἶσθε ἀθῷα καὶ θὰ σᾶς ἀκούσῃ. Ἔβλεπον ἐντός τοῦ εἰκονοστασίου τὰ στέφανα τοῦ πατρός καὶ τῆς μητρός μου δεμένα καὶ τὰ δύο μαζὺ μὲ τὴν λευκήν των ταινίαν καὶ μὲ ἒπνιγον οἱ λυγμοί, ἀλλ' ἡ Φόφη ἤρεμος καὶ σοβαρὰ μὲ συνεκράτει. Πόσον ἰσχυρότερον ἀντέχει τις εἰς τὴν θλῖψιν, ὅταν τὴν συμμερίζηται μὲ ἄλλον ! Τό περιεχόμενον τοῦ τηλεγραφήματος τό ἔμαθεν ἡ μήτηρ μας τὴν ἐπαύριον· ἂν καὶ εἴχομεν λάβει ὅλας τὰς προφυλάξεις, ὃπως καταστήσωμεν τὸ κτύπημα, ὅσον τό δυνατὸν ὀλιγώτερον ἀπότομον, ἡ φοβερὰ εἴδησις τἡν ἐκλόνησεν ἀμέσως, ἠσθένησεν ἐπικινδύνως καὶ δἐν ἔμελλέ ποτέ ν' ἀναλάβῃ ἐντελῶς ἀπό τὴν ἀσθένειάν της ἐκείνην. Μετὰ ὀκτὼ ἡμέρας τὴν παραμονὴν τοῦ νέου ἒτους, ἦτο ἀκόμη βαρέως ἀσθενής· τό ἑσπέρας, ὅταν ἦλθεν ἡ ὤρα τοῦ δείπνου,ἔπιπτεν ἔξω ῥάγδαία βροχή, ὁ ἄνεμος ἐσύριζε καὶ ἔσειε βιαίως τὰ δένδρα· εἰς τὴν αὐλὴν ὁ πιστός μας Τοῦρκος, ἂν καὶ δὲν ἦτο δεμένος μέ τὴν ἅλυσίν του, ἔκλαιε θλιβερῶς και ἡμεῖς μόνα τὰ τέσσαρα ὀρφανὰ ἐκαθήσαμεν εἰς τὴν τράπεζα και ἐδειπνήσαμεν.»

Ἐδῶ ἡ κυρία Ἀννίκα ἐσιώπησε καὶ ἡ εὐαίσθητος κόρη τοῦ οἰκοδεσπότου ἔκυψε καὶ τὴν ηὐχαρίστησε σιωπηλῶς διὰ τὴν διήγησίν της μὲ ἓν θλίψιμον τῆς χειρός. —Ἐτελείωσεν ἡ ἱστορία σου,κυρία Ἀννίκα τὴν ἠρώτησεν ὁ οἰκοδεσπότης· πόσον λυποῦμαι,διότι ἐγεινα αἰτία νὰ ἐνθυμηθῇς λυπηρὰ παρελθόντα. —Ὀ Musset λέγει, ὅτι ἡ ἀνάμνησις εὐτυχίας παρελθούσης εἶναι ἀληθεστέρα ἀπὸ τὴν εὐτυχίαν αὐτήν, παρετήρησε νεαρὸς μαθητὴς τοῦ γυμνασίου ἐκ τῆς γωνίας, ὅπου ἐρρέμβαζε. —Κάτι μᾶς εἶπες καὶ σῦ τώρα ! Ἀνεφώνησεν ὁ πατήρ του. ὁ ἀποτυγχάνων πάντοτε ὡς ὑποψῆφιος βουλευτής. Σὺ φθάνει ν' ἀναφέρῃς κἄτι τι ἀπὸ τὸν ἀγαπημένον σου ποιητὴν, καὶ ἀς εἶναι ὅ,τι καὶ ἂν τύχῃ. —Ὄχι· ἐχει δίκαιον, ἐπενέβη ἡ κυρία Ἀννίκα, τὰ παιδικά μου χρόνια, μοῦ ἒμειναν τόσον ἀγαπητά, ὣστε αἱ ἀναμνήσεις των, ἂν καὶ εἶναι ἀναμεμιγμέναι μὲ θλῖψιν, μοῦ προξενοῦν πάντοτε εὐγαρίστησιν γλυκεῖαν. —'Ξεύρεις, ὅτι εἶνε περίεργος ἡ ἱστορία σου, κυρία Ἀννίκα ! ἐξηκολούθησεν ὁ οἰκοδεσπότης· εἰς τὸ ἐξῆς δὲν θ' ἀστειεύωμαι πλέον μὲ τὸν φίλον μου ἀπ' ἐδῶ, ὁ ὁποῖος πιστεύει εἰς τά προαισθήματα. —Καὶ τὴν διηγήθην ἀπαραλλακτα, ὅπως μοῦ συνέβη. —Πραγματικῶς εἶναι περίεργος, εἶπεν ὁ Γερμανὸς γέρων, θὰ τὴν γράψω εἰς τὸν φίλον μου κύριον Δόμινον· οἱ πνευματισταὶ συνάζουν πανταχόθεν τοιαῦτα διδόμενα καὶ πολύ περιεργότερα ἀκόμη, διὰ νὰ φθάσουν μίαν ἡμέραν εἰς συμπεράσματα ὁριστικά. Ἡ συνομιλία ἐν τεύτοις ἤρχισε ν' ἀναλαμβάνῃ ὅλην τὴν προτέραν της ζωηρότητα, ἀλλ' ἡ Ἐλενίτσα ἒμενε πάντοτε σιωπηλή. Ἐλησμόνησες, τί συμφωνίαν ἒκαμε μὲ τὸν πατέρα σου : τὴν ἠρώτησεν ἡ κυρία Ἀννίκα. Καὶ ἡ πενθηφοροῦσα κυρία, ἐνῷ ἐθώπευε τὴν κόμην τῆς μικρᾶς της φίλης, ἐστράφη πρὸς τὸν Γερμανὸν γέροντα. Κύριε Ἀλβέρτε, τῷ εἶπε, τὸ πιάνο σᾶς περιμένει· σηκωθῆτε. Καὶ ὁ ὰγαθὸς Γερμανός, ὅστις δὲν ἦτο μόνον φιλόσοφος, ἀλλὰ καὶ καλὸς κυμβαλιστῆς, ἐσηκώθη ἀμέσως καὶ καθὴσας πρό τοῦ πιάνου ἤρχισε νἀ παὶζῃ τὴν ὡραίαν εἰσαγωγὴν εἰς τὸ βἀλς «Weaner Mad 'In ». Εἰς τὸν γνωστόν του ἐκεῖνον ἦχον ὁ νεαρὸς σπουδαστὴς ἐλησμόνησε τοὺς ῥεμβασμούς του, ἐσηκώθη ἀμέσως καὶ καλέσας καὶ ἄλλον συμμαθητήν του ἤρχισε τῇ βοηθεὶᾳ αὐτοῦ νὰ σύρῃ τὴν μεγάλην τράπεζαν ἀπὸ τὸ μέσον τοῦ δωματίου καὶ νὰ ἐτοιμάζῃ τόπον διὰ χορόν. —Παιδιά,εἶπεν ὁ οἰκοδεσπότης μὲ τὴν συνήθειαν,τὴν ὁποίαν εἶχε νὰ ὀνομάζῃ οὔτως ὅλα τὰ τὲκνα τῶν συνεπαρχιωτῶν του. Τὸ τριῷδι ἤνοιξε ἀπὸ τὴν ἄλλην Κυριακὴν καὶ ἀκόμη δὲν ἐχορεύσατε!Ξεύρετε τί συνήθεια εἶναι ἐδῶ εἰς τὰς Ἀθήνας ; Ἀν θέλῃ κανεὶς νὰ δεχθῃ εἰς τὸ σπίτι του μασκαράδες, δὲν ἔχει παρὰ νὰ βάλῃ δύο κεριὰ εἰς τὸ παράθυρο. Βάλετε λοιπὸν κεριά ! Θὰ ἰδοῦν τά δόμινα τὰ φῶτα, θ' ἀκούσουν τὴν μουσικὴν καὶ δὲν θ' ἀργήσουν ν' ἀναιβοῦν ὅλα ἐδῶ, διὰ νὰ μᾶς διασκεδάσουν μὲ τὴν φλυαρίαν των καὶ διὰ νὰ χορεύσουν. «Πάντα ἔτοιμοι διὰ χορὸν εἶναι οἱ Ἀθηναῖοι! Ποῦ τὸ βρίσκουν, βρὲ ἀδελφέ, τόσο κέφι ; Καὶ σοῦ λέγουν τόσαις εὐφυΐαις κρυφὰ, κρυφὰ εἰς τὸ αὐτὶ αὐτὰ τὰ δόμινα, ὣστε σὲ κάμνουν νὰ χάσῃς τὸν νοῦν σου· τίποτε δὲν γίνεται εἰς τὴν πόλιν χωρὶς νἀ τὸ γνωρίζουν. Οὔτε τὰ μυστικὰ τῆς καρδίας του, δέν εἰμπορεῖ νὰ κρύψῃ κανείς ! —Ἀλλ'ἂν ἀνεβαίνῃ ἡ λίρα,ἂν δἑρνωνται οἱ βουλευταί μέσα εἰς τὴν βουλὴν καὶ χαλᾷ γύρω τους ὁ κόσμος, αὐτῶν καρφὶ δὲν τούς καίεται· ἡ διασκέδασις εἶναι πάντα διασκέδασις. Χαρῆτε καὶ σεῖς μαζύ τους, παιδιά! 'ς αὺτὸν τὲν κόσμον τὸν ψεύτικο, ὅπου ὁ καθένας μας ἔχει μέσα του καὶ μίαν λύπην, ὅποιος διασκεδάζει καὶ χαίρεται αὐτὸς ἔχει τὴν περισσότερη γνῶσι.