Η Φωτεινή - Ο μαγευμένος εργαλειός - Η καλή Νεράιδα - ELTeC edition Παπαδοπούλου, Αρσινόης Text encoded by Άννα-Μαρία Σιχάνη Text corrected by Άννα Καραμπαλη Encoding correcting by Άννα-Μαρία Σιχάνη 9000

Incorporated into the ELTeC on

Αρσινόης Παπαδοπούλου, ΦΩΤΕΙΝΗ O ΜΑΓΕΥΜΕΝΟΣ ΕΡΓΑΛΕΙΟΣ Η ΚΑΛΗ ΝΕΡΑΪΔΑ Αθήνα Εκδότης Ιωάννης Δ. Κολλάρος, Βιβλιοπωλείον της Εστίας

Ελληνικά Initial TEI version.

ΑΦΙΕΡΟΥΤΑΙ ΕΙΣ ΤΗΝ ΑΥΤΗΣ ΥΨΗΛΟΤΗΤΑ ΤΗΝ ΒΑΣΙΛΟΠΑΙΔΑ ΕΛΕΝΗΝ

Ἡ σεπτή Σου μήτηρ μ'ἐνεθάρρυνε νὰ γράψω τὰ Παραμύθια αὐτά. Εἰς Σὲ τὴν λατρευτὴν Βασιλοπούλα μας, ἡ ὁποία μὲ ἀγάπην ἐνδιαφέρεται διά τὴν μόρφωσιν τῶν Ἑλληνοπαίδων, ἀφιερώνω καὶ τὴν δευτέραν λαϊκὴν αὐτήν, ἐκδοσίν των. Ὅταν τὸ πρῶτον ἐδημοσιεύθησαν τὰ παραμύθια αὐτά, εἵλκυσαν τὴν προσοχὴν τῶν φιλολογούντων, ὅπως καὶ τῶν παιδαγωγῶν ἡ ἀβίαστος γλῶσσα τῆς Κυρίας Παπαδοπούλου, τὴν ὁποίαν ὕμνησεν ὁ Ἑμμανουὴλ Ροΐδης, καὶ τὸ παιδαγωγικὸν πνεῦμα τὸ ὁποῖον τὰ διαπνέει, ἒδωσαν ἀμέσως χωριστὴν θέσιν εἰς αὐτά. Πρώτην φορὰν βιβλίον μὲ ποιητικὴν ἀληθῶς χάριν ἐγράφετο διὰ τὰ παιδία μας, διὰ τοῦτο ἒγινεν ἀπὸ μικροὺς καὶ μεγάλους ἀνάρπαστον Ἀλλ ἡ ἒκδοσις ἐκείνη πολυτελεστάτη με χρωματιστάς εἰκόνας ἦτο δαπανηρά. Κατ' αἴτησιν γονέων δημοσιεύομεν αὐτὰ εἰς χωριστὰ τεύχη εἰς λαϊκὴν ἔκδοσιν βέβαιοι ὅτι καὶ εἰς τοὺς διδασκάλους παρέχομεν βοήθημα πρὸς διδασκαλίαν διὰ ζωντανῶν παραδειγμάτων καὶ εἰς τοὺς μικροὺς ἀγαπητὸν ἀνάγνωσμα. Γεννήθηκα γιὰ ν ἀγαπῶ Φῶς γύρω μου αἰώνια Στὸνκόσμον νὰ σκορπῶ. —Μὴ φεύγῃς, πατέρα, δὲν ἀκούεις ὁ ἄνεμος πῶς φυσᾷ! — Καί ἠμπορῶ νὰ μὴ φύγω, παιδί μου; Ἄν δὲν ψαρέψω, πῶς νὰ φέρω τὸ βράδυ χρήματα 'ς τό σπίτι! Καὶ με ὃλην τὴν κακοκαιρίαν ἒλυσε τὴν βάρκαν του ὁ κύρ Σταμάτης ὁ πατέρας τῆς μικρᾶς Φωτεινῆς, καὶ ἒφυγεν εἱς τὴν ἀνοικτὴν θά- λασσαν. Μικρὰ ἦτον ἡ βάρκα, ἀλλ' ἦτον ἄφοβος ὁ κὺρ Σταμάτης· μὲ ἀπλωμένα τά πανιά της ὡρμοῦσε 'ς τὸ πέλα- γος διὰ νὰ πιάνῃ μὲ τ' ἀγκίστρια του τὰ μεγάλα ἐκεῖνα ψάρια, τὰ ὁποῖα ἀκριβοπληρώνουν οἱ πλούσιοι, ὃταν τά εὑρίσκουν εἰς τὴν ἀγοράν. Ἦτο πολὺ πτωχὸς ὁ κύρ Σταμάτης· εἶχε τὴν καλύβα του ἐκεῖ κοντὰ 'ς τὴν ἀκροθαλασσιά, κατοικοῦσε εἰς αὐτὴν μὲ τὴν Φωτεινὴν καὶ τὴν Βασιλικήν, μεγαλυτέραν ἀδελ- φήν της, καὶ μὲ τὴν καλήν των μητέρα, ἡ ὁποία ἐκείνας τὰς ἡμέρας εἶχεν ἀποκτήσει ἕνα μωρό, τὸν χαϊδευμένον ἀπ' ὅλους Γιαννάκην. Χαρούμενος ἔφυγε τὸ πρωΐ ὁ κύρ Σταμάτης, ἀλλὰ πόσον δυστυχὴς ἐπέστρεψε τό βράδυ ! Ἕνα μεγάλο κῦμα ἀναποδογύρισε τὴν βάρκα του καὶ τὴν ἒκαμε θρύμ- ματα· θὰ ἐπνί- γετο βέβαια καὶ αὐτός, ἂν ἐκείνην τὴν στιγμὴν δέν ἐπερνοῦσεν ἕνα πλοῖον. Τόν εἶδεν ὁ πλοίαρχος ἀπὸ μακρὰν νὰ παλαίῃ μὲ τὰ κύματα καὶ ἒστειλε καὶ τὸν ἒσωσε. Τὸν ἒφεραν τὸ βράδυ εἰς τὸ σπίτι πληγω- μένον καὶ κτυπημένον εἰς ὃλον του τὸ σῶμα. Καὶ τώρα ἡ μικρὰ Φωτεινὴ κάθηται παράμερα εἰς μίαν γωνιὰ τῆς καλύβας· τὰ δύο της ὡραῖα ματάκια, τὰ ὁποῖα, ὃταν εἶνε χαρούμενα, λάμπουν σάν νὰ ἒχουν μέσα των ἀληθινό φῶς, εἶνε γεμᾶτα δάκρυα. Ἔξαφνα ὁ ταχυδρόμος ἐκτύπησε τὴν θύραν. —Καλῶς τά δέχθηκες, κύρ Σταμάτη, ἐφώναξε· σοῦ φέρνω γράμμα ἀπό τόν πατέρα σου! Ἀλλὰ πῶς νὰ διαβάσῃ, καθὼς ἦτο ὁ κύρ Σταμάτης, τό γράμμα! Μὲ τὰ ὀλίγα γράμματά της, ὅπως ἡμπόρεσε τό ἐδιά- βασεν ἡ μητέρα. —Ὁ πατέρας μᾶς γράφει, εἶπεν ἐπὶ τέλους ἐκείνη, ὅτι ἒπεσε πάλιν εἰς τό στρῶμα πιασμένος ἀπό ῥευματι- σμούς, καὶ μὲ παρακαλεῖ νὰ πάγω νὰ τὸν περιποιηθῶ. Ἀλλὰ τώρα νὰ σ' ἀφήσω ἐσένα ἔτσι, ποτὲ δὲν γίνεται· οὔτε νὰ πάρω μαζί μου τόν Γιαννάκη------ἠμπορεῖ νά κρύωσῃ τό ἀβάπτιστο μωρό εἰς τόν δρόμο— ἠμπορεῖ νά πάθῃ. —Στεῖλε τήν Βασιλική. —Ἴσια, ἴσια δέν τήν θὲλει· παραπονεῖται ὃτι τήν ἄλλην φορὰν, ὃταν τήν ἐστείλαμεν, ἡ Βασιλική ἔτρεχεν εἰς τά χωράφια νά παίζῃ καί τόν ἂφινεν ὁλομόναχον. Ἐμὲνα παρακαλεῖ νὰ πάγω... Ἡ Φωτεινὴ ἀπ' τήν γωνιὰ, ὃπου ἐκὰθητο, ἐσπόγγισε τά δάκρυά της καί ἦλθε —Στεῖλὲ μέ ἐμένα, μητέρα. —Ἐσύ ! τόσο μικρή τί θά ἠμπορέσης νά κάμῃς! Ὤ ! στεῖλὲ με καί θά ἰδῇς. Πῶς ν' ἀφῆσωμε τόν καϋμένο τόν παπποῦ ὁλομόναχο καί ἂρρωστο! Πρίν ξημερώσῃ, ἡ Φωτεινή ἔκαμεν ἔνα δέμα τά ὀλίγα πράγματα, ὅσα τῆς ἐχρειάζοντο, καὶ μὲ τὴν εὐχὴν τοῦ πατέρα καὶ τῆς μητέρας της ἐξεκίνησεν. — Ὁ Θεὸς νὰ εἶνε μαζί σου 'ς τὸ δρόμο σου, τῆς εἶπαν. Ἒπρεπε νὰ περιπατήσῃ ὃλην τὴν ἡμέραν ἡ μικρὰ κόρη, διότι ὁ παπποῦς ἐκατοικοῦσε πολὺ μακρυά. Ἐὰν ἕως τὸ μεσημέρι ἐπεριπατοῦσε, χωρὶς νὰ σταθῇ πουθενά, μόλις τότε θὰ ἔφθανεν εἰς τὸ βουνόν, τὸ ὁποῖον τώρα, εἰς τὸ γλυκοχάραγμα τῆς αὐγῆς, διέκρινε πολὺ μακρυὰ ἐμπρός της, ἐκεῖ ὅπου ὁ οὐρανός ἐφωτίζετο μ' ἕνα γλυκὺ τριανταφυλλένιο χρῶμα.Ἔπειτα, ἀφοῦ θὰ ἔκαμνε τὸν γῦρον τού βουνοῦ, ἔπρεπε πάλιν νὰ περιπατήσῃ ἕως τὸ βράδυ, χωρὶς ποὔπετα νὰ σταθῇ, καὶ τότε μόνον θὰ ἔφθανεν εἰς τὸν ἐλαιῶνα, ὃπου ὁ παπποῦς, πέραν εἰς τὴν ἄκραν τῆς ῥεματιᾶς, εἶχεν ἕνα χωράφι ἰδικόν του σπαρμένο μὲ βαμβακιὲς καὶ δίπλα ἐκεῖ τὴν πτωχικήν του καλύβην. Ἡ Φωτεινὴ περιπατοῦσε συλλογισμένη· ἡ λύπη της ἦτο, διότι ὁ πατέρας της δὲν εἶχε πλέον βάρκα, θὰ ἐπή- γαινε τώρα ὡς ὑπηρέτης εἰς ἄλλον ψαράν νὰ ἐργάζεται μὲ τὸ ἡμερομίσθιον. Ἐσυλλογίζετο καὶ τὸν παπποῦ της— Ὅλομόναχος ὁ καϋμένος ὁ γέρος, καθὼς εἶνε, νὰ πονῇ καὶ νὰ μὴ μπο- ρεῖ νὰ κουνηθῇ ! Καλὰ ἔκανα νὰ πάρω μαζί μου τὴν δακτυλήθρα μου, τὸ -ψαλίδι μου, κλωσταὶς καὶ βελόνες· θὰ κάθωμαι εἰς τὸ πλάϊ του νὰ διορθώνω τὸ ῥοῦχά του, καὶ θὰ τοῦ λέγω καὶ ὃσα τραγούδια ξεύρω διὰ νὰ τὸν διασκεδάζω. Κρῖμα, ὃτι δὲν ἠμπορῶ καλὰ ἀκόμη νὰ διαβάζω, ἀλλὰ θὰ βάλω τὰ δυνατά μου διὰ νὰ τὸν κάμνω νὰ λησμονῇ τοὺς πόνους του. Μὲ αὐτοὺς τοὺς συλλογισμοὺς τὸ πονετικὸ κορίτσι ἔφθασεν ἕως τὸν μισὸν δρόμον χωρὶς διόλου νὰ κουρασθῇ. Εἶδε τότε τὸν ἣλιον ὑψηλὰ καὶ ἐνόησεν ὃτι ἦτο μεσημέρι· ἐκάθισεν εἰς τὴν σκιάν, κάτω ἀπὸ ἔνα δένδρον διὰ νὰ φάγῃ τὸ πτωχικόν της γεῦμα- ὀλίγαις μόνον ἐλῃαὶς καὶ ψωμὶ εἶχε βάλει ἡ μητέρα της εἰς τὸ καλαθάκι της. Αὐτὸ μόνον εἶχαν οἱ πτωχοὶ ἄνθρωποι εἰς τὸ σπίτι! Ἀλλ' ἡ Φωτεινὴ ἔτρωγε μὲ πολλὴν ὂρεξιν· ἔξαφνα ἀκούει γύρῳ της κἄτι λεπταὶς καὶ παραπονετικαὶς φωναίς. Πουλάκια εἶνε! λέγει. Σηκώνει τὰ μάτια της καὶ βλέπει ἐπάνω εἰς τὸ δένδρον μίαν μισοκρημνισμένην φωλῃάν. Ἂχ ! ὀ ἄνεμος ὁ δυνατός, ποῦ ἔσπασε τοῦ πατέρα μου τὴν βάρκα, θὰ γκρέμισε καί αὐτὴ τὴ φωλίτσα !.. Ἀφίνει τότε τὸ ψωμί της καὶ ζητεῖ τὰ πουλάκια. Ἦσαν πέντε μικρά, χωρὶς πτερὰ ἀκόμη, τόσο μικρά, ὥστε τὸ τριμμένο ψωμί, τὸ ὁποῖον ἐπροσπάθησε νὰ τοὺς δώσῃ νὰ φάγουν ἡ Φωτεινή, δὲν ᾒξευραν νὰ τὸ καταπιοῦν ! —Ἂν τ' ἀφήσω ἐδῶ, καμμία ἀλεποῦ ἀπὸ τὸ βουνόν, κανένα φῖδι, θὰ τὰ φάγουν ἐξάπαντος, συλλογίζεται μὲ ἀνησυχίαν· πρέπει νὰ τὰ βάλω πάλιν ὑψηλὰ ἐπάνω εἰς τὸ δένδρον, ἀλλὰ πῶς; .... Πολλὴν ὣραν ἐσυλλογίσθη ἡ μικρὰ κόρη, ἀλλ' ἐπιτέλους τὸ ηὗρε. —Τὸ καλαθάκι μου, εἶπεν, ἄν βγάλω τὸ σκέπασμά του, θὰ ὁμοιάζῃ σωστὴ φωλῃά. Ἐσύναξε γύρῳ της ξη- ρὰ χόρτα·ηὗρε καὶ μέσα εἰς κἄτι ἀγκάθια ἕνα χνοῦδι μαλακό, καὶ ἔστρωσε μὲ αὐτὸ τὸ καλάθι της. —Ὤ ! τί ὡραῖα τώρα ! Ἔβαλε μέσα τὰ πέντε πουλάκια- Ἀλλὰ πρέπει νὰ δέ- σω τὴν καινούργια φωλῃὰ ὑψηλὰ ἐπάνω εἰς τὸ δένδρο, διὰ νὰ μὴ πέσῃ καὶ αὐτή, συλλογίζεται. Μὲ τί ὅμως;.. Ἔξαφνα κτυπᾷ μὲ χαρὰν τὰ χέρια ! Ἄ ! ξεύρω μὲ τί ! Εἶχε δεμένην ἡ Φωτεινὴ τὴν πλεξοῦδάν της μὲ μιαν ὡραίαν κορδέλλα τριανταφυλλιάν· προχθὲς τῆς τὴν εἷχεν ἀγοράσει ἡ μητέρα της, ὅταν τὴν ἐπῆρεν εἰς τὸ πανηγύρι- καὶ πόσον εἶχε καμαρώσει ἡ μικρά, ὅταν ἔδεσε μὲ αὐτὴν τά μαλλιά της ! Τώρα ὅμως συλλογίζεται— — Τά πουλάκια δὲν ἔχουν φωλῃά, ἄς οἰκονομηθῶ ἐγὼ καὶ χωρὶς κορδέλλα . . . Καὶ ἀμέσως βγάζει τὸ ψαλίδι της καὶ κόπτει τὴν ὡραίαν της κορδέλλαν εἰς δύο. "Ἔπειτα ἀνεβαίνει χαρούμενη ἐπάνω εἰς τό δένδρον καὶ ὑψηλά, εἰς τὸ πλέον στερεὸ κλαδί δένει τὸ καλαθάκι της ἀπὸ τὸ ἕνα χέρι του καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο μὲ τὴν κορδέλλαν, τόσο σφικτά, ὣστε καὶ ὁ πλέον δυνατὸς ἀνεμος δὲν θὰ ἡμποροῦσε νά τὸ ξεκολλήσῃ. Εὐτυχὴς τώρα ἐξακολουθεῖ τὸν δρόμον της. —Τί καλά, συλλογίζεται, ὅταν ἔλθῃ ἡ μητέρα των, δὲν θὰ εὕρῃ τά παιδάκια της σκορπισμένα, θὰ τὰ εὕρῃ σὲ ζε- στὴ μέσα φωλῃά. Τὸ δειλινὸ ἐπείνασε πάλιν καὶ ἔβγαλεν ἀπὸ τὴν τσέπην της τὸ ὀλίγο ψωμὶ ποῦ τῆς ἔμεινεν, ἀλλ' ἐνῷ ἔτρωγε, παρατηρεῖ σὲ μία μεγάλην πέτραν δεμένο μ' ἕνα χον- δρὸ σχοινὶ ἕνα ἀρνάκι. Ὤ ! τὸ δυ- στυχισμένο ζῷον ! εἶπε. Θὰ τὸ ἐλησμόνησαν ἐκεῖ ὅλην τὴν ἡμέραν μέσα 'ς τὸν ἣλιο, καὶ δι' αὐτὸ ἔχει κρεμασμένο κάτω τὸ κεφαλάκι του ! Τρέ- χει κοντά, του καὶ ἐκεῖνο μὲ ἕνα πολὺ παραπονετικὸν μ π έ, σάν νὰ ζητοῦσε κἄτι νὰ τῆς εἰπῇ. Ἡ Φωτεινὴ μὲ τὴν πονετικήν της καρδιά, ἐνόησε. Διψᾷ, εἶπε· κυττά- ζει γύρῳ της καὶ βλέπει μίαν μισοκρημνισμὲνην καλύβα· ἐκεῖ κοντὰ ἦτο καὶ ἕνα πηγάδι καὶ εἶχε κουβᾶν ! Χωρὶς νὰ χάσῃ στιγμήν, βγάζει νερὸ καὶ ποτίζει τὸ ἀρνάκι. Τρέ- χει ἔπειτα καὶ μαζεύει μίαν ἀγκαλιὰ τριφύλλια καὶ τρυ- φερὰ βλαστάρια. Ἀλλ' ἐνῷ ἔβλεπε μὲ χαρὰν τὸ ἀρνὶ νὰ τρώγῃ, ἀκούει νὰ τῆς κτυποῦν μέσα ἀπό τὴν καλύβα. Μία γρῃὰ μὲ ζαρωμένο πρόσωπον ἐφάνη εἰς τὸ παρά- θυρον. —Αἲ! κοριτσάκι, τῆς φωνάζει, ἀφοῦ ἐσυλλογίσθης νὰ ποτίσῃς τὸ ἀρνί μου, συλλογίσου κ' έμένα καὶ γέμι- σέ μου τὴν στάμνα μου. Ἔτρεξεν ἡ Φωτεινὴ καὶ ἔφερε τὴν στάμναν γεμάτην ἕως εἰς τὴν θύραν- ἀλλ' ἡ γρῃὰ δὲν ἐφάνη μὲ τοῦτο εὐ- χαριστημένη.— Ἔμβα καὶ μέσα, τῆς λέγει· κύτταξε πῶς εἶνε ἄνω κάτω ἡ καλύβα μου ! Μία πέτρα μεγάλη ἐκύλισεν ἕως ἐδῶ άπὸ τὸ βουνὸ ἀπὸ τὸ λατομεῖον ἐ- κεῖνο, ὅπου βλέπεις τώρα νὰ βγάζουν μάρμαρα, καὶ μοῦ ἔσπασε τὸ πόδι· ἔχω ἡμέρες πολλὲς εἰς τὸ στρῶμα καὶ κανεὶς δὲν ἐσυλλογίσθη νὰ ἔλθῃ νὰ ἐρωτὴσῃ, ἄν χρειά- ζωμαι τίποτε. . . —Καὶ τί θελεις νὰ σοῦ κάμω; ἀπαντᾷ μὲ καλωσύ- νην ἡ Φωτεινή. —Νὰ σαρώσῃς, νὰ στρώσῃς τὸ κρεβᾶτι μου, ν' ἀνάψῃς φωτιά! —Ὤ, εἶπεν ἡ μικρὰ κόρη δὲν βαρύνομαι τὴν δου- λειά, ἀλλὰ βιάζομαι νὰ φθάσω 'ς τὸν παπποῦ. Πῶς νὰ σ' ἀφήσω ὅμως κ' ἐσένα παραπονεμένην. . . Θὰ σοῦ — 14 — κάμω ὅσα μοῦ ἐζήτησες καὶ ἔπειτα θὰ τρέξω. θὰ τρέ- ξω 'ς τὸν δρόμον μου ὅσο βιαστικὰ ἠμπορῶ. Καὶ ἀμέσως ἡ μικρὰ κόρη, διὰ νὰ ἔχῃ ἐλευθερίαν εἰς τὴν ἐργασίαν της, ἔβγαλε τό σαλάκι, μὲ τὸ ὁποῖον τὴν εἶχε τυλίξει τὸ πρωΐ ἡ μητέρα της, καὶ ἢρχισε νά συ- γυρίζῃ τὰ πάντα μὲ προθυμίαν. Εἰς ὀλίγην ὣραν ὅλα ἦσαν ἕτοιμα- ἀλλ' ἡ γρῃὰ ἀνοίγει τότε μίαν ἄλ- λην θύραν, δίπλα εἰς τὸ κρεβᾶτί της. —Βλέπεις τί εἶνε ἐκεῖ μέσα ; τὴν ἐρωτᾶ. —Ναί, βλέπω· ἔχεις βάλει σκουλῆκι, διὰ νὰ βγά- λῃς μετάξι. . . Ὤ, καὶ πόσο πολύ ! —Ναί· ἀλλά, θὰ γνωρίζῃς ἴσως, ὅτι τό σκουλῆκι διὰ νὰ προκόψῃ χρειάζεται μεγάλην καθαριότητα, ἐνῷ ἐδῶ μέσα, ἀφ' ὅτου ἀρρώστησα, δεν ἐμβῆκε κανεὶς νὰ κα- θαρίσῃ. —Θὰ ἐκαθάριζα ἐγώ, εἶπεν ἡ Φωτεινή, ἀλλ' ὁ παπ- ποῦς εἶνε ἄρρωστος καὶ μόνος καὶ κοντεύει νὰ βρα δυάσῃ— —Ἂν τ' ἀφήσῃς, τῆς ἀπαντᾷ ἡ γρῃά, ὅλα αὐτὰ τὰ ἀθῷα καὶ ἐργατικὰ ζῳύφια, τὰ ὁποῖα πνίγονται τώρα ἐκεῖ, θὰ ψοφήσουν ἕως τό βράδυ... Λυπημένῃ ἐστάθη ἡ Φωτεινή καί ἔβλεπεν Ὤ, ναί, πολλά δεν ἠμποροῦσαν πλέον νά κινηθοῦν, ἄλλα ἦσαν κάτω πεσμένα καί ἄλλα, ἐνῷ εἶχαν ἀναβῆ ἐπὰνω εἰς τό κλαδί διά ν' ἀρχίσουν νὰ πλὲκουν τό κουκοῦλί των, ἔμε- νον ἐκεῖ μέ τήν κλωστήν εἰς τό στόμα, χωρίς νὰ ἔχουν την δύναμιν νά προχωρήσουν. —"Ἄκουσε τί θά κάμω, εἶπεν ἐπί τέλους ἡ Φωτει- νὴ. Θά ἔμβω καί θά καθαρίσω, ἀλλ' ἔπειτα τὸσο πο- λύ βιαστικά θά τρέξω, ὥστε οὔτε τήν ἀναπνοήν μου δεν θὰ πάρω εἰς τόν δρόμο μου, διά νά προφθάσω, πρίν νυκτώσῃ, νά εὓρω τήν καλύβα τοῦ παπποῦ —Θὰ προφθάσῃς, ἦτο ἡ μόνη ἀπάντησις τῆς σοβα- ρᾶς γρῃᾶς. Ὃπως εἶπεν, ἔκαμεν ἡ Φωτεινή· μέ τά μικρὰ της χε- ρὰκια ἐκαθάρισεν ὃλον ἐκεῖνο τό δωμάτιον μέ τά πολλά του ρὰφια, γεμᾶτα ὅλα τριγύρῳ ἀπὸ τὰ ἐργατικὰ ζῳύφια. Ὃταν ἐτελείωσεν, ἦρχιζε πλὲον νά νῦκτώνῃ, ἀλλὰ περίεργον ! ὁ δρὸμος της τώρα ἦτο ἴσιος καὶ εὔκολος· χωρίς καμμὶαν δυσκολίαν εὑρέθῃ ἀμέσως εἰς τήν θὺραν τοῦ παπποῦ- γελαστή-γελαστή ἄνοιξε καί ἐμβῆκε. —Παπποῦ, τοῦ λέγει, μή σέ μέλῃ ἂν εἶμαι μικρά, θά σέ περιποιηθῶ τόσὸ πολύ, ὣστε γρήγορα θά γίνῃς καλά. Δεν ἐδυσκολεύθη διόλου ἡ Φωτεινὴ εἰς ὅσα εἶχε νά κὰμνῃ καθ' ἡμέραν εἰς τοῦ παπποῦ· ἀπό πολύ μικρά χαράν της εὕρισκε νά βοηθῇ τήν μητέρα της, ὅσον ἠμπο- ροῦσεν ὣστε τώρα ἢξευρε νὰ κὰμνῃ πολλά πρὰγματα. Ὁ παπποῦς μέ ἀπορίαν του ἔβλεπε πὸσον προσεκτικά καμωμένη ἦτο πάντοτε ἡ σοῦπά του, πόσον καλός ὁ καφές του. Ἐκαμάρωνε καί τήν καλύβαν του τακτικά πὰντοτε καί καθαρά συγυρισμὲνην. Συχνά ὃμως μὲσα εἰς τούς πόνους του ἀνεστέναζεν.' —« Ἂχ ! ἔλεγε, δὺο χρονιές κατά σειράν ἔσπειρα το χωράφι μου σιτάρι, και το ψωμί δεν μοῦ ἔλειψεν˙ ἐφέτος ἔπρεπε ν’ ἀλλάξω τήν σπορά γιά να μή ἀδυνατίσῃ παραπάνω ἡ γῆ, καί τήν ἔσπειρα μέ σπόρο βαμβακιᾶς. Θά ἐκέρδιζα καί μ’ αὐτὸ ὅσο γιά νά ζήσω, ἀλλά δέν θ’ ἀξιωθῶ οὔτε νὰ μαζεύσω τὸ βαμβάκι,οὔτε νὰ τὸ καθαρίσω .... Ἡ Φωτεινὴ ἀκούραστος ἔκαμνεν, ὅσα εἶχε παραγγείλει ὁ ἰατρός. —Θὰ γίνῃς καλά, παπποῦ, τοῦ ἔλεγε, καὶ μαζὶ θὰ συνάξωμεν τὸ βαμβάκι˙ ἀλλὰ πρέπει νὰ παραγγείλῃς καινούρια ὑποδήματα, μὲ τὰ παλῃὰ δὲν θὰ ἠμπορέσεις νὰ ἔβγῃς ὲξω- τώρα τὸ φθινόπωρο κάμνει ὑγρασίαν . . . —Οὔτε διὰ νὰ διορθώσω παιδί μου, τὰ παληὰ δέν μου μένουν πλέον χρήματα. Τόσον καιρὸ καρφωμένος ἐδῶ ‘ς τὸ στρῶμα ἐξώδευσα τὰ ὀλίγα, ὅσα εἶχα οἰκονομήσει. Ἡ Φωτεινὴ δὲν ἔλεγε τίποτε, ἀλλ’ ἕνα βράδυ, ὅταν εἶδε τὸν παπποῦ της ὀλίγον καλλίτερα, ἔφερε μίαν ἀγκαλιὰ καλάμια καὶ λεπτὰ κλαδιὰ ἀπὸ λυγαριές. —Σὲ παρακαλῶ, παπποῦ, τοῦ εἶπε, μάθε με νὰ πλέκω καλάθια˙ ἐνθυμοῦμαι, ὅτι ἄλλοτε μᾶς ἔφερνες εἰς τὸ σπίτι ὡραῖα πλεγμένα καλάθια. Τὸ χωράφι τοῦ παπποῦ ἦτο φραγμένον πέρα καὶ πέρα ἐπάνω εἰς τὴν ῥεματιὰν ὅλον μὲ καλαμιαίς, καὶ ἡ Φωτεινὴ γρήγορα ἔμαθε νὰ πλέκῃ καλάθια ὡραιὸτατα μὲ πολὺ λεπτὰ κλαδάκια λυγαριᾶς καὶ μὲ καλάμια. Προσεκτική, καθὼς ἦτο, κατώρθωσε μάλιστα μὲ τὰ ἐπιτήδειά της χεράκια νὰ πλέξῃ καλάθια πολὺ μικρὰ μὲ ξεχωριστὴν λεπτότητα καὶ τέχνην. Ὁ παπποῦς, ὁ ὁποῖος χονδρὰ μόνον καλάθια ἤξευρε να πλέκῃ, ἠπόρησε μὲ τὴν ἐπιτηδειότητα τῆς ἐγγονῆς του, ὅταν τοῦ ἔφερε νὰ ἰδῇ τὸ πρῶτον της αὐτὸ ἔργον. Ἕνα βράδυ, ἀφοῦ ἐκαλονύκτισε τὸν παπποῦ της ἡ Φωτεινή, τὸν ἠρώτησε. Μὲ ἀφίνεις αὔριον τὸ πρωί νὰ πάγω μὲ τὴν Σπίθα μέσα εἰς τὴν πόλιν ; — Εἶνε μακρυά παιδί μου, ἀπ’ ἐδῶ ἡ πόλις καὶ ἡ Σπίθα, ἀφ ὅτου ἀπέκτησε τὸ γαϊδουράκι της, ἔγινε ζῷον πεισματάρικο˙ ἐπειδὴ δὲν μὲ βλέπει πλέον ἐμένα ἔξω, δὲν ἐννοεῖ νὰ ὑπακούσῃ εἰς κανένα. Πρὶν ἔλθῃς, εἶχα στείλει μὲ αὐτὴν ἕνα χωριατόπαιδο νὰ μοῦ φέρῃ τὸν γιατρό, ἀλλὰ τὸ ἔρριψε 'ς τὸν δρόμον κ’ ἐγῦρισε πίσω μὲ κλάματα. —Θὰ τὴν ἐκακομεταχειρίσθη, παπποῦ- νὰ ἰδῇς πόσον καλὰ ἐννοεῖ, ὅτι ἐγὼ ἀγαπῶ καὶ περιποιοῦμαι τὸ παι- δάκι της και ἔρχεται καὶ παίζει καὶ πηδᾷ καὶ αὐτὴ μαζί μας. Εἶνε μιὰ χαρὰ νὰ τὴν βλέπῃ κανείς ! Θὰ ἐννοήσῃ, ὅτι θὰ τὴν φέρω πάλιν ὀπίσω εἰς τὸ παιδί της καὶ δὲν θὰ μὲ ῥίψῃ ἐμένα. Πρωΐ, μόλις εἶχε ξυπνήσει ὁ παπποῦς, ἡ Φωτεινὴ —19 ἐπέστρεψεν ἀπό τὴν πόλιν. —Σήκω, παπποῦ, τοῦ ἐφώναξεν, ἔφερα τὰ ὑποδήματα! Ὁ παπποῦς δὲν ἢξευρε τί πρῶτα νὰ θαυμάσῃ, τὰ ὡραῖα καὶ στερεὰ ὑποδήματα ἤ τό πρόσωπον της ἐγγονῆς του, τό ὁποῖον ἔλαμπεν ὃλον ἀπὸ χαράν. Ἡ Φωτεινὴ ἀφ’ ἑσπέρας εἶχε συνάξει ἀπό τό βουνὸ κατακόκκινα κούμαρα καὶ δροσερὰ ραδίκια˙ εἶχε καὶ μίαν ἄλλην ἰδέαν λαμπράν, τό ὡραιότερον ἀπὸ τὰ καλαθάκια της τό ἐγέμισε μὲ ὥριμα βατόμουρα καὶ τό ἐστόλισε γύρῳ μὲ κυκλαμιές˙ ὃλον μαζὺ ὡμοίαζε σὰν ὡραία ἀνθοδέσμη. Εἰς ἄλλο καλάθι ἔβαλε τὰ σταφύλια τῆς κληματαριᾶς, στολισμένο καὶ αὐτό μὲ ἄνθηἐπῆρε μαζί της καὶ τὰ ὀλίγα αὐγά, τὰ ὁποῖα ἐσύναζεν άπό τὰς ὄρνιθας τοῦ παπποῦ. Εἰς τὴν ἀγοράν, ὅταν εἶδαν τό εὔμορφο καὶ καθαρὸ κοριτσάκι νὰ φθάσῃ, ὅλοι ἔτρεξαν ποῖος νὰ πρωτοαγοράσῃ ὅσα ἔφερνε- μόνον διὰ τὰ δύο στολισμένα της καλάθια τῆς ἔδωσαν δέκα δραχμάς ! Συνέπεσε μάλιστα νὰ εἶνε πολὺ ἀκριβά, ὕστερον ἀπό τὰς βροχὰς εἰς τὴν ἀγορὰν τὰ σταφύλια, ἐνῷ τὰ ἰδικά της, καθώς εἶχον ὡριμάσει προφυλαγμένα κάτω ἀπό τὴν κληματαριάν, ἦσαν ἐξαίσια! — Γρήγορα, παπποῦ, θὰ σοῦ φέρω καὶ ζεστὸ ἐπανωφόρι, ἔλεγεν εὐτυχὴς ἡ Φωτεινή, καὶ ὃ,τι ἄλλο χρειάζεσαι διὰ τόν χειμῶνα! Κάθε βράδυ θὰ πλέκω καλάθια καὶ τό πρωΐ θὰ πηγαίνω εἰς την ἀγορὰν φορτωμένη. Ἔχει πολὺ μεγάλα βατόμουρα βαθειὰ κάτω ’ς τὴν ῥεματιά˙ ηὗρα καὶ μακρυὰ εἰς τόν κάμπον κἄτι ὥριμα φραγκόσυκα σὰν μεγάλα τριανταφυλλιὰ λουλούδια ! Εἶνε ’ς τὸ βουνὸ καὶ μία ἀγριαπιδιὰ φορτωμένη με ἀπιδάκια φθινοπωρινά! Καὶ ἡ ἀνεμῶνες ὑστερα ἀπό τόσες βροχαὶς ἐφύτρωσαν παντοῦ ! Μόνο καλὰ νὰ γίνῃς παπποῦ μου, χρειάζεται τώρα! Κάμε γρήγορα. Ἀλλ’ ὅταν ὁ παπποῦς, ἐντελῶς πλέον καλὰ καὶ ζεστὰ ἐνδυμένος, ἐσύναξε με τὴν βοήθειαν τῆς ἐγγονῆς του τό βαμβάκι ἀπό τό χωράφι, εἶχεν ἔλθῃ πλέον καὶ ὁ καιρὸς νὰ ἐπιστρέψῃ ἡ Φωτεινὴ εἰς τοὺς γονεῖς της˙ λυπημένος τώρα ὁ παπποῦς ἐκάθητο εἰς μίαν γωνίαν τῆς καλύβης κ’ ἐκαθάριζε μ’ ἔνα ξύλινον τροχὸν τό βαμβάκι ἀπό τοὺς κόκκους του. —Νά, πάρε, παιδί μου, αὐτό, εἶπε μίαν ἡμέραν εἰς τὴν ἐγγονήν του, καὶ τῆς ἔδωσεν ἕνα μεγάλο δέμα βαμβάκι θὰ σοῦ κὰμῃ ἡ μητέρα σου ὃ,τι χρειασθῇς μὲ αὐτὸ εἰς τόν ἐργαλειὸ. Ξεύρεις καὶ τί ἄλλο σοῦ δίδω νὰ πάρῃς μαζί σου :Σοῦ χαρίζω τό ἀγαπημένο σου γαϊδουράκι, διὰ νὰ ἔρχεσαι συχνά, χωρὶς κόπον νὰ μὲ βλέπῃς. Ἡ Φωτεινὴ ἐπήδησεν ἀπό χαράν. — Πόσο θὰ διασκεδάζῃ ὁ Γιαννάκης μας, ὅταν μεγαλώσῃ ὀλίγο καὶ τόν βάζω ἐπάνω ! εἶπεν. Δὲν ἐνοοῦσεν ἡ καλὴ κόρη νὰ ἔχῃ τίποτε ἰδικόν της, τό ὁποῖον νὰ μὴ ἀπολαμβάνουν καὶ οἱ ἂλλοι ! —Πάρε καὶ ταῖς δύο καλλίτεραίς μου ὂρνιθες, ἐξηκολούθησεν ὁ παπποῦς∙ ἀλλ ἐπειδὴ ἠξεύρω, ὅτι λυπεῖσαι, ὅταν κρεμοῦν τὰ ζῷα ἀπό τὰ πόδια, τῆς ἔβαλα μέσα εἰς αὐτὸ τό μεγάλο καλάθι∙ θὰ ταξειδεύσουν εἰς τό γαϊδουράκι ἐπάνω ἀναπαυτικὰ σὰν ἀριστοκρατικαὶς κυρίαις ! Νὰ ἰδοῦμε μόνον πῶς θὰ δεχθῇ τό πρῶτὸ του φορτίον εἰς τὴν ράχιν τό ζωηρὸ γαϊδουράκι. 20 — Ἕως ἔξω ἀπὸ τὸν ἐλαιῶνα συνώδευσεν ὁ παπποῦς τήν ἐγγονήν του˙ πρὶν ἀρχίσῃ ὀ ἀνηφορικὸς δρόμος, ἡ Φωτεινὴ ἐστάθη. —Θὰ κουρασθῇς, παπποῦλι μου, τοῦ εἶπε, μὴ λυπῆσαι ποῦ φεύγω, πολὺ γρήγορα θὰ ξαναέλθω. Ἐκεῖνος ἐκάθισεν εἰς μίαν πέτραν καὶ τὴν ἐκαμάρωνε, καθὼς τοῦ ἐκινοῦσεν ἡ μικρὰ τὸ μανδῆλί της, ἐνῷ ἀπεμακρύνετο. Τὸ γαϊδουράκι εἰς τὸ πλάϊ της ἔφευγε κατευχαριστημένο, διότι ἦτο ἐκείνη πλησίον του, καὶ καμμίαν δυσκολίαν δὲν ἔκαμνε διὰ τὸ φορτίον. Δέν εἶχε περιπατήσει πολύ, ὃταν ἀπὸ μακρὰν εἶδε νὰ ἔρχεται ἴσια ’ς αὐτὴν ἕνα μεγάλο πρόβατον˙ ἦτο τόσο παχύ, ὣστε μὲ δυσκολίαν ἐπροχώρει, καὶ ἐβέλαζε. —Δὲν εἶνε δυνατόν νὰ εἶνε τὸ ἀρνὶ ποῦ ἐπότισα αὐτό! Ἐσυλλογίζετο ἡ Φωτεινή· ἀλλ’ ἐκεῖνο ἐσταμάτησεν ἐμπρός της σὰν νὰ ἤθελε κάτι νὰ τῆς εἰπῇ μ’ ἐκεῖνο τὸ παράξενο βέλασμά του. Ἡ Φωτεινὴ ἔσκυψε καὶ ἤκουσε καθαρά. —Ἐγὼ εἶμαι˙ ὅλο αὐτὸ τὸ μαλλὶ τὸ ἐφύλαττα ἐπάνω μου γιὰ σένα˙ πάρε το˙ εἶνε ἰδικόν σου ! Τί καλά, ποῦ ἔχω ψαλίδι ἐπάνω μου, ἐσυλλογίσθη ἡ Φωτεινὴ καί ἥρχισε νὰ τὸ κουρεύῃ. Μεγάλα, κάτασπρα καὶ μαλακὰ μαλλιὰ ἔπιπταν κάτω˙ εἰς ὀλίγον ἔγιναν μία στοίβα μεγάλη. —Ὤ ! ἐσυλλογίζετο ἡ Φωτεινή˙ κανεὶς πλέον δὲν θὰ κρυώνῃ εἰς τὸ σπίτι δι’ ὃλους θὰ κάμῃ ἡ μητέρα μου σκεπάσματα !.. Ἔκοπτεν, ἔκοπτενἐστάθη ὃμως ἔπειτα καὶ ἔβλεπε μὲ ἀπορίαν. —Ἀλλ’ αὐτά ἀντὶ νὰ ὀλιγοστεύουν ἐπάνω εἰς τὸ 21 ἀρνί, ὅσο τὰ κόπτω γίνονται περισσότερα ! Οὔτε ἕνα κάρρο οὔτε δύο, δὲν θὰ τὰ χωρέσουν ! Πῶς θὰ τὰ πάρω μαζί μου !.. Ἤρχιζε νὰ στενοχωρῆται, ὅταν μιὰ γρῃὰ ἦλθε καὶ ἐστάθη πλησίον της- ἦτο ἐκείνη, ἡ ὁποία τόσον πολὺ τὴν εἶχε κάμει νὰ κοπιάσῃ ! —Σ’ ἐπερίμενα, τῆς λέγει καὶ σοῦ ἔχω ἔτοιμο σακκί" ἄφησέ με νὰ τὰ στοιβάξω ἐγώ, σὺ δὲν θὰ ἠμπορέσῃς. Καὶ ὃλα ἐκεῖνα τὰ μαλλιά, τὰ ὁποῖα τώρα ἦσαν γύρῳ ἀπὸ τὴν Φωτεινὴν σὰν μικρὰ βουνὰ ὑψηλότερα ἀπὸ τὸ ἀνάστημά της, ἠμπόρεσεν ἡ γρῃὰ καὶ τὰ ἐστοίβαξεν εἰς ἕνα μόνον σακκί. Ὅταν τὸ ἔφερε νὰ τὸ δέσῃ ἡ ἰδία ἐπάνω εἰς τὸ γαϊδουράκι, ἡ Φωτεινὴ ἐφώναξεν ˙ —Ὤ ! μή, τὸ καϋμένο, θὰ πάθῃ άπὸ τὸ πολὺ βάρος ! —Οὔτε θὰ τὸ ἐννοήσῃ, ἀπήντησεν ἡ γρῃά, καὶ ἐγέλασε μὲ καλωσύνην, ὃταν εἶδεν, ὃτι ἡ Φωτεινὴ ἢνοιξε με ἀπορίαν μεγάλα τὰ μάτια της. Πραγματικῶς τὸ γαϊδουράκι, ἐλαφρὸ καὶ τώρα, ἐπηδοῦσεν, ὃπως πρίν ! —Σοῦ ἔχω ἕτοιμο καὶ κἄτι ἄλλο νὰ πάρῃς μαζί σου, ἐξηκολούθησε γελαστὴ ἡ γρῃά, ἀλλ’ αὐτό, διὰ νὰ μὴ σὲ ἀνησυχῇ εἰς τὸν δρόμον, τὸ ἔκλεισα μέσα εἰς ἕνα καρῦδι. Οἱ μεταξοσκώληκες, ποῦ ἐκαθάρισες σύ, τόσο περίφημα κουκούλια ἔπλεξαν, ὣστε, ὅταν ἔβγαλα τὸ μετάξι, σὲ ἐνθυμήθηκα καὶ ὕφανα καὶ γιὰ σένα ἕνα φόρεμα. Λάμπει περισσότερον ἀπὸ καθαρὸ χρυσάφι. Πάρε τὸ καρῦδι, ἀλλὰ πρόσεξε εἰς αὐτό, τὸ ὁποῖον σοῦ παραγγέλλω· δὲν θὰ τὸ ἀνοίξῃς, διὰ νὰ ἰδῇς τὸ φόρεμα, παρὰ μόνον ὅταν φθάσῃς εἰς τὴν θύραν τῆς καλύβης σας. Τότε πρῶτα νὰ χωρίσης εἰς δύο τὸ καρῦδι, καὶ ἐπειτα νὰ κτυπήσῃς. Τὸ ἐνόησες ; Μὴ μὲ παρακούσῃς ! Συνηθισμένη ἡ Φωτεινὴ νὰ ὑπακούῃ τοὺς μεγαλυτέρους της, ἔβαλε τὸ καρῦδι εἰς τὴν τσέπην της. Τὸ δειλινὸ ἐστάθη νὰ δώσῃ νὰ φάγουν αἱ ὂρνιθές της καὶ ἐκάθισεν ἀπὸ κάτω ἀπὸ μίαν καστανιά. Εἶδεν, ὅτι ἦτο γεμάτη καρπόν· ἐγνώριζεν ὅτι ὁ καρπὸς της κα- στανιᾶς εἶναι ἀπ’ ἔξω σὰν μία ἀγκιδωτὴ σφαῖρα καὶ μέσα ἔχει δύο ἢ τρία κάστανα ἡ κάθε μία. —Τί καλά, ἐσυλλογίσθη, ἡ Βασιλικὴ ἀγαπᾷ τὰ κάστανα, θὰ ἀνεβῶ νὰ τῆς κὸψω ὀλίγα. Δὲν ἐπρόφθασεν ὅμως, πέντε πουλάκια μὲ κελαδήματα χαρᾶς ἐπετάχθησαν μέσα ἀπὸ τὸ δένδρον καὶ μὲ τὸ ῥάμφος των ἄνοιγαν τὸν καρπὸν καὶ τὰ κάστανα ἔπεφταν κάτω. Κυττάζει καὶ βλέπει ὑψηλὰ ἐπάνω εἰς τὰ κλαδιὰ κρεμασμένο τὸ καλαθάκι της. Καὶ ἡ γῆ κάτω εἶχε σκεπασθῆ ὃλη ἀπὸ κάστανα. Ἐγέμισε τὸ μεγάλο της καλάθι, ἐγέμισε τὴν ποδιάν της καὶ ἐπῆρε τῂς ὄρνιθες εἰς τὸ χέρι.Δὲν ἦτο πλέον μακρὰν ἀπὸ τὸ σπίτι- ἡ θάλασσα ἐγυάλιζε πλησίον καὶ διέκρινε τώρα εἰς τὴν ἀκροθαλασσιὰν τὴν καλύβα της. Φέρνω εἰς τὴν μητέρα μου μαλλὶ πολὺ καὶ βαμβάκι, καὶ εἰς τὴν Βασιλικὴν κάστανα, ἐσυλλογίζετο καθὼς ἐπλησίαζεν· ἂς εὕρισκα καὶ τὸν πατέρα μου μὲ βαρκοῦλα ἰδικήν του ! Αὐτὸ ἐπιθυμεῖ ἡ καρδιά μου! Ἐνύκτωνε πλὲον, ἡ σελήνη ἀνέτελλεν ἐκείνην τὴν στιγμὴν ἐπάνω ἀπὸ τὸ βουνό, ὅταν διὰ μιᾶς ἕνα μεγάλο βάρος εἰς τὴν τσέπην της τὴν ἔκαμε νὰ σταματήσῃ, χωρὶς νὰ θέλῃ. Ἦτο τὸ καρῦδι της! Τὸ ἐνθυμήθη τότε. Πόσον ὅμως ἐδυσκολεύθη διὰ νὰ τὸ ἀνοίξῃ ! Καθὼς τὸ ἐχώριζε μὲ τὸ ψαλίδι της εἰς δύο, ἐκεῖνο έβάρυνεν, ἐβάρυνεν εἰς τὰ χέρια της ὁλοένα περισσότερον, ἓως οὗ ἐπὶ τέλους ἡναγκάσθη νὰ καθίσῃ κάτω ἡ Φωτεινή, διὰ νὰ τὸ χωρίσῃ ἐντελῶς· ἀλλ’ ἀνοίγει ἡ μητέρα της τὴν θύραν τῆς καλύβης. —Καλέ ! Ἡ Φωτεινοῦλά μας ! φωνάζει. Τρέχει ὁ πατέρας μὲ τὸ Γιαννάκη ‘ς τὰ χέρια, φθάνει καὶ ἡ Βασιλική· ἡ Φωτεινὴ σηκώνεται νὰ τοὺς ἀγκαλιά- σῃ, τὴν πέρνουν ἐκεῖνοι μέσα. Ἔξαφνα ὅμως ἕνας δυνατὸς κρότος ἀκούεται ἔξω. —Σεισμός, ἐφώναξεν ἡ μητέρα καὶ ἐσταυροκοπήθη. Ὁ πατέρας ἔτρεξε μὲ τὸ φῶς εἰς τὸ χέρι, ἀλλὰ τί νὰ ἰδῇ. Ἐστάθη ἐμπρὸς εἰς τὴν θύραν, χωρίς νὰ ἡμπορῇ νὰ ὀμιλήσῃ. Ἔνα μεγάλο πλοῖον, ὂχι βάρκα, ἀλλά πλοῖον σωστὸ καὶ στερεὸ ἦτον ἐμπρός του καὶ δέματα μεγάλα καὶ ἀμέτρητα ἀπὸ βαμβάκι ἐγέμιζαν ὅλον τὸν δρόμὸν· καὶ στοῖβες ἀπὸ μαλλὶ ἦσαν ἀραδιασμένες σὰν βουνάκια πέρα καὶ πέρα. Ἡ μητέρα ἀπὸ τὴν χαράν της ἤρχισε νὰ κλαίῃ. —Πῶς μᾶς τὰ ἔφερες ὅλα αὐτὰ; ἐρωτοῦσαν ὅλοι μαζὶ τὴν Φωτεινήν. Ἐκείνη διηγήθη τὴν ἱστορίαν της. —Ἀλλά, τὴν διέκοψεν ὁ πατέρας, εἶπες ὅτι θὰ εὕρισκες ἕνα ὁλόχρυσο φόρεμα; —Πῶς χαίρομαι, πατέρα μου, διότι δὲν τὸ ηὗρα, Μὲ βάρκα εἶχα ἐπιθυμήσει νὰ σ’ εὕρω. Ἀλλ ὁ πατέρας ἐβγῆκε πάλιν ἔξω καὶ ἐζήτησε κατὰ γῆς. —Ἐδῶ εἶνε καὶ τό φόρεμα, ἐφώναξε, νά το· καὶ ἐσήκωσεν ὑψηλὰ ἔνα κασσελάκι. Τὸ ἄλλο μισὸ τοῦ καρυδιοῦ εἶχε γίνει ἕνα κασσελάκι μὲ ὡραῖα σκαλίσματα· μέσα ἦτο το ὁλόχρυσο φόρεμα, καὶ ἐθάμβωσαν τὰ μάτια ὅλων, ὅταν το εἶδαν. Ἡ Βασιλικὴ ἢρχισε τότε νὰ κλαίῃ. —Κι’ ἐγώ τὴν ἀπὴντησα αὐτὴν τὴν γρῃά, ὅταν ἐπῆγα ’ς τοῦ παπποῦ, κι’ ἐμένα μοῦ ἐζήτησε νὰ συγυρήσω τὴν καλύβα της, ἀλλὰ τῆς εἶπα, δὲν ἔχω τὴν ὂρεξί σου. —Μὴ λυπεῖσαι, μαζὶ θὰ τὸ ἔχωμε· με τὴν σειρὰ θὰ τὸ φοροῦμε, τῆς ἔλεγεν ἡ Φωτεινή. Ἐδοκίμασεν ἡ Βασιλικὴ νὰ τὸ φορέσῃ, ἀλλ· ἐστάθη ἀδύνατον· ἐκεῖνο ἐμαζεύετο καὶ ἐκόντινεν ἐπάνω της. —Ἐνόησα, εἶπεν ἐπὶ τέλους, πρέπει να γίνω πρῶτα σὰν καὶ σένα ! Τὴν ἄλλην ἡμέραν κόσμος πολὺς ἔτρεξεν εἰς τὸ παραθαλάσσιον νὰ ἰδῇ τὸ ὡραῖον πλοῖον, τὸ ὁποῖον ἔρριψεν εἰς τὴν θάλασσαν ὁ κυρ Σταμάτης· βαρειὰ φορτωμένο, εἶχε καὶ ὃλα, ὅσα τοῦ ἐχρειάζετο διὰ τὸ ταξεῖδι· οὔτε τὰ πανιά, οὔτε ἡ ἄγκυρα, οὔτε τὸ τημῶνι τοῦ ἔλειπαν. Μεγάλος πλέον πλοίαρχος ὁ κύρ Σταμάτης ἐδέχετο συγχαρητήρια ἀπὸ ὅλους. Ἀπὸ τότε ἡ εὐτυχία καὶ ἡ χαρὰ ἐβασίλευσε παντοτινὰ εἰς τὸ σπίτι τουτῆς Φωτεινῆς τὰ ματάκια δεν ἐδάκρυσαν πλέον ποτέ, ἀλλὰ πάντοτε ἔλαμπαν καὶ ἔχυναν γύρω της ἀληθινό φῶς. Σαν ἄστρο μοιάζεις τ’ οὐρανοῦ, χαριτωμένη κόρη. Πάντα τὸ σπίτι με χαρὰ ἐσὺ τὸ πλημμυρεῖς. Ὀ δρόμος σου ἀνθόσπαρτος ἀνοίγεται· προχῶρει! Φεγγοβολεῖ ὁλόλευκο τὸ στέμμα, ποῦ φορεῖς ! Ο ΜΑΓΕΥΜΕΝΟΣ ΕΡΓΑΛΕΙΟΣ! Μέσα σὲ κὰθε παραμῦθι ἀλήθεια κρύπτεται τρανή. Χαρὰ ’ς ἐκεῖνον, ὃπου ’ξεύρει νὰ τὴν ζητήσῃ, νὰ τὴν βρῇ “ Ἡ κυρὰ Διαμάντω ἢξευρε νὰ ὑφαίνῃ τόσον ὡραῖα, ὥστε καὶ ἀπὸ τὰς Ἀθήνας ἀκόμη κυρίαι ἢρχοντο εἰς τὸ χωριό της καὶ τῆς παρήγγελλον μεταξωτά, βαμβακερὰ ἢ μάλλινα ὑφάσματα. Μὲ τὸν ἐργαλειό της κατώρθωσε ν’ ἀναθρέψῃ τοὺς τρεῖς υἱούς της καὶ νὰ προικίσῃ καλὰ τὰς θυγατέρας της. Ἀλλά, καὶ ὅταν οἱ υἱοί της ἀποκατεστάθησαν πλέον ὅλοι εἰς ἐργασίας καὶ δὲν ἦτο ἀνάγκη αὐτή νὰ κοπιάζῃ, πάλιν ἡ κυρὰ Διαμάντω δὲν ἔπαυσε νὰ ἐργάζεται. Οἱ γείτονες ἦσαν βέβαιοι, ὅταν δὲν ἢκουον τὸ πρωΐ τόν κτύπον τοῦ ἑργαλειοῦ της, ὅτι εἴτε στρήβει μὲ τὸ ἀδράχτι της ἡ γειτόνισσά των νὲαν κλωστήν, εἴτε την τυλίγει εἰς τὴν ἀνέμην της, εἴτε ἐμπρὸς εἰς τὸ ῥοδάνι της γεμίζει μὲ μαλλὶ ἢ μὲ μετάξι τὰ μασούρια του διὰ νὰ στήσῃ καινούργιο πανί. Ἀλλὰ ποτὲ δὲν ἐστάθη τὸν χειμῶνα εἰς τὴν θύραν της πτωχὸς γέρων ἢ γραῖα, χωρὶς νὰ δώσῃ εἰς αὐτὸν ὁλίγαις πήχαις ζεστὸ μάλλινο ὕφασμα διὰ νὰ ἐνδυθῇ∙ ποτὲ δὲν ἦλθε μητέρα μὲ γυμνὸ παιδάκι ’ς τὰ χέρια της, χωρὶς νὰ τὸ ἐφοδιάσῃ μὲ ὅσα ἐχρειάζετο∙ πολλάκις μάλιστα τὰ ἔρραπτεν ἡ ἰδία. Διὰ τοῦτο, ὅταν ἡ καλὴ αὐτὴ γυναῖκα ἀπέθανε τὴν ἐθρήνησεν ὅλο τὸ χωριό. Εἰς τὸ συμβολαιογραφεῖον ἡνοίχθη ὁλίγας ἡμέρας κατόπιν ἡ διαθήκη της καὶ μαζὶ μὲ ὅλας τὰς ἄλλας θελήσεις της, ὅσας παρὴγγελλεν εἰς τὰ παιδιά της, μετὰ τὸν θάνατόν της νὰ ἐκτελέσουν, ὁ συμβολαιογράφος ἀνέγνωσε καὶ τὴν ἑξῆς περίεργον παραγγελίαν. «Τὸν ἐργαλειό μου μὲ ὅλα τὰ σύνεργά του ῥοδάνι, ἀνέμη, ῥόκα, καθὼς καὶ τὸ ἀσημένιο μου ἀδράχτι, ἀφίνω εἰς ὅποιαν ἀπὸ τὰς τρεῖς ἐγγονάς μου ἠμπορέσῃ να ὑφάνῃ τακτικὰ καὶ νοικοκυρίσια τρία δάκτυλα λεπτὸ βαμβακερὸ πανί, χωρὶς οὕτε μιὰ φορὰ νὰ κοπῇ ἡ κλωστή. Εἰς αὐτὴν ἀφίνω ἀκόμη μαζὶ μὲ τὴν εὐχή μου καὶ δέκα ὀκάδες μετάξι καὶ ἄλλες τόσες στρημμένο λεπτὸ μαλλὶ καὶ ὅλα τὰ βαμβακερὰ νήματα, ὅσα ἔχω ἔτοιμα διὰ τὸν ἐργαλειὸ». Τὸν ἐργαλειὸ ἐκεῖνον ἡ κυρὰ Διαμάντω τὸν ἐκαμάρωνε πάντοτε ὡς τὸ πολυτιμότερόν της πρᾶγμα∙ τὸν εἶχε λάβει κληρονομίαν ἀπὸ τὴν μητέρα της καὶ ἐκείνη ἀπὸ τὴν μάμμην της. Κάποιος μεγάλος τεχνίτης τοῦ παλαιοῦ καιροῦ τὸν εἶχε κατασκευάσει ἀπὸ ἕνα ἰδιαίτερον ξύλο ἐλαφρὸ καὶ στερεὸ καὶ ἐβεβαίωνε πάντοτε ἡ κυρὰ Διαμάντω, ὅτι μ' ἐκεῖνον τὸν ἐργαλειὸ ἡ εργασία έγίνετο γρηγορώτερα παρὰ μὲ κάθε ἄλλον. Καὶ ἐνῷ συνήθως ἄλλος ἐργαλειὸς χρησιμεύει διὰ τὰ πολὺ χονδρὰ μάλλινα ὑφάσματα, καὶ ἄλλος διὰ τὰ ἐλαφρὰ μεταξωτά, εκείνη μὲ τὸν ἰδικόν της κατόρθωνε νὰ κατασκευάζῃ εἰς τὴν ἐντέλειαν ὅλων τῶν εἰδῶν τὰ ὑφάσματα, τὰ λεπτότερα καὶ τὰ δυσκολότερα. Ἅν καὶ εἶχε πολλοὺς ἐγγονοὺς ἡ κυρὰ Διαμάντω, ἐγγονὰς εἶχε τρεῖς μόνον∙ μίαν άπὸ κάθε υἱόν της. Τῆς μεγαλειτέρας ὁ πατὴρ ἦτο παντοπώλης, ἀποκὰ- τεστημένος εἰς Ἀθήνας, τῆς ἄλλης εἶχε μείνει γεωργὸς καὶ ἔζη εἰς ἕνα ἐκεῖ πλησίον κτῆμα, ὅπου εἶχε χωράφι ἰδικόν του καὶ ὀλίγα ἐλαιόδενδρα. Τῆς μικροτέρας ὁ πατὴρ εἶχεν ἀποθάνει πρὸ ὀλίγων μηνῶν· ἦτο διδάσκαλος τοῦ χωρίου, ὅταν ἔζη, καὶ τώρα ἡ μήτηρ της, δι νὰ ἠμπορῇ νὰ συντηρῇ τὰ παιδιά της, εἶχεν ἀρχίσει νὰ ἐργάζεται ὡς πλύστρα· οἱκογένειαι ἀπό τὰς Ἀθήνας γνώριμαί της τῆς ἔστελλον ἀσπρόρρουχα καὶ τὰ ἔπλενεν εἰς τὸν ποταμόν. Τὴν ἡμέραν, τὴν ὁποίαν ὁ συμβολαιογράφος προσδιώρισεν, αἱ τρε ῖς ἐγγοναὶ εὑρέθησαν εἰς τὸ συμβολαιογραφεῖον· ἦτο ἐκεῖ καὶ ὁ ἐργαλειὸς καὶ μία γειτόνισσα φιλενάδα της μακαρίτισσας ἦλθε καὶ αὐτή, πρόθυμος νὰ βοηθήσῃ τὰ κορίτσια εἰς ὅ,τι ἢθελον χρειασθῆ. Ἡ μεγαλειτέρα κόρη δέκα ἕξ χρόνων, ἦλθε μὲ τὴν σοῦσταν τοῦ πατρός της ἐνδυμένη ὡς τελεία κυρία· μὲ καπὲλλο, μὲ φόρεμα τῆς τελευταίας μόδας, οὔτε τὸ ῥιπίδι δὲν τῆς ἔλειπε. Τὴν ἄλλην τὴν ἔφερεν ὁ πατήρ της μὲ τό κάρρο του· φοροῦσε καὶ αὐτὴ τὰ ἑορτάσιμα χωρικά της ἐνδύματα, ὡραῖα ἐνδύματα κεντημένα ὅλα μὲ τὸ χέρι της. Ἡ μικροτέρα, συμπαθητικὸ κοριτσάκι, ἓως δώδεκα χρόνων, ἀπὸ πολὺ πρωΐ ἐβοήθει τὴν μητέρα της εἰς τὸ ποτάμι νὰ πλύνῃ, καὶ ἔτρεξε καθὼς ἦτο μὲ τό βαμβακερὸ φόρεμα τῆς ἐργασίας της. Πρώτην προσεκάλεσεν ὁ συμβολαιογράφος νὰ καθίσῃ εἰς τόν ἐργαλειό τὴν μεγαλειτέραν. Ἐμβῆκεν ἐκείνη, ἀφοῦ ἔβγαλε τὰ χειρόκτιά της καὶ ἐπρόσεξε πολὺ, καθὼς ἐκάθισε, νὰ μὴ τσαλακώσῃ τὁ εὔμορφο φρεσκοσιδηρωμενο φόρεμά της, τό στολισμένο μὲ δαντέλλες. «Τί ἰδέα αὐτὴ τῆς γιαγιᾶς μου, ἕνα ξύλο φαγωμένο ἀπὸ τὴν πολυκαιρίαν νὰ τό κάμῃ τόσο μεγάλην ὺπόθεσιν !» ἐσυλλογίσθη, ἅμα ἐπῆρε τὴν σαΐταν εἰς τὰ χέρια της καὶ ἢρχισε νὰ ὑφαίνῃ. «Ἠξεύρω βέβαια νὰ ὑφαίνω· ὁλόκληρες σπιθαμὲς πανὶ ὕφαινα ’ς τό πλάϊ τῆς γιαγιᾶς μου, κάθε καλοκαῖρι, ὅταν ἡρχόμεθα ἐδῶ εἰς τὸ χωριό. . . μοῦ ἐξήγησεν ἡ γιαγιά μου καὶ τὸ παραμικρὸ τοῦ ἐργαλειοῦ, εἶνε ὅλα τόσο εὔκολα ! Μήπως εἶνε πιάνο ὁ ἐργαλειός νὰ χρειάζεται λε- πτολογίες ! .. . Ἀλλὰ σκοπὸν βέβαια δὲν ἔχω νὰ στήσω τόν ἐργαλειόν μέσα εἰς τὰς Ἀθήνας διὰ νὰ κάθωμαι νὰ ὑφαίνω ἐγώ ! . . . θὰ ἦτο καὶ ἀστεῖον αὐτό, θὰ ἦτο καί ἐντροπή, ὅταν ἔρχωνται ἐπισκέψεις εἰς τό σπίτι μας, να βλέπουν κόρη σὰν καὶ μένα καθισμένη εἰς τὸν ἐργαλειό !... Ἐδῶ ἐκόπη ἡ κλωστή. Δὲν εἶνε τό πάτημα σύμφωνο μὲ τὸ πόδι μου, παρεπονέθη τότε· μοῦ ἔρχεται μακρύτερο, καὶ δὲν ἡμπορῶ νὰ πατῶ κάτω στερεά. Πρόθυμος ἡ γειτόνισσα ἔφερεν ἀμέσως τὸ πάτημα τοῦ ἐργαλειοῦ ἀκριβῶς εἰς ὅσον μάκρος ἐχρειάζετο. — Ὡραία τώρα πηγαίνει, εἶπε καὶ ξαναήρχισε. « — Τὸν ἐργαλειὸ θὰ τὸν στήσω κάτω, δίπλα εἰς τὴν ἀποθὴκην, ὅπου φυλάττει ὁ πατέρας μου τὰ εἴδη τοῦ παντοπωλείου του καὶ δι ὅσα φορέματα θὰ χρειάζομαι — πάντα μεταξωτὰ—θὰ παίρνω ἐρ- γάτριαν μὲ τὸ ἡμερομίσθιον νὰ τὰ ὑφαίνῃ.... Πολλὰ κορίτσια πτωχὰ εὑρίσκει κανεὶς εἰς τὰς Ἀθήνας νὰ ἐργασθοῦν μὲ ἡμερομίσθιον !...» Ἐδῶ πάλιν ἡ κλωστὴ ἐκόπη. Κάθε λίγο καὶ λιγάκι ἒχει κόμβους αὐτὴ ἡ κλωστή ! Παρετήρησε τότε, καὶ οὔτε εἶνε καλά τυλιγμένη εἰς τό μασοῦρι. Ἀμέσως ἔφερεν ἡ γειτὸνισσα ὅλα τὰ μασούρια καὶ μόνη της ἐδιάλεξεν ἕνα μὲ τὴν πειὸ ἴσια, μὲ τὴν πειὸ γερὴ κλωστή, τὁ ἐπέρασεν — 32 — εἰς τὴν σαΐταν της. Ἀλλά, δύο τρεῖς, τέσσαρες φορὲς ἡ κλωστὴ ἔσπασε, καὶ οὔτε ἕνα δάκτυλο πανί δὲν εἶχε ἀκόμη ὑφασμένο. Ἄς δοκιμάσῃ ἡ δευτέρα, εἶπεν ὁ συμβολαιογράφος. Ἢρχισεν ἡ δευτέρα· αὐτὴ ἦτο συνηθισμένη νὰ ὑφαίνη· εἶχαν ἐργαλειὸ εἰς τὸ σπίτι των καὶ ἦτο καὶ φυσικὰ πολὺ ἐπιτηδεία κόρη. «Πῶς θέλω να ἔχω δικό μου ἐργαλειό ! ἐσυλλογίζετο ἡ χωρική, ἐνῷ ἡ σαΐτα τρέχει ’ς τὰ χέρια της. Γιὰ κάθε πανηγύρι θά ἑτοιμάζω καὶ καινούργιο φόρεμα· ’ς ἕνα μῆνα ἡ δημαρχίνα μας θὰ βαπτίσῃ τό παιδί της, θὰ ἔλθῃ ἡ νονὰ ἀπὸ τὰς Ἀθήνας καὶ εἶνε μεγάλη κυρία βουλευτοῦ. . . τί χορός θὰ στηθῇ ’ς την πλατεῖα ! θὰ προφθάσω νὰ ὑφάνω ἕως τότε καινούργιο φόρεμα . . . Ἔπειτα, ἔχομε τό πανηγύρι τοῦ χωριοῦ. . . θὰ ἑτοιμάσω καὶ γιὰ τότε ἄλλη πάλιν φορεσιὰ καὶ θὰ τὴν κεντήσω μὲ τέτοια σχέδια ποῦ ὅμοια ἕως τώρα δὲν ἐφόρεσεν ἄλλη. Ὑπάρχει κανένα λουλοῦδι καὶ κανένα στολίδι ποῦ δὲν εἶμαι ἄξια νὰ τό κεντήσω ἢ νὰ τό ὑφάνω ’ς τόν ἐργαλειό; Θὰ μπαίνω ’ς τόν ἐργαλειό, ὅποτε ἐπιθυμήσω καινούργιο φόρεμα, καὶ ἡ πρώτη τοῦ χωριοῦ θὰ εἶμαι πάντα ἐγῶ ! Εἶχεν ὑφάνει δύο δάκτυλα καὶ περισσότερα μὲ μεγάλην ἐπιτηδειότητα, ἀλλ’ ἔξαφνα ἐσταμάτησεν· εἶχε κοπῆ ἡ κλωστή! Διώρθωσαν πάλιν τό πάτημα· ἄλλαξαν καὶ σαΐτα καὶ κλωστή, ἀλλὰ τίποτε, τίπὸτε· ἡ κλωστὴ πάντα ἔσπανε. Ἂς δοκιμάσῃ ἡ τρίτη, εἶπεν ὁ συμβολαιογράφος, ἄν καὶ αὐτὴ τόσον μικρὰ τί θὰ ἠμπορέσῃ νὰ κάμῃ. Ἐμβῆκεν ἡ μικρὰ κόρη εἰς τόν ἐργαλειὸ. Ἀφότου εἶχε γεννηθῆ, ἔβλεπε ’ς αὐτὸν καθισμένην τὴν μάμμην της καὶ τώρα τὰ ματάκια της ἐγέμισαν δάκρυα. Ἔβγαλε τό μανδῆλί της, πρὶν ἀρχίσῃ, καὶ τὰ ἐσπόγγισεν· ἔπειτα ἐπροσπάθησε νὰ ἐνθυμηθῇ ἕνα ἕνα ὅλα ὅσα τῆς εἶχε παραγγείλει ἡ μάμμη της, ὅταν γιὰ μὶα φορά, γιὰ πρώτη φορὰ τὴν εἶχε βάλει νὰ ὑφὰνῃ καὶ ἢρχισε δειλά. δειλὰ νὰ κινῇ τὴν σαΐταν. . . —Θυμοῦμαι τί μοῦ εἶπεν ἡ μακαρίτισσα, ἐσυλλογίζετο, ἀπό μέσα της· μοῦ εἶπε, ὅτι ’ς τὴν δυστυχία ἄλλη παρηγοριά μεγαλειτέρα ἀπό τὴν δουλειά δὲν ὑπάρχει, καὶ πάλιν ἄν εὐτυχήσει κανεὶς ἡ δουλειὰ εἶνε ἡ καλλιτέρα του συντροφιά .. πρῶτα-πρῶτα θὰ ὑφάνω τῆς μητέρας μου ἕνα φόρεμα διὰ νὰ μὴν κρυώνῃ ’ς τὸ ποτάμι, ὅταν πηγαίνῃ... ἔπειτα, θὰ ἐνδύσω τὰ ἀδέλφια μου, ἔπειτα θὰ δῶσω καὶ ὀλίγες πῆχες πανὶ ’ς τὸ μικρὸ παιδάκι τῆς γειτόνισσάς μας... αὐτὸ ἔκαμνεν ἡ γιαγιά μου καὶ ἄν γίνη ὁ ἐργαλειὸς δικός μου πρέπει νὰ κάμνω καὶ ἐγώ, ὅπως ἔκαμνεν ἑκείνη. Ἡ γιαγιά μου ἔλεγεν, ὅτι ὅποιος ἀγαπήσῃ ἀληθινὰ τὴν δουλειά, με σταυρωμένα χέρια δεν εἰμπορεῖ πειὰ νὰ μείνῃ... Περίεργον! Ὅλοι ἐστέκοντο ἐκστατικοὶ καὶ ἔβλεπαν τὴν μικρὰν κὸρην· εἶχεν ἀρχίσει μὲ δισταγμὸν σιγὰ-σιγὰ καὶ τώρα ἡ σαΐτα ἔτρεχε ’ς τὰ χέρια της σὰν νὰ ἦτο χρόνια ἡ μικρὰ συνηθισμένη νὰ ὑφαίνει ! Τὰ τρία δάκτυλα πανὶ γρήγορα ἔγιναν τακτικὰ καὶ νοικοκυρευμένα. Δακρυσμένος ἀπὸ συγκίνησιν ὁ γέρων συμβολαιογράφος ἦλθε κοντά της, καὶ καθῶς ἔσκυπτεν ἐκείνη ’ς τὸν ἐργαλειὸ τὴν ἐφίλησε ’ς τὸ μέτωπο. — Μὲ τὴν εὐχὴ τῆς γιαγιάς σου, δικός σου εἶνε ὁ ἐργαλειός, τῆς εἶπε. Τὸ ἴδιο ἐκεῖνο ἀπόγευμα, ὁ συμβολαιογράφος καὶ ἡ φιλενάδα τῆς μακαρίτισσας ἦλθαν νὰ στήσουν τὸν ἐργαλειὸ εἰς τὴν καλύβα τῆς Φρόσως—Φρόσω ἔλεγαν τὴν μικροτέραν ἀπὸ τὰς τρεῖς έγγονάς — ἀλλ ἡ καλύβα ἦτο τόσο στενή, ὧστε θέσιν δι αὐτὸν δὲν εὕρισκαν. Τὸ μεγάλο κρεβᾶτι εἰς τὴν γωνιὰ ἔπιανε τὸν περισσότερο τόπο- Ἐκοιμάτο ’ς αὐτὸ ἡ μητέρα μὲ τά δυὸ μικρότερά της παιδιά, ὁ καναπές, οὔτε αὐτὸς ἠμποροῦσε νὰ λείψῇ∙ ἐκοιμᾶτο ’ς αὐτὸν τὸ μεγαλείτερο άγοράκι∙ καὶ ἀντικρύ ’ς τὴ γωνιά, ὅπου ὑψηλὰ ἔκαιεν ἐμπρὸς εἰς τὸ εἰκόνισμα ἡ κανδήλα ἦτο τὸ κρεβατάκι τῆς Φρόσως. - —Ξεύρεις, μητέρα, τί θὰ κάμωμε ; εἶπ’ ἐκείνη. Θὰ στήσωμε τὸν ἐργαλειὸ κάτω ἀπ’ τὸ εἰκόνισμα. —Καὶ σὺ ποῦ θὰ κοιμᾶσαι: —Ἐγὼ θὰ στρώνω κάτω∙ πρέπει νὰ στηθῇ ὁ ἐργαλειός. Ἐσὺ μὲ τὸ πλύσιμο, ἐγὼ μὲ τὸν ἐργαλειό, θὰ προφθαίνωμε τὰ ἔξοδα τοῦ σπιτιοῦ. Αὐτὸ ἔγινε- ἔβγαλαν τὸ κρεβάτι καί ἐμβῆκεν ὁ ἐργαλειός. Ἀλλ’ ἡ μητέρα ἔμενε συλλογισμένη. —Τί ἔχεις, μητέρα; τὴν ἠρώτησεν ἡ Φρόσω. —Ἂχ, παιδί μου, ἐμπρὸς εἰς τοὺς ξένους δὲν ἢθελα νὰ σοῦ τὸ πῶ. Ὁ γείτονας ποῦ μᾶς ἐδάνεισεν ἐκεῖνα τὰ χρήματα, ἦλθεν ὠργισμένος, διότι δὲν τὰ ἐπληρώσαμε ἀκόμη, καὶ μᾶς ἐπῆρε τὸ καζάνι... —Θὰ διορθωθοῦν ὅλα τώρα, μητέρα, νὰ ἰδῇς!... Θυμᾶσαι, ὅταν ὑφαινεν ἡ γιαγιὰ καὶ μ’ ἔβαζε νὰ μελετῶ τὸ βράδυ ’ς τὸ πλάϊ της, τί ἢθελε καλλίτερα ἀπ’ ὅλα νὰ τῆς διαβάζω, καὶ νὰ τῆς ξαναδιαβάζω : —Τί, παιδί μου : —Ἐκεῖνο τὸ ποιηματάκι μέσα ἀπ' τὸ βιβλίο μου. — Κι ἄν δὲν μοῦ μείνῃ ἐντὸς τοῦ κόσμου Ποῦ νὰ πατήσω, νὰ σταθῶ, Ἐκεῖ ψηλὰ εἶνε ὁ Θεός μου∙ Πῶς ἠμπορῶ ν’ ἀπελπισθῶ !* Τώρα, καθώς ἔβλεπε τὸν ἐργαλειὸ μέσα εἰς τὸ σπίτι, ἡ ἀγάπη της πρὸς τὴν μάμμην της τῆς ἔφερεν εἰς τὴν ἐνθύμησίν της ὅλα εἰς ὅσα ἐκείνη εὐχαριστεῖτο. Ἐτελείωσαν τὸ πτωχικόν των δεῖπνον καὶ ἔβαλε τ’ * Στίχοι ποιημάτων τοῦ Βιζυηνοῦ — 36 — ἀδέλφια της νὰ κοιμηθοῦν, ἀφοῦ ἔκαμαν καὶ τὰ τρία τὸν σταυρόν των. Πεταχτή, πεταχτή, ἡτοίμασε καὶ ὅλα ὅσα θὰ ἐχρειάζοντο τὸ πρωΐ διὰ νὰ μὴν ἔχῃ αὐτὴν τὴν φροντίδα ἡ μητέρα της∙ λυπημένη καὶ κουρασμένη ἡ μητέρα εἶχε γύρει καὶ εἶχεν ἀποκοιμηθῆ. Ἀλλ’ ἡ Φρόσω δὲν ἔστρωσε νὰ κοιμηθῇ καὶ αὐτή. Ἡ καλὴ φιλενάδα τῆς μάμμης πρὶν φύγῃ, τὴν εἶχε βοηθήσει νὰ στήσῃ χονδρὸ βαμβακερὸ πανὶ εἰς τὸν ἐργαλειό. «Αὐτὸ γίνεται γρήγορα καὶ ὅλοι τὸ χρειάζονται, καὶ πλούσιοι καὶ πτωχοί∙ θὰ καθίσω, ἐσυλλογίσθη, νὰ ὑφάνω ἀπόψε γιὰ νὰ ἠμπορέσω νὰ φέρω τῆς μητέρας μου ὀλίγα χρήματα μ’ αὐτὰ νὰ τὴν παρηγορήσω». Ἐκάθισεν ἡ μικρὰ κόρη∙ ἀπὸ ὑψηλὰ ἡ κανδήλα ἐμπρὸς ἀπὸ τὸ εἰκόνισμα ἒφεγγεν εἰς ὅλον τὸ δωμάτιον, ἀλλ’ ὁ ἐργαλειὸς τώρα ἦτον δυσκολοκίνητος" κἄτι τὸν ἐμπόδιζε, δὲν θὰ τὸν εἶχαν καλὰ στερεώσει! Ἐβγῆκεν ἡ Φρόσω καὶ προσπαθοῦσε νὰ εὕρῃ τί ἒπταιεν, ἀλλὰ ἔπεσε κάτω ἕνα πρᾶγμα καί ἔλαμψεν εἰς τὸ φῶς τῆς κανδήλας! Κυττάζει, ἦτον μία λίρα, ἔνα χρυσὸ εἰκοσάφραγκο! Καθῶς ἐζήτησε νὰ στερεώσῃ τὰ δύο μακρυὰ ξύλα τοῦ ἐργαλειοῦ, παρατηρεῖ ἔλαμπαν καὶ αὐτὰ ἕως μέσα! — Μητέρα, ξύπνα! φωνάζει. Ἒλα νὰ ἱδῇς! Σηκώνεται ἡ μητέρα. Τινάζουν τὰ ξύλα τοῦ ἐργαλειοῦ καὶ ῇ λίρες γεμίζουν σωρὸς κάτω τὸ πάτωμα. Κάτω ἀπ' τὸ εἰκόνισμα, μητέρα καὶ κόρη ἀγκαλιάσθησαν καὶ εὐχαρίστησαν τὸν Θεὸν διὰ τὴν ἀνέλπιστον χαράν.