Incorporated into the ELTeC on
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ ΑΓΑΠΗ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΣΧΕΔΙΟΓΡΑΦΗΜΑΤΑ ΛΟΥΚΑ ΓΕΡΑΛΗ ΑΘΗΝΑ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟ «ΕΣΤΙΑ» 1910 ΜΟΥΡΗ Φόνια, μουρή ! φώναξε ἡ χήρα Κανούζενα τρίτη φορὰ τὴ θυγατέρα της δίχως νὰ κουνηθεῖ ἀπ τὸ στρῶμα της κοντὰ στὸ τζάκι χάμου στὸ πάτωμα, πού εἶταν ξαπλωμένη. Μὰ ἐκείνη δὲν ἂκουε, κ’ ἡ μάννα ἀνασηκώθηκε ἀρχινώντας νά πεισμόνει. «Μουρὴ Φόνια, μουρὴ !» φώναξε τώρα πιὸ δυνατὰ κι ἀνακὰθισε στὸ στρῶμα. « Οὑρίστι! » ἀκούστηκε μιὰ φωνὴ ἀπόξω. «Νὰ οὑρίεις κὶ νὰ χουρίεις ! » Ἡ Φόνη παρουσιάστηκε τέλος στὴν πόρτα. Εἶταν κοπέλα ὡς εἴκοσι χρονῶν, ψηλή, γιομάτη καὶ καλοφκιασμένη. «Τί χουγιάεις;» «Ποῦ ἢσ’να, μουρή, κὶ δὲν ἀϊκούς π’ ξικιφαλιάσ’κα ; » « Στούν κήπου ἤμ’να˙ βουτάν’ζα τὰ κ’κιὰ.» «Ἀνὴμερα τ’ Βαϊῶνι σ’ ἒπιασ’ ἡ προυκουμάρα; Δὲ λὲς τὰ ξιπάτουσις ! Θὰ σὶ πιάσ’ κάνα κοιλιακό, μουρὴ. Τήρα τήρα˙ μ’ καθέτ’ ἀκόμ’ ἀνάλλαη!» «Τί μὶ θέλ’ς ;» ρώτησε ἀπότομα ἡ κόρη της. « Σύμπα τ’ φουτιά, μουρή, κὶ βάλ’ τού μπρίκ˙ αὐτὸ σὶ θέλου. Κι ἀπὲ ἂϊντι κὶ συϋρίσ’ γλήγουρα. Δὲ σ’λουέσι π’ θὰ νἂρθ’ οὑ Φώτ’ς ὅπ’ κι ἄν εἶνι ! Δὲ χτινίσ’κις ἀκόμα, μουρή ;» «Σὰν τἀρέσου· σὰ δὲν τἀρέσου—», μουρμούρισε ἡ Φόνη σκύβοντας καὶ συμπώντας βιαστικὰ τὴ φωτιά. «Τί, ζουρλάθ’κις, θϊουσκουτουμέν’; Καφὲ σ’ χὰλιψα, ὂχ’ ἀλ’σίβα. Σήκ’ ἀπ’ αὐτοῦ, τσακίσ’! Τουνι φκιάνου μαναχή μ’.» Κ’ ἡ μάννα ζύγωσε στὴ γωνιὰ κ’ ἒσπρωξε τὴ θυγατέρα της. Τούτη τὴν κοίταξε θυμωμένα : «Τί κάν’ς ἔτσ’: Τί σοὖρθι:Μὶ τὰ μπουρίνια σ’ μ’ξύπνησις», φώναξε καὶ σηκώθηκε. « Βγάλ’ τούν κόρακα, στρίγλα ! » Ἡ μάννα πῆρε νὰ σιὰξει τὴ φωτιὰ. « Σ’ φταίν οἱ ἂλλ’ κι τ’ρᾶς νὰ ξιθμάν’ς σ’ ἰμένανι », εἶπε ἡ Φόνη γυρίζοντας τὴν πλάτη καὶ βγαίνοντας βιαστικὰ ἀπ τὴν πόρτα, ἐνῶ ἡ μάννα της ἒπαιρνε τὸ καφοκούτι ἀπ τὴ μπολίτσα, μιὰ τρύπα τεσσεράγκωνη στὸν τοῖχο δίπλα στὴ γωνιά: «Κάμι πιδιὰ νἀναπαεῖς ! μουρμούρισε ξύνοντας μὲ τὸ κουταλάκι τὴ ζὰχαρη ποὺ εἶταν κολλημένη ἀνάκατα με καφὲ στὸ σκέπασμα τοῦ καφεκουτιοῦ. Ἡ Φόνη γύρισε σὲ λίγο μ’ ἕνα χειρόβουλο κλήματα: « Σήκ’ ἀπ αὐτοὺ˙ ἀφ’σι νὰ σ’ φκιάσω τούν καφὲ καθώς ξέρου», εἶπε κι ἀδραξε μὲ ὁρμὴ τὸ καφεκοὺτι ἀπ τὰ χέρια τῆς μάννας της. Αὐτὴ τραβήχτηκε κ’ ἡ Φόνη τῆς ἒκαμε τὸν καφέ. «Ἂϊντι φερ’ μ’ νιὰ στάλα νιρὸ κὶ κόλλ’σι τοὺ στόμα μ’», εἶπε ἡ μάννα ἐκεῖ ποὺ ἡ κόρη της τῆς ἐδινε στὸ χέρι τὸ φλυτζάνι. « Σ’ ἂναψαν τὰ ψάρια ποιὸς ξερ’ πόσα θανἄφαϊς ἐκεῖ π’ μὂκατσις μ’σαφίρ’σσα τοὺ γιόμα.» «Ὄριξ γιὰ φαΐ μὄλ’πι μὶ τοὺ σικλέτ’ ποὖχα˙ μὶ τοὺ στανιὸ ἔκατσα, δὲ λές; Ντράπ’κα τς ν’κουκυρέους.— Ἂϊντι τώρα βγάλι μ’ ἕνα ζιβγάρ’ σκαλ’τσοὐνια κὶ ’ν κινούρια μ’ ’ν τσίπα», εἶπε ἡ μάννα ξαναδίνοντας τῆς κόρης της τὸ μαστραπὰ μὲ τὸ νερὸ ποὺ τῆς ἔφερε κ’ ἤπιε. « Μὶ σκότ’σις, τοὺ κατάλαβις; Πριμούρα γιὰ στολίδια, σ ἔπιασι σήμιρα», φώναξε ἡ Φόνη. Ἂφισε στὴ γωνιὰ τὸ μαστραπὰ καί παίρνοντας τὸ μπρίκι, ρούφηξε τὰ κατακαθίδια τοῦ καφέ: « Πῶς κάν’ς κὶ ’ν πίν’ς τέτια μιλάτσα, μουρ’ μάννα; Δὲ σὅρχιτ’ ἀναγούλα; » εἶπε ζαρόνοντας τὰ μοῦτρα. «Ἂϊ τώρα φέρι μ’ ἰκιὰ π’ σοὖπα κί διάζουμι. Ἂϊ νὰ ζήεις», παρακάλεσε ἡ μάννα. «Σκιάζουμ’ θανἄνιαξι τού καψόπιδου!» «Ἂς μὴ μ’ παρακ’μόσ’να», μουρμούρισε ἡ Φόνη καὶ πάει στὴν ἄλλη κάμαρη. «Σὶ τίπουτας βαφτίσα θὰ μ’ πᾶς κὶ μ’ σκαλτσ’νόνισι;» ρώτησε γυρίζοντας σὲ λίγο καὶ πετώντας τῆς μάννας της ἐκεῖνα πού τῆς γύρεψε. « Σ’ν ἀγρυπνιά λέου νὰ πάου τού βράδ, μουρή. Τόσουν κιρὸ πάει, ξικκλησάσ’κα ντίπ», εἶπε ἡ Κανούζενα καὶ πῆρε νὰ ντυθεῖ. Ἡ Φόνη κάθισε στὸ γωνολίθι, ἀνασὴκωσε τὸ στρῶμα δίπλα του, πῆρε μια φτερούγα ποῦ εἶταν ὰποκάτω ἐκεῖ, κι ἄρχισε νὰ σαρόνει τὴ γωνιά, ἀφοῦ πρῶτα ξεσπίθισε καὶ μάζωξε τὴ φωτιὰ. «Τί κάν’ς αὐτοῦ, μουρὴ; Ἂφ’σ’ τὰ σαρώματα, διάτανι, κὶ σύρι νὰ ντ’θεῖς γλήγουρα κ’ ἰσύ, θανἄρθ’ οὑ Φώτ’ς σοὖπα.» « Δὲν πάει νἄρθ κ’ ἡ Φώτινα.» Ἡ μάννα ἀναστέναξε: « Δεν ξέρου τί νὰ ποῦ μ’ ἰσένανι˙ τί σ’ ἐβαλ’ ἡ ἁμαρτία σήμερα!» Ἡ Φόνη σὰ νὰ μήν τήν ἄκουσε. « Γιὰ νὰ σ’ ποῦ : σ’ τού ξέκουψ’ ἀλή- θεια ντὶπ οὑ Γιώργ’ς γιὰ τὰ λιπτά ; » γύρισε ξαφνικὰ σὲ λίγο καὶ ρώτησε τή μάννα της. Δε μ’ του ξέκουψι ντιπ˙ σκιάζιτι, μοὖπι μαναχὰ μὴ δὲν μπουρέσ’ νὰν τς κουνουμὴσ’ κὶ τς χίλις δραχμὲς ἀπόπασκα.» « Κ’ ἰσύ τί τοὖπις ;» « Δὲ σοὖπα τὶ τοὖπα; Πάλε νὰ σ’ τὰ ματαλέου ; » « Δὲν τὂδ’νις νιὰ φτ’σὰ στὰ μοῦτρα! » « Τί λές, μουρὴ τσούπρα ; Ἔτσ’ φέρνιτ’ οὑ κόσμους σ’ ἰκ’νούς πὂχ’ ’ν ἀνάγκ’ τς ; Τί λές, πιδί μ’, τοὖπα, μᾶς παίρν’ς στού λιμό σ’˙ βγαίνουμ’ ἀπού λόγου στοὺ Φώτ’. Αὐτὴνους καρτιρεῖ οὕλα τἀ λιπτὰ ἀπόπασκα. Φτάν’ π’ τουνι γέλασαμι νιά βουλὰ κι ἀλ’κουτίσ’κ’ οὑ γάμους, τώρα μί τί μοῦτρα νὰν τ’ ποῦμι νὰ καρτιρέσ’ ἴσα μὶ τού χ’νόπουρου π’λές; Τί νὰ σ’ κάνου, θειά, μοὖπι, σὰν κ’ εἶν’ ἀπ τού χἐρ’ μ’ κ’ ἰμένανι κὶ δὲν τὰ δίνου ; Σὰ δὲν μπουρεῖ νὰ καρτιρέσ’ ὣς τού χ’νόπουρου π’ θὰ π’λήσου τὰ καπνά, ἂς πάρ’ τὰ μ’σὰ τώρα κὶ γιὰ τἄλλα τὰ μ’σὰ τ’ δίνου χαρτί—» «Κ ἰσύ τούν ἄϊκ’σις, δίχους νὰν τ’ πεῖς τίπουτα, ἔ ; » «Τί ἄλλου νάν τοὔλιγα, μουρή; Τού λ’πὴθ’κα κιόλας τού πιδί, εἴτανι κατασικλιτ’σμένου.—Ἄϊντι φέρι μ’ ἕνα μαντίλ’ παστρικό, κι ἀπὲ ἔλα δῶ νὰ σ’ ποῦ ἰσένανι», εἶπε ἡ μάννα δένοντας τὴν τσίπα στὸ κεφάλι της. Ἡ Φόνη σηκώθηκε καὶ πῆγε καὶ τὂφερε. «Στέκα δῶ νὰ σ’ ποῦ τώρα.» « Τί νὰ μ’ πεῖς κὶ νὰ μ’ ξιπεῖς ; » εἶπε ἡ Φόνη ἀπότομα. « Νὰ τὶ θέλου νὰ σ’ ποῦ˙ ἰγώ θὰ πάου στά Κουλουστρατέϊκα τώρα˙ κι ἀπὲ τοὺ βράδ’ λέου νὰ πάου νὰ κάνου ’να σταυρὸ σ’ν ἰκκλησά, καθώς σοὖπα. Ἰσύ πάρι κὶ ντύσ’ τώρα π’ θὰ φύβγου — » «Τί μ’ ντ’ μουλουγᾶς ! Δὲ μ’ ἀφίν’ς κ’ ἰσύ !» Κ’ ἡ Φόνη ἔκαμε νὰ φύγει. «Τί θέλ’ς, μουρὴ, νὰ σὶ βρεῖ ἔτσ’ οὑ Φώτ’ς π’ θανἄρθ’; Δὲν μπουρεῖ νὰ μὴν πιταχτεῖ ἴσα μ’ ἰδῶ σὴμιρα», εἶπε ἡ μάννα καὶ τὴν κράτησε. « Δὲν πάει νὰ μί βρεῖ! Σὰ δὲν τἀρέσου, ἄς πάει νὰ βρεῖ ’ν καλύτερ’.» «Τί λόγους εἶν’ αὐτός, μουρή ; Τί σ’ ἔπιασι σήμιρα ; Γιὰ σ’λουὴσ’ νιὰ ψίχα !» Ἡ Φόνη θέλησε πάλι νὰ φὺγει. «Ἂϊκ’σ’ ἰδῶ νὰ σ’ ποῦ», ξακολούθησε ἡ μάννα πιάνοντας τὸ χέρι της˙ «τήρα ψάριψέ τουν ἰδῶ π’ θανἄρθ’ οὑ Φώτ’ς. Φέρ’ τουνι μὶ τρόπου, ρώτα τουνι μὴν τοὖπι τίπουτας οὑ Γιώργ’ς. Μὶ τού χαρτὶ π’ σ’δίν’ οὑ Γιώργ’ς, εἶσ’ ἀσφαλ’σμένους, πές τ.» «Ἰγώ νὰν τ’ ποῦ τέτιου πρᾶμα ! Κάτσ’ ἰδῶ π’ θανἄρθ’ κὶ πές τ’ του μαναχή σ’. Ἰγώ δὲν τ’ λέου τίπουτας.» «Γιὰ στέκα, μουρὴ, μήν κάν’ς ἔτσ’· ἰγώ τ’τοὔλιγα, μά, γλὲπ’ς, δὲν ἀδειάζου νὰ κάτσου. Kι ἀπὲ κιόλα καλύτερα θάϊκούσ’ σὰν τ’ τού πεῖς ἰσύ.» « Νἄταν ἄλλ’ βουλὰ καθόσ’να κὶ φύλαϊς μὴ λάχ’ κὶ μὶ βρεῖ μαναχὴ κὶ μὶ φάει. Τώρα φέβγ’ς ἡ ἀφιντιά σ’ κὶ μ’ ἀφίν’ς ἰμένανι νὰ βγάλου τού φίδ’ ἀπ ’ν τρύπα», εἶπε ἡ Φόνη καὶ ξέφυγε. « Καλά, πιδί μ, καλά», μουρμούρισε ἡ μὰννα σκύβοντας τὸ κεφάλι. « Σὰ θέλ’ς, κάτσ’ ἰδῶ κὶ πές τ’ τα μαναχή σ’ », ξανάπε ἡ Φόνη. « Πῶς νά κάτσου, μουρὴ; Δὲ στουχάζισι π’ μὶ καρτερεῖ ἡ λιχώνα ; » «Τότινις νὰν τού ξέρ’ς, θά κλείσου κ’ ἰγώ τού σπίτ’ κὶ θὰ φύβγου», εἶπε ἡ Φόνη θυμωμένα κ’ ἒκαμε κατὰ τὴν πόρτα. « Σὰ σ’ λουϊόσ’να νιὰ ψίχα, - δὲ θανἄκανις ἒτσ’. Αὐτήνου σ’ λέου μαναχά.» Ἡ Φόνη δὲν ἀπάντησε. Εἶχε μείνει ὀρθὴ στὴν πόρτα κοιτάζοντας ὂξω. Ἡ μάννα της ξαναπῆγε κοντά της : « Ἔλα δώθινι, μουρή- ἔμπα παραμέσα, νὰ μὴ μᾶς ἀκούει οὑ κόσμους κάνι», τῆς εἶπε σιγαλά. Ἡ Φόνη στάθηκε λίγες στιγμὲς ἐκεῖ κ’ ἔπειτα γύρισε κ’ εἶπε τῆς μάννας της : «Δὲν μπουροῦ νὰν τ’ ποῦ τίπουτας ἰγώ- σ’ τοὖπα νιὰ βουλά, μάννα.» «Καλά, πιδί μ’, σὰ θέλ’ς νά ματαντρουπιαστοῦμι στούν κόσμου. Σὰ δὲν τού στουχάζισι τί καλὸ θανἄχ’ς κ’ ἰσὐ νἀλ’κουτ’στεῖ κὶ πάλε τού στιφάν’. Ἀπ τοὺ Γιώργ’ μαγάρ’ νἄχι νὰ λάβ’ κι ἄλλα τόσα˙ ἔτσ’ πὲς τ’ Φώτ’ — » « Γιατί δὲν τ’ τού λές μαναχὴ σ'; » φώναξε ἡ Φόνη. « Σ' τοὖπα. ἄνιμι˙δὲν μπουροῦ νὰ κάτσου γώ, μί καρτιρεῖ ἡ λιχώνα»,θύμωσε κ’ ἡ μάννα της. «Τότινις θὰ πάρου τού κλειδί κ’ ἰγώ νά φύβγου!» Κ’ ἡ Φόνη μπῆκε μέ ὁρμὴ στὴν ἄλλη κάμαρη. «Καλά, κάν’ ὃπους θὲλ’ς», ἀπάντησε ἡ μάννα κ’ ἔφυγε κ’ ἐκεὶνη ἀπ τὴν ἄλλη πόρτα. Ἡ Φόνη ἔμεινε μιὰ στιγμή στήν ἄλλη κὰμαρη κ’ ἔπειτα γύρισε γοργά κατά τὴν πὸρτα, ὅθε εἶχε φύγει ἡ μὰννα της, σα νἂθελε να τῆς φωνάξει. Μὰ ἐκεὶνη εἶχε στρὶψει πιὰ στο δρομό κ’ ἡ Φὸνη στὰθηκε λίγες στιγμές μέ τή ματιά σκυμένη στο κατόφλι. Ἄξαφνα σά νά πῆρε κάπια ἀπόφαση, ξαναμπῆκε βιαστικὰ μέσα τραβὼντας ἴσα στή διπλανή κάμαρη, ἕνα ξεπάτωτο, ξεταβάνωτο καί σκοτινό χώρισμα τοῦ σπίτιοῦ, ὅπου μαζί μέ τόν ἀργαλιὸ τῆς Φὸνης καί τό ἀμπὰρι μὲ τό ἀλεῦρι εἶταν στοίβαγμένο ὃλο τό μικρὸ νοικοκυριὸ τῆς χὴρας Κανοὺζενας. Ἡ Φονη πέταξε ἀποπὰνω της σε μιά ἄκρη τό φουστάνι καί τὸ σὰκκο πού φοροῦσε καί ξεκρεμώντας ἀπό ἕνα καρφί στον στοίχο ἕνα ἄλλο φὸρεμα κ’ ἕνα πολκάκι, τά φὸρεσε γλήγορα καί πέρασε στὴν ἄλλη κάμαρη. Φουστάνι καί πολκάκι εἶταν ἀπό τὸ ἴδιο ἀνοιχτόχρωμο, κλαρωτό τσίτι˙ το πρῶτο με δυό φραμπαλάδες κάτω στο γύρο, τὸ δεύτερο με πλατιές κακοσιδερωμὲνες πιέτες μπροστά στά στὴθη˙ θηλυκόνοντας βιαστικὰ το πολκὰκι της, ἡ Φὸνη στάθηκε μπροστά σ’ ἕνα μικρό θαμπὸ καθρὲφτη κρεμαστόν στόν τοῖχο ἀπὰνω ἀπό ἕνα τραπεζάκι μέ ἄσπρο πλεχτό στρωσίδι, στολισμἐνον μέ πεντὲξη παγωνόφτερα κι ἄλλα τὸσα μάτσα ξεθωριασμένο ἀμάραντο, και τριγυρισμένον ἀπό μερικές πιο ξεθωριασμένες φωτογραφίες δίχως κορνίζες. Ἀφοῦ τοῦ κάκου πολέμησε μιά στιγμή νά στρώσει μέ την ἀπαλάμη τίς πιέτες μπρός στὸ στῆθος της, πῆγε στὴν ἄλλη κάμαρη κ’ ἔφερε ἀποκεῖ τὴν τσάτσαρη. Σε λίγο ἡ χωρίστρα στὴ μέση τῶν μαλλιῶν της εἶταν σιασμένη κ’ οἱ πλεξίδες κρεμασμένες πίσω στὴν πλάτη της. Ἔρριξε στερνὴ ματιὰ στὸν καθρέφτη καί δίχως νὰ σταθεῖ στιγμὴ ἔγυρε τὸ παράθυρο τοῦ νοντᾶ, σὺρτωσε τὴν πόρτα του κατὰ τὸ δρόμο καὶ ξαναμπῆκε στὴ σκοτινὴ κάμαρη. Ἡ πόρτα αὐτῆς τῆς κὰμαρης ἔβγαζε στὴν αὐλὴ στὸ πίσω μέρος του σπιτιοῦ. Ἡ Φόνη τὴν ἄνοιξε καὶ βαστώντας στὸ χέρι τὰ ψιδένια της μισοστίβαλα, βγῆκε στὴν αὐλή. Μικρή, στενὴ εἶταν ἡ αὐλὴ καὶ μιά κούρνια μὲ μιὰ στοίβα ξερὰ κλήματα δίπλα της, κ’ ἕνα πηγάδι μὲ σοφὰ λασπόχτιστο καί χείλη μισογκρεμισμένα ἔπιαναν κοντὰ ὅλον τὸν τόπο. Μιἀ γέρικη πλατιὰ μουριά, νιοφουν- τωμένη μὲ τὴν ἄνοιξη, τὴ σκέπαζε ἀποπάνω κρύβοντας τὰ γειτονικὰ σπιτόπουλα, κ’ ἕνας πλεχτὸς φράχτης τὴ χώριζε ἀπ’ τὸν κῆπο, πού πρασίνιζε στὸ βάθος. Ἡ Φόνη ἀπίθωσε τὰ παπούτσια στὸ πεζούλι τοῦ πηγαδιοῦ κι ἀνασήκωσε τὸ φόρεμά της. Μὲ τὴν ἴδια γληγοράδα πάντα ἔρριξε τὸ σίσκλο στὸ πηγάδι, τὸν ξανάβγαλε γεμάτον νερό, τὸν ἀκκούμπησε στὸ πεζούλι καὶ χύνοντας ἐκεῖθε, ἔπλυνε τὰ χέρια της, ἔφερε σμιχτὲς τὶς ἀπαλάμες της δυὸ τρεῖς φορὲς στὸ πρόσωπο καὶ σηκόνοντας τὸ μεσοφόρι της, σπούπισε πρόσωπο καὶ χέρια. Κάπιος κρότος, σὰ νἄπεσε πετραδάκι, σὰ νὰ σείστηκε κλαδί, τὴν ξάφνισε καθὼς σκουπίζονταν καἱ γύρισε πίσω. Δὲν εἶδε τίποτες. Τὰ σπουργίτια τσιτσίριζαν μονάχα καὶ σειοῦσαν ἀνάλαφρα ἀποπάνω της κάπια ἀκρόκλαδα τῆς μουριᾶς. Δίχως νὰ προσέξει πιότερο, ἔχυσε στὴν αὐλὴ τριγύρο της τὸ νερὸ ποὺ τῆς ἀπόμεινε, ἀκκούμπησε τὸ σίσκλο στὸ σοφὰ τοῦ πηγαδιοῦ καὶ καθίζοντας ἐκεῖ, ἔσκυψε νὰ ποδεθεῖ. Μὰ ἄξαφνα δυὸ χέρια τὴν ἀγκάλιασαν πίσωθε, κλείνοντας τἀ μάτια της. «Οὑ Φώτ’ς εἶνι˙σὶ κατάλαβα», εἶπε σιγαλὰ δίχως νὰ κουνηθεῖ. Μὰ τὰ χέρια δὲ λευτέρωσαν τὰ μάτια της. «Ἔλα τώρ’ ἀφοῦ σὶ γνώρ’σα. Θὰ μὶ κάμ’ς νὰ πέσου καημὲνε». εἶπε δυνατότερα, ἀκκουμπώντας τὂνα χέρι στὸ σοφά καὶ μὲ τἄλλο πολεμῶντας νὰ λύσει τά δάχτυλα, πού ἔκλειναν τὰ μάτια της. Μὰ ἐκεῖνα τὴν ἔσφιγγαν πάντα κ’ ἡ Φόνη ἄρχισε νὰ χάνει την ὑπομονὴ : « Ἂφ’σι μι, σοὖπα˙ θὰ μὶ σκάεις. Πιάσ’κ’ ἡ ἀνάσα μ’˙ θὰ πέσου. Ἀφοῦ σὶ γνώρ'σα, σών’ ντέ.» Ἀντὶς ἀπόκριση, δυὸ χείλια ἄγγιξαν πίσω τὸ σβέρκο της καθώς ἔσκυβε, κι αὐτὸ τὴν πείσμωσε. Σὰ νά βρῆκε κάπια δύναμη χαμένη στὴν ἀρχή, μπόρεσε κι ἀναστύλωσε τὸ κορμὶ καὶ μ’ ἕνα γοργό του στρίψιμο, βρέθηκε λυμένη ἀπ τὰ δεσμά. «Τί λὲς πὼς δὲ σὶ κάνου; » εἶπε ἀνοίγοντας τὰ μάτια, καὶ ψωμογελώντας. Μὰ λόγος καὶ χαμόγελο τῆς κόπηκαν στὰ χείλη, σὰν εἶδε ποιὸς στέκονταν ἀγνάντια της μὲ τὰ χέρια τεντωμένα νἀ τὴν ἀγκαλιάσουν πάλι. «Φέβγα ! Νὰ μὴ σὶ ἰδοῦν τὰ μάτια μ’! » φώναξε πνιχτὰ σπρώχνοντάς τον καὶ πισοδρομώντας. « Ἀχά! Τί ἔπαθις; Σ’ κακουφάν’κι π’ δὲν εἶταν οὑ Φώτ’ς π’ σὶ φίλ’σι ; » γέλασε ἐκεῖνος δίχως νὰ ταραχτεῖ ἀπ’ τὸ λόγο της. Εἶταν νέος ἴσα μὲ εἰκοσιπέντε χρόνων, μελαχρινός, λιγνός, μὲ μπόϊ μέτριο. Ἡ φορεσιά του, ἀπό μαύρη γιαλιστερὴ τσόχα, ἔδειχνε τὸ νοικοκυρόπουλο τῆς ἐπαρχίας˙ στὸ γιλέκι του κρέμονταν μιὰ χοντρὴ ἀσημένια ἀλυσίδα˙ στὄνα του χέρι, ζαρωμένο σὰν ὰπό κάψιμο, πάσκιζαν νὰ κρύψουν τὸ ἀσκὴμισμα δυὸ χρυσὰ δαχτυλίδια καὶ κάτω ἀπὸ τὸ στραβοφορεμένο μαλακὸ σταχτὶ καπέλο γιάλιζαν τὰ λαδωμένα μαῦρα μαλλιὰ μὲ τὴν πλατιὰ χωρίστρα στὸ πλευρό. Τὰ χαλασμένα δόντια του ἀνάμεσα ἀπὸ τὸ ψιλὸ ἀριὸ μουστάκι ἀσκήμιζαν τὴν ὡστόσο καλοσούσουμη ὂψη του, καθώς γελοῦσε τὴ στιγμὴ αὐτή,προχωρώντας μὲ ἀνοιχτὴ ἀγκαλιὰ κατά τὴ Φόνη. «Φέβγα, φέβγα σοὖπα ! » ξανάπε τούτη πισοδομώντας πάντα κι άμπώχνοντὰς τον μὲ τὰ δυό της χέρια. Ὁ νέος ὅμως κατάφερε νὰ τὴν ἀδράξει καἰ νά τὴν καθίσει στο σοφά. « Ἀπόλα μι, ἀπόλα μι, ἀλλιῶς θά πέσου μέσα », φοβέριξε ἡ Φόνη γέρνοντας τὸ κορμί πρὸς τὰ γκρεμισμένα χείλη τοῦ πηγαδιοῦ ἀποπίσω της. « Νό μ’ ἕνα φ’λί κὶ σ’ ἀπουλάου.» « Ἀπόλα μι κὶ θὰ χουγιάξου ! » Τὴν ἄφισε : « Τί ἔπαθις μουρή; τί σοὖρθι σήμιρα;» « Ψεύτ’! παλιάθρουπι ! » εἶπε ἡ Φόνη ρίχνοντάς του ἄγρια ματιά, ἐνῶ σηκώθηκε κ’ ἔσιαξε τὸ φόρεμά της. « Γιατ’ εἶμι ψεὺτ’ς; γιατί παλιάθρουπους; » ρώτησ’ ἐκεῖνος κάνοντας νὰ τὴν πιάσει μὲ τὸ καλὸ ἀπ τὸ χέρι. Μὰ τοῦ ξέφυγε, ἄδραξε τά ποδήματά της καἱ κάθισε στὸ πεζούλι τοῦ πηγαδιοῦ νὰ τὰ φορέσει. « Γιὰ ποῦ μὶ τού καλό ; » « Στ’ θειά μ’ θὰ πάου, στ’ μάννα σ’, νὰν τς τὰ ποῦ οὕλα», εἶπε ἡ Φόνη ἐνῶ ποδένονταν. « Καλά, σύρ’ ἀφοῦ θέλ’ς˙ στάσ’ πρῶτα μαναχὰ νά σ’ ποῦ ἕνα λόγου», τῆς εἶπε ὁ νέος, σὰν τὴν εἶδε πού σηκώθηκε : « Φόνια ! » Τὴ σίμωσε. «Τί θέλ’ς ; » ρώτησε αὐτὴ σταματώντας. « Δὲ μ’ ἀγαπᾶς ἄλλου ; Ἀλήθεια ; » Τῆς ἔπιασε τὸ χέρι κ’ ἔκαμε νὰ τὴν κοιτάξει στὰ μάτια. Μὰ ἡ Φόνη, ἀμπώχνοντάς τον, χύμησε καὶ μπῆκε στὸ σπίτι. Πρὶν ὅμως προφτάσει νὰ κλείσει τὴν πόρτα πίσω της, χώθηκε κ’ ἐκεῖνος μέσα. « Γιώργ, φέβγα, σοὖπα ! Ἔβγα ὂξου!» φώναξε ἡ Φόνη καί τὸν ἔσπρωξε. « Σὰ μπουρεῖς, βγάλι μι! » εἶπ’ ἐκεῖνος κλείνοντας καὶ συρτόνοντας τὴν πόρτα πίσω του. Ἡ Φόνη σωριάστηκε χάμου κλαίοντας. « Τί ἔπαθις, μουρή ; τί κλαῖς ; τὶ σοὖρθι σήμιρα ; » « Φέβγα ! Μὴ μι ζ’γόν’ς, μὴ μὶ μαλάεις ! » τὸν ἄμπωξε πάλι ἡ Φόνη, ἐκεῖ ποὺ ἔκαμε νὰ τῆς πάρει τὰ χέρια ἀπ τὸ πρόσωπο. « Τι σὄκαμα, μουρή ; Ἢθιλα νὰ ξέρου!» « Τί ἄλλου ἤθιλις νὰ μ’ κάμ’ς ; Δὲ μὶ σκότουνις κάλλιου.» « Τί σὄκαμα ; Δέ μ’ τού λές ; » « Νά—τί εἶπις ν’ αὐγὴ τς μάννας μ’;» « Τί τς εἶπα :» « Πῶς δὲν τα δίν’ς τὰ λιπτά.» « Ποῦ νάν τἄβρου νὰν τὰ δὡκου ; » «Ἴσα μὶ τὰ ἰπρουψὲς ποῦ θὰν τἂβρισκις ; Τί μοὔλιϊς ἰμένανι ; Ἤ εἶταν μαναχά—;» Δὲν τήν ἄφισαν τὰ δάκρια νἀποσώσει. « Τοὔξιρις πούθι κατέρ’γα. Δὲν μπουροῦ νὰ δώκου μπιτχαβὰ τού καλαμπόκ’. Εἶπα σᾶς δίνου χαρτί.» « Χαρτὶ δὲν παίρν’ οὑ Φώτ’ς, τοὺ ξέρ’ς.» « Ποτὲ μὴ σώσ’ κὶ πάρ’˙ ἂς καρτιρέσ’ τότις ἴσα μι τού χ’νόπουρου.» «Τί λές, μουρέ ; Κ ἰγὼ τί θέλ’ς νὰ γένου; Ἔτσ’ π’ μὶ κάν’ς, θὰ πέσου νὰ πνιγοῦ.» Ξανάσκυψε τὸ πρόσωπο στὰ χέρια κλαίοντας. « Θάρθεῖς στοὺ νού σ’, μουρή ; τί ἔπαθις ; » Τὴ σκούντησε ὁ Γιώργης. « Ἁφ’σι μι, φέβγα, σοὖπα ! » Ὁ Γιώργης ἔσκυψε καὶ τῆς ἔπιασε τὸ χέρι. « Σὰ μ’ ἀγάπαϊς, Φόνια, δὲ θὰ μ’ ἔκανις ἔτσ’, γιατὶ σ’ άλ’κουτάου τοὺ γάμου ἕνα δυὸ μῆνις˙γιατί δὲν ἀπουφασίζου νὰ σί χάσου νιὰ ὣρ’ ἀρχίτιρα.» « Γι’ αὐτήνου λοιπὸν τούν ἀλ’κουτᾶς κι ὂχ’ π’ δὲ βρίσκ’ς τὰ λιπτά ; » Γύρισε καὶ τὸν κοίταξε ὰγριεμένη. « Κι αὐτὴνου πῶς τὄχ’ς τάχα ; » «Ἴσα μ’ αὐτοῦ δὲν τοὺ παντίχινα νὰ φτάεις ! » «Τί λὲς πώς εἶμι σὰν τ’ ἰσένανι νὰ διάζουμι νὰ πέσου σ’ν ἀγκαλιὰ τἀλλ’νοῦ;» Ἡ Φόνη τὸν κοίταξε δίχως νἀπαντήσει. « Τί μὶ τ’ρᾶς;» « Δὲ μὶ σκότουνις καλύτερα !» εἶπε κ’ ἔσκυψε τὸ κεφάλι. Ὀ Γιώργης κάθισε κοντά της καὶ τῆς ἔπιασε τὸ χέρι. Γλύσι μ’ ἀπ τού κακό, ἀδιρφούλ’ Γιὼργ’ ! Θὰ μποῦν ὑπουψίϊς τς μάννας μ’, σκιάζουμι. Μὶ πῆρις στοὺ λιμό σ’ π’ μὶ πῆρις. Γιατί μὶ τυραγνᾶς ἔτσ’ τώρα ; » «Ἰγώ σί τυραγνάου ; » «Ἰσύ, ἰσύ.» Ὁ Γιώργης τὴν αγκάλιασε : « Πῶς θέλ’ς νὰ σ’ ἀφὴκου νὰ σί πάρ’ ἄλλους, μουρ’ Φόνια ! » « Γιατί μ’ ἀφίν’ς τότινις ; Γιατί δὲ μὶ παίρν’ς ἰσύ ; » « Νἄτανι στοὺ χέρ’ μ’!» « Στού χέρ’ σ’ εἶνι νά φύβγουμι, νὰ πάμ’ ἀλλοῦ νὰ ζήσουμι.» « Μί τί νὰ ζὴσουμ’ ἀλλοῦ, μουρὴ ; Μὶ τ’ν τέχν’ π’ ξέρου; Τί νὶ ματαπιάν’ς αὐτήν’ ’ν κ’βέντα, ἢ γιὰ νὰ μὶ σικλιτίεις μαναχά ; » « Τότινις σκότουσὲ μι, Γιώργ’" νὰ πιθάνου ἀπ τού χερ’ σ’ κάνι ! » Κ’ ἡ Φόνη κρεμάστηκε ἀπάνω του. «Μ’ ἀγαπᾶς, Φόν’, στἀλὴθεια ; » ρώτησε ὁ Γιώργης θωρώντας την στὰ μάτια. Δὲν ἀπάντησε. « Δὲ μ’ ἀγαπᾶς" ὅχ’, δὲ μ’ ἀγαπᾶς !» Ἀναστέναξε μονάχα. «Ἂϊκ’σ’ ἰδῶ νὰ σ’ ποῦ. Ξέρ’ς γιατί ἦρθα δῶ τώρα ; » « Γιατί; » ρώτησε προσμένοντας. «Ξέρ’ς, αὔριου θὰ κάνουμ’ ἀρχνὴ νὰ φ’τέψουμι˙ ἦρθα νὰ σὶ ρουτήσου ἂν ἰρχέσ’ ἀργάτ’σσα.» Ἡ Φόνη άποχαϊλώθηκε. « Ρίχ’κ’ οὕλους οὑ κόσμους μιμιᾶς στού φύτιμα κὶ δὲ βρίσκου ἀργάτις. Μίνια κι οὐγδουήντα πῆγι τού μιρουδούλ’. Δυὸ δραχμὲς πλιρόνου, φτάν’ νἄβρισκα πιντέξ’ νουμάτ’ς ἀκόμα. — Τί λές, ἔρχισι ; Ἅμ’ ἀϊκούσ’ δυὸ δραχμὲς ἡ θειά, σ’ ἀφίν’ στού φτιρό.» Ἡ Φόνη δὲ μιλοῦσε. « Κι ἄν εἰνι κὶ σ’ πέφτ’ μακριά, καθέσι κὶ κ’μόμαστ’ ἰκεῖ τού βράδ’˙ θα κοιμ’θοῦνι κι ἄλλις. Ἔτσ’ βγαίν’ς κι ἀπ’ τὰ μάτια τς μάννας σ’, π’λὲς πώς σκιάζισι.» «Τοὺ λὲς στἀλὴθεια, Γιώργ’; » ρώτησε τέλος ἡ Φόνη, κοιτάζοντάς τον κατάματα. «’Μ τί ψέματα ; » «Γιατί μὶ τυραγνᾶς, μουρ’ Γιώργ’, γιατί; » « Δὲ σ’ τοὔπα γῶ ; Δὲ μ’ ἀγαπᾶς, τού ξέρου », εἶπε ὁ Γιώργης καὶ τραβήχτηκε ἀπ’ τὸ πλάγι της. « Γιώργ’, ἀδιρφοὺλ’ Γιώργ’! Γιατί θέλ’ς νὰ μὶ πάρ’ς οὑλότιλα στού λιμό σ’, νὰ μ’ ἀπουρίξεις στού γκριμό; » Σὺρθηκε κοντά του πιάνοντάς τον. «Ἔρχισ’ δὲν ἔρχισ ; Αὐτήνου πές μ’.» «Πῶς θέλ’ς νἀρθοῦ, μουρ’ Γιώργ’: Τί θὰ πεῖ οὑ Φώτ’ς σὰν τἀϊκούσ’ πῶς κ’μᾶμι νιὰ βδουμάδα σπίτ’ σ’ δίχους τ’ μάννα μ’ κὶ δίχους νἆνι κιόλας ἡ θειά μ’ ἰκεῖ ;» « Γλέπ’ς τὶ θὰ πεῖ οὑ Φώτ’ς σὶ μέλλ’ μαναχά. Γιὰ μένανι δὲ σὶ μέλλ’ », εἶπε καὶ γύρισε ἐκεῖθε ὁ Γιώργης. «Γιώργ’! Ἄϊκ’σ ἰδῶ, Γιώργ’». ξαναπαρακάλεσε ἡ Φόνη. « Θανἄρθ’ς ἤ ὄχ’; » «Γιώργ’, ἀδιρφούλ’ Γιώργ’, γιατί μὶ κάν’ς ἔτσ’; τί σὄφτιξα ; » «Ἰπέρσ’ π’ δὲν εἶχες τού Φώτ’, κόσιβις στὰ Λ’βαδάκια στούν ξάδιρφου˙ ἰπέρσ’ δὲν ’ν ἤθιλις τ’ μάννα σ’˙ σά λάχινι κὶ ρχόνταν ἡ θειά σ’, τήραϊς πότι νὰ φύβγ’ κιόλα. Τώρα πὄχ’ς τούν ἀρριβουνιαστ’κό, γιὰ τά λιπτὰ τουνι θέλ’ς μαναχά τούν ξάδιρφου.» Κι ὁ Γιώργης γέλασε κοιτάζοντάς την. Ἡ Φόνη τὸν κοίταξε κι αὐτὴ δίχως νἀ βγάλει ἄχνα. «Τοὔβρατι τού κουρόϊδου κ’ ἰσύ κ’ ἡ μάννα σ’. Τ’ρᾶτι μαναχὰ νὰ μ’ βάλ’τι τού μαχαίρ’ στού λιμὸ γιὰ τὰ λιπτά. Σά σᾶς χρειαστοῦ τίποτας κ’ ἰγώ, κά’ τούν τοίχου τού χουρό. Ἄϊκ’σ’ ἰδῶ, σὰ θέλ’ς ἔτσ’: ἅν δὲ ρθεῖς νὰ μὶ βουηθὴεις στού φύτιμα, νὰν τοὺ ξέρ’ς, μὴν καρτιρεῖτι τὰ λιπτά μούτι τοὺ χ’νόπουρο», εἶπε θυμωμένα ὁ Γιώργης, ποὺ εἶχε σηκωθεῖ στὸ μεταξύ. «Καλά, Γιῶργ’,σὰν τὄβαλις νὰ μὶ χἀεις, χάσι μι», εἶπε ἡ Φόνη κι ἔσκυψε το κεφάλι. « Θὰ πᾶς νὰ πνιγεῖς, θάρρου ; » εἶπε ὁ Γιώργης. «Ὂχ, δὲ θὰ πάου νὰ πνιγοῦ˙ στ’θειά μ’ θὰ πάου, στ’ μάννα σ’, νὰν τς τὰ ποῦ οὕλα», φώναξε ἡ Φόνη καὶ σηκώθηκε μὲ ὁρμὴ. « Δὲν παίρν’ς τὰ μοῦτρα σ’ ! δὲν κουπιάεις νὰ πᾶς ! » « Θὰ ἰδεῖς ἄν πάου ἡ ὂχ ! Φταίχτρα εἶμι, κι ἄς μὶ σκουτώσ’.» « Σὰ σ' κουτάει, σύρι ! » « Τώρα, γλέπ’ς, ἂ μ’ κουτάει! » Κ ἡ Φὸνη ἔκαμε κατὰ τὴν πὸρτα τῆς ἂλλης κάμαρης. « Σὶ πνιοῦ ἰδωγιὰ στ’ στιγμή ! » φώναξε ὁ Γιώργης κ’ ἔκαμε νὰ τὴν πιάσει. Ὃτι ὃμως ἔβαζε τὸ χέρι ἀπάνω της, βρόντησε τὸ τσεμπερέκι τῆς πόρτας κατά την αὐλή. Ὀ Γιώργης πήδησε στὴν ἄλλη κάμαρη, τραβώντας πρὸς τὴν πόρτα κατὰ τὸ δρόμο, ἐνῶ ἡ Φόνη ἔμεινε μιὰ στιγμὴ τρομαγμένη στὸν τόπο της. Ὁ βρόντος ξανακούστηκε στὴν πόρτα κ’ ἡ Φόνη πῆγε πρὸς τὰ κεῖ. « Μέσα εἶσι, μουρ’ Φόνια; » ἄκουσε ἀπὸξω μιὰ φωνή. Ἄνοιξε την πόρτα. « Τί μ’ συρτῶθ’κις, μουρὴ ; Σκιἀζισι μὴ σί φάει ἡ Μούτα ; » εἶπε μπαίνοντας μὲ γέλιο μέσα ἡ Βαρβάρα, μιὰ γειτονοπούλα της. « Τοὔχα νὰ φὺβγου κί σύρτουσα », μουρμούρισε ἡ Φόνη πολεμώντας νὰ συνέρθει. «Ὅτ’ ντύθ’κα νά βγοῦ, ἦρθ’ οὑ ξάδιρφός μ’ οὑ Γιώργ’ς. Σπίτ’ τ’ τοὔχα νὰ πάου, νὰ ἰδοῦ τί κάν’ ἡ θειά μ’˙ ἔχου νὰ πάου ἀπ τ’ Βαγγιλ’σμοῦ », πρόστεσε ξαναβρίσκοντας τή φωνή της. « Δὲν ἦρθα νὰ σ’ ἀλ’κουτήσου" ’ν πουτίστρα σ’ ἦρθα νὰ σ’ χαλέψου. Ξικόλλ’σι τού χιρούλ’ ἀπ’ τα’ θ’κὴ μας κὶ δὲ μπουροῦμι νά πουτὴσουμι.» « Νά, δὲν ’νὶ παίρν’ς, ἰκεῖ εἶνι.» Ἡ Φόνη ἔδειξε σὲ μιὰ ἄκρη. « Ποὖν’ τους οὑ ξάδιρφός σ’, ἔφ’γι ; » ρώτησε ἡ Βαρβάρα. «Ἰδῶ εἰμ’ ἀκόμα˙ δὲν ἕφ’γα », ξάφνισε τὴ Φόνη πίσωθέ της ἡ λαλιὰ τοῦ Γιώργη, πού παρουσιάστηκε στὴ μεσιανὴ πόρτα: «Ἡ μάννα μ’ δὲν εἶνι σπίτ’˙ ἄδ’κα θὰ κάμ’ τούν κόπου, εἶπα τς Φόνιας. Ίλάτι μέσα δῶ καλύτιρα. Αὐτοῦ δὲ γλεπ' οὑ ἕνας τἀλλ’νοῦ τ’ μύτ’.» Ἡ Βαρβὰρα πέρασε στὴν ἄλλη κάμαρη. «Κιρὸ ἕχου νὰ σί ἰδοῦ. Ἂξ’νις, πάχ’νις, μόρφ’νις πλιότιρου», τῆς εἶπε ὁ Γιώργης κοιτάζοντάς την καί πιάνοντας τὸ χέρι της. Η Βαρβάρα γέλασε. Τὸ σφίξιμο ὃμως τοῦ χεριοῦ την πόνεσε κ’ ἕβγαλε φωνὴ μισὴ κλάμα, μισὴ γέλιο, χτυπώντας σύνωρα μὲ τὴν ἀνάποδη τἄλλου χεριοῦ της τὸ σαγόνι τοῦ Γιώργη. « Κόρακας νὰ σί κὸψ!» τῆς φώναξε ἡ Φόνη καὶ τὴν ἀγριοκοίταξε. «Νὰ σὶ κόψ’ κὶ νὰ σί θιρίσ ! Μπά, κυρά μ’ ! Τ’ ξάδιρφοὺ σ’ νὰν τοὺ πεῖς' μ’ τσάκ’σι τὰ δάχ’λα », τῆς φώναξε κ’ ἡ Βαρβάρα, πιάνοντας μὲ τὸ ζερβὶ τὴν ἄκρη τοῦ δεξοῦ χεριοῦ της καὶ θωρώντας τὸ Γιώργη μὲ γελούμενο θυμό. Ἡ Φόνη γύρισε ἀλλοῦ τὸ πρόσωπο. «Μὴν ’νὶ ξισ’νιρίζισι˙ εἶνι σκανιασμέν’ π’ δὲν ἦρθ’ οὑ καλό τς σήμιρα», εἶπε ὁ Γιώργης καὶ πῆγε πρὸς τὰ μέσα τῆς κάμαρης, κλείνοντας τὸ μάτι στὴ Βαρβάρα μὲ χαμόγελο. « Κ’ ἰσύ νἄσ’να ἕτσ’ θανἄκανις νὰ μὴν ἤγλιπις ’ν ἀρριβουνιαστ’κιά σ », εἶπε ἡ Βαρβάρα. «Γι’αὐτήνου δὲν ἀρριβουνιάζουμι κ’ ἰγώ' δέ βαστάει ἡ καρδιά μ’ τού σκάνιασμα.» Ὄ Γιώργης ξανάρριξε περγελαστικὴ ματιὰ στὴ Φόνη, πού δὲ γύριζε νὰ τὸν κοιτάξει. « Χαχαχά ! » γέλασε ἡ Βαρβάρα˙ «οὕλ’ ἒτσ’ τού λένι ὃσου νἄρθ’ ἡ τυφλουβδουμάδα.—Ἔτσ’ πές τ’, μουρὴ, κὶ μὴν πεισμόν’ς», εἶπε γυρίζοντας στὴ Φόνη καὶ σκουντώντας την στὸν ἀγκώνα. Ἐκείνη ἔκαμε κατὰ τὴν πόρτα πρὸς τὸ δρόμο. «Ἰλάτι, κάτσ’τ’ ἰδῶ τώρα κάτ’ νὰ σᾶς ποῦ», φώναξε ὁ Γιώργης, παίρνοντας μιὰ προσκεφαλάδα καὶ καθίζοντας ἀπάνω σ’ αὐτή, δίπλα στὴ γωνιά. « Τί θὰ μᾶς πεῖς ; » ρώτησε ἡ Βαρβάρα. «Ἕνα παραμύθ’.» «Τοὺ χ’μώνα λὲν τἀ παραμύθια», εἶπ’ ἐκείνη κ’ ἔκαμε κατὰ τὴ Φόνη, πού ἔστεκε στὴν πόρτα. «Χ’μώνας εἶν’ ἀκόμα. Δὲν εἵϊδις τὶ χαλασμὸς κὸσμ’ ἔκαν’ ἴσα μὶ τὰ χτές ; » εἶπε ὁ Γιώργης. «Σκιάζουμι μὴ ματαρχ’νὴσ’ ταχιά˙ ζουματάει οὑ ἣλιους», εἶπε ἡ Βαρβάρα, πού ὁ ἥλιος τοῦ δειλινοῦ, καθὼς ἕλαμπε στὴν πόρτα, τὴ χτύπησε στὸ πρόσωπο. « Τότ' ἔμπα μέσα γλήγουρα, μὴ σί μαυρίσ’ », τῆς φώναξε ὁ Γιώργης. « Τέτιου γυφτουτσούκαλου ποὖμι, τί νά μαυρίσ’ ἀπ' τ' ἰμένανι !» ἀπάντησε ἡ Βαρβάρα δίχως νὰ κουνηθεῖ ἀπ τὸν τόπο της. « Μάρτ’ ἔβαλις ὡστόσου ». τῆς ξαναφώναξε ὁ Γιώργης. « Ἰγώ ; Ποιός σ’ τοὔπι; Ἡ Φόνια ; Σί γέλασι. — Γιατί τοὔπις ψέματα, μουρή; » γύρισε καὶ σκούντησε τὴ Φόνη. «Ὄριξ ἔχ’ς, καημένε, γιὰ κ’βέντις», μουρμούρισε τούτη, χωρὶς νὰ τὴν κοιτάξει. « Δὲ μ’ τοὔπ’ αὐτήν ἄλλους μ’ τοὔπι», φώναξε ὁ Γιώργης ἀπὸ τὴ γωνιά. «Ποιός; Κανένας δὲ σ’ τοὔπι˙ ἀπού μαναχὸς σ’ τού λές.» «Ἔλα δῶ νὰ σ’ τού ποῦ ποιὸς μ’ τοὔπι.» Ἡ Βαρβάρα ἔκαμε ἕνα βῆμα κατακεῖ. « Πές μ’ του », εἶπε. «Ἔλα κουντίτερα νά σ’ τού ποῦ.» Ἡ Βαρβάρα ξανάκαμε λίγα πατὴματα καὶ στάθηκε: « Ἔλα, πές μ’ του.» «Κουντίτερα ἔλα. Σκύψι νὰ σ’ τού ποῦ σταὐτί, νὰ μὴν τἀγρικὴσ’ ἡ Φόν’», τῆς μουρμούρισε ὁ Γιώργης, φέρνοντας τὴν ἀπαλάμη ὀρθὴ δίπλα στὰ χείλη. « Ἄϊ ἀπουκεῖ, μὶ κουρουϊδέβ’ς» , φώναξε μὲ θυμὸ τάχα ἡ Βαρβάρα καὶ τοῦ γύρισε γοργὰ τὴν πλάτη. «Ψτ! Βαρβάρα! Ἄϊκ’σ’ἰδῶ νὰ σ’ ποῦ κάτ’ ἄλλου», τῆς φώναξε ὁ Γιώργης κ’ ἔκαμε νὰ τὴν πιάσει ἀπὸ τὸ φόρεμα. Μὰ ἐκείνη ξέφυγε καί πηδώντας ἀλαφρά, ἀπόδετη ὅπως εἶταν, ἔφτασε ὣς τὸν ἀντικρινὸ τοῖχο, ὃπου εἶταν τὸ τραπέζι κάτω ἀπ τὸν καθρέφτη. Ἐκεῖ στάθηκε καὶ γύρισε σ’ αὐτὸν τὸ πρόσωπο, ἀκκουμπώντας τὰ χέρια στὸ τραπέζι πίσω της : «Πές μ’, τί μί θέλ’ς;» ρώτησε χαμὁγελώντας. Ὁ Γιώργης τὴν κοίταξε μιὰ στιγμὴ στὰ μάτια κ’ ἔπειτα ἄλλη μιά ἀποπάνω ὣς κὰτω. « Τί μί τ’ρᾶς ; » τὸν ξαναρώτησε κοκκινίζοντας. Ὁ Γιὼργης δὲν τῆς ἀπάντησε˙ χαμογέλασε μόνο βιασμένα. «Θὰ μ’ πεῖς, ἢ ὅχ’ ;» «Ἄλλ’ βουλά σ’ τού λὲου», τῆς μουρμούρισε κοιτάζοντάς την πάντα. « Ἔχ’ς ὂριξ’, γλέπου, γιά χώρατα κ ἰγώ ἦρθα δῶ γιὰ δ’λιά˙ θὰ μὶ σκουτώσ’ ἡ μάννα μ’ π’ ἀργοῦ», γέλασε ἡ Βαρβάρα καὶ γύρισε στὴ Φόνη, ποὑ στὸ μεταξὐ εἶχε πάει στὴν ἄλλη κάμαρη καὶ ξανάμπαινε μέσα τώρα : «Θὰ μ’ νὶ δόεις, μουρή, ’ν πουτίστρα σ’ ; » «Ἰκεῖ εἶνι, πάρ’ ’νι, σοὖπα˙ τί θέλ’ς νὰ σ’νὶ δώκου κί στού χέρ’ ; » τῆς ἀπάντησε ἡ Φόνη δείχνοντας στο κελλάρι. Ἡ Βαρβάρα μπῆκε ἐκεῖ. «Ἰχτὲς ἒβριχι κὶ θὰ πουτίστι κιόλα σήμιρα ; » τῆς εἶπε ὁ Γιώργης, σὰν τὴν εἶδε ποὐ ξανάρθε μὲ τὴν ποτίστρα στὸ χέρι. «Εἶνι κάτ’ ἀβραγιὲς οὕλου κιραμίδ˙ στράγγ’σαν κιόλα σήμιρα μὶ τούν ἣλιου.» «Ἔχ’τι μπόλ’κου φιντάν’ φέτου ; Σᾶς πιρσέβ’ κὶ γιά μένανι, ἂν χρειαστοῦ ; » « Νὰ ρουτὴσου τ’ μάννα μ’. Ξέρου πὼς πέντ’ ἀβραγιὲς τς καπάρουσ’ οὑ Δήμου Τσὸλιας.» «Εἶνι καλὸ τοὺ φιντάν’ σας ; Τὄχ’τι νὰ φτέψ’ τ’ αὔριου ; » « Ποῦ φιντάν’ νἀ φ’τέψουμι ; Δὲ γίν’κ’ ἀκόμα», ἀπάντησε ἡ Βαρβάρα ἕτοιμη νὰ βγεῖ ἀπ’ τὴν πόρτα. « Γιὰ στέκα νὰ σ’ ποῦ τότις», φώναξε ὁ Γιώργης καὶ σηκώθηκε˙ «δὲν ἒρχιστι σ’ ἰμέναν’ αὔριου ἀργάτ’σσις κ’ ἰσύ κ’ ἡ μάννα σ’ ; Κι ἄν ξέρ’τι κι ἄλλ’ καμίνια στ’ γειτουνιά, πέστι τς κι αὐ’νῆς νἀρθεῖ.» « Νά πάου νὰ ρουτήσου τ’ μάννα μ’ κ’ ἒρχουμι κὶ σ’ δίνου λόγου», εἶπε ἡ Βαρβάρα κ’ ἔκαμε νὰ φύγει. «Ἡ ξαδέρφ’ μ’ ἰδῶ δὲ θέλ’ νἀρθεῖ », εἶπε ὁ Γιώργης σιμόνοντας τὴ Φόνη καὶ χτυπώντας την στὴν πλάτη. Ἡ Φόνη ἔστριψε ἀλλοῦ τὸ πρόσωπο. « Ποῦ ἀδειάζ’ νἄρθ’ αὐτήν ; Ποιός τ’ χάρ’ τς ! » Ἡ Βαρβάρα χαμογέλασε κ’ ἔκαμε πὰλι νὰ βγεῖ στὸ δρόμο. Μὰ ἄξαφνα ξαναμπῆκε μέσα λέγοντας τῆς Φόνης: «Μουρή, οὑ Φώτ’ς ἔρχιτ˙ παρ’γουρήσ’.» Ἡ Φόνη κοίταξε ἔξω, ἐνῶ ἡ Βαρβάρα γύρισε να φὺγει ἀπὸ την ἄλλη πόρτα. «Ἄς πάου κ’ ἰγώ νὰ μή σ’ κάνου χαλὰστρα », εἶπε ο Γιώργης σιγαλά τῆς Φόνης, τρέχοντας κατόπι στὴ Βαρβάρα. « Ποῦ εἰσι,Βαρβὰρα! Ἰδώ ἀπὸξου καρτιροῦ νὰ μ’πεῖς, ἄν ἔρχιστ’ αὔριου. Ἄϊκ’σι, ποῦ εἰσι ! Ἰκεῖ θἀ σ’ ποῦ κὶ τού λὸγου, π’ δέ σ’ τούν εἶπ’ ἀπουλιώρα», τῆς σφύριξε καθώς ἐκείνη ἔβγαινε στήν αὐλή. « Θανἄρθ’ς αὔριου κ’ ἰσύ ἤ ὄχ’;» ρὼτησε γυρὶζοντας στήν ξαδέρφη του, πού εἶχε μπεῖ κι αὐτή στὸ κελλὰρι.« Δέ σ’ φτάν’ ἡ μίνια; » τοῦ μουρμούρισε. Ὁ Γιώργης κὰτι θέλησε νἀπαντήσει, μὰ ἡ Φόνη τὸν ἔσπρωξε στήν πόρτα καί τή σύρτωσε πίσω του. Τὴν ἲδια στιγμή ἔμπαινε στήν ἄλλη κάμαρη ὁ ἀρρεβωνιαστικός της. Ψηλός, μαυριδερός, μουστακαλὴς, γιομάτος ἄντρας κοντά σαρὰντα χρόνων. Φοροῦσε σκοῦρο, μισότριβο κοστούμι, πουκάμισο κολλαρισμὲνο,μά χωρίς γιακά καί λαιμοδὲτη, καί στό κεφάλι εἶχε χωμένο μαλακό, στενόγυρο καπέλο. « Γειά σ’˙ μαναχή σ’ εἶσι; » εἶπε τῆς Φόνης, πού πὲρασε στόν ὀντά σάν τόν ἄκουσε. «Μαναχή μ’», ἀπάντησε τούτη πολεμώντας νά χαμογελάσει. «Ἰκεῖ π’ ρχὸμ’να, μ’ φὰν’κι πώς εἴϊδα κάπιουν ἄλλουνι σ’ν πορτα.» « Εἶταν ἡ Βαρβὰρα τ’ Γιάνν’ Δαίμουνα κι οὑ ξάδιρφὸς μ’ οὑ Γιώργ’ς.» « Κ’ ἔφ’γανι σά μ’ εἴϊδανι ; » «Ὄχ’ σά σ’ εἴϊδανι˙ πάνι νὰ ἰδεῖ τού φιντάν’ τς οὑ Γιώργ’ς, κί νὰ ἰδεῖ κιόλας ἂν παν ἂργάτ’σσις ταχιά ἡ Βαρβὰρα μί τ’ μὰννα τς. Ἀϊκούς ἰκεῖ, μίνια οὐγδουήντ’ ἀνέβ’κι τού μιρουδοὺλ’. Δυό δραχμές πλιρὸν’ οὑ Γιώργ’ς κί πού νά βρεῖ ! » « Κί τρεῖς νὰ πλιρώσ’, ἔχ’ αὐτήνους˙ τουνι χουλουγέσι! Ἀλλιὰ ἀπ τ’ ἰμᾶς π’ πουλιμᾶμι νά βγάλουμι τού καρβέλ’ μί τού στανιό », εἶπε ό ἀρρεβωνιαστικός καθίζοντας 13 στον καναπέ, ἀγνάντια στην πόρτα δίχως νά βγάλει τὸ καπὲλο του. « Καθώς τούν ἔδουσ’ οὑ θϊός τούν καθινένανι », μουρμούρισε ἡ Φόνη καί κάθισε κοντά του. « Ποιός θϊός; Ἡ τύχ’ τ’ πές, τ’ καθιμιανοῦ. Σὰν ἤμ’να κ’ ἰγώ πιδί τ’ Ν’κουλοῦ Χατζὰρα, δέ θα βασανὶζουμ’να νὰ πλιένου πουτήρια κί νὰ κιράου τούν κόσμου» ξανάπε ὁ πρῶτος βγὰζοντας άπ τήν τσὲπη του καπνὸ καὶ τσιγαρόχαρτο. «Ξερ’ς Φόνια», ξακολούθησε, στρίβοντας το τσιγὰρο, «σκιάζουμι μήν ἀνιμὶνου δίχους κρασί τά Λαμπρόγιουρτα. Ἴσα ἴσα πές θανἄρθου τ’ μιγάλ’ Παρασκιβή σί τούτου τἀπόγειου. Τ’ν Κυριακή τς Λαμπρῆς εἶμι για νἀνοιξ’ ἀλλοῦ. Ἦβρα τς Μπουρμπ’λήθρινας ἕξ’ βαένια, ογδουήντα φουρτώματὰ μ’ λέει κί καλὸ εἰνι — ψ’χοὺλα μπουγιά τὂρρ’ξι παραπάν’ ἀνάθιμάτ’νι — φτ’νὸ μ’ τού δίν’ κιόλας, μὰ ’ν ἒβαλ’ ἡ ἁμαρτία νά χαλέβ’ τά μ’σά τὰ λιπτά μπρουστά. Τς ἒστ’λα τουν Καραούλ’, μὰ δέν άγρικὰει. Δέ λές, μουρή, τ’ Γιώρ’ μπὰ κί μὂδ’νι κάνα κατουστάρ’κου ; ” Ἢλιγα νὰν του ποῦ τς μάννας σ’ νά πάει νὰν τ’ πεῖ.» Ἡ Φόνη, πού εἶχε σηκωθεῖ καὶ πῆρε τό κουτί μέ τά σπίρτα ἀπό τό τζάκι, ἄναψ’ ἕνα καί τοῦ τὂφερε μπροστά του τὴ στιγμή αὐτή. «Ποὖνι τ’νι; Δέν εἶν’ ἰδῶ ἡ γριά;» ρώτησε ἀφοῦ ἄναψε το τσιγὰρο του. « Εἶνι στ’ λιχώνα˙ λιφτιρώθ’κ’ ἡ Κουλουστρατὸν’φ’ ἰπρουψὲς τ’ νύχτα», ἀπὰντησε ἡ Φόνη, πετώντας στή γωνιά το σβησμένο σπίρτο. «Κί τί ἒκαμι;» «Πιδί σιρκό». «Ἂϊντι μας πάλε˙τς ἒφιξι του δικάρ’κου τς Κανούζινας», εἶπε ὁ ἀρρεβωνιαστικός ρουφώντας τό τσιγάρο του.»Ποῦ δικάρ’κου ἡ καψαρή! Ἂς εἶταν τάλλαρου! Ἔτσ’ τά πιτάν αὐτῆν’ τά δικάρ’κα; Τς ξέρ’ς τί καρμίρ’δις εἶνι.»Ξανακάθισε κοντά του.»Κι πότ’ λές νά γυρίσ’ ἡ μάννα σ’;» «Σκιάζουμι κί θἀργήσ’ ἀπόψι˙τὄχ’ νά πάει ἀπουκεῖ ἴσα σ’ν ἰκκλησά.» « Τότινις τς τού λὲς ἰσύ τού βράδ'π’ θανἄρθ’, κί ταχιὰ τοὺ γιόμα πιτιόμ’ ἴσα μί τὰ δῶ κὶ μ’ δίν’ χαμπέρ’.» « Πότι κιόλας ταχιὰ τού γιόμα! Ποῦ νὰν τουνι βρεῖ τού Γιώργ’; Θανἄνι οὕλ’τήν ’μέρα ὂξου.» «Τότινις πῶς θά γὲν’; Ἰγώ γι’ αὐτήνου ἦρθα τώρα. Kι ἄφ’κα κὶ τἀπόγειου μαναχά μί τού πιδί.» « Γι’ αὐτὴνου ἦρθις, τού λές κιόλας, κι ὂχ’ πώς σ’ πόνισι νά μί ἰδεῖς», εἶπε παραπονιάρικα ἡ Φόνη καί τόν κοίταξε. « Δέν εἶπα πώς δε μ’ πόνισι νά σί ἰδοῦ κ’ ἰσένανι», μουρμούρισε ὁ ἀρρεβωνιαστικός, κοκκινίζοντας λὶγο, «μά κί για τα’ δ’λιά ποὖρθα, ἡ μ’σή θ’κή σ’ εἶνι. Ἄν τ’ράου νά πιάσου κάνα λιπτό τούτις τς μέρις, κί γιά τς δυό μας τού θέλου.» « Κ’ ἰγώ δέ λέου πώς τού θέλ’ς γιὰ τούν ἱαυτό σ’ μαναχά, μά μή μ’ τού κρύβ’ς, ἰσένανι γιά τά λιπτά σί γνιάζ’ πλιότιρου πέρι γιὰ—» Ἡ Φὸνη χαμὴλωσε τά μάτια παίζοντας μέ τήν ἂκρη τοῦ σιντονιοῦ του καναπέ. « Πέρι γιά τίς ἄλλου ;» ρώτησε ὁ ἀρρεβωνιαστικός. « Νά — πέρι γιὰ ’ν ἀγάπ’ », εἶπε ἡ Φὸνη δίχως νά τὸν κοιτὰξει. «Μί’ν ἀγάπ’ μαναχὰ δέ χουρταίν’ ἡ κ’λιά, Φόνια ! Ἔχ’ς δίκιου˙ δε σ’ μπῆκαν ἀκόμα οἱ ψὺλλ’ σταὐτιὰ" σί ταΐζ’ ἡ μάννα σ’. Βὰστα λίγου κι ἀπέκ’ σ’ λὲου.» Αναστέναξε, πετώντας τὁ τσιγάρο του χάμου καί πατώντας το μὲ τὸ πόδι. «Δέ μ’ ἀγαπᾶς, Φώτ’, τού ξέρου», μουρμούρισε ἡ Φὸνη χωρίς νὰ σηκώσει τὰ μάτια. Σὰ δέ σ’ ἀγὰπαγα, δέ σ’ ἔπιρνα γ’ναὶκα μί στιφάν’ », εἶπ’ ἐκεῖνος κ’ ἔβγαλε νά στρίψει ἂλλο τσιγάρο. «Ἔλ’ ἄφ’σ’ τα’ αὐτὴνα κί πιτάξ’ βγάλι μ’ λὶγου κρύου vιρό. Εἴχαμι τού γιόμα γλανίδια στού νταβά μί τού Μὴτρου κί παράφαγα. Τἄφ’κ’ οὑ φούρναρ’ς κί παρασώθ’καν κιὸλας κί γίν’καν λίσσα. Μ’ἄναψ’ ἡ δίψα οὓλου τού δειλ’νό. «Ἄϊ βγάλι μ’ ψίχα κρύου νιρό, νά ζήεις.» Κι ὁ ἀρρεβωνιαστικός τή σκούντησε στήν πλὰτη. «Νὰ βἀλου νά σ’ φκιὰσου κ’ ἕναν καφέ ; » εἶπε ἡ Φὸνη, ποὺ σηκώθηκε. « Ποῦ ἀδειὰζου γιά καφέδις τώρα ! Τού νιρό φέρι μ' γλήγουρα, νά φὲβγου.» «Ἰγώ θά σ’ φκιὰσου˙ δέ σ’ ἀφίνου νά φύβγ’ς.» Τοῦ ἄδραξε τὸ καπέλο ἀπὸ το κεφάλι καί πὰει στην ἄλλη κάμαρη. Σέ λίγο γύρισε μέ τό μαστραπὰ μέ τό νερό καὶ τόν ἒδωσε τοῦ ἀρρεβωνιαστικοῦ της. Ἐκεῖνος ἤπιε, σκούπισε μέ τήν ανάποδη τοῦ χεριοῦ τά μουστάκια καί γύρισε και κοίταξε τὴ Φόνη, πού ξανακάθισε στὸν καναπέ. «Ἄς φκιὰσουμι νιά τσ’γὰρα κί νά φέβγουμι.— Ἀχά, τὶ ἒ'παθις; τί καθὲσ’ ἔτσ’ ; » ρώτησε τὴ Φόνη, πού ακκούμπησε στό μαξιλἀρι γέρνωντας τό κεφάλι στὸ χέρι της. Ἐκείνη δέν ἀπάντησε. « Τὶ ἒχ’ς; τί σοὖρθι;» ξαναρώτησε ὁ Φώτης σιμόνοντάς την. «Τίπουτας ἰκεῖ πὂσκυψα στού πηάδ’, μοὖρθι λίγου σά μπαϊλ’σά», μουρμούρισε ἡ Φόνη. Ὁ Φώτης σηκώθηκε καί πῆρε τό μαστραπὰ: «Νά, πιέ λίγου νιρό.» «Τού ξύδ’ νό μ’ καλύτιρα.» «Τού ξύδ’; Ποῦ τὅχ’τι ; » « Μές τού ντ’λάπ’, σί νιά μπουτίλια μ’σουκάρ’κ’.» Ὁ Φώτης πῆγε ἐκεῖ καί γύρισε ξεβουλόνοντας καὶ μυρὶζοντας μιά μπουκάλα. «Τούτην θανἆνι », εἶπε κ’ ἒβρὲξε τὴν ἄκρη ἀπό τά δάχτυλά του και τἄφερε στα ρουθούνια τῆς ἀρρεβωνιαστικιᾶς, καθίζοντας σιμά της.Αὐτή αναστέναξε, ἀνασαίνοντας βαθιά:»Βρέξι μ’ κί του κιφάλ’ νιά ψίχα»,παρακάλεσε. Ὁ Φώτης τὂκαμε: «Σ’ πέρασι νιά ψ’χούλα;» Δεν ἀπάντησε.»Τι εἶνι;πῶς σὂρχιτι;». «Δείλια σ’ν καρδιά.» «Θα ν’ στέβ’ς νά μιταλάβ’ς, θάρρου, ἒ; Ἀπ αὐτήνου θάνἆνι». Ἡ Φόνη κούνησε τό κεφάλι. «Πανάθιμά σας κ’ ἰσεῖς!Σαν κί κάν’τι ν’σάφ’ κιόλας ! » μουρμούρισε ὁ Φώτης ἀφίνοντας τὴ μπουκάλα στὸ πάτωμα. Ἡ Φόνη ἒκαμε νἀνασηκωθεῖ καί νά καθίσει καλύτερα. « Πέσ’ ἀπάν’, ξαπλώσ'». εἶπε ὁ Φώτης καὶ σηκώθηκε, κάνοντας νά τὴ βοηθήσει. « Βγάλι μ’ τὰ παπούτσα.» « Ἀκκούμπα τ’ ἀπάν, μουρή. Τί, σκιάζισι μὴ λιρόεις τού καναπλίκ ; Θὰν τού πλύν’ς π’ θὰν τού πλύν’ς γιὰ τ’ Λαμπρὴ.» «Ὄχ’, ὂχ’», εἶπε ἡ Φόνη καὶ τοῦ ἄπλωσε τὸ πόδι. Ὄ Φώτης στἀθηκε διστάζοντας. « Βγάλι μ’ τα, νὰ ζήεις μὶ στινέβ’νι.» Ὁ Φώτης ἒσκυψε καί τῆς ἒπιασε τὸ πόδι. Τὸ χέρι του ἔτρεμε. « Δὲν μπουρεῖς μούτ’ ἕνα παπούτσ’ νὰ λύεις, καημένε.» Ὁ Φώτης τὸ κατάφερε τέλος κ’ ἡ Φόνη ξαπλώθηκε στὸν καναπέ, ἀνασαίνοντας πάλι. « Ἔλα, κάτσ’ ἰδῶ σ’μά μ’ », τὸν παρακάλεσε, βλέποντάς τον νὰ στέκει ὀρθὸς μπροστά της καί νὰ τὴν κοιτάζει. Ὁ Φώτης ἔκαμε νὰ καθίσει, μά σταμάτησε, ρίχνοντας μιὰ ματιὰ στην ἀνοιχτὴ πόρτα. “ Ἕνας κοντὸς τοιχάκης χώριζε τὴν πόρτα αὐτὴ ἀπ’ τὸ δρόμο καί μιὰ τριανταφυλλιὰ ἀνθισμένη καὶ δυὸ τρεῖς κόκκινες βιολέτες σὲ κουτιὰ ἀπάνω στὸν τοιχάκη μόλις μισόκρυβαν τὸ μέσα τοῦ σπιτιοῦ ἀπ τὰ περίεργα μάτια, πού θὰ διάβαιναν στὸ δρόμο. « Κλεῖσ’ ἰκειγιὰ ’ν πόρτα», εἶπε ἡ Φόνη, πού εἶδε τὴ ματιά του. Ὁ Φώτης δὲν κουνήθηκε. «Ἄϊ, κὶ μὂρχιτι πάλε κακά», ξαναπαρακάλεσε ἡ Φόνη. Ὁ Φώτης πῆγε καὶ τὴν ἒκλεισε. «Μύρ’σέ μι λίγου ξύδ’ ἀκόμα», τοῦ γύρεψε ἡ Φόνη, ὅταν γύρισε. Ἐκεῖνος τὅκαμε. « Βρέξι μι κ’ ἰδῶ νιὰ ψίχα.» "Ἄνοιξε ἕνα κουμπὶ ἀπ τὴν τραχηλιά της κ’ ἒκλεισε τὰ μάτια. «Πῶς σὄρχιτι, μουρή ; Νὰ σ’ φέρου τίπουτας νὰ πιεῖς; Νὰ σ’ φκιάσου ’ναν καφέ ; Νὰ σ’ βράσου ψίχα ματζουρὰνα ; Ποῦ ’ν ἔχ’τι» ρώτησε βιαστικὰ ὁ Φώτης, βρέχοντας μὲ ξύδι τὸ λαιμό της. Ἡ Φόνη ἀναστέναξε μονάχα κ’ ἒπιασε τὸ χέρι του, μισοανοίγοντας τὰ μάτια : « Κάτσι καλά˙ κάτσ’ ἰδῶ σ’μά μ’.» « Σ’μά σ’ δὲν καθέμι ; Πῶς νὰ κάτσου;» « Σὰ στἀγκὰθια κάθισι. Θέλ’ς νὰ φύβγ’ς. Σὶ καρτιροῦν οἱ φίλ’ σ’ ὂξου.» « Ποιοί φίλ’, μουρή ; Δέ σοὖπα π’ ἄφ’κα μαναχὸ τὸ πιδὶ στἀπόγειου κὶ δὲ θὰ προυφταίν’ τοὺν κόσμου. Eἶvι ψίχα χαμινούλ’ κιόλας», εἶπε ὁ Φώτης κ’ ἔκαμε νἀφίσει τὸ χέρι της. Μὰ ἡ Φόνη δὲν τ ἂφισε καὶ τὸν τράβηξε κοντίτερά της. « Δὲ μ’ ἀγαπᾶς, Φώτ’.» « Ἀρχίν’σις πάλε : Πῶς ἔκαμι κὶ δὲ σ’ ἀγαπάου! » « Σὰ μ’ ἀγάπαϊς, δὲ θὰ μ’ ἄφ’νις νὰ φύβγ’ς», ξανάπε δακρίζοντας ὴ Φόνη. « Σάν κ’ἕφ’γ’ ἀκόμα, μουρή ; Δὲ σοὖπα νὰ σ’ φκιάσου ’ναν καφέ, νὰ σ’ βράσου ματζουράνα ; Ποῦ ’ν ἔχ’τι ; » Κ’ ἔκαμε νὰ ξανασηκωθεῖ ὁ Φώτης. Μὰ βλέποντας την νὰ κλαίει, ἔμεινε. «Τί ἔπαθις, μουρὴ ; Τί κλαῖς ; « Δὲ μ’ ἀγαπᾶς, Φώτ’.» « Τί ’ν’ ἰτούτα πάλε σὴμιρα; » «Δὲ μ’ ἀγαπᾶς- σὰ μ’ ἀγάπαϊς, θανἄκανις κ’ ἰσύ καταπώς κάν’ν’ οὕλ˙ οἱ ἀρριβουνιαστ’κοί— » « Τί; πῶς θανἄκανα ; » «Νά — θὰ μί φίλ’γις νιὰ βουλὰ κ’ ἰσύ, π’ δὲ μὶ φίλ’σις πουτέ σ’», εἶπε ἡ Φόνη σκύβοντας τὰ μάτια. « Πῶς δὲ σὶ φίλ’σα; Δὲ θ’μᾶσι τς μιγάλις ἀπουκρὲς τοὺ βράδ’ ἰδῶ ἀπόξου; Σκιάζουμι, θὰ μᾶς εἴϊδι κ’ ἡ μάννα σ’.» «Νιὰ βουλὰ μαναχά.» « Κὶ ’ν ἄλλ’ τἀστό’ησις ; Τ’ ἁϊ Γιαννιοῦ ’ν αὐγἡ, ποὖρθα κὶ σ’ ἦβρα μαναχἡ ;» «Ἔ, δυὸ βουλὲς οὕλου οὕλου, οὐχτώ μήνις ἀρριβώνας». « Κὶ μὶνια τούτην’ τρεῖς », εἶπε ὁ Φώτης καὶ τὴ φίλησε. Ἡ Φόνη τόν ἀγκάλιασε. « Δὲ μ’ ἀγαπᾶς, δὲ μ’ ἀγαπᾶς, Φώτ’.» «Ἀγρίκα νὰ σ’ ποῦ, Φόνια», τῆς εἶπε πιάνοντας τὰ χέρια της˙ «δὲν εἶνι πῶς δέ σ' ἀγαπάου, μὰ θέλου ὃπους μπῆκα σπίτ’ σ’, ἔτσ’ κὶ νὰ σὶ πάρου ἀπού δῶ μέσα.» « Τότινις γιατὶ δὲ διὰζισι νὰ μὶ πάρ’ς; Νά μὶ γλυτώεις κι ἀπ τὰ στόματα τ’κόσμ’. Π’ σὶ γλέπ’νι π’ μπαίν’ς κὶ βγαίν’ς .» «Ἰγώ δὲ διάζουμι; Ἄς κουνουμὴσ’ ἡ μάννα σ’ τὰ λιπτὰ κ’ ἰγῶ, τού ξέρ’ς χαζὶρ εἶμι.» « Κι ἄ δὲν τὰ κουνουμὴσ’ οὕλα, κὶ μᾶς δώκ’ τὰ μ’σὰ μαναχά, κὶ γιὰ τἄλλα τὰ μ’σὰ μᾶς δώκ’ χαρτὶ οὑ Γιώργ’ς ; Τί ἔχ’ς νά χάεις ; » « Τί ἔχου νά χάσου, λέει; Τ’ εἶν’ αὐτῆνα: “ Ἄλλα μὄβγαλατι τώρα; » τὴν ἔκοψε ὁ Φώτης ἀφίνοντας τὰ χέρια της καὶ πετάχτηκε ὀρθός. Ἡ Φόνη ἔκαμε νὰ τὸν κρατὴσει : «Ἄϊκ’σ’ ἰδῶ, Φώτ’, μὴν κάν’ς ἔτσ’!» «Τί νἀϊκούσου ; Ἰσύ νἀϊκούεις. Σᾶς τοὔπ’ ἀποὺ νιὰ τζαρχῆς. Δίχους οὕλα τὰ λιπτὰ δὲ βάνου γώ στιφάν’. Νέτα σκέτα. Κὶ γι’ αὐτήνου π’ λὲς πώς μπαίνου κί βγαίνου, σᾶς κάνου τ’ χάρ’ κὶ δὲ ματάρχουμι. Εἶμι τίμιους ἄντρας ἰγώ. Ποὖνι τού καπέλου μ’ νὰ φύβγου κιόλας.» Κ’ ἔψαξε μὲ τὸ μάτι γύρο νἄβρει τὸ καπέλο του. « Θὰ μ’ ὰφήκ’ς ἔτσ’ἄρρουστ’ νὰ φύβγ’ς;» μουρμούρισε ἡ Φὸνη κι ἀνασηκώθηκε. « Θὰ στείλου τού πιδὶ νὰ πεῖ τς μάννας σ’ νἀρθεῖ.» «Γιὰ τού θϊό, Φώτ’, μὴ στείλ’ς γιὰ τ’μὰννα μ’. Δὲν ξέρ’ ἡ κακουμοίρα τίπουτας ἀπ αὐτὴνου π’ σοὖπα. Ἰμένανι μ’τοὔπ’ ἀπουλιώρα οὑ Γιώργς, π’ τουνι ρώτ’σα πότις θὰ κουνουμἡσ’ τά λιπτά. Ἄν τύχ’ κι ἀλ’κουτ’στοῦ γιὰ τὰ μ’σά, μοὖπι, θὰ ποῦ τ’ Φώτ’ νὰν τ’ δώκου χαρτὶ κὶ τού σκουντάρ’ αὐτήνους, σὰν ἔχ’ ἀνάγκ’—» «Ποιός παίρ’ χαρτὶ τ’ Γιώρ’, μουρὴ; Σὰν κ’ ἕχ’ τίπουτας αὐτὴνους; Τὰ χτήματα εἶνι τς μάννας τ’. Νό μ’ τού καπέλου μ’ μαναχὰ νὰ φύβγου. Ποῦ τὅκρυψις;» Ἡ Φόνη σηκώθηκε καὶ τὸν σίμωσε: « Σ’τοὺ δίνου τού καπέλου σ’" μὴν πεισμόν’ς μαναχὰ κὶ μὴ στείλ’ς γιὰ τ’ μάννα μ’. Μὴ μὶ βάλ'ς σὶ ντράβαλα κὶ μ’ αὐτήν'. Δὲν ξέρ' τίπουτας. Ἰγώ σ’ τοὔπ' ἀπ τοὺ κεφάλ’ μ’. Τοὔχα πώς τού λέου μιανοῦ π’ μ’ ἀγαπάει, π’ θὰ ζήσ’ οὓλ’ τ’ ζουὴ τ’ ἀντάμα μ'», εἶπε πιάνοντάς τον. « Νό μ’ τού καπέλου μ’. σοὖπα!» φώναξε καὶ τὴν ἄμπωξε. Ἑκείνη τὸν ἔσφιξε περσότερο. « Δὲ σ’ τοὔπα π' δὲ μ’ ἀγαπᾶς, Φώτ': Σὰ μ’ ἀγάπαϊς, θά μ’ ἀγρίκαϊς τὶ σ’ λέου. Δὲ θά πείσμουνις, δὲ θανἄκανις ἔτσ’ γιά τὰ λιπτά. “ Ἴσα μὶ τού χ’νόπουρου δὲ χαλάει οὑ κὸσμους.» «Γιὰ τ’ ἰμένανι χαλάει. Ποῦ ξέρ’ς τί δ’λειὰ εἶχα κ’ ἰγὼ στού νού μ’, τί σκουπὸ εἶχα, νιὰ κ’ ἔβαλα βάσ’ στού λόγου τς μάννας σ’— ; » Κάπιος, πού πέρασε ἔξω στο δρόμο, ἔρριξε τον ἴσκιο του ἀπό το μισογυρμένο παράθυρο. Ἡ Φόνη λὰγγεψε : « Μή φουνάεις ἔτσ’· θά σ’ ἀϊκούσ’ν ἀπόξου», εἶπε καί σηκώθηκε. Ὁ Φώτης γυρίζοντας εἶδε κι αὐτός τόν ἴσκιο, πού φάνηκε πώς εἶχε σταθεῖ μιά στιγμή καί τώρα κινήθηκε πάλι. Τό μὰτι του ἔπεσε σύγκαιρα στήν κλεισμένη πόρτα: «Νο μ’ τού καπέλου μ’ σοὖπα», εἶπε κ’ ἔπιασε τη Φὸνη μὲ ὁρμή ἀπ’ τό χέρι. Ἐκείνη πῆγε καί τὂφερε ἀπ τήν ἄλλη κὰμαρη: «Σά θὲλ’ς νὰ μί πάρ’ς στού λιμὸ σ’ Φώτ, πὰρι μι. Μά γώ δέ σὂφτιξα τίπουτας· ἕνα λόγου σοὔπα», εἶπε δίνοντάς του το καί κάνοντας νά τόν πιὰσει ἀπό το χέρι. Ὁ Φώτης τό πῆρε καί τράβηξε στὴν πόρτα. «Φώτ’, Φώτ’! Δὲ μί λ’π ᾶσι ; Δὲ μ’ δίν’ς μούτι τού χέρ’ σ’ π’ φέβγ’ς ; » χὺμησε ἡ Φόνη κλαίοντας κοντά του. «Ἰγώ δὲ βγαίνου ἀπού λόγου˙- εἶμι τίμιους ἂθρουπους. Διμούτι τά λιπτὰ κί σί στιφανόνουμι στ’ στιγμή», εἶπε ὁ Φώτης γυρίζοντας σ’ αὐτή, ἐνῶ φοροῦσε το καπέλο κι ἂνοιγε την πόρτα. Εἶνε το ἀπόγιομα τῆς Λαμπρῆς˙συγνεφιασμένο ἀπόγιομα ὕστερα ἀπό βροχερή 18 αὐγὴ. Οἱ καμπάνες ὡστόσο χτυποῦν ὁλοένα ἀπὸ τὶς ἐκκλησιὲς καὶ στὸ δρόμο, μπροστὰ ἀπὸ τὸ ἀνοιχτὸ παράθυρο πού κάθεται ὴ Φόνη, οἱ ἄνθρωποι, παιδιὰ περσότερα, περνοῦνε γιορτοφορεμὲνοι καὶ μὲ τίς λαμπάδες τους στὸ χέρι. «Φτυχ’σμένους κόσμους!», στοχάζεται βλέποντάς τους, καὶ ρίχνει πάντα τὴ ματιὰ στὸ γύρισμα τοῦ δρόμου, σὰ νὰ προσμένει κάπιον νά φανεῖ ἐκεῖ, σὰ νὰ φοβᾶται μὴ φανεῖ κανένας. Ἕνα παιδὶ ἦρθε σὲ λίγο τρέχοντας στὸ παραθύρι. «Ἒ, τοὺν ἦβρις ; » τὸ ρώτησε.« Δὲν εἶνι σπίτ’ τ’ », ἀπάντησε τὸ παιδὶ σταματώντας. « Κί τ’ μὰννα μ’ ’ν εἴϊδις; Ποῦ πάει;» « Κατακείθινις ἔκανι, κατ’ τ’ θειά σ’ τ’ Χατζάρινα.» «Ἄϊκ’σ’ ἰδῶ˙ κόσα τήρα σ’ν Παναΐα, μήν εἶν’ οὑ Γιώργ’ς ἰκεῖ- ἀλλιῶς φέρι νιά γυρ'βουλιὰ στού παζάρ˙- κάπ’ θάν τουνι βρεῖς. Νἀρθεῖ γλὴγουρα, πές τ’, π’ τουνι θέλου. " Ἄι, δυὸ αὐγὰ θὰ σ’ δώκου.» « Νό μ’τα μπρουστά, ἀλλιῶς δὲν πάου˙ ἀπὸστασα.» Ἡ Φόνη δίσταξε μιὰ στιγμἡ, μὰ σηκώθηκε καὶ πὴγε καὶ τἄφερε. « Τήρα μὴ δὲν τουνι βρεῖς· κι ἀϊκούς, μὴν ἀργὴεις˙ ἔφτ’σα», εἶπε δίνοντάς τα. Τὸ παιδὶ ἔφυγε κ’ ἡ Φόνη ξανακάθισε στὸ παράθυρο: « Πάει στ’ θειά μ’ δίχους νὰ μ’ τού πεῖ˙ κ’ ἰψὲς ἀντάμουσι τού Γιώργ’ — » Δὲν πρόφτασε νἀποσῶσει τὸ στοχασμό της κ’ ἡ φωνὴ τῆς Βαρβάρας τὴν ξάφνισε ἀπ τὴν πόρτα: «Ξ’στὸς ἀνέστ!» «Ἀληθῶς ἀνέστ’», μουρμούρισε ἀνόρεχτα ἡ Φόνη, γυρίζοντας κατακεῖ. Ἡ Βαρβάρα γιὰ νὰ μὴ φέρει μέσα λάσπες, ξεποδέθηκε στὴν πόρτα καί μπῆκε γελαστὴ σὰν πάντα. Φοροῦσε τὸ ἴδιο κόκκινο φόρεμα, καθώς καὶ τὴν ἄλλη Κυριακή, σὴμερα ὅμως εἶχε ἕνα χρυσὸ μενταλιονάκι στὸ λαιμὸ καὶ στὰ πόδια φορεμένες ἄσπρες κάλτσες. «Ἤρθα μπρίτιρα κι’ κ’μόσαστι˙- σᾶς εἴϊδ’ ἀπ τ’ χαραμάδα. Μ’ κακουνύχτ’σις σ’ν Ἀνάστασ’ κυρά. Γιατί δὲ μὂκρινις μουρή, νἀρθοῦ κ’ ἰγώ ;» εἶπε τραβώντας πρὸς τὴ Φόνη καὶ στέκοντας μπροστά της. «Σὰν κί πῆγα γώ ; Ποιὸς σί γέλασι;» ἀπάντησε σκουντουφλιασμένα πάντα ἡ Φόνη. «Ἡ δούλα τς Κακαράτζινας μ’ τοὔπι πώς σ’ εἴϊδι.» «Ἴνουρου θανἄειδι.» «Δὲ μ’ τοὔπις κ’ ἰσὺ ἰπρουχτὲ πώς τοὔχις νὰ πᾶς;» « Ἡ μάννα μ τοὔχι νὰ πάει, θὰ σοὖπα.» «Κί δὲν πῆγι ;» «Εἶταν ἀπουσταμέν’. ’Νὶ ξύπνησα κί δὲν μπόρ’σι νὰ σ’κουθεῖ.» «Κ’ ἰγώ ἤμ’ν ἀπουσταμέν’, σὰν ἀφιουν’σμέν’ ἒπισα στούν ὕπνου˙ μάϊδι τς καμπάνις δὲν ἀγρίκ’σα. Μᾶς δίασ’ οὑ Γιώργ’ς ἰψὲς κὶ τἀπόβαλαμι οὕλου τού κατιβατὸ ν μπρουσ’νὴ μιριά. Κανανήμ’σ’ στρέμμα τἀνιμέν˙ ἀκόμα πίσ’ ἀπ τοὺ σπίτ’.» «Ἔχ’ καλὰ φιντάνια;» «Καλὰ λέει! Τὰ καλύτιρ’ ἀπ οὑλ’νούς. Ἄν τουνι βουηθήσ’ οὑ κιρός, βιὸ λιπτά θὰ πάρ’ φέτου.» «Σἱ συνφών’σ’ ἀργάτ’σσα κὶ γιὰ τού καλουκαῖρ’ ;» «Ἔτσ εἶπι τς μάννας μ’.» «Τί λές ; θὰ πᾶς ;» «Σὰ μ’, ἀφήκ’ ἡ μάννα μ’˙ ἂν ἀδειάζουμ’ ἀπ τουνι θ’κόνι μας τούν καπνό, γιατί νὰ μὴν πάου ;» Κ’ ἡ Βαρβάρα κάθισε πλάϊ στὴ Φόνη, ρίχνοντας τὴ ματιὰ στὸ δρόμο : «Ἰσύ, κυρὰ μ’, γλέπ’ς καλύτιρ’ ἀπού δῶ. Ἰμᾶς δέ μᾶς ἀφίν’ ἰκείν’ ἡ παλιουτσιτζ’φιά μπρουστὰ στοὺ παραθύρ’ μας. Κὶ νὰ κράταϊ τσίτζ’φα κάνι !»· «Γιατί δὲν ’νὶ κόβ’τι ;» «Ἔλα ντέ! Δὲ θέλ’ οὑ πατέρας ιμ’˙ σκιάζιτι μὴ βγαίνου κὶ τρ’άου τς λ’μουκουντόρ’ς ἀπ τού παραθύρ’. — Πέρασανι, μουρή, πουλλές;» «Γ’νικούλις, σάν κὶ πάντα.» «Κυρίϊς δὲν πέρασανι; Τ’ Μαριγώ δέν ’ν εἴϊδις; Τί φόρ’γι ;» «Τοὺ κανιλί τς τού φόριμα.» «Τοὔχι κὶ τού καπέλου :» «Λαμπρὴ σήμιρα, σ’ν ἰκκλησὰ πάει κὶ νὰ μὴν τού βάν’;» «Κ’ ἡ Μπασδικόν’φ’ πέρασι; Τι φόρ’γι;» «Τοὺ κουζουκί τς φόρ’γι.» «Κὶ ’ν πράσ’ν’ τ’ στόφα, ἔ ;» «Δὲ νὶ παρατήραξα στού φ’στάν’.» «Τού πράσ’νου θανἄχι˙ δὲν ἔφκιασ’ ἄλλου. Θὰν τὰ βγάλ’, λέει, τὰ παντισ’νά. Θὰ καρτιρεῖ, θάρρου, τ’ ἅϊ Κουσταντίν’, τού γιουρτάσ’ τἀντρό τς, γιὰ νὰ φουρέσ’ τά πούφια ;» «Τώρα στὰ ξικουρνιάσματα κι αὐτήν!» «Αὐτήν, λέει, δὲ θέλ’, μὰ ἰπιμέν’ οὑ ἄντρα τς- ντρέπετι, λέει, ἀπ τς δικαστάδις π’ κουνέβ’νι σπίτ’ τ’ τώρα π’ καζάντ’σι. — Ποιά ’ν ἰκείν πὂρχιτ’ ἰκεῖ, μουρ’ Φόνια ; Ἡ Κατραμοῦ δὲν εἶνι; Τὴρα πὼς κρέμιτι τοὺ φ’στάν’ τς ! Κὶ τοὺ μιλτζανὶ ποῦ πῆγι κὶ τοὺ διάλιξι ! Δὲν τς πιάν’ οὑλότιλας. Νἄχ’νι λιπτὰ κὶ νὰ μὴν ξέρ’νι νὰ φουριθοῦνι! — Ξέρ’ς τί μοὖπ’ οὑ ξάδιρφός σ’ οὑ Γιώγ’ς, μουρή ;» «Τί σοὖπι;» Γύρισε καὶ τὴν κοίταξε ἡ Φόνη. «Ἰκιὸ ποὔθιλι νὰ μ’ πεῖ ἰδῶ ’ν ἄλλ’ ’ν Κυριακὴ.» «Τί ; πές του !» «Πώς μ’, πιάν’νι τὰ κόκκινα κι οὕλου κόκκινα νὰ φουροῦ, λέει.» Κ’ ἡ Βαρβάρα κοκκίνησε. «Γι’ αὐτήνου μ’ τὰ ματαφόρισις κ’ ἰσύ σήμιρα. Πῶς δὲν ἔβαλες κὶ κόκκινα σκαλτσούνια!» χαμογέλασε ἡ Φόνη κοιτάζοντάς την στὰ πόδια. «Ἂϊ ἀπουκεῖ! Σὰν κ’ εἶχ’ ἄλλου φ’στάν’ νὰ βάλου; Τού ξέρ’ς», εἶπε ἡ ἄλλη σκουντώντας την στὸν ὦμο. «Κι ἀπὲ σὰν κ’ ἤξιρα πὼς θανἄρθ’ οὑ Γιώργ’ς ἰδῶ ; Ἦρθι ’ν αὐγή ; Δὲν ἦρθι ;» Ἡ Φόνη δὲν ἀπάντησε. «Τί δὲν ἦρθι νὰ ἰδεῖ τἀρνί σας;» «Ἦρθι, τοὔειδι τού θ’κό σας;» «"Ἀϊ νὰ χαθεῖς! Τί μᾶς ἐχ’ ἰμᾶς νἀρθεῖ; Σ’ ἰσᾶς π’ σᾶς ἔχ’ θ’κούς ἰρχέτι. Θ’μᾶμι ποὖρθ’ ἰπέρσ’ κὶ τ’φέκαϊ. Πῆγι νά μᾶς σκουτώσ’ τούν κόκουτου. — Εἴτανι, μουρὴ, παχὺ τἀρνὶ π’ σᾶς ἒστ’λι;» «Δὲ μᾶς ἒστ’λ’ οὑ Γιὼργ'ς κάν’ αρνί. Ποιὸς σοὖπι πῶς μᾶς ἒστ’λι;» «Δὲ μοὖπι κάνας τίπουτας. Ἤξιρα π’ σᾶς ἒστ’λ’ ἰπέρσ’. Σᾶς ἔστ’λ’ οὑ Φώτ’ς φέτου;» Ἡ Φόνη δὲν ἀπάντησε. «Εἴτανι παχύ; Ποῦ τὄψατι; Ἱμᾶς μᾶς τἀρρώστ’σ’ ἡ βρουχὴ μὶ τού μπὰσι βγάλι. Κι ἀπὲ δὲν εἴτανι κὶ πουλύ παχύ κι οὑ πατέρας μ’ πῆγι νὰ σκάσ’ ἀπ τού κακό τ’. Ἦρθι κι οὑ Σπύρου Φίδας κιόλας κί τουνι πείσμουνι. Λαγὸ σᾶς ἤφιρ’ οὑ ἄντρα σ’ νὰ πασκάσ’τι, Γιάννινα, εἶπι τς μάννας μ’. Κι οὑ πατέρας ιμ’ ξιθύμανι σ’ ἰμένανι, π’ δὲν ἒπλυνα τάχατ’ς καλά ’ν κ’λιὰ. — Ἰσεῖς ποῦ τὄψατι ; Δὲν εἴϊδα καπνό σ’ν αὐλή σας. Κὶ τήραξα κιόλας κ’ ἤθιλα νἀρθοῦ νὰ ἰδοῦ, μὰ δὲν ἄδειασα˙ μ’ ἔβαν οὑ πατέρας ιμ’ κὶ γύρ’ζα.— Ποῦ τὄψατι, μουρή ;» «Στοὺ φοὺρνου.» «Στού φούρνου!» εἶπε ξαφνισμένη ἡ Βαρβάρα. «Πῶς ; δὲν ἦρθ’ οὑ Φώτ’ς νὰν τού ψήσ’ ;» «Δὲν ἄδειαζι.» «Δὲν ἦρθι μούτι νὰ φάει τού γιόμα;» Ἡ Φόνη κούνησε τὸ κεφάλι καταπάνω, «Λαμπρὴ, κὶ σᾶς ἄφ’κι μαναχές !» «Δὲν τού ξέρ’ς, π’ δὲν τς ἀρὲσ’ τς μάννας μ’ νἀρχέτ’ οὑ γαμπρός ; Κὶ μάϊδι κι αὐ’νοῦ τἀρεσ’.» «Μάϊδι κ’ ἰσένανι θὰ μ’ πεῖς !» γέλασε ἡ Βαρβάρα. «Μάϊδι κ’ ἰμένανι- πῶς τὄχ’ς!» «Τότινις γιατί τουνι πήρατι τς μεγάλις ἀπουκρὲς κ’ ἒφαϊ γιόμα βράδ’;» «Τς μεγάλες ἀπουκρὲς δὲν εἴμαστι μαναχὲς ἰγὼ κ’ ἡ μάννα μ’.» «Εἴτανι κι οὑ Γιώργ’ς θέλ’ς νὰ πεῖς ;» «Ποιός Γιώργ’ς μουρή; Οὕλου μ’ αὐτὴνουν ἒχ’ς νὰ κάν’ς! Εἶταν οὑ μπάρπας μ’ οὑ Θόδουρους.» «Τί πεισμόν’ς, μουρή ; Σὰν κὶ σοὖπα τίπουτας ἰγώ ;» «Μοὖπις πώς θέλου νἀρχέτ’ οὑ Φώτ’ς ἰδῶ.» «Κὶ δὲν τουνι θέλ’ς τάχατ’ς ; Τί τούν ἅγιου θὰ μᾶς κάμ’ς ;» 20 21 «Σὰν εἶμι μαναχή μ’ σοὖπα, δὲν τουνι θέλου νἀρχέτι.». «Ἀλλοῦ νά πᾶς νὰν τὰ πεῖς αὐτῆνα. Δὲν ἤσ’να ἰσὐ π’ μοὖπις ν’ ἄλλ' ’ν Κυριακὴ πώς τάχατ’ς θὰ πᾶς στ’ θειά σ’, γιὰ νὰ φύβγου ἀπού δῶ, π’ τούν καρτέρ’γις;» «Ἰγὼ σοὖπα, μουρή—» «Τι ἰγώ κάνι ; Κι ἀπὲ δὲν εἶχις πώς νὰ μᾶς διώειξς ἀποὺ δῶ ἰμένανι κὶ τού Γιώργ’.» «Ἰγώ σᾶς ἔδιουξα, εἴτ’ ἰσύ ἒφ’γις π’λάλα νὰ πᾶς νὰ ῥουτὴεις τ’ μάννα σ’ ἄν σ’ ἀφίν’ νὰ πᾶς ἀργάτ’σσα στού Γιώργ’, κι’ αὐτήνους σὶ πῆρ’ ἀπουκουντά ; Ἢ τὂχ’ς π’ δὲν τἄίκ’σα τί σοὖπ’ ἰκειγιὰ σ’ν πόρτα;» «Τί μοὖπι ; Δὲν ἄϊκ’σα νὰ μοὖπι τίπουτας», μουρμούρισε κοκκινίζοντας ἡ Βαρβάρα. «Ἰγώ ὅμους τἄϊκ’σα.» «Τί ἄϊκ’σις; Τί μοὖπι ; «Νὰ πᾶς νά σ’ πεῖ τού λόγου σοὖπι.» «Αὐτήνου λές ; Ἰγώ σ’ τοὔπα μαναχή μ’. Αὐτήνου, κυρά μ’, δὲ μ’ τοὔπι κρυφά, μ’ τοὔπι μπρουστὰ σ’ οὕλις τς ἀργάτ’σσις. Τουνι ξέρ’ς τοὺ Γιώργ’ π’ τἀρέσ’νι τά χώρατα.» «Κ’ ἰσένανι δὲ σ’ ἀρέσ’νι !» «Ἰγώ, κυρά μ’, δὲν κάνου ’ν ἅγια˙ δὲ λέου ἀπ νιὰ μιριἀ πώς δὲ θέλου νἀρχέτ’ οὑ ἀρριβουνιαστ’κός μ’ κι ἀπ ’ν ἄλλ’ νὰ κλειόμι μ’ αὐτήνουν μέσα. Νὰ σ’ τοὺ ποῦ, σὰν τού θέλ’ς.» Ἡ Φόνη κοκκίνησε : «Ποιός κλειέτι μέσα;» «Ἰκιὸς π’ λέει ποιός· ἢ λὲς πῶς δὲ σί γλέ'πνι ;» «Ὅπιους δὲν ἔχ’ ἄλλ’ δ’λιά, καθέτι κὶ κρυφουτ’ράει μαναχὰ τς ἀλλ’νούς.» «Δὲν εἶμ’ ἰγὼ ἀπού κιὲς π’ κρυφουτ’ρᾶνι. ’Ν πουτίστρα ἦρθα νὰ σ’ φέρου πίσου κ’ ἔκαμα νά τ’ράξ’ ἀπ τοὺ παραθύρ’ ἂν εἶσι μέσα, κι ἃμα τοὔειδα γυρμένου κι ἄϊκ’σα κὶ μουρμουρίσματα, κατάλαβα κ’ ἔφ’γα, δίχους νὰ σταθοῦ νἀκουρμαστοῦ.» «Δὲν ἀκουρμαίνουσ’να ! Τί θανἄϊκ’γις ! Δὲν ἔμπινις μέσα κιόλας !» «Τί δ’λιὰ εἶχα νὰ μποῦ, ἀφοῦ εἲτανι κλεισμέν’ ἡ πόρτα;» «Ξέρου τί θὰ βάν’ς μὶ νού σ’, μὰ οὑ Φώτ’ς δὲν εἶνι τέτιους.» «Τί τέτιους, μουρὴ; Ἄντρας εἶνι κι αὐτὴνους, σὰν οὑλ’νούς. Mή, θὰ μᾶς τουνι βγάν’ς ἅγιουν κι αὐτὴνουν;» «Ἔτσ’ π’ νὰ χάσου τ’ μάννα μ’, πρώτ’ βουλὰ π’ μ’ ἦβρι μαναχή μ’ οὑ Φώτ’ς εἶταν ἰπρουχτὲ ’ν ἄλλ’ Κυριακὴ π’ λές.» Ἡ Βαρβάρα τῆς ἔπιασε τὰ χἐρια : «Μὴν κάν’ς ὅρκου τ’ μάννα σ’, μουρή. Δὲ σκιάζισι μπὰ κὶ βριθεῖ ἀν’χτὸς οὑ οὐρανός;» «Δὲν τού π’στέ'βς, ἔ ; Ἰγώ ὅμους σ’ λέου — » Ἡ Βαρβάρα δὲν τὴν ἄφισε πάλι νὰ τελιώσει : «Μὴ θέλ’ς νὰ κρυφτεῖς κι ἀπ τ’ ἰμένανι, μουρ’ Φόνια. Τὰ ξέρ’ οὑ κόσμους τώρα — » «Ποιός κόσμους ; Τί ξέρ’ οὑ κόσμους;» ἀντίσκοψε βιαστικὰ ἡ Φόνη. «Πῶς τουνι μπάεις τ’ νύχτα ἰδῶ τού Φώτ’, ἄμα λείπιτ’ ἡ μάννα σ’.» «Ψέματα, ψέματα ! Νὰ βγάλ’ τ’ φάουσα ὅποιους τὰ λέει !» φώναξε ἡ Φόνη. «Ἀς βγάλ’ κὶ τού κακὸ τού σπ’ρί, ἄν εἶνι ψέματα. Ἰγώ τἄϊκ’σα κὶ σ’ τού λέου˙ ἦρθα κ’ ἰπρουψὲ τού βράδ’ ἰξιπιτούτου νὰ σ’ τού ποῦ, νὰ σὶ προυφτάσου, μὰ εἶταν ἡ μάννα σ’ ἰδῶ. Τοὺν εἴϊδαν ἀπ’ τ’ γειτουνιὰ τού Φώτ’, πὂρχιτι τ’ νύχτα— » «Ψέματα, ψέματα!» ξαναφώναξε ἡ Φόνη. «Μαγάρ’ νἆνι˙ ἰγὼ θὰ σ’ ποῦ μαναχὰ τὶ ἄϊκ’σα. Δὲν τἄϊκ’σα γώ μαναχά, τἄϊκσαν κ’ οἱ ἄλλις οἱ ἀργάτ’σσις, π’ τοὔλιϊ ἡ Θανάσινα — ». « Ἡ παλιουΘανάσινα τί λέει; ’Νί π’στέβ’ς αὐτήν;» «Ἰγώ σ’λέου μαναχὰ τὶ εἶπι. Πώς εἴϊδι τοὺ Φώτ’ π’ μπῆκι τ’ νύχτα σπίτ’ σ’, εἶπι. Δυὸ βουλὲς κιόλας˙ νιὰ βουλὰ σ’μὰ ’ν Ἁϊθουδώρουνι κι ἄλλ’ μίνια τς μπριάλλις, δυὸ μέρις μπρὶν τ’ Βαϊῶνι. Βῆκι, λέει, τὰ μισάν’χτα ὂξου γι’ ἀνάγκ’ τς κὶ καθώς ἔκανι νὰ μπεῖ πίσου μέσα εἴϊδ’ ἔναν ἴσκιου π’ ἀπήδ’σι τ’ φράχτ’ ἀπ’ τούν κήπου σας. Στού πρῶτου ἔβαλι μὶ νού τς, μὴν εἶνι κὰνας κ’ ἦρθι νὰ κλέψ’ κότις, κὶ στάθ’κι κὶ τουvι παραμόνιψι καθώς ἔκανι νὰ μπεῖ σ’ν αὐλή σας — » «Τοὺ Βαγγέλ’ τούν Κανάτα θανἄειδι, ποὖρθι νὰ πάρ’ τ’ μάννα μ’, π’ γένν’σ’ ἡ γ’ναίκα τ’ ἰκείν τ’ βδουμάδα ’ν Ἀϊθουδώρουνι.Τί σοὖν’ αὐτὴν’ ἡ βρουμουγειτουνιά!» «Πέταξ’ οὑ Βαγγέλ’ς χαλίκια στὰ κιραμίδια σας γιὰ νὰ ξυπνὴσ’ τ’ μάννα σ’ ; Τἄν’ξατι τοὺ παραθὺρ’ τ’ Βαγγἐλ’ κι ἀπήδ’σι μέσα ; Ἔτσ’ ἔκανι, λέει, οὑ ἴσκιους πού εἴϊδ’ ἡ Θανάσινα. ’Ν πρώτ’ βουλὰ δὲν μπόρ’σι νὰν τουνι γνουρίσ’ καλὰ ποὔταν οὑ Φώτς, λέει˙ μὰ ν’ ὑστιρνὴ βουλὰ τουνι γνώρ’σι˙ μπῆκι ἀπ ’ν πόρτα.» «Ψέματα, ψέματα ! Δὲν εἶταν οὑ Φώτ’ς — δὲν εἴτανι κανένας. Ἀπού μέσα τς τὰ βγάν’, γιατὶ δὲν τς δίνουμι νιρὸ ἀπ τού πηάδ’. Πλιέν’ τὰ σκ’τιὰ τ’ λουβιασμένουνι κ ἤρθι νὰν τὰ νιρουβγάλ’ σ’ν αὑλή μας κὶ ν’ ἒδιουξα κὶ πείσμουσι κὶ γι’ αὐτήνου τ’ράει νὰ μ’ βγάλ’ λόγια τώρα.» «Εἶπι τοὔχι νἄρθ’ νὰν τού πεῖ τς μάννας σ’ νὰ σὶ φ’λάει, μὰ ’νὶ ξέρ’, λέει τ’ μάννα σ’ τὶ τσ’νουμύτα εἶνι, κὶ τὶ ’νί γνιάζ’ αὐτήν’, σ’λουΐσ’κ’ ὕστιρα.» «Δὲν παίρ’ τὰ μούτρα τς νἄρθ νὰ μ’ τὰ πεῖ ἰμέναν’ ἡ παλιουσκρόφα !» «Ἂϊκ’σ ἰδῶ, εἶπι κι ἄλλ’ ἀκόμα. Πώς τάχα σ’ ἤφιρι σ’ ἄλλ’ θέσ’ οὑ Φώτ’ς κὶ γι’ αὐτὴνου διάζιστι γιὰ τού στιφάν’. Ἰχτὲ τοὔπ’ αὐτήνου. Κὶ γι’ αὐτήνου, λέει, δὲ βγαίν’ς ντὶπ ὄξου, δεν πῆγις ἰπρουχτὲ στς ἰκκλησές, μούϊδι τούν ἀπιτάφιου νἀν’σπαστεῖς δὲν πῆγις. Τί λές, μουρἡ, τς εἶπα γώ: δὲν ἄδειασι κὶ δὲν πῆγι- σιδέρουν’ οὕλ’ τὴν ’μέρα κι ἀπόστασι. Σὰ θέλ’ς, ἒλ αὔριου νά ’νὶ ἰδεῖς π’ θὰ πάει τ’ νύχτα σ’ν Ἀνάστασ’, τς εἶπα—καθώς μοὖχις πεῖ—» «Σοὖπα γώ, μουρή, π’ θὰ πάου σ’ν Ἀνάστασ; Ἡ μάννα μ’ σοὖπα τοὔχι νὰ πάει», τὴν ἔκοψε θυμωμὲνα ἡ Φόνη. «Δὲ μοὖπις ἡ μάννα σ’˙ ἰσύ μοὖπις θὰ πᾶς ˙ τἀστό’ησις», εἶπε ἡ Βαρβάρα κοκκινίζοντας. «Δὲν τἀστό’ησα τίπουτας˙ ἤ πᾶς ἰσὺ κί γιουμόεις τούν κόσμου, για νάν τ’ βάνς ἰδέα», φώναξε ἡ Φόνη. «Ἰγώ μουρή ;» εἶπε ἡ Βαρβάρα, ἀποπαρμένη. «Καλά˙ δὲν φταίς ἰσὺ, φταίου γώ π’ σ’ τἄπα γιὰ τού καλὸ σ’ ὃ,τ’ ἄϊκ’σα, γιὰ νὰ φ’λάγισι», πρόσθεσε καὶ σηκώθηκε. «Τούν ἱαυτό σ’ τήρα νὰ φ’λάξ’ς, τὰ θ’κά σ’ νὰ φ’λάξ’ς !» «Δὲν ἔχου τίπουτας ἰγώ νὰ φ’λάξου˙ δὲν ἔμπασα κανένανι σπίτι μ’ τ’ νύχτα.» «Ἰσύ πᾶς στὰ σπίτια ν’ ἀλλ’νῶνι, δὲν καρτιρεῖς νἀρθοῦνι.» «Σὶ ποιά σπίτια πάου, μουρ’ παλιουβρώμα;» «Τ’ Μήτσινα σύρι ρώτα νὰ σ’ πεῖ˙ π’ ἀργατέβουσαστ’ ἀντάμα ἰπέρσ’- π’ σ’ ἔπιασι π’ σὶ φίλ’γι οὑ Ἀντών’ς τ’ Μαργάρ’ πίσ’ ἀπ’ τὰ βαντάκια.» «Τούν κακό σ’ τούν κιρό.» «Κὶ τοὺ Χρήστου τ’ παπᾶ δὲν τοὺν εἴϊδαν π’ σὶ κ’βέντιαζι σταὐλάκ’;» «Ἰμένανι, μουρὴ; Ἰσὺ ἤσ’να πὂφαϊς τὰ σίδιρα γιὰ τού Χρὴστου τ’ παπᾶ. Σ’ εἴϊδα μὶ τὰ μάτια μ’ π’ τὄκανις τού νόημ’ ἀπ τοὺ πηάδ’ σ’.» «Κι αὐτήνουν πὂβαλις τώρα στού μάτ’˙ ἄϊντι κὶ καλὰ σὶ διουρθόν’ αὐτὴνους», φώναξε ἀγριεμένη ἡ Φόνη καὶ σηκώθηκε. «Ποιόνι, μουρὴ παλιουγαϊδούρα;» «Τουνι ξέρ’ς ποιόνι˙ τὰ κόκκινα νὰ φουρέεις κὶ μιθαύριου π’ θἀ πᾶς˙ τἀϊκούς, μουρή ;» Ἡ Βαρβάρα ἔτρεξε στὴν πόρτα γιὰ νὰ φύγει : «Τώρα, μουρὴ, κι ἀπὲ νὰ ἰδεῖς ! Ἄ δέ γιουμόσου κ’ ἰγώ τούν κόσμου, ἄ δὲν πιάσου κὶ τ’ μάννα σ’ νάν τς τὰ ποῦ», φώναξε ξέφρονη, σταματώντας στὸ κατόφλι. «Πές μ’ τα ἰμένανι καλὺτιρα», γέλασε ἀποπίσω της ὁ Γιώργης, μπαίνοντας στὴν πόρτα, κ’ ἔκαμε νὰ τὴν πιάσει. «Τί ἔχ’τι μουρές ; τί σᾶς ἦρθι;» ρώτησε βλέποντας τὴ Φονη πού εἶταν ἔτοιμη νἀ χυμήσει στὴ Βαρβάρα καὶ κοκκάλωσε καθώς τὸν εἶδε. 22 «Ἰτούτιν ἰδῶ˙ νὰν τς ράεις τοὺ στόμα, π’ τἄν’ξι κὶ δὲν ξέρ’ τί λέει», φώναξε ἡ Βαρβάρα μὲ δάκρια στὰ μάτια, ξεφέβγοντας τό χέρι του καὶ βγαίνοντας στὸ δρόμο. «Τί τὅκαμις, μουρὴ, τ' κουρ’τσοῦ κί πάει κλαίουντας;» ρώτησε ὁ Γιώργης σιμόνοντας τὴ Φόνη. «Δὲν πᾶς νὰν τού παρ’γουρήεις!» ἀπάντησε αὐτὴ ἀπότομα καὶ κάθισε στὸ γωνολίθι. «Τί τρόπους εἶν αὐτός ; Τίνους κρέν’ς ἔτσ’ ;» «Ἰσένανι· ἰκεῖ π’ πᾶς κί τς μαζόν’ς.» «Ποιές μαζόνου ;» «Αὐτήν’ αὐτοῦ κί τς ἄλλις κί δὲν ξέρ’ν τί λένι.» «Τί λές, μουρὴ ; Δὲ σί καταλαβαίνου.» « Ἀπ τ’ ἰσέναν’, ἀπ τ’ ἰσένανι τὰ τρα- βάου οὕλα», μισόκλαψε ὴ Φόνη. «Τί τραβᾶς ἀπ’ τ’ ἰμἐνανι ; Ἀρχίν’σις πάλε ; Γι’ αὐτὴνου ἔστ’λις κί μ’ ἢφιρις ; Δὲν εἶν’ ἰδῶ ἡ μάννα σ’ ; ποῦ πάει ;» «Ὄξου βῆκι», μουρμούρισε ἡ Φόνη, δίχως νὰ τὸν κοιτάξει. «Δὲν πάει σ’ν ἰκκλησά;» Ἡ Φόνη μάζεψε τούς ὤμους. «Πῶς δὲν πὴγις κ’ ἰσύ ;» «Κουρόϊδιψέ μι κιόλας.» Ἀναστέναξε κ’ ἔσκυψε τὸ κεφἀλι. Ὁ Γιώργης γέλασε. «Γέλα˙ τί ἀνάγκ’ μ ὂχ’ς ἰσύ ! Χουρουμπούλ’ζις οὕλ’ τ’ βδουμάδα μί ’ν ἂλλ’.» «Γιατί δὲν ἰρχόσ’να νὰ χουρουμπουλίεις κ’ ἰσύ ;» «Σὰν κ’ ἔχ’ς ντίπ αἴστ’μ’ ἀπάν’σ’!» Γὺρισε καί τὸν κοίταξε αγριωπά. «Γι’ αὐτὴνου μ’ἢφιρις ἰδῶ ; Θὰ μ’ πεῖς τί μ’ ἢθιλις ἢ νὰ φύβγου ;» εἶπε ὁ Γιώργης κ’ ἔκαμε κατὰ τὴν πόρτα. «Ἰψὲ ἦρθι κί σ’ ἕσμ’ξ’ ἡ μάννα μ’˙ τί σοὖπι ;» «Τίπουτας δὲ μοὖπι.» «Πῶς τίπουτας ; τί σ’ ἢθιλι ;» «Τί μ’ ἢθιλι ! Ἕνα πιντίφραγκου μ’ χάλιψι, σὰ θέλ’ς νὰ σ’ τού ποῦ.» «Κί δὲ σοὖπι τίπουτας ἂλλου ; Δὲ σοὖπι τί τς παράγγ’λ’ οὑ Φώτ’ς;» «Τί τς παράγγ’λι; Δὲ σ’τοὔπ’ ἰσένανι;» «Μάϊδι μ’ κρέν’ οὑλότιλας ἰμένανι. Μί τρώγιτι μαναχά ἀπ ’ν αὐγὴ οὕς τού βράδ’. Σκιάζουμι κί τς μπῆκι κανιὰ ἰδέα. Κι ἀπὲ εἶν’ κι οὑ κόσμους κιόλας. Δὲ ’νί βαστάου ἄλλου αὐτήν’ τ’ ζουή. Γιατί δἐ μί γλυτόν’ς, μουρ’ Γιώργ’;» παρακάλεσε δακρίζοντας ἡ Φόνη. «Τί θέλ’ς νὰ σ’ κάμου γώ :» «Νά, νὰ δώκ’ς τὰ λιπτά.» «Ποῦ νὰν τἄβρου νὰν τὰ δώκου, μουρὴ; » φώναξε θυμωμένα ὁ Γιώργης. «Τότινις γιατί τἄταζις ; ἤ γιὰ νὰ γλυτώεις μαναχά, ἄμα σκιάχ’κις μὴ μαθιφτεῖ τίπουτας κί σ’ χαλάσ’ ’ν ἄλλ’ τ’ δ’λιά;» «Ποιὰ δ’λιά ;» «Τ’ σ’μπιθιριά π’ σὅκαν’ ἡ μάννα σ’ μὶ τ’ν Καραμητρουπούλα˙ ἤ λὲς πῶς δὲν τού ξέρου κιόλας γιατὶ χάλασ’ ὕστιρα ; Ἔμαθαν π’ παίεις τὰ χαρτιά.» «Ἔ, κ’ ὕστιρα;» γέλασε ὁ Γιώργης. «Κ’ ὕστιρα γύρ’σις πάλε κί φουρτόθ’κις ἰμένανι», εἶπε ἡ Φόνη κ’ ἔσκυψε τὸ κεφάλι. «Κ’ ἰσὺ γιατί μὶ δέχουσ’να ; Τί λὲς πῶς δὲν τού ξέρου κ’ ἰγώ γιατί μί δέχ’κις ; Τ’ δ‘λιά σ’ τήραξις νὰ κάν’ς κ’ ἰσύ. Τ’ δ’λιά τ’ καθινένας.» «Καλά, τ’ δ’λιά τ’ καθινένας. Ὃπους φέρνισι, ἕνα μ’ ἀνιμέν’ κ’ ἰμένανι, σ’ τοὕπα κί ’ν ἄλλ’ βουλά : θὰ σ’κουθοῦ νὰ πάου στ’ μάννα σ’ νὰν τς τὰ ποῦ οὕλα.» «Κ ἰκείν’ θὰ σ’ ἀνοίξ’ τ’ σακούλα τς!» χασκογέλασε ὁ Γιώργης. .« Ἄς μὴν ’ν ἀνοίξ’ ! Ἄς ἀφὴκ’ νὰ γένουμι μπαίγνιου στούν κόσμου. Νὰ ’νί μιραστοῦμι κάνι ’ν ντρουπὴ.» «Τού λὲς γιὰ νὰ μί φουβιρίξ’ς, ἔ ;» «Κατὰ πώς φέρνισι, θὰ φιρθοῦ. Σά δὲ σ’λουέσι, σὰ δε σί μέλλ’ νὰ σάεις τοῦ πρᾶμα, σὰ μ’ ἀφίν’ς μαναχὴ τώρα, ἀφοῦ μ’ ἔκανις ὃπους μ’ ἔκανις — » «Ἰγώ μαναχά, ἤ κί τού κιφάλ’ σ’ ; Ποιός φουρτόθ’κι πρῶτους τούν ἄλλουνι, μουρὴ, ἤ τἀστό’ησις, Φραγκουπαναγιά! Τοὺ ξέρ’ς π’ μί παρασκότ’σις;» τὴν ἔκοψε ὁ Γιώργης μὲ θυμό. «Σί παρασκότ’σα, ἔ ; Δὲ σκιάζισι 25 τὰ μιγαλύτερα, μουρέ; Δὲν ἕχ'ς ντὶπ ντρουπὴ; Ἤθιλα να ξέρου μί τί μοῦτρα θὰ βγεῖς στ’ μάννα μ’ κὶ στ’ μάννα σ’ ἂν τού μάθ’νι;» «Σάν πᾶς ἰσύ κί τς τού προυφτάεις˙ σά’ δὲν ἔχ’ς ἰσύ ντρουπή.» «Κι ἂ δὲν τς τού ποῦ ἰγώ, θὰν τού μάθ’ν’ ἀπ τούν κόσμου.» «Ἀπού ποιόν κόσμου ; «Νά, ἰκιὲς π’ μαζόν’ς ἰκεῖ˙ αὐτῆνις τὰ λένι.» «Ποιές, μουρἡ ; Τί λένι ;» «Ἰκιὸ ποὔειδανι λένι τ’ νύχτα πὂμπινις ἰδῶ.» «Μ εἴϊδαν ἰμένανι;» εἶπε ὁ Γιώργης χλωμιαίνοντας. «Σ εἴϊδαν ἀπ' τ’ γειτουνιά. Ρῶτα τς ἀργάτ’σσις σ’ νὰ σ’ τὰ ποῦνι- τ’ Θανάσινα π’ σ’ εἴϊδι.» «Μ’ εἴϊδ’ ἡ Θανάσινα — ; » «Ναί, σ’ εἴϊδι˙ κί δὲ φτάν’ αὐτήνου, μὰ ἀδ’κουβγάν’νι κι ἄλλουνι.Σὶ πῆρι πὼς ἢσ’να οὑ Φώτ’ς. Κί θάν τού μάθ’ ἡ μάννα μ’ κὶ θὰ τουνι φουρτουθεῖ ἄδ’κα τοὺν ἄνθρωπου.» «Τοὺ Φώτ’ θανἄειδαν, ὄχ’ ἰμένανι˙ ἰγὼ δὲν πάου σὰν μπούφους», εἶπε ὁ Γιώργης ξαναβρίσκοντας τὸ χρῶμα του. «Ποιό Φώτ’ ! Οὑ Φώτ’ς δὲ μπῆκ’ ἰδῶ τ’ νύχτα.» Τινάχτηκε ὁλόρθη ἡ Φόνη. «Ἰσύ τί θὰ πεῖς ! Κὶ στού Φώτ’ τού ἴδιου θανἄκανις. Σάν κὶ θάν τοὔλιϊς αὐ’νοῦ πῶς ἦρθα κ’ ἰγώ τ’ νὺχτα !» ξανὰπε ὁ Γιώργης κοιτάζοντάς την μὲ χαμόγελο. «Ἰσα μί ταὐτοῦ θὰ φτάεις ! Καλά. Δὲ φταίς ἰσύ. Ἕνα σ’ λέου μαναχά : οὑ Φώτ’ς δὲ μπῆκ’ ἰδῶ πουτὲς τ’ νύχτα.» «Μπὰ μπά ! Τὴν ’μέρα μαναχὰ κλειέσ’ ἰδῶ μ’ αὐτήνουν.» «Ἰκείν ἡ παλιουβρῶμα σ’ τοὖπι, ἔ;» εἶπε κοκκινίζοντας ἡ Φόνη. «Δὲν ἔχ’ ἀνάγκ’ νὰ μ’ τού πεῖ κείν’˙ οὑ δρόμους ἔχ’ μάτια κὶ γλέπ’.» Ὄξω ἀπὸ την πόρτα ἀκούστηκαν πατὴματα κ’ ἡ χήρα Κανούζενα μπῆκε μέσα. «Τ’ εἶνι τοῦτου π’ μᾶς ἔκανις, μουρέ; Μᾶς πῆρις στού λιμό σ’», φώναξε τραβώντας ἴσα στὸ Γιώργη, ἅμα τὸν εἶδε. «Τί σᾶς ἔκανα, θειά ;» εἶπε τοῦτος κερόνοντας. «Τί ἄλλου ἢθιλις νὰ μᾶς καν'ς ; Δὲν εἲμαστι νὰ ματαβγοῦμι σὶ κόσμου.» Ἡ Φόνη ἔσκυψε το κεφάλι καί περίμενε χλωμὴ κι αὐτή. «Ἀπ τ’ μάννα σ’ ἔρχουμι˙ ἔσκ’σι τὰ σκ’τιά τς σὰν τἄϊκ’σι- πρώτ’ βουλὰ τἀ- γρικάει, λέει˙- αὐ’νῆς γιὰ πιντακόσις δραχμὲς τς εἶπις πὼς θὰ δώκ’ αὐτὴν μ’ ἀπου- θὴκ’ τού σπίτ’. Γιὰ τς ἄλλις πιντακόσις τς εἶπις πώς τς εἶχα γώ. Ξιράθ’κα σὰν τἄϊκ’σα. Τἄβανι μί τ’ ἰμένανι π’ δὲν τς τοὔπ’ ἀπού νιὰ τζαρχῆς. Καλὰ νὰ πάθου, μοὖπι, σὰν τἄκανα κρυφά. Κ’ ἰγὡ ποῦ νά ξέρου τίπουτας ἡ δόλια! Τ’ εἶν’ τού κακὸ π’ μοὖρθι, πές. Πωπώ, πιδί μ’, τι μᾶς ἔκανις!» Ὁ Γιώργης ἀνάσανε: «Δὲ σοὖπα κ’ ἰγώ, θειά, ἀπὸ νιὰ τζαρχῆς νὰ μὴν ἀνακατώεις τ’ μάννα μ’ σ’ αὐτήν τ’ δ’λιά ; Τώρα πῆγις δίχους νὰ μὶ ρουτήεις κὶ τἀπουχάλασις», εἶπε. «Ποῦ νὰν τὰ βάν’ οὑ νούς ιμ τς κα- ψαρῆς τέτια κρυφά ! Καλὰ νὰν τὰ πάθου, γὰ νὰ μὴν τὰ ξιλαγαρίσου ἀπ ’ν ἀρχνή.» Κάθισε στὸν καναπὲ ἕτοιμη νὰ κλάψει. «Πωπώ οἱ μαύρις, πωπώ ! Δὲν εἴμαστι νὰ ματαβγοῦμι σὶ κόσμου.» Ἀναστέναξε χτυπώντας μὲ τίς ἀπαλάμες τά γόνατά της. «Ἂϊκ’σ’ ἰδῶ κὶ μὴν κάν’ς ἕτσ’, θειά», τῆς εἶπε ὁ Γιώργης, πηγαίνοντας κοντά της. «Τί νἄϊκούσου, τί νἄϊκούσου, π’ μᾶς χαντάκουσις ! Δὲ σ’ λουϊόσ’να πρῶτα, μουρ’ πιδί, δὲ λ’πόσ’να κάνι τούτ’ ’ν ἀρφανή. Αὐτὴν ἰσέναν’ ἔχ’ ἀδιρφό.» Ἔδειξε τὴ Φὸνη, ποὺ εἶχε καθίσει ξανά στὸ γωνολίθι μὲ σκυμένο κεφάλι. «Ἂϊκ’σ’ ἰδῶ, θειά», ξανάπε ὁ Γιώρ- γης˙ «’νὶ ξέρ’ς τ’ μάννα μ’ τὶ τσιγγούνα εἶνι- ἄν τς ἤλιγα γιὰ χίλις δραχμές, θα- νἄβανι τς σκουσμούς˙ θὰ μοὔλιϊ: θέλ’ς νὰ σκουρπίεις τού βιό μ’ στς θ’κοὺς τ’ πατέρα σ’. Γι αὐτήνου τς εἶπα πώς γιὰ πιντακόσις δραχμὲς μαναχὰ θὰ μᾶς βάν’ς του σπίτ’ ἀπουθὴκ’. Τς ἄλλις πιντακόσις λουγάριαζα νὰν τς κουνουμήσ’ ἀπ’ τού καλαμπόκ’ π’ θὰ πούλ’γα, κὶ νὰν τς ποῦ πώς τοὺ πούλ’σα λγότιρου. Ποῦ νὰν τοὔξιρα πώς θανἄπιφτ’ ἔτσ’ ἡ τ’μή τ’; Ἰγώ γιὰ καλὸ τὄκανα. Ἄ δὲν τὄταζαμι τς χίλις, οὑ γαμπρὸς δὲ στρέγουντανι. Θανέμιν’ ἡ δ’λιά.» «Κάλλιου νἀνέμινι˙ σὰν κὶ ’νὶ πήρανι μπρουστὰ τὰ χρόνια ; Τί σοὖρθι, πες, μουρὲ πιδί, κὶ τὄκανις ἔτσ’! Δὲ μὶ ρώταϊς κ’ ἰμένανι ἀν τἄθιλα τέτια κρυφά ; » «Τί νὰ σὶ ρουτὴσου ἰσένανι; Σᾶς ξέρου ἰσᾶς τσὶ γ’ναίκις πῶς τἀνακατόν’τι τὰ πράματα, καθὼς πῆγις κὶ τὄκανις τώρα. Τί ἤθιλις νὰ πᾶς νὰ πεῖς τς μάννας μ; Αὐτὴν ἔχ’τ’ αἶμα σας ἤ ἰμένανι;» «Τί νἂκανα, μουρέ ; Μί πῆρ’ ἡ μπούφλ’ ἀπ τά μάτια. Δὲν ἂϊκ’σις ἰψὲ π’ σοὖπα πὼς οὑ Φώτ’ς δἐν παίρ’ θ’κό σ’ χαρτί; Πώς θέλ’ ἤ τὰ λιπτὰ ἤ ’ν ἀπουγραφὴ τς μάννας σ’; Μὶ συνβόλϊου κί μὶ γγυητὴ κιόλας. Μαναχὰ τς μάννας σ’ δὲν πιάνιτι˙ εἶνι γ’ναίκα· ἔτσ’ τοὔπι, λέει, οὑ δικηόρους˙ αὐτὴνου τἀστό’ησα νά σ’ τοὺ ποῦ ἰψέ.» «Καλά, ἀφοῦ μ’ τοὔπις ἰμένανι, τί ἤθιλις νὰ πᾶς κὶ στ’ μάννα μ’; Δὲ σοὖπα νὰ ’ν ἀφήκ’ς ἀπάνι μ’ τ’ δ’λιά;» «Αὐτήνου μοὖπις, μουρέ, ἤ ἔβγαλις νὰ μ’ δώκ’ς τού πιντίφραγκου γιἀ νὰ μἰ ξιφουρτουθεῖς ; Μί πέρασις κὶ γιὰ διακουνιάρα.» Ὁ Γιώργης κοκκίνησε καὶ χαμήλωσε τὸ κεφάλι γιὰ νὰ ξεφύγει τὴ ματιά τῆς Φόνης, πού μὲ τὰ στερνὰ λόγια τῆς μάννας της τὸν κοίταξε ἄγρια. «Τί ἤθιλις νὰ κάνου κ’ ἰγώ ;» ξακολούθησε ἡ Κανούζενα, «σὶ ποιόνι νὰ πάϊνα νὰ ποῦ τοὺν πόνο μ’; Λαμπρὴ μέρα σήμιρα κὶ νὰ μὴ ρθεῖ οὑ γαμπρὸς; Γιὰ ἔλα στ’ θέσ’ μ’. Τί θὰ λέει οὑ κόσμους, τί θά πεῖ ἡ γειτουνιὰ π’ δὲν τούν εἴϊδι νἄρθ’ σήμιρα ; Δὲ λὲς ἒβαλις φωτιὰ κὶ μᾶς ἒκαψις; » «Γιὰ στάσ’ νὰ πάου νὰν τουνι βροῦ κ’ ἰγὼ τοὺν κύρ’ Φώτ’ κὶ νὰν τ’ ποῦ δυὸ λόγια. Δὲν κάν’ν ἔτσ’ οἱ τίμιοι ἀθρώπ’ γιατὶς ἀπαρισιάσ’κ’ ἕνα μπόδιου˙ δὲ μπαίv’vι μέσα πρῶτα, κι ἀπέ —», εἶπε ὁ Γιώργης κ’ ἒκαμε νὰ σηκωθεῖ. Ἡ Φόνη ἔκαμε ἕνα κίνημα ἐκεῖ ποὺ κάθονταν, μὰ ἡ μάννα της την πρόλαβε: «Ὅσου γι’ αὐτὴνου δὲν μπουροῦμι νἀ ποῦμι τίπουτας. Οὑ Φώτ’ς δἐ μπῆκε μέσα, σάν ἀλλ’νοὺς γαμπρούς- μάϊδ’ αὐτήνους, μάϊδ’ ἡ ξαδέρφ’σ’ ἰδῶ εἶνι τέτια. Μούτι τοὺ χερ’ δὲν τς ἔπιασι. Δὲν τς ἄφ’κα πουτὲς μαναχούς.» «Οὑ κόσμους ὃμους τούν εἴϊδι πὄμπινι- κανένας δὲν τού ξέρ’ ἂν τς ἂφ’κις ἤ ὄχ’ μαναχούς. Ἄφ’σ’ τα τώρ’ αὐτῆνα, θειά˙ εἶνι τ’ παλιοῦ κιροῦ πράματα.» Ὁ Γιώργης σηκώθηκε. «Μὴν πᾶς, πιδί μ’, κὶ τ’ πεῖς τίπουτα κι ἀποχαλάσ’ τού πρᾶμα˙ οὑ Φώτς εἶνι θ’μόδιους, δὲν παίρ’ ἀπού λόγια», εἶπε γλήγορα ἡ πρώτη πιάνοντας τὸν ἀνιψιό της. «Σύχασι, θειά, κὶ ξέρου γώ πώς θὰν τουνι κ’βιντιάσου.» Κι ὁ Γιώργης ἔκαμε νὰ φύγει. Μὰ ἡ Φόνη πετάχτηκε ἄξαφνα καἱ τὸν ἄδραξε μὲ ὁρμή : «Κάτσ’ ἰδῶ, μὴν πᾶς π’θινά!» τοῦ εἶπε. «Ἀχά! Τί ἔπαθες ἰσύ; Ἰσύ κάτσ’ ἰκεῖ π’ κάθισι˙ δὲν ἔχ’ς λόγου σ’ αὐτὰ τὰ πράματα», φώναξε ὁ Γιώργης σπρώχνοντάς την. «Μὴν πᾶς π’θινά˙ μην πᾶς κὶ φουρτουθεῖς τούν ἄνθρωπου˙ δὲ φταίει αὐτήνους τίπουτας!» ξανάπε ἡ Φόνη κρατώντας τον. «Πάρ’ ’ν ἀπού δῶ, θειά˙ ἀφῆτι μ’ ἰμένανι τ’ δ’λιά, ξέρου γῶ τί θὰν τ’ ποῦ», εἶπε ὁ Γιώργης γυρίζοντας στὴ θειά του. «Σὰν εἶνι νὰν τουνι πάρ’ς μὶ τού καλό, τότινις σύρι˙ τὴρα μαναχὰ μὴν τουνι θ’μόεις», μουρμούρισε τούτη. «Δὲ θὰ πᾶς π’θινά" δὲ σ’ ἀφίνου ! Μὴν ἔχ’ς νὰ κάμ’ς μὶ τούν ἄνθρωπου, σοὖπα!» ἐπίμενε ἡ Φόνη. «Ἄφ’σ’ τουνι, μουρὴ κ ἰσύ ! Μὶ τοὺ καλό θὰ πάει», τῆς φώναξε ἡ μάννα της. «Τί ἰσένανι θἀϊκούσουμι; Θὰ μᾶς κάμ’ς ὃπους θέλ’ς;» τῆς ἀγρίεψε ὁ Γιώργης, ξαπολύθηκε ἀπὸ αὺτὴ καἱ τράβηξε κατά τὴν πόρτα. «Γιώργ’, Γιώργ’! Στουχάσ’ καλὰ τί κάν’ς, Γιώργ’!» ἔτρεξε κλαίοντας ἡ Φόνη πίσω του. Ὁ Γιώργης πῆρε τὸ δρόμο κατὰ τὸ παζάρι. Σ’ ἕνα πλακόστρωτο στενὸ σοκάκι εἶταν τὸ ὑπόγειο, ὅπου εἶχε ὁ Φώτης τὸ κρασοπουλιό του. Ὀ ὑπερέτης του ἀνέβαζε αὐτὴ τὴ στιγμὴ ἀποκάτω ἀπ τὸ 26 ὑπόγειο μερικὰ σκαμνιὰ καὶ τἄβαζε τριγύρο ἀπὸ δυὸ βρώμικα, ἀχρωμάτιστα μακρουλὰ τραπέζια, ἀκκουμπημένα στὸν τοῖχο τἀντικρινοῦ σπιτιοῦ. Ὁ δρόμος εἶταν ἔρημος˙ μόνο μερικά παιδιὰ μαζεμένα παραπέρα ἔπαιζαν κορῶνα ἤ γράμματα, φωνάζοντας καί χειρονομῶντας. «Κάτ εἶν’ ἀφέντ’ς σ’, μουρέ ;» ρώτησε ὁ Γιώργης τὸν ὑπερέτη, σταματώντας στήν κορφὴ τῆς σκάλας πού κατέβαζε στὸ ὑπόγειο. «Κάτ’ εἶνι», ἀποκρίθηκε τὸ παιδί. Ὁ Γιώργης κατέβηκε μερικὰ σκαλιὰ καὶ ξαναστάθηκε στὴν πόρτα τοῦ ὑπόγειου. Τὸ σκοτάδι ἀπὸ βαθιὰ τὸν θάμπωσε καὶ μυρουδιὰ ρετσινιοῦ σμιχτὴ μὲ ὁγρὴ μούχλα καὶ ξυνίλα τὸν χτύπησε στὸ πρόσωπο. «Εἶνι κι ἄλλα σκαλιά˙ ἔχι τού νού σ’ μὴ βαρέεις ψ’λὰ στού ματέρ’», τοῦ φώναξε ἀποπάνω τὸ παιδί, βλέποντὰς τον πού στάθηκε. Ὁ Γιώργης κατέβηκε πάλι καὶ σταμάτησε μπροστὰ σέ μιά ἀραδαριὰ βαγένια, πολεμώντας νὰ ξεχωρίσει μέσα στὸ θαμπόφωτο τοῦ κατωγιοῦ. «Καλῶς τούν κύρ Γιώργ’», ἄκουσε ἄξαφνα μιὰ φωνὴ ἀπὸ τὸ βἀθος καὶ προχώρεσε ἐκεῖ. Θολὸ φῶς, πέφτοντας ἀπὸ ἕνα στενὸ παράθυρο, θαμπόφεγγε τρεῖς ἀνθρώπους καθισμένους γύρο σ’ ἕνα μικρὸ τραπέζι. «Μουρὲ ἰσεῖς εἴσαστι; Τὄστρουσατι κιόλας ; Ἀπ’ ’ν ἰκκλησὰ ἴσα στούν πουτ’στή !» εἶπε, σὰν τούς γνώρισε πώς εἶταν τρεῖς ἀργατικοί, καὶ στάθηκε μπροστά τους. «Ἤρθαμι νά κάνουμι σιφτὲ τ’ Φώτ’ στού νέου ἀπόγειου˙ κάτσι νά σὶ κιράσουμι», εἶπε ὁ ἕνας ἀπ αὐτούς. «Ὄχ’, καημένι Τάσου, δὲν εἶμι γιὰ νὰ κάτσου˙ ἦρθα κάτ’ νὰ ποῦ τ’ Φώτ’ ἰδῶ», ἀπάντησε ὁ Γιώργης γυρίζοντας κατὰ τὸ Φώτη, πού σίμωσε ἀπὸ τὸ βάθος μὲ τὸ γιλέκι μονάχα καὶ μὲ μακριὰ ποδιὰ ἴσα μὲ κάτω. «Ξ’στὸς ἀνέστ’», εἶπε τοῦτος, δίνοντάς του τὸ χέρι, καὶ πρόβαλε τὸ στόμα. «Ἀληθῶς ἀνέστ’.» Ὁ Γιώργης ἔκαμε τὸ ἴδιο κίνημα. Ἐκεῖνοι πού κάθονταν στὸ τραπέζι, σὰν τοὺς εἴδαν πού φιλήθηκαν, σηκώθηκαν καὶ φιλήθηκαν κι αυτοὶ μὲ τὸ Γιώργη. Ἔχ’ς ἀδειὰ νὰ σ’ ποῦ ἕνα λόγου;» ρώτησε τοῦτος τὸ Φώτη ὕστερα ἀπὸ μικρή σιωπὴ. «Μιταχαρᾶς», ἀποκρίθηκε ἐκεῖνος καἰ τράβηξε πρὸς τά μέσα. Ὁ Γιώργης τὸν ἀκολούθησε. «Νὰ πιάσου δυὸ κρασάκια ;» ρώτησε ὁ πρῶτος, ἅμα ἔφτασαν σ’ ἕνα τραπέζι μπροστά στον πάγκο, κ’ ἔδοσε ἕνα σκαμνὶ τοῦ Γιώργη. «Δὲν τ’ ἀφίν’ς καλύτιρα!» «Νὰ στείλου νὰ μᾶς φέρ’νι δυὸ καφέδις;» «Ὅτ’ ἔπια. Κάτσι νὰ σ’ ποῦ τώρα πὄχ’ς ἀδειά, μπρὶν ἔρθ’ οὑ κόσμους», ξαναπὰντησε ὁ Γιώργης καὶ κάθισε. «Ἂς εἶν’ καλὰ τού γ’νάτ’ σ’ τότις», χαμογὲλασε ὁ Φώτης καὶ κάθισε κι αὐτὸς ἀγνάντια του. «Ξέρ’ς τί ἦρθα νὰ σ’ ποῦ, Φώτ;» «Τί; Λέϊ μ’». «Ἰρχόμ’ ἴσ’ ἀπ’ τ’ θειά μ’˙ πῆγα κὶ τς ἦβρα κὶ τς δυὸ σὶ κακὸ χάλ’ π’ δὲν πῆγις σἡμιρα. Δὲ μ’ λές, γιατί δὲν πῆγις;» «Πῶς νὰ πάου ; Τί νὰ κάμου νὰ πάου;» «Λαμπρὴ μέρα κὶ τί νὰ κάμ’ς νὰ πᾶς σ’ν πιθιρά σ’;» «Ὃ,τ’ εἶχα νὰν τς ποῦ, τς τού παράγγ’λα μί τούν Καραούλ.» «Δὲ μί γνιάζ’ ἰμένανι τὶ τς παράγγ’λις μὶ τοὺν Καραούλ’. Ἰτούτου θέλου νὰ μ’ πεῖς : Ἔτσ ἀφίν’ οὑ κόσμους ’ν ἀρριβουνιαστ’κιά τ’ γιατί βρέθ’κι νιὰ δυσκουλία;» Ὁ Γιώργης τὸν κοίταξε. «Ἰγὡ δὲν ἀφίνου ’ν ἀρριβουνιαστ’κιά μ’, δὲ βγαίνου ἀπού λόγου˙ ἂς μ’ δώκ’ν τά λιπτά, εἴτ’ ἂς μ’ ἀπουγράψ’ χαρτὶ ἡ μάννα σ’.» «Τί ’νὶ μπιρδέβ’ς τ’μάννα μ’! Ἰγὼ θὰ σ’ δώκου τὰ λιπτά», εἶπε ἀπότομα ὁ Γιώργης. «Νό μ’ τα κὶ στιφανόνουμι ταχιὰ κιόλας.» «Κὶ σὰ σ’ τὰ δῶκου μὶ δυὸ μῆνις, χάλασ’ οὑ κόσμους; Θέλ’ς νὰ μὶ ζ’μιώεις χίλις δραχμές σών’κὶ καλά; Νὰ πάου νὰ τζαναμπιτίσου τού καλαμπόκ’ τούτ’ ’ν ἀπουχή;» «Τί θέλ’ς ἰσὺ πάλε, νὰ χάσου γώ τς πιντακόσις;» τὸν ἔκοψε ὁ Φώτης καὶ γύρισε ἀλλοῦ τὸ πρόσωπο. «Ἰσύ δὲν τς χάν’ς, νιὰ κὶ θὰν τς πάρ’ς σὶ δυὸ μῆνις. Τί διὰ τς ἔχ’ς;» «Πῶς δὲν τς ἔχου διά ! Μ’ αὐτῆνα τὰ λιπτὰ τ’ράου νὰ πιάσου νιὰ δ’λιὰ κ ἰγώ, νὰ βάλου νιὰ σειρὰ νὰ ζήσου. Νὰ σ’ τού ποῦ, σὰ θέλ’ς: Ἔχου κλείσ’ συνφουνία νἀγουρὰσου ’να μαγαζάκ’ σὶ νιὰ γειτουνιά, ἱφτακόσις δραχμές. Ἔταξα νὰν τς δώκου τς δικαπέντι τ’ Μαγιοῦ. Τῶρα π’ ἀλ’κουτιέτ’ οὑ γάμους, χάνου κὶ τού μαγαζί˙ μπουρεῖ νὰ πὰει νὰν τἀγουράσ’ ἄλλους, κὶ ποῦ νάν ’νὶ ματαβροῦ γώ ’ν πιρίστασ’;» Δυὸ ἄνθρωποι κατέβηκαν τὴ σκάλα καὶ κάθισαν σ’ ἕνα τραπέζι, διατάζοντας δυὸ κρασιά. « Ἀμέσους ! » φώναξε ὁ Φώτης, κόβοντας τὴν ὁμιλία του, καὶ σηκώθηκε: «Ἔϊ, Στάθ’! τί στέκισι, μουρέ; Δὲν ἀϊκούς ἰκεῖ; Ἂϊντι πιάσι δυὸ φρέσκα γλήγουρα!» εἶπε στὸν ὑπερέτη του κάνοντας κατακεῖ δυὸ πατήματα. Τὸ παιδὶ ἔτρεξε, κι ὁ Φώτης γύρισε καὶ ξανακάθισε. «'Ἔτσ’ π’ λές, Γιώρ’», ξακολούθησε, «ἰγὼ δὲ βγαίνου ἀποὺ λόγου˙ εἶμι τίμιους ἂθρουπους. Ἄς μ’ δῶκ’ν τὰ λιπτά, κὶ ’ν Κυριακὴ στιφανόνουμε, καθώς τοὔχαμ’ εἰϊπεῖ κιόλας˙ εἰδὲ κὶ μή, μπουροῦ νὰ καρτιρέσου ἴσα μὶ τς δικαπέντι τ’ Μαγιοῦ. Ἀπουκείθινις κὶ πέρα - » « Ἀπουκείθινις κὶ πέρα τί ; » ρώτησε γοργά ὁ Γιώργης. «Ἀπουκείθινις κὶ πέρα δὲν πιάνουμι», ἀπάντησε ὁ Φώτης ρουφώντας ἣσυχα τό τσιγάρο του. «Τί δὲν πιάνισι;» ξαναρώτησε ἀπότομα ὁ πρῶτος. «Νὰ — θὰ τ’ράξου τ’ δ’λιά μ’». Κι ὁ Φώτης ἔστριψε ἀπὸ τἄλλο μέρος, πετώντας τὸ τσιγάρο του. «Γιὰ γύρ’σ’ ἰδώθινις νὰ σ’ ποῦ», τοῦ μουρμούρισε ὁ Γιώργης. Ὁ Φώτης γύρισε. «Μὴ λὲς πώς ἔχ’ς νὰ κάμ’ς μαναχὰ μὶ τ’ χὴρα ’ν Κανούζινα ; Ἄν ἴσους σ’ πέρασ’ αὐτήνου στού νού σ’, γιλάσ’κις», τοὺ εἶπε ὁ Γιώργης θωρώντας τον στὰ μάτια. «Ἰγώ δέ βγαίν’ ἀπού λόγου˙ ἰγώ σᾶς ἔδουκα διουρία, Γιώρ', ἕνα μῆνα. Τί ἂλλου θελ’τι:» εἶπε ὁ Φώτης λίγο ξαφνισμένος. «Διουρίϊς βάν’νι μπρὶν μποῦν στὰ σπίτια τ’ κόσμ’ !» ξανάπε μὲ τόνο ὁ πρῶτος. «Ἰγώ δὲ μπῆκα μέσα, Γιώρ’˙ εἶμι τίμιους ἂθρουπους˙ τἄξιρ’ αὐτῆνα κὶ φ’λάχ’κα», ἀπάντησε ὁ Φώτης ἥσυχα. «Ἀλλοῦ νὰ πᾶς νὰν τὰ πεῖς αὐτά, ὄχ ἰμένανι», χαμογέλασε ὁ Γιώργης. Ὁ Φώτης ἄρχισε νὰ στενοχωριέται. «Τοῦτου ἦρθα νὰ σ’ ποῦ μαναχά, νὰν τού ξέρ’ς : δὲ μπαίν’ν ἕτσ’ στά τίμια σπὶτια, Φώτ’», πρόσθεσε ὁ Γιώργης κ’ ἔκαμε νὰ σηκωθεῖ. «Γιὰ στὲκα˙ μπῆκα μέσα γω ; Πάμε νὰ ρουτὴσουμι τ’ θειά σ’, ’ν ἴδια ’ν ξαδέρφ’ σ’, ἂν μπῆκα πουτὲς μέσα δίχους νἆνι κ’ ἡ θειά σ’ παρών.» «Δὲν ἕχου κανιὰ ἀνάγκ’ νὰ ρουτὴσ’ αὐτῆνις ἰγώ. Πάμι νὰ ρουτὴσουμι τ’ γειτουνιά, σὰ θέλ’ς.» « Ποιά γειτουνιά;» μουρμούρισε ὁ Φώτης. «Ἰκ’νούς π’ καθέντι τρουγύρ’ ἀπ τ’ θειά μ’.« «Τί νάν τς ρουτήσουμ’ αὐ’νούς ; τί ξέρ’ν αὐτῆν’ ;» «Ἰκιὸ ποὔειδανι ξέρ’νι.» «Σὴκου, πάμι!» εἶπε ὁ Φώτης καὶ ση- κώθηκε. «Ἕνα σ’ λέου μαναχά, Γιώρ’: Ὅπιους σοὖπι πώς εἴϊδι τίπουτας ἀπ τ' ἰμένανι, σὶ γέλασι » «Δὲ φταίς ἰσύ. Ἔπριπι, καημένε, νὰ κουσέψου ’ν Κυριακὴ π’ μᾶς πέρασι νὰ φέρου ἴσα τούν παπά. Κι ἀπέ νὰ μ' χάλιβις τς πιντακόσις δραχμὲς κὶ νὰ μὅβανις διουρίϊς», εἶπε ὁ Γιώργης κοιτάζοντάς τον κατάματα καὶ σηκώθηκε κι αὐτός. «Ποιά Κυριακὴ ;» ρώτησε ὁ Φώτης μηχανικά. «Τ’ Βαγιῶνι τἀπόγιουμα, π’ μ’ κλείσ'κις μέσα μέρα μισ’μέρ’ κιόλας.» Ὁ Φώτης μπερδέφτηκε. «Τί λὲς πώς γιὰ φουμιὰ τἄχ’ οὑ κό- σμους τὰ μάτια;» τοῦ εἶπε ὁ Γιώργης σιμόνοντάς τον. 28 «Ἂι, τί νὰ σ’ ποῦ τώρα, τί νὰ σ’ ποῦ», μουρμούρισε ὁ Φώτης κουνώντας τὰ χέρια στενοχωρημένος. «Ἄλλ’ βουλὰ τὰ ματαλέμι καλύτιρα" δέν εἶν’ ὣρα τώρα˙ δὲ χρειὰζιτι νὰ μᾶς ἀγρικήσ’ οὑ κόσμους», εἶπε ὁ Γιώργης δείχνοντας κατὰ τὴ σκάλα, ὅθε κατέβαιναν νέοι μουστερίδες. Κ’ ἔφυγε. Ὁ Φώτης ἔμεινε ἀποχαηλωμένος. «Ἔλα, μουρὲ πιδί˙ τί γίν’κις τόσις μέρις ; Μᾶς ἀπαράτ’σις κ’ ἰσύ», εἶπε ἡ χὴρα Κανούζενα τοῦ Γιώργη ἀπαντώντας τον ὄξω στὸ δρόμο, ἐκεῖ ποὺ τοῦτος ἔρχονταν στὸ σπίτι της. «Δὲν ἂδειασα, καημὲνε θειά" μπουροῦ νὰ λείψου τούτ’ ’ν ἀπουχὴ ἀπόξου ; Δὲ μι γλέπ’ς ; ἴσ’ ἀπού κεῖ ρχόμι», ἀπάντησε ὁ Γιώργης κ’ ἔδειξε ἀπάνω του τὴ βρώ- μικη λινὴ φορεσιά. «Τί μ’ ἤθιλις ;» πρόσθεσε βγάζοντας τὴν πλατιὰ ψάθα πού φοροῦσε καὶ σκουπίζοντας τὸ μέτωπο. «Τί νὰ σὶ θέλου ! Νά, νἀρθεῖς νὰ τς πεῖς κ’ ἰσύ κάνα λόγου" πάει, τὄβαλι νὰ χαθεῖ. Κλαίει κί δὲ λαρόν’˙ πιτσὶ κὶ κόκκαλ’ ἀνέμ’κι ˙ μάϊδ’ ὕπνους τ’ν κουλλάει. Μάϊδι χαψὰ πάει στού στόμα τς. Ἀλλιά ἀπ’ τ’ ἰμένανι τ’ χλιμέν’ μὶ τού κακὸ π’ μ’ ἦβρι!» Ἡ Κανούζενα σκούπισε ἕνα δάκρι, πού κύλησε στὸ πρόσωπό της. «Μὴν κλαίς, θειά», τῆς μουρμούρισε ὁ Γιώργης. «Τί νὰ μὴν κλαίου ! Σὰν κ’ εἶν’ αὑτὴνου μαναχὰ π’ νὶ γλέπου κι’ ’νι χλίβουμι ἤ δὲν ἔχου κὶ τούν κόσμου; Ὅπιους μὶ βρεῖ, μὶ ρουτάει γιατὶ χάλασ’ ἡ δ’λιά.» «Δὲ χάλασι τίπουτας˙ δὲν εἶνι στού χέρ’ τ’ Φώτ’ νὰ ’νὶ χαλάσ’ μαναχός τ’.» «Τί δὲ χάλασι ; Ἡ διουρία π’ μᾶς ἔβαλι μὶ τούν Καραούλ’ πέρασι.» «Τί διουρία κὶ ξιδιουρία ! Γιά νὰν τουνι βροῦ κ’ ἰγώ τοὺν Καραούλ’ κὶ στούν κ’βιντιάζου. Αὐτήνους, μ’ φαίνιτι, τὰ κάν’ οὕλα. Ἀς τουνι μπλατσάσου π’θινὰ κί γλέπ’.» «Μ αὐτῆνα, πιδί μ’, δὲ βγαὶν’ τίπουτας. Τὰ λιπτὰ νὰ κουνόμαϊς μαναχά, σ’ αὐτὴνου νὰ σὶ βόηθαϊ οὑ θϊός˙ νἄδ’νις τού καλαμπόκ’. Ἀλλιότ’κα μᾶς πῆρι τοὺ πουτά’μ’. Λέου νὰ πάου μαναχὴ μ’ στού Φώτ’, νὰν τ’ πέσου στἀ πουδάρια. Μί τὰ λόγια π’ τοὔπις ἰσύ, πλιότιρου τουνι ρέθ’σις. ’Ν Κυριακὴ τ’ Βαϊῶνι, π’ τοὔπις, δὲ φταίει μάϊδ’ αὐτήνους, μάϊδ’ ἡ Φόνια. Ἰγώ ν’ ἔβαλα ’ν καψαρὴ νὰν τ’ πεῖ δυὸ λόγια, μπὰ κ’ ἔπιρνι χαρτὶ ἀπ’ τ’ ἰσένανι, καθώς μοὖχις πεῖ.» «Καλά, σὰν εἶνι κι’ ’ν ἔβαλις ἰσύ νὰ κλειστεῖ μί τού Φώτ’ μέσα, σά σ’ἀρέσ’νι κι ἰσέναν’ αὐτά, ἰγώ δὲ ματαλέου τίπουτας», εἶπε ὁ Γιώργης κ’ ἔκαμε νὰ φύγει. «Στάσ’, μὴν πεισμόν’ς κ’ ἰσύ, πιδί μ’. Μ’ ἀρέσ’ν, εἶπις ; Ἂϊντι, τί νά σ’ ποῦ τῶρα ! Ἂς φύβγου μαναχὰ κι ἂς πάου π’ μὶ καρτιροῦνι. Σύρ’ ἰσύ κὶ πὲς τς δόλιας τς ξαδέρφ’ς σ’ κάνα λόγου, παρ’γόρα ’νι. Κι ἀπὲ θἀρθοῦ κ’ ἰγώ γλήγουρα πίσου. Τρέμ’ ἡ καρδιά μ’, σὰ λείπου κὶ ν’ ἀφίνου καταμάναχ’», τὸν καλόπιασε ἡ Κανούζενα. «Ποὖν’ ἡ Φόνια; τί κάν’;» ρώτησε ὁ Γιώργης. «Ὂξου σ’ν αὐλή εἰνι˙ πλιέν τὰ ρ’μάδια μας.» Ἡ Κανοὺζενα χωρίστηκε ἀπ τὸν ἀνιψιό της, κοιτάζοντάς τον παρακαλεστικά, κι αὐτὸς τράβηξε κατά τὸ σπίτι της. Ἀφοῦ ἒκαμε κάμποσα βήματα, κοντοστάθηκε, σκύβοντας κάτω τὸ κεφάλι. Μὰ πάλι ξανακίνησε καὶ στὸ πρῶτο μὲ κοντὰ πατήματα,ἔπειτα ὁλοένα γοργότερα, ἔφτασε στὴν πόρτα καὶ μπῆκε μέσα. Ἡ Φόνη ἂκουσε ἀπὸ τὴν αὐλὴ τὸ πάτημά του, ὅταν αὐτὸς εἶχε περάσει τὸν ὀντὰ καὶ μπῆκε στὸ κελλάρι. Δίχως νὰ ξέρει ποιὸς εἶνε πού ἒρχεται, παρουσιάστηκε στὴν πόρτα. Εἶταν μόνο μὲ τὸ μεσοφόρι, ἀνασκουμπωμένη καὶ ξυπόλιτη. Μόλις εἶδε τὸ Γιώργη, σταμάτησε στὸ κατόφλι" «Καλ’ μέρα, Φόν’.» Καλ’μέρα, Γιώργ’.» «Θανἄχ’ς δ’λιὰ κὶ νά φύβγου», εἶπε τοῦτος βλέποντάς την νὰ μὴν μπαίνει μέσα. «Ὄχ’, καλύτιρα ποὖρθις˙ τοὔχα 30 νἄρθου γὼ νὰ σ’ ἕβρου. «Ἂϊντι μέσα νιά στιγμή κί ρχόμι». Ὁ Γιώργης πέρασε στήν ἂλλη κάμαρη κ’ ἡ Φόνη ξεκρέμασε γοργά το φουστάνι της και το φόρεσε. «Τά στιβάλια σ’ τἀστόησις»,τῆς εἶπε μέ χαμόγελο ὁ Γιώργης, ὄταν τὴν εἶδε πού ἦρθε στον ὀντά. Ἡ Φόνη τρὰβηξε ἴσα στον καναπέ", ποὺ εἶχε καθὶσει ἐκεῖνος : «Ἄφ’σ’ τὰ χώρατα, Γιώργ’˙δεν εἶνι κιρός για χώρατα» τοῦ εἶπε παρακαλεστικά. «Τί εἶνι ; τί ἔπαθις πάλε ;» Ἡ Φόνη κὰθισε κοντὰ του. «Δε βαστάου ἂλλου, Γιώργ’˙ ἤ θά μί πάρ’ς νά φύβγουμι, ἤ θα πέσου να πνιγοῦ», εἶπε κοιτὰζοντάς του δακρισμένη. «Πάλε τά ἴδια ἄρχίν’σις; Ἰμεῖς λὲμι να σάσουμι του πρᾶμα, κ’ ἰσύ—» «Τὶ πρᾶμα να σασ’τι;Δε σάζ’τώρα του πρᾶμα.» «Τὄχ’ς πώς εἶνι στου χέρ'τ’ νὰ μη σί πάρ’;» «Αὐτήνου ἤθιλα νὰ σ’ ποῦ˙ δεν ἔχου στόμα νάν του ποῦ τς μάννας μ’:κι να μί πάρ’ τώρα, δεν τουνι παίρου.» «Ἄν ἔχασες του μιλό σ’.» Ὄχ’, ὄχ’,Γιώργ’.Τέτοια ντρουπή δεν ’νι κάνου τς μάννας μ’. Ἤ πάρι μι να φύβγουμι, ἤ θα πέσου να πνιγοῦ σοὖπα.» Κ’ ἡ Φόνη ἒκαμε νά πιὰσει τὰ χέρια του. «Θανἂρθ’ς στού νού σ’, λέου γώ ; Θἀφηκ’ς τς παλαβουμάρις ; Σὰ δέν τούνι ἰδεῖς νά σ’τουνι φέρου τοὺν κύρ Φώτ’ ἰδῶ, νά σ’ φ’λὴσ’ τού χέρ’ κιόλας», εἶπε ὁ Γιώργης, κουνώντας φοβὲριστικά τὁ δάχτυλο. «Κί νάν τούνι φερ’ς, δὲν τουνι θέλου, σοὖπα.» «Σἀν κ’ εἶνι στού χέρ’ σ’ κ’ ἰσένανι νὰ μήν τουνι θέλ’ς ; Αὐτήνου μᾶς ἔλ’ψι τώρα. Πρῶτα τ’ ἀνιούμ’ ν’ πόρτα, κι ἀπέ—» «Αὐτὰ νι πράματ’ ἂτ’μα !» φώναξε ἡ Φόνη και στυλώθηκε μπροστὰ του. «Ποιὰ ’νι πράματ’ ἂτ’μα ;» «Δέν τού παντίχινα νάν τού φτὰεις ἴσα μ’ αὐτοῦ», ξαναφώναξε ἡ Φὸνη ὁλὸχλωμη. «Μή φουνὰεις κάνι μ’ τ’ χάρ˙ μή θέλ’ς να μαζουχτεῖ ἰδώ οὑ κόσμους. » «Ἄς μαζουχτεῖ κι οὑ ντουνιάς. Θὰν τά χουγιὰξου, νάν τά μὰθ’ν οὕλ’ !» «Τι νά χουγιάξεις ; τί νά μάθ’νι;» «Ν’ ἀλὴθεια νά μάθ’νι.» «Ποιάν ἀλήθεια, μούρη; Οὑ κόσμους ’νι ξέρ’ ’ν ἀλήθεια. Θά κὰμ’ς καλά μαναχά νά σουπάεις. Φουβέρτις δέν περνᾶνι σ’ ἰμένανι. Ἡ γειτουνιά δεν εἴϊδ’ ἰμένανι —» εἶπε ὁ Γιώργῃς σιμόνοντάς την. «Φέβγα, φέβγα ! Νὰ μή σί ματαϊδοῦν τἀ μάτια μ’ !» πετάχτηκε με ὁρμή ἡ Φὸνη καί τον ἂμπωξε. «Θα σουπὰεις, μουρή ;» ἔκαμε νὰ τῆς κλείσει τὸ στὸμα ὁ Γιώργης. «Φὲβγ’ ἀπού δῶ, ὄξ’ ἀπ’ τού σπίτι μ’!» Ὁ Γιώργης τὴν ἂφισε κ’ ἔτρέξε στο παράθυρο. «Μὴν κλεῖς τού παράθυρ’ ! Ἄφ’σ’ τ’ ἀν’χτό, νἀϊκοὺσ’ οὕλους οὑ κόσμους. » Ὁ Γιώργης γύρισε τρέχοντας καί θέλησε πάλι νά τῆς βουλὼσει τὸ στόμα. Μά ἐκείνη ἀγρὶεψε, καί τοῦ εἶταν ἀδύνατο νὰ τήν κρατήσει. «Ὂξου θά βγοῦ, στοὺ δρόμου, νάν τά ντιλαλὴσου, νά σί μὰθ’ν οὕλ’ ποιός εἶσι», φώναξε χυμώντας πρός τήν πόρτα. Μά ὁ Γιώργης, μπαίνοντας μπροστά της, τήν ἔκλεισε. «Μήν ’νί κλεῖς, μὴν νί συρτόν’ς !» ξαναφώναξε ἡ Φόνη. «Σκάσμό κὶ σ’ ἔπνιξα!» Τήν ἂδραξε ἀπό τό λαιμό. «Μ’ ἀλλ’νούς σ’ ἀρέσ’ νά μ’ σὺρτόνισ’ ἰδῶ. Στάσ’, σάν τού θελ’ς, νά βγοῦ γώ νὰν τά ντίλαλήσου μπρίτιρα. Κί τ’ θ’κή σ’ ’ν πουμπή κί τς μὰννας σ’ π’ σ’ ἔβαλι κί τἂκανις.» «Ἔβγα ντέ, σὰν ἔχ’ς μούτρα ! μὴ συρτόνισι!» φώναξε ἡ Φόνη, μά το χέρι τοῦ ξαδέρφου της την ἂδραξε σφιχτὸτερα ἀπό τό λαιμό. «Λαρόν’ς ἤ θἀ σί πνὶξου!» Τἡν τίναξε ἀπό τά μαλλιά. Ἡ Φὸνη ἕσκουξε βραχνὰ κ’ ἔπεσε χάμου, πιάνοντας τα πόδια του. Ὁ Γιὼργης βαστὰχτηκε ἀπ τόν τοῖχο για να μην πέσει ἀπάνω της: 31 «Σκασμό, μή σί πατήσου ! » εἶπε πνιχτά, τεντόνοντας τὸ αὐτὶ καί ρίχνοντας ἀνήσυχη ματιά στην πόρτα. «Πάτ’σέ μι! Ἔτσ’ π’ μ’ ἔκανις — » Τὴν ἂδραξε ἀπ τις πλάτες καί την ἔσυρε ἴσα μέ τήν πόρτα της ἂλλης κάμαρης. «Σκότουσέ μι! » ἒκλαψε ἡ Φόνη κ’ ἔκαμε νἀνασηκωθεῖ στά γόνατα. «Κόρακα ! Μάζουξις τούν κὸσμου», μούγγρισε ὁ Γιώργης, σηκόνοντας τὸ χέρι. «Σκότουσέ μι !» ξαναφώναξε ἡ Φόνη δὶχως νὰ φυλαχτεῖ ἄπ τό χέρι, πού τή σώριασε χὰμου---------------—-------- Δέν ἒκλαιε πιά, κι ὁ ξάδερφός της στὰθηκε ἀποπάνω της λίγες στιγμές κοιτάζοντάς την. «Ἔλα, σὴκ’ ἀπού κεῖ κί σύρι πιάσι γλὴγουρα τ’ δ’λιὰ σ, μήν ἔρθ’ κί σ’ ἔβρ’ ἰδῶ ἡ μάννα σ’. Κί μὴν τἀστουχᾶς : Τ’ γειτουνιά θά π’στέψ’ οὑ κόσμους κι ὄχ’ ἰσένανι», τῆς εἶπε σιγαλά κ’ ἔφυγε ἀπ τήν πίσω πόρτα. Ἡ Φόνη ἔμεινε πεσμὲνη ἐκεῖ, κοιτάζοντας χαμένα πρὸς τὴν πόρτα, ὃθε εἶχε φύγει ὁ ξάδερφός της. Σὰ νὰ μήν μποροῦσε νά συλλογιστεῖ, σὰ νά μή δούλεβε ἂλλο ὁ νοῦς της. Θέλησε νά κλάψει κ’ ἒφερε στὰ μάτια τά χέρια της, μὰ δάκρια δέν τῆς ἒρχονταν. Ἔμεινε μέ τό πρόσωπο κρυμένο μερικές στιγμές ἀκόμη. Ἔπειτα, σά νἀποφὰσισε κάτι, πετάχτηκε μεμιᾶς και τράβηξε ἴσα στήν αὐλὴ. Μὰ δυό κὲφάλια, τό ἕνα τῆς Βαρβάρας, πού κρύφτηκαν πίσω ἀπό τον τοῖχο, σὰν τήν εἶδαν, τήν ἔκαμαν νὰ στρίψει πὰλε. Γύρισε μέσα στον ὀντά καί στάθηκε, κοιτώντας φοβισμένα γύρο της. Ἔπειτα ἔπεσε στόν καναπέ σωρός, κρύβοντας το πρόσωπο στά μαξιλάρια. «Ἅλλο δέ μένει πιά, ἂλλο δε μένει», μπορούσε καί στοχάζονταν μονάχα.Ξανασηκώθηκε καί τράβηξε στὴν ἂλλη κάμαρη, χυμώντας πάλι κατά τήν πόρτα τῆς αὐλῆς. Μά κάνοντας νά βγεῖ σ’ αὐτή, σταμάτησε ἂξαφνα, σά νἀφοκράζονταν. Δέν τόλμησε νά βγεῖ˙τῆς φάνηκε πῶς ἂκουσε ἓνα γέλιο ἀπόξω. Ἔκλεισε σπρώχνοντας μέ βιά τήν πόρτα κ’ ἔμπηξε τὰ νύχια της στά μάγουλά της. Τῆς ἦρθε νά ρεκάξει, μά ἔπνιξε τή φωνή, βουλόνοντας τό στόμα. Γύρισε στόν ὀντά τρικλίζοντας καί βαστώντας μέ τά χέρια τό κεφάλι, σά νἂθελε νά κρατήσει ἐκεῖ κάτι πού γύρεβε νά φύγει. Τά δάκρια τῆς ἦρθαν τέλος κ’ ἔπεσε κλαίοντας σέ μιά γωνιά. Πέρασαν ἔτσι κάμποσες στιγμές, ὅταν ἂξαφνα ἂκουσε τό μάνταλο τῆς πόρτας πρός τό δρόμο. Πετάχτηκε ὀρθή καί στάθηκε τρέμοντας. Τό μάνταλο ξαναβρόντησε καί τῆς φάνηκε πώς ἂκουσε ὄξω ἀπὸ την πόρτα τό μουρμουρητό τῆς μάννας της. Ἔτρεξε ἐκεῖ, μά πάλι στάθηκε: «Ὄχ’ μάννα, δέ θά μί ματαϊδεῖς», εἶπε ἀπὸ μέσα της καί χύμησε στήν ἂλλη κάμαρη γιά νἂβγει στην αὐλή. Μά πρίν νά φτάσει ἐκεῖ, ἂνοιξε ἡ πόρτα κ’ ἡ μάννα της εἶταν μπροστά της:»Σ’ἔδ’ρι μουρή; Καλά νά σ’ κάμ’˙δέ σί σκότουνι καλύτιρα,νά μή σί βροῦ ζουντανή μί τού κακό π’ μὂκαμις, στρίγλα!» τῆς φώναξε, καθώς τήν εἶδε, κι ὥρμησε ἀπάνω της. Ἡ Φόνη δέν κουνήθηκε. «Αὐτῆνα καρτέρ’γ’ ἀπ’ τ’ ἰσένα, μουρή; Νά μάθου ’ν πουμπή σ’ στού δρόμου!» Ἡ Φόνη ἔπεσε στά πόδια της. «Πότι μ’ τούν ἔμπασις, μουρή; Αὐτῆνα μὂκανις, σκύλλα, τς νύχτις πὂλ’πα!» φώναξε πάλι ἡ μάννα καί τήν ἂδραξε ἀπό τά μαλλιά. «Σκότουσέ μι, μάννα˙ μή φουνάεις μαναχά, μή μαζόν’ς τούν κόσμου.» Ἡ Φόνη ἀγκάλιασε τά πόδια της. «Τώρα μ’ τούνι ντρέπισι τούν κόσμου. Σ’ ἤθιλα νάν τουνι ντρέπουσ’να τότι π’ τἂκανις. Κ’ἰκιός οὑ ἂτ’μους! Νά μ’ κάμ’ τού κακό κί νά μ’ χαλέβ’ κί πανουπροίκια τώρα. Ἢ θανἂρθ’ οὑ κιρατάς νά σί στιφανουθεῖ ἀπόψι ἢ δέν τουνι βρίσκ’ ἡ αὐγή. Δέ θάν τούν ἀφήκ’ ζουντανόν οὑ Γιώργ’ς!» «Σώπα, μάννα! Ἄφ’σι μι νά σ’ κρίνου, νά σ’ τά ποῦ οὕλα», παρακάλεσε ξανά ἡ Φόνη κ’ ἔκαμε νά πιάσει τά χέρια της. «Τί νά μ’ πεῖς, μουρή; Μ’ τἂπι μπρίτιρας οὑ κόσμους!» Τήν ἔσπρωξε ἡ μάννα. 32 33 «Ἂϊκ’σι, μάννα!» «Δὲν ἀϊκούου τίπουτας· φέβγ’ ἀποὺ δῶ, μὴ μὶ μαλάεις, δὲ μ’ ἔχ’ς μάννα!» «Σκότουσέ μ’ ἰμένανι, μά μ’ ἰκιόν, μί τού Φώτ’ μήν ἔχ’ς νὰ κάμ’ς· ἰκιός δὲ φταίει.» «Π’ νὰ φτύστι κ’οἱ δυὸ τού αἷμα ! Ἤ θανἄρθ’ νὰ σὶ στιφανουθεῖ ἀπόψι, σοὖπα, ἤ μαναχή μ’ θὰ πάου νὰν τούν ξαπλώσου», φώναξε ἀγριότερα ἡ Κανούζενα. «Μάννα, ἂϊκ’σι, μάννα ! Δὲ φταίει τίπουτας αὐτὸς — οὑ Φώτ’ς δὲ φταίει. Δὲν εἶνι μέ τού Φώτ’—», μουρμούρισε ἡ Φόνη σκύβοντας τὸ κεφὰλι. Ἡ μάννα ἔμεινε σὰν πετρωμένη : «Τί ; τ’ εἶπις, μουρή!;» «Ὄχ’, ὄχ, μἀννα· οὑ Φώτ’ς δὲν πάτ’σ’ ἰδῶ πουτὲς τ’ νύχτα.» «Τί λές, μουρή ; Τοὺν εἴϊδ’ ἡ γειτουνιά—» «Δὲν εἶταν οὑ Φώτ’ς ποὔϊδανι.» «Τί; Μὄχ’ς κι ἀλλ’νούς ; Ἴτούτου μὂλ’π’ ἀκόμα!» φώναξε ἡ μάννα τρέμοντας. Ἡ Φόνη δὲ μίλησε. «Ποιός εἴτανι, μουρή ; Κρίνι μ’, μουρὴ, κί σ’ ἔσφαξα, σὶ σκότουσα στοὺν τόπου !» ρέκαξε ἡ πρώτη ἀρπάζοντάς την πάλε ἀπὸ τὰ μαλλιά. Ἡ Φόνη δὲ μιλοῦσε. «Ποιός εἴτανι, μουρὴ ; Σὶ ρουτάου ! Δὲν κρέν’ς, σκρόφα ;» Κι ἄδραξε τὸ ἀντί ἀπὸ τὸν ἀργαλιὸ ἐκεῖ δίπλα. «Σκότουσέ μι, μάννα· δὲν ἔχου στόμα νὰν τούν ποῦ· σκότουσέ μι!» «Θὰν τουνι πεῖς, μουρὴ ἄτ’μ’; θὰν τουνι μαρτ’ρήεις, μουρὴ π’τάνα;» Καὶ τὸ σηκωμένο ἀντὶ ἔπεσε στὸ κεφάλι τῆς Φόνης. «Ν’ τσούπα σ’, μούρ’ Παύλινα! Κάησσα θὰ γέν’ς, μουρή ;» φώναξε ἀπὸ τὴν πόρτα ἡ μάννα τῆς Βαρβάρας χυμώντας στὴν Κανούζενα, ἐνῶ μιὰ ἄλλη γειτόνισσα, τρέχοντας πίσω ἀπὸ τὴν πρώτη, σήκωνε τὴ Φόνη λιγοθυμισμένη. Ὁ Φώτης κάθεται σ’ ἕνα τραπέζι τοῦ κρασοπουλιοῦ του μὲ τὸ Μἡτρο Καραούλη, μισόκοπο, ψηλό, σπανό, ξεραγκιανὸ φουστανελά. Εἶνε καθημερνὴ ἀπόγιομα καὶ τἂλλα τά τραπέζια μένουν ἄδεια.Ἔχουν κ’ οἱ δυὸ ἀπὸ ἕνα ποτήρι κρασὶ μπροστά τους. «Κ’ ἰγὼ χαμένου τὅχου· δεν ξέρου τὶ νὰ ποῦ», εἶπε ὁ πρῶτος ξακολουθώντας τὴν κουβέντα του. «Καθὼς σοὖειπα γώ νὰ κάμ’ς, ἀγρίκα μι. Ἡ διουρία πέρασι, νάν τς στείλ’ς τού δαχ’λίδ’ πίσου.» «Νάν τς στείλου τού δαχ’λίδ’ πίσου ! Ἕνας λόγους εἶν’ κι αὐτός», μουρμούρισε ὁ Φώτης ρουφώντας τὸ τσιγάρο του. «Οὐξὸν ἂν σκιάζισι τς φουβέρις τ’Γιώρ’.» « Ἀποὺ τέτια δὲ μ’ ἱδρόν’ ταὐτί, μί ξέρς.» «Ἤ πάλε ἂν εἶν’ ἀλήθεια ἰκιὰ π’λέει οὑ κόσμους.»- «Σ’ τοὕπα νιὰ βουλά, εἶν’ οὕλα ψέματα. Οἱ οὐχτροί μ’ κ’ οἱ οὐχτροί τς τὰ βγάν’νι. Κὶ τὰ πίστεψ’ οὑ ξάδιρφό τς κὶ μὶ φουρτώθ’κι.» «Καλὰ ἰσένανι, μὰ κείν’ τ’ εἶχι κί ’ν ἔδ’ρ’ ἰχτέ; Πῶς τοὺ ξηγᾶς αὐτηνου, δὲ μ’ λές;». «Μουρλόπιδο, καημένε· ἀγρικάει τὰ λόγια τ’ κόσμ’ κὶ δὲν ἔχ’ πώς νὰ ξιθ’μάν’.» «Μὰ κ’ ἡ μάννα τς πάλε γιατί ’ν ἔδ’ρι;» ξαναρώτησε ὁ Καραούλης καὶ τὸν κοίταξε. «Νἆν ἀλὴθεια τάχα;», «Ἀλήθεια; ! Μαζώχ’κ’ ἡ...κ’ ἡ γειτουνιά.» «Ξέρου τί νὰ ποῦ κ’ ἰγώ ; Νὰ σ’ ποῦ ’ν ἀλὴθεια, τού λ’πᾶμι τού καψουκόρ’τσου.» «Μὴν εἴϊδανι κάναν ἄλλουνι, μουρ’ Φώτ, κὶ τουνι πὴρανι γιὰ τ’ ἰσένανι ; » «Δὲν τρέπισι! Τοὺ κουρίτσ’ δέν ἀϊκούσ’κι μπρίτιρα κὶ θανἂκανι τέτια πράματα τώρα π’ ἀρριβουνιάσ’κι!» «Κανιὰ βουλά. Οὑ διάουλους ἔχ’ πουλλὰ πουδάρια, Φώτ’.» «Τί λές, μουρ’ Μὴτρου, κ’ ἰσύ ; Δὲ θανἄβλιπα ἰγὼ τίπουτας; Δὲν εἶνι λόγια αὐτῆνα· οἱ οὐχτροὶ τς τά βγάν’νι. Σ’ λέου ’ν ἀλήθεια, ’νὶ λ’πόμι ’ν κακουμοίρα», εἶπε ὁ Φώτης καὶ γύρισε ἀπὸ τἄλλο μέρος. «Σὰν ’νὶ λ’πᾶσι, τότινις πάρ’ ’νι.» «Ἕνας λόγους εἶν’ κι αὐτήνους πάλε· δίχους νὰ μ’ δώκ’ν τὰ λιπτά, πῶς νὰ ’νὶ πάρου; » Ὁ Καραούλης δὲ μίλησε κι ὁ Φώτης ξανάπε κοιτάζοντάς τον : «Νὰ πάρου χαρτὶ τ’ Γιώρ’, τί τού θέλου; Τί νὰν τ’ πάρου, σὰ δὲ μ’ δώκ’ν τὰ λιπτά τού χ’νόπουρου ; » «Ίπίφουβους εἶν οὑ Γιώρ’ς, σ’τοὔειπα». μουρμούρισε ὁ Καραούλης. «Ἰπίφουβους, μοὔπι κι οὑ δικηόρους. Μπά μπά ! Δὲν τού κάνου, δὲ γένιτι πουτὲς αὐτὴνου. Τοὔβρανι τού κουρόϊδου! » Κι ὁ Φώτης σώπασε μιὰ στιγμή. «Μὰ νὰ χάσου πάλε, γαμοῦ τού γὸνα τ’, ’ν περίστασ’ μί τού μαγαζί: Γλέπ’ς, δὲν τού θέλ’ ἡ τύχ’ μ’ νὰ πάου μπρουστά», ξανάπε, σὰ μονολογώντας, καὶ πέταξε μὲ θυμὸ τὸ τσιγάρο του. «Γι’ αὐτὴνου σοὖειπα νὰν τς στείλ’ς τού δαχ’λίδ’ πίσου κὶ νὰ τιλϊώεις ’ν ἀλλ’ τ’ δ’λιά», εἶπε ὁ Καραούλης, χωρὶς νὰ κουνηθεῖ. «Νὰ παντριφτοῦ πάλε μ’ ἱφτακόσις δραχμές, μουρ’ Μὴτρου;» γύρισε καὶ τὸν κοίταξε ὁ Φώτης. «Ἱφτακόσις, μὰ στούν μπάγκου ! Ὄχ’ χαρτιὰ κὶ διουρίϊς κὶ καλὸ νὰ μὄχ’ς!» Κι ὁ Καραούλης ἔκαμε μὲ χτύπο στο τραπέζι τὸ σημάδι τῆς πληρωμῆς. «Καλά, στοὺν μπάγκου· μἀ καθὼς θὰν τς πάρου, θὰν τς δώκου κιόλας· ἴσα ἴσα νἀγουράσου τοὺ μαγαζί. Κάτ’ γιὰ τὰ μιριμέτια π’λέου νὰν τ’ κάνου, κάτ’ γιὰ τού γάμου, θὰ πὰν καναδυὸ κατουστάρ’κα πὄχου. Κ’ ἔτσ’ ἀνιμένου μὶ δίχους φαρδίν’. Μί τί νὰ γυρίσου ; Κὶ νἄχου νὰ ζησου κί φαμιλιά.» «Γιὰ τού μαγαζί τς μ’σὲς θὰ δώκ’ς τώρα· ἴσα μὶ τού χνόπουρου ἔχ’ οὑ θϊὸς γιὰ τς ἄλλις.» «Τί λές, μουρ’ Μὴτρου; Τέτις σκουτούρες δὲ βάνου στού κιφάλ’ μ’. Ἰγὼ θέλ’ ἀσφαλ’σμένα πράματα. Σὰν εἶταν, ἔπιρνα κὶ τού χαρτὶ τ’ Γιώρ’ .» «Ἀσφαλ’σμένα πρἀματα σ’ λέου κ’ ἰγώ. Σά θέλ’ς, ἀπουπλέρουσι μὲ τς ἱφτακόσις δραχμὲς τού μαγαζί, κι’ ἰγὼ σ’ βρίσκου διακόσις τρακόσις δραχμές νὰ πάρ’ς δαν’κὲς γιὰ ’να χρόνου. Ταχιὰ κιόλα, σὰ θέλ’ς», εἶπε ὁ Καραούλης κοιτάζοντἀς τον. Ὁ Φώτης ἔσκυψε τὸ κεφάλι. « Ἔλα νό μ’ τού λόγου σ’ κ’ ἰγώ σ’βρίσκου», ξανάπε ὁ Καραοὺλης κι ἄπλωσε τὸ χέρι του. «Γιὰ στέκα, μουρ’ Μήτρου, μὴ διάζισι· ἄφ’σι μι νὰν τοὺ σκιπτοῦ τοὺ πρᾶμα· πῶς νὰ σ’ τού ποῦ, δὲ μὄρχιτι καλὰ νάν τἀφὴκου τού κουρίτσ’». μουρμούρισε ὁ Φώτης διστάζοντας. «Σὰν κὶ τἀφίν’ς ἰσύ ; Σὰ σὄδ’ναν τὰ λιπτά, δὲν τἄφ’νις.» «Δὲν τἄφ’να κιόλας. Μὰ δὲν εἶν’ οἱ χίλις δραχμὲς μαναχά π’ μ’ δίν’ν ἰτοῦτ’, σὰ μ’ τς δώκ’νι.Ἅμα πιθάν ἡ γριά, τίνους θἀνιμείν’ τού σπίτ’; Ἰμένανι θἀνιμείν’, τς Φόν’ς δηλαδὴ, τού ἳδιου κάν’.» «Τί σπ’τουλουγᾶς, μουρ’ Φώτ ; Τοὺ σπίτ’ θὰν τού βάν ἀπουθὴκ’ γιἀ τς χίλις δραχμὲς ἡ Κανούζινα.» «Τί; χίλις δραχμὲς ἀξίζ’ μαναχὰ τού σπίτ’ μί τρία στρέματα κήπου ; Οὑ κήπους μπουρεῖ νὰ κατιβάσ’ διακόσις οὐκάδες καπνό, νὰ μὴ σ’ ποῦ παραπάν’. Φτάν’ νὰν τουνι λάβου στὰ χέρια μ’, κὶ στού ξιχριόνου γώ τού σπίτ' γιὰ δυὸ χρόνια.» «Τού μαγαζὶ θὰ τ’ρᾶς, ἤ καπνουφὺτ’ς θὰ μ’ γέν’ς ; Ἔν’ ἀπ’ τὰ δυὸ θὰ κάν’ς.» «Καλά, ἰγὼ τού μαγαζί· μὰ ἡ Φόνια τί θὰ κάν’; Ξέρ’ς τί ἄξα εἶνι; Πινὴντ’ ἀρμάθις μπιλουνιάζ’ τὴν ’μέρα», εἶπε ὁ Φώτης κι ἄναψε ἄλλο τσιγάρο. «Τί καθέσι τότινις; Σύρι κὶ πάρ’ ’ν ἀπὸψι.» «Ἄς μ’ δώκ’ν’ τὰ λιπτὰ νὰ ’νὶ πάρου.» Ὁ Καραούλης γέλασε. Ὁ Φώτης ἔσκυψε τὸ κεφάλι δίχως νὰ μιλἡσει. «Ἀγρίκα μένανι π’ σ’ λέου, Φώτ’», εἶπε ὁ πρῶτος γέρνοντας κατὰ τὸ φίλο του· «μή βάν’ς μὶ τού νού σ’ φούρν’ς μὶ καρβέλια. Τού σπίτ’ δὲν ἀξίζ’ μούτι χίλις δραχμές, κὶ γι’ αὐτὴνου δὲν τς δίν’ ὴ Χα- τζάρινα. Θὰν τού μαϊτάνουσι π’τοὔειπι κι ὄχ’ πώς δὲν τς ἔχ'. Αὐτήν δὲν τς ἔχ’ ! Ἔχ’ νἀγουράσ’ ἱκατό, σὰν τ’ ἰσένανι κ’ἰμένανι. Κὶ τοῦτα π’ κἀν’νι τώρα, τὰ φουβέρτα τ’ Γιώρ’ κὶ πὼς μπῆκις μέσα τά- 34 χατ’ς εἶν’ οὕλα γιὰ νὰ σὶ μπιρδέψ’νι, να βάλ’ς ’ν κληματσίδα μι τς πιντακόσις δραχμές, κι ἀπὲ ἄϊντι χάλιβε τὰ ρέστ’ ἀπ’ τού Γιώρ’. Ἀγρίκα τί σ’ λέου γώ.» «Τὄχ’ς πώς δὲ μ’πέρασ’ ἀπ’ τού νού κ’ ἰμὲνανι ; Μά τί να κάνου π’, γλέπ’ς, ἔντισα», εἶπε ὁ Φὼτης. «Τί ἔντισις ; Ἀφοῦ κί λὲς δέν τρέχ’ τιποὺτας μί ’ν τσούπα, ἰκιά δηλαδὴς π’ λέει οὑ κόσμους, ἀφοῦ κ’ ἰσύ δὲ βγαίν’ς ἀπού λόγου, ξιμπέρδιψι νιὰν ὥρ’ ἀρχὶτιρα μί τς διμόν’ς π’ πῆγις κι ἀνακατώθ’κις. Στείλ’ τς τού δαχ’λίδ’ πίσου κ’ ἔλα νά τίλϊώσουμι ’ν ἄλλ’ τ’ δ’λιά. Ἰκιὸ π’ σ’ τὰζ’ν ἰτούτιν’, σ’ τού δίν’νι στού χέρ’ κιόλας.» Ὁ Φώτης ἄκουε δὶχως νά μιλεῖ «Κι ἄϊκ’σι νά σοῦ εἰποῦ κί τἄλλου», ξακολούθησε ὁ Καραούλης, «ἰγώ νἄμ’να σὰν τ’ ἰσένανι, ὕστιρ’ ἀπ’ αὐτῆνα π’ μεταχειρίσ’κανι, δέν τἀπουφάσ’ζα νά μπερδιφτοῦ μ’ αὐ’νούς. Κί γιά ’ν τσούπα, π’ λές δὲ φταίει αὐτήν’, τί νὰ σοῦ εἰποῦ ! Οὑ διὰουλους ἔχ’ πουλλά πουδάρια, σοὖειπα. Κ’ ἰκείν π’ σ’ λέου γώ, ὄχ’ποὖνι τάχα ἀν’ψὰ μ’, μα νὰ ρουτήεις ὅπιουνι θέλ’ς ἀπ τού χουριό˙ ἰκεῖ νά ἰδεῖς τσούπα! σάν τοὺ κρύου νιρό˙ κὶ ντίπ χουριατουπούλα. Ὄχ’ σάν ἰτούτινς ἰδῶ. Θὰν τά χάεις, σά ’νί ἰδεῖς.» Ὁ Φώτης ἒμενε συλλογισμένος. «Τί κάθισι κί σ’λουέσι; Νό μ’ τοὺ χὲρ’ σ’ σοῦ εἰπα. Σήκου νὸ μ’ τού δάχλίδ’ νάν τς τού γυρίσου», ξανάπε ὁ Καραούλης και σηκώθηκε. «Ἄφ΄σι μί νάν τού σ’λουϊστοῦ καλύτιρα, μούρ’ Μήτρου, κ’ ἒλα ταχιά ’ν αὐγή νά σ’ δώκου λόγου», εἶπε ὁ Φώτης κοιτάζοντάς τον δίχως νά σηκωθεῖ. «Τί νὰ σ'λλουϊστεῖς; Σ’λλουϊέσ’ ἕνα μῆνα τώρα.» Ὁ Φώτης ξανάσκυψε το κεφάλι. Ὁ Καραούλης ἒκαμε ἕνα βῆμα πὲρα. «Τς δίν’ν ἀλὴθεια μιτρητές, οὐρέ Μὴ- τρου, τς ἱφτακόσις;» ρώτησε ὁ Φώτης, σηκόνοντας ἂξαφνα τὸ κεφὰλι. «Στού χερ’, σοὖειπα˙ ἀπάν’ στού στιφάν’.» «Κί τς τρακόσις, ποὖπις, μί τι τόκου θα μ’ τς βρεῖς;» «Μί του δώδικα τς ἱκατό». «Σαν πουλύ δεν εἶνι μουρ’ Μήτρου;» «Τι πουλύ; Βρίσκ’ς π’θινά μί λ’γοτιρου;» Ὁ Φώτης ἒμεινε διστάζοντας. «Ἄϊ, ἰγώ χὰνου τά δυὸ γιά ἕνα χρόνου. Ἔλα, νό μ’ τού χέρ’ σ’», εἶπε ὁ Καραούλης προχωρώντας μέ ἀπλωμένο το δικό του. Ὁ Φώτης ἔκαμε νά τό πιάσει, μά πάλι δίσταξε : «Δὶχους νά ἰδοῦ πρῶτα ’ν τσούπα, μουρ’ Μήτρου;» «Μί τ’ συνφουνία νά σ’ ὰρὲσ’ ἡ τσούπα πρῶτα», ἀπάντησε ὁ Καραούλης μὲ τεντωμένο πάντα χέρι. Μά τού ξέρου π’ θὰ σ’ ἀρὲσ’. Κι ὃσου γιά τς θ’κούς π’ θά κάμ’ς, τς ξέρ’ς. Στὰ χέρια θά σί κρατοῦνι, κ’ ὑποστήρ’ξ’ ὃσου νά πεῖς. Ὂχ’ φουβέρτα κί γιλάσματα.» Ὁ Φώτης τόν κοίταζε δίχως νἀπαντᾶ. «Τί μί τ’ρᾶς ; Νό μ’ τού χερ’ σ'!» ξανάπε ὁ πρῶτος. «Τί νά σ’ ποῦ, μουρ’ Μήτρου, σἀν τού θὲλ’ς ἰσὺ», μουρμούρισε ὁ Φώτης κ’ ἔδωσε τὸ χέρι του καὶ σηκώθηκε. «Τού καλό σ θὲλου γώ», εἶπε ὁ Καραούλης «ἔλα νὸ μ’ τού δαχ’λίδ’ νάν τς τού γυρὶσου. Πού τὄχ’ς; Δὲν τού φουρεῖς;» πρόσθεσε κοιτάζοντας τὁ χέρι τοῦ Φὼτη. Τοῦτος κοντοστέκονταν. «Ἔλα, μήν ἀργεῖς», τόν σκούντησε ὁ ἂλλος. Ὁ Φώτης τρὰβηξε μέ βῆμα ἀργό κατὰ τὸν μπάγκο κι ἂνοιξε ἐκεῖ πίσω ἕνα φορτσέρι. «Νά, πὰρ’ του», εἶπε γυρίζοντας μ’ ἕνα κουτὰκι στο χέρι καί δίνοντάς το τοῦ φίλου του. «Μά εἴπαμι, θα ἰδοῦμι πρῶτα ν’ τσούπα.» «Ὅπουτι θέλ’ς˙ πάμι ’ν Κυριακή; Νάν τς στείλου χαμπέρ’;» «Ποῦ ἀδειάζου ’ν Κυριακή; Μπουροῦ να κλείσου;» «Τότινις πάμε μιθαύριγιου ’ν Παρασκιβή˙καβαλ’κέβουμι μπουνουρούλια κί πάμι», εἶπε ὁ Καραούλης και τον χαιρέτησε. «Ἒτσ’ μάλ’στα!Τί γ’ροῦν στού σακκί 36 τοὔχις νὰ μ’ π’λἡεις;» μουρμούρισε ὁ Φώτης ἀπὸ μέσα του κοιτάζοντάς τον ποὺ ἀνέβαινε στη σκὰλα. «Μουρ’ Στάθ’ πιτάξ’ στοὺν καφινὲ κί πὲς νὰ μ’ φέρ’ν ἕναν καφέ», φώναξε σὲ λίγο ὁ Φώτης στὸν ὑπερέτη του. «Μί λίγ’ ζάχαρ’, ἔ;» ρώτησε τὸ παιδὶ σταματώντας στὴ σκάλα. «’Ν κακή σ’ κί ’ν ψ’χρὴ ! Βαρὺ γλυκό, διὰουλι˙ μούϊδι πώς πίνου τούν καφὲ δὲν ἒμαθις ἀκόμα ;» Τὸ παιδὶ ἒφυγε κι ὁ Φώτης τράβηξε κατὰ τὸν μπάγκο, ἄνοιξε τὸ συρτάρι, ἒβγαλε ἕνα μάτσο λιμοκοντόρους, τούς μέτρησε, τοὺς δίπλωσε πάλι καὶ τοὺς ἒβαλε στὴν τσέπη ἀπ τὸ γιλέκι του. Ὕστερα ἄρχισε νὰ μετρᾶ καὶ τίς μπακίρες. «Στέκα κεῖ ἀπόξου˙ πὲς τ’ καφιτζῆ νὰ μ’ τοὺν ἄφήκ’ ἀπάν’ τούν καφέ˙ θανἄρθου κεῖ νὰν τουνι πγοῦ», εἶπε τοῦ παιδιοῦ πού φάνηκε πάλε στὴ σκάλα, καὶ ξακολούθησε τὸ μέτρημα. Τὸ παιδὶ ξαναβγῆκε στὸ δρόμο κι ὁ Φώτης, ἀφοῦ τέλιωσε τὸ μέτρημα, κλείδωσε τὸ συρτάρι κι ἀνέβηκε κι αὐτὸς ἀπάνω, τὴν ὥρα πού ὁ καφετζὴς τοῦ απίθωνε τὸν καφὲ σ’ ἕνα ἀπὸ τὰ τραπέζια τοῦ κρασοπουλιοῦ ἔξω στὸ δρόμο. Ὁ Φώτης κάθισε σ’ ἕνα σκαμνί, ἤπιε τὸ νερό του, ἒφτυσε καταγὶς ἀπανωτὰ κ’ ἒστριψε ἕνα τσιγάρο ἕτοιμος νἀπολάψει τὸν καφέ του. Μὰ ἐκεῖ πού ἔκανε νἀ πάρει τὴν πρώτη ρουφηξιά, ξαγνάντισε τὸ Γιώργη, πού ξεκάμπισε στὴ γωνιὰ τοῦ δρόμου : «Νὰ πάρ’ οὑ διάουλους· πίσου ντράβαλα θανἄχουμι», στοχάστηκε κι ἄφισε τὸ φλιτζάνι στο τραπέζι. Γιὰ μιά στιγμή τοῦ ἦρθε στὸ νοὺ νὰ φύγει, νὰ γλυτώσει, κ’ ἕκαμε ἕνα κίνημα. Μὰ πάλι συλλογίστηκε ποῦ νὰ κρυφτεῖ. Τὸν εἶχε δεῖ πιὰ ὁ Γιώργης καὶ θἆταν ἀργὰ τώρα νὰ πήγαινε νὰ τρυπώσει πίσω ἀπὸ τὰ βαγένια. Ὅσο νὰ τὸ καλοστοχαστεῖ, ὁ Γιώργης εἶταν μπροστά του. «Γειά σ’, Φώτ’.» «Καλῶς τού Γιώρ'», μουρμούρισε ὁ Φώτης πολεμώντας νὰ κρατήσει τὴν καρδιά του. «Ἀπάν’ στούν καφὲ σὶ βρίσκου. — Σύρι πές τ’, μουρέ, νὰ μ' φέρ’ ἕνα βαρὺ γλυκὸ κ’ ἰμένανι», γύρισε κ’ εἶπε ὁ Γιώργης τοῦ παιδιοῦ, πού στέκονταν μπροστὰ στη σκάλα τοῦ ὑπόγειου, ἔπειτα κάθισε σ’ ἕνα σκαμνὶ ἀγνάντια στό Φώτη. «Τί κινούρια ξέρ’ς ; » «Τί νὰ ξέρου ; » ξαναμουρμούρισε ὁ Φώτης. «Σάν ἀνόριχτουν σὶ γλέπου.» «Ψίχα κιφαλόπουνό ’χου.» «Θὰ παράπγις τοὺ γιόμα˙ θανἄν’ξις κάνα φρέσκου», χαμογέλασε ὁ Γιώργης. «Ποῦ νὰ πγοῦ ! Μουζόματα θανἆνι», εἶπε ὁ Φώτης καὶ τεντώθηκε. «Ἴσα κινίνου, μην τὸν λ’πᾶσι.» Ὁ καφετζὴς ἔφερε σὲ λίγο τὸν καφέ. «Ἔλα, φέρι κὶ νιὰ τσ’γάρα τώρα, ἂν ἒχ’ς», εἶπε ὁ Γιώργης, βγάζοντας μιὰ κόλλα λαθραῖο τσιγαρόχαρτο καὶ σκίζοντας ἕνα φύλλο μἔ τὸ δάχτυλο. Ὁ Φώτης τοῦ ἔδωσε καπνό. «Ἂϊκ’σι τώρα νὰ σ’ ποῦ, Φώτ’ », ξακολούθησε ὁ Γιώργης, ἀφοῦ ἂναψε τό τσιγάρο του˙ ἰπιμέν’ς λοιπὸν στού λόγου σ’˙ χαρτὶ θ’κόμ’ δὲ θέλ’ς νὰ πάρ’ς.» «Δὲν ’ν ἀφίν’ς αὐτήν’ ’ν κ’βέντα,Γιώρ’! Εἶταν καλὰ νὰ μὴ φτάσ’ ἴσα μὶ τὰ κεῖ τού πρᾶμα», εἶπε ὁ Φώτης. «Ποῦ νὰ φτάσ'; » «Δὲ ρχεσ’ ἀπ τ’ θειά σ’;» «Τί σὶ μέλλ’ πούθι ρχόμι! Ἰτούτου π’σί ρουτάου, πές μ’.» «Κ’ ἰγὼ σ’ λέου, στ’ θειά σ’ νὰ σ’ποῦνι˙ ἰγώ δὲν ἒχου νὰ σ’ ποῦ τίπουτας.» «Δὲ σὶ καταλαβαίνου˙ σ’ τοὔπα κὶ ’ν ἄλλ’ βουλά˙ δὲν ἔχ’ς νὰ κάμ’ς μἰ τ’ θειά μ’· ἒχ’ς νὰ κάμ’ς μὶ τ’ ἰμένανι. Ἰτούτου π’σὶ ρουτάου, νὰ μ’ πεῖς»,εἶπε μὲ τόνο ἀπότομο ὁ Γιώργης. «Τί νὰ σ' ποῦ; Ἰγώ σᾶς ἒβανα διουρία-» «Τς διουρίϊς νὰ πᾶς νὰν τς βάν’ς ἀλλοῦ. Ἰδῶ πές μ’ ἰμένανι: Καλά, δὲ θέλ’ς χαρτί θ’κό μ’, μὴ ντρέπισι νὰ μ’ τοὺ πεῖς. Μὰ δὲ μ’ λὲς πόσα σὄταξ’ ἡ πιθιρά σ’;» «Τί τὰ θέλ’ς αὐτῆνα; Εἶταν καλὰ νὰ μὴ φτάσ’ ἴσα μὶ τὰ κεῖ τού πρᾶμα», ξανάπε στενοχωρεμένος ὁ Φώτης καὶ κοίταξε ἀπὸ τἄλλο μέρος. «Θἀγρικήεις ἰδῶ; Πόσα σὂταξ ἡ πιθιρἀ σ’ ; Θὰ μ’ πεῖς ; » ξαναρώτησε μὲ θυμὸ ὁ Γιὼργης. «Τού ξέρ’ς˙ τί νὰ σ' τού ποῦ ; » εἶπε ὁ Φώτης δίχως νὰ γυρίσει. «Ἰδῶθι τήρα˙ θέλου νὰν τἀϊκούσ’ ἀπ’ τ’ ἰσένανι.» «Χίλις δραχμές.» «Κὶ δὲ σ’ τς δίν’ τώρα ;» «Μκ, μκ!» ἒκαμε ὁ Φώτης κουνώντας τὸ κεφὰλι καταπάνω. «Σ’ δίν’ τσὶ μ’σὲς θέλ’ς νὰ πεῖς κὶ τς ἄλλις τσὶ μ’σὲς ἴσα μὶ τού χνόπουρου, ἔ;» Ὁ Φώτης κούνησε τὸ κεφάλι κατακάτω. «Κ’ ἰσὺ δὲ θέλ’ς χαρτὶ ἀπ τ’ ἰμένανι, θέλ’ς νὰ σ’ κάν’ ἡ μάννα μ’ συνβόλϊου ;» Ὁ Φώτης δὲν ἀπάντησε. «Μὶ γγυητὴ κιόλας, ἔ; Ναί ἢ ὂχ’; Πῶς δέν κρέν’ς ;» Ὁ Φώτης ξανακούνησε τὸ κεφάλι κατακάτω. «Ἂϊντι, σήκου πάμι νὰ σ’ τού κάν’ ἡ μάννα μ’˙ νὰ φκιάσουμι κὶ τού προικουσύνφουνου κι ὃπουτι θέλ’ς νὰ γέν’ οὑ γάμους κιόλας», εἶπε ὁ Γιώργης καὶ σηκώθηκε. «Σήκου, τί κάθισι ;» πρόστεσε βλέποντας τὸ Φώτη νὰ μὴ σηκώνεται. «Στέκα νιὰ στιγμή˙ καρτέρα πρῶτα», μουρμούρισε ὁ στερνός. «Τί νὰ καρτιρέσου ; Ἰσύ ἤσ’να π’ διάζουσ’να; Τί κάθισι τώρα;» «Στέκα νὰ πάου νιὰ κουσὴ νὰ βροῦ τούν Καραούλ’», μουρμούρισε πάλι καὶ σηκὼθηκε ὁ Φώτης. «Ποιόν Καραούλ’ νὰ βρεῖς ; Τί θὰ πιάεις τού χέρ’ τ’ Καραούλ’ πρῶτα ;» «Πρέπ’ νάν τουνιβροῦ — δὲν μπουροῦ—. Ἀπ’ τ’ θειά σ’ δὲ ρχέσι ; Δὲν τούν ἦβρις στού δρόμου;». «Τί; μ’ τουνι ματάστ’λις ἰκεῖ ; Σὰ δὲν ἤμ’να κεῖ, καημένε, νὰν τουνι ντιροκόψου! Δὲ ντρέπισι νὰ σί παίζ’ οὑ Καραούλ’ς κουτζά μ’ ἄντρα ; Ἢ τὄχ’ς πώς δὲν τοὺ ξέρ’ οὑ κόσμους ;» Ὁ Φώτης κάτι θέλησε νὰ πεῖ. «Ἔλ,ἄφ’σ’ τὰ λόγια τώρα», τὸν ἔκοψε 37 ὁ Γιώργης˙ «ἰκιὰ π’ χάλιψις σ' τὰ δίν’νι. Πάμι στού συνβουλϊουγράφου νὰ δῶκουμι τ’σημείουσ' νὰ κάν' τού συνβόλϊου." Ἂϊντι, φόρισ' τού σουρτούκου σ’ γλήγουρα!» Ὁ Φώτης κατέβηκε μὲ κεφάλι σκυφτὸ στὸ ὑπόγειο. «Ἔλα, θειά, σ’ φέρου τὸν πεισμουμένουνι», φώναξε ὁ Γιώργης μπαίνοντας ἀποβραδὶς μαζὶ μὲ τό Φώτη στὴν πόρτα τῆς Κανούζενας. «Κουπιάστι κάτσ’τι», εἶπε τούτη μὲ σβυστὴ φωνὴ δίνοντας τὸ χέρι στὸ γαμπρό της καὶ πολεμώντας νὰ χαμογελάσει. «Νά, ἰδῶ εἰνι κ’ ἡ μάννα μ’.—Μἀννα, πέςτ’τα κ’ ἰσύ μαναχή σ’. Πήγαμι, μπρίτιρα κι ἄφ’καμι τ’ σημείουσ’˙ αὔριου ἡ ὣρα δέκα θανἄρθ’ οὑ συνβουλϊουγράφους σπίτ’, νὰν τἀπουγράψ’τι», εἶπε ὁ Γιώργης τῆς μάννας του, ἐνῶ ὁ Φώτης τῆς ἕδινε τὸ χέρι καὶ κάθιζε σὲ μιὰ καρέκλα. «Ἀφοῦ τἄπατι μαζί, τί ἄλλου νὰ ποῦ γώ;» μουρμούρισ’ ἐκείνη. «Κ’ ἡ Φόνια ποὖνι τ’νι ;» ρώτησε ὁ Γιώργης ὕστερα ἀπὸ μιά στιγμὴ. «Ὅξου σ'ν αὐλὴ ’νι κὶ θανἄρθ’», εἶπε ἡ Κανούζενα χωρὶς νὰ τὸν κοιτάξει. «Πάου νὰν τς κρίνου.» Ὁ Γιώργης ἔκανε κατὰ τὴ μεσιανὴ πόρτα. Ἡ Κανούζενα ἔτρεξε κοντά του. «Ἂϊντι γλήγουρα μέσα», τοῦ εἶπε σιγαλά, προφτάνοντάς τον στὴν ἄλλη κάμαρη. «Ἂφ’σι, θέλου νὰν τς ποῦ ἕνα λόγου.» «Δὲν ἔχ’ς νὰν τς πεῖς τίπουτας», ξανάπε σιγὰ ἡ θειά του καὶ τὸν ἔσπρωξε μέσα. Ὁ Γιώργης γύρισε στὸν ὀντά. «Πότι λες νὰ κάν’τι τού γάμου ;» ρώτησε στὸ ἀναμεταξὺ ἡ Χατζάρενα τὸ Φώτη. «Ὅπουτι θέλ’τι. Ἰγώ χαζὶρ εἶμι.» «Ἔπιασις σπίτ’;» «Αὐτήνου ’νι, π’ δὲν ἔχου σπίτ’˙ ἀλλιώς τούν ἔκαναμι κὶ ’ν Κυριακὴ π’ μᾶς ἔρχιτι.» «Σὰ μείν’ κὶ γιὰ ’ν ἄλλ’ Κυριακὴ δὲ χαλάει οὑ κόσμους», εἶπε ὁ Γιώργης. «’Ν ἄλλ’ ’ν Κυριακὴ πέφτ’ τς Πιντικουστῆς. Διφτέρα, Τρίτ’ γιουρτές. Ἤλιγ’ αὐτὲς τς μέρις νἆμι ξὰδειαστους, μπὰ κι ἂν'γα κιόλα ἲσα μὶ τότι τού κινοὺριου μαγαζί», εἶπε ὁ Φώτης. «Τότινις διάσ’ κὶ κάμ’ τουνι τούτ’ ’ν Κυριακή», ξανάπε ὁ Γιώργης. «Νἂβρ’ σπίτ' πρῶτα˙ πῶς νὰ κάμ’ οὑ ἄνθρουπους ;» τὸν ἔκοψε ἡ μάννα του. «Νὰ ἰδοῦ, νὰ πιταχτοῦ ταχιὰ ἲσα μί τ’ θειά μ’.», εἶπ’ ὁ Φώτης˙ «αὐτὴν σαν κὶ κάπ’ ξὲρ’ δυὸ καμαρούλις στ' γειτουνιά τς˙εἶνι φτ’νὲς κὶ σ’ μὰ στού μαγαζὶ κιόλας. Τὰ σπίτια δὲ χάθ’κανὶ, τἄλλα νἆνι χαζὶρ μαναχά.» «Ποιά ἄλλα; Οὓλα χαζὶρ εἶνι˙ ἰσύ δὲν ἔχ’ς νὰ γνιαστεῖς γιὰ τίπουτας. Τού ν’φιάτ’κου τὂταξα νὰν τοὺ φκιάσου γώ τς ξαδέρφ’ς μ’.— Ἴσα μὶ ’ν Κυριακὴ τού ράφτ’ν ἢ ὂχ’, μάννα ; » ρώτησε ὁ Γιώργης τὴν ὥρα πού ἡ Φόνη ἔμπαινε μέσα μὲ τὸ δίσκο συνοδεμένη ἀπὸ τὴ μάννα της. «Γι’ αὐτὴνου μᾶς ἄργησ’ ἡ κυρά˙ ἢθιλι νὰ μᾶς φ’λέψ’ κιόλας», γέλασε ὁ ἴδιος θωρώντας την. Ἡ Φόνη γύρισε ἔνα γύρο μὲ τὸ δίσκο καὶ καθένας πῆρε τὸ ποτὴρι του μὲ τὸ ρακί. «Στὴν ’γειά σας ! καλουρίζ’κα ! Νὰ σ’ ζὴσ’νι, θειά!» ξανάπε ὁ Γιώργης, φέρνοντας τὸ ρακογιάλι στὸ στόμα. «Ποὖνι τού θ’κόσ’, μουρή ; Ἄϊ, τἀστό’ησα πώς δὲν πίν’ν οἱ τσούπις», πρόστεσε γυρίζοντας στὴ Φόνη. Τούτη δὲν ἀπάντησε,δὲ σήκωσε τὰ μάτια. «Δό’τς τοὺ ρακουγιάλ’ ἰκεῖ, π’ καρτιρεῖ ἡ τσούπα», του φώναξε ἡ μάννα του˙ κι ἀπὲ σήκ’, μὴν κάθισι˙ δὲν τοὺ π’στέβου νὰ γνιάσ’κις νὰ βρεῖς τού Χ’λιάρα γιὰ τοὺ κιαφουλόϊ˙ μᾶς χρειάζιτ’ αὔριου μπουνώρα, π’ θανἄρθ’ν οἱ ἀργάτις γιά τἀμπέλ'. Τὰ δίν’ς πρῶτα κι ἀπὲ δὲ γνιάζισι νάν τά ματασ’μάεις ! » «Καλά, καλά˙ τώρα θά φύβγου, μάννα˙ μὴ φουνάεις.» Ἡ Φόνη ἔφυγε μὲ τὸ δίσκο στὴν ἄλλη κάμαρη. Ὀ Γιώργης γύρισε τὰ μάτια κατακεῖ. «Σήκ’, σοὖπα, κὶ νύχτουσι», τοῦ ξαναφώναξε ἡ μάννα του, βλέποντας τὴ ματιά του. «Ἄς φύβγου, νὰ γλυτώσ’ ἀπ τ’ν γκρίνια σ’», εἶπε ἐκεῖνος καὶ σηκώθηκε. «Στέκα κ’ ἰγώ θανἄρθου˙ ἄφ’κα μαναχὸ τὀ πιδὶ στἀπόγειου οὕλου τού δειλ’νό», εἶπε ὁ Φώτης καὶ σηκώθηκε κι αὐτός. Χαιρέτησαν κ’ οἱ δυὸ καὶ τράβηξαν κατὰ τὴν πόρτα. «Φώτ, γιὰ νἀ σ’ποῦ ’να λόγου», εἶπε ἀγάλια σκουντώντας τὸ γαμπρό της ἡ Κανούζενα ἐκεῖ πού τὸν συνέβγανε στὴν πόρτα. Ἐκεῖνος γύρισε. «Ἔλα, πές καλ’νύχτα τς ἀρριβουνιαστ’κιᾶς σ’», την πρόλαβε ἡ μάννα τοῦ Γιώργη καί τον ἒφερε στή μεσιανή πόρτα, ὃπου στὲκονταν ἡ Φόνη στό σκοτάδι. Ὁ Φώτης τῆς ἒδωσε το χέρι. Ἡ Κανούζενα πῆγε στο μεταξύ στὸ τραπέζι, ἂνοιξε τό συρτάρι και γύρισε κι αὐτή στό Φώτη. «Πάρ’ ἰτούτου δῶ˙ κί σά θὲλ’ς, ματακὰν’ τ’νι μ’ τὲτια ντρουπή», τοῦ εἶπε σιγαλά, δίνοντάς του τό κουτάκι μέ τό δαχτυλίδι. Ὁ Φώτης τὄβαλε στὴν τσέπη του, καλονύχτισε καί βγῆκε. Ἡ Φὸνη πῆγε πάλι στο κελλάρι. «Κ’ ἰγῶ ὥρα εἶνι νά φέβγου τώρα», εἶπε σέ λίγο τῆς Κανούζενας ἡ μὰννα τού Γιώργη. Ἡ πρὼτη τήν κοίταξε θλιμένα. «Ἄϊκ’σι τώρα˙ ὅ,τ’ γίν’κι δἐν ξιγένιτι˙ ἅς μὴν τού μιλιτᾶμι. Τήρα μαναχά νά γὲν’ τού στιφάν’ γλήγουρα. Οὑ Φώτ’ς, εἶπι, διάζιτι. Σπίτ’ τ’ράει νά βρεῖ. Κί σά δέ βρεῖ, καλὰ θὰ κάμ’ς νάν τς στιφανώεις ἰδῶ μὲσα, κι ἂς κάτσ’ν ἰδῶ ὃσου να βρεῖ.» «Αὐτήνου καλὰ˙ μά τ’ ἄλλου, τ’ ἄλλου ἀδιρφούλα μ’ πῶς νάν τού κὰνου ; Σκιάζουμι ντρουπές χιρότιρις», μουρμούρισε ἡ Κανούζενα. «Γιὰ τ’ ἄλλου ἰσύ ξέρ’ς καλύτιρ’ ἀπού, μὲνανι.» «Τί ξέρου ἡ ἂλαλ’ ! Δέ μ’ ἒκουβ’ οὑ θϊός πές — » «Ἂφσ’ τα τώρα’ αὐτῆνα˙ εἴτανι καλά νά μή γὲν’νι, σοὖπα. Ἂϊ, καλ’ νύχτα.» «Καλ' νύχτα», ἀναστέναξε ἡ Κανούζενα--- κί στάθηκε, κοιτάζοντάς την ὃσο χάθηκε στο σούρπωμα του δρόμου. Ὁ Φώτης ἦβρε σπίτι κι ὁ γάμος ἒγινε την Κυριακή. Ἡ Φόνη φέρθηκε κρατούμενη ἀπ’ τον ξάδερφό της στην καινούρια κατοικιά της, ὃπου μια θειά τοῦ ἀντρός της την προσδέχθηκε στο κατόφλι,στο πόδι--. Ἡ φιγούρα, που ἒκαμε σα νύφη στους δρόμους πού τήν πέρασαν, εἶταν ----. Τα κορίτσια πού μαζέφτηκαν στα παραθύρια γύρο να τη δοῦν και να τῆς ρίξουν ρίζι, βρῆκαν πώς ἡ ἀνάλαφρη χλωμάδα τῆς θωριᾶς της ταίριαζε πιό ὄμορφα μέ τἅσπρο βέλο πού τῆς σκέπαζε τα μαλλιά. Ὡς τά μεσάνυχτα βάσταξε το γλέντι στο σπίτι του γαμπροῦ. Ὁ Φώτης νύσταξε νωρίς, ὁ Μήτρος Καραούλης δεν εἶχε μεγάλη ὄρεξη για τραγούδι. Ἡ μαγιάτικη νὐχτιά ὂξω δὸλωνε μἐ τήν ἀστροφεγγιά της, κ’ οἱ καλεσμένοι πῆραν τά βιολιά και βγῆκαν στη συνειθισμένη πατινάδα. Ἡ θειά τοῦ Φώτη, ἀφοῦ σήκωσε μαζί με τη Φόνη το τραπέζι, καλονύχτισε κι αὐτή τους νιόπαντρους---------«Πρώτ’ βουλά π’ μί παίρ’ οὑ ἥλιους στού στρῶμα» εἶπε ὁ Φώτης, πετιούμενος την αὐγή κι ἀνοίγοντας το παράθυρο πού το χρύσωνε ἡ ἀνατολή. «Σί λ’πήθ’κα νά σί ξυπνήσου», εἶπε σιγαλά ἡ Φόνη. «Κί δε σ’λλουϊσ’να π’ θα χασουμιρᾶν οἱ μαστόρ’ στού μαγαζί;» φώναξε ἐκεῖνος και πῆρε να ντυθεῖ. «Να πάου τότινις να σ’ φκιάσου τούν καφέ.» Ἡ Φόνη πήδησε ἀπό το κρεβάτι, ἒρριξε βιαστική κατιτίς ἀπάνω της και βγῆκε ἀπό την πόρτα.Σάν ἒπεσε ἡ ματιά της στο κατόφλι ἀπόξω καί δεν εἶδε πια ἐκείνο πού εἶχε ρίξει ἐκεῖ τη νύχτα, ἡ καρδιά της στάθηκε. Πώς ἡ θειά τοῦ Φώτη θἄμεινε εὐχαριστημένη, το βεβαιώθηκε περσότερο ἀπό τη φωτιά,πού ἢβρε ἀναμένη στη γωνιά τῆς ἄλλης κάμαρης. Εἶταν βαλμένο και τὸ μπρίκι κιόλα. Πεταχτή, ἔκαμε τον καφέ καί τὁν ἔφερε γοργὰ στόν ἄντρα της. «Ἰγώ πάου τώρα», εἶπε τοῦτος, ἀφοῦ τόν ἢπιε βιαστικὰ, γυρίζοντας στή γυναίκα του, πού εἶχε ντυθεῖ κι αὐτή κ’ ἔπιασε καί συγύριζε τὴν κάμαρη. «Στού κινούριου μαγαζί θά πᾶς;» τον ρώτησε ἐκεῖνη σιμόνοντάς τον. «Ποῦ ἀλλοῦ ; Μπά κί τἄν’γαμ’ ἲσα μί τς Πιντικουστῆς», ἀποκρίθηκε ὁ---- καί πῆρε το καπέλο του και τράβηξε την πόρτα. Ἡ Φόνη τόν συνέβγαλε ὥς ὂξω «Τού γιόμα θανἄρθ’ς;» τον ρώτησε ἐκεῖ πού κατέβαινε τή σκάλα. «Θανἄρθου, ἅμα σκουλάσ’ν οἱ μαστόροι, π’στέβου φαΐ νἀνέμ’κ’ ἀπ τά ψέ ; ἀπάντησ’ ἐκεῖνος, γυρίζοντας μία στιγμή. Καί πήδησε στό δρόμο. Ἡ Φὸνη τὁν ακολοὺθησε μέ τό μὰτι ὃσο ποῦ χάθηκε. Ἒπειτα γὺρισε καί κοίταξε ἕνα γύρο τὴν καινούρια γειτονιά της. Μιά γυναῖκα βγῆκε στήν πόρτα τοῦ διπλανοῦ σπιτιοῦ καί τὴν καλημέρισε καὶ τήν εὐκὴθηκε. Ἡ Φὸνη τήν εὐχαρίστησε καί γύρισε γιά νἂμπει μέσα. Μά καθώς ἔστριβε, ἡ ματιὰ της πῆρε ἂξαφνα τρεῖς μορφὲς, πού περνοῦσαν ἀπό τό βάθος τἂλλου δρὸμου. Τῆς φὰνηκαν σὰ γνώριμες καί στάθηκε, μιὰ στιγμή καί κοίταξε. Ἡ μιά ἀπ τις τρεῖς σὰ νἆταν ἡ Βαρβάρα. Καί λίγα βήματα ἀποπίσω πάγαινε ἕνας καβαλάρης. Ἀπ το ψαρί ἂλογο, ἀπ την ἂσπρη φορεσιά κι ἀπ την πλατιά ψάθα, πού εἶχε τούτος στο κεφάλι, ἡ Φόνη γνώρισε ποιος εἶταν. Στάθηκε ἀκόμα μια στιγμή, ὃσο πού χάθηκαν κι αὐτοί στό μάκρος, κι ὓστερα μπῆκε μέσα και ξανάπιασε το συγίρισμα τῆς κάμαρής της.